204

θεωρία λογοτεχνίας

  • Upload
    kwlwglw

  • View
    428

  • Download
    42

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: θεωρία λογοτεχνίας
Page 2: θεωρία λογοτεχνίας

«Είναι αδύνατο να φανταστούμε μια διαυγέστερη πραγμάτευοη του Θέματος ή, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση του βιβλίου;μια πληρέ­στερη και περιεκτικότερη. Ο Culler ήταν πάπα αξιοθαύμαστος για την ικανότητα να παρουσιάζει με σαφήνεια το αντικείμενό του και σ αυτό το βιβλίο έχει βρει ακριβώς τη σωστή μέθοδο και το σωστόυφος για να επιτύχει τους σκοπούς του.»

Sir Frank Kermode

«Ο Jonathan Culler υπήρξε και είναι πάντα το πλέον κατάλληλο πρόσωπο για να εξηγήσει τη λογοτεχνική θεωρία χωρίς να την υπε­ραπλουστεύει ή να την αντιμετωπίζει με ανταγωνιστικότητα και προ­κατάληψη. Η “Λογοτεχνική θεωρία: μια συνοπτική εισαγωγή” απο­τελεί ένα έργο υπόδειγμα του είδους. Σε μια αξιοθαύμαστα περιλη­πτική μορφή παρουσιάζει τη σύγχρονη λογοτεχνική Θεωρία σε όλο της το εύρος. Η στρατηγική οργάνωσης της ύλης όχι κατά σχολές αλλά κατά θέματα ήταν ευφυής επιλογή.»

HiLLlS MlLtER, συγγραφέας του βιβλίου

«Ένας εντυπωσιακός κι ελκυστικός άθλος συμπύκνωσης. Η αποφυ­γή της συνήθους περιήγησης μέσα από τις διαφορετικές σχολές και προσεγγίσεις επιτρέπει στον συγγραφέα να φτάσει κατευθείαν στην καρδιά του κεντρικού για πολλούς φοιτητές ερωτήματος: ποιος είναι ο πρώτος και κύριος λόγος που σπουδάζουν λογοτεχνική Θεωρία; Ένα εξαίρετο θελκτικό βιβλίο το οποίο, πιστεύω, θα είναι και πολύχρήσιμο.»

PATRICIA W augh, εκδόχρια ίου Modern Literary ΤΙ A Reader (Εγχειρίδιο της σύγχρονης λογοτεχνικής Θεα

ISBN 960-524- 114*5

Page 3: θεωρία λογοτεχνίας

0 J o n a th a n C u lle r

είναι Καθηγητής Αγγλικής και Συγκριτικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο C o rn e ll

των Η .Π Α

Page 4: θεωρία λογοτεχνίας

Οι Π ανεπιστημιακές Εκδόσεις Κ ρήτης είναι τμήμα τον Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας

Page 5: θεωρία λογοτεχνίας

Τζόναθαν Κάλλερ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Μια συνοπτική εισαγωγή

Μετάφραση Καίτη Διαμαντάκου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ Ιδρυτική δωρεά Παγκρητικής Ενώσεως Αμερικής

ΗΡΑΚΛΕΙΟ 2000

Page 6: θεωρία λογοτεχνίας

ΠΑΝ ΕΠΙΣΤΗΜ ΙΑΚΕΣ Ε Κ Δ Ο ΣΕ ΙΣ ΚΡΗΤΗΣ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑΣ

Ηράκλειο Κρήτης, Τ.Θ. 1527, 711 10. Τηλ.: (081) 394235, Fax: 394236 Αθήνα: Μάνης 5, 10681. Τηλ.: (01) 3818372, Fax: (01) 3301583

e-mail: [email protected] και [email protected] UPL: http://www.pek.uoc.gr

ΣΕΙΡΑ: ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΕΙΡΑ Σ: ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ

Τίτλος πρωτοτύπου:

Ο 1997© 1998, για την ελληνική γλώσσα:

Μετάφραση:

Literary Theory. A very short introduction by Jonathan Culler ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ

Καίτη Διαμαντάκου

ISBN 960-524-114-5

Page 7: θεωρία λογοτεχνίας

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Πρόλογος ix

1. Τι είναι η θεωρία; 1

2. Τι είναι η λογοτεχνία και γιατί μας ενδιαφέρει; 23

3. Λογοτεχνία και πολιτισμικές σπουδές 57

4. Γλώσσα, νόημα και ερμηνεία 75

5. Ρητορική, ποιητική και ποίηση 95

6. Αφήγηση 113

7. Επιτελεστική γλώσσα 131

8. Ταυτότητα, ταύτιση και το υποκείμενο 151

Παράρτημα: Θεωρητικές σχολές και κινήματα 169

Βιβλιογραφία 185

Ευρετήριο προσώπων 195

Ευρετήριο όρων 197

Page 8: θεωρία λογοτεχνίας

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Πολλές εισαγωγές στη λογοτεχνική θεωρία περιγράφουν υπάρχουσες «σχολές» κριτικής. Η θεωρία αντιμετωπίζεται ως ένα σύνολο ανταγωνιστικών «προσεγγίσεων», η καθεμιά απύ τις οποίες έχει τις δικές της θεωρητικές θέσεις και υποχρεώ­σεις. Όμως τα θεωρητικά κινήματα που οι εισαγωγές ανα­γνωρίζουν -όπως ο δομισμός, η αποδόμηση, ο φεμινισμός, η ψυχανάλυση, ο μαρξισμός και ο νέος ιστορικισμός— έχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ τους. ΓΥ αυτόν ακριβώς τον λό­γο πολλοί κάνουν λόγο για «θεωρία» κι όχι απλά για επιμέ- ρους θεωρίες. Για μια προκαταρκτική εισαγωγή στη θεωρία είναι καλύτερο να εξετάζονται τα κοινά ζητήματα και αιτή­ματα παρά να μελετώνται οι διάφορες θεωρητικές σχολές. Είναι προτιμότερο να εξετάζονται εκείνα τα σημαντικά ση­μεία των συζητήσεων τα οποία δεν φέρνουν σε αντιπαράθε­ση τη μία με την άλλη «σχολή» αλλά φαίνονται να δηλώνουν εμφανείς διαφορές μεταξύ των κινημάτων. Η αντιμετώπιση της σύγχρονης θεωρίας ως ενός συνόλου από ανταγωνιστικές προσεγγίσεις ή μεθόδους ερμηνείας αφήνει ανεκμετάλλευτο μεγάλο μέρος από το ενδιαφέρον και τη δυναμική της, που απορρέουν από την τολμηρή αμφισβήτηση στην οποία υπο­

Page 9: θεωρία λογοτεχνίας

X ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

βάλλει την κοινή λογική καθώς και από τις εξερευνήσεις της των τρόπων με τους οποίους δημιουργείται το νόημα και παίρνουν σχήμα και μορφή οι ανθρώπινες ταυτότητες. Προτί­μησα, έτσι, να διεξέλθω μια σειρά θεμάτων, εστιάζοντας την προσοχή μου σε ορισμένα σημαντικά σημεία και σε ζητήμα­τα που προκάλεσαν συζητήσεις, καθώς και σε ό,τι πιστεύω ότι έχει αποθησαυρισθεί ο)ς γνώση.

Παρ’ όλα αυτά, όποιος διαβάζει ένα εισαγωγικό βιβλίο στη λογοτεχνική θεωρία δικαιούται να περιμένει την εξήγηση κάποιων όρων, όπως δομισμός και αποδόμηση. ΓΥ αυτό τον λόγο, παραθέτω συνοπτικά σκιαγραφήματα των σημαντικό­τερων κριτικών σχολών ή κινημάτων στο Παράρτημα, το οποίο ο αναγνώστης μπορεί να το διαβάσει πρώτο ή τελευ­ταίο ή να ανατρέχει σ’ αυτό περιστασιακά.

Page 10: θεωρία λογοτεχνίας

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Το παρόν βιβλίο οφείλει πολλά στους φοιτητές των εισαγωγικών μα­θημάτων μου λογοτεχνικής θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Cornell, οι ερωτήσεις και οι επισημάνσεις των οποίων στη διάρκεια πολλών χρόνων με έκαναν να αποκτήσω συναίσθηση του τι πρέπει να πε­ριέχει μια εισαγωγή. Θα ήθελα να εκφράσω ιδιαίτερα τις ευχαρι­στίες μου στους Cynthia Chase, Mieke Bal και Richard Klein, που διάβασαν και σχολίασαν το χειρόγραφο του βιβλίου, παρακινώντας με σε αναθεωρήσεις και ανασυντάξεις. Οι Robert Baker και Leland Deladurantaye προσέφεραν σημαντική υποστήριξη και η Ewa Badowska, που με έχει βοηθήσει στη διδασκαλία της λογοτεχνικής θεωρίας, συνέβαλε καθοριστικά από πολλές απόψεις στη συγγραφή της παρούσας μελέτης.

Page 11: θεωρία λογοτεχνίας

Κ ε φ α λ α ί ο 1

Τι είναι η θεωρία;

Στις λογοτεχνικές και πολιτισμικές σπουδές γίνεται στις μέ­ρες μας πολύς λόγος για τη θεωρία — όχι για τη θεωρία της λογοτεχνίας, προσέξτε* απλά και μόνο για τη « θεωρία». Για κάποιον εκτός του χώρου η συνήθεια αυτή πρέπει να φαίνε­ται πολύ περίεργη. «Θεωρία τίνος πράγματος;» θα ρωτού­σες. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντήσει κανείς. Δεν πρό­κειται για τη θεωρία ενός συγκεκριμένου πράγματος ούτε για μια θεωρία περιεκτική γενικώς των πάντων. Άλλοτε πάλι η θεωρία μοιάζει να είναι όχι τόσο η εξέταση κάποιου αντικει­μένου όσο μια δραστηριότητα — κάτι που κάνεις ή δεν κά­νεις. Μπορεί να ασχολείσαι με τη θεωρία* μπορεί να διδά­σκεις ή να μελετάς θεωρία* μπορεί να μισείς τη θεωρία ή να τη φοβάσαι. Τίποτε όμως από όλα αυτά δεν μας βοηθά πο­λύ για να κατανοήσουμε τι είναι η θεωρία.

«Η θεωρία», μας λένε, έχει επιφέρει ριζικές αλλαγές στη φύση των λογοτεχνικών σπουδών, όμως οι άνθρωποι που το λένε αυτό, δεν εννοούν τη λογοτεχνική Θεωρία, τη συστηματι­κή εξέταση της φύσης της λογοτεχνίας και των μεθόδων ανά­λυσής της. Όταν μερικοί παραπονούνται ότι στις μέρες μας υπάρχει πάρα πολλή θεωρία στις λογοτεχνικές σπουδές, δεν

Page 12: θεωρία λογοτεχνίας

2 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

εννοούν ότι υπάρχει πάρα πολύς συστηματικός στοχασμός πάνω στη φύση της λογοτεχνίας ή πάρα πολλή διαμάχη σχε­τικά με τα διακριτικά γνωρίσματα της λογοτεχνικής γλώσσας, για παράδειγμα. Κάθε άλλο. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάτι άλλο στο νου τους.

Αυτό που έχουν στο μυαλό τους μπορεί να είναι ακριβώς το γεγονός ότι γίνεται πάρα πολλή συζήτηση για θέματα μη λοτοτεννικά, ότι υπάρχει πάρα πολλή διαμάγη για κάποια γε­νικού χαρακτήρα ζητήματα, η σχέση των οποίων με τη λογο- τεχνία κάθε άλλο παρά προφανής είναι, και ότι γίνεται υπερ­βολική χρήση^ιδιαίτερα δύσκολων ψυχαναλυτικών, πολιτικών και φιλοσοφικών κειμένων. Η θεωριοΓεΤ^άΐ^^έ^ς^^μδ^ός~απότ" (ξένα κυρίως) ονόματα· θεωρία σημαίνει, λόγου χάριν, Jac­ques Derrida, Michel Foucault, Luce Irigaray, Jacques Lacan, Judith Butler, Louis Althusser, Gayatri Spivak.

Τι είναι λοιπόν η θεωρία; Μέρος του προβλήματος βρί­σκεται στον ίδιο τον όρο θεωρία, ο οποίος δείχνει προ<: δύο κατευθύνσεις. Από τη μια μεριά, μιλάμε για «θεω ρια^τ^ σχετικότητας», για παράδειγμα, με την έννοια ενός καθιερω­μένου συνόλου προτάσεων. Από την άλλη μεριά, υπάρχει η τελείως κοινότοπη χρήση της λέξης Θεωρία:

«Γιατί η Αάουρα κι ο Μάικλ χώρισαν;»«Κοίταξε, η θεωρία μου είναι ότι...»

Τι σημαίνει η λέξη θεωρία εδώ; Καταρχάς, η θεωρία δηλώνει έναν «συλλογισμό». Όμως μια θεωρία δεν είναι το ίδιο πράγ­μα με μια εικασία. Το «Νομίζω ότι...» εξυπονοεί ότι υπάρχει κάποια σωστή απάντηση, την οποία δεν τυχαίνει να ξέρω: «Νομίζω ότι η Αάουρα απλά κουράστηκε από τη γκρίνια του Μάικλ, αλλά θα βεβαιωθούμε όταν έλθει η φίλη τους η Μαί- ρη». Η θεωρία, αντίθετα, είναι ένας συλλογισμός ο οποίος δεν μπορεί να επηρεαστεί από το τι θα πει η Μαίρη, είναι μια

Page 13: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ; 3

εξήγηση της οποίας η αλήθεια ή η αναλήθεια είναι δύσκολο ενδεχομένως να αποδειχθεί.

Η πρόταση «Η θεωρία μου είναι ότι...» έχει επίσης την αξίωση να προσφέρει μια εξήγηση που δεν είναι φανερή και αυτονόητη. Δεν περιμένουμε ότι ο ομιλητής θα συνεχίσει λέ­γοντας «Η θεωρία μου είναι ότι χώρισαν γιατί ο Μάικλ τα ε ί­χε με τη Σαμάνθα». Κάτι τέτοιο δεν θα λογαριαζόταν θεω­ρία. Δεν χρειάζεται κανένα ιδιαίτερο θεωρητικό δαιμόνιο για να συμπεράνει κανείς ότι, αν ο Μάικλ και η Σαμάνθα είχαν δεσμό, αυτό θα επηρέαζε κατά κάποιο τρόπο τη συμπεριφο­ρά της Λάουρα απέναντι στον Μάικλ. Ενδιαφέρον όμως είναι ότι, εάν ο ομιλητής έλεγε «Η θεωρία μου είναι ότι ο Μάικλ διατηρούσε δεσμό με τη Σαμάνθα», η ύπαρξη του συγκεκρι­μένου δεσμού γίνεται ξάφνου αντικείμενο συλλογισμού, όχι πλέον αδιαμφισβήτητου, και ως εκ τούτου αποτελεί μια πι­θανή θεωρία. Γενικότερα όμως, μια εξήγηση για να υπολογι- σθεί ως θεωρία δεν πρέπει απλά και μόνο να μην είναι προ­φανής* πρέπει να εμπεριέχει και μια κάποια συνθετότητα: «Η θεωρία μου είναι ότι η Λάουρα ήταν ανέκαθεν κρυφά ερωτευμένη με τον πατέρα της και ότι ο Μάικλ δεν θα μπο­ρούσε ποτέ να γίνει ο κατάλληλος σύντροφος». Η θεωρία πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από μια απλή υπόθεση: δεν μπορεί να είναι προφανής* πρέπει να εμπεριέχει σύνθετες σχέσεις συστηματικού χαρακτήρα μεταξύ ενός ορισμένου αριθμού παραγόντων* επιπλέον, δεν επιβεβαιώνεται ή δεν καταρρίπτεται εύκολα. Αν έχουμε τους παραπάνω παράγον­τες κατά νου, είναι ευκολότερο να καταλάβουμε τι περιλαμ­βάνεται υπό το όνομα «θεωρία».

Η θεωρία στις λογοτεχνικές σπουδές δεν είναι η εξέταση της φύσης της λογοτεχνίας ή των μεθόδων μελέτης της (μο­λονότι τέτοιου είδους θέματα αποτελούν μέρος της θεωρίας και θα εξεταστούν στο παρόν βιβλίο, κυρίως στα Κεφάλαια2, 5 και 6). Η θεωρία είναι ένα σώμα στοχασμού και γραπτών

Page 14: θεωρία λογοτεχνίας

4 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΠΡΙΑ

κειμένων, τα όρια του οποίου είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστούν. 0 φιλόσοφος Richard Porty κάνει λόγο για ένα νέο μικτό είδος, η αρχή του οποίου ανάγεται στον 19ο αι­ώνα: «Αρχής γενομένης από την εποχή του Goethe, του Macaulay, του Carlyle και του Emerson, αναπτύχθηκε ένα νέο είδος γραφής, το οποίο δεν είναι ούτε αξιολόγηση των αρε­τών των λογοτεχνικών προϊόντων, ούτε ιστορία της διανόη­σης, ούτε ηθική φιλοσοφία, ούτε κοινωνική προφητεία, αλλά όλα αυτά μαζί αναμεμιγμένα σε ένα νέο είδος». Ο πλέον εν- δεδειγμένος χαρακτηρισμός γι’ αυτό το ετερόκλητο είδος ε ί­ναι απλά το όνομα θεωρία, το οποίο υποδεικνύει έργα τα οποία πετυχαίνουν να προκαλούν και να αναπροσανατολίζουν τον στοχασμό σε άλλα πεδία από εκείνα στα οποία εκ πρώ­της όψεως ανήκουν. Αυτή είναι η απλούστερη εξήγηση για το τι κάνει κάτι να λογαριάζεται θεωρία. Τα έργα που κρίνονται ότι αποτελούν θεωρία επενεργούν πέραν του πεδίου προέ­λευσής τους.

Η παραπάνω απλή εξήγηση δεν αποτελεί επαρκή ορισμό, όμως φαίνεται πραγματικά να αποτυπώνει ό,τι συνέβη από το 1960 και εξής: γραπτά εκτός του πεδίου των λογοτεχνικών σπουδών χρησιμοποιούνται από ανθρώπους εντός του πεδίου των λογοτεχνικών σπουδών, διότι οι αναλύσεις τους για τη γλώσσα, το πνεύμα, την ιστορία ή τον πολιτισμό προσφέρουν νέους και πειστικούς τρόπους θεώρησης σε θέματα κειμενικά και πολιτισμικά. Μ’ αυτή την έννοια η θεωρία δεν αποτελεί ένα σύνολο μεθόδων μελέτης της λογοτεχνίας αλλά μια απε­ριόριστη ομάδα γραπτών κειμένων επί παντός του επιστητού, που πραγματεύονται από τα πλέον τεχνικού χαρακτήρα προ­βλήματα της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας μέχρι τους μεταβαλλό­μενους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι έχουν μιλήσει και σκεφτεί για το σώμα. Το είδος της «θεωρίας» περιλαμ­βάνει έργα ανθρωπολογίας, ιστορίας της τέχνης, σπουδών κι­νηματογράφου, σπουδών του φύλου, γλωσσολογίας, φιλοσο­

Page 15: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ;

φίας, πολιτικής θεωρίας, ψυχανάλυσης, θετικο^ν επιστημών, ιστορίας της κοινωνίας και των ιδεών, κοινωνιολογίας. Τα έρ­γα αυτά αφορούν επίμαχα ζητήματα του εκάστοτε πεδίου, γίνονται όμως «θεωρία» επειδή οι τρόποι θεώρησης ή τα επι- χειρήματά τους υπήρξαν διεγερτικά ή παραγωγικά για αν­θρώπους που δεν σπουδάζουν τις συγκεκριμένες επιστήμες. Τα έργα που ανάγονται σε «θεωρία» προσφέρουν προς χρή­ση των άλλων αναλύσεις ύσον αφορά το νύημα, τη φύση και τον πολιτισμό, τη λειτουργία της ψυχής, τις σχέσεις της δη­μόσιας με την ιδιωτική εμπειρία και των ευρύτερων ιστορι­κών δυνάμεων με την ατομική εμπειρία.

Αν η θεωρία ορίζεται με βάση τα πρακτικά της αποτελέ­σματα, ως κάτι που αλλάζει τις απόψεις των ανθρώπων, που τους κάνει να σκέφτονται διαφορετικά το αντικείμενο σπου­δών τους και τους τρόπους μελέτης του, τι είδους αποτελέ­σματα είναι αυτά;

Το πρώτο και κύριο αποτέλεσμα της θεωρίας είναι η αμ­φισβήτηση της «κοινής λογικής»: των κοινότοπων απόψεων όσον αφορά το νόημα, τη γραφή, τη λογοτεχνία, την εμπει­ρία. Για παράδειγμα:

• της αντίληψης ότι το νόημα μιας εκφώνησης ή ενός κειμέ­νου είναι αυτό που ο ομιλητής «είχε στο μυαλό του»,

• ή της ιδέας ότι η γραφή είναι ένας τρόπος έκφρασης, η αλήθεια του οποίου εδράζει κάπου αλλού, σε κάποια εμπειρία ή σε κάποια κατάσταση πραγμάτων που εκφρά- ζει,

• ή της πεποίθησης ότι η πραγματικότητα είναι ό,τι είναι «παρόν» σε μια δεδομένη στιγμή.

Η θεωρία είναι συχνά μια εριστική κριτική των κοινότοπων εννοιών και, επιπλέον, μια απόπειρα να καταδειχθεί ότι αυ­τό που πολύ αυτονόητα θεωρούμε «κοινότοπο» είναι στην πραγματικότητα ένα ιστορικό κατασκεύασμα, μια μεμονωμέ­

Page 16: θεωρία λογοτεχνίας

6 ΛΟΓΟΊ'Έ X ΝIΚ Η Θ VI1ΡIA

νη θεωρία, η οποία κατέληξε να φαίνεται τόσο φυσική στα μάτια μας ώστε δεν βλέπουμε πως είναι απλά και μόνο μια θεωρία. Ως κριτική της κοινής λογικής και διερεύνηση των εναλλακτικών τρόπων αντίληψης των πραγμάτων, η θεωρία συνεπάγεται την αμφισβήτηση των βασικότερων προαπαι- τουμένων ή προϋποθέσεων των λογοτεχνικών σπουδών, με άλλα λόγια τον επαναπροσδιορισμό όλων όσων ενδεχομένως θεωρούνται μέχρι σήμερα δεδομένα: Τι είναι νόημα; Τι είναι συγγραφέας; Τι είναι ανάγνωση; Τι είναι το «εγώ » ή το υπο­κείμενο που γράφει, διαβάζει ή δρα; Με ποιον τρόπο τα κεί­μενα σχετίζονται με τις συνθήκες υπό τις οποίες παράγονται;

Όμως αντί να μιλάμε γενικά και αόριστα περί θεωρίας, ας ανατρέξουμε απευθείας σε ορισμένα δύσκολα κείμενα, γραμ­μένα από δύο διαπρεπέστατους θεωρητικούς, για να δούμε τι μπορούμε να καταλάβουμε από αυτήν. Προτείνω δύο συνα­φείς μεν, αντιθετικές δε, περιπτώσεις που εμπλέκουν κριτικές θεωρήσεις των κοινότοπων ιδεών σχετικά με το «σεξ», τη «γραφή» και την «εμπειρία».

Στο βιβλίο του Η ιστορία της σεξουαλικότητας, ο Γάλλος ιστορικός των ιδεών Michel Foucault εξετάζει την «υπόθεση περί καταπίεσης», όπως την αποκαλεί: την κοινώς διαδεδο­μένη ιδέα ότι το σεξ είναι κάτι το οποίο καταπιέστηκε στις προηγούμενες εποχές και ειδικά τον 19ο αιώνα και το οποίο οι νεότεροι έχουν αγωνιστεί να απελευθερώσουν. Μακράν του να αποτελεί κάτι το φυσικό που καταπιέστηκε, αναφέρει ο Foucault, το «σεξ» είναι μια σύνθετη ιδέα που υπήρξε προϊόν ενός μεγάλου φάσματος από κοινωνικές πρακτικές, αναζητήσεις, συζητήσεις και γραπτά κείμενα —με άλλα λό­για, ενός φάσματος από «λόγους» (discourses) ή «πρακτικές του λόγου»— που συγκλίνουν μεταξύ τους κατά τον 19ο αι­ώνα. Όλα τα είδη πραγματεύσεων του ζητήματος —από για­τρούς, κληρικούς, μυθιστοριογράφους, ψυχολόγους, ηθικολό­γους, κοινωνικούς λειτουργούς, πολιτικούς— τα οποία συνδέ­

Page 17: θεωρία λογοτεχνίας

I I ΕΙΝΑΙ ΕΙ ΘΕΩΡΙΑ; 7

ουμε με την ιδέα της καταπίεσης της σεξουαλικότητας, ήταν στην πραγματικότητα τρόποι για να λάβει σάρκα και οστά η υπόσταση που αποκαλούμε «σεξ». Ο Foucault γράφει: «Η έννοια του “ σεξ” κατέστησε δυνατόν να ομαδοποιηθούν, σε μια επίπλαστη ενότητα, ανατομικά στοιχεία, βιολογικές λει­τουργίες, συμπεριφορές, αισθήσεις και απολαύσεις, και επέ­τρεψε να γίνεται χρήση αυτής της πλασματικής ενότητας εν είδει αιτιακής αρχής, ενός πανταχού παρύντος νοήματος, ενός μυστικού που μπορεί να ανακαλυφθεί οπουδήποτε». 0 Foucault δεν αρνείται ότι υφίστανται σωματικές πράξεις σε­ξουαλικής επαφής ή ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν βιολογικό φύλο και γενετήσια όργανα. Ισχυρίζεται, όμως, ότι ο 19ος αι­ώνας εφηύρε νέους τρόπους για να ομαδοποιήσει κάτω από μία και μοναδική κατηγορία («σεξ») μια σειρά πραγμάτων, τα οποία είναι δυνάμει τελείως διαφορετικά μεταξύ τους: ορισμένες πράξεις που αποκαλούμε σεξουαλικές, βιολογικές διαφορές, μέρη του σώματος, ψυχολογικές αντιδράσεις και, πάνω απ’ όλα, κοινωνικές νοηματοδοτήσεις. Οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι συζήτησαν και πραγματεύτηκαν τις συγκεκριμένες συμπεριφορές, αισθήσεις και βιολογικές λει­τουργίες, δημιούργησαν κάτι το διαφορετικό, μια επίπλαστη ενότητα που αποκαλέστηκε «σεξ» και έφτασε στο σημείο να θεωρείται θεμελιώδης για την ταυτότητα του ατόμου. Στη συνέχεια, με μια καίρια αντιστροφή των πραγμάτων, η νέα αυτή υπόσταση, η αποκαλούμενη «σεξ», θεωρήθηκε η αιτία για την πληθώρα εκείνων των φαινομένων που είχαν προη­γουμένως ομαδοποιηθεί προκειμένου να δημιουργήσουν την ιδέα του σεξ. Η όλη αυτή διαδικασία προσέδωσε στη σεξου­αλικότητα νέα σπουδαιότητα και νέο ρόλο, ανάγοντας τη σε­ξουαλικότητα σε μυστικό για την κατανόηση της φύσης του ατόμου. Μιλώντας για τη σπουδαιότητα της «σεξουαλικής ορμής» και της «σεξουαλικής φύσης» μας, ο Foucault σημει­ώνει ότι έχουμε φτάσει στο σημείο

Page 18: θεωρία λογοτεχνίας

8 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

να περιμένουμε την κατανόηση του εαυτού μας να έλθει από εκείνο που για πολλούς αιώνες θεωρούνταν παράνοια, [...] και την ταυτότητά μας από εκείνο που εκλαμβανόταν ως ακατανόμαστη παρόρμηση. Εξ ου και η σπουδαιότητα που του αποδίδουμε, ο ευλαβικός φόβος με τον οποίο το περι­βάλλουμε, το ενδιαφέρον μας να το γνωρίσουμε. Εξ ου και το γεγονός ότι στο πέρασμα των αιώνων έχει αποκτήσει πε­ρισσότερη σημασία για μας απ’ ό,τι η ψυχή μας.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο το σεξ αναγορεύτηκε σε μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης, σε κλειδί για την κατανόηση της ταυτότητας του ατόμου, είναι η δημιουργία κατά τον 19ο αιώνα «του ομοφυλόφιλου» ως τύ­που, ως «είδους» θα έλεγε κανείς. Οι προηγούμενες εποχές στιγμάτιζαν τις πράξεις σεξουαλικής επαφής μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου (όπως τον σοδομισμό)* τώρα όμως δεν τίθε­ται πλέον ζήτημα πράξεων αλλά ταυτότητας, δεν τίθεται ζή­τημα εάν κάποιος έχει προβεί σε απαγορευμένες πράξεις αλ­λά εάν κάποιος «είναι» ομοφυλόφιλος. Ο σοδομισμός ήταν μια πράξη, γράφει ο Foucault, αλλά «η ομοφυλοφιλία γίνεται τώρα είδος». Προηγουμένως υπήρχαν ομοφυλοφιλικές πρά­ξεις στις οποίες κάποιοι άνθρωποι μπορεί να ενέδιδαν τώρα τίθεται μάλλον ζήτημα ενός σεξουαλικού πυρήνα ή μιας σε­ξουαλικής ουσίας που θεωρείται ότι καθορίζει την ίδια την ύπαρξη του ατόμου: είναι άραγε ομοφυλόφιλος;

Στην ανάλυση του Foucault το «σεξ» κατασκευάζεται από είδη λόγων που συνδέονται με ποικίλες κοινωνικές πρακτικές και θεσμούς: από τον τρόπο με τον οποίο οι γιατροί, οι κλη­ρικοί, οι δημόσιοι λειτουργοί, οι κοινωνικοί λειτουργοί, ακόμη και οι μυθιστοριογράφοι αντιμετωπίζουν κάποια φαινόμενα που χαρακτηρίζουν σεξουαλικά. Οι συγκεκριμένοι όμως λόγοι προεικάζουν το σεξ ως κάτι που προηγείται των ίδιων των λύγων. Οι νεότερες γενεές αποδέχτηκαν σε μεγάλο βαθμό

Page 19: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ; 9

αυτή την εικόνα και κατηγόρησαν τα συγκεκριμένα είδη λό­γων και κοινωνικών πρακτικών για προσπάθεια ελέγχου και καταπίεσης του σεξ, το οποίο στην πραγματικότητα κατα­σκευάζεται από αυτούς τους λόγους και τις πρακτικές. Αντι­στρέφοντας την παραπάνω διαδικασία, η ανάλυση του Foucault αντιμετωπίζει το σεξ ως αποτέλεσμα παρά ως αιτία, ως το παράγωγο διαφόρων λόγων που επιχειρούν να αναλύ­σουν, να περιγράφουν και να ρυθμίσουν τις δραστηριότητες των ανθρωπίνων όντων.

Η ανάλυση του Foucault αποτελεί παράδειγμα ενός επί­μαχου ζητήματος από το πεδίο της ιστορίας, το οποίο έγινε «θεωρία» επειδή ενέπνευσε και αξιοποιήθηκε από ανθρώ­πους σε άλλα πεδία. Δεν αποτελεί μια θεωρία της σεξουαλι­κότητας με την έννοια ενός συνόλου αξιωμάτων που προ­σβλέπουν στην καθολικότητα. Αξιώνει να προσφέρει την ανά­λυση μιας ιδιαίτερης ιστορικής εξέλιξης, η οποία έχει όμως σαφώς ευρύτερες προεκτάσεις. Σε προτρέπει να είσαι καχύ­ποπτος απέναντι σε ό,τι αναγνωρίζεται ως φυσικό και δεδο­μένο. Δεν υπάρχει περίπτωση, αντίθετα, αυτό το φυσικό και δεδομένο να δημιουργήθηκε από τους λόγους διαφόρων εμπειρογνωμόνων, από τις συνδεδεμένες με γνωσιοθεωρητι- κούς λόγους πρακτικές που φιλοδοξούν ακριβώς να το περι­γράφουν; Σύμφωνα με την ανάλυση του Foucault, η προσπά­θεια ακριβώς να μαθευτεί η αλήθεια περί των ανθρωπίνων όντων ήταν αυτή που παρήγαγε το «σεξ» ως μυστικό της αν­θρώπινης φύσης.

Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του σκέπτεσθαι που γίνε­ται θεωρία είναι ότι προσφέρει εξαιρετικές «κινήσεις» που οι άνθρωποι μπορούν να χρησιμοποιήσουν όταν στοχάζονται περί άλλων θεμάτων. Μια τέτοια «κίνηση» είναι ο συλλογι­σμός του Foucault ότι η υποτιθέμενη αντίθεση μεταξύ της φυ­σικής σεξουαλικότητας και των κοινωνικών δυνάμεων (της «εξουσίας») που την καταπιέζουν αποτελεί μάλλον σχέση

Page 20: θεωρία λογοτεχνίας

10 ΛΟΓΟΊΈΧΝ1ΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

συνενοχής: οι κοινωνικές δυνάμεις δίνουν υπόσταση στο αντι­κείμενο («σεξ») το οποίο φαινομενικά μοχθούν να ελέγξουν. Άλλη καλή κίνηση —άλλο «δώρο», αν θέλετε— είναι το ερώ­τημα τι πράγμα επιτυγχάνεται με τη συγκάλυψη της συνενο­χής μεταξύ του σεξ και της εξουσίας, η οποία υποτίθεται ύτι καταπιέζει το σεξ. Τι επιτυγχάνεται όταν αυτή η αλληλεξάρ­τηση αντιμετωπίζεται μάλλον ως αντιπαράθεση παρά ως αλ­ληλεξάρτηση; Η απάντηση που δίνει ο Foucault είναι ότι με τον τρόπο αυτό συγκαλύπτεται η δύναμη της εξουσίας: νομί­ζεις ότι αντιδράς στην εξουσία προασπίζοντας το σεξ, όταν στην πραγματικότητα αγωνίζεσαι απόλυτα με τους όρους που έχει επιβάλει η εξουσία. Για να θέσουμε το ζήτημα αλ­λιώς, εν όσω το αντικείμενο το αποκαλούμενο «σεξ» φαίνε­ται να βρίσκεται εκτός της επικράτειας της εξουσίας —σαν κάτι που οι κοινωνικές δυνάμεις προσπαθούν μάταια να ελέγ­ξουν— η εξουσία δίνει την εντύποοση ότι είναι περιορισμένη, ότι δεν έχει καμμία απολύτως ισχύ (δεν μπορεί να δαμάσει το σεξ). Στην πραγματικότητα, όμως, η εξουσία είναι παντο­δύναμη* βρίσκεται παντού.

Σύμφωνα με τον Foucault, η εξουσία δεν είναι κάτι που κάποιος κατέχει και χειρίζεται αλλά είναι «εξουσία / γνώση»: εξουσία με τη μορφή γνώσης ή γνώση ως εξουσία. Ό,τι νομί­ζουμε οτι ξέρουμε για τον κόσμο —το εννοιολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έχουμε γαλουχηθεί για να σκεπτόμαστε τον κόσμο— ασκεί μεγάλη εξουσία. Προϊόν της εξουσίας / γνώσης είναι, για παράδειγμα, εκείνο το καθεστώς πραγμάτων όπου ο άνθρωπος ορίζεται με βάση το φύλο του. Προϊόν της εξου­σίας / γνώσης είναι εκείνο το καθεστώς πραγμάτων που ορί­ζει τη γυναίκα ως μια οντότητα, η ολοκλήρωση της οποί ας ως προσώπου θεωρείται ότι έγκειται στη σεξουαλική σχέση της με έναν άντρα. Η ιδέα ότι το σεξ βρίσκεται εκτός της εξου­σίας και μάλιστα σε αντίθεση με την εξουσία συγκαλύπτει στην πραγματικότητα την εμβέλεια της εξουσίας / γνώσης.

Page 21: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ; 11

Μπορούμε να επισημάνουμε διάφορα σημαντικά σημεία σχετικά με το παραπάνω παράδειγμα θεωρίας. Στην περί­πτωση του Foucault η θεωρία είναι αναλυτική —η ανάλυση μιας γενικής ιδέας— αλλά και εγγενώς συλλογιστική, με την έννοια ότι δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσες να παραθέσεις, ώστε να αποδείξεις ότι αυτή είναι η σωστή υπό­θεση σχετικά με τη σεξουαλικότητα. (Υπάρχουν πολλά στοι­χεία που κάνουν εύλογη την ανάλυσή του αλλά καμμία κα­θοριστική απόδειξη.) 0 Foucault αποκαλεί το συγκεκριμένο είδος διερεύνησης «γενεαλογική» κριτική: έκθεση του τρόπου με τον οποίο κάποιες υποτιθέμενες βασικές κατηγορίες, όπως το «σεξ», είναι προϊόντα πρακτικών του λόγου. Αυτού του είδους η κριτική δεν προσπαθεί να μας πει τι «πραγματικά» είναι το σεξ αλλά επιχειρεί να μας δείξει με ποιον τρόπο δη- μιουργήθηκε η συγκεκριμένη έννοια. Ας σημειώσουμε επίσης ότι ο Foucault δεν κάνει πουθενά λόγο για τη λογοτεχνία, πα­ρά το γεγονός ότι η θεωρία του αποδείχθηκε εξαιρετικά εν­διαφέρουσα για ανθρώπους που σπουδάζουν λογοτεχνία. Με­ταξύ άλλων, η λογοτεχνία αφορά και το σεξ: η λογοτεχνία ε ί­ναι ένας από τους χώρους όπου κατασκευάζεται η ιδέα περί του σεξ, ένας από τους χώρους όπου βλέπουμε να προωθεί­ται η ιδέα ότι η ταυτότητα των ανθρώπων συνδέεται στενά και σε βάθος με το είδος της επιθυμίας που αυτοί αισθάνο­νται για μιαν άλλη ανθρώπινη ύπαρξη. Η ανάλυση του Foucault υπήρξε σημαντική για ανθρώπους που σπουδάζουν το μυθιστόρημα καθώς και για όσους ασχολούνται με τις ομο- φυλοφιλικές σπουδές και, γενικότερα, με σπουδές του φύλου. Ο Foucault άσκησε ιδιαίτερη επιρροή ως ο εφευρέτης νέων ιστορικών αντικειμένων: θεμάτων όπως το «σεξ», η «ποινή» και η «τρέλα», τα οποία δεν είχαμε προηγουμένως διανοηθεί ότι μπορούσαν να έχουν πίσω τους ιστορία. Τα έργα του αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους θέματα ως ιστορικές κατα­σκευές και μας προτρέπουν έτσι να εξετάσουμε με ποιον

Page 22: θεωρία λογοτεχνίας

12 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

τρόπο οι πρακτικές του λόγου —συμπεριλαμβανομένης της λογοτεχνίας— μιας ορισμένης περιόδου έδωσαν ενδεχομένως σχήμα και μορφή σε ορισμένες ιδέες που εμείς σήμερα θεω­ρούμε δεδομένες.

Για ένα δεύτερο παράδειγμα «θεωρίας» —με εξίσου μεγάλη επίδραση όπως η αναθεώρηση της ιστορίας της σεξουαλικό­τητας από τον Foucault, αλλά με χαρακτηριστικά που στοι­χειοθετούν ορισμένες διαφορές εντός της ίδιας της «θεω­ρίας»— μπορούμε να ανατρέξουμε στην ανάλυση που έκανε ° σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος Jacques Derrida σε μια πραγ- μάτευση της γραφής και της εμπειρίας των Εξομολογήσεων του Jean-Jacques Rousseau, του Γάλλου συγγραφέα του 18ου αιώνα, στο πρόσωπο του οποίου πολλοί αναγνωρίζουν εκεί­νον που έφερε στο φως τη σύγχρονη έννοια του εξατομικευ- μένου ανθρώπου.

Καταρχάς, όμως, ας δούμε λίγο το ιστορικό του πράγμα­τος. Κατά παράδοση, η δυτική φιλοσοφία διέκρινε την «πραγματικότητα» από το «φαίνεσθαι», τα πράγματα αυτά καθεαυτά από τις αναπαραστάσεις τους, και τη σκέψη από τα σημεία που την εκφράζουν. Από αυτή την άποψη, τα ση­μεία ή οι αναπαραστάσεις δεν είναι παρά ένας τρόπος για να φτάσουμε στην πραγματικότητα, την αλήθεια ή τις ιδέες, και θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο διαφανή· δεν θα πρέπει να παρεμβάλλουν εμπόδια, δεν θα πρέπει να επη­ρεάζουν ή να αμαυρώνουν τη σκέψη ή την αλήθεια που ανα- παριστούν. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η ομιλία θεωρήθηκε η άμεση εκδήλωση ή παρουσία της σκέψης ενώ η γραφή, η οποία δρα εν απουσία του ομιλούντος, θεωρήθηκε μια τεχνη­τή και δευτερογενής αναπαράσταση της ομιλίας, ένα δυνητι­κά παραπλανητικό σημείο ενός άλλου σημείου.

Ο Rousseau ακολουθεί αυτή την παράδοση, η οποία πε- ριήλθε στην κοινή λογική, όταν γράφει: «Οι γλώσσες έγιναν

Page 23: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ; 13

για να μιλιούνται* η γραφή χρησιμεύει μόνο ως συμπλήρωμα της ομιλίας». Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει ο Derrida για να θέσει το ερώτημα: «Τ ι είναι ένα συμπλήρωμα;» Το λεξικό Webster ορίζει τη λέξη συμπλήρωμα ως «κάτι που συμπλη­ρώνει ή αποτελεί προσθήκη». Άραγε η γραφή «συμπληρώνει» την ομιλία παρέχοντας κάτι ουσιαστικό το οποίο έλειπε, ή μή­πως προσθέτει κάτι χωρίς το οποίο η ομιλία θα μπορούσε κάλλιστα να υπάρχει; Ο Rousseau χαρακτηρίζει κατ’ επανά­ληψη τη γραφή ως απλή προσθήκη, ως επουσιώδες επιπρό­σθετο στοιχείο, αν όχι ως «νόσο της ομιλίας»: η γραφή συνί- σταται από σημεία που εισάγουν την πιθανότητα της παρα­νόησης από τη στιγμή που διαβάζονται εν απουσία του ομι- λούντος, ο οποίος δεν είναι παρών για να επεξηγήσει ή να διορθώσει. Μολονότι όμως αποκαλεί τη γραφή επουσιώδες συμπληρωματικό στοιχείο, τα έργα του στην πραγματικότη­τα την αντιμετωπίζουν ως κάτι που συμπληρώνει ή αναπλη­ρώνει κάτι που λείπει στην ομιλία: η γραφή εισάγεται κατ’ επανάληψη προκειμένου να αντισταθμίσει τις ατέλειες της ομιλίας, όπως την πιθανότητα της παρανόησης. Για παρά­δειγμα, ο Rousseau γράφει στις Εξομολογήσεις του, που εγκαινιάζουν την έννοια του εαυτού ως μιας «εσωτερικής», άγνωρης για την κοινωνία αντικειμενικότητας, ότι επέλεξε να γράψει τις Εξομολογήσεις του και να κρυφτεί από την κοι­νωνία, διότι στην κοινωνία θα αναγκαζόταν να δείξει τον εαυ­τό του «όχι απλώς σε μειονεκτική θέση αλλά ως κάτι τελεί­ως διαφορετικό από ό,τι είμαι [...] Αν ήμουν παρών, οι άν­θρωποι ποτέ δεν θα μάθαιναν τι αξίζω». Για τον Rousseau ο «αληθινός» εσωτερικός εαυτός του είναι διαφορετικός από τον εαυτό του έτσι όπως εμφανίζεται στις συζητήσεις με τους άλλους, και έχει ανάγκη από τη γραφή για να αναπληρώσει τα παραπλανητικά σημεία της ομιλίας του. Η γραφή καταλή­γει να είναι απαραίτητη, διότι η ομιλία έχει ιδιότητες που αποδίδονταν προηγουμένως στη γραφή: όπως η γραφή, η ομι­

Page 24: θεωρία λογοτεχνίας

14 ΛΟΓΟΊ EXΝIΚ Η ΘΕΠΡΙΑ

λία συνίσταται από σημεία που δεν είναι διαφανή, δεν μετα­βιβάζουν αυτομάτως το μήνυμα το οποίο έχει κατά νου ο ομι­λητής, αλλά είναι ανοιχτά στην ερμηνεία.

Η γραφή είναι συμπλήρωμα της ομιλίας αλλά η ομιλία συ- νιστά ήδη συμπλήρωμα: τα παιδιά, γράφει ο Rousseau, μα­θαίνουν γρήγορα να χρησιμοποιούν την ομιλία «για να ανα­πληρώσουν την αδυναμία τους [...] γιατί δεν χρειάζεται πολύ μεγάλη εμπειρία για να συνειδητοποιήσεις πύσο ευχάριστο είναι να ενεργείς με τα χέρια των άλλων και να κινείς τον κό­σμο απλά κουνώντας τη γλώσσα σου». Με μια χαρακτηρι­στική για τη θεωρία «κίνηση», ο Derrida αντιμετωπίζει τη συ­γκεκριμένη περίπτωση ως παράδειγμα μιας υπάρχουσας κοι­νής δομής ή λογικής: μιας «λογικής συμπληρωματικότητας», την οποία ανακαλύπτει στα έργα του Rousseau. Η λογική αυ­τή είναι μια δομή, κατά την οποία το συμπληρούμενο αντι­κείμενο (η ομιλία) έχει ανάγκη τελικά από τη συμπλήρωση, γιατί αποδεικνύεται ότι έχει τις ίδιες εκείνες ιδιότητες που καταρχάς θεωρούνταν ότι χαρακτηρίζουν μόνο το συμπλήρω­μα (τη γραφή). Θα προσπαθήσω να γίνω σαφέστερος.

0 Rousseau έχει ανάγκη από τη γραφή, γιατί η ομιλία πα­ρερμηνεύεται. Γενικότερα, έχει ανάγκη από σημεία, γιατί τα ίδια τα πράγματα δεν επαρκούν. Στις Εξομολογήσεις ο Rous­seau περιγράφει τον εφηβικό ερωτά του για την κυρία De Warens, στο σπίτι της οποίας έζησε και την οποία αποκα- λούσε «Μανούλα».

Δεν θα τελείωνα ποτέ εάν έπρεπε να περιγράφω με λεπτο­μέρειες όλες τις τρέλες που η ανάμνηση της αγαπημένης μου Μανούλας με έκανε να διαπράξω, όταν δεν ήμουν πλέον μπροστά της. Πόσο συχνά φιλούσα το κρεβάτι μου στη σκέ­ψη ότι εκείνη είχε κοιμηθεί σ’ αυτό, τις κουρτίνες μου και όλα τα έπιπλα μέσα στο δωμάτιο, μια και ανήκαν σ’ εκείνη και τα είχαν αγγίξει τα πανέμορφα χέρια της, ακόμη και το πά­

Page 25: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΠΙΤΑ; 15

τωμα, όπου ξάπλωνα μπρούμυτα με τη σκέψη ότι εκείνη εί­χε περπατήσει επάνω του.

Τα διάφορα αντικείμενα λειτουργούν εν τη απουσία της ως συμπληρώματα ή υποκατάστατα της παρουσίας της. Τελικά όμως φαίνεται ότι, ακόμη και όταν εκείνη είναι παρούσα, εξακολουθεί να υφίσταται η ίδια δομή, η ίδια ανάγκη για συ­μπληρώματα. 0 Rousseau συνεχίζει:

Μερικές φορές, ακόμη και όταν ήταν παρούσα, έκανα υπερ­βολές που μόνο ο πιο λυσσαλέος έρωτας είναι ικανός να εμπνεύσει. Μια μέρα στο τραπέζι, μόλις έβαλε μια μπουκιά φαγητό στο στόμα της, φώναξα ότι είχα δει μια τρίχα. Εκεί­νη έβγαλε τη μπουκιά πίσω στο πιάτο κι εγώ με μανία την άρπαξα και την καταβρόχθισα.

Η απουσία της αγαπημένης του, όταν εκείνος πρέπει να αρ- κεστεί σε υποκατάστατα ή σημεία που την ανακαλούν, αντι- διαστέλλεται αρχικά με την παρουσία της. Τελικά, όμως, φαίνεται ότι ούτε η παρουσία της δεν είναι στιγμή πλήρωσης, στιγμή άμεσης πρύσβασης στο αντικείμενο αυτό καθαυτό, χωρίς την ανάγκη συμπληρωμάτων ή σημείων — ακόμη και όταν είναι παρούσα, η δομή, η ανάγκη για συμπληρώματα παραμένει η ίδια. Εξ ου και το γκροτέσκο επεισόδιό με την καταβρόχθιση της τροφής που εκείνη είχε βάλει στο στόμα της. Και η αλυσίδα των υποκαταστάσεων συνεχίζεται. Ακόμη κι αν ο Rousseau μπορούσε να την «κατέχει», όπως λέμε, θα συνέχιζε να νιώθει ότι του ξεφεύγει και ότι μπορεί μόνο να την προσδοκά και να την αναπολεί. Η ίδια πάλι η «Μανού- λα» είναι υποκατάστατο της μητέρας που ο Rousseau δεν γνώρισε ποτέ — μια μητέρα που και πάλι δεν θα επαρκού- σε αλλά που, όπως όλες οι μητέρες, θα είχε αποτύχει να δώ­σει ικανοποίηση και θα απαιτούσε άλλα υποκατάστατα.

Page 26: θεωρία λογοτεχνίας

16 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΟΡΙΑ

«Μέσα από αυτά τα αλλεπάλληλα συμπληρώματα», γρά­φει, ο Derrida, «αναδύεται ένας νόμος: ο νόμος μιας ατέρμο- νης συνδετικής αλληλουχίας, η οποία αυξάνει αναπύφευκτα τις συμπληρωματικές διαμεσολαβήσεις που παράγουν την αί­σθηση αυτού ακριβώς του πράγματος το οποίο υποκαθιστούν: την εντύπωση του αντικειμένου αυτού καθαυτού, της άμεσης παρουσίας του ή της πρωταρχικής αντίληψής του. Η αμεσό­τητα παράγεται. Καθετί αρχίζει να υπάρχει με τη διαμεσολά- βηση». Όσο περισσότερα θέλουν να μας πουν τα παραπάνω κείμενα σχετικά με τη σπουδαιότητα της παρουσίας του ίδι­ου του αντικειμένου, τόσο περισσότερο μας δείχνουν την ανά­γκη των διαμεσολαβήσεων. Τα συγκεκριμένα σημεία ή υπο­κατάστατα φέρουν, στην πραγματικότητα, την ευθύνη για την αίσθηση ότι υπάρχει κάτι (όπως η Μανούλα) που μπορούμε να συλλάβουμε. Ό,τι μαθαίνουμε από αυτά τα κείμενα είναι ότι η ιδέα του πρωτοτύπου δημιουργείται μέσω των αντιγρά­φων και ότι το πρωτότυπο τελεί πάντοτε υπό αναβολή — δεν πρόκειται ποτέ να συλληφθεί. Το συμπέρασμα είναι ότι η τρέ- χουσα αντίληψή μας για την πραγματικότητα ως κάτι που ε ί­ναι παρόν και για το πρωτότυπο ως κάτι το οποίο ήταν κά­ποτε παρόν, αποδεικνύεται αβάσιμη: η εμπειρία διαμεσολα- βείται πάντοτε από σημεία και το «πρωτότυπο» είναι έναi αποτέλεσμα των σημείων, των συμπληρωμάτων.

Σύμφωνα με τον Derrida τα κείμενα του Rousseau, ύπως πολλά άλλα, προτείνουν ότι, αντί να σκεφτόμαστε τη ζωή ως κάτι στο οποίο προστίθενται σημεία και κείμενα προκειμένου να το αναπαραστήσουν, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η ίδια η ζωή βρίθει σημείων, ότι η ζωή έγινε ό,τι είναι μέσα από διαδικασίες σημασιοδότησης. Πολλά γραπτά κείμενα μπορεί να ισχυρίζονται ότι ο πραγματικός κόσμος προηγείται της ση- μασιοδότησης, όμως αυτό που ουσιαστικά καταδεικνύουν ε ί­ναι ότι, όπως λέει μια περίφημη φράση του Derrida, «II rfy a pas hors-text» - «Δεν υπάρχει εκτός-κειμένου»: όταν νομίζεις

Page 27: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ; 17

ότι βγαίνεις εκτός σημείων και κειμένου, στην «ίδια την πραγματικότητα», δεν βρίσκεις τίποτε άλλο παρά περισσό­τερο κείμενο, περισσότερα σημεία και αλυσίδες συμπληρω­μάτων. 0 Derrida γράφει:

Αυτό που προσπαθήσαμε να δείξουμε ακολουθώντας το συν­δετικό νήμα του «επικίνδυνου συμπληρώματος» είναι πως μέσα σε ό,τι αποκαλούμε πραγματική ζωή αυτών των «έν- σαρκων» δημιουργημάτων [...] δεν υπήρξε ποτέ τίποτε άλλο παρά γραφή, δεν υπήρξε ποτέ τίποτε άλλο παρά συμπληρώ­ματα και υποκαταστατικές σημασιοδοτήσεις που μπόρεσαν να προκόψουν σε μία αλυσίδα διαφορικών σχέσεων [...] Και ούτω καθεξής επ’ άπειρον, καθότι διαβάσαμε μέσα στο κεί­μενο πως το απόλυτο παρόν, η Φύση, ό,τι ονομάζεται με λέ­ξεις ως «πραγματική μητέρα» κ.ο.κ. έχουν ήδη διαφύγει, δεν υπήρξαν ποτέ· πως ό,τι εγκαινιάζει το νόημα και τη γλώσσα είναι η γραφή ως η εξαφάνιση της φυσικής παρουσίας.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια ότι δεν υπάρχει καμμία διαφορά μεταξύ ενός «πραγματικού» γεγονότος κι ενός πλα­σματικού ή μεταξύ της παρουσίας της «Μανούλας» και της απουσίας της. Το θέμα είναι ότι η παρουσία της αποδει- κνύεται τελικά να είναι ένα ιδιαίτερο είδος απουσίας, το οποίο εξακολουθεί να απαιτεί διαμεσολαβήσεις και συμπλη­ρώματα.

0 Foucault και ο Derrida κατατάσσονται συχνά στην ίδια ομάδα ως «μετα-δομιστές» (βλέπε Παράρτημα), όμως τα δύο παραπάνω παραδείγματα παρουσιάζουν έντονες διαφορές. Το παράδειγμα του Derrida προσφέρει μια ανάγνο^ση ή ερ­μηνεία των κειμένων, αναγνωρίζοντας μια λογική εν δράσει μέσα σε ένα κείμενο. 0 συλλογισμός του Foucault δεν βασί­ζεται σε κείμενα —στην πραγματικότητα παραθέτει εκπλη­κτικά λίγα σε αριθμό στοιχεία ή άλλους λόγους (discourses)— αλλά προσφέρει ένα ευρύ πλαίσιο στοχασμού περί κειμένου

Page 28: θεωρία λογοτεχνίας

18 ΛΟΓΟΤΕΧΝ IΚΗ ΘΕΠΡΙΛ

και λόγων, γενικώς. Η ερμηνεία του Derrida δείχνει την έκτα­ση στην οποία τα ίδια τα λογοτεχνικά έργα, όπως οι Εξομο­λογήσεις του Rousseau, είναι θεωρητικά: προσφέρουν απερί­φραστα συλλογιστικά επιχειρήματα σχετικά με τη γραφή, την επιθυμία, την υποκατάσταση ή τη συμπλήρωση, και ταυτό­χρονα κατευθύνουν τον σχετικό στοχασμό με τρόπους τους οποίους αφήνουν υπονοούμενους. Ο Foucault, από την άλλη μεριά, προτίθεται να μας δείξει όχι πόσο ενορατικά ή σοφά είναι τα κείμενα αλλά σε πόσο μεγάλο βαθμό οι διάφοροι λό­γοι γιατρών, επιστημόνων, μυθιστοριογράφων και άλλων δη­μιουργούν τα αντικείμενα εκείνα τα οποία διατείνονται ότι μόνο αναλύουν. Ο Derrida δείχνει πόσο θεωρητικά είναι τα λογοτεχνικά έργα, ο Foucault, πόσο δημιουργικά παραγωγι­κοί είναι οι λόγοι της γνώσης.

Διαφορά φαίνεται επίσης να υπάρχει όσον αφορά τους ισχυρισμούς τους και τα αντίστοιχα ερωτήματα που προκύ­πτουν. 0 Derrida ισχυρίζεται ότι μας λέει τι λένε ή δείχνουν τα κείμενα του Rousseau, ώστε το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν αυτά που λένε τα κείμενα του Rousseau είναι αλή­θεια. Ο Foucault ισχυρίζεται ότι αναλύει μια ιδιαίτερη ιστο­ρική στιγμή, ώστε το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν οι ευ- ρείες γενικεύσεις του έχουν ισχύ για άλλες χρονικές περιο- δους και για άλλους τόπους. Η συνεχής αναμόχλευση ερωτη­μάτων, όπως τα παραπάνω, είναι, στη συνέχεια, ο δικός μας τρόπος για να εισέλθουμε στη «θεωρία» και να την ασκή­σουμε.

Και τα δύο παραδείγματα θεωρίας αποτυπώνουν το γε­γονός ότι η θεωρία συνεπάγεται τη .συλλογιστική πρακτική, με άλλα λόγια αναλύσεις της επιθυμίας, της γλώσσας και ού- τω καθεξής, που προκαλούν τις καθιερωμένες ιδέες (ότι υπάρχει εκ φύσεως κάτι που λέγεται «σεξ» ή ύτι τα σημεία αναπαριστούν προϋπάρχουσες πραγματικότητες) και, με αυ­τό τον τρόπο, σε παρακινούν να αναθεωρήσεις τις κατηγορίες

Page 29: θεωρία λογοτεχνίας

I I ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ; 19

με τις οποίες μπορεί να σκέφτεσαι τη λογοτεχνία. Τα παρα­πάνω παραδείγματα αποκαλύπτουν τον βασικό κινητήριο μο­χλό της νεότερης θεωρίας, που είναι η κριτική οποιουδήποτε πράγματος θεωρείται φυσικό, η διαδικασία απόδειξης του γε­γονότος ότι καθετί που έχει θεωρηθεί ή δηλωθεί ως φυσικό ε ί­ναι στην πραγματικότητα ένα ιστορικό, πολιτισμικό παράγω- γο. Ας δούμε πώς έχουν τα πράγματα μέσα από ένα διαφο­ρετικό παράδειγμα: Όταν η Aretha Franklin τραγουδά «You make me feel like a natural woman» - «Με κάνεις να νιώθω σαν φυσική γυναίκα», φαίνεται ευτυχισμένη που η αντιμετώ­πισή της από έναν άντρα επιβεβαιώνει μια υπάρχουσα «φυ­σική» σεξουαλική της ταυτότητα, η οποία προηγείται της πο­λιτισμικής πραγματικότητας. Όμως η διατύπωση «με κάνεις να νιώθω σαν φυσική γυναίκα» εξυπονοεί ότι η υποτιθέμενη φυσική ή δεδομένη ταυτότητα είναι ένας πολιτισμικός ρόλος, ένα αποτέλεσμα που έχει παραχθεί στα πλαίσια του πολιτι­σμού: δεν είναι «φυσική γυναίκα» αλλά πρέπει κάποιος να την κάνει να νιώσει σαν τέτοια. Η φυσική γυναίκα είναι πο­λιτισμικό παράγωγο.

Η θεωρία παρέχει και άλλες πραγματεύσεις ανάλογες με τις παραπάνω, που υποστηρίζουν είτε ότι οι κοινωνικές κα ­τατάξεις, οι κοινωνικοί θεσμοί καθώς και οι συνήθεις τρόποι σκέψης μιας κοινωνίας, που εκ πρώτης όψεως φαίνονται φυ­σικοί, αποτελούν προϊόν υποκείμενων οικονομικών σχέσεων και αδιάλειπτων αγώνων εξουσίας, είτε ότι τα φαινόμενα της ενσυνείδητης ζωής ενδέχεται να παράγονται από ασυνείδητες δυνάμεις, είτε ότι αυτό που αποκαλούμε εαυτό ή υποκείμενο παράγεται εντός και μέσω των συστημάτων της γλώσσας και του πολιτισμού, είτε ότι αυτό που αποκαλούμε «παρουσία», «απαρχή» ή «πρωτότυπο» είναι δημιούργημα αντιγράφων, αποτέλεσμα επανάληψης.

Τελικά, λοιπόν, τι είναι η θεωρία; Μέχρι στιγμής έχουν διαφανεί τέσσερα βασικά σημεία.

Page 30: θεωρία λογοτεχνίας

20 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΠΡΙΛ

1. Η θεωρία είναι διεπιστημονική — ένας λόγος με εμβέλεια πέραν κάποιας αρχικής επιστήμης.

2. Η θεωρία είναι αναλυτική και συλλογιστική — μια από­πειρα να διερευνηθεί ό,τι εμπλέκεται σ’ αυτό που αποκα­λούμε σεξ ή γλώσσα ή γραφή ή νόημα ή υποκείμενο.

3. Η θεωρία είναι μια κριτική της κοινής λογικής, των ιδεών και συλλήψεων που θεωρούνται φυσικές και αυτονόητες.

4. Η θεωρία είναι αναστοχαστική, είναι στοχασμός-επί-του- στοχασμού, διερεύνηση των κατηγοριών που χρησιμοποι­ούμε για να κατανοήσουμε το νόημα των πραγμάτων, στη λογοτεχνία και σε άλλες πρακτικές του λόγου.

Ως αποτέλεσμα, η θεοορία προκαλεί τον φόβο. Ένα από τα πλέον αποθαρρυντικά γνωρίσματα της θεωρίας σήμερα είναι το γεγονός ότι δεν έχει τέλος. Δεν είναι κάτι που θα μπο­ρούσες ποτέ να κατέχεις ούτε μια ιδιαίτερη ομάδα κειμένων που θα μπορούσες να διαβάσεις έτσι ώστε να «ξέρεις θεω­ρία». Είναι ένα απεριόριστο σώμα γραπτών κειμένων το οποίο διαρκώς αυξάνεται καθώς οι νέοι και οι ανήσυχοι, κρί­νοντας τις κατευθυντήριες αρχές των μεγαλύτερων τους, προ­ωθούν τη θεωρητική συμβολή των νέων στοχαστών και ταυ­τόχρονα ανακαλύπτουν εκ νέου το έργο κάποιων παλαιότε- ρων, που είχε ξεχαστεί. Η θεωρία, έτσι, αποτελεί μέσο εκφο­βισμού, μέσο για συνεχείς υποτιμήσεις: «Τ ι; Δεν έχεις διαβά­σει Lacan; Πώς μπορείς να μιλάς για ποίηση χωρίς να ανα- φέρεσαι στην κατοπτρική συγκρότηση του ομιλούντος υπο­κειμένου;» Ή «πώς μπορείς να γράφεις για το βικτωριανύ μυθιστόρημα χωρίς να χρησιμοποιείς την ανάλυση του Foucault για την ανάπτυξη της σεξουαλικότητας και τις υστε­ρικές εκδηλώσεις του γυναικείου σώματος καθώς και την έκ­θεση της Gayatri Spivak όσον αφορά το ρόλο της αποικιο­κρατίας στην κατασκευή του μητροπολιτικού υποκειμένου;» Άλλοτε πάλι η θεωρία προβάλλει σαν μια σατανική καταδίκη

Page 31: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ; 21

που σου επιβάλλει συνεχή σκληρή μελέτη σε ανοίκειους χώ­ρους, όπου ακόμη και η εκπλήρωση μιας υποχρέωσης δεν πρόκειται να φέρει ανάπαυλα παρά μόνο και άλλες δύσκο­λες υποχρεώσεις. (Spivak; Ναι, αλλά έχεις διαβάσει την κρι­τική της Benita Parry για τη Spivak και την απάντησή της;)

Η αδυναμία ελέγχου της θεωρίας είναι η πρώτη και κύρια αιτία αντίδρασης σ’ αυτήν. Άσχετα από το πόσο καταρτι­σμένος μπορεί να πιστεύεις ότι είσαι, δεν μπορεί ποτέ να ε ί­σαι σίγουρος αν «πρέπει να διαβάσεις» Jean Baudrillard, Mikhail Bakhtin, Walter Benjamin, Helene Cixous, C.L.R. James, Melanie Klein ή Julia Kristeva, ή εάν μπορείς «άνετα» να τους ξεχάσεις. (Θα εξαρτηθεί, βέβαια, από το ποιος είσαι «εσύ» και ποιος θέλεις να γίνεις). Σε μεγάλο βαθμό η εχθρό­τητα που εκδηλώνεται απέναντι στη θεωρία προέρχεται

«Ε ίστε τρομοκράτης; Δόξα τω ϋεώ. Και νόμισα ότι η Μεγκ είπε πως είστε θεωρητικός».

Page 32: θεωρία λογοτεχνίας

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

αναμφίβολα από το γεγονός ότι η αποδοχή της σπουδαιότη- τας της θεωρίας σημαίνει ανάληψη μιας εσαεί δέσμευσης, ση­μαίνει ότι δέχεσαι να τοποθετηθείς σε μια θέση όπου πάντα θα υπάρχουν σημαντικά πράγματα τα οποία δεν γνωρίζεις. Αυτή όμως είναι η συνθήκη και της ίδιας της ζωής.

Η θεωρία σε κάνει να επιθυμείς τη δυνατότητα ελέγχου: ελπίζεις ότι η θεα)ρητική ανάγνωση θα σου προσφέρει τις κα­τάλληλες έννοιες και ιδέες για να οργανώσεις και να κατα­νοήσεις τα φαινόμενα που σε αφορούν. Η ίδια όμως η θεω­ρία ακυρώνει αυτή τη δυνατότητα ελέγχου, όχι μόνο διότι υπάρχει πάντα κάτι περισσότερο να μάθεις, αλλά —πιο ειδι­κά και πιο επίπονα— διότι η θεωρία είναι αυτή καθαυτή η αμφισβήτηση των, υποτίθεται, δεδομένων αποτελεσμάτων κα­θώς και των προϋποθέσεων που τα στηρίζουν. Από τη στιγ­μή που η θεωρία από τη φύση της στόχο έχει, μέσω της αμ­φισβήτησης των προϋποθέσεων και των αξιωμάτων, να αμφι­σβητεί ό,τι πίστευες ότι ξέρεις, τα αποτελέσματα της θεωρίας δεν είναι προβλέψιμα. Δεν έχεις γίνει αυθεντία ούτε όμως εί­σαι ό,τι ήσουν πριν. Στοχάζεσαι πάνω στα αναγνώσματά σου με νέους τρόπους. Έχεις διαφορετικά ερωτήματα να ρωτή­σεις και καλύτερη αίσθηση των προεκτάσεο^ν των ερωτημά­των που θέτεις στα έργα που διαβάζεις.

Η παρούσα πολύ συνοπτική εισαγωγή δεν πρόκειται να κάνει κανέναν αυθεντία σε θέματα θεωρίας (όχι μόνο γιατί ε ί­ναι πολύ συνοπτική), ωστόσο, σκιαγραφεί τις σημαντικότερες γραμμές σκέψης και τα σημαντικότερα πεδία συζητήσεων, ε ι­δικά σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία. Παρέχει αρκετά παρα­δείγματα θεωρητικής διερεύνησης με την ελπίδα ότι οι ανα­γνώστες θα βρουν τη θεωρία πολύτιμη και ελκυστική και θα επωφεληθούν της ευκαιρίας να γευτούν τις απολαύσεις του στοχασμού.

Page 33: θεωρία λογοτεχνίας

Κ ε φ α λ α ί ο 2

Τι είναι η λογοτεχνία και γιατί μας ενδιαφέρει;

Τι είναι η λογοτεχνία; Θα πίστευε κανείς ότι το ερώτημα αυ­τό θα αποτελούσε κομβικό σημείο στη λογοτεχνική θεωρία, όμως στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να έχει απασχολή­σει και πολύ. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Για δύο βασικούς λόγους, όπως δείχνουν τα πράγματα. Καταρχάς, από τη στιγμή που η ίδια η θεωρία αναμιγνύει ιδέες από τη φιλοσοφία, τη γλωσσολογία, την ιστορία, την πο­λιτική θεωρία και την ψυχανάλυση, γιατί θα πρέπει οι θεω­ρητικοί να νοιάζονται αν τα κείμενα που διαβάζουν είναι λο­γοτεχνικά ή όχι; Για τους φοιτητές μ ι και τους διδάσκοντες της λογοτεχνίας υπάρχει σήμερα ένα μεγάλο εύρος κριτικών σχεδίων μελέτης και θεμάτων προς ανάγνωση και συγγραφή — όπως το «εικόνες γυναικών στον πρώιμο εικοστό αιώ­να»— όπου έχεις τη δυνατότητα να πραγματευτείς λογοτε­χνικά και μη λογοτεχνικά έργα εξίσου. Μπορείς να μελετή­σεις τα μυθιστορήματα της Virginia Wolf ή τα ιστορικά ασθε­νών του Freud ή και τα δύο, και η διάκριση να μη φαίνεται από μεθοδολογική άποψη καθοριστική. Αυτό δεν σημαίνει βέ­βαια ότι όλα τα κείμενα είναι κατά κάποιο τρόπο ισότιμα: μερικά κείμενα θεωρούνται πιο πλούσια, πιο δυνατά, πιο

Page 34: θεωρία λογοτεχνίας

24 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

υποδειγματικά, πιο αγωνιστικά, πιο καίρια, για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Όμως τόσο τα λογοτεχνικά όσο και τα μη λο­γοτεχνικά έργα μπορούν να μελετηθούν από κοινού και με παρόμοιους τρόπους.

Κατά δεύτερο λόγο, η διάκριση δεν θεωρήθηκε κεντρικής σημασίας διότι κάποια θεωρητικά έργα ανακάλυψαν αυτό που αποκαλέστηκε πολύ απλά «λογοτεχνικότητα» των μη- λογοτεχνικών φαινομένων. Ιδιότητες που συχνά θεωρούνταν λογοτεχνικές εμφανίζονται να κατέχουν καίρια θέση σε μη- λογοτεχνικά είδη λόγων και πρακτικές. Για παράδειγμα, οι συζητήσεις για τη φύση και τον τρόπο κατανόησης της ιστο­ρίας (history) βαδίζουν στα ίχνη του μοντέλου που ακολου­θείται για την κατανόηση μιας εξιστόρησης (story). Είναι χα­ρακτηριστικό ότι οι ερμηνείες που δίνουν οι ιστορικοί δεν ε ί­ναι ανάλογες με τις προβλεπτικές δηλώσεις των θετικών επι­στημών: οι ιστορικοί δεν μπορούν να δείξουν ότι, όταν συμ- βούν το X και το Ψ, θα συμβεί απαραίτητα και το Ω. Αυτό που μάλλον κάνουν είναι να δείχνουν με ποιο τρόπο το ένα πράγμα οδήγησε στο άλλο, με ποιο τρόπο ο Πρώτος Παγκό­σμιος Πόλεμος έφτασε στο σημείο να ξεσπάσει κι όχι για ποιο λόγο αυτός ο πόλεμος έπρεπε να συμβεί. Το μοντέλο που ακολουθεί η ιστορική εξήγηση είναι συνεπώς η λογική της εξι- στόρησης: ο τρόπος με τον οποίο μια ορισμένη εξιστόρηση δείχνει πώς κάτι έφτασε στο σημείο να συμβεί, συνδέοντας την αρχική κατάσταση, την ανάπτυξή της και την κατάληξή της με τρόπο που είναι κατανοητός.

Με λίγα λόγια, το μοντέλο για την κατανόηση της ιστορίας είναι η λογοτεχνική αφήγηση (narrative). Εμείς που ακούμε και διαβάζουμε διάφορες εξιστορήσεις είμαστε ικανοί να πούμε εάν μια πλοκή είναι κατανοητή, εάν έχει συνέπεια ή εάν η εξιστόρηση παραμένει ανολοκλήρωτη. Εάν τα ίδια μο­ντέλα σχετικά με το τι είναι κατανοητό και με το τι λογα­ριάζεται ως πλοκή, διέπουν εξίσου τις λογοτεχνικές και τις

Page 35: θεωρία λογοτεχνίας

ΓΙ ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; 25

ιστορικές αφηγήσεις, τότε η διάκριση μεταξύ των δύο δεν φαίνεται να αποτελεί επιτακτικό θεωρητικό αίτημα. Με πα­ρόμοιο τρόπο, οι θεωρητικοί επιμένουν ιδιαίτερα στη σπου­δαιότητα της ύπαρξης σε μη λογοτεχνικά κείμενα —είτε πρό­κειται για τις ψυχαναλυτικές εκθέσεις του Freud είτε για έρ­γα φιλοσοφικού στοχασμού— ορισμένων ρητορικών σχημά­των όπως είναι η μεταφορά, τα οποία έχουν θεωρηθεί κε­ντρικής σημασίας στη λογοτεχνία αλλά έχουν συχνά αντιμε­τωπιστεί ως τελείως διακοσμητικά σε άλλα είδη λόγων. Δεί­χνοντας με ποιο τρόπο τα ρητορικά αυτά σχήματα διαμορ­φώνουν επίσης τη σκέψη σε άλλα είδη λόγων, οι θεωρητικοί αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας ισχυρής λογοτεχνικότητας που λειτουργεί μέσα σε κείμενα, υποτίθεται, μη λογοτεχνικά, με αποτέλεσμα να περιπλέκεται η διάκριση μεταξύ του λογοτε­χνικού και του μη λογοτεχνικού.

Το γεγονός, ωστόσο, ότι περιγράφω τη συγκεκριμένη κα­τάσταση μιλώντας για την ανακάλυψη της «λογοτεχνικότη­τας» μη λογοτεχνικών φαινομένων υποδηλώνει ότι η έννοια της λογοτεχνίας εξακολουθεί να παίζει κάποιο ρολο και χρει­άζεται να προσεχθεί.

Επανερχόμαστε έτσι στην ερώτηση κλειδί «Τ ι είναι η λο­γοτεχνία;» που θα μας απασχολήσει σε όλη τη συνέχεια. Μα τι είδους ερώτηση είναι αυτή; Αν ρωτά ένα πεντάχρονο παι­δί, τα πράγματα είναι εύκολα. «Λογοτεχνία», του απαντάς, «είναι τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα, τα ποιήματα και τα θεατρικά έργα». Αν, όμως, ο ερωτών είναι κάποιος θεωρητι­κός της λογοτεχνίας, δεν είναι εύκολο να ξέρεις τι ακριβώς εννοεί. Μπορεί η ερώτηση να αφορά γενικά ζητήματα σχετι­κά με τη φύση του αντικειμένου της λογοτεχνίας, που και οι δύο ήδη τη γνωρίζετε εξίσου καλά. Τι είδους αντικείμενο ή δραστηριότητα είναι η λογοτεχνία; Τι πετυχαίνει; Τι σκοπούς εξυπηρετεί; Από αυτή την οπτική γωνία, η ερώτηση «Τ ι είναι η λογοτεχνία;» δεν επιζητεί έναν ορισμό αλλά μια ανάλυση,

Page 36: θεωρία λογοτεχνίας

26 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ακόμη και μια επιχειρηματολογία όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους μπορεί να απασχολεί κάποιον η λογοτεχνία.

Ωστόσο, η ερώτηση «Τ ι είναι η λογοτεχνία;» μπορεί να αφορά εξίσου τον τρόπο με τον οποίο διακρίνονται τα χαρα­κτηριστικά γνωρίσματα των έργων εκείνων που θεωρούνται ότι ανήκουν στη λογοτεχνία: Τι είναι αυτό που διακρίνει τα θεωρούμενα λογοτεχνικά έργα από τα μη λογοτεχνικά; Τι ε ί­ναι αυτό που διαφοροποιεί τη λογοτεχνία από άλλες ανθρώ­πινες δραστηριότητες ή ενασχολήσεις; Σ’ αυτή την περίπτω­ση οι άνθρωποι ενδεχομένως θέτουν την ερώτηση επειδή δυ­σκολεύονται να αποφασίσουν ποια βιβλία ανήκουν στη λογο­τεχνία και ποια όχι, το πιθανότερο όμως είναι ότι έχουν ήδη μια ιδέα για το τι λογαριάζεται ως λογοτεχνία και θέλουν να μάθουν κάτι άλλο: υπάρχουν κάποια βασικά, διακριτικά γνω­ρίσματα που έχουν από κοινού όλα τα λογοτεχνικά έργα;

Δύσκολο ερώτημα. Οι θεωρητικοί έχουν καταπονηθεί μαζί του, χωρίς ομως ιδιαίτερη επιτυχία. Οι λόγοι είναι αρκετά προφανείς: λογοτεχνικά έργα υπάρχουν σε όλες τις μορφές και τα μεγέθη και τα περισσότερα απ’ αυτά φαίνονται να έχουν πιο πολλά κοινά σημεία με έργα που δεν αποκαλού- νται συνήθως λογοτεχνία απ’ ύ,τι έχουν με κάποια άλλα έρ­γα που αναγνωρίζονται ως λογοτεχνία. Το μυθιστόρημα της Charlotte Bronte Τζέην Έϋρ, για παράδειγμα, μοιάζει πολύ περισσύτερο με αυτοβιογραφία απ’ ό,τι μοιάζει ένα σονέτο, ενώ ένα ποίημα του Robert Burns —«Η αγάπη μου είναι σαν κόκκινο, κόκκινο τριαντάφυλλο»— μοιάζει περισσότερο με παραδοσιακό τραγούδι απ’ ό,τι ο Άμλετ του Σαίξπηρ. Υπάρ­χουν άραγε κάποιες κοινές ιδιότητες στα ποιήματα, τα θεα­τρικά έργα και τα μυθιστορήματα οι οποίες τα διακρίνουν, ας πούμε, από τα τραγούδια, τις απομαγνητοφωνημένες συζη­τήσεις και τις αυτοβιογραφίες;

Αν τώρα δούμε, έστω και λίγο, το ζήτημα στην ιστορική του προοπτική, τα πράγματα γίνονται ακύμη πιο περίπλοκα.

Page 37: θεωρία λογοτεχνίας

ΊΊ ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; 27

Για είκοσι πέντε αιώνες οι άνθρωποι γράφουν έργα που σή­μερα αποκαλούμε λογοτεχνικά, όμως η νεότερη έννοια της λογοτεχνίας έχει ηλικία μόλις δύο αιώνων. Πριν από το 1.800 η λέξη λογοτεχνία και ανάλογοι όροι σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες σήμαιναν την υπάρχουσα «γραμματεία» ή τη «φ ι­λολογία». Έργα που σήμερα μελετώνται ως λογοτεχνία στο μάθημα της αγγλικής ή της λατινικής φιλολογίας στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, κάποτε θεωρούνταν όχι ένα ειδικό εί­δος γραφής αλλά άριστα παραδείγματα για τη χρήση της γλώσσας και της ρητορικής. Ήταν αντιπροσωπευτικά δείγμα­τα μιας ευρύτερης κατηγορίας υποδειγματικών πρακτικών γραφής και στοχασμού, κατηγορία η οποία συμπεριλάμβανε ομιλίες, κηρύγματα, ιστορία και φιλοσοφία. Οι φοιτητές δεν καλούνταν να ερμηνεύσουν αυτά τα κείμενα, όπως εμείς σή­μερα ερμηνεύουμε τα λογοτεχνικά έργα, προσπαθώντας να εξηγήσουμε «περί τίνος πραγματικά πρόκειται». Αντίθετα, τα αποστήθιζαν, μελετούσαν τη γραμματική τους, αναγνώρι­ζαν τα ρητορικά τους σχήματα και τις δομές ή τις μεθόδους παρουσίασής τους. Ένα έργο όπως η Αινειάδατου Βιργιλίου, το οποίο σήμερα διαβάζεται ως λογοτεχνία, είχε πολύ διαφο­ρετική αντιμετώπιση στα σχολεία πριν από το 1850.

Η σύγχρονη δυτική έννοια της λογοτεχνίας ως επινοητικής γραφής μπορεί να αναχθεί στους Γερμανούς Ρομαντικούς θε­ωρητικούς των τελευταίων δεκαετιών του 18ου αια>να και, αν ζητάμε μια συγκεκριμένη πηγή, σε ένα βιβλίο που δημοσιεύ­τηκε το 1800 από τη Γαλλίδα Βαρώνη Madame de Stael, Για τη λογοτεχνία και τις σχέσεις της με τους κοινωνικούς θε­σμούς. Ακόμη όμως και αν περιοριστούμε στους τελευταίους δύο αιώνες, η κατηγορία της λογοτεχνίας δεν παύει να είναι ολισθηρή: άραγε ορισμένα έργα που σήμερα θεωρούνται λο­γοτεχνικά —ας πούμε, κάποια ποιήματα που μοιάζουν με αποσπάσματα από καθημερινές κουβέντες, χωρίς ρυθμό ή ευ­διάκριτο μέτρο— θα αναγνωρίζονταν ως λογοτεχνία από τη

Page 38: θεωρία λογοτεχνίας

28 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΟΡΙΑ

Madame de Stael; Αν μάλιστα καταπιαστούμε και με μη ευ­ρωπαϊκούς πολιτισμούς, τότε το ερώτημα τι λογαριάζεται λο­γοτεχνία γίνεται εξαιρετικά πιο δύσκολο. Είναι μεγάλος ο πειρασμός να καταθέσουμε τελείως τα όπλα και να συμπε- ράνουμε ότι η λογοτεχνία είναι οτιδήποτε θεωρείται λογοτε­χνία από μια δεδομένη κοινωνία — ένα σύνολο κειμένων που οι πολιτισμικοί μεσάζοντες αναγνωρίζουν ότι ανήκει στη λο­γοτεχνία.

Ένα τέτοιο συμπέρασμα, φυσικά, δεν μας αφήνει σε καμ- μία περίπτωση ικανοποιημένους. Απλώς μεταθέτει αντί να επιλύει το ερώτημα: αντί να ρωτούμε «τ ι είναι λογοτεχνία;» πρέπει τώρα να ρωτούμε «τι κάνει εμάς (ή κάποια άλλη κοι­νωνία) να αντιμετωπίζουμε κάτι ως λογοτεχνία;». Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλες κατηγορίες που λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, παραπέμποντας όχι σε ορισμένες ειδοποιούς ιδιύτητες αλλά μόνο σε κάποια ευμετάβλητα κριτήρια που χρησιμοποι­ούν διάφορες κοινωνικές ομάδες. Ας πάρουμε την ερώτηση «Τ ι είναι ζιζάνιο;» Υπάρχει κάποιο είδος «ζιζανιότητας» — ένα ειδικό κάτι, ένα je ne sais quoi, το οποίο έχουν όλα τα ζι­ζάνια και το οποίο τα διακρίνει από τα μη ζιζάνια; Όποιος έχει κληθεί να βοηθήσει στο ξεκαθάρισμα ενός κήπου απο τα ζιζάνια, ξέρει πόσο δύσκολο είναι να διακρίνεις ένα ζιζάνιο από ένα μη ζιζάνιο και αναρωτιέται πιθανότατα εάν υπάρχει κάποιο μυστικύ. Ποιο θα ήταν αυτό; Πώς αναγνωρίζουμε ένα ζιζάνιο; Ε, λοιπόν, το μυστικό είναι ότι δεν υπάρχει μυστικό. Τα ζιζάνια είναι απλά εκείνα τα φυτά που οι κηπουροί δεν θέλουν να αναπτύσσονται στους κήπους τους. Αν είχες μεγά­λη περιέργεια για τα ζιζάνια, αν έψαχνες τη φύση της «ζιζα- νιύτητας», θα ήταν χαμένος χρονος να προσπαθείς να ανα­καλύψεις τη βοτανική φύση τους, να αναζητάς εκείνες τις δια­κριτικές μορφολογικές ή φυσικές ιδιύτητες που κάνουν κά- ποια φυτά να είναι ζιζάνια. Σ’ αυτή την περίπτωση ίσως θα πρέπει να εκπονήσεις, αντί για ιστορική και κοινωνιολογική

Page 39: θεωρία λογοτεχνίας

I I ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; 29

έρευνα, μια ψυχολογικής φύσεως έρευνα σχετικά με τα είδη φυτών που εκτιμώνται ως ανεπιθύμητα από διαφορετικές ομάδες ανθρώπων σε διαφορετικές περιοχές.

Ίσως η λογοτεχνία είναι σαν το ζιζάνιο.Απάντηση η οποία, ωστόσο, δεν εξαλείφει το ερώτημα.

Απλώς το μεταβάλλει σε: «Τ ι εμπλέκεται κατά την αναγνώ­ριση ορισμένων έργων ως λογοτεχνικών στον πολιτισμό μας;» Ας υποθέσουμε ότι συναντάς τις παρακάτω φράσεις:

We dance round in a ring and suppose.But the Secret sits in the middle and knows

Εμείς χορεύουμε γύρω-γύρω όλοι και κάνουμε υποθέσεις Όμως το Μυστικό κάθεται στη μέση και γνωρίζει.

Τι σημαίνουν τα παραπάνω και πώς το ξέρεις;Μεγάλη σημασία έχει το πού τις συναντάς αυτές τις φρά­

σεις. Αν είναι τυπωμένες πάνω στο περιτύλιγμα ενός κινέζι­κου μπισκότου, μπορείς κάλλιστα να τις θεωρήσεις σαν έναν ασυνήθιστα αινιγματικό χρησμό* αν όμως δίνονται (όπως εδώ) ως παράδειγμα, ψάχνεις απεγνωσμένα για δυνατές ερ­μηνείες μέσα στις χρήσεις της γλώσσας που σου είναι οικεί­ες. Μήπως είναι κάποιο αίνιγμα, που μας ζητά να μαντέψου­με ποιο είναι το μυστικό; Μήπως είναι κάποια διαφήμιση για κάτι που λέγεται «Μυστικό»; Οι διαφημίσεις έχουν συχνά ομοιοκαταληξία και έχουν μάλιστα γίνει εξαιρετικά αινιγμα­τικές στην προσπάθειά τους να κεντρίσουν το ενδιαφέρον ενός κορεσμένου κοινού. Ωστόσο, η παραπάνω πρόταση φαί­νεται αποκομμένη από οποιοδήποτε εύκολα εννοούμενα συμ­φραζόμενα, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης κάποιου προϊόντος. Το γεγονός αυτό, συν το γεγονός ότι έχει ομοιο­καταληξία και, μετά από τις δύο πρώτες λέξεις, ακολουθεί έναν κανονικό ρυθμό εναλλασσόμενων τονιζόμενων και άτο­νων συλλαβών συνθέτουν την πιθανότητα να πρόκειται για ποίηση, για ένα ψήγμα λογοτεχνίας.

Page 40: θεωρία λογοτεχνίας

30 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Υπάρχει, όμως, εδώ ένας γρίφος: εφόσον αυτό που κατά πρώτο και κύριο λόγο δημιουργεί την πιθανότητα η συγκεκρι­μένη φράση να είναι λογοτεχνική είναι το γεγονός ότι δεν έχει κάποια προφανή πρακτική σημασία, δεν μπορούμε άραγε να επιτύχουμε το ίδιο αποτέλεσμα αποσπώντας και άλλες φρά­σεις από τα συμφραζόμενά τους που κάνουν σαφές περί τίνος πρόκειται; Ας υποθέσουμε ότι παίρνουμε μια φράση από ένα εγχειρίδιο οδηγιών, μια συνταγή, μια διαφήμιση, μια εφημερί­δα και την καταγράφουμε σε μια σελίδα απομονωμένα:

Ανακατέψτε καλά και αφήστε να φουσκώσειγια πέντε λεπτά.

Αυτή η φράση αποτελεί λογοτεχνία; Την κατέστησα άραγε λογοτεχνική με το που την απέσπασα από τα πρακτικά συμ­φραζόμενα μιας συνταγής; Ίσως, αλλά είναι ελάχιστα βέβαιο ότι το πέτυχα. Κάτι φαίνεται να της λείπει, η φράση φαίνε­ται να μην έχει τα φόντα για να ασχοληθείς μαζί της. Για να την κάνεις λογοτεχνική χρειάζεται, ίσως, να φανταστείς έναν τίτλο του οποίου η σχέση με την πρόταση θα θέτει κάποιο πρόβλημα και θα ενεργοποιεί τη φαντασία: για παράδειγμα «Το μυστικό» ή «Η αξία του ελέους».

Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε, όμως μια φράση όπως «Ζαχα­ρωτό δαμάσκηνο πάνω σε μαξιλάρι το πρωί» μάλλον έχει πε­ρισσότερες πιθανότητες να θεωρηθεί λογοτεχνική διότι η αδυ­ναμία της να αποτελέσει οτιδήποτε άλλο πέρα από μια εικό­να, προκαλεί κατά κάποιο τρόπο την προσοχή, καλεί σε προ­βληματισμό. Έτσι συμβαίνει με τις φράσεις στις οποίες η σχέ­ση μεταξύ μορφής και περιεχομένου παρέχει δυνάμει τροφή για σκέψη. Μ’ αυτό τον τρόπο, η εναρκτήρια πρόταση ενός βιβλίου φιλοσοφίας του W.O. Quine, Από μια λογική άποψη, μπορεί άνετα να είναι ποιητική:

Page 41: θεωρία λογοτεχνίας

I I ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; 31

Ένα περίεργο πράγμαμε το οντολογικό πρόβλημα είναιη απλότητά του.

Με τον τρόπο που παρατίθεται πάνω σε μια σελίδα βιβλίου, περιστοιχισμένη από βλοσυρά περιθώρια σιωπής, η παραπά­νω πρόταση μπορεί να προσελκύσει ένα ορισμένο είδος προ­σοχής που θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε λογοτεχνικό: ενδιαφέρον για τις λέξεις, τις σχέσεις μεταξύ τους και τις προεκτάσεις τους, και ειδικά ενδιαφέρον για το πώς αυτό που λέγεται συνδέεται με τον τρόπο που λέγεται. Με άλλα λόγια, με τον τρόπο που παρατίθεται, η συγκεκριμένη πρό­ταση φαίνεται να συμφωνεί με μια ορισμένη σύγχρονη αντί­ληψη περί του ποιήματος και να ανταποκρίνεται σε ένα είδος ενδιαφέροντος που συνδέεται στις μέρες μας με τη λογοτε­χνία. Αν κάποιος σου έλεγε αυτή την πρόταση, θα ρωτούσες «τι εννοείς;»· εάν όμως θεωρήσεις ότι είναι ποίημα, η ερώ­τηση τότε διαφέρει αρκετά: όχι τι εννοεί ο ομιλητής ή ο συγ­γραφέας αλλά τι εννοεί το ποίημα; Πώς λειτουργεί η συγκε­κριμένη γλώσσα; Τι πετυχαίνει αυτή η πρόταση;

Απομονωμένες στην πρώτη γραμμή, οι λέξεις «Ένα πε­ρίεργο πράγμα» προκαλούν ίσως την ερώτηση τι είναι «πράγμα» και τι σημαίνει για ένα πράγμα να είναι «περίερ­γο». Το «Τ ι είναι πράγμα;» αποτελεί ένα από τα προβλήμα­τα της οντολογίας, της επιστήμης του όντος ή της μελέτης κά­θε υπάρχοντος πράγματος. Όμως η λέξη «πράγμα» στη φρά­ση «ένα περίεργο πράγμα» δεν δηλώνει κάποιο φυσικό αντι­κείμενο αλλά κάτι σαν σχέση ή τρόπο ενέργειας που δεν φαί­νεται να υπάρχει έτσι όπως υπάρχει μια πέτρα ή ένα σπίτι. Η πρόταση κηρύττει την απλότητα, όμως κατά τα φαινόμενα δεν εφαρμόζει ό,τι κηρύττει, καθώς αποτυπώνει, μέσω της αμφισημίας της λέξης πράγματος, ένα μέρος από την απαγο­ρευτική συνθετότητα της οντολογίας. Ισως όμο̂ ς η όλη απλό­

Page 42: θεωρία λογοτεχνίας

32 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΟΡΙΑ

τητα του ποιήματος —το γεγονός ότι σταματά μετά τη λέξη «απλότητα», σαν να μη χρειάζεται να ειπωθούν περισσότε­ρα— δίνει κάποια αξιοπιστία στην ανυποστήρικτη διαβεβαί­ωση περί απλότητας. Εν πάση περιπτώσει, έτσι όπως είναι απομονωμένη, η πρόταση μπορεί να δώσει λαβή σ’ εκείνο το είδος της ερμηνευτικής δραστηριότητας που συναρτάται με τη λογοτεχνία — της δραστηριότητας με την οποία ασχολή- θηκα κι εγώ.

Τι μας λένε για τη λογοτεχνία τέτοιου είδους συλλογισμοί; Πρώτα-πρώτα, υποδηλώνουν ότι η γλώσσα, όταν απομακρύ­νεται από άλλα συμφραζόμενα, όταν αποσπάται από άλλους σκοπούς, μπορεί να ερμηνευτεί ως λογοτεχνία (αν και πρέπει να διαθέτει κάποιες ιδιότητες που να την κάνουν επιδεκτική ανάλογης ερμηνείας). Αν η λογοτεχνία είναι γλώσσα αποκομ­μένη από συμφραζόμενα, αποσπασμένη από άλλες λειτουρ­γίες και άλλους στόχους, αποτελεί επίσης αφ’ εαυτής μια μορφή συμφραζομένων, που προκαλούν ή εκμαιεύουν ειδικές μορφές ενδιαφέροντος. Για παράδειγμα, οι αναγνώστες προ­σέχουν τις πιθανές προεκτάσεις και αναζητούν τα άρρητα νοήματα, χωρίς να θεωρούν, ας πούμε, ότι η συγκεκριμένη εκ­φώνηση τούς παρακινεί να κάνουν κάτι. Για την περιγραφή της «λογοτεχνίας» θα έπρεπε ίσως να αναλυθεί εκείνο το σύ­νολο υποθέσεων και ερμηνευτικών διεργασιών στις οποίες οι αναγνώστες υποβάλλουν πιθανότατα τέτοιου είδους κείμενα.

Μια σημαντική συνθήκη ή προδιάθεση που έχει αναδυθεί μέσα από την ανάλυση διαφόρων εξιστορήσεων (από προσω­πικές ανεκδοτολογικές αφηγήσεις μέχρι ολόκληρα μυθιστορή­ματα) δηλώνεται με το περίπλοκο όνομα «αρχή της υπερ- προστατευμένης συνεργασίας», στην πραγματικότητα όμως είναι πάρα πολύ απλή. Η επικοινωνία εξαρτάται από τη βα­σική συνθήκη ότι οι συμμετέχοντες συνεργάζονται ο ένας με τον άλλον και, γι’ αυτό τον λόγο, ό,τι λέει το ένα πρόσωπο στο άλλο θεωρείται σχετικό με το θέμα. Αν σε ρωτήσω εάν

Page 43: θεωρία λογοτεχνίας

ΓΙ ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; 33

ο X είναι καλός φοιτητής και μου απαντήσεις «συνήθως είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του», προσπαθώ να κατανοήσω την απάντησή σου, θεωρώντας ότι συνεργάζεσαι και λες κά­τι σχετικό με την ερώτησή μου. Αντί να παραπονεθώ ότι «δεν απάντησες στην ερώτησή μου», μπορώ να συμπεράνω ότι απάντησες έμμεσα και μου υποδήλωσες ότι δεν μπορεί να ε ι­πωθεί κάτι με απόλυτη βεβαιότητα όσον αφορά τον X ως φοιτητή. Τποθέτω, άρα, ότι συνεργάζεσαι εκτός και αν υπάρ­χουν ακαταμάχητα στοιχεία που επιβεβαιώνουν το αντίθετο.

Όσον αφορά τώρα τις λογοτεχνικές αφηγήσεις μπορούν να θεωρηθούν μέλη μιας ευρύτερης κατηγορίας εξιστορήσεων, των «κειμένων αφηγηματικής έκθεσης», εκφωνήσεων των οποίων η αξία για τους ακροατές δεν έγκειται στην πληρο­φορία που μεταβιβάζουν αλλά στη «διηγησιμότητά» τους. Είτε λες ένα ανέκδοτο σε κάποιο φίλο είτε γράφεις ένα μυ­θιστόρημα για τις επερχόμενες γενεές, κάνεις κάτι διαφορε­τικό από ό,τι αν κατέθετες στο δικαστήριο, λόγου χάριν: προ­σπαθείς να πλάσεις μια ιστορία που θα φανεί στους ακροα­τές σου ότι «αξίζει τον κόπο»: που θα υπερασπίζεται κάποια θέση ή θα έχει κάποια σημασία, που θα διασκεδάσει ή θα προσφέρει ευχαρίστηση. Αυτό που διαφοροποιεί και αναδει- κνύει τα λογοτεχνικά έργα από τα άλλα κείμενα αφηγηματι­κής έκθεσης, είναι ότι τα πρώτα έχουν περάσει από μια δια­δικασία επιλογής: έχουν δημοσιευτεί, αναθεωρηθεί και ανα- τυπωθεί, έτσι ώστε οι αναγνώστες να τα προσεγγίζουν με τη βεβαιότητα ότι κάποιοι άλλοι θεώρησαν ότι είναι καλοφτιαγ- μένα και ότι «αξίζουν τον κόπο». Στην περίπτωση των λογο­τεχνικών έργων, έτσι, η βάση της συνεργασίας είναι κατεξο- χήν «υπερ-προστατευμένη». Μπορούμε να ανεχθούμε πολλές ασάφειες και ολοφάνερες ασυναρτησίες χωρίς να μας περά- σει από το μυαλό ότι δεν βγαίνει κάποιο νόημα. Οι αναγνώ­στες θεωρούν ότι στη λογοτεχνία οι γλωσσικές περιπλοκές έχουν έναν ορισμένο επικοινωνιακό στόχο και, αντί να φα­

Page 44: θεωρία λογοτεχνίας

Μ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΠΡΙΑ

ντάζονται ότι ο ομιλητής ή ο συγγραφέας είναι μη σύνεργά - σιμός, όπως πιθανώς θα συνέβαινε σε άλλα ομιλιακά συμ­φραζόμενα, πασχίζουν να ερμηνεύσουν ορισμένα στοιχεία που καταστρατηγούν τις αρχές της επαρκούς επικοινωνίας χάριν κάποιου απώτερου επικοινωνιακού στόχου. Η «λογοτε­χνία» είναι θεσμικός τίτλος ο οποίος μας παρέχει τα εχέγγυα

Τι,..-,

«Διάβασε δυο ολόκληρες ώρ<:\ μονορούφι χορΐ^ m ( γ< ί προπονιμΊζί. »

Page 45: θεωρία λογοτεχνίας

Π ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; 35

ότι τα αποτελέσματα των αναγνωστικών προσπαθειών μας θα «αξίζουν τον κόπο». Και πολλά από τα γνωρίσματα της λογοτεχνίας συνδέονται ακριβώς με την προθυμία των ανα­γνωστών να επιδείξουν ενδιαφέρον, να διερευνήσουν τις απροσδιοριστίες και όχι να ρωτήσουν αμέσως «τι εννοείς μ’ αυτό;».

Μπορούμε έτσι να συμπεράνουμε ότι η λογοτεχνία είναι μια γλωσσική πράξη ή ένα κειμενικό γεγονός που προκαλεί ένα ειδικό είδος ενδιαφέροντος. Διαφέρει έντονα από τα άλ­λα είδη γλωσσικών πράξεων όπως είναι η πληροφόρηση, η ερώτηση ή η υπόσχεση κάποιου πράγματος. Τις περισσότε­ρες φορές οι αναγνώστες εξωθούνται να αντιμετωπίσουν ένα κείμενο ως λογοτεχνία, επειδή ακριβώς το βρίσκουν μέσα σε ένα πλαίσιο συμφραζομένων που πιστοποιούν τη λογοτεχνική του ταυτότητα: σε ένα βιβλίο ποιημάτων, σε κάποια στήλη περιοδικού, σε ένα συγκεκριμένο τμήμα βιβλιοθήκης ή βι­βλιοπωλείου.

Έχουμε όμως ακόμη έναν γρίφο εδώ. Δεν υπάρχουν άρα­γε κάποιοι ειδικοί τρόποι οργάνωσης της γλώσσας οι οποίοι να μας δηλώνουν ότι κάτι είναι λογοτεχνία; Ή μήπως το γε­γονός ακριβώς ότι ξέρουμε εκ των προτέρων πως κάτι είναι λογοτεχνία μάς εξωθεί τελικά να το διαβάσουμε με τρόπο λ.χ. διαφορετικό από εκείνον με τον οποίο διαβάζουμε τις εφημερίδες, πράγμα που μας εξωθεί να ανακαλύψουμε σ’ αυ­τό ειδικούς τρόπους οργάνωσης και υπονοούμενες σημασίες; Η απάντηση είναι ότι ισχύουν σίγουρα και οι δύο περιπτώ­σεις: μερικές φορές το αντικείμενο διαθέτει ορισμένα χαρα­κτηριστικά που το καθιστούν λογοτεχνικό αλλά μερικές φο­ρές, πάλι, είναι τα λογοτεχνικά συμφραζόμενα που μας εξω­θούν να το αντιμετωπίσουμε ως λογοτεχνία. Ωστόσο, ένας λό­γος με υψηλό βαθμό οργάνωσης δεν καθιστά αναγκαστικά ένα κείμενο λογοτεχνία: τίποτε δεν είναι πιο αυστηρά σχε­διασμένο από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Επίσης, δεν μπο-

Page 46: θεωρία λογοτεχνίας

36 Λ Ο Γ Ο Ί 'FAN I ΚΙ I Θ Ε Ω Ρ ΙΑ

ρούμε να αναγάγουμε οποιοδήποτε κομμάτι λόγου σε λογο­τεχνία απλά αποκαλώντας το λογοτεχνικό: Δεν μπορώ να πά­ρω το παλιό βιβλίο μου χημείας και να το διαβάσω σαν μυ­θιστόρημα.

Από την άλλη μεριά, η «λογοτεχνία» δεν είναι απλά και μόνο ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετούμε μια ποσότητα γλώσσας: οποιαδήποτε φράση που αραδιάζεται πάνω σε μια σελίδα χαρτί ως ποίημα, δεν σημαίνει ότι αυτομάτως γίνεται λογοτεχνική. Από την άλλη όμως μεριά, η λογοτεχνία δεν εί­ναι απλά και μόνο ένα ειδικό είδος γλώσσας, γιατί πολλά λο­γοτεχνικά έργα δεν επιδεικνύουν τη διαφορά τους από άλλες εκδηλώσεις της γλώσσας* λειτουργούν με ειδικό τρόπο λόγω ακριβώς της ειδικής προσοχής την οποία συγκεντρώνουν.

Στο σημείο αυτό έχουμε μια περίπλοκη δομή. Έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικές προοπτικές που αλληλεπικαλύ- πτονται, διασταυρώνονται, αλλά δεν φαίνονται να καταλήγουν σε σύνθεση. Μπορούμε να εννοήσουμε τα λογοτεχνικά έργα ως γλώσσα με ιδιάζουσες ιδιότητες ή χαρακτηριστικά και, πα­ράλληλα, μπορούμε να εννοήσουμε τη λογοτεχνία ως προϊόν συμβάσεων και ενός ιδιαίτερου είδους ενδιαφέροντος. Καμμία προοπτική δεν ενσωματώνει επιτυχώς την άλλη και πρέπει κανείς να κινείται συνέχεια ένα βήμα μπρος και ένα πίσω ανά- μεσά τους. Στη συνέχεια εξετάζω πέντε σημεία που έχουν επισημάνει οι θεωρητικοί σχετικά με τη φύση της λογοτεχνίας: σε καθεμιά περίπτωση, αρχίζεις με βάση τη μια προοπτική αλ­λά πρέπει, τελικά, να λάβεις υπόψη σου και την άλλη.

1. Η λογοτεχνία ως η «προβολή» της γλώσσας

Ακούμε να λέγεται συχνά ότι η «λογοτεχνικότητα» βρίσκεται κυρίως στην οργάνωση της γλώσσας, η οποία κάνει τη λογο­τεχνία να διακρίνεται από τη γλώσσα που χρησιμοποιείται

Page 47: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; 37

για άλλους σκοπούς. Η λογοτεχνία είναι μια γλώσσα που «προβάλλει» την ίδια τη γλώσσα: την κάνει να φαίνεται πα­ράδοξη, την επιδεικνύει μπροστά σου —«Κοίτα! Είμαι γλώσ­σα!»— έτσι που να μην μπορείς να ξεχάσεις ότι έχεις να κά­νεις με μια γλώσσα διαμορφωμένη με ιδιαίτερο τρόπο. Ειδι­κά η ποίηση οργανώνει σε τέτοιο βαθμό το ηχητικό επίπεδο της γλώσσας, ώστε να το ανάγει σε κάτι που πρέπει οπωσ­δήποτε να συνυπολογίσεις. Ας δούμε την αρχή ενός ποιήμα­τος του Gerard Manley Hopkins, που λέγεται «Inversnaid» / «Ινβερσνέιντ»:

This darksome burn, horseback brown.His rollrock highroad roaring down.In coop and in coomb the fleece of his foam Flutes and low to the lake falls home.

To σκοτεινό αυτό ρυάκι, σκούρα αλογοράχη,Με τον κυματοειδή δρόμο του να βουίζει προς τα κάτω Σε στενωπούς και σε λαγκάδια το χνούδι του αφρού του Τραγουδά και χαμηλά στη λίμνη κατηφορίζει σπίτι.

Η προβολή της γλωσσικής διάταξης —η ρυθμική επανάληψη ήχων στις λέξεις «darksome»... «burn»... «rollrock»— καθώς και οι ασυνήθιστοι λεκτικοί συνδυασμοί, όπως στη λέξη «rollrock», κάνουν σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια γλώσσα οργανωμένη με τρόπο που να προσελκύει την προ­σοχή στις γλωσσικές δομές αυτές καθαυτές.

Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι σε πολλές περιπτώσεις οι αναγνώστες δεν προσέχουν τη γλωσσική διάταξη παρά μόνο στις περιπτώσεις που κάτι αναγνωρίζεται ως λογοτεχνία. Δεν προσέχουμε όταν διαβάζουμε κανονικό πεζό λόγο. 0 ρυθμός μιας πρότασης σπάνια γίνεται αντιληπτός στο αυτί του ανα­γνώστη· αν όμως ξάφνου παρεμβληθεί μια ομοιοκαταληξία.

Page 48: θεωρία λογοτεχνίας

38 Λ Ο ΙΌ Ί I \ \ l k l I (··)!■i l \ ' \ \

αμέσως κάνει τον ρυθμό να ακούγεται. H ομοιοκαταληξία, αυτό το συμβατικό σημάδι της λογοτεχνικότητας, μας κάνει να προσέξουμε τον ρυθμό που υπήρχε εκεί ανέκαθεν. Όταν ένα κείμενο είναι διαμορφωμένο λογοτεχνικά, είμαστε διατε­θειμένοι να προσέξουμε ηχητικά μοτίβα ή άλλα είδη γλωσσι­κής οργάνωσης, που κατά γενικό κανόνα θα παραβλέπαμε.

2. Η λογοτεχνία ως η ενοποίηση της γλώσσας

Η λογοτεχνία είναι μια γλώσσα στην οποία τα πολλά και διά­φορα στοιχεία και συστατικά του κειμένου συναπαρτίζουν μια σύνθετη σχέση. Όταν λαμβάνω μια επιστολή που ζητά τη συνδρομή μου για κάτι αξιόλογο, είναι μάλλον απίθανο να θε­ωρήσω ότι το ηχητικό επίπεδο της γλώσσας είναι η αντίστιξη του νοήματος, όμως στην περίπτωση της λογοτεχνίας υπάρ­χουν πράγματι σχέσεις —επίτασης ή αντίθεσης και ασυμφω­νίας— μεταξύ των δομών διαφορετικών γλωσσικών επιπέ­δων: μεταξύ ήχου και νοήματος ή μεταξύ γραμματικής οργά­νωσης και θεματικών μοτίβων. Όταν μια ρίμα, για παράδειγ­μα, με το να συνδέει μεταξύ τους δύο λέξεις που ομοιοκα­ταληκτούν, διασυνδέει και τα νοήματα αυτών των λέξεων.

Είναι όμως φανερό ότι ούτε το 1 ούτε το 2 ούτε και τα δύο μαζί παρέχουν έναν επαρκή ορισμό της λογοτεχνίας. Αντίθετα με ό,τι το 1 διατείνεται, δεν «προβάλλουν» τη γλώσσα όλα τα λογοτεχνικά έργα (πολλά μυθιστορήματα δεν το κάνουν) ενώ η «προβαλλόμενη» γλώσσα δεν είναι κατ’ ανάγκην λογοτεχνία. Οι γλωσσοδέτες (π.χ. «ο παπάς ο πα­χύς έφαγε παχειά φακή») σπάνια θεωρούνται λογοτεχνία, παρά το γεγονός ότι ελκύουν την προσοχή στη γλωσσική δο­μή τους και σε μπερδεύουν. Στις διαφημίσεις, πάλι, τα γλωσ­σικά τεχνάσματα συχνά προβάλλονται ακόμη πιο κραυγαλέα από ό,τι στην ποίηση και διαφορετικά δομικά επίπεδα μπο-

Page 49: θεωρία λογοτεχνίας

I I ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; 39

ρεί να ενοποιηθούν με μεγαλύτερη επιδεικτικότητα. Ένας διαπρεπής θεωρητικός, ο Roman Jakobson, παραθέτει ως πα­ράδειγμα-κλειδί της «ποιητικής λειτουργίας» της γλώσσας ύχι τον στίχο κάποιου ποιήματος αλλά ένα αμερικανικό πολιτικό σύνθημα από την προεδρική εκστρατεία του Dwight D. («Ike») Eisenhower: I like Ike (: At λάικ Αικ) = Μου αρέσει ο Άικ. Εδώ, μέσα από το παιχνίδι των λέξεων, το προτιμώμε- νο αντικείμενο (ο Άικ) και το εκφράζον την προτίμηση υπο­κείμενο (εγώ) εμπλέκονται από κοινού στην πράξη (αρέσει): πώς μπορεί να μη μου αρέσει ο Άικ, όταν και εγώ (/), και ο Άικ (Ike) περιεχόμαστε στη λέξη Zfe; Στην παραπάνω διαφή­μιση, η αναγκαιύτητα του να αρέσει σε κάποιον ο Άικ φαί­νεται εγγεγραμμένη στην ίδια τη δομή της γλώσσας. Συνε­πώς, δεν είναι ύτι σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών γλωσσι­κών επιπέδων εντοπίζονται μόνο στη λογοτεχνία. Αλλά στη λογοτεχνία υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να αναζητή­σουμε και να διερευνήσουμε τις υπάρχουσες σχέσεις μεταξύ μορφής και νοήματος ή μεταξύ θέματος και γραμματικής δο­μής — και στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τη συμ­βολή κάθε στοιχείου στο συνολικό αποτέλεσμα, υπάρχουν πε­ρισσότερες πιθανότητες να εντοπίσουμε εάν υφίσταται ενο­ποίηση, αρμονία, ένταση ή ασυμφωνία.

Οι αναλύσεις της λογοτεχνικότητας που εστιάζονται στην προβολή ή στην ενοποίηση της γλώσσας δεν παρέχουν ικανά κριτήρια ελέγχου, με βάση τα οποία, ας πούμε, οι Αρειανοί θα μπορούσαν να διαχωρίσουν τα λογοτεχνικά έργα από άλ­λα είδη γραφής. Τέτοιου είδους αναλύσεις βοηθούν, όπως οι περισσότεροι ισχυρισμοί σχετικά με τη φύση της λογοτεχνίας, στο να κατευθύνουν την προσοχή σε ορισμένες πτυχές της λο­γοτεχνίας, τις οποίες θεωρούν προεξάρχουσες. Για να μελε­τήσεις ένα κείμενο ως λογοτεχνία, μας λέει ο συγκεκριμένος τρόπος θεώρησης, πρέπει να εξετάζεις πρώτα απ’ όλα την οργάνωση της γλώσσας του και όχι να το αντιμετωπίζεις ως

Page 50: θεωρία λογοτεχνίας

40 Λ Ο ΓΟ Τ Κ ΧΝ I ΚΙ I Θ Hi IP ΙΑ

έκφραση της ψυχής του συγγραφέα του ή ως αντανάκλαση της κοινωνίας που το παρήγαγε.

3. Η λογοτεχνία ως μυθοπλασία

Ένας λόγος για τον οποίο οι αναγνώστες προσέχουν με δια­φορετικό τρόπο τη λογοτεχνία είναι το γεγονός ότι οι εκφω­νήσεις της έχουν μια ειδική σχέση με τον κόσμο — την απο- καλούμενη «μυθοπλασιακή» σχέση. Το λογοτεχνικό έργο ε ί­ναι ένα γλωσσικό γεγονός το οποίο προβάλλει έναν μυθο- πλασιακό κόσμο που συμπεριλαμβάνει τον αφηγητή, δρώντα πρόσωπα, γεγονότα και ένα εξυπονοούμενο κοινό (ένα κοινό που αποκτά σχήμα και μορφή μέσα από τις κατ’ έργον απο­φάσεις σχετικά με το τι πρέπει να του εξηγηθεί και τι υπο­τίθεται ότι γνωρίζει). Τα λογοτεχνικά έργα αναφέρονται σε φανταστικά μάλλον παρά σε ιστορικά άτομα (Έμμα Μποβα- ρύ, Χάκλμπερρυ Φιν), όμως η μυθοπλασία δεν περιορίζεται στους χαρακτήρες και στα γεγονότα. Τα δεικτικά στοιχεία, όπως ονομάζονται, δηλαδή τα καθοδηγητικά χαρακτηριστικά της γλώσσας που σχετίζονται με τις περιστάσεις της εκφώνη­σης, όπως είναι οι αντωνυμίες (εγώ, εσύ κτλ.) ή οι επιρρημα­τικοί προσδιορισμοί τόπου και χρόνου (εδώ, εκεί, τώρα, τοτε, χθες, αύριο) λειτουργούν με ειδικό τρόπο στη λογοτεχνία. Η λέξη τώρα σε ένα ποίημα («τώρα ... που μαζεύονται χελιδο- νιών τερετισμοί στους ουρανούς») δεν αναφέρεται στη στιγ­μή που ο ποιητής κατέγραψε αρχικά αυτή τη λέξη ή στη στιγ­μή της πρώτης δημοσίευσης, αλλά σε μια χρονική στιγμή μέ­σα στο ποίημα, μέσα στον μυθοπλασιακύ κόσμο της δράσης του. Αλλά και το «εγώ » που εμφανίζεται σε διάφορα ποιή­ματα, όπως στο ποίημα του Wordsworth «Περιπλανήθηκα μοναχικός σαν σύννεφο...» είναι επίσης μυθοπλασιακό· ανα- φέρεται στον αφηγητή του ποιήματος, που ενδεχομένως δια­

Page 51: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΙ ΚΙ ΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝ ΙΑ; 41

φέρει αρκετά από το εμπειρικό άτομο, τον William Wordsworth, ο οποίος έγραψε το ποίημα. (Κάλλιστα μπορεί να υπάρχουν έντονοι συσχετισμοί ανάμεσα στο τι συμβαίνει στον αφηγητή ή ομιλητή του ποιήματος και στο τι συμβαίνει στον ποιητή Wordsworth σε κάποια στιγμή της ζωής του. Ένα ποίημα, όμως, που έχει γραφτεί από κάποιον ηλικιωμένο άν­θρωπο μπορεί να έχει νεαρό αφηγητή, και το αντίστροφο. Και είναι κοινώς γνωστό ότι οι αφηγητές μυθιστορημάτων, οι χαρακτήρες που λένε «εγώ » καθώς αφηγούνται την ιστορία, μπορεί να έχουν εμπειρίες και να εκφέρουν κρίσεις οι οποίες να διαφέρουν αρκετά από εκείνες των συγγραφέων τους.)

Στη μυθοπλασία η σχέση μεταξύ εκείνων που λένε οι ομι- λούντες και εκείνων που σκέφτονται οι συγγραφείς αποτελεί πάντοτε θέμα προς συζήτηση και ερμηνεία. Το ίδιο συμβαί­νει και με τη σχέση μεταξύ των γεγονότων της αφήγησης και των καταστάσεων που συμβαίνουν στον κόσμο. Ένας μη μυ- θοπλασιακός λόγος εγκιβωτίζεται συχνά σε συμφραζόμενα που σου λένε πώς να εκλάβεις αυτή τη σχέση: ένα εγχειρίδιο οδηγιών, ένα δημοσιογραφικό άρθρο, μια επιστολή από κά­ποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα. Τα συμφραζόμενα της μυθοπλα­σίας, ωστόσο, αφήνουν σαφώς ανοιχτό το ερώτημα για το πού αναφέρεται στην πραγματικότητα η μυθοπλασία. Η αναφορά στον κόσμο δεν αποτελεί τόσο μια ιδιότητα των λογοτεχνικών έργων όσο μια λειτουργία που τους αποδίδει η ερμηνευτική διαδικασία. Εάν πω σε κάποιο φίλο ή φίλη «Έλα να φάμε στο Hard Rock Cafe στις οκτώ αύριο», θα το εκλάβει ως μια πο­λύ συγκεκριμένη πρόσκληση και θα εντοπίσει τα χωρικά και χρονικά σημεία αναφοράς μέσα από τα συμφραζόμενα της εκφοράς («αύριο» σημαίνει 14 Ιανουαρίου 1998, «οκτώ» ση­μαίνει 8 μ.μ., ώρα Αγγλίας, για παράδειγμα). Όταν όμως ο ποιητής Ben Johnson γράφει το ποίημα «Προσκαλώντας έναν φίλο σε δείπνο», η μυθοπλασιακότητα του συγκεκριμένου έρ­γου ανάγει τη σχέση του με τον κόσμο σε ζήτημα ερμηνείας:

Page 52: θεωρία λογοτεχνίας

42 ΛΟΓΟΤΕΧΝ IΚΗ ΘΕΠΡΙΑ

τα συμφραζόμενα του μηνύματος είναι λογοτεχνικά και πρέ­πει να αποφασίσουμε αν θα θεωρήσουμε ότι το ποίημα κα- ταρχάς σκιαγραφεί τις διαθέσεις ενός πλασματικού αφηγητή, αν διαγράφει έναν παρελθόντα τρόπο ζωής ή αν υποβάλλει την ιδέα ότι η φιλία και οι απλές απολαύσεις της ζωής είναι το σημαντικότερο πράγμα για την ανθρώπινη ευτυχία.

Η ερμηνεία του Άμλετ είναι, μεταξύ άλλων, ζήτημα από­φασης για το αν θα πρέπει να διαβαστεί σαν να πραγματεύ­εται, ας πούμε, τα προβλήματα των Δανών πριγκίπων ή τα διλήμματα των ανθρώπων της Αναγέννησης που βιώνουν αλ­λαγές στον τρόπο αντίληψης του ατόμου, ή γενικά τις σχέσεις των ανδρών με τις μητέρες τους ή το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο οι αναπαραστάσεις (συμπεριλαμβανομένων των λο­γοτεχνικών) επηρεάζουν το πρόβλημα της κατανόησης της εμπειρίας μας. Το γεγονός ότι υπάρχουν αναφορές στη Δα­νία σε όλη τη διάρκεια του ΑμΛετ δεν σημαίνει ότι πρέπει κατ’ ανάγκη να διαβάσουμε το έργο σαν να μιλά για τη Δα­νία* αυτή είναι μία ερμηνευτική απόφαση. Συσχετισμούς του Άμλετ με τον κόσμο μπορούμε να βρούμε με διαφορετικούς τρόπους και σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Η μυθο- πλασιακή φύση της λογοτεχνίας διαχωρίζει τη γλώσσα από άλλα συμφραζόμενα στα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποι­ηθεί και αφήνει τη σχέση του έργου με τον κόσμο ανοιχτή στην ερμηνεία.

4. Η λογοτεχνία ως αισθητικό αντικείμενο

Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της λογοτεχνίας που συζητή- θηκαν μέχρι εδώ —τα συμπληρωματικά επίπεδα γλωσσικής οργάνωσης, ο διαχωρισμός από τα πρακτικά συμφραζόμενα εκφοράς, η μυθοπλασιακή σχέση με τον κόσμο— μπορούν να συμπεριληφθούν κάτω από τον γενικό υπέρτιτλο της αισθητι­

Page 53: θεωρία λογοτεχνίας

I I ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; 43

κής λειτουργίας της γλώσσας. Από ιστορική άποψη, ο όρος αισθητική χαρακτηρίζει τη θεωρία της τέχνης και έχει προκα- λέσει πολλές συζητήσεις σε ό,τι αφορά το ερώτημα αν το κάλλος αποτελεί αντικειμενική ιδιότητα των έργων τέχνης ή υποκειμενική αντίδραση των θεατών, καθώς και σε ό,τι αφο­ρά τη σχέση του ωραίου με την αλήθεια και το καλό.

Για τον Immanuel Kant, τον πρώτο θεωρητικό της σύγ­χρονης δυτικής αισθητικής, το όνομα αισθητική ορίζει την απόπειρα να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ του υλικού και του πνευματικού κόσμου, μεταξύ ενύς κόσμου δυνάμεων και μ ε­γεθών και ενός κόσμου εννοιών. Τα αισθητικά αντικείμενα, όπως οι πίνακες ζωγραφικής ή τα λογοτεχνικά έργα, συνδυά­ζοντας την αισθητηριακή μορφή (χρώματα, ήχους) και το πνευματικό περιεχόμενο (ιδέες), αποτυπώνουν τη δυνατότη­τα συνένωσης του υλικού και του πνευματικού. Ένα λογοτε­χνικό έργο είναι αισθητικό αντικείμενο διότι, καθώς οι άλλες επικοινωνιακές λειτουργίες αρχικά περιορίζονται ή αναστέλ­λονται, υποχρεώνει τους αναγνώστες να εξετάσουν την αλλη- λενέργεια μεταξύ της μορφής και του περιεχομένου.

Τα αισθητικά αντικείμενα, για τον Kant και άλλους θεω­ρητικούς, έχουν «προθετικότητα χωρίς πρόθεση». Καταρχήν υπάρχει προθετικότητα στην κατασκευή τους: είναι έτσι κα­μωμένα ώστε τα συστατικά μέρη τους να λειτουργούν απο κοινού προς κάποιο σκοπό. Όμως ο σκοπός είναι το έργο τ έ ­χνης αυτό καθαυτό, η απόλαυση που ενυπάρχει στο έργο ή η απόλαυση που προκαλεί το έργο, και όχι κάποιος εξωτερικός στόχος. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι, όταν εξετάζεις ένα κείμενο ως λογοτεχνία, διερευνάς τη συμβολή των μερών του στο αποτέλεσμα του συνόλου* δεν αντιμετωπίζεις το έργο σαν να προορίζεται εξαρχής να εκπληρώσει κάποιο στόχο, όπως να πληροφορήσει ή να πείσει. Όταν λέω ότι οι εξιστο­ρήσεις είναι εκφορές των οποίων η αξία έγκειται στη «διη- γησιμότητά» τους, επισημαίνω το γεγονός ότι υπάρχει κά-

Page 54: θεωρία λογοτεχνίας

44 ΛΟ ΓΟ ΤΕΧΝ ΙΚ Η ΘΕΩΡΙΑ

ποια προθετικότητα στις εξιστορήσεις (ιδιότητες που μπο­ρούν να τις κάνουν «όμορφες ιστορίες») αλλά ότι αυτή δεν συναρτάται εύκολα με κάποιον εξωτερικό στόχο, και, μ’ αυ­τό τον τρόπο, εγγράφω την αισθητική, βιωματική ιδιότητα των εξιστορήσεων, ακόμη και των μη λογοτεχνικών. Μια κα­λή εξιστόρηση είναι διηγήσιμη, προκαλεί την εντύπωση των αναγνωστών ή των ακροατών, δίνοντας την αίσθηση ότι «α ξ ί­ζει τον κόπο». Μπορεί να διασκεδάσει ή να διδάξει ή να πα­ρακινήσει, μπορεί να έχει πάρα πολλά αποτελέσματα, όμως δεν μπορούμε να ορίσουμε ως καλές εξιστορήσεις όλες γενι­κά εκείνες που καταφέρνουν να επιτύχουν κάτι από τα πα­ραπάνω.

5. Η λογοτεχνία ως διακειμενική ή αυτο-αναφορική κατασκευή

Νεότεροι θεωρητικοί έχουν υποστηρίξει ότι τα έργα είναι κα­μωμένα από άλλα έργα: προέκυψαν από προηγούμενα έργα τα οποία απορρόφησαν, επανέλαβαν, αμφισβήτησαν ή μετα­σχημάτισαν. Η συγκεκριμένη αντίληψη παίρνει μερικές φορές το περίεργο όνομα «διακειμενικότητα». Ένα έργο υπάρχει μεταξύ και εν μέσω άλλων κειμένων, διαμέσου των σχέσεών του μαζί τους. Όταν διαβάζουμε κάτι ως λογοτεχνία σημαίνει ότι το αντιμετωπίζουμε ως γλωσσικό γεγονός, το οποίο απο­κτά νόημα σε σχέση με άλλους υπάρχοντες λόγους: για πα­ράδειγμα, ως ποίημα που πειραματίζεται με τις δυνατότητες που έχουν δημιουργήσει τα προηγούμενα ποιήματα ή ως μυ­θιστόρημα που φέρνει στο προσκήνιο και ασκεί κριτική στην πολιτική ρητορεία της εποχής του. Το σονέτο του Shakespeare «Τα μάτια της αγαπημένης μου δεν μοιάζουν με τον ήλιο» επιστρατεύει τις μεταφορές που χρησιμοποιούνταν από την παράδοση της ερωτικής ποίησης και τις αρνείται («Μα τέτοια

Page 55: θεωρία λογοτεχνίας

ΓΙ ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; 45

ρόδα δεν βλέπω στα μάγουλά της») — τις αρνείται στην προσπάθειά του να εξυμνήσει μια γυναίκα η οποία «όταν περπατά, πετά πάνω στη γη». Το ποίημα αποκτά νόημα σε σχέση με την παράδοση που το καθιστά δυνατό.

Τώρα, από τη στιγμή που η ανάγνωση ενός ποιήματος ως λογοτεχνίας απαιτεί τη συσχέτισή του με άλλα ποιήματα, τη σύγκριση και αντιπαραβολή του τρόπου με τον οποίο δημι­ουργεί το νόημά του σε σχέση με τους τρόπους που χρησι­μοποιούν τα άλλα ποιήματα, τότε δικαιούμαστε να θεωρού­με ότι τα ποιήματα αφορούν ως ένα βαθμό την ίδια την ποί­ηση, ότι αναφέρονται στις διεργασίες της ποιητικής φαντα­σίας και της ποιητικής ερμηνείας. Στο σημείο αυτό συνα­ντούμε μια άλλη έννοια που υπήρξε σημαντική στην πρό­σφατη θεωρία: την έννοια της «αυτο-αναφορικότητας» της λογοτεχνίας. Τα μυθιστορήματα αφορούν ως ένα ορισμένο σημείο άλλα μυθιστορήματα, αφορούν τα προβλήματα και τις δυνατότητες αναπαράστασης και απόδοσης μορφής και νοή­ματος στην εμπειρία. Έτσι, η Μαντάμ Μποβαρύ μπορεί να διαβαστεί ως μια διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ της «πραγματικής ζωής» της Έμμα Μποβαρύ και του τρόπου με τον οποίο τα ρομαντικά μυθιστορήματα που διαβάζει και μα­ζί το ίδιο το μυθιστόρημα του Flaubert αντιλαμβάνονται την εμπειρία. Μπορεί πάντοτε να τεθεί το ερώτημα με ποιο τρό­πο αυτό που λέει έμμεσα ένα μυθιστόρημα (ή ένα ποίημα) σχετικά με την εξαγωγή νοήματος σχετίζεται με τον τρόπο που το ίδιο ασχολείται με την εξαγωγή νοήματος.

Η λογοτεχνία είναι μια πρακτική με την οποία οι συγγρα­φείς επιχειρούν να προωθήσουν ή να ανανεώσουν τη λογοτε­χνία και, ως εκ τούτου, πάντοτε αποτελεί έναν έμμεσο στο­χασμό πάνω στην ίδια τη λογοτεχνία. Για ακόμη ύμως μια φορά, βλέπουμε ύτι κάτι ανάλογο θα μπορούσαμε να πούμε και για άλλες μορφές λόγου: ορισμένα συνθήματα, ύπως και τα ποιήματα, μπορεί να εξαρτούν το νόημά τους από άλλα,

Page 56: θεωρία λογοτεχνίας

46 ΛΟΓΟΊΈΧΝ I ΚΙ I Θ Ι'ίΙΡΙΑ

προηγούμενα συνθήματα: Το σύνθημα «Πυρηνικά στις φά­λαινες, για τον Χριστό» δεν βγάζει νόημα χωρίς τα: «Όχι στα Πυρηνικά», «Σώστε τις φάλαινες» και « 0 Χριστός σώζει», και κάποιος θα μπορούσε ασφαλώς να πει ότι το σύνθημα «Πυρηνικά στις φάλαινες, για τον Χριστό», αφορά στην πραγματικότητα τα ίδια τα συνθήματα. Η διακειμενικότητα και η αυτο-αναφορικότητα της λογοτεχνίας δεν αποτελούν, συνεπώς, καθοριστικά χαρακτηριστικά αλλά τρόπο προβολής πτυχών της γλωσσικής χρήσης και ερωτημάτων περί αναπα- ραστάσεως, ο οποίος ενδεχομένως συναντάται και αλλού.

Σε καθεμία από τις παραπάνω πέντε περιπτώσεις, συναν­τούμε τη δομή που ανέφερα προηγουμένως: μας απασχολεί ό,τι μπορεί να συγκαταγραφεί ανάμεσα στις ιδιότητες των λογοτεχνικών έργων, τα χαρακτηριστικά που τα σηματοδο­τούν ως λογοτεχνία, αλλά και ό,τι μπορεί επίσης να θεωρηθεί αποτέλεσμα ενός ειδικού είδους προσοχής, μιας λειτουργίας που παραχωρούμε στη γλώσσα όταν την εκλαμβάνουμε ως λογοτεχνία. Καμμία προοπτική από τις δύο, καθώς φαίνεται, δεν μπορεί να συμπεριλάβει και την άλλη, ώστε να γίνει η πλήρης προοπτική. Οι ιδιότητες της λογοτεχνίας δεν μπορούν να περιοριστούν ούτε σε κάποιες αντικειμενικές ιδιότητες ού­τε στις συνέπειες από τους τρόπους πλαισίωσης της γλώσ­σας. Υπάρχει ένας βασικός λόγος γ ι’ αυτό, ο οποίος ήδη έχει διαφανεί από τους σύντομους συλλογισμούς που κάναμε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου. Η γλώσσα αντιστέκεται στα σχή­ματα που θέλουμε να της επιβάλλουμε. Είναι δύσκολο να με- τατρέψεις το «Ε μείς χορεύουμε γύρω-γύρω όλοι...» σε στι- χάκια ημερολογίου που λένε τη μοίρα σου, ή τη φράση «Ανα- κατέψτε καλά...» σε συνταρακτικό ποίημα. Όταν αντιμετω­πίζουμε κάτι ως λογοτεχνία, όταν αναζητούμε σχέδιο και συ­νοχή, υπάρχουν αντιστάσεις μέσα στη γλώσσα· πρέπει να δουλέψουμε πάνω σ’ αυτή και μαζί μ’ αυτή. Τελικά, η «λο ­γοτεχνικότητα» της λογοτεχνίας ίσως έγκειται στην ένταση

Page 57: θεωρία λογοτεχνίας

ΓΙ ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; 47

της αλληλενέργειας μεταξύ του γλωσσικού υλικού και των συμβατικών προσδοκιών των αναγνωστών σχετικά με το τι ε ί­ναι η λογοτεχνία. Το λέω όμως αυτό με επιφύλαξη, γιατί το άλλο πράγμα που μάθαμε από τις πέντε περιπτώσεις μας ε ί­ναι ότι καθεμιά ιδιότητα που αναγνωρίζεται ως σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της λογοτεχνίας αποδεικνύεται τ ε ­λικά ότι δεν είναι ειδοποιό χαρακτηριστικό, από τη στιγμή που το βρίσκουμε να λειτουργεί και σε άλλες γλωσσικές χρή­σεις.

Στην αρχή αυτού του κεφαλαίου ανέφερα ότι η θεωρία της λογοτεχνίας στις δεκαετίες 1980 και ’90 δεν ασχολήθηκε ιδ ι­αίτερα με τη διαφορά μεταξύ των λογοτεχνικών και των μη λογοτεχνικών έργων. Αυτό που έκαναν οι θεωρητικοί ήταν να εξετάζουν τη λογοτεχνία ως ιστορική και ιδεολογική κατηγο­ρία, να εξετάζουν τις κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες τις οποίες θεωρήθηκε ότι εκπληρώνει κάτι που αποκαλέστηκε «λογοτεχνία». Στην Αγγλία του 19ου αιώνα η λογοτεχνία αναδύθηκε ως μια ιδέα εξαιρετικά σημαντική, ως ένα ιδιαί­τερο είδος γραφής, επιφορτισμένο με διάφορες λειτουργίες. Όταν έγινε αντικείμενο διδασκαλίας στις αποικίες της Βρετα­νικής Αυτοκρατορίας, ανέλαβε την ευθύνη να δώσει στους αυτόχθονες μέτρα εκτίμησης του μεγαλείου της Αγγλίας και να τους επιστρατεύσει ως ευγνώμονες συμμέτοχους σε μια ιστορική επιχείρηση εκπολιτισμού. Στη μητροπολιτική Αγγλία θα καταπολεμούσε τον εγωισμό και τον υλισμό που καλλιέρ­γησε η νέα καπιταλιστική οικονομία, προσφέροντας στις με­σαίες τάξεις και στους αριστοκράτες εναλλακτικές αξίες και παρέχοντας στους εργάτες δικαίωμα στον πολιτισμό, ο οποί­ος, από την άποψη των υλικών αγαθών, τους επεφύλασσε υποδεέστερη θέση. Την ίδια στιγμή θα καλλιεργούσε την ανι­διοτελή εκτίμηση, θα προσέφερε μια αίσθηση εθνικού μεγα­λείου, θα δημιουργούσε αίσθημα συναδέλφο^σης μεταξύ των τάξεων, και, τελικά, θα λειτουργούσε ως υποκατάστατο της

Page 58: θεωρία λογοτεχνίας

48 ΛΟΓΟΤΚΧΝ I Κ H ΘΚίΙΡΙΑ

θρησκείας, η οποία δεν φαινόταν να είναι πλέον ικανή να κρατήσει σφιχτά δεμένη την κοινωνία.

Οποιαδήποτε ομάδα κειμένων μπορούσε να επιτύχει όλα τα παραπάνω θα ήταν πράγματι πολύ εξαιρετική. Τι είναι η λογοτεχνία που θεωρήθηκε ότι μπορεί να τα κάνει όλα αυτά; Καθοριστικό σημείο είναι μια ειδική δομή «υποδειγματικότη- τας» που υπάρχει στη λογοτεχνία. Ένα λογοτεχνικό έργο — ο Άμλετ για παράδειγμα— είναι η χαρακτηριστική ιστορία κάποιου πλασματικού χαρακτήρα: παρουσιάζεται ως κατά κάποιο τρόπο υποδειγματική (για ποιον άλλο λόγο θα τη διά­βαζε κανείς;), αλλά ταυτόχρονα αρνείται να προσδιορίσει την κλίμακα ή το εύρος αυτής της υποδειγματικότητας — εξ ου και η ευκολία με την οποία οι αναγνώστες και οι κριτικοί φτάνουν στο σημείο να μιλούν για «καθολικότητα» της λο­γοτεχνίας. Η δομή των λογοτεχνικών έργων είναι τέτοια, ώστε είναι ευκολότερο να θεωρήσεις ότι μας μιλούν γενικά για την «ανθρώπινη συνθήκη» παρά να εξακριβώσεις ποιες είναι οι ειδικότερες κατηγορίες που περιγράφουν ή φωτίζουν. Ο Άμλετ αφορά άραγε τους πρίγκιπες ή τους ανθρώπους της Αναγέννησης ή τους εσωστρεφείς νεαρούς ή τους ανθρώπους των οποίων οι πατέρες πέθαναν κάτω από σκοτεινές συνθή­κες; Από τη στιγμή που όλες οι ανάλογες απαντήσεις δεν φαίνονται να ικανοποιούν, είναι ευκολότερο για τους ανα­γνώστες να μην απαντήσουν, αποδεχόμενοι έτσι έμμεσα μια δυνατότητα καθολικότητας. Μέσα στην ιδιαιτερότητά τους, τα μυθιστορήματα, τα ποιήματα και τα δραματικά έργα αρ- νούνται να ανιχνεύσουν τίνος πράγματος αποτελούν το υπό­δειγμα, την ίδια στιγμή που καλούν όλους τους αναγνώστες να εμπλακούν στα προβλήματα και τις σκέψεις των αφηγη­τών τους και των χαρακτήρων τους.

Ωστόσο, ο συνδυασμός της καθολικότητας με την απο­στροφή προς όλους όσους μπορούν να διαβάσουν τη γλώσσα, έχει εκπληρώσει μια ισχυρή εθνική λειτουργία. Ο Benedict

Page 59: θεωρία λογοτεχνίας

I I ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; 49

Anderson στο έργο του Ιδεατές κοινωνίες: Σκέψεις για την προέλευση και τη διάδοση του εθνικισμού, ένα έργο πολιτικής ιστορίας που έχει ασκήσει μεγάλη επιρροή ως θεωρία, υπο­στηρίζει ότι τα λογοτεχνικά έργα — ειδικά τα μυθιστορήμα­τα— βοήθησαν να δημιουργηθούν εθνικές κοινότητες μέσω της προβολής και της απήχησης που είχαν σε μια ευρεία κοι­νότητα αναγνωστών, οριοθετημένη μεν, πλην ανοιχτή κατά βάση σε όλους όσους μπορούν να διαβάσουν τη γλώσσα. «Η μυθοπλασία», γράφει ο Anderson, «εισχωρεί αργά και στα­θερά στην πραγματικότητα, δημιουργώντας αυτή την αξιοση­μείωτη εμπιστοσύνη της κοινότητας στην ανωνυμία, που απο­τελεί τη σφραγίδα ελέγχου των σύγχρονων εθνών». Το να παρουσιάσεις τους χαρακτήρες, τους αφηγητές, τις πλοκές και τα θέματα της αγγλικής λογοτεχνίας ως δυνάμει καθολι­κά σημαίνει οτι προωθείς μια ανοιχτή, πλην οριοθετημένη ιδε­ατή κοινωνία, στην οποία καλούνται να ανέλθουν, για παρά­δειγμα, οι υποτελείς στις βρετανικές αποικίες. Όντως, όσο περισσότερο τονίζεται η καθολικότητα της λογοτεχνίας, τόσο περισσότερο ενδέχεται να είναι μεγάλη η εθνική της λειτουρ­γία: η διατράνωση της καθολικότητας του οράματος του κό­σμου που προσφέρει η Jane Austin, για παράδειγμα, ανάγει πράγματι την Αγγλία σε έναν πολύ ιδιαίτερο χώρο, σε χώρο προτύπων γούστου και συμπεριφοράς και, το σημαντικύτερο, σε χώρο ψυχικών περιπτώσεων και κοινωνικών καταστάσεων όπου επιλύονται ηθικά προβλήματα και διαμορφο^νονται προ­σωπικότητες.

Η λογοτεχνία έχει θεωρηθεί ένα ειδικό είδος γραφής το οποίο, όπως υποστηρίχθηκε, μπορούσε να ασκήσει εκπολιτι­στική επίδραση ύχι μύνο στις χαμηλότερες τάξεις αλλά επ ί­σης στην αριστοκρατία και τις μεσαίες τάξεις. Η συγκεκρι­μένη άποψη περί της λογοτεχνίας ως αισθητικού αντικειμένου το οποίο μπορεί να μας κάνει «καλύτερους ανθρώπους» συν­δέεται με μια ορισμένη ιδέα περί του υποκειμένου, συνδέε­

Page 60: θεωρία λογοτεχνίας

50 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΠΡΙΑ

ται με το αποκαλούμενο από τους θεωρητικούς «φ ιλελεύθε­ρο υποκείμενο», δηλαδή το άτομο που ορίζεται όχι με βάση μια ορισμένη κοινωνική κατάσταση και ορισμένα συμφέροντα αλλά με βάση την ατομική υποκειμενικότητα (ορθολογικότη- τα και ηθικότητα), η οποία θεωρείται ότι είναι κατ’ ουσίαν ελεύθερη από κοινωνικούς επικαθορισμούς. Το αισθητικό αντικείμενο, καθώς είναι αποκομμένο από πρακτικούς στό­χους και υποκινεί σε ιδιαίτερους τρόπους στοχασμού και ταυ­τίσεις, μας βοηθά να γίνουμε φιλελεύθερα υποκείμενα μέσω της ελεύθερης και ανιδιοτελούς άσκησης μιας δημιουργικής ικανότητας η οποία συνδυάζει τη γνώση και την κρίση στη σωστή αναλογία. Η λογοτεχνία το πετυχαίνει αυτό, συνεχίζει η επιχειρηματολογία, ενθαρρρύνοντας τη συνειδητοποίηση της περιπλοκύτητας των πραγμάτων χωρίς να βιάζει την εξα­γωγή κρίσεων, επιστρατεύοντας τον στοχασμό σε θέματα ηθι­κής, παρακινώντας τους αναγνώστες να εξετάσουν τις συ­μπεριφορές (συμπεριλαμβανομένης της δικής τους), όπως θα το έκανε κάποιος τρίτος ή ένας αναγνώστης μυθιστορημάτων. Προωθεί την ανιδιοτέλεια, διδάσκει την ευαισθησία και τις εκλεπτυσμένες διακρίσεις, ωθεί σε ταυτίσεις με άντρες και γυναίκες που βιώνουν διαφορετικά τη ζωή τους, προάγοντας με αυτό τον τρόπο το αίσθημα αλληλεγγύης. Το 1860 ένας εκπαιδευτικός υποστήριζε:

Συνομιλώντας με τις σκέψεις και τα λεγάμενα εκείνων που είναι οι πνευματικοί ηγέτες της φυλής, η καρδιά μας αρχίζει να χτυπά σε συμφωνία με το αίσθημα της παγκόσμιας αν­θρωπότητας. Ανακαλύπτουμε ότι καμμία διαφορά τάξης, κόμματος ή θρησκείας δεν μπορεί να καταστρέψει τη δύνα­μη του πνεύματος να γοητεύει και να διδάσκει, και ότι υπε- ράνω του καπνού και της αιθάλης, του ορυμαγδού και της αντάρας που έχει η ζωή της μέριμνας, του μόχθου και του αγώνα του καθημερινού ανθρώπου, υπάρχει μια γαλήνια και

Page 61: θεωρία λογοτεχνίας

I I ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: Γ)1

φωτεινή περιοχή αλήθειας, όπου όλα μπορούν να συναντιού­νται και να επεκτείνονται συνάμα.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι πιο πρόσφατες θεωρητικές αναλύσεις υπήρξαν κριτικές απέναντι στην παρα­πάνω αντίληψη για τη λογοτεχνία, επικεντρώνοντας την επ ί­κριση κατά πρώτο και κύριο λόγο στη μυθοποίηση που προ­σπαθεί να αποσπάσει την προσοχή των εργατών από την αθλιότητα των συνθηκών ζωής τους, προσφέροντάς τους πρό­σβαση σ’ αυτή την «υψηλότερη σφαίρα» — πετώντας στους εργάτες κάμποσα μυθιστορήματα για να τους εμποδίσουν να στήσουν κάμποσα οδοφράγματα, όπως θέτει το ζήτημα ο Terry Eagleton. Ούτως ή άλλως, όταν εξετάζουμε τους ισχυ­ρισμούς σχετικά με το τι πετυχαίνει η λογοτεχνία, πώς λει­τουργεί ως κοινωνική πρακτική, συναντούμε θέσεις που είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβιβαστούν.

Στη λογοτεχνία έχουν αποδοθεί διαμετρικά αντίθετες λε ι­τουργίες. Αποτελεί άραγε η λογοτεχνία ιδεολογικό όργανο: ένα σύνολο ιστοριών που δελεάζουν τους αναγνώστες να αποδεχτούν τις ιεραρχικές ταξινομήσεις της κοινωνίας; Εάν οι εξιστορήσεις θεωρούν δεδομένο ότι οι γυναίκες πρέπει να βρουν την ευτυχία τους —αν τη βρουν— στον γάμο, εάν απο­δέχονται ως φυσικές τις ταξικές διακρίσεις και αναζητούν με ποιο τρόπο η ενάρετη υπηρέτρια μπορεί να παντρευτεί έναν λόρδο, συμβάλλουν στη νομιμοποίηση κάποιων συγκυριακών ιστορικών μορφωμάτων. Ή μήπως η λογοτεχνία είναι ο χώρος όπου εκτίθεται η ιδεολογία, όπου αποκαλύπτεται ως δυνά- μενη να αμφισβητηθεί; Η λογοτεχνία αποτυπώνει, για παρά­δειγμα, με έντονο και βιωματικό ενδεχομένως τρόπο, το στε­νό περιθώριο επιλογών που είχαν οι γυναίκες στην πορεία της ιστορίας και, κάνοντάς το αυτό απτό και ορατό, προβάλλει τη δυνατότητα να μη θεωρείται η κατάσταση αυτή δεδομένη. Οι δύο ισχυρισμοί είναι εξίσου απόλυτα βάσιμοι: και ότι η λο­

Page 62: θεωρία λογοτεχνίας

52 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ Θ ΕίΙΡΙΑ

γοτεχνία είναι το όχημα της ιδεολογίας και ότι η λογοτεχνία είναι εργαλείο για την εξάρθρωση της ιδεολογίας. Και σ’ αυ­τό το σημείο διαπιστώνουμε μια σύνθετη ταλάντευση μεταξύ των δυνητικών «ιδιοτήτων» της λογοτεχνίας και του ειδικού ενδιαφέροντος που επιφυλάσσεται στη λογοτεχνία και που αναδεικνύει τις συγκεκριμένες ιδιότητές της.

Αντιτιθέμενες διαπιστώσεις συναντούμε επίσης όσον αφο­ρά τη σχέση της λογοτεχνίας με τη δράση. Ορισμένοι θεωρη­τικοί έχουν υποστηρίξει ότι η λογοτεχνία ενθαρρύνει τη μο­ναχική ανάγνωση και τον μοναχικό στοχασμό ως τρόπο επα­φής με τον κόσμο και, με τον τρόπο αυτό, εμποδίζει την κοι­νωνική και πολιτική δραστηριοποίηση που μπορεί να οδηγή­σει σε αλλαγές. Στην καλύτερη περίπτωση ενθαρρύνει την αμεροληψία και την εκτίμηση της συνθετότητας των πραγμά­των και στη χειρότερη περίπτωση, την παθητικότητα και την αποδοχή των πραγμάτων ως έχουν. Απύ την άλλη όμως μ ε­ριά, η λογοτεχνία έχει θεωρηθεί, στη διάρκεια της ιστορίας, επικίνδυνη, με την έννοια ότι ενθαρρύνει την αμφισβήτηση της αυθεντίας και των κοινωνικών κατατάξεων. 0 Πλάτων εξόρισε τους ποιητές από την ιδανική πολιτεία, διότι μόνο κα­κό μπορούσαν να κάνουν, και τα μυθιστορήματα για μεγάλο διάστημα κατηγορήθηκαν ότι κάνουν τους ανθρώπους να δυ­σανασχετούν με τη ζωή που κληρονόμησαν και να διψούν για κάτι καινούργιο — είτε ζωή στις μεγάλες πύλεις λέγεται αυ­τό είτε έρωτας είτε επανάσταση. Ενθαρρύνοντας τις ταυτί­σεις εγκαρσίως των διακρίσεων τάξης, φύλου, φυλής, έθνους και ηλικίας, τα βιβλία μπορεί να προαγάγουν ένα «πνεύμα συναδελφοσύνης» το οποίο αποθαρρύνει τον αγώνα* από την άλλη, όμως, μπορεί επίσης να σφυρηλατήσουν μια οξεία α ί­σθηση της αδικίας, η οποία διανοίγει τον δρόμο σε προοδευ­τικούς αγώνες. Από ιστορική άποψη, τα λογοτεχνικά έργα χρεώθηκαν με την πρόκληση αλλαγών: Το έργο της Harriet Beecher Stowe, Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά, που έκανε πά-

Page 63: θεωρία λογοτεχνίας

I I ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ; 53

ρα πολλές πωλήσεις στην εποχή του, συνέβαλε στη μετα­στροφή των διαθέσεων απέναντι στη δουλεία, προετοιμάζο­ντας το έδαφος για τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο.

Στο Κεφάλαιο 7 θα επανέλθω στο πρόβλημα της ταύτισης και των αποτελεσμάτων της: ποιος είναι ο ρόλος της ταύτι­σης με τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες και αφηγητές; Προς το παρόν, θα επισημάνουμε κατά κύριο λόγο τη συνθετότητα και τη διαφορετικότητα της λογοτεχνίας ως θεσμού και κοι­νωνικής πρακτικής. Έχουμε να κάνουμε, σε τελευταία ανάλυ­ση, με έναν θεσμό βασισμένο στη δυνατότητα να ειπωθεί οτι­δήποτε περνά από τη φαντασία κάποιου, δυνατότητα καθο­ριστική ως προς το τι είναι η λογοτεχνία· γιατί οποιαδήποτε ορθοδοξία, οποιαδήποτε πίστη, οποιαδήποτε αξία, ένα λογο­τεχνικό έργο μπορεί να τη χλευάσει, να την παρωδήσει ή να φανταστεί κάποια διαφορετική και τερατώδη μυθοπλασία. Από τα μυθιστορήματα του μαρκήσιου de Sade, ο οποίος προσπαθούσε να φανταστεί τι πρόκειται να συμβεί σε έναν κόσμο όπου η δράση υποτάσσεται σε μια αχαλίνωτης παρορ- μητικότητας φύση, μέχρι τους Σατανικούς στίχους του Salman Rushdie, που προκάλεσαν τόσο μεγάλη θύελλα αντιδράσεων για τη χρήση ιερών ονομάτων και μοτίβων μέσα σε σατιρικά και παρωδιακά συμφραζόμενα, η λογοτεχνία υπήρξε η δυνα­τότητα μυθοπλασιακής υπέρβασης οποιουδήποτε πράγματος είχε προηγουμένως αποτελέσει αντικείμενο σκέψης ή συγ­γραφής. Γιατί, οτιδήποτε φαινόταν να έχει κάποιο νόημα, η λογοτεχνία μπορούσε να το παρουσιάσει χωρίς νόημα, να το υπερβεί, να το μετασχηματίσει με τρόπο που να εγείρει το ερώτημα της νομιμότητας και της ορθότητάς του.

Η λογοτεχνία υπήρξε η δραστηριότητα μιας πολιτισμικής ελίτ όπως υπήρξε και αυτό που αποκαλείται μερικές φορές «πολιτισμικό κεφάλαιο»: το να μαθαίνεις πράγματα σχετικά με τη λογοτεχνία σού παρέχει μερίδιο συμμετοχής στον πολι­τισμό, το οποίο μπορεί να ξεπληρωθεί με διάφορους τρόπους,

Page 64: θεωρία λογοτεχνίας

54 Λ ΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΙΤΙΡΙΑ

βοηθώντας σε να συνταυτιστείς με ανθρώπους ανώτερου κοι­νωνικού επιπέδου. Η λογοτεχνία όμως δεν μπορεί να περιο­ριστεί σ’ αυτή τη συντηρητική κοινωνική λειτουργία: μόλις και μετά βίας λειτουργεί ως εκφραστής «οικογενειακών αξιών», ενώ παρουσιάζει ελκυστικούς όλους τους δυνατούς τρόπους εγκλημάτων, από την επανάσταση του Σατανά εναντίον του Θεού στον Χαμένο παράδεισο του Milton μέχρι τον φόνο μιας γηραιάς κυρίας από τον Ρασκόλνικοφ στο Έγκλημα και τιμω­ρία του Dostoevski. Η λογοτεχνία ενθαρρύνει την αντίσταση ενάντια στις καπιταλιστικές αξίες, στις τρέχουσες υποθέσεις του δούναι και λαβείν. Η λογοτεχνία είναι η διάδοση του πο­λιτισμού και η καταγγελία του, εξίσου. Είναι εντροπική δύ­ναμη και πολιτισμικό κεφάλαιο, εξίσου. Είναι τρόπος γραφής που καλεί σε ανάγνωση και εμπλέκει τους αναγνώστες σε προβλήματα νοήματος.

Η λογοτεχνία είναι παράδοξος θεσμός διότι, όταν δημι­ουργείς λογοτεχνία, γράφεις μεν σύμφωνα με τους υπάρχον­τες τρόπους —δημιουργείς ένα κείμενο που μοιάζει με σονέ­το ή ακολουθεί τις συμβάσεις του μυθιστορήματος— αλλά ταυτόχρονα προσβάλλεις αυτές τις συμβάσεις, προχωρείς π έ­ρα από αυτές. Η λογοτεχνία είναι θεσμός που επιβιώνει εκ­θέτοντας και ασκώντας κριτική στα ίδια τα όριά του, δοκι­μάζοντας τι πρόκειται να συμβεί εάν κάποιος γράψει διαφο­ρετικά. Έτσι η λογοτεχνία είναι την ίδια στιγμή το όνομα για κάτι το τελείως συμβατικό —το φεγγάρι ομοιοκαταληκτεί με το χαλινάρι και το μαργαριτάρι, οι κοπέλες είναι όμορφες και οι ιππότες είναι θαρραλέοι— αλλά και το τελείως αποδιαρ- θρωτικό, όπου οι αναγνώστες πρέπει να μοχθήσουν για να βγάλουν κάποιο νόημα, όπως σε προτάσεις σαν την ακόλου­θη από το Ξαγρύπνημα του Φίννεγκαντου James Joyce: «Eins within a space and a wearywide space it was er wohned a Mookse» («Eins εντός ενός χώρου όντος και πληκτικοανέτου χώρου er wohned ένας Mookse».)

Page 65: θεωρία λογοτεχνίας

I I ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ;

Το ερώτημα «Τ ι είναι λογοτεχνία;» προκύπτει, όπως ανέ­φερα νωρίτερα, όχι γιατί οι άνθρωποι ανησυχούν μήπως τυχόν περάσουν ένα μυθιστόρημα για ιστορικό έργο ή το μήνυμα στο περιτύλιγμα ενός μπισκότου για ποίημα, αλλά γιατί οι κριτικοί και οι θεωρητικοί ελπίζουν, λέγοντας τι είναι η λογο­τεχνία, να προωθήσουν εκείνες τις μεθόδους που οι ίδιοι θεω­ρούν ως τις πλέον ενδεδειγμένες και να απορρίψουν μεθόδους που παραβλέπουν κατά την άποψή τους τις βασικότερες και χαρακτηριστικότερες πτυχές της λογοτεχνίας. Στα πλαίσια της νεότερης θεωρίας, το ερώτημα «τ ι είναι λογοτεχνία;» ενδια­φέρει ιδιαίτερα, διότι η θεωρία έχει προβάλει τη λογοτεχνικό­τητα κάθε λογής κειμένων. Για να στοχαστούμε όμως πάνω στη λογοτεχνικότητα, σημαίνει ότι έχουμε συνέχεια μπροστά μας, ως μέσα ανάλυσης αυτών των κειμένων, αναγνωστικές πρακτικές που έχουν εξαχθεί από την ίδια τη λογοτεχνία: την αναβολή του αιτήματος για άμεση κατανοητότητα, τον στο­χασμό πάνω στη σημασία των εκφραστικών μέσων και την εστίαση της προσοχής στον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται το νόημα και προκαλείται η ευχαρίστηση.

Page 66: θεωρία λογοτεχνίας

Κ ε φ α λ α ί ο 3

Λογοτεχνία και πολιτισμικές σπουδές

Καθηγητές γαλλικής που γράφουν βιβλία για τα τσιγάρα ή για την εμμονή των Αμερικανών για τα λίπη* σαιξπηριστές που αναλύουν την αμφιφυλοφιλία* ειδικοί στον ρεαλισμό που ασχολούνται με τους κατ’ εξακολούθηση δολοφόνους. Μα τι συμβαίνει επιτέλους;

Αυτό που συμβαίνει είναι οι «πολιτισμικές σπουδές», μεί- ζων δραστηριότητα στον χώρο των επιστημών του ανθρώπου κατά τη δεκαετία του 1990. Άλλοι καθηγητές λογοτεχνίας στράφηκαν από τον Milton στη Madonna κι άλλοι, από τον Shakespeare στις σαπουνόπερες, εγκαταλείποντας όλοι μαζί τη μελέτη της λογοτεχνίας. Ποια σχέση έχουν όλα αυτά με τη λογοτεχνική θεωρία;

Η θεωρία εμπλούτισε και ενίσχυσε σε τεράστιο βαθμό τη μελέτη των λογοτεχνικών έργων, ωστόσο, όπως επισήμανα στο Κεφάλαιο 1, θεωρία δεν είναι η θεωρία της λογοτεχνίας. Αν έπρεπε να πει κανείς ποιο είναι το αντικείμενο θεώρησης της «θεωρίας», η απάντηση θα ήταν, κατά κάποιο τρόπο, οι «σημασιοδοτικές πρακτικές», η παραγωγή και αναπαράστα­ση της εμπειρίας, καθώς και η συγκρότηση των ανθρώπινων υποκειμένων — με λίγα λόγια, η κουλτούρα με την ευρύτερη

Page 67: θεωρία λογοτεχνίας

58 ΛΟΓΟΙ i : \ M K I l ΘΚΟΡΙΑ

δυνατή έννοια. Και είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι το πεδίο το̂ ν πολιτισμικών σπουδών, έτσι όπως έχει αναπτυχθεί, είναι τόσο συγκεχυμένα διεπιστημονικό και τόσο δύσκολο να ορι­στεί όσο είναι και ίδια η «θεω ρία». Θα μπορούσε μάλιστα κάποιος να πει ότι «θεω ρία» και πολιτισμικές σπουδές πάνε ζευγάρι: η «θεω ρία» αποτελεί τη θεωρία και οι πολιτισμικές σπουδές, την πρακτική. Πολιτισμικές σπουδές είναι η πρακτι­κή πλευρά αυτού του οποίου η θεωρητική πλευρά είναι ό,τι αποκαλούμε εν συντομία «Θεωρία». Μπορεί ορισμένοι πρα­κτικά ασχολούμενοι με τις πολιτισμικές σπουδές να διαμαρ­τύρονται για την «υψηλή θεωρία», όμως αυτό υποδηλώνει μια κατανοητή επιθυμία τους να μη θεωρηθούν υπεύθυνοι για το ατελείωτο και εκφοβιστικό «σώμα» των κειμένων της θε­ωρίας. Το έργο των πολιτισμικών σπουδών, στην πραγματι­κότητα, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις θεωρητι­κές συζητήσεις σε ό,τι αφορά το νόημα, την ταυτότητα, την αναπαράσταση και τη συντελεστικότητα, τις οποίες πραγμα­τεύομαι στο παρόν βιβλίο.

Ποια είναι όμως η σχέση ανάμεσα στις λογοτεχνικές σπου­δές και τις πολιτισμικές σπουδές; Στην ευρύτερη δυνατή έν- νοιά του, το προγραμματικό σχέδιο των πολιτισμικών σπου­δών είναι να κατανοήσουν τον τρόπο λειτουργίας του πολιτι­σμού, ειδικά στον σύγχρονο κόσμο: με ποιο τρόπο λειτουρ­γούν οι πολιτισμικές παραγωγές και με ποιο τρόπο κατα­σκευάζονται και οργανώνονται οι πολιτισμικές ταυτότητες, για τα άτομα και τις ομάδες, μέσα σε έναν κόσμο ποικίλων και αναμεμιγμένων ανθρώπινων κοινοτήτων, κρατικών εξου­σιών, βιομηχανοποιημένων μέσο^ν μαζικής ενημέρωσης και πολυεθνικών εταιριών. Συνεπώς, οι πολιτισμικές σπουδές συ­μπεριλαμβάνουν και εμπερικλείουν κατά βάση τις λογοτεχνι­κές σπουδές, καθώς εξετάζουν τη λογοτεχνία ως επιμέρους πολιτισμική πρακτική. Τι είδους όμως συμπερίληψη είναι αυ­τή; Υπάρχουν άφθονα επίμαχα ζητήματα στο σημείο αυτό. Οι

Page 68: θεωρία λογοτεχνίας

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜ ΙΚΕΣ ΣΓΙΟΥΛΕΣ 59

πολιτισμικές σπουδές αποτελούν άραγε ένα ευρύ προγραμ­ματικό σχέδιο στα πλαίσια του οποίου οι λογοτεχνικές σπου­δές θα κερδίσουν καινούργια ενέργεια και μεγαλύτερη ενό­ραση; Ή μήπως οι πολιτισμικές σπουδές θα καταβροχθίσουν τις λογοτεχνικές σπουδές και θα καταστρέψουν τη λογοτε­χνία; Για να συλλάβουμε το πρόβλημα ίσως χρειάζεται να ανατρέξουμε λίγο στο ιστορικό υπόβαθρο της ανάπτυξης των πολιτισμικών σπουδών.

Οι σύγχρονες πολιτισμικές σπουδές έχουν διπλή καταγω­γή. Καταρχάς προέρχονται από τον γαλλικό δομισμό της δ ε­καετίας του 1960 (βλέπε Παράρτημα) που αντιμετώπισε τον πολιτισμό (συμπεριλαμβανομένης της λογοτεχνίας) ως μια σειρά πρακτικών των οποίων οι κανόνες ή οι συμβάσεις θα πρέπει να περιγραφούν. Σε ένα πρώιμο έργο πολιτισμικών σπουδών, τις Μυθολογίες (1957), ο Γάλλος θεωρητικός της λο­γοτεχνίας Roland Barthes επιδίδεται σε σύντομες «αναγνώ­σεις» ενός μεγάλου εύρους πολιτισμικών πρακτικών, από την επαγγελματική πάλη και τη διαφήμιση αυτοκινήτων και απορρυπαντικών μέχρι κάποια μυθικών διαστάσεων πολιτι­σμικά αντικείμενα όπως είναι το γαλλικό κρασί και ο εγκέ­φαλος του Αϊνστάιν. Τον Barthes τον ενδιαφέρει κυρίως να απομυθοποιήσει ό,τι καταλήγει να φαίνεται φυσικό και αυτο­νόητο στα πλαίσια του πολιτισμού, καταδεικνύοντας ότι βα­σίζεται απλά σε κάποια συγκυριακά ιστορικά μορφώματα. Αναλύοντας διάφορες πολιτισμικές πρακτικές, αναγνωρίζει τις υποκείμενες συμβάσεις και τις κοινωνικές τους προεκτά­σεις. Αν συγκρίνεις την επαγγελματική πάλη με το μποξ, για παράδειγμα, μπορείς να δεις ότι σε κάθε περίπτωση ισχύουν διαφορετικές συμβάσεις: οι μποξέρ συμπεριφέρονται στωικά όταν χτυπούν, ενώ οι παλαιστές σπαρταρούν από αγωνία και ενσαρκώνουν επιδεικτικά στερεότυπους ρόλους. Στο μποξ οι κανόνες της αναμέτρησης είναι εξωτερικοί ως προς το παι­χνίδι, με την έννοια ότι επιβάλλουν εξαρχής κάποια όρια τα

Page 69: θεωρία λογοτεχνίας

60 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ Θ ΚΗΡΙΑ

οποία δεν πρέπει να ξεπεραστούν, αντίθετα με την πάλη όπου οι κανόνες εντάσσονται σε μεγάλο βαθμό στα πλαίσια του παιχνιδιού, ως συμβάσεις που αυξάνουν το εύρος του νοήματος που μπορεί να παραχθεί: οι κάνονες υπάρχουν για να παραβιάζονται, αρκετά κατάφωρα, έτσι ώστε ο «κακός» ή το «παλιοτόμαρο» να μπορεί με συνταρακτικό τρόπο να επιδείξει έναν εαυτό τόσο σατανικό και αντιαθλητικό, που το κοινό να ξεσηκωθεί με εκδικητική μανία εναντίον του. Η πά­λη προσφέρει, έτσι, πρώτα απ’ όλα τις ικανοποιήσεις της ηθι­κής σαφήνειας, καθώς το καλό και το κακό αντιπαρατίθενται πολύ ξεκάθαρα. Διερευνώντας διάφορες πολιτισμικές πρα­κτικές, από την υψηλή λογοτεχνία μέχρι τη μόδα και τη δια­τροφή, το παράδειγμα του Barthes ενθάρρυνε την ανάγνωση των συνδηλώσεων άλλων πολιτισμικών εικόνων και την ανά­λυση της κοινωνικής λειτουργίας των ιδιόρρυθμων κατασκευ­ασμάτων της κουλτούρας.

Η δεύτερη πηγή προέλευσης των σύγχρονων πολιτισμικών σπουδών είναι η μαρξιστική θεωρία της λογοτεχνίας, έτσι ύπως αναπτύχθηκε στη Μεγάλη Βρετανία. Με το έργο τους ο Raymond Williams (Πολιτισμός και κοινωνία - Culture and Society, 1958) και ο ιδρυτής του Κέντρου Σύγχρονων Πολιτι­σμικών Σπουδών του Μπέρμινγχαμ, Richard Hoggart (Οι χρή­σεις της εγγραμματοσύνης - The Uses of Literacy, 1957), προ­σπάθησαν να αποκαλύψουν και να διερευνήσουν την ύπαρξη ενός λαϊκού, εργατικού πολιτισμού, ο οποίος είχε μείνει τ ε ­λείως στο περιθώριο, από τη στιγμή που ο πολιτισμός είχε ταυτιστεί με την υψηλή λογοτεχνία. Το συγκεκριμένο σχέδιο να ανακαλυφθούν οι χαμένες φωνές και να γραφεί η ιστορία απο κάτω προς τα πάνω, συνδέθηκε με μια νέα θεωρητικό- ποίηση του πολιτισμού —από την ευρωπαϊκή μαρξιστική θε­ωρία— η οποία ανέλυσε τον μαζικό πολιτισμό (σε αντιδια­στολή με τον «λαϊκό πολιτισμό») ως ένα ανελεύθερο ιδεολο­γικό μόρφωμα, ως νοήματα που λειτουργούν με στόχο να το­

Page 70: θεωρία λογοτεχνίας

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟ ΛΙΤΙΣΜ ΙΚΕΣ ΣΙ ΚΑ ΛΕΣ 61

ποθετήσουν τους αναγνώστες ή θεατές στη θέση του κατα­ναλωτή και να δικαιώσουν τις ενέργειες της κρατικής εξου­σίας. Η αλληλενέργεια μεταξύ των δύο παραπάνω αναλύσε­ων του πολιτισμού —ο πολιτισμός ως έκφραση του λαού και ο πολιτισμός ως επιβολή επί του λαού— υπήρξε κομβική για την ανάπτυξη των πολιτισμικών σπουδών, καταρχάς στη Βρε­τανία και στη συνέχεια αλλού.

Στα πλαίσια αυτής της παράδοσης οι πολιτισμικές σπου­δές τροφοδοτούνται από την ένταση που υπάρχει ανάμεσα στην επιθυμία να αποκατασταθεί ο λαϊκός πολιτισμός ως τρόπος έκφρασης του λαού ή να ακουστεί η φωνή κάποιων περιθωριοποιημένων ομάδων και στη μελέτη του μαζικού πο­λιτισμού ως μέσου ιδεολογικής επιβολής και αυθαίρετου ιδε­ολογικού μορφώματος. Από τη μια μεριά, η αξία της μελέτης του λαϊκού πολιτισμού έγκειται στο να γνωρίσουμε ό,τι είναι σημαντικό για τις ζωές των απλών και καθημερινών ανθρώ­πων —τον πολιτισμό τους— σε αντιδιαστολή με τις ζωές των ακαδημαϊκών και των «εσ τέτ». Από την άλλη, υπάρχει η ισχυρή τάση να καταδειχθεί ο τρόπος με τον οποίο οι άν­θρωποι διαμορφώνονται και χειραγωγούνται από τις πολιτι­σμικές δυνάμεις. Μέχρι ποιο σημείο οι άνθρωποι κατασκευ­άζονται ως υποκείμενα μέσα από τις διάφορες πολιτισμικές μορφές και πρακτικές, που τους «εγκαλούν» ή τους απευθύ­νονται ως ανθρώπους με ιδιαίτερες επιθυμίες και αξίες; Η έν­νοια της έγκλησης (interpellation) προέρχεται από τον Γάλλο μαρξιστή θεωρητικό Louis Althusser. Σου απευθύνονται —οι διαφημίσεις για παράδειγμα— ως προς ένα ιδιαίτερο είδος υποκειμένου (έναν καταναλωτή που εκτιμά ορισμένες ιδιότη­τες) και, χαιρετίζοντάς σε διαρκώς μ’ αυτόν τον τρόπο, τελι­κά οδηγείσαι να καταλάβεις μια ανάλογη θέση. Οι πολιτισμι­κές σπουδές θέτουν το ερώτημα μέχρι ποιο σημείο χειραγω­γούμαστε από τις πολιτισμικές εκφράσεις και μέχρι ποιο ση­μείο ή με ποιους τρόπους είμαστε ικανοί να τις χρησιμοποι­

Page 71: θεωρία λογοτεχνίας

62 AC) ΓΟΤ ΚX Ν I Κ H Θ ΕΟ ΡIA

ήσουμε για άλλους σκοπούς, ασκώντας «συντελεστικό» ρόλο, όπως αποκαλείται. (Το ερώτημα της «συντελεστικότητας» [agency], για να δώσουμε στενογραφικά την τρέχουσα θεω­ρία, είναι το ερώτημα μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να είμα­στε υπεύθυνα για τις πράξεις μας υποκείμενα και μέχρι ποιο σημείο οι φαινομενικές επιλογές μας περιορίζονται από δυ­νάμεις που δεν ελέγχουμε).

Οι πολιτισμικές σπουδές ταλαντεύονται ανάμεσα στην επιθυμία του μελετητή να αναλύσει τον πολιτισμό ως σύνολο κωδίκων και πρακτικών που αλλοτριώνουν τον άνθρωπο από τα ενδιαφέροντά του και δημιουργούν επιθυμίες που του επ ι­βάλλονται να έχει και στην επιθυμία του να βρεί μέσα στον λαϊκό πολιτισμό αυθεντικές μορφές έκφρασης αξιών. Μία λύ­ση είναι να δειχθεί μέσω των αναλύσεων ότι οι άνθρωποι ε ί­ναι ικανοί να χρησιμοποιήσουν τα πολιτισμικά υλικά που τους διοχετεύουν ο καπιταλισμός και οι βιομηχανίες των Μέσων, ώστε να δημιουργήσουν έναν δικό τους πολιτισμό. 0 λαϊκός πολιτισμός παράγεται από τον μαζικό πολιτισμό. 0 λαϊκός πολιτισμός παράγεται από πολιτισμικές πηγές που έρχονται σε αντίθεση μαζί του και, συνεπούς, είναι ένας πολιτισμός συ­νεχούς πάλης, ένας πολιτισμός του οποίου η δημιουργικότη­τα έγκειται στη χρησιμοποίηση των προϊόντων του μαζικού πολιτισμού.

Το έργο μελέτης στις πολιτισμικές σπουδές έχει κυρίως επικεντρωθεί στον προβληματικό χαρακτήρα της ταυτότητας και στους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους οι ταυτότη­τες διαμορφώνονται, βιώνονται και μεταβιβάζονται. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε, για τον λόγο αυτό, η μελέτη των ευμετά­βλητων μορφών πολιτισμού και των ευμετάβλητων πολιτισμι­κών ταυτοτήτων που προκύπτουν στην περίπτωση ορισμένων ομάδων — εθνικές μειονότητες, μετανάστες, γυναίκες— οι οποίες ενδεχομένως δυσκολεύονται να ταυτιστούν με τον ευ­ρύτερο πολιτισμό στον οποίο τυχαίνει να βρίσκονται -πολιτι-

Page 72: θεωρία λογοτεχνίας

ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜ ΙΚΕΣ ΣΊΙΟΥΛΕΣ 63

σμό ο οποίος είναι και ο ίδιος επίσης μεταβαλλόμενη ιδεολο­γική κατασκευή.

Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ πολιτισμικών σπουδών και λογοτεχνικών σπουδών, το πρόβλημα είναι περίπλοκο. Σε ό,τι αφορά τη θεωρία οι πολιτισμικές σπουδές συμπεριλαμβάνουν τα πάντα: τον Shakespeare και τη ραπ μουσική, την υψηλού επιπέδου και τη χαμηλού επιπέδου κουλτούρα, τον πολιτισμό του παρελθόντος και τον πολιτισμό του παρόντος. Στην πρά­ξη, όμως, από τη στιγμή που το νόημα βασίζεται στη διαφο­ρά, οι άνθρωποι ασχολούνται με τις πολιτισμικές σπουδές σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο. Σε αντιδιαστολή με τι; Απύ τη στιγμή που οι πολιτισμικές σπουδές προέκυψαν από τις λο­γοτεχνικές σπουδές, η απάντηση συνήθως είναι «σε αντιδια­στολή με τις λογοτεχνικές σπουδές, με την παραδοσιακή έν­νοια του όρου», όπου καθήκον ήταν η ερμηνεία των λογοτε­χνικών έργων ως επιτευγμάτων των δημιουργών τους και όπου βασική δικαιολογία για τη μελέτη της λογοτεχνίας ήταν η ιδιαίτερη αξία των μεγάλων έργων: η συνθετότητά τους, το κάλλος τους, η ενορατικότητά τους, η καθολικότητά τους και τα δυνάμει οφέλη τους για τον αναγνώστη.

Οι λογοτεχνικές όμως σπουδές ποτέ δεν ενοποιήθηκαν με βάση κάποια κοινή —παραδοσιακή ή άλλη— αντίληψη σχετι­κά με την υφή και τους στόχους τους* από τη στιγμή μάλι­στα της έλευσης της θεωρίας και εξής, οι λογοτεχνικές σπου­δές αποτελούν μια ιδιαίτερα αμφισβητητική και αμφισβητού­μενη επιστήμη, όπου μια πληθώρα διαφορετικών σχεδίων μ ε­λέτης, σε σχέση με λογοτεχνικά και μη λογοτεχνικά έργα εξ ί­σου, ανταγωνίζονται για να κερδίσουν την προσοχή.

Ουσιαστικά, λοιπόν, δεν υπάρχει λόγος σύγκρουσης μετα­ξύ των λογοτεχνικοί και των πολιτισμικών σπουδών. Οι λο­γοτεχνικές σπουδές δεν δεσμεύονται σε μια ορισμένη αντίλη­ψη περί του λογοτεχνικού αντικειμένου, την οποία οι πολιτι­σμικές σπουδές πρέπει να αποκηρύξουν. Οι πολιτισμικές

Page 73: θεωρία λογοτεχνίας

64 ΛΟΓΟΎΕΧΝI ΚΙ I Θ ΕίΙΡΙΑ

σπουδές, πάλι, προέκυψαν από την επιθυμία εφαρμογής των τεχνικών της λογοτεχνικής ανάλυσης σε άλλα πολιτισμικά αντικείμενα. Συνεπώς, οι πολιτισμικές σπουδές αντιμετωπί­ζουν τα πολιτισμικά τεχνήματα μάλλον ως αναγνώσιμα «κ ε ί­μενα» παρά ως αντικείμενα που απλώς πρέπει να συγκατα- γραφούν. Αντίστροφα, οι λογοτεχνικές σπουδές ενδεχομένως έχουν όφελος όταν η λογοτεχνία μελετάται ως ειδική, επιμέ- ρους πολιτισμική πρακτική και τα έργα της λογοτεχνίας συ­σχετίζονται με άλλα είδη λόγου. Η προσφορά της θεωρίας ήταν ότι διεύρυνε την κλίμακα των ερωτημάτων στα οποία μπορούν να απαντήσουν τα λογοτεχνικά έργα και εστίασε το ενδιαφέρον στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους τα έργα αυτά εμπλέκουν ή ανθίστανται στις ιδέες της εποχής τους. Κατά βάση, οι πολιτισμικές σπουδές, με την επιμονή τους να μελετούν τη λογοτεχνία ως μία μεταξύ άλλων σημα- σιοδοτική πρακτική και να εξετάζουν τους πολιτισμικούς ρό- λους με τους οποίους περιβάλλεται η λογοτεχνία, μπορούν να ενισχύσουν τη μελέτη της λογοτεχνίας ως σύνθετου διακειμε­νικού φαινομένου.

Τα επίμαχα σημεία όσον αφορά τη σχέση μεταξύ λογοτε­χνικών και πολιτισμικών σπουδών μπορούν να ομαδοποιη- θούν σε δύο ευρείς θεματικούς άξονες: (1) Τι ονομάζεται «λογοτεχνικός κανόνας»: τα έργα που κατά κανόνα μελετώ- νται στα σχολεία και στα πανεπιστήμια και προορίζονται να διαμορφώσουν «τη λογοτεχνική κληρονομιά μας». (2) Οι εν- δεδειγμένες μέθοδοι για την ανάλυση των πολιτισμικών αντι­κειμένων.

1. 0 Λογοτεχνικός κανόνας

Τι θ’ απογίνει ο λογοτεχνικός κανόνας αν οι πολιτισμικές σπουδές απορροφήσουν τις λογοτεχνικές σπουδές; Άραγε οι

Page 74: θεωρία λογοτεχνίας

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟ ΛΙΤΙΣΜ ΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ 65

σαπουνόπερες έχουν πάρει οριστικά τη θέση του Shakespeare και, αν συνέβη κάτι τέτοιο, ευθύνονται οι πολιτισμικές σπου­δές; Άραγε οι πολιτισμικές σπουδές θα οδηγήσουν σε εξα­φάνιση τη λογοτεχνία με το να ενθαρρύνουν περισσότερο τη μελέτη των κινηματογραφικών έργων, της τηλεόρασης και άλ­λων λαϊκών πολιτισμικών μορφών παρά τη μελέτη των κλα­σικών της παγκόσμιας λογοτεχνίας;

Ανάλογες ευθύνες αποδόθηκαν στη θεωρία όταν ενθάρρυ- νε την ανάγνωση των φιλοσοφικών και ψυχαναλυτικών κειμέ­νων από κοινού με τα λογοτεχνικά έργα: η θεωρία κατηγο- ρήθηκε ότι μ’ αυτό τον τρόπο απομάκρυνε τους σπουδαστές από τους κλασικούς. Ωστόσο, η θεωρία έδωσε νέα ώθηση και ισχύ στον παραδοσιακό λογοτεχνικό κανόνα, ανοίγοντας νέες προοπτικές σε περισσότερους τρόπους ανάγνωσης των « μ ε ­γάλων έργων» της αγγλικής και αμερικανικής λογοτεχνίας. Ποτέ δεν γράφτηκαν τόσα πολλά για τον Shakespeare· ο Shakespeare μελετάται από κάθε δυνατή οπτική γωνία, ερμη­νεύεται με φεμινιστική, μαρξιστική, ψυχαναλυτική, ιστορικι- στική και αποδομική οπτική. Η λογοτεχνική θεωρία μεταμόρ­φωσε τον Wordsworth από ποιητή της φύσης σε εμβληματι- κή μορφή της νεοτερικότητας. Παραμελήθηκαν μόνο κάποια «ήσσονα» έργα τα οποία μελετώνταν σε τακτική βάση, όταν η λογοτεχνική σπουδή ήταν οργανωμένη ώστε να «καλύπτει» ιστορικές περιόδους και είδη. 0 Shakespeare διαβάζεται πο­λύ πιο εκτεταμένα και ερμηνεύεται πολύ πιο ακμαία σήμερα παρά ποτέ, αλλά οι Marlowe, Beaumont και Fletcher, Dekker, Heywood, Ben Johnson —άλλοι δραματουργοί της ελισαβε­τιανής και ιακωβικής εποχής— διαβάζονται σήμερα ελάχιστα.

Άραγε οι πολιτισμικές σπουδές ασκούν παρόμοια επίδρα­ση, παρέχοντας νέα συμφραζόμενα και επεκτείνοντας την κλίμακα των θεμάτων για ορισμένα μόνο λογοτεχνικά έργα, ενώ την ίδια στιγμή απομακρύνουν τους σπουδαστές από κά- ποια άλλα; Μέχρι τώρα, η ανάπτυξη των πολιτισμικών σπου­

Page 75: θεωρία λογοτεχνίας

66 ΛΟΓΟΤΕΧΝ Ik l I ΘΕΠΙΜΛ

δών έχει συμπορευτεί (χωρίς και να την έχει προκαλέσει) με μια διεύρυνση του λογοτεχνικού κανόνα. Η λογοτεχνία που διδάσκεται ευρέως στις μέρες μας συμπεριλαμβάνει κείμενα γυναικών και μελών από άλλες, ιστορικά περιθωριοποιημένες, ομάδες. Είτε προστίθενται ως ύλη στα παραδοσιακά μαθή­ματα λογοτεχνίας είτε μελετώνται ως ξεχωριστές παραδόσεις («ασιατο-αμερικανική λογοτεχνία», «μετα-αποικιακή λογοτε­χνία στην αγγλική γλώσσα»), τα συγκεκριμένα κείμενα συχνά μελετώνται ως αναπαραστάσεις της εμπειρίας και, κατ’ επ έ­κταση, του πολιτισμού των ανθρώπων τους οποίους αφορούν (στις Ηνωμένες Πολιτείες των Αφρο-Αμερικανών, των Ασια- το-Αμερικανών, των αυτόχθονων Αμερικανών και των Αατι- νο-Αμερικανών των ΗΠΑ, καθώς επίσης των γυναικών). Τ έ­τοιου είδους κείμενα, ωστόσο, φέρνουν στο προσκήνιο ερω­τήματα σχετικά με το κατά πόσον η λογοτεχνία δημιουργεί τελικά τον πολιτισμό τον οποίο θεωρείται ότι εκφράζει ή ανα- παριστά. Μήπως ο πολιτισμός είναι αποτέλεσμα των αναπα­ραστάσεων και όχι η πηγή ή η αιτία τους;

Η ευρύτατα διαδεδομένη σήμερα μελέτη γραπτών κειμέ­νων τα οποία είχαν σε παλαιότερες εποχές αγνοηθεί, έχει προκαλέσει θερμές αντιπαραθέσεις στα μέσα μαζικής ενημέ­ρωσης: άραγε έχουν διασαλευθεί τα παραδοσιακά λογοτεχνι­κά πρότυπα; Τα έργα, που σε παλαιότερες εποχές είχαν πα- ραμεληθεί, επιλέγονται τώρα για τη «λογοτεχνική υπεροχή» τους ή μήπως μόνο για την πολιτισμική αντιπροσωπευτικότη- τά τους; Ποιο από τα δύο είναι «πολιτικά ορθό»: Η επιθυμία να προσφέρεις σε κάθε μειονότητα απλώς τη δυνατότητα αντιπροσώπευσης ή να προσφέρεις εξειδικευμένα λογοτεχνι­κά κριτήρια, δηλαδή να οριοθετήσεις την επιλογή των έργων που αξίζει να μελετώνται;

Η απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα μοιράζεται σε τρεις κατευθύνσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, το τι αποτελεί αντικείμενο μελέτης δεν καθορίζεται με βάση τη «λογοτεχνι­

Page 76: θεωρία λογοτεχνίας

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜ ΙΚΕΣ ΣΓΙΟΥΛΕΣ 67

κή υπεροχή» του. Κάθε καθηγητής δεν διδάσκει εκείνα τα κείμενα που ο ίδιος ή η ίδια θεωρεί ως τα δέκα σπουδαιότε­ρα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας αλλά, μάλλον, επιλέγει έργα τα οποία αντιπροσωπεύουν κάτι: ίσως κάποια λογοτε­χνική μορφή ή κάποια περίοδο της ιστορίας της λογοτεχνίας (το αγγλικό μυθιστόρημα, την ελισαβετιανή λογοτεχνία, τη σύγχρονη αμερικανική ποίηση). Με γνώμονα ακριβώς την αντιπροσωπευτικύτητα επιλέγονται ως εκ τούτου τα «καλύ­τερα» έργα: δεν παραλείπεις τον Sidney, τον Spenser και τον Shakespeare από το μάθημά σου για την ελισαβετιανή περίο­δο, εάν πιστεύεις ότι αυτοί είναι οι καλύτεροι ποιητές της πε- ριύδου, ακριβώς όπως συμπεριλαμβάνεις όποια θεωρείς «κα ­λύτερα» έργα της ασιατο-αμερικανικής λογοτεχνίας, εάν αυ­τό είναι το αντικείμενο που διδάσκεις. Εκεί που έχει επέλθει αλλαγή είναι στο ενδιαφέρον να επιλέγονται έργα τα οποία να αντιπροσωπεύουν μια ευρεία κλίμακα πολιτισμικών εμπει­ριών εξίσου με μια ευρεία κλίμακα λογοτεχνικών μορφών.

Κατά δεύτερο λόγο, η εφαρμογή του κριτηρίου της λογο­τεχνικής υπεροχής έχει ιστορικά αμαυρωθεί από την παρεμ­βολή κάποιων μη λογοτεχνικών κριτηρίων που σχετίζονται με τη φυλή και το φύλο, για παράδειγμα. Η εμπειρία ενός αγο­ριού που μεγαλώνει (π.χ. του Χάκλμπερρυ Φιν, ήρωα του Marc Twain) έχει κριθεί ότι ενδιαφέρει τους πάντες, ενώ η εμπειρία ενός κοριτσιού (της Μάγκι Τάλλιβερ στο Ο Μύλος του Φλοςτης George Eliot) έχει θεωρηθεί θέμα με πιο περιο­ρισμένο ενδιαφέρον.

Τέλος, η έννοια της λογοτεχνικής υπεροχής έχει υποβληθεί αυτή καθαυτή σε αμφισβήτηση: μήπως εξυπηρετεί κάποια ιδιαίτερα πολιτισμικά συμφέροντα και στόχους που αναγο­ρεύονται σε μοναδικά πρύτυπα λογοτεχνικής αξιολόγησης; Η διαμάχη όσον αφορά το τι έχει λογαριαστεί λογοτεχνία άξια μελέτης καθώς και όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι ιδέες περί υπεροχής έχουν λειτουργήσει μέσα στα θεσμικά

Page 77: θεωρία λογοτεχνίας

68 Λ ΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

πλαίσια, είναι κομμάτι των πολιτισμικών σπουδών που έχει εξαιρετικά άμεση σχέση και με τις λογοτεχνικές σπουδές.

2. Τρόποι ανάλυσης

Το δεύτερο πεδίο διχογνωμίας αφορά τους τρόπους ανάλυ­σης που εφαρμόζονται στις λογοτεχνικές και τις πολιτισμικές σπουδές. Όταν οι πολιτισμικές σπουδές ήταν ακόμη αποστά­της κλάδος των λογοτεχνικών σπουδών, εφάρμοζαν τη λογο­τεχνική ανάλυση και σε άλλα πολιτισμικά αντικείμενα. Εάν οι πολιτισμικές σπουδές απέκτησαν κυρίαρχη θέση και οι οπαδοί τους δεν προέρχονται πλέον από τον χώρο των λογο­τεχνικών σπουδών, δεν είναι επόμενο ότι η εφαρμογή της λο­γοτεχνικής ανάλυσης χάνει σε μεγάλο βαθμό τη σπουδαιότη- τά της; Στην εισαγωγή ενός αμερικανικού βιβλίου που άσκη­σε μεγάλη επιρροή, στο Πολιτισμικές Σπουδές (Cultural Stu­dies), δηλώνεται ότι, «μολονότι στο πεδίο των πολιτισμικών σπουδών οι εκ του σύνεγγυς κειμενικές αναγνώσεις δεν απα­γορεύονται, ωστόσο δεν είναι απαραίτητες». Η διαβεβαίωση ότι η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση (close reading) δεν απαγο­ρεύεται είναι ελάχιστα ανακουφιστική για τη λογοτεχνική κριτική. Από τη στιγμή που αποδεσμεύτηκαν από τη βασική αρχή που επί μακρόν πρυτάνευε στις λογοτεχνικές σπουδές — ότι ο πυρήνας του ενδιαφέροντος έγκειται στην ιδιαίτερη πολυσυνθετότητα καθενός εξατομικευμένου έργου— οι πολι­τισμικές σπουδές μπόρεσαν εύκολα να εξελιχθούν σε ένα ε ί­δος μη ποσοτικής κοινωνιολογίας (η οποία αντιμετωπίζει τα έργα ως εκφάνσεις ή συμπτώματα κάποιου άλλου πράγματος και όχι του ενδιαφέροντος που έχουν αυτά καθαυτά), υποκύ- πτοντας, έτσι, σε άλλους πειρασμούς.

Μεταξύ όλων των παραπάνω υπερέχει το δέλεαρ της «ολότητας», η ιδέα ότι υπάρχει μια κοινωνική ολότητα, της

Page 78: θεωρία λογοτεχνίας

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟ ΛΙΤΙΣΜ ΙΚΕΣ Σ1ΙΟΥΛΕΣ 69

οποίας οι πολιτισμικές μορφές είναι έκφραση ή σύμπτωμα, έτσι ώστε η ανάλυση των πολιτισμικών αυτών μορφών να επι­βάλλει τη συσχέτισή τους με την κοινωνική ολότητα από την οποία απορρέουν. Η πρόσφατη θεωρία διερευνά το ερώτημα εάν όντως υφίσταται κοινωνική ολότητα, κάποιο κοινωνικο- πολιτικό μόρφωμα, και, αν ναι, με ποιο τρόπο σχετίζονται μαζί του τα πολιτισμικά προϊόντα και οι πολιτισμικές δρα­στηριότητες. Όμως οι πολιτισμικές σπουδές είναι προσκολλη- μένες στην ιδέα μιας άμεσης συσχέτισης, σύμφωνα με την οποία τα πολιτισμικά προϊόντα είναι το σύμπτωμα ενός υπο­κείμενου κοινωνικοπολιτικού μορφώματος. Για παράδειγμα, το μάθημα «Λαϊκή κουλτούρα» στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Βρετανίας, το οποίο επέλεξαν περίπου 5.000 άνθρωποι κατά τα έτη 1982 και 1985, περιείχε μια ενότητα με θέμα «Τηλεοπτικές αστυνομικές σειρές, νόμος και τάξη», η οποία ανέλυε την ανάπτυξη των αστυνομικών σήριαλ σύμφωνα με τους όρους μιας μεταβαλλόμενης κοινωνικοπολιτικής κατά­στασης πραγμάτων.

Το σήριαλ «Πράσινη ακτή» περιστρέφεται γύρω από ένα πα­τερναλιστικό πρόσωπο που είναι εξαιρετικά οικείο στην ερ­γατική συνοικία όπου κάνει περιπολία. Με την παγίωση του κράτους προνοίας κατά την ευημερία των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1960, τα ταξικά προβλήματα μετασχημα­τίστηκαν σε κοινωνικές ανησυχίες: σε αντιστοιχία με τη νέα κατάσταση πραγμάτων, μια καινούργια τηλεοπτική σειρά, η σειρά «Περιπολικά Ζ » δείχνει ένστολους αστυνομικούς μέσα σε περιπολικά αυτοκίνητα να επιτελούν μεν το έργο τους ως επαγγελματίες αλλά σε κάποια απόσταση από την κοινότη­τα που υπηρετούν. Μετά τη δεκαετία του 1960 στη Βρετα­νία υπάρχει κρίση ηγεμονίας1 και το κράτος, ανίκανο να κερ­

1 Ηγεμονία είναι ο τρόπος διαρρύθμισης της κυριαρχίας, ώστε να γί-

Page 79: θεωρία λογοτεχνίας

70 ΛΟΓΟΤΕΧΝ IΚ Η ΘΕΩΡΙΑ

δίσει εύκολα τη συναίνεση, χρειάζεται να εξοπλιστεί απένα­ντι στην αντίθεση που εκδηλώνεται από μέρους των μελών των εργατικών συνδικάτων, των «τρομοκρατών», του IRA.Το νέο αυτό καθεστώς ηγεμονίας που κινητοποιείται με επ ι­θετικότερο τρόπο, αντανακλάται σε αρκετά παραδείγματα του αστυνομικού είδους, όπως είναι οι σειρές «Σουήνυ» και «Ο επαγγελματίες». όπου αστυνομικοί με πολιτικά καταδιώ­κουν κατά κανόνα κάποια τρομοκρατική οργάνωση, ισοσταθ­μίζοντας τη βιαιότητα της με τη δική τους.

Οι διαπιστώσεις είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και ενδέχε­ται να ισχύουν αληθινά, πράγμα που κάνει το όλο θέμα ακό­μη πιο δελεαστικό ως τρόπο ανάλυσης. Ωστόσο, συνεπάγεται μια μετατόπιση από την ανάγνωση («την εκ του σύνεγγυς ανάγνωση») που παρακολουθεί επιμελώς τις λεπτομέρειες της αφηγηματικής δομής και προσέχει τις περιπλοκές του νοήματος, προς μια μορφή κοινωνικοπολιτικής ανάλυσης, στα πλαίσια της οποίας όλες οι τηλεοπτικές σειράς μιας δεδομέ­νης περιόδου έχουν το ίδιο νόημα ως ανάλογες εκφράσεις του ισχύοντος κοινωνικού μορφώματος. Εάν οι λογοτεχνικές σπουδές υπαχθούν στις πολιτισμικές σπουδές, αυτό το είδος της ερμηνείας των συμπτωμάτων ενδέχεται να αποβεί ο κα­νόνας* η ιδιαιτερότητα των πολιτισμικών αντικειμένων ενδέ­χεται να παραμεληθεί και μαζί να παραμεληθούν οι αναγνω­στικές πρακτικές που επιζητά η λογοτεχνία (βλ. συζήτηση στο Κεφάλαιο 2). Η αναβολή του αιτήματος για άμεση χά­

νεται αποδεκτή από εκείνους που κυριαρχούνται. Οι ιθύνουσες ομά­δες κυριαρχούν όχι με την άσκηση καθαρής βίας αλλά μέσω μιας συ­ναινετικής δομής, μέρος της οποίας δομής είναι η κουλτούρα, ο οποί­ος νομιμοποιεί τις τρέχουσες κοινωνικές διαρρυθμίσεις. (Η συγκε­κριμένη αντίληψη προέρχεται από τον Ιταλό μαρξιστή θεωρητικό Antonio Gramsci).

Page 80: θεωρία λογοτεχνίας

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜ ΙΚΕΣ ΣΠΟΥΛΕΣ 71

τανόηση, η προθυμία να κινείσαι και να εργάζεσαι στις πα­ρυφές του νοήματος, η διάνοιξη του εαυτού σου σε μη ανα­μενόμενα, παραγωγικά αποτελέσματα της γλώσσας και της φαντασίας, το ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο παρά- γονται το νόημα και η απόλαυση — αυτές οι διαθέσεις είναι ιδιαίτερα πολύτιμες, όχι μόνο για την ανάγνωση της λογοτε­χνίας αλλά και για τη θεώρηση άλλων πολιτισμικών φαινομέ­νων, χωρίς να παραβλέπουμε βέβαια το γεγονός ότι τις συ­γκεκριμένες αναγνωστικές πρακτικές προσφέρουν οι λογοτε­χνικές σπουδές.

Τέλος, υπάρχει το ερώτημα όσον αφορά τους στόχους που εξυπηρετούν οι λογοτεχνικές και πολιτισμικές σπουδές. Οι ασχολούμενοι με τις πολιτισμικές σπουδές ελπίζουν συνήθως ότι η εντρύφηση στον παρόντα πολιτισμό θα αποτελέσει μ έ­σο παρέμβασης σ’ αυτόν κι όχι απλή περιγραφή του. «Ο ι πο­λιτισμικές σπουδές έχουν συνεπώς την πεποίθηση», συμπε­ραίνουν οι συντάκτες των Πολιτισμικών Σπουδών, «ότι το διανοητικό έργο τους φαίνεται —να μπορεί— να προσφέρει κάτι διαφορετικό». Πρόκειται για μια παράδοξη δήλωση αλ­λά, πιστεύω, επίσης αποκαλυπτική: οι πολιτισμικές σπουδές δεν πιστεύουν ότι το πνευματικό τους έργο θα προσφέρει πράγματι κάτι διαφορετικό. Κάτι τέτοιο θα ήταν υπερφίαλο, για να μην πούμε αφελές. Πιστεύουν ότι το έργο τους «φ α ί­νεται να» προσφέρει κάτι διαφορετικό. Αυτή είναι η βασική ιδέα που διατρέχει την πεποίθησή τους.

Απο ιστορική άποψη, η ιδέα να μελετηθεί ο λαϊκός πολι­τισμός και η ιδέα κάποιο έργο να αναχθεί σε μέσο πολιτικής παρέμβασης σχετίζονται πολύ στενά. Στη Μεγάλη Βρετανία στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, η μελέτη του πολιτισμού της εργατικής τάξης ήταν πολιτικά φορτισμένη. Στη Βρετα­νία, όπου η πολιτισμική ταυτότητα του έθνους συνδεόταν με μνημεία υψηλού πολιτισμού —Shakespeare και αγγλική λογο­τεχνική παράδοση, για παράδειγμα— και μόνο το γεγονός ότι

Page 81: θεωρία λογοτεχνίας

72 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

κάποιος μπορεί να μελετούσε τον λαϊκό πολιτισμό αποτελού- σε πράξη αντίδρασης, με τρόπο που δεν συμβαίνει στις Ηνω­μένες Πολιτείες, όπου η εθνική ταυτότητα έχει συχνά οριοθε - τηθεί σε αντιδιαστολή με τον υψηλό πολιτισμό. Το έργο του Marc Twain Χάκλμπερρυ Φιν, το οποίο, όπως και κάθε άλλο, οριοθετεί την αμερικανική ταυτότητα (την «αμερικανικότη- τα»), τελειώνει με τον Χακ Φιν να το σκάει για «άγνωστα εδάφη» διότι η Θεία Σάλλυ θέλει να τον «εκπολιτίσει». Η ταυτότητα του Φιν εξαρτάται από τη διαφυγή του από την πολιτισμένη κουλτούρα. Κατά παράδοση ο Αμερικανός είναι ο άνθρωπος σε φυγή από τον πολιτισμό. Όταν οι πολιτισμι­κές σπουδές ψέγουν τη λογοτεχνία ως ελιτίστικη, δύσκολα μπορούμε να ξεχωρίσουμε αυτή τη μομφή από μια μακρά εθνική παράδοση μικροαστικής αδιαφορίας για τα πνευματι­κά ζητήματα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η αποφυγή του υψη­λού πολιτισμού και η μελέτη του λαϊκού πολιτισμού δεν είναι τόσο μια πολιτικά ριζοσπαστική ή αντιδραστική χειρονομία, όσο μια ακαδημαϊκή εκδοχή του μαζικού πολιτισμού. Οι πο­λιτισμικές σπουδές στην Αμερική έχουν πολύ λιγότερες σχέ­σεις με πολιτικά κινήματα σε σύγκριση με τις σχέσεις εκείνες που ενεργοποίησαν τις πολιτισμικές σπουδές στη Βρετανία, και θα μπορούσαν καταρχάς να θεωρηθούν μια πολυμήχανη, διεπιστημονική, πλην ακαδημαϊκή, μελέτη των πολιτισμικών πρακτικών και των πολιτισμικών αναπαραστάσεων. Οι πολι­τισμικές σπουδές έχουν την πρόθεση της ριζοσπαστικότητας, όμως η αντίθεση ανάμεσα στις ακτιβιστικές πολιτισμικές σπουδές και στις παθητικές λογοτεχνικές σπουδές μπορεί να είναι ευσεβής πόθος.

Οι συζητήσεις όσον αφορά τη σχέση μεταξύ λογοτεχνικών και πολιτισμικών σπουδών βρίθουν από παράπονα περί ελι­τισμού και από κατηγορίες ότι η μελέτη του λαϊκού πολιτι­σμού θα επιφέρει τον θάνατο της λογοτεχνίας. Μέσα σε όλη αυτή τη σύγχυση, καλό και χρήσιμο είναι να διαχωριστούν

Page 82: θεωρία λογοτεχνίας

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟ ΛΙΤΙΣΜ ΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ 73

δυο ομάδες ερωτημάτων. Η πρώτη ομάδα συμπεριλαμβάνει ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο αξίζει να μελετάται ένα ορισμένο είδος πολιτισμικού αντικειμένου ή ένα άλλο. Η αξία της μελέτης των έργων του Shakespeare και όχι της σαπουνό­περας δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη και χρειάζε­ται να υποστηριχθεί με επιχειρήματα: τι επιτυγχάνουν τα δια­φορετικά είδη μελέτης, από την άποψη της διανοητικής και ηθικής καλλιέργειας των ανθρώπων, για παράδειγμα; Ανάλο­γα επίμαχα ερωτήματα δεν είναι εύκολο να απαντηθούν: το παράδειγμα, στα ναζιστικά στρατύπεδα συγκέντρωσης, των Γερμανών αξιωματικών που ήταν γνώστες της λογοτεχνίας, της τέχνης και της μουσικής, περιπλέκει τις απόπειρες να υποστηριχθούν οι ευεγερτικές επιδράσεις ορισμένων ειδών με­λέτης. Αυτά, όμως, τα θέματα θα πρέπει μάλλον να αντιμε­τωπίζονται πιάνοντας τον ταύρο από τα κέρατα.

Μια διαφορετική ομάδα ερωτημάτων συμπεριλαμβάνει τις ενδεδειγμένες μεθόδους για τη μελέτη των πολιτισμικών αντι­κειμένων κάθε είδους — τα πλεονεκτήματα και τα μειονε­κτήματα διαφορετικών τρόπων ερμηνείας και ανάλυσης, όπως είναι η ερμηνεία των πολιτισμικών αντικειμένων ως σύν­θετων δομών ή η ανάγνωσή τους ως συμπτωμάτων των κοι­νωνικών ολοτήτων. Μολονότι η αξιολογική ερμηνεία έχει συν­δεθεί με τις λογοτεχνικές σπουδές και η ανάλυση των συ­μπτωμάτων με τις πολιτισμικές σπουδές, καθένας από τους δύο τρόπους μπορεί να συνταιριάξει με καθένα από τα δύο είδη πολιτισμικού αντικειμένου. Η εκ του σύνεγγυς ανάγνω­ση μη λογοτεχνικών κειμένων δεν συνεπάγεται την αισθητική αξιολόγηση του αντικειμένου, όπως και η εξέταση των πολι­τισμικών πτυχών κάποιων λογοτεχνικών έργων δεν σημαίνει ότι αυτά αποτελούν απλώς και μόνο ντοκουμέντα μιας π ε­ριόδου. Στο επόμενο όμως κεφάλαιο θα ασχοληθώ περαιτέ­ρω με το πρόβλημα της ερμηνείας.

Page 83: θεωρία λογοτεχνίας

Κ ε φ α λ α ί ο 4

Γλώσσα, νόημα και ερμηνεία

Η λογοτεχνία είναι άραγε ειδικό είδος γλώσσας ή ειδική χρή­ση της γλώσσας; Είναι γλώσσα που οργανώνεται με ιδιαίτε­ρους, διακριτικούς τρόπους ή είναι γλώσσα που χαίρει ειδ ι­κών προνομίων; Στο Κεφάλαιο 2 υποστήριξα ότι δεν έχει νόη­μα να επιλέξει κανείς τη μια εκδοχή ή την άλλη: η λογοτε­χνία εμπεριέχει εξίσου και τις ιδιότητες της γλώσσας και ένα ειδικό είδος προσοχής απέναντι στη γλώσσα. Όπως υποδη­λώνει η όλη αυτή συζήτηση, τα ερωτήματα σχετικά με τη φύ­ση και τον ρόλο της γλώσσας καθώς και με τους τρόπους ανάλυσής της υπήρξαν κεντρικά στη θεωρία. Μερικά από τα μείζονα ζητήματα εστιάζονται στο πρόβλημα του νοήματος. Τι εμπλέκεται στον στοχασμό περί του νοήματος;

Ας πάρουμε τους στίχους που εκλάβαμε προηγουμένως ως λογοτεχνία, το δίστιχο ποίημα του Robert Frost:

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΚΑΘΕΤΑΙ

Εμείς χορεύουμε γύρω-γύρω όλοι και κάνουμε υποθέσεις Όμως το Μυστικό κάθεται στη μέση και γνωρίζει.

Τι είναι το «νόημα» εδώ; Καταρχάς, υπάρχει διαφορά ανά­λογα με το αν ρωτάμε σχετικά με το νόημα ενός κειμένου

Page 84: θεωρία λογοτεχνίας

76 ΛΟΙ ( )Ί ΕΧΝ IΚΜ ΘΕΩΡΙΑ

(του ποιήματος ως συνόλου) και το νόημα μιας λέξης. Μπο­ρούμε να πούμε ότι χορεύω σημαίνει «εκτελώ μια διαδοχή ρυθμικών και σχεδιασμένων κινήσεων», όμως τι σημαίνει στο συγκεκριμένο κείμενο; Υποδηλώνει, θα έλεγε πιθανώς κανείς, τη ματαιότητα των ανθρωπίνων πράξεων: περιφερόμαστε ολόγυρα και μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Πέρα απ’ αυτό, με τον ρυθμό του και τον αέρα του ότι γνωρίζει τι κάνει, το κείμενο εμπλέκει τον αναγνώστη σε μια διαδικασία προβληματισμού για το τι σημαίνουν τα «χορεύω» και «κά ­νω υποθέσεις». Αυτή η επενέργεια, δηλαδή η διαδικασία την οποία μπορεί το κείμενο να κινήσει, είναι μέρος του νοήμα­τος του. Έτσι, έχουμε το νόημα μιας λέξης και το νόημα ή τις προκλήσεις ενός κειμένου* κι εκεί ανάμεσα, υπάρχει αυτό που θα αποκαλούσαμε «το νόημα μιας εκφώνησης»: το νόη­μα της πράξης του εκφωνείν τις συγκεκριμένες λέξεις σε ε ι­δικές περιστάσεις. Τι πράξη επιτελεί αυτή η εκφώνηση: προ­ειδοποιεί ή παραδέχεται, Θρηνολογεί ή κομπορρημονεί, για παράδειγμα; Ποιοι είναι οι «εμ ε ίς» εδώ και τι σημαίνει το «χορεύουμε» σ’ αυτή την εκφώνηση;

Επομένως, δεν μπορούμε απλά να ρωτάμε για το «νόη­μα». Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον διαφορετικές διαστάσεις ή επίπεδα νοήματος: το νόημα μιας λέξης, μιας εκφώνησης και ενός κειμένου. Τα πιθανά νοήματα των λέξεων συμβάλλουν στο νόημα μιας εκφώνησης, η οποία αποτελεί μια πράξη που πραγματοποιείται από μέρους ενός ομιλητή. (Και τα νοήμα­τα των λέξεων, με τη σειρά τους, προέρχονται από ό,τι ενδε­χομένως επιτελούν στις εκφωνήσεις). Τέλος, το κείμενο, το οποίο εδώ αντιπροσωπεύει έναν άγνωστο ομιλητή ο οποίος εκφέρει τη συγκεκριμένη αινιγματική φράση, είναι κατασκεύ­ασμα ενός συγγραφέα και το νόημά του δεν είναι κάποιο προς επίλυση θέμα αλλά το τι κάνει, η δυναμική του να επη­ρεάζει τους αναγνώστες.

Έχουμε διαφορετικά είδη νοήματος, αλλά ένα πράγμα που

Page 85: θεωρία λογοτεχνίας

ΓΛίΙΣΣΑ, ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ 77

μπορούμε γενικά να πούμε είναι ότι το νόημα βασίζεται στη διαφορά. Δεν ξέρουμε σε ποιον αναφέρεται το «εμ ε ίς» στο συγκεκριμένο κείμενο* ξέρουμε μόνο ότι είναι ένα «εμ ε ίς» που αντιδιαστέλλεται με το «εγώ » μόνο του καθώς και με τα «αυτός», «αυτή», «αυτό», «εσύ», «εσείς», «αυτοί», «αυτές» κι «αυτά». Το «εμ ε ίς» είναι κάποια απροσδιόριστη πληθυ­ντική ομάδα που περιλαμβάνει οποιονδήποτε ομιλητή εμείς πιστεύουμε ότι την εκφράζει. Άραγε ο αναγνώστης περιλαμ­βάνεται στο «εμ ε ίς» ή όχι; Είναι το «εμ ε ίς» ο οποιοσδήποτε εκτός από το Μυστικό ή είναι μια ειδική ομάδα; Τέτοιου ε ί­δους ερωτήσεις, που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις, έρχονται στην επιφάνεια σε κάθε απόπειρα ερμηνείας του ποιήματος. Το σίγουρο που έχουμε είναι αντιθέσεις, διαφορές.

Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για το «χορεύουμε» και το «κάνουμε υποθέσεις». Το τι σημαίνει εδώ «χορεύου­μ ε» εξαρτάται από αυτό με το οποίο το αντιδιαστέλλουμε («χορεύουμε γύρω» σε αντιδιαστολή με το «προχωρούμε ευ­θεία» ή με το «μένουμε ακίνητοι»* το «υποθέτουμε», πάλι, αντιδιαστέλλεται με το «γνωρίζει».) 0 προβληματισμός όσον αφορά το νόημα του ποιήματος είναι ζήτημα ενασχόλησης με τις υπάρχουσες αντιθέσεις και διαφορές, στις οποίες θα δώ­σουμε περιεχόμενο και από τις οποίες θα εξαγάγουμε περιε­χόμενο.

Η γλώσσα αποτελεί ένα σύστημα διαφορών. Έτσι διατεί­νεται ο Ferdinand de Saussure, ο Ελβετός γλωσσολόγος των αρχών του εικοστού αιώνα, του οποίου το έργο σφράγισε τη σύγχρονη θεωρία. Ό,τι κάνει κάθε στοιχείο μιας γλώσσας να είναι αυτό που είναι, ό,τι του δίνει την ταυτότητά του, είναι οι αντιθέσεις του με τα άλλα στοιχεία που υπάρχουν μέσα στο σύστημα της γλώσσας. Ο Saussure μάς δίνει μια αναλο­γία: η ταυτότητα ενός τρένου —ας πούμε, της ταχείας των 8.30 π.μ. Λονδίνο-Οξφόρδη— εξαρτάται από το συνολικό σι­δηροδρομικό σύστημα, όπως αυτό περιγράφεται στον πίνακα

Page 86: θεωρία λογοτεχνίας

78 ΛΟΓΟΤΕΧΝ I Κ Η ΘΕΩΡΙA

των δρομολογίων. Έτσι, η ταχεία των 8.30 π.μ. Λονδίνο- Οξφόρδη διακρίνεται από την ταχεία των 9.30 Λονδίνο-Καί- μπριτζ και από το τοπικό τρένο των 8.45 της Οξφόρδης. Ση­μασία δεν έχουν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός συγκε­κριμένου τρένου: η μηχανή, τα βαγόνια, η ακριβής διαδρομή, το προσωπικό και ούτω καθεξής, αφού όλα ενδέχεται να αλ­λάξουν, όπως ενδέχεται να αλλάξουν και οι ώρες αναχώρη­σης και άφιξης* το τρένο μπορεί να φύγει και να φτάσει αρ- γοπορημένα. Ό,τι δίνει στο τρένο την ταυτότητά του είναι η θέση που κατέχει μέσα στο σύστημα των τρένων: είναι το συ­γκεκριμένο τρένο σε αντιδιαστολή με τα άλλα τρένα. Όπως αναφέρει ο Saussure σχετικά με το γλωσσικύ σημείο, «Το πιο αλάθευτο χαρακτηριστικό του συνίσταται στο ότι είναι ό,τι δεν είναι τα άλλα σημεία». Με ανάλογο τρόπο, το γράμμα β μπορεί να γραφτεί με άπειρους διαφορετικούς τρόπους (ας σκεφτούμε μόνο τους διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες των ανθρώπων), αρκεί μόνο να μη συγχέεται με άλλα γράμ­ματα, όπως το δ, θ ή το ζ. Καθοριστικής σημασίας δεν είναι κάποια ιδιαίτερη μορφή ή κάποιο ιδιαίτερο περιεχόμενο του σημείου, αλλά οι διαφορές, οι οποίες του παρέχουν τη δυνα­τότητα να σημαίνει.

Για τον Saussure, η γλώσσα είναι σύστημα σημείων και το στοίχε ίο-κλειδί για την κατανόησή της είναι η αυθαίρετη φύ­ση του γλωσσικού σημείου, όπως ο ίδιος την αποκαλεί. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, το σημείο (για παράδειγ­μα, μια λέξη) είναι συνδυασμός μιας μορφής (του «σημαίνον­τος») και ενός νοήματος (του «σημαινομένου»), και η σχέση μεταξύ μορφής και νοήματος είναι συμβατική· δεν βασίζεται σε κάποια φυσική συνάφεια. Το πράγμα στο οποίο κάθομαι λέγεται καρέκλα αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να λέγεται κά­πως αλλιώς — πλοδέτι ή τέχρος. Αποτελεί σύμβαση ή κανό­να το γεγονός ύτι λέμε τη μία λέξη και όχι την άλλη* σε άλ­λες γλώσσες το συγκεκριμένο αντικείμενο έχει τελείως δια­

Page 87: θεωρία λογοτεχνίας

ΓΛΏΣΣΑ. ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ 79

φορετικά ονόματα. Οι περιπτώσεις που θεωρούνται εξαιρέ­σεις είναι κάποιες «ονοματοποιημένες» λέξεις, όπου ο ήχος φαίνεται να απομιμείται αυτό που αναπαριστά, όπως το γαβ- γαβ ή το ρήμα βουίζω. Ωστόσο και αυτές οι λέξεις διαφέρουν από τη μία γλώσσα στην άλλη: στα γαλλικά ο σκύλος λέει «oua-oua» και το βουίζω είναι bourdonner.

Ακόμη σημαντικότερη για τον Saussure και τη νεότερη θε­ωρία είναι η δεύτερη πτυχή της αυθαίρετης φύσης του ση­μείου: τόσο το σημαίνον (η μορφή) όσο και το σημαινόμενο (το περιεχόμενο) είναι αυτά καθεαυτά συμβατικές διακρίσεις στο επίπεδο του ήχου και στο επίπεδο της σκέψης, αντίστοι­χα. Οι διάφορες γλώσσες διαμοιράζουν το επίπεδο του ήχου και το επίπεδο της σκέψης με διαφορετικό τρόπο. Στο επ ί­πεδο του ήχου, για παράδειγμα, η γλώσσα διακρίνει μεταξύ του ουσιαστικού άλεσις και του ρηματικού τύπου άλεσες ως διαφορετικά σημεία με διαφορετικές σημασίες, πράγμα που δεν χρειαζόταν να κάνει — θα μπορούσαν να είναι διαφορε­τικοί τρόποι προφοράς ενός και του αυτού σημείου. Στο επ ί­πεδο του νοήματος, από την άλλη, η γλώσσα κάνει μεν διά­κριση ανάμεσα στην καρέκλα και το σκαμνί (καρέκλα χωρίς πλάτη) αλλά επιτρέπει στο σημαινόμενο ή στην έννοια «κα ­ρέκλα» να συμπεριλαμβάνει καθίσματα με ή χωρίς βραχίονες, όπως επίσης να συμπεριλαμβάνει εξίσου τα σκληρά και τα μαλακά πολυτελή καθίσματα — δύο διαφορές που κάλλιστα θα μπορούσαν να παραπέμπουν σε διακεκριμένες έννοιες.

Η γλώσσα, επιμένει ο Saussure, δεν είναι μια «νομενκλα- τούρα» που επιβάλλει τα δικά της ονόματα για κατηγορίες που υπάρχουν εκτός της γλώσσας. Πρόκειται για ένα ζήτημα με καθοριστικές συνέπειες για τη νεότερη θεωρία. Έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι οι λέξεις σκύλος και καρέκλα δη- μιουργήθηκαν για να ονοματίσουν τους σκύλους και τις κα­ρέκλες που υπάρχουν πέραν οποιασδήποτε γλώσσας. Ωστό­σο, υποστηρίζει ο Saussure, εάν οι λέξεις αντιπροσώπευαν

Page 88: θεωρία λογοτεχνίας

80 ΛΟΙΌΊΈΧΝ J ΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

προϋπάρχουσες κατηγορίες, θα είχαν ακριβή νοηματικά ισο­δύναμα από τη μία γλώσσα στην άλλη, πράγμα το οποίο σε καμμία περίπτωση δεν ισχύει. Καθεμιά γλώσσα είναι ένα σύ­στημα εννοιών και μορφών εξίσου: ένα σύστημα συμβατικών σημείων που οργανώνει τον κόσμο.

Ο τρόπος με τον οποίο η γλώσσα συναρτάται με τη σκέ­ψη έχει αποτελέσει μείζον ζήτημα για τη νεότερη θεωρία. Στο ένα άκρο βρίσκεται η κοινότοπη άποψη ότι η γλώσσα απλά παρέχει ονόματα για τις σκέψεις που υπάρχουν ανεξάρτητα* η γλώσσα προσφέρει τρόπους έκφρασης σε προϋπάρχουσες σκέψεις. Στο άλλο άκρο βρίσκεται η «υπόθεση Sapir-Whorf», που πήρε το όνομά της από τους δύο γλωσσολόγους οι οποί­οι υποστήριξαν ότι η γλώσσα που μιλάμε, καθορίζει το τι μπορούμε να σκεφτούμε. Για παράδειγμα, ο Whorf υποστή­ριξε ότι οι Ινδιάνοι Χόπι έχουν μια έννοια του χρόνου που δεν μπορούν να τη συλλάβουν άλλες γλώσσες (και για τον λύγο αυτό, δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε ούτε εδώ!). Δεν φαί­νεται να υπάρχει τροπος ώστε να αποδειχθεί με βεβαιότητα ότι σε κάποια γλώσσα υπάρχουν σκέψεις οι οποίες δεν μπο­ρούν να συλληφθούν ή να εκφραστούν σε μια άλλη γλώσσα, όμως έχουμε πλήθος στοιχείων που μαρτυρούν οτι μια γλώσ­σα μπορεί να κάνει κάποιες πολύ «φυσικές» ή «φυσιολογι­κές» σκέψεις οι οποίες χρήζουν ειδικής προσπάθειας σε μια άλλη γλώσσα.

Ο γλωσσικός κώδικας είναι μια θεωρία του κόσμου. Οι διαφορετικές γλώσσες διακρίνουν τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο. Οι αγγλόφωνοι έχουν «p ets» (ζώα ή πουλιά για συν­τροφιά στο σπίτι) — κατηγορία για την οποία δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στη γαλλική, παρά το γεγονός ότι οι Γάλλοι μπορεί να διαθέτουν άπειρα σκυλιά και γάτες. Η αγγλική μάς υποχρεώνει να ξέρουμε το φύλο ενύς βρέφους ώστε να χρη­σιμοποιούμε τη σωστή αντωνυμία «h im » ή «her» όταν μ ι­λούμε για ένα βρέφος αρσενικού ή θηλυκού φύλου (δεν μπο-

Page 89: θεωρία λογοτεχνίας

I ΛίΙΣΣΑ, ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ 81

ρείς να χρησιμοποιείς για ένα μωρό την αντωνυμία « it» - «αυτό»)· η αγγλική, συνεπώς, υποδεικνύει ότι το φύλο είναι καθοριστικής σημασίας (γεγονός στο οποίο οφείλεται αναμ­φίβολα η μεγάλη απήχηση που έχουν τα ροζ και μπλε ρου­χαλάκια για να σηματοδοτούν τη σωστή απάντηση στους εν- διαφερόμενους ομιλητές). Ωστόσο, η γλωσσική αυτή σημείω­ση του φύλου δεν αποτελεί σε καμμία περίπτωση αναγκαία συνθήκη* δεν ανάγουν όλες οι γλώσσες το φύλο σε καθορι­στικό χαρακτηριστικό των νεογέννητων. Οι γραμματικές δο­μές αποτελούν, επίσης, γλωσσικές συμβάσεις: δεν υπάρχουν ούτε εκ φύσεως ούτε εξ ανάγκης. Όταν ένας Άγγλος κοιτάζει τον ουρανό και αντιλαμβάνεται ένα πέταγμα πουλιού στον αέρα, έχει κάθε δικαίωμα στη γλώσσα του (όπως λέει «it’s raining» - «βρέχει») να πει «it’ s winging» («φτερουγίζει»), παρά να πει κατά λέξη «birds are flying» («πετούν πουλιά»). Υπάρχει ένα διάσημο ποίημα του Paul Verlain που παίζει με την εξής δομή: «II pleure dans mon coeur! Comme il pleut sur la ville» (Κλαίει μέσα στην καρδιά μου! Όπως βρέχει πάνω από την πόλη). Στην αγγλική λέμε «it’s raining in town» («βρέχει στην πόλη»)* γιατί να μη λέμε και «it’s crying in my heart» (κλαίει στην καρδιά μου);

Η γλώσσα δεν είναι μια «νομενκλατούρα» που εφοδιάζει με ετικέτες για προϋπάρχουσες κατηγορίες* αντίθετα, γεννά κατηγορίες δικές της. Ομιλητές και αναγνώστες μπορούν, όμως, να οδηγηθούν να κοιτάξουν μέσω και πέραν των πλαι­σίων της γλώσσας τους, έτσι ώστε να δουν μια πραγματικό­τητα διαφορετική. Η λογοτεχνία εξερευνά τα σχήματα ή τις κατηγορίες των συνηθισμένων τρόπων σκέψης και συχνά επ ι­χειρεί να τα κάμψει ή να τα αναπλάσει, δείχνοντας μας με ποιον τρόπο να στοχαζόμαστε κάτι για το οποίο η γλώσσα μας δεν είχε προηγουμένως προβλέψει και αναγκάζοντάς μας να εστιάσουμε την προσοχή μας στις κατηγορίες μέσω των οποίων αντιλαμβανόμαστε χωρίς περίσκεψη τον κόσμο. Η

Page 90: θεωρία λογοτεχνίας

82 ΛΟΓΟΊΈΧΝ ΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

γλώσσα είναι, έτσι, η συγκεκριμένη εκδήλωση της ιδεολογίας —οι κατηγορίες με τις οποίες οι ομιλητές εξουσιοδοτούνται να σκέπτονται— αλλά ταυτόχρονα είναι και ο χώρος αναθε­ώρησης ή ανατροπής της.

0 Saussure στα πλαίσια της καθόλου γλώσσας (langage) διακρίνει το σύστημα του λόγου (langue) από το πεδίο των ιδιαίτερων προφορικών και γραπτών εφαρμογών αυτού του λόγου, από την ομιλία (parole). Χρέος της γλωσσολογίας ε ί­ναι να συναγάγει το υποκείμενο σύστημα (ή την υποκείμενη γραμματική) μιας γλώσσας, το οποίο επιτρέπει τις λεκτικές χρήσεις ή την ομιλία (parole). Χρέος που καθιστά αναγκαία μια περαιτέρω διάκριση της μελέτης της γλώσσας σε συ/- χρονική (η οποία εστιάζει στη γλώσσα ως σύστημα σε ένα δ ε­δομένο χρόνο, παρόντα ή παρελθόντα) και σε διαχρονική, η οποία εξετάζει τις ιστορικές αλλαγές που επισυμβαίνουν σε μεμονωμένα στοιχεία της γλώσσας. Για να κατανοήσουμε μια γλώσσα ως λειτουργικό σύστημα πρέπει να την εξετάσουμε συγχρονικά, προσπαθώντας να διατυπώσουμε τους κανόνες και τις συμβάσεις του συστήματος που καθιστούν δυνατές τις μορφές και τις σημασίες της γλώσσας. Ο πλέον διαπρεπής γλωσσολόγος με τη μεγαλύτερη επιρροή στις μέρες μας, ο Noam Chomsky, ο θεμελιωτής της επονομαζόμενης γενετικής- μετασχηματιστικής γραμματικής, προχωρεί κι άλλο παραπέ­ρα, υποστηρίζοντας ότι χρέος της γλωσσολογίας είναι να συ- ναγάγει τη «γλωσσική ικανότητα» των αυτόχθονων ομιλητών της γλώσσας: την άρρητη γνώση ή δεξιότητα την οποία απο­κτούν οι ομιλητές της γλώσσας και η οποία τους επιτρέπει να μιλούν και να κατανοούν ακόμη και προτάσεις που ποτέ πριν δεν είχαν συναντήσει.

Έτσι, η γλωσσολογία αφορμάται από στοιχεία σχετικά με τη μορφή και το νόημα που έχουν οι εκφωνήσεις για τους ομι­λητές και προσπαθεί να τα εξηγήσει. Πώς γίνεται και οι δύο ακόλουθες προτάσεις παρόμοιας μορφής — John is eager to

Page 91: θεωρία λογοτεχνίας

ΓΛΩΣΣΑ, ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ 83

please (Ο Τζών είναι πρόθυμος στο να ευχαριστεί) και John is easy to please (Ο Τζων είναι εύκολος στο να ευχαριστιέται) έχουν διαφορετικό νόημα για τους ομιλητές της αγγλικής; Οι ομιλητές ξέρουν ότι στην πρώτη πρόταση ο Τζων θέλει να ευ­χαριστεί τους άλλους ενώ στη δεύτερη πρόταση άλλοι παρέ­χουν ευχαρίστηση στον Τζων. 0 γλωσσολόγος δεν προσπαθεί να ανακαλύψει το «αληθινό νόημα» των παραπάνω προτάσε­ων, λες και οι άνθρωποι να έκαναν λάθος όλο αυτό το διά­στημα και κάπου στο βάθος οι προτάσεις να σημαίνουν κάτι άλλο. Το καθήκον των γλωσσολόγων είναι να περιγράψουν τις δομές της κάθε γλώσσας (στη συγκεκριμένη περίπτωση, προ­ϋποθέτοντας ένα υποκείμενο επίπεδο γραμματικής δομής) έτσι ώστε να ερμηνεύσουν τις διαφορές νοήματος μεταξύ αυ­τών των προτάσεων.

Στο σημείο αυτύ υπάρχει μία βασική διάκριση μεταξύ δύο ειδών σχεδίων μελέτης, διάκριση η οποία πολύ συχνά παρα- μελείται στις φιλολογικές σπουδές: το ένα σχέδιο μελέτης, που είναι διαμορφωμένο με βάση το γλωσσολογικό πρότυπο, θεωρεί ότι εκείνο που χρήζει ερμηνείας είναι τα νοήματα και προσπαθεί να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα νοή­ματα είναι δυνατά. Το άλλο σχέδιο μελέτης, αντίθετα, ξεκι­νά από τις μορφές και προσπαθεί να τις ερμηνεύσει, να μας πει τι πράγματι εννοούν. Στις λογοτεχνικές σπουδές, αυτή ε ί­ναι μια αντίθεση μεταξύ της ποιητικής και της ερμηνευτικής. Η ποιητική αφορμάται από τα επιβεβαιωμένα νοήματα ή αποτελέσματα και διερευνά τον τρόπο με τον οποίο επιτυγ­χάνονται. (Τι είναι αυτό που κάνει το συγκεκριμένο χωρίο μέ­σα σ’ ένα μυθιστόρημα να φαίνεται ειρωνικό; Γιατί είναι αμ- φίσημο το τέλος του συγκεκριμένου ποιήματος;). Η ερμηνευ­τική, από την άλλη μεριά, αφορμάται από τα κείμενα και δ ιε­ρευνά το τι σημαίνουν, προσπαθώντας να ανακαλύψει νέες και καλύτερες ερμηνείες. Πηγή προέλευσης των ερμηνευτικών μοντέλων είναι τα πεδία του νόμου και της θρησκείας, όπου

Page 92: θεωρία λογοτεχνίας

84 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

οι άνθρωποι προσπαθούν να ερμηνεύσουν ένα βασικό νομικό ή ιερό κείμενο για να αποφασίσουν ακολούθως πώς θα πρέ­πει να ενεργήσουν.

Σύμφωνα με το γλωσσολογικό μοντέλο η μελέτη της λο­γοτεχνίας θα πρέπει να πάρει τον πρώτο δρόμο, το δρόμο της ποιητικής, στην προσπάθειά της να καταλάβει με ποιο τρόπο τα λογοτεχνικά έργα επιτυγχάνουν τα αποτελέσματα που έχουν, όμως η σύγχρονη παράδοση της κριτικής έχει ακολου­θήσει συντριπτικά τον δεύτερο δρόμο, ανάγοντας την ερμη­νεία των μεμονωμένων έργων σε κορωνίδα της μελέτης της λογοτεχνίας. Στην πραγματικότητα, τα έργα της λογοτεχνικής κριτικής συχνά συνδυάζουν την ποιητική και την ερμηνευτική, διερευνώντας τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνεται ένα ιδ ι­αίτερο αποτελέσμα ή τον λόγο για τον οποίο το συγκεκριμέ­νο τέλος ενός έργου φαίνεται πρέπον (ζητήματα της ποιητι­κής, και τα δύο), αλλά επίσης διερευνώντας ποιο είναι το νόημα μιας μεμονωμένης αράδας και τ ι μας λέει ένα ποίημα για την ανθρώπινη υπόθεση (ερμηνευτική). Ωστόσο, τα δύο σχέδια μελέτης διακρίνονται κατά βάση σε μεγάλο βαθμό, έχοντας το καθένα διαφορετικούς στόχους και διαφορετικά αποδεικτικά μέσα. Το να ξεκινά κανείς από τα νοήματα ή τα αποτελέσματα (ποιητική) διαφέρει ριζικά από το να προσπα­θεί να ανακαλύψει νοήματα (ερμηνευτική).

Εάν οι λογοτεχνικές σπουδές έπαιρναν ως μοντέλο τη γλωσσολογία, το καθήκον τους θα ήταν να περιγράψουν τη «λογοτεχνική ικανότητα» που αποκτούν οι αναγνώστες της λογοτεχνίας. Μια ποιητική που περιγράφει τη λογοτεχνική ικανότητα θα εστίαζε το ενδιαφέρον της στις συμβάσεις που καθιστούν δυνατή τη λογοτεχνική δομή και τη λογοτεχνική σημασία: ποιοι είναι οι συμβατικοί κώδικες ή τα συμβατικά συστήματα που παρέχουν στους αναγνώστες την ικανότητα να αναγνωρίζουν τα λογοτεχνικά είδη, να αναγνωρίζουν πλο­κές, να δημιουργούν «χαρακτήρες» μέσα από τις διάσπαρτες

Page 93: θεωρία λογοτεχνίας

ΓΛΩΣΣΑ, ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ 85

λεπτομέρειες που παρέχονται μέσα στο κείμενο, να αναγνω­ρίζουν θεματικά μοτίβα μέσα στα λογοτεχνικά έργα και να θηρεύουν εκείνο το είδος της συμβολικής ερμηνείας που μας κάνει να αναγνωρίζουμε και να εκτιμούμε τη σημασία των ποιημάτων και των εξιστορήσεων;

Η αναλογία μεταξύ ποιητικής και γλωσσολογίας μάλλον φαίνεται παραπλανητική, γιατί δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το νόημα ενός λογοτεχνικού έργου όπως γνωρίζουμε ποιο είναι το νόημα της φράσης 0 Τζων είναι πρόθυμος στο να ευχαρι­στεί, και για το λόγο αυτό δεν μπορούμε να αντιμετωπίζου­με το νύημα σαν κάτι δεδομένο αλλά πρέπει να το αναζητή­σουμε. Σίγουρα, αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι λογοτεχνικές σπουδές στη νεότερη περίοδο έχουν δείξει προτίμηση στην ερμηνευτική έναντι της ποιητικής (ο άλλος λόγος είναι ότι οι άνθρωποι γενικώς μελετούν λογοτε­χνικά έργα όχι διότι ενδιαφέρονται για τη λειτουργία της λο­γοτεχνίας αλλά διότι πιστεύουν ότι τα συγκεκριμένα έργα έχουν σημαντικά πράγματα να τους πουν και θέλουν να μά­θουν ποια είναι αυτά). Ωστόσο, η ποιητική δεν απαιτεί από εμάς να γνωρίζουμε το νόημα ενός έργου* το καθήκον της ε ί­ναι να εξηγήσει οποιοδήποτε αποτέλεσμα μπορούμε να δια­πιστώσουμε —για παράδειγμα, ότι ο τάδε επίλογος είναι πιο επιτυχής από τον δείνα ή ότι ο τάδε συνδυασμός εικόνων σε ένα ποίημα έχει νόημα ενώ ο δείνα δεν έχει. Επιπλέον, κα­θοριστικό κομμάτι της ποιητικής αποτελεί η εξέταση του τρό­που με τον οποίο οι αναγνώστες καταγίνονται με την ερμη­νεία λογοτεχνικών έργων -ποιες είναι οι συμβάσεις που τους επιτρέπουν να καταλαβαίνουν τα έργα έτσι όπως τα κατα­λαβαίνουν. Για παράδειγμα, η «αρχή της υπερ-προστατευμέ- νης συνεργασίας», όπως την ονόμασα στο Κεφάλαιο 2, είναι μια θεμελιώδης σύμβαση η οποία δρομολογεί την ερμηνεία της λογοτεχνίας: η προϋπόθεση ότι τα κάθε είδους προσκόμ­ματα, οι φαινομενικές ασυναρτησίες, οι παρεκβάσεις και οι

Page 94: θεωρία λογοτεχνίας

86 ΛΟΓΟΙ I X \ I Κ 11 ΘΕΩΡΙΑ

άσχετες παρεμβολές έχουν ουσιαστική λειτουργία σε ένα ορι­σμένο επίπεδο.

Η ιδέα της λογοτεχνικής ικανότητας εστιάζει την προσοχή στην ενδιάθετη γνώση που οι αναγνώστες (και οι συγγρα­φείς) κομίζουν στις συναντήσεις τους με τα κείμενα: τι είδους διαδικασίες ακολουθούν οι αναγνώστες για να ανταποκρι- θούν στα έργα με τον τρόπο που ανταποκρίνονται; Τι είδους προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται προκειμένου να εκτιμή­σουμε τις αντιδράσεις και τις ερμηνείες τους; 0 στοχασμός όσον αφορά τους αναγνώστες και τον τρόπο με τον οποίο κα­τανοούν τη λογοτεχνία οδήγησε σ’ αυτό που έχει αποκαλε- στεί «κριτική της αναγνωστικής απόκρισης», η οποία ισχυρί­ζεται ότι το νόημα του κειμένου δεν είναι άλλο από την εμπειρία του αναγνώστη (μια εμπειρία που συμπεριλαμβάνει δισταγμούς, εικασίες και αυτοδιορθώσεις). Εάν ένα λογοτε­χνικό έργο νοείται ως μια διαδοχή από αλλεπάλληλες δράσεις και επεμβάσεις στη νόηση ενός αναγνώστη, τότε μια δυνατή ερμηνεία του έργου είναι ενδεχομένως η ιστορία αυτής της συνάντησης, με τις διακυμάνσεις της: στο παιχνίδι παρει­σφρέουν ποικίλες συμβάσεις ή προσδοκίες, κάποια σημεία επαφής θεωρούνται δεδομένα και οι προσδοκίες διαψεύδον- ται ή επιβεβαιώνονται. Ερμηνεύω ένα έργο σημαίνει παρου­σιάζω την ιστορία μιας ανάγνωσης.

Η ιστορία όμως που μπορεί κάποιος να πει σχετικά με ένα δεδομένο έργο, εξαρτάται από αυτό που οι θεωρητικοί έχουν αποκαλέσει «ορίζοντα προσδοκιών» του αναγνώστη. Ένα έρ­γο ερμηνεύεται σαν να απαντά σε ερωτήματα που έχουν τ ε ­θεί με βάση τον ορίζοντα προσδοκιών, και ένας αναγνώστης στη δεκαετία του 1990 προσεγγίζει τον Άμλετ με διαφορετι­κές προσδοκίες από εκείνες που είχε ένας σύγχρονος του Σαίξπηρ. Υπάρχει ένα πλήθος παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν τον ορίζοντα των προσδοκιών των αναγνωστών. Η φεμινιστική κριτική έχει εξετάσει ποια διαφορά υπάρχει,

Page 95: θεωρία λογοτεχνίας

ΓΛΏΣΣΑ, ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ 87

ποια διαφορά θα πρέπει να υπάρχει, εάν ο αναγνώστης είναι γυναίκα. «Μ ε ποιο τρόπο, άραγε, η υπόθεση περί ενός θηλυ­κού αναγνώστη», ρωτά η Elaine Showalter, «αλλάζει την κα­τανόηση ενός δεδομένου κειμένου από μέρους μας, εφιστώ- ντας την προσοχή μας στη σημασία των σεξουαλικών κωδί­κων;» Τα λογοτεχνικά κείμενα και οι ερμηνευτικές τους πα­ραδόσεις φαίνονται ότι προϋπέθεταν έναν άρρενα αναγνώστη και προέτρεπαν τις γυναίκες αναγνώστριες να διαβάζουν ως άντρες, από μια αντρική οπτική γωνία. Παρομοίως, οι θεω­ρητικοί του κινηματογράφου έχουν υποθέσει ότι το αποκα- λούμενο «κινηματογραφικό βλέμμα» (η οπτική γωνία από τη θέση της κάμερας) είναι κατ’ ουσίαν ανδρικό: οι γυναίκες θε­ωρούνται αξιωματικά το αντικείμενο του κινηματογραφικού βλέμματος και όχι ο παρατηρητής. Στις λογοτεχνικές σπου­δές οι οπαδοί της φεμινιστικής κριτικής μελέτησαν τις πολλές και διάφορες στρατηγικές με τις οποίες τα έργα τέχνης ανά­γουν την αντρική προοπτική σε κανόνα και εξέτασαν τον τρό­πο με τον οποίο η μελέτη τέτοιου είδους δομών και αποτε­λεσμάτων θα πρέπει να αλλάξει τους τρόπους ανάγνωσης — όσον αφορά τους άντρες και τις γυναίκες εξίσου.

Η επικέντρωση του ενδιαφέροντος στις ιστορικές και κοι­νωνικές μεταβολές των τρόπων ανάγνωσης δίνει έμφαση στο γεγονός ότι η ερμηνεία αποτελεί κοινωνική πρακτική. Όλοι οι αναγνώστες ερμηνεύουν άτυπα όταν μιλούν σε φίλους για β ι­βλία ή ταινίες, ενώ μόνοι τους ερμηνεύουν την ώρα που δια­βάζουν. Για την πιο επίσημη ερμηνεία που τελείται μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας, ισχύουν διαφορετικά πρωτόκολλα. Για οποιοδήποτε στοιχείο ενός έργου μπορείς να ρωτήσεις ποια είναι η λειτουργία του ή πώς σχετίζεται με τα άλλα στοιχεία, όμως η ερμηνεία, εντέλει, βασίζεται στο παιχνίδι «ποιο είναι το θέμα»: «Κ αι ποιο είναι το θέμα αυτού του έργου;» Το ερώτημα αυτό δεν επιβάλλεται λόγω της ασάφειας κάποιου κειμένου* είναι μάλιστα πιο κατάλληλο στις περιπτώσεις

Page 96: θεωρία λογοτεχνίας

88 ΛΟΓΟΎΕΧΝIΚΓΙ ΘΕΠΡΙΑ

απλών κειμένων παρά κειμένων φοβερά σύνθετων. Σ ’ αυτό το παιχνίδι η απάντηση πρέπει να ικανοποιεί ορισμένες προϋ­ποθέσεις: λ.χ. δεν μπορεί να είναι προφανής* πρέπει να είναι συλλογιστική. Το να πεις «ο Άμλετ έχει θέμα έναν πρίγκιπα της Δανίας» σημαίνει ότι αρνείσαι να παίξεις το παιχνίδι. Όμως η πρόταση «ο Άμλετ έχει θέμα την πτώση της ελισαβε­τιανής κοσμικής τάξης» ή «ο Άμλετ έχει θέμα τον φόβο των ανδρών για τη γυναικεία σεξουαλικότητα» ή «ο Άμλετ έχει θέμα το αναξιόπιστο των σημείων» ενδείκνυνται ως πιθανές απαντήσεις. Οι κοινώς θεωρούμενες «σχολές» λογοτεχνικής κριτικής ή θεωρητικές «προσεγγίσεις» της λογοτεχνίας απο­τελούν, από την άποψη της ερμηνευτικής, συγκεκριμένες τά­σεις να δοθεί ένα ειδικό είδος απάντησης στην ερώτηση «ποιο είναι τελικά το θέμα» ενός έργου: «η πάλη των τάξε­ων» (Μαρξισμός), «η δυνατότητα της ενοποίησης της εμπει­ρίας» (Νέα Κριτική), «το οιδιπόδειο σύμπλεγμα» (ψυχανά­λυση), «η ανάσχεση των υπονομευτικών ενεργειών» (νέος ιστορικισμός), «η ασυμμετρία των φυλετικών σχέσεων» (φε­μινισμός), «η αυτο-καταστροφική φύση του κειμένου» (απο- δόμηση), «η έμφραξη του ιμπεριαλισμού» (μετα-αποικιακή θεωρία), «το ετερόφυλο πλέγμα» (ομοφυλοφιλικές σπουδές).

Οι παραπάνω θεωρητικές προσεγγίσεις (που περιέχονται στις παρενθέσεις) δεν αποτελούν καταρχήν τρόπους ερμηνεί­ας: αποτελούν εκτιμήσεις εκείνου που θεωρούν ότι έχει εξέ- χουσα σημασία για την κοινωνία και τον πολιτισμό. Πολλές από αυτές τις θεωρίες περιλαμβάνουν περιγραφές του τρό­που της λειτουργίας της λογοτεχνίας ή γενικότερα του λόγου, και από την άποψη αυτή συμμετέχουν στο σχέδιο μελέτης της ποιητικής* ως εκδοχές, όμως, της ερμηνευτικής δίνουν λαβή σε ιδιαίτερους τύπους ερμηνείας στα πλαίσια των οποίων τα κεί­μενα χαρτογραφούνται με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Το πιο ση­μαντικό στο παιχνίδι της ερμηνείας δεν είναι η απάντηση στην οποία καταλήγεις — όπως δείχνουν οι παρωδίες μου,

Page 97: θεωρία λογοτεχνίας

ΓΛΏΣΣΑ, ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ 89

ορισμένες εκδοχές της απάντησης είναι, εξ ορισμού, προβλέ­ψιμες. Το σημαντικό είναι ο τρόπος με τον οποίο καταλήγεις σ’ αυτή την απάντηση, το πώς χειρίζεσαι τις λεπτομέρειες του κειμένου, προσπαθώντας να τις συσχετίσεις με την απάντηση που δίνεις.

Πώς όμως επιλέγουμε μεταξύ των διαφορετικών ερμηνει­ών; Όπως πιθανώς υποδηλώνουν τα παραδείγματά μου, σε ένα πρώτο επίπεδο δεν είναι ανάγκη να αποφασίσουμε αν «τελικά το θέμα» του Αμλετ είναι, ας πούμε, η αναγεννησια­κή πολιτική ή οι σχέσεις των αντρών με τις μητέρες τους ή το αναξιόπιστο των σημείων. Η ζωντάνια του θεσμού των λογο­τεχνικών σπουδών εξαρτάται εξίσου από το γεγονός ότι (1) τα ερμηνευτικά επιχειρήματα ποτέ δεν παγιώνονται και (2) τα επιχειρήματα πρέπει να αφορούν τους τρόπους με τους οποίους συγκεκριμένες σκηνές ή συγκεκριμένοι συνδυασμοί φράσεων υποστηρίζουν μια οποιαδήποτε υπόθεση. Δεν μπο- ρείς να κάνεις ένα έργο να σημαίνει οτιδήποτε: το έργο αντι­στέκεται και πρέπει να μοχθήσεις για να πείσεις τους άλλους για την ορθότητα της ανάγνωσής σου. Για τον χειρισμό και την επιτυχία μιας τέτοιας επιχειρηματολογίας, το ερώτημα- κλειδί είναι «τ ι καθορίζει το νόημα». Και επανερχόμαστε στο κεντρικό αυτό ζήτημα.

Τι είναι αυτό που καθορίζει το νόημα; Μερικές φορές λέ­με ότι το νόημα μιας εκφώνησης είναι ό,τι εννοεί κάποιος μ’ αυτή, ως εάν η πρόθεση του ομιλητή να καθόριζε το νόημα. Άλλοτε, πάλι, λέμε ότι το νόημα βρίσκεται μέσα στο κείμενο — μπορεί να είχες την πρόθεση να πεις το χ, αλλά αυτό που είπες στην πραγματικότητα σημαίνει το ψ— ως εάν το νόη­μα να ήταν προϊόν αυτής καθαυτής της γλώσσας. Μερικές φορές, πάλι, λέμε ότι το νόημα καθορίζεται από τα συμφρα- ζόμενα: για να καταλάβεις το νόημα της συγκεκριμένης εκ­φώνησης πρέπει να συνυπολογίσεις τις συνθήκες ή τα ιστορι­κά συμφραζόμενα όπου αυτή εμφανίζεται. Μερικοί κριτικοί

Page 98: θεωρία λογοτεχνίας

90 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ισχυρίζονται, όπως ανέφερα, ότι το νόημα ενός κειμένου ε ί­ναι η εμπειρία του αναγνώστη. Πρόθεση, κείμενο, συμφραζό- μενα, αναγνώστης — τι καθορίζει τελικά το νόημα;

Απλώς και μόνο το γεγονός ότι οι υπάρχουσες επιχειρη­ματολογίες αφορούν και τους τέσσερις παράγοντες, αποδει- κνύει ότι το νόημα είναι σύνθετο και ότι διαφεύγει, ότι δεν είναι κάτι που καθορίζεται μια για πάντα με βάση κάποιον από τους παραπάνω παράγοντες. Ένα διαρκές θέμα της λο­γοτεχνικής θεωρίας είναι ο ρόλος που διαδραματίζει η πρό­θεση στον καθορισμό του λογοτεχνικού νοήματος. Ένα διά­σημο άρθρο με τον τίτλο «Η προθεσιακή πλάνη» («The Intentional Fallacy») υποστηρίζει πως, σε ό,τι αφορά τα λο­γοτεχνικά έργα, τα ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία δεν επιλύονται με την προσφυγή στον ιεροφάντη (τον συγγρα­φέα). Το νόημα ενός έργου δεν είναι αυτό που είχε στο μυα­λό του ο συγγραφέας κάποια στιγμή στη διάρκεια της σύν­θεσης του έργου ή αυτό που ο συγγραφέας πιστεύει ότι το έργο εννοεί αφότου έχει τελειώσει, αλλά, μάλλον, είναι ό,τι αυτός ή αυτή πέτυχε να ενσαρκώσει μέσα στο έργο. Αν στην καθημερινή μας συζήτηση θεωρούμε συχνά ότι το νόημα μιας εκφώνησης είναι αυτό που εννοεί ο εκφωνών, είναι γιατί μας ενδιαφέρει περισσότερο αυτό που σκέφτεται ο ομιλητής εκεί­νη τη στιγμή παρά τα λόγια του ή της* όμως τα λογοτεχνικά έργα αξιολογούνται με βάση τις ιδιαίτερες δομές λέξεων που έθεσαν σε λειτουργία. Ο περιορισμός του νοήματος ενός έρ­γου σ’ αυτό που κάποιος συγγραφέας μπορεί να εννοούσε, παραμένει μια δυνατή στρατηγική κριτικής προσέγγισης, όμως συνήθως στις μέρες μας το νόημα συνδέεται στενά όχι με κάποια εσωτερική πρόθεση αλλά με την ανάλυση των προσωπικών ή κοινωνικών όρων ύπαρξης του συγγραφέα: τι είδους δράση επιτελούσε ο συγκεκριμένος συγγραφέας, αν λάβουμε υπόψη την κατάσταση της στιγμής; Πρόκειται για μια στρατηγική που υπονομεύει τις επόμενες τυχόν απαντή­

Page 99: θεωρία λογοτεχνίας

ΓΛΩΣΣΑ, ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ 91

σεις που θα δοθούν όσον αφορά το νόημα του έργου, καθώς θεωρεί ότι το έργο απαντά στις ανησυχίες της εποχής δημι­ουργίας του, ενώ μόνο τυχαία απαντά στις ανησυχίες των μ ε­ταγενέστερων αναγνωστών.

Οι κριτικοί που υπερασπίζονται την ιδέα ότι η πρόθεση καθορίζει το νόημα δείχνουν να φοβούνται ότι, εάν το αρνη- θούμε αυτό, τοποθετούμε τους αναγνώστες πάνω από τους συγγραφείς και υποστηρίζουμε ότι στην ερμηνεία «ισχύουν τα πάντα». Ωστόσο, όταν κάποιος θεωρεί ότι βρήκε κάποια ερμηνεία, πρέπει στη συνέχεια να πείσει τους άλλους για την ορθότητά της, διαφορετικά η ερμηνεία του θα απορριφθεί. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι «ισχύουν τα πάντα». Όσο για τους συγγραφείς, δεν είναι καλύτερα να τους τιμούμε για τη δύ­ναμη που έχουν τα δημιουργήματά τους να θρέφουν αδιάλει­πτα τον στοχασμό και να δίνουν λαβή σε μια ποικιλία δια­φορετικών αναγνώσεων παρά για ό,τι φανταζόμαστε ότι μπο­ρεί να είναι το πρωταρχικό νόημα του έργου τους; Τα παρα­πάνω δεν σημαίνουν σε καμμία περίπτθ3ση ότι οι δηλώσεις του συγγραφέα για ένα έργο δεν έχουν σημασία: για πάρα πολλά σχέδια κριτικής μελέτης είναι εξαιρετικά πολύτιμες ως κείμενα προς αντιπαραβολή με το κείμενο του έργου. Για πα­ράδειγμα, έχουν ενδεχομένως καθοριστική σημασία για την ανάλυση του τρόπου σκέπτεσθαι ενός συγγραφέα ή για την εξέταση των τρόπων με τους οποίους ένα έργο έχει πιθανώς περιπλέξει ή ανατρέψει μια προαναγγελθείσα άποψη ή πρό­θεση.

Το νύημα ενύς έργου δεν είναι αυτό που είχε στο μυαλό του ο συγγραφέας κάποια στιγμή, ούτε είναι απλά μια ιδιό­τητα του κειμένου ή η εμπειρία κάποιου αναγνώστη. Το νόη­μα είναι φευγαλέα έννοια, διότι δεν είναι κάτι απλό ή κάτι απλώς καθορίσιμο. Είναι ταυτόχρονα εμπειρία ενός υποκει­μένου και ιδιότητα ενός κειμένου. Είναι εξίσου αυτό που κα­ταλαβαίνουμε και αυτό που προσπαθούμε να καταλάβουμε

Page 100: θεωρία λογοτεχνίας

92 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

μέσα στο κείμενο. Οι διάφορες επιχειρηματολογίες σχετικά με το νόημα είναι πάντοτε θεμιτές, και μ’ αυτή την έννοια το νόημα είναι πάντα ανεύρετο, τελεί πάντα υπό ανεύρεση, υπό- κειται σε αποφάσεις οι οποίες δεν είναι ποτέ ανέκκλητες. Αν πρέπει να υιοθετήσουμε κάποια γενική αρχή ή φόρμουλα, θα λέγαμε ίσως ότι το νόημα καθορίζεται από τα συμφραζόμε- να, δεδομένου ότι τα συμφραζόμενα συμπεριλαμβάνουν τους κανόνες της γλώσσας, την κατάσταση του συγγραφέα και του αναγνώστη και οτιδήποτε άλλο ενδεχομένως είναι σχετικό. Αν όμως πούμε ότι το νόημα οριοθετείται από τα συμφραζό­μενα, τότε πρέπει να προσθέσουμε ότι τα συμφραζόμενα ε ί­ναι απεριόριστα: δεν υπάρχει κανείς εκ των προτέρων καθο­ρισμός του τι μπορεί ενδεχομένως να θεωρηθεί συναφές, ποια προέκταση των συμφραζομένων μπορεί να μετατοπίσει αυτό που εκλαμβάνουμε ως νόημα ενός κειμένου. Το νόημα οριο- θετείται από τα συμφραζόμενα, όμως τα συμφραζόμενα δεν έχουν όρια.

Οι μείζονες αλλαγές στην ερμηνεία της λογοτεχνίας που επέφεραν οι διάφοροι θεωρητικοί λόγοι μπορούν, πράγματι, να θεωρηθούν αποτέλεσμα της διεύρυνσης ή του επαναπροσ­διορισμού των συμφραζομένων. Για παράδειγμα, η Tony Morrison διατείνεται ότι η αμερικανική λογοτεχνία έχει σφρα­γιστεί σε βάθος από τη συχνά ανομολόγητη ιστορική παρου­σία της δουλείας και ότι οι συνδέσεις αυτής της λογοτεχνίας με την ελευθερία —την ελευθερία των συνόρων, του ανοιχτού δρόμου, της αχαλίνωτης φαντασίας— θα πρέπει να διαβάζον­ται μέσα στα συμφραζόμενα της υποδούλωσης, με βάση τα οποία αποκτούν σημασία. Επίσης, ο Edward Said έχει υπο­στηρίξει ότι τα μυθιστορήματα της Jane Austin θα πρέπει να ερμηνεύονται λαμβάνοντας υπόψη ένα υπόβαθρο, το οποίο αποκλείεται από τον κόσμο τους: την εκμετάλλευση των αποικιών από τη Βρετανική Αυτοκρατορία, που παρέχει στα άτομα την οικονομική άνεση να διάγουν ευπρεπή και άνετο

Page 101: θεωρία λογοτεχνίας

ΓΛΩΣΣΑ, ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ 93

βίο στη Βρετανία. Το νόημα οριοθετείται από τα συμφραζό­μενα, όμως τα συμφραζόμενα δεν έχουν όρια, είναι πάντοτε ανοιχτά σε μεταλλάξεις υπό την πίεση των θεωρητικών συζη­τήσεων.

Οι περιγραφές της ερμηνευτικής διακρίνουν συχνά μια ερ­μηνευτική της αποκατάστασης, η οποία προσπαθεί να ανα- πλάσει τα πρωταρχικά συμφραζόμενα παραγωγής (τους όρους ύπαρξης και τις προθέσεις του συγγραφέα καθώς και τα νοήματα που ένα κείμενο μπορεί να είχε για τους αρχι­κούς αναγνώστες του), από μια ερμηνευτική της υποψίας, που προσπαθεί να αποκαλύψει τις αδιερεύνητες προϋποθέ­σεις στις οποίες μπορεί να στηρίζεται ένα κείμενο (πολιτικές, σεξουαλικές, φιλοσοφικές, γλωσσολογικές). Η πρώτη ερμη­νευτική τιμά κατά κάποιο τρόπο το κείμενο και τον συγγρα­φέα του καήώς προσπαθεί να προσφέρει στους σημερινούς αναγνώστες πρόσβαση σε ένα πρωταρχικό μήνυμα, ενώ η δεύτερη λέγεται συχνά ότι αρνείται την αυθεντία του κειμέ­νου. Όμως αυτοί οι συσχετισμοί δεν είναι παγιωμένοι και μπορούν κάλλιστα να ανατραπούν: μια ερμηνευτική της απο­κατάστασης, περιορίζοντας το κείμενο σε κάποιο υποτιθέμε­νο πρωταρχικό νόημα αποκομμένο από τις σημερινές ανησυ­χίες μας, ενδέχεται να μειώσει την ισχύ του, ενώ μια ερμη­νευτική της υποψίας μπορεί να προσδώσει μεγαλύτερη αξία στο κείμενο για τον τρόπο με τον οποίο, εν αγνοία του συγ­γραφέα του, μας καλεί και μας βοηθά να αναθεωρήσουμε θέ­ματα της σημερινής εποχής (ανατρέποντας ίσως υποθέσεις του συγγραφέα στην πορεία της διαδικασίας). Πιο ενδεδειγ- μένη από την παραπάνω διάκριση είναι ίσως η διάκριση μ ε­ταξύ (1) μιας ερμηνείας η οποία θεωρεί ότι το κείμενο, στα πλαίσια της λειτουργίας του, έχει κάτι άξιο λόγου να πει (ερ­μηνευτική είτε της αποκατάστασης είτε της υποψίας) και (2) μιας «συμπτωματικής» ερμηνείας η οποία αντιμετωπίζει το κείμενο ως σύμπτωμα ενύς μη κειμενικού πράγματος, κά­

Page 102: θεωρία λογοτεχνίας

94 ΛΟΓΟΤΕΧΝ I k l l ΘΕΩΡΙΑ

ποιου υποτιθέμενου «βαθύτερου» πράγματος, που αποτελεί την πραγματική πηγή ενδιαφέροντος, είτε αυτό έγκειται στην ψυχική ζωή του συγγραφέα είτε στις κοινωνικές εντάσεις μιας περιόδου είτε στην «ομοφοβία» της αστικής κοινωνίας. Η «συμπτωματική» ερμηνεία παραγνωρίζει την ιδιαιτερότητα του αντικειμένου — αποτελεί σημείο κάποιου άλλου πράγμα­τος— και ως εκ τούτου δεν είναι πολύ ικανοποιητική ως τρό­πος ερμηνείας, όταν όμως εστιάζει στην πολιτισμική πρακτι­κή, έκφανση της οποίας αποτελεί το λογοτεχνικό έργο, μπο­ρεί να αποβεί χρήσιμη για την περιγραφή αυτής της πρακτι­κής. Η ερμηνεία ενός ποιήματος ως συμπτώματος ή χαρα­κτηριστικής έκφανσης γνωρισμάτων γενικά της ποίησης, για παράδειγμα, μπορεί να μην αποτελεί μια ιδιαίτερα ικανοποι­ητική ερμηνευτική, μπορεί όμως να προσφέρει χρήσιμη συμ­βολή στην ποιητική. Και σ’ αυτό το σημείο θα στραφώ από εδώ και εξής.

Page 103: θεωρία λογοτεχνίας

Κ εφ α λ α ίο 5

Ρητορική, ποιητική και ποίηση

Με τον όρο ποιητική όρισα την απόπειρα ερμηνείας των λο­γοτεχνικών αποτελεσμάτων, μέσω της περιγραφής των συμ­βάσεων και των αναγνωστικών διεργασιών που τα δρομολο­γούν. Η ποιητική σχετίζεται στενά με τη ρητορική, η οποία ήδη από τους κλασικούς χρόνους υπήρξε η μελέτη των γλωσ­σικών μέσων πειθούς και έκφρασης: των τεχνικών της γλώσ­σας και της σκέψης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προ- κειμένου να κατασκευαστούν λόγοι δραστικά αποτελεσματι­κοί. 0 Αριστοτέλης διαχώρισε τη ρητορική από την ποιητική, θεωρώντας τη ρητορική ως την τέχνη της πειθούς και την ποι­ητική ως την τέχνη της μίμησης ή της αναπαράστασης. Η με­σαιωνική και αναγεννησιακή παράδοση, ωστόσο, εξομοίωσαν τις δυο τους: η ρητορική έγινε η τέχνη της ευγλωττίας και η ποίηση (από τη στιγμή που προσπαθεί να διδάξει, να τέρψει και να συγκινήσει), μια ανώτερη βαθμίδα αυτής της τέχνης. Τον δέκατο ένατο αιώνα η ρητορική κατέληξε να θεωρείται ένα εφεύρημα αποκομμένο από τις αυθεντικές ενασχολήσεις της σκέψης ή της ποιητικής φαντασίας και περιέπεσε σε δυ­σμένεια. Στα τέλη του εικοστού αιώνα η ρητορική αναγεννά- ται ως η μελέτη των δομικών δυνάμεων του λογου.

Page 104: θεωρία λογοτεχνίας

96 Λ Ο ΓΟ ΤΕΧΝ IΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Η ποίηση έχει σχέση με τη ρητορική: είναι γλώσσα που κάνει αφειδώς χρήση διαφόρων σχημάτων λόγου και γλώσσα που στόχο έχει να ασκήσει ισχυρή πειθώ. Από τότε μάλιστα που ο Πλάτων εξόρισε τους ποιητές από την ιδανική πολιτεία, κάθε φορά που η ποίηση έγινε στόχος επιθέσεων ή μομφών, ο λόγος ήταν ότι θεωρούνταν μια μορφή παραπλανητικής ή επιδερμικής ρητορικής η οποία βαυκαλίζει τους πολίτες και εγείρει υπερβολικές επιθυμίες. 0 Αριστοτέλης προέβαλε την αξία της ποίησης εστιάζοντάς την περισσότερο στη μίμηση παρά στη ρητορική. Ισχυρίστηκε ότι η ποίηση παρέχει ισχυ­ρές διεξόδους για την απελευθέρωση έντονων συγκινήσεων και προσδίδει μορφή στην πολύτιμη εμπειρία της μετάβασης από την άγνοια στη γνώση. (Έτσι, την κορυφαία στιγμή της «αναγνώρισης» στο τραγικό δράμα, ο ήρωας συνειδητοποιεί το σφάλμα του και οι θεατές συνειδητοποιούν ότι «μόνον χά- ριν του Θεού πορεύομαι».) Η ποιητική, ως έκθεση των μέσων

< και των στρατηγικών της λογοτεχνίας, δεν περιορίζεται στην απλή καταγραφή των ρητορικών σχημάτων αλλά μπορεί να ιδωθεί ως μέρος μιας διευρυμένης ρητορικής, η οποία μελετά τα μέσα για την επιτέλεση γλωσσικών πράξεων κάθε είδους.

Η λογοτεχνική θεωρία έχει ασχοληθεί πολύ με τη ρητορι­κή και οι θεωρητικοί διερευνούν τη φύση και τη λειτουργία των ρητορικών σχημάτων. Ένα ρητορικό σχήμα ορίζεται κατά γενικό κανόνα ως ένα είδος τροποποίησης ή παρέκκλισης από τη «συνήθη» χρήση· για παράδειγμα, «Η αγάπη μου είναι ένα κόκκινο, κόκκινο τριαντάφυλλο» χρησιμοποιεί τη λέξη τριαντάφυλλο για να σημάνει όχι το λουλούδι αλλά κάτι ωραίο και πολύτιμο (αυτό είναι το σχήμα της μεταφοράς). Από την άλλη, η φράση «Το Μυστικό κάθεται» ανάγει το μυ­στικό σε κάτι που είναι ικανό να κάθεται (προσωποποίηση). Οι μελετητές της ρητορικής επιχείρησαν παλαιότερα να δια­κρίνουν τους ειδικούς εκείνους «τρόπους» που «μεταστρέ­φουν» ή μεταβάλλουν το νόημα μιας λέξης (όπως στη μετα­

Page 105: θεωρία λογοτεχνίας

ΡΗΤΟΡΙΚΗ, Π Ο ΙΗ ΤΙΚ Η ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ 97

φορά) από κάποια πιο ετερόκλητα «σχήματα» πλαγίας έκ­φρασης, τα οποία οργανώνουν τις λέξεις με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτυγχάνονται ειδικά αποτελέσματα. Τέτοια σχή­ματα είναι: η παρήχηση (η επανάληψη ενός συμφώνου ή ενός φωνήεντος), η αποστροφή (το να απευθύνεται κανείς προς κάτι που δεν είναι φυσιολογικός ακροατής, όπως στο «Ησύ­χασε, καρδιά μου») κ.ά.

Η νεότερη θεωρία σπάνια κάνει διάκριση μεταξύ σχήμα­τος λόγου και τρόπου, έχει μάλιστα αμφισβητήσει την έννοια του «πραγματικού» ή «κυριολεκτικού» νοήματος από το οποίο παρεκκλίνουν τα ρητορικά σχήματα ή τρόποι. Για πα­ράδειγμα, ο ίδιος ο όρος μεταφορά είναι κυριολεκτικός ή με­ταφορικός; 0 Jacques Derrida, στο κείμενό του «Λευκή μυθο­λογία» δείχνει με ποιο τρόπο οι θεωρητικές αναλύσεις μιας μεταφοράς στηρίζονται αναπόφευκτα σε άλλες μεταφορές. Μερικοί μάλιστα θεωρητικοί έχουν ασπαστεί το παράδοξο συμπέρασμα ότι η γλώσσα είναι κατά βάση μεταφορική και ότι αυτό που αποκαλούμε κυριολεκτική γλώσσα συνίσταται από σχήματα των οποίων έχει λησμονηθεί η μεταφορική φύ­ση. Όταν λέμε για παράδειγμα ότι «συλλαμβάνουμε» «ένα δύσκολο πρόβλημα», οι δύο αυτές εκφράσεις αποκτούν κυ­ριολεκτική σημασία επειδή λησμονούμε την πιθανή μεταφορι- κότητά τους.

Σύμφωνα με αυτή την προοπτική, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ κυριολεκτικού και μεταφορικού αλ­λά μάλλον ότι οι τρόποι και τα σχήματα είναι θεμελιώδεις δο­μές της γλώσσας και όχι εξαιρέσεις ή διαστρεβλώσεις. Κατά παράδοση το σημαντικότερο σχήμα λόγου ήταν και είναι η μεταφορά. Η μεταφορά αντιμετωπίζει κάτι σαν κάτι άλλο (να αποκαλείς τον Τζώρτζ «γάιδαρο» ή την αγάπη, «κόκκινο, κόκκινο τριαντάφυλλο»). Η μεταφορά αποτελεί, ως εκ τού­του, έκφανση ενός βασικού τρύπου γνώσης των πραγμάτων: γνωρίζουμε κάτι βλέποντάς το σαν κάτι άλλο. Οι θεωρητικοί

Page 106: θεωρία λογοτεχνίας

98 ΛΟ ΓΟ Ι I Λ Μ Κ ί Ι Θ ΕΩ ΡΙΑ

μιλούν για «μεταφορές με τις οποίες ζούμε», για βασικά με­ταφορικά σχήματα, όπως «η ζωή είναι ένα ταξίδι». Τέτοιου είδους σχήματα δομούν τους τρόπους σκέπτεσθαι όσον αφο­ρά τον κόσμο: προσπαθούμε να «φτάσουμε κάπου» στη ζωή μας, να «βρούμε το δρόμο μας», «να ξέρουμε πού πηγαί­νουμε», «να ξεπερνούμε εμπόδια», και ούτω καθεξής.

Η μεταφορά έχει θεωρηθεί θεμελιακό στοιχείο της γλώσσας και της φαντασίας, διότι είναι αξιοσέβαστη γνωστικά* δεν εί­ναι εκ των πραγμάτων επιφανειακή ή διακοσμητική. Η λογο­τεχνική της δύναμη, ωστόσο, εξαρτάται πιθανώς από την ίδια την ανακολουθία της. Η φράση του Wordsworth «το παιδί ε ί­ναι πατέρας για τον άνθρωπο» σε σταματά, σε κάνει να σκε- φτείς και μετά σ’ αφήνει να δεις τη σχέση μεταξύ των γενε­ών κάτω από νέο φως: η σχέση ανάμεσα σε ένα παιδί και τον άνθρωπο που γίνεται αργότερα, συγκρίνεται με τη σχέση ανά­μεσα σε έναν πατέρα και το παιδί του. Επειδή μια μεταφορά μπορεί να μεταφέρει μια εκλεπτυσμένη θέση, ακόμη και μια θεωρία, αποτελεί το πλέον καταξιωμένο ρητορικό σχήμα.

Οι θεωρητικοί, όμως, έχουν υπογραμμίσει τη σημασία και άλλων σχημάτων. Για τον Roman Jakobson οι δύο θεμελιακές δομές της γλώσσας είναι η μεταφορά και η μετωνυμία: εάν η μεταφορά διασυνδέει μέσω της ομοιότητας, η μετωνυμία δια- συνδέει μέσω της συνάφειας. Η μετωνυμία κινείται από το ένα πράγμα στο άλλο που είναι συναφές με αυτό, όπως όταν λέμε «το στέμμα» αντί «η βασίλισσα» («το μέγαρο Μαξί- μου» αντί «ο πρωθυπουργός»). Η μετωνυμία δημιουργεί τά­ξη διασυνδέοντας τα πράγματα στη χωρική και χρονική δια­δοχή τους, μετακινούμενη από το ένα πράγμα στο άλλο εντός ενός δεδομένου τομέα, παρά διασυνδέοντας τον έναν τομέα με τον άλλο, όπως κάνει η μεταφορά. Άλλοι, πάλι, θεωρητι­κοί προσθέτουν τη συνεκδοχή και την ειρωνεία για να συ­μπληρώσουν τον κατάλογο των «τεσσάρων κυριοτέρων ρητο­ρικών τρόπων». Συνεκδοχή είναι η υποκατάσταση του όλου

Page 107: θεωρία λογοτεχνίας

ΡΗΤΟΡΙΚΗ, Π Ο ΙΗ ΤΙΚ Η ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ 99

από το μέρος: «δέκα χέρια» αντί «δέκα εργάτες». Συνάγει ιδιότητες του όλου από τις ιδιότητες ενός μέρους και επιτρέ­πει στα επιμέρους να αναπαριστοόν τα καθόλου. Η ειρωνεία αντιπαραθέτει τη φαινομενικότητα και την πραγματικότητα* αυτό που συμβαίνει είναι το αντίθετο από αυτό που προσδο- κάται (τι γίνεται αν βρέξει, όταν ο μετεωρολόγος κάνει πι­κνίκ;). Οι τέσσερις αυτοί κυριότεροι ρητορικοί τρόποι —με­ταφορά, μετωνυμία, συνεκδοχή, ειρωνεία— χρησιμοποιούνται από τον ιστορικό Hayden White προκειμένου να αναλύσει την ιστορική εξήγηση ή «εμπλόκιση» (emplotment), όπως την αποκαλεί: αποτελούν τις τέσσερις βασικές ρητορικές δομές με τις οποίες κατανοούμε την εμπειρία. Η θεμελιώδης ιδέα της ρητορικής ως επιστήμης, η οποία αποτυπώνεται πιστά στο παραπάνω τετράπτυχο παράδειγμα, είναι ότι υπάρχουν κάποιες βασικές, υποκείμενες δομές της γλώσσας, οι οποίες επιτρέπουν την παραγωγή νοημάτων σε ένα μεγάλο εύρος διαφορετικών λόγων.

Η λογοτεχνία εξαρτάται από τα ρητορικά σχήματα, όμως εξαρτάται και από ευρύτερες δομές και ειδικά από τα λογο­τεχνικά είδη. Τι είναι όμως τα είδη και ποιος ο ρόλος τους; Όροι όπως έπος και μυθιστόρημα είναι μήπως απλά και μόνο κάποιοι εξυπηρετικοί τρόποι για την κατάταξη των λογοτε­χνικών έργων βάσει ορισμένων εξόφθαλμων ομοιοτήτων ή έχουν πράγματι λειτουργικό ρόλο για τους αναγνώστες και τους συγγραφείς;

Για τους αναγνώστες τα είδη είναι κάποια σύνολα συμ­βάσεων και προσδοκιών: όταν γνωρίζουμε ότι διαβάζουμε μια αστυνομική ιστορία ή ένα μυθιστόρημα, ένα ποίημα ή μια τραγωδία, είμαστε σε αναζήτηση διαφορετικών πραγμάτων και κάνουμε διαφορετικές ανάλογα υποθέσεις σχετικά με το τι θα είναι σημαντικό στην πορεία. Όταν διαβάζουμε μια αστυνομική ιστορία, ψάχνουμε να εντοπίσουμε ενδείξεις δια­φορετικά απ’ ό,τι όταν διαβάζουμε μια τραγωδία. Αυτό που

Page 108: θεωρία λογοτεχνίας

100 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

στην περίπτωση ενός ποιήματος θα αποτελούσε εντυπωσιακό ρητορικό σχήμα —«το Μυστικό κάθεται στη μέση»— μπορεί να είναι μια ήσσων συγκυριακή λεπτομέρεια σε μια ιστορία με φαντάσματα ή σε ένα έργο επιστημονικής φαντασίας, όπου τα μυστικά μπορεί κάλλιστα να έχουν αποκτήσει ψυχή και σάρκα.

Σε ιστορικό επίπεδο, πολλοί θεωρητικοί των ειδών ακο­λούθησαν τα ίχνη των Ελλήνων οι οποίοι διήρεσαν τα έργα σε τρεις μεγάλες κατηγορίες σύμφωνα με το ποιος μιλά: ποίηση ή λυρική ποίηση, όπου ο αφηγητής μιλά σε πρώτο πρόσωπο, έπος ή αφήγηση, όπου ο ομιλητής μιλά αυτοπροσώπως αλλά επιτρέπει και στους χαρακτήρες να μιλήσουν με τη δική τους φωνή, και δράμα, όπου μιλούν εξ ολοκλήρου οι χαρακτήρες του έργου. Η παραπάνω διάκριση γίνεται και με άλλο τρό­πο, εάν πάρουμε ως βάση τη σχέση του ομιλητή με το ακρο­ατήριο: Στο έπος υπάρχει προφορική απαγγελία: ο ποιητής απευθύνεται άμεσα στο ακροατήριο. Στο δράμα ο συγγρα­φέας αποκρύπτεται από το ακροατήριο και μιλούν οι επί σκηνής χαρακτήρες. Στην ποίηση —την πιο περίπλοκη περί­πτωση— ο ποιητής, άδοντας ή απαγγέλλοντας, στρέφει τα νώτα του στους ακροατές του, για να το πούμε έτσι, και «προσποιείται ότι μιλά στον εαυτό του ή σε κάποιον άλλο: σε κάποιο πνεύμα της Φύσης, σε μια Μούσα, σε έναν προ­σωπικό φίλο, έναν εραστή, κάποιο θεό, μια προσωποποιημέ- νη αφηρημένη ιδέα ή κάποιο φυσικό αντικείμενο». Σ’ αυτά τα τρία στοιχειώδη είδη μπορούμε να προσθέσουμε το νεότερο είδος του μυθιστορήματος, το οποίο απευθύνεται στον ανα­γνώστη μέσω ενός βιβλίου — θέμα που θα πραγματευτούμε στο Κεφάλαιο 6.

Το έπος και το τραγικό δράμα ήταν στους αρχαίους χρό­νους και στην Αναγέννηση το αποκορύφωμα των επιτευγμά­των της λογοτεχνίας, η υψηλότερη κατάκτηση κάθε μεγάλε- πήβολου ποιητή. Η εφεύρεση του μυθιστορήματος έφερε ένα

Page 109: θεωρία λογοτεχνίας

ΡΗ ΤΟ ΡΙΚΗ , Π Ο ΙΗ Τ ΙΚ Η ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ 101

νέο ανταγωνιστή στο λογοτεχνικό προσκήνιο, όμως ανάμεσα στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα και στα μέσα του εικο­στού σε υπέρτατη λογοτεχνία αναδείχθηκε σταδιακά η ποίη­ση, το σύντομο μη αφηγηματικό ποίημα. Η ποίηση, που κα- ταρχάς αντιμετωπίστηκε ως ένας τρόπος υψηλής έκφρασης, ως η εκλεπτυσμένη διατύπωση πολιτισμικών αξιών και στά­σεων, κατέληξε αργότερα να θεωρείται μέσο έκφρασης ισχυ­ρότατων συναισθημάτων, που ασχολείται εξίσου με θέματα της καθημερινής ζωής και με υπερβατικές αξίες και παρέχει συγκεκριμένη έκφραση στα πλέον μύχια αισθήματα του εξα- τομικευμένου υποκειμένου. Η συγκεκριμένη αντίληψη εξακο­λουθεί ακόμη να πρυτανεύει. Σύγχρονοι θεωρητικοί, ωστόσο, αντιμετωπίζουν την ποίηση όχι τόσο ως έκφραση των συναι­σθημάτων του ποιητή, όσο ως μια συνδυαστική και ευφάντα­στη δοκιμή έργου πάνω στη γλώσσα — έναν πειραματισμό με τις γλωσσικές συσχετίσεις και διατυπώσεις, ο οποίος ανάγει την ποίηση σε διασπαστική δύναμη του πολιτισμού παρά σε βασικό θεματοφύλακα των αξιών του.

Η λογοτεχνική θεωρία που καταγίνεται πρώτιστα με την ποίηση εξετάζει μεταξύ άλλων τη σχετική σημασία των δια­φορετικών τρόπων θεώρησης των ποιημάτων: κάθε ποίημα ε ί­ναι μια δομή συντεθειμένη από λέξεις (ένα κείμενο) και, ταυ­τόχρονα, ένα γεγονός (μια πράξη του ποιητή, μια εμπειρία του αναγνώστη, ένα γεγονός στην ιστορία της λογοτεχνίας). Σχετικά με το ποίημα νοούμενο ως λεκτική κατασκευή, ένα μείζον ερώτημα αφορά τη σχέση μεταξύ του νοήματος και των μη σημασιολογικών χαρακτηριστικών της γλώσσας, όπως είναι ο ήχος και ο ρυθμός. Πώς λειτουργούν τα μη σημασιο- λογικά χαρακτηριστικά της γλώσσας; Ποια είναι τα συνειδη­τά ή ασυνείδητα αποτελέσματά τους; Τι είδους αλληλόδραση μεταξύ σημασιολογικών και μη σημασιολογικών χαρακτηρι­στικών μπορεί να προσδοκάται;

Σε ό,τι αφορά το ποίημα ως πράξη, το ερώτημα που δε­

Page 110: θεωρία λογοτεχνίας

102 ΛΟΓΟΊΈΧΝIKH ΘΕΩΡΙΑ

σπόζει είναι η σχέση ανάμεσα στην πράξη του συγγραφέα που γράφει το ποίημα και στην πράξη του ομιλητή ή της «φωνής» που μιλά μέσα στο ποίημα. Πρόκειται για ένα πε­ρίπλοκο ζήτημα. Ο συγγραφέας δεν λέει ο ίδιος το ποίημα* για να το γράψει, ο συγγραφέας φαντάζεται τον εαυτό του ή της ή μια άλλη φωνή να το λέει. Όταν διαβάζεις ένα ποίημα — για παράδειγμα, «Το Μυστικό κάθεται»— σημαίνει ότι λες τα λόγια «Εμείς χορεύουμε γύρω-γύρω όλοι και κάνουμε υποθέσεις...». Το ποίημα αποτελεί, καθώς φαίνεται, μια εκ­φώνηση, είναι όμως η εκφώνηση μιας φωνής απροσδιορίστου ταυτότητας. Όταν διαβάζεις τα λόγια του ποιήματος σημαί­νει ότι βάζεις τον εαυτό σου στη θέση τού να τα πεις ή, αλ­λιώς, στη θέση τού να φανταστείς κάποια άλλη φωνή να τα λέει — τη φωνή, όπως λέγεται συχνά, ενός αφηγητή ή ομιλη­τή που έχει κατασκευαστεί από τον συγγραφέα. Έτσι, από τη μια μεριά έχουμε το ιστορικό άτομο, τον Robert Frost, και από την άλλη τη φωνή της συγκεκριμένης εκφώνησης. Και διαμε- σολαβήτρια ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές είναι μια άλλη μορφή: η εικόνα της ποιητικής φωνής που αναδύεται από τη μελέτη πολλών ποιημάτων ενός μεμονωμένου ποιητή (στην περίπτωση του Frost, ίσως, η εικόνα ενός σκληροτράχηλου, προσγειωμένου αλλά στοχαστικού παρατηρητή της αγροτικής ζωής). Η σημασία αυτών των διαφορετικών μορφών ποικίλλει από τον έναν ποιητή στον άλλο και από το ένα είδος κριτικής μελέτης στο άλλο. Όταν όμως στοχαζόμαστε την ποίηση, κα­θοριστική σημασία έχει να έχουμε ως αρχή τη διάκριση μετα­ξύ της φωνής που μιλά και του ποιητή που δημιούργησε το ποίημα, συνθέτοντας, έτσι, τη μορφή της φωνής.

Η ποίηση, σύμφωνα με μια πασίγνωστη ρήση του John Stuart Mill, είναι μια εκφώνηση που ακούμε λάθρα. Και όταν ακούμε λάθρα μια εκφώνηση που ενεργοποιεί την προσοχή μας, αυτό που κατά κανόνα κάνουμε είναι να φανταστούμε ή να αναπλάσουμε στο μυαλό μας τον ομιλητή και τα συμ-

Page 111: θεωρία λογοτεχνίας

ΡΗΤΟΡΙΚΗ , Π Ο ΙΗ ΤΙΚ Η ΚΑΙ ΠΟ ΙΗΣΗ 103

φραζόμενα: αναγνωρίζοντας έναν ορισμένο τόνο φωνής, συ­νάγουμε τη στάση, τη θέση, τις ανησυχίες και τον τρόπο συ­μπεριφοράς ενός ομιλητή (που μερικές φορές συμπίπτουν με ό,τι ξέρουμε για τον συγγραφέα, άλλες φορές πάλι όχι). Αυ­τός υπήρξε ο κυρίαρχος τρόπος προσέγγισης της ποίησης κα­τά τον εικοστό αιώνα, και μια συνοπτική αιτιολογία μπορεί να είναι ότι τα λογοτεχνικά έργα είναι μυθοπλασιακές απο­μιμήσεις των εκφωνήσεων του «πραγματικού κόσμου». Σ’ αυτή την περίπτωση τα ποιήματα είναι μυθοπλασιακές απο­μιμήσεις προσωπικών εκφωνήσεων. Είναι σαν κάθε ποίημα να άρχιζε με τις αόρατες λέξεις «[Για παράδειγμα, rj κάποι­ος άλλος θα μπορούσε να πει] Η αγάπη μου είναι σαν κόκκι­νο, κόκκινο τριαντάφυλλο» ή «[Για παράδειγμα, εγώ ή κάποι­ος άλλος θα μπορούσε να πει] Εμείς χορεύουμε γύρω-γύρω όλοι και κάνουμε υποθέσεις...». Η ερμηνεία ενός ποιήματος αποβαίνει, τότε, ζήτημα εξέτασης —με βάση τις ενδείξεις του κειμένου και τις γενικές γνώσεις μας όσον αφορά τους ομιλη­τές και τις τρέχουσες καταστάσεις— της φύσης των διαθέσε­ων του ομιλητή. Τι μπορεί να εξωθεί κάποιον να μιλά έτσι; Ο κυρίαρχος τρόπος προσέγγισης της ποίησης στα σχολεία και στα πανεπιστήμια υπήρξε μέχρι τώρα η επικέντρωση του εν­διαφέροντος στις περιπλοκές της διάθεσης του ομιλητή, στο ποίημα νοούμενο ως δραματοποίηση των σκέψεων και των συ­ναισθημάτων ενός ομιλητή τον οποίο κανείς προσπαθεί να αναπλάσει.

Πρόκειται για μια παραγωγική προσέγγιση της ποίησης γιατί πολλά ποιήματα παρουσιάζουν όντως έναν ομιλητή που επιτελεί αναγνωρίσιμες γλωσσικές πράξεις, για παράδειγμα όταν αναπολεί τη σημασία κάποιας εμπειρίας, όταν ψέγει έναν φίλο ή ένα αγαπημένο πρόσωπο ή όταν εκφράζει τον θαυμασμό ή την αφοσίωσή του. Αν όμως δούμε το πώς αρχί­ζουν κάποια από τα γνωστότερα ποιήματα, όπως η «Ωδή στον Δυτικό Άνεμο» του Shelley ή η «Τίγρη» του Blake, προ­

Page 112: θεωρία λογοτεχνίας

104 ΛΟΙ () ΓΕX Ν IΚ Η ΘΕΠ ΡΙA

κύπτουν δυσκολίες: «Ω, άγριε Δυτικέ Άνεμε, σύ ανάσα της ύπαρξης του Φθινοπώρου!» ή «Τίγρη, Τίγρη, φλεγόμενη λάμ­ψη / Μέσα στα δάση της νυχτιάς». Είναι δύσκολο να φαντα­στούμε τι είδους κατάσταση θα οδηγούσε κάποιον να μιλά κατ’ αυτόν τον τρόπο ή τι είδους μη ποιητική πράξη θα μπο­ρούσαν αυτά τα δύο ποιήματα να επιτελούν. Η απάντηση στην οποία πιθανώς θα καταλήξουμε είναι ότι οι συγκεκρι­μένοι ομιλητές αφήνονται να παρασυρθούν και να διογκωθούν ποιητικά, να γίνουν εξαιρετικά επιτηδευμένοι. Εάν προσπα­θήσουμε να κατανοήσουμε τα δύο ποιήματα ως μυθοπλασια- κές απομιμήσεις συνηθισμένων γλωσσικών πράξεων, τότε η πράξη που επιτελούν είναι μάλλον η απομίμηση της ίδιας της ποίησης.

Τα παραπάνω παραδείγματα δεν δηλώνουν άλλο από την υπερβολή που διακρίνει την ποίηση. Τα ποιήματα όχι μόνο φαίνονται να απευθύνονται πολύ πρόθυμα προς οτιδήποτε άλλο αντί προς ένα πραγματικό ακροατήριο (προς τον άνε­μο, προς μια τίγρη, προς την ψυχή), αλλά επιπλέον το κάνουν σε υπερβολικούς τόνους. Υπερβολή είναι εδώ το όνομα του παιχνιδιού: η τίγρη δεν είναι απλά «πορτοκαλί» αλλά «φλε­γόμενη»' ο άνεμος είναι η μεγάλη «ανάσα της ύπαρξης του Φθινοπώρου», ενώ στη συνέχεια του ποιήματος γίνεται σω- τήρας και καταστροφέας. Ακόμη όμως και τα σαρδόνια ποι­ήματα βασίζονται σε υπερβολικές συμπυκνώσεις, όπως όταν ο Frost συρρικνώνει όλη την ανθρώπινη δραστηριότητα σε έναν κυκλικό χορό και αντιμετωπίζει τις πολυάριθμες μορφές γνώσης ως «υποθέσεις».

Αγγίζουμε εδώ ένα μείζον θεωρητικό θέμα, ένα παράδοξο που φαίνεται να αποτελεί τον πυρήνα της ποίησης. Η υπερ­βολή της ποίησης εμπεριέχει την αξίωση της ποίησης προς αυτό που οι θεωρητικοί από τους κλασικούς ακόμη χρόνους έχουν αποκαλέσει «ύψος»: μια σχέση με ό,τι υπερβαίνει τις ανθρώπινες ικανότητες της κατανόησης, με ό,τι προκαλεί δέ­

Page 113: θεωρία λογοτεχνίας

ΡΗ ΤΟ ΡΙΚΗ , Π Ο ΙΗ ΤΙΚ Η ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ 105

ος ή περιπαθή ένταση και δίνει στον ομιλητή την αίσθηση κά­ποιου πράγματος πέραν των ανθρωπίνων μέτρων. Η υπερβα­τική αυτή επιδίωξη συνδέεται όμως με ορισμένα ρητορικά σχήματα, όπως είναι η αποστροφή, ο τρόπος του απευθύνε- σθαι σε κάτι που δεν είναι πραγματικός ακροατής, η προσω­ποποίηση, η απόδοση ανθρωπίνων ιδιοτήτων σε κάτι μη αν­θρώπινο, και η προσωποποιΐα, η παραχώρηση της δυνατότη­τας λόγου σε άψυχα αντικείμενα. Όμως πώς γίνεται και οι υψηλότερες αξιώσεις του έμμετρου λόγου συνδέονται με τέ­τοιου είδους θεωρητικά τεχνάσματα;

Όταν τα λυρικά ποιήματα παρεκκλίνουν από ή εκμεταλ­λεύονται το υπάρχον δίκτυο της επικοινωνίας προκειμένου να απευθυνθούν σε κάτι που δεν είναι πραγματικός ακροατής (έναν άνεμο, μια τίγρη ή την καρδιά), αυτό σημαίνει —λέγε­ται ενίοτε— ότι υπάρχει ένα ισχυρό συναίσθημα το οποίο εξωθεί τον ομιλητή να ξεσπάσει σε ομιλία. Όμως η συγκινη­σιακή ένταση συνδέεται ιδιαίτερα με την πράξη αυτής κα­θαυτής της αποστροφής ή της επίκλησης, η οποία συχνά επι­βάλλει δικαιωματικά μια κατάσταση πραγμάτων την οποία και προσπαθεί να ζωντανέψει, αξιώνοντας από άψυχα αντι­κείμενα να υποκύψουν στην επιθυμία του ομιλητή. «Ω, σή- κωσέ με σαν κύμα, φύλλο, σύννεφο», παροτρύνει ο ομιλητής του Shelley τον Δυτικό Άνεμο. Η υπερβολική απαίτηση να σε ακούσει το σύμπαν και να πράξει αναλόγως είναι μια ενέρ­γεια με την οποία οι ομιλητές αυτοαναγορεύονται σε υψηλούς ποιητές ή σε ουτοπιστές: σε κάποιον που μπορεί ν’ απευθύ­νεται στη Φύση και στον οποίο η Φύση μπορεί να απαντά. Το επιφώνημα «Ω » της επίκλησης αποτελεί σχήμα της ποιη­τικής λειτουργίας, ενέργεια με την οποία η ομιλούσα φωνή ισχυρίζεται ότι δεν είναι απλώς και μόνο ένας εκφορά ας του στίχου αλλά η ενσάρκωση της ποιητικής παράδοσης και του πνεύματος της ποίησης. Το κάλεσμα των ανέμων να φυσή- ξουν ή η επίκληση του αγέννητου να ακούσει τις κραυγές σου

Page 114: θεωρία λογοτεχνίας

106 ΛΟ ΓΟ ΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΠΡΙΑ

είναι πράξεις ποιητικής τελετουργίας. Και είναι τελετουργι­κές από την άποψη ότι οι άνεμοι δεν προσέρχονται σε καλέ­σματα και τα αγέννητα δεν αχούν. Η φωνή καλεί για να κα- λέσει. Καλεί για να δραματοποιήσει τη φωνή: για να συγκα­λέσει εικόνες της δύναμής της ώστε να καθιερώσει την ταυ­τότητά της ως ποιητική και προφητική φωνή. Οι αδύνατες, υπερβολικές απαιτήσεις των ποιητικών αποστροφών επικα­λούνται ποιητικά γεγονότα, πράγματα που πρόκειται να εκ­πληρωθούν —αν εκπληρωθούν ποτέ— εντός του ποιητικού κόσμου και μόνο.

Τα αφηγηματικά ποιήματα εξιστορούν ένα γεγονός· τα λυ­ρικά ποιήματα, θα λέγαμε, μοχθούν να αποτελέσουν γεγονός. Όμως δεν υπάρχει εγγύηση ότι το ποίημα θα καταφέρει να το επιτύχει, και το σχήμα της αποστροφής —όπως οι σύντομες παραθέσεις μου δηλώνουν— είναι ό,τι πιο κατάφωρα, ό,τι πιο αμήχανα «ποιητικό», ό,τι πιο παραπλανητικό προσφερόμενο για απόρριψη ως υπερβολική ανοησία. «Σήκωσε με σαν κύμα, φύλλο, σύννεφο!» Το να είναι κανείς ποιητής σημαίνει συνεχή μόχθο να επιτύχει την εντύπωση που θέλει να επιτύχει, ση­μαίνει στοίχημα με τον εαυτό του ότι τα λεγόμενά του δεν θα απορριφθούν σαν ένα σύνολο από ανοησίες.

Ένα μείζον πρόβλημα για τη θεωρία της ποίησης, όπως εί­πα προηγουμένως, είναι η σχέση μεταξύ του ποιήματος ως δο­μής συντεθειμένης από λέξεις και του ποιήματος ως γεγονότος. Οι αποστροφές, για παράδειγμα, αποπειρώνται να κάνουν κά­τι να συμβεί και, ταυτόχρονα, αποκαλύπτουν ότι αυτό το γε­γονός στηρίζεται σε λεκτικά τεχνάσματα όπως στο άνευ πε­ριεχομένου «Ω » της αποστροφικής προσφώνησης: «Ω, άγριε Δυτικέ Άνεμε!».

Όταν εξαίρουμε τη σημασία της αποστροφής, της προσω­ποποίησης, της προσωποποιίας και της υπερβολής συμπλέου­με ουσιαστικά με εκείνους τους θεωρητικούς οι οποίοι, στο πέ­ρασμα των χρόνων, τόνισαν ιδιαίτερα ό,τι διακρίνει την ποίηση

Page 115: θεωρία λογοτεχνίας

ΡΗ ΤΟ ΡΙΚΗ , Π Ο ΙΗ Τ ΙΚ Η ΚΑΙ ΠΟ ΙΗΣΗ 107

από άλλες γλωσσικές πράξεις, ό,τι την καθιστά λογοτεχνικότε- ρη όλων των μορφών. Η λυρική ποίηση, γράφει ο Northrop Frye, «είναι το είδος εκείνο που δείχνει τελείως ξεκάθαρα τον υποθετικό πυρήνα της λογοτεχνίας, της αφήγησης και του νοή­ματος στην κυριολεκτική όψη τους ως λεκτικών διατάξεων και σχημάτων». Με άλλα λόγια, η ποίηση μας δείχνει το νόημα ή την ιστορία να αναδύονται μέσα από τη λεκτική σχεδίαση. Επαναλαμβάνεις λέξεις που αντηχούν σε μια ρυθμική δομή και βλέπεις εάν αναδύεται κάποια ιστορία ή νόημα.

Ο Frye, του οποίου το έργο Ανατομία της Κριτικής είναι μια ανυπολόγιστης αξίας επιτομή του στοχασμού πάνω στην ποίηση και τα άλλα είδη, αποκαλεί τα βασικά συστατικά της ποίησης φλυαρία κι ορνιθοσκαλίσματα, οι ρίζες των οποίων είναι η γοητεία και το μυστήριο. Τα ποιήματα φλυαρούν, προβάλλοντας ορισμένα μη σημασιολογικά χαρακτηριστικά της γλώσσας —ήχο, ρυθμό, επαναλήψεις γραμμάτων— για να γοητεύσουν ή να μαγέψουν.

This darksome burn, horseback brown,His rollrock highroad roaring down...

Τα ποιήματα κάνουν ορνιθοσκαλίσματα ή μας μπερδεύουν με την ιδιότροπη ανευθύτητά τους και τις μυστηριώδεις διατυπώ­σεις τους: τι πράγμα είναι ένα «rollrock highroad»; Τι είδους «Μυστικό» είναι αυτό που «κάθεται στη μέση και γνωρίζει»;

Ανάλογα γνωρίσματα είναι κυρίαρχα σε παιδικά τραγου­δάκια και μπαλάντες, όπου όλη η απόλαυση συχνά βρίσκεται στο ρυθμό, στην επωδό και στην παραδοξότητα της εικόνας.

Pease porridge hot,Pease porridge cold,Pease porridge in the pot,Nine days old.

Page 116: θεωρία λογοτεχνίας

108 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Μπιζελόσουπα ζεστή,Μπιζελόσουπα χρυωμένη,Μπιζελόσουπα μες στο ταψί Εννιά μέρες καμωμένη.

Το ρυθμικό σχέδιο και το ομοιοκατάληκτο σχήμα επιδεικνύ­ουν την οργάνωση αυτού του γλωσσικού δείγματος, ενώ εν­δέχεται επίσης να προκαλέσουν ένα ειδικό ερμηνευτικό εν­διαφέρον (όπως όταν ο ρυθμός εγείρει το ερώτημα της σχέ­σης των ομοιοκαταληκτούντων λέξεων) και να αναστείλουν τη διερεύνηση του νοήματος: η ποίηση έχει τη δική της διά­ταξη που δημιουργεί ευχαρίστηση, έτσι δεν είναι ανάγκη να ρωτά κανείς για το νόημα' η ρυθμική οργάνωση αφήνει τη γλώσσα να περιέλθει υπό την αιγίδα της και να εγκαταστα­θεί στη μηχανική μνήμη. Θυμόμαστε τη «μπιζελόσουπα» χω­ρίς να σκοτιζόμαστε να μάθουμε τι πράγμα μπορεί να είναι αυτή η «σούπα από μπιζέλια», ενώ, ακόμη κι αν το μάθου­με, είναι πολύ πιθανόν ότι θα το ξεχάσουμε πολύ πριν ξεχά- σουμε το τραγουδάκι «Μπιζελόσουπα».

Η προβολή και το παραξένισμα της γλώσσας μέσω της με­τρικής οργάνωσης και της επανάληψης των ήχων είναι η βά­ση της ποίησης. Οι θεωρίες της ποίησης, ως εκ τούτου, εκκι­νούν από τις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών τύπων οργά­νωσης της γλώσσας —μετρικού, φωνολογικού, σημασιολογι- κού, θεματικού— ή, για να το θέσουμε γενικότερα, από τις σχέσεις μεταξύ των ση μασιό λογικών και των μη σημασιολο- γικών διαστάσεων της γλώσσας, μεταξύ αυτού που λέει το ποίημα και του τρόπου με τον οποίο το λέει. Το ποίημα εί­ναι μια δομή σημαινόντων που απορροφά και ανασυνθέτει τα σημαινόμενα, από την άποψη ότι η μορφολογική διάταξή του έχει επίδραση και στις σημασιολογικές δομές του, καθώς αφομοιώνει τα νοήματα που οι λέξεις έχουν μέσα σε άλλα συμφραζόμενα και τα υποβάλλει σε νέες μορφές οργάνωσης,

Page 117: θεωρία λογοτεχνίας

ΡΗΤΟ ΡΙΚΗ , Π Ο ΙΗ Τ ΙΚ Η ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ 109

μετατοπίζει τα σημεία έμφασης και εστίασης, μεταλλάσσει τα κυριολεκτικά νοήματα σε μεταφορικά και συμπαρατάσσει τους εκφραστικούς τρόπους σύμφωνα με τα πρότυπα του παραλληλισμού. Το σκανδαλώδες με την ποίηση είναι ότι κά- ποιες «συγκυριακές» ηχητικές και ρυθμικές ιδιομορφίες μο­λύνουν και επηρεάζουν συστηματικά τον στοχασμό.

Σ’ αυτό το επίπεδο, η ποίηση βασίζεται σε μια σύμβαση ενότητας και αυτονομίας, σαν να υπήρχε ο κανόνας: μην αντι­μετωπίζεις το ποίημα όπως ενδεχομένως αντιμετωπίζουμε το μέρος μιας συζήτησης ή ένα απόσπασμα όπου χρειαζόμαστε ευρύτερα συμφραζόμενα για να το εξηγήσουμε, αλλά θεώρη­σε ότι το ποίημα έχει μια εντελώς δική του δομή. Προσπάθη­σε να το διαβάσεις με την ιδέα ότι αποτελεί ένα αισθητικόν όλον. Η παράδοση της ποιητικής προσφέρει στη διάθεση όλων πολλά και διάφορα θεωρητικά μοντέλα. Οι Ρώσοι Φορ­μαλιστές των αρχών του εικοστού αιώνα θεωρούν ότι σε ένα ποίημα ένα επίπεδο δομής αντικαθρεφτίζει ένα άλλο* οι Ρο­μαντικοί θεωρητικοί καθώς και οι Άγγλοι και Αμερικανοί οπαδοί της Νέας Κριτικής ανακαλύπτουν αναλογίες μεταξύ των ποιημάτων και των φυσικών οργανισμών: όλα τα μέρη του ποιήματος θα πρέπει να ταιριάζουν μεταξύ τους αρμονι­κά. Οι μετα-δομικές αναγνώσεις προβάλλουν την αναπόφευ­κτη σύγκρουση μεταξύ αυτού που κάνουν τα ποιήματα και αυτού που λένε, με άλλα λόγια, την αδυναμία ενός ποιήμα­τος —και ίσως κάθε γλωσσικού κειμένου— να επιτύχει στην πράξη ό,τι κηρύττει στα λόγια.

Οι πιο πρόσφατοι τρόποι θεώρησης των ποιημάτων ως διακειμενικών δομών τονίζουν το γεγονός ότι τα ποιήματα απορροφούν ενέργεια από τους απόηχους παρελθόντων ποι­ημάτων — απόηχους που πιθανώς δεν ελέγχουν. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ενότητα δεν αποτελεί τόσο ιδιότητα των ποιη­μάτων όσο κάτι το οποίο οι ερμηνεύοντες ψάχνουν να εντο­πίσουν, είτε αναζητούν την αρμονική σύντηξη είτε την ανεπί­

Page 118: θεωρία λογοτεχνίας

110 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

λυτη ένταση. Για να το επιτύχουν, οι αναγνώστες αναγνωρί­ζουν τις υπάρχουσες αντιθέσεις εντός του ποιήματος (όπως μεταξύ του «εμείς» και του «Μυστικού» ή μεταξύ της γνώ­σης και της υπόθεσης) και βλέπουν με ποιο τρόπο τα άλλα στοιχεία του ποιήματος, ειδικά τα ρητορικά σχήματα, ευθυ­γραμμίζονται με αυτές τις αντιθέσεις.

Ας δούμε το περίφημο δίστιχο ποίημα «Σ ’ ένα Σταθμό του Μετρό» του Ezra Pound:

The apparition of these faces in the crowd;Petals on a wet, black bough.

Η εμφάνιση αυτών των προσώπων μέσα στο πλήθος·Πέταλα πάνω σ’ έναν υγρό, μαύρο μίσχο.

Για να το ερμηνεύσεις πρέπει να καταπιαστείς με την αντί­θεση ανάμεσα στα πλήθη ενός υπόγειου σταθμού και το φυ­σικό τοπίο. Ο συνδυασμός των δύο στίχων δικαιολογεί και επαυξάνει τον παραλληλισμό ανάμεσα στα πρόσωπα που κι­νούνται μέσα στη σκοτεινιά του μετρό και στα πέταλα που βρίσκονται πάνω στο μαύρο κλαδί ενός δέντρου. Μετά όμως τι; Η ερμηνεία των ποιημάτων εξαρτάται όχι μόνο από τη σύμβαση της ενότητας αλλά και από τη σύμβαση της σημα­σίας: ο κανόνας είναι ότι τα ποιήματα, όσο ασήμαντα κι αν είναι από εξωτερική άποψη, υποτίθεται ότι αφορούν κάτι ση­μαντικό, και για το λόγο αυτό οι μεμονωμένες λεπτομέρειες πρέπει να θεωρούνται ότι έχουν γενική σημασία. Θα πρέπει να διαβάζονται ως σημεία ή ως «αντικειμενικές συστοιχί- σεις», για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του T.S. Eliot, ση­μαντικών συναισθημάτων ή εσωτερικών σημασιών.

Για να καταστεί σημαίνουσα η αντίθεση στο μικρό ποίη­μα του Pound, οι αναγνώστες πρέπει να προβληματιστούν σχετικά με το πώς λειτουργεί ο παραλληλισμός. Άραγε το ποίημα αντιπαραβάλλει την αστική σκηνή πλήθους μέσα στο μετρό με την ειρηνική φυσική σκηνή των ανθόφυλλων πάνω

Page 119: θεωρία λογοτεχνίας

ΡΗ ΤΟ ΡΙΚ Η , Π Ο ΙΗ Τ ΙΚ Η ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ 111

σε ένα υγρό κλαδί δέντρου ή μήπως τα εξισώνει, επισημαί- νοντας μια αναλογία; Και οι δύο επιλογές είναι πιθανές, όμως η δεύτερη φαίνεται να επιτρέπει μια πλουσιότερη ανάγνωση, καθώς εξωθεί σε μια κλίμακα για την οποία εγγυάται δυνα­μικά η παράδοση της ποιητικής ερμηνείας. Η αντίληψη της ομοιότητας ανάμεσα στα πρόσωπα του πλήθους και στα πέ­ταλα πάνω στο κλαδί —να βλέπεις τα πρόσωπα μέσα στο πλήθος σαν πέταλα πάνω σε κλαδί— είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ποιητικής φαντασίας «που βλέπει τον κόσμο με νέα μάτια», που συλλαμβάνει απρόσμενες σχέσεις και, ίσως, εκτιμά κάτι που στα μάτια άλλων παρατηρητών θα φαινόταν ασήμαντο ή καταπονητικό, που ανακαλύπτει βαθύτερο πε­ριεχόμενο στις τυπικές εξωτερικές εκδηλώσεις. Το μικρό αυ­τό ποίημα μπορεί, έτσι, να αποβεί στοχασμός πάνω στη δύ­ναμη της ποιητικής φαντασίας να επιτυγχάνει τα αποτελέ­σματα που το ίδιο το ποίημα επιτυγχάνει. Ένα παράδειγμα σαν αυτό αποτυπώνει μια βασική σύμβαση της ποιητικής φαντασίας: να σε ενδιαφέρει και να εξετάζεις τι λέει το συ­γκεκριμένο ποίημα και οι τεχνικές του σχετικά με την ποίη­ση ή με τη δημιουργία του νοήματος. Καθώς τα ποιήματα ξε­τυλίγουν τις ρητορικές διεργασίες τους, μπορούν να διαβα­στούν ως εξερευνητικά ταξίδια στους δρόμους της ποιητικής, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τα μυθιστορήματα, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, είναι σε ένα ορισμένο επίπεδο στοχασμοί για το πώς μπορούμε να κάνουμε κατανοήσιμη την εμπειρία μας του χρόνου και, ως εκ τούτου, εξερευνητικά τα­ξίδια στους δρόμους της αφηγηματικής θεωρίας.

Page 120: θεωρία λογοτεχνίας

Κ εφ α λ α ίο 6

Αφήγηση

Μια φορά κι έναν καιρό, η λέξη λογοτεχνία σήμαινε πρώτα απ’ όλα ποίηση. Το μυθιστόρημα ήταν ένα νεόφερτο από- κτημα, πάρα πολύ κοντά στη βιογραφία ή στο χρονικό για να είναι γνήσια λογοτεχνικό, ένα εκλαϊκευμένο είδος που δεν μπορούσε να φιλοδοξεί να φτάσει τις υψηλές ανατάσεις της λυρικής και επικής ποίησης. Στον εικοστό όμως αιώνα το μυ­θιστόρημα επίσκιασε την ποίηση, τόσο από την άποψη των όσων οι συγγραφείς γράφουν όσο και από την άποψη των όσων οι αναγνώστες διαβάζουν, ενώ από τη δεκαετία του 1960 και εξής η αφήγηση κυριάρχησε και στον τομέα της λο­γοτεχνικής παιδείας. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να μελετούν την ποίηση —συχνά, κάτι τέτοιο απαιτείται— όμως η καρδιά της διδασκομένης ύλης είναι πλέον τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα.

Η κατάσταση αυτή δεν είναι απλά και μόνο αποτέλεσμα των προτιμήσεων ενός μαζικού αναγνωστικού κοινού, το οποίο με μεγάλη ευχαρίστηση επιλέγει να διαβάσει διάφορες ιστορίες αλλά σπάνια διαβάζει ποιήματα. Η λογοτεχνική και πολιτισμική θεωρία υποστηρίζουν όλο και περισσότερο ότι η θέση του πολιτισμικού επικέντρου ανήκει στην αφήγηση. Οι

Page 121: θεωρία λογοτεχνίας

114 ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΚΗ Θ ΙΤΙΡ ΙΑ

εξιστορήσεις, σύμφωνα με αυτήν την επιχειρηματολογία, ε ί­ναι ο βασικός τρόπος με τον οποίο κατανοούμε τα πράγμα­τα, είτε σκεπτόμενοι τη ζωή μας ως μια προοδευτική πορεία που οδηγεί κάπου είτε απλά λέγοντας στον εαυτό μας τι συμβαίνει στον κόσμο. Η επιστημονική εξήγηση κατανοεί τα πράγματα με το να τα θέτει υπό νόμους —όταν έχουμε το a και το β, τότε συμβαίνει το γ— όμως με τη ζωή τα πράγμα­τα κατά κανόνα δεν συμβαίνουν το ίδιο. Η ζωή δεν ακολου­θεί μια επιστημονική λογική αιτίας και αποτελέσματος αλλά τη λογική μιας εξιστόρησης, όπου κατανόηση σημαίνει αντί­ληψη του τρόπου με τον οποίο το ένα πράγμα οδηγεί στο άλ­λο, του τρόπου με τον οποίο κάτι προκύπτει εκ των πραγ­μάτων: πώς η Μάγκυ έφτασε στο σημείο να πουλά προ­γράμματα πληροφορικής στη Σιγκαπούρη ή πώς ο πατέρας του Τζωρτζ έφτασε στο σημείο να του δώσει αυτοκίνητο.

Η κατανόηση των γεγονότων επέρχεται μέσα από πιθανές εξιστορήσεις* οι φιλόσοφοι της ιστορίας, όπως ανέφερα στο Κεφάλαιο 2, έχουν υποστηρίξει ότι η ιστορική εξήγηση ακο­λουθεί όχι τη λογική της επιστημονικής αιτιότητας αλλά τη λογική της εξιστόρησης: για να κατανοήσεις τη Γαλλική Επα­νάσταση πρέπει να συλλάβεις μια αφήγηση η ο οποία να δεί­χνει με ποιο τρόπο το ένα γεγονός οδήγησε στο άλλο. Οι αφηγηματικές δομές διαπερνούν τα πράγματα: ο Frank Kermode επισημαίνει ότι όταν λέμε ότι ένα ρολόι κάνει «τικ- τακ», προσδίδουμε στον ήχο μυθοπλασιακή δομή, καθώς δια­κρίνουμε δύο πανομοιότυπους από φυσική άποψη ήχους, θέ­τοντας το «τ ικ» στην αρχή και το «τακ» στο τέλος. «Το τικ- τακ του ρολογιού το θεωρώ μοντέλο αυτού που αποκαλούμε πλοκή, οργάνωση που εξανθρωπίζει τον χρόνο, προσδίδοντάς του μορφή».

Η θεωρία της αφήγησης («αφηγηματολογία») υπήρξε ενεργός κλάδος της λογοτεχνικής θεωρίας, και η λογοτεχνική μελέτη στηρίζεται κατά πολύ στις θεωρίες της αφηγηματικής

Page 122: θεωρία λογοτεχνίας

ΑΦΗΓΗΣΗ 115

δομής: στις έννοιες της πλοκής, των διαφορετικών ειδών αφη­γητή, των αφηγηματικών τεχνικών. Η ποιητική της αφήγησης, όπως μπορούμε να την αποκαλέσουμε, επιχειρεί να κατανοή­σει τα συστατικά της αφήγησης και ταυτόχρονα να αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο οι συγκεκριμένες αφηγήσεις επιτυγ­χάνουν τα αποτελέσματα που έχουν.

Η αφήγηση όμως δεν αποτελεί απλά και μόνο ακαδημαϊ­κό ζήτημα. Είναι βασική ανθρώπινη παρόρμηση να ακούς και να λες ιστορίες. Από πολύ πρώιμη ηλικία τα παιδιά ανα­πτύσσουν αυτό που κάποιος θα μπορούσε να αποκαλέσει βα­σική αφηγηματική ικανότητα: όταν ζητούν να τους πεις ένα παραμύθι, ξέρουν πολύ καλά πότε πας να τα κοροϊδέψεις, σταματώντας την εξιστόρηση πριν ακόμη φτάσεις στο τέλος. Έτσι, το πρωταρχικό ερώτημα για τη θεωρία της αφήγησης ίσως είναι τι είναι αυτό που γνωρίζουμε σιωπηρά για το βα­σικό σχήμα των εξιστορήσεων και το οποίο μας επιτρέπει να διακρίνουμε μια εξιστόρηση που τελειώνει «σωστά» από κά- ποια άλλη που δεν τελειώνει έτσι, μια εξιστόρηση όπου τα πράγματα μένουν μετέωρα; Η θεωρία της αφήγησης μπορεί, τότε, να νοηθεί ως απόπειρα να εκφραστεί, να γίνει κατα­νοητή αυτή η αφηγηματική ικανότητα, ακριβώς όπως η γλωσ­σολογία είναι μια απόπειρα να γίνει κατανοητή η γλωσσική ικανότητα: τι είναι αυτό που οι ομιλητές μιας γλώσσας γνω­ρίζουν ασυνείδητα όταν μαθαίνουν μια γλώσσα. Σ’ αυτή την περίπτωση, η θεωρία μπορεί να εκληφθεί ως η εξωτερίκευση μιας διαισθητικής πολιτισμικής γνώσης ή κατανόησης.

Ποιες είναι οι στοιχειώδεις απαιτήσεις μιας εξιστόρησης; Ο Αριστοτέλης λέει ότι η πλοκή είναι το βασικότερο χαρα­κτηριστικό της αφήγησης, ότι οι καλές εξιστορήσεις πρέπει να έχουν αρχή, μέση και τέλος και ότι προσφέρουν ευχαρί­στηση λόγω του ρυθμού που ακολουθεί η διάταξή τους. Τι ε ί­ναι όμως αυτό που δημιουργεί την εντύπωση ότι μια συγκε­κριμένη σειρά γεγονότων ακολουθεί αυτό το σχήμα; Οι θεω­

Page 123: θεωρία λογοτεχνίας

116 ΛΟΓΟ Ι ΕXΝ 1ΚI I Θ Εί 1ΡΙΛ

ρητικοί έχουν προτείνει ποικίλες εξηγήσεις. Κατά βάση, όμως, η πλοκή απαιτεί ένα μετασχηματισμό. Πρέπει να υπάρχει μια αρχική κατάσταση, μια αλλαγή που συνεπιφέρει κάποιου είδους ανατροπή, και μια λύση η οποία σηματοδοτεί την αλλαγή ως σημαίνουσα. Ορισμένες θεωρίες δίνουν έμφα­ση σε κάποιους τύπους παραλληλισμού που παράγουν ικα­νοποιητικές πλοκές, όπως είναι η μετατόπιση από μια ορι­σμένη σχέση μεταξύ των χαρακτήρων στο αντίθετό της, η με­τατόπιση από τον φόβο ή την πρόβλεψη κάποιου πράγματος στην πραγματοποίηση ή στην αναίρεσή του, η μετατόπιση από κάποιο πρόβλημα στη λύση του ή από κάποια εσφαλμέ­νη κατηγορία ή παρερμηνεία στην αποκατάστασή της. Σε κα­θεμιά περίπτωση βρίσκουμε να συνδέεται μια ορισμένη ανά­πτυξη στο επίπεδο των γεγονότων με έναν ορισμένο μετα­σχηματισμό στο επίπεδο του θέματος. Μια απλή ακολουθία συμβάντων δεν συνθέτει πλοκή. Πρέπει να υπάρχει ένα τέλος το οποίο να συνδέεται με την αρχή — σύμφωνα με ορισμέ­νους θεωρητικούς, ένα τέλος το οποίο να δηλώνει τι απέγινε η επιθυμία η οποία δρομολόγησε τα γεγονότα που παρου­σιάζει η εξιστόρηση.

Εάν η αφηγηματική θεωρία είναι η ανάλυση της αφηγη­ματικής ικανότητας, πρέπει να δοθεί επίσης προσοχή στην ικανότητα των αναγνωστών να αναγνωρίζουν τις πλοκές. Οι αναγνώστες μπορούν να πουν ότι δύο έργα είναι εκδοχές της ίδιας ιστορίας, μπορούν να κάνουν την περίληψη μιας πλοκής ή να συζητήσουν την επάρκεια μιας περίληψης της πλοκής. Δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις συμφωνούν, όμως μέσα από τις διαφωνίες τους αποκαλύπτεται κατά πάσα πι­θανότητα ένα σημαντικό πεδίο κοινής κατανόησης. Η θεωρία της αφήγησης ορίζει την ύπαρξη ενός επιπέδου δομής —ό,τι γενικά αποκαλούμε «πλοκή»— που είναι ανεξάρτητο από οποιαδήποτε συγκεκριμένη γλώσσα ή αναπαραστατικό μέσο. Διαφορετικά από ό,τι η ποίηση, η οποία χάνεται κατά τη με­

Page 124: θεωρία λογοτεχνίας

ΑΦΗΓΗΣΗ 117

τάφραση, η πλοκή μπορεί να διατηρηθεί κατά τη μετάφραση από τη μια γλώσσα στην άλλη ή από το ένα μέσο στο άλλο: μια βουβή ταινία ή ένα κόμικ μπορούν να έχουν την ίδια πλο­κή με ένα διήγημα.

Ανακαλύπτουμε, ωστόσο, ότι υπάρχουν δύο τρόποι θεώ­ρησης της πλοκής. Από μια οπτική γωνία, η πλοκή είναι ένας τρόπος διάπλασης και προσαρμογής των γεγονότων ώστε να αποτελέσουν μια γνήσια ιστορία: οι συγγραφείς και οι ανα­γνώστες διαπλάθουν και προσαρμόζουν τα γεγονότα στα πλαίσια μιας ορισμένης πλοκής στην προσπάθειά τους να κα­τανοήσουν τα πράγματα. Από μια άλλη οπτική γωνία, η πλο­κή είναι εκείνη που διαπλάθεται και προσαρμόζεται από τις αφηγήσεις, καθώς παρουσιάζουν την ίδια «ιστορία» με δια­φορετικούς τρόπους. Έτσι, μια διαδοχή πράξεων που επιτε- λούνται από τρεις χαρακτήρες, μπορεί να διαπλαστεί και να προσαρμοστεί (από συγγραφείς και αναγνώστες) στα πλαί­σια της στοιχειώδους πλοκής μιας ερωτικής ιστορίας, όπου ένας νέος άντρας προσπαθεί να παντρευτεί μια νέα γυναίκα, η επιθυμία τους προσκρούει στην πατρική αντίδραση, ομως μια απρόσμενη τροπή των γεγονότων επιτρέπει στους νεα­ρούς ερωτευμένους να ενωθούν στο τέλος. Η συγκεκριμένη πλοκή με τους τρεις χαρακτήρες μπορεί κατά την αφήγηση να παρουσιαστεί από την οπτική γωνία της πάσχουσας ηρω- ίδας ή του θυμωμένου πατέρα ή του νεαρού άντρα ή ενύς εξωτερικού παρατηρητή που απορεί με όσα συμβαίνουν, ή κάποιου παντογνώστη αφηγητή ο οποίος μπορεί να περιγρά­φει το πιο μύχιο συναίσθημα του κάθε χαρακτήρα ή ο οποί­ος παίρνει εσκεμμένα απόσταση από τις εξελίξεις. Από αυ­τή την οπτική γωνία, η πλοκή ή η ιστορία είναι το δεδομένο στοιχείο και ο αφηγηματικός λόγος είναι οι ποικίλοι τρόποι παρουσίασής του.

Τα τρία επίπεδα στα οποία έχω μέχρι τώρα αναφερθεί —γεγονότα, πλοκή (ή ιστορία) και αφήγηση— λειτουργούν

Page 125: θεωρία λογοτεχνίας

118 λο γο h :\n ik h θ ε ω ρ ία

ως δύο αντιθέσεις: μεταξύ γεγονότων και πλοκής και μεταξύ ιστορίας και αφηγηματικού λόγου.

γεγονότα / πλοκήιστορία / αφηγηματικός λόγος

Πλοκή ή ιστορία είναι το υλικό που παρουσιάζεται, που δια- τάσσεται με βάση μια ορισμένη οπτική γωνία από τον αφη­γηματικό λόγο (διαφορετικές εκδοχές της «ίδιας ιστορίας»). Η πλοκή, όμως, αυτή καθαυτή αποτελεί ήδη μια διάπλαση και προσαρμογή των γεγονότων. Μια ορισμένη πλοκή μπορεί να θέλει έναν γάμο να αποτελεί το ευτυχισμένο τέλος ή την αρχή της ιστορίας — ή μπορεί να τον ανάγει σε σημείο κο­ρύφωσης κάπου στη μέση της ιστορίας. Αυτό με το οποίο, ωστόσο, έρχονται αντιμέτωποι οι αναγνώστες στην πραγμα­τικότητα είναι ο αφηγηματικός λόγος ενός κειμένου: η πλοκή είναι κάτι που οι αναγνώστες συνάγουν μέσα από το κείμε­νο, ενώ ακόμη και η αντίληψη των βασικών γεγονότων από τα οποία διαμορφώθηκε η πλοκή, αποτελεί επίσης συναγωγή ή κατασκευή του αναγνώστη. Εάν μιλούμε για γεγονότα τα οποία έχουν διαπλαστεί και προσαρμοστεί στο σχήμα μιας πλοκής, είναι για να τονίσουμε τη σκοπιμότητα και την ορ­γάνωση της πλοκής.

Από τα παραπάνω συνάγεται, έτσι, ότι η βασική διάκριση της θεωρίας της αφήγησης γίνεται μεταξύ πλοκής και πα­ρουσίασης, ιστορίας και αφηγηματικού λόγου. (Η ορολογία ποικίλλει από τον ένα θεωρητικό στον άλλο). Όταν έρχεται αντιμέτωπος με ένα κείμενο (όρος ο οποίος συμπεριλαμβάνει τις κινηματογραφικές ταινίες και άλλες αναπαραστάσεις), ο αναγνώστης το κατανοεί, αναγνωρίζοντας καταρχάς την ιστο­ρία και κατόπιν αντιμετωπίζοντας το κείμενο ως μια ιδιαίτε­ρη παρουσίαση αυτής της ιστορίας* όταν αναγνωρίζουμε «τι συμβαίνει», είμαστε σε θέση κατόπιν να αντιληφθούμε και να

Page 126: θεωρία λογοτεχνίας

ΑΦΗΓΗΣΗ 119

εξετάσουμε το υπόλοιπο λεκτικό υλικό ως τρόπο απεικόνισης των όσων συμβαίνουν. Στη συνέχεια μπορούμε να ρωτήσου­με ποιος τύπος παρουσίασης έχει επιλεγεί και ποια είναι η διαφορά του. Υπάρχουν πολλές μεταβλητές, που επηρεάζουν καθοριστικά τα αποτελέσματα των αφηγήσεων. Μεγάλο μέ­ρος της θεωρίας της αφήγησης διερευνά τους διαφορετικούς τρόπους κατανόησης αυτών των μεταβλητών. Ας δούμε μερι­κά ερωτήματα-κλειδιά που διακρίνουν αυτή τη μεστή νοήμα­τος παραλλαγή:

Ποιος μιλά; Κατά κανόνα κάθε αφήγηση λένε ότι διαθέτει έναν αφηγητή, ο οποίος μπορεί να ίσταται εκτός της ιστορίας ή να είναι χαρακτήρας μέσα σ’ αυτή. Οι θεωρητικοί διακρί­νουν την «πρωτοπρόσωπη αφήγηση», όπου ο αφηγητής λέει «εγώ», από εκείνη που κάπως ασαφώς αποκαλείται «τρίτο- πρόσωπη αφήγηση», όπου δεν υπάρχει «εγώ » — ο αφηγη­τής δεν αναγνωρίζεται ως χαρακτήρας της ιστορίας και η αναφορά σε όλους τους χαρακτήρες γίνεται στο γ' πρόσωπο, μέσω του ονόματος τους ή μέσω των αντωνυμιών «αυτός» ή «αυτή». Οι πρωτοπρόσωποι αφηγητές ενδέχεται να είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας που αφηγούνται, ενδέ­χεται να είναι συμμέτοχοι, δηλαδή ήσσονες χαρακτήρες στην ιστορία ή ενδέχεται να είναι παρατηρητές της ιστορίας, των οποίων η λειτουργία δεν είναι να δράσουν αλλά να μας περι­γράφουν πράγματα. Οι πρωτοπρόσωποι παρατηρητές μπορεί να αναπτύσσονται πλήρως ως άτομα με όνομα, ιστορία και προσωπικότητα, ή μπορεί να μην αναπτύσσονται καθόλου και πολύ σύντομα να χάνονται από προσώπου γης καθώς η αφή­γηση μπαίνει στον δρόμο της, αποσυρόμενοι αμέσως αφού μας εισήγαγαν στην ιστορία.

Ποιος μιλά σε ποιον; Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα κείμε­νο το οποίο διαβάζεται από αναγνώστες. Οι αναγνώστες συ­νάγουν από το κείμενο έναν αφηγητή, μια φωνή που μιλά. 0 αφηγητής απευθύνεται σε ακροατές οι οποίοι συχνά εξυπο-

Page 127: θεωρία λογοτεχνίας

120 ΛΟΓΟΙ ΕΧΝ1ΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

νοούνται ή κατασκευάζονται, ενώ άλλοτε αναγνωρίζονται άμεσα (ειδικά σε ιστορίες μέσα σε ιστορίες, όπου κάποιος χαρακτήρας αναλαμβάνει τον ρόλο του αφηγητή και αφηγεί- ται την εσωτερική ιστορία σε άλλους χαρακτήρες). Το κοινό του αφηγητή αποκαλείται συχνά αφηγηματικός αποδέκτης. Είτε η ταυτότητα των ακροατών ορίζεται με σαφήνεια είτε όχι, ο αφηγηματικός λόγος κατασκευάζει έμμεσα ένα κοινό στο οποίο απευθύνεται, με βάση όλα όσα η αφήγηση θεωρεί δεδομένα και όλα όσα επεξηγεί. Το έργο μιας άλλης εποχής και ενός άλλου τόπου προϋποθέτει συνήθως ένα κοινό το οποίο αναγνωρίζει ορισμένες αναφορές και συμμερίζεται ορι­σμένα προαπαιτούμενα, που ένας σύγχρονος αναγνώστης εν­δεχομένως δεν συμμερίζεται. Η φεμινιστική κριτική έχει δεί­ξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο οι ευ­ρωπαϊκές και αμερικανικές αφηγήσεις επιβάλλουν συνήθως έναν άρρενα αναγνώστη: απευθύνονται έμμεσα στον ανα­γνώστη ως κάποιον που συμμερίζεται την αντρική οπτική γω­νία θέασης των πραγμάτων.

Ποιος μιλά πότε; Η αφήγηση μπορεί να τοποθετείται τη στιγμή που συμβαίνουν τα γεγονότα (όπως στο έργο του Alain Robbe-Grillet Ζήλεια, όπου η αφήγηση παίρνει τη μορ­φή «τώρα συμβαίνει το χ, τώρα συμβαίνει το ψ, τώρα συμ­βαίνει το ω»). Η εξιστόρηση ενδέχεται να ακολουθεί αμέσως μετά τα συγκεκριμένα γεγονότα, όπως στα επιστολογραφικά μυθιστορήματα (μυθιστορήματα με τη μορφή επιστολών), με παράδειγμα το έργο Πάμελα του Samuel Richardson, όπου κάθε επιστολή πραγματεύεται το τι έχει συμβεί μέχρι εκείνο το σημείο. Ή, όπως είθισται, η αφήγηση μπορεί να λαμβάνει χώρα μετά από τα καταληκτήρια γεγονότα της ιστορίας, κα­θώς ο αφηγητής ανατρέχει σε ολόκληρη την ακολουθία των γεγονότων.

Ποιος μιλά ποια γλώσσα; Οι αφηγηματικές φωνές μπορεί να διαθέτουν η καθεμιά τη δική της διακριτική γλώσσα, με

Page 128: θεωρία λογοτεχνίας

ΑΦΗΓΗΣΗ 121

την οποία εξιστορούν καθετί μέσα στην ιστορία, ή μπορεί να υιοθετούν και να μεταφέρουν τη γλώσσα άλλων. Ένα αφήγη­μα που βλέπει τα πράγματα μέσα από τη συνείδηση ενός παιδιού, μπορεί είτε να χρησιμοποιεί τη γλώσσα των ενηλί­κων προκειμένου να μεταφέρει τις αντιλήψεις του παιδιού ε ί­τε να ολισθαίνει στη γλώσσα ενός παιδιού. 0 Ρώσος θεωρη­τικός Mikhail Bakhtin περιγράφει το μυθιστόρημα ως κατά βάση πολυφωνικό ή διαλογικό παρά μονολογικό (μονο-φωνι- κό): η ιδιοσυστασία του μυθιστορήματος έγκειται στην πα­ρουσίαση διαφορετικών φωνών ή λόγων και, συνεπώς, στην παρουσίαση της σύγκρουσης διαφορετικών κοινωνικών προο­πτικών και απόψεων.

Ποιος μιλά με ποια αρμοδιότητα; Η διήγηση μιας ιστορίας προϋποθέτει τη διεκδίκηση μιας ορισμένης εξουσίας, την οποία παραχωρούν στον αφηγητή οι ακροατές. Όταν ο αφη­γητής στο μυθιστόρημα Έμμα της Jane Austen αρχίζει με τα λόγια «Η Έμμα Γουντχάουζ, όμορφη, έξυπνη και πλούσια, με άνετο σπίτι και χαρούμενη διάθεση...», εμείς ως αναγνώστες δεν αναρωτιόμαστε με σκεπτικισμό εάν η Έμμα Γουντχάουζ ήταν πράγματι όμορφη και έξυπνη. Αποδεχόμαστε τη δήλω­ση του αφηγητή μέχρις ότου μας δοθεί αφορμή να σκεφτού- με διαφορετικά. Οι αφηγητές μερικές φορές χαρακτηρίζονται αναξιόπιστοι, όταν παρέχουν αρκετές πληροφορίες για ορι­σμένες καταστάσεις και αρκετές ενδείξεις για τις προσωπι­κές τους συμπάθειες, ώστε να μας κάνουν να αμφισβητούμε τις ερμηνείες τους για τα γεγονύτα, ή όταν εμείς βρίσκουμε κι έχουμε λόγους να αμφιβάλουμε εάν ο αφηγητής συμμερί­ζεται τις ίδιες αξίες με τον συγγραφέα. Οι θεωρητικοί κάνουν λόγο για αυτοσυνείδητη αφήγηση, όταν οι αφηγητές συζητούν και ασχολούνται με το γεγονός ότι αφηγούνται μια ιστορία, διστάζουν για το πώς πρέπει να την αφηγηθούν ή ακόμη κα­μαρώνουν για το γεγονός ότι μπορούν να καθορίσουν τον τροπο με τον οποίο θα εξελιχθεί η ιστορία. Η αυτοσυνείδητη

Page 129: θεωρία λογοτεχνίας

122 ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

αφήγηση υπογραμμίζει το πρόβλημα της αφηγηματικής εξου­σίας.

Ποιος βλέπει; Στις συζητήσεις για την αφήγηση γίνεται συ­χνά λόγος για την «οπτική γωνία από την οποία λέγεται μια ιστορία», όμως αυτή η χρήση της οπτικής γωνίας συγχέει δύο διαφορετικά ερωτήματα: το ερώτημα «ποιος μιλά;» και το ερώτημα «ποιανού η άποψη παρουσιάζεται;» Το μυθιστόρη­μα του Henry James, Τι ήξερε η Μέισι χρησιμοποιεί έναν αφη­γητή που δεν είναι παιδί αλλά παρουσιάζει την ιστορία μέσω της συνείδησης του παιδιού που λέγεται Μέισι. Η Μέισι δεν είναι ο αφηγητής* περιγράφεται στο τρίτο πρόσωπο ως «αυ­τή», αλλά το μυθιστόρημα παρουσιάζει πολλά πράγματα από τη δική της προοπτική. Η Μέισι, για παράδειγμα, δεν κατα­λαβαίνει απόλυτα τη σεξουαλική διάσταση των σχέσεων με­ταξύ των ενηλίκων που την περιβάλλουν. Η ιστορία εστιάζε­ται —για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που αναπτύχθηκε από τους θεωρητικούς της αφήγησης Mieke Bal και Gerard Genette— διαμέσου της Μέισι. Δική της είναι η συνείδηση ή η οπτική γωνία μέσω της οποί ας γίνεται η εστίαση των γεγο­νότων. Το ερώτημα «ποιος μιλά», ως εκ τούτου, διαφέρει από το ερώτημα «ποιος βλέπει;» Από τίνος την προοπτική εστιάζονται και παρουσιάζονται τα γεγονότα; Ο εστιάζων μπορεί να ταυτίζεται ή να μην ταυτίζεται με τον αφηγητή. Στο σημείο αυτό υπάρχουν πολυάριθμες μεταβλητές.

1. Η μεταβλητή του Χρόνου. Η αφήγηση μπορεί να εστιά­ζει στα γεγονότα από τη στιγμή που συνέβησαν, από μικρό χρονικό διάστημα μετά τη στιγμή που συνέβησαν ή από με­γάλο χρονικό διάστημα αργότερα. Μπορεί να εστιάζει στο τι ο εστιάζων ήξερε ή πίστευε τη στιγμή που συνέβη το γεγο­νός ή στο πώς εκείνη (η Μέισι στη συγκεκριμένη περίπτωση) είδε τα πράγματα αργότερα, χάρη στην κατάλληλη απόστα­ση που παρήλθε εν τω μεταξύ. Εξιστορώντας κάτι που συ­νέβη σ’ αυτήν όταν ήταν παιδί, ο αφηγητής μπορεί να εστιά­

Page 130: θεωρία λογοτεχνίας

ΑΦΗΓΗΣΗ 128

ζει στο γεγονός μέσω της συνείδησης αυτής ως παιδιού, πε­ριορίζοντας την εξιστόρηση στο τι εκείνη σκεφτόταν και αι­σθανόταν εκείνη την εποχή, ή μπορεί η ίδια να εστιάζει στα γεγονότα μέσω της γνώσης και της κατανόησης που έχει γι’ αυτά κατά τη στιγμή της αφήγησης. Φυσικά, μπορεί η ίδια ως χαρακτήρας να συνδυάζει και τις δύο αυτές προοπτικές, μετατοπιζόμενη ανάμεσα στο τι ήξερε ή αισθανόταν τότε και στο τι αναγνωρίζει τώρα. Όταν η τριτοπρόσωπη αφήγηση εστιάζει στα γεγονότα μέσω ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα, μπορεί να χρησιμοποιεί ανάλογες παραλλαγές, εξιστορώντας πώς τα πράγματα φαίνονταν στον χαρακτήρα εκείνη την εποχή ή πώς έγιναν αντιληπτά αργότερα. Η επιλογή της χρο­νικής εστίασης δημιουργεί τεράστιες διαφορές στα αποτελέ­σματα μιας αφήγησης. Οι αστυνομικές ιστορίες, για παρά­δειγμα, αφηγούνται μόνο όσα μάθαινε ο εστιάζων λεπτό προς λεπτό κατά τη διάρκεια της έρευνας, φυλάσσοντας τη γνώση της έκβασης για το τελικό αποκορύφωμα.

2. Ταχύτητα και ρυθμός. Η εστίαση της ιστορίας μπορεί να γίνει μικροσκοπικά, όπως θα λέγαμε, ή τηλεσκοπικά, προ­χωρώντας αργά και πολύ λεπτομερειακά ή εξιστορώντας γρήγορα το τι συνέβη: « 0 ευγνώμων Μονάρχης έδωσε στον Πρίγκιπα την κόρη του σε γάμο και, όταν ο Βασιλιάς πέθα- νε, ο Πρίγκιπας τον διαδέχτηκε στον θρόνο και βασίλεψε ευ­τυχισμένα για πολλά-πολλά χρόνια». Με την ταχύτητα σχε­τίζονται και οι παραλλαγές της συχνότητας: ως αναγνώστες μπορούμε να μάθουμε τι συνέβη σε μια συγκεκριμένη ευκαι­ρία ή τι συνέβαινε κάθε Τρίτη. Ακόμη πιο χαρακτηριστική πε­ρίπτωση αποτελεί το φαινόμενο που ο Gerard Genette ονομά­ζει «ψευδο-επανάληψη» («pseud ο-iterative»), όπου κάτι πά- ρα πολύ ιδιαίτερο που δεν θα μπορούσε να επαναλαμβάνε­ται πολλές φορές, παρουσιάζεται ως κάτι που συνέβαινε τα­κτικά.

3. Όρια της γνώσης. Στο ένα άκρο, μια αφήγηση μπορεί

Page 131: θεωρία λογοτεχνίας

124 ΛΟΓΟΤΕΧΝ I Κ H ΘΕΩΡΙΑ

να εστιάζει την ιστορία μέσω μιας πολύ περιορισμένης προ­οπτικής —μιας προοπτικής «ματιού της κάμερας» ή «μύγας στον τοίχο»— εξιστορώντας τις πράξεις χωρίς να μας παρέ­χει πρόσβαση στις σκέψεις των χαρακτήρων. Ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση μπορούν να υπάρξουν μεγάλες παραλ­λαγές ανάλογα με τον βαθμό κατανόησης που εμπεριέχουν οι «αντικειμενικές» ή «εξωτερικές» περιγραφές. Έτσι, η περι­γραφική φράση «ο γέρος άναψε ένα τσιγάρο» φαίνεται να εστιάζεται μέσω ενός παρατηρητή που είναι εξοικειωμένος με τις ανθρώπινες δραστηριότητες, ενώ η περιγραφή «το αν­θρώπινο ον με τα γκρίζα μαλλιά στην κορυφή της κεφαλής του κρατούσε κοντά στο πρόσωπό του ένα φλεγόμενο φρύ­γανο, όταν καπνός άρχισε να αναδύεται από ένα λευκό σω- ληνοειδή αγωγό συνδεδεμένο με το σώμα του», φαίνεται να εστιάζεται μέσω κάποιου εξωγήινου ή μέσω ενός προσώπου που είναι «εκτός τόπου και χρόνου». Στο άλλο άκρο βρίσκε­ται η επονομαζόμενη «παντογνωστική αφήγηση» όπου ο εστιάζων είναι μια υπεράνθρωπη μορφή που έχει πρόσβαση στις πιο μύχιες σκέψεις και στα πιο απόκρυφα κίνητρα των χαρακτήρων: « 0 βασιλιάς χαιρόταν υπέρμετρα στη θέα του, όμως η απληστία του για χρυσάφι ακόμη έμενε ακόρεστη». Η παντογνωστική αφήγηση, όπου δεν φαίνεται κατά βάση να υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να γνωσθεί και να λεχθεί, είναι συνήθης όχι μόνο στις παραδοσιακές αφηγήσεις αλλά και στα σύγχρονα μυθιστορήματα, οπου η επιλογή τού τι θα ειπωθεί την κατάλληλη στιγμή παίζει καθοριστικό ρόλο.

Εξιστορήσεις που εστιάζονται καταρχάς μέσω της συνεί­δησης ενός μεμονωμένου χαρακτήρα συναντώνται τόσο στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου ο αφηγητής ή η αφηγήτρια λέει τι σκέφτηκε και παρατήρησε, όσο και στην τριτοπρόσω- πη αφήγηση, οπότε η περίπτωση αυτή ονομάζεται συχνά «τριτοπρόσωπη περιορισμένη οπτική γωνία», όπως στο Το τι ήξερε η Μέισι. Η αναξιόπιστη αφήγηση μπορεί να είναι απο­

Page 132: θεωρία λογοτεχνίας

ΑΦΗΓΗΣΗ 125

τέλεσμα περιορισμών που υφίστανται στην οπτική γωνία — όταν μας δημιουργείται η αίσθηση ότι η συνείδηση μέσω της οποίας γίνεται η εστίαση είναι ανίκανη ή απρόθυμη να κατα­νοήσει τα γεγονότα όπως θα τα κατανοούσαν οι επαρκείς αναγνώστες της ιστορίας.

Αυτές και άλλες παραλλαγές κατά την αφήγηση και την εστίαση συμβάλλουν τα μέγιστα στο συνολικό αποτέλεσμα των μυθιστορημάτων. Μια ιστορία με παντογνωστική αφήγη­ση, η οποία καταγράφει λεπτομερειακά τα αισθήματα και τα κρυφά κίνητρα των πρωταγωνιστών και επιδεικνύει γνώση του τρόπου με τον οποίο τα γεγονότα θα εξελιχθούν, ενδέχε­ται να δημιουργεί την εντύπωση ότι ο κόσμος είναι σαφής και κατανοητός ή να προβάλλει, για παράδειγμα, την αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτό που οι άνθρωποι προτίθενται να κάνουν και σ’ αυτό που αναπόφευκτα συμβαίνει («Πού να το ξέραμε ότι δύο ώρες αργότερα θα τον χτύπαγε ένα αμάξι και όλα τα σχέδιά του θα πήγαιναν στράφι»). Από την άλλη μεριά, μια ιστορία που λέγεται από την περιορισμένη οπτική γωνία ενός μεμονωμένου πρωταγωνιστή ενδέχεται να προβάλλει την απόλυτη απροβλεψιμότητα όσων πρόκειται να συμβούν: από τη στιγμή που δεν ξέρουμε τι σκέφτονται οι άλλοι χαρακτή­ρες ή τι άλλο συμβαίνει, οτιδήποτε τυχαίνει στον συγκεκρι­μένο χαρακτήρα μπορεί να αποτελέσει έκπληξη. Οι περιπλο­κές της αφήγησης κορυφώνονται κι άλλο με τον εγκιβωτισμό ιστοριών μέσα σε άλλες ιστορίες, έτσι ώστε η πράξη της αφή­γησης μιας ιστορίας να αποτελεί αφ’ εαυτής γεγονός μέσα στην ιστορία — ένα γεγονός του οποίου οι συνέπειες και η σπουδαιότητα γίνονται κύριο μέλημα. Ιστορίες μέσα σε ιστο­ρίες μέσα σε ιστορίες.

Οι θεωρητικοί ασχολούνται επίσης με τη λειτουργία των διηγήσεων. Ανέφερα στο Κεφάλαιο 2 ότι τα «κείμενα αφη­γηματικής έκθεσης», μια κατηγορία η οποία περιλαμβάνει εξίσου τις λογοτεχνικές αφηγήσεις και τις ιστορίες που οι άν­

Page 133: θεωρία λογοτεχνίας

126 ΛΟΚ ) I ΙΛ Μ Κ ΙΙ Θ111ΡΙΑ

θρωποι λένε μεταξύ τους, έχουν πέραση επειδή οι ιστορίες τους είναι διηγήσιμες. «αξίζει να ειπωθούν». Οι παραμυθά­δες απεχθάνονται πάντα την πιθανή ερώτηση, «Και λοιπόν;». Μα τι είναι αυτό που κάνει μια ιστορία «άξια να ειπωθεί»; Τι πράγμα πετυχαίνουν οι ιστορίες;

Πρώτον, προσφέρουν ευχαρίστηση — ευχαρίστηση, όπως μας λέει ο Αριστοτέλης, μέσω της μίμησης της ζωής και με- σω του ρυθμού τους. Το αφηγηματικό σχέδιο που επιφυλάσ­σει μια απρόσμενη τροπή, όπως όταν ο απατεώνας πέφτει στη φάκα ή τα πράγματα έρχονται καπάκι, προσφέρει ευχα­ρίστηση αυτό καθαυτό και πολλές αφηγήσεις έχουν κατ’ ου­σίαν αυτήν ακριβώς τη λειτουργία: να διασκεδάσουν τους ακροατές δίνοντας νέα τροπή σε οικείες καταστάσεις.

Η ευχαρίστηση της αφήγησης συνδέεται με την επιθυμία. Οι πλοκές λένε για την επιθυμία και τα επακόλουθά της, όμως η κίνηση της αφήγησης αυτή καθαυτή ωθείται από την επιθυμία υπό τη μορφή της «επιστημοφιλίας», μιας επιθυ­μίας του μανθάνειν: θέλουμε να ανακαλύψουμε μυστικά, να μάθουμε το τέλος, να βρούμε την αλήθεια. Εάν αυτό που κι­νεί την αφήγηση είναι η «ανδρική» ενόρμηση για έλεγχο των πραγμάτων, η επιθυμία να αποκαλυφθεί η αλήθεια (η «γυμνή αλήθεια»), τότε ποια είναι η γνώση που μας προσφέρει η αφήγηση για να ικανοποιηθεί αυτή η επιθυμία; Είναι άραγε αυτή η ίδια η γνώση αποτέλεσμα επιθυμίας; Οι θεωρητικοί θέτουν συχνά τέτοιου είδους ερωτήματα όσον αφορά τις σχέ­σεις μεταξύ της επιθυμίας, των εξιστορήσεων και της γνώσης.

Και τούτο γιατί άλλη λειτουργία των εξιστορήσεων, όπως έχουν επισημάνει οι θεωρητικοί, είναι να μας διδάσκουν πράγματα σχετικά με τον κόσμο, να μας δείχνουν πώς ο κό­σμος λειτουργεί, να μας επιτρέπουν —μέσω των τεχνασμά­των της εστίασης— να βλέπουμε τα πράγματα από άλλες πλεονεκτικές οπτικές γωνίες και να κατανοούμε τα κίνητρα των άλλων, που συνήθως μας είναι σκοτεινά. Ο μυθιστοριο-

Page 134: θεωρία λογοτεχνίας

ΑΦΗΓΗΣΗ 127

γράφος Ε.Μ. Forster παρατηρεί ότι τα μυθιστορήματα, προ- σφέροντας τη δυνατότητα τελείας γνώσης των άλλων, αντι­σταθμίζουν τη μειωμένη όραση που έχουμε όσον αφορά τους άλλους στην «πραγματική ζωή». Οι χαρακτήρες στα μυθι­στορήματα

είναι άνθρωποι των οποίων οι μυστικές ζωές είναι σε θέα ή μπορεί να είναι σε θέα: εμείς είμαστε άνθρωποι των οποίων οι μυστικές ζωές είναι αθέατες. Κι αυτός είναι ο λόγος που τα μυθιστορήματα, ακόμη και αν πραγματεύονται αχρείους ανθρώπους, μπορούν να μας προσφέρουν παραμυθία* προ­βάλλουν μια πιο κατανοητή και ως εκ τούτου πιο εύκολα αντιμετωπίσιμη ανθρώπινη φυλή και μας δίνουν την ψευδαί­σθηση της οξυδέρκειας και της ισχύος.

Μέσω της γνώσης που παρουσιάζουν, οι αφηγήσεις ασκούν αστυνόμευση. Τα μυθιστορήματα στη Δυτική παρά­δοση δείχνουν με ποιο τρόπο οι φιλοδοξίες χαλιναγωγούνται και οι επιθυμίες προσαρμόζονται στην κοινωνική πραγματι­κότητα. Πολλά μυθιστορήματα είναι ιστορίες νεανικών ψευ­δαισθήσεων που έχουν συντρίβει. Μας μιλούν για την επιθυ­μία, προκαλούν την επιθυμία, κοινοποιούν τα πιθανά σενάρια της ετεροφυλόφιλης επιθυμίας και, από τον δέκατο όγδοο αι­ώνα και εξής, έχουν καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να μας υποδείξουν ότι είμαστε σε θέση να αποκτήσουμε την πραγματική μας ταυτότητα, αν ποτέ το καταφέρουμε, μέσα από τον έρωτα και τις προσωπικές μας σχέσεις παρά μέσα από τη δημόσια δράση. Όπως όμως μας εξασκούν στην πε­ποίθηση ότι υπάρχει αυτό που λέγεται «να είσαι ερωτευμέ­νος», υποβάλλουν επίσης αυτή την ιδέα σε απομυθοποίηση.

Στο μέτρο που γινόμαστε ό,τι είμαστε μέσα από αλλε­πάλληλες ταυτίσεις (βλ. Κεφάλαιο 8), τα μυθιστορήματα αποτελούν ισχυρότατο επινόημα για την εσωτερίκευση των κοινωνικών κανόνων. Ταυτόχρονα, ωστόσο, οι αφηγήσεις

Page 135: θεωρία λογοτεχνίας

128 Λ ΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΟΡΙΑ

αποτελούν επίσης μέθοδο κοινωνικής κριτικής. Εκθέτουν την κενότητα της εγκόσμιας επιτυχίας, τη διαφθορά του κόσμου ή την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις ευγενέστερες φιλοδο­ξίες μας. Παρουσιάζουν ανάγλυφα τις δυσχερείς καταστάσεις που βιώνουν οι απανταχού καταπιεσμένοι, μέσα από ιστορίες που καλούν τους αναγνώστες, μέσω της διαδικασίας της ταύ­τισης, να θεωρήσουν ορισμένες καταστάσεις ανυπόφορες.

Τελικά, το βασικό για τη θεωρία ερώτημα στον τομέα της αφήγησης είναι το ακόλουθο: η αφήγηση αποτελεί άραγε θε­μελιακή μορφή γνώσης (η οποία προσφέρει γνώση του κό­σμου μέσω της κατανόησής του) ή μήπως είναι απλά ρητορι­κή δομή η οποία αποκαλύπτει αλλά και διαστρεβλώνει εξί­σου; Η αφήγηση είναι άραγε πηγή γνώσης ή ψευδαίσθησης; Η γνώση που η αφήγηση προτίθεται να παρουσιάσει, μήπως είναι αποτέλεσμα επιθυμίας; 0 θεωρητικός Paul de Man πα­ρατηρεί ότι, ενώ κανείς με τα σωστά του δεν θα προσπα­θούσε να καλλιεργήσει σταφύλια με το φως της λέξης μέρα, είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να μη σκεπτόμαστε αρκετές φορές τη ζωή μας με βάση τα πρότυπα κάποιων μυθοπλα- σιακών αφηγήσεων. Άραγε κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι τα διαφωτιστικά και παραμυθητικά αποτελέσματα των αφηγή­σεων είναι απατηλά;

Για να απαντήσουμε σ’ αυτές τις ερωτήσεις, θα έπρεπε να έχουμε, αφενός, γνώση του κόσμου ο οποίος είναι ανεξάρτη­τος από τις αφηγήσεις και, αφετέρου, κάποια βασικά στοι­χεία για να θεωρήσουμε αυτή τη γνώση πιο έγκυρη από τη γνώση που παρέχουν οι αφηγήσεις. Το αν όμως υπάρχει τέ­τοιου είδους έγκυρη γνώση ξέχωρα από την αφήγηση, είναι ακριβώς ό,τι διακυβεύεται στο ερώτημα εάν η αφήγηση είναι πηγή γνώσης ή ψευδαίσθησης. Έτσι, καθώς φαίνεται, δεν μπορούμε να απαντήσουμε σ’ αυτή την ερώτηση, εάν όντως έχει κάποια απάντηση. Αντ’ αυτού, πρέπει να κινούμαστε ολοένα ανάμεσα στην επίγνωση ότι η αφήγηση αποτελεί ρη­

Page 136: θεωρία λογοτεχνίας

ΑΦΗΓΗΣΗ 129

τορική δομή η οποία δημιουργεί την ψευδαίσθηση της οξυ­δέρκειας, και στη μελέτη της αφήγησης ως του κατεξοχήν τρόπου κατανόησης των πραγμάτων που έχουμε στη διάθεσή μας. Τελικά, ακόμη και η αποκάλυψη της αφήγησης ως ρη­τορικής έχει τη δομή μιας αφήγησης: είναι μια ιστορία μέσα στην οποία η αρχική μας πλάνη υποχωρεί μπροστά στη δρι- μεία λάμψη της αλήθειας, για να αναδυθουμε πιο λυπημένοι αλλά σοφότεροι, διαψευσμένοι αλλά φρονηματισμένοι. Στα­ματούμε να χορεύουμε γύρω-γύρω και στοχαζόμαστε το μυ­στικό. Και η ιστορία συνεχίζεται.

Page 137: θεωρία λογοτεχνίας

Κ εφ α λ α ίο 7

Επιτελεστική γλώσσα

Σ’ αυτό το κεφάλαιο διεξέρχομαι ένα χαρακτηριστικό παρά­δειγμα «θεωρίας» παρακολουθώντας μια έννοια που γνώρι­σε μεγάλη άνθιση στη λογοτεχνική και πολιτισμική θεωρία και της οποίας η τύχη απεικονίζει τον τρόπο με τον οποίο οι ιδέες μεταβάλλονται εν όσω ελκύονται στο βασίλειο της «θ ε­ωρίας». Το πρόβλημα της «επιτελεστικής» γλώσσας φέρνει στο προσκήνιο σημαντικά ζητήματα σε ό,τι αφορά το νόημα και τα αποτελέσματα της γλώσσας και εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα και τη φύση του υποκειμένου.

Η έννοια της επιτελεστικής εκφώνησης αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1950 από τον Άγγλο φιλόσοφο J.L. Austin, ο οποίος πρότεινε μια διάκριση μεταξύ δύο ειδών εκφώνησης: Οι διαπιστωτικές εκφωνήσεις, όπως «ο Γιώργος υποσχέθηκε ότι θα έλθει», δηλώνουν κάτι, περιγράφουν μια κατάσταση πραγμάτων και είναι αληθείς ή ψευδείς. Οι επιτελεστικές εκ­φωνήσεις —ή επιτελεστικά (performatives)— δεν είναι αλη­θείς ή ψευδείς και επιτελούν στην παρούσα κατάσταση τη δράση στην οποία αναφέρονται. Όταν λέω «Υπόσχομαι να σε πληρώσω», η φράση δεν περιγράφει μια κατάσταση πραγ­μάτων αλλά επιτελεί την πράξη της υπόσχεσης* η εκφώνηση

Page 138: θεωρία λογοτεχνίας

132 ΛΟ ΙΌ ΎΕΧΝ ΙΚ ΙΙ Θ ΙΤΙΡ ΙΛ

είναι αφ’ εαυτής πράξη. 0 Austin γράφει ότι όταν, σε μια γα­μήλια τελετή, ο ιερέας ή ο δήμαρχος ρωτά «Δέχεσαι αυτή τη γυναίκα για σύζυγό σου» κι εγώ απαντώ «Δέχομαι», δεν πε­ριγράφω κάτι, απλά το πραγματοποιώ* «Δεν κάνω την ανα­φορά ενός γάμου. Εμπλέκομαι σ’ αυτόν». Όταν λέω «Δέχο­μαι», η συγκεκριμένη επιτελεστική εκφώνηση δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής. Μπορεί να είναι πρέπουσα ή άκαιρη ανάλογα με τις συνθήκες, αλλιώς, μπορεί να είναι «επιτυχής» ή «ανεπιτυχής» σύμφωνα με την ορολογία του Austin. Μπο­ρεί να πω «Δέχομαι» και να μην τα καταφέρω να παντρευ­τώ — εάν, για παράδειγμα, είμαι ήδη παντρεμένος ή το πρό­σωπο που τελεί την τελετή δεν έχει τη δικαιοδοσία να τελεί γάμους στη συγκεκριμένη κοινότητα. Η εκφώνηση θα «απο- τύχει», λέει ο Austin. Η εκφώνηση θα είναι ατυχής —ανεπι- τυχής— όπως θα είναι, αναμφίβολα, και ο γαμπρός ή η νύφη ή και οι δυο τους.

Οι επιτελεστικές εκφωνήσεις δεν περιγράφουν αλλά επι- τελούν την πράξη που δηλώνουν. Εκστομίζοντας απλά τις συ­γκεκριμένες λέξεις, υπόσχομαι, διατάζω ή παντρεύομαι. Ένα απλό τεστ για την επιτελεστική ή μη φύση μιας εκφώνησης είναι η δυνατότητα ή η αδυναμία να προστεθεί το προθετικό σύνολο «διά του παρόντος» πριν από το ρήμα, όπου το «διά του παρόντος» σημαίνει «εκφωνώντας αυτά τα λόγια»: «Διά του παρόντος υπόσχομαι»* «Διά του παρόντος κηρύττουμε την ανεξαρτησία μας»' «Διά του παρόντος σε διατάσσω...»* όχι όμως και «Διά του παρόντος περπατώ στην πόλη». Δεν μπορώ να επιτελέσω την πράξη του περπατήματος εκφωνώ­ντας απλώς μερικές λέξεις.

Η διάκριση μεταξύ της επιτελεστικής και της διαπιστωτι- κής λειτουργίας της γλώσσας αποτυπώνει μια σημαντική δια­φορά μεταξύ των τύπων εκφώνησης και έχει το μεγάλο πλε­ονέκτημα ότι μας πληροφορεί για την έκταση στην οποία η γλώσσα επιτελεί πράξεις παρά δίνει αναφορά γι’ αυτές. Κα­

Page 139: θεωρία λογοτεχνίας

ΕΠ ΙΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 133

θώς όμως ο Austin προχωρεί μακρύτερα την ανάλυσή του όσον αφορά την επιτελεστική λειτουργία της γλώσσας, συνα­ντά ορισμένες δυσκολίες. Μπορείς να καταρτίσεις έναν κα­τάλογο «επιτελεστικών ρημάτων» τα οποία στο πρώτο πρό­σωπο της οριστικής ενεστώτα (υπόσχομαι, διατάσσω, δηλώ­νω) επιτελούν την πράξη την οποία δηλώνουν. Δεν μπορείς όμως να οριοθετήσεις την επιτελεστικότητα καταρτίζοντας απλώς έναν πίνακα των ρημάτων που λειτουργούν μ’ αυτό τον τρόπο, διότι κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες μπορείς να επιτελέσεις την πράξη τού να διατάξεις κάποιον να στα­ματήσει εάν φωνάξεις «Αλτ», παρά εάν πεις «Διά του παρό­ντος σε διατάσσω να σταματήσεις». Η φαινομενικά διαπι- στωτική δήλωση «Θα σε πληρώσω αύριο», η οποία είναι σί­γουρο ότι θα αποδειχθεί αληθής ή ψευδής ανάλογα με το τι θα συμβεί αύριο, είναι δυνατόν, σε κατάλληλες συνθήκες, να αποτελέσει μια υπόσχεση πληρωμής, παρά μια περιγραφή ή πρόβλεψη όπως είναι η δήλωση «αυτός θα σε πληρώσει αύ­ριο». Από τη στιγμή όμως που αποδέχεσαι την ύπαρξη τέ­τοιου είδους «υποδηλούμενων επιτελέσεων», όπου δεν υπάρ­χει κάποιο ρητά επιτελεστικό ρήμα, πρέπει να παραδεχτείς ότι οποιαδήποτε εκφορά μπορεί να είναι υποδηλούμενη επι­τέλεση. Η φράση «Η γάτα είναι επάνω στο στρώμα», αυτή η στοιχειώδης διαπιστωτική εκφώνηση, μπορεί να θεωρηθεί ελ­λειπτική εκδοχή τού «Διά του παρόντος διαβεβαιώ ότι η γά­τα είναι επάνω στο στρώμα», μια επιτελεστική εκφώνηση που επιτελεί την πράξη της επιβεβαίωσης αυτού στο οποίο αναφέρεται. Οι διαπιστωτικές εκφωνήσεις επιτελούν επίσης δράσεις — δράσεις δήλωσης, διαβεβαίωσης, περιγραφής και ούτω καθεξής. Είναι, όπως τελικά αποδεικνύεται, ένας δια­φορετικός τύπος επιτέλεσης, πράγμα που θα έχει σημασία σε ένα κατοπινό στάδιο.

Οι κριτικοί της λογοτεχνίας αγκάλιασαν την έννοια της επιτέλεσης ως έννοια που βοηθά στον χαρακτηρισμό του λο­

Page 140: θεωρία λογοτεχνίας

134 ΛΟΓΟ 11 ΧΝ I ΚΙ I ΘΚΠΡΙΑ

γοτεχνικού λόγου. Οι θεωρητικοί επί μακρόν υποστήριζαν την άποψη ότι πρέπει να προσέχουμε όσα η λογοτεχνική γλώσσα πράττει εξίσου με όσα λέει, και η έννοια της επιτέλεσης έρ­χεται τώρα να προσδώσει σ’ αυτή την ιδέα γλωσσολογική και φιλοσοφική δικαίωση: υπάρχει μία κατηγορία εκφωνήσεων που πρώτα απ’ όλα πράττουν κάτι. Όμοια όπως η επιτέλεση, η λογοτεχνική εκφώνηση δεν αναφέρεται σε κάποια προγενέ­στερη κατάσταση πραγμάτων και δεν είναι αληθής ή ψευδής. Επίσης, η λογοτεχνική εκφώνηση δημιουργεί την κατάσταση πραγμάτων στην οποία αναφέρεται, από πολλές και διάφο­ρες απόψεις. Αρχικά και πολύ απλά, ζωντανεύει τους χαρα­κτήρες και τις πράξεις τους, για παράδειγμα. Η αρχή του Οδυσσέα του James Joyce, («Επιβλητικός και παχουλός, ο Μπακ Μάλιγκαν εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο, κρατώντας ένα κύπελο με σαπουνάδα, όπου ήταν ακουμπισμένα σταυ­ρωτά ένας καθρέφτης κι ένα ξυράφι»*1) δεν αναφέρεται σε μια προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων αλλά δημιουργεί τον συγκεκριμένο χαρακτήρα και τη συγκεκριμένη κατάστα­ση. Δεύτερον, τα λογοτεχνικά έργα ζωντανεύουν ιδέες και έν­νοιες, τις οποίες παρουσιάζουν και αναπτύσσουν. 0 La Rochefoucauld ισχυρίζεται ότι σε κανέναν δεν θα είχε περά- σει ποτέ από το μυαλό να ερωτευτεί, εάν δεν είχαν όλοι δια­βάσει για τον έρωτα σε βιβλία, και η έννοια του ρομαντικού έρωτα (και της κεντρικής θέσης του στις ζωές των ατόμων) αποτελεί αδιαφιλονίκητα ένα μαζικό λογοτεχνικό δημιούργη­μα. Ακόμη και τα ίδια τα μυθιστορήματα, από τον Δον Κι- χώτη μέχρι τη Μαντάμ Μποβαρύ, επιρρίπτουν την ευθύνη των ρομαντικών ιδεών τους σε άλλα βιβλία.

Κοντολογίς, η επιτελεστικότητα φέρνει στο προσκήνιο μια

1 «Stately plump Buck Mulligan came from the stairhead bearing a bowl of lather on which a mirror and a razor lay crossed». Μετάφραση Σω­κράτη Καψάσκη, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1990 (9η έκδ.).

Page 141: θεωρία λογοτεχνίας

ΕΠ ΠΈΛΕΣΊΊΚΗ ΓΛΠΣΣΑ

ορισμένη χρήση της γλώσσας που προηγουμένως θεωρούνταν περιθωριακή —μια δραστική κοσμο-πλαστική χρήση της γλώσσας, η οποία προσομοιάζει με τη λογοτεχνική γλώσσα— και μας βοηθά να αντιληφθούμε τη λογοτεχνία ως πράξη ή γεγονός. Η αντίληψη της λογοτεχνίας ως επιτελεστικής συμ­βάλλει στην προάσπιση της λογοτεχνίας: η λογοτεχνία δεν εί­ναι κάποιες επιπόλαιες ψευδοδηλώσεις αλλά συγκατατάσσε- ται μεταξύ εκείνων των πράξεων της γλώσσας που μετασχη­ματίζουν τον κόσμο, ανελκύοντας στην ύπαρξη τα πράγματα που κατονομάζουν.

Η επιτελεστικότητα συνδέεται με τη λογοτεχνία και με έναν δεύτερο τρόπο. Κατά βάση τουλάχιστον, η επιτέλεση διαρρηγνύει το δεσμό μεταξύ του νοήματος και της πρόθεσης του ομιλητή, εφόσον κάθε πράξη που επιτελώ με τα λόγια μου δεν καθορίζεται από την πρόθεσή μου αλλά από τις κοι­νωνικές και γλωσσικές συμβάσεις. Η εκφώνηση, επιμένει ο Austin, δεν θα πρέπει να θεωρείται το εξωτερικό σημείο κά- ποιας εσώτερης πράξης την οποία αναπαριστά αληθώς ή ψευ- δώς. Εάν πω «υπόσχομαι» στις κατάλληλες συνθήκες, έχω υποσχεθεί, έχω επιτελέσει την πράξη της υπόσχεσης, όποια πρόθεση κι αν είχα ενδεχομένως στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Από τη στιγμή που οι λογοτεχνικές εκφωνήσεις είναι επίσης γεγονότα όπου η πρόθεση του συγγραφέα δεν θεω­ρείται ότι έχει το πλέον καθοριστικό μερίδιο στη διαμόρφω­ση του νοήματος, το μοντέλο του επιτελεστικού φαίνεται να ταιριάζει κι εδώ απόλυτα.

Αν, όμως, η λογοτεχνική γλώσσα είναι επιτελεστική και αν μια επιτελεστική εκφώνηση δεν είναι αληθής ή ψευδής αλλά επιτυχής ή ανεπιτυχής, τότε τι μπορεί να σημαίνει για μια λο­γοτεχνική εκφώνηση ότι είναι επιτυχής ή ανεπιτυχής; Το ζή­τημα καταλήγει να είναι αρκετά περίπλοκο. Από τη μια με­ριά, επιτυχία μπορεί να είναι απλώς ένα ακόμη όνομα για να δηλώσει αυτό που ενδιαφέρει γενικά τους κριτικούς. Όταν

Page 142: θεωρία λογοτεχνίας

136 ΛΟΓΟΊΊ.ΧΝΙΚΗ ΘΕΟΡΙΛ

έχουμε μπροστά μας τον πρόλογο από το σονέτο του Σαίξ- πηρ «Τα μάτια της αγαπημένης μου δεν μοιάζουν με τον ήλιο» δεν ρωτάμε εάν η εκφώνηση είναι αληθής ή ψευδής, αλ­λά τι πράγμα κατορθώνει, πώς συνταιριάζεται με το υπόλοι­πο του ποιήματος και αν λειτουργεί εύστοχα (επιτυχώς) μα­ζί με τους άλλους στίχους. Αυτή ενδεχομένως είναι μια έν­νοια της επιτυχίας. Το μοντέλο, όμως, της επιτελεστικότητας κατευθύνει επίσης την προσοχή μας στις συμβάσεις οι οποί­ες επιτρέπουν σε μια ορισμένη εκφώνηση να αποτελεί υπό­σχεση ή ποίημα -στις συμβάσεις του ποιήματος, ας πούμε. Η επιτυχία μιας λογοτεχνικής εκφώνησης μπορεί, ως εκ τούτου, να συμπεριλαμβάνει τη σχέση της με τις συμβάσεις ενός ορι­σμένου είδους. Άραγε συμμορφώνεται και, κατ’ επέκταση, πετυχαίνει να είναι τελικά σονέτο κι όχι μια τρύπα στο νερό; Πέρα όμως απ’ αυτό, μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι μια λο­γοτεχνική σύνθεση είναι επιτυχής μόνο όταν αναγορεύεται πλήρως σε λογοτεχνία μέσω της δημοσίευσής της, της ανά­γνωσής της και της αποδοχής της ως λογοτεχνικού έργου, όπως ένα στοίχημα γίνεται στοίχημα μόνο από τη στιγμή που γίνεται δεκτό. Κοντολογίς, η αντίληψη της λογοτεχνίας ως επιτελεστικής επιβάλλει να στοχαστούμε πάνω στο σύνθετο πρόβλημα του τι πράγμα σημαίνει για μια λογοτεχνική αλλη­λουχία να λειτουργεί.

Η επόμενη κορυφαία στιγμή για την τύχη της επιτελεστι- κότητας έρχεται όταν ο Jacques Derrida αναλαμβάνει να πραγματευτεί την έννοια του Austin. 0 Austin είχε διακρίνει μεταξύ «σοβαρών» επιτελέσεων, οι οποίες εκπληρώνουν κά- ποια λειτουργία, όπως είναι η υπόσχεση ή η νύμφευση, και «μη σοβαρών» επιτελέσεων. Η ανάλυσή του, όπως ο ίδιος λέ­ει, εφαρμόζεται σε λόγια που ειπώνονται σοβαρά: «Δεν πρέ­πει να αστειεύομαι, για παράδειγμα, ή να γράφω ποίημα. Οι επιτελεστικές εκφωνήσεις μας, επιτυχείς ή όχι, πρέπει να γ ί­νονται κατανοητές στα πλαίσια της χρήσης τους κάτω από

Page 143: θεωρία λογοτεχνίας

ΕΠ ΙΤΕΛ ΕΣΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 137

κανονικές συνθήκες». Ωστόσο, ο Derrida υποστηρίζει ότι ο Austin, επικαλούμενος τις «κανονικές συνθήκες» αντιπαρέρ- χεται τους πολυάριθμους τρόπους με τους οποίους πολλά ψήγματα της γλώσσας μπορούν να επαναλαμβάνονται — «μη σοβαρά» αλλά επίσης σοβαρά, όπως ένα παράδειγμα ή η πα­ράθεση ενός χωρίου, λόγου χάριν. Αυτή η δυνατότητα του επαναλαμβάνεσθαι κάτω από νέες συνθήκες είναι ουσιώδης στη φύση της γλώσσας* καθετί που δεν θα μπορούσε να επα- ναληφθεί με μη σοβαρό τρόπο δεν θα ήταν γλώσσα αλλά ένα τυχαίο σήμα αναπόσπαστα συνδεδεμένο με κάποια φυσική κατάσταση. Η δυνατότητα της επανάληψης είναι βασική στη γλώσσα και ειδικά οι επιτελεστικές εκφωνήσεις μπορούν να λειτουργήσουν μόνο εάν αναγνωρίζονται ως εκδοχές ή παρα­θέσεις ορισμένων στερεότυπων διατυπώσεων, όπως «Δέχο­μαι» ή «Υπόσχομαι». (Εάν ο γαμπρός πει «Εντάξει» αντί «Δέχομαι», μπορεί να μην τα καταφέρει να παντρευτεί.) «Θα μπορούσε μια επιτελεστική εκφώνηση να επιτύχει τον στόχο της», ρωτά ο Derrida, «εάν η διατύπωσή της δεν επαναλαμ­βάνει μια “ κωδικοποιημένη” ή “ επαναλήψιμη” μορφή, με άλ­λα λόγια, εάν η στερεότυπη διατύπωση που εκφωνώ για να σημάνω την έναρξη μιας συγκέντρωσης, να εγκαινιάσω ένα πλοίο, να έλθω εις γάμου κοινωνία, δεν αναγνωρίζεται άμεσα ότι συμμορφώνεται με ένα επανερχόμενο μοντέλο, εάν δεν αναγνωρίζεται, συνεπώς, ως ένα είδος παραπομπής;» Ο Austin αντιπαρέρχεται ως αντικανονικές τις μη σοβαρές ή εξαιρετικές μεμονωμένες εκφάνσεις αυτού που ο Derrida αποκαλεί «γενική επαναληπτικότητα» (general iterability) η οποία θα πρέπει να θεωρείται νόμος της γλώσσας. Νόμος κα­θολικός και θεμελιώδης διότι οτιδήποτε, για να αποτελέσει σημείο, πρέπει να είναι ικανό να παρατίθεται και να επανα­λαμβάνεται σε όλα τα δυνατά είδη συνθηκών, συμπεριλαμ­βανομένων των μη σοβαρών. Η γλώσσα είναι επιτελεστική με την έννοια ότι δεν μεταδίδει απλώς πληροφορίες αλλά επιτε-

Page 144: θεωρία λογοτεχνίας

138 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

λεί πράξεις μέσα από την επανάληψη καθιερωμένων πρακτι­κών του λόγου ή τρόπων διεκπεραίωσης των πραγμάτων. Αυ­τό θα έχει σημασία στη μετέπειτα πορεία της επιτέλεσης.

Ο Derrida συσχετίζει την επιτελεστικότητα με το γενικό πρόβλημα των πράξεων που εγκαθιδρύει ή εγκαινιάζει, των πράξεων που δημιουργούν κάτι νέο, τόσο στην πολιτική όσο και στη λογοτεχνική σφαίρα. Ποια είναι η σχέση ανάμεσα σε μια πολιτική πράξη (όπως είναι μια δήλωση ανεξαρτησίας) που δημιουργεί μια καινούργια κατάσταση, και τις λογοτεχνι­κές εκφωνήσεις που προσπαθούν να εφεύρουν κάτι νέο, στην περίπτωση πράξεων που δεν είναι διαπιστωτικές δηλώσεις αλλά επιτελέσεις, όπως είναι οι υποσχέσεις; Τόσο η πολιτική όσο και η λογοτεχνική πράξη εξαρτώνται από έναν σύνθετο, παράδοξο συνδυασμό του επιτελεστικού και του διαπιστωτι- κού, όπου η πράξη, για να επιτύχει το σκοπό της, πρέπει μεν να πείθει παραπέμποντας σε προϋπάρχουσες καταστάσεις πραγμάτων, η επιτυχία όμως έγκειται στο να λάβει σάρκα και οστά η κατάσταση στην οποία η πράξη αυτή παραπέμπει. Τα λογοτεχνικά έργα αξιώνουν να μας μιλήσουν για τον κόσμο, πράγμα που πετυχαίνουν, όταν το πετυχαίνουν, ζωντανεύο­ντας τους χαρακτήρες και τα γεγονότα που παρουσιάζουν. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τις ιδρυτικές πράξεις στην πολιτική σφαίρα. Στη «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Ηνω­μένων Πολιτειών της Αμερικής», για παράδειγμα, η φράση κλειδί έχει ως εξής: «Επομένως, Εμείς (...) δημοσιεύουμε και διακηρύσσουμε επίσημα ότι αυτές οι Ηνωμένες Αποικίες είναι και έχουν το δικαίωμα να είναι κράτη ελεύθερα και ανεξάρ­τητα». Η δήλωση ότι οι Ηνωμένες Αποικίες είναι ανεξάρτητα κράτη είναι μια επιτέλεση με προορισμό να δημιουργήσει τη νέα πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται, αλλά για να υποστηριχθεί η συγκεκριμένη αξίωση επισυνάπτεται η διαπι- στωτική διαβεβαίωση ότι οι Ηνωμένες Αποικίες έχουν το δι­καίωμα να είναι ανεξάρτητα κράτη.

Page 145: θεωρία λογοτεχνίας

ΕΠ ΙΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 139

Η ένταση μεταξύ του επιτελεστικού και του διαπιστωτι- κού εκδηλώνεται ξεκάθαρα και στην περίπτωση της λογοτε­χνίας, όπου η δυσκολία του Austin να διαχωρίσει το επιτελε- στικό από το διαπιστωτικό μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικό γνώρισμα της λειτουργίας της γλώσσας. Αν κάθε εκφώνηση είναι εξίσου επιτελεστική και διαπιστωτική, περιλαμβάνοντας τουλάχιστον μια έμμεση διαβεβαίωση μιας κατάστασης πραγμάτων και μια γλωσσική πράξη, η σχέση ανάμεσα στο τι λέει μια εκφώνηση και στο τι πράττει δεν είναι κατ’ ανάγκην αρμονική ή συνεργατική. Για να δούμε τι παράγοντες υπει­σέρχονται στη λογοτεχνική σφαίρα, ας ανατρέξουμε πάλι στο ποίημα του Robert Frost, «Το Μυστικό κάθεται»:

Εμείς χορεύουμε γύρω-γύρω όλοι και κάνουμε υποθέσειςΌμως το Μυστικό κάθεται στη μέση και γνοορίζει.

Το ποίημα αυτό εξαρτάται από την αντίθεση μεταξύ της υπόθεσης και της γνώσης. Για να διερευνήσουμε ποια στάση παίρνει το ποίημα απέναντι σ’ αυτή την αντίθεση, ποια αξία αποδίδει στους αντιτιθέμενους όρους του, μπορούμε να θέ­σουμε το ερώτημα εάν το ίδιο το ποίημα ακολουθεί τον τρό­πο της υπόθεσης ή της γνώσης. Άραγε το ποίημα υποθέτει, όπως «εμείς» που χορεύουμε γύρω-γύρω, ή μήπως γνωρίζει, όπως το μυστικό; Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το ποίημα, ως προϊόν της ανθρώπινης φαντασίας, θα αποτελούσε παρά­δειγμα του «υποθέτειν», περίπτωση χορού γύρω σε κύκλο, όμως ο γνωμικός, παροιμιακός του χαρακτήρας και η πεπει­σμένη του δήλωση ότι το μυστικό «γνωρίζει», το κάνει πράγ­ματι να δείχνει πολύξερο. Δεν μπορούμε λοιπόν να είμαστε σίγουροι. Όμως, τι μας δείχνει το ποίημα όσον αφορά τη δια­δικασία της γνώσης; Έχουμε και λέμε: το μυστικό, το οποίο είναι κάτι που κάποιος γνωρίζει ή δεν γνωρίζει —συνεπώς, ένα αντικείμενο γνώσης— γίνεται εδώ, μέσω μετωνυμίας ή

Page 146: θεωρία λογοτεχνίας

140 ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

συνάφειας, το υποκείμενο της γνώσης, αυτό που γνωρίζει πα­ρά αυτό που είναι ή δεν είναι γνωστό. Μεγεθύνοντας και προ­σωποποιώντας την υπόσταση που λέγεται Μυστικό, το ποίη­μα επιτελεί μια ρητορική διεργασία, η οποία προωθεί το αντι­κείμενο της γνώσης στη θέση του υποκειμένου. Μας δείχνει, έτσι, ότι μια ρητορική υπόθεση μπορεί να δημιουργήσει τον γνώστη, μπορεί να αναγάγει το μυστικό σε υποκείμενο, σε χαρακτήρα αυτού του μικρού δράματος. Το μυστικό που γνωρίζει γεννιέται μέσα από μια πράξη υπόθεσης, η οποία μετατοπίζει το μυστικό από τη θέση του αντικειμένου (Κά­ποιος γνωρίζει ένα μυστικό) στη θέση του υποκειμένου (Το μυστικό γνωρίζει). Το ποίημα, έτσι, δείχνει ότι η διαπιστωτι- κή του διαβεβαίωση ότι το μυστικό γνωρίζει, εξαρτάται από μια επιτελεστική υπόθεση: την υπόθεση που ανάγει το μυ­στικό στη θέση του υποκειμένου που υποτίθεται ότι γνωρί­ζει. Η φράση λέει ότι το Μυστικό γνωρίζει, αλλά δείχνει ότι πρόκειται για μια υπόθεση.

Στην παρούσα φάση της ιστορίας της επιτελεστικόητας, η αντίθεση μεταξύ διαπιστωτικού και επιτελεστικού έχει επα­ναπροσδιοριστεί: διαπιστωτική είναι η γλώσσα που αξιώνει να αναπαραστήσει τα πράγματα ως έχουν, να ονοματίσει πράγματα που ήδη υπάρχουν, και επιτελεστική γλώσσα είναι το σύνολο των ρητορικών διεργασιών, των γλωσσικών πράξε­ων, που υπονομεύουν την παραπάνω αξίωση, επιβάλλοντας γλωσσικές κατηγορίες, προσδίδοντας ύπαρξη σε αντικείμενα, οργανώνοντας μάλλον τον κόσμο παρά αναπαριστώντας απλά αυτό που ήδη είναι. Στο σημείο αυτό μπορούμε να ανα­γνωρίσουμε την αποκαλούμενη «απορία» (aporia) μεταξύ επιτελεστικής και διαπιστωτικής γλώσσας. «Απορία» είναι το «αδιέξοδο» όπου καταλήγει μια αναποφάσιστη αμφιταλάν­τευση, όπως στο ζήτημα εάν η κότα έκανε το αυγό ή το αυ­γό την κότα. Ο μόνος τρόπος για να ισχυριστεί κανείς ότι η γλώσσα λειτουργεί επιτελεστικά προκειμένου να δώσει σχή­

Page 147: θεωρία λογοτεχνίας

KIJIΊ ΕΛΕΣΤIK Η ΓΛΩΣΣΑ 141

μα και μορφή στον κόσμο, είναι μέσω μιας διαπιστωτικής εκ­φώνησης, όπως είναι η εκφώνηση «Η γλώσσα δίνει σχήμα και μορφή στον κόσμο»· αντίστροφα, δεν υπάρχει τρόπος να υποστηρίξει κανείς τη διαπιστωτική διαφάνεια της γλώσσας παρά μόνο μέσω μιας γλωσσικής πράξης. Οι προτάσεις που επιτελούν την πράξη της δήλωσης ισχυρίζονται ότι εκθέτουν αποκλειστικά και μόνο τα πράγματα ως έχουν ωστόσο, εάν θέλεις να δείξεις το αντίθετο —ότι οι αξιώσεις περί αναπα­ράστασης των πραγμάτων ως έχουν επιβάλλουν στην πραγ­ματικότητα τις δικές τους κατηγορίες θεώρησης του κό­σμου— δεν έχεις άλλο τρόπο να το κάνεις παρά μόνο επιχει­ρηματολογώντας σχετικά με το πώς έχουν τα πράγματα. Η επιχειρηματολογία όσον αφορά το γεγονός ότι η πράξη της δήλωσης ή της περιγραφής είναι στην πραγματικότητα επιτε- λεστική, πρέπει να λάβει τη μορφή διαπιστωτικών δηλώσεων.

Η πιο πρόσφατη στιγμή στη μικρή αυτή ιστορία της επι- τελεστικότητας είναι η ανάδυση μιας «επιτελεστικής θεωρίας του φύλου και της σεξουαλικότητας» στα πλαίσια της φεμι­νιστικής θεωρίας και των ομοφυλοφιλικών σπουδών. Εμβλη- ματική μορφή είναι εδώ η Αμερικανίδα φιλόσοφος Judith Butler, της οποίας τα βιβλία Προβλήματα φύλου: Φεμινισμός καί η ανατροπή της ταυτότητας (Gender Trouble: Feminism and the Sbversion of Identity, 1990), Σώματα με σημασία (Bodies that Matter, 1993) και Ευσυγκίνητος λόγος: Πολίτική της γλωσσικής πράξης (Excitable Speech: A Politics of the Speech Act, 1997), είχαν και έχουν μεγάλη επίδραση στο πεδίο των λογοτεχνικών και πολιτισμικών σπουδών, ειδικά στη φεμινιστική θεωρία και στο αναδυόμενο πεδίο των ομοφυλοφιλικών σπουδών. Το όνομα «Αδελφίστικη θεωρία» (Queer Theory) υιοθετήθηκε πρόσφατα από τους πρωτοπόρους των ομοφυλοφιλικών σπουδών, των οποίων το έργο στα πλαίσια της πολιτισμικής θεωρίας συνδέεται με πολιτικά κινήματα για τη χειραφέτηση των ομοφυλοφίλων. Η θεωρία αυτή υιοθετεί ως όνομά της και

Page 148: θεωρία λογοτεχνίας

142 ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

αντεπιστρέφει στην κοινωνία την πιο συνηθισμένη ύβρη που δέχονται οι ομοφυλόφιλοι, το όνομα «αδελφή». Το στοίχημα είναι ότι η επιδεικτική προβολή αυτού του ονόματος μπορεί να αλλάξει τη σημασία του και να το αναγάγει σε έμβλημα τιμής παρά σε βρισιά. Εδώ, ένα θεωρητικό σχέδιο συναγωνί­ζεται τις τακτικές των δυναμικότατων εκείνων ακτιβιστικών οργανώσεων που συμμετέχουν στον αγώνα κατά του AIDS — η ομάδα ACT-UR για παράδειγμα, που στις διαδηλώσεις τους χρησιμοποιούν συνθήματα όπως «Είμαστε δες, είμαστε αδελ­φές, χωνέψτε το!»3

Το βιβλίο της Butler, Προβλήματα φύλου διεξέρχεται την —συνήθη στα αμερικανικά φεμινιστικά κείμενα— ιδέα ότι κά­θε φεμινιστική πολιτική προϋποθέτει την έννοια μιας γυναι­κείας ταυτότητας, δηλαδή ορισμένων ουσιακών χαρακτηριστι­κών που μοιράζονται από κοινού οι γυναίκες ως γυναίκες και βάσει των οποίων οι γυναίκες αποκτούν κοινά συμφέροντα και στόχους. Για την Butler, αντίθετα, οι θεμελιώδεις κατηγο­ρίες της ταυτότητας είναι πολιτισμικά και κοινωνικά παράγω- γα, που είναι πιθανότατα αποτέλεσμα κάποιας πολιτικής συ­νεργασίας παρά η αναγκαία συνθήκη για τη δυνατότητα ύπαρξής της. Δημιουργούν την εντύπωση του φυσικού (ας θυ­μηθούμε πάλι το τραγούδι της Αρέθα Φράνκλιν «Με κάνεις να νιώθω σαν φυσική γυναίκα») και, επιβάλλοντας πρότυπα (ορι­σμούς σχετικά με το τι είναι γυναίκα), απειλούν να εξοβελί­σουν όσους δεν συμμορφώνονται με αυτά. Στο Προβλήματα φύλου η Butler προτείνει τη θεώρηση του φύλου ως επιτέλε­σης, με την έννοια ότι το φύλο δεν αποτελεί κάτι που είναι κάποιος αλλά κάτι που πράττει κάποιος. Άντρας δεν είναι κά­τι που είναι κάποιος αλλά κάτι που πράττει κάποιος, μια συν­θήκη την οποία ενεργοποιεί. Το φύλο σου δημιουργείται από τις πράξεις σου, κατά τον τρόπο που μια υπόσχεση δημιουρ-

3 «We’re here, we’re queer, get used to it!».

Page 149: θεωρία λογοτεχνίας

ΕΠ ΙΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 143

γείται από την πράξη του υπόσχεσθαι. Γίνεσαι άντρας ή γυ­ναίκα μέσω ορισμένων επαναλαμβανομένων πράξεων, οι οποί­ες, όπως οι επιτελέσεις του Austin, εξαρτώνται από κοινωνι­κές συμβάσεις, από τους συνήθεις τρόπους με τους οποίους διεκπεραιώνονται τα πράγματα μέσα σε έναν πολιτισμό. Ακριβώς όπως υπάρχουν, νενομισμένοι, κοινωνικά καθιερωμέ­νοι, τρόποι με τους οποίους κανείς υπόσχεται, στοιχηματίζει,

Εκείνος αριστερά βίναι κατεργάρης.

Page 150: θεωρία λογοτεχνίας

144 ΛΟΓΟ l'EX N IK H Θ ΕίΙΡ ΙΑ

δίνει εντολές ή παντρεύεται, ομοίως υπάρχουν κοινωνικά κα­θιερωμένοι τρόποι για να είναι κανείς άντρας ή γυναίκα.

Αυτό δεν σημαίνει ότι το φύλο είναι μια επιλογή, ένας ρό­λος που φοράς, όπως διαλέγεις τα ρούχα που θα φορέσεις το πρωί. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ότι υπάρχει ένα άφυλο υποκείμενο προγενέστερο του φύλου, το οποίο επιλέγει, ενώ στην πραγματικότητα η έννοια και η υπόσταση αυτή καθαυ­τή του υποκειμένου προϋποθέτει την ύπαρξη ορισμένου φύ­λου: δεν μπορείς, στο ισχύον καθεστώς φύλου, να είσαι πρό­σωπο χωρίς να είσαι άρρεν ή θήλυ. «Υποκείμενο στο φύλο αλλά και υποκειμενοποιούμενο (καθιστάμενο υποκείμενο) από το φύλο», γράφει η Butler στο Σώματα με σημασία, «το “ εγώ” ούτε προηγείται ούτε έπεται αυτής της διαδικασίας φυλοποίησης, παρά αναδύεται μόνο εντός των ορίων της, ως η μήτρα αυτών καθαυτών των σχέσεων φύλου». Ούτε θα πρέ­πει η επιτελεστικότητα του φύλου να θεωρηθεί μια μεμονω­μένη πράξη, κάτι που πραγματοποιείται από μία και μόνο πράξη* πολύ μάλλον, είναι «η επαναληπτική και μνημονευτι- κή πρακτική», η επιβεβλημένη επανάληψη των κανονιστικών προτύπων του φύλου, η οποία κινητοποιεί και περιορίζει το έμφυλο υποκείμενο, αλλά που προσφέρει επίσης τις διόδους μέσα από τις οποίες χαλκεύονται οι αντιδράσεις, οι ανατρο­πές και οι μετατοπίσεις.

Από αυτή την οπτική γωνία, η εκφώνηση «κορίτσι!» ή «αγόρι!», με την οποία καλωσορίζεται, κατά παράδοση, ένα μωρό στον κόσμο, δεν αποτελεί τόσο μια διαπιστωτική εκ­φώνηση (αληθή ή ψευδή, ανάλογα με την περίσταση) όσο τον πρώτο κρίκο σε μια μακρά αλυσίδα επιτελέσεων οι οποίες δημιουργούν το υποκείμενο του οποίου την άφιξη αναγγέλ­λουν. Η κατονομασία του κοριτσιού εισάγει μια συνεχή δια­δικασία «κοριτσοποίησης», δημιουργίας ενός κοριτσιού, μέσω της «ανάθεσης» του έργου υποχρεωτικής επανάληψης ορι­σμένων κανονιστικών προτύπων του φύλου, μέσω «της διά

Page 151: θεωρία λογοτεχνίας

I' I I ΙΤΕΑ ΕΣΎ I Κ Η ΓΛΩΣΣΑ 145

της βίας μνημόνευσης του κανόνα του φύλου». Για να λά­βουμε την υπόσταση του υποκειμένου, πρέπει να μας ανατε­θεί το έργο της επανάληψης, όμως —κι αυτό είναι σημαντικό για την Butler— πρόκειται για μια ανάθεση έργου που ποτέ δεν φέρνουμε επαρκώς σε πέρας σύμφωνα με τις προσδοκίες, έτσι που ποτέ δεν ενοικούμε τα πρότυπα ή τα ιδεώδη του φύ­λου, που υποχρεούμαστε να προσεγγίσουμε. Σ’ αυτό το διά­κενο, στους διαφορετικούς τρόπους εκπλήρωσης του «ανατι- θεμένου έργου» του φύλου κυοφορούνται οι πιθανότητες για αντίδραση και αλλαγή.

Στο σημείο αυτό τονίζεται ο τρόπος με τον οποίο η επι- τελεστική δύναμη της γλώσσας απορρέει απύ την επανάληψη ορισμένων προγενέστερων κανονιστικών προτύπων και πρά­ξεων. Έτσι, η ισχύς της βρισιάς «αδελφή» δεν εκπηγάζει από την πρόθεση ή την αυθεντία του ομιλητή, ο οποίος είναι πο­λύ πιθανόν κάποιος τρελός που δεν γνωρίζει προσωπικά το θύμα, αλλά από το γεγονός ότι η προσφώνηση «αδελφή» επαναλαμβάνει ύβρεις που έχουν ήδη ειπωθεί στο παρελθόν, αποστροφές ή πράξεις προσφώνησης που παράγουν το ομο- φυλοφιλικό υποκείμενο μέσω επαναλαμβανομένων εκδηλώσε­ων επονειδισμού ή ταπείνωσης (η ταπείνωση σημαίνει την αντιμετώπιση κάποιου ως κοινωνικώς αποβλήτου: «ό,τι άλλο εκτός απ’ αυτό!»). Η Butler γράφει:

Η λέξη «αδελφή» ελκύει τη δύναμή της ακριβώς μέσα από την επαναλαμβανόμενη προσφώνηση, με την οποία διαμορ­φώνεται στο πέρασμα του χρόνου ένας ισχυρός κοινωνικός δεσμός μεταξύ των ομοφοβικών κοινωνικών ομάδων. Η προ­σφώνηση αντηχεί τις περασμένες προσφωνήσεις και ενώνει όλους τους ομιλητές σαν να μιλούσαν με μια φωνή μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Μ’ αυτή την έννοια, υπάρχει πάντοτε ένας φανταστικός χορός που χλευάζει «αδελφή!».

Page 152: θεωρία λογοτεχνίας

146 ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Η επιτελεστική δύναμη της βρισιάς δεν προέρχεται από την επανάληψη αυτή καθαυτή αλλά από το γεγονός ότι η βρισιά αναγνωρίζεται ότι συμμορφώνεται με ένα ορισμένο μοντέλο, έναν κανόνα, και συνδέεται με την ιστορία του αποκλεισμού. Η συγκεκριμένη εκφώνηση εξυπονοεί ότι ο πομπός είναι το φερέφωνο του τι είναι «φυσιολογικό», ο οποίος προσπαθεί να αναγάγει τον δέκτη σε κοινωνικά απόβλητο. Η επανάληψη, η παράθεση στερεότυπων εκφράσεων που συνδέονται με ορι­σμένα κανονιστικά πρότυπα τα οποία συντηρούν μια ολόκλη­ρη ιστορία της καταστολής, είναι που προσδίδουν ιδιαίτερη ένταση και χρωματίζουν με ιδιαίτερη αισχρότητα ορισμένες, κατά τα άλλα κοινότοπες, βρισιές, όπως «αράπης» ή «γύ- φτος». Είναι βρισιές που συσσωρεύουν τη δύναμη της αυθεν­τίας μέσω της επανάληψης ή της μνημόνευσης ενός προϋ- πάρχοντος, επικυρωμένου συνόλου πρακτικών, σαν να μιλούν με μια φωνή όλοι οι χλευασμοί του παρελθόντος.

Ωστόσο, ο δεσμός του επιτελεστικού με το παρελθόν ενέ­χει τη δυνατότητα παρεκτροπής ή μετατόπισης του βάρους του παρελθόντος, μέσω της απόπειρας να δεσμευθούν και να αναδιαταχθούν οι όροι που μεταφέρουν κατασταλτική σημα­σία, όπως συμβαίνει με την υιοθέτηση του ονόματος «αδελ­φή» από τους ίδιους τους ομοφυλόφιλους. Βέβαια, δεν ση­μαίνει ότι κατακτάς και την αυτονομία σου με το που επιλέ­γεις το όνομά σου: τα ονόματα πάντα μεταφέρουν ιστορικό βάρος και πάντα υπόκεινται στις χρήσεις που θα τους κάνουν οι άλλοι στο μέλλον. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τους όρους με τους οποίους επιλέγουμε να ονομαστούμε. Παρ’ όλ’ αυτά, ο ιστορικός χαρακτήρας της επιτελεστικής διαδικασίας μάλ­λον προάγει τη δυνατότητα πολιτικού αγώνα.

Έχει γίνει πια φανερό ότι η απόσταση ανάμεσα στην αρ­χή και το (προσωρινό) τέλος αυτής της ιστορίας είναι πολύ μεγάλη. Για τον Austin, η έννοια του επιτελεστικού μάς βοη­θά να στοχαστούμε σχετικά με μια ιδιαίτερη πτυχή της γλώσ­

Page 153: θεωρία λογοτεχνίας

ΕΠ ΙΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 147

σας, που δεν έτυχε της δέουσας προσοχής από τους προγε­νέστερους φιλοσόφους* για την Butler, αποτελεί ένα μοντέλο στοχασμού σχετικά με κρίσιμες κοινωνικές διαδικασίες, όπου διακυβεύονται πολλά και διάφορα ζητήματα: (1) η φύση της ταυτότητας και ο τρόπος με τον οποίο παράγεται* (2) η λει­τουργία των κοινωνικών προτύπων· (3) το θεμελιώδες πρό­βλημα αυτού που αποκαλείται σήμερα στα αγγλικά «agen­cy», «συντελεστικότητα»: μέχρι ποιο βαθμό και κάτω από ποιες συνθήκες μπορώ να είμαι ένα υπεύθυνο υποκείμενο το οποίο επιλέγει τις πράξεις μου* και (4) η σχέση ανάμεσα στην ατομική και στην κοινωνική αλλαγή.

Υπάρχει, συνεπώς, μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον Austin και την Butler από την άποψη του τι διακυβεύεται στην κά­θε περίπτωση. Φαίνονται μάλιστα να έχουν κατά βάση υπό- ψη τους διαφορετικά είδη πράξεων. Ο Austin ενδιαφέρεται για τον τρόπο με τον οποίο η επανάληψη μιας στερεότυπης διατύπωσης σε μια μεμονωμένη περίπτωση προκαλεί κάτι να συμβεί (έδωσες μια υπόσχεση), ενώ για την Butler αυτή είναι μια ειδική περίπτωση της μαζικής και υποχρεωτικής επανά­ληψης η οποία παράγει ιστορικές και κοινωνικές πραγματι­κότητες (γίνεσαι γυναίκα).

Η παραπάνω διαφορά, πράγματι, μας επαναφέρει στο πρό­βλημα όσον αφορά τη φύση του λογοτεχνικού γεγονότος, όπου επίσης υπάρχουν δύο τρόποι θεώρησής του ως επιτελεστικού. Μπορούμε να πούμε ότι το λογοτεχνικό έργο εκπληρώνει μια μεμονωμένη, ιδιάζουσα πράξη. Δημιουργεί την πραγματικότη­τα εκείνη που αποτελεί το έργο και οι φράσεις του εκπληρώ­νουν κάτι ιδιαίτερο μέσα σ’ αυτό το έργο. Για κάθε λογοτε­χνικό έργο, μπορεί κανείς να εξηγήσει τι είναι αυτό που το συ­γκεκριμένο έργο και τα μέρη του εκπληρώνουν, ακριβώς όπως κάποιος προσπαθεί να εκφράσει απλά τι υπόσχεται κανείς σε μια μεμονωμένη πράξη υπόσχεσης. Αυτή είναι, θα έλεγε κα­νείς, η «εκδοχή Austin» περί του λογοτεχνικού γεγονότος.

Page 154: θεωρία λογοτεχνίας

148 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Από την άλλη όμως μεριά, θα μπορούσαμε επίσης να πού­με ότι ένα λογοτεχνικό έργο πετυχαίνει τον στόχο του, καθί­σταται γεγονός, μέσω της μαζικής επανάληψης η οποία ακο­λουθεί ορισμένα κανονιστικά πρότυπα και, πιθανώς, αλλάζει στην πορεία κάποια πράγματα. Εάν προκόψει ένα μυθιστό­ρημα, προκύπτει διότι μέσα σε όλη την ιδιοτυπία του εμπνέ­ει ένα πάθος που δίνει ζωή σ’ αυτά τα σχήματα, μέσα από πράξεις ανάγνωσης και ανάμνησης, τροποποιώντας τις συμ­βάσεις του μυθιστορήματος και, ίσως, επιφέροντας κάποια αλλοίωση στα κανονιστικά πρότυπα ή τα σχήματα που επ ι­στρατεύουν οι αναγνώστες για να αντιμετωπίσουν τον κόσμο. Ένα ποίημα μπορεί κάλλιστα να εξαφανιστεί χωρίς κανένα ίχνος, μπορεί όμως εξίσου να χαραχθεί στις μνήμες και να δώσει λαβή σε πράξεις επανάληψης. Η επιτελεστικότητά του δεν είναι μια μεμονωμένη πράξη η οποία ολοκληρώθηκε άπαξ και εσαεί, αλλά μια επανάληψη η οποία ζωντανεύει τα σχή­ματα που επαναλαμβάνει.

Η έννοια του επιτελεστικού, στην ιστορία που σκιαγράφη­σα, συμμιγνύει μια σειρά ζητημάτων που είναι καθοριστικά για τη «θεω ρία». Τα απαριθμώ:

Πρώτον, με ποιο τρόπο πρέπει να σκεπτόμαστε όσον αφο­ρά τον διαμορφωτικό ρόλο της γλώσσας: άραγε προσπαθού­με να τον περιορίσουμε σε ορισμένες ειδικές πράξεις, όπου πιστεύουμε ότι μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα τι πράγ­μα πράττει, ή μήπως προσπαθούμε να υπολογίσουμε τη μ ε­γαλύτερη δυνατή επήρεια της γλώσσας, καθώς οργανώνει τις συναντήσεις μας με τον κόσμο;

Δεύτερον, με ποιο τρόπο θα πρέπει να εννοήσουμε τη σχέ­ση μεταξύ των κοινωνικών συμβάσεων και των ατομικών πράξεων; Είναι δελεαστικό, αλλά υπερβολικά απλό, να φαν­ταστούμε ότι οι κοινωνικές συμβάσεις αποτελούν κάτι σαν τοπίο ή φόντο με βάση το οποίο αποφασίζουμε πώς πρέπει

Page 155: θεωρία λογοτεχνίας

ΕΠΙΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΓΛΟΣΣΑ 149

να ενεργήσουμε. Οι θεωρίες της επιτελεστικότητας προσφέ­ρουν καλύτερες δυνατότητες εξήγησης όσον αφορά τη σύμ- μιξη του κανόνα και της δράσης, είτε παρουσιάζοντας τις συμβάσεις ως την αναγκαία συνθήκη για τη δυνατότητα πραγμάτωσης των γεγονότων, όπως στη θεωρία του Austin, είτε, όπως στη θεωρία της Butler, αντιμετωπίζοντας τη δρά­ση ως μια επιβεβλημένη επανάληψη, η οποία μπορεί εντού­τοις να παρεκκλίνει ενίοτε από τα κανονιστικά πρότυπα. Η λογοτεχνία, η οποία υποτίθεται ότι «φέρνει κάτι νέο» μέσα σε μια σφαίρα συμβάσεων, καλεί σε έναν επιτελεστικό τρόπο εξήγησης του κανονιστικού προτύπου και του γεγονότος.

Τρίτον, με ποιο τρόπο πρέπει να εννοηθεί η σχέση ανάμε­σα σ’ αυτό που η γλώσσα πράττει και σ’ αυτό που η γλώσσα λέει; Εδώ έγκειται το βασικό πρόβλημα της επιτελεστικότη- τας: μπορεί άραγε να υπάρξει αρμονική σύζευξη μεταξύ του λέγειν και του πράττειν ή μήπως κυριαρχεί μια αναπόφευκτη ένταση η οποία διέπει και περιπλέκει κάθε κειμενική δρα­στηριότητα;

Τέλος, με ποιο τρόπο, στη μεταμοντέρνα εποχή, θα πρέ­πει να εννοούμε το γεγονός; Για παράδειγμα, θεωρείται πλέ­ον κοινοτοπία στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην εποχή των Μ.Μ.Ε., να πει κανείς ότι αυτό που συμβαίνει στην τηλεόρα­ση «είναι σημείο των καιρών», ότι είναι πραγματικό γεγονός. Είτε η εικόνα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα είτε όχι, το τηλεοπτικό γεγονός συνιστά ένα αυθεντικό γεγονός που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Το μοντέλο της επιτέλεσης προ­σφέρει έναν πιο εκλεπτυσμένο τρόπο εξήγησης ορισμένων θε­μάτων, τα οποία συχνά δηλώνονται αβασάνιστα ως συγχύσεις των ορίων μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Με τη σειρά του, το πρόβλημα του λογοτεχνικού γεγονότος, της λο­γοτεχνίας ως πράξης μπορεί να προσφέρει ένα μοντέλο στο­χασμού περί των πολιτισμικών γεγονότων γενικότερα.

Page 156: θεωρία λογοτεχνίας

Κ ε φ α λ α ίο 8

Ταυτότητα, ταύτιση και το υποκείμενο

Ένα μεγάλο μέρος από τη νεότερη θεωρητική διαμάχη αφο­ρά την ταυτότητα και τη λειτουργία του υποκειμένου ή του εαυτού. Τι είναι αυτό το «εγώ » που είμαι —πρόσωπο, φο­ρέας ή δράστης, εαυτός— και τι είναι αυτό που το κάνει να είναι αυτό που είναι; Δύο βασικά ζητήματα υπόκεινται στον σύγχρονο στοχασμό σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα: πρώ­τον, ο εαυτός είναι κάτι δεδομένο ή κάτι καμωμένο και, δεύ­τερον, ο εαυτός θα πρέπει να γίνεται αντιληπτός με ατομι­κούς ή με κοινωνικούς όρους; Οι δύο αυτές αντιθέσεις δίνουν γένεση σε τέσσερις βασικές τάσεις της σύγχρονης σκέψης. Η πρώτη, επιλέγοντας το δεδομένο και το ατομικό, αντιμετωπί­ζει τον εαυτό, το «εγώ » ως κάτι ενδόμυχο και μοναδικό, κά­τι που προηγείται των πράξεων που επιτελεί, ως έναν εσω­τερικό πυρήνα που εκδηλώνεται (ή δεν εκδηλώνεται) με ποι­κίλους τρόπους μέσα από λόγια και έργα. Η δεύτερη τάση, συνδυάζοντας το δεδομένο και το κοινωνικό, προβάλλει την άποψη ότι ο εαυτός καθορίζεται από την προέλευσή του και τα κοινωνικά του γνωρίσματα: είσαι άντρας ή γυναίκα, λευ­κός ή μαύρος, Άγγλος ή Αμερικανός και ούτω καθεξής, και όλα αυτά αποτελούν πρωτογενή γεγονότα, δεδομένες συνι­

Page 157: θεωρία λογοτεχνίας

152 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΠΡΙΑ

στώσες του υποκειμένου ή του εαυτού. Η τρίτη τάση, συν­δυάζοντας το ατομικό και το κατασκευασμένο, δίνει έμφαση στη μεταβαλλόμενη φύση του εαυτού, ο οποίος γίνεται ό,τι γίνεται μέσω των συγκεκριμένων του πράξεων. Τέλος, ο συν­δυασμός του κοινωνικού και του κατασκευασμένου προβάλ­λει τη θέση ότι κάποιος γίνεται ό,τι είναι μέσα από τις πολ­λές και διάφορες θέσεις υποκειμένου που κατέχει, ως αφεν­τικό αντί εργάτης, ως πλούσιος αντί φτωχός.

Η κυρίαρχη σύγχρονη παράδοση στις σπουδές της λογο­τεχνίας αντιμετώπισε την ατομικότητα του ατόμου ως κάτι δεδομένο, ως έναν πυρήνα ο οποίος εκφράζεται με λόγια και έργα και μπορεί, γ ι’ αυτό τον λόγο, να χρησιμοποιηθεί προ- κειμένου να εξηγηθεί η δράση: Έκανα ό,τι έκανα εξαιτίας αυ­τού που είμαι, και για να εξηγήσεις τι έκανα ή τι είπα, θα πρέπει να κοιτάξεις το «εγώ » (είτε συνειδητό είτε ασυνείδη­το) που εκφράζεται μέσα από τα λόγια και τις πράξεις μου. Η «θεω ρία» έχει αμφισβητήσει όχι μόνο το συγκεκριμένο μοντέλο έκφρασης, όπου η λειτουργία των πράξεων και των λόγων έγκειται στην έκφραση ενός προϋπάρχοντος υποκειμέ­νου, αλλά και την ίδια την προτεραιότητα αυτού καθαυτού του υποκειμένου. 0 Michel Foucault γράφει: «Ο ι έρευνες της ψυχανάλυσης, της γλωσσολογίας, της ανθρωπολογίας έχουν “ αποεπικεντρώσει” το υποκείμενο σε σχέση με τους νόμους της επιθυμίας του, τα σχήματα της γλώσσας του, τους κανό­νες των πράξεών του, ή το παιχνίδι του μυθικού και μυθο- πλασιακού λόγου του». Εάν οι δυνατότητες της σκέψης και της δράσης καθορίζονται από μια σειρά συστημάτων τα οποία το υποκείμενο δεν ελέγχει ή δεν κατανοεί καν, τότε το υποκείμενο «αποεπικεντρώνεται», με την έννοια ότι δεν απο­τελεί το σημείο εκκίνησης ή το κέντρο στο οποίο κάποιος μπορεί να αναχθεί για να εξηγήσει τα γεγονότα. Είναι κάτι που έχει διαμορφωθεί από αυτές τις δυνάμεις. Ως εκ τούτου, η ψυχανάλυση αντιμετωπίζει το υποκείμενο όχι ως μια μονα­

Page 158: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΤΑΥΤΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ 153

δική υπόσταση αλλά ως το προϊόν διατεμνομένων ψυχικών, σεξουαλικών και γλωσσικών μηχανισμών. Η μαρξιστική θεω­ρία θεωρεί ότι το υποκείμενο υπερκαθορίζεται από την ταξι­κή του θέση: είτε επωφελείται από τον μόχθο των άλλων ε ί­τε μοχθεί για το όφελος των άλλων. Η φεμινιστική θεωρία υπογραμμίζει την επίδραση που έχουν οι κοινωνικά κατα­σκευασμένοι φυλετικοί ρόλοι στη διαμόρφωση του άρρενος ή θήλεος υποκειμένου αντίστοιχα. Η «Αδελφίστικη» θεωρία έχει υποστηρίξει ότι το ετεροφυλόφιλο υποκείμενο κατα­σκευάζεται μέσω της καταστολής της δυνατότητας ομοφυλο­φιλίας.

Το ερώτημα του υποκειμένου είναι «τ ι είμα ι;», Είμαι ό,τι είμαι λόγω των συνθηκών; Ποια είναι η σχέση μεταξύ της ατομικότητας του ατόμου και της ταυτότητάς μου ως μέλους μιας ομάδας; Και σε ποιο βαθμό είναι το «εγώ » που είμαι, το «υποκείμενο», ένας δρων φορέας που κάνει προσωπικές επιλογές παρά ακολουθεί επιλογές που του ή της επιβάλλο­νται έξωθεν; Η ίδια η λέξη υποκείμενο συμπυκνώνει ήδη το βασικό αυτό θεωρητικό πρόβλημα: Το υποκείμενο είναι ένας δράστης ή φορέας, μια ελεύθερη υποκειμενικότητα που ενερ­γεί ή πράττει, όπως ακριβώς συμβαίνει με το «υποκείμενο μιας πρότασης». Όμως ένα υποκείμενο επίσης υπόκειται, υπερκαθορίζεται: «ευπειθές υποκείμενο της Αυτού Μεγαλει- ότητος της Βασιλίσσης» ή «υποκείμενο ενός πειράματος». Η θεωρία τείνει να υποστηρίζει ότι η ιδιότητα καθαυτή του υπο­κειμένου συνεπάγεται καθυποταγή σε ποικίλα συστημικά κα­θεστώτα (ψυχο-κοινωνικά, σεξουαλικά, γλωσσολογικά).

Τη λογοτεχνία την ενδιέφεραν ανέκαθεν τα ζητήματα όσον αφορά την ταυτότητα, και τα λογοτεχνικά έργα, άμεσα ή έμ­μεσα, ιχνογραφούν απαντήσεις σε ανάλογα ερωτήματα. Η αφηγηματική λογοτεχνία ειδικά έχει παρακολουθήσει την πο­ρεία των χαρακτήρων καθώς αυτοπροσδιορίζονται και, ταυ­τόχρονα, προσδιορίζονται από τις ποικίλες συγκυρίες του πα~

Page 159: θεωρία λογοτεχνίας

154 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΟΡΙΑ

ρελθοντικού βίου τους, τις επιλογές που κάνουν και τις κοι­νωνικές δυνάμεις που επενεργούν επάνω τους. Άραγε οι χα­ρακτήρες δημιουργούν το πεπρωμένο τους ή το υφίστανται\ Οι υπάρχουσες εξιστορήσεις δίνουν διαφορετικές και σύνθε­τες απαντήσεις. Στην Οδύσσεια ο Οδυσσέας τιτλοφορείται «πολύτροπος», όμως ο ίδιος προσδιορίζεται από τους αγώνες του να σωθεί ο ίδιος, να σώσει τους συντρόφους του και να επιστρέφει πάλι πίσω στο σπίτι του στην Ιθάκη. Στο μυθι­στόρημα του Φλωμπέρ, Μαντάμ Μποβαρύ, η Έμμα μοχθεί να προσδιορίσει τα όρια του εαυτού της (ή να «βρ ει τον εαυτό της») σε σχέση με τα ρομαντικά αναγνώσματά της και το π ε­ζό περιβάλλον στο οποίο ζει.

Τα λογοτεχνικά έργα προσφέρουν μια ευρεία και πλήρη κλίμακα μοντέλων όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο δια­μορφώνεται η ταυτότητα. Υπάρχουν αφηγήσεις όπου η ταυ­τότητα καθορίζεται κατ’ ουσίαν εκ γενετής: ο γιος του βασι­λιά, που ανατράφηκε από βοσκούς εξακολουθεί να είναι κα­τά βάση βασιλιάς και γίνεται δικαιωματικά βασιλιάς όταν ανακαλύπτεται η ταυτότητά του. Σε άλλες αφηγήσεις, πάλι, οι χαρακτήρες αλλάζουν ανάλογα με τις αλλαγές που επι- συμβαίνουν στην πορεία της ζωής τους, ή, αλλιώς, η ταυτό­τητα συναπαρτίζεται από προσωπικές ιδιότητες που αποκα­λύπτονται στη διάρκεια των δοκιμασιών της ζωής.

Η πρόσφατη έκρηξη του θεωρητικού ενδιαφέροντος και του θεωρητικού λόγου σχετικά με τη φυλή, το φύλο και τη σεξουαλικότητα στον τομέα των λογοτεχνικών σπουδών οφεί­λει πολλά στο γεγονός ότι η λογοτεχνία παρέχει πλούσιο υλι­κό εργασίας για τις περίπλοκες προτεινόμενες πολιτικές και κοινωνιολογικές ερμηνείες όσον αφορά τον ρόλο που διαδρα­ματίζουν τέτοιου είδους παράγοντες στην κατασκευή της ταυτότητας. Ας σκεφτούμε λίγο το ερώτημα εάν η ταυτότη­τα του υποκειμένου είναι κάτι δεδομένο ή κάτι κατασκευα­σμένο. Όχι μόνο και οι δύο επιλογές έχουν η καθεμιά να επ ι­

Page 160: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΤΑΥΤΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ 155

δείξουν πάρα πολλά αντιπροσωπευτικά παραδείγματα στη λογοτεχνία, αλλά συχνά εκτίθενται για χάρη μας οι επιπλο­κές ή περιπλοκές τους, όπως στην πολύ συνήθη πλοκή όπου οι χαρακτήρες «ανακαλύπτουν», όπως λέμε, ποιοι είναι, όχι όταν μαθαίνουν κάτι για το παρελθόν τους (ας πούμε, για τη γέννησή τους), αλλά όταν ενεργούν με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνονται αυτό που φαίνεται τελικά να ήταν, κατά μια έννοια, η «φύση» τους.

Η δομή αυτή, όπου πρέπει να γίνεις αυτό που υποτίθεται ότι ήδη ήσουν (όπως όταν η Αρέθα Φράνκλιν φτάνει στο ση­μείο να νιώθει σαν φυσική γυναίκα), έχει ανακύψει ως ένα κατά κάποιο τρόπο «παράδοξο» ή «απορίας άξιον» για την πρόσφατη θεωρία, όμως υπήρξε ενεργός σε όλη τη μακρά πο­ρεία των αφηγήσεων. Τα δυτικά μυθιστορήματα ενισχύουν την ιδέα της ύπαρξης ενός ουσιακού εαυτού, υπαινισσόμενα ότι ο εαυτός ο οποίος αναδύεται μέσα από τις εξαντλητικές αντιπαραθέσεις του με τον κόσμο, ήταν κατά κάποιο τρόπο εκεί καθ’ όλον το χρόνο, ως βασικό σημείο εκκίνησης των κά­θε είδους δράσεων οι οποίες, από την οπτική γωνία των ανα­γνωστών, έρχονται να δώσουν σάρκα και οστά σ’ αυτόν τον εαυτό. Η θεμελιακή ταυτότητα των χαρακτήρων ανακύπτει ως αποτέλεσμα των δράσεών τους και της συνεχούς πάλης τους με τον κόσμο, ωστόσο, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτω­ση η ταυτότητα θεωρείται η βάση, αν όχι η αιτία των συγκε­κριμένων δράσεων.

Σε μεγάλο της μέρος η πρόσφατη θεωρία αποπειράται να ξεδιαλύνει τα παράδοξα που συχνά διαποτίζουν τον τρόπο αντιμετώπισης της ταυτότητας στη λογοτεχνία. Τα λογοτε­χνικά έργα αναπαριστούν με χαρακτηριστικό τρόπο άτομα και ως εκ τούτου οι αγώνες για την κατάκτηση της ταυτότη­τας είναι αγώνες στο εσωτερικό του ατόμου ή αγώνες μετα­ξύ του ατόμου και της ομάδας: οι χαρακτήρες μάχονται ενάν­τια ή συμμορφώνονται με τα κοινωνικά πρότυπα και τις κοι­

Page 161: θεωρία λογοτεχνίας

156 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΟΡΙΑ

νωνικές προσδοκίες. Ωστόσο, σε ορισμένα θεωρητικά κείμενα οι αναλύσεις σχετικά με την κοινωνική ταυτότητα έχουν την τάση να εστιάζουν το ενδιαφέρον στις ομαδικές ταυτότητες: Τι σημαίνει να είσαι γυναίκα; Να είσαι μαύρος; Έτσι, υπάρ­χουν σημεία τριβής μεταξύ των λογοτεχνικών διερευνήσεων και των κριτικών ή θεωρητικών ισχυρισμών. Η ισχύς των λο­γοτεχνικών αναπαραστάσεων εξαρτάται, όπως υποστήριξα στο Κεφάλαιο 2, από τον ειδικό συνδυασμό ιδιοτυπίας και υποδειγματικότητας, που διαθέτουν: οι αναγνώστες συνα­ντούν συγκεκριμένες προσωπογραφίες του πρίγκιπα Άμλετ ή της ΤζέινΈϋρ ή του Χάκλμπερρυ Φιν, και μαζί μ’ αυτές, την πεποίθηση ότι τα προβλήματα αυτών των χαρακτήρων είναι υποδειγματικά. Όμως υποδειγματικά τίνος πράγματος; Τα μυθιστορήματα δεν μας το λένε. Είναι οι κριτικοί ή οι θεω­ρητικοί που πρέπει να αναλάβουν να διεξέλθουν το ζήτημα της υποδειγματικότητας και να μας πουν ποια ομάδα ή τάξη ανθρώπων αντιπροσωπεύει ο κάθε ήρωας: Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Άμλετ είναι «καθολική»; Η κατάσταση της ΤζέινΈϋρ είναι το πρότυπο των γυναικών γενικώς;

Οι θεωρητικές πραγματεύσεις της ταυτότητας ενδεχομέ­νως φαίνονται απλουστευτικές σε σύγκριση με τους εκλεπτυ­σμένους τρόπους διερεύνησης που συναντούμε στα μυθιστο­ρήματα, τα οποία λειαίνουν το πρόβλημα των γενικευτικών ισχυρισμών, παρουσιάζοντας μεμονωμένες, ιδιότυπες περι­πτώσεις εφόσον στηρίζονται ταυτόχρονα σε μια γενικευτική δύναμη που αφήνεται να εξυπονοείται — ίσως είμαστε όλοι ένας Οιδίποδας, ένας Άμλετ, μια Μαντάμ Μποβαρύ ή μια Τζένι Σταρκς. Όταν τα μυθιστορήματα ασχολούνται με τις ομαδικές ταυτότητες —τι σημαίνει να είσαι γυναίκα ή γόνος αστικής τάξης— συχνά διερευνούν με ποιον τρόπο τα αιτή­ματα της ομαδικής ταυτότητας περιορίζουν τις ατομικές δυ­νατότητες. Οι θεωρητικοί έχουν για τον λόγο αυτό υποστηρί­ξει ότι τα μυθιστορήματα, ανάγοντας την ατομικότητα του

Page 162: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΤΑΥΤΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ 157

ατόμου σε κομβικό κέντρο, κατασκευάζουν μια ιδεολογία της ατομικής ταυτότητας, της οποίας η αδιαφορία για τα ευρύ­τερα κοινωνικά ζητήματα θα πρέπει να απασχολήσει την κρι­τική. Το πρόβλημα της Έμμα Μποβαρύ, μπορεί κανείς να ισχυριστεί, δεν είναι η παράνοιά της ή η μανία της με τα ρο­μαντικά μυθιστορήματα αλλά η γενική κατάσταση των γυ­ναικών στην κοινωνία της.

Η λογοτεχνία δεν έχει όμως μόνο αναγάγει την ταυτότη­τα σε κεντρικό θέμα· έχει επίσης παίξει σημαντικό ρόλο στην κατασκευή της ταυτότητας των αναγνωστών. Η αξία της λο­γοτεχνίας έχει επί μακρόν συνδεθεί με τις προς ταύτιση εμπειρίες που προσφέρει στους αναγνώστες, παρέχοντάς τους έτσι τη δυνατότητα να γνωρίσουν πώς αισθάνεται κανείς σε συγκεκριμένες καταστάσεις και, ως εκ τούτου, να απο­κτήσουν τις κατάλληλες προδιαθέσεις ώστε να πράττουν και να αισθάνονται σύμφωνα με ορισμένους τρόπους. Τα λογοτε­χνικά έργα ενθαρρύνουν την ταύτιση με τους χαρακτήρες, δείχνοντας τα πράγματα από τη δική τους οπτική γωνία.

Τα ποιήματα και τα μυθιστορήματα μάς απευθύνονται με τρόπους που απαιτούν ταύτιση, και η ταύτιση λειτουργεί προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ταυτότητας: γινόμαστε ό,τι είμαστε, ταυτιζόμενοι με τις μορφές για τις οποίες δια­βάζουμε. Η λογοτεχνία έχει επί μακρόν κατηγορηθεί ότι εν­θαρρύνει τους νέους να βλέπουν τους εαυτούς τους σαν χα­ρακτήρες μυθιστορημάτων και να προσπαθούν να αυτοπραγ- ματωθούν με ανάλογους τρόπους: φεύγοντας από το σπίτι για να βιώσουν την εμπειρία της ζωής στη μεγάλη πόλη, υ ι­οθετώντας τις αξίες των ηρώων και των ηρωίδων όταν επα­ναστατούν ενάντια στους μεγαλυτέρους τους και νιώθουν αποστροφή για τον κόσμο πριν καν ακόμη έχουν την εμπει­ρία του, ή ανάγοντας τη ζωή τους σε αγώνα αναζήτησης του έρωτα και προσπαθώντας να αναπαραγάγουν σενάρια μυθι­στορημάτων και ερωτικών ποιημάτων. Η λογοτεχνία λέγεται

Page 163: θεωρία λογοτεχνίας

158 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΠΡΙΑ

ότι διαφθείρει μέσω των μηχανισμών ταύτισης. Οι υπέρμαχοι της λογοτεχνικής παιδείας ήλπισαν και ελπίζουν, αντίθετα, ότι η λογοτεχνία μπορεί να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους ακριβώς μέσω αυτών των υποκατάστατων εμπειριών και των μηχανισμών ταύτισης.

Άραγε ο λόγος αναπαριστά ταυτότητες που ήδη υπάρχουν ή μήπως παράγει ο ίδιος τις ταυτότητες; Ερώτημα που ήταν και είναι κεφαλαιώδες. 0 Foucault, όπως είδαμε στο Κεφά­λαιο 1, αντιμετωπίζει την «ομοφυλοφιλία» ως ταυτότητα την οποία εφηύραν οι διάφορες πρακτικές του λόγου κατά τον 19ο αιώνα. Η Αμερικανίδα κριτικός Nancy Armstrong ισχυρί­ζεται ότι τα μυθιστορήματα και τα εγχειρίδια καλής συμπε­ριφοράς — βιβλία για το πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε— του 18ου αιώνα παρήγαγαν «το νεοτερικό άτομο», το οποίο ήταν κατά πρώτο και κύριο λόγο γυναίκα. Το νεοτερικό άτο­μο, μ’ αυτή την έννοια, είναι ένα πρόσωπο του οποίου η ταυ­τότητα και η αξία θεωρούνται απόρροια των συναισθημάτων και των προσωπικών γνωρισμάτων του παρά της θέσης που αυτό κατέχει στην κοινωνική ιεραρχία. Πρόκειται για μια ταυτότητα η οποία κερδίζεται μέσω του έρωτα και επ ικε­ντρώνεται στην ιδιωτική σφαίρα παρά στην κοινωνία. Μια τ έ ­τοιου είδους αντίληψη γνωρίζει στις μέρες μας ευρεία απή­χηση —τον πραγματικό εαυτό σου τον βρίσκεις μέσα από τον έρωτα και τις σχέσεις σου με την οικογένεια και τους φί­λους— όμως αναδύεται ως ιδέα σχετικά με την ταυτότητα των γυναικών τον δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα και μόνο αργότερα επεκτείνεται και στους άντρες. Η Armstrong ισχυρίζεται ότι η συγκεκριμένη αντίληψη αναπτύσσεται και επεκτείνεται μέσω των μυθιστορημάτων και άλλων ειδών λό­γου που προασπίζονται τα αισθήματα και τις ιδιωτικές αξίες. Σήμερα, ο συγκεκριμένος τρόπος αντίληψης της ταυτότητας υποστηρίζεται από κινηματογραφικές ταινίες, την τηλεόραση και μια ευρεία κλίμακα πρακτικών του λόγου, των οποίων τα

Page 164: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΤΑΥΤΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ

σενάρια μάς λένε τι σημαίνει να είσαι πρόσωπο, άντρας ή γυ­ναίκα.

Η νεότερη θεωρία έχει, πράγματι, ενισχύσει αυτό που συ­χνά υπέβοσκε στις συζητήσεις περί λογοτεχνίας, που αντιμε­τώπιζαν την ταυτότητα ως προϊόν διαδικασίας ταύτισης. Σύμ­φωνα με τον Freud, η ταύτιση είναι μια ψυχολογική διαδικα­σία κατά την οποία το υποκείμενο αφομοιώνει πτυχές του άλλου και μετασχηματίζεται, ολικώς ή μερικώς, σύμφωνα με το μοντέλο που παρέχει ο άλλος. Η προσωπικότητα ή ο εαυ­τός συνίσταται από μια σειρά ταυτίσεων. Έτσι, η βάση της σεξουαλικής ταυτότητας είναι η ταύτιση με κάποιον από τους γονείς: επιθυμεί κανείς όπως επιθυμεί ο πατέρας, σαν να μ ι­μείται την επιθυμία του πατέρα και να εποφθαλμιά ανταγω­νιστικά το ερώμενο αντικείμενο. Στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα το αγόρι ταυτίζεται με τον πατέρα και επιθυμεί τη μητέρα.

Οι τελευταίες ψυχαναλυτικές θεο^ρίες για τη διαμόρφωση της ταυτότητας αναζητούν τον προσφορότερο τρόπο στοχα­σμού όσον αφορά τον μηχανισμό της ταύτισης. Η περιγραφή του Jacques Lacan σχετικά με αυτο που αποκαλεί «στάδιο του καθρέφτη» εντοπίζει τις απαρχές της ταυτότητας κατά τη στιγμή που το βρέφος ταυτίζεται με την εικόνα του, αντι- λαμβανόμενο τον εαυτό του ως όλον, ως αυτό που θέλει να είναι. 0 εαυτός συγκροτείται με βάση αυτό που αντικατο­πτρίζεται: μέσω ενός καθρέφτη, μέσο) της μητέρας και μέσω των άλλων στα πλαίσια των κοινωνικών σχέσεων γενικώς. Η ταυτότητα είναι το προϊόν μιας σειράς επιμέρους ταυτίσεων, η οποία ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Τελευταία, η ψυχανάλυση προσυπογράφει το μάθημα που μπορεί κανείς να εξαγάγει από τα σοβαρότερα και διασημότερα μυθιστορήματα: ότι η ταυτότητα είναι μια αποτυχία· ότι δεν γινόμαστε απλά και άνετα άντρες ή γυναίκες, ότι η εσωτερίκευση των κοινωνικών προτύπων (κάτι που οι κοινωνιολόγοι θεωρητικοποιούν ως κάτι που συμβαίνει ομαλά και ανώδυνα) πάντα συναντά αντι­

Page 165: θεωρία λογοτεχνίας

160 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

στάσεις και τελικά δεν επιτυγχάνεται* δεν γινόμαστε ό,τι υποτίθεται ότι είμαστε.

Οι θεωρητικοί έδωσαν τελευταία μια περαιτέρω τροπή στον θεμελιώδη ρόλο της ταύτισης. Ο Mikkel Borch-Jakobsen υποστηρίζει:

Η επιθυμία (το επιθυμούν υποκείμενο) δεν προηγείται, ώστε να ακολουθείται από μια ταύτιση η οποία θα επέτρεπε στην επιθυμία να ικανοποιηθεί. Εκείνο που προηγείται είναι μια τάση προς την ταύτιση, μια πρωταρχική τάση, η οποία δίνει στη συνέχεια λαβή σε κάποια επιθυμία* η ταύτιση φέρνει στην επιφάνεια το επιθυμούν υποκείμενο, και όχι το αντί­στροφο.

Στο τελευταίο μοντέλο, η επιθυμία βρίσκεται στην τελευταία γραμμή* εδώ η ταύτιση προηγείται της επιθυμίας, ενώ η ταύ­τιση με τον άλλο συνεπιφέρει την απομίμηση ή την ανταγω­νιστικότητα, που είναι η πηγή της επιθυμίας. Η άποψη αυτή συμφωνεί με διάφορα μυθιστορηματικά σενάρια όπου, όπως υποστηρίζουν οι Rene Girard και Eve Sedwick, η επιθυμία αναδύεται μέσα από την ταύτιση και την ανταγωνιστικότητα: η ετεροφυλόφιλη αρσενική επιθυμία εκπηγάζει από την ταύ­τιση του ήρωα με κάποιον αντίπαλο και την απομίμηση της επιθυμίας του.

Η ταύτιση παίζει επίσης ρόλο στην παραγωγή της ταυτό­τητας των ομάδων. Για τα μέλη των ιστορικά καταπιεσμένων ή περιθωριοποιημένων ομάδων υπάρχουν διάφορες εξιστορή­σεις που προωθούν την ταύτιση με μια ενδεχόμενη ομάδα και προσπαθούν να αναγάγουν την ομάδα σε ομάδα, δείχνοντάς τους ποιοι είναι ή τι μπορούν να είναι. Η θεωρητική συζήτη­ση σ’ αυτό το πεδίο έχει εστιάσει εντονότατα το ενδιαφέρον της στην αναγκαιότητα και την πολιτική χρησιμότητα των διαφορετικών τρόπων σύλληψης της ταυτότητας: πρέπει άρα­γε να υπάρχει κάτι «ουσιακό» το οποίο μοιράζονται τα μέλη

Page 166: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΤΑΥΤΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ 161

μιας ομάδας, εάν πρόκειται να λειτουργήσουν ως ομάδα; Ή μήπως οι ισχυρισμοί σχετικά με το τι σημαίνει να είσαι γυ­ναίκα ή μαύρος ή ομοφυλόφιλος είναι καταναγκαστικοί, π ε­ριοριστικοί και επιδέχονται ενστάσεις; Συχνά, η συζήτηση έχει καταχωρηθεί ως διαμάχη όσον αφορά την «ουσιοκρα- τία»: διαμάχη ανάμεσα σε έναν τρόπο αντίληψης της ταυτό­τητας ως πράγματος δεδομένου, ως απαρχής, και σε έναν τρόπο αντίληψης της ταυτότητας ως πράγματος διαρκώς εν εξελίξει, το οποίο αναδύεται μέσα από απρόβλεπτες συμμα- χίες και αντιπαραθέσεις (ένας καταπιεσμένος λαός κερδίζει την ταυτότητά του μέσα από την αντιστράτευσή του στον κα- ταπιεστή).

Το βασικό ερώτημα αφορά ενδεχομένως τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στους ουσιοκρατικούς κριτικούς τρόπους αντίληψης της ταυτότητας (ενός προσώπου ή μιας ομάδας) και στις ψυχικές και πολιτικές αξιώσεις απέναντι στην ταυ­τότητα* Πώς συνάδουν ή συγκρούονται οι πιέσεις που ασκεί η πολιτική χειραφέτησης επιζητώντας συμπαγείς ταυτότητες για τις γυναίκες ή για τους μαύρους ή τους Ιρλανδούς, για παράδειγμα, με τις ψυχαναλυτικές έννοιες περί του ασυνει­δήτου και του διχασμένου υποκειμένου; Το ερώτημα αυτό καθίσταται μείζον θεωρητικό όσο και πρακτικό θέμα, διότι τα προβλήματα που ανακύπτουν κάθε φορά φαίνονται παρό­μοια, ανεξάρτητα από το αν οι εκάστοτε ομάδες προσδιορί­ζονται με βάση την εθνικότητα, το φύλο, τη φυλή, τη σεξου­αλική προτίμηση, τη γλώσσα, την τάξη ή τη θρησκεία. Για τις ιστορικά περιθωριοποιημένες ομάδες υπάρχουν δύο διαδικα­σίες εν τω γίγνεσθαι: Από τη μια μεριά, υπάρχουν κριτικές διερευνήσεις που καταδεικνύουν το αθέμιτο τού να λαμβάνο- νται ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως οι σεξουαλικές προτι­μήσεις, το φύλο ή κάποια ορατά μορφολογικά χαρακτηριστι­κά, ως κατ’ ουσίαν καθοριστικά χαρακτηριστικά της ομαδι­κής ταυτότητας, και αντικρούουν την απόδοση κάποιας ου-

Page 167: θεωρία λογοτεχνίας

162 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΟΡΙΑ

σιακής ταυτότητας σε όλα τα μέλη μιας ομάδας που διακρί- νονται με βάση το φύλο, την τάξη, τη φυλή, τη θρησκεία, τη σεξουαλικότητα ή την εθνικότητα. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν ομάδες που μπορεί να ανάγουν τις ταυτότητες που τους επιβάλλονται, σε πηγή ωφελειών για τη συγκεκριμένη ομάδα. 0 Foucault παρατηρεί στην Ιστορία της σεξουαλικό­τητας ότι η εμφάνιση, κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, των ια­τρικών και ψυχιατρικών λόγων που όριζαν τους ομοφυλόφι­λους ως παρεκκλίνουσα τάξη, διευκόλυνε τον κοινωνικό έλεγ­χο, αλλά επίσης επέτρεψε «τη διαμόρφωση του “ αντίστρο­φου” λόγου: η ομοφυλοφιλία άρχισε να μιλά διά λογαριασμό της ιδίας, να απαιτεί την αναγνώριση της νομιμότητας ή “ φυ- σικότητάς” της, συχνά χρησιμοποιώντας το ίδιο λεξιλόγιο και τις ίδιες κατηγορίες, με τις οποίες ιατρικώς αποκηρυσσόταν».

Το πρόβλημα της ταυτότητας ανάγεται σε κομβικό και αναπόδραστο λόγω των εντάσεων και των συγκρούσεων που περιέχει (και σ’ αυτό προσομοιάζει με το «νόημα»). Το θεω­ρητικό έργο που προέρχεται από διαφορετικές κατευθύνσεις — μαρξισμός, ψυχανάλυση, πολιτισμικές σπουδές, φεμινισμός, ομοφυλοφιλικές σπουδές, και η μελέτη της ταυτότητας στις αποικιακές και μετα-αποικιακές κοινωνίες— έχει αποκαλύψει διάφορες, δομικώς ανάλογες, δυσκολίες που αφορούν την ταυτότητα. Είτε πούμε, μαζί με τον Louis Althusser, ότι κά­ποιος «εγκαλείται πολιτισμικά» ή επικροτείται ως υποκείμε­νο, ότι καθίσταται υποκείμενο μέσω της προσφώνησής του ως κατόχου μιας ορισμένης θέσης ή ρόλου* είτε εξάρουμε, μαζί με την ψυχανάλυση, τον ρόλο που παίζει το «στάδιο του κα­θρέφτη», κατά το οποίο το υποκείμενο αποκτά την ταυτότη­τά του παραγνωρίζοντας τον εαυτό του σε ένα είδωλο* είτε ορίσουμε, μαζί με τον Stuart Hall, τις ταυτότητες ως «τα ονό­ματα που δίνουμε στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οροθετούμαστε από —και οροθετούμε τους εαυτούς μας με— τις αφηγήσεις του παρελθόντος»* είτε τονίσουμε,

Page 168: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΤΑΥΤΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ 163

όπως στις σπουδές της αποικιακής και μετα-αποικιακής υπο­κειμενικότητας, την κατασκευή ενός διχασμένου υποκειμένου μέσω της σύγκρουσης αντιφατικών λόγων και απαιτήσεων είτε, τέλος, θεωρήσουμε, μαζί με την Judith Butler, ότι η ετε­ροφυλόφιλη ταυτότητα βασίζεται στην καταστολή της δυνα­τότητας της ομοερωτικής επιθυμίας, σε όλες αυτές τις περι­πτώσεις ανακαλύπτουμε έναν κοινό μηχανισμό, θα μπορού­σαμε να πούμε. Η διαδικασία της διαμόρφωσης ταυτότητας όχι μόνο προβάλλει κάποιες διαφορές και παραβλέπει κά- ποιες άλλες- παίρνει επίσης μια εσωτερική διαφορά ή διά­κριση και την προβάλλει ως διαφορά ισχύουσα γενικώς μ ε­ταξύ ατόμων ή ομάδων. Η «φύση του άντρα», όπως συνήθως λέγεται, σημαίνει αποποίηση κάθε «θηλυπρέπειας» ή αδυνα­μίας αλλά και προβολή αυτής της ιδιότητας ως διαφοράς που έχει γενική ισχύ μεταξύ αντρών και γυναικών. Μια διαφορά εντός αποκηρύσσεται και προβάλλεται ως διαφορά μεταξύ. Η έρευνα σε μια μεγάλη κλίμακα πεδίων φαίνεται να συγκλίνει κατά τη διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους τα υποκεί­μενα παράγονται από ορισμένα άτοπα, πλην αναπόφευκτα, προαπαιτούμενα περί ενότητας και ταυτότητας, τα οποία εν­δεχομένως είναι στρατηγικώς εξυπηρετικά, όμως επίσης δη­μιουργούν χάσματα ανάμεσα στην ταυτότητα ή τον ρόλο που αποδίδεται στα άτομα, και στα ποικίλα γεγονότα και κατα­στάσεις που προκύπτουν στη διάρκεια της ζωής τους.

Σύγχυση προκάλεσε η αξιωματική θέση —η οποία στηρί­ζει συχνά τη συζήτηση στο συγκεκριμένο πεδίο— ότι οι εσω­τερικοί διχασμοί του υποκειμένου κατά κάποιο τρόπο απο­κλείουν τη δυνατότητα της συντελεστικότητας, τη δυνατότη­τα της υπεύθυνης πράξης. Μια απλή απάντηση σ’ αυτό είναι ενδεχομένως ότι εκείνοι οι οποίοι απαιτούν να δοθεί μεγαλύ­τερη έμφαση στη συντελεστικότητα, θέλουν θεωρίες οι οποί­ες να λένε ότι οι εσκεμμένες πράξεις θα αλλάξουν τον κόσμο και απογοητεύονται από το γεγονός ότι κάτι τέτοιο ίσως δεν

Page 169: θεωρία λογοτεχνίας

164 ΛΟΓΟ 1 KXNIKH ΘΕΩΡΙΑ

ισχύει. Δεν ζούμε άραγε σε έναν κόσμο όπου οι πράξεις ε ί­ναι πιθανότερο να έχουν απρομελέτητες παρά προμελετημέ- νες συνέπειες; Υπάρχουν όμως δύο πιο σύνθετες απαντήσεις. Πρώτον, όπως εξηγεί Judith Butler, «η επανασύλληψη της ταυτότητας ως αποτελέσματος, δηλαδή ως προϊόντος ή δημι­ουργήματος, διανοίγει δυνατότητες “ συντελεστικότητας ” που είναι υποδόρια ρυθμισμένες εκ των προτέρων από τοποθετή­σεις οι οποίες θεωρούν τις κατηγορίες ταυτότητας θεμελιώ­δεις και παγιωμένες». Μιλώντας για το φύλο ως επιβεβλημέ­νη επιτέλεση, η Butler εντοπίζει την επιτελεστικότητα στις διάφορες παραλλαγές της δράσης, στις δυνατότητες παραλ­λαγής κατά την επανάληψη, οι οποίες μεταφέρουν νοήματα και δημιουργούν την ταυτότητα. Δεύτερον, οι παραδοσιακοί τρόποι σύλληψης του υποκειμένου κατατείνουν, στην πραγ­ματικότητα, να περιορίσουν την ευθύνη και τη συντελεστικό- τητα. Εάν το υποκείμενο σημαίνει «το ενσυνείδητο υποκεί­μενο», τότε μπορείς να επικαλεστείς αθωότητα, να αποποιη- θείς την ευθύνη, εάν δεν έχεις συνειδητά επιλέξει ή προμελε­τήσει τις συνέπειες μιας πράξης που έχεις διαπράξει. Εάν, αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο συλλαμβάνεις το υποκείμε­νο συμπεριλαμβάνει το ασυνείδητο και τις θέσεις υποκειμέ­νου που κατέχεις, τότε η υπευθυνότητα μπορεί να επεκταθεί. Η έμφαση στις δομές του ασυνειδήτου ή τις θέσεις υποκειμέ­νου που δεν επιλέγεις, σε ανακαλεί σε ευθύνη για γεγονότα και δομές στη ζωή σου —ρατσισμού και σεξισμού, για πα­ράδειγμα— τα οποία δεν είχες σαφή πρόθεση να διαπράξεις. Η διευρυμένη έννοια του υποκειμένου μάχεται ενάντια στον περιορισμό της συντελεστικότητας και της υπευθυνότητας, που προέκυπτε από τους παραδοσιακούς τρόπους σύλληψης του υποκειμένου.

Άραγε το «εγώ » επιλέγει ελεύθερα ή καθορίζεται από τις επιλογές του; Ο φιλόσοφος Anthony Appiah σημειώνει ότι η όλη αντέγκληση όσον αφορά τη συντελεστικότητα και τις θέ-

Page 170: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΤΑΥΤΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ

σεις του υποκειμένου εμπλέκει δύο διαφορετικά επίπεδα θε­ωρίας, τα οποία δεν βρίσκονται στην πραγματικότητα σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, μόνο που δεν μπορούμε να εμπλα- κούμε και στα δύο την ίδια στιγμή. Η συζήτηση για τη συ- ντελεστικότητα και την επιλογή απορρέει από τη μέριμνά μας να ζήσουμε κατανοητές ζωές ανάμεσα στους άλλους ανθρώ­πους, στους οποίους αποδίδουμε ορισμένες πεποιθήσεις και προθέσεις. Η συζήτηση για τις θέσεις που κατέχει το υποκεί­μενο και οι οποίες καθορίζουν τη δράση απορρέει από το εν­διαφέρον μας να κατανοήσουμε τις κοινωνικές και ιστορικές διαδικασίες, στα πλαίσια των οποίων το άτομο εμφανίζεται ως κοινωνικά καθορισμένο. Ορισμένες από τις αγριότερες διαμά­χες στη σύγχρονη θεωρία ανακύπτουν όταν οι ισχυρισμοί πε­ρί των ατόμων ως δρώντων φορέων και οι ισχυρισμοί περί της ισχύος των κοινωνικών και ρητορικών δομών αντιμετωπίζονται ως ανταγωνιστικές αιτιακές εξηγήσεις. Στα πλαίσια της μελέ­της της ταυτότητας στις αποικιακές και μετα-αποικιακές κοι­νωνίες, για παράδειγμα, υπήρξε ένθερμη διαμάχη όσον αφο­ρά τη συντελεστικότητα του γηγενούς ή «υποδεεστέρου» (ο όρος για κάποιον κατώτερο ή υφιστάμενο). Μερικοί στοχα­στές που ενδιαφέρονται για την οπτική γωνία και τη συντελε­στικότητα των υποδεεστέρων έχουν υπογραμμίσει τη σημασία ορισμένων πράξεων αντίστασης ή, αντίθετα, συμμόρφωσης με την αποικιοκρατία, και για τον λόγο αυτό κατηγορήθηκαν ότι αγνόησαν την πλέον υποδόρια επήρεια της αποικιοκρατίας: τον τρόπο με τον οποίο αυτή καθόρισε το καθεστώς διαβίω­σης και τις δυνατότητες της δράσης, ανάγοντας τους κατοί­κους σε «αυτόχθονες», για παράδειγμα. Άλλοι πάλι θεωρητι­κοί, που περιγράφουν τη διεισδυτική ισχύ του «αποικιακού λόγου», του λόγου των αποικιακών δυνάμεων, που δημιουρ­γεί τον κόσμο μέσα στον οποίο τα αποικιοκρατούμενα υπο­κείμενα ζούν και πράττουν, κατηγορούνται ότι δεν αναγνωρί­ζουν συντελεστικότητα στο αυτόχθον υποκείμενο.

Page 171: θεωρία λογοτεχνίας

166 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του Appiah, αυτά τα διαφορετικά είδη ερμηνείας δεν έρχονται σε σύγκρουση μ ε­ταξύ τους: και οι αυτόχθονες είναι δρώντες φορείς και η γλώσσα της συντελεστικότητας έχει ισχύ, ανεξάρτητα από τον βαθμό στον οποίο οι δυνατότητες της δράσης καθορίζο­νται από τον αποικιακό λόγο. Οι δύο τρόποι εξήγησης κ ι­νούνται σε διαφορετικά επίπεδα, ακριβώς όπως σε διαφορε­τικά επίπεδα κινούνται, από τη μια μεριά, η εξήγηση των αποφάσεων που οδηγούν έναν Αμερικανό να αγοράσει μια καινούρια Μάζντα και, από την άλλη μεριά, η περιγραφή των τρόπων λειτουργίας του παγκόσμιου καπιταλισμού και του μάρκετινγκ των ιαπωνικών αυτοκινήτων στην Αμερική. Έχου­με πολλά να ωφεληθούμε, ισχυρίζεται ο Appiah, από τον δια­χωρισμό της έννοιας της θέσης του υποκειμένου και της έν­νοιας της συντελεστικότητας, εάν αναγνωρίσουμε ότι ανήκουν σε διαφορετικά είδη αφηγήσεων. Η ενέργεια που απελευθε­ρώνεται από τέτοιου είδους θεωρητικές διαμάχες, θα μπο­ρούσε τότε να αναδιοχετευθεί σε ζητήματα αναφερόμενα στον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζονται οι ταυτότητες και στον ρόλο τον οποίο διαδραματίζουν σ’ αυτές τις κατασκευ­ές οι διάφορες πρακτικές του λόγου, όπως η λογοτεχνία.

Ωστόσο η πιθανότητα να μπορέσουν οι αναλύσεις των υποκειμένων που επιλέγουν και οι αναλύσεις των δυνάμεων που καθορίζουν τα υποκείμενα να συνυπάρξουν κάποτε ε ι­ρηνικά, ως διακεκριμένες αφηγήσεις, φαίνεται μακρινή. Ε κεί­νο που κινεί τη θεωρία, σε τελευταία ανάλυση, είναι η επ ι­θυμία να δούμε πόσο μακριά μπορεί να πάει μια ιδέα ή ένα επιχείρημα και να διερευνήσουμε τους εναλλακτικούς τρό­πους ερμηνείας και τα προαπαιτούμενά τους. Το να ασπάζε- ται κανείς την ιδέα της συντελεστικότητας των υποκειμένων σημαίνει να την τραβήξει όσο μακρύτερα γίνεται, να αναζη­τήσει και να προκαλέσει τις θέσεις που την περιορίζουν ή την αντικρούουν.

Page 172: θεωρία λογοτεχνίας

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, ΤΑΥΤΙΣΗ ΚΑΙ ΙΌ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ 167

Στο σημείο αυτό μπορεί ίσως να εξαχθεί ένα γενικό δ ί­δαγμα. Η θεωρία, μπορούμε να συμπεράνουμε, δεν παρέχει έδαφος σε αρμονικές λύσεις. Για παράδειγμα, δεν μας διδά­σκει, μια κι έξω, τι είναι το νόημα: σε ποιο βαθμό οι παρά­γοντες της πρόθεσης, του κειμένου, του αναγνώστη και των συμφραζομένων συμβάλλουν ο καθένας σε ένα συνολικό άθροισμα που είναι το νόημα. Η θεωρία δεν μας λέει εάν η ποίηση αποτελεί υπερβατική κλίση ή ρητορικό τέχνασμα ή πόσο είναι από τα δύο. Κατ’ επανάληψη βλέπω τον εαυτό μου να τελειώνει ένα κεφάλαιο υπενθυμίζοντας την υπάρχου- σα ένταση μεταξύ των διαφόρων παραγόντων ή προοπτικών ή επιχειρηματολογικών τάσεων και καταλήγοντας ότι πρέπει να προσπαθούμε να διερευνούμε την καθεμιά τους, μετατο­πιζόμενοι ολοένα μεταξύ των διαφορετικών εναλλακτικών που δεν μπορούν να αποφευχθούν αλλά και δεν οδηγούν σε κανενός είδους σύνθεση. Η θεωρία, ως εκ τούτου, δεν προ­σφέρει ένα σύνολο λύσεων αλλά την προοπτική περαιτέρω στοχασμού. Καλεί να αφοσιωθούμε στο έργο της ανάγνωσης, του ελέγχου των προϋποθέσεων, της διερεύνησης των υποθέ­σεων με βάση τις οποίες προχωρούμε στο έργο μας. Άρχισα λέγοντας ότι η θεωρία είναι ατελείωτη — ένα απεριόριστο σώμα προκλητικών και γοητευτικών κειμένων— αλλά όχι απλώς και μόνο περισσότερων κειμένων: είναι επίσης ένα διηνεκές σχέδιο στοχασμού, το οποίο δεν τελειώνει όταν τ ε ­λειώνει μια συνοπτικότατη εισαγωγή σ’ αυτό.

Page 173: θεωρία λογοτεχνίας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Θεωρητικές σχολές και κινήματα

Στην παρούσα εισαγωγή στη θεωρία επέλεξα να παρουσιά­σω θέματα και σημεία αντέγκλησης μάλλον παρά «σχολές», όμως οι αναγνώστες έχουν κάθε δικαίωμα να περιμένουν την εξήγηση κάποιων όρων όπως δομισμός και αποδόμηση που επανεμφανίζονται στις κριτικές πραγματεύσεις. Ικανοποιώ το αίτημα αυτό αμέσως παρακάτω, με μια σύντομη περιγραφή των νεότερων θεωρητικών κινημάτων.

Η θεωρία της λογοτεχνίας δεν είναι ένα εξαϋλωμένο σώ­μα ιδεών αλλά ισχυρή θεσμική δύναμη. Η θεωρία υπάρχει σε κοινότητες αναγνωστών και συγγραφέων ως πρακτική του λόγου, αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με τους εκπαιδευτικούς και πολιτισμικούς θεσμούς. Τρεις θεωρητικοί τρόποι, των οποίων η επήρεια από τη δεκαετία του 1960 υπήρξε κεφαλαιώδης, είναι ο ευρείας κλίμακας στοχασμός πάνω στη γλώσσα και την αναπαράσταση, καθώς και οι κατηγορίες κριτικού στο­χασμού που επαγγέλθηκαν η αποδόμηση και η ψυχανάλυση (άλλοτε σε συμφωνία κι άλλοτε σε αντίθεση μεταξύ τους)· οι αναλύσεις του ρόλου του φύλου και της σεξουαλικότητας σε κάθε πτυχή της λογοτεχνίας και της κριτικής, που πραγματο­ποίησε ο φεμινισμός και στη συνέχεια οι σπουδές του φύλου

Page 174: θεωρία λογοτεχνίας

170 11Λ ΡΛΙνΓΗ MA

και η «Αδελφίστικη θεωρία»* τέλος, η ανάπτυξη των ιστορι­κά προσανατολισμένων μορφών πολιτισμικής κριτικής (νέος ιστορικισμός, μετα-αποικιακή θεωρία), που μελετούν ένα μ ε­γάλο εύρος πρακτικών του λόγου, εμπλέκοντας πολυάριθμα αντικείμενα (το σώμα, την οικογένεια, τη φυλή) τα οποία δεν θεωρούνταν προηγουμένως ότι έχουν ιστορία.

Πριν από τη δεκαετία του 1960 υπήρξαν, ωστόσο, διάφο­ρα άλλα σημαντικά θεωρητικά κινήματα.

Ρωσικός φορμαλισμός

Οι Ρώσοι φορμαλιστές των αρχών του εικοστού αιώνα προέ- βαλαν τη σημασία που έχει για την κριτική δραστηριότητα η ασχολία με τη λογοτεχνικότητα της λογοτεχνίας: με τις λε­κτικές στρατηγικές που κάνουν τη λογοτεχνία λογοτεχνική, με την προβολή της γλώσσας αφ’ εαυτής και με την «αποε­ξοικείωση» της εμπειρίας που οι στρατηγικές αυτές επιτυγ­χάνουν. Μετατοπίζοντας την προσοχή από τους συγγραφείς στα λεκτικά «τεχνάσματα», οι Ρώσοι φορμαλιστές υποστήρι­ξαν ότι «το τέχνασμα είναι ο μοναδικός ήρωας της λογοτε­χνίας». Αντί να ρωτούμε «τ ι εννοεί εδώ ο συγγραφέας;», θα πρέπει να ρωτούμε κάτι σαν «τ ι συμβαίνει με το σονέτο εδώ ;» ή «τ ι είδους περιπέτειες επιφυλάσσει στο μυθιστόρη­μα αυτό το βιβλίο του Dickens;». Ο Roman Jakobson, ο Boris Eichenbaum και ο Victor Shklovsky είναι τρεις εβληματικές μορφές αυτής της ομάδας, η οποία αναπροσανατόλισε τη μ ε­λέτη της λογοτεχνίας σε ζητήματα μορφής και τεχνικής.

Νέα Κριτική

Η αποκαλούμενη «Νέα Κριτική» αναδύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες στη δεκαετία του 1930 και του ’40 (με συγγενές έρ­γο στην Αγγλία από τους Ι.Α. Richards και William Empson).

Page 175: θεωρία λογοτεχνίας

Επικέντρωσε την προσοχή της στην ενότητα ή το ολοκληρω­μένο των λογοτεχνικών έργων. Σε αντιδιαστολή με την ιστο­ρική φιλολογία που ασκούνταν στα πανεπιστήμια, η Νέα Κρι­τική αντιμετώπισε τα ποιήματα μάλλον ως αισθητικά αντι­κείμενα παρά ως ιστορικά ντοκουμέντα και εξέτασε τις αλ­ληλεπιδράσεις μεταξύ των λεκτικών τους γνωρισμάτων και των επακόλουθων νοηματικών προεκτάσεων παρά τις ιστορι­κές προθέσεις και συνθήκες ζωής των συγγραφέων τους. Για τους Νέους Κριτικούς (Cleanth Brooks, John Crow Ranson, W. K. Wimsat), καθήκον της κριτικής ήταν να διαφωτίσει τα συ­γκεκριμένα έργα τέχνης. Εστιάζοντας την προσοχή στην αμ­φισημία, το παράδοξο, την ειρωνεία και τα αποτελέσματα της συνδήλωσης και της ποιητικής εικονοποιίας, η Νέα Κριτι­κή επιδίωξε να δείξει τη συμβολή που έχει καθένα από τα στοιχεία της ποιητικής μορφής στη δημιουργία μιας ενιαίας δομής.

Η Νέα Κριτική άφησε κληρονομιά τις τεχνικές της εκ του σύνεγγυς ανάγνωσης και το αξίωμα ότι η δικαίωση οποιασ- δήποτε κριτικής δραστηριότητας έγκειται στο αν μας βοηθά να παραγάγουμε πλουσιότερες, οξυδερκέστερες ερμηνείες των συγκεκριμένων έργων. Ωστόσο, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1960, εμφανίστηκαν αρκετές άλλες θεωρητικές προοπτικές και θεωρητικοί λόγοι — φαινομενολογία, γλωσσο­λογία, ψυχανάλυση, Μαρξισμός, δομισμός, φεμινισμός, αποδό­μηση— που προσέφεραν πλουσιότερα εννοιολογικά πλαίσια από εκείνα που προσέφερε η Νέα Κριτική στον στοχασμό πά­νω στα λογοτεχνικά και άλλα πολιτισμικά προϊόντα.

Φαινομενολογία

Η φαινομενολογία αναδύεται με το έργο του φιλοσόφου των αρχών του 20ού αιώνα, Edmund Husserl. Προσπαθεί να υπερβεί το πρόβλημα του διαχωρισμού μεταξύ υποκειμένου

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΑ 17 1

Page 176: θεωρία λογοτεχνίας

172 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

και αντικειμένου, συνείδησης και κόσμου, εστιάζοντας την προσοχή στη φαινομενική πραγματικότητα των αντικειμένων έτσι όπως εμφανίζονται στη συνείδηση. Μπορούμε να ανα- στείλουμε τα ερωτήματα σχετικά με την έσχατη πραγματι­κότητα ή τη δυνατότητα γνώσης του κόσμου και να περι­γράφουμε τον κόσμο έτσι όπως παρέχεται στη συνείδηση. Η φαινομενολογία προσυπέγραψε την κριτική που αφοσιώνεται στην περιγραφή του «κόσμου» της συνείδησης ενός ή μιας συγγραφέως, έτσι όπως εκδηλώνεται σε ολόκληρο το εύρος των έργων του ή της (Georges Poulet, J. Hillis Miller). Σημαν­τικότερη όμως υπήρξε η «κριτική της αναγνωστικής απόκρι­σης» (Stanley Fish, Wolfang Iser). Για τον αναγνώστη έργο ε ί­ναι ό,τι παρέχεται στη συνείδηση* κάποιος μπορεί να υπο­στηρίξει ότι το έργο δεν είναι κάτι αντικειμενικό, που υπάρ­χει ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρία του, αλλά είναι η συγκεκριμένη εμπειρία του αναγνώστη. Η κριτική μπορεί έτσι να λάβει τη μορφή της περιγραφής της πορείας του ανα­γνώστη διαμέσου ενός κειμένου, αναλύοντας με ποιο τρόπο οι αναγνώστες παράγουν νόημα διασυνδέοντας, συπληρώνον- τας πράγματα που έχουν μείνει ανείπωτα, προλαμβάνοντας και συμπεραίνοντας, με τις προσδοκίες τους τελικά να επ ιβε­βαιώνονται ή να καταρρίπτονται.

Μια άλλη προσανατολισμένη προς τον αναγνώστη εκδοχή της φαινομενολογίας είναι η αποκαλούμενη «αισθητική της πρόσληψης» (Hasn Robert Jauss). Κάθε λογοτεχνικό έργο ε ί­ναι απάντηση σε ερωτήματα που θέτει ένας «ορίζοντας προσδοκιών». Η ερμηνεία των έργων θα πρέπει, γ ι’ αυτό τον λόγο, να εστιάζει όχι στην εμπειρία ενός συγκεκριμένου ανα­γνώστη αλλά στην ιστορία της πρόσληψης ενός έργου και στη σχέση της με τα μεταβαλλόμενα αισθητικά πρότυπα και σύ­νολα προσδοκιών που επιτρέπουν στο έργο τέχνης να διαβά­ζεται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.

Page 177: θεωρία λογοτεχνίας

ΘΕΠΡΗΤ1ΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΑ

Δομισμός

Η προσανανατολισμένη στον αναγνώστη θεωρία έχει κάτι κοινό με τον δομισμό, ο οποίος επίσης δίνει έμφαση στον τρό­πο με τον οποίο παράγεται το νόημα. Όμως ο δομισμός προήλθε σε αντιδιαστολή με τη φαινομενολογία: αντί να πε- ριγράφεται η εμπειρία, ο στόχος ήταν να αναγνωριστούν οι υποκείμενες δομές που την καθιστούν δυνατή. Στη θέση της φαινομενολογικής περιγραφής της συνειδητότητας, ο δομι­σμός επιδίωξε να αναλύσει τις δομές που ενεργούν ασυνεί­δητα (δομές της γλώσσας, της ψυχής, της κοινωνίας). Εξαι- τίας του ενδιαφέροντος του όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο παράγεται το νόημα, ο δομισμός συχνά (όπως στο β ι­βλίο του Roland Barthes S/Z) αντιμετώπισε τον αναγνώστη ως τοπίο υποκείμενων κωδίκων που επιτρέπουν την παραγωγή νοήματος και ως φορέα του νοήματος.

Ο όρος δομισμός δηλώνει συνήθως μια ομάδα καταρχάς Γάλλων στοχαστών οι οποίοι στη δεκαετία του 1950 και του 1960, επηρεασμένοι από τη θεωρία του Ferdinand de Saussure, εφήρμοσαν έννοιες από τη δομική γλωσσολογία στη μελέτη των κοινωνικών και πολιτισμικών φαινομένων. Ο δο­μισμός αναπτύχθηκε αρχικά στον τομέα της ανθρωπολογίας (Claude Levi-Srauss), κατόπιν στις λογοτεχνικές και πολιτι­σμικές σπουδές (Roman Jakobson, Roland Barthes, Gerard Genette), στην ψυχανάλυση (Jacques Lacan), στην ιστορία της σκέψης (Michel Foucault) και στη μαρξιστική θεωρία (Louis Althusser). Παρ’ όλον ότι οι παραπάνω μελετητές ποτέ δεν σχημάτισαν σχολή με τη σημασία που έχει αυτός ο όρος, το έργο τους διοχετεύτηκε και διαβάστηκε στην Αγγλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στη δεκαετία του 1970, επιγραφόμενο με την κοινή ονομασία «δομισμός».

Στις λογοτεχνικές σπουδές, ο δομισμός προωθεί μια ποιη­

Page 178: θεωρία λογοτεχνίας

174 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

τική η οποία ενδιαφέρεται για τις συμβάσεις που επιτρέπουν τη δημιουργία των λογοτεχνικών έργων προσπαθεί όχι να παραγάγει νέες ερμηνείες έργων αλλά να κατανοήσει με ποιο τρόπο μπορούν να έχουν τα νοήματα και τα αποτελέσματα που έχουν. Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να επιβάλει αυτό το σχέ­διο —της συστηματικής ανάλυσης του λογοτεχνικού λόγου— στην Αγγλία και την Αμερική. Η βασική του επίδραση ήταν να προσφέρει νέες ιδέες σχετικά με τη λογοτεχνία και να την αναγάγει σε μια σημαίνουσα πρακτική μεταξύ άλλων. Διά- νοιξε, έτσι, τον δρόμο σε αναγνώσεις των συμπτωμάτων των λογοτεχνικών έργων και ενθάρρυνε τις πολιτισμικές σπουδές στην προσπάθεια να εξηγήσουν τις σημασιοδοτικές διαδικα­σίες διαφορετικών πολιτισμικών πρακτικών.

Δεν είναι εύκολη η διάκριση του δομισμού από τη σημει­ωτική, τη γενική επιστήμη των σημείων, που έλκει τις απαρ­χές της από τον Saussure και τον Αμερικανό φιλόσοφο Charles Sanders Peirce. Η σημειωτική, ωστόσο, είναι ένα δ ιε­θνές κίνημα που προσπάθησε να ενσωματώσει την επιστημο­νική μελέτη της συμπεριφοράς και της επικοινωνίας, απο- φεύγοντας κατεξοχήν τον φιλοσοφικό στοχασμό και την πο­λιτισμική κριτική που σφράγισε τον δομισμό στις γαλλικές και άλλες συναφείς εκδοχές του.

Μεταδομισμός

Από τη στιγμή που ο δομισμός έφτασε στο σημείο να οριστεί ως κίνημα ή σχολή, οι θεωρητικοί πήραν τις αποστάσεις τους. Ήταν φανερό ότι έργα διαφόρων φερομένων ως δομιστών δεν συμφωνούσαν με την ιδέα του δομισμού ως απόπειρας να ελεγχθούν και να κωδικοποιηθούν οι δομές. Ο Barthes, ο Lacan και ο Foucault για παράδειγμα, αναγνωρίστηκαν ως μεταδομιστές, οι οποίοι προχώρησαν πέραν του δομισμού, με τη στενή έννοια του όρου. Πολλές, ωστόσο, θέσεις που συν­

Page 179: θεωρία λογοτεχνίας

ΘΕίΙΡΗ ΙΤΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΑ

δέθηκαν με τον μεταδομισμό είναι έκδηλες ακόμη και στο πρώιμο έργο αυτών των στοχαστούν, όταν ακόμη θεωρούνταν δομιστές. Τότε, είχαν περιγράφει το πώς οι θεωρίες εμπλέ­κονται στα φαινόμενα που επιχειρούν να περιγράφουν καθώς και το πώς τα κείμενα δημιουργούν νόημα παραβιάζοντας οποιαδήποτε σύμβαση εντοπίζει η δομική ανάλυση. Οι μετα- δομιστές αναγνώρισαν την αδυναμία να περιγράφει ένα πλή­ρες και συνεκτικό σημαίνον σύστημα, καθότι τα συστήματα είναι συνεχώς μεταβαλλόμενα. Στην πραγματικότητα, ο με - ταδομισμός δεν αποδεικνύει τόσο τις ανεπάρκειες ή τα σφάλ­ματα του δομισμού, όσο αποστρέφει το βλέμμα του από το σχέδιο διερεύνησης του τι καθιστά τα πολιτισμικά φαινόμενα κατανοητά και αντ’ αυτού προβάλλει τη σημασία της κριτι­κής εξέτασης της γνώσης, της ολότητας και του υποκειμένου, τα οποία αντιμετωπίζει ως προβληματικά αποτελέσματα. Οι δομές των συστημάτων σημασιοδότησης δεν υπάρχουν ανε­ξάρτητα από το υποκείμενο, ως αντικείμενα γνώσης, αλλά ε ί­ναι δομές για υποκείμενα, τα οποία εμπλέκονται με τις δυ­νάμεις που τα παράγουν.

Λποδόμηση

0 όρος μεταδομισμός χρησιμοποιείται για ένα μεγάλο εύρος θεωρητικών πραγματεύσεων που περιέχουν κριτική της έννοι­ας της αντικειμενικής γνώσης καθώς και της έννοιας ενός υπο­κειμένου που είναι ικανό να γνωρίσει τον εαυτό του. Έτσι, οι σύγχρονες φεμινιστικές και ψυχαναλυτικές θεωρίες, οι μαρξι­στικές προσεγγίσεις και οι ιστορικισμοί, έχουν μερίδιο συμμε­τοχής στον μεταδομισμό. Όμως ο μεταδομισμός δηλώνει επ ί­σης και υπεράνω όλων την αποδόμηση και το έργο του Jacques Derrida, ο οποίος πρώτος έγινε γνωστός στην Αμερική με την κριτική του της έννοιας της δομής κατά τους δομιστές, έτσι όπως εμφανίζεται στην κλασική συλλογή δοκιμίων που έφερε

Page 180: θεωρία λογοτεχνίας

176 1ΙΑΡΑΡΊΉΜΑ

τον δομισμό στο επίκεντρο της αμερικανικού ενδιαφέροντος: Οι γλώσσες της κριτικής και οι επιστήμες του ανθρώπου (The Languages of Criticism and the Sciences of Man, 1970).

Η αποδόμηση ορίζεται ως η κριτική των ιεραρχικών αντι­θέσεων που δόμησαν τη δυτική σκέψη: έξω / μέσα, σώμα / πνεύμα, κυριολεξία / μεταφορά, ομιλία / γραφή, παρουσία / απουσία, φύση / πολιτισμός, μορφή / νόημα. Αποδομώ μια αντίθεση σημαίνει ότι καταδεικνύω ότι η αντίθεση αυτή δεν είναι φυσική και αναπόδραστη αλλά μια κατασκευή, που πα- ράγεται από λόγους που στηρίζονται πάνω σ’ αυτή, καθώς και ότι είναι μια κατασκευή στα πλαίσια ενός έργου αποδό- μησης, το οποίο προσπαθεί να την αποσυναρμολογήσει και να την επανεγγράψει — δηλαδή όχι να την καταστρέψει αλλά να της δώσει διαφορετική δομή και λειτουργία. Ως τρόπος όμως ανάγνωσης η αποδόμηση είναι, σύμφωνα με τα λόγια της Barbara Johnson, «βάσανος δοκιμασία των αντιμαχομένων δυ­νάμεων σημασιοδότησης στα πλαίσια ενός κειμένου», διερεύ- νηση των σημείων τριβής που υπάρχουν ανάμεσα στους τρό­πους σημασιοδότησης, όπως και ανάμεσα στις επιτελεστικές και διαπιστωτικές διαστάσεις της γλώσσας.

Φεμινιστική θεωρία

Στο βαθμό που ο φεμινισμός αναλαμβάνει να αποδομήσει την αντίθεση άντρας / γυναίκα και τις συνακόλουθες αντιθέσεις στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού, αποτελεί εκδοχή του μεταδομισμού. Αυτό όμως είναι μόνο ένα από τα νήματα του φεμινισμού, ο οποίος δεν αποτελεί τόσο μια ενοποιημένη σχο­λή όσο, πολύ μάλλον, ένα κοινωνικό και διανοητικό κίνημα και πεδίο συζητήσεων. Από τη μια μεριά, υπάρχουν θεωρητι­κοί του φεμινισμού οι οποίοι εξαίρουν την ταυτότητα των γυ­ναικών, απαιτούν δικαιώματα για τις γυναίκες και αναδει- κνύουν κείμενα γυναικών συγγραφέων ως αναπαραστάσεις

Page 181: θεωρία λογοτεχνίας

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΑ 177

της εμπειρίας των γυναικών. Από την άλλη, υπάρχουν φεμι­νιστές οι οποίοι αναλαμβάνουν να ασκήσουν θεωρητική κριτι­κή στον ετεροφυλόφιλο πυρήνα, με επίκεντρο τον οποίο διορ- γανώνονται οι ταυτότητες και οι πολιτισμοί με βάση τους όρους της αντίθεσης μεταξύ άντρα και γυναίκας. Η Elaine Showalter διακρίνει τη «φεμινιστική κριτική» των ανδρικών πεποιθήσεων και διεργασιών από τη «γυνοκριτική», τη φεμι­νιστική κριτική που ενδιαφέρεται για τις γυναίκες συγγραφείς και τις αναπαραστάσεις της εμπειρίας των γυναικών. Και οι δύο αυτοί τρόποι αντιδιαστέλλονται από τον αποκαλούμενο συχνά, στην Αγγλία και την Αμερική, «γαλλικό φεμινισμό», όπου η «γυναίκα» αντιπροσωπεύει κάθε ριζοσπαστική δύνα­μη η οποία ανατρέπει τις έννοιες, τις πεποιθήσεις και τις δο­μές του πατριαρχικού λόγου. Με ανάλογο τρόπο, η φεμινι­στική θεωρία συμπεριλαμβάνει και τα δύο εκείνα ρεύματα που απορρίπτουν την ψυχανάλυση για τα αδιαμφισβήτητα σεξιστικά θεμέλιά της καθώς και τη λαμπρή αναδιάρθρωση της ψυχανάλυσης από ορισμένες φεμινίστριες λόγιες όπως ε ί­ναι η Jacqueline Rose, η Mary Jacobus και η Kaja Silverman, για τις οποίες μόνο μέσω της ψυχανάλυσης και της κατανόη­σης των περιπλοκών κατά την εσωτερίκευση των κανονιστι­κών προτύπων μπορεί κανείς να ελπίζει ότι θα κατανοήσει και θα επανασυλλάβει την κατηγορία των γυναικών. Μέσα από τα πολλά και διάφορα σχέδιά του ο φεμινισμός πέτυχε έναν ουσιακό μετασχηματισμό της λογοτεχνικής παιδείας στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Αγγλία, μέσω της διεύρυνσης του λογοτεχνικού κανόνα και της εισαγωγής μιας ευρείας κλί­μακας νέων θεμάτων.

Ψυχανάλυση

Η ψυχαναλυτική θεωρία επέδρασε στις λογοτεχνικές σπουδές τόσο ως τρόπος ερμηνείας όσο και ως θεωρία όσον αφορά τη

Page 182: θεωρία λογοτεχνίας

178 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

γλώσσα, την ταυτότητα και το υποκείμενο. Από τη μια μ ε­ριά, από κοινού με τον μαρξισμό αποτελεί την ισχυρότερη σύγχρονη ερμηνευτική: μια μεταγλώσσα με κύρος ή ένα τ ε ­χνικό λεξιλόγιο που μπορεί να εφαρμοστεί στα λογοτεχνικά έργα όπως και σε άλλες καταστάσεις, προκειμένου να κατα­νοήσει κανείς τι «όντως» συμβαίνει. Αυτό οδηγεί σε μια κρι­τική δραστηριότητα που βρίσκεται σε επιφυλακή απέναντι στα κάθε είδους ψυχαναλυτικά ζητήματα και σχέσεις. Από την άλλη μεριά, όμως, η μεγαλύτερη επίδραση της ψυχανά­λυσης πραγματοποιήθηκε μέσω του έργου του Jacques Lacan, ενός αποστάτη Γάλλου ψυχαναλυτή, ο οποίος ίδρυσε τη δική του σχολή εκτός του αναλυτικού κατεστημένου και ηγήθηκε ενός κινήματος που ο ίδιος παρουσίασε ως επιστροφή στον Freud. Ο Lacan περιγράφει το υποκείμενο ως απόρροια της γλώσσας και εξαιρεί τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματί­ζει κατά την ανάλυση η αποκαλούμενη από τον Freud « μ ε ­ταβίβαση», όπου ο αναλυόμενος αναθέτει στον αναλυτή τον ρόλο του εξουσιαστικού συμβόλου από το παρελθόν («να ερωτεύεσαι τον αναλυτή σου»). Η πραγματική αλήθεια για την κατάσταση του αρρώστου, στα πλαίσια αυτής της θεώ­ρησης, αναδύεται όχι από την ερμηνεία που δίνει ο αναλυτής στον λόγο του ασθενούς αλλά από τον τρόπο με τον οποίο ο αναλυτής και ο ασθενής συλλαμβάνονται να επαναλαμβάνουν ένα καθοριστικό σενάριο από το παρελθόν του ασθενούς. Αυ­τός ο αναπροσανατολισμός καθιστά την ψυχανάλυση μεταδο- μική επιστήμη, στα πλαίσια της οποίας η ερμηνεία είναι η επανεκτέλεση ενός κειμένου το οποίο δεν ελέγχεται.

Μαρξισμός

Στην Αγγλία, διαφορετικά από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο μεταδομισμός δεν έφτασε μέσω του Derrida και στη συνέ­χεια μέσω του Lacan και του Foucault, αλλά μέσω του έργου

Page 183: θεωρία λογοτεχνίας

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΑ 179

του μαρξιστή θεωρητικού Louis Althusser. Καθώς τα έργα του διαβάζονται στα πλαίσια της μαρξιστικής κουλτούρας της βρετανικής αριστεράς, ο Althusser οδήγησε τους αναγνώστες του στα εδάφη της λακανικής θεωρίας και προκάλεσε έναν βαθμιαίο μετασχηματισμό με βάση τον οποίο, όπως το θέτει ο Anthony Easthope, «ο μεταδομισμός έφτασε στο σημείο να καταλαμβάνει σχεδόν εξίσου τον ίδιο χώρο με εκείνον του πεδίου υποδοχής του μαρξισμού». Για τον μαρξισμό τα κεί­μενα ανήκουν σε ένα εποικοδόμημα που καθορίζεται από την οικονομική βάση (τις «πραγματικές σχέσεις της παραγω­γής»). Για να ερμηνεύσει κανείς τα πολιτισμικά προϊόντα πρέπει να τα αναγάγει και να τα συσχετίσει με τη βάση. 0 Althusser υποστήριξε ότι το κοινωνικό μόρφωμα δεν είναι μια ενοποιημένη ολότητα η οποία έχει ως κέντρο της τον τρόπο παραγωγής, αλλά μια χαλαρή δομή στα πλαίσια της οποίας διαφορετικά επίπεδα ή τύποι πρακτικής αναπτύσσονται σε διαφορετικά χρονικά στάδια. Τα κοινωνικά και ιδεολογικά εποικοδομήματα έχουν «σχετική αυτονομία». Προσεγγίζο­ντας τη λακανική ανάλυση του καθορισμού της συνείδησης από το ασυνείδητο προκειμένου να εξηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η ιδεολογία ώστε να επικαθορίσει το υπο­κείμενο, ο Althusser χαρτογραφεί βάσει της ψυχανάλυσης μια μαρξιστική περιγραφή του καθορισμού του ατόμου από την κοινωνία. Το υποκείμενο είναι ένα αποτέλεσμα το οποίο συ­γκροτείται από τις διαδικασίες του ασυνειδήτου, του λόγου και των σχετικά αυτόνομων πρακτικών που οργανώνουν την κοινωνία.

Η παραπάνω σύζευξη αποτελεί τη βάση μια ευρείας θεω­ρητικής συζήτησης που πραγματοποιείται στη Βρετανία, τόσο στον τομέα της πολιτικής θεωρίας όσο και στις λογοτεχνικές και πολιτισμικές σπουδές. Ιδιαίτερα σημαντικές έρευνες των σχέσεων μεταξύ κουλτούρας και σημασιοδότησης έλαβαν χώ­ρα στη δεκαετία του 1970 στο περιοδικό κινηματογραφικών

Page 184: θεωρία λογοτεχνίας

180 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

σπουδών Screen (Οθόνη), το οποίο, παρουσιάζοντας αναλυτικά τη θεωρία του Althusser και του Lacan, προσπάθησε να κα­τανοήσει με ποιο τρόπο το υποκείμενο ορίζεται ή κατασκευ­άζεται από τις δομές της κινηματογραφικής αναπαράστασης.

Νέος ιστορικισμός / Πολιτισμικός υλισμός

Οι δεκαετίες 1980 και 1990 στην Αγγλία και στην Αμερική επισφραγίστηκαν από την ανάδυση της ρωμαλέας, θεωρητι­κά στρατευμένης, ιστορικής κριτικής. Από τη μια μεριά, υπάρχει ο βρετανικός πολιτισμικός υλισμός, όπως ορίζεται από τον Raymond Williams ως «η ανάλυση όλων των μορφών σημασιοδότησης, συμπεριλαμβανομένης κεντρικώς της συγ­γραφής, στα πλαίσια των πραγματικών μέσων και συνθηκών παραγωγής τους». Οι ειδικοί της Αναγέννησης, επηρεασμένοι από τον Foucault (Catherine Belsey, Jonathan Dollimore, Alan Sinfield, Peter Stallybrass) ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την ιστορική συγκρότηση του υποκειμένου και για τον αντιρρητι­κό ρόλο της λογοτεχνίας στην Αναγέννηση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο νέος ιστορικισμός —ο οποίος τείνει λιγότερο να θέτει ιεραρχίες αιτίας και αποτελέσματος και περισσότερο να σκιαγραφεί τις υπάρχουσες διασυνδέσεις ανάμεσα σε κείμε­να, λόγους και εξουσία από τη μια μεριά, και στη συγκρότη­ση της υποκειμενικότητας από την άλλη— επίσης επικέν­τρωσε το ενδιαφέρον του στην Αναγέννηση. Οι Stephen Greenblatt, Louis Montrose και άλλοι εστιάζουν την προσοχή τους στον τρόπο με τον οποίο τα λογοτεχνικά κείμενα της Αναγέννησης λειτουργούν μεταξύ των πρακτικών του λόγου και των θεσμών αυτής της περιόδου, αντιμετωπίζοντας τη λο­γοτεχνία όχι ως αντανάκλαση ή προϊόν κάποιας κοινωνικής πραγματικότητας αλλά ως μια από τις διάφορες, ενίοτε αντα­γωνιστικές, πρακτικές. Θεμελιώδες ερώτημα για τους νέους ιστορικιστές υπήρξε η διαλεκτική της «ανατροπής και απο­

Page 185: θεωρία λογοτεχνίας

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΑ 181

τροπής»: σε ποιο βαθμό τα αναγεννησιακά κείμενα προσφέ­ρουν μια αυθεντικά ριζοσπαστική κριτική των θρησκευτικών και πολιτικών ιδεολογιών της εποχής τους και σε ποιο βαθμό η πρακτική της λογοτεχνίας, με τη φαινομενική της ανατρε- πτικότητα, αποτελεί έναν τρόπο αποτροπής των ανατρεπτι­κών ενεργειών;

Μετα-αποικιακή θεωρία

Ένα συναφές σύνολο θεωρητικών ζητημάτων αναδύεται στα πλαίσια της μετα-αποικιακής θεωρίας: η απόπειρα να κατα- νοηθούν τα προβλήματα που τίθενται από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και τα επακόλουθά της. Σ ’ αυτή την κληρονο­μιά οι μετα-αποικιακοί θεσμοί και εμπειρίες, από την ιδέα του ανεξάρτητου έθνους μέχρι την ιδέα του ίδιου του πολιτι­σμού, εμπλέκονται με τις πρακτικές λόγου που κυριαρχούν στη Δύση. Από τη δεκαετία του 1980 και εξής ένα διαρκώς αυξανόμενο σώμα γραπτών κειμένων ασχολήθηκε με ζητήμα­τα αναφερόμενα στη σχέση ανάμεσα στην ηγεμονία των δυ­τικών λόγων και τις υπάρχουσες δυνατότητες αντίστασης σ’ αυτή, καθώς και σχετικά με τη διαμόρφωση των αποικιακών και μετα-αποικιακών υποκειμένων: υβριδικά υποκείμενα, τα οποία αναδύθηκαν μέσα από την επίστρωση αντιτιθέμενων γλωσσών και πολιτισμών. Το βιβλίο Ανατολισμός (Orientalism) του Edward Said (1978), το οποίο εξέτασε την κατασκευή του Ανατολίτη «άλλου» μέσα από τις διάφορες ευρωπαϊκές γνω­στικές πραγματεύσεις, συνέβαλε στην εδραίωση του πεδίου. Από τότε και στη συνέχεια η μετα-αποικιακή θεωρία και γρα­φή απέβη μια απόπειρα παρέμβασης στην κατασκευή του πολιτισμού και της γνώσης, όπως επίσης, για τους στοχαστές που προέρχονται από μετα-αποικιακές κοινωνίες, μια από­πειρα να αποτυπώσουν τη δική τους άποψη στην ιστορία που άλλοι έχουν γράψει.

Page 186: θεωρία λογοτεχνίας

182 II APAP Γ Η MA

Μειονοτικός λόγος

Μια πολιτική αλλαγή που επετεύχθη στα πλαίσια των ακα­δημαϊκών θεσμών στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξε η ανάπτυ­ξη της μελέτης της λογοτεχνίας των εθνικών μειονοτήτων. Μοχλός της προσπάθειας ήταν να αναζωογονηθεί και να προ­ωθηθεί η μελέτη της γραφής των μαύρων, των Λατινο-Αμερι- κανών και των Ασιατο-Αμερικανών των Η.Π.Α., των ιθαγενών Αμερικανών. Οι συζητήσεις προσανατολίζονται στη σχέση ανάμεσα στην ενδυνάμωση της πολιτισμικής ταυτότητας ορι­σμένων μεμονωμένων ομάδων μέσω της διασύνδεσής της με μια ορισμένη παράδοση γραφής, και στον φιλελεύθερο στόχο της εξύμνησης της πολιτισμικής ποικιλότητας και της «πολυ- πολιτισμικότητας». Τα θεωρητικά ζητήματα γρήγορα εμπλέ­κονται με ερωτήματα αναφερόμενα στο ισχύον καθεστώς της θεωρίας, η οποία μερικές φορές θεωρείται ότι επιβάλλει ορι­σμένα «λευκά» ζητήματα ή φιλοσοφικά θέματα σε σχέδια μ ε­λέτης που μάχονται να εγκαθιδρύσουν τους δικούς τους όρους και τα δικά τους συμφραζόμενα. Την ίδια στιγμή, οι Λατινο-Αμερικανοί, οι Αφρο-Αμερικανοί και οι Ασιατο-Αμε- ρικανοί των Η.Π.Α. κριτικοί ασχολούνται με το θεωρητικό εγ­χείρημα αναπτύσσοντας τη μελέτη των μειονοτικών λόγων, προσδιορίζοντας τον διακεκριμένο τους χαρακτήρα και αρ­θρώνοντας τις σχέσεις τους με τις κυρίαρχες παραδόσεις της γραφής και της σκέψης. Οι απόπειρες γένεσης θεωριών του «μειονοτικού λόγου» αναπτύσσουν έννοιες για την ανάλυση των ιδιαίτερων πολιτισμικών παραδόσεων και, ταυτόχρονα, χρησιμοποιούν τη θέση του περιθωρίου για να εκθέσουν τις πεποιθήσεις του «πλειονοτικού λόγου» και να παρέμβουν στις θεωρητικές συζητήσεις του.

Page 187: θεωρία λογοτεχνίας

ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΜΑΤΑ 183

Αδελφίστικη Θεωρία

Όπως η αποδόμηση και άλλα σύγχρονα θεωρητικά κινήματα, έτσι και η Αδελφίστικη θεωρία (που σχολιάσαμε στο Κεφά­λαιο 7) χρησιμοποιεί το περιθώριο —ό,τι έχει τεθεί στην άκρη ως διεστραμμένο, ανώμαλο, ριζικά έτερο— για να αναλύσει την πολιτισμική κατασκευή του κέντρου: της ετεροφυλόφιλης φυσιολογικότητας. Με το έργο των Eve Sedgwick, Judith Butler και άλλων, η Αδελφίστικη θεωρία απέβη πεδίο παρα­γωγικής αμφισβήτησης όχι μόνο της πολιτισμικής κατασκευής της σεξουαλικότητας αλλά και του ίδιου του πολιτισμού ως βασισμένου στην απάρνηση των ομοερωτικών σχέσεων. Όπως συνέβη και με τον φεμινισμό και με διάφορες εκδοχές εθνο- τικών σπουδών που προηγήθηκαν, η Αδελφίστικη θεωρία αντλεί διανοητική ενέργεια από τον δεσμό της με τα κοινω­νικά κινήματα της χειραφέτησης αλλά και από τις διάφορες συζητήσεις στα πλαίσια αυτών των κινημάτων τις αναφερό- μενες στις ενδεδειγμένες στρατηγικές και συλλήψεις. Θα πρέ­πει κάποιος να εξυμνεί και να υπογραμμίζει τη διαφορετικό­τητα ή να πάει κόντρα στις διακρίσεις που στιγματίζουν; Πώς μπορούν να γίνουν και τα δυο; Οι δυνατότητες δράσης και συγχρόνως κατανόησης διακυβεύονται στη θεωρία.

Page 188: θεωρία λογοτεχνίας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κεφάλαιο 1Αναφορές: Richard Rorty, Consequences of Pragmatism (Mineapolis: Iniversity of Minnesota Press, 1982), 66. Michel Foucault, The History

of Sexuality, vol. I (New York: Pantheon, 1980), 154, 156, 43. ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΙ ΓΡΑΦΗ: Jonathan Culler, On Deconstruction: Theory and Criticism after Structuralism (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1982), 89-110. Jean-Jacques Rousseau, Confessions, Book 3, κι αλλού, αναφέρεται στο Jacques Derrida, Of Grammatology (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 1976), 141-64. Derrida, Of Grammatology, 158. ARETHA P'RANKLIN: Judith Butler, «Imitation and Gender Insub­ordination» στο Diana Fuss, ed., Inside/Out: Lesbian Theories, Gay

Theories (New York: Routledge, 1991), 27-8.Περαιτέρω αναγνώσματα: Jonathan Culler, On Deconstruction: Theory and Criticism after Structuralism αρχίζει με μια γενική πραγμάτευση π ε­ρί θεωρίας. Richard Harland, Superstructuralism: The Philosophy of Structuralism and Post -Structuralism (London: Methuen, 1987), εκτενής και ζωντανή εισαγωγική επισκόπηση. Για τον Foucault, βλέπε Paul Rabinow, ed., The Foucault Reader (New York: Pantheon, 1984)· Lois McNay, Foucault: A Critical Introduction (New York: Continuum, 1994). Για τον Derrida, βλέπε Culler, On Deconstruction, 85-179* Geoffrey

Page 189: θεωρία λογοτεχνίας

186 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΟΡΙΑ

Bennington, Jacques Derrida (Chicago: University of Chicago Press, 1993).

Κεφάλαιο 2Αναφορές: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ: W. Β. Gallie, Philosophy and the Historical Understanding (London: Chatto, 1964), 65-71. ΖΙΖΑΝΙΟ: John M. Ellis, The Theory of Literary Criticism: A Logical Analysis (Berkeley and Los Angeles: University of California Press, 1974), 37-42. ΑΡΧΗ

ΤΗΣ ΤΠΕΡΠΡΟΣΤΑΤΕΤΜΕΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ: Mary Louise Pratt, Toward a Speech Act Theory of Literary Discourse (Bloomington: Indiana University Press, 1977), 38- 78. Roman Jakobson, «Linguistics and Poetics», Language in Literature (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1987), 70. Immanuel Kant, The Critique of Judgement, part 1, section 15. ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ: βλέπε Roland Barthes, SfZ (New York: Farrar Strauss, 1984), 10-12, 20-2, και Harold Bloom, Poetry and

Repression (New Haven: Yale University Press, 1976), 2-3. Benedict Anderson, Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism (London: Verso, 1983), 40. ΑΡΘΡΟ TOY 1860: H. Richardson, «On the Use of English Classical Litterature in the Work of Education» παρατίθεται στο Chris Baldick, The Social Mission of English Criticism, 1848-1932 (Oxford: Clarendon, 1987), 66. Terry Eagleton, Literary Theory: An Introduction (Oxford: Blackwell, 1983), 25. ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: John Guillory, Cultural Capital: The Problem of Literary Canon Formation (Chicago: University of Chicago Press, 1993).Περαιτέρω αναγνώσματα: Paul Hernadi, ed., What is Literature? (Bloomington: Indiana University Press, 1978), για ένα μεγάλο εύρος αντιπροσωπευτικών δηλώσεων. Η Mary Louise Pratt, Toward a Speech Act Theory of Literary Discourse (Bloomington: Indiana University Press, 1977) αναπτύσσει επιχειρηματολογία εναντίον της αντίληψης της λο­γοτεχνίας ως ειδικού είδους της γλώσσας. Η Barbara Herrnstein Smith, On the Margins of Discourse: On the Relation of Language to

Page 190: θεωρία λογοτεχνίας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 187

Literature (Chicago: University of Chicago Press, 1979) αντιμετωπίζει τα λογοτεχνικά έργα ως μοθοπλασιακές απομιμήσεις «πραγματι­κών» γλωσσικών πράξεων. Terry Eagleton, Literary Theory, 1-53. σχε­τικά με την ιδέα της λογοτεχνίας γενικώς και τις λογοτεχνικές σπου­δές κατά το 19ο αιώνα στη Βρετανία. Antony Easthope, Literature into Cultural Studies (London: Routledge, 1991), 1-61, χρήσιμη επισκό­πηση των παραδοσιακών αντιλήψεων περί λογοτεχνίας. Jacques Derrida, «This Strange Institution Called Literature», ed. Derek Attridge, Acts of Literature (New York: Routledge, 1992), 33-75.

Κεφάλαιο 3Αναφορές: ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ: Richard Klein, Cigarettes are Sublime (Durham, NC: Duke University Press, 1993), και Eat Fat (New York: Pantheon, 1996)· Marjorie Garber, Vice-Versa: Bisexuality and the Eroticism of Everyday Life (New York: Simon and Schuster, 1994)· Mark Seltzer, Serial Killers I, II , I I I (New York: Routledge, 1997). Roland Barthes, Mythologies (London: Cape, 1972), 15-25. Louis Althusser, «Ideology and Ideological State Apparatuses (Notes toward an Investigation)», Lenin and Philosophy, and Other Essays (London: New Left Books, 1971), 168. ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: Lawrence Crossberg, Cary Nelson, and Paula Treichler, eds.. Cultural Studies (New York: Routledge, 1992), 2, 4. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΛΟΤΗΤΑ: Ernesto Laclau, New Reflections on the Revolution of our Time (London: Verso, 1990), 89-92. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΕΣ ΣΕΙΡΕΣ: Anthony Easthope, Literary into Cultural Studies (London: Routledge, 1991), 109.Περαιτέρω αναγνώσματα: «Forum: Thirty-Two Letters on the Relation between Cultural Studies and the Literary», PMLA 112: 2 (Mar. 1997), 257-286, ζωντανή έκθεση των τρεχουσών απόψεων. 0 Antony Easthope, Literary into Cultural Studies, επισκοπεί τις εξελίξεις στη Βρετανία. Tony Bennet et al., eds., Culture, Ideology and Social Processs: A Reader (London: Batsford and Open University Press,1987), ανθολογία κλασικών βρετανικών δοκιμίων για τον κύκλο πα­

Page 191: θεωρία λογοτεχνίας

188 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΟΡΙΑ

ραδόσεων «Λαϊκή κουλτούρα» του Ανοιχτού Πανεπιστημίου. John Fiske, Understanding Popular Culture (Boston: Unwin, 1989), διαφωτι- στική εισαγωγή. Simon During, ed., The Cultural Studies Reader (London: Routledge, 1993), και Mieke Bal, ed., The Practice of Cultural Analysis (Stanford, Calif.: Stanford University Press, 1997), δυο πρό­σφατες συλλογές. loan Davies, Cultural Studies and Beyond: Fragments of Empire (London: Routledge, 1995), ευφυής πρόσφατη ιστορία. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ: Robert von Hallberg, ed., Canons (Chicago: University of Chicago Press, 1984).

Κεφάλαιο 4Αναφορές: Ferdinand de Saussure, Course in General Linguistics (London: Duckworth, 1983), 107, 115. B. L. Whorf, Language, Thought

and Reality (Cambridge, Mass.: MIT Press, 1956). ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ: Jonathan Culler, Structuralist Poetics: Structuralism,

Linguistics, and the Study of Literature (London: Methuen, 1984), 58-63. Elaine Showalter, «Towards a Feminist Poetics», στο Women Writing and Writing about Women, ed. Mary Jacobus (London: Croom Helm, 1979), 25. ΠΛΑΝΗ: W. K. Wimsatt και Monroe Beardsley, «The Intentional Fallacy» στο Wimsatt, The Verbal Icon: Studies in the Meaning of Poetry (Lexington: University of Kentucky Press, 1954), 18. Toni Morrison, Playing in the Dark: Whiteness and the American Literary

Imagination (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1992). Edward Said, «Jane Austen and Empire», Culture and Imperialism (New York: Knopf, 1993), 80-97. ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΥΠΟΨΙΑΣ: Hans- Georg Gadamer, «The Hermeneutics of Suspicion» στο Gary Shapiro και Alan Sica, eds., Hermeneutics: Questions and Prospects (Amherst: University of Massachusetts Press, 1984), 54-65,Περαιτέρω αναγνώσματα: Jonathan Culler, Saussure (London: Fontana, 1976* αναθ. έκδ.: Ithaca, NY: Cornell University Pres, 1986), εισαγωγή στη σκέψη και την επίδραση του Γάλλου γλωσσολόγου. M.A.K. Halliday, Explorations in the Functions of Language (London:

Page 192: θεωρία λογοτεχνίας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 189

Arnold, 1973), δοκίμια σχετικά με τις λογοτεχνικές σπουδές. Roger Fowler, Linguistic Criticism (Oxford: Oxford University Press, 1996), πολύτιμη εισαγωγή στη γλώσσα και τις γλωσσικές διαστάσεις της λογοτεχνίας. 0 William Ray, Literary Meaning: From Phenomenology to Deconstruction (Oxford: Blackwell, 1984) αναπτύσσει μια πειστική αφήγηση σχετικά με τις προσεγγίσεις των διαφορετικών «κριτικών σχολών» όσον αφορά το νόημα στη λογοτεχνία. Nigel Fabb et al., eds., The Linguistics of Writing: Arguments between Language and Literature (New York: Methuen, 1987), δυνατά πρόσφατα δοκίμια. ΠΟΙΗΤΙΚΗ: Jonathan Culler, Structuralist Poetics' Roland Barthes, S/Z (New York: Hill and Wang, 1974), ανάλυση ενός αφηγήματος του Balzac που κινείται μεταξύ ποιητικής και ερμηνευτικής. ΕΡ­

ΜΗΝΕΥΤΙΚΗ: Donald Marshall, «Literary Interpretation», στο Introduction to Scholarship in Modern Languages and Literatures, ed. Joseph Gibaldi, 2η έκδ. (New York: MLA, 1992), 159-182. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΚΡΙΣΗΣ: Jane Tompkins, ed., Reader-Response

Criticism: From Formalism to Post-Structuralism (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 1980).

Κεφάλαιο 5Αναφορές: Jacques Derrida, «White Mythology: Metaphor in the Text of Philosophy», Margins of Philosophy (Chicago: University of Chicago Press, 1982), 207-71. ΡΗΤΟΡΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ: Jonathan Culler, «The Turns of Metaphor», The Pursuit of Signs: Semiotics, Literature, Deconstruction (London: Routledge and Kegan Paul, 1981), 188-209. George Lakoff and Mark Johnson, Metaphors We Live By (Chicago: University of Chicago Press, 1980). Roman Jakobson, «Two Aspects of Language...», Language in Literature (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1987), 95-114. ΔΗΘΕΝ ΟΤΙ ΦΛΥΑΡΕΙ: Northrop Frye, The Anatomy of Criticism: Four Essays (Princeton: Princeton University Press, 1965), 249. Hayden White, Tropics of Discourse: Essays in Cultural Criticism (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 1978), 5-6, 58-

Page 193: θεωρία λογοτεχνίας

190 ΛΟΓΟΤΚΧΝIΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

75. ΜΤΘΟΠΛΑΣΙΑΚΕΣ ΑΠΟΜΙΜΗΣΕΙΣ: Barbara Herrnstein Smith, On the Margins of Discourse: On the Relation of Language to Literature

(Chicago: University of Chicago Press, 1978), 30· Northrop Frye, Anatomy of Criticism, 271-2, 275, 280.Περαιτέρω αναγνώσματα: ΡΗΤΟΡΙΚΗ: Renato Barilli, Rhetoric (Minneapolis: University of Minnessota Press, 1989), ιστορική επ ι­σκόπηση ορισμένων θεμελιακών ζητημάτων. ΕΙΔΗ: Paul Hernaldi, Beyond Genre: New Directions in Literary Classification (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1972). ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ: Jonathan Culler, «Apostrophe», The Pursuit of Signs, 135-154. ΠΟΙΗΤΙΚΗ: Jonathan Culler, «Poetics of the Lyric», Structuralist Poetics: Structuralism, Linguistics, and the Study of Literature (London: Routledge and Kegan Paul, 1975), 161-88. ΠΟΙΗΣΗ: Για μια σειρά δοκιμίων που εμπλέκουν διάφορα θεωρητικά ζητήματα, βλέπε Chaviva Hosek και Patricia Parker, eds., Lyric Poetry: Beyond New Criticism (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1985)* Jacques Derrida, «What is Poetry?» («Che cos’ e la poesia?»), στο A Derrida Reader: Between the Blinds, ed. Peggy Kamuf (New York: Columbia University Press, 1991), 221-46.

Κεφάλαιο 6Αναφορές: Frank Kermode, The Sense of an Ending (Oxford: Oxford University Press, 1967), 45. Αριστοτέλης, Περί Ποιητικής, κεφάλαια 6-11. Mikhail Bakhtin, The Dialogic Imagination: Four Essays (Austin: University of Texas Press, 1981). Mieke Bal, Narratology: Introduction to the Theory of Narrative (Toronto: University of Toronto Press, 1985), 100-15. Gerard Genette, Narrative Discourse: An Essay in Method (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1980), 189-211. ΨΈΤΔΟ-ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ:

Genette, όπ. π., 121-7. E. M. Forster, Aspects of the Novel (New York: Harcourt, 1927), 64. Paul de Man, The Resistance to Theory (Minneapolis: University of Minnesota Press, 1986), 11.Περαιτέρω αναγνώσματα: Δυο εξαιρετικά, συστηματικά βιβλία ε ί­ναι των Susan Lanser, The Narrative Act: Point of View in Fiction

Page 194: θεωρία λογοτεχνίας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 191

(Princeton: Princeton University Press, 1981) και Mieke Bal, Narratology: Introduction to the Theory of Narrative, 2η έκδ. αναθ. (Toronto: University of Toronto Press, 1997). Βλέπε επίσης Wallace Martin, Recent Theories of Narrative (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1986)· Shlomith Rimmon-Kenan, Narrative Fiction: Contemporary Poetics (London: Methuen, 1983)· Jonathan Culler, «Story and Discourse in the Analysis of Narrative», The Pursuit of Signs: Semiotics,

Literature, Deconstruction (London: Routledge and Kegan Paul, 1981), 169-87· Jonathan Culler, «Poetics of the Novel», Structuralist Poetics: Structuralism, Linguistics, and the Study of Literature (London: Routledge and Kegan Paul, 1975), 189-238. ΕΠΙΘΥΜΙΑ: Peter Brooks, Psychoanalysis and Storytelling (Oxford: Blackwell, 1994)· Teresa de Lauretis, «Desire in Narrative», Alice Doesn’t (Bloomington: Indiana University Press, 1984), 103-57. ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗ: D.A. Miller, The

Novel and the Police (Berkeley and Los Angeles: University of California Press, 1988).

Κεφάλαιο 7Αναφορές: J.L. Austin, How to Do Things with Words (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1975), 5, 6, 14, 54-70, 9, 22. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ: Sandy Petrey, Speech Acts and Literary Theory

(New York: Routledge, 1990). Jacques Derrida, «Signature, Event, Context», Margins of Philosophy (Chicago: University of Chicago Press, 1983), 307-30. Jacques Derrida, Acts of Literature, ed. Derek Attridge (New York: Routledge, 1992), 55. ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ:

Jacques Derrida, «Declarations of Independence», New Political Science, 15 (Summer 1986), 7-15. ΑΠΟΡΙΑ: Paul de Man, Allegories of Reading (New Haven: Yale University Press, 1979), 131. Judith Butler, Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity (New York: Routledge, 1990, 136-41. Judith Butler, Bodies that Matter: On the Discursive Limits

of «S e x » (New York: Routledge, 1993), 7, 2, 231-2, 226.Περαιτέρω αναγνώσματα: Jacques Derrida, Limited Inc. (Evanston,

Page 195: θεωρία λογοτεχνίας

192 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΠΡΙΑ

111.: Northwestern University Press, 1988), περιλαμβάνει το «Signature, Event, Context» και άλλες αναλύσεις της επιτέλεσης. Barbara Johnson, «Poetry and Performative Language», The Critical Difference: Essays in the Contemporary Rhetoric of Reading (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 1980), σύντομη, αποτελεσματική πραγμάτευση. Shoshana Felman, The Literary Speech Act (Ithaca, NY: Cornell University Press, 1983), σχετικά με τον Austin και τον Lacan.

Κεφάλαιο 8Αναφορές: Michel Foucault, The Archeology of Knowledge (New York: Pantheon, 1972), 22. ΑΔΕΛΦΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ: Judith Butler, Bodies that

Matter: On the Discursive Limits of «S e x » (New York: Routledge, 1993, 235-40. Nancy Armstrong, Desire and Domestic Fiction (New York: Oxford University Press, 1987), 9. ΦΡΟΤΝΤ: Jean Laplanche και J. B. Pontalis, The Language of Psycho-Analysis (New York: Norton, 1973), 205-8. Jacques Lacan, «The Mirror Stage», Ecrits: A Selection (New York: Norton, 1977), 1-7. Mikkel Borch-Jakobsen, The Freudian Subject

(Stanford, Calif.: Stanford University Press, 1988), 47. Rene Girard, Deceit, Desire and the Novel: Self and Other in Literary Structure (Baltimore: Johns Hopkins University Press. 1965). Eve Kosofsky Sedgwick, Between Men: English Literature and Male Homosocial Desire (New York: Columbia University Press, 1985). ΠΙΕΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗ­

ΣΗΣ: Jacqueline Rose, Sexuality in the Field of Vision (London: Verso, 1986), 103. Michel Foucault, The History of Sexuality, vol. I (New York: Random, 1978), 101. Stuart Hall, «Cultural Identity and Cinematic Representation», Framework. 36 (1987), 70. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΝΤΟΣ:

Barbara Johnson, «The Critical Difference: BarthesS/BalZac», The Critical Difference: Essays in the Contemporary Rhetoric of Reading (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 1980), 4. Judith Butler, Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity (New York: Routledge, 1990), 147. Kwarne Anthony Appiah, «Tolerable Falsehoods: Agency and the Interests of Theory», στο Jonathan Arac

Page 196: θεωρία λογοτεχνίας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 193

και Barbara Johnson, eds., The Consequences of Theory (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 1991), 74, 83. ΥΠΟΔΕΕΣΤΕΡΟΙ: Gayatri Spivak, «Can the Subaltern Speak?» στο Gary Nelson και Lawrence Grossberg, eds., Marxism and the Interpretation of Culture (Urbana: University of Illinois Press, 1988), 271-313.Περαιτέρω αναγνώσματα: Charles Taylor, Sources of the Self: The Making of the Modern Identity (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1989), ευρεία επισκόπηση. Kaja Silverman, The Subject of Semiotics (Oxford: Oxford University Press, 1983), συνδυάζει την ψυ­χανάλυση και τη σημειωτική σχετικά με τη διαμόρφωση του υπο­κειμένου, με λογοτεχνικά και κινηματογραφικά παραδείγματα. Για την ουσιοκρατία: Diana Fuss, Identification Papers (New York: Routledge, 1995). Για τη μετα-αποικιακή θεωρία: Homi Bhabha, The Location of Culture (New York: Routledge, 1994).

ΠαράρτημαΑναφορές: Jacques Derrida, «Structure, Sign and Play in the Discourse of the Human Sciences» στο R. Macksey και E. Donato, eds., The Languages of Criticism and the Sciences of Man (Baltimore: John Hopkins University Press, 1970), 247-65. Barbara Johnson, The Critical Difference (Baltimore: Johns Hopkins University Press, 1980), 5. Elaine Showalter, «Towards a Feminist Poetics» στο Women Writing and Writing about Women, ed. Mary Jakobus (London: Croom Helm, 1979),25. Jacqueline Rose, Sexuality in the Field of Vision (London: Verso, 1986). Mary Jacobus, Reading Woman: Essays in Feminist Criticism (New York: Columbia University Press, 1986). Kaja Silverman, Threshold of the Visible World (New York: Routledge, 1996). Antony Easthope, British Post-structuralism since 1968 (New York: Routledge, 1988), σ. xiv. Raymond Williams, Writing in Society (London: Verso, 1984), 210. Περαιτέρω αναγνώσματα: Για τη θεσμική ιστορία της κριτικής. Jonathan Culler, «Literary Criticism and the American University» στο Framing the Sign: Criticism and its Institutions (Oxford: BlackwclL

Page 197: θεωρία λογοτεχνίας

194 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΟΡΙΑ

1988), 3-40* Gerald Graff, Professing Literature: An Institutional History (Chicago: University of Chicago Press, 1987)· Chris Baldick, Criticism and Literary Theory, 1890 to the Present (London: Longman, 1996). Σχετικά με τις διάφορες σχολές, βλέπε Terry Eagleton, Literary Theory: An Introduction (Oxford: Blackwell, 1983), μια μεροληπτική μεν, πλην συναρπαστικότατη καταγραφή όλων των «σχολών» εκτός από τη μαρξιστική κριτική την οποία ασπάζεται ο συγγραφέας* Antony Easthope, British Post-structuralism since 1968 (New York: Routledge, 1988), εκλεπτυσμένη καταγραφή της πορείας της «θεω ­ρίας» στη Βρετανία* Peter Barry, Beginning Theory: An Introduction to Literary and Cultural Theory (Manchester: Manchester University Press, 1995), χρήσιμο, «σχολικά» προσανατολισμένο εγχειρίδιο* και Raman Selden, ed., The Cambridge History of Literary Criticism, vol. Viii, From

Formalism to Poststructuralism (Cambridge: Cambridge University Press, 1995), το οποίο καλύπτει τα μείζονα κινήματα. Richard Harland, Superstructuralism: The Philosophy of Structuralism and Post-

Structuralism (London: Methuen, 1987), ευρεία και ζωντανή εισαγω­γική επισκόπηση* το βιβλίο των Keith Green και Jill LeBihan, Critical Theory and Practice: A Coursebook (London: Routledge, 1996) συνδυάζει προσφυώς την επισκόπηση ανά σχολή με την προσέγγιση ανά « θ έ ­μα».

Page 198: θεωρία λογοτεχνίας

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Αριστοτέλης, 95-96, 115, 126 Althusser, Louis, 2, 61, 162, 173,

179-180 Anderson Benedict, 49 Appiah, Anthony, 164, 179 Armstrong, Nancy, 158 Austen, Jane, 121 Austin, J.L ., 49, 92, 131-132,

135-137, 139, 143, 146-147, 149

Bakhtin, Mikhail, 21, 121 Bal, Mieke, 122Barthes, Roland, 59-60, 173-176 Belsey, Catherine, 180 Borch-Jakobsen, Mikkel, 160 Brooks, Cleanth, 171 Butler, Judith, 2, 141-142, 144-

145, 147, 149, 163-164, 183 Chomsky, Noam, 82

de Man, Paul, 128, 176 de Stael, Mme, 27-28

Derrida, Jacques, 2, 12, 14, 16-18, 97, 136-138, 175, 178

Dollimore, Jonathan, 180

Easthope, Antony, 179 Eichenbaum, Boris, 170 Eliot, George, 67 Eliot, T.S., 110 Empson, William, 170

Fish, Stanley, 172Flaubert, Gustave, 45Forster, E.M., 127Franklin, Aretha, 19Freud, Sigmund, 23, 25, 159, 178Frost, Robert, 75, 102, 104, 139Frye, Northrop, 107

Genette, Gerard, 122-123, 173 Girard, Rene, 160 Gramsci, Antonio, 70 Greenblatt, Stephen, 180

Page 199: θεωρία λογοτεχνίας

196 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Hall, Stuart, 162 Hoggart, Richard, 60 Hopkins, Gerard Manley, 37 Husserl, Edmund, 171

Iser, Wolfgang, 172

Jakobus, Mary, 177 Jakobson, Roman, 39, 98, 170,

173James, Henry, 21, 54, 122, 134 Jauss, Hans Robert, 172 Johnson, Barbara, 176 Johnson, Ben, 41, 65 Joyce, James, 54, 134

Kant, Immanuel, 43 Kermode, Frank, 114

La Rochefoucauld, 134 Lacan, Jacques, 2, 20, 159, 173-

174, 178, 180 Levi-Strauss, Claude, 173 Mill, John Stuart, 102 Miller, J. Hillis, 172 Montrose, Louis, 180 Morrison, Toni, 92

Πλάτων, 52, 96

Peirce, Charles, Sanders, 174 Poulet, Georges, 172 Pound, Ezra, 110

Quine, W.O., 30

Ranson, John Crowe, 171 Richards, I.A., 170 Rose, Jacqueline, 177 Rousseau, Jean-Jacques, 12-16, 18

Said, Edward, 92, 181 Sapir-Whorf υπόθεση, 80 Saussure, Ferdinand de, 77-79,

82, 173-174 Sedwick, Eve, 160, 183 Shakespeare, William, 44, 57, 63,

65, 67, 71, 73

Shelley, Percy Bysshe, 103, 105 Shklovsky, Victor, 170 Showalter, Elaine, 87, 177 Silverman, Kaja, 177 Sinfield, Alan, 180 Stallybrass, Peter, 180

Twain, Mark, 67, 72

Verlaine, Paul, 81

White, Hayden, 99 Whorf, Benjamin, 80 Williams, Raymond, 60, 180 Wimsatt, W.K., 171 Wordsworth, William, 40-41, 65,

98

Page 200: θεωρία λογοτεχνίας

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ

Αδελφίστικη θεωρία / Queer Theory, 141, 146, 153, 170, 183, 192

αισθητική της πρόσληψης / aesthetics of reception, 172

αισθητικό αντικείμενο /aesthetic object, 42-44, 49-50, 171

αναγνωστικά προσανατολισμέ­νη θεωρία / reader-oriented theory, 87-88, 172-173

αντικειμενικές συστοιχίσεις / objective correlative, 110

αναφορά / reference, 41 αποδέκτης της αφήγησης /

narratee, 119, 120 αποδόμηση / deconstruction, 65,

88, 169, 171, 175-176, 183 απορία / aporia, 140, 191 αποστροφή / apostrophe, 97,

105-106, 190 αρχή της υπερπροστατευμένης

συνεργασίας / hyper- protected principle, 32-34, 85-86, 186

αυτο-αναφορικότητα / self- reflexivity, 44-46

αυτοσυνείδητη αφήγηση / self- conscious narration, 121-122

αφηγηματολογία / narratology, 114-128

αφηγητές / narrators, 40, 42, 48-49, 53, 102, 115-125

γλώσσα / language προβολή της / foregrounding

of, 36-38, 108, 170 φυση της / nature of, 38, 75,

79-82, 97-99, 108 γλωσσική πράξη / speech act.

Page 201: θεωρία λογοτεχνίας

198 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

35, 96, 101, 103-104, 107, 131-149, 187

γλωσσολογία / linguistics, 23,77, 80, 82-85, 115, 152, 173

γραφή / writing, 5-6, 12-14, 17- 18, 20, 27, 47, 49, 54, 176, 182. 185

γυνοκριτική / gynocriticism, 177

δεικτικά στοιχεία / deictics, 40 διακειμενικότητα /

intertextuality, 44, 46, 64,109, 186

δομισμός / structuralism, 59,169, 171, 173-177

δράμα / drama, 48, 100

έγκληση / interpellation, 61, 162 είδη, λογοτεχνικά / genres,

literary, 65, 99-101, 190 ειρωνεία / irony, 98-99, 171 εκ του σύνεγγυς ανάγνωση /

close reading, 68, 70, 73, 171 εξιστόρηση/ιστορία / story, 32-

33, 41, 43-44, 51, 86, 113- 129, 154, 160λογική της / logic of, 24, 114

εξουσία-γνώση / power- knowledge, 9

επιθυμία / desire, 116, 126-128, 160, 191

επικό / epic, 99-100, 113 επιστημοφιλία / epistemophilia,

126ερμηνεία / interpretation, 31-32,

41-42, 45, 63, 73, 75, 77, 83-95, 103, 110-111, 166, 172, 174, 178

ερμηνευτική / hermeneutics, 83- 85, 88, 93-94, 178, 188-189

εστίαση / localization, 122-126

ζιζάνιο / weed, 28-29, 186

ηγεμονία / hegemony, 69-70, 181

θέση υποκειμένου / subject position, 140, 152, 162-166

θεωρία / theory φύση της / nature of, 1-6, 11,

18-24, 43, 47, 49, 55, 57-58, 62-65, 69, 75, 77, 79-80, 88,96, 101, 115, 131, 148, 152, 155, 165-169, 175, 182-183,185, 194

ιδεολογία / ideology, 51-52, 61, 63, 82, 179, 181

ικανότητα: / competence, 50 γλωσσική / linguistic 82, 115 λογοτεχνική / literary, 84-86,

188αφηγηματική / narrative, 115-

116ιστορική εξήγηση / historical

explanation. 99, 114, 186

Page 202: θεωρία λογοτεχνίας

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΏΝ 199

κείμενα αφηγηματικής έκθε­σης / narrative display texts, 33, 125-126

κινηματογραφική θεωρία / film theory, 87

κινηματογραφικό βλέμμα / cinematic gaze, 87

κοινή λογική, κριτική /common sense, critique of, 12, 14, 20

λογοτεχνικότητα / literariness, 24-25, 36, 38-39, 46, 55

λογοτεχνικός κανόνας /literary canon, 64-67, 188

λογοτεχνικές σπουδές /literary study, 1, 4, 6, 58- 59, 63-64, 68, 70, 71, 73,83, 85, 87, 131, 152, 154,173, 177, 179

λογοτεχνία / literature, 1, 3, 4, 12, 18-59, 64-67, 72, 81,84, 90, 113, 134, 157, 158, 166, 170, 177, 180-182,186, 189

προσοχή (ενδιαφέρον) απαι- τουμένη από τη / attention invited by, 35-36, 52, 68, 75

ηθικές λειτουργίες της / ethical functions of, 48-51, 73, 157-158

ως γλωσσική πράξη / as speech act, 35, 103-104,

134-141, 147-149, 187 και καθολικότητα / and

universality, 48-49, 63, 156 (λυρική) ποίηση / lyric, 94,

100-109, 113, 116

Μαρξισμός, 60-61, 65, 88,153, 162, 171, 173, 175. 178-180, 194

μειονοτική λογοτεχνία / minority literature, 66

μειονοτικός λόγος / minority discourse, 66, 182

μετα-αποικιακή θεωρία / post-colonial theory, 66,88, 162-163, 170, 181, 193

μεταβίβαση / transference, 178 μεταδομισμός / post-

structuralism, 17, 109, 174- 176, 179

μεταφορά / metaphor, 25, 44, 96-99, 109, 176

μετωνυμία / metonymy, 98-99, 139

μυθιστόρημα / novel, 11, 20,26, 32, 33, 36, 44-55, 67, 99, 100, 111, 113, 120-121, 124-127, 148, 155-159

μυθοπλασία / fiction, 40-42,49, 53

Νέα Κριτική / New Criticism, 88, 109, 170-171

Page 203: θεωρία λογοτεχνίας

200 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

νέος ιστορικισμός / new historicism, 88, 170, 180-181

νόημα / meaning, 6-7, 20, 38- 39, 45, 54-55, 58, 60, 63, 70-71, 75-79, 82-83, 85- 93, 96, 99, 101, 108, 131, 135, 162, 164, 166, 173- 176, 189

Οιδιπόδειο σύμπλεγμα / Oedipus complex, 159

ομιλία / speech, 12-14, 82,182, 185

ομοφυλοφιλία, εφεύρεση της / homosexual invention of, 8-11, 18, 158, 162

ομοφυλοφιλικές σπουδές / gay and lesbian studies, 11, 88, 141, 162

ονοματοποιία / onomatopoeia, 79

οπτική γωνία / point of view, 87, 117-122, 124, 126, 155, 157, 165

ορίζοντας προσδοκιών /horizon of expectations, 86, 99, 172

ουσιοκρατία / essentialism,161

πλοκή / plot, 24, 49, 114-118, 126

ποίημα, ιδέα του / poem, idea of, 26-27, 29, 31-49, 55,85, 94, 101, 103, 106, 109, 111, 139, 171

ποιητική λειτουργία / poetic function, 39

ποιητική / poetics, 83-85, 88, 94-96, 109, 111, 174, 189- 190

πολιτική ορθότητα / political correctness, 66

πολιτισμικές σπουδές / cultural studies, 1, 57-65, 68-73, 131, 141, 162, 173-174, 179, 187

πολιτισμικός υλισμός /cultural materialism, 180

προθεσιακή πλάνη /Intentional Fallacy, 90-91, 188

προσωποποίηση /personification, 96, 100, 105, 107

ρητορικά σχήματα / rhetorical figures, 25, 27, 96-99, 105,110, 189-190

ρυθμός / rhythm, 27, 29, 37-38, 76, 101, 107-109, 115, 126

Ρώσοι φορμαλιστές / Russian Formalists, 109, 170

Page 204: θεωρία λογοτεχνίας

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΏΝ 201

σημεία / signs, 12, 14-18, 78- 80, 89, 109-110, 137

σημειωτική / semiotics, 174, 193

σεξ / sex, 6-12, 18, 169, 183 στάδιο του καθρέφτη / mirror

stage, 20 συγγραφέας, σχέση με το κεί­

μενο / author, relation to text, 6, 34, 40-41, 45, 76,86, 90-94, 101

συμβάσεις / conventions, 36, 54, 59-60, 81, 84-85, 95,99, 109-111, 135-136, 143, 148-149, 174

συμφραζόμενα / context, 29- 30, 32, 34-35, 42, 53, 65, 89-90, 92-93, 102-103, 109

συνεκδοχή / synecdoche, 98-99 συντελεστικότητα / agency,

58, 62, 147, 163-166

ταύτιση / identification, 50-53, 127-128, 151, 157, 159,160

ταυτότητα / identity, 7-8, 11, 19, 35, 58, 62, 71-72, 77- 78, 127, 131, 142, 147, 151-152, 162-166, 176-178,182

τρόποι, τέσσερις μείζονες / tropes, four master, 96-99

υποκατάστατο / supplement, 13-18

υποκείμενο / subject, 19-20,39, 49-50, 57, 61-62, 91, 101, 131, 140, 144-145, 147, 151, 162, 172, 175, 178-180, 193

ύψος, το / sublime, the, 105

φαινομενολογία /phenomenology, 171-173

φεμινιστική θεωρία / feminist theory, 65, 86-87, 120, 141-142, 153, 162, 169, 171, 175-176, 183

φύλο / gender, 4, 10, 11, 52, 67, 80-81, 141-142, 144- 145, 154, 161-162, 164, 169

ψευδό-επανάληψη / pseudo- iterative, 123, 190

ψυχανάλυση / psychoanalysis, 5, 23, 25, 65, 88, 152-153, 159, 161, 169, 173, 175, 177-179, 192-193