46
4 1 2 5 Α Γλωσσάριο 1-αμινοκυκλοπροπανο- 1-καρβοξυλικό οξύ, ACC (1-aminocyclopropane-1-carboxylic acid, ACC) Ενδιάμεσος μεταβολίτης κατά τη μετατροπή της μεθειονίνης προς αιθυλένιο. 1-φωσφορική σφιγγοσίνη (sphingosine-1-phosphate, S1P) Σχηματίζεται από την ενεργοποιημένη κινάση της σφιγγοσίνης και διεγείρει την αύξηση του κυτοπλασματικού Ca 2+ και το κλείσιμο των στομάτων. 24-επιβρασσινολίδιο, 24-epiBL (24-epibrassinolide, 24-epiBL) Βρασσινοστεροειδής ορμόνη που διαφέρει από το βρασσινολίδιο (BL) στην αλκυλική πλευρική αλυσίδα, στον C 24, και διαθέτει ελαφρώς μικρότερη δραστικότητα από το BL. 26S πρωτεάσωμα (26S prοteasome) Μεγάλο πρωτεολυτικό σύμπλοκο που αποικοδομεί ενδοκυτταρικές πρωτεΐνες οι οποίες έχουν επισημανθεί με την προσάρτηση μιας ή περισσοτέρων μονάδων της μικρής πρωτεΐνης ουβικιτίνη. 28-ομοβρασσινολίδιο (28-homobrassinolide, 28-homo- BL) Βρασσινοστεροειδής ορμόνη που διαφέρει από το βρασσινολίδιο (BL) στην αλκυλική πλευρική αλυσίδα του άνθρακα C-24 και διαθέτει ελαφρώς μικρότερη ενεργότητα από το BL. 2-χλωροαιθυλοφωσφονικό οξύ (2-chloroethylphosphonic acid) Βλέπε ethephon. 4,5-διφωσφορική φωσφατιδυλο- ινοσιτόλη, PIP 2 (phosphatidylinositol- 4,5-bisphosphate, PIP 2 ) Φωσφορυλιωμένο παράγωγο της φωσφατιδυλο-ινοσιτόλης. 4΄-διυδροφασεϊκό οξύ, DPA (4΄-dihydrophaseic acid, DPA) Ένα ανενεργό προϊόν της οξείδωσης του αποκοπτικού οξέος. 5΄-φωσφοθειική αδενοσίνη, APS (adenosine-5’-phosphosulfate, APS) Βραχύβια, ενεργοποιημένη μορφή θειικών, που παράγεται από την αντίδραση θειικών και ATP. Προϊόν της πρώτης αντίδρασης σε αρκετές οδούς, από τα θειικά προς το αμινοξύ κυστεΐνη. 5-φωσφορική ριβουλόζη (ribulose 5-phosphate) Στην οδό των φωσφορικών πεντοζών, το πρώτο προϊόν (πέντε ατόμων άνθρακα) της οξείδωσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης, το οποίο μετατρέπεται στις επόμενες αντιδράσεις σε σάκχαρα τα οποία περιέχουν από τρία έως επτά άτομα άνθρακα. AAO Βλέπε οξειδάσες της αποκοπτικής αλδεΰδης. ABA Βλέπε αποκοπτικό οξύ. ΑΒΑ-αλδεΰδη (ΑΒΑ-aldehyde) Πρόδρομο μόριο του αποκοπτικού οξέος. ABC μεταφορείς (ATP-binding cassette transporters, ABC transporters) Ομάδα πρωτεϊνών ενεργητικής μεταφοράς με χαρακτηριστική δομή. Ενεργοποιούνται με υδρόλυση ATP και συμμετέχουν στη μετακίνηση οργανικών μορίων διά μέσου μιας μεμβράνης. ABF Βλέπε παράγοντες πρόσδεσης στοιχείων με απόκριση στο ΑΒΑ (AREB/ ABF). ABP1 Γλυκοζυλιωμένη, αυξινο- προσδενόμενη πρωτεΐνη (auxin- binding protein) που απαντά στο ενδοπλασματικό δίκτυο. ABP1 Γονίδιο που κωδικοποιεί την πρωτεΐνη ABP1. ABRE Βλέπε στοιχεία απόκρισης στο ABA. ACC Η άμεση πρόδρομη ένωση του αιθυλενίου, 1-αμινοκυκλοπροπανο-1- καρβοξυλικό οξύ. ACC οξειδάση (ACC oxidase) Καταλύει τη μετατροπή του ACC προς αιθυλένιο (το τελευταίο βήμα στη βιοσύνθεση του αιθυλενίου). ACC συνθάση (ACC synthase) Το ένζυμο που καταλύει τη σύνθεση του ACC από την S-αδενοσυλομεθειονίνη. ACS Η ACC συνθάση. Βλέπε ACC συνθάση. ΑGP Βλέπε αραβινογαλακτανικές πρωτεΐνες, AHP Γονίδια φωσφομεταφοράς της ιστιδίνης στην Arabidopsis (Arabidopsis Histidine Phosphotransfer) που εμπλέκονται στη μεταγωγή σήματος κυτοκινίνης από τον υποδοχέα της πλασματικής μεμβράνης προς τον πυρήνα. AOA Αμινοοξυοξικό οξύ, αναστολέας της βιοσύνθεσης του αιθυλενίου. Παρεμποδίζει τη μετατροπή της AdoMet σε ACC. AP1 Το γονίδιο APETALA1 (AP1) στην Arabidopsis που εμπλέκεται στην εγκαθίδρυση του ανθικού μεριστώματος ταυτότητας. ap2 μεταλλάγματα (ap2 mutants) Στην Arabidopsis, μεταλλαγές στο ομοιωτικό γονίδιο APETALA2 (AP2) παράγουν άνθη με καρπόφυλλα στη θέση των σεπάλων και στήμονες στη θέση των πετάλων. APS Βλέπε 5΄-φωσφοθειική αδενοσίνη. AREB/ABF Βλέπε παράγοντες πρόσδεσης στοιχείων με απόκριση στο ΑΒΑ.

18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

4

1

2

5

Α

Γλωσσάριο

1-αμινοκυκλοπροπανο-1-καρβοξυλικό οξύ, ACC (1-aminocyclopropane-1-carboxylic acid, ACC) Ενδιάμεσος μεταβολίτης κατά τη μετατροπή της μεθειονίνης προς αιθυλένιο.

1-φωσφορική σφιγγοσίνη (sphingosine-1-phosphate, S1P) Σχηματίζεται από την ενεργοποιημένη κινάση της σφιγγοσίνης και διεγείρει την αύξηση του κυτοπλασματικού Ca2+ και το κλείσιμο των στομάτων.

24-επιβρασσινολίδιο, 24-epiBL (24-epibrassinolide, 24-epiBL) Βρασσινοστεροειδής ορμόνη που διαφέρει από το βρασσινολίδιο (BL) στην αλκυλική πλευρική αλυσίδα, στον C 24, και διαθέτει ελαφρώς μικρότερη δραστικότητα από το BL.

26S πρωτεάσωμα (26S prοteasome) Μεγάλο πρωτεολυτικό σύμπλοκο που αποικοδομεί ενδοκυτταρικές πρωτεΐνες οι οποίες έχουν επισημανθεί με την προσάρτηση μιας ή περισσοτέρων μονάδων της μικρής πρωτεΐνης ουβικιτίνη.

28-ομοβρασσινολίδιο (28-homobrassinolide, 28-homo-BL) Βρασσινοστεροειδής ορμόνη που διαφέρει από το βρασσινολίδιο (BL) στην αλκυλική πλευρική αλυσίδα του άνθρακα C-24 και διαθέτει ελαφρώς μικρότερη ενεργότητα από το BL.

2-χλωροαιθυλοφωσφονικό οξύ (2-chloroethylphosphonic acid) Βλέπε ethephon.

4,5-διφωσφορική φωσφατιδυλο-ινοσιτόλη, PIP2 (phosphatidylinositol-4,5-bisphosphate, PIP2) Φωσφορυλιωμένο παράγωγο της φωσφατιδυλο-ινοσιτόλης.

4΄-διυδροφασεϊκό οξύ, DPA (4΄-dihydrophaseic acid, DPA) Ένα ανενεργό προϊόν της οξείδωσης του αποκοπτικού οξέος.

5΄-φωσφοθειική αδενοσίνη, APS (adenosine-5’-phosphosulfate, APS) Βραχύβια, ενεργοποιημένη μορφή θειικών, που παράγεται από την αντίδραση θειικών και ATP. Προϊόν της πρώτης αντίδρασης σε αρκετές οδούς, από τα θειικά προς το αμινοξύ κυστεΐνη.

5-φωσφορική ριβουλόζη (ribulose 5-phosphate) Στην οδό των φωσφορικών πεντοζών, το πρώτο προϊόν (πέντε ατόμων άνθρακα) της οξείδωσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης, το οποίο μετατρέπεται στις επόμενες αντιδράσεις σε σάκχαρα τα οποία περιέχουν από τρία έως επτά άτομα άνθρακα.

AAO Βλέπε οξειδάσες της αποκοπτικής αλδεΰδης.

ABA Βλέπε αποκοπτικό οξύ.

ΑΒΑ-αλδεΰδη (ΑΒΑ-aldehyde) Πρόδρομο μόριο του αποκοπτικού οξέος.

ABC μεταφορείς (ATP-binding cassette transporters, ABC transporters) Ομάδα πρωτεϊνών ενεργητικής μεταφοράς με χαρακτηριστική δομή. Ενεργοποιούνται με υδρόλυση ATP και συμμετέχουν στη μετακίνηση οργανικών μορίων διά μέσου μιας μεμβράνης.

ABF Βλέπε παράγοντες πρόσδεσης στοιχείων με απόκριση στο ΑΒΑ (AREB/ABF).

ABP1 Γλυκοζυλιωμένη, αυξινο-προσδενόμενη πρωτεΐνη (auxin-binding protein) που απαντά στο ενδοπλασματικό δίκτυο.

ABP1 Γονίδιο που κωδικοποιεί την πρωτεΐνη ABP1.

ABRE Βλέπε στοιχεία απόκρισης στο ABA.

ACC Η άμεση πρόδρομη ένωση του αιθυλενίου, 1-αμινοκυκλοπροπανο-1-καρβοξυλικό οξύ.

ACC οξειδάση (ACC oxidase) Καταλύει τη μετατροπή του ACC προς αιθυλένιο (το τελευταίο βήμα στη βιοσύνθεση του αιθυλενίου).

ACC συνθάση (ACC synthase) Το ένζυμο που καταλύει τη σύνθεση του ACC από την S-αδενοσυλομεθειονίνη.

ACS Η ACC συνθάση. Βλέπε ACC συνθάση.

ΑGP Βλέπε αραβινογαλακτανικές πρωτεΐνες,

AHP Γονίδια φωσφομεταφοράς της ιστιδίνης στην Arabidopsis (Arabidopsis Histidine Phosphotransfer) που εμπλέκονται στη μεταγωγή σήματος κυτοκινίνης από τον υποδοχέα της πλασματικής μεμβράνης προς τον πυρήνα.

AOA Αμινοοξυοξικό οξύ, αναστολέας της βιοσύνθεσης του αιθυλενίου. Παρεμποδίζει τη μετατροπή της AdoMet σε ACC.

AP1 Το γονίδιο APETALA1 (AP1) στην Arabidopsis που εμπλέκεται στην εγκαθίδρυση του ανθικού μεριστώματος ταυτότητας.

ap2 μεταλλάγματα (ap2 mutants) Στην Arabidopsis, μεταλλαγές στο ομοιωτικό γονίδιο APETALA2 (AP2) παράγουν άνθη με καρπόφυλλα στη θέση των σεπάλων και στήμονες στη θέση των πετάλων.

APS Βλέπε 5΄-φωσφοθειική αδενοσίνη.

AREB/ABF Βλέπε παράγοντες πρόσδεσης στοιχείων με απόκριση στο ΑΒΑ.

Page 2: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-2 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

B

C

ARGONAUTE (AGO) Καταλυτική πρωτεΐνη που συμμετέχει στο RNA-επαγόμενο σύμπλοκο σίγασης.

ARR Βλέπε Ρυθμιστές Απόκρισης της Arabidopsis.

ARR Τύπου B (type-B ARR) Γονίδια στην Arabidopsis που κωδικοποιούν ρυθμιστές απόκρισης, οι οποίοι εκτός από την επικράτεια δέκτη διαθέτουν και μία επικράτεια εξόδου.

ARR Τύπου Α (type-A ARR) Γονίδια στην Arabidopsis που κωδικοποιούν ρυθμιστές απόκρισης, οι οποίοι αποτελούνται από μία μόνο επικράτεια δέκτη.

ATP (τριφωσφορική αδενοσίνη) [ATP (adenosine triphosphate)] Ο κύριος φορέας χημικής ενέργειας στο κύτταρο, ο οποίος με υδρόλυση μετατρέπεται σε διφωσφορική αδενοσίνη (ADP) ή σε μονοφωσφορική αδενοσίνη (AMP).

ATP συνθάση Βλέπε συνθάση ΑΤΡ.

ATPάση (ATPase) Ένζυμο που υδρολύει την ATP προς ADP και ανόργανα φωσφορικά ιόντα (Pi). Βλέπε συνθάση ATP.

AUX1/LAX Μικρή οικογένεια συμμεταφορέων H+–IAA–, οι οποίοι μεταφέρουν από κοινού δύο πρωτόνια μαζί με το ανιόν της αυξίνης, διά μέσου της πλασματικής μεμβράνης.

AVG Αμινοαιθοξυ-βινυλογλυκίνη, αναστολέας της βιοσύνθεσης του αιθυλενίου. Παρεμποδίζει τη μετατροπή της AdoMet προς ACC.

Avr (avirulent, μη παθογόνα) γονίδια Γονίδια ‘αντιπαθογένειας’ που κωδικοποιούν ειδικούς διεγέρτες αποκρίσεων φυτικής άμυνας.

axr1 μετάλλαγμα (axr1 mutant) Μετάλλαγμα αυξινικής αναισθησίας της Arabidopsis, αναίσθητο σε πολλές αυξινικές αποκρίσεις, περιλαμβανομένου του βαρυτροπισμού.

Bacillus thuringiensis (Bt) Εδαφικό βακτήριο από το οποίο προέρχεται ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο διαγονίδιο που κωδικοποιεί μία τοξίνη με εντομοκτόνο δράση.

BAK1 Ένας δεύτερος LRR-υποδοχέας με δράση κινάσης που συσχετίζεται με τον υποδοχέα των BR, BRI1, σχηματίζοντας ένα ενεργό σύμπλοκο.

BIN2 Καταστολέας της γονιδιακής έκφρασης που επάγεται από τα βρασσινοστεροειδή.

BRI1 Πρωτεΐνη υποδοχέας των βρασσινοστεροειδών που βρίσκεται στην πλασματική μεμβράνη. Ο BRI1 ανήκει στη γενική κλάση των υποδοχέων κινασών σερίνης/θρεονίνης με πλούσιες επαναλήψεις σε λευκίνη (LRR).

bri1-EMS-καταστολέας 1, BES1) (bri1-EMS-suppressor 1, BES1) Πυρηνική πρωτεΐνη που φωσφορυλιώνεται και αδρανοποιείται από την BIN2.

BRI1-κινάση αναστολέας 1, BKI1 (BRI1-kinase inhibitor 1, BKI1) Αναστολέας της κινάσης της BRI1, αρνητικός ρυθμιστής της σηματοδότησης του BRI1. Η αποδέσμευση της BKI1 από την πλασματική μεμβράνη ρυθμίζεται από τα βρασσινοστεροειδή.

BRI1-συσχετιζόμενος υποδοχέας-κινάση 1, BAK1 (BRI1-associated receptor kinase 1, BAK1 Ένας δεύτερος LRR-υποδοχέας με δράση κινάσης, ο οποίος σχετίζεται με τον υποδοχέα BRI1 (που ενεργοποιείται από το βρασσινολίδιο).

C19-GA Βλέπε γιββερελλίνες C19.

C20-GA Βλέπε γιββερελλίνες C20.

C3 μεταβολισμός Βλέπε κύκλος Calvin-Benson.

Cdc2 Πρωτεΐνη, η κύρια κυκλινο-εξαρτώμενη πρωτεϊνική κινάση, cell division cycle 2. Η βιοσύνθεσή της διεγείρεται από την αυξίνη.

Cdk Βλέπε κυκλινο-εξαρτώμενες πρωτεϊνικές κινάσες

CesA (Cellulose synthase A) Πολυγονιδιακή οικογένεια συνθασών κυτταρίνης που απαντά σε όλα τα εμβρυόφυτα.

CFo–CF1 ATPάση (CFo-CF1 ATPase) Πολυ-πρωτεϊνικό σύμπλοκο, συνδεδεμένο με τη μεμβράνη του θυλακοειδούς, το οποίο συζευγνύει τη διέλευση των πρωτονίων διά μέσου της μεμβράνης με τη σύνθεση ATP από ADP και φωσφορικά. Παρόμοιας δομής με την FoF1 ATP συνθάση της οξειδωτικής φωσφορυλίωσης, αλλά πολύ λιγότερο ευαίσθητη στην ολιγομυκίνη.

CHLH πρωτεΐνη (CHLH protein) Ομάδα πρωτεϊνικών υποδοχέων του ΑΒΑ που εντοπίζονται στα πλαστίδια.

cis-ρυθμιστικές ακολουθίες (cis-acting sequences) Αλληλουχίες DNA οι οποίες προσδένονται σε μεταγραφικούς παράγοντες και γειτνιάζουν (cis) με τις μεταγραφικές μονάδες που ρυθμίζουν. Δεν πρέπει να συγχέονται με τα cis-στοιχεία.

cis-στοιχεία (cis-elements) Συγκεκριμένες νουκλεοτιδικές αλληλουχίες που περιέχονται στο μόριο του mRNA, μέσω των οποίων ρυθμίζεται η σταθερότητά του. Δεν πρέπει να συγχέονται με τις cis-ρυθμιστικές αλληλουχίες DNA που επηρεάζουν τη μεταγραφική δραστηριότητα.

CKI1 Γονίδιο του οποίου η υπερέκφραση προκαλεί ανεξάρτητη από την κυτοκινίνη αύξηση σε κύτταρα Arabidopsis, σε κυτταροκαλλιέργεια. Κωδικοποιεί μία πρωτεΐνη παρόμοια με τις βακτηριακές κινάσες της ιστιδίνης, που λειτουργούν κατά τη μεταγωγή σήματος.

CoA Βλέπε συνένζυμο Α.

CONSTANS (CO) Γονίδιο ενός καθοριστικού συστατικού στο ρυθμιστικό μονοπάτι, που προωθεί την άνθιση της Arabidopsis σε μακρές φωτοπεριόδους. Κωδικοποιεί μία πρωτεΐνη που ρυθμίζει τη μεταγραφή άλλων γονιδίων.

COP Βλέπε κρίσιμη πίεση οξυγόνου.

COP1 Γονίδιο που κωδικοποιεί μία Ε3 λιγάση της ουβικιτίνης, απαραίτητη για την πρόσδεση του πεπτιδίου ουβικιτίνη σε πρωτεΐνες που στοχεύονται για αποικοδόμηση.

COPI (COPI protein) Πρωτεΐνη που περιβάλλει κυστίδια και τα οδηγεί με ανάδρομη κίνηση μέσα στη συσκευή Golgi και από τα Golgi προς το ΕΔ.

COPII (COPII protein) Πρωτεΐνη που περιβάλλει κυστίδια και κατευθύνει την παράδοση των μεμβρανών και του περιεχομένου των κυστιδίων από το σωμάτιο Golgi προς το ΕΔ.

Csl Οικογένεια γονιδίων τύπου συνθάσης της κυτταρίνης.

CslA Οικογένεια γονιδίων που κωδικοποιούν συνθάσες της (1→4)-β-D-μαννάνης.

Page 3: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-3

D GF

E

CslC Οικογένεια γονιδίων που κωδικοποιούν συνθάσες του γραμμικού σκελετού της (1→4)-β-D-γλυκάνης της ξυλογλυκάνης.

CslF Οικογένεια γονιδίων που κωδικοποιούν συνθάσες του ‘μεικτού δεσμού’ της (1→3, 1→4)-β-D-γλυκάνης.

CslΗ Οικογένεια γονιδίων που κωδικοποιούν συνθάσες του ‘μεικτού δεσμού’ της (1→3, 1→4)-β-D-γλυκάνης.

CSN Το σύμπλοκο των πρωτεινών του σηματοσώματος COP9.

CTR1 Γονίδιο που κωδικοποιεί έναν αρνητικό ρυθμιστή των αποκρίσεων στο αιθυλένιο.

ctr1 μετάλλαγμα (ctr1 mutant) Στην Arabidopsis, μία υπολειπόμενη μεταλλαγή που προκαλεί την ιδιοσυστατική (συνεχόμενη) έκφραση της τριπλής απόκρισης του αιθυλενίου (constitutive triple response 1 = τριπλή απόκριση απουσία αιθυλενίου).

d8 μετάλλαγμα (d8 mutant) Στο καλαμπόκι, φαινοτυπικά νάνο μετάλλαγμα, αναίσθητο σε εξωγενώς παρεχόμενες GA.

DELLA επικράτεια (DELLA domain) Η Ν-τελική επικράτεια των μεταγραφικών ρυθμιστών GRAS, η οποία αποτελείται από 17 αμινοξέα και είναι απαραίτητη για την πρωτεόλυσή τους.

DELLA πρωτεΐνες (DELLA proteins) Μία υπομάδα μεταγραφικών ρυθμιστών GRAS οι οποίοι έιναι αρνητικοί ρυθμιστές της απόκρισης σε γιβερελλίνες.

DICER-LIKE 1 (DCL1) Μία από τις πρωτεΐνες του πυρήνα των φυτικών κυττάρων που μετατρέπουν προ-miRNA σε miRNA.

DNA μεταθετά στοιχεία (DNA transposons) Επικρατής ομάδα διάσπαρτων επαναλήψεων που βρίσκεται στην ετεροχρωματίνη και μπορεί να μεταφέρεται ή να αντιγράφεται από μία θέση σε μία άλλη εντός του γονιδιώματος του ιδίου κυττάρου.

ein μεταλλάγματα (ein mutants) Στην Arabidopsis, μεταλλάγματα που δεν αποκρίνονται στο αιθυλένιο (ethylene-insensitive, αναίσθητα σε αιθυλένιο).

EIN2 Στην Arabidopsis, γονίδιο απόκρισης στο αιθυλένιο. Κωδικοποιεί μία πρωτεΐνη που μπορεί να δρα ως μεμβρανικός πρωτεϊνικός δίαυλος. Βλέπε ein μεταλλάγματα.

EIN3 Στην Arabidopsis, γονίδιο απόκρισης στο αιθυλένιο που κωδικοποιεί έναν μεταγραφικό παράγοντα. Βλέπε ein μεταλλάγματα.

ERE Βλέπε στοιχείο απόκρισης στο αιθυλένιο.

ERF1, ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΣΕ ΑΙΘΥΛΕΝΙΟ 1 (ETHYLENE RESPONSE FACTOR 1)Γονίδιο που κωδικοποιεί μία πρωτεΐνη η οποία ανήκει στην οικογένεια των μεταγραφικών παραγόντων EREBP.

ethephon 2-Χλωροαιθυλοφωσφονικό οξύ, ουσία που απελευθερώνει αιθυλένιο, συντελώντας έτσι στην πρακτική εφαρμογή της φυτικής ορμόνης αιθυλένιο σε συνθήκες αγρού. Εμπορική επωνυμία, Ethrel.

etr1 Στην Arabidopsis, μία επικρατής μεταλλαγή που παρεμποδίζει την απόκριση στο αιθυλένιο, (ethylene-resistant 1).

F1Το τμήμα της FoF1-ATP συνθάσης στο οποίο προσδένεται η ATP.

FACKEL (FK) Γονίδιο που κωδικοποιεί μια C-14 αναγωγάση των στερολών που φαίνεται να είναι κρίσιμη για τη δημιουργία προτύπου κατά τη διάρκεια της εμβρυογένεσης. Τα μεταλλάγματα παρουσιάζουν ανωμαλίες σχηματισμού προτύπων: δυσπλασία κοτυληδόνων, βραχύ υποκοτύλιο και μικρή ρίζα, καθώς και - συχνά - πολλαπλά μεριστώματα βλαστού και ρίζας.

FAD Βλέπε φλαβινο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο.

Fe-S κέντρα (Fe–S centers) Προσθετικές ομάδες αποτελούμενες από ανόργανο σίδηρο και θείο, που αφθονούν σε πρωτεΐνες της αναπνευστικής και φωτοσυνθετικής ροής ηλεκτρονίων.

FeSA Βλέπε Fe-S κέντρα.

FeSB Βλέπε Fe-S κέντρα.

FeSR Πρωτεΐνη του κυτοχρωματικού συμπλόκου b6f που περιέχει σίδηρο και θείο, η οποία απομονώθηκε από τον John Rieske και εμπλέκεται στη

μεταφορά ηλεκτρονίων και πρωτονίων.

FeSX Βλέπε Fe-S κέντρα.

FLOWERING LOCUS C (FLC) Στην Arabidopsis, γονίδιο που καταστέλλει την άνθιση.

FLOWERING LOCUS T (FT) Το γονίδιο που κωδικοποιεί την ομώνυμη πρωτεΐνη, η οποία δρα ως ανθογόνο στην Arabidopsis και άλλα είδη.

FMN Βλέπε φλαβινο-μονονουκλεοτίδιο.

FoF1-ATP συνθάση (FoF1-ATP synthase) Πολυ-πρωτεϊνικό σύμπλοκο, που σχετίζεται με την εσωτερική μιτοχονδριακή μεμβράνη, διά του οποίου γίνεται σύζευξη της διέλευσης των πρωτονίων διά μέσου της μεμβράνης με τη σύνθεση ATP από ADP και φωσφορικό. Ο δείκτης ‘o’ στο Fo αναφέρεται στην πρόσδεση του αναστολέα ολιγομυκίνη. Παρόμοια με την CFo–CF1 ATP συνθάση στη φωτοφωσφορυλίωση.

G1 Η φάση του κύκλου της κυτταρικής διαίρεσης που προηγείται της σύνθεσης του DΝΑ.

G2 Η φάση του κύκλου της κυτταρικής διαίρεσης που ακολουθεί τη σύνθεση του DΝΑ.

GA 2 οξειδάση (GA 2-oxidase) Ένζυμο που απενεργοποιεί τις γιββερελλίνες.

GA 20 οξειδάση (GA 20-oxidase) Ένζυμο του σταδίου 3 της βιοσυνθετικής οδού των γιββερελλινών.

GA 3 οξειδάση (GA 3-oxidase) Ένζυμο του σταδίου 3 της βιοσυνθετικής οδού των γιββερελλινών.

GA Βλέπε γιββερελλίνες.

GA υποδοχέας (GA receptor) Πρωτεΐνη στην οποία προσδένεται βιοδραστική GA, επάγοντας ένα μονοπάτι μεταγωγής σήματος που οδηγεί σε αποκρίσεις σχετιζόμενες με GA. Η πρωτεΐνη GID1 έχει ταυτοποιηθεί ως διαλυτός υποδοχέας GA.

GA1 Βλέπε γιββερελλίνη A1.

GA1 Γονίδιο που κωδικοποιεί ένζυμο των πρώτων σταδίων της βιοσυνθετικής οδού των γιββερελλινών.

ga1 μετάλλαγμα (ga1 mutant) Νάνο μετάλλαγμα στην Arabidopsis που εμφανίζει έλλειψη βιοδραστικών γιββερελλινών.

Page 4: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-4 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

N

M

K

L

H

I

GA12-αλδεΰδη (GA12-aldehyde) Το τελικό προϊόν του δευτέρου σταδίου της βιοσύνθεσης των γιββερελλινών και το πρόδρομο μόριο για όλες τις άλλες γιββερελλίνες.

GA3 Βλέπε γιββερελλίνη A3.

GA4 Βλέπε γιββερελλίνη A4.

GAI Στην Arabidopsis, γονίδιο που κωδικοποιεί μία πρωτεΐνη DELLA.

GA-insensitive dwarf (gid)1a, b, ή c Μεταλλάγματα Arabidopsis τα οποία δεν αυξάνονται όταν υποστούν μεταχείριση με βιοδραστική GA. Μεταλλαγές απώλειας λειτουργίας σε πρωτεϊνικούς υποδοχείς GA, οι οποίες δημιουργούν νάνους φαινοτύπους.

GA-INSENSITIVE DWARF1 (GID1) Πρωτεϊνικός υποδοχέας γιββερελλινών στο ρύζι.

GAMYB Ευκαρυωτικός μεταγραφικός παράγοντας MYB που εμπλέκεται στη σηματοδότηση GA. Η GAMYB του κριθαριού είναι παρόμοια με τις τρεις πρωτεΐνες MYB της Arabidopsis.

Gibberella fujikuroi Ο παθογόνος μύκητας του ρυζιού, στον οποίο ανακαλύφθηκαν οι γιββερελλίνες.

GID1 Γονίδιο (Gibberellin insensitive dwarf 1) που κωδικοποιεί έναν διαλυτό υποδοχέα γιββερελλίνης στο ρύζι.

GID2 Γονίδιο (Gibberellin insensitive dwarf 2) που κωδικοποιεί μία πρωτεΐνη F-box στο ρύζι, η οποία στοχοποιεί τον πρωτεϊνικό καταστολέα SLR προς πρωτεολυτική αποικοδόμηση.

GNOM (GN) Γονίδιο που κωδικοποιεί έναν παράγοντα ανταλλαγής νουκλεοτιδίων γουανίνης, ο οποίος εγκαθιδρύει την πολική διασπορά των PIN μεταφορέων εκροής αυξίνης, επιτρέποντας έτσι την πολική κατανομή της αυξίνης.

GOGAT Βλέπε γλουταμική συνθάση.

granum (πληθ. grana) Στον χλωροπλάστη, ένας σωρός θυλακοειδών.

GURKE (GK) Γονίδιο που εμπλέκεται στον σχηματισμό προτύπου. Κωδικοποιεί μία ακέτυλο-CoA καρβοξυλάση που είναι απαραίτητη για τη σωστή σύνθεση των λιπαρών οξέων πολύ μακριάς αλυσίδας, τα οποία συμμετέχουν στον ορθό σχηματισμό του προτύπου του κορυφαίου τμήματος του εμβρύου.

Heading-date 1 (Hd1) Γονίδιο που κωδικοποιεί μία πρωτεΐνη ομόλογη της CO, η οποία δρα ως αναστολέας της άνθισης στο ρύζι.

Heading-date 3a (Hd3a) Το γονίδιο που κωδικοποιεί μία πρωτεΐνη τύπου FT στο ρύζι, η οποία μεταφέρεται μέσω του φλοιώματος στο ακραίο μερίστωμα, όπου διεγείρει την άνθιση.

ipt Γονίδιο του T-DNA που εμπλέκεται στη βιοσύνθεση κυτοκινίνης. Κωδικοποιεί τη συνθάση της κυτοκινίνης, ένα ένζυμο ισοπεντενυλικής τρανσφεράσης. Ονομάζεται επίσης και γονιδιακός τόπος tmr.

KNOLLE Πρωτεΐνη στοχευμένης αναγνώρισης, η οποία ανήκει στην οικογένεια πρωτεϊνών SNARE και συμμετέχει στη σύντηξη των κυστιδίων κατά τον σχηματισμό της κυτταρικής πλάκας.

L1 Μία επιδερμική στιβάδα από κύτταρα κοινής προέλευσης, η οποία προκύπτει από ένα σύνολο αρχικών κυττάρων του ακραίου μεριστώματος του βλαστού.

L2 Μία υποδερμική στιβάδα κυττάρων, που προκύπτει από ένα σύνολο εσωτερικών αρχικών κυττάρων του ακραίου μεριστώματος του βλαστού.

L3 Μία κεντρικά τοποθετημένη στιβάδα κυττάρων, που προκύπτει από ένα σύνολο εσωτερικών αρχικών κυττάρων του ακραίου μεριστώματος του βλαστού.

LE Επικρατές αλληλόμορφο γονίδιο, υπεύθυνο για το υψηλό στέλεχος στα μπιζέλια, που πρωτομελετήθηκε από τον Mendel. Κωδικοποιεί την 3-υδροξυλάση, ένα ένζυμο το οποίο υδρολύει την GA20

και παράγει GA1.

le μετάλλαγμα (le mutant) Υπολειπόμενο, μεταλλαγμένο αλληλόμορφο που δημιουργεί νάνο φαινότυπο στα μπιζέλια, παρεμβαίνοντας στη σύνθεση δραστικής γιββερελλίνης. Το νάνο γονίδιο του Mendel.

LEA πρωτεΐνες (LEA proteins) Βλέπε άφθονες κατά την ύστερη εμβρυογένεση πρωτεΐνες.

LFR Βλέπε αποκρίσεις χαμηλής ενέργειας.

MONOPTEROS (MP) Γονίδιο που εμπλέκεται στον σχηματισμό του εμβρυϊκού προτύπου. Κωδικοποιεί έναν αυξινο-αποκρινόμενο παράγοντα που είναι απαραίτητος για τον κανονικό σχηματισμό των βασικών δομών, όπως η ρίζα και το υποκοτύλιο.

mtDNA Το μιτοχονδριακό DNA.

na μετάλλαγμα (na mutant) Στο μπιζέλι, υπολειπόμενο μεταλλαγμένο αλληλόμορφο που δημιουργεί έναν φαινότυπο ακραίου νανισμού, παρεμποδίζοντας ολοκληρωτικά τη βιοσύνθεση γιββερελλίνης (δεν παράγεται GA12-αλδεΰδη).

NAD Κύριος φορέας ηλεκτρονίων υψηλής ενέργειας που συμμετέχει σε οξειδοαναγωγικές διεργασίες, κυρίως στην αναπνοή, με μετατροπή μεταξύ της οξειδωμένης (NAD+) και της ανηγμένης (NADH) μορφής του.

NAD(P)H αφυδρογονάσες (NAD(P)H dehydrogenases) Συλλογικός όρος για τις αφυδρογονάσες που οξειδώνουν είτε το NADH είτε το NADPH είτε και τα δύο.

NADH αφυδρογονάση (NADH dehydrogenase) Μεμβρανικά δεσμευμένο ένζυμο, το οποίο οξειδώνει το NADH και ανάγει μία κινόνη. Απαντά στην αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων των μιτοχονδρίων, στο σύμπλοκο Ι.

NADP Ένας κύριος φορέας ηλεκτρονίων υψηλής ενέργειας που συμμετέχει σε οξειδοαναγωγικές διεργασίες, κυρίως στη βιοσύνθεση και στη φωτοσύνθεση. Αλληλομετατρέπεται μεταξύ της οξειδωμένης (NADP+) και της ανηγμένης (NADPH) μορφής, όπως και το NAD.

NCED Ένζυμο (διοξυγονάση του 9-cis-εποξυκαροτενοειδούς) το οποίο καταλύει το πρώτο καθοριστικό βήμα που οδηγεί στη βιοσύνθεση του ABA. Σχηματίζει ένα ενδιάμεσο προϊόν το οποίο είναι ουδέτερος αναστολέας της αύξησης και έχει παρόμοιες φυσιολογικές ιδιότητες με το ABA.

ncRNA μη κωδικοποιητικό RNA (δηλαδή που δεν παράγει πρωτεΐνες, non-protein-coding RNA).

NIT Ένα από τα γονίδια (NIT1 έως NIT4) που κωδικοποιούν τα ένζυμα νιτριλάσης

Page 5: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-5

R

Q

O

P

που μετατρέπουν το IAN σε IAA.

Nod Βλέπε γονίδια φυματίνης.

nod Βλέπε γονίδια φυματιοποίησης.

OCP Βλέπε καροτενοειδής πρωτεΐνη.

O-συνδεδεμένοι ολιγοσακχαρίτες (Ο-linked polysaccharides) Ολιγοσακχαρίτες που συνδέονται με πρωτεΐνες μέσω των –ΟΗ ομάδων των καταλοίπων της υδροξυπρολίνης, σερίνης, θρεονίνης και τυροσίνης.

Ρ πρωτεΐνη (P protein) Πρωτεΐνες του φλοιώματος των οποίων η δράση είναι να σφραγίζουν τα κατεστραμμένα ηθμώδη στοιχεία, φράζοντας τους πόρους της ηθμώδους πλάκας. Αφθονούν στα ηθμώδη στοιχεία των περισσοτέρων αγγειοσπέρμων, αλλά είναι απούσες στα γυμνόσπερμα. Παλαιότερη ονομασία “slime” (γλοιώδης λάσπη).

P680 Η χλωροφύλλη του κέντρου αντίδρασης του φωτοσυστήματος ΙΙ που, σε ουδέτερη κατάσταση, απορροφά μέγιστα στα 680 nm. Το P υποδηλώνει χρωστική (pigment).

P700 Η χλωροφύλλη του κέντρου αντίδρασης του φωτοσυστήματος Ι που, σε ουδέτερη κατάσταση, απορροφά μέγιστα στα 700 nm. Το P υποδηλώνει χρωστική (pigment).

P870 Η βακτηριοχλωροφύλλη του κέντρου αντίδρασης των φωτοσυνθετικών ροδοβακτηρίων που, σε ουδέτερη κατάσταση, απορροφά μέγιστα στα 870 nm. Το P υποδηλώνει χρωστική (pigment).

pascal (Pa) Η μονάδα πίεσης του SI: 1 Pa = 1 kg m–1 s–2 , ή 1 Pa = 1 J m–3.

PEP καρβοξυλάση (PEP carboxylase) Ένζυμο του κυτοδιαλύματος το οποίο σχηματίζει οξαλοξικό από την καρβοξυλίωση του φωσφοενολοπυροσταφυλικού.

Pfr Η μορφή του φυτοχρώματος που απορροφά στο σκοτεινό ερυθρό. Η μορφή αυτή προκύπτει από τη μετατροπή της Pr με απορρόφηση ανοικτού ερυθρού φωτός. Η γαλαζοπράσινη Pfr μετατρέπεται ξανά σε Pr με σκοτεινό ερυθρό φωτισμό. Η Pfr είναι η φυσιολογικά ενεργός μορφή του φυτοχρώματος.

PHY Γονίδια που κωδικοποιούν την αποπρωτεΐνη των φυτοχρωμάτων, μέλη της οικογένειας φυτοχρωματικών γονιδίων. Στην Arabidopsis υπάρχουν πέντε: PHYA, PHYB, PHYC, PHYD και PHYE.

PHY Η συντομογραφία της φυτοχρωματικής αποπρωτεΐνης (δηλαδή χωρίς το χρωμοφόρο).

phy Η συντομογραφία της φυτοχρωματικής ολοπρωτεΐνης (περιλαμβανομένου και του χρωμοφόρου).

PIF3 Βασική πρωτεΐνη - μεταγραφικός παράγοντας με μοτίβο έλικας-βρόχου-έλικας που αλληλεπιδρά με τα φυτοχρώματα phyA και phyB.

PIN1 Μεμβρανική πρωτεΐνη που αποτελεί τμήμα του συμπλόκου της πολικής μεταφοράς της αυξίνης κατά την έξοδο από τη βάση του κυττάρου.

PPi Βλέπε πυροφωσφορικό.

Pr Η μορφή του φυτοχρώματος που απορροφά στο ανοικτό ερυθρό φως. Η συγκρότηση του μορίου του φυτοχρώματος γίνεται στη μορφή αυτή. Απορροφώντας ανοικτό ερυθρό φως, η κυανόχρωμη Pr μετατρέπεται στη μορφή Pfr, που απορροφά στο σκοτεινό ερυθρό.

PYL Πρωτεΐνες που εμπλέκονται στην απόκριση των φυτών στο αποκοπτικό οξύ

PYR/PYL/RCAR Ομάδα διαλυτών υποδοχέων του ΑΒΑ, που συνδέονται απευθείας με πολλά, γενετικώς καλά χαρακτηρισμένα καθοδικά σηματοδοτικά στοιχεία, ενοποιώντας τα σε δίκτυο.

Q10, θερμοκρασιακό πηλίκο (Q10, temperature quotient) Ο λόγος του τάχους μιας διεργασίας (π.χ. αναπνοή) σε μία συγκεκριμένη θερμοκρασία προς το αντίστοιχο τάχος σε θερμοκρασία μικρότερη κατά 10°C.

R Γονίδια ανθεκτικότητας που λειτουργούν στην άμυνα των φυτών έναντι μυκήτων, βακτηρίων και νηματωδών (σε μερικές περιπτώσεις) κωδικοποιώντας υποδοχείς πρωτεϊνών που αναγνωρίζουν ειδικά παθογόνα μόρια διεγέρτες.

Rab Ομάδα πρωτεϊνών στοχευμένης αναγνώρισης για την επιλεκτική

αποκοπή και σύντηξη κυστιδίων και σωληνοειδών μεμβρανικών σχηματισμών του ενδομεμβρανικού συστήματος.

RAN1, ΑΠΟΚΡΙΝΕΤΑΙ-ΣΤΟΝ-ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΗ1 (RAN1, RESPONSIVE-TO-ANTAGONIST1) Γονίδιο που συμμετέχει στην προσθήκη ενός συμπαράγοντα ιόντος χαλκού που είναι αναγκαίος για τη λειτουργία των υποδοχέων του αιθυλενίου.

RGA, ΚΑΤΑΣΤΟΛΕΑΣ του ga1-3 (RGA, REPRESSOR of ga1-3) Μία από τις πέντε πρωτεΐνες GRAS με επικράτεια DELLA στην Arabidospis που λειτουργούν ως καταστολείς της απόκρισης σε γιββερελλίνη.

RNA πολυμεράση (RNA polymerase) Κλάση ενζύμων που προσδένονται σε ένα γονίδιο και μεταγράφουν την αλληλουχία DNA σε συμπληρωματικό RNA.

RNA σίγασης, σχετιζόμενα με επαναλήψεις, rasiRNA (repeat-associated silencing RNA, rasiRNAs) Περιοχές επαναλήψεων από τις οποίες προέρχονται τα παρεμβαλλόμενα RNA.

RNAi Βλέπε μονοπάτι της παρεμβολής του RNA.

RNA-εξαρτώμενες RNA πολυμεράσες, RdRP (RNA-dependent RNA polymerases, RdRPs) Ειδική κλάση RNA πολυμερασών που μετατρέπουν μονόκλωνο RNA σε δίκλωνο RNA.

RNA-επαγόμενο σύμπλοκο σίγασης, RISC (RNA-induced silencing complex, RISC) Ένα πολυπρωτεϊνικό σύμπλοκο το οποίο περιλαμβάνει έναν κλώνο μικρού παρεμβαλλόμενου RNA (siRNA) ή μικροRNA (miRNA). Τα σύμπλοκα RISC προσδένουν και πέπτουν το mRNA, εμποδίζοντας έτσι τη μετάφραση.

rubisco Ακρωνύμιο του χλωροπλαστικού ενζύμου καρβοξυλάση /οξυγονάση της 1,5-διφωσφορικής ριβουλόζης. Κατά την αντίδραση καρβοξυλίωσης, το ένζυμο χρησιμοποιεί ατμοσφαιρικό CO2 και 1,5-διφωσφορική ριβουλόζη για να σχηματίσει δύο μόρια 3-φωσφογλυκερικού. Όταν δρα ως οξυγονάση, ενσωματώνει O2 στην 1,5-διφωσφορική ριβουλόζη αποδίδοντας ένα μόριο 3-φωσφογλυκερικού και ένα μόριο 2-φωσφογλυκολικού. Ο ανταγωνισμός μεταξύ CO2 και Ο2 περιορίζει την καθαρή αφομοίωση του CO2.

Page 6: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-6 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

S

A

V

T

Y

S φάση (S phase) Στον κύκλο της κυτταρικής διαίρεσης, το στάδιο κατά το οποίο συμβαίνει ο διπλασιασμός του DNA. Ακολουθεί τη φάση G1 και προηγείται της G2.

SAR Βλέπε επίκτητη συστημική ανθεκτικότητα.

slender μεταλλάγματα (slender mutants) Φυτά τα οποία φαινοτυπικά είναι πολύ υψηλά, γεγονός που οφείλεται είτε σε ιδιοσυστατική απόκριση σε γιββερελλίνες (όπως στα μεταλλάγματα slr1 και sln1 του ρυζιού και του κριθαριού αντίστοιχα) είτε σε αυξημένα επίπεδα βιοδραστικών γιββερελλινών (όπως στο μετάλλαγμα του μπιζελιού sln).

sln μετάλλαγμα (sln mutant) Μετάλλαγμα στο μπιζέλι που εμφανίζει αφύσικα υψηλά επίπεδα GA20 στο σπέρμα, εξαιτίας βλάβης στο βήμα υδροξυλίωσης κατά την ανενεργοποίηση των GA. Στο κριθάρι, πρόκειται για ένα εξαιρετικά υψηλό μετάλλαγμα που δημιουργείται από ένα υπολειπόμενο αλληλόμορφο το οποίο προκαλεί καταστολή ενός αρνητικού παράγοντα μεταγωγής σήματος.

SLY Γονίδιο (Sleepy), στην Arabidopsis, που κωδικοποιεί μία πρωτεΐνη F-box η οποία στοχοποιεί τις GAI και RGA για πρωτεολυτική αποικοδόμηση.

SNARE Ομάδα πρωτεϊνών στοχευμένης αναγνώρισης για την επιλεκτική αποκοπή και σύντηξη κυστιδίων και σωληνοειδών μεμβρανικών σχηματισμών του ενδομεμβρανικού συστήματος.

TAM Βλέπε τρυπταμίνη

T-DNA Ένα μικρό τμήμα του πλασμιδίου Ti, που ενσωματώνεται στο πυρηνικό DNA του φυτικού κυττάρου ξενιστή και φέρει γονίδια απαραίτητα για τη βιοσύνθεση trans-ζεατίνης και αυξίνης, καθώς και γονίδια οπινών. Επειδή οι υποκινητές των T-DNA γονιδίων είναι φυτικοί ευκαρυωτικοί υποκινητές, τα γονίδια δεν εκφράζονται στο βακτήριο, αλλά μεταγράφονται μόνο μετά την ενσωμάτωσή τους στα φυτικά χρωμοσώματα.

Ti πλασμίδιο (Ti plasmid) Μεγάλο, ογκογόνο πλασμίδιο που βρίσκεται σε παθογόνα στελέχη του Agrobacterium.

TIBA (2,3,5-triiodobenzoic

acid) 2,3,5-Τριιωδοβενζοϊκό οξύ. Ανταγωνιστικός αναστολέας της πολικής μεταφοράς της αυξίνης.

TIR1/AFB (TIR1/AFB proteins) Οικογένεια διαλυτών F box πρωτεϊνών. Είναι υπομονάδες του συμπλόκου ουβικιτίνης Ε3 λιγάσης και αποτελούν συστατικά των κυριότερων υποδοχέων αυξίνης.

tmr γενετικός τόπος (tmr locus) Μεταλλαγές σε αυτόν τον γενετικό τόπο του T-DNA δημιουργούν τερατώματα με ανώμαλο πολλαπλασιασμό ριζών. ‘Ριζοειδείς’ (‘rooty’) μεταλλαγές. Βλέπε γονίδιο ipt.

tms γενετικοί τόποι ( tms loci) Μεταλλαγές στις περιοχές αυτές του T-DNA έχουν ως αποτέλεσμα τον ανώμαλο πολλαπλασιασμό των βλαστών. ‘Βλαστοειδείς’ (‘shooty’) μεταλλαγές. Βλέπε tmr γενετικός τόπος.

toc Ομάδα μεταλλαγμάτων του ημερήσιου ρολογιού, στην Arabidopsis.

trans Golgi Η πλευρά του σωματίου Golgi στην οποία παράγονται κυστίδια και σωληνοειδή.

trans δίκτυο Golgi, TΔG (trans-Golgi network, TGN) Δίκτυο σωληνοειδών μεμβρανικών σχηματισμών που παράγεται στην πλευρά ωρίμανσης ή trans πλευρά του σωματίου Golgi.

trans-ζεατίνη (trans-zeatin) Η κυριότερη, φυσικά απαντώμενη ελεύθερη κυτοκινίνη, χημικά συγγενής προς την κινητίνη. Εξωγενής εφαρμογή της trans-ζεατίνης, παρουσία αυξίνης, επάγει κυτταρική διαίρεση σε κάλλους και προωθεί τον σχηματισμό οφθαλμών ή ριζών σε ιστοκαλλιέργειες. Η ενδογενής trans-ζεατίνη καθυστερεί τη γήρανση των φύλλων και προωθεί την επέκταση των κοτυληδόνων στα δικοτυλήδονα.

trans-κυκλοοκτένιο (trans-cyclooctene) Ισχυρός ανταγωνιστικός αναστολέας της πρόσδεσης του αιθυλενίου στους υποδοχείς του.

trans-νεοξανθίνη (trans-neoxanthin) Ένα C40 προϊόν το οποίο σχηματίζεται, σε συνθήκες καταπόνησης, από την trans-βιολαξανθίνη κατά τη βιοσύνθεση του αποκοπτικού οξέος.

trans-ρυθμιστικοί παράγοντες (trans-acting factors) Οι μεταγραφικοί παράγοντες που προσδένονται σε cis-ρυθμιστικές αλληλουχίες.

V-ATPάση (V-ATPase) Βλέπε χυμοτοπιακή Η+-ΑΤΡάση.

VLFR Βλέπε αποκρίσεις πολύ χαμηλής ενέργειας.

yellow cameleon Πρωτεϊνική χρωστική, δείκτης ασβεστίου. Η έκφρασή του σε διαγονιδιακά φυτά επιτρέπει την παρακολούθηση των μεταβολών στο κυτταρικό ασβέστιο.

α-αμυλάση (α-amylase) Καταλύει την ενδοϋδρόλυση των α-d-1,4 γλυκοζιδικών δεσμών σε πολυσακχαρίτες που περιέχουν τρεις ή περισσότερες μονάδες d-γλυκόζης, συνδεδεμένες με 1,4-α δεσμούς. Το πρόθεμα α του ενζύμου αναφέρεται στην αρχική, ανωμερή διαμόρφωση της γλυκόζης που απελευθερώνεται και όχι στη διαμόρφωση του δεσμού που υδρολύεται. Στο στρώμα αλεύρου των δημητριακών, η α-αμυλάση συντίθεται de novo ως απόκριση στις γιββερελλίνες.

άβακας (torus) Κεντρική φακοειδής πάχυνση στις βοθριακές μεμβράνες των τραχεϊδών στα περισσότερα γυμνόσπερμα.

αβιοτικός (abiotic) Αναφέρεται σε ο,τιδήποτε μη βιολογικής προέλευσης. Στη φυτική καταπόνηση, αναφέρεται σε καταπονήσεις που προκαλούνται από μη βιολογικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες.

αγγείο (vessel) Συστοιχία δύο ή περισσότερων άρθρων των αγγείων.

αγγειόσπερμα (angiosperms) Τα ανθόφυτα. Χάρη στον ‘νεωτερισμό’ του αναπαραγωγικού οργάνου, του άνθους, αποτελούν την πλέον εξελιγμένη ομάδα των σπερματοφύτων και κυριαρχούν στη Γη με τουλάχιστον 250.000 γνωστά είδη. Διακτίνονται από τα γυμνόσπερμα από την παρουσία των καρποφύλλων που περιβάλλουν τα σπέρματα.

αγγειώδες ή αγωγό (vascular cambium) Πλευρικό μερίστωμα που αποτελείται από βλαστικά κύτταρα των ακτίνων και των πρισματικών κυττάρων. Το αγγειώδες κάμβιο δημιουργεί το δευτερογενές ξύλωμα (ξύλο) και το δευτερογενές φλοίωμα καθώς και το παρέγχυμα των ακτίνων.

Page 7: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-7

αγωγοί δεσμίδες (vascular bundles) Δέσμες πρωτογενούς φλοιώματος και ξυλώματος (που διαχωρίζονται μεταξύ τους από το αγωγό κάμβιο) και συχνά περιβάλλονται από τον δεσμικό κολεό (στον βλαστό). Βρίσκονται σε όλα τα τμήματα του βλαστού και στον κεντρικό κύλινδρο της ρίζας.

αγωγός ή αγγειώδης ιστός (vascular tissue) Φυτικός ιστός εξειδικευμένος για τη μεταφορά νερού (ξύλωμα) και φωτοσυνθετικών προϊόντων (φλοίωμα).

αγωνιστής (agonist) Ένωση που προσδένεται σε κυτταρικό υποδοχέα και διεγείρει μία απόκριση. Συνήθως μιμείται τη δράση άλλης ένωσης.

α-εξπανσίνες, ΕΧPΑ (α-expansins, EXPA) Μία από τις δύο κυριότερες οικογένειες εξπανσινών. Πρωτεΐνες που καταλύουν την εξαρτώμενη από το pH χαλάρωση και επέκταση του κυτταρικού τοιχώματος.

αερέγχυμα (aerenchyma) Δομή στις ρίζες που σχηματίζεται κάτω από υποξικές συνθήκες. Πρόκειται για μεσοκυττάριους χώρους στον φλοιό της ρίζας, που πληρώνονται με αέρα.

αερόβια αναπνοή (aerobic respiration) Βλέπε αναπνοή.

αεροπονικά (aeroponically) Τεχνική με την οποία τα φυτά αναπτύσσονται χωρίς έδαφος, με τις ρίζες τους να αιωρούνται στον αέρα ενώ ψεκάζονται συνεχώς με ένα θρεπτικό διάλυμα.

αιθέρια έλαια (essential oils) Μείγματα πτητικών τερπενίων και άλλων δευτερογενών μεταβολιτών που δίδουν χαρακτηριστική οσμή σε ορισμένα φυτά, π.χ. μέντα, λεμονιά, βασιλικός και δυόσμος.

αιθυλένιο (ethylene) Το αέριο αιθυλένιο (CH2=CH2) λειτουργεί ως φυτική ορμόνη που συντίθεται από το αμινοξύ μεθειονίνη μέσω του ACC. Έχει σημαντικές επιδράσεις στην αύξηση και ανάπτυξη των φυτών, όπως διέγερση ή αναστολή της επιμήκυνσης βλαστών και ριζών, ανάλογα με τις συνθήκες και τα είδη, καθώς επίσης ενίσχυση της ανάπτυξης του καρπού, καταστολή της άνθισης στα περισσότερα είδη, αύξηση της αποκοπής ανθέων και καρπών. Αυξάνει τη μεταγραφή πολυάριθμων γονιδίων. Βλέπε επίσης τριπλή απόκριση του αιθυλενίου.

αιθυλομεθανοσουλφονικό, EMS

(ethylmethanesulfonate, EMS) Χημικό μεταλλαξιγόνο το οποίο προκαλεί την προσθήκη μιας αιθυλομάδας σε ένα νουκλεοτίδιο και έχει ως αποτέλεσμα μία μόνιμη μεταλλαγή από G/C σε A/T στο συγκεκριμένο σημείο.

αισθητήριες πρωτεΐνες (sensor proteins) Ειδικές πρωτεΐνες υποδοχείς που προσλαμβάνουν εξωτερικά ή εσωτερικά σήματα. Αποτελούνται από δύο επικράτειες, μία επικράτεια εισόδου, η οποία λαμβάνει το σήμα και μία επικράτεια μεταβίβασης, η οποία μεταβιβάζει το σήμα στον ρυθμιστή της απόκρισης.

ακαθόριστη αύξηση (indeterminate growth) Ικανότητα ‘ατέρμονης’ βλαστητικής ή ανθικής αύξησης. Η αύξηση δεν περιορίζεται γενετικά και μπορεί να συνεχίζεται όσο το επιτρέπουν οι περιβαλλοντικές συνθήκες και οι διαθέσιμοι πόροι.

ακετυλίωση (acetylation) Η χημική προσθήκη μιας ομάδας οξικού σε ένα άλλο μόριο μέσω χημικής αντίδρασης που περιλαμβάνει έναν καταλύτη.

ακραία ή επάκρια ή κορυφαία μεριστώματα (apical meristems) Εντοπισμένες περιοχές κυτταρικών διαιρέσεων που βρίσκονται στις κορυφές των βλαστών και στα άκρα των ριζών.

ακραία κυριαρχία Βλέπε επάκρια κυριαρχία.

ακραίο μερίστωμα βλαστού (shoot apical meristem) Μερίστωμα στο ακραίο τμήμα του βλαστού. Αποτελείται από την ακραία Κεντρική Ζώνη (ΚΖ), η οποία περιέχει αργά διαιρούμενα, ακαθόριστης τύχης αρχικά κύτταρα, και τις γειτνιάζουσες Περιφερειακή Ζώνη (ΠΖ) και Ραβδωτό μερίστωμα (ΡΜ), στα οποία τα προερχόμενα από την ΚΖ κύτταρα διαιρούνται πιο γρήγορα και στη συνέχεια διαφοροποιούνται.

ακραίο μερίστωμα ρίζας, ΑΜΡ (root apical meristem, RAM) Ομάδα κυττάρων στο άκρο της ρίζας, τα οποία διατηρούν την ικανότητα πολλαπλασιασμού και των οποίων η τύχη παραμένει ακαθόριστη.

ακραιο-βασικός άξονας (apical–basal axis) Άξονας που εκτείνεται από το ακραίο μερίστωμα του βλαστού προς το ακραίο μερίστωμα της ρίζας.

ακροπεταλικός (acropetal) Από τη

βάση προς το άκρο ενός οργάνου (π.χ. βλαστού, ρίζας, φύλλου).

ακτινορριζικά (actinorhizal) Αναφέρεται σε διάφορα ξυλώδη φυτά, όπως το σκλήθρο, στα οποία η συμβίωση οφείλεται σε εδαφικά, αζωτοδεσμευτικά βακτήρια του γένους Frankia.

ακτινωτός άξονας (radial axis) Το πρότυπο των ομόκεντρων ιστών που εκτείνονται από το εξωτερικό μίας ρίζας ή ενός βλαστού προς το κέντρο τους. Βλέπε γραμμικός άξονας.

άκυλο- (acyl) Πρόθεμα που αναφέρεται στο κατάλοιπο λιπαρού οξέος το οποίο είναι ενωμένο με ένα άλλο συστατικό, συνήθως γλυκερόλη (π.χ. τριακυλογλυκερόλη).

άκυλο-ACP (acyl-ACP) Αλυσίδα λιπαρού οξέος ενωμένη στην πρωτεΐνη φορέα ακυλίου.

αλδόζη (aldose) Σάκχαρο με ακραία ομάδα αλδεΰδης.

αλευροκύτταρα (aleurone cells) Κύτταρα του στρώματος αλεύρου που περιβάλλονται από παχιά πρωτογενή κυτταρικά τοιχώματα και περιέχουν μεγάλους αριθμούς οργανιδίων αποθήκευσης πρωτεϊνών (πρωτεϊνοσώματα).

αλκαλοειδή (alkaloids) Μεγάλη ομάδα αζωτούχων δευτερογενών μεταβολιτών που απαντά σε πολλά αγγειόφυτα. Προστατεύουν από θηρευτές, κυρίως θηλαστικά. Συμπεριλαμβάνουν τοξίνες, όπως η στρυχνίνη και η ατροπίνη και φαρμακευτικές ουσίες, όπως η μορφίνη, η κωδεΐνη, η ατροπίνη και η εφεδρίνη. Άλλα αλκαλοειδή είναι διεγερτικά ή κατασταλτικά (π.χ. κοκαΐνη, νικοτίνη και καφεΐνη).

αλκοολική αφυδρογονάση, ADH (alcohol dehydrogenase, ADH) Το ένζυμο που καταλύει τη μετατροπή της ακεταλδεΰδης προς αιθανόλη.

αλκοολική ζύμωση (alcoholic fermentation) Μεταβολισμός του πυροσταφυλικού (που προέρχεται από τη γλυκόλυση) κατά τον οποίο παράγονται αιθανόλη και CO2, ενώ το NADH επανοξειδώνεται προς NAD+.

αλληλοπάθεια (allelopathy) Απελευθέρωση από το φυτό στο περιβάλλον ενώσεων που έχουν επιβλαβείς επιδράσεις σε γειτονικά φυτά.

Page 8: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-8 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

αλληλουχία πυρηνικού εντοπισμού (nuclear localization sequences, NLS) Συγκεκριμένη αλληλουχία αμινοξέων την οποία απαιτείται να διαθέτει μία πρωτεΐνη για να της επιτραπεί η είσοδος στον πυρήνα. (Συνώνυμο: σήμα πυρηνικού εντοπισμού.)

αλληλουχίες εγγύς του υποκινητή (proximal promoter sequences) Στοιχεία αλληλουχιών τα οποία αποτελούν μέρος του κεντρικού υποκινητή.

αλλοπολυπλοειδία (allopolyploidy) Μορφή πολυπλοειδίας κατά την οποία πολλαπλά πλήρη γονιδιώματα προέρχονται από δύο διαφορετικά είδη.

αλλοστερική ενεργοποίηση (allosteric activation) Ενεργοποίηση μιας περιοχής πρόσδεσης ενεργοποιητή μέσω μιας μικρής αλλαγής στη στερεοδιάταξη της πρωτεΐνης, την οποία προκαλεί ένας αλλοστερικός ενεργοποιητής.

αλόφυτα (halophytes) Φυτά αυτοφυή και προσαρμοσμένα σε αλατούχα εδάφη. Ολοκληρώνουν τους βιολογικούς τους κύκλους στο περιβάλλον αυτό. Το αντίθετο των γλυκόφυτων.

αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων (electron transport chain) Σειρά πρωτεϊνικών συμπλόκων (που συνδέονται μεταξύ τους με κινητούς μεταφορείς ηλεκτρονίων) στις εσωτερικές μεμβράνες του μιτοχονδρίου ή του χλωροπλάστη. Ηλεκτρόνια μεταφέρονται από το NADH στο O2 ή από το H2O στο NADP, αντίστοιχα ενώ παράλληλα απελευθερώνονται ή δεσμεύονται σημαντικά ποσά ενέργειας και δημιουργείται μία ηλεκτροχημική διαβάθμιση πρωτονίων.

αμίδιο (amide) Αζωτούχα ένωση που σχηματίζεται από την αντίδραση μιας αμίνης και ενός καρβοξυλικού οξέος (οπότε προκύπτει μία ομάδα –CONR2).

αμίνη (amine) Αζωτούχα ένωση που προέρχεται από την αμμωνία με αντικατάσταση υδρογόνων από ανθρακούχες ομάδες.

αμινοαιθοξυ-βινυλογλυκίνη, AVG (aminoethoxy-vinylglycine, AVG) Ουσία που παρεμποδίζει τις φυσιολογικές επιδράσεις του αιθυλενίου, αναστέλλοντας τη σύνθεσή του.

αμινοοξυοξικό οξύ, AOA (aminooxyacetic acid, AOA) Ουσία που παρεμποδίζει τις φυσιολογικές επιδράσεις του αιθυλενίου, μέσω της αναστολής της σύνθεσής του.

αμινοτρανσφεράσες (aminotransferases) Ένζυμα που πραγματοποιούν τρανσαμινώσεις (μεταφορά αμινομάδας).

αμινοτρανσφεράση του ασπαρτικού (aspartate aminotransferase, AspAT) Αμινοτρανσφεράση, η οποία μεταφέρει την αμινομάδα από το γλουταμικό στο καρβοξυλικό άτομο C του οξαλοξικού, οπότε σχηματίζεται ασπαρτικό.

αμμωνιακή λυάση της φαινυλαλανίνης, PAL (phenylalanine ammonia lyase, PAL) Καταλύει την μετατροπή της φαινυλαλανίνης σε κινναμωμικό οξύ με απώλεια ενός μορίου αμμωνίας. Απαντάται στο σημείο διακλάδωσης μεταξύ πρωτογενούς και δευτερογενούς μεταβολισμού. Η PAL καταλύει ένα σημαντικό ρυθμιστικό βήμα στον σχηματισμό πολλών φαινολικών ενώσεων από την φαινυλαλανίνη.

αμυλόζη (amylose) Το συστατικό του αμύλου που σχηματίζει ευθύγραμμες αλυσίδες, μήκους συνήθως από 200 έως 2000 μονάδες γλυκόζες, συνδεδεμένες με α-D-1,4 γλυκοζιδικούς δεσμούς.

αμυλοπηκτίνη (amylopectin) Το συστατικό του αμύλου που σχηματίζει διακλαδισμένη μορφή, στην οποία ένας α-D-1,6 δεσμός (διακλάδωσης) απαντά κάθε 20-30 μονάδες γλυκόζες, συνδεδεμένες με α-D-1,4 γλυκοζιδικούς δεσμούς.

αμυλοπλάστης (amyloplast) Πλαστίδιο που αποθηκεύει άμυλο και απαντά στους αποταμιευτικούς ιστούς βλαστών και ριζών καθώς και στα σπέρματα. Εξειδικευμένοι αμυλοπλάστες στην καλύπτρα της ρίζας λειτουργούν επίσης ως αισθητήρες της βαρύτητας.

αμυλοφόρος κολεός (starch sheath) Στρώμα κυττάρων που περιβάλλει τους αγωγούς ιστούς του βλαστού και του κολεοπτίλου. Αποτελεί συνέχεια της ενδοδερμίδας της ρίζας. Είναι απαραίτητος για τον βαρυτροπισμό στους βλαστούς της Arabidopsis.

αμφίφιλη ή αμφιπαθής (amphipathic) Χημική ένωση της οποίας το μόριο διαθέτει τόσο υδρόφιλες όσο και υδρόφοβες περιοχές.

αμφιφωτοπεριοδικά (ambiphotoperiodic) Φυτά που ανθίζουν σε συνθήκες τόσο μακράς όσο και βραχείας ημέρας, αλλά όχι σε ενδιάμεσεις τιμές φωτοπεριόδου.

αναγωγάση της φερρεδοξίνης-NADP, FNR (ferredoxin–NADP reductase, FNR) Μεμβρανικά συνδεδεμένη φλαβοπρωτεΐνη που ανάγει το NADP+ σε NADPH, ολοκληρώνοντας έτσι την αλληλουχία της μη κυκλικής ροής ηλεκτρονίων, η οποία ξεκινά με την οξείδωση του νερού.

αναδιάπλαση χρωματίνης (chromatin remodeling) Μόνιμες μεταβολές της δομής της χρωματίνης που προκαλούνται από τους επιγενετικούς παράγοντες.

ανάδρομη (retrograde) Η μετακίνηση προς τα πίσω, σε οδό μεταφοράς ή μονοπάτι σηματοδότησης.

ανάδρομη μεταφορά κυστιδίων (retrograde vesicular transport) Μετακίνηση εκκριτικών κυστιδίων προς τα πίσω, από την trans προς τη cis όψη του Golgi. Διατηρεί τη χωρική κατανομή των ενζύμων και άλλων λειτουργικών πρωτεϊνών μέσα στη συσκευή Golgi δρώντας αντίστροφα προς τη φορά της προώθησης προς τα σακίδια του ΕΔ.

ανακύκλωση (turnover) Η ισορροπία ανάμεσα στο τάχος σύνθεσης και στο τάχος αποικοδόμησης.Αναφέρεται συνήθως σε πρωτεΐνες ή RNA. Αύξηση ανακύκλωσης σημαίνει συνήθως αύξηση της αποικοδόμησης.

ανάλυση εδάφους (soil analysis) Ο χημικός προσδιορισμός των περιεχομένων θρεπτικών σε ένα δείγμα εδάφους από τη ζώνη των φυτών.

ανάλυση μικροσυστοιχιών DNA (DNA microarray analysis) Βλέπε μικροσυστοιχία

ανάλυση φυτικού ιστού (plant tissue analysis) Ο χημικός προσδιορισμός του περιεχομένου των ανόργανων θρεπτικών στοιχείων σε ένα δείγμα φυτικού ιστού.

αναπληρωτική (anaplerotic) Χημική αντίδραση που παρέχει ένα προϊόν το οποίο είναι περιοριστικό σε μια άλλη αντίδραση ή οδό. Για παράδειγμα, η αντίδραση της ΡΕΡ καρβοξυλάσης αναπληρώνει στον κύκλο του κιτρικού οξέος το οξαλοξικό, το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί σε βιοσυνθετικές αντιδράσεις.

Page 9: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-9

αναπνευστικό πηλίκο, RQ (respiratory quotient, RQ) Ο λόγος του CO2 που απελευθερώνεται προς το O2 που καταναλώνεται.

αναπνοή (respiration) Η πλήρης οξείδωση των ανθρακικών ενώσεων προς CO2 και H2O, με τη χρήση του οξυγόνου ως τελικού δέκτη ηλεκτρονίων. Η ενέργεια απελευθερώνεται και διατηρείται με τη μορφή της ATP.

αναπνοή συντήρησης (maintenance respiration) Η αναπνοή η οποία απαιτείται για την υποστήριξη της λειτουργίας και της ανακύκλωσης των υφιστάμενων ιστών. Αντιπαραβάλλεται με την αναπνοή αύξησης.

αναπνοή αύξησης (growth respiration) Η αναπνοή που παρέχει την ενέργεια η οποία απαιτείται για τη μετατροπή των σακχάρων στους δομικούς λίθους των νέων ιστών. Αντιπαραβάλλεται με την αναπνοή της συντήρησης.

αναρτήρας (suspensor) Στην εμβρυογένεση των σπερματοφύτων, η δομή που αναπτύσσεται από το βασικό κύτταρο μετά την πρώτη διαίρεση του ζυγώτη. Υποστηρίζει, αλλά δεν αποτελεί μέρος του εμβρύου, το οποίο αναπτύσσεται από το κορυφαίο κύτταρο και την υπόφυση.

αναστολέας εισροής της αυξίνης (auxin influx inhibitor) Συνθετική ουσία που αναστέλλει την εισαγωγή της αυξίνης στο κύτταρο.

αναστολέας εκροής της αυξίνης (auxin efflux inhibitor, AEI) Οποιαδήποτε από τις διάφορες συνθετικές ουσίες που, δρώντας με διαφορετικούς τρόπους, αναστέλλουν τη μεταφορά της αυξίνης έξω από το κύτταρο.

αναστολείς πρωτεασών (protease inhibitors) Αναστολείς πρωτεϊνών που κωδικοποιούνται από γονίδια των οποίων η έκφραση ενεργοποιείται από την απελευθέρωση ιασμονικού οξέος στους ιστούς στόχους.

αναστολείς της α-αμυλάσης (α-amylase inhibitors) Ενώσεις που συντίθενται από μερικά ψυχανθή, οι οποίες παρεμβάλλονται στην πέψη των φυτοφάγων, παρεμποδίζοντας τη δράση του πεπτικού ενζύμου του αμύλου, α-αμυλάση.

αναστομώσεις (anastomoses) Αγγειακές αλληλοσυνδέσεις που δημιουργούν διόδους μεταξύ ιστών πηγής και αποδέκτη οι οποίοι δεν συνδέονται απευθείας.

aνατομία Kranz (Kranz anatomy) Η ομοιάζουσα με στεφάνη διευθέτηση των κυττάρων του μεσοφύλλου που περικλείουν μία στρώση μεγάλων κυττάρων του κολεού της δέσμης. Τα δύο ομόκεντρα στρώματα κυττάρων περιβάλλουν την αγγειώδη δεσμίδα. Χαρακτηριστικό δομικό γνώρισμα των φύλλων στα περισσότερα φυτά C4.

ανάφαση (anaphase) Το στάδιο της μίτωσης κατά το οποίο οι δύο χρωματίδες κάθε διπλασιασμένου χρωμοσώματος διαχωρίζονται και μετακινούνται προς τους αντίθετους πόλους.

ανάφαση Α (anaphase A) Η πρώιμη ανάφαση, κατά τη διάρκεια της οποίας οι αδελφές χρωματίδες διαχωρίζονται και αρχίζουν να κινούνται προς τους αντίθετους πόλους.

ανάφαση Β (anaphase B) Η όψιμη ανάφαση, κατά τη διάρκεια της οποίας οι πολικοί μικροσωληνίσκοι ολισθαίνουν ο ένας αντίθετα προς τον άλλο και επιμηκύνονται, για να απομακρύνουν περισσότερο τον έναν πόλο της ατράκτου από τον άλλο. Κατά τον ίδιο χρόνο, τα αδελφά χρωμοσώματα ωθούνται προς τους αντίστοιχους πόλους.

ανεκτικότητα στην καταπόνηση (stress tolerance) Η ικανότητα ενός φυτού να αντεπεξέρχεται στις αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος.

ανευπλοειδία (aneuploidy) Η κατάσταση κατά την οποία τα γονιδιώματα περιέχουν περισσότερα (πρόσθετα) ή λιγότερα μενομωμένα χρωμοσώματα (και όχι πλήρη ζεύγη ή ομάδες ζευγών) από ό,τι στην κανονική κατάσταση.

ανθεκτικότητα στην ξηρασία (drought resistance) Η ικανότητα ενός φυτού να περιορίζει και να ελέγχει τις επιπτώσεις της έλλειψης νερού. Οι μηχανισμοί περιλαμβάνουν την καθυστέρηση της αφυδάτωσης και την ανθεκτικότητα στην αφυδάτωση.

ανθεκτικότητα στο γλυφοζικό (glyphosate resistance) Η γενετική ικανότητα της επιβίωσης μετά την εφαρμογή στον αγρό του εμπορικού

ζιζανιοκτόνου Roundup, το οποίο καταστρέφει τα ζιζάνια αλλά δεν βλάπτει τις ανθεκτικές σε αυτό καλλιέργειες.

ανθήρας (anther) Η ακραία δομή του στήμονα. Εκεί παράγεται η γύρη και από εκεί διασκορπίζεται.

ανθικά ομοιωτικά γονίδια (floral homeotic genes). Κεντρικά ρυθμιστικά γονίδια που καθορίζουν τη θέση και την ταυτότητα των ανθικών οργάνων στα άνθη.

ανθική πρόκληση ή ανθική επαγωγή (floral evocation) Τα γεγονότα που συμβαίνουν στο ακραίο μερίστωμα του βλαστού και καθορίζουν ότι θα σχηματίσει άνθη.

ανθικό ερέθισμα (floral stimulus) Στον φωτοπεριοδισμό, τα σήματα που μεταφέρονται από τα φύλλα στο ακραίο μερίστωμα του βλαστού. Βλέπε ανθογόνο.

ανθικό μερίστωμα (floral meristem) Μερίστωμα που σχηματίζει ανθικά (αναπαραγωγικά) όργανα: σέπαλα, πέταλα, στήμονες και καρπόφυλλα. Παράγεται απευθείας από βλαστητικά μεριστώματα ή έμμεσα από ένα μερίστωμα ταξιανθίας.

ανθογόνο (florigen) Η αρχικά υποθετική ανθική ορμόνη όλων των ανθοφύτων που παράγεται στα φύλλα και μεταφέρεται μέσω του φλοιώματος στο ακραίο μερίστωμα του βλαστού.

ανθοκυανιδίνες (anthocyanidins) Έγχρωμα φλαβονοειδή που προέρχονται από την ανθοκυανίνη μετά από απομάκρυνση του προσαρτημένου σακχάρου.

ανθοκυανίνες (anthocyanins) Έγχρωμα γλυκοζυλιωμένα φλαβονοειδή, υπεύθυνα για τα περισσότερα ερυθρά, ροδώδη, ιώδη και κυανά χρώματα στα φυτά.

ανκυμιδόλη (ancymidol) Εμπορικά χρησιμοποιούμενος αναστολέας της βιοσύνθεσης των γιββερελλινών. Όπως και η πακλοβουτραζόλη, η ανκυμιδόλη εμποδίζει την αντίδραση οξείδωσης από καουρένιο προς καουρενοϊκό οξύ, στο ενδοπλασματικό δίκτυο.

ανόργανα θρεπτικά (mineral nutrients) Ανόργανα ιόντα που απορροφώνται από το έδαφος. Βλέπε επίσης μακροθρεπτικά, μικροθρεπτικά.

Page 10: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-10 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

ανόργανη θρέψη (mineral nutrition) Το σύνολο των φυτικών διεργασιών σχετικά με την πρόσληψη των ανόρ-γανων θρεπτικών από το έδαφος και την επακολούθηση χρησιμοποίησή τους.

ανοργανοποίηση (mineralization) Η διεργασία αποικοδόμησης οργανικών ενώσεων από μικροοργανισμούς του εδάφους, που απελευθερώνει ανόργανα θρεπτικά σε μορφές που μπορούν να αφομοιωθούν από τα φυτά.

ανοχή στην αφυδάτωση ή αποφυγή ξηρασίας (dessication tolerance, drought avoidance) Η ικανότητα του φυτού να λειτουργεί ενώ είναι αφυδατωμένο

ανταλλαγή κατιόντων (cation exchange) Η αντικατάσταση ανόργανων κατιόντων που είναι προσροφημένα στην επιφάνεια των σωματιδίων του εδάφους από άλλα κατιόντα.

αντιανθογόνο (antiflorigen) Υποθετική ορμόνη που παράγεται από φύλλα που δεν έχουν υποστεί φωτοπεριοδική επαγωγή και η οποία μεταφέρεται στο ακραίο μερίστωμα του βλαστού. Έχει προταθεί ότι αναστέλλει τον σχηματισμό ανθέων σε ορισμένα μακροήμερα φυτά κάτω από μη επαγωγικές συνθήκες.

αντιδράσεις δέσμευσης του άνθρακα (carbon fixation reactions) Οι βιοσυνθετικές αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα στο στρώμα των χλωροπλαστών και χρησιμοποιούν τις υψηλής ενέργειας ενώσεις ATP και NADPH, για την ενσωμάτωση του CO2 σε ενώσεις του άνθρακα.

αντιδράσεις στρώματος (stroma reactions) Οι αντιδράσεις δέσμευσης και αναγωγής του άνθρακα που λαμβάνουν χώρα στο στρώμα του χλωροπλάστη.

αντιδράσεις των θυλακοειδών (thylakoid reactions) Οι χημικές αντιδράσεις της φωτοσύνθεσης που λαμβάνουν χώρα στις εσωτερικές, εξειδικευμένες μεμβράνες του χλωροπλάστη (οι οποίες ονομάζονται θυλακοειδή). Περιλαμβάνουν τη φωτοσυνθετική μεταφορά ηλεκτρονίων και τη σύνθεση ATP.

αντικλινής (anticlinal) Αναφέρεται στον προσανατολισμό της κυτταρικής πλάκας κάθετα προς τον κατά μήκος άξονα, κατά την κυτοκίνηση.

αντιμεταφορά (antiport) Τύπος δευτερογενούς ενεργητικής μεταφοράς, κατά τον οποίο η παθητική (καθοδική) κίνηση των πρωτονίων ή άλλων ιόντων οδηγεί την ενεργητική (ανοδική) κίνηση μιας ουσίας προς την αντίθετη κατεύθυνση.

αντιμεταφορέας (antiporter) Μία πρωτεϊνη που πραγματοποιεί αντιμεταφορά.

αντινοηματικό DNA (antisense DNA) DNA ενός γονιδίου, του οποίου η μεταγραφή παράγει αντινοηματικό mRNA, που υβριδίζεται με το νοηματικό mRNA, αναστέλλοντας έτσι τη μετάφραση του τελευταίου.

αντιπαγωτικές πρωτεΐνες (antifreeze proteins) Πρωτεΐνες που προσφέρουν την ιδιότητα της θερμικής υστέρησης στα διαλύματα στα οποία βρίσκονται διαλυμένες. Όταν επάγονται από το ψύχος, οι πρωτεΐνες αυτές προσδένονται στην επιφάνεια των κρυστάλλων πάγου και παρεμποδίζουν ή καθυστερούν την περαιτέρω επέκταση των κρυστάλλων, περιορίζοντας ή προλαμβάνοντας επομένως τις βλάβες από τον παγετό. Μερικές αντιπαγωτικές πρωτεΐνες μπορεί να είναι ίδιες με πρωτεΐνες που σχετίζονται με παθογένεση.

αντίσταση μεσοφύλλου ή αντίσταση της υγρής φάσης (mesophyll resistance, liquid phase resistance) Η αντίσταση που συναντά το CO2 (αντίσταση που ασκείται από την υγρή φάση της επιφάνειας των κυττάρων) κατά τη διάχυσή του μέσω των μεσοκυττάριων χώρων του μεσοφύλλου προς τις θέσεις καρβοξυλίωσης στον χλωροπλάστη.

αντίσταση της υγρής φάσης (liquid phase resistance) Βλέπε αντίσταση μεσοφύλλου.

αντίσταση του οριακού στρώματος, rb (boundary layer resistance, r b) Η αντίσταση που προβάλλει το στρώμα ακίνητου αέρα που περιβάλλει το φύλλο στη διάχυση των υδρατμών. Αποτελεί μία από τις αντιστάσεις που συμμετέχουν στην αντίσταση διάχυσης των υδρατμών.

αντίσταση των μεσοκυττάριων χώρων (intercellular air space resistance) Η αντίσταση που συναντά το CO2 κατά τη διάχυσή του από τον υποστοματικό χώρο προς τα κυτταρικά τοιχώματα των κυττάρων του

μεσοφύλλου.

αντλίες (pumps) Μεμβρανικές πρωτεΐνες που διεξάγουν πρωτογενή ενεργητική μεταφορά διά μέσου μιας βιολογικής μεμβράνης. Οι περισσότερες αντλίες μεταφέρουν ιόντα, όπως Η+ ή Ca2+.

αντοχή σε εφελκυσμό (tensile strength) Η ικανότητα αντοχής σε μίαδύναμη τάνυσης. Το νερό έχει υψηλή αντοχή εφελκυσμού.

απαξονικός (abaxial) Αναφέρεται στην επιφάνεια ή στην πλευρά ενός φυτικού οργάνου ή τμήματος που βρίσκεται μακρύτερα από τον άξονα πάνω στον οποίο προσαρτάται το όργανο ή τμήμα (για παράδειγμα, η κάτω επιφάνεια ενός φύλλου).

απαραίτητο στοιχείο (essential element) Χημικό στοιχείο το οποίο είναι μέρος ενός μορίου που αποτελεί απαραίτητο συστατικό της δομής ή του μεταβολισμού ενός φυτού. Όταν το στοιχείο δεν χορηγείται σε επαρκείς ποσότητες, το φυτό εμφανίζει μη κανονική αύξηση, ανάπτυξη ή παραγωγή.

απλά βοθρία (simple pits) Οι λεπτές και πορώδεις περιοχές του κυτταρικού τοιχώματος από όπου απουσιάζει το δευτερογενές κυτταρικό τοίχωμα. Διευκολύνουν την κίνηση του νερού μεταξύ κυττάρων. Τα απλά βοθρία απαντούν πάντοτε απέναντι από άλλα απλά βοθρία του γειτονικού τοιχώματος, σχηματίζοντας έτσι ζεύγη βοθρίων και μία οδό μικρής αντίστασης στην κίνηση του νερού.

απλά λιπάσματα (straight fertilizers) Χημικά λιπάσματα που περιέχουν ανόργανα άλατα ενός μόνο από τα τρία κυριότερα μακροθρεπτικά στοιχεία (άζωτο, φωσφόρος, κάλιο).

απλές επαναλαμβανόμενες ακολουθίες (simple sequence repeats, SSR) Βλέπε μικροδορυφόροι.

αποδέκτης (sink) Οποιοδήποτε όργανο που εισάγει φωτοσυνθετικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των μη φωτοσυνθετικών οργάνων και των οργάνων που δεν παράγουν αρκετά φωτοσυνθετικά προϊόντα για την υποστήριξη της δικής τους αύξησης ή των δικών τους αποταμιευτικών απαιτήσεων, π.χ. ρίζες, κόνδυλοι, αναπτυσσόμενοι καρποί και ανώριμα φύλλα. Αντιπαραβάλλεται με την πηγή.

Page 11: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-11

αποικοδόμηση μακρομορίων (macromolecule degradation) Η διεργασία της ουβικιτινο-εξαρτώμενης πρωτεόλυσης στο πρωτεάσωμα. Πιθανότατα διαδραματίζει ρόλο στη γήρανση.

αποκοπή (abscission) Η απόρριψη φύλλων, ανθέων και καρπών από ένα ζωντανό φυτό. Η διεργασία κατά την οποία εξειδικευμένα κύτταρα στον μίσχο του φύλλου (ποδίσκο του άνθους ή καρπού) διαφοροποιούνται για να σχηματίσουν ένα στρώμα αποκοπής, επιτρέποντας σε ένα γηρασμένο ή νεκρό όργανο να διαχωριστεί από το φυτό. Βλέπε στρώμα αποκοπής.

αποκοπτικό οξύ, ABA (abscisic acid, ABA) Σημαντική φυτορμόνη που ρυθμίζει την αύξηση και το κλείσιμο των στομάτων (ειδικά όταν το φυτό βρίσκεται υπό συνθήκες περιβαλλοντικής καταπόνησης). Επίσης, το ΑΒΑ ρυθμίζει την ωρίμανση των σπερμάτων και τον λήθαργο.

αποκρίσεις πολύ χαμηλής ενέργειας, VLFR (very low–fluence responses, VLFR) Φυτοχρωματικές αποκρίσεις που προκαλούνται από πολύ μικρές τιμές φωτεινής ενέργειας και των οποίων το μέγεθος είναι ανάλογο της φωτεινής ενέργειας (για πολύ μικρές τιμές 1 έως 100 nmol m–2).

αποκρίσεις στο κυανό φως (blue-light responses) Αποκρίσεις φυτικών κυττάρων και οργάνων στο κυανό φως (400 to 500 nm). Περιλαμβάνουν τον φωτοτροπισμό, την κίνηση χλωροπλαστών μέσα στα κύτταρα, την παρακολούθηση του ήλιου από τα φύλλα, την αναστολή της επιμήκυνσης του υποκοτυλίου, τη διέγερση της σύνθεσης χλωροφύλλης και καροτενοειδών, την ενεργοποίηση της έκφρασης γονιδίων και τις κινήσεις των στομάτων.

αποκρίσεις υψηλής έντασης φωτός, HIR (high-irradiance responses, HIR) Φυτοχρωματικές αποκρίσεις που προκαλούνται από μεγάλης διάρκειας φωτισμούς και των οποίων το μέγεθος είναι ανάλογο προς τη φωτεινή ένταση (και όχι προς τη φωτεινή ενέργεια). Οι κορέννυνται με ενέργεια 100 φορές μεγαλύτερη από των LFR και δεν είναι φωτοαντιστρέψιμες. Οι HIR δεν υπακούουν στον νόμο της αμοιβαιότητας.

αποκρίσεις χαμηλής ενέργειας, LFR (low-fluence responses, LFR) Φυτοχρωματικές αποκρίσεις που προκαλούνται από μικρές τιμές φωτεινής ενέργειας και των οποίων το μέγεθος είναι ανάλογο προς τη φωτεινή ενέργεια (για μικρές τιμές 1,0 έως 1000 µmol m–2). Περιλαμβάνουν τις κλασικές ΑΕ/ΣΕ φωτοαναστρέψιμες αποκρίσεις.

απόκριση αποφυγής σκίασης (shade avoidance response) Απόκριση σε σκίαση (π.χ. επιμήκυνση του βλαστού).

απόκριση καταπόνησης (stress response) Απόκριση του φυτού η οποία περιορίζει ή ελαττώνει τις βλάβες που συμβαίνουν ή τις ενδεχόμενες βλάβες από τη δράση παραγόντων του περιβάλλοντος όπως η ξηρασία, το πλημύρισμα του εδάφους, τα αυξημένα επίπεδα υπεριώδους ακτινοβολίας και οι ακραίες θερμοκρασίες.

απομακρυσμένες ρυθμιστικές αλληλουχίες (distal regulatory sequences) Cis-ρυθμιστικές αλληλουχίες, που βρίσκονται ανοδικά των εγγύς του υποκινητή αλληλουχιών και είναι δυνατό να ασκήσουν θετικό ή αρνητικό έλεγχο στους ευκαρυωτικούς υποκινητές.

αποπλάστης (apoplast) Το σχεδόν συνεχές σύστημα των κυτταρικών τοιχωμάτων, μεσοκυττάριων χώρων και αγγείων του ξύλου σε ένα φυτό.

αποπλαστική οδός (apoplastic pathway) Η διαδρομή την οποία ακολουθούν το νερό και οι διαλυμένες ουσίες όταν κινούνται αποκλειστικά μέσω κυτταρικών τοιχωμάτων, χωρίς να διασχίζουν μεμβράνες.

αποπρωτεΐνη (apoprotein) Το πολυπεπτίδιο που μπορεί να συνδέεται με ένα χρωμοφόρο ή άλλον συμπαράγοντα ή προσθετική ομάδα για να σχηματιστεί μία ενεργός πρωτεΐνη, η ολοπρωτεΐνη.

απόπτωση (apoptosis) Τύπος προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου που βρέθηκε στα ζώα και που παρουσιάζει χαρακτηριστικές μορφολογικές και βιοχημικές μεταβολές, συμπεριλαμβανομένης της κατάτμησης του πυρηνικού DNA μεταξύ των νουκλεοσωμάτων. Μεταβολές τύπου απόπτωσης παρατηρούνται επίσης σε ορισμένους φυτικούς ιστούς που υφίστανται γήρανση, σε διαφοροποιούμενα τραχειακά στοιχεία

του ξυλώματος και κατά την αντίδραση υπερευαισθησίας έναντι παθογόνων μικροοργανισμών.

απόσβεση (quenching) Η διεργασία με την οποία η ενέργεια της διεγερμένης από το φως χλωροφύλλης διοχετεύεται ταχύτατα κυρίως με ενεργειακή μεταφορά ή με φωτοχημεία.

αποσυζεύκτης ή παράγοντας αποσύζευξης (uncoupler) Χημική ουσία που αυξάνει τη διαπερατότητα των μεμβρανών στα πρωτόνια με αποτέλεσμα την αποσύζευξη της διαβάθμισης πρωτονίων από τη σύνθεση της ATP.

αποσύζευξη (uncoupling) Διαδικασία κατά την οποία συζευγμένες αντιδράσεις διαχωρίζονται, οπότε η ελεύθερη ενέργεια που απελευθερώνεται από τη μία αντίδραση δεν μπορεί να διατεθεί για την υποστήριξη της άλλης.

αποφυγή της ξηρασίας (drought avoidance) Βλέπε ανθεκτικότητα στην αφυδάτωση.

αποχρωματισμός (bleaching) Η απώλεια της χαρακτηριστικής απορρόφησης της χλωροφύλλης εξαιτίας της μετατροπής της σε μία άλλη δομική κατάσταση, συχνά λόγω οξείδωσης.

αποώχρωση (de-etiolation) Ταχύτατες αναπτυξιακές μεταβολές κατά τη μεταφορά ωχρωτικού αρτιβλάστου στο φως.

απώλεια αισθητής θερμότητας (sensible heat loss) Απευθείας απώλεια θερμότητας από την επιφάνεια των φύλλων στον αέρα του περιβάλλοντος, όταν η θερμοκρασία του φύλλου είναι υψηλότερη εκείνης του αέρα.

αραβινογαλακτανικές πρωτεΐνες, ΑGP (arabinogalactan proteins, ΑGP) Οικογένεια έντονα γλυκοζυλιωμένων (κυρίως με γαλακτόζη και αραβινόζη) υδατοδιαλυτών πρωτεϊνών του κυτταρικού τοιχώματος που συνήθως αποτελούν λιγότερο από το 1% της ξηρής μάζας του τοιχώματος. Ορισμένες μπορεί να σχετίζονται με την πλασματική μεμβράνη μέσω ‘άγκυρας’ γλυκοζυλοφωσφατιδυλοϊνοσιτόλης. Συχνά δείχνουν ιστο- και κυτταρο-εξειδικευμένη έκφραση.

αραβινοξυλάνη (arabinoxylan) Διακλαδισμένος πολυσακχαρίτης του κυτταρικού τοιχώματος, αποτελούμενος

Page 12: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-12 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

B

από έναν σκελετό μονάδων ξυλόζης και πλάγιες αλυσίδες αραβινόζης.

άρθρα των αγγείων (vessel elements) Αγωγά, μη ζώντα κύτταρα με διάτρητα εγκάρσια κυτταρικά τοιχώματα που απαντούν μόνο στα αγγειόσπερμα και σε μία μικρή ομάδα γυμνοσπέρμων.

αριθμός Α (A number)Αριθμός που απονέμεται με μορφή δείκτη στη συντομογραφίας GA για κάθε φυσικά απαντώμενη γιββερελλίνη, για την οποία η δομή έχει πλήρως αποσαφηνισθεί. Οι αριθμοί δίνονται με τη χρονολογική σειρά της ανακάλυψης.

αρνητική ανάδρομη ρύθμιση (negative feedback regulation) Ρυθμιστικό σύστημα, στο οποίο το τελικό προϊόν ενός μονοπατιού αναστέλλει τη δραστηριότητα (ή καταστέλλει τη σύνθεση) ενός ή περισσοτέρων ενζύμων-κλειδιών του μονοπατιού αυτού. Για παράδειγμα, μία γιββερελλίνη (GA) καταστέλλει τη βιοσύνθεση GA μέσω της αναστολής της έκφρασης των γονιδίων GA20ox και GA3ox, τα οποία κωδικοποιούν τα δύο τελευταία ένζυμα του σχηματισμού βιοδραστικής GA.

αρνητικός ρυθμιστής (negative regulator) Παράγοντας ο οποίος καταστέλλει μία κυτταρική διεργασία, όπως η μεταγραφή, και του οποίου η απουσία επιτρέπει την πραγματοποίηση της διεργασίας.

αρχικά κύτταρα (initials) Στα μεριστώματα του βλαστού και της ρίζας, ένα σύνολο αργά διαιρούμενων κυττάρων με ακαθόριστη τύχη. Οι απόγονοί τους εκτοπίζονται προς την περιφέρεια από πολικά πρότυπα κυτταροδιαιρέσεων και υιοθετούν ποικίλες τύχες διαφοροποίησης, συμβάλλοντας έτσι τόσο στην εγκάρσια και κατά μήκος οργάνωση της ρίζας και του βλαστού όσο και στην ανάπτυξη πλευρικών οργάνων.

αρχικά κύτταρα επιδερμίδας-πλευρικής καλύπτρας (epidermal-lateral root cap initials) Τα κύτταρα που βρίσκονται πλευρικά του κέντρου ηρεμίας. Στην Arabidopsis, αυτά τα αρχικά κύτταρα διαιρούνται πρώτα αντικλινώς για να δημιουργήσουν θυγατρικά κύτταρα, τα οποία με τη σειρά τους διαιρούνται περικλινώς για να σχηματίσουν δύο σειρές κυττάρων που θα διαφοροποιηθούν σε πλευρική καλύπτρα και επιδερμίδα.

αρχικά κύτταρα στήλης καλύπτρας (columella initials) Τοποθετημένα ακριβώς κάτω (προς το άκρο της ρίζας) από το κέντρο ηρεμίας, τα κύτταρα αυτά δίνουν γένεση στο κεντρικό τμήμα της καλύπτρας.

αρχικά κύτταρα κεντρικού κυλίνδρου (stele initials) Βλέπε βλαστικά κύτταρα κεντρικού κυλίνδρου

αρχικά κύτταρα φλοιού-ενδοδερμίδας (cortical–endodermal stem cells) Ένας δακτύλιος βλαστικών κυττάρων που περιβάλλει το κέντρο ηρεμίας της ρίζας και δημιουργεί τις στιβάδες του φλοιού και της ενδοδερμίδας.

ασπίδιο (scutellum) Η μοναδική κοτυληδόνα του εμβρύου των αγρωστωδών που αποτελεί εξειδικευμένο όργανο απορρόφησης θρεπτικών από το ενδοσπέρμιο.

α-σωληνίνη (tubulin). Το ένα από τα δύο μονομερή (το άλλο είναι η β-σωληνίνη) που σχηματίζουν το διμερές της σωληνίνης, η οποία πολυμεριζόμενη σχηματίζει τους μικροσωληνίσκους.

αυξίνη (auxin) Χημική ένωση με βιολογικές δραστηριότητες όμοιες, όχι όμως απαραίτητα πανομοιότυπες, με αυτές του ΙΑΑ. Επάγει την κυτταρική επιμήκυνση σε κολεόπτιλα μονοκοτυλήδονων ή σε τεμάχια στελεχών δικοτυλήδονων, την κυτταρική διαίρεση σε κάλλους ιστοκαλλιεργειών παρουσία κυτοκινινών, τον σχηματισμό πλαγίων ριζών από τομές της επιφάνειας βλαστών, την αύξηση παρθενοκαρπικών καρπών και τη σύνθεση αιθυλενίου.

αυτοκαταλυτική (autocatalytic) Δράση ή χημική αντίδραση που προωθεί την ίδια δράση ή αντίδραση. Για παράδειγμα, η παραγωγή αιθυλενίου από έναν καρπό διεγείρεται από το αιθυλένιο. Αναφέρεται σε μία διεργασία, που συμβαίνει αυθόρμητα όταν αναμειγνύονται in vitro τα καθαρισμένα συστατικά ενός συστήματος, χωρίς τη βοήθεια πρόσθετων πρωτεϊνών ή συμπαραγόντων.

αυτοπολυπλοειδία (autopolyploidy) Μορφή πολυπλοειδίας κατά την οποία περιέχονται πολλαπλά πλήρη γονιδιώματα ενός μόνο είδους.

άφθονες κατά την ύστερη εμβρυογένεση πρωτεΐνες, LEA (late-embryogenesis-abundant,

LEA) Οι πρωτεΐνες αυτές εμπλέκονται στην ανοχή έναντι της αποξήρανσης. Αλληλεπιδρούν για να σχηματίσουν ένα υγρό υψηλού ιξώδους, με πολύ αργή διάχυση και επομένως με περιορισμένες χημικές αντιδράσεις. Κωδικοποιούνται από μία ομάδα γονιδίων που ρυθμίζονται από την ωσμωτική καταπόνηση και που αρχικά είχαν χαρακτηρισθεί στα αφυδατωμένα έμβρυα, κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης των σπερμάτων

αφομοίωση ανόργανων θρεπτικών στοιχείων (nutrient assimilation) Η ενσωμάτωση των ανόργανων θρεπτικών σε ενώσεις του άνθρακα, όπως χρωστικές, ενζυμικούς συμπαράγοντες, λιπίδια, νουκλεϊκά οξέα ή αμινοξέα.

αφυδρογονάση της 6-φωσφορικής γλυκόζης (glucose-6-phosphate dehydrogenase) Ένζυμο του κυτοδιαλύματος και των πλαστιδίων το οποίο καταλύει την πρώτη αντίδραση της οξειδωτικής οδού των φωσφορικών πεντοζών.

βακτηριοειδή (bacteroids) Αζωτοδεσμευτικά οργανίδια που αναπτύσσονται από τα συμβιωτικά βακτήρια μετά από επίδραση ενός σήματος που εκλύει το φυτό-ξενιστής.

βακτηριοχλωροφύλλες (bacteriochlorophylls) Φωτοσυνθετικές χρωστικές των ανοξυγονικών φωτοσυνθετικών οργανισμών.

βαρυτική διέγερση (gravistimulation) Πολυσύνθετη διεργασία, με την οποία οι μηχανισμοί αντίληψης της βαρύτητας διακρίνουν ότι ο άξονας της ρίζας ή του βλαστού δεν ευθυγραμμίζεται με την καθορισμένη από τη βαρύτητα κατακόρυφη κατεύθυνση. Οι μηχανισμοί μεταγωγής σήματος εκκινούν διορθωτική αύξηση.

βαρυτροπική απόκριση (gravitropic response) Η αύξηση που ενεργοποιείται από την αντίληψη βαρύτητας της καλύπτρας της ρίζας και το επακόλουθο σήμα που κατευθύνει τις ρίζες να αυξάνονται προς τα κάτω.

βαρυτροπισμός (gravitropism) Αύξηση φυτών ως απόκριση στη βαρύτητα. Επιτρέπει την αύξηση των ριζών καθοδικά, μέσα στο έδαφος και την αύξηση των βλαστών ανοδικά.

Page 13: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-13

βασικό κύτταρο (basal cell) Στην εμβρυογένεση, το μεγαλύτερο, χυμοτοπιασμένο κύτταρο που σχηματίζεται από την πρώτη διαίρεση του ζυγώτη. Δίνει γένεση στον αναρτήρα.

βασιπεταλική μεταφορά (basipetal transport) Μεταφορά σε κατεύθυνση αντίθετη από τα ακραία μεριστώματα, τόσο στον βλαστό όσο και στη ρίζα.

βασιπεταλικός (basipetal) Κατεύθυνση από το άκρο του βλαστού ή της ρίζας προς τη βάση (την ένωση βλαστού και ρίζας).

βέλτιστη απόκριση της φωτοσύνθεσης στη θερμοκρασία (optimal temperature response) Η θερμοκρασία περιβάλλοντος στην οποία παρατηρείται το μέγιστο φωτοσυνθετικό τάχος.

βιοδοκιμή (bioassay) Ποσοτικοποίηση μιας γνωστής ή πιθανής, βιολογικά δραστικής, ουσίας μέσω της μέτρησης της επίδρασης της ουσίας σε ένα βιολογικό σύστημα.

βιολαξανθίνη (violaxanthin) Η C40 ξανθοφύλλη (οξυγονωμένο καροτενοειδές). Είναι ενδιάμεσο προϊόν της οδού βιοσύνθεσης του αποκοπτικού οξέος και συμμετέχει στον κύκλο των ξανθοφυλλών.

βιολιστική μέθοδος (biolistics) Τεχνική, η οποία ονομάζεται επίσης και μέθοδος του ‘γονιδιακού πιστολιού’, κατά την οποία μικροσκοπικά σωματίδια χρυσού καλύπτονται με τα γονίδια ενδιαφέροντος και με μηχανικό τρόπο εισάγονται σε καλλιεργούμενα κύτταρα. Ένα μέρος του DNA ενσωματώνεται τυχαία στο γονιδίωμα των στοχευμένων κυττάρων.

βιολογία συστημάτων ή συστημική βιολογία (systems biology) Μία προσέγγιση για τη μελέτη περίπλοκων διεργασιών των ζωντανών οργανισμών που χρησιμοποιεί μαθηματικά και υπολογιστικά μοντέλα για την προσομοίωση μη γραμμικών βιολογικών δικτύων και την καλύτερη πρόβλεψη της λειτουργίας τους.

βιολογικά ρολόγια (biological clocks) Στα περισσότερα, αν όχι όλα, τα βιολογικά συστήματα, ένας ενδογενής ταλαντωτής που μπορεί να διατηρήσει μία πληθώρα ρυθμικών φυσιολογικών λειτουργιών, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις του περιβάλλοντος.

βιόσφαιρα (biosphere) Τα τμήματα της επιφάνειας και της ατμόσφαιρας της Γης τα οποία υποστηρίζουν τη ζωή καθώς επίσης και οι οργανισμοί που ζουν εκεί.

βιοτροφικά (biotrophic) Τα παθογόνα που προκαλούν ελάχιστες καταστροφές στους προσβεβλημένους ιστούς που παραμένουν ζωντανοί ενώ τα παθογόνα συνεχίζουν να τρέφονται από τους πόρους του ξενιστή.

βιταμίνη B6 (vitamin B6) Βλέπε φωσφορική πυριδοξάλη.

βλαστητικός διαχωρισμός (vegetative segregation) Μία κύρια συνέπεια της οργανιδιακής κληρονομικότητας (χλωροπλάστες και μιτοχόνδρια). Ένα βλαστητικό κύτταρο (σε αντίθεση με έναν γαμέτη) μπορεί να δώσει ένα άλλο βλαστητικό κύτταρο μέσω της μίτωσης, το οποίο είναι γενετικά διαφορετικό διότι ένα θυγατρικό κύτταρο μπορεί να λάβει οργανίδια με ενός τύπου γονιδίωμα, ενώ ένα άλλο άλλο οργανίδια με διαφορετική γενετική πληροφορία.

βλαστικά κύτταρα κεντρικού κυλίνδρου (stele stem cells) Στη ρίζα, τα κύτταρα ακριβώς πάνω από το κέντρο ηρεμίας που δίνουν γένεση στο περικύκλιο και τον αγγειακό ιστό.

βλαστικά κύτταρα ριζικής καλύπτρας (root cap stem cells) Μεριστωματικά κύτταρα που δίνουν γένεση στην καλύπτρα της ρίζας.

βοηθητικές χρωστικές (accessory pigments) Χρωστικές των φωτοσυνθετικών οργανισμών, οι οποίες σε συνεργασία με τη χλωροφύλλη a απορροφούν φως, το οποίο χρησιμοποιείται στη φωτοσύνθεση. Περιλαμβάνουν τα καροτενοειδή, άλλες χλωροφύλλες και φυκοβιλινοπρωτεΐνες.

βοθρίο (pit) Μικροσκοπική περιοχή χωρίς πάχυνση, στα δευτερογενή κυτταρικά τοιχώματα των τραχειακών στοιχείων. Το πρωτογενές κυτταρικό τοίχωμα των βοθρίων είναι λεπτό και πορώδες, διευκολύνοντας την κίνηση του χυμού από τη μία τραχεΐδη στην άλλη.

β-οξείδωση (β-oxidation) Η οξείδωση των λιπαρών οξέων προς άκυλο-CoA και η διαδοχική διάσπασή τους προς μονάδες ακέτυλο-CoA. Παράγεται επίσης NADH.

βράκτειο (bract) Μικρή φυλλοειδής δομή με υπανάπτυκτο έλασμα.

βρασσιναζόλιο, Brz (brassinazole, Brz) Τριαζόλιο, αναστολέας των κυτοχρωματικών P450 μονοοξυγονασών, το οποία δρα ως ειδικός αναστολέας της βιοσύνθεσης των βρασσινοστεροειδών.

βρασσιναζολιο-ανθεκτική 1, BZR1 (brassinazole-resistant 1, BZR1) Πρωτεΐνη μεταγραφικός ρυθμιστής ο οποίος αναστέλλεται, απουσία βρασσινοστεροειδών, μετά από φωσφορυλίωσή του από την πρωτεΐνη BIN2.

βρασσινολίδιο, BL (brassinolide, BL) Φυτική στεροειδής ορμόνη με προωθητική δράση αύξησης, που απομονώθηκε πρώτα από τη γύρη της Brassica napus. Μέλος της ομάδας των φυτικών στεροειδών ορμονών με παρόμοιες δράσεις που ονομάζονται βρασσινοστεροειδή.

βρασσινοστεροειδή, BR (brassinosteroids, BRs)Ομάδα φυτικών στεροειδών ορμονών που παίζει σημαντικό ρόλο σε πολλές αναπτυξιακές διεργασίες, όπως η κυτταροδιαίρεση και η κυτταρική επιμήκυνση σε βλαστούς και ρίζες, η φωτομορφογένεση, η αναπαραγωγική ανάπτυξη, η γήρανση των φύλλων και οι αποκρίσεις σε καταπόνηση.

βρασσινοστεροειδική αναισθησία 2, BIN2 (brassinosteroid insensitive-2, BIN2) Καταστολέας της γονιδιακής έκφρασης. Η απενεργοποίησή του επάγει την απόκριση σε βρασσινοστεροειδή.

βραχυήμερα φυτά, ΒΗΦ (short-day plants, SDP) Φυτά που ανθίζουν μόνο σε ημέρες βραχύτερες από μία κρίσιμη τιμή (ποιοτικώς ΒΗΦ, qualitative SDP) ή που η άνθισή τους επιταχύνεται στις συνθήκες αυτές (ποσοτικώς ΒΗΦ, quantitative SDP).

βραχυμακροήμερα φυτά, ΒΜΗΦ (short-long-day plants, SLDP) Φυτά που ανθίζουν μόνο όταν μία περίοδος με βραχείες ημέρες ακολουθείται από μακρές ημέρες.

β-σωληνίνη (β-tubulin) Το ένα από τα δύο μονομερή (το άλλο είναι η α-σωληνίνη) που σχηματίζουν το διμερές της σωληνίνης, που πολυμεριζόμενο σχηματίζει τους μικροσωληνίσκους.

βυνοποίηση (malting) Το πρώτο στάδιο στη ζυθοποιία. Η φύτρωση των

Page 14: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-14 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Γ

σπερμάτων κριθαριού και η δημιουργία αρχικών αρτιβλάστων με μέγιστη παραγωγή υδρολυτικών ενζύμων.

γάλα καρύδας (coconut milk) Το υγρό ενδοσπέρμιο των σπερμάτων ινδικής καρύδας που περιέχει κυτοκινίνες και άλλους θρεπτικούς παράγοντες. Διεγείρει την αύξηση των φυσιολογικών ιστών του στελέχους όταν προστεθεί στο υγρό μέσο καλλιέργειας.

γαλακτάνη (galactan) Πολυσακχαρίτης του κυτταρικού τοιχώματος αποτε-λούμενος από μονάδες γαλακτόζης.

γενικά μοριακά πρότυπα που σχετίζονται με μικρόβια, MAMP (microbe-associated general molecular patterns, MAMPs) Εξελικτικά συντηρημένα μόρια, που προέρχονται από παθογόνα και λειτουργούν ως διεγέρτες της φυτικής άμυνας.

γενικοί μεταγραφικοί παράγοντες (general transcription factors) Πρωτεΐνες που απαιτούνται για τη σωστή τοποθέτηση των RNA πολυμερασών στο σημείο έναρξης της μεταγραφής, στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς.

γήρανση (senescence) Ενεργός, γενετικά ελεγχόμενη, αναπτυξιακή διεργασία, κατά την οποία οι κυτταρικές δομές και τα μακρομόρια αποικοδομούνται και μεταφέρονται από το γηράσκον όργανο (συνήθως τα φύλλα) σε δραστήριες αυξητικά περιοχές, οι οποίες λειτουργούν ως αποδέκτες. Η εκκίνηση της γήρανσης υπόκειται σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα και ορμονική ρύθμιση.

γιββερελλικό οξύ (gibberellic acid) H γιββερελλίνη A3.

γιββερελλίνες C19 (C19-gibberellins) Γιββερελλίνες οι οποίες έχουν μόνο 19 άτομα άνθρακα εξαιτίας απώλειας του 20ού ατόμου άνθρακα μέσω του μεταβολισμού.

γιββερελλίνες C20 (C20-gibberellins) Γιββερελλίνες οι οποίες περιέχουν την πλήρη διτερπενοειδή δομή με 20 άτομα άνθρακα και αποτελούν πρόδρομες ενώσεις των C19-GA.

γιββερελλίνες, GA (gibberellins, GAs) Μεγάλη κατηγορία χημικά συγγενικών φυτικών ορμονών, που συντίθενται από έναν κλάδο της οδού των τερπενοειδών

και σχετίζονται με την προώθηση της αύξησης του στελέχους (ιδιαίτερα σε φυτά με νανισμό και ρόδακα), τη φύτρωση των σπερμάτων και πολλές άλλες λειτουργίες. Βλέπε γιββερελλικό οξύ, γιββερελλίνη A1

γιββερελλίνη A1, GA1 (gibberellin A1, GA1) Χημικά διακριτή μορφή γιββερελλίνης. Η κύρια δραστική GA στην αύξηση του στελέχους για τα περισσότερα είδη.

γιββερελλίνη A12-αλδεΰδη (gibberellin A12-aldehyde) Βλέπε GA12-αλδεΰδη.

γιββερελλίνη A3, GA3 (gibberellin A3, GA3) Η κύρια γιββερελλίνη που απαντά σε καλλιέργειες μυκήτων. Είναι ευρέως διαθέσιμη και χρησιμοποιείται στη διαχείριση της παραγωγής φρούτων, στη ζύμωση του κριθαριού και την επέκταση του σακχαροκάλαμου (για την αύξηση της απόδοσης σε σάκχαρα). Σπάνια συναντάται στα φυτά.

γιββερελλίνη A4, GA4 (gibberellin A4, GA4) Πιστεύεται πως είναι η κύρια δραστική γιββερελλίνη για την αύξηση του στελέχους στην Arabidopsis.

γλουταθειόνη (glutathione) Μικρό πεπτίδιο (μόλις 3 αμινοξέων) που αποτελεί ένα από τα κυριότερα κυτταρικά αντιοξειδωτικά. Συμμετέχει επίσης στη σηματοδότηση μεγάλων αποστάσεων μεταξύ οργάνων.

γλουταμική αφυδρογονάση, GDH (glutamate dehydrogenase, GDH) Ένζυμο που καταλύει την αντιστρεπτή αντίδραση με την οποία συντίθεται ή απαμινώνεται γλουταμικό και η οποία είναι μέρος της διεργασίας αφομοίωσης αζώτου.

γλουταμική συνθάση (glutamate synthase) Ένζυμο που μεταφέρει την αμιδική ομάδα από τη γλουταμίνη στο α-κετογλουταρικό, παράγοντας δύο μόρια γλουταμικού. Επίσης γνωστή ως γλουταμίνη:α-κετογλουταρική αμινοτρανσφεράση (GOGAT).

γλουταμινική συνθετάση, GS (glutamate synthase, GS) Ένζυμο που καταλύει τη συγχώνευση του αμμωνίου και του γλουταμικού για τον σχηματισμό γλουταμίνης. Η αντίδραση είναι σημαντική για την αφομοίωση του αμμωνίου και την ένσωμάτωσή του στα απαραίτητα αμινοξέα. Υπάρχουν δύο μορφές GS, μία στο κυτοδιάλυμα και μία στους χλωροπλάστες.

γλυκάνη (glucan) Πολυσακχαρίτης αποτελούμενος από μονάδες γλυκόζης.

γλυκερογλυκολιπίδια (glyceroglycolipids) Γλυκερολιπίδια στα οποία η πολική ομάδα αποτελείται από σάκχαρα. Τα γλυκερογλυκολιπίδια είναι τα επικρατέστερα γλυκερολιπίδια στις μεμβράνες των χλωροπλαστών.

γλυκερολιπίδια (glycerolipids) Πολικά λιπίδια που σχηματίζουν τη λιπιδική διπλοστιβάδα των κυτταρικών μεμβρανών.

γλυκεροφωσφολιπίδια (glycerophospholipids) Πολικά γλυκερολιπίδια στα οποία το υδρόφοβο τμήμα αποτελείται από δύο αλυσίδες λιπαρών οξέων με 16 ή 18 άτομα άνθρακα οι οποίες είναι εστεροποιημένες στις θέσεις 1 και 2 του σκελετού της γλυκερόλης. Η πολική ομάδα που περιέχει φωσφορικό είναι ενωμένη στη θέση 3 της γλυκερόλης.

γλυκοζίδια γιββερελλίνης (gibberellin glycosides) Αδρανείς ή αποθηκευτικές μορφές γιββερελλίνης στις οποίες η ορμόνη ενώνεται ομοιοπολικά με ένα σάκχαρο (συνήθως γλυκόζη).

γλυκοζινολικά (glucosinolates) Ομάδα φυτικών γλυκοζιδίων που διασπώμενα απελευθερώνουν αμυντικές ουσίες. Απαντούν κυρίως στα Brassicaceae και συγγενικές οικογένειες.

γλυκοζυλογλυκερίδια (glycosylglycerides) Πολικά λιπίδια που βρίσκονται στη μεμβράνη του χλωροπλάστη. Στα γλυκοζυλογλυκερίδια δεν υπάρχει φωσφορική ομάδα ενώ η πολική ομάδα κεφαλής αποτελείται από γαλακτόζη, δι-γαλακτόζη ή θειωμένη γαλακτόζη.

γλυκόλυση (glycolysis) Σειρά αντι-δράσεων κατά τις οποίες ένα σάκχαρο οξειδώνεται ώστε να παραχθούν δύο μόρια πυροσταφυλικού. Παράγεται επίσης μικρή ποσότητα ATP και NADH.

γλυκομαννάνη (glucomannan) Πολυσακχαρίτης αποτελούμενος από μονάδες γλυκόζης και μαννόζης.

γλυκονεογένεση (gluconeogenesis) Η σύνθεση υδατανθράκων μέσω της αντίστροφης γλυκόλυσης.

γλυκοπρωτεΐνες (glycoproteins) Πρωτεΐνες που φέρουν μικρές αλυσίδες σακχάρων συνδεδεμένων ομοιοπολικά.

γλυκόφυτα (glycophytes) Φυτά

Page 15: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-15

Δλιγότερο ανθεκτικά στα άλατα σε σύγκριση με τα αλόφυτα. Οταν η συγκέντρωση αλάτων στο έδαφος ξεπεράσει ένα όριο, τα φυτά αυτά εμφανίζουν αναστολή της αύξησης, αποχρωματισμό των φύλλων και απώλεια ξηρής μάζας. Αντιπαραβάλλεται με τον όρο αλόφυτα.

γλυοξυλικό (glyoxylate) Οργανικό οξύ με δύο άτομα άνθρακα που περιέχει μία καρβοξυλομάδα και μία αλδεϋδομάδα. Ενδιάμεσο προϊόν του γλυοξυλικού κύκλου.

γλυοξυλικός κύκλος (glyoxylate cycle) Η ακολουθία των αντιδράσεων με την οποία δύο μόρια ακέτυλο-CoA μετατρέπονται σε ηλεκτρικό. Διεξάγεται στο γλυοξύσωμα.

γλυοξυσώματα (glyoxysomes) Οργανίδια (είδος μικροσωματίου) που βρίσκονται στους ελαιούχους, αποταμιευτικούς ιστούς των σπερμάτων. Αποτελούν την έδρα της οξείδωσης των λιπαρών οξέων.

γόνατο (node) Θέση στο στέλεχος όπου προσαρτώνται (εκφύονται) τα φύλλα.

γονίδια δευτερογενούς απόκρισης (secondary response genes) ή ‘όψιμα γονίδια’ (‘late genes’) Γονίδια των οποίων η έκφραση απαιτεί πρωτεϊνοσύνθεση και ακολουθεί εκείνη των γονιδίων πρωτογενούς απόκρισης.

γονίδια πλαισίου MADS (MADS box genes) Γονίδια που κωδικοποιούν μία οικογένεια μεταγραφικών παραγόντων που διαθέτουν μία συντηρημένη αλληλουχία που ονομάζεται πλαίσιο MADS. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει τα περισσότερα ομοιωτικά γονίδια και μερικά από τα γονίδια που εμπλέκονται στη ρύθμιση του χρόνου εκδήλωσης της άνθισης.

γονίδια πρωτογενούς απόκρισης (primary response genes) ή ‘πρώιμα γονίδια’ (‘early genes’) Γονίδια των οποίων η έκφραση είναι απαραίτητη για τη μορφογένεση των φυτών και τα οποία εκφράζονται σε σύντομο χρόνο μετά την έκθεση σε ένα φωτεινό σήμα. Συχνά ρυθμίζονται από φυτοχρωματικά-σχετιζόμενη ενεργοποίηση μεταγραφικών παραγόντων. Γονίδια των οποίων η έκφραση δεν απαιτεί πρωτεϊνοσύνθεση. Βλέπε γονίδια δευτερογενούς απόκρισης.

γονίδια ταυτότητας ανθικών οργάνων (floral organ identity genes) Τρεις

τυποι γονιδίων που ελέγχουν τις συγκεκριμένες θέσεις των ανθικών οργάνων στο άνθος.

γονίδια ταυτότητας μεριστώματος (meristem identity genes) Γονίδια απαραίτητα για την αρχική επαγωγή των (ανθικών) οργάνων.

γονίδια φυματίνης, Nod (nodulin genes, Nod) Γονίδια του φυτού, εξειδικευμένα για τον σχηματισμό φυματίων.

γονίδια φυματιοποίησης, nod (nodulation genes, nod) Γονίδια των ριζοβίων, τα προϊόντα των οποίων μετέχουν στη δημιουργία του φυματίου.

γονιδιακή σύντηξη (gene fusion) Τεχνητή κατασκευή με την οποία συνδέεται ο υποκινητής ενός γονιδίου με την κωδική περιοχή ενός άλλου γονιδίου. Συχνά περιλαμβάνει ένα γονίδιο αναφοράς, όπως το γονίδιο της πράσινης φθορίζουσας πρωτεΐνης, GFP, η οποία ανιχνεύεται εύκολα.

γονιδιακό πιστόλι (gene gun) Τεχνική του γονιδιακού πιστολιού (gene gun). Βλέπε βιολιστική.

γονίδιο αναφοράς (reporter gene) Γονίδιο του οποίου η έκφραση αποκαλύπτει εμφανώς τη δραστηριότητα ενός άλλου γονιδίου. Κατασκευή γονιδίου που φέρει τον ίδιο υποκινητή με ένα άλλο γονίδιο.

γονίδιο όψιμης απόκρισης (late response gene) Βλέπε γονίδια δευτερογενούς απόκρισης.

γονίδιο πρώιμης απόκρισης (early response gene) Γονίδιο για την έκφραση του οποίου δεν απαιτείται πρωτεϊνοσύνθεση και ως εκ τούτου εκφράζεται ταχέως ως απόκριση σε ένα ερέθισμα.

γονιδίωμα (genome) Το σύνολο των γονιδίων σε μία πλήρη απλοειδή σειρά των ευκαρυωτικών χρωμοσωμάτων ή σε ένα οργανίδιο, έναν μικροοργανισμό ή ακόμη και το περιεχόμενο DNA (ή RNA) ενός ιού.

γυμνόσπερμα (gymnosperms) Ο πρώιμος τύπος των σπερματοφύτων. Διακρίνονται από τα αγγειόσπερμα στο ότι φέρουν γυμνά (απροστάτευτα) σπέρματα σε κώνους.

γωνία επαφής (contact angle) Ποσοτική έκφραση της έλξης του νερού από ένα στερεό υλικό.

δενδρία (arbuscules) Διακλαδισμένες δομές των μυκορριζικών μυκήτων που σχηματίζονται μέσα σε προσβεβλημένα κύτταρα. Οι θέσεις μεταφοράς θρεπτικών μεταξύ του μύκητα και του φυτού ξενιστή.

δενδριώδεις μυκορριζικοί μύκητες (arbuscular mycorrhizal fungi) Συμβιωτικοί μύκητες που σχηματίζουν υφές που αυξάνουν σε χαλαρή διευθέτηση, τόσο μέσα στην ίδια τη ρίζα όσο και έξω από τη ρίζα, στο περιβάλλον έδαφος. Οι υφές σχηματίζουν ιδιαίτερες δομές, όπως τα δενδρία που ενισχύουν την ανταλλαγή θρεπτικών μεταξύ του μύκητα και του ξενιστή του.

δέσμευση αζώτου (nitrogen fixation) Η φυσική ή η βιομηχανική διεργασία μέσω της οποίας το ατμοσφαιρικό άζωτο (N2) μετατρέπεται σε αμμωνία (NH3) ή νιτρικά (NO3

–).

δεσμικός κολεός (bundle sheath) Μία ή περισσότερες σειρές στενά συνδεδεμένων κυττάρων που περιβάλλουν τα μικρά νεύρα των φύλλων και τις πρωτογενείς αγωγούς δεσμίδες των βλαστών.

δεσμοσωληνίσκος (desmotubule) Στενό σωληνοειδές του ΕΔ που διελαύνει τις πλασμοδέσμες και συνδέει το ΕΔ σε γειτονικά κύτταρα.

δευτερογενείς αγγελιαφόροι (secondary messengers) Ενεργοποιούνται σε απόκριση της πρόσδεσης ενός αρχικού σήματος. Είναι ενδοκυτταρικά, κινητά σήματα τα οποία άμεσα ή έμμεσα μεταβάλλουνι την κυτταρική λειτουργία.

δευτερογενείς μεταβολίτες ή δευτερογενή προϊόντα ή φυσικά προϊόντα (secondary metabolites, secondary products, natural products) Φυτικές ενώσεις οι οποίες δεν παίζουν άμεσο ρόλο στην αύξηση και ανάπτυξη του φυτού αλλά λαμβάνουν μέρος στην άμυνα του φυτού εναντίον φυτοφάγων ζώων και μικροβιακών μολύνσεων από παθογόνα μικρόβια. Προσελκύουν επικονιαστές και ζώα που διασπείρουν τα σπέρματα του φυτού και λειτουργούν ως παράγοντες ανταγωνισμού μεταξύ φυτών.

δευτερογενείς πλασμοδέσμες (secondary plasmodesmata) Πλασμοδέσμες που σχηματίζονται και επιτρέπουν τη συμπλαστική μεταφορά

Page 16: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-16 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

μεταξύ μη κλωνικών κυττάρων (δηλαδή κυττάρων που δεν έχουν προκύψει από τη διαίρεση του ίδιου κυττάρου).

δευτερογενή κυτταρικά τοιχώματα (secondary cell walls) Κυτταρικά τοιχώματα που συντίθενται από τα μη αυξανόμενα κύτταρα. Συχνά πολύστρωμα,φέρουν λιγνίνη και διαφέρουν σε σύσταση και δομή από τα πρωτογενή κυτταρικά τοιχώματα. Σχηματίζονται κατά την κυτταρική διαφοροποίηση αφού τερματιστεί προηγουμένως η κυτταρική επέκταση.

δευτερογενή μεριστώματα (secondary meristems) Μεριστώματα που σχηματίζονται μετά τη φύτρωση του σπέρματος και περιλαμβάνουν μασχαλιαία και πλευρικά μερίστωμα. Η ενεργότητά τους μπορεί να καταστέλλεται από τα ενεργά πρωτογενή μεριστώματα.

δευτερογενής αύξηση (secondary growth) Η αύξηση των ιστών που λαμβάνει χώρα όταν έχει πλέον ολοκληρωθεί η επιμήκυνση. Στη δευτερογενή αύξηση εμπλέκονται το αγωγό ή αγγειώδες κάμβιο (που δημιουργεί το δευτερογενές ξύλωμα και φλοίωμα) και το φελλώδες κάμβιο ή φελλογόνιο (που παράγει το περίδερμα).

δευτερογενής διασταυρούμενη ρύθμιση (secondary cross-regulation) Περιλαμβάνει τη ρύθμιση της επάρκειας ή της αντίληψης ενός σήματος μέσω του προϊόντος ενός μονοπατιού σηματοδότησης.

δευτερογενής ενεργητική μεταφορά (secondary active transport) Ενεργητική μεταφορά που χρησιμοποιεί ενέργεια αποθηκευμένη στην κινητήρια δύναμη πρωτονίων ή στη διαβάθμιση άλλων ιόντων και λειτουργεί με συμμεταφορά ή αντιμεταφορά.

διαβάθμιση πρωτονίων (proton gradient) Η διαφορά συγκέντρωσης πρωτονίων (H+), συνήθως εκατέρωθεν μιας μεμβράνης. Βλέπε πρωτονιακή κινητήρια δύναμη.

διαγονιδιακά φυτά (transgenic plants) Φυτά που εκφράζουν ένα ξένο γονίδιο που έχει εισαχθεί στο γονιδίωμά τους με τεχνικές γενετικής μηχανικής.

διαγονίδιο (transgene) Ένα ξένο ή τροποποιημένο γονίδιο που έχει εισαχθεί σε ένα κύτταρο ή οργανισμό.

διακυλογλυκερόλη, DAG (diacylglycerol, DAG) Μόριο γλυκερόλης (με ανθρακικό σκελετό τριών ατόμων) στο οποίο βρίσκονται ομοιοπολικά συνδεδεμένα με εστε-ρικούς δεσμούς δύο λιπαρά οξέα.

διαλογή, sorting-out Βλέπε βλαστητικός διαχωρισμός.

διάλυμα Hoagland (Hoagland solution) Θρεπτικό διάλυμα για την ανάπτυξη των φυτών, το οποίο είχε αρχικά παρασκευασθεί από τον Dennis R. Hoagland.

διαμετακομιστικό πεπτίδιο (transit peptide) Αλληλουχία αμινοξέων στο αμινο-τελικό άκρο μιας πρόδρομης πρωτεΐνης. Διευκολύνει τη διέλευση της πρωτεΐνης από την εξωτερική στην εσωτερική μεμβράνη (ή αντίστροφα) ενός οργανιδίου, όπως είναι ο χλωροπλάστης. Στη συνέχεια, το διαμετακομιστικό πεπτίδιο αποκόπτεται.

διαπεραιωτές (carriers) Πρωτεΐνες μεμβρανικής μεταφοράς οι οποίες προσδένουν μία ουσία, υφίστανται μεταβολή της διαμόρφωσής τους και απελευθερώνουν την ουσία στην άλλη πλευρά της μεμβράνης.

διαπερατότητα της μεμβράνης (membrane permeability) Ο βαθμός στον οποίο μία μεμβράνη επιτρέπει ή περιορίζει την κίνηση μιας ουσίας.

διαπνευστικό πηλίκο (transpiration ratio) Ο λόγος της απώλειας του νερού (μέσω διαπνοής) προς το φωτοσυνθετικό κέρδος άνθρακα (το διοξείδιο του άνθρακα, που αφομοιώνεται κατά τη φωτοσύνθεση). Μέτρο της ικανότητας των φυτών να μετριάζουν την υδατική απώλεια ενώ παράλληλα επιτρέπουν την πρόσληψη ικανής ποσότητας CO2 για φωτοσυνθετική δέσμευση.

διαπνοή (transpiration) Λειτουργία των φυτών κατά την οποία εξατμίζεται νερό από την επιφάνεια του βλαστού, κυρίως μέσω των στομάτων

διάσπαρτες επαναλήψεις (dispersed repeats) Τύπος επαναλαμβανόμενης αλληλουχίας η οποία δεν περιορίζεται σε μία μοναδική θέση στο γονιδίωμα. Είναι δυνατό να αποτελεί μικροδορυφόρο ή μεταθετό στοιχείο.

δίαυλοι (channels) Ολομεμβρανικές πρωτεΐνες που λειτουργούν ως επιλεκτικοί πόροι για την παθητική

μεταφορά ιόντων ή νερού διά μέσου της μεμβράνης.

διαφορά υδατικού δυναμικού, ΔΨw (water potential difference, ΔΨw) Η διαφορά του υδατικού δυναμικού εκατέρωθεν μιας βιολογικής μεμβράνης.

διαφοροποίηση (differentiation) Διεργασία κατά την οποία ένα κύτταρο αποκτά μεταβολικές, δομικές και λειτουργικές ιδιότητας που είναι διαφορετικές από αυτές των προγονικών κυττάρων. Στα φυτά, η διαφοροποίηση είναι συχνά αναστρέψιμη, όταν απομονωμένα και διαφοροποιημένα κύτταρα τοποθετούνται σε ιστοκαλλιέργεια.

διαφυγή από τη ξηρασία (drought escape) Η ικανότητα ενός φυτού να αναπτύσσεται και να ολοκληρώνει τον βιολογικό του κύκλο κατά τη διάρκεια της υγρής περιόδου, πριν από την έναρξη της ξηρής περιόδου.

διαφυγή από την φωτοαναστρεψιμότητα (escape from photoreversibility) Η απώλεια της φωτοαναστρεψιμότητας από σκοτεινό ερυθρό φως μιας φυτοχρωματικής απόκρισης μετά από ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της επαγωγής από ανοικτό ερυθρό φωτισμό και του φωτισμού με σκοτεινό ερυθρό.

διαφυλλική εφαρμογή (foliar application) Η παροχή με ψεκασμό και η απορρόφηση ορισμένων ανόργανων θρεπτικών από τα φύλλα.

διεγέρτες (elicitors) Ειδικά παθογόνα μόρια ή θραύσματα κυτταρικού τοιχώματος που συνδέονται με πρωτεΐνες και σηματοδοτούν τη φυτική άμυνα έναντι ενός παθογόνου. Βλέπε γονίδια avr.

διεπιφανειακή σκέδαση του φωτός (interface light scattering) Το φαινόμενο σκέδασης του φωτός πάνω στις επιφάνειες επαφής νερού και αέρα στους αεροφόρους μεσοκυττάριους χώρους του μεσοφύλλου

διευκολυνόμενη διάχυση (facilitated diffusion) Παθητική μεταφορά διά μέσου μιας μεμβράνης με τη βοήθεια ενός διαπεραιωτή.

δίκτυο Hartig (Hartig net) Ένα δίκτυο μυκηλιακών υφών που περιβάλλει αλλά δεν εισχωρεί στα παρεγχυματικά κύτταρα των ριζών.

Page 17: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-17

Ε

δικτυο-πρωτεΐνες (reticulons, RTN πρωτεΐνες) Ομάδα πρωτεϊνών που ελέγχει την εναλλαγή μεταξύ σωληνοειδών και σακιδιακών μορφών του EΔ μέσω του σχηματισμού σωληνοειδών από μεμβρανικά φύλλα.

διολίσθηση τοιχώματος (wall creep) Σε απομονωμένα πρωτογενή κυτταρικά τοιχώματα, η χρονικά εξαρτώμενη, μη αντιστρεπτή τάνυση (επέκταση) των πολυμερών του τοιχώματος, που οφείλεται στην ολίσθηση και σχετική απομάκρυνση μεταξύ τους.

διοξυγονάσες (dioxygenases) Κατηγορία οξυγονασών που ενσωματώνουν τα δύο άτομα του μορίου του οξυγόνου (O2) σε ενώσεις ενός ή δύο ατόμων άνθρακα.

δισμουτάση του σουπεροξειδίου, SOD (superoxide dismutase, SOD) Ένζυμο που μετατρέπει τις ρίζες σουπεροξειδίου σε υπεροξείδιο του υδρογόνου.

διτερπένια (diterpenes) Τερπένια με 20 άτομα άνθρακα, αποτελούμενα δηλαδή από 4 μονάδες ισοπρενίου (5 ατόμων C κάθε μία).

διφωσφορική δολιχόλη (dolichol diphosphate) Λιπίδιο που εντοπίζεται στη μεμβράνη του ΕΔ και αποτελεί τη θέση συγκρότησης ενός διακλαδισμένου ολιγοσακχαρίτη (αποτελούμενου από N-ακετυλογλυκοζαμίνη, μαννόζη και γλυκόζη) ο οποίος θα μεταφερθεί σε ένα ή περισσότερα κατάλοιπα ασπαραγίνης, μιας πρωτεΐνης του ΕΔ που προορίζεται για έκκριση.

διφωσφορικό ισοπεντενύλιο, IPP (isopentenyl diphosphate, IPP) Η ενεργοποιημένη δομική μονάδα (με πέντε άτομα άνθρακα) των τερπενίων. Στο παρελθόν γνωστή και ως πυροφωσφορικό ισοπεντενύλιο.

δραστικές μορφές οξυγόνου, ROS (reactive oxygen species, ROS) Περιλαμβάνουν τη ρίζα του σουπεροξειδίου (Ο2

•-), το υπεροξείδιο του υδρογόνου (H2O2), τη ρίζα υδροξυλίου (HO•) και το οξυγόνο σε μονήρη κατάσταση. Παράγονται σε διάφορα υποκυτταρικά διαμερίσματα και μπορούν να δράσουν είτε ως σήματα, είτε να προκαλέσουν βλάβες σε κυτταρικά συστατικά.

δρυφακτοειδή κύτταρα (palisade cells) Πασσαλοειδούς μορφής

φωτοσυνθετικά κύτταρα που καταλαμβάνουν μία έως τρεις στιβάδες κάτω από την επιδερμίδα της άνω επιφάνειας των φύλλων

δυναμική φωτοαναστολή Η φωτοαναστολή της φωτοσύνθεσης κατά την οποία μειώνεται η κβαντική αποδοτικότητα αλλά το μέγιστο φωτοσυνθετικό τάχος δεν επηρεάζεται. Συμβαίνει σε μέτριες εντάσεις φωτός όταν δεν υπάρχει περίσσεια ενέργειας.

δυναμικό Nernst (Nernst potential) Το ηλεκτρικό δυναμικό που περιγράφεται από την εξίσωση Nernst.

δυναμικό διάχυσης (diffusion potential) Η διαφορά δυναμικού (τάσης) που αναπτύσσεται διά μέσου μιας μεμβράνης ως αποτέλεσμα της διαφορικής διαπερατότητας διαλυμένων ουσιών με αντίθετα φορτία (για παράδειγμα Κ+ και Cl-).

δυναμικό διάχυσης Goldman (Goldman diffusion potential) Το δυναμικό διάχυσης που υπολογίζεται από την εξίσωση Goldman.

δυναμικό πίεσης, Ψp (pressure potential, Ψp) Η υδροστατική πίεση ενός διαλύματος επιπλέον της ατμοσφαιρικής.

δυναμίνη (dynamin) Μία μεγάλη GTPάση που συμμετέχει στον σχηματισμό πολλών κυστιδίων και οργανιδίων, συμπεριλαμβανομένης της κυτταρικής πλάκας.

εαρινοποίηση (vernalization) Η απαίτηση χαμηλών θερμοκρασιών για την άνθιση ορισμένων ειδών.

εγκλιματισμός (acclimation) ή σκληραγώγηση (hardening) Η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των φυτών ως αποτέλεσμα προηγούμενης έκθεσής τους σε καταπόνηση. Μπορεί να περιλαμβάνει την έκφραση γονιδίων. Διαφέρει από την έννοια της προσαρμογής.

εγκλιματισμός στο ψύχος (cold acclimation) Διεργασία μέσω της οποίας η έκθεση σε χαμηλές, αλλά όχι θανατηφόρες θερμοκρασίες (συνήθως πάνω από τους 0 °C), αυξάνει την ικανότητα επιβίωσης σε χαμηλές θερμοκρασίες.

εισαγωγή (import) Η μετακίνηση των φωτοσυνθετικών προϊόντων

από τα ηθμώδη στοιχεία στα όργανα-αποδέκτες.

έκπτυξη ανθικού στελέχους (bolting) Πρόωρη επιμήκυνση του στελέχους ενός φυτού με ρόδακα, γεγονός που συνήθως σχετίζεται με την άνθιση.

εκτοτροφικοί μυκορριζικοί μύκητες (ectotrophic mycorrhizal fungi) Ένας πυκνός κολεός μυκηλίου γύρω από τις ρίζες, ο οποίος εκτείνεται στο έδαφος που τις περιβάλλει. Μερικές υφές μπορεί να εισχωρούν μεταξύ, αλλά όχι εντός, των παρεγχυματικών κυττάρων της ρίζας.

εκφόρτωση ηθμώδους στοιχείου (sieve element unloading) Η διεργασία μέσω της οποίας τα σάκχαρα εγκαταλείπουν τα ηθμώδη στοιχεία του αποδέκτη.

εκφόρτωση φλοιώματος (phloem unloading) Η μετακίνηση των φωτοσυνθετικών προϊόντων από τα ηθμώδη στοιχεία στα κύτταρα του αποδέκτη όπου αποταμιεύονται ή μεταβολίζονται. Περιλαμβάνει εκφόρτωση του ηθμώδους στοιχείου και μεταφορά μικρών αποστάσεων. Βλέπε επίσης φόρτωση φλοιώματος.

ελαιοσίνη (oleosin) Ειδική πρωτεΐνη που περιβάλλει (καλύπτει) τα ελαιοσώματα.

ελαιοσώματα (oleosomes, oil bodies, lipid bodies, spherosomes) Οργανίδια επίσης γνωστά ως σφαιροσώματα ή λιποσώματα, τα οποία συσσωρεύουν και αποταμιεύουν τριακυλογλυκερόλες. Περιβάλλονται από μια ασυνήθιστη, απλή στιβάδα φωσφολιπιδίων (‘μισή στοιχειώδης μεμβράνη’) που προέρχεται από το ενδοπλασματικό δίκτυο.

ελάχιστος υποκινητής (minimum promoter) Βλέπε κεντρικός υποκινητής.

ελεύθερη ενέργεια Gibbs (Gibbs free energy) Η διαθέσιμη ενέργεια για την παραγωγή έργου. Στα βιολογικά συστήματα είναι το έργο σύνθεσης, μεταφοράς και κίνησης.

ελεύθερη μορφή (free-running) Η κατάσταση ενός βιολογικού ρυθμού (που είναι χαρακτηριστική για έναν συγκεκριμένο οργανισμό) όταν αφαιρεθούν τα περιβαλλοντικά σήματα (χρονοδότες), όπως στο συνεχές σκοτάδι.

εμβρυϊκός λήθαργος (embryo dormancy) Ο λήθαργος του σπέρματος

Page 18: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-18 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

που οφείλεται στο ίδιο το έμβρυο και δεν οφείλεται στην επίδραση του περιβλήματος του σπέρματος και των άλλων περιβαλλόντων ιστών

έμβρυο (embryo) Ανώριμο φυτό που σχηματίστηκε μετά από φυλετική ή αφυλετική αναπαραγωγή. Συναντάται σε σπέρματα (σπερματόφυτων) και αποτελείται από έναν εμβρυϊκό άξονα που φέρει έναν τελικό οφθαλμό (πτερίδιο, plumule), μια ρίζα (ριζίδιο) και ένα ή περισσότερα ‘φύλλα’ (κοτυληδόνες).

εναλλακτική οδός (alternative pathway) Η οδός που περιλαμβάνει την οξείδωση της ουβικινόλης και την αναγωγή του οξυγόνου με τη δράση της εναλλακτικής οξειδάσης. Επίσης γνωστή ως οδός ανθεκτική στα κυανιούχα ανιόντα.

εναλλακτική οξειδάση (alternative oxidase) Ένζυμο της μιτοχονδριακής αλυσίδας μεταφοράς ηλεκτρονίων το οποίο ανάγει το οξυγόνο και οξειδώνει την ουβιυδροκινόνη.

ενδιάμεσο κύτταρο (intermediary cell) Τύπος συνοδού κυττάρου που συνδέεται με τα περιβάλλοντα κύτταρα και ιδίως με αυτά του δεσμικού κολεού μέσω πολυάριθμων πλασμοδεσμών.

ενδο-αναδιπλασιασμός (endoreduplication) Κύκλοι διπλασιασμού του πυρηνικού DNA, χωρίς μίτωση, με αποτέλεσμα την πολυπλοειδία.

ενδογενής ρυθμός (endogenous rhythm) Ρυθμός που διατηρείται απουσία εξωτερικών ρυθμιστικών παραγόντων, όπως π.χ. φως.

ενδογενής ταλαντωτής (endogenous oscillator) Ένας εσωτερικός, μοριακός βηματοδότης που διατηρεί τους ημερήσιους ρυθμούς κάτω από σταθερές περιβαλλοντικές συνθήκες.

ενδοδερμίδα (endodermis) Εξειδικευμένη στιβάδα κυττάρων που φέρει την Κασπαρική λωρίδα και η οποία περιβάλλει το αγγειακό σύστημα στις ρίζες και σε ορισμένους βλαστούς.

ενδοκύτωση (endocytosis) Ο σχηματισμός μικρών κυστιδίων από την πλασματική μεμβράνη, τα οποία αποσπώνται και κινούνται στο κυτοδιάλυμα όπου και συντήκονται με στοιχεία του ενδομεμβρανικού συστήματος.

ενδομεμβρανικός χώρος (intermembrane space) Ο πλήρης με ρευστό υλικό χώρος ανάμεσα στις δύο μεμβράνες του μιτοχονδρίου ή του χλωροπλάστη. Ο μικροχώρος των θυλακοειδών του χλωροπλάστη.

ενδοσυμβίωση (endosymbiosis) Η θεωρία η οποία εξηγεί την εξελικτική προέλευση του χλωροπλάστη και του μιτοχονδρίου με τη δημιουργία μιας συμβιωτικής σχέσης μεταξύ ενός προκαρυωτικού και ενός μη φωτοσυνθετικού ευκαρυωτικού κυττάρου, η οποία συνοδεύτηκε από εκτεταμένη μεταφορά γονιδίων στον πυρήνα.

ενδοσυμβιωτική θεωρία (endosymbiotic theory) Η ευρέως αποδεκτή πρόταση ότι τα μιτοχόνδρια και οι χλωροπλάστες προέκυψαν (το κάθε οργανίδιο χωριστά) όταν ένα αρχέγονο προκαρυωτικό κύτταρο εγκολπώθηκε, αλλά δεν καταστράφηκε, από ένα άλλο κύτταρο εγκαθιδρύοντας έτσι μία αμοιβαία και διαρκή σχέση. Στο πέρασμα του χρόνου, οι αρχικοί ενδοσυμβιώτες εξελίχθηκαν σε μιτοχόνδρια και χλωροπλάστες που δεν είχαν πια την ικανότητα να ζουν αυτόνομα.

ενδοσώματα (endosomes) Σε αρχικά στάδια της ενδοκύτωσης, κυστίδια που έχουν χάσει το περίβλημα της κλαθρίνης και έχουν απομακρυνθεί από την πλασματική μεμβράνη προς το εσωτερικό του κυττάρου.

ενδοτρανσγλυκοζυλάσες/υδρολάσες της ξυλογλυκάνης, XTH (xyloglucan endotransglucosylase/hydrolases, XTH) Μεγάλη οικογένεια ενζύμων (μεταξύ των οποίων και η ενδοτρανσγλυκοζυλάση της ξυλογλυκάνης), τα οποία έχουν την ικανότητα να αποκόπτουν τον γραμμικό σκελετό μιας ξυλογλυκάνης του κυτταρικού τοιχώματος και να ενώνουν το ένα άκρο της κομμένης αλυσίδας με το ελεύθερο άκρο μιας άλλης ξυλογλυκάνης δέκτη.

ενδοτρανσγλυκοζυλάση της ξυλογλυκάνης, ΧΕΤ (xyloglucan endotransglucosylase, XET) Βλέπε ενδοτρανσγλυκοζυλάσες/υδρολάσες της ξυλογλυκάνης.

ενεργάση της rubisco (rubisco activase) Ένζυμο που διευκολύνει τη διάσταση των συμπλόκων

rubisco – διφωσφορικών σακχάρων, ενεργοποιώντας με τον τρόπο αυτό τη rubisco.

ενέργεια του φωτός (light energy) Η ενέργεια που περιέχεται στα φωτόνια.

ενεργειακή μεταφορά (energy transfer) Η απευθείας μεταφορά ενέργειας από ένα διεγερμένο μόριο, π.χ. καροτενοειδές, σε ένα άλλο μόριο, π.χ. χλωροφύλλη, κατά τις φωτεινές αντιδράσεις της φωτοσύνθεσης. Ενεργειακή μεταφορά μπορεί να συμβεί και μεταξύ χημικώς όμοιων μορίων όπως, για παράδειγμα, από χλωροφύλλη σε χλωροφύλλη.

ενεργητική μεταφορά (active transport) Η κατανάλωση ενέργειας για τη μεταφορά μιας διαλυμένης ουσίας διά μέσου μιας μεμβράνης, αντίθετα προς τη διαβάθμιση συγκέντρωσης, ηλεκτρικού δυναμικού ή και των δύο (ηλεκτροχημικού δυναμικού). Ανοδική μεταφορά.

ενεργοποιητές (activators) Στον έλεγχο της μεταγραφής, οι μεταγραφικοί παράγοντες που δρούν θετικά και δεσμεύονται σε απομακρυσμένες ρυθμιστικές αλληλουχίες που συνήθως εντοπίζονται έως και 1000 bp από το σημείο έναρξης της μεταγραφής.

ενεργότητα αποδέκτη (sink activity) Το τάχος πρόσληψης των φωτοσυνθετικών προϊόντων ανά μονάδα μάζας του ιστού-αποδέκτη.

ένζυμο D (disproportionating enzyme) Το ένα εκ των δύο ενζύμων που θραύουν διακλαδώσεις στο μόριο του αμύλου. Το ένζυμο διαχειρίζεται λανθασμένες διακλαδώσεις στους ολιγοσακχαρίτες που συμμετέχουν στην κατασκευή των αμυλοκόκκων. Καταλύει τη μεταφορά θραυσμάτων α-D-1,4-γλυκανών σε νέες θέσεις ενός μορίου υποδοχής, το οποίο μπορεί να είναι μία γλυκόζη ή μία 1,4-D-γλυκάνη.

ένζυμο σύζευξης της ουβικιτίνης, Ε2 (ubiquitin-conjugating enzyme, Ε2) Μέλος της οδού ουβικιτίνωσης. Ένα κατάλοιπο κυστεΐνης στο Ε2 δέχεται την αδενυλιωμένη ουβικιτίνη που παράγεται από το ένζυμο-ενεργοποιητή της ουβικιτίνης, E1.

ένζυμο-ενεργοποιητής της ουβικιτίνης, E1 (ubiquitin-activating enzyme, E1) Μέλος της οδού ουβικιτίνωσης. Ξεκινά την ουβικιτίνωση

Page 19: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-19

καταλύοντας την ΑΤΡ-εξαρτώμενη αδενυλίωση του C-τελικού άκρου της ουβικιτίνης.

ενισχυτές (enhancers) Θετικές ρυθμιστικές αλληλουχίες που εδράζονται δεκάδες χιλιάδες ζεύγη βάσεων μακριά από την αρχή ενός γονιδίου. Είναι δυνατό να εντοπίζονται ανοδικά ή καθοδικά του υποκινητή.

εξαγωγείς αμιδίων (amide exporters) Ψυχανθή ευκράτων περιοχών που μετατρέπουν την τοξική αμμωνία σε αμίδια, όπως τα αμινοξέα ασπαραγίνη και γλουταμίνη, για μεταφορά προς τον βλαστό μέσω του ξυλώματος. Αντιπαραβάλλεται με τους εξαγωγείς ουριδίων.

εξαγωγείς ουριδίων (ureide exporters) Ψυχανθή τροπικής προ-έλευσης που μετατρέπουν την τοξική αμμωνία σε ουρίδια, όπως η αλλαντοΐνη, το αλλαντοϊκό οξύ και η κιτρουλλίνη, για μεταφορά προς τον βλαστό μέσω του ξυλώματος. Αντιπαραβάλλεται με τους εξαγωγείς αμιδίων.

εξαγωγή (export) Η μετακίνηση των φωτοσυνθετικών προϊόντων από τα τους ιστούς-πηγές και η μεταφορά τους στα ηθμώδη στοιχεία.

εξαναγκασμός (entrainment) Οι επιδράσεις των διαφόρων εξωτερικών ρυθμιστικών παραγόντων, όπως το φως ή το σκοτάδι, στη διάρκεια της περιόδου των βιολογικών ρυθμών.

εξαφωσφορική μυο-ινοσιτόλη, InsP6 (myo-inositol-hexaphosphate, InsP6) Στα καταφρακτικά κύτταρα της κουκιάς (Vicia faba), ένα από τα φωσφο-ινοσιτίδια των οποίων η παραγωγή διεγείρεται από το ΑΒΑ και το οποίο λειτουργεί ως ενδιάμεσο σηματοδοτικό μόριο κατά το κλείσιμο των στομάτων (που επάγεται από το ΑΒΑ).

εξίσωση Goldman (Goldman equation) Μία εξίσωση η οποία υπολογίζει το δυναμικό διάχυσης διά μέσου μιας μεμβράνης, ως συνάρτηση των συγκεντρώσεων και των διαπερατοτήτων όλων των ιόντων (π.χ. K+, Na+ και Cl-) που διαπερνούν τη μεμβράνη.

εξίσωση Nernst (Nernst equation) Εξίσωση που προβλέπει το ηλεκτρικό δυναμικό, στο οποίο ένα φορτισμένο ιόν θα βρίσκεται σε ισορροπία εκατέρωθεν μιας μεμβράνης, σε συνάρτηση των σχετικών συγκεντρώσεων του ιόντος

στις δύο πλευρές της μεμβράνης.

εξίσωση van’t Hoff (van’t Hoff equation) Εξίσωση που συσχετίζει το ωσμωτικό δυναμικό Ψs με τη συγκέντρωση των διαλυμένων ουσιών.

εξπανσίνες (expansins) Ομάδα πρωτεϊνών χαλάρωσης των τοιχωμάτων, οι οποίες ενισχύουν τη μείωση της τάσης των τοιχωμάτων και τη διόγκωση των κυττάρων, συνήθως με βέλτιστη δράση σε όξινο pH. Φαίνεται ότι διαμεσολαβούν στην όξινη αύξηση.

εξωκυτταρικός χώρος ή αποπλάστης (extracellular space, apoplast) Στα φυτά, ο συνεχής χώρος εξωτερικά της πλασματικής μεμβράνης που αποτελείται από τα διασυνδεόμενα κυτταρικά τοιχώματα, μέσω των οποίων διαχέονται νερό και ανόργανα θρεπτικά.

εξωτερική μεμβράνη (outer membrane) Η εξωτερική μεμβράνη του μιτοχονδρίου ή του χλωροπλάστη.

επαγόμενη άμυνα (induced defense) Μηχανισμοί φυτικής άμυνας οι οποίοι αρχίζουν να λειτουργούν μετά από μία αρχική βλάβη.

επαγόμενη συστημική ανθεκτικότητα (induced systemic resistance, ISR) Η άμυνα του φυτού που ενεργοποιείται από μη παθογόνα μικρόβια όπως τα ριζοβακτήρια. Μια αμυντική απόκριση που ενεργοποιείται από μια τοπική μόλυνση, με τη μεσολάβηση του JA και του αιθυλενίου, οδηγεί στη μακροχρόνια συστημική αντίσταση στην ασθένεια. Είναι αποτελεσματική έναντι μυκήτων, βακτηρίων και ιών.

επάκρια κυριαρχία (apical dominance) Η αναστολή της αύξησης των πλευρικών (μασχαλιαίων) οφθαλμών από τον αυξανόμενο επάκριο οφθαλμό, που παρατηρείται στα περισσότερα ανώτερα φυτά.

επαναφορά στη νεανικότητα (rejuvenation) Η μετατροπή των ενήλικων βλαστών σε νεανικούς. Μπορεί να προωθείται από ορμόνες, ελλείψεις θρεπτικών, χαμηλές εντάσεις φωτισμού, υδατική καταπόνηση και χαμηλές θερμοκρασίες.

επανελθόντα (revertants) Μεταλλάγματα, τα οποία μέσω κάποιας διεργασίας ή μεταχείρισης έχουν ανακτήσει το προηγούμενο ή το αγρίου τύπου χαρακτηριστικό τους.

επιγενείς ρίζες (adventitious roots)

Ρίζες που προέρχονται από άλλες δομές πλην ριζών, για παράδειγμα από στελέχη ή φύλλα.

επιγενετικές μεταβολές ή τροποποιήσεις (epigenetic changes ή modifications). Οι χημικές τροποποιήσεις του DNA και των ιστονών που προκαλούν κληρονομήσιμες μεταβολές της γονιδιακής έκφρασης, χωρίς να έχει συμβεί αλλαγή των αλληλουχιών του DNA.

επικοτύλιο (epicotyl) Το τμήμα του στελέχους του αρτιβλάστου που βρίσκεται πάνω από τις κοτυληδόνες.

επικράτεια GAF (GAF domain) Τμήμα του Ν-τελικού άκρου του φυτοχρώματος με ενεργότητα βιλινο-λυάσης.

επικράτεια MADS (MADS domain) Εξελικτικά συντηρημένη αλληλουχία του πλαισίου MADS που καθιστά δυνατή την πρόσδεση στο DNA και τον διμερισμό του μεταγραφικού παράγοντα.

επικράτεια PAS (PAS domain) Επικράτεια του μορίου του φυτοχρώματος, απαραίτητη για την προσάρτηση του χρωμοφόρου στην αποπρωτεΐνη.

επικράτεια PHY (PHY domain) Η επικράτεια του μορίου του φυτοχρώματος η οποία είναι απαραίτητη για τη σταθεροποίηση της ενεργού μορφής.

επικράτεια PRD (PAS-related domain, PRD) Στο πρωτεϊνικό μόριο του φυτοχρώματος, δύο επικράτειες που μεσολαβούν στον διμερισμό του φυτοχρώματος.

επίκτητη συστημική ανθεκτικότητα (systemic acquired resistance, SAR) Η αυξημένη ανθεκτικότητα ολόκληρου του φυτού, έναντι ενός συνόλου παθογόνων, που ακολουθεί τη μόλυνση από παθογόνο σε ένα συγκεκριμένο μέρος του φυτού.

επιμερισμός (allocation) Η ρυθμιζόμενη διοχέτευση των φωτοσυνθετικών προϊόντων προς αποταμίευση, χρήση ή/και μεταφορά.

επιναστία (epinasty) Κύρτωση των φύλλων προς τα κάτω (προς το έδαφος) λόγω της ασύμμετρης αύξησης του μίσχου. Αποτελεί απόκριση στην παραγωγή αιθυλενίου κατά τη διάρκεια του πλημυρίσματος. Μία απόκριση στην παραγωγή αιθυλενίου κατά τη διάρκεια της πλημμύρας.

Page 20: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-20 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Η

Ζ

επιφανειακή τάση (surface tension) Δύναμη που ασκείται από τα μόρια του νερού στη μεσόφαση αέρα-νερού και που είναι το αποτέλεσμα των ιδιοτήτων συνοχής και συνάφειας των μορίων του νερού. Η δύναμη αυτή ελαττώνει την επιφάνεια της μεσόφασης μεταξύ νερού και αέρα.

εσωτερική μεμβράνη (inner membrane) Η εσωτερική από τις δύο μεμβράνες του μιτοχονδρίου ή του χλωροπλάστη.

ετεροκυκλικός δακτύλιος (heterocyclic ring) Δακτύλιος που περιέχει άτομα άνθρακα αλλά και άλλα άτομα εκτός από άνθρακα (άζωτο ή οξυγόνο).

ετεροχρωματίνη (heterochromatin) Χρωματίνη διευθετημένη πυκνά, σκοτεινού χρώματος μετά από χρώση και μεταγραφικά ανενεργός. Αντιστοιχεί σε περίπου 10% του DNA.

ετεροχρωματινοποίηση (heterochromatinization) Η συμπύκνωση της ευχρωματίνης σε ετεροχρωματίνη, που οδηγεί σε γονιδιακή σίγαση.

ετέρωση ή υβριδική ευρωστία (hybrid vigor, heterosis) Η αυξημένη ευρωστία που παρατηρείται συχνά στους απογόνους των διασταυρώσεων ανάμεσα σε δύο αμιγείς ποικιλίες του ιδίου φυτικού είδους.

ετοιμότητα (competence) Η ικανότητα ενός συγκεκριμένου κυττάρου ή μιας ομάδας κυττάρων να αποκριθούν αναπτυξιακά με έναν συγκεκριμένο, αναμενόμενο τρόπο όταν δεχθούν το κατάλληλο αναπτυξιακό σήμα.

ευκαρυωτική οδός (της σύνθεσης λιπιδίων) [eukaryotic pathway (of lipid synthesis)] Στο κυτόπλασμα, η ακολουθία των αντιδράσεων για τη σύνθεση των γλυκερολιπιδίων. Βλέπε επίσης προκαρυωτική οδός.

ευχρωματίνη (euchromatin) Η διάχυτη, μεταγραφικά ενεργός μορφή της χρωματίνης (σε αντιδιαστολή με την ετεροχρωματίνη).

ζεαξανθίνη (zeaxanthin) Καρο-τενοειδές που θεωρείται ως φωτοδέκτης του κυανού φωτός. Συστατικό του κύκλου των ξανθοφυλλών στους χλωροπλάστες, ο οποίος προστατεύει από την περίσσεια ενέργειας διέγερσης.

ζεατίνη (zeatin) Φυσικά απαντώμενη κυτοκινίνη, η οποία διεγείρει τη διαίρεση των ώριμων φυτικών κυττάρων όταν προστεθεί στο μέσο καλλιέργειας μαζί με αυξίνη. Χημικά, πρόκειται για trans-6-(4-υδροξυ-3-μεθυλοβουτ-2-ενυλαμινο) πουρίνη. Βλέπε trans-ζεατίνη.

ζεύγη βοθρίων ή βοθριακά ζεύγη (pit pairs) Τα εφαπτόμενα απλά βοθρία των γειτονικών, συνδεδεμένων κυττάρων τραχεϊδών. Αποτελούν μία οδό χαμηλής αντίστασης στην κίνηση του νερού μεταξύ τραχεϊδών.

ζυγώτης (zygote) Το μονοκύτταρο προϊόν της ένωσης (σύντηξης) ενός αρσενικού και ενός θηλυκού γαμέτη.

ζύμωση (fermentation) Βλέπε μεταβολισμός της ζύμωσης.

ζώνη αποκοπής (abscission zone) Περιοχή που εμπεριέχει το στρώμα αποκοπής και εντοπίζεται κοντά στη βάση του μίσχου των φύλλων.

ζώνη διαφοροποίησης (differentiation zone) Η περιοχή της ρίζας που έχει ολοκληρώσει τη διαφοροποίησή της και φέρει ριζικά τριχίδια για την απορρόφηση νερού και διαλυμένων ουσιών καθώς και επαρκές αγγειακό σύστημα.

ζώνη εξάντλησης θρεπτικών (nutrient depletion zone) Η περιοχή που περιβάλλει την επιφάνεια της ρίζας και εμφανίζει μειωμένες συγκεντρώσεις θρεπτικών εξαιτίας της αργής διάχυσης.

ζώνη επάρκειας (adequate zone) Το εύρος συγκεντρώσεων των ανοργάνων θρεπτικών πάνω από το οποίο η προσθήκη θρεπτικών δεν ενισχύει περαιτέρω την αύξηση ή την απόδοση.

ζώνη επιμήκυνσης της ρίζας (elongation zon of a root) Η περιοχή της ταχείας και εκτεταμένης επιμήκυνσης των κυττάρων της ρίζας, στην οποία παρατηρούνται ελάχιστες έως καθόλου κυτταρικές διαιρέσεις.

ζώνη τοξικότητας (toxic zone) Το εύρος των συγκεντρώσεων θρεπτικών πέρα από τη ζώνη επάρκειας, όπου η αύξηση ή η απόδοση μειώνονται.

ζώνη τροφοπενίας (deficiency zone) Εύρος συγκεντρώσεων ενός ανόργανου θρεπτικού στον φυτικό ιστό, με τιμές μικρότερες από την κρίσιμη συγκέντρωση, κάτω από την οποία περιορίζεται η αύξηση.

ζώνη ωρίμανσης (maturation zone) Βλέπε ζώνη διαφοροποίησης.

ζώνωση (zonation) Τοπολογικές κυτταρολογικές διαφορές στην κυτταρική διαίρεση στα ακραία μεριστώματα του βλαστού των σπερματοφύτων.

Η+-πυροφωσφατάση, Η+-ΡΡάση (H+-pyrophosphatase, H+-PPase) Μία ηλεκτρογόνος αντλία η οποία μεταφέρει πρωτόνια μέσα στο χυμοτόπιο, χρησιμοποιώντας ενέργεια από την υδρόλυση του πυροφωσφορικού.

ηθμοσωλήνας (sieve tube) Σωλήνας που δημιουργείται από την ένωση των μεμονωμένων στοιχείων του ηθμοσωλήνα στα εγκάρσια κυτταρικά τοιχώματά τους.

ηθμώδεις πλάκες (sieve plates) Οι ηθμώδεις περιοχές (τα ηθμώδη πεδία) που βρίσκονται στα στοιχεία των ηθμοσωλήνων των αγγειοσπέρμων. Έχουν μεγαλύτερους πόρους (πόροι της ηθμώδους πλάκας) από ό,τι άλλες ηθμώδεις περιοχές και γενικώς απαντούν στα εγκάρσια κυτταρικά τοιχώματα των ηθμωδών στοιχείων.

ηθμώδη κύτταρα (sieve cells) Τα σχετικά μη διαφοροποιημένα ηθμώδη στοιχεία των γυμνοσπέρμων.

ηθμώδη στοιχεία (sieve elements) Κύτταρα του φλοιώματος που μεταφέρουν σάκχαρα και άλλες οργανικές ουσίες σε όλο το φυτό. Ο όρο αναφέρεται συλλογικά και στα στοιχεία των ηθμοσωλήνων (αγγειόσπερμα) και στα ηθμώδη κύτταρα (γυμνόσπερμα).

ηλεκτρικά ουδέτερη μεταφορά (electroneutral transport) Ενεργητική μεταφορά ιόντων η οποία δεν περιλαμβάνει καθαρή κίνηση φορτίου διά μέσου μιας μεμβράνης.

ηλεκτρογόνος μεταφορά (electrogenic transport) Ενεργητική μεταφορά ιόντων που περιλαμβάνει την καθαρή κίνηση φορτίου διά μέσου μιας μεμβράνης.

ηλεκτροχημική διαβάθμιση πρωτονίων (electrochemical proton gradient) Το άθροισμα της διαβάθμισης ηλεκτρικού φορτίου και της διαβάθμισης του pH εκατέρωθεν της μεμβράνης, τα οποία προκύπτoυν από τη διαβάθμιση της συγκέντρωσης των πρωτονίων.

Page 21: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-21

Ι

Θ

ηλεκτροχημικό δυναμικό (electrochemical potential) Το χημικό δυναμικό μιας ηλεκτρικά φορτισμένης ουσίας.

ηλιοκηλίδες (sunflecks) Οι κηλίδες ηλιακού φωτός που περνούν διά μέσου των κενών της κόμης ενός δάσους προς τον υπόροφό του. Αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή ενέργειας για τα φυτά που αναπτύσσονται στον υπόροφο των δασών.

ηλιοτροπισμός (heliotropism) Η ιδιότητα των φύλλων να κινούνται, είτε προσανατολιζόμενα κάθετα προς τις ακτίνες του ηλίου είτε αποφεύγοντάς τες.

ημερήσιος ρυθμός (circadian rhythm) Βιολογική δραστηριότητα που εμφανίζει κυκλική διαδοχή μικρής και μεγάλης ενεργότητας ανεξάρτητα από εξωτερικά ερεθίσματα, με τυπική περιοδικότητα περίπου 24 ωρών (από το λατινικό circa diem: περίπου μία ημέρα).

ημερήσιος συντονισμός (circadian resonance) Η σύμπτωση φάσης ενός ημερήσιου ρυθμού με τον ημερονύκτιο κύκλο του περιβάλλοντος.

ημιβιοτροφικά (hemibiotrophic) Φυτικά παθογόνα τα οποία εκδηλώνουν ένα αρχικό βιοτροφικό στάδιο, που ακο-λουθείται από ένα νεκροτροφικό στάδιο κατά το οποίο το παθογόνο προκαλεί εκτεταμένες καταστροφές στους ιστούς.

θειορεδοξίνη (thioredoxin) Μικρή πρωτεΐνη (περίπου 12 kDa) που απαντά παντού. Οι κυστεΐνες του ενεργού της κέντρου συμμετέχουν σε αντιδράσεις ανταλλαγής θειολο-δισουλφιδικών δεσμών.

θεμελιώδες μερίστωμα (ground meristem) Στα μεριστώματα του φυτού, τα κύτταρα που θα δώσουν γένεση στους ιστούς του φλοιού και της εντεριώνης καθώς και στην ενδοδερμίδα της ρίζας και του υποκοτυλίου.

θερμοκρασιακή αντιστάθμιση (temperature compensation) Η ιδιότητα του ενδογενούς ταλαντωτή να παραμένει ανεπηρέαστος από τη θερμοκρασία, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα στο βιολογικό ρολόι να λειτουργεί με ακρίβεια.

θερμοκρασιακό πηλίκο (temperature quotient) Βλέπε Q10.

θέσεις εξόδου του ΕΔ (ER exit sites, ERES) Στο ΕΔ, εξειδικευμένες θέσεις που χαρακτηρίζονται από την πρωτεΐνη καλύμματος COPII. Στις θέσεις αυτές λαμβάνει χώρα η παράδοση κυστιδίων προς το σωμάτιο Golgi.

θεσο-εξαρτώμενος (position-dependent) Λειτουργικός μηχανισμός που διαμορφώνει τη συμπεριφορά των κυττάρων κατά τρόπο που εξαρτάται από τη θέση τους μέσα στο αναπτυσσόμενο έμβρυο.

θεωρία συνοχής-τάσης (cohesion-tension theory) Μοντέλο για την άνοδο του χυμού στο ξύλωμα, σύμφωνα με το οποίο η εξάτμιση του νερού από τα φύλλα στην κορυφή του βλαστού έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία τάσης (αρνητικής υδροστατικής πίεσης) που έλκει το νερό κατά μήκος των υδατικών στηλών του ξυλώματος.

θιγμοτροπισμός (thigmotropism) Αύξηση του φυτού ως απόκριση στην επαφή, επιτρέποντας έτσι την αύξηση των ριζών γύρω από βράχους και των βλαστών των αναρριχώμενων φυτών γύρω από σημεία στήριξης.

θρεπτικό διάλυμα (nutrient solution) Διάλυμα που περιέχει μόνο ανόργανα άλατα, που υποστηρίζουν την αύξηση φυτών εκτεθειμένων σε ηλιακό φως χωρίς έδαφος ή οργανική ουσία.

θυλακοειδή (thylakoids) Εξειδικευμένες, εσωτερικές μεμβράνες του χλωροπλάστη. Περιέχουν χλωροφύλλες και αποτελούν την έδρα της απορρόφησης του φωτός και της μετατροπής του σε χημική ενέργεια μέσω της αλυσίδας μεταφοράς ηλεκτρονίων.

θυλακοειδή στρώματος (stroma thylakoids) ή ελάσματα στρώματος (stroma lamellae) Μεμονωμένες μεμβράνες θυλακοειδών στον χλωροπλάστη.

θυλακοειδή των grana (grana lamellae) Συστοιχίες των θυλακοειδών μεμβρανών του χλωροπλάστη. Κάθε συστοιχία ονομάζεται granum, ενώ οι μεμονωμένες, χωρίς αναδιπλώσεις, μεμβράνες είναι γνωστές ως θυλακοειδή στρώματος.

ιασμονικό οξύ (jasmonic acid) Φυτικό σηματοδοτικό μόριο που προέρχεται από το λινολενικό οξύ (18:3) που

βρίσκεται στις μεμβράνες των λιπιδίων. Ενεργοποιεί τη φυτική άμυνα εναντίον εντόμων και παθογόνων μυκήτων. Ρυθμίζει την αύξηση του φυτού και την ανάπτυξη των ανθήρων και της γύρης. Ενεργοποιεί την έκφραση γονιδίων, όπως οι αναστολείς πρωτεϊνασών, που συμμετέχουν σε αποκρίσεις έναντι διάφορων βιοτικών και αβιοτικών καταπονήσεων.

ιδιοσυστατική άμυνα (constitutive defense) Φυτικοί μηχανισμοί άμυνας που είναι άμεσα διαθέσιμοι ή λειτουργικοί πάντοτε. Δηλαδή οι μηχανισμοί αυτοί δεν επάγονται.

ιδιοσυστατικός (constitutive) Συνεχώς εκφραζόμενος ή παρών, ανεξάρτητα από τις απαιτήσεις του φυτού. Αναφέρεται στη διαρκή σύνθεση μιας συγκεκριμένης πρωτεΐνης. Αντιπαραβάλλεται με τον επαγόμενο.

ιδιότητες της μη αναστρέψιμης τάνυσης ή εκτατικής παραμόρφωσης του κυτταρικού τοιχώματος (yielding properties of the cell wall) Η ικανότητα του κυτταρικού τοιχώματος να χαλαρώνει και να επεκτείνεται (τανύεται) μη αντιστρεπτά, με διαφορετικούς τρόπους, ως απόκριση σε διάφορους εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες.

ικανότητα τάνυσης του τοιχώματος, m (wall extensibility, m) Κατά την επέκταση του πρωτογενούς κυττραικού τοιχώματος, ο συντελεστής m που συσχετίζει το τάχος της κυτταρικής αύξησης με τη διαφορά της πίεσης σπαργής από το κατώφλι μη αναστρέψιμης τάνυσης.

ινβερτάση (invertase) Ένζυμο που καταλύει την υδρόλυση της σακχαρόζης προς γλυκόζη και φρουκτόζη.

ινδόλιο (indole) Πρόδρομη ένωση της βιοσύνθεσης του IAA μέσω μιας βιοσυνθετικής οδού ανεξάρτητης από την τρυπτοφάνη.

ινδολο-3-ακετονιτρίλιο, IAN (indole-3-acetonitrile, IAN) Ενδιάμεσος μεταβολίτης σε μία από τις τρεις βιοσυνθετικούς οδούς σύνθεσης IAA στα φυτά. Το IAN μετατρέπεται προς IAA με τη δράση της νιτριλάσης.

ινδολο-3-οξικό οξύ, IAA (indole-3-acetic acid, IAA) Η πλέον κοινή φυσική αυξίνη. Όταν το ΙΑΑ πρωτονιώνεται (IAAH) είναι λιπόφιλο και διαχέεται διά μέσου της λιπιδικής διπλοστιβάδας

Page 22: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-22 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Κ

των μεμβρανών. Όταν όμως ιονιστεί, το αρνητικά φορτισμένο ΙΑΑ δεν μπορεί να διασχίσει τις μεμβράνες χωρίς βοήθεια. Το ελεύθερο ΙΑΑ είναι βιολογικά δραστικό ενώ το ομοιοπολικά προσδεδεμένο σε άλλα μόρια είναι ανενεργό.

ινδολο-3-πυροσταφυλικό οξύ, IPA (indole-3-pyruvic acid, IPA) Ένα ενδιάμεσο προϊόν μίας εκ των τριών βιοσυνθετικών οδών για τη σύνθεση του ΙΑΑ στα φυτά. Σχηματίζεται με απαμίνωση του αμινοξέος τρυπτοφάνη.

ιξωδο-ελαστικές ιδιότητες (viscoelastic properties) Ιδιότητες του κυτταρικού τοιχώματος, ενδιάμεσες μεταξύ εκείνων ενός στερεού και ενός υγρού σώματος.

ισοπρενοειδές (isoprenoid) Βλέπε μονάδες ισοπρενίου.

ισοφλαβονοειδή, ισοφλαβόνες (isoflavonoids, isoflavones) Ομάδα φλαβονοειδών στα οποία η θέση ενός αρωματικού δακτυλίου έχει μετατοπιστεί. Έχουν ποικίλες βιολογικές δράσεις και αντιμικροβιακή δραστικότητα.

ιστογένεση (histogenesis) Η διαφοροποίηση κυττάρων για τη δημιουργία ποικίλων ιστών.

ιστόνες (histones) Οικογένεια πρωτεϊνών που αλληλεπιδρά με το DNA, το οποίο περιελίσσεται γύρω από τις ιστόνες για να σχηματιστεί ένα νουκλεόσωμα.

ιστός κάλλου (callus tissue) Το προϊόν της μη οργανωμένης αύξησης των αδιαφοροποίητων φυτικών κυττάρων σε ιστοκαλλιέργεια.

ισχύς αποδέκτη (sink strength) Η ικανότητα ενός οργάνου-αποδέκτη να κατευθύνει προς το μέρος του τα φωτοσυνθετικά προϊόντα. Εξαρτάται από το μέγεθος και την ενεργότητα του αποδέκτη.

καλλιέργεια σε διάλυμα ή υδροπονία (solution culture, hydroponics) Η τεχνική ανάπτυξης φυτών χωρίς έδαφος με τις ρίζες διαρκώς βυθισμένες σε ένα θρεπτικό διάλυμα.

καλλόζη (callose) Μία β-1,3-γλυκάνη που συντίθεται στην πλασματική μεμβράνη και αποτίθεται μεταξύ της πλασματικής μεμβράνης και του κυτταρικού τοιχώματος. Συντίθεται από

τα ηθμώδη στοιχεία ως απόκριση σε βλάβη, καταπόνηση ή αποτελεί μέρος φυσιολογικής αναπτυξιακής διεργασίας.

κάλλος (gall) Μια μη οργανωμένη μάζα ογκόμορφου φυτικού ιστού που είναι αποτέλεσμα μη ελεγχόμενης κυτταρικής διαίρεσης.

καλμοδουλίνη (calmodulin) Μία συντηρημένη πρωτεϊνη που προσαρτά ασβέστιο. Βρίσκεται σε όλους τους ευκαρυωτικούς οργανισμούς και ρυθμίζει πολλές εξαρτώμενες από το ασβέστιο μεταβολικές διεργασίες.

καλσινευρίνη Β (πρωτεΐνες που ομοιάζουν με), CBL (calcineurin B-like proteins, CBLs) Οικογένεια φυτικών πρωτεϊνών που δεσμεύουν Ca2+ και οι οποίες ρυθμίζονται διαφορικά από περιβαλλοντική καταπόνηση και από το ΑΒΑ. Με τη δέσμευση του Ca2+ αλλάζει η διαμόρφωση, επιτρέποντας στις πρωτεΐνες αυτές να αλληλεπιδρούν και να τροποποιούν μία μεγάλη ποικιλία κυτταρικών πρωτεϊνών.

καλύπτρα της ρίζας (root cap) Τα κύτταρα στο άκρο της ρίζας, τα οποία καλύπτουν και προστατεύουν τα μεριστωματικά κύτταρα από μηχανικές βλάβες καθώς η ρίζα εισχωρεί μέσα στο έδαφος. Έδρα της αντίληψης της βαρύτητας και μεταγωγής του σήματος της βαρυτροπικής απόκρισης.

καμπεστερόλη (campesterol) Ο στεροειδής πρόγονος των βρασσινοστεροειδών, που προέρχεται από την κυκλοαρτενόλη.

καρβοξυλίωση (carboxylation) Αντίδραση κατά την οποία μία καρβοξυλάση καταλύει τον σχηματισμό ενός δεσμού άνθρακα-άνθρακα μεταξύ ενός CO2 και του άνθρακα μιας οργανικής ένωσης.

καρδιακοί γλυκοζίτες (cardenolides) Στεροειδείς γλυκοζίτες, με πικρή γεύση και εξαιρετικά τοξικοί για τα ανώτερα ζώα μέσω της δράσης τους στις ATPάσες που ενεργοποιούνται από Na+K+. Εκχυλίσματά τους από την Digitalis χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία καρδιακών διαταραχών.

καροτενοειδή (carotenoids) Ευθύγραμμα πολυένια, που διευθετούνται σαν μια τεθλασμένη επίπεδη αλυσίδα και διαθέτουν ένα σύστημα επαναλαμβανόμενων συζυγών διπλών δεσμών —CH=CH—CCH3=CH—. Οι πορτοκαλόχρωμες αυτές

χρωστικές λειτουργούν ως χρωστικές της κεραίας και ως φωτοπροστατευτικοί παράγοντες.

καροτενοειδής πρωτεΐνη (carotenoid protein) Πρωτεΐνη με ένα προσδεδεμένο μόριο καροτενοειδούς. Για παράδειγμα, η πορτοκαλόχρωμη καροτενοειδής πρωτεΐνη.

καρπόδεση (fruit set) Η έναρξη της αύξησης του καρπού, που ακολουθεί την επικονίαση.

Κασπαρική λωρίδα (Casparian strip) Μία λωρίδα στα κυτταρικά τοιχώματα της ενδοδερμίδας η οποία είναι εμποτισμένη με την κηρώδη υδρόφοβη ουσία φελλίνη (σουβερίνη). Εμποδίζει την είσοδο του νερού και των διαλυμένων ουσιών στο ξυλώδες αγγειακό σύστημα μέσω του αποπλαστικού χώρου των ενδοδερμικών κυττάρων.

κασταστερόνη, CS (castasterone, CS) Ο βιοδραστικός, άμεσος πρόδρομος μεταβολίτης του βρασσινολιδίου.

καταβολή φυματίου (nodule primordium) Κύτταρα του φλοιού της ρίζας που όταν προσβληθούν από ριζόβιο αποδιαφοροποιούνται και αρχίζουν να διαιρούνται.

καταλάση (catalase) Ένζυμο που διασπά το υπεροξείδιο του υδρογόνου προς νερό. Σε μεγάλες ποσότητες μπορεί να σχηματίζει παρακρυσταλλικές δομές στα υπεροξεισώματα.

καταμερισμός (partitioning) Η διαφορική διανομή των φωτο-συνθετικών προϊόντων σε πολλαπλούς αποδέκτες εντός του φυτού.

καταπόνηση (stress) Οι δυσμενείς επιδράσεις αβιοτικών ή βιοτικών παραγόντων του εξωτερικού περιβάλλοντος στα φυτά. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται οι προσβολές, η έλλειψη ή η περίσσεια νερού, οι ακραίες θερμοκρασίες και η ανοξία. Μπορεί να μετρηθεί με διάφορους τρόπους, π.χ. επιβίωση, απόδοση καλλιέργειας, συσσώρευση βιομάζας, πρόσληψη CO2 κ.λπ.

καταπόνηση αλάτων (salt stress) Οι δυσμενείς επιδράσεις της περίσσειας αλάτων στα φυτά.

καταρράκτης κινασών MΑΡ (MAP kinase cascade, mitogen-activated protein kinase cascade) Η δέμευση ενός προσδέτη-σήματος που οδηγεί στη

Page 23: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-23

φωσφορυλίωση και ενεργοποίηση μιας σειράς κινασών.

καταρράκτης μεταγωγής σήματος (signal transduction cascade) Μοριακή διεργασία κατά την οποία η αρχική πρόσδεση ενός μοριακού σήματος μεταβάλλει διαδοχικά την ενεργότητα μιας σειράς πρωτεϊνών, ενισχύοντας (πολλαπλασιάζοντας) με τον τρόπο αυτό το αρχικό σήμα και τροποποιώντας τελικά την κυτταρική λειτουργία ή τη γονιδιακή δραστηριότητα.

καταστολέας 1 του bri1, BSU1 (bri1 suppressor 1, BSU1) Ειδική φυτική φωσφατάση σερίνης/θρεονίνης, η οποία, παρουσία βρασσινοστεροειδών, ενεργοποιείται από κινάσες σηματοδότησης των BR.

καταστολείς (repressors) Πρωτεΐνες οι οποίες είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με άλλες πρωτεΐνες καταστέλλουν την έκφραση ενός γονιδίου. Βλέπε μεταγραφικός παράγοντας.

καταφρακτικά κύτταρα (guard cells) Ένα ζεύγος εξειδικευμένων επιδερμικών κυττάρων που περιβάλλουν τον στοματικό πόρο και ρυθμίζουν το άνοιγμα και το κλείσιμο του πόρου.

κατευθυνόμενη διοχέτευση του φωτός (light channeling) Η μετάδοση μέρους του προσπίπτοντος φωτός σε φωτοσυνθετικά κύτταρα προς βαθύτερες περιοχές του φύλλου, μέσω των κεντρικών χυμοτοπίων των δρυφακτοειδών κυττάρων και των μεσοκυττάριων χώρων.

κατώτατη διεγερμένη στάθμη (lowest excited state) Η κατώτερη, από πλευράς ενέργειας, κατάσταση ηλεκτρονιακής διέγερσης στην οποία μεταπίπτει η χλωροφύλλη όταν, ευρισκόμενη σε υψηλότερη ενεργειακή στιβάδα, αποδίδει μέρος της ενέργειάς της προς το περιβάλλον ως θερμότητα.

κατώφλι μη αναστρέψιμης τάνυσης (yield threshold) Η ελάχιστη τιμή της πίεσης σπαργής, στην οποία ξεκινά η μετρήσιμη επέκταση του κυτταρικού τοιχώματος.

κβαντική απόδοση (quantum yield) Ο λόγος της απόδοσης ενός συγκεκριμένου προϊόντος μιας φωτοχημικής διεργασίας προς τον συνολικό αριθμό των απορροφηθέντων φωτονίων.

κβάντουμ (quantum) Διακριτή (μη διαιρούμενη) ποσότητα ενέργειας που περιέχεται σε ένα φωτόνιο.

κεντρική ζώνη (central zone) Ένα κεντρικό σύνολο σχετικά μεγάλων, χυμοτοπιασμένων και αργά διαιρούμενων κυττάρων στο ακραίο μερίστωμα του βλαστού. Περιοχή συγκρίσιμη με το κέντρο ηρεμίας του μεριστώματος της ρίζας.

κεντρική περιοχή (middle region) Στο σφαιρικό στάδιο του εμβρύου, τα κύτταρα που προέρχονται από την κατώτερη τετράδα κυττάρων, τα οποία δίνουν γένεση στο υποκοτύλιο (εμβρυϊκό στέλεχος), στη ρίζα, και στις ακραίες περιοχές του μεριστώματος της ρίζας.

κεντρικός υποκινητής (core promoter) ή ελάχιστος υποκινητής (minimum promoter) Το ένα από τα δύο μέρη του ευκαρυωτικού υποκινητή το οποίο αποτελείται από την ελάχιστη ανοδική αλληλουχία που απαιτείται για τη γονιδιακή έκφραση.

κέντρο ηρεμίας, ΚΗ (quiescent center, QC) Κεντρική περιοχή του μεριστώματος της ρίζας, όπου τα κύτταρα διαιρούνται πιο αργά από τα γειτονικά κύτταρα που τα περιβάλλουν, ή δεν διαιρούνται καθόλου.

κεντρομέρος (centromere) Συμπιεσμένη περιοχή στα μιτωτικά χρωμοσώματα όπου σχηματίζεται ο κινητοχώρος και όπου προσαρτώνται οι ίνες της ατράκτου.

κετόζη (ketose) Σάκχαρο με ομάδα κετόνης στο άκρο του.

κινάσες (kinases) Ένζυμα που έχουν την ικανότητα να μεταφέρουν φωσφορικές ομάδες από την ΑΤΡ σε άλλα μόρια. Βλέπε πρωτεϊνικές κινάσες.

κινάσες σηματοδότησης των BR, BSK (BR-signaling kinase, BSK) Ένζυμα που μεταδίδουν το σήμα του βρασσινολιδίου, μέσω του κυτοπλάσματος, ενεργοποιώντας τη φωσφατάση BSU1, η οποία αποφωσφορυλιώνει και αδρανοποιεί τον καταστολέα BIN2.

κινάση της σφιγγοσίνης (sphingosine kinase) Ένζυμο που καταλύει τη φωσφορυλίωση της σφιγγοσίνης σε 1-φωσφορική σφιγγοσίνη μετά την ενεργοποίησή του από το ΑΒΑ

κινηματική (kinematics) Οι έννοιες

και οι αριθμητικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της κίνησης των υγρών σωματιδίων και των μεταβολών της μορφής των υγρών. Χρήσιμη για την ανάλυση της μεριστωματικής αύξησης.

κινησίνες (kinesins) Οι κινητήριες πρωτεΐνες που αλληλεπιδρούν με μικροσωληνίσκους για την κίνηση των οργανιδίων κατά την κυτοπλασματική ροή. Οι κινησίνες προσδένονται επίσης στους μικροσωληνίσκους της ατράκτου κατά την κυτταρική διαίρεση.

κινητήρια (κινούσα) δύναμη πρωτονίων (proton motive force, PMF, Δp) Το ενεργειακό αποτέλεσμα της ηλεκτροχημικής διαβάθμισης Η+ διά μέσου μιας μεμβράνης, εκφραζόμενο σε μονάδες ηλεκτρικού δυναμικού.

κινητίνη (kinetin) Ουσία η οποία αρχικά απομονώθηκε από αποστειρωμένο DNA σπέρματος ρέγγας και προωθεί ισχυρά την κυτταρική διαίρεση. Δεν είναι φυσική κυτοκινίνη. Χημικά, πρόκειται για ένα παράγωγο της αδενίνης (ή αμινοπουρίνης), την 6-φουρφουρυλαμινο-πουρίνη. Βλέπε ζεατίνη.

κινητοχώρος (kinetochore) Η θέση προσάρτησης των ινών της ατράκτου στο χρωμόσωμα, κατά την ανάφαση. Ο κινητοχώρος είναι δομή διαμορφωμένη σε στιβάδες, σχετίζεται με το κεντρομέρος και περιέχει πρωτεΐνες συνδεδεμένες με μικροσωληνίσκους και κινησίνες που συμβάλλουν στον αποπολυμερισμό και τη βράχυνση των μικροσωληνίσκων των κινητοχώρων.

κινναμωμικό οξύ (cinnamic acid) Φαινυλοπροπανοειδές προερχόμενο από το αμινοξύ φαινυλαλανίνη, ένα σημαντικό ενδιάμεσο στη βιοσύνθεση πολλών φαινολικών ενώσεων.

κινόνη (quinone) Μικρό, μη πολικό μόριο που διαχέεται εύκολα στη μη πολική περιοχή της μεμβράνης. Μπορεί να αναχθεί προς υδροκινόνη.

κλαθρίνη (clathrin) Πρωτεΐνες που διαθέτουν μία ιδιαίτερη τρισκελή δομή και συγκροτούν αυθόρμητα κλωβούς μεγέθους 100 nm που περιβάλλουν μικρά κυστίδια που προέρχονται από ενδοκύτωση στην πλασματική μεμβράνη ή άλλες διεργασίες κυτταρικής διακίνησης.

κλιμακτήριος (climacteric) Σημαντική αύξηση της αναπνοής που συμβαίνει

Page 24: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-24 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

κατά την έναρξη της ωρίμανσης όλων των καρπών των οποίων η ωρίμανση επάγεται από το αιθυλένιο καθώς και κατά τη διεργασία της γήρανσης των αποκομμένων φύλλων και ανθέων.

κλιματικοί παράγοντες (climatic factors) Παράγοντες του κλίματος που επηρεάζουν φυσιολογικές διαδικασίες και στους οποίους περιλαμβάνονται τα αέρια της ατμόσφαιρας, η φωτεινή ακτινοβολία, η θερμοκρασία, η βροχόπτωση και ο άνεμος.

κλωνοποίηση βάσει χαρτογράφησης (map-based cloning) Τεχνική η οποία χρησιμοποιεί τη γενετική ανάλυση των απογόνων των διασταυρώσεων ανάμεσα σε ένα μετάλλαγμα και ένα φυτό αγρίου τύπου, για τον προσδιορισμό του σημείου της μεταλλαγής σε ένα μικρό τμήμα του χρωμοσώματος, το οποίο στη συνέχεια μπορεί να αλληλουχηθεί.

κοκκιώδες (ΚΕΔ) ή αδρό EΔ (rough ER) Το ενδοπλασματικό δίκτυο που φέρει συνδεδεμένα ριβοσώματα.

κόκκοι δημητριακών (cereal grains) ‘Σπέρματα’ αγρωστωδών αποτελούμενα από το διπλοειδές έμβρυο, το τριπλοειδές ενδοσπέρμιο και το συντηγμένο κέλυφος που περιλαμβάνει το σπερματικό περίβλημα και το περικάρπιο.

κολεόπτιλο (coleoptile) Μεταμορφωμένο φύλλο που καλύπτει και προστατεύει τα νεαρά πρωτογενή φύλλα αγρωστώδους αρτιβλάστου που αυξάνεται μέσα στο έδαφος. Η αντίληψη του μονόπλευρου φωτισμού, ειδικά του κυανού, από την κορυφή του κολεοπτίλου έχει ως αποτέλεσμα την ασύμμετρη αύξηση και την κύρτωση που οφείλεται στην άνιση κατανομή της αυξίνης στη φωτισμένη και στη σκιασμένη πλευρά.

κολλέγχυμα (collenchyma) Εξειδικευμένο παρέγχυμα με ακανόνιστη πάχυνση των πρωτογενών, πλούσιων σε πηκτίνες, κυτταρικών τοιχωμάτων που λειτουργεί στηρικτικά σε αυξανόμενα τμήματα του στελέχους ή του φύλλου.

κολχικίνη (colchicine) Ουσία που καταστρέφει τους μικροσωληνίσκους και εμποδίζει την κυτταρική διαίρεση.

κορυφαία κυριαρχία Βλέπε επάκρια κυριαρχία.

κορυφαία περιοχή (apical region) Στο σφαιρικό έμβρυο των σπερματοφύτων, τα κύτταρα που προέρχονται από την ανώτερη τετράδα κυττάρων. Δίνει γένεση στις κοτυληδόνες και το ακραίο μερίστωμα του βλαστού.

κορυφαίο κύτταρο (apical cell) Στα πτεριδόφυτα και άλλα πρωτόγονα αγγειόφυτα, το μοναδικό αρχικό ή βλαστικό κύτταρο των ριζών και βλαστών που δίνει γένεση σε όλα τα άλλα κύτταρα του οργάνου. Στην εμβρυογένεση των αγγειοσπέρμων, το μικρότερο, κυτταροπλασματικά πλούσιο κύτταρο που σχηματίζεται από την πρώτη διαίρεση του ζυγώτη.

κορυφαίο τμήμα βλαστού (shoot apex) Αποτελείται από το ακραίο μερίστωμα του βλαστού και τις πιο πρόσφατα σχηματισμένες καταβολές των φύλλων (όργανα που προέρχονται από το ακραίο μερίστωμα).

κρίσιμη πίεση οξυγόνου (COP) Η μερική πίεση του οξυγόνου κατά την οποίαν αρχίζει να παρατηρείται πτώση της αναπνευστικής δραστηριότητας λόγω των ανεπαρκών επιπέδων Ο2.

κρίσιμη συγκέντρωση (ενός θρεπτικού) (critical concentration of a nutrient) Το ελάχιστο περιεχόμενο ενός ανόργανου θρεπτικού σε έναν φυτικό ιστό το οποίο συσχετίζεται με μέγιστη αύξηση ή απόδοση.

κρίσιμο μήκος σκοτοπεριόδου (critical night length) Η ελάχιστη διάρκεια της νύκτας που απαιτείται για την επαγωγή της άνθισης σε ένα βραχυήμερο φυτό ή για την αναστολή της άνθισης σε ένα μακροήμερο.

κρίσιμο μήκος φωτοπεριόδου (critical day length) Η ελάχιστη διάρκεια της ημέρας (φωτοπεριόδου) που απαιτείται για την άνθιση ενός μακροήμερου φυτού. Αντίστροφα, η μέγιστη τιμή ημέρας που επιτρέπει την άνθιση ενός βραχυήμερου φυτού. Ωστόσο, η έρευνα έχει δείξει ότι είναι η διάρκεια της νύκτας και όχι η διάρκεια της ημέρας που καθορίζει τη φωτοπεριοδική απόκριση. Βλέπε κρίσιμο μήκος νύκτας.

κρυπτοχρώματα CRY1, CRY2 (cryptochromes) Φλαβοπρωτεΐνες που εμπλέκονται στην αναστολή της επιμήκυνσης του στελέχους και άλλες αποκρίσεις του κυανού φωτός.

κρυσταλλικός (crystalline) Αναφέρεται σε στερεά με εξαιρετικά κανονική και

επαναλαμβανόμενη γεωμετρική μορφή.

κυανιούχο ανιόν (cyanide) Αναστολέας του συμπλόκου IV και ενζύμων που περιέχουν αίμη.

κυανογόνοι γλυκοζίτες (cyanogenic glycosides) Αζωτούχες, μη αλκαλοειδείς προστατευτικές ενώσεις που αποικοδομούνται, όταν συνθλίβεται το φυτό, για να σχηματίσουντο τοξικό αέριο υδροκυάνιο.

κύβος άγαρ (agar block) Ημιστερεός κύβος άγαρ που χρησιμοποιείται ως δότης ή δέκτης αυξίνης σε επαφή με έναν φυτικό ιστό. Χρησιμοποιήθηκε σε μελέτες πολικής μεταφοράς της αυξίνης.

κυκλική ροή ηλεκτρονίων (cyclic electron flow) Η μεταφορά των ηλεκτρονίων από τους δέκτες του φωτοσυστήματος Ι, μέσω του κυτοχρωματικού συμπλόκου b6f, πίσω στο P700, σε σύζευξη με την άντληση πρωτονίων μέσα στον μικροχώρο ρων θυλακοειδών. Αυτή η ροή ηλεκτρονίων ενεργοποιεί τη σύνθεση ATP αλλά δεν περιλαμβάνει οξείδωση του νερού ή αναγωγή του NADP+.

κυκλίνες (cyclins) Ρυθμιστικές πρωτεΐνες σχετιζόμενες με Cdk. Παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση του κυτταρικού κύκλου.

κυκλινο-εξαρτώμενες πρωτεϊνικές κινάσες, Cdk (cyclin-dependent protein kinases, Cdk) Πρωτεϊνικές κινάσες που ρυθμίζουν τη μετάβαση από τη φάση G1 στην S, και από την G2 στη μίτωση, κατά τον κυτταρικό κύκλο.

κυκλοαρτενόλη (cycloartenol) Ο άμεσος βιοχημικός πρόδρομος όλων των φυτικών στεροειδών, δημιουργείται από το σκουαλένιο μετά από μια σειρά συμπυκνώσεων του δακτυλίου.

κυκλοεξιμίδιο (cycloheximide) Αναστέλλει την ευκαρυωτική πρωτεϊνοσύνθεση στα 80S ριβοσώματα, αλλά δεν εμποδίζει την πρωτεϊνοσύνθεση στους προκαρυωτικούς οργανισμούς, στα μιτοχόνδρια ή στους χλωροπλάστες.

κύκλος Calvin-Benson (Calvin-Benson cycle) Η βιοχημική οδός αναγωγής του CO2 προς υδατάνθρακες. Ο κύκλος συντελείται σε τρία στάδια: την καρβοξυλίωση της 1,5-διφωσφορικής ριβουλόζης από το ατμοσφαιρικό CO2 (καταλύεται από την rubisco), την αναγωγή του

Page 25: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-25

Λ

σχηματισθέντος 3-φωσφογλυκερικού προς φωσφοτριόζη (καταλύεται από την κινάση του 3-φωσφογλυκερικού και την αφυδρογονάση της NADP-3-φωσφογλυκεραλδεΰδης) και την αναγέννηση της 1,5-διφωσφορικής ριβουλόζης διά μέσου της συνδυασμένης δράσης δέκα ενζυμικών αντιδράσεων.

κύκλος Krebs (Krebs cycle) Βλέπε κύκλος του κιτρικού οξέος.

κύκλος Q (Q cycle) Μηχανισμός οξείδωσης της πλαστοϋδροκινόνης στους χλωροπλάστες και της ουβιυδροκινόνης στα μιτοχόνδρια.

κύκλος ξανθοφυλλών (xanthophyll cycle) Η αλληλομετατροπή βιολαξανθίνης και ζεαξανθίνης μέσω του ενδιάμεσου ανθηροξανθίνη. Η ζεαξανθίνη συσσωρεύεται σε σε συνθήκες περίσσειας ενέργειας.

κύκλος του κιτρικού οξέος ή κύκλος του Krebs ή κύκλος των τρικαρβοξυλικών οξέων(citric acid cycle, Krebs cycle, tricarboxylic acid cyle) Κύκλος αντιδράσεων που εντοπίζεται στο στρώμα των μιτο-χονδρίων και καταλύει την οξείδωση του πυροσταφυλικού προς CO2. Κατά τη διεργασία παράγονται ATP και NADH.

κύκλος τρικαρβοξυλικών οξέων (tricarboxylic acid cycle) Βλέπε κύκλος κιτρικού οξέος.

κυστίδιο (vesicle) Στη βιολογία κυττάρου, ένα μικρό σφαιρικό διαμέρισμα, που περικλείεται από μεμβράνη και λειτουργεί στην ενδοκυτταρική μεταφορά των διαλυμένων ουσιών ή των μεμβρανών από το ένα μέρος του κυττάρου στο άλλο. Τα κυστίδια προέρχονται από συστατικά του ενδομεμβρανικού συστήματος, όπως το ενδοπλασμικό δίκτυο, η συσκευή Golgi ή η πλασματική μεμβράνη, μέσω μίας διεργασίας ‘εκβλάστησης’ και αποκοπής.

κυστώδεις-δενδριώδεις μυκορριζικοί μύκητες (vesicular-arbiscular mycorrhizal fungi) Βλέπε δενδριώδεις μυκορριζικοί μύκητες.

κυτοδιάλυμα ή θεμελιώδες κυτόπλασμα (cytosol) Η κολλοειδής, υγρή φάση του κυτοπλάσματος που περιλαμβάνει τις διαλυτές ουσίες αλλά όχι και τις υπερμοριακές δομές, όπως τα ριβοσώματα και τα συστατικά του κυτοσκελετού.

κυτοκίνηση (cytokinesis) Στα φυτικά κύτταρα, η διεργασία που ακολουθεί την πυρηνική διαίρεση και δημιουργεί την κυτταρική πλάκα, μία πρόδρομη δομή του τοιχώματος, που θα διαχωρίσει τους δύο θυγατρικούς πυρήνες.

κυτοκινίνες (cytokinins) Ενώσεις με πολλές αναπτυξιακές επιδράσεις στα φυτά, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η γήρανση των φύλλων, η κινητοποίηση των θρεπτικών, η ακραία κυριαρχία, ο σχηματισμός και η δραστηριότητα των ακραίων μεριστωμάτων του βλαστού, η ανθική ανάπτυξη, η άρση του ληθάργου των οφθαλμών και η φύτρωση των σπερμάτων. Οι κυτοκινίνες διαμεσολαβούν σε πολλές φωτορρυθμιζόμενες διεργασίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η ανάπτυξη και ο μεταβολισμός των χλωροπλαστών και η επέκταση των φύλλων και των κοτυληδόνων. Μπορούν να υφίστανται σε ελεύθερες ή δεσμευμένες μορφές. Λειτουργικά ορίζονται ως ενώσεις με βιολογικές ενεργότητες παρόμοιες με αυτές της trans-ζεατίνης.

κυτοπλασματική αρρενοστειρότητα, cms (cytoplasmic male sterility, cms) Χαρακτήρας των φυτών που οφείλεται σε μεταλλαγές του mtDNA με αποτέλεσμα να μη σχηματίζεται βιώσιμη γύρη.

κυτοπλασματική Η+-ΑΤΡάση (plasma membrane H+-ATPase, P-ATPase) Μία Ρ-ΑΤΡάση που μεταφέρει Η+ διά μέσου της κυτοπλασματικής μεμβράνης.

κυτοπλασματική ροή (cytoplasmic streaming) Η συντονισμένη κίνηση σωματιδίων και οργανιδίων στο κυτοδιάλυμα.

κυτόρρυση (cytorrhysis) Η κατάρρευση του φυτικού κυτταρικού τοιχώματος και η επακόλουθη συρρίκνωση του κυττάρου, ως αποτέλεσμα της απώλειας νερού.

κυτοσκελετός (cytoskeleton) Tρισδιάστατο δίκτυο νηματωδών πρωτεϊνικών σχηματισμών του κυτοδιαλύματος. Αποτελείται από πολικά μικρονημάτια ακτίνης και μικροσωληνίσκους σωληνίνης. Συμβάλλει στην οργάνωση και πολικότητα των οργανιδίων και των κυττάρων κατά την αύξηση.

κυτοχαλασίνη Β (cytochalasin B)

Ουσία που καταστρέφει τα νημάτια της ακτίνης.

κυτόχρωμα c (cytochrome c) Ένα περιφερειακό κινητό συστατικό της μιτοχονδριακής αλυσίδας μεταφοράς ηλεκτρονίων που οξειδώνει το σύμπλοκο III και ανάγει το σύμπλοκο IV.

κυτόχρωμα f (cytochrome f) Μέλος του πρωτεϊνικού συμπλόκου κυτοχρωμάτων b6f, που παίζει ρόλο στη μεταφορά ηλεκτρονίων μεταξύ των φωτοσυστημάτων Ι και ΙΙ.

κυτοχρωματικές P450 μονοοξυγονάσες, CYP (cytochrome P450 monooxygenases, CYPs) Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για έναν μεγάλο αριθμό σχετικών, αλλά διακριτών, μεικτής λειτουργίας οξειδωτικών ενζύμων που εντοπίζονται στο ενδοπλασματικό δίκτυο. Οι CYP συμμετέχουν σε πληθώρα οξειδωτικών διεργασιών, όπως στα βιοσυνθετικά βήματα των γιββερελλινών και των βρασσινοστεροειδών.

κύτταρα δεσμικού κολεού (bundle sheath cells) Κύτταρα με χλωροπλάστες που βρίσκονται στα φυτά C4 αλλά όχι στα C3.

κύτταρα μεσοφύλλου (mesophyll cells) Φωτοσυνθετικά κύτταρα στο μεσόφυλλο των φυτών C3 και C4.

κυτταρική αφυδάτωση (cellular dehydration) Η απώλεια νερού από τα κύτταρα, που έχει ως αποτέλεσμα την ελάττωση της πίεσης σπαργής και συνεπώς και του κυτταρικού όγκου.

κυτταρικό τοίχωμα (cell wall) Η άκαμπτη, εξωτερική κυτταρική δομή (εξωτερικά της πλασματικής μεμβράνης) που στηρίζει, συνδέει και προστατεύει το κύτταρο. Αποτελείται από κυτταρίνη και άλλους πολυσακχαρίτες καθώς και πρωτεΐνες. Βλέπε επίσης πρωτογενή κυτταρικά τοιχώματα και δευτερογενή κυτταρικά τοιχώματα.

κώδικας των ιστονών (histone code) Το σύνολο των ομοιοπολικών τροποποιήσεων που ευνοεί είτε τον σχηματισμό της ετεροχρωματίνης είτε της ευχρωματίνης.

λείο ΕΔ, ΛEΔ (smooth ER) Το ενδοπλασματικό δίκτυο που στερείται ριβοσωμάτων και πους συνήθως αποτελείται από σωληνοειδή.

Page 26: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-26 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Μ

λεκτίνες (lectins) Αμυντικές πρωτεΐνες των φυτών που προσδένονται σε υδατάνθρακες. Επίσης, πρωτεΐνες που περιέχουν υδατάνθρακες και οι οποίες, όταν καταναλωθούν, αναστέλλουν την πέψη στα φυτοφάγα.

λευκοπλάστες (leucoplasts) Πλαστίδια που στερούνται χρωστικών. Ο πλέον σημαντικός τύπος λευκοπλάστη είναι ο αμυλοπλάστης.

λήθαργος (dormancy) Κατάσταση ‘διαβίωσης’ κατά την οποία η αύξηση έχει ανασταλεί ενώ επικρατούν συνθήκες που φυσιολογικά είναι ευνοϊκές για την αύξηση

λήθαργος σπερμάτων (seed dormancy) Η κατάσταση κατά την οποία το σπέρμα δεν φυτρώνει παρόλο που υπάρχουν όλες οι απαραίτητες περιβαλλοντικές συνθήκες. Ο λήθαργος των σπερμάτων προκαλεί μία παροδική καθυστέρηση της φύτρωσης, καθυστέρηση η οποία αφενός προσφέρει επιπλέον χρόνο για τη διασπορά των σπερμάτων σε μεγαλύτερες αποστάσεις και αφετέρου επιτρέπει την ακριβή χρονοθέτηση της φύτρωσης στις άριστες συνθήκες για το συγκεκριμένο είδος.

λιγάση Ε3 (E3 ligase) Μία πρωτεΐνη που προσδένει μόρια (‘ετικέτες’) ουβικιτίνης σε πρωτεΐνες που στοχεύονται προς αποικοδόμηση από το 26S πρωτεάσωμα.

λιγάση της ουβικιτίνης, Ε3 (ubiquitin ligase, Ε3) Ένζυμα, σύμπλοκα SCF, τα οποία αποτελούν μέλος της οδού ουβικιτίνωσης. Προσδένονται σε πρωτεΐνες που πρόκειται να αποικοδομηθούν. Κατάλοιπα λυσίνης στην Ε3 συνδέονται με το σύζευγμα ουβικιτίνης και ενζύμου Ε2.

λιγνίνη ή ξυλίνη (lignin) Έντονα διακλαδισμένο φαινολικό πολυμερές, με πολύπλοκη δομή αποτελούμενη από φαινυλοπροπανοειδείς αλκοόλες που μπορεί να συνδέονται με κυτταρίνες και πρωτεΐνες. Εναποτίθεται στα δευτερογενή κυτταρικά τοιχώματα και προσθέτει δομική σταθερότητα, επιτρέποντας την κατακόρυφη αύξηση και τη μεταφορά μέσω του ξυλώματος υπό αρνητική πίεση. Η λιγνίνη έχει επίσης σηματικές αμυντικές λειτουργίες.

λιμονοειδή (limonoids) Αντιφυτοφάγα τριτερπένια (30 άτομα άνθρακα) που δίνουν στα εσπεριδοειδή πικρή γεύση.

λιποσώματα (lipid bodies) Βλέπε ελαιοσώματα.

λόγος Bowen Ο λόγος της μεταφοράς θερμότητας προς τον περιβάλλοντα χώρο προς την απώλεια θερμότητας μέσω εξάτμισης, δηλαδή των δύο σημαντικότερων μηχανισμών που ρυθμίζουν τη θερμοκρασία των φύλλων.

λόγος σταθερών ισοτόπων του άνθρακα (carbon isotope ratio) Ο λόγος 13C/12C των ισοτόπων του άνθρακα, όπως μετράται με φασματοσκοπία μάζας.

λυτικά χυμοτόπια (lytic vacuoles) Οργανίδια ανάλογα των ζωικών λυσοσωμάτων. Απελευθερώνουν υδρολυτικά ένζυμα που αποικοδομούν κυτταρικά συστατικά κατά τη διάρκεια της γήρανσης.

μαζική ροή (mass flow) Η συντονισμένη, μαζική κίνηση των μορίων, συχνότατα ως απόκριση σε μία διαβάθμιση πίεσης.

μακροβραχυήμερα φυτά, ΜΒΗΦ (long-short-day plants, LSDP) Φυτά που ανθίζουν μόνο όταν μία περίοδος με μακρές ημέρες ακολουθείται από βραχείες ημέρες.

μακροήμερα φυτά, ΜΗΦ (long-day plants, LDP) Φυτά που ανθίζουν μόνο σε ημέρες μεγαλύτερες από μία κρίσιμη τιμή (ποιοτικώς ΜΗΦ, qualitative LDP) ή που η άνθισή τους επιταχύνεται στις συνθήκες αυτές (ποσοτικώς ΜΗΦ, quantitative LDP).

μακροθρεπτικά (macronutrients) Τα ανόργανα στοιχεία που προσλαμβάνονται από το έδαφος και βρίσκονται στους φυτικούς ιστούς σε συγκεντρώσεις συνήθως μεγαλύτερες από 30 µmol g–1 ξηρής μάζας. Άζωτο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο, φωσφόρος, θείο, πυρίτιο.

μαρασμός (wilting) Απώλεια της ‘ακαμπτης’, σταθερής μορφής φυτού ή φυτικού οργάνου, οφειλόμενη στην ελάττωση (μέχρι μηδενισμού) της πίεσης σπαργής.

μασχάλη (axil) Η περιοχή σύνδεσης της κάτω επιφάνειας του φύλλου με το στέλεχος του βλαστού. Η συνήθης θέση ενός μασχαλιαίου οφθαλμού.

μασχαλιαίοι οφθαλμοί (axillary buds) Δευτερογενή μεριστώματα που σχηματίζονται στις μασχάλες των

φύλλων. Μπορεί να είναι βλαστητικά μεριστώματα, οπότε διαθέτουν το ίδιο αναπτυξιακό δυναμικό με το βλαστητικό ακραίο μερίστωμα. Μπορεί επίσης να σχηματίζουν άνθη, όπως στις ταξιανθίες. Βλέπε πλάγιος οφθαλμός.

μέγεθος αποδέκτη (sink size) Η συνολική μάζα του αποδέκτη.

μέγιστη κβαντική απόδοση (maximum quantum yield) Ο λόγος του φωτοσυνθετικού προϊόντος (π.χ. μόρια CO2 που δεσμεύονται) προς τον αριθμό των απορροφώμενων φωτονίων σε έναν φωτοσυνθετικό ιστό. Στη γραφική απεικόνιση της εξάρτησης του φωτοσυνθετικού τάχους από τη ροή φωτονίων, η κβαντική απόδοση προκύπτει από την κλίση του ευθύγραμμου τμήματος της καμπύλης.

μεθυλίωση (methylation) Η χημική προσθήκη μεθυλομάδων που οδηγεί στην αλλαγή της δομής ή της λειτουργίας. Μία κοινή τροποποίηση των καταλοίπων κυτοσίνης στο DNA.

μεθωρίμανση (after-ripening) Μέθοδος άρσης του ληθάργου των σπερμάτων μέσω της αποθήκευσης σε θερμοκρασία περιβάλλοντος και σε ξηρή ατμόσφαιρα, συνήθως για αρκετούς μήνες.

μερίστωμα δευτεροταγούς ταξιανθίας (secondary inflorescence meristems) Τα μεριστώματα ταξιανθιών που αναπτύσσονται από τους μασχαλιαίους οφθαλμούς των φύλλων του ανθοφόρου στελέχους.

μερίστωμα πρωτοταγούς ταξιανθίας (primary inflorescence meristem) Το μερίστωμα που παράγει άνθη στο ανθοφόρο στέλεχος. Σχηματίζεται από το ακραίο μερίστωμα του βλαστού.

μερίστωμα ταξιανθίας (inflorescence meristem) Παράγει φύλλα στο στέλεχος και μεριστώματα ταξιανθίας στις μασχάλες των φύλλων, καθώς και βράκτεια και ανθικά μεριστώματα στις μασχάλες των βρακτείων. Δεν παράγει απευθείας ανθικά όργανα.

μεριστώματα (meristems) Εντοπισμένες περιοχές συνεχών κυτταροδιαιρέσεων, οι οποίες κάνουν δυνατή την αύξηση κατά τη μεταεμβρυϊκή ανάπτυξη.

μεριστωματική ζώνη (meristematic zone) Περιοχή στο ακρόρριζο που περιέχει το μερίστωμα από όπου

Page 27: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-27

δημιουργείται το κυρίως σώμα της ρίζας. Εντοπίζεται πάνω από την καλύπτρα της ρίζας.

μεριστωματοειδή (meristemoids) Μικρές επιφανειακές ομάδες διαιρούμενων κυττάρων που δίνουν γένεση σε δομές όπως τριχίδια ή στόματα.

μέση πλάκα (middle lamella) Λεπτό στρώμα από υλικό πλούσιο σε πηκτίνες, στην περιοχή επαφής δύο γειτονικών κυττάρων. Προέρχεται από την κυτταρική πλάκα που σχηματίζεται κατά την κυτταρική διαίρεση.

μεσόφαση (interphase) Το σύνολο των φάσεων G1, S και G2 στον κύκλο της κυτταρικής διαίρεσης.

μεσόφυλλο (mesophyll) Ιστός του φύλλου μεταξύ της άνω και κάτω επιδερμίδας, αποτελούμενος από δρυφακτοειδές (πασαλώδες) παρέγχυμα και σπογγώδες μεσόφυλλο (παρέγχυμα).

μεταβολή φάσης (phase change) Το φαινόμενο κατά το οποίο οι τύχες των μεριστωματικών κυττάρων τροποποιούνται έτσι ώστε να παράγονται διαφορετικοί τύποι δομών.

μεταβολικός πλεονασμός (metabolic redundancy) Αναφέρεται σε ένα κοινό χαρακτηριστικό του φυτικού μεταβολισμού, όπου δηλαδή διάφορες οδοί εξυπηρετούν την ίδια λειτουργία και μπορούν επομένως να αντικαταστήσουν η μία την άλλη χωρίς φαινομενικές επιπτώσεις.

μεταβολισμός της ζύμωσης (fermentative metabolism) Ο μεταβολισμός του πυροσταφυλικού απουσία οξυγόνου, που οδηγεί στην οξείδωση του NADH, το οποίο παράγεται στη γλυκόλυση, προς NAD+. Επιτρέπει την παραγωγή ΑΤΡ από τη γλυκόλυση απουσία οξυγόνου. Βλέπε επίσης αλκοολική ζύμωση και ζύμωση γαλακτικού οξέος.

μεταγραφή (transcription) Η διεργασία κατά την οποία η αλληλουχία βάσεων του DNA αντιγράφεται (μεταγράφεται) σε ένα μόριο RNA.

μεταγραφική ρύθμιση (transcriptional regulation) Το επίπεδο της ρύθμισης που καθορίζει εάν και πότε μεταγράφεται το DNA προς RNA.

μεταγραφικοί παράγοντες (transcription factors) Πρωτεΐνες που αλληλεπιδρούν με στοιχεία του

υποκινητή στο DNA και διαμορφώνουν τη γονιδιακή έκφραση (στο επίπεδο της μεταγραφής RNA).

μεταγωγή σήματος (signal transduction) Μία ακολουθία διεργασιών μέσω των οποίων ένα εξωκυτταρικό σήμα (τυπικά το φως, μία ορμόνη ή ένας νευροδιαβιβαστής) αλληλεπιδρά με έναν υποδοχέα στην επιφάνεια του κυττάρου, προκαλώντας μεταβολή στο επίπεδο ενός δεύτερου αγγελιαφόρου και τελικά αλλαγή στην κυτταρική λειτουργία.

μεταθετά στοιχεία (transposable elements) Στοιχεία (τμήματα) DNA τα οποία μετακινούνται ή αντιγράφονται από μία θέση του γονιδιώματος σε άλλη.

μετακίνηση (translocation) Η διακίνηση των προϊόντων της φωτοσύνθεσης μέσα στο φλοίωμα, από τις πηγές στους αποδέκτες.

μεταλλάγματα αναισθησίας στο αιθυλένιο (ethylene-insensitive mutants) Μεταλλάγματα που δεν αποκρίνονται στο αιθυλένιο. Στην Arabidopsis, τα υψηλά αρτίβλαστα που προεξέχουν πάνω από τα κοντά αρτίβλαστα που δείχνουν την τυπική τριπλή απόκριση, όταν αναπτύσσονται παρουσία αιθυλενίου.

μεταλλάγματα ιδιοσυστατικής απόκρισης στο αιθυλένιο (constitutive ethylene response mutants) Μεταλλάγματα που δείχνουν την τριπλή απόκριση του αιθυλενίου απουσία εξωγενούς αιθυλενίου. Βλέπε μετάλλαγμα ctr.

μετα-μεταγραφική ρύθμιση (post-transcriptional regulation) Μετά τη μεταγραφή, ο έλεγχος της γονιδιακής έκφρασης μέσω της μεταβολής της σταθερότητας του mRNA ή της αποδοτικότητας της μετάφρασης.

μετατοπιστές ή θέσεις μετατόπισης (translocons) Δίαυλοι, με εσωτερική πρωτεϊνική επένδυση, στο κοκκιώδες ενδοπλασματικό δίκτυο που σχηματίζουν συνδέσεις με υποδοχείς ΣΑΣ (SRP) και έτσι επιτρέπουν σε πρωτεΐνες που έχουν συντεθεί στα ριβοσώματα να εισέλθουν στον μεσομεμβρανικό χώρο του ΕΔ.

μετάφαση (metaphase) Στάδιο της μίτωσης κατά το οποίο ο πυρηνικός φάκελος διασπάται και τα συμπυκωμένα χρωμοσώματα διατάσσονται στο μέσον του κυττάρου.

μεταφορά (transport) Μετακίνηση μορίων ή ιόντων από μία περιοχή σε μία άλλη. Μπορεί να περιλαμβάνει τη διέλευση μέσω ενός εμποδίου (φραγμού) διάχυσης, όπως μία ή περισσότερες μεμβράνες.

μεταφορά ενέργειας μέσω συντονισμού ή μεταφορά παλμού (fluorescence resonance energy transfer) Ο φυσικός μηχανισμός σύμφωνα με τον οποίο προωθείται η ενέργεια διέγερσης, χωρίς εκπομπή ακτινοβολίας, από την απορροφώσα το φως χρωστική, προς το κέντρο αντίδρασης.

μεταφορά μεγάλων αποστάσεων στο φλοίωμα (long-distance phloem transport) Η μέσω του αγωγού ιστού (φλοιώματος) μεταφορά από την πηγή στον αποδέκτη.

μεταφορά μικρών αποστάσεων (short-distance transport) Μεταφορά σε απόσταση μόνο δύο έως τριών κυττάρων. Συμβαίνει κατά τη φόρτωση του φλοιώματος, όταν τα σάκχαρα κινούνται από το μεσόφυλλο προς την περιοχή των μικρότερων νεύρων του φύλλου-πηγή, και κατά την εκφόρτωση του φλοιώματος, όταν τα σάκχαρα κινούνται από τα νεύρα στα κύτταρα του αποδέκτη.

μεταφορέας ADP/ATP (ADP/ATP transporter) Πρωτεΐνη που καταλύει την αντιμεταφορά (ανταλλαγή) ADP και ATP διά μέσου της εσωτερικής μεμβράνης του μιτοχονδρίου.

μεταφορικά ή μεταγωγά κύτταρα (transfer cells) Ένας τύπος συνοδών κυττάρων, παρόμοιων με τα τυπικά συνοδά κύτταρα, αλλά με δακτυλόμορφες εγκολπώσεις του κυτταρικού τοιχώματος που αυξάνουν πολύ την επιφάνεια της πλασματικής μεμβράνης, αυξάνοντας έτσι την ικανότητα μεταφοράς των διαλυμένων ουσιών διά μέσου της μεμβράνης από τον αποπλάστη.

μετάφραση (translation) Η διαδικασία κατά την οποία συντίθεται μία συγκεκριμένη πρωτεΐνη, σύμφωνα με την πληροφορία που είναι κωδικοποιημένη στην αλληλουχία του mRNA.

μη αναστρέψιμη τάνυση ή εκτατική παραμόρφωση (yielding) Μακροπρόθεσμα, η μη αντιστρεπτή επέκταση του τοιχώματος, ιδιότητα

Page 28: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-28 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

χαρακτηριστική των αυξανόμενων (επεκτεινόμενων) κυττάρων. Σχεδόν απούσα σε μη επεικτεινόμενα τοιχώματα.

μη βαρυτροπικά μεταλλάγματα (agravitropic mutants) Μεταλλάγματα που δεν αποκρίνονται στη βαρύτητα. Χρήσιμα για την κατανόηση του μηχανισμού του βαρυτροπισμού.

μη κλιμακτηριακοί καρποί (nonclimacteric fruits) Καρποί, όπως τα εσπεριδοειδή και τα σταφύλια, που δεν εμφανίζουν αυξημένη κυτταρική αναπνοή και παραγωγή αιθυλενίου κατά την ωρίμανση, αντίθετα προς τους κλιμακτηριακούς καρπούς.

μη Μενδελική (non-Mendelian) Πρότυπο κληρονόμησης που δεν υπακούει στους νόμους του Mendel. Βλέπε μητρική κληρονομικότητα.

μη πρωτεϊνικά αμινοξέα (nonprotein amino acids) Αμινοξέα που δεν απαντώνται σε πρωτεΐνες, απαντούν όμως ελεύθερα στα φυτικά υγρά και μπορούν να δρουν ως αμυντικές ενώσεις.

μη φωτοχημική απόσβεση (nonphotochemical quenching) Η απόσβεση της ενέργειας διέγερσης της χλωροφύλλης, που θα μπορούσε να εκπεμφθεί σαν φθορισμός, μέσω διεργασιών που δεν περιλαμβάνουν τη φωτοχημεία - η μετατροπή της περίσσειας ενέργειας διέγερσης σε θερμότητα.

μήκος κύματος (wavelength) Μονάδα μέτρησης που χαρακτηρίζει την ενέργεια του φωτός. Η απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών κορυφών του κύματος. Στην ορατή περιοχή του φάσματος το μήκος κύματος αντιστοιχεί σε ένα χρώμα.

μηλικό ένζυμο (malic enzyme) Καταλύει την οξείδωση του μηλικού προς πυροσταφυλικό, επιτρέποντας στα φυτικά μιτοχόνδρια να οξειδώνουν το μηλικό ή το κιτρικό προς CO2, χωρίς την εμπλοκή του πυροσταφυλικού που παράγεται στη γλυκόλυση.

μητρική κληρονομικότητα (maternal inheritance) Μη Μενδελικό πρότυπο κληρονόμησης, κατά το οποίο οι απόγονοι λαμβάνουν γονίδια μόνο μητρικής προέλευσης.

μικρά παρεμβαλλόμενα RNA, siRNA (short interfering RNA, siRNA)

Μόρια RNA τα οποία είναι δομικά και λειτουργικά αρκετά παρόμοια με τα miRNA και οδηγούν επίσης στην επαγωγή του μονοπατιού της παρεμβολής του RNA.

μικροRNA, miRNA (microRNA, miRNA) Μικρού μήκους RNA (21-24 nt) τα οποία διαθέτουν δίκλωνες δομές μίσχου-βρόχου και συμμετέχουν στην παρεμβολή του RNA.

μικροδορυφόροι (microsatellites) Ομάδα ετεροχρωματινικών διάσπαρτων επαναλήψεων, οι οποίες αποτελούνται από μικρού μήκους αλληλουχίες (ακόμη και δύο νουκλεοτιδίων) και επαναλαμβάνονται εκατοντάδες ή και χιλιάδες φορές. Επίσης γνωστές και ως απλές επαναλαμβανόμενες αλληλουχίες.

μικροθρεπτικά (micronutrients) Ανόργανα στοιχεία που προσλαμβάνονται από το έδαφος και βρίσκονται στους φυτικούς ιστούς σε συγκεντρώσεις συνήθως μικρότερες από 3 µmol g–1 ξηρής μάζας. Χλώριο, σίδηρος, βόριο, μαγγάνιο, νάτριο, ψευδάργυρος, χαλκός, νικέλιο, μολυβδαίνιο.

μικροσυστοιχία (microarray) Τεχνική που χρησιμοποιεί ένα στερεό υπόστρωμα στο οποίο τοποθετούνται χιλιάδες αλληλουχίες DNA, αντιπροσωπευτικές μεμονωμένων γονιδίων ενός συγκεκριμένου είδους. Όλα τα γονίδια στη συστοιχία μπορούν να διερευνηθούν σε ένα μοναδικό πείραμα, αυξάνοντας πολλαπλάσια την αποδοτικότητα της γονιδιακής ανάλυσης σε σύγκριση με τις κλασικές μεθόδους.

μικροσωληνίσκος (microtubule) Συστατικό του κυτοσκελετού από σωληνίνη, μέρος της μιτωτικής ατράκτου και συντελεστής του προσανατολισμού των μικροϊνιδίων κυτταρίνης του κυτταρικού τοιχώματος.

μικροσωμάτια (microbodies) Ομάδα σφαιρικών οργανιδίων που περιβάλλονται από μία στοιχειώδη μεμβράνη και είναι εξειδικευμένα για να επιτελούν μία συγκεκριμένη μεταβολική λειτουργία, όπως η β-οξείδωση των λιπαρών οξέων και ο μεταβολισμός του γλυοξυλικού οξέος (στα υπεροξεισώματα και στα γλυοξυσώματα, αντίστοιχα).

μικροχώρος (lumen) Η κοιλότητα ή ο χώρος στο εσωτερικό μεταξύ

των θυλακοειδών μεμβρανών του χλωροπλάστη.

μιτοχόνδρια (mitochondria) Οργανίδια που αποτελούν την έδρα των περισσότερων αντιδράσεων της λειτουργίας της αναπνοής στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς.

μιτοχονδριακό DNA, mtDNA (mitochondrial DNA, mtDNA) Βλέπε μιτοχονδριακό γονιδίωμα.

μιτοχονδριακό γονιδίωμα (mitochondrial genome) Το DNA που βρίσκεται στα φυτικά μιτοχόνδρια. Αποτελείται από περίπου 200 έως 2000 kb και είναι πολύ μεγαλύτερο των αντίστοιχων γονιδιωμάτων σε ζώα και μύκητες. Τα μιτοχονδριακά γονίδια κωδικοποιούν πλήθος πρωτεϊνών απαραίτητων για την κυτταρική αναπνοή.

μίτωση (mitosis) Η σταδιακή κυτταρική διεργασία κατά την οποία τα διπλασιασμένα χρωμοσώματα διαμοιράζονται στα θυγατρικά κύτταρα που σχηματίζονται με την κυτοκίνηση.

μιτωτική άτρακτος (mitotic spindle) Η μιτωτική δομή που εμπλέκεται στην κίνηση των χρωμοσωμάτων. Σχηματίζεται με πολυμερισμό μονομερών α- και β-σωληνίνης που προέρχονται από την αποδιοργάνωση της προ-προφασικής ζώνης κατά την αρχή της μετάφασης.

μονάδες ισοπρενίου (isoprene units) Ομάδες αποτελούμενες από πέντε άτομα άνθρακα από τις οποίες συντίθενται τα τερπένια, οι γιββερελλίνες και άλλα φυσικά φυτικά προϊόντα.

μονήρες οξυγόνο (singlet oxygen, 1O2*) Εξαιρετικά δραστική και βλαπτική μορφή οξυγόνου, η οποία δημιουργείται από την αντίδραση της διεγερμένης χλωροφύλλης με μοριακό οξυγόνο. Προκαλεί βλάβες σε συστατικά του κυττάρου και ιδιαίτερα στα λιπίδια.

μονογονική κληρονομικότητα (uniparental inheritance) Μορφή κληρονομικότητας που εμφανίζουν τα μιτοχόνδρια και τα πλαστίδια. Οι απόγονοι της φυλετικής αναπαραγωγής κληρονομούν οργανίδια από έναν μόνο γονέα.

μονοκαρπική γήρανση (monocarpic senescence) Η γήρανση ολόκληρου του φυτού (στα μονοκαρπικά φυτά, μετά

Page 29: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-29

Ν

από έναν μόνο κύκλο αναπαραγωγής), η οποία αρχίζει με την ανάπτυξη των καρπών και σπερμάτων. Μπορεί να αποφευχθεί με τη συνεχή αφαίρεση των ανθέων.

μονοξείδιο του αζώτου, ΝΟ (nitric oxide, ΝΟ) Αέριο που δρα ως δευτερογενής αγγελιαφόρος σε πολλά σηματοδοτικά μονοπάτια, στα ζώα και στα φυτά. Συντίθεται από το αμινοξύ αργινίνη με το ένζυμο ΝΟ συνθάση (πράγμα όμως που δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί στα φυτά).

μονοπάτι της παρεμβολής του RNA, RNAi (RNA interference, RNAi) Μία RNA-εξαρτώμενη διεργασία γονιδιακής σίγασης, η οποία ελέγχεται από το RNA-επαγόμενο σύμπλοκο σίγασης (RISC) και ξεκινά από μικρά δίκλωνα μόρια RNA στο κυτόπλασμα του κυττάρου.

μονοσωμίες (monosomies) Τύπος ανευπλοειδίας κατά την οποία απουσιάζει μόνο ένα χρωμόσωμα ενός συγκεκριμένου είδους.

μονοτερπένια (monoterpenes) Τερπένια με 10 άτομα άνθρακα, δηλαδή δύο μονάδες ισοπρενίου (5 άτομα C η κάθε μία).

μοντέλο ABC (ABC model) Μοντέλο που περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τα ανθικά ομοιωτικά γονίδια ελέγχουν τον σχηματισμό οργάνων στα άνθη. Σύμφωνα με το μοντέλο η ταυτότητα οργάνου σε κάθε σπονδύλωμα καθορίζεται από έναν μοναδικό συνδυασμό των τριών γονιδιακών δραστηριοτήτων ταυτότητας οργάνων.

μοντέλο παγίδευσης πολυμερών (polymer-trapping model) Ένα μοντέλο που εξηγεί την εξειδικευμένη συσσώρευση σακχάρων στα ηθμώδη στοιχεία των ειδών που φορτώνουν συμπλαστικά.

μοντέλο πίεσης-ροής (pressure-flow model) Ευρέως αποδεκτό μοντέλο της μεταφοράς στο φλοίωμα των αγγειοσπέρμων. Δηλώνει ότι η μεταφορά διά μέσου των ηθμωδών στοιχείων ωθείται από τη διαβάθμιση πίεσης μεταξύ πηγής και αποδέκτη. Η διαβάθμιση πίεσης παράγεται ωσμωτικά και έχει ως αποτέλεσμα τη φόρτωση στην πηγή και την εκφόρτωση στον αποδέκτη.

μοντέλο της χρονικής σύμπτωσης (coincidence model) Μοντέλο της άνθισης στα φωτοπεριοδικά φυτά,

σύμφωνα με το οποίο ο ημερήσιος ταλαντωτής ελέγχει τη χρονοθέτηση της φωτο-ευαίσθητης και της φωτο-αδιάφορης φάσης κατά τη διάρκεια του 24ώρου κύκλου.

μοντέλο του ρευστού μωσαϊκού (fluid-mosaic model) Η κοινή μοριακή δομή (από λιπίδια και πρωτεΐνες) όλων των βιολογικών μεμβρανών. Αποτελούνται από μία διπλοστιβάδα πολικών λιπιδίων (φωσφολιπιδίων ή, στην περίπτωση των χλωροπλαστών, γλυκοζυλογλυκεριδίων) με ένα εσωτερικό υδρόφοβο και ρευστό τμήμα. Μεμβρανικές πρωτεΐνες βρίσκονται βυθισμένες στη διπλοστιβάδα και μπορούνταν να κινούνται πλευρικά (στο εσωτερικό της μεμβράνης), χάρη στη ρευστότητα της μεμβράνης.

μορφογένεση (morphogenesis) Οι βιολογικές διεργασίες που οδηγούν στον σχηματισμό μιας βιολογικής μορφής.

μορφογόνα ή μορφογενετικά μόρια (morphogens) Στα ζώα, οι ενώσεις που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην παροχή μηνυμάτων θέσης σε ορισμένους τύπους θεσο-εξαρτώμενης ανάπτυξης.

μυκήλιο (mycelium) Το σύνολο των υφών που σχηματίζει το σώμα ενός μύκητα.

μυκόρριζες (mycorhrizae) Η συμβιωτική (αμοιβαία επωφελής) σχέση συγκεκριμένων μυκήτων με τις ρίζες των φυτών. Διευκολύνει την πρόσληψη των ανόργανων θρεπτικών από τις ρίζες. Βλέπε επίσης δενδριώδεις μυκορριζικοί μύκητες.

μυοσίνες (myosins) Μεγάλη οικογένεια κινητήριων πρωτεϊνών στα ευκαρυωτικά κύτταρα. Στα φυτά, οι ‘κινητήρες’ των μυοσινών είναι υπεύθυνοι για τις κινήσεις των οργανιδίων κατά μήκος της τροχιάς των μικροσωληνίσκων.

νεκροτροφικά (necrotrophic) Ο όρος αναφέρεται σε παθογόνα που προσβάλλουν το φυτό ξενιστή και προκαλούν το θάνατο κυττάρων και ιστών, εκκρίνοντας πεπτικά ένζυμα του κυτταρικού τοιχώματος ή/και τοξίνες, που προκαλούν βαθιές τομές και στη συνέχεια τον θάνατο του φυτού.

νέκρωση (necrosis) Τύπος κυτταρικού θανάτου.

νεκρωτικές κηλίδες (necrotic lesions)

Περιοχές μέσα σε ένα όργανο, στις οποίες τα κύτταρα πεθαίνουν, ενώ οι γύρω ιστοί παραμένουν ζωντανοί.

νεκρωτικές κηλίδες (necrotic spots) Μικρές κηλίδες νεκρού ιστού του φύλλου. Για παράδειγμα, ένα χαρακτηριστικό της τροφοπενίας φωσφόρου.

νέκταρ (nectar) Σακχαρούχο υγρό που παράγεται σε ειδικούς αδένες ορισμένων ανθέων και προσελκύει έντομα-επικονιαστές. Μερικές φορές περιέχει και αμινοξέα καθώς και άλλες αζωτούχες ενώσεις.

νημάτιο προσβολής (infection thread) Μία εσωτερική σωληνοειδής προέκταση της πλασματικής μεμβράνης των ριζικών τριχιδίων μέσω της οποίας τα ριζόβια διεισδύουν στα κύτταρα του φλοιού της ρίζας.

νηματοειδής ακτίνη ή F-ακτίνη (F-actin, filamentous actin) Η μορφή της ακτίνης στο πολυμερισμένο μικρονημάτιο, που σχηματίζεται από μονομερή G-ακτίνης.

νιτρική αναγωγάση ή νιτρική ρεδουκτάση (nitrate reductase) Ένζυμο που ανάγει τα νιτρικά (NO3

– ) προς νιτρώδη (NO2

–). Καταλύει το πρώτο βήμα κατά το οποίο το νιτρικό που απορροφάται από τις ρίζες αφομοιώνεται σε οργανική μορφή.

νιτρώδης αναγωγάση (nitrite reductase) Το ένζυμο που ανάγει τα νιτρώδη (NO2

–) προς αμμωνιακά (NH4+).

νοηματικό RNA (sense RNA) RNA ικανό να μεταφρασθεί σε λειτουργική πρωτεΐνη. Βλέπε αντινοηματικό DNA.

νόμος της αμοιβαιότητας (law of reciprocity) Η αντίστροφη σχέση ανάμεσα στη φωτεινή ένταση (mol m–2 s–1) και στη διάρκεια της έκθεσης στον φωτισμό, χαρακτηριστική πολλών φωτοχημικών αντιδράσεων καθώς και αρκετών αναπτυξιακών αποκρίσεων των φυτών στο φως. Η ολική φωτεινή ενέργεια εξαρτάται από δύο παράγοντες: τη φωτεινή ένταση και τη διάρκεια του φωτισμού. Ένας σύντομος φωτισμός μπορεί να είναι δραστικός εάν η ένταση είναι μεγάλη. Αντίστροφα, αμυδρός φωτισμός απαιτεί μεγάλη διάρκεια έκθεσης. Αναφέρεται επίσης και ως Νόμος Bunsen-Roscoe.

νουκλεόσωμα (nucleosome) Δομή που αποτελείται από οκτώ πρωτεϊνικά

Page 30: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-30 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Ο

Ξ

μόρια ιστονών, γύρω από τα οποία περιελίσσεται DNA.

Ν-συνδεδεμένη γλυκοπρωτεΐνη (N-linked glycoprotein) Γλυκάνη συνδεδεμένη σε ένα άτομο Ν μιας πρωτεΐνης. Σχηματίζεται με τη μεταφορά μιας γλυκάνης 14 σακχάρων (από τη διφωσφορική δολιχόλη της μεβράνης του ΕΔ) σε ένα νεοσχηματιζόμενο πολυπεπτίδιο, καθώς αυτό εισέρχεται στον αυλό του ΕΔ.

νυκτερινή διακοπή (night break) Διακοπή της σκοτοπεριόδου από σύντομο φωτισμό που καθιστά ολόκληρη τη σκοτοπερίοδο φωτοπεριοδικά ανενεργό.

νυκτοναστία (nyctinasty) Κινήσεις ύπνου των φύλλων. Τα φύλλα εκτείνονται οριζόντια (κάθετα προς το φως) στη διάρκεια της ημέρας και διπλώνουν το ένα με το άλλο κατακόρυφα, στη διάρκεια της νύκτας.

ξανθοξίνη (xanthoxin) Ενδιάμεσος μεταβολίτης στη βιοσυνθετική οδό του αποκοπτικού οξέος (ABA) και ουδέτερος αναστολέας της αύξησης, με φυσιολογικές ιδιότητες παρόμοιες του ABA.

ξανθοφύλλες (xanthophylls) Κατηγορία καροτενοειδών, που αποτελείται από οξειδωμένες μορφές καροτενίων. Εμπλέκονται στη μη φωτοχημική απόσβεση. Η ξανθοφύλλη ζεαξανθίνη σχετίζεται με την κατάσταση απόσβεσης της ενέργειας του φωτοσυστήματος II, ενώ η βιολαξανθίνη με τη μη αποσβένουσα κατάσταση.

ξηρασία (drought) Χρονική περίοδος κατά την οποία επικρατεί ανεπαρκής διαθεσιμότητα νερού (είτε μέσω των βροχοπτώσεων είτε μέσω της άρδευσης) και έχει ως αποτέλεσμα να παρατηρείται έλλειψη νερού στα φυτά.

ξυλάνη (xylan) Πολυμερές της πεντόζης ξυλόζη.

ξυλογλυκάνη (xyloglucan) Ημικυτταρίνη με σκελετό μονάδων γλυκόζης συνδεδεμένων με(1→4)-β-D-γλυκοζιδικούς δεσμούς και μικρές πλευρικές αλυσίδες που περιέχουν ξυλόζη, γαλακτόζη και μερικές φορές φυκόζη. Είναι η πλέον άφθονη ημικυτταρίνη στα πρωτογενή τοιχώματα των περισσοτέρων φυτών (στα αγρωστώδη είναι λιγότερο άφθονη).

ξύλωμα (xylem) Ο αγγειακός ιστός που μεταφέρει νερό και ιόντα από τη ρίζα στα άλλα μέρη του φυτού.

οδηγοί νέκταρος (nectar guides) Σε άνθη, συμμετρικά σχέδια με ραβδώσεις, κηλίδες ή συγκεντρικούς κύκλους που σχηματίζονται από φλαβονόλες και άλλες ενώσεις προκειμένου να προσελκύσουν και προσανατολίσουν τα έντομα-επικονιαστές.

οδός ανθεκτική στα κυανιούχα ανιόντα (cyanide-resistant pathway) Βλέπε εναλλακτική οδός.

οδός της φωσφορικής μεθυλερυθριτόλης, MEP (methylerythritol phosphate [MEP] pathway] Λειτουργεί στον χλωροπλάστη και σε άλλα πλαστίδια. Η οδός συνθέτει διφωσφορικό ισοπεντενύλιο από ενδιάμεσους μεταβολίτες της γλυκόλυσης ή του φωτοσυνθετικού κύκλου αναγωγής του άνθρακα.

οδός του μεβαλονικού οξέος (mevalonic acid pathway) Οι αντιδράσεις με τις οποίες τρία μόρια ακέτυλο-CoA ενώνονται διαδοχικά για να σχηματίσουν μεβαλονικό οξύ, έναν ενδιάμεσο μεταβολίτη στη βιοσυνθετική οδό των τερπενίων.

οδός του σικιμικού οξέος (shikimic acid pathway) Αντιδράσεις που μετατρέπουν απλές πρόδρομες ενώσεις υδατανθράκων σε αρωματικά αμινοξέα (φαινυλαλανίνη, τυροσίνη και τρυπτοφάνη).

οδός φωσφορικών πεντοζών ή παρέκκλιση της μονοφωσφορικής εξόζης (pentose phosphate pathway, hexose monophosphate shunt) Βιοχημική οδός που διεξάγεται στο κυτοδιάλυμα και στα πλαστίδια κατά την οποία οξειδώνεται η γλυκόζη και παράγονται NADPH καθώς και διάφορα φωσφορικά σάκχαρα.

οικογένεια πρωτεϊνών-φορέων αυξίνης PIN (PIN family of auxin carrier proteins) Οικογένεια μεμβρανικών πρωτεϊνών-φορέων, οι οποίες μεταφέρουν αυξίνη. Μία ομάδα μικρού μήκους πρωτεϊνών PIN φαίνεται πως είναι αρχέγονες και πως ρυθμίζουν την κίνηση της αυξίνης προς και από το ΕΔ. Μία δεύτερη ομάδα των PIN εντοπίζεται στην πλασματική μεμβράνη και ρυθμίζει τις πολικές ροές της

αυξίνης. Διαφορετικοί ιστοί έχουν και διαφορετικές πρωτενες PIN.

ολοδυναμία (totipotency) Στα διαφοροποιημένα κύτταρα, η διατήρηση πλήρους γενετικής ικανότητας για την ανάπτυξη ενός ολόκληρου, κανονικού φυτού.

ολομεμβρανικές (ή διαμεμβρανικές) πρωτεΐνες (integral proteins) Πρωτεΐνες βυθισμένες στη λιπιδική διπλοστιβάδα. Η πλειονότητα των ολομεμβρανικών πρωτεϊνών διατρέχει όλο το πλάτος της διπλοστιβάδας, έτσι ώστε ένα τμήμα της πρωτεΐνης να αλληλεπιδρά με το εξωτερικό περιβάλλον του κυττάρου, ένα άλλο με το υδρόφοβο εσωτερικό της μεμβράνης και ένα τρίτο με το κυτοδιάλυμα.

ολοπρωτεΐνη (holoprotein) Ενεργός πρωτεΐνη που αποτελείται από ένα πρωτεϊνικό τμήμα (αποπρωτεΐνη) συνδεδεμένο με ένα μικρότερο μόριο, όπως ένα χρωμοφόρο.

οξειδάσες της αποκοπτικής αλδεΰδης, AAO (abscisic aldehyde oxidases, AAO) Ένζυμα που καταλύουν το τελικό βήμα της βιοσύνθεσης του αποκοπτικού οξέος.

οξειδάση των κυτοκινινών (cytokinin oxidase) Ένζυμο που ανενεργοποιεί τις κυτοκινίνες, απομακρύνοντας το τμήμα ισοπρενίου από την αδενίνη ή τα παράγωγά της.

οξειδωτική καταπόνηση (oxidative stress) Ένα σήμα ή μία αιτία γήρανσης που προκαλείται από δραστικές μορφές οξυγόνου.

οξειδωτική οδός των φωσφορικών πεντοζών (oxidative pentose phosphate pathway) Βλέπε οδός φωσφορικών πεντοζών.

οξειδωτική φωσφορυλίωση (oxidative phosphorylation) Μεταφορά ηλεκτρονίων προς το οξυγόνο που διεξάγεται στη μιτοχονδριακή αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων και είναι συζευγμένη με τη σύνθεση ATP από ADP και φωσφορικό με τη δράση της ATP συνθάσης.

όξινη αύξηση (acid growth) Χαρακτηριστικό γνώρισμα των αυξανόμενων κυτταρικών τοιχωμάτων. Επεκτείνονται ταχύτερα σε όξινο pH παρά σε ουδέτερο.

οξυγονάσες (oxygenases) Ομάδα ενζύμων (π.χ. μονοοξυγονάσες,

Page 31: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-31

Π

διοξυγονάσες) που προσθέτουν οξυγόνο από το μοριακό οξυγόνο απευθείας σε οργανικές ενώσεις.

οργανικά λιπάσματα (organic fertilizers) Περιέχουν θρεπτικά στοιχεία που προέρχονται από φυσικές, οργανικές πηγές χωρίς συνθετικά πρόσθετα.

οργανογένεση (organogenesis) Ο σχηματισμός λειτουργικά οργανωμένων δομών (οργάνων) κατά την εμβρυογένεση.

οργανωτής πυρηνίσκου (nucleolar organizer) Περιοχές που συνδέονται με τον πυρηνίσκο, στον μεσοφασικό πυρήνα, στις οποίες ένα ή περισσότερα χρωμοσώματα με ριβοσωματικά RNA συγκεντρώνονται και μεταγράφονται.

ορθόδρομη μεταφορά (anterograde transport) Η κίνηση μεμβρανικών σακιδίων ή κυστιδίων προς την ‘κανονική’ κατεύθυνση (προς την πλασματική μεμβράνη).

οριακό στρώμα (boundary layer) Λεπτό στρώμα ακίνητου αέρα στην επιφάνεια του φύλλου. Η αντίστασή του στη διάχυση των υδρατμών είναι ανάλογη προς το πάχος του.

όριο αποκλεισμού λόγω μεγέθους (size exclusion limit) Το ανώτατο όριο του μεγέθους των μορίων, τα οποία μπορούν να μεταφερθούν μέσω του συμπλάστη. Καθορίζεται από το πλάτος του κυτοπλασματικού κυλίνδρου που περιβάλλει τον δεσμοσωληνίσκο στο κέντρο της πλασμοδέσμης.

ορμόνη (hormone) Οργανικό μόριο, το οποίο συνήθως (αλλά όχι πάντα) συντίθεται σε μία θέση του οργανισμού και μεταφέρεται σε μία άλλη, όπου επιφέρει, σε εξαιρετικά χαμηλές συγκεντρώσεις, σημαντικά αποτελέσματα στην αύξηση ή την ανάπτυξη. Βλέπε φυτορμόνη.

ουβικινόνη (ubiquinone) Ένας κινητός φορέας ηλεκτρονίων της μιτοχονδριακής αλυσίδας μεταφοράς ηλεκτρονίων. Χημικά και λειτουργικά παρόμοια με την πλαστοκινόνη της φωτοσυνθετικής αλυσίδας μεταφοράς ηλεκτρονίων.

ουβικιτίνη (ubiquitin) Μικρό πολυπεπτίδιο το οποίο προδένεται με ομοιοπολικούς δεσμούς σε πρωτεΐνες, μέσω του ενζύμου λιγάση του ουβικιτίνης, χρησιμοποιώντας

ενέργεια από ΑΤΡ. Λειτουργεί ως ‘ετικέτα’ αναγνώρισης από ένα μεγάλο πρωτεολυτικό σύμπλοκο, το πρωτεάσωμα.

ουβικιτίνωση (ubiquitination) Μία ακολουθία αντιδράσεων κατά την οποία προστίθεται μία μικρή πρωτεΐνη, η ουβικιτίνη, σε πρωτεΐνες που στοχοποιούνται για αποικοδόμηση στο πρωτεάσωμα.

όψιμα γονίδια (late genes) Βλέπε γονίδια δευτερογενούς απόκρισης.

παθητική μεταφορά (passive transport) Διάχυση διά μέσου μιας μεμβράνης. Η αυθόρμητη κίνηση μιας διαλυμένης ουσίας μέσω της μεμβρανης προς την κατεύθυνση του (ηλεκτρο)χημικού δυναμικού (από υψηλότερη προς χαμηλότερη τιμη). Καθοδική μεταφορά.

πακλοβουτραζόλη (paclobutrazol) Αναστολέας της βιοσύνθεσης των γιββερελλινών (γνωστός και με την εμπορική ονομασία Bonzi®). Αναστέλλει τις μονοοξυγονάσες P450, εμποδίζοντας τη σύνθεση της GA12-αλδεΰδης στο ΕΔ.

παλαιοπολυπλοειδή (paleopolyploids) Είδη τα οποία παρουσιάζουν ίχνη αρχαίων διπλασιασμών του γονιδιώματος που ακολουθούνται από την απώλεια DNA.

παράγοντες Nod (Nod factors) Ολιγοσακχαρίτες λιποχιτίνης. Δρουν ως μοριακά σήματα με δράση στην έκφραση γονιδίων κατά τη διάρκεια του σχηματισμού των αζωτοδεσμευτικών φυματίων. Όλοι οι παράγοντες nod έχουν έναν σκελετό χιτινο-β-1→4-συνδεδεμένης N-ακετυλο-d-γλυκοζαμίνης (με μήκος που κυμαίνεται από τρεις έως έξι μονάδες σακχάρων) και μία αλυσίδα λιπαρών οξέων στη θέση C-2 του μη αναγωγικού σακχάρου.

παράγοντες αλληλεπίδρασης με το φυτόχρωμα (phytochrome-interacting factors, PIF) Οικογένειες πρωτεϊνών που αλληλεπιδρούν με τα φυτοχρώματα και μπορεί να ενεργοποιούν ή καταστέλλουν τη γονιδιακή μεταγραφή. Μερικές από τις πρωτεΐνες αυτές είναι στόχοι φυτοχρωματικά διαμεσολαβούμενης αποικοδόμησης.

παράγοντες απόκρισης στην αυξίνη, ARF (auxin response factors,

ARFs) Οικογένεια πρωτεϊνών, οι οποίες ρυθμίζουν τη μεταγραφή εξειδικευμένων γονιδίων, που εμπλέκονται στις αποκρίσεις της αυξίνης. Οι ARF αναστέλλονται όταν συνδέονται με εξειδικευμένες πρωτεΐνες καταστολής Aux/IAA, οι οποίες αποικοδομούνται παρουσία αυξίνης.

παράγοντες πρόσδεσης στοιχείων με απόκριση στο ΑΒΑ (ABA Response Element Binding Factors, AREB/ABF) Ομάδα μεταγραφικών παραγόντων που ενεργοποιούνται με φωσφορυλίωση και διαμεσολαβούν την επίδραση του ΑΒΑ στη γονιδιακή έκφραση

παραηλιοτροπισμός (paraheliotropism) Κίνηση των φύλλων μακριά από την προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία (δηλαδή το έλασμα διευθετημένο παράλληλα προς τις ακτίνες).

παρακολούθηση της τροχιάς του ηλίου (solar tracking) Η κίνηση του ελάσματος ενός φύλλου στη διάρκεια μίας ημέρας, με τέτοιο τρόπο ώστε το επίπεδο έλασμα να τοποθετείται συνεχώς κάθετα προς τις ακτίνες του ηλίου.

παραστοματικά κύτταρα (subsidiary cells) Εξειδικευμένα επιδερμικά κύτταρα που συνοδεύουν τα καταφρακτικά κύτταρα και λειτουργούν μαζί τους στον έλεγχο του στοματικού ανοίγματος.

παρέκκλιση GABA (GABA shunt) Οδός συμπληρωματική του κύκλου του κιτρικού οξέος. Έχει την ικανότητα να παράγει και να αποικοδομεί το GABA.

παρέκκλιση της μονοφωσφορικής εξόζης (hexose monophosphate shunt) Βλέπε οδός φωσφορικών πεντοζών.

παρεμβόλιμο μερίστωμα (intercalary meristem) Μερίστωμα που βρίσκεται πιο κοντά στη βάση, παρά στο άκρο ενός βλαστού ή φύλλου, όπως στα αγρωστώδη.

παρθενοκαρπία (parthenocarpy) Η παραγωγή καρπών χωρίς γονιμοποίηση, που έχει ως αποτέλεσμα οι καρποί να στερούνται ώριμων λειτουργικών σπερμάτων. Απαντά φυσικά στη μπανάνα και τον ανανά.

πασσαλώδης ρίζα (tap root) Ο κύριος μοναδικός ριζικός άξονας από τον οποίο αναπτύσσονται πλευρικές ρίζες.

Page 32: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-32 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

περιβαλλοντικά ερεθίσματα (environmental cues) Περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως η μεταβολή του μήκους της ημέρας ή της θερμοκρασίας, που μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη των φυτών.

περίβλημα ή φάκελος (envelope) Το σύστημα διπλής μεμβράνης που περιβάλλει το χλωροπλάστη ή τον πυρήνα. Στην περίπτωση του πυρήνα, η εξωτερική μεμβράνη είναι συνέχεια του ενδοπλασματικού δικτύου.

περιβληματικός λήθαργος (coat-imposed dormancy) Λήθαργος που επιβάλλεται στο έμβρυο από το περίβλημα του σπέρματος ή άλλους εξωτερικούς ιστούς, όπως είναι το ενδοσπέρμιο, το περικάρπιο ή τα εξω-ανθικά όργανα.

περιθωριακά μεριστώματα (marginal meristems) Πολλαπλασιαστικοί ιστοί που γειτνιάζουν με διαφοροποιούμενους ιστούς στα άκρα των αναπτυσσόμενων οργάνων.

περικλινής (periclinal) Αναφέρεται στον προσανατολισμό της κυτταρικής διαίρεσης όταν τα νέα κυτταρικά τοιχώματα σχηματίζονται παράλληλα προς την εξωτερική επιφάνεια του ιστού.

περικλινής διαίρεση (periclinal division) κυτταρική διαίρεση παράλληλα προς την επιφάνεια ή τον κατά μήκος άξονα.

περικύκλιο (pericycle) Μεριστωματικά κύτταρα που αποτελούν το εξωτερικό στρώμα του αγγειώδους κυλίνδρου στον βλαστό ή στη ρίζα, εσωτερικά από την ενδοδερμίδα. Είναι εσωτερικός μεριστωματικός ιστός από τον οποίο παράγονται οι πλευρικές (πλάγιες) ρίζες.

περίοδος (period) Σε κυκλικά (ρυθμικά) φαινόμενα, ο χρόνος ανάμεσα σε δύο διαδοχικά, αντίστοιχα σημεία του κύκλου (όπως οι κορυφές ή οι κοιλάδες).

περίοδος επαγωγής (induction period) Η χρονική διάρκεια (επωαστική περίοδος) που μεσολαβεί από την πρόσληψη του σήματος έως την ενερ-γοποίηση της απόκρισης. Στον κύκλο Calvin-Benson, ο χρόνος που μεσολαβεί από την έναρξη του φωτισμού έως την πλήρη ενεργοποίηση του κύκλου.

περίσφιγξη (fission) Διεργασία με την οποία τμήματα μιας μεμβράνης διαχωρίζονται από την υπόλοιπη μεμβράνη, σχηματίζοντας κυστίδια.

περιφερειακές πρωτεΐνες (peripheral proteins) Πρωτεΐνες που προσδένονται στην επιφάνεια της μεμβράνης με μη ομοιοπολικούς δεσμούς, όπως ιοντικούς δεσμούς ή δεσμούς υδρογόνου.

περιφερειακή ζώνη (peripheral zone) Δακτυλιόμορφη περιοχή που περιβάλλει την κεντρική ζώνη του ακραίου μεριστώματος του βλαστού και η οποία αποτελείται από μικρά, ταχέως διαιρούμενα κύτταρα με υποτυπώδη χυμοτόπια. Στην περιφερειακή ζώνη σχηματίζονται οι καταβολές των φύλλων.

περιφερειακό κυτόπλασμα (cortical cytoplasm) Η εξωτερική περιοχή του κυτοπλάσματος, δίπλα στην πλασματική μεμβράνη.

πηγή (source) Οποιοδήποτε εξαγωγικό όργανο που μπορεί να παράγει φωτοσυνθετικά προϊόντα επιπλέον των δικών του αναγκών, π.χ. ένα ώριμο φύλλο ή ένα αποταμιευτικό όργανο. Αντιπαραβάλλεται με τον αποδέκτη.

πίεση σπαργής ή υδροστατική πίεση (turgor pressure, hydrostatic pressure) Σε ένα υγρό, η δύναμη ανά μονάδα επιφανείας. Στα φυτικά κύτταρα, η πίεση σπαργής ωθεί την πλασματική μεμβράνη προς το άκαμπτο κυτταρικό τοίχωμα και αποτελεί την δύναμη που προκαλεί την κυτταρική επέκταση.

πλάγιασμα (lodging) Η κύρτωση προς το έδαφος των στελεχών των δημητριακών, εξαιτίας του βάρους της υγρασίας που συλλέγεται από τους ώριμους στάχεις. Καθιστά αναποτελεσματική τη μηχανική συλλογή.

πλαίσια F (F-boxes) Πρωτεϊνικά μοτίβα που προωθούν τις αλληλεπιδράσεις πρωτεϊνών. Οι πρωτεΐνες F-box είναι συστατικά των συμπλεγμάτων της λιγάσης E3 της ουβικιτίνης.

πλαίσιο CAAT (CAAT box) Αλληλουχία νουκλεοτιδίων που εμπλέκεται στην έναρξη της μεταγραφής, στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς.

πλαίσιο GC (GC box) Αλληλουχία νουκλεοτιδίων που εμπλέκεται στην έναρξη της μεταγραφής, στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς.

πλαίσιο ΤΑΤΑ (ΤΑΤΑ box) Εντοπίζεται περίπου 25 με 35 bp ανοδικά του σημείου έναρξης της μεταγραφής, και συνίσταται απο την αλληλουχία

ΤΑΤΑΑΑ(Α) η οποία αποτελεί και τη θέση σχηματισμού του συμπλόκου έναρξης της μεταγραφής.

πλασμαλήμμα (plasmalemma) Βλέπε πλασματική μεμβράνη.

πλασματική μεμβράνη (plasma membrane) Μεμβράνη, που διαχωρίζει το κυτόπλασμα από το κυτταρικό τοίχωμα και μέσω αυτού από το εξωτερικό περιβάλλον Έχει ρευστή μωσαϊκή δομή, αποτελούμενη από πολικά λιπίδια (φωσφολιπίδια ή γλυκοζυλογλυκερίδια) και ενσωματωμένες πρωτεΐνες που δημιουργούν από κοινού την επιλεκτική διαπερατότητα της δομής αυτής.

πλασμοδέσμες (plasmodesmata, εν. plasmodesma) Μικροσκοπικοί δίαυλοι, εσωτερικά επενδεδυμένοι με μεβράνη, που συνδέουν γειτονικά κύτταρα διά μέσου του κυτταρικού τοιχώματος. Περιέχουν κυτόπλασμα και μία κεντρική ράβδο, τον δεσμοσωληνίσκο που προέρχεται από το ΕΔ. Επιτρέπουν την κίνηση μορίων από κύτταρο σε κύτταρο μέσω του συμπλάστη. Το μέγεθος του πόρου φαίνεται να ρυθμίζεται από σφαιρικές πρωτεΐνες, που επενδύουν την εσωτερική επιφάνεια του διαύλου, και τον δεσμοσωληνίσκο, επιτρέποντας τη διέλευση σχετικά μεγάλων σωματιδίων, στο μέγεθος ενός ιού.

πλαστίδια (plastids) Κυτταρικά οργανίδια που περιβάλλονται από διπλή μεμβράνη και συχνά περιέχουν ένα εκτεταμένο, εσωτερικό μεμβρανικό σύστημα. Επιτελούν διάφορες λειτουργίες: φωτοσύνθεση, αποθήκευση αμύλου, αποθήκευση χρωστικών και μετατροπές ενέργειας.

πλαστοκινόνη, PQ (plastoquinone, PQ) Μικρό, μη πολικό μόριο το οποίο διαχέεται ελεύθερα στο μη πολικό τμήμα της μεμβράνης του θυλακοειδούς και αναγόμενο μεταπίπτει σε πλαστοϋδροκινόνη. Κινητός φορέας ηλεκτρονίων που συνδέει το PSII με το PSI. Χημικά και λειτουργικά μοιάζει με την ουβικινόνη, η οποία μετέχει στη μιτοχονδριακή αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων.

πλαστοκυανίνη, PC (plastocyanin) Μικρού μοριακού βάρους (10.5 kDa), υδατοδιαλυτή πρωτεΐνη που περιέχει χαλκό και μεταφέρει ηλεκτρόνια από το κυτοχρωματικό σύμπλοκο b6f στην P700. Εντοπίζεται στον μικροχώρο των θυλακοειδών.

Page 33: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-33

πλαστοϋδροκινόνη, PQH2 (plastohydroquinone, PQH2) Η πλήρως ανηγμένη μορφή της πλαστοκινόνης.

πλάτος (amplitude) Σε έναν βιολογικό ρυθμό, η απόσταση ανάμεσα στο μέγιστο (κορυφή) και το ελάχιστο (κοιλάδα). Το πλάτος ενός ρυθμού μπορεί συχνά να ποικίλλει ενώ η περίοδος παραμένει αμετάβλητη.

πλειοτροπικό (pleiotropic) Αναφέρεται σε γονίδιο που έχει περισσότερες από μία (ενδεχομένως πολλές) φαινοτυπικές επιδράσεις.

πνευματοφόρα (pneumatophores) Δομές των φυτών οι οποίες προβάλλουν έξω από το νερό και παρέχουν μία αέρια οδό για τη διάχυση του οξυγόνου προς τις ρίζες, οι οποίες αναπτύσσονται μέσα στο νερό ή σε κεκορεσμένα με νερό (πλημυρισμένα) εδάφη

ποικιλοχρωμία (variegation) Μία κατάσταση κατά την οποία τα φύλλα εμφανίζουν σχέδια (τμήματα) λευκού και πράσινου χρώματος. Παράγονται από βλαστητικό διαχωρισμό και μπορεί να οφείλονται σε μεταλλαγές πυρηνικών, μιτοχονδριακών ή χλωροπλαστικών γονιδίων.

πολικά γλυκερολιπίδια (polar glycerolipids) Τα κύρια δομικά λιπίδια των μεμβρανών, στα οποία το υδρόφοβο τμήμα αποτελείται από δύο λιπαρά οξέα με 16 ή 18 άτομα άνθρακα που είναι εστεροποιημένα στις θέσεις 1 και 2 της γλυκερόλης.

πολική μεταφορά (polar transport) Κίνηση με καθορισμένη κατεύθυνση ενός μικρού μορίου, όπως είναι η αυξίνη, διά μέσου ενός φυτικού ιστού ή οργάνου.

πολικότητα (polarity) Αναφέρεται στα διαφορετικά άκρα και τις ενδιάμεσες περιοχές κατά μήκος ενός άξονα. Αρχίζοντας με τον μονοκύτταρο ζυγώτη, τη σταδιακή ανάπτυξη των διακριτών τμημάτων κατά μήκος δύο αξόνων: ενός ακρο-βασικού άξονα και ενός ακτινωτού άξονα.

πολυκυστιδιακό σωμάτιο (multivesicular body, MVB) Τύπος προχυμοτοπιακού διαμερίσματος, το οποίο λειτουργεί κατά την αποικοδόμηση των χυμοτοπίων και των μεμβρανών τους.

πολυπλοειδία (polyploidy) Κατάσταση κατά την οποία ένα είδος διαθέτει μία

ή περισσότερες πρόσθετες σειρές χρωμοσωμάτων.

Πράσινη Επανάσταση (Green Revolution) Η εισαγωγή νάνων ποικιλιών σιταριού και ρυζιού υψηλής απόδοσης στη Λατινική Αμερική και τη Νοτιοανατολική Ασία, κατά τη δεκαετία του 1960, με σκοπό την κάλυψη των αναγκών του αυξανόμενου ανθρώπινου πληθυσμού.

προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος, ΠΚΘ (programmed cell death, PCD) Διεργασία κατά την οποία μεμονωμένα κύτταρα ενεργοποιούν ένα ενδογενές πρόγραμμα γήρανσης, το οποίο συνοδεύεται από μια διακριτή σειρά μορφολογικών και βιοχημικών μεταβολών, παρόμοιων με αυτών της απόπτωσης στα θηλαστικά.

προθυλακοειδή ή προ-ελασματικά σωμάτια (prolamellar bodies) Περίπλοκα ημικρυσταλλικά πλέγματα μεμβρανικών σωληνοειδών που αναπτύσσονται σε πλαστίδια τα οποία δεν έχουν εκτεθεί στο φως (ωχροπλάστες).

προκάμβιο (procambium) Πρωτογενή μεριστωματικά κύτταρα που διαφοροποιούνται σε ξύλωμα, φλοίωμα και κάμβιο.

προκαρυωτική οδός (prokaryotic pathway) Η ακολουθία των αντιδράσεων για τη σύνθεση των γλυκερολιπιδίων, που διεξάγεται στον χλωροπλάστη.

προμετάφαση (prometaphase) Το αρχικό στάδιο της μετάφασης, κατά το οποίο η προ-προφασική ζώνη αποδιοργανώνεται και νέοι μικροσωληνίσκοι πολυμερίζονται για να σχηματίσουν τη μιτωτική άτρακτο.

προπλαστίδιο (proplastid) Τύπος ανώριμου ή μη διαφοροποιημένου πλαστιδίου που απαντά στους μεριστωματικούς ιστούς και μπορεί να μετατραπεί κατά την ανάπτυξη σε έναν άλλο εξειδικευμένο τύπο: χλωροπλάστη, αμυλοπλάστη ή χρωμοπλάστη.

προ-πρόφαση (preprophase) ή G2 φάση Στη μίτωση, το στάδιο ακριβώς πριν από την πρόφαση, κατά το οποίο οι G2 μικροσωληνίσκοι αναδιοργανώνονται πλήρως στη λεγόμενη προ-προφασική ζώνη.

προ-προφασική ζώνη μικροσωληνίσκων (preprophase

microtubule band) Δακτύλιος μικροσωληνίσκων και μικρονηματίων στο περιφερειακό κυτόπλασμα, ακριβώς πριν από την έναρξη της κυτταρικής διαίρεσης. Περιβάλλει τον πυρήνα και καθορίζει τη θέση του επιπέδου της κυτοκίνησης.

προσαξονικός (adaxial) Αναφέρεται στην επιφάνεια ή στην πλευρά ενός φυτικού οργάνου ή τμήματος που βρίσκεται πλησιέστερα στον άξονα πάνω στον οποίο προσαρτάται το όργανο ή τμήμα (για παράδειγμα, η πάνω επιφάνεια ενός φύλλου).

προσαξονικός-απαξονικός άξονας (adaxial-abaxial axis) Ο άξονας που συνδέει την προσαξονική με την απαξονική πλευρά ενός φυτικού οργάνου ή τμήματος (για παράδειγμα, από την πάνω προς την κάτω επιφάνεια ενός φύλλου).

προσαρμογή σε καταπόνηση (adaptation to stress) Κληρονομούμενη ανθεκτικότητα σε καταπονήσεις, η οποία αποκτάται μέσω της φυσικής επιλογής, με την πάροδο πολλών γενεών. Αντιπαραβάλλεται με την έννοια του εγκλιματισμού.

προσδεδεμένες πρωτεΐνες (anchored proteins) Πρωτεΐνες που προσδένονται στην επιφάνεια της μεμβράνης, σε λιπιδικά μόρια, με τα οποία συνδέονται ομοιοπολικά.

προσκεφάλαιο (pulvinus) Όργανο που βρίσκεται στην ένωση του μίσχου με το έλασμα του φύλλου. Η λειτουργία του στηρίζεται σε μεταβολές της πίεσης σπαργής των κυττάρων του και παρέχει τη μηχανική δύναμη για την κίνηση του φύλλου.

προσυστημίνη (prosystemin) Μεγάλη πρόδρομη πρωτεΐνη της οποίας η διάσπαση εκκινεί μια σειρά αντιδράσεων που οδηγούν στην ενεργοποίηση της βιοσύνθεσης και της συσσώρευσης ιασμονικού οξέος (JA).

πρότυποι οργανισμοί (model organisms) Οργανισμοί ιδιαίτερα προσιτοί και εύχρηστοι για έρευνα, οι οποίοι έτσι χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο διαφόρων υποθέσεων και προσφέρουν πληροφορίες για το σύνολο των ομοειδών οργανισμών.

πρόφαση (prophase) Το πρώτο στάδιο της μίτωσης (και της μείωσης) πριν από την αποδιοργάνωση και ενσωμάτωση του πυρηνικού φακέλου, κατά το

Page 34: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-34 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

οποίο η χρωματίνη συμπυκνώνεται και σχηματίζονται διακριτά χρωμοσώματα.

προχυμοτοπιακό διαμέρισμα (prevacuolar compartment) Μεμβρανικό διαμέρισμα αντίστοιχο προς το όψιμο ενδόσωμα των ζωικών κυττάρων όπου λαμβάνει χώρα διαλογή πριν από την παράδοση του φορτίου στο λυτικό χυμοτόπιο.

πρώιμα γονίδια (early genes) Βλέπε γονίδια πρωτογενούς απόκρισης.

πρώιμο ενδόσωμα (early endosome) Μικρό (100 nm) κυστίδιο που σχη-ματίζεται κατά την ενδοκύτωση. Στην αρχή καλύπτονται με κλαθρίνη που όμως χάνεται γρήγορα. Αποτελεί τμήμα του ενδομεμβρανικού συστήματος.

πρωτεάσωμα Βλέπε 26S πρωτεάσωμα

πρωτεΐνες 14-3-3 (14-3-3 proteins) Πρωτεΐνες που δεσμεύουν φωσφοσερίνη και ρυθμίζουν την ενεργότητα ενός μεγάλου εύρους στόχων μέσω άμεσων αλληλεπιδράσεων πρωτεΐνης-πρωτεΐνης. Οι πρωτεΐνες 14-3-3 αναγνωρίστηκαν για πρώτη φορά ως πρωτεΐνες του εγκεφάλου, όπου υπάρχουν σε μεγάλες ποσότητες, και πήραν το όνομά τους από τη θέση έκλουσής τους σε χρωματογραφία ανταλλαγής ιόντων και την κινητικότητά τους σε ηλεκτροφόρηση πηκτώματος αμύλου.

πρωτεΐνες Aux/IAA (Aux/IAA proteins) Οικογένεια βραχύβιων πρωτεϊνών μικρού μήκους, που συνδυάζονται με τις πρωτεΐνες TIR1/AFB, για να σχηματίσουν έναν πρωτογενή υποδοχέα αυξίνης. Η οικογένεια αυτή στην Arabidopsis ρυθμίζει την επαγόμενη από την αυξίνη έκφραση των γονιδίων, με πρόσδεση στην πρωτεΐνη ARF, η οποία είναι προσδεδεμένη στο DNA. Αν η συγκεκριμένη ARF είναι ένας μεταγραφικός ενεργοποιητής, η πρόσδεση των Aux/IAA καταστέλλει τη μεταγραφή αυτή.

πρωτεΐνες MYB (MYB proteins) Κατηγορία μεταγραφικών παραγόντων στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς. Στα φυτά, πρόκειται για μία υποκατηγορία μιας μεγάλης οικογένειας MYB, που εμπλέκεται στη σηματοδότηση GA (GAMYB).

πρωτεΐνες θερμικού σοκ ή θερμοεπαγόμενες πρωτεΐνες, HSP (heat shock proteins, HSPs) Μια ειδική κατηγορία πρωτεϊνών, των οποίων η

σύνθεση επάγεται από αιφνίδια αύξηση της θερμοκρασίας, καθώς επίσης και από άλλους παράγοντες οι οποίοι προκαλούν μετουσίωση πρωτεϊνών. Οι περισσότερες παρουσιάζουν χαρακτηριστικά πρωτεϊνών-συνοδών.

πρωτεΐνες καλύμματος (coat protein) Ειδικές πρωτεΐνες στην επιφάνεια των κυστιδίων που καθορίζουν την παράδοση των μεμβρανών και του περιεχομένου των κυστιδίων στο σωμάτιο Golgi ή στο ΕΔ. Οι COP1, COP2 και κλαθρίνη είναι πρωτεΐνες καλύμματος.

πρωτεΐνες κίνησης (movement proteins) Μη δομικές πρωτεΐνες, που κωδικοποιούνται από το γονιδίωμα του ιού και διευκολύνουν την κίνησή του μέσω του συμπλάστη.

πρωτεΐνες μεταφοράς (transport proteins) Διαμεμβρανικές πρωτεΐνες που εμπλέκονται στην κίνηση μορίων ή ιόντων από τη μία πλευρά της μεμβράνης στην άλλη.

πρωτεΐνες που προσδένονται σε ERE, EREBP (ERE-binding proteins, EREBPs) Πρωτεΐνες που προσδένονται σε νουκλεοτιδικές αλληλουχίες ERE.

πρωτεΐνες ρυθμιστές απόκρισης (response regulator proteins) Το ένα από τα δύο συστατικά των ρυθμιστικών συστημάτων δύο συστατικών που αποτελούνται από μία αισθητήρια κινάση ιστιδίνης και μία πρωτεΐνη ρυθμιστή απόκρισης.

πρωτεΐνες του συμπλόκου χλωροφύλλης a/b (chlorophyll a/b antenna proteins) Βλέπε πρωτεΐνες του φωτοσυλλεκτικού συμπλόκου.

πρωτεΐνες του φωτοσυλλεκτικού συμπλόκου, LHC πρωτεΐνες (light harvesting complex proteins, LHC proteins) Πρωτεΐνες των ευκαρυωτικών φωτοσυνθετικών οργανισμών, που δημιουργούν σύμπλοκα με χλωροφύλλες και συνδέονται με κάθε ένα από τα δύο φωτοσυστήματα. Είναι γνωστές επίσης και ως πρωτεΐνες του φωτοσυλλεκτικής κεραίας χλωροφυλλών a/b.

πρωτεΐνες τύπου PIF (PIF-like proteins, PIL) Πρωτεΐνες του πυρήνα που προσδένονται στο DNA και αλληλεπιδρούν επιλεκτικά με τα φυτοχρώματα στην ενεργό μορφή Pfr

πρωτεΐνη αποσύζευξης (uncoupling protein) Πρωτεΐνη η οποία αυξάνει τη διαπερατότητα της εσωτερικής μεμβράνης των μιτοχονδρίων στα πρωτόνια με αποτέλεσμα την ελάττωση της διατήρησης της ενέργειας.

πρωτεΐνη που αλληλεπιδρά με την BES1 τύπου Myc, 1, BIM1 (BES1-interacting Myc-like 1, BIM1) Μεταγραφικός παράγοντας που ενεργοποιεί τη μεταγραφή προσδενόμενος σε μία ειδική αλληλουχία DNA, που ονομάζεται Πλαίσιο Ε, η οποία βρίσκεται στους υποκινητές γονιδίων που επάγονται από τα βρασσινοστεροειδή και λειτουργεί ως στοιχείο απόκρισης σε βρασσινοστεροειδή.

πρωτεΐνη φορέας ακυλίου, ACP (acyl carrier protein, ACP) Μικρού μοριακού βάρους όξινη πρωτεΐνη,συστατικό της συνθάσης των λιπαρών οξέων, στην οποία είναι ενωμένες με ομοιοπολικό δεσμό οι αυξανόμενες ακυλο-αλυσίδες.

πρωτεϊνικές κινάσες (protein kinases) Ένζυμα που έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν φωσφορικές ομάδες από την ATP σε συγκεκριμένα αμινοξέα, όπως ιστιδίνη, σερίνη, θρεονίνη ή τυροσίνη, που βρίσκονται στο ίδιο το μόριο του ενζύμου ή σε άλλες πρωτεΐνες. Έχουν σημαντικούς ρόλους στη ρύθμιση των ενζύμων, τη γονιδιακή έκφραση και τη μεταγωγή σήματος.

πρωτεϊνικές φωσφατάσες (protein phosphatases) Ένζυμα που αφαιρούν ρυθμιστικές φωσφορικές ομάδες από πρωτεΐνες. Έχουν σημαντικούς ρόλους στη ρύθμιση των ενζύμων, τη γονιδιακή έκφραση και τη μεταγωγή σήματος.

πρωτεϊνικές φωσφατάσες κλάσης ΑΒΙ (ABI-class protein phosphatases) Ένζυμα που αλληλεπιδρούν με πρόσδεση σε πολλές άλλες πρωτεΐνες στο κύτταρο, συμπεριλαμβανομένων πρωτεϊνικών κινασών, πρωτεϊνών που προσδένουν Ca2+ και μεταγραφικών παραγόντων, ρυθμίζοντας τη δραστικότητά τους μέσω της αποφωσφορυλίωσης συγκεκριμένων καταλοίπων σερίνης ή θρεονίνης

πρωτεϊνοσώματα (protein bodies) Οργανίδια (χυμοτόπια) που αποθηκεύουν πρωτεΐνες και που περικλείονται από απλή μεμβράνη. Βρίσκονται κυρίως σε ιστούς των σπερμάτων.

Page 35: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-35

Ρ

πρωτογενείς πλασμοδέσμες (primary plasmodesmata) Σωληνοειδείς προεκτάσεις της πλασματικής μεμβράνης, διαμέτρου 40 έως 50 nm, οι οποίες διαπερνούν το κυτταρικό τοίχωμα και συνδέουν τα κυτοπλάσματα κυττάρων που προέρχονται το ένα πό το άλλο μέσω της μίτωσης.

πρωτογενή κυτταρικά τοιχώματα (primary cell walls) Τα πρωτοσχηματιζόμενα, αδιαφοροποίητα κυτταρικά τοιχώματα με ομοιότητες στη μοριακή αρχιτεκτονική τους στους διάφορους τύπους των αυξανόμενων κυττάρων. Αποτελούνται από περίπου 85% πολυσακχαρίτες και 10% πρωτεΐνες.

πρωτογενής αύξηση (primary growth) Φάση ανάπτυξης του φυτού, κατά την οποία δημιουργούνται νέα όργανα και διαμορφώνεται η βασική δομή του φυτού. Είναι αποτέλεσμα της δραστηριότητας των επάκριων μεριστωμάτων, κατά την οποία η κυτταρική διαίρεση ακολουθείται από κυτταρική επιμήκυνση και διαφοροποίηση.

πρωτογενής διασταυρούμενη ρύθμιση (primary cross-regulation) Αναφέρεται σε διακριτά σηματοδοτικά μονοπάτια που ρυθμίζουν, με θετικό ή αρνητικό τρόπο, ένα κοινό σηματοδοτικό συστατικό.

πρωτογενής ενεργητική μεταφορά (primary active transport) Η άμεση σύζευξη μιας μεταβολικής πηγής ενέργειας (όπως η υδρόλυση του ΑΤΡ, μια αντίδραση οξείδωσης-αναγωγής ή η απορρόφηση φωτός) με την ενεργητική μεταφορά από πρωτεΐνη μεταφοράς.

πρωτογενής ρίζα (primary root) Η ρίζα που προέρχεται απευθείας από την ανάπτυξη της εμβρυϊκής ρίζας ή του ριζιδίου.

πρωτόδερμα (protoderm) Στα έμβρυα των φυτών, η επιφανειακή στιβάδα πάχους ενός κυττάρου που καλύπτει ολόκληρο το έμβρυο και αργότερα θα δημιουργήσει την επιδερμίδα.

πρωτονημάτιο (protofilament) Συστατικό του κυτοσκελετού αποτελούμενο από ακτίνη. Εμπλέκεται στην κινητικότητα των οργανιδίων στο εσωτερικό του κυττάρου.

πρωτοπλάστες καταφρακτικών κυττάρων (guard cell protoplasts) Πρωτοπλάστες που προετοιμάστηκαν

από καταφρακτικά κύτταρα, απομακρύνοντας τα κυτταρικά τους τοιχώματα με τη χρήση κατάλληλων υδρολυτικών ενζύμων.

πτερίνη (pterin) Ένωση άνθρακα που περιέχει μολυβδαίνιο. Σχηματίζει μια προσθετική ομάδα στη νιτρική αναγωγάση των ανώτερων φυτών. Επίσης το χρωμοφόρο, που απορροφά στο κυανό φως, του ενζύμου φωτολυάση που επισκευάζει DNA. Από χημικής πλευράς προέρχεται από πτεριδίνες.

πτητικά ή πτητικές ενώσεις (volatiles) Δευτερογενείς φυτικοί μεταβολίτες που εξατμίζονται σε συνήθεις συνθήκες περιβάλλοντος. Ενδέχεται να παράγονται και να απελευθερώνονται ως απόκριση σε προσβολή ή βλάβη από φυτοφάγο έντομο.

πτητικά του πράσινου φύλλου (green-leaf volatiles) Μείγμα από αλδεΰδες, αλκοόλες και εστέρες, με 6 άτομα άνθρακα που προέρχονται από λιπίδια και απελευθερώνονται από τα φυτά ως απόκριση σε τραυματισμό του φυτού.

πτυχώσεις (cristae) Εγκολπώσεις της εσωτερικής μεμβράνης του μιτοχονδριακού φακέλου που προβάλλουν στο εσωτερικό (στρώμα) του μιτοχονδρίου.

πύλη (gate) Μία δομική επικράτεια της διαυλικής πρωτεϊνης που ανοίγει ή κλείνει τον δίαυλο ως απόκριση σε εξωτερικά σήματα όπως αλλαγές στο δυναμικό, πρόσδεση ορμόνης ή φως.

πυρεθροειδή (pyrethroids) Μονοτερπενικοί εστέρες πολύ τοξικοί για τα έντομα. Τόσο οι φυσικές όσο και οι συνθετικές μορφές τους είναι συνήθη συστατικά των εμπορικών εντομοκτόνων.

πυρήνας (nucleus) Το οργανίδιο το οποίο περιέχει τη γενετική πληροφορία, που είναι πρωταρχικά υπεύθυνη για τη ρύθμιση του μεταβολισμού, της αύξησης, της διαίρεσης και της διαφοροποίησης του κυττάρου.

πυρηνικό γονιδίωμα (nuclear genome) Το σύνολο του DNA που περιέχεται στον πυρήνα.

πυρηνικοί πόροι (nuclear pores) Περιοχές όπου οι δύο μεμβράνες του πυρηνικού φακέλου ενώνονται, σχηματίζοντας ένα μερικό άνοιγμα που συνδέει το πυρηνόπλασμα με το

κυτοδιάλυμα. Ένας πόρος αποτελεί μία πολύπλοκη δομή που αποτελείται από περισσότερες από εκατό διαφορετικές πρωτεΐνες, τις πυρηνοπορίνες, που σχηματίζουν το σύμπλοκο του πυρηνικού πόρου (ΣΠΠ).

πυρηνικός φάκελος (nuclear envelope) Η διπλή μεμβράνη που περιβάλλει τον πυρήνα.

πυρηνίσκος (nucleolus) Πυκνά κοκκιώδης περιοχή στον πυρήνα που αποτελεί τη θέση σύνθεσης των ριβοσωμάτων.

πυρηνοειδή (nucleoids) Οργανιδιακά και προκαρυωτικά γονιδιώματα τα οποία δεν περιβάλλονται από πυρηνικό φάκελο.

πυρηνοπορίνες (nucleoporins) Πρωτεΐνες που σχηματίζουν το σύμπλοκο του πυρηνικού πόρου στον πυρηνικό φάκελο.

πυροσταφυλική αφυδρογονάση (pyruvate dehydrogenase) Ένζυμο που εντοπίζεται στο στρώμα των μιτοχονδρίων, το οποίο αποκαρβοξυλιώνει το πυροσταφυλικό, ενώ παράλληλα παράγεται NADH (από NAD+), CO2 και οξικό οξύ στη μορφή του ακέτυλο-CoA (οξικό οξύ ενωμένο στο συνένζυμο Α).

πυροφωσφορυλάση της ADP-γλυκόζης (ADPG pyrophosphorylase) Ένζυμο που καταλύει τον σχηματισμό ADP-γλυκόζης από ΑΤΡ και 1-φωσφορική γλυκόζη με ταυτόχρονη απελευθέρωση πυροφωσφορικού.

ραβδωτή μεριστωματική ζώνη (rib meristem zone) Μεριστωματικά κύτταρα κάτω από την κεντρική ζώνη, που δίνουν γένεση στους εσωτερικούς ιστούς του βλαστού στα ακραία μεριστώματα.

ρετρομεταθετά στοιχεία (retrotransposons) Σε αντίθεση με τα DNA μεταθετόνια (τρανσποζόνια), παράγουν ένα RNA αντίγραφο του εαυτού τους, το οποίο στη συνέχεια μεταγράφεται αντίστροφα σε DNA, πριν από την εισαγωγή του σε κάποιο άλλο σημείο του γονιδιώματος.

ριβοζίδια ζεατίνης (zeatin ribosides) Ζεατίνη με μια ριβόζη προσδεδεμένη στο τμήμα της αμινοπουρίνης. Η κύρια κυτοκινίνη του εκχύματος του ξυλώματος.

Page 36: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-36 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Σ

ριβόσωμα (ribosome) Η έδρα της κυτταρικής πρωτεϊνοσύνθεσης. Αποτελείται από RNA και πρωτεΐνες.

ριβοφλαβίνη (riboflavin) Βιταμίνη που αποτελεί τμήμα των FAD και FMN.

ρίζες γονάτων (nodal roots) Επιγενείς ρίζες που σχηματίζονται από τα γόνατα, μετά την έκφυση των πρωτογενών ριζών.

ριζίδιο (radicle) Η εμβρυϊκή ρίζα, συνήθως το πρώτο όργανο που αναδύεται από το σπέρμα κατά τη φύτρωση.

ριζική πίεση (root pressure) Η θετική υδροστατική πίεση στο ξύλωμα των ριζών.

ριζόβια (rhizobia) Συγκεντρωτικός όρος για τα γένη των βακτηρίων του εδάφους, τα οποία δημιουργούν συμβιωτικές, αμοιβαία επωφελείς σχέσεις με μέλη της οικογένειας φυτών Leguminosae.

ριζογένεση ξηρασίας (drought rhizogenesis) Κατά τη διάρκεια παρατεταμένης καταπόνησης ξηρασίας, οι ρίζες ορισμένων φυτών μπορεί να αναπτύξουν αρχικά πολλές επιπρόσθετες πλάγιες ρίζες αλλά αναστέλλουν την αύξησή τους μέχρι να παύσει η καταπόνηση

ριζόσφαιρα (rhizosphere) Το άμεσο μικροπεριβάλλον γύρω από τη ρίζα.

ροτενόνη (rotenone) Εξειδικευμένος αναστολέας του συμπλόκου Ι.

ρύθμιση εισροής (inwardly rectifying) Δίαυλοι ιόντων που ανοίγουν μόνο όταν το δυναμικό είναι πιο αρνητικά από το ισχύον δυναμικό Nernst για ένα κατιόν, ή πιο θετικό από το ισχύον δυναμικό Nernst για ένα ανιόν, και έτσι επιτυγχάνεται ρεύμα προς τα μέσα.

ρύθμιση εκροής (outwardly rectifying) Αναφέρεται σε διαύλους ιόντων που ανοίγουν μόνο όταν το δυναμικό είναι περισσότερο θετικά από το ισχύον δυναμικό Nernst για ένα κατιόν, ή περισσότερο αρνητικά από το ισχύον δυναμικό Nernst για ένα ανιόν, και έτσι επιτυγχάνεται ροή προς τα έξω.

Ρυθμιστές Απόκρισης της Arabidopsis, ARR (Arabidopsis Response Regulator, ARR) Γονίδια της Arabidopsis παρόμοια με τις βακτηριακές πρωτεΐνες σηματοδότης δύο συστατικών, που ονομάζονται

ρυθμιστές απόκρισης. Υπάρχουν δύο κατηγορίες: τα ARR τύπου Α, των οποίων η μεταγραφή αυξορρυθμίζεται από την κυτοκινίνη, και τα ARR τύπου Β, των οποίων η έκφραση δεν επηρεάζεται από την κυτοκινίνη.

ρυθμιστικά συστατικά των υπο-δοχέων του ΑΒΑ, RCAR (regulatory components of ABA receptors, RCARs) Οικογένεια διαλυτών υποδοχέων ΑΒΑ που έχουν αναγνωρισθεί ως πρωτεΐνες που αλληλεπιδρούν με τις PP2C πρωτεϊνικές φωσφατάσες.

ρυθμιστικές αλληλουχίες (regulatory sequences) Τμήματα του ευκαρυωτικού υποκινητή που ελέγχουν τη δράση του κεντρικού υποκινητή (ελάχιστου υποκινητή).

σακίδια ή δεξαμενές (cisternae) Δίκτυο πολυγώνων και πεπλατυσμένων σακοειδών σχηματισμών που απαρτίζουν το ενδοπλασματικό δίκτυο (EΔ).

σαλικυλικό οξύ (salicylic acid) Παράγωγο του βενζοϊκού οξέος που πιστεύεται ότι είναι ένα ενδογενές σήμα για τη SAR.

σαπωνίνες (saponins) Τοξικοί γλυκοζίτες στεροειδών και τριτερπενίων με απορρυπαντικές ιδιότητες. Μπορεί να παρεμβάλλονται στην πρόσληψη στερόλης από το πεπτικό σύστημα ή να διαρρηγνύουν κυτταρικές μεμβράνες.

σειριακές επαναλήψεις (tandem repeats) Ετεροχρωματινικές δομές που αποτελούνται από πολλαπλά επαναλαμβανόμενες αλληλουχίες DNA.

σεσκιτερπένια (sesquiterpenes) Τερπένια με 15 άτομα άνθρακα, αποτελούμενα από 3 μονάδες ισοπρενίου.

σήμα ή πεπτίδιο οδηγητής (signal peptide) Υδρόφοβη αλληλουχία 18-30 αμινοξέων στο αμινο-τελικό άκρο της αλυσίδας. Βρίσκεται σε όλες τις εκκριτικές πρωτεΐνες και στις περισσότερες ολομεμβρανικές πρωτεΐνες και επιτρέπει τη διακίνησή τους μέσω της μεμβράνης του κοκκιώδους ΕΔ.

σήμα πυρηνικού εντοπισμού (nuclear localization signal, NLS) Συγκεκριμένη αλληλουχία αμινοξέων την οποία απαιτείται να διαθέτει μία πρωτεΐνη για να της επιτραπεί η είσοδος στον

πυρήνα. (Συνώνυμο: αλληλουχία πυρηνικού εντοπισμού.)

σήμανση με τρανσποζόνια (transposon tagging) Η τεχνική της εισαγωγής ενός μεταθετού στοιχείου μέσα σε ένα γονίδιο, επισημαίνοντας με τον αυτό τρόπο το γονίδιο με μία γνωστή αλληλουχία DNA.

σηματόσωμα COP9 (COP9 signalosome, CSN) Πρωτεΐνη που σχηματίζει ένα είδος ‘σκέπαστρου’ στο πρωτεάσωμα, βοηθώντας στη διαλογή των πρωτεϊνών που θα εισέλθουν στο πρωτεάσωμα προς αποικοδόμηση

σημείο αντιστάθμισης της θερμοκρασίας (temperature compensation point) Η θερμοκρασία κατά την οποία το ποσό CO2 που αφομοιώνεται μέσω της φωτοσύνθεσης ισούται με το αντίστοιχο ποσό CO2 που απελευθερώνεται από την αναπνοή σε έναν δεδομένο χρόνο.

σημείο αντιστάθμισης του CO2 (CO2 compensation point) Η συγκέντρωση του CO2 στην οποία εξισώνονται τα τάχη της αναπνοής και της φωτοσύνθεσης.

σημείο αντιστάθμισης του φωτός (light compensation point) Η ένταση του φωτός που δέχεται ένα φύλλο που φωτοσυνθέτει, στην οποία η αφομοίωση του CO2 εξισορροπείται από την απελευθέρωση του αναπνευστικού CO2.

σημείο ελέγχου (checkpoint) Ρυθμιστικό σημείο-κλειδί στην αρχή της G1 φάσης του κυτταρικού κύκλου, κατά το οποίο καθορίζεται εάν το κύτταρο δεσμεύεται να αρχίσει τον διπλασιασμό του DNA.

σημείο ελέγχου συγκρότησης της μιτωτικής ατράκτου (spindle assembly checkpoint) Σημείο ελέγχου του κυτταρικού κύκλου, που δεν επιτρέπει στο κύτταρο να προχωρήσει στην ανάφαση, εάν οι μικροσωληνίσκοι της ατράκτου δεν έχουν αλληλεπιδράσει σωστά με τους κινητοχώρους.

σιδηροθειούχος πρωτεΐνη Rieske (Rieske iron-sulfur protein) Πρωτεΐνη στην οποία δύο άτομα σιδήρου συνδέονται μεταξύ τους με γέφυρες, που δημιουργούν δύο άτομα θείου. Το ένα άτομο σιδήρου προσδένεται σε δύο ομάδες ιστιδίνης και το άλλο σε δύο ομάδες κυστεΐνης.

Page 37: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-37

σκοτομορφογένεση (skotomorphogenesis) Το πρόγραμμα ανάπτυξης που ακολουθούν τα φυτά όταν φυτρώνουν και αυξάνονται στο σκοτάδι.

σκουαλένιο (squalene). Τριτερπένιο (C30H50) το οποίο αποτελεί το σημείο έναρξης της σύνθεσης για ολόκληρη την οικογένεια των στεροειδών, τόσο στα φυτά όσο και στα ζώα.

σκούπα της μάγισσας (witches’ broom) Ανώμαλη αύξηση των βλαστού, αποτέλεσμα της προσβολής από διάφορα παθογόνα.

σουπεροξείδιο (superoxide, O2–)

Ανηγμένη μορφή οξυγόνου, ισχυρό οξειδωτικό που προκαλεί βλάβες στις βιολογικές μεμβράνες.

σπέρμα (seed) Η βασική, πολλαπλασιαστική μονάδα των φυτών που προέρχεται από τη γονιμοποιημένη, διαφοροποιημένη και ανεπτυγμένη σπερματοβλάστη. Περικλείει το έμβρυο (ένα νέο φυτό σε μικρογραφία) και προστατεύεται εξωτερικά από το σπερματικό περίβλημα. Μπορεί να περιέχει έναν ακόμη διακριτό ιστό, το θρεπτικό ενδοσπέρμιο.

σπερματικό περίβλημα (seed coat) Το εξωτερικό, προστατευτικό στρώμα του σπέρματος, που προέρχεται από τους χιτώνες της σπερματοβλάστης.

σπερματόφυτα (seed plants) Φυτά των οποίων τα έμβρυα περικλείονται μέσα σε σπέρματα, τα γυμνόσπερμα και τα αγγειόσπερμα.

σπογγώδες μεσόφυλλο (spongy mesophyll) Κύτταρα του μεσοφύλλου με ακανόνιστα σχήματα που βρίσκονται κάτω από το δρυφακτοειδές παρέγχυμα και περιβάλλονται από μεγάλους μεσοκυττάριους χώρους.

σπονδύλωμα (whorl) Ομάδες οργάνων που σχηματίζονται σε ομόκεντρους δακτυλίους, γύρω από τα πλευρά του μεριστώματος.

σταγονόρροια (guttation) Η έκχυση υγρού από τα φύλλα, αποτέλσμα της ριζικής πίεσης.

στάδιο καρδιάς (heart stage) Το δεύτερο στάδιο της εμβρυογένεσης. Μία αμφίπλευρα συμμετρική δομή που δημιουργείται από ταχείες κυτταρικές διαιρέσεις που λαμβάνουν χώρα στις δύο περιοχές εκατέρωθεν του μελλοντικού κορυφαίου τμήματος του

βλαστού. Βλέπε σφαιρικό στάδιο, στάδιο τορπίλης.

στάδιο τορπίλης (torpedo stage) Το τρίτο στάδιο της εμβρυογένεσης. Η δομή που σχηματίζεται από την επιμήκυνση του άξονα του καρδιόσχημου εμβρύου και την περαιτέρω ανάπτυξη των κοτυληδόνων. Βλέπε σφαιρικό στάδιο.

σταθερότητα των πρωτεϊνών (protein stability) Το τάχος της πρωτεϊνικής καταστροφής ή ανενεργοποίησης. Μπορεί να συμβάλει στη μετα-μεταφραστική ρύθμιση και παίζει σημαντικό ρόλο στη συνολική δράση ενός γονιδίου ή του προϊόντος του.

στατοκύτταρα (statocytes) Εξειδικευμένα στην αντίληψη της βαρύτητας φυτικά κύτταρα, τα οποία περιέχουν στατολίθους.

στατόλιθοι (statoliths) Κυτταρικά έγκλειστα, όπως οι αμυλοπλάστες, τα οποία δρουν ως αισθητήρες βαρύτητας, έχοντας μεγαλύτερη πυκνότητα, σε σχέση με το κυτοδιάλυμα και καταβυθιζόμενα στον πυθμένα του κυττάρου.

στήλη (stele) Οι ιστοί της ρίζας που εντοπίζονται στο εσωτερικό της ενδοδερμίδας. Η στήλη περιέχει τα αγγειακά στοιχεία της ρίζας: το ηθμώδες και το ξυλώδες αγωγό σύστημα.

στήλη της ριζικής καλύπτρας (columella) Ο κεντρικός κύλινδρος της ριζικής καλύπτρας. Πρόκειται στην ουσία για το κεντρικό τμήμα της ριζικής καλύπτρας, που διαφοροποιείται από το περιφερειακό τμήμα της, καθώς τα κύτταρά του διαιρούνται οριζοντίως μάλλον, παρά κατά τον κατά μήκος άξονα.

στιβάδες του μανδύα (tunica layers) Οι εξωτερικές κυτταρικές στιβάδες του ακραίου μεριστώματος του βλαστού. Η εξώτατη στιβάδα του μανδύα δημιουργεί την επιδερμίδα του βλαστού.

στοιχεία απόκρισης στην αυξίνη, AuxRE (auxin response elements, AuxREs) Αλληλουχίες DNA προωθητών που τροποποιούν την έκφραση γονιδίων, με την πρόσδεσή τους σε αυξινο-αποκρινόμενους παράγοντες μεταγραφής.

στοιχεία απόκρισης στις GA, GARE (GA response elements, GAREs) Αλληλουχίες υποκινητή που βρίσκονται

200 έως 300 ζεύγη βάσεων ανοδικά της θέσης έναρξης της μεταγραφής και προσδίδουν ικανότητα απόκρισης σε GA.

στοιχεία ηθμοσωλήνων (sieve tube elements) Τα πολύ διαφοροποιημένα ηθμώδη στοιχεία που είναι τυπικά των αγγειοσπέρμων.

στοιχείο απόκρισης στο ABA (ABA-response element, ABRE) Αλληλουχία 6 νουκλεοτιδίων που βρίσκεται στους υποκινητές των γονιδίων που ρυθμίζονται από το αποκοπτικό οξύ (ΑΒΑ).

στοιχείο απόκρισης στο αιθυλένιο (ethylene response element) Βασική ρυθμιστική αλληλουχία που βρίσκεται στα ρυθμιζόμενα από το αιθυλένιο γονίδια.

στοματική αγωγιμότητα (stomatal conductance) Μέτρο της ροής του νερού και του διοξειδίου του άνθρακα διά μέσου των στομάτων, προς και από το εσωτερικό των φύλλων. Το αντίστροφο της στοματικής αντίστασης.

στοματική αντίσταση, rs (stomatal resistance, rs) Μέτρο του περιορισμού που θέτει ο στοματικός πόρος στην ελεύθερη διάχυση των αερίων μέσα και έξω από το φύλλο. Το αντίστροφο της αγωγιμότητας των στομάτων.

στοματικό σύμπλοκο (stomatal complex) Τα καταφρακτικά κύτταρα, τα παραστοματικά κύτταρα και ο στοματικός πόρος. Όλα μαζί ελέγχουν τη διαπνοή των φύλλων.

στοματικός πόρος (stomatal pore) Άνοιγμα στην επιδερμίδα που οδηγεί στο εσωτερικό του φύλλου. Περιβάλλεται από ένα ζεύγος καταφρακτικών κυττάρων.

στρώμα (stroma) Το εσωτερικό ρευστό των χλωροπλαστών, που περιβάλλει τις μεμβράνες των θυλακοειδών. Ο ίδιος όρος (ή μήτρα) αναφέρεται και στο αντίστοιχο εσωτερικό ρευστό (matrix) των μιτοχονδρίων.

στρώμα αλεύρου (aleurone layer) Στρώμα αλευροκυττάρων που περιβάλλει ως διακριτή στιβάδα το αμυλώδες ενδοσπέρμιο των δημητριακών.

στρώμα αποκοπής (abscission layer) Διακριτό στρώμα κυττάρων με κυτταρικά τοιχώματα μειωμένης μηχανικής αντοχής, που εντοπίζεται

Page 38: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-38 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

μέσα στη ζώνη αποκοπής και επιτρέπει την αποκοπή, συνήθως ενός φύλλου ή καρπού.

στρωμάτωση (stratification) Σε πολλά φυτά, η απαίτηση χαμηλών θερμοκρασιών για την προώθηση της φύτρωσης των σπερμάτων. Ο όρος προέρχεται από τη φυτοκομική πρακτική μέθοδο της τοποθέτησης των σπερμάτων σε εναλλασόμενες στρώσεις σπερμάτων και άμμου και την παραμονή του μείγματος σε συνθήκες περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια του χειμώνα.

στρωμίδια (stromules) Προεκβολές του φακέλου (εσωτερικής και εξωτερικής μεμβράνης) των χλωροπλαστών. Ο ίδιος όρος αναφέρεται και στα matrixules, αντίστοιχες δομές στα μιτοχόνδρια.

συμβατοί ωσμολύτες (compatible solutes) Οργανικές ενώσεις που συσσωρεύονται στο κυτοδιάλυμα κατά την ωσμωτική εξισορρόπηση. Οι συμβατοί ωσμολύτες δεν αναστέλλουν τη δραστηριότητα κυτοπλασματικών ενζύμων, όπως συμβαίνει με τις υψηλές συγκεντρώσεις ιόντων. Παραδείγματα συμβατών ωσμολυτών αποτελούν η προλίνη, η σορβιτόλη, η μαννιτόλη και η βεταΐνη της γλυκίνης.

συμβίωση (symbiosis) Η στενή συνεργασία δύο οργανισμών σε μία σχέση η οποία μπορεί να είναι αμοιβαία επωφελής. Συχνά εφαρμόζεται στις αμοιβαία ωφέλιμες σχέσεις.

συμμεταφορά (symport) Τύπος δευτερογενούς ενεργητικής μεταφοράς κατά τον οποίο δύο ενώσεις κινούνται προς τον ίδια κατεύθυνση διά μέσου μιας μεμβράνης.

συμμεταφορέας (symporter) Μία πρωτεΐνη μεταφοράς που εμπλέκεται στη συμμεταφορά.

συμπλάστης (symplast) Το συνεχές σύστημα των κυτταρικών πρωτοπλαστών που συνδέονται μεταξύ τους με τις πλασμοδέσμες.

συμπλαστική μεταφορά (symplastic transport) Η διακυτταρική μεταφορά νερού και διαλυμένων ουσιών μέσω των πλασμοδεσμών και των πρωτοπλαστών.

συμπληρωματικότητα (complementation) Γενετική διεργασία κατά την οποία δύο υπολειπόμενες μεταλλαγές εισάγονται στο ίδιο κύτταρο προκειμένου να διερευνηθεί εάν

επηρεάζουν την ίδια γενετική λειτουργία (και επομένως είναι αλληλόμορφα). Εάν η trans διαμόρφωση (m +/+ m1) εμφανίζει μεταλλαγμένο φαινότυπο, οι μεταλλαγές είναι αλληλόμορφες, αλλά εάν εμφανίζεται φαινότυπος αγρίου τύπου τότε οι μεταλλαγές είναι μη αλληλόμορφες.

Σύμπλοκο I (Complex I) Πρωτεϊνικό σύμπλοκο στη μιτοχονδριακή αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων που οξειδώνει το NADH και ανάγει την ουβικινόνη.

Σύμπλοκο II (Complex II) Πρωτεϊνικό σύμπλοκο στη μιτοχονδριακή αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων που οξειδώνει το ηλεκτρικό και ανάγει την ουβικινόνη.

Σύμπλοκο III (Complex III) Πρωτεϊνικό σύμπλοκο στη μιτοχονδριακή αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων που οξειδώνει την ανηγμένη ουβικινόνη (ουβικινόλη) και ανάγει το κυτόχρωμα c.

Σύμπλοκο IV (Complex IV) Πρωτεϊνικό σύμπλοκο στη μιτοχονδριακή αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων που οξειδώνει το ανηγμένο κυτόχρωμα c και ανάγει το O2 προς H2O.

Σύμπλοκο V (Complex V) Βλέπε FoF1-ATP συνθάση.

σύμπλοκο έναρξης της μεταγραφής (transcription initiation complex) Ένα πολυπρωτεϊνικό σύμπλοκο μεταγραφικών παραγόντων που απαιτείται για την πρόσδευση της RNA πολυμεράσης και την έναρξη της μεταγραφής.

σύμπλοκο ηθμώδους στοιχείου-συνοδού κυττάρου (sieve element-companion cell complex) Λειτουργική μονάδα αποτελούμενη από ένα ηθμώδες στοιχείο και το συνοδό του κύτταρο.

σύμπλοκο κεραίας (antenna complex) Ομάδα χρωστικών που συνεργάζονται στην απορρόφηση της ενέργειας του φωτός και τη μεταφέρουν στο κέντρο αντίδρασης του συμπλόκου.

σύμπλοκο κυτοχρωμάτων b6f (cytochrome b6f complex) Μεγάλη πρωτεΐνη με πολλές υπομονάδες, που περιέχει δύο ομάδες αίμης τύπου b, μία τύπου c (κυτόχρωμα f) και μία σιδηροθειούχο πρωτεΐνη Rieske. Μη κινητή πρωτεΐνη, ομοιόμορφα κατανεμημένη μεταξύ των θυλακοειδών του στρώματος και των grana.

σύμπλοκο που προωθεί την ανάφαση (anaphase promoting complex) Κατά τη μίτωση, αυτό το πρωτεϊνικό σύμπλοκο ελέγχει την πρωτεασωματική αποικοδόμηση της κυκλίνης, επιτρέποντας στις αδελφές χρωματίδες, που έχουν ευθυγραμμισθεί στη μεταφασική πλάκα, να διαχωρισθούν στους αντίστοιχους πόλους.

σύμπλοκο του ενζύμου της νιτρογενάσης (nitrogenase enzyme complex) Πρωτεϊνικό σύμπλοκο με δύο συστατικά, το οποίο καταλύει τη βιολογική δέσμευση του αζώτου, οπότε παράγεται αμμωνία από μοριακό άζωτο.

σύμπλοκο του κέντρου αντίδρασης (reaction center complex) Ομάδα πρωτεϊνικών μεταφορέων ηλεκτρονίων, που δέχεται ενέργεια από το σύμπλοκο της κεραίας και τη μετατρέπει σε χημική ενέργεια μέσω οξειδοαναγωγικών αντιδράσεων.

σύμπλοκο του πυρηνικού πόρου, ΣΠΠ (nuclear pore complex, NPC) Μία πολύπλοκη δομή διαμέτρου περίπου 105 nm που αποτελείται από περισσότερες από εκατό διαφορετικές πρωτεΐνες, τις πυρηνοπορίνες, οι οποίες διευθετούνται οκταγωνικά. Το ΣΠΠ σχηματίζει έναν ευρύ πόρο, επενδεδυμένο εσωτερικά με πρωτεΐνες, στην πυρηνική μεμβράνη.

συμπυκνωμένες ταννίνες (condensed tannins) Ταννίνες που είναι πολυμερή από φλαβονοειδείς ομάδες. Απαιτούνται ισχυρά οξέα για την υδρόλυσή τους.

συνάφεια (adhesion) Η έλξη που αναπτύσσεται μεταξύ του ύδατος και ενός στερεού (π.χ. κυτταρικό τοίχωμα ή γυάλινη επιφάνεια), έλξη που οφείλεται κυρίως στον σχηματισμό δεσμών υδρογόνου.

συνδυαστικό μοντέλο (combinatorial model) Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η μετάβαση από τη νεανική στην ενήλικη φάση μπορεί να περιγραφεί ως μία ακολουθία ανεξάρτητα ρυθμιζόμενων, επικαλυπτόμενων προγραμμάτων (νεανικό, ενήλικο και αναπαραγωγικό) που διαμορφώνουν την υλοποίηση ενός κοινού συνόλου αναπτυξιακών διεργασιών.

συνένζυμο Α (coenzyme A) Συνένζυμο με ομάδα —SH που λειτουργεί ως φορέας ακυλομάδων σε πολλές ενζυμικές αντιδράσεις.

Page 39: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-39

Τ

συνεχής ανακύκλωση υπομονάδων ή ατέρμων ανασχηματισμός (treadmilling) Διεργασία κατά την οποία στα μεσοφασικά κύτταρα οι μικροσωληνίσκοι φαίνονται να μεταναστεύουν στο περιφερειακό κυτόπλασμα, χάρη στην πρόσθεση ετεροδιμερών στο σωληνίνης στο αναπτυσσόμενο (+) άκρο, με το ίδιο τάχος που η σωληνίνη αφαιρείται από το (-) άκρο.

συνθάση ΑΤΡ (ATP synthase) ή ATPάση (ATPase) Το ένζυμο που συνθέτει ATP από ADP και ρίζες φωσφορικών (P). Οι τύποι FoF1 και CFo-CF1 απαντούν στα μιτοχόνδρια και τους χλωροπλάστες, αντίστοιχα. Βλέπε ATPάση.

συνθάση κυτοκινινών (cytokinin synthase) Φυτικό ένζυμο το οποίο μεταφέρει την ισοπεντενυλική ομάδα από το διφωσφορικό ισοπεντενύλιο στο AMP για τον σχηματισμό ριβοτιδίου ισοπεντενυλικής αδενίνης, του πρώτου και αποκλειστικού ενδιάμεσου στη σύνθεση κυτοκινινών. Πρόκειται για μια ισοπεντενυλική τρανσφεράση.

συνθάση της σακχαρόζης (sucrose synthase) Ένα από τα ένζυμα που αλληλομετατρέπει τη σακχαρόζη και τις συστατικές της εξόζες. Μπορεί να συμμετέχει στη σύνθεση της κυτταρίνης μεταφέροντας μονάδες γλυκόζης από τη σακχαρόζη προς UDP-γλυκόζη.

σύνθετα ή μεικτά λιπάσματα (compound or mixed fertilizers) Λιπάσματα που περιέχουν δύο ή περι-σσότερα θρεπτικά στοιχεία. Αριθμητικές ενδείξεις όπως 10-14-10 σημαίνουν την ποσοστιαία συμμετοχή αζώτου, φωσφόρου και καλίου, αντίστοιχα.

συνθετάση της ασπαραγίνης (asparagine synthetase, AS) Ένζυμο που μεταφέρει το άζωτο υπό μορφή αμινομάδας, από τη γλουταμίνη στο ασπαρτικό, οπότε παράγεται ασπαραγίνη.

συν-καταστολή (cosuppression) Μειωμένη έκφραση ενός γονιδίου όταν εισάγονται επιπλέον αντίγραφά του.

συνοδό κύτταρο (companion cell) Στα αγγειόσπερμα, ένα μεταβολικά ενεργό κύτταρο που συνδέεται με το ηθμώδες στοιχείο του μέσω μεγάλων διακλαδισμένων πλασμοδεσμών και που αναλαμβάνει πολλές από τις μεταβολικές δραστηριότητες του

ηθμώδους στοιχείου. Στα φύλλα-πηγές, μία από τις λειτουγίες του είναι η μεταφορά των φωτοσυνθετικών προϊόντων στα ηθμώδη στοιχεία.

συνοχή (cohesion) Η αμοιβαία έλξη μεταξύ μορίων νερού που οφείλεται σε εκτετατμένους δεσμούς υδρογόνου.

σύντηξη (fusion) Διεργασία με την οποία σε οργανίδια πλην ΕΔ και πλαστιδίων γίνεται προσθήκη νέας μεμβράνης σε άλλες μεμβράνες.

σύντηξη πρωτοπλαστών (protoplast fusion) Τεχνική για την ενσωμάτωση ξένων γονιδίων στα φυτικά γονιδιώματα μέσω της σύντηξης δύο γενετικά διαφορετικών κυττάρων από τα οποία έχουν αφαιρεθεί τα κυτταρικά τοιχώματα.

συντονισμός ηλεκτρονιακού spin, ESR (electron spin resonance, ESR) Τεχνική παραμαγνητικού συντονισμού, με την οποία ανιχνεύεται η ύπαρξη αδέσμευκτων ηλεκτρονίων στα μόρια. Βασική μέθοδος για την ταυτοποίηση ενδιάμεσων φορέων στη φωτοσυνθετική αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων.

σύστημα 1 (system 1) Το ρυθμιστικό σύστημα που εμφανίζεται σε βλαστη-τικούς ιστούς κλιμακτηριακών φυτών και στο οποίο η παραγωγή του αιθυ-λενίου αναστέλλει τη βιοσύνθεσή του.

σύστημα 2 (system 2) Το ρυθμιστικό σύστημα που συμβαίνει κατά την ωρίμανση κλιμακτηριακών καρπών και τη γήρανση πετάλων σε ορισμένα είδη και στο οποίο η παραγωγή του αιθυλενίου διεγείρει τη βιοσύνθεσή του.

σύστημα ανάπτυξης σε λεπτή στιβάδα θρεπτικών (nutrient film growth system) Μορφή υδροπονικής καλλιέργειας στην οποία οι ρίζες του φυτού είναι απλωμένες στην επιφάνεια ενός σκαφιδίου ενώ τα θρεπτικά διαλύματα ρέουν σε λεπτή στιβάδα κατά μήκος του σκαφιδίου πάνω στις ρίζες.

συστημίνη (systemin) Μια πολυπεπτιδική φυτική ορμόνη που σηματοδοτεί την παραγωγή ορισμένων αμυντικών διεργασιών που δεν διαρκώς παρούσες στα φυτά. Εκκινεί τη βιοσύνθεση του ιασμονικού οξέος.

συχνότητα (frequency) (ν) Μέγεθος που χαρακτηρίζει ένα κύμα, και ειδικότερα τη φωτεινή ενέργεια. Είναι ο αριθμός των κορυφών του κύματος

που διέρχεται από το σημείο του παρατηρητή σε δεδομένο χρόνο.

σφαιρική ακτίνη ή G-ακτίνη (globular actin) Η σφαιρική, μονομερής μορφή της ακτίνης, από την οποία σχηματίζεται η F-ακτίνη.

σφαιρικό στάδιο (globular stage) Το πρώτο στάδιο της εμβρυογένεσης. Μία ακτινωτά συμμετρική, αλλά όχι αναπτυξιακά ομοιόμορφη σφαίρα κυττάρων που παράγονται από αρχικά συγχρονισμένες κυτταρικές διαιρέσεις του ζυγώτη. Βλέπε στάδιο καρδιάς και στάδιο τορπίλης.

σφαιροσώματα (spherosomes) Βλέπε ελαιοσώματα.

σχήμα Ζ (Z scheme) (‘zigzag’) Σχηματική διευθέτηση των κέντρων αντίδρασης και των συμπλόκων των κεραιών των φωτοσυστημάτων ΙΙ και Ι, με βάση τις τιμές του οξειδοαναγωγικού δυναμικού κάθε στοιχείου και την αλυσίδα μεταφοράς ηλεκτρονίων. Το σχήμα που προκύπτει (ζιγκ-ζάγκ) θυμίζει το γράμμα Ζ, στραμμένο κατά 90°.

σχηματισμός πυρήνων κρυστάλλωσης πάγου (ice nucleation) Διεργασία κατά την οποία γίνεται η έναρξη σχηματισμού κρυστάλλων πάγου από μόρια νερού. Οι ιδιότητες της επιφάνειας ορισμένων πολυσακχαριτών και πρωτεϊνών ευνοούν τον σχηματισμό κρυστάλλων πάγου.

σώμα (corpus) Η εσωτερική περιοχή του ακραίου μεριστώματος του βλαστού, στην οποία οι προσανατολισμοί των κυτταρικών διαιρέσεων δεν είναι έντονα πολικοί, οδηγώντας σε αυξήσεις του όγκου του βλαστού.

σωματίδιο αναγνώρισης του σήματος, ΣΑΣ (signal recognition particle, SRP) Ριβουνοκλεοπρωτεΐνη (σύμπλοκο πρωτεϊνών-RNA), που αναγνωρίζει και στοχοποιεί συγκεκριμένες πρωτεΐνες στο ενδοπλασματικό δίκτυο των ευκαρυωτικών οργανισμών.

ταλαντωτής (oscillator) Βλέπε ενδογενής ταλαντωτής.

ταννίνες (tannins) Φυτικά φαινολικά πολυμερή που συχνά συνδέονται με πρωτεΐνες και λειτουργούν ως αμυντικοί μηχανισμοί εναντίον μικροοργανισμών, εντόμων και πολλών θηλαστικών, όπως οι αγελάδες, τα ελάφια και οι πίθηκοι.

Page 40: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-40 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Υ

τάση (tension) Όρος που χρησιμοποιείται συχνά για τη μερική πίεση ενός αερίου.

τελομέρος (telomere) Περιοχή επαναλαμβανόμενου DNA που σχηματίζει τα άκρα του χρωμοσώματος και το προστατεύει από αποικοδόμηση.

τελόφαση (telophase) Πριν από την κυτοκίνηση, το τελικό στάδιο της μίτωσης (και της μείωσης), κατά το οποίο η χρωματίνη αποσυμπυκνώνεται, ο πυρηνικός φάκελος σχηματίζεται ξανά και η κυτταρική πλάκα επεκτείνεται.

τερατώματα (teratomas) Όγκοι που περιέχουν μερικώς ανεπτυγμένες δομές. Ο μεταλλαγμένος γενετικός τόπος tmr του T-DNA δημιουργεί τερατώματα με ανώμαλο πολλαπλασιασμό των ριζών.

τερπένια (terpenes) Μεγάλη κατηγορία φυτικών ενώσεων που αποτελείται από μονάδες ισοπρενίου με πέντε άτομα άνθρακα. Πολλές από τις ενώσεις αυτές είναι δευτερογενείς μεταβολίτες με αντιφυτοφάγο δράση.

τερπενοειδή ή ισοπρενοειδή (terpenoids, isoprenoids) Κατηγορία φυτικών λιπιδίων που περιλαμβάνει τα καροτενοειδή και τις στερόλες.

τετρατερπένια (tetraterpenes) Τερπένια με 40 άτομα άνθρακα, αποτελούμενα από οκτώ μονάδες ισοπρενίου.

τονοπλάστης (tonoplast) Η μεμβράνη του χυμοτοπίου.

τρανσποζάση (transposase) Ένζυμο που καταλύει τη μετακίνηση μιας αλληλουχίας DNA από μία θέση σε μία διαφορετική στο μόριο του DNA.

τρανσποζόνια (transposons) Βλέπε μεταθετά στοιχεία.

τραυματική καλλόζη (wound callose) Η καλλόζη που αποτίθεται στους ηθμώδεις πόρους των κατεστραμένων ηθμωδών στοιχείων σφραγίζοντάς τους από τον περιβάλλοντα λειτουργικό ιστό. Όταν αποκαθίσταται η λειτουργικότητα ενός ηθμώδους στοιχείου, η καλλόζη εξαφανίζεται από τους πόρους.

τραχειακά στοιχεία (tracheary elements) Υδατομεταγωγά κύτταρα του ξυλώματος (τα αγγεία και οι τραχεΐδες).

τραχεΐδες (tracheids) Ατρακτοειδή, υδατομεταγωγά κύτταρα με οξύληκτα άκρα και βοθρία στα πλευρικά τοιχώματα, χωρίς διάτρητες πλάκες.

Απαντούν σε όλα τα αγγειόφυτα (πτεριδόφυτα, γυμνόσπερμα, αγγειόσπερμα).

τριακυλογλυκερόλες ή τριγλυκερίδια (triglycerides, triacylglycerols) Τρεις λιπαρές ακυλομάδες συνδεδεμένες με εστερικό δεσμό με τρεις υδροξυλομάδες της γλυκερόλης. Λίπη και έλαια.

τριγλυκερίδια (triglycerides) Βλέπε τριακυλογλυκερόλες.

τριπλή απόκριση (triple response) Στην Arabidopsis, τρεις συσχετιζόμενες αποκρίσεις στο αιθυλένιο: αναστολή επιμήκυνσης του υποκοτυλίου σε συνδυασμό με τη διόγκωση του υποκοτυλίου, αναστολή της επιμήκυνσης της ρίζας και υπέρμετρη κύρτωση του κορυφαίου αγκίστρου.

τριπλή απόκριση του αιθυλενίου (ethylene triple response) Κοινές αποκρίσεις σε αιθυλένιο, που εμφανίζουν τα αυξανόμενα ωχρωτικά αρτίβλαστα των δικοτυλήδονων καθώς και τα κολεόπτιλα και μεσοκοτύλια των μονοκοτυλήδονων (π.χ. σιτάρι και βρώμη). Χαρακτηρίζεται από μειωμένο τάχος επιμήκυνσης, αυξημένη εγκάρσια επέκταση και διόγκωση της περιοχής κάτω από το άγκιστρο.

τρισωμίες (trisomies) Τύπος ανευπλοειδίας κατά τον οποίο υπάρχουν τρία αντίγραφα ενός συγκεκριμένου χρωμοσώματος αντί για τα κανονικά δύο.

τριτερπένια (triterpenes) Τερπένια με 30 άτομα άνθρακα, αποτελούμενα από 6 μονάδες ισοπρενίου.

τριτογενής διασταυρούμενη ρύθμιση (tertiary cross-regulation) Η ρύθμιση κατά την οποία τα προϊόντα δύο διακριτών μονοπατιών σηματοδότησης ασκούν αμοιβαίες επιδράσεις το ένα στο μονοπάτι του άλλου.

τριφωσφορική ινοσιτόλη, InsP3 (inositol triphosphate, InsP3) Ένας από τους δευτερογενείς αγγελιαφόρους που ενεργοποιούν την απελευθέρωση ασβεστίου από τις ενδοκυτταρικές αποθήκες.

τροπισμός (tropism) Προσανατο-λισμένη αύξηση φυτού ή φυτικού οργάνου ως απόκριση στην πρόσληψη ενός ερεθίσματος (φωτός, βαρύτητας ή αφής) από συγκεκριμένη κατεύθυνση.

τρυπταμίνη, TAM (tryptamine, TAM) Ένα ενδιάμεσο προϊόν σε μία από τις

τρεις βιοσυνθετικές οδούς σύνθεσης του IAA στα φυτά. Σχηματίζεται με αποκαρβοξυλίωση του αμινοξέος τρυπτοφάνη.

υβριδική ευρωστία ή ετέρωση (hybrid vigor) Βλέπε ετέρωση.

υδατικό δυναμικό, Ψw (water potential, Ψw) Μέτρο της ελεύθερης ενέργειας του νερού ανά μονάδα όγκου (J m–3), με μονάδες ισοδύναμες με μονάδες πίεσης, όπως το pascal (Pa). Το Ψw είναι συνάρτηση της συγκέντρωσης των διαλυμένων ουσιών, της πίεσης και της βαρύτητας: Ψw =Ψs + Ψp + Ψg.

υδατικό έλλειμμα (water deficit) Κάθε υδατικό περιεχόμενο φυτικού κυττάρου ή ιστού μικρότερο της αντίστοιχης τιμής σε πλήρη ενυδάτωση.

υδατόδια(hydathodes) Εξειδικευμένοι πόροι που σχετίζονται με τις απολήξεις των αγγείων στα περιθώρια των φύλλων, από τους οποίους μπορεί να εκκρίνεται ο χυμός του ξυλώματος, στις περιπτώσεις θετικής υδροστατικής πίεσης. Επίσης, θέση σύνθεσης της αυξίνης στα νεαρά φύλλα της Arabidopsis.

υδατοπορίνες (aquaporins) Ολομεμβρανικές πρωτεΐνες που σχηματίζουν διαύλους επιλεκτικούς για την κίνηση του νερού διά μέσου της μεμβράνης. Τέτοιοι δίαυλοι διευκολύνουν την κίνηση του νερού διά μέσου της μεμβράνης.

υδροκινόνη ή κινόλη (hydroquinone, QH2, quinol) Η πλήρως ανηγμένη μορφή της κινόνης.

υδρολυόμενες ταννίνες (hydrolyzable tannins) Ταννίνες που αποτελούν πολυμερή φαινολικών οξέων, ειδικά του γαλλικού οξέος, και απλών σακχάρων. Υδρολύονται από αραιό οξύ.

υδροπονία (hydroponics) Τεχνική ανάπτυξης των φυτών με τις ρίζες τους βυθισμένες σε θρεπτικό διάλυμα, χωρίς την παρουσία εδάφους.

υπερέκφραση (overexpression) Γενετικός χειρισμός ο οποίος επιτρέπει σε ένα ειδικό γονίδιο στόχο να εκφράζεται σε υψηλά επίπεδα σε όλο το φυτό, με συνέπεια τη μεταβολή του φαινοτύπου.

υπερευαίσθητη απόκριση (hypersensitive response) Μια κοινή αμυντική απόκριση των φυτών

Page 41: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-41

Φ

που ακολουθεί την προσβολή από παθογόνα, κατά την οποία τα κύτταρα που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον της θέσης μόλυνσης πεθαίνουν γρήγορα, στερώντας θρεπτικά συστατικά από τα παθογόνα και περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό την εξάπλωσή τους

υπεροξεισώματα (peroxisomes) Οργανίδια στα οποία οργανικά υποστρώματα οξειδώνονται από το O2. Οι αντιδράσεις αυτές παράγουν H2O2 το οποίο διασπάται σε H2O και O2 από το υπεροξεισωματικό ένζυμο καταλάση.

υπέρψυξη (supercool) Η κατάσταση κατά την οποία το νερό του κυττάρου, λόγω της σύστασής του, παραμένει σε υγρή μορφή ακόμη και όταν η θερ-μοκρασία του περιβάλλοντος βρίσκεται αρκετούς βαθμούς κάτω από το θεωρητικά αναμενόμενο σημείο πήξης.

υποδοχείς συνδεδεμένοι με πρωτεΐνες G, GPCR (G protein-coupled receptors, GPCRs) Στα ζώα, μία μεγάλη ομάδα διαφορετικών υποδοχέων που ανιχνεύουν διάφορα σήματα, όπως ορμόνες, οσμές, γεύσεις ακόμη και φως. Οι GPCR σηματοδοτούν μέσω ετερο-τριμερών G πρωτεϊνών, οι οποίες κωδικοποιούνται από έναν μεγάλο αριθμό γονιδίων.

υπόθεση Bünning (Bünning hypothesis) Υπόθεση σύμφωνα με την οποία ο φωτοπεριοδικός έλεγχος της άνθισης επιτυγχάνεται χάρη στη χρονική σύμπτωση της φωτο- ή σκοτοπεριόδου των επαγωγικών φωτοπεριοδικών συνθηκών με μία συγκεκριμένη φάση ευαισθησίας (έναντι του φωτός) της ταλάντωσης του ημερήσιου ρυθμού.

υπόθεση αμύλου-στατολίθων (starch-statolith hypothesis) Προτεινόμενος μηχανισμός βαρυτροπισμού, ο οποίος περιλαμβάνει καθίζηση στατολίθων στα στατοκύτταρα.

υπόθεση ρολογιού (clock hypothesis) Τρέχουσα αποδεκτή υπόθεση σχετικά με τη μέτρηση του χρόνου από τα φυτά. Σύμφωνα με την υπόθεση, η φωτοπεριοδική χρονομέτρηση εξαρτάται από έναν ενδογενή ταλαντωτή των ημερήσιων ρυθμών. Βλέπε υπόθεση κλεψύδρας.

υπόθεση της όξινης αύξησης (acid growth hypothesis) Η οξίνιση του κυτταρικού τοιχώματος, αποτέλεσμα της εξώθησης πρωτονίων μέσω της

πλασματικής μεμβράνης, προκαλεί χαλάρωση τάσης και επέκταση του κυτταρικού τοιχώματος.

υποκειμενική ημέρα (subjective day) Όταν ένας οργανισμός τοποθετείται σε πλήρες σκότος, η φάση του ελεύθερου ρυθμού που συμπίπτει χρονικά με τη φωτεινή περίοδο του προηγούμενου εξαναγκασμένου κύκλου φωτός/σκότους. Βλέπε υποκειμενική νύκτα.

υποκειμενική νύκτα (subjective night). Όταν ένας οργανισμός τοποθε-τείται σε πλήρες σκότος, η φάση του ελεύθερου ρυθμού που συμπίπτει χρονικά με τη σκοτεινή περίοδο του προηγούμενου εξαναγκασμένου κύκλου φωτός/σκότους. Βλέπε υποκειμενική ημέρα.

υποκινητής (promoter) Η περιοχή του γονιδίου στην οποία προσδένεται η RNA πολυμεράση.

υποκοτυλιακό άγκιστρο (hypocotyl hook) Το κορυφαίο τμήμα του στελέχους του αρτιβλάστου, στα δικοτυλήδονα, όταν εξέρχεται από το σπερματικό περίβλημα μετά τη φύτρωση ή και κατά την αρχική ανάπτυξή του μέσα στο έδαφος (ή σε συνθήκες σκότους) οπότε και σχηματίζει μορφή αγκίστρου. Πιστεύεται ότι το άγκιστρο προστατεύει την κορυφή του βλαστού κατά την ανάδυση του αρτιβλάστου από το έδαφος.

υποκοτύλιο (hypocotyl) Το τμήμα του στελέχους του αρτιβλάστου που βρίσκεται μεταξύ της ρίζας και των κοτυληδόνων.

υπολειτουργικότητα (subfunctionalisation) Η διεργασία με την οποία η εξέλιξη δρα πάνω σε διπλασιασμένα γονίδια, προκαλώντας την αλλαγή της λειτουργίας ή και την απώλεια του ενός, ενώ το άλλο αντίγραφο του γονιδίου διατηρεί την αρχική του λειτουργία.

υπόστρωμα 1 της φυτοχρωματικής κινάσης (phytochrome kinase substrate 1, PKS1) Πρωτεΐνη που αλληλεπιδρά με τα φυτοχρώματα Α και Β, τόσο με την ενεργό (Pfr) όσο και με την ανενεργό (Pr) μορφή τους.

υποτελομερικές περιοχές (subtelomeric regions) Περιοχές που γειτνιάζουν άμεσα με τα τελομέρη και ανήκουν στις ετεροχρωματινικές περιοχές.

υπόφυση (hypophysis) Στην εμβρυο-γένεση των σπερματοφύτων, το πλέον ακραίο θυγατρικό κύτταρο μετά τη διαίρεση του βασικού κυττάρου, το οποίο συμβάλλει στη δημιουργία του εμβρύου σχηματίζοντας μέρος του ακραίου μεριστώματος της ρίζας.

φαινολικά (phenolics) Φυτικοί δευτερογενείς μεταβολίτες που περιέχουν μια ομάδα υδροξυλίου σε έναν αρωματικό δακτύλιο φαινόλης. Πολλές φυτικές φαινολικές ενώσεις λειτουργούν ως αμυντικές έναντι φυτοφάγων εντόμων και παθογόνων, προστατεύουν από την υπεριώδη (UV) ακτινοβολία, προσελκύουν επικονιαστές και είναι αλληλοπαθητικοί παράγοντες.

φαινόμενο ενίσχυσης (enhancement effect) Η συνεργειακή επίδραση (αύξηση) του ανοικτού ερυθρού και σκοτεινού ερυθρού φωτός στο τάχος της φωτοσύνθεσης, σε σύγκριση με το άθροισμα των επί μέρους τιμών τάχους όταν τα δύο διαφορετικά μήκη κύματος δίδονται μεμονωμένα.

φαινόμενο ηθμού (sieve effect) Το φαινόμενο κατά το οποίο η φωτοσυνθετικά ενεργός ακτινοβολία διεισδύει στα βαθύτερα στρώματα κυττάρων του φύλλου διά μέσου των χώρων που δεν απορροφούν φως, μεταξύ των χλωροπλαστών.

φαινόμενο θερμοκηπίου (greenhouse effect) Η αύξηση της θερμοκρασίας της Γης, η οποία προκαλείται από την παγίδευση της ακτινοβολίας μεγάλου μήκους κύματος στην ατμόσφαιρα από το CO2 και άλλα αέρια. Ο όρος προέρχεται από το φαινόμενο αύξη-σης της θερμοκρασίας μέσα σε ένα θερμοκήπιο, όταν ακτινοβολία μεγάλου μήκους κύματος διαπερνά τη γυάλινη οροφή του θερμοκηπίου και μετατρέπεται σε θερμότητα η οποία παγιδεύεται στο εσωτερικό του.

φαινοτυπική πλαστικότητα (pheno-typic plasticity) Φυσιολογικές ή αναπτυξιακές αποκρίσεις ενός φυτού προς το περιβάλλον του, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν γενετικές τροποποιήσεις.

φαινυλοπροπανοειδή (phenyl-propanoids) Φαινολικά παράγωγα του κινναμωμικού οξέος που περιέχουν έναν βενζολικό δακτύλιο και μία πλευρική αλυσίδα με τρία άτομα άνθρακα.

Page 42: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-42 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

φαιοφυτίνη (pheophytin) Μόριο χλωροφύλλης του οποίου το κεντρικό άτομο μαγνησίου έχει αντικατασταθεί από δύο άτομα υδρογόνου.

φακίδια (lenticels) Συναθροίσεις κυττάρων που σχηματίζουν πόρους στην επιφάνεια των ξυλωδών βλαστών και ριζών, μέσω των οποίων εισέρχονται τα αέρια της ατμόσφαιρας.

φασεϊκό οξύ, PA (phaseic acid, PA) Ένα από τα προϊόντα που σχηματίζονται από την οξειδωτική ανενεργοποίηση του αποκοπτικού οξέος.

φάση (phase) Στα κυκλικά (ρυθμικά) φαινόμενα, κάθε σημείο του κύκλου που αναγνωρίζεται από τη σχετική του θέση στον κύκλο, για παράδειγμα οι θέσεις της κορυφής (μέγιστο) ή της κοιλάδας (ελάχιστο).

φάσμα απορρόφησης (absorption spectrum) Γραφική παράσταση του ποσού της φωτεινής ενέργειας που απορροφάται από μία ουσία, συναρτήσει του μήκους κύματος.

φάσμα δράσης (action spectrum) Γραφική παράσταση του μεγέθους μιας βιολογικής απόκρισης στο φως ως συνάρτηση του μήκους κύματος.

φασματοσκοπία μάζας, MS (mass spectrometry, MS) Μέθοδος που ταυτοποιεί χημικές ενώσεις βάσει της σχέσης μοριακής μάζας/φορτίο (m/z) και προτύπων κατακερματισμού. Η MS μπορεί να ανιχνεύσει ποσότητες ΙΑΑ της τάξης των 10-12 g (1 pg) σε εκχυλίσματα φυτών.

φασματοφωτομετρία (spectrophotometry) Τεχνική με την οποία μετράται η απορρόφηση ενός δείγματος στα διαφορετικά μήκη κύματος του φωτός.

φελλώδες κάμβιο ή φελλογόνιο (cork cambium) Πλευρικό μερίστωμα που αναπτύσσεται μεταξύ των ώριμων κυττάρων του φλοιού και του δευτερογενούς φλοιώματος. Παράγει το περίδερμα, ένα δευτερογενές προστατευτικό στρώμα.

φερρεδοξίνη, Fd (ferredoxin, Fd) Μικρού μεγέθους, υδατοδιαλυτή, σιδη-ρο-θειούχος πρωτεΐνη που λαμβάνει μέρος στη ροή ηλεκτρονίων στο φωτοσύστημα Ι.

φθορισμός (fluorescence) Η εκπομπή φωτός που έπεται της απορρόφησης και συμβαίνει σε μήκος κύματος ελαφρώς

μακρότερο (χαμηλότερης ενέργειας) του απορροφώμενου.

φλαβινο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο FAD (flavin adenine dinucleotide, FAD) Συμπαράγοντας που περιέχει ριβοφλαβίνη και ο οποίος υφίσταται μία αντιστρεπτή αναγωγή με δύο ηλεκτρόνια, οπότε παράγεται FADH2.

φλαβινο-μονονουκλεοτίδιο, FMN (flavin mononucleotide, FMN) Συμπαράγοντας που περιέχει ριβοφλαβίνη και ο οποίος υφίσταται μια αντιστρεπτή αναγωγή με ένα ή δύο ηλεκτρόνια, οπότε παράγεται FMNH ή FMNH2.

φλαβόνες (flavones) Ομάδα ενώσεων που απορροφούν υπεριώδες φως (UV). Προστατευτικά φλαβονοειδή που μπορεί να προσελκύουν επικονιαστικά έντομα στα άνθη. Όταν εκκρίνονται μαζί με τα φλαβονοειδή στο έδαφος, από τις ρίζες ψυχανθών, μεσολαβούν στην αλληλεπίδραση με αζωτοδεσμευτικούς συμβιωτικούς οργανισμούς.

φλαβονοειδή (flavonoids) Μεγάλη ομάδα φαινολικών με βασική δομή άνθρακα που αποτελείται από δύο αρωματικούς δακτυλίους, που συνδέονται με τρία άτομα άνθρακα. Περιλαμβάνει τις ανθοκυανίνες, τις φλαβόνες, τις φλαβονόλες και τις ισοφλαβόνες. Οι ενώσεις συμμετέχουν στον χρωματισμό του φυτού και έχουν λειτουργικό ρόλο στην προστασία από υπεριώδη ακτινοβολία και στην άμυνα εναντίον φυτοφάγων και παθογόνων.

φλαβονόλες (flavonols) Ομάδα ενώσεων που απορροφούν στο υπεριώδες (UV). Προστατευτικά φλαβονοειδή που μπορεί να προσελκύουν επικονιαστικά έντομα στα άνθη. Όταν εκκρίνονται μαζί με τα φλαβονοειδή στο έδαφος από τις ρίζες ψυχανθών μεσολαβούν στην αλληλεπίδραση με αζωτοδεσμευτικούς συμβιωτικούς οργανισμούς.

φλιππάσες (flippases) Ένζυμα που μετατοπίζουν νεοσχηματισμένα φωσφολιπίδια εγκάρσια στη διπλοστιβάδα της μεμβράνης του ΕΔ, από την εξωτερική (κυτοπλασματική) στην εσωτερική απλοστιβάδα, εξασφαλίζοντας έτσι τη συμμετρική σύνθεση της μεμβράνης σε λιπίδια.

φλοιός (cortex) Το εξωτερικό στρώμα της ρίζας. Ορίζεται εξωτερικά από την επιδερμίδα και εσωτερικά από την

ενδοδερμίδα.

φλοίωμα (phloem) Ο ιστός που μεταφέρει τα προϊόντα της φωτοσύνθεσης από τα ώριμα φύλλα σε περιοχές αύξησης και αποταμίευσης, συμπεριλαμβανομένων των ριζών.

φόρτωση ηθμώδους στοιχείου (sieve element loading) Η κίνηση των σακχάρων από τα φύλλα-πηγές στα ηθμώδη στοιχεία και τα συνοδά κύτταρα, όπου αποκτούν μεγαλύτερη συγκέντρωση από ό,τι στο μεσόφυλλο.

φόρτωση ξυλώματος (xylem loading) Διεργασία κατά την οποία τα ιόντα εξέρχονται από τον συμπλάστη και εισέρχονται στα αγωγά κύτταρα του ξύλου.

φόρτωση φλοιώματος (phloem loading) Η μετακίνηση των φωτο-συνθετικών προϊόντων από τους χλωροπλάστες του μεσοφύλλου στα ηθμώδη στοιχεία (μέσω των συνοδών κυττάρων) των ώριμων φύλλων. Περι-λαμβάνει στάδια μεταφοράς μικρών αποστάσεων και φόρτωση στα ηθμώδη στοιχεία. Βλέπε επίσης εκφόρτωση φλοιώματος.

φουζικοκκίνη (fusicoccin) Μυκητική τοξίνη που επάγει οξίνιση των κυτταρικών τοιχωμάτων μέσω ενεργοποίησης μιας Η+-ΑΤΡάσης στην πλασματική μεμβράνη. Η φουζικοκκίνη διεγείρει την ταχεία αύξηση μέσω οξίνισης σε τμήματα του βλαστού και του κολεοπτίλου. Διεγείρει επίσης το άνοιγμα των στομάτων μέσω της διέγερσης της άντλησης πρωτονίων στην πλασματική μεμβράνη των καταφρακτικών κυττάρων.

φουρανοκουμαρίνες (furanocoumarins) Ομάδα κουμαρινών με προσαρτημένους δακτυλίους φουρανίου των οποίων η τοξικότητα μπορεί να είναι αποτέλεσμα της έκθεσης στο φως.

φραγμοπλάστης (phragmoplast) Ένα συγκρότημα μικροσωληνίσκων, μεμβρανών και κυστιδίων που σχηματίζεται κατά το τέλος της ανάφασης ή στην αρχή της τελόφασης και προηγείται της σύντηξης των κυστιδίων που δημιουργεί την κυτταρική πλάκα.

φυλλόταξη ή φυλλοταξία (phyllotaxis, phyllotaxy) Η διευθέτηση των φύλλων πάνω στο στέλεχος.

Page 43: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-43

φυλοκαθορισμός (sex determination) Διεργασία κατά την οποία παράγονται μονοφυλετικά άνθη με επιλεκτική αποβολή (σε πρώιμο στάδιο) των καταβολών είτε των στημόνων είτε των καρποφύλλων. Ρυθμίζεται γενετικά αλλά επηρεάζεται επίσης από τη φωτοπερίοδο και την τροφική κατάσταση. Διαμεσολαβείται από GA.

φυμάτια (nodules) Εξειδικευμένα όργανα του φυτού-ξενιστή, που περιέχουν τους συμβιωτικούς αζωτοδεσμευτικούς προκαρυώτες.

φυτοαλεξίνες (phytoalexins) Χημικά ετερογενής ομάδα δευτερογενών μεταβολιτών με ισχυρή αντιμικροβιακή δράση, που συντίθενται μετά από μόλυνση και συσσωρεύονται στη θέση μόλυνσης (προσβολής).

φυτοαυξητικές ουσίες (plant growth substance) Βλέπε φυτορμόνες.

φυτοεκδυσόνες (phytoecdysones) Ομάδα φυτικών στεροειδών που είναι τοξικά στα έντομα εξαιτίας της χημικής τους ομοιότητας με την ορμόνη έκδυσης των εντόμων.

φυτομέρος (phytomer) Βασική και επαναλαμβανόμενη αναπτυξιακή μονάδα που αποτελείται από ένα βλαστητικό και ένα μεριστωματικό τμήμα. Στην περίπτωση του φύλλου αποτελείται από ένα ή περισσότερα φύλλα, το γόνατο στο οποίο προσαρτώνται τα φύλλα, το μεσογονάτιο και έναν ή περισσότερους μασχαλιαίους οφθαλμούς.

φυτορμόνες (plant hormones) Χημικές ενώσεις που επηρεάζουν και ρυθμίζουν τη φυτική αύξηση και ανάπτυξη σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις. Οι κυριότερες ομάδες είναι: αυξίνες, γιββερελλίνες, κυτοκινίνες, αποκοπτικό οξύ, αιθυλένιο και βρασσινοστεροειδή.

φυτοσιδηροφόρα (phytosiderophores) Ειδική ομάδα χηλωτών σιδήρου που παράγονται στα αγρωστώδη και αποτελούνται από μη πρωτεϊνικά αμινοξέα.

φυτοτοκία (vivipary) Η πρόωρη φύτρωση σπερμάτων μέσα στον καρπό πριν ακόμη αυτός αποκοπεί από το μητρικό φυτό.

φυτοφερριτίνη (phytoferritin) Σύμπλοκο σιδήρου-πρωτεΐνης, στο οποίο αποθηκεύεται η περίσσεια σιδήρου στα φυτικά κύτταρα.

φυτοχηλίνες (phytochelatins) Πεπτίδια μικρού μοριακού βάρους που συντίθενται από τη γλουταθειόνη μέσω του ενζύμου συνθάση των φυτοχηλινών. Τα πεπτίδια αυτά προσδένουν μια ποικιλία μετάλλων και μεταλλοειδών και παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη ανθεκτικότητας των φυτών έναντι των στοιχείων As, Cd και Zn.

φυτόχρωμα (phytochrome) Πρωτεΐνη φωτοδέκτης που απορροφά κυρίως στο ανοικτό και σκοτεινό ερυθρό φως, αλλά και στο κυανό, και ρυθμίζει τη φυτική ανάπτυξη. Η ολοπρωτεΐνη που περιλαμβάνει και το χρωμοφόρο φυτοχρωμοβιλίνη.

φυτοχρωματικά σχετιζόμενη πρωτεϊνική φωσφατάση 5 (phytochrome-associated protein phosphatase 5, PAPP5) Παράγοντας που αλληλεπιδρά με τα φυτοχρώματα μέσω της αποφωσφορυλίωσης του ενεργού φυτοχρώματος.

φυτοχρωμοβιλίνη (phytochromobilin) Το ευθύγραμμο τετραπυρρολικό χρωμοφόρο του φυτοχρώματος.

φύτρωση (germination) Η έναρξη ή επανεκκίνηση της αύξησης σε ένα σπόριο ή σπέρμα (εκβλάστηση στον γυρεόκοκκο).

φωσφατιδικό οξύ, PA (phosphatidic acid, PA) Μία διακυλογλυκερόλη η οποία φέρει μία φωσφορική ομάδα στο τρίτο άτομο άνθρακα του σκελετού της γλυκερόλης.

φωσφολιπάση C (phospholipase C) Ένζυμο με δράση στα φωσφο-ινοσιτίδια, με αποτέλεσμα την παραγωγή της τρι-φωσφορικής ινοσιτόλης (InsP3), και της διακυλογλυκερόλης (DAG).

φωσφολιπάση D (phospholipase D, PLD) Ένζυμο ενεργό κατά τη σηματοδότηση του ΑΒΑ. Απελευθερώνει φωσφατιδικό οξύ από τη φωσφατιδυλοχολίνη.

φωσφορικές εξόζες (hexose phosphates) Σάκχαρα έξι ατόμων άνθρακα ενωμένα με φωσφορικές ομάδες.

φωσφορική πυριδοξάλη ή βιταμίνη Β6 (pyridoxal phosphate, vitamin B6) Συμπαράγοντας απαραίτητος σε όλες τις αντιδράσεις τρανσαμίνωσης.

φωσφορική τριόζη (triose phosphate) Φωσφορικό σάκχαρο με τρία άτομα άνθρακα.

φωσφορυλίωση υποστρώματος (substrate-level phosphorylation) Η απευθείας μεταφορά μιας φωσφορικής ομάδας από ένα μόριο υποστρώματος στην ADP για να σχηματισθεί ATP.

φωτεινή ενέργεια (fluence) Ο αριθμός φωτονίων που απορροφάται ανά μονάδα επιφανείας.

φωτεινή ένταση (irradiance, fluence rate) Το ποσόν της ενέργειας που προσπίπτει σε έναν επίπεδο αισθητήρα γνωστής επιφανείας, στη μονάδα του χρόνου. Εκφράζεται με W m–2 (σημειώστε ότι ο χρόνος περιλαμβάνεται στο watt: 1 W = 1 J s–1) ή με γραμμομόρια κβάντα (einstein) ανά τετραγωνικό μέτρο και δευτερόλεπτο (mol m–2 s–1).

φωτοαναπνοή (photorespiration) Η πρόσληψη ατμοσφαιρικού O2 με ταυτόχρονη απελευθέρωση CO2 σε φωτιζόμενα φύλλα. Το μοριακό οξυγόνο αποτελεί υπόστρωμα της rubisco και το σχηματιζόμενο 2-φωσφογλυκολικό εισέρχεται στον φωτοαναπνευστικό οξειδωτικό κύκλο του άνθρακα. Ο κύκλος επανακτά μέρος του άνθρακα που περιέχεται στο 2-φωσφογλυκολικό, ενώ το υπόλοιπο απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα.

φωτοαναστολή (photoinhibition) Η αναστολή της φωτοσύνθεσης που που προκαλείται από περίσσεια φωτός.

φωτοαναστρεψιμότητα (photoreversibility) Αναφέρεται στο φυτόχρωμα, η αλληλομετατροπή των μορφών Pr και Pfr.

φωτοαφομοίωση (photoassimilation) Η σύζευξη της αφομοίωσης ανόργανων θρεπτικών στοιχείων με τη φωτοσυνθετική μεταφορά ηλεκτρονίων.

φωτολυάση (photolyase) Ένζυμο που ενεργοποιείται από το κυανό φως και επισκευάζει διμερή πυριμιδίνης στο DNA, που έχουν υποστεί βλάβη από υπεριώδη ακτινοβολία. Περιέχει ένα FAD και μία πτερίνη.

φωτομορφογένεση (photomorphogenesis) Η επίδραση και οι εξειδικευμένες δράσεις του φωτός στη φυτική ανάπτυξη. Για το αρτίβλαστο, οι φωτοεπαγόμενες μεταβολές στην έκφραση των γονιδίων για την υποστήριξη της αύξησης στο φως, πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, σε αντιδιαστολή με την αύξηση στο σκοτάδι, μέσα στο έδαφος.

Page 44: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-44 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Χ

φωτονιακή ένταση (photon irradiance) Η φωτεινή ένταση μετρούμενη και εκφραζόμενη σε γραμμομόρια φωτονίων ανά μονάδα επιφανείας (τετραγωνικό μέτρο), mol m–2 s–1, όπου 1 mol = 6,02 × 1023 φωτόνια (ο αριθμός Avogadro).

φωτόνιο (photon) Διακριτή (στοιχειώδης) φυσική μονάδα φωτεινής ενέργειας.

φωτοπεριοδικά αδιάφορα φυτά, ΦΑΦ ή φωτοπεριοδικά ουδέτερα φυτά (day-neutral plants, DNP) Φυτά που η άνθισή τους δεν επηρεάζεται από τη διάρκεια της φωτοπεριόδου.

φωτοπεριοδική επαγωγή (photoperiodic induction) Οι φωτοπεριοδικά ρυθμιζόμενες διεργασίες που συμβαίνουν στα φύλλα και καταλήγουν στη μεταφορά ενός ανθικού ερεθίσματος στην κορυφή του βλαστού.

φωτοπεριοδισμός (photoperiodism) Βιολογική απόκριση στη διάρκεια και τη χρονοθέτηση της ημέρας και της νύκτας στη διάρκεια ενός 24ώρου, πράγμα που επιτρέπει σε ένα γεγονός να λάβει χώρα σε μια συγκεκριμένη στιγμή του έτους.

φωτοπερίοδος (photoperiod) Η χρονική διάρκεια του 24ώρου κατά την οποία ένα φυτό εκτίθεται σε φως. Η φωτοπερίοδος μπορεί να ελέγχει διάφορες πλευρές της βλαστητικής και της αναπαραγωγικής ανάπτυξης, περιλαμβανομένης της άνθισης και του σχηματισμού κονδύλων.

φωτοπροστασία (photoprotection) Διοχέτευση (διασκόρπιση) της περίσσειας της ενέργειας που απορροφά η χλωροφύλλη, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία ενεργού οξυγόνου σε μονήρη κατάσταση και η επακόλουθη βλάβη των χρωστικών. Πρόκειται για διεργασία απόσβεσης που βασίζεται στα καροτενοειδή.

φωτοσταθερή κατάσταση (photostationary state) Η δυναμική ισορροπία των δύο αλληλομετατρεπόμενων μορφών του φυτοχρώματος υπό συγκεκριμένες σταθερές συνθήκες φωτισμού. Για παράδειγμα, σε φυσικό ηλιακό φως η ισορροπία είναι περίπου 40% Pr and 60% Pfr.

φωτοσύνθεση (photosynthesis) Η μετατροπή της φωτεινής ενέργειας σε χημική από τις φωτοσυνθετικές

χρωστικές. Χρησιμοποιεί νερό και CO2 και παράγει υδατάνθρακες.

φωτοσυνθετικά ενεργός ακτινοβολία (photosynthetically active radiation, PAR) Η περιοχή του ορατού φάσματος με μήκη κύματος μεταξύ 400 και 700 nm, η οποία μπορεί να απορροφηθεί από τις φωτοσυνθετικές χρωστικές.

φωτοσυνθετική μεταφορά ηλεκτρονίων (photosynthetic electron transport) Η ροή των ηλεκτρονίων από τη φωτοδιεγερμένη χλωροφύλλη και την οξείδωση του νερού προς τον τελικό δέκτη ηλεκτρονίων, το NADP+, μέσω των φωτοσυστημάτων PSII και PSI.

φωτοσύστημα (photosystem) Λειτουργική μονάδα του χλωροπλάστη που συλλέγει την ενέργεια του φωτός για να υποστηρίξει ενεργειακά τη μεταφορά ηλεκτρονίων και τη δημιουργία μιας κινούσας δύναμης πρωτονίων, η οποία χρησιμοποιείται για τη σύνθεση ATP.

φωτοσύστημα Ι, PSI (photosystem I, PSI) Σύστημα φωτοαντιδράσεων που απορροφά μέγιστα στο σκοτεινό ερυθρό (700 nm), οξειδώνει την πλαστοκυανίνη και ανάγει τη φερρεδοξίνη.

φωτοσύστημα ΙΙ, PSIΙ (photosystem ΙI, PSII) Σύστημα φωτοαντιδράσεων που απορροφά μέγιστα στο ερυθρό (680 nm), οξειδώνει το νερό και ανάγει την πλαστοκινόνη. Διεγείρεται ελάχιστα από σκοτεινό ερυθρό φως.

φωτοτροπίνες 1 και 2 (phototropins 1 and 2) Δύο φλαβοπρωτεΐνες, φωτοδέκτες της σηματοδοτικής οδού του κυανού φωτός το οποίο επάγει τη φωτοτροπική κάμψη στο υποκοτύλιο του Arabidopsis και τα κολεόπτιλα της βρώμης. Μεσολαβούν επίσης στις κινήσεις των χλωροπλαστών και συμμετέχουν στο άνοιγμα των στομάτων, ως απόκριση στο κυανό φως. Οι φωτοτροπίνες είναι αυτοφωσφορυλιούμενες πρωτεΐνικές κινάσες των οποίων η ενεργότητα διεγείρεται από το κυανό φως.

φωτοτροπισμός (phototropism) Η μεταβολή του προτύπου αύξησης ενός φυτού, ως απόκριση στην κατεύθυνση της προσπίπτουσας ακτινοβολίας.

φωτοφωσφορυλίωση (photophosphorylation) Ο σχηματισμός ATP από ADP

και ανόργανα φωσφορικά (Pi) χρησιμοποιώντας την ενέργεια του φωτός, η οποία αποθηκεύεται ως διαβάθμιση συγκέντρωσης πρωτονίων εκατέρωθεν της μεμβράνης του θυλακοειδούς.

φωτοχημεία (photochemistry) Ταχύτατες χημικές αντιδράσεις κατά τις οποίες η ενέργεια του φωτός, που απορροφάται από ένα μόριο, προκαλεί μία χημική αντίδραση.

χάραξη δακτυλιοειδών τομών (girdling) Η χάραξη τομών εξωτερικά στον φλοιό (κοινά χαράκι) ενός ξυλώδους βλαστού με αποτέλεσμα τον τραυματισμό και την υπολειτουργία του φλοιώματος.

χηλικά (chelates) Ουσίες, όπως το EGTA, που σχηματίζουν σύμπλοκο με δισθενή κατιόντα, εξουδετερώνοντας έτσι τη βιολογική δραστικότητα των κατιόντων αυτών.

χηλωτής (chelator) Ένωση άνθρακα η οποία μπορεί να σχηματίσει ένα μη ομοιοπολικό σύμπλοκο με ορισμένα κατιόντα, διευκολύνοντας την πρόσληψή τους (π.χ. μηλικό οξύ, κιτρικό οξύ).

χημειωσμωτικός μηχανισμός, μοντέλο (chemiosmotic mechanism, model) Ο μηχανισμός με τον οποίο η ηλεκτροχημική διαβάθμιση πρωτονίων που εγκαθίσταται εκατέρωθεν μιας μεμβράνης, μέσω της διεργασίας μεταφοράς ηλεκτρονίων, χρησιμοποιείται για να ωθήσει τη σύνθεση ΑΤΡ, σύνθεση που απαιτεί τη δαπάνη ενέργειας. Λειτουργεί στα μιτοχόνδρια και τους χλωροπλάστες.

χημικό δυναμικό (chemical potential) Η ελεύθερη ενέργεια (μιας ουσίας) η οποία είναι διαθέσιμη για την παραγωγή έργου.

χημικό δυναμικό του νερού Βλέπε υδατικό δυναμικό.

χλωροπλάστες (chloroplasts) Οργανίδια που αποτελούν την έδρα της φωτοσύνθεσης στους ευκαρυωτικούς φωτοσυνθετικούς οργανισμούς.

χλωροφυλλάση (chlorophyllase) Ένζυμο που συμμετέχει στην αποικοδόμηση της χλωροφύλλης, αφαιρώντας τη φυτόλη από το μόριο της χλωροφύλλης.

Page 45: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ Γ-45

Ω

Ψ

χλωροφύλλες (chlorophylls) Κατηγορία πράσινων χρωστικών, που απορροφούν φως και λαμβάνουν μέρος στη φωτοσύνθεση.

χλωρόφυτα (chlorophytes) Μονοκύτταροι ευκαρυωτικοί φωτοσυνθετικοί οργανισμοί των οποίων οι χλωροπλάστες περιέχουν χλωροφύλλες a και b (χλωροφύκη).

χλώρωση (chlorosis) Το κιτρίνισμα των φύλλων, το οποίο μπορεί να είναι σύμπτωμα τροφοπενίας (π.χ. αζώτου).

χρόνια φωτοαναστολή Η φωτοαναστολή της φωτοσυνθετικής δραστηριότητας κατά την οποία μειώνονται τόσο η κβαντική απόδοση όσο και το μέγιστο τάχος της φωτοσύνθεσης. Συμβαίνει σε συνθήκες περίσσειας φωτός.

χρονοβιολογία (chronobiology) Η μελέτη των βιολογικών ρολογιών, όπως για παράδειγμα ο ημερήσιος ρυθμός.

χρονοδότες (zeitgebers) Περιβαλλοντικά σήματα, όπως η μετάβαση από το σκοτάδι στο φως και το αντίστροφο, που εξαναγκάζουν τον ενδογενή ταλαντωτή σε 24ωρη περιοδικότητα.

χρονοθέτηση (gating) Η λειτουργία του βιολογικού ρολογιού που ρυθμίζει τη χρονική στιγμή (φάση) του ημερήσιου ρυθμού κατά την οποία θα λάβουν χώρα οι φυσιολογικές ή μοριακές αποκρίσεις.

χρωματίνη (chromatin) Το σύμπλοκο DNA-πρωτεϊνών που απαντά στον μεσοφασικό πυρήνα. Η συμπύκνωση της χρωματίνης, κατά τη μίτωση και τη μείωση, σχηματίζει τα χρωμοσώματα.

χρωματινική ίνα 30 nm (30-nm chromatin fiber) Η ακανόνιστη ελικοειδής δομή που σχηματίζεται από την περιέλιξη και συσπείρωση των νουκλεοσωμάτων.

χρωμοπλάστες (chromoplasts) Πλαστίδια που περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις καροτενοειδών χρωστικών και όχι χλωροφύλλης. Οι χρωμοπλάστες είναι υπεύθυνοι για το κίτρινο, πορτοκαλί ή κόκκινο χρώμα πολλών καρπών, ανθέων και φθινοπωρινών φύλλων.

χρωμοσώματα (chromosomes) Η συμπυκνωμένη μορφή της χρωματίνης που σχηματίζεται νωρίς κατά τη μίτωση και τη μείωση.

χρωμοφόρο (chromophore) Μόριο χρωστικής που απορροφά φως και είναι συνήθως προσδεδεμένο σε μία πρωτεΐνη (αποπρωτεΐνη).

χρωστικές κεραίας (antenna pigments) Χλωροφύλλες και καροτενοειδή που συμμετέχουν στο σύμπλοκο κεραίας.

χυμοτοπιακή Η+-ΑΤΡάση, V-ATPάση (vacuolar H+-ATPase, V-ATPase) Ένα μεγάλο, ενζυμικό σύμπλοκο με πολλές υπομονάδες, που σχετίζεται με τις F0F1-ΑΤΡάσες και απαντά στις εσωτερικές μεμβράνες (τονοπλάστης, Golgi). Οξινίζει το χυμοτόπιο και παρέχει κινητήρια δύναμη πρωτονίων για τη δευτερογενή μεταφορά ουσιών στον μικροχώρο. Οι V-ATPάσες λειτουργούν επίσης στη ρύθμιση της ενδοκυτταρικής κίνησης των πρωτεϊνών.

χυμοτοπιακός ή κυτταρικός χυμός (vacuolar sap) Το υγρό περιεχόμενο ενός χυμοτοπίου, που μπορεί να περιέχει νερό, ανόργανα ιόντα, οργανικά οξέα και χρωστικές.

ψευδογονίδια ή μη λειτουργικά γονίδια (pseudogenes) Σταθερά, αλλά μη λειτουργικά γονίδια, που προφανώς προέρχονται από ενεργά γονίδια ύστερα από μεταλλαγή.

ψύξη (chilling) Έκθεση σε χαμηλές θερμοκρασίες (0-10 °C), με αποτέλεσμα μερικές φορές την πρόκληση βλάβης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος άρσης του ληθάργου σε ορισμένα σπέρματα.

ψυχανθαιμοσφαιρίνη (leghemoglobin) Μία πρωτεΐνη αίμης, η οποία προσδένει οξυγόνο και η οποία απαντά στο κυτόπλασμα προσβεβλημένων κυττάρων του φυματίου. Διευκολύνει τη διάχυση του οξυγόνου στα αναπνέοντα συμβιωτικά βακτήρια.

ψυχανθή (legumes) Τα μέλη της οικογένειας Fabaceae (Leguminosae) που συχνά συμβιώνουν με ριζόβια. Στα ψυχανθή περιλαμβάνονται τα μπιζέλια (Pisum), το τριφύλλι (Trifolium), τα κουκιά (Vicia), οι φακές (Lens), η σόγια (Glycine), τα φασόλια (Phaseolus), το αράπικο φιστίκι (Arachis) και τα μαυρομάτικα φασόλια pea (Vigna).

ωσμογραμμομοριακότητα (osmolality) Μονάδα συγκέντρωσης εκφραζόμενη ως γραμμομόρια των συνολικά διαλυμένων ουσιών ανά μάζα νερού [mol L–1].

ωσμορρύθμιση (osmoregulation) Ο έλεγχος του ωσμωτικού δυναμικού ενός κυττάρου ή οργανισμού.

ώσμωση (osmosis) Η κίνηση του νερού διά μέσου μια επιλεκτικά διαπερατής μεμβράνης, με κατεύθυνση προς την περιοχή με περισσότερο αρνητικό υδατικό δυναμικό, Ψw (χαμηλότερη συγκέντρωση νερού).

ωσμωτικά ενεργοί διαλυτές ουσίες (osmotic solutes) Οι κύριες διαλυτές ουσίες που είναι ωσμωτικά ενεργοί. Στα καταφρακτικά κύτταρα περιλαμβάνονται το κάλιο, το χλώριο, το μηλικό οξύ και η σακχαρόζη.

ωσμωτική εξισορρόπηση (osmotic adjustment) Η ικανότητα ενός κυττάρου να συσσωρεύει συμβατούς ωσμολύτες και να ελαττώνει το υδατικό δυναμικό κατά τη διάρκεια ωσμωτικής καταπόνησης.

ωσμωτική καταπόνηση (osmotic stress) Καταπόνηση που ασκείται σε κύτταρα ή ακόμη και σε ολόκληρο το φυτό όταν το ωσμωτικό δυναμικό του εξωτερικού διαλύματος είναι περισσότερο αρνητικό από ό,τι στο εσωτερικό του φυτού.

ωσμωτική πίεση (osmotic pressure, π) Το ωσμωτικό δυναμικό με αντίθετο πρόσημο. Επειδή το Ψs έχει πάντα αρνητικές τιμές, το π είναι θετικό.

ωχροπλάστης (etioplast) Φωτοσυνθετικά ανενεργός μορφή χλωροπλάστη που βρίσκεται στα ωχρωτικά αρτίβλαστα. Δεν συνθέτει χλωροφύλλη ούτε τα περισσότερα ένζυμα και τις δομικές πρωτεΐνες που απαιτούνται για τον σχηματισμό των θυλακοειδών και τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης. Περιέχει ένα περίπλοκο σύστημα αλληλοσυνδεόμενων μεμβρανικών σωληνοειδών που ονομάζεται προθυλακοειδές σωμάτιο.

ώχρωση (etiolation) Η μορφή και η αύξηση των αρτιβλάστων στο σκοτάδι. Ωχρή, ασυνήθιστα υψηλή και λεπτοφυής εμφάνιση εντελώς διαφορετική από τη στιβαρότερη, πράσινη εμφάνιση των αρτιβλάστων του φωτός.

Page 46: 18 Γλωσσάριο βιβλίου Taiz-Zeiger.pdf

Γ-46 ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

ωχρωτικά αρτίβλαστα (etiolated seedlings) Αρτίβλαστα που έχουν αυξηθεί στο σκοτάδι, με επιμηκυσμένο υποκοτύλιο και στέλεχος, με

κοτυληδόνες και φύλλα που δεν εκπτύσσονται και με φωτοσυνθετικά μη λειτουργικούς χλωροπλάστες (ωχροπλάστες).