12
1 ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ Ανακοίνωση στο συνέδριο «Αρχιτεκτονική τοπίου. Εκπαίδευση, έρευνα και εφαρμοσμένο έργο», Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη, 2005 Κώστας Μανωλίδης Εισαγωγή Το 1743, ο ερασιτέχνης χαρτογράφος Christopher Packe δημοσίευσε έναν τοπογραφικό χάρτη της επαρχίας του Ανατολικού Κεντ ο οποίος έχει θεωρηθεί ο πρώτος αντίστοιχος χάρτης που αποδίδει υψομετρικά μια περιοχή. Στη διάρκεια αυτής της κοπιώδους εργασίας ο Packe εκτός από τις επιτόπιες μετρήσεις συμπλήρωσε την καταγραφή και με την παρατήρηση της περιοχής με τηλεσκόπιο από μια σκαλωσιά που έστησε στην κορυφή του καθεδρικού ναού του Καντέρμπουρι (Charlesworth, 1999). Η περίπτωση αυτή είναι διαφωτιστική για την συνολικότερη φύση του χαρτογραφικού εγχειρήματος. Η διαδικασία της αποτύπωσης καθώς επιμερίζεται σε εργασία πεδίου και παρατήρηση από ένα εξέχον κεντρικό σημείο επισημαίνει μια θεμελιωτική αμφιθυμία στην αναγνώριση του τοπίου: το άμεσο υλικό πλησίασμά και την πρόσληψή του ως εικόνα. Οι αποσπασματικές καταγραφές, και απόψεις της περιοχής έχουν την ανάγκη της πανοραμικής θέασης προκειμένου να συναρμολογηθούν σε χάρτη. Η εμπειρική προσέγγιση του χαρτογράφου καθώς οδεύει προς μια αφαιρετική αναδιατύπωση του γεωγραφικού χώρου επιζητεί την ασφάλεια του οπτικού ελέγχου: να διαβάσει το τοπίο ως χάρτη ώστε να το σχεδιάσει ως τέτοιο. Σε αυτόν τον τρόπο εργασίας, αποτελεσματικό λόγω και του ήπιου ανάγλυφου της συγκεκριμένης περίπτωσης, εικονογραφείται επίσης και η καταστατική συνάφεια του χάρτη με το τοπίο: και τα δύο συγκροτούνται μέσω μιας ροπής προς την θέα. Αυτή η θέληση της όρασης υπαγορεύει στον χάρτη και στο τοπίο την κεντρική τους υποχρέωση: να καθιστούν τη φύση υποτελή στο βλέμμα και στις τεχνικές του. Παρόλο που η χαρτογραφία μέσα από τις ποικίλες εφαρμογές της έχει συνεισφέρει στις εννοήσεις του τοπίου, και στοιχειώνει με τον τρόπο της την χωρική αντίληψη του κόσμου, δεν έχει αποκρυσταλλωθεί το είδος της σημασίας της για την σύγχρονη έρευνα του τοπίου. Ο χάρτης έχει συνδεθεί ως τεχνικό εργαλείο κυρίως με μεγάλης έκτασης σχεδιαστικές και ρυθμιστικές πρακτικές. Όμως η ενοποιητική λειτουργία του χάρτη, η απογειωμένη οπτική του και οι ιδιαίτερες συμβάσεις της εικονοποιίας του προσφέρουν νέες νοηματοδοτήσεις στο τοπίο ανεξαρτήτως κλίμακας. Ο κοινός τόπος του χάρτη και του τοπίου είναι ο τοπογραφικός χάρτης, μια αναπαράσταση που, αποσυρόμενη από τη αφαίρεση του διαγράμματος, θέλει να γίνει η απεικόνιση μιας επικράτειας (εικ.1). Λειτουργώντας στο μεταίχμιο μιας μαθηματικής και μιας εικονογραφικής αντικειμενικότητας, οι ιστορικές εκφάνσεις του τοπογραφικού χάρτη προσφέρουν ένα πλούσιο υλικό για τη μελέτη του τοπίου. Παρακινούμενος από τη αδιαμφισβήτητη γοητεία αυτού του υλικού, θα διερευνήσω τα χαρακτηριστικά του και θα προσπαθήσω να εντοπίσω εκεί μια εσωτερική δυναμική υπέρβασης της οπτικοκεντρικής αντίληψης του τοπίου.

Δυνατότητες του τοπογραφικού βλέμματος

  • Upload
    uth

  • View
    0

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

1

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ

Ανακοίνωση στο συνέδριο «Αρχιτεκτονική τοπίου. Εκπαίδευση, έρευνα και εφαρμοσμένο έργο», Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη, 2005

Κώστας Μανωλίδης

Εισαγωγή

Το 1743, ο ερασιτέχνης χαρτογράφος Christopher Packe δημοσίευσε έναν τοπογραφικό χάρτη της επαρχίας του Ανατολικού Κεντ ο οποίος έχει θεωρηθεί ο πρώτος αντίστοιχος χάρτης που αποδίδει υψομετρικά μια περιοχή. Στη διάρκεια αυτής της κοπιώδους εργασίας ο Packe εκτός από τις επιτόπιες μετρήσεις συμπλήρωσε την καταγραφή και με την παρατήρηση της περιοχής με τηλεσκόπιο από μια σκαλωσιά που έστησε στην κορυφή του καθεδρικού ναού του Καντέρμπουρι (Charlesworth, 1999).

Η περίπτωση αυτή είναι διαφωτιστική για την συνολικότερη φύση του χαρτογραφικού εγχειρήματος. Η διαδικασία της αποτύπωσης καθώς επιμερίζεται σε εργασία πεδίου και παρατήρηση από ένα εξέχον κεντρικό σημείο επισημαίνει μια θεμελιωτική αμφιθυμία στην αναγνώριση του τοπίου: το άμεσο υλικό πλησίασμά και την πρόσληψή του ως εικόνα. Οι αποσπασματικές καταγραφές, και απόψεις της περιοχής έχουν την ανάγκη της πανοραμικής θέασης προκειμένου να συναρμολογηθούν σε χάρτη. Η εμπειρική προσέγγιση του χαρτογράφου καθώς οδεύει προς μια αφαιρετική αναδιατύπωση του γεωγραφικού χώρου επιζητεί την ασφάλεια του οπτικού ελέγχου: να διαβάσει το τοπίο ως χάρτη ώστε να το σχεδιάσει ως τέτοιο.

Σε αυτόν τον τρόπο εργασίας, αποτελεσματικό λόγω και του ήπιου ανάγλυφου της συγκεκριμένης περίπτωσης, εικονογραφείται επίσης και η καταστατική συνάφεια του χάρτη με το τοπίο: και τα δύο συγκροτούνται μέσω μιας ροπής προς την θέα. Αυτή η θέληση της όρασης υπαγορεύει στον χάρτη και στο τοπίο την κεντρική τους υποχρέωση: να καθιστούν τη φύση υποτελή στο βλέμμα και στις τεχνικές του.

Παρόλο που η χαρτογραφία μέσα από τις ποικίλες εφαρμογές της έχει συνεισφέρει στις εννοήσεις του τοπίου, και στοιχειώνει με τον τρόπο της την χωρική αντίληψη του κόσμου, δεν έχει αποκρυσταλλωθεί το είδος της σημασίας της για την σύγχρονη έρευνα του τοπίου. Ο χάρτης έχει συνδεθεί ως τεχνικό εργαλείο κυρίως με μεγάλης έκτασης σχεδιαστικές και ρυθμιστικές πρακτικές. Όμως η ενοποιητική λειτουργία του χάρτη, η απογειωμένη οπτική του και οι ιδιαίτερες συμβάσεις της εικονοποιίας του προσφέρουν νέες νοηματοδοτήσεις στο τοπίο ανεξαρτήτως κλίμακας.

Ο κοινός τόπος του χάρτη και του τοπίου είναι ο τοπογραφικός χάρτης, μια αναπαράσταση που, αποσυρόμενη από τη αφαίρεση του διαγράμματος, θέλει να γίνει η απεικόνιση μιας επικράτειας (εικ.1). Λειτουργώντας στο μεταίχμιο μιας μαθηματικής και μιας εικονογραφικής αντικειμενικότητας, οι ιστορικές εκφάνσεις του τοπογραφικού χάρτη προσφέρουν ένα πλούσιο υλικό για τη μελέτη του τοπίου. Παρακινούμενος από τη αδιαμφισβήτητη γοητεία αυτού του υλικού, θα διερευνήσω τα χαρακτηριστικά του και θα προσπαθήσω να εντοπίσω εκεί μια εσωτερική δυναμική υπέρβασης της οπτικοκεντρικής αντίληψης του τοπίου.

2

εικ. 1. Λεπτομέρεια από ημιτελή χάρτη τριγωνομετρικών σημείων (1:200.000) από σειρά χαρτών που παρήγγειλε ο Ναπολέων με τα πεδία μαχών της εκστρατείας του στη Βόρειο Ιταλία, 1803-04, πηγή: http://geog.queensu.ca/napoleonatlas

Η ομοφωνία τοπίου και χάρτη Το τοπίο, ως μια αμφίσημη έννοια που αναφέρεται σε έναν φυσικό χώρο αλλά και στην

προβολή του στη συνείδηση του υποκειμένου, είναι δέσμιο ποικίλων διαμεσολαβήσεων. Αυτές ξεκινούν από τα πολιτισμικά φίλτρα, τις ιεραρχήσεις και σκοπιμότητες στη διαδικασία της παρατήρησης και καταλήγουν σε τεχνικές καταγραφής και απόδοσης του υλικού της οπτικής εμπειρίας.

«Ο άνθρωπος κοιτάζει πάντα τη φύση μέσα από χρωματιστά γυαλιά, μέσα από μυθολογικές, ανθρωπομορφικές ή εννοιολογικές μήτρες – ακόμα κι όταν δεν το κάνει συνειδητά αλλά πιστεύει πως απολαμβάνει μια «καθαρή θέα», αμόλυντη απ’ οποιοδήποτε νόημα.» είχε επισημάνει κάποτε ο Άρθουρ Καίσλερ (Koestler,1964). Αν κάποιο νόημα επισυνάπτεται σταθερά στο κοίταγμα της φύσης από τον δυτικό πολιτισμό, ακόμα και μαζί με τις πιο άδολες προθέσεις αισθητικής συγκίνησης, είναι ένα νόημα που συνδέεται με την επιθυμία οπτικού ελέγχου. Η αξίωση που βρίσκεται στον πυρήνα του νεωτερικού ορθολογισμού για τον έλεγχο της ολότητας του πραγματικού και την υπαγωγή του σε κατηγορίες και συστήματα θέτει ένα αμετακίνητο πλαίσιο αναφοράς στην αντίληψη του περιβάλλοντος. Η εγκαθίδρυση ενός τέτοιου κανονιστικού βλέμματος έχει χαρακτηριστικότερη έκφραση την χαρτογραφία με την προσπάθειά της να εκλογικέψει και να αποδώσει σε εύληπτη μορφή τον γεωγραφικό χώρο.

Το εγχείρημα της χαρτογραφίας, καθορίζοντας ιδιοκτησίες, σύνορα, ακριβή μεγέθη και περιγράμματα γεωγραφικών ενοτήτων, υπήρξε ένας πολύτιμος σύμμαχος στη θέληση για εδαφική και οικονομική κυριαρχία. Σαν συνέπεια αυτού του επιχειρησιακού του ρόλου ο χάρτης σταδιακά αναδείχτηκε και σε μια βολική μεταφορά για την τακτοποίηση της γνώσης του κόσμου, για την κατανόηση και ταξινόμηση της πραγματικότητας.

3

Η χαρτογραφία αποτελεί γνώρισμα και ταυτόχρονα όργανο για την παγίωση ενός είδους καθολικής συνείδησης που απαιτεί την απομάγευση και εργαλειοποίηση της φύσης. Είναι η ίδια συνείδηση που μετατρέπει και το ανθρώπινο σώμα σε ένα σύστημα που επίμονα αναλύεται, ερμηνεύεται και ταξινομείται, ξεκινώντας από στοιχειώδεις ανατομικές παρατηρήσεις και φτάνοντας στην πρόσφατη "χαρτογράφηση" του γονιδιώματος (εικ. 2).

εικ. 2. "Χάρτης" της κοίλης φλέβας με τους ανατετμημένους κλάδους της σε σώμα ενηλίκου, Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό, πηγή: Μπαρτ, Ρολάν, από τον Ρ. Μπ. Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα, 1985. Μέσω του χάρτη ο κόσμος μεταβάλλεται σε μετρήσιμο πεδίο, παραδίδεται εξημερωμένος

στην ανθρώπινη βούληση και μετατρέπεται προκαταβολικά σε ένα τέχνημα. Με αντίστοιχο τρόπο λειτουργεί η αναπαραστατική φύση του τοπίου. Η ροπή για εποπτεία και οπτική κυριαρχία είναι σύμφυτη με το κοινωνικά προσδιορισμένο βλέμμα προς το περιβάλλον. Αυτό γίνεται πολύ πιο σαφές στις περιπτώσεις που οι αναπαραστάσεις τοπίων ενέχουν στην περιγραφικότητά τους μια χαρτογραφική διάσταση. Η καλλιτεχνική καταγραφή του τοπίου, ικανοποιεί συχνά έκδηλες επικοινωνιακές σκοπιμότητες που αφορούν τον αποτελεσματικό εξορθολογισμό της φύσης. Χαρακτηριστική είναι η ολλανδική ζωγραφική του 17ου αιώνα με τις τοπογραφικά ακριβείς αποδόσεις των καθημερινών και παραγωγικών τοπίων της (Andrews, 1999).

Από μία άποψη, οι αισθητικές επιταγές που ενορχηστρώνουν προσεκτικά την οπτική πρόσληψη στην τοπιογραφία και στην κηποτεχνία, είχαν συχνά ως κύρια αποστολή να δρομολογήσουν την χειραγώγηση της φύσης σε ένα είδος εκλεπτυσμένου θεάματος.

Ο χάρτης και το τοπίο λοιπόν συλλειτουργούν στο ίδιο καθεστώς οπτικής συνείδησης. Το βλέμμα του τοπογράφου που αποτυπώνει μια περιοχή και ενός ρομαντικού περιηγητή γραφικών τοπίων ενεργούν επάνω στον ίδιο άξονα οικειοποίησης του τοπίου μέσω της προσανατολισμένης όρασης. «Μεσολαβημένη από τον θεοδόλιχο, από το γυαλί του Claude, ή

4

από τη νοητική κατασκευή μιας καδραρισμένης γραφικής σκηνής, η γη υπόκειται σε μια τακτοποίηση σύμφωνα με τους όρους του τρόπου θέασης» (Broglio,2002).

Ωστόσο κατανοώντας αυτήν την στρατηγική ομοφωνία τοπίου και τοπογραφικού χάρτη με κανένα τρόπο δεν εξαντλούμε τη λειτουργία τέτοιων πολυσήμαντων αναπαραστατικών κατασκευών. Μπορεί η άμεση ρητορική τους να συντάσσεται με το αίτημα της κυριαρχίας, ταυτόχρονα όμως εκφέρουν και άλλους λόγους, δημιουργώντας παράπλευρες αφηγήσεις και παρεκκλίσεις που λειτουργούν ανταγωνιστικά στο κεντρικό πρόταγμα (Edwards, 2003).

Αν σκύψουμε πίσω από την άμεση εποπτική λειτουργία του χάρτη, θα βρούμε κάποιες πρωτογενείς ιδιότητες που εμπεριέχουν μια προοπτική αποσταθεροποίησης του οπτικού του ιμπεριαλισμού.

Η απώλεια του ορίζοντα Ο τοπογραφικός χάρτης, ως αναπαράσταση του τοπίου, αναδιευθετεί τους όρους με τους

οποίους αυτό εγκαθίσταται στη συνείδησή μας. Η αναδιάταξη είναι σε πρώτο επίπεδο γεωμετρικής τάξης. Η οργάνωση των αξόνων του όρθιου παρατηρητή και του οριζόντιου βλέμματος αντιστρέφεται. Το βλέμμα δεν διατρέχει το οπτικό πεδίο παράλληλα με την επιφάνεια της γης αλλά μοιάζει να παραδίνεται στην έλξη της βαρύτητας (εικ. 3).

εικ. 3. Προοπτική άποψη και χάρτης της πόλης του Λουξεμβούργου, 17ος αιώνας, πηγή: http://ddb.libnet.kulib.kyoto-u.ac.jp/exhibit-e/f28/index.html

5

Ένα κύριο γνώρισμα αυτής της αλλαγής είναι η εξαφάνιση του ορίζοντα. Αν και η προέλευσή του από το "ορίζω" ενέχει έναν εξαναγκασμό, ο ορίζοντας αποτέλεσε την κύρια μεταφορά της επεκτατικότητας του βλέμματος και της ροπής προς ανακάλυψη. Με τη στόχευση του ορίζοντα υποβάλλεται η προοπτική όραση σαν ένας διεμβολισμός του άγνωστου που οδηγεί στην συνεχή διεύρυνση της γνώσης.

Η παραίτηση από την επαφή με τον ορίζοντα στη θέαση του τοπίου έχει μια δυσκολία. Μοιάζει να σκοντάφτει καταρχήν σε έναν εθισμό της αντίληψης: η παρουσία ουρανού συντηρεί την επαφή με την οπτική γραμματική της εμπειρίας. Την ίδια ώρα η παραίτηση αυτή, εκτοπίζει κατά κάποιον τρόπο το υποκείμενο όχι μόνο από το αντιληπτικό αλλά και από το βιολογικό του οικοσύστημα, δηλαδή το μεταίχμιο γης και ουρανού.

Στην δυσκολία αυτή πρέπει να αποδώσουμε τη συχνή αντίσταση των χαρτογράφων στην πλήρη αποδέσμευση από τον ορίζοντα. Η τεχνική της "ματιάς πουλιού" προσπαθεί να συμβιβάσει την λογική του χάρτη με τις καθιερωμένες σταθερές της ανθρώπινης πρόσληψης Σε κάποιες περιπτώσεις η ανάγκη αυτή εκφράζεται με βεβιασμένους ή αδέξιους συνδυασμούς κατακόρυφης και πλάγιας θέασης που μαρτυρούν ένα άγχος μπροστά στο ενδεχόμενο της απόλυτης στροφής προς τα κάτω και στον ίλιγγο που υπονοεί (εικ. 4,5).

εικ. 4. Χάρτης της νήσου Θάσου και Αγίου Όρους, A. Mallet, 1683, πηγή: Λιβιεράτος, Ευ. (επ.) Όρους Άθω Χαρτών Μεταμορφώσεις, Εθνική Χαρτοθήκη, Θεσσαλονίκη, 2002

6

εικ. 5. Λεπτομέρεια τοπογραφικού χάρτη του Κολοράντο, F.Pezolt, 1894, πηγή: http://memory.loc.gov/ammem/gmdhtml/gmdhome.html

Τέτοιου είδους αμφιταλαντεύσεις ήταν συχνές στις πανοραμικές αναπαραστάσεις του

τοπίου (Nuti, 1999). Μαζί με τις όποιες τεχνικές και ιστορικές εξηγήσεις ερμηνεύουν τέτοιες επιλογές είναι σημαντικό να τις δούμε και ως συμπτώματα μιας εσωτερικής έντασης. Έντασης που προκύπτει από τη σύγκρουση ανάμεσα στην αξίωση του χάρτη να επιβάλει μια ενοποιητική τάξη και στην επιθυμία του αποσπάσματος να περισώσει την ασυνέχεια και την αμεσότητά του.

Αν ο χάρτης κατορθώνει πολύ καλύτερα τη συνολική περιγραφή μιας γεωγραφίας, το κάνει γιατί προβάλει κυρίως χωρικές σχέσεις και όχι τις όψεις των πραγμάτων. Το τοπίο, παρά την προέλευσή του από ένα γεωγραφικό συνεχές, σε κάθε εικονική του έκφραση χάνει την επαφή του με τα συμφραζόμενα, αναφέρεται σε μια τεμαχισμένη πραγματικότητα. Η προοπτική του χάρτη σταθεροποιεί και συναρμολογεί τα αποσπάσματα του τοπίου παράγοντας ένα συνολικό αρχείο σε κλίμακα απροσπέλαστη από την άμεση αντίληψη. Με αυτήν την αλλαγή οπτικής όμως παραμερίζει μεγάλο μέρος από το νοηματικό εξοπλισμό του τοπίου υποσκάπτοντας έτσι το αυτονόητο της υπόστασής του.

Η προσπάθεια αποτροπής μιας τέτοιας απώλειας οδήγησε σε υβριδικού τύπου αναπαραστάσεις όπου εκδηλωνόταν η ασυμφωνία ανάμεσα στη πραγματολογική αφήγηση του τοπίου και στην γεωμετρική πιστότητα του χάρτη. Ιδιαίτερα το ζήτημα της τρίτης διάστασης που αποδίδει το τοπογραφικό ανάγλυφο υπήρξε για καιρό ένα πεδίο αναμέτρησης της συμβολικής αναπαράστασης και των ρεαλιστικών, υψομετρικών απεικονίσεων (εικ. 6).

7

εικ. 6. Χάρτης της ελβετικής επαρχίας St. Gall, 1:150 000, Eduard Imhof, 1927, πηγή: http://www.maps.ethz.ch/imhof_engl.html

Από το προοπτικό βάθος στο βάθος του εδάφους Επιστρέφοντας στους τρόπους με τους οποίους ο τοπογραφικός χάρτης αναδιευθετεί την

αντίληψη του τοπίου πρέπει να επισημανθεί ότι η στροφή της κατεύθυνσης του βλέμματος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς τις συνέπειες που έχει στη σχέση του σώματος με τον χώρο. Η αυτονόητη σκέψη ότι το ενεργό όρθιο σώμα του παρατηρητή σε επαφή με την γη εξαϋλώνεται σε μια νοητική δυνατότητα αιώρησης μάλλον δεν περιγράφει σωστά αυτές τις συνέπειες.

Η πρώτη αντίρρηση σε αυτήν την σκέψη προέρχεται από την κριτική αντιμετώπιση της οπτικής παράδοσης που έχει κωδικοποιηθεί ως "Καρτεσιανός προοπτικισμός". Σε αυτήν δεν περιλαμβάνονται μόνον οι τεχνικές της Αναγεννησιακής απεικόνισης αλλά συνολικότερα η προσέγγιση του κόσμου ως μια συντεταγμένη χωροχρονική οργάνωση αντικειμένων προσπελάσιμη από το απαθές βλέμμα ενός εξωτερικού παρατηρητή. Η αμείλικτη λογική της προοπτικής παρείχε όχι μόνο ένα σύστημα τεχνικών της όρασης αλλά ένα ανυπέρβλητο για αιώνες επιστημολογικό μοντέλο. Μια κεντρική αμφισβήτηση αυτού του μοντέλου εστιάστηκε στην τάση του να επιτρέπει την αντίληψη του κόσμου πάντα από ένα αμετακίνητο, κεντρικό, μεταφυσικό σημείο όρασης, λειτουργώντας έτσι εις βάρος των σωματοποιημένων εκδοχών της οπτικής εμπειρίας. Η οριζόντια όραση στο τοπίο, εκπορευόμενη από αυτό το σύστημα, αποφεύγει να εμπλέξει το σώμα και την πολλαπλή αισθητηριακή δυναμική του στον μηχανισμό της, συμπεριφορά που αποθεώνεται για παράδειγμα στον τουριστικό φωτογραφικό φακό.

Μια δεύτερη αντίρρηση έχει να κάνει με έναν πιο σύνθετο τρόπο με τον οποίο η αίσθηση του σώματος μεσολαβεί στην χαρτογραφική θέαση της γης. Στην κατανόηση αυτής της διαδικασίας είναι σημαντική η έννοια του βάθους.

Σε έναν τοπογραφικό χάρτη βλέπουμε σχεδόν αποκλειστικά τον φλοιό της γης. Αν και σε κάθε αναπαράσταση τοπίου η επιφάνεια της γης λίγο ή πολύ πρωταγωνιστεί, στην οπτική του χάρτη είναι το μοναδικό θέμα, χωρίς τον πληροφοριακό θόρυβο άλλων στοιχείων. Η μετωπική μας σχέση με την γη, έχει την αίσθηση ενός τοίχου που δεν προσφέρει καμία διαφυγή στο βλέμμα. Η απουσία του ορίζοντα αλλά και της οπτικής μείωσης εξουδετερώνει κάθε

8

προσπάθεια της όρασης να λειτουργήσει με τους γνώριμους κώδικές της ιεραρχώντας τα αντικείμενα σε διαφορετικής απόστασης πλάνα. Η αναστολή αυτής της αντίληψης του προοπτικού βάθους που συνδέεται με την εμπεδωμένη οπτικοκεντρική σχέση μας με το τοπίο αφήνει περιθώρια σε άλλες αντιλήψεις να αναδυθούν.

Η φαινομενολογική κριτική στην Καρτεσιανή οπτική επιχείρησε να επανασυστήσει ένα υποκείμενο, όχι απλώς θεατή, του οποίου η εμπειρία της ύπαρξης στον χώρο δεν τεμαχίζεται από τον διαχωρισμό των αισθήσεων, ούτε υποτάσσεται στην πρωτοκαθεδρία της νόησης.

Ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ είχε υποστηρίξει την ανανέωση της όρασης βασισμένη σε μια εννόηση του χώρου ως πυκνή κατάσταση σε αντίθεση με τη διαφανή σύλληψή του από την γραμμική προοπτική. Σε αυτόν τον χώρο το βάθος γίνεται κρίσιμο, λειτουργεί σαν μια ουσία εντός της οποίας βυθίζονται και το υποκείμενο που βλέπει και ο προσλαμβανόμενος κόσμος. Για τον Μερλώ-Ποντύ, η χωρικότητα της όρασης ανακύπτει από την θεώρηση του βάθους σαν κάτι περισσότερο από απλή απόσταση, κάτι που δεν είναι δυνατόν να συρρικνωθεί σε μια προοπτική προβολή των άλλων δύο διαστάσεων του Ευκλείδειου χώρου. Μέσω αυτού του βάθους δημιουργείται η βιωμένη χωρικότητα του πραγματικού κόσμου (Broglio,2002).

Αυτή η πυκνή αίσθηση του χώρου φέρνει το υποκείμενο και το περιβάλλον του σε μια σχέση σωματικής αμεσότητας καταλαμβάνοντας, σαν συνδετικός ιστός, την μεταξύ τους απόσταση. «Αυτή η απόσταση» επισημαίνει ο Μερλώ-Ποντύ «δεν είναι το αντίθετο της εγγύτητας, είναι σε βαθιά συμφωνία με αυτήν, είναι συνώνυμη με αυτήν. Η πυκνότητα της σάρκας ανάμεσα σε αυτόν που βλέπει και στο αντικείμενο είναι που συγκροτεί την ορατότητα του αντικειμένου και τη σωματικότητα του βλέποντα, δεν είναι ένα εμπόδιο ανάμεσά τους, είναι ο τρόπος τους να επικοινωνούν.» (Merleau-Ponty, 1968).

Η "σάρκα" αντιπροσωπεύει στη φιλοσοφία του Μερλώ-Ποντύ το σύνολο του αισθητού, «τον τόπο όπου διαμορφώνονται από κοινού το υποκείμενο και το αντικείμενο, όπου κόσμος και σώμα αποκαλύπτονται στην κοινή υφή τους… Η σάρκα, όχι ύλη, ούτε καν οργανική μεμβράνη, αλλά δυνατότητα κάθε όντος, εκδιπλώνεται διαφοροποιούμενη σε σώμα ανθρώπινο και πράγματα, σε κόσμο φυσικό και ιδεατότητα, σε ορατό και αόρατο αδιάλειπτα διασταυρούμενα και διαπλεκόμενα.» (Μουρίκη, 1991).

Αυτή η πηχτή σύσταση του βάθους συνιστά μια διάχυση του ένσαρκου υποκειμένου προς τον κόσμο αποδεσμευμένη από τη κλασσική λογική του ανθρωπομορφισμού. Τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν αλλά και ή ίδια η γη υπήρξαν πάντοτε αποδέκτες προσωποποιήσεων ή γενικότερων τάσεων να υποστασιοποιηθούν κατ’ αναλογία με την ανθρώπινη παρουσία. Εδώ όμως φορέας αυτής της προβολής δεν είναι πλέον οι μορφές αλλά ο ίδιος ο χώρος που περιέχει τα αντικείμενα. Ο χώρος αυτός ωστόσο εννοείται ως κάτι διαφορετικό από το αδρανές και ισότροπο κενό: είναι η ιδέα μιας καθολικής συνεκτικότητας στην ύπαρξη των πραγμάτων.

Υπό αυτό το πρίσμα, η έξοδος της συνείδησης προς τον κόσμο βρίσκει ένα απροσδόκητο έρεισμα στην σχέση που προδιαγράφει ο τοπογραφικός χάρτης. Σε αυτήν την σχέση δεν συναντιέται η συνείδηση του παρατηρητή μόνο με μια εξωτερικότητα μορφών αλλά και με μια ευρύτερη ασαφή επικράτεια που βρίσκεται στη σκιά της εργαλειακής πρόσοψης του χάρτη: το έδαφος και το υπόγειο βάθος του.

Η επιφάνεια και το υπέδαφος βρίσκονται σε μια πολυσήμαντη συνδιαλλαγή την οποία το τοπογραφικό βλέμμα επιτρέπει να εκδιπλωθεί. Μπορούμε να σκεφτούμε, για παράδειγμα, τον τρόπο που η επιστήμη της γεωλογίας διαβάζει τα τοπογραφικά δεδομένα, συνάγοντας από τους επιφανειακούς σχηματισμούς ενδείξεις της σύστασης και δομής του αθέατου υπεδάφους αλλά και των διεργασιών που το διαμόρφωσαν και ακόμα το διέπουν (εικ. 7). Σύμφωνα με τη θεωρία της τεκτονικής των πλακών ο φλοιός της γης δεν είναι απλώς η απόληξη της υπόγειας μάζας της αλλά ένα πεδίο ανακατατάξεων όπου μετακινούμενες στοιβάδες πετρωμάτων αναδύονται,

9

πτυχώνονται ή ρηγματώνονται. Η επιφάνεια της γης και το υπέδαφος δεν είναι ξεχωριστές κατηγορίες αλλά βρίσκονται σε μια αέναη διαδικασία αλλαγής ρόλων.

εικ. 7. U.S. Geological Survey, 1876, πηγή: http://www.davidrumsey.com/collections/cartography.html Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η εκδοχή αυτής της σχέσης στο πεδίο της αρχαιολογίας. Η

αρχαιολογική έρευνα αποδεχόμενη με ενθουσιασμό τις δυνατότητες της αεροφωτογραφίας, δοκιμασμένες ήδη στα πεδία του 1ου παγκοσμίου πολέμου, υιοθέτησε μαζί και ένα ερμηνευτικό πλαίσιο που έβλεπε το φυσικό τοπίο σύμφωνα με τις προδιαγραφές της χαρτογραφικής του αναπαράστασης.

Η εφαρμογή της από αέρος κατόπτευσης στην αρχαιολογία συνέβαλε σε μια συγκεκριμένη προσέγγιση του βάθους του τοπίου που προκύπτει από τις ιστορικές επισωρεύσεις σε αυτό. Η υπερυψωμένη οπτική προς το τοπίο αποκάλυψε σημάδια από τις παρελθούσες μορφές της επιφάνειας του και σε κάποιες περιπτώσεις ενδείξεις από πολιτισμικά υπολείμματα που ακόμη παρέμεναν από κάτω της.

Ο κεντρικός ρόλος της έννοιας του κατακόρυφου ανασκαφικού βάθους και της δυνατότητας του για εξαγωγή χρονολογικής πληροφορίας από ευρήματα στρωματογραφικά καταχωρημένα εμπλουτίστηκε από την αυξανόμενη έμφαση στην έννοια της περιοχής. «Η όλο και πιο διευρυμένη αντίληψη ότι οι δομημένες σχέσεις του κατακόρυφου στρωματογραφικού βάθους μπορούν να συναχθούν συστηματικά παρά να παρατηρηθούν εμπειρικά προσέδωσε σημαντικό βάρος στην ιδέα ότι η επιφάνεια μπορεί να αναπαριστά ευθέως με μια λογική καταλόγου το δικό της βάθος.» (Stepney, 2005 ).

Έτσι η κυριολεκτική καταβύθιση από την επιφάνεια της γης στο υπέδαφος συμπληρώθηκε από μια μορφή αντανάκλασης όπου η ίδια η επιφάνεια εμπεριέχει και το μη ορατό βάθος της. Όπως σημειώνει, σε μια μελέτη αυτής της σχέσης, η Erin Stepney: «Το εύρος

10

της πρόσβασης και καταγραφής της οριζόντιας επιφάνειας που προσέφερε η αεροφωτογραφία υποβλήθηκε σε μια κάθετη μεταστροφή και η επιφάνεια του τοπίου όπως απεικονιζόταν στις φωτογραφίες αντιμετωπίστηκε σαν να αναπαριστούσε το κατακόρυφο βάθος του ιστορικού χρόνου» (Stepney, 2005).

Αρχίζει λοιπόν να γίνεται φανερό ότι η ματιά του τοπογραφικού χάρτη δεν εξαντλείται σε ένα περιγραφικό ή ταξινομικό διάβημα που αφορά μια συγκεκριμένη επιφάνεια γης. Την ίδια ώρα, εν δυνάμει ανασύρει τον χώρο του υπεδάφους, όχι σε διαλεκτική αντιπαράθεση με την επιφάνεια, αλλά σαν μια ενιαία χωρική οντότητα που αντιπροσωπεύεται από το ορατό ανάγλυφο. Σ’ αυτήν την αντίληψη του παλλόμενου τοπογραφικού βάθους βρίσκει ίσως παραδειγματική έκφραση ο τρόπος με τον οποίο όριζε το βάθος ο Μερλώ-Ποντύ: «αυτό που ονομάζουμε βάθος δεν είναι τίποτα ή είναι η χωρίς επιφυλάξεις συμμετοχή μας σε ένα Είναι και κατά πρώτον στο είναι του χώρου πέρα από κάθε οπτική γωνία.» (Μερλώ-Ποντύ, 1991) Επειδή ακριβώς η υποδηλούμενη επικράτεια του υπεδάφους διαφεύγει από τους μηχανισμούς της ορατότητας προσφέρεται να αναλάβει στη συνείδησή μας τον συνεκτικό χαρακτήρα αυτού του ενεργού βάθους, της «σάρκας» που συγκροτεί τον κόσμο.

Συμπεράσματα «Θρυμματισμός, διάβρωση, διάλυση, αποσύνθεση, αποθέσεις, κατακρημνίσεις, ροή

λάσπης, κατάρρευση ήταν παντού εμφανείς. Ο γκρίζος ουρανός έμοιαζε να καταπίνει τους σωρούς που μας τριγύριζαν. Θραύσεις και ρήγματα ξεχύνανε στον χώρο ένα ίζημα από υλικά, αποσαθρωμένα κατάλοιπα και αμμόλιθους. Ήταν ένας άνυδρος τόπος, ξεθωριασμένος και ξερός. Μια απειρία επιφανειών απλωνόταν σε κάθε κατεύθυνση. Ένα χάος από σπασίματα μας περιέβαλε.» Έτσι περιγράφει ο καλλιτέχνης Robert Smithson το τοπίο ενός λατομείου σε μια από τις ορυκτολογικές εξορμήσεις του (Smithson, 1966). Στην περιγραφή του επικρατούν όχι τα αντικείμενα αλλά οι ενέργειες, με μια ένταση που έχει έναν τόνο κοσμογονίας. Θέλοντας να υπονομεύσει την κυριαρχία μιας αισθητικοποιημένης αναπαράστασης του τοπίου ο Smithson κατέφευγε όχι μόνο στην απωθημένη γεωγραφία των υποβαθμισμένων περιοχών του New Jersey αλλά επίσης σε μια ερευνητική προσέγγιση της ύλης και των φυσικών εντροπικών δυνάμεων (Weiss, 1998).

Αυτήν την προτεραιότητα εξυπηρετεί με τις κατασκευές της σειράς "Non-sites" (1968), αποτελούμενες από εγκιβωτισμένο χώμα και πέτρες, μεταφερμένα από συγκεκριμένες τοποθεσίες οι οποίες παρουσιάζονται μαζί με ανηρτημένους χάρτες ή αεροφωτογραφίες των τόπων προέλευσής τους. Οι χάρτες δεν έπαιζαν για τον Smithson τον κάπως ειρωνικό ρόλο της απρόσωπης γραφειοκρατικής τεκμηρίωσης. Ήταν κάτι ουσιαστικότερο: ο φυσικός συνομιλητής της γεωλογικής ύλης για την διατύπωση μιας δυναμικής κατάστασης του τοπίου, γεννεσιουργού και ερειπιώδους. Στην σειρά των "Υποθετικών Ηπείρων"(1969) η σχέση αυτή γίνεται πιο συνεκτική. Ο χάρτης της Ατλαντίδας, μεταφρασμένης σε ένα νησί από σπασμένο γυαλί, μοιάζει να ανακαλεί το γωνιώδες κρυσταλλικό τοπίο του λατομείου (εικ. 8). Στο τοπίο αυτό συμπυκνώνεται κάτι από τη υπόγεια λογική του τοπογραφικού χάρτη: αυτό που παρουσιάζεται στην κάτοψη ως επιφάνεια είναι στην πραγματικότητα ένα ενεργό βάθος ανακλάσεων, επικαλύψεων και αποκαλύψεων.

Η σύνθετη διαμεσολάβηση και ερμηνεία της πραγματικότητας από τον χάρτη, υποσκάπτει τους αυτοματισμούς που υποβάλλουν στην όραση οι θεσπισμένες αντιλήψεις του τοπίου. Ενώ ο χάρτης υποδηλώνει την απόσυρση του υποκειμένου από το προσκήνιο, εγκαθιστά κατά ένα παράδοξο τρόπο μια ιδιαίτερη αμεσότητα με το τοπίο και την ιδιοσυστασία του, οδηγεί πιο βαθιά στη γη. Η μετωπική σχέση με το έδαφος που αποκλείει τον ορίζοντα

11

επιφέρει μια διαφορετική αντίληψη του βάθους, που οργανώνεται σε σχέση με τις μεταπτώσεις του ανάγλυφου, τη στρωσιγενή σύσταση της γεωμορφολογίας και τις δυναμικές διεργασίες που την διαμορφώνουν. Η ποιότητα αυτού του βάθους όμως δεν προσεγγίζεται με καθαρά οπτικούς όρους και γι αυτό παραμένει περιθωριοποιημένη σε ένα απροσδιόριστο καθεστώς, αυτό που ανιχνεύουν για παράδειγμα τα "Non-sites", οι μη-θέσεις που είναι μαζί και μη-θεάσεις.

εικ.8. Map of broken glass: Atlantis, Robert Smithson, 1969 πηγή: http://www.robertsmithson.com «Μερικές φορές η πιο κρίσιμη όψη μιας τοποθεσίας είναι σχεδόν άπιαστη. Δεν είναι

απαραίτητα σπουδαιότερο αυτό που παραμένει ορατό στο μάτι αλλά εκείνες οι δυνάμεις και τα γεγονότα που υπαγορεύουν την εξέλιξη ενός τόπου.» έχει ισχυριστεί ο αρχιτέκτονας τοπίου Christophe Girot (Girot, 1999). Εκεί έγκειται ο κρυφός αντιπερισπασμός του τοπογραφικού χάρτη. Στη σκηνογραφική σύλληψη του τοπίου ως στατική εικόνα αντιπροτείνει μια αισθητική των ενεργημάτων και της ύλης. Υποδεικνύει μια αίσθηση του γεωγραφικού χώρου ως ένα διανυσματικό πεδίο δυνάμεων που μορφοποιούν και νοηματοδοτούν τη σωματική εμπειρία του τοπίου. Βιβλιογραφία Andrews, Malcolm, Landscape and Western Art, Oxford University Press, Oxford, 1999, σελ. 84-91.

Broglio, Ron, Wordsworth and Technology Mapping British Earth and Sky, The Wordsworth Circle, Spring, 2002. http://www.lcc.gatech.edu/~broglio/mappingengland.html

Charlesworth, Michael, Mapping, the Body and Desire, Denis Cosgrove (ed.), Mappings, Reaction Books, London, 1999, σελ. 109-124

12

Edwards, Jess, How to Read an Early Modern Map: Between the Particular and the General, the Material and the Abstract, Words and Mathematics, Early Modern Literary Studies 9.1 (May, 2003) http://purl.oclc.org/emls/09-1/edwamaps.html

Girot, Christophe, Four Trace Concepts in Landscape Architecture, James Corner (ed.), Recovering Landscapes. Essays in Contemporary Landscape Architecture, Princeton Architectural Press, New York, 1999, σελ. 63.

Καίσλερ, Άρθουρ, Η Πράξη της Δημιουργίας, μετ. Ι. Δ. Χατζηνικολή, Εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα, 1976, σελ. 296

Μερλώ-Ποντύ, Μωρίς, Η αμφιβολία του Σεζάν, Το μάτι και το πνεύμα, μετ. Α. Μουρίκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1991, σελ. 85

Merleau-Ponty, Maurice, The Visible and the Invisible, αναφέρεται στο Broglio, Ron, Wordsworth and Technology Mapping British Earth and Sky.

Μουρίκη, Αλέκα, Εισαγωγή, Μερλώ-Ποντύ, Μωρίς, Η αμφιβολία του Σεζάν, Το μάτι και το πνεύμα, σελ.13.

Nuti, Lucia, Mapping Places: Chorography and Vision in the Renaissance, Denis Cosgrove (ed.), Mappings, Reaction Books, London, 1999, σελ. 90-108.

Smithson, Robert, The Crystal Land, Harper's Bazaar, May 1966, http://www.robertsmithson.com

Stepney, Erin, Seeing the Past, The Effect of Aerial Photography as a Structured Perception Upon Terrestrial Archaeological Survey, (conference paper, Feb 2005) http://traumwerk.stanford.edu:3455/31/330

Weiss, Allen S., Unnatural Horizons, paradox and contradiction in landscape architecture, Princeton Architectural Press, New York, 1998, σελ. 147

POTENTIALITY OF THE TOPOGRAPHICAL VISION

Kostas Manolidis ABSTRACT Landscape is primarily a matter of looking. Its enigmatic nature comes into being through the charge produced between the observing subject and his surroundings. This charge is determined by the desire of the gaze as much as by its cultural filters and representational frameworks. This unstable state of landscape's perception and "construction" is particularly manifested in topographical maps. The evolution of cartography is closely linked with our attitude towards the landscape. In landscape painting, a latent cartographical view is somehow present, along with the inherent demand for surveillance and domination over nature. Recording and assembling the topographical features of a territory has a long history of oscillation between different representational modes and shifting of the viewing direction climaxing at the vertical view of the map. However, moving from the horizontal prospect to a downward observation of the earth suggests a deviation in the conception of landscape as an image. The horizontality of the map refers to a frontal relation to the ground and its relief, a relation more intimate to a corporeal wholeness of a territory than to its localized scenery. When we look transversely at the earth the depth is not situated in the horizon anymore. It is land itself and the dynamic geological processes creating its morphology that generate the sense of depth. While implying the subject's detachment from the land a map eventually establishes a peculiar proximity with the landscape and its constitution. Understanding the nature of this proximity could enrich a reflective approach to the landscape and its built-in history and inform the conditions of its contemporary design endeavors.