53
Νίκος Μεταξίδης (Ph.D) ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ 1

Έλληνες Επιχειρηματίες στη μαύρη Αφρική

  • Upload
    hua

  • View
    1

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Νίκος Μεταξίδης (Ph.D)

ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ

1

Διάλεξη που δόθηκε στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημώνκαι Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου

Πελοποννήσου

Κόρινθος, 29/10/2013

ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ

Νίκος Μεταξίδης (Ph.D)

Προλεγόμενα

Η υποσαχάρια Αφρική αποτελεί ένα γεωγραφικό χώρο που

προσέλκυσε την μετανάστευση ξένων μη Αφρικανών όπως ήταν

οι αποικιοκράτες (Γάλλοι, Βρετανοί, Ολλανδοί, Γερμανοί,

Πορτογάλοι, Ισπανοί και Ιταλοί), αλλά και άλλοι μη

αποικιοκράτες, που ακολούθησαν όμως την αποικιοκρατική

επέκταση αξιοποιώντας το ζωτικό χώρο που αυτή τους άφησε,

όπως οι Ινδοί, οι Σύριοι και Λιβανέζοι, οι Έλληνες.

Οι Ευρωπαίοι επέβαλαν μια ιεραρχική δομή μεταξύ των

λαών, θεωρώντας στην κορυφή της ιεραρχίας τους εαυτούς

τους, στη συνέχεια τους «ενδιάμεσους» Έλληνες, Λιβανέζους

και, τέλος τους ντόπιους που κατέτασσαν στα χαμηλότερα

κλιμάκια της ιεράρχησης αυτής. Διαμορφώθηκε ένα

περιβάλλον που ενίσχυσε την μετανάστευση των Ελλήνων, των

Εβραίων, των Ιταλών, των Πορτογάλων, μα περισσότερο και

πιο έντονα από όλους των Σύρο-Λιβανέζων (M’Bokolo 2004:

380). Εφόσον δεν ήταν οι ίδιοι διατεθειμένοι να

2

ασχοληθούν με το λιανικό εμπόριο ούτε και να επιτρέψουν

κάτι τέτοιο στους Αφρικανούς, οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και

οι Βέλγοι επέτρεψαν να κυριαρχήσουν σε αυτό τον τομέα

μειονότητες από τρίτες χώρες (Έλληνες, Ινδούς,

Λιβανέζους) (Μαρκάκης 1998: 46). Το πρόσχημα για τον

αποκλεισμό των αφρικανών ήταν η έλλειψη από μέρους τους

πιστοληπτικής ικανότητας, που βέβαια ούτε οι Έλληνες

είχαν, αλλά στην περίπτωσή τους όπως και στην περίπτωση

των Ινδών και των Λιβανέζων, το τραπεζικό αποικιακό

σύστημα παρείχε πιστώσεις. Με τον τρόπο αυτό οι

αποικιοκράτες απέκλειαν τις πολιτικές προσδοκίες των

ντόπιων, ενώ από την άλλη οι «ενδιάμεσοι» δεν είχαν

πολιτικές βλέψεις και τα συμφέροντά τους ήταν

αποκλειστικά οικονομικά, άρα ταυτίζονταν απόλυτα με αυτά

των αποικιοκρατών (Μαρκάκης 1998: 46 και Καζάκος 1998 :

194).

Οι αποικιοκράτες ίδρυσαν εμπορικούς οίκους,

συμμετείχαν ενεργά στην οικοδόμηση πόλεων και υποδομών

που θα τους βοηθούσαν στην αξιοποίηση και την

εκμετάλλευση του πλούτου της Αφρικής. Οι Λιβανέζοι, Ινδοί

και Έλληνες αξιοποιήθηκαν από το αποικιοκρατικό σύστημα

ως ανειδίκευτο ή και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό καθώς

και ως μεσάζοντες ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς εμπορικούς

οίκους και τους ιθαγενείς πληθυσμούς.

Η δεκαετία του 1960 βρίσκει τις περισσότερες

αφρικανικές χώρες να αποκτούν την ανεξαρτησία τους και

3

σταδιακά να εφαρμόζουν εθνικές πολιτικές, αν και

επηρεασμένες από τα δυτικά μοντέλα στα οποία

διαπαιδαγωγήθηκαν οι αφρικανικές πολιτικές ελίτ τους. Η

ιστορική αυτή αλλαγή επιδρά σημαντικά πάνω στις ξένες

επιχειρήσεις και τις δραστηριότητές τους στην Αφρική.

Οι ξένοι – μη Αφρικανοί – μπήκαν σε μια νέα

διαδικασία προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Κάποιοι τα

κατάφεραν, άλλοι αναγκάστηκαν σταδιακά να αποσυρθούν. Από

την νέα πραγματικότητα, προφανώς, δεν εξαιρέθηκαν ούτε

οι Έλληνες. Αυτοί οι τελευταίοι προσπάθησαν, και σε

σημαντικό βαθμό πέτυχαν, να ενταχθούν – με όλες τις

δυσκολίες του εγχειρήματος αυτού – στο νέο οικονομικό

περιβάλλον παραμένοντας ενεργοί συμμέτοχοι στο

επιχειρηματικό γίγνεσθαι της αφρικανικής ηπείρου.

Εισαγωγή

Το κυρίαρχο κίνητρο της μετανάστευσης των Ελλήνων

είναι οικονομικό (Μαρκάκης 1998 : 13). Οι Έλληνες

μετανάστευσαν κατά κύριο λόγο σε χώρες του λεγόμενου

πρώτου κόσμου, προς τη Βόρεια Αμερική, την Αυστραλία και

τη δυτική Ευρώπη. Οι Έλληνες που στράφηκαν σε χώρες του

Τρίτου Κόσμου και κατά συνέπεια και προς τη Μαύρη Αφρική

ήταν συγκριτικά λίγοι. Μεταξύ δε των Ελλήνων που

μετανάστευσαν σε υπο-ανάπτυξη χώρες ο μεγαλύτερος αριθμός

μεταξύ αυτών στράφηκε σε χώρες με προοπτικές βιομηχανικής

ανάπτυξης (Νότια Αφρική). Ακολούθησαν χώρες με προοπτικές

ανάπτυξης βασισμένης στην βιομηχανική αγροτική παραγωγή

4

και το εξαγωγικό εμπόριο. Υπό αυτή την έννοια οι Έλληνες

ακολούθησαν τη διαδρομή της αποικιακής εξάπλωσης (Καζάκος

1998 : 56).

Στην πλειοψηφία τους οι Έλληνες μετανάστες στην

υποσαχάρια Αφρική ανήκουν στο χώρο της μικρομεσαίας τάξης

(Μάντζαρης 1981: 146). Προσελκύονται από δραστηριότητες

εξαρτημένης κυρίως εργασίας (ειδικευμένοι εργάτες,

επιστάτες, εμπορικοί αντιπρόσωποι), ασχολούνται με το

λιανεμπόριο, σε περιπτώσεις που τους δίνεται η ευκαιρία

στις φυτείες, αλλά υπάρχουν και αυτοί που εργάζονται ως

ελεύθεροι επαγγελματίες (γιατροί, φαρμακοποιοί,

μηχανικοί, αρχιτέκτονες, δικηγόροι). Στην πορεία οι

Έλληνες, στο πλαίσιο της αναζήτησης νέων ευκαιριών

πλουτισμού, στρέφονται στο χονδρεμπόριο και τους τομείς

της βιοτεχνικής – μεταποιητικής εκμετάλλευσης

(εκκοκκιστήρια, βυρσοδεψία, σαπωνοποιία, κατασκευή

ενδυμάτων και υποδημάτων, αρτοποιία – ζαχαροπλαστεία,

οικοδομές) αλλά και των υπηρεσιών (επιχειρήσεις εστίασης,

τουριστικές επιχειρήσεις, ξενοδοχεία). Όμως η κύρια

απασχόλησή τους που χαρακτήρισε και την παρουσία τους

στην Αφρική ήτανε το λιανικό εμπόριο που τους έφερε σε

επαφή με τους ντόπιους ιθαγενείς, αλλά και εισήγαγε στο

ντόπιο οικονομικό περιβάλλον την δυτικού τύπου εμπορική

τεχνογνωσία.

Η ελληνική επιχειρηματική ιστορία - αντίστοιχη με

αυτή των Λιβανέζων και των Σύριων - συνδέεται με το ρόλο

του μεσάζοντα ανάμεσα στο αποικιοκρατικό κεφάλαιο και

τους ευρωπαϊκούς οίκους από τη μία και τους ντόπιους5

αφρικανούς από την άλλη (Μαρκάκης 1998 : 15). Οι

Ευρωπαίοι αποικιοκράτες, οι λεγόμενοι «Μεγάλοι Λευκοί»

χρειάζονταν εργατικό δυναμικό – που με την έλευση της

αποικιοκρατίας η αναγκαιότητά του αυξήθηκε - για τα

εργοτάξια (π.χ. δημιουργία σιδηροδρόμων, οδικού δικτύου)

και τις φυτείες (Ψυρούκης 1974). Χρησιμοποίησαν, για το

σκοπό αυτό, Αγγλοσάξονες τεχνικούς, Ιταλούς εργάτες, αλλά

και Αφρικανούς που έφερναν από διάφορα μέρη της ηπείρου

(Αγκόλα, Νιγηρία, Γκάνα, Σουδάν). Αυτό όμως που

χρειάζονταν περισσότερο ήταν, άτομα που θα είχαν την

ικανότητα και τη θέληση να δουλέψουν για λογαριασμό τους,

κοντά στους μαύρους, μένοντας στη επαρχία και μακριά από

τον «πολιτισμό» για μεγάλα χρονικά διαστήματα, δουλειά

που ανέλαβαν οι Λιβανέζοι και οι Έλληνες.

Ενώ οι Λιβανέζοι δραστηριοποιήθηκαν στη γαλλική δυτικήΑφρική, οι Έλληνες δραστηριοποιήθηκαν στο Σουδάν, τηνκεντρική, ανατολική και νότια Αφρική. Στα δυτικά οιΈλληνες, με την ιδιότητά τους ως έμποροι, φτάσανε ως τοΚαμερούν. Σε όλη την Αφρική οι Έλληνες ακολούθησαν τουςξένους αποικιοκράτες, είτε εργαζόμενοι στην κατασκευή τωνσιδηροδρόμων, είτε ως έμποροι λιανικής εγκατεστημένοιστους ενδιάμεσους σταθμούς. Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικέςαναφορές από την υπάρχουσα βιβλιογραφία:

«Η εισροή Ελλήνων εν Tanganyika1 σημειούται από της εποχής της ενάρξεωςτης σιδηροδρομικής γραμμής (1905) Dar-es-Salaam - Kigoma».

[Νικολαΐδης, Κ. (1923)]

1 Tanganyika, παλιά ονομασία της ηπειρωτικής Τανζανίας (1920-1964).

6

«Το Σουδάν, το έτος 1899 συγκυριαρχείται από τους Αγγλο-Αιγυπτίους μεπρώτο γενικό διοικητή τον Άγγλο στρατηγό Kitchener. Ο Kitchener θεωρείαπαραίτητη την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου για την εύκολημετακίνηση στρατού και εφοδίων. Το έτος 1897 αρχίζει η κατασκευή τωνσιδηροδρομικών γραμμών από το Wadi – Halfa ως την Atbarah. Η κατασκευήτου σιδηροδρομικού δικτύου υπήρξε αιτία ομαδικής μετανάστευσης Ελλήνωνστο Σουδάν. Όταν το 1897 άρχισε η σιδηροδρομική γραμμή, πολλοί Έλληνεςακολούθησαν την εκστρατεία του Kitchener για τον εφοδιασμό του στρατούτου».

(Χιώτης, Μ. 1984: 329, 330)

«Το 1897 άρχισε η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Djibouti – AddisAbeba. Μεταξύ των υπεργολάβων που προσέλαβε η γαλλική εταιρεία πουανέλαβε το έργο ήταν τουλάχιστον 15 Έλληνες, οι περισσότεροι από τηνΑίγυπτο. Αυτοί έφεραν τεχνίτες από την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία».

(Μαρκάκης, Γ. 1998 : 63-64)

Σύμφωνα με το Γιάννη Μαρκάκη «Ο ρόλος του μεσάζοντα

εμπόρου μεταξύ των ιθαγενών παραγωγών-καταναλωτών και των

μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών εισαγωγών- εξαγωγών ήταν

ιδανικός για το μέσο Έλληνα μετανάστη που δεν διέθετε

ούτε μόρφωση ούτε επαγγελματική κατάρτιση ούτε κεφάλαιο

για να διεκδικήσει κάτι άλλο» (Μαρκάκης 1998: 46). Οι

Έλληνες ανήκαν στην κατηγορία των «Μικρών Λευκών» που

όμως η παρουσία τους «δεν είχε τον «επιδρομικό» χαρακτήρα

των Ινδών και των Κινέζων (που εμφανίστηκαν αρχικά) στην

Ανατολική Αφρική, στην Νότιο Αφρική και τη Μαδαγασκάρη »

(Μαρκάκης 1998: 89).

Δεν ήταν όμως όλες οι περιοχές πρόσφορες για την

άνθηση των ενδιάμεσων αυτών δραστηριοτήτων. Οι περιοχές

7

που προσέλκυσαν ξένους όπως οι Έλληνες είχαν συγκεκριμένα

«ευνοϊκά» χαρακτηριστικά :

Πρώτον, φυσικό περιβάλλον που νε ευνοεί τις αγροτικές

δραστηριότητες, άρα και τις καλλιέργειες εξαγώγιμων

προϊόντων,

δεύτερον, περιοχές που να φιλοξενούν πολλές εθνότητες και

εθνικότητες (αυτόχθονες και αλλογενείς Αφρικανούς) άρα να

είναι συνηθισμένες στην παρουσία ξένων,

και τρίτον, περιοχές με ελαστικό σύστημα ιδιοκτησίας και

χρήσης της γης που να ευνοούν την εγκατάσταση των ξένων.

Η ανεξαρτησία των χωρών της Αφρικής παρά την

αναστάτωση που ομολογουμένως έφερε στους Έλληνες, επί της

ουσίας δεν τους επηρέασε σε τέτοιο βαθμό ώστε να

εγκαταλείψουν την Αφρική. Η σταδιακή εμπλοκή των ντόπιων

Αφρικανών στις οικονομικές δραστηριότητες ανάγκασε τους

Έλληνες να μπουν στη διαδικασία αλλαγής στρατηγικής

επιβίωσης και αναζήτησης νέων ευκαιριών. Το κύριο

χαρακτηριστικό της επιχειρηματικής στρατηγικής των

Ελλήνων στην Αφρική ήταν η παράλληλη δραστηριοποίηση σε

διαφορετικούς τομείς της οικονομίας. Ενδεικτικά, η

ενασχόληση με το εμπόριο του κακάο, το λιανικό εμπόριο

και οι μεταφορές ή κάποια βιοτεχνική - μεταποιητική

δραστηριότητα.

Στην περίπτωση των Ελλήνων και των Λιβανέζων στην

Κεντρική και Δυτική Αφρική, παρά το γεγονός ότι ως ξένοι

μη Αφρικανοί απέκτησαν προνόμια που οι αποικιοκράτες δεν

8

ήθελαν να εκχωρήσουν στους ντόπιους, η παρουσία τους δεν

συνδέθηκε με κοινωνικές εντάσεις συνδεδεμένες με την

αποικιοκρατία2. Αντίθετα οι Ινδοί στην Ανατολική Αφρική

χρησιμοποιήθηκαν από την βρετανική αποικιοκρατία όχι μόνο

ως οικονομικοί παράγοντες με την παραχώρηση σε αυτούς

προνομίων αλλά και ως δυνάμεις ασφαλείας και συχνά και

καταστολής, πράγμα που τους ενέταξε στους εχθρούς των

ντόπιων3.

2 Οι περισσότερες επιχειρήσεις των Λιβανέζων και των Ελλήνων ήτανμικρομεσαίες οικογενειακού χαρακτήρα επιχειρήσεις που είχανπεριορισμένο αριθμό υπαλλήλων. Έτσι οι κυβερνήσεις δεν μπορούν ναπεριμένουν πολλά από αυτούς για την αντιμετώπιση της έλλειψης θέσεωνεργασίας. Από την άλλη όμως βρίσκονται κοντά στους εργαζόμενους πουέχουν και δεν προκαλούν τη δυσαρέσκεια του κοινωνικού συνόλου. ΟιΛιβανέζοι και οι Έλληνες αποτελούσαν πάντοτε τους ενδιάμεσους ανάμεσαστους λευκούς και τους μαύρους, σε σημείο που να μην θεωρούνται ότιανήκουν στους «εκμεταλλευτές» του μαύρου πληθυσμού. Έτσι συχνάδημιούργησαν στενές σχέσεις με το πολιτικό σύστημα των χωρών που τουςφιλοξενούσαν. Έτσι σε λίγες μόνο περιπτώσεις προκάλεσαν το κοινόαίσθημα των ντόπιων ώστε να βρεθούν εκτεθειμένοι στη λαϊκή οργή, όπωςέγινε με τους Ινδούς σε χώρες της ανατολικής Αφρικής (δείτε LUPO-RAVELOARIMANANA M., LUPO P., (2003) La communauté indienne de Tuléarentre l’exclusion et l’intégration (in) Etre étranger et migrant en Afrique auXXe siècle, Volume II : Dynamiques migratoires, modalités d’insertionurbaine et jeux d’acteurs, C. Coquery-Vidrovitch (et al.) (éds), éd.L’Harmattan, pp.407 – 429). 3 Η παρουσία των Ινδών εμπόρων είναι παλαιότερη από αυτή τωνΕυρωπαίων, αφού από αιώνες δραστηριοποιούνταν κατά μήκος των ακτώντης ανατολικής Αφρικής. «Από αμνημόνευτων χρόνων τον Ινδικό ωκεανό διέσχιζανδιάφοροι λαοί, κυρίως οι Άραβες και οι Ινδοί, που είχαν ιδρύσει εμπορικά πρακτορεία καιαποικίες στις ακτές της ανατολικής Αφρικής και εξουσιάζοντας το εμπόριο μεταξύ Αφρικήςκαι Ινδονησίας ως την Κίνα (...) στα μέσα του 19ου αιώνα το εμπόριο του Ινδικού ελέγχανε οιΙνδοί του Σουλτανάτου του Oman και της Ζανζιβάρης, των οποίων τα οικονομικά δίκτυα θααξιοποιήσουν αργότερα οι Ευρωπαίοι» (LACHAIER, P. (2003) “Migrationsindiennes en Afrique Orientale [Zanzibar, Tanzanie (Tanganyika),Kenya, Ouganda]”, Territoires et Circulations, p.1). Ινδοί ακολούθησαν τουςΒρετανούς στην Αφρική (από τα τέλη 19ου αιώνα) για να δουλέψουν ωςεργάτες στην κατασκευή σιδηροδρόμων στην Κένυα και την Ουγκάντα, καιαρκετοί από αυτούς παρέμειναν. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο Ινδοίάποικοι θα έρθουν να εγκατασταθούν στην Ανατολική Αφρική με τιςοικογένειές τους. Οι Βρετανοί τους χρησιμοποιούν ακόμα και για τηνκαταστολή της ανταρσίας των ντόπιων. Ακολουθούν και άλλοι,μικρέμποροι που ανοίγουν τα πρώτα μικρομάγαζα (PRUNIER, G. (1990)L’Ouganda et la question indienne, 1896-1972, Éditions Recherche sur les

9

Σύντομη επισκόπηση της ελληνικής επιχειρηματικότητας στη

Μαύρη Αφρική.

Η πρώτη επιχειρηματική ενασχόληση των Ελλήνων στην

Αφρική κατά την αποικιακή περίοδο συνδέεται με τη

συγκέντρωση και προώθηση της εγχώριας παραγωγής προς τις

μεγάλες εξαγωγικές εταιρείες, καθώς και τη διοχέτευση

εισαγόμενων προϊόντων μέσω του λιανικού εμπορίου στις

εγχώριες αγορές. Η ενασχόληση αυτή απαιτούσε καθημερινά

στενή επαφή με τον ντόπιο παραγωγό και καταναλωτή.  Στα

πρώτα τους βήματα απασχολήθηκαν σε περιοχές όπου οι

συναλλαγές ήταν ιδιαίτερα περιορισμένες και το εμπόριο –

που κυρίως διατηρούσαν οι αυτόχθονες – αφορούσε στα

αγροτικά προϊόντα διατροφής, παραδοσιακά υφάσματα που

πουλιούνταν σε τοπικές αγορές. Ξεκίνησαν ως πλανόδιοι

έμποροι και μικροί καταστηματάρχες που αγόραζαν τα

προϊόντα (καφέ, κακάο, μπανάνες, καουτσούκ, φοινικέλαιο,

αραχίδες κτλ.) από τους ντόπιους παραγωγούς, για

λογαριασμό των μεγάλων εξαγωγικών οίκων και αντίστοιχα

πουλούσαν στους ντόπιους αγαθά καθημερινής χρήσης

(σαπούνια, κονσέρβες, φωτιστικό πετρέλαιο κτλ.).

Στην προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εποχή η

επιχειρηματικότητα των Ελλήνων ήταν αποκλειστικά σχεδόν

Civilisations, Paris). Για να μειώσουν το κόστος λειτουργίας τωναποικιών τους, οι Βρετανοί προσπαθούν να αξιοποιήσουν τα εδάφη,δίνοντάς τα για εκμετάλλευση σε Ινδούς μετανάστες. «Μάλιστα οι Ινδοί θααποτελέσουν για την αποικιακή διοίκηση την φορολογική βάση –που ούτως ή άλλως ήτανανεπαρκής – που θα χρηματοδοτήσει έργα υποδομών όπως ο σιδηρόδρομος Mombassa –λίμνη Victoria » (Lachaier 2003: 9).

10

αφιερωμένη στο εμπόριο. Παράλληλα δραστηριοποιούνταν στις

φυτείες (μπανάνα, καφές, βαμβάκι, αγαύη κτλ)4. Στο

εξαγωγικό εμπόριο κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη οι

μεγάλοι ευρωπαϊκοί οίκοι οι οποίοι και αξιοποίησαν το

ανθρώπινο κεφάλαιο των λεγόμενων «μικρών λευκών». Η

παγκόσμια οικονομική κρίση των ετών 1929-32 έφερε τις

πρώτες αναταράξεις και ανακατατάξεις. Για παράδειγμα η

συνεχής πτώση των διεθνών τιμών σε εξαγώγιμα προϊόντα

όπως το κακάο, ο καφές, οι μπανάνες κτλ., προκάλεσε την

εγκατάλειψη των αντίστοιχων φυτειών από τους Ευρωπαίους.

Το «κενό» κάλυψαν, μεταξύ άλλων, και οι Έλληνες5.

Ο Β’ Πόλεμος «αποψίλωσε» το διαθέσιμο εργατικό

δυναμικό μεταξύ των ντόπιων που κλήθηκαν να πολεμήσουν

εναντίον του άξονα. Οι «ενδιάμεσοι» κάλυψαν το παραγωγικό

κενό, αν και σε κάποιες περιπτώσεις χρειάστηκε (επί της

ουσίας απαιτήθηκε) από τις αποικιακές δυνάμεις η

συνεισφορά τους στον αγώνα με υλικά μέσα, όπως ενδεικτικά

θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την επίταξη οχημάτων.

4 Αντίστοιχα από την μετά τον Α Παγκόσμιο πόλεμο περίοδο, οιΛιβανέζοι είχαν εδραιώσει την παρουσία τους στο αποικιακό οικονομικόσύστημα χωρών της δυτικής Αφρικής κατακτώντας τη θέση των ενδιάμεσωνμεταξύ γαλλικών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και Αφρικανών αγροτών.Για την περίπτωση των Λιβανέζων της Σενεγάλης δείτε TARRAF-NAJIB S.(2000) « Immigration ancienne et territorialisation inachevée : lesfamilles libanaises du Sénégal », Cahiers d’Etudes sur la Méditerranée Orientaleet le Monde Turco- Iranien, no 30, Paris, pp. 273-295.5 Σε κάποιες περιπτώσεις το κενό καλύφθηκε από ντόπιους, κάποτε δεκαι χωρίς τη θέλησή τους. Η γαλλική διοίκηση ενίσχυσε την καλλιέργειατου κακαόδεντρου στο Καμερούν πιέζοντας με διάφορους τρόπους τουςντόπιους καλλιεργητές με την επιβολή αγροτικών ποσοστώσεων (από το1923) και με την επιβολή κεφαλικού φόρου (βλέπε SANTOIR, C. – BOPDA,A. (éd.) (1995) Atlas régional Sud – Cameroun, coédition Orstom/Minrest. planche 12, p.2).

11

Μεταπολεμικά η μαγιά την οποία αποτελούσαν οι

πρωτοπόροι Έλληνες στην υποσαχάρια Αφρική ενισχύθηκε από

ένα νέο κύμα οικονομικών μεταναστών που προσκλήθηκαν από

συγγενείς, συντοπίτες, συγχωριανούς και φίλους. Οι

νεοφερμένοι δούλευαν ως αντιπρόσωποι μεγάλων εμπορικών

οίκων6, ως υπάλληλοι στις επιχειρήσεις συμπατριωτών τους,

ενώ αργότερα, όσοι από αυτούς κατάφεραν να μαζέψουν το

απαραίτητο κεφάλαιο, άνοιξαν τη δική τους επιχείρηση.

Η δεκαετία του 1950 είναι μια δεκαετία ευημερίας για

τους Έλληνες και αύξησης των δραστηριοτήτων τους. Νέες

δραστηριότητες «γεννιούνται». Οι έμποροι επενδύουν στις

οδικές, σιδηροδρομικές και ποτάμιες – όπου οι συνθήκες το

επιτρέπουν – μεταφορές. Οι Έλληνες με τα φορτηγά τους

μεταφέρουν τα εξαγώγιμα προϊόντα προς τις πύλες εξόδου

(λιμάνια) και αντίστοιχα μεταφέρουν τα εισαγόμενα αγαθά

προς την ενδοχώρα. Καθώς η αστικοποίηση αυξάνεται, οι

αυξανόμενες ροές ανθρώπων που μεταναστεύουν από τα χωριά

στις πόλεις για αναζήτηση εργασίας, η αυξημένες ανάγκες

για μετακίνηση των ανθρώπων που ζουν στα χωριά που

βρίσκονται περιμετρικά των πόλεων και η αυξημένη

αναγκαιότητα εφοδιασμού των πόλεων με αγαθά, συντελεί

στην αναγκαιότητα ανάπτυξης του τομέα των μεταφορών

εμπορευμάτων και ανθρώπων. Η αστικοποίηση έχει ως

συνέπεια τη δημιουργία νέων δραστηριοτήτων συνδεδεμένων

με την οικοδομή, την εμπορία ειδών κιγκαλερίας και άλλες

6 Οι εταιρείες Lever (μετέπειτα Unilever), Paterson- Zochonis (ΣιέραΛεόνε, Νιγηρία, Γκάνα, Καμερούν), Leventis (Γκάνα, Νιγηρία)απασχολούσαν πολλούς Έλληνες.

12

αστικές δραστηριότητες όπως τα ξενοδοχεία, η εστίαση, τα

πολυκαταστήματα αλλά και βιοτεχνικές δραστηριότητες.

Στη δεκαετία του 1960 οι Έλληνες στην υποσαχάρια

Αφρική ήταν περίπου χίλιοι7. Παρά τα δύσκολα χρόνια της

μετάβασης των χωρών υποδοχής στην ανεξαρτησία οι Έλληνες

επιβίωσαν, κυρίως επειδή δραστηριοποιούνταν σε τομείς

όπου ο ντόπιος ανταγωνισμός ήταν ακόμα περιορισμένος.

Ένας παράγοντας στήριξης της ελληνικής παρουσίας στην

Μαύρη Αφρική οφείλεται επίσης και στο συνεκτικό ρόλο που

έπαιξαν οι κοινότητες. Βέβαια τα πράγματα δεν κύλησαν το

ίδιο ομαλά παντού. Στο Καμερούν για παράδειγμα η πολιτική

σταθερότητα δεν στάθηκε εμπόδιο στην ευημερία των Ελλήνων

παρά τις εθνικές πολιτικές που είχαν ως στόχο τη

δημιουργία ντόπιας οικονομικής μπουρζουαζίας. Στο Ζαΐρ η

μετάβαση στην ανεξαρτησία ήταν περισσότερο επώδυνη,

αναγκάζοντας πολλούς Έλληνες να εγκαταλείψουν προσωρινά

τη χώρα βρίσκοντας καταφύγιο σε γειτονικές χώρες. Όπως

όμως φαίνεται καθαρά και στο διάγραμμα που ακολουθεί το

εντυπωσιακό γεγονός είναι ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης

το ελληνικό μεταναστευτικό κύμα προς την υποσαχάρια

Αφρική συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό (Καζάκος 1998:56).

7 Στη Γουινέα ήταν περισσότεροι από εκατό το 1958 και στο Καμερούντην ίδια χρονιά περίπου 800. (Στα τέλη του 1951 αναφέρεται ότι οιΈλληνες στο Καμερούν ήταν 388 (Lembezat, B. 1954: 71).

13

Μ εταπολεμική εξέλιξη του ελληνικού

μεταναστευτικού ρεύματος προς την Αφρική

020004000600080001000012000

_______ Μόνιμοι μετανάστες _______Εποχιακοί μετανάστες

Η δεκαετία του 1970 επηρεάζει ποικιλοτρόπως τους

Έλληνες της Αφρικής. Η αλλαγή πολιτικής του Μομπούτου στο

Ζαΐρ με τη θεσμοθέτηση των εθνικοποιήσεων των ξένων

επιχειρήσεων οδήγησε στην κατάσχεση καταστημάτων,

εργοστασίων και φυτειών. Την εποχή αυτή εγκατέλειψε τη

χώρα η συντριπτική πλειοψηφία Ελλήνων και Κυπρίων. Στο

τέλος του 1977 νέο προεδρικό διάταγμα θα επιστρέψει

κρατικοποιημένες επιχειρήσεις στους ιδιοκτήτες τους

δίνοντάς τους την ελεύθερη δυνατότητα επιλογής ζαϊρινού

συνεταίρου. Σε άλλες επιχειρήσεις όμως που η κυβέρνηση

χαρακτήρισε εθνικής σημασίας επιβλήθηκε η συμμετοχή του

ζαϊρινού δημοσίου. Στο Καμερούν αντίστοιχα η κυβέρνηση

επέβαλε να προσλαμβάνουν οι ξένοι στις επιχειρήσεις τους

εκτός από ντόπιους υπαλλήλους και εργάτες και ντόπια

στελέχη. Σταδιακά ο αριθμός των ξένων στελεχών μειώνεται

και η μείωση αυτή συνοδεύεται με τη σχετική στασιμότητα

των μεταναστευτικών ροών προς τη χώρα. Η στασιμότητα της14

μεταναστευτικής ροής Ελλήνων προς την Μαύρη Αφρική

οφείλεται και στην πετρελαϊκή κρίση που επιδρά σημαντικά

στις αφρικανικές οικονομίες. Τα τέλη της δεκαετίας του

1970 συνοδεύονται από οικονομική ανάκαμψη και παράλληλη

άνοδο της ελληνικής μεταναστευτικής ροής που θα αγγίξει

μια νέα (σχετικά χαμηλότερη από τα μέσα της δεκαετίας του

1960) κορύφωση.

Από τη δεκαετία του 1980 και μετά ο ελληνισμός της

υποσαχάριας Αφρικής μειώνεται και πάλι. Αυτή τη φορά η

καθοδική πορεία φαίνεται οριστική.

Μια διεθνής ελληνική παρουσία στην κεντροδυτική Αφρική (η

εταιρεία Πάτερσον – Ζοχώνης στο Καμερούν).

Ο Γεώργιος Ζοχώνης από χωριό Βαμβακού κοντά

στη Σπάρτη, φτάνει στη δυτική Αφρική και συγκεκριμένα στη

Σιέρα Λεόνε με σκοπό τον πλουτισμό, γύρω στα 1870. Το

1879 γνωρίζει τον Georges Paterson εκ Σκοτίας. Εργάζονται

στην πόλη Freetown (Σιέρα Λεόνε) σε έναν βρετανικό

εμπορικό οίκο, την Trading Company of Fisher & Randall

και γίνονται φίλοι. Αποφασίζουν – την ίδια εποχή (1879) -

να ιδρύσουν εταιρεία που έγινε γνωστή στην περιοχή ως

«the two Georges».

Εκείνη την εποχή οι έμποροι ασχολούνταν με

την εξαγωγή τοπικών προϊόντων – φοινικέλαιο, αραχίδες,

καφέ, πιπέρι, ξυλεία και δέρματα – και την αντίστοιχη

εισαγωγή υφασμάτων, οικιακών συσκευών, εργαλείων κτλ.,

15

προερχόμενα από την Ευρώπη. Έτσι και οι δυο συνέταιροι

αποφάσισαν να ασχοληθούν με το εμπόριο εξαγώγιμων

προϊόντων, δημιουργώντας σταδιακά εμπορικά πρακτορεία σε

όλη τη δυτική Αφρική από τη Σενεγάλη ως τη Νιγηρία8. Το

1884 ανοίγουν γραφείο στο Liverpool με σκοπό την

εξυπηρέτηση των εξαγωγών αφρικανικών προϊόντων προς την

Ευρώπη και την εισαγωγή στην Αφρική αντίστοιχα υφασμάτων

και ειδών διατροφής. Η κίνηση αυτή υπήρξε η πρώτη,

στρατηγικής σημασίας κίνηση, που έδωσε τη δυνατότητα στην

εταιρεία να βρίσκεται κοντά στις αγορές όπου

διαμορφώνονται οι διεθνείς τιμές και οπωσδήποτε κοντά

στους διεθνείς πελάτες.

Ο Ζοχώνης πεθαίνει το 1929 (σε ηλικία 77

ετών) αφήνοντας το μερίδιό του στον ανιψιό του

Κωνσταντίνο που συνεχίζει την πολιτική προσλήψεων του

θείου του. Ο Paterson συμμετέχει ενεργά στη διοίκηση ως

το 1932 οπότε και μεταβιβάζει όλες τις μετοχές του στην

οικογένεια Ζοχώνη, καθώς δεν είχε δικούς του κληρονόμους.

Η εταιρεία ανθίσταται σθεναρά στις δυσκολίες της εποχής

της μεγάλης ύφεσης και επιβιώνει του Β’ Παγκοσμίου

πολέμου. Το 1948 κατασκεύασαν εργοστάσιο σαπωνοποιίας

στην πόλη Aba της Νιγηρίας. Το 1951 πέθανε και ο ανιψιός

του Ζοχώνη Κωνσταντίνος που είχε αναλάβει τη διοίκηση της

εταιρείας στη Γκάνα. Τον διαδέχτηκε ο εξάδελφός του

Αλέξανδρος Χλούπος. Το 1953 η Paterson Zochonis & Company

Limited έγινε δημόσια στην Αγγλία αλλά την πλειοψηφία των

μετοχών είχε η οικογένεια Ζοχώνη. Η εταιρεία συνέχισε την

8 19 υποκαταστήματα

16

επέκτασή της δημιουργώντας νέο εργοστάσιο, στην πόλη Aba,

παραγωγής ειδών ατομικής υγιεινής και φαρμακευτικών

ειδών. Ωστόσο, την ίδια εποχή αρχίζει η παρακμή των

παραδοσιακών δραστηριοτήτων της εταιρείας που σχετίζονταν

με την εμπορία εξαγωγικών προϊόντων. Η παρακμή αυτή πήρε

διαστάσεις μέσα στη δεκαετία του 1970, οπότε σταμάτησε

την παραγωγή βαμβακερών ειδών. Η εταιρεία ήδη έχει

προσανατολίσει τα ενδιαφέροντά της στα είδη κοσμητικής

και φαρμακευτικής και το 1973 στρέφεται στα

απορρυπαντικά. Την ίδια εποχή εμπορεύεται ψυγεία και

καταψύκτες οικιακής χρήσης, ιδρύοντας την Associated

Industries (Ghana) Ltd και την Tema Thread Company Ltd

(Ghana).

Στο Καμερούν η P.Z. εμφανίστηκε μετά τον Α’

Παγκόσμιο πόλεμο (1920), κάνοντας αρχικά περιοδικό

εμπόριο. Η επιλογή της ήταν να εγκατασταθεί στη Douala,

λιμάνι και οικονομικός κόμβος που ενώνει τις παράκτιες

περιοχές με την ενδοχώρα. Η ανάπτυξη των λιμενικών

εγκαταστάσεων υπήρξε η βάση της ανάπτυξης της πόλης την

οποία επέλεγαν οι αγγλικές και γερμανικές επιχειρήσεις

μετά το 1884. Την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου πολέμου το

λιμάνι δεν ξεπερνούσε σε κίνηση τους 100.000 τόνους

ετησίως και η πόλη δεν ξεπερνούσε τους 15.000 κατοίκους

(Mainet 1985:19). Η ανάπτυξη της πόλης συμπλέει με την

εμφάνιση της αποικιοκρατίας.

Πολιτική της εταιρείας ήταν η αναζήτηση

προσωπικού στην Ελλάδα και κυρίως στην Πελοπόννησο στις

περιοχές κοντά στην Σπάρτη από όπου καταγόταν ο Ζοχώνης.17

Στη συνέχεια στράφηκε στην πρόσληψη Ελλήνων και από άλλες

περιοχές της Ελλάδας αλλά και από την Κύπρο. Στα χρόνια

1925 – 1930 το υποκατάστημα της PZ στο Καμερούν,

απασχολούσε κάπου τριάντα Έλληνες9. Η παρουσία της

Πάτερσον Ζοχώνης ενισχύει σημαντικά το μεταναστευτικό

ρεύμα των Ελλήνων προς το Καμερούν, ιδιαίτερα μετά τον Β’

Παγκόσμιο πόλεμο.

Στο Καμερούν η εταιρεία πέτυχε να αποσπάσει

από τους Γάλλους τίτλους ιδιοκτησίας γης, φτιάχνοντας

εγκαταστάσεις όπως αποθήκες κακάο, φούρνους για την

αποξήρανση του κακάο, και άλλες κτιριακές εγκαταστάσεις

(γραφεία της εταιρείας και κατοικίες των υπαλλήλων) και

οικόπεδα τόσο στο λιμάνι της Douala όσο και σε πολλές

άλλες πόλεις της χώρας.

Από συνεντεύξεις που πήραμε από Έλληνες

πρώην υπαλλήλους της P.Z. καταλήξαμε στα παρακάτω

συμπεράσματα σχετικά με τις πολιτικές πρόσληψης της

εταιρείας αλλά και τις επιχειρηματικές της επιλογές ως

τις αρχές της δεκαετίας του 2000 :

Η P.Z. έπαιρνε νέα παιδιά από την Ελλάδα – κυρίως

από τη Λακωνία – με προαπαιτούμενα το στρατιωτικό και το

απολυτήριο λυκείου. Αξιοποίησε ιδιαίτερα όσους γνώριζαν

ξένες γλώσσες (όπως τους Αιγυπτιώτες). Χρηματοδότησε την

εκμάθηση ξένης γλώσσας (γαλλικά) σε σχολείο στην πόλη

Tour. Η διάρκεια των σεμιναρίων εκμάθησης της γλώσσας

διαρκούσαν από 4 ως και 8 μήνες. Από το 1972 και μετά9 Paterson Zochonis, a Century of Enterprise. Manchester, UK:Paterson Zochonis, 1994.

18

έπαιρνε αριστούχους αποφοίτους λυκείου από τη Λακωνία που

τους σπούδαζε στην Αγγλία στις ειδικότητες του μηχανικού,

του χημικού κτλ., και μετά τους έστελνε να επανδρώσουν τα

υποκαταστήματα της Αφρικής. Τα στελέχη που εκπλήρωναν με

επιτυχία τις υποχρεώσεις τους στην Αφρική, έφερνε στην

Ευρώπη προκειμένου να επανδρώσουν τα γραφεία της

επιχείρησης στην Αγγλία.

Η εταιρεία προσέφερε στέγη στους υπαλλήλους της και

υπηρετικό προσωπικό. Οι υπάλληλοι της εταιρείας δούλευαν

στα γραφεία ή τις αποθήκες του ισογείου και έμεναν σε

μικρά διαμερίσματα της εταιρείας στον πρώτο όροφο.

Η εταιρεία απασχολούσε Έλληνες, λίγους Γάλλους, και

αρκετούς ντόπιους εργάτες. Οι Έλληνες και οι Γάλλοι

απασχολούνταν στη διοίκηση, το λογιστήριο και ως

αντιπρόσωποι επαρχιών (αγοραστές προϊόντων10 και πωλητές

κυρίως εισαγόμενων προϊόντων). Μαύροι και λευκοί

υπάλληλοι στη P.Z. μαθαίνανε τέχνες μέσα από τη δουλειά

τους και όσοι αποφασίζανε να φύγουν βρίσκανε αμέσως

απασχόληση και μάλιστα μερικοί από αυτούς είχανε τα

εχέγγυα να σταθούν στα δικά τους πόδια ιδρύοντας την

προσωπική τους επιχείρηση11. Μετά το 1973-74 η κυβέρνηση

της χώρας επέβαλε νομοθετικά στις ξένες εταιρείες που

δραστηριοποιούνται στη χώρα να έχουν έδρα στο Καμερούν

10 Κακάο, καφέ, δέρματα, φοινικέλαιο. 11 Από τα άτομα του ερωτηματολογίου μας όλοι συνταξιοδοτήθηκαν από τηνεταιρεία. Κανένας δεν προσπάθησε να κάνει δική του επιχείρηση.Υπήρξαν όμως κάποιοι που έκαναν δικές τους δουλειές. Αυτοί όμως ήτανστην πλειοψηφία τους οι μαύροι. Κάποιοι μαύροι μάλιστα στήριξαν τηδική τους επιχείρηση στη συνεργασία με την εταιρεία, καθώς αγόραζανκαι μεταπουλούσαν τα προϊόντα της στα χωριά και τις μικρές πόλεις.

19

και η αλλαγή αυτή συνοδεύτηκε από μια αφρικανοποίηση των

στελεχών. Έτσι αρχίζει σταδιακά η παρουσία μαύρων και

μεταξύ των αντιπροσώπων και μεταξύ του διοικητικού

προσωπικού. Κάποιοι πέτυχαν να ανέβουν και σε ψηλότερα

σκαλοπάτια της ιεραρχίας.

Οι αμοιβές των υπαλλήλων ήταν καλές. Υπήρχε σαφώς

σημαντικό προβάδισμα στις αμοιβές των Ευρωπαίων έναντι

των ντόπιων. Οι υπάλληλοι της εταιρείας (μόνο οι

Ευρωπαίοι) μπορούσαν να συνταξιοδοτηθούν στα 50 τους

χρόνια. Η εταιρεία τους κάλυπτε με τη δημιουργία

επικουρικού ταμείου που είχε ιδρύσει για τους

εργαζόμενούς της.

Η P.Z. είχε υποκαταστήματα στις πόλεις Douala,

Yaoundé, Nkongsamba, Mbalmayo, Ebolowa, Sangmelima, Édea.

Αγόραζε προϊόντα προς εξαγωγή (καφέ, κακάο, δέρματα

φοινικέλαιο). Πούλαγε στους ντόπιους αλάτι, ρύζι, ζάχαρη,

τσιμέντα και αργότερα ηλεκτρικά είδη. Πούλαγε επίσης και

άλλα εισαγόμενα είδη όπως είδη διατροφής (κονσέρβες),

οινοπνευματώδη ποτά, υφάσματα (ντρίλι, χασέ). Έκανε και

πιστώσεις και συχνά η πρακτική που εφαρμοζόταν ήταν η

ανταλλαγή (π.χ. κακάο έναντι ειδών οικιακής χρήσης). Από

το 1972 η εταιρεία έπαψε το εμπόριο των προϊόντων,

στρεφόμενη προς περισσότερο τεχνικούς τομείς. Από το

1977, από Paterson Zochonis S.A. έγινε Paterson Zochonis

and Company Limited με έδρα της το Μάντσεστερ. Για τις

εμπορικές της δραστηριότητες είχε ως έδρα τη Douala στο

Καμερούν. Σταδιακά εφαρμόστηκε ένα πλάνο καμερουνοποίησης

20

των στελεχών της και το υποκατάστημά της στο Yaoundé

«καμερουνοποιήθηκε» πλήρως.

Η εταιρεία δραστηριοποιόταν και στις εισαγωγές. Είχε

την αποκλειστική αντιπροσώπευση στο Καμερούν προϊόντων

ξένων οίκων όπως ηλεκτρικών ειδών οικιακής χρήσης

(πλυντήρια, κουζίνες, ψυγεία, ηλεκτρικές ξυριστικές

μηχανές), κλιματιστικών, ραδιοφώνων και αγροτικών

εργαλείων. Μια από τις εξειδικεύσεις της ήταν η εισαγωγή

και πώληση βρετανικών αυτοκινήτων (M.G., Wolseley,

Austin, Morris), Ιαπωνικών (Subaru), φορτηγών (B.M.C.)

και μοτοσυκλετών (Yamaha, Kawasaki, Jawa). Διέθετε επίσης

συνεργείο για μοντάζ μοτοσυκλετών και κατάστημα

ενοικίασης αυτοκινήτων (Europcar)12. Πούλαγε επίσης σε

χονδρέμπορους πωλητές (μαύρους και λευκούς). Οι λευκοί

ήταν κυρίως Έλληνες και Λιβανέζοι.

Το 1974 η πολιτική της εταιρείας άλλαξε, λόγω του

υψηλού ανταγωνισμού ορισμένων ντόπιων εμπόρων στα

οινοπνευματώδη και τα είδη διατροφής (μαργαρίνες,

κονσέρβες, πολτός ντομάτας κτλ). Την εποχή εκείνη άρχισαν

να μπαίνουν στην αγορά κάποιοι έμποροι (Bamiléké) ως

εισαγωγείς. Έτσι αφήσαμε τα προϊόντα τα οποία εισήγαγαν

οι Bamiléké φθηνά (χωρίς να πληρώνουν φόρους, φέρνοντας

λαθραία προϊόντα μέσω Νιγηρίας κτλ.). Η P.Z. περιορίστηκε

στα τεχνολογικά προϊόντα (αυτοκίνητα, ανταλλακτικά,

γκαράζ για επισκευές, οικιακά ηλεκτρικά είδη) και λίγα

12 Διέθετε περί τα 200 επιβατικά και φορτηγά αυτοκίνητα για ενοικίαση.Κάποια από αυτά τα έδινε με leasing για παράδειγμα για να εξασφαλίσειτη μεταφορά των κασονιών της μπίρας της μεγάλης ιρλανδικής ζυθοποιίαςτης πόλης της Douala (Mainet 1985 :229).

21

υφάσματα που αγόραζε επιτόπου. Άλλοι Έλληνες που

εμπορεύονταν οικιακά ηλεκτρικά είδη δεν κάνανε εισαγωγές,

εκτός από τον Τσεκένη. Αντίστοιχα οι Γάλλοι είχανε

μεγάλους οίκους όπως ήταν η CFAO. Από το 1987 και μετά

την κρίση, άρχισε σταδιακά να συρρικνώνεται η

δραστηριότητα της εταιρείας στο Καμερούν με μείωση του

προσωπικού και περιορισμό των εισαγωγών. Η κατάσταση αυτή

συνεχίστηκε ως το 1991.

Η P.Z. στη Νιγηρία από τα τέλη της δεκαετίας του

1960 άρχισε να επενδύει σε βιομηχανίες (καλλυντικών,

σαπωνοποιία) καθώς διέβλεπε ότι το παραδοσιακό εμπόριο θα

φύγει από τα χέρια τους. Το 1982 αγοράσανε μια γαλλική

εταιρεία (EROPARCO, μητέρα εταιρεία με υποκαταστήματα σε

όλη τη δυτική Αφρική) που είχε εργοστάσια στη Σενεγάλη

(Dakar), Ακτή Ελεφαντοστού (Abidjan), Καμερούν, Γαλλικό

Κονγκό. Από το 1988 ασχολείται και στο Καμερούν με τα

προϊόντα που προανέφερα (καλλυντικά, σαπωνοποιία).

Κατασκεύασαν μια βιομηχανική μονάδα που παρήγαγε στο

Καμερούν με εισαγόμενες πρώτες ύλες και καλύπτοντας την

εγχώρια αγορά αλλά και τις γύρω χώρες.

Ένα παράδειγμα ελληνικής επιχειρηματικής δράσης στην

υποσαχάρια Αφρική (Τα ελληνικά αρτοποιία ζαχαροπλαστεία

της πόλης του Yaoundé στο Καμερούν).

Προκειμένου να κάνουμε κατανοητή την ελληνική

επιχειρηματική παρουσία στη Μαύρη Αφρική παρουσιάζουμε

στο σημείο αυτό αποσπάσματα ενδεικτικών συνεντεύξεων που

22

μας παραχώρησαν Έλληνες του Καμερούν κατά τη διάρκεια

της εκεί επιτόπιας έρευνάς μας (Ιανουάριος 2003 και Σεπτέμβριος –

Νοέμβριος 2007). Ακολούθως θα εστιάσουμε σε μια συγκεκριμένη

επιχειρηματική δραστηριότητα που είναι αυτή των ελληνικών

συμφερόντων αρτοποιείων – ζαχαροπλαστείων στη πρωτεύουσα

του Καμερούν Yaoundé.

Α. συνεντεύξεις

Γ. Σ. : «Ήρθα στο Καμερούν το 1952, σε ηλικία 17 ετών. Με έφερε οαδελφός της μητέρας μου, που ήταν στο Καμερούν από το 1925 που καιαυτόν τον είχε φέρει ο θείος του. Ήρθα για δυο μήνες αρχικά, αλλάτελικά έμεινα. Ο θείος μου είχε φυτείες μπανάνας και καφέ στο Loumμετά την Mbanga, στο δρόμο από Douala προς Nkongsamba., διέθετεκαι μαγαζιά (εμπόριο ειδών διατροφής, παντοπωλεία) στη Douala. Ότανέφτασα, είχα μόνο ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που μου έδωσε ηαδελφή της μητέρας μου. Έμεινα στη Douala και δούλεψα σε ένα από ταμαγαζιά του. Το 1953, έγινα υπεύθυνος του υποκαταστήματός μας στηBafia. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ούτε φως, ούτε νερό. Έκανα εμπόριοκακάο και παράλληλα κρατούσα το μαγαζί. Ήτανε δύσκολα για ένανεπιπλέον λόγο, ότι δεν μιλούσα γαλλικά. Έμεινα υπάλληλος ως το 1957.Με τις οικονομίες μου αγόρασα το μαγαζί και ανέλαβα προσωπικά. Τομαγαζί πουλούσε απ’ όλα (είδη ρουχισμού, παπούτσια, σχολικά είδηκτλ.). Τα προϊόντα αγόραζα από αντιπροσώπους στη Douala και στοYaoundé. Στη Bafia τη δεκαετία του 1950 υπήρχαν πολλοί Έλληνες.Μερικοί από αυτούς ήταν : Μπαλάνου – Καρμίου (από την Κύπρο),Καζίνος (από την Κύπρο), Χριστοδουλίδης (από την Κύπρο), Πίσινος,Αρμαγανίδης, Βλαντής (είχε αρτοποιείο), Σοκιανός Βασίλης (από τηΡόδο). Οι μετακινήσεις εκείνη την εποχή ήταν μια ολόκληρη περιπέτεια.Ιδιαίτερα όταν έβρεχε. Υπό κανονικές συνθήκες κάναμε 12 ώρες να πάμεστη Bafia από το Yaoundé. Περνάγαμε δυο bac13 στα ποτάμια Sanaga καιMbam. Από το 1980 έγινε γέφυρα στη συμβολή των δύο ποταμών.Αγόρασα το 1957 με τις οικονομίες της Bafia, ένα οικόπεδο στο Yaoundé

13 Μεγάλες ξύλινες σχεδίες πάνω στις οποίες έβαζαν τα αυτοκίνητα καιμε τη βοήθεια σχοινιών από τη μια και την άλλη πλευρά του ποταμούδιέσχιζαν το ποτάμι.

23

1960 τετραγωνικών μέτρων, όπου και έκτισα ένα μαγαζί. Το τέλειωσα το1959. Το μαγαζί αυτό το ενοικίαζα ως το 1970. Το 1967 κατέβηκα από τηBafia στο Yaoundé, προκειμένου να αντικαταστήσω ένα Έλληνα,υπάλληλο του θείου μου που ήθελε να πάει διακοπές. Άφησα στη Bafiaτον ανιψιό μου στη θέση μου, που είχα φέρει το 1963. Μετά τηνεπιστροφή του Έλληνα που αντικατέστησα, δεν ξαναγύρισα στη Bafia.Άνοιξα στο Yaoundé τρία καταστήματα (boutiques) και δούλεψα με αυτάως το 1971 περίπου. Μετά ασχολήθηκα με το δικό μου οίκημα στο χώροτου οικοπέδου που είχα αγοράσει. Ξεκίνησα μια νέα καριέρα.Ασχολήθηκα με τα είδη οικοδομών που τότε είχαν μεγάλη πέραση,δεδομένου ότι στην περιοχή (έξοδο της πόλης τότε) δεν μετρούσε τοένδυμα. Πουλούσα στους χωριάτες φτυάρια, κασμάδες, σίδερα,τσιμέντα, κατσαρόλες κτλ. Εκείνη την εποχή έβγαλα τα πολλά λεφτά.Έμεινα στη δουλειά αυτή ως το 1984 οπότε και το οικόπεδο αυτόαπαλλοτριώθηκε. Τραβιέμαι ακόμα δικαστικά για να πάρω τα λεφτά τηςαποζημίωσης. Έκτοτε ζω από τα ενοίκια. Έχω και ένα οικόπεδο στηνπεριοχή NSAM Efoulang το οποίο έχω νοικιάσει, εδώ και 3 χρόνια, σεέναν από τους πλουσιότερους Έλληνες του Καμερούν. Αγόρασα το 1985μια γκαρσονιέρα στο Παρίσι. Έχω τριώροφη πολυκατοικία στην Ελλάδακαι οικόπεδο από τους γονείς μου».

Τ. Γ. : «Ήρθα στα τέλη του 1966. Είχα στο Καμερούν δυο θείους, ο έναςστο Yaoundé εξασκούσε το επάγγελμα του ράφτη, ενώ ο δεύτερος έκανεεμπόριο κακάο και γενικό εμπόριο, ενώ είχε και φούρνο - με ξύλα την εποχήεκείνη – στην πόλη Saa. Αγόραζε το κακάο από τους παραγωγούς, στουςοποίους έδινε πολλές φορές προκαταβολές – πριν την εποχή του κακάο - γιανα αγοράσουν βασικά είδη, φάρμακα κτλ. Κάποια εποχή το κράτος έφτιαξεσυνεταιρισμούς, όπου οι καλλιεργητές, καφέ και κακάο, πουλούσαν τηνπαραγωγή τους. Στο φούρνο του χρησιμοποιούσε φρέσκια μαγιά πουέφερνε από το Yaoundé και την οποία αγόραζαν από το Δεσποτάκη που είχεπαντοπωλείο εκεί. Φύγανε το 1977. Με τον εξάδελφό μου επιχειρήσαμε ναδουλέψουμε μαζί, όμως με έριξε οικονομικά και αναγκάστηκα να συνεχίσωμόνος. Αυτά συνέβησαν γύρω στο 1977. Από το 1978 ως το 1984 έκανα

24

εμπόριο κακάο (στη Saa). Ήμασταν ενδιάμεσοι μεταξύ συνεταιρισμού καιεξαγωγέα. Οι καλλιεργητές πουλάγανε στο συνεταιρισμό. Ο αγοραστήςπλήρωνε στο συνεταιρισμό για λογαριασμό του εξαγωγέα. Ο αγοραστής είχετόσο λογαριασμό με εξαγωγέα, όσο και με το συνεταιρισμό. Ο συνεταιρισμόςζητούσε ο αγοραστής να έχει αυτοκίνητα, χρήματα και άδεια σακιά. Τα έδιναστο συνεταιρισμό που αγόραζε το κακάο από τον παραγωγό. Φορτώνανε στααυτοκίνητα και μου τα φέρνανε. Έκανα παραλαβή για λογαριασμό τουεξαγωγέα. Σημαντικός εξαγωγέας ήταν ο Μαυρομάτης που διατηρούσεεταιρεία με την επωνυμία CTC και η οποία μετά το θάνατο του έγινε CMC(Κλεόπας). Άλλος με τον οποίο συνεργαζόμουν ήτανε ένας γαλλο-εβραίοςπου είχε την SOCAPA. Και σε αυτήν όμως τη δουλειά την έκαναν κυρίωςΈλληνες. Δούλεψα στο Yaoundé και μετά στη Saa. Έκανα εμπόριο (είδη διατροφής,μπύρες, κρασιά), κακάο (με το συνεταιρισμό). Από το 1979 έκανα και φούρνοστη Saa, σε συνεργασία με ένα Έλληνα. Σταμάτησα το κακάο το 1984, οπότεέμεινα και μόνος και στο φούρνο καθώς η συνεργασία με το συνέταιρο ήτανπροβληματική. Μετά το 1984 έμεινα μόνιμα στο Yaoundé, τα παιδιά και ησύζυγος στην Ελλάδα. Έκανα μεταφορές εμπορευμάτων (κακάο, καφέ απόYaoundé σε Douala και τσιμέντα και άλλα από Douala σε Yaoundé). Είχα 4αυτοκίνητα (9 και 12 τόνων). Το 1986 αγόρασα διαξονικό Mann. Φόρτωνααπό Mbalmayo ξυλεία (πλακάζ) για Douala και στην επιστροφήκουβαλούσα εμπορεύματα. Δούλευα με Σταματιάδη, Κρητικό, Ιακωβίδη,Χριστοδουλίδη (CACEP - cacao) ως το 1997. Αγόρασα άλλα 3 καμιόνια. Είχαόμως ατυχίες και προβλήματα (ατυχήματα) και τα έχασα. Το τρίτο τοπούλησα. Εκτός του φούρνου, έκανα και ξυλεία (εξαγωγές). Αν και η περιοχήδεν φημίζεται, έχει και εδώ ξυλεία. Αγόραζα στα περίχωρα, τα έκοβα σεσανίδες ραμποτέ στις διαστάσεις που ήθελε ο εξαγωγέας που ήτανε Γάλλος.Η απασχόληση αυτή ήταν παράνομη, χωρίς άδειες. Τράβηξε ως το 2000.Σήμερα διατηρώ μόνο το φούρνο».

Κ. Α.: «Ο πατέρας μου ήταν κυπριακής καταγωγής γεννημένος στοΚάιρο. Ο παππούς ήταν δισεκατομμυριούχος στο Κάιρο. Είχε δυοεργοστάσια που παρήγαγαν βούτυρο, σχεδόν το 1/4 της παραγωγής καικατανάλωσης στην Αίγυπτο. Ο πατέρας μου είχε κάνει σπουδές χημικούμηχανικού και ήταν ειδικευμένος στις λιπαρές ύλες, γιατί σκοπός τους ήταννα συνεχίσει, μετά τις σπουδές του, να εργάζεται στα εργοστάσια του

25

πατέρα του. Ο αδελφός του πατέρα μου, Χρήστος, γνώρισε στη Μασσαλίαμια κόρη Κουλαξίδη. Οι δυο νέοι σαν να διαισθάνθηκαν τα γεγονότα στηνΑίγυπτο και έφυγαν το 1951 πριν τις εθνικοποιήσεις για το Καμερούν. Αυτήη απόφασή τους τάραξε την οικογένεια στην Αίγυπτο. Ο πατέρας μου έμαθετην απόφασή τους στη Μασσαλία σε ταξίδι του προς τον Καναδά, όπου καιεκεί υπήρχε τμήμα της οικογένειάς μας. Ο Χρήστος τελικά έπεισε τοναδελφό του (και πατέρα μου) να τον ακολουθήσει στο Καμερούν αντί για τονΚαναδά. Ήρθε τελικά στην Αφρική μετά από την παρότρυνση του αδελφούτου, αλλά επίσης και μετά από πρόσκληση του Ταλίδη, θείου από την πλευράτης μητέρας τους που ήταν και αυτός επιτυχημένος επιχειρηματίας. Ηεταιρεία του Ταλίδη είχε την επωνυμία C.C.C. (Compagnie CommercialeChypriote)14 με τον Κατσαρή και τους άλλους. Ο πατέρας μου, ως ειδικός,δημιούργησε το εργοστάσιο σαπωνοποιίας στη Bassa (βιομηχανική ζώνητης Douala). Όταν φτάσαμε εκεί στις 14 Ιανουαρίου του 1951 (ήμουνα 4ετών) δεν υπήρχε ακόμα τίποτα στην περιοχή. Ζούσαμε σε χορτοκαλύβα. Τομοναδικό δυτικού τύπου στοιχείο αυτής της κατοικίας ήταν το τσιμεντένιοπάτωμα. Όλο το υπόλοιπο ήταν κατασκευασμένο από μπαμπού, τα δοκάρια,οι ψάθες, τα διαχωριστικά, ήταν όλα από μπαμπού, και τα παράθυρα δενείχαν παντζούρια. Θυμάμαι τη μητέρα μου που φοβόταν πολύ τις σαύρεςκαι τους σκορπιούς. Το πρώτο σημαντικό έργο που έκανε ο πατέρας μουήταν ο ταμιευτήρας νερού, που υπάρχει ακόμα και σήμερα στο χώρο τωνεγκαταστάσεων του εργοστασίου. Άλλωστε για την κατασκευή τουσαπουνιού απαιτείται πολύ νερό, και ιδιαίτερα νερό υπό πίεση. Τις γνώσειςτου για την κατασκευή του ταμιευτήρα νερού είχε αποκτήσει στην Κύπρο,δίπλα στους Βρετανούς - την εποχή που η Κύπρος βρισκόταν υπό βρετανικήκηδεμονία – καθώς αντικείμενο της εργασίας του ήταν η δημιουργίαβιομηχανικών σχεδίων πολεμικών αντικειμένων που είχαν πέσει στα χέριατων Άγγλων από τους Γερμανούς στα πεδία των μαχών. Στο Καμερούν ήτανο πρώτος που κατασκεύασε σαπούνι σε μπάρες. Το σαπούνι χυνόταν στοεπίπεδο του εδάφους, μέσα σε κουτιά και στη συνέχεια κοβόταν στο χέρι μεμεγάλα ψαλίδια. Ακολούθησαν αναταράξεις, ο θάνατος του πατέρα Κατσαρήκαι του Ταλίδη. Τα πράγματα δεν πήγαν καλά ανάμεσα στους συνέταιρουςκαι ο πατέρας μου έφυγε. Έδωσε το μερίδιό του και έφυγε. Η CCC υπάρχεικαι σήμερα αλλά έχει εξαγοραστεί από έναν Καμερουνέζο που ονομάζεταιFadil και ο οποίος επιβλήθηκε από τον πρώτο Πρόεδρο του Καμερούν Ahidjo,που ζήτησε με προσωπική του παρέμβαση από τον Κατσαρή να του14 Έτος ίδρυσης το 1944.

26

παραχωρήσει το 5% των μετοχών της C.C.C. Διαδοχικά ο Fadil, καιδεδομένου ότι έφυγε και ο πατέρας μου, αγόρασε το σύνολο της εταιρείας.Όταν απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών άλλαξε και την επωνυμία τηςεταιρείας. Καθώς όμως η εταιρεία ήταν γνωστή στην αγορά ως C.C.C.,αναγκάστηκαν να διατηρήσουν τα αρχικά βρίσκοντας τη λύση τηςμετονομασίας σε Complexe Chimique Camerounais, αντί για CompagnieCommerciale Chypriote που ήταν επί ελληνικής ιδιοκτησίας. Ο Fadil κράτησεστη θέση του Γενικού Διευθυντή τον κύριο Παπαδόπουλο (Γενικό Πρόξενοτου Καμερούν στην Ελλάδα από το 1986 ως και σήμερα)».

Ο Κ.Α. μιλώντας για τη δραστηριότητα της οικογένειάς τουστο κακάο ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : «Ο θείος από την πλευρά του πατέρα μου, ασχολούνταν με το κακάο. Με τοκακάο έκανε την περιουσία του. Θυμάμαι, όταν ο θείος ερχόταν μετά απόμια περίοδο πώλησης κακάο, τότε που υπήρχαν τα μικρά χαρτονομίσματατων 5, 10 και 25 φράγκων, και περνούσαμε νύχτες ολόκληρες, με τηνοικογένεια, φίλους και γείτονες μετρώντας σακιά γεμάτα λεφτά. Και ήτανπολλά τα λεφτά. Μάλιστα την εποχή εκείνη είχαν αξία. Εκατό φράγκα ήτανπολλά λεφτά. Ένας υπηρέτης κέρδιζε περίπου 2.500 φράγκα. Αναφέρομαιειδικά στο κακάο επειδή όλες οι πόλεις της ενδοχώρας αποκτούσαν ζωή μετους Έλληνες. Σε πόλεις όπως το Mbalmayo, η Obala, η Sangmélima,υπήρχαν πάντα 10 ως 20 ελληνικές οικογένειες, που η σημαντικότερηδραστηριότητά τους ήταν η αγορά του κακάο και η πώληση εμπορευμάτων.Γίνανε έμποροι επειδή αντιλήφθηκαν γρήγορα ότι αγοράζοντας το κακάοαπό τους ντόπιους, οι πληθυσμοί είχαν ανάγκες που ικανοποιούσαναγοράζοντας από τους Έλληνες. Με τον τρόπο αυτό οι Έλληνες έπαιρνανπίσω, σε μηδενικό σχεδόν χρόνο, τα χρήματα που ξόδευαν για την αγοράτου κακάο. Όλες αυτές τις πόλεις, ήταν κυρίως Έλληνες που τις έκτισαν (τιςπρώτες αποθήκες, τα μαγαζιά) και ήταν ζωντανές πόλεις. Ήταν ευχάριστονα ζει κανείς στις πόλεις αυτές της ενδοχώρας. Οι πόλεις αυτέςλειτουργούσαν για τους Έλληνες ως ορμητήρια για τις εξορμήσεις τους στημπρούσα, με τα καμιόνια τους για να αγοράσουν κακάο στα χωριά όπουυπήρχαν περιοδικές αγορές όπου μαζεύανε το κακάο, χωρίς να είναιυποχρεωμένος ο παραγωγός να πάει στην πόλη να βρει αγοραστή. Και αυτήη συλλογή του κακάο γινότανε κατά 90% από τους Έλληνες. Κάποια στιγμή ηκυβέρνηση της χώρας αποφάσισε ότι αυτοί οι ενδιάμεσοι που κέρδιζαντόσα πολλά χρήματα «επάνω στη πλάτη» των Καμερουνέζων – γιατί εδώ

27

βρίσκεται το πρόβλημα, είναι σαν να επρόκειτο για απαγόρευση – ενώέκαναν μια δουλειά που ποτέ στη συνέχεια δεν μπόρεσε κανείς να τουςυποκαταστήσει. Το έδειξε άλλωστε η πορεία των πραγμάτων, αλλά τηνεποχή εκείνη νόμιζαν ότι ήταν άνθρωποι χωρίς καμία χρησιμότητα, πουέκαναν μια εύκολη (επειδή ήταν προσοδοφόρα) δουλειά. Η κυβέρνηση τουΠροέδρου Ahidjo δημιούργησε τα ZABIS (Zones Agricoles pour la Collecte duCacao15). Έφτιαξαν αποθήκες σε όλες τις μεγάλες πόλεις, έδωσαν στιςθεσμικές υποδομές που δημιούργησαν φορτηγά αυτοκίνητα τα οποίαπήγαιναν να αγοράσουν το κακάο το οποίο μετέφεραν και αποθήκευαν στιςπόλεις. Δυστυχώς έχοντας πάρει τον έλεγχο της αγοράς του κακάουποχρέωσαν στη συνέχεια τους αγρότες να βελτιώσουν τις κατοικίες τουςσύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα (έπρεπε, σε όλες τις καλύβες, νααντικαταστήσουν τις ψάθες με τσίγκους). Έτσι, για να εφαρμόσουν τηνπολιτική αυτή δεν τους πλήρωναν σε ρευστό, αλλά μέρος της παραγωγήςτους το πλήρωναν σε τσίγκους και ξύλα. Αυτό δυσαρέστησε τουςκαλλιεργητές κακάο που σταδιακά έχαναν τον έλεγχο της παραγωγής τους.Οι λόγοι που επικαλέστηκε η κυβέρνηση ήταν λόγοι υγιεινής, όμως στηνπερίπτωση της μπρούσας η ψάθα ήταν ιδανικότερη και χρησιμότερη. Αυτόπου σίγουρα έπρεπε να γίνει ήταν να βελτιώσουν τη συναρμολόγηση τηςψάθας και να τη διατηρήσουν αντί για το τσίγκο. Ο τσίγκος ήταν την εποχήεκείνη εισαγόμενο προϊόν, αντίθετα με σήμερα που αποτελεί εγχώριο προϊόνχωρίς όμως την ποιότητα που είχε παλιά. Σταδιακά οι Έλληνες που ζούσανστις πόλεις αυτές άρχισαν να τις εγκαταλείπουν. Αυτοί οι Έλληνεςεγκαταλείψανε γρηγορότερα το Καμερούν από αυτούς που είχανεγκαταστήσει τις δραστηριότητές τους σε πόλεις όπως η Douala και τοYaoundé. Γιατί συνέβη αυτό ? Γιατί αυτοί που έρχονταν για το κακάο,έρχονταν εποχιακά, για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα 6 μηνών(Αύγουστο – Γενάρη). Τους άλλους 6 μήνες δεν είχαν τι να κάνουν καιεπέστρεφαν στην Ελλάδα. Και στην πλειοψηφία τους, οι Έλληνες αυτοί, όταντα παιδιά τους έφταναν σε ηλικία να πάνε στο Λύκειο, έδιωχναν τιςοικογένειες στην Ευρώπη, και περνούσαν τους έξι μήνες της εποχής τουκακάο ή του καφέ. Επί της ουσίας η αναχώρησή τους δεν δημιούργησεπρόβλημα παρά στο βαθμό που άδειασε τις πόλεις όπου ζούσαν. Σήμεραόλες οι πόλεις αυτές είναι τελείως διαφορετικές, αν τις επισκεφτείτε».

15 Αγροτικές Ζώνες για την Συλλογή του Κακάο.

28

Β. Τα ελληνικά αρτοποιία – ζαχαροπλαστεία στο

Yaoundé.

Η ενασχόληση των Ελλήνων με το επάγγελμα τουαρτοποιού στο Καμερούν, ξεκινά με τον φούρνο Καλαφατάς

(έτος ίδρυσης 1935). Είναι μια εποχή κατά την οποία το

ψωμί αποτελεί καθαρά ευρωπαϊκή συνήθεια, καθώς οι

γηγενείς πληθυσμοί δεν το γνωρίζουν ακόμα. Σταδιακά οι

ντόπιοι πληθυσμοί εξοικειώνονται με το ψωμί που γίνεται

αγαθό πρώτης ανάγκης, γεγονός που επιβεβαιώνει η αναφορά

του Franqueville, A. (1984:82) για την κατανάλωση ψωμιού

στην πόλη του Yaoundé στις αρχές της δεκαετίας του 1980,

σύμφωνα με την οποία καταναλώνονται 8.900 τόνοι ψωμί,

δηλαδή 28 κιλά ανά κάτοικο ετησίως16.

Στη δεκαετία του 1960 έχουμε 5 ελληνικούς

φούρνους στην πόλη του Yaoundé. Σήμερα, στην πόλη του

Yaoundé υπάρχουν 7 ελληνικά αρτοποιεία – ζαχαροπλαστεία.

Μεταξύ των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων στο

Καμερούν, τα αρτοποιεία- ζαχαροπλαστεία κατέχουν εξέχουσα

θέση, όπως φαίνεται και δείχνει το διάγραμμα που

ακολουθεί.

Ελληνικές επιχειρήσεις στο Καμερούν. Αριθμός επιχειρήσεων ανάτομέα οικονομικής δραστηριότητας (στοιχεία Μεταξίδης 2007)

16 Η «επιτυχία» του ψωμιού οδήγησε στο να ξεκινήσουν κάποιες, έστωκαι ανεπιτυχείς προσπάθειες να καλλιεργηθεί σιτάρι στο Καμερούν.

29

0

2

4

6

8

10

12

14

16

18

20

1

Αρτοποιεία-Ζαχαροπλαστεία

Σούπερ Μ άρκετ – παντοπω λεία - εμπόριο ειδώνδιατροφήςΑλιεία γαρίδας

Θ αλάσσιες μεταφορές

Ξυλεία - Πριονιστήριο

Είδη Κιγκαλερίας

Επιπλοποιεία, αρχιτεκτονική εσωτερικώ ν χώρων

Ο ικοδομή

Υπεραγορές (εισαγω γές-εξαγωγές, ηλεκτρικά είδη,εργαλεία, εξοπλισμοί, είδη οικιακής χρήσης κτλ.)Εστίαση

Εμπόριο κακάο

Δημόσια Έ ργα

Σταθμός αυτοκινήτω ν

Μ ικροβιολογικό και χημικό εργαστήριο – φαρμακείο- ιατροίΟ δικές μεταφορές

Γραφεία ταξιδίω ν

Γραφεία ενοικίασης αυτοκινήτων

Τα ελληνικά αρτοποιεία – όπως και οι

περισσότερες από τις ελληνικές επιχειρήσεις της πόλης,

εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων - ήταν εγκατεστημένα στο

εμπορικό κέντρο της πόλης (βλέπε χάρτη που ακολουθεί).

Από τότε η πόλη έχει μεγαλώσει πολύ, τόσο σε έκταση, όσο

και σε πληθυσμό17 με την αυξανόμενη μετανάστευση από τις

αγροτικές περιοχές προς τα αστικά κέντρα να είναι

υπεύθυνη γι’ αυτό. Στην πρωτεύουσα Yaoundé έχουν

μεταναστεύσει πληθυσμοί από κάθε γωνιά της χώρας. Πολλές

συνοικίες αποτελούν χωριά των οποίων η πληθυσμιακή δομή

χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες εθνοτικές παρουσίες.

Πάντως το εμπορικό κέντρο αλλά και κάποιες συνοικίες στα

βόρεια της πόλης φαίνεται να προορίζονται για τους ξένους17 Το 1960 η πρωτεύουσα Yaoundé αριθμούσε μόλις 59.000 κατοίκους.Δεκαέξι χρόνια μετά (1976) ο πληθυσμός πενταπλασιάστηκε και ξεπέρασετις 300.000. Το 1987 έφτασε τις 610.000, ενώ το 1999 έχει ήδηξεπεράσει κατά πολύ το εκατομμύριο.

30

(Ευρωπαίους αλλά και μη γηγενείς Αφρικανούς)

(Franqueville, A. 1984: 34-37, Bopda. A. 2003: 300-302).

Τα ελληνικά αρτοποιεία δεν ακολούθησαν την επέκταση της

πόλης με τη δημιουργία καταστημάτων στις καινούριες

συνοικίες και γειτονιές. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν

τόλμησαν όπως οι Λιβανέζοι, ή οι Κινέζοι σήμερα, να

επεκταθούν σε περιοχές με μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα

και με αποκλειστικά ντόπιο στοιχείο. Ο Έλληνας

επιχειρηματίας αισθάνεται πιο ασφαλής στις περιοχές όπου

υπάρχουν και άλλοι ξένοι μη Αφρικανοί, αλλά κυρίως επειδή

εκεί υπάρχουν και άλλοι Έλληνες. Σε ότι αφορά τους

ελληνικούς φούρνους ο λόγος που δεν ακολούθησαν την

επέκταση της πόλης δημιουργώντας υποκαταστήματα είναι

κυρίως οικονομικός. Δημιούργησαν αρτοποιεία που

εξελίχθηκαν σε βιομηχανικές μονάδες παραγωγής ψωμιού,

αρτοποιημάτων και γλυκών. Όπως θα δούμε στη συνέχεια

προτίμησαν την επέκταση των εργασιών τους όπως, αύξηση

της ποικιλίας των προϊόντων τους, αύξηση της δυνατότητας

παραγωγής, επέκταση στον τομέα της πώλησης ποτών,

αναψυκτικών και ειδών διατροφής, παρά στη δημιουργία

υποκαταστημάτων σε περιοχές με ισχυρούς - επίσημους ή

ανεπίσημους - ντόπιους ανταγωνιστές. Η επιλογή τους

φαίνεται σοφή, δεδομένου ότι έτσι ελέγχουν το κόστος τους

και χρησιμοποιούν ντόπιους αντιπροσώπους – μεταπωλητές

που πουλάνε για λογαριασμός τους σε όλη την πόλη. Με

δεδομένη μάλιστα την ποιότητα του ψωμιού τους, έστω και

αν, όπως όλοι, ακολουθούν πολιτικές μείωσης του βάρους

του ψωμιού για να αντιμετωπίσουν την σημερινή κρίση που

31

σχετίζεται με την ακρίβεια της πρώτης ύλης, εκτοπίζουν

τον ανταγωνισμό με επιτυχία με την μικρότερη δυνατή

οικονομική «θυσία».

Τα ελληνικά αρτοποιεία στην πόλη του Yaoundé (2007).

32

Χάρτης : Ν. Μεταξίδης, 2007.

33

Τα ελληνικά αρτοποιεία στο Καμερούν ήταν πάντα, αλλά

είναι και σήμερα, επιχειρήσεις οικογενειακού κυρίως

χαρακτήρα, ή αποτέλεσμα συνεργασίας και συνεταιρισμού.

Και ενώ παλαιότερα οι συνεργασίες ήταν αποκλειστικά

μεταξύ Ελλήνων, σήμερα έχουμε και συνεργασία με ξένους18.

Τα αρτοποιεία αποτελούσαν, συνήθως, συμπληρωματική

δραστηριότητα στην κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα που

ήταν το γενικό εμπόριο, το εμπόριο του κακάο και του

καφέ, οι μεταφορές. Αυτό συμβαίνει σε κάποιες περιπτώσεις

και σήμερα, με τη διαφορά ότι σήμερα το αρτοποιείο –

ζαχαροπλαστείο αποτελεί κύρια δραστηριότητα που σε

κάποιες περιπτώσεις είναι και αποκλειστική, είτε

παράλληλη (συμπληρωματική) επιχειρηματική δραστηριότητα.

Όσοι διαθέτουν αρτοποιείο και επιδίδονται παράλληλα και

σε άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα, ασχολούνται κυρίως

με το εμπόριο τροφίμων, αλλά και τη κιγκαλερία, την

οικοδομή, το έπιπλο και τη διακόσμηση, και σε μια

περίπτωση το εμπόριο καφέ. Στην περίπτωση παράλληλων

επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, εκ των οποίων η μια είναι

το αρτοποιείο, δεν μας είναι πάντα εύκολο να διακρίνουμε

αν το αρτοποιείο ή η άλλη (άλλες) δραστηριότητες

αποτελούν την κινητήρια δύναμη της επιχειρηματικής

ανάπτυξης.

18 Καταγράψαμε το 2007 δυο περιπτώσεις συνεργασίας (και οι δυο στοYaoundé), η μια (Centrale) με Γάλλο και η δεύτερη (Takis) με πλούσιοΚαμερουνέζο, Bamiléké στην καταγωγή και ιδιοκτήτη, μεταξύ άλλων, τηςπρώην ελληνικών συμφερόντων εταιρείας Niki.

34

Το αρτοποιείο μπορεί πλέον να σταθεί ως κύρια

επιχειρηματική δραστηριότητα και συνήθως, για να

επιβιώσει ως τέτοια, επεκτείνεται και στο εμπόριο

τροφίμων και ειδών παντοπωλείου. Στις μικρές πόλεις

(Mbalmayo, Ebolowa, Nkongsamba, Obala, Saa) το αρτοποιείο

αποτελεί, σχεδόν παντού, αποκλειστική δραστηριότητα και

σε μια μόνο περίπτωση αποτελεί παράλληλη δραστηριότητα

(δευτερεύουσα) δεδομένου ότι η κύρια δραστηριότητα είναι

το εμπόριο του κακάο και η διατήρηση κιγκαλερίας

(Sangmelima). Στις μεγάλες πόλεις αποτελεί κύρια

δραστηριότητα στις περιπτώσεις που το μέγεθος του

αρτοποιείου είναι μεγάλο και η παραγωγή είναι, ή τείνει

να είναι βιομηχανικού επιπέδου (π.χ. Acropole, Zepol). Σε

κάποιες περιπτώσεις συνοδεύεται και με τη συμπληρωματική

δραστηριότητα του καφέ – αναψυκτηρίου (Élysée, Délices).

Οι παράλληλες δραστηριότητες περιορίζονται ως ασύμφορες

(περίπτωση Calafatas). Πιστεύουμε ότι πρόκειται για

έλλειψη θέλησης και μείωσης του κόπου και των κινδύνων,

δεδομένου ότι το αρτοποιείο είναι μια πιο σταθερή και

προσοδοφόρα απασχόληση με το μικρότερο δυνατό κίνδυνο.

Η επιχειρηματική επέκταση κάποιων από τους

Έλληνες αρτοποιούς - και σε κάποιες λίγες περιπτώσεις όχι

μόνο - εκφράζεται είτε ως επέκταση της ίδιας της

αρτοποιητικής δραστηριότητας (περίπτωση Acropole), είτε

ως επέκταση σε άλλους τομείς δράσης (περίπτωση Selecte).

Επιχειρηματικές δραστηριότητες των Ελλήνων αρτοποιών στοYaoundé

35

α/α

Όνομαεπιχείρησ

ης

Πόλη Χαρακτήραςεπιχειρηματι

κήςενασχόλησης

με τηναρτοποιεία

Παράλληλη ή δευτερεύουσαδραστηριότητα στην

Ελλάδα ή στο Καμερούν

1 Acropole Yaoundé Κύρια Εργοστάσιο ζυμαρικών στην Εύβοια. με την επωνυμία Ευβοϊκή Ζύμη ΑΒΕΕ]19

2 Calafatas Yaoundé Κύρια Ως το 2006 ο σημερινός ιδιοκτήτης του αρτοποιείου διατηρούσε επιχείρηση ηλεκτρικών ειδών οικιακής και βιομηχανικής χρήσης, ειδών κλιματισμού κτλ., με την επωνυμία HELCAM, την οποία πούλησε.

3 Takis Yaoundé Κύρια

4 Selecte & Selecte Plus

Yaoundé Παράλληλη Αλουμινοκατασκευές, κατασκευές επίπλων και έκθεση (για γραφεία, σπίτια, διακόσμηση), οικοδομές.

5 Centrale Yaoundé Κύρια

6 Élysée Yaoundé Παράλληλη Εστιατόριο- snack-bar Dolce Vita (Yaoundé)

19 Η ελληνική εταιρεία ζύμης στην οποία είμαι μέτοχος δεν σχετίζεταιμε κανένα τρόπο με το φούρνο στο Καμερούν [Από συνέντευξη του Γ. Σ.στο Yaoundé τον Ιανουάριο 2003].

36

Σε ότι αφορά το οικονομικό περιβάλλον μέσα στο

οποίο αναπτύσσονται οι δραστηριότητες των αρτοποιείων, η

έντονη άνθηση – σε επίπεδο αύξησης μεγέθους εργασιών -

αρχίζει με την πολιτική της απελευθέρωσης της οικονομίας

στη δεκαετία του 1980. Μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία

παρατηρούμε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων στον τομέα

της μεταποίησης, κυρίως της βιομηχανίας τροφίμων (στον

τομέα αυτό σχετικά σημαντική θέση κατέχει και η

βιομηχανία άρτου). Η δημογραφική αύξηση και κυρίως η

αστική ανάπτυξη οδήγησαν σε αύξηση της κατανάλωσης

ψωμιού, αλλά και άλλων βιομηχανοποιημένων ειδών

διατροφής. Έτσι καταλήξαμε, στη δεκαετία που διανύουμε,

σε διπλασιασμό των εισαγωγών προϊόντων διατροφής μεταξύ

2000 και 2005, ενώ οι υπόλοιπες εισαγωγές της χώρας

αυξήθηκαν κατά 34% μέσα στην ίδια περίοδο. Ιστορικά, η

εισαγωγή και διανομή προϊόντων διατροφής στο Καμερούν,

αποτελούσαν βασική δραστηριότητα των Γάλλων, των Ελλήνων

και των Λιβανέζων. Από τη δεκαετία του 1990 όμως, στο

χώρο αυτό μπήκαν και άλλοι ανταγωνιστές επιχειρηματίες

όπως οι Ινδο-Πακιστανοί.

37

Τα αρτοποιεία – ζαχαροπλαστεία στο Καμερούν

πέρασαν περιόδους άνθησης και οικονομικής ευημερίας αλλά

και περιόδους ισχνών αγελάδων. Σε κάθε περίπτωση

παραμένουν μια «σίγουρη» δραστηριότητα με σχετικά

περιορισμένο κίνδυνο. Μια πολύ καλή περίοδος για τα

αρτοποιία ήταν εποχή Τσερνομπίλ (1986). Όλη η φαρίνα της

Ευρώπης ερχότανε πάμφθηνα στην Αφρική. Τότε κάναμε πολύ

καλά λεφτά, πλουτίσαμε20. Οι δυσκολότερες περίοδοι

συνδέονται με την υποτίμηση του 199421 και την πρόσφατη

άνοδο της τιμής των πρώτων υλών. “Το Καμερούν δεν έχει

τις πρώτες ύλες που χρειάζονται οι φούρνοι. Αγοράζουμε τα

πάντα στο Καμερούν. Οι πρώτες ύλες (όπως το σιτάρι) που

μας χρειάζονται εισάγονται από Αφρικανούς και Ευρωπαίους,

από Η.Π.Α., Καναδά, Ευρώπη, Αυστραλία. Μετατρέπεται σε

αλεύρι στο Καμερούν. Η άνοδος της τιμής των σιτηρών μας

επηρεάζει αισθητά δεδομένου ότι οι πρώτες ύλες είναι

εισαγόμενες. Το κόστος των πρώτων υλών αυξάνεται λόγω δυο

σημαντικών παραγόντων. Πρώτον διότι αυξάνονται οι τιμές

των σιτηρών διεθνώς και δεύτερον επειδή λόγω κλίματος

γίνεται μεγάλη χρήση βελτιωτικών. Τα βελτιωτικά

κοστίζουν, καθώς και η μαγιά γρήγορης κατανάλωσης. Με

παραδοσιακή μαγιά δεν προλαβαίνουμε να καλύψουμε την

20 Πληροφορία που μας έδωσε το αρτοποιείο Centrale (2007) καιεπιβεβαίωσαν και άλλα ελληνικά αρτοποιία. 21 Η υποτίμηση του 1994 μας επηρέασε πολύ αφού οι πρώτες ύλες μας είναι εισαγόμενες.Αυτοί που ωφελήθηκαν πολύ είναι οι εξαγωγείς. Η υποτίμηση κτύπησε πολύ τους ντόπιουςαγρότες που καλλιεργούσαν προϊόντα (κακάο, καφέ, μπανάνες κτλ.). Στην διεθνή αγορά οιτιμές έπεσαν πολύ και ο αγρότης έπαιρνε πολύ μικρή τιμή. Πολλές εταιρείες (ελληνικές,ευρωπαϊκές), εξαιτίας αυτού του γεγονότος έκλεισαν, ιδιαίτερα την περίοδο από το 2003 καιμετά. Αντιμετωπίσαμε την κρίση με την ποιότητα του ψωμιού μας. Μετά από 1 χρόνοπροσαρμοστήκαμε στα νέα δεδομένα. [Πληροφορίες αρτοποιείο – ζαχαροπλαστείοAcropole].

38

κατανάλωση της ημέρας για να γίνει γρήγορα η ζύμωση

(fermentation). Από την άλλη όμως έχουμε το πλεονέκτημα

ότι τα εργατικά δεν αυξήθηκαν22”. “Τους τρεις τελευταίους

μήνες είχαμε μια άνοδο της τιμής των σιτηρών που επηρέασε

την τιμή των αλεύρων σε ποσοστό πάνω από 38%, και

περιμένουμε και άλλη άνοδο. Πριν το καλοκαίρι αγοράζαμε

το σακί το αλεύρι (50 κιλά) 16.500 CFA, ενώ τώρα 20.000

CFA (μια αύξηση της τάξης του 21,2% σε διάστημα μόλις 3-4

μηνών). Μέχρι στιγμής το υπουργείο μας αναγκάζει να

κρατάμε σταθερές τις τιμές στο ψωμί. Έτσι σήμερα το

κέρδος μας στο ψωμί έπεσε από 30% περίπου πέρυσι, στο 17%

φέτος. Στα γλυκά όμως έχουμε το περιθώριο να ανεβάσουμε

την τιμή και εκεί το κέρδος μας παραμένει υψηλότερο (30%

περίπου). Στη χονδρική πουλάμε ακριβότερα από άλλους,

αλλά προσφέρουμε προϊόν με μεγαλύτερο βάρος23”.

Εξέλιξη της τιμής των αλεύρων (τιμή σακιού 50 κιλών)

1995 2003 2007

Τιμή σακιού 7.500

16.500 20.000

Δείκτης τιμών κόστους αλεύρων

100 120 166,7

Πηγή : Métaxidès 2010

22 Πληροφορίες αρτοποιείο – ζαχαροπλαστείο Acropole (Yaoundé).23 Πληροφορίες αρτοποιείο – ζαχαροπλαστείο Acropole.

39

Τα εργατικά είναι χαμηλά στο Καμερούν αλλά οι

εργατικοί νόμοι – ιδιαίτερα όταν ο επιχειρηματίας είναι

ξένος – είναι αυστηροί. Οι ελληνικές επιχειρήσεις άρτου

αναγκάζονται να δηλώνουν τον αριθμό των εργαζόμενων σε

αυτές24. Η αύξηση του κύκλου εργασιών των ελληνικών

επιχειρήσεων εκφράζεται και μέσα από την αύξηση του

αριθμού των απασχολούμενων υπαλλήλων.

Μέγεθος των 19 ελληνικών αρτοποιείων ζαχαροπλαστείων στοΚαμερούν με κριτήριο τον αριθμό των υπαλλήλων τους

Μέχρι 50υπαλλήλους

Από 51 ως100

Από 101 ως300

Από 301και άνω

6 7 4 2 19

31,65% 36,85% 21% 10,5% 100

Πηγή : Métaxidès 2010

24 Εκτός από αυτούς που έρχονται να δουλέψουν εποχιακά. Δηλώνουν στιςαρχές, περίπου, το 90% του προσωπικού τους, δεδομένου ότι κάθεΣεπτέμβρη προσλαμβάνουν (με σύμβαση) έκτακτους μαθητευόμενους για τηνενίσχυση των ομάδων παραγωγής ως το Δεκέμβρη (αυτούς τους έκτακτουςδε τους δηλώνουν).

40

Σε περιπτώσεις όπως το αρτοποιείο-

ζαχαροπλαστείο Acropole, η ανάπτυξη οδηγεί σε αύξηση του

αριθμού των απασχολούμενων (από 116 ντόπιους υπαλλήλους

το 2003 σε 350 ντόπιους υπαλλήλους το 2007, αύξηση που

ξεπερνά το 200% σε 5 χρόνια). Ο αριθμός των

απασχολούμενων είναι, στην πράξη, αρκετά μεγαλύτερος

δεδομένου ότι σημαντικός αριθμός μεταπωλητών διακινούν το

ψωμί και στις συνοικίες όπου δεν υπάρχει ελληνικός

φούρνος25. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η πόλη έχει επεκταθεί

κατά πολύ τις τελευταίες δεκαετίες, οι ελληνικοί φούρνοι

αν και δεν διαθέτουν υποκαταστήματα καλύπτουν μια έκταση

της τάξης των 5 ως 10 χιλιομέτρων περιφερειακά του

καταστήματος. Το κατάστημα αποτελεί σημείο συνάντησης

αλλά και πόλο ζωής για την πόλη, αλλά και αναβάθμισης των

αστικών περιοχών στις οποίες είναι εγκατεστημένο

(ασφάλεια, φώτα το βράδυ, κόσμος).

25 Οι μεταπωλητές πουλάνε το ψωμί στην ίδια τιμή με το αρτοποιείο καιπαίρνουν μια επιστροφή της τάξης του 15% στο τέλος του μήνα(πληροφορία που μας δόθηκε από το σύνολο των ερωτώμενων Ελλήνωναρτοποιών).

41

Η αγορά του ψωμιού είναι μια πολύ μεγάλη αγορά.

Πλέον το ψωμί αποτελεί βασικό είδος διατροφής και έχει

πλήρως ενταχθεί στις συνήθειες των ντόπιων,

υποκαθιστώντας άλλα δημητριακά όπως το macabo. Οι

ελληνικοί φούρνοι, σε αντίθεση με πολλούς ντόπιους

φούρνους, και κυρίως με τους παράνομους που είναι

διασκορπισμένοι στην πόλη τηρούν τις προδιαγραφές

ποιότητας26. Οι ιδιοκτήτες αρτοποιείων ζητούν αύξηση της

τιμής του ψωμιού και οι καταναλωτές διαμαρτύρονται ότι

είναι ακριβό. Η μπαγκέτα των 200 γραμμαρίων πουλιέται στο

φούρνο Saker 130 Fcfa αντί για 150 Fcfa. Παρόμοια είναι η

κατάσταση στο γειτονικό φούρνο Athénée, αλλά και στο

φούρνο Zepol, που βρίσκεται στην καρδιά του εμπορικού

κέντρου της πόλης Douala, την περιοχή Akwa. Οι ελεγκτές

της δημόσιας διοίκησης είναι αυτοί που επιβάλουν τη

θέληση της κυβέρνησης για φτηνό ψωμί27. Η μείωση της τιμής26 Οι ντόπιοι προτιμούν το λευκό στο ψωμί. Είναι θέμα εμπιστοσύνηςστη ποιότητα. Παραδέχονται ότι η δουλειά του λευκού είναι καλύτερη,και όχι μόνο στο ψωμί (Deli 2007). Οι νόμοι της χώρας σχετικά με τηνποιότητα του παραγόμενου ψωμιού έχουν να κάνουν με την ύπαρξη ή μηβαρέων μετάλλων και γενετικά τροποποιημένων υλικών, και με το είδοςτων πρόσθετων που περιλαμβάνονται στο ψωμί (βελτιωτικά, ζάχαρη,ζαχαρίνη, συνθετικά χρώματα). Ο νόμος NC 213 : 2003-03 συστήνει ώστετο προϊόν να είναι κατασκευασμένο σύμφωνα με του κανόνες υγιεινής καιτροφίμων του Καμερούν. Οι ντόπιοι φούρνοι, σε σημαντικό βαθμό, δενδιατηρούν τις νόρμες ποιότητας όπως ορίζει ο νόμος. Το ψωμί τουSaker, για παράδειγμα, συχνά δεν είναι καλά ψημένο. Αυτό του φούρνουMeno επίσης. Επιπλέον τα ψωμιά που πουλάνε είναι κοντύτερα από τοπροβλεπόμενο. Σύμφωνα με το νόμο το ελάχιστο μήκος τους πρέπει ναείναι 52cm, ενώ ο φούρνος Meno, πουλάει ψωμί στα 39cm ενώ ο φούρνοςSaker, στα 43cm [στο Le Messager, 11 Ιουλίου 2008, http :// www . cameroon - one . com / site / news / index . php ? op = view & id =48519 ].27 Στις 14 Μαρτίου 2008, η κυβέρνηση και οι επιχειρηματίες (έμποροισιταριού, παραγωγοί αλεύρων σίτου και παραγώγων, υπέγραψαν μιασυμφωνία για συγκράτηση των τιμών ορισμένων προϊόντων. Αποφασίστηκε ημείωση της τιμής του τελικού καταναλωτή και ο καθορισμός νέων τιμώνστο αλεύρι. Από την πλευρά τους οι αρτοποιοί δεσμεύτηκαν να μειώσουντη τιμή του ψωμιού στα 130 Fcfa τη μπαγκέτα στα αρτοποιεία και στα

42

είναι αιφνίδια και ξαφνιάζει τους καταναλωτές. Για τους

ιδιοκτήτες των αρτοποιείων όμως η τιμή δεν έχει, στην

πραγματικότητα, πέσει. Οι Έλληνες ιδιοκτήτες

επικαλούμενοι την άνοδο των τιμών των πρώτων υλών, ζητούν

αυξήσεις. «Μέχρι στιγμής το υπουργείο μας αναγκάζει να κρατάμε

σταθερές τις τιμές στο ψωμί. Έτσι σήμερα το κέρδος μας στο ψωμί έπεσε από

30% περίπου πέρυσι, στο 17% φέτος. Στα γλυκά όμως έχουμε το περιθώριο

να ανεβάσουμε την τιμή και εκεί το κέρδος μας παραμένει υψηλότερο (30%

περίπου). Στη χονδρική πουλάμε ακριβότερα από άλλους αλλά έχουμε

μεγαλύτερο βάρος» (Acropole 2007). «Η παραγωγή του Acropole

σήμερα είναι της τάξης των 250 σακιών την ημέρα. Εμείς παράγουμε

ποσότητα της τάξης των 80 σακιών την ημέρα στο Central. Δεν έχουμε

διαφορά στο κέρδος, μόνο στην παραγωγή. Σήμερα δεν είσαι πια patron.

Είσαι υπάλληλος με πολύ καλό μισθό. Ο φούρνος έδινε λεφτά ως το 2000.

Μετά γίνανε όλα πιο δύσκολα. Οι πρώτες ύλες εισάγονται, και οι τιμές έχουν

εκτοξευτεί. Αν το κράτος δεν μας δώσει σημαντική αύξηση για να βγάλουμε

τουλάχιστον 5 με 10 χρόνια με τις νέες τιμές, θα έχουμε πρόβλημα. Για να

αντιμετωπίσουμε την άνοδο των τιμών των αλεύρων – επειδή το κράτος μας

πιέζει να μην δώσουμε αύξηση στη τιμή του ψωμιού – μειώνουμε λίγο το

βάρος (το ίδιο κάνουμε και στα γλυκά)» (Centrale 2007). Ακόμα και

μια τιμή γύρω στα 200 Fcfa δεν θα τους ικανοποιούσε

απόλυτα, ίσως μόνο βραχυχρόνια. Το συνδικάτο των

αρτοποιών επιβεβαιώνει αυτό που μας είπαν οι Έλληνες

αρτοποιοί28 : "Δεν υπάρχει μείωση της τιμής. Αυτοί που μείωσαν τις

150 Fcfa σε άλλα σημεία πώλησης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Έλληνααρτοποιού Δ. Π. (Takis) στη συνεδρίαση της ομοσπονδίας με τονΥπουργό, πλούσιος Λιβανέζος έμπορος σιταριού με μερικές χιλιάδεςτόνους σε κοντέινερ έξω από το λιμάνι της Douala (και υψηλό stock σεγειτονική χώρα), πίεζε την κυβέρνηση για δωρεάν εκτελωνισμό ώστε ναωφεληθεί παρά την μείωση της τιμής των αλεύρων στην εγχώρια αγοράμετά την κρατική παρέμβαση.28 Οι Έλληνες αρτοποιοί συμμετέχουν ενεργά στην ομοσπονδία αρτοποιών

43

τιμές του ψωμιού ξέρουν γιατί το έκαναν, και πως το έκαναν στο πλαίσιο των

ορίων κέρδους τους". Η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ υπουργείου

εμπορίου και συνδικάτου αρτοποιών φαίνεται να

αντικρούεται από τη βάση. Οι μεγάλοι αρτοποιοί φαίνεται

να έχουν συμφέρον να τα έχουν καλά με την κυβέρνηση. Η

άνοδος των τιμών είναι αναπόφευκτη. Όλοι επικαλούνται τα

λειτουργικά έξοδα (ηλεκτρικό ρεύμα, πετρέλαιο, πρώτες

ύλες, αποσβέσεις κτλ.). Οι αρτοποιοί εκτιμούν ότι η

δαπάνες για ηλεκτρικό ρεύμα που απαιτείται για να

ζυμωθούν δυο σακιά αλεύρων των 50 κιλών υπολογίζονται σε

2000 Fcfa. Η εκτίμηση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το

κόστος μιας μπαγκέτας των 210 γραμμαρίων πρέπει να

αυξηθεί από 150 σε 200 ως Fcfa29. Χρειάστηκε η «απόσχιση»

κάποιων μελών της Ένωσης αρτοποιών για να επιτευχθεί η

συγκράτηση της τιμής του ψωμιού. Εν αναμονή των

εξελίξεων, κάποιοι αρτοποιοί προτιμούν να μειώνουν στα

κρυφά το βάρος της φραντζόλας30.

της χώρας.29 Le Messager, 17 Ιουνίου 2008,http://fr.allafrica.com/stories/200806171106.html30 Σύμφωνα με τις προδιαγραφές της χώρας, το βάρος της ψημένηςμπαγκέτας (μόλις βγαίνει από το φούρνο) πρέπει να ζυγίζει 175 -185γραμμάρια. Η εφημερίδα Le Messager έκανε μια έρευνα στη Douala, στα πιοφημισμένα αρτοποιεία της πόλης (Saker-Akwa, Athénée, Zépol, στηλεωφόρο de la Liberté και τα Meno και Coaf, στην περιοχή του Deïdo).Εκτός από το γεγονός ότι πρόκειται για τα πιο γνωστά αρτοποιεία,βρίσκονται σε πολυσύχναστες περιοχές της πόλης και πολύ κοντά στοΥπουργείο Εμπορίου, που έχει και την ευθύνη του ελέγχου τους. Τοπρώτο συμπέρασμα, σχετικά με το βάρος του ψωμιού, είναι ότι σχεδόν σεόλες τις περιπτώσεις το ψωμί δεν είχε το προβλεπόμενο βάρος. Μεταξύτων πέντε αρτοποιείων μόνο ένα τηρούσε τις προβλεπόμενες προδιαγραφέςβάρους του ψωμιού. [Le Messager, 11/7/2008 http://www.cameroon-one.com/site/news/index.php?op=view&id=48519]

44

Στην αγορά του ψωμιού συμμετέχουν τα επίσημα

αρτοποιεία (που ανήκουν σε ντόπιους, αλλά και σε Γάλλους,

Έλληνες, Λιβανέζους). Υπάρχουν και τα παράνομα αρτοποιεία

που παρασκευάζουν το ψωμί τους νύχτα και διαθέτουν την

παραγωγή τους κυρίως σε περιθωριακές περιοχές της πόλης

(σε τιμές που κυμαίνονται από 10 ως 30% φθηνότερα από την

τιμή της αγοράς. Η παράλληλη αυτή αγορά δεν φαίνεται να

επηρεάζει αισθητά τα επίσημα αρτοποιεία, που κρατούν τα

σκήπτρα των πωλήσεων συμπληρώνοντας την πολιτική τους με

την διατήρηση της ποιότητας31 και την αύξηση της ποικιλίας

των προϊόντων τους.

Συμπεράσματα : Το προφίλ του Έλληνα επιχειρηματία στη

Μαύρη Αφρική.

31 Η στρατηγική μας βασίζεται στις αρχές Service, Rapidité, Qualité, Propreté(Εξυπηρέτηση, ταχύτητα, ποιότητα, καθαριότητα).

45

Οι πρωτοπόροι απασχολούνται ως εμπορικοί

αντιπρόσωποι και με το λιανικό εμπόριο. Ζουν σε συνθήκες

που λίγο απέχουν από τη ζωή των ντόπιων ιθαγενών.

Σταδιακά προσκαλούν συγγενείς, μέλη της οικογένειάς τους,

συντοπίτες και φίλους ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη

θέση τους στην χώρα υποδοχής. Σταδιακά οι επιχειρήσεις

τους επεκτείνονται από το εμπόριο υφασμάτων ως τον τομέα

των μεταφορών και των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων.

Σημαντική είναι και η παρουσία τους στο τομέα των

κατασκευών και της οικοδομής. Τα κύρια χαρακτηριστικά του

επιχειρηματικού «ταλέντου» - κυρίως της πρώτης γενιάς -

είναι η φιλοδοξία, η οικονομία και η ικανότητα

προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.

46

Οι Έλληνες παρουσιάζουν αρχικά τα ίδια

χαρακτηριστικά με τους Λιβανέζους, ανοίγουν μικρά

καταστήματα λιανικής κατά μήκος των σιδηροδρομικών

γραμμών ως τα πιο απομακρυσμένα χωριά (Νικολαΐδης 1923).

Αρκετοί από τους Έλληνες γίνονται ιδιοκτήτες, ενοικιαστές

ή υπεύθυνοι φυτειών. Έχουν ως κύρια απασχόληση το

εμπόριο, κοινό στοιχείο με τους Λιβανέζους. Αγοράζουν

εξαγώγιμα προϊόντα από τους ντόπιους παραγωγούς και

πωλούν στη λιανική εισαγόμενα προϊόντα, ικανοποιώντας

έτσι την εγχώρια ζήτηση που αυτοί δημιούργησαν. Έτσι

εξυπηρετούσαν και το διεθνές εμπορικό κύκλωμα αφού

μεσολαβούσαν ώστε να απορροφηθεί η ευρωπαϊκή κυρίως

παραγωγή από τις αποικίες. Αρχικά διατηρούσαν

επιχειρήσεις που δεν είχαν καμία εξειδίκευση και

πουλούσαν τόσο χονδρικά στους ντόπιους εμπόρους, όσο και

λιανικά στα χωριά και τις κωμοπόλεις της ενδοχώρας.

47

Οι Έλληνες αξιοποιούσαν κάθε διαφαινόμενη

επιχειρηματική ευκαιρία. Η ανάγκη βελτίωσης των

μεταφορικών υποδομών, τους ωθεί στο να ασχοληθούν με την

κατασκευή δρόμων, αλλά κυρίως με τις μεταφορές. Άλλωστε η

αυξανόμενη αστικοποίηση δημιούργησε την ανάγκη

δημιουργίας κυκλώματος εφοδιασμού των πόλεων στην οποία

συμμετέχουν. Με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούσαν την

γρηγορότερη μετακίνηση των παραγωγών αγροτικών προϊόντων

προς τις πόλεις, αλλά και την μεταφορά εργατικού

δυναμικού απαραίτητου στην επάνδρωση των ξένων

επιχειρήσεων που είχαν την έδρα τους στα αστικά κέντρα.

Ενώ οι ελληνικές δραστηριότητες ξεκίνησαν, στις

περισσότερες των περιπτώσεων, από τις αφρικανικές

επαρχίες, σταδιακά άρχισαν να εγκαθίστανται στις πόλεις

όπου ανέπτυξαν σημαντική εμπορική δραστηριότητα, χωρίς

όμως να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους στα χωριά και τις

κωμοπόλεις όπου έστελναν τους αντιπροσώπους τους, που

κατά κανόνα ομοεθνείς με τους οποίους είχαν συνήθως

συγγενικούς δεσμούς ή κοινή καταγωγή. Ενίσχυσαν την

εμπορική παρουσία τους εγκαθιστάμενοι σε συγκεκριμένες

συνοικίες ή δρόμους32.

32 Ενδεικτικά τμήμα της πόλης Likasi, στην Katanga, ήταν γνωστό ως«ελληνική συνοικία» (Μαρκάκης 1998 : 81). Ομοίως οι εμπορικοί δρόμοιτων πόλεων στο Καμερούν ήταν γεμάτοι από μαγαζιά με ελληνικέςεπιγραφές. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο κεντρικός εμπορικός δρόμος τηςπόλης Bafia ήταν γεμάτος από πλήθος ελληνικών επιγραφών (Spanos,Pissinos, Kazinos, frères Armaganides, Syméonides neveu dePolitarhis, Kléopas, Socrate Mandilaris, Mavrommatis, Gavriilides,Karmios, Katos, Avlandis, Fotaras, Christodoulides, Sokianos κ.ά.)(METAXIDES 2010: 176).

48

Μελετώντας την ιστορική διαδρομή των Ελλήνων

επιχειρηματιών στην Αφρική μπορούμε να καταλήξουμε σε

ορισμένα κρίσιμα χαρακτηριστικά γνωρίσματα στα οποία και

αποδίδουμε την καθοδική εξελικτική πορεία τους από τα

μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά.

α) Ξεκινούν την καριέρα τους, ως υπάλληλοι, στις

επιχειρήσεις κάποιου συγγενούς, συντοπίτη ή φίλου και

μετά από κάποιο διάστημα απασχολούνται στην δική τους

επιχείρηση, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις που έμειναν

υπάλληλοι ως το τέλος της καριέρας τους.

β) Στην επιχείρηση στην οποία δουλεύουν ως

υπάλληλοι, έρχονται σε πρώτη επαφή με το ντόπιο

περιβάλλον. Στη συνέχεια εξοικειώνονται με τις τοπικές

νοοτροπίες και αποκτούν την εμπειρία που θα τους είναι

απαραίτητη, όταν θα ιδρύσουν τη δική τους επιχειρηματική

δραστηριότητα.

49

γ) Οι Έλληνες είναι αρχικά διασκορπισμένοι στις

μικρές επαρχιακές κωμοπόλεις. Επισκέπτονται τα χωριά για

να αγοράσουν προϊόντα προς εξαγωγή και να πουλήσουν

λιανικά. Σταδιακά συμπληρώνουν τις δραστηριότητές τους με

τις μεταφορές και την οικοδομή. Η αυξανόμενη αστικοποίηση

τους στρέφει σε δραστηριότητες όπως η εστίαση, οι

τουριστικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, τα

πολυκαταστήματα. Η ελληνική παρουσία στις πόλεις

εντοπίζεται κυρίως στο εμπορικό κέντρο τους, εκεί δηλαδή

όπου υπάρχουν και άλλοι Έλληνες και είναι γεωγραφικά

προσδιορισμένες σε συγκεκριμένους εμπορικούς δρόμους. Η

κατοικία και το κατάστημα συνήθως συστεγάζονταν. Στο πίσω

ή πάνω μέρος του κτιρίου που στέγαζε το μαγαζί υπήρχε

κατά κανόνα η κατοικία. Έτσι, οι Έλληνες ζούσαν στο

εμπορικό κέντρο όπου και ανέπτυσσαν τις εμπορικές τους

δραστηριότητες, αντίθετα με τους Γάλλους και άλλους

ξένους που ζούσαν κυρίως στις λεγόμενες «καλές»

συνοικίες.

δ) Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι Έλληνες του

Καμερούν ιδρύουν οικογενειακές (ή προσωπικές)

επιχειρήσεις, για να διατηρήσουν τον έλεγχο.

50

ε) Οι Έλληνες επιχειρηματίες επέλεγαν τους στενούς

τους συνεργάτες από το κοινωνικό και οικογενειακό τους

περιβάλλον. Απασχολούσαν κατά κανόνα Έλληνες υπαλλήλους

προερχόμενους κυρίως από τον τόπο καταγωγής του εργοδότη.

Σταδιακά, μετά την ανεξαρτησία της χώρας (1960),

επιβλήθηκε από το κράτος στους ξένους επιχειρηματίες να

προσλαμβάνουν ντόπιους υπαλλήλους, με αποτέλεσμα τη

μείωση του αριθμού των ξένων. Έτσι οι ελληνικές εταιρείες

έκαναν χρήση ντόπιων εργατών και υπαλλήλων και οι Έλληνες

περιορίστηκαν στις θέσεις ευθύνης.

στ) Μολονότι θεωρούν ότι η κρατική παρέμβαση και η

γραφειοκρατία είναι από τα σημαντικότερα εμπόδια για την

πρόοδο των δραστηριοτήτων τους, επιζητούν «προστασία και

ενίσχυση» από την κεντρική αρχή μέσα από την προσπάθεια

να δημιουργήσουν πολιτικές γνωριμίες και αντίστοιχες

γνωριμίες μέσα από τον κρατικό μηχανισμό (εφορίες,

αστυνομία, νομαρχίες, υπουργεία) από τις οποίες

επιδιώκουν ενίσχυση στην κρίσιμη στιγμή.

ζ) Τέλος παρατηρούμε μεταξύ των Ελλήνων

επιχειρηματιών στην Αφρική έντονη ευελιξία και

προσαρμοστικότητα στις μεταβολές του περιβάλλοντος. Κύριο

χαρακτηριστικό της επιχειρηματικής τακτικής τους η

διασπορά των επιλογών τους σε περισσότερους από έναν

επιχειρηματικούς προσανατολισμούς. Ενδεικτικό παράδειγμα

η παράλληλη ενασχόληση με το εμπόριο, τις κατασκευές και

μια μεταποιητική δραστηριότητα.

Βασική βιβλιογραφία

51

Ελληνόγλωσση

ΚΑΖΑΚΟΣ Π. (et al.) (1998) Ο Απόδημος Ελληνισμός στις χώρες τηςΑφρικής, Έκδοση του ΥΠΕΞ και της ΓΓΑΕ.

ΜΑΝΤΖΑΡΗΣ E. (1981) «Η αυξανόμενη αφομοίωση της «νέας»μικροαστικής τάξης στη Νότιο Αφρική», Επιθεώρηση ΚοινωνικώνΕρευνών, n° 42-43, pp. 145-152.

ΜΑΝΤΖΑΡΗΣ E. (1984) «Εθνική και Κοινωνική συνείδηση στηδιασπορά: Ο ελληνικός σύνδεσμος μεταλλωρύχων στη ΝότιαΑφρική 1905–1920), Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, no 48, pp.94-110.

ΜΑΡΚΑΚΗΣ Γ. (1998) Έλληνες στη μαύρη Αφρική, 1890-1990, Αθήνα,εκδόσεις Τροχαλία.

ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ Κ. (1923) Οδηγός ελληνικών κοινοτήτων στηΝότια Αφρική, Johannesburg.

ΧΙΩΤΗΣ Μ. (1984) Η καρπαθιακή παροικία του Σουδάν, έκδοσηΕταιρείας Καρπαθιακών Μελετών, τόμος Γ.

ΨΥΡΟΥΚΗΣ Ν. (1974) Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο,Αθήνα, εκδόσεις Επικαιρότητα.

Ξενόγλωσση

AΚΟΝΟ ΑΒΙΝΑ M. F. (2009) Présence et activités des Grecs auCameroun : le cas de la ville de Yaoundé, mémoire de Master enHistoire, Université de Yaoundé I, Yaoundé.

BOPDA A. (2003) Yaoundé et le défi camerounais del’intégration, A quoi sert une capitale d’Afriquetropicale ? Éditions CNRS.

CHARBONNEAU J. R. (1961) Marchés et marchands d’Afrique Noire,Paris, La Colombe, 1961.

FRANQUEVILLE, A. (1984) Yaoundé, construire une capitale,Paris, ORSTOM.

MAINET G. (1985) Douala, croissance et servitude, Paris,L’Harmattan.

52

M’BOKOLO E. (2004) Afrique Noire : Histoire et civilisations, du 19esiècle à nos jours, éditions Hatier – AUF (πρώτη έκδοση Παρίσι1992).

METAXIDES N. (2010) La diaspora hellénique en Afrique noire: espritd’entreprise, culture et développement des Grecs au Cameroun, Ph.D.Dissertation in Human Geography, Université Michel deMontaigne - Bordeaux 3, Bordeaux, France.

RUBBERS B. (2009) Faire fortune en Afrique :Anthropologie des derniers colons du Katanga, Paris :Karthala.

53