71
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Ο θάνατος του Φλαμίνιου Βρισκόμαστε στο έτος 46 μ.Χ. Στην Καπερναούμ ξαναβρίσκουμε την οικογένεια του Πούμπλιου Λέντουλου σε σχετική γαλήνη και ηρεμία. Οι κυβερνητικές αρχές της Ρώμης έχουν αλλάξει αλλά ο γερουσιαστής με την υπόληψη του ονόματός του και την πολιτική ισχύ του φίλου του Φλαμίνιου Σεβήρου στη Ρώμη, συνέχισε να υπάγεται στην Παλαιστίνη όπου έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως και όλες οι επαρχιακές αρχές του απέδιδαν τα δικαιώματα και τις τιμές που του όφειλαν. Ο πόθος του να επιστρέψει στη βάση της Αυτοκρατορίας ήταν μεγάλος, αλλά παρέμεινε στην Ιουδαία αναβάλλοντας διαρκώς επ' αόριστον τα μελλοντικά του σχέδια, μόνο και μόνο με την ελπίδα να ξαναβρεί το αγοράκι του. Όλοι στο σπίτι είχαν την προαίσθηση ότι κάπου ζει ακόμη, όμως, στην πραγματικότητα επί τόσα χρόνια, καμιά ελπιδοφόρος είδηση δεν τους οδήγησε στα ίχνη του. Έτσι, απελπισμένος πια ο Πούμπλιος, σκεπτόταν ότι αν ζούσε ο γιος του, θα βρισκόταν στο πρώτο στάδιο της νιότης του, χωρίς ποτέ να τον έχει αντικρίσει. Αν, όμως, πέθανε; Ίσως οι απαγωγείς από το φόβο της αμείλικτης τιμωρίας, να τον σκότωσαν. Και έτσι όλες οι ελπίδες και οι προσπάθειες να στάθηκαν άκαρπες. Αν και πέρασαν ολόκληρα δέκα τρία χρόνια από τα θλιβερά γεγονότα του έτους 33 μ.Χ. , η φυσιογνωμία του γερουσιαστή είχε πολύ λίγο αλλοιωθεί. Τα μαλλιά του διατηρούσαν ακόμη το φυσικό τους χρώμα και λίγες, σχεδόν απαρατήρητες ρυτίδες, έδιναν στην έκφρασή του δύναμη και αυστηρότητα. Θλιμμένη γαλήνη τον απομόνωνε στις μελέτες του και σα μοναδική απασχόληση είχε την ανατροφή της Φλάβιας που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αναπτύσσει και να ενισχύει τη φιλολογική της πρόοδο και τις ηθικές αρχές της. Η ζωή στο σπίτι ήταν πάντοτε η ίδια. Πολλές φορές η καρδιά του τον ωθούσε προς τη Λίβια που η επί δέκα τρία χρόνια υπομονή και αυταπάρνησή της καθώς και η προσήλωσή της στις απασχολήσεις του σπιτιού, τον συγκινούσαν. Κάτι φώναζε μέσα του πως η γυναίκα του ήταν αγνή, αμόλυντη και αθώα και χαιρόταν να ξαναζεί με τη σκέψη το μακρινό καιρό της ευτυχίας τους. Μα ο υπερήφανος χαρακτήρας του, απωθούσε αμέσως κάθε μυστική φωνή αγάπης και κάθε τρυφερή παρόρμηση, όταν ξανάφερνε στη μνήμη του την εικόνα της μεταμφιεσμένης γυναίκας του στην έξοδο των ιδιαίτερων διαμερισμάτων του Πιλάτου, καθώς και τα φαρμακερά συκοφαντικά λόγια της Φούλβιας. Η Λίβια από την πλευρά της, απομονώθηκε με θλίψη και αυταπάρνηση περιμένοντας την υπερκόσμια δικαιοσύνη, που όμως ποτέ δεν ολοκληρώνεται στο πέρασμα μιας μοναδικής επίγειας ζωής. Ο σύζυγός της, την κρατούσε κοντά στην κόρη του, απλώς και μόνο επειδή ήταν η φυσική της μητέρα, δεν επέτρεπε όμως καμιά επέμβασή της στα σχέδιά του για τη μόρφωσή της. Για τη Λίβια αυτό υπήρξε το μεγαλύτερο πλήγμα. Η αναίσχυντη συκοφαντία την έκανε να υποφέρει πολύ, ωστόσο την υπέμεινε και την ανέχθηκε. Το να τη θεωρεί, όμως, ακατάλληλη για την ανατροφή της κόρης τους, αυτό ήταν κάτι που την ταπείνωνε όσο τίποτε άλλο σ' αυτό τον κόσμο. Έτσι, παραδόθηκε ολοκληρωτικά στην πίστη της, ζητώντας παρηγοριά και στήριγμα στο Θεό. Στο πρόσωπό της είχαν αποτυπωθεί τα βάσανα, οι πίκρες και οι αδικίες που επωμίστηκε. Στο μέτωπό της έπεφταν μπούκλες από άσπρα μαλλιά και μόνον τα μάτια φανέρωναν τη λάμψη τους, τη δύναμη και την καρτερία που είχε αντλήσει από τη βαθιά της πίστη. Αν και πρόωρα γερασμένη, διατηρούσε όλη την παλιά ομορφιά της, εξωραϊσμένη από μια γλυκύτητα που χαρίζουν τα βάσανα όταν αντιμετωπίζονται με αυτοθυσία. Όταν ο σύζυγός της την απομόνωσε χωρίς να της προσφέρει ούτε το δικαίωμα της ψυχικής επαφής με την κόρη της, μία μόνον ήταν η παράκλησή της. Να της επιτρέψει να συνεχίσει τα χριστιανικά της καθήκοντα μαζί με την Άννα, της οποίας η αφοσίωση ήταν τέτοια, ώστε να αποκρούσει κάθε ευκαιρία για να δημιουργήσει προσωπική οικογένεια. Ο γερουσιαστής της έδωσε την άδεια να ενεργεί στο ζήτημα αυτό όπως αισθανόταν, φθάνοντας να τη διευκολύνει χρηματικώς ώστε να βοηθήσει τους πολυάριθμους φτωχούς θρησκευτικούς αδελφούς της, που κρυφά την αναζητούσαν για βοήθεια.

Πριν 2000 χρόνια Β

  • Upload
    iomast

  • View
    41

  • Download
    5

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Τα τελευταία χρόνια του Ιησού Χριστού μέσα από τα μάτια μιας μαθητριάς του.

Citation preview

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Ο θάνατος του Φλαμίνιου

Βρισκόμαστε στο έτος 46 μ.Χ. Στην Καπερναούμ ξαναβρίσκουμε την οικογένεια του Πούμπλιου Λέντουλου σε σχετική

γαλήνη και ηρεμία. Οι κυβερνητικές αρχές της Ρώμης έχουν αλλάξει αλλά ο γερουσιαστής με την υπόληψη του ονόματός του και την πολιτική ισχύ του φίλου του Φλαμίνιου Σεβήρου στη Ρώμη, συνέχισε να υπάγεται στην Παλαιστίνη όπου έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως και όλες οι επαρχιακές αρχές του απέδιδαν τα δικαιώματα και τις τιμές που του όφειλαν. Ο πόθος του να επιστρέψει στη βάση της Αυτοκρατορίας ήταν μεγάλος, αλλά παρέμεινε στην Ιουδαία αναβάλλοντας διαρκώς επ' αόριστον τα μελλοντικά του σχέδια, μόνο και μόνο με την ελπίδα να ξαναβρεί το αγοράκι του. Όλοι στο σπίτι είχαν την προαίσθηση ότι κάπου ζει ακόμη, όμως, στην πραγματικότητα επί τόσα χρόνια, καμιά ελπιδοφόρος είδηση δεν τους οδήγησε στα ίχνη του. Έτσι, απελπισμένος πια ο Πούμπλιος, σκεπτόταν ότι αν ζούσε ο γιος του, θα βρισκόταν στο πρώτο στάδιο της νιότης του, χωρίς ποτέ να τον έχει αντικρίσει. Αν, όμως, πέθανε; Ίσως οι απαγωγείς από το φόβο της αμείλικτης τιμωρίας, να τον σκότωσαν. Και έτσι όλες οι ελπίδες και οι προσπάθειες να στάθηκαν άκαρπες. Αν και πέρασαν ολόκληρα δέκα τρία χρόνια από τα θλιβερά γεγονότα του έτους 33 μ.Χ. , η φυσιογνωμία του γερουσιαστή είχε πολύ λίγο αλλοιωθεί. Τα μαλλιά του διατηρούσαν ακόμη το φυσικό τους χρώμα και λίγες, σχεδόν απαρατήρητες ρυτίδες, έδιναν στην έκφρασή του δύναμη και αυστηρότητα. Θλιμμένη γαλήνη τον απομόνωνε στις μελέτες του και σα μοναδική απασχόληση είχε την ανατροφή της Φλάβιας που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αναπτύσσει και να ενισχύει τη φιλολογική της πρόοδο και τις ηθικές αρχές της. Η ζωή στο σπίτι ήταν πάντοτε η ίδια. Πολλές φορές η καρδιά του τον ωθούσε προς τη Λίβια που η επί δέκα τρία χρόνια υπομονή και αυταπάρνησή της καθώς και η προσήλωσή της στις απασχολήσεις του σπιτιού, τον συγκινούσαν. Κάτι φώναζε μέσα του πως η γυναίκα του ήταν αγνή, αμόλυντη και αθώα και χαιρόταν να ξαναζεί με τη σκέψη το μακρινό καιρό της ευτυχίας τους. Μα ο υπερήφανος χαρακτήρας του, απωθούσε αμέσως κάθε μυστική φωνή αγάπης και κάθε τρυφερή παρόρμηση, όταν ξανάφερνε στη μνήμη του την εικόνα της μεταμφιεσμένης γυναίκας του στην έξοδο των ιδιαίτερων διαμερισμάτων του Πιλάτου, καθώς και τα φαρμακερά συκοφαντικά λόγια της Φούλβιας. Η Λίβια από την πλευρά της, απομονώθηκε με θλίψη και αυταπάρνηση περιμένοντας την υπερκόσμια δικαιοσύνη, που όμως ποτέ δεν ολοκληρώνεται στο πέρασμα μιας μοναδικής επίγειας ζωής. Ο σύζυγός της, την κρατούσε κοντά στην κόρη του, απλώς και μόνο επειδή ήταν η φυσική της μητέρα, δεν επέτρεπε όμως καμιά επέμβασή της στα σχέδιά του για τη μόρφωσή της. Για τη Λίβια αυτό υπήρξε το μεγαλύτερο πλήγμα. Η αναίσχυντη συκοφαντία την έκανε να υποφέρει πολύ, ωστόσο την υπέμεινε και την ανέχθηκε. Το να τη θεωρεί, όμως, ακατάλληλη για την ανατροφή της κόρης τους, αυτό ήταν κάτι που την ταπείνωνε όσο τίποτε άλλο σ' αυτό τον κόσμο. Έτσι, παραδόθηκε ολοκληρωτικά στην πίστη της, ζητώντας παρηγοριά και στήριγμα στο Θεό. Στο πρόσωπό της είχαν αποτυπωθεί τα βάσανα, οι πίκρες και οι αδικίες που επωμίστηκε. Στο μέτωπό της έπεφταν μπούκλες από άσπρα μαλλιά και μόνον τα μάτια φανέρωναν τη λάμψη τους, τη δύναμη και την καρτερία που είχε αντλήσει από τη βαθιά της πίστη. Αν και πρόωρα γερασμένη, διατηρούσε όλη την παλιά ομορφιά της, εξωραϊσμένη από μια γλυκύτητα που χαρίζουν τα βάσανα όταν αντιμετωπίζονται με αυτοθυσία. Όταν ο σύζυγός της την απομόνωσε χωρίς να της προσφέρει ούτε το δικαίωμα της ψυχικής επαφής με την κόρη της, μία μόνον ήταν η παράκλησή της. Να της επιτρέψει να συνεχίσει τα χριστιανικά της καθήκοντα μαζί με την Άννα, της οποίας η αφοσίωση ήταν τέτοια, ώστε να αποκρούσει κάθε ευκαιρία για να δημιουργήσει προσωπική οικογένεια. Ο γερουσιαστής της έδωσε την άδεια να ενεργεί στο ζήτημα αυτό όπως αισθανόταν, φθάνοντας να τη διευκολύνει χρηματικώς ώστε να βοηθήσει τους πολυάριθμους φτωχούς θρησκευτικούς αδελφούς της, που κρυφά την αναζητούσαν για βοήθεια.

Τώρα, όμως, ήλθε πια η στιγμή να παρουσιάσουμε τη Φλάβια Λεντούλια, σε όσους τη θυμούνται άρρωστη, πληγιασμένη και αδύνατη στην παιδική της ηλικία. Στην κορμοστασιά και στην ομορφιά έμοιαζε καταπληκτικά με τη Λίβια και στα αισθήματα με τον Πούμπλιο. Στα είκοσι δύο χρόνια της είχε διαμορφώσει δυνατό χαρακτήρα και είχε αποκτήσει πλούσια μόρφωση. Εκπαιδευμένη από εκλεκτούς δασκάλους που άλλαζαν κατά καιρούς σταλμένοι από τον Φλαμίνιο που ποτέ δεν ξέχασε τους μακρινούς του φίλους, γνώριζε στην εντέλεια την πατρική γλώσσα, μιλούσε με ευχέρεια τα Ελληνικά, είχε μια θαυμάσια ευκολία εκφράσεως κυρίως στην τέχνη της απαγγελίας και γνώριζε όλους τους εκλεκτούς συγγραφείς. Με τη βοήθεια του πατέρα της που τη θαύμαζε και της προμήθευε τις καλύτερες πηγές, ήταν καταρτισμένη φιλολογικά και πολύ αναπτυγμένη για την εποχή εκείνη, που η μόρφωση της Ρωμαίας γυναίκας, ήταν πολύ ανεπαρκής. Τα ελκυστικά θεάματα των αμφιθεάτρων και η αφθονία των σκλάβων, την άφηναν χωρίς απασχόληση και ζημίωναν αισθητά την ανατροφή της. Σε περίοδο που η Αυτοκρατορία βρισκόταν στον κολοφώνα της, η γυναίκα ζούσε μια εποχή ηθικής καταπτώσεως, ακολασίας και σκανδάλων. Όμως, ο γερουσιαστής, εξακολουθούσε να είναι άνθρωπος παλαιών αρχών, προσκολλημένος με σεβασμό στις οικογενειακές παραδόσεις των προγόνων του και στην ηθική των παλαιών γυναικών και αν και ανάθρεψε την κόρη του σύμφωνα με τις αυστηρές αυτές αρχές, εξ αντιθέτου της ανέπτυξε την περηφάνια και τη μεγαλομανία υποκύπτοντας στις συνήθειες της εποχής του. Η Φλάβια αγαπούσε τη μητέρα της με ιδιαίτερη αφοσίωση, αλλά επηρεασμένη από τη συνεχή συντροφιά του πατέρα της που την είχε σχεδόν πάντοτε κοντά του στο ιδιαίτερο αναγνωστήριό του ή στα συχνά ταξίδια του, δεν έκρυβε την προτίμησή της γι' αυτόν, από τον οποίο πίστευε ότι κληρονόμησε κάθε ευγενικό αίσθημα, χωρίς να κατορθώσει να εκτιμήσει την ταπεινή και ηρωική αφοσίωση της ηθικής και τόσο άτυχης μητέρας της.

Πολλές φορές σχεδίασαν την επιστροφή τους στη Ρώμη, αλλά πάντοτε ανέβαλαν με την ελπίδα να ανακαλύψουν κάπου, ίχνη του χαμένου Μάρκου.

Μια μέρα του Μαρτίου, όταν τα δένδρα άρχισαν να μπουμπουκιάζουν, ένας αγγελιοφόρος έφτασε βιαστικός από τη Ρώμη. Ήταν απεσταλμένος του Φλαμίνιου Σεβήρου που με μακροσκελή επιστολή πληροφορούσε το φίλο του πως ήταν άρρωστος και ότι τώρα τελευταία η κατάστασή του παρουσίασε μεγαλύτερη επιδείνωση και με συγκινητικές παρακλήσεις του εξέφραζε τη θερμή του επιθυμία να τον αγκαλιάσει πριν πεθάνει. Συγχρόνως, ένα γράμμα της τρυφερής Καλπούρνιας, σταλμένο ιδιαιτέρως, τον κατατόπιζε πιο σωστά για την υγεία του συζύγου της, που κατά τη γνώμη της βρισκόταν στα τελευταία του και του εξιστορούσε τις πίκρες, τις αγωνίες και τα βάσανα που περνούσαν εξαιτίας των παιδιών τους, που αν και πολύ νέα, είχαν παραδοθεί στην ακολασία, ακολουθώντας τις συνήθειες της εποχής. Τελειώνοντας, ικέτευε το φίλο τους να γυρίσει στη Ρώμη και να τους βοηθήσει στη δύσκολη αυτή περίοδο της ζωής τους, επηρεάζοντας με το πατρικό ενδιαφέρον του τα παραστρατημένα παιδιά τους. Ο Πούμπλιος δε δίστασε ούτε στιγμή. Αφού έδειξε τις επιστολές στην κόρη του και τις σχολίασε μαζί της, ανακοίνωσε στη Λίβια την πρόθεσή του να γυρίσουν στη Ρώμη με την πρώτη ευκαιρία. Η Λίβια με την καινούρια της προσωπικότητα, ένιωσε αμέσως τη διαφορά της ζωής που θα αντιμετώπιζε στη μεγαλούπολη των Καισάρων και ζήτησε από τον Ιησού να της δώσει δύναμη να νικήσει τα εμπόδια της ρωμαϊκής κοινωνίας και να διατηρήσει ακέραια την πίστη της.

Η επιστροφή, ύστερα από παραμονή δεκαπέντε ετών στην Παλαιστίνη δεν παρουσίασε δυσκολίες και η οικογένεια Λέντουλου, μετά ένα σύντομο ταξίδι, ξαναβρέθηκε στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Την παραμονή της αφίξεώς τους στη Ρώμη, ο γερουσιαστής κάλεσε ιδιαιτέρως τη γυναίκα του και την κόρη του και τους είπε:

Πριν αποβιβαστούμε, θέλω να σας ανακοινώσω την απόφασή μου σχετικά με το φτωχό μας Μάρκο. Πάντοτε κράτησα σιωπή γύρω από αυτό το θέμα με τους φίλους μου της Ρώμης και δε θέλω να με χαρακτηρίσουν σαν κακό πατέρα που εγκατέλειψε ένα χαμένο γιο, παρ' ότι βασανίζομαι από τη διαίσθηση ότι ο γιος αυτός εξακολουθεί να υπάρχει. Ποτέ δε θα ξαναγύριζα χωρίς αυτόν στη Ρώμη, αν δε με πίεζε ένα γεγονός σαν αυτό που επέβαλε την επιστροφή μου. Έτσι, αποφάσισα να ανακοινώσω ότι ο γιος μου πέθανε πριν δέκα χρόνια. Και είναι αλήθεια ότι πράγματι πρέπει να τον θεωρούμε πεθαμένο, αφού έστω και αν ζει, θα μας ήταν αδύνατο να τον αναγνωρίσουμε αν ποτέ

μας εμφανιζόταν. Άλλωστε, αν εξέθετα την αλήθεια, δε θα έλειπαν οι απατεώνες που θα προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την εμπιστοσύνη και τα αισθήματά μας.

Η απόφαση αυτή φάνηκε και στις δυο γυναίκες η πιο λογική. Την επομένη αντίκρισαν το λιμάνι της Όστιας μεταμορφωμένο από τα τεράστια έργα του Αυτοκράτορα Κλαύδιου. Η αποβίβαση ήταν γεμάτη πικρή σιωπή, αντίθετα με την προ δεκαπενταετίας αναχώρησή τους που ήταν χαρούμενη και όλο ελπίδες για μελλοντική ευτυχία και για σύντομη επιστροφή. Στη συζυγική τους δυσαρέσκεια ήλθε να προστεθεί, για να κάνει πιο πικρή ακόμη τη στιγμή της επιστροφής τους, η απουσία του Φλαμίνιου και της Καλπούρνιας που τους θεωρούσαν σαν αληθινά αδέλφια. Όμως, αντί γι' αυτούς, δυο γεροί και συμπαθητικοί νέοι, ντυμένοι με θαυμάσιες χλαμύδες κατευθύνθηκαν με τις βάρκες τους προς το πλοίο, πριν ακόμη αυτό να πλευρίσει. Ο γερουσιαστής και η γυναίκα του τους αναγνώρισαν αμέσως και τους αγκάλιασαν με στοργή. Ήταν ο Πλίνιος και ο αδελφός του, που σταλμένοι από τους γονείς τους, έφθασαν να παραλάβουν τους αγαπημένους τους. Μόλις είδαν τη Φλάβια, άφησαν το θαυμασμό τους να εκδηλωθεί, γιατί διατηρούσαν ζωηρή την ανάμνηση της αναχωρήσεως όταν και οι δύο βοηθούσαν το πληγωμένο άρρωστο μικρό κοριτσάκι, να τακτοποιηθεί στην καμπίνα του. Αλλά και η Φλάβια με τη σειρά της εντυπωσιάστηκε από τους δυο νέους με τους λεπτούς κι ευγενικούς τρόπους και πιο πολύ από τον νεώτερο τον εικοσιεξάχρονο Πλίνιο, που το παρουσιαστικό του ανταποκρινόταν απόλυτα στο ίνδαλμα της γυναικείας φαντασίας της. Η καλή εντύπωση και η έλξη φαίνεται ότι υπήρξε αμοιβαία, γιατί αφού τα δυο αδέλφια συζήτησαν για το ταξίδι και για την επικίνδυνα κλονισμένη υγεία του πατέρα τους, ο Πλίνιος έδωσε το χέρι στη Φλάβια, ενώ ο Αγρίππας του παρατήρησε ζηλότυπα.

-Πρόσεχε, Πλίνιε, η υπερβολική σου οικειότητα μπορεί να προσβάλει τη Φλάβια!..-Σώπα, βρε αδελφέ, απάντησε αυτός χαμογελώντας. Είσαι πολύ προσκολλημένος στους

τύπους. Η Φλάβια σαν πατρικία δεν παρεξηγεί τις συνήθειές μου, και άλλωστε, εγώ δεν μπορώ να υπομένω περιορισμούς, που εσύ τόσο αγαπάς!...

Ο Πούμπλιος Λέντουλος πρόσεξε την εύστροφη αυτή απάντηση και ευχαριστημένος, “ας πηγαίνουμε παιδιά μου” είπε και αγκάλιασε τη γυναίκα του, αρχίζοντας την κωμωδία της συζυγικής ευτυχίας. Τους ακολούθησαν ο Αγρίππας και ο Πλίνιος, που κρατούσε σφιχτά τη νέα σαν κατακτητής, και ξεμπάρκαραν για να ξεκουραστούν λίγο, πριν ξεκινήσουν για τη Ρώμη. Τα δυο αδέλφια είχαν κάνει όλες τις απαιτούμενες ενέργειες και ετοιμασίες με προσοχή και αφοσίωση. Στο ταξίδι τους προς τη Ρώμη η Λίβια δεν ξέχασε να εξασφαλίσει την άνεση της Άννας και των άλλων σκλάβων του σπιτιού και ο Πούμπλιος με χαρά συλλογιζόταν ότι επιτέλους θα ξανάβλεπε τον αγαπημένο του φίλο.

Από χρόνια λαχταρούσε να του εξομολογηθεί προσωπικά όλες τις συζυγικές του απογοητεύσεις, εκθέτοντάς του τα γεγονότα που τον χώρισαν από τη γυναίκα του, με σοβαρότητα και ειλικρίνεια, και διψούσε να ακούσει τα στοργικά του λόγια και τις παρήγορες εξηγήσεις του, γιατί παρά τις απογοητεύσεις, εξακολουθούσε να αγαπά τη γυναίκα του περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο και μόνον η ανδρική του αξιοπρέπεια τον απομάκρυνε από την ιδέα της συμφιλιώσεως μαζί της, που του γινόταν καθημερινά όλο και πιο αναγκαία και επιτακτική. Αυτά όλα μόνο στο Φλαμίνιο μπορούσε να τα εμπιστευθεί και σκιρτούσε από συγκίνηση στη σκέψη ότι επιτέλους θα είχε πάλι μια φιλική καρδιά να ακουμπήσει τους πόνους του. Σε λίγο αντίκρισαν την ωραία τους έπαυλη στο Αβεντίνο που επί δεκαπέντε χρόνια περίμενε την επιστροφή τους, στολισμένη, τακτοποιημένη και φροντισμένη από τους αφοσιωμένους σκλάβους, έτοιμη για μια θερμή υποδοχή.

Οι αδελφοί Σεβήροι, παρακάθισαν στο πρόγευμα, για να φύγουν όλοι μαζί αυθημερόν για την κατοικία του άρρωστου Φλαμίνιου που τους περίμενε με ανυπομονησία. Ο Πλίνιος θέλοντας να πει κάτι νέο και ευχάριστο, απευθύνθηκε στο γερουσιαστή λέγοντας:

-Πριν από καιρό γνωρίσαμε το θείο σας Σάλβιο Λέντουλο και την οικογένειά του που μένουν κοντά στα δικαστήρια.

-Το θείο μου; ρώτησε ο Πούμπλιος και αμέσως η ανάμνηση της Φούλβιας του ζωντάνεψε θλιβερές αναμνήσεις. Αλλά, μη θέλοντας να προδοθεί, είπε ζωηρά με προσποίηση:

-Ναι, αλήθεια! Πάνε πάνω από δώδεκα χρόνια που γύρισε από την Παλαιστίνη...

Αμέσως ο Αγρίππας με την πρόθεση να εκδικηθεί τον αδελφό του για την οικειότητά του προς τη Φλάβια, επενέβη λέγοντας.

-Όπως φαίνεται, ο Πλίνιος ενδιαφέρεται να παντρευτεί την κόρη του Αυρηλία, με την οποία από καιρό διατηρεί τρυφερές σχέσεις.

Στα λόγια αυτά, αγωνία και ταραχή κατέλαβε τη Φλάβια, σα να είχε κιόλας δημιουργηθεί μυστηριωδώς κάποια ψυχική έλξη ανάμεσα σ' αυτήν και τον Πλίνιο, ενώ ο τελευταίος κατακεραυνώνοντας τον αδελφό του με ένα οργισμένο βλέμμα, απάντησε με έμφαση θέλοντας να υπερασπιστεί τον εαυτό του από μια άδικη κατηγορία.

-Ακόμη μια φορά στο ξαναλέω, Αγρίππα, ότι απατάσαι. Οι σχέσεις μου με την Αυρηλία δεν ξεπερνάν τα όρια της απλής φιλίας και δε νομίζω ότι ήλθε ο καιρός για να σκεφθώ το γάμο.

Ο Αγρίππας χαμογέλασε σαρκαστικά, ενώ ο γερουσιαστής για να τους ηρεμήσει είπε με καλοσύνη.

-Λοιπόν, παιδιά μου, αργότερα θα κουβεντιάσουμε για το θείο μου. Τώρα ανυπομονώ να αγκαλιάσω τον αγαπημένο μου φίλο και δεν έχουμε καιρό για χάσιμο.

Σε λίγο έφθασαν με χειράμαξα στην κατοικία του Φλαμίνιου, όπου ο άρρωστος περίμενε με αγωνία. Η φυσιογνωμία του είχε χάσει τη ζωντάνια της και προκαλούσε συγκίνηση με την αδυναμία και την ωχρότητά της. Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να κατανικήσει το θάνατο που πλησίαζε, αλλά υπέφερε από την καρδιά του και η μεγάλη καταβολή των δυνάμεών του, δεν επέτρεπε στους γιατρούς καμιά ελπίδα. Και η πιο μικρή συγκίνηση επιδρούσε δυσμενώς στην υγεία του και προκαλούσε την ανησυχία των οικείων του. Τώρα με τα σβησμένα μάτια του καρφωμένα στην είσοδο, περίμενε με τεταμένη την προσοχή, ώσπου άκουσε το θόρυβο που του ανάγγελνε ότι θα τελείωνε πια η απουσία των προσφιλών του φίλων που επί δεκαπέντε χρόνια δεν έπαψε να θυμάται και να αγαπά.

Στον εξώστη ο Πούμπλιος δέχθηκε τη χαρούμενη υποδοχή και αντάλλαξε τις πρώτες εντυπώσεις και νοσταλγίες με την οικογένεια. Έπειτα κατευθύνθηκε με τον Αγρίππα στο γειτονικό δωμάτιο, όπου με δάκρυα χαράς αγκάλιασε το μεγάλο λατρευτό του φίλο. Ο Φλαμίνιος, αδύνατος και με φωνή που τη διέκοπτε η δύσπνοια, έδειχνε πολύ κοντά στο θάνατο, πράγμα που τάραξε τον Πούμπλιο, γιατί δε φανταζόταν τόσο τραγική την κατάστασή του. Ο Αγρίππας αποσύρθηκε διακριτικά αφήνοντάς τους μόνους στο ευρύχωρο δωμάτιο που έμοιαζε με θρησκευτικό ναό, μέσα στο ημίφως του δειλινού, και ο Πούμπλιος με γλυκά και στοργικά λόγια προσπάθησε να τονώσει ψυχικά το φίλο του σα να είχε μπροστά του ένα άρρωστο παιδί. Ο Φλαμίνιος με τη σειρά του τον παρατηρούσε με δακρυσμένα μάτια και με τη βοήθειά του ανακάθισε και του ψιθύρισε κρατώντας του τα χέρια.

-Πούμπλιε, δεν ξαναβρίσκεις το δυναμικό φίλο των περασμένων χρόνων. Έχω την εντύπωση ότι τελείωσε η αποστολή μου στη γη, αλλά έχω τη σκέψη και τη συνείδηση καθαρή. Όμως, εσένα που σε θεωρώ σαν ακριβό παιδί μου, σε περίμενα γιατί δεν ήθελα να παραδώσω την ψυχή μου στους Θεούς πριν σε σφίξω στην αγκαλιά μου και σου αποκαλύψω τα τελευταία μυστικά μου.

-Μα Φλαμίνιε, όλα με πείθουν πως θα καλυτερεύσεις γρήγορα και επιθυμώ με τη βοήθεια των Θεών μας να υπολογίζω για πολύ ακόμη καιρό στη συντροφιά σου.

-Όχι καλέ μου φίλε. Μην έχεις ψευδαισθήσεις. Κανείς δεν γελιέται όταν πλησιάζει ο θάνατος. Δε θα αργήσω να γνωρίσω το μυστήριο της μεγάλης νύχτας, αλλά πιστεύω ακράδαντα ότι οι Θεοί θα με δεχθούν στη φωτεινή αυγή τους!...

Και αφού περιέφερε το βλέμμα του στο δωμάτιο σα να ατένιζε το άπειρο μέσα από τους μαρμάρινους τοίχους, συγκεντρώθηκε για λίγο και, απροσδόκητα,

-Θυμάσαι μια νύχτα που βαθιά ταραγμένος και συγκινημένος μου εκμυστηρεύτηκες ένα μυστηριώδες όνειρο; ρώτησε.

-Ω, αν θυμάμαι! Απάντησε ο Λέντουλος που ξαναζωντάνεψε αμέσως στη μνήμη του τη συζήτηση εκείνης της νύχτας που έγινε αφορμή να αποφασιστεί το ταξίδι της Παλαιστίνης, καθώς επίσης και το άλλο αξέχαστο όνειρο της νύχτας που συναντήθηκε με τον Ιησού το Ναζωραίο. Στη ανάμνηση αυτής της θαυμαστής προσωπικότητας η καρδιά του σφίχτηκε και με προσπάθεια πρόσθεσε.

-Αλλά γιατί με ρωτάς, αφού τώρα πια συμφωνώ μαζί σου και είμαι βέβαιος ότι αυτό το όνειρο δεν ήταν τίποτ' άλλο από ένα παιχνίδι της φαντασίας χωρίς αξία;

-Της φαντασίας; Ήδη έχουν αλλάξει ριζικά οι ιδέες μου. Η αρρώστια έχει και τα καλά της. Η πολύμηνη παραμονή μου στο κρεβάτι με έκανε να ζητώ την προστασία της Θέμιδος και μέσα στα βάσανά μου είδα ότι η θλιβερή τύχη μου, μου άξιζε τη δικαιοσύνη των Θεών. Μια νύχτα, πριν δυο μήνες, είχα τις ίδιες με τις δικές σου εντυπώσεις, ενώ σε βεβαιώνω πως είχα τελείως ξεχάσει το όνειρό σου και δεν ήμουν καθόλου προκατειλημμένος από αυτό. Ένιωσα στον ύπνο μου πως ξαναγύρισα στην εποχή της επαναστάσεως του Καταλίνα και επαλήθεψα όλα τα γεγονότα που μου εξιστόρησες πριν δεκαέξι χρόνια. Είδα τον ίδιο τον πρόγονό σου Πούμπλιο Λέντουλο Σούρα, που σου έμοιαζε καταπληκτικά, κυρίως τώρα στα σαράντα τέσσερα χρόνια σου. Το περίεργο είναι ότι βρισκόμουνα μαζί σου, ότι είχαμε τις ίδιες ανησυχίες γιατί είχαμε υπογράψει άδικες και παράνομες καταδίκες αθώων, και αυτό που περισσότερο με τρόμαξε, ήταν το τρομερό σου ύφος όταν διέταζες την τύφλωση με πυρωμένα σίδερα πολλών σπουδαίων αντιπάλων μας και παρακολουθούσες αυτοπροσώπως την εκτέλεση των βασανιστηρίων, χλευάζοντας τα ουρλιαχτά του πόνου των ανυπεράσπιστων θυμάτων σου...

Ο Πούμπλιος Λέντουλος, άφωνος και έκπληκτος, ζούσε τη φρίκη των εγκλημάτων του ονείρου του, τελικά όμως, απάντησε.

-Καλέ μου φίλε, μη βασανίζεσαι. Αυτές σου οι εντυπώσεις ασφαλώς είναι αποτέλεσμα της δυνατής συγκινήσεως που σε κατέλαβε, όταν προ πολλών ετών σου διηγήθηκα το δικό μου όνειρο, που έμεινε βαθιά στο υποσυνείδητό σου.

Ο Φλαμίνιος χαμογέλασε για την παρήγορη υπόθεση του φίλου του και είπε με καλοσύνη:-Πρέπει να σου πω Πούμπλιε, ότι όλ' αυτά δε με τρομάζουν καθόλου, σου τα διηγήθηκα όμως,

γιατί είμαι βέβαιος πως θα φύγω από τη ζωή αυτή, ενώ εσύ μπορεί να παραμείνεις για πολύν καιρό ακόμη. Ίσως ξαναγυρίσουν οι αναμνήσεις της ψυχής μου και επιθυμώ να ασπασθείς την αληθινή θρησκεία των Ελλήνων και των Αιγυπτίων. Τώρα πιστεύω, και είμαι βέβαιος γι' αυτό, ότι ζούμε πολλές ζωές με διαφορετική μορφή και σώμα. Το υλικό μέρος του σώματός μου έχει ήδη παραδοθεί στη φθορά, αλλά η σκέψη μου είναι καθαρή όσο ποτέ και έτσι μπορώ να καταλάβω το μεγάλο μυστήριο της υπάρξεώς μας. Γι' αυτό να μην αμφιβάλεις καθόλου. Αισθάνομαι να με βαραίνει το σκοτεινό παρελθόν μου, αν και έχει περάσει πάνω από ένας αιώνας από τα γεγονότα των οραματισμών μας. Και να, βρίσκομαι εδώ μπροστά στους Θεούς, με ήσυχη τη συνείδησή μου.

Ο Πούμπλιος τον άκουγε προσεκτικά, συγκινημένος και περίεργος. Προσπαθούσε να βρει παρήγορα λόγια, η φωνή του όμως πνιγόταν μέσα του και ο Φλαμίνιος που τον καταλάβαινε, τον έσφιξε στην αγκαλιά του ψιθυρίζοντας.

-Μην αμφιβάλλεις, φίλε μου, για τα λεγόμενά μου. Ξέρω πως ζω τις τελευταίες μου ώρες. Στο γραφείο μου θα βρεις, ό,τι σχετικό με την πολιτική και την οικονομική ζωή, καθώς και το ημερολόγιό μου που δε θα δυσκολευθείς να το ταξινομήσεις και που το κληροδοτώ σε σένα.

-Μα Φλαμίνιε, έχουμε καιρό να φροντίσουμε για τα θέματα αυτά!... Την ίδια στιγμή, η Καλπούρνια και τα παιδιά τους, η Λίβια και η Φλάβια, κύκλωσαν το κρεβάτι και χαμογελώντας μιλούσαν τρυφερά στον άρρωστο. Αυτός, ευχαρίστησε όλους, ύμνησε θερμά την ομορφιά της Φλάβιας, αλλά δεν του διέφυγε η κατάπτωση της Λίβιας. Αυτό τον έβαλε σε συλλογισμούς και όταν έμειναν και πάλι μόνοι με το φίλο του, του είπε με καλοσύνη.

-Ω, φίλε μου!... πόσο γρήγορα και άσπλαχνα ο καιρός φθείρει τις γελαστές πεταλούδες της νιότης και της αγάπης!... Και χαμηλώνοντας τη σπασμένη φωνή του, είπε σα να εκμυστηρευόταν:

-Παίρνω μαζί μου στον τάφο τις σκέψεις μου για τα φτωχά μου παιδιά. Τα ανάθρεψα όσο καλύτερα μπορούσα και παρ' όλον ότι παραδέχομαι πως και τα δυο τους έχουν τίμια και αγνά αισθήματα, με λύπη παρατηρώ πως παρασύρονται από τους νεωτερισμούς που εξευτελίζουν την αξιοπρέπεια της οικογένειας. Ο Αγρίππας προσπαθεί με συνέπεια και φιλοτιμία να συμμορφωθεί με τις συμβουλές μου στις κρατικές του υποθέσεις, όμως ο Πλίνιος είχε την ατυχία να σχετιστεί με άπληστους και ανήθικους φίλους που δεν επιθυμούν παρά την καταστροφή του και παρασυρμένος απ' αυτούς, αναμίχθηκε στην ακολασία της υψηλής μας κοινωνίας. Και οι δυο τους, με τις πράξεις τους, με απογοητεύουν πικρά και δεν αισθάνονται καμιάν υπευθυνότητα, σπαταλώντας

ασυλλόγιστα την περιουσία μας, έτσι που δεν ξέρω ποιο θα είναι το μέλλον της λατρευτής μου Καλπούρνιας μετά το θάνατό μου, αν οι Θεοί δε με αξιώσουν να την πάρω κοντά μου γρήγορα...

-Μα εγώ βρίσκω τα παιδιά σου άξια του ευγενικού πατέρα τους.-Σ' ευχαριστώ Πούμπλιε, αλλά μην ξεχνάς ότι απουσίασες για πολύ από τη Ρώμη και στο

διάστημα αυτό μεσολάβησαν πολλές καινοτομίες και νεωτερισμοί. Φαίνεται ότι βαδίζουμε κατ' ευθείαν στην κατάλυση της οικογένειας και τα εκπαιδευτικά μας συστήματα καταστρατηγούν τις παραδόσεις μας.

Και στρέφοντας τη συζήτηση στα καθημερινά, συνέχισε:-Τώρα που βλέπω την κόρη σου γεμάτη νιάτα και υγεία, ζωντανεύουν μέσα μου τα παλιά μου

σχέδια για την ένωση των οικογενειών μας. Επιθυμούσα να παντρευτεί τον Πλίνιο, αλλά αυτός φαίνεται να εποφθαλμιά την κόρη του Σάλβιου. Ο θείος σου είναι πάντα τίμιος και σεβαστός, όμως εγώ αντιτίθεμαι σ' αυτό το γάμο εξ' αιτίας της Φούλβιας που είναι πάντοτε η ίδια και με τα ίδια καταχθόνια και ταπεινά αισθήματα. Ο Αγρίππας όμως, θα πραγματοποιήσει τις ελπίδες μας.

-Καλά, καλά μην κουράζεσαι. Έχουμε καιρό να συζητήσουμε το γεγονός, απάντησε ο Πούμπλιος συγκινημένος.

Εν τω μεταξύ ο Αγρίππας ξαναγύρισε στο δωμάτιο και είπε στον πατέρα του.-Μόλις έφθασε από τη Μασσαλία ο απεσταλμένος σου και σου έφερε τις πληροφορίες που

ζητούσες για τον Σαούλ.-Και ο ίδιος; δε μας ειδοποίησε για τον ερχομό του;-Όχι. Ο κομιστής μας πληροφόρησε ότι ο Σαούλ μόλις κατάφερε να συγκεντρώσει την

περιουσία που κέρδισε με το εμπόριο, έφυγε αμέσως για την Παλαιστίνη με την επιθυμία να ξαναδεί τον πατέρα του που ζει στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ.

-Πολύ καλά, είπε με θλίψη ο άρρωστος. Πλήρωσε τον απεσταλμένο και μην ασχολείσαι άλλο με τις περασμένες μου επιθυμίες. Ο Πούμπλιος προσπαθούσε να θυμηθεί τι του έφερνε στο νου το όνομα Σαούλ. Όταν τέλος ξαναθυμήθηκε το ατύχημα που τον ανάγκασε να στείλει στις γαλέρες το νεαρό Ιουδαίο και τις άκαρπες παρακλήσεις του πατέρα του, είπε με αγωνία.

-Σαούλ; Δεν είναι ένα κοινό Ιουδαϊκό όνομα;-Ναι, απάντησε σοβαρά ο Φλαμίνιος. Πρόκειται για έναν Ιουδαίο σκλάβο του σπιτιού μου, που

τον απελευθέρωσα. Μου τον προμήθευσε ο Βαλέριος σε εξευτελιστική τιμή για τα αμάξια των μικρών τότε παιδιών μου, όταν και ο ίδιος ήταν πολύ νέος. Ξεπλήρωσε, όμως, στο ακέραιο τις υποχρεώσεις του, κερδίζοντας υπέρ των παιδιών μου πολλά βραβεία στις αρματοδρομίες και έτσι αποφάσισα να του αποδώσω την ελευθερία του αφού του εξασφάλισα τα απαραίτητα εφόδια για να ασχοληθεί με το εμπόριο. Και όπως φαίνεται, τον ευλόγησαν οι Θεοί, γιατί σήμερα είναι κύριος μιας αξιόλογης περιουσίας, που την κέρδισε με την εργασία του.

Στο τέλος ο Πούμπλιος ξαλάφρωσε, γιατί ήταν βέβαιος ότι δεν επρόκειτο για το Σαούλ ντε Τζιώρας, αφού όπως τον πληροφόρησαν τότε οι αρμόδιοι αξιωματικοί, αυτός είχε δραπετεύσει γυρνώντας στο πατρικό του σπίτι και ο ίδιος είχε απαγορεύσει κάθε καταδίωξη, ώστε να του δώσει την ευκαιρία να αποφύγει την ταπεινωτική σκλαβιά. Τώρα ο Πούμπλιος, καθώς οι ώρες περνούσαν, λαχταρούσε να συζητήσει με το φίλο του για τα τόσα σοβαρά ζητήματά του, όπως για τη συζυγική κατάστασή του, για τη μυστηριώδη εξαφάνιση του παιδιού του και τη συνάντησή του με τον Ιησού το Ναζωραίο. Όμως, βλέποντας την εξάντληση του Φλαμίνιου, έκρινε πιο σωστό να αναβάλει κάθε θλιβερή εκμυστήρευση για την επομένη και αποσύρθηκε αφού χαιρέτησε με αγάπη και τρυφερότητα το φίλο του.

Η Καλπούρνια συνόδεψε τους επισκέπτες ως τον εξώστη με θερμές εκδηλώσεις. Όμως, πρωί- πρωί την επομένη, έφτασε βιαστικός ένας σκλάβος του Φλαμίνιου και ανήγγειλε ότι ο άρρωστος χειροτέρεψε ξαφνικά και ότι οι γιατροί πίστευαν πως το τέλος πια ήταν κοντά. Χωρίς αργοπορία η οικογένεια Λέντουλου ξαναγύρισε στην έπαυλη Σεβήρου και ενώ ο Πούμπλιος έσπευσε στο δωμάτιο του παλιού και καλύτερου φίλου του, η Λίβια σ' ένα ιδιαίτερο δωμάτιο συζητούσε με την Καλπούρνια.

-Καλή μου φίλη, άκουσες ποτέ να μιλούν για τον Ιησού το Ναζωραίο;-Γιατί με ρωτάς ένα τέτοιο πράγμα αυτή την ώρα; ρώτησε η Καλπούρνια έκπληκτη.

-Γιατί, απάντησε ταπεινά η Λίβια, ο Ιησούς είναι η παρηγοριά όλων όσων υποφέρουν και στις κρίσιμες στιγμές που περνάμε, διαρκώς αυτόν φέρνω στη σκέψη μου.

-Νομίζω καλή μου, ότι ξέχασες όλες τις συμβουλές που σου έδωσα πριν φύγεις για την Παλαιστίνη και άφησες να παρασυρθείς, δεχόμενη με καλή βέβαια πίστη, τις εξωφρενικές θεωρίες τελείως αντίθετες με τις παραδόσεις μας.

-Όχι, κάνεις λάθος. Αναφέρομαι στην πίστη της χριστιανικής θρησκείας που μας ενθαρρύνει και μας παρηγορεί στις σκληρές δοκιμασίες της ζωής μας.

-Αυτή η θρησκεία έφτασε τώρα και ως την Αυτοκρατορία μας, αλλά είναι αξιοσημείωτο το ότι οι αξιόλογοι και λογικοί άνθρωποι δεν την αποδέχονται.

-Όμως εγώ γνώρισα από κοντά τον Ιησού και η διδασκαλία του δεν είναι παρά η αγάπη, η αδελφοσύνη και η συγνώμη... Επειδή ξέρω τους δίκαιους φόβους σου για το Φλαμίνιο, παρακάλεσα τον Προφήτη της Ναζαρέτ γι' αυτόν, γιατί στη Γαλιλαία αυτός στάθηκε η θεία πρόνοια για κάθε βασανισμένο, άρρωστο και δυστυχισμένο.

-Άκου, κόρη μου. Ξέρεις πολύ καλά ότι οι ιδέες μας για την τιμή της Πατρίδας και της οικογένειας δε μας επιτρέπουν ούτε να συγχωρούμε τα σφάλματα, ούτε να εξομοιώνουμε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Απορώ μάλιστα, πώς σου επέτρεψε ο Πούμπλιος να αφομοιωθείς τόσο με τις Ιουδαϊκές αντιλήψεις, ώστε να αλλάξεις την ηθική σου προσωπικότητα όπως με αφήνεις να καταλάβω.

-Εν τούτοις... προσπάθησε να εξηγήσει η Λίβια, όταν ο Αγρίππας όρμησε στο δωμάτιο φωνάζοντας καταταραγμένος.

-Μητέρα, έλα γρήγορα, πολύ γρήγορα. Ο πατέρας δεν είναι καλά...Στη στιγμή και οι δύο γυναίκες βρέθηκαν κοντά στο μελλοθάνατο που είχε χάσει τις αισθήσεις

του. Ο Πούμπλιος του κρατούσε τα χέρια και κοίταζε τα ακίνητα μάτια με αγωνία. Σιγά- σιγά όμως, η αναπνοή ξαναφάνηκε, τα μάτια ζωήρεψαν και άρχισε να ξαναβρίσκει τη διαύγεια της σκέψεώς του. Με κόπο περιέφερε το βλέμμα στους συγγενείς και φίλους που τον τριγύριζαν και τους χαμογέλασε. Ύστερα αναζήτησε τη γυναίκα του και με κομμένα λόγια ψέλλισε:

-Καλπούρνια... πεθαίνω και... ευχαριστώ τους θεούς γιατί... νιώθω τη... συνείδησή μου... καθαρή και ήσυχη... θα σε περιμένω... στην αιωνιότητα... μια μέρα... όταν... ο Δίας... αποφασίσει... να σε φωνάξει... κοντά μου...

Η σεβαστή κυρία έκρυψε το πρόσωπό της και άφωνη, ξέσπασε σε λυγμούς.-Μην κλαις... ο θάνατος... είναι... μια λύση... όταν πια... η ζωή.... δεν... υποφέρεται... από...

τους... πόνους...Και γυρνώντας στα δυο παιδιά του, που με βουρκωμένα μάτια παρακολουθούσαν την αγωνία

του, ψιθύρισε πιάνοντας το χέρι του νεώτερου:-Επιθυμούσα... Πλίνιέ μου... να σε δω... ευτυχισμένο... θέλεις... να... παντρευτείς... την κόρη...

του... Σάλβιου;Ο Πλίνιος, κατανοώντας τη σοβαρότητα της στιγμής, κούνησε αρνητικά το κεφάλι, και

αμέσως μετά, κάρφωσε τα φλογερά του μάτια στη Φλάβια, σα να ήθελε μ' αυτό τον τρόπο, να δείξει στον πατέρα του την προτίμησή του.

Ο πατέρας του με τη διαύγεια των τελευταίων στιγμών, συνέλαβε το νοερό νόημα του Πλίνιου και πιάνοντας με στοργή το χέρι του και το χέρι της νέας, τα ακούμπησε στην καρδιά του και ψιθύρισε χαρούμενος.

-Αυτό είναι κάτι... που με βοηθάει... να φύγω... ήσυχος. Κι εσύ... Αγρίππα... θα πρέπει να ... ευτυχήσεις... Και... συ... αγαπητέ μου... Πούμπλιε, θα πρέπει... να ζήσεις... με τη Λίβια...

Δεν αποτέλειωσε τη φράση του. Μια δυνατή δύσπνοια του διέκοψε την ομιλία, ενώ η Καλπούρνια γονάτισε και γέμισε με φιλιά τα χέρια του...

Η Λίβια, επίσης γονατιστή, με το βλέμμα στραμμένο ψηλά έψαχνε ν' ανακαλύψει τον προστάτη της. Με τα μάτια της ψυχής της, είδε το πένθιμο αυτό δωμάτιο να γεμίζει από φωτεινές μορφές που πλαισίωναν τον ετοιμοθάνατο και προσευχήθηκε θερμά, ζητώντας από τον Ιησού δύναμη, ειρήνη, φως και έλεος για το μεγάλο τους φίλο που έφευγε. Τότε ακριβώς, αντίκρισε τη μορφή του Συμεών μέσα σε γαλανή λαμπρότητα. Ο Φλαμίνιος αγωνιούσε. Τα μάτια του άρχισαν να γίνονται γυάλινα και το πρόσωπό του κατάχλομο. Ιδρώτας έτρεχε σε όλο το κορμί του και

μούσκευε τα σεντόνια. Η Λίβια είδε όλες τις σκιές μπροστά της να γονατίζουν και μόνον ο Συμεών έμεινε όρθιος σα φρουρός, ακουμπώντας τα ακτινοβόλα και διάφανα χέρια του στο μέτωπο του Φλαμίνιου και ψιθυρίζοντας γλυκά και παρήγορα λόγια. Στο τέλος, μια προσευχή έφτασε καθαρή στ' αυτιά της.

-Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης...

Τη στιγμή αυτή ο Φλαμίνιος άφηνε την τελευταία πνοή του. Νεκρική χλομάδα απλώθηκε στο πρόσωπό του και μια γαλήνη που έδειχνε ότι η ψυχή του έφυγε για τον κόσμο των καλών και των δίκαιων.

Απ' όλους, μονάχα η Λίβια, δυναμωμένη από τη θρησκευτική της πίστη, στάθηκε ήρεμη. Ο Πούμπλιος με δάκρυα έλεγε ότι έχασε τον ακριβότερό φίλο, ότι δε θα ακούσει ποτέ πια τη φωνή του να τον συμβουλεύει και να τον ενθαρρύνει στα προβλήματά του, στους πόνους και στις αντιξοότητες της ζωής του. Περιττό, βέβαια, να περιγράψουμε την απελπισία της Καλπούρνιας και των παιδιών.

Έτσι, οι πόρτες της επαύλεως άνοιξαν για να αποδώσει η ρωμαϊκή κοινωνία τις επίσημες τιμές στο νεκρό του Φλαμίνιου, και ο επίσημος ενταφιασμός έγινε, αφού ζήτησαν την προστασία του Θεού Μάνες 3 για το νεκρό.

Τότε ο Πούμπλιος ένιωσε βαθιά μέσα του πως η πιο ωραία σελίδα της ζωής του, η σελίδα της αληθινής φιλίας, έκλεισε μέσα στο αδιαπέραστο σκοτάδι ενός τάφου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Φουρτούνες και γάμοι

Την ταφή του Φλαμίνιου συνόδεψαν πολυάριθμοι φίλοι του και αντιπρόσωποι πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων, που σέβονταν και τιμούσαν το όνομά του. Μεταξύ αυτών και ο Πραιτοριανός Σάλβιος Λέντουλος με τη γυναίκα του και την κόρη του που με προσπάθεια προφασίζονταν θλίψη για το θάνατο του μεγάλου γερουσιαστή μπροστά στην καταρρακωμένη Καλπούρνια. Στην έπαυλη των Σεβήρων συναντήθηκαν τα μέλη των οικογενειών Λέντουλου. Ο Πούμπλιος έδειξε φανερά την απέχθειά του για τη γυναίκα του θείου του, ενώ οι κυρίες αντάλλαξαν τις τυπικές για την περίσταση εθιμοτυπίες. Η Φούλβια και η κόρη της Αυρηλία, με βαθιά απογοήτευση πρόσεξαν τη φιλική προτίμηση του Πλίνιου Σεβήρου για τη Φλάβια Λεντούλια, κατά τη διάρκεια της επικήδειας πομπής. Τις βρίσκουμε αργότερα, στο σπίτι τους, να συζητούν με κακεντρέχεια το ζήτημα. Γιατί η Φούλβια, αν και με κάτασπρα μαλλιά πια, λόγω ηλικίας, δεν είχε καθόλου μεταβάλει χαρακτήρα και σε μια ερώτηση της κόρης της, απάντησε με κακία.

-Και σε μένα έκανε έκπληξη η στάση του Πλίνιου, γιατί τον θεωρούσα ένα νέο με συνέπεια, χαρακτήρα και αξιοπρέπεια. Όμως η Φλάβια δεν με παραξενεύει. Πιστεύω στην κληρονομικότητα και έχω λόγους να κατακρίνω την ποιότητα της ηθικής της μητέρας της.

-Ω! μητέρα, θέλεις να πεις πως ξέρεις κάτι το επιλήψιμο για την ηθική της Λίβιας; ρώτησε η Αυρηλία με ενδιαφέρον.

-Μην αμφιβάλλεις ότι είναι κακής ηθικής, όταν εγώ σου το βεβαιώνω...Και άρχισε να ικανοποιεί την περιέργεια της κόρης της με μια σειρά φανταστικών σφαλμάτων

της Λίβιας, που συνέβησαν δήθεν στην Παλαιστίνη, καταλήγοντας:-Μόνον η θεία σου Κλαύδια θα μπορούσε με πειστικότητα να σου εξιστορήσει τι υποφέραμε

από την ανήθικη διαγωγή αυτής της γυναίκας που σήμερα μας αποφεύγει και προσποιείται την απλή, την αγνή και την αμόλυντη και κάνει πως δεν επηρεάζεται από καμιά κοσμική απόλαυση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με πρόσωπα που έχουν μεγάλη πολιτική ισχύ, αλλά

3 ΜΑΝΕΣ- Θεός που οι Ρωμαίοι τον καλούσαν την ώρα της ταφής.

και μεγάλη πανουργία. Ο ανιψιός του πατέρα σου είναι ένας πολύ άτυχος σύζυγος, αλλά και πολύ περήφανος και πανούργος πολιτικός. Δεν πιστεύω ότι αφού διαπίστωσε με τα ίδια του τα μάτια την απάτη της γυναίκας του, κατόρθωσε να τη συμμορφώσει. Αυτός μεν υπέφερε εξαιτίας της αφάνταστα, εμείς δε οι Ρωμαίοι της Ιουδαίας, πληρώσαμε ακριβά την κακοήθειά της. Είχαμε ένα μεγάλο φίλο, το Σουλπίκιο Ταρκύνιο που δολοφονήθηκε βάρβαρα στη Σαμάρεια, χωρίς κανείς μέχρι σήμερα να ανακαλύψει το δολοφόνο του. Η οικογένειά μας υποχρεώθηκε βιαστικά να εγκαταλείψει τα μεγάλα οικονομικά της συμφέροντα στην Ιερουσαλήμ και να επιστρέψει στη Ρώμη και τέλος ο άνδρας της αδελφής μου, ο Πόντιος Πιλάτος, πέθανε αφού υπέστη σκληρούς και άδικους εξευτελισμούς. Τον απομάκρυναν από την επαρχιακή κυβέρνηση υποβάλλοντάς τον σε απίστευτες ταπεινώσεις και αφού τον εξόρισαν, αυτοκτόνησε αργότερα στη Βιέννη τελείως εξαθλιωμένος, ταπεινωμένος και δυστυχής. Κρίνοντας λοιπόν από τα μαρτύρια που υπέστη η αδελφή μου εξαιτίας αυτής της γυναίκας, δεν εκπλήσσομαι όταν η κόρη της προσπαθεί να κλέψει το μνηστήρα σου.

-Πρέπει, μητέρα, να αγωνιστούμε ώστε να μη συμβεί κάτι τέτοιο, είπε η κόρη που με ασυγκράτητη ειρωνεία και ζήλια άκουγε τις συκοφαντίες. Δε μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν. Η συντροφιά του και τα φιλιά του, δίνουν νόημα στη ζωή μου.

-Τι; Ώστε δίνεσαι στον Πλίνιο κατ' αυτόν τον τρόπο;Η Αυρηλία τρέμοντας από θυμό, απάντησε με το θράσος που της επέτρεπε η ανατροφή της και

το περιβάλλον στο οποίο είχε ζήσει:-Και λοιπόν; Τι φαντάζεσαι ότι κάνουμε πηγαίνοντας στις εορτές και στους ιπποδρόμους; Γιατί

εγώ θα πρέπει να διαφέρω από τις κοπέλες της εποχής μου;Και υψώνοντας τη φωνή με απρέπεια και υπαινιγμό,-Μήπως κι εσύ, μητέρα, δεν έχεις επίσης...Δεν πρόφθασε όμως, να τελειώσει τη φράση της, γιατί η Φούλβια όρμησε έξαλλη.-Σιωπή, φώναξε. Ούτε λέξη παραπάνω. Δεν ήξερα πως θρέφω ένα φίδι μέσα στο ίδιο μου το

στήθος...Επειδή όμως ήξερε τα σφάλματά της και σα μητέρα και σα σύζυγος και φοβήθηκε μην

επιδεινώσει την κατάσταση τραβώντας την στα άκρα, συγκράτησε το θυμό της και γλυκαίνοντας τη φωνή της, είπε με πολιτικότητα.

-Μη θυμώνεις, Αυρηλία... Σου μιλώ έτσι για να σου μάθω, πως για να κατακτήσουμε έναν άνδρα και να φτάσουμε στο γάμο, δεν πρέπει να τα δίνουμε όλα αμέσως. Ένας άνδρας ψωροπερήφανος σαν το γιο του Φλαμίνιου, πρέπει να κατακτηθεί σιγά- σιγά με λίγες υποχωρήσεις και πολλά χάδια. Ξέρεις ότι μια γυναίκα της εποχής μας, πρέπει να έχει σαν κύριο μέλημά της, την ανεύρεση συζύγου, γιατί οι εποχές είναι δύσκολες και ποτέ δεν πρέπει να αποφεύγουμε τη σκιά ενός δέντρου που θα μας προστατέψει και θα μας ξεκουράσει απ' το λιοπύρι και τις κακουχίες του δρόμου.

-Είναι αλήθεια, μητέρα, είπε τελείως πια ησυχασμένη η κόρη, πως, ό,τι μου λες είναι σωστό και μια που η πείρα σου είναι τόσο μεγάλη, τι θα με συμβούλευες για να καταφέρω αυτό που επιθυμώ;

-Πριν απ' όλα θα προσφύγουμε στο στρατήγημα της ζηλοτυπίας που στα θέματα του έρωτα, φέρνει πάντα αποτέλεσμα όταν υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον. Και αφού έχεις τόσο εκτεθεί με το γιο του Φλαμίνιου, επωφελήσου από τις εορτές του ιπποδρόμου, για να κινήσεις τη ζήλια και την υποψία του. Δε δείχνει για σένα προτίμηση ο Βρετανικός;

-Ο Αιμιλιανός;-Ναι, ο Αιμιλιανός. Πρόκειται επίσης για πρόσωπο που το μέλλον του διαγράφεται λαμπρό.

Προσπάθησε να τον προκαλέσεις μπροστά στον Πλίνιο, ώστε να τον καταφέρουμε στο τέλος γιατί αντιπροσωπεύει για μας, ό,τι καλύτερο υπάρχει

-Και αν για κακή μας τύχη αποτύχουμε;-Τότε, δε μας μένει παρά να καταφύγουμε στα μαγικά βότανα του Άραξου, του πιο φημισμένου

μάγου της εποχής μας.

Πολύς καιρός πέρασε, χωρίς ο Πλίνιος να ξαναενδιαφερθεί για την Αυρηλία και όταν στις εορτές του ιπποδρόμου συνάντησε τον Αιμιλιανό μ' εκείνη που μαζί της μέχρι τώρα διατηρούσε τους χαλαρούς δεσμούς της ελευθεριότητας της εποχής του, δεν έδειξε καμιά έκπληξη ή δυσφορία.

Αλλά η Αυρηλία δεν ήθελε να αποδεχθεί τόσο εύκολα αυτή την εγκατάλειψη και σχεδίαζε με ποιο τρόπο θα έπαιρνε εκδίκηση από τον Πλίνιο που έδειχνε τελείως αλλαγμένος από τότε που γνώρισε τη Φλάβια. Είχε εγκαταλείψει ολότελα την έκλυτη ζωή που τόσο τον τραβούσε άλλοτε, σαν κάποια ανώτερη ηθική δύναμη να τον οδηγούσε στις οικογενειακές χαρές και παραδόσεις.

Η Καλπούρνια ζούσε τους πρώτους μήνες του πένθους της στο Αβεντίνο, με τη συντροφιά των παιδιών της, ενώ ο Πλίνιος και η Φλάβια έπλεκαν το ειδύλλιό τους με ελπίδα και αγάπη, δεχόμενοι την ευλογία των θεών, στους οποίους ποτέ δεν ξεχνούσαν να καταφύγουν και τους οποίους δεν παρέλειπαν να τιμούν.

Ο Πλίνιος τώρα περνούσε πολλές ώρες στο δωμάτιό του, ασχολούμενος με τη ζωγραφική και τη γλυπτική, στην οποία είχε μεγάλο ταλέντο, σκαλίζοντας στο μάρμαρο αγάλματα της Αφροδίτης και του Απόλλωνα, που τα χάριζε στη Φλάβια σαν ανάμνηση της αγάπης τους. Εκείνη πάλι, έγραφε ρομαντικά ποιήματα που τα απάγγελνε με τη βοήθεια της λύρας και τα αφιέρωνε στον πολυαγαπημένο της μνηστήρα, σ' αυτόν που είχε εναποθέσει κάθε νεανικό της όνειρο και κάθε ελπίδα ευτυχίας.

Μόνον ένα πρόσωπο δεν έβλεπε με ευχαρίστηση την προσέγγιση αυτών των δίδυμων ψυχών και αυτό ήταν ο Αγρίππας. Από τη στιγμή που αντίκρισε την κόρη του γερουσιαστή στο λιμάνι της Όστιας την ερωτεύθηκε τρελά. Ήταν βέβαιος ότι συνάντησε τη μελλοντική σύζυγό του και φιλοδόξησε να είναι ο μοναδικός υποψήφιος της αινιγματικής και έξυπνης αυτής ρωμαίας νέας με την ξεχωριστή ομορφιά, τα ροδοκόκκινα μάγουλα και το καλοσυνάτο μειδίαμα. Μα απελπισμένος, διαπιστώνοντας πως οι ελπίδες του γκρεμίζονταν πριν ακόμη ανθίσουν, όταν είδε να δημιουργείται το ειδύλλιο του αδελφού του με τη Φλάβια και να αποφασίζεται ο γάμος τους, άρχισε να στρέφεται και να εξαντλείται στην ταραχώδη και έκλυτη ζωή, ώσπου αρρώστησε και έφερε τη μητέρα του, που έτρεφε ιδιαίτερη στοργή για τα παιδιά της, σε καινούρια απελπισία.

Ένα σούρουπο, πριν ακόμη ο ήλιος δύσει, ο Αγρίππας ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα στον εξώστη του σπιτιού της Ρώμης και η Καλπούρνια με το πλεκτό στο χέρι, συζητούσαν:

-Ας ευχαριστήσουμε τους θεούς, γιε μου, γιατί με χαρά σε βλέπω πολύ καλύτερα τώρα, σχεδόν υγιή.

-Ναι μητέρα. Αισθάνομαι πολύ πιο δυνατός αλλά περιμένω να φύγουμε σε δυο μέρες για το Αβεντίνο, όπου θα βρω τελείως την υγεία μου και θα προσπαθήσω να ξεχάσω.

-Να ξεχάσεις τι, παιδί μου; ρώτησε με έκπληξη η μητέρα του.-Μητέρα, πώς γίνεται να γιατρευτεί το σώμα, όταν η ψυχή εξακολουθεί να υποφέρει;-Άνοιξέ μου, αγόρι μου, την καρδιά σου απλά και με ειλικρίνεια. Τι σου συμβαίνει;

Εμπιστέψου σε μένα τις θλίψεις σου και ίσως βρω τρόπο να σε ανακουφίσω.-Όχι, μητέρα μου. Δεν πρέπει να το κάνω.Και, ίσως από την αδιαθεσία του, ίσως από την ανάγκη να ξεσπάσει αναλύθηκε σε λυγμούς,

ενώ η μητέρα του φοβερά ανήσυχη από τη στάση του, είπε αγκαλιάζοντάς τον:-Τι έχεις, παιδί μου; Γιατί υποφέρεις έτσι; Μη μου κρύβεις τις στενοχώριες σου.-Μητέρα μου, μητέρα μου!... έλεγε ανάμεσα στους λυγμούς του. Υποφέρω από την ημέρα που

ο Πλίνιος κέρδισε τη γυναίκα που αγαπώ. Νιώθω μια ακατανίκητη έλξη για τη Φλάβια και δε μπορώ να συμβιβαστώ με την πραγματικότητα του γάμου της που πλησιάζει. Πιστεύω ότι αν ο πατέρας μου ζούσε, καθώς ήταν τόσο δίκαιος, για να με σώσει θα τακτοποιούσε αυτό το γάμο για μένα. Διασκεδάζοντας, πάντοτε λαχταρούσα να συναντήσω την κοπέλα των ονείρων μου για να δημιουργήσω μαζί της την οικογένειά μου. Και μόλις μου παρουσιάστηκε ζωντανή στο δρόμο μου, μου την πήραν. Και ποιος;... Γιατί είν' αλήθεια πως αν ο Πλίνιος δεν ήταν αδελφός μου, δε θα δίσταζα μπροστά σε τίποτα για να αποκτήσω αυτό που τόσο ποθώ!... Η Καλπούρνια που μόλις τώρα κατάλαβε την εσωτερική πάλη του μεγάλου της παιδιού και την αρρώστια του, συμμερίστηκε τον πόνο του και μοιράστηκε τα δάκρυά του. Επειδή όμως η πείρα της τη βοήθησε αμέσως να κρίνει σωστά την κατάσταση, οπλίστηκε με δύναμη και χαϊδεύοντας τα μαλλιά του, του μίλησε με γλυκύτητα:

-Αγρίππα μου, εγώ καταλαβαίνω απόλυτα τους πόνους και τα βάσανά σου. Αλλά πρέπει να ξέρεις πως η ζωή είναι γεμάτη απογοητεύσεις που έχουμε χρέος να τις υπερνικήσουμε με υπομονή και καρτερία, ευγένεια και ψυχική ανάταση. Οι θεοί μας τοποθέτησαν στα ψηλότερα κοινωνικά στρώματα για να γίνουμε παράδειγμα στους αμαθείς και στους αδύνατους με τις ανώτερες παραδόσεις μας και με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες στη ζωή μας. Πρέπει να καταπνίξεις με κάθε τρόπο αυτό τον έρωτα, γιατί πράγματι κι εγώ το νιώθω πως η Φλάβια και ο αδελφός σου γεννήθηκαν για μια κοινή τύχη... Ο Πλίνιος ήταν ακόμη ένα μικρό αγοράκι όταν ο πατέρας σου σχεδίαζε αυτό το γάμο που τώρα θα πραγματοποιηθεί. Οπλίσου με δύναμη, γιατί η ζωή πολλές φορές απαιτεί από μας μεγάλη αυταπάρνηση. Και είσαι άνδρας. Ας παρακαλέσουμε λοιπόν, παιδί μου, τους θεούς να παρηγορήσουν την πικραμένη καρδιά σου, είπε σκουπίζοντας τα δάκρυά της.

Ο Αγρίππας αισθάνθηκε ανακούφιση από τα μητρικά λόγια και βρήκε τις συμβουλές σωστές. Γι' αυτό, αποφάσισε, παρά την εσωτερική του τρικυμία, να παραιτηθεί από αυτή τη χωρίς λύση και ελπίδες κατάσταση.

Η Καλπούρνια περίμενε λίγο για να του δώσει χρόνο να σκεφθεί τις συμβουλές της και συνέχισε:

-Δε θα σε ενδιέφερε τώρα ένα ταξίδι στο κτήμα του Αβένιο; Ξέρω πολύ καλά ότι σα διάδοχος του πατέρα σου, η θέση σου τώρα είναι εδώ, όμως με τη δύναμή σου θα κατόρθωνες σ' αυτό το ταξίδι να τακτοποιήσεις όχι μόνο το προσωπικό σου ζήτημα, αλλά και πολλά άλλα επείγοντα που εκκρεμούν εκεί.

-Μητέρα, απάντησε τελικά ο Αγρίππας με ενδιαφέρον, τα στοργικά σου λόγια με παρηγορούν και δέχομαι με χαρά την πρότασή σου. Θέλω να ξεχάσω. Θα επιθυμούσα, όμως να φύγω σαν αποσταλμένος της Κυβερνήσεως, γιατί έτσι θα μπορούσα να παραμείνω λίγο στη Μασσαλία και να μην αμελήσω και τα καθήκοντά μου.

-Και είναι δύσκολο να το καταφέρεις αυτό;-Νομίζω όχι. Αν ήμουνα στρατιωτικός, θα πετύχαινα αυτό το ταξίδι με επίσημες αποδοχές.-Και γιατί να μη ζητήσουμε βοήθεια από τους πολιτικούς φίλους μας; Ξέρεις καλά ότι ο

Πλίνιος περιμένει προαγωγή αυτές τις μέρες και με τη βοήθεια του Πούμπλιου και του επίσης γερουσιαστή Κορνηλίου Ντόκου, τη μετάταξή του στις τάξεις του στρατού με λαμπρή προοπτική. Κυκλοφορεί μάλιστα η φήμη ότι ο Αυτοκράτωρ Κλαύδιος στη νέα του διοίκηση επιθυμεί να μετατρέψει τα πολιτικά προνόμια, σε στρατιωτικά. Για μένα θα ήταν τιμή και δόξα να προσφέρω τους δυο γιους μου στην Αυτοκρατορία για να σταθεροποιηθεί η θέση της.

-Θα κάνω όπως με συμβουλεύεις μητέρα, απάντησε ο Αγρίππας ανακουφισμένος τελείως από τη μητρική στοργή και τις σωστές συμβουλές.

Σιγά- σιγά η νύχτα έπεσε καθαρή και έναστρη. Η μητέρα αγκάλιασε το γιο της και τον οδήγησε στο δωμάτιό του γαληνεμένο και με νέα σχέδια για το μέλλον. Ύστερα, ξαναγύρισε στον εξώστη και στρέφοντας τα δακρυσμένα μάτια της στο λαμπερό ουρανό, προσευχήθηκε με θέρμη στους θεούς. Είχαν ήδη περάσει έξι μήνες από το θάνατο του συζύγου της, κι αυτή ζούσε αποτραβηγμένη από την κοινωνική ζωή. Στη μοναξιά των γηρατειών της, αισθανόταν πως δε μπορούσε να εκτιμήσει το περιβάλλον και τα γεγονότα με σωστή κρίση. Κι αυτό οφειλόταν στην απουσία του συζύγου της, που με τα στοργικά του λόγια την καθοδηγούσε σε κάθε δυσκολία με κρίση και οξυδέρκεια.

Από τις πρώτες μέρες που ξανασυναντήθηκε με τους φίλους της, άκουσε από τη Λίβια και περισσότερο από τον Πούμπλιο, θλιβερά μυστικά που διαδραματίστηκαν στην Παλαιστίνη και είχαν επηρεάσει την τύχη τους και τη συζυγική τους αρμονία.

Όμως, παρ' όλη την καλή της θέληση, δεν μπόρεσε να καταλήξει σε ορθές αποφάσεις για την αθωότητα της αγαπημένης της φίλης, που τη βρήκε τελείως αλλαγμένη, να εξωτερικεύει μια διαφορετική, βαθιά θρησκευτική πίστη, ενώ ο Πούμπλιος παρέμενε πάντοτε ο ίδιος άνθρωπος, αφοσιωμένος στις κρατικές υποθέσεις και στις οικογενειακές παραδόσεις. Γαλουχημένη με υπερήφανες ιδέες, δε μπορούσε να δεχθεί τις ταπεινές αρχές της αδελφοσύνης και την ακράδαντη πίστη της Λίβιας για μια θρησκεία που εξομοίωνε όλους, ακόμη και τους σκλάβους, και εισχωρούσε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Λαχταρούσε την παρουσία του Φλαμίνιου για να την

καθοδηγήσει με τη σωστή του κρίση, όμως τώρα ήταν ολομόναχη και έπρεπε να σκεφτεί και να αποφασίσει μόνη και με καθαρή συνείδηση. Αλλά, όσο και να προσπαθούσε, δε μπορούσε να βρει λύση σ' αυτό το θλιβερό συζυγικό πρόβλημα των φίλων της, μια λύση σύμφωνη με τις παραδόσεις της γενιάς της και με το πνεύμα της στοργής και της υπερηφάνειας που είχε καλλιεργήσει σε όλη της τη ζωή.

Χιλιάδες άστρα έλαμπαν στον ουρανό και έκαναν πιο δυνατό το μυστήριο των θλιβερών σκέψεών της, όταν άκουσε κάποιον να πλησιάζει. Ήταν ο Πούμπλιος που μετά το γεύμα, ερχόταν κι αυτός να ξεκουραστεί στον εξώστη.

-Πώς εδώ; ρώτησε η Καλπούρνια με καλοσύνη.-Πολλές φορές, αγαπητή μου φίλη, μ' αρέσει να ξεκουράζομαι σ' αυτόν τον εξώστη

κοιτάζοντας τον ουρανό και ξαναφέρνοντας στη μνήμη μου ημέρες που έφυγαν για πάντα. Πιστεύω πως από τον απέραντο έναστρο θόλο δεχόμαστε το φως της ζωής και πως εκεί βρίσκεται και ο αξέχαστός μας Φλαμίνιος, προστατευμένος από τους θεούς μας!... Αυτό το μέρος διαλέγαμε πάντοτε οι δυο μας για να συζητήσουμε και να ονειροπολήσουμε, όταν ο φίλος μου με τιμούσε με την επίσκεψή του σε τούτο το σπίτι μου. Εδώ συνομιλήσαμε και αποφασίσαμε το ταξίδι μου στην Ιουδαία πριν από δεκαέξι χρόνια...

Έμειναν και οι δυο για πολλή ώρα ξαναζώντας ο καθένας τις δικές του αναμνήσεις. Στο τέλος, αποσπώντας τον η Καλπούρνια από τις σκέψεις του, είπε:

-Πρέπει να σου πω ότι ο Αγρίππας είναι ανάγκη να φύγει για το Αβένιο, αμέσως μόλις το επιτρέψει η υγεία του.

-Μπα; και με ποια αφορμή;-Σκέπτομαι από καιρό ότι θα πρέπει να φροντίσουμε τα εκεί κτήματά μας. Ο Φλαμίνιος πριν

αρρωστήσει, σκόπευε να επιμεληθεί προσωπικά τα συμφέροντά μας εκεί.-Μα είναι τόσο επείγον; Δε θα παραστεί στο γάμο του αδελφού του;-Νομίζω πως όχι. Θα φροντίσω όμως να τον αντιπροσωπεύσει ο Σαούλ, ένας παλιός ελεύθερος

σκλάβος του σπιτιού μας, που ήδη μας έστειλε μήνυμα από τη Μασσαλία ότι θα έλθει για το γάμο.-Τι κρίμα!... ψιθύρισε λυπημένος ο γερουσιαστής.-Θέλω να σου πω επίσης ότι βασίζομαι στη φιλία σου και στην επιρροή που ασκείς στο

γερουσιαστή Κορνέλιο Ντόκο, ώστε να πείσετε τον Αυτοκράτορα να μετατρέψει τα πολιτικά δικαιώματα του Αγρίππα σε στρατιωτικά, καθώς αρμόζει και στην καταγωγή του και έτσι να φύγει με επίσημη αποστολή, όπως επιθυμεί.

-Δεν είναι δύσκολο. Η τωρινή διοίκηση ενδιαφέρεται περισσότερο για την αξιοποίηση των ενόπλων δυνάμεων. Τώρα, όμως, που μου μίλησες γι' αυτό το ταξίδι, ξαναθυμήθηκα το δικό μου άτυχο ταξίδι στην Ιουδαία, όπου έχασα ανεπιστρεπτί κάθε χαρά και ευτυχία... Ο γερουσιαστής περίμενε κάποια παρηγοριά από την Καλπούρνια που στενά συνδεδεμένη ψυχικά με τη Λίβια, σύμβουλός της και σχεδόν μητέρα της, μπορούσε να την εξομολογεί και να την ψυχολογεί. Σ' αυτήν, λοιπόν, στήριζε την ελπίδα του για να του σβήσει κάθε αμφιβολία και να του αποδείξει την αθωότητα της γυναίκας του, βεβαιώνοντάς τον ότι η υπερήφανη και εγωιστική καρδιά του είχε απατηθεί. Όμως, άδικα ήλπιζε. Η σεβάσμια χήρα του Φλαμίνιου αναρωτιόταν και η ίδια γι' αυτό το θέμα και θλιμμένη, ψιθύρισε, ενώ το σεληνόφως στεφάνωνε τα άσπρα της μαλλιά:

-Είναι, πράγματι, αλήθεια φίλε μου, πως οι θεοί που μπορούν να μας δώσουν την ευτυχία, μπορούν και να μας την ξαναπάρουν. Και οι δυο μας κλαίμε πάνω στον τάφο των ονείρων μας.

Τα αινιγματικά αυτά λόγια, σαν ακονισμένο σπαθί, ξέσχισαν την καρδιά του Πούμπλιου και ρώτησε αποφασιστικά σα να ζητούσε στην απάντησή της μια ανακούφιση για την αγωνία του.

-Μα επιτέλους Καλπούρνια, τι σκέπτεσαι για τη Λίβια;-Ξέρω, Πούμπλιε, ότι καμιά φορά η αλήθεια πληγώνει, όμως θέλω να είμαι ειλικρινής. Από

τότε που μου αποκάλυψες τα μυστικά σου της Παλαιστίνης, προσέχω και προσπαθώ να καταλάβω τη Λίβια, γιατί θέλω να αποδείξω την αθωότητά της, μα αν και τη βρίσκω όπως πάντοτε ταπεινή, απλή, ευαίσθητη, έξυπνη και μεγαλόκαρδη, βλέπω με λύπη ότι περιφρονεί όλες τις ακριβές μας πεποιθήσεις και παραδόσεις. Στις ιδιαίτερες συζητήσεις μας δε βρίσκω πια εκείνη τη θαυμαστή δειλία που τη χαρακτήριζε άλλοτε αλλά αντίθετα, μια υπερβολική πρωτοβουλία, κυρίως στα κοινωνικά προβλήματα που θεωρεί ότι τα έχει λύσει με την πίστη στην καινούρια της θρησκεία. Με

ανησυχούν πολύ οι ιδέες της περί ισότητας των ανθρώπων, που την εξομοιώνουν ακόμη και με τις σκλάβες της, σαν απλή πληβεία, καθώς και η καινούρια θρησκεία της, που καταργεί τους θεούς μας. Μήπως άραγε υποφέρει από ψυχική κατάπτωση ή διανοητική διαταραχή και από αντίδραση αποδέχεται όλ' αυτά; Μήπως επέδρασε σ' αυτήν δυσμενώς το περιβάλλον και οι σκλάβοι που μαζί τους ήταν αναγκασμένη να ζει αποκλειστικά στη μακρινή Παλαιστίνη; Δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι πως δε μπορώ να εκφραστώ προς το παρόν συνειδητά και σε συμβουλεύω να περιμένεις το χρόνο να σου φανερώσει την αλήθεια. Έχεις, όμως, κι εσύ την ευθύνη σου. Γιατί της επέτρεψες να παρασυρθεί τόσο από τις ιδέες αυτού του Ιουδαίου ανακαινιστή, του Ιησού του Ναζωραίου;

-Έχεις δίκιο, ψιθύρισε αυτός τελείως αποθαρρυμένος, αλλά τα αίτια είναι βαθύτερα. Η Λίβια πίστεψε ότι ο προφήτης γιάτρεψε την κόρη μας...

-Υπήρξες αφελής, γιατί με την πρόοδο της ιατρικής, έπρεπε να την πείσεις για το παράλογο αυτής της εντυπώσεώς της, ώστε να προφυλάξεις από μια τέτοια επιρροή το εύπλαστο και ευφάνταστο αυτό πλάσμα. Είναι αποδεδειγμένο ότι η θρησκεία αυτή με το μοναδικό Θεό παραδέχεται την ταπείνωση και μεταβάλλει τελείως τις αντιλήψεις των οπαδών της. Άνθρωποι σοφοί και πλούσιοι που την ασπάζονται, παραληρούν σαν υπνωτισμένοι, περιφρονώντας και απαρνούμενοι και τα πλούτη τους και την αξία τους και κάθε αρχή τους. Θα προσπαθήσουμε, λοιπόν, και οι δυο μας να απομακρύνουμε τη Φλάβια από αυτές τις επιδράσεις, αμέσως μετά το γάμο των παιδιών μας. Όσο για τη Λίβια, έκανα το παν για τη μεταπείσω, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

-Και όμως αγαπητή μου φίλη, είπε ντροπαλά ο Πούμπλιος σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί τη γυναίκα του, παρατηρώ πως η Λίβια εξακολουθεί να είναι απλή και καλή, χωρίς ποτέ να μου ζητά τίποτα το υπερβολικό, το επιπόλαιο ή το παράλογο. Σ' αυτά τα δεκαέξι χρόνια που ζούμε χωρισμένοι μέσα στο ίδιο μας το σπίτι δε μου ζήτησε παρά μόνο την άδεια να συνεχίσει τα χριστιανικά της καθήκοντα μαζί με την παλιά σκλάβα του σπιτιού μας και υποχρεώθηκα να υποχωρήσω μπροστά στη σιωπηλή και αδιαμαρτύρητη αυταπάρνησή της.

-Κι εγώ συμφωνώ απόλυτα στο ότι είναι πολύ ολιγαρκής, τελείως διαφορετική από τις σημερινές συζύγους που απαιτούν υπερβολές, παρασυρμένες από τη χλιδή της Ανατολής που τώρα φτάνει ως εδώ, αλλά σε συμβουλεύω να κρατήσεις για λίγο ακόμη την ίδια στάση απέναντί της, με την ελπίδα να της δώσεις έτσι την ευκαιρία να ξαναγυρίσει επιτέλους στις παραδόσεις μας και στην πίστη της θρησκείας των προγόνων μας.

Η Καλπούρνια νόμιζε ότι έκανε το καθήκον ευσυνείδητα, αλλά ο Πούμπλιος αποσύρθηκε εκείνη τη νύχτα, αποθαρρυμένος όσο ποτέ...

Το θέμα του Αγρίππα τακτοποιήθηκε μέσα σε λίγες ημέρες και έτσι έφυγε για το κτήμα τους, στο Αβένιο. Οι παρακλήσεις του Πλίνιου και της Φλάβιας για να παραστεί στο γάμο στάθηκαν ανίκανες να μεταβάλλουν την αμετάκλητη απόφασή του, γιατί ο Αγρίππας σκόπευε να απουσιάσει επί χρόνια από τη Ρώμη, με την ελπίδα να καταπνίξει το φλογερό αίσθημα που τον βασάνιζε.

Στην πλοκή της ιστορίας μας, πρέπει να παρακολουθήσουμε όλα τα πρόσωπα που τη συνθέτουν. Ας ξαναθυμηθούμε, λοιπόν, την Αυρηλία, που εγκαταλελειμμένη από τον άνδρα των ονείρων της, την ξαναβρίσκουμε γεμάτη ζήλια, αποφασισμένη να δεχθεί από αντίδραση, τον τρυφερό Αιμιλιανό Λούτσιο, και περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για μια καταχθόνια εκδίκηση.

Ο γάμος του Πλίνιου Σεβήρου με τη Φλάβια Λεντούλια, έγινε με μεγάλη επισημότητα στην έπαυλη του Αβεντίνου. Ο γαμπρός, τιμημένος με τίτλους τιμής και στολισμένος με πολλά στρατιωτικά παράσημα και η νύφη υπερβολικά ωραία και κομψή μέσα στην απλότητά της, λαμποκοπούσαν από ευτυχία. Πράγματι, η ημέρα αυτή απετέλεσε την ιερότερη και την πιο όμορφη ανάμνηση της ζωής τους. Ανάμεσα στους καλεσμένους, που ήταν όλοι πρόσωπα του στενού κύκλου τους, ξεχώριζε ένας νέος με ωραίο παρουσιαστικό και με μυστηριώδες, περίεργο και φλογερό βλέμμα, που το είχε διαρκώς προσηλωμένο στη Φλάβια. Ήταν ο Σαούλ ντε Τζιώρας, που, αλλάζοντας το πατρικό του επώνυμο, έφερε, τώρα, σύμφωνα με μια παλιά άδεια του Φλαμίνιου Σεβήρου, ένα νέο ρωμαϊκό όνομα, ώστε να εξομοιώνεται σιγά- σιγά όλο και πιο πολύ με την κοινωνική θέση που του πρόσφερε η περιουσία του.

Ο γερουσιαστής Πούμπλιος Λέντουλος μάταια βασάνιζε τη σκέψη του για να αναγνωρίσει αυτόν τον Ιουδαίο του οποίου η φυσιογνωμία του φαινόταν γνώριμη. Αλλά ο Σαούλ, που

αναγνώρισε αμέσως τον παλιό του τύραννο, κατασίγασε με κόπο τις δυνατές συγκινήσεις που του έφερνε η θλιβερή ανάμνηση, για να μην προδοθεί. Γιατί όπως και ο πατέρας του, είχε κι αυτός την καρδιά σκληρή και γεμάτη καταχθόνια σχέδια για μια ανελέητη εκδίκηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Καταχθόνια σχέδια

Αλλάζοντας το πρόγραμμά του ο ελεύθερος πια Ιουδαίος, δεν επέστρεψε στη Μασσαλία μετά τις εορτές του γάμου, προφασιζόμενος επείγουσες εργασίες στη Ρώμη. Εγκατεστημένος στην έπαυλη του Σεβήρου, όπου επίσης είχαν εγκατασταθεί και οι νεόνυμφοι μαζί με την Καλπούρνια, βρήκε πολλές ευκαιρίες για να συναντηθεί με τον Πούμπλιο και πολλές φορές συζήτησαν οι δυο τους για την Ιουδαία και τις ωραίες επαρχίες της. Σε μια από αυτές τις συζητήσεις ο Πούμπλιος, εξετάζοντας τη φυσιογνωμία με τα φλογερά μάτια που δεν του ήταν άγνωστη και που του θύμιζε πολύ εκείνο τον πατέρα που τον παρακαλούσε απελπισμένος, ρώτησε ξαφνικά.

-Αγαπητέ μου, επειδή κατάγεσαι από τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ και επειδή η φυσιογνωμία σου μου φαίνεται γνωστή, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Μήπως ο πατέρας σου λέγεται Αντρέ ντε Τζιώρας; Ο απελευθερωμένος σκλάβος ταράχτηκε μπροστά σ' αυτή την ανοιχτή ερώτηση που αφορούσε την πιο ευαίσθητη πλευρά της ζωής του, αλλά απάντησε με υποκρισία:

-Όχι, γερουσιαστά μου. Ο πατέρας μου δεν έχει αυτό το όνομα. Όταν βάναυσα και άσπλαχνα χέρια με σκλάβωσαν - τόνισε ειρωνικά – την εποχή που δεν ήμουν παρά ένα ανεύθυνο παιδί, ο πατέρας μου ήταν ένας δύστυχος γεωργός με μόνη περιουσία τα δυο του χέρια κι εμένα. Είχα, όμως, την ευτυχία να συναντήσω το γενναιόδωρο Φλαμίνιο Σεβήρο, που μου χάρισε την ελευθερία και τον πλούτο και σήμερα ο πατέρας μου, με τη μικρή μου ενίσχυση και τη δική του προσπάθεια, απολαμβάνει μια σχετική κοινωνική υπόληψη στην Ιερουσαλήμ και έχει μεγάλη ισχύ στο Ναό. Αλλά, γιατί με ρωτάς;

Στον Πούμπλιο δεν άρεσε η τροπή της συζητήσεως, ξαλαφρωμένος όμως και βέβαιος ότι δεν επρόκειτο για το Σαούλ των αναμνήσεών του, απάντησε με ήσυχη συνείδηση:

-Σε ρωτώ, γιατί γνώρισα κάποτε ένα γεωργό Ισραηλίτη που σου έμοιαζε πολύ.Εξακολούθησαν να κουβεντιάζουν γύρω από άλλα θέματα. Ο Σαούλ όμως, ήταν

κατευχαριστημένος με την τύχη του που του πρόσφερε έδαφος για να εκδικηθεί στην κατάλληλη στιγμή. Ενώ οι επιχειρήσεις του απαιτούσαν την άμεση παρουσία του στη Μασσαλία, μια κρυφή και άνομη αιτία, ο μεγάλος πόθος του να τον προσέξει η Φλάβια που η ματιά της τον αιχμαλώτιζε και ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της, τον κρατούσε στη Ρώμη. Από τη στιγμή που την αντίκρισε νύφη, νόμισε ότι συνάντησε τη μοναδική ύπαρξη των ονείρων του. Είναι αλήθεια, ότι έτρεφε μεγάλο σεβασμό και αφοσίωση για τα παιδιά των παλιών κυρίων του, όμως κάτι δυνατότερο από την ευγνωμοσύνη του τον έκανε να ποθεί τη Φλάβια τόσο, που και τη ζωή του ακόμη ήταν έτοιμος να θυσιάσει προς χάριν της. Η αστραφτερή ομορφιά της, η φιλοφροσύνη της και η λεπτή εξυπνάδα της, τον έκαναν μέσα στις λίγες αυτές ημέρες της διαμονής του στην πόλη, να νομίζει ότι άλλη γυναίκα σαν αυτή δεν υπάρχει.

Πέρασαν δυο μήνες σε αγωνιώδεις προσδοκίες, που μεγάλωναν το πάθος του.Δεν άφησε ευκαιρία που να μη δείξει στη Φλάβια τη μεγάλη του αφοσίωση, κάτω από τα

φιλικά βλέμματα του Πλίνιου. Στη μοναξιά του σκεφτόταν πως αν εκείνη ανταποκρινόταν στο φλογερό του πάθος ποτέ δε θα εκτελούσε την εκδίκησή του προς τον πατέρα της και θα πήγαινε να φέρει το νέο Μάρκο Λέντουλο στο πατρικό του σπίτι. Αν, όμως, δεν κέρδιζε την εύνοιά της, θα εκτελούσε το σατανικό σχέδιό του και θα έφτανε ακόμη και στο έγκλημα.

Βρισκόμαστε στο έτος 47 μ.Χ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τη Φούλβια και την κόρη της, που κι αυτές ύφαιναν καταχθόνια εκδικητικά σχέδια σε βάρος των ίδιων προσώπων. Η Αυρηλία απογοητευμένη από το γάμο της με τον Αιμιλιανό Λούτσιο που καθόλου δεν ανταποκρινόταν στον τύπο των ονείρων της και δεν έμοιαζε στον ιδεώδη της Πλίνιο, ύστερα από φιλονικίες μαζί του και με τις προτροπές της ποταπής μητέρας της κατέφυγε στο φημισμένο Αιγύπτιο μάγο Άραξο, που υπηρετούσε τον αποκρυφισμό και διατηρούσε μαγαζί με εξωτικά ξόρκια, κοντά στο Εσκυλίνο. Ήθελε να τον συμβουλευτεί με ποιο τρόπο θα κατάφερνε να ξανακερδίσει τον έρωτα του Πλίνιου, χωρίζοντάς τον από τη γυναίκα του.

Ο Άραξος με το ύποπτο εμπόρευμά του, ήταν γνωστός στη ρωμαϊκή κοινωνία, σαν αστείρευτη πηγή θαυματουργών φαρμάκων για τον έρωτα, τις ασθένειες, τις δολοπλοκίες, ακόμη και για το θάνατο. Είχε μαθητεύσει στη φημισμένη για τις απόκρυφες επιστήμες Αίγυπτο, ξεκινώντας με αγαθά κίνητρα αγάπης και ευσπλαχνίας, αλλά η απληστία του για το χρήμα τον έκανε να μεταπηδήσει στο επίπεδο ενός επικίνδυνου μάγου. Στη ρωμαϊκή κοινωνία όπου βασίλευε η ακολασία και το έγκλημα ο Αιγύπτιος μάγος βρήκε το κατάλληλο έδαφος για να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις του για την ανάπτυξη της μαύρης μαγείας, διαπράττοντας οποιαδήποτε αδικία και προκαλώντας καταστροφές με τις καταχθόνιες συμβουλές του και τα φαρμακερά του βότανα.

Η Φούλβια και η κόρη της τον αναζήτησαν κρυφά. Ο Άραξος, γνώστης του αποκρυφισμού, διέβλεψε με τις υπερφυσικές δυνάμεις του το πρόβλημα που τις απασχολούσε και προσπάθησε να βρει τη λύση του. Αφού για λίγο αυτοσυγκεντρώθηκε μπροστά σ' ένα τρίποδα από όπου βαριές αναθυμιάσεις αρωμάτων και βοτάνων γέμιζαν την ατμόσφαιρα απευθύνθηκε στην Αυρηλία.

-Κυρία, μπροστά μου ξετυλίγονται θλιβερές εικόνες της προηγούμενής σου ζωής. Σε βλέπω στους Δελφούς, στη δοξασμένη εποχή των χρησμών, να προσπαθείς να παρασύρεις έναν άνδρα που δε σου ανήκει κι αυτός είναι ο ίδιος που εποφθαλμιάς και σήμερα. Είστε τα ίδια πνεύματα, μέσα σε καινούρια σώματα. Νομίζω ότι πρέπει πια να αποδεχθείς την πραγματικότητα και να συμμορφωθείς με την τύχη σου, που σας επιβάλλεται από τον πνευματικό κόσμο... Η Αυρηλία άκουγε με τρόμο και έκπληξη.

-Τι είναι αυτά που μου λες; ρώτησε. Πνευματικός κόσμος, άλλες ζωές, ένας άνδρας που δε μου ανήκε; Τι σημαίνουν όλα αυτά τα αινιγματικά λόγια;

-Ναι, απάντησε ο μάγος ατάραχος, το πνεύμα μας στον κόσμο αυτόν διανύει μακριά σειρά υπάρξεων, που καλλιεργούν και αναπτύσσουν την ψυχή μας σε γνώσεις, μας πλουτίζουν με αισθήματα αγαθά και μας εφοδιάζουν με την απαιτούμενη δύναμη, ώστε να εννοήσουμε τις υποχρεώσεις της αποστολής μας και να ανταποκριθούμε σωστά σε κάθε νέα μας ενσάρκωση. Η κυρία έχει ήδη ζήσει στην Αθήνα και στους Δελφούς, αλλά πάντοτε βουτηγμένη σε άνομους έρωτες. Καταλαβαίνω ότι και τώρα, όπως και στο παρελθόν, επιθυμείς να κορέσεις τις φλογερές επιθυμίες σου διεκδικώντας κάτι που δε σου ανήκει, αλλά με τις ίδιες πάντοτε πιθανότητες. Σε πολλά πρόσωπα που παρήλασαν εδώ, συμβούλεψα καρτερία και αποχή από ταπεινές προθέσεις. Και τώρα επίσης, μια φωνή ανώτερη από τη συνείδησή μου, μου υπαγορεύει να σε αποτρέψω από το να προκαλέσεις αυτόν τον μέχρι σήμερα τίμιο άνθρωπο, που ίσως κάποτε ενδώσει στις προκλήσεις σου, αφού έχει κι αυτός μια ανήσυχη καρδιά, γιατί τώρα η τύχη του τον ένωσε με μια ψυχή που ταιριάζει στη δική του. Του δίνεται μια ευκαιρία να βελτιώσει και να εξελίξει την ψυχή του, γιατί η συζυγική ζωή τους δε διαγράφεται ρόδινη και στο μέλλον τους περιμένει ένας τραχύς δρόμος δοκιμασιών, που θα σταθεροποιήσει την αμοιβαία στοργή κι εμπιστοσύνη τους. Μη γίνεις, λοιπόν, εμπόδιο στο δρόμο της γυναίκας που θεωρείς αντεράστριά σου, γιατί έτσι θα μεγαλώσεις τα ίδια σου τα βάσανα. Η καρδιά σου δεν είναι προετοιμασμένη για την αυταπάρνηση και τις μεγάλες θυσίες που αγιάζουν, κι αυτό που νομίζεις για υψηλό έρωτα, δεν είναι παρά μια ιδιοτροπία. Δεν είσαι σε θέση να θυσιαστείς για τη στοργή του συντρόφου σου, αλλά απλώς ζητάς να προσθέσεις ένα ακόμη θύμα στους αναρίθμητους έρωτές σου.

Η Αυρηλία χλόμιασε ακούγοντας τα άδικα αυτά και απρεπή λόγια. Ήθελε να αμυνθεί αλλά κάποια δύναμη την εμπόδισε να προφέρει έστω και μια λέξη. Η μητέρα της, όμως εξοργισμένη από τα υβριστικά κατά τη γνώμη της λόγια του μάγου, άρχισε να τον κατακρίνει υπερασπίζοντας την κόρη της.

-Άραξε, μάγε πρόστυχε, τι σημαίνουν τα λόγια σου; Μας βρίζεις; Δεν το ξέρεις ότι έχουμε τη δύναμη να σε καταδικάσουμε φανερώνοντας τις μαγείες σου και να σε ρίξουμε στη φυλακή;

-Και μήπως εσύ, ευγενικιά κυρία μου, απάντησε πάντοτε ατάραχος, είσαι τόσο αγνή και αμόλυντη, ώστε να τολμήσεις να με καταδικάσεις;

-Σιωπή, πανούργε. Αγνοείς πως μιλάς στη γυναίκα ενός πραιτοριανού; φώναξε τρέμοντας.-Όχι, δεν το αγνοώ, είπε με ψυχρή ειρωνεία. Μήπως εσείς οι λεπτές κυρίες της αριστοκρατίας

δεν έρχεστε στο σπίτι μου ζητώντας τη συνδρομή μου ακόμη και σε εγκλήματα; Και ύστερα, τι θα έλεγαν στη Ρώμη για μια πατρικία που τολμά να επισκέπτεται μυστικά ένα γέρο μάγο του Εσκυλίνο; Είναι αλήθεια ότι στη ζωή μου έχω κάνει πολλά κακά, όμως όλοι ξέρουν ποιος είμαι, γιατί δε ζητώ να κρύβω κάτω από τη σκέπη της καταγωγής μου, την αποφορά της άθλιας υπάρξεώς μου!... Και επί πλέον, προσπαθώ με τον τρόπο αυτό να περισώσω την κόρη σου. Γιατί αν ακολουθήσει το δρόμο της άπιστης, πανούργας και κακούργας γυναίκας, θα καταλήξει στο βούρκο και θα τελειώσει με έναν ατιμωτικό θάνατο, θερισμένη από ένα εκδικητικό σπαθί.

Η Φούλβια θέλησε με ύβρεις να αμυνθεί για τη μεγάλη προσβολή που δέχθηκε, όμως η κόρη της που φοβόταν άλλες προστριβές και άλλες αποκαλύψεις, την πήρε από το χέρι και έφυγαν σιωπηλά, κάτω από τα ειρωνικά βλέμματα του γέρου που βάλθηκε να βάλει σε τάξη τα βότανα και τα δοχεία με τις μαγικές αλοιφές του.

Δεν πέρασαν δυο ώρες και ο μάγος δέχθηκε την επίσκεψη ενός νέου προσώπου. Η χαρακτηριστική Ιουδαϊκή φυσιογνωμία με τα λαμπερά μάτια και τη γαμψή μύτη ενός κάπως παράξενου και επιβλητικού νέου ανθρώπου, τον εξέπληξε. Ήταν ο Σαούλ που ήλθε να προσφύγει στα ίδια καταχθόνια μέσα, στα φυλαχτά και στα θαυματουργά ελιξίρια του μάγου, για να κατακτήσει με κάθε τρόπο τη γυναίκα του Πλίνιου. Εξέθεσε το ερωτικό βάσανό του για την τίμια και σεβαστή γυναίκα και ο μάγος, αφού συγκεντρώθηκε πάλι μπροστά στον τρίποδα κατά το γνωστό μας τρόπο, κάνοντας τις σχετικές προσευχές, είπε σε λίγο με σπασμωδική και βραχνή φωνή:

-Ιουδαίε, ευχαρίστησε το Θεό που πιστεύεις γιατί λυτρώθηκες από το ζυγό της σκλαβιάς, από τα χέρια του ανθρώπου που σήμερα δε διστάζεις να προδώσεις... Οι αυστηροί νόμοι της πατρίδας σου, σου απαγορεύουν να επιθυμείς τη γυναίκα του πλησίον σου, ακόμη και με τη σκέψη. Πολύ περισσότερο όταν αυτός ο πλησίον σου είναι ο μεγαλύτερος ευεργέτης σου. Ας γυρίσουμε λίγο στο θλιβερό παρελθόν της προηγούμενης ζωής σου. Σ' αυτήν υπήρξες ιερεύς του Απόλλωνα, στο δοξασμένο ναό των Δελφών... Το πνεύμα σου, ενσαρκωμένο σε άλλα σώματα, διήνυσε πολλές επίγειες ζωές, πριν να φθάσει στη σημερινή. Με καταλαβαίνεις; Λοιπόν, ως ιερεύς, απέσπασες μια νέα γυναίκα από την ιερή της απασχόληση, οδηγώντας την στην εξαθλίωση και στο θάνατο. Μη προσπαθήσεις τώρα να την αποτραβήξεις από τα χέρια που προορίζονται για να την προστατέψουν σ' αυτό τον κόσμο... Μην ταράξεις την αρμονία δύο υπάρξεων που οι ουράνιες δυνάμεις έπλασαν για να συμπληρώνει η μία την άλλη.

Ο νεαρός Ιουδαίος, αν και ερεθισμένος από τις προτροπές, δεν ακολούθησε τον τραχύ τρόπο της Φούλβιας, αλλά, σα να ήθελε να προκαλέσει την απληστία του φιλάργυρου γέρου, έβγαλε μια σακούλα με νομίσματα και παίζοντάς την στα χέρια του, είπε:

-Άραξε, εγώ έχω χρυσάφι, πολύ χρυσάφι... Και θα σου δώσω όσο μου ζητήσεις για την πολύτιμη βοήθειά σου. Για την αγάπη των θεών σου, στρέψε στο άτομό μου, σε παρακαλώ τη συμπάθεια της γυναίκας αυτής και θα σε ανταμείψω πλουσιοπάροχα.

Σπίθες άστραψαν στα μάτια του γέρου, στη θέα της κόκκινης φουσκωμένης με χρυσάφι σακούλας και ψιθύρισε με κάποια ευγένεια:

-Φίλε μου, αυτή η γυναίκα δεν είναι επιθυμητή μόνο σε σένα. Την επιθυμούν και άλλοι και νομίζω πως θα ήταν και για σένα καλό να μην αποχωριστεί από το σύζυγό της!...

-Ώστε υπάρχει και άλλος;-Ναι. Οι προβλέψεις μου είναι ότι την επιθυμεί επίσης και ο αδελφός του ανδρός της.Ο Σαούλ έκανε μια σύσπαση ζήλιας και είπε ανάμεσα στα δόντια του:“Α! τώρα καταλαβαίνω καλύτερα το βιαστικό ταξίδι του Αγρίππα.” Και, υψώνοντας τη φωνή

με την πρόθεση να αγωνιστεί για την άνομη φιλοδοξία του: “Άραξε, είπε, στο ζητώ ακόμη μια φορά. Κάνε ό,τι μπορείς. Θα σε πληρώσω βασιλικά!”.

Ο γέρος, βαθιά συλλογισμένος έσκυψε το κεφάλι αναζητώντας στον αόρατο κόσμο μια καταχθόνια δύναμη για να τον βοηθήσει, και σε λίγο είπε σε φιλικό τόνο:

-Βλέπω, δε θα περάσει πολύς καιρός και θα σου παρουσιαστεί κάποια ευμενής ευκαιρία. Κατά τις προβλέψεις μου, είναι ορισμένο για τους δυο αυτούς συζύγους να υποστούν θλιβερές δοκιμασίες για να εδραιώσουν την αγάπη, την εμπιστοσύνη και την πνευματική τους πρόοδο. Κάτι θα συμβεί που θα τους χωρίσει μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Δεν ξέρω τι θα είναι αυτό, μα ξέρω ότι θα περάσουν ένα μεγάλο διάστημα ασκητισμού και αυταπαρνήσεως. Ίσως φίλε μου, αυτό το διάστημα, να σταθεί για σένα μια ευκαιρία.

-Θα συμβεί λοιπόν κάτι τόσο σοβαρό; Μα τι μπορεί να είναι αυτό;-Κι εγώ ο ίδιος δεν είμαι σε θέση να το ξέρω. Ξέρω μόνον ότι στο διάστημα αυτό των θυσιών,

δυο πράγματα μπορεί να συμβούν. Ή και οι δύο σύζυγοι να διασκεδάσουν τη θλίψη τους, συνάπτοντας καινούριες σχέσεις και μεγαλώνοντας έτσι με την αδυναμία τους και την κακή τους θέληση το ηθικό τους χρέος, ή πληρώνοντας για θλιβερό παρελθόν τους με μια ανώτερη ηθική, να υποστούν τα βάσανα και τις δοκιμασίες με τη δύναμη και την καλή τους θέληση. Πρέπει να ξέρεις πως οι άνθρωποι κλίνουν ευκολότερα προς το κακό κι αυτό είναι που με κάνει να πιστεύω ότι ίσως στο διάστημα αυτό να έχεις πιθανότητες επιτυχίας.

-Και πόσον καιρό πρέπει να περιμένω για να συμβεί αυτό;-Μερικά χρόνια.-Καμιά προσπάθεια νωρίτερα δε θα έχει επιτυχία;-Καμιά. Ξέρω πως ο ευγενής πελάτης μου έχει τις ασχολίες και τα συμφέροντά του σε χώρα

μακρινή και τον συμβουλεύω εν τω μεταξύ να ασχοληθεί με τις υποθέσεις του.Ο Σαούλ παρακολουθούσε με απορία και μεγάλη περιέργεια αυτό τον άνθρωπο που, όπως

έδειχνε, ήξερε τη ζωή του με κάθε λεπτομέρεια και αφού του έδωσε τη γεμάτη σακούλα, τον ευχαρίστησε με την υπόσχεση να ξανάρθει όταν θα τον είχε ανάγκη.

Έτσι αποφάσισε να φύγει για την Ιουδαία και την παραμονή της αναχωρήσεώς του επωφελήθηκε από λίγες στιγμές αγνής, απλής οικειότητας με τη Φλάβια, για να της πει με δειλή φωνή, αλλά με βλέμμα που φανέρωνε τα ανοίκεια αισθήματά του:

-Ευγενικιά Φλάβια, ο θαυμασμός μου δεν υπαγορεύεται, παρά μόνον από ηθικά αισθήματα. Για μένα είστε σεβαστή όχι μόνο γιατί είστε πατρικία, αλλά και γιατί ο σύζυγός σας είναι ένας από τους ευεργέτες μου και δε σκέπτομαι παρά μόνο την ευτυχία και των δυο σας, διόρθωσε ο ευέλικτος Ιουδαίος, γιατί κατάλαβε ότι βιάστηκε πολύ στις εκδηλώσεις του.

-Πολύ ωραία κύριε, είπε εκείνη ησυχασμένη κάπως. Ο άνδρας μου σας θεωρεί σαν έναν αγαπητό αδελφό κι εγώ νιώθω τιμή συμμεριζόμενη τα αισθήματά του.

-Σας ευχαριστώ πολύ. Και αφού μου προσφέρετε αδελφική φιλία, πράγμα που σαν ελεύθερος σκλάβος ποτέ δεν τολμούσα να ελπίσω, σας λέω πως ζητώ να σας προφυλάξω από ένα κίνδυνο.

-Ένα κίνδυνο;-Ναι, βασίζομαι στην απόλυτη εχεμύθειά σας, για να σας κάνω αυτή την αποκάλυψη. Θα

ξέρετε ότι ο Πλίνιος ήταν σχεδόν αρραβωνιασμένος με την κόρη του θείου σας Σάλβιου Λέντουλου, που τώρα είναι παντρεμένη με τον Αιμιλιανό Λούτσιο. Σαν αδελφός, λοιπόν πρέπει να σας ειδοποιήσω ότι η εξαδέλφη σας Αυρηλία παρά το γάμο της, δεν παραιτήθηκε από τον άνδρα των ονείρων της και σήμερα έμαθα ότι τρέχει σε μάγους της Ρώμης για να τον ξανακερδίσει.

Στα λόγια αυτά, το πρώτο κέντρισμα της ζήλιας άγγιξε τη Φλάβια.Ο Πλίνιος αποτελούσε γι' αυτήν κάθε ευτυχία. Σ' αυτόν είχε εναποθέσει όλες τις ελπίδες και τα

όνειρά της. Μακριά από τους γονείς της, ένιωθε μεγάλη μοναξιά και την ανάγκη μιας φιλικής και στοργικής επαφής. Καθώς ο πατέρας της την ανέθρεψε κρατώντας την σε κάποια απόσταση από τη μητέρα της, της έλειπε η διαίσθηση που οπωσδήποτε η μητέρα της σα γυναίκα θα της την είχε αναπτύξει καλλιεργώντας και το συναίσθημα και όχι μόνο την υπερηφάνεια και την τυφλή υποταγή στις παραδόσεις. Τελικά όμως, κατάφερε να κυριαρχήσει και να πει τελείως αδιάφορη:

-Σας είμαι υποχρεωμένη για το ενδιαφέρον σας, αλλά δεν αμφιβάλλω καθόλου για τον έντιμο χαρακτήρα του Πλίνιου, που αντιπροσωπεύει κάθε ιδανικό μου.

-Κυρία, είπε μουδιασμένα ο Ιουδαίος, η γυναίκα με τη φαντασία της κατορθώνει πολλές φορές να εξαπατά και τους πιο έξυπνους. Θαυμάζω την εμπιστοσύνη σας, αλλά θέλω να ξέρετε ότι σε οποιαδήποτε περίσταση στο πρόσωπό μου θα βρείτε έναν ειλικρινή υπερασπιστή της ευτυχίας σας.

Και αποχαιρέτησε με σεβασμό, ενώ η Φλάβια βυθίστηκε σε σκέψεις, ανίδεη και γι' αυτό ανίκανη να απομακρύνει τον κίνδυνο που διέτρεχε η ευτυχία της...

Το ίδιο βράδυ ο Πλίνιος δε βρήκε τη γνωστή πολυαγαπημένη, χαρωπή και αφοσιωμένη ύπαρξη, αλλά μια θλιμμένη και περίεργη Φλάβια. Έτσι άρχισαν οι πρώτες προστριβές που μπορούν να καταστρέψουν για πάνα την αρμονία μιας συμβιώσεως, γιατί οι καρδιές τους δεν ήταν αρκετά προπαρασκευασμένες για μια αμοιβαία κατανόηση και συγνώμη.

Ο Σαούλ έφυγε για τις εμπορικές υποθέσεις του με την ελπίδα να ξαναγυρίσει το ταχύτερο στη Ρώμη, όπου η ζωή κυλούσε πάντοτε ίδια για όλα τα πρόσωπα της ιστορίας μας. Ο γερουσιαστής Πούμπλιος Λέντουλος βυθισμένος στην εργασία του, έβρισκε τον καιρό να επισκέπτεται συχνά το σπίτι της κόρης του και να συζητεί με την Καλπούρνια για το παρελθόν και το παρόν.

Η Λίβια πάλι απομακρυσμένη αναγκαστικά από έλλειψη κατανοήσεως τόσο από την κόρη της, όσο και από την καλύτερη φίλη της του παλιού καιρού, πάντοτε σε απόσταση από τον άνδρα της, κατέφυγε στην αφοσίωση και τη φιλία της Άννας και στις φλογερές και ειλικρινείς προσευχές. Συνήθιζαν και οι δυο τους να προσεύχονται καθημερινά μπροστά στον ακατέργαστο ξύλινο σταυρό του Συμεών, που πολλές φορές σε έκσταση τον έβλεπαν και άκουγαν τη φιλική φωνή του Αποστόλου να κατεβαίνει από το βασίλειο του Ιησού, για να τους διδάσκει την πίστη, την αγάπη, την αυταπάρνηση, την ευσπλαχνία και να τις συμβουλεύει να εκτελούν τις υποχρεώσεις τους. Τέτοιες στιγμές ζώντας μαζί του, την αρμονία της ουράνιας ζωής, έκλαιγαν από ευτυχία.

Αυτή την εποχή η Άννα που είχε ειδοποιηθεί σχετικά, έκανε γνωστό στην κυρία της, ότι οι ταπεινοί Χριστιανοί μπορούσαν να συγκεντρώνονται κρυφά στις κατακόμβες, γιατί η ιδέα του Χριστιανισμού θεωρήθηκε από τη ρωμαϊκή κοινωνία επαναστατική και επικίνδυνη. Η Αυτοκρατορία που είχε ιδρύσει ο Αύγουστος με τις κατακτήσεις της, ήταν η μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο και δεν ανεχόταν καμιά πολιτικής ή κοινωνικής φύσεως συγκέντρωση.

Κατατρεγμένοι, λοιπόν, οι οπαδοί του Ιησού από τους νόμους που δεν ανέχονταν τις ανακαινιστικές ιδέες τους, αποδιοπομπαίοι των οπαδών των παλαιών παραδόσεων ήξεραν πολύ καλά τα βάσανα που τους περίμεναν στο μέλλον. Και μολονότι η κυβέρνηση του Κλαύδιου προσπαθούσε πάντοτε να επιβάλλει την τάξη χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές, ήταν αναγκασμένοι να κρύβουν τις θρησκευτικές τους εκδηλώσεις. Μερικοί που η μεγάλη τους πίστη τους έκανε τολμηρούς, κήρυτταν δημόσια τις ιδέες τους με διάφορες επιστολές, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής. Στις κατακόμβες οι συγκεντρώσεις γίνονταν περιοδικά και με απόλυτη μυστικότητα. Εκεί, πολλοί απόστολοι της Παλαιστίνης έφερναν στους αδελφούς της μητροπόλεως τα παρήγορα κηρύγματά τους. Μέσα στις σπηλιές, στη σιωπή των μεγάλων βράχων, εξηγούσαν με εμπνευσμένα λόγια τα Ευαγγέλια του Κυρίου και εγκωμίαζαν το βασίλειό του. Δάδες φώτιζαν τις υπόγειες στοές και κισσοί προστάτευαν τις κλεισμένες με πέτρες εισόδους, ώστε να δίνουν την εντύπωση της τέλειας εγκαταλείψεως. Κάθε φορά που κάποιος προσκυνητής έφτανε στην πόλη αμέσως ειδοποιούντο μυστικά όλοι οι πιστοί. Το σημείο του σταυρού ήταν ένα σιωπηλό σινιάλο για τους Χριστιανούς και ανάλογα με τον ξεχωριστό τρόπο που γινόταν κάθε φορά, σήμαινε μια προειδοποίηση που το νόημά της γινόταν αμέσως καταληπτό.

Ειδοποιημένη, λοιπόν, πάντοτε η Άννα, γνώριζε κάθε κίνηση στις κατακόμβες και μετέδιδε στην κυρία της ό,τι είχε σχέση με τη διδασκαλία του Ιησού στη Ρώμη. Η Λίβια, συνοδευομένη από την πιστή της σκλάβα, κατάφερνε με κάθε τρόπο να παρευρίσκεται στις μυστικές αυτές συνεδριάσεις όταν έφτανε κάποιος απόστολος από τη Γαλιλαία ή από τα περίχωρά της, αλλά τώρα που είχε την άδεια του συζύγου της, φορούσε πάντοτε τα φορέματα της πατρικίας. Ήξερε ότι μ' αυτό προκαλούσε την κοινωνία, αλλά η θυσία του Συμεών, σα φωτεινό αστέρι, την καθοδηγούσε στη γη και με θάρρος, πίστη και ηρεμία εκτελούσε τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Αν δεν την καταλάβαιναν οι παλιές της φίλες στη Ρώμη, αν ο Πούμπλιος εξακολουθούσε να βρίσκεται τελείως έξω από τη ζωή της και αν η Καλπούρνια μαζί με τον Πλίνιο μεγάλωναν την άβυσσο που τη χώριζε από την κόρη της, η ψυχή της με την πίστη είχε βρει ένα μονοπάτι που την απομάκρυνε από όλες τις γήινες πικρίες. Ένιωθε πως ο Διδάσκαλος της Ναζαρέτ παρηγορούσε την καρδιά της και

επούλωνε τις ψυχικές πληγές της. Η πίστη της, ακτινοβολώντας εμπιστοσύνη, σα δαυλός φώτιζε το δρόμο της προς τη θεία δικαιοσύνη που μετατρέπει τους πόνους των επίγειων δοκιμασιών, σε αιώνια ευδαιμονία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Τραγωδίες και ελπίδες

Η ζωή είναι πάντοτε πεζή και τα πρόσωπα αυτού του βιβλίου ζουν χωρίς φαντασία και όνειρα. Όσου κατακτούν υψηλές κοινωνικές θέσεις και εκείνοι που πλησιάζουν στο τέλος της γήινης ζωής τους, δεν έχουν να διηγηθούν πολλά για την κάθε ημέρα που περνάει. Υπάρχει μια θλιβερή περίοδος στη ζωή του ανθρώπου που τα όνειρα και οι ελπίδες σβήνουν και η κάθε μέρα διαδέχεται την άλλη, πάντοτε ίδια στο ατέλειωτο ξεδίπλωμα του χρόνου.

Κατά το έτος 57 μ.Χ., η ζωή των προσώπων του θλιβερού μας δράματος, παραμένει αμετάβλητη, εκτός από μια αλλαγή που σημειώθηκε στη ζωή του σπιτιού της Καλπούρνιας.

Ο Πλίνιος Σεβήρος ήδη παρασημοφορημένος από το στρατό της Αυτοκρατορίας, τιμήθηκε επίσης με παράσημα για διάφορες αποστολές στις μακρινές Γαλλία και Ισπανία, τις οποίες έφερε επιτυχώς εις πέρας. Όμως, όλ' αυτά, παρά την καλοσύνη και τη γενναιοδωρία του, μεγάλωσαν μέσα του την υπερηφάνεια και τη ματαιοδοξία και άλλαξαν τον εσωτερικό του κόσμο.

Τις πρώτες ζηλοτυπίες της Φλάβιας ακολούθησαν άλλες μεγαλύτερες και θλιβερές συνέπειες. Οι σκοτεινές προθέσεις του Σαούλ και οι δόλιες εκμυστηρεύσεις των δήθεν φίλων της, την έκαναν να μην απολαμβάνει τη συζυγική ευτυχία που τόσο η καρδιά της λαχταρούσε, αλλά οδηγημένη από την αχαλίνωτη ζήλια της, πάλευε στην άβυσσο των βασάνων και των δοκιμασιών. Για έναν άνδρα σαν τον Πλίνιο ήταν πολύ εύκολο να αντικαταστήσει το οικογενειακό περιβάλλον με τις θορυβώδεις εορτές του ιπποδρόμου ή με τη συντροφιά εύκολων γυναικών που γέμιζαν την πρωτεύουσα. Μάταια τον συμβούλεψε η Καλπούρνια. Η Φλάβια πάλι κλεισμένη στον εαυτό της, σπάνια παραπονιόταν στη μητέρα του ανδρός της, ή στον πατέρα της και άνοιγε την καρδιά της κάνοντας θλιβερές αποκαλύψεις. Ο Πούμπλιος που ήξερε πόσο σπουδαία είναι η συμβολή της γυναίκας στην οικογένεια, συμβούλευε την κόρη του να δείχνει υπομονή και αυταπάρνηση, εξηγώντας της ότι η σύζυγος είναι η τιμή του ονόματος του ανδρός της και η τροφή της ζωής του και ότι αν αυτός παρασυρθεί από τον ανεμοστρόβιλο των παθών του, αρκεί κάποτε ένα δάκρυ για να αποκαταστήσει τη συζυγική ειρήνη και να ξαναζωντανέψει την αμοιβαία αγάπη. Για τη Φλάβια, τα πατρικά λόγια ήταν βάλσαμο και οι συμβουλές πολύτιμες και πάντοτε περίμενε ότι κάποτε θα ξαναγυρίσει ο Πλίνιος στην αγάπη της, ακολουθώντας τον ευλογημένο δρόμο. Ο Πλίνιος Σεβήρος όμως, σπαταλούσε στο παιχνίδι και στα γλέντια την περιουσία του. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε ξοδεύοντας άσωτα με γυναίκες στα πολυτελέστερα κέντρα της πόλεως και σπάνια θυμόταν το σπίτι του, όπου μια τρυφερή και στοργική σύζυγος τον περίμενε.

Ο θάνατος του γηραιού πραιτοριανού Σάλβιου Λέντουλου πριν από το έτος 50 μ.Χ. Έφερε σε επαφή τον Πούμπλιο και την οικογένεια Σεβήρου, με τη Φούλβια και την κόρη της. Το κοινωνικό πρωτόκολλο απαιτούσε την παρουσία τους στην ταφή του στενού συγγενή τους και η αφορμή αυτή έδωσε την ευκαιρία στην Αυρηλία να ξαναζωντανέψει τον παλαιό δεσμό της με το νεότερο γιο του Φλαμίνιου. Δεν ήταν δύσκολο. Μια ματιά, μια συνάντηση, μια λέξη, έκαναν τον Πλίνιο να ξεχάσει τον αγνό και ιερό έρωτά του προς τη Φλάβια και σε λίγο, περίεργα μάτια τους συναντούσαν στα θέατρα, στον ιππόδρομο και στις μεγάλες αθλητικές συγκεντρώσεις της εποχής.

Η Φλάβια υπέφερε με σιωπηλή αγωνία, μέσα στο σπίτι της, πάντοτε έντιμη και πιστή. Πολλές φορές ελεεινολογούσε τον εαυτό της για την παλιά άδικη ζήλια της, που στάθηκε το πρώτο σκαλοπάτι της καταπτώσεως του συζύγου της, αλλά καταλαβαίνοντας ότι είναι αργά πια για να μετανοεί, αποφάσισε να περιμένει με υπομονή και πίστη την επιστροφή του Πλίνιου. Όταν ένιωθε απελπισία και αβάσταχτη μοναξιά, κατέφευγε στο γράψιμο, άλλοτε ζητώντας την προστασία και

την ευσπλαχνία των Θεών και άλλοτε γράφοντας στίχους τρυφερούς και συγκινητικούς που εξέφραζαν την ψυχική της αγωνία και που μόνον ο πατέρας της τους διάβαζε και με πίκρα συλλογιζόταν μήπως η συζυγική ατυχία της φτωχής του κόρης αποτελούσε μια θλιβερή κληρονομιά.

Δυο χρόνια ύστερα από το θάνατο του συζύγου της, η Φούλβια Λεντούλια, αρρώστησε βαριά και κατά το έτος 52 μ.Χ. Τον ακολούθησε στον τάφο, κάτω από θλιβερές συνθήκες. Επί δύο χρόνια το γεμάτο καρκινώματα αδυνατισμένο κορμί της πάλεψε με τους πόνους, χωρίς να έχει την αφοσίωση και τις περιποιήσεις της κόρης της, που μεγαλωμένη με πρότυπο τη μητέρας της και δοσμένη στις συνεχείς διασκεδάσεις, δε διέθετε χρόνο για την άρρωστη μητέρα της. Αλλά η θεία δικαιοσύνη που ποτέ δεν εγκαταλείπει και τις πιο ποταπές υπάρξεις, στο πρόσωπο του Αιμιλιανού Λούτσιου, της χάρισε ένα στοργικό γιο που συμπονούσε τα βάσανα του εξιλασμού της. Ήταν από τους τίμιους και άξιους άνδρες με τις υψηλές ηθικές αρχές και τη σπάνια υπομονή. Νύχτες πολλές αγρυπνούσε δίπλα στην άτυχη γριούλα που ο πόνος του κορμιού τη βασάνιζε ανελέητα.

Τις τελευταίες μέρες της ζωής της, λόγια ασυνάρτητα φανέρωναν ότι ξαφνικά είχε τη δύναμη να ακούει και να βλέπει τον αόρατο κόσμο και από τις χυδαίες αναμνήσεις της, μπορούσες να καταλάβεις ότι όλα τα παλιά της θύματα, γυρνούσαν από τις κατώτερες πνευματικές σφαίρες για να τριγυρίσουν το κρεβάτι του θανάτου της. Με μάτια γεμάτα τρόμο, ξεφώνιζε αγκαλιάζοντας το γαμπρό της.

-Αιμιλιανέ, το δωμάτιο είναι γεμάτο καταχθόνιες υπάρξεις. Δεν τις βλέπεις; Δεν ακούς τα χυδαία λόγια τους και τα ειρωνικά τους γέλια; Γνώρισες το Σουλπίκιο Ταρκύνιο, τον έμπιστο του Πιλάτου; Νάτος, με τους στρατιώτες του, μεταμφιεσμένος σε δαίμονα. Μου μιλάνε για θάνατο... σώσε με, γιε μου...

Ο Σουλπίκιος έχει σώμα δράκου και με τρομάζει, είπε ξεσπώντας σε πικρά δάκρυα.-Ησυχάστε, μητέρα, ας έχουμε εμπιστοσύνη στην απέραντη καλοσύνη των Θεών...-Α... οι Θεοί!... είπε χαιρέκακα. Πού να βρεθούν οι Θεοί σ' αυτό το σπίτι;... Αιμιλιανέ,

Αιμιλιανέ, εμείς πλάσαμε τους Θεούς για να συγκρατηθούμε από τις παρεκτροπές. Δεν είμαστε παρά οστά μέσα στο χώμα. Το μόνο που ίσως υπάρχει πραγματικά είναι η κόλαση με τους δαίμονες και τις φλόγες της. Νάτους κιόλας που φτάνουν κατά φάλαγγες!...

Και σφίγγοντας στο στήθος της τον αξιωματικό για να προφυλαχθεί:-Ποτέ δε θα με πάρετε, αναθεματισμένοι. Πίσω, αγύρτες. Με προστατεύει ο γιος μου από τις

επιθέσεις σας, φώναξε, ενώ ο Αιμιλιανός χάιδευε με καλοσύνη τα άσπρα της μαλλιά και παρακαλούσε τους Θεούς να τη λυπηθούν και να δώσουν τέλος στα βάσανά της. Άλλες πάλι στιγμές, πιο ήρεμη και με αφυπνισμένη συνείδηση, του έλεγε:

-Αιμιλιανέ, πεθαίνω και πρέπει να σου εξομολογηθώ τα μεγάλα σφάλματά μου. Η ζωή μου υπήρξε μια μακριά σειρά εγκλημάτων που δε μπορούν να εξιλεωθούν με τα δάκρυα και τους πόνους της αρρώστιας μου. Οδηγούμαι στα μυστήρια της άλλης ζωής χωρίς ποτέ να αναλογιστώ τις συνέπειες των φοβερών πράξεών μου... Υπήρξα πρόστυχη σύζυγος και άσπλαχνη μητέρα... Αν επιζεί τίποτα από μας μετά το θάνατο, ποιος μπορεί να με λυπηθεί; Μόνο τρομερά φαντάσματα βλέπω να παρελαύνουν μπροστά μου τώρα και να με κατακρίνουν, χαρούμενα που υποφέρω και βασανίζομαι ως τον τάφο. Χωρίς μια αληθινή θρησκεία, χωρίς πίστη, αισθάνομαι έρμαιο των θηρίων αυτών του απείρου που μου θυμίζουν το σκοτεινό παρελθόν μου!... κατέληξε με λυγμούς.

Ο Αιμιλιανός χάιδευε με στοργή το ρυτιδωμένο πρόσωπό της και σκεπτόταν με λύπη, πως αυτό το ξέσπασμα τα εξηγούσε όλα. Η ανταρσία της γυναίκας του, ο εγωισμός, οι οικογενειακές προστριβές, η πλήρης ανευθυνότητα, η ακόρεστη δίψα για θορυβώδεις απολαύσεις με συντροφιές δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά τα προϊόντα της κακής ανατροφής της. Αλλά είχε μια μεγάλη καρδιά, γεμάτη ευγένεια, αγάπη και κατανόηση και όποιος κατανοεί, πάντοτε συγχωρεί.

Μια νύχτα που η άρρωστη βρισκόταν σε τρομερή υπερένταση, ο Αιμιλιανός διέταξε τις σκλάβες να αποσυρθούν. Ο πυρετός την έκαιγε και ιδρώτας μούσκευε το μέτωπό της.

-Αιμιλιανέ, φώναξε με απελπισία, πού είναι η Αυρηλία; Γιατί δεν είναι κοντά μου τώρα που πλησιάζει ο θάνατος; Φοβάται κι αυτή το κορμί μου, όπως οι δήθεν φίλες μου;

-Α, όχι μητέρα, απάντησε εκείνος με μεγαλοψυχία. Η Αυρηλία έπρεπε σήμερα να εκπληρώσει κάποια κοινωνική της υποχρέωση.

-Μπα; σάρκασε, οι κοινωνικές υποχρεώσεις... οι κοινωνικές υποχρεώσεις... Πώς την πιστεύεις, γιε μου; Αυτή την ώρα, θα είναι κοντά στον παλιό της ερωμένο τον Πλίνιο Λέντουλο.

Ο Αιμιλιανός προσπάθησε με κάθε τρόπο να κάνει την άρρωστη που βρισκόταν σε κρίση παραφροσύνης να σταματήσει, όμως μάταια, γιατί η Φούλβια: “Όχι, άφησέ με, να συνεχίσω, φώναξε. Ό,τι σου λέω, είναι η αλήθεια. Εγώ την έσπρωξα στην απιστία. Ο Πλίνιος ήταν εχθρός και έπρεπε σα γυναίκα να τον νικήσει. Εγώ τη διευκόλυνα στη μοιχεία, μέσα στο ίδιο σου το σπίτι. Σου εμπιστεύομαι παιδί μου τα μεγάλα μου σφάλματα και σε παρακαλώ να με συγχωρήσεις. Θέλω να παρακολουθείς τη γυναίκα σου, ώστε να πάψει να σε απατά, για να μη σαπίσει μια μέρα σαν εμένα πάνω σε μετάξια που μοσχοβολούν!...”

Ο Αιμιλιανός άκουγε έκπληκτος τις τρομερές αυτές αποκαλύψεις. Ώστε η γυναίκα του όχι μόνο δε συμμεριζόταν τα ιδανικά του, αλλά τον απατούσε και μέσα στο ίδιο του το σπίτι; Τρομερή αγωνία τον κατέλαβε, μα σκέφτηκε πάλι ότι ίσως όλ' αυτά να ήταν παραλήρημα πυρετού και τρέλας. Η αμφιβολία φώλιασε μέσα του, ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μεγάλα αισθαντικά του μάτια.

-Και η Αυρηλία; γιατί δεν έρχεται; συνέχισε η άρρωστη. Πού να βρίσκεται η φτωχιά μου άπιστη και καταχθόνια κόρη; Αύριο, γιε μου, θα σου εμπιστευθώ τα απαίσια μυστικά μας.

Τη στιγμή αυτή κάποιος πέρασε στο διπλανό δωμάτιο. Ήταν η Αυρηλία που γύριζε από γλέντι. Περνώντας πρόφτασε να ακούσει τα τελευταία λόγια της μητέρας της και συλλογίστηκε τις συνέπειες ύστερ' από τις αποκαλύψεις της επομένης. Αστραπιαία συνέλαβε μια φοβερή απόφαση. Με μάτια που γυάλιζαν από θυμό, έβγαλε τα γιορτινά ρούχα της και φορώντας τα ρούχα του σπιτιού πέρασε από μια ιδιαίτερη πόρτα, στο δωμάτιο της μητέρας της. Ο άνδρας της την παρατηρούσε με αγωνία και πικρές αμφιβολίες.

-Μητέρα, πώς είσαι; Σε βλέπω κουρασμένη... Πρέπει να αναπαυθείς λίγο.Η Φούλβια με ξαφνική διαύγεια, σήκωσε τα μάτια και κοίταξε την κόρη της που η παρουσία

της την καθησύχασε, ανακάθισε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Ο Αιμιλιανός αποσύρθηκε διακριτικά και η Αυρηλία συνέχισε με προσποιητή καλοσύνη.

-Μητέρα, θέλεις ένα καταπραϋντικό για να ανακουφιστείς;Η μητέρα της ένευσε καταφατικά και η κόρη πήρε ένα φιαλίδιο που είχε κρυμμένο στο

δωμάτιό της και στάλαξε λίγες σταγόνες σ' ένα φλιτζάνι με καταπραϋντικό, μονολογώντας: “ναι... ένα μυστικό μονάχα ο θάνατος μπορεί να το περισώσει”. Και χωρίς δισταγμό προχώρησε στο κρεβάτι όπου η μητέρα της πάλευε με την ανίατη αρρώστια της και της έδωσε να πιει.

Ύστερα φώναξε δυο σκλάβες για να παραστέκουν την άρρωστη στον ύπνο της, όπως έκανε πάντοτε όταν γύριζε από τις διασκεδάσεις της και περίμενε, ήσυχη, ανεύθυνη και ασυνείδητη το αποτέλεσμα της εγκληματικής ενέργειάς της. Σε δυο ώρες εκδηλώθηκαν τα σημάδια της δηλητηριάσεως. Το σπίτι αναστατώθηκε από τις φωνές των σκλάβων και όλοι έτρεξαν στο προσκέφαλο της άρρωστης. Ο Αιμιλιανός προσπάθησε να της αποσπάσει μια λέξη, ενώ τα μάτια της έσβηναν, από το στόμα έβγαινε ένα κοκκινωπός αφρός και τα μέλη της έπαιρναν την ακαμψία του θανάτου. Οι γιατροί δε μπόρεσαν να προσφέρουν καμιά βοήθεια ούτε και να διαγνώσουν την αιτία του θανάτου, γιατί κατά την εποχή εκείνη οι γνώσεις της ιατρικής και της ανατομίας ήταν μικρές και δεν υπήρχε εργαστήριο και αστυνομία για να εξιχνιάζει τους μυστηριώδεις θανάτους. Έτσι, κανείς δεν κατάλαβε την πράξη της Αυρηλίας, εκτός από τον Αιμιλιανό που πρόσθεσε άλλη μια αμφιβολία στις πικρές του σκέψεις και άλλο ένα τραύμα στα αισθήματά του.

Η Αυρηλία έπαιξε στην εντέλεια την κωμωδία της θλιμμένης κόρης και μετά την αποτέφρωση το παλιό σπίτι του Πραιτοριανού Σάλβιου Λέντουλου, έγινε το καταφύγιο δύο καρδιών που εμισούντο αμοιβαίως.

Η άπιστη και ασυνείδητη Αυρηλία, ύστερα από τις πρώτες ημέρες του πένθους, ξανάρχισε τη ζωή των διασκεδάσεων, ενώ ο Αιμιλιανός Λούτσιος, δεν ξέχασε ποτέ τις αποκαλύψεις που η πεθερά του, του εμπιστεύθηκε την παραμονή του θανάτου της και που επί δύο χρόνια του ξέσκιζαν την καρδιά.

Κατά το έτος 54 μ.Χ. Ανέβηκε στην εξουσία ο Δομίτιος Νέρων, πλαισιωμένος από μια αυλή διεφθαρμένων και από πλήθος παλλακίδων.

Η Αγριππίνη αργά κατάλαβε το λάθος της, να υποχρεώσει τον Κλαύδιο να ενδώσει στο γάμο της κόρης του Οκτάβιας με το Νέρωνα, που αργότερα το 59 μ.Χ. τη δολοφόνησε κι αυτή την ίδια, μέσα σε τελετές οργίων. Τα Δικαστήρια και η Γερουσία έμαθαν με τρόμο την ανακήρυξη από τα πραιτοριανά στρατεύματα του νέου Καίσαρος, γιατί γνώριζαν πολύ καλά πως ο αμόρφωτος και αιμοχαρής αυτός πρίγκιπας, θα γινόταν το εύκολο παιχνίδι των πιο μοχθηρών και φιλόδοξων αυλικών. Κανείς, όμως δε διαμαρτυρήθηκε για τα συνεχή αδικήματα που λάβαιναν χώρα και πάντοτε ατιμώρητα. Με άτιμα μέσα εξόντωναν και ταπείνωναν τους γερουσιαστές της Αυτοκρατορίας και όλες οι μεγάλες και αξιόλογες οικογένειες της Ρώμης αντιμετώπιζαν τον κατατρεγμό, την τυραννία, το δηλητήριο και το μαχαίρι. Όταν όμως, το έτος 56 μ.Χ. ο Νέρων εξόντωσε με δηλητήριο το γιο του Κλαύδιου τον από τη Μεσσαλίνα, Βρετανικό, η εντύπωση υπήρξε τρομαχτική για τους Πατρικίους και έδωσε την ευκαιρία σε μερικούς αξιόλογους ανθρώπους να εκδηλωθούν. Μεταξύ αυτών και ο Αιμιλιανός Λούτσιος ο οποίος προβλέποντας την επικείμενη εξορία του, γιατί τον παρακολουθούσαν πολλοί μυστικοί του Αυτοκράτορα, απογοητευμένος προσπάθησε να αποσυρθεί για να αποφύγει τις προστριβές. Μια νύχτα γυρνώντας στο σπίτι του σε ώρα που δε συνήθιζε, άκουσε στο δωμάτιο της γυναίκας του εύθυμες ομιλίες και είδε ξαφνιασμένος την Αυρηλία και τον Πλίνιο να τον απατούν μέσα στον ίδιο το συζυγικό του κοιτώνα. Ένιωσε σα να δεχόταν ένα σπάθισμα στην καρδιά και σκέφτηκε να καλέσει τον αντίζηλό του σε μονομαχία στο πεδίον της τιμής. Ύστερα όμως συλλογίστηκε ότι η γυναίκα του δεν άξιζε μια τέτοια θυσία. Έτσι, απογοητευμένος από όλα, νικημένος από την κακή του τύχη, αποσύρθηκε στο γραφείο του πραιτοριανού Σάλβιου, όπου εργαζόταν κατά τη διάρκεια της ημέρας και παίρνοντας την τραγική του απόφαση, αναζήτησε ένα μικρό δοχείο που περιείχε κώνειο και αστραπιαία προτού τα φιλικά και προστατευτικά πνεύματα καταφέρουν να τον αποτρέψουν, άδειασε το περιεχόμενό του και τελείωσε ξαπλωμένος στον καναπέ του γραφείου που ήταν γεμάτο μάρμαρα και πολύτιμες περγαμηνές. Γιατί, στη βαθιά του απελπισία, προτίμησε το θάνατο που τον θεωρούσε σαν την τελευταία ανάπαυση, για να ξεκουραστεί από όλα: από τη χυδαία προδοσία της γυναίκας του, από τους φόβους της προγραφής και της εξορίας και από την πιθανότητα μιας ύπουλης επιθέσεως. Ο τραγικός του θάνατος δεν άργησε να γίνει γνωστός και επειδή η Αυρηλία για άλλη μια φορά προσποιήθηκε τέλεια το ρόλο της απελπισμένης συζύγου, ο θάνατός του δεν αποδόθηκε στη φοβερή συζυγική απογοήτευσή του, αλλά στην τυραννική πολιτική του νέου Αυτοκράτορα, κατά την οποία καθημερινά λάβαιναν χώρα μυστικά και καταχθόνια εγκλήματα.

Χωρίς φραγμό τώρα πια η Αυρηλία, παραδόθηκε στην ακολασία κρατώντας κοντά της, με κάθε τρόπο τον άνδρα της προτιμήσεώς της, που έγινε τυφλό όργανο της αχαλίνωτης φιλοδοξίας της.

Είχαν κυλήσει περίπου πέντε χρόνια. Κατά το έτος 57 μ.Χ. ο Σαούλ ντε Τζιώρας, εγκατεστημένος μόνιμα πια στη Ρώμη, με μεγάλη περιουσία από το εμπόριο δερμάτων με την Ανατολή, δεν είχε παραιτηθεί από τους πόθους και τους σκοπούς του και δεν άφηνε ευκαιρία που να μην επιδείξει την οικονομική του ευεξία στη γυναίκα του φίλου και ευεργέτη του, την οποίαν επί τόσα χρόνια ποθούσε με την ίδια δύναμη. Όμως η Φλάβια Λεντούλια, κλεισμένη σιωπηλά στο μαρτύριό της, με θλίψη, αξιοπρέπεια και συγκινητική αυτοθυσία, παρακολουθούσε την ηθική κατάπτωση του ανδρός της. Κάποτε ο Σαούλ της έκανε μερικούς υπαινιγμούς για τη δημόσιο ζωή του Πλίνιου, αλλά μάταια της έδειχνε το θαυμασμό του και με ευγένεια της πρόσφερε τη συντροφιά του. Γιατί η Φλάβια δεν έβλεπε στο πρόσωπό του, παρά έναν απλό φίλο ή αδελφό.

Ο μάγος Άραξος, άπληστος για τα χρήματα του Σαούλ, τον ενεθάρρυνε χωρίς όμως να τον αφήνει να υποταχθεί στα επικίνδυνα ένστικτά του.

Ο Πλίνιος Σεβήρος, δικαιολογούσε τη συνεχή του απουσία από το σπίτι, προφασιζόμενος τις κρατικές του απασχολήσεις και δεν καταλάβαινε ότι η υπερβολική σπατάλη του τον κατέστρεφε οικονομικώς και στερούσε τους οικείους του ακόμη και από τα αναγκαία. Κατά καιρούς, ζούσε στοργικές ώρες με τη γυναίκα του, που μαζί της τον ένωνε δυνατός δεσμός αγάπης, αλλά οι κοσμικές αταξίες ήταν βαθιά ριζωμένες μέσα του και δε μπορούσε εύκολα να τις νικήσει. Μέσα του ποθούσε να ξαναγυρίσει στην ησυχία και τη στοργή του σπιτιού του, μα το κρασί, οι γυναίκες και η κραιπάλη, ήταν μαγνητικές έλξεις για τον αδύνατο χαρακτήρα του και ενδόμυχα, παρά την αγάπη που έτρεφε για τη γυναίκα του, δεν της συγχωρούσε την ηθική ανωτερότητά της και τον ερέθιζε η

ανεκτικότητά της. Τότε ξαναγύριζε στην αγκαλιά της καπριτσιόζας Αυρηλίας, αναποφάσιστος ανάμεσα στις δυνάμεις του καλού και του κακού.

Το έτος 57 μ.Χ. η Καλπούρνια βαριά άρρωστη συγκέντρωσε γύρω από το κρεβάτι της ολόκληρη την οικογένεια. Για πρώτη φορά μετά το γάμο του αδελφού του και αφού ταξίδεψε πολύ, ο Αγρίππας Σεβήρος ξαναγύρισε στο σπίτι, υπακούοντας στις συγκινητικές επικλήσεις της μητέρας του. Όταν

ξανασυνάντησε τη Φλάβια και έζησε στο ίδιο μ' αυτή περιβάλλον, το παλιό του αίσθημα ξαναζωντάνεψε και θέριεψε με την ορμή που ξεσπάει ένα κοιμισμένο ηφαίστειο. Αμέσως κατάλαβε τη χαλαρή συζυγική κατάσταση και πόθησε να προσφέρει τη δική του ολόθερμη στοργή, σαν αντιστάθμισμα, στην αφοσιωμένη Φλάβια. Επιθυμούσε να της εκμυστηρευτεί το φλογερό και άτυχο έρωτά του, αλλά ο αδελφικός σεβασμός προς τη γυναίκα αυτή που τον εμπιστευόταν σαν ακριβό και πολυαγαπημένο αδελφό, τον σταματούσε. Έτσι, όταν η Καλπούρνια βελτιώθηκε λίγο, της πρόσφερε τη συντροφιά του, για να ξεσκάσει κάπως, σε μερικά από τα θεάματα της θρυλικής Ρώμης. Αυτό στάθηκε ικανό να κάνει το Σαούλ να πιστέψει ότι κάποια ανίερη σχέση κρυβόταν πίσω απ' όλα αυτά και να νιώσει αφόρητη ζήλια. Με την πρώτη ευκαιρία, μηχανορραφώντας, διηγήθηκε τις υποψίες του στον Πλίνιο, πλάθοντας με την άρρωστη φαντασία του ένα σωρό συκοφαντίες. Ο Πλίνιος ήταν από τους εγωιστικούς εκείνους τύπους, που χωρίς καμιά επιφύλαξη επιτρέπουν κάθε ελευθερία στον εαυτό τους, δεν παραδέχονται όμως ούτε την παραμικρή τελείως αγνή ευχαρίστηση για τη γυναίκα τους. Γι' αυτό, πίστεψε απόλυτα στα λόγια του Σαούλ, και γεμάτος ζήλια, άρχισε να παρακολουθεί κάθε κίνηση του αδελφού του και να υποψιάζεται κάθε σκέψη της γυναίκας του, αυτός που με την απόλυτη αδιαφορία του και με την εγκατάλειψή του, της είχε προκαλέσει τόσους πόνους, πίκρες και δάκρυα. Και σκόπευε όταν πια η αθεράπευτη αρρώστια της θα οδηγούσε τη μητέρα του στο θάνατο που τον έβλεπε πολύ σύντομο, να αποφασίσει να διεκδικήσει τα συζυγικά του δικαιώματα.

Το 58 μ.Χ., άρχιζε με πικρές προβλέψεις για τα πρόσωπα της αληθινής και θλιβερής αυτής ιστορίας. Η αφοσίωση της Λίβιας προς την άρρωστη παλιά της φίλη, ήταν ένα σπάνιο δείγμα αδελφικής αγάπης, στοργής και καλοσύνης. Επί οκτώ μήνες βρισκόταν νύχτα και μέρα στο προσκέφαλό της, χωρίς ανάπαυση, εφαρμόζοντας έτσι στην πράξη τις θρησκευτικές αρχές της. Πολλές φορές η Καλπούρνια θαύμασε μυστικά την ανωτερότητα των διδασκαλιών εκείνου του φτωχού και ξυπόλυτου Ιησού, που γι' αυτόν συχνά μιλούσε η Λίβια και που η θρησκεία του παρηγορούσε τους άρρωστους, τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους, αντίθετα με τους παλιούς Θεούς της που αγαπούσαν τους ισχυρούς και όσους πρόσφεραν τις μεγαλύτερες και πλουσιότερες θυσίες στους ναούς.

Επηρεασμένη, από τη συνεχή συντροφιά της καλής της φίλης, είχε αλλάξει πολύ. Είχε αναθεωρήσει τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις της, συμπεριφερόταν καλύτερα στις σκλάβες της και συχνά ζητούσε από τη Λίβια να της μάθει τις προσευχές του Προφήτη που σταυρώθηκε για την αγάπη, στην Ιερουσαλήμ. Έτσι, όταν έμεναν μόνες, προσεύχονταν με σταυρωμένα χέρια και τότε η χήρα του Φλαμίνιου Σεβήρου ένιωθε τους πόνους και τη δύσπνοια να λιγοστεύουν και την καρδιά της να δυναμώνει, σα να τη βοηθούσαν αγαθές, δυνατές αόρατες δυνάμεις. Η αλλαγή αυτή της σεβάσμιας κυρίας καθώς και η αυταπάρνηση της αισθηματικής Λίβιας που ακούραστη ανακούφιζε με τις φροντίδες και την παρουσία της την ανεκτίμητη άρρωστη, δε διέφυγαν την προσοχή του Πούμπλιου. Τα βάσανα τον είχαν κι αυτόν επίσης αλλάξει πολύ και στις σκέψεις και στα αισθήματα. Αισθανόταν όσο ποτέ την ανάγκη να συμφιλιωθεί με τη γυναίκα του και να περάσουν μαζί τους θλιβερούς χειμώνες των γηρατειών που πλησίαζαν. Έχοντας διανύσει, όπως και η Λίβια, περισσότερο από μισό αιώνα ζωής, είχε αποκτήσει τη θλιβερή πείρα της και ένιωθε ικανός να συγχωρήσει όλα τα παλιά σφάλματα της γυναίκας του.

Έβρισκε ότι, είκοσι χρόνια ηθικού μαρτυρίου στο οικιακό της περιβάλλον ήταν αρκετά για να αποπλύνουν τα νεανικά της σφάλματα και να την εξιλεώσουν για τα λάθη που η συκοφαντία της είχε τόσο άδικα αποδώσει. Τις πρώτες ημέρες του έτους 58, η κατάσταση της Καλπούρνιας επιδεινώθηκε ξαφνικά. Από στιγμή σε στιγμή περίμεναν το θάνατό της. Τα παιδιά της και το στενό της περιβάλλον με συγκίνηση την έβλεπαν να φεύγει. Την παραμονή του θανάτου της, ζήτησε να την αφήσουν για λίγο μόνη με το γερουσιαστή, με την πρόφαση ότι ήθελε να του εμπιστευθεί τις

ιδιωτικές της υποθέσεις ιδιαιτέρως. Ο Πούμπλιος βουρκωμένος και η Καλπούρνια ήρεμη και με πλήρη διανοητική διαύγεια, άρχισαν την τελευταία του συζήτηση.

-Πούμπλιε, στους ανθρώπους της ανατροφής μας δεν πρέπει να υπάρχει ο φόβος του θανάτου.-Μα, καλή μου φίλη, μονάχα οι Θεοί μπορούν να αποφασίζουν και να γνωρίζουν την ώρα του

θανάτου μας, είπε αυτός προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή του.-Δεν αμφιβάλω, όμως διαισθάνομαι ότι οι ώρες μου στη γη είναι μετρημένες και δε θέλω να

πάρω στον τάφο τις τύψεις μου για ένα λάθος που αναγνωρίζω πως έκανα πριν δέκα χρόνια.-Ένα λάθος; Ποτέ. Η ζωή σου υπήρξε σπάνιο παράδειγμα αρετής στην εποχή που ζούμε.-Σ’ ευχαριστώ, φίλε μου, αλλά η καλοσύνη σου δε με απαλλάσσει, γιατί έσφαλα σε μια μου

κρίση προ δέκα ετών και τώρα μετανοώ. Έστω και αργά πρέπει και οι δυο μας να αναθεωρήσουμε και να δούμε με μεγαλύτερο σεβασμό τη θυσία μιας προσφιλούς μας υπάρξεως. Αναφέρομαι στη Λίβια που η εσφαλμένη μου κρίση της αφαίρεσε και την τελευταία της ευκαιρία για να αποκαταστήσει την αλήθεια απέναντί σου. Τότε, σου μετέδωσα τη δυσπιστία μου, αλλά όσοι ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν αυτό τον κόσμο έχουν πιο καθαρή αντίληψη των προβλημάτων τους και αναθεωρούν τις αντιλήψεις τους. Σήμερα σου ομολογώ με καθαρή συνείδηση, πως η γυναίκα σου είναι αθώα και αμόλυντη!...

Από τα μάτια του Πούμπλιου ξεπήδησαν καυτά δάκρυα και η καρδιά του πλημμύρισε ευτυχία, στη σκέψη πως η γηραιά φίλη του επιβεβαίωνε τώρα τις πεποιθήσεις που ο χρόνος είχε επιβάλλει και εδραιώσει και σ’ αυτόν τον ίδιο για τη σύντροφο της ζωής του.

-Δε μιλώ έτσι γιατί θέλω να ανταποδώσω στη Λίβια την προς εμένα αφοσίωσή της, γιατί πιστεύω ειλικρινά πως η αλήθεια πρέπει να στέκεται πάνω από τον εγωισμό και η αλήθεια είναι πως από τη νύχτα που ζήτησες τη γνώμη μου για τη γυναίκα σου και πιστή μου φίλη, μια αμφιβολία με κατέτρωγε. Τώρα, όμως, ξέρω ότι αυτό υπήρξε το μεγαλύτερο σφάλμα της ζωής μου. Επί έντεκα χρόνια έκανα προσευχές και πρόσφερα θυσίες στους Βωμούς για να με φωτίσουν οι θεοί και να βρω την αλήθεια για το ζήτημα αυτό και περίμενα υπομονετικά την ουράνια αποκάλυψη. Και μόνο σήμερα που βρίσκομαι στο χείλος του τάφου μου δόθηκε…είπε με μεγάλη προσπάθεια. Ξέρεις ότι αυτό είναι δυνατόν και καθόλου περίεργο. Το πνευματικό μου σώμα, το περίπνευμα, σχεδόν απελευθερωμένο τώρα, μπορεί να συμμετέχει στα ουράνια μυστήρια και θέλω να πιστέψεις ότι σήμερα το πρωί, είδα τον ίδιο το Φλαμίνιο μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο…

Τα λόγια της έβγαιναν μισοσβησμένα και ο Πούμπλιος δε μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

-Ήταν πολύ πρωί και ήμουνα μονάχη, συνέχισε, χαμένη σε ονειροπολήματα και προσευχές… Μέσα σ’ ένα γαλάζιο φως, ο Φλαμίνιος μου άπλωνε με αγάπη τα χέρια… Με τη γνωστή μου τρυφερή του έκφραση και με τον οικείο του τόνο φωνής μου είπε πως σε δυο μέρες, θα περάσω στο βασίλειο του θανάτου. Για μένα αυτή η είδηση είναι μια παρηγοριά, ύστερ’ από τα μοναχικά χρόνια που πέρασα μακριά του και ύστερα από την πολύμηνη αρρώστια μου. Μα σκέφτηκα πριν φύγω να ξεδιαλύνω την αμφιβολία που με πλήγωνε τόσα χρόνια σχετικά με τη Λίβια και ρώτησα το πνεύμα του Φλαμίνιου, που κουνώντας το κεφάλι, μου απάντησε: «Καλπούρνια σε κακιά ώρα αμφέβαλες για κείνη που όφειλες να αγαπάς και να προστατέψεις σαν αληθινή σου κόρη. Γιατί η Λίβια είναι μια αγνή και αθώα ύπαρξη..» Τόσο με συγκίνησε η απάντηση αυτή, που έχασα την οπτασία από τα μάτια μου, κατέληξε η Καλπούρνια βουρκωμένη και αρθρώνοντας με κόπο.

Ύστερα, αφού έμειναν αρκετή ώρα και οι δυο σιωπηλοί, βασανισμένοι από τύψεις, η Πατρικία παίρνοντας τα χέρια του γερουσιαστή μέσα στα σκελετωμένα δικά της, είπε:

-Πούμπλιε, σου μιλάει η καρδιά μιας φίλης που αντικρίζει το θάνατο. Την πιστεύεις;-Ναι. Την πιστεύω, είπε σταθερά σκουπίζοντας τα δάκρυά του.-Και τι θα κάνουμε τώρα για να επανορθώσουμε τα σφάλματά μας απέναντι στη δίκαιη και

αγνή, την πιστή κι ευγενικιά καρδιά της γυναίκας σου;Ο Πούμπλιος, σα να βρήκε ξαφνικά μια λύση σχεδόν σωστή, απάντησε.-Έχεις υπ’ όψιν σου τη μεγάλη κρατική γιορτή που θα γίνει σε λίγες μέρες και όπου οι

γερουσιαστές που υπηρετούν την Αυτοκρατορία πάνω από είκοσι χρόνια θα στεφανωθούν με μύρτα και τριαντάφυλλα όπως οι θριαμβευτές;

-Ναι. Γι’ αυτό έχω παρακαλέσει τα παιδιά μου να… αν και ο θάνατός μου φθάνει… να παρευρίσκονται στη δίκαιη αυτή επιβράβευσή σου… γιατί θα είσαι ένας… από τους ευνοημένους… των ανωτάτων αρχών…

-Ω, μεγάλη μου φίλη, κανείς μας δεν περιμένει ακόμη το θάνατό σου, γιατί δε μπορούμε να σε αποχωριστούμε. Αλλά, επειδή θέλω να επανορθώσω, κατά το δυνατόν, το βαρύ σφάλμα του παρελθόντος μου, θα περιμένω ακόμη μια εβδομάδα, για να δείξω στη Λίβια την αναγνώριση, την ευγνωμοσύνη και τη βαθιά μου αγάπη. Θα πάω στην εορτή αυτή που την οργάνωσε ο Σενέκας με την ελπίδα να καλύψει την άγρια συμπεριφορά του βίαιου αυτοκράτορα, του παλιού μαθητή του, και αφού πάρω το στέμμα της ανώτατης νίκης για τη δημόσια ζωή μου, θα αποθέσω όλα μου τα παράσημα στα πόδια της Λίβιας για να την τιμήσω και να ζητήσω να με συγχωρήσει για την αγωνιώδη ζωή που της επέβαλα και τις υπεράνθρωπες θυσίες της. Θα γονατίσω μπροστά στην άγια αυτή ύπαρξη και βγάζοντας το αυτοκρατορικό στεφάνι με τα συμβολικά λουλούδια από το μέτωπό μου, θα το αποθέσω στα πόδια της που θα τα φιλήσω ταπεινά, μετανιωμένος και με τρυφερή αγάπη.

-Ωραία ιδέα, γιε μου, είπε με συγκίνηση η άρρωστη. Σου ζητώ να την εκτελέσεις. Και όταν της αποδείξεις την αγάπη σου, να της πεις να με συγχωρήσει κι εμένα, που όταν θα σας δω ευτυχισμένους, θα κλάψω από χαρά εκεί, στη μακρινή χώρα του θανάτου. Πούμπλιε στο ζητώ. Μην ξεχάσεις την υπόσχεσή σου… Γονάτισε στα πόδια της Λίβιας, όπως μπροστά σε μια Θεά της καλοσύνης και της αυτοθυσίας. Δεν έχει σημασία ο θάνατός μου… Να πας στη γιορτή της Γερουσίας… Ας επανορθώσουμε το βαρύ αυτό σφάλμα… Και ακόμη μια τελευταία παράκληση. Κοίταξε τα παιδιά μου… σαν δικά σου… Δίδαξέ τους την τιμή, την ευγένεια, την αλήθεια και το καλό… Μια ημέρα όλοι μας θα συναντηθούμε στην αιωνιότητα… Τελείωσε σφίγγοντάς του τα χέρια σ’ έναν υπέρτατο χαιρετισμό, ενώ πια, μόλις κατάφερνε να ψελλίζει κι εκείνος να ξεχωρίζει τις λέξεις. Ο Πούμπλιος τακτοποίησε με συγκίνηση το άσπρο της κεφάλι στα μαξιλάρια, ενώ η αναπνοή της άρχισε να δυσκολεύεται. Ύστερα βγήκε σερνάμενος από το δωμάτιο, όπου έτρεξαν η Λίβια, η Φλάβια και μερικές σκλάβες για να την περιποιηθούν.

Είκοσι τέσσερις ώρες βασανίστηκε ακόμη, βυθισμένη σε αναισθησία. Κάποια στιγμή ξαναβρήκε τις αισθήσεις της και ανοίγοντας τα μάτια ένευσε στη Λίβια που, καταλαβαίνοντας ότι έφθασε η στιγμή του αποχωρισμού, γονάτισε με δάκρυα μπροστά στην άρρωστη. Εκείνη όμως, ανήμπορη να μιλήσει, την τράβηξε στο στήθος της, της χάιδεψε το μέτωπο και τα μαλλιά και με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια ψιθύρισε στο αυτί της.

-Συγχώρεσέ με, Λίβια!...Μόνο η Λίβια άκουσε τα τελευταία λόγια της Καλπούρνιας, που έμοιαζε σα να ζητούσε μ’

αυτή την παράκληση να υψωθεί από τη γη στον Παράδεισο.Έτσι έφυγε η Πατρικία Καλπούρνια Σεβήρου, σκορπίζοντας τη θλίψη στους προσφιλείς της.

Γι’ άλλη μια φορά, οι πόρτες της επαύλεως άνοιξαν για να αποδοθούν οι τυπικές τιμές της ρωμαϊκής κοινωνίας, που παραβρέθηκε σύσσωμη, γιατί η Καλπούρνια έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως. Όταν μετά την αποτέφρωση, εναπόθεσαν τη στάχτη της στον οικογενειακό τους τάφο, η Φλάβια ανέλαβε τη διεύθυνση του σπιτιού, ενώ οι γονείς της γύρισαν στο μέγαρό τους, στο Αβεντίνο, για να αναπαυθούν.

Δεν έμεναν παρά τέσσερις ημέρες για τη μεγάλη γιορτή, που ο Πούμπλιος παρά το πένθος τους, την περίμενε ανυπόμονα. Ανήσυχος, σκεπτόταν και σχεδίαζε το σωστό τρόπο για να προσεγγίσει τη γυναίκα του, ύστερα από ψυχρότητα είκοσι πέντε χρόνων, τώρα που διαπίστωνε ότι η αγάπη του όχι μόνο δεν είχε σβήσει, αλλά ήταν πιο βαθιά και πιο δυνατή από ποτέ. Τις νύχτες, όταν οραματιζόταν τη στιγμή που θα κατέθετε στα πόδια της Λίβιας τα διαδήματά του σαν απόδειξη της αιώνιας αναγνωρίσεως και αφοσιώσεώς του, η γέρικη καρδιά του που διψούσε για την οικογενειακή ευτυχία, σκιρτούσε από συγκίνηση και με προφύλαξη πλησίαζε στο δωμάτιο της γυναίκας του που επί τόσα χρόνια βρισκόταν μακριά από το δικό του και προσπαθούσε να ξεγελάσει την ανυπομονησία του με την απατηλή αυτή προσέγγιση, σαν έφηβος που ντροπαλά ονειρεύεται έξω από την πόρτα της πολυαγαπημένης.

Την παραμονή της εορτής, κατά τις έντεκα η ώρα, έξω απ’ αυτή την πόρτα, βυθισμένος στις σκιές του παρελθόντος, άκουσε μια γλυκιά γυναικεία φωνή που τραγουδούσε στη σιωπή της

νύχτας. Πλησίασε περισσότερο. Ναι, ήταν η Λίβια που με σβησμένη φωνή τραγουδούσε το τραγούδι των αγαπητών της αναμνήσεων με τη συνοδεία της λύρας, για να κυλήσουν οι θλιβερές ατελείωτες ώρες της αϋπνίας.

Ο Πούμπλιος συγκινημένος έκλαιγε. Ο μελαγχολικός τόνος του τραγουδιού αντηχούσε σα θρήνος πληγωμένου αηδονιού και του θύμιζε την ευτυχισμένη εποχή που ο ίδιος το συνέθεσε για να υμνήσει την ευτυχία τους.

«Ψυχή, ταίρι της ψυχής μου λαμπερό λουλούδι της ζωής μου, θεϊκό αστέρι που κατέβηκες από του ουρανού τις ομορφιές… όταν εγώ αμάρταινα σ’ αυτό τον κόσμο διαβαίνοντας μοναχικός και λυπημένος, ήλθες εσύ σαν άγγελος κοντά μου και γέμισες μ’ αγάπη την καρδιά μου».

Ήλθες με των θεών την ευλογία μέσ’ στην αστροφεγγιά τη θεϊκή, στη μοναξιά μου να μου φέρεις με πρόσχαρους σκοπούς την ευτυχία. Σε σένα, ανεκτίμητε θησαυρέ μου, αιώνια αφοσίωση χρωστώ. Ό,τι ονειρεύεσαι θα στο προσφέρω μοναδική μου αγάπη, θα στ’ ορκιστώ.

«Ψυχή, ταίρι της ψυχής μου αν εγώ ποτέ σε χάσω, με αγωνία και θλίψη θα περάσω τη σκοτεινή ζωή της νοσταλγίας. Και αν εσύ ποτέ μ’ εγκαταλείψεις, φως του έρωτά μου ακριβό, Άλλο, δε μένει, παρά να σμίξουμε στους λουλουδένιους κήπους, στον ουρανό.»

Σε λίγο, η αρμονική φωνή σώπασε και η ησυχία απλώθηκε στο σκοτάδι. Ο Πούμπλιος αποσύρθηκε βουρκωμένος. «Ναι, Λίβια γλυκιά μου, μονολογούσε, σε δυο μέρες θα σου αποδείξω ότι υπήρξες πάντοτε το φως της ζωής μου… Θα σου φιλήσω ταπεινά τα πόδια και θα σε ευχαριστήσω για ό,τι μου έδωσες, παρακαλώντας σε να δεχθείς την ειλικρινή μου μετάνοια».

Μέσα στο δωμάτιό της, η Λίβια, αφού τακτοποίησε τη λύρα της, γονατιστή μπροστά στο σταυρό του Συμεών, προσεύχεται με κατάνυξη. Σε μια στιγμή, άκουσε τον αόρατο φίλο της να της λέει: «Κόρη δόξασε τον Κύριο, γιατί πλησιάζει η παραμονή της αιώνιας ευτυχίας σου. Ύψωσε τη σκέψη σου προς τον Ιησού, γιατί δεν είναι μακριά η δοξασμένη ώρα που θα περάσεις στο βασίλειό του!...» Χαρά την κατέλαβε στο άκουσμα αυτών των λόγων και γεμάτη πίστη και εμπιστοσύνη για τη θεία δικαιοσύνη, έκρυψε στην καρδιά της την ανακούφιση αυτής της παρηγοριάς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Στις κατακόμβες της πίστεως και στον Ιππόδρομο του μαρτυρίου.

Την επομένη το πρωί βρίσκουμε τις δυο μεγάλες φίλες, που αν και κυρία με σκλάβα, υπήρξαν δυο καρδιές ενωμένες με τους ίδιους ψυχικούς δεσμούς και τα ίδια ιδανικά, να συζητούν. Η Άννα μόλις έχει γυρίσει από τα ψώνια και λέει εμπιστευτικά στη Λίβια:

-Κυρία σήμερα το πρωί μας ειδοποίησαν φίλοι, ότι από ημέρες βρίσκεται στην πόλη ένας απεσταλμένος της εκκλησίας της Αντιοχείας, που θα μας μιλήσει και θα κάνει ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις απόψε τη νύχτα σε όλους τους χριστιανούς αυτής της πόλεως.

-Α, έτσι; ρώτησε η Λίβια με ακτινοβόλο χαμόγελο. Τότε πρέπει να πάμε σήμερα στις κατακόμβες. Έχω ανάγκη να επικοινωνήσω με τους αδελφούς που μας ενώνει η ίδια πίστη και θέλω επίσης να ευχαριστήσω τον Κύριο για την ευσπλαχνία του και τις τόσες του καλοσύνες!...Άννα, από τότε που πέθανε η Καλπούρνια, νιώθω τον Πούμπλιο πιο κοντά μου, ήρεμο και στοργικό. Τις τελευταίες μέρες μου μιλάει για την ευτυχία του παρελθόντος και χθες ακόμη με διαβεβαίωνε για μία έκπληξη που μου επιφυλάσσει για αύριο, ύστερ’ από τη μεγάλη του διάκριση για τη δημόσια ζωή του. Νιώθω πως είναι πολύ αργά για να ξαναγίνω ευτυχής σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά είμαι ενδόμυχα ευχαριστημένη, γιατί ποτέ δε θα’ θελα να πεθάνω σε ψυχρότητα με το σύντροφο που μου έδωσε ο Θεός για να περάσω μαζί του τις χαρές και τις αγωνίες της ζωής. Πιστεύω πως δε θα μου

συγχωρήσει ποτέ το έγκλημα της απιστίας που νομίζει ότι του έκανα πριν είκοσι πέντε χρόνια, όμως μου φτάνει ότι τα σκληρά του μάτια άρχισαν να με βλέπουν με κάποια συγκατάβαση…

Κι ενώ έκλαιγε συγκινημένη, η γριά σκλάβα τη διαβεβαίωνε με στοργή:-Ναι, κυρία μου, ίσως πια να αναγνώρισε κι εκείνος την ιερή σας θυσία μέσα σ’ αυτό το σπίτι,

κατά το μακρύ διάστημα του αγιασμένου μαρτυρίου σας.-Ευχαριστώ τον Ιησού για τη μεγάλη του αυτή ευσπλαχνία. Φαντάζομαι ότι δε θα αργήσει να

με δεχθεί στο ουράνιο βασίλειό του, όπου όλοι οι βασανισμένοι θα παρηγορηθούν. Χθες το βράδυ, κατά την ώρα της προσευχής, άκουσα μια φωνή να μου αναγγέλλει αυτή τη χαρμόσυνη είδηση.

Ακούγοντας η Άννα, ξαναγύρισε στην εποχή του μαρτυρίου του Συμεών, απ’ όπου την αφύπνισε η Λίβια.

-Άννα, δεν ξέρω πότε και πώς θα κληθώ από το Μεσσία, όμως, σε παρακαλώ, όταν εγώ θα φύγω, να συνεχίσεις τη θρησκευτική σου αποστολή, καθώς και την εργασία σου και τις θυσίες σου μέσα σ’ αυτό το σπίτι και ο Χριστός θα ευλογήσει τις ιερές πράξεις σου. Η σκλάβα απάντησε θέλοντας να δώσει άλλη κατεύθυνση στη λυπηρή αυτή συζήτηση.

-Κυρία μόνον ο Θεός ξέρει ποια από τις δυο μας θα φύγει πρώτη. Τώρα, ας ενδιαφερθούμε για το παρόν. Θα πάμε λοιπόν το βράδυ στις κατακόμβες;

-Βεβαίως. Τη νύχτα, θα ενώσουμε τις προσευχές μας στις κατακόμβες, θα ξεκουράσουμε την ψυχή και το πνεύμα μας με τις αναμνήσεις του Ναζωραίου. Έχω αυτή την ανάγκη ύστερα από τόσους μήνες που έμεινα κοντά στην καλή μου Καλπούρνια, για την οποία θέλω να παρακαλέσω τους αδελφούς μας να προσευχηθούν μαζί μου. Και φεύγοντας, μην ξεχάσεις να μου θυμίσεις να πάρω μαζί μου χρήματα, γιατί θέλω να δώσω στον απόστολο μια δωρεά για την εκκλησία της Αντιοχείας. Επίσης θέλω να παρακαλέσω τον Κύριο για τον Πούμπλιο, που αύριο θα δεχθεί την ανώτατη διάκριση για τις υπηρεσίες που επί τόσα χρόνια πρόσφερε στο κράτος, γιατί δε θέλω να τον εγκαταλείψει στις γήινες ματαιότητες, ώστε κάποια ημέρα να αναζητήσει το θαυμαστό βασίλειο του Ουρανού!

Το βράδυ, όταν έφευγαν για να συγκεντρωθούν στις πρώτες εκκλησίες του Χριστιανισμού, τις κατακόμβες, όλοι οι βαθμιούχοι σκλάβοι είδαν τις δυο γυναίκες να βγαίνουν από την έπαυλη, χωρίς να παραξενευτούν. Ολόκληρο το διάστημα της αρρώστιας της Καλπούρνιας, απουσίαζαν και οι δυο τους από το σπίτι, ώστε ήταν πολύ φυσικό να φανταστούν και τώρα, πως ίσως έφευγαν για μία επίσκεψη στο σπίτι των Σεβήρων, απ’ όπου δε θα γύριζαν παρά την επομένη, συνοδεύοντας τη Φλάβια.

Τη νύχτα, όταν ο γερουσιαστής πλησίασε την πόρτα της γυναίκας του, από την απόλυτη ησυχία συμπέρανε ότι θα ησύχαζε και αποσύρθηκε στο γραφείο του με χαρούμενες σκέψεις και σχέδια για το ελπιδοφόρο του αύριο.

Όμως η Λίβια με την Άννα, γλιστρώντας στο σκοτάδι, κατάφεραν να φτάσουν μετά τις επτά στις εγκαταλελειμμένες πέτρες που οδηγούσαν στα υπόγεια της παλιάς πόλεως των νεκρών. Σ’ ένα θολωτό άνετο χώρο του συνεταιρισμού των εργολάβων κηδειών, ένας μεγάλος αριθμός ατόμων περιτριγύριζε την έρημη και αγαθή μορφή ενός μορφωμένου ιεροκήρυκα που είχε έλθει μακριά από τη Συρία. Σε μια πρόχειρη εξέδρα, στημένη σε μια γωνιά, όρθιος, με τα γκρίζα του μαλλιά και το γλυκό του πρόσωπο, μαγνήτιζε με την προσωπική του ακτινοβολία όσους τον πλησίαζαν ωθούμενοι από την κοινή τους πίστη. Επί δύο συνεχείς ώρες, οι υψηλές συμβουλές του, οι προφητικές παρατηρήσεις του και τα γλυκά παρήγορα λόγια του, αντηχούσαν στις σκοτεινές στοές που τις φώτιζαν αμυδρά αναμμένες δάδες. Όλοι, κρέμονταν από τα χείλη του.

-Αδελφοί, εύχομαι να είναι μαζί σας η ευχή του Ιησού Χριστού, του ποιμένος του Θεού. Η παρουσία του να γεμίζει τη συνείδησή σας και το εικονοστάσι της καρδιάς σας!...

Ο Άγιος Πατριάρχης της Αντιοχείας, στα διδάγματα και τις καθημερινές προσευχές του, δέχτηκε πολλές αποκαλύψεις από το Μεσσία και ήλθα εγώ στο περιβάλλον σας, στην πρωτεύουσα του κόσμου, με αποστολή να σας τις γνωστοποιήσω. Οι Χριστιανοί αυτής της άσπλαχνης πόλεως διαλέχθηκαν από τον Ιησού μας για τη μεγάλη θυσία. Κι εγώ έρχομαι να σας αναγγείλω τη μελλοντική μας είσοδο στο βασίλειο του Πατρός, εν ονόματι των πολυαγαπημένων αποστόλων. Γιατί εδώ, σ’ αυτή την πόλη, που κάθε αρετή και κάθε αξία καταπατήθηκε και ταπεινώθηκε από την

ανθρώπινη σκληρότητα, εδώ πρέπει να δοθεί η μάχη των δυνάμεων του καλού και του κακού, για να επικρατήσει στο τέλος η θεία δύναμη και οι ιερές δοξασίες του Ευαγγελίου του Κυρίου.

Στην τελευταία συγκέντρωση των πιστών της Αντιοχείας, οι φωνές του ουρανού εκδηλώθηκαν σαν πύρινες γλώσσες, ακριβώς όπως συνέβη μετά τη Θεία Ανάσταση του Σωτήρα μας στους αποστόλους. Σ’ αυτή τη συγκέντρωση κι εγώ, ο ταπεινός σας δούλος διαλέχθηκα σαν αγγελιοφόρος… Αγαπητοί μου, πιστεύω ότι βρισκόμαστε στις παραμονές των φρικτότερων μαρτυρίων της πίστεώς μας, όμως ο σταυρός του Ιησού θα πρέπει να μας στηρίζει σ’ αυτές τις ώρες… Κι εγώ επίσης είχα την ευτυχία να ακούσω τα λόγια του Κυρίου κατά τις τελευταίες ώρες της αγωνίας του. Και τι ζητούσε; Μονάχα την άφεση του Πατρός του για τους βάρβαρους και άπονους που τον βασάνιζαν. Ναι, ας μην αμφιβάλουμε. Άτεγκτοι δήμιοι παρακολουθούν τα βήματά μας και εγώ σας φέρνω την αγγελία της αγάπης και της εμπιστοσύνης προς τον Κύριο ημών Ιησού χριστό!... Η Ρώμη θα βαπτίσει τη νέα της πίστη μέσα στο αίμα των δίκαιων και των αθώων, αλλά δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως κι ο αγνός ποιμένας του Παντοδύναμου Θεού, σταυρώθηκε ατιμωτικά στο σταυρό για να ξεπλύνει τις αμαρτίες και τους εξευτελισμούς του κόσμου!.. Θα βαδίσουμε, όπως προλέγουν οι ουράνιες φωνές στους μεγαλοπρεπείς δρόμους της μεγαλουπόλεως, ταπεινωμένοι, εξευτελισμένοι και νικημένοι όμως, η υπέρτατη νίκη του Κυρίου, μας περιμένει πέρα από τα βασανιστήρια του μαρτυρίου στο φωτεινό βασίλειο όπου δεν υπάρχουν ούτε βάσανα, ούτε θάνατος!... Θα ξεπλύνουμε με το αίμα και τα δάκρυά μας την αδικία και την αθλιότητα και ένας καταστρεπτικός σεισμός θα εξολοθρεύσει τα ψεύτικα είδωλα των βωμών τους και θα γεμίσει την Αυτοκρατορία με την πιο θλιβερή φτώχια και εγκατάλειψη. Λίγη στάχτη θα θυμίζει τους ιπποδρόμους και τη Γερουσία και τα Δικαστήρια θα τα αντικαταστήσει η θεία δικαιοσύνη και οι υπερήφανοι μαχητές αυτής της ακόλαστης πόλεως θα σέρνονται σα σκουλήκια στις όχθες του Τίβερη που θα παρασύρει στο ρεύμα του, τους σκληρούς και τους άδικους. Τα μεγαλοπρεπή μέγαρα και τα μνημεία του εγωισμού και της ματαιότητας θα σαρωθούν από τον ανεμοστρόβιλο, αφήνοντας πίσω τους τη σιωπή και την ερήμωση. Ευτυχείς όσοι θα κλάψουν τώρα και θα χύσουν το αίμα τους για τις μεγάλες αλήθειες του Ποιμένα, γιατί στον ουρανό θα εξασφαλίσουν την ευτυχία και τη μακαριότητα.

Η γλυκιά και δυνατή φωνή του απεσταλμένου της Αντιοχείας αντηχούσε στη βαθιά σιωπή των σπηλιών, όπου διακόσια περίπου πρόσωπα συγκεντρωμένα άκουγαν με προσοχή. Σαν έκσταση, ένιωθαν ακράτητο ενθουσιασμό με τη σκέψη ότι επιλέχθηκαν για να προσφέρουν το αίμα και τα δάκρυά τους, ώστε να θεμελιώσουν την καινούρια θρησκεία. Στο τέλος της ομιλίας του, πολλοί αδελφοί τον συμβουλεύτηκαν για ζητήματα σχετικά με την πορεία και την ανάπτυξη της θρησκείας και όταν κάποιος τον ρώτησε πώς μπορεί να ακτινοβολεί από χαρά, ενώ το άγιο Πνεύμα αποκάλυπτε τόσες θυσίες και βάσανα, αυτός απάντησε με ψυχραιμία και απόλυτη ηρεμία και αισιοδοξία.

-Ναι, φίλοι μου, ξέρω πως θα επαληθεύσουν στο ακέραιο οι θείες αυτές προφητείες, όμως πιστεύω ότι αν ο Ιησούς επιτρέπει στους ανθρώπους την ανέγερση των θαυμαστών μνημείων της επιβλητικής αυτής σάπιας πόλεως, ασφαλώς με την ευσπλαχνία του θα διαφυλάξει για τους καλούς, και τους δίκαιους το φωτεινό βασίλειό του.

Οι παρήγορες αυτές απαντήσεις καθησύχασαν σα βάλσαμο τις καρδιές των ακροατών, που με εκδηλώσεις πραγματικής αδελφοσύνης αποχαιρετούσαν ο ένας τον άλλον, πριν χωρίσουν και αφού πρώτα προσευχήθηκαν με την ανάταση της καθαρής συνειδήσεως των πρώτων χριστιανών, με επικεφαλής το θείο απεσταλμένο.

-Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης…

Τη στιγμή αυτή εκκωφαντικός κρότος από πέταλα αλόγων ακούστηκε.-Εδώ είναι, Λούκουλε, φώναξε ο εκατόνταρχος Κλαύδιος Βάρους, που προχωρούσε με τους

πολυάριθμους Πραιτοριανούς του προς την ακίνητη κι ανυπεράσπιστη μάζα των Χριστιανών που την αποτελούσαν κατά το πλείστον γυναίκες.

Μερικοί πιστοί άρχισαν να σβήνουν τις δάδες για να προκαλέσουν με το σκοτάδι αναστάτωση, όμως ο απόστολος φώναξε με επιβλητική φωνή:

-Αδέλφια, ο Κύριος μας παρήγγειλε να μην κρυβόμαστε ποτέ. Μη σβήνετε το φως που θα φωτίσει το παράδειγμα της τόλμης και της πίστεώς μας!...

Αμέσως κατευθύνθηκε άφοβα προς το Λούκουλλο Κουιντίλιο, προτείνοντάς του ειρηνικά τα χέρια και παρακαλώντας ευγενικά, ενώ απόλυτη σιωπή απλώθηκε:

-Εκατόνταρχε, εκτέλεσε τα σχέδιά σου χωρίς φόβο, γιατί εγώ έφτασα στη Ρώμη για τη δόξα του μαρτυρίου.

Ο εκατόνταρχος της Αυτοκρατορίας, χωρίς καθόλου να συγκινηθεί, κίνησε μπροστά στο πρόσωπο του ιεροκήρυκα το σπαθί του και αμέσως του έδεσε τα χέρια. Δύο νέοι Χριστιανοί, επαναστατημένοι από την ωμότητα, έβγαλαν τα σπαθιά τους που άστραψαν στο χαμηλό φως και προχώρησαν προς τους στρατιώτες με την απόφαση να αμυνθούν και να προστατέψουν τον απόστολο, αυτός όμως, τους μάλωσε, λέγοντας:

-Παιδιά μου, ας μην επαναλάβουμε σ’ αυτόν το χώρο τη σκηνή της φυλακίσεως του Μεσσία. Φυλάξτε τα σπαθιά σας στη θήκη τους, γιατί όσοι πληγώνουν με το σίδερο, θα πληγωθούν με το σίδερο… Στις μεγάλες στιγμές της ζωής υπάρχει πάντοτε μία δύναμη από άλλους κόσμους, που ενθαρρύνει και καθοδηγεί τους εξαθλιωμένους γήινους ταξιδιώτες.

Έτσι επικράτησε και πάλι θαυμασμός και ήρεμη τόλμη στους παρόντες, που μιμούμενοι τον απόστολο, πρόσφεραν τα χέρια τους για τη θυσία.

Η Λίβια, τη στιγμή εκείνη αισθάνθηκε ένα άγνωστο γι’ αυτήν ως τώρα θάρρος.Μπροστά στην εμφάνιση της Πατρικίας, οι δήμιοι στάθηκαν αμήχανοι. Ο Κλαύδιος Βάρους,

έκανε με σεβασμό το καθήκον του και σε λίγο κατά τα μεσάνυχτα, η ομήγυρη όδευε προς τη φυλακή που επικοινωνούσε με τον ιππόδρομο, του οποίου το γιγαντιαίο κτίσμα μας υποχρεώνει να του ρίξουμε ένα βλέμμα, δίνοντας στον αναγνώστη μια μικρή ιδέα του μεγαλείου του.

Ο μεγάλος ιππόδρομος, ένα από τα θαυμαστότερα έργα της αρχαίας Ρώμης, υψωνόταν ακριβώς στην κοιλάδα που χωρίζει τον Παλατίνο λόφο από τον Αβεντίνο. Οι τεράστιες διαστάσεις του είχαν επεκταθεί μαζί με την πόλη, ώστε την εποχή του Νέρωνος η έκτασή του ήταν τόσο μεγάλη, που είχε 2.190 πόδια μάκρος και 960 πλάτος, ένα ημικύκλιο χωρητικότητας 300.000 θέσεων. Και στις δύο πλευρές υπήρχαν δύο σειρές προπυλαίων, η μία πάνω στην άλλη, όπου περίτεχνες κολώνες υποβάσταζαν ευρύχωρους εξώστες. Σ’ αυτό το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα, υπήρχαν οινοπωλεία και αναρίθμητα κέντρα διασκεδάσεως και ακολασίας, όπου εύρισκαν άσυλο οι εξαθλιωμένοι, οι μέθυσοι και οι εξουθενωμένοι από τις οργιαστικές απολαύσεις, που αποτελούσαν, άλλωστε, και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού εκείνη την εποχή. Έξι τετράγωνοι πύργοι, δείγματα της ανεπτυγμένης αρχιτεκτονικής της εποχής, κυριαρχούσαν στους εξώστες και αποτελούσαν τα πολυτελή ιδιαίτερα διαμερίσματα των εκλεκτών προσωπικοτήτων κατά τη διάρκεια των επίσημων θεαμάτων. Μεγάλοι λίθινοι αμφιθεατρικοί καναπέδες ξεκινούσαν από τρεις πλευρές και κατέληγαν στο χώρο των υπόγειων φυλακών, από όπου έβγαιναν τα άλογα και οι άμαξες, οι σκλάβοι και οι φυλακισμένοι, τα θηρία και οι δαμαστές για τις διασκεδάσεις της ρωμαϊκής κοινωνίας. Πάνω στις υπόγειες φυλακές υψωνόταν το μεγαλοπρεπές αυτοκρατορικό περίπτερο, όπου οι ανώτερες αρχές και οι αυλικοί συνόδευαν τον Καίσαρα στις διασκεδάσεις του. Το γήπεδο ήταν χωρισμένο κατά μήκος από έναν τοίχο ύψους έξι ποδών και φάρδους δώδεκα, που έφερνε επάνω του βωμούς και πολύτιμες προτομές από επιχρυσωμένο χαλκό. Ακριβώς στη μέση αυτού του τοίχου, υψωνόταν επιβλητικός ο περίφημος οβελίσκος του Αυγούστου, που με το ύψος των εκατόν είκοσι ποδών του, κυριαρχούσε στο γήπεδο αυτό το σπαρμένο με το καταπράσινο γρασίδι και τα κατακόκκινα λουλούδια.

Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στους κυνηγημένους Χριστιανούς μας, που κατά τα ξημερώματα ρίχθηκαν σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο των φυλακών. Οι στρατιώτες τους απογύμνωσαν από ό,τι πολύτιμο έφερναν επάνω τους και από τα λιγοστά χρήματά τους και ούτε οι γυναίκες δε γλίτωσαν από την ταπεινωτική αυτή έρευνα, εκτός της Λίβιας, που την προστάτευε η εμφάνισή της, της Πατρικίας.

Σ’ ένα ιδιαίτερο δωμάτιο, ο Κλαύδιος Βάρους, έκανε την αναφορά του σχετικά με την επιτυχία του της νύχτας εκείνης, στον ανώτερό του, Κορνέλιο Ρούφο.

-Ναι, έλεγε χαρούμενος ο Κορνέλιος, όπως καταλαβαίνω, αύριο ο Αυτοκράτορας θα ευχαριστηθεί πολύ. Η πρώτη αυτή επιτυχής εξόρμηση κατά των Χριστιανών θα δώσει αίγλη στην

εορτή των γερουσιαστών. Αλλά, μήπως έμαθες, είπε χαμηλώνοντας τη φωνή του, ποια είναι αυτή η γυναίκα με την ενδυμασία της ανωτάτης ρωμαϊκής κοινωνίας;

-Δεν έχω ιδέα και με παραξένεψε πολύ η παρουσία της στο περιβάλλον αυτό, όμως εξετέλεσα κατά γράμμα τις διαταγές σας.

-Έκανες πολύ καλά, απάντησε αλλά συνέχισε κάπως πιο διστακτικός.-Ας την κρατήσουμε καλύτερα εδώ, ως τη στιγμή του θεάματος αύριο και ύστερα την

απελευθερώνουμε.-Και γιατί δεν την αφήνουμε ελεύθερη από τώρα;-Όχι, γιατί σαν γυναίκα της αριστοκρατίας, θα μπορούσε να προκαλέσει διαμαρτυρίες εναντίον

του Καίσαρος, πράγμα που θα μας έφερνε σε δύσκολη θέση. Όλοι οι εξαθλιωμένοι σκλάβοι, καταδικασμένοι στην ποινή του θανάτου, θα ριχθούν στα θηρία κατά τις τελευταίες απογευματινές διασκεδάσεις. Κρατώντας την κι αυτήν εδώ, ικανοποιούμε τον έξαλλο Νέρωνα και όταν, έπειτα την αφήσουμε ελεύθερη, θα αποφύγουμε την εχθρότητα των ισχυρών της εποχής.

-Αυτή είναι η καλύτερη λύση. Αλλά, γιατί όλοι θα καταδικαστούν σε θάνατο σα σκλάβοι και όχι σα Χριστιανοί; Δεν είναι αρκετή αιτία θανάτου, η ταπεινωτική θρησκεία που ομολογούν ότι ακολουθούν;

-Ναι, όμως ο Αυτοκράτορας δεν είναι ακόμη τόσο ισχυρός ώστε να αντιμετωπίσει τη Γερουσία και την αριστοκρατία, που ασφαλώς θα εναντιωθούν στο θάνατο των άτυχων αυτών υπάρξεων, γιατί δεν έχει κερδίσει ακόμη ούτε την υποστήριξη των ίδιων των συμβούλων του… Δεν αμφιβάλλω βέβαια, πως μόλις τα δικαιώματα του Αυτοκράτορα σταθεροποιηθούν, η δίωξη των οπαδών της καταραμένης αυτής θρησκείας του Εσταυρωμένου, θα επισημοποιηθεί4. Γι’ αυτό, ας περιμένουμε και ας ισχυροποιήσουμε το Νέρωνα, γιατί είναι καλό να απολαμβάνεις τη φιλία του κατόχου της εξουσίας.

Εν τω μεταξύ, οι Χριστιανοί χωρίστηκαν σε ομάδες και συζητούσαν κρυφά την τραγική τους θέση. Κάποια στιγμή, στο άνοιγμα μιας πόρτας, εμφανίστηκε η απαίσια μορφή του Κλαύδιου, που φώναξε ειρωνικά.

-Χριστιανοί, δεν υπάρχει έλεος από τον Καίσαρα για όσους ασπάζονται τα επικίνδυνα διδάγματα του Ναζωραίου. Αν έχετε να τακτοποιήσετε τις υποθέσεις σας, είναι πια πολύ αργά, γιατί λίγες ώρες σας χωρίζουν από τα θηρία του γηπέδου του ιπποδρόμου.

Η πόρτα ξανάκλεισε με πάταγο, ενώ οι φτωχοί κατάδικοι αισθάνθηκαν πίκρα και αγωνία στο άκουσμα της απάνθρωπης αυτής ειδήσεως. Μέσα από τα χοντρά σίδερα, έβλεπαν τις κινήσεις των στρατιωτών που τους επιτηρούσαν και τρόμαζαν σα γήινοι που ήσαν ακόμη με όλες τις αδυναμίες της σάρκας. Όμως σιγά- σιγά, ανέκτησαν το θάρρος τους και κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα ή κάνοντας φλογερές προσευχές, περίμεναν με υπομονή την εξέλιξη της τύχης τους. Οι φύλακες είχαν ξεχωρίσει τις γυναίκες σε ένα συνεχόμενο δωμάτιο και οι πιστοί, με τη σκέψη τους στον Ιησού και το βασίλειό του, αντλούσαν θάρρος για να αντιμετωπίσουν ήρεμα το θάνατο. Τα ξημερώματα, η Λίβια με την Άννα συζητούν ιδιαίτερα σε μια γωνιά.

-Κυρία, λέει η σκλάβα με ανησυχία, βλέπω πως σας φέρονται με σεβασμό. Καλό θα ήταν να σκεφθείτε την απελευθέρωσή σας. Ποιος ξέρει τι τρομερό μπορεί να μας συμβεί σήμερα!...

-Όχι καλή μου Άννα. Θέλω να ξέρεις ότι η ψυχή μου είναι αρκετά προετοιμασμένη για τη θυσία. Αλλά και αν ακόμη δεν ήταν, δε θα έπρεπε να μου ζητάς αυτή τη χάρη, γιατί και ο Ιησούς, ο δάσκαλος όλων των δασκάλων και ο κύριος του βασιλείου των Ουρανών, δεν επεδίωξε την απελευθέρωσή του, όταν οι δήμιοι τον βασάνιζαν…

-Αυτό είναι αλήθεια, αλλά νομίζω πως ο Χριστός θα καταλάβαινε μια τέτοια απόφαση, γιατί έχετε ακόμη μια κόρη και ένα σύζυγο, απάντησε η σκλάβα θυμίζοντάς της τις υποχρεώσεις της.

-Ένα σύζυγο; Ναι, ευχαριστώ το Θεό για την εύνοια που μου έδειξε επιτρέποντας στον Πούμπλιο να μου δείξει τη μετάνοιά του αυτές τις τελευταίες ημέρες. Αυτό ήταν για μένα ένα θείο

4 Οι περισσότεροι ιστορικοί της Αυτοκρατορικής Ρώμης τοποθετούν τους πρώτους διωγμούς του Χριστιανισμού κατά το έτος 64 μ.Χ. μόνον. Εν τούτοις, από το 58 μ.Χ. μερικοί από τους ευνοουμένους του Νέρωνος κατόρθωσαν να αρχίσουν την εγκληματική κίνηση και είναι άξιο προσοχής ότι οι Χριστιανοί της εποχής εκείνης, πριν από τη μεγάλη πυρκαγιά της πόλεως, ρίχνονταν στα μαρτύρια, εμφανιζόμενοι σαν εξαθλιωμένοι σκλάβοι, για τη διασκέδαση του λαού.

δώρο, γιατί το σύζυγό μου τον έχασα πριν είκοσι πέντε χρόνια. Άσκοπα θυσίασα τα νιάτα μου για να του αποδείξω την αγάπη και την αθωότητά μου. Η συκοφαντία τον κέρδισε. Επί ένα τέταρτο του αιώνα ζω μέσα στα δάκρυα και τις προσευχές. Με ψυχική κατάπτωση και αγωνία, έβλεπα τους αγαπημένους μου να απομακρύνονται από κοντά μου. Δεν πιστεύω πια πως θα μπορούσε να ξαναζήσει στην καρδιά του συντρόφου μου η ευτυχία, η παλιά εμπιστοσύνη και η στοργή. Όσο για την κόρη μου, την εμπιστεύθηκα στα χέρια του Ιησού από την παιδική της ηλικία, τότε που υποχρεώθηκα να στερηθώ την αγάπη της και να καταπνίξω τους μητρικούς μου ενθουσιασμούς όταν με την επιβολή του Πούμπλιου, απομακρύνθηκα από την ψυχή της. Ο Κύριος μόνο γνωρίζει τα ψυχικά μαρτύριά μου της εποχής εκείνης. Εκτός αυτού, η Φλάβια έχει σήμερα ένα σύζυγο που την απομάκρυνε ακόμη περισσότερο από μένα, φοβούμενος την πίστη μου, που όλοι τη χαρακτηρίζουν σαν «υπερβολή». Για μένα, δε μπορούν να ξανανθίσουν οι ελπίδες εδώ στη γη, τόνισε με θλίψη. Το μόνο που επιθυμώ τώρα, είναι να πεθάνω με τη συνείδηση ήσυχη.

-Μα κυρία, σήμερα είναι η μέρα που θα αποδοθούν στο σύζυγό σας οι μεγαλύτερες τιμές…-Το ξέρω. Όμως επί είκοσι πέντε χρόνια ο Πούμπλιος ακολουθεί δρόμο αντίθετο από το δικό

μου και δεν είναι παράξενο το ότι σήμερα θα αποκτήσει την υπέρτατη αμοιβή αυτού του κόσμου, σα θρίαμβο των επιθυμιών του, όπως κι εγώ θα βρω όχι τη νίκη του ουρανού που δεν την αξίζω, αλλά την πιθανότητα να δείξω στον Κύριο την ειλικρίνεια της πίστεώς μου. Άλλωστε, αγαπημένη μου Άννα, είναι τόσο παρήγορο να ονειρεύεσαι το αγιασμένο βασίλειο!... Θα ξαναδούμε τα θωπευτικά χέρια του Μεσσία να μας ευλογούν με αγάπη…

Η Λίβια με μια απόκοσμη λάμψη στα βουρκωμένα μάτια της, που έδειχνε ότι η οπτασία του Παραδείσου, της έδινε τη δύναμη και τη λαχτάρα για μια υπεράνθρωπη θυσία, συνέχισε σα να αποτεινόταν στον εαυτό της:

-Ναι, τελευταία αναπολώ πολύ το Διδάσκαλο και τα αξέχαστα λόγια του, το αλησμόνητο σούρουπο με τον καθαρό ουρανό και με το σιωπηλό παφλασμό του Τίβερη, που οι αφροί των κυμάτων του σχημάτιζαν μια άσπρη βεντάλια που αγκάλιαζε τις βάρκες στην ακρογιαλιά. Θυμάμαι και αναζητώ το Θείο κήρυγμα του Ιησού, την πραότητά του, τη λάμψη των ματιών του, το χαμόγελό του και το χαμόγελο των παιδιών όταν τον αντίκριζαν. Ποθούσα με όλη μου την καρδιά να προστατέψω όλα εκείνα τα απροστάτευτα, φτωχά παιδάκια των λαϊκών συγκεντρώσεων της Καπερναούμ, σα μητέρα, αλλά δεν το κατόρθωσα σ’ αυτό τον κόσμο και θέλω να ελπίζω ότι, αν ο Χριστός με δεχθεί στο φωτεινό του βασίλειο, θα καταφέρω να πραγματοποιήσω εκεί τα ιδανικά μου.

Η γριά σκλάβα έκλαιγε συγκινημένη και η Λίβια συνέχισε σα να εμπιστευόταν τις τελευταίες σκέψεις της.

-Άννα, και οι δυο μας κληθήκαμε για το ιερό μαρτύριο της πίστεως και αυτό αποτελεί τη δόξα της ψυχής μας. Συγχώρησέ με, αγαπημένη μου, αν ποτέ άθελά μου σε έθιξα ή σε πίκρανα. Πριν ακόμη ο Συμεών σε παραδώσει στην προστασία μου, εγώ σε αγαπούσα θερμά, σαν αδελφή ή σαν κόρη μου!... Τώρα, καλή μου, έχω μια τελευταία παράκληση.

-Ζητήστε μου, κυρία, ό,τι θέλετε. Πρώτα απ’ όλα, είμαι σκλάβα σας.-Αν σήμερα, Άννα, οφείλουμε ν’ αποδείξουμε την πίστη μας, εγώ επιθυμώ να παρουσιαστώ

στη θυσία σαν όλες τις απροστάτευτες υπάρξεις που μαζί τους άκουσα το Μεσσία στην Τιβεριάδα. Έλα, σε παρακαλώ, να ανταλλάξουμε τα φορέματά μας. Θέλω να υποστώ το μαρτύριο με τα φτωχά ρούχα του λαού, όχι γιατί θα αισθανθώ ταπεινωμένη μπροστά στην τάξη μου, την ώρα της δοκιμασίας, αλλά για να ταπεινωθώ μπροστά στη Χριστιανική μου συνείδηση. Εγώ, που γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα στις πορφύρες της αριστοκρατίας, θέλω να αντικρίσω το βασίλειο του Ιησού, με τα ταπεινά, απλά φορέματα των ανθρώπων του μόχθου, που όλη τους η ζωή κύλησε μέσα στα βάσανα.

-Κυρία!... ψιθύρισε αναποφάσιστη η Άννα.-Μην ταλαντεύεσαι, αν θέλεις να μου χαρίσεις την τελευταία ευχαρίστηση.Η Άννα δε μπόρεσε να αρνηθεί και σε μια σκοτεινή γωνιά, άλλαξαν τα ρούχα τους. Η πολύτιμη μάλλινη κάπα της πατρικίας, αγκάλιασε το σώμα της σκλάβας πάνω από την

πολύπλοκη φορεσιά της εποχής. Τέλος, η Λίβια, στόλισε την Άννα με τα κοσμήματα που πάντα

φορούσε. Δυο βαρύτιμα δακτυλίδια και ένα θαυμάσιο βραχιόλι. Της έμεινε ακόμη ένα μικρό περιδέραιο, που, χαϊδεύοντάς το με υπερβολική στοργή, αποφάσισε να το κρατήσει.

-Ας είναι, είπε… Κρατώ μονάχα αυτό το μικρό περιδέραιο, όπου υπάρχει ανάγλυφη η μορφή του Πούμπλιου και που είναι ένα γαμήλιο δικό του δώρο. Θα πεθάνω μ’ αυτό το κόσμημα που θα έχει διπλό συμβολισμό για μένα. Την ένωσή μου με τον άνδρα μου και την ένωσή μου με τον Ιησού Χριστό!...

Η Άννα χωρίς άλλη διαμαρτυρία, δέχθηκε τη μεταμόρφωση και σε λίγο η παλιά αγνή ομορφιά της ταπεινής σκλάβας μεταμορφώθηκε σε επιβλητική, αριστοκρατική φιγούρα. Για όλους τους φυλακισμένους οι ώρες περνούσαν αργά. Ο προφήτης της Ανατολής που τόσο θερμά τους είχε ενθαρρύνει με το κήρυγμά του το περασμένο βράδυ, με τη δύναμη που του έδινε η πίστη του, κατάφερε να κρατήσει το ηθικό όλων ψηλά και κάθε ένας, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, δοκίμαζε και ασκούσε την ψυχική του δύναμη, την πίστη, τις ιδέες του και όλοι πάσχιζαν να είναι πάνοπλοι για την υπέρτατη στιγμή του μαρτυρίου.

Στο μέγαρο του Αβεντίνου, όλοι οι σκλάβοι του σπιτιού νόμιζαν ότι η Λίβια είχε μείνει στο σπίτι της κόρης της. Αλλά, λίγο πριν από το μεσημέρι, η Φλάβια έφτασε στο σπίτι του πατέρα της, για να τον φιλήσει πριν από το θρίαμβο. Πληροφορημένη από το γερουσιαστή σχετικά με την πρόθεσή του να ξαναζωντανέψει την παλιά του ευτυχία στο σπίτι, αφού της ομολόγησε το οικτρό του σφάλμα, τη μεγάλη του μεταμέλεια καθώς και την απέραντη εμπιστοσύνη και αγάπη που έτρεφε πάντοτε για τη σύζυγό σου, η Φλάβια έκπληκτη με τον πατέρα της και ενθουσιασμένη με τη μητέρα, έσπευσε να την αναζητήσει. Τότε μόνον έγινε γνωστή η απουσία της. Για πρώτη φορά μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια η Λίβια και η Άννα πέρασαν τη νύχτα τους έξω από το σπίτι κι αυτό τους δημιούργησε δικαιολογημένους φόβους. Ο γερουσιαστής με κακά προαισθήματα αναγκάστηκε να ετοιμαστεί και να φύγει για τη Γερουσία, όπου οι εορτές θα άρχιζαν από το μεσημέρι, παρουσία του Καίσαρος.

Βλέποντάς τον τόσο ανήσυχο, η Φλάβια προσπάθησε να τον καθησυχάσει μ’ αυτά τα λόγια που έδειχναν την ίδια της την ανησυχία:

-Πήγαινε ήσυχος, πατέρα μου. Τώρα εγώ θα γυρίσω στο σπίτι μου, όταν, όμως, το βράδυ επιστρέψεις με το στεφάνι του θριάμβου, επιθυμώ και είμαι βέβαιη ότι θα σε δεχθούμε η μητέρα κι εγώ στο λουλουδιασμένο εξώστη και θα σε αγκαλιάσουμε με την αγάπη που πάντοτε σου έχουμε δείξει.

-Ναι, κόρη μου, ας μας βοηθήσουν οι θεοί να γίνει έτσι κι αυτή θα είναι η πιο ακριβή μου αμοιβή.

Και, ανεβαίνοντας στη χειράμαξα, έφτασε στη Γερουσία όπου ενθουσιώδη πλήθη επευφημούσαν με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα τους τιμώμενους, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη μεγάλη διανομή σταριού με την οποία οι αρχές της Ρώμης είχαν εορτάσει το γεγονός. Αφού προς της εμφανίσεως του Καίσαρος, διάφοροι ομιλητές εξήραν την προσωπικότητά του, οι γερουσιαστές κατευθύνθηκαν προς τον περίφημο ναό του Διός, όπου οι τιμώμενοι θα δέχονταν το στεφάνι από τριαντάφυλλα και μύρτα όπως οι θριαμβευτές, σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχε οργανώσει ο Σενέκας στην προσπάθειά του να δώσει μια καλύτερη εικόνα στην πραγματικά τρομερή διακυβέρνηση του πρώην μαθητή ου. Δυστυχώς, ο μαθητής αυτός δε δίστασε καθόλου να διατάξει κατά το έτος 66 μ.Χ. το θάνατο και του ίδιου του δασκάλου του Σενέκα.

Στο ναό του Διός, ο Νέρων στεφάνωσε περισσότερο από εκατό γερουσιαστές με την ευχή των ιερέων και με τις πολύπλοκες ιεροτελεστίες που αργοπόρησαν την εορτή για μερικές ώρες. Μόνο κατά τις τρεις η ώρα το απόγευμα, η μεγάλη ακολουθία έβγαινε από το ναό και κατευθυνόταν στον ιππόδρομο του Μάξιμου.

Με μεγάλη επισημότητα, που σπάνια παρατηρήθηκε στη Ρώμη κατά τους περασμένους αιώνες, έφθασε πρώτα στο δικαστήριο, περνώντας μέσα από το ευλαβικό πλήθος. Για να ενημερώσουμε τους αναγνώστες θα δώσουμε μια αμυδρή εικόνα της θαυμαστής παρελάσεως.

Προηγείται, μια επιβλητική και πλούσια στολισμένη άμαξα, όπου κάθεται αναπαυτικά ο Αυτοκράτορας. Ακολουθούν πολυάριθμα αμάξια με τους τιμώμενους γερουσιαστές και τους αυλικούς της προτιμήσεώς τους. Ο Δομίτιος Νέρων, περνά περήφανος, ντυμένος την πορφυρή στολή του, θριαμβευτής μέσα στην αχαλίνωτη χλιδή που χαρακτηρίζει τη δράση του. Πίσω του,

πλήθος νέων δέκα πέντε ετών, περνούν έφιπποι ή πεζοί περιφερόμενοι γύρω από τα αμάξια και ανοίγοντας δρόμο. Έπονται οι σταβλίτες που οδηγούν τις άμαξες με τα δυο, τέσσερα, και έξι άλογα, τα εκπαιδευμένα ειδικά για τους αγώνες. Τους ακολουθούν τελείως γυμνοί σχεδόν, οι αθλητές που θα λάβουν μέρος στους μικρούς και τους μεγάλους αγώνες του απογεύματος και πίσω τους οι τρεις κλασσικοί κόροι των χορευτών, ο πρώτος αποτελούμενος από μεγάλους, ο δεύτερος από νεαρούς μαθητευόμενους και ο τρίτος από χαρούμενα παιδιά, που φορούν κόκκινους στενούς χιτώνες με χάλκινη ζώνη, σπαθί στο πλάι, δόρυ στο χέρι, και ένα κράνος στολισμένο με πολύχρωμα φτερά, που συμπληρώνει την ιδιόρρυθμη ενδυμασία τους. Οι χορευτές ακολουθούνται από τους μουσικούς που με ρυθμικές κινήσεις εκτελούν πολεμικούς χορούς υπό τους ήχους άρπας, φλάουτου και αυλού και πίσω τους εμφανίζονται οι Σάτυροι και οι Σεληνοί σαν μια ομάδα ηλιθίων προσώπων, με φρικιαστικές μάσκες, ντυμένοι τομάρια τράγων, που κάνουν απαίσιους, γελοίους μορφασμούς και χυδαίες κινήσεις και προκαλούν έτσι τα σπασμωδικά γέλια των θεατών. Έπονται άλλες ομάδες μουσικών που τις ακολουθούν δευτέρας κλάσεως ιερείς του Διός και άλλων Θεών και που κρατούν μεγάλα χρυσά και αργυρά δοχεία, όπου καίει λιβάνι και σκορπίζει στην ατμόσφαιρα τα σύννεφά του μαζί με το άρωμά του. Πίσω τους, οι υπουργοί βουτηγμένοι στο χρυσό και τις πολύτιμες πέτρες, περνούν μπροστά από τα αγάλματα πολυάριθμων θεών που για την περίσταση έχουν μεταφερθεί από τους ήσυχους ναούς τους. Κάθε άγαλμα, με τη συμβολική σημασία του, ακολουθείται από τους πιστούς του ή από τις διάφορες ιερατικές σχολές.

Όλα τα αγάλματα μεταφέρονται σε πομπή, απάνω σε άμαξες καμωμένες από ελεφαντόδοντο και ασήμι, που τις σέρνουν υπερήφανα άλογα οδηγούμενα από μικρούς αριστοκράτες δέκα έως δώδεκα ετών, ποτέ ορφανούς, πλαισιωμένους από τους πιο εκλεκτούς και ονομαστούς Πατρίκιους της μεγαλουπόλεως.

Το σύνολο παρουσιάζει την εικόνα μυθικής πομπής από χρυσά στεφάνια, πορφύρες, πολύτιμα ανατολίτικα υφάσματα, γυαλιστερά μέταλλα και λάμψεις πολύτιμων λίθων, που κλείνει με την τελευταία λεγεώνα των ιερέων και υπουργών και που ακολουθείται από την ατελείωτη μάζα του άγνωστου και ανώνυμου πλήθους.

Αυτή λοιπόν η μεγαλειώδης πομπή βαδίζει προς τον ιππόδρομο με περισσή ευλάβεια, γιατί πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες τελετές. Η σιωπή διακόπτεται μόνο από τις ζητωκραυγές των διαφόρων ομάδων του λαού, όταν περνά το άγαλμα του Θεού που προστατεύει την κάθε μια στην καθημερινή ζωή της. Ύστερα από έναν επιβλητικό γύρω, στο εσωτερικό του ιπποδρόμου, τα αγάλματα τοποθετούνται στο αμφιθέατρο, κοντά στις φυλακές, κάτω από το αυτοκρατορικό περίπτερο και εκεί γίνονται οι προσευχές και οι θυσίες των ευγενών και των πληβείων, ενώ ο Καίσαρ, οι αυλικοί του και οι τιμηθέντες πολιτικοί, αρχίζουν να πίνουν με την υπερβολή που τους επιβάλλει το θρησκευτικό τους έθιμο.5

Μόλις τελειώσουν αυτές οι διατυπώσεις, δηλαδή το τελετουργικό μέρος της εορτής αρχίζει το εορταστικό. Οι αγώνες αρχίζουν μπροστά σε τριακόσιες χιλιάδες και πλέον θεατές. Τα ανάκτορα του Αβεντίνου και του Παλατίνου, καθώς και οι πολυτελείς εξώστες του Τσέλο, χρησιμεύουν επίσης στο πλήθος για να παρακολουθήσει το εξαιρετικό θέαμα από πιο κοντά. Η Ρώμη διασκεδάζει.

Οι αρματοδρομίες είναι το πρώτο αγώνισμα, αλλά τα χειροκροτήματα θα ακουστούν μόνον όταν οι πρώτοι αρματοδρόμοι τσακιστούν και πεθάνουν στο γήπεδο, καθώς και τα πρώτα άλογα. Όσοι λαμβάνουν μέρος διακρίνονται από το διαφορετικό χρώμα του χιτώνα τους που είναι κόκκινο, θαλασσί, άσπρο ή πράσινο, και αντιπροσωπεύει τα διάφορα κόμματα, ενώ οι θεατές, αναλόγως της πολιτικής τους τοποθετήσεως, έξαλλοι ωρύονται με πάθος εκδηλώνοντας τους φόβους ή το θαυμασμό τους, την αγωνία ή την ανυπομονησία τους. Στο τέλος του αγώνα, λαμβάνουν χώρα φρικιαστικές σκηνές μεταξύ των αντιπάλων, που καταλήγουν σε φόνους και πολλά πτώματα αποσύρονται από το γήπεδο. Άλλοτε, πάλι, βάζουν αντιμέτωπους νεαρούς σκλάβους με θηρία, οπότε πολλοί χάνουν τη ζωή τους, ενώ ο αυτοκράτωρ χαμογελά ευχαριστημένος και η αλαλάζουσα ασυνείδητη μάζα ζητωκραυγάζει. Ο αυτοκράτωρ συνεχίζει να πίνει με τους στενούς του φίλους, ενώ έξι αρπιστές εκτελούν μελωδίες στο περίπτερο και οι αυλοί σκορπούν γλυκούς και καθάριους

5 Σ.Μ. Συνήθεια των ειδωλολατρών που συνίσταται στη δοκιμασία του κρασιού και μετά το χύσιμό του, προς τιμήν κάποιου Θεού.

ήχους. Επακολουθούν άλλα αγωνίσματα, διασκεδαστικά και τρομερά, και μετά την εκτέλεση εξωτικών χωρών, βλέπουμε έναν αυλικό του Νέρωνα να υποκλίνεται με σεβασμό μπροστά του και να του λέει:

-Ω, Αύγουστε, έφθασε η στιγμή για τη μεγάλη σημερινή έκπληξη των αγώνων!...-Θα μπουν τώρα στο γήπεδο οι Χριστιανοί; ρωτά ο αυτοκράτωρ με χαμηλή φωνή και άπονο,

σκληρό μειδίαμα.-Ναι, δόθηκε ήδη η διαταγή να εξαπολύσουν στο γήπεδο τα είκοσι αφρικανικά λιοντάρια,

μόλις παρουσιαστούν οι κατάδικοι.-Σπουδαία τιμή για τους γερουσιαστές, απαντά ο Νέρων με σαρκασμό. Αυτή η εορτή υπήρξε

μία επιτυχής ιδέα του Σενέκα, γιατί θα μου δοθεί η ευκαιρία να δείξω στη Γερουσία πως ο νόμος είναι δύναμη και πως κάθε δύναμη οφείλει να είναι μαζί μου.

Σε λίγα λεπτά θα παρουσίαζαν το μεγαλύτερο θέαμα της ημέρας. Ο Κλαύδιος Βάρρους συμβούλεψε έναν από τους έμπιστους βοηθούς του:

-Άτον, να προετοιμάσεις την είσοδο όλων των φυλακισμένων στο γήπεδο, όμως απομάκρυνε με τρόπο μια γυναίκα που είναι ντυμένη σαν Πατρικία, άφησέ την τελευταία και ελευθέρωσέ την, γιατί δεν επιθυμούμε προστριβές με την οικογένειά της.

Ο στρατιώτης ένευσε ότι θα συμμορφωθεί κατά γράμμα με τη διαταγή που του δόθηκε και σε λίγο η μεγάλη ομάδα των Χριστιανών πορευόταν άφοβα προς τη θυσία, ενώ ποταμοί υπηρέτες του ιππόδρομου τους έσπρωχναν βρίζοντας και εμπαίζοντάς τους. Πρώτος ο απόστολος ψιθυρίζοντας την τελευταία του προσευχή. Τη στιγμή όμως που άνοιγαν την πόρτα, από όπου θα έβγαιναν τα πεινασμένα λιοντάρια, ο Άτον πλησίασε την Άννα, της οποίας η πολύτιμη μάλλινη κάπα, τα βαρύτιμα κοσμήματα, η ευγενική κορμοστασιά και το χρυσό δίχτυ που κρατούσε τα μαλλιά της τον εντυπωσίασαν, και της είπε με σεβασμό.

-Κυρία, μείνε εδώ μέχρι νεωτέρας διαταγής.Η γριά σκλάβα των Λέντουλων άλλαξε με την κυρία της μια ματιά αγωνίας και είπε ήρεμη:-Γιατί; Έχεις σκοπό να μου στερήσεις τη δόξα της θυσίας;Ο Άτον, έκπληκτος από την ηρωική απάντηση, θαυμάζοντας το ψυχικό μεγαλείο της

Πατρικίας αυτής, απάντησε αμήχανος:-Θα είσαι η τελευταία.Η Άννα ευχαριστήθηκε και η Λίβια άλλαξε μια αξέχαστη ματιά αγάπης και αγωνίας για

αποχαιρετισμό. Όλα αυτά έγιναν σε δευτερόλεπτα. Τώρα η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη και αντιπρόσωποι του Νέρωνα υποχρέωναν τους φυλακισμένους, με την απειλή των όπλων να βγουν στο γήπεδο του θανάτου. Ο σεβάσμιος απόστολος της Αντιοχείας επικεφαλής και πίσω του οι πιστοί, έφθασαν στην είσοδο ενθαρρυμένοι από μια ηθική δύναμη που ως τώρα τους ήταν άγνωστη. Κι αυτό, γιατί πίσω από τις μεγαλοπρεπείς χλαμύδες και πέρα από τους χλευασμούς και τις ύβρεις, μια λεγεώνα ουράνιων αγγέλων και αρχαγγέλων του θείου Διδασκάλου έδινε δύναμη σ’ αυτούς που σε λίγο θα δέχονταν τον ατιμωτικό θάνατο, για να ποτίσουν το σπόρο του Χριστιανισμού με τα γόνιμα δάκρυά τους και με το αίμα τους. Έτσι, εμψυχωμένοι από τις ουράνιες δυνάμεις, δεν ένιωθαν ούτε πόνο ούτε φρίκη, όταν σε λίγο κάτω από τις ζητωκραυγές και τα ξέφρενα χειροκροτήματα, τα λιοντάρια αφέθηκαν ελεύθερα και χύθηκαν επάνω τους ξεσχίζοντας τις σάρκες τους και καταβροχθίζοντάς τους, ενώ ο Νέρων διέταζε τους μουσικούς και τους χορευτές να γιορτάσουν το θέαμα με χορούς και τραγούδια της νικήτριας Ρώμης.

Οι θεατές του ιπποδρόμου και τα πλήθη των λόφων, δηλαδή σχεδόν πεντακόσιες χιλιάδες άνθρωποι, έξαλλοι από ενθουσιασμό, γιόρταζαν, ενώ δύο εκατοντάδες ανθρώπινες υπάρξεις, έπεφταν κομματιασμένοι, βορά των άγριων θηρίων.

Όταν η Λίβια έφτασε στο γήπεδο, γονάτισε μπροστά στο μεγαλοπρεπές αυτοκρατορικό περίπτερο, προσπαθώντας να διακρίνει το σύζυγό της για τελευταία φορά και να φυλάξει αυτή τη λατρευτή εικόνα μέσα στην καρδιά της μαζί με την εικόνα του Εσταυρωμένου στην υπέρτατη στιγμή της θυσίας. Της φάνηκε στις τελευταίες ανταύγειες του δειλινού, πως διέκρινε την κορμοστασιά του στεφανωμένη με ρόδα σαν θριαμβευτού και όταν τα χείλη της κινήθηκαν, για την τελευταία προσευχή και θερμά δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της, βρέθηκε στα νύχια ενός θηρίου και κατά περίεργο τρόπο, αντί να τρομάξει και να πονέσει, αισθάνθηκε δύο διάφανα χέρια

να την προστατεύουν και είδε μπροστά της τη μορφή του Συμεών που της χαμογελούσε γλυκά και τη βεβαίωνε πως πια πέρασε στην αιωνιότητα.

Την ίδια στιγμή, ο γερουσιαστής Πούμπλιος Λέντουλος, στο αυτοκρατορικό διαμέρισμά, ένιωσε ένα δυνατό κλονισμό και απογοήτευση. Οι βάρβαρες αυτές σκηνές του θανάτου του προκαλούσαν φρίκη. Χωρίς να ξέρει το γιατί, η σκέψη του γύρισε στη μακρινή Γαλιλαία και νόμισε πως είδε ξανά μπροστά του, το Μεσσία της Ναζαρέτ που τον βεβαίωνε: «Όλες οι δυνάμεις της Αυτοκρατορίας σου είναι πολύ αδύνατες και τα πλούτη σου άθλια!». Σκύβοντας προς το φίλο που καθόταν δίπλα του, είπε χαμηλόφωνα:

-Αυτό το θέαμα σήμερα, μου προκαλεί φρίκη. Νιώθω θλίψη και αγωνία όση ποτέ άλλοτε δεν ένιωσα στη ζωή μου. Είναι, πράγματι σκλάβοι καταδικασμένοι, όλοι αυτοί που πέφτουν κατασπαραγμένοι από τα θηρία;

-Δεν πιστεύω, απάντησε ο φίλος του γερουσιαστής. Ψιθυρίζεται ότι πρόκειται για φτωχούς Χριστιανούς που τους συνέλαβαν στις κατακόμβες!

Και πάλι χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί, η σκέψη του Πούμπλιου πήγε αμέσως στη Λίβια. Τώρα, ας ξαναγυρίσουμε στην Άννα. Βέβαιη ότι ο Χριστός την προόριζε τελευταία για τη

θυσία, όταν οι σύντροφοί της μπήκαν στο γήπεδο, βυθίστηκε σε φλογερές επικλήσεις και προσευχές. Παρ' όλα αυτά δεν τράβηξε το βλέμμα της από τη Λίβια, που σε μια γωνιά του γηπέδου γονάτισε, ενώ το μεγάλο λιοντάρι χύθηκε κατασπαράζοντας το στήθος της. Στη θέα αυτή, νόμισε πως θα λιποθυμήσει, αλλά ακριβώς αυτή τη στιγμή ο Άτον και κάποιος άλλος στρατιώτης της είπαν:

-Ακολούθησέ μας, κυρία.Όταν είδε ότι την οδηγούσαν στο εσωτερικό της φυλακής, διαμαρτυρήθηκε λέγοντας:-Στρατιώτες, δεν επιθυμώ παρά να πεθάνω για την πίστη του Ιησού Χριστού.Μα αυτοί ερεθισμένοι από την τόλμη της, την έπιασαν βίαια από το χέρι και την τράβηξαν σε

ένα πέρασμα που συγκοινωνούσε με το δημόσιο δρόμο.-Φύγε, κυρά μου, φύγε χωρίς χρονοτριβή. Δε θέλουμε φασαρίες με την οικογένειά σου.Και αμέσως έκλεισαν πίσω της τη βαριά πόρτα, ενώ η φτωχιά σκλάβα με θλίψη συμπέρανε ότι

η φορεσιά της κυρίας της της έσωσε τη ζωή. Τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν και με παράπονο αναζητούσε την αιτία που έκανε τον Κύριο να μη δεχθεί τη θυσία της. Άκουγε τους αλαλαγμούς των θεατών, τους βρυχηθμούς των θηρίων και την αναταραχή και σαν αυτόματο, σιωπηλή και αφηρημένη, έφτασε στην έπαυλη του Αβεντίνου που δε βρισκόταν μακριά από τον αισχρό ιππόδρομο. Οι λίγοι έμπιστοι σκλάβοι που έμειναν για την ασφάλεια της επαύλεως – γιατί πάντα στις μεγάλες εορτές, έπαιρναν μέρος όλοι οι σκλάβοι – δεν πρόσεξαν την επιστροφή της Άννας που με προσοχή άλλαξε τα φορέματά της, έκρυψε τα κοσμήματα και γονατίζοντας στο δωμάτιό της, ξέσπασε σε πικρό κλάμα και σε προσευχές. Δεν ήξερε πόση ώρα έμεινε έτσι, κρίνοντας με πίκρα τον εαυτό της ως ανάξιο να μαρτυρήσει για την πίστη του Ιησού, όταν από τους θορύβους του σπιτιού κατάλαβε ότι ο γερουσιαστής γύρισε. Ήταν σχεδόν νύχτα και τα πρώτα λαμπερά αστέρια κεντούσαν το γαλανό ουρανό της Ρώμης.

Μπαίνοντας με βαριά καρδιά στο σπίτι ο Πούμπλιος, βρήκε να τον περιμένει στον άδειο προθάλαμο, ο έμπιστός του σκλάβος Φάβιος Τούλιος, που προ πολλών ετών είχε αντικαταστήσει τον Κομένιο μετά το θάνατό του, και του είπε με σεβασμό:

-Γερουσιαστά, η κόρη σας ειδοποίησε ότι ερευνά ακόμη για την κυρία. Ο Πούμπλιος πολύ ανήσυχος και θλιμμένος, ευχαρίστησε με ένα νεύμα. Η Άννα, όμως στη μοναξιά των προσευχών της, όταν κατάλαβε την επιστροφή του κυρίου της

στο σπίτι, ένιωσε υποχρέωση να τον ενημερώσει με τα θλιβερά νέα της και αφού ζήτησε μια ιδιαίτερη ακρόαση μέσω του Φάβιου από τον κύριό της, έγινε αμέσως δεκτή από αυτόν. Με μάτια πρησμένα από τα δάκρυα και φωνή διακοπτόμενη από λυγμούς, η γριά σκλάβα διηγήθηκε τα γεγονότα με όλες τις λεπτομέρειες, ενώ ο γερουσιαστής ξαφνιασμένος και άφωνος προσπαθούσε να καταλάβει τις θλιβερές αυτές αποκαλύψεις. Όταν η Άννα τελείωσε, κρύος ιδρώτας έτρεχε στο μέτωπό του, ενώ τα μηνίγγια του χτυπούσαν τρομακτικά. Η πρώτη του παρόρμηση ήταν να τσακίσει σα φαρμακερό φίδι τη σκλάβα, γιατί η περηφάνια του και η επαναστατημένη ματαιοδοξία του δεν ήθελαν να πιστέψουν στην αλήθεια της τραγικής και αγωνιώδους αυτής εξομολογήσεως.

Βρισκόταν σε τέτοια σύγχυση, ένιωθε τόσο πόνο και τόση ενοχή, όση ποτέ άλλοτε σε όλη την άθλια ζωή του. Έβλεπε τα όνειρα, τις στοργικές του σκέψεις, τις χαρές και τα ιδανικά του να καταρρέουν τραγικά και για πάντα, χωρίς ελπίδα να επανορθώσει. Ένας άτυχος ένοχος απέναντι στη θεία δικαιοσύνη, τη στιγμή ακριβώς που ήλπιζε να αναστήσει την ευτυχία του, έπεφτε στην άβυσσο του πόνου. Στεγνός, χωρίς δάκρυ, με αγριεμένα από πόνο μάτια, σταθερός σαν επαναστατημένο φάντασμα, σηκώθηκε με απόφαση εκδικήσεως και χωρίς να δώσει απάντηση στην έκπληκτη σκλάβα, που τον κοίταζε φοβισμένη ικετευτικά και προσευχόταν σιωπηλά γι' αυτόν, κατευθύνθηκε σαν αυτόματο προς την πόρτα και την άνοιξε διάπλατα με ορμή, αφήνοντας το δροσερό αεράκι της νύχτας να μπει μέσα. Παραπαίοντας και κλονιζόμενος από τον άγριο πόνο του, χωρίς να προσέξει την ακαταστασία της περιβολής του, κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς τον ιππόδρομο, όπου ο άσπλαχνος Καίσαρ ολοκλήρωνε τη χαρά των σκληρών παθών του, για να υπερασπιστεί τη συκοφαντημένη, προδομένη και θυσιασμένη σύζυγό του. Ξαφνιάστηκε από το ανατριχιαστικό θέαμα που αντίκρισε. Μεθυσμένοι από την ποταπή κραιπάλη τους, με εξαγριωμένα τα ένστικτά τους, οι στρατιώτες μάζευαν τα υπολείμματα του τερατώδους εκείνου συμποσίου των θηρίων και τα έριχναν στη φωτιά.

Οι φλόγες σαν άπειρες φωτισμένες δάδες, έκαναν το μεγάλο ιππόδρομο να λάμπει. Ο Πούμπλιος ένιωσε τη μεγαλύτερη ταπείνωση μπροστά σ' αυτή την επίδειξη της απανθρωπιάς και της φρίκης και τρικλίζοντας προχώρησε σαν τρελός και άφωνος παρακολούθησε τις απαίσιες φωτιές που τις τροφοδοτούσαν παραμορφωμένα ανθρώπινα μέλη και καταματωμένα μορφάζοντα κεφάλια. Με αγωνία και αγανάκτηση, σωστή αγριεμένη τίγρης, προχωρούσε, όταν μπροστά του δυο μεθυσμένοι στρατιώτες φιλονικούσαν για ένα λεπτό αντικείμενο που ξαφνικά τράβηξε την προσοχή του. Ήταν ένα μικρό περιδέραιο από μαργαριτάρια, απ' όπου κρεμόταν ένα πολύτιμο παλιό μενταγιόν, που το αναγνώρισε αμέσως σαν το γαμήλιο δώρο του προς τη λατρευτή του και θυμήθηκε τη μεγάλη της αγάπη προς αυτό, που στη μια πλευρά είχε ανάγλυφη τη φυσιογνωμία του. Προχώρησε ανάμεσα στους στρατιώτες, που μόλις τον αντίκρισαν στάθηκαν προσοχή και όταν ρώτησε τον έναν σχετικά, του αποκρίθηκε τρέμοντας;

-Άρχοντά μου, αυτό το βαρύτιμο κόσμημα ανήκε σε μια από τις γυναίκες που κατασπαράχθηκαν από τα θηρία.

-Πόσο θέλεις γι' αυτό; ρώτησε σκυθρωπός και αγριεμένος.-Το αγόρασα από ένα συνάδελφο, σε μικρή τιμή.-Δώστο μου, πρόσταξε και τραβώντας μια βαριά σακούλα με χρυσά νομίσματα την πέταξε

στους στρατιώτες με ύφος αηδίας. Έπειτα, απομακρύνθηκε αφήνοντας τα δάκρυά του να τρέξουν ελεύθερα και σφίγγοντας το κόσμημα στο στήθος του, νόμισε ότι έκλεισε για πάντα στην καρδιά του κάτι από την προσωπικότητα της Λίβιας. Ύστερα, μακριά από τον κατάφωτο δρόμο, τράβηξε σ' ένα σκοτεινό δρομάκι, όπου ένα πελώριο δένδρο υψωνόταν ως τον ουρανό και έδινε στο τοπίο τρυφεράδα και ποίηση. Ακούμπησε στον κορμό του και αντικρίζοντας τ' αστέρια που έλαμπαν στον ουρανό, σκέφτηκε πως η καθαρή και αγνή ψυχή της θα αναπαυόταν στην αιώνια γαλήνη του ουρανού με την ευχή των Θεών. Αυθόρμητα φίλησε το περιδέραιο και αναλογιζόμενος τη σκληρή μοναξιά της ζωής της, έκλαψε πικρά. Ολόκληρο το παρελθόν του παρέλασε μπροστά του και είδε ότι όλες οι ευγενικές προθέσεις του, δεν εκτιμήθηκαν ούτε από τους Θεούς, ούτε από τους ανθρώπους. Οι πιο σκληρές ταπεινώσεις τραυμάτιζαν τη ματαιοδοξία του και με την υπερβολική του περηφάνια πλήρωνε σ' αυτό τον κόσμο το βαρύ φόρο των δακρύων και του πόνου. Πολύ αργά κατάλαβε ότι η Λίβια έκανε το παν για να τον κάνει ευτυχισμένο, απλή χωρίς απαιτήσεις, γεμάτη στοργή και αγάπη. Ξανάζησε τη ζωή του με όλες της τις λεπτομέρειες, τις ελπίδες και τα όνειρα και είδε ότι σαν άνδρας ήταν τόσο απασχολημένος με την εργασία του και προσκολλημένος στα καθήκοντά του, ώστε δε χάρηκε την οικογενειακή ζωή, και σα σύζυγος δε στάθηκε άξιος να διακρίνει και να εναντιωθεί στις δόλιες συκοφαντίες. Σαν πατέρας, πάλι, ένιωθε ταπεινωμένος και αποκαρδιωμένος και άρχισε να αναρωτιέται, ποια η αξία της πολιτικής δόξας, των θριάμβων και της μεγάλης περιουσίας και τι θα μπορούσε να του προσφέρει το σημερινό στεφάνι του θριάμβου, αφού μόνο πίκρα, ασπλαχνία και ατυχία σημάδευαν τη ζωή του; Βυθισμένος στις σκοτεινές αυτές σκέψεις, οραματίστηκε τη γλυκιά, τρυφερή και γαλήνια μορφή του προφήτη της Ναζαρέτ να τον προτρέπει και να τον παρηγορεί όπως τότε, στις όχθες της Τιβεριάδος, και αμέσως καυτά δάκρυα

κύλησαν στα μάγουλά του και γονατίζοντας στα πυκνά φύλλα όπως τότε, θυμήθηκε την ηθική δύναμη που αντλούσε η Λίβια από τη Χριστιανική Θρησκεία. Τότε, στρέφοντας το βλέμμα στον ουρανό, είπε με ικετευτική φωνή:

-Ιησού Ναζωραίε, χρειάστηκε να χάσω το μεγαλύτερο και τον πιο λατρεμένο μου θησαυρό, για να νιώσω το νόημα των λόγων σου. Δεν καταλαβαίνω τη σταύρωσή σου και ούτε μπορώ να ταπεινωθώ όσο πρέπει, αλλά σου εξομολογούμαι με ειλικρίνεια και αν μπορείς να δεις το πλήθος των πληγών μου, έλα σε παρακαλώ και σώσε πάλι την άθλια και άτυχη ψυχή μου.

Και αναλύθηκε σε πικρό θρήνο, που σε λίγο του έδωσε κάποια δύναμη και παρηγοριά. Η παράκληση, θερμή και βγαλμένη από τα βάθη της καρδιάς του, γαλήνεψε τον υπερήφανο πατρίκιο, που σιγά- σιγά, είδε δίπλα του ένα φωτεινό σημείο να μεγαλώνει και να παίρνει τέλος τη μορφή του φίλου του Φλαμίνιου Σεβήρου. Τον αναγνώρισε αμέσως και ξαφνιάστηκε από τη γλύκα και την ηρεμία του, το θλιμμένο χαμόγελό του, τις κινήσεις και το χαιρετισμό του, ίδιον όπως τον ήξερε στη γη. Φορούσε τον ίδιο χιτώνα με την κόκκινη λωρίδα, αλλά χωρίς το αυταρχικό του ύφος, τον κοιτούσε με άπειρη πίκρα και οίκτο. Το διαπεραστικό του βλέμμα, έφθανε ως τη συνείδησή του και ενώ ο Πούμπλιος τον ατένιζε με ευλάβεια, του μίλησε φιλικά:

-Πούμπλιε, μην εξανίστασαι με τις θείες αποφάσεις που άλλαξαν σήμερα τα σχέδια της ζωής σου... Άκουσέ με προσεκτικά. Σου μιλώ με την αγάπη και την ειλικρίνεια που ενώνει τις ψυχές μας από μακρινούς αιώνες!... Ο θάνατος εξαφανίζει τη ματαιότητα της ζωής. Η δύναμή μας εκμηδενίζεται. Η υπερηφάνεια, ο εγωισμός και η άρνηση της αλήθειας του Θεού μας ανοίγουν μετά το θάνατο μια πόρτα που οδηγεί σε πυκνό σκοτάδι. Γύρισε στο σπίτι σου και δέξου με ψυχική ηρεμία και ανωτερότητα τις σκληρές δοκιμασίες σου, γιατί έχεις καιρό ακόμη ώσπου να αδειάσεις το πικρό ποτήρι του εξιλασμού που θα σου καθαρίσει την ψυχή. Οι πόνοι και οι δυστυχίες του κόσμου, θα δώσουν άλλο δρόμο στις σκέψεις σου σχετικά με την πίστη. Η πίστη των Θεών μας είναι σεβαστή και αγνή, μα η πίστη του Ιησού του Ναζωραίου είναι ο Δρόμος, η Αλήθεια και η Ζωή!... Οι προνομιούχοι των Θεών μας, είναι οι δυνατοί και οι πλούσιοι που μπορούν να προσφέρουν πλούσιες θυσίες, ενώ ο Μεσσίας αγκαλιάζει τους ταπεινούς, τους κακότυχους, τους φτωχούς και τους βασανισμένους και παροτρύνει όλες τις υπάρξεις προς το δρόμο του βασιλείου του, που κερδίζεται με θυσίες και ανάπτυξη του πνεύματος...

Ξέρω ότι σήμερα έχασες μια θαυμάσια ευκαιρία εξιλασμού, αλλά ο υιός του Θεού, ο Παντοδύναμος, με την απέραντη καλοσύνη και την ατέρμονη αγάπη του, άκουσε τώρα την παράκλησή του και μου επέτρεψε να έλθω και να επουλώσω τις πληγές των βασάνων σου με τη στοργή μου.

Ο γερουσιαστής άφησε τα δάκρυά της συντριβής του να τρέχουν ελεύθερα και νοερά ικέτευε:-Ω, φίλε μου και δάσκαλέ μου, ζητώ και επιθυμώ να μάθω την αλήθεια και ικετεύω να μου

συγχωρεθούν τα μεγάλα μου σφάλματα. Φλαμίνιε, ακριβέ μου φίλε, γίνε ο εμπνευστής και ο οδηγός μου στο δύσκολο και σκοτεινό μονοπάτι της ζωής μου. Τι πρέπει να κάνω για να πετύχω την άφεση των σφαλμάτων μου; Σιγά- σιγά, η καλοσυνάτη μορφή του Φλαμίνιου με τα βουρκωμένα μάτια, άρχισε να διαλύεται, ενώ ψιθύριζε την τελευταία του λέξη “να συγχωρείς”...

αυτή η παρότρυνση έφτασε ως την ψυχή του και την καταπράυνε. Σα να ξυπνούσε από όνειρο, άρχισε να αποκτά την αίσθηση της γύρω πραγματικότητας και κάπως ανακουφισμένος, αποφάσισε να σηκώσει με θάρρος το θλιβερό φορτίο της γήινης υπάρξεώς του. Όταν κατά τις δέκα η ώρα το βράδυ, έφτασε στο σπίτι του, ο Πλίνιος και η Φλάβια τον περίμεναν ανήσυχοι. Βλέποντάς τον εξουθενωμένο και καταρρακωμένο, η κόρη του τον αγκάλιασε τρυφερά και με δάκρυα του είπε:

-Πατέρα μου, καλέ μου πατέρα, δεν καταφέραμε ως τώρα να μάθουμε τίποτα.Ο Πούμπλιος αφού αγκάλιασε τα παιδιά του, τα οδήγησε στο ιδιαίτερό του γραφείο, όπου

κάλεσε την Άννα και τους διηγήθηκε με λεπτομέρειες τις αποκαλύψεις της. Η Φλάβια έκλαιγε και ο Πλίνιος Σεβήρος ξέσπασε με υπεροψία δείχνοντας την Άννα.

-Νομίζω πως όλη η ευθύνη βαρύνει την άθλια αυτή ύπαρξη που επί τόσα χρόνια δουλεύει ανάξια στο σπίτι σας.

Η Άννα με σκυμμένο κεφάλι παρακαλούσε τον Ιησού να της δώσει τη δύναμη να αντέξει το μαρτύριο της ίδιας της ψυχής της και των αισθημάτων της.

Ο Πούμπλιος ήταν έτοιμος να συμφωνήσει με τον Πλίνιο, αλλά τα τελευταία λόγια του Φλαμίνιου, αντηχούσαν ακόμη μέσα του και σταθερά απάντησε:

-Ας μην παίρνουμε βιαστικές αποφάσεις, παιδιά μου. Και αν ακόμη η Άννα έσφαλε με το να δεχθεί να ανταλλάξει τα ρούχα της με την κυρία της, θέλω να τη σεβαστώ και να τη συγχωρήσω, για να τιμήσω τη μνήμη της γυναίκας μου για πάντα. Η Άννα υπήρξε η πιστή της συντροφιά επί είκοσι πέντε συνεχή μαρτυρικά χρόνια και με την άδειά μου θα απολαμβάνει και εις το εξής σ' αυτό το σπίτι, τα ίδια δικαιώματα που της έχει παραχωρήσει η προστάτης της. Το μόνο που απαιτώ από αυτήν, είναι να διαφυλάξει το τραγικό μυστικό αυτής της νύχτας, γιατί επιθυμώ να τιμήσω δημόσια τη μνήμη της γυναίκας μου...

Ο Πλίνιος και η Φλάβια άκουγαν με έκπληξη τη γενναιοδωρία του πατέρα τους προς τη σκλάβα, που με τη σειρά της ευχαριστούσε τον Ιησού για τη φώτισή του, που άλλαξε τόσο πολύ τον κύριό της μετά το φοβερό χτύπημα που δέχθηκε. Εν τω μεταξύ ο Πλίνιος, παίρνοντας πρωτοβουλία, εξήγησε στο γερουσιαστή:

-Στους φίλους σας που ήλθαν να σας συγχαρούν, ανακοίνωσα ότι λόγω του πένθους μας για τη μητέρα δε θα γιορτάσετε τον πολιτικό σας θρίαμβο και για να δικαιολογήσω την απουσία σας, είπα ότι η σύζυγός σας είναι βαριά άρρωστη στο σπίτι του Τίμπουρ. Όλα φάνηκαν απολύτως φυσικά, γιατί η σύζυγός σας, ποτέ δεν πήρε μέρος στις κοινωνικές γιορτές μετά την επιστροφή σας από την Παλαιστίνη και έτσι, όλοι οι φίλοι μας τη θεωρούσαν πάντοτε άρρωστη.

Ο γερουσιαστής ικανοποιήθηκε από αυτή την εκδοχή, που έδινε μία λύση στα προβλήματά του και τον διευκόλυνε στα σχέδιά του.

-Η ιδέα σου, γιε μου, μου προσφέρεται σα μια καλή λύση, είπε. Θέλω να τιμήσω τη μνήμη της Λίβιας και αν μπορούσα θα πολεμούσα σώμα με σώμα, την άτιμη μαφία της πρόστυχης κυβερνήσεως που κηλιδώνει τις κοινωνικές μας κατακτήσεις. Αλλά, ακόμη και αν τολμούσα να εκφράσω την αγανάκτησή μου δημόσια, θα με θεωρούσαν τρελό και θα ήταν πολύ ανόητο από μέρους μου να ζητήσω εξηγήσεις από το Δομίτιο Νέρωνα, γιατί θα ήταν σα να ήθελα να σταματήσω τα νερά του Τίβερη με ένα κλαδί. Αποφάσισα, λοιπόν, να δράσω με πλάγια μέσα, μυστικά και να εκθρονίσω τον τύραννο και τους αυλικούς του, έστω και αν αυτό απαιτήσει μεγάλο χρονικό διάστημα και μεγάλη υπομονή. Τώρα, αυτό που επείγει, είναι να αποδώσω όλες τις τιμές στη γυναίκα μου με τα αγνά αισθήματα, που θυσιάστηκε στον τυφώνα αυτόν της φρενοβλάβειας και της ωμότητας που μας εξουσιάζει.

Περισσότερο από δέκα χρόνια η ρωμαϊκή κοινωνία θεωρούσε τη φτωχή μου Λίβια, άρρωστη. Και αφού ειδοποίησες τους φίλους ότι περιμένει το θάνατο στο Τίμπουρ, θα πάω εκεί αυτή κιόλας τη νύχτα, παίρνοντας την Άννα για συντροφιά μου. Το σπίτι μας εκεί είναι τώρα ακατοίκητο, γιατί προ είκοσι ημερών, σύμφωνα με διαταγές μου, ο Φιλοπάτωρ έφυγε για την Πομπηία. Φεύγοντας, λοιπόν με την Άννα για να σώσω τα προσχήματα, θα πάρω μαζί μου μια νεκρική υδρία που θα φέρει τα υπολείμματα της γλυκιάς μου συντρόφου. Αύριο θα στείλω από εκεί απεσταλμένους να ανακοινώσουν το θάνατο, όπως συνηθίζεται και εκεί στο Τίμπουρ, θα αποδώσουμε όλες τις τιμές στη Λίβια, μεταφέροντας ύστερα την τέφρα της εδώ, όπου θα κάνω τη μεγαλοπρεπέστερη κηδεία, με λαϊκό προσκύνημα, αποδίδοντας έτσι, έστω και αργά, την αγάπη και το σεβασμό στην ύπαρξη που για μας θυσίασε μια ολόκληρη ζωή...

Η Φλάβια και ο Πλίνιος άκουγαν σιωπηλοί και συγκινημένοι.-Και η αποτέφρωση; Πώς θα το τακτοποιήσετε αυτό; ρώτησε ο Πλίνιος προνοητικά.Ο γερουσιαστής όμως είχε πάρει την απόφασή του και τίποτα δεν επρόκειτο να τον

σταματήσει.-Αν η διαδικασία αυτή απαιτεί την παρουσία των ιερέων, θα καταφέρω να πείσω τον

επικεφαλής, ότι η επιθυμία μου είναι όλα να γίνουν σε στενό οικογενειακό κύκλο. Τώρα ζητώ την απόλυτη εχεμύθειά σας, ώστε να μη θίξουμε τις κοινωνικές συνήθειες.

Ο Πλίνιος έκπληκτος από τη δύναμη και την ενεργητικότητα του γερουσιαστή στις φοβερές αυτές ώρες, τον συντρόφευσε μέσα στη νύχτα, για προμηθευτούν τη νεκρική υδρία, πληρώνοντας πλουσιοπάροχα, ώστε το συμφέρον να εμποδίσει την περιέργεια του εμπόρου, και αργά την ίδια πάλι νύχτα, ο Πούμπλιος με την Άννα και μερικούς σκλάβους, ξεκίνησαν για την εξοχική τους έπαυλη, εκεί όπου παραθέριζαν οι Ρωμαίοι στο παρελθόν και έφθασαν έγκαιρα. Έγιναν οι

ετοιμασίες προς μεγάλη έκπληξη των σκλάβων, που όμως δε συνήθιζαν να κρίνουν τις διαταγές που έπαιρναν και η είδηση δεν εξέπληξε τους πατρικίους της πόλεως, που πίστευαν τη Λίβια άρρωστη και αγνοούσαν το θλιβερό της τέλος.

Την επομένη έφθασαν ο Πλίνιος και η Φλάβια για να δεχθούν τα συλλυπητήρια και ο γερουσιαστής Λέντουλος με μια πλούσια δωρεά προς το Δία, απέσπασε την άδεια για να γίνει η αποτέφρωση, σε στενό οικογενειακό κύκλο και έτσι η Λίβια τιμήθηκε με όλο το τελετουργικό της παλαιάς θρησκείας των Θεών, που απαιτούσε την εξευμένιση των Θεών των νεκρών και των Θεών που ήταν προστάτες της οικογένειας, σαν απαραίτητη προϋπόθεση για να σταθούν αρωγοί.

Αγγελιοφόροι στάλθηκαν στη Ρώμη, όπου ύστερα από δύο μέρες έφθανε με πομπή στο μέγαρο του Αβεντίνου η συμβολική νεκρική υδρία, που εξετέθη επί τρεις μέρες σε λαϊκό προσκύνημα, πριν εναποτεθεί στη θαυμάσια καταπακτή της. Όλη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ως και ο αιμοχαρής

Αυτοκράτωρ αντιπροσωπεύτηκε και από όλες τις κοινωνικές τάξεις, έφθαναν προσκυνητές ημέρα και νύχτα, για να αποδώσουν τις επικήδειες τιμές. Ο Πούμπλιος που βασανιζόταν από άγριες τύψεις έκανε πλούσιες δωρεές και μοίρασε αφειδώς χρήματα και τρόφιμα στο λαό που τίμησε τη μνήμη της αγαπημένης του νεκρής, προσπαθώντας έτσι να εξιλεωθεί και να εκφράσει δημόσια τη μετάνοιά του για τις πικρίες που πότισε αυτήν, που τώρα ξανάπαιρνε την αρμόζουσα και σεβαστή θέση στην οικογένεια. Όταν τελείωσε το τυπικό, παρακάλεσε την κόρη του και το γαμπρό του καθώς και τον Αγρίππα να μείνουν προσωρινά μαζί του στο Αβεντίνο για να τον συντροφεύσουν, και την ίδια νύχτα με ραγισμένη καρδιά, μετέφερε με τη βοήθεια της Άννας, όλα τα προσωπικά αντικείμενα της γυναίκας του στο ιδιαίτερό του διαμέρισμα. Κάτι αναζητούσε και επειδή δεν το έβρισκε, ρώτησε την Άννα:

-Πού είναι ένας μικρός ξύλινος σταυρός, για τον οποίο η γυναίκα μου έτρεφε τόσο σεβασμό;Η Άννα με έκπληξη ευχαριστήσεως, πρόσεξε την αλλαγή της αυστηρής αυτής αλαζονικής

ψυχής και:-Ναι, αλήθεια, είπε και έφερε από το δωμάτιό της, όπου τον κρατούσε προσεκτικά φυλαγμένο,

τον απλό, μικρό ξύλινο σταυρό το πολύτιμο ενθύμιο του απόστολου της Σαμάρειας και τον παρέδωσε στον κύριό της.

Ο γερουσιαστής τον τοποθέτησε στην κρύπτη ενός επίπλου και σε όλη την υπόλοιπη πικραμένη ζωή του δεν παρέλειψε κάθε νύχτα, στη μοναξιά του δωματίου του, να τιμά το πολύτιμο σύμβολο της πίστεως της ακριβής συντρόφου του.

Όταν τα φώτα του μεγάρου σιγά- σιγά έσβηναν και όλοι πήγαιναν για ύπνο, ο περήφανος Πατρίκιος έβγαζε το σταυρό του Συμεών, που τον φύλαγε μαζί με τις πιο ακριβές αναμνήσεις του και γονατίζοντας, όπως η Λίβια, ξεχνούσε την καθημερινή συμβατικότητα, για να προσευχηθεί και να κλάψει πικρά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Χαράματα στο βασίλειο του Κυρίου

Ξαναγυρίζουμε στη συγκινητική και θλιβερή σκηνή της θυσίας των Χριστιανών μαρτύρων στον ιππόδρομο, για να παρακολουθήσουμε τη Λίβια στην πορεία της προς το βασίλειο του Ιησού. Όταν τα πεινασμένα θηρία κατακομμάτιαζαν τους οπαδούς της νέας θρησκείας, μια ολόκληρη λεγεώνα σοφών και αγαθών πνευμάτων, με τη βοήθεια του θείου Διδασκάλου και όλων των ουράνιων δυνάμεων, τους εφοδίαζε με τόλμη, αυταπάρνηση και δύναμη, καλύπτοντάς τους με ευσπλαχνία για το υπέρτατο μαρτύριο. Όταν τα σκοτεινά πάθη των αμόρφωτων και άγριων θεατών εκδηλώνοντας με άγριους αλαλαγμούς, άλλες ουράνιες και παρήγορες φωνές επούλωναν με τις

ευχές τους τις βαθιές πληγές των μαρτύρων. Ποτέ οι ορίζοντες στη γη δεν υπήρχα τόσο πλούσιοι σε ωραία τοπία, όσο οι ορίζοντες στις κοντινές σφαίρες του πλανήτη που αποκαλύφθηκαν στους μάρτυρες του Χριστιανισμού.

Νύχτωνε όταν έπεφταν και τα τελευταία θύματα αυτής της βαρβαρότητας. Η Λίβια άνοιξε τα μάτια μέσα στην αγκαλιά του γέρου φίλου της Συμεών, που με θείο χαμόγελο και με πατρική στοργή και τρυφερότητα της χάιδευε τα μαλλιά και κατάλαβε ότι είχε τελειώσει πια ο αγωνιώδης δρόμος της επίγειας ζωής της. Δάκρυα, όμως και δυνατή συγκίνηση την κατέλαβε, όταν αντίκρισε δίπλα της το κατασπαραγμένο σώμα της και παρά το συγκλονισμό της, ένιωσε ολοκάθαρα το μυστήριο της ψυχικής ανατάσεως, για το οποίο ο Ιησούς μιλούσε πάντοτε στα διδάγματά του. Σιγά- σιγά, άρχισε να ξεχωρίζει υπάρξεις σαν τη δική της, ελευθερωμένες από το βαρύ σάρκινο ένδυμα, να υψώνονται με αστάθεια από το αιματοβαμμένο γήπεδο, υποβοηθούμενες από αιθέριες υπάρξεις με φωτοστέφανα και ασύγκριτη χάρη, που σαν αυτές δεν είχε ποτέ ξαναντικρίσει. Αμέσως χάθηκε από τα μάτια της ο τρομερός αυτός χώρος της θυσίας και έσβησαν οι χλευασμοί και οι άγριες φωνές των θεατών. Ένα θωπευτικό φως έστελνε μια καινούρια λάμψη στη νύχτα, ενώ στρατιά φτερωτών υπάρξεων τους τριγύριζαν. Γοητευμένη πρόσεξε ένα φωτεινό δρόμο που ένωνε τη γη με τον ουρανό, χωρίς να σβήνει την ανταύγεια των λαμπερών αστεριών, από όπου ατελείωτη σειρά πνευμάτων κατέβαινε βιαστικά από τις θαυμαστές χώρες του απείρου. Στα αυτιά της αντηχούσαν γλυκές μελωδίες από λύρες, φλάουτα, άρπες και αυλούς, σαν όλα τα πτηνά του Παραδείσου να έστελναν κελαηδώντας τη χαρά και την ευδαιμονία τη σκοτεινή γη... Υποκινημένη από μια ξένη δύναμη, αγκάλιασε το γερο- Συμεών και κλαίγοντας παρακάλεσε:

-Συμεών, δάσκαλέ μου και προστάτη μου, προσευχήσου μαζί μου στο Χριστό, για να μου απαλύνει τις θλιβερές στιγμές των συγκινήσεων.

-Ναι, κόρη μου, απάντησε ο Συμεών σφίγγοντας την στην καρδιά του σα να ήταν μικρό παιδάκι, ο Κύριος πάντοτε προσφέρει την ευσπλαχνία του σ' αυτούς που τη ζητούν με ειλικρινή και φλογερή πίστη. Ηρέμησε. Τώρα βαδίζεις προς το βασίλειο του Κυρίου, όπου βρίσκουν καταφύγιο όλες οι καρδιές που πόνεσαν και αγάπησαν πολύ!...

Αμέσως η Λίβια ένιωσε τη γη να φεύγει από τα πόδια της και το κορμί της να πετά στα ύψη δυνατά προστατευμένο από τα χέρια του σεβάσμιου φίλου της. Κοίταξε γύρω της. Όλες οι καθαρές ψυχές που μαρτύρησαν μαζί της, ακτινοβολώντας, υψώνοντας ομαδικά στον αιθέρα μέσα σ' αυτό το φωτεινό δρόμο, με το χαμόγελο στα χείλη. Περίεργα συναισθήματα χαράς, ευδαιμονίας και εφορίας της έδωσαν την αίσθηση πως κολυμπούσε σε έναν ωκεανό τρυφερών, θωπευτικών κραδασμών, όπου σιγά- σιγά ξεχώριζε κοντά της, στην ίδια πορεία, όλους τους αδελφούς της φυλακής, του μαρτυρίου και του ατιμωτικού θανάτου. Κάποια στιγμή η σκέψη της γύρισε στη γήινη πραγματικότητα και θυμήθηκε την Άννα που η απουσία της της ήταν αφόρητα αισθητή αυτή τη μεγάλη ημέρα της δόξας της μπροστά στον Ιησού Χριστό. Η ενδόμυχη αυτή σκέψη έδωσε την ευκαιρία στο Συμεών να της πει:

-Αργότερα, κόρη μου θα τα μάθεις όλα... Παρά τη νοσταλγία σου, να υπακούς πάντοτε στις θείες αποφάσεις, γιατί είναι γεμάτες γνώση και αγάπη. Μην απορείς για την απουσία της Άννας. Ο Ιησούς έκρινε ότι αυτή πρέπει να παραμείνει για λίγο ακόμη στην εξορία της γης.

Η Λίβια υποτάχθηκε σιωπηλή και ανεβαίνοντας πάντοτε το φωτεινό αυτό δρόμο που ένωνε τη γη με τον ουρανό, διέτρεχε θαυμαστές άγνωστες περιοχές, συντροφιά με όλα τα αγνά και αγαθά πνεύματα, διατηρώντας όλα της τα φυσικά συναισθήματα. Μακριά, ξεχώρισε ένα άλλο στερέωμα από αστέρια και ακτινοβολίες εκτυφλωτικές στην ωραιότητά τους. Στρέφοντας πίσω το κεφάλι, διέκρινε πλήθος από κινούμενες σκιές στη μακρινή πια γήινη σφαίρα. Και στις δυο πλευρές του φωτεινού δρόμου, θαυμάσια λουλούδια με μεθυστική ευωδιά, σου έδιναν την εντύπωση ότι όλοι οι επίγειοι κρίνοι, στην πιο λεπτή τους έκφραση, μεταφέρθηκαν στους κήπους του Παραδείσου. Η αιωνιότης της απεκαλύπτετο με ανέκφραστη και θαυμαστή ομορφιά. Ο Συμεών της εξηγούσε πώς προσαρμόστηκε στη νέα ζωή του, της υμνούσε την υπέρτατη ωραιότητα του Ουρανού και με χαρά ξαναθυμόταν τις αγωνίες της ζωής, όταν ξαφνικά οι αρμονικές φωνές των αηδονιών που γιόρταζαν στα ύψη την απολύτρωση των μαρτύρων του Χριστιανισμού, της έδωσαν την εντύπωση πως έφθανε στα περίχωρα μιας καινούριας Γαλιλαίας υψωμένης στο διάχυτο φως του Απείρου και παραδομένης στον αρωματισμένο άνεμο μιας ατέρμονης ανοίξεως. Οι εξαίσιες λεπτές αρμονίες, το

εγκώμιο των ψυχών που αποζητούν την αιωνιότητα έφταναν πότε- πότε ως τη γη, σαν κραυγή ελπίδας και πίστεως, για να ξυπνήσουν τις σκληρές και μοχθηρές καρδιές.

Η ανθρώπινη γλώσσα είναι πολύ φτωχή για να περιγράψει και να αποδώσει τις μελωδίες του Απείρου, αλλά το θριαμβευτικό αυτό τραγούδι της δόξας θα πρέπει να μας γίνει μια αμυδρή εικόνα της ομορφιάς του Ουρανού:

›› Δοξασμένος να είσαι, Κύριε του Σύμπαντος, Δημιουργέ όλων των θαυμάτων. ›› Με τη γνώση του, οι αστερισμοί υψώνονται στο Άπειρο, και με την καλοσύνη σου ο θείος

σπόρος βλασταίνει στη σκοτεινή Γη!...››Με την υπέρτατη άγια αγάπη σου, χαροποιείς και ζωογονείς τις καρδιές των ανθρώπων.››Κύριε του Σύμπαντος, ο Ιησούς είναι για μας ο αγαπημένος σου Λόγος, η ειρήνη, η ομορφιά

και η φώτιση. Δώσε μας την ελπίδα του βασιλείου σου και εφοδίασέ μας με δύναμη στις προθέσεις μας, για να συμμεριστούμε και μεις την άγια συγκομιδή σου!...

››Πολλαπλασίασε το ζήλο και την πίστη μας, για να σκορπίσουμε στη γη τους θείους σπόρους της αγάπης του γιου σου!... Μονάχα μια σταγόνα από τη θεία δροσιά της ευσπλαχνίας σου, φθάνει να εξαγνίσει όλες τις εγκληματικές καρδιές της γης και μια ακτίνα της δυνάμεώς σου να ποτίσει όλο τον κόσμο με την καλοσύνη σου...

››Τώρα, θείε Διδάσκαλε, ποιμένα του Θεού, δέξου τις ειλικρινείς ευχαριστίες του ταπεινού αυτού κόσμου της Γης, δώσε την ευχή σου σε όσους έρχονται από τη γη των βασάνων και αγίασε τις ελπίδες τους. Θύματα της ανθρώπινης κακίας, που δεν ένιωσε την αγάπη της καρδιάς τους, εξετέλεσαν κάθε υποχρέωση που τους κρατούσε φυλακισμένους στη σάρκα. Εσύ, με την καλοσύνη και την αγαθότητά σου, άνοιξε σ' αυτούς τους μάρτυρες της αλήθειας, τις θείες πύλες του φωτεινού βασιλείου σου!

Στροφές ουράνιας αρμονίας και ειρηνικών ευχών γέμιζαν τον αιθέρα. Ακόμη και κατώτερες πνευματικές υπάρξεις, κοντινές προς τον πλανήτη της γης, δέχθηκαν τις αγιασμένες αυτές αρμονίες που ο Ιησούς πρόσφερε στους μάρτυρες της διδασκαλίας του και πολλές ανυψώθηκαν, αφομοιώνοντας για πάντα τους θαυμαστούς παλμούς της αγάπης και της καλοσύνης. Αρμονία και θείο φως γέμιζε την ατμόσφαιρα με την ανέκφραστη ομορφιά, όπου η Λίβια ανέκτησε την ηθική της δύναμη. Κατάλαβε τη σημασία των “πολλών μονών” των διδαγμάτων του Ιησού, θαυμάζοντας μαζί με το Συμεών, τις διάφορες σφαίρες εργασίας που βρίσκονται κοντά στη γη και το μεγαλείο της Αθανασίας. Αφού πέρασαν μερικές μέρες με γλυκές αναμνήσεις, όλα τα πνεύματα, χαρούμενα, συγκεντρώθηκαν στο φωτεινό τοπίο, για να δεχθούν την επίσκεψη του Κυρίου όπως ακριβώς στη βουκολική Γαλιλαία και όταν κατέβηκε από την ανώτατη σφαίρα της δόξας του, άρχισε να τους μιλάει με καινούρια λόγια γεμάτα αγάπη, θεία ομορφιά, αλήθεια και ζωή.

-Ελάτε κοντά μου, εσείς όλοι που σπείρατε με δάκρυα και αίμα στη γη την αγάπη και την αλήθεια. Στις πολλές κατοικίες του Πατέρα μου, υπάρχει άφθονο φως για να διαλύσει τα σκοτάδια και να σιγάσει τους πόνους σας.

Δοξασμένοι να είσθε σεις, που με τη γνώση και την αγάπη του Θεού, εξιλεώσατε τη σάρκα σας με τα μαρτύρια. Σας περιμένει για πάντα, μια υπέρτατη ειρήνη στο βασίλειό του, γιατί η μόνη σας μέριμνα στον κόσμο ήταν η αναζήτηση του Θεού και της δικαιοσύνης του. Το θείο Ευαγγέλιο άρχισε πια να διαδίδεται και μην αμφιβάλετε ότι θα έλθει μια μέρα που όλα σας τα βάσανα θα ξεχαστούν και μετά την περίοδο των θυσιών, η απολύτρωση θα δυναμώσει τις καρδιές σας. Όμως, η υπερηφάνεια και η φιλοδοξία, ο δεσποτισμός και η ωμότης, θα ξαναζωντανέψουν στην προσπάθεια να ξαναχτίσουν τους απεχθείς ναούς του χρυσού μόσχου. Οι θρησκευτικές προλήψεις, η τάξη των κληρικών, οι πλάνοι ιερείς θα επαναφέρουν το εμπόριο των ιερών πραγμάτων, προσβάλλοντας έτσι τη γνώση του Πατέρα μου, που είναι ικανή να ηρεμήσει και το μικρότερο κυματάκι στην ερημιά της θάλασσας, όπως και να στεγνώσει και το πιο κρυφό δάκρυ το χυμένο στη σιωπή της πίκρας και των προσευχών. Οι θρησκευτικές όμως καταχρήσεις δε θα καταφέρουν να σβήσουν τη λάμψη των αληθειών μου, και η αγάπη μου θα προστατεύει πάντοτε με πάθος το ποίμνιό μου. Θα βαδίσω από τις φωτεινές σφαίρες που κυριαρχούν, στις σφαίρες της γήινης δράσεως και θα διαλέξω προστατευόμενούς μου επαναστάτες, όπως άλλοτε διάλεξα τη χώρα του Ισραήλ σαν αγγελιοφόρο της θείας αλήθεια, μέσα στις κατατρεγμένες φυλές της ανθρώπινης οικογένειας...

Εξ ονόματος του Παντοδύναμου Θεού, του Πατέρα μου και Πατέρα σας, απολαμβάνω μαζί σας τους πνευματικούς θριάμβους που κατακτήσατε στο ειρηνικό βασίλειό του, με τις θυσίες και την αυταπάρνηση που εξαγνίζουν. Πάμπολλοι αθώοι απόστολοι των διδασκαλιών μου θα θανατωθούν ακόμη και μαζί με σας θα αποτελέσουν το σώμα των Αποστόλων που ποτέ πια δε θα διαλυθεί και πάντοτε θα προστατεύει όσους ως το τέλος θα βαδίζουν στο δρόμο της ψυχικής απολυτρώσεως. Όταν η ψυχή του ανθρώπου θα σκοτιστεί τελείως και θα καταχραστεί κάθε μέσο προόδου για να επιβάλει την εξαθλίωση, την καταπίεση, και το φόνο, τότε θα διοχετεύσω τη φώτιση σε κάθε ύπαρξη και όσοι πιστέψουν στις υποσχέσεις μου, θα ακούσουν τη φωνή και τις παρακλήσεις μου. Με τη γνώση και την αλήθεια ο λόγος μου θα ακουστεί ξανά στον κόσμο και θα μείνει αιώνια στις σελίδες του μέλλοντος. Γιατί θα έλθει ημέρα που όλες οι ανθρώπινες μικρότητες θα σβήσουν, ένας δυνατός άνεμος αλήθειας θα σαρώσει τη γη, που θα πληρώσει τα ανομήματά της με το σκληρό φόρο του αίματος και των βασάνων. Ο ίδιος ο πλανήτης θα διαμαρτυρηθεί για την αδικία, την ατιμία και τη σκληρότητα των κατοίκων της, ξερνώντας από τα σπλάχνα του θλιβερούς κατακλυσμούς και καταιγίδες από δάκρυα των αδικημένων και τότε από το ύψος της ευσπλαχνίας μου, θα ρίξω μια ματιά προς το ποίμνιό μου και θα αναφωνήσω με τους απεσταλμένους μου:

Ω, Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ!...“Ας δουλέψουμε, λοιπόν, στους αιώνες του μέλλοντος με αγάπη, ας οργανώσουμε και πάλι τα

κατεστραμμένα στοιχεία, ας ερευνήσουμε τα ερείπια ζητώντας το ειρηνικό υλικό που θα μεταχειριστούμε όταν στη γη θα εδραιωθεί και πάλι η αδελφοσύνη και το αγαθό, η ειρήνη και η δικαιοσύνη και ο άνθρωπος θα διαμορφώσει την τελική πνευματική του ανάπτυξη.”

Τα λόγια του Ιησού σκορπίστηκαν σα βλήματα αγάπης στο άπειρο της αιωνιότητας, ενώ ο ίδιος, αφού τελείωσε τις προφητείες του, υψώθηκε προς τα υπέρτατα ύψη τυλιγμένος σ' ένα υπερκόσμιο γαλάζιο ως και σε ασύγκριτες μελωδίες. Όλοι οι παρόντες γονατιστοί, συγκινημένοι και ευτυχείς, έχυναν δάκρυα ευγνωμοσύνης, ενώ μέσα τους γεννιόταν μια υπερφυσική επιθυμία για υψηλές υπηρεσίες που θα όφειλαν να εκτελέσουν στους μελλοντικούς αιώνες. Λεπτά, τρυφερά, εξαίσια, ουράνια, γαλάζια άνθη έπεφταν σα βροχή και διαλύονταν σα ρευστό ευωδιαστής δροσιάς κρίνων. Η Λίβια έκλαιγε από συγκίνηση και ο Συμεών την καθοδηγούσε και τη διαφώτιζε για τις νέες ιερές αποστολές που την περίμεναν στο πνευματικό επίπεδο.

-Φίλε μου, είπε κλαίγοντας, οι επίγειες αγωνίες μοιάζουν πολύ μικρές, μπροστά σ' αυτές τις ακτινοβόλες αθάνατες αμοιβές! Αν οι άνθρωποι μπορούσαν να οραματιστούν μια τέτοια ευτυχία, δε θα τους απασχολούσε παρά μόνο η αναζήτηση του βασιλείου του Θεού και της δικαιοσύνης του.

-Είναι αλήθεια, κόρη, πως μια μέρα όλες οι γήινες υπάρξεις θα ασπασθούν το Ευαγγέλιο του Χριστού και γι' ατό ακριβώς πρέπει εμείς να θυσιαστούμε όσες φορές και αν χρειαστεί, να οργανώσουμε σώματα εργασίας ανάμεσα στους γήινους, να αφυπνίσουμε τις κοιμισμένες καρδιές και αν χρειαστεί, να ξαναγυρίσουμε στον κόσμο, υπηρετώντας την αγάπη, την ειρήνη και την αλήθεια... Να πεθάνουμε στον άτιμο σταυρό ή να κατασπαραχθούμε από τα άγρια θηρία της υπερηφάνειας, της φιλοδοξίας, της οργής και της ασπλαχνίας, που ίσως φωλιάζουν στις ψυχές των συντρόφων της γήινης ζωής μας, αγωνιζόμενοι για την αγάπη του Θεού.

Τότε, η Λίβια πρόσεξε μια ομάδα αγγέλων που σκόρπιζε τις ευχές του Κυρίου σε όσους εξεπλήρωσαν την αποστολή τους στη γη σε όσους κέρδισαν την ουράνια νίκη με τις προσπάθειες και τα μαρτύρια και τους έδιναν νέες ηθικές δυνάμεις, για να επιθυμούν και να γνωρίσουν υψηλότερη έκφραση ζωής σε άλλες σφαίρες πνευματικής εξελίξεως.

Οι απόστολοι του Χριστού σχεδίαζαν νέες εξορμήσεις και με συγκίνηση και χαρά ξανασυναντούσαν αξέχαστους αγαπημένους που είχαν προηγηθεί στην πορεία τους προς το θεϊκό βασίλειο. Όταν, όμως, ήλθε και για τη Λίβια η στιγμή να εκδηλώσει τις κρυφές της επιθυμίες προς τον απεσταλμένο του Ιησού που τη ρωτούσε, απάντησε, αφού συμβουλεύτηκε καλά τα αισθήματα και τις συγκινήσεις της:

-Κήρυκα του καλού, οι ομορφιές του ουρανού θα ήταν ανώτερες για μένα, αν μπορούσα να τις μοιραστώ με την καρδιά που αποτελεί το μισό κομμάτι της δικής μου και που ο Θεός με την αλάνθαστη γνώση του, την προόρισε για μένα από την αρχή της ζωής μου... Δε θέλω να υποτιμήσω την ευτυχία που με περιβάλλει, αλλά νοσταλγώ την ψυχή που είναι συμπλήρωμα της ζωής μου... Δώσε μου την ευτυχία να ξαναγυρίσω στο έρεβος της γης, για να τραβήξω από το βούρκο της

περηφάνιας και της ματαιότητας το σύντροφο της τύχης μου. Θέλω να μου επιτρέψεις να τον βοηθήσω πνευματικά, ώστε κάποτε να γίνει άξιος να δεχθεί κι αυτός τις θείες ευχές του Ιησού...

Η αγγελική ύπαρξη χαμογέλασε με κατανόηση, και είπε:-Η αγάπη είναι ο αιώνιος φωτεινός δεσμός όλων των υπάρξεων του απείρου. Χωρίς αγάπη η

δημιουργία δε θα είχε νόημα υπάρξεως, γιατί ο Θεός είναι αγάπη και μόνο αγάπη. Το κάθε τι θα έχανε την ομορφιά του αν δεν ελπίζαμε ότι μια μέρα θα απολαμβάναμε την απόλυτη ευτυχία μαζί με τους αγαπημένους που αφήσαμε στη γη.

Και καρφώνοντας το καθαρό του βλέμμα στα ήρεμα μάτια της Λίβιας, είπε σα να διάβασε τις πιο βαθιές της σκέψεις:

-Γνωρίζω όλη σου την ιστορία, τους αγώνες σου για την απολύτρωση σε όλες τις μετενσαρκώσεις του παρελθόντος σου. Έτσι, κατανοώ και δικαιολογώ τις προθέσεις σου, να εργαστείς πνευματικά στη γη, για να βοηθήσεις στην τελειοποίησή τους εκείνους που αγάπησες πολύ... Ακόμη και ο Ιησούς, με τη μεγάλη του αγάπη προς τον άνθρωπο, δεν απέφυγε την ταπείνωση, το μαρτύριο, τη θυσία. Πήγαινε, κόρη, και δούλεψε ελεύθερα μαζί με τις φάλαγγες των ακτινοβόλων πνευμάτων που δρουν στη σκοτεινή γη. Να επανέρχεσαι κάθε φορά που θα χρειάζεσαι νέες οδηγίες για νέες ενέργειες. Αμέσως μόλις θα το αποφασίσεις, θα επιστρέψεις στη γη μαζί με το Συμεών για να βοηθήσεις τον άτυχο σύντροφό σου στο μακρύ δρόμο των σκληρών δοκιμασιών που τον περιμένουν ακόμη στην τωρινή ζωή του, που τη σπατάλησε άδικα με την υπεροψία και την ψυχρή φιλοδοξία του.

Συγκινημένη βαθιά από την αποκάλυψη και από την αποστολή που της παραχώρησε η θεία δικαιοσύνη, ευχαρίστησε με ευγνωμοσύνη και αμέσως μαζί με το Συμεών, η πιστή αυτή και μεγαλόκαρδη ύπαρξη, εγκατέλειψε προσωρινά την ουράνια ευτυχία και επανήλθε στη γη. Στο δρόμο της επιστροφής, εκστατική, απολάμβανε ξανά, τα ίδια θαυμαστά τοπία και τις εκλεκτές διδασκαλίες του σεβάσμιου φίλου της, της Σαμάρειας. Πολύ γρήγορα και οι δύο αντίκρισαν μια σκοτεινή κηλίδα, και φθάνοντας στη γη, ξαναβρέθηκαν στην ίδια τη Ρώμη των παιδικών της χρόνων και αργότερα των πικρών της δοκιμασιών. Ήταν μεσάνυχτα και στους δρόμους, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, μόνο οι σκλάβοι πηγαινοέρχονταν στις νυχτερινές τους ασχολίες, ενώ η πόλη αναπαυόταν στο σκοτάδι. Με τη συντροφιά, την προστασία και την πείρα του Συμεών, έφθασε στο παλιό της μέγαρο του Αβεντίνου και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του γερουσιαστή που ήταν αμυδρά φωτισμένο. Γονατιστός μπροστά στο σταυρό του Συμεών, όπως συνήθιζε τελευταία, ο Πούμπλιος Λέντουλος ονειροπολούσε με τη σκέψη στραμμένη στο παρελθόν, όπου με αγωνία προσπαθούσε να ξαναζήσει την παλιά του ευτυχία. Ένας μήνας είχε κυλήσει από τον τραγικό θάνατο της γυναίκας του και βαθιά ερημιά, πίκρα και νοσταλγία, σπάραζε την καρδιά του και τον έσπρωχνε να ζητά παρηγοριά στην προσευχή. Μια στιγμή νόμισε πως ο μικρός ξύλινος σταυρός ακτινοβολούσε, μα δεμένος στην παχυλή σάρκα όπως ήταν, δεν κατάφερε να διακρίνει την ευγενικιά μορφή της Λίβιας που μαζί με το Συμεών, ευχαριστούσε τον Κύριο για τη ριζική ψυχική μεταμόρφωση της αδελφής ψυχής της.

Ενθουσιασμένη τον φίλησε στοργικά στο μέτωπο, ενώ ο Συμεών ύψωνε προς τους ουρανούς μια προσευχή ευγνωμοσύνης και αγάπης. Ο Πούμπλιος, αν και δε διέκρινε άμεσα τη φωτεινή τους παρουσία, ένιωσε βαθιά μέσα του μια καινούρια παρήγορη δύναμη, άγνωστη γι' αυτόν ως τότε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

Αποτυχημένες μηχανορραφίες

Το έτος 58 μ.Χ., σημάδεψε τη ζωή του γερουσιαστή Πούμπλιου Λέντουλου και της οικογένειάς του με θλίψεις ατυχίες. Ο θάνατος της Καλπούρνιας και ο αναπάντεχος θάνατος της Λίβιας, βύθισαν το σπίτι σε συνεχές βαρύ πένθος και ανάγκασαν τον Πλίνιο Σεβήρο να απαρνηθεί για λίγο τη ζωή των διασκεδάσεων και να ζήσει ήρεμα στο οικογενειακό του περιβάλλον, πιο κοντά στη γυναίκα του. Αλλά η Αυρηλία με τις ανήθικες επιδιώξεις της, κατάφερε ώστε μια σκλάβα της εμπιστοσύνης της να προσληφθεί στην υπηρεσία της Φλάβιας, και ακολουθώντας την παλιά της

τακτική, έβαλε σε εφαρμογή ένα σατανικό της σχέδιο. Ήθελε σιγά- σιγά να δηλητηριάσει την απομονωμένη και δυστυχισμένη αντεράστριά της.

Σε λίγο, η Φλάβια πρόσεξε κάποιον ερεθισμό στο δέρμα της, αλλά δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Συγχρόνως ένιωθε γενική κατάπτωση και βαθιά αποθάρρυνση. Όσο για τον Πλίνιο, όταν η περίοδος του μεγάλου πένθους τελείωσε, ξαναγύρισε στη θορυβώδη ζωή της Ρώμης και στον έρωτα της Αυρηλίας, τη φορά αυτή όμως, αναστατωμένος από τις συκοφαντίες του Σαούλ σχετικά με τις τρυφερές σχέσεις του αδελφού του Αγρίππα και της συζύγου του. Ο Πλίνιος Σεβήρος, αν και γενναιόδωρος, ήταν βίαιος και οι αντιλήψεις του για την οικογένεια, ήταν αντιλήψεις τυράννου που, ενώ επιτρέπει στον εαυτό του κάθε ελευθεριότητα και ακολασία, κάθε ασυνέπεια και απόλαυση, δεν ανέχεται και ούτε συγχωρεί το παραμικρό σφάλμα ή αδυναμία στους ανθρώπους του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Είρων και πεισματάρης, άρχισε να παρακολουθεί τον αδελφό του και τη γυναίκα του με την οργή πληγωμένου λιονταριού. Ο Σαούλ ντε Τζιώρας που με κόπο έκρυβε τον έρωτά του, δεν άφηνε ευκαιρία να μην ερεθίσει τη σκληρή καρδιά του Πλίνιου, διοχετεύοντάς του τις πιο άδικες και καταχθόνιες συκοφαντίες. Ο Αγρίππας με το συναισθηματισμό του, δε μπορούσε να φανταστεί τις παγίδες αυτές, και εξακολουθούσε να συντροφεύει και να περιβάλλει με στοργή τη γυναίκα που δε μπορούσε να του προσφέρει παρά μόνο την αγνότερη αδελφική φιλία. Ο παλιός σκλάβος των Σεβήρων δεν έχανε τις ελπίδες του. Καταφεύγοντας συχνά στο γερο- Άραξο, του οποίου με την πάροδο του χρόνου, μεγάλωνε η απληστία, ήλπιζε πως πλησιάζει η ποθητή στιγμή. Παρερμηνεύοντας τη στοργή της Φλάβιας προς τον Αγρίππα και βέβαιος ότι πρόκειται για φλογερό έρωτα, προσπαθούσε να κερδίσει και ο ίδιος επίσης το ενδιαφέρον και την προσοχή της.

Ένα βράδυ, έπειτα από ανεπιτυχείς προσπάθειες δύο μηνών, κατάφερε να μείνει μόνος με την οικοδέσποινα που αναπαυόταν σ' ένα ανάκλιντρο, στο μεγάλο εξώστη.

Από μακριά, τα φώτα της πόλεως, λαμπίριζαν κάτω από ένα καθαρό ουρανό και μουσική από αυλούς και άρπες, έφθανε ως αυτούς στην ησυχία της νύχτας. Ο Σαούλ θαύμαζε το λεπτό και ωραίο σύνολο της ποθητής γυναίκας με την άσπρη χλαμύδα και τη χλωμή όψη. Αυτή η ύπαρξη αντιπροσώπευε το ίνδαλμα όλων των ταπεινών του πόθων και την υπόσχεση μιας ασύλληπτης ευτυχίας.

-Κυρία, είπε αποφασιστικά κοιτάζοντάς την στα μάτια, από πολλά χρόνια περιμένω μια στιγμή σαν αυτή, για να σας εξομολογηθώ το μεγάλο μου έρωτα. Είσθε για μένα πιο ακριβή και απ' την ίδια τη ζωή μου. Ξέρω ότι η κοινωνική μας τοποθέτηση δε μου δίνει το δικαίωμα να σας αγαπώ, αλλά δε μπορώ άλλο να καταπνίξω τα αισθήματά μου.

Η Φλάβια, έκπληκτη, τον κοίταξε με αμηχανία και αγανάκτηση.-Κύριε Σαούλ, αν αισθάνεσαι τέτοια λατρεία για μένα, ηρέμησε και άφησέ με στο δρόμο του

καθήκοντος που υποχρεώνει κάθε γυναίκα με αξιοπρέπεια να σέβεται το όνομά της. Πάψε λοιπόν να μου μιλάς για ευγενικά αισθήματα αγάπης, γιατί ό,τι νιώθεις για μένα δε μπορεί να είναι παρά βρωμερές επιθυμίες...

-Όχι, κυρία. Κάνετε λάθος. Υποφέρω από την πρώτη στιγμή που σας είδα. Έκανα το παν να σας ξεχάσω και απομακρύνθηκα από τη Ρώμη επί τόσα χρόνια. Έφυγα για τη Μασσαλία με την απόφαση να μην ξαναγυρίσω, μα όσο έμενα μακριά σας, τόσο ο έρωτάς μου μεγάλωνε και ξαναεγκαταστάθηκα εδώ, ζώντας με τις απεγνωσμένες ελπίδες μου. Περισσότερο από δέκα χρόνια ελπίζω με καρτερία. Πάντοτε σας έδειξα σεβασμό, περιμένοντάς σας να βαρεθείτε κάποτε τον άπιστο σύζυγό σας. Τώρα κατάλαβα ότι αδειάσατε το κύπελλο των θλίψεών σας ως το τέρμα, αφού υποκύψατε στον έρωτα του Αγρίππα. Από τη στιγμή που σας αισθάνομαι κοντά σ' έναν άντρα που δεν είναι ο σύζυγός σας, η ζήλια με συνταράζει γιατί το νιώθω πως γεννηθήκατε μονάχα για μένα... Φλέγομαι από τον πόθο μου για σας και τις νύχτες ονειρεύομαι τη στοργή σας και από σας εξαρτώ την ευτυχία της ζωής μου. Μην αρνηθείτε την αγάπη μου και μη με κάνετε να περιμένω περισσότερο γιατί το ξέρω πως δε μπορώ άλλο και θα πεθάνω...

Η Φλάβια αναστατωμένη και μη βρίσκοντας τη δύναμη να ορθωθεί, απάντησε με αξιοπρέπεια:-Απατάσθε, κύριε. Ανάμεσα σε μένα και στον Αγρίππα, δεν υπάρχει παρά η ιερή αδελφική

αγάπη που αντιμετωπίζει τις δοκιμασίες της ζωής. Δε δέχομαι τις υποδείξεις σας για την ιδιαίτερη ζωή του συζύγου μου, γιατί πιστεύω ότι όποια διαγωγή και αν τηρεί, εγώ οφείλω να σταθώ

φρουρός του σπιτιού και της τιμής του ονόματός του... Αν αισθάνεστε τον οφειλόμενο σεβασμό προς κάθε γυναίκα, φύγετε αμέσως από εδώ, γιατί οι καταχθόνιοι σκοποί σας μου προκαλούν βαθιά αγανάκτηση και αηδία.

-Να σας αφήσω; Ποτέ, φώναξε έξαλλος ο Σαούλ. Να περιμένω τόσα χρόνια χωρίς να επαληθεύσει καμιά μου ελπίδα; Ποτέ, ποτέ, επανέλαβε με επιμονή.

Η φτωχιά γυναίκα, παλεύοντας με όλη της τη δύναμη, ξέφυγε από τα βάρβαρα χέρια του και κατέφυγε στο δωμάτιό της, όπου έκλαψε επί ώρα πολλή, για την προσβολή που της έγινε, αλλά αποφάσισε να αποσιωπήσει το γεγονός για να μη δημιουργήσει σκάνδαλο. Μόνο την επόμενη νύχτα ο Πλίνιος επέστρεψε στο σπίτι του και όταν η Φλάβια αποθαρρυμένη τον κατέκρινε για την απουσία του, ο άπιστος σύζυγος απάντησε ξερά:

-Επιμένεις στις σκηνές ζηλοτυπίας; Ξέρεις πολύ καλά πόσο αυτό είναι άσκοπο.-Πλίνιε, αγάπη μου, έλεγε κλαίγοντας, δεν πρόκειται για ζήλια, αλλά για την ουσιαστική

υπεράσπιση του σπιτιού μας.Και με λίγα λόγια, η προδομένη ύπαρξη, του διηγήθηκε τα συμβάντα. Ο αξιωματικός, όμως,

χαμογέλασε ειρωνικά και τόνισε αδιάφορα. -Αν αυτή η ιστορία, αποτελεί ακόμη ένα τέχνασμα μιας ζηλότυπης συζύγου για να με

συγκρατήσει στο άχαρο οικογενειακό μου περιβάλλον, είναι ένα τέχνασμα απολύτως μάταιο, γιατί ο Σαούλ είναι ο καλύτερός μου φίλος. Χθες, ακόμη, που δε μπορούσα να είμαι συνεπής στις οικονομικές μου υποχρεώσεις, αυτός μου δάνεισε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Εκείνο που προέχει, είναι κρατήσεις την υπόληψη του ονόματός μου πιο ψηλά και να απαρνηθείς τις σχέσεις σου με τον Αγρίππα, που έχουν αρκετά κυκλοφορήσει και μου δημιουργούν πολλές αμφιβολίες...

Και αποσύρθηκε αφήνοντας τη Φλάβια εντελώς μόνη στο ηθικό της μαρτύριο, σιωπηλή, πικραμένη και χωρίς την παραμικρή ελπίδα. Πέρασαν μερικές ημέρες. Η Φλάβια με την έμφυτη γυναικεία αιδημοσύνη, δεν αποφάσιζε να εμπιστευτεί στον πατέρα της τα βάσανά της και ούτε ήθελε να προσθέσει άλλες πίκρες στις τόσες δικές του. Ο Αγρίππας που την έβλεπε θλιμμένη, προσπαθούσε με στοργή να την παρηγορήσει και σκεπτόταν με ποιο τρόπο θα κατάφερνε να κάνει το μέλλον της πιο ρόδινο. Ο Σαούλ ερεθισμένος όσο ποτέ, από τη στιγμή που την κράτησε στην αγκαλιά του, ορκιζόταν ενδόμυχα να την καταφέρει να ενδώσει με κάθε θυσία και έτσι να ικανοποιήσει και την τρομερή του εκδίκηση κατά του Πούμπλιου Λέντουλου. Ο τελευταίος, πάλι, παρ' όλη την αντιπάθεια που του προκαλούσε ο Σαούλ, σεβόμενος τη συνήθεια των Σεβήρων, να φέρονται στον απελευθερωμένο σκλάβο τους σα σε στενό φίλο, προσπαθούσε και ο ίδιος να του φέρεται με τον ίδιο τρόπο στο σπίτι του, χωρίς να υποψιάζεται τους καταχθόνιους σκοπούς του. Τώρα, ο Σαούλ δεν αναζητούσε καθόλου την οικογένεια, ούτε προσπαθούσε να συζητήσει με τη Φλάβια ή τον πατέρα της, κάνοντας συντροφιά με τους σκλάβους και παραμένοντας στο ιδιαίτερο δωμάτιο του Αγρίππα ή του Πλίνιου που πάντοτε του έδειχναν απόλυτη εμπιστοσύνη. Αποσυρμένος στο περιθώριο, παρακολουθούσε και τις παραμικρές κινήσεις του Αγρίππα, που βλέποντας την κατάπτωση της Φλάβιας, παρέτεινε τις ώρες της συντροφιάς του, μόνος ή με το γερο- γερουσιαστή, στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της. Αφού πια δεν μπορούσε να τη συνοδεύει, όπως άλλοτε, μετέθεσε τις ελπίδες του στο μέλλον για μια πιθανή κατανόηση του αδελφού του που άλλοτε του συνιστούσε τις πιο περίφημες διασκεδάσεις στην πόλη για να συντροφεύει τη γυναίκα του. Όμως, ο συκοφάντης Σαούλ χειροτέρευε την κατάσταση, τροφοδοτώντας καθημερινά τον Πλίνιο με φανταστικές ιστορίες από την ιδιαίτερη ζωή της γυναίκας του κι αυτός έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον και πικραμένος αφοσιωνόταν περισσότερο στην Αυρηλία που τον μαγνήτιζε με τις έντονες συγκινήσεις που του πρόσφερε. Επηρεασμένος και δηλητηριασμένος από τις συκοφαντίες του Σαούλ, ζήτησε και πέτυχε άδεια για ένα ταξίδι στη Γαλιλαία για να συνοδέψει την ερωμένη του που του το απαιτούσε. Την ημέρα της αναχωρήσεως, ο Σαούλ τον αναζήτησε στο σπίτι της Αυρηλίας, κοντά στα δικαστήρια και άρχισε πάλι να παίζει με ζήλο το βρωμερό του ρόλο, καταλήγοντας:

-Αν θέλεις μόνος σου να πιστοποιήσεις την προδοσία του Αγρίππα και της γυναίκας σου, γύρισε σήμερα τα μεσάνυχτα ξαφνικά στο σπίτι σου και πήγαινε απαρατήρητος στο δωμάτιό σου. Ασφαλώς, δε θα χρειαστείς τη βοήθειά μου για να αποκαλύψεις μόνος σου πολλά πράγματα.

Εκείνη την ώρα, ο Πλίνιος τελείωνε τις προετοιμασίες του ταξιδιού του και είχε ήδη αποχαιρετήσει τους φίλους του, προβάλλοντας σαν αιτία του ταξιδιού του αυστηρές διαταγές των

στρατιωτικών αρχών και όχι βέβαια τον ανομολόγητο πραγματικό λόγο. Όταν, όμως, άκουσε τις σοβαρές καταγγελίες του Σαούλ, άλλαξε πρόγραμμα και τη νύχτα βρισκόταν εξαγριωμένος στο παλάτι του Αβεντίνου, προς έκπληξη των σκλάβων που τον θεωρούσαν πια σε ταξίδι. Ο Σαούλ, εκτελώντας προμελετημένο σχέδιο, κρύφτηκε το σούρουπο στα διαμερίσματα του Αγρίππα, πράγμα άλλωστε που το συνήθιζε τώρα τελευταία. Τη νύχτα ο Πλίνιος μπήκε με προφύλαξη στο δωμάτιο της γυναίκας του και άκουσε την αμέριμνη συζήτησή της με τον αδελφό του, δεν κατάφερε, όμως να ξεχωρίσει λόγια. Ανοίγοντας λίγο τη λεπτή μεταξωτή κουρτίνα, είδε τον Αγρίππα που με αδελφική στοργή χάιδευε τα χέρια της Φλάβιας χαμογελώντας τρυφερά. Επί ώρα παρακολούθησε ανήσυχος αυτές τις αδελφικές εκδηλώσεις, που τα τυφλωμένα από την οργή και τη ζήλια μάτια του, τις έβλεπαν σαν τη λαμπρότερη απόδειξη μοιχείας και ακολασίας, και όταν η οργή του ξεπέρασε τα επιτρεπόμενα όρια, άνοιξε βίαια, διάπλατα τις κουρτίνες και σαν τίγρης πληγωμένη, ξέσπασε:

-Κακοήθεις! Μ' αυτόν λοιπόν, τον τρόπο δείχνετε το σεβασμό και την τιμιότητα που οφείλετε στο όνομά μου;

Οι λέξεις έβγαιναν σφυριχτές, μα σιγανές για να αποφευχθεί σκάνδαλο. Η Φλάβια, ήδη καταπονημένη, έγινε άσπρη σαν το χιόνι και ο Αγρίππας έκπληκτος, ατένισε το εξαγριωμένο βλέμμα του αδελφού του.

-Πλίνιε, με ποιο δικαίωμα με προσβάλλεις κατ' αυτόν τον τρόπο; ρώτησε. Ας φύγουμε αμέσως από δω και ας πάμε να συζητήσουμε τις άδικες και παράλογες συκοφαντίες σου, στο δωμάτιό μου. Εδώ, δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για μια τέτοια συζήτηση. Εδώ υπάρχει μια ευγενική ύπαρξη με ευαίσθητη υγεία, προδομένη και εγκαταλελειμμένη από ένα σύζυγο που ταπεινώνει το όνομα και τη θυσία της με την αδιάντροπη διαγωγή του, μια γυναίκα που απαιτεί την προστασία και το σεβασμό μας.

Με μάτια που πετούσαν σπίθες οργής, ο Πλίνιος ακολούθησε τον αδελφό του, που απαθής και ήρεμος κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Μόλις όμως ο Πλίνιος πέρασε το κατώφλι.

-Εμπρός, προδότη, εξηγήσου, ξέσπασε. Ώστε βρωμίζεις το όνομά μου και σκεπάζεις τη δειλία σου με αυτή την εκνευριστική σου ηρεμία;

-Είναι πια καιρός, Πλίνιε, απάντησε σοβαρός ο Αγρίππας, να βάλεις τέλος στον έκλυτο βίο σου. Πώς μπορείς να αποδείξεις αυτή την εναντίον μου κατηγορία; Εγώ, πάντοτε επιθύμησα την ευτυχία σου. Κάθε άτοπη λέξη για τη διαγωγή της Φλάβιας, αποτελεί έγκλημα ασυγχώρητο. Τούτη τη στιγμή που θα κρίνει την τύχη μας, σου ζητώ να σκεφτείς τους άξιους γονείς μας και το παρελθόν μας, το γεμάτο αδελφοσύνη, εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια.

Και ενώ ο σκληρός αξιωματικός, ακίνητος άκουγε τις ήρεμες και ανώτερες υποδείξεις του, ο Αγρίππας, συνέχισε:

-Και τώρα, αφού διεκδικείς ένα δικαίωμα που ποτέ δεν καλλιέργησες, με την έκλυτη ζωή σου, πρέπει να σε βεβαιώσω ότι λάτρεψα τη γυναίκα σου πάνω από κάθε τι στον κόσμο!... Την εποχή που σπαταλούσες τον καιρό σου με την Αυρηλία, συναντήσαμε για πρώτη φορά τη Φλάβια, γεμάτη ομορφιά και νιάτα. Αμέσως την ερωτεύθηκα και λαχτάρισα να βρω κοντά της την οικογενειακή γαλήνη που ονειροπολούσα. Όμως, και συ αισθάνθηκες το ίδιο και επειδή εκείνη ανταποκρίθηκε με πάθος στην αγάπη σου, εγώ αναγνώρισα τα δικαιώματά σου και αποσύρθηκα πνίγοντας και κρύβοντας τις πληγές της καρδιάς μου. Επιθυμώντας το γάμο σου, άκουσα τις σοφές συμβουλές της μητέρας και έφυγα μακριά επί δέκα ολόκληρα χρόνια, διαρκώς θλιμμένος για την αθεράπευτα κακή μου τύχη. Και ποτέ πια δεν αποφάσισα να δημιουργήσω οικογένεια. Όταν, τελευταία, γύρισα στη Ρώμη, σε βρήκα σε άβυσσο ακολασίας, χωρίς να σε καταδικάσω. Ξέρω ότι ξόδεψες τα τρία τέταρτα της κοινής περιουσίας μας διασκεδάζοντας και δε σε επετίμησα ποτέ για τη διαγωγή σου. Κι εδώ, στο σπίτι μας, κάτω από αυτή την πατρική στέγη, δεν υπήρξα για την ευγενικιά Φλάβια παρά ένας αφοσιωμένος αδελφός και φίλος...

Ο Πλίνιος Σεβήρος βλέποντας να τον κατηγορούν ανοιχτά για τα σφάλματά του, ένιωσε τραυματισμένος στον ανδρισμό του και αντέδρασε με περισσότερη σκληρότητα, φωνάζοντας έξαλλος από την απελπισία του...

-Πρόστυχε, άσκοπα παριστάνεις τον ανώτερο. Μοιάζουμε και δεν πιστεύω στη χωρίς υστεροβουλία αφοσίωσή σου σ' αυτό το σπίτι. Είναι πολύς καιρός που ζεις προκλητικά με τη

Φλάβια και τώρα θα λύσουμε τις διαφορές μας με το σπαθί, γιατί κάποιος από τους δυο μας πρέπει να πεθάνει!...

Και τραβώντας το σπαθί του, προχώρησε προς τον αδελφό του που με σταυρωμένα τα χέρια, ήρεμος, περίμενε το χτύπημα.

-Δείξε, λοιπόν πως είσαι άνδρας, φώναξε ο Πλίνιος αγριεμένος. Με την ηρεμία σου, προσπαθείς να σκεπάσεις τη δειλία σου; Κάνε την προσευχή σου, γιατί όταν δυο αδέλφια διεκδικούν την ίδια γυναίκα, ο ένας πρέπει να πεθαίνει.

-Μην αργοπορείς να εκτελέσεις την απόφασή σου, απάντησε χαμογελώντας θλιμμένα ο Αγρίππας. Ο θάνατος είναι για μένα το μεγαλύτερο καλό, ύστερ' από τα αδιάκοπα βάσανά μου στον τραχύ δρόμο της ζωής.

Ο Πλίνιος ξανάβαλε το σπαθί στη θήκη του, αναγνωρίζοντας την ευγένεια και τον ηρωισμό του αδελφού του, αλλά πάντοτε βέβαιος για την προδοσία του και την απιστία της γυναίκας του, είπε:

-Ας είναι. Θα μπορούσα να σε σκοτώσω αλλά σέβομαι τη μνήμη των γονιών μας. Επειδή, όμως, δε με έπεισες για την αθωότητά σου, θα φύγω για πάντα από εδώ, με τη βεβαιότητα ότι υπήρξες ένας προδότης και ο χειρότερος εχθρός μου.

Και χωρίς άλλη λέξη, αποσύρθηκε με μεγάλα βήματα, ενώ ο αδελφός του τον ακολούθησε προτρέποντάς τον και παρακαλώντας τον για τελευταία φορά να μη φύγει.

Μα ο Σαούλ ντε Τζιώρας που κρυμμένος παρακολούθησε τη σκηνή, βγήκε βιαστικά από το κρησφύγετό του και σβήνοντας τα φώτα του δωματίου, πρόφτασε με ένα πήδημα τον Αγρίππα και του κάρφωσε ένα μαχαίρι στην πλάτη. Εκείνος, χωρίς να προφτάσει ν' αρθρώσει ούτε λέξη, έπεσε νεκρός μέσα σε λίμνη αίματος. Μετά το έγκλημα, ο Σαούλ προσποιήθηκε τον ήρεμο και αδιάφορο και έτσι κανείς δεν υποπτεύθηκε τίποτε.

Η Φλάβια στο δωμάτιό της, ανήσυχη για την αργοπορία των αδελφών που έφυγαν για να λύσουν ένα ζήτημα στο οποίο έπαιρνε και η ίδια κάποια θέση και που το θεωρούσε χωρίς σημασία, σηκώθηκε με κόπο και βγαίνοντας στον προθάλαμο, έριξε μια ματιά στο δωμάτιο του Αγρίππα. Σκοτάδι και ησυχία βασίλευε, πράγμα που την εξέπληξε, αλλά συγχρόνως είχε την εντύπωση ότι από το δωμάτιο αυτό άκουσε το θόρυβο βαριάς αναπνοής, κάτι σαν τον ήχο του ρόγχου. Με κακά προαισθήματα αναζήτησε τη βοήθεια της Άννας που είχε πια κερδίσει και τη δική της καρδιά με την ταπεινή της αφοσίωση, σε όλο αυτό το πικρό διάστημα της ζωής της.

Η γριά σκλάβα της Λίβιας ήταν τώρα σχεδόν η οικονόμος του σπιτιού, στην οποίαν κατ' επιθυμία και διαταγή των κυρίων, όφειλαν να υπακούν όλοι οι σκλάβοι, στο μέγαρο του Αβεντίνου.

Όταν η Άννα άκουσε τη βιαστική εκμυστήρευση της κυρίας της, συμμεριζόμενη τους φόβους της, την οδήγησε ως την πόρτα του Αγρίππα, απ' όπου πια, κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν. Εκεί, σταμάτησε σκεπτική και είπε:

-Κυρία, σας βλέπω πολύ κουρασμένη. Καλύτερα να γυρίσετε στο δωμάτιό σας. Αν συμβαίνει κάτι που να δικαιολογεί τους φόβους σας, θα απευθυνθώ στον πατέρα σας και θα του διηγηθώ τα συμβάντα ιδιαιτέρως.

-Σ' ευχαριστώ Άννα, έχεις δίκιο. Θα περιμένω το αποτέλεσμα των φροντίδων σου εδώ στον προθάλαμο.

Η Άννα, ψιθυρίζοντας προσευχές μπήκε στο δωμάτιο, άναψε το φως και στάθηκε ξαφνιασμένη. Στο χαλί, ήταν πεσμένο το πτώμα του Αγρίππα μέσα στο αίμα που έτρεχε ακόμη από την πληγή. Με μεγάλο κόπο κατάφερε να μη φωνάξει. Αυτή που τόσα βάσανα είχε γνωρίσει και είχε γι' αυτό ατσαλωθεί, βρήκε το κουράγιο να πει στη Φλάβια, όταν ξαναβρέθηκε στον προθάλαμο:

-Μην τρομάξετε, κυρία. Ο κύριος Αγρίππας είναι τραυματισμένος. Ας μη χάνουμε καιρό. Πρέπει να ειδοποιήσω το γερουσιαστή για τις πρώτες βοήθειες. Σας επαναλαμβάνω να αποσυρθείτε και να ξεκουραστείτε και θα φροντίσω εγώ για όλα.

Εν τούτοις, πήγαν μαζί και αναζήτησαν τον Πούμπλιο.-Ο Αγρίππας τραυματισμένος; ρώτησε έκπληκτος ύστερ' απ' τη διήγηση της Άννας. Και ποιος

μπορεί να είναι ο δράστης του τραυματισμού αυτού, μέσα στο σπίτι μου;

-Πατέρα, απάντησε η Φλάβια κλαίγοντας, ακόμη πριν από λίγο ο Πλίνιος και ο Αγρίππας είχαν μια διαφωνία μέσα στο δωμάτιό μου και αποσύρθηκαν για να τη διευθετήσουν.

Ο γερουσιαστής κατάλαβε τις σκέψεις της κόρης του, μα μη θέλοντας να τις παραδεχθεί είπε σταθερά.

-Κόρη μου δεν πιστεύω ποτέ πως ο Πλίνιος και ο Αγρίππας έφτασαν στο σημείο αυτό.Και παρ' όλη την εμπιστοσύνη που έτρεφε τώρα πια για την Άννα, θέλοντας να προλάβει

άτοπες εκμυστηρεύσεις της κόρης του, μπροστά της, είπε με ευστροφία:-Άλλωστε, κάποιο λάθος κάνεις. Μην ξεχνάς ότι ο Πλίνιος μας αποχαιρέτησε το πρωί

ταξιδεύοντας προς τη Μασσαλία. Δεν είδατε κανένα ξένο στο σπίτι μας;-Κύριε, απάντησε δειλά η Άννα, προ ολίγου είδα τον κύριο Σαούλ να βγαίνει βιαστικός για να

προσφέρει τη βοήθειά του στον τραυματία.Συγχρόνως, όμως, η Φλάβια που τα τελευταία λόγια της Άννας την έβαλαν σε υποψίες,

ξέσπασε σε λυγμούς.-Πατέρα, πατέρα μου. Μονάχα τώρα σκέπτομαι ότι θα έπρεπε να σας έχω εκμυστηρευτεί πολύ

σοβαρά πράγματα.-Κόρη μου, είσαι κουρασμένη και άρρωστη. Πήγαινε στο δωμάτιό σου κι εγώ θα διευκρινίσω

τα πάντα. Τώρα είναι αργά για συμβουλή. Άλλα επείγουν. Αργότερα θα συζητήσουμε.Η Φλάβια υπάκουσε αμέσως και αποσύρθηκε στο δωμάτιό της, ενώ ο Πούμπλιος με την Άννα

πήγαν προς το δωμάτιο του Αγρίππα. Με την πρώτη ματιά ο γερουσιαστής κατάλαβε όλη την έκταση της τραγωδίας και αφού βεβαιώθηκε ότι μεγάλος γιος του Φλαμίνιου ήταν ήδη νεκρός, γονάτισε δίπλα στο πτώμα του και είπε με συγκίνηση:

-Άννα, είναι πολύ αργά. Ο φτωχός Αγρίππας δε ζει πια και τίποτα δε θα μπορούσε να βοηθήσει μια τέτοια πληγή. Φαίνεται πως μόλις ξεψύχησε.

Αναστατωμένος, χωρίς μιλιά, με μεγάλο κλονισμό και καρδιά που χτυπούσε δυνατά, έστρεψε τα δακρυσμένα μάτια του στον ουρανό και είπε με πικρία:

-Ω, προστάτες του άτυχου γιου μου, δεχθείτε τις παρακλήσεις μου για την αιώνια ανάπαυση της ψυχής του!...

Η Άννα τον κοίταζε άφωνη. Ποτέ στα τόσα χρόνια που δούλεψε σ' αυτό το σπίτι, δεν τον είχε δει σε τέτοια κατάσταση. Τον θεωρούσε πάντοτε σαν ένα ψυχρό και άκαρδο άνδρα, με σιδερένια υπερήφανη καρδιά. Τώρα, όμως, με συγκίνηση διαπίστωνε ότι ο γερουσιαστής μπορούσε να κλαίει με αληθινά πύρινα δάκρυα που στάλαζαν στο ακίνητο πρόσωπο αυτού του νέου, που τον αισθανόταν σαν αληθινό δικό του παιδί. Ύστερα, αγκάλιασε με στοργή το πτώμα και αυτό συγκλόνισε την Άννα, που επιθυμώντας να τον παρηγορήσει, είπε:

-Κύριε, ας ηρεμήσουμε και ας κάνουμε κουράγιο. Πάντοτε προσεύχομαι στον Προφήτη της Ναζαρέτ και του ζητώ να σας προστατεύει και να σας παρηγορεί.

Ο Λέντουλος αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα σε αντικρουόμενες σκέψεις. Από τα λόγια της κόρης του και της Άννας, προσπαθούσε να μαντέψει τον ένοχο του φόνου. Ποιος από τους δύο άραγε; Ο Πλίνιος ή ο Σαούλ; Αυτός, ένας γερουσιαστής, που έλυσε τόσα δύσκολα ζητήματα της ζωής του και της Αυτοκρατορίας, δυσκολευόταν τώρα να βρει λύση στο δράμα του σπιτιού του και έβλεπε μπροστά του κατεστραμμένο όλο το μέλλον των αγαπημένων του παιδιών. Τα λόγια της Άννας, όμως, του ζωντάνεψαν ξαφνικά την τρυφερή μορφή του Ιησού, τα κηρύγματά του της καλοσύνης και της αγάπης και τη δύναμη που έδιναν στους πιστούς όχι μόνο να ξεπερνούν τις δυσκολίες της ζωής, αλλά και να πεθαίνουν ηρωικά όπως η ίδια η γυναίκα του, και αποτεινόμενος στη σκλάβα με ξαφνική οικειότητα και ύφος απλό και προσηνές, που ποτέ άλλοτε δε χρησιμοποίησε:

-Άννα, είπε, σε όλη μου τη ζωή υπήρξα σκληρός. Όμως, κάποτε έρχεται μια ώρα που μπροστά στους αγώνες και τις πικρές αυταπάτες της ζωής, η σκληρότητα λυγίζει. Αν και είσαι μια απλή σκλάβα, σου ομολογώ σήμερα, πως αν και αργά θαυμάζω την ψυχή σου. Στη ζωή μου δίκασα άπειρες υποθέσεις σύμφωνα με την κρατούσα δικαιοσύνη του κόσμου αυτού. Όμως, εδώ και λίγο καιρό, έχω την εντύπωση ότι δικάζομαι εγώ ο ίδιος από μια υπέρτατη δικαιοσύνη που δε μοιάζει καθόλου με την επίγεια... Από τότε που τόσο τραγικά έχασα τη Λίβια, η καρδιά μου απόκτησε μια ευαισθησία άγνωστη ως τώρα για μένα. Φαίνεται ότι τα γεράματα αποχαιρετούν τις ελπίδες και τα όνειρα. Μπροστά στο πτώμα αυτό που ασφαλώς θα αυξήσει τα σκοτεινά μυστικά της οικογένειάς

μας, βλέπω πόσο σκληρό είναι να δικαιολογήσεις προσφιλείς υπάρξεις. Και, αφού ανέφερες το Διδάσκαλο της Ναζαρέτ, που δίδαξε την ειρήνη και την αδελφοσύνη, την αυταπάρνηση και τον ηρωισμό για τη νίκη των δοκιμασιών της ζωής, ήθελα πολύ να ήξερα, τι θα έκανε Εκείνος αν αντιμετώπιζε ένα γεγονός σαν αυτό, που γεμίζει τρομερές αμφιβολίες την ψυχή μου, για την ενοχή ενός τόσο αγαπητού γιου;

-Κύριε, απάντησε η Άννα βαθιά συγκινημένη από την εκτίμηση που της έδειξε, ο Ιησούς πολλές φορές μας δίδαξε να μην κατακρίνουμε ποτέ, για να μην κατακριθούμε.

Ο Πούμπλιος, ευγνώμων, άκουσε αυτή τη θαυμάσια ανθρώπινη φιλοσοφία από το στόμα μιας τόσο απλής και αμόρφωτης υπάρξεως, ενώ με τη φαντασία του ανασκοπούσε το θλιβερό παρελθόν του.

-Μα, όσοι δεν καταδικάζουν, συγχωρούν και ξεχνούν. Και αν πρέπει, σύμφωνα με τους νόμους της ζωής να μας ικανοποιεί το καλό, τότε δε θα πρέπει να συγχωρούμε το κακό.

Αλλά η Άννα, για να μη χάσει την ευκαιρία να του τονίσει τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, πρόσθεσε με σπουδή και γλυκύτητα:

-Ακόμη και στο χωριό μου, ο νόμος έδινε το δικαίωμα της εκδικήσεως, με το γνωστό “οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος”. Αλλά ο Ιησούς ο Ναζωραίος χωρίς να αλλάξει τη διδασκαλία του Ναού, εξήγησε ότι οι πιο άτυχοι στον κόσμο και εκείνοι που χρειάζονται την πνευματική μας προστασία είναι εκείνοι που περισσότερο σφάλλουν. Γι' αυτό, άλλωστε, δίδαξε με την αγάπη και την ευσπλαχνία του, να μη συγχωρούμε μόνο μια, αλλά εβδομήντα επτά φορές.

Ο Πούμπλιος Λέντουλος δεχόταν από τη σκλάβα με θαυμασμό τα διδάγματα αυτά της αγάπης και της συγνώμης. Να συγχωρήσει; Ποτέ δεν το έκανε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η ανατροφή του δεν επέτρεπε έλεος και άφεση για τους εχθρούς του, γιατί η άφεση και η ανεξικακία, για τους ανθρώπους της θέσεώς του και της τάξεώς του σήμαινε προδοσία ή δειλία. Όμως, τώρα καταλάβαινε ότι σε πάρα πολλά πολιτικά ζητήματα θα μπορούσε να είχε συγχωρήσει και σε πολλές περιπτώσεις στη ζωή του θα μπορούσε να κλείσει τα μάτια της σκληρότητας και να ξεχάσει με την καλοσύνη. Χωρίς να ξέρει γιατί, ο νους του γύρισε πίσω στην ξεχασμένη εποχή του ταξιδιού στην Ιουδαία και ζωντάνεψε τη σκηνή που με τη σκληρότητά του σκλάβωσε ένα παιδί. Το όνομά του ήταν Σαούλ και αυτό του θύμιζε τον απελευθερωμένο σκλάβο των φίλων του, το Σαούλ, και τις αμφιβολίες που είχε για την ενοχή του ή του Πλίνιου, που έκλεινε την εικόνα του στην καρδιά του πάντοτε με αγάπη. Να συγχωρήσει; Πικρές και θλιβερές σκέψεις, αγωνία και αμφιβολία τον κατείχαν. Ήταν, ίσως, μια από τις λίγες φορές που αμφέβαλε και φοβόταν πως η αυστηρή του κρίση θα στρεφόταν προς ένα τόσο αγαπημένο παιδί του. Επί τέλους, κατέληξε.

-Άννα, ο προφήτης της Ναζαρέτ, υπήρξε πράγματι μια θεία μορφή στη γη. Εγώ, όμως, είμαι άνθρωπος και είναι δύσκολο να υιοθετήσω τις αρχές του. Θέλω να συγχωρήσω, αλλά δε μπορώ. Θέλω να κρίνω σωστά, αλλά μου είναι αδύνατο να βρω λύση στο αγωνιώδες αυτό πρόβλημα. Θα κάνω το παν για να υπακούσω στις εντολές του Διδασκάλου και θα σωπάσω ώσπου να βρεθεί ο πραγματικός ένοχος. Και τότε, θα ζητήσω να κατευθύνει τη σκέψη μου και τις πράξεις μου η θεία δικαιοσύνη, για να αξιωθώ να κρίνω σωστά και όχι σα γήινος άνθρωπος.

Και, επανακτώντας την ενεργητικότητά του, αποφάσισε.-Τώρα, ας αντιμετωπίσουμε με θάρρος την πραγματικότητα.Τοποθέτησε στο κρεβάτι το πτώμα του Αγρίππα, έστειλε την Άννα να προετοιμάσει την κόρη

του, γνωστοποίησε το γεγονός στις αρχές και φώναξε όλους τους σκλάβους του σπιτιού και τους υπέβαλε σε αυστηρή ανάκριση για να εξακριβώσει τα αίτια του εγκλήματος, αν και κατά τη βάρβαρη εποχή του Νέρωνα, στη Ρώμη το έγκλημα εθεωρείτο σαν ένα απλό και κοινό επεισόδιο.

Μερικοί σκλάβοι, είπαν πως είδαν τα δυο αδέλφια μαζί τη νύχτα στο σπίτι αλλά ο γερουσιαστής το απέκλεισε, βεβαιώνοντας ότι ο Πλίνιος είχε φύγει την ημέρα, κατευθυνόμενος προς το λιμάνι της Μασσαλίας.

Όταν ο Σαούλ εξετάστηκε, σαν το μοναδικό πρόσωπο που θα μπορούσε να δώσει πληροφορίες, ο γερουσιαστής πρόσεξε ότι προσπαθούσε να αποφύγει ορισμένες ερωτήσεις και με πλάγιες διαβεβαιώσεις ερχόταν σε αντίθεση με την Άννα, της οποίας ήταν γνωστή η ειλικρίνεια.

Αρνήθηκε ότι επισκέφθηκε τη βραδιά εκείνη το διαμέρισμα του Αγρίππα και αυτό ήταν αρκετό για να πείσει τον Πούμπλιο ότι έλεγε ψέματα και να εδραιώσει την εντύπωσή του, για την ενοχή του.

Όσο για τον Πλίνιο, δεν τον βρήκαν, γιατί πράγματι, μετά τη φιλονικία του με τον αδελφό του, έφυγε από το Αβεντίνο και αμέσως με την Αυρηλία δια νυκτός για το λιμάνι της Μασσαλίας. Δεν απόμενε στο γερουσιαστή παρά να ακούσει τις αποκαλύψεις της κόρης του, για να ολοκληρώσει την ανάκριση του ελευθερωμένου σκλάβου Σαούλ, για την ενοχή του οποίου δε διατηρούσε καμιά πια αμφιβολία.

Εν τω μεταξύ, έκανε με τη μεγαλύτερη επισημότητα την ταφή, την οποία παρακολούθησε και ο Σαούλ ντε Τζιώρας, υποκρινόμενος το θλιμμένο για την απώλεια του φίλου του.

Η Φλάβια εκτός από την τρομερή ηθική της κατάπτωση που ήταν η συνέπεια των αμφιβολιών της σχετικά με τα θλιβερά γεγονότα της οικογένειάς της, παρουσίαζε σοβαρή επιδείνωση και της υγείας της. Γιατί η πανούργα σκλάβα Ατέια, πληρωμένη από την ασυνείδητη Αυρηλία, εξακολουθούσε να της χορηγεί μικρές δόσεις δηλητηρίου, ανακατεύοντάς το ακόμη και στις πομάδες που χρησιμοποιούσε η κυρία της για τα βλέφαρα και γενικά για την επιδερμίδα της. Έτσι, έμοιαζε σα να ξαναεμφανιζόταν η αρρώστια της παιδικής της ηλικίας, γιατί το κορμί της γέμισε και πάλι πληγές, καθώς και το πρόσωπό της.

Τρεις μέρες μετά την ταφή του Αγρίππα, ο Πούμπλιος Λέντουλος άκουγε με θλίψη από το στόμα της κόρης του τις λεπτομέρειες των προηγηθέντων του φόνου γεγονότων και τις συζυγικές της ατυχίες, που του ράγισαν την καρδιά. Επεδίωξε νέα ανάκριση του Σαούλ, παρουσία της κόρης του αλλά όταν έστειλε να τον αναζητήσουν, έμεινε άφωνος από νέα έκπληξη.

Ας παρακολουθήσουμε τώρα το Σαούλ ντε Τζιώρας. Στην πρώτη του ανάκριση, πριν από την κηδεία του Αγρίππα, κατάλαβε πως δεν ήταν εύκολο να εξαπατήσει το γέρο γερουσιαστή και δύο ημέρες μετά την κηδεία, φανερά ανήσυχος, κατέφυγε στο άθλιο άντρο του Άραξου, στο Εσκυλίνο. Πιστεύοντας απόλυτα στη δύναμη του μάγου αγνοούσε ότι αυτός, λόγω της φιλοχρηματίας του, ασχολιόταν πια μόνο με τη μαύρη μαγεία και ότι τον καθοδηγούσαν οι καταχθόνιες δυνάμεις του αόρατου κόσμου. Ο Άραξος, τον υποδέχθηκε με ένα αινιγματικό χαμόγελο και με διαπεραστικό βλέμμα. Ο Σαούλ για να ικανοποιήσει την απληστία του γερο-μάγου, άφησε να φαίνεται η γεμάτη νομίσματα σακούλα του, και είπε με ικετευτική φωνή:

-Άραξε, είμαι κουρασμένος πια και ανυπόμονα περιμένω τον έρωτα της γυναίκας που λατρεύω για να ανακουφιστώ. Άκουσέ με χρειάζομαι το ελιξίριο της ευτυχίας για να κερδίσω τον άτυχο έρωτά μου. Ο γερο-μάγος σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια του και σε λίγο απάντησε βραχνά.

-Κύριε, οι φωνές του ουρανού μου λένε πως η ανησυχία σου δεν προέρχεται από απελπισμένο έρωτα.

Μα ο Σαούλ που τον τυραννούσαν φοβερές τύψεις συνειδήσεως για το φόνο του φίλου και ευεργέτη του, τον διέκοψε με βία:

-Πώς τολμάς να με ερεθίζεις και να με διαψεύδεις, παλιόγερε;-Έστω και αν με θεωρείς έναν ασυνείδητο μάγο, εγώ δε θα πάψω να λέω την αλήθεια, όταν

νομίζω ότι πρέπει να την πω.-Δεν υποχωρώ, αλλά πολύ θα ήθελα να μου πεις, σε ποιες μυστηριώδεις αλήθειες αναφέρεσαι;-Η αλήθεια, φίλε μου, είναι πως υποφέρεις από ένα έγκλημα. Δολοφόνησες άνανδρα ένα φίλο

και ευεργέτη σου και η συνείδηση του ενόχου, φοβάται τη σκληρή τιμωρία της δικαιοσύνης. -Σώπα, αναθεματισμένε. Πώς το έμαθες; ρώτησε εκτός εαυτού ο Σαούλ και βγάζοντας πάλι το

μαχαίρι του, προχώρησε προς τον ανυπεράσπιστο γέρο, λέγοντας με υπόκωφη φωνή:-Αφού η απόκρυφη επιστήμη σου σε κάνει να γνωρίζεις τα μυστικά των άλλων, πρέπει κι εσύ

να χαθείς.Ο Άραξος, που κατάλαβε πως ο αλλόφρων αυτός άνθρωπος ήταν ικανός να σκοτώσει,

επιστρατεύοντας όλη του την πονηριά για να σώσει τη ζωή του, είπε χαμογελώντας με προσπάθεια.-Τι είν' αυτά; Αν είπα την αλήθεια, το έκανα μόνο για να εκτιμήσετε τη δύναμή μου, γιατί αφού

το θέλετε, θα καταφέρω αμέσως να σας δώσω το ελιξίριο που σας χρειάζεται. Με αυτό, θα αγαπηθείτε τρελά από τη γυναίκα που σας ενδιαφέρει. Αμέσως τα αισθήματά της θα μεταβληθούν και θα σας κάνει ευτυχισμένο σε όλη σας τη ζωή. Για τα υπόλοιπα, δε συζητώ, γιατί δεν είστε ο πρώτος που σκότωσε άνθρωπο και χτύπησε αυτή την πόρτα. Καθημερινά δέχομαι τέτοιες

επισκέψεις. Εξ άλλου, μεταξύ μας πρέπει να υπάρχει μεγάλη εμπιστοσύνη, γιατί είστε πελάτης μου, πάνω από δέκα χρόνια.

Ησυχασμένος από τα ήρεμα και φιλικά αυτά λόγια ο Σαούλ έκρυψε το μαχαίρι του και σκέφτηκε την ευτυχία που τον περίμενε. Ο μάγος τον απασχόλησε πολλή ώρα εξιστορώντας του παρόμοιες με τη δική του περιπτώσεις για να του αποδείξει τη δύναμή του και όταν ο Σαούλ ζήτησε αμέσως το ελιξίριο για να του κάνει χρήση από την ίδια μέρα, ο Άραξος του είπε πολύ πρόθυμα:

-Το ελιξίριο σου είναι έτοιμο. Πρέπει, όμως για να προετοιμαστείς ψυχικά, να πιεις το μαγικό αυτό υγρό, αν θέλεις να έχεις το ποθούμενο αποτέλεσμα.

Ο Σαούλ δεν αρνήθηκε και ο γερο- Αιγύπτιος τον έφερε σ' ένα δωμάτιο διακοσμημένο με διάφορα εξωτικά σύμβολα, όπου τον εντυπωσίασε με δυσνόητες μυστηριώδεις επιδείξεις μαγικών ικανοτήτων. Του φόρεσε πάνω από το χιτώνα του, έναν άλλο φαρδύτερο και ύστερα από πολλές μαγικές υποκρισίες πήγε σ' ένα μικρό εργαστήριο και πήρε ένα δυνατό δηλητήριο, μονολογώντας: “Θα πάρεις το ελιξίριο που σου ταιριάζει πιο πολύ σ' αυτό τον κόσμο”. Έριξε λίγες σταγόνες απ' αυτό σε ένα ποτήρι κρασί και με θεατρικές κινήσεις μιας άγνωστης, υποτίθεται για το Σαούλ, ιεροτελεστίες, του το έδωσε να το πιει συνεχίζοντας το τελετουργικό της μαύρης μαγείας του.

Καταπίνοντας το κρασί ο επικίνδυνος Σαούλ ένιωσε τα μέλη του να χαλαρώνουν και τη δύναμή του να χάνεται. Κάθε προσπάθεια για να φωνάξει ή να σηκωθεί πήγε χαμένη, ένα μαύρο σύννεφο σκέπασε τα μάτια του, πνιγόταν ενώ τον διέτρεχε ρίγος και ρίχνοντας εμπρός το κεφάλι, κατάλαβε ότι ο θάνατος ήταν πολύ κοντά του. Ο Άραξος έκλεισε το δωμάτιο και σα να μην είχε συμβεί τίποτα, ξαναγύρισε στο μαγαζί του, για να δεχθεί νέους πελάτες. Πριν νυχτώσει, πήγε στο εργαστήριο, άδειασε τη σακούλα του πτώματος μέσα στη δική του και μετά τις έντεκα τη νύχτα, όταν η πόλη κοιμόταν, ο γερο- μάγος του Εσκυλίνου ανακατεύτηκε με τους σκλάβους που εκτελούσαν τις νυχτερινές μεταφορές, σέρνοντας μια μικρή χειράμαξα όπου ήταν φορτωμένο ένα μεγάλο δέμα. Όταν έφτασε κοντά στα Δικαστήρια, ανάμεσα στο Καπιτώλιο και στο Παλατίνο, και η νύχτα είχε πολύ προχωρήσει, άδειασε το φορτίο του σε μια σκοτεινή γωνιά του δρόμου και γύρισε να κοιμηθεί ήσυχος όπως κάθε νύχτα. Το πρωί το πτώμα του Σαούλ αναγνωρίστηκε εύκολα και όταν ο γερουσιαστής τον αναζητούσε για να τον ανακρίνει, παραξενεύτηκε πολύ με τη νέα αυτή είδηση, και βάλθηκε να διευκρινίσει τα αίτια ενός ακόμη ξαφνικού και περίεργου θανάτου. Ταραγμένος, σκέφτηκε ότι ο Σαούλ, ήταν ίσως από τους εγκληματίες που η θεία δικαιοσύνη τους δικάζει αμέσως και τους πληρώνει με το νόμο της ανταποδόσεως.

Ο Πούμπλιος Λέντουλος, αυτός ο αυστηρός θετικός άνθρωπος, είχε πελαγώσει ανάμεσα στις υποδείξεις του πνεύματος του Φλαμίνιου και στα υψηλά μαθήματα της Άννας που είχαν για βάση το Ευαγγέλιο. Ποθώντας να ευχαριστήσει την ίδια του τη συνείδηση και να υπακούσει στο θείο νόμο της συγνώμης και του ελέους, αποφάσισε να ενεργήσει αντίθετα από τις παραδόσεις και να φροντίσει ώστε ο δήμιος των παιδιών του να κηδευτεί με σεβασμό και με την καθιερωμένη ιεροτελεστία.

Μερικοί σκλάβοι της εμπιστοσύνης ου επιφορτίστηκαν να διεκπεραιώσουν τις εκκρεμείς υποθέσεις του νεκρού και στην ταφή πήρε μέρος και ο ίδιος ο γερουσιαστής με την ικανοποίηση ότι νίκησε την προσωπική του απέχθεια προς το νεκρό, τιμώντας έτσι και τη μνήμη του Φλαμίνιου.

Ο Πλίνιος Σεβήρος που βρισκόταν στο Αβένιο με την Αυρηλία, έμαθε από φίλους την τραγωδία που διαδραματίστηκε στη Ρώμη, στο σπίτι του, την ίδια νύχτα της φυγής του και πληροφορήθηκε ότι οι υποψίες βάραιναν το άτομό του. Βαριά θλιμμένος για το θάνατο του αδελφού του, που πολλές φορές του είχε αποδείξει την ειλικρίνεια της αγάπης του και προσβεβλημένος από τις εναντίον του υποψίες, θέλησε να επιστρέψει στο σπίτι του και να αποδείξει την αθωότητά του, εκδικούμενος το θάνατο του αδελφού του. Όμως, έρμαιο του έρωτα της Αυρηλίας, με απόλυτη πια βεβαιότητα για τις άνομες σχέσεις του αδελφού του και της γυναίκας του, που τη μεγάλωνε η είδηση της ανεξήγητης αρρώστιας της, και φοβούμενος την κρίση του γερουσιαστή που το σεβόταν σαν πατέρα, αφέθηκε στην εύκολη ζωή, ταξιδεύοντας από το Αβένιο στη Μασσαλία, Αραάλ, Αντίπολη και Νίκαια, προσπαθώντας να ξεχάσει με το κρασί και τις διασκεδάσεις, τις μεγάλες του ευθύνες. Τρία χρόνια έζησε με την Αυρηλία μια ήσυχη και ασυνείδητη ζωή, όταν μια μέρα, προς θλιβερή του έκπληξη, τη συνέλαβε στην αγκαλιά του μουσικού και τραγουδιστή Σέργιου Αχερώνιου, που είχε έρθει στη Μασσαλία από τη Ρώμη. Στην

πικρή αυτή στιγμή, θέλησε να της αφαιρέσει τη ζωή, όμως σκέφτηκε ότι δεν ταίριαζε σ' έναν άντρα να δολοφονήσει έστω και την πιο διαβολική γυναίκα και κατέληξε πως η μεγαλύτερη εκδίκηση της προδομένης καρδιάς του θα ήταν να την αφήσει μόνη στο δρόμο των σκοτεινών οργίων της. Εγκατέλειψε, λοιπόν, για πάντα εκείνη την άθλια ύπαρξη, που αργότερα δολοφονήθηκε από το μαχαίρι του Σέργιου, για μια καινούρια της απιστία.

Στη μοναξιά του, ο Πλίνιος Σεβήρος, ανασκόπησε το παρελθόν του και με πικρία αναμέτρησε τα φοβερά σφάλματα της ζωής του, τις τρέλες, τις απερισκεψίες και τη ματαιοδοξία του. Σχεδόν φτωχός, αναλογίστηκε σε τι άθλια κατάσταση θα ξαναγύριζε στη ρωμαϊκή κοινωνία, όπου άλλοτε είχε λάμψει με τα νιάτα και τις επιτυχείς ηθικές φιλοδοξίες του και παρά τις στοργικές προσκλήσεις του γερουσιαστή, προτίμησε, με την προστασία μερικών φίλων της Ρώμης, να εγκατασταθεί στη Γαλλία. Εκεί, με την προηγούμενη θλιβερή πείρα του και με τις τύψεις της συνειδήσεώς του, δούλεψε επί αρκετά χρόνια σκληρά και αθόρυβα για να επανακτήσει την περιουσία του και την υπόληψη του ονόματός του απέναντι των στενών συγγενών και των φίλων του.

Όσο για τον Πούμπλιο Λέντουλο, αντιστάθηκε με όλη του τη δύναμη και την πνευματική του ανάταση στα σκληρά χτυπήματα της μοίρας του. Αγωνιζόμενος καθημερινά, πλούτισε την εμπειρία του και κατάφερε να βλέπει το χρόνο να φεύγει, χωρίς αποθάρρυνση και πικρία, αλλά με θάρρος και υποταγή.

Μετά τον τραγικό και μυστηριώδη θάνατο του Αγρίππα και του Σαούλ, η Φλάβια Λεντούλια, εγκαταλελειμμένη από τον άνδρα της, έγινε ένα ράκος με κατεστραμμένη υγεία. Οι πληγές στην επιδερμίδα της από τα δηλητήρια της Ατέιας, είχαν επουλωθεί με φάρμακα, αλλά είχε χάσει την όρασή της για πάντα. Τυφλή και απελπισμένη, βρήκε στης Άννας τη γενναία καρδιά, τη μητρική στοργή που της έλειπε.

Ευτυχώς, ο γέρος πατέρας της είχε πολύ καλή υγεία και αυτό τον βοηθούσε να αντιστέκεται στα χτυπήματα και τις ατυχίες. Μοίραζε τον καιρό του ανάμεσα στις στοργικές φροντίδες για την κόρη του και στις πολιτικές του ασχολίες, πάντοτε σιωπηλός και θλιμμένος. Με δίψα και ειλικρίνεια ασπάστηκε τις ιερές βάσεις του Χριστιανισμού κι έτσι στο δειλινό του βίου του, είχε καταφέρει να απολαμβάνει μια εσωτερική ηρεμία, χωρίς να χάνει όμως και τις ανησυχίες ή τα ενδιαφέροντά του για την πολιτική ζωή. Η καρδιά του, βέβαια, ήταν πάντοτε τσακισμένη, αλλά, επικεφαλής της Αυτοκρατορίας βρισκόταν ένας τύραννος που έπρεπε με κάθε τρόπο να πέσει για το καλό της δικαιοσύνης και της οικογένειας κι αυτό τον απασχολούσε και δεν το ξεχνούσε ποτέ. Έτσι με πολλούς συναδέλφους του είχε αφοσιωθεί στην προσπάθεια της εσωτερικής πολιτικής που επεδίωκε την καθαίρεση του Δομίτιου Νέρωνα, που κατατυράννησε την Αυτοκρατορία με τη φρίκη της σκοτεινής ηγεμονίας του. Ο Γάιος, ο Πίσος, ο Σενέκας, καθώς και πολλές άλλες σεβαστές και αξιόλογες φυσιογνωμίες της εποχής, που με πατριωτισμό και αγάπη πολεμούσαν για τη δικαιοσύνη, θανατώθηκαν από τα δολοφονικά χέρια του εστεμμένου δήμιου, αλλά ο Πούμπλιος Λέντουλος με άλλους ομοφρονούντες μέσα στο στρατό και στο λαό που δούλευαν μυστικά στη διπλωματία, περίμενε με στωικότητα το θάνατο ή την απελευθέρωση από την τυραννία.

Δούλεψε για ένα πιο ρόδινο μέλλον, που πράγματι πραγματοποιήθηκε με την εφήμερη βασιλεία του Σέργιου Σουλπίκιου Κάλμπα, για τον οποίο ο Τάκιτος, είπε, ότι όλοι θα τον θεωρούσαν δίκαιο κυβερνήτη της Αυτοκρατορίας, εάν δε γινόταν Αυτοκράτορας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

Στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ

Πέρασαν ακόμη δέκα χρόνια δοκιμασιών για τα πρόσωπα της ιστορίας μας. Μονάχα κατά το έτος 68μ.Χ. Ένας μεγάλος αριθμός Πατρικίων, μεταξύ των οποίων και ο Πούμπλιος Λέντουλος, πέτυχαν με τη συνετή πολιτική τους, την απομάκρυνση του Νέρωνα από την εξουσία. Η άνοδος του Κάλμπα δεν κράτησε παρά μόνο λίγους μήνες και το έτος 69μ.Χ. Επρόκειτο να σταθεί αποφασιστικό για τη ζωή της Αυτοκρατορίας. Πολλές επαναστάσεις έβαψαν με αίμα την πόλη και τη βύθισαν στη θλίψη. Η μεγάλη διαμάχη μεταξύ του Οτάο και του Βιτέλιου, διήρεσε τη ρωμαϊκή οικογένεια σε δύο αντιμαχόμενες και θανάσιμα αλληλομισούμενες τάξεις.

Τελικά, η περίφημη μάχη του Βεντριάκο, ανέβασε στο θρόνο το Βιτέλιο, που εγκαινίασε ένα νέο κύκλο φρίκης στην πολιτική ζωή. Αλλά η εσωτερική διπλωματία επαγρυπνούσε, ώστε να μην επιτρέψει νέα εγκλήματα και ατιμίες. Ο Βιτέλιος παρέμεινε στην αρχή μόνο εννέα μήνες και λίγες ημέρες, γιατί μέσα στον ίδιο χρόνο, το 69μ.Χ. οι λεγεώνες της Αφρικής που έδρασαν υπό την καθοδήγηση εκείνων που εξεθρόνισαν το Νέρωνα και τους οπαδούς του, ανέβασαν στην ανωτάτη αρχή της Αυτοκρατορίας το Βεσπασιανό. Ο νέος Αυτοκράτωρ που ακόμη βρισκόταν στο πεδίο της μάχης επιδιώκοντας την ειρήνευση στη μακρινή Ιουδαία, ικανοποιούσε όλες τις προσδοκίες και των στρατιωτικών και των πολιτικών και έγινε από όλους θριαμβευτικά δεκτός, εγκαινιάζοντας την τιμημένη εποχή των Φλαβίων. Ο Βεσπασιανός αποτελούσε μέρος της ομάδας των Πατρικίων που δίχως φιλοδοξίες πέτυχαν την πτώση του τυράννου. Προσωπικός φίλος του Πούμπλιου Λέντουλου, υπήρξε ονομαστός Αυτοκράτωρ, όχι μόνο για τις στρατιωτικές επιτυχίες του, αλλά επίσης και για τη μεγάλη πολιτική του κρίση. Υπό την κυβερνητική καθοδήγησή του, εγκαινιάστηκε μια περίοδος ηθικής, οικονομικών σχεδίων για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, και γενικά μια καινούρια εποχή.

Ο Πούμπλιος Λέντουλος αντιμετώπισε όλες τις φάσεις της ταραχώδους πολιτικής της εποχής του, με τη στωικότητα της ηλικίας και της ιδιοσυγκρασίας του.

Και τώρα, στα εξήντα του χρόνια, ήταν βέβαιος ότι είχε χρησιμοποιήσει σωστά το χρόνο που έκλεβε από την τυφλή κόρη του για να εξυπηρετήσει την κοινωνία και είχε τη συνείδηση ήσυχη ότι εξετέλεσε το καθήκον του. Κάποτε, ύστερα από ειδική πρόσκληση του Αυτοκράτορα που πάντοτε συμβουλευόταν τους παλαιούς συνεργάτες του, έγινε δεκτός από το Βεσπασιανό στα ιδιαίτερά του διαμερίσματα.-Γερουσιαστά, είπε ο Βεσπασιανός,6 σε ζήτησα για να με βοηθήσεις, σαν αφοσιωμένος της Αυτοκρατορίας, στη λύση ενός πολύ ενδιαφέροντος ζητήματος.

-Λέγε μου, Αύγουστε,... απάντησε συγκινημένος, αλλά δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει, γιατί ο Αυτοκράτωρ τον διέκοψε με ευγένεια.

-Ας αφήσουμε, αγαπητέ μου, το πρωτόκολλο και ας συζητήσουμε με τη γνωστή παλιά μας οικειότητα. Μόλις με κάλεσαν στη Ρώμη να αναλάβω την ανωτάτη αρχή, έσπευσα να ανταποκριθώ στις ιερές υποχρεώσεις μου, αν και υποχρεώθηκα να αφήσω το γιο μου στο έργο της ειρηνεύσεως της επαναστατημένης Ιουδαίας, που πάντοτε υπήρξε για μένα η μεγαλύτερη επιδίωξη, προς δόξαν της Αυτοκρατορίας. Συμβαίνει, όμως, να διαρκεί η πολιορκία της Ιερουσαλήμ και επιβαρύνει πολύ το οικονομικό μου πρόγραμμα. Υποθέτω ότι ο Τίτος μου θα χρειάζεται εκτός των στρατιωτικών που τον ακολουθούν στις αποφάσεις του και ένα συμβούλιο από πολιτικούς που θα στελεχώσω με στενούς μου φίλους οι οποίοι γνωρίζουν την Ιερουσαλήμ και τα περίχωρά της. Επειδή ξέρω και θαυμάζω τις διοικητικές σου τροποποιήσεις στην Ιουδαία και επειδή έζησες εκεί περισσότερο από είκοσι χρόνια, θα επιθυμούσα να δεχθείς, μαζί με λίγους ακόμη έμπιστούς μου, την ευθύνη για τη στρατιωτική καθοδήγηση του γιου μου. Ο Τίτος έχει ανάγκη από κάποιον που να γνωρίζει την πόλη και τη λαϊκή γλώσσα, για να βελτιώσει τη διαρκώς επιδεινούμενη εκεί κατάσταση.

Ο Πούμπλιος συλλογίστηκε για μια στιγμή την άρρωστη κόρη του, αλλά ξέροντας ότι μπορούσε να εμπιστευθεί για λίγο καιρό τις φροντίδες της στην Άννα, απάντησε:

-Μεγαλοδύναμε Αυτοκράτορά μου, το πρόσωπό σας αντιπροσωπεύει την Αυτοκρατορία και εφ' όσον η Αυτοκρατορία προστάζει, εγώ θεωρώ τιμή μου να υπακούσω ανταποκρινόμενος στην εμπιστοσύνη σας.

-Ευχαριστώ πολύ. Θα ετοιμαστούν τα πάντα ώστε η αναχώρησή σου, καθώς και μερικών άλλων φίλων, να πραγματοποιηθεί εντός δύο εβδομάδων το αργότερο.

6 ΒΕΣΠΑΣΙΑΝΟΣ- Έφθασε στη Ρώμη μόλις ανεκηρύχθη αυτοκράτωρ. Σημείωση Εμμανουήλ.

Και έτσι έγινε. Αφού με θλίψη αποχαιρέτησε την κόρη του, που με την αφοσιωμένη σκλάβα θα έμενε στο παλάτι του Αβεντίνου, ο γερουσιαστής μπάρκαρε από το λιμάνι της Όστιας, κατευθυνόμενος στην Ιουδαία.

Ο γερο- πατρίκιος ξανάζησε τις περιπέτειες του παλιού του ταξιδιού, όταν νέος και ευτυχισμένος έκανε την ίδια διαδρομή με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του. Ναι, το προσωπάκι του μικρού Μάρκου, του χαμένου παιδιού του, ξαναπαρουσιάστηκε μπροστά του πλαισιωμένο από ένα φωτοστέφανο. Κάποτε στην Καπερναούμ, επηρεασμένος από τις συκοφαντίες του Σουλπίκιου Ταρκύνιου, αμφέβαλε για την ηθική της γυναίκας του και αργότερα πίστεψε ότι η κλοπή του βρέφους ήταν συνέπεια της απιστίας της. Όμως, τώρα η συνείδησή του, είχε απαλλάξει τη Λίβια από κάθε ευθύνη. Η θυσία της στην οικογένεια και ο μαρτυρικός θάνατός της, αποτελούσαν τέλεια απόδειξη της αγνής καρδιάς της. Ονειροπολώντας, ξαναγύρισε στο θλιβερό παρελθόν και η σκιά του μυστηρίου της απαγωγής του γιου του, άρχισε πάλι να τον βασανίζει. Πού να βρισκόταν άραγε; Σε τι αβύσσους να είχε φθάσει, εκείνος πού θα συνέχιζε την ευγενικιά καταγωγή του; Παρ' όλες, όμως, τις θλιβερές προαισθήσεις του, σταθερός στο χαρακτήρα του, ήθελε να πιστεύει ότι ο Μάρκος Λέντουλος είχε απαχθεί και δολοφονηθεί και ότι δεν έπρεπε να διατηρεί καμιά ελπίδα. Το ταξίδι αυτό του ξαναζωντάνευε τις οδυνηρές και αγαπημένες αναμνήσεις του. Προς το ηλιοβασίλεμα, ενώ το καράβι έσχιζε τα νερά της Μεσογείου, είδε με τα μάτια της ψυχής του, τη γλυκιά Λίβια να χαϊδεύει το Μάρκο και να παίζει μαζί του, και ξεχώρισε επίσης έντονα ανάμεσα στους σκλάβους την αγαπητή μορφή του πιστού του Κομένιου.

Όταν έφθασε στον προορισμό του, μαζί με τρεις άλλους πολιτικούς, απετέλεσε μια συμβουλευτική επιτροπή η οποία ετέθη στην υπηρεσία του Τίτου, που επωφελήθηκε απ' αυτήν και έφερε εις πέρας τα σχέδιά του με επιτυχία. Σ' αυτό συνετέλεσε πολύ και η μεγάλη προσωπική πείρα του Λέντουλου, γιατί γνώριζε απολύτως τη χώρα και τις συνήθειές της.

Ο γιος του Αυτοκράτορα ήταν γενναιόδωρος, τίμιος και ειλικρινής με όλους τους συμπατριώτες του, που τον θεωρούσαν σα φίλο και ευεργέτη. Με τους αντιπάλους, όμως, ήταν στο έπακρο σκληρός. Φλογερός μαχητής, πλαισιωνόταν από λεγεώνες αποφασισμένων στρατιωτών και κατά το έτος 70μ.Χ. Πέτυχε τη λύση της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ, μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες πολιορκίες της ιστορίας.

Η πόλη πολιορκήθηκε ακριβώς όταν, προερχόμενα από όλες τις γωνιές των επαρχιών πλήθη προσκυνητών, είχαν συγκεντρωθεί κοντά στο φημισμένο Ναό για τις γιορτές των άζυμων άρτων. Γι' αυτό ο αγώνας υπήρξε σκληρός, η αντίσταση μεγάλη και φοβερή και ο αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο. Οι Ρωμαίοι αιχμαλώτισαν εκατό σχεδόν χιλιάδες Ιουδαίους. Από αυτούς, αφού ξεδιάλεξαν τους ικανούς άνδρες, οι στρατιωτικές νικήτριες δυνάμεις εξόντωσαν με φρικτή απανθρωπιά, έντεκα χιλιάδες. Ο γερουσιαστής αγανακτούσε και θλιβόταν για την ανθρωποσφαγή αυτή, αλλά για να κρατήσει το λόγο που είχε δώσει, συνέχιζε να προσφέρει τις υπηρεσίες του πιστά και τέλος έγινε στενός σύμβουλος του Τίτου.

Καθημερινώς με το φίλο του το γερουσιαστή επίσης Πομπίλιο Γκράσσο, επιθεωρούσε απομακρυσμένες φρουρές, για να διαπιστώσει προσωπικά την επάρκεια και τη στρατηγική των πατρικίων του και, παρά τις αντίθετες υποδείξεις, πολλές φορές έφτανε σε πολύ προχωρημένες θέσεις για να κάνει μόνος του, παρά την ηλικία του, λεπτομερείς τοπογραφικές αναγνωρίσεις της περίφημης πόλεως. Έτσι, την παραμονή της πτώσεως της Ιερουσαλήμ, όταν οι μάχες μαίνονταν σε όλα τα μέτωπα και οι στρατιώτες πολεμούσαν σώμα με σώμα και διέπρατταν τις φοβερότερες ωμότητες σε όσους είχαν την ατυχία να πέσουν αιχμάλωτοι, ο Πούμπλιος και ο φίλος του, παρά τις προφυλάξεις τους, εξ αιτίας του θάρρους και της τόλμης τους, έπεσαν στα χέρια αντιπάλων, που από τη στολή τους κατάλαβαν ότι πρόκειται για υψηλά πρόσωπα της Αυτοκρατορίας, και τους οδήγησαν σε έναν από τους αρχηγούς τους που είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του σ' ένα σπίτι, κοντά στον πύργο “Αντώνιο”.

Ο Λέντουλος παρακολουθώντας τον ανώνυμο όχλο που τώρα σκότωνε με αγριότητα Ρωμαίους στρατιώτες, θυμήθηκε το θλιβερό απόγευμα της σταυρώσεως του Ιησού και το μανιασμένο πλήθος. Όπως τον έσπρωχναν με βαναυσότητα και οργή, σκέφτηκε ότι, αν βάδιζε στο θάνατο, θα έπρεπε να πεθάνει ηρωικά όπως και η γυναίκα του, σαν ολοκαύτωμα στις αρχές του, αν και υπήρχε αβυσσαλέα διαφορά ανάμεσα στο βασίλειο του Ιησού και στην Αυτοκρατορία του Καίσαρα.

Η ιδέα πως η Φλάβια θα έμενε μόνη τον τρόμαζε. Καθησύχασε, όμως όταν θυμήθηκε τη στοργική και πιστή Άννα και τη μεγάλη του περιουσία που θα την προστάτευε. Μ' αυτές τις σκέψεις, διέσχισε μακρινούς δρόμους γεμάτους κίνηση, φωνές, ύβρεις, αγριότητα και αίμα.

Η Ιερουσαλήμ, ξαφνιασμένη από την κατάληψη αντιστεκόταν με πείσμα για να αποφύγει την τελειωτική καταστροφή.

Σε λίγες ώρες ο Λέντουλος και ο φίλος του, καταρρακωμένοι οδηγήθηκαν στο πρόχειρο στρατηγείο που αναφέραμε. Από κει, ο Ιουδαίος αρχηγός, εκδικούμενος για τις ωμότητες του εχθρού, σκορπούσε σκληρές διαταγές βασανιστηρίων και θανάτου για κάθε Ρωμαίο. Μόλις ο Πούμπλιος Λέντουλος αντίκρισε τον Ιουδαίο αρχηγό ένιωσε την έντονη εντύπωση ότι τον γνώριζε, χωρίς όμως να μπορεί να θυμηθεί πού και πώς. Ο γέρος, όμως, τον γνώρισε αμέσως και στυλώνοντας τη ματιά του απάνω του, φώναξε με ειρωνεία και οργή:

-Ω! οι αξιότιμοι γερουσιαστές μας! Σας γνωρίζω από πολλά χρόνια και μου κάνει μεγάλη τιμή η παρουσία του Πούμπλιου Λέντουλου, του παλιού απεσταλμένου του Τιβέριου και των διαδόχων του, σ' αυτή την επαρχία που τόσο βασανίστηκε από τα ρωμαϊκά μιάσματα. Ευτυχώς που η τύχη με κράτησε στη ζωή και μου δίνει την ευκαιρία έστω και στα βαθιά γεράματά μου, να εκδικηθώ μια αναμφισβήτητη αδικία.

Και ορμώντας προς το γερο-Πατρίκιο που τον άκουγε έκπληκτος:-Δε με αναγνώρισες ακόμη; φώναξε.Ο γερουσιαστής όμως, εξουθενωμένος από την κούραση και τις ταλαιπωρίες άδικα

προσπαθούσε να θυμηθεί την αδύνατη και μακιαβελική μορφή του Αντρέ ντε Τζιώρας, που τώρα χάρις στην περιουσία που είχε αποκτήσει, κατείχε μεγάλη θέση στις εργασίες του Ναού, και απάντησε σε όλα με σιωπηλή άρνηση. Εκείνος, βλέποντας ότι ο Πούμπλιος δεν τον αναγνώρισε, συνέχισε με σαρκασμό:

-Πούμπλιε Λέντουλε, είμαι ο Αντρέ ντε Τζιώρας, ο πατέρας που πλήγωσες θανάσιμα κάποτε με τον υπερβολικό σου δεσποτισμό. Τώρα με θυμάσαι;

Ο γερουσιαστής κατένευσε ήρεμα.-Και γιατί λοιπόν, δεν ταπεινώνεσαι μπροστά στη δύναμή μου; Μήπως αγνοείς ότι κρατώ την

τύχη σου στα χέρια μου; Γιατί δε μου ζητάς προστασία;Ο Πούμπλιος αποκαμωμένος, θυμήθηκε εκείνο το μακρινό επεισόδιο και τον έξυπνο και

επαναστατημένο αγρότη πατέρα. Αλλά, όταν σκέφτηκε τις αποφάσεις που είχε πάρει εκ των υστέρων σαν κρατικός λειτουργός, ώστε ο γιος του ανθρώπου αυτού να ξαναγυρίσει στο σπίτι του, δε μπόρεσε να δικαιολογήσει το μίσος αυτό του κατηγόρου του και από περηφάνια να μη μιλήσει καθόλου. Ύστερα από πολλές πιέσεις, απάντησε αγέρωχα:

-Αν δικάζεις εδώ, εκτελώντας ένα ιερό καθήκον υπεράνω ευτελών προσωπικών συναισθημάτων, μην περιμένεις να σου ζητήσω προστασία, γιατί εκτελείς το καθήκον σου.

Ο Αντρέ ντε Τζιώρας έσμιξε τα φρύδια αγανακτισμένος από την απάντηση που δεν περίμενε, και κάνοντας νευρικές βόλτες μέσα στο δωμάτιο, έψαχνε να βρει ποιο θα ήταν το καλύτερο μέσο για την εκδίκησή του. Σε λίγο, σα να είχε αποφασίσει, φώναξε με άγρια βραχνή φωνή έναν από τους φρουρούς και τον διέταξε:

-Πήγαινε γρήγορα και πες στον Ιταλό εκ μέρους μου, να βρίσκεται αύριο τα χαράματα εδώ, για εκτέλεση διαταγών μου.

Και απευθυνόμενος στους δύο αιχμαλώτους, είπε:-Η πτώση της Ιερουσαλήμ είναι κοντά. Όμως, εγώ θα δώσω και την τελευταία σταγόνα του

αίματός μου για να εξοντώσω τα φίδια της κακορίζικης φυλής σας, που καταδυνάστεψε αυτή την πόλη. Με την εκδίκησή μου θα απαντήσω σε σας τους δυο περήφανους απεσταλμένους της Αυτοκρατορίας του εγκλήματος. Όταν οι πόρτες της Ιερουσαλήμ θα ανοίξουν, εγώ θα έχω εκτελέσει τις αποφάσεις μου.

Με ένα νεύμα, οι φρουροί έριξαν τους δυο φίλους σε μια σκοτεινή φυλακή, όπου πέρασαν μια τραγική νύχτα πικρών σκέψεων και αμοιβαίων αποκαλύψεων. Κατά τα ξημερώματα, τους φώναξαν για την υπέρτατη δοκιμασία.

Ήδη, στην πόλη είχαν μπει οι πρώτες νικήτριες ρωμαϊκές λεγεώνες και επεδίδονταν στην τρομοκρατία και τη λεηλασία του ανυπεράσπιστου λαού και από παντού αντηχούσαν αλαλαγμοί

αγωνίας και τρόμου παιδιών και γυναικών. Μέσα, όμως, σ' αυτό το κτίριο με τους χοντρούς τοίχους, αρκετοί ακόμη μαχητές πρόβαλαν την ύστατη αντίστασή τους, κατά διαταγή των αρχηγών τους.

Ο Πούμπλιος και ο Πομπίλιος καθώς τους οδηγούσαν σε μια ευρύχωρη αίθουσα, μπροστά σε πολλούς οπλισμένους μαχητές και σε μερικούς πολιτικούς της αντιστάσεως, άκουγαν ήδη το θόρυβο των νικητριών λεγεώνων της Αυτοκρατορίας. Οι πολιορκημένοι, παρά το δέος που τους κατείχε, έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους δύο αυτούς αιχμαλώτους της Αυτοκρατορίας, σα να επεδίωκαν να εκδηλώσουν στο πρόσωπό τους όλη την οργή και την εκδίκησή τους.

Ο Τζιώρας άρχισε με βροντερή φωνή:-Συμπατριώτες, η απελπισμένη μας υπεράσπιση απέτυχε. Μας μένει, όμως, η παρηγοριά ότι

κρατάμε δυο μεγάλους αρχηγούς της αρπακτικής Αυτοκρατορίας. Ο ένας, ο Πομπίλιος Γκράσσος, άρχισε τη σταδιοδρομία του σα δημόσιος υπάλληλος σ' αυτή την επαρχία, εγκαινιάζοντας τρομοκρατική πολιτική. Ο άλλος, είναι ο Πούμπλιος Λέντουλος που υπήρξε απεσταλμένος του Τιβέριου και των διαδόχων του, αγέρωχος όσο κανείς άλλος. Ακόμη και τα νέα παιδιά μας έστειλε στη σκλαβιά και εξαπέλυσε τον τρόμο σε όλες τις επαρχίες της Γαλιλαίας. Λοιπόν, πριν μας αιχμαλωτίσουν και μας σκοτώσουν εμάς τους ίδιους, ας τους εξοντώσουμε εμείς, διέταξε.

Έτσι, οι δύο γερουσιαστές δέθηκαν με βαριά σίδερα στους στύλους του μαρτυρίου, με τρόπο που μόνο τα μάτια τους μπορούσαν να κινήσουν.

-Η εκδίκησή μας, συνέχισε ο Ισραηλίτης, θα εκτελεστεί κατά σειρά ηλικίας. Πρώτος θα θανατωθεί ο Γκράσσος σαν πιο γέρος και για να δοθεί επίσης η ευκαιρία στον αγέρωχο Λέντουλο να παρακολουθήσει πώς εξοντώνουμε τους Αυτοκρατορικούς.

Ο Πομπίλιος κοιτάζοντας επίμονα το φίλο του τον αποχαιρετούσε σιωπηλά και με πικρή αγωνία.

-Νίκαρδε, αυτή η δουλειά είναι δική σου, διέταξε ο Αντρέ έναν από τους άνδρες, δίνοντάς του ένα σπαθί και συνεχίζοντας με σαρκασμό:

-Ξερίζωσέ του την καρδιά, ώστε ο φίλος του να διατηρήσει για πάντα την ωραία αυτή σκηνή στην ανάμνησή του.

Τα μάτια του κατάδικου γυάλισαν από αγωνία, τα μάγουλά του χλόμιασαν και αντάλλαξε μια αξέχαστη ματιά αποχαιρετισμού με τον Πούμπλιο, που σε λίγο παρακολούθησε την εκτέλεση της τρομερής αυτής διαταγής. Το ασπρόμαλλο κεφάλι του Πομπίλιου έγειρε με το πρώτο σπάθισμα και από το σκελετωμένο θώρακά του, αποσπάστηκε με βία η καρδιά που ακόμη έπαλλε.

Η τερατώδης αυτή σκηνή τσάκισε το θάρρος του Πούμπλιου, αλλά δεν επέτρεψε στον εαυτό του να εκδηλώσει την αγωνία του. Άκουγε ήδη το θόρυβο των νικητών και καταλάβαινε ότι τώρα πολεμούσαν σώμα με σώμα σχεδόν έξω από το κτίριο της εγκληματικής αυτής συναθροίσεως. Όταν τελείωσαν με τον Πομπίλιο και ενώ οι παρόντες είχαν απόλυτη συναίσθηση της τραγικής θέσεώς τους, η φωνή του Αντρέ ντε Τζιώρας ξανακούστηκε.

-Φίλοι μου, για τον πιο γέρο η ποινή του θανάτου ήταν μια ευσπλαχνία. Όμως γι' αυτόν τον πρόστυχο πατρίκιο που μας ακούει θα φυλάξουμε μια τιμωρία ζωντανού θανάτου. Θα τον αφήσουμε να ζήσει, όμως χωρίς τα μάτια που τον φώτιζαν στο μακρύ δρόμο του εγωισμού και της σκληρότητάς του. Έτσι, στη βαθιά νύχτα των γηρατειών του, του εύχομαι να βλέπει με τα μάτια των σκλάβων που τύφλωσε στη ζωή του.

Νεκρική σιγή απλώθηκε στην αίθουσα, όπου έφθανε από έξω μόνον ο ήχος από τις άγριες φωνές και τα πέταλα των αλόγων, καθώς οι αντίπαλοι προσπαθούσαν ο ένας να διατηρήσει και ο άλλος να κατακτήσει το τελευταίο αυτό οχυρό.

Μα ο Τζιώρας μεθυσμένος από τη χαρά της εκδικήσεώς του, κρατούσε τους θεατές της τραγικής αυτής σκηνής σε σιωπή, σα μαγνητισμένους και, ζωντανεύοντας με τις κατηγορίες του τα αιμοχαρή ένστικτά τους, δεν τους άφηνε καιρό να σκεφθούν την τύχη που τους περίμενε.

-Ιταλέ, σε σένα ανήκει η χαρά αυτής της στιγμής, διέταξε. Από το πλήθος των ανήσυχων θεατών, ξεχώρισε ένας άνδρας περίπου σαράντα ετών, που η λεπτή φυσιογνωμία του θύμιζε πατρίκιο. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και η ψυχή του Πούμπλιου δονήθηκε παράξενα. Ιταλός; Για ποιο λόγο άραγε αυτός ο άνθρωπος αν και Ιταλός πολεμούσε στο πλευρό των πολιορκημένων Ιουδαίων δηλητηριασμένος από οργή;

Ο δήμιος που διαλέχθηκε για την αποστολή αυτή από τον Τζιώρα αισθάνθηκε δέος και λύπη για το σεβάσμιο εκείνο γέρο, το δεμένο χειροπόδαρα στο στύλο της αδικίας και δίσταζε αν θα έπρεπε να εκτελέσει την άσπλαχνη και τραγική διαταγή. Τη στιγμή αυτή έφτασε ένας οπλίτης Ισραηλίτης κρατώντας ένα μπρούτζινο δίσκο με ένα μακρύ σίδερο που η πυρακτωμένη αιχμή του, ήταν χωμένη σε αναμμένα κάρβουνα.

Ο Πούμπλιος παρακολουθούσε σιωπηλός και με ενδιαφέρον τη λεπτή κορμοστασιά του μεστού αυτού άνδρα και ο Αντρέ χαρούμενος γι' αυτό το ενδιαφέρον του, τον έβγαλε από τις αμφιβολίες του, λέγοντάς του ειρωνικά:

-Λοιπόν, γερουσιαστά μου, θαυμάζεις την ευγενικιά κορμοστασιά του Ιταλού; Θυμήσου ότι οι πατρίκιοι έχουν τη μανία να αποκτούν Εβραίους σκλάβους. Φυσικό, λοιπόν, είναι και οι άρχοντες της Ιουδαίας να διαλέγουν Ρωμαίους για σκλάβους. Βρίσκεις τίποτε το παράλογο σ' αυτό; Πρέπει να ομολογήσω πως είναι πάντοτε επικίνδυνο να κρατούμε ένα σκλάβο σαν αυτόν στην πόλη που είναι γεμάτη από καταραμένους πατρίκιους. Εγώ, όμως, κατάφερα να διαφυλάξω αυτόν τον άνθρωπο, στα χωράφια μου, μέχρι σήμερα.

Ο Λέντουλος δεν είχε κουράγιο για ερωτήσεις και δε μπορούσε να ξεκαθαρίσει την έννοια αυτών των λόγων. Ο Αντρέ βιαζόταν να εκτελεστεί η διαταγή του πριν να κρυώσει το πυρωμένο σίδερο και ύστερα να αποφασίσει αν θα έπρεπε να προβάλουν αντίσταση στις δυνάμεις του Τίτου που πλησίαζαν το οχυρό τους. Έτσι, ο σκληρός δήμιος παρέδωσε στον Ιταλό το τρομερό εργαλείο του μαρτυρίου και συνέστησε βιαστικά:

-Ιταλέ, αυτή η στιγμή είναι πολύτιμη... Κάνε γρήγορα να τον τυφλώσουμε και έτσι να τον αφήσουμε στη ζωή, σαν μέσα σε ένα σκοτεινό τάφο.

Όμως, ο φτωχός αυτός Ιταλός, συγκινημένος μέχρι δακρύων για το φρικτό μαρτύριο που τον υποχρέωναν να εκτελέσει, κλονίστηκε και αναποφάσιστος:

-Κύριε... παρακάλεσε χωρίς να καταφέρει να ολοκληρώσει τη φράση του.-Γιατί δειλιάζεις; διέταξε ο τύραννος. Θα χρειαστεί ο βούρδουλας για να με υπακούσεις;Ο Ιταλός πήρε το σίδερο, πλησίασε ταπεινά τον κατάδικο που έδειχνε εσωτερική δύναμη και

αντάλλαξε μαζί του μια ματιά αμοιβαίας συμπάθειας. Ο Πούμπλιος κάρφωσε τα μάτια του στην αλλοιωμένη από τις σκληρές εργασίες φυσιογνωμία του Ιταλού με την αναμφισβήτητη ευγένεια και ένιωσε τόση συμπάθεια, ώστε αντικρίζοντας για τελευταία φορά το φως της μέρας, θυμήθηκε ανεξήγητα το μικρό του Μάρκο και σκέφτηκε ότι τώρα θα είχε την ίδια περίπου ηλικία και αν ζούσε σε ένα τέτοιο περιβάλλον, θα έπρεπε να έχει τέτοια ασφαλώς εμφάνιση.

Ο Ιταλός με χέρια που έτρεμαν, πλησίασε τα ξαφνιασμένα μάτια και σχεδόν με στοργή και τρυφερότητα, έχωσε το πυρακτωμένο σίδερο με ταχύτητα αστραπής.

Ο υπερήφανος Πούμπλιος Λέντουλος βυθίστηκε για πάντα στο σκοτάδι, ενώ άγριες φωνές γέμισαν το δωμάτιο. Μέσα στους φρικτούς πόνους του και στο σκοτάδι που τον τύλιγε, δεν ξεχώριζε τίποτα και ήταν αργά πια για τις νικήτριες δυνάμεις να τον απελευθερώσουν. Μέσα σ' αυτό το πανδαιμόνιο, η σατανική φωνή του Αντρέ ντε Τζιώρας αντήχησε ψιθυριστά στο αυτί του.

-Θα μπορούσα να σε σκοτώσω, άθλιε, μα θέλω να ζήσεις για να σου αποκαλύψω τώρα ποιος είναι ο Ιταλός δήμιός σου.

Όμως τη στιγμή αυτή, όρμησε ένας λεγεωνάριος, με ένα δυνατό σπάθισμα έριξε κάτω το γέρο Ισραηλίτη και με ένα δεύτερο τον Ιταλό, που κατάπληκτος σωριάστηκε στα πόδια του Πούμπλιου αγκαλιάζοντάς τα με τρυφερότητα.

Φιλικές φωνές κύκλωσαν το γερουσιαστή, έλυσαν τα πόδια και τα χέρια του, απελευθερώνοντάς τον, ενώ συγχρόνως έπαιρναν μακριά το κατακρεουργημένο πτώμα του Πομπίλιου Γκράσσου.

Αφού πέρασε η πρώτη σύγχυση, ο Πούμπλιος που τον βασάνιζαν τα τελευταία λόγια του αδιάλλακτου εχθρού του, πριν δεχθεί τις πρώτες βοήθειες, διέταξε να φερθούν με μεγάλη ευλάβεια στο πτώμα του Ιταλού. Η διαταγή του εκτελέστηκε, όμως κάποιος παρατήρησε:

-Μην ξεχνάς γερουσιαστά μου, ότι εσύ πρώτος χρειάζεσαι επείγουσες φροντίδες. Άλλωστε, αυτός δεν είν' εκείνος που σε βασάνισε έτσι;

Όμως, ο Πούμπλιος με κλονισμένη φωνή αποκρίθηκε.

-Όχι, φίλοι μου, απατάσθε. Αυτός ο άνθρωπος που τώρα δε μπορώ να δω πια, ούτε το πτώμα του, ήταν συμπατριώτης μας επί πολλά χρόνια σκλάβος ενός εκδικητικού Ιουδαίου. Δε σας το επιβεβαιώνει αυτό η ευγενής εμφάνισή του;

Και ενώ τον οδηγούσαν για τις πρώτες βοήθειες, η τελευταία ματιά του Ιταλού και μυστηριώδεις ενδόμυχες φωνές, τον βεβαίωναν ότι με τα λόγια του αυτά εκτελούσε μία υποχρέωση.

Επί αρκετές ημέρες, ο Πούμπλιος παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ, που παραδόθηκε στη λεηλασία των νικητών, στην κραιπάλη και στην αιματοχυσία. Ο Αντρέ ντε Τζιώρας δε σκοτώθηκε. Και όταν οι πληγές του επουλώθηκαν, ήταν ένας από αυτούς που πεθαίνοντας θα διασκέδαζαν τους θεατές στις εορτές της Ρώμης. Οι νικήτριες λεγεώνες, αφού εξόντωσαν έντεκα χιλιάδες αιχμαλώτων και αφού λήστεψαν και κατάστρεψαν το θαυμάσιο Ναό της Ιουδαίας που αντιπροσώπευε ένα θείο και αιώνιο έργο για τις επερχόμενες γενεές, φορτωμένες πολύτιμα λάφυρα και χρυσό, ξεκίνησαν για την επιστροφή στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, όπου θα τα επεδείκνυαν σαν κοσμήματα της νίκης τους σε θορυβώδεις εκδηλώσεις διασκεδάσεων και θριάμβου.

Σε μια άνετη γαλέρα ταξίδευε ο Πούμπλιος Λέντουλος μέσα στο πυκνό σκοτάδι του, υπομένοντας με καρτερία, πλαισιωμένος από ακριβούς φίλους που έκαναν το παν για να απαλύνουν τα βάσανά του. Με την ίδια γαλέρα, αλλά σαν αιχμάλωτος τώρα πια, ταξίδευε για τη Ρώμη και ο Αντρέ ντε Τζιώρας.

Πριν τελειώσει το ταξίδι, ο Πούμπλιος πολλές φορές προσπάθησε να απευθυνθεί στον Αντρέ για να εξακριβώσει την ταυτότητα του Ιταλού και να καθησυχάσει τις ενδόμυχες ανησυχίες του, μα καθώς ήταν τυφλός, δε μπορούσε να πραγματοποιήσει αυτή του την επιθυμία χωρίς να εκτεθεί στους φίλους του, από τους οποίους καθ' όλη τη δημόσια ζωή του, είχε αποκρύψει την ιστορία των προσωπικών του δοκιμασιών. Έτσι, έφθασε στο παλάτι του Αβεντίνου μ' αυτή την αγωνία στην ψυχή, συνοδευόμενος από φίλους.

Μεγάλη υπήρξε η έκπληξη, η ταραχή και η θλίψη της κόρης του, όταν τον αντίκρισε και έμαθε τη θλιβερή είδηση, καθώς και της Άννας, αυτού του πολύτιμου αγγέλου, που πάντα πιστή στη χριστιανική ιδέα, τη συντρόφευε και τη φρόντιζε με αδελφική αγάπη.

-Πατέρα, πατέρα μου... Ω... τι δυστυχία!...Ο γερουσιαστής όμως, με την ακατάβλητη ψυχική του δύναμη, την παρηγορούσε.-Μην αναζητάς, κόρη μου, τις αιτίες των ατυχιών μας. Πάντοτε, σ' όλες τις αντιξοότητες,

πρέπει να ευχαριστούμε τις ουράνιες δυνάμεις για τις αποφάσεις τους και περιμένω να είσαι θαρραλέα γιατί τώρα θα ζήσω μονάχα για σένα, σε μια αμοιβαία αγάπη, έτσι που είμαι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να απομακρυνθώ από τις κρατικές απασχολήσεις μου.

Και διαχυτικά αγκαλιασμένοι, ένωσαν τα φιλιά, τις θωπείες, τα δάκρυα και τους πόνους τους. Ο Πούμπλιος, όμως, παρά τα βάσανά του δεν έχασε την ελπίδα να ακούσει από τον άσπονδο εχθρό του τη διευκρίνηση που ποθούσε και γι' αυτό περίμενε ανυπόμονα την ημέρα που ο ρωμαϊκός λαός θα γιόρταζε το θρίαμβο της νίκης. Γιατί ο Πούμπλιος Λέντουλος, οδηγήθηκε λόγω της καταστάσεώς του εσπευσμένα στη Ρώμη, ενώ ο νικητής Τίτος και οι λεγεώνες του, θα έφθαναν στην πόλη αργότερα με τις παλαιές θριαμβευτικές πομπές.

Την ημέρα της θριαμβευτικής αφίξεώς του, ολόκληρος ο πληθυσμός της πρωτεύουσας, ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπων, περίμενε με ανυπομονησία να υποδεχθεί τους νικητές που αφοπλισμένοι είχαν συγκεντρωθεί στις πύλες της πόλεως, ντυμένοι με λεπτούς μεταξωτούς χιτώνες και στεφανωμένοι με δάφνες, από τα ξημερώματα. Όταν πέρασαν τις πύλες παρελαύνοντας κάτω από τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα του πλήθους, τους παρετέθη πλούσιο γεύμα από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα και το γιο του Τίτο. Ο Βεσπασιανός και ο Τίτος μετά τις εορτές της Γερουσίας, από την πύλη της Οκταβίας κατευθύνθηκαν στην πόλη του θριάμβου και προσέφεραν θυσία στους θεούς, παίρνοντας τα σύμβολα του θριάμβου για τις αυτοκρατορικές εορτές...

Ύστερα από τη διαδικασία αυτή, η μεγάλη συνοδεία στην οποία δεν παρέλειψε να παρευρίσκεται και ο Πούμπλιος Λέντουλος, με την ελπίδα να ακούσει από τον αρχηγό των αιχμαλώτων κάποιο αποκαλυπτικό λόγο, άρχισε να βαδίζει. Όταν όλες οι θυσίες της ημέρας θα τελείωναν, το πτώμα αυτού του αρχηγού, θα ριχνόταν σύμφωνα με τις σύγχρονες παραδόσεις, στα νερά του Τίβερη.

Όλα τα τρόπαια και τα λάφυρα των νικητών, καθώς και ο σεβαστός αριθμός των αιχμαλώτων, είχαν τη θέση τους στη μεγαλειώδη αυτή παράταξη.

Προηγείτο μια ατελείωτη συνοδεία νεαρών λεγεωνάριων με κόκκινους χρυσοστόλιστους χιτώνες, που κρατούσαν αναρίθμητα χρυσά αντικείμενα, καλύμματα και στέμματα εξαιρετικής ομορφιάς, στολισμένα με πολύτιμους λίθους.

Ακολουθούσαν κατά εκατοντάδες αγάλματα θεών από ελεφαντόδοντο χρυσό και ασήμι, σε διάφορα μεγέθη. Πίσω τους, ένας ολόκληρος στρατός από ποικίλα ζώα, όπου κυριαρχούσαν οι καμήλες και οι ελέφαντες σκεπασμένοι με χρυσοκέντητα καλύμματα σπάνιας ομορφιάς. Μετά τα ζώα, ένα πλήθος αιχμαλώτων με ζωγραφισμένη την αθλιότητα στο βασανισμένο πρόσωπο, προσπαθούσε να κρύψει από τους άπονους και βάρβαρους θεατές, τα βαριά σίδερα με τα οποία τους είχαν δεμένους.

Στη συνέχεια ομάδες στρατιωτών που κρατούσαν στους ώμους τους τα ομοιώματα όλων των ηττημένων, κατεστραμμένων και λεηλατημένων πόλεων, καθώς και όλων των νικηφόρων μαχών, ακόμη και την καταστροφή των λιβαδιών, την πτώση των οχυρών και τον καταστρεπτικό πυρπολισμό. Και όλα τα ομοιώματα ήταν απεικονίσεις αριστουργηματικής τέχνης.

Ακολουθούσαν οι πλούσιες περιουσίες του ηττημένου λαού και τα αγάλματα του Αβραάμ και της Σάρας, των βασιλικών προσώπων του οίκου του Δαυίδ, και τα ιερά αντικείμενα του περίφημου Ναού της Ιερουσαλήμ, όπως η Τράπεζα των θυσιών, καμωμένη από ατόφιο χρυσάφι, οι σάλπιγγες του Ιωβηλαίου και το χρυσό καντηλέρι με τις επτά λαβές, οι μεγάλης αξίας κουρτίνες του, τα ιερά πέπλα και τέλος οι Νόμοι των Ιουδαίων. Όλα αυτά τα τιμαλφή αντικείμενα ήταν ακουμπισμένα σε ομορφοστολισμένες βάσεις, που είχαν με ιδιαίτερη προσοχή τοποθετηθεί στους ώμους των στεφανωμένων με δάφνες Ρωμαίων λεγεωνάριων.

Τα βιβλία των νόμων ακολουθούσαν οι αρχηγοί των αιχμαλώτων. Πρώτος ο Σίμος, ο ανώτερος αρχηγός της αντιστάσεως της Ιερουσαλήμ και πίσω του οι τρεις άμεσοι συναρχηγοί του, μεταξύ των οποίων και ο Αντρέ ντε Τζιώρας. Και οι τέσσερις αρχηγοί της απελπισμένης αντιστάσεως, ήταν ντυμένοι στα μαύρα και οδηγούντο στη θυσία με τιμές, αφού προηγουμένως είχαν επιδειχθεί σε όλες τις εορτές του θριάμβου.

Ακολουθούσαν τα μεγαλοπρεπή αμάξια των θριαμβευτών. Μετά το μεγαλειώδες πέρασμα του Βεσπασιανού, ερχόταν ο Τίτος σε ένα κόκκινο ωκεανό από μετάξι, παριστάνοντας τον ίδιο το Δία μέσα στη μέθη της νίκης του. Στην τιμητική αυτή ομάδα, βρισκόταν επίσης και ο γερουσιαστής Πούμπλιος Λέντουλος, τυφλός και τσακισμένος, όχι πια για την ευχαρίστηση των τιμών, αλλά με τη φλογερή επιθυμία να ακούσει κάτι από το στόμα του Αντρέ τη θλιβερή στιγμή που θα πετούσαν το σώμα του στα νερά του Τίβερη, τη στιγμή της τελευταίας θυσίας που θα λάβαινε χώρα κάτω από τα εκκωφαντικά χειροκροτήματα του λαού που παραληρούσε.

Τους αυτοκρατορικούς και τους αυλικούς ακολουθούσε πολύς στρατός, ψάλλοντας τους ύμνους της νίκης, ενώ οι δρόμοι, οι πλατείες, οι αψίδες, οι στέγες, οι εξώστες και τα παράθυρα, ήταν γεμάτα από πλήθη περιέργων.

Η συνοδεία ξεκίνησε σιγά- σιγά εν πομπή από την πύλη του θριάμβου και ως το Καπιτώλιο η διαδρομή κράτησε αρκετές ώρες γιατί πέρασαν από όλες τις αυτοκρατορικές συνοικίες των Ρωμαίων πατρικίων. Πριν φτάσουν στο ύψωμα, η συνοδεία σταμάτησε και η προσοχή του πλήθους στράφηκε στο Σίμωνα και τους τρεις συναρχηγούς του. Ο Πούμπλιος αν και τυφλός, επειδή γνώριζε το τυπικό των εορτών αυτών, κατάλαβε ότι έφτασε η κατάλληλη στιγμή. Θλιμμένος και αναποφάσιστος, φώναξε τον πρίγκιπα Δομιτιανό, στη φροντίδα του οποίου τον είχαν εμπιστευθεί για κάθε βοήθεια και του ζήτησε να του εξασφαλίσει μια ιδιαίτερη συνάντηση σε μυστικό χώρο με έναν από τους φυλακισμένους, αίτηση που έγινε αμέσως δεκτή από τους υπεύθυνους.

Πριν από λίγο και κάτω από τους αλαλαγμούς του έξαλλου πλήθους, είχε αρχίσει το μαρτύριο του Σίμου, ενώ ο Αντρέ ντε Τζιώρας, και οι άλλοι δύο συναρχηγοί, είχαν οδηγηθεί στη φυλακή Μαμερτίνα, όπου θα περίμεναν τον αρχηγό τους μετά τα βασανιστήρια, για τον ομαδικό θάνατο. Ύστερα, θα έσερναν τα πτώματά τους ανάμεσα στους Γκεμόνιας και θα τα πετούσαν στον Τίβερη.

Ο Δομιτιανός τον οδήγησε από το χέρι σε ένα ιδιαίτερο της φρικτής φυλακής και διέταξε να φέρουν τον Αντρέ σε μια κρυφή στοά, σύμφωνα με την επιθυμία του Πούμπλιου. Ο ίδιος

αποσύρθηκε στη συνεχόμενη αίθουσα μαζί με μερικούς φρουρούς και περίμενε το τέλος της συζητήσεως.

Όταν οι δυο εχθροί βρέθηκαν αντιμέτωποι, ένιωσαν μια περίεργη ψυχική ταραχή και συγκίνηση, που ζωγραφίστηκε έντονα στα πρόσωπά τους.

-Κύριε, είπε ο γερουσιαστής, αντίθετα από τις συνήθειές μου, επεδίωξα αυτή τη μυστική συνάντηση για να διαλευκάνω τις υποψίες που γεννήθηκαν μέσα μου από τα τελευταία σας προς εμένα λόγια στην Ιερουσαλήμ την ημέρα που διατάξατε τα βασανιστήριά μου. Δε θέλω τώρα να μάθω τα αίτια ενός τόσο αβυσσαλέου μίσους και μιας τόσο φλογερής επιθυμίας για εκδίκηση, θέλω μόνο να σας πληροφορήσω τώρα που η δικαιοσύνη της Αυτοκρατορίας κρατά στα χέρια της την τύχη σας, ότι αισθάνθηκα την ανθρώπινη υποχρέωση και έκανα το παν για να σας αποδώσω το γιο σας, τον οποίο ελευθέρωσα ευθύς μόλις με παρακαλέσατε. Λυπούμαι που οι φροντίδες μου φαίνεται ότι δεν απέδωσαν και σας πότισα με τόσο φαρμάκι. Τώρα πια δε διστάζω. Ένας τυφλός δεν είναι πια άξιος ούτε για τη φροντίδα του εαυτού του. Σας ζητώ όμως, να με πληροφορήσετε για ό,τι αφορά τον Ιταλό σκλάβο, τον οποίο διατάξατε να μου αφαιρέσει για πάντα την όραση.

-Γερουσιαστά Λέντουλε, η ώρα του θανάτου είναι διαφορετική από κάθε άλλη στη ζωή μας. Ίσως γι' αυτό τώρα νιώθω την οργή μου να μετατρέπεται σε στοργή, μπροστά στο σκληρό μαρτύριό σας. Από τη στιγμή που αιχμαλωτίστηκα αναλογίζομαι τα σφάλματα και τα εγκλήματα της ζωής μου... Εργαζόμενος στο Ναό και ζώντας με τη διδασκαλία του νόμου του Μωησή, μόνο τώρα μπορώ να βλέπω ότι ο Θεός δίνει ελευθερία βουλήσεως και πράξεως σε όλους και κυρίως στους ιερείς του. Δυστυχώς όμως, στους περισσότερους μόνο κατά τη στιγμή του θανάτου η συνείδηση αφυπνίζεται για να παρουσιαστεί σε ένα δικαστήριο όπου ούτε ψέματα, ούτε δικαιολογίες έχουν θέση. Ξέρω πως είναι αργά για να ξαναρχίσουμε το δρόμο που ήδη διανύσαμε με το σκοπό να διορθώσουμε τις πράξεις μας. Όμως, κάποιο καινούριο για μένα συναίσθημα με κάνει να σας μιλήσω με ειλικρίνεια και μεταμέλεια. Είναι περίπου σαράντα χρόνια που η σκληρότητα και η περηφάνια σας, έστειλαν το μοναδικό παιδί μου στις γαλέρες και άδικα σας ικέτευα ζητώντας χάρη. Ο φτωχός Σαούλ μου, από τις γαλέρες στάλθηκε στη Ρώμη όπου πουλήθηκε εξευτελιστικά σε μια αγορά σκλάβων και αγοράστηκε από το γερουσιαστή Φλαμίνιο Σεβήρο.

Ο τυφλός που άκουγε όλος προσοχή και αληθινή συγκίνηση, τον διέκοψε ρωτώντας:-Φλαμίνιο Σεβήρο;-Ναι, ένας γερουσιαστής της Αυτοκρατορίας, όπως κι εσείς.Ο Πούμπλιος μέσα σε μια στιγμή αναλογίστηκε όλα τα βάσανα που η οικογένειά του υπέστη

από τον απελευθερωμένο σκλάβο και τον κατέλαβε ισχυρή ταραχή. Κατάφερε, όμως, με κόπο να συγκρατηθεί και να μην προφέρει λέξη, ενώ ο Αντρέ συνέχιζε.

-Εν τούτοις, ο Σαούλ υπήρξε ευτυχής!... Βρήκε την ελευθερία του και έκανε περιουσία. Κάποτε- κάποτε ταξίδευε στην Ιερουσαλήμ και με βοήθησε να πλουτίσω. Όμως, πρέπει να σας ομολογήσω ότι όταν έχασα το γιο μου, παρά το θείο νόμο που ορίζει ότι πρέπει να ποθούμε για το συνάνθρωπό μας ό,τι και για τον εαυτό μας και που εγώ ο ίδιος πολλές φορές τον δίδαξα, δε σταύρωσα τα χέρια μπροστά στην αδικία που μου κάνατε και ορκίστηκα να εκδικηθώ με κάθε τρόπο. Έτσι, μια νύχτα, έκλεψα το μικρό σας γιο από το σπίτι σας στην Καπερναούμ με τη βοήθεια της σκλάβας σας Σεμέλης, που αργότερα χρειάστηκε να τη δηλητηριάσω, για να μην αποκαλύψει το μυστικό μου, όταν ορίσατε μια υπέρογκη χρηματική αμοιβή για όποιον θα αποκάλυπτε τα ίχνη του μικρού Μάρκου.

Ενώ ο Αντρέ συνέχιζε τη θλιβερή αποκάλυψή του, που κάθε της λέξη ήταν και μια μαχαιριά για την καρδιά του Πούμπλιου, τότε μόλις ο γερουσιαστής άρχισε να καταλαβαίνει όλα τα μακρινά θλιβερά γεγονότα του σπιτιού του, τη συκοφαντημένη Λίβια που και σαν σύζυγος και σα μητέρα υπέφερε μόνη χωρίς την παραμικρή δική του βοήθεια και προστασία.

Έτσι λοιπόν, γερουσιαστά μου, έλεγε ο Αντρέ, αφού άρπαξα το παιδάκι σας, το ανέθρεψα απάνθρωπα αναθέτοντάς του τις σκληρότερες γεωργικές δουλειές, του εξουδετέρωσα την εξυπνάδα, το διευκόλυνα να κυλιστεί στα πιο άθλια πάθη, με τη σατανική ευχαρίστηση να ταπεινώσω ένα Ρωμαίο εχθρό, μέχρις ότου ολοκλήρωσα την εκδίκησή μου, την τελευταία στιγμή, στην ανέλπιστη συνάντησή μας!... Όμως, τώρα που βρίσκομαι μπροστά στο θάνατο δε μπορώ να

αντικρίσω την κατάσταση και των δυο μας παρά σαν άτυχος πατέρας. Ξέρω ότι γρήγορα θα παρουσιαστώ στο δικαστήριο της θείας δικαιοσύνης και θα επιθυμούσα, αν σας είναι δυνατό να μου δώσετε λίγη ανακούφιση και ηρεμία συγχωρώντας με.

Ο γέρος γερουσιαστής ακούγοντας τις σκληρές και θλιβερές εκείνες αποκαλύψεις, ένιωσε βαθύ πόνο και φλογερή επιθυμία να ρωτήσει χίλια πράγματα για το παιδί του και τη ζωή του. Να μάθει για την παιδική του ηλικία, για τις σκέψεις, τις επιδιώξεις και τις πράξεις της νεανικής του ηλικίας, για τις εργασίες, τις προτιμήσεις του, για κάθε τι που το αφορούσε, να γνωρίσει επιτέλους κάτι από την ψυχοσύνθεσή του. Μα κάθε σκέψη, κάθε λέξη, σαν πύρινη μαχαιριά τον έκαιγε. Έτσι, χωρίς ν' αρθρώσει λέξη, σα βουβό άγαλμα της ατυχίας, άκουσε το μελλοθάνατο να του επαναλαμβάνει, ικετεύοντάς τον, σχεδόν με δάκρυα:

-Γερουσιαστά, συγχώρησέ με... Θέλω να νιώσω το πνεύμα του Θείου Νόμου, έστω και την τελευταία στιγμή... Συγχώρησε το έγκλημά μου και δώσε μου δύναμη να παρουσιαστώ μπροστά στο θείο φως!... Ο Πούμπλιος άκουγε την ικετευτική φωνή και δάκρυα κυλούσαν από τα σβησμένα μάτια του. Να Συγχωρήσει; Πώς και γιατί; Είχε μπροστά του τον ασπονδότερο εχθρό του, που επί χρόνια αναζητούσε. Αυτόν που κατέστρεψε ολόκληρη τη ζωή του, τη γαλήνη, την ηρεμία, τα όνειρα, τις ελπίδες, την ευτυχία του.

Αναστέναξε συγκινημένος και αμέσως άρχισε να βλέπει και τα δικά του σφάλματα, τις υπερβολές, τις φιλοδοξίες, την υπεροψία, την αυστηρότητα, τον εγωισμό, τη σκληρότητά του. Τώρα που ήταν ένα σωστό πτώμα περιπλανώμενο στο σκοτάδι, συλλογιζόταν ποια αξία μπορούν να έχουν οι τιμές και η αχαλίνωτη περηφάνια του; Απογυμνωμένος από κάθε όνειρο και ελπίδα, θύμα αυτού του δήμιου που τον ικέτευε τώρα, σε τι θα του χρησίμευε η σεβαστή του περιουσία, οι τιμές, οι δόξες, η αλαζονεία, η αυταρέσκεια; Και όμως κάτι μέσα του αρνιόταν να συγχωρήσει και αυτό του έφερε στη σκέψη το Χριστό και τη διδασκαλία του της αγάπης και της ευσπλαχνίας, για τους εχθρούς μας. Αυτός συγχώρησε του δημίους του και δίδαξε ότι ο άνθρωπος οφείλει να συγχωρεί εβδομήντα επτά φορές. Επίσης θυμήθηκε ότι η άσπιλη Λίβια πέθανε μέσα στην αδικία του άτιμου ιππόδρομου και ότι για χάρη του Ιησού, ο Φλαμίνιος επέστρεψε από το σκοτεινό βασίλειο για να τον καθοδηγήσει προς το δύσκολο αλλά τόσο ωραίο δρόμο της συμπόνιας και της συγνώμης.

Ο θόρυβος έξω τον ειδοποιούσε ότι η τελευταία ώρα του Αντρέ πλησίαζε, γιατί άκουγε ότι ο Σίμος γύριζε παραπατώντας αιμόφυρτος μετά τη μαστίγωση και τον οδηγούσαν στο εσωτερικό της φυλακής.

Εκείνη τη στιγμή ο Πούμπλιος Λέντουλος ένιωσε μέσα στην ψυχή του μια παρήγορη αίσθηση που τον ελευθέρωνε από τη φιλοδοξία και την υπερηφάνεια. Τότε καυτά δάκρυα άρχισαν να σταλάζουν στο αυλακωμένο πρόσωπό του, και, προσπαθώντας να διακρίνει τον εχθρό του με τα πνευματικά του μάτια και να του δείξει τη συμπόνιά του, είπε με σταθερή φωνή:

-Συγχωρημένος να είσαι.Και αμέσως αποσύρθηκε στη διπλανή αίθουσα, χωρίς να περιμένει οποιαδήποτε απάντηση.Πράγματι, η τελευταία στιγμή είχε φθάσει. Σε λίγο, το πτώμα του Αντρέ ντε Τζιώρας σερνόταν

προς τους Γκεμόνιας για να ριχθεί στο σιωπηλό Τίβερη.Ύστερα απ' αυτό, ο Πούμπλιος δε χάρηκε καμιά από τις υπόλοιπες ιεροτελεστίες στο ναό του

Διός.Τώρα, η συνοδεία φωτιζόταν από τη λάμψη χιλίων δαυλών τοποθετημένων πάνω σε σαράντα

ελέφαντες. Ο γερουσιαστής τσακισμένος από το εσωτερικό του δράμα, επέστρεψε μ' ένα χειράμαξο στο παλάτι του Αβεντίνου όπου προφασίστηκε μεγάλη κόπωση και αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του. Ψηλαφώντας στο σκοτάδι, αγκάλιασε το σταυρό του Συμεών, την ανάμνηση της πιστής του Λίβιας, και τον έβρεξε με τα πικρά δάκρυα της κακοτυχίας του. Μέσα στην απελπισία του, κατάλαβε ότι η Λίβια έζησε για το Θεό κι εκείνος για τον Καίσαρα και δέχθηκαν και οι δυο τους, διαφορετικές αμοιβές στο δρόμο της ζωής τους. Κι ενώ το φορτίο του Ιησού υπήρξε θωπευτικό και παρήγορο για τη γυναίκα του, ο ζυγός του κόσμου με τον οποίον δέθηκε η περήφανη καρδιά του, ήταν βαρύς, γεμάτος αγιάτρευτους πόνους, χωρίς φως και χωρίς ελπίδες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

Πικρές αναμνήσεις

Aμέσως μετά τα γεγονότα του έτους 70 μ.Χ. κατά επιθυμία της Φλάβιας, ο γερουσιαστής αποσύρθηκε στην άνετη κατοικία τους της Πομπηίας, όπου μακριά από την πολυθόρυβη πρωτεύουσα ζούσε με τις προσφιλείς του αναμνήσεις.

Δυο απελευθερωμένοι σκλάβοι, Έλληνες, εξαιρετικά μορφωμένοι, προσελήφθησαν για την ανάγνωση και τις γραφικές του εργασίες και έτσι, αν και απομονωμένος και ανήμπορος, ήταν πάντοτε ενήμερος τω πολιτικών και φιλολογικών κινήσεων της Ρώμης. Στη μακρινή αυτή εποχή που ο Γουτεμβέργιος δεν είχε ακόμη ευεργετήσει τον κόσμο με την εφεύρεσή του, τα ρωμαϊκά χειρόγραφα ήταν σπάνια και περιζήτητα από την αριστοκρατία της εποχής που ενδιαφερόταν για τη φιλολογία. Ένας εκδοτικός οίκος είχε σχεδόν πάντοτε στη διάθεσή του εκατό περίπου έξυπνους, εγγράμματους και καλλιγράφους σκλάβους, που κατάφερναν να αντιγράφουν περισσότερα από χίλια βιβλία το χρόνο. Ο Πούμπλιος εξάλλου, είχε στη Ρώμη πολλούς ειλικρινείς φίλους που τον κρατούσαν ενήμερο όλων των συμβάντων και τροφοδοτούσαν το ενδιαφέρον του. Σπανίως, μέσω αφοσιωμένων φίλων έπαιρνε ειδήσεις από τον Πλίνιο Σεβήρο και παρηγοριόταν μαθαίνοντας ότι τώρα η διαγωγή του ήταν καθ' όλα άψογη και ανταποκρινόταν στην οικογενειακή του αξιοπρέπεια. Έτσι με διαφόρους ηρωισμούς του στη Γαλλία, πέτυχε ώστε το 73 μ.Χ. να μετατεθεί στη Ρώμη, όπου αν και αργά, κατάφερε να του ανατεθεί μια σεβαστή και αξιόλογη θέση στη διοίκηση της Αυτοκρατορίας.

Ο Πλίνιος όμως, αν και επέστρεψε στη Ρώμη δεν ξαναγύρισε κοντά στη γυναίκα του, ούτε κοντά σ' εκείνον που είχε πάρει τη θέση ενός διακριτικού και στοργικού πατέρα, ενώ δεν αγνοούσε τις μεγάλες συμφορές των πιο στενών συγγενών του. Μέσα του έτρεφε πάντοτε την ελπίδα να ξαναγυρίσει στην αγκαλιά τους, αλλά σχεδίαζε να το πραγματοποιήσει όταν δε θα υπήρχε πια καμιά αμφιβολία για την αναμόρφωσή του. Έτσι, κατά τη διοίκηση του Φλαβιανού, κατάφερε να κερδίσει προαγωγές και εμπιστοσύνη και φιλοδοξούσε μια πολύ υπεύθυνη θέση, ώστε να αποδείξει σε όλους την ειλικρινή ψυχική του αναγέννηση.

Στο θαυμάσιο τοπίο της Καμπανίας, το Τίμπουρ αντιπροσώπευε έναν τόπο παραθερισμού, αναψυχής και αναπαύσεως για τους πλούσιους Ρωμαίους ενώ η Πομπηία ήταν ένα σπάνιο κόσμημα πολεοδομικής όπου σε κάθε βήμα συναντούσες πολύτιμα μάρμαρα και περίφημα επιβλητικά μέγαρα. Στους μεγαλοπρεπείς ναούς συναθροίζονταν οι μορφωμένοι πατρίκιοι, οι εγκατεστημένοι στην ωραία αυτή πόλη των ποιητών και των τραγουδιστών, τη χτισμένη στα πόδια του Βεζούβιου, κάτω από έναν καταγάλανο, ηλιόλουστο και έναστρο ουρανό. Ο Πούμπλιος Λέντουλος άκουγε τώρα με προσοχή και ενδιαφέρον τα απλά αλλά πειστικά λόγια της Άννας που η γερασμένη λεπτή μορφή της έμοιαζε σαν σκαλισμένη σε ελεφαντόδοντο. Με χαρά και συγκίνηση την άκουγε να μιλάει για τα χριστιανικά διδάγματα και ν' αναφέρεται στις αναμνήσεις της μακρινής Ιουδαίας. Πάντοτε, μετά το γεύμα, οι τρεις τους μιλούσαν για το Χριστό και τις υπέροχες αρχές της διδασκαλίας και μ' αυτόν τον τρόπο, σιγά- σιγά, ο γερουσιαστής κατόρθωσε να μελετήσει τις βάσεις του Ευαγγελίου που ακόμη δεν ήταν συγκεντρωμένο σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο και ήταν σχεδόν άγνωστο, και να συνδέσει τις αρχές αυτές του Χριστιανισμού, με την προσωπικότητα του Θείου ιδρυτού και εμπνευστού τους.

Περνούσαν ώρες πολλές στον εξώστη, συζητώντας στην αστροφεγγιά της νύχτας οι τρεις αυτές υπάρξεις που ο χρόνος και οι δοκιμασίες είχαν χαράξει τα μέτωπά τους. Κάποτε- κάποτε, η Φλάβια παίζοντας την άρπα της, σκόρπιζε με την παθητική της μουσική, τους καημούς και το παράπονο, τους πόνους και τη νοσταλγία της. Οι σπαρακτικές μελωδίες του, άγγιζαν την πιστή καρδιά της Άννας που γέρασε κοντά της και τη γεμάτη αναμνήσεις πατρική καρδιά. Πάντοτε η μουσική των τυφλών είναι πιο πνευματική και πιο καθαρή και αγγίζει τις μύχιες χορδές του ανθρώπου με ιδιαίτερα ξεχωριστό τρόπο.

Διανύουμε το έτος 78 μ.Χ. Επί οκτώ χρόνια τώρα, οι τρεις πρωταγωνιστές μας συνήθιζαν, όπως ήδη αναφέραμε, να αναπαύονται μετά το γεύμα στο μεγάλο εξώστη και να συζητούν το θέμα που περισσότερο αγαπούσαν, το θέμα του Μεσσία και της διδασκαλίας του, χωρίς βέβαια να καταφέρνουν να προκαλούν και το ενδιαφέρον των νεωτέρων και των πιο ευτυχισμένων φίλων τους. Οι διωγμοί των Χριστιανών συνεχίζονταν πάντοτε, αλλά με λιγότερη αγριότητα. Ένα τέτοιο βράδυ που η Άννα σχολίαζε και θυμόταν το αγωνιώδες δειλινό της σταυρώσεως, ο γερουσιαστής είπε:

-Κατά τη γνώμη μου ο Ιησούς θα μείνει στον κόσμο για πάντα σαν αιώνιο σύμβολο παρηγοριάς και ενθαρρύνσεως για όλους του πονεμένους και δυστυχισμένους. Από τότε που έχασα την όρασή μου, προσπαθώ να αισθανθώ βαθιά μέσα μου το μεγαλείο και τη δύναμή του. Σα να ήταν χθες, θυμάμαι το μαγευτικό σούρουπο που τον είδα για πρώτη φορά στις όχθες της Τιβεριάδος.

-Κι εγώ επίσης, ψιθύρισε η Άννα, δε μπορώ ποτέ να ξεχάσω εκείνες τις ώρες που οι βασανισμένοι της Καπερναούμ συγκεντρωμένοι στις όχθες της μεγάλης λίμνης, περιμέναμε το βάλσαμο των γλυκών του λόγων. Ο Διδάσκαλος εκτιμούσε πολύ τη συντροφιά του Συμεών και γιων του Ζεβεδαίου και σχεδόν πάντοτε ερχόταν με τις βάρκες τους για να μας παρηγορήσει.

-Εκείνο που πιο πολύ με εντυπωσιάζει, έλεγε ο Πούμπλιος, είναι ότι ο Χριστός παρ' όλη τη γνώση του, δεν ήταν ένας κήρυκας του Νόμου ή ένας ιερεύς που μορφώθηκε σε ανθρώπινες σχολές. Και όμως, τα λόγια του είχαν τη θεία χάρη, η ήρεμη ματιά του εισχωρούσε βαθιά στην ψυχή και το χαμόγελό του έδειχνε ότι σαν κάτοχος της αλήθειας μπορούσε να αντιλαμβάνεται και να συγχωρεί τα ανθρώπινα σφάλματα. Οι ιδέες και η διδασκαλία του που τώρα στα τελευταία χρόνια της ζωής μου μελετώ καθημερινά, είναι καινούριες και επαναστατικές γιατί καταργούν όλες τις παλαιές προκαταλήψεις για την ηθική και την οικογένεια και ενώνουν τις ψυχές με την αδελφοσύνη και την υπομονή. Η ανθρώπινη φιλοσοφία ποτέ δε μας έμαθε πως οι φιλήσυχοι, οι φτωχοί και οι βασανισμένοι θα είναι οι εκλεκτοί του ουρανού και ότι η αξία του ατόμου δε βρίσκεται στον πλούτο και στη δύναμη, αλλά στη δικαιοσύνη και στην αγνότητα που οι φτωχοί και οι ταπεινοί μπορούν να έχουν. Μόνο σήμερα, μέσα στο σκοτάδι των παθών μου, μπορώ να νιώσω την παρηγοριά και τη στοργή των λόγων του...

-Πατέρα, είδες πολλές φορές τον Προφήτη; ρώτησε η Φλάβια με ενδιαφέρον.-Όχι, κόρη μου. Πριν από την ατιμωτική σταύρωσή του μόνο μια φορά τον είδα, όταν ήσουνα

μικρούλα και άρρωστη. Όμως, έφθασε αυτή για να δεχθώ από το στόμα του φωτεινά μαθήματα για όλη μου τη ζωή. Τώρα μόνο καταλαβαίνω τις φιλικές παροτρύνσεις του και τώρα βλέπω πως η ζωή μου στάθηκε μια χαμένη ευκαιρία. Γιατί με προειδοποίησε με απέραντη καλοσύνη, πως η συνάντησή μας θα μπορούσε να σταθεί μια θαυμαστή ευκαιρία για όλη μου τη ζωή, αν ήθελα να επωφεληθώ, διαφορετικά θα έχανα την ευκαιρία και θα αργοπορούσα την εξέλιξη της ψυχής μου για χιλιάδες χρόνια. Μα εγώ δυστυχώς, δε μπόρεσα να καταλάβω τη συμβολική σημασία των λόγων του.

-Όλες οι ιδέες του Ιησού εκφράζουν τη αγιασμένη και παρήγορη αλήθεια της αγάπης, είπε η Άννα, που τώρα πια είχε σχέσεις μεγάλης οικειότητας με τους κυρίους της.

-Ναι, απάντησε ο Πούμπλιος κι εγώ πιστεύω το ίδιο. Αν είχα επωφεληθεί από την πρόσκλησή του την ημέρα της συναντήσεώς μας, ίσως να είχα αποφύγει περισσότερες από τις μισές δοκιμασίες που η ζωή μου επιφύλαξε... Αν ασπαζόμουνα τις ιδέες του της αγάπης και της ταπεινοφροσύνης, θα είχα αναζητήσει προσωπικά τον Αντρέ ντε Τζιώρας και θα διόρθωνα το κακό που είχα κάνει στο αθώο παιδί του, με τις προσωπικές μου ενέργειες και όχι εμπιστευόμενος τους ανεύθυνους υπαλλήλους που είχα στις διαταγές μου. Έτσι, θα είχα βρει εύκολα το Σαούλ και ο Φλαμίνιος Σεβήρος, ο παντοτινά πιστός φίλος της Ρώμης, θα ήταν έτοιμος να με βοηθήσει και έτσι θα απέφευγα το χαμό του παιδιού μου, τη μεγαλύτερη αυτή τραγωδία της ζωής μου. Αν είχα αισθανθεί όπως έπρεπε την ευσπλαχνία Του, για τη θεραπεία της κόρης μου, θα είχα γνωρίσει καλύτερα τον ψυχικό θησαυρό της Λίβιας και θα ασπαζόμουνα την πίστη της και ίσως να μοιραζόμουν μαζί της το θάνατο του ιπποδρόμου, πράγμα πολύ γλυκύτερο από τις συνεχείς αγωνίες της βασανισμένης ζωής μου. Και το πιο σπουδαίο, θα ήμουνα λιγότερο υπερήφανος και περισσότερο ανθρωπιστής.

-Πατέρα μου, τον παρηγόρησε η Φλάβια, αν ο Ιησούς είναι η Γνώση και η Αλήθεια, θα ξέρει τις αιτίες που σε ανάγκασαν να εγκολπωθείς τις αρχές που ακολούθησες στη ζωή σου.

-Τα τελευταία αυτά χρόνια, κόρη μου, προαισθάνομαι ότι έχω φθάσει σε ορθά συμπεράσματα σε ό,τι αφορά τους πόνους και τη μοίρα μας... Με την πείρα της ηλικίας μου μπορώ να σε βεβαιώσω πως εμείς οι ίδιοι διαμορφώνουμε την πνευματική ζωή μας, με τις εδώ πράξεις μας. Σήμερα που παραδέχομαι την ύπαρξη ενός Παντοδύναμου Θεού ως πηγή της ευσπλαχνίας και της αγάπης, πιστεύω ότι οι αρχές και οι νόμοι Του εκφράζουν και προσφέρουν ατελείωτη καλοσύνη σε όλους τους ανθρώπους και ότι η αλληλεγγύη και η αγάπη πρέπει να οδηγούν τις πράξεις όλων μας. Κάθε φορά που σφάλουμε εκτελώντας ή διευκολύνοντας το κακό, παραβαίνουμε με την ελεύθερη βούλησή μας τους Θείους Νόμους και δημιουργούμε μια οφειλή που θα την πληρώσουμε με πόνους και με δάκρυα. Χωρίς να αναφερθώ στις άτυχες προσωπικές μου πράξεις που πλήθυναν τους πόνους και τα βάσανά μου, και θεωρώντας τώρα, τον Ιησού σα μεσολαβητή ανάμεσα σε μας και στον Πατέρα μας, σκέπτομαι σήμερα ότι ίσως έκανα σφάλμα όταν, υπακούοντας στον πατρικό μου πόνο επικαλέστηκα την ευσπλαχνία και τη βοήθειά του για την ίασή σου και έτσι, σου εξασφάλισα τη συνέχεια μιας βασανισμένης ζωής ατυχιών, πόνων και πικριών.

Η Φλάβια και η Άννα είχαν από χρόνια συνηθίσει να ακούν το γερουσιαστή να τους αναπτύσσει τις απόψεις του και θαύμαζαν την ευκολία του να συσχετίζει τις δοκιμασίες της ζωής του με τις αρχές του Χριστιανισμού.

-Ναι, πατέρα μου, είπε συλλογισμένη η Φλάβια. Έχω, αλήθεια, την εντύπωση πως οι θεϊκές δυνάμεις είχαν αποφασίσει να με πάρουν από τον κόσμο αυτό, για να με απαλλάξουν από τους πόνους που με περίμεναν στον τραχύ δρόμο της μοίρας μου...

-Χαίρομαι που με κατάλαβες. Η ζωή με τα βάσανά της μας κάνει πιο κατανοητές τις θείες αποφάσεις. Οι αρχαίοι μύστες της Αιγύπτου και των Ινδιών πιστεύουν ότι ξαναγυρνάμε στη γη πολλές φορές και πάντοτε με διαφορετικές υπάρξεις, με άλλο πρόσωπο και σώμα, αλλά με την ίδια ψυχή και το ίδιο πνεύμα.

Και σωπαίνοντας ο γηραιός πατρίκιος, θυμήθηκε το παλιό του όνειρο, όταν ντυμένος με τα διακριτικά του Πρόξενου, τότε που λεγόταν Πούμπλιος Λέντουλος Σούρας, κατά την εποχή του Καταλίνα, διέταζε την τύφλωση των πολιτικών του αντιπάλων, με πυρακτωμένο σίδερο. Αμέσως, σα θεία έμπνευση, μια θύελλα συμπερασμάτων τον κατέκλυσε.

-Σήμερα, κόρη μου, πιστεύω πως οι δυνάμεις του ουρανού είχαν αποφασίσει το θάνατό σου όταν ήσουνα μικρή κι εγώ, με τη βουβή μου παράκληση στο Μεσσία, ανέτρεψα αυτή την απόφαση που ίσως θα σε προπαρασκεύαζε καλύτερα για την αυταπάρνηση, τα βάσανα και τη θυσία. Ασφαλώς θα ξαναγεννιόσουν αργότερα και θα αντιμετώπιζες τις ίδιες αντιξοότητες, αλλά θα είχες ένα πιο δυνατό οργανισμό για να αντισταθείς στους άγριους και θλιβερούς αγώνες της γήινης ζωής. Εν τούτοις, σήμερα αναγνωρίζουμε την ύπαρξη ενός υπέρτατου νόμου αγάπης, στον οποίο πρέπει να υποταχθούμε χωρίς να διεισδύσουμε στο γεμάτο γνώση και σοφία μηχανισμό του. Όσο για μένα που ήμουνα προικισμένος με υγεία και δύναμη, φαίνεται ότι σε προηγούμενες ζωές μου υπήρξα σκληρός και βάρβαρος και διέπραξα πολλές αδικίες και τρομερά εγκλήματα. Ίσως γι' αυτό να αξίζω την ατελείωτη αλυσίδα των πικριών και των βασάνων της τωρινής ζωής μου και πολύ αργά βλέπω ότι αν ακολουθούσα το δρόμο του καλού, θα είχα εξαλείψει ένα μεγάλο μέρος από τις αμαρτίες του σκοτεινού κι εγκληματικού μου παρελθόντος. Καταλαβαίνω τώρα πως η χριστιανική διδασκαλία του ελέους, της αγάπης και της συγνώμης, είναι ο σταθερός δρόμος που οδηγεί στην κατάκτηση του πνεύματος μακριά από την καταχθόνια επίδραση των υλικών ανθρώπινων αδυναμιών.

Και φέρνοντας στο νου του το όνειρο που ο Φλαμίνιος του είχε διηγηθεί στο παρελθόν, συμπέρανε:

-Ο εξιλασμός δε θα ήταν αναγκαίος στη γη για την εξάγνιση της ψυχής μας, αν εκτελούσαμε το καλό με αγαθές σκέψεις, λόγια και πράξεις. Αν είναι σωστό ότι γεννήθηκα καταδικασμένος ήδη στο μαρτύριο της τυφλώσεως, πιθανό να το είχα αποφύγει αν απαρνιόμουνα την υπερηφάνεια και τον εγωισμό μου και παρέμενα ένας καλός και ταπεινός άνθρωπος. Μια πιο γενναιόψυχη συμπεριφορά εκ μέρους μου θα είχε μετατρέψει τις σκληρές και καταχθόνιες αποφάσεις του Αντρέ ντε Τζιώρας. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι παρ' όλα τα πολύτιμα μηνύματα που είχα την εύνοια να δεχθώ από τον αόρατο κόσμο, εγώ έθρεψα τον εγωισμό, τη ματαιοδοξία και την εγκληματική

σκληρότητά μου. Έτσι μεγάλωσα τις οφειλές μου προς τη θεία δικαιοσύνη, και δε μπορώ να περιμένω επιείκεια από τους δικαστές που θα με κρίνουν...

Ένα δάκρυ φάνηκε στην κόχη των σβησμένων του ματιών. Η Άννα άκουγε με έκπληξη και χαρά, διαπιστώνοντας ότι ο υπερήφανος Πούμπλιος Λέντουλος είχε φτάσει σε συμπεράσματα Ευαγγελικού ήθους, στα οποία και η ίδια είχε οδηγηθεί στα βαθιά της γεράματα. Θέλοντας, λοιπόν να τον παρηγορήσει διευκρίνισε με καλοσύνη:

-Γερουσιαστά μου, όλες σας οι παρατηρήσεις είναι σωστές και δίκαιες. Αυτό το νόμο της πολλαπλής επανενσαρκώσεως προς χάριν της εξελίξεως της ψυχής, μέσα στα βάσανα και τους αγώνες του κόσμου αυτού, ο Μεσσίας τον δίδασκε πάντοτε και βεβαίωνε όλους μας ότι κανείς δε θα κατορθώσει να περάσει στο βασίλειο του Κυρίου χωρίς να ξαναγεννηθεί. Συλλογίζομαι, λοιπόν, ότι παρά την τύφλωση και τα βάσανά σας, που τα συμμερίζομαι σε όλη τους την έκταση και την ένταση, πρέπει να διατηρήσετε στην ψυχή σας την πίστη και την ελπίδα, για το ουράνιο μέλλον σας, γιατί ο Χριστός επίσης μας βεβαίωνε πως ο Πατέρας μας δεν αφήνει να χαθεί ούτε ένα από τα αρνιά που έχει στο ποίμνιό του!...

Ο Πούμπλιος ακούγοντας την ταπεινή και μεγαλόψυχη Άννα, ένιωσε να γεννιέται μέσα του μια άγνωστη πηγή δυνάμεως και καρτερίας.

-Ναι, ψιθύρισε. Πάντοτε ο Χριστός... Πάντοτε ο Ιησούς... Δίχως αυτόν και τα διδάγματά του, δεν ξέρω τι θα κάναμε εμείς οι άνθρωποι που είμαστε δεμένοι με την ύλη και τις αδυναμίες της... Επτά χρόνια μέσα σε πηχτό σκοτάδι υπήρξαν για μένα επτά αιώνες σκληρού και θλιβερού σχολείου!... Μα το ξέρω πολύ καλά, ότι μόνο έτσι μπόρεσα να αντιληφθώ σωστά τα μηνύματα του Εσταυρωμένου.

Αλλά, μόλις πρόφερε τη λέξη “εσταυρωμένος” μεταφέρθηκε με σκέψη του στην Ιερουσαλήμ, και στις γιορτές του Πάσχα του έτους 33 μ.Χ. Ξαναθυμήθηκε ότι κρατούσε τη δικογραφία του θείου απεσταλμένου και αναλογίστηκε την ευθύνη που είχε αναλάβει εκείνη την αξέχαστη μέρα. Ύστερα από μακριά σιωπή συνέχισε:

-Και να σκέπτεται κανείς ότι για ένα τέτοιο πνεύμα δεν έλαβε χώρα ούτε η παραμικρή πράξη υπερασπίσεως εκ μέρους μας στην αγωνιώδη εκείνη στιγμή της ατιμωτικής σταυρώσεως!... Εγώ, που τώρα ζω μονάχα με τις αναμνήσεις μου, νομίζω πως τον βλέπω μπροστά μου με τα φοβερά σημάδια της μαστιγώσεως. Αυτόν, που συγκέντρωνε όλη την αγάπη του Ουρανού και την ευθύνη για την απολύτρωση της γήινης εξαθλιώσεως, δε βρέθηκε κανείς να βοηθήσει θετικά την απελευθέρωσή του...

-Εκτός από κάποιον... φώναξε ξαφνικά η Άννα.-Και ποιος ήταν αυτός που έκανε μια τόσο ευγενική προσπάθεια; ρώτησε ο γερουσιαστής με

θαυμασμό. Δε μου είπαν τότε, ότι τον υπερασπίστηκε κανείς...-Δε σας το είπαν τότε, γιατί αυτός ο κάποιος ήταν η γυναίκα σας. Ως τώρα αγνοείτε ότι η

αξέχαστη αγνή και τίμια ευεργέτριά μου, υπακούοντας στις παρακλήσεις τις δικές μου και του θείου μου Συμεών, κατέφυγε στον Πόντιο Πιλάτο, για να μεσολαβήσει υπέρ του Μεσσία της Ναζαρέτ, μόλις η πένθιμη ακολουθία είχε βγει από το παλάτι του και βάδιζε προς το Γολγοθά. Όμως, άδικα ικέτευσε ζητώντας χάρη για το Θείο Διδάσκαλο που τόσο άπονα τον είχε καταδικάσει ο μαινόμενος όχλος.

-Ώστε, λοιπόν, η Λίβια έφτασε ως τον Πιλάτο για να παρακαλέσει για τον Ιησού; ρώτησε αγωνιώντας ο Πούμπλιος και αμέσως ξαναζωντάνεψε στη σκέψη του το αποφασιστικό εκείνο απομεσήμερο της ζωής του και τις συκοφαντίες της Φούλβιας για τη γυναίκα του.

-Ναι. Η μεγάλη της καρδιά παρέβλεψε προς χάριν Του κάθε κοινωνική εθιμοτυπία και παραμέρισε όλες τις προκαταλήψεις της κοινωνικής της θέσεως, χωρίς να διστάσει μπροστά στις παρακλήσεις μας, με μόνο βοηθό τον προσωπικό της πόθο να σώσει το Μεσσία από τον ατιμωτικό θάνατο!...

Ο Πούμπλιος με την καρδιά σφιγμένη από συγκίνηση και με δάκρυα στα νεκρά του μάτια, αγωνιζόταν να αρθρώσει έστω και μια λέξη χωρίς, όμως, να το καταφέρει.

Η Άννα, ωστόσο που θυμόταν πολύ καλά όλες τις λεπτομέρειες της μαρτυρικής εκείνης ημέρας, τις διηγήθηκε στο γερουσιαστή και την κόρη του που την άκουγαν κλαίγοντας με λυγμούς.

Ήταν σα να βάδιζαν και οι τρεις μαζί στο δρόμο του πόνου, της ευγνωμοσύνης και της νοσταλγίας, ανάμεσα στα θλιβερά χαλάσματα των χρόνων που κύλησαν μέσα στην παρεξήγηση...

Έτσι, με τον τρόπο αυτόν, οι τρεις αυτές υπάρξεις, κάθε σούρουπο, κάτω από το λαμπερό ουρανό και την αρωματισμένη ατμόσφαιρα της Πομπηίας προετοίμαζαν τις ψυχές τους για τη μετά το γήινο θάνατο πνευματική ζωή, αντλώντας δυνάμεις και πίστη από τις προσφιλείς αναμνήσεις τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

Οι τελευταίες στιγμές στην Πομπηία

Ένα ηλιόλουστο πρωινό του έτους 79 μ.Χ., ολόκληρη η Πομπηία ξυπνούσε μέσα σε εορταστική ατμόσφαιρα. Επρόκειτο να επισκεφθεί την πόλη ένας ανώτερος δικαστής της Αυτοκρατορίας και η διοίκηση θα τον τιμούσε με τις μεγαλειώδεις εορτές του αμφιθεάτρου μέσα σε γενική ευθυμία.

Για τον Πούμπλιο Λέντουλο το γεγονός είχε ιδιαίτερη σημασία, γιατί ο υψηλός επισκέπτης θα του έφερνε ένα σημαντικό μήνυμα και τιμητικές διακρίσεις από τον Τίτο Φλάβιο Βεσπασιανό, που τώρα είχε διαδεχθεί τον πατέρα του στον αυτοκρατορικό θρόνο. Επίσης, ως μέλος της συνοδείας του υψηλού ξένου, θα έφθανε μαζί του και ο Πλίνιος Σεβήρος, που τώρα, σε ώριμη ηλικία, είχε ξαναβρεί τελείως τον παλιό καλό εαυτό του και ερχόταν στη γυναίκα του και σε κείνον που μέσα στην καρδιά του τον τοποθετούσε στη θέση του πατέρα. Μειωμένος βέβαια και με συστολή, αλλά με ήσυχη συνείδηση και με αξιοπρέπεια.

Την ημέρα αυτή, ενώ η Άννα ετοίμαζε το σπίτι για την υποδοχή με τη βοήθεια των σκλάβων, ο Πούμπλιος και η κόρη του αγκαλιάζονταν συγκινημένοι από την έκπληξη που τους έστελνε η τύχη, έστω και αρκετά αργά. Ειδοποιημένοι από αγγελιοφόρους της συνοδείας, ανυπομονούσαν να δεχθούν τον “άσωτο υιό” που επί τόσα χρόνια έμενε μακριά από τη ζεστή τους αγκαλιά.

Λίγο πριν από το μεσημέρι, ένα πλήθος αμάξια και άλογα πλουσιοστολισμένα, έφθασαν στο σπίτι προκαλώντας το θαυμασμό και την περιέργεια των περιοίκων. Αμέσως, θερμοί χαιρετισμοί, αγκαλιάσματα και φιλικά λόγια αγάπης γέμισαν την ατμόσφαιρα. Σχεδόν όλοι οι πατρίκιοι γνώριζαν το γερουσιαστή και την οικογένειά του και αυτό ήταν κάτι που του ζέστανε την καρδιά. Ο Πούμπλιος σφιχταγκάλιασε τον Πλίνιο σαν παιδί αγαπημένο που γυρνούσε από μακρινή απουσία κι αυτός με ύφος συνεσταλμένο, φιλώντας το γερασμένο μέτωπο:

-Πατέρα, ω πατέρα μου, στέναξε. Με έχεις συγχωρήσει;-Γιατί παιδί μου άργησες τόσο; Σ' αγαπώ όπως πάντα και εύχομαι πάντοτε ο Θεός να σε

προστατεύει...Σε λίγο, μετά την τρυφερή συνάντηση του Πλίνιου με τη γυναίκα του ο αντιπρόσωπος του

Αυτοκράτορα είπε ενώ απλωνόταν απόλυτη σιωπή:-Γερουσιαστά μου, είναι μεγάλη τιμή για μένα το ότι μου ανέθεσαν να σας φέρω εκ μέρους

του Αυτοκράτορα ένα πολύτιμο ενθύμιο και εκ μέρους της Πολιτικής Διοικήσεως της Αυτοκρατορίας, μια τιμητική διάκριση. Αυτός στάθηκε και ο κυριότερος λόγος της αφίξεώς και της παραμονής μου στην Πομπηία και γι' αυτό εξουσιοδοτώ το φίλο μας Πλίνιο Σεβήρο να παραδώσει αυτή τη στιγμή ό,τι αποτελεί τις υψηλότερες τιμές της Αυτοκρατορίας, ως ανταμοιβή για τις προσφορές του, σε έναν από τους πλέον αφοσιωμένους υπαλλήλους της!...

Ο Πούμπλιος Λέντουλος αισθάνθηκε ευτυχής. Η τιμή του Αυτοκράτορα, η παρουσία των φίλων, η επιστροφή του γαμπρού του, έφερναν στην καρδιά του μεγάλη συγκίνηση. Τα μάτια του, όμως, δεν μπορούσαν να δουν. Μέσα από το σκοτάδι του, άκουγε να του αποδίδονται τιμές και να

του προσφέρονται διακρίσεις και στοργή και οι παλιές αναμνήσεις ξαναζωντάνεψαν και τον κύκλωσαν σα ζωντανές οπτασίες.

-Φίλοι μου, κατάφερε με κόπο να πει σκουπίζοντας τα κρυφά του δάκρυα, η σημερινή μέρα είναι για μένα η μεγαλύτερη ανταμοιβή της ζωής μου. Ο Αυτοκράτοράς μας είναι πολύ γενναιόδωρος γιατί πραγματικά, δεν έκανα τίποτε το σπουδαίο που να δικαιώνει μια τέτοια αναγνώριση εκ μέρους της πατρίδας μου. Όμως, η ψυχή μου χαίρεται μαζί σας και είμαι ευγνώμων μέχρι θανάτου.

Τη στιγμή αυτή, ο Πλίνιος Σεβήρος γονάτισε αυθόρμητα και παίρνοντας τα σκελετωμένα χέρια του στα δικά του, τα γέμισε φιλιά και δάκρυα και συγχρόνως του παρέδωσε την τιμητική περγαμηνή, που ο γέρος γερουσιαστής δε μπορούσε να διαβάσει.

Ο Πούμπλιος ανίκανος να προφέρει λέξη, έκλαιγε ενώ οι παρόντες τον παρακολουθούσαν με βουρκωμένα μάτια.

Ο Πλίνιος χωρίς να μπορεί πια να συγκρατηθεί, είπε με συγκίνηση.-Καλέ μου πατέρα, μην κλαις. Εδώ ήρθαμε όλοι να συμμεριστούμε τη χαρά σου. Μπροστά σε

όλους του Ρωμαίους φίλους, μαζί με τις τιμές της Αυτοκρατορίας σου προσφέρω την ξαναγεννημένη καρδιά μου. Αν και τυφλός, ξέρω ότι ψυχικά προσπάθησες πάντοτε να υπερνικήσεις τα σκοτάδια και τα εμπόδια στη ζωή. Συνέχισε, λοιπόν, και οδήγησε και τα δικά μου βήματα στο σωστό δρόμο, με την ειλικρίνεια, την ευθύτητα και το θάρρος που σε χαρακτηρίζουν. Θα ξαναγυρίσεις με το μετανιωμένο γιο σου στη Ρώμη και θα αναδιοργανώσουμε το μέγαρο του Αβεντίνου... Έτσι, θα γίνω ο φρουρός της ψυχής σου. Θα αναλάβω την απόλυτη φροντίδα της γυναίκας μου και ημέρα με την ημέρα, με αδιάκοπες προσπάθειες, θα δημιουργήσω για μας τους τρεις ένα τείχος στοργής και αγάπης που θα μας προστατεύει. Στο σπίτι μας, στο Αβεντίνο, θα ανθίσει νέα περίοδος χαράς και αφοσιώσεως, γιατί η σκληρή πείρα με έμαθε πια να εκτιμώ τους θησαυρούς μου.

Ο γερουσιαστής τσακισμένος από τα χρόνια και τα σκληρά βάσανα στεκόταν όρθιος, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του γιου του που κι αυτά, είχαν ασπρίσει από το χειμώνα της ζωής, ενώ πύρινα δάκρυα ξαλάφρωναν τα βάσανα της καρδιάς του. Η Φλάβια επίσης έκλαιγε από ευτυχία και με συγκίνηση ένιωθε να ξανανασταίνονται οι από καιρού σβησμένες ελπίδες της. Στο τέλος, ο γερουσιαστής ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του και θέλοντας να αντιδράσει κάπως είπε:

-Σήκω παιδί μου. Δεν έκανα τίποτα για να μ' ευχαριστείς γονατιστός... Γιατί μου μιλάς έτσι; Ασφαλώς θα γυρίσουμε στη Ρώμη, γιατί οι επιθυμίες σου είναι και δικές μας επιθυμίες... Στο Αβεντίνο, όλοι μαζί θα ζούμε ευτυχισμένοι τιμώντας το παρελθόν και τη μνήμη των απόντων μας...

Και πιο αισιόδοξα, συνέχισε:-Φίλοι μου, συγκινημένος σας ευχαριστώ όλους για τη στοργή σας. Αλλά τι συμβαίνει; Γιατί

όλοι σιωπηλοί; Μην ξεχνάτε ότι δε βλέπω παρά μόνο με την ομιλία. Και η σημερινή εορτή; Έτσι, αιθρίασε η ατμόσφαιρα και τη σιωπή διαδέχθηκε συγκέντρωση στην τραπεζαρία,

παράθεση γεύματος, ανταλλαγή ευχών και προσφωνήσεις. Ο Πλίνιος και η γυναίκα του αντάλλαξαν λόγια στοργής και αναμνήσεων, ξαναζώντας τον ευτυχισμένο καιρό που πέρασαν μαζί καθώς και το θλιβερό παρελθόν που τους χώρισε. Όμως, τελικά, η συνοδεία και ο αυτοκρατορικός αντιπρόσωπος ύστερα από πολλές ειδοποιήσεις, ετοιμάστηκαν να φύγουν για τον ιππόδρομο, όπου το κάθε τι ήταν έτοιμο για την επίσημη εορτή. Και ενώ όλοι αποχαιρετούσαν ευχαριστώντας, ο Πλίνιος αγκαλιάζοντας τη γυναίκα του είπε σχεδόν με θλίψη:

-Πατέρα μου, είμαι αναγκασμένος να συνοδεύσω τον αντιπρόσωπο στη λαϊκή γιορτή και σε λίγες ώρες θα γυρίσω για να περάσω μαζί σας ένα μήνα και να τακτοποιήσουμε την επιστροφή μας στη Ρώμη.

-Καλά, παιδί μου, απάντησε ο Πούμπλιος, τελείως παρηγορημένος. Συνόδεψε τους φίλους μας, αντιπροσώπευσέ με και διαβίβασε σε όλους τους επίσημους την ειλικρινή χαρά και συγκίνησή μου.

Όταν ο γερουσιαστής έμεινε μόνος, σκέφτηκε ότι αυτές οι χαρές ίσως να ήταν οι τελευταίες της ζωής του. Στο γέρικο στήθος του η καρδιά χτυπούσε ακανόνιστα. Ναι, η επιστροφή του Πλίνιου αποτελούσε την υπέρτατη ευτυχία για τα γεράματά του. Με χαρά συλλογίστηκε πως τώρα πια η κόρη του θα έβρισκε στήριγμα στο σύζυγό της και ο ίδιος δεν είχε πια, παρά να περιμένει το

θάνατο με θάρρος και αυταπάρνηση. Εξετάζοντας το σχέδιο του Πλίνιου για την επιστροφή τους στο Αβεντίνο, κάτι μέσα του του έλεγε πως ήταν αργά πλέον γι' αυτόν να ξαναγυρίσει στη Ρώμη όπου, ήταν βέβαιος, δε θα ξαναγύριζε παρά μόνο το σώμα του για την ταφή του.

Ο Πλίνιος Σεβήρος πάλι που βρισκόταν ήδη στο φθινόπωρο της ζωής, κατά τη διάρκεια των θεαμάτων έκανε σχέδια για το μέλλον τους. Θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διορθώσει τα παλιά του σφάλματα απέναντι σ' αυτούς που αγαπούσε πιο πολύ στον κόσμο και θα αναλάμβανε την ευθύνη όλων των εργασιών του γέρου πατέρα του, για να τον ξεκουράσει επιτέλους από τις υλικές απασχολήσεις. Πότε- πότε, τα χειροκροτήματα του πλήθους διέκοπταν τις ονειροπολήσεις του. Σχεδόν ολόκληρος ο λαός της Πομπηίας ήταν στη γιορτή και ζητωκραύγαζε τους νικητές. Πλήθος κόσμου από τα περίχωρα είχε φθάσει ανυπόμονο να παρακολουθήσει το εξαιρετικό αυτό θέαμα που αναπαριστούσε παλαιές εποχές. Μαζί με τους αθλητές και τους θηριοδαμαστές, οι μουσικοί, οι τραγουδιστές και οι χορευτές, τυλιγμένοι στο μετάξι, κροταλίζοντας και παίζοντας τους αυλούς και τα φλάουτα, σκορπούσαν γενική ευθυμία.

Κάποια στιγμή, όμως, η γενική προσοχή στράφηκε προς ένα περίεργο, άγνωστο και ανατριχιαστικό θέαμα. Από την κορυφή του Βεζούβιου, πυκνός καπνός υψωνόταν χωρίς κανείς να μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο. Οι αγώνες συνεχίζονταν με ενθουσιασμό αλλά τώρα, στη μέση της στήλης του καπνού που υψωνόταν φέρνοντας στροφές, ξεπετάχθηκαν μεγάλες φλόγες.

Ο Πλίνιος, καθώς και όλοι οι παρόντες, άρχισαν να ανησυχούν με το ανεξήγητο αυτό φαινόμενο και σε λίγο, στο αμφιθέατρο, επικράτησε πανικός. Μέσα στη γενική αναταραχή ο γιος του Φλαμίνιου πλησίασε τον αντιπρόσωπο για να ρωτήσει τι πρέπει να κάνουν, κι αυτός αν και δεν έδειχνε αρκετά φοβισμένος απάντησε αισιόδοξα.

-Φίλε μου, ας δείξουμε ψυχραιμία. Πού είναι λοιπόν το θάρρος και η δύναμη του χαρακτήρα μας;

Σε λίγο όμως, η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια τους, οι κολώνες γκρεμίζονταν, πολλά αγάλματα κυλούσαν από τις στολισμένες με χρυσάφι και πολύτιμους λίθους βάσεις τους και τότε ο αντιπρόσωπος σοβαρά θορυβημένος, αγκάλιασε την κόρη του και είπε:

-Ας τρέξουμε, Πλίνιε, χωρίς χρονοτριβή στις γαλέρες.Μα ο αξιωματικός δεν τον ακολούθησε. Ανυπόμονος προσπαθούσε να διασχίσει το πλήθος που

στην προσπάθειά του να απομακρυνθεί από τον ιππόδρομο προκαλούσε χειρότερο συνωστισμό σπρώχνοντας, καταπατώντας και συνθλίβοντας τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια έφτασε στο δρόμο, αλλά όλοι έτρεχαν να βγουν από τα σπίτια τους και γέμιζαν τους δρόμους φωνάζοντας: “Φωτιά... φωτιά... ο Βεζούβιος...”. Όλοι οι δημόσιοι δρόμοι ήταν γεμάτοι από αλλόφρονες ανθρώπους, αμάξια και αγριεμένα άλογα. Με μεγάλη δυσκολία ο Πλίνιος προχωρούσε αψηφώντας τα εμπόδια, μα τώρα ο Βεζούβιος ξερνούσε ένα ποταμό πυρακτωμένης λάβας, σάμπως τα σωθικά της γης να είχαν πάρει φωτιά. Βροχή από στάχτη που στην αρχή δεν ήταν ορατή, άρχισε να σκεπάζει το έδαφος που τώρα συγκλονιζόταν από υπόκωφους και εκκωφαντικούς κρότους. Σεισμικές, άγριες, τρομακτικές δονήσεις, γκρέμιζαν τα πάντα, ενώ ο καπνός του ηφαιστείου σκοτείνιαζε τον ήλιο. Βυθισμένη στο σκοτάδι, τυλιγμένη σε απερίγραπτη φρίκη, η Πομπηία ζούσε τις τελευταίες απελπισμένες στιγμές της.7

Στην έπαυλη των Λέντουλων οι σκλάβοι αντελήφθησαν στη στιγμή τον κίνδυνο που πλησίαζε από τα περίεργα χλιμιντρίσματα των αλόγων και από τα πουλιά που πετούσαν ανήσυχα και ξαφνιασμένα. Μόλις οι πρώτες κολώνες που κρατούσαν το οικοδόμημα έπεσαν, όλοι οι σκλάβοι, θέλοντας να σωθούν εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και μόνον η Άννα έμεινε με τους κυρίους της και τους ενημέρωσε σχετικά με τα συμβαίνοντα. Και οι τρεις σε φοβερή αγωνία, παρακολουθούσαν την καταστροφή της πόλεως που είχε ήδη σχεδόν ολοκληρωθεί και άκουγαν τους υπόκωφους κρότους και τους τριγμούς που προμηνούσαν την καταστροφή της Αυτοκρατορίας. Ανησυχούσαν και ανυπομονούσαν να γυρίσει γρήγορα ο Πλίνιος για να αποφασίσουν τι θα κάνουν, αλλά ο Πούμπλιος έβλεπε τις πικρές προαισθήσεις του να επαληθεύουν και είπε στην Άννα:

7 Η περιγραφή αυτή της καταστροφής της Πομπηίας παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με την περιγραφή της ίδιας καταστροφής στο μυθιστόρημα “HERCULANUM” που είναι ψυχογραφημένο από τον CONDE DE ROCHESTER. Σημείωση του εκδοτικού οίκου της Βραζιλίας.

-Φέρε, σε παρακαλώ, το σταυρό του Συμεών και της Λίβιας και ας προσευχηθούμε με κατάνυξη. Η καρδιά μου μου λέει ότι το ταξίδι μας στη γη φθάνει στο τέλος του.

Και ενώ η σκλάβα αναζητούσε βιαστική το ενθύμιο του γέρου της Σαμάρειας ανάμεσα σε ταλαντευόμενους τοίχους, ο Πούμπλιος άκουγε τις δονήσεις της γης που σχιζόταν, ανακατεμένες με τους αλαλαγμούς και τους θρήνους του κόσμου και τους εκκωφαντικούς κρότους του ηφαιστείου που είχε μετατραπεί σε απέραντο καμίνι, ξερνώντας φωτιές, στάχτη και λάβα, και σκεπάζοντας μ' αυτά την περίφημη πόλη. Τότε θυμήθηκε τις προβλέψεις του Ιησού, τη μακρινή εκείνη εποχή, στη Γαλιλαία, όταν τους διαβεβαίωνε ότι όλη η ρωμαϊκή μεγαλοπρέπεια δεν ήταν παρά μια ουτοπία που θα μπορούσε σ' ένα λεπτό μέσα να μετατραπεί σε ερείπια και στάχτη. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά όταν η γριά σκλάβα γύρισε με το σταυρό στα χέρια και ήρεμη γονατίζοντας άρχισε να προσεύχεται με βαθιά, θερμή φωνή:

“Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς... αγιασθήτω το όνομά σου... ελθέτω η βασιλεία σου... γεννηθήτω το θέλημά σου... ως εν ουρανώ... και επί της γης...”

Στο σημείο αυτό η φωνή της Άννας έπαψε να ακούγεται και το κορμί της κύλησε κάτω από τα χαλάσματα. Αμέσως αισθάνθηκε το σεβάσμιο θείο της Συμεών να την προστατεύει οδηγώντας την σε υψηλές ουράνιες σφαίρες, φωτεινές και γαλήνιες, όπως ακριβώς φωτεινή και γαλήνια είχαν κάνει τα γήινα βάσανα την καρδιά της.

-Άννα... Άννα... φώναξαν ο Πούμπλιος και η Φλάβια συγχρόνως, κλαίγοντας για την Άννα και γιατί πρώτη φορά κατάλαβαν το μέγεθος της δυστυχίας τους και την έκταση της απομονώσεως και της εγκαταλείψεώς τους χωρίς το φως ή έναν οδηγό για στήριγμα.

Όμως, κάποιος, υπερπηδώντας με υπεράνθρωπες προσπάθειες του σωρούς των ερειπίων και τα συντρίμμια του σπιτιού, έφτανε τη στιγμή εκείνη στο δωμάτιο τρέχοντας και αγκάλιασε τον Πούμπλιο και την κόρη του.

-Φλάβια, πατέρα, είμ' εδώ μαζί σας.Ήταν ο Πλίνιος που κατάφερε να φτάσει την τελευταία στιγμή. Η Φλάβια τον έσφιξε στο

στήθος της και ο Πούμπλιος του κρατούσε σφιχτά τα χέρια και έτσι, σε ένα τελευταίο σύμπλεγμα αγάπης, χωρίς να προφθάσουν να μιλήσουν, τυλίχθηκαν από τη στάχτη και τη λάβα που πλημμύρισε το ήδη κατεστραμμένο οίκημα. Ένας τελευταίος σεισμός γκρέμισε όσες από τις κολώνες είχαν απομείνει ακόμη όρθιες και καταπλάκωσε για πάντα τους τρεις αγκαλιασμένους κάτω από ένα σωρό ερειπίων.

Μα, αν και στο σκοτάδι των χαλασμάτων, κανένας τους δεν ήταν μόνος. Φτερωτές υπάρξεις σε στάση προσευχής, παρηγορούσαν αυτούς που καταδικάστηκαν ομαδικά στην εξόντωση. Πάνω από τα θαμμένα κορμιά των τριών πρωταγωνιστών, της ιστορίας μας, η ακτινοβόλος ύπαρξη της Λίβιας και πολλές άλλες υπάρξεις, βοηθούσαν με ζήλο στην εργασία της καθολικής αποσπάσεως της ψυχής από το σώμα. Η Λίβια ακουμπώντας τα φωτεινά και απαλά χέρια της στο μέτωπο του βαριά τραυματισμένου συντρόφου της που αγωνιούσε, ύψωσε τα μάτια στο σκοτεινιασμένο ουρανό και προσευχήθηκε με τη θερμή της πίστη.

-Ιησού, θείε και δίκαιε διδάσκαλε, η στιγμή αυτή της αγωνίας είναι βέβαια μια ένδειξη των αδυναμιών και των σφαλμάτων μας, όμως, εσύ είσαι η μόνη μας ελπίδα, η μόνη γνώση και ευσπλαχνία... Ευλόγησε το πνεύμα μας σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή. Καθησύχασε τα μαρτύρια της δίδυμης ψυχής μου και σε παρακαλώ, δώσε της γρήγορα την ελευθερία. Ξεκούρασέ τον, μεγαλοδύναμε Σωτήρα, από τους πόνους και την ερημιά και ανακούφισε την καρδιά του πριν ξαναεπιστρέψει στη γη, στον κύκλο των μετενσαρκώσεων που κάθε ψυχή οφείλει να διανύσει για τον εξαγνισμό της. Δεν είναι πια, Κύριε, ο ματαιόδοξος δεσπότης του παρελθόντος. Τώρα η καρδιά του τείνει προς το καλό και τη συμπόνια, την αγάπη και την αυταπάρνηση των κηρυγμάτων του. Οι πικρές και μαζί λυτρωτικές δοκιμασίες της ζωής τον έφεραν στο δρόμο της Αλήθειας και της Ζωής σου...

Κι ενώ η Λίβια προσευχόταν, ο Πούμπλιος αγκαλιάζοντας τα ήδη νεκρά παιδιά του, άφησε το τελευταίο βογκητό του.

Λεγεώνες πνευματικών υπάρξεων τριγυρνούσαν επί ημέρες στο θλιβερό και σκοτεινό ορίζοντα της Πομπηίας.

Ο Πούμπλιος και τα παιδιά του συνήλθαν πάνω από τη νεκρή πόλη. Ταραγμένοι ακόμη και με την αυταπάτη της υλικής ζωής, οι δυο τυφλοί αναζητούσαν μάταια την Άννα ή κάποιον άλλο σκλάβο για να τους βοηθήσει, γιατί είχαν ακόμη την αίσθηση ότι ζούσαν το μαρτύριο της τυφλώσεως που επί τόσα χρόνια τους βασάνιζε, και δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι αποσπάστηκαν από το υλικό σώμα τους, τη βαριά αυτή σάρκινη φορεσιά τους. Μετά τις πρώτες συγκινήσεις ο Πούμπλιος άκουσε μια χαϊδευτική φωνή:

-Πούμπλιε, φίλε μου, μην αναζητάς πια προστασία στη σκοτεινή γη των βασάνων, γιατί εκεί όλα τελείωσαν τώρα για σένα. Κάθε υλική δύναμη σε εγκατέλειψε μαζί με το σάρκινο φορτίο σου. Στρέψε τη σκέψη σου προς τον Παντοδύναμο Θεό, του οποίου η ευσπλαχνία, η γνώση και η αγάπη μας δόθηκαν μέσω του ποιμένα του, του Ιησού Χριστού.

Ο Πούμπλιος δε μπορούσε να διακρίνει το συνομιλητή του, αλλά από τη φωνή αναγνώρισε το Φλαμίνιο Σεβήρο και ξέσπασε σε θρήνο και προσευχές. Παρά τις προσπάθειες και την αφοσίωση της Λίβιας, για λίγο διάστημα η ψυχή του ταλαντευόταν δεσμευμένη σε υλικούς οραματισμούς και σε φοβερή σύγχυση. Ο Φλαμίνιος όμως, καθώς και άλλες ανώτερες οντότητες τον παρακολουθούσαν και τον προστάτευαν. Έπειτα από ειλικρινείς παρακλήσεις και προσευχές, ο ψυχικός του κόσμος άρχισε να ξεκαθαρίζει. Επανέκτησε την όρασή του και αναγνώρισε τα αγαπημένα του παιδιά και όλες τις προσφιλείς του υπάρξεις, όπως τους Φλαμίνιο, Καλπούρνια, Αγρίππα, Πομπίλιο, Αιμιλιανό και άλλους, αλλά απεγνωσμένα αναζητούσε ανάμεσα στη φιλική ομήγυρη τη μορφή της Λίβιας, μάταια όμως.

Αφού ο Φλαμίνιος τον υποδέχθηκε με διαχύσεις χαράς και στοργής, του είπε παρηγορητικά.-Σου φαίνεται παράξενη η απουσία της Λίβιας, αλλά πριν αποβάλεις δια της προσευχής και

των καλώς σου προθέσεων τελείως τις νοσηρές εντυπώσεις της γης, δε θα μπορέσεις να τη δεις. Αυτή βρίσκεται πάντοτε κοντά στην καρδιά σου και προσεύχεται για την αναζωογόνησή σου, μα η ομάδα μας αποτελείται από πνεύματα προσκείμενα στη γη και τώρα που συμπληρώθηκε με το δικό σας ερχομό, θα καθορίσουμε νέο πρόγραμμα για τις μελλοντικές μετενσαρκώσεις... Αιώνες εργασίας και πόνου μας περιμένουν για την τελειοποίηση και την απολύτρωση, μα πρώτα χρειαζόμαστε δύναμη από το Χριστό, την πηγή της αγάπης και τη φώτιση για την εξέλιξη όλων μας...

Ο Πούμπλιος γονάτισε και με δάκρυα συγκέντρωσε τη σκέψη του στον Ιησού και προσευχήθηκε με φλογερή πίστη, με τόλμη και ειλικρίνεια, ομολογώντας τις ατέλειές του και εκφράζοντας τη μετάνοια και τις ελπίδες του για το μέλλον, υποσχόμενος πίστη και εργασία για τους αιώνες των δοκιμασιών που τον περίμεναν. Όλοι παρακολούθησαν την προσευχή του κλαίγοντας και ατενίζοντας ένα παρήγορο μέλλον.

Έπειτα όλοι μαζί είδαν μέσα στο σκοτεινό ορίζοντα της Πομπηίας, να ανοίγεται ένας φωτεινός ανθοστόλιστος δρόμος από τον ουρανό προς αυτούς, απ' όπου κατέβαιναν αγκαλιασμένες η Λίβια και η Άννα, αδελφωμένες και πανευτυχείς. Ήταν σα να ήθελε ο Ιησούς με το σύμπλεγμα αυτό να τους διδάξει και να τους αποδείξει ότι κάθε ψυχή, σκλάβου ή αφέντη, μπορεί να βρει το φωτεινό βασίλειο της ειρήνης και της αιώνιας ζωής, της αγάπης και του ελέους, όταν οι επίγειες πράξεις της, την κάνουν άξια γι' αυτό.

Ο γερο- Πατρίκιος μόλις αντίκρισε την αστραφτερή φυσιογνωμία της γυναίκας του, έκλεισε τα δακρύβρεχτα μάτια του, γεμάτος τύψεις και αληθινή μετάνοια. Όμως, σε λίγο, δυο υγρά χείλη άφησαν ένα φίλημα στο μέτωπό του, σα να άφηναν τη δροσιά ενός θείου κρίνου. Αμέσως ένιωσε με έκσταση την ψυχή του να καθαρίζει και πλένεται από δάκρυα χαράς και αναγνωρίσεως προς τον Ιησού.

Τότε, όλη η ομάδα με την παρόρμηση και την ώθηση των φλογερών προσευχών των δύο αχώριστων πια ψυχών, της Άννας και της Λίβιας, άρχισε να υψώνεται προς υψηλότερες σφαίρες για ανάπαυση και μάθηση, εν αναμονή νέων σχεδίων αναγεννήσεως και εξαγνιστικών εργασιών, δίνοντας την εντύπωση ενός θαυμάσιου συνόλου από φωτεινές πεταλούδες του Απείρου.

ΤΕΛΟΣ