3
της Λουίζας Γκιόκεζα της Λουίζας Γκιόκεζα Το πλοίο ξεκίνησε, αν και ο καιρός ήταν πολύ κακός. Από την πρώτη στιγμή άρχισα να φοβάμαι. Κοιτούσα γύρω μου τους ναύτες να πηγαινοέρχονται στο κατάστρωμα και να κάνουν τις δουλειές τους αμέριμνοι, λες και δεν τους ένοιαζε το γεγονός ότι έβρεχε. Ίσως να ήταν από τα χρόνια πείρας που είχαν στα ταξίδια με τα πλοία. Είχαν συνηθίσει τις δυσκολίες και δεν επηρεάζονταν από την κακοκαιρία. Εγώ πάλι, αν και γιος καπετάνιου, ήμουν εντελώς διαφορετικός από αυτούς. Στο παρθενικό μου ταξίδι, ζήτησα από τον πατέρα να μείνω στην καμπίνα. Εκείνος όμως, αυστηρός καθώς ήταν, μου είπε πως για να μάθω την δουλειά θα ’πρεπε να μείνω στο κατάστρωμα. Η καταιγίδα όλο και δυνάμωνε και κουνούσε το καράβι δυνατά, λες και ήθελε να το αναποδογυρίσει. Ο άνεμος φυσούσε μ’ όλη τη δύναμή του κι η θάλασσα φούσκωνε και ξεφούσκωνε, ρίχνοντας τα κύματα της πάνω στο καράβι μας. Οι ναύτες πάλευαν πάνω στα κατάρτια να κατεβάσουν τα πανιά που τους είχε διατάξει ο καπετάνιος τους. Μάταιο. Ο άνεμος και η θάλασσα ήταν λες και είχαν βάλει στοίχημα. Όποιος διαλύσει πρώτος το πλοίο μας νικάει. Ξαφνικά, με μια δυνατή πνοή του ανέμου, τα κατάρτια έσπασαν. Οι ναύτες που βρίσκονταν πάνω τους άρχισαν να πέφτουν. Ευτυχώς μερικοί προσγειώθηκαν στο κατάστρωμα. Οι άλλοι όμως κρεμόντουσαν από «μια κλωστή», καθώς είχαν πιαστεί από τα άκρα του πλοίου. Εγώ και οι ναύτες τρέξαμε να τους βοηθήσουμε. Χέρι με χέρι

ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Embed Size (px)

Citation preview

, . . , . . . , , . , . , , .

, . , . . . . .

, , . . . , . . . , , . . . , , ! . . . , . . , . . , , . . , . , . . . , , . . . . . . , : . . , . . ;, : . . , . . , , . . .

, . , , . . . . . . , . . * , ( 3, , . 51)