146
1 ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ (Αναμοχλεύοντας και αναπλάθοντας την Ιστορία του Αιγαίου) -ΛΑΘΗ, ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΜΕΤΑΓΡΑΦΗΣ, ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ, ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΟΠΩΝ - Χάρης Κουτελάκης Δρ αρχαιολογίας – Ιστορικός. ΑΘΗΝΑ 2008

ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ(Αναμοχλεύοντας και αναπλάθοντας την Ιστορία του Αιγαίου)-ΛΑΘΗ, ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΜΕΤΑΓΡΑΦΗΣ, ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ, ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΟΠΩΝ -Χάρης ΚουτελάκηςΔρ αρχαιολογίας – Ιστορικός.

Citation preview

Page 1: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

1

ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ

ΜΑΤΙΑ

(Αναμοχλεύοντας και αναπλάθοντας την Ιστορία του Αιγαίου)

-ΛΑΘΗ, ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΜΕΤΑΓΡΑΦΗΣ, ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ, ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΚΑΙ

ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΟΠΩΝ -

Χάρης Κουτελάκης

Δρ αρχαιολογίας – Ιστορικός.

ΑΘΗΝΑ 2008

Page 2: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

2

Η χρήση των περιεχομένων επιβάλλει τη ρητή αναφορά στον συγγραφέα και στο

έργο, διαφορετικά εμπίπτει στις διατάξεις του Νόμου περί κλοπής πνευματικής

ιδιοκτησίας.

Οι φωτογραφίες, εφόσον δεν γίνεται αναφορά στην πηγή, ανήκουν στον συγγραφέα.

Κάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει την υπογραφή του συγγραφέα.

Copyright © Χαρ. Μιχ. Κουτελάκης: e-mail [email protected]

Τηλ. 210-3600735

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΡΑΤΗΣ Γ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ

Σόλωνος 69, Τηλ. 210- 3629642

Απόδοση στην αγγλική γλώσσα Μιχάλης Μπούσιος

ISBN :

Page 3: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

3

ΑΡΤΖΙΠΕΛΑΓΟΣ - ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ

«Νέα λέξις κακώς πλασθείσα εκ φράγκικων λέξεων δηλουσών το Αιγαίον Πέλαγος. Εκ

τούτων έλκει την αρχήν και το παρ’ημίν πλημμελές Αρχιπέλαγος»

Γ. Ζηκίδης (1913)

Page 4: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ……………………………………………………………………………. 3

ΚΕΦ. I. Ο ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ…………………………………… 5

ΚΕΦ. II. ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ «ΚΥΚΝΑΔΕΣ ΝΗΣΟΙ»………………………………………… 7

ΚΕΦ.III. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΤΑΦΙΩΝ, ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΑΦΟΙ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΤΗΣ ΚΕΡΟΥ……………………………………………………………………………….. 16

ΚΕΦ.IV. Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ Μ. ΑΣΙΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ

ΧΕΤΤΑΙΩΝ………………………………………………………………………………… 36

ΚΕΦ.V. Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΩΡΙΕΩΝ…………………………………………………. 38

ΚΕΦ.VI. ΤΑΞΙΔΙΑ ΧΩΡΙΣ ΧΑΡΤΗ ;……………………………………………………. 40

ΚΕΦ. VII. ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΖΗΤΗΜΑ ΣΙΦΝΟΥ………………………………….. 41

ΚΕΦ. VIII. ΔΙΑΣΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΕΥΡΕΣΗ ΧΑΡΤΩΝ…………………………………….. 43

ΚΕΦ. VIII, 1. Ο ΑΡΑΒΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ TOY BIBΛIOY ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΞΟΤΗΤΩΝ…. 45

ΚΕΦ. IX. Η ΝΗΣΟΣ «ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ» ΣΤΟ ΝΟΤΙΟ ΑΙΓΑΙΟ…………………………… 51

ΚΕΦ. X. ΟΙ «ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ» ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ, Ο ΜΑΞΙΜΟΣ

ΠΛΑΝΟΥΔΗΣ, Ο BUONDELMONTI ΚΑΙ ΤΟ ISOLARIO ΤΟΥ…………………… 53

ΚΕΦ. XI. Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΩΝ

--ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΜΕΤΑΓΡΑΦΗΣ, ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΙΕΣ, ΜΕΤΩΝΥΜΙΕΣ,

ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ, ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ ΣΕ ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ «ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΥΣΕΣ»

ΠΟΛΕΙΣ –………………………………………………………………………………….. 61

ΚΕΦ. XI,1. ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ………………………………… 73

ΚΕΦ. XI,2. ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ……………………………………… 81

ΚΕΦ. XII. ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ ΝΗΣΙΩΝ ΜΕ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

ΚΑΙ ΧΑΡΤΩΝ …………………………………………………………………………… 85

ΚΕΦ. XII, 1. ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΤΗΛΟΥ ΩΣ «ΕΠΙΣΚΟΠΗ», ΟΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ

ΟΙ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ…………………………………………………………………….. 86

ΚΕΦ. XIII. BUONDELMONTI ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΥΘΟΛΟΓΙΕΣ….............. 94

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ …………………………………………………………….. 105

SUMMARY…………………………………………………………………………….. 115

Page 5: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

5

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Το βιβλίο προσκομίζει νέα στοιχεία σε ότι αφορά στην μετάδοση της ναυτικής

εμπειρίας και γνώσης από την απώτερη αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 19ου

αιώνα,

όταν επιτέλους οι Υδρογραφικές Υπηρεσίες του Γαλλικού και κυρίως του Αγγλικού

ναυτικού καθόρισαν επακριβώς τα βάθη και τις ακτογραμμές του παράλιου και

νησιωτικού χώρου του Αιγαίου σχεδιάζοντας τους πλέον ακριβείς χάρτες από τότε

που η Χαρτογραφία ως βοηθητική (και) επιστημονική ενασχόληση προσέφερε τις

υπηρεσίες της στους παντός είδους ενδιαφερομένους, ήτοι σε κατακτητές, επενδυτές,

εμπορευόμενους, προσκυνητές του Αγίου Τάφου, κουρσάρους, πειρατές, απλούς

ναυτικούς – καραβοκύρηδες, στρατιωτικούς αντιπάλους κ.α.π.

Η προσπάθεια επικεντρώνεται στο να καταδειχθεί αφενός η συνέχεια και η μετάδοση

γεωγραφικών και ιστορικών γνώσεων ορισμένων περίφημων τόπων δια μέσου των

χαρτών, οι αντιλήψεις ανθρώπων και λαών σε ότι αφορά τον προσανατολισμό από

την αρχαιότητα μέχρι την παγίωση του Βορρά ως το άνω σημείο του ορίζοντα, λάθη

παντός είδους που προέκυψαν εξ αυτών, ορισμένα από τα οποία διαμόρφωσαν και

παγίωσαν γλωσσικά απολιθώματα που εν πολλοίς επιβίωσαν μέχρι τις μέρες μας

σηματοδοτώντας κάποια σημεία του γεωγραφικού μας χώρου, καθώς και κάποια

άλλα ζητήματα ιστορικο-γεωγραφικά που προκάλεσαν συγχύσεις και παρερμηνείες

με αποτέλεσμα να αναπλάθονται και να ανακυκλώνονται σφάλματα, αρκετά από τα

οποία περιτυλίχθηκαν και με ανάλογες μυθοπλασίες (π.χ. Κανδήλι, πόρτο-Δράκος,

Δράκανο κ.λ.π).

Όλα μαζί καταδεικνύουν πόσο διαφορετική θα ήταν η αντίληψη που έχουμε μέχρι

σήμερα συσσωρεύσει για θέματα ιστορικο - γεωγραφικά, λοξοδρομώντας έτσι τη

γνώση μας από τον κύριο στόχο, την αυτογνωσία μας σε τοπικό και ευρύτερο πεδίο,

όπως αυτή θα έπρεπε να προκύπτει αναζητώντας την αλήθεια των πραγμάτων (όχι

πως αυτή δεν αναζητούσαν πάντοτε και όσοι έσφαλαν παρασυρμένοι από θέσφατα

και δόγματα αρχαίων συγγραφέων).

Ακριβώς για τον λόγο αυτό, μέσα από σπονδυλωτά άρθρα καθένα από τα οποία

συνοδεύεται από σημειώσεις εντός κειμένου ή υποσελίδιες σε δύο περιπτώσεις και

απαραιτήτως με ειδική βιβλιογραφία, επιχειρείται η χάραξη κάποιων κατευθύνσεων

πλεύσης, ώστε θέματα καθημερινά που σχετίζονται πάντοτε με τα σημεία διάπλου

μας ή με τον τόπο του τουριστικού προορισμού μας ή της κατοικίας και της

καταγωγής μας, επομένως εξαιρετικά ενδιαφέροντα ακόμη και σήμερα, να

διαλευκανθούν και να τονιστεί η συμβολή και η καταλυτική παρέμβαση των

παραγόντων που επέδρασαν στη διαμόρφωση στρεβλών εντυπώσεων και τελικά στην

παγίωσή τους με σημαντικές επιπτώσεις έκτοτε στην ιστορική σκέψη και γνώση.

Συνήθως εκτός από τα σταθερά και γνωστά από την αρχαιότητα σημεία

διάπλου του Αιγαίου που καταγράφονται ως σημάδια αναφοράς ακόμη και στα

δημώδη ή έντεχνα τραγούδια του νησιωτικού περιβάλλοντος (Αιγαίο, Κυκλάδες), και

κυκλικά από Δυτικά και από το Νότο προς τον Βορρά και πάλι Ανατολικά και προς

το Νότο του Αιγαίου (Λευκάτας, Ιερές Εχίνες, Μαλέας, Μοριάς, Υμηττός, Καβο-

Κολόνες, Αυλίδα, Κάβο Ντόρο, Χιλιοδρόμια, Λήμνος – Ελλήσποντος, Χίος, Σάμος,

Φούρνοι – Κορσίαι, Ρόδος, Λυκία), εκείνα που εξεταζόμενα αλλάζουν το πεδίο

έρευνας είναι ορισμένες ακατοίκητες σήμερα βραχονησίδες και ακρωτήρια ( Δήλος

Νάξου, Κέρος, Ελλήσποντος, Άσσος, Δεσποτικό, Λυμνιά = Ίμια, Καλόγεροι, Καρδιάνα,

Κιτριανή Σίφνου, Τάφος, Νεκροθήκη) και κάποια παράκτια μικροτοπωνύμια (Κάτω

Κόσμος, Δράκανο, Αδάμας, πόρτο-Δράκο, καβο-Κολόνες, Πετρούμι, Αλωπός, Σίδερο,

Α. Γάτα, Τεύτλουσα), ακριβώς λόγω της μονότητάς τους και του επικίνδυνου της

θέσης τους κατά την πλεύση. Έτσι διατήρησαν αλώβητες τις εξ αυτών προερχόμενες

Page 6: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

6

ιστορικές πληροφορίες και είναι ακριβώς αυτά τα γεωγραφικά σημεία που μαζί με

κάποια άλλα, θα μας οδηγήσουν στο ξετύλιγμα του μίτου των αλλαγών που επήλθαν

με την παρέμβαση της Χαρτογραφίας η οποία αναπτύχθηκε αρχικά ως χειρόγραφο

σχέδιο και από τον 15ο αιώνα μ.Χ. ως έντυπο μέσο μετάδοσης βασικών πληροφοριών

και χρηστικών οδηγιών προς κάθε ενδιαφερόμενο (πολιτική, οικονομική,στρατιωτική

δύναμη ή απλό ιδιώτη έμπορο και ναυτικό).

Με αυτόν τον τρόπο οι χάρτες γίνονται όχι μόνο φορείς ιστορικών ειδήσεων και

διατήρησης της αρχαίας και μεσαιωνικής κληρονομιάς, αλλά και ιδεολογικών θέσεων

των διαφόρων κοινωνιών που εκφράζονται μέσω αυτών σε ποικίλα θέματα υπό το

πρίσμα των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων.

Η ανά χείρας εργασία, έστω και με ανατρεπτική ματιά, όπως δηλώνεται

στον τίτλο, δεν προβάλλει καμμία περισσή πρόθεση του γράφοντα από το να

προκαλέσει σοβαρή επιστημονική συζήτηση των θιγομένων ζητημάτων. Η

επαναδιαπραγμάτευσή τους με σοβαρά αντεπιχειρήματα είναι σίγουρο ότι θα

προσφέρει μόνο θετικές υπηρεσίες σε όλους όσους ενδιαφέρονται για τις εξελίξεις

που έλαβαν χώρα διαχρονικά στο λίκνο του πολιτισμού, στο Αιγαίο.

Στην προσπάθειά μου αυτή συνοδοιπόρους και αυστηρούς κριτές είχα

δύο εξαίρετους ανθρώπους, τον ιστορικό Βαγγέλη Πανταζή, γνωστό για τις

ριζοσπαστικές προτάσεις του σε ότι αφορά τα θέματα της προϊστορίας του Αιγαίου

και τον ευρυμαθή και βιβλιοφάγο Μιχάλη Μπούσιο, πρώην ιπτάμενο της Ο.Α. Και

τους δύο ευχαριστώ από καρδιάς για τον αντιρρητικό τους λόγο που ενδυνάμωνε σε

κάθε περίπτωση την προσοχή μου και ενίσχυε το ζήλο μου και τα επιχειρήματά μου.

Ιδιαιτέρως ευχαριστώ τον Μιχ. Μπούσιο που ανέλαβε εξολοκλήρου τη μετάφραση

του έργου στην αγγλική (εδώ σε εκτεταμμένη περίληψη), τόλμημα που έφερε σε

πέρας με τον καλύτερο τρόπο.

Θερμές ευχαριστίες οφείλω επίσης στην Πέγκυ Σωτηρακοπούλου,

επιμελήτρια του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, για την πολύτιμη συζήτηση που

είχαμε σχετικά με τα κυκλαδικά ειδώλια και τα προβλήματα που προκύπτουν, όσο

και κυρίως για την προτροπή της να δημοσιεύσω τις ιδέες μου για τα νησιά

«τάφους», αλλά και για τις βαρύνουσες παρεμβάσεις της στο τελικό κείμενο σε ότι

αφορά την Κέρο.

Ομοίως ευχαριστίες οφείλω τόσο στην αγαπητή μου Christine Roth για τις

σημαντικές παρατηρήσεις της, αλλά και στον γιατρό και συλλέκτη σπάνιων

χαρτών Αντώνη Τάντουλο για τη βιβλιογραφική του ενίσχυση όσο και στον

διδάκτορα Γιώργο Δεληγιαννάκη, ο οποίος έθεσε υπόψη μου τον χάρτη του «Βιβλίου

των παραδοξοτήτων» πριν ακόμη δημοσιευτεί στην ελληνική έκδοση του εκδοτικού

Οίκου «Αλεξάνδρεια» στο μνημειώδες έργο του P.Barber «Το βιβλίο των χαρτών».

Τέλος στον φωτισμένο εκδότη και εγκάρδιο φίλο και πατριώτη, τον Στρατή

Γ.Φιλιππότη, που αντιλήφθηκε όχι μόνο την επιβεβλημένη ανάγκη της διάχυσης των

νέων δεδομένων και της πρόκλησης του επιστημονικού ενδιαφέροντος, αλλά και

κατανόησε τη χρησιμότητα της παρούσας μελέτης εντάσσοντάς την στον εκδοτικό

του προγραμματισμό, οφείλω την αρμόζουσα ευγνωμοσύνη.

Αθήνα, Νοέμβριος 2007

Χ.Μ.Κ.

Page 7: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

7

ΚΕΦ. Ι. Ο ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ

Το ζήτημα του προσανατολισμού των αρχαίων λαών της τότε «οικουμένης», τα σύμβολα

που χρησιμοποιήθηκαν, η δύναμή τους, οι επιπτώσεις στη σκέψη των ανθρώπων, οι

έννοιες του «πάνω» και του «κάτω» (άρα και του Κόσμου ως θεωρητικής και ηθικής

αντίληψης), οι ιδεολογίες και η χρήση ανάλογων χαρτών από τότε μέχρι σήμερα, έχουν

ερευνηθεί, νομίζω με τον καλύτερο τρόπο, από τον δρ. Βαγγέλη Πανταζή (Πανταζής 1990)

και δεν έχουν αντικρουστεί ή ανατραπεί μέχρι τώρα. Νεότερες έρευνες επικεντρώθηκαν

κυρίως στην χαύνωση των σύγχρονων λαών, την καθυπόταξη και τη χειραγώγησή τους

μέσα από την πολιτική χρήση των χαρτών εκ μέρους των Η.Π.Α. με την εσκεμμένη

απεικόνιση επί χάρτου του αντίπαλου «τέρατος», δηλαδή της τότε Ε.Σ.Σ.Δ.(Black).

Η πορεία από την αρχαιότητα μέχρι τη δημιουργία των σύγχρονων εθνικών

Κρατών, γέννημα του Διαφωτισμού και των πολέμων που ακολούθησαν μέχρι το συνέδριο

της Βιέννης (1815), κατέδειξε ότι οι χάρτες ως απλά σκαριφήματα που εξυπηρετούσαν

συγκεκριμένες κάθε φορά και κατά περίπτωση ανάγκες βασίστηκαν κυρίως στη λογική της

μορφοποίησης αυτών των αναγκών. Η μέτρηση των κτημάτων που ανήκαν στην

ιδιοκτησία κάποιων, η επανοριοθέτηση των χωραφιών που χάνονταν με τις ετήσιες

πλημμύρες του Νείλου στην αρχαία Αίγυπτο, τα όρια μιας πόλης, ενός ιερού χώρου ή μιας

επικράτειας και τόσα άλλα μικρά ή μεγάλα ζητήματα της καθημερινότητας απεικονίζονταν

με σύμβολα και γραμμές είτε επί της άμμου είτε επί του εδάφους είτε επί οπτοπλίνθων

(Αβραμέα, 27 με το παράδειγμα – φωτογραφία σύγχρονου λαϊκού ναυπηγού από την

Κάλυμνο), που υπάκουαν σε ιδεολογίες και σε φυσικά φαινόμενα, όπως η πορεία του

ήλιου και ο αέναος κύκλος της ημέρας με τη νύχτα. Κοντά σ’ αυτά οι παρατηρήσεις των

ουρανίων σωμάτων και η ανάγκη εύρεσης σταθερών σημείων πλεύσης κατά τη διάρκεια

της νύχτας μέχρι τον τελικό προορισμό, αλλά και η ζωτικής (θα έλεγα φιλοπερίεργης)

σημασίας απεικόνιση του τότε γνωστού Κόσμου, της «οικουμένης». Όλα ενταγμένα στην

βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου να βάλει τάξη στον άναρχο κόσμο του, στη λογική της

κατανόησης του φυσικού κόσμου που τον περιέβαλλε, στην περιέργεια να γνωρίσει τι

υπάρχει πιο πέρα από τα φυσικογεωγραφικά όρια όπου γεννήθηκε και δρούσε.

Χρειαζόταν λοιπόν την αρμονία, αυτό ακριβώς που δήλωνε η αρχαιοελληνική λέξη

«κόσμος».

Η έννοια των αντιθέτων σημείων, όπως το πάνω –κάτω και το δεξί – αριστερό,

που μάλλον προέκυψαν σε σχέση με την παρατήρηση των δύο φύλων (αρσενικό –

θηλυκό), των δύο χεριών και της δυνατότερης χρήσης του ενός, της όρθιας στάσης που

καθόριζε το ύψος σε αντιστοιχία με τον ουράνιο θόλο και τη γη ή με τα όρη και με τα

πεδινά ή τα παραθαλάσσια σημεία τα οποία οι άνθρωποι παρατηρούσαν γύρω τους, του

μαύρου – άσπρου χρώματος της επιδερμίδας τους, της νύχτας – ημέρας, του φωτεινού –

σκοτεινού, άρα και του καλού – κακού (Πανταζής 1990, 60 με τις απόψεις του Πτολεμαίου,

63- 66, 68, 79 – 82, 92), είναι αυτά που τελικά καθόρισαν τις αφετηρίες των λέξεων –

συμβόλων με τις οποίες ορίζονταν και τα σημεία του Κόσμου.

Πάντως η σημερινή κοσμοεικόνα με τον Βορρά πάνω και το Νότο κάτω που

άρχισε να οριστικοποιείται μετά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και την χρήση της

πυξίδας, φαίνεται πως δεν ήταν καθολική σε όλους τους λαούς. Αντίθετα μύθοι και

παραδόσεις και η λαϊκή μούσα μοιάζουν να απηχούν την κοσμοαντίληψη για δύο κυρίαρχα

σημεία του ορίζοντα, την Ανατολή πάνω και τη Δύση κάτω μετά την παρατήρηση της

κίνησης των ουρανίων σωμάτων και ειδικά του ζωοδότου Ήλιου (Πανταζής 1990, 103 –

107 με αναφορές στον Όμηρο), ενώ ο Νότος εθεωρείτο επίσης το πάνω σημείο και ο

Βορράς το κάτω, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από πολύ μεταγενέστερους χάρτες, όπως

π.χ. το Αιγαίο σε χειρόγραφο χάρτη – πορτολάνο του Fr. Oliva στα 1615 (Αβραμέα, 132).

Άλλοι χάρτες, όπως εκείνος του Ορόσιου του 3ου

αιώνα μ.Χ έχει την Ανατολή πάνω και γι

Page 8: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

8

αυτό υπό το βάρος της χριστιανικής ιδεολογίας και της γεωγραφικής διάστασης της

Οικουμένης όπως αυτή είχε επικρατήσει από τη ρωμαϊκή εποχή μέχρι τουλάχιστον τον 8ο

αιώνα μ.Χ (Koder 2005, 25 – 26) αντιγράφηκε στα 752 μ.Χ, τότε που η Ραβέννα ήταν

πρωτεύουσα στη Δύση και ο Χριστιανικός κόσμος προσέβλεπε στα ιερά και όσια της

πίστης του, δηλαδή στα μνημεία της Ιερουσαλήμ που βρισκόταν στην Ανατολή.

Ομοίως και ο χάρτης του χριστιανού μοναχού Beato από τη Λιέβανα της Ισπανίας που

σχεδίασε την Ιβηρική στα 776 μ.Χ, επαναλήφθηκε σε αντίγραφα από το 944 μ.Χ μέχρι τις

αρχές του 13ου

αιώνα τουλάχιστον 15 φορές. Από τους πιο αξιοσημείωτους χάρτες με την

Ανατολή πάνω είναι και εκείνοι που αντιγράφουν τον Αγγλοσαξωνικό χάρτη της

Μεσογείου ο οποίος σχεδιάστηκε τον 8ο αιώνα μ.Χ και ο οποίος αποτέλεσε το πρότυπο για

τα mappamondi, ο χάρτης του Hereford περί το 1195 μ.Χ και του Ebstorfer στα 1235 μ.Χ

με την απεικόνιση της Γης ως ανθρώπινης φιγούρας, όπου το κεφάλι (πάνω τμήμα του

σώματος) είναι η Ανατολή (Barber, 30, 42, 44, 50. Πανταζής, ό.π, 109 – 110, 113 – 117,

311).

Αντίθετα χάρτες με κυρίαρχο σημάδι το Νότο είναι εκείνοι από την αρχαία

Αίγυπτο, όπου οι πηγές του Νείλου αποτελούσαν κυρίαρχο σημείο του υψηλότερου. Η

αντίληψη αυτή θα πρέπει να σχετίζεται μάλλον και με την ονομασία της Κρήτης από τους

Αιγύπτιους ως Κεφτιού (Keftiu), που σημαίνει πίσω χώρα, ασφαλώς ως προς τους ίδιους

τους Αιγύπτιους που θεωρούσαν τις πηγές του Νείλου ως το μπροστά στα μάτια τους

σημείο του ορίζοντα.

Αντανακλάται ακόμη και σε πολύ μεταγενέστερους χάρτες, όπως αυτός από το

«Βιβλίο των παραδοξοτήτων» που συντάχθηκε μεταξύ 1020 – 1050 μ.Χ από ένα Αιγύπτιο

της δυναστείας των Φατιμιδών (Barber, 48) ή όπως εκείνος της Ευρώπης του fra Mauro

στα 1460 που βρίσκεται στη Μαρκιανή βιβλιοθήκη και σ’ εκείνον της Β. Αφρικής που

φιλοτεχνήθηκε από τον Κρητικό Γεώργιο Σίδερη ή Καλαπόδη (-α) στα 1541(Τόλιας, 180).

Αξίζει να σημειωθεί η παρατήρηση του μουσουλμάνου καθηγητή Hamza Yusuf του

Zaytuna Institute της California ότι ο Νότος στην Αραβία βρίσκεται πάντα στο πάνω μέρος

κι αυτό γιατί, όταν ξυπνά κανείς και βλέπει τον ήλιο, αυτός βρίσκεται στα δεξιά του,

καθώς επίσης ότι το όνομα της Υεμένης από τη λέξη «Yamin» δείχνει ότι βρίσκεται στα

δεξιά της Αραβίας με τη θάλασσα στα νώτα τους. Προσθέττει μάλιστα ότι από τότε που οι

Ευρωπαίοι έμαθαν χαρτογραφία από τους Άραβες, ανέστρεψαν τον χάρτη της τότε

Οικουμένης για να τοποθετήσουν τον εαυτό τους στο πάνω μέρος (Source: email from

Jessica who heard a talk by an American Muslim scholar called Hamza Yusuf).

Η αντίληψη του αρχαίου ελληνικού κόσμου για το Νότο ως το πάνω σημείο,

πριν εμφανιστεί με τις θεωρίες του Μέτωνα ο Βορράς ως τέτοιο (Κουτελάκης, Τήνος, 54)

ίσως απηχεί τη σημασία του ρήματος «καταβαίνω» και της παράγωγης λέξης «κάθοδος».

Το ζήτημα επομένως άπτεται της περίφημης «καθόδου των Δωριέων» (βλ. το Κεφ. V), η

μετακίνηση των οποίων σύμφωνα με τα νέα δεδομένα χρονολογείται στα 1200 π.Χ, και όχι

της κλασσικής αντίληψης της «ανόδου και καθόδου των μυρίων» του Ξενοφώντα με την

έννοια της κίνησης από την θάλασσα προς το εσωτερικό και τα βουνά, και αντίστροφα

(Πανταζής, ό.π, 158, 255). Η αξία του προσανατολισμού δεν εξαντλείται άμεσα στα

πρακτικά του οφέλη. Η ψυχολογική του σημασία δεν είναι μικρότερη. Φράσεις όπως «δεν

έχει βρει ακόμη τον προσανατολισμό του» ή «επαγγελματικός προσανατολισμός» που

χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα είναι χαρακτηριστικές, όπως άλλωστε και η ίδια η λέξη

προσ-ανατολισμός που καταδεικνύει πιο ήταν το πλέον αρχαϊκό και ισχυρό σημείο του

ορίζοντα (Ηρόδοτος, 1, 142 και Barber, 42) ωσότου οι Έλληνες σχεδιάζοντας χάρτες με

βάση την ιδέα της σφαιρικότητας της Γης κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., «έδεσαν» το σταθερό

καρφί του νυχτερινού ουράνιου θόλου, δηλαδή τον πολικό αστέρα με τον Βορρά ως

Page 9: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

9

ανώτερο σημείο, αφού τον ένωσαν με κάθε τόπο με γραμμές, τους γνωστούς μας

μεσημβρινούς (Πανταζής 1990, 130 – 153, 158, 180).

ΚΕΦ. II. ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ «ΚΥΚΝΑΔΕΣ ΝΗΣΟΙ»

Ας δούμε αν η παρεχόμενη πληροφορία από την αρχαία πηγή που λειτούργησε ως

θέσφατο μέχρι σήμερα ότι οι Κυκλάδες ονομάστηκαν έτσι επειδή «κυκλώνουν το ιερό

νησί της Δήλου» ευσταθεί, και μάλιστα σε πιο βαθμό ανταποκρίνεται σε κάποια

πραγματικότητα.

Τα ανασκαφικά δεδομένα αποδίδουν πια την εικόνα ενός δικτύου μεταφοράς αγαθών

από την μια άκρη της Μεσογείου στην άλλη και μάλιστα σε πολύ πρώϊμες εποχές. Το

ερώτημα είναι πόσο πρώϊμες, αν αναλογιστεί κανείς τον προβληματισμό των

ανθρωπολόγων για τον τρόπο με τον οποίο πέρασε ο homo Florensis από την Ιάβα

στο νησί Flores πριν από 18.000 χρόνια τουλάχιστον, τότε που χρονολογείται ο

νεότερος από τους σκελετούς που πρόσφατα ανακαλύφθηκαν εκεί (Πατρικίου 2005 :

30 –31).

Ασφαλώς οι άνθρωποι διδάσκονταν πάντα από το περιβάλλον τους και εμιμούντο τις

δεξιότητες πτηνών και ζώων. Το πέταγμα των πτηνών έδωσε την αφετηρία για τη

σύλληψη μιας επιθυμητής εικόνας του ανθρώπου να πετάξει, εκφρασμένη στην

ελληνική μυθολογία με τον μύθο του Ίκαρου, η σύγχρονη αεροναυπηγική ακολουθεί

τους κανόνες λειτουργίας της αεροδυναμικής των πτηνών και τις κινήσεις των

πτερύγων τους για ασφαλή προσγείωση, το ελικόπτερο ακολούθησε το σχήμα και τη

λειτουργία πτήσεως εν στάσει ορισμένων εντόμων, ο σκελετός ενός κήτους

προσέφερε την ιδέα για το σχήμα του πλεούμενου, οι σιαγόνες με την συνεχή διάταξη

των κοφτερών δοντιών αποτέλεσαν την αφορμή της χρήσης τους ως πριονιού , ενώ

υδρόβια πτηνά, όπως πάπιες και κύκνοι δάνεισαν τη μορφή τους στη σύλληψη και

εφαρμογή της ιδέας για ένα πλεούμενο κ.ο.κ.

Δεν πρόκειται βεβαίως εδώ να ασχοληθώ με την κατασκευή ή τους τύπους

των πλοίων ούτε με το υλικό που αυτά «κτίζονταν», αφού οι άνθρωποι κάθε

περιοχής, όπως συμβαίνει πάντα, χρησιμοποιούσαν αυτά τα υλικά που το ίδιο το

περιβάλλον τους προσέφερε. Ελαφρά πλωτά μέσα από δέσμες καλαμιών και από

πάπυρο (παπυρέλες), σκελετικά ξύλινα φράγματα επενδυμένα με δέρματα

συρραμμένα, αλλά και κάθε άλλο υλικό που καθιστούσε πλεύσιμη τη διάβαση του

ανθρώπου επί του υγρού στοιχείου (ποτάμια, λίμνες, θάλασσες) φαίνεται πως

χρησιμοποιήθηκε, και μάλιστα κάποια από αυτά μας παραδόθηκαν είτε σε

βραχογραφίες είτε σε ανάγλυφες και γραπτές απεικονίσεις.

Η διαρκής εμπειρία και η συσσώρευση της σχετικής γνώσης οδήγησε τις

προϊστορικές κοινωνίες ήδη από το 4.500 – 3.000 π.Χ στην κατασκευή σύνθετου

ξύλινου πλώϊμου μέσου με τη μορφή μάλιστα που ακόμη και σήμερα μας είναι οικεία

ως «πλοίο» ή «σκάφος». Ο πρόσφατα ανασκαπτόμενος οικισμός της Τελικής

Νεολιθικής του Στρόφιλα στην Άνδρο εκτός από την οχυρωμένη μεγάλη έκτασή του

και τα σπουδαία ευρήματα, έδωσε 37 χαραγμένα στους δόμους του τείχους πλοία

(Τελεβάντου, Άνδρος, 70, 73, 76, 78). Από τις απεικονίσεις και τα σχετικά

ομοιώματα πλοίων της ΠΚ περιόδου έχει εκτιμηθεί ότι είχαν μέσο μήκος 20μ. και ότι

κάθε σκάφος μπορούσε να χωρέσει 24 κωπηλάτες και να αναπτύξει ταχύτητα 6

μιλίων την ώρα (Ντούμας, 26). Τα παραδείγματα είναι πολλά και δεν χρειάζεται να

επιμείνω σε γνωστά θέματα.

Page 10: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

10

Αυτό που κυρίως θα με απασχολήσει είναι κάποιες λεπτομέρειες οι οποίες

ενδεχομένως μπορούν να οδηγήσουν την επιστημονική σκέψη σε επανακαθορισμό

κάποιων απόψεων, δομημένων πια στη συνείδηση της επιστημονικής κοινότητας, γι’

αυτό και δύσκολα αποτιναζόμενων.

Η παράθεση πλούσιου υλικού από διάφορες πηγές σχεδίων και ομοιωμάτων

προϊστορικών πλοίων προσφέρει σήμερα στον μελετητή τη δυνατότητα να το

αξιολογήσει και να καταθέσει τις απόψεις του επί διαφόρων πτυχών που σχετίζονται

με το αντικείμενο – πλοίο (Tzahili, όπου μεταγράφει σχετικές με την προετοιμασία

του πλοίου για ταξίδι ορολογίες, προερχόμενες από πινακίδες της Γραμμικής Β) το

οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει σχέση με τις Κυκλάδες.

Αφορμή στάθηκαν τα γνωστά τηγανόμορφα σκεύη από την προϊστορική θέση της

Χαλανδριανής Σύρου, για τα οποία ακόμη και τώρα γίνεται πολύς λόγος τουλάχιστον

για την χρησιμότητά τους στην κοινωνία της εποχής εκείνης, αφού η φόρμα τους και

η ανάλυση των τροφικών καταλοίπων σ’ αυτά είναι δυσερμήνευτη. Η τελευταία

άποψη που ανήκει στον καθηγητή κ. Χρ. Ντούμα ότι τα χρησιμοποιούσαν για την

απόθεση μέσα σ’ αυτά άλατος, δύσκολα πείθει, αφού η επιφάνεια με την χαρακτή

απόδοση των κυμάτων της θάλασσας και των πλοίων που πάνω της ταξιδεύουν,

υποδεικνύει ότι αυτή όφειλε να είναι η πάνω πλευρά του σκεύους. Κατά την

προσωπική μου άποψη ίσως να πρόκειται για καπάκι που φέρει το διακοσμητικό αυτό

θέμα με σκοπό να «βλέπεται» και να ομορφαίνει το σκεύος με το οποίο συνοδευόταν

ή το οποίο τέλος πάντων κάλυπτε, θυμίζοντας παράλληλα στον κάτοχο τον τόπο

αγοράς του ή τον τόπο προέλευσης, όπως ακριβώς συμβαίνει μέχρι σήμερα στα λαϊκά

και όχι μόνο στρώματα, που επιδεικνύουν και αρέσκονται να στολίζουν το ράφι τους

με ξενικά και εξω-τικά (η λέξη με τη σημασία του τόπου που βρίσκεται έξω από τον

οικείο μας περίγυρο) αντικείμενα. Τα φαρφουρί φλιτζάνια στα νεότερα χρόνια και τα

μαγιόλικα κύπελλα και πιάτα στα μεσαιωνικά έχουν μείνει παροιμιώδη και πέρασαν

στην ελληνική δημοτική τραγουδιστική παράδοση, ενώ πιάτα «ροδίτικα» που

προέρχονται από ανατολίτικα χέρια Περσών αιχμαλώτων, σύμφωνα με τις απόψεις

ειδικών, εξακολουθούν να αποτελούν στα Δωδεκάνησα μέρος της προίκας και να

στολίζουν τοίχους ολόκληρους του παραδοσιακού σπιτιού, όπως και τα τύπου Isnik

και çanakkale.

Αλλά ας επανέλθω και σε μια άλλη λεπτομέρεια που σχετίζεται με τα τηγανόμορφα

σκεύη της Χαλανδριανής Σύρας. Πρόκειται για την απεικόνιση ενός ψαριού στην

πλώρη του (βλ. εδώ τη φωτ.), η οποία επί χρόνια έδωσε τροφή στους μελετητές να

διατυπώσουν διάφορες θεωρίες για την ύπαρξή του, με τελευταία την άποψη ότι

αποτελούσε ανεμοδείκτη. Αν πράγματι μπορούσε να υποδηλώνει κάτι τέτοιο, θα

πρέπει να ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακό και ταυτόχρονα εντυπωσιακό επίτευγμα της

ανθρώπινης επιδεξιότητας και έμπρακτη αντικειμενοποίηση της φοράς των ανέμων,

άρα και της ονοματοδοσίας τους. Ο ανεμοδείκτης προϋποθέτει τεχνολογία

περιστροφής του [ο Κoutsouflakis υποστηρίζει, και έχει δίκιο (Koutsouflakis 2001 :

363), ότι πρόκειται για το ψάρι Τόνο αποδομένο με στιβαρότητα και συμπαγή τρόπο]

χωρίς τον φόβο απώλειάς του από το ράπισμα των ανέμων είτε το πλοίο ταξιδεύει

είτε βρίσκεται αραγμένο σε κάποιο φυσικό λιμάνι, όπου ενδεχομένως ο άνεμος

φυσούσε δυνατά. Παράλληλα ένας περιστρεφόμενος ανεμοδείκτης υποδηλώνει βαθιά

γνώση εκ μέρους των ναυτιλομένων της εποχής για τις κατευθύνσεις των ανέμων

ανάλογα την εποχή και τον τόπο, αφού πληροφορούσε τον πλοίαρχο και το πλήρωμα

για τις συνθήκες του ταξιδιού. Αυτό όμως θα πρέπει ίσως να σήμαινε την ήδη

παγιωμένη ναυτική ορολογία για τους ανέμους στην εποχή που χρονολογούνται τα

τηγανόμορφα αυτά σκεύη. Το βρίσκω εξαιρετικά πρωτοποριακό για την εποχή και

δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη ότι τα ψάρια πάνω στην πλώρη των

Page 11: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

11

εικονιζόμενων πλοίων ήταν ανεμοδείκτες. Έχει ήδη δημοσιευτεί μια νέα ελκυστική

και καθόλου απίθανη πρόταση, ότι δηλαδή τα πλοία αυτά αποδίδουν σκάφη που

ειδικεύονταν στην αλιεία Τόνου (Koutsouflakis 2001: 369). Τα επιχειρήματα είναι

επαρκή και πειστικά, κι αν σκεφθεί κανείς την παράσταση μυκηναϊκής υδρίας του

1100 π.Χ. από τη Νάξο που εικονίζει ψάρεμα με τράτα κατ’ αντιστοιχία με ναΐφ

ζωγραφιά σύγχρονου Τηνιακού με το ίδιο θέμα (Φιλανιώτου 1997 : 143 – 146)

διαπιστώνει πραγματικά τη διαχρονική πορεία αιώνων μιας συγκεκριμένης πρακτικής

στην αλιεία.

Άλλωστε πολλές από τις καθημερινές πρακτικές των ανθρώπων είναι διαχρονικές,

όπως μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν τα ακροστόλια στα ξύλινα πλεούμενα, πριν αυτά

αντικατασταθούν από τα σύγχρονα μεταλλικά και πλαστικά σκάφη. Σήμερα ως

συνήθεια εξακολουθεί να υφίσταται με ανάλογα σύμβολα επί των αυτοκινήτων

(Jaguar, Ferrari κ.α).

Πλοία με τέτοια ακροστόλια ή ακρόπρωρα έχουν καταγραφεί 327 σε ποικίλο

υλικό μέχρι σήμερα, ταξινομημένα όχι μόνο σε 8 Τύπους ως προς την

κατασκευαστική τους μορφή, αλλά και χρονολογημένα ως εξής : 44 της EBA

(Πρώϊμης Εποχής του Χαλκού), 97 της MBA (Μέσης Εποχής του Χαλκού), 225 της

(Ύστερης Εποχής του Χαλκού) LBA (Wedde 2003 : 286 fig.4 και εδώ φωτ.1). Πολλά

από αυτά μας παρέχουν μια ξεκάθαρη εικόνα του ακροστόλιου με κεφαλή πτηνού,

άλλοτε πάπιας ή κύκνου, όπως στο Carmel Ridge και αλλού (Wedde 1995:Type V,

VI. Artzy 2001: fig. 5), άλλοτε θαλασσοπουλιού ή χελιδονιού, όπως αυτά από τους

πίθους της Αίγινας του 18ου

αιώνα π. Χ και από την μινωϊκή Κρήτη (Krzyszkowska,

2005 : 135, No 230. Walter 2004 : fig. 116. Αδρακτά 1996 :81) και άλλοτε κύκνου.

Σε άλλα πάλι εμφανίζονται συμβολικά μυθικά ζώα όπως δράκοντες, ενώ άλλα φέρουν

δελφίνι, όπως στο ρυτό που προέρχεται από το Ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα της

Επιδαύρου, το οποίο χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΒ (Wedde 1995 : 292. και Αγουρίδης

2003 :31, 32).

Στα ιστορικά χρόνια τα ακρόπρωρα αποκτούν νέα δυναμική με μορφές άλλων ζώων,

όπως το βόδι, ή Νίκη ( όπως στα νομίσματα του Δημητρίου Πολιορκητή), ή και

ανθρώπινη μορφή, προσωποποίηση κάποιας θεάς – θεού, γνωστής πρακτικής από την

Αίγυπτο του αρχαίου βασιλείου, όπως στο πλοίο «Ίσιδα» που εικονίζεται σε

τοιχογραφία οικίας του Νυμφαίου της βόρειας Μαύρης Θάλασσας του 3ου

αι. π.Χ.

(La Grande Encyclopédie, Νίκη – Victoria : 45, εικ. 4. Επίσης Μουσείο Ερμιτάζ :

203).

Με την έννοια αυτή είναι λοιπόν επίσης πιθανό τα πλοία που μετέφεραν τους

ομίλους χορευτών και τραγουδιστών στο ιερό νησί των Κυκλάδων, στη Δήλο, ήδη

από τη μυκηναϊκή εποχή, να είχαν ακρόπρωρο ή στoλίδι πρόσθετο στην πλώρη ή

στην πρύμνη τους τον Κύκνο, σύμβολο μετέπειτα της Δήλου, ώστε κατέληξε με το

όνομα «Κύκνος» να χαρακτηρίζεται και είδος πλοίου, όπως ακριβώς εικονίζεται σε

πλοίο από πήλινη πυξίδα του 1400-1300 αι. π. Χ προερχόμενη από τον θολωτό τάφο

της Τραγάνας Πύλου (αρ. 6098 του Αρχαιολογικού. Μουσείου Αθηνών). Πρόκειται

για συνήθεια που σε αντιστoιχία με βραχογραφία από το Engelstrup (11ος αι. π.Χ.)

της Δανίας, όπου ως ακρόπρωρο εικονίζεται κερασφόρα κεφαλή, πιθανότατα

Ταράνδου (αρ. 77 της Έκθεσης «Ή Ευρώπη του Οδυσσέα»), τη βρίσκουμε ως κεφαλή

κύκνου και σε σκύφο γεωμετρικής εποχής (850 – 800 π.Χ) του μουσείου της

Ελευσίνας που περιέχεται ως φωτογραφία και στο βιβλίο της Ιστορίας της Γ΄

Γυμνασίου, ή σε γεωμετρικής εποχής χάλκινη πόρπη από τη Βοιωτία, αλλά και στη

γνωστή κύλικα του Εξηκία που παριστάνει το ταξίδι του θεού Διονύσου με πλοίο.

Πολύ περισσότερο δε, καθώς απεικονίζεται στo πλοίο του Θησέα με το οποίο αφίχθη

Page 12: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

12

στη Δήλο, όπου χόρεψαν τον γέρανο, σε μια από τις αφηγηματικές σκηνές του

αγγείου «Φρανσουά», το οποίο χρονολογείται στα 570 π.Χ.

Η αντοχή αυτού του διακοσμητικού θέματος με τον Κύκνο ως ακρόπρωρο από τη

μυκηναϊκή εποχή μέχρι και τη ρωμαϊκή, αφού εικονίζεται πολλές φορές σε ανάγλυφα

του 1ου

αιώνα μ.Χ. έως και του 3ου

αιώνα μ.Χ, ανάμεσα στα οποία και στο ανάγλυφο

του Τραϊανού, είναι εκπληκτική. Έτσι λοιπόν καταγράφηκε και στα λατινικά λεξικά

ως «ltem nανigi genus habens in prora cygnos insculptos» ( Αγουρίδης 2003, 31, 32.

Κουτελάκης 2001, 47 και φωτ. 9. Casson 1971, fig. 30, 60, 95 – 96, 139, 149, 150,

156, 181. Επίσης C. Shevelius, Lexicon Magnum, Patavium 1715, λ. Κύκνος).

Ανάλογα ακρόπρωρα με διαφορετικά ζώα (αναφέρθηκα ήδη στη βραχογραφία της

Δανίας, πράγμα που δείχνει μια κοινή αντίληψη των ναυπηγών από το 3000 π.Χ. Βλ.

και το πλοίο σε αμφορίσκο από τη Σκύρο του 12ου

αι. π.Χ. όπου το ακρόπρωρο

θυμίζει ανατολίτικο δράκο ή κεφάλι Ίππου) χαρακτήριζαν άλλου είδους πλοία, όπως

Πάρωνες, επειδή κατεξοχήν ναυπηγούνταν από τους Πάριους, Κάνθαροι, πλοίο

γνωστό ως Ναξιακό και Σάμαινες της Σάμου με ακρόπρωρο το ρύγχος μιας

γουρούνας, η οποία σχετίζεται ιδιαιτέρως με πανάρχαιες, προϊστορικές ντόπιες

αντιλήψεις (Κουτελάκης 2001: 47- 48). Φαίνεται πως η καταγωγή χαρακτηριστικών

ακρόπρωρων άρχεται από την προϊστορική περίοδο καθώς δείχνουν τα γνωστά

«τηγάνια της Σύρας» με ακρόπρωρο ένα ψάρι, για το οποίο διατυπώθηκαν διάφορες

θεωρίες, που πρέπει τώρα να αναθεωρηθούν. Το πιο πιθανό κατά τη γνώμη μου είναι

---πέρα από τον συμβολισμό τους για τον οποίο έχει διατυπωθεί η άποψη (Kashtan

2001 : 324 – 325) ότι πολλά από αυτά ήταν σύμβολα υγείας, αλλά και πολιτικής και

στρατιωτικής ισχύος ή και θρησκευτικής επιρροής --- ότι άλλοτε απηχούν

πραγματικά δεδομένα και άλλοτε αποτελούν αλληγορία του γοργοτάξιδου

πλεούμενου, όπως συμβαίνει ως σήμερα με τα ονόματα που δίνονται στα πλοία

(Γλάρος, Δελφίνι, Θαλασσοπούλι, Κύκνος κ.α.π) και κυρίως ότι ως έμβλημα έδιναν το

στίγμα και δήλωναν τον τόπο της ναυπήγησής τους ή τουλάχιστον τον τόπο

προέλευσης, άρα ενδεχομένως και την προέλευση φυλετικά των ναυτίλων –

εμπόρων (φωτ. 1).

Το άφθονο υλικό που έχει δημοσιευτεί, καταδεικνύει ακριβώς αυτή την

ιδιαιτερότητα, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει επισημανθεί, αφού τα μεν πλοία της

Αιγύπτου έφεραν ως ακροστόλιο (τα αρχαιότερα) κλάδους φοίνικα, τα νεότερα άνθος

παπύρου και σπανιότερα κεφάλι αλεπούς, πάνθηρα, ή κεφαλή Θεού, όπως στο πλοίο

του Amun Usershet (Landström 1970 : fig. 10, 14, 45, 59, 60, 90, 167, 293, 299- 301,

340 – 343, 364, 376, 96 – 100, 103, 158, 344, 345, 350, 369, 408) ή εστεμμένο γεράκι,

τα δε πλοία από τη Σαρδηνία και Ετρουρία του 10ου

- 8ου

αιώνα π.Χ, που συνέχιζαν

αρχαιότερη τοπική Παράδοση είχαν ως ακροστόλιο κεφάλι κριού ή κερασφόρου

ελαφιού ή πάπιας - κύκνου, όπως δείχνει η μάχη του Ραμσή ΙΙ (και όχι του Ραμσή ΙΙΙ,

ο οποίος είναι γνωστό ότι οικειοποιήθηκε κατορθώματα προγενέστερων) κατά των

Λαών της Θάλασσας στη στήλη του Medinet Habu και τα ομοιώματα πλοίων - πάπια

σε σχήμα πυξίδων από ελεφαντόδοντο ( Bonino 1995 : fig. 1, 2, 4F, 7B, 8 και Πλόες

2003 : 465, 533).

Το γεγονός ότι πρόκειται εδώ για θαλασσινούς επιδρομείς που προέρχονταν από το

Αιγαίο, τη Μικρά Ασία, ίσως τη Μαύρη θάλασσα, αλλά κυρίως από τη Σαρδηνία,

Ετρουρία και Σικελία, όπως τουλάχιστον καταγράφονται σε κείμενα της εποχής

(Washsmann 2000: 105) καταδεικνύεται και από τη διαφορετική πολεμική αμφίεσή

τους σε σχέση με τους Αιγύπτιους πολεμιστές, αφού έχουν κόμμωση ή φορούν κράνη

με λοφίο, όπως το ιδεόγραμμα στο Δίσκο της Φαιστού, είτε κράνη με κέρατα, όπως

στα χάλκινα αγαλματίδια από την Σαρδηνία (Πλόες 2003 : 42, 461, αρ. 818 ).

Άλλωστε και τα πλοία των Τυρίων, Σιδωνίων και άλλων τοπικών φυλών της Συρίας

Page 13: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

13

και Παλαιστίνης (π.χ των Dor για τους οποίους πιστεύω ότι πρόκειται για τους

Δωριείς, σύμφωνα με όσα αναφέρω στο σχετικό κεφάλαιο. Βλ. Κεφ.V ) που οι

Έλληνες ονόμαζαν με μια λέξη Φοίνικες, είχαν ακρόπρωρα είτε κεφαλή αλόγου γι’

αυτό και λέγονταν ίπποι (προφανώς για να δηλώσουν το ταχύ και γοργοτάξιδο, όπως

είναι ο κέλης ) είτε είχαν Πατάϊκους, δηλαδή Πυγμαίους (Casson 1971 : 66, fig. 92

και Ο Ταύρος 2003 : 144).

Επομένως το όλο ζήτημα συνάπτεται με την ονομασία «Κυκλάδες» ως γεωγραφικού

όρου.

Είναι γνωστή η αρχαία παράδοση για την ετυμολογία του γεωγραφικού πια

όρου «Κυκλάδες», ως νήσων που κυκλώνουν το ιερό νησί της Δήλου, τόπου

γεννήσεως, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογική εκδοχή, του Απόλλωνα και της

Άρτεμης (βλ. και το Κεφ. ΙΙΙ). Κανένας μέχρι πρότινος δεν αποτόλμησε μια νέα

προσέγγιση πλην του καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Προμπονά, του

οποίου η πρόταση ότι «καθώς ταξιδεύεις έχεις την εντύπωση πως κυκλώνεσαι από τα

νησιά», είναι λογική και ελκυστική, αλλά όχι εντελώς πειστική (Προμπονάς 1997 :

41 – 43).

Επιχειρώντας επομένως να ετυμολογήσω πάλι τον όρο «Κυκλάδες», εξετάζοντάς τον

με άλλη οπτική, θα πρέπει να τονίσω ιδιαιτέρως ένα ισχυρό δεδομένο. Την

αμετάβλητη από χιλιάδων ετών φυσική και γεωγραφική θέση των νησιών που

απαρτίζουν το σύμπλεγμα εκείνων που καλύπτονται με τον πιο πάνω όρο. Το

δεδομένο αυτό αποτελεί αναμφισβήτητο επιχείρημα που δε μπορεί να μη ληφθεί

υπόψη, όπως απέδειξα με ανάλογη εργασία για την ετυμολογία του Υμηττού ως

«Τρελλού» (Κουτελάκης 1994 : 36 – 37 και εδώ το Κεφ. ΧΙ,2). Αφού λοιπόν η θέση

μεταξύ τους, το σχήμα τους, οι ονομασίες τους και η γεωγραφική τους χωροταξία δεν

έχει υποστεί καμιά μεταβολή από τα βάθη του ιστορικού τουλάχιστον χρόνου, θα

πρέπει με μια απλή ματιά στο χάρτη να συμφωνήσει και ο πλέον δύσπιστος

αναγνώστης, πως όσα από αυτά θεωρούνται ότι κυκλώνουν το ιερό νησί της Δήλου,

όχι μόνο δε σχηματίζουν ακριβή κύκλο γύρω του, αλλά επιπλέον βρίσκονται

παράκεντρα ως προς αυτό, και σε τόση απόσταση, ώστε μόνο αν διευρυνθεί ο

κύκλος στα απώτερα όρια του ανατολικού Αιγαίου, ίσως τότε να συμφωνήσουμε για

το κέντρο ενός τέτοιου κύκλου. Κάτι τέτοιο όμως από καμιά αρχαία φιλολογική ή

ιστορική πηγή δεν προκύπτει, αφού κατονομάζονται επακριβώς εκείνα τα νησιά που

«κυκλώνουν» τη Δήλο ( Κουτελάκης 2001 : 44 – 49 με τη σχετική βιβλιογραφία).

Επομένως για την ετυμολογία του όρου «Κυκλάδες» η έρευνα οφείλει να στραφεί

προς άλλη κατεύθυνση, αναζητώντας όλους εκείνους τους παράγοντες που θα

μπορούσαν να θεμελιώσουν την ονομασία ως μια λογική αλληλουχία παραμέτρων,

όπως πρακτικές, παρατηρήσεις των ανθρώπων της εποχής εκείνης, δοξασίες και

κυρίως θρησκευτικές απόψεις και αντιλήψεις.

Το αρχαιότερο κείμενο που αναφέρεται στο νησί της Δήλου είναι ο Ομηρικός

Ύμνος «εις Απόλλωνα» και το αντίστοιχο ποίημα του Καλλίμαχου «εις Δήλον», από

τα οποία αντλούνται και οι σχετικές περικοπές. Στη Δήλο λοιπόν «οι περιοικίδες

νήσοι» σύμφωνα με τον Στράβωνα (10.5.2) έστελναν τους ωραιότερους χορούς

(ομάδες χορευτών και τραγουδιστών) ''χαριστήρια Απόλλωνι", καθιστώντας την

τόπο, όπου ο χορός και η μουσική δεν έπαυαν ποτέ, ώστε οι Δήλιοι είχαν αποκτήσει

την ειδικότητα στη σύσταση και εκτέλεση των χορών σύμφωνα με τον Μένανδρο,

πράγμα που κατέστησε παροιμιώδη τη χαρά των εορτών τους με αποτέλεσμα οι

αρχαίοι Έλληνες να λένε: «άδεις ώσπερ εις Δήλον πλέων».

Μεγάλοι ποιητές, όπως ο Εύμηλος, ο Βακχυλίδης, ο Πίνδαρος και ο Καλλίμαχος

έχουν συνδέσει την ποιητική παραγωγή τους με το ιερό νησί, είτε για λογαριασμό

των Μεσσηνίων και Κείων, είτε για λογαριασμό των Χαλκιδέων, Αθηναίων και

Page 14: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

14

Πτολεμαίων, συνεισφέροντας στη διαμόρφωση μιας πανελλήνιας συνείδησης και

κωδικοποιώντας λατρευτικές συνήθειες που τουλάχιστον από το 426 π.Χ., με την

επέμβαση των Αθηναίων και την υπέρλαμπρη και εντυπωσιακή παρέλαση του χορού

τους πάνω σε γέφυρα που ένωσε τη Ρήνεια και τη Δήλο (418 π.Χ.), έλαβε τη μoρφή

μιας προπαγάνδας, η οποία αποσκοπούσε τόσο στην τόνωση της Ιωνικότητας της

παλιάς παν-Ιώνιας εορτής, όσο και στην εδραίωση της Αθήνας ως ηγεμονικής

δύναμης και συνάμα μητρόπολης - αναδιοργανώτριας των «Δηλίων», που ορίστηκαν

σύμφωνα με τον Θουκυδίδη να τελούνται κάθε 4 χρόνια (Constantakopoulou, 196 –

220, για την πρόσδεση των νησιών στο άρμα της προπαγάνδας των Αθηναίων).

Σ’ αυτά λοιπόν τα εορταστικά δρώμενα ο κυκλικός χορός των ομάδων που έρχονταν

από τα κοντινά νησιά συνδυαζόταν με την κυκλική περιφορά των ναυτικών και

εμπόρων γύρω από το βωμό του θεού στον οποίο έταζαν για να κατευνάσει τους

δυνατούς ανέμους, σύμφωνα με τον Καλλίμαχο, κίνηση που συνδέθηκε από τη

μυκηναϊκή εποχή και ιδίως από τα πρώϊμα ιστορικά χρόνια με την κυκλική κίνηση

των Κύκνων, οι οποίοι για να διευκολύνουν τη γέννα της Λητούς από τις ωδίνες του

τοκετού «εβδομάκις εκυκλώσαντο» την Δήλο «μέλποντες» (τραγουδώντας μελωδικά),

ώσπου να γεννηθεί ο Απόλλων (Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις, στίχοι 1176 – 1187

και Παπαδοπούλου 1998 και 1999 : 114, 119 σημ. 64) τον οποίο τελικά μετέφερναν

ζωσμένοι σε άρμα, τόσο στους Δελφoύς, όσο και στη χώρα των Υπερβορρείων, τόπο

στον οποίο είχε γεννηθεί η μητέρα του Λητώ, και από τον οποίο έρχονταν σύμφωνα

με τον αρχαίο μύθο οι 4 παρθένες στη Δήλο, δηλαδή η Υπερόχη, η Λαοδίκη, η Ούπις

(μεταγενέστερα Ώπη) και η Άργη. Κύκνοι-πλοία που σέρνουν τον τροχό του

ηλιακού δίσκου είναι γνωστοί ως διακοσμιτικά μοτίβα τόσο από τη Δανία και την

Πομερανία, όσο και από τη Σλοβακία και το Este της Β. Ιταλίας χρονολογούμενα

μαζί με το θραύσμα κρατήρα της Τύρινθας στην ΥΕ ΙΙΙ C (Wachsmann 2000 :132 –

133), υποδεικνύοντας μια γενικότερη αντίληψη των ανθρώπων της εποχής για την

πορεία του Apullana – Απόλλωνα – Ήλιου προς τις χώρες των Υπερβορρείων.

Έτσι ο Κύκνος γίνεται το δευτερεύον (μετά την κιθάρα) σύμβολο του

Απόλλωνα και κατ’ επέκταση της Δήλου στα νομίσματά της. Αυτό κατά τη γνώμη

μου δεν είναι καθόλου άνευ αξίας, γιατί αν στην ερυθρόμορφη κύλικα του Ζωγράφου

της Ερέτριας εικονίζεται η Τηθύς να χορεύει με τις προσωποποιήσεις των νησιών

Λήμνου, Εύβοιας και Δήλου --πράγμα που κατά τον μελετητή Beazley σημαίνει ότι ο

χορός των νησιών θα πρέπει να περιγραφόταν σε κάποιο πρώϊμο ποιητικό έργο το

οποίο έχει χαθεί--, τότε δεν πρέπει να αποκλειστεί η εκδοχή και τα υπόλοιπα Ιωνικά

νησιά που έστελναν χορούς να προσωποποιήθηκαν ως Κύκνοι και επομένως η

συνάφειά τους με την περιεκτική ονομασία Κυκνάδες νήσοι να μην απέχει της

πραγματικότητας, που συνειρμικά κατέληξε στον τύπο Κυκλάδες, αφού και γλωσσικά

είναι υπαρκτή και μάλιστα ευρύτατα διαδεδομένη η εναλλαγή του ν και λ, όπως

ανάμενε > λάμενε, αλεφάντρα < ανυφάντρα, καλαναρχώ < κανοναρχώ

(Δωδεκάνησα), αμπενοκλάδι < αμπελοκλάδι (Χίος), λημόρια < μνημόρια, λυχτερίδα

< νυχτερίδα, λινοφασκιά < ελελίφασκος (Νάξος), αννήλους < αλλήλους και τόσα

άλλα (Κουτελάκης 2001 : 46 – 48, τις σημειώσεις 11 έως 16 και 18 έως 20).

Ασφαλώς όμως δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αμφισβητηθεί η σύνδεση της

γεωγραφικής αντίληψης των αρχαίων για τα νησιά με την πρόσληψη των μουσικών

και χορευτικών κυκλικών δρωμένων, όπως μαρτυρεί περί αυτών η εκτέλεση ενός

διθύραμβου από όμιλο νέων της Κέας στο α΄ μισό του 5ου

αιώνα π.Χ

(Παπαδοπούλου 1999 : 119, σημ. 64). Η έννοια του κέντρου τόσο στο χορευτικό,

όσο και στο θρησκευτικό επίπεδο κυριαρχεί στα κείμενα των Ύμνων, όπου η

Αστερίη (Δήλος) είναι «αμφιβόητος», δηλαδή κυκλώνεται από ήχους, ενώ μύρια

τραγούδια την περιβάλλουν κυκλικά («περιτροχόωσιν αοιδαί») και η άσημη νήσος

Page 15: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

15

γίνεται πια «ιστίη νήσων», κέντρο δηλαδή των άλλων νησιών, η εκλεκτή του θεού

Απόλλωνα, που γύρω της χορεύουν σε κύκλο τα νησιά, σύμφωνα με τους στίχους

300 - 301 του Καλλίμαχου: «σε μεν περί τ' αμφί τε νήσοι / κύκλον εποιήσαντο και ως

χορόν αμφεβάλοντο».

Έτσι ο κοινός αυτός ποιητικός τόπος πέρασε ως θρησκευτική ιδεολογία για να

καταλήξει ως αντίστοιχη ποιητική εικόνα γεωγραφικού προσδιορισμού συστάδας

νήσων1, κυρίως των Ιωνικών, που συνολικά έλαβαν το όνομα Κυκλάδες, χωρίς κάτι

τέτοιο να συμβαίνει με τη στενή έννοια της γεωμετρικής αντίληψης κύκλου.

Αποκρυστάλλωση αυτής της αντίληψης είναι η καταχώρηση του κοινού αυτού τόπου

στα λεξικά (και η άκριτη πλέον αναπαραγωγή της πληροφορίας), όπως στον

Διονύσιο Περιηγητή και Στέφανο Βυζάντιο, όπου διαβάζει κανείς: «Δήλον

εκυκλώσαντο και ούνομα Κυκλάδες εισίν».

Κυκλάδες λοιπόν δεν είναι τα νησιά που βρίσκονται κυκλικά διατεταγμένα γύρω

από τη Δήλο, αλλά τα «Ιωνικά» νησιά που έστελναν είτε με ειδικά πλοία, «τους

Κύκνους», ομίλους χορευτών και τραγουδιστών στο ιερό νησί, είτε απλά ομίλους,

όπου με λαμπρότητα ξεδίπλωναν τις τοπικές για κάθε ένα από αυτά χορευτικές

κυκλικές τους δεξιότητες, σαν Κύκνοι (Κυκνάδες) που περιτρέχουν το νησί,

αντλώντας ιδέες και τσακίσματα ο ένας από τον άλλον, ιδίως με βήματα και

φιγούρες των πρωτο-χορευτών, όπως ως σήμερα θαυμάζεται και συναρπάζει η

ποικιλία των νησιώτικων χορευτικών ομάδων με τις ξεχωριστές για κάθε νησί

ενδυμασίες και τους διαφορετικούς μουσικούς σκοπούς και τραγούδια.

Αλλά κι αν δεν ισχύει η υπόθεση ότι οι Κυκνάδες έλαβαν την ονομασία τους από τα

πλοία που ναυπηγούντο στα νησιά αυτά και έφεραν ως ακροστόλιο το κεφάλι

Κύκνου (για τη διαχρονικότητα αυτού του τύπου των πλοίων ως προς την κατασκευή

τους ---Τύπος V και VI --- ο Wedde έγραψε ότι είχαν «Unbroken continuity into

Iron Age, carrying a bird symbol»), τότε το συμπέρασμα είναι ότι με το ακρόπρωρο

αυτό σηματοδοτείται ο χώρος της ναυπήγησής τους και πιθανότατα της φυλετικής

προέλευσης αυτών που πρώτοι το χρησιμοποίησαν.

Ένα πλοίο Κύκνος σαν αυτά τα προϊστορικά είναι λογικό να συνδεθεί με την ομορφιά

του και την περηφάνια που θα ένιωθαν οι κάτοχοί του, καθώς στους σταθμούς

προσέγγισής του οι ντόπιοι θα το θαύμαζαν. Και είναι ενδεχόμενο στα χρόνια της

Γεωμετρικής εποχής, τότε που οργανώνονται οι πρώτες «πόλεις» και καθιερώνονται

οι επίσημες γιορτές στη Δήλο με αποστολή των ομίλων των χορευτών και των

τραγουδιστών, τα πλοία αυτά (των οποίων η χρήση από την εποχή της εμφάνισής

τους ήταν πολλαπλή, αν όχι διαφορετική) με τα οποία στέλνονταν οι αποστολές από

τα νησιά στη Δήλο, να απέκτησαν θρησκευτικό – τελετουργικό χαρακτήρα τέτοιο

που καθιέρωσε το όνομα σε όσα νησιά συμμετείχαν σ’ αυτές, ως Κυκνάδες.

1 Καλαμάκης 1990 : 30-31 όπου ενώ ο κώδικας απηχεί τις αντιλήψεις του Διονυσίου Περιηγητού στα

τέλη του 4ου αι. π.Χ. για τη θέση και τις ονομασίες των Κυκλάδων σε σχέση με το Αιγαίο, την

Ευρώπη και την Ασία, ο σχολιαστής – αντιγραφέας του πιο πάνω έργου ενταγμένος στην Αθηναϊκή

προπαγάνδα επεμβαίνει καταχωρώντας όχι μόνο ονομαστικά τα «Ιωνικά» νησιά, αλλά και τους

Αθηναίους αρχηγούς αποίκων σ’ αυτά, ονόματα δηλαδή που δεν έχουν ποτέ καταχωρηθεί σε

καταλόγους αρχαίων ελληνικών ονομάτων ! Ας τονιστεί ωστόσο ότι η Τήνος απουσιάζει στον κώδικα

από τη χορεία των Ιωνικών νήσων, πράγμα που δε φαίνεται τυχαίο, αν σκεφθεί κανείς την περίοδο

σύνταξης των σχολίων και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Τήνο σε σχέση με την χαλαρή

συμμαχία των Τηνίων με τους Αθηναίους, τον προσεταιρισμό των Μακεδόνων και τις φυγόκεντρες

πολιτικές δυνάμεις που είχαν αναπτυχθεί στο νησί. Βλ. Κουτελάκης 2001 : 51 -52, 79 τη σημ. 35, σελ.

88 – 98, 167, 174 - 183.

Page 16: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

16

Ως Κυκλάδες πάντως καταγράφονται από τον Διονύσιο Περιηγητή μόνο «αι Ιωνίδαι

νήσοι», ήτοι Κέως, Σίφνoς, Αμοργός, Άνδρος, Kύθνoς, Πάρος, Νάξος, Σέριφος,

Ρήνια, Σύρος και Μύκονος ( Καλαμάκης 1990 : 30 –32).

Όμως το ερώτημα είναι αν η αρχική εμφάνιση αυτών των πλοίων με ακρόπρωρο τον

Κύκνο σχετίζεται με ανάλογα από το Carmel Ridge και τη ναυμαχία του Ραμσή ΙΙ,

όπως εικονίζονται στη στήλη της Medinet Habu που αποδίδονται στους «Λαούς της

θάλασσας» και φυσικά με τους ναυτικούς των ακτών της Κιλικίας, της Κύπρου ή

ακόμη και της σημερινής Δωδεκανήσου. Εντελώς πρόσφατα το άρθρο της P.

Mountjoy επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο τις απόψεις μου, αφού ανάμεσα στην

μυκηναϊκή κεραμική της τοποθεσίας Bademgedigi Tepe της Μ. Ασίας που βρίσκεται

Β. της Εφέσου και χρονολογήθηκε στην LH IIIC (Υστερο-ελλαδική ΙΙΙγ) βρέθηκε και

ένας μεγάλος κρατήρας σε θραύσματα, στον οποίο απεικονίζεται σκηνή ναυμαχίας

(Pl. XCVI). Σε ένα από τα εικονιζόμενα πλοία εμφανίζεται στο ακρόπρωρο ανάλογο

πτηνό και το πιο σημαντικό, οι πολεμιστές έχουν κόμμωση ή φορούν κράνος όμοιο

με αυτό των Λαών της Θάλασσας, όπως στην στήλη του Medinet Habu. Η

συγγραφέας μάλιστα επισημαίνει (σ. 424) ότι είναι ίδιο με αυτά που εικονίζονται και

στην κεραμική που βρέθηκε στα Σεράλια της Κω (Pl. XCVIII c-f) γεγονός που

δείχνει ταύτιση της περιόδου με αυτήν των κινήσεων των Λαών της Θάλασσας

(επίσης Πετράκης: 2006, 203, σημ. 67), πλοία των οποίων και πληρώματα έχει

υποστηριχθεί ότι έχουν τα παράλληλά τους τον 13ο αιώνα π.Χ στην κεντρική Ευρώπη

(Wachsmann 2000: 121-123, 130 – 137), αν και μια τέτοια συσχέτιση

αντιμετωπίστηκε από τον Πετράκη ως περιστασιακή και χαλαρή (Πετράκης 2006:

203, 206). Πιθανότατα τμήμα αυτών των λαών ήταν Μυκηναίοι, αφού όλα τα

αρχαιολογικά δεδομένα που εξετάστηκαν πρόσφατα καταδεικνύουν την μόνιμη

παρουσία Μυκηναίων την περίοδο αυτή από την Αλικαρνασό και Κω μέχρι τη

Μίλητο και βόρεια της Εφέσου (Zubbach, 294 – 296). Στη ναυπηγική, όπως και στις

άλλες τεχνολογίες υπήρχε αμοιβαία μεταφορά γνώσεων, όπου στη συγκεκριμένη

περίπτωση, για μια δεδομένη περίοδο, εμφανίζεται άμεση σύνδεση στην Τέχνη

μεταξύ Αιγυπτίων και των λαών που κατοικούσαν στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη

και τις Κυκλάδες, σύμφωνα με τον Gillmer, ο οποίος επισημαίνει παράλληλα τις

ομοιότητες ως προς την κατασκευή (σκαρί) μεταξύ των πλοίων της Θήρας και

εκείνων της 12ης

Δυναστείας της Αιγύπτου (Artzy 2001 : fig. 5. Wedde 1995 : Type V

– VI. Gillmer 1995 και 2001 : 211 – 212).

Ωστόσο αυτές οι ομοιότητες αφορούν και τα ακροστόλια για τα οποία μέχρι σήμερα

οι μελετητές δεν έδωσαν την πρέπουσα προσοχή. Λόγου χάρη επιβεβαιώνεται η

προέλευση δύο εικονιζόμενων πλοίων στις τοιχογραφίες της Θήρας από την

Αίγυπτο, και από την ομοιότητα των κεφαλών των αιλουροειδών που στολίζουν τις

πρώρες των Αιγυπτιακών στη ναυμαχία με τους Λαούς της θάλασσας, αλλά κυρίως

από το ίδιο το ολόσωμο αιλουροειδές που διακοσμεί εκτός από τα πλοία της Θήρας

και το πολεμικό άρμα του Ramsi II στη μάχη του Qadesh, όπως απέδειξε ο Avner

Raban22

.( Gillmer 1995 : 188, fig. 2, 5. Raban 2001 : fig. 4. Landström 1970 : fig.

344, 345, 350. Κούρτης 2001 : 347 ).

Ανάλογα, το σχηματοποιημένο ακρόπρωρο με τη μορφή πτηνού σε σφραγιδόλιθο,

αλλά και στον πίθο της Αίγινας που ο Wedde το κατέταξε στον Type IV (φωτ. 1) με

την παρατήρηση ότι είναι της ΜΜ εποχής, αποδίδει το πτηνό που στη Mινωϊκή

Κρήτη εθεωρείτο ως σύμβολο της θεάς της γονιμότητας και της ναυσιπλοΐας (στον

Όμηρο ταυτίστηκε με τη Λευκοθέα), όπως στα ακρόπρωρα της Δυτικής Οικίας,

δωμάτιο 5, συνδυασμένο με το ρήμα αίθω ( = κινούμαι ορμητικά), και μεταφορικά με

Page 17: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

17

το γοργοτάξιδο πλοίο (Walter 2004 : fig. 116. Αδρακτά 1996 : 81. Krtzyskowska

2005 :135, no. 230).

Επομένως αν ο όρος Κυκνάδες που προτείνεται, απηχεί μια κατάσταση

ανάλογη με αυτήν που πιο πριν περιγράφηκε για τη χρήση των ακροστολίων στα

πλοία, τότε η ονομασία των σημερινών Κυκλάδων, και φυσικά τα δρώμενα στη Δήλο,

ανάγονται στην προϊστορική εποχή (βλ. Κουτελάκης, Προϊστορικά της νήσου Τήνου,

Αθήνα 2013 με νέες συμπληρωματικές ιδέες).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αγουρίδης 2003 = Αγουρίδης Χρ., Το ναυάγιο της ΥΧ στο ακρωτήριο των Ιρίων του

Αργολικού, Πρακτικά 1ου

Διεθνούς Συνεδρίου Αργοσαρωνικού, τ. Α΄(2003) 152.

Αδρακτά 1996 = Αδρακτά Σοφία, «Μεταμόρφωση» θεών σε πτηνά στον Όμηρο,

Πρακτικά Β΄ επιστημονικής συνάντησης στην Κέρκυρα (13 – 15 Οκτωβρίου 1995),

Κέρκυρα 1996, 81.

Artzy 2001 = Artzy Michael, The Medinet Habu boat depictions. Can we trust

Ramses III ?, Tropis VI (2001) 35 – 44.

Bonino 1995 = Bonino M., Sardinian, Villanovian and Etruscan crafts between the X

and the VIII c. B.C from bronze and clay models, Tropis III (1995) 80 – 88.

Casson 1971 = Casson Lionel, Ships and Seamanship in the ancient World, Princeton-

New Jersey 1971.

Φιλανιώτου1997 = Φιλανιώτου – Χατζηαναστασίου Όλγα, Η θάλασσα με τη ματιά

δύο ζωγράφων, Πρακτικά Τήνος και Θάλασσα 1996, Τήνος 1997, 139 κ.ε.

Gillmer 1995 = Gillmer Thomas, Further identification of functional parts of Thera

fresco’s ships, Tropis III (1995) 188.

Gillmer 2001 =Gillmer Thomas, Ships of the 12th

Dynasty, Egyptian Kingdom and

their relation to 17th

century BCE Aegean ships, Tropis VI (2001) 209 – 213.

Καλαμάκης 1990 = Καλαμάκης Διον., «Σχηματική παράσταση των Κυκλάδων νήσων

στον κώδικα Paris Gr. 2771 και μια μετακλασσική μαρτυρία για τους αποικιστές

τους», Παρνασσός ΛΒ' (1990), 30-31.

Kashtan 2001 = Kashtan Nadav, The ship as reality and symbol, Tropis VI (2001) 317

– 329.

Κούρτης 2001 = Κούρτης Απόστολος, Το πλοίο της Θήρας, Tropis VI (2001), 347. Κουτελάκης 1994 = Κουτελάκης Χαρ., Ανασκευή στα τοπωνυμικά παράδοξα Αττικής του Δημ.Καμπούρογλου, Αθήνα 1994, 36 - 37. Κουτελάκης 2001 = Κουτελάκης Χαρ., Τήνος αρχαία και χριστιανική, Αθήνα 2001,

έκδ. Π.Ι.Ι.Ε.Τήνου και Αδελφότητας Τηνίων.

Κουτελάκης, 2007 = Κυκλάδες : Οίνος παλαιός σε ασκούς νέους, Ονόματα 19 (2007),

675 – 692.

Koutsouflakis 2001 = Koutsouflakis G., Longboats and Tuna fishing in Early

Cycladic Period. A suggestion, Tropis VI (2001) 357 – 372.

Krzyszkowska 2005 = Krzyszkowska Olga, Aegean seals, University of London

2005.

La Grande Encyclopèdie, Paris, λέξη Boeuf.

Landström 1970 = Landström Björn, Ships of the Pharaohs, London 1970.

Μουσείο Ερμιτάζ. Οι ελληνικοί θησαυροί, Αθήνα 2004, εκδ. ΄Εφεσος. Mountjoy = Mountjoy Penelope, Mycenaean connections with the Near East in LH

Page 18: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

18

IIIC, Emporia I (2005) 423 – 424. Ντούμας = Ντούμας Χρ., Η πρώϊμη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο, Μεσόγειος – δρόμοι της θάλασσας (Αθήνα 2003) 26 – 28. Ο Ταύρος 2003 = Ο ταύρος στον Μεσογειακό κόσμο, μύθοι και λατρείες, Αθήνα 2003, έκδοση ΥΠ.ΠΟ και Πολιτιστικής Ολυμπιάδας. Παπαδοπούλου 1998 = Παπαδοπούλου Ζώζη, Αστερίη φιλόμολπος. Η θέση της μουσικής και των χορών στους μύθους και τις λατρείες της Δήλου, Κέρκυρα 1998. Παπαδοπούλου 1999 = Παπαδοπούλου Ζώζη, Απόλλων εύυμνος, Αστερίη φιλόμολπος, Φώς Κυκλαδικόν. Μνήμη Νικ. Ζαφειρόπουλου, Αθήνα 1999. Πατρικίου 2005 = Πατρικίου Κατ., Homo Florensis, ένας άγνωστος αδελφός μας,

Corpus 68 (Febr. 2005) 27 – 35.

Πετράκης = Πετράκης Βασ., Ναύς Κορωνίς. Σκέψεις για τη σημειολογία του πλοίου

στην εικονιστική κεραμική της Μέσης και Ύστερης Χαλκοκρατίας στην ηπειρωτική

Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου (εκτός Κρήτης), Αρχαιογνωσία 14 (2006) 183 –

227.

Πλόες 2003 = Πλόες. Από τη Σιδώνα στη Χουέλβα. Σχέσεις λαών της Μεσογείου (16ος

– 6ος

αι. π.Χ, Αθήνα 2003, έκδοση ΥΠ.ΠΟ – Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.

Προμπονάς 1997 = Προμπονάς Ιωάννης, «Κυκλάδες: Ονομάζοντο έτσι, επειδή Δήλον

εκυκλώσαντο ; », Κυκλ. Ημερολ. (1977) 41 – 43.

Raban 2001 = Raban Avner, The sea peoples and Thera ships, Tropis III (1995) 354 –

366.

Σοέρεφ , Μήττα 2001 = Σοέρεφ Κ., Μήττα Δήμητρα, Οι Θεοί της Σαμοθράκης και η

θάλασσα, Tropis VI (2001) 529 – 545.

Τελεβάντου, Άνδρος = Τελεβάντου Χριστίνα, Ανιχνεύοντας το ρόλο της Άνδρου

κατά τους προϊστορικούς χρόνους, Νήσος Άνδρος 1 (2007) 61 – 93.

Walter 2004= Walter Hans, Ο κόσμος της αρχαίας Αίγινας (3000 – 1000 π.Χ), Αθήναι

2004.

Wachsmann =Wachsmann Shelley, To the Sea of the Philistines, The Sea Peoples and

their World : A Reassessment, Philadelphia 2000.

Wedde 2003 =Wedde Michael, The Boat model from the LH IIIA –B sanctuary at

Agios Konstantinos Methana and its typological context, Πρακτικά 1ου

Διεθνούς

Συνεδρίου Αργοσαρωνικού, τ. Α΄(2003) 285 – 300.

Wedde 1995 = Wedde Michael, Bow and stern in early Aegean Bronze Age ship

imagery, Tropis III (1995) 490.

Wedde 2002 = Wedde Michael, The bow morphology of the early Greek galley,

Tropis VII (2002) 837 – 856.

Ζαφειροπούλου = Ζαφειροπούλου Φ., Δήλος, Πάπυρος - Larousse – Britannica, τ. 16

(2007), 621 – 639

Zubbach = Zubbach Julien, L’ Ionie a l’ époque Mycenienne, R.E.A. 108 (2006) vol. I, 294

– 296.

Page 19: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

19

ΚΕΦ. III. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΤΑΦΙΩΝ, ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΑΦΟΙ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΤΗΣ ΚΕΡΟΥ

Οι Τάφιοι θα πρέπει συνειδητά – και πάντως αναπόφευκτα συνειρμικά - στον Όμηρο

να συσχετίζονταν με τόπους ταφής, δεδομένου ότι τόσο το όνομά τους όσο και η

λέξη «ταφή» συνυπάρχουν στα έπη του (βλ. λ. «ταφή» Ψ 619, 680, φ 122, ω 441, και

ρήμα «θάπτω» Φ 323, Ψ 71).

Τα ακρωτήρια γενικά στα έπη, καθώς και κάποια μικρονήσια που βρίσκονταν

ανάμεσα σε στενά θαλάσσια περάσματα, φαίνεται πως συνδέονταν με νεκρούς ήρωες,

δεδομένου ότι πολλοί απ’ αυτούς έβρισκαν τον θάνατο κοντά σ’ αυτά, όπως στην

περίπτωση του Αίαντα Λοκρού που τσακίστηκε με το πλοίο του στο ΒΔ. άκρο της

Μυκόνου, επειδή βίασε την Κασσάνδρα, του Κίναδου στην Όνου γνάθο, την

σημερινή Ελαφόνησο, που τμήμα του καταποντίστηκε το 170 μ.Χ και έγινε νησί, του

Θρασυμήδη στη Σφακτηρία, του Πηλέα στην Ίκο, του μυθικού Στάφυλου στην

Πεπάρηθο, την σημερινή Σκόπελο, του Ίκαρου στην Ικαρία, του Λεύκου συντρόφου

του Οδυσσέα στον Λευκάτα της Λευκάδας (Λευκάδα, 43) και του Αχιλλέα στη Λευκή

του Ευξείνου Πόντου. Ο τάφος μάλιστα του Αχιλλέα τοποθετήθηκε «ακτή έπι

προυχούση», δηλαδή σε ακρωτήριο, «ως κεν τηλεφανής εκ ποντόφιν ανδράσιν είη»,

δηλαδή να φαίνεται από μακριά σ’ αυτούς που έπλεαν στον πόντο (Όμηρος, ω 82 -

83). Αυτό είναι χαρακτηριστικό για να καταλάβει κανείς τη χρησιμότητα ενός τέτοιου

τάφου ορατού λόγω του μεγέθους του από μακριά σε τύπο φάρου κατά περίπτωση --

ας θυμηθούμε τη νήσο Φάρο, ομώνυμη του πρωρέα του Μενέλαου ο οποίος ετάφη

εκεί, και που σύμφωνα με τις νέες έρευνες ήταν έργο Κρητών, κατά την άποψη των

Evans και Νικ. Πλάτωνα – (Chryssoulaki, 81). Αποτελούσε σημάδι για τους

ναυτιλομένους ώστε να αποφύγουν τον κίνδυνο της βύθισης του πλοίου τους στις

αιχμηρές ξέρες. Έτσι οι υπέργειοι (και συνήθως μνημειώδεις) τάφοι αποδεικνύονταν

σημάδια σωτηρίας, σημεία αναφοράς στην ρότα των πλοίων, συντήρησης της μνήμης

των ηρώων και πολλές φορές τόποι τελέσεως δρωμένων και μεταγενέστερα στην

κλασική περίοδο σημεία ανέγερσης ναών ή Ιερών, όπως στον κάβο-Μαλέα και στο

Σούνιο ή όπως ακριβώς και στο ακρωτήριο Λευκάτα με το Ιερό του Απόλλωνα στη

Λευκάδα (Λευκάδα, 104 – 105). Επομένως η ιερότητά τους ήταν δεδομένη.

Μήπως οι «ληΐστορες» Τάφιοι, τους οποίους θεωρούν ως Λέλεγες (Πανταζίδης, 613)

ή Φοίνικες, με την έννοια ότι ήταν Ανατολίτες που έφθασαν με τον Κάδμο (Dörpfeld

- Φραγκούλης, 281), ξεχώριζαν και ήταν περισσότερο επίφοβοι ως κάτοικοι τόπων

που ήταν συνδεδεμένοι με τον θάνατο; Δηλαδή με την έννοια ότι παραμόνευαν σε

στενά περάσματα θαλάσσιων εμπορικών δρόμων επί νησιδίων και θανάτωναν

ληστεύοντας τους διερχόμενους ναυτίλους. Μια τέτοια θέση φαίνεται πως κατείχαν οι

μεταγενέστεροι Τηλεβόες στον δίαυλο Λευκάδας – Ακαρνανίας (Πανταζής 1996, 145,

368, 372).

Νησιά – «τάφοι» επίσης διατηρούσαν πάντοτε τον ιερό τους χαρακτήρα και

περιβάλλονταν από τους ανθρώπους με ιερό δέος που προφανώς οφειλόταν σε

πανάρχαιους μεταφυσικούς φόβους. Θα πρέπει ίσως να υποθέσουμε ότι οι ναυτικοί

τα απόφευγαν όσο οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν, κι όπως έγραψε ο Ευριπίδης

ήταν «ναυβάταις απρόσφoροι» (Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 286 – 287), γιατί πολλές φορές

τα θαλάσσια ρεύματα και οι ξαφνικές μπόρες οδηγούσαν σ’ αυτά τους ναυτικούς που

παρέπλεαν, οπότε είτε τσακίζονταν είτε τα έβλεπαν ως έσχατο καταφύγιο διαφυγής

από πνιγμό τάζοντας για τη διάσωσή τους στη θεότητα ή στις υποχθόνιες δυνάμεις

που λατρεύονταν σ’ αυτά. Άλλες φορές πάλι ένιωθαν ίσως ευτυχισμένοι που τους

αξίωσε το θείον να παραπλεύσουν ή να προσεγγίσουν σε τέτοια νησιά τα οποία

συνδέονταν με θεότητες ή στα οποία είχαν ταφεί γνωστοί ήρωες κατά τις αντιλήψεις

Page 20: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

20

της εποχής τους, όπως ο Σφαίρος στην Σφαιρία νήσο (ο σημερινός Πόρος), η

Αφροδίτη στη νησίδα Γερόνησος (= ιερά νήσος) της Κύπρου, ο Αχιλλέας στη Λευκή

του Ευξείνου Πόντου, η Κίρκη στις Φαρμακούσες της Σαλαμίνας, ο Πηλέας στην Ίκο,

ο Ίδμων και ο Τίφυς σε άγνωστο νησάκι, ο Φάρος, ο πρωρεύς του Μενέλαου στο

ομώνυμο νησάκι (Nilsson, 311) και ο Κάνωβος επίσης στην ομώνυμη νησίδα στο

δέλτα του Νείλου, ενώ ο Ελπήνωρ κάπου στο Τυρρηνικό πέλαγος (Δημητροκάλλης,

40, 42, 72, 76, 80). Οι ναυτικοί μάλιστα επαίρονταν και επιδείκνυαν στους

συνταξιδιώτες τους τα νησιά αυτά εμπλουτίζοντας τις διηγήσεις τους με ανάλογες

ιστορίες.

Η περίπτωση των «ιερών Εχίνων» στην αρχαιότητα, στο σύμπλεγμα των οποίων

ανήκε κατά τη μεθομηρική μυθολογία και το νησί Τάφος (Ιλιάς, Β΄625 – 626 και

Πανταζής, Ζάκυνθος, 91 – 101. Επίσης Πανταζής, Ομηρική γεωγραφία, 145 – 146

όπου και οι λοιπές εκδοχές των αρχαίων συγγραφέων για την ταύτισή του) είναι

χαρακτηριστική. Από την Τάφο και η θεά Αθηνά ακόμη αντλεί τη μορφή του ηγεμόνα

Μέντη.

Η ιερότητα της νησίδας Τάφου αποτελεί ίσως – ίσως και την απόδειξη γιατί οι κατά

τα άλλα τρομεροί ναυτικοί και πειρατές Τάφιοι απουσίαζαν από την εκστρατεία κατά

της Τροίας. Πιθανότατα η παγιωμένη ιερότητα του συμπλέγματος των Εχίνων (τις

οποίες ο Όμηρος τις συνδέει με το Δουλίχιο, τη σημερινή Ζάκυνθο) να αποτελούσε

αποτρεπτικό παράγοντα συμμετοχής των υποτιθέμενων Ανατολιτών κατοίκων του,

όπως ενδεχομένως και η ανάλογη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στις τότε

Κυκνάδες νήσους, τις μετέπειτα Κυκλάδες (βλ. το προηγούμενο κεφάλαιο) που κι

αυτές απουσιάζουν από την «πανελλήνια» εκστρατεία (Κουτελάκης, Τήνος, 40 σημ.

20, 44 – 49, 53 και Κουτελάκης, Προϊστορικά πλοία, 71 – 72 και Πανταζής, Ομηρική

γεωγραφία, 199, 372 – 373 και Γούναρης, 94 – 137, ειδικά δε 136 - 137).

Και ασφαλώς αποτελεί ισχυρό τεκμήριο της προγενέστερης ύπαρξης των Ταφίων από

τους μετέπειτα ταυτιζόμενους κατοίκους της Τάφου με τους Τηλεβόες, το γεγονός ότι

ο Όμηρος αγνοούσε το τελευταίο αυτό όνομα. Είναι προφανές κατά την άποψη του

Βαγγ. Πανταζή ότι οι Τηλεβόες κατοικούσαν σε άλλο νησί (πιθανότατα στο

Μεγανήσι), το οποίο από τη στιγμή που μεθομηρικά ταυτίστηκε με την Τάφο ή

καλύτερα η Τάφος μ’ αυτό, τότε και οι Τάφιοι απέκτησαν διπλή ονομασία ως

Τηλεβόες και Τάφιοι (Πανταζής, Ομηρική γεωγραφία, 368). Άλλωστε και ο Στέφ.

Βυζάντιος παραδίδει την πληροφορία ότι οι Τηλεβόες κατοικούσαν τμήμα της

Ακαρνανίας που ονομαζόταν Τηλεβοΐς (Dörpfeld - Φραγκούλης, 278). Αλλά το

μυστήριο των Ταφίων δεν είναι εύκολο να διαλευκανθεί, καθώς ακόμη και στην

περίπτωση που η ταύτισή τους γίνει με την τοποθεσία Ταφιός της Κεφαλονιάς της

ευρύτερης περιοχής της Παλληκής παρά το μοναστήρι των Κηπουρών

(Μοσχόπουλος, 21 και 41), νέες απόψεις για τον εξομηρισμό της αρχαίας Ελλάδας,

αλλά και πρόσφατες έρευνες επιτρέπουν να πιθανολογήσουμε την ύπαρξη του νησιού

Τάφος είτε απέναντι από την Πύλο στα νησίδια Οινούσες (ο χάρτης της Ελλάδος

προσφέρει επίσης την τοπωνυμία άκρα Τάφος στις γεωγραφικές συντεταγμένες 36ο

57΄΄00 Β., 21ο 39΄΄ 00 Α. που συμπίπτει με μια θέση εγγύτατα της νήσου Σφακτηρίας)

είτε «στην απέναντι γλώσσα της στεριάς ή και στην απόληξη της Μάνης και πάντως σε

μια τέτοια θέση που να ελέγχει την παράκαμψη της Πελοποννήσου στη θαλάσσια

διαδρομή που αναγκαστικά θα ακολουθούσε όποιος επέστρεφε από τη Λακωνία στην

Ιθάκη» (Πανταζής, Ομηρική γεωγραφία, 372). Από τα συμφραζόμενα και σε σχέση

με τις ιερές Εχίνες, γεγονός είναι ότι για τον ένα ή τον άλλο λόγο νησιά Τάφοι

υπήρχαν και αλλού, «κάποιο μικρό και άγονο νησί, μια δραστήρια φωλιά εμπόρων»,

όπως γράφει ο Βαγγ. Πανταζής (Πανταζής, ό.π. ) σαν το νησάκι Κοιμητήρι (προσέξτε

τα ονόματα) στις Κυκλάδες ανάμεσα στο Δεσποτικό και την Αντίπαρο, ο Κάτω

Page 21: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

21

Κόσμος (στο Φρύγελο) στην Άνδρο (Δημητροκάλλης, 43 - 44), τα νησίδια γύρω από

την Κρήτη, όπως η «Ιερά νήσος εν τω Κρητικώ πελάγει» κατά τον αρχαίο

ιστοριογράφο Χάρακα, ή όπως η Γαύδος, η οποία αναφέρεται στις πινακίδες της

Γραμμικής Β (Gauda), τα οποία φαίνεται ότι αποτελούσαν σταθμούς ναυσιπλοΐας και

εμπορεία μιας μεγάλης κοντινής δύναμης σαν την Γόρτυνα σε ό,τι αφορά την Γαύδο (

Kopaka, 98 – 100. Επίσης Kopaka, Kossyva, 443 για τα οποία επισημαίνουν την

αρχαιότατη κατοίκησή τους από τη Μεσολιθική και Νεολιθική εποχή, όπως άλλωστε

στα αντίστοιχα νησίδια της Δωδεκανήσου περί τη Νίσυρο, Χάλκη και Λειψoύς), ή

όπως τα αντίστοιχα νησίδια γύρω από τα μεγάλα νησιά των Κυκλάδων, που θα

μπορούσαν να αντιπαραβληθούν με την γεωμορφολογική κατάσταση της

πασίγνωστης πια για το πλήθος των πάσης φύσεως μαρμάρινων (κυκλαδικών

ειδωλίων, αγγείων) και πήλινων θραυσμάτων που βρέθηκαν εκεί, Κάρου ή Κέρου.

Ο C. Renfrew ( Renfrew, 2) ισχυρίζεται ότι η Κέρος είναι ένας χαρακτηριστικός

τόπος, αλλά όχι ένας τόπος παραγωγής των κυκλαδικών ειδωλίων. Πιστεύει αντίθετα

ότι οι τεχνίτες λιθοξόοι που λατόμευαν μάρμαρα είναι και οι ίδιοι με τα παιδιά τους

που κατασκεύαζαν αυτά τα αντικείμενα, όπως έδειξε η πειραματική αρχαιολογία της

κ. Ustinoff, η οποία με αρχαϊκά εργαλεία (σμίλη, οψιανό και πέλεκυ) και χωρίς

γνώσεις ή προγενέστερη εμπειρία κατόρθωσε να παραγάγει ανάλογα έργα μέσα σε 7

έως 60 ώρες, πράγμα που σημαίνει ότι ένας έμπειρος τεχνίτης θα χρειαζόταν τον μισό

χρόνο. Δέχεται πάντως ότι ένας από τους τόπους αυτούς ήταν και η Κρήτη.

Επειδή στην Κέρο μέχρι στιγμής βρέθηκε μόνο ένας τάφος περιέχων

κυκλαδικό ειδώλιο μαζί με δύο ακέραια αγγεία, ενώ είναι εκατοντάδες τα ευρήματα

από πάσης φύσεως πήλινα θραύσματα και τμήματα από σπασμένα μαρμάρινα

ειδώλια ή αγγεία που σκόπιμα τους λείπει ένα από τα μέρη που τα συναπάρτιζαν (ας

θυμηθούμε το μέχρι πρότινος ελληνικό εθιμικό σπάσιμο της στάμνας με νερό που

χυνόταν στον τάφο ώστε να έχει για να ξεδιψάσει ο θανών, που αποτελεί μια από τις

ανάλογες πανάρχαιες και πανανθρώπινες δοξασίες βλ. Κουτελάκης, Τήνος, 247 και

εικ. 132. Δημητροκάλλης, 65 - 71), π. χ βρέθηκε καπάκι πυξίδας αλλά όχι και το

σώμα της, και επειδή κατ’ ανάλογο τρόπο βρέθηκαν εκατοντάδες τμήματα

κυκλαδικών ειδωλίων σε «ειδικό αποθέτη» της Κέρου, και μάλιστα σπασμένα από

την αρχαιότητα (φωτ. 2), όπως και σε τάφο στο Κουφονήσι (Renfrew στο Fitton, 34),

και στον κυκλαδικό τάφο αρ. 3 του Αγ. Κοσμά Αττικής όπου οι συγγενείς του

νεκρού, αφού το έσπασαν, τοποθέτησαν τα δύο τεμάχια προσεκτικά το ένα δίπλα στο

άλλο ( αρ. 8970 του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθήνας) και στην Κρήτη

(Chrissoulaki, 105 και Watrous, 114) στις ανασκαφές του Γιάννη Σακελλαράκη

(Τάφος αρ.8), ενώ σε τάφους βρέθηκαν ελάχιστα ολόκληρα, το ερώτημα που τέθηκε

είναι αν αυτοί οι τόποι και ειδικά νησίδες σαν την Κέρο αποτελούσαν σημεία

ανακομιδής οστών και θρησκευτικών τελετουργιών με αφορμή αυτές, οπότε

περιβλήθηκαν και με την απαραίτητη ιερότητα στο πέρασμα των αιώνων. Ο Χρ.

Ντούμας σημείωσε βεβαίως ότι στα έθιμα ταφής περιλαμβάνονταν και τελετουργικές

πράξεις «που δεν καταγράφονται εύκολα με υλικές μαρτυρίες», αλλά υπάρχουν «ισχνές

ενδείξεις στις Κυκλάδες της ΠΧ περιόδου για ανακομιδή των οστών και τη μεταφορά

τους σε άλλο τόπο» (Ντούμας, Δρώμενα, 239).

Η περίπτωση της ανακομιδής των ταφών από τη Δήλο στη Ρήνεια η οποία

έκτοτε κατάντησε πραγματικός τόπος ταφών, ένα νησί τάφος δηλαδή, την εποχή που

οι Αθηναίοι επέβαλαν την πολιτική τους εξουσία στις Κυκλάδες (427 π.Χ) είναι

χαρακτηριστική (Κουτελάκης, Τήνος, 52 σημ. 29 και Κουτελάκης, Προϊστορικά

πλοία) και μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα ανάλογων αρχαιότερων πρακτικών.

Page 22: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

22

Το ερώτημα που γεννάται είναι, αν είχαν άραγε τα δρώμενα στην Κάρο ή Κέρο, ή

όπου αλλού, σχέση με τη φυλετική προέλευση των νεκρών που συνοδεύονταν από τα

κυκλαδικά ειδώλια ή με αυτούς που τελούσαν κάποια ιεροτελεστία ;

Γιατί διαφοροποιούνται οι τύποι στο σύνολο σχεδόν των γνωστών κυκλαδικών

ειδωλίων (τα περισσότερα είναι τύπου Κέρου-Σύρου και μερικά Σπέδου,

Δωκαθισμάτων) από μερικά που θυμίζουν Ασσυριακή καταγωγή σαν τα δύο στο

Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάξου, εκείνα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου

Αθήνας και των αντίστοιχων στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης [ΑΔ 53 (1998),

Χρονικά Β΄3, Πίν. 449] με τον κωνικό σκούφο, τα οποία ασφαλώς είναι παλαιότερα

των κυκλαδικών τύπου Κέρου (με αναδιπλωμένα χέρια); Αποτελούν απλώς μέρος

μιας συναλλαγής ή αγοράς ή των δώρων που προσκόμιζαν οι κάτοικοι των νησιών

από ταξίδια και επαφές σε τόπους μακρινούς (Βαλκανική και Μ. Ασία) ή είναι

ελάχιστα δείγματα μιας επικείμενης στο μέλλον αποκάλυψης μέσω των ανασκαφών,

εγκατοίκησης διαφορετικής φυλετικής ομάδας στα νησιά, έστω σε κάποια από αυτά,

όπως οι Κάρες και οι Λέλεγες (Στράβων, 7, 321 με αναφορά στον Εκαταίο τον

Μιλήσιο που έζησε στα 550 – 480 π.Χ), αλλά που δεν επιβεβαιώνεται

(Ζαφειροπούλου, 622) από τα μέχρι στιγμής αρχαιολογικά δεδομένα ; Η Dimitriou

υποστηρίζει ότι ευρήματα με καταγωγή από την Ανατολή άρχισαν να εμφανίζονται

σε διάφορες θέσεις των Κυκλάδων και στην κυρίως Ελλάδα ακριβώς στο τέλος της

ΕΒΑ ΙΙ και στην αρχή της ΕΒΑ ΙΙΙ, απόδειξη ότι αμφότερες οι περιοχές είχαν επαφές

με τα νησιά του Β.Α.Αιγαίου (Dimitriou, 177 –205).

Κι αν υποτεθεί ότι τα κυκλαδικά ειδώλια, ολόκληρα ή σπασμένα, αποτελούν τη

μαρτυρία ενός κόσμου πλουσίων της εποχής, που δαπανούσε για την κατασκευή τους

(Παπαδάτος, 285 – 287), ποια είναι η συμμετοχή των πτωχών ανθρώπων σ’ αυτές τις

τελετές (αν τελικά συμμετείχαν) που σχετίζονταν με τον θάνατο; Μήπως τα δικά τους

ειδώλια ήταν από ευτελές υλικό, όπως το ξύλο (ξόανα;), γι’ αυτό και χάθηκαν, όπως

λογικότατα πρότεινε ο Barber (στο Fitton, 11, 13, 35);

Τα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν χωρίς το στοιχείο του χώρου

ως σύμβολου και ως πραγματικότητας γεωγραφικής στον οποίο τελούνταν τα

δρώμενα, χωρίς την διατύπωση υποθέσεων επί των φοβικών και θρησκευτικών

αντιλήψεων των φορέων που επιτελούσαν αυτές τις ενέργειες, χωρίς την

προηγούμενη σκέψη ότι ενδεχομένως άλλες πεποιθήσεις είχαν κάποιες ομάδες για

τους νεκρούς και διαφορετικές κάποιες άλλες ομάδες. Ακόμα – ακόμα και της

πιθανότητας πως ό,τι ίσχυε σε σχέση με τα μέχρι σήμερα ευρήματα να μην είναι

ταυτόχρονο. Λόγου χάρη οι πρωτο-κυκλαδικοί οικισμοί με τα νεκροταφεία τους

κοντά τους μπορεί να απέχουν χρονικά της πεποίθησης ότι η λατρεία αγαθοποιών

δυνάμεων που προερχόταν από νεκρούς σαν τον Καλλισταγόρα της Τήνου

(Κουτελάκης, Τήνος, 161, 223) έπρεπε να λαμβάνει χώρα κάπου πολύ κοντά στους

ζωντανούς αλλά ταυτόχρονα και μακριά τους, ώστε να εμποδίζονται να

παρουσιάζονται και να φοβίζουν τους ζωντανούς.

Με την οπτική αυτή, νησίδες όπως ο σημερινός Άγ. Φωκάς στην ανατολική ακτή της

Λακωνίας που απέχει 50μ. από τον οικισμό της ακτής (Δημητροκάλλης, 40), το

Δεσποτικό (η αρχαία Πρεπέσινθος) στον δίαυλο της Πάρου – Αντιπάρου με τις

πρωτοκυκλαδικές ταφές στη θέση Ζουμπάρια (Κουράγιος, 38, 40 και Εθνικό

Αρχαιολογικό Μουσείο Αθήνας), δηλωτική στην τοπική διάλεκτο των μικρών

τύμβων (αντί τουμπάρια), το νησάκι Τσοιμηντήρι (που δηλώνει την ύπαρξη

κοιμητήριου) στον ίδιο ισθμό στον οποίο κατά την κλασσική εποχή είχε δομηθεί

βωμός υπέρ της Εστίας Ισθμίας προστάτιδας των ναυτικών (Κουράγιος 2004, 45) και

η Κάρος ή Κέρος, για μια μερίδα κατοίκων από την κοντινή της νησίδα Δασκαλιό

που απέχει επίσης μόλις 50μ., για την οποία συμπεραίνεται ότι στην αρχαιότητα ήταν

Page 23: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

23

ενωμένη (Σωτηρακοπούλου, 32 και την άποψη του γεωλόγου John Dixon στο

Archaeological Reports for 2006 – 2007, 87), αλλά και από την Αμοργό και τη Νάξο

(φωτ. 3), ίσως αποτελούσαν τόπους – σύμβολα στους οποίους μια φορά κάθε τόσο οι

ζωντανοί έφθαναν με τα πλοία τους ως εκεί για να αποδώσουν τιμές και να

εξευμενίσουν τις υποχθόνιες δυνάμεις, τις δυνάμεις του Κάτω κόσμου, συνήθως μέσα

σε σκοτεινά σπήλαια, όπως αντλούμε από αφήγηση του Ομήρου για τα νησιά των

Μακάρων (Κυκλαδικός Πολιτισμός, 94 – 95) γεγονός που ταιριάζει και με την Κέρο

στην οποία βρέθηκε κατακρημνισμένο το σπήλαιο, σύμφωνα με την άποψη του Χρ.

Ντούμα (Σωτηρακοπούλου, 32), εξαιτίας σεισμών (επιβιώσεις αυτής της αντίληψης

σώθηκαν και στα Ακριτικά τραγούδια. Βλ. Δημητροκάλλης, 77).

Ποιες όμως ήταν αυτές οι υποχθόνιες δυνάμεις που εξευμενίζονταν ; Μήπως ο Άδης

και ο αδελφός του ενοσείχθων Ποσειδώνας, ο οποίος ούτως ή άλλως συνδέεται με το

θαλασσινό στοιχείο (στην Αθήνα λατρευόταν ως Αίγιος ή Αιγεύς Ποσειδών με ρίζα το

αιγ- που σχετίζεται με το νερό, μέχρις ότου το επίθετο επικράτησε του ουσιαστικού),

ή κάποιες άλλες ;

Η αντίληψη στην κοινωνία που περιγράφει ο Όμηρος περί το 1000 π.Χ ήταν πως ο

Άδης βρίσκεται πίσω από τα ύδατα, είτε της Στυγός, είτε της Αχερουσίας είτε στο

στόμιο του Δούναβη στον Εύξεινο είτε στο στόμιο του Αχέροντα, του Κωκυτού και

του Πυριφλεγέθοντα, τριών ποταμών της Θεσπρωτίας, όπως και στην Ιερή νησίδα στο

δέλτα του ποταμού Τίβερη στην σημερινή Ostia, στη νησίδα Άβατος του Νείλου που

φέρει αυτήν την πολύ χαρακτηριστική ονομασία και τόσων άλλων (Δημητροκάλλης,

38, 40 και του Ντούμα. Βλ. επίσης Δάκαρης και Παϊδούση, 53 όπου αντιγράφει από

την R.E. την άποψη ότι η Αχερουσία λίμνη εθεωρείτο τάφος, γι’ αυτό και το έσχατο

βόρειο άκρο του Αχέροντα λεγόταν Ερμιόνεια ( η ) επειδή ακριβώς γίνονταν

τελετουργίες, όπως στην Ερμιόνη, προς τιμή των τριών χθόνιων θεοτήτων, της

Δήμητρας, της Κόρης και του Κλύμενου).

Ο Όμηρος τοποθετεί την είσοδο του δήμου των Νεκρών πέρα από τον «βαθυδίνη»

ποταμό Ωκεανό, και μάλιστα μετά τους (μυθικούς γι’ αυτόν) Κιμμέριους, που δεν

τους βλέπει ποτέ ο ήλιος, προφανώς γιατί ζουν στην ανήλιαγη πλευρά του γήϊνου

δίσκου. Πάντως τα νησιά – παράδεισοι, ή τα νησιά – τάφοι είναι παγκόσμια και

αρχαιότατη αντίληψη, όπως απέδειξαν οι σχετικές έρευνες (Δημητροκάλλης, 36 – 38,

74).

Ενδεχομένως ο μύθος που διασώθηκε για την πρώτη κατοίκηση της Ρόδου από τους

Ανατολίτες Τελχίνες (Κάρες;) και της επένδυσής του με το επεισόδιο των παιδιών

του Ποσειδώνα και της Αλίας να υποκρύπτει τα σπέρματα μιας εξήγησης. Γράφει,

λοιπόν, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, τα λεγόμενα του οποίου, όπως και κάθε άλλου,

πάντοτε πρέπει να τα δεχόμαστε με κάποια επιφύλαξη λόγω της μετατροπής των

μύθων από τους αρχαίους κατά το δοκούν προκειμένου να συνάψουν εμπορικές

σχέσεις με πόλεις και τοποθεσίες πολύ μακρινές: «τήν δέ νήσον τήν ονομαζομένην

Ρόδον πρώτοι κατοίκησαν οί προσαγορευόμενοι Τελχίνες, ούτοι ήσαν υίοί μέν

θαλάττης, ώς ο μύθος παραδέδωκε, μυθολογούνται δε μετά Καφείρας της Ώκεανού

θυγατρός εκθρέψαι Ποσειδώνα, Ρέας αυτοίς παρακαταθεμένης το βρέφος». Ας

σημειωθεί εδώ ότι ο Ποσειδώνας νυμφεύτηκε την Αλία με την οποία απέκτησε 6

παιδιά (βλ. πιο πριν) και μια κόρη, τη Ρόδο. Τα παιδιά εμπόδισαν την προσέγγιση

κατά την μετάβαση της Αφροδίτης από τα Κύθηρα στην Κύπρο, με αποτέλεσμα η θεά

να τους ρίξει μανία. Στην αλλοφροσύνη τους βίασαν τη μητέρα τους που από ντροπή

έπεσε στη θάλασσα για να ξαναγεννηθεί αυτή τη φορά ως Λευκοθέα και να δεχτεί

θεϊκές τιμές από τους ντόπιους. Το ρίξιμό της στη θάλασσα και η αλλαγή του

ονόματος αποκαλύπτει γονιμοποιό τελετή και καθαρμό, γεγονός που πιστοποιείται με

Page 24: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

24

το άγαλμα της θεάς το οποίο έριχναν στη θάλασσα οι μύστες των Μεγάλων Θεών της

Σαμοθράκης για να καθαριστεί (Σουέρεφ, Μήττα, σημ. 32). Η Λευκοθέα όμως στον

Όμηρο ταυτίστηκε με θαλασσοπούλι, το οποίο στη μινωϊκή Κρήτη εθεωρείτο

σύμβολο της γονιμότητας και της ναυσιπλοΐας, ώστε αποδόθηκε έστω και σχηματικά

στα ακρόπρωρα των προϊστορικών πλοίων (Κουτελάκης, Προϊστορικά πλοία, 59, 63).

Τα παιδιά της πάλι, όταν ο Ποσειδώνας έμαθε την προσβολή και την ντροπή, τα

έκρυψε κάτω από τη γη και έκτοτε λατρεύονταν ως χθόνιες θεότητες με την

προσωνυμία «Προσηώοι δαίμονες», δηλαδή Ανατολικοί, γεγονός που μέσα από το

επίθετο αυτό αποδεικνύεται ότι στα Δωδεκάνησα προϋπήρξαν τέτοιου είδους

λατρείες προερχόμενες από ανθρώπους με προέλευση την Ανατολή.

Οι πρώτοι, δηλαδή, γνωστοί στην αρχαία Παράδοση κάτοικοι της Ρόδου, οι Τελχίνες,

ήταν υιοί θαλάττης, που σημαίνει ότι σχετίζονταν με το νερό ή είχαν έρθει από τη

θάλασσα, άρα πιθανότατα ήταν ναυτικοί (Ντούμας, Τελχίνες), αλλά ήταν και άριστοι

τεχνίτες (Κουτελάκης, Μεγαλιθικά) και δαιμονοποιημένα όντα σχετιζόμενα με την

κατεργασία του χαλκού (Κουτελάκης, Τήλος, 45). Αυτό αποδεικνύουν τόσο η

σουμεριακή σημασία της ονομασίας της Ρόδου ως urudu, δηλαδή «μετάλλευμα

χαλκού» (Κολλέκα, 98) όσο και τα ταφικά ευρήματα στην Ιαλυσό της φάσης α΄ (LBA

I-II) που δείχνουν την παρουσία μιας φυλετικής ομάδας με προέλευση την Ανατολή

(Girela, 138). Έχει σημασία να τονιστεί ότι η λατρεία των Μεγάλων Θεών της

Σαμοθράκης είχε διπλή υπόσταση, θαλασσινή και χθόνια με δύο βαθμούς μύησης.

Και οι δύο αποσκοπούσαν αφενός στη σωτηρία των ναυτικών και των ανθρώπων που

διέσχιζαν τη θάλασσα, όπως οι Αργοναύτες που γλίτωσαν δύο φορές χάρη στον

Ορφέα ο οποίος ήταν μυημένος στα μυστήρια των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης,

και αφετέρου στην μετάβασή τους δια μέσου του Άδη στα νησιά των Μακάρων

(Κουτελάκης, Προϊστορικά πλοία). Ανάλογη περίπτωση θα μπορούσε να είναι αυτή

της Δονούσας και κάποιων νησίδων κοντά της που μέχρι σήμερα φέρουν την

ονομασία Μάκαρες ή Μακαριές, ως τόποι ταφών ή λατρείας των νεκρών (Ντούμας,

Κυκλαδικός Πολιτισμός, 94 - 95), αν και έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι το όνομά

τους προέρχεται από τουρκική λέξη και σημαίνει μασούρια ή καρούλια εξαιτίας του

σχήματός τους ή της διάταξή τους (Σκανδαλίδης, 189 και εδώ φωτ. 3).

Η παρουσία του νερού ως αποτρεπτικού – διαχωριστικού στοιχείου των

δύο κόσμων, των νεκρών και των ζωντανών, είναι φανερή και από την αντίληψη ότι

για να φθάσει κανείς στον Άδη έπρεπε να διασχίσει προηγουμένως τρεις ποτάμιες

διόδους και να πληρώσει τον βαρκάρη στην Αχερουσία λίμνη. Αλλά η αντίληψη αυτή

προσομοιάζει με την άποψη των αρχαίων Αιγυπτίων ότι η ψυχή ταξιδεύει πάνω στο

νερό με πλεούμενο που είχε ακρόπρωρο ένα βουκράνιο με μακριά κέρατα και

αναπαριστούσε τη νυχτερινή περιδιάβαση της Σελήνης μεταφέροντας τις ψυχές στην

αντίπερα όχθη απ’ όπου ξεκινούσε μια στοά που βυθιζόταν στο πιο βαθύ σκοτάδι (Ο

Ταύρος, 45). Κατά τον Χρ. Μπουλώτη σε κάθε λίμνη, πηγάδι και σπήλαιο τα νερά

επικοινωνούν με τον Κάτω Κόσμο και οδηγούν σ’ αυτόν μέσω συγκεκριμένων πυλών,

όπως το σπήλαιο στο Ταίναρο της αρχαϊκής εποχής (Λαδιά, 119) ή όπως το σπήλαιο

Αλεπότρυπα του Διρού, στο οποίο οι ανασκαφές του Γ. Παπαθανασόπουλου έδειξαν

την κατοίκηση των ανθρώπων της Νεολιθικής περιόδου με ταυτόχρονες ταφές μέσα

σ’ αυτό και πλήθος εισηγμένων αγγείων. Η λατρεία μέσα σ’ αυτό, διαπιστωμένη και

σ’ αυτά της Κρήτης τουλάχιστον από την ΠΜ περίοδο και με ενδείξεις από την

Ύστερη και Τελική Νεολιθική (βλ. P. Faure, 51 – 80 και Tyree, 39 και Soles)

αποδόθηκε από τον ανασκαφέα στην πιθανότητα η θεότητα να αφορούσε τον

Ποσειδώνα. Η λατρεία μέσα σ’ αυτά των νεκρών κατά την άποψη του H.K.Hale

υποδεικνύει ότι οι άνθρωποι είχαν αντιληφθεί τους νεκρούς ως μέρος του απτού

κόσμου. Κι αυτό σημαίνει ότι συχνά τα σπήλαια τα θεωρούσαν σημεία επαφής ή

Page 25: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

25

ένωσης αυτού και του άλλου κόσμου. Έτσι έγιναν σημείο επαφής με τον κόσμο των

πνευμάτων στον οποίο φυσιολογικά δεν υπάρχει πρόσβαση (Tyree, 39).

Αν έτσι συνέβαιναν τα πράγματα, το σπήλαιο στην Κάρο ή Κέρο θα

αποτέλεσε τον χώρο ανάλογης λατρείας που σχετιζόταν τόσο με κάποια χθόνια

θεότητα σαν τον ενοσείχθονα – Αίγιο Ποσειδώνα του ελληνικού πανθέου με την

ιδιότητα του σεισμοποιού και με τον σεβασμό στους προγόνους, όσο και με αυτούς

που λάβαιναν μέρος στις τελετουργίες αυτές επικαλούμενοι --ποιος ξέρει-- ακόμη και

το πνεύμα των νεκρών. Οι απόψεις των ερευνητών διΐστανται και όπως έχει τονιστεί

«δεν γνωρίζουμε τις συνθήκες και τον τόπο κατασκευής των κυκλαδικών ειδωλίων, τα

κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα από τα οποία έχουν περάσει κατά τη διάρκεια

της χρήσης τους, τα άτομα ή τις ομάδες που τα κατείχαν» (Παπαδάτος, 283).

Πιθανολογώ ότι στην περίπτωση των λατρευτών που τσάκιζαν τα μαρμάρινα

ειδώλια στο τέλος των τελετουργιών, αυτοί ήταν Κάρες, λαός που κατοικούσε τα

παράλια της Καρίας και τα νησιά μαζί με Λέλεγες (Ζαφειροπούλου, 229 για την

περίπτωση της Νάξου), πριν οι Μυκηναίοι απλώσουν την κυριαρχία τους στα νησιά,

κάτι που μας παραδίδει ο Θουκυδίδης, όταν κάνοντας λόγο για τους καθαρμούς που

επιβλήθηκαν από τους Αθηναίους στη Δήλο το 427 π.Χ (βλ. Parker, 23 – 29 και

ειδικά 393 σε σχέση με την Άρτεμη και τον Απόλλωνα), γράφει ότι οι περισσότεροι

τάφοι ανήκαν σ’ αυτούς και όχι σε Έλληνες και ήταν διακριτοί από τα κτερίσματα

και τα διαφορετικά όπλα που περιείχαν (Κουτελάκης, Τήνος, 52 - 53), μολονότι

αρχαιολογικώς δεν τεκμηριώνεται (πια) η παρουσία τους κατά την Ζαφειροπούλου

(Ζαφειροπούλου, 622). Αυτό είναι λογική συνέπεια κατά τη γνώμη μου, αφού κατά

τη διάρκεια των καθαρμών στο νησί και των ανακομιδών των ταφών ό,τι χρήσιμο

βρέθηκε μέσα σ’ αυτούς (όπλα ή στολίδια) έγινε κτήμα αυτών που επιστατούσαν ή

είχαν άμεση συμμετοχή σ’ αυτές τις δραστηριότητες.

Στην Ελλάδα της κλασικής εποχής ήδη είχε αποκρυσταλλωθεί η αντίληψη ότι

στον Άδη οι νεκροί βασανίζονταν από τις Ερινύες και τους Κάρες (Κήρες, στην

ιωνική διάλεκτο), τα τερατώδη, δαιμονοποιημένα όντα που εμφανίζονταν κατά την

εορτή των ψυχών μια φορά τον χρόνο, τότε που προσφέρονταν καρποί παντός είδους

και νερό στους τάφους των αγαπημένων νεκρών (την ημέρα των Χύτρων), για να

αποδιωχτούν με τον εξορκισμό των ζώντων στο τέλος της τελετής και με την

έκφραση « θύραζε Κάρες ουκέτ’ Ανθεστήρια», δηλαδή μακριά από μας Κάρες, δεν

υπάρχουν πια Ανθεστήρια (Λαδιά, 119). Ο εξορκισμός αυτός, ανάμνηση ενός

μακρινού παρελθόντος και των δρωμένων που λάμβαναν χώρα προφανώς από αυτούς

[«πνεύματα της μοιραίας καταστροφής, όπως είναι ο θάνατος, που έπρεπε να

εξευμενίζονται με θυσίες», σύμφωνα με τον καθ. Λαμπρινουδάκη. Βλ. Πάπυρος –

Larousse - Britannica 28 (2007) 495 – 6], αποτελεί την καλύτερη ίσως ένδειξη για να

εικάσει κανείς όσα έβλεπαν οι μακρινοί Κυκλαδίτες να τελούνται στον περίγυρό τους

από αυτή τη φυλή, η οποία ήδη στα μυκηναϊκά χρόνια λάβαινε μέρος σε τελετές της

Δήλου προς τιμή της θεάς Άρτεμης, πιθανότατα από εξακτίνωση της λατρείας της

στην χιττιτική Apasas, την Έφεσο στα ελληνικά, μιας υποχθόνιας αρχικά θεότητας

[γι’ αυτό και το πρόσωπό της αποδόθηκε μέλαν σύμφωνα με τον Παυσανία, όπως

συνέβαινε και με εκείνο της Δήμητρας στη Φυγαλία που είδε και περιέγραψε (το

θέμα πραγματεύθηκε ο Grimm, στο έργο Deutsche Mythologie)], αν κρίνουμε από τις

παραδεδομένες παράλληλες ονομασίες της νήσου Δήλου (Κουτελάκης, Τήνος, 52 –

54, σημ. 29, 30 και Ζαφειροπούλου 623, όπου την θεωρεί θεότητα προελληνική που

ταυτίζεται με την Μητέρα Γη και την Ευγονία).

Επρόκειτο ίσως περί μιας θεάς «πότνιας θηρών» μέσα στις τόσες άλλες

«πότνιες» που μαρτυρούνται στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ [Πάπυρος –Larousse-

Britannica 43 (2007) 470], «της οποίας η λατρεία ξεκίνησε πολύ πιο νωρίς στο Αιγαίο

Page 26: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

26

και στη Μεσόγειο απ’ όσο εμείς νομίζουμε», όπως εμφαντικά σημειώνει η Κατερίνα

Κόπακα (Kopaka, 26 και Pl. Vh, Via, Vib-c), και η οποία μεταλλάχθηκε μέσα στους

αιώνες και σε αρσενική θεότητα ή της οποίας το αρσενικό δίδυμο αντιστοιχούσε σε

έναν επίσης «πότνιο» [λατρεία άρρενος θεού αντίστοιχο του αναστημένου Όσιρι της

Αιγύπτου σημειώνει και ο Χρ. Ντούμας, στο Πάπυρος –Larousse- Britannica,

2(2007) 343 ] είτε τον ομόρριζης λέξης σαν τον Ποτιδάνα (Ποσειδώνα) είτε σε

κάποιον άλλο θεό, επίσης ανατολικής προέλευσης, σαν τον Απόλλωνα (Κουτελάκης,

Τήνος, 53 – 54 και Κουτελάκης, Προϊστορικά πλοία, και Πανταζής 2006, 362 σημ.

44) τον οποίο αρχικά λάτρευαν ίσως ως «πότνιο αιγών» (Hiller, 293). Η ύπαρξη στην

εγγύς Ανατολή μιας «θεάς των αιγών» το χρονικώς παράλληλο της οποίας υφίστατο

στην Κρήτη (Barclay, 381 και Ντούμας, στο Πάπυρος- Larousse- Britannica, 343 ),

δείχνει ίσως ότι αυτή η λατρεία προέρχεται από την Μεσοποταμία, καθώς το

Μεσοποταμιακό κείμενο που χρονολογείται στο 2100 π.Χ κάνει λόγο για κυνήγι,

σύλληψη του ζώου και προσφορά γάλακτος στο ναό της Eminu (Hiller, 297, 299. Pl.

XCI 1-2, XCV 37) με ιεροτελεστικές πράξεις προς την Άρτεμη.

Μετακίνηση Ανατολιτών στα νησιά υποστήριξε με αφορμή την κεραμική

Καστριού και ο Barber (στον Renfrew, 33), αλλά και ο Χρ. Ντούμας στο πρόσφατο

άρθρο του για τον πολιτισμό του Αιγαίου [Πάπυρος- Larousse- Britannica, τ. 2

(2007), 340]. Οι πράξεις αυτές επιβίωναν μέχρι και στα ρωμαϊκά χρόνια στην Πάτρα,

την Κρήτη, την Κύπρο, την Τήνο και τον κοντινό της περίγυρο (απεικονίζεται στον

ανάγλυφο πίθο του τέλους του 7ου

αιώνα), αλλά και σε δύο νησιά στην εκβολή του

Ευφράτη, σύμφωνα με τις μαρτυρίες Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων (Hiller, 299.

Pl. XCV, 37).

Οι πρακτικές αυτές προς την ή τις θεότητες που προαναφέρθηκαν, ενσωματώθηκαν

αργότερα (ίσως από τον 10ο αιώνα π.Χ) και τυποποιήθηκαν με τη λατρεία της

(Εφεσίας) Άρτεμης και του δίδυμου αδελφού της Απόλλωνα στη Δήλο [ο μύθος κάνει

λόγο για λατρεία μόνο της Άρτεμης και στη συνέχεια και του Απόλλωνα, γεγονός που

επιβεβαιώνεται ανασκαφικά (Ζαφειροπούλου, 629) και καταδεικνύει την αρχέγονη

καταγωγή και λατρεία αρχικά της πρώτης] προς τιμή του οποίου έκαιγαν κέρατα

αιγών σχηματίζοντας βωμό (Ζαφειροπούλου, 629 και 633 τον οποίο εντόπισε νότια

του νεότερου ναού της Άρτεμης).

Το φαινόμενο έχει την εξήγησή του, αφού οι βωμοί από κέρατα στη Δρέρο, στη Δήλο

και στην Έφεσο άμεσα μπορούν να συσχετιστούν με τον ή την «πότνια αιγών» μιας

και η αίγα ήταν πάντοτε το πιο καλοδεχούμενο προς θυσία ζώο της 1ης

χιλιετίας π.Χ

(Hiller, 294, 299 και Naiden). Ήταν όμως μόνο έτσι ή μήπως πίσω από την πρακτική

αυτή λανθάνουν παλιές δοξασίες της 3ης

και 4ης

χιλιετίας (βλ. και Renfrew 2005, 14 –

16) που ξεχάστηκαν με τους αιώνες καθώς επήλθε συγχρωτισμός θρησκευτικών

δοξασιών, ώσμωση τελετουργιών, ανάμειξη των φύλων που κατοικούσαν τα νησιά

και μετακινήσεις συμπαγών ομάδων ανθρώπων για ποικίλους λόγους ;

Επομένως η ονοματοθεσία νησίδων μπορεί να καταδείξει τις πρακτικές των

ανθρώπων που πίστευαν λίγο – πολύ την ίδια άποψη για την ταφή των νεκρών σε

μέρη που τα χώριζε από αυτούς το νερό, αφού με τις αντιλήψεις που επιβίωσαν,

λέγεται στην Κύθνο για το κοντινό νησάκι Δασκαλιό ότι «ο νεκρός δε μπορεί να

περάσει τη θάλασσα και να έρθει» ( Δημητροκάλλης, 41, 50 - 58). Έτσι το νησάκι

Νεκροθήκη απέναντι από την Ψέριμο και κάποιο άλλο ανάμεσα στην Κάλυμνο και

Λέρο με την ονομασία Νεκρό (Σκανδαλίδης, Ψέριμος, 5 και Σκανδαλίδης, 248)

νομίζω ότι αποδίδει θεωρητικά τουλάχιστον (αφού ανασκαφές δεν έχουν γίνει) μια

πραγματικότητα που πρέπει να συσχετιστεί τόσο με την παρουσία των Καρών στην

Κάλυμνο, και μάλιστα μαρτυρημένη και επιγραφικά (Segre, 217, no 245a,b. Επίσης

Page 27: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

27

Αλαχούζος. Κουκούλης, 29), όσο και με την μαρτυρία του Ομήρου για την ύπαρξη

των Ταφίων (α 257 κ.ε.), κατοίκων προφανώς μιας νήσου με το όνομα Τάφος, που θα

μπορούσε να βρίσκεται στο Ιόνιο, κατά τη μυθολογία σε ένα από τα νησιά των

Εχίνων όπου κατοίκησε σύμφωνα με την αιτιολογική ερμηνεία του μύθου ο Τάφος, ο

γιος του Ποσειδώνα και της Ιπποθόης (Κακριδής Δ΄, 16). Kατ’ άλλους ταυτίζεται με

το σημερινό Μεγανήσι της Λευκάδας (Κακριδής, Ε΄, 37, 260), μολονότι οι νεώτερες

έρευνες αποκλείουν μια τέτοια ταύτιση (Πανταζής, Ζάκυνθος, 78), αλλά όχι

απαραιτήτως μόνο εκεί, καθώς η διαπλοκή του μύθου οδηγεί στην αρπαγή εκ μέρους

των Ταφίων μιας νεαρής από την Σιδώνα της Φοινίκης (για τις αρπαγές των γυναικών

από τη Μ. Ασία και ειδικά από την περιοχή της Λυδίας και της Κνίδου, όπου

σύμφωνα με τον Ηρόδοτο κατοικούσε η «Ασιάς φυλή» και την χρησιμοποίησή τους

ως υφάντρες λινών υφασμάτων βλ. Michailidou, Voutsa, 26 – 27), η οποία μεγάλωσε

τον μετέπειτα χοιροβοσκό Εύμαιο, γιο κάποτε του βασιλιά της «νήσου Συρίας» (ξ 5

κ.ε, ο 361 κ.ε, 403 κ.ε) που τον είχαν αρπάξει οι Φοίνικες, οι οποίοι επιτέθηκαν στη

νήσο Συρία (Κακριδής, Ε΄ 268 – 269. Για τις μεταλλάξεις που υπέστη η ονομασία του

νησιού της σημερινής Σύρας βλ. πιο κάτω το Κεφ. ΧΙ, 1).

Ο Colin Renfrew θεωρεί ότι η Κάρος ή Κέρος αποτελούσε στα προϊστορικά χρόνια

ένα μοναδικό πρώϊμο παγκυκλαδικό Ιερό (Archaeological Reports for 2006 – 2007,

88), ανάλογης θα έλεγα, φήμης με αυτό της Δήλου των ιστορικών χρόνων, όπου στο

πλαίσιο των θρησκευτικών τελετουργιών γινόταν σκόπιμα κατακερματισμός των

ειδωλίων που κατασκευάζονταν ίσως και από μάρμαρο της ίδιας της Κέρου, και

εναπόθεσή τους εκεί. Ο ίδιος, όπως και ο Χρ. Ντούμας αλλά και η Σωτηρακοπούλου

(32 κ.ε), πιστεύουν ότι η Κέρος δεν μπορεί να ήταν νεκροταφείο, γιατί το μέγεθός του

και ο αριθμός του πληθυσμού που θα μπορούσε αυτή η άγονη νησίδα να διαθρέψει

δεν συμβαδίζουν σε μια τέτοια άποψη [ Το άλλο Βήμα, 42 – 43, ένθετο εφ. «Το

Βήμα» (29 Ιαν. 2006)]. Η θέση μου είναι ότι την τελική απάντηση θα την δώσουν οι

ανασκαφές που προγραμματίζονται για τα επόμενα τρία χρόνια και ήδη ξεκίνησαν

στο παρθένο έδαφος της νησίδας, το αδιατάρακτο από τους αρχαιοκάπηλους.

Μπορούμε ωστόσο να υποθέσουμε ότι στα προϊστορικά χρόνια η νησίδα αποτελούσε

έναν περιφερειακό υπαίθριο ιερό τόπο για τους ναυτικούς και τους ενδιαφερόμενους

που έρχονταν εδώ, προκειμένου να λάβουν μέρος σε κάποια τελετή, όπως συνέβαινε

στα αρχαϊκά χρόνια με το πανελλήνιας εμβέλειας Ιερό του Απόλλωνα και της

Άρτεμης στην Πρεπέσινθο (Δεσποτικό Πάρου – Αντιπάρου) το οποίο σύμφωνα με

τον ανασκαφέα Γιάνο Κουράγιο ήταν ένα από τα 22 τέτοια περιφερειακά Ιερά που

πλαισιώνονταν με τοπικές εορτές προς τιμή του Δήλιου Απόλλωνα, για όσους δεν

λάμβαναν για ποικίλους λόγους μέρος στις εορτές επί της Δήλου (Κουράγιος, 84 –

85). Ασφαλώς δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και την άποψη ότι η Κέρος έχει όλα

εκείνα τα χαρακτηριστικά που περιγράφονται στον Ύμνον εις Απόλλωνα, προφανώς

κατά την γνώμη μου στον Απόλλωνα Κερεάτη. Το ερώτημα που τίθεται είναι μήπως

αυτό το επίθετο υποδηλώνει την πιθανή του προέλευση από την Κέρο; Ή μήπως

ονομάστηκε έτσι εκ των υστέρων, όταν η λατρεία του από τα αρχαϊκά χρόνια

μεταφέρθηκε πιθανότατα από τους Ναξίους στην Δήλο, νησί ομώνυμο άλλου

νησιδίου που βρισκόταν μπροστά στο λιμάνι του Πάνερμου της Νάξου (φωτ. 3), το

οποίο στα κλασσικά χρόνια καταποντίστηκε, σύμφωνα με μια εκδοχή (Ελευθερίου,

9678 – 9680); Κι έτσι αφού αμβλύνθηκε και λησμονήθηκε η αφετηρία της ονομασίας

του (τη σημασία της Κέρου στη διαδρομή προς τον Πάνερμο της Νάξου τονίζει

ακόμη και ο πολύ μεταγενέστερος «Σταδιασμός της μεγάλης Θαλάσσης» με τη

φράση «εκ της Κερείας…. εις τον Ναξίων Πάνορμον»), έκαιγαν στο βωμό του κέρατα

των αιγών, όπως είναι η επικρατούσα άποψη μεταξύ των αρχαιολόγων στηριγμένη

Page 28: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

28

στις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων και στα ανασκαφικά ευρήματα,

προκειμένου να δικαιολογηθεί η ονομασία. Η σύνδεση όμως των κεράτων με τον

Κερεάτη ίσως να υπήρξε το αποτέλεσμα μίας ύστερης παρετυμολόγησης σαν κι’

αυτήν που από την ευχή «καλορίζικοι» προήλθε το έθιμο της ρίψης του ρυζιού στον

γάμο.

Παρόλα αυτά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη της «πότνιας» ή του

«πότνιου αιγών», η λατρεία της οποίας /του οποίου χρονολογείται μαρτυρημένα στο

τέλος της 3ης

χιλιετίας τόσο στην εγγύς Ανατολή όσο και στην Κρήτη με προέλευση

Μεσοποταμιακή. Άλλωστε και ο ανασκαφέας της Πρεπέσινθου μετά τη μελέτη των

ευρημάτων επιλέγει «Ο γυναικείος χαρακτήρας πολυάριθμων αναθημάτων και η

παρουσία πολυάριθμων Δήλια στις Κυκλάδες αποτελούν ένδειξη και για τη λατρεία της

Αρτέμιδος» (Kourayos, Burns, 531. Επίσης Κουράγιος 2004, 52 και εικ. 53). Ήδη το

τοπωνύμιο-πόλη Attarimma που καταχωρείται στα κείμενα των Χιττιτών του 14ου

αι. π.Χ στην περιοχή της Λυκίας είναι ταυτισμένο με την λατρεία, κατά τον O.

Carruba, του Απόλλωνα Λυκίου συμπεραίνοντάς το από τις πληροφορίες των αρχαίων

συγγραφέων Ηρόδοτο, Στράβωνα, Παυσανία, Ευστάθιο, οι οποίοι λέγουν ότι οι

Λύκιοι ονόμαζαν τον εαυτό τους Τερμίλες προερχόμενοι από την Κρήτη. Ο Βαγγέλης

Πανταζής προεκτείνοντας το σκεπτικό υπενθυμίζει την ονομασία Ατταρίμμα (το

μεταγενέστερο Αρτεμίσιο της Λυκίας) και θεωρεί ότι οι Τερμίλες είναι οι κάτοικοί

της, αφού από αυτήν προέκυψε το Ατταριμμίλες > Αρτεμίλες > Τερμίλες, δηλαδή

ταυτίζονται με την τοπική λατρεία προς τιμήν της Άρτεμης και όχι του Απόλλωνα

(Πανταζής 2006, 362). Αν όμως η αρχαία Παράδοση κάνει λόγο για την λατρεία του

Απόλλωνα με προέλευση την Κρήτη, τότε επιβεβαιώνεται ακόμη μια φορά η λατρεία

του ζεύγους αυτών των θεοτήτων.

Αυτό το γεγονός με βάζει στην σκέψη να αναμοχλεύσω τον μύθο του Αιγέα, πατέρα

του Θησέα, που έπεσε στο πέλαγος όταν είδε το πλοίο του γιου του να επιστρέφει από

την Κρήτη με μαύρα πανιά, και έκτοτε το πέλαγος να ονομάζεται Αιγαίο. Τα λεξικά

βεβαίως συσχετίζουν πάλι την ονομασία άμεσα ή έμμεσα είτε με τις αίγες, επειδή

δήθεν τα κύματα πηδούν σαν εκείνες ή γιατί η λέξη σημαίνει από μόνη της κύμα (και

ο Χρ. Ντούμας σημείωσε σε σχετικό άρθρο του ότι «ίσως δεν είναι αυθαίρετη η

ετυμολόγηση του Αιγαίου από το «αίγες», όρον που χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι

Έλληνες για τα κύματα». Βλ. Ντούμας, Ναυσιπλοΐα, 26). Άλλοτε πάλι συσχετίζεται με

τον Αιγέω, γιο του Ουρανού και της Γης ή γιο του Ποσειδώνα σεισμοποιού και

κυρίαρχου των κυμάτων και των καταιγίδων [η ρίζα αιγ- σχετίζεται ασφαλώς με το

υγρό στοιχείο. Βλ. και Πάπυρος-Larousse-Britannica, τ. 2 (2007), 352], ενώ οι

σχολιαστές στα Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ρόδιου αναφέρουν (Α΄831) «εκλήθη

από νήσου Αιγών καλουμένης» (Πανταζίδης, Σταματάκος, Ελευθερουδάκης).

Είναι όμως έτσι ή μήπως ο μύθος αποτελεί τον μανδύα τόσο μιας δοξασίας

σχετιζόμενης με την προαναφερθείσα λατρεία και τις τελετουργίες που λάβαιναν

χώρα σε κάποια νησιά των Κυκλάδων και επί της Κρήτης όσο και με την κατάρρευσή

της (διάβαζε αυτοκτονία του Αιγέα) την περίοδο που ο Θησέας με την Αριάδνη

φεύγουν από την Κρήτη και φθάνουν στη Νάξο ; Ποιος ο ρόλος των τελετουργιών

στο θεωρούμενο «παγκυκλαδικό προϊστορικό Ιερό της Κέρου» στη διαμόρφωση της

αντίληψης ότι το Αιγαίο ίσως να μπορεί να συσχετιστεί με την ή τον «πότνιο αιγών»

που υποκρύπτεται ή με το πλήθος των αιγών (capra ibex, capra aegagrus) που

αποτελούσαν πάντοτε και μέχρι σήμερα τον κατεξοχήν πληθυσμό των ζώων που

λυμαίνονται τα νησιά ; Γιατί εκτός από το μάρμαρο που διαθέτει η Κέρος, το οποίο

εντοπίστηκε το 1990, κι αυτό όχι σε άφθονη ποσότητα, και το οποίο μπορούσαν να

συλλέξουν οι τεχνίτες των κυκλαδικών ειδωλίων χωρίς κόπο και κινδύνους και από

τη Νάξο, την Πάρο (Σωτηρακοπούλου, 332 κ.ε), την Τήνο, την Κρήτη και από αλλού,

Page 29: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

29

τι άλλο θα μπορούσε να διαθέτει για να την επισκέπτονται οι προϊστορικοί

Κυκλαδίτες και να τελούν τελετές; Κατά τη γνώμη μου το κίνητρό τους ήταν οι

«αίγες» και το κυνήγι τους (αδιακρίτως αν ήταν και ελάφια, αφού τα Μεσοποταμιακά

κείμενα δεν κάνουν διάκριση του είδους) ως επιθυμητά για εξημέρωση (αλλά και για

θυσίες ζώα) από την αρχή της 9ης

χιλιετηρίδας π.Χ, όπως έδειξε το οστέϊνο υλικό από

τις ανασκαφείσες Μεσολιθικές τοποθεσίες του Αιγαίου-Κύπρου (Σάμψων, 59-60, 105

και Κουντούρη, 674-675, 681 και Τελεβάντου, Άνδρος, 76-77), τα οποία πάντως πάλι

συνδέθηκαν μέσω των ελληνικών μύθων με την θεά Άρτεμη και το ιερό της ζώο, το

ελάφι. Η συσχέτιση της αιγίδας του Δία και της Αθηνάς ως όπλου που προκαλεί

θύελλες, τρικυμίες και καταιγίδες [Πάπυρος-Larousse-Britannica, τ. 2 (2007), 358],

ενώ προέρχεται από δέρμα αίγας δείχνει από μόνη της ότι δεν ήταν ξεκάθαρο για τους

αρχαίους Έλληνες τι ακριβώς ήταν. Επρόκειτο μάλλον για συμφυρμό πολλών

ιδιοτήτων που έχουν τη ρίζα τους προφανώς σε δύο πραγματιστικά στοιχεία, δηλαδή

στο κύμα της θάλασσας και στις αίγες των νησιών, στα πλαίσια ενός κόσμου που ζει

στον χώρο αυτό, παρατηρεί, επιχειρεί και ονοματοδοτεί πράγματα και ενέργειες.

Αν τα κύρια ονόματα των εκατοντάδων νησιών του Αιγαίου υποδεικνύουν ένα

ισχυρό δίκτυο ελλιμενισμού και εμπορικών επαφών που πιστοποιείται ανασκαφικά

τουλάχιστον από το 6800 π.Χ κ. ε., τα ίδια αυτά ονόματα παραπέμπουν σε μια

παγιωμένη ονοματοδοτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από τους τολμηρούς

εκείνους πρωτοπόρους αειναύτες, τέτοια ώστε είναι εκπληκτική η διαπίστωση ότι

κανένα νησί δεν ταυτίζεται ονοματικά με κάποιο άλλο ! Κι αν αυτό συμβαίνει για τα

νησιά, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η θάλασσα που τα οριοθετεί ασφαλώς δεν μπορεί

να έλαβε την ονομασία «Αιγαίο» από τον πατέρα του Θησέα, όπως θέλει ο σχετικός

αρχαίος αθηναϊκός μύθος, αλλά ίσως αποδίδει στην ελληνική γλώσσα κάποια

ιδιότητα προφανώς σχετιζομένη με τα κύματα (βλ. Βαγιακάκος 2007, 47-51 όπου

συνοψίζει όλες τις εκδοχές της ετυμολόγησής του από την αρχαιότητα). Πρόσφατα ο

ιστορικός Βαγγ. Πανταζής σε άρθρο του συμπεραίνει ότι η λέξη σχετίζεται με το

ακκαδικό ρήμα aggu και το επίθετο “aggis” το οποίο έφερε η ανατολικής προέλευσης

θεά Istar (στα ελληνικά, Αστάρτη, Άρτεμις), επίθετο που την χαρακτήριζε

«οργισμένη». Η ιδιότητά της αυτή μαζί με εκείνη της «θεάς των φιδιών» που

λειτουργούσε ως εκφοβιστικό όπλο κατά των ανθρωπίνων κοινωνιών, πέρασε, μέσω

της μινωϊκής λατρείας, στην θεά Αθηνά και στον Δία. Έκτοτε και οι δύο φέρονται

στην ελληνική λατρεία ως «αιγίοχοι». Ο δρόμος της μεταφοράς των λέξεων και των

μοτίβων αυτών από την Ανατολή στον ελλαδικό νησιωτικό κόσμο ήταν αυτός της

παράκτιας «οργισμένης θάλασσας» (Πανταζής, Αιγαίο, 59-60). Αυτό ήταν το Αιγαίο:

Κύματα οργισμένα, θάλασσα ανήσυχη, αφρισμένη ακόμα και κατακαλόκαιρο, τόσο

που οι σημερινοί γείτονές μας εύλογα από τον 14ο αιώνα μ.Χ. την αποκαλούν «άσπρη

θάλασσα»…(Κουτελάκης, Προϊστορικά της νήσου Τήνου, Αθήνα 2013, Κεφ. Ι).

Σε ότι αφορά τον κατακερματισμό των κυκλαδικών ειδωλίων τα οποία μετά

την προφανή τελετουργία τοποθετούσαν εκεί, νομίζω ότι η δοξασία που αναγόταν

στον αρχικό μύθο με τα παιδιά της Αλίας συν τω χρόνω απομακρύνθηκε από την

αφετηρία της και σταδιακά μεταλλάχθηκε και ενσωματώθηκε σ’ αυτήν που δεν

απέχει πολύ από την αντίληψη ότι με αυτόν τον τρόπο τσάκιζαν το ομοίωμα του

νεκρού συγγενή τους, όπως κατ’ αντιστοιχία στα μεταγενέστερα χρόνια τσάκιζαν ή

λύγιζαν το ξίφος του πολεμιστή για να μη ξαναχρησιμοποιηθεί και το τοποθετούσαν

στον ώμο της τεφροδόχου κάλπης κατ’ αναλογία με το εύρημα από το Κουφονήσι της

περιόδου που εξετάζω (Renfrew στο Fitton, 34). Ο συμβολισμός είναι προφανής. Η

παρουσία και η ψυχή του νεκρού (για την απεικόνισή της ως πεταλούδας – ψυχής και

για την έκφραση «επί ξυρού ακμής» που την αναφέρει και ο Όμηρος στο Κ 173, βλ.

Page 30: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

30

Δημητροκάλλης, 124 – 127) έπρεπε να μείνει μακριά από τους ζωντανούς κι αυτό

γινόταν σε μια πιθανή ομαδική τελετή μπροστά στο μεγάλο ή στα μεγάλα ειδώλια

(γιατί όχι ξόανα αρχικά) μιας θεότητας σαν αυτό του Εθνικού Αρχαιολογικού

Μουσείου Αθήνας, ύψους 1,52μ. ή ζεύγους θεοτήτων, όπως συνέβαινε με τη λατρεία

τους στο ακρωτήριο Λευκάτα και στο νησάκι Βάρδα-Κόστα της Λευκάδας ή σαν αυτά

που αναφέρονται από τον Παυσανία (3.25, 3) στα όρια της Λακωνίας προς τιμή της

Άρτεμης Αστρατείας (αναγραμματισμός της Αστάρτης, δηλαδή της Σελήνης κι όχι

της θρυλούμενης τότε Παράδοσης ότι εκεί σταμάτησαν την προέλασή τους, δηλαδή

την εκστρατεία τους οι Αμαζόνες, που σημειωτέον η ονομασία τους προέρχεται από

την ασιατική λέξη μάζα η οποία σημαίνει Σελήνη. Βλ. Μήνη, 31 και Tyrrell) και του

Απόλλωνα Αμαζονίου με την διευκρίνιση ότι «αυτά είναι ξόανα τα οποία λένε ότι

αφιέρωσαν γυναίκες από τον Θερμόδοντα ποταμό» που ως Αμαζόνες – ιέρειες και

οπαδοί της (Μήνη, 31 – 33) κατοικούσαν παρά τις όχθες της λίμνης Μαιώτιδας και

στις εκβολές του ποταμού Τάναϊ της Σκυθίας (Ηρόδοτος, Δ΄, 110 – 115).

Προφανώς στα δρώμενα της Κέρου, εκείνη ή αυτό το ζεύγος των πότνιων

παρακαλούσαν οι άνθρωποι να τους συνδράμει προς την κατεύθυνση αυτή, δηλαδή

καταστρέφοντας την αρτιμέλεια των ειδωλίων κατέστρεφαν για πάντα και τη

δυνατότητα της μεταθανάτιας δραστηριοποίησής τους.

Η παρουσία της Αστάρτης (Σελήνης-Αρτέμιδας) στο Ιόνιο πιστοποιείται με τα

πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα του σπηλαίου στον Πόρο της Κεφαλλονιάς, ενώ

στα Καρικά νησιά του Αιγαίου, Πάτμο, Λέρο, Κάλυμνο, Ρόδο είναι επίσης

διαπιστωμένη, όπου μαζί με τη λατρεία της Αρτέμιδος Ιοκαλλίδος (Vernant, κεφ.

Άρτεμις) υφίσταται και εκείνη της Αρτέμιδος ή του Απόλλωνα Αμαζονίου. Η

μαρτυρία του Σταδιασμού της Μεγάλης θαλάσσης (έργο ανώνυμου του 2ου

– 3ου

αιώνα

μ.Χ.) σε ό,τι αφορά την Λέρο και Πάτμο επιβεβαιώνει τα ανασκαφικά και επιγραφικά

ευρήματα : «από Λέρου επί το Παρθένιον (λιμάνι με ναό της παρθένου Αρτέμιδος)

σταδίους ξ΄. από του Παρθενίου της Λέρου επί το της Πάτμου Αμαζόνιον, σταδίους

σ΄…» (Δρελιώση, Μιχαηλίδου, 9 και 10).

Το μέγεθος των ειδωλίων που ως σήμερα είναι γνωστά νομίζω ότι υποδηλώνει

όχι μόνο την οικονομική δυνατότητα του αγοραστή, αλλά και την παραγωγική

διαδικασία ενός συνεργείου τεχνιτών, το οποίο φαίνεται ότι ολοχρονίς ετοίμαζε τα

έργα προς πώληση και για κάθε βαλάντιο. Αν η κατεργασία γινόταν επί τόπου, στο

νησάκι Δασκαλιό (που κατά τον Ντούμα και τον C. Renfrew ήταν κάποτε στην

αρχαιότητα ενωμένο με την Κέρο) από το μαρμαροφόρο πέτρωμα ενδεχομένως και

της Κέρου, αυτό θα το αποδείξουν τα ευρήματα των μελλοντικών ανασκαφών στις

οποίες θα αναμένει κανείς να βρεθεί σωρός από απολεπίσματα της κατεργασίας του

μαρμάρου. Εκτός κι αν έπαιρναν από την Κέρο τα τυχόν διάσπαρτα τεμάχια του

μαρμάρου που τους χρειάζονταν [λατομεία της περιόδου αυτής δεν βρέθηκαν ούτε

στη Νάξο, όπως έδειξε η έρευνα που πραγματοποιήθηκε (Σωτηρακοπούλου, 332 κ.ε)]

και τα τεχνουργούσαν στον τόπο κατοίκησής τους, οπότε η μεταφορά των ειδωλίων

γινόταν την συγκεκριμένη ημέρα της μετάβασης στην Κέρο για τις τελετές. Αν πάλι

μερικά ειδώλια προέρχονται από τη ΒΑ. ή την ΝΑ. Νάξο, όπως έδειξαν οι αναλύσεις

των μαρμάρων (Σωτηρακοπούλου, 32 - 44), ή από την Πάρο και την Αμοργό, αυτό

αποδεικνύει και τη διαδρομή όσων συμμετείχαν στις τελετές της Κέρου, αλλά και την

διασπορά των τεχνιτών.

Η γνώμη μου είναι ότι αυτά καθ’ εαυτά τα ειδώλια της Κέρου πρέπει να ιδωθούν

μέσα στα πλαίσια της τελετουργίας και της αφιερωματικής πρακτικής της εποχής

τους, γεγονός που έχει επισημανθεί από παλιά (Παπαδάτος, 281 - 282 με

βιβλιογραφικές παραπομπές) ως ένα είδος ex voto μιας χρήσεως, το οποίο αφού

επιτελούσε τον σκοπό για τον οποίο είχε αγοραστεί, θραυόταν και παρέμενε ένα

Page 31: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

31

τμήμα του στον «ειδικό αποθέτη» κοντά στο σπήλαιο (Σωτηρακοπούλου, 35 – 37) ως

αποτροπαϊκό στοιχείο κατά των χθονίων δυνάμεων ή ως προφυλακτικό μέτρο για

τους ζωντανούς και τους οικείους όσων είχαν συμμετάσχει στην τελετή (βλ.

Μπίρταχα, 273 και σημ. 69 με τις απόψεις όλων όσοι ασχολήθηκαν μ’ αυτά, και

Bach, 33 – 34, 124 – 126 και Παπαδάτος 282 – 288 με νέες ελκυστικές προτάσεις σε

ότι αφορά το βάψιμό τους και την απουσία ή μη στόματος).

Η πρώτη ανακοίνωση που δημοσιοποιήθηκε δια των εφημερίδων στις 2 και 3

Ιανουαρίου 2007 από τις ανασκαφές που διεξήχθησαν στο μεταξύ, επιβεβαιώνει τη

θέση μου, αφού κάνει λόγο για «απουσία μικρών θραυσμάτων από τα σπασμένα

ειδώλια και αγγεία», γεγονός που «αφήνει περιθώρια για σκέψεις ότι μπορεί να

έφθαναν επίτηδες σπασμένα για να κατατεθούν στην Κέρο» (εφ. Το Βήμα και

htpp://www.in.gr/news/article).Το παράδειγμα μιας τέτοιας τελετουργίας ενισχύεται

από ανάλογη πρακτική των κατοίκων ενός ΠΕ ΙΙ οικισμού στο λόφο του Κυνόρτιου

όρους στην Επίδαυρο (Rocchi, 430), τον οποίο αφού οι πρώτοι του κάτοικοι τον

εγκατέλειψαν, επανήλθαν στην ΠΕ ΙΙΙ περίοδο για να δημιουργήσουν έναν αποθέτη 4

Χ 0,80μ. βάθος, στον οποίο απέρριψαν τα κατάλοιπα μιας τελετουργίας στην οποία

περιλαμβάνονταν καύσεις, τριπτήρες, οστά ζώων μεταξύ των οποίων και ελαφιού,

καθώς και τελετουργικά αγγεία. Η ανασκαφέας επισημαίνει ότι οι τελετές που

ανάγονται στην 3η χιλιετία π.Χ. δεν σχετίζονται με κάποιο παλαιότερο Ιερό, αφού δεν

εντοπίστηκε, παρά το γεγονός ότι η ανασκαφική έρευνα ολοκληρώθηκε, αλλά

σχετίζονται με τον τόπο και το φυσικό περιβάλλον ή με τον εγκαταλειμμένο οικισμό

και τους προγόνους και με αυτό που αποκαλούμε «ο δικός τους κόσμος». Τόνισε

μάλιστα ότι στη ΜΕ περίοδο δεν πρέπει να αναζητούμε Ιερά, αλλά να ερευνούμε για

τελετουργίες και λατρείες μη θρησκευτικές, εξετάζοντας τα ευρήματα του αποθέτη,

καθώς αγνοούμε το ιδεολογικό υπόβαθρο των ανθρώπων εκείνων (Θεοδώρου, 33).

Ποια όμως ήταν αυτή η τελετή που περιλάμβανε περιοδικώς τη θραύση αυτών

των ειδωλίων στον αποθέτη της Κέρου κι όχι ίσως μέσα σε τάφους, μερικά από τα

οποία διασώζουν ακόμη και χρώμα (Μπίρταχα, 269 – 273 και Bach, 33 – 34, 124 –

126 ) ; Kαι γιατί ήταν ειδώλια που αναπαριστούν κυρίως γυναίκες σε διάφορες

ιδιότητες ;(υποθέσεις για όλες αυτές τις περιπτώσεις βλ. στους J. Daves, Renfrew στο

Fitton, 19, 25, 28, 34, καθώς και στον Vianello).

Μήπως τελικά τα σπασμένα του αποθέτη της Κέρου υποδηλώνουν τελετές

που απηχούσαν κάποιες ανθρωποθυσίες ; Η άποψη ότι τα ειδώλια που συνόδευαν το

νεκρό ίσως ήταν υποκατάστατα ανθρωποθυσιών έχει κατατεθεί ως ιδέα, χωρίς όμως

τα απαραίτητα επιχειρήματα, ήδη από τα μέσα του 20ου

αιώνα (Nilsson, 293 – 294,

και εδώ πιο κάτω), αλλά έχει αρχικά απορριφθεί από τον Χρήστο Ντούμα σε

συζήτηση που είχαμε επ’ αυτού ως φληναφήματα θρησκειολόγου με το επιχείρημα

ότι δεν υφίστανται καν ενδείξεις για ανθρωποθυσίες στο Αιγαίο (βλ. Doumas, και

Renfrew, 95 και Σωτηρακοπούλου, 73), παρά το γεγονός ότι αυτές και υπονοούνται

ίσως στον μύθο με τους επτά νέους και νέες των Αθηναίων που στέλνονταν στον

Μινώταυρο (Nilsson II, 176 – 177 και Δρακωνάκη, 202, σημ. 6 και Ο Ταύρος, 86),

και μαρτυρούνται στις ιστορικές και φιλολογικές πηγές (Ευριπίδη, Ιφιγένεια εν

Ταύροις. Stragan, 131 – 140 και Θεόφραστος στον Πορφύριο, Περί αποχής εμψύχων

2, 27 καθώς και Ηρόδοτος 7, 197, Πλάτων, Μίνως 315 b-c ) ως συνεχιζόμενες στην

Αλίφειρα και στο Λύκαιο της Αρκαδίας (Παυσανίας, Αρκαδικά 38, 7), στην Ολυμπία,

στην Πάτρα όπου θυσιαζόταν ζεύγος νέων για την άνομη πράξη του Μελάνιππου και

της Κομαιθούς (Αιλιανός Nat. XXI,8), στη Λευκάδα επί του ακρωτηρίου Λευκάτα

(Dörpfeld - Φραγκούλης, 280 και Λευκάδα, 105), ίσως στον Ατταβύριο Δία της

Ρόδου και αλλού μέχρι τα χρόνια του Πλούταρχου (Κοσεγιάν). Ο Nilsson

συγκεκριμένα έγραψε (293 – 294) ότι «αυτά (τα ειδώλια που βρέθηκαν σε τάφους)

Page 32: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

32

ήταν δώρο προς τον νεκρό με προορισμό να εξυπηρετούν το νεκρό στον άλλο Κόσμο.

Αυτό το έθιμο συναντάται σε πολλές χώρες. Αναφέρομαι μόνο στην Αίγυπτο. Σε μερικές

περιπτώσεις τα ειδώλια ίσως υποκαθιστούσαν την ανθρωποθυσία (σελ. 294), αλλά το

έθιμο μπορεί να έχει υπάρξει ανεξάρτητα από ανθρωποθυσίες ως ένα μέσο που να

εξυπηρετεί όλες τις ανάγκες του νεκρού συμπεριλαμβανομένων των υπηρετών, των

εταίρων και των μουσικών, βασισμένο στην αρχή ότι η εικόνα αντικαθιστά την

υπηρεσία καθ’ αυτήν».

Η γνώμη μου είναι ότι τέτοιου είδους τελετές που αντιστοιχούν σε πράξεις

πρωτόγονων κοινωνιών υπήρχαν στο νησιωτικό και παράλιο χώρο, τελούμενες ίσως

από ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού, όχι απαραιτήτως ελληνικού με την έννοια της

εθνότητας που προσδιορίστηκε με κοινά χαρακτηριστικά από τον 7ο - 6

ο αιώνα π.Χ

(Renfrew 2006, 16). Τις τελετές αυτές που τελούνταν στα νησιά πριν από την

καθιέρωση των Ολύμπιων θεών, δηλαδή την 4η – 3

η χιλιετηρίδα π.Χ. τονίζει και ο

Sutherland, ο οποίος αναρωτιέται ευλόγως μήπως επρόκειτο για λαό που σχετιζόταν

με τους Μεσοποτάμιους ή τους Αιγύπτιους ή τους Φοίνικες (Sutherland). Πρώτος ο

X. Tσούντας έγραψε πως σε δύο σημεία των Mυκηνών τεκμηρίωσε, πολλαπλές

μάλιστα, ανθρωποθυσίες, και ακολούθησαν πολλοί άλλοι ανασκαφείς, όπως οι A.J.B.

Wace στις Mυκήνες, C. Blegen στην Πρόσυμνα, Vollgraff στο Άργος, A. Persson στα

Δενδρά, E. Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη στην Kαζάρμα, ο Peter Warren στην Κρήτη το

1979. (Βλ. Warren et alii, 333-388. Κοκκινίδου, Νικολαΐδου, 111 και Green, Parker-

Pearson, Hughes, en.wikipedia.org/Human-sacrifice). Για την Λευκάδα ο Dörpfeld

σημείωσε στη σελ. 280 χαρακτηριστικά ότι « όχι μόνον η λατρεία του Απόλλωνος επί

του ακρωτηρίου Λευκάτα με τας ανθρωποθυσίας μαρτυρεί δια την Ανατολικήν του

προέλευσιν, αλλά και η ύπαρξις της βραχονησίδος Βάρδα-Κόστα εις το στενόν μεταξύ

της νήσου Λευκάδος και της στερεάς, όπου ελατρεύετο η εξ Ανατολής Αστάρτη»),

μέχρις ότου επήλθε εξημέρωση των ηθών, οπότε έπαυσαν κάποια στιγμή και

αντικαταστάθηκαν από τα μαρμάρινα ή και ξύλινα ομοιώματα (αλλού πήλινα) που

συμβολικά τσακίζονταν προκειμένου να δηλωθεί το τέλος της υποτιθέμενης

ανθρωποθυσίας. Ενδεχομένως η απουσία στόματος στα κυκλαδικά ειδώλια του τύπου

Κέρου – Σύρου [παρά το γεγονός ότι με αφορμή το ειδώλιο αρ. 252 της Συλλογής Ν.

Π. Γουλανδρή και τα ανάλογα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας

υποστηρίζεται η άποψη ότι σχεδόν όλα έφεραν χρώματα για την δήλωση της κόμης,

των ματιών και του τατουάζ στα μάγουλα (Bach, 33 – 34, 124 – 125)], να σχετίζεται

με τη λέξη βρικός (= άφωνος νεκρός), την οποία μας παραδίδει ο Ησύχιος, και με την

απόπειρα με αυτό τον τρόπο να κρατηθούν οι νεκροί μακριά από τους ζωντανούς,

ώστε να αποφευχθεί ο τόσο απεχθής μέχρι και σήμερα πιστευόμενος από τους απλούς

ανθρώπους βρικολακιασμός (Οικονομίδης, 335).

Άλλωστε υποκατάστατα των θυσιών είναι και όλα τα πήλινα και χάλκινα

ομοιώματα - αφιερώματα ταύρων που προσφέρονταν στην πορεία αιώνων στα Ιερά

του Ποσειδώνα (Ο Ταύρος, 35, 124 – 126). Επίσης η πήλινη κεφαλή ειδωλίου με το

διάδημα από την Ουγγαρία που χρονολογείται στο 2500 – 2200 π.Χ και παραπέμπει

στο νεκρό και στα κτερίσματά του από τον τάφο αρ.110 του νεκροταφείου

Franzhausen I της ΠX περιόδου, προφανώς μπορεί να αποτελέσει το παράδειγμα ότι

τέτοια ειδώλια, προερχόμενα όμως από τάφους, αποτελούσαν και ομοιώματα του

ζώντος [περ. Aquincumi Füzetek 11(2005) 137 – 167. Ντούμας, Νάξος, 120 και

Μπίρταχα, ό,π.]. Ο φόβος λοιπόν του θανάτου που με αυτό τον τρόπο εξορκιζόταν,

ενδεχομένως δεν αποτελούσε για τους λατρευτές μόνο τη λύτρωση από τέτοιου

είδους ανθρωποθυσίες (παράβαλε την μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμενη έκφραση

«έγινα θυσία» ή «θυσιάστηκα για σένα»), αλλά μια πιθανότητα όχι μόνο στο απώτερο

μέλλον, αλλά ακόμα και στο άμεσο, καθώς ο κίνδυνος των λατρευτών – πιστών να

Page 33: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

33

χαθούν «συν γυναιξί» στη θάλασσα πηγαίνοντας στην Κέρο ή επιστρέφοντας από

εκεί ήταν πάντοτε μεγάλος και πιθανός, κάτι που έχει επισημανθεί για τις φοβερές

δυνάμεις του θαλάσσιου ρεύματος που διασχίζει το Ικάριο πέλαγος από την Ικαρία

μέχρι την Κέρο και με τον μύθο των Αργοναυτών ( Παπαγεωργίου, 95 και

Ελευθερίου, 9679 – 9680 με παραδείγματα από την εποχή μας).

Άλλωστε και η περίπτωση των καλογήρων της Χοζοβιώτισας Αμοργού τον 18ο μ.Χ.

αιώνα, που επέστρεφαν από την μονή της Πάτμου και διασώθηκαν από βέβαιο πνιγμό

σε μια ανάλογη καταιγίδα και θαλασσινή αντάρα έξω από τα Λέβιθα και το Κίναρος

(Σκανδαλίδης, 242 – 243), μικρονησίδες κοντά στην Κέρο, είναι άκρως διδακτική

των αφιερωματικών πρακτικών και των διαδρομών που ακολουθούνταν

(Μαρινέσκου, Κουτελάκης, 68). Ειδικά η διαδρομή από την Ικαρία στην Κέρο για

τις τελετές αυτές σε κάποια συγκεκριμένη εποχή που το ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα

αποτελούσε τον γρήγορο διάδρομο μετάβασης, θα πρέπει να σχετιζόταν με όσα

συνέβαιναν στην ίδια την Ικαρία και πιο συγκεκριμένα στο περίφημο Ιερό της

Άρτεμης Na, όπως λέγεται μέχρι σήμερα αντί του ορθού Μα, για την οποία υπήρχε

ήδη μέχρι και την ελληνιστική περίοδο η φήμη ότι το ξόανό της ήταν ουρανόσταλτο

και αχειροποίητο. Έτσι και στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου η νήσος Φαϊλάκα στον

Περσικό κόλπο (το σημερινό Μπαχρέϊν) που διατηρούσε Ιερό της Αρτέμιδος με

αγριοκάτσικα και ελάφια, ονομάστηκε Ίκαρος με θέληση του Mεγ. Αλέξανδρου προς

τιμή της Ικαρίας Άρτεμης, ενώ το Ιερό της εξωραΐστηκε με χρήματα των ελληνικών

δυνάμεων (Παντερμαλής. Κουτελάκης, Τήλος, 196 - 197). Άλλωστε η Ικαρία

θεωρείται ο πιο σημαντικός σταθμός «μεταξύ των πρώτων της Μικρασιατικής θεάς

Αρτέμιδος Μα, που είχε αναχωρήσει από την Ασίαν δια να φθάσει σταδιακώς και

δυτικότερον… με την διάδοσιν της λατρείας της ως Ταυροπόλου Αρτέμιδος ή Μα ή Μα

– Κυβέλη ή Αστάρτη» (Μελάς, Α 50 – 52, 54, 55). Και συνεχίζει ο ίδιος σε άλλο

σημείο : «Η θεά Μα αγάλλεται με τας θυσίας των παρθένων. Αι αιματηραί εκείναι

λατρείαι διετηρήθησαν εις την Συρίαν και την Φοινίκην και εις τους ιστορικούς

χρόνους, ενώ εις την Ελλάδα και την Μ. Ασίαν αντικαταστάθηκαν με θυσίας ζώων και

κυρίως ελάφων, ιερών ζώων της θεάς» (Μελάς, 55).

Ήδη ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος μας πληροφορεί ότι με απόφαση της ρωμαϊκής

Συγκλήτου το 97 π.Χ απαγορεύτηκαν οι ανθρωποθυσίες κι έτσι οι περισσότερες

τελετουργίες οδηγήθηκαν στη θυσία ζώων σαν το ταυροβόλιον (taurobolium) ή

έγιναν συμβολικές προς τιμή της Μεγάλης Μητέρας των Θεών. Κατά την τελετή

αυτή ο πιστός κατερχόταν σε λάκκο, πάνω στη σχάρα του οποίου θυσιαζόταν ένας

ταύρος. Έτσι με το αίμα του ζώου περιλουζόταν ο πιστός με προφανή τον

συμβολισμό ανθρωποθυσίας [Πάπυρος – Larousse – Britannica 49 (2007) 291]. Η

μαρτυρία επίσης του Κικέρωνα που αναφέρεται στη «θυσία κούκλας» προς τιμή της

θεάς Vesta (Εστία), μιας θεάς που εισήχθη στην Ιταλία από τους Σαββίνους πριν το

1000 π.Χ από την Ανατολή (Ferri, 165, 176), είναι πολύ πλησιέστερη στην

τελετουργία των θραυσμένων κυκλαδικών ειδωλίων, από την καταληκτική άποψη

ερευνητών που θεωρούν ότι «οι περίεργες και ποικίλες αναφορές και η σπουδή των

σχετικών εδαφίων που μελετήθηκαν είναι περισσότερο μια τεκμηρίωση της ικανότητας

και της έμπνευσης της φαντασίας των Ελλήνων…» (Hughes – Hamilton).

Αν όμως συνέβαιναν ανθρωποθυσίες, έστω και σε πολύ μικρό βαθμό κατά την

προϊστορική εποχή (βλ. www.abc.net.au), είτε προς τιμή ζεύγους θεών, όπως του

Απόλλωνα και της Άρτεμης, είτε μόνο προς τιμή της Άρτεμης – Αστάρτης- Ιστάρ, το

γεγονός επιβάλλει να δεχθούμε μετακινήσεις ανθρώπων από την Ανατολή (πάντως οι

Κυκλάδες είναι διαπιστωμένο ανασκαφικά ότι κατοικούνταν από το 9.000 π. Χ. είτε

οι κάτοικοί τους είχαν έλθει από την Ανατολή είτε από αλλού. Βλ. Renfrew, 39 και

Λυριτζής, Άνδρος, 50 και Τελεβάντου, Άνδρος, 62) και ανάλογες τελετουργικές

Page 34: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

34

επιρροές τις οποίες αρκετοί ερευνητές στο παρελθόν έχουν επισημάνει (ειδώλια

ανάλογα και μάλιστα ζεύγους βρέθηκαν τόσο στην Αντίπαρο κατά τον Bent όσο και

στη Β. Συρία, στην Καππαδοκία και ίσως σε τάφο από την Ιασό της Καρίας. Βλ.

Fitton, 80 και σημ. 34, Renfrew, 28 σημ. 29 και Bach, Πίνακες, ενώ αξίζει να

σημειωθεί ότι στα ευρήματα των πρόσφατων ανασκαφών στον αποθέτη της Κέρου

περιλαμβάνεται και ένα διπλό ειδώλιο). Αν πάλι μεταξύ του ελληνικού κόσμου

συνέβαιναν από επιδράσεις και επιμειξίες ηθών και εθίμων ανθρωποθυσίες προς

τιμήν ζεύγους θεών, όπως της Άρτεμης και του Απόλλωνα ή μόνο της Αρτέμιδος -

Αστάρτης, είναι λογικό αυτές να επιβεβαιώνονται αφενός από την ίδια τη θυσία της

Ιφιγένειας (Stragan, 131 – 140) και από την Παράδοση που μετέφερε ο Ευριπίδης στο

ομώνυμο έργο του (υπάρχουν βέβαια αντιρρήσεις επ’ αυτού εφόσον η Άρτεμη

κάλυψε τον βωμό με ένα νέφος) καυτηριάζοντας τη βάρβαρη αυτή συνήθεια και

αμφιβάλλοντας για τη θεϊκή απαίτηση τέτοιων εθίμων (Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν

Ταύροις, στίχοι 408 – 420, 431 - 435 ). Αφετέρου επιβεβαιώνονται από την μέχρι

θανάτου μαστίγωση των «Αιολειών γυναικών» κατά τα Βοιωτικά Αγριάνια, των

γυναικών επίσης κατά τα Αρκαδικά Σκιέρεια, των εφήβων Σπαρτιατών προς τιμή της

Ορθίας Άρτεμης (Παυσανίας, Αρκαδικά 23,1 και 38, 7 και Δρακωνάκη, 202 – 203)

και της κατακρήμνισης ατόμου από το ακρωτήριο Λευκάτα της Λευκάδας [βλ.

ανθρωποθυσίες στις εορτές των «Κρονίων» (Παυσ., Ελλ. Περ.Ι΄18, 7)], των

«Θαργηλίων», και τέλος την τριετηρική του Αγριωνίου Διονύσου στον Ορχομενό

(Πλουτ., Αίτια Ελλ.38, 299e και Στραβ.Ι΄2, 452).

Το σπήλαιο της Κάρου ή Κέρου θα πρέπει λοιπόν να διαδραμάτιζε

σημαντικό ρόλο ως ένας ιερός περιφερειακός τόπος είτε της Εφεσίας είτε της Ικαρίας

Αρτέμιδος (Ταυροπόλου), κατ’ αναλογία με το μεταγενέστερο αρχαϊκό Ιερό το

αφιερωμένο στον Δήλιο Απόλλωνα στην Πρεπέσινθο (Δεσποτικό) της Πάρου. Σε

ανάλογο συμπέρασμα καταλήγει και ο επικεφαλής των πρόσφατων ανασκαφών στο

νησί, sir Colin Renfrew ο οποίος σε αναφορά του επιλέγει ότι τα ελάχιστα σκελετικά

ευρήματα σε σχέση με τα ειδώλια αποκλείουν τη χρήση του χώρου ως ένα

νεκροταφείο, ενώ αποδεικνύεται ότι τα σπασμένα ειδώλια είχαν θραυστεί κάπου

αλλού, μακριά από την Κέρο και είχαν μεταφερθεί εδώ στο « first major ritual centre

of Aegean prehistory”(www.worldarchaeologicalcongress.org, SALON 156, 29

Jan.2007. www.meta-religion.com/Keros-mistery.htm. www.atrium-

media.com/rogueclassicism/Keros Sculptures).

Οι τελετές αρχικά στο σπήλαιο της Κέρου και επομένως ο κατακερματισμός των

ειδωλίων θα πρέπει να λάβαιναν χώρα περιοδικώς και μάλιστα, κατά την άποψή μου,

κάθε οκτώ ή εννιά χρόνια, δηλαδή κατά τον «μέγαν ενιαυτόν», τότε που συμβαίνει

σύνοδος της Αφροδίτης και του Ήλιου. Το αστρονομικό αυτό φαινόμενο που είχαν

παρατηρήσει οι αρχαίοι λαοί, αποτελούσε αρχή της ανανέωσης, της διαδοχής ή της

καθιέρωσης της βασιλείας με ταυτόχρονη πτώση των εξουσιαστών, των αρχόντων ή

των προγενέστερων βασιλιάδων δι’ ανθρωποκτονίας. Κατά τον Όμηρο ο Ραδάμανθυς

βασίλευσε «εννέωρος» (Ο Ταύρος, 39 και Δημητροκάλλης, 109 – 122 με εξαντλητική

βιβλιογραφία και ειδικά 110 – 111, 116 – 118).

Το τέλος των ανθρωποθυσιών από περιοχή σε περιοχή ασφαλώς δεν επήλθε άμεσα

και ταυτόχρονα, όπως τεκμηριώνεται και από τις ιστορικές πηγές. Ο Δωσίδας ή

Δωσιάδας από την Κυδωνία της Κρήτης (300 – 250 π.Χ) σε χαμένο έργο του που

αναφέρεται από τον Κλήμη Αλεξανδρέα επιλέγει : «Λυκτίους (φυλή της Κρήτης) δε

Αντικλείδης εν Νόστοις αποφαίνεται ανθρώπους αποσφάττειν τω Διΐ…».

Η Δρακωνάκη (202, σημ. 5) συνδέει το τέλος των ανθρωποθυσιών με την

προσπάθεια που αναλήφθηκε στην Κρήτη «για την εκκαθάριση των κοινωνιών από

την ανομία και την τυραννία τις οποίες αντιπροσωπεύει ο Μινώταυρος, προς τον τόκο

Page 35: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

35

μιας υγιούς αιγαιϊκής, αποθηριωμένης από βαρβαρότητες νομιμότητας». Στο ίδιο

συμπέρασμα καταλήγει από άλλη αφετηρία και ο Αλέξ. Γούναρης αναζητώντας τον

λόγο της απουσίας των Κυκλάδων από τον «Νηών Κατάλογο», όταν επιλέγει: «

Κύρια χαρακτηριστικά της προβολής στοιχείων του κύκλου του Μίνωος στο χώρο των

Κυκλάδων είναι …. της ανάγκης επιβολής νόμου, τάξεως και πολιτισμού» (βλ.

Γούναρης, 127 – 128, και Κοσεγιάν). Επίσης ο Robert Musil ήδη από το 1925 είχε

τονίσει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο «οι πρωτόγονοι λαοί συνδέουν το περιβάλλον

με την εμπειρία για τέχνη, έτσι ώστε η τελευταία να μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μια

ύστερη μορφή εξέλιξης ενός πρωϊμότερου κόσμου». Η Τέχνη κατ’ αυτόν

αντιπροσωπεύει «μια δεξαμενή στην οποία συσσωρεύονται και διατηρούνται

ουσιαστικές εμπειρίες από αρχέγονα βιώματα, τα οποία προσαρμόζονται με αποδεκτό

τρόπο στο καινούριο κοινωνικό περιεχόμενο» (στον Bach, 33). Έτσι λοιπόν σε ό,τι

αφορά την Κέρο από την οποία προέρχονται τα περισσότερα κυκλαδικά ειδώλια, θα

μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι λάβαιναν χώρα τελετουργίες με υποκατάστατα

ανθρωποθυσίας από τότε που επήλθε η σταδιακή κατάργηση των ανθρωποκτονιών.

Κι όπως έγραψε ο Χρ. Ντούμας «ο πλούτος των μαρτυριών για πολλά και ποικίλα

δρώμενα στο Αιγαίο της Νεολιθικής και της εποχής του Χαλκού ασφαλώς δεν

εξαντλήθηκε …».

Η περίπτωση των Ταφίων αποτέλεσε λοιπόν μια χρήσιμη αφορμή για να

διατυπωθούν νέες απόψεις επικεντρωμένες σ’ ένα θέμα λατρευτικό, ιδεολογικό,

γεωγραφικό και ιστορικό υπό το πρίσμα της συνεξέτασης των επιθανάτιων

τελετουργιών και δοξασιών δια μέσου των αρχαιολογικών καταλοίπων.

* Την Πέγκυ Σωτηρακοπούλου, επιμελήτρια του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης,

ευχαριστώ θερμά τόσο για την πολύτιμη συζήτηση που είχαμε σχετικά με τα

κυκλαδικά ειδώλια και τα προβλήματα που προκύπτουν, όσο και κυρίως για την

προτροπή της να δημοσιεύσω τις ιδέες μου για τα νησιά «τάφους», αλλά και για τις

βαρύνουσες παρεμβάσεις της στο τελικό κείμενο σε ότι αφορά την Κέρο.

Συμπαραστάτη αυτής της προσπάθειας είχα και τον αγαπητό φίλο Βαγγέλη Πανταζή,

κραταιό μελετητή των ομηρικών προβλημάτων, στον οποίο επίσης εκφράζω τις

ειλικρινείς ευχαριστίες μου για τις γόνιμες παρεμβάσεις του και την ανάγνωση του

κειμένου μου. Στο δάσκαλό μου, καθηγητή Χρήστο Ντούμα οφείλονται οι

βιβλιογραφικές κατευθύνσεις και τον ευχαριστώ θερμά για τον πολύτιμο χρόνο που

μου διέθεσε συζητώντας το θέμα των ανθρωποθυσιών.

Page 36: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

36

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλαχούζος = Αλαχούζος Γιάννης, Οι πρώτοι κάτοικοι της Καλύμνου, ΚαλΧρον. 4

(1983) 77 – 85.

Αντουράκης = Αντουράκης Γ., Η λατρεία της θεάς Αρτέμιδος στη Μινωϊκή Κρήτη,

Αθήνα 1967.

Βαγιακάκος 2007 = Βαγιακάκος Δικαίος, Καταγωγή ονομάτων και τοπωνυμίων,

Ημερολόγιο του Αρχιπελάγους, χρόνος Ι΄(2008) 47 – 54, έκδ. Στρατή Γ. Φιλιππότη..

Γούναρης = Γούναρης Αλέξ., Η απουσία των Κυκλάδων από τον Νηών Κατάλογον,

Ε.Ε.Κ.Μ ΙΗ΄(2002 – 2003), Αθήνα 2005, 94 – 137.

Δημητροκάλλης = Δημητροκάλλης Γ., Θρησκειολογικά και λαογραφικά μελετήματα,

Αθήναι 1997.

Δρακωνάκη = Δρακωνάκη – Καζαντζάκη Ευ., Η Διονυσιακή λατρεία στον δωρικό

«κόσμο». Διαδρομή μέσω της «ύβρεως» και της «τλημοσύνης» προς το τέλος της

«ησυχίας» και της «ευκοσμίας» (Ευριπίδου Βάκχες), Πλάτων 53 (2003) 200 – 262.

Δρελιώση, Μιχαηλίδου = Δρελιώση-Ηρακλείδου Αναστασία, Μιχαηλίδου Μαρία,

Λέρος, από την Προϊστορία έως τον Μεσαίωνα, Αθήνα 2006, έκδοση ΥΠΠΟ –

ΤΑΠΑ.

Ελευθερίου = π. Ελευθερίου Ευστάθιος, Κέρος, η γενέτειρα του Απόλλωνος, Δαυλός

τχ. 162 (Ιούνιος 1995) 9677 – 9680.

Ελευθερουδάκης = Ελευθερουδάκη, Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, Αθήναι 1935.

Ζαφειροπούλου, 1994 = Ζαφειροπούλου Φ., Πολιτιστικές σχέσεις Νάξου και Ρόδου,

Πρακτικά Α΄ πανελλήνιου συνεδρίου «Η Νάξος δια μέσου των αιώνων», Αθήνα 1994.

Ζαφειροπούλου = Ζαφειροπούλου Φ., Δήλος, Πάπυρος - Larousse – Britannica, τ. 16

(2007), 621 – 639.

Ζάχος, Ντούζουγλη = Ζάχος Κ., Ντούζουγλη Αγγ., Λευκάδα, Αθήνα 2003.

Κακριδής = Κακριδής Ιωάννης, Ελληνική μυθολογία, τ. Α΄- Ε΄, Αθήνα 1986, έκδ.

Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.

Θεοδώρου = Θεοδώρου Ανθή, Ενδείξεις λατρείας κατά την ΠΕ ΙΙΙ και ΜΕ περίοδο

στο Ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτα στην Επίδαυρο, Πρόγραμμα και Περιλήψεις

Διεθνούς συνεδρίου με θέμα

«Μεσοελλαδικά», Αθήνα 8 – 12 Μαρτίου 2006.

Κοκκινίδου, Νικολαΐδου = Κοκκινίδου Δήμητρα, Νικολαΐδου Μαρία , Η αρχαιολογία

και η κοινωνική ταυτότητα του φύλου, προσεγγίσεις στην αιγαιακή προϊστορία»,

Θεσσαλονίκη 2003, εκδ. Βάνιας.

Κοσεγιάν = Κοσεγιάν Χαρά, Η λατρεία του Δία στη Ρόδο : Μπορούμε να μιλάμε για

ανθρωποθυσίες προς τιμή του θεού ; ΔωδΧρον. 21 (2007) τυπώνεται.

Κουκούλης = Κουκούλης Γ., Η Κάλυμνα των επιγραφών, Αθήνα 1980.

Κουντούρη = Κουντούρη Ε., Ρυτό με προτομές ελαφιών και ταύρου από τα Βολιμίδια

Μεσσηνίας, συλλογικός τόμος «Αργοναύτης», Αθήνα 2003, έκδοση εφ. Η

Καθημερινή, 665 – 683.

Κουράγιος = Κουράγιος Γιάννος, Δεσποτικό : Ένα νέο Ιερό του Απόλλωνα, ΑΑΑ 35

– 38 (2002 – 2005) 37 – 85.

Κουτελάκης = Κουτελάκης Χάρης, Προϊστορικά πλοία. Μια νέα πρόταση για τα

ακροστόλια στα πλοία των προϊστορικών Κυκλάδων, Corpus 72 (Ιούνιος 2005) 57 –

63.

Κουτελάκης, Τήνος = Κουτελάκης Χάρης, Τήνος αρχαία και χριστιανική.

Προβλήματα και απαντήσεις για το παρελθόν της, Αθήνα 2001, έκδ. Π.Ι.Ι.Ε.Τήνου και

Αδελφότητος των εν Αθήναις Τηνίων.

Page 37: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

37

Κουτελάκης, «Περιοδεύουσες» πόλεις = Κουτελάκης Χάρης, «Περιοδεύουσες»

πόλεις και χωριά στον γεωγραφικό κόσμο των χαρτών του Αιγαίου. Πρακτικά 7ου

πανελλήνιου συνεδρίου Γεωγραφίας (Μυτιλήνη 14 – 17 Οκτωβρίου 2004), τ. Β΄, 364 –

372.

Κουτελάκης, Τήλος = Κουτελάκης Χάρης, Νήσος Τήλος. Άρωμα αμαράκινο, Αθήνα

2006.

Κυκλαδικός Πολιτισμός. Η Νάξος στην 3η χιλιετία π.Χ., Αθήνα 1990.

Λαδιά = Λαδιά Ελένη, Τα ψυχομαντεία και ο υποχθόνιος κόσμος των Ελλήνων,

Αθήνα 2003.

Λαναράς = Λαναράς Β., Μια intra muros ταφή βρέφους στο Μεσοκυκλαδικό

Ακρωτήρι Θήρας, συλλογικός τόμος «Αργοναύτης», Αθήνα 2003, έκδ. εφ. Η

Καθημερινή, 445 - 460.

Λυριτζής, Άνδρος = Λυριτζής Ιωάννης, Στρόφιλας Άνδρου : Μέθοδοι φωταύγειας και

ενυδάτωσης οψιανού, Νήσος Άνδρος 1 (2007) 46 – 60.

Μαρινέσκου, Κουτελάκης = Μαρινέσκου Φλ, Κουτελάκης Χαρ., Ο Αλέξανδρος

Υψηλάντης κτήτορας της μονής Καλόπετρας και η εικόνα-αφιέρωμα με τη λεγόμενη

διάσωσή του από το Θολό, Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου «Ρόδος 2400 χρόνια»,

Ρόδος 1994, 61 – 71.

Μελάς = Μελάς Ιωάννης, Ιστορία της νήσου Ικαρίας από των προϊστορικών χρόνων,

τ. Α΄, Αθήναι 1955.

Μήνη = Μήνη Χαρίτα, Αμαζόνες, Ιστορικά Θέματα 52 (Ιούνιος 2006) 20 – 33.

Μήττα, Σοέρεφ = Μήττα Δήμητρα, Σοέρεφ Κ., Οι θεοί της Σαμοθράκης και η

θάλασσα, Tropis VI (2001), 529 – 545.

Μοσχόπουλος = Μοσχόπουλος Γεώργιος, Ιστορία της Κεφαλονιάς, Αθήνα 2002, τόμ.

Α΄, γ΄ έκδοση βελτιωμένη.

Μπίρταχα = Μπίρταχα Κ., Χρώματα και χρωματισμός κατά την πρώϊμη εποχή του

Χαλκού στις Κυκλάδες, συλλογικός τόμος «Αργοναύτης», Αθήνα 2003, έκδ. εφ. Η

Καθημερινή, 263 – 276.

Ντούμας = Ντούμας Χρ., Η πρωτοκυκλαδική κοινωνία, Πρακτικά Α΄ πανελλήνιου

συνεδρίου «Η Νάξος δια μέσου των αιώνων», Αθήνα 1994,116 – 122.

Ντούμας, Τελχίνες = Ντούμας Χρ., Τελχίνες, Πρακτικά διεθνούς αρχαιολογικού

συνεδρίου «Η Κύπρος και το Αιγαίο στην αρχαιότητα», Λευκωσία 1997, 79 – 82.

Ντούμας, Δρώμενα = Ντούμας Χρ., Δρώμενα στο προϊστορικό Αιγαίο, Δάφνη για τον

Σπύρο Ευαγγελάτο, Αθήνα 2001, 236 – 239.

Ντούμας, Ναυσιπλοΐα = Ντούμας Χρ., Η πρώϊμη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο, Μεσόγειος

– δρόμοι της θάλασσας, Αθήνα 2003, 26 – 28.

Οικονομίδης = Οικονομίδης Δημ., Ο Δραγούμης και «οι βρικόλακες της Νάξου»,

Ε.Ε.Κ.Μ. ΙΖ΄(2001) 324 – 336.

Ο Ταύρος στον Μεσογειακό κόσμο, μύθοι και λατρείες, Αθήνα 2004, συλλογικός

τόμος έκδ. ΥΠΠΟ – Πολιτιστική Ολυμπιάδα.

Πανταζής 2006 = Πανταζής Βαγγ., Όμηρος και Τροία. Ερμηνεύοντας τα νέα

ευρήματα, Αθήνα 2006, έκδ. Καρδαμίτσα.

Πανταζής, Ζάκυνθος = Πανταζής Βαγγ., Η Ομηρική Ζάκυνθος, οι ιερές Εχίνες και το

μυστήριο του χαμένου Δουλιχίου, Αθήνα 2002, εκδ. Περίπλους.

Πανταζής, Ομηρική γεωγραφία = Πανταζής Βαγγ., Ομηρική γεωγραφία και ομηρική

εποχή. Ο εξομηρισμός της αρχαίας Ελλάδας και το πρόβλημα των Μυκηνών, Αθήνα

1996, εκδ. Καστανιώτη.

Πανταζής, Αιγαίο = Πανταζής Βαγγ., Το Καστελλόριζο στους αρχαίους ναυτικούς

δρόμους και η ονομασία του Αιγαίου Πελάγους, Πρόγραμμα και Περιλήψεις

Page 38: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

38

ΙΕ΄Πολιτιστικού συμποσίου Δωδεκανήσου (Καστελλόριζο 2 – 5 Ιουλίου 2007) 59 –

60.

Πανταζίδης = Πανταζίδου Ι., Λεξικόν Ομηρικόν, Αθήναι χ. χρ.

Παντερμαλής = Παντερμαλής Δημ., Η νήσος Ίκαρος στον Περσικό κόλπο, εφ.

Καθημερινή (28 - 1 - 1996) 27.

Παπαγεωργίου = Παπαγεωργίου Δέσπ., Τα «Αργοναυτικά» και οι θαλάσσιοι δρόμοι

στο προϊστορικό Αιγαίο, συλλογικός τόμος «Αργοναύτης», Αθήνα 2003, έκδ. εφ. Η

Καθημερινή, 85 – 99.

Παπαδάτος = Παπαδάτος Γ., Ένα παλίμψηστο λοιπόν.., συλλογικός τόμος

«Αργοναύτης», Αθήνα 2003, έκδ. εφ. Η Καθημερινή, 277 – 291.

Παπαλάς = Παπαλάς Αντώνης, Αρχαία Ικαρία, Αθήνα 2002.

Σακελλαράκης = Σακελλαράκης Γιάννης, Τα κυκλαδικά στοιχεία των Αρχανών, ΑΑΑ

(1977) 93 – 115.

Σακελλαράκης, Αρχάνες = Σακελλαράκης, Αρχάνες. Μια νέα ματιά στη Μινωϊκή

Κρήτη, Αθήνα 1997.

Σάμψων = Σάμψων Αδαμάντιος, Προϊστορία του Αιγαίου, Αθήνα 2006, έκδ. Ατραπός.

Σκανδαλίδης, Ψέριμος = Σκανδαλίδης Μιχ, Η Ψέριμος και οι βραχονησίδες της, εφ.

Αργώ της Καλύμνου (Απρίλιος 1997) 5.

Σκανδαλίδης = Σκανδαλίδης Μιχ, Ονοματική ναυσιπλοΐα στο ελληνικό Αιγαίο, Αθήνα

2001, εκδ. Καστανιώτης – Υπουργείο Αιγαίου.

Σταματάκος = Σταματάκος Ιωάννης., Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, Αθήναι

1949.

Σωτηρακοπούλου = Σωτηρακοπούλου Πέγκυ, Ο Θησαυρός της Κέρου : Μύθος ή

πραγματικότητα ; Αθήνα 2006, έκδ. Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.

Τελεβάντου, Άνδρος = Τελεβάντου Χριστίνα, Ανιχνεύοντας το ρόλο της Άνδρου

κατά τους προϊστορικούς χρόνους, Νήσος Άνδρος 1 (2007) 61 – 93.

Archaeological Reports for 2006 – 2007, 86 – 88.

Bach = Bach Teja Friendrich , Η μορφή της αρχής. Καλλιτέχνες του 20ου

αιώνα και η

αρχαία Ανατολική Μεσόγειος, Αθήνα 2006, έκδ. Ιδρύματος Ν. Π. Γουλανδρή –

Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.

Barclay = Barclay Alison, The Potnia Theron : Adaptation of a Near Eastern image,

Aegaeum 22 (2001) 381.

Dimitriou = Dimitriou Vasiliki-Eleni, I rapporti delle Cicladi con la Grecia

continentale durante il terzo millennio A.C., Origini XXVIII (2006) 177 – 205.

Dörpfeld – Φραγκούλης = Dörpfeld W., Alt Ithaka, München 1927, μτφρ. Βασ.

Φραγκούλη, Ε.Ε.Λ.Μ Β΄(1972) 1-375.

Doumas = Doumas Chr., Early Bronze Age burial habits in the Cyclades, SIMA No

XLVIII, Götenborg 1977.

Doumas 2002 = Doumas Chr., Silent witnesses, New York 2002.

The N. P. Goulandris Collection of Early Cycladic Art, Athens 1968.

Chryssoulaki = Chryssoulaki Stella, The imaginary navy of Minoan Crete, Emporia I

(2005) 77 – 81.

Faure = Faure P., Fonctions des cavernes cretoises, Paris 1964.

Ferri = Ferri Silvio, Esigenze Archeologiche IV, Studi Classici e Orientali IX (1960)

161 – 178.

Fitton = Fitton J. L, Cycladica. Studies in memory of N. Goulandris, London 1984

(περιέχει άρθρα των Barber, J. Davis, C. Renfrew, E. Ustinoff, J. Fitton, L.

Marangou).

Page 39: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

39

Girela = Girela Luca, Ialysos. Foreign relations in the LBA, Emporia I, Liege 2005,

138 κ.ε

Green = Green Miranda, Dying for the Gods : Human sacrifice in Iron Age and

Roman Europe, London 2001.

Hiller = Hiller Stefan, Potnia \ Posis Aigon, Aegaeum 22 (2001) 293 – 297.

Hughes, Hamilton = Hughes Dennis, Human sacrifice in Ancient Greece, London

1991, reviewed by Richard Hamilton (Bryan Mawr Classical Review).

Kopaka = Kopaka Katerina, Emporoi on the Mediterranean fringe, Emporia I, Liege

2005, 98 – 100.

Kopaka, Potnia = Kopaka Katerina, A day in Potnia’s life, Aegaeum 22 (2001) 26.

Kourayos, Burns = Kourayos Yanos, Burns Bryan, Exploration of the Archaic

Sanctuary at Mandra on Despotiko, BCH 128 – 129 (2004 – 2005) ΄Etudes, 133 –

174, 531.

Michailidou, Voutsa = Michailidou Anna, Voutsa Katerina, Humans as a commodity

in Aegean and Orient societies, Emporia I , Liege 2005, 26 – 27.

Morris = Morris Ian, Ταφικά τελετουργικά έθιμα και κοινωνική δομή στην κλασική

αρχαιότητα, μτφρ. Κάτια Μαντέλη, Ηράκλειο 1997, Παν/κές εκδόσεις Κρήτης.

Naiden = Naiden S.F., The fallacy of the willing victim, JHS 127 (2007) 61 – 73.

Nilsson = Nilsson M., The Minoan – Mycenaean Religion and its survival in Greek

Religion, Lund 1950.

Nilsson III = Nilsson M., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, μετάφρ. Αικ.

Παπαθωμοπούλου, Αθήναι 1977.

Nilsson II = Nilsson M., The Mycenaean origin of Greek mythology, Univ. of

California Press 1972.

Parker = Parker Robert, Miasma : Pollution and purification in Early Greek Religion,

Oxford 1996.

Parker – Pearson = Parker – Pearson Mike, Bodies for the Gods : The practice of

Human sacrifice, Sheffield 2002.

Renfrew = lord Renfrew Colin, The Cycladic spirit / Το Κυκλαδικό πνεύμα, Αθήνα

1991, έκδ. Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.

Renfrew , 2006 = Renfrew Colin, Η ανάδυση του πολιτισμού -Οι Κυκλάδες και το

Αιγαίο στην 3η χιλιετία π.Χ.-, Αθήνα 2006, έκδ. Μ.Ι.Ε.Τ.

Rοcchi = Rocchi Maria, Apollon in Maleatas del Mt. Kynortion, Minos N.S. 37 – 38

(2002 – 2003) 419 – 436.

Soles = Soles Jaffrey, Reverence for dead Ancestors in prehistoric Crete, Aegaeum 22

(2001) 231.

Stragan = Stragan J., Iphigenia, CPh 71 (1976) 131 – 140.

Sutherland =Sutherland Agnus, The Mystery of the Lost Cycladic Civilization (March

2, 2007), www.UFO Area.com.

Tyree = Tyree Loeta, Diachronic changes in Minoan cave cult, Aegaeum 22 (2001)

39.

Tyrrell = Tyrrell William, Amazons. A study in Athenian mythmaking, John Hopkins

Univ. Press, Baltimore 1984.

Vermeule, Chapman = Vermeule, Chapman, A proto-attic human sacrifice, AGA 75

(1971) 285 – 293.

Vernant, Detienne = Vernant J-P, Detienne M, La cuisine du sacrifice en pays grec,

Paris 1979.

Vernant = Vernant Jean-Pierre, Το βλέμμα του θανάτου. Μορφές της ετερότητας στην

αρχαία Ελλάδα, Αθήνα 1992.

Page 40: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

40

Vianello = Vianello Andrea, Which was the role of Cycladic marble figurines in

funerary rituals? www.anistor.co.hol.gr

Warren et alii = S. M. Wall, J. H. Musgrave, and P. M. Warren, Human Bones from a

Late Minoan Ιb House at Knossos, BSA 81(1986) 333-388.

Watrous = Watrous L., Cretan international relations during the MM IA period,

Emporia I, (2005) 114.

www.europeanvirtualmuseum.it.

www.en.wikipedia.org /Human- sacrifice.

www.rotten>Library>Death>Human Sacrifice

www.bbc.co.uk/history/human-sacrifice

www.metrum.org/mapping/navigation.htm

www.metrum.org/mapping/odysseus.htm

www.worldarchaeologicalcongress.org, SALON 156, 29 Jan.2007.

www.meta-religion.com/Keros-mistery.htm.

www.atrium-media.com/rogueclassicism/Keros Sculptures.

Ζαφειροπούλου = Ζαφειροπούλου Φ., Δήλος, Πάπυρος - Larousse – Britannica, τ. 16

(2007), 621 – 639

Page 41: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

41

ΚΕΦ. IV. Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ Μ. ΑΣΙΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ

ΧΕΤΤΑΙΩΝ

Νεώτερες έρευνες, εξαιτίας της δημοσιοποίησης των θέσεων και των προτάσεων του

μακαρίτη πια Γερμανού ανασκαφέα της Τροίας Korfmann, οδήγησαν διαφωνούντες

αρχαιολόγους και ερευνητές στη διατύπωση νέων συμπερασμάτων ερμηνεύοντας και πάλι

τα ευρήματα [James Peter, The Sunken Kingdom, London 1995, Πανταζής 2006 με

εξαντλητική βιβλιογραφία, και Corpus 67 (2005) 30 – 40].

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η παραδοχή πως το Ίλιον δεν συμπίπτει με τον χώρο που

ανέσκαψε ο Schliemann, αλλά πρόκειται για μια άλλη αξιολογώτατη πόλη της περιόδου

εκείνης, η «χαρτογράφηση» τόπων και πόλεων της εποχής των Χιττιτών σε όλη τη Μ.

Ασία θεωρώ ότι είναι ένα πολύ ουσιαστικό συστατικό. Η γεωγραφική φυσιογνωμία της

περιοχής αποκτά έτσι σταθερή μορφή, όσο μπορεί να γίνει αποδεκτό κάτι τέτοιο, αφού

μετακινήσεις πληθυσμών εκουσίως και δια της βίας είναι επιβεβαιωμένες, άρα και

μεταφυτεύσεις τοπωνυμίων. Πάντως στην εποχή του Χιττιτικού βασιλείου, μεταξύ 1450

και 1200 π.Χ περιοχές και πόλεις με μερικά κοντινά νησιά ονοματίζονται σαφώς,

επικράτειες είναι διακριτά οριοθετημένες και ονόματα θέσεων κατοικημένων ή μη

αναδεικνύονται σε βαθμό που με αρκετή ασφάλεια να μπορούμε να ταυτίσουμε

μεταγενέστερες επιβιώσεις ονομάτων με εκείνα, αλλοιώσεις τους, αλλά και μεταπλάσεις.

Η γεωγραφική κατάσταση της Μ. Ασίας, όπως εμφανώς προκύπτει με την

αναδιάταξη από την ερμηνεία των νέων ευρημάτων, παρέχει κάποιες σταθερές για την

ιστορική εξέλιξη των δυνάμεων εκείνων που ελοχεύουν προκειμένου να επιτεθούν και να

καρπωθούν οφέλη. Το τελευταίο μπορεί να σχετιστεί τόσο με την κίνηση και την οριστική

εγκατάσταση των Λαών της θάλασσας σε κάποιες περιοχές, όσο και με την πασίγνωστη

από τα Έπη εκστρατεία των Αχαιών στην Τροία και τις εγκαταστάσεις τους πριν από αυτήν

στο νησιωτικό και παράλιο κόσμο του Ανατολικού Αιγαίου.

Μια σαφή εικόνα της ονοματοθεσίας της Μ. Ασίας μας προσφέρει χάρτης που προτείνεται

από τον Βαγγέλη Πανταζή μετά την εξονυχιστική μελέτη όλων των δεδομένων [Πανταζής

2006, 506 και Corpus 67(2005) 37] από τον οποίο δανείζομαι τα σχετικά τοπωνύμια σε

συσχετισμό με την μεταγενέστερη ελληνική εκφορά τους, όπως αυτά διασώθηκαν μέσω

των ελληνόφωνων στοιχείων (φωτ. 4).

Ξεκινώντας από τα στενά του Ελλησπόντου με κατεύθυνση προς Νότον οι μεγάλες

περιφέρειες ήταν η Αρζάβα (Arzawa) με το απέναντι νησί Lazpas, η Mira, η παράλια

Appawijia με έκταση από το ύψος της Χίου μέχρι εκείνο της Σάμου, λίγο νοτιότερα η Σέχα

από ομώνυμο ποταμό που την διαχωρίζει από τις λίγο «ρευστές» σε έκταση χώρες Λούκκα

που ονοματίστηκαν έτσι επίσης από ομώνυμο ποταμό μέχρι το ύψος του σημερινού

Καστελλόριζου, η Ασσούβα αμέσως μετά, η οποία διαχωρίζεται με τον ποταμό Kastraya

(Κέστρο) από την Ταρχούντασα και τέλος ακόμη νοτιότερα και απέναντι από την Αλασία

(τη σημερινή Κύπρο) η περιφέρεια της Κιζουβάτνα.

Στις περιφέρειες αυτές αναφέρονται και οριοθετούνται σημαντικές πόλεις και τοπωνύμια

που άμεσα ενδιαφέρουν τον ελληνικό κόσμο μετά την παγιωμένη εγκατάστασή του στη Μ.

Ασία, αλλά και για τις σχετικές γεωγραφικές ονομασίες των κοντινών νησιών. Στις

χιττιτικές επιγραφές και στα κείμενα αναφέρονται οι ακόλουθες, τις οποίες καταχωρώ με

βάση τον χάρτη του Πανταζή εκκινώντας από τον Ελλήσποντο.

Σύμφωνα με τον Πανταζή το ίδιο το όνομα Ελλήσποντος δεν είναι τίποτε περισσότερο από

το Σελλήεις Πόντος που ο Όμηρος (περί το 1000 π.Χ) τον χαρακτηρίζει ακριβώς έτσι, ενώ

οι μεταγενέστεροι επειδή είχαν χάσει την επαφή με την προγενέστερη ιστορική

πραγματικότητα στην προσπάθειά τους να εξομηρίσουν τους τόπους τους, τον

παρομοίασαν με ένα μεγάλο ποταμό κοντά στον οποίο έπρεπε να βρίσκεται η πόλη Έφυρα

(Πανταζής 1996, 349 – 352, 354, 357, 360, 469). Στις ακτές του, στην Ασιατική πλευρά

Page 42: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

42

των Δαρδανελίων, βρισκόταν η «θεία» κατά τον Όμηρο πόλη με το ελληνοποιημένο όνομα

Αρίσβη, πιθανότατα αυτή που έδωσε με το χιττιτικό όνομά της την ονομασία σε όλη την

επικράτεια (Arzawa - Αρζάβα).

Στα κοντινά παράλια παρά την χερσόννησο Αρίνναντα βρισκόταν η πόλη Απαισός, στα

χιττιτικά Apaasas, πρωτεύουσα κάποτε της περιφέρειας Αρζάβα -Λουβίγια, η πόλη την

οποία έσκαψε ο Schlimann θεωρώντας ότι βρήκε το Ίλιον του Ομήρου (Πανταζής 2006,

502 – 503). Αυτή ιδρύθηκε στο σημείο αυτό μετά την καταστροφή της αρχικής

πρωτεύουσας που βρισκόταν κοντά σε μια λίμνη παρά το όρος Zippasla (της

μεταγενέστερης ελληνικής περιοχής της Μαγνησίας) που ταυτίστηκε με το εξελληνισμένο

Σίπηλος, όταν καταστράφηκε με κατολίσθηση σε κάποια θεομηνία (James, 194).

Λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα και επί της όχθης του Σκάμανδρου, στο σημερινό Bali-dag, ο

Όμηρος τοποθετεί το Ίλιον του Πριάμου (Πανταζής 2006, 504), ενώ η Wilusa παρά την

ηχητική της ομοιότητα απεδείχθη ότι δεν έχει καμιά σχέση με το Ίλιον, αλλά με την πόλη

και την ομώνυμη περιφέρεια Ίλουζα που διέσωζε το όνομά της αναλοίωτο τουλάχιστον

μέχρι το 451 μ.Χ, ως επισκοπή της φρυγικής Λαοδίκειας [Πανταζής, στο Corpus 67(2005)

36 και Πανταζής 2006, 501].

Λίγο νοτιότερα και ακριβώς απέναντι από τον Μόλιβο της Λέσβου βρισκόταν η Άσσος,

πιθανότατα σύντμηση και ανάμνηση του Πήδασσος, της χιττιτικής Pedassa (Πανταζής

2006, 344, 470), ενώ το μεγάλο νησί που υποκρύπτεται στο χιττιτικό όνομα Lazpas πρέπει

να είναι η Λέσβος. Νότια από εδώ, στην περιφέρεια της Αππαβίγια βρισκόταν μια ομώνυμη

πόλη που πιθανολογείται ότι αποδίδει την ελληνική ονομασία Έφεσος, ενώ δεν υπάρχει

διαφωνία ότι η χιττιτική Milawanda αποδίδει τον προκεχωρημένο εμπορικό σταθμό των

Αχαιών, τη Μίλητο. Κοντά σ’ αυτήν αλλά στο εσωτερικό εντοπίζεται η περιφέρεια

Kuwalija, πιθανότατα ταυτιζόμενη με την επικρατήσασα στα ελληνικά Καβαλίς, από

ομώνυμη πόλη της οποίας το όνομα επιβίωσε μέχρι τον 2ο αιώνα π.Χ. σε επιγραφές.

Στην περιφέρεια των χωρών των Λούκκα που ονομάστηκε έτσι από τον ποταμό Λούκκα,

παραπόταμο του μεταγενέστερης ονομασίας Μαιάνδρου, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε

χωρίς αμφιβολία την αρχαία Λυκία που εκτείνεται απέναντι από τα σημερινά Δωδεκάνησα

με την Attarimma ταυτιζόμενη με το Αρτεμίσιο (βλ. το προηγούμενο Κεφ.), την Tlawa με

την ιστορική ελληνοποιημένη ονομασία Τλώ, τα Patara με τα μέχρι σήμερα ομώνυμα

Πάταρα και την Walma με τους Όλμους (Πανταζής 2006, 360, 362, 486). Στην ευρύτερη

περιοχή των σημερινών Δωδεκανήσων, δύο μόνο τοπωνύμια καταγράφονται, η

Hursanassa, που αποδίδει την Χερσόνησο της Κνίδου των ιστορικών χρόνων και η

Iyalanda, για την οποία ο Πανταζής υποστηρίζει (Πανταζής 2006, 421, 422 σημ., 486, 511)

ότι ταυτίζεται με την Ιαλυσσό, και κατά τη γνώμη μου με την Λίνdο (Λίνδο) και

συνεκδοχικά με όλο το νησί της Ρόδου. Άλλωστε στο ανατολικό τμήμα του νησιού της

Ρόδου επισημάνθηκαν όλες εκείνες οι εγκαταστάσεις, γεωργικές, λιμενικές, αμυντικές,

τοπωνύμια που υποδεικνύουν την παρουσία ενός λαού, των Αχαιών, γύρω από το ύψωμα

με τη σημαδιακή ονομασία Λούκκα (βλ. πιο πάνω) και στην μυκηναϊκή ακρόπολη του

«Σαραντάπηχου», μαρτυρημένη και επιγραφικά (Φωτίου, Ρόδος, 56 – 58). Δε μπορεί

άλλωστε να είναι τυχαία ούτε η συνωνυμία με την απέναντι χώρα των Λούκκα ούτε η

αναφορά του επιθέτου «σαραντάπηχος» από τον Όμηρο στο Ρ 174 και Χ 92 προκειμένου

για τους ήρωες των Αχαιών Αίαντα και Αχιλλέα.

Η περιφέρεια Luwia ταυτίζεται κατά πάσα πιθανότητα με τη Λυδία (Πανταζής 2006, 340,

342, 454), ενώ η Assuwa που εκτείνεται αμέσως νότια της Λούκκα κατά τη γνώμη πολλών

ταυτίζεται με την Ασία. Ο Προμπονάς με αφορμή την αναφορά γυναικών ως Άσιαι σε

πινακίδα της Πύλου υποστηρίζει την άποψη ότι με τον όρο Ασία υπεννοείτο η γη η

πλούσια σε ιλύ. Πρότεινε την δημιουργία της λέξης Ασία από τους Έλληνες της Πύλου που

είχαν εγκατασταθεί κοντά στην Κολοφώνα ήδη από τον 15ο αιώνα π.Χ , από την οποία

προέκυψε η χιττιτική Assuwa (Προμπονάς, 448 – 449). Από τις πρώτες δεκαετίες του 8ου

Page 43: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

43

αιώνα μ.Χ. το Θέμα των Καραβησιάνων που κάλυπτε αυτήν την περιοχή μετεξελίχθηκε σε

Θέμα Κιβυραιωτών. Διασώθηκε μάλιστα στη Ρόδο ένα μολυβδόβουλλο του 7ου

– 8ου

μ.Χ.

αιώνα στο οποίο γίνεται λόγος για το Γενικό Κομερκιάρειο της «Αποθήκης Ασίας –

Καρίας» (Κόλλιας, Ρόδος ΙΙ, 85) από το οποίο είναι καταφανές ότι η Διοίκηση επί των

νησιών είχε κέντρο την απέναντι από τα Δωδεκάνησα περιοχή της Καρίας και Λυδίας, που

μέχρι τότε διατηρούσε την αρχαία ονομασία «Ασία» (Κουτελάκης, Τήλος, 264). Σ’ αυτήν

κατονομάζονται δύο πόλεις, η Truisa, δηλαδή η αρχαία ελληνοποιημένη Τρύσα και η

Parha, η αρχαία Πέργη (Πανταζής 2006, 501).

Ο Muhly κάνοντας λόγο για τους Φοίνικες, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι Λυδοί της

εποχής του Σιδήρου είναι αυτοί που διαδέχθηκαν τους Χιττίτες, όπως οι Λύκιοι

διαδέχθηκαν τους Λούβιους, κι όπως πολύ πιο νότια οι Φοίνικες, οι Αραμαίοι και οι

Εβραίοι διαδέχθηκαν τους Χαναανίτες της εποχής του Χαλκού. «Η συνέχεια είναι ο

κανόνας και όχι η εξαίρεση», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά (Muhly, 526).

Η γεωγραφική αναδόμηση των περιφερειών και των πόλεων της Μ. Ασίας

ορίζουν πια το πλαίσιο του σκηνικού μέσα στο οποίο εντάσσεται η εκστρατεία των Αχαιών

κατά του Ίλιου. Πρόκειται σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Πανταζή για «ένα θρύλο

ευρύτατα διαδεδομένο στην Ανατολική Μεσόγειο που απηχεί πραγματικά γεγονότα τα οποία

συνέβησαν την εποχή του Χαλκού στην περιοχή του Μαιάνδρου και της Λυκίας. Ο ποιητής

τον μεταποίησε δραστικά και τον μεταφύτευσε στην περιοχή της Τρωάδας και μάλιστα σε ένα

τοπίο που γνώριζε καλά από εμπεριστατωμένη αυτοψία» (Πανταζής 2006, 504).

Το ζήτημα επομένως άπτεται της ναυσιπλοΐας και του σχεδιασμού επί ενός

υποτυπώδους χάρτου της πορείας του στόλου από τα επιμέρους σημεία εκκίνησης μέχρι

την Αυλίδα και κυρίως από εκεί μέχρι την παραλία της Τρωάδας, ακόμα και ιδιαιτέρως

κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η φορά των ανέμων, η περίοδος που φυσούν ενισχυμένοι με

κατεύθυνση επιθυμητή για γρήγορο πλού προς τον τελικό προορισμό και η κυριολεκτικά

χαρτογραφική διαδοχή των ονομάτων των συμμετεχόντων στον τρωϊκό πόλεμο των δύο

αντίπαλων συνασπισμών (Κατάλογος των επικούρων) οδηγεί στην άποψη ότι «δεν

βλέπουμε τον λόγο για τον οποίο οι ομηρικοί κατάλογοι δεν μπορούσαν να συνοδεύονται από

χάρτες» (Πανταζής 2006, 330), πολύ δε περισσότερο από χάρτες διάπλου.

Στο Κεφ.ΙΙ είδαμε πραγματικά πόσο είχε προχωρήσει η ναυπηγική τέχνη μέχρι τα χρόνια

της εκστρατείας των Αχαιών με την κατασκευή και παγιωμένη τυπολογία πλοίων

«κύκνων», πιθανότατα στα νησιά που εξαιτίας αυτής της ειδίκευσης ονομάστηκαν

«Κυκνάδες». Ο διάπλους του Αιγαίου κατά τη νύκτα ήταν εφικτός με γέφυρα τα ενδιάμεσα

μεγάλα και μικρά νησιά και επιπλέον επιβεβαιώνεται με αστρονομική φράση από

καλεντάριο της Φαιστού περί το 1500 π.Χ., όμοια όπως στον ύμνο προς τον Πύθιο

Απόλλωνα. Οι σχετικές έρευνες έδειξαν ότι πρόκειται για Μεσοποταμιακές και

Αιγυπτιακές επιδράσεις που δέχθηκαν Μινωΐτες ναυτίλοι, οι οποίες χρονολογούνται από το

1971 έως το 1926 π.Χ (Κουτελάκης, Τήνος, 56). Και ας μη λησμονούμε ότι οι θαλάσσιοι

δρόμοι δια μέσου των Κυκλάδων προς την Μ. Ασία ήταν γνωστοί τουλάχιστον από το

5400 π.Χ. (Τελεβάντου, Άνδρος, 65) πιστοποιημένοι από τον 20ο αιώνα π.Χ. και εξής, από

τότε δηλαδή που τα πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα καταδεικνύουν την παρουσία και

την εγκατάσταση των Μινωϊτών στην Μίλητο (Niemeier B. αnd W, 553).

Page 44: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

44

ΚΕΦ.V. Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΩΡΙΕΩΝ

Το ζήτημα της καθόδου των Δωριέων ως ιστορικό θέμα είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον

προσανατολισμό των αρχαίων Ελλήνων και των λαών της ακτής των Μικρασιατικών

παραλίων και της Αιγύπτου, άρα και με τις ιδεολογίες των λαών που κατοικούσαν τον

συγκεκριμένο χώρο (βλ. πιο πριν το Κεφ. Ι). Η ανάπτυξη της Χαρτογραφίας μετά την

ανακάλυψη της Αμερικής και της οριστικοποίησης του Βορρά ως ανώτερο σημείο των

χαρτών έφερε συν τω χρόνω και τις προπαγανδιστικές αντιλήψεις των ισχυρών Βορείων σε

βάρος αυτών που κατοικούσαν στο Νότο, παρά την σαρκαστική για τους Βόρειους

σημασία της λέξης north που σημαίνει «κάτω, υπόγεια πλευρά του Κόσμου» της ίδιας ρίζας

με την αρχαία ελληνική λέξη νέρτερος (Πανταζής 1990, 113 – 114, 243).

Το κίνημα του νεοκλασσικισμού που βρήκε την κύρια έκφρασή του στα έργα του

Winckelmann, Byron, J. Bury, J. Mahaffy, W. Ridgeway, αναπτύχθηκε στη συνέχεια από

τους Γερμανούς ρατσιστές οπαδούς της Άριας φυλής που ισχυρίζονταν ότι κατήλθε κατά

κύματα από την εποχή της προϊστορίας δήθεν από τον Βορρά στην Ελλάδα μέσω των

Δωριέων με τους οποίους είχαν οι ίδιοι (κατασκευασμένη) συγγένεια αίματος, παρά το

γεγονός ότι οι πληροφορίες από την αρχαία ελληνική Γραμματεία έδειχναν ότι μεγάλο

μέρος του πολιτισμού των Ελλήνων προερχόταν από τον σημερινό Νότο, δηλαδή την

Φοινίκη και την Αίγυπτο, και παρά τη ρητή διατύπωση των αρχαίων Ελλήνων ιστορικών

ότι επρόκειτο για «επιστροφή των Ηρακλειδών» και όχι για «Κάθοδο των Δωριέων», όπως

την εννοούσαν εσκεμμένα οι Γερμανοί συνεπικουρούμενοι στη συνέχεια και από τους

Έλληνες λογίους και ιστοριοδίφες της αναγεννηθείσας, πλην γερμανοτραφούς, Ελλάδας

του Όθωνα, που άκριτα αναπαρήγαγαν το γερμανικό ιδεολογικό μοντέλο (Πανταζής 1990,

248 – 260. Χουντάση, 84 - 88).

Υπό το πρίσμα αυτό η χρήση του Νότου ως το υψηλότερο σημείο στη χαρτογράφηση του

κατοικουμένου γεωγραφικού χώρου στην απώτερη αρχαιότητα, σαφώς σχετίζεται με τις

αντιλήψεις που επικρατούσαν τουλάχιστον από την αρχή της 2ης

χιλιετηρίδας π.Χ. μεταξύ

αυτών που διαβιούσαν στον χώρο της Ελλάδας και του Αιγαίου. Αν αναλογιστεί κανείς ότι

μαρτυρείται κατάκτηση της Κύπρου και της Κρήτης από τον Ακαδαίο βασιλιά Sargon στα

2.371 π.Χ (Κουτελάκης, Τήνος, 67 σημ. 37), ενώ δεν λείπουν τα υλικά κατάλοιπα από την

παρουσία Αιγυπτίων και Ανατολιτών στον σημερινό ελληνικό νησιωτικό και παράλιο

χώρο που χρονολογούνται μέσα στην 2η χιλιετία, αντιλαμβάνεται και τις ισχυρές

επιδράσεις που δέχθηκαν όσοι από τους Πελασγούς ή Προέλληνες βρέθηκαν να κατοικούν

σ’ αυτόν τον γεωγραφικό χώρο.

Η περιοδεία του Φαραώ από την Αίγυπτο στα παράλια της Πελοποννήσου δια μέσου

της Κρήτης, οι θρησκευτικές δοξασίες και τελετές, η καθιέρωση της λατρείας του

ταύρου στην Κρήτη (Wilkinson Toby, Genesis of the Pharaons: Dramatic new

discoveries that rewrite the origins of ancient Egypt, London 2003 όπου

υποστηρίζεται ότι οι Αιγύπτιοι το 6000 π.Χ. ακολουθώντας την ανατολική κοιλάδα

του Νείλου, όπως φανερώνουν τα πετρογλυφικά, θεωρούσαν το κυνήγι των ζώων και

ειδικά του ταύρου ως σύμβολο γονιμότητας. Έτσι κατά την 1η Δυναστεία τον

ανθρωποποίησαν στη μορφή του θεού Μιν και στη συνέχεια με τη σχετική

προπαγάνδα κατάντησε ψυχοπομπός. Βλ. εδώ στη σελ. 41 φωτ.) που χαρακτήρισε

έτσι έναν ολόκληρο πολιτισμό ως μ(ι)νωϊκό όχι από κάποιον βασιλιά Μίνωα όπως

νομίζεται, αλλά κατά τη γνώμη μου από τη σημασία της λέξης μνώ, δηλαδή τον

μαύρο ταύρο όπως αποκαλείται στην αιγυπτιακή γλώσσα, η σημασία της οποίας

αποδόθηκε πλεοναστικά στην ελληνική ως μ(ι)νώταυρος κατά το λεγόμενο

«πασατέμπο για να περνά η ώρα», οι ταυτόσιμες μυθολογικές απόψεις περί της

Page 45: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

45

γεννέσεως θεών και θεοτήτων με αυτές από το ανατολικό πάνθεο, το 40 – 45% των

ελληνικών λέξεων που ερμηνεύονται με όρους της σημιτικής ή έχουν προέλευση την

αιγυπτιακή γλώσσα (Κουτελάκης, Τήνος, 66 με τη σχετική βιβλιογραφία), σωρευτικά

οδηγούν στη θέση ότι η «επάνοδος των Ηρακλειδών» ή «η Κάθοδος των Δωριέων»

σχετίζεται στενότατα με τη Φοινίκη και την Αίγυπτο, αφού «κάθοδος» σήμαινε για

τους αρχαίους Έλληνες της εποχής του Ηροδότου την επάνοδο, την επιστροφή στα

πάτρια εδάφη (Κουτελάκης, Τήλος, το κεφ. Η κάθοδος των Δωριέων).

Με την έννοια αυτή η επιστροφή των Ηρακλειδών λαμβάνει άλλη διάσταση,

αφού και στα χρόνια του ο Ηρόδοτος θεωρούσε ότι δεν κατήλθαν από τα βουνά, όπως θα

ανέμενε κανείς ερμηνεύοντας τη λέξη «κάθοδος» με τη σημερινή σημασία. Εν πάση

περιπτώσει η επικρατούσα άποψη θέλει τους Δωριείς να εγκαθίστανται οριστικά στη

Σπάρτη, αφού η ενδεχόμενη μετακίνησή τους από τον σημερινό Βορρά ( όπως αυτός

καθιερώθηκε πια μετά τον 15ο μ.Χ αιώνα ως ανώτερο γεωγραφικό – χαρτογραφικό

σημείο), δεν τους επέτρεπε συνέχιση της καθοδικής τους πορείας μιας και συνάντησαν

θάλασσα. Κανείς όμως δεν προσπάθησε να ερμηνεύσει, ή τουλάχιστον ανεπαρκώς

δικαιολόγησε το πρώτο από δύο ακράδαντα φαινόμενα που σχετίζονται με την παρουσία

τους στην Πελοπόννησο. Πρώτον γιατί παρά τις προσπάθειές τους δεν κατάφεραν ποτέ να

κατακτήσουν όλη την Πελοπόννησο ή και απέφευγαν να εκστρατεύσουν πέρα από τον

Ισθμό της Κορίνθου (άνοδος σε σχέση με την προηγούμενη κίνησή τους, την κάθοδο) και

δεύτερο ποιοι μέχρι σήμερα μιλούν δωρική διάλεκτο ;

Αναμφίβολα για το πρώτο έγινε επίκληση του επιχειρήματος ότι ο μικρός αριθμός

των Λακεδαιμόνων που εφοβούντο επανάσταση των ειλώτων, δεν τους επέτρεπε

απομάκρυνση έξω από την Πελοπόννησο. Ωστόσο οι σημερινοί Δωδεκανήσιοι, που

από την αρχαιότητα δεν άλλαξαν κοιτίδα και η γλώσσα τους εντάσσεται στη ζώνη

των δωρικών διαλέκτων με τα έθιμά τους να διατηρούνται σχεδόν αναλλοίωτα από

την εποχή της εγκατάστασής τους ως Δωριείς στα νησιά, αποτελούν ένα

αξιοπρόσεκτο φαινόμενο που θέτει τις βάσεις σχετικού προβληματισμού (φωτ. 5).

Ήδη ο Πανταζής σε άρθρο του [Πανταζής Βαγγ., Το αίνιγμα της προέλευσης των

Δωρικών καθεστώτων. Οι Δωριείς και η Νοτιοανατολική Μεσόγειος, Πρόγραμμα και

Περιλήψεις ΙΓ΄ πολιτιστικού συμποσίου Δωδεκανήσου (Λειψοί 27 – 8 – 2003) 36]

υποστηρίζει την άποψη ότι η κοιτίδα της δωρικής διαλέκτου βρισκόταν στη ΝΑ.

λεκάνη της Μεσογείου (Δωδεκάνησα – Κρήτη), ενώ πρόσφατα και ο Χρ. Ντούμας με

βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα υποστηρίζει ότι οι Δωριείς έφθασαν με ενδιάμεσο

σταθμό τη Θήρα και τη Μήλο (Αλφάβητο, 502 – 503).

Η ίδια η ρίζα του ονόματος Δωριείς (γιατί όχι Δοριείς ;) ανεξάρτητα από την

ορθογραφία της ελληνικής γραφής που μπορεί να λοξοδρομήσει τη σκέψη μας, νομίζω ότι

παραπέμπει στην κοιτίδα της προέλευσής τους, την περιοχή του όρους Dor (σήμερα

Κάρμηλο) της Φοινίκης, στα παράλια της οποίας εγκαταστάθηκαν μετά την αποτυχημένη

επίθεση των Λαών της θάλασσας στην Αίγυπτο, μέρος των οποίων αποτελούσαν οι ίδιοι,

πιθανότατα προερχόμενοι από τη Ρόδο με τις ονομασίες Ikwsh, Akawasha, Lukka, δηλαδή

Αχαιοί από την Λούκκα της Ρόδου (βλ. το Κεφ. IV, και Φωτίου, Ρόδος 57 – 59), όπου και

ασκούσαν ληστρικές επιδρομές κατά των πλοίων που ξωριάζονταν στους υφάλους της. Η

παρουσία στόλου στις τάξεις τους και η χρήση του δείχνει ότι δεν επρόκειτο για κατεξοχήν

στεριανή δύναμη αρχικώς. Αυτό νομίζω ότι αποδεικνύει και τον τρόπο με τον οποίο

βρέθηκαν στο νοτιότερο άκρο της Πελοποννήσου. Η πορεία από το Dor στον ελληνικό

χώρο πρέπει να έγινε με ενδιάμεσους σταθμούς, πρώτα στην Κρήτη με εγκατάσταση στην

ευρύτερη περιοχή της Γόρτυνας, με την οποία νόμοι και έθιμα είναι κοινά σε ό,τι αφορά τα

Δωδεκάνησα και τη Σπάρτη, μετά στα νησιά της σημερινής Δωδεκανήσου κι ακολούθησε

η πορεία προς τη Θήρα, τη Μήλο (τις μοναδικές «δωρικές αποικίες» σύμφωνα με τους

αρχαίους Έλληνες της κλασσικής εποχής) και την Λακωνία, από την οποία ελάχιστα

Page 46: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

46

κατόρθωσαν να προχωρήσουν στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου μετά από διάστημα

πολλών αιώνων. Η μετακίνησή τους στην Πελοπόννησο πρέπει να επισυνέβη σύμφωνα με

πρόσφατες έρευνες περί το 1200 π.Χ και όχι στον 9ο ή 8

ο αιώνα, όπως πιστεύεται, ενώ ο

ρόλος τους στην ιεραρχία των μυκηναϊκών ανακτόρων και μετά την κατάρρευση αυτών

αποτελεί πεδίο σοβαρής συζήτησης [Πανταζής ΙΙ. O Dickinson σε άρθρο του για τον

Κατάλογο των νηών, αφού επισημαίνει τις μυκηναϊκές καταβολές του, υποστηρίζει ότι οι

αναφορές του Άργους, της Σπάρτης, της Κορίνθου, της Συκιώνος, της Επιδαύρου και της

Ρόδου απειχούν την πολιτική κατάσταση των πρώϊμων ιστορικών χρόνων απεικονίζοντας

ουσιαστικά τα επιφανή κέντρα των Δωριέων (Dickinson, 210)].

Επομένως δεν πρόκειται αρχικά για κάθοδο από τον Βορρά, δηλαδή τη

σημερινή Ήπειρο, αλλά για διείσδυση από το Νότο που τότε, και για πολλούς αιώνες μετά,

αποτελούσε το ανώτερο σημείο του ορίζοντα. Έτσι δικαιολογείται και η «ανάγνωση» των

χαρτών που ξετυλίγονταν πάνω στο έδαφος ή σε ένα τραπέζι, με το κάτω μέρος, δηλαδή τη

σημερινή Μακεδονία και Θράκη μπροστά στον παρατηρητή, και το πάνω μέρος, δηλαδή

την Φοινίκη και την Αίγυπτο, μακριά και ψηλά. Αυτός ο τρόπος «ανάγνωσης» είναι

φανερός ακόμη και σε μεταγενέστερους χάρτες του 15ου

μ.Χ. (βλ. το προηγούμενο

κεφάλαιο με τα σχετικά παραδείγματα) αλλά και του 18ου

ακόμη αιώνα, όπως αυτός του

Αιγαίου που ζωγραφίστηκε για να δείξει την έλευση της εικόνας της Παναγίας

Πορταΐτισας στο ομώνυμο μοναστήρι του Αγίου Όρους !(Τόλιας, 25).

ΚΕΦ. VI. ΤΑΞΙΔΙΑ ΧΩΡΙΣ ΧΑΡΤΗ ;

Αρκεί να υπενθυμίσει κανείς ότι τόσο στη Φοινίκη (Πανταζής 1990, 150 – 151), στη

Μασσαλία του Πυθέα, όσο και στη Ρόδο των ελληνιστικών χρόνων η ανάπτυξη της

τεχνολογίας αποτελούσε κρατικό μυστικό και απαγορευόταν ρητά η προσέγγιση μη

εντεταλμένων στα ναυπηγεία, για να καταλάβει ότι ο μυστικισμός αυτός ενδεχομένως είναι

και η αιτία των λειψών γνώσεων που έχουμε σήμερα, όπως επισημαίνει και ο Lucio Russo

(βλ. Russo).

Η διάσωση πάντως μερικών αστρονομικών οργάνων στην περιφέρεια του δίσκου των

οποίων αναγράφονται πόλεις με παράδοση στις ναυτιλιακές ασχολίες και εξελίξεις (Λάζος,

και Αρχαία ελληνική τεχνολογία, Θεσσαλονίκη 2000, 49 - 50 ) καταδεικνύει με τον

καλύτερο τρόπο τη χρήση από αιώνες πριν, γνώσεων γεωγραφικών και αστρονομικών (ήδη

στους ορφικούς ύμνους και στον Όμηρο γίνονται αστρονομικές αναφορές στον Κύνα του

Ωρίωνα) που επέτρεπαν τη μέτρηση αποστάσεων από τα σημεία – πόλεις αναφοράς

καταγράφοντάς τες στους «Σταδιασμούς», δηλαδή σε εύχρηστα για τους ναυτίλους

ειλητάρια ή πίνακες (από Ρόδον εις Δήλον σταδίους … κ.λ.π.). Η «ναυτική αστρονομία»,

έργο του Σάμιου Φώκου σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, ήταν σε χρήση την εποχή

εκείνη καταγραμμένη σε κάποιο χειρόγραφο (Van der Waerden, 13 – 15).

Ένας τέτοιος πίνακας έχει αποδοθεί τοιχογραφικά επί του νότιου εξωτερικού τοίχου

στη μονή Βλατάδων της Θεσσαλονίκης μαζί με χρήσιμες αστρονομικές παρατηρήσεις.

Ασφαλώς οι παρατηρήσεις αυτές ήταν αποτέλεσμα διεργασιών, μελέτης,

παρατηρήσεων και βελτιώσεων από ανθρώπους (μαθηματικούς, φιλόσοφους,

μηχανικούς, μάγους = αστρολόγους = αστρονόμους) που ανάλωσαν τη ζωή τους στην

ακριβή κατανόηση, καταγραφή και προώθηση της προσκτηθείσας μέχρι τότε γνώσης.

Μεγάλο μερίδιο σ’ αυτές τις εξελίξεις είχαν οι μάγοι της Βαβυλώνος και οι σοφοί της

Αιγύπτου αρχικά, των Μικρασιατικών πόλεων του 7ου

– 6ου

αιώνα π.Χ (Μίλητος,

Φώκαια και Σάμος, απ’ όπου ένας δικός τους άνθρωπος έπλευσε ως την Ισπανία και

έφερε χάλκινες ασπίδες ως αφιέρωμα στο Ηραίο), η Αθήνα του 5ου

και 4ου

αιώνα π.Χ,

Page 47: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

47

οι ελληνικές αποικίες της Μεγάλης Ελλάδος, η Αλεξάνδρεια και οι πόλεις της

ελληνιστικής περιόδου, καθώς και οι μετέπειτα Ρωμαϊκές πόλεις της περιφέρειας του

ΝΑ. Αιγαίου, όπως π.χ. η Ρόδος, δηλαδή πόλεις που λόγω των οικονομικών και

πολιτικών τους δεδομένων συγκέντρωναν τα εξυπνότερα και πιο ανήσυχα μυαλά που

ζητούσαν διέξοδο και εφαρμογή των ιδεών τους (Αναξίμανδρος, Ερατοσθένης,

Πυθαγόρας, Εύδοξος ο Κνίδιος, Εύδημος ο Ρόδιος, Αρχιμήδης, Μέτων, Μαρίνος ο

Τύριος, Κλεόβουλος ο Λίνδιος, Βηρωσσός, Ποσειδώνιος από την Απάμεια, Ίππαρχος,

Άρατος ο Ρόδιος, Γέμινος ο Τύλλιος, Καλλίμαχος, Πάππος κ.α). Δεν είναι τυχαίο ότι

στη Ρόδο, την Κνίδο, ενδεχομένως στη Λέρο, η οποία συνδέεται μέσω ενός μύθου με

τον αστερισμό του Λαγωού που βρίσκεται στα πόδια του Ωρίωνα (Θεοδώρου, 86), και

στην Κω λάμβαναν χώρα ζυμώσεις τεράστιου ενδιαφέροντος, επιστημονικού και

καλλιτεχνικού (Κουτελάκης 2007). Μόνο στη Ρόδο, για την οποία ο Διόδωρος

Σικελιώτης αναφέρει ότι οι Ιερείς του θεού Ήλιου «ασχολήθηκαν και δίδαξαν την

Αστρονομία πριν τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα» (Ε΄, παραγρ. 56 – 57), έχουν

καταγραφεί επιγραφικά μέχρι σήμερα 1.200 ονόματα τεχνιτών, φιλοσόφων, ρητόρων,

γεωγράφων και καλλιτεχνών από 175 διαφορετικές πόλεις του Μικρασιατικού

περίγυρου. Ούτε είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα τοπωνύμια των Δωδεκανήσων που

έχουν την ονομασία Σκοπή αφορούν αστρονομικά παρατηρητήρια γνωστών

επιστημόνων της εποχής μεταξύ 3ου

και 1ου

αιώνα π.Χ (Πινότσης. Του ίδιου,

Ποσειδώνιος). Και ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι στη Ρόδο κατεξοχήν συγκροτήθηκε,

ίσχυσε, εκπήδησε και εξακτινώθηκε ο Νόμος Ροδίων ναυτικός ή εφαρμόστηκαν

τεχνικές κατασκευής τόσων πλοίων και αποκτήθηκε συναφής πλούτος από το

θαλάσσιο εμπόριο ώστε καταγράφηκε η παροιμιώδης φράση «Κάθε Ρόδιος και πλοίο»

[βλ. Russo Lucio. Κουτελάκης, Τοπωνυμικό, 36, 161. Σιραδάκης et alii, Nature (Nov.

2006), Σούρης. Πινότσης, Ποσειδώνιος. Του ίδιου, Κλεόβουλος. Του ίδιου, Άτταλος.

Παπαχριστοδούλου, Βιβλιοθήκη, 267, και Παπαμανώλης].

Επομένως η απομάκρυνση των ναυτίλων από τις ακτές σε μια εποχή που φαντάζει

πολύ μακρινή από τη δική μας και την οποία θα προσδιορίζαμε χονδρικά στην 3η

χιλιετία π.Χ (Κουτελάκης, Τήνος, 64 σημ. 31), απαιτούσε εκτός από την

προσκτηθείσα εμπειρία, το παράτολμο θάρρος, την αντοχή, και χρήση κάποιου

στοιχειώδους σχεδίου του γεωγραφικού χώρου χαραγμένου σε μαλακό ή σκληρό

υλικό [παράβαλε τον χάρτη του Spoleto που χρονολογείται στον 5ο αι.π.Χ, του

Αρτεμίδωρου του Εφέσιου που συνόδευε το γεωγραφικό του κείμενο «Περίπλους»

στα τέλη του 2ου

αιώνα – αρχές 1ου

π.Χ, του Ορόσιου που ήταν χαραγμένος σε

μαρμάρινη πλάκα, του Πάππου στο γύρισμα του 3ου

αι. μ.Χ (Hewsen)], καθώς και

καλή γνώση των εποχών και των κατευθύνσεων των ανέμων. Ο Codex Marcianus

335 που χρονολογείται στον 9ο αιώνα μ.Χ καταδεικνύει ακριβώς αυτή τη γνώση,

όταν καταγράφει τα εξής : «του πρωτοσπαθαρίου και στρατηγού των Κιβυρραιωτών

περί των παρατηρουμένων αστέρων παρά τοις πλευστικοίς, των ποιούντων ζάλας και

ταραχάς εν τη θαλάσση : τη ιδ΄Σεπτεμβρίου μηνός άστρον της Υψώσεως του τιμίου

σταυρού γίνεται ταραχή της θαλάσσης εξ ανέμου Βορρά ….. της κδ΄ του Ιουνίου μηνός

μέχρι της ιε΄ του Αυγούστου φυσώσιν οι άνεμοι οι καλούμενοι ρήκται (προφανώς οι

«ετησίαι» των αρχαίων), εν δε τη Συρία φυσώσι νότοι…» (Lehoux, 470 – 471).

Ήδη ο Στράβων συζητώντας τα ζητήματα που έθεσε ο Ερατοσθένης αναφέρει τα

εξής : «…αφού είπε αυτά (ο Ερατοσθένης), νομίζει ότι πρέπει να διορθώσει τον αρχαίο

γεωγραφικό πίνακα, διότι…. Και πιο κάτω : Να διορθώνουμε ως προς αυτό τους

αρχαίους γεωγραφικούς πίνακες, εφ’ όσον μάθαμε κάτι ορθότερο» (Στράβων,

Γεωγραφικά, βιβλίο Β΄, παράγρ. 2 και 4. Επίσης Τζαμτζής, 57 εκκινώντας από

διαφορετική αφετηρία).

Page 48: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

48

Η πρόσβαση εξάλλου των προϊστορικών ναυτίλων στη Μήλο και Νίσυρο (Γιαλί) απ’

όπου αντλείτο το πρωτογενές ηφαιστειακό υλικό για την κατασκευή λίθινων

εργαλείων και το εμπόριό του στο Αιγαίο ένθεν και ένθεν (φωτ. 6) καταδεικνύει ότι

η πορεία των πλοίων προς αυτά δεν ήταν συμπτωματική [Πάπυρος –Larousse –

Britannica 52 (2007) 395, όπου υποστηρίζεται η άποψη ότι οι Βαβυλώνιοι σχεδίαζαν

χάρτες πάνω σε πήλινες πινακίδες περί το 2.300 π.Χ]. Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να

κατανοήσουμε ποιοι έδωσαν ονόματα στο πλήθος των νησιών της Μεσογείου και

ειδικά του Αιγαίου, τέτοια που να αντιστοιχούν με θαυμαστή μοναδικότητα σε κάθε

ένα από αυτά χωρίς να συμπίπτουν !

ΚΕΦ.VII. ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ ΚΑΙ ΖΗΤΗΜΑ ΣΙΦΝΟΥ

Αν οι άνθρωποι της ελληνιστικής περιόδου δεν είχαν προβεί σε τεχνολογικές

εξελίξεις, δεν θα ήταν εφικτή η κατάστρωση του τότε γνωστού Κόσμου σε πίνακα

(Πανταζής 1990, 168 –169, 174 – 178. Barrington), ούτε η κατασκευή οργάνων

πλεύσης και το κτίσιμο τεράστιων και τεχνολογικά εξελιγμένων τύπων πλοίων. Ο

Πτολεμαίος με την παρουσίαση του χάρτη της Οικουμένης ουσιαστικά συνοψίζει όχι

μόνο τις μέχρι τότε (2ος

αι. μ.Χ) συντελεσθείσες εξερευνήσεις μέσα και έξω από τον

χώρο της Μεσογείου και την απόκτηση γνώσεων για τους τόπους και τις

πλουτοπαραγωγικές τους πηγές (Hewsen), αλλά και προβάλλει τις μέχρι την εποχή

του αστρονομικές και γεωγραφικές παρατηρήσεις και τα επιτεύγματα, που επέτρεπαν

την ασφαλή πλεύση των ασχολουμένων με τα ναυτικά ζητήματα σ’ ένα κόσμο ο

οποίος από το 300 π.Χ και εξής είχε το έντονο χαρακτηριστικό της δικτύωσης

λιμανιών. Ο Lucio Russo μετά από μελέτη όλων των τεχνολογικών επιτευγμάτων της

ελληνιστικής εποχής υποστηρίζει την άποψη ότι ο διάπλους σε ανοικτή θάλασσα με

έναστρο ουρανό καθοριζόταν με βάση τον χάρτη και τον επίπεδο αστρολάβο, ενώ σε

ασέληνες νύκτες [ας θυμηθούμε όσα αναφέρθηκαν πιο πριν στο Κεφ. IV για την

αστρονομική φράση από την Φαιστό και τον Ύμνο που χρονολογείται από το 1971

έως το 1926 π.Χ (Κουτελάκης, Τήνος, 56)] προϋπέθετε όχι μόνο την χρήση της

πυξίδας, αλλά και την κατάστρωση συντεταγμένων επί χάρτη, όργανα δηλαδή με τα

οποία θα διορθώνονταν σφάλματα πλεύσης που προέκυπταν και από την μαγνητική

κατάσταση της περιοχής (Russo, 104 – 106). Αυτά αποδεικνύουν τη χρήση

τεχνολογικών εξελίξεων της μηχανικής και δεν χωρά αμφιβολία ότι ο μηχανισμός

των Αντικυθήρων ήταν ένα από αυτά τα εξελιγμένα όργανα (πλανητάριο, σύμφωνα με

τον Πινότση) που η λειτουργία του άφησε άναυδους τους σημερινούς ερευνητές [περ.

Nature (Nov. 2006)], όπως και το κτίσιμο πανύψηλου πύργου στη νησίδα Φάρος της

Αλεξάνδρειας, στην κορυφή του οποίου τοποθετήθηκε ανακλαστικός φανός (οι

ειδήσεις των Αράβων είναι σαφείς ότι επρόκειτο για ανακλαστικό) διακριτού φωτός

από απόσταση μέχρι και σαράντα χιλιόμετρα (Russo, ό.π). Η διόπτευση και η

χρησιμότητά του, που δημιούργησε την Παράδοση ότι επρόκειτο για ένα από τα

θαύματα του αρχαίου κόσμου, στάθηκε η αφορμή να εφοδιαστούν και άλλα

σπουδαία λιμάνια ή ακτοσημεία της εποχής με φανούς. Τα ερείπια των ελληνιστικής

εποχής φρυκτωριών στα παράλια νησιών και των ακτογραμμών της Μ. Ασίας, που ο

ρόλος τους ήταν να σηματοδοτούν αρχικά τα επικίνδυνα για τον διάπλου σημεία,

όπως το Δρέκανο της Ικαρίας, το οποίο ο Cristof. Buondelmonti στο χειρόγραφό του

ονομάζει Φανάρι (Μελάς, 147 και Papalas, 55 και Παπαθωμά, 72), το Σκυλαντάρ’ της

Τήνου με τα ερείπια αρχαίου πύργου - φρυκτωρίας, το Δράκανο της Κω με πύργο -

Φανό, ο Φανός ή Φανοί (οι σημερινοί Οθωνοί του Ιονίου Πελάγους), τα Φανά της

Page 49: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

49

Χίου, ο Φάρος της Σίφνου με τα αρχαία θεμέλια και οι Φάνες της Ρόδου με την

εύγλωττη αυτή ονομασία και τόσα άλλα ομώνυμα στα γύρω νησιά (Θωμόπουλος,

106), αποτελούν ενδεικτικά μόνο παραδείγματα ενός εκτεταμένου δικτύου.

Έτσι η παρουσία χάρτη ήταν εκ των ουκ άνευ (ήδη ο Σοφοκλής κάνοντας λόγο για το νησί

της Λήμνου το χαρακτηρίζει ποιητικά ως «αγελάδα της Λήμνου» έκφραση που αξιοποίησε

και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος και η οποία ανταποκρίνεται πλήρως στην ζωγραφική απόδοση

του περιγράμματος του νησιού ! Βλ. Χρυσάφης, 46 και εδώ φωτ. 7) και επομένως ο

χάρτης του Πτολεμαίου δεν αποτελεί παρά ένα παράδειγμα χρήσης τέτοιων χαρτών

πλεύσης. Βεβαίως οι μελετητές έχουν επισημάνει σχετικές αδυναμίες, που δεν είναι του

παρόντος να συζητηθούν. Αντίθετα αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι η κατάστρωση επ’

αυτού κάποιων σημαντικών για την εποχή εκείνη πληροφοριών του κοντινού παρελθόντος

που κωδικοποιήθηκαν, όπως στην περίπτωση της νήσου Σίφνου. Ο υπερτονισμός του

μεγέθους της που ξεπερνά ακόμη και τη Νάξο συμπεριλαμβάνοντας ως πόλεις της τα

νησιά Σέριφο, Σίκινο και Φολέγανδρο, υποδεικνύει τη σημασία της όχι τόσο ως σημείο

διάπλου, όσο ως τόπου με ειδικό βάρος. Κι αυτό ασφαλώς σχετίζεται με τις εξορύξεις

μολύβδου και αργύρου και τις καμινεύσεις του 5ου

και 4ου

αιώνα π.Χ που έχουν διασωθεί

σε πολλά σημεία του νησιού, όπως επίσης και στη Σέριφο. Η υπερτονισμένη ως προς το

μέγεθος σχηματική απόδοση του νησιού επί του χάρτη έδωσε την αφορμή πολλών

συζητήσεων στο παρελθόν, ώστε στη Χαρτογραφία έμειναν γνωστές ως «ζήτημα Σίφνου»

(Παγωνάρη).

ΚΕΦ. VIII. ΔΙΑΣΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΕΥΡΕΣΗ ΧΑΡΤΩΝ

Η ύπαρξη χαρτών επομένως, ακόμη κι αν δεν έχουν σωθεί, είναι γνωστή από τις

φιλολογικές πηγές, όπως η αναφορά στον Αναξίμανδρο τον Μιλήσιο (610 – 547 π.Χ)

και πριν από αυτόν στους Βαβυλώνιους και στους Φοίνικες, είτε πρόκειται για τοπική

χρήση, όπως πολεοδομική, ορίων γαιών, ορίων περιφερειών κ.α.ο, είτε πρόκειται για

ναυσιπλοΐα (Πανταζής 1990, 118, 150).

Χάρτες που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα

είναι πια γνωστοί και μάλιστα ο καθένας ανταποκρίνεται και σε κάποιες ειδικές

απαιτήσεις του καιρού του εμπλουτίζοντας τον κάναβο με χαρακτηριστικά κάθε

περιοχής, είτε είναι σχέδια μνημείων γνωστών στους ανθρώπους της εποχής είτε

είναι σημάδια προσανατολισμού. Η παρουσία – διάσωση μερικών τέτοιων χαρτών

όχι μόνο αποδεικνύει την ευρεία τους χρήση, αλλά καταδεικνύει και τους λόγους της

οριστικής τους απώλειας. Πολλοί από αυτούς καταστράφηκαν από τη χρήση, άλλοι

παραδόθηκαν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας κατ’ απαίτηση του Πτολεμαίου ο οποίος

εφοδίαζε με κώδικες την Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, άλλοι χάθηκαν μαζί με τον

κάτοχό τους, άλλοι γιατί είχαν χαραχθεί σε πρόσκαιρα υλικά, όπως σε πίνακες

επιστρωμένους με κερί, σε κάναβο με άμμο ή σε φύλλα φοίνικα, άλλοι

καταστράφηκαν σκόπιμα από τους ιδιοκτήτες των πλοίων για να μη πέσουν στα

χέρια αντίπαλων δυνάμεων, όπως έπραξε ένας Φοίνικας καπετάνιος πλοίου που τον

ακολουθούσαν Ρωμαίοι, οι οποίοι επεδίωκαν να μάθουν την πορεία προς τις πηγές

του κασσίτερου (Πανταζής 1990, 151) κι άλλοι λανθάνουν χαραγμένοι σε λίθους ή

σε πηλό αναμένοντας την αρχαιολογική σκαπάνη που θα τους φέρει στο φως της

δημοσιότητας. Όλοι όμως όσοι σώθηκαν, μεταφέρουν στοιχεία πολιτισμού της

αρχαιότητας και των πρώτων χριστιανικών χρόνων που έζησαν και διατηρήθηκαν

ανεξίτηλα στην ανθρώπινη μνήμη, όπως ο χάρτης του Μακρόβιου του 9ου

μ.Χ. αιώνα

Page 50: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

50

που βασίζεται σε αντίστοιχον του Κράτη του Μαλλώτη του 2ου

αιώνα π.Χ, ή όπως ο

χάρτης του Ισιδώρου του 776 μ.Χ και τόσοι άλλοι (Barber, 30, 42, 44, 48).

Χάρη στον Χριστιανισμό, που ανέτρεψε τις πρωτοποριακές ιδέες των

παγανιστών Ελλήνων και μη, γεωγράφων και χαρτογράφων, σώθηκαν πληροφορίες

και σχέδια πόλεων και μνημείων που βεβαίως σχετίζονται με την έδρα και τον

ομφαλό της νέας θρησκείας, ενώ επανέρχονται απόψεις και προπαγανδιστικές

ιδεολογίες περί ιερής συμμετρίας, όπως ότι η Ανατολή βρίσκεται στην κορυφή του

χάρτη, όπου είναι τα ιερά δώματα και ο κήπος της Εδέμ, ενώ το αστέρι που φέρνει το

πρώτο φως, ο Εωσφόρος, εξοβελίζεται αντιφατικά στα σκοτάδια της Δύσης ! Οι

απόψεις αυτές θα κρατήσουν αιχμάλωτη την επιστημονική σκέψη μέχρι και τα

χρόνια της ανακάλυψης της Αμερικής από τον Κολόμβο (Πανταζής 1990, 181 –

188), αφού προηγουμένως μέσω των Αράβων και της χρήσης από αυτούς της πυξίδας

που είχαν εφεύρει οι Κινέζοι, του γνώμονα και του διαβήτη παράχθηκαν χάρτες για

την προώθηση του εμπορίου τους κι αφού ο Ρογήρος της Σικελίας επιφόρτισε τον

Άραβα αυλικό του, τον γνωστό al Idrisi στα 1126 μ.Χ. να βρει και να συγκεντρώσει

βιβλία των αρχαίων γεωγράφων. Η ανακάλυψη ενός αντιγράφου του Πτολεμαίου και

η μετάφρασή του στα αραβικά έδωσε το έναυσμα στους δυτικο - Ευρωπαίους να

γνωρίσουν τις αρχαίες απόψεις και να προσθέσουν τις δικές τους επιστημονικές

θέσεις.

Η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της οριστικής

διευθέτησης των χωρών σε σχέση με τα σημεία του ορίζοντα και μιας που για

τεχνικούς λόγους ο Βορράς καθιερώθηκε ως το πάνω σημείο, οι λευκοί των οποίων

οι χώρες έτυχε να βρίσκονται στο Βορρά, δημιούργησαν την πεποίθηση, βοηθούντων

και των φιλοσόφων (Πανταζής 1990, 41, 244 – 246), ότι βρίσκονται στην ανώτερη

βαθμίδα της υποτιθέμενης εξελικτικής κλίμακας των φυλών με συνακόλουθο να

προκύψει έκτοτε πλήθος ιδεολογιών και ιδεολογημάτων σε βάρος των ανθρώπων που

δεν είχαν το ίδιο χρώμα επιδερμίδας και μαλλιών με αυτούς ή σε σχέση με τον τόπο

που κατοικούσαν (το Νότο), ενώ η αποτύπωση στο χάρτη των χωρών της Ευρώπης

με βάση τη Μερκατορική προβολή έδειχνε στα μάτια των Νοτίων μια υπερφυσική

και τρομακτική εικόνα των χωρών των Βορείων, οι οποίοι έσπευσαν βεβαίως να

«ανακαλύψουν» τις υποδεέστερες χώρες του Νότου (Ο Καμόενς) στις οποίες

κατοικούσαν δήθεν ανάξια και περίεργα ανθρώπινα όντα (μεγαλοπόδαροι,

ενωτοκοίτες, ακέφαλοι, κυνοκέφαλοι, πυγμαίοι, άνθρωποι με μάτια στο στήθος

κ.λ.π).

Την ίδια τακτική της χαρτογραφικής προπαγάνδας χρησιμοποίησαν στα

χρόνια του ψυχρού πολέμου και οι Αμερικάνοι χαρτογραφώντας το «τέρας» της

Ε.Σ.Σ.Δ. κατά 223% μεγαλύτερο του κανονικού, ξεφουσκώνοντάς το τα τελευταία

χρόνια στο 18%…(Black, αλλά και Brotton και Harrison).

Τα παραδείγματα χαρτών από την ισχυρή Γερμανία του Γκαίμπελς, αλλά και χαρτών

που προπαγανδίζουν συγκεκριμένες πολιτικές ιδεολογίες, επεκτατικές βλέψεις,

εξουσιαστικές αντιλήψεις είναι πάρα πολλά με κοινό σημείο τον κυρίαρχο Βορρά

πάνω και τον υποτελή Νότο κάτω (Πανταζής 1990, 200 –225, 228 –231, 239 – 256,

294 – 297, 308). Ο Black μόλις πρόσφατα αναρωτιέται «πόσο διαφορετικά θα ήταν τα

πράγματα, αν στους χάρτες το Νότιο ημισφαίριο ήταν στην κορυφή με την Αυστράλια

πάνω, στη θέση της Ευρώπης ! Πώς οι χάρτες απεικονίζουν την κυρίαρχη

ιδεολογία…».

Η παρακμή των Μικρασιατικών πόλεων κατά την περίοδο των Αραβικών

επιδρομών είχε ως συνέπεια, όπως είναι γνωστό, τη δημιουργία νέων πόλεων είτε

στην ενδοχώρα (κατ’ ανάγκη ορεινών και οχυρωμένων) είτε από μετακινήσεις του

αστικού πληθυσμού σε μεγάλες ονομαστές πόλεις, όπως η Θεσσαλονίκη, που τώρα

Page 51: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

51

γίνονται κέντρο. Ταυτόχρονα παρατηρείται έντονη αγροτοποίηση του υπόλοιπου

πληθυσμού.

Η αποδιοργάνωση στο Αιγαίο ήταν πλέον γεγονός. Ο βυζαντινός στόλος πηγαίνοντας

για την ανακατάληψη της Κρήτης τον 10ο αιώνα σταμάτησε στην Ίο, γιατί οι

επικεφαλής δεν γνώριζαν το δρομολόγιο, και μόνο χάρη σε Καρπάθιους ναυτικούς

που βρέθηκαν τυχαία εκεί μπόρεσε να συνεχίσει….[βλ. Huxley George., A

Porphyrogenitan Portulan, Greek Roman and Byzantine Studies 17 (1976) 46].

Κόπηκαν οι δρόμοι μεταξύ των νησιών και της Μικράς Ασίας εξαιτίας της

ανασφάλειας και τα νησιά ζούσαν αυτοδύναμα, αποκομμένα από τη στεριά λόγω και

των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων της εποχής (Αιγύπτιοι, Βυζαντινοί, Σελτζούκοι του

Αϊδινίου και του Μεντεχίου και Οθωμανοί Τούρκοι, Βενετοί, Αμαλφιτάνοι και

Γενοβέζοι, Πιζάτες, Καταλανοί, τυχοδιώκτες του Δουκάτου του Αιγαίου και Ιππότες

του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ) που καμιά από αυτές τις δυνάμεις

δεν είχε την ικανότητα να επιβληθεί.

Η κινητικότητα αυτή για την κατοχή του παράλιου και νησιωτικού χώρου επέβαλε τη

χαρτογράφηση των δρομολογίων. Από τον 12ο - 13

ο αιώνα έχουμε τους πρώτους

δυτικής προέλευσης χάρτες (Avramea και Λούπης, 85 - 96 ) και από τα μέσα μάλιστα

του 14ου

αιώνα εμφανίστηκαν και τα πρώτα χειρόγραφα βιβλία ναυσιπλοΐας, τα

γνωστά ιζολάρια (isolaria), μια οικογένεια ναυτικών χαρτών που περιοριζόταν στην

απεικόνιση μόνο των νησιών (Τζαμτζής, 58), με κορυφαίο εκείνο του φραγκισκανού

μοναχού padre Cristoforo Buondelmonti (από το 1420 κ. ε. σε αρκετά αντίγραφα), τα

οποία περιγράφουν τα νησιά χωρίς αναφορά στα στεριανά πράγματα. Οι παλαιότεροι

ευρωπαϊκοί χάρτες που μέχρι στιγμής έχουν εντοπιστεί, είναι οι Ιταλικοί και οι

Καταλανικοί ( Λούπης, 96). Οι πρώτοι προέκυψαν από την ανάγκη όλων εκείνων των

Ιταλών εμπορευομένων ναυτίλων να πλεύσουν στην ονομαστή βασίλισσα των

πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, ενώ οι των Καταλανών, τουλάχιστον στον σημερινό

ελληνικό χώρο και τις Μικρασιατικές ακτές, να γνωρίζουν επακριβώς όχι μόνο τα

νησιά, αλλά και τα περάσματα προκειμένου να ασκήσουν τη δουλεμπορική τους

δραστηριότητα στη Μικρά Ασία (1306 ) και στα κοντινά με αυτήν νησιά (βλ.

Κουτελάκης, Σάμος, Νο 1 και του ίδιου, Κως, 388 σημ. 24) και παράλληλα να

οπτικοποιήσουν τις κτήσεις τους αφότου αντικατέστησαν τους Γάλλους στο δουκάτο

των Αθηνών – Θηβών που κατέκτησαν στα 1333, το οποίο περιελάμβανε τον χώρο

από την Υπάτη (Νεοπάτρα) μέχρι τον Ισθμό και την Αττική. Αυτός είναι και ο λόγος

για τον οποίο οι Kαταλανοί σημειώνουν πολύ περισσότερα ονόματα οικισμών και

χωριών απ’ ό,τι οι Βενετοί στους δικούς τους χάρτες. Πρέπει όμως να ομολογήσουμε

ότι η εγκατάσταση των Βενετών και η ίδρυση του Δουκάτου του Αιγαίου στην αρχή

του 13ου

αιώνα έγινε η αιτία να ιδρυθεί ένα δίκτυο παράλιων οχυρωμένων οικισμών

και λιμανιών που αποτελούν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της περιόδου, ως πόλων

σύνδεσης της ναυτικής με τη στεριανή κίνηση (Μπελαβίλας, 54). Ακριβώς εξαιτίας

αυτής της σημαντικής τους λειτουργίας έπρεπε να αποτυπωθούν σε χάρτη (φωτ. 7).

Ωστόσο μπορεί ως παλαιότερος χάρτης να θεωρείται μέχρι σήμερα

εκείνος του P. Vesconte περί το 1310 (Μελάς 1997, 16 – 17), όμως ο διάπλους των

Αμαλφιτάνων, Βενετών, Πιζατών και Γενοβέζων προς την Κων/λη και προς τα

λιμάνια που τους παραχωρήθηκαν ως προνόμιο, φανερώνουν την χρήση χαρτών

τουλάχιστον από τον 12ο αιώνα (Gotier-Dalché και Avramea), η οποία αν μη τι άλλο

είναι οπωσδήποτε υπαρκτή και φανερή τόσο με τις Σταυροφορίες που προκάλεσαν

την κατάληψη της Συρίας και της Ιερουσαλήμ, όσο και με την άλωση της Κων/λης το

1204 από αυτούς, και τη μοιρασιά των εδαφών και των νησιών του Αιγαίου, της

Μικρασιατικής παραλίας και του κορμού της Ελλάδος. Χωρίς κάποιον χάρτη προ

των οφθαλμών τους, πώς αλλιώς θα μπορούσαν να μοιράσουν τα κεκτημένα ;

Page 52: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

52

Πέρα όμως από τους χάρτες των Δυτικών υπήρξαν και χειρόγραφοι χάρτες που

προέρχονται από έργα Αράβων ή και Αιγυπτίων, όπως δείχνει εκείνος από το «Βιβλίο

των παραδοξοτήτων», το οποίο σχολιάζεται στη συνέχεια.

ΚΕΦ. VIII,1. Ο ΑΡΑΒΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ TOY ΒΙΒΛIOY ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΟΞΟΤΗΤΩΝ

Ίσως ο παλαιότερος και μοναδικός χειρόγραφος χάρτης όλης της Μεσογείου που

προέρχεται από συγγραφέα της Ανατολής είναι ένας αιγυπτιακός της δυναστείας των

Φατιμιδών που σήμερα βρίσκεται στη Bodleian Library ενταγμένος από τον

συντάκτη του στο “The book of couriosities” (fol. 30b – 31a : Book 2 – Chapter 10).

Τη μετάφραση στα αγγλικά, την επιμέλεια και τον σχολιασμό των περιεχομένων του

την οφείλουμε στους Emilie Savage-Smith και Yossi Rapoport του Oriental Institute

του Πανεπιστημίου Oxford (http://www.bodley.ox.ac.uk/bookofcuriosities).

Φωτογραφική απόδοση του χάρτη και λίγα σχόλια για το έργο και τη χρονολόγησή

του περί το 1025 μ.Χ περιλήφθηκαν στην πρόσφατη ελληνική έκδοση του P. Barber,

«Το βιβλίο των χαρτών», Αθήνα 2006 από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια».

Ο χάρτης αυτός που δεν έχει παράλληλό του σε καμιά άλλη μεσαιωνική εργασία,

περιλαμβάνει ως προς την περιοχή που μας ενδιαφέρει όχι μόνο τα νησιά της

Μεσογείου, αλλά και τα ονόματα των Μικρασιατικών ακτών και εκείνων των

παραλίων της Β. Ελλάδας. Η σπουδαιότητά του για τις παρεχόμενες πληροφορίες

τόσο από την άποψη των τοπωνυμίων όσο και για την ύπαρξη κάστρων, πόλεων,

σημείων αγκυροβολίου, ύπαρξης νερού, μέγεθος λιμένων, προστασία τους από τους

πνέοντες στην περιοχή ανέμους, είναι καταφανής. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η

ελληνική ορολογία «liman», δηλαδή «λιμάνι» και «al-ustul», δηλαδή «ο στόλος» (οι

σχολιαστές δεν προβαίνουν σε καμιά διευκρίνιση για τις λέξεις αυτές), κάθε φορά

που αναφέρεται στο πώς να προσεγγίσει κανείς στο κατά τόπους λιμάνι.

Η απεικόνιση χαρακτηρίζεται με το οβάλ σχήμα της Μεσογείου σε χρώμα σκούρο

πράσινο μέσα στο οποίο 117 τέλειοι κύκλοι αντιστοιχούν σε 117 νησιά. Από αυτά, τα

δύο μεγαλύτερα, η Σικελία (στην αρίθμησή μου Νο 89) και η Κύπρος (στην

αρίθμηση Νο 100) έχουν σχεδιαστεί ως μεγάλα και στενά ορθογώνια. Περιμετρικά

του χάρτη 121 ονόματα αναφέρονται στα πιο σπουδαία ακτωνύμια της Μεσογείου με

επίκεντρο αυτά της Μ.Ασίας, της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου και της Β.

Αφρικής.

Στην περιοχή του Αιγαίου που μας ενδιαφέρει, οι αποδόσεις των

ονομάτων των νησιών στην αγγλική και οι ταυτίσεις με τα σημερινά είναι ελάχιστες,

μόλις 11, και πολλές φορές εσφαλμένες. Το γεγονός αυτό με υποχρεώνει να προβώ σε

διευθέτηση των όσων έχουν προταθεί και να προτείνω νέες ταυτίσεις σε δύο επίπεδα,

δηλαδή σε ό,τι αφορά τα νησιά μόνο του Αιγαίου και σε ό,τι αφορά τις παράκτιες

θέσεις.

Με οδηγό την καλή γνώση των μεσαιωνικών θέσεων και των ονομάτων ειδικά των

νησιών, τα οποία ελάχιστα έχουν αλλοιωθεί στο διάβα των αιώνων, αλλά και με

σεβασμό στην οθωμανική τους εκφορά, όπως καταγράφηκαν στο έργο του Piri Reis,

οι γνώσεις και η γραφή του οποίου στηρίζεται σε αραβικές πηγές, νομίζω ότι είναι

δυνατό να οδηγήσουν σε ασφαλέστερες ταυτίσεις.

Η εκκίνηση θα γίνει με την αντίστοιχη συνεχή αρίθμηση των κύκλων – νησιών και

για μεγαλύτερη ευκολία κατά στήλες κύκλων (φωτ. 8). Αρχή θα γίνει για δική μας

διευκόλυνση από τα αριστερά του χάρτη και προς τα δεξιά με τα νησιά (ενδεχομένως

ο Άραβας συντάκτης του χάρτη να ξεκινούσε την καταγραφή τους από δεξιά προς τα

Page 53: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

53

αριστερά, όπως συνηθίζεται και στην γραφή των κειμένων τους μέχρι σήμερα, αλλά

στην προκειμένη περίπτωση κάτι τέτοιο δεν έχει απολύτως καμιά σημασία) και

ειδικότερα με το Νο 19, καθώς όλοι οι προηγούμενοι αριθμοί (Νο 1 έως 18)

σηματοδοτούνται με την λέξη «jazirat» που σημαίνει απλώς νησί, όπως άλλωστε και

οι αριθμοί 20, 21 και 27, 28, 42.

Ας παρακολουθήσουμε επομένως τις ταυτίσεις ή τις προτάσεις για ταυτίσεις των

υπολοίπων:

Το Νο 19, το οποίο διαβάζεται Thilu, αντιστοιχεί χωρίς αμφιβολία με την Τήλο, το

οποίο οι σχολιαστές ταύτισαν χωρίς κανένα δισταγμό.

Αμέσως μετά το Νο 22, στο πάνω αριστερό μέρος του πίνακα, ταυτίζεται με την

Μυτιλήνη για την οποία δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία.

To No 23, το οποίο οι σχολιαστές άφησαν αταύτιστο, ταυτίζεται με την Τένεδο και

το Νο 24 με την Σαμοθράκη, όπως άλλωστε προτάθηκε.

Το Νο 25 με την ονομασία Kharkah αντιστοιχεί αναμφίβολα με την Χάλκη, γεγονός

που επιβεβαιώνεται και από τη γειτνίαση τριών νησιών της σημερινής Δωδεκανήσου

με Νο 19, 25 και 38, τα οποία καταγράφονται στην ίδια λοξή γραμμή.

Το Νο 26 είναι η Ίος, ενώ το 27 και 28, όπως προαναφέρθηκε δεν αναγράφουν όνομα

νησιού.

Για το Νο 29 προτείνονται δύο αναγνώσεις, είτε Tandu είτε Tamadru για τις οποίες οι

σχολιαστές διερωτώνται μήπως αντιστοιχούν στην Κάρπαθο. Νομίζω ότι η θέση του

νησιού στον χάρτη απέναντι από την Κων/πολη και τη Σηστό, στην ίδια ομάδα με το

Νο 22, 23, 24 επιλύει το ζήτημα. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται είτε για την Θάσο

(Tandu) είτε για το λιμάνι του Μούδρου (Tamadru) και συνεκδοχικά για το νησί της

Λήμνου. Ίσως και να αποδίδει την διασωθείσα στους χάρτες του 15ου

αιώνα

ονομασία «τα Μαdριά» (βλ. εδώ το Κεφ. XI), η οποία έκτοτε χαρακτηρίζει διαρκώς

επί των ευρωπαϊκών χαρτών και την θαλάσσια περιοχή ως Madria (Κουτελάκης,

Σάμος), λέξη που σημασιολογικά σημαίνει εντελώς άλλο πράγμα από αυτό που

αρχικά δήλωνε ως γεωγραφική θέση.

Το Νο 30 ασφαλώς ταυτίζεται με τη Σάμο.

Το Νο 31 (οι σχολιαστές με μεγάλη δόση αμφιβολίας προτείνουν είτε την Σικελία --

παρότι αυτή καταχωρήθηκε στη δεξιά πλευρά του χάρτη ως ορθογώνιο--, είτε την

Σκύρο) που βρίσκεται πάνω στην ίδια γραμμή με το Νο 19 και 25 (Τήλο και Χάλκη)

και διαβάστηκε ως Siqlliyah. Αυτή η ονομασία δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου παρά

να σηματοδοτεί το Σεσκλί, νησίδα δίπλα στη Σύμη που από τα ελληνιστικά

τουλάχιστον χρόνια και μέχρι τον 19ο αιώνα ήταν καταφύγιο σκαφών που

χρειάζονταν επισκευές (Κουτελάκης, Τήλος, 245 και εδώ το Κεφ. ΧΙΙ).

Το Νο 32, επίσης αταύτιστο από τους σχολιαστές, με την ονομασία Sura, επειδή

βρίσκεται στην ίδια γραμμή με το Νο 26 και 44 (Ίος και Άνδρος), δηλαδή με δύο

Κυκλαδονήσια, θεωρώ ότι μπορεί να αποδίδει το όνομα Σύρα.

Για το Νο 33 με την εκφορά Barqa, δεν μπορώ να προτείνω με σιγουριά κάτι. Επειδή

από τον έλεγχο προκύπτει ιδιαίτερη προτίμηση καταγραφής μικρών νησιών, είναι

ενδεχόμενο το σημερινό Γαϊδουρονήσι (αρχαίο Δίδυμα) έξω από τη Σύρα να

ταυτίζεται με το Barqa, λόγω της ομοιότητάς του με πλεούμενο, αν η λέξη του

αραβικού χάρτη αποδίδει ό,τι και οι ευρωπαίοι ναυτικοί αποκαλούσαν με αυτήν.

Το Νο 34 με την εκφορά Takah έχει υποτεθεί από τους σχολιαστές ότι

αντιστοιχεί στην Ιθάκη. Μου φαίνεται αρκετά τολμηρό, αν αναλογιστεί κανείς ότι

στον χάρτη δεν καταγράφεται κανένα νησί του Ιονίου, γεγονός που επισημαίνουν και

οι σχολιαστές. Εκτός κι αν πρόκειται για ανάμνηση της πασίγνωστης από τον Όμηρο

Page 54: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

54

νήσου, την οποία ο Αιγύπτιος συντάκτης του χειρόγραφου καταχωρεί αντλώντας από

κάποιο ελληνικό πρωτότυπο πτολεμαϊκής προέλευσης.

Πάντως περισσότερο πιθανή θα θεωρούσα την ταύτιση του Takah είτε με τη γνωστή

για τα αρχαιότατα ναυάγια βραχονησίδα Δοκό, αν η θέση της μέσα στις Κυκλάδες

δεν αποτελούσε λογικό ανάχωμα, είτε με κάποια άλλη νησίδα στην ακτή της

Ερμιονίδας που προσχώθηκε και κατάντησε ακρωτήρι και η οποία θα μπορούσε να

έχει το όνομα του αρχαίου ποταμού Τάναου ή στα μεσαιωνικά χρόνια Τάμου –

Τάνου (Παϊδούση,107 – 109). Ούτως εχόντων των πραγμάτων θα μπορούσε να

προταθεί επίσης ταύτιση με την Αντίκαρο, καθώς η τοποθέτησή της στον

αιγυπτιακό-αραβικό χάρτη μεταξύ των Κυκλάδων βρίσκεται επί της ίδιας λοξής

γραμμής που οδηγεί στην Ικαρία.

Για το Νο 35 ως F.gh.r.s.tah μια πρόταση θα ήταν είτε ότι αποδίδει την ονομασία της

Κύθνου ως Θερμιά – Θερμισία (Fermenia στους χάρτες των Δυτικών. Βλ. εδώ το

Κεφ. XI) είτε το Θερμονήσι της Κιμώλου (Σκανδαλίδης 2001, 204 και 317) είτε

ενδεχομένως την προηγούμενη βραχονησίδα της Ερμιονίδας ακτής που έλαβε αυτή

την ονομασία από Ιερό της Δήμητρας Θερμησίας που βρισκόταν πάνω στο άδενδρο

ομώνυμο αντικρυνό ακρωτήρι και από τον ομώνυμο ποταμό που χυνόταν εκεί και την

πρόσχωσε (Παϊδούση, 44, 101, 104). Μια άλλη πρόταση βασισμένη φυσικά στα

σύμφωνα της αραβικής γραφής του ονόματος, καθώς ελλείπουν παντελώς τα

φωνήεντα, αλλά πολύ κοντινή στην τουρκική χρήση του, θα ήταν ότι ταυτίζονται ως

F.gh.r.s.tah με το νησί Hursind, τις αρχαίες Κορησσίες, δηλαδή τις Cursiae των

Ρωμαίων (βλ. και εδώ το Κεφ. ΧΙ,1 αρ. 15).

Το Νο 36 που καταχωρήθηκε ως Hrfndah δεν μπόρεσα να συγκεκριμενοποιήσω και

να αντιστοιχίσω με κάποια νησίδα ή νήσο. Νομίζω όμως ότι θα μπορούσε

εναλλακτικά να ταυτιστεί ίσως με το προηγούμενο, ως Φούρνοι, δηλαδή με το

εγγύτερο στην τουρκική χαρτογραφία Hursind, αν από λάθος μεταγραφής έπρεπε το

H να ήταν αρχικά F ή το σύμφωνο f να έχει γραφεί ως s, κάτι άλλωστε που

παρατηρήθηκε με το Νο 54. Ανάλογο μεταγραφικό ολίσθημα έχει υποστεί σε

τουρκικό φορολογικό κατάστιχο του 1641 και η Άνδρος, η οποία από Andira

κατάντησε στο αγνώριστο Amuda (Zachariadou, 339 – 340).

Το Νο 37 ταυτίζεται με την Ίμβρο, ενώ το Νο 38 που εκφέρεται ως al-Maizah και οι

σχολιαστές το μεταφράζουν ως “island of the she-goat”, δηλαδή «νησί των αιγών»,

χωρίς να προσδιορίζουν με πιο νησί τελικά ταυτίζεται, έχω τη γνώμη ότι θα

μπορούσε να αντιστοιχεί σε ένα από τα δύο ακόλουθα νησιά, δηλαδή είτε την Τραγία

των αρχαίων, δηλαδή τη σημερινή Σαμιοπούλα, είτε την Τραγία της Δωδεκανήσου,

αν στηριχθεί κανείς στην μετάφραση των σχολιαστών ως «island of the she-goat»,

δηλαδή την αρχαία Ψέριμο (βλ. το Κεφ. ΧΙ, αρ. 11). Η θέση όμως του νησιού αυτού

στον χάρτη τόσο ανάμεσα σε ομάδα νησιών των Κυκλάδων όσο και σε αντίστοιχη

της Δωδεκανήσου ενδεχομένως θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε διαφορετική

πρόταση βασισμένη επίσης στην αγγλική μετάφραση της αραβικής εκφοράς ως

«island of the she-goat». Προτείνω εναλλακτικά και σχεδόν με βεβαιότητα το νησί

Πολύαιγος του οποίου η σημασία ως «νησί των πολλών αιγών» αποδίδει ακριβώς

αυτό που δήλωσε ο Άραβας συντάκτης επεξηγώντας το ελληνικό όνομά του, όπως

διατηρήθηκε από την αρχαιότητα (για την ετυμολογία βλ. και Σκανδαλίδης 2001, 209

και Constantakopoulou, 214).

Το Νο 39 που μεταφράστηκε ως « νησί της δίψας», ασφαλώς είναι οι Λειψοί, οι

οποίοι κατά παρετυμολογία με το «δίψα» αναφέρονται ως Διψία και Διψός (φωτ. 15)

στα μεσαιωνικά ελληνικά κείμενα (βλ. το Κεφ. ΧΙΙΙ και Gerola, 6 - 46).

Το Νο 40 με την εκφορά Karsh αποδόθηκε από τους σχολιαστές στην Ικαρία. Θεωρώ

με βάση τις προσεγγίσεις των Αράβων του 8ου

– 10ου

αιώνα κατά προτίμηση σε μικρά

Page 55: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

55

νησιά του Αιγαίου, ότι είναι πολύ πιθανή η ταύτιση του Karsh με την Κάρο ή Κέρο,

νησίδα γνωστή στους «Σταδιασμούς της θαλάσσης» από τον 3ο αιώνα π.Χ (βλ. εδώ το

Κεφ. ΙΙΙ) και μέχρι τον 16o αιώνα μ.Χ, όταν οι κάτοικοί του αιχμαλωτίστηκαν από

τις οθωμανικές ναυτικές δυνάμεις που την αναφέρουν ομοίως ως Karos

(Zachariadou, 339).

Το Νο 41 ταυτίζεται χωρίς αμφιβολία με την Δήλο, ενώ το Νο 42 δεν αναφέρει

όνομα νησιού.

Το Νο 43 με την εκφορά Tumasius, το οποίο κατά τη γνώμη μου με αυτή την

κατάληξη κρύβει κάποιο αρχαίο ελληνικό όνομα, ίσως ανήκει σε κάποια νησίδα που

μου είναι δύσκολο να προσδιορίσω. Ίσως όμως να είναι πολύ εγγύτερα της τουρκικής

εκφοράς Tamasaliq (Λούπης, 228, 292) με την οποία σηματοδοτήθηκε το ακρωτήριο

Σούνιο.

Το Νο 44 ταυτίστηκε χωρίς αμφιβολία από τους σχολιαστές με την Άνδρο και το Νο

45 με την Πάρο (Paris).

To No 46 με την Αμοργό, το Νο 47 με την Αστυπάλαια και το Νο 48 με τη

βραχονησίδα Zafran στην περιοχή της Αστυπάλαιας, η οποία εξακολούθησε και

στους χάρτες του 15ου

– 19ου

αιώνα να καλείται είτε Zafran είτε Ζαφορά που είναι το

ίδιο (βλ. και Σκανδαλίδης 2001, 253). Οι Έλληνες που αντέγραψαν από τον 16ο

αιώνα τους ευρωπαϊκούς χάρτες την αναφέρουν Σοφράνο (φωτ. 16) από την ιταλική

Sovrano ( = η πιο υψηλή).

Το Νο 49 εκφέρεται ως Baqr που σημαίνει μεγάλο (νησί), αλλά δεν υπάρχουν εχέγγυα

για ταύτιση εκτός της περίπτωσης να αναφέρεται στο Μεγάλο Σοφράνο, καθώς η

συστάδα αυτών των νησιών αποκαλείται Μεγάλο Σοφράνο, Μικρό Σοφράνο και

Σοχάς [βλ. Πάπυρος- Larusse-Britannica 47 (2007) 530]. Στην μάλλον ορθή ταύτιση

με αυτή τη νησίδα συμβάλλει και το γεγονός ότι βρίσκεται στην ίδια γραμμή

αναφοράς με το Νο 47 (Αστυπάλαια) στην περιοχή της οποίας ανήκει γεωγραφικά.

Το Νο 50 με την εκφορά Jaranah, νομίζω ότι αντιστοιχεί στη Γυάρο (Γιούρα),

νησίδα που άκμασε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο και αποτελούσε μέχρι τον 15ο αιώνα

φωλιά πειρατών, ώστε ο Τούρκος ναύαρχος Piri reis να την καταχωρεί ως

«Διαβολονήσι».

Το Νο 51 που εκφέρεται ως Batinus το πιθανότερο σηματοδοτεί την Πάτμο.

Άλλωστε ως Batino την καταγράφουν και οι μεταγενέστεροι Οθωμανοί χαρτογράφοι

Piri reis και Sejjid Nuh (βλ. εδώ το Κεφ. ΧΙ, αρ. 19).

Το Νο 52 με την εκφορά ως Armaclus είναι εξαιρετικά δύσκολο να ταυτιστεί. Οι

σχολιαστές την αποδίδουν στην Μύκονο. Πιθανολογώ ότι υποκρύπτει με αυτή την

κατάληξη μια αρχαία ελληνική ονομασία και ενδεχομένως αποδίδει την Ηρακλειά, η

οποία είναι πιο κοντά στο Νο 53 (Χίο). Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα, αφού η

φαινομενική γειτνίαση δεν αποκλείει την παρουσία ενός νησιού που βρίσκεται σε

πολλή μεγάλη απόσταση από μια ομάδα νησιών, ευρισκόμενο σε εκ διαμέτρου άλλη

περιοχή. Έτσι εναλλακτικά θα πρότεινα ταύτιση με τα Αρμάθια κοντά στην Κάσο,

λαμβάνοντας υπόψη την ηχητική ομοιότητα με την αραβική λέξη Armaclus και τη

κοντινή απόσταση των βραχονησίδων αυτών με τις προηγούμενες στα Νο 47, 48, 49

και την επόμενη τους στο Νο 55.

Το Νο 53 ταυτίστηκε από τους σχολιαστές με την Χίο.

No 54 ως al Karrath ίσως από λάθος αντιγραφής να απέδιδε την Κάρπαθο ως al

Karpath, αν μετατρέψουμε το δεύτερο r της λέξης σε p κάτι που θεωρώ πολύ λογικό,

καθώς δεν αντιστοιχεί αυτή η γραφή σε κανένα άλλο νησί τόσο κοντά ευρισκόμενο

με τα Νο 47, 48, 49, 55.

Το Νο 55 με την εκφορά Asitudathah δεν έχει αποδοθεί και φαίνεται δύσκολη η

ταύτισή του. Το γεγονός όμως ότι βρίσκεται ανάμεσα στις νησίδες της ευρύτερης

Page 56: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

56

περιοχής της Αστυπάλαιας και μόλις 18 μίλια από την Κάρπαθο με προτρέπει να το

ταυτίσω με την Αστακίδα, το μεγαλύτερο από τα τέσσερα νησίδια της ομάδας (για

τις ομάδες που συναποτελούν την Αστακίδα και τα Αρμάθια βλ. Σκανδαλίδης 2001,

279).

Το Νο 56 ταυτίζεται με την Σίκινο, η οποία στο βιβλίο του Riri reis καταγράφεται

Sisi Kinu, Siqandire (Λούπης, 360).

Το Νο 57 με την Μήλο, της οποίας η τουρκική ονομασία στον Riri reis (Λούπης,

362) και σε φορολογικό κατάστιχο του 1641 ως Degirmenlik ηχεί παράδοξα

(Zachariadou, 334).

Το Νο 58 και 59 με την εκφορά Stitrah και Ibritish αντίστοιχα είναι δύσκολο να

αποδοθούν σε νησιά των νότιων Κυκλάδων παρά το γεγονός ότι περιστοιχίζονται από

εκείνα. Παρά ταύτα θα πρότεινα για το Stitrah ταύτιση με τα Στύρα, τη «νήσο των

Στυρέων» κατά τον Ηρόδοτο (Σκανδαλίδης 2001, 86 κ.ε, 299). Για δε το Ibritish

νομίζω ότι θα ήταν ορθότερο να ταυτιστεί με τη νησίδα Ιππουρίς μάλλον της

Αμοργού παρά με την ομώνυμη της Χάλκης, επειδή και περιλαμβάνεται στις νότιες

Κυκλάδες και ήταν γνωστή από τη ρωμαϊκή εποχή με τις εγκαταστάσεις των

πειρατών σ’ αυτήν (Σκανδαλίδης 2001, 188 – 189).

Το Νο 60 ταυτίζεται με την Σαντορίνη, αλλά το Νο 61 με την Θήρα, γεγονός που

υποδεικνύει είτε την διπλοτυπία με την οποία ήταν γνωστό το νησί από τον

Μεσαίωνα είτε το Θήρα παραπέμπει στη Θηρασία.

Το Νο 62 με την εκφορά Filibitidrah νομίζω ότι αποδίδει το Φολέγανδρος και είναι

το ίδιο με ό,τι ο al-Idrisi στα 1150 μ.Χ κατέγραψε ως Baliqantru (Πολύκανδρος)

και ο Piri reis ως Poloqandire, Bolukendire (Λούπης, 360). Αυτό καταδεικνύει και

στην περίπτωση αυτή την διπλοτυπία του ονόματος που ήταν σε χρήση ήδη από τα

χρόνια εκείνα (βλ. Κεφ. ΧΙ).

Το Νο 63 με το οποίο κλείνει το Αιγαίο (πλην Κρήτης, Ρόδου, Σύμης, Καστελλορίζου

και Ρω που έχουν τοποθετηθεί κοντά στα παράλια της Ανατολής στη δεξιά πλευρά

του χάρτη με Νο 102, 108, 104, 114 και 116 αντίστοιχα) ταυτίζεται με την Κίμωλο.

Σε ότι αφορά τα παράκτια τοπωνύμια εκκινώντας από την Κων/λη και προς Νότο, θα

σημειώσω μερικά από εκείνα που οι σχολιαστές δεν μπόρεσαν να ταυτίσουν:

Απέναντι από το νησί με Νο 69 που σημειώνεται ως Κάπρα βρίσκεται η

Στρόβιλος ταυτισμένη από τους σχολιαστές. Στη συνέχεια ακολουθούν οι θέσεις

«του Καλογήρου» και η Istaniyah που πιθανολογώ ότι είναι η Σταδιά, έπεται η

Τραχεία που έχει ταυτιστεί από τους σχολιαστές και ακολουθούν η Μαρμαρίς και η

Μάκρη. Μετά από δύο τοπωνύμια που δεν μπορώ να ταυτίσω, βρίσκονται τα

Πάταρα ασφαλώς ταυτισμένα από τους σχολιαστές, και δύο θέσεις μετά είναι η

τοποθεσία Tamirah, η οποία νομίζω ότι αποδίδει την πόλη «τα Μίρα», όπου έδρασε

ως επίσκοπος και τάφηκε ο άγιος Νικόλαος. Ακολουθούν τρεις θέσεις για τις οποίες

αδυνατώ να εκφέρω άποψη, έπεται η Αντάλεια ταυτισμένη χωρίς αμφιβολία από

τους σχολιαστές και αμέσως μετά μια τοποθεσία αταύτιστη με την ονομασία Qalurus.

Δεν διατηρώ καμιά επιφύλαξη ότι πρόκειται για το Καλόν Όρος (βλ. εδώ το Κεφ.

ΧΙ). Από εκεί και κάτω ξεκινώντας με την Αντιόχεια που βρίσκεται ακριβώς

απέναντι από το νησί με Νο 96, το οποίο θεωρώ ότι αποδίδει την ελληνική λέξη

«Κουνούποι, οι», μέχρι την Αλεξανδρέτα τα κυριότερα λιμάνια είναι ταυτισμένα

από τους σχολιαστές. Και κάτι τελευταίο.

Το νησί με Νο 108 που βρίσκεται απέναντι από τη Rudus, δηλαδή τη Ρόδο (Νο 116),

και εκφέρεται ως Ashbaku θεωρώ ότι αποδίδει την αρχική αραβική ονομασία της

Σύμης από την οποία προέκυψε η μέχρι σήμερα τουρκική Σαμπεκί ή Σουμπεκί.

Page 57: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

57

Το Νο 104 με την εκφορά M.I.Yus στην αραβική, χωρίς αμφιβολία νομίζω ότι

ταυτίζεται με την Μεγίστη (Καστελλόριζο) που και οι Τούρκοι ακόμη ως σήμερα

προφέρουν Μεΐς - Miyis (Λούπης, 263 και εδώ το Κεφ. ΧΙ,1), ενώ το Νο 110 που

βρίσκεται ανάμεσα στη Μεγίστη και στη Ρώ δεν έχει συγκεκριμένο όνομα. Πιθανόν

να ταυτίζεται με κάποια από τα νησίδια που συναποτελούν το σύμπλεγμα του

Καστελλόριζου.

Το Νο 114 με την εκφορά Ru νομίζω ότι άφοβα πρέπει να ταυτιστεί με τη νησίδα Ρω,

την αρχαία Ρώγη (Σκανδαλίδης 2001, 273-274).

Τέλος το Νο 109 που βρίσκεται τοποθετημένο μεταξύ Σύμης και Ρόδου με την

ονομασία «The island of Blacks» δεν έχει νόημα σύμφωνα με τα ιστορικά

συμφραζόμενα της περιοχής, εκτός κι αν πρόκειται για νησίδα κοντά στην Β. ακτή

της Αφρικής, την οποία τότε κατοικούσαν μαύροι. Πάντως είναι γεγονός ότι στο

Αιγαίο υπάρχουν νησιά με την ονομασία Μαύρο, όπως το Μεγάλο και Μικρό Μαύρο

πλησίον της Λέβιθας, άλλο κοντά στην Αλικαρνασό, το γνωστό και ως Καρά αντά

(Λούπης, 252), το Μαύρο της Αστυπάλαιας και το Μαύρο ή Μαυρονήσι πλησίον της

Κρήτης (Σκανδαλίδης 2001, 242, 315). «Μαύρο» ενδεχομένως θα μπορούσε να

ονομαστεί και κάποιο από αυτά που φέρουν την ονομασία «Καλόγηρος» λόγω του

σχήματός του και της υποσυνείδητης διασύνδεσης με το μαύρο ένδυμα των

καλογήρων ή και με το ηφαιστειακής προέλευσης χρώμα του (βλ. το επόμενο Κεφ.

ΙΧ).

Το συμπέρασμα από την ερευνητική απόπειρα ταύτισης των νησιών στο Αιγαίο από

τον αραβικό χάρτη είναι ότι οι σημερινές άσημες νησίδες, όπως η Γαύδος, η Ψείρα

και η Λεύκη ή Λευκή κοντά στην Κρήτη, που λόγω των σημαντικών και πολλών

ευρημάτων αποκαλείται «η Δήλος του Λυβικού», όπως η Κίναρος, η Κέρος, η

Αντίκερος, το Δεσποτικό της Αντιπάρου που αποτελούσε μέχρι τα κλασικά χρόνια

μια ενότητα με το νησί Τσοιμηντήρι πριν καταβυθιστεί ο αυχένας και ήταν εξαίρετη

και στρατηγικής σημασίας θέση (Κουράγιος 2004, 45 – 46), η Τεύτλουσα της Σύμης

(το Σεσκλί), η Αίγιλα (τα σημερινά Αντικύθηρα), η Αιγηλίς (το Γιαλί Νισύρου), η

Κιτριανή της Σίφνου, η Αντίμηλος, η Γυάρος, η Ιππουρίς Αμοργού, η Δοκός της

Τροιζηνίας είχαν μεγαλύτερη σημασία απ’ ότι τα μεγάλα νησιά. Την ίδια σημαντική

αξία που είχαν και στα προϊστορικά χρόνια εκπλήσσοντάς μας από τα ανασκαφικά

ευρήματα και από τα κατάλοιπα των ναυαγίων κοντά σ’ αυτά (βλ.και το Κεφ. ΙΙΙ).

Στην προκειμένη περίπτωση, αν δει κανείς την αξία ενός τέτοιου χάρτη με τα μάτια

ενός Άραβα ή Αιγύπτιου ναυτικού του 11ου

αιώνα, συμπεραίνει τρία πράγματα. Είτε

τον φόβο να πλησιάσει σε μεγάλο κατοικημένο νησί από το οποίο θα μπορούσε να

δεχθεί αιφνιδιαστική επίθεση κατ’ αναλογία με το περιστατικό από τα Ιστέρνια της

Τήνου (Κουτελάκης 1998, σημ. 31), είτε την αποτρεπτική δυνατότητα που είχε το

Βυζάντιο κατά την περίοδο εκείνη (1025 μ.Χ) είτε ότι αυτά τα ασήμαντα σήμερα

νησίδια αποτελούσαν προαιώνιες φωλιές πειρατών, όπου μπορούσαν να διαμείνουν

για λίγο επισκευάζοντας τις τυχόν ζημιές των πλοίων τους. Το να διασχίσει κάποιος

αλλόφυλος και αλλόθρησκος τα νησιά της αυτοκρατορίας χωρίς δισταγμό και φόβο,

όπως συνέβαινε παλαιότερα με τους Άραβες τον 9ο – 10

ο αιώνα, ήταν πλέον απόπειρα

ζωής και θανάτου.

Παράλληλα διαπιστώνεται άγνοια για τα νησιά των Σποράδων και του

Ιονίου, καθώς σημειώνονται μεν 18 νησιά, αλλά χωρίς όνομα, στα οποία θα

μπορούσαν να ανήκουν αυτά των Σποράδων, του Ιονίου και όσα άλλα δεν

αναφέρονται ονομαστικά. Μια εξήγηση είναι ότι ο χάρτης στον οποίο βασίστηκε ο

συντάκτης είτε παρέλειπε επίσης τα ονόματά τους (το πιο πιθανό) είτε ο ίδιος ο

συντάκτης ως ναυτικός δεν είχε προσεγγίσει ποτέ τα μη κατονομαζόμενα νησιά. Αν

Page 58: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

58

συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε η κατάστρωση των νησιών που αναφέρονται ονομαστικά

υποδεικνύει τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ αυτών και ενός Αιγύπτιου πολίτη-ναυτίλου

και φυσικά συνήθη δρομολόγια ενός ή περισσότερων ταξιδιών από και προς την

Αίγυπτο. Το δίκτυο λιμανιών που αναφέρονται δια των αντίστοιχων νησιών την

περίοδο εκείνη είναι σημαντικό και πυκνό, έστω κι αν δεν ήταν δυνατή η προσόρμιση

σε όλα. Καταδεικνύει ωστόσο επαφές της καθημερινότητας, ανθρώπων που ζουν από

τη θάλασσα και το εμπόριο, και κυρίως μεταφορά στη γλώσσα τους ονομάτων

ελληνικών νησιών σηματοδοτώντας αλλαγές, μεταπλάσεις και μεταλλάξεις που

επιρρέασαν καταλυτικά τους επόμενους συντάκτες ναυτικών χαρτών και χρηστικών

βιβλίων με τις βασικές, αλλά πολύτιμες πληροφορίες για κάθε νησί (απάνεμα λιμάνια,

ύπαρξη σκοπέλων και υφάλων και κυρίως νερού για την τροφοδοσία των

πληρωμάτων) ίσως και δια μέσου μιας πειρατικής πρακτικής (βλ. Whitby) ή μιας

κατακτητικής πορείας, όπως αυτή της δυναστείας των Φατιμιδών, η οποία στο

απόγειο της ακμής της (959 – 1130) περιελάμβανε την Β. Αφρική, τη Σικελία, τις

ακτές της Συρίας και Παλαιστίνης, το Σινά, τις ιερές πόλεις της Μέκκα και Μεδίνα,

ενώ έφθασε μέχρι και την Βαγδάτη [Πάπυρος – Larousse – Britannica 51 (2007) 514

– 515]. Τη σκυτάλη αυτής της κατακτητικής πορείας δια μέσου της Σικελίας και των

νησιών του Ν.Α. Αιγαίου αναγνωρίζει κανείς στο ισλαμο-χριστιανικό βασίλειο που

ίδρυσε ο Ρογήρος Β΄στην Σικελία αμέσως μετά την κατάρρευση των Φατιμιδών από

το 1130 μέχρι το 1154 [Πάπυρος – Larousse – Britannica 44 (2007) 682 – 684]. Οι

προσεγγίσεις του στόλου του στα νησιά του Ν.Α.Αιγαίου και των Κυκλάδων υπό την

ηγεσία του ναυάρχου του Γεώργιου Αντιοχέως (+ 1152) και οι πληροφορίες που

δίδονται γι’ αυτά τα νησιά στα κείμενα του Άραβα γεωγράφου του al Idrisi (Σαββίδης

1997, 380 – 382) μέχρι το 1185 μ.Χ. που έληξε η ειρήνη με τους Βυζαντινούς

αυτοκράτορες [Πάπυρος – Larousse – Britannica 46 (2007) 544], καταδεικνύουν τη

χρησιμότητα ενός χάρτη σαν αυτόν του 1025 μ.Χ της δυναστείας των Φατιμιδών.

Πιστεύω ότι η προσπάθειά μου για νέες ταυτίσεις και διορθώσεις δεν απέβη άσκοπη,

καθώς εμπλουτίζει την απόπειρα των σχολιαστών του «Βιβλίου των παραδοξοτήτων»,

ανοίγει νέους δρόμους για ωριμότερες σκέψεις και προπάντων γιατί καθιστά φανερό

από πότε και εξαιτίας ποίων εμφανίζονται οι πρώτες αλλαγές στην ονομασία μερικών

νησιών. Η διάχυση της γνώσης για τα δρομολόγια των εμπορικών πλοίων στο Αιγαίο

και των ναυτικών πολεμικών αποστολών δια μέσου του ελληνικού πολυνήσου

φαίνεται ότι αποτελούσε και μυστικό και μείγμα των λαών της θάλασσας. Ένα μείγμα

βασισμένο σε ποικίλες πηγές, προφορικές και γραπτές, αρχαίες, βυζαντινές, αραβικές

και των ιταλικών Δημοκρατιών της περιόδου (Hijji, Christides). Ο συγκερασμός

όλων αποτυπώθηκε με τρόπο συναρπαστικό στη χαρτογραφική χειρόγραφη και

αργότερα έντυπη παραγωγή, στην οποία ιδιαίτερη θέση και αξιοπρόσεκτη έμφαση

δίδεται σε νησίδες, άσημες σήμερα, σημαντικές όμως καθώς φαίνεται για τις

περασμένες εποχές.

Page 59: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

59

ΚΕΦ. IX. Η ΝΗΣΟΣ «ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ» ΣΤΟ ΝΟΤΙΟ ΑΙΓΑΙΟ

Σε εργασία μου σχετική με τα χειρόγραφα του Piri reis παρουσίασα το κείμενο και

τους χάρτες της Νισύρου με τα γύρω μικρονήσια της από το χειρόγραφο του 1756

της Βιβλιοθήκης του Παρισιού1, το οποίο μέχρι τότε δεν είχε αξιοποιηθεί από τους

ερευνητές2. Αναλύοντας τις πληροφορίες σε συνδυασμό με κείμενα από άλλα

χειρόγραφα προσδιόρισα κάστρα, λιμάνια και σπουδαίες για τους Οθωμανούς

κατασκόπους θέσεις επί της Νισύρου και των κοντινών νησίδων. Διαπιστώνει όμως κανείς ότι απουσιάζει από την καταγραφή των νησιών η

Καντελιούσα, πράγμα που σημαίνει ότι ή πρόκειται για νεότερο του 1520 τοπωνύμιο ή δεν μπόρεσε ο Piri Reis να εξακριβώσει το όνομά της, δεδομένου ότι καταγράφεται νησί μεταξύ των αριθμών 5 και 6 χωρίς όνομα (εικ. 5).

Επίσης μου κίνησε την περιέργεια το νησί με αριθμό 33 που καταγράφηκε στα

τουρκικά ως «καλγιούν» ή «καλγιρούν» ή “καλγιρόν”. Το σχήμα του στο χάρτη (στρογγυλό) αποδεικνύει τη σημερινή προέλευση της ονομασίας Στρoγγυλή, που αναφέρεται και στον ιταλικό χάρτη του 1933 (φωτ. 9). Η τουρκική όμως καταγραφή του ως «καλγιρόν», πιθανότατα αποδίδει την εξ ακοής χρήση του τοπωνύμιου - νησιού ως «καλόγηρος». Αν το σχήμα του νησιού (δεδομένο που δεν μπορεί ν’ άλλαξε) συσχετισθεί με τη χρήση του ονόματος στον 15

ο αιώνα ως «καλόγερος»,

τότε βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα καινούργιο δεδομένο, που αφορά την αναζήτηση και ταύτιση του μυστηριώδους αυτού νησιού που τείνει να καταλήξει σαν μια άλλη «Ατλαντίδα εν μικροκόσμω»

4.

Αρκετοί από τους γεωγράφους και χαρτογράφους ή περιηγητές δέχονται την ύπαρξη ενός τέτοιου νησιού στα νότια της Κω και δυτικά της Νισύρου, όπου σύμφωνα με τις αλληλοσυσχετιζόμενες μνείες, αναφορές ή καταγραφές (βλ. πιο πριν την καταγραφή στο χάρτη του 1025 μ.Χ ενός νησιού με την ονομασία «the island of blacks») ζούσε ένας καλόγερος ή δύο, που εξοντώθηκαν από τους Τούρκους ή τους αιχμαλώτισαν και τους μετέφεραν στην Ανατολή

5 (εικ. 6).

'Εγιναν απόπειρες ταύτισής του άλλοτε με το νησί Κανδελιούσα κι άλλοτε με το νησί Παναγιά (La Madona, των Ιταλών) χωρίς επιτυχία

6, ενώ διαπιστώθηκε η ύπαρξη κι

άλλων τέτοιων νησιδίων, ένα στις μικρές Κυκλάδες (Αντίκερος), ένα μεταξύ Άνδρου - Τήνου κι ένα νότια της Χίου

7 (εικ. 7).

Είναι προφανές ότι εξ αιτίας της ύπαρξης αυτών των ομώνυμων νησιδίων προέκυψε και η σύγχυση στις περιγραφές των γεωγράφων και χαρτογράφων. Η επιμονή όμως όλων των λατινικών χειρογράφων (που αντέγραψαν το χφ. του Buondelmonti) στην ύπαρξη ενός μικρού νησιού «εις την ανοικτήν θάλασσαν» πλησίον της Νισύρου, «πολύ άγριο και απειλητικό καθ’ όλας τας εποχάς» για τα πλοία που «διακινούνται μεταξύ Ελλησπόντου και Κρητικού πελάγους»

8, (νήσος κοίλη προς νότον

1 Κουτελάκης 1990, και Λούπης 1999.

2 Αβραμέα, 489, σημ. 3 με απλή αναφορά της ύπαρξης αυτού του χειρόγραφου και με σφάλμα

χρονολόγησής του. Βλ. σχετικά Κουτελάκης 1990, 112. Επίσης Κουτελάκης 13731. 3 Η μετάφραση του χειρόγραφου έγινε από τα γαλλικά, ενώ των αντίστοιχων τουρκικών ανέκδοτων για

το νησί κεφαλαίων έγινε από τον αγαπητό φίλο Ιωάννη Αλεξανδρόπουλο, τον οποίο και πάλι

ευχαριστώ από τη θέση αυτή. 4 W. S. Allen, Καλόγερος. «Μια Ατλαντίς εν Μικροκόσμω». Ε.Ε.Κ.Μ. τόμος Ι' (1974 - 78), Αθήνα

1978, 13 - 83, που παραθέτει δεκάδα χειρογράφων ή δημοσιευμένων ιζολάριων και πορτολάνων,

προκειμένου να εντοπίσει τη νησίδα «Καλόγερος», η οποία καταχωρήθηκε αρχικά από τον Chr.

Buondelmonti (1420) και στη συνέχεια από όλους τους γεωγράφους χωρίς συμφωνία γνώμης. 5 Στον ίδιο, ό.π., και κυρίως τη σελ. 20.

6 Στον ίδιο, ό.π., 45 - 51.

7 Στο ίδιο, 72 - 79.

8 Στο ίδιο, 16.

Page 60: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

60

αποκλίνουσα »9, δεν αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται για βραχονησίδα σε σημείο που

η θάλασσα είναι σχεδόν πάντα ταραγμένη, ώστε συχνά προκαλούντο ναυάγια. Ας δούμε όμως όλα τα πιο πάνω χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με τις Παραδόσεις γενικά στα Δωδεκάνησα (εικόνες 8-9). Η Στρογγυλή ως «Καλόγηρος» έχει αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά, δηλαδή είναι απότομη, αλίμενη, υψηλή, μαύρη, κοίλη, καταμεσίς στα θαλάσσια ρεύματα που σχηματίζει το τρίγωνο Κω - Νίσυρος - Κνίδος και φυσικά πάνω στη γραμμή που ακολουθούσαν τα ιστιοφόρα τον 15ο – 16ο αι. από Κων/λη προς Αίγυπτο ή Κρήτη και αντίστροφα (εικόνες 10-14). Οι ιδιαιτερότητες αυτές επιβάλλουν να δεχθούμε την άποψη ότι η Στρογγυλή είναι η μεσαιωνική Καλόγηρος στα Δωδεκάνησα, μολονότι περιγράφεται (σε τουρκικό αντίγραφο χειρόγραφο της Βρετανικής Βιβλιοθήκης

10) ως νησί ευρισκόμενο κοντά

στην Αστυπάλαια (Istampolja Papaslygy) και ταυτίζεται εσφαλμένα με την Κανδηλιούσα

11. Αν μένει ακόμα κάτι να συμπληρωθεί ως προς τα χαρακτηριστικά

που παρέχει ο Buondelmonti σε συνδυασμό με την ονομασία «Καλόγηρος», θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η ηφαιστειακή προέλευση της Στρογγυλής που της προσδίδει μαύρη όψη «προς νότον αποκλίνουσα» (εννοείται η κορυφή της και όχι με την έννοια ότι βρίσκεται νότια της Κω) της επιμαρτυρεί το σχήμα καλόγηρου (φωτ. 9). Εκτός βέβαια κι αν πρόκειται για διαπίστωση των Ελλήνων ότι πρόκειται για βράχο απομακρυσμένο των άλλων περιοχών ή νησιών, δηλαδή μοναχό, με την έννοια που είναι ταυτόσημη ακόμα και τώρα με την ονομασία καλόγηρος. Άλλωστε δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που καταχωρούνται κι άλλοι βράχοι - νησίδες μ’ αυτό το όνομα στους χάρτες του Αιγαίου ως «Μεγάλος» και «Μικρός Καλόγηρος», ενώ πέριξ της Κρήτης υφίστανται εννιά ως δέκα τέτοιες βραχονησίδες με την ονομασία «Καλόγερος», μια από τις οποίες μάλιστα ονομάζεται «Καλογριά»

12 (εικ. 15).

Στην περίπτωση όμως της Δωδεκανήσου θα έμπαινε κανείς στον παρακινδυνευμένο πειρασμό να υποθέσει ότι δεν αποκλείεται η προέλευση του ονόματος «Καλόγηρος» από κυριώνυμο, κάποιου φερώνυμου ιδιοκτήτη της βραχονησίδας, δεδομένου ότι η χρήση της ιδιότητας κάποιου ως καλόγηρος, ιερομόναχος, μοναχός, Δεσπότης κ.α.ο. εξακολουθεί και σήμερα ν’ αποτελεί σημαντικό ποσοστό στα δωδεκανησιακά επίθετα. Άλλωστε, όπως με πληροφόρησε ο Μιχ. Σκανδαλίδης, ο κρατήρας της ήταν καλλιεργημένος

13.

Τέλος ας σημειωθεί η διαπίστωση των ειδικών μελετητών ότι οι ανά το Αιγαίο συνώνυμοι βράχοι-νησίδες έχουν ηφαιστειακή σύσταση και αποτελούν απομεινάρια εκρήξεων

14. Ως προς την περίπτωση του Καλόγηρου της Δωδεκανήσου δεν υπάρχει

αμφιβολία, όχι μόνο γιατί η Νίσυρος είναι ηφαίστειο, αλλά γιατί υποστηρίζεται ότι η μεγάλη καλντέρα βρίσκεται υποθαλάσσια παρά τα πόδια της Στρογγυλής

15. Δεν

απομένει επομένως παρά η επιτόπια έρευνα για την ανακάλυψη και εντοπισμό κάποιου ναΐσκου που να επιβεβαιώνει την παράδοση κατοίκησής της από καλόγηρο (εικ. 16).

9 Στο ίδιο, 21. Πράγματι στον ιταλικό χάρτη φαίνεται καθαρά ο κρατήρας ανάλογου μικρού

ηφαιστείου και τούτο νομίζω ότι αποδίδει και ο χάρτης του Piri Reis (βλ. χάρτη). Η υψηλότερη

κορυφή της φθάνει τα 126 μ. Η απόστασή της από τη Νίσυρο είναι 4 μίλια, το βάθος γύρω της

ποικίλλει από 4,7 μέχρι 45 μ. και πρέπει να σημειωθεί ότι μισό μίλι ανατολικά της βρίσκεται ο

μεγαλύτερος δείκτης βυθομέτρησης (620 μ.) σε σχέση με τη Νίσυρο και τα γύρω μικρονήσια. 10

Στον ίδιο, ό.π., 50 με ελληνική μετάφραση. 11

Είναι γνωστό πλέον ότι αρκετές πληροφορίες που καταχωρήθηκαν στο Kitabi Bahriye του Ρiri Reis

αντλούνται απoκλειστικά από προγενέστερα κείμενα Ευρωπαίων. 12

W. S. AIIen, ό.π., 67 - 70. 13

Στο χφ. του Bartholomeo da li Sonetti, ο οποίος αντιγράφει τον Cristoforo Βuοndelmonti (1420)

αναφέρεται: «.. .υπήρχον μερικοί μοναχοί στην εκκλησία, η οποία βρίσκεται σε pianureta...». Δηλωτικό

κάποιας μικρο-καλλιέργειας στο νησάκι. Βλ. W. S.Allen, ό.π. 24. 14

W. S.Allen, ό. π., 67 - 68. 15

Το βάθος εδώ φθάνει τα 620μ.και είναι το μεγαλύτερο της θαλάσσιας περιοχής σε ακτίνα 10 μίλια

γύρω απ’ τη Νίσυρο. Βλ. εδώ τη σημείωση 10.

Page 61: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

61

ΚΕΦ. X. ΟΙ «ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ» ΤΟΥ Β. ΑΙΓΑΙΟΥ, Ο ΜΑΞΙΜΟΣ ΠΛΑΝΟΥΔΗΣ, Ο BUONDELMONTI ΚΑΙ ΤΟ ISOLARIO ΤΟΥ.

Στο προηγούμενο κεφάλαιο για τη βραχονησίδα «Καλόγερος» του Νότιου Αιγαίου

υποστηρίζω την άποψη ότι πρόκειται για εκείνη που βρίσκεται μεταξύ Νισύρου και

Κω και ταυτίζεται με τη Στρογγυλή, καθώς και με το γεγονός ότι το όνομά τους οι

βραχονησίδες «Καλόγερος» (συνολικά 9 για όλο το Αιγαίο) το οφείλουν είτε στη

μοναχικότητά τους καταμεσίς του πελάγους, είτε στο χρώμα τους (μαύρο),καθώς τις

ατενίζεις από μακριά, είτε κατ’ ευφημισμόν, γιατί κατά τις αντιλήψεις των ναυτικών

αποτελούσαν σημεία συντριβής των πλοίων, είτε εξαιτίας του σχήματός τους ως

κουκουλοφόρου μοναχού, είτε γιατί σε μία από αυτές υπήρχε ερημητήριο καλογήρων

ή μοναχών, είτε τέλος γιατί ανήκαν σε ιδιοκτήτη κοντινού μεγάλου νησιού που έφερε

το επίθετο «Καλόγερος»1.

Για τις υπόλοιπες βραχονησίδες με αυτό το όνομα στο Αιγαίο ο W. S. Allen που

ασχολήθηκε διεξοδικά, αφού παραθέτει πλήθος κειμένων και χαρτογραφικών πηγών,

καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ζήτημα ούτε λίγο ούτε πολύ καταντά σαν τη

χαμένη Ατλαντίδα (βλ. πιο πριν), δηλώνοντας ανεπάρκεια εντοπισμού εξαιτίας σειράς

αντιφατικών ειδήσεων που τις αφορούν, τουλάχιστον εκείνης που καταγράφεται ως

«Καλόγερος της Τήνου ή Άνδρου»2 και προς την οποία οι περισσότερες από τις

μεσαιωνικές και μεταγενέστερες πηγές συγκλίνουν, όσον αφορά το κεντρικό και

βόρειο Αιγαίο.

Θα περιοριστώ στα κυριότερα σημεία της μελέτης του προαναφερθέντα ερευνητή και

στα συμπεράσματα εκείνα που δεν επιδέχονται επιστημονική αμφισβήτηση, επειδή

πιστεύω ότι μια νέα πρόταση σήμερα, μετά την προσκτηθείσα προσωπική εμπειρία

γύρω από τα θέματα της γεωμορφολογίας των νησιών και βραχονησίδων του Αιγαίου

και της Ιστορίας της Τήνου, θα μπορούσε να συμβάλλει στη μερική έστω επίλυση του

προβλήματος, ή απλά στη ρίψη μιας νέας ιδέας χρήσιμης για όποιον στο μέλλον θα

επιθυμούσε να ασχοληθεί με μια βραχονησίδα – «Καλόγερο» του ευρύτερου

γεωγραφικού χώρoυ.

Από τα κείμενα που παραθέτει ο W. S. Allen θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό εκείνο του

Thevet (εκδόθηκε στα 1571) ο οποίος ισχυρίζεται ότι άκουσε τις πληροφορίες που

κατέγραψε από καλογήρους του Αγίου Όρους3. Η καταχώρηση των ειδήσεων αυτών

δεν περιέχονται σε κανένα από τα άλλα γεωγραφικά, χαρτογραφικά και ναυτικά

κείμενα που δημοσιεύτηκαν, επειδή ο Thevet δεν θεωρήθηκε αξιόπιστος. Ωστόσο ο

Allen (και μερικοί άλλοι) συγκρίνοντας πληροφορίες του για άλλες περιοχές τον

θεωρεί έγκυρο4, χωρίς βέβαια να μπορέσει να διακρίνει την αλήθεια από την

υπερβολή ή ακόμα και το φανταστικό στοιχείο που διέπει τέτοιου είδους «τερατώδη

ναυτικά» κείμενα και διηγήσεις, που μέχρι πρόσφατα ακούγαμε ως παιδιά από

πολυταξιδεμένους ναυτικούς.

Ο Allen προσπάθησε επίσης να συνδυάσει τις πληροφορίες του Thevet με

εκείνες του αξιόπιστου Randolph5, περί εκρήξεως της ηφαιστειογενούς αυτής (;)

1 Κουτελάκης, Νίσυρος, 126-127. Μανουράς, 523. Φλωράκης, Ακτωνύμια, 127 όπου πιθανολογεί την

ονομασία του από το χρώμα των σχιστόλιθων, «κοινώς μαυρόπλακες». 2 W.S. Allen, «Καλόγερος. Μία Ατλαντίς εν μικροκόσμω», Ε.Ε.Κ Μ. τ. Ι΄ (1974 -78), Αθήνα 1978, 13-

83. Μανουράς, 523 με παραπομπή σε πηγή του 1911, όπου σημειώνει ότι είναι «τρεις παρανησίδες στο

στενό Άνδρου – Τήνου». 3 Allen, 82.

4 Allen, 57, 58.

5 Στον ίδιο, 72.

Page 62: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

62

βραχονησίδας στα 1650 και της εκτόξευσης λίθων τόσο στην Άνδρο όσο και στην

Τήνο6, καθώς και της εξαφάνισής της στη συνέχεια, αλλά κατέληξε απογοητευμένος

από τις γεωλογικές έρευνες, ότι οι μόνες τελικά ιστορικές εκρήξεις ηφαιστείων στο

Αιγαίο αφορούν τη Σαντορίνη, τη Νίσυρο και τα Μέθανα7.

Πραγματικά, αντικρίζοντας κανείς την Α.-Β.Α. ακτή της Τήνου με τους

τεράστιους διάσπαρτους σχεδόν στρογγυλούς βράχους που καταλαμβάνουν

μέχρι και την περιοχή Βωλάκ’ς8, η οποία ακριβώς λέγεται έτσι εξαιτίας του

σχήματος αυτών των βράχων [στους βολάκους > στους βολάκ’ς, > η (περιοχή

εννοείται) Βολάκ’ς > το Βολάξ (εννοείται το χωριό) σύμφωνα με την ντοπιολαλιά],

έχει την αίσθηση ότι μόνο μια τεράστια έκρηξη από υποθαλάσσιο ηφαίστειο θα

μπορούσε να τους εκτινάξει στην κοντινή ακτή. Aυτό είχε υπόψη του προφανώς ο

Randolph κατά την επίσκεψή τoυ στην Τήνο (πρόκειται για εξαιρετικά αξιόπιστο

περιηγητή) και γι’ αυτό το θεώρησε φυσικό να το αναφέρει. Οι πρόσφατες

γεωλογικές όμως έρευνες απέδειξαν ότι η σύσταση αυτών των βράχων είναι

γρανιτική και όχι ηφαιστειακή και το σχήμα τους οφείλεται αποκλειστικά σε αιολικά

φαινόμενα9. Επομένως απομένει μόνο η μαρτυρία του Thevet και των άλλων

ιζολαρίων που αναφέρουν συνοπτικά τα εξής, χωρίς βεβαίως όλα τα δεδομένα να

ανταποκρίνονται συλλήβδην μόνο σε μια από αυτές τις βραχονησίδες:

Ότι στη βραχονησίδα «Καλόγερος» διέμενε κάποτε ένας ή δύο μoναχοί, ότι είχαν

μια εκκλησούλα, ότι υπήρχε μια μικρή έκταση για να καλλιεργούν, ότι διέθεταν μια

βάρκα για την επικοινωνία τους με τον γύρω κόσμο, αν και δεν υπήρχε λιμάνι, ότι η

βραχονησίδα ήταν άκρως επικίνδυνη για τους ναυτικούς οι οποίοι έπρεπε να σταθούν

μακριά σε απόσταση βολής κανονιού για να μη διακινδυνεύσουν να τσακιστούν εξαιτίας

των θαλασσίων ρευμάτων ακόμη και σε περίπτωση γαλήνης, και τέλος ότι ήταν δύο

νησιά, ο Μικρός και ο Μεγάλος Καλόγερος (φωτ 10 ).

Ο Thevet επιπλέον προσθέτει την παράδοση που άκουσε στο Άγιον Όρος, ότι δηλαδή

εδώ μόνασε ο Νικηφόρος Βοτανειάτης (1078 -1081), ο ιστορικός του Βυζαντίου

Ζωναράς για 5 χρόνια (12ος

αιώνας), ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός (1347-

1354), και παλαιότερα επί Ηρακλείου ότι εδώ εξορίστηκαν οι μοναχοί Ιωάννης του

Τάγματος του Αγ. Βενεδίκτου και ο νεστοριανός Σέργιος, ενώ στην αρχαιότητα εδώ

κατέφυγε και ο ποιητής Ιππώναξ 10

.

Στις πιο πάνω ειδήσεις πρέπει να προστεθεί και η μαρτυρία από το «Bιβλίο

Ναυσιπλοΐας» του Piri Reis, ότι το νησί ήταν στα 1520 ή και προγενέστερα, κατάφυτo

από ένα είδος θαμνόδενδρου11

.

Η λογική επεξεργασία των πιο πάνω δεδομένων δημιουργεί μια σειρά προβλημάτων

που ανακύπτουν εξαιτίας τους, όπως π.χ. πώς λεγόταν το νησί αυτό κατά την

αρχαιότητα εφόσον το επέλεξε ο Iππώναξ για να αποσυρθεί πικραμένος και να

συνθέσει εκεί τους ιάμβους του κατά των γλυπτών Βούπαλου και Αθήνιδος (παιδιά

του Χίου γλύπτη Άρχερμου που έζησαν στο β΄μισό του 6ου

αιώνα π.Χ), δεύτερον πώς

6 Ό.π, 72 και 81.

7 Στον ίδιο, 82- 83. Ωστόσο είναι πασιφανές ότι ο Randolph αναφέρεται στη Σαντορίνη και όχι σε άλλο

νησί. 8 Κουτελάκης, Τήνος, Αθήνα 1994, 18.

9 Μελιδώνης, 15. Ψάλτης Γιάννης, Πάνω Μέρη. ‘Ενα γεωλογικό φαινόμενο (ανακοίνωση στο τριήμερο

για τα Πάνω Μέρη, η οποία δεν συμπεριλήφθηκε στα Πρακτικά, αλλά είναι στο στάδιο της έκδοσης

αυτοτελώς). 10

Allen, 56-57. 11

Κουτελάκης, Σάμος, 212, σημ. 103. Για την περιγραφή της Τήνου στο βιβλίο του Piri

Reis. Βλ .Δημ. Λούπης, Ο Πίρι Ρέϊς χαρτογραφεί το Αιγαίο, Αθήνα 1999, 288-290.

12 Allen,70.

Page 63: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

63

είναι δυνατόν να προσορμιστεί κανείς σ’ αυτό, αφού δεν έχει λιμάνι, ούτε κόλπο και

επιπλέον ήταν τόσο επικίνδυνο ακόμα κι αν το πέλαγος ήταν γαλήνιο, τρίτον πώς να

ζήσει κανείς σ’ ένα τέτοιο βράχο χωρίς νερό και μάλιστα σε μεγάλη απόσταση από

κάποια κοντινή ακτή από την οποία έστω και με δυσκολία θα μπορούσε να έχει

πρόσβαση στα άκρως απαραίτητα, ακόμα δηλαδή και για ένα μοναχό που τηρεί

αυστηρή νηστεία, παράγοντες που δεν επιτρέπουν ούτε ολιγοήμερη παραμονή, όπως

διαπίστωσε και η Υπηρεσία Φάρων το 1914 στην προσπάθειά της να τοποθετήσει

φανό στη βραχονησίδα που βρίσκεται μεταξύ Άνδρου και Χίου. Ο συντάκτης του

σχετικού σημειώματος στον 13ο τόμο της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας (σ.

593) που έχει υπόψη του το χωρίο του Thevet σημείωσε χαρακτηριστικά και με δόση

ειρωνείας : «Ή εικών δε αυτών, του Μικρού και Μεγάλου Καλόγερου, (η αναφορά

γίνεται για τις βραχονησίδες Β. της Άνδρου και Δ. της Χίου) αρκεί μόνη να πείσει ότι

η παράδοσις, καθ’ ήν επ’ αυτού ήτο μοναστήριον, εις ό μάλιστα εμόνασεν επί

πενταετίαν ο Ζωναράς, αποτελεί λήρον του Theνet12

. Εκτός κι αν δεχθεί κανείς ότι

«Καλόγεροι» είναι εκείνοι τους οποίους χαρτογραφεί ο Dαpper, δηλαδή το σημερινό

Μεγάλο και Μικρό Νησί εις το Στενό της Άνδρου – Τήνου»13

.

Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι ανεξάρτητα για ποια βραχονησίδα πρόκειται

στο θαλάσσιο διάστημα μεταξύ Άι-Στράτη - Ψαρών - Χίου- Άνδρου - Τήνου, οι

Αγιορείτες μοναχοί πρέπει να την είχαν ως μετόχι, γι’ αυτό και διέσωσαν τη σχετική

Παράδοση.

Δεύτερον, αυτή η βραχονησίδα (τουλάχιστον ο Μεγάλος Καλόγερος από τους δύο,

σύμφωνα πάντα με τα κείμενα) διέθετε λίγη γη για καλλιέργεια ή έστω κάποιο ομαλό

χώρο για την ανέγερση μιας εκκλησούλας.

Τρίτον, ο μοναχός ή οι μοναχοί είχαν τη δυνατότητα να αποβιβαστούν για τα

αναγκαία σε νησί ή ακτή που δεν απείχε πολύ από τη βραχονησίδα τους.

Τέταρτο, η υποτιθέμενη σ’ αυτή τη βραχονησίδα παραμονή τόσο σπουδαίων

προσώπων της βυζαντινής αριστοκρατίας, δεν μπορεί παρά να σχετιστεί κυρίως με

κατοχή μιας εκμεταλλεύσιμης νησιωτικής μονάδας από αυτούς14

(τότε που η

γαιοκτησία αποτελούσε κοινή πρακτική πλουτισμού των Δυνατών), όπως συμβαίνει

και σήμερα με τις περισσότερες από τις βραχονησίδες της χώρας μας, που

ενοικιάζονται από τους κοντινούς νησιωτικούς Δήμους σε ιδιώτες, οι οποίοι είτε

βάζουν ζώα για βόσκηση, είτε συλλέγουν κρίταμο και κάππαρη για πώληση, είτε

τοποθετούν μελίσσια, είτε προέβαιναν παλαιότερα σε άλλες εποχιακές και επικερδείς

ενασχολήσεις, όπως ήταν η σύλληψη διαβατάρικων πουλιών ή η συλλογή νεοσσών

γερακιών που τα εκπαίδευαν οι γερακάρηδες (ιερακοτρόφοι) προκειμένου να

ικανοποιήσουν τις ανάγκες της βυζαντινής και μετέπειτα οθωμανικής αριστοκρατίας

12

Allen, 56-57. 13

Στον ίδιο, ό.π. 14

Τέτοια είναι η περίπτωση της νήσου των Νέων (σήμερα Άι - Στράτης), η οποία από το 980 μ.Χ.

παραχωρήθηκε στον Άγιο Αθανάσιο της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και της οποίας η κατοχή

από το μοναστήρι επικυρώθηκε το 1079 με χρυσόβουλο του Νικηφόρου Βοτανειάτη, ανάμνηση του

οποίου νομίζω ότι διασώθηκε στους Αγιορείτες μοναχούς για την πράξη του αυτή, την οποία

μετέδωσαν κατά την συζήτησή τους και στον Thevet. Βλ. Εμμ. Ευσταθίου, Η νήσος Άγιος Ευστράτιος,

Λήμνος 1971, 80 - 81 και Ηλ. Νικολάου, Η ιερά μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγ. Αθανασίου και η

νήσος «Άγιος Ευστράτιος», Πρακτικά τριημέρου Αιγαίου (21-23 Δεκ. 1989), Αθήνα 1990, 282-284.

Επίσης, Μανουράς, 523 όπου σημειώνει ότι «ενδέχεται το νησωνύμιο να είναι κυριώνυμο, δηλαδή η

φερώνυμη νησίδα να ανήκε σε κάποιον ιερωμένο, καλόγερο, ερημίτη ή μπορεί να αποτελούσε γη

εκμεταλλεύσεώς του….Οι περισσότεροι τύποι των τοπωνυμίων αυτών προήλθαν από κάποιον καλόγερο-

οικιστή ή ιδιοκτήτη του φερώνυμου τόπου, που έζησε εκεί πριν από αμνημόνευτους χρόνους» (ό.π, 524).

Page 64: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

64

για κυνηγετικά γεράκια, πληροφορία άλλωστε που δίνεται σε μερικά από τα ιζολάρια

για τον «Καλόγερο»15

.

Αν έτσι είχαν τα πράγματα, κάτι που θεωρώ πιθανότατο με τα μέτρα της εποχής

εκείνης, όπως δείχνουν οι επενδύσεις σε γη των αριστοκρατών της Κων/πολης σε

Άνδρο και Τήνο και η ανάπτυξη του μοναχικού βίου την ίδια περίοδο, τότε τόσο το

Μεγάλο και το Μικρό νησί στο στενό Άνδρου-Τήνου, όσο και η βραχονησίδα

«Πλανούδης» στην είσοδο του Πανόρμου της Τήνου (όπου σήμερα υφίσταται ο

φάρος), έχουν τις ίδιες πιθανότητες να αποτελούσαν από τον 9ο αι. έως και τον 14

ο

αιώνα μ.Χ χώρους οικονομικής εκμετάλλευσης από Δυνατούς, που με ανθρώπους της

απολύτου εμπιστοσύνης τους ή με υπενοικιάσεις καρπώνονταν την όποια παραγωγή.

Στη λογική αυτή που συνδέεται και με τη χρήση ανθρωπωνυμίων στα μέρη εκείνα

που αποτελούσαν κτήσεις τους (Βαρύς, Μαρούλης, Κατακαλών, Πικέρμης, Αλωπός,

Καλοβάρδας, Διασορινοί, Βασιλικοί κ.ά.) θα μπορούσαμε με μεγάλη πιθανότητα να

εντάξουμε τη βραχονησίδα «Πλανούδη» ως κτήμα του γνωστού μοναχού

(καλόγερου) φιλοσόφου, μαθηματικού, γεωγράφου και αστρονόμου Μάξιμου

Πλανούδη, του ανθρώπου που εισηγήθηκε στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄

Παλαιολόγο τη χρήση των αραβικών αριθμών, και ο οποίος πρώτος ασχολήθηκε με

τη γεωγραφία του Κλαύδιου Πτολεμαίου, συλλέγοντας χειρόγραφα σε ένα από τα

οποία σημείωσε χαρακτηριστικά «του σοφωτάτου κυρού Μαξίμου μοναχού του

Πλανούδου στίχοι ηρωϊκοί εις την Γεωγραφίαν Πτολεμαίου, χρόνοις πολλοίς

αφανισθείσαν, είτα δε παρ’ αυτού πόνοις πολλοίς ευρεθείσαν»16

.

Πόσο συμπτωματικά μπορούν να θεωρηθούν όλα αυτά τα τεκμήρια, όταν συντρέχουν

στο ίδιο πρόσωπο γεγονότα που ελάχιστες αμφιβολίες αφήνουν ;

Ένα ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον ο άνθρωπος αυτός ως γεωγράφος και

καλόγερος, ο μοναδικός κρίκος ανάμεσα στο γεωγράφο Κλαύδιο Πτολεμαίο και

στους βυζαντινούς αστρονόμους και γεωγράφους17

, δεν αποτελεί και το κλειδί για τη

βραχονησίδα «Καλόγερος», είτε αυτή είναι ο «Πλανούδης», είτε κάποια άλλη,αφού η

ανάμνηση της κατοχής της από αυτόν συντέλεσε και στο να λησμονηθεί η αρχαία της

ονομασία, η οποία κατά τον Πλίνιο ήταν “Ege”18

, δηλαδή Αίγαι, και στη λαϊκή

καθημερινή γλώσσα, «Γίδες», όνομα που διασώζει και το χειρόγραφο GE. FF. 13731

της βιβλιοθήκης του Παρισιού19

.

Και τέλος, πόσο τυχαία μπορεί να είναι η χρήση των τοπωνυμίων «Πάνορμος» και

«Διαπόρι»20

, που συμπίπτουν μέχρι σήμερα με το υπάρχον στενό πέρασμα μεταξύ της

νησίδας «Πλανούδη» και της απέναντι ακτής του Πανόρμου21

, μιας περιοχής γνωστής

15

Allen, 17, 28, 31, 42-45. Επίσης Σιακωτός Βασ., Κυνηγετική δραστηριότητα στη Βενετοκρατούμενη

Κρήτη, Θησαυρίσματα 36 (2006)190 – 194, όπου υποστηρίζει ότι η ενασχόλησή τους είχε τόσο μεγάλη

τιμή και αξία ώστε ταξίδευαν οι ίδιοι στην αυλή των σουλτάνων και του Φιλίππου της Γαλλίας

μεταφέροντας τα εκπαιδευμένα γεράκια, έχοντας σχεδόν ανάγει την ενασχόληση αυτή του κυνηγίου σε

επαγγελματική δραστηριότητα. 16

Χρυσοχόου Στέλλα, Οι πόλεις της Πελοποννήσου μέσα από τα χειρόγραφα του Πτολεμαίου,

Πρακτικά Ε΄ Συμποσίου Μονεμβασίας (24-26 Ιουλίου 1992), 8-13. Andreas and Judith Stylianou, The

history of the Cartography of Cyprus, Nicosia 1980, 3 – 5. 17

Στην ίδια ό.π., 12, με την πληροφορία ότι στα 1292 περίπου ο αυτοκράτορας τόσο πολύ

εντυπωσιάστηκε από τη «Γεωγραφία» που είχε ο Πλανούδης, ώστε του ζήτησε ένα χειρόγραφο την

αντιγραφή του οποίου ανέλαβε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Αθανάσιος ο Νεότερος, ο οποίος τότε

ζούσε στην Κων/πολη. 18

Allen, 76-80. 19

Βλ. Κουτελάκης, Τήνος, σημ. 20 του κεφ. ΣΤ΄. 20

Στον ίδιο ό.π., τις σημ. 21 και 22. Ο Piri Reis διασώζει έστω και φθαρμένα γλωσσικώς τα

παράλληλα παραθαλάσσια τοπωνύμια της περιοχής «Αγία Θάλασσα» (Dalassandra) και «Ρόχαρη»

(Καλόχαρος). Βλ. Δημ. Λούπης, ό.π., 289 και Κουτελάκης, Τήνος, 503-504. 21

Βλ. τον χάρτη της Τήνου των Μ. και Γ. Ευγενείου, Ν. Κλάψη, Π. Μαρκουΐζου και Ι. Μοσχονά.

Page 65: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

65

από την αρχαία εποχή για τα μάρμαρά της (και γιατί όχι με την άσκηση της γλυπτικής

τέχνης) ;

Είναι δυνατόν ο μοναχός Μάξιμος Πλανούδης, ο πλήρης θύραθεν παιδείας και

συντάκτης αρχαιότροπων επιγραμμάτων ή επαινετικών στίχων προς τον Κλαύδιο

Πτολεμαίο σε αρχαία γλώσσα22

, και ταυτόχρονα πιθανός κάτοχος της νησίδας

«Πλανούδη», να μη γνώριζε πολύ καλά την ιδιοκτησία του, τα μικροτοπωνύμιά της

και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του Πανόρμου και να μην τα κατέστρωσε σε χάρτη;

Και μήπως το γεγονός της κατοχής αυτής της βραχονησίδας από τον γεωγράφο -

μοναχό αποτελεί και το κλειδί για να κατανοηθεί επαρκώς ο λόγος της καταχώρησής

της ως «Καλόγερος» στα ιζολάρια, είτε αυτά είναι χάρτες, είτε κείμενα

συνοδευόμενα από σχέδια (πoυ αντέγραψαν κάποιοι πιθανότατα από τα έργα του

Μάξιμου Πλανούδη με κυριότερον ίσως τον ελληνικής παιδείας φραγκισκανό μοναχό

Cristοfοrο Buondelmonti) ως νησί ισότιμο με τα άλλα που χαρτoγραφήθηκαν στις

διάφορες χειρόγραφες και έντυπες παραλλαγές, διασώζοντας αμυδρά την ανάμνηση

μιας έγγειας κτήσης, ως ένα γεγονός σημαντικό όχι μόνο για την ασφαλή διέλευση

των ναυτικών στο πολύνησο του Αιγαίου εξαιτίας του ασήμαντου μεγέθους της (και

γι’ αυτό άκρως επικίνδυνης για τη ναυσιπλοΐα), αλλά και ως φόρος τιμής στον

σημαντικό Βυζαντινό γεωγράφο - ιδιοκτήτη αυτής της βραχονησίδας ;

Και τέλος με αφορμή την τελευταία πρόταση, μήπως θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα,

αν το χειρόγραφο isolario (ιζολάριο) του Buondelmonti (που σώθηκε σε περισσότερα

από 60 αντίγραφα από το 1420 κ.ε.) δεν αποτελεί μια πρωτότυπη εργασία του ίδιου,

αλλά ένα λατινικό εμπλουτισμένο όμως αντίγραφο του έργου του Πλανούδη, το

οποίο αποτέλεσε για τον Buondelmonti τον «τουριστικό οδηγό του» για τις περιοχές

που επισκέφθηκε ή σκόπευε να επισκεφθεί23

;

Οι νεότερες έρευνες της Στέλλας Χρυσοχόου στους κώδικες της «Γεωγραφίας» του

Κλαύδιου Πτολεμαίου25

, τόσο στην Οξφόρδη και το Λονδίνο, όσο και στη Ρώμη,

22

Χρυσοχόου Στέλλα, ό.π., 8 -12. 23

Είναι γνωστό ότι ο φλωρεντινής καταγωγής φραγκισκανός μοναχός Cristoforo Buondelmonti ως

γνήσιος άνθρωπος της Αναγέννησης και υπό την επίδραση του Εμμανουήλ Χρυσολωρά αποδύθηκε

στη συγκέντρωση ελληνικών χειρογράφων κατά προτροπή του ουμανιστή καρδινάλιου Jordano Orsini,

τα οποία έστελνε στη Βενετία. Έφτασε στη Ρόδο, ένα πανευρωπαϊκό τότε κέντρο εμπορίου και σταθμό

πνευματικής βυζαντινής ακτινοβολίας, απ’ όπου με την κάλυψη του Τάγματος των Ιπποτών προέβαινε

σε εξορμήσεις και αναζητήσεις φθάνοντας μέχρι και την Κωνσταντινούπολη. Δύο φορές, το 1419 και

1430 βρέθηκε στην Άνδρο, πιθανότατα ερχόμενος σε επαφή με τα εκεί βυζαντινά μοναστήρια όπου

είχαν φοιτήσει ο Λέων ο Μαθηματικός και μετά από αυτόν ο Μιχαήλ Ψελλός, με σκοπό την αγορά

κωδίκων, πράγμα που πιστοποιείται από σημειώσεις του πάνω σε ορισμένους από αυτούς τους

κώδικες. Πέθανε και τάφηκε στη Ρόδο ( πιθανότατα το 1430 ή λίγο αργότερα, αφού μαρτυρείται

ακόμη το έτος αυτό η παρουσία του στην Άνδρο), όπου πριν λίγα χρόνια βρέθηκε και η επιτύμβια

κολόνα με το όνομά του πάνω στην οποία έχουν χαραχθεί στα λατινικά τρία (3) αποφθέγματα

Ελλήνων και Ρωμαίων σοφών (εκτίθεται στη μόνιμη Έκθεση στο Καστέλλο).

Η περίοδος της δράσης του δεν απέχει πολύ από την εποχή του Πλανούδη κι αυτό κατά τη γνώμη μου

καθιστά ακόμη πιο στενή τη σύνδεση του χειρογράφου του ως ένα λατινικό «αντίγραφο» ελληνικού

πρωτοτύπου με το οποίο είχε ως σκοπό να θέσει υπόψη των Λατίνων ή και λατινόφωνων της εποχής

του γνώσεις των βυζαντινών γεωγράφων και παράλληλα πληροφορίες για τον Αιγαιακό χώρο που τότε

αποτελούσε το μήλο της έριδος μεταξύ των Λατίνων και των Τούρκων. Βλ. Κουτελάκης, Σάμος, 195

σημ. 33. Του ίδιου, Η πορνεία στη μεσαιωνική Ρόδο, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Ρόδος 2400

χρόνια, Β΄ (2000) 497- 498. Το ίδιο αλλά εκτεταμένο και στο ΔωδΧρον ΙΗ΄ (2003) 65 - 103. Επίσης

Χρυσοχόου Στέλλα, 8-9 και Emile Legrand, Description des îles de l’ Archipel par Chr. Buondelmonti,

Paris 1897, Preface , και Τσιρπανλής, «Η Ρόδος και οι Νότιες Σποράδες στα χρόνια των Ιωαννιτών

Ιπποτών», Ρόδος 1991, για την πνευματική ατμόσφαιρα της εποχής. 25

Συνολικά τα χειρόγραφα της Γεωγραφίας του Πτολεμαίου ανέρχονται σε εξήντα (60)

διασκορπισμένα σε διάφορες βιβλιοθήκες. Χρυσοχόου Στ., Ο Μάξιμος Πλανούδης και ο Κλαύδιος

Πτολεμαίος. Η αναβίωση της Γεωγραφίας στο Βυζάντιο τον 13ο αιώνα (ανακοίνωση στην 5η

Page 66: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

66

κατέδειξε ότι από τους 9 κώδικες οι 5 περιέχουν μόνο κείμενο και οι λοιποί 4 κείμενα

και χάρτες, από τους οποίους ο Urbinas Gr. 82 και ο της μονής Βατοπεδίου,

περιέχουν 27 και οι Urbinas Gr. 83 και Burney Gr. 111 έχουν 66 χάρτες.

Η ενδελεχής εξέταση των κωδίκων αυτών σε συνδυασμό και με άλλους της

Κωνσταντινούπολης αποδεικνύουν σαφέστατα δύο πράγματα:

Α. Ο Μάξιμος Πλανούδης όντως είχε αντιγράψει και είχε παρέμβει στη

«Γεωγραφία» του Κλαύδιου Πτολεμαίου, όπως ακριβώς μαρτυρούν και οι

φιλολογικές πηγές της εποχής. Η Καλογεροπούλου - Μεταλληνού διεξερχόμενη τα

έργα του Μάξιμου Πλανούδη, αλλά και την υπόλοιπη δραστηριότητά του, γράφει26

:

«Έζησε στο διάστημα 1260-1310 (στη σημ. 1 δίνει πλήρη βιβλιογραφία). Ειδήσεις

για τον ίδιο εκτός από το έργο του προσφέρουν σύγχρονοί του όπως ο Γ. Παχυμέρης

και η αλληλογραφία του. Είναι τέκνο των Παλαιολόγειων χρόνων. Συνδέθηκε

ιδιαίτερα με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄. Στάλθηκε ως πρεσβευτής στη Βενετία

όπου είχε την ευκαιρία να γευτεί την πολιτιστική αναγέννηση και μάλιστα με την

άνεση που του πρόσφερε η καλή γνώση της λατινικής γλώσσας και φιλολογίας. Έτσι

μετέφρασε Λατίνους εκκλησιαστικούς συγγραφείς αρχίζοντας με το έργο του

Αυγουστίνου “De Trinitate”, του Κάτωνα Πρεσβύτερου, Οβίδιου, Κικέρωνα και

Καίσαρα. Σώζονται σε πλήθος χειρόγραφα (σελ. 564). Αλλά και στη Δύση ήταν

γνωστός με την έκδοση «Συλλογείς Ελλήνων συγγραφέων» (565). Σημαντικό έργο του

είναι η «Ιστορική και Γεωγραφική Συναγωγή» (565). Και ο Βησσαρίων μολονότι

πολέμιος των θεολογικών και φιλοσοφικών θέσεων του Πλανούδη, δεν αρνείται την

πολυμέρειά του γράφοντας «… ευδοκημήσαντος δ’ εν άπασι, προς δε τη Ελλάδι και

των Λατίνων γλώτταν ες άκρον εξησκημένου και περιουσία δυνάμεως άλλα τε πολλά

θαυμαστά…» (566).

Υπήρξε, ως νέος, μοναχός στην περίφημη μονή της Χώρας Κων/πολης (Καχριέ

Τζαμί) κατά το 1283 σε ηλικία 23 ετών (σ. 572).

Θεωρεί ότι τα βιβλία είναι υπέρτατο αγαθό και τα αναζητά παντού, όταν μάλιστα τα

χρειάζεται για κάποια μελέτη του. Έτσι απευθύνεται στον Γ. Βέκκο και του ζητεί

βιβλία για τα μαθηματικά (580)».

Η χαρτογραφική παρέμβαση του Μάξιμου Πλανούδη αμφισβητήθηκε αρχικά

από τον Fischer27

, ο οποίος εξέτασε τον κώδικα Urbinas Gr.82 σε συνδυασμό με τον

Vat. Gr. 177 (ο οποίος δεν έχει καθόλου χάρτες) και τον Constantinopolitanus ή

Seragliensis Gr. 57, βασιζόμενος και στην άποψη του Σ. Κουγέα28

, ο οποίος ερεύνησε

τον Κώδικα “Athus Graecus”, δηλαδή τον σωζόμενο στη μονή Βατοπεδίου29

.

Β. Ο κώδικας Urbinas Gr. 82 και ο Seragliensis 57 μαζί με τον κώδικα της μονής

Βατοπεδίου που θεωρείται ο παλαιότερος όλων30

, αποτέλεσαν τη βάση στους οποίους

συνάντηση Βυζαντινολόγων Ελλάδος – Κύπρου, Κέρκυρα 3 – 5 Οκτωβρίου 2003). Επίσης J. Lennart

Berggren and Alex. Jones, Ptolemy’s Geography, Princeton and Oxford 2003. 26

Καλογεροπούλου- Μεταλληνού Βαρβάρα, Μάξιμος Πλανούδης, προσωπογραφία, Παρνασσός 24

(1982) 558 κ. ε. Επίσης Παπαθωμόπουλος Μ., Τσαβαρή Ισαβέλλα, Gianpaolo Rigotti, Αυγουστίνου

περί Τριάδος βιβλία πεντεκαιδέκα, άπερ εκ Λατίνων διαλέκτου εις την Ελλάδα μετήνεγκε Μάξιμος

Πλανούδης, Αθήνα 1995, τ. Α΄ «Βιβλιοθήκη Μανούση» αρ. 3, έκδ. Ακαδημίας Αθηνών, σελ. XVI-

LVIII. 27

Fischer Joseph, Claudii Ptolemaei Geographiae Codex Urbinas Graecus 82, 1932, vol. I, p. 237,

538-539. 28

Κουγέας Σ., “Analecta Planudea”, Byz. Zeitschrift 18 (1909) 106 -146. 29

Καδάς Σ., Τα εικονογραφημένα χειρόγραφα. Μονή Βατοπεδίου, Άγιον Όρος 1996, τ. Β΄, 543-565 έκδ.

Ιονικής Τράπεζας. Επίσης «Θησαυροί του Αγίου Όρους», Θεσσαλονίκη 1997, 217, όπου ο κώδικας 655

της μονής Βατοπεδίου. 30

Μέρος του βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο με αρ. ADD. MSS. 19391. Ο Βασ. Τσιότρας, «Η

εξηγητική παράδοση της Γεωγραφικής Υφήγησης του Κλαύδιου Πτολεμαίου, Αθήνα 2006» σημειώνει

στη σελ. 363 – 364 τα εξής : « Από τα τέλη του 13ου

αι. αναγεννώνται στο Βυζάντιο οι πτολεμαϊκές

Page 67: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

67

στηρίχθηκαν οι επόμενοι αντιγραφείς, όπως ο μαθητής του Νικηφόρος Γρηγοράς και

ο μαθητής εκείνου Ισαάκιος Αργυρός «κατ’ εντολήν του Πλανούδη, αλλά που και

αυτοί (οι τρεις κώδικες) με τον πλέον άψογο τρόπο (μέγεθος, έξοχη γραφή, σωστή

κατανομή του κειμένου τους, λαμπρά χρώματα) αντιγράφουν άλλον κώδικα31

(προγενέστερο)».

Ο κώδικας Urbinas Gr. 82 με τους χάρτες θεωρείται έργο του ίδιου του Μάξιμου

Πλανούδη που έφθασε στη Φλωρεντία μέσω του Εμμ. Χρυσολωρά, όταν αυτός

εγκαταστάθηκε το 1397 εκεί για να διδάξει τα ελληνικά και περιήλθε με διαθήκη

στον αγαπητό του μαθητή Strozzi.

Ο κώδικας Seragliensis 57 θεωρείται ότι είναι το αντίγραφο που απέκτησε ο

αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328) μετά από παράκληση προς

το Μάξιμο Πλανούδη, αντίγραφο που έφερε σε πέρας ο πατριάρχης Αλεξανδρείας

Αθανάσιος ο Nεότερος, ο οποίος την εποχή εκείνη διέμενε στην

Κωνσταντινούπολη32

.

Το συμπέρασμα επομένως ως προς το πρώτο σκέλος της υπόθεσής μου

είναι όντως ότι ο Μάξιμος Πλανούδης ως γεωγράφος και χαρτογράφος είχε

παρέμβει στη σχεδίαση χαρτών, επιβεβαιώνοντας την άποψη του Leo Bagrow που

υποστήριξε ότι αυτοί οι χάρτες είναι έργα λαμπρών βυζαντινών επιστημόνων33

.

Απομένει να αποδειχθεί και το δεύτερο σκέλος, ότι δηλαδή ουμανιστές της

Φλωρεντίας, άμεσοι ή έμμεσοι μαθητές του Εμμ. Χρυσολωρά, στους οποίους

περιήλθαν κώδικες, όπως ο Guarino Veronese, και o Palla di Noferi della Strozzi

(1372-1462) για τις ενέργειες του οποίου γράφει σε επιστολή του ο Frate Ambrosio

Traversari ότι «…έστειλε (απεσταλμένους) στην Ελλάδα για να συγκεντρώσει

αναρίθμητους τόμους βιβλίων με δικές του δαπάνες. Τη δε Κοσμογραφία του

Πτολεμαίου με τους χάρτες, τελικά κατόρθωσε να την φέρει από την Κων/λη»34

,

συνέβαλαν στην επιμέρους χαρτογράφηση των νησιών αντλώντας από το έργο του

Μάξιμου Πλανούδη.

Από τον μαθητή του Εμμ. Χρυσολωρά Jacobus Angelus έγινε η μετάφραση στα

λατινικά και η έκδοση του έργου του Πτολεμαίου35

στα 1406, για ν’ ακολουθήσει ο

Francesco Lapacino, ο Domenico di Boninsegni και οι λοιπές μέχρι το 1427

γεωγραφικές και χαρτογραφικές σπουδές χάρη στις άοκνες προσπάθειες του Μάξιμου Πλανούδη. Ο

λόγιος εντόπισε χειρόγραφα και οργάνωσε στην Κων/λη βιβλιογραφικό εργαστήριο, όπου αντιγράφηκαν

το κείμενο και οι χάρτες του έργου. Ορισμένα χειρόγραφα εντάχθηκαν στην προσωπική του βιβλιοθήκη

και τοποθετήθηκαν στην κατοικία του, στην Μονή της Χώρας, όπως ο Vat. Gr. 177 και ο Urb.Gr. 82.

Αυτόν ακολούθησε ο μαθητής του Νικηφόρος Γρηγοράς στα 1331 – 1332 και εκείνον ο μαθητής του

Ισαάκιος Αργυρός». Επίσης Τόλιας, 18 σημ.2. 31

Χρυσοχόου Στέλλα, 8-9 όπου σημειώνει ότι ο Μάξιμος Πλανούδης στα 1295 είχε στα χέρια του δύο

χειρόγραφα. Στον ίδιο ανήκαν και τα υπ’ αριθμ. 1393 και 1397 της Bibliothèque Nationale των

Παρισίων. 32

Χρυσοχόου Στέλλα, 12-13. για τον κώδικα Seragliensis Gr. 57 βλ. και Fischer, ό.π., 515-523. Της

ίδιας, Ο παρισινός κώδιξ Gr. 1401 της πτολεμαϊκής γεωγραφίας, Πρόγραμμα και Περιλήψεις

Συμποσίου Χ.Α.Ε 16 (1996) 80-81. 33

Χρυσοχόου Στέλλα, 7 και 20 με επίγραμμα του ίδιου του Μ. Πλανούδη, ο οποίος πρότεινε στα 1289

(και τον ακολούθησε ο Νικηφόρος Γρηγοράς στα 1303) τη χρήση της Β΄ κωνικής προβολής

(χειρόγραφο Topkapi) στο σχεδιασμό των χαρτών. Βλ. Χρυσοχόου Στ., Νεώτερα στοιχεία για τους

χειρόγραφους Πτολεμαϊκούς χάρτες του 13ου

-14ου

αι., Πρόγραμμα και Περιλήψεις 15ου

Συμποσίου ΧΑΕ

(1995). 34

Fischer, ό.π., vol. I, 179. Χρυσοχόου Στέλλα, 12. 35

Fischer, ό.π., 191 και 206. Χρυσοχόου, Ο παρισινός κώδιξ 1401, 80. Ανδρέου Στυλιανού,The map of

Crete and Cyprus in the Theatrum Orbis Terrarum of Abraham Ortelius, Antwerp 1570, Πεπεραγμένα

του Γ΄ διεθνούς Κρητολογικού συνεδρίου (Ρέθυμνο 18 – 23 Σεπτ. 1971) τ. Β΄(1974) 292.

Page 68: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

68

εκδόσεις36

. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον έζησε και ανδρώθηκε και ο γόνος της

πλούσιας οικογένειας Cristoforo Buondelmonti, φραγκισκανός μοναχός (+ 1430),

πριν φθάσει στην πολυπολιτισμική Ρόδο, από την οποία ξεκίνησε τις ιστορικο-

γεωγραφικές και αρχαιολογικές περιηγήσεις και επισκέψεις του στα νησιά [Thomov

Th., New information about Crist. Buondelmonti’s drawings of Constantinople,

Byzantion LXVI (1996) fasc.2, 431 – 453] έχοντας εξασφαλισμένη τη μετακίνησή

του με κάποιο από τα πολεμικά πλοία του Τάγματος, οσάκις μετέβαιναν σε

διατεταγμένη αποστολή, φέροντας στο δισάκι του είτε κάποιο αντίγραφο της

Γεωγραφίας του Πτολεμαίου από τον Urb. Gr. 82, και ειδικά τον τρίτο χάρτη που

είναι ο Α΄ χάρτης της Ασίας με τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου από τη Μυτιλήνη

μέχρι τη Ρόδο37

, είτε κάποιο γενικό χάρτη (πορτολάνο) με όλα τα νησιά, από αυτούς

που χρησιμοποιούσαν οι καπετάνιοι για τα ταξίδια τους, είτε κάποιον άλλο ελληνικό

κώδικα μεταφρασμένο στα λατινικά προσθέτοντας και τις δικές του πληροφορίες.

Πληροφορίες που με βάση τα κείμενά του έδωσαν την αφορμή να σχεδιαστούν στα

αντίγραφα του δικού του έργου και οι σχηματικοί χάρτες κάθε νησιού, καθώς

υποστηρίζεται και η άποψη ότι το αρχικό του χειρόγραφο δεν είχε χάρτες38

.

Η προσφορά του Cristoforo Buondelmonti ασφαλώς ήταν για την εποχή του και τους

ενδιαφερόμενους Λατίνους (τόσο τους επενδυτές - κατακτητές ή τους καπετάνιους

των πολεμικών πλοίων) του Τάγματος και των λοιπών εμπορικών πλοίων, όσο και για

τους Ιππότες της Ρόδου στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής τους σημαντική, κι

αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από το μεγάλο αριθμό των λατινικών χειρογράφων,

αντιγράφων του έργου του που διασώζονται39

. Υπήρξε βεβαίως η προσφορά του

κολοσσιαία και για μας τους Έλληνες, καθώς το isolario του (νησιολόγιο) αποτελεί

προς το παρόν τη μοναδική «λεπτομερή» πηγή για τα νησιά της περιόδου εκείνης,

έως ότου οι νεότερες έρευνες εντοπίσουν ενδεχομένως το πρότυπο ελληνικό έργο το

οποίο στάθηκε κατά τη γνώμη μου ο «οδηγός» του ή έστω η αφορμή για να συντάξει

το δικό του βιβλίο.

Ο πρώτος που έθεσε το πρόβλημα της πηγής από την οποία άντλησε το υλικό του ο

p.Cristoforo Buondelmonti ήταν ο Berengario Gerola, ο οποίος ήδη στα 1933

σημείωσε ότι επρόκειτο για ετερόκλητες πηγές που έδωσαν το υλικό για τη σύνταξη

δύο έργων, δηλαδή τόσο για το «Isolario» όσο και για το «Descrizione di Creta» και

μάλιστα σε δύο διαφορετικές μορφές, μια βραχεία και μια εκτεταμμένη. Το πλήθος

των αντιτύπων κωδίκων και η αναγωγή τους σε ένα πρωτότυπο έργο μαζί με την

αξιοσημείωτη αλληλοεξάρτησή τους και με τα πολλά γλωσσικά λάθη του συγγραφέα,

που μπορεί ως ένα βαθμό να οφείλονται βεβαίως στους αντιγραφείς του έργου του,

αποτέλεσαν τους αποτρεπτικούς παράγοντες για μια κριτική έκδοση τους40

.

36

Fischer, ό.π., 192. Χρυσοχόου, Ο παρισινός κώδιξ 1401, 80-81.Επίσης Germaine Aujac, Deux

manuels grecs de Géographie à l’ aube du XVIIIe siècle, Πλάτων 53 (2003) 62. 37

Χρυσοχόου Στέλλα, 7. 38

Χατζηπαναγιώτη, 291, σημ.13. Επίσης A. and J. Stylianou, ό.π, 9, σημ. 27 όπου τονίζεται ότι στο

ιζολάριό του δεν υπάρχει χάρτης της Κύπρου. 39

Ο A. Luttrell, (The Later History of the Maussolleion of Halikarnassos, e.c.r, The Maussolleion of

Halikarnassos, vol . 2, Aaxhus 1986) στη σελίδα 189 και σημείωση 142 υποστηρίζει ότι ο ουμανιστής

καρδινάλιος Jordane Orsini είχε 2 χειρόγραφα του Crist. Buondelmonti , από τα οποία τουλάχιστον το

ένα ήταν διακοσμημένο με χάρτες των νησιών. 40

Gerola 1933, 2 – 5.

Page 69: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

69

ΚΕΦ. XI. Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΩΝ

---ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΜΕΤΑΓΡΑΦΗΣ, ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΙΕΣ, ΜΕΤΩΝΥΜΙΕΣ,

ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ, ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ ΣΕ ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ «ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΥΣΕΣ»

ΠΟΛΕΙΣ ---

Το έργο του Πτολεμαίου μετά την παρέμβαση του Μάξιμου Πλανούδη και των

συνεχιστών του έγινε γνωστό στη Δύση κυρίως από τον Εμμ. Χρυσολωρά, ο οποίος

φρόντισε να εφοδιαστούν οι λόγιοι κύκλοι της εποχής με χειρόγραφα από την

Κωνσταντινούπολη (βλ. πιο πριν το Κεφ.Χ). Οι ανάγκες για καλύτερη γνώση της

γεωγραφίας της Ανατολής (Natolia) και των εμπορικών δρόμων προς αυτήν από τις

αναπτυσσόμενες εμπορικά και χρηματιστηριακά Ιταλικές Δημοκρατίες σαν την

Γένοβα, την Πίζα, την Φλωρεντία, τη Βενετία κ.λ.π, έφερε τη δίψα για την

κατάστρωση ενός χάρτη της περιοχής του Αιγαίου ένθεν και ένθεν. Ο ρόλος των

Ελλήνων ουμανιστών προς την κατεύθυνση αυτή είναι ήδη αποδεδειγμένος (Τόλιας

1999, 18 - 19). Ωστόσο αν ο Εμμ. Χρυσολωράς υπήρξε ο ένας πόλος για την

ανανέωση της πτολεμαϊκής χαρτογραφίας και ο άλλος ήταν ο Κερκυραίος Νικόλαος

Σοφιανός, ο οποίος συνένωσε στα 1540 όλες τις πληροφορίες των αρχαίων και των

νεότερων γεωγράφων με ένα τεράστιο χάρτη της Ελλάδος προορισμένο να κρεμαστεί

σε τοίχο, που περιλάμβανε πλήθος τοπωνυμίων, ο ενδιάμεσος κρίκος αυτών των δύο

υπήρξε αναμφισβήτητα ο Γεώργιος Πλήθων ή Γεμιστός, την χαρτογραφική -

τοπωνυμική συμβολή του οποίου σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τον Μοριά και τη

Θεσσαλία, ελάχιστοι ερευνητές έχουν προβάλλει. Κι όμως στον κώδικα Urbinas

Graecus 82 του Βατικανού που περιέχει την Γεωγραφία του Πτολεμαίου, οι

χειρόγραφες σημειώσεις επί 94 τοπωνυμίων της Πελοποννήσου αποδεικνύεται ότι

ανήκουν στον Γ. Γεμιστό ή Πλήθωνα. Εκεί, ακολουθώντας την καταγραφή του

Πτολεμαίου είτε μονολεκτικά σχολιάζει το τοπωνύμιο με τη λέξη «ούτως»

δηλώνοντας ότι και στην εποχή του, το 1439, έτσι λεγόταν, είτε προβαίνει στη νέα

ονοματοθεσία του τόπου ή της περιοχής που στο μεταξύ είχε επικρατήσει. Είναι ο

άνθρωπος που μαζί με τον επίσης χαρτογράφο, πρωτοβεστιάριο και Μέγα λογοθέτη

της Τραπεζούντας Γεώργιο Αμηρούτζη (το 1465 κατ’ εντολή του Μωάμεθ Β΄ του

Πορθητή σχεδίασε ένα χάρτη της Οικουμένης και μετέφρασε στα αραβικά το κείμενο

της Γεωγραφικής Υφήγησης του Πτολεμαίου) έλαβε μέρος στη Σύνοδο της

Φερράρας - Φλωρεντίας, γνώρισε τον αστρονόμο και μαθηματικό Paolo Toscanelli,

τον οποίο μύησε στο έργο του Στράβωνα και είναι ο ίδιος ο Γεώργιος Γεμιστός που

διορθώνει τον Στράβωνα, όπως με ιδιόχειρη γραφή αναφέρει στον Κώδικα

Marcianus Gr.379 (Χρυσοχόου 1992, 13). Όταν αργότερα, το 1478, τυπώθηκε στη

Ρώμη η περίφημη «Κοσμογραφία», ο εκδότης του έργου Dometius Calderinus

αναφέρει ότι συνέκρινε τις λατινικές μεταφράσεις του Jacobo d’ Angelo με ένα παλιό

χειρόγραφο “manu Gemisti Philosophi emendato”, δηλαδή “σχολιασμένο από το χέρι

του φιλόσοφου Γεμιστού” (Χρυσοχόου 1992, 6, 19).

Έτσι γύρω στα 1540 μετά την καταλυτική παρέμβαση του Νικόλαου Σοφιανού

(Χρυσοχόου 1996, 81 και Τόλιας 1999, 20) διαμορφώνεται ουσιαστικά ο οδικός

χάρτης των τοπονομασιών του ελληνικού χώρου που αποδίδονται με την τρέχουσα

τότε λαλιά (αλλά και με αντιστοιχία των αρχαίων στα λατινικά και στα ιταλικά) και

αρχίζουν παράλληλα για τους λόγους που προαναφέρθηκαν οι εκδόσεις έργων που

αφορούν τον ελληνικό νησιωτικό και παράλιο χώρο.

Ακριβώς στο σημείο αυτό η παρέμβαση της νέας τεχνολογίας στο πεδίο της

Τυπογραφίας ήταν καθοριστική. Η χρήση της ξυλογραφίας διαδραμάτισε σημαντικό

ρόλο όχι μόνο στη δημιουργία ορθογραφικών λαθών, αλλά και στις μετακινήσεις

πόλεων από ένα τόπο σε άλλον, όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω με ποικίλα

Page 70: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

70

παραδείγματα. Οι χάρτες που τυπώθηκαν με τη μέθοδο της ξυλογραφίας (φωτ. 11

και 12) ακολουθούν την κάθετη γραφή των τοποθεσιών επί των ακτών

αντιγράφοντάς την από τους προγενέστερους χειρόγραφους χάρτες (για παράδειγμα

βλ. τον χάρτη της Λέσβου στο Παπουτσάνης 1996, 9 και Τόγιας 1999, 28, 81 κ.ε.

τους πίνακες και εδώ φωτ. 7), πολλοί από τους οποίους αναπαράγονταν και μέσα

στον 16ο αιώνα με κάποια σημαντική, είναι αλήθεια, καθυστέρηση των αλλαγών που

είχαν επέλθει στις ονομασίες πόλεων ή στην ερήμωσή τους ή στη σήμανση με τη

σημαία του κυρίαρχου της περιοχής (Τόγιας 1999, 33).

Στο νησιωτικό χώρο και στα παράλια του Αιγαίου οι λανθασμένες καταγραφές

τοπωνυμίων – ακτωνυμίων επί των χαρτών είναι συχνές, όπως και οι μεταφορές

κάποιων από αυτά από μια ακτή σε άλλη, παρά το γεγονός ότι πολύ αργότερα με τη

χρήση της χαλκογραφίας ελάχιστα σφάλματα που προέκυπταν από την

προγενέστερη ξυλογραφική χάραξη αποφεύχθηκαν. Η χαλκογραφία ωστόσο ως

εξέλιξη της χαρτογραφικής εκδοτικής δραστηριότητας είχε το μεγάλο πλεονέκτημα

να περιλαμβάνονται σε χάρτη πολύ περισσότερα τοπωνύμια, όχι απαραιτήτως όμως

διορθωμένα.

Στην περίπτωση εσφαλμένης καταγραφής τοποθεσιών το πρόβλημα οφείλεται κυρίως

στη λανθασμένη απόδοση της ελληνικής εκφοράς τους, κατ’ αρχήν στη λατινική

γλώσσα, όργανο των Φράγκων, είτε είναι Γάλλοι είτε Καταλανοί είτε Ιταλοί

(Γενοβέζοι, Πιζάτες και Βενετοί), από τους πρώτους που σχεδίασαν χειρόγραφους

πορτολάνους σε δέρμα ζώου (Monegal, 120 – 124).

Η πρώτη σαφής μαρτυρία της ύπαρξής τέτοιων χαρτών οφείλεται στο βασιλιά της

Γαλλίας Λουδοβίκο Άγιο, όταν το 1290 στο ταξίδι του προς τις ακτές της Τύνιδας

βρέθηκε σε τρικυμία. Ο καπετάνιος για να τον καθησυχάσει του έδειξε στον χάρτη

ότι βρίσκονταν κοντά στην ξηρά (Τάντουλος). Γνωρίζουμε όμως ότι υπήρχαν χάρτες

πλεύσης όχι μόνο από την εποχή του Άραβα al Idrisi τον 12ο αιώνα, όπως μέχρι

πρόσφατα πιστευόταν, αλλά και πολύ παλαιότεροι ( Χάρτες και χαρτογράφοι, 25 –

27. Παπουτσάνης, 222 και Barber, 30, 42, 44, 48, 50, 62. Βλ. και εδώ το Κεφ. VIII,1).

Οι πορτολάνοι, σύμφωνα με τους μελετητές, διαιρούσαν τον κόσμο της Μεσογείου

σε δύο μέρη. Σ’ εκείνον της χριστιανοσύνης και σε εκείνον της Μπαρμπαριάς,

δηλαδή του μωαμεθανισμού (Τζαμτζής, 27).

Ακολουθεί το χειρόγραφο isolario του φραγκισκανού μοναχού Crist. Buondelmonti, ο

οποίος ως γνωστόν πρώτος κατέγραψε πληροφορίες και σχεδίασε τους χάρτες των

νησιών και των ακτών του Αιγαίου μέχρι το 1430, και του οποίου το έργο

αντιγράφηκε και διασώθηκε τουλάχιστον σε 60 λατινικά χειρόγραφα.

Αργότερα, όσοι ακολούθησαν το έργο του σε έντυπες εκδόσεις, πρώτα στην ιταλική

γλώσσα και αργότερα στη γαλλική, στα ολλανδικά και στην αγγλική, με βάση το

γεωγραφικό έργο που συνέταξε στο μεταξύ ο fra Mauro κλεισμένος στο μοναστήρι

S. Michele του Murano (Κάουαν), είτε μετέφεραν πιστά τα αρχικά σφάλματα, είτε

συμπληρώνοντας τοπωνύμια που τους κατέθεσαν γεωγράφοι της εποχής τους,

μετέγραψαν στη γλώσσα τους την ελληνική σημασία του τοπωνυμίου αντί να

γράψουν το ίδιο το τοπωνύμιο, είτε προσέθεσαν νέα τοπωνύμια με σφάλματα από

κακή ακουστική απόδοση (Βαγιακάκος 2007, 54 με αναφορά στη διατριβή της

Ελένης Βουραζέλη) ή από λανθασμένη αντιγραφή από το πρωτότυπο στο οποίο

στήριξαν την έκδοση του γενικού ή ειδικού για κάθε νησί χάρτη. Κραυγαλέα

περίπτωση τέτοιου λάθους ήδη στην αρχαιότητα και μάλιστα από τον ίδιο τον

Πτολεμαίο είναι εκείνη της αντιγραφής μιας είδησης που παρέχει ο Τάκιτος για μια

γερμανική φυλή που οι κινήσεις της γίνονταν «ad sua tutanda» (Tacitus, Ann. IV.73),

δηλαδή για να προστατεύσουν τα συμφέροντα ή τα υπάρχοντά τους. Ο Πτολεμαίος

Page 71: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

71

θεώρησε τη φράση ως τοπωνύμιο της Γερμανίας και το καταχώρησε με μία λέξη ως

Siatutanda (Πτολεμαίος, Γεωγραφικά ΙΙ, 11.27 και Dilke, 77).

Ωστόσο πέρα από τη λανθασμένη μεταγραφή ή καταγραφή ενός

τοπωνυμίου, εξίσου σημαντικό σφάλμα προέκυψε και από τη μεταφορά μιας πόλης ή

ενός κάστρου - χωριού ή ενός σημαντικού για τους ναυτικούς σημείου από την

πραγματική του θέση σε μια άλλη, είτε πάνω στο ίδιο το νησί είτε στην απέναντι

ακτή, ή και με αντίστροφη πορεία. Είτε, το χειρότερο, από παρανόηση ή ηθελημένα

αλλάχθηκε το όνομα όλου του νησιού, με αποτέλεσμα πολλαπλές να είναι οι

επιπτώσεις στην ελληνική Ιστοριογραφία ή στην τοπική Ιστορία.

Το κεφάλαιο αυτό στοχεύει να παρουσιάσει τέτοιου είδους σφάλματα, καθώς και

τους λόγους που προκάλεσαν τις σχετικές «μετακινήσεις» με τις ανάλογες σοβαρές

επιπτώσεις που προέκυψαν και σχετίζονται πια τόσο με τη χρήση στην καθημερινή

ομιλία και τις παρανοήσεις - παρετυμολογίες που δημιουργήθηκαν, όσο και με το

χώρο της ιστορικής Γεωγραφίας.

Η ταξινόμηση τέτοιων σφαλμάτων οφείλει να ακολουθήσει πορεία από τα

ίδια τα ονόματα των νησιών μέχρι και τα μικροτοπωνύμια.

Είναι άλλωστε γνωστές οι αλλοιώσεις που έχουν υποστεί, σε βαθμό που μερικά από

αυτά να παρουσιάζονται αγνώριστα, και μάλιστα με αυτή τη νέα τους εκφορά να έχει

σχηματιστεί και το «εθνικό» των κατοίκων τους, όπως π.χ. από το νησί Φολέγανδρος

προέκυψε η φράγκικη Policandro > Πολύκανδρος > και επομένως ο κάτοικος

Πολυκανδριώτης (μητρ. Μελέτιος, και Σκανδαλίδης 2001, 193).

Τα λίγα νησιολόγια που συντάχθηκαν στα ελληνικά, όπως η μετάφραση ενός

ανώνυμου των λατινικών κειμένων του Crist. Buondelmonti ή ο πορτολάνος του

Τάγια και εκείνος της Βουλής των Ελλήνων κ.α.π. (Μακρυμίχαλος και Delatte και

Τσοπανάκης, και Τσελίκας Αγαμ, και Μελάς Βίκτωρ) ακολουθούν στις ονομασίες

των νησιών και στα τοπωνύμια τις ιταλικές ή γαλλικές εκδόσεις (Τζαμτζής, 50 – 52),

όπως π.χ. έπραξε ο Νικ. Κεφαλάς και ο Ρήγας Φερραίος στη «Χάρτα» του

κ.α.(Παπουτσάνης, 232), με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται τα σφάλματα. Βεβαίως

ιστοριοδίφες και ιστοριογράφοι κάθε τόπου έχουν εντοπίσει αυτές τις λανθασμένες

κραυγαλέες καταγραφές και έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πιθανολογήσει την

ταύτιση τέτοιων τοπωνυμίων με το ορθό ελληνικό, όχι πάντοτε με επιτυχία.

Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά, αλλά εδώ θα σημειώσω ενδεικτικά μερικά, αφού

προηγουμένως καταχωρίσω τα λόγια του καπετάν Νικόλαου Κεφαλά από τα οποία

προκύπτει η αιτία αυτών των αλλοιώσεων :

Κεφαλάς Νικόλαος, Χάρτα ναυτική συμμαζωμένη του β΄ μέρους της Μεσογείου

θαλάσσης από Μάλτας έως Αλεξανδρέτας…, Παρίσι 1818. Στον τίτλο η εξής

πληροφορία :

«Χάρτα εκτεταμμένη του Αρχιπελάγους σχεδιασθείσα παρά του καπιτάν Νικολάου

Κεφαλά εκ νήσου Ζακύνθου…προς χρήσιν των ομογενών του Γρεκών.

Εχαράχθη παρά του βασιλικού χαλκογράφου Πιέρ Πικέτ».

Όπως δηλώνει ο ίδιος, στηρίχθηκε στον αγγλικό χάρτη του «κυρ Ιωσήφ Φός Δεσίου,

υδρογράφου των βασιλικών καραβίων, εκδιδομένην εις Λόνδραν κατά τους 1806….και

εις την χάρταν των κυρ Εσπινόζα, Αλεάλα και Τοφίνου, εκδιδομένας εις Ισπανίαν κατά

τους 1812, ομοίως και εις την γαλλικήν του κυρ Λαπιέ εις τους 1814 και την του κυρ

Γρονάδου….και εκείνην του κυρ Ιωάννου Κιουλέν Ολλανδού». Επροτίμησε όμως την

αγγλική έκδοση, γιατί αυτήν χρησιμοποιούσε ο ίδιος και του έδωσε «την αληθή

γραμμήν της οδηγίας και διαστήματα» και γιατί «οι άλλες οι μεταγενέστερες

παρουσιάζουν ασυμφωνίες ονομασιών και ατελή σχηματίζουν τα παράλια».

Page 72: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

72

Έτσι είναι φανερό ότι τα εξελληνισμένα τοπωνύμια από αυτό το συνοθύλευμα

χαρτών και γλωσσών έχουν γίνει με τέτοιες λανθασμένες αναγνώσεις ώστε πολλές

φορές καταντούν αγνώριστα. Ας παρακολουθήσουμε μερικά από αυτά.

Η Σύρος εκκινώντας από το ομηρικό Συρίη ακολούθησε τις επόμενες μεταγραφές και

μεταπλάσεις : Συρίη, Σύρος, Σύρα, Σούδα, Λασούδα, Σίδρα, Σκίδρα, Σκύρος, Σκύρα

(Ρούσσος – Μηλιδώνης. Επίσης εδώ το Κεφ. VIII,1).

Η Χαλκίδα η οποία κυρίως ονομαζόταν Εύριπος (ο κάτοικός της Ευριπιώτης), από το

γεφύρι που ένωνε τον Εύριπο ονομάστηκε με μια λέξη και από συμφυρμό των

εννοιών «στην Έγριπο» και «ponte», Egriponte > Negriponte > Negroponte λες και το

γεφύρι ήταν μαύρο, και ο κάτοικός της Νεγρεπόντης ή Νεγροπόντης (φωτ. 13).

Η Σαμοθράκη με αποκοπή της κατάληξης έγινε Samatra, Σαμάτρα.

Η Λήμνος κατάντησε Stalimine, Σταλήμινε και Αγ. Αλμενέα, S.Almenea (Χάρτες και

χαρτογράφοι, 74 και Τουρπτσόγλου – Στεφανίδου, 52, 107,115, 117).

Η Λέσβος, Tesbo, Τέσμπο (Μολίνος, 36 και Αναγνώστου, 189 με παραπομπή σε

χάρτη του 1579 όπου σημείωσε ότι πρόκειται για «αδιευκρίνιστο τοπωνύμιο»).

Πιθανότατα το όνομα του νησιού προέκυψε ως Tesbo με αναποδογύρισμα κατά τη

χάραξη του L σε T, αντί Lesbo. Αλλά και η Μυτιλήνη σε Metileme σε χάρτη του

Pinargenti στα 1573 (Χαρτογράφηση, 21 και εδώ φωτ. 14).

Το Αγαθονήσι (που έλαβε την ονομασία του από ένα αυτοφυή θάμνο, τον οποίο οι

αρχαίοι ονόμαζαν αγάθο, ενώ άλλοι το ταυτίζουν με τα πολλά αγκάθια =Αγκαθονήσι)

μετετράπη σε Α. Gatonisi και στη συνέχεια χωριστικά σε a Gatonisi = στο Γατονήσι,

όπως a Βλαταριά = στη Βλαταριά, την περιοχή δηλαδή του Βυζαντινού γαιοκτήμονα

Βλατά, η πασίγνωστη μετέπειτα με συνεκφορά του άρθρου Απλωταριά, στη Χίο

(Κουτελάκης, Τήνος, 257).

Οι Αρκιοί σε Νacri με αναγραμματισμό (Γιαγκάκης, Αρκοί και Σκανδαλίδης, 235).

Η Φαρμάκω σε Ferimaco, Formaco, Formico (Σκανδαλίδης 2001, 241), για να

καταλήξει σε «Μυρμήγκια» από τη μετάφραση της ιταλικής λέξης formiga, όπως και

τα νησάκια Φαρμακούσαι (τα κοινώς ονομαζόμενα Μυρμήγκια) μεταξύ Ψυττάλειας

και Σαλαμίνας στον κόλπο του Κερατσινίου, ή όπως Φορμικούσα στον Κάλαμο της

Αιτωλοακαρνανίας, Φερμέκουλο μια νησίδα στη συστάδα των Εχινάδων, τα οποία ο

Σκανδαλίδης ανάγει στην ομάδα τοπωνυμίων βενετσιάνικης προέλευσης που

καταγράφουν οι πορτολάνοι του Μεσαίωνα με παρετυμολογία προς την ελληνική

λέξη φάρμακο (Σκανδαλίδης, Συμβολή, 499).

Η Ικαρία, σε Nicouri, Nacarea (Μελάς, 22).

Οι Φούρνοι, σε Fortiole και Fornelli, δηλαδή φουρνάκια (Μελάς, 22, 117. Επίσης

Χάρτες και χαρτογράφοι, 91 και εδώ φωτ. 15).

H Ρόδος, σε Erode (Μελάς, 22) και η Ιαλυσσός σε Zalse (Χάρτες και χαρτογράφοι,

75).

Page 73: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

73

Η Πάτμος, σε Palmosa (Μελάς, 22).

Η Σύμη σε Simie, Σίμιε (= μαϊμούδες !).

Η Κάλυμνος σε Calamo, Κάλαμο.

Η Λέβινθος σε Leuita, Leuta, Levata.

Η Λέρος σε Iero (βλ. Κωστόπουλος, 101).

Η Κως με συνεκφορά του ξενικού άρθρου σε Lango, Λαγκό και Αράγκη

(Κουτελάκης, Κως, 388, 390, 394).

Η Τήλος σε Piscopi – Piscopia, Πίσκοπη - Πισκόπια (Σκανδαλίδης, 259 – 260).

Η Αστυπάλαια σε Stampalia, Σταμπάλια (φωτ. 16 και Σκανδαλίδης 251, όπου

σημειώνει ότι από το 883 μ.Χ εμφανίζεται αυτή η γραφή στην Τάξη των θρόνων του

Λέοντος Σοφού. Η αλήθεια είναι ότι στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους καταγράφηκε ως

Στυπαλία και όχι Σταμπάλια. Βλ. και Ζερλέντης, 55), λέξη που οδήγησε σήμερα

ιστοριοδίφες στην ερμηνεία ότι πρόκειται για την έκφραση «στα παλιά» (εννοείται

κτίσματα, ερείπια) !

Η Σειρήνα σε Chirana και με κώφωση του η σε Σύρνα. Στο νησί βρέθηκε έμφορτο

ναυάγιο πλοίου της ρωμαϊκής εποχής.

Η Ανάφη σε Namfio, Ναμφιό (Χάρτες και χαρτογράφοι, 85. Σκανδαλίδης, 201).

Η Θηρασιά σε Ierassia, Ιερασία.

Η Κιτριανή της Σίφνου σε Christiani (Κουτελάκης, Σίφνος, 78 και Σκανδαλίδης

2001, 206 με ορθή ετυμολόγηση από γένος αειθαλών ακανθωδών θάμνων). Δεν

αποκλείω ωστόσο τη διαπλοκή της ονομασίας του υπάρχοντος ναού της Παναγίας

που χρονολογείται στον 11ο αιώνα με το μεσοβυζαντινό λιμάνι στο Κίτρος της

Μακεδονίας που την ίδια εποχή ανθούσε (Μαρκή Ε., Αγγέλκου Ε., Χειμωνοπούλου

Μ., Η κεραμική ενός μεσοβυζαντινού λιμανιού της Μακεδονίας. Η περίπτωση του

Κίτρους, ΔΧΑΕ ΚΗ΄(2007) 271 – 280).

Η Κέα με τον τσιτακισμό των ντόπιων μεταπήδησε ακουστικά σε Zia, Τζιά. Σε

φορολογικό τουρκικό κατάστιχο του 1641 αναφέρεται με την παράδοξη μορφή

Murted (Zachariadou, 333).

Η Σέριφος σε Serfino, Σερφίνο και Serphanto, Σέρφαντο. Βλ. και Ζερλέντης, 92.

Η Σίφνος αναφέρεται Sifanto, Σίφαντο και Siphadi, Σιφάδι (Σκανδαλίδης,205), ενώ

τα Εξάμπελα που μέχρι το 1420 σημειώνονταν έτσι, κατάντησαν αργότερα Isambοlα

(Κουτελάκης, Σίφνος, 81).

Η Πολύαιγος σε Pergelo (Χάρτες και χαρτογράφοι, 71. Επίσης εδώ το Κεφ. VIII,1).

Page 74: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

74

H Φολέγανδρος κατέληξε Policandro, Πολύκανδρος τουλάχιστον από το 1025 μ.Χ

(Βλ. το Κεφ. VIII, 1 και Ζερλέντης, 107, όπου καταγράφει τη μαρτυρία του Ησύχιου

ότι το νησί στην αρχαιότητα ονομαζόταν Φλέγανδρος).

Η Σίκινος σε Sicandro, κατ’ αναλογία προς την γειτονική της Πολύκανδρο

(Policandro), ενώ σε φορολογικό τουρκικό κατάστιχο καταγράφεται στα 1641 ως

Shiktos (Zachariadou, 333).

Η Κύθνος σε Thermia, Fermene, Θερμιά, βεβαίως εξαιτίας των ιαματικών θερμών

νερών της (Χάρτες και χαρτογράφοι, 84. Βλ. και εδώ το Κεφ. VIII,1).

Η Κίμωλος σε Argenteria, Αργεντερία, εξαιτίας των αργυρούχων κοιτασμάτων της

(Σκανδαλίδης, 209).

Το Δεσποτικό κοντά στην Αντίπαρο (η αρχαία Πρεπέσινθος) καταγράφηκε άλλοτε

Sigilo και άλλοτε Irochi (εδώ φωτ. 3 και Κουράγιος 2004, 40 και εικ. 44),

αποδίδοντας προφανώς από λάθος στην πρώτη μορφή την ελληνική ονομασία

Στρογγύλο ή Στρογγυλό και στη δεύτερη την επίσης ελληνική «η Ράχη».

Η Κυθουρία (Κύθηρα) σε Τσιρίγο, Cecerigo (Χάρτες και χαρτογράφοι, 54.

Σκανδαλίδης, 72 και Δελόπουλος 31).

Η Πελοπόννησος σε Μοριά που δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τη μουριά, ούτε

ως επιχωριάζον δένδρο ούτε με τη μορφή φύλλου της (Παϊδούση, 192 σημ.9 με

αναφορά στον Γ.Ν.Χατζηδάκη), αλλά προέρχεται από τη σλάβικη λέξη more που

σημαίνει τόπος που τελειώνει σε θάλασσα, όπως π.χ. η Πομερανία, κάτι που πρώτος

είχε επισημάνει ο Αυστριακός Jak. Fallmerayer ήδη από το 1830 (Jak. Fallmerayer,

Geschichte der Halbinsel Morea während des Mittelalters, Wien 1830, vol. 1).

Άλλωστε η Πέλοπος νήσος ήταν και παρέμεινε στους αιώνες με αυτή της την ιδιότητα

(νησί) είτε συνδεδεμένη με την Αττική δια στενής λωρίδας γης (φωτ. 17) είτε μετά

την δημιουργία της διώρυγας. Γι’ αυτό και οι Άραβες από τον 7ο αιώνα κ.ε.

εξακολουθούν να την ονομάζουν Τζεζιρέ (Jazirat), δηλαδή νήσος.

Η Αμμόχωστος Κύπρου μεταμορφώθηκε σε Famagοsta, Φαμαγκόστα, ενώ η

Λευκωσία σε Nicosia, Νικόσια (Χάρτες και χαρτογράφοι, 56 – 57).

Η Κρήτη από το κυριότερο κάστρο που ήταν ο Χάνδακας, καταχωρήθηκε ως

Standia, Candia, Κάντια (Χάρτες και χαρτογράφοι, 54, 61), ενώ το μικρό νησί κοντά

της που ανήκει από την αρχαιότητα στην Ολούντα (σήμερα Ελούντα)

μεταμορφώθηκε από την ελληνική έκφραση «στην Ολούντα» σε stinelonde

>spinolunga > spinalonga και τελικά κατάντησε >Σπιναλόγκα [βλ. Gerola 1933, 41

και περ. Ονόματα 12 (1988) 822 και 885].

Το Σούνιο μετονομάστηκε σε Κάβο -Κολόνες (φωτ. 13) γιατί ο ναός του Ποσειδώνα

αποτελούσε σημάδι για τους ναυτικούς κατά την αναχώρηση ή την άφιξή τους στην

Αττική.

Ο Υμηττός της Αττικής σε Τρελλό !

Ο Δημήτριος Καμπούρογλου στο Β΄ μέρος του βιβλίου του «Τοπωνυμικά

παράδοξα», σελ. 50 – 51, ασχολείται με την ονομασία «Τρελλός» του Υμηττού

Page 75: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

75

παραθέτοντας τις από του 1675 ερμηνευτικές προσπάθειες διαφόρων μελετητών,

καθώς και τις αναφορές τους σ’ αυτό.

Συνοπτικά οι καταγραφές αυτές είναι οι ακόλουθες :

α. Τελοβούνι και Mόvτε-Mάττo (Spon και Wheler 1674).

β. Τελοβούνι και Λαμπροβούνι (τμήμα του Υμηττού). Βλ. Chandeler 1764.

γ. Τηλεβούνι ή Τρελλοβούνι ή Τρελλός (επίσκοπος Ναζιανζού Ιγνάτιος, 1772).

δ. Τρελλός (έγγραφο του 1793 από το Κορωπί).

ε. Ντελή - Νταγ (τουρκιστί) = Τρελλό βουνό (Dodwell, 1801).

στ. Τρελλός < matto. (Δ. Σουρμελής, 1843).

Αντικρούοντας ο Δημ. Καμπούρογλου τόσο τον Διονύσιο Σουρμελή για την πρότασή

του ότι η ονομασία Τρελλός προέρχεται από το ιταλικό matto (= τρελλός) και

ταυτόχρονα προσθέτοντας νέες ονομασίες (μικρο-τοπωνύμια) καταλήγει (ό.π, 52)

στην άποψη ότι: «...0 Τρελλός προϋπήρχε, και μετεφράσθη υπό των ξένων, δηλαδή των

Φράγκων (εάν τον ονόμασαν ποτέ ούτω) και υπό των Τούρκων, εις την γλώσσαν

των...».

Πιο κάτω όμως (ό.π, 54) σημείωσε εμφαντικά και τα εξής:

«Μέχρις εναντίας αποδείξεως δίδομεν τον εξής λόγον της μετωνυμίας αυτής. Ο

Υμηττός ήτο ένα πελώριον βαρόμετρον των Αθηνών. Από την ποσότητα, την ποιότητα

και την θέσιν των επ’ αυτού πρωϊνών νεφών προεμάντευον τον καιρόν... Ούτω σιγά-

σιγά από βαρόμετρον τρελλού καιρού κατήντησε και ο ίδιος τρελλός!».

Σε ενίσχυση μάλιστα της άποψής του παραθέτει και τις ακόλουθες λαϊκές φράσεις:

«Πάλι φόρεσε ο Τρελλός την κουκούλα του», «πάλι τα κατσούφιασε», «ο Τρελλός

τρελλάθηκε - η αγάπη χάθηκε» και τέλος, «Ο Τρελλός μπάζει το χιόνι κι η αγάπη το

μαζόνει».

Η αρκετά πειστική του πρόταση φαίνεται ότι επιτέλους έλυνε το πρόβλημα του

Τρελλού και μάλιστα, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα κτίστηκε το νοσηλευτικό Ίδρυμα

στο Δαφνί, όπου απομονώθηκαν οι νευρασθενείς, οι Αθηναίοι συμπλήρωσαν τις περί

ηλίου αστρονομικές τους παρατηρήσεις με το χαριτωμένο λογοπαίγνιο: «στην Αττική,

ο ήλιος ανατέλλει στον Τρελλό και βασιλεύει στο Δαφνί !».

Ας επιστρέψουμε όμως στον έλεγχο των δεδομένων που μας παραδόθηκαν. Πολλά

άλλαξαν από τη ρομαντική εποχή της τότε Αθήνας. Ούτε το πασίγνωστο θυμαρίσιο

μέλι Υμηττού διαθέτουμε πια, ούτε τον Αττικό ουρανό είμαστε σε θέση να

κοιτάξουμε από τα τσιμεντένια κλουβιά μας, ούτε ως βαρόμετρο χρησιμοποιούμε τον

Υμηττό, μιας και το φωτοχημικό νέφος είναι πλέον μόνιμα εγκαταστημένο πάνω του.

Άλλωστε έχουμε Μετεωρολογική Υπηρεσία με δορυφορικές πληροφορίες.

Τι παρέμεινε που δεν άλλαξε ακόμα ; Το σχήμα της κορυφογραμμής του. Μήπως

αμφιβάλλει κανείς, όταν το κοιτάξει ερχόμενος από μακριά, ότι δεν είναι μακρύ; Είτε

από το Λαύριο και Σούνιο αντικρίσεις τον Υμηττό, είτε από τα υψώματα του

Κερατσινίου, του Κορυδαλλού, του Δαφνίου και της Πάρνηθας, την ίδια αίσθηση

έχεις, ότι δηλαδή είναι μακρύ βουνό. Τι άλλο λοιπόν σημαίνει Τηλεβούνι ή Τελοβούνι

που μας παρέδωσαν οι περιηγητές ; Τηλε = μακρά, όπως τηλέ-φωνο, τηλε-όραση,

τηλέ-μετρο κ.α.π. Έτσι το αντίκρισαν οι ναυτικοί, κυρίως οι ξένοι, που

χρησιμοποιούσαν ορισμένα σταθερά σημεία (στους χειρόγραφους και αργότερα

έντυπους πορτολάνους τους, δηλαδή στα βιβλία ναυσιπλοΐας) προκειμένου ν’

αναγνωρίσουν τα στάδια της πορείας τους. Όταν λοιπόν από τις αρχές του 17ου αι.

καθιερώθηκε άτυπα η lingua Franca στο λεξιλόγιο των ναυτικών, τότε το μακρύ

βουνό αποδόθηκε ως tres long και ελληνοποιημένο Τρελόν. Ούτε τρελλάθηκε το

βουνό, ούτε οι Αθηναίοι σταμάτησαν να συμβουλεύονται τα σύννεφα τις μακρινές

Page 76: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

76

εκείνες εποχές και μέχρι την ίδρυση της Ε.Μ.Υ.

Απλά, και οι Ιταλοί ναυτικοί που ρώτησαν και έμαθαν από τους Έλληνες πως λέγεται

το μακρύ αυτό βουνό της Αττικής, δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να

μεταγράψουν τον ΥΜΗΤΤΟ σε ΙΜΑΤΤΟ. Τουλάχιστον γι’ αυτούς το χωρίς ι matto

σήμαινε κάτι συγκεκριμένο, τον τρελλό! Οι ημέτεροι όμως φιλίστορες, γιατί να

τρελλαθούν ;

Άκουσα πολλές φορές στο Αιγαίο, όταν φυσούν οι δυνατοί άνεμοι τον Ιούλιο-

Αύγουστο, οι γνωστοί από την αρχαιότητα ως ετησίαι, και στους Βυζαντινούς ως

ρήκται (Lehoux, 471) να ονομάζονται μελτέμια. Με όσους συζήτησα την πιθανή

προέλευση της λέξης, όλοι ισχυρίστηκαν ότι είναι τουρκική.

Δεν σκέφθηκαν φαίνεται ότι οι Τούρκοι δεν υπήρξαν ποτέ ναυτικοί σε σημείο που να

ονοματοδοτήσουν με τη γλώσσα τους γεωγραφικές-ναυτικές λέξεις και ναυτικά

παραγγέλματα ή ανέμους. Λόγου χάρη οι λέξεις κορφέζ και λιμάν που χρησιμοποιούν

μέχρι σήμερα, είναι οι ελληνικές ναυτικές λέξεις κόρφος (= μικρός κόλπος) και

λιμάνι. Το γεγονός της επίδρασης της ελληνικής ναυτικής ορολογίας στην τουρκική

επιβεβαιώνει και ο Δημ. Λούπης στο άρθρο του «Η πειρατεία στα οθωμανικά ναυτικά

κείμενα, 16ος

– 17ος

αιώνας», Πρακτικά Μονεμβασίας, Πειρατές και Κουρσάροι,

Αθήνα 2003, 92.

Φυσικά δεν σκέφθηκαν τη lingua Franca των ναυτικών που κατ’ αντιστοιχία με το

tres long για τον μακρύ Υμηττό, μας προσφέρει το κλειδί στη λύση και για το

Μελτέμι, λέξη δηλωτική του κακού καιρού που επικρατεί κατακαλόκαιρο στο Αιγαίο,

δηλαδή Mal-tem(ps).

Την καλοκαιριάτικη κακοκαιρία στο Αιγαίο βεβαίως την είχαν αντιληφθεί και οι

Τούρκοι, γι’ αυτό και στο βιβλίο ναυσιπλοΐας του Τούρκου ναύαρχου-πειρατή Piri

Reis (1521) τα νησιά μας αποκαλούνται «νησιά της Άσπρης θάλασσας» (Ρiri Reis,

Κουτελάκης, Κάρπαθος, 367-375. Του ιδίου, Νίσυρος, 111-128), δηλαδή της

κυματώδους και αφρισμένης.

Ο Υμηττός λοιπόν ούτε «Τρελλός» υπήρξε, ούτε Ντελή-Ντάγ (= τρελλοβούνι).

Απλούστατα ήταν και εξακολουθεί να είναι μακρύς, δηλαδή τρελός με ένα λ, και

επιπλέον επικυρώνει τη λαϊκή σοφία ότι «η τρέλλα δεν πάει στα βουνά», αλλά στους

ταραγμένους εγκέφαλούς μας...(Κουτελάκης, Ανασκευή, 36 – 37).

Αλλά ας παραμείνω σε μερικά ακόμη παραδείγματα χαρακτηριστικά της γνωστικής

«λοξοδρομίας» που μπορεί να επέλθει στην ιστορική Γεωγραφία.

Το στενό του Καφηρέα μεταμορφώθηκε σε Καβο – Ντόρο (φωτ. 3), κατά περίεργο

τρόπο, αφού τίποτα δεν αποδεικνύει την παρουσία χρυσού (!), αν μεταφράσουμε στα

ελληνικά την μεταγραφή της ιταλικής αυτής λέξης (d’oro).

Ο Κώστας Σκανδαλίδης (Σκανδαλίδης, 97) σημειώνει για την ονομασία του

συγκεκριμένου ακρωτηρίου, η οποία μέχρι σήμερα έτσι εκφέρεται, ότι προήλθε

«επειδή φαίνεται να χρυσίζει κατά την ανατολή του ηλίου», αλλά παρακάτω γράφει το

αυτονόητο : «οι Βυζαντινοί τον ονόμαζαν ξυλοφάγο, για τα πολλά ναυάγια που είχαν

γίνει εκεί».

Πράγματι, όσοι και σήμερα ταξιδεύουμε είτε κατερχόμενοι από το βόρειο Αιγαίο,

είτε διαπλέουμε τον δίαυλο από την Άνδρο προς Ραφήνα και αντιστρόφως, ακόμα και

με τα σύγχρονα πλοία, αισθανόμαστε για τα καλά τη δύναμη των ρευμάτων του έστω

κι αν επικρατεί καλοκαιρία. Πολύ δε περισσότερο τον χειμώνα ή κατά την περίοδο

των μελτεμιών. Αυτό είναι δεδομένο που δε μπορεί να αλλάξει ποτέ.

Το να διέλθει λοιπόν σώο και αβλαβές ένα πλοίο της εποχής του Μεσαίωνα από αυτό

το ακρωτήρι, ήταν μια σκληρή δοκιμασία. Και νομίζω ότι ακριβώς αυτό απέδιδε στη

Page 77: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

77

γλώσσα των Ιταλών ναυτίλων από την εποχή των προνομίων τους η λέξη που

σηματοδοτούσε τον Καφηρέα ως C. Duro = σκληρό, δυσκολοπέραστο ακρωτήρι !

Με την αντιγραφή από χάρτη σε χάρτη το u κλείστηκε και μετατράπηκε σε o κατά τα

ανάλογα παραδείγματα από τη Σάμο και αλλού, όπως θα δούμε, κι έτσι προέκυψε το

Doro, το οποίο δεν έχει ασφαλώς καμιά απολύτως σχέση με το d’ oro ( = από χρυσό).

Η πάντοτε παραθαλάσσια θέση Αγία Αγάθη (Agata > A Gata > C. Gata ) του

Palermo, της Κύπρου, της Μάλτας και της Ρόδου (που ταυτόχρονα υποδεικνύει με

την ονομασία της ένα παλαιοχριστιανικό ναό ή κατακόμβη, όπως μπόρεσα να

διαπιστώσω από επιτόπιες έρευνες. Βλ. Κουτελάκης 1998, 206) μεταμορφώθηκε με

αποκοπή και διάσταση του αρχικού γράμματος από το υπόλοιπο σώμα της λέξης σε

Γάτα (Χάρτες και χαρτογράφοι, 102, 110), όπως και το αντίστοιχο ακτωνύμιο της

Σάμου (Κουτελάκης, Σάμος, 206 σημ. 62, 64), αλλά και το κοντινό Αγαθονήσι [

στους χάρτες Gatonisi (Χάρτες και χαρτογράφοι, 156)], το οποίο συμπτωματικά

περιέχει ως πρώτο συνθετικό του ονόματός του την ίδια λέξη (Αγάθο – νήσι).

Αντίθετα λιμάνι στην Κάρπαθο, πιθανότατα κοντά στην Σαρία καταχωρήθηκε αρχικά

ως Porto Agata για να καταλήξει σε Ponta Aspra, δηλωτικό της κρημνώδους μορφής

του ή του λευκού χρώματος των βράχων (Χάρτες και χαρτογράφοι, 76, 92).

To ακρωτήριο Αλωπός απέναντι από τη Σύμη, το οποίο φέρει την ονομασία του από

το επίθετο ενός Ρόδιου κτηματία της περιοχής, ήδη από τον 9ο αιώνα (Malamut, 508 )

και όχι από ομοιότητα με θυσανωτή ουρά της αλεπούς, όπως έχει υποστηριχθεί

(Τσοπανάκης, Σύμη, 35. Cortelazzo, 74), μεταγλωττίστηκε σε Volpe (= αλεπού ) και

καταχωρήθηκε πλέον έτσι (φωτ. 18)!

Το επίσης ακρωτήριο Αγ. Ισίδωρος που σηματοδοτήθηκε από παλαιοχριστιανική

βασιλική που υπήρχε εκεί, μετονομάστηκε κατά τη λαϊκή εκφορά του σε Σίδερο και

καταγράφηκε από τους ξένους ναυτικούς ως Sidro. Στη συνέχεια μεταγλωττίστηκε

στην ιταλική από τους Γενοβέζους και Βενετούς σε porto Ferro, δηλαδή σίδερο

(φωτ 17), και επέστρεψε στην ελληνική ονοματοθεσία των ακτωνυμίων επί των

χαρτών ως αντιδάνειο (Κουτελάκης 1998, 178 και Τσοπανάκης, Σύμη, 36 σημ. 7.

Επίσης Χάρτες και χαρτογράφοι, 76, 92 στους χάρτες της Καρπάθου).

Το αγκυροβόλιο της δυτικής Ρόδου ακριβώς απέναντι από τη Χάλκη με την ονομασία

Αγία Μάρθα από ομώνυμο εκκλησάκι, μετονομάστηκε στη δωδεκανησιακή

ντοπιολαλιά αρχικά σε Ά(για) Μάρτα για να καταλήξει στη συνέχεια Άμαρτος

(Κουτελάκης 1998, 206).

Τα δεκάδες λάθη στα τοπωνύμια της Σάμου έχουν δώσει λανθασμένη εικόνα για το

νησί και την ιστορική του διαδρομή, και χρειάστηκαν χρόνια έρευνας για την

αποκατάσταση (Κουτελάκης 1998, 165 κ.ε).

Δυστυχώς η ανάληψη εκ μέρους μιας ομάδας ερευνητών του Εθνικού Ιδρύματος

Ερευνών της καταγραφής και ορθής απόδοσης των τοπωνυμίων στα νησιά ( Αζελή,

Χατζηπαναγιώτη, 159 – 319), δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς

περιορίστηκε σε επιφανειακή μελέτη τους.

Σ’ ότι αφορά τα νησιά Τήνο, Χίο, Κω, Σίφνο, Κάλυμνο, Ρόδο και Σάμο για τα οποία

έχω άμεση εποπτεία από ενδελεχή έρευνα, τα αταύτιστα τοπωνύμια είναι τόσα πολλά,

αλλά και οι ανεπιτυχείς ταυτίσεις άλλων σε τόση έκταση, ώστε θα χρειαστεί ίσως νέα

επεξεργασία του υλικού.

Page 78: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

78

Εσωτερικά τοπωνύμια και άλλα που χαρακτήριζαν και σηματοδοτούσαν ακτές ή

απάνεμους όρμους και αγκυροβόλια ή αποτελούσαν οδηγό για τον καπετάνιο στην

πορεία του ανάμεσα στο ελληνικό πολύνησο ή ευρίσκονταν στο επίκεντρο

οικονομικού ενδιαφέροντος ή είχαν κάποιο ειδικό βάρος από την αρχαιότητα,

καταγράφηκαν επίσης με τρόπο που δημιούργησε συν τω χρόνω θρυλικές και

παγιωμένες αντιλήψεις στη λαϊκή φαντασία, έτσι ώστε παρέμειναν μέχρι σήμερα με

τη νέα τους ονομασία και με λανθασμένη γραφή, η οποία οδήγησε βεβαίως και σε

εσφαλμένη ετυμολογία.

Για παράδειγμα αναφέρω το Καλόν Όρος των Μικρασιατικών ακτών, στην

ανατολική ακτή της Αττάλειας, που από τους Άραβες του 11ου

αιώνα προφερόταν

Qalurus (βλ. εδώ το Κεφ. VIΙΙ,1) κατέληξε στους χάρτες των Δυτικών ως Καντηλόρ

[Πάπυρος Larousse – Britannica, 27 (2007) 168] και στη συνέχεια Κανδήλι, όπως

και το όρος Άμπελος της Σάμου που αφού υπέστη γλωσσικά πάνδεινα, από M.

Ampelo (= Monte Ampelo) σε Mampelo, από κει σε Mandelo και Candele,

κατέληξε σε Καντήλι πλαισιωμένο και με σχετικό θρύλο ότι τάχα έβλεπαν και

βλέπουν το φως του οι παραπλέοντες τη Σάμο ναυτικοί (Κουτελάκης 1998, 199 –

200, 205 - 206 και εδώ το κεφ. ΧΙΙ «Παραμυθολογίες ναυτικών»). Επίσης το

Αρκουδονήσι, και το Καρλόβασι κ.α (βλ. Κουτελάκης 1998, 206 - 207).

Κάτι ανάλογο συνέβη με το βουνό της Μήθυμνας στη Λέσβο που ήταν κατάφυτο από

ελαιόδενδρα ώστε καταχωρήθηκε στα ιταλικά από ακριβή μετάφραση της ελληνικής

ως M.Olive (monte Olive = όρος των ελαιών) για να καταλήξει με συνεκφορά του

αρχικού γράμματος της λέξης Monte, --κατ’ αναλογία με το M.Ampelo της Σάμου--

(= όρος) και του olive (ελιές), στο σημερινό Μόλιβο, που πρέπει γι’ αυτόν ακριβώς

το λόγο να γράφεται με ι και όχι με ύψιλον, αφού δεν έχει καμιά σχέση με το μέταλλο

μόλυβδο (λαϊκά μολύβι).

Αντίστοιχα, τα Κεραμιά, αφού πέρασαν στον τύπο Geramia και Germia, αλλά και

Ieremidia (συμφυρμός της Ιέρας – Γέρας και του χωριού Κεραμιά, ώστε προέκυψε ο

τύπος Κεραμίδια ;) αλλά και με το άρθρο Laieremidia, Lichremidio, κατέληξαν ως

Cirana (Μολίνος, 24, 45, 55), ενώ ο Κάβο - Μαλιάς (ο αρχαίος Μαλόεντας, το

απότομο βουνό που δημιουργεί το ομώνυμο ακρωτήρι) κατάντησε Ακρωτήρι Μανία

(C.Mania μετά από αντικατάσταση του l με n), αλλά και Κάβο-Μαρία (Παπουτσάνης

1996, 7) ή ακόμη Αμαλή με συμφυρμό του Α (= Ακρωτήριον) και της λέξης Mali (α)

= Όρος.

Το ίδιο συνέβη και με το ακρωτήρι (στα ιταλικά Capo) Άσσο (C. Asso) που από

συνεκφορά κατέληξε Casso, γεγονός που έκανε τον Μολίνο (Μολίνος, 54, 72, 84) να

το θεωρήσει νέο και άγνωστο τοπωνύμιο προσπαθώντας μάλιστα να το ετυμολογήσει

από το λατινικό επίθετο cassus (= κοίλος, κενός).

Το «παράδοξο» είναι ότι η θέση Iero (Ιερά – Γέρα) μετατράπηκε σε Lero, αλλά η

Λέρος της Δωδεκανήσου που έπρεπε να γραφεί μ’ αυτόν τον τρόπο, ακολούθησε

αντίστροφη πορεία και έγινε Iero.

Το πρόβλημα έχει την εξήγησή του. Πρόκειται για χαράξεις χαρτών επί

ξύλου, δηλαδή για ξυλογραφικούς χάρτες στους οποίους πιστή απόδοση των

γραμμάτων κατά το πάτημα της μίτρας δεν ήταν πάντοτε εφικτή εξαιτίας των

νευρώσεων και των «νερών» του ξύλου. Έτσι π.χ. εμφανίζεται στον ξυλογραφικό

χάρτη της Λήμνου το λιμάνι του Μούδρου ως Mandro (Τουρπτσόγλου –

Στεφανίδου, 154) μετά από αναποδογύρισμα κατά το σκάλισμα των γραμμάτων της

λέξης, του u σε n. (βλ. και το Κεφ. VIII, 1 και XIV).

Ύστερα οφειλόταν στο γεγονός ότι αυτοί που σκάλιζαν την ξύλινη μίτρα δεν ήταν

Έλληνες που γνώριζαν την ιδιαιτερότητα των ελληνικών γραμμάτων με αποτέλεσμα

να προκύπτουν λανθασμένες αναγνώσεις και αποτυπώσεις. Εξάλλου το λατινικό L αν

Page 79: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

79

δεν είναι στην αρχή της λέξης σκαλίζεται ως Ι που έχει ταυτόσημη αξία για τους

Φράγκους του Μεσαίωνα, έστω κι αν εμφανίζεται στην αρχή ονόματος, όπως στην

περίπτωση της Λυκίας που καταγράφεται Ikia (Χάρτες και χαρτογράφοι, 54). Έπειτα

μπορεί να φαντάζει παράξενο ένα τέτοιο όνομα για τους Έλληνες, καθώς γνωρίζουμε

πολύ καλά τα ονόματα των νησιών μας και τα τοπωνύμιά τους, όχι όμως και για τους

ξένους που τα διάβαζαν όπως τα έβλεπαν, και ασφαλώς δεν κατέθεταν κανένα

προβληματισμό.

Εξαιτίας της πρώϊμης αυτής τεχνικής εκτύπωσης των χαρτών, δηλαδή της

ξυλογραφίας που δεν επέτρεπε όχι μόνο λεπτομερή και καθαρή απόδοση των

τοπωνυμίων, αλλά και δε μπορούσε να περιλάβει εξ αντικειμένου επί του χάρτη όλα

τα σημαντικά για την εποχή των χαρτογράφων τοπωνύμια, είτε αυτά απεικόνιζαν τις

αρχαίες πόλεις είτε τις μεσαιωνικές πολίχνες και θέσεις των νησιών, εμφανίζεται

διαφυγή μερικών από αυτά έξω από τον χάρτη, επί της θαλάσσης. Αυτό είχε ως

αποτέλεσμα να γίνουν λάθη προσδιορισμού σε επόμενη φάση και να περάσουν είτε

σε ανύπαρκτες ή ακόμη και σε υπαρκτές κοντινές βραχονησίδες, είτε από τη μια ακτή

(συνήθως της Μικράς Ασίας) στα νησιά ή το αντίθετο, έστω και αν η νέα τεχνική

χάραξης χαρτών, δηλαδή η χαλκογραφία, επέτρεπε πλέον στους χαλκογραφημένα

τυπωμένους χάρτες μεγαλύτερο πλήθος τοπωνυμίων και μάλιστα με πολύ

μικρότερους χαρακτήρες γραμμάτων (φωτ.17). Το παράδειγμα του κάστρου

Zuccalora της Τήλου με το ομώνυμο βουνό είναι χαρακτηριστικό. Έχει ήδη στα 1690

μετακινηθεί επί της Νισύρου σε χάρτη του p. Vincenzo Coronelli στο έργο του «La

Grecia». Τα λάθη όμως είχαν συντελεστεί και οι μεταγενέστεροι θιασώτες των

χαρτών, οι συλλέκτες, οι ερευνητές, οι αρχαιολόγοι, οι ιστορικοί και οι ιστοριοδίφες

αναζητούν ακόμη θέσεις και μνημεία ανύπαρκτα εδώ κι εκεί χωρίς αποτέλεσμα (βλ.

το Κεφ. ΧΙΙ).

Ενδεικτικά αναφέρω τα παραδείγματα από την Κάρπαθο της οποίας ένα

από τα αρχαιότερα χωριά, η Όλυμπος περιφέρεται στο πέλαγος κοντά σε ένα νησάκι

με την ονομασία Πλανήτης (Χάρτες και χαρτογράφοι, 92), αλλά και από την Τήλο,

όπου η παραλιακή θέση Γερά (ονομασία προερχόμενη από την παράλια Ιερά πηγή

που τον χειμώνα βγάζει ζεστό νερό και το καλοκαίρι ψυχρότατο), η οποία στην

ντοπιολαλιά προφέρεται Γιρά (παράβαλε την Ιεράπετρα της Κρήτης που

καταχωρείται στους χάρτες ως Gira Petra), μεταφέρθηκε στη θάλασσα με τον

ξυλογραφικό χάρτη και τελικά αποδόθηκε έκτοτε ως όνομα σε μια κοντινή από τις

λίγες βραχονησίδες, με αποτέλεσμα πότε να εμφανίζεται στο Βορρά της Τήλου και

πότε στο Νότο με την ονομασία Gira (Κουτελάκης, Συμβολή, 130), αλλά ακόμα και

στις Κυκλάδες κοντά στη Σαντορίνη και στην Ανάφη (Ταξιδεύοντας στις Κυκλάδες,

16ος

– 19ος

αιώνας, Αθήνα 1990, 21 εκδ. Πνευματικού Ιδρύματος Γκύζη –

Σαντορίνης), προφανώς σαν απόδοση της νήσου Θήρας.

Ανάλογη είναι η περίπτωση με το τοπωνύμιο S. Iula στο νησί Τήλος, όπου στο

κείμενο του χαρτογράφου p.V. Coronelli αναφέρεται «περίφημος ναός της Venere

(Αφροδίτης) πάνω στα ερείπια του οποίου έχει κτιστεί μοναστήρι», μολονότι καμιά

γραμματειακή αρχαία μαρτυρία δεν υπάρχει για λατρεία της συγκεκριμένης θεάς

στην Τήλο. Επρόκειτο απλώς για μεταφορά της θέσης του ναού της Αφροδίτης της

Κνίδου στην ανατολική ακτή της Τήλου, καθώς Κνίδος και Τήλος είναι σε

αντικριστή θέση, και της ύπαρξης στο νησί ενός πασίγνωστου μοναστηριού, του Αγ.

Παντελεήμονα, που γιορτάζει τον μήνα Ιούλιο, αλλά και της διαπλοκής του αρχαίου

γεγονότος της απαγωγής από την Κω ενός πίνακα του Απελλή που εικόνιζε την

Κνιδία Αφροδίτη, με εντολή του αυτοκράτορα Αύγουστου που αφιερώθηκε στο ναό

του Ιούλιου Καίσαρα (Χατζηβασιλείου, 90 - 92 και Κουτελάκης, Piscopi, 109 - 110).

Page 80: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

80

Η περίπτωση της καταγραφής μιας πόλης «Τήνος» στη Λακωνία κατά την

αρχαιότητα (Κουτελάκης, Τήνος, 79, 89) αποτελεί ένα ακόμη δείγμα

«περιοδευουσών» πόλεων στους χάρτες, καθώς εμφανίζεται στη βόρεια ακτή του

χάρτη των Κυθήρων, σύμφωνα με πληροφορία του αγαπητού μου Αντώνη

Τάντουλου, και μάλιστα σε αλίμενη περιοχή με την ένδειξη “porto Tino”.

Μετατοπίσεις τοπωνυμίων, που βρίσκονται μάλιστα σε εξαιρετικά

μεγάλες αποστάσεις, υπήρξαν από σύγχυση εξαιτίας της ακουστικής τους ομοιότητας

και κάποιου σημαντικού περιστατικού που συνέβη στο ένα από τα δύο.

Έτσι το ακρωτήριο Δράκανο της Ικαρίας (Μελάς, 47, 49) με τον ελληνιστικό πύργο

που σώζεται ακόμη σε αρκετά καλή κατάσταση, και αποτελούσε σημείο αναφοράς

αλλά και θαυμασμού για τους κουρσάρους και πειρατές του Μεσαίωνα, ταυτίστηκε

με το ακρωτήριο Δρέκανο της Κω και τον λεγόμενο «πύργο του Τριχούτ ή Dracut»

και την αιχμαλωσία «της ωραίας Rosalinda», επειδή ο Τούρκος αυτός αιχμαλώτισε

στα 1533 μια βενετική γαλέρα με τους άρχοντες της Αίγινας, τους κόμητες και

σοπρακόμητους που κατευθύνονταν στο νησί (Κουτελάκης, Κω, 391, 395), γεγονός

που άφησε στους Βενετούς γεωγράφους και χαρτογράφους ανεξίτηλη αλγεινή

ανάμνηση του γεγονότος. Έκτοτε ο συμφυρμός γεγονότων και ακουστικά παρόμοιων

τοπωνυμίων παγιώθηκε….

Σε ότι αφορά στη Λέσβο, είτε η Μικρασιατική πόλη Θήβη μεταφέρθηκε πάνω στο

νησί ως Tesbo (Μολίνος, 37) είτε πρόκειται για λαθεμένη χάραξη στην ξυλογραφική

μίτρα του χάρτη του ονόματος του νησιού, αντί Lesbo (φωτ.14). Έτσι και η αρχαία

Άσσος της Μ.Ασίας της οποίας οι κάτοικοι σύμφωνα με τον Γεώργιο Παχυμέρη

(Παχυμέρης Β΄, 437 – 438 και Λουϊζίδης) μεταφέρθηκαν στη Λέσβο, μετακινήθηκε

πάνω στον χάρτη του νησιού, οπότε η παρουσία αυτής της πόλης στη Λέσβο δεν

αποτελεί αποκύημα της φαντασίας των χαρτογράφων, αλλά αποδίδει μια ιστορική

συγκεκριμένη πτυχή του 14ου

αιώνα, που ενδεχομένως έφθασε από τους εμπορο-

ναύτες του Αιγαίου ως είδηση στα χαρτογραφικά επιτελεία της Δύσης και

καταχωρήθηκε επί του χάρτη. Έχω διατυπώσει την άποψη ότι η σημερινή Αγιάσσος

αποτελεί τον αντίποδα της Άσσου, όπως η Άντισσα της Ίσσας (φωτ. 14), το Αντίριο

του Ρίο, η Αντίτηλος της Τήλου, η Αντίπαρος της Πάρου κ.α.π. (Κουτελάκης,

Αγιάσσος, 61 και Αναγνώστου, 188 – 191 με αντιρρήσεις που όμως δε με βρίσκουν

σύμφωνο) κι αυτό σε συνδυασμό τις περισσότερες φορές με μετακινήσεις

πληθυσμών.

Μεταφορά από τον Αδραμυττινό κόλπο της Μ. Ασίας στον κόλπο της Γέρας

Μυτιλήνης έχουμε και στον χαρακτηρισμό συστάδας βραχονησίδων με την ονομασία

Εκατόννησα (τα σημερινά Μοσχονήσια), για τα οποία ορθώς σημειώνει ο Μολίνος

(46) ότι δεν οφείλουν το όνομά τους στον αριθμό τους (εκατό), αλλά γιατί ήταν

αφιερωμένα στον Έκατο Απόλλωνα.

Μεταφορά τοπωνυμίου υφίσταται και σε χάρτη της Πάρου επί της ακτής της οποίας

βρισκόταν το τοπωνύμιο Τριό που δήλωνε στα 1582 τη θέση μιας νεροτριβής εκ της

λέξεως τριβός, άρα σημαντικού σημείου για τους ναυτικούς από το οποίο μπορούσαν

να εφοδιάζονται με την απαιτούμενη ποσότητα νερού. Τούτο όχι μόνο μεταλλάχθηκε

στους επόμενους χάρτες σε Δριό, αλλά μετακινήθηκε ως όνομα κοντινής

βραχονησίδας (Τόλιας, 195).

Ανάλογη μετακίνηση από τη Μικρά Ασία παρατηρείται και στους χάρτες της Σάμου,

όπου η Υψηλή (πόλη και κάστρο) εμφανίζεται πάνω στο νησί (Κουτελάκης 1998,

187), ενώ δεν λείπουν εσφαλμένες πληροφορίες για νησιά εξαιτίας της σύγχυσης

κεφαλαίων σε περιηγητικά βιβλία ή σε ταξιδιωτικές επιστολές κατά την εκτύπωσή

τους. Το παράδειγμα από τον Randolph για τη σύγχυση κεφαλαίων μεταξύ της

Κάσου και της Τήλου, αλλά και των επιστολών του Savary μεταξύ της Σύμης και της

Page 81: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

81

Τήλου είναι άκρως διαφωτιστικό. Ανάλογη είναι και η περίπτωση των επιστολών του

λόρδου Guilford, οι οποίες αφού αντιγράφηκαν, παρουσιάζουν σύγχυση μεταξύ των

αναφερομένων νησιών, αλλοιώσεις των ονομάτων και ανακάτεμα των κεφαλαίων

(Τσουγκαράκη).

Τέλος ας αναφερθεί και η περίπτωση του Οίτυλου της Μεσσηνιακής

Μάνης, το οποίο σε συνδυασμό με την παρουσία του ακρωτηρίου Ταίναρο που

σχηματίζεται στο μεσαίο πόδι της Πελοποννήσου, και το οποίο στην τοπική λαλιά

ήταν και είναι γνωστό ως Κάβο – Ματαπάς, έδωσε την αφορμή στους ξένους

ναυτικούς και χαρτογράφους όχι μόνο να το μεταφέρουν στην ανατολική ακτή της

χερσονήσου, αλλά να δημιουργήσουν σχεδιαστικά και δύο ακόμη προεκτάσεις του

ίδιου ακρωτηρίου (!) δίδοντάς τους τα υπόλοιπα δύο ονόματα, αφού δεν κατανόησαν

ότι επρόκειτο για διαφορετικές ονομασίες του ίδιου ακρωτηρίου (Σταυρίδη. Επίσης

Μάνη, 35, 37).

ΚΕΦ. XI, 1. ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ

Τέτοιου είδους αλλαγές οφείλονται σε δύο λόγους, είτε σε παρανοήσεις και νέα

δεδομένα, όπως ήταν η επικράτηση μιας εντύπωσης προερχόμενης από αρχαία

κτίσματα, όταν κάποιο μικρό νησί απώλεσε τους κατοίκους του ολοσχερώς και έμεινε

ακατοίκητο για πάρα πολλά χρόνια, οπότε διασπάστηκε η συλλογική μνήμη και η

προφορική συνέχεια του αρχικού ονόματός του και επικράτησε κάποιο νέο όνομα

από τους νέους κατοίκους του (π.χ. το νησί Φούρνοι), είτε σε σκοπιμότητες που

κρύβουν διεκδικήσεις εξουσιαστικές, πολιτικές και οικονομικές συνδυασμένες με

ιμπεριαλιστικές τάσεις.

Τα παραδείγματα που εντοπίστηκαν στους χειρόγραφους και έντυπους ευρωπαϊκούς

χάρτες και για τα οποία γίνεται λόγος ευθύς αμέσως, ταξινομούνται σύμφωνα με το

βαθμό επίπτωσης λάθους που έχουν προκαλέσει στην ιστορική Γεωγραφία.

1.ΠΕΛΑΓΟΝΗΣΙ = ΛΙΟΔΡΟΜΙΑ

Η Παγωνάρη διερευνώντας το όνομα Πελάγουσα που αποδίδεται στην Αλόννησο,

καταλήγει ότι αυτό προέρχεται από ένα θαλάσσιο φυτό, τη Θαλασσία από την οποία

απέκτησε και αυτή την ονομασία (Παγωνάρη, 153). Ο Κ. Σκανδαλίδης (Σκανδαλίδης,

132, 291) το ταυτίζει με την Κυρά Παναγιά. Τα λεξικά και οι εγκυκλοπαίδειες

θεωρούν ότι πρόκειται για την αρχαία Ίκο, τη σημερινή Αλόννησο. Ας σημειωθεί

επίσης ότι Πελαγονήσι υφίσταται και στον κόλπο της Ελάτας Χίου (Σκανδαλίδης

2001, 152) κι αυτό είναι ενδεικτικό ότι η ονομασία οφείλεται πράγματι σε θαλάσσια

χλωρίδα.

Ο Π. Ζερλέντης υποστηρίζει ότι η Αλόννησος είναι η σημερινή Άι – Στράτης και

επικαλείται τη μαρτυρία ότι ο κάτοικος της Ίκου (που από το 1836 μετονομάστηκε

σε Αλόννησος), ονομάζεται Λιοδρομίτης, πράγμα βεβαίως παράξενο (Ζερλέντης, 47 –

48).

2. ΛΙΟΔΡΟΜΙΑ – ΗΕLIODROMIA- ΧΙΛΙΟΔΡΟΜΙΑ

Η αρχαία Ίκος, η σημερινή Αλόννησος, η οποία στα τουρκικά φορολογικά κατάστιχα

αναφέρεται ως Djamlidja (Zachariadou, 333), σύμφωνα με τον Σκανδαλίδη

(Σκανδαλίδης 2001, 131) συνδέει το όνομά της με αρχαίο μύθο σύμφωνα με τον

Page 82: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

82

οποίο εδώ τάφηκε ο πατέρας του Αχιλλέα, οπότε διαβλέπει προέλευση από το

«Αχιλλειοδρόμια», δηλαδή ο δρόμος του Αχιλλέα προς τον τάφο του Πηλέα….

Ο Π. Ζερλέντης παραθέτει αρκετές μαρτυρίες του ονόματος της νήσου και των γύρω

από αυτήν νησίδων ως Λιδρόμι, Ηλιοδρόμια, αλλά και Χιλιοδρόμια, αντιγράφοντας

προφανώς από παλιούς πορτολάνους, όπως του Τάγια (1573 η έντυπη έκδοση), στον

οποίο αναφέρονται ως εξής : «Το Σκιάθος και το Σκούπελο και το Δρόμον, ήγουν

Ιλιοδρόμι, βλέπονται εις την κάρταν του γρέγου εις τον λεβάντη μίλλια 30. Το

Σκούπελον με τις Ηλιοδρόμους βλέπονται γρέγο – γαρμπή Το Γυμνοπελαγίσι εις την

μερέαν της όστριας έχει ένα νησόπουλο ….».

Ο Σίλβεστρος Συρόπουλος στα 1439 καταγράφει τη συστάδα των νήσων ως

«Διαδρόμοι» (Ζερλέντης, 59) και νομίζω ότι αυτή η μαρτυρία αποδίδει την

πραγματικότητα. «Διαδρόμοι» λοιπόν, και με αποκοπή της πρώτης συλλαβής, όπως

συνέβη με τη νησίδα Αιγιαλίς > Βεγιαλίς > Γιαλί (της Νισύρου), φθάσαμε στο

«Δρόμοι» που καταγράφει ο μητρ. Μελέτιος (τόμος Γ΄, 14).

Οι Δυτικοί λοιπόν το μετέγραψαν στα ιταλικά και μάλιστα στον πληθυντικό, αφού

επρόκειτο για συστάδα νησιών, ως «gli Dromi» (= οι Δρόμοι). Η ιταλική καταγραφή

στους χάρτες (Χάρτες και χαρτογράφοι, 71) επέφερε την μεταγραφή της ονομασίας

στην ελληνική γλώσσα μαζί με το άρθρο σε μια λέξη ως ΛΙΔΡΟΜΙ (ο κάτοικος

Λιδρομίτης) και στη συνέχεια από παρερμηνεία δημιουργήθηκαν και οι τύποι

Ηλιοδρόμι και Χιλιοδρόμι. Και ο Κ. Άμαντος από τον τύπο Διαδρόμια θεωρεί ότι

προέκυψε το Λιαδρόμια [βλ. Ονόματα 12 (19880 847].Κατ’ ανάλογο τρόπο το

ακρωτήριο Capo Grosso δυτικά του Ταίναρου στη Λακωνία, μεταφέρθηκε στην

ελληνική ως Κάβο – Δρόσο, όπως και το αρχαίο πόλισμα της Ερμιονίδας Ειλεοί

(σήμερα χωριό Καρακάσι) με το κάστρο του κατάντησε αρχικά Ίλια και στη

συνέχεια στο αγνώριστο Ηλιόκαστρο (Παϊδούση, 101 – 102).

3. ΣΙΦΝΟΣ

Καταγράφηκε με τρεις πόλεις – νησιά στο χάρτη του Πτολεμαίου, δηλαδή

εμφανίζεται στο χάρτη με επιφάνεια πολλαπλάσια της Νάξου περιλαμβάνοντας ως

πόλεις της τα νησιά Σέριφο, Σίκινο και Φολέγανδρο (Βλ. Παγωνάρη, 149 – 150 και

Κουτελάκης, Σίφνος, 84 και Παπουτσάνης, 224).

Το γεγονός αυτό που δημιούργησε «ζήτημα Σίφνου» στο χαρτογραφικό πεδίο,

οφείλεται σε υπερτονισμό της σημασίας της Σίφνου εξαιτίας της φήμης που είχε από

την αρχαιότητα για τον πλούτο της χάρη στα μεταλλεία χρυσού και αργύρου.

4. ΣΧΙΝΟΥΣΑ

Πρόκειται για νησίδα κοντά στη Νάξο. Σε χειρόγραφο του 1485 του dalli Sonetti

ονομάζεται λανθασμένα ως Stenosa (Χαρτογράφηση, 27) αν και η τουρκική προφορά

στα 1641 ως Skinisos (Zachariadou, 334) είναι εγγύτερη στην ελληνική ονομασία.

5. ΚΙΝΑΡΟΣ – ΛΕΒΙΘΑ.

Οι δύο απομακρυσμένες νησίδες κοντά στην Πάτμο μεταγράφηκαν σε Zinara –

Leuita αντίστοιχα σε χάρτη του Bordone στα 1547 (Χαρτογράφηση, 33). Η πρώτη

απόδοση ίσως να είναι ορθή και να οφείλεται σε τσιτακισμό της ονομασίας Κίναρος

> Τσίναρος.

6. ΜΥΚΟΝΟΣ

Page 83: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

83

Η πασίγνωστη. Στον χάρτη του Bordone στα 1526 και 1547 (Αβραμέα, 142 και

Χαρτογράφηση, 33) καταγράφεται παραποιημένο το όνομά της ως Micole.

7. ΚΙΤΡΙΑΝΗ.

Η νησίδα βρίσκεται απέναντι από τη θέση Πλατύγιαλος της Σίφνου με ναό

αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ο οποίος χρονολογείται στον 10ο – 11

ο

αιώνα. Η θέση της ήταν εξαιρετικά σημαντική για τη ναυσιπλοΐα (βρέθηκε και

έμφορτο ναυάγιο με γυάλινα αντικείμενα της όψιμης ελληνιστικής περιόδου). Είναι

πολύ πιθανή η εγκατάσταση Κυπρίων υαλουργών, γεγονός που όπως πιστεύω,

ονοματοδότησε το νησάκι ως Κυπριανή (εννοείται Παναγία) και στη συνέχεια

Κιτριανή με σύνδεση προς το Κίτρος, είδος αειθαλών ακανθωδών θάμνων που

πλεόναζαν στη νησίδα, κατ’ αναλογία με τις Κιτριές Λακωνίας, όπως επισημαίνει ο

Μιχ. Σκανδαλίδης (βλ. Σκανδαλίδης 2001, 206). Οι Δυτικοί από παρανόηση ή κακή

ανάγνωση την κατέγραψαν ως Christiani και ως αντιδάνειο οι Έλληνες τη

σημειώνουν πλέον Χριστιανά ! (Κουτελάκης, Σίφνος, 78, 84). Ο Piri reis διατηρεί

παρά ταύτα την παλαιά της ονομασία ορθά ως Kitriyani, Kiryani (Λούπης, 364, 366).

8. ΚΑΡΔΙΑΝΑ - ΚΑΡΔΙΑΝΗ.

Πρόκειται για νησίδα ανατολικά της Σίφνου (σήμερα ιδιοκτησία της οικογένειας

Πράσινου) που πολλές φορές στους χάρτες εμφανίζεται κοντά στην Ίο και τη

Φολέγανδρο (Mallet 1683). Έλαβε την ονομασία της από εκκλησία της Παναγίας

στην οποία λατρευόταν τον 17ο αιώνα η εικόνα της Παναγίας Καρδιώτισας ή

ορθότερα της Εγκαριώτισας. Στην πρώτη περίπτωση υφίσταται το ενδεχόμενο

μεταφοράς της λατρείας από τη Σίφνο, ενώ στη δεύτερη είναι βέβαιη η προέλευση

από τις Εγκαρές της Νάξου (Κουτελάκης, Τήνος, 123 – 126). Στο βιβλίο του Piri reis

αναφέρεται ως Aya Kira (Λούπης, 360), δηλαδή Αγία Κιουρά, προσωνύμιο το οποίο

αποδίδεται πάντα στην Παναγία.

9.ΑΡΓΕΝΤΕΡΙΑ = ΚΙΜΩΛΟΣ

Η ονομασία πιθανότατα δόθηκε είτε από αργυρούχα κοιτάσματα είτε από το

λευκάζον χρώμα των ακτών της εξαιτίας της «κιμωλίας γης» (Χάρτες και

χαρτογράφοι, 214). Ο Piri reis που αντιγράφει την ονομασία από δυτικούς την

αναφέρει Ircantara – Ιρτζάνταρα (Λούπης, 360).

10.ΘΕΡΜΙΑ = ΚΥΘΝΟΣ.

Η αλλαγή του ονόματος οφείλεται μάλλον στους Έλληνες, αφού ήδη από το Νείλο

Δοξαπατρή στην Τάξη των πατριαρχικών θρόνων εμφανίζεται το νησί από το 1143

ως Θερμιά (Ζερλέντης, 66). Η νεώτερη αυτή ονομασία της προέρχεται από τα ζεστά

ιαματικά της νερά. Βλ. και εδώ το Κεφ. VIII,1.

11.ΑNTICLARE και CAPRA = ΨΕΡΙΜΟΣ ή ΤΡΑΓΙΑ ή ΚΑΠΑΡΗ

Ο Σκανδαλίδης πολύ σωστά ετυμολογεί την προέλευση του ονόματος της Ψερίμου ως

«Τραγία» από το φυτό τράγιον, το οποίο αφθονεί και το οποίο το Φθινόπωρο εκπέμπει

οσμή τράγου !

Page 84: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

84

Αντίθετα οι Δυτικοί μεταγλώττισαν τη λέξη Τράγος σε Capra που σημαίνει Αίγα,

Γίδα. Από το Capra και Capro με ανάπτυξη του α προέκυψε ο τύπος Capari – Caparo

και από αυτά οι ελληνικές μετωνυμίες Κάππαρι και Καππαρό συσχετισμένες είτε με

το ομώνυμο φυτό (την Κάππαρη), είτε με το χρώμα του εδάφους που προσομοιάζει

στο χρώμα της Κάππαρης. Μεταξύ αυτών και ο γράφων, ο οποίος αναθεωρεί πλέον

την αρχική του άποψη (Κουτελάκης, Κάλυμνος, 30 και Γιαγκάκης, Αγαθονήσι, και

Σκανδαλίδης 2001, 247, 343 και Κουτελάκης, Κως 390, σημ 34).

Η ονομασία Anticlare ωστόσο προέκυψε από την κοντινή και αντικριστή θέση του

νησιού Ψέριμος σε σχέση με την Κάλυμνο, η οποία από τους Δυτικούς είχε

λανθασμένα καταχωρηθεί εξαιτίας της απέναντι ευρισκόμενης αρχαίας

Μικρασιατικής φημισμένης πόλης «Κλάρος» ως Claro, έτσι όπως συμβαίνει σε

παρόμοιες περιπτώσεις, δηλαδή για παράδειγμα Ψαρά – Αντίψαρα, Κύθηρα –

Αντικύθηρα, Μήλος – Αντίμηλος, Κέρος - Αντίκερος κ.α.π. που αναφέρθηκαν πιο πριν

με αφορμή την Άσσο – Αντάσσο > Αγιάσσο της Λέσβου (Κουτελάκης, Αγιάσσος).

12. CALAMO, CALMO, CALMINO,CALIMENE, CALIMNO και CLARO =

ΚΑΛΥΜΝΟΣ

Με αυτή την πολυτυπία παραδίδεται το όνομα του νησιού από τους χαρτογράφους

(Βλ. και όσα αναφέρονται στον αρ. 11). Ωστόσο οι Ιππότες της Ρόδου στην

επικράτεια των οποίων ανήκε από το 1306 το νησί, την ονοματίζουν σταθερά ως

Calamo, προφανώς σε συμφυρμό των δύο εννοιών, δηλαδή της μεσαιωνικής

Καλύμνου και της μορφολογίας την οποία είχε τότε αποκτήσει το λιμάνι της από τις

προσχώσεις με στάσιμα νερά και την ύπαρξη άφθονων καλαμιών, όπου και ο ναός

της Παναγίας Καλαμιώτισας (Παπάζογλου, 221 και Κουτελάκης, Κάλυμνος, 24 – 25.

Του ίδιου, Σάμος, 220, όπου πιστοποιείται η ονομασία Claro από το 1180 μ.Χ).

13. ΤΕΛΕΝΔΟΣ – AIAGLIA.

Η νησίδα Τέλενδος απέναντι από τις Μυρτιές της Καλύμνου με τον σημαντικό

αριθμό παλαιοχριστιανικών βασιλικών, ήδη τον 17ο αιώνα καταγράφεται ως

AIAGLIA, δηλαδή Άγιος Ηλίας, ονομασία με την οποία χαρακτηρίζεται σε χάρτη

του Mallet στα 1683 (Ημερολόγιο 1990, μήνας Νοέμβριος) και του Dapper στα 1703

(Κωστόπουλος, 103). Στην πραγματικότητα πρόκειται και εδώ για «μετακίνηση» του

κάστρου της Χώρας Καλύμνου επί της Τελένδου, το οποίο καταγράφεται όντως σε

τουρκικό κείμενο των αρχών του 17ου

αιώνα με την ονομασία Agialia, δηλαδή

Προφήτης Ηλίας (βλ. Κουτελάκης 1979, 34).

14. ΚΑΛΟΛΥΜΝΟΣ - ΛΥΜΝΙΑ = ΙΜΙΑ

Όμοια τοπωνύμια υφίστανται στην Σαρία της Καρπάθου, στην ίδια την Κάρπαθο, στη

Ρόδο και μάλιστα είναι υψώματα χωρίς καν την ύπαρξη κάποιων στάσιμων νερών

ώστε να ομοιάζουν με λίμνη. Προέρχονται από το έλυμος, την αρχαία ονομασία της

αυτοφυούς αγριοβρώμης, εξού και η αρχαία τοποθεσία Ελύμνιον της Εύβοιας

(Αρβανίτης, 125), η σημερινή ανορθόγραφα ως Λίμνη που σημασιολογικά

παραπέμπει σε εντελώς διαφορετικό πράγμα. Μερικοί περιστασιακοί αρθρογράφοι με

αφορμή την ελληνο-τουρκική κρίση για τις δύο αυτές βραχονησίδες της Καλύμνου

ετυμολόγησαν την ονομασία τους ακόμη και από το αιολικό επίρρημα «ύμοι» που

σημαίνει «ομού» διατεινόμενοι ότι λέγονται έτσι επειδή βρίσκονται κοντά – κοντά

Page 85: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

85

(εφ. Ελεύθερος Τύπος, 28 Μαρτίου 1996, 5). Άλλοι εσφαλμένα ταύτισαν τα δύο

νησάκια με την αρχαία Νύμο της Σύμης, η οποία εξακολουθεί να φέρει το ίδιο όνομα

μέχρι σήμερα με συνεκφορά του τελικού ν του άρθρου (στην Ύμο> Νύμος).

Το μεγάλο και το μικρό Λυμνί λοιπόν, δηλαδή στον πληθυντικό τα Λυμνιά,

μεταλλάχθηκαν τελικά σε Ίμια με τον ακόλουθο τρόπο.Οι Ιταλοί καταγράφοντας το

1912 τις νησίδες της κατακτημένης από αυτούς Δωδεκανήσου (των 13 Σποράδων

τότε) στην ιταλική γλώσσα με την λατινική γραφή διαχώρισαν τη λέξη Λυμνιά

χρησιμοποιώντας το αρχικό γράμμα τους ως άρθρο κι έτσι προέκυψε το L’Imia >

Imia (και ελληνιστί τα Ίμια), με τις «γκρίζες ζώνες» των βραχονησίδων στο

αμφισβητούμενο από τους Τούρκους Αιγαίο (Καλλιβρετάκης, 2, 5 – 6 με λανθασμένη

ορθογραφία. Επίσης Σκανδαλίδης, Συμβολή, 500 – 504).

15.ΦΟΥΡΝΟΙ = ΚΟΡΗΣΣΙΑΙ, CURSIAE.

Τα νησιά είναι γνωστά από την αρχαιότητα ως Κορησσίαι και με αυτό το όνομα

μαρτυρούνται επιγραφικά από το χάραγμα ενός στρατιώτη σε ογκόλιθο του μέχρι

τώρα σωζόμενου πύργου, που καυχάται ότι εδώ ήταν εντεταλμένος να φρουρεί τα

περάσματα.

Είναι επίσης γνωστά και από τα ρωμαϊκά χρόνια, όταν πειρατές συνέλαβαν το πλοίο

με το οποίο ταξίδευε ο Ιούλιος Καίσαρ, τον οποίο αιχμαλώτισαν για αρκετό καιρό.

Έτσι από σύμπτωση ταυτίστηκε η λατινική γραφή του ελληνικού Κορησσίαι με το

Cursie, το οποίο ως λέξη – όνομα παρέπεμπε τους Ρωμαίους στο cursus = κούρσος =

πειρατεία. Τελικά ταυτίστηκε με το καταφύγιο και το λημέρι πειρατών, γεγονός

αναμφισβήτητο και από τον Μεσαίωνα και εξής (βλ. εδώ το Κεφ.VIII,1 και φωτ.

15). Η συνεχής παρουσία πειρατών και η εξαιτίας τους απουσία ή αιχμαλωσία και ο

εξανδραποδισμός των ντόπιων κατοίκων οδήγησε σε λήθη το αρχαίο όνομα των

νησιών αυτών. Η πληθυσμιακή ανάκαμψή τους με άφιξη ανθρώπων από περιοχές που

δεν διατηρούσαν την ιστορική μνήμη για το αρχικό όνομα και η θέα των αρχαίων ή

και βυζαντινών κτιστών βαρελοειδών δεξαμενών και άλλης χρήσεως κτιρίων

(πιθανότατα στρατιωτικής) που σώζονται παρόμοια όπως στο Αγαθονήσι, να

χάσκουν αψιδωτά, οδήγησαν συνειρμικά στην ταύτιση με κάτι σ’ αυτούς οικείο και

γνωστό κι έτσι τους αποδόθηκε η νέα ονομασία ως Φούρνοι.

16.ΜΕΓΙΣΤΗ, ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ, KASTELLORUGIO, KASTELLOROSSO.

Μεγίστη είναι η αρχαία ονομασία και δηλώνει το μεγαλύτερο νησί μεταξύ της

συστάδας νησιδίων, το δε Καστελλόριζο υποδεικνύει μια πραγματικότητα, δηλαδή

τον οικισμό που έχει κτιστεί στη ρίζα του κάστελλου. «Κάστελλος, καστέλλι,

καστέλλα» στη γλώσσα των Δωδεκανήσιων σημαίνει βράχος απότομος και υψηλός

και όχι απαραίτητα κάστρο, κτίσμα ανθρώπων για αμυντικούς λόγους (Κουτελάκης,

Συμβολή, 138 και Κουτελάκης, Κως, 386 σημ.12, 396). Το όνομα Μεγίστη όχι μόνο

διατηρήθηκε μέχρι τα πρώτα χρόνια της κατάκτησης των νησιών από τους Ιππότες

της Ρόδου και μάλιστα με παράλληλη χρήση του αραβικού Μαγιάς (εξού ο κάτοικος

Μαγιάσης), αλλά και οι Τούρκοι μέχρι σήμερα την αποκαλούν Μεΐς υιοθετώντας την

αραβική της προφορά, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζουμε από τον χάρτη των

Φατιμιδών του 1025 μ.Χ (βλ. και εδώ το Κεφ. VIII,1). Την ονομασία

«Καστελλορόσσο» την προσέδωσαν οι Ιππότες της Ρόδου και αργότερα οι Ιταλοί που

διεκδικούσαν τα Δωδεκάνησα επικαλούμενοι ότι προέρχεται από το «κόκκινο

κάστρο» που έκτισε ο Villamarin τον 15ο αιώνα. Το κάστρο βεβαίως δεν έχει κόκκινο

χρώμα ούτε και στα σωζόμενα οικόσημα επ’ αυτού υφίσταται κόκκινο χρώμα και

Page 86: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

86

είναι αστεία η δικαιολογία, αφού αποτελεί τοπωνύμιο του ομώνυμου οικισμού και

μάλιστα αιώνες πριν εμφανιστούν οι Ιππότες στη Ρόδο. Ο Αγαπητός Τσοπανάκης

δέχεται την προέλευση του ονόματος από το «Καστέλλο Ρούτζιο» [Ελληνικά (1954)

193], ενώ προσωπικά υποστηρίζω την γνώμη ότι ονομάστηκε έτσι γιατί ο οικισμός

του βρίσκεται κυριολεκτικά στη ρίζα του κάστελλου (με αναστροφή εκφοράς,

Καστελλόριζο), δηλαδή του απότομου και υψηλού βράχου που ορθώνεται πίσω του.

Επαναλαμβάνω ότι οι Δωδεκανήσιοι «ρίζα» ονόμαζαν την υπώρεια και «κάστελλο»

ονομάζουν τον απόκρημνο βράχο ή συστάδα υψηλών βράχων, διατηρήσαντες την

βυζαντινή σημασία της λέξης, όπως αναφέρει ο Ησύχιος και ο Προκόπιος (5ος

και 6ος

αι. μ.Χ). Έτσι προέκυψαν και τα παρεμφερή τοπωνύμια Ριζοκάρπασο (Κύπρος),

Ριζόκαστρο (Κρήτη) και Ριζόρος στη Ρόδο (Παπαχριστοδούλου, 417).

Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τα ονόματα άλλων μικρότερων αλλά εξίσου

σημαντικών για τη ναυσιπλοΐα νησιών ή ακρωτηρίων και αγκυροβολίων (γι’ αυτό

άλλωστε καταχωρούνται στους ναυτικούς χάρτες), θα διαπιστώσει πολλές

περιπτώσεις τέτοιων αλλοιώσεων στα τοπωνύμια.

Για παράδειγμα στην Κάρπαθο το αγκυροβόλιο Πηγάδια που πήρε το όνομά του όχι

από ανθρώπινη παρέμβαση αλλά από τις μικρές πηγές του νερού (Πηγή,

υποκοριστικό Πηγήδια > και στη δωρική διάλεκτο Πηγάδια) που ήταν απαραίτητο για

την ύδρευση των πλοίων και των πληρωμάτων τους, μεταγράφηκε στην αντίστοιχης

σημασίας βενετική λέξη Fianti.

Αντίθετα το ακρωτήριο Εύδηλος που προφέρεται από τους ντόπιους Αύδηλος (όπως

Ευλίμενος /Αυλέμονας στα Κύθηρα κ.α.) και καταχωρίζεται με τον ίδιο τρόπο στα

τοπωνύμια της Χάλκης, της Τήλου και της Ικαρίας, μεταγράφηκε αρχικά ορθώς σε

Audilo, πέρασε στη συνέχεια στους χάρτες ως Audimo, υπέστη την ανατροπή του u

σε n και μετατράπηκε σε Andimo, για να καταλήξει στο κείμενο του ίδιου περιηγητή

στο αγνώριστο Andreno ! ( Κουτελάκης, Πηγάδια, 16). Τέτοιες ανατροπές

γραμμάτων από απροσεξία του αντιγραφέα και μεταγραφέα κειμένων και χαρτών

είναι συχνές.

Η βραχονησίδα στα ανατολικά της Τήλου (Αντίτηλος) που σήμερα εξακολουθεί να

φέρει την τοπική μεσαιωνική ονομασία Άσκινα (= η έχουσα πολλούς σκίνους),

μεταγράφηκε αρχικά σωστά ως Aschina και κατέληξε πάλι με ανατροπή του n στο

αγνώριστο Aschuia !

Η κοντινή στη Νίσυρο και Κω νησίδα Αιγηλίς με αντίστοιχη ομώνυμη αρχαία πόλη

επί της Κω (βλ. το κεφ. Μεταλλάξεις τοπωνυμίων), καταγράφηκε από τους

χαρτογράφους αρχικά ως Βεγιαλίς (μητρ. Μελετίου, 490 και Κουτελάκης, Νίσυρος,

115 σημ.1 ) και με αποκοπή της αρχικής συλλαβής ως Γυαλί (αντί του ορθού Γιαλί.

Βλ. και φωτ. 6). Ταυτίστηκε ωστόσο με την πόλη της Αμοργού Αιγιάλη, η οποία

σημειωτέον καταχωρείται ως Hyali (χάρτης του Joh.Lauremberg, Graecia Antiqua,

Amsterdam 1661. Επίσης Χάρτες και χαρτογράφοι, 152). Εξακολουθεί λοιπόν μέχρι

σήμερα να ακούγεται, και δυστυχώς να γράφεται Γυαλί, αντί Γιαλί, όπως και η

ομώνυμη πόλη της Κω (Κουτελάκης, Κω, 387 σημ.14), επειδή τάχα το έδαφός της

«είναι στίλβον και ακτινοβολεί λόγω της εξορυσσομένης πορσελάνης» ή γιατί κατά τον

Μιχ. Σκανδαλίδη το έδαφός της είναι γυάλιον, δηλαδή κοίλο (Σκανδαλίδης, Συμβολή,

497 498).

Ομώνυμες ονομασίες νησιδίων όπως η αρχαία Αιγίλα, τα σημερινά Αντικύθηρα ή

Τσιριγότο, είναι πιθανόν να οδηγήσουν ερευνητές από υπερβάλλοντα ζήλο για χάρη

της τοπικής τους ιστορίας, σε λανθασμένα συμπεράσματα, όπως τον αγαπητό

συνάδελφο Κώστα Φωτίου (Φωτίου, 337 και σημ. 39) και τον ανασκαφέα των

Αντικυθήρων Τσαραβόπουλο, που με τη σειρά τους μπορούν να στρέψουν την

επιστήμη σε λοξοδρομίες, για να χρησιμοποιήσω ένα χαρτογραφικό όρο. Ο Φωτίου

Page 87: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

87

παρασυρμένος από την πληροφορία της αρχαίας γραμματείας και από μια επιγραφή

του 67 π.Χ. ότι οι Ρόδιοι κατεδίωξαν τους πειρατές και ανακούφισαν την περιοχή

ελέγχου του ροδιακού κράτους από τέτοιου είδους φαινόμενα, έφθασε στο σημείο να

αναγάγει τη δράση τους μέχρι τα Αντικύθηρα (η αρχαία Αιγίλα), κάτι που επίσης

ισχυρίστηκε και ο ανασκαφέας Άρης Τσαραβόπουλος [περ. Αρχαιολογία 97 (2006)

125], ενώ η δωδεκανησιακή Αιγηλίς, δηλαδή ο φυσικός γεωγραφικός περίγυρος του

κράτους των Ροδίων είναι το σημερινό Γιαλί μεταξύ της Κω και Νισύρου, εκεί

ακριβώς που άρχιζαν τα όρια της ομοπολιτείας Κω – Καλύμνου, ως ανεξάρτητων από

το ροδιακό κράτος πολιτικών οντοτήτων.

17.ΔΕΣΠΟΤΙΚΟ = ΤΗΛΟΣ, ΠΙΣΚΟΠΙΑ = ΤΗΛΟΣ, ΔΗΛΟΣ = ΤΗΛΟΣ

Στην πρώτη περίπτωση η νησίδα Δεσποτικό της κοντινής Πάρου που από τα χρόνια

του Στράβωνα ταυτίζεται με την αρχαία Πρεπέσινθο (φωτ. 3), τον Μεσαίωνα

φαίνεται πως είχε ταυτιστεί με την Τήλο, της οποίας το μεσαιωνικό όνομα ήταν

Επισκοπή (βλ. πιο κάτω το σχετικό κεφάλαιο με την ονομασία αυτή). Ως Επισκοπή

λοιπόν ήταν λογικό να ταυτιστεί στη συνείδηση των ορθοδόξων ως έδρα Δεσπότη και

επομένως όλο το νησί να ονομαστεί Δεσποτικό. Η παρερμηνεία αυτή πέρασε στους

Δυτικούς φεουδάρχες των Κυκλάδων και στους Φράγκους επισκέπτες, ναυτικούς,

πειρατές και εμπορευόμενους, που θεωρούσαν φυσικό μια τέτοια μετάλλαξη της

ονομασίας. Έτσι όταν διηγούνταν ένα επεισόδιο που συνέβη στην Τήλο του 1674 με

πρωταγωνιστή τον φοβερό Γάλλο πειρατή Crevellie, ταύτιζαν την Τήλο με το νησάκι

Δεσποτικό που βρισκόταν μια ανάσα από την Πάρο, τη φωλιά των πειρατών και

κουρσάρων της εποχής.

Στην τρίτη περίπτωση η ταύτιση της Δήλου με την Τήλο οφειλόταν κυρίως σε

ακουστική ομοιότητα (Ζερλέντης, 75 όπου σημειώνει ότι η Δήλος με τη Ρήνεια στον

πληθυντικό ακούγονται Ντήλες και Τήλες), ενώ και η Γιάννα Κολλέκα συνέδεσε

ομοίως τα δύο νησιά με την αρχαία ονομασία Αγάθουσα (Κολλέκα, 98).

Βλ. αναλυτικότερα στα επόμενα κεφάλαια (Μεταλλάξεις τοπωνυμίων και διεκδικήσεις

νησιών).

18. S. NICOLO DI CARRDO =ΧΑΛΚΗ

Η μεσαιωνική ονομασία του νησιού ως Cardji, Carchi, Carqui, S. Nicolo di Cardo

και Barbanicolo (Σκανδαλίδης 2001, 262, 304 και Hasluck, 164) έχει προκαλέσει

αρκετά προβλήματα στους ασχολούμενους με την ιστορική Γεωγραφία του ΝΑ.

Αιγαίου (φωτ. 18). Η σύγχυση προκλήθηκε από κάποια Παράδοση που

προϋπήρχε της εμφάνισης του Buondelmonti στη Ρόδο και ήταν ευρύτατα

διαδεδομένη στη Ρόδο ήδη από τον 14ο αιώνα (προφανώς βασισμένη στην αρπαγή

από τους Βενετούς των λειψάνων του αγίου Νικολάου στα 1099 και της

μεταφοράς τους στο Bari), γεγονός που δελέασε ή έπεισε τον φραγκισκανό

μοναχό Buondelmonti να την συμπεριλάβει στο γνωστό χειρόγραφό του από τις

αρχές του 15ου

αιώνα.

Πρόκειται για την γνωστή στους ερευνητές αναφορά περί της χάρης του αγίου

Νικολάου επισκόπου Λυκίας, του γνωστού προστάτη των ναυτικών, ο οποίος

ευλόγησε τους κατοίκους του νησιού ώστε «τα σιδερένια αγροτικά εργαλεία τους

να μη χάνουν την κοφτεράδα τους ποτέ». Τα εργαλεία αυτά δίδονταν ως πολύτιμη

προίκα από τους κατοίκους στις κόρες τους και αποτελούσαν σοβαρό περιουσιακό

στοιχείο. Με τη διαφορά ότι η ζώσα την εποχή εκείνη Παράδοση που την

διηγήθηκε ο Ιππότης Domenico d’ Alemagna κι άλλα αξιόπιστα πρόσωπα στον

Page 88: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

88

ταξιδιώτη Nicolai de Martoni στα 1394 αναφερόταν ήδη στην Piscopia, δηλαδή

στην Τήλο, κι όχι στην Χάλκη (Κουτελάκης, Άγ. Παντελεήμονας, 30, και εδώ το

Κεφ. ΧΙΙ)

Η αναφορά του αγίου Νικολάου σε σχέση με τους κατοίκους της Χάλκης,

όπως 25 χρόνια μετά την παρέλαβε και την ενσωμάτωσε ο Cristoforo

Buondelmonti στο έργο του, έδωσε στους ναυτικούς του Μεσαίωνα ένα νέο

στίγμα επί του χάρτη ναυσιπλοΐας τους προκαλώντας έκτοτε την σύγχυση μεταξύ

του νησιού της Δωδεκανήσου κι ενός άλλου στον κόλπο του Λιβισιού στις ακτές

της Λυκίας που ήταν γνωστό ως S. Nicolo ή και Barbanicolo (Κουτελάκης, Άγ.

Παντελεήμονας, 31), επειδή γειτνίαζε με την πασίγνωστη τοποθεσία στην οποία

ποίμανε ως επίσκοπος και απεβίωσε ο μετέπειτα άγιος Νικόλαος.

Η εμφάνιση επομένως ενός νέου ονόματος στους πορτολάνους και στους ναυτικούς

χάρτες, σύνθετου αυτή τη φορά από τις ονομασίες των δύο νησιών σε ένα συμπίλημα

ως Barbanicolo di Cardo ήταν φυσικό επακόλουθο με αποτέλεσμα να διαιωνιστεί η

σύγχυση και να περιπλακούν τα πράγματα (Κουτελάκης, Περιοδεύουσες πόλεις, 364

– 370). Τα θέματα εξετάζονται λεπτομερώς σε κεφάλαιο που αφορά τη συγγραφή της

Ιστορίας της Τήλου (Κουτελάκης, Άρωμα Τήλου), αν και έχουν τεθεί ως

προβληματισμός πριν από χρόνια στην επιστημονική κοινότητα (Κουτελάκης, Άγ.

Παντελεήμονας, 30 – 31, 34 - 39. Επίσης Κουτελάκης, Περιοδεύουσες πόλεις, 364 –

370).

19. ΠΑΤΜΟΣ – PALMOSA

Η επικράτηση της ξενικής της ονομασίας εξαιτίας της δύσκολης ελληνικής της

προφοράς (αρχικά Palmos), οφείλεται στον συσχετισμό είτε με τα δένδρα φοίνικες (la

palma) είτε με την παλάμη του χεριού (il palmo). Στο «Βιβλίο της Άσπρης

θάλασσας» του Τούρκου πειρατή και μετέπειτα ναύαρχου Piri reis το νησί

καταγράφεται με την ελληνική λαϊκή του ονομασία ως «Batino» (Πάτινος, εξού και ο

κάτοικος Πατινιώτης). Βλ. και το Κεφ. VIII,1.

20. ARANGIA- LANGO – STANCHIO – STANXIO- ISTANKIOJ - COO – ΚΩΣ

Η πολυτυπία της γραφής του ονόματος του νησιού σχετίζεται με την ιστορική του

διαδρομή και τις υφιστάμενες πόλεις μέχρι την εποχή που εμφανίζονται οι Δυτικοί

κατακτητές του.

Η ονομασία Arangia είτε αποδίδει την εικόνα που αποκόμιζε κάποιος από τις πολλές

νερατζιές (τα Αράγκια) που υπήρχαν στο νησί και ειδικά στην οχυρωμένη

πρωτεύουσα, είτε σχετίζεται με τον ξηροπόταμο «Αράγκη» που χύνεται κοντά στην

Καρδάμαινα, είτε εξαιτίας της ομάδας των Γενοβέζων φεουδαρχών «Arangi»,

σύμφωνα με την άποψη του Ιωάννη Μελά (Μελάς, 142 - 157) που νέμονταν το νησί

μέχρι την πώλησή του στους Βενετούς το 1314.

Η ονομασία Lango είναι πιστή ηχητική μεταφορά στα ιταλικά και

λατινικά της ελληνικής «Η Κω» με μεταφρασμένο το άρθρο και κυρίως από την

αιτιατική συνεκφορά εξαιτίας της λαρυγγόφωνης προφοράς των Κώων ως :«στηγ

Κω»/ Lango. Η ονομασία αυτή χαρακτηρίζει γενικά όλο το νησί από τότε που

εντάχθηκε στη δικαιοδοσία των Ιπποτών της Ρόδου και έτσι καταγράφεται διαρκώς

στα επίσημα έγγραφά τους. Ωστόσο λόγω του μακρού σχήματος που εμφανίζει το

νησί στους μεσαιωνικούς χάρτες παρερμηνεύτηκε η ονομασία «Η Κω» και

συνδέθηκε με το μακρύ σχήμα «longus» > longa > και με αντιμετάθεση της συλλαβής

σε lango.

Page 89: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

89

Η ονομασία Stanxio – Stanchio σε παράλληλη χρήση από τους Γενοβέζους,

Βενετούς και Καταλανούς, όπως δείχνουν οι χάρτες, σχετίζεται με τα πολιτικά και

οικονομικά δρώμενα της εποχής, τότε που οι αντιπαλότητες των δύο πρώτων για τον

έλεγχο των θαλάσσιων διαβάσεων και του διαμετακομιστικού εμπορίου ήταν

ισχυρότατες, ενώ η εμπλοκή των Σελτζούκων με το εμιράτο τους από το 1296

οδήγησε τους Γενοβέζους σε στενή συνεργασία μαζί τους και εξαιτίας των κτήσεων

που διέθεταν τόσο στη Χίο (Chio) και Σάμο όσο και στη Φώκαια της Μ.Ασίας. Η

διαπλοκή αυτή και η εδραία θέση τους στη Χίο και Κω προκάλεσε τον γλωσσικό

συμφυρμό των δύο νησιών από τον οποίο προέκυψαν οι γραφές Stanxio – Stanchio (=

στην Κω, στην Chio). Η δεύτερη μάλιστα θα μπορούσε κάλλιστα να αποδίδει ένα

σημαντικό για τη ναυσιπλοΐα της εποχής χαρακτηριστικό του νησιού, το όνομα

Dichio (= Δίκιος) που αντιστοιχεί στην μοναδική υψηλή οροσειρά της Κω (βλ. το

Kεφ. με τις μεταλλάξεις τοπωνυμίων). Με τη σειρά τους οι Σελτζούκοι και στη

συνέχεια οι Οθωμανοί Τούρκοι παρέλαβαν αυτή την ονομασία και την απέδωσαν στη

γλώσσα τους ως Istankioj (= εις την Κω). Η γραφή Coo αποδίδει την αδιάλειπτη

ανά τους αιώνες χρήση της ονομασίας του νησιού ως Κω από τους Έλληνες

κατοίκους και τους Έλληνες γείτονές τους (Κουτελάκης, Κω, 386, 390, 393, 394).

21. ΛΕΡΟΣ

Σε έντυπο προσκυνητάριο του 16ου

αιώνα το όνομα του νησιού έχει παραποιηθεί από

«Λέρον» σε Aron (Wey William, Itinairies to the Holy Land, 93), ενώ στα 1586 ο F.

Feretti σε χάρτη του καταγράφει τη Λέρο ως Lezzo, προφανώς από λάθος χάραξης

των δύο rr σε zz, αν υποτεθεί ότι προσπάθησε να αντιγράψει πιστά την προφορά

νησιωτών της περιοχής που συνηθίζουν να διπλασιάζουν το ρ (Κωστόπουλος, 96).

22. ΛΕΠΙΔΑ

Το νησί αυτό που βρίσκεται πολύ κοντά στη Λέρο και ως τέτοιο χαρτογραφείται

συνεχώς μέχρι τα μέσα του 17ου

αιώνα, εξαιτίας των ιζηματογενών προσχώσεων μετά

το τσουνάμι που ακολούθησε την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης στα 1650

μ.Χ ενώθηκε με τη Λέρο και έκτοτε εμφανίζεται ως ακρωτήριο (Κωστόπουλος, 98 –

99). Περιέργως φέρει και την ονομασία Dattoli ή D’attoli ή Sybille, που δεν φαίνεται

να ανταποκρίνεται σε κάτι συγκεκριμένο (Κωστόπουλος, 96 – 98), παρά μόνο αν

θεωρηθεί ότι οι Δυτικοί ναυτικοί και ιδίως οι Γάλλοι περιηγητές του 17ου

αιώνα που

έζησαν την έκρηξη του ηφαιστείου, παρατήρησαν το γεωλογικό εκείνο συμβάν στα

Λέπιδα και το κατέγραψαν στον χάρτη ως γεωλογική διαμόρφωση (ατόλη).

23. ΔΟΝΟΥΣΑ

Στην ιταλική μετατράπηκε σε Tenouzais και σε τουρκικά έγγραφα του 1641

αναφέρεται ως Amouza (Zachariadou, 334, 339).

24. ΣΑΡΙΑ

Πρόκειται για την γνωστή από την αρχαιότητα νησίδα Σάρο της Καρπάθου, η οποία

εμφανίζεται στις πηγές και στο επιγραφικό υλικό των ελληνιστικών χρόνων ως

Νίσυρος, μία από τις πόλεις της Καρπάθου. Σε χάρτη του μεν Porcacchi στα 1572

καταγράφηκε ως Faria, του δε Rosaccio ως Salia (Χάρτες και χαρτογράφοι, 76 και

92).

Page 90: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

90

ΚΕΦ.XI, 2. ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ

Στην Κω αποκοπή συλλαβής παρατηρείται στο όνομα του υψηλότερου όρους της,

του Δίκαιου > Δίκιου, το οποίο τα ταξιδιωτικά κείμενα και οι χάρτες καταγράφουν με

αποκοπή της πρώτης συλλαβής (Di) ως Chio, σχεδόν ταυτόσημο με το όνομα της

Χίου, όπως αυτό εμφανίζεται στους χάρτες (βλ. το προηγούμενο κεφάλαιο και

Κουτελάκης, Κως, 387, σημ.16 και 395). Ομοίως η ονομασία του ποταμού Ασφενδιού

που κατέρχεται από το όρος αυτό, όπου στις πηγές του ιδρύθηκε και ομώνυμο χωριό,

μεταλλάχθηκε στο χειρόγραφο του Buondelmonti σε Sfondius και εξελίχθηκε με

τους μεταγενέστερους χαρτογράφους από κακή πρόσληψη σε Sofondino και

Ioffondino (Κουτελάκης, Κως, 387, σημ. 18 και 395. Για τα λάθη, ιδίως τα

ετυμολογικά του Buondelmonti, βλ. Gerola 1933, 6 - 46). Ανάλογη είναι και η

μετάλλαξη της αρχαίας πόλης Αιγηλίς, που από το λαό μέχρι σήμερα διασώζεται στον

πληθυντικό αριθμό με την προφορά Γιαλοί (στους Γιαλούς), σε Chilipus από τον

Buondelmonti και σε Colipo από τον Bordone (Κουτελάκης, Κως, 386 –7).

Στην Κάρπαθο πάλι η γνωστή από την αρχαιότητα νησίδα Σαρία με τον ερειπιώνα

του 7ου

– 8ου

αιώνα μ.X. κατάντησε αγνώριστη κάτω από την ονομασία Istaside και

μεταγλωτισμένη στα ελληνικά Στακίδα (χάρτης του Ali Macar reis, 1570).

Παράλληλα το περίφημο για την απόκρυφη θέση του λιμάνι Τρίστομο ακριβώς

απέναντι από αυτήν, από Τριστόματο της λαϊκής ονομασίας μετέπεσε σε Tristonati,

και Tristano (Χάρτες και χαρτογράφοι, 76, 92).

Στη Σάμο πάλι, το όρος Acte που κατέγραψε ο Crist. Buondelmonti από την αρχαία

Γραμματεία ως αποδίδον το όνομα του οικιστή Αγκαίου, μεταπλάστηκε με κλείσιμο

του c σε o και εμφανίστηκε Aote, στη συνέχεια Aothe, για να καταλήξει σε κάτι που

τέλος πάντων ήταν υπαρκτό ως προς τη σημασία του για τους Γενοβέζους και τους

Βενετούς, δηλαδή Notte (= νύχτα !), αφού μετέτρεψαν και το αρχικό Α σε Ν.

Mando κατέληξε και το αγκυροβόλιο Μάραθο (ο σημερινός Μαραθόκαμπος), ενώ το

Αρκουδονήσι, αφού μεταγλωτίστηκε σε L’ Urso (= Η Αρκούδα) κατέληξε στο

αγνώριστο Lunoso (Κουτελάκης 1998, 191, 195 σημ.37 και 197 σημ.45, 199 σημ. 50,

206 σημ. 63, 214 σημ.120).

Στην Τήνο η παραθαλάσσια θέση Ρόχαρη που προήλθε από το πατριδωνύμιο κάποιου

Τηνιακού καταγόμενου από το βυζαντινό χωριουδάκι Ρόχους, το οποίο μαρτυρείται

επιγραφικά από τον 13ο αιώνα και επιβίωσε επίσης ως συνοικία στο κέντρο της

Μυκόνου τον 17ο αιώνα, μεταπλάστηκε σε Καλόχαρος (Λούπης, 288, Κουτελάκης,

Τήνος 503), ενώ η Αγία Θαλασσινή από ομώνυμο ναΐσκο (τώρα Αγία Θάλασσα, στο

λιμάνι του Πανόρμου) σε Dalassandra (Λούπης 288) και η Κολυμπήθρα σε

Colositra, Collobrita (Κουτελάκης, Τήνος, 352 – 355, 503 και Χάρτες και

χαρτογράφοι, 67). Ομοίως ο όρμος Λειβάδα καταχωρήθηκε ως Levata και η

αμμουδερή παραλία Παχειάμμος δυτικότερα από τα σημερινά Κιόνια ως Paciamo

(V.Coronelli, Archipelago e Turchia, Venetia 1685). Η αμμώδης επίσης παραλία των

Κιονίων, στα βενετικά προφερόμενη sabbia, κατάντησε στη σημερινή ελληνική

εκφορά της ως Τσαμπιά, λες και κρέμμονται ολοχρονίς σταφύλια…

Στη Νάξο το χωριό Απείρανθος μεταπλάστηκε σε Aperato, που θα μπορούσε φυσικά

να αποδοθεί ως «Απέρατος» στην ελληνική και να δημιουργήσει σε ερευνητές νέα

προβλήματα (Χάρτες και χαρτογράφοι, 58), αν δε γνωρίζει κανείς επαρκώς τα

εσωτερικά τοπωνύμια κάθε νησιού. Οι Μέλανες επίσης καταγράφηκαν στον χάρτη

του 1485 του dalli Sonetti ως Melacio (Χαρτογράφηση, 27).

Page 91: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

91

Λίγο πιο ψηλά, στις Β. Σποράδες η αρχαία νησίδα Σκάνδιρα, αφού ελάχιστα άλλαξε

στην ελληνική γλώσσα μέσα στις χιλιετίες ως Σκάνδουρα > Σκάντζουρα, κατέληξε

σε Scandola, Scangero, Scanda, Standa (Σκανδαλίδης, 134). Το ίδιο συνέβη και με

τη νησίδα Ψαθούρα που κατήντησε Larsura, l’Arsura, Arsura (Σκανδαλίδης, 136),

ενώ στις Κυκλάδες η αρχαία Δόνουσα ή Δονούσα μεταγράφηκε Stenosa

(Σκανδαλίδης, 189).

Στο χώρο της Δωδεκανήσου η Ελυμνία > Ελυμνιά, νησίδα κοντά στη Χάλκη και τη

Ρόδο, αφού εξελίχθηκε γλωσσικά από τους ντόπιους σε Αλιμιά [Ο Σκανδαλίδης την

ετυμολογεί ορθά (Σκανδαλίδης, 192, 246, 263) από την αυτοφυή αγριοβρώμη, η

αρχαία έλυμος > ελυμία] μεταπλάστηκε από τους χαρτογράφους σε Limonia.

Στη Ρόδο πάλι η βραχονησίδα Τράχηλας που ονομάζεται έτσι για το βραχώδες και

κρημνώδες του εδάφους ( όπως και ανάλογα ακρωτήρια της Δωδεκανήσου) στην

παραλία της περιοχής Αρχαγγέλου – Λίνδου, την οποία οχύρωσαν οι Ιππότες λόγω

της στρατηγικής της θέσης, κατέληξε σε κάτι πιο χειροπιαστό και κατανοητό για τους

Δυτικούς ναυτίλους, δηλαδή σε Tranquillo ( = ήρεμο !). Το ίδιο συνέβη και με τα

παραλιακά χωριά Αφάντου και Κατταβιά που εμφανίζονται ως Fiando, Cartania με

αναστροφή του v σε n και ανάπτυξη t (Κουτελάκης, Ρόδος, 79, 80,86, 88, 92, 94)

φαινόμενα που παρατηρούνται και στο τοπωνυμικό χαρτογραφικό υλικό της

Καρπάθου και άλλων νησιών. Το βουνό Φιλέρημο, το δωρικό «Οχύρωμα» σύμφωνα

με τον Στράβωνα (Παπαχριστοδούλου, 171 και Tartini, Franchi, 685), μετατράπηκε

σε Filerno, τα Τριάντα στο ακατανόητο Trionda και η αρχαία Ιαλισσός στο

οπωσδήποτε οικείο Zaliso μολονότι τοποθετείται μίλια μακριά από την πραγματική

του θέση στον χάρτη του Belleforest του 1575 (Χαρτογράφηση, 47). Το κεφαλοχώρι

Αρχάγγελος που στο χειρόγραφο του Buondelmonti καταγράφηκε ως Rusarchagelli

(πιθανότατα αποδίδοντας το ναωνύμιο Τρεις Αρχάγγελοι), στον χάρτη του Piacenza

κατήντησε στο ακατανόητο Rusarcari (Ημερολόγιο 1990, μήνας Οκτώβριος).

Στη Χίο η πιο γνωστή συνοικία της πόλης από τη βυζαντινή εποχή ήταν η περιοχή

του Βλατά (παράβαλε Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη), η Βλαταριά, η οποία με

την επίδραση της ιταλικής γλώσσας από την κατοχή των Γενοβέζων δηλωνόταν «a

Vlataria» (= στη Βλαταριά). Από τον τύπο αυτό προέκυψε με παρερμηνεία και

συσχετισμό με το «απλώνω» η σημερινή Απλωταριά (Κουτελάκης, Τήνος, 257).

Αλλά και το αρχαίο λιμάνι με το ναό του Απόλλωνα Φαναίου, τα σημερινά Φανά,

μετονομάστηκε σε Mastico > Μαστίχι ( Βυζαντίου, Λεξικόν, 452) προφανώς επειδή

μόνο η νότια περιοχή της Χίου αποτελούσε την πλουτοπαραγωγική ζώνη του

συγκεκριμένου προϊόντος, της περίφημης Χιώτικης μαστίχας, με κύρια πύλη εμπορίου

αυτό το λιμάνι.

Από την άλλη πάλι το Λιθί – λιμάνι και το μεσαιωνικό χωριό Απολίχνου έγιναν

αγνώριστα με τη γραφή Litimene, Poligno και Polignoti (Χάρτες και χαρτογράφοι,

158, 162. Επίσης Ημερολόγιο 1990, μήνας Φεβρ. σε χάρτη του Camocio). Εκτός κι

αν η γενοβέζικης προέλευσης γραφή Poligno είναι εγγύτερη σε μια πραγματικότητα,

δηλαδή στην ονομασία Πολίχνη (όπως Πολίχνιτος στη Λέσβο) με το φαινόμενο που

ίσχυσε και για την ονομασία Απλωταριά, δηλαδή a (= στην ) Πολίχνη > Απολίχνου

(βλ. πιο πριν), ή στην πιθανολογούμενη αλλά ατεκμηρίωτη επιγραφικά από άλλους

προέλευση του κάστρου και του οικισμού από το όνομα ενός αρχαίου Χιώτη με την

ονομασία Απολίνεω. Ας μου επιτραπεί εδώ μια παρατήρηση. Τόσο στην Τήλο όσο

και στο χωριό Αφάντου της Ρόδου η κορυφή ενός λόφου ονομάζεται «Λύχνος»

πιθανότατα από την αφθονία ενός αγριολούλουδου. Ίσως και η χιώτικη

εδαφολογικώς όμοια με αυτά τοποθεσία να παραπέμπει σε αρχαία ανάλογη ονομασία,

Page 92: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

92

αν και ο Θωμόπουλος συνάπτει τα σχετικά τοπωνύμια με φρυκτωρικές θέσεις από τις

οποίες διδόταν είδηση με φωτιά (Θωμόπουλος, 106).

Τα Αρμόλια στα νοτιόχωρα της Χίου καταγράφηκαν Amosta, ενώ το χωριό Παρπαριά

ελάχιστα τροποποιημένο διακρίνεται κάτω από την γραφή Perparea σε χάρτη του

1686 (Χαρτογράφηση, 43).

Σε χάρτη του Camocio η Βολισσός μεταβλήθηκε σε Vlisso και ο Πυτιός (= πεύκο,

Πευκιάς) αποδόθηκε σε ιταλική μετάφραση ως Pino, δηλαδή Πεύκο (Ημερολόγιο

1990, μήνας Φεβρ.).

Και το σπουδαιότερο, ο σκόπελος μπροστά στα Καρδάμυλα, όπως και κάθε σκόπελος

του Αιγαίου και του Ιονίου σαν αυτόν στην Σκιάθο, στα Εκατόνησα μεταξύ

Μυτιλήνης και Μ. Ασίας, στη Σάμο, στη δυτική ακτή των Ψαρών, στη ΝΔ. ακτή της

Κιμώλου, στην ανατολική ακτή της Λιμηράς Λακωνίας, στον κόλπο της Αντίκυρας, η

συστάδα βραχονησίδων στους Αντίπαξους, μία από τις Αλκυονίδες και τέλος αυτή

της Κερατέας Αττικής, μεταφερμένος στην ιταλική επί των χαρτών ως di ή da scoglio

επέστρεψε στην ελληνική ως δάνειο και αντί του ορθού δασκαλιό κατάντησε στη

γλώσσα των νησιωτών Δασκαλειό ! Έτσι στη Χίο και στην Ίο πλάστηκε, σε

συνειρμό με την αρχαία Παράδοση, η φήμη ότι πρόκειται για το Σχολείο του Ομήρου

(εξού και η σημερινή ονομασία Δασκαλόπετρα) αφού έτσι κι αλλιώς τόσο η Χίος όσο

και η Ίος εθεωρείτο μία από τις πόλεις - νησιά οι οποίες διεκδικούσαν την καταγωγή

του ποιητή, ενώ στο δίαυλο Ιθάκης - Κεφαλλονιάς ο πολύς Schliemann θεώρησε

πρέπον να μετατρέψει το εκεί υπάρχον δασκαλιό κατά συνεκδοχή σε

Μαθηταριό….(Μανουράς, 521, 522 σημ. 68, 523). Παράβαλε και το Πετροκάραβο

της Πάτμου, το επιλεγόμενο και Δασκαλιό για το οποίο ο Τσουλκανάκης σε σχετική

μελέτη του σαφώς επιλέγει ότι «ήταν αδύνατο πάνω στο Πετροκάραβο να λειτουργήσει

σχολείο» (βλ. Τσουλκανάκης, 258, 265 και Σκανδαλίδης 2001, 306 όπου

συγκεντρώνει όλα τα ομώνυμα νησίδια).

Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε την Κοινότητα Κερατέας Αττικής να ονοματίσει τον

παράλιο οικισμό έναντι του εκεί ευρισκόμενου Δασκαλιού ως Δασκαλειό [βλ.

Πάπυρος Larousse-Britannica, τ. 16 (2007), 348], ενώ από την αμφίαλη διαμόρφωση

ενός κόλπου της Κεφαλλονιάς κάποιος ντόπιος ιστοριοδίφης έφθασε στην

υπερβολική διατύπωση ξεκινώντας από την ιταλική di scoglio, να ερμηνεύσει την

λέξη ως δίσκαλο, δηλωτική του τόπου με δύο σκάλες, δηλαδή με δύο λιμάνια

(Μανουράς, 523) … Πάλι καλά που δεν φθάσαμε ακόμη και στην αποδοχή του

δύσκολου !

Το παραθαλάσσιο χωριό της Λακωνίας Θαλάμαι, εξαιτίας της ύπαρξης θαλαμοειδών

τάφων, το στόμιο των οποίων ήταν εμφανές ως σπηλιές από τους παραπλέοντες,

μεταγράφηκε Calamo [ Βυζαντίου, Λεξικόν, 452. Πάπυρος Larousse - Britannica,

τόμ. 23(2007) 79].

Στην ακτή της Ερμιονίδας και του Ναυπλίου το μεν ακρωτήριο Μιλιανός (εκ του

εκκλησιδίου Άγ. Αιμιλιανός) κατήντησε Μυλωνάς, το δε λιμάνι Αυλών

μεταγραμμένο στα γαλλικά ως port Aulon (προφερόταν t-Aulon) ξέπεσε στα

ελληνικά σε Τολό (Παϊδούση, 30, 31 και 94). Ανάλογα, το ίδιο το όνομα Ερμιόνη

κατά τον 7ο αιώνα μ.Χ είχε ήδη μεταλλαχθεί σε Ιερά Μιόνη σύμφωνα με τον

Συνέκδημο του Ιεροκλέους (643, 3), ενώ το γνωστό για τον τουρισμό του Σαλάντι

που διατήρησε ελάχιστα παραλλαγμένη την αρχαία του ονομασία Σελλάντα, σύμφωνα

με επιγραφές (Παϊδούση, 121, 125 – 126) ετυμολογήθηκε από το φράγκικο marais

salant !

Page 93: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

93

Η αρχαία Λευκίμνη > Λευκίμη της Κέρκυρας που έλαβε ίσως την ονομασία αυτή από

το χρώμα του εδάφους, μεταγράφηκε στη γλώσσα των Ιταλών ως Capo Bianco =

λευκό ακρωτήρι ( Βυζαντίου, Λεξικόν, 452), ενώ από το υψηλότερο όρος των Παξών,

τον Άθω (ομώνυμο του γνωστού προελληνικού της Χαλκιδικής) τα γύρω από αυτούς

νησάκια ονομάστηκαν Οθωνοί αντί Αθωνοί.

Στη Λέρο πάλι ο όρμος Γούρνα κακοποιημένος από τους χαρτογράφους με τις συχνές

μεταγραφές κατέληξε στον χάρτη του Piri reis ως Portovinu (Κωστόπουλος, 96),

ίσως γιατί στα τέλη του 15ου

αιώνα να υπήρχε εκτεταμμένη αμπελοκαλλιέργεια.

Στην Κύπρο επίσης το περίφημο Μάρι, γνωστό από επιγραφές της Αθήνας της

κλασσικής εποχής για την άριστη ποιότητα του παραγόμενου εκεί χαλκού (προφανώς

κατ’ αντιστοιχία με το προϊστορικό Μάρι που εμπορευόταν τον κασσίτερο στα

σύνορα της σημερινής Συρίας με το Ιράκ), μετέπεσε σε Μάλον από σύγχυση προς το

όρος Μάλος της απέναντι Κιλικίας (Iacovou, 71). Αμφίμαλλα ή και Αμφιμάλλιον

αναφέρεται επίσης πόλη στην Κρήτη από τον Πλίνιο τον πρεσβύτερο και εκτός από

αυτήν δεκάδες άλλες μαζί με νησάκια ζωτικής σημασίας τότε, που είτε όντως

υπήρξαν είτε το όνομά τους μεταλλάχθηκε είτε ταυτίστηκαν λανθασμένα από

διαφόρους με ομώνυμες τοποθεσίες άλλων νησιών (Πριοβόλου).

Άφησα για το τέλος το παράδειγμα της Τήλου, ενός νησιού που με συνδέει με την

έρευνα των ιστορικο-γεωγραφικών προβλημάτων του μια τριακονταετία. Η

περίπτωσή της αποτελεί πρόκληση και ξάφνιασμα ταυτόχρονα για τον ερευνητή,

καθώς οι μεταλλαγές που υπέστη το όνομα του νησιού από τον Μεσαίωνα,

καταδεικνύουν με τον εναργέστερο τρόπο ιμπεριαλιστικές σκοπιμότητες, πολιτικές

αντιπαλότητες και εξωφρενικές γλωσσικές διαπλοκές και συσχετισμούς. Μένω με

την εντύπωση ότι κανένας άλλος τόπος στον κόσμο δεν έχει να επιδείξει γλωσσο-

γεωγραφικά και κατ’ επέκταση ιστορικο –γεωγραφικά προβλήματα αυτού του εύρους

όσο η Τήλος (Κουτελάκης, Τήλος), αφού και ο σχολιαστής των έργων του

Buondelmonti, ο Berengario Gerola έρχεται και επανέρχεται στο όνομα της Τήλου

αφιερώνοντας πολύ χώρο στο κείμενό του για το νησί εξαιτίας της ετυμολογίας που

πρότεινε ο Buondelmonti (Gerola 1933, 10, 27, 31, 32, 37 – 38).

Οι πρωτοχριστιανικοί και παλαιοχριστιανικοί οικισμοί του νησιού είναι πολύ

πιθανόν να υπάγονταν στον επίσκοπο Κνίδου (ήδη τον 4ο αι. μ.Χ. εμφανίζεται η

επισκοπή Λέρου – Καλύμνου) ένας εκ των οποίων ήταν ο Τιμόθεος, που κάνοντας

αρχιερατική επίσκεψη στην τότε ακόμη ανθούσα και φημισμένη Δήλο,αλλά και στη

γειτονική Τήνο, με το πανελλήνιας φήμης Ιερό του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης

στα σημερινά «Κιόνια», άφησε την ενθύμηση της παρουσίας του με κόκκινο φυτικό

χρώμα στα πλευρά της εισόδου του σπηλαίου «Γαστριά» της περιοχής αυτής, μέσα

στο οποίο λατρευόταν ο πρωτομάρτυρας άγιος Στέφανος (Κουτελάκης, Τήνος, 233

και φωτ. 175α).

Πιστεύω ότι εξαιτίας της γεωγραφικώς τεράστιας έκτασης που είχε η εκκλησιαστική

χριστιανική διοίκηση στα πρώτα αυτά χρόνια της παρουσίας της λόγω των

διασκορπισμένων μικρών χριστιανικών κοινοτήτων στο Αιγαίο, αλλά και εξαιτίας της

ηχητικής ομοιότητας των τριών νησιών, δηλαδή Τήλου – Δήλου – Τήνου, αλλά και

από πλήρη άγνοια της ύπαρξης ενός άσημου νησιού, όπως στα μεταγενέστερα χρόνια

κατάντησε η Τήλος, έγινε το λάθος και το νησί της Τήλου αποσιωπήθηκε από τους

ιστορικούς.

Δεν είναι τυχαίο που και στην αρχαιότητα η παρουσία των Τηλίων θεωρήθηκε από

τον Διόδωρο Σικελιώτη (XIV.84, 3-4) ως των Τηΐων (της πόλεως Τέω) και

Page 94: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

94

χρειάστηκε να φθάσουμε στο 1934 μ.Χ. για να διορθωθεί το σφάλμα από τον L.

Robert (βλ. Χαριτωνίδης, 97), ή ότι o Στέφανος Βυζάντιος του οποίου το έργο σε

επιτομή καταγράφει ο Ερμόλαος τον 10ο αιώνα μ.Χ. κατατάσσει τη Νίσυρο και Τήλο

στις Κυκλάδες από ηχητική ομοιότητα με τη Σύρο και Τήνο (βλ. Λιβαδάρας και

Μανάφης), ή ότι ο παπα-Μιχαήλ Τηλιακός ως αντιπρόσωπος του νησιού στην

Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας του 1822 αναφέρεται ως «Δηλιακός» (λες και

κατάγεται από τη Δήλο) και με αυτό το επίθετο υπογράφει ο ίδιος στα έγγραφα που

έχουν σωθεί ! Όμως δεν ήταν μόνο οι μορφωμένοι Τηλιακοί που είχαν ταυτίσει την

καταγωγή τους με την ηχητικά ομοιάζουσα Δήλο. Σε πωλητήριο έγγραφο του Ιωάννη

Πασπαλλή που συντάχθηκε στην Κων/λη στις 23 Απριλίου 1818 ενώπιον του

Πατριάρχη Κύριλλου και των λοιπών κληρικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου

αναφέρεται το εξής : «…γίνεται δήλον ότι ο Ιωάννης υιός του διακονικόλα Πασπαλλή

από της νήσου Δήλου της επαρχίας Ρόδου, παραστάς….».

Αλλά και η Δημογεροντία Καλύμνου, όταν στις 8 – 8 – 1832 εξέδιδε διαβατήριο για

τον ηγούμενο του Αγ. Παντελεήμονα Τήλου, ο οποίος είχε μεταβεί στην Κάλυμνο

για οικονομικές υποθέσεις του μοναστηριού, γράφει :

«Συγχωρείται εις τον Προκόπιον ιεροδιάκονον

Δήλιον ν’ απέλθει ελευθέρως και να διαβή

εις Δήλον, διότι δεν έχει κανέν’ εμπόδιον».

Αντίστοιχο σφάλμα διέπραξε και ο Ραγκαβής, ο οποίος αγνοώντας την ύπαρξη της

Τήλου και πιστεύοντας ότι πρόκειται για το πανελληνίως γνωστό λόγω της εικόνας

της Μεγαλόχαρης νησί της Τήνου, θεώρησε ότι επρόκειτο για τυπογραφικό ή

παραδοσιακά ιστορικό λάθος, γι’ αυτό και κατέταξε την πασίγνωστη Τηλία ποιήτρια

Ήριννα ως Τηνία στην καταγωγή, θέση που προσπάθησα να επανορθώσω με

δημοσίευμά μου (Κουτελάκης, Τήνος, 181 σημ. 21 ).

Με την ίδια λογική θα μπορούσε και ο Επίσκοπος Δήλου Σαβίνος (Sabinus), ο οποίος

έλαβε μέρος στη σύνοδο της Χαλκηδώνας το 451μ.Χ (ο Lequien αναφέρει ότι ενώ

καταγράφεται παρών, δεν εμφανίζεται η υπογραφή του στα Πρακτικά της Συνόδου.

Βλ. Oriens Christianus, vol. I , Paris 1740, 945) να ταυτίστηκε με την Τήλο και

έκτοτε το νησί να πέρασε στις καταγραφές ως έδρα Επισκόπου, με την ονομασία

Επισκοπή, όπως σημειώνεται σε Γενοβέζικους χάρτες (βλ. Gerola, αλλά και

Picenardi), αν και θα μπορούσε να διεκδικήσει στα πρωτοχριστιανικά χρόνια μια

έδρα Eπισκόπου κρίνοντας κανείς από τον μεγάλο για ένα τόσο μικρό νησί αριθμό (4)

παλαιοχριστιανικών βασιλικών (Μουζάκης, Αρχιτεκτονική, 65 και Γερά , 14 σημ.

12), μολονότι η μικρότερη σε έκταση Κάσος εμφανίζεται με έξι (Βολανάκης, Κάσος,

98 – 99) χωρίς ωστόσο να είναι έδρα Επισκόπου. Αν όμως το θέμα ήταν έτσι, τότε

γιατί κανένα από τα άλλα νησιά στα οποία μαρτυρείται και επιγραφικά η ύπαρξη

τοπικού Επισκόπου δεν έλαβε την πρόσθετη ονομασία «Επισκοπή» ; (Κουτελάκης,

Τήλος).

Το θέμα έγκειται στο γεγονός ότι έτσι «Episcopia – Piscopi» την καταγράφουν μόνο

(;) οι Λατίνοι (Βενετοί, Γενοβέζοι και Καταλανοί, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Ιταλό

φραγκισκανό μοναχό Cristoforo Buondelmonti εξαιτίας των πολλαπλών αντιγράφων

του έργου του) κι αυτό με βάζει στη σκέψη μήπως για την ονομασία αυτή συνέτρεξε

κάποιος άλλος λόγος πολύ πιο πριν από τη χρονολογία εγκαθίδρυσης του κράτους

των Ιπποτών (1306) ώστε να αποκτήσει από τους πολυπράγμονες Βενετούς αυτή την

ονομασία. Θεωρώ πιθανότερη την εκδοχή άνθρωποι από τον Μικρασιατικό περίγυρο

και συγκεκριμένα από την περιοχή Επισκοπή να ενδυνάμωσαν το ανθρώπινο

δυναμικό του νησιού στα 1089 εμφυτεύοντας την ονομασία του τόπου προέλευσής

τους, καθώς είχαν αρχίσει οι πιέσεις των Τούρκων (Νυσταζοπούλου–Πελεκίδου, 52)

Page 95: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

95

ΚΕΦ.XII. ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ ΝΗΣΙΩΝ ΜΕ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ

ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΤΩΝ

1. ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΤΗΛΟΥ ΩΣ «ΕΠΙΣΚΟΠΗ», ΟΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ

ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

Όταν οι Ναξιώτες ιστοριοδίφες Περ. Ζερλέντης και Φλώρος Κατσουρός δημοσίευαν

από τα Αρχεία της Νάξου (Ζερλέντης, 54 και 105 - 6 ) το επεισόδιο που αφορούσε

τον τρομερό και φοβερό πειρατή Κρεβελλιέ ( Crevellie) και τη λεηλασία από αυτόν

της Τήλου προκειμένου να τιμωρήσει τους Τηλιακούς (17ος

αιώνας) γιατί παρέδωσαν

τον συνάδελφό του Daniel στους Τούρκους, έκαναν λόγο για το νησί «Δεσποτικό»

στο οποίο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα.

Δυστυχώς σχεδόν έναν αιώνα μετά, και με αφορμή τις ανασκαφές στη μικρή και

ακατοίκητη βραχονησίδα Δεσποτικό που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την

Αντίπαρο και Νάξο (πρόκειται για την αρχαία Πρεπέσινθο), στο οποίο οι αρχαιολόγοι

το 2001 – 2003 έφεραν στο φως ένα αρχαίο Ιερό του 7ου

– 6ου

αιώνα π.Χ. με πλούσια

ευρήματα από τις περιοχές της Ανατολής, της Κύπρου, της Ρόδου, της Κορίνθου και

της Αττικής, οι ανταποκριτές εξακολουθούν άκριτα να αναπαράγουν την θέση των

Ζερλέντη και Κατσουρού, και το επεισόδιο με τον πειρατή Κρεβελλιέ, χωρίς να

αναλογίζονται σε ποιο (ανύπαρκτο) κάστρο διέμεναν οι κάτοικοι που υπέστησαν τη

λεηλασία και την αιχμαλωσία ... Γιατί πράγματι στο Δεσποτικό δεν υφίσταται κανένα

κάστρο, ούτε ακόμη και ως ερείπια [βλ. εφ. Το Βήμα (6– 1- 2002 και 15 – 12 – 2002)

9. Επίσης Κουράγιος Γ., Δετοράτου Σοφία, Δεσποτικό Αντιπάρου. Νέες

αρχαιολογικές έρευνες, Corpus 57 (Φεβρ. 2004), 20 - 26]. Ακόμη και ο Σαράντος

Καργάκος σε πρόσφατο δημοσίευμά του σφάλλει τόσο πολύ στις τοποθεσίες σε

σχέση με όσα διαδραματίστηκαν από τον Κρεβελλιέ, ώστε την μεν Σύμη αναφέρει

Σάμη, για δε την Επισκοπή (Τήλο) έγραψε ότι επιτέθηκε κατά «της Επισκοπής στην

Τήλο» λες και επρόκειτο για ιδιαίτερη θέση στο νησί (Καργάκος, 83).

Η ταύτιση της Τήλου με το Δεσποτικό (νησίδα που βρίσκεται στις Κυκλάδες

και μάλιστα στην περιφέρεια της Πάρου - Νάξου, ώστε να επηρεαστούν και να το

συσχετίσουν συνειρμικά οι Κυκλαδίτες ιστοριοδίφες Π.Ζερλέντης και Φ. Κατσουρός)

πιστεύω ότι έχει τη ρίζα στο μεσαιωνικό όνομα της Τήλου ως «Επισκοπή» και της

ερμηνείας ότι λέγεται έτσι επειδή ήταν έδρα Επισκόπου, ο οποίος στους ορθοδόξους

καλείται από το λαό «Δεσπότης». Επομένως Δεσποτικό = Επισκοπή = Τήλος. Δεν

αρκούσαν λοιπόν τα άλλα προβλήματα ως προς την προέλευση της ονομασίας του

νησιού της Τήλου, προστέθηκε ακόμη ένα, ικανό να αποπροσανατολίσει τον

ανυποψίαστο και καλοπροαίρετο αναγνώστη. Πάντως οφείλω να σημειώσω ότι σε

νεότερο δημοσίευμα του ανασκαφέα (Κουράγιος 2004, 40) γίνεται προσπάθεια να

ταυτιστεί το Δεσποτικό (φωτ. 3) από το 1756 με τους αγοραστές αυτής της νησίδας

Τζώρτζη Μπάο και Πέτρο Μαυρογένη «που την εποχή εκείνη ονομάζονταν

Δέσποτες». Η χρονολογία όμως του επεισοδίου με τον πειρατή Κρεβελιέ είναι

προγενέστερη κατά ογδοντατρία χρόνια, γεγονός που καταρρίπτει την προέλευση του

ονόματος από αυτούς.

Φαίνεται από τις διασωζόμενες ειδήσεις --που και σπάνιες είναι, κι όταν

υπάρχουν είναι ολιγόλογες-- ότι η μοίρα επεφύλαξε για την Τήλο την τύχη να γίνει

γνωστή εξαιτίας μιας ιδιαιτερότητας που σχετίζεται με το μεσαιωνικό της όνομα.

Και είναι τόσο εξωφρενική η διαπλοκή του ονόματός της με συμπτώσεις και ηχητικά

παρόμοια, ώστε όχι μόνο έγινε απόπειρα στα πρόσφατα χρόνια να ταυτιστεί η Τήλος

Page 96: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

96

με την Τυλληρία της Κύπρου, αλλά ακόμη και με το Οίτυλο της Μάνης, όπως

καταγράφεται στα κείμενα ενός Ρόδιου λογίου από παρέμβαση του τυπογράφου του

(!), ο οποίος μη γνωρίζοντας νησί με το όνομα ΤΗΛΟΣ, συμπέρανε ότι επρόκειτο για

το γνωστό του χωριό ΟΙΤΥΛΟ αντί «Η ΤΗΛΟ(Σ)»… (Βλ. Παπασταματίου, 27, 97).

Γιατί η διπλοτυπία Τήλoς - Επισκοπή, που ήταν σε χρήση από την αρχή του 14ου

αιώνα μέχρι τα τέλη του 19ου, αντί να προσφέρει κάποιες άξιες λόγου πληροφορίες

για το νησί, περιέπλεξε σε τέτοιο βαθμό τα πράγματα, ώστε θεωρήθηκε ακόμα κι από

τους ιστορικούς της τότε περιόδου, πως πρόκειται για δύο διαφορετικά νησιά.

Αν σκεφτεί κανείς δε, πως οι πληροφορίες και για τα δύο νησιά (αν τελικά είναι δύο)

είναι τόσο πενιχρές, εύκολα αντιλαμβάνεται, ότι για το μοναδικό στο νησί μοναστήρι

του Αγ. Παντελεήμονα με το οποίο αναγκαστικά όπως θα φανεί, πρέπει να συνδεθεί

το σκεπτικό μας, οι πληροφορίες που προέρχονται από πηγές του Μεσαίωνα είναι

σχεδόν ανύπαρκτες (Koυτελάκης, Ελαιοτριβεία, 27-28. Του ίδιου, Αγ.

Παντελεήμονας). Παρά τις δυσκολίες αυτές, συνέχισα τη διερεύνηση σε ιστορικούς,

ταξιδιώτες, περιηγητές, σε ιζολάρια και πορτολάνους της εποχής εκείνης,

πιστεύοντας σε κάποιο θετικό αποτέλεσμα.

Η έρευνα, όπως ήταν φυσικό, δεν απέδωσε συγκλονιστικές ειδήσεις, προσέφερε

όμως κάποιες ενδείξεις συζητήσιμες για την πιστότητα των παρεχόμενων μαρτυριών,

οι οποίες είναι πολύ πιθανό να υποβοηθήσουν τον μέλλοντα ιστορικό στη συναγωγή

κάποιων άλλων συμπερασμάτων.

Με απώτερο στόχο να βρεθεί, ιστορικά (για ένα νησί, του οποίου την Ιστoρία

καλύπτει αδιαπέραστο σκοτάδι, φυσικό είναι τον πρώτο λόγο να έχει η αρχαιολογική

σκαπάνη. Πολύ περισσότερο για το μοναδικό μοναστήρι του, που μαζί με την

αρχιτεκτονική του έρευνα και το οικοδομικό χρονικό του, ελπίζουμε να. δοθούν οι

πρέπουσες απαντήσεις), πότε δηλαδή ιδρύθηκε το μοναστήρι και από πότε φέρει το

όνομα του αγίου Παντελεήμονα, παραθέτω κάποιες μαρτυρίες, πλαισιωμένες από

προσωπικές απόψεις και υποθέσεις, που βέβαια είναι αδύνατο να έχουν χαρακτήρα

θέσεων αποδεκτών χωρίς αμφισβητήσεις.

Η αξιoλόγηση των μαρτυριών (ακολουθούν χρονολογική σειρά) θα δείξει αν, και

κατά πόσο είναι σωστές αυτές, κι από την άλλη μεριά, αν έχω δίκιο και μέχρι ποιου

βαθμού.

Ο ιστορικός του Τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών Bosio, από το πρώτο κιόλας

βιβλίο της Ιστορίας του, μιλώντας για τις κατακτήσεις των Ιπποτών στο χώρο της

Δωδεκανήσου, διαφοροποιεί την Τήλο και την Επισκοπή [Βλ. Bosio, βιβλίο 1o, σ.

16 (γεγονότα του 1309), γράφοντας μεταξύ άλλων: «Ε con la presa di Rodi, venero

anco in potere de'nostri, sette altre isolette adiacenti, e vicine: i nomi delle quali

sono, Nissaro, Episcopia [ Bosio, βιβλίο 4ο, σ. 70 (έτος 1366), βιβλίο 6ο, σ. 161 (έτος

1444) , βιβλίο 10ο, σ. 281 (έτος1475) όπου πάλι γίνεται διάκριση μεταξύ των δύο

ονομασιών, βιβλίο 12ο, σ. 347 (έτος 1480), Calchi, Limonia, Simie, Tilo e San Nicolo

di Cardo» [ Bosio, βιβλίο 10ο, σ. 281 (έτος 1475) και σ. 282 (έτος 1475), βιβλίο 11ο,

σ. 315 (έτος 1479), βιβλίο 11ο, σ. 319 (έτος 1479 και 1480), βιβλίο 12ο, σ. 347 (έτος

1480) όπου γίνεται επίσης διάκριση: «...cosi al Popolo di Rodi come a quello di ΤίΙο,

di Calci, d’ Episcopia...», βιβλίο 14ο, σ. 399 (έτος 1485), βιβλίο 16ο, σ. 484 (έτος

1505)..

Είναι φανερό, ότι πέρα από τις ειδήσεις (λιγοστές οπωσδήπoτε) που είχε

συγκεντρώσει για το νησί, είχε υπόψη του το έργο του Cr. Buondelmonti, ο οποίος

στο Isolario του (1420) σημειώνει: «Piscopia, quasi supraspeculatrix quia in

montibus valde elevata est...» [Βλ. Buondelmonti, 76, § 16. Με την ίδια ονομασία

παραδίδεται και σε άλλα χειρόγραφα ή εκδόσεις, όπως στο χφ. 71 της Γενναδίου (σσ.

12-13), στο χφ. της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας (Res. Ge. FF 9351) που είχα

Page 97: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

97

την ευκαιρία να δω και το παρουσιάζω σταδιακά, στην έκδοση του Emile Legrand,

(Buondelmonti Chr., Description des iles de L’Αrchipel, version Grecque par uη

Anonyme, Paris 1897, 31 και 187 (γαλλική μετάφραση), κ.α.].

Aπό τότε, ίσως και από τις αρχές του 14ου αιώνα, επικράτησε η ονομασία Piscopi ή

Episcopi ή Piscopia (φωτ.19), σύμφωνα με τη μαρτυρία του γεωγράφου Coronelli, ο

οποίος σημειώνει [ Βλ. B.S.A., τ. ΧΙΙ (1905-6), σ. 164] «. ..Altri la chiamavano

Dilusano. Episcopi la disse Sofiano e finalmente lo stuolo de Moderni col Negro,

Piscopia...», δηλ. Άλλοι την ονόμαζαν Δηλίφανον. Επισκοπή την αναφέρει ο Σοφιανός

και Πισκοπιά ο Negro και οι νεότεροι χαρτογράφοι».

Ήδη από τον 12ο αιώνα είναι γνωστοί ιταλικοί πορτολάνοι (ναυτικοί χάρτες ,αλλά

και χειρόγραφα σημειωματάρια με οδηγίες για τους ναυτικούς ) που παρέχουν

πλούσιο τοπωνυμικό υλικό για τις ακτές μας και τα νησιά.( Βλ. Αβραμέα, 180). Ο

Sofiano (ο Έλληνας Νικόλαος Σοφιανός) συνέθεσε στη Βενετία το 1540 το έργο του

«Περιγραφή της Ελλάδος» σε χάρτη και με πίνακα τοπωνυμίων (Βλ. Το ταξίδι, 162,

σημ. 13).

Η ονομασία αυτή (Επισκοπή) απασχόλησε ήδη από τις αρχές του 15ου

αιώνα τον

Φλωρεντινό μοναχό Cr. Buondelmonti ο οποίος ετυμολογεί τη λέξη από το επι +

σκοπέω (-ώ) = μέρος υψηλό, από το οποίο μπορεί κανείς να βλέπει πέρα και μακριά (

Κουτελάκης, Συμβολή, 36, όπου όλη η σχετική με την ετυμολογία του ονόματος

βιβλιογραφία ).

Ο Εμμ. Καρπάθιος, μετέπειτα μητροπολίτης Κω, συγκέντρωσε όλες τις απόψεις των

πριν από αυτόν ασχοληθέντων (εφ. Αυγή Δωδεκανήσου), ότι δηλαδή ονομάστηκε

Επισκοπή επειδή «δήθεν ιδρύθη εν αυτή Φράγκικον επισκοπάτον, ότι μετωνομάσθη εν

τη επισήμω γλώσση υπό των Ιπποτών ή ότι δεν είναι φραγκικής εμπνεύσεως ουδέ των

χρόνων των Ιπποτών οίτινες μετεχειρίσθησαν το Piscopi – Piscopia δια να

επισκοτήσωσι το πασίχρηστον ΤΗΛΟΣ και ικανοποιήσωσιν το πάθος των και

καταστήσωσιν μάλλον συνειδητήν την τυραννίαν των» και συνεχίζει με τη δική του

θέση ότι : «Πιθανώς η Νίσυρος ήτο επισκοπή, ώστε να διέμενεν (ο επίσκοπος) εις

Τήλον ήτις υπήγετο εις την επισκοπήν του».( Ο Τσιρπανλής όντως καταγράφει λατίνο

επίσκοπο στη γειτονική Νίσυρο, όπως ήδη σημείωσα πιο πριν).

Ο Τηλιακός Αντ. Αναγνωστίδης σε αδημοσίευτη ύλη του σχολιάζοντας τις πιο

πάνω απόψεις σημείωσε :

« κατ’ εμέ απίθαναι όλαι και εξεζητημέναι. Και αν οι Φράγκοι εύρον τυχόν ιδρυμένην

επισκοπήν ορθοδόξων, δύσκολον διατί ονομάσθη εκ τούτου, αφού τόσαι άλλαι νήσοι

ήσαν έδρα επισκόπου, χωρίς να ονομασθώσιν Επισκοπαί. Ώστε ενδέχεται επιτοπία

χρήσις. Ο ηγούμενος (εννοείται του Αγ. Παντελεήμονος της Τήλου, δηλ. ο Μακάριος

Καπνός) έλεγε το Μετόχι (δηλ. το ναό της Παναγίας στην είσοδο του Μεγάλου

Χωριού που κτίστηκε στα 1690 - 1704) Επισκοπειό. Καταστραφείσαι αι έδραι

επισκόπων, οι αρχιερείς κατέφευγον εις μικράς κώμας εις άλλα επαρχιακά κέντρα,

ώστε εκ τούτου ωνομάσθησαν Επισκοπαί και διετηρήθη το όνομα επί Φραγκιάς.

Συνέβη δηλ. να εύρουν οι Φράγκοι υπάρχοντα ορθόδοξον επίσκοπον ή μόνον το όνομα

και να το εγενίκευσαν δι’ όλην την νήσον».

Ωστόσο ακόμη και σήμερα ερευνητές των ναυτικών κειμένων και χαρτών, όπως ο Γ.

Τόλιας (Τόλιας, 24) , αναφερόμενος άκριτα σε χαρτογραφική πηγή του 1688

σημειώνει ( χωρίς να σχολιάζει ή να αναφέρεται σε σχετικό άρθρο που ανατρέπει την

επικρατούσα άποψη. Βλ. Κουτελάκης, Piscopi), ότι η Τήλος «οφείλει την ονομασία

της ως Piscopi λόγω της εξαιρετικής της θέας προς την Αστυπάλαια, τη Ρόδο και τη

Μικρασιατική ακτή». Αλλά είναι γεγονός αναμφισβήτητο για όσους γνωρίζουν τον

Page 98: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

98

τόπο, ότι η Τήλος ακόμη και στην πιο διαυγή ημέρα δεν έχει οπτική επαφή

τουλάχιστον με την Αστυπάλαια.

Έκτoτε αρκετοί διατύπωσαν διάφορες απόψεις, όπως ο περιηγητής-έμπoρoς Β.

Randolph στα 1671 (Randolph, 24), ο οποίος σημειώνει: «Formerly it was a Bishops

See, but of late'tis come under the Bishop of Rhodes...» Με την άπoψή του περίπου

συντάσσεται ο Ιταλός Ermano Armao, ο οποίος όμως υποθέτει ότι πέθανε στην Τήλο

κάποιος Επίσκοπος ή ότι πήρε αυτό το όνομα από κάποια εκκλησία της Παναγίας

Επισκοπής (Βλ. Armao, 188).

Τη θέση του αποδέχτηκαν οι Ιταλοί κατακτητές -- τους συνέφερε άλλωστε -- γι’ αυτό

και στην πρόσοψη του Ταχυδρομείου της Ρόδου, όπου χαράχθηκαν τα ονόματα των

νησιών με τα σύμβολά τους, η Τήλος έχει ως σύμβολο την παπική τιάρα! Και υπάρχει

μέχρι σήμερα τέτοια σύγχυση γύρω από το όνομα Piscopia, ώστε ο σύλλογος των

Τηλίων της Ρόδου υιοθέτησε κάποτε ως έμβλημα στα ταχυδρομικά του

χαρτοφάκελλα την παπική τιάρα, θέλοντας ίσως να ταυτίσει το νησί με κάποιον

επίσκοπο(;) μολονότι η επωνυμία του συλλόγου είναι «Άγιος Παvτελεήμων».

Με την τελευταία άποψη συμφωνεί και ο Αντ. Χατζής από τη Σύμη, που σημειώνει

ότι: «Η νήσος ωνoμάσθη από του πρός νότον ακρωτηρίoυ ... καθ’ ημάς τα τοπωνύμια

Επισκoπή ή Πισκoπή, ωνoμάσθησαν αναντιρρήτως από ναού Παναγίας Επισκοπής»

(Βλ. Χατζής, 8-9). Την ίδια ερμηνεία προσφέρει και ο ακαδημαϊκός Μ. Μιχαηλίδης

– Νουάρος, επικαλούμενος τη θέση «Σκοπή» του Μεσοχωρίου Καρπάθου, αλλά και ο

συντάκτης άρθρου σχετιζόμενου με το χωριό Episcopia της περιοχής Basilicata,

νότια της Napoli, όταν γράφει : «Όπως αφήνει να αντιληφθούμε το ελληνικό

τοπωνύμιο, η γέννηση του χωριού είναι συνυφασμένη με την ίδρυση γύρω στα 1000

μ.Χ. ενός βυζαντινού συγκροτήματος».[ Βλ. Touring Club Italiano (Pouglia, Basilicata,

Calabria), Milano 2001, 103].

Σε αντίθεση μ’ αυτούς, ο Δημ. Χαβιαράς και ο Μιχ. Boλoνάκης παρατηρεί ότι « Η

Τήλος ουδέποτε υπήρξε έδρα επισκόπου ώστε να λάβει το όνομά της από αυτήν, αλλά

πιθανώς εκ του σπουδαιοτέρου ακρωτηρίου της νήσου» (Βλ. Χαβιαράς και Volonakis,

11), ενώ ο Μιχ. Σκανδαλίδης επισημαίνει ότι πρόκειται «κατ’εμέ για φρυκτωρικό

τοπωνύμιο. Θυμίζω το ακρωτήριο Σκοπή της Καρπάθου» (Ετυμολογικά 149 και

Σκανδαλίδης, 249).

Είναι αλήθεια ότι η πιο πάνω ερμηνεία συνδέεται και με τη σημερινή χρήση της

λέξης (σκοπή) ως παρατηρητήριου, όχι μόνο κατόπτευσης, αλλά και αστρονομίας,

σύμφωνα με τον Εμμ. Παπαμανώλη, ο οποίος σε ανύποπτο χρόνο και για άλλους

λόγους διερωτήθηκε : «Σε ποιο μέρος της πόλης της Ρόδου είχε το Αστεροσκοπείο του,

την σκοπή του, ο Ίππαρχος ;» (Παπαμανώλης, 175). Τέλος ο G. Gerola υποθέτει, ότι

«από το μεσαιωνικό Piscopi προήλθε το ελληνικό Πισκοπία, ίσως κατ’ αναλογία με την

ομώνυμη θέση της Κύπρου» (Βλ. G. Gerola, Ι monumenti medioevali delle tredici

Sporadi, Annuario ΙΙ (1916) σ. 13).

Η προσωπική μου άποψη διατυπώθηκε ήδη σε προηγούμενες εργασίες (Βλ.

Κουτελάκης, Συμβολή, και Piscopi), αλλά διαπιστώνω πλέον ότι η απάντηση

αφορούσε μόνο το ένα σκέλος του θέματος. Το άλλο συζητείται αμέσως πιο κάτω.

Γεγονός πάντως είναι, ότι ούτε ο αξιόπιστος Cr. Buondelmonti ούτε κανείς άλλος

από τους μετά από αυτόν ταξιδιώτες, ούτε ο ιστορικός Bosio αναφέρουν την ύπαρξη

του μoναστηριoύ του Αγ. Παντελεήμoνα, είτε στην Τήλο είτε στην Piscopi.

Κι όμως, ο Nicolai de Martoni (1394 - 1396) ενώ βρισκόταν στη Ρόδο,

πληροφορείται από τον ιππότη - μοναχό Domenico d’ Alemagna (Βλ. Leon le Grand,

639) ότι «κοντά στη Ρόδο, περί τα 50 μίλια είναι κάποιο νησί ονόματι Piscopia, στο

οποίο οι άνθρωποι έχουν τη χάρη εξαιτίας της αρετής και της ευλογίας που τους δόθηκε

δια μέσου του αγίου Νικολάου, ώστε όλα τα σιδηρικά, οποιουδήποτε είδους κι αν

Page 99: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

99

υπάρχουν, να μη καταναλώνονται και να μη λιώνουν ...» (Την πληροφορία του

αντιγράφει στα 1506 ο Guylforde Richard κι από αυτόν στη συνέχεια άλλοι).

Την ύπαρξη μοναστηριού με το όνομα Άγιος Νικόλαος στην Τήλο, στα 1438,

μνημονεύει μόνο ο ιστορικός C. Hoph, (Βλ. Carl Hoph, Geschichte, τ. LXXXVI, σ.

14 και Κουτελάκης, Ελαιοτριβεία, 28, σημ. 7) πλην όμως υπάρχουν σοβαρές

αμφιβολίες, αν το μοναστήρι αυτό βρίσκεται στην Piscopia, δηλαδή στην Τήλο, ή σε

κάποιο άλλο κοντινό νησί, επειδή ενδεχομένως υπάρχει ανάλογη σύγχυση, όπως και

με τις ίδιες τις ονομασίες των νησιών.

Πράγματι, από τις σχετικές έρευνές μου προκύπτει το εξής παράδοξο: Ο Φλωρεντινός

μοναχός Cr. Buondelmonti (Βλ. και το χειρόγραφο αρ. 71 της Γενναδίου

Βιβλιοθήκης, φύλλο 12) μιλώντας για το κοντινό νησί της Χάλκης, αναφέρει το πιο

πάνω περιστατικό που διηγείται ο Nicolai de Martoni, ο οποίος έγραψε τις

εντυπώσεις του 25 χρόνια περίπου πριν από τον Φλωρεντινό μοναχό. Ποιος από τους

δύο λέει το σωστό; Ο ταξιδιώτης Nicolai de Martoni, που φθάνει στη Ρόδο και μένει

λίγες μέρες αλλά είναι κατηγορηματικός για την πληροφορία που την επιβεβαίωσαν

κι άλλοι ή ο Cr. Buondelmonti, που έζησε εκεί οκτώ χρόνια, έμαθε ελληνικά και

γνώρισε ανθρώπους και καταστάσεις ; Σημασία έχει ωστόσο, ότι η σύγχυση γίνεται

ακόμη μεγαλύτερη, καθώς μεταγενέστεροι από αυτούς περιηγητές και ταξιδιώτες

ταυτίζουν τη Χάλκη (S. Nicolo di Cardo ή S. Nicolo del Cargi) με ένα μικρό νησί

που βρίσκεται στον κόλπο του Λιβισιού, το S. Nicolo ή Barba-Nicolo (Βλ. Nuovo

Portolano non piu stampato molto particolare de Levante e del Ponente, In Vinegia

per Ρaulο Gerardo 1544, σ. 18α, β).

Τελικά, από όσα πιο πάνω παρατέθηκαν, προκύπτουν αρκετά ερωτήματα που θεωρώ

σκόπιμο ότι πρέπει ν’ απαντηθούν. Πρώτ’ απ’ όλα είναι η Τήλος και η Επισκοπή ένα

νησί ή δύο, από τα οποία το ένα ταυτίζεται με τη Χάλκη ;

Μήπως Τήλος και Επισκοπή είναι τα δύο κατοικημένα κέντρα κατά τον Μεσαίωνα

πάνω στη σημερινή Τήλο, οπότε εύκολα μπορούσε να γίνει το λάθος και να

θεωρηθούν ως δύο ξεχωριστά νησιά ;

Αν η Επισκοπή είναι πράγματι η Τήλος, τότε γιατί γίνεται συνεχής αναφορά

επικυριαρχίας των Cornaro (φεουδαρχών από τη Βενετία που κατείχαν την Κάρπαθο)

από τον 14ο αιώνα μέχρι το 1572 ;

Αν ο Nicolai de Martoni έχει το δίκιο με το μέρος του στα όσα αναφέρει για την

Piscopia και τη χάρη του αγίου Νικολάου, μήπως η άσκηση της χάριτος του αγίου

προϋποθέτει κάποια ιδιαίτερη λατρεία του στο νησί, άρα έχει δίκιο ο Carl Hoph που

θέλει την ύπαρξη μοναστηριού (του Αγ. Νικολάου) στην Τήλο;

Αν όμως η αναφορά του Cr. Buondelmonti είναι πιο σίγουρη, τότε πρόκειται για τη

Χάλκη ή για το νησί Barbaricolo (di Cardo) ;

Ας πάρουμε όμως τα θέματα από την αρχή και με βάση τις μαρτυρίες που

προαναφέρθηκαν, και ας επιχειρήσουμε μια πρώτη προσέγγιση των ερωτημάτων,

ξεκινώντας από το όνομα Επισκοπή.

Στα 1688 ο Piacenza (Βλ. Piacenza, 159) μιλώντας για την Piscopia, λέει ότι το

αρχαίο όνομά της ήταν Telus κι ότι στα ανατολικά του νησιού υπήρχε ένας

περίφημος ναός προς τιμήν της Venere Dea, ο οποίος μεταβλήθηκε σήμερα από τους

'Έλληνες χριστιανούς σε εκκλησία της S. Ιulia.

Στα 1696 κυκλοφόρησε επίσης και το Isolario του padre V. Coronelli (Coronel1i,

Isolario del Atlante Veneto del Ρ. Coronelli, Venetia 1699) όπου στις σελίδες 224-225

υπάρχει σχέδιο του νησιού με τη σημείωση «Piscopia isola. Telus de Corneri sino

1572», ενώ στη σελίδα 249 παρατίθεται χάρτης φανταστικός και ακολουθεί το

σχετικό κείμενο για το νησί. Στον χάρτη υπάρχει η σημείωση: «Isola di Piscopia nel

Mare di Rodi posseduta Dalla Prosapia Cornari sin l'an 1572».

Page 100: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

100

Στο κείμενο επαναλαμβάνει ό,τι και ο Piacenza: «Ne tempi del Gentilesimo era

posseduta da ricchi habitatori, i quali venerando molto la falsa Deita di Venere, le

havevano eretto su le sue Sponde Orientali υn magnifico Tempio; che da' Cristiani

Greci convertito iη Chiesa ad honore di S. ]ula, tuttavia, benche mai tenuto, sussiste;

...».

Η αναφορά και των δύο στην ύπαρξη μιας εκκλησίας (μοναστήρι ;) πάνω στα

θεμέλια ή στο οικοδομικό υλικό ενός αρχαίου ναού είναι σαφής. Ωστόσο, το όνομα

του αρχαίου ναού προς τιμήν της θεάς Αφροδίτης, καθώς και η νέα ονομασία του

χριστιανικού πια ναού σε S. Ιula δείχνουν τουλάχιστον δύο πράγματα.

Πρώτον, ότι ο σύνδεσμος με την Κύπρο, σε σχέση με τις σημειώσεις επί του

χάρτου, είναι άρρηκτος, και δεύτερον, δεν υπάρχει κανείς άγιος μ’ αυτό το όνομα που

να τιμάται στο νησί. Πρόκειται προφανώς για λάθος και των δύο προαναφερθέντων

γεωγράφων που μετάθεσαν την ύπαρξη στην αρχαιότητα ενός πίνακα της

Αναδυομένης Αφροδίτης, έργο του Απελλή (η Κνιδία Αφροδίτη), που έκειτο στο ναό

του Ασκληπειού της Κω και που τελικά μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τον Καίσαρα

Οκτάβιο και αφιερώθηκε στον Ιulius, σύμφωνα και με τον ταξιδιώτη G. Sandys, ο

οποίος αντλεί την πληροφορία του από τους Ρωμαίους ιστορικούς Στράβωνα και

Πλίνιο (Βλ. Χατζηβασιλείου, 90 – 92, 150 και Sandys 70, και Κουτελάκης, Piscopi

και Τουλαντά 2006, 191 - 192).

Σύμφωνα άλλωστε με τα ιστορικά και ανασκαφικά δεδομένα ο ναός της

Αφροδίτης βρισκόταν στην Κνίδο (Κάβο-Κριός) απέναντι από τις ανατολικές ακτές

της Τήλου (Κνιδία Αφροδίτη). Έτσι η μεταφορά του επί του χάρτου από την Κνίδο

στην Τήλο εσφαλμένα, ήταν κάτι που μπορούσε να συμβεί, όπως δείχνουν δεκάδες

παραδείγματα στους πρώϊμους ξυλογραφικούς χάρτες των οποίων αρκετά τοπωνύμια

εξαιτίας της υφής του υλικού και του τρόπου χάραξης χαράσσονταν πολλές φορές

μέσα στη θάλασσα (παράβαλε την Γερά της Τήλου), οπότε εύκολα στις επόμενες

εκδόσεις από αβλεψία ή άγνοια των χαρακτών «μεταπηδούσαν» σε απέναντι ακτή

(Κουτελάκης, Αγιάσσος. Επίσης Κουτελάκης, Κως, 385, σημ. 4).

Παρ’ όλα αυτά το πρόβλημα του ονόματος Piscopia dei Cornari παραμένει και

πιστεύω, ότι πρόκειται για σοβαρό λάθος των γεωγράφων. Το λάθος φαίνεται ότι είχε

αφετηρία πολύ παλιά, με αποτέλεσμα ταξιδιώτες του 15ου

αιώνα, όπως ο Bernard

Breydenbach (1483-1486), ενώ στο κείμενο περιγράφει την Piscopia της Κύπρου, στο

ευρετήριο του βιβλίου του σημειώνει «lso1a Piscopia». [(Βλ. Β. Breydenbach,

Peregrenationes in Terram Sanctam, folio σε 157 φύλλα (φύλλο 12α, β)].

Έτσι οι γεωγράφοι διατείνονται ότι η Τήλος βρισκόταν μέχρι το 1572 στην

κυριαρχία των Βενετών Cornarο. Είναι εξάλλου παράτολμο και παράλογο να

πιστέψει κανείς ότι βρισκόταν η Τήλος στην εξoυσία των Cornarο μέχρι το 1572,

αφού γνωρίζουμε ότι παραδόθηκε στους Τούρκους το 1522, όταν παραδόθηκαν όλα

τα Δωδεκάνησα. Άλλωστε πότε την απέσπασαν οι Βενετοί Cornaro από τους

Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου για να την έχουν στην εξουσία τους ; Δεν παραδίδεται

καμιά μαρτυρία για κάτι τέτοιο. Κι όμως οι Ιταλοί ακόμη και σήμερα εξακολουθούν

να πιστεύουν ότι οι Cornarο έχουν κυριότητα επί της Τήλου ! (Βλ. περ. Famiglia

Cristiana, τχ. της 25-6-1978, σ. 60).

Στην πραγματικότητα τη λύση δίνει ένας χάρτης της Κύπρου, του ιδίου του p. V.

Coronelli, με τίτλο «Acamantis Insula hoggidi Cipro» (Βλ. Stylianou, εικ. σ. 138 )

όπου σnμειώνει: «Dedicata Αll Illustrissimo et Eccelentissimo Signore Gio: Battista

Cornaro Piscopia, Procuratore di S. Marco et e Dal. Ρ. Cosmografo Coronelli».

Σ’ έναν άλλο χάρτη της Κύπρου ( Stylianou, εικ. σ. 139) που συνοδεύεται από

ολοσέλιδο κείμενο, ο padre V. Coronelli αναφέρει ότι η Κύπρος ήταν βασίλειο της

Venere (δηλαδή της Παφίας Αφροδίτης).

Page 101: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

101

Συμπληρώνοντας τις ειδήσεις από τον ίδιο (ό.π, εικ. σ. 140, παράγραφος κ΄)

αντλούμε τη σημαντικότατη και εύγλωττη μαρτυρία ότι: «Curias anch' essa e una

delle nove Regie situata sul Mare, creduta hoggidi il Casale Piscopia, che del 1363

con altri Luoghi vicini fύ dal Re Pietro Ι Lusignano donato a un Nobile Cornaro,

perche oltre l'haverlo allogiato, mentre fύ in Venetia nel suo Palazzo a S. Luca, gli

presto anche 60 mila Ducati d' oro, e cosi i discendenti di quello prefero il

sopracognome di Piscoρi». Δηλαδή ότι το χωριό Πισκοπιά (Piscopia) της Κύπρου και

η γύρω περιοχή του με τους κατοίκους του δωρήθηκε στα 1363 ως φέουδο από τον

Πέτρο Α΄ Λουζινιάν στον Federico Cornaro, γιατί εκτός ότι φιλοξενήθηκε κατά την

επίσκεψή του στη Βενετία από τον Cornaro στο παλάτι του, στην περιοχή του Αγ.

Λουκά, ο Cornaro του δάνεισε και 60.000 χρυσά δουκάτα που είχε ανάγκη. Έτσι από

τότε ο Βενετός Federico Cornaro και οι διάδοχοί του απέκτησαν και το προσωνύμιο

Cornaro – Piscopia. Το ίδιο έπραξαν ένα αιώνα αργότερα και οι Βενετοί Querini –

Stampalia εξαιτίας της κατοχής της Αστυπάλαιας (Για την Piscopia της Κύπρου την

περίοδο εκείνη, βλ. Papadopoulos, 68 αρ. 4, σ. 101 αρ. 1, σ. 166 αρ. 7, σ. 195 αρ. ι΄,

και σ. 228, 232, 233).

Επομένως λύνεται ίσως το αίνιγμα της μεσαιωνικής ονομασίας --που

δόθηκε χωρίς τη θέληση των κατοίκων στην Τήλο-- μιας ονομασίας που θέλησαν για

πολιτικούς λόγους να επιβάλουν και οι νέοι κατακτητές της, οι Ιταλοί, χωρίς

αποτέλεσμα ( Κουτελάκης, ΙΑΤ, 228, σημ. 1 και εδώ φωτ. 19).

Ένα ακόμα ενισχυτικό στοιχείο του σκόπιμου ή όχι λάθους του Coronelli είναι και το

ακόλουθο: Τόσο ο χάρτης της νήσου Piscopia από τον Άτλαντά του, όσο και ο

χάρτης της Κύπρου (Βλ. Stylianou, 182 ή εικ. 13α) έχουν τα ίδια τοπωνύμια.

Άλλωστε η συλλογή σχεδίων 35 χαρτών, διαστάσεων 41 Χ 53 εκ. διαφόρων Ιταλών

χαρτογράφων που τώρα βρίσκεται στο Τμήμα χειρογράφων της Βρετανικής

Βιβλιοθήκης, ανήκε στην οικογένεια των Cornaro της Βενετίας, που μισθοδοτούσαν

τον ονομαστό χαρτογράφο p. V. Coronelli και οι οποίοι ποτέ δεν ξέχασαν τις κτήσεις

τους στην Κύπρο, την Κρήτη, την Κάρπαθο και Κάσο που τις απώλεσαν διαδοχικά

στα 1522, 1571, 1669 (Βλ. Pilidis), και ήταν επόμενο να τους προσαρμόζουν και να

τους παρουσιάζουν κατά τα συμφέροντά τους. Το ανάλογο παράδειγμα από την Τήνο

είναι χαρακτηριστικό των προθέσεων της Βενετικής Γερουσίας δια του επισήμου

χαρτογράφου της padre V. Coronelli (Κουτελάκης, Τήνος, 252, 309).

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι αποκλείεται μάλλον οριστικά η Τήλος να υπήρξε

έδρα επισκόπου, ούτε ότι Τήλος και Επισκοπή είναι δύο διαφορετικά τοπωνύμια, κι

ακόμα ότι ίσως να υπήρξε στο νησί εκκλησία ή μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία

Επισκοπή, παρά το γεγονός ότι ως τέτοιο δε μαρτυρείται στις γραπτές πηγές. Σώζεται

βέβαια ο ναΐσκος της Παναγίας Πολίτισας (από το όνομα της νέας κτητόρισας,

συζύγου κάποιου Πολίτη, δηλαδή ενός Τηλιακού που μετανάστευσε ή ταξίδευε συχνά

στην Κων/λη) κοντά στο «Μισοσκάλι» των Λειβαδιών, που σύμφωνα με τις

σημειώσεις του Αντ. Αναγνωστίδη κατά την εκεί επίσκεψή του το 1946 ήταν

«ερειπωμένη με αγιογραφίες», ενώ αλλού σημειώνει την αξιολογότατη είδηση που

εκμαίευσε από τους Μικροχωρίτες ότι «πολιούχος του Μικρού Χωριού ήτο άλλοτε ο

Άγιος Παύλος, νυν η Παναγία Πολίτισα». Η ανεύρεση τάφων κατά τις νεότερες

ανακαινίσεις του ναΐσκου, με μια ενδιαφέρουσα μαρμάρινη ανάγλυφη ταφόπλακα,

ασφαλώς τον καθιστά ένα σημαντικό μνημείο, αλλά δεν έχουμε μαρτυρίες αν ήταν

αφιερωμένος στην Παναγία Επισκοπή.

Ωστόσο το γεγονός ότι η ταφόπλακα αυτή (που φέρει εντός γλυπτού κύκλου

σταυρωτά ανάγλυφα τετράγωνα και μεγάλο ισοσκελή σταυρό στο κέντρο τους) είναι

εξαρχής φιλοτεχνημένη για να καλύψει τάφο και μάλιστα είναι κομμένη σε λευκό

μάρμαρο, υλικό που ως πέτρωμα δεν υφίσταται στο νησί, άρα είναι πολυτελές, με

Page 102: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

102

βάζει στη σκέψη, μήπως είναι ένα ακριβό έργο που εισήχθη από αλλού κατά

παραγγελία ενός επίσημου προσώπου και με προδιαγραφές για να καλύψει ένα τάφο

όπως δείχνουν οι διαστάσεις της, που είτε ο ίδιος ο νεκρός όσο ζούσε, είτε κάποιοι

δικοί του επιμελήθηκαν για την ταφή και την υστεροφημία του.

Και καθώς το ανάγλυφο αυτό ως προς το θεματολόγιό του δεν έχει κανένα

ανάλογο μεσοβυζαντινό ή υστεροβυζαντινό παρόμοιο, ούτε αποτελεί τεμάχιο ενός

θωρακίου από παλαιοχριστιανικό ή μεσοβυζαντινό ερειπωμένο ναό του νησιού που

ξαναχρησιμοποιήθηκε, αλλά αντιθέτως ως προς το σχέδιο και την εκτέλεση θυμίζει

Δυτικό έργο (το μόνο Δυτικό κινητό κατασκεύασμα στο νησί μέχρι στιγμής), πράγμα

που τονίζουν οι διασταυρούμενες στο κάτω τμήμα του γλυπτού ταινίες (γεωμετρικά

διακοσμητικά με γωνιώδεις συμπλοκές ανάλογες με την ταφόπλακα από την Παναγιά

Πολίτισα βλέπει κανείς στην εσωτερική διακόσμηση του ναού της S. Maria delle

Grazie του Milano, έργο του 1490, που ασφαλώς μιμούνται παλαιότερα από ναούς

της Pavia και αλλού. Βλ. P.Marani, R. Cecchi, G. Mulazzani, Il Cenacolo, Milano

1999, 54 – 55) σκέφτομαι μήπως τελικά κάλυπτε τον τάφο ενός σημαντικού Ιππότη –

φεουδάρχη που είχε την ιδιότητα του μοναχού – Πριόρη ή αρχηγού κάποιας

«Γλώσσας» του Τάγματος των Ιπποτών σε βαθμό επισκόπου από τα πρώτα χρόνια

της εμφάνισης των Ιπποτών στα Δωδεκάνησα.

Ο μεγάλος ισοσκελής σταυρός στο κέντρο των τετραγώνων υποδεικνύει

σαφέστατα τον σταυρό έμβλημα της «Γλώσσας της Προβηγκίας», που ήταν

ιεραρχικά πρώτη στην τάξη και αρχαιότερη ( Κόλλιας, Οι Ιππότες, 14, 16 σχέδιο VI ).

Αν η υπόθεση ευσταθεί, σε σχέση μάλιστα με όσα αναφέρονται στον κώδικα

Classense με το κείμενο του Buondelmonti, τότε δεν αποκλείεται η παρουσία του

στην Τήλο μαζί με το αξίωμά του να προσέδωσαν στο νησί την ιδιότητα της κτήσης

ενός «Επισκόπου» που τάφηκε εδώ, και που εξαιτίας της ιδιοκτησίας του ολόκληρο

το νησί ονομάστηκε από τους λατίνους χαρτογράφους, ναυτικούς και χρονογράφους

(και μόνο από αυτούς ), ήδη από τον 14ο αιώνα, δηλαδή από πολύ νωρίς, «Episcopi >

Piscopi». Μήπως τελικά αυτό είχε υπόψη του από άλλη πηγή ο Ermano Armao, όταν

έγραψε ότι το νησί ονομάστηκε έτσι γιατί ετάφη κάποιος Επίσκοπος ; (βλ. πιο πριν ).

Προφανώς δεν πρέπει ν’ ασχοληθεί κανείς πια με την ετυμολογία της πλαστής

ονομασίας του νησιού, όπως την επέβαλαν στον μισθοσυντήρητό τους χαρτογράφο

padre V. Coronelli οι Βενετοί Cornaro από τότε που βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους

Ιππότες της Ρόδου για το θέμα της διαδοχής του θρόνου της Κύπρου (1461) που

τελικά κατέληξε στην ομογάλακτή τους Βενετή Αικατερίνη Κορνάρο (Βλ.

Παπαχριστοδούλου, 282 – 283). Όμως η προΰπαρξη της ονομασίας αυτής

(«Episcopia») για την Τήλο εξακολουθεί να παραμένει αιτούμενο προς έρευνα, αφού

μπορεί μεν το επί+σκοπέω (-ώ) να σημαίνει την ύπαρξη βιγλάτορα --πράγμα

συνηθισμένο την μεσαιωνική εποχή -- (Βλ. Κουτελάκης, Συμβολή, 36), αλλά δεν έχει

νόημα να επιμένουμε σε κάτι που πάντοτε υπήρξε και στα άλλα νησιά του Αιγαίου

(Άνδρο, Σύρα, Κάρπαθο, κ.λ.π.), χωρίς να προσδώσει σε κάποιο από αυτά την

ονομασία Επισκοπή ή Πισκοπή. Μένω ωστόσο με την εντύπωση, ότι ο χαλκέντερος

G. Gerola είχε αντιληφθεί το λάθος των συμπατριωτών του, αλλά έμμεσα το

ομολογεί, όταν γράφει «...Πισκοπία , ίσως κατ’ αναλογίαν με την ομώνυμη θέση της

Kύπρου».

Θα υποστήριζα επίσης την άποψη, ότι υπάρχει η πιθανότητα να ονομάστηκε το

νησί Επισκοπή, επειδή υφίστατο μοναστήρι στο όνομα του επισκόπου Μίρων της

Λυκίας, του θαυματουργού, δηλαδή αγίου Νικολάου, ήδη από τα χρόνια του

Βατάτζη και των Γαβαλάδων. Η πρόταση είναι επίσης εξαιρετικά ισχυρή, καθώς η

θέση στην οποία βρίσκεται θεμελιωμένο το μοναστήρι σε σχέση με το Μεγάλο

Χωριό είναι τέτοια που δικαιολογείται απόλυτα η ίδρυσή του εδώ, μόνο μέσα στο

Page 103: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

103

πλαίσιο μιας πολιτικής συστηματικής παρακολούθησης του πελάγους και μετάδοσης

πληροφοριών στρατιωτικής σημασίας από τα χρόνια του αυτοκράτορα Αλέξιου

Κομνηνού, ανάλογης με το δίκτυο ανέγερσης τέτοιων μοναστηριών, που έχω

προτείνει, όπως της Χοζοβίτισας Αμοργού, της Καλόπετρας Ρόδου, του Αρταμίτη,

του Ρουκκουνιώτη Σύμης, του Δίκιου στην Κω, του Αγ. Ιωάννου της Πάτμου, του

Σταυροβουνίου στην Κύπρο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου (Βλ. Κουτελάκης,

Καλόπετρα, 44 - 62).

Παραμένει δηλαδή το βάσιμο ενδεχόμενο να υπήρχε μοναστήρι του Αγ.

Νικολάου στην Tήλo, αφού καταχωρείται η ύπαρξή του με χρονολογία 1438 στο

«Libri Bullarum»(1450 – 51), No 47, folio 205, δηλαδή σ’ ένα βασικό όργανο

εποπτείας των ναών και μονών από τις οποίες οι Δυτικοί προσδοκούσαν φόρους και

επί των οποίων ο Πάπας (η Καθολική Εκκλησία) ασκούσε εξουσία. Η παρουσία

μονής του Αγ. Νικολάου ισχυροποιείται επίσης, καθώς επιπλέον τα δύο τουρκικά

χειρόγραφα του βιβλίου του Piri reis (Ayasofia και Βιβλιοθήκης του Παρισιού σε

μετάφραση του Cardonni) αναφέρουν την ονομασία San Nikolepho που ταιριάζουν

τουλάχιστον μ’ αυτή την δυτικής προέλευσης μαρτυρία, εκτός, όπως είπαμε, αν

πρόκειται για λάθος και σ’ αυτή την περίπτωση.

Η αλήθεια είναι ότι πρέπει, λογικά, να συμπλεύσουμε με τη γνώμη του φραγκισκανού

μοναχού Cr. Buondelmonti, αφού έζησε τόσα χρόνια στη Ρόδο, οπότε είδε και

άκουσε πολλά από τους νησιώτες που έρχονταν στην έδρα του Τάγματος. Άλλωστε ο

ίδιος αποδίδει το θαύμα του αγίου Νικολάου ως εκπληρούμενο στους κατοίκους της

Χάλκης και όχι της Τήλου. Βέβαια ήταν μια παράδοση που ζούσε, καθώς φαίνεται,

έντονα στα Δωδεκάνησα ήδη από την αρχή του 14ου αιώνα, αν όχι από το 1099 –

1100, τότε που οι Βενετοί πήραν τα λείψανα του αγίου από τα Μίρα και ενδεχομένως

κατοίκους από τη Λυκία τους οποίους εγκατέστησαν στην Χάλκη ενδυναμώνοντας το

ανθρώπινο δυναμικό του νησιού, αν και πιστεύω ότι πρόκειται για ένα έθιμο που η

επιβίωσή του ανιχνεύεται στις αγροτικές κοινωνίες τουλάχιστον μέχρι το 1822, τόσο

στα Κύθηρα όσο και στη Ζάκυνθο κατά την ημέρα του γάμου, σύμφωνα με το οποίο

η μητέρα της νύφης έδινε ένα – ένα τα γεωργικά εργαλεία στην κόρη της λέγοντας

«με τούτα τα σιδηρικά πρέπει να δουλέψεις πλάϊ στον άνδρα σου για το καλό των

παιδιών που θα σας χαρίσει η Παναγία» (Βλ. Ανδριτσάκη – Φωτιάδη, Πετρόχειλος,

Κυθηραϊκά Μελετήματα, Αθήνα 1982, 112).

Μπορεί λοιπόν την Παράδοση αυτή οι Δυτικοί να την καλλιέργησαν μέσα στη

σύγχυση των ονομασιών του νησιού, και την ταύτισή του γεωγραφικά όχι μόνο με τη

Χάλκη αλλά ακόμα και με το ξερονήσι της Σύμης, την Teutlusa (Τεύτλουσα των

αρχαίων), δηλαδή τα σημερινά Σεσκλιά ( Βλ. Dapper, 161 και Χαβιαράς, Τεύτλουσα,

361).

Στην πραγματικότητα όμως ούτε ερείπια άλλου μοναστηριού βρέθηκαν στην Τήλο,

εκτός από ένα τοιχογραφημένο εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου στο Μισοσκάλι

Λειβαδιών που οι τοιχογραφίες του χρονολογούνται «μετά το 1204 και έως τον 14ο

αιώνα» κι άλλο ένα στην περιοχή Σκάφη επί της παραλίας, το οποίο ωστόσο ανήκει

μάλλον στον 16ο – 17

ο αιώνα (Βλ. Μπούρας, Αιγαίο, 130 ), ούτε ιδιαίτερη λατρεία

του αγίου υπάρχει σήμερα στο νησί. Μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι αν υπήρχε

κάποια λατρεία, θα είχε τόσο πολύ αμβλυνθεί, ώστε σήμερα να μην υπάρχει ίχνος

εκείνης της οπωσδήποτε σημαντικής Παραδόσεως ( Βλ. Κουτελάκης, Ελαιοτριβεία,

28), εκτός κι αν η συλλογική μνήμη αμβλύνθηκε από γεγονότα ιστορικά που

προκάλεσαν απογύμνωση του ανθρώπινου δυναμικού του νησιού, άρα και την

κατάρρευση των μαρτυριών.

Αντίθετα στη Χάλκη, μέσα στο ιπποτικό κάστρο του Χωριού, υπάρχει ακόμα ναΐσκος

του Αγ. Νικολάου και φαίνεται πως η λατρεία του ήταν βαθιά ριζωμένη, τόσο ώστε,

Page 104: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

104

όταν τον περασμένο αιώνα ο οικισμός δημιουργήθηκε στο σημερινό λιμάνι, η νέα

εκκλησία που ανηγέρθη, αφιερώθηκε και πάλι στον άγιο Νικόλαο, προστάτη άγιο

άλλωστε των σφουγγαράδων Χαλκητών.

Πάντως, πριν από οποιαδήποτε άλλη συναγωγή συμπερασμάτων, θα

πρέπει κανείς να περιμένει την απάντηση μιας επισταμένης αρχαιολογικής έρευνας.

Κι αν η πιθανότητα του να κτίστηκε ο Άγ. Παντελεήμονας Τήλου πάνω στα ερείπια

ενός άλλου μοναστηριού (του Αγίου Νικολάου ;) ξεμακραίνει, το νέο δίλημμα είναι

πότε και γιατί έλαβε αυτό το όνομα το μοναστήρι της Τήλου ; Νομίζω ότι το

τελευταίο έχει επαρκώς τεκμηριωθεί με την πρότασή μου ότι το παλαιό εκείνο

αγνώστου ονόματος μοναστήρι ανακαινίστηκε αμέσως μετά την λύση της πολιορκίας

της Ρόδου από τους Τούρκους, στις 27 Ιουλίου 1480, ανήμερα της εορτής του αγίου

Παντελεήμονα (Κουτελάκης, Άγ. Παντελεήμονας, 38 – 39). Την επομένη, οι

Τηλιακοί που υπερασπίζονταν τμήμα από τα θαλασσινά τείχη της Ρόδου,

επιστρέφοντας στο νησί τους και για να δοξάσουν τον άγιο προέβησαν σε ανακαίνιση

του μοναστηριού τους αφιερώνοντάς το στον ελευθερωτή της Ρόδου και ελευθερωτή

τους. Το ίδιο έπραξαν και οι Ροδίτες, οι οποίοι κοντά στα θαλασσινά τους τείχη

ανήγειραν τη μεγάλη εκκλησία της Παναγιάς «της Νίκης» για λογαριασμό των

καθολικών, και την εκκλησία του Αγ. Παντελεήμονα για λογαριασμό των ορθοδόξων

γιορτάζοντας ακριβώς το γεγονός της νίκης τους επί των Τούρκων.

Οπωσδήποτε όμως όλη αυτή η εμπλοκή με το μεσαιωνικό όνομα της

Τήλου και την δήθεν κυριότητα των Βενετών Cornaro στο νησί, έδωσε την πολιτική

πλατφόρμα στους Ιταλούς το 1912 να επιχειρηματολογήσουν για την ιταλική κτήση

των Δωδεκανήσων στα οποία εισέβαλαν δήθεν ως ελευθερωτές …

2. Στις περιπτώσεις της πολιτικής προπαγάνδας για την διεκδίκηση ζωνών και

τμημάτων εδαφών (βλ. το Κεφ. VIII) σε ό,τι αφορά στον ελληνικό χώρο, εντάσσονται

οι ποικίλοι χάρτες της τελευταίας τριανταετίας που συντάσσονται από επιτελεία

καθοδηγούμενων γεωπολιτικών συμφερόντων, όπως της λεγόμενης «Μακεδονίας του

Αιγαίου», της «Μεγάλης Αλβανίας» και των Υμίων (τα Ίμια) στο ΝΑ. Αιγαίο (βλ.

εκτενώς στους Καλλιβρετάκης, και Πανταζής 2006).

Page 105: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

105

ΚΕΦ. XIII. BUONDELMONTI ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΥΘΟΛΟΓΙΕΣ

Οι λανθασμένες μεταφορές, μεταγραφές και μεταλλάξεις σε άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα

που υπέστησαν τα τοπωνύμια των ελληνικών νησιών επί των χαρτών – πορτολάνων

και στα κείμενα των ιζολαρίων δημιούργησαν γύρω από κάποια και σχετικές

παραμυθολογίες εξαιτίας της εσφαλμένης καταγραφής τους στους χάρτες. Δεν κάνω

λόγο βέβαια για όλες εκείνες τις ανεδαφικές ετυμολογίες που δίδουν τα διάφορα

αντίγραφα των έργων του Buondelmonti (Gerola, 6 – 46) για να ερμηνεύσουν τη

σημασία των ονομάτων των νησιών ανάγοντας με επιμονή τις ομόηχες λέξεις στις

αντίστοιχες των λατινικών λεξικών, όπως ότι οι Λειψοί προφερόμενοι στον

Μεσαίωνα Διψοί σημαίνουν δίψα και η Κως που από τους ντόπιους προφερόταν

«στην Κώο» (ακουστικά, Goo) σήμαινε γόος….

Θα αναφέρω απλώς ενδεικτικά μερικές από τις περιπτώσεις αυτές, των οποίων τα

ακούσματα ήταν μέχρι πρόσφατα σε ισχύ.

Το αρχαίο λιμάνι του Πειραιά που από τα χρόνια της καταλήψεως της

Αττικής από τους Φράγκους έλαβε την ονομασία porto Setines, δηλαδή λιμάνι της

Αθήνας (άλλη μεταβολή κι εδώ), σηματοδοτείτο από την παρουσία στην παραλία του

μυχού με ένα αρχαίο λιοντάρι του τύπου της Χαιρώνειας. Αυτό, μέσα στην απέραντη

ερημιά του τόπου, στεκόταν ως σημείο – οδηγός για τον κατάπλου των πλοίων που

έφθαναν ως εδώ, γι’ αυτό και ζωγραφίστηκε πάνω στους ναυτικούς χάρτες της

εποχής (1318 κ.ε) και μάλιστα έδωσε στο λιμάνι την εναλλακτική ονομασία porto -

Leone (ή Lion). Η μεγαλοπρεπής παρουσία του με τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά

των ματιών και το ανοιχτό στόμα του έδωσε ωστόσο στους Αθηναίους καλλιεργητές

του τόπου και στους Κουλουριώτες και Αιγηνίτες ναυτικούς την αφορμή να

σχηματίσουν τον θρύλο ότι επρόκειτο για έναν «δράκο» που με την παρουσία του

προξενούσε ρίγη φόβου. Έκτοτε η επικρατούσα ονομασία του λιμανιού

αντικαταστάθηκε με αυτήν του πόρτο-Δράκο, έως ότου ο Βενετός Franc. Morosini

το μετέφερε το 1689 και το έστησε έξω από την Arsenale της Βενετίας, ενώ όπως

απεδείχθη επρόκειτο για το όνομα ενός Αθηναίου κατόχου όλης εκείνης της περιοχής,

που έφερε το όνομα Δράκος (Κουτελάκης, Ανασκευή, 8 – 12. Επίσης Κουτελάκης

2000).

Παραμυθολογία θεωρώ και την εξήγηση για την ονομασία Ταμπούρια στα

δυτικά του Πειραιά. Είναι γνωστό ότι οι Καταλανοί κατακτητές του Δουκάτου της

Θήβας και των Αθηνών, αμέσως μετά από τη διευθέτηση των τρεχόντων θεμάτων,

μοίρασαν μεταξύ των διαφόρων αξιωματούχων τους τις γαίες και τις προσόδους που

προέρχονταν από αυτές διατηρώντας για τον εαυτό τους το προνόμιο να

μεταχειρίζονται ως res, σύμφωνα με το φεουδαλικό δυτικό σύστημα, και κατά το

δοκούν, και τους πτωχούς ανθρώπους που έτυχε να κατοικούν στις διάφορες

τοποθεσίες των κτήσεών τους. Στον μόνο ελληνικής καταγωγής αλλά δίγλωσσο

άνθρωπο της εμπιστοσύνης τους στον οποίο δώρισαν εκτάσεις για τις υπηρεσίες που

τους προσέφερε, ήταν ο διερμηνέας τους και συμπολεμιστής τους Ρέντης. Η

παρουσία του επιβιώνει μέχρι σήμερα στον ομώνυμο Δήμο (Άγ. Ιωάννης Ρέντη), τα

όρια του οποίου συνέπιπταν με τις καλλιεργήσιμες εκείνες εκτάσεις μέσα στις οποίες

είχε ο θετός γιος του ανεγείρει και ένα εκκλησάκι προς τιμή του Αγίου Ιωάννη (εξού

και ο σημερινός Δήμος Αγ. Ιωάννου Ρέντη).

Η μοιρασιά των γαιών δεν περιορίστηκε μόνο στα κτήματα γύρω από τον κοντινό

περίγυρο της Αθήνας, αλλά επεκτάθηκε και στις μετά τον Κηφισό εκτάσεις, που δια

μέσου του τεράστιου Ελαιώνα έφθαναν μέχρι τις ΒΑ. παρυφές του Πειραιά, δηλαδή

στο επί τουρκοκρατίας ονομαζόμενο «χωριό χατζη-Ρήγα» (σημερινή Κοκκινιά) και Δ.

Page 106: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

106

μέχρι το σημερινό Κερατσίνι. Κέντρο αυτής της περιοχής του Κερατσινίου είναι η

θέση «Ταμπούρια», γνωστή με αυτό το όνομα μέχρι σήμερα.

Είναι γνωστό ότι στο Κερατσίνι έδωσαν τις μάχες τους οι Έλληνες του Καραϊσκάκη,

του Νοταρά, του Τζαβέλα και του Μακρυγιάννη και ότι εδώ εξέπνευσε ο Γεώργιος

Καραϊσκάκης, όταν δέχθηκε αδέσποτη σφαίρα. Επειδή οι αγωνιστές αμύνθηκαν κατά

των Τούρκων μέσα σε πρόχειρες ξερολιθικές κατασκευές, τις οποίες περιγράφει ο

Μακρυγιάννης, έμεινε η εντύπωση ότι η περιοχή έλαβε το όνομά της από αυτές, οι

οποίες στην γλώσσα της εποχής ονομάζονταν ταμπούρι – ταμπούρια, προφανώς

τεχνικός όρος προερχόμενος από την ιταλική λέξη tambureggiare που σημαίνει

σφυροκοπώ τον αντίπαλο ή σφυροκοπώ με το πυροβολικό.

Και μέχρις εδώ καλά. Το ερώτημα που τίθεται είναι, γιατί μόνο αυτή η θέση

ονομάστηκε ταμπούρια, αφού αυτή η στρατιωτική τεχνική (κυκλική ή ημικυκλική

ξερολιθική κατασκευή μικρού ύψους σκεπασμένη με κλαριά) εφαρμοζόταν από τους

αγωνιστές από την αρχή της ελληνικής Επανάστασης σε όλες τις περιπτώσεις μαχών

στην στεριά, όπως στα Δερβενάκια, στους Μύλους, στο Βαλτέτσι, στην Αθήνα,

παντού αλλού ;

Μοιάζει με την περίπτωση ενός νησιού του Αιγαίου, της Τήλου, που στον Μεσαίωνα

έφερε την ονομασία Επισκοπή, διότι δήθεν ήταν έδρα Επισκόπου, επειδή αρκούσε ο

συλλογισμός αυτών που επιχείρησαν να ετυμολογήσουν το όνομά της ότι έχουν

εντοπιστεί στο νησί τρεις παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Ωστόσο μεγαλύτερα νησιά

με περισσότερες βασιλικές και με πιστοποιημένη αρχαιολογικώς και γραμματειακώς

την ύπαρξη έδρας Επισκόπου, δεν έφεραν ποτέ την ονομασία Επισκοπή….

Ποια εξήγηση λοιπόν επιδέχεται η ονομασία «Ταμπούρια» στο Κερατσίνι ;

Κατά τη γνώμη μου η λύση βρίσκεται στη σχέση γης, προσόδων και ιδιοκτήτη μέσα

στο πλαίσιο των μορφών πλουτισμού και κέρδους που επικρατούσαν τότε από την

κατοχή καλλιεργούμενων εκτάσεων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί από τα χρόνια

των βυζαντινών τιμαρίων και των Δυτικών φέουδων.

Η παρουσία μεγαλοτσιφλικάδων μέχρι τα χρόνια του Ανδρέα Συγγρού και του

αναδασμού που ακολούθησε τις αγροτικές επαναστάσεις στη νεώτερη Ελλάδα, είναι

ο δείκτης κατανόησης αυτών των μηχανισμών γαιοκτησίας που καρπωνόταν τα

προϊόντα των φτωχών αγροτών και των κολλήγων.

Με βάση το σκεπτικό αυτό είναι πολύ πιθανό ένας από τους Καταλανούς

αξιωματούχους – κατόχους της γης στο Κερατσίνι να διαιώνισε το όνομά του δια

μέσου των παροίκων –αγροτών που καλλιεργούσαν τις εκτάσεις του. Πιθανολογώ ότι

επρόκειτο για εθνικό όνομα, δηλαδή όνομα που φανερώνει την καταγωγή του, όπως

μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμε το Κρητικός, Πελοποννήσιος, Ζακυθηνός, Αξιώτης,

Τηνιακός κ.α.π. ως κανονικά επίθετα.

Ως τέτοιο λοιπόν υποδεικνύεται η περιοχή της Καταλωνίας, και άρα το επίθετο, “D’

Ampouria” που αφενός συνταυτίζεται με τα προτεινόμενα ιστορικά δεδομένα και

αφετέρου σηματοδοτεί μια αρχαία ελληνική εμπορική αποικία στην Ισπανία, το

Εμπόρειον, μετατροπή της προφοράς του οποίου είναι η ισπανική λέξη

“D’Ampouria”.

Πιστεύω ότι με την πρότασή μου αυτή, τα Ταμπούρια του Κερατσινίου εντάσσονται

ομαλά στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής εκείνης που μας έχει αφήσει ανάλογα

τοπωνύμια ιδιοκτητών από μεγαλο-γαιοκτήμονες, Έλληνες και ξένους, όπως τα

Λεγούρια στην Αττική, το Ρέντη, τα Σωπόλια (με ωμέγα), το Δαλαμανάρα κ.λ.π.

Αν το σκεπτικό είναι ορθό και δεν ανατραπεί από νεώτερες επιστημονικές

προτάσεις και όχι από παρετυμολογίες και λαϊκές εκδοχές που δεν εδράζονται σε

σοβαρά επιστημονικά ερείσματα, τότε η Ιστορία του σημερινού Κερατσινίου

βαθαίνει ακόμη περισσότερο πιστοποιημένη τουλάχιστον για τη θέση Ταμπούρια

Page 107: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

107

μέχρι το 1362 κι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για την ευρύτερη Ιστορία του

Πειραιά γενικά, αφού οι ειδήσεις για την περίοδο και την περιοχή αυτή απουσιάζουν

παντελώς.

Στο ανατολικό Αιγαίο το ακρωτήριο Δράκανο της Ικαρίας (Μελάς, 47,

49) με τον ελληνιστικό πύργο – φανό (βλ. πιο πάνω) που σώζεται ακόμη σε αρκετά

καλή κατάσταση, και αποτελούσε καταφύγιο – κρυψώνα, σημείο αναφοράς αλλά και

θαυμασμού για τους κουρσάρους και πειρατές του Μεσαίωνα, ταυτίστηκε με το

ακρωτήριο Δρέκανο της Κω και τον εκεί λεγόμενο «πύργο του Τριχούτ ή Dracut» και

την αιχμαλωσία μέσα σ’ αυτόν «της ωραίας Rosalinda», επειδή ο Τούρκος αυτός

(πολιορκητής αργότερα της Μάλτας σε ηλικία 80 ετών) αιχμαλώτισε στα 1533 δύο

βενετικές γαλέρες με τους άρχοντες της Αίγινας και του Αναπλιού, τους κόμητες και

τους σοπρακόμητους, που κατευθύνονταν στο νησί από το Ναύπλιο (Κουτελάκης,

Κω, 391, σημ. 37 και 395), γεγονός που άφησε στους Βενετούς και Δυτικούς

χριστιανούς ναυτικούς, γεωγράφους και χαρτογράφους ανεξίτηλη αλγεινή ανάμνηση.

Ο θρύλος αυτός για την κατάντια των ευγενών Βενετών που υπέστησαν τα πάνδεινα

στην περιοχή της Σμύρνης όπου μεταφέρθηκαν, και η απώλεια δύο μεγάλων γαλερών

της Βενετίας έκανε τον γύρο του νησιωτικού κόσμου επενδυμένος με στοιχεία

μεσαιωνικού ρομάντζο σαν αυτό που διηγείται ο Nicolai de Martoni για την Φάτα

Μοργκάνα στα 1396, όταν επισκέφθηκε την Χαλκίδα (Koder, 219 – 227 και ειδικά

228), έως ότου ριζώσει στο χαρτογραφικό υλικό της Κω στα 1686 - 1690, μολονότι

αφορά τον εντυπωσιακό ελληνιστικής εποχής πύργο του Δράκανου της Ικαρίας.

Μια άλλη παραμυθολογία σχετίζεται με τον ίδιο γεωγραφικό χώρο και

πιο συγκεκριμένα τη Σάμο. Εδώ ήταν ζωντανή η Παράδοση για το «Καντήλι του

Κέρκη», δηλαδή για ένα φως που έλαμπε τη νύχτα πάνω στην κορυφή του βουνού

Κέρκης, το οποίο έβλεπαν οι ναυτικοί καθώς διέσχιζαν τον δίαυλο μεταξύ Σάμου και

Ικαρίας, αλλά όσο πλησίαζαν τόσο αυτό απομακρυνόταν…. Πιστευόταν μάλιστα στα

1656, και καταγράφηκε η σχετική δοξασία από τον τότε μητροπολίτη Ιωσήφ

Γεωργειρίνη στα 1677, ότι το φως προερχόταν από κάποια κρυμένα άγια λείψανα

ενός ασκητή (Βαρβούνης, 130. Πετρονώτης 56 - 57). Η παραμυθολογία για το

«Καντήλι» λάβαινε συχνά νέο περιεχόμενο, καθώς ευφάνταστοι άνθρωποι της

περιοχής πρόσθεταν κάθε τόσο νεώτερα στοιχεία και ειδικά από το 1823, το 1917 και

1940 – 50 (Πετρονώτης, 44 – 46, 54, 57).

Η άσβηστη περιέργεια για τον σχετικό θρύλο ώθησε το 1986 και μια ομάδα

ερευνητών με κεφαλή τον αρχιτέκτονα Αργύρη Πετρονώτη να αναρριχηθούν ως την

«Μαύρη Τρύπα», όπως λέγεται η σπηλιά στην οποία υπήρχε ή από την οποία

προερχόταν το φως (Πετρονώτης, 49 – 51). Όμως όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο

ερευνητής , «δεν βρέθηκε ούτε το ελάχιστο ίχνος από ιερή εγκατάσταση, κόγχη Ιερού,

κάποιο ίχνος λατρείας, τοιχογραφία, επιγραφή, χάραγμα…. Στοιχεία που

απομυθοποιούν και σχεδόν κονιορτοποιούν τη σχέση της Μεγάλης Ιστορίας με τις

Παραδόσεις. …Ούτε κι εμείς λοιπόν βρήκαμε ίχνος καπνιάς, ούτε φωτιάς, ούτε ίχνος

από καντήλι» (Πετρονώτης, 52, 54). Καταλήγοντας ο Αργύρης Πετρονώτης με ύφος

μελαγχολικό για τη διάψευση των προσδοκιών της ομάδας που ερεύνησε την σπηλιά,

επιλέγει : «Χρειάζεται επιστημονική ανασκαφή, μελέτη κειμένων, αναδίφηση αρχείων.

Γιατί τελικά αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν να παραιτηθούμε από την εξαίσια αυτή

Παράδοση;» (Πετρονώτης, 58).

Η περίπτωση για το «Καντήλι του Κέρκη» και η πρόταση του Αργύρη Πετρονώτη για

ανασκαφή, μελέτη κειμένων και αναδίφηση αρχείων ώστε να λυθεί το αίνιγμα,

θυμίζει την περίπτωση αρχαιολόγων που, οδηγημένοι από μεσαιωνικές ειδήσεις ή

Page 108: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

108

Παραδόσεις και με βάση το χαρτογραφικό υλικό της περιόδου εκείνης, ψάχνουν

ακατάπαυστα να εντοπίσουν μνημεία που στην πραγματικότητα δεν υφίστανται στον

συγκεκριμένο τόπο έρευνας. Ένας από αυτούς υπήρξε και ο γράφων στα πρώτα

επιστημονικά του βήματα που ερεύνησε σπιθαμή με σπιθαμή την ανατολική ακτή της

Τήλου προκειμένου να εντοπίσει τα ερείπια ενός αρχαίου ναού της «Venere dea»,

σύμφωνα με την είδηση του Piacenza στα 1688 και του χαρτογράφου p. Vincenzo

Coronelli στα 1696, ενώ επρόκειτο τελικά για μεταφορά της ονομασίας του αρχαίου

ναού (λόγω του γνωστού επεισοδίου με το περίφημο άγαλμα της Αφροδίτης) από την

Κνίδο στην Τήλο, εξαιτίας της χάραξης του τοπωνύμιου σε ξυλογραφικό χάρτη. Η

χάραξη αυτή μετακίνησε «το ναό της Αφροδίτης» από την Κνίδο στην ανατολική

ακτή του νησιού (βλ. το Κεφ.ΧΙΙΙ). Έχοντας κατά νου την σχετική περίπτωση υπήρξα

πλέον πολύ επιφυλακτικός τόσο με τις σχετικές μεσαιωνικές Παραδόσεις που

σώζονται στο Αιγαίο, όσο και με τις καταγραφές των τοπωνυμίων επί των χαρτών.

Η παραμυθολογία για το Καντήλι στη Σάμο μπορεί μεν να έχει βάθος χρόνου που

φθάνει ενδεχομένως μέχρι την εποχή που συντάσσει το χειρόγραφο νησιολόγιό του ο

Cristof. Buondelmonti (1415-1435), όμως δεν έχει κανένα πραγματικό έρεισμα (αν η

Παράδοση υπήρχε στις μέρες του, θα την ανέφερε), αφού πρόκειται και στην

περίπτωση αυτή για χαρτογραφικό λάθος. Όπως εξήγησα και πιο πάνω (βλ.στο

κεφάλαιο «Μεταλλάξεις τοπωνυμίων»), το λιμάνι του Μαράθο(καμπου) της Σάμου

μεταγράφηκε λανθασμένα σε Mando. Στη συνέχεια συσχετίστηκε από τους Δυτικούς

με τον χάρτη του Cristoforo Buondelmonti, ο οποίος καταγράφει το όρος Άμπελο ως

M.(= monte, όρος) Ampelo. Ενωποιήθηκε κατόπιν η ονομασία του βουνού με το

αρχικό Μ και προέκυψε το Mandelo και από κακή ανάγνωση κατά την αντιγραφή

στους χάρτες εμφανίστηκε ως Mandale και τελικά μετέπεσε σε Candele. Η ελληνική

απόδοση του τελευταίου ως «Καντήλι» ήταν αρκετή για να ενισχύσει την πεποίθηση

των Ελλήνων ναυτίλων ότι επρόκειτο όντως για ένα φως που το έβλεπαν οι ναυτικοί

(μάλλον γραμμένο στον χάρτη της ναυσιπλοΐας τους παρά στην πραγματικότητα) να

αιωρείται εκεί ψηλά στην κορυφή του Κέρκη (Κουτελάκης 1998, 174, 197, 199 –

200) και να ερεθίσει τους σύγχρονους ερευνητές στο να αποκαλύψουν ένα θησαυρό

που απεδείχθη άνθρακας (Πετρονώτης, ό.π). Έτσι και τα συμπεράσματα από τη

Σαμιακή αγιολογική Παράδοση περί λειψάνων του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και

της σχέσης του με «το Καντήλι στον Κέρκη» (Βαρβούνης, 130) μάλλον με πολύ

σκεπτικισμό και επιφύλαξη θα πρέπει να εκληφθούν. Θυμίζει ωστόσο το γνωστό

διήγημα του Αλέξ. Παπαδιαμάντη «το Άνθος του γιαλού», σύμφωνα με το οποίο, όσο

οι δύο φίλοι πλησίαζαν με το πλεούμενό τους να το δουν από κοντά, τόσο αυτό

απομακρυνόταν. Κι αυτό γιατί το φως που τριγύριζε εδώ κι εκεί ήταν η ψυχή του

παλληκαριού που δεν κατόρθωσε ποτέ να επιστρέψει για να νυμφευτεί την όμορφη

πριγκίπισα, τη Λουλούδα. Επρόκειτο για το φως που έβλεπε μόνο ο ελαφροΐσκιωτος

ναυτικός - βαρκάρης της Σκιάθου….

Η περίπτωση της νησίδας «Αρκουδονήσι» που βρίσκεται στο πλάϊ της

Σάμου, γνωστή σήμερα ως Σαμιοπούλα τουλάχιστον από το 1703 σε χάρτη, ανήκει σε

μια άλλη παραμυθολογία που σχετίζεται με τον ίδιο το χάρτη της Σάμου. Η ονομασία

της Σαμιοπούλας με την υποκοριστική κατάληξη σχετίζεται αναμφίβολα με τη θέση

της κοντά στη Σάμο και φυσικά με το μικρότερο μέγεθός της σε σχέση μ’εκείνη

(Κουτελάκης 1998, 180 Νο 16). Άλλωστε αυτό υποδεικνύει και η υποκοριστική της

κατάληξη. Ανάλογες περιπτώσεις από το πολύνησο του Αιγαίου είναι γνωστές, όπως

Σέριφος και Σερφοπούλα, Σκύρος και Σκυροπούλα κ.λ.π.

Το ίδιο συνέβη και με την παλαιότερη ονομασία της νησίδας αυτής ως Αρκουδονήσι

που απηχεί λογικά τη θέση του κοντά σε ένα μεγάλο νησί (τη Σάμο) με την ονομασία

Page 109: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

109

Αρκούδα ! Περίεργο, αλλά όχι παράδοξο. Στους χάρτες πολλά μπορούν να συμβούν !

Η ανάλυση όλου του χαρτογραφικού υλικού της Σάμου από τον γράφοντα προσέφερε

πέρα από τα σημαντικά νέα ιστορικά στοιχεία και την καταγραφή τοπωνυμίων που

διασώθηκαν αλλοιωμένα μέσω των χαρτών μαζί με την αρμόζουσα παραμυθολογία.

Έτσι ενώ η Σάμος στα χειρόγραφα του Τούρκου ναύαρχου Piri reis (1521, αλλά με

αναδρομές μέχρι και τον Βαγιαζίτ Α΄που πέθανε στα 1403) αναφέρεται ως Susam, το

μεγαλύτερο νησί στο πλάϊ της, η αρχαία Ναρθηκίς ή Τραγία (η σημερινή

Σαμιοπούλα), καταγράφεται με αρ. 7 ως Ayi adasi, δηλαδή Αρκουδονήσι (Λούπης,

224-230), γεγονός που παραπέμπει σε ακόμη προγενέστερη χαρτογραφική παγιωμένη

για τη μορφολογία της Σάμου κατάσταση, πιθανότατα από τα χρόνια των Γενοβέζων.

Απόηχος εκείνης της σχεδίασης του νησιού ανιχνεύεται σε μεταγενέστερους χάρτες

που καταγράφουν το Αρκουδονήσι με την ακατανόητη ονομασία Lunoso

προερχόμενη, όπως απέδειξα, από την αρχική ιταλική (βενετσιάνικη) καταχώρησή

της ως L’ Urso, το οποίο σαφώς αποδίδει την ελληνική λέξη Αρκούδα (Κουτελάκης,

Σάμος, 176, 206 σημ. 63 και 214 σημ. 120). Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το

νησί της Σάμου παράλληλα με την αρχαία ελληνική του ονομασία απέκτησε στον

Μεσαίωνα και αυτήν της Αρκούδας, επειδή είναι φανερό και από δύο τοπωνύμια ότι

υφίσταντο αρκούδες, γεγονός που ίσως επιβεβαιώνει (αν δεν είναι παραμυθολογία)

ένα περιστατικό που συνέβη σε Δαλματό στρατιώτη των Βενετών στα 1472

(Κουτελάκης, Σάμος, 194). Όμως μια τέτοια εκδοχή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να

σηματοδοτήσει και να ονοματοδοτήσει χαρτογραφικά ένα μεγάλο νησί. Νομίζω ότι η

λύση βρίσκεται στη μορφή που εμφάνισε ο χάρτης της Σάμου μετά την σχεδίασή του.

Πράγματι αν παρατηρήσει κανείς τα σχέδια των χαρτών της Σάμου τόσο στα

χειρόγραφα του Piri reis, όσο και στου Boschini, αλλά και στο μεταγενέστερο της

Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού με σίγκλο GE. FF. 13731 (Κουτελάκης 1998,

230-233 και Λούπης, 227-228) έκπληκτος διαπιστώνει αυτό που έβλεπαν και οι

ναυτικοί του Μεσαίωνα. Η Σάμος εμφανιζόταν επί του χάρτη σαν μια τεράστια όρθια

αρκούδα (φωτ. 20)! Κατ’ αυτό τον τρόπο το μικρό Αρκουδονήσι των χαρτών αποκτά

υπόσταση στο πλάϊ της ….

Νοτιότερα, στο χώρο της σημερινής Δωδεκανήσου, ο Nicolai de Martoni

(1394-1396) ενώ βρισκόταν στη Ρόδο, πληροφορείται από τον ιππότη - μοναχό

Domenico d’ Alemagna [Βλ. Leon le Grand, Relation du pèlerinage à Jerusalem

de Nicolas de Martoni, Revue de LΌrient Latin, τ. 3 (1895) σ. 639] ότι «κοντά στη

Ρόδο, περί τα 50 μίλια είναι κάποιο νησί ονόματι Piscopia (Τήλος) στο οποίο οι

άνθρωποι έχουν τη χάρη εξαιτίας της αρετής και της ευλογίας που τους δόθηκε δια

μέσου του αγίου Νικολάου, ώστε όλα τα σιδηρικά, οποιουδήποτε είδους κι αν

υπάρχουν, να μη καταναλώνονται και να μη λιώνουν ...». Tην πληροφορία του την

αντιγράφει στα 1506 ο Guylforde Richard, κι από αυτόν άλλοι μεταγενέστεροι.

Πράγματι, από τις σχετικές έρευνές μου προκύπτει το εξής παράδοξο: Ο Cr.

Buondelmonti (βλ.και το χειρόγραφο αρ. 71 της Γενναδίου Βιβλιοθήκης, φύλλο

12) μιλώντας για το κοντινό νησί της Χάλκης, αναφέρει στα 1415-1430 το πιο

πάνω περιστατικό που διηγείται ο Nicolai de Martoni ως φαινόμενο στην Τήλο, ο

οποίος έγραψε τις εντυπώσεις του 25 χρόνια περίπου πριν από τον Φλωρεντινό

μοναχό. Ποιός από τους δύο λέει το σωστό; Ο συμβολαιογράφος και αξιόπιστος

ταξιδιώτης Nicolai de Martoni, που φθάνει στη Ρόδο και μένει λίγες μέρες αλλά

είναι κατηγορηματικός για την πληροφορία που την επιβεβαίωσαν κι άλλοι ή ο Cr.

Buondelmonti, που έζησε εκεί οκτώ χρόνια, έμαθε ελληνικά, διάβασε κείμενα,

πληροφορήθηκε τρέχοντα ή πρόσφατα γεγονότα και γνώρισε ανθρώπους και

καταστάσεις; (βλ. το Κεφ. ΧΙ,1 αρ. 18 και το Κεφ. ΧΙΙΙ). O Cristoforo

Page 110: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

110

Buondelmonti μιλώντας για το νησί της Χάλκης παραθέτει την ακόλουθη

Παράδοση που σχετίζεται παρεμφερώς με τα σιδηρικά: «…στις προσευχές τους οι

κάτοικοι ευγνωμονούν τον άγιο Νικόλαο, επειδή δεν αφανίστηκαν σ’ αυτά τα

πετρώδη και άνυδρα βουνά, παρόλο που εργάζονταν σκληρά για να εξορύξουν

σίδηρο. Από τότε μέχρι σήμερα σώζονται ακέραια τα μεταλλεία αυτά και τα

θεωρούν οι κάτοικοι ως εξέχουσα προίκα για τις θυγατέρες τους…» (Μπενέτος,

613-614).

Οι σχετικές έρευνες απέδειξαν ότι τόσο στη Χάλκη όσο και στην Τήλο (φωτ.

18) δεν υφίσταται κανένα μεταλλείο και επομένως τα όσα αναφέρει ο Cr.

Buondelmonti τελούν υπό αμφισβήτηση, αλλά παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον

Μπενέτο «η παράδοση θα πρέπει να απηχεί ένα ιστορικό ή μυθολογικό υπόβαθρο»

(Μπενέτος, 618 - 620). Πρέπει ωστόσο να τονίσω εδώ ότι η σύνδεση Χάλκης και

αγίου Νικολάου δεν είναι απαραίτητο να ανάγεται στα πρώτα χριστιανικά χρόνια

«τον αιώνα που έζησε ο άγιος», επειδή «στον Μεσαίωνα ο μητροπολιτικός ναός του

κάστρου έφερε αυτή την ονομασία», ή επειδή «ανιχνεύτηκαν θεμελιώσεις κάτω από

αυτόν παλαιοχριστιανικού ναού προφανώς αφιερωμένου στον ίδιο άγιο», όπως

ισχυρίζεται στη διατριβή της η Σιγάλα (Σιγάλα 2005, 7-8), χωρίς αυτό να

αποκλείεται. Θεωρώ εξίσου πιθανό ο ναός του κάστρου, που σήμερα σώζεται σε

πολύ κακή κατάσταση (Σιγάλα 2005, 10), να απηχεί αναμνήσεις ανθρώπων που

ήλθαν ή μεταφέρθηκαν από την περιοχή του Λιβισιού και γενικότερα της Λυκίας,

το πιο πιθανό μετά την ανάκαμψη του Βυζαντίου από την επανακατάκτηση της

Κρήτης στα τέλη του 10ου

αιώνα. Σ’ αυτό συνηγορεί αφενός η εμφάνιση στα

νησιά τιμαριούχων βυζαντινών στρατιωτικών που άφησαν τα ονόματά τους ως

τοπωνύμια μέχρι σήμερα (Κουτελάκης, Τήνος, 258-9, 302-303 και Κουτελάκης,

Καραγιάννη, 44-46, 54-56), αλλά και το γεγονός ότι ο επίσκοπος Λυκίας

Νικόλαος, εκτοπίζει τον μέχρι τότε θαλασσινό άγιο Φωκά και γίνεται προστάτης

των ναυτικών της Λυκίας αρχικά, και μετά όλων των άλλων ναυτικών του

Αιγαίου σταδιακά, από το 732 και εξής (Κουτελάκης, Τήνος, 232, σημ. 6). Η

αναφορά του αγίου Νικολάου σε σχέση με τους κατοίκους της Χάλκης, όπως 25

χρόνια μετά την παρέλαβε και την ενσωμάτωσε ο Cristoforo Buondelmonti στο

έργο του, έδωσε στους ναυτικούς του Μεσαίωνα ένα νέο στίγμα επί του χάρτη

ναυσιπλοΐας τους προκαλώντας έκτοτε την σύγχυση μεταξύ του νησιού της

Δωδεκανήσου κι ενός άλλου στον κόλπο του Λιβισιού στις ακτές της Λυκίας που

ήταν γνωστό ως S. Nicolo ή και Barbanicolo (Κουτελάκης, Άγ. Παντελεήμονας,

31), επειδή γειτνίαζε με την πασίγνωστη τοποθεσία στην οποία ποίμανε ως

επίσκοπος και απεβίωσε ο μετέπειτα άγιος Νικόλαος.

Τί να υποθέσει κανείς από όλη αυτή την παραμυθολογία; Είναι υπεύθυνη

η φαντασία των ναυτικών του Μεσαίωνα και τα σφάλματα από τις παραναγνώσεις

των ελληνικών τοπωνυμίων στους χάρτες των Δυτικών ναυτικών του 13ου

αιώνα κ.ε.

που μαζί με την αρχαία Παράδοση πυροδότησαν τέτοιου είδους παραμυθολογίες, ή

μήπως κάποιες δικές τους Δυτικές μεσαιωνικές Παραδόσεις που μπόλιασαν τις

υπάρχουσες μέχρι τότε στον χώρο του Ανατολικού και Ν.Α. Αιγαίου, όπως τα

ταξιδιωτικά κείμενα του John Mandeville (Χατζηπαναγιώτη, 308) που αποτέλεσαν

τον κρίκο για τους μεταγενέστερους με τα μυθολογικά στοιχεία του Μεσαίωνα;

Στις λαϊκές ετυμολογίες και κατ’ επέκταση στις λαϊκές αντιλήψεις εμπίπτουν δύο

ακόμη περιπτώσεις που κατάντησαν παραμυθολογίες στο νησιωτικό κόσμο του

Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους. Πρόκειται για το Σαρακίνικο και για την αρχαία

ονομασία ορισμένων νησιών ως οφιούσα και υδρούσα.

Page 111: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

111

Σαρακίνικο χαρακτηρίζεται συνήθως ένα λιμανάκι στα νησιά και στις ακτογραμμές

του ελληνικού χώρου, προφανώς γιατί εκεί λιμενίζονταν Σαρακηνοί, δηλαδή Άραβες

από την εποχή της καταλήψεως της Κρήτης και της Ρόδου, οι οποίοι επέδραμαν στο

Αιγαίο, πολιόρκησαν ακόμη και την Κων/λη το 717 μ.Χ, εξανδραπόδισαν

ανθρώπους, αιχμαλώτισαν άλλους και επέβαλαν την καταβολή φόρων στους

νησιώτες. Κατά συνεκδοχή έτσι ονομάστηκαν από τους νησιώτες του Αιγαίου οι

παντός είδους πειρατές (άλλωστε saraka στα αραβικά σημαίνει ληστεία) κατά τον

Μεσαίωνα, κυρίως όσοι είχαν χρώμα όψης όμοιο με την σκούρα επιδερμίδα των

Αράβων. Η επιβίωση παμπάλαιων αλγεινών εντυπώσεων στους σημερινούς

απλοϊκούς νησιώτες είναι φανερή και από διάφορες εκφράσεις της καθημερινότητάς

τους. Για παράδειγμα, γέρος νησιώτης της Ίου το 1980 που επισκέφθηκα το νησί,

επειδή δεν υπάκουε στις προτροπές του η επτάχρονη εγγονή του, την στόλισε με την

έκφραση «α μωρή, που να σε πάρουν οι Καταλανοί !». Μιλάμε λοιπόν για γεγονότα

που σχετίζονται με την παρουσία τους στο Αιγαίο από το 1286 έως το 1306-1403,

τότε που άρπαζαν τους ανθρώπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας και τους

οδηγούσαν μέσω Σάμου και Σμύρνης προς πώληση στην Ευρώπη (Κουτελάκης 1998.

Του ίδιου, Κως, 388, σημ. 24).

Για τις τοποθεσίες λοιπόν Σαρακίνη και Σαρακίνικο στη σελίδα 185, σημ. 3 του

βιβλίου μου «Τήνος, αρχαία και χριστιανική» αποδεικνύω περίτρανα με παραδείγματα

το σφάλμα να αποδίδονται όλα αυτά τα τοπωνύμια σε Σαρακηνούς, και γράφω επί

λέξει : «Πρόκειται για κυριώνυμα ή Οικωνύμια, οι κάτοχοι των οποίων ελέγοντο έτσι,

επειδή προφανώς ήταν μελαχρινοί σαν τους Σαρακηνούς ....».

Με την ίδια λέξη (Σαρακηνό) χαρακτηρίζουμε ακόμη και σήμερα τους

σκουρόχρωμους, τους μαυριδερούς, τους πολύ μελαχρινούς. Μια τέτοια περίπτωση

ήταν ο οικιστής του Ηραίου της Σάμου στα 1567, ο οποίος καταγόταν από τα

Δωδεκάνησα (Κρητικο-Πάτμιος), ονόματι Νικόλαος Αναγνώστης με το παρωνύμιο

Σαρακίνης. Από αυτό του το παρωνύμιο δηλώνεται μέχρι σήμερα ο πύργος-κατοικία

του στο Ηραίο ως «πύργος του Σαρακίνη» (Κρητικίδης Εμμ., Τοπογραφία αρχαία και

σημερινή της Σάμου, εν Ερμουπόλει 1869, 3, 13. Επίσης Κουτελάκης, Τήνος, 185

σημ.3). Μια δεύτερη περίπτωση είναι κάποιος «Σαρακίνης» του Τριαντάρου Τήνου ο

οποίος κατείχε μια μεγάλη έκταση με κτήματα στην κοντινή παραλία, η οποία για τον

λόγο αυτό ονομαζόταν «Σαρακίνικο». Αλλά «Σαρακίνης», ως επίθετο υπήρξε και

στην Άνδρο μεταξύ των Αρβανιτών κατοίκων του νησιού, δηλαδή από το 1570 και

εξής, όταν τμήμα του νησιού εποικίστηκε από Αλβανούς, χωρίς να διαθέτει

ιδιοκτησίες σε κάποια από τα παράλια της Άνδρου. Οι δικές του εκτάσεις αντιθέτως

βρίσκονταν σε απομακρυσμένες περιοχές από τη θάλασσα, όπως και το χωριό της

Αρκαδίας (Θωμόπουλος 1988) κι αυτό αποδεικνύει ότι οι τοποθεσίες με την

ονομασία Σαρακίνικο εκτός βεβαιωμένης από τις ιστορικές πηγές σύχνασης Αράβων

στα συγκεκριμένα νησιά, όπως στη Νάξο από την οποία τεκμηριωμένα εισέπραταν

ετήσιους φόρους, δείχνουν κυρίως τα κτήματα, την ιδιοκτησία ενός ντόπιου που

έφερε αυτό το παρωνύμιο λόγω της επιδερμίδας του, ή γιατί του δόθηκε αυτό το

όνομα ως βαφτιστικό, συνήθεια που σχετιζόταν με την λαϊκή αντίληψη ότι οι

Σαρακηνοί είχαν μαγική δύναμη ικανή να αποτρέψει το θάνατο των ασθενικών

παιδιών [Πάπυρος-Larousse-Britannica 46 (2007) 52].

Η ονομασία Υδρούσα και Οφιούσα με την οποία χαρακτηρίζονται αρκετά νησιά του

Αιγαίου (βλ. Καραντζή-Ανδρειωμένου, 140) με απασχόλησε στο παρελθόν εξαιτίας

του γεγονότος ότι τρία από αυτά, δηλαδή η Άνδρος, η Τήνος και η Κέως έφεραν

ταυτόχρονα και τα δύο αυτά επίθετα. Στη μελέτη μου (Κουτελάκης 1996) υποστήριξα

με αρκετά επιχειρήματα και αναφορές στις αρχαίες πηγές ότι και τα δύο αυτά

Page 112: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

112

περιεκτικά επίθετα που δηλώνουν αφθονία ύλης, ουσιαστικά δηλώνουν το ίδιο

πράγμα και συγκεκριμένα την ύπαρξη δασών τουλάχιστον μέχρι την περίοδο κατά

την οποία οι τότε τεχνολογίες της καμίνευσης για την παραγωγή μετάλλων (χαλκού

και κατόπιν σιδήρου) προκάλεσαν την κατάρρευση ιδίως στα νησιά των Κυκλάδων,

αλλά και της Κύπρου του δασικού πλούτου. Αυτή η απώλεια των δασών είναι γνωστό

ότι μεγιστοποιήθηκε με την ενεργοποίηση των μεταλλείων του αρχαίου Λαυρείου

από τους Αθηναίους και τους Σιφνίους και μάλιστα οι πρώτοι επέβαλαν στους

Κυκλαδίτες συμμάχους τους την παράδοση της καύσιμης ύλης στο Λαύρειο, στην

παραλία του οποίου σώζονται αρκετά καμίνια, μετά την καταστροφή του δασικού

πλούτου της Αττικής (Κουτελάκης, Τήνος, 60, 99-100, 136, 142-143, 165, 190).

Ας συνοψίσω όμως τι σήμαιναν τα δύο αυτά επίθετα για τα νησιά, τα οποία οι

αρχαίοι ονομάτιζαν έτσι.

Πρώτα-πρώτα είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξη

άνθρωπος σ’ αυτά χωρίς τη ζωογόνο παρουσία των νερών. Αυτό όμως δεν είναι

επιχείρημα ότι από τα άφθονα νερά έλαβαν την ονομασία «Υδρούσα», γιατί αν η

Άνδρος και η Τήνος δεχθούμε ότι έχουν αρκετές πηγές, σύμφωνα με όσα

υποστηρίζουν όσοι δέχονται αυτή την ερμηνεία, τότε γιατί δεν λέγονται έτσι και άλλα

νησιά του Αιγαίου, όπου το τρεχούμενο νερό χύνεται στη θάλασσα και μάλιστα σε

μεγάλες ποσότητες ; Θα παραβάλλω ως παράδειγμα τη Θάσο, τη Σαμοθράκη, τη

Σάμο, την Εύβοια κ.α.

Έγραφα λοιπόν ότι την εξήγηση για το «Υδρούσα» μας την δίνουν οι ίδιοι οι αρχαίοι,

όταν κάνοντας λόγο για τον Υδρούντα της Κάτω Ιταλίας (σημερινό Ότραντο),

αναφέρουν ότι η παλαιότερη ονομασία του ήταν «Δρυούς» (Κουτελάκης 1996, 37 και

Κουτελάκης 1998, 218). Υποστήριξα τότε και εξακολουθώ να εμμένω στην άποψη

ότι το Υδρούς–Υδρούσα προέκυψε με αναγραμματισμό από το Δρυούς–Δρυούσα,

δηλωτικό δάσους, όχι απαραιτήτως αποτελούμενου από δρυς, καθώς στην

αρχαιότητα η λέξη είχε ευρύτερη έννοια.

Το Οφιούσα πάλι, μπορεί να παραπέμπει στη σκέψη ότι πρόκειται για τόπο με πολλά

φίδια γιατί έτσι το παραδίδουν οι αρχαίοι (βλ. Καραντζή – Ανδρειωμένου, 143 – 150,

161), αλλά νομίζω πως ο έλεγχος των αρχαίων πηγών πρέπει να υπακούει πρωτίστως

στη λογική του τι δεν είναι το δηλούμενο. Έτσι απεδείχθη ότι και οι Κυκλάδες που

έλαβαν αυτή την ονομασία από τους αρχαίους γιατί δήθεν κυκλώνουν το ιερό νησί

της Δήλου, δεν έχουν καμιά γεωγραφική αντιστοιχία με την αυστηρή έννοια του

κύκλου γύρω από την Δήλο. Το αντίθετο μάλιστα (βλ. εδώ το Κεφ. ΙΙ).

Τι σημαίνει λοιπόν το περιεκτικό επίθετο οφιούσα; Είχα υποστηρίξει την θέση ότι

δηλώνει νησιά στα οποία αφθονούσαν οι φίδες, ένα είδος κέδρου, το οποίο

χαρακτηρίζεται από την ελισσόμενη μορφή του κορμού του σαν φίδι και από την

άσηπτη ιδιότητά του απέναντι στο νερό και στο σαράκι. Γι’ αυτό και οι νησιώτες επί

αιώνες το χρησιμοποίησαν κατά κόρο για τη στέγαση των σπιτιών και των

αποθηκευτικών τους χώρων, αλλά και για άλλες χρήσεις της φωτιάς (Κουτελάκης,

1996, 39 και Κουτελάκης 1998, 218). Όπου πλεόναζε, χαρακτήριζε με την παρουσία

του τον τόπο και ειδικά νησιά όπως την Τήνο, Κέα, Κύθνο, Άνδρο, Ρόδο, Κύπρο και

τα μικρονήσια με την ονομασία Εφιδούσα και Φιδούσα (φωτ. 3). Φυσικά δεν

αποκλείω την οπωσδήποτε δεδομένη παρουσία ερπετών στα νησιά, με τα οποία

νεότερη μελέτη συσχετίζει την παρουσία τους σε αυτά και επομένως το επίθετο

οφιούσα με την αφθονία τους (βλ. Καραντζή-Ανδρειωμένου, 151-154, 161). Ωστόσο

δεν εξηγείται επαρκώς γιατί νησιά μικρά σε έκταση ή και βραχονησίδια σαν την

Οφιούσα κοντά στη Γαύδο και τη Φιδούσα στα ανατολικά της Σχινούσας (φωτ. 3)

που δεν έχουν φίδια [Πάπυρος–Larousse-Britannica 49 (2007) 41] ή σαν την Κύθνο,

Page 113: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

113

με ελάχιστα φίδια και ίσως με μία μόνο ποικιλία εξακολουθούσαν να ονομάζονται

«οφιούσα» (Κουτελάκης, 39).

Ασφαλώς η λαϊκή Παράδοση έχει το δικαίωμα να δημιουργεί τον δικό της καμβά και

να προσδίδει τις δικές της λαϊκές ερμηνείες που πηγάζουν από την παρατήρηση του

περιβάλλοντος στο οποίο ανδρώθηκε, αλλά αποδοχές του τύπου ότι «οι γάτες έφαγαν

τα φαρμακερά, χοντρά σαν ποδάρι ανθρώπου, φίδια στο Ακρωτήρι της Κύπρου και

μετά εξαφανίστηκαν», θα πρέπει μόνο σκεπτικισμό να προκαλούν (βλ. Καραντζή-

Ανδρειωμένου, 140, σημ.4 και Παπαδόπουλος, τ. Γ΄, Ευρετήρια, 20, 285. Cortelazzo,

73). Εδώ πρόκειται για μια άλλη μεσαιωνικής προέλευσης παραμυθολογία που

σχετίζεται προφανώς με την καταγραφή στους χάρτες του Ακρωτηρίου της Κύπρου

ως Gata (και ελληνιστί γάτα!), το οποίο οι Γάλλοι κατακτητές του νησιού και

Έλληνες ναυτικοί ακρωτηρίασαν αποκόπτοντας, από το αρχικό όνομά του Agata, το

πρώτο γράμμα, ενώ αντιστοιχούσε στην ύπαρξη ναού (συνήθως υπόσκαφου) με τον

οποίο τιμώταν η αγία Αγάθη (βλ. εδώ το Κεφ. ΧΙ).

Αν ωστόσο η ετυμολογία του επιθέτου οφιούσα δεν υποδεικνύει την

αφθονία δασών (βλ. Καραντζή-Ανδρειωμένου, 142), θεωρώ περισσότερο λογική τη

σχέση του με κάποια νησιά, όπως η Τήνος, κυρίως σε ότι αφορά αρχαία δρώμενα

οφιολατρείας (Καραντζή-Ανδρειωμένου, 149, 152, 154-161 και Κουτελάκης, Τήνος,

142-143, 146).

Θα κλείσω το κεφάλαιο αυτό με μια ακόμη ζώσα παράδοση-παραμυθολογία για να

καταδειχθεί ενδεχομένως ο βαθμός επιβίωσης ιστορικών δεδομένων από την

αρχαιότητα.

Οι ανασκαφές του Χρήστου Μπουλώτη στο νησάκι «Κούκονος», το γνωστό πια ως

«Κουκονήσι» στον κόλπο του Μούδρου στη Λήμνο έφεραν στο φως κτίσματα μιας

αλλεπάλληλης και αδιάσπαστης κατοίκησης από την Πρώϊμη Χαλκοκρατία μέχρι και

τη Γεωμετρική εποχή (παρουσίαση της ανασκαφικής εργασίας στην Αρχαιολογική

Εταιρεία στις 27-02-2004 και στο διεθνές συνέδριο στις 8-12 Μαρτίου 2006 στην

Αθήνα με θέμα «Μεσοελλαδικά») και μάλιστα για μια περίοδο που η Πολιόχνη και η

Μύριννα εμφανίζουν εγκατάλειψη. Πρόκειται άραγε για μετακίνηση των πληθυσμών

τους, ή τουλάχιστον μέρους από αυτόν, στον Κούκονο ; Ή μήπως για προσφυγιά και

διασπορά τους στο νότιο Αιγαίο, όπως πιστεύει ο κ. Ντούμας ; Κι αν οι κάτοικοι του

Κούκονου ήταν φυλετικά ξένοι προς εκείνους των άλλων οικισμών της Λήμνου, τότε

ποιοι κατοικούσαν αυτό το μικρό νησί και γιατί δεν έφυγαν, όπως οι άλλοι ;

Η απάντηση δεν είναι ούτε απλή ούτε εύκολη μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι

ανασκαφές, οι οποίες κατά τη γνώμη μου μπορούν σίγουρα να αποδείξουν τις

διασυνδέσεις και τις εμπορευματικές-οικονομικές συναλλαγές με τον γεωγραφικό

περίγυρο, αλλά δεν πρόκειται στα σίγουρα να αποδώσουν το κυρίαρχο όνομα των

κατοίκων του, γεγονός που δεν συνέβη άλλωστε σε καμιά άλλη περίπτωση

ανασκαμμένης προϊστορικής θέσης. Ωστόσο με όποιες επιφυλάξεις απαιτούνται, θα

πρότεινα μια προσέγγιση βασισμένος στο όνομα Κούκονος και στα αντικειμενικά

δεδομένα, δηλαδή την πληθώρα λίθων που αποτελούσαν το χαρακτηριστικό

γνώρισμα του μικρού αυτού νησιού για τους νεότερους κατοίκους της περιοχής του

Μούδρου, οι οποίοι αντλούσαν το απαραίτητο οικοδομικό υλικό από τα αρχαία αυτά

σπίτια, συσσωρευμένο σε μια περίπτωση επί της κορυφής του χθαμαλού λόφου

εξαιτίας της άροσης. Το χαρακτηριστικό αυτό επισήμανε και ο ανασκαφέας, ο οποίος

κάνοντας χρήση της τοπικής λαλιάς απέδωσε το όνομα «Κούκονος» ως ταυτόσιμο

του μεγάλου λιθοσωρού, καταθέτοντας μάλιστα με έμφαση και μια ζώσα αιτιολογική

ασφαλώς Παράδοση, σύμφωνα με την οποία «τα πολύ παλιά χρόνια ζούσε εδώ μια

αντρειωμένη γενιά που έφιαξε αυτά τα μεγάλα σπίτια, και είχαν ανάστημα μεγάλο σαν

Page 114: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

114

το λιθοσωρό. Γι’ αυτό λέγονταν Κούκονες. Δεν είχαν σχέσεις με τους γύρω τους και

μια μέρα κλείστηκαν στα σπίτια τους κι από τότε χάθηκαν» (Μπουλώτης, 26-27)

Νομίζω ότι σωρευτικά όλα τα στοιχεία συγκλίνουν σε κάτι που ήταν υπαρκτό κατά

την περίοδο του Τρωϊκού πολέμου (άλλωστε ο ανασκαφέας ταυτίζει τις δύο

τελευταίες φάσεις του οικισμού με τις αντίστοιχες της Τροίας V και πρώϊμης VI) και

χαρακτηρίζει λίγο μετά την πτώση της Τροίας την περιπλάνηση του Οδυσσέα.

Πρόκειται προφανώς για τους Κίκονες ή Caucones των λατινικών κειμένων, ο

κύριος χώρος των οποίων βρισκόταν κατά την αρχαία ελληνική γραμματεία ακριβώς

απέναντι από τη Λήμνο, στο δέλτα του ποταμού Έβρου, μέχρι τη λίμνη Βιστονίδα,

στους οποίους επιτέθηκε ο Οδυσσέας όταν οι άνεμοι έσπρωξαν τα πλοία του ως εκεί

μετά την αναχώρησή του από την Τροία και από τους οποίους εξαναγκάστηκε να

σηκώσει πανιά, όταν του αντεπιτέθηκαν αφήνοντας πίσω του αρκετούς Αχαιούς

νεκρούς (Κακριδής, V, 78, 205, 251, 255, 273, 307). Οι Κίκονες αυτοί της Θράκης,

τους οποίους και οι Ρωμαίοι ταύτιζαν με τους Θράκες [Πάπυρος–Larousse–

Britannica 28 (2007) 539-540], εμφανίζονται και στα παράλια της Μικράς Ασίας ως

σύμμαχοι των Τρώων συμπεριλαμβανόμενοι στην ομάδα των Λελέγων και των

Αμαζόνων [www.Troya.com.mx/Peoples-Iliad/PEOPLES.html. Επίσης Πάπυρος-

Larousse-Britannica 28 (2007) 539-540].

Δεν αποκλείεται λοιπόν η επιβίωση του τοπωνύμιου Κούκονος να αποδίδει μια

πραγματικότητα, καθώς η εγκατάστασή τους στη νησίδα αυτή τους καθιστούσε

ασφαλείς με τα μέτρα της εποχής και ταυτόχρονα η γειτνίασή της με την κοντινή

στεριά αποτελούσε λόγω της μικρής απόστασης (μόλις 300μ.) με τα σημερινά

δεδομένα (θα πρέπει να υπολογίσουμε ενδεχόμενες καταβυθίσεις εξαιτίας σεισμικών

δραστηριοτήτων διαπιστωμένων στα ερείπια), πολύ καλή πρόσβαση σε αγροτικές και

κτηνοτροφικές ασχολίες. Ο στεριανός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ του νησιδίου και

της απέναντι ακτής ήταν η φυσική υποχώρηση των θαλάσσιων υδάτων κατά

περιόδους, φαινόμενο που συμβαίνει μέχρι σήμερα.

Έτσι ερμηνεύεται πολύ καλά τόσο η επιλογή του τόπου αυτού για εγκατάσταση όσο

και η γλωσσική εγγύτητα του ονόματος του νησιδίου Κούκονος με την παρουσία

αυτού του φύλου, δηλαδή τους Κίκονες-Caucones. Η Παράδοση και το τοπωνύμιο

διέσωσαν στον πυρήνα τους μια πραγματικότητα που πιστοποιείται κάθε χρόνο από

τα ανασκαφικά δεδομένα και ασφαλώς δεν μπορεί να είναι μια ιστορία που πλάστηκε

από τους ντόπιους μόνο με βάση την ανακάλυψη των ερειπίων κατά την άροση.

Τέτοιες «μετακινήσεις» τόπων, που κατοικήθηκαν από συγκεκριμένη φυλετική

ομάδα, από την απέναντι ακτή σε γειτονικά νησιά είδαμε και σε προηγούμενα

κεφάλαια του παρόντος. Η παρουσία μιας ανάλογης περίπτωσης επί του χάρτη της

Λήμνου αφορά επίσης μιαν αρχαία πόλη. Η εμφάνιση του τοπωνύμιου “Tilo” σε

χάρτες της Λήμνου του 17ου

αιώνα φαντάζει παράξενη και συνάμα εντυπωσιακή (βλ.

Τσουρπτσόγλου-Στεφανίδου, 173, 209, 628). Φυσικά δεν αποκλείεται η παρουσία

του ονόματος «Tilo» στον χάρτη της Λήμνου να μην έχει σχέση με τη μακρινή νήσο

Τήλο της Δωδεκανήσου, αλλά με την αρχαία πόλη Τύλη ή Τύλο, η οποία ιδρύθηκε

το 273 π.Χ από Γαλάτες στη Θράκη, άκμασε για εξήντα χρόνια και καταστράφηκε

από επανάσταση των Θρακών [Πάπυρος-Larousse-Britannica 51(2007) 58]. Έκτοτε η

θέση της παραμένει άγνωστη. Νομίζω ότι η δεύτερη αυτή εκδοχή είναι και η

πιθανότερη, αφού η Λήμνος γειτνιάζει με τη Θράκη και οι αμφίδρομες επαφές είναι

πιστοποιημένες.

Page 115: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

115

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αβραμέα 1972 = Αβραμέα Άννα, «Η χαρτογράφηση του παράλιου χώρου», Ελληνική

Εμπορική Ναυτιλία 1453-1850, Αθήνα 1972, έκδοση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος].

Αζελή, Χατζηπαναγιώτη = Αγ. Αζελή, Ίλια Χατζηπαναγιώτη, Κατάλογος τοπωνυμίων και

καταλυμάτων στα περιηγητικά κείμενα του 16ου

και 17ου

αιώνα, Τετράδια Εργασίας 17 (1993)

159 – 319.

Αναγνώστου = Αναγνώστου Ευτράτιος, Ο «Άγιος Άσσου» ως επώνυμος της «Αγιάσσου» και

κομιστής της εικόνας της Παναγίας, Πρακτικά επιστημονικού συνεδρίου «Ο άγιος Γρηγόριος

επίσκοπος Άσσου ο θαυματουργός»(7 – 12 Ιουλίου 2005), Μυτιλήνη 2006, 176 – 191.

Ανωμήτρης = Ανωμήτρης Τζώρτζης, Isolaria, Βιβλιοφιλία 6-7 (1978) 26 – 30.

Αρβανίτης = Αρβανίτης Ιωάννης, Λίμνη Ευβοίας – «Νυμφικόν Ελύμνιον», Ονόματα 14

(1994) 115 – 128.

Αρχιπέλαγος, 1998 = Αιγαίο Αρχιπέλαγος και Κύπρος. Έντυποι χάρτες 1485 – 1800 από τις

συλλογές Χ. Ζαχαράκι και Μ. Σαμούρκα, Αθήνα 1998, έκδοση Υπ. Αιγαίου.

Βαγιακάκος = Βαγιακάκος Δ., Το Αιγαίον και η ονομασία των νήσων αυτού κατά τους

αρχαίους συγγραφείς, Παρνασσός 1990, 155 – 165.

Βαρβούνης = Βαρβούνης Μ., Λαογραφικές πληροφορίες από το περιηγητικό έργο του Ιωσήφ

Γεωργειρήνη (1678), Αντιπελάργηση, Αθήνα 1992.

Βολανάκης 1996 = Βολανάκης Ιωάν., Χριστιανικά μνημεία της νήσου Κάσου της

Δωδεκανήσου, Αθήναι 1996

Βυζαντίου 1857 = Βυζαντίου Σκαρλάτου, Λεξικόν της καθ’ ημάς ελληνικής διαλέκτου,

Αθήνησι 1857.

Γιαγκάκης 1994 = Γιαγκάκης Γ, Το πολύνησο των Αρκών, Μακρόνησος 1994.

Γιαγκάκης 1988 = Γιαγκάκης, Το Αγαθονήσι και η Ψέριμος, Αθήναι 1988.

Δελόπουλος 2000 = Δελόπουλος Γ., Τσιρίγο, το άλλο όνομα των Κυθήρων, Περιλήψεις Α΄

διεθνούς συνεδρίου Κυθηραϊκών Μελετών (Κύθηρα 20 - 24 Σεπτεμβρίου 2000), 31.

Ζερλέντης, Κατσουρός = Ζερλέντης Περ., Κατσουρός Φλ., Νησιωτική Επετηρίς, εν

Ερμουπόλει Σύρου 1918, ανατύπωση Νότη Καραβία , Αθήνα 1987.

Ηερολόγιο 1990 = Ημερολόγιο έτους 1990, έκδοση του Πολεμικού Ναυτικού.

Θεοδώρου = Θεοδώρου Θεόδωρος, Ένας μύθος για τη Λέρο από τον 1ο αιώνα π.Χ, Λεριακά 1

(2007) 85 – 87.

Θωμόπουλος 1988 = Θωμόπουλος Ιωάννης, Το τοπωνύμιο Σαρακήνι της Αρκαδίας, Ονόματα

12 (1988) 197.

Θωμόπουλος = Θωμόπουλος Ιωάννης, Παρατηρητήρια και φρυκτώρια στο Αιγαίο, Ονόματα

14 (1994) 103 – 108.

Page 116: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

116

Καθημερινή = Χάρτες και χαρτογράφοι της Μεσογείου, Επτά Ημέρες, ένθετο της εφ.

Καθημερινή (11 Ιουλίου 1999).

Καλλιβρετάκης = Καλλιβρετάκης Λεωνίδας, Υπόμνημα περί των νησίδων «Λιμνιά – Ίμια»,

Αθήνα 1996, έκδ. Ε.Ι.Ε.

Κάουαν = Κάουαν Τζέϊμς, Το όνειρο του χαρτογράφου, Αθήνα 1997, έκδ. Λιβάνη – Νέα

Σύνορα.

Καραντζή – Ανδρειωμένου = Καραντζή – Ανδρειωμένου Χρυσούλα, Το τοπωνύμιο

Οφιούσα, Ονόματα 19 (2007) 137 – 163.

Καρύδης = Καρύδης Δημ., Το ελληνικό Αρχιπέλαγος (γεωγραφικές αναφορές του 17ου

, 18ου

και 19ου

αιώνα από γαλλικές αρχειακές πηγές), Αθήνα 1989.

Κατάλογος = Κατάλογος Έκθεσης «Η Χαρτογράφηση του ελληνικού παράλιου και νησιωτικού

χώρου», Αθήνα 1989, έκδοση της Ελληνικής Εταιρείας Χαρτογραφίας.

Κολλέκα = Κολλέκα Γιάννα, Ονόματα ποιητικά και μη των νησιών του Αιγαίου, Ονόματα 14

(1994) 97 – 102.

Κόλλιας 1991 = Κόλλιας Ηλίας, Οι Ιππότες της Ρόδου, το παλάτι και η πόλη, Αθήνα 1991.

Κουράγιος 2004 = Κουράγιος Γιάνος, Δεσποτικό: ένα νέο Ιερό σε μια ακατοίκητη νησίδα

των Κυκλάδων, Eulimene (2004) 27 – 89.

Κουτελάκης 1979 = Κουτελάκης Χαρ., Ιστορικό Αρχείο νήσου Τήλου, Αθήνα 1979, έκδ.

Σ.Γ.Τ.Δ. αριθμ. 9.

Κουτελάκης,Φωσκόλου = Κουτελάκης Χαρ., Φωσκόλου Αμάντα, Πειραιάς και συνοικισμοί.

Μαρτυρίες και γεγονότα από τον 14ο αιώνα μέχρι σήμερα, Αθήνα 1991, έκδ. «Εστία του

Κολλάρου» (έτοιμο για επανέκδοση).

Κουτελάκης 1988 = Κουτελάκης Χαρ., Περιγραφή της Καρπάθου και Κάσου από τον Ρiri

Reis, Καρπαθ. Μελέται Δ' (1988) 367-375.

Κουτελάκης 1990 = Η Νίσυρος και τα γύρω μικρονήσια στο βιβλίο ναυσιπλοΐας του Piri

Reis, Nισυριακά 11 (1990) 111-128.

Κουτελάκης 1992 = Κουτελάκης Χαρ., Συμβολή στο τοπωνυμικό της νήσου Τήλου, Αθήνα

1992, έκδοση Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου αρ 13.

Κουτελάκης, Ανασκευή = Κουτελάκης Χαρ., Ανασκευή στα τοπωνυμικά παράδοξα Αττικής,

Αθήνα 1994, έκδοση πατέρων Ιησουϊτών (Κέντρου Επιστημονικών Ομιλιών).

Κουτελάκης 1994 = Η Ρόδος στο ανέκδοτο χειρόγραφο GE.FF. 13731, Πρακτικά «Ρόδος

2400 χρόνια» (Νοέμβριος 1993), Ρόδος 1994, 73-95.

Κουτελάκης 1996 = Κουτελάκης Χαρ., Υδρούσα – Οφιούσα. Μια νέα ερμηνεία για τα νησιά

Άνδρος, Τήνος, Κέως, Τηνιακά 1(1996) 33 – 41.

Κουτελάκης 1998 = Το ανέκδοτο χειρόγραφο GE.FF. 13731 της βιβλιοθήκης του Παρισιού

και η Σάμος, Σαμιακές Μελέτες 3 (1998) 165 - 253.

Page 117: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

117

Κουτελάκης 2000 = Κουτελάκης Χαρ., Το πόρτο – Λεόνε, ο λέων του Πειραιώς, η απαγωγή

του στη Βενετία και τα προβλήματα που σχετίζονται με το μνημείο και τη χρονολόγησή του,

Πειραιάς 2000, έκδ. Ελληνογαλλικής Σχολής Πειραιά «Ο Άγιος Παύλος».

Κουτελάκης, 2001 = Το ανέκδοτο χειρόγραφο GE.FF.13731 της βιβλιοθήκης του Παρισιού

και η Κως, Πρακτικά Α΄ διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου (Κως, 2 -4 Μαίου 1997 ), Αθήνα

2001, 385 - 400.

Κουτελάκης, Σίφνος = Η Σίφνος σε ανώνυμο χειρόγραφο isolario του 18ου

αιώνα, Πρακτικά

Α΄ διεθνούς Σιφναϊκού συμποσίου(25 - 28 Ιουνίου 1998), Αθήνα 2001, 73 - 87.

Κουτελάκης 2003 = Κουτελάκης Χαρ., Οι «Καλόγεροι» του Αιγαίου, ο Μάξιμος Πλανούδης,

ο Buondelmonti και το isolario του, Πρόγραμμα και Περιλήψεις 13ου

Πολιτιστικού συμποσίου

Δωδεκανήσου (Λειψοί 27 – 29 Αυγούστου 2003) 20 – 21.

Κουτελάκης 2007α = Κουτελάκης Χαρ., Πηγάδια Καρπάθου, Δωδ.Αρχείον 8 (2007) 77 - 89.

Κουτελάκης 2008 = Κουτελάκης Χαρ., Κάποιες σκέψεις για την αστρονομία της Κω με

αφορμή ένα περσικό ηλιακό ρολοϊ, Τα Κωακά 9 (2008) 17 – 22.

Κουτελάκης 13731 = Κουτελάκης Χαρ., Το χειρόγραφο 13731 της βιβλιοθήκης του

Παρισιού ως πηγή χαρτογραφικού υλικού, Πρακτικά 12ου

διεθνούς συμποσίου χαρτογραφίας

(Αθήνα 16-19 Ιουλίου 1999).

Κουτελάκης, Τήνος = Κουτελάκης Χαρ., Τήνος, αρχαία και χριστιανική, Αθήνα 2001, έκδοση

Π.Ι.Ι. Ευαγγελιστρίας Τήνου και Αδελφότητος των εν Αθήναις Τηνίων.

Κουτελάκης, Κάλυμνος = Το ανέκδοτο χφ. GE. FF. 13731 της βιβλιοθήκης του Παρισιού

και η Κάλυμνος, Καλυμν Χρον. 12 (1997) 22-37.

Κουτελάκης, Piscopi = Κουτελάκης Χαρ, Piscopi ή Τήλος ; Χαρτογραφικό λάθος ή

σκοπιμότητες ; Πρακτικά 7ου

διεθνούς συμποσίου, «Η χαρτογράφηση του ελληνικού παράλιου

και νησιωτικού χώρου», (Αθήνα 6 – 8 Οκτ. 1989), Αθήνα 1994, 105 – 116.

Κουτελάκης, Αγιάσσος = Κουτελάκης Χαρ., Αγιάσσος Λέσβου. Νέα πρόταση ετυμολόγησης,

Λεσβιακό Ημερολόγιο 2002, Μυτιλήνη 2002, 59 – 62.

Koυτελάκης, Ελαιοτριβεία = Κουτελάκης Χαρ., Τα ελαιοτριβεία της Καλύμνου και η

διαμάχη της μονής του Αγ. Παντελεήμονα Τήλου με τη μονή του Αγ. Ιωάννου Θεολόγου

Πάτμου, Καλυμνιακά Χρονικά Β' (1981), σσ.27-28.

Κουτελάκης, Αγ. Παντελεήμονας = Κουτελάκης Χαρ., Άγ. Παντελεήμονας Τήλου. Ένα

μοναστήρι μνημείο για τη νίκη των χριστιανών στην πολιορκία της Ρόδου το 1480, Αθήνα

1986.

Κουτελάκης, Καλόπετρα = Κουτελάκης Χαρ., Καραγιάννη Μαρίκα, Η Ιστορική μονή της

Παναγιάς Καλόπετρας Θολού Ρόδου, Αθήνα 1997.

Κουτελάκης, Τήλος = Κουτελάκης Χαρ., Άρωμα Τήλου αμαράκινον (υπό εκτύπωση).

Κουτελάκης, Περιοδεύουσες πόλεις = Κουτελάκης Χαράλαμπος, «Περιοδεύουσες» πόλεις

και χωριά στον γεωγραφικό κόσμο των χαρτών του Αιγαίου : Λάθη και σκοπιμότητες,

Πρακτικά 7ου

Πανελλήνιου Γεωγραφικού Συνεδρίου (Μυτιλήνη 2004), τ. Β΄, 364 – 372.

Page 118: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

118

Κύπρος = Κύπρος 2500 χρόνια Χαρτογραφίας, Λευκωσία 1986, έκδ. Πολιτιστικού Ιδρύματος

Τραπέζης Κύπρου.

Κωστόπουλος = Κωστόπουλος Δημήτρης, Η Λέρος στους χάρτες του 16ου

– 17ου

αιώνα. Το

νησί Λέπιδα, Λεριακά 1 (2007) 95 – 103.

Λιβαδάρας 1995 = Λιβαδάρας Νικ., Οι Κυκλάδες στη λεξικογραφία, ΕΕΚΜ ΙΒ΄ (1995) 402.

Λουϊζίδης = Λουϊζίδης Κίμων, Βυζαντινή Λέσβος 330 – 1355, Ιωάννινα 2003.

Λούπης 1999 = Λούπης Δημήτριος, Ο Πίρι Ρέϊς χαρτογραφεί το Αιγαίο, Αθήνα 1999, εκδ.

Τροχαλία.

Μακρυμίχαλος = Μακρυμίχαλος Στέφανος, Ελληνικοί πορτολάνοι του 16ου

, 17ου

και 18ου

αιώνος, Ερανιστής Α΄, τεύχος 3-4 (1963) 134 κ.ε.

Μανάφης = Μανάφης Κων., Θεοφρούρητοι Κυκλάδες νήσοι, ΕΕΚΜ ΙΕ΄ (1994) μέρος Β΄,

36.

Μάνη = Περιηγητές στη Μάνη (15ος

– 19ος

αι.), Πολιτιστικό Οδοιπορικό (Γύθειο Ιούλιος 1993

– Δεκέμβριος 1994), Αθήνα 1995, έκδοση του Κ.Ν.Ε. του Ε.Ι.Ε.

Μανουράς = Μανουράς Στέργιος, Επτά ομώνυμα τοπωνύμια της Κρήτης και της Τήνου,

Ονόματα 19 (2007) 511 – 538.

Μελάς 1978 = Μελάς Β., Χαρτογραφήσεις του ελληνικού χώρου, Αθήνα 1978.

Μελάς 1997 = Μελάς Β., «Γης περίοδος» : Συνοπτική ιστορία της Χαρτογραφίας, Αθήνα

1997, έκδ. Μ.Ι.Ε.Τ.

Μελάς, Ζαγορά = Μελάς Βίκτωρ, Ο Πορτολάνος της Ζαγοράς και μερικές παρατηρήσεις για

τους ελληνικούς Πορτολάνους, Πρακτικά 7ου

διεθνούς συμποσίου, «Η χαρτογράφηση του

ελληνικού παράλιου και νησιωτικού χώρου»(Αθήνα 6 – 8 Οκτ.1989), Αθήνα 1994, 143 – 150.

Μελάς = Μελάς Ιωάννης, Ιστορία της νήσου Ικαρίας, Αθήνα 1955.

Μελέτιος = μητρ. Αθηνών Μελέτιου, Γεωγραφία, παλαιά και νέα, τ. Α΄- Δ΄, Ενετίησι 1807.

Μολίνος = Μολίνος Στρατής, Μυτιλήνη, χάρτες και τοπωνύμια, Αθήνα 1981.

Μουζάκης 1990 = Μουζάκης Στέλιος, Η αρχιτεκτονική των εκκλησιών της Τήλου από τον

12ο αιώνα μέχρι τον 17

ο αιώνα, Πρακτικά τριήμερου Αιγαίου (21 - 23 Δεκεμ. 1989), Αθήναι

1990, 70 - 79.

Μουζάκης 1995 = Μουζάκης Στέλιος, Συμβολή στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της

Δωδεκανήσου, Αθήνα 1995.

Μπελαβίλας = Μπελαβίλας Νίκος, Η χωροθέτηση των λιμανιών στην εσωτερική θάλασσα

των Κυκλάδων κατά την Ενετοκρατία, Πρόγραμμα και Περιλήψεις Α΄ διεθνούς Σιφναϊκού

συμποσίου(25 - 28 Ιουνίου 1998), Αθήνα 2001, 54.

Μπενέτος = Μπενέτος Διονύσιος, Chr. Buondelmonti, Liber insularum Archipelagi : Insula

Calchis, Παρουσία 15 – 16 (2001 – 2003) 607 – 620.

Μπουλώτης = Μπουλώτης Χρήστος, Κουκονήσι, Αρχαιολογία 50(1994) 19 – 27.

Page 119: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

119

Μπούρας = Μπούρας Χαρ., Η βυζαντινή αρχιτεκτονική στα νησιά του Αιγαίου, Το Αιγαίο,

Αθήνα 1985, 130, εκδ. Μέλισσα.

Ντούμας, Αλφάβητο = Ντούμας Χρ., Από τα σημεία κεραμέως στην Αλφαβητική γραφή :

Μύθος και αρχαιολογικές μαρτυρίες, Πρακτικά Διεθνούς συμποσίου, Το Αιγαίο στην πρώϊμη

εποχή του Σιδήρου (Ρόδος 2002), Αθήνα 2004, 495 – 503.

Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου = Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου Μ, Βυζαντινά έγγραφα της

Μονής Πάτμου. Β΄ Δημόσιων λειτουργών, Αθήναι 1980.

Ο Καμόενς και οι μεγάλες πορτογαλλικές ανακαλύψεις, Courrier ελληνική έκδοση, (Ιούνιος

1989) 10 – 28.

Παγωνάρη = Παγωνάρη – Αντωνίου, Οι χάρτες των νήσων του Αιγαίου στα χειρόγραφα της

Γεωγραφίας του Κλαύδιου Πτολεμαίου, Παρουσία Η΄(1992) 149 – 150.

Παϊδούση = Παϊδούση-Παπαντωνίου Γιόνα, Η Ερμιονίδα ανά τους αιώνες, Αθήνα 1996, έκδ.

Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος.

Πανταζής 1990 = Πανταζής Βαγγ., Χάρτες και ιδεολογίες, Αθήνα 1990.

Πανταζής 1996 = Πανταζής Βαγγ., Ομηρική Γεωγραφία και ομηρική Εποχή. Ο εξομηρισμός

της αρχαίας Ελλάδας και το πρόβλημα των Μυκηνών, Αθήνα 1996, εκδ. Καστανιώτη.

Πανταζής 2002 = Πανταζής Βαγγ., Η Ομηρική Ζάκυνθος , οι «ιερές» Εχίνες και το μυστήριο

του χαμένου Δουλιχίου, Αθήνα 2002, εκδ. Περίπλους.

Πανταζής 2003 = Πανταζής Βαγγ., Νέοι χάρτες και αρχαίοι λαοί της Ανατολικής Μεσογείου,

Αρχαιολογία 86 (Μάρτιος 2003) 42 – 46.

Πανταζής, Τροία = Πανταζής Βαγγ., Όμηρος και Τροία, ερμηνεύοντας τα νέα ευρήματα,

Αθήνα 2006, έκδ. Καρδαμίτσα.

Παπαδόπουλος = Παπαδόπουλος Θεόδωρος, Ιστορία της Κύπρου, Λευκωσία 2005, έκδ.

Ιδρύματος Λεβέντη.

Παπάζογλου = Παπάζογλου Νίκος, Σκέψεις και παρατηρήσεις σε αρχαιολογικά θέματα της

Καλύμνου, ΚαλΧρονικά 17 (2007) 199 – 237.

Παπαθωμά = Παπαθωμά-Μαστοροπούλου Κατερίνα, Δράκανον, Ονόματα 14 (1994) 72.

Παπαμανώλης 1994 = Παπαμανώλης Εμμ., Η Ρόδος και η προαγωγή των Αστρονομικών και

Γεωγραφικών γνώσεων κατά την ελληνιστική περίοδο (336 – 30 π.Χ), ΔωδΧρον. ΙΕ΄ (1994)

175.

Παπαμανώλης, Βηρωσός = Παπαμανώλης Εμμ., Η διάδοση της Αστρολογίας από τον

Βηρωσό στην Κω και η κριτική των Ροδίων φιλοσόφων, ΔωδΧρον ΙΔ΄(1991) 43 – 53.

Παπασταματίου = Γ. Παπασταματίου, Εμμ. Παπαμανώλης, Έρως, Πατρίς και μίσος, Αθήναι

1974, έκδ. Σ.Γ.Τ.Δ. αρ. 3.

Παπαχριστοδούλου = Παπαχριστοδούλου Χριστ., Ιστορία της Ρόδου από τους προϊστορικούς

χρόνους έως την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου (1948), Αθήνα 1994, β΄ έκδοση

αναθεωρημένη.

Page 120: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

120

Παπαχριστοδούλου, Βιβλιοθήκη = Παπαχριστοδούλου Ιωάννης, Νέα στοιχεία για

βιβλιοθήκες στην αρχαία Ρόδο, ΔωδΧρον 11(1986) 265 – 271.

Παπουτσάνης = Παπουτσάνης Τάκης, Συνοπτική αναφορά στη χαρτογράφηση του ελληνικού

παράλιου και νησιωτικού χώρου, Πρακτικά 7ου

διεθνούς συμποσίου, «Η χαρτογράφηση του

ελληνικού παράλιου και νησιωτικού χώρου» (Αθήνα 6 – 8 Οκτ.1989), Αθήνα 1994, 217 – 234.

Παπουτσάνης 1996 = Παπουτσάνης Τάκης, Πληροφορίες για τη διοίκηση, κοινωνία,

οικονομία και τοπογραφία της Μυτιλήνης στα τελευταία χρόνια των Γατελούζων,

Μεσαιωνικά Τετράδια 1, Μελέτες, Αθήνα 1996.

Πετρονώτης = Πετρονώτης Αργύρης, Στο «Καντήλι του Κέρκη», Αντιπελάργηση, Αθήνα

1992.

Πινότσης = Πινότσης Αντ., Το Αστεροσκοπείο και οι τόποι των παρατηρήσεων του

Ίππαρχου του Ρόδιου, ΔωδΧρον. ΙΕ΄ (1994) 169 – 204.

Πινότσης, Ποσειδώνιος = Πινότσης Αντ., Η συμβολή του Ποσειδώνιου του Ρόδιου στην

Αστρονομία και τη Μηχανική, ΔωδΧρον ΙΖ΄ (2000)377 – 450.

Πινότσης, Ο θησαυρός των Αντικυθήρων = Πινότσης Αντ., Το ναυάγιο και ο θησαυρός των

Αντικυθήρων, ΔωδΧρον ΙΔ΄(1991) 253 – 259.

Πινότσης, Κλεόβουλος = Πινότσης Αντ., Κλεόβουλος ο Λίνδιος, ο πρόδρομος των θετικών

επιστημών στην αρχαία Ρόδο, ΔωδΧρον ΙΘ΄(2005) 332 – 351.

Πινότσης, Άτταλος = Πινότσης Αντ., Άτταλος, ένας Ρόδιος αστρονόμος και μαθηματικός,

ΔωδΧρον ΙΘ΄(2005) 352 – 369.

Πριοβόλου = Πριοβόλου-Γεωργαλά Στέλλα, Τοπωνύμια της Κρήτης στη «Φυσική Ιστορία»

του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, Ονόματα 14 (1994) 91 – 96.

Προμπονάς = Προμπονάς Ιωάννης, Έλληνες άποικοι στη Μ. Ασία πριν από το 1200 π.Χ με

βάση τα μυκηναϊκά κείμενα, Ονόματα 12 (1988) 443 – 450.

Ρούσσος – Μηλιδώνης = Ρούσσος – Μηλιδώνης Μάρκος, Ονομασίες της Σύρας, Συριανά

τεύχ.5 (1985) 30 – 31.

Σαββίδης 1997 = Σαββίδης Αλέξης, Μελετήματα Βυζαντινής, Μεσαιωνικής και Ισλαμικής

Ιστορίας (ανατύπωση άρθρων 1984 – 1994), Φάρσαλα 1997, έκδ. Ηρόδοτος.

Σιγάλα 2005 = Σιγάλα Μαρία, Οδοιπορικό στη Χάλκη των χριστιανικών χρόνων, Επτά

Ημέρες της εφ. Καθημερινή (3 Ιουλίου 2005) 7 – 12.

Σκανδαλίδης 1994 = Σκανδαλίδης Μιχ., Ο νησιωτικός μικρόκοσμος του Δωδεκανησιακού

Αρχιπελάγους, Αθήνα 1994, εκδ. Αιχμή.

Σκανδαλίδης 1999 = Σκανδαλίδης Μιχ., Η Ψέριμος και οι βραχονησίδες της, εφ. Αργώ της

Καλύμνου (Απρίλιος 1999) 5.

Σκανδαλίδης 2000 = Σκανδαλίδης Μιχ., Η ελληνικότητα των βραχονησίδων του

Δωδεκανησιακού αρχιπελάγους και η εθνική σημασία τους, ΔωδΧρον ΙΖ΄(2000) 495 - 507.

Page 121: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

121

Σκανδαλίδης 2001 = Σκανδαλίδης Μιχ., Ονοματολογική ναυσιπλοΐα στο ελληνικό Αιγαίο,

Αθήνα 2001, έκδοση Υπ. Αιγαίου – Καστανιώτης.

Σκανδαλίδης, Ετυμολογικά = Σκανδαλίδης Μιχ., Ετυμολογικές αναζητήσεις στην επαρχία

Καλύμνου, ΚαλΧρον 14(2001) 147 - 156.

Σκανδαλίδης, Συμβολή = Σκανδαλίδης Μιχ., Συμβολή στη μελέτη των ονομάτων νησίδων

και βραχονησίδων της Δωδεκανήσου, ΔωδΧρον. ΙΘ΄ (2005) 495 - 505.

Σούρης = Σούρης Νικόλαος, Θετικές επιστήμες στο χώρο της Δωδεκανήσου κατά την αρχαία

και ελληνιστική περίοδο, ΔωδΧρον. ΙΑ΄(1986) 272 – 278.

Σταυρίδη 1994 = Σταυρίδη Στέλλα, Η έντυπη χαρτογραφία της Πελοποννήσου, 1477 – 1850,

Πρακτικά Δ΄ Συμποσίου Μονεμβασίας (26 – 28 Ιουλίου 1991), Μονεμβασία 1994, 69 – 85.

Τάντουλος 1995 = Τάντουλος Αντ., Οι πρώτοι πραγματικοί χάρτες, Πρακτικά διημερίδας

«Λιμάνια και ναυσιπλοΐα στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τον Μεσαίωνα» (Αθήνα 30 – 31

Μαρτίου 1995).

Τάντουλος, Μάνη = Τάντουλος Αντ., Η έντυπη χαρτογράφηση της Μάνης (16ος

– 18ος

αι).

Ιστορικές και γεωγραφικές πληροφορίες, Πρακτικά συμποσίου. Μάνη. Μαρτυρίες για το χώρο

και την κοινωνία. Περιηγητές και επιστημονικές αποστολές (15ος

– 19ος

αι), Λιμένι Αρεόπολης

(4 – 7 Νοεμβρίου 1993), Αθήνα 1996.

Τζαμτζής = Τζαμτζής Α., Ναυτική γνώση και παιδεία στη νεότερη Ελλάδα (16ος

– 19ος

αιώνας), Βόλος 2007.

Τόλιας 1999 = Τόλιας Γ., Οι ελληνικοί ναυτικοί χάρτες Πορτολάνοι (15ος

– 17ος

αιώνας),

Αθήνα 1999, εκδ. Ολκός.

Τόλιας 2002 = Τόλιας Γ., Τα νησιολόγια, Αθήνα 2002, εκδ. Ολκός, 24.

Τουρπτσόγλου – Στεφανίδου = Τουρπτσόγλου – Στεφανίδου Βασιλική, Ταξιδιωτικά και

γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος

– 20ος

αιώνας), Θεσσαλονίκη 1986, Παράρτημα

αρ. 33 του Θ΄ τόμου της Ε.Ε.Π.Σ. του Α.Π.Θ.

Το ταξίδι = Το ταξίδι από τους αρχαίους έως τους νεότερους χρόνους, Αθήνα 2003,

συλλογικός τόμος, έκδοση Ε.Ι.Ε.

Τσελίκας, Μελάς = Τσελίκας Αγαμ, Μελάς Βίκτωρ, Δύο χειρόγραφοι ελληνικοί πορτολάνοι,

Αθήνα 2003, έκδοση Μ.Ι.Ε.Τ.

Τσελίκας 2006 = Τσελίκας Αγαμέμνων, Antonio Millo isolario, Αθήνα 2006.

Τσιρπανλής 1995 = Τσιρπανλής Ζαχ., Ανέκδοτα έγγραφα για τη Ρόδο και τις νότιες Σποράδες

από το Αρχείο των Ιωαννιτών Ιπποτών (1421 - 1453), Ρόδος 1995.

Τσοπανάκης 1989 = Αγαπ. Τσοπανάκης, Πληροφορίες των πορτολάνων για τη Σύμη,

Συμαϊκά Ε΄(1989) 35.

Τσουγκαράκη = Τσουγκαράκη – Αγγελομάτη Ελένη, Τα ταξίδια του λόρδου Guilford στην

Ανατολική Μεσόγειο, 1791 και 1810 – 1813, Συνάντηση εργασίας στου Κ.Ν.Ε του Ε.Ι.Ε με

θέμα «Περιηγητισμός» (Αθήνα 23 – 4 – 1997).

Page 122: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

122

Τσουλκανάκης = αρχιμ. Τσουλκανάκης Ναυκράτιος, Το Πετροκάραβο ή Δασκαλειό της

Πάτμου και ο θρύλος του κρυφού Σχολειού, ΔωδΧρον ΙΕ΄ (1994) 253 – 268.

Φλάμπουρας = Φλάμπουρας Διον., Οι πρώτοι τυπωμένοι πορτολάνοι των ελληνικών νησιών,

Ζυγός (Ιούλιος – Αύγουστος 1974) 26 – 38.

Φωτίου = Φωτίου Κώστας, Σχέσεις Ρόδου – Κυθήρων – αποικιών Ρόδου στη Δύση,

Πρακτικά Α΄ διεθνούς συνεδρίου Κυθηραϊκών Μελετών, τ. Α΄(2003), Κύθηρα.

Φωτίου, Ρόδος = Φωτίου Κώστας, Η ηγεμονία της Ρόδου στη Μεσόγειο, ΔωδΧρον. ΙΓ΄

(1989) 9 - 94.

Χαβιαράς 1911 = Χαβιαράς Δημοσθένης, Η εν Τήλω ιερά μονή του Αγίου Παντελεήμονος,

Μικρασιατικόν Ημερολόγιον, έτους 1911.

Χαβιαράς 1905 = Χαβιαράς Δημοσθένης, Η αρχαία Τεύτλουσα, τα νυν Σεσκλιά, ουχί η

Αλιμνιά, Εθνικόν Ημερολόγιον Κων/ου Σκόκου, έτους 1905.

Χαριτωνίδης = Χαριτωνίδης Σ., Δύο νέαι Τηλιακαί επιγραφαί, ΑΔ (1960) 94 - 100.

Χάρτες και χαρτογράφοι = Σφυρόερας Β., Αβραμέα Α., Ασδραχάς Σπ., Χάρτες και

χαρτογράφοι του Αιγαίου πελάγους, Αθήνα 1985, έκδοση Ολκός.

Χαρτογράφηση = Χαρτογράφηση του ελληνικού παράλιου και νησιωτικού χώρου, Αθήνα 1989,

έκδοση της Ελληνικής Εταιρείας Χαρτογραφίας.

Χατζηβασιλείου = Χατζηβασιλείου Βασ., Ιστορία της νήσου Κω, Αθήνα 1990, έκδοση του

Δήμου Κω.

Χατζηπαναγιώτη = Χατζηπαναγιώτη Ιουλία, Βενετσιάνικα ιζολάρια του 15ου

, 16ου

και 17ου

αιώνα και Δωδεκάνησα, ΔωδΧρον ΙΕ΄ (1994) 285 – 308.

Χατζηπασχάλης, Ιακώβου = Χατζηπασχάλης Ανδρέας, Ιακώβου Μαρία, Χάρτες και Άτλαντες,

Λευκωσία 1989, έκδ. Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Κύπρου.

Χατζής = Αντ. Χατζής, «Τήλος-Επισκοπή», Δωδεκανησιακή Επιθεώρησις, τ. Α' -Β' (1947-

48) τεύχος. 1ο , σελ. 8-9.

Χρυσάφης = Χρυσάφης Γεράσιμος, Ονόματα νησιωτικά, Ονόματα 14 (1994) 43 – 47.

Χρυσοχόου = Χρυσοχόου Στέλλα, Οι πόλεις της Πελοποννήσου μέσα από τα βυζαντινά

χειρόγραφα του Πτολεμαίου, Πρακτικά Ε΄ συμποσίου Ιστορίας και Τέχνης (Μονεμβασιά 24 -

26 Ιουλίου 1992).

Almagià = Almagià Roberto, Le pitture geografiche murali della Terza Loggia (del Palazzo

Apostolico), Città del Vaticano 1955.

Armao = Ε. Armao, Ιn giro per il mar Egeo con V. Coronelli, Firenze 1951.

Avramea = Avramea Anna, Les cotes de l’ Asie Mineure d’ après un texte Pisan de la

seconde moitié du XII siècle, Byzantine Asia Minor (Athens 1998) 285 – 301.

Barrington = Barrington, Atlas of the Greek and Roman World, Princeton Univ.Press 2000,

vol. 1-2.

Page 123: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

123

Barber = Barber P., Το βιβλίο των χαρτών, Αθήνα 2006, μεταφρ. Αντύπας, εκδ.

«Αλεξάνδρεια».

Black = Black Jeremy, Maps and Politics, London 1998.

Bosio = Jacomo Bosio, Dell' Istoria della Sacra Religione et illustrissima Militia di S.

Giovanni Gierosolimitano, in Roma 1954.

Brotton = Brotton G., Trading Territories. Mapping the early modern world, London 1998.

Bunbury = Bunbury H., A History of Ancient Geography among the Greek and Romans from

the earliest ages till the fall of the Roman Empire, Amsterdam 1979.

Buondelmonti, 1824 = Cr. Buondelmonti, Librum insularum Archipelagi, έκδοση Lipsiae et

Berolini 1824.

Constantakopoulou = Constantakopoulou Christy, The Dance of the islands, Oxford 2007.

Cortelazzo = Cortelazzo Manlio, Zoonimi di origine italiana nella toponomastica dei portolani

Greci, Onomata 10 (1986) 71 – 76.

Dapper = Ο. Dapper, Description exacte des isles de l'Archipel..., Amsterdam 1703.

Delatte = Delatte Armand, Les portulans Grecs II, Compléments, Bruxelles 1958.

Dickinson = Dickinson Oliver, The Catalogue of ships and all that, Meletemata I (1999) 207 –

210.

Dilke = Dilke W.A.O., Greek and Roman maps, London 1985.

Dimasqi = Dimasqi, Manuel de la cosmographie du moyen age. Traduit de l’ arabe et

accompagne d’ eclaircissements par A.F.Mehren, Amsterdam 1964.

East = East G., The Geography behind History, London 1945.

Frabetti = Frabetti P., Carte Nautiche Italiane dal XIV al XVII secolo conservate in Emilia

Romagna. Archivi e Biblioteche Pubbliche, Firenze 1978.

Gerola, 1916 = G. Gerola, Ι monumenti medioevali delle tredici Sporadi, Annuario ΙΙ (1916)

13.

Gerola 1933 = Gerola Berengario, Le etimologie dei nomi di luogo in Cristoforo

Buondelmonti, Venezia 1933.

Gotier-Dalché = Gotier-Dalché Patrick, Carte marine et portulan au XIIe siecle. Le liber de

forma maris nostri Mediterranei (Pise, circa 1200), Rome 1995.

Harrison, Hupe = Harrison E, Strausz-Hupe R., Maps Strategy and World Politics,

Washington D.C. 1943.

Hewsen = Hewsen R., The Geography of Pappus al Alexandria: A translation of the

Armenian fragments, Isis 62 (1971) 187 – 207.

Hijji, Christidis = Hijji Y. Y, Christidis Vas., Aspects of Arab Seafaring, Athens 2002.

Page 124: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

124

Hill = Hill G., Cartographical Curiosities. The British Library, London 1984.

Iacovou = Iacovou Maria, Mapping the ancient kingdoms of Cyprus. Cartography and

classical scholarship during the Enlightenment, Τετράδια Εργασίας 25 – 26 (2004) 263 – 285.

Koder = Koder Joh., Η Φάτα Μοργκάνα στην Εύβοια, φυλακισμένη στη βραχονησίδα του

Ευρίπου, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου (Χαλκίδα 12 – 14 Νοεμβρίου 2004), Αθήνα – Βενετία

2006, 219 – 228.

Koder 2005 = Koder Joh., Η γεωγραφική διάσταση της Οικουμένης, Το Βυζάντιο ως

Οικουμένη, Αθήνα 2005, 25 – 45, έκδ. Ε.Ι.Ε.

Kopaka, Kossyva = Kopaka K, Kossyva Ang., An island’s isles : Crete and its insular

components, Meletemata II (1999) 435 – 443.

Lago = Lago l., Le Conoscenze sul Ciclo Dell’Acqua nell’ Antichita classica e nell’ Evo

Medio. Per un problema di storia delle Scienze Geografiche, Trieste 1983.

Lehoux = Lehoux Daryn, Astronomy, Weather and Calendars in the Ancient World,

Cambridge 2007.

Leon le Grand = Leon le Grand, Relation du pèlerinage à Jerusalem de Nicolas de Martoni,

Revue de L Όrient Latin, vol. 3 (1895) 639 .

Luttrell, Maussoleion = Luttrell Ant., The Later history of the Maussoleion e.t.c.,

Maussolieion of Halikarnassos, vol. 2, Aaxhus 1986.

Malamut = Malamut Elisabeth, Les iles de l’ Empire byzantin, Paris 1988.

Miotto = Miotto Marco, Αντικρουόμενες πληροφορίες από βυζαντινές και βενετικές πηγές

για τη ναυμαχία της Ρόδου (1099 ή 1100), Βυζαντιακά 26 (2007) 193 – 207.

Monegal = Montserrat Galera I Monegal, Medieval Catalan cartography and the Aegean sea,

Πρακτικά 7ου

διεθνούς συμποσίου, «Η χαρτογράφηση του ελληνικού παράλιου και νησιωτικού

χώρου» (Αθήνα 6 – 8 Οκτ.1989), Αθήνα 1994, 117 – 126.

Muhly = Muhly James, The Phoenicians in the Aegean, Memetemata Viener II (1999) 517 –

526.

Navari = Navari Leonora, The Aegean Archipelago and Cyprus. Printed maps from the

Zacharakis and Samourkas collections, Athens1998.

Niemeier = Niemeier Barbara and Wolf, Meletemata Viener II (1999), 543 – 553.

Papadopoulos et al. = Jean Richard,Theodore Papadopoulos, Le livre des Remembrances de la

secrère du Royaume de Chypre (1468-69), Nicosie 1983, έκδοση του Centre de Recherches

scientifιques.

Papalas = Papalas Ant., Dracanum Icaria, Onomata 9 (1984) 55 – 64.

Piacenza = Piacenza Fr., L Έgeο redivivo o'sia Chorographia dell Αrcipelagο..., Modona

1688.

Pilidis = Pilidis Georgios, L’ isola di Scarpanto fra Veneziani e Ottomani. Un tentativo di

sottomissione al Sultano (1523), Θησαυρίσματα 29 (1999) 163 – 180.

Page 125: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

125

Piri Reis, 1985 = Ρiri Reis, Kitab-i Βahriye Denizcilik (σε αρκετά χειρόγραφα και εκδόσεις).

Βλ. Piri Reis, Bahriye Κατακτητική ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο (1521), Αθήνα 1985, εκδ.

Τελέθριον.

Randolph = Bernard Randolph, The present state οf the Islands in the Archipelago, Oxford

1687.

Renfrew 2006 = Renfrew Colin, Η ανάδυση του πολιτισμού -Οι Κυκλάδες και το Αιγαίο στην

3η χιλιετία π.Χ.-, Αθήνα 2006, έκδ. Μ.Ι.Ε.Τ.

Russo = Russo Lucio, Η λησμονημένη επανάσταση. Πώς η επιστήμη γεννήθηκε το 300 π.Χ και

γιατί έπρεπε να ξαναγεννηθεί, Ρώμη 2003 – Αθήνα 2006, έκδ. Δίαυλος.

Sandys = Sandys G., Α Relation of a journey begun An. Dom. 1610, London 1615.

Segre = Segre Mario, Tituli Calymnii, ASAtene VI – VII (1944 – 1945) 3 – 4.

Stylianou = Α. and J. Stylianou, The history of the cartography of Cyprus, Nicosia 1980.

Temple = Temple Robert, The Sirius mystery, second edition, Vermont 1987.

Tartini, Franchi = Tartini C., Franchi S., Creta, Cyprus, Rhodus sive de nobilissimarum

harum insularum rebus et Antiquitatibus, Florentiae 1744.

Tolias, Loupis = Tolias G., Loupis D., Eastern Mediterranean Cartographies, Τετράδια

Εργασίας 25 – 26, Athens 2004.

Tyrrell = Tyrrell William, Amazons. A study in Athenian mythmaking, John Hopkins Univ.

Press, Baltimore 1984.

Tzahili = Tzahili Iris, Before sailing : The making of sails in the second Millennium B.C,

Meletemata II (1999) 857 – 861.

Volonakis = Μ. Volonakis, The islands of roses and here eleven sisters, London 1922.

Waerden = B.L.Van der Waerden, Die Astronomie der Griechen, Darmstadt 1988.

Whitby = Whitby Mary, Byzantines and Crusaders in non-greek sources 1025 – 1204, Oxford

Univ. Press 2007.

Zacharakis = Zacharakis Chr. A catalogue of printed maps of Greece (1477 – 1800), Nicosia

1982.

Zachariadou = Zachariadou Elizabeth, The Sandjak of Naxos in 1641, Islamkundliche

Untersuchungen 150 (1992) 329 – 333.

www.Worldarchaeologicalcongress.org

Page 126: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

126

SUMMARY CHRISTINE ROTH

THE AEGEAN AND ITS MAPS FROM A RADICAL VIEWPOINT

(Unearthing and Reconstructing its History)

-MISTAKES, TRANSCRIPTION ERRORS, CONSIDERATIONS,

TRANSFORMATIONS AND DISPLACEMENTS OF LOCATIONS-

Haris Koutelakis

Dr. of Archaeology – Historian

Synopsis in English by Michael Boussios

PREFACE

This book brings new information regarding the transmission of the nautical

experience and knowledge from remote antiquity to the beginning of the 19th

century.

During this time primarily the British navies, but also the Hydrographical Office of

the French, defined the depths and coastlines of the mainland and island shores of the

Aegean Sea, drawing the most accurate charts available at the time since cartography

commenced, both as a scientific as well as an auxiliary endeavour. They offered their

services to numerous and varied interested parties, ranging from buccaneers and

pirates to conquerors and military opponents, to investors and merchants, to seamen

and shipowners, to the Holy Grave pilgrims, and many others in between.

The effort focuses on establishing the continuity and the transmission of

geographical and historical knowledge of certain renowned places via these charts as

well as via the perceptions of groups and individuals regarding orientation from

antiquity until the consolidation of agreement as to the North as the horizon’s upper

point. The various mistakes arising from these diverse perceptions combined with

other historical-geographical matters led to confusion and misinterpretations resulting

in the re-creation and recycling of errors, a number of which were also entwined with

relative myth-making - - some of which forged and consolidated linguistic fossils that

endure to this very day, thus branding certain places in the Aegean. For example,

although Porto - Drakos was originally named for the land the Drakos family had in

the particular region, it became known amongst the sailors as the Port of the “drakos”

(“dragon” in Greek) referring to the mythical fire-breathing creatures. Numerous

other such examples can be found throughout the area (i.e. Candili, Dracano etc. ).

Together, these examples demonstrate how different notions we have been

amassed over time regarding historical – geographical matters, thereby deviating one

from the knowledge, primarily self-knowledge in a local and wider area, that should

emerge as a result of the quest for the truth. Although this is not to suggest that the

peoples were not also searching for the truth and indeed were not also being led astray

by the decrees and doctrines of ancient writers.

For exactly this reason, I have endeavoured, through a series of articles linked

by a chain of reasoning, to draw some navigational directions, such that everyday

references that have to do with our points of crossing, our tourist destinations, or our

very residence and origin, become of acute interest even today. The reasoning detects

Page 127: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

127

and emphasizes the contribution and the catalytic intervention of the various factors

that contributed to the formation of incorrect impressions and ideas, and in the end

their consolidation with important consequence to the historic thought and knowledge

since then.

With the exception of certain points of crossing that have remained constant,

and have been known since antiquity, and that are therefore documented even in the

folk or artistic songs of the surrounding islands, it is generally those islets and points

that are uninhabited today that when thoroughly investigated chance the research

field. Examples of islands in the Aegean that have remained with constant references

include many of the Cyclades, and particularly those islands cyclically from west and

south to north and again east towards south of the Aegean, namely : Λευκάτας-

Leukatas, Ιερές Εχίνες- Ieres Ehines, Μαλέας- Maleas, Μοριάς- Morias, Υμηττός-

Ymittos, Καβο-Κολόνες- Cavo Kolones, Αυλίδα- Aulida, Κάβο Ντόρο- Cavo Doro,

Χιλιοδρόμια- Hiliodromia, Λήμνος - Limnos– Ελλήσποντος- Hellispontos, Χίος-

Chios, Σάμος- Samos, Φούρνοι – Κορσίαι, Furni- Corissiae, Ρόδος-Rodos, Λυκία-

Lykia.

However, although generally, but not always, uninhabited due to their

uniqueness and the danger that their position constitutes to navigation, certain islets

and points have basically preserved in their names the historical information from

which they derived. These are precisely many of the geographical places that, when

rigorously investigated, will lead to the unwinding of the “myths” that resulted via the

intervention of cartography. These places include : Δήλος – Delos, Νάξος - Naxos,

Κέρος- Keros, Ελλήσποντος - Hellespont, Άσσος - Assos, Δεσποτικό - Despotiko,

Λυμνιά (= Ίμια)-Lymnia - Imia, Καλόγεροι- Kalogeri, Καρδιάνα- Kardiana, Κιτριανή

Σίφνου- Kitriani Sifnos, Τάφος- Tafos, Νεκροθήκη - Necrothiki and some coastal

toponyms such as Κάτω Κόσμος- Kato Kosmos, Δράκανο- Dracano, Αδάμας-

Adamas, πόρτο-Δράκο porto-Dracos, καβο-Κολόνες Cavo Colones, Πετρούμι-

Petrumi, Αλωπός-Alopos, Σίδερο- Sidero, Α. Γάτα- A.Gata, Τεύτλουσα- Teutlussa.

Charts were not only bearers of historical data and of the preservation of the

ancient and medieval inheritance, but also means of communicating the ideological

views of the different societies. It is therefore my intension that this work and

investigation, even if from a radical viewpoint as stated in the title, provokes serious

scientific discussions of the various issues it raises. Such re-examination via rigorous

arguments will certainly serve positively all those interested in the historical

developments that took place throughout the ages in the cradle of civilization -- the

Aegean.

Vangelis Pantazis, a historian by profession and an outstanding individual

as a character, known for his radical ideas regarding issues related to the pre-historic

Aegean, has been a fellow-traveler and stern judge of my endeavor. I therefore thank

him from the bottom of my heart for his comments and criticisms that bolstered my

resolve, boosted my zeal, and strengthened my arguments.

I also owe my warmest thanks to Peggy Sotirakopoulou, Provost of the

Museum of Cycladic Art, for the valuable conversation we had concerning the

Cycladic figurines and the ensuing problems as well as for encouraging me to publish

my ideas for the Tafioi (Τάφιοι) islands and for her weighty intervention on the final

text for the island of Keros.

Likewise, I owe my thanks to Christine Roth and Dr. George Deligiannaki

who generously made available to me the “Map of Curiosities” before the Greek

edition was published (by the Publishing House “Alexandria”) of P. Barber’s

monumental work “The Book of Charts”, to Michael Boussios for developing a

Page 128: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

128

synopsis of this book in English, and to my enlightened editor, trusted friend and

patriot, for understanding not only the imperative need for the diffusion of the new

facts, as discovered via this work, but also the usefulness of the work, thereby

incorporating it in his publishing plans.

CHAPTER I: ANCIENT PEOPLES’ ORIENTATION

In antiquity, maps, initially simple sketches, drawn up to serve specific needs based

on the logic of the imaging of these needs, be it field measurement, delineation of

boundaries, such as after the floods of the Nile in Ancient Egypt or to determine a

city’s or a holy place’s limits). The symbols and lines used complied with ideologies

and natural phenomena – the sun’s orbit, the eternal circle of day and night, the

observation of the celestial bodies as well as the navigational need for a fixed

reference point, especially at night – but all were subsumed to the deeper need to put

order to the physical world– to find αρμονία (harmony).

Today’s world illustration, with North on top and South below, was finalised

after the discovery of the New World and the use of the compass. It was not in any case

universal; on the contrary, myths and traditions reflect the concept of East on top – West

below (e.g. Koder 2005, 25 – 26) at 752 A.D., Beato 776 A.D. that was copied at least 15

times from 944 A.D. until the end of the 13th

century, the most noteworthy copies of the

Anglo-Saxon map of the Mediterranean Sea (drawn in the 8th

century, the model for the

mappamondi) and the maps of Hereford (1195) and Ebstorfer (1235).

The Egyptian maps in comparison had South on top, the sources of the Nile

being the dominant higher point, and they named Crete kef’tiu, meaning the back country,

because to them Nile’s sources were the “in front of their eyes” point of the horizon. One

can also see this view in much later maps: an Egyptian map of 1020-1050 A.D., Fra

Mauro’s European map of 1460 A.D. and George Sideris’s North Africa map of 1541 A.D.

Indeed, Hamza Yusuf, Muslim professor of the Zaytuna Institute of California, maintains

that when Europeans picked up cartography from the Arabs “reversed” the maps to show

themselves at the top.

CHAPTER II: AEGEAN AND “KYKNADES ISLANDS”

According to ancient sources, the etymology of Cyclades (meaning cyclical in

Greek), derives from the islands “encirclement” of the sacred island of Delos,

birthplace of the Greek mythical Gods Apollo and Artemis.

However, it is well documented that, the cluster of islands with this name have

undergone no significant geographical or physical changes for thousands of years and

certainly not during the years during which there is a known written history. It is also

obvious that they do not form a circle around Delos, but they are placed eccentrically

to her.

According to Stravon, the neighbouring islands were sending their best

“χορούς” (teams of dancers and singers) to Delos, thereby making Delos the place

where dancing and singing never ceased. Menandros wrote that the citizens of Delos

had become specialists in organizing dancing and singing events, “άδεις ώσπερ εις

Δήλον πλέων” i.e. “you sing as if you are sailing to Delos”.

In these festive events, the cyclical dance of the groups that were coming from

the nearby islands combined with the cyclical procession of sailors and merchants

around Apollo’s altar. From the Mycenae era and the early historical years this

Page 129: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

129

cyclical movement has been connected to the cyclical movement of the swans (in

Greek κύκνος - kyknos). In order to ease Lito’s labour (mother of Apollo and

Artemis) swans danced in a circle around Delos.

Thus, the swan became a secondary symbol of Apollo and, along with the lyre,

is portrayed on the Delian coins. It is the author’s opinion this is not without merit –

the personalization of the islands in paintings and via other means is well

documented.

Furthermore, the interchanging of n and l is very common in the Greek

language, therefore the possibility that Cyclades was originally Kyknades cannot be

ruled out offhand. The Ancient Greek’s connection of their concept of geography of

this island cluster to the cyclical dance is indisputable. There are numerous hymns

describing Delos as the center of cyclical activities (Kallimachos’ verses 300-301 for

example “σε μεν περί τ' αμφί τε νήσοι / κύκλον εποιήσαντο και ως χορόν

αμφεβάλοντο” or “the island was dancing around” Delos). The poetic scene became a

religious ideology and ended up becoming the corresponding image of the

geographical definition of the cluster of islands, mainly the Ionic ones.

Also, building ships with bow figureheads is a primeval activity – 327 bow

figureheads have been discovered and recorded, from the Early to the Late Copper

Age, dated and categorized. Amongst them are those that give a clear picture of a

bird’s head, or sometimes of an elf’s. It is therefore possible that the ships that

transported the groups of dancers and singers to Delos, as early as the Mycenae era,

had bows decorated with a swan’s head and that with time this symbol became the

name of a certain type of ship – exactly as it is shown on an earthen compass dated

1300-1400 B.C. coming from a dome tomb in Tragana Pylos (lot 6098 Athens

Archaeological Museum). Bows with swan -head figureheads are found on a

Geometric era beaker (850-800 B.C. museum of Eleusis), or on a Geometric era

copper buckle from Boeotia, on the known Exikias’ kylix that portrays the voyage of

god Dionysus on a ship, and, moreover, the illustration of the ship of Theseus which

arrived at Delos (the “Francois” pot dated 750 B.C.)

The Cyclades, therefore, are not the islands that are in a circular order around

Delos, but the Ionic islands that sent groups of singers and dancers to the sacred island

in special ships, the swans – Κύκνους.

This ornamental theme’s endurance as a figurehead is amazing, to the point

that it was recorded in the Roman lexicons - «ltem nανigi genus habens in prora

cygnos insculptos». It is the author’s strong opinion that bow figureheads symbolizing

health, political and military power and /or religious influence - sometimes were

related to facts and sometimes served as an allegory of a fast ship – but generally

stated their place of construction or at least their place of origin, and therefore,

perhaps even the racial origin of sea-merchants.

CHAPTER III: THE MYSTERY TAFIOI, THE TAFOI ISLANDS AND THE

ISLAND OF KEROS

The small island of Tafos (meaning grave) in the Ionian Sea and mentioned by Homer

suggests that in the Aegean Sea there were not only many promontories, but also

many small islands, where the ancient dwellers exclusively buried their dead. Such

islands were Nekro (=dead), Nekrotheke (=coffin) Daskalio – near Cythnos), Keros

and later on Renea (Ρήνεια) near the sacred island of Delos, in accordance with a

resolution passed by the ancient Athenians.

Page 130: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

130

It appears that at some of these locations there were human sacrifices rites.

According to the writer, such rites were gradually abolished from the Age of Minos

onwards, and were completely abolished in 97 B.C. by Rome. The broken figurines

discovered on Keros must therefore be considered as substitutes in the memory of

those sacrifices. These sacrifices may have been made in honor of the gods Artemis

and Apollo, whom originate in the East.

CHAPTER IV: THE GEOPOLITICAL ORDER IN ASIA MINOR DURING

THE HETITIC ERA.

Between 1450 and 1200 B.C. in the kingdom of the Hetitic regions, cities and the

nearby islands are clearly named, territories’ borders are distinctly defined, and, as a

result, one can therefore reliably identify the names of various places, inhabited or

otherwise, that survived, their “denaturations” and also their transformations.

The Hetites’ inscriptions and writings mention the following important cities and

regions [see Pantazis 2006, 506 and Corpus 67(2005) 37]: On the Asian coast of

Hellespont the divine ( according to Homer ) city of Arizvi (Αρίσβη) and the one that, most

probably, gave its name to the whole region Arzawa, alongshore on the Arrinanta peninsula

the city of Απαισός (the Hetite’s Apaasas), the Hetite capital of the Arzawa region – the

city that Schliemann wrongly believed it to be Homer’s Ilion - which Homer places on the

Scamandros river’s bank (where Bali-dag is today), whilst Wilusa despite its acoustic

similarity, is the city of Ilusa. Further south was Assos (Άσσος) an abbreviation of

Pedassos Hetite’s Pedassa, whilst the island of Lazpas must be Lesvos. Continuing further

south we find Appawijia possibly Efessos, Milawanda the Achean’s city of Militos, in the

interior the region of kuwalijia in Greek Καβαλίς (Kavalis), the region of Lukka (today’s

Lykia), the peninsula of Attarinama (Artemisio), the cities of Tlawa (Tlo, or in Greek

Τλως), Patara with the same name today.

The geographical restructuring of the regions and cities of Asia Minor define

the scene in which the Acheans’ expedition against Ilion took place: a legend widely -

spread in eastern Mediterranean that corresponds to real events that took place at the

Copper Age in the area of Meander and Lykia. Homer altered it and replanted it in the area

of Troas in a place he knew all too well (Pantazis 2006, 504).

Therefore the issue has to do with the sketching of rudimentary maps and

navigation, especially at night. Indeed, the literally, cartographic sequence of the

participators’ in the Trojan War names of the two opposing coalitions (Epicurians’ List)

lead us to the conclusion that the Homeric catalogues may have included maps. One shoud

also not forget that the seaways through the Cyclades to Asia Minor were known from the

20th

century B.C. onwards – archaeological findings prove the Minoans’ installation in

Miletos (Niemeier B. & W., 553).

CHAPTER V: THE DESCEND OF THE DORIANS

The development of cartography, and the establishment of North as the top of the maps,

imposed, through time, the views of the mighty peoples of the North on those of the South.

Following the movement of Neoclassicism, the German racists professed that it was the

Arian race that descended in waves and inhabited Greece – therefore there is a blood

relation between the Ancient Greeks and the Germans.

Ancient Greek literature speaks not of the descent of the Dorians but rather of the return of

Hercules’ descendants. At the Age of Herodotus, descent meant a comeback, a return to the

homeland. There is ample evidence connecting Ancient Egypt, Phoenicia and Greece.

Page 131: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

131

It is the author’s opinion that Dorians were one of the racial groups that constituted the

“Peoples of the Sea”, who, when defeated, withdrew to Phoenicia (today’s Palestine),

around mount Dor, and are hence referred to as Dorians). When they were driven off from

this area, they reached eastern Crete, the Dodecanese and eventually - through Thira and

Milos - the Peloponnese, where they settled permanently. The Dorians, therefore, did not

initially invade from the North, but rather penetrated from the South by sea.

CHAPTER VI: VOYAGES WITHOUT CHARTS?

In Phoenicia, Pytheas’ Marsilia (Marseille of today) and in Rhodes (during the

Hellenistic period) technological development was a state secret, which may well

explain our limited knowledge of this topic. However, the discovery of some

astronomical instruments more than proves the use of geographic and astronomical

knowledge in measuring long distances and navigating.

Mathematicians-philosophers, engineers, magician-astrologers-astronomers

spent their lives observing, studying, recording and improving this knowledge in

Babylon, Egypt, the cities of Ionia during the 7th

-6th

century B.C., classical Athens and

elsewhere. These were immensely rich cities that drew the most intelligent and restless

minds of their time. Indeed, 1,200 names of craftsmen, philosophers, orators,

geographers and artists from 175 different cities of near by Asia Minor have been

recorded from inscriptions only in the city of Rhodes alone.

Sailing away from the coastline during the third millennium B.C., demanded not

only courage, endurance, experience, and knowledge of seasonal conditions and winds,

but also an elementary sketch of the area.

CHAPTER VII: PTOLEMAEUS (PTOLEMY) AND THE SIFNOS QUESTION

Ptolemy in his world map (2nd c. B.C.) summarizes the results of the

explorations of his time and presents up to date information of revenue sources and

the latest astronomic and geographic observations and achievements. In particular,

the island of Sifnos appears on the map as even larger island than the island of Naxos

and incorporates as cities the islands of Serifos, Sikinos and Folegandros. This map

has thus spurred significant discussion and is known, in cartography, as “The Sifnos

Question”.

It is the author’s opinion that, by “enlarging” Sifnos, Ptolemy indicates the

island’s importance not so much as a point of passage but rather as a very significant

place because of the lead and silver mines and furnaces that existed there from the 5th

and 4th

c. B.C.

CHAPTER VIII: FINDING AND SALVAGING MAPS

The existence of maps, even if not retrieved, is known from ancient literary

sources. Many maps were used, worn out, and lost, others were surrendered to the

library of Alexandria, perished along with their owners, others were drawn on fragile

materials that would not have survived the test of time, while others were purposely

destroyed to safeguard secrets and finally others, engraved on stone or ceramic, still

await the archaeologist’s pickaxe to surface.

Christianity put East on top of the map, cartography as a science ceased, until

Muhammad al Idrisi made his map of the world in 1126. This prompted the

Europeans into study ancient beliefs and to begin their own scientific progress.

Page 132: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

132

CHAPTER VIII.1: THE ARABIAN MAP OF THE BOOK OF CURIOSITIES

Possibly the oldest and only existing handwritten map of the

Mediterranean Sea is in an Arabian medieval manuscript by an unknown author

entitled “The Book of Curiosities”. Annotations and the translation into English have

been made by Emilie Savage-Smith and Yossi Rapoport of the Oriental Institute of

the Oxford University. They work managed to correlate only eleven islands in the

Aegean Sea with names on the map. However, the writer presents an almost complete

correlation of the islands and coasts of the map.

The study shows that today’s unimportant islands, were seen as more

important for the 11th

c. A.D. Arab cartographer than the large ones. This is also seen

in pre-historic years that surprise one with the abundance of archaeological findings

and the many shipwrecks near them. The writer has identified the Arabic names of

Greek islands, identifying changes, transmutations and transformations that, in all

certainty, predisposed future cartographers.

The writer hopes that his work related to new correlations and corrections

will assist the “Book of Curiosities” annotators in their efforts to identify geographies

in the Aegean.

CHAPTER IX: THE “KALOGEROS” ISLAND IN SOUTHERN AEGEAN

The author correlates the islet of Strogyle (Στρογγυλή = round) that lies south

of Nisyros to the medieval island of “Kalogeros” (meaning monk). The author’s

opinion is based on the name given to this islet in the Piri Reis manuscripts, its

description by Buondelmondi and on reports of medieval geographers.

CHAPTER X: THE “KALOGEROI” OF NORTH AEGEAN MAXIMOS

PLANUDES AND CRISTOFORO BUONDELMONTI

There are a total of nine islands by the name of “kalogeros” in Aegean’s

medieval maps of the Aegean. The author presents strong arguments that “Kalogeros”

of Tinos, which is today named Planoude (Πλανούδη) was the estate of the renowned

Byzantine astronomer, geographer and cartographer Maximos Planoudes (13th

century

P.C) who was at the same time a monk (kalogeros) in Constantinople’s monastery of

Chora. Some of his maps were found in Florence since the time that the Greek prof.

Emmanuel Chrysoloras had been teaching there -at the close of the 14th

century- and

can still be found there. Of these maps, especially the Urb.Gr.82, some copies were

produced in Latin. Therefore, it is likely that the Franciscan monk Cristoforo

Buondelmonti, who arrived, lived and died at Rhodes in 1430, knew his work. He

visited the Aegean islands using the Planoudis’ map A of Asia, which comprised the

islands from Lesvos to the Dodecanese, and complemented the ancient texts referring

to these islands with information of his time.

Thus, his “isolario” caused a stir and that is why it was copied in at least 60

copies, in Latin, for all those Europeans who traveled, were merchants or had

acquisitions in Anatolia (islands and Asia Minor).

CHAPTER XI: THE REBIRTH OF CHARTOLOGY USING XYLOGRAPHIES –

Page 133: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

133

MISTAKES AND ERRORS OF TRANSCRIPTION TRANSLITERATION,

RENAMINGS, METONYMIES, MISINTERPRETATIONS, EQUATIONS

CONSONANSES IN ANOTHER LANGUAGE AND “ITINERATING” CITIES-

Cartography, as an aid for a safe sea voyage rescued, initially in a hand written

version, many island names and sites. The rebirth of this field came about with the use

of wooden matrices with which, from then on, maps were reproduced. The use of

wooden matrices facilitated the reproduction in large numbers, however, they brought

about other problems, such as the shift of places from the near by coast on the island,

as well as, name changes. The author produces tens of examples of such cases in the

Aegean Sea.

The use of newer technique, chalcography, although it allowed an increase of

the names inscribed on every map, it did not solve the previous flaw, because, the

existing mistakes were, simply, repeated. In this chapter, the author, proves, through

24 examples, the continuing of these errors and the resulting new island names

because of them.

CHAPTER ΧΙ.1: TRANSFORMATIONS OF ISLAND NAMES

Changes of this category happen, mainly, for two reasons: either because of

misunderstandings - when an island is abandoned for a long time then a breach in

collective memory and the oral continuation of the initial name occur, resulting in the

new inhabitants renaming the island according to their impressions of it e.g. ancient

ruins, or because of tendentiousness that hides political or economical future claims

combined with imperialistic tendencies.

The author quotes 27 examples detected in European hand written or printed

maps.

CHAPTER ΧI 2: TRANSFORMATION OF TOPONYMS

In this chapter, there is criticism of toponyms found on island maps, after their

transcription from Venetians, Genovese, Catalans, Dutch, Englishmen and French.

Many of these, read by the Greek users of the maps, since the 16th

c. A.D. and

thenceforth, remained in their changed form and resulted in a wrong etymology by the

simple people. Such errors affect the writing of the history of a place or an island.

CHAPTER ΧΙΙ: CLAIMS ON ISLANDS BY DISTORTING HISTORICAL

FACTS AND MAPS.

Mistakes, having to do with some island’s new name, gave the opportunity to

imperialistic powers to claim, through them, island lands. The Dodecanese island of

Telos constitutes a classic example. Its name (on the Venice’s medieval maps

appearing as) “Piscopia” gave the Italian conquerors in 1912 the pretext to cite

historical arguments of its alleged possession. Namely, they associated their

possession of the village of Piscopia in Cyprus, which was their feud since 1360

A.D., with the synonymous island of Telos (Piscopia).

Other contenders, today, act in the same manner, with the islet of Lymia

(Imia) or the maps of the alleged Macedonia of the Aegean Sea.

Page 134: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

134

CHAPTER XIII: BUONDELMONTI AND NAVAL TALES.

In this chapter the author writes down fourteen examples of tales that were

created among the Greeks from names in the Aegean maps. The alteration of a place’s

name and the subsequent prevalence of the wrong one gave cause for creating strange

tales, since the origin of the name was not easily comprehended.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟΥ

Είναι αλήθεια πως ό,τι εμφανίζεται ως νέο προκαλεί δυσπιστίες και αμφιβολίες, ενώ

πολλές φορές φαντάζει προκλητικά αναιδές, γι’ αυτό εκ προοιμίου πολλές φορές

συγκεντρώνει την απόρριψη όσων διακατέχονται από κρυσταλλωμένες απόψεις και

θεωρούν τον εαυτό τους αυθεντία.

Ο συγγραφέας, όπως και κάθε άνθρωπος που τεκμηριωμένα μάχεται για τις νέες

απόψεις, θεωρεί ότι οι ανατροπές που προωθούνται μέσα από τα κεφάλαια του

βιβλίου συμβάλλουν ουσιαστικά στην αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, όταν

μάλιστα τα realia και η επιχειρηματολογία που τις περιβάλλει είναι ισχυρή. Άλλωστε

χωρίς συγκρούσεις και ανατροπές η επιστημονική σκέψη θα βρισκόταν σε νηπιακή

ακόμη κατάσταση.

Ο καλοπροαίρετος ερευνητής, ο απλός αναγνώστης, ο φιλίστορας, ο αρχαιολόγος, ο

ιστορικός, κάθε ενδιαφερόμενος, είναι βέβαιο ότι θα βρει στα κεφάλαια του παρόντος

βιβλίου αρκετές ρηξικέλευθες προτάσεις ή απαντήσεις, οι οποίες με τη δική του

περαιτέρω εξειδικευμένη γνώση και κριτική προφανώς θα ανοίξουν νέους ορίζοντες.

Άλλωστε «έτερος εξ ετέρου σοφός».

Το βιβλίο συστήνεται για ανάγνωση σε όσους δεν έχουν εφησυχασμένη επιστημονική

συνείδηση και σε όσους δεν στέκονται αμετακίνητοι πίσω από επιστημονικά και

γνωστικά στερεότυπα του παρελθόντος.

ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ ΤΟΠΩΝ Αγαθονήσι 68, 73

Άβατος 22

Αγία Αγάθη 73, 108

Αγία Θαλασσινή 86

Άγιον Όρος 42, 57, 58

Άγιος Κοσμάς Αττικής 20

Page 135: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

135

Άγιος Φωκάς Λακωνίας 21

Αθήνα 43, 47, 89, 101

Άι-Στράτης 59, 78

Αίγαι 61

Αιγηλίς 82

Αιγιάλη 82

Αίγινα 10, 16, 76,102

Αίγυπτος 6, 11, 12, 16, 24, 30, 41,42,43,49

Αϊδίνιον 47

Ακρωτήρι Κύπρου 108

Αλασία 38

Αλεξάνδρεια 43

Αλεξανδρέτα 53

Αλεπότρυπα 23

Αλικαρνασός 15, 53

Αλιμιά

Αλίφειρα 30

Αλόννησος 78

Αλωπός 73

Άμαρτος Ρόδου 73

Αμμόχωστος 70

Αμοργός 21, 31, 51, 52, 99

Άμπελος Σάμου 74

Αμφίμαλλα Κρήτης 89

Ανάφη 69, 75

Άνδρος 8, 19, 50, 51, 56, 58, 61,98, 107

Αντίκαρος /Αντίκερος 50, 53, 56

Αντικύθηρα 44, 53, 82

Αντίπαρος 21, 26, 32, 53, 70, 91

Άντισσα 76

Απαισός 38

Αππαβίγια 38

Απείρανθος 86

Απλωταριά Χίου 87

Άργος 31, 42

Αρίνναντα 38

Αρίσβη 38

Αρκαδία 30

Αρκοί 68

Αρκουδονήσι 74, 86,104

Αρμάθια 52

Αρμόλια 88

Αρχάγγελος Ρόδου 87

Ασία 39

Άσκινα (Αντίτηλος) 82

Άσσος 38, 74, 76

Ασσούβα 38

Αστακίδα 52

Αστυπάλαια 51, 53, 69, 93, 94, 97

Αυλίδα 39

Αυλών 88

Αφάντου 87

Αχερουσία 22

Βαβυλώνα 43

Page 136: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

136

Βαλτέτσι 101

Βάρδα-Κόστα 28, 31

Βενετία 62, 64, 95, 97, 101

Βολάκ’ς Τήνου 58

Βολισός 88

Γαλλία 93

Γαστριά Τήνου 89

Γαύδος 19, 53

Γερά Τήλου 75, 96

Γερμανία 66

Γερόνησος 18

Γιαλί Νισύρου 44, 53, 78, 82

Γιαλοί Κω 86

Γόρτυνα 19, 42

Γούρνα Λέρου/Portovinu 89

Γυάρος (Γιούρα) 51, 53

Δαλαμανάρα 102

Δανία 11, 13

Δασκαλιό 21, 25, 29, 88

Δασκαλόπετρα 88

Δερβενάκια 101

Δεσποτικό 21, 26, 33, 53, 70, 91

Δηλίφανος 93

Δήλος 11, 13, 14, 15, 16, 23, 25, 26, 43, 51,89, 90, 108

Διαπόρι 61

Δίκιος Κω 99

Δοκός 50, 53

Δονούσα 23, 87

Δουλίχιον 19

Δράκανο 44, 76, 102

Δρέκανο 44, 76, 102

Δρέρος 25

Διρός 23

Διψός (βλ. Λειψός)

Δωδεκάνησα 9, 14, 15, 19, 22, 39, 41, 43, 87, 92, 98, 105

Ειλεοί Ερμιονίδας 78

Εκατόννησα 76

Ελαφόνησος 18

Ελευσίνα 11

Ελλήσποντος 38

Επίδαυρος 10, 30, 42

Ερέτρια 14

Ερμιόνη 22, 50, 78

Επισκοπή / Episcopia, Piscopi 90, 91, 93,94,95,96, 98, 102, 105

Ερμιόνη/Ιερά Μιόνη 88

Ετρουρία 12

Εύβοια 14

Έφεσος 15, 24, 25

Εύριπος

Έφυρα 38

Εχίνες 19, 25

Page 137: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

137

Ζάκυνθος 19, 67, 99

Ζουμπάρια 21

Ήπειρος 42

Ηρακλειά 52

Θαλάμαι 88

Θάσος 49, 108

Θερμιά 50, 79

Θεσσαλονίκη 43, 47

Θεσπρωτία 22

Θήρα 16, 41, 52

Θηρασία 69

Θράκη 42, 109

Ιάβα 8

Ιαλυσός 23, 39

Ιασός 32

Ιερουσαλήμ 7, 48

Ιθάκη 50

Ικαρία 31, 32, 44, 50, 68, 76, 102, 103

Ίλιον (βλ. και Τροία) 37, 38, 39

Ίλουζα 38

Ίμια/Λυμιά 80, 81, 100

Ίμβρος 50

Ίος 18, 47, 49, 78, 88, 105

Ιππουρίς 52, 53

Ισπανία 7, 43

Ιστέρνια Τήνου 54

Καβαλίς 38

Καβο-Κριός 96

Καβο-Μαλιάς 74

Κάβο-Ντόρο 72

Καλόγηρος 52, 53, 55, 56, 57, 58, 59, 60

Καλόν Όρος 53, 74

Καλόπετρα Ρόδου 99

Καλόχαρος Τήνου 86

Κάλυμνος 6, 25, 29, 69, 74, 80, 89, 90

Κανδηλούσα / Καντελέουσα 55, 56

Κάνωβος 18

Κάπρα 52, 80

Καρδάμυλα 88

Καρδιανή 79

Καρία 23, 32, 39

Κάρπαθος 52, 73, 75, 82, 93, 97, 98

Κάσος 77, 97

Καστελλόριζο (βλ. και Μεΐς) 53, 81, 82

Κατταβιά 87

Κάτω Κόσμος 19, 21

Καφηρέας 72

Κέα 14, 69

Κερατέα 88

Κέρκυρα 89

Κέρος 17, 20, 21, 23, 26, 29, 30, 31, 33, 51, 53

Page 138: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

138

Κεφαλλονιά 88

Κέως (Κέα) 107

Κιζουβάτνα 38

Κιλικία 15

Κίμωλος 50, 52, 70, 79

Κίναρος 31, 53, 78

Κιόνια Τήνου 89

Κιτριανή 53, 69, 79

Κίτρος 69

Κλάρος 80

Κνίδος 25, 39, 43, 56, 75, 89, 96, 103

Κοιμητήρι-Τσοιμηντήρι 19, 21, 53

Κορησσίες 50, 81

Κόρινθος 41, 42

Κούκονος Λήμνου 109, 110

Κουνούποι, οι 53

Κουφονήσι 20, 28

Κρήτη 7, 10, 15, 16, 19, 23, 25, 26, 33, 41, 47, 56, 70, 89

Κυδωνία 33

Κύθηρα 22, 76, 99

Κύθνος 25, 70, 79, 108

Κυκλάδες 8, 11, 12, 15, 19, 20, 26, 40, 50, 54, 75, 107

Κύπρος 15, 18, 22, 25, 26, 38, 41, 48, 70, 91, 96, 107

Κων/πολη 62, 63, 64, 90

Κως 43, 44, 55, 56, 69, 74, 76, 84, 86, 96, 100, 103

Λακωνία 42, 76, 78, 88

Λαοδίκεια 38

Λαύρειο 107

Λέβιθα 31, 53, 69, 78

Λέπιδα Λέρου 84

Λειβάδια Τήλου 97

Λειβάδα Τήνου 86

Λειψός/Διψός/Λειψοί 19, 51, 100

Λέρος 29, 43, 69, 74, 84, 89

Λέσβος 38, 68, 76, 87

Λευκάδα 18, 25, 28, 33

Λευκάτας 28, 31, 33

Λευκίμη 89

Λευκωσία 70

Λήμνος 14, 44, 49, 68, 109

Λιβίσι 105

Λιδρόμια 78

Λιθί Χίου 87

Λίμνη Ευβοίας 80

Λίνδος 39

Λονδίνο 62

Λούκκα 38, 39, 42

Λυδία 25, 39

Λύκαιο Αρκαδίας 30

Λυκία 26, 39, 75, 84, 98, 99, 105

Λυμιά (βλ. και Ίμια) 81

Μάκρη 53

Μάλτα 102

Page 139: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

139

Μάλος/Μάλον 89

Μάνη 19, 77

Μαντριά 49

Μαραθο(καμπος) 104

Μάρι 89

Μαρμαρίς 53

Μασσαλία 42

Ματαπάς 77

Μαύρο 53

Μεγάλο Χωριό Τήλου 93, 99

Μεγανήσι 19, 25

Μεγίστη (Καστελλόριζο) 53, 81

Μεδίνα 54

Μέθανα 58

Μεΐς (Καστελλόριζο) 53, 81

Μέκκα 54

Μέλανες Νάξου 86

Μεσοποταμία 25

Μήλος 41, 42, 44, 52

Μικρό Χωριό Τήλου 97

Μίλητος 15, 38, 40, 43

Μίρα Λυκίας 53, 98, 99

Μόλιβος 74

Μοριάς (Πελοπόννησος) 64, 70

Μούδρος 49, 75, 109

Μυκήνες 31

Μύκονος 18, 52, 79

Μυτιλήνη 49, 64, 88

Νάξος 10, 21, 26, 29, 91 107

Ναύπλιο 102

Νεκρό 25

Νίσυρος /Nissaro 44, 53, 55, 57, 82, 90, 92, 93

Νύμος 80

Νυμφαίο 11

Οινούσες 19

Οίτυλο 77, 92

Όλμοι 39

Ολούντα 70

Ολυμπία 30

Όνου Γνάθος (Ελαφόνησος)

Ότραντο (Υδρούς) 108

Ουγγαρία 31

Παναγιά Νισύρου 55

Πάνερμος Νάξου 26

Πάνορμος Τήνου 60

Πάρος 21, 26, 33, 51, 76

Πάταρα Λυκίας 39, 53

Πάτμος 29, 51, 69, 84, 99

Πειραιάς 100

Πελαγονήσι 78

Πελοπόννησος (βλ. και Μοριάς) 41, 42, 65, 70

Πεπάρηθος 18

Page 140: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

140

Πέργη 39

Πετροκάραβο 88

Πηγάδια Καρπάθου 82

Πήδασσος 38

Πισκοπιά Κύπρου 96, 97

Πλανούδη Τήνου 60, 61

Πολιόχνη 109

Πολύαιγος 51, 70

Πομερανία 13, 70

Πόρτο-Δράκο 101

Πρεπέσινθος 21, 26, 33, 91

Πύλος 19

Πυτιός Χίου 88

Ραβέννα 7

Ρέντη Αθηνών 101

Ρήνεια 13, 20

Ρόδος 22, 23, 29, 30, 39, 42, 43, 53, 69, 87, 99, 100

Ρώ 52

Ρώμη 62

Σαλάντι / Σελλάντα 88

Σάμη 91

Σαμιοπούλα 51, 104

Σαμοθράκη 22, 23, 49, 68

Σάμος 11, 38, 43, 49, 73, 103, 104, 106

Σαντορίνη 52, 75

Σαρακίνικο 106, 107

Σαραντάπηχος Ρόδου 39

Σαρδηνία 12

Σαρία Καρπάθου 85

Σεράλια Κω 15

Σέριφος 44, 69

Σεσκλί/Σεσκλιά/Τεύτλουσα 50, 53, 99

Σέχα 38

Σίδερο 73

Σιδώνα 25

Σικελία 12, 46, 48, 54

Σίκινος 44, 52, 70

Σίπηλος 38

Σίφνος 44, 69, 70, 74, 78

Σκάνδιρα, Σκάντζουρα 87

Σκάφη Τήλου 99

Σκόπελος 18

Σκοπή 43, 93

Σκυθία 29

Σκυλαντάρ Τήνου 44

Σκυροπούλα 104

Σκύρος 11, 49, 104

Σλοβακία 13

Σμύρνη 103, 105

Σούνιο 18, 51, 71

Σοφράνο 51

Σπάρτη 41, 42

Σπιναλόγκα 70

Σταδιά 53

Page 141: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

141

Στακίδα 86

Στρόβιλος 52

Στρογγυλή (βλ. και Καλόγηρος) 55, 56, 57

Στρόφιλας 8

Στύρα 52

Σύμη 50, 53, 69, 73, 77, 99

Συρία 26, 32, 44, 48, 49, 54, 89

Σύρος/Σύρα 8, 10, 20, 26, 31, 50, 68, 90, 98

Σφαιρία 18

Σφακτηρία 18, 19

Σχινούσα 78, 108

Σωπόλια 102

Ταμπούρια Κερατσινίου 101, 102

Ταρχούντασα 38

Ταφιός Κεφαλλονιάς 19

Τάφος 18, 19, 25

Τέλενδος 80

Τένεδος 49

Τέω 89

Τηλεβοΐς 19

Τήλος 49, 69, 75, 77, 82, 84, 89, 90, 91,92,95, 96, 97, 99,100, 105, 109

Τήνος 14, 25, 26, 44, 54, 56, 57, 58, 74, 76, 89, 90, 107

Τλώς 39

Τολό/port-Aulon 88

Τραγάνα 11

Τραγία 51, 79, 80, 104

Τραχεία 53

Τράχηλας 87

Τριάντα 87

Τριαντάρος 107

Τριός Πάρου 76

Τροία (βλ. και Ίλιον) 37, 109

Τρύσα 39

Τσαμπιά Τήνου 86

Τύλη/Τύλος 109

Τυλληρία 92

Τύνιδα 65

Υεμένη 7

Υμηττός 12, 71, 72

Υψηλή 76

Φαϊλάκα 32

Φαιστός 12, 40, 44

Φανά 44, 87

Φάνες Ρόδου 44

Φαρμάκω – Φαρμακούσες 18, 68

Φάρος 18, 44

Φιδούσα 108

Φιλέρημο 87

Φλωρεντία 63, 64

Φολέγανδρος 44, 52, 67, 70

Φούρνοι 50, 69, 81

Φρύγελο 19

Page 142: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

142

Φυγαλία 23

Φώκαια 43

Χαιρώνεια 101

Χαλανδριανή 8, 10

Χάλκη 19, 49, 84, 87, 95, 99, 105

Χαλκηδώνα 90

Χαλκίδα 68, 103

Χερσόνησος 39

Χίος 38, 52, 56, 59, 74, 87, 88

Χριστιανά 79

Ψαρά 59, 80

Ψείρα 53

Ψέριμος 25, 51, 79

Acte/Aote 86

Ampelo (Άμπελος Σάμου) 104

Amosta 88

Amuda /Amuza (Άνδρος) 50, 84

Andira (Άνδρος) 50

Apaasas (Έφεσος) 38

Apasas (Απαισός) 24

Appawijia 38

Aperato (Απείρανθος) 86

Arzawa (Αρίσβη) 38

Armaclus (Ηρακλειά ;) 52

Aron (Λέρος) 85

Attarimma (Αρτεμίσιο) 26, 39

Assuwa 39

Ayi adasi (Αρκουδονήσι - Σάμος) 104

Bademgedigi Tepe 15

Barbanicolo 84, 95

Basilicata 93

Batino (Πάτινος / Πάτμος) 84

California 7

çanakale (Δαρδανέλια) 10

Carmel Ridge 10, 15

Chilipus / Colipo (Κάλλιπος Κω) 86

Colobrita / Colositra (Κολυμπήθρα Τήνου) 86

Coo (Κως) 84

Dalassandra (Αγία Θαλασσινή Τήνου) 86

Degirmenlik (Μήλος) 52

Dor (όρος Κάρμηλο) 12, 42

Este 13

Flores 8

Hursanassa (Χερσόνησος) 39

Kuwalija (Καβαλίς) 38

Lango 84

Larsura 87

Page 143: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

143

Lazpas (Λέσβος) 38

Levata (Λέβιθα) 86

Litimene (Λιθί λιμάνι)

Luwia 39

Mando (Μάραθο –καμπος Σάμου) 86, 104

Medinet Habu 12, 15

Melacio (Μέλανες Νάξου) 86

Milawanda (Μίλητος) 38

Mira (Μίρα Λυκίας) 38

Mi yus (Μεΐς / Μεγίστη/ Καστελλόριζο) 53

Napoli 94

Palermo 73

Palmosa (Πάτμος) 84

Paciamo (Παχειάμμος Τήνου) 86

Pavia 98

Pedassa (Πήδασσος / Άσσος) 38

Pino (Πευκιάς /Πυτιός Χίου) 88

Piscopia (βλ. και Επισκοπή / Πισκοπή / Τήλος) 83, 90

Poligno (Απολίχνου Χίου) 87

Porto-Setines (Αθήνας) 100

Porto-Leone (Πειραιάς) 101

Qalurus (Καλόν Όρος) 53, 105

Stanchio / Istankioj / Stanxio (Κως) 84

Stenosa (Σχινούσα) 87

Tamasius (Σούνιο ;) 51

Telus (Τήλος) 95

Tenouzais (Δονούσα) 85

Tesbo (Λέσβος) 76

Tilo (Τήλος) 109

Tlawa (Τλώς) 39

Tranquillo (Τράχηλας Ρόδου) 87

Trionda (Τριάντα Ρόδου) 87

Tristano (Τρίστομο Καρπάθου) 86

Vliso (Βολισσός) 88

Walma (Όλμοι) 39

Wilusa (Ίλουζα) 38

Zafran (Σοφράνο) 51

Zaliso (Ιαλυσσός) 87

Zippasla (Σίπηλος) 38

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο ΧΑΡΗΣ ΜΙΧ. ΚΟΥΤΕΛΑΚΗΣ γεννήθηκε στην Αμφιάλη του Πειραιώς, όπου

τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές. Το 1974 έλαβε το πτυχίο του Ιστορικού και

Αρχαιολογικού τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το

Page 144: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

144

1977 το πτυχίο του Βυζαντινού και Νεοελληνικού τμήματος της ίδιας Σχολής. Από το

1986 κατέχει τον τίτλο του Διδάκτορος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου

Αθηνών με τη διατριβή του στον τομέα της Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Ιστορίας

Τέχνης «Ξυλόγλυπτα τέμπλα της Δωδεκανήσου μέχρι το 1700», η οποία δημοσιεύθηκε από

τις εκδόσεις «Δωδώνη».

Από το 1973 τμηματικά και μέχρι το 1978 εργάστηκε στην τότε Αρχαιολογική Υπηρεσία

Δωδεκανήσου υπό την εποπτεία των Εφόρων κ.κ. Χρήστου Ντούμα και Ηλία Κόλλια

λαμβάνοντας μέρος σε ανασκαφές, επιβλέψεις συντηρήσεων μνημείων και σε

καταγραφές εικόνων και κειμηλίων όλων των νησιών της Δωδεκανήσου. Κατά το

1997-98 αποσπάστηκε στον τομέα της Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου

Αθηνών, όπου δίδαξε και στη συνέχεια επιλέχθηκε ως διδάσκων για το μάθημα της

Λαϊκής Τέχνης στη Σχολή Ξεναγών του Ε.Ο.Τ. Από το 1999 κατέχει τη θέση του Σχολικού

Συμβούλου ΠΕ2 στη Β΄ Δ/νση Β/θμιας Εκπαίδευσης Αθηνών.

Καρπός όλων εκείνων των δραστηριοτήτων υπήρξαν 169 μέχρι σήμερα επιστημονικές

δημοσιεύσεις σε Πρακτικά διεθνών και πανελλήνιων συνεδρίων, μονογραφίες και άρθρα

στα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά για τις οποίες βραβεύθηκε 2 φορές με το

Πανδωδεκανησιακό βραβείο «Βασίλη Μοσκόβη» (1979 και 1988), μια φορά με Κρατικό

Βραβείο (1994), ενώ τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1985 με το Βραβείο της

Τάξεως των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών για τη συνολική προσφορά του προς τα

νησιά της άγονης γραμμής του Αιγαίου και ιδιαίτερα προς την Τήλο.

Περισσότερες από 165 αναφορές στο συγγραφικό του έργο έχουν καταχωρηθεί στο

Internet, ενώ η παγκοσμίου κύρους ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια www.Wikipedia.com που

δημοσιεύει άρθρα με πολύ αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, συμπεριέλαβε πρόσφατα και

καταχώρησε το πρωτοποριακό άρθρο του για τον Κυκλαδικό πολιτισμό.

Είναι μέλος των Συντακτικών Επιτροπών ή του Δ.Σ. σε πολλές επιστημονικές εταιρείες,

όπως Χαρτογραφική Εταιρεία Ελλάδος, Εραλδική και Γενεαλογική Εταιρεία Ελλάδος,

Εταιρεία Νισυριακών Μελετών, Ελληνική Ονοματολογική Εταιρεία, Στέγη

Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου, της Χριστιανικής Αρχαιολογικής

Εταιρείας, της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, της Εταιρείας

Κυκλαδικών Μελετών, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Τηνιακών Μελετών, εξωτερικός

συνεργάτης του E.Ι.E. και παλαιό μέλος του συλλόγου φίλων του Ιδρύματος Μείζονος

Ελληνισμού.

Από το 1985 μέχρι το 1999 διεύθυνε και εξέδιδε το τριμηνιαίο περιοδικό «Ψυττάλεια»

που καλύπτει θέματα σχετικά με την τοπική Ιστορία του Πειραιά και των γύρω Δήμων.

Επόπτευσε επίσης το βιβλίο Τοπικής Ιστορίας για τους μαθητές της Γ΄ Τάξης

Γυμνασίων.

Page 145: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

145

Page 146: ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ Χάρης Κουτελάκης

146

146