33
ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ λιμάνι φῶτα πνιγμένα στὰ νερὰ πρόσωπα δίχως μνήμη καὶ συνέχεια φωτισμένα ἀπ’ τοὺς περαστικοὺς προβολεῖς μακρινῶν πλοίων κ’ ὕστέρα βυθισμένα στὴ σκιὰ τοῦ ταξιδιοῦ λοξὰ ἱστία μὲ κρεμασμένες λάμπες ὀνείρου σὰν τὶς ραγισμένες φτεροῦγες τῶν ἀγγέλων ποὺ ἁμάρτησαν οἱ στρατιῶτες μὲ τὶς κάσκες ἀνάμεσα στὴ νύχτα καὶ στὸ κάρβουνο τραυματισμένα χέρια σὰν τὴ συγγνώμη ποὺ ἔφτασεν ἀργά. Αἰχμάλωτοι δεμένοι στὶς ἄγκυρες ἕνας κρίκος γύρω στὸ λαιμὸ τοῦ ὁρίζοντα κι ἄλλες ἁλυσσίδες ἐκεῖ στὰ πόδια τῶν παιδιῶν καὶ στὰ χέρια τῆς αὐγῆς ποὺ κρατοῦν μιὰ μαργαρίτα. Κ’ εἶναι τὰ κατάρτια ποὺ ἐπιμένουνε νὰ μετρήσουν τ’ ἄστρα μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἤρεμης ἀνάμνησης – μιὰ ἀνθοδέσμη γλάρων στὴν αὐγινή εὐδία. Φεύγει τὸ χρῶμα ἀπ’ τὸ πρόσωπο τῆς ἡμέρας καὶ τὸ φῶς δὲ βρίσκει ἕνα ἄγαλμα νὰ κλειστεῖ νὰ δοξαστεῖ νὰ γαληνέψει. Θὰ ὑποθάλπουμε λοιπὸν ἀκόμη τὴν ἀνοιχτὴ πληγὴ τοῦ ἥλιου ποὺ ἀναβρύζει σπόρους λουλουδιῶν στὴν ἴδια πορεία στὴν ἴδια ἐρώτηση στὶς γόνιμες φλέβες τῆς ἄνοιξης ποὺ ἐπαναλαμβάνει τοὺς γύρους τῶν χελιδονιῶν γράφοντας ἐρωτικὰ μηδὲν στὸ ἀκατανίκητο στερέωμα; Ποιά πληγὴ δὲ μᾶς δωρήθηκε ἀκόμη

ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ λιμάνιφῶτα πνιγμένα στὰ νερὰπρόσωπα δίχως μνήμη καὶ συνέχειαφωτισμένα ἀπ’ τοὺς περαστικοὺς προβολεῖς μακρινῶν πλοίωνκ’ ὕστέρα βυθισμένα στὴ σκιὰ τοῦ ταξιδιοῦλοξὰ ἱστία μὲ κρεμασμένες λάμπες ὀνείρουσὰν τὶς ραγισμένες φτεροῦγες τῶν ἀγγέλων ποὺ ἁμάρτησανοἱ στρατιῶτες μὲ τὶς κάσκεςἀνάμεσα στὴ νύχτα καὶ στὸ κάρβουνοτραυματισμένα χέρια σὰν τὴ συγγνώμη ποὺ ἔφτασεν ἀργά.

Αἰχμάλωτοι δεμένοι στὶς ἄγκυρεςἕνας κρίκος γύρω στὸ λαιμὸ τοῦ ὁρίζοντακι ἄλλες ἁλυσσίδες ἐκεῖ στὰ πόδια τῶν παιδιῶνκαὶ στὰ χέρια τῆς αὐγῆς ποὺ κρατοῦν μιὰ μαργαρίτα.

Κ’ εἶναι τὰ κατάρτια ποὺ ἐπιμένουνενὰ μετρήσουν τ’ ἄστραμὲ τὴ βοήθεια τῆς ἤρεμης ἀνάμνησης– μιὰ ἀνθοδέσμη γλάρων στὴν αὐγινή εὐδία.

Φεύγει τὸ χρῶμα ἀπ’ τὸ πρόσωπο τῆς ἡμέρας καὶ τὸ φῶς δὲ βρίσκει ἕνα ἄγαλμα νὰ κλειστεῖ νὰ δοξαστεῖ νὰ γαληνέψει.

Θὰ ὑποθάλπουμε λοιπὸν ἀκόμητὴν ἀνοιχτὴ πληγὴ τοῦ ἥλιουποὺ ἀναβρύζει σπόρους λουλουδιῶνστὴν ἴδια πορείαστὴν ἴδια ἐρώτησηστὶς γόνιμες φλέβες τῆς ἄνοιξηςποὺ ἐπαναλαμβάνει τοὺς γύρους τῶν χελιδονιῶνγράφοντας ἐρωτικὰ μηδὲνστὸ ἀκατανίκητο στερέωμα;

Ποιά πληγὴδὲ μᾶς δωρήθηκε ἀκόμηγιὰ νὰ συμπληρώσουμε τοῦ θεοῦ τὴ θεότητα;

ΕΙΧΑΜΕ τὸν κῆπο στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας.

Page 2: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Ἀπ’ τὰ παράθυρα γλυστροῦσε ὁ οὐρανόςκ’ ἡ μητέρα καθισμένηστὸ χαμηλὸ σκαμνὶκεντοῦσε τοὺς ἀγροὺς τῆς ἄνοιξηςμὲ τ’ ἀνοιχτὰ κατώφλια τῶν ἄσπρων σπιτιῶνμὲ τὰ ὄνειρα τῶν πελαργῶν στὴν ἀχυρένια στέγηγραμμένη στὴ γλαυκὴ διαφάνεια.

Ἐσὺ δὲν εἶχες ἔλθει ἀκόμη. Κοιτοῦσα τὴ δύση καὶ σ’ ἔβλεπα– μιὰ ρόδινη ἀνταύγεια στὰ μαλλιά σου– ἕνα μειδίαμα σκιᾶς βαθιὰ στὴ θάλασσα.

Ἡ μητέρα μοῦ κρατοῦσε τὰ χέρια.Μὰ ἐγὼπίσω ἀπ’ τὸν τρυφερό της ὦμοπίσω ἀπ’ τὰ μαλλιά της τὰ χλωμὰστρωτὰ μ’ ἕνα ἄρωμα ὑπομονῆς κ’ εὐγένειαςκοιτοῦσα σοβαρὸς τὴ θάλασσα.

Ἕνας γλάρος μὲ φώναζεστὸ βάθος τῆς ἑσπέραςἐκεῖ στὴ γαλανὴ καμπύλη τῶν βουνῶν.

ΕΣΠΑΣΕ ὁ καθρέφτης ποὺ σχεδίαζε τὴν αὐγὴ καὶ τὸν κῆπο.

Κηδέψαμε προχτὲς τὸ πρῶτο χελιδόνι μὲ τὰ θλιμμένα φλάουτα τῶν λουλουδιῶν.

Ὕστερα τὰ παιδιὰ κάθησαν μόνα μπροστὰ στὸ βραδινὸ παράθυρο νὰ βλέπουνε τὸν ἥλιο ποὺ πεθαίνει.

Πίσω ἀπ’ τὸν ἄσπρο τοῖχο τῆς αὐλῆςξυπνοῦσε ὁ δρόμοςκαὶ καθὼς ἔλυωνε χρυσὸ τὸ φῶς ἀπόμακραἀνέβαινε ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν βουνῶνμὲ τὸ ἀμίλητο βῆμα τοῦ θανάτουὣς τ’ ἄσπρα χέρια μαςὣς τὴν καρδιά μαςὣς τὸ σκυμμένο μέτωπό μας.

Page 3: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Μητέρα, ποιός χτυπάειτὴ γαλάζια καμπάνα τοῦ ὁρίζοντα;

ΣΥΝΝΕΦΟ ἀσημένιο πλάϊ στὸ φεγγάρι.

Οἱ γέροι ναυτικοὶποὺ δὲν ἔχουν πιὰ καΐκιαποὺ δὲν ἔχουν πιὰ δίχτυακάθονται στὸ βράχοκαὶ καπνίζουν στὴν πίπα τουςταξίδια σκιὰ καὶ μετάνοια.

Ὅμως ἐμεῖς δὲν ξέρουμε τίποτεἀπ’ τὴ στάχτη στὴ γεύση τοῦ ταξιδιοῦ.Ξέρουμε τὸ ταξίδικαὶ τὸ γλαυκὸ ἡμικύκλιο τοῦ ὁρίζονταποὖναι σὰν τ’ ἄγριο φρύδιθαλασσινοῦ θεοῦ.

Πηδᾶμε στὶς βάρκες λύνουμε τὰ σκοινιὰ καὶ τραγουδᾶμε τὴ θάλασσακοιτώντας τὸ ἀσημένιο σύννεφο πλάϊ στ’ ἀνοιξιάτικο φεγγάρι.

Ποιά διαμαντένια πολιτεία κοιμᾶται πίσω ἀπ’ τὰ βουνά; Ποιά φῶτα τρέμουν πέρα στὴ νύχτακαὶ μᾶς φωνάζουν;

ΕΙΝΑΙ κάποια μικρὰ λευκὰ μνήματαἀθώων γλάρωνμακριὰ στὰ ἐρημικὰ νησιὰ τοῦ ἀγνώστουποὺ γνώρισαν μονάχατὴ φωταψία τοῦ νυχτωμένου ὠκεανοῦ.Ἐκεῖ ἀποθέσαμε τὰ πρῶτα μας λουλούδιατὸν πρῶτο μας λυγμὸ τὴν πρώτη σκέψη.

Ἀκούσαμε τὸ τραγούδι τῆς θάλασσας καὶ δὲ μποροῦμε πιὰ νὰ κοιμηθοῦμε.

Page 4: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Μητέραμὴ μοῦ κρατᾶς τὸ χέρι.

ΘΑΛΑΣΣΑ θάλασσαστὸ νοῦ στὴν ψυχὴ καὶ στὶς φλέβες μας θάλασσα.

Εἴδαμε τὰ πλοῖα νὰ φέρνουν τὶς μυθικὲς χῶρεςἐδῶ στὴν ξανθὴ ἀμμουδιὰὅπου ἀργοποροῦν οἱ βραδινοὶ ὁδοιπόροι.Ντύσαμε τὶς παιδικὲς ἀγάπες μαςμὲ νωπὰ φύκια.Προσφέραμε στοὺς θεοὺς τῆς ἀκρογιαλιᾶςὄστρακα στιλπνὰ καὶ βότσαλα.

Χρώματα πρωϊνὰ διαλυμένα στὸ νερὸ πυρκαϊὲς δειλινῶν στοὺς ὤμους τῶν γλαρών κατάρτια ποὺ δείχνουν τὸ ἄπειρο ἀνοιχτὰ κατώφλια στὸ βῆμα τῆς νύχτας καὶ πάνω ἀπ’ τὸν ὕπνο τῆς πέτραςμετέωρο κατάφωτο ἀσίγαστο τὸ τραγούδι τῆς θάλασσαςνὰ μπαίνει ἀπ’ τὰ μικρὰ παράθυρανὰ σχεδιάζει κήπους λάμψεις καὶ ὄνειραστὰ νωπὰ τζάμια καὶ στὰ κοιμισμένα μέτωπα.

ΡΥΘΜΟΣ ἀγωνία κι ἀγρυπνία.Ἐκεῖ στὰ γυμνὰ βράχιαἐμεῖς ἄστεγα ξυπόλυτα παιδιὰνὰ βλέπουμε τὴν Ὀμορφιὰνὰ περπατάει γυμνόποδη στὴ θάλασσαν’ ἀκοῦμε τὴ φωνή τηςποὺ τρέμει μὲ τοὺς γαληνοὺς ἀντίλαλουςμὲ τοὺς φωσφορισμοὺς τῶν ἄστρωνποὺ φυτεύουν χρυσὲς ἱστορίεςμέσα στοὺς πράσινους βυθούς.

Σεπτὴ καρδιὰἀνύποπτη παιδικὴ καρδιὰποὺ ποτὲ δὲν ἀρνιέσαι.

Page 5: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Ἁπλώναμε τὰ χέριανὰ μαζέψουμε τὰ λουλούδια τῶν ἄστρωννὰ μαζέψουμε τ’ ἄστρα τῶν παλμῶν μαςποὺ ἀποκρίνονταν στὶς φωνὲς τῆς θάλασσαςνὰ κρατηθοῦμε ἀπ’ τὸ φόρεμα τῆς Ὀμορφιᾶςταξιδεύοντας πρὸς τὸ ἄπειροἀπ’ τὸ δρόμο ποὺ σχεδίαζε στὸ πέλαγοςτὸ πελώριο φεγγάρι τοῦ θέρους.

ΓΥΜΝΟΙ παλέψαμε στὴν ἀμμουδιὰ τὸ μεσημέρι μὲ τὰ ὑγρὰ κορμιὰ τῶν δωδεκάχρονων παιδιῶν πιὸ πολὺ γιὰ τὸ ἀγκάλιασμα παρὰ γιὰ τὴν πάλη πιὸ πολὺ γιὰ τὴν πάλη παρὰ γιὰ τὴ νίκη μονάχα γιὰ τὴ νίκη.

Ἁλμυρὰ μαλλιὰἡλιοψημένοι μηροὶὁ φλοῖσβος ἀνάμεσα στὸ φιλὶἡ θάλασσα πιὸ πέρα ἀπ’ τὸ σπασμό.

Τὰ μεσημέρια βουΐζοντας κατέβαιναν σὲ στροβίλους φωτιᾶς νὰ τυλίξουν μ’ ἄσπρες φλόγες τὰ ψαράδικα σπίτια νὰ κάψουν τὶς καρδιὲς ποὺ δὲν ἀντιστέκονται.

Ἔξω ἀπὸ τὰ παράθυρα τὸ γαληνὸ κιθάρισμα τοῦ μπάτη τὸ φωτεινὸ πρόσωπο τῆς εὐδίας στὴν ἄσπρη μνήμη τοῦ καλοκαιριοῦ μὲ μιὰ μαβιὰ δέσμη σκιᾶς λοξὰ στὸ βελουδένιο μάγουλο.

Χρυσὴ ἀναπνοὴ τοῦ ἀτέλειωτου νεροῦ δίχτυα ποὺ λιάζονται στὰ βράχια βάρκες γεμάτες καρποὺς καὶ λουλούδια τὰ σπίτια μας γραμμένα μὲς στὴ θάλασσα νά τὰ σπίτια μας.

ΝΕΥΌΥΝ ἀπ’ τ’ ἀκρογιάλια οἱ κόκκικες πέτρες οἱ μικρὲς πασχαλιὲς

Page 6: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

καὶ τὰ κορίτσια.

Ποιός μᾶς φωνάζειἀπ’ τὴν ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ μας;

Ἐμεῖς τὸ σπίτι μας τὸ χτίσαμε στὴ θάλασσα.Εἶναι μαργαριτάρια στὰ κοχύλιακ’ εἶναι μεγάλα δάση κοραλλιῶν στοὺς ἔρημους βυθούς.

Φτιάξαμε τὸν αὐλό μαςμὲ τὰ κόκκαλα ποὺ πέταξε χτὲς βράδιμπρὸς στὴν αὐλή μας ἡ φουρτούνα τραγουδώντας.

Ἄκουσε τὸ τραγούδι μας μητέρα τὸ τραγούδι τοῦ νέου ταξιδιοῦ.

Ἐσὺ ποὺ κλαῖς τὸ θάνατο δὲ μᾶς γνωρίζεις.

Ἡ θάλασσα δὲν κλαίει. Τραγουδάει.

ΣΚΟΛΑΣΜΑ κυριακάτικης λειτουργίαςἀσβεστωμένη αὐλὴκατάντικρυ στὸν πόντο τὸ σιωπηλὸ καμπαναριὸποὺ σήμανε ψυχοσάββατα ναυτικῶνκαὶ τώρα γελάει στὴ λιακάδα.

Ἔχουμε τὴν πίπα τοῦ πατέρα στὰ χείλη κάτω ἀπὸ τὸ μαθητικὸ πηλήκιο στὸ στῆθος κεντημένος ὁ σταυρὸς τοῦ νότου κ’ ἡ ἀρχαία γοργόνα.

Σκοῦρα φανέλα ναυτικὴ κλεισμένη ὣς τὸ λαιμὸ κι ὅπως μᾶς βλέπουν τὰ κορίτσια παίρνουμε τὸ πλατὺ κι ἀνοιχτὸ βῆμα τῶν κοσμογυρισμένων καπετάνιων.

Μὲς στὴ ματιὰ τῶν κοριτσιῶν τρεμίζει ὁ ἧχος ἑνὸς μεγάλου δάσους πρωϊνοῦ μιὰ μουσικὴ διαύγειας κ’ ἐμπιστοσύνης.

Page 7: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Μὰ ἐνῶ μᾶς χαιρετᾶνε τρυφερὰτὰ ἤρεμα σπίτιαμὲ τὴ σκυφτὴ γαζία στὸν ἄσπρο τοῖχοθὰ μπεῖ καὶ πάλι ἀνάμεσά μαςνὰ μᾶς νικήσει ἀκόμη μιὰ φορὰἡ λάμψη τῆς μεγάλης θάλασσας.

Ἔ καπετάνιεφάε τὸ ξερὸ ψωμί σου βιαστικὰ καὶ τὴ μαύρη ἐλιὰ βουτηγμένη στ’ ἁλάτι καὶ στὸν ἥλιο πάνω στὸν ὄρθιο βράχο.

Καιρὸς ν’ ἀνοίξουμε πανιά.

ΚΑΘΩΣ ἀνασαίνουμεφουσκώνει τὸ γλαυκὸ πανὶ τοῦ ζέφυρουκ’ οἱ φωτεινὲς πτυχές τουκυματίζουνὣς πίσω ἀπὸ τὰ εὐτυχισμένα στήθειατῶν μακρινῶν βουνῶν.

Δὲν ἔχει σύνορα ἡ καρδιά μας ποὺ ἀγάπησε τὴ θάλασσα.

Ἕνα φλάμπουρο ὑγείαςποὺ δὲ διστάζεικαρφωμένο στὴν πέτραχαιρετάει τὸν οὐρανὸσαλεύοντας πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπουςμεγάλους ἴσκιους δροσιᾶςἀπὸ θάλασσα πρωϊνὴμὲ ἄσπρα πανιὰ καὶ νησιὰἀνθισμένα στὴ μέση τοῦ Μάη.

ΠΙΣΩ ἀπ’ τοὺς βράχους ἕρπει ἐρημικὴ ἡ ἀσημένια σκέψη τῆς σελήνης.

Στὸ παιδικὸ προσκέφαλο γυαλιστερὰ κοχύλια

Page 8: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

κυανὲς φωνὲς τοῦ ὠκεανοῦ στὸν ὕπνοοἱ Σειρῆνες μὲ λύρες ἀπὸ κόκκαλα ψαριῶν.

Ὦ Θεὰ τοῦ μακρινοῦ νησιοῦστὸ πελαγίσιο σου ἄντρο οἱ σταλακτίτεςκι ἄν μελωδοῦν τὸν ὕπνο τῆς ὠχρῆς γαλήνηςκι ἄν τὸ λαμπρό σου στῆθος ἁμιλλᾶταιτὸν μπλάβο κύκλο τοῦ ἔναστρου πελάγουκ’ εἶναι ἕνα στέφανο ξανθὸ ἀπὸ μέλισσεςγύρω στὴν κρήνη ὅπου τὸ φῶς εἰσδύει ἀδιόρατοἀρωματίζοντας τὴ σκιὰ τῶν τρισμεγάλων δέντρων –τὸ ξέρεις πὼς θὰ φύγει ὁ πολυμήχανος.

Ὁ Λαέρτης μὲ τὸ σκύλο του πάνω στὸ βράχο θὰ περιμένει μάταια.

Καθὼς Ἐκεῖνος ἔβγαινε ἀπ’ τὴ θάλασσα γυμνὸςχρυσὸς ἀπ’ τ’ αὐγινὸ νερὸμὲ ὀρθὴ τὴν ἥβη σχεδιασμένη στὴν κορνίζα τοῦ ἥλιουφεῦγαν ἡ Ναυσικὰ κ’ οἱ ὡραῖες παρθένες ἔντρομεςπίσω ἀπ’ τὰ δέντρακαὶ τὰ γυμνά τους πέλματα μετέωραλαὸς περιστεριῶν ἀπὸ ἄσπρο φῶςφτερούγιζαν στὴν πράσινη ἀντανάκλαση τῆς χλόης.

...Ἔξω στὸ λιακωτὸ σιμὰ στὴ θάλασσατὸ βραδινὸ τραπέζι μας λιτό.Μούσκευε στὸ κρασὶ ψωμὶ σταρένιο ἡ Ἄνοιξηκαὶ τὸ φεγγάρι μυστικὰ ζωγράφιζεστὰ ἑλληνικὰ χωμάτινα λαγήνιασκηνὲς ἀπὸ τὴν Τροία.

Τὄξερες πὼς θὰ φύγουμε μητέρακι ἁλάτιζες τὸ δεῖπνο μας μὲ δάκρυσκυφτὴ καὶ λυπημένη κάτω ἀπ’ τ’ ἄστρακαὶ στὰ περβάζια τοῦ νησιοῦ στενάζαν τὰ κορίτσιαποὺ ἀρραβωνιάστηκαν τὸν Ὀδυσσέα.

ΑΙΜΑ ξοδέψαμε καὶ σπέρμα μὲ χαρταετοὺς καὶ σύννεφαπάνω ἀπ’ τὰ φωτεινὰ νερὰμὲ ξύλινα μικρὰ καΐκιαστοὺς γαλάζιους κόλπους

Page 9: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

ποὺ εὐώδιαζαν ἀποχαιρετισμοὺςμὲ φιλιὰ πλάΐ' στὶς βάρκες τοῦ παλιοῦ μουράγιουπίσω ἀπ’ τὸ γκρεμισμένον ἀνεμόμυλο τοῦ καλοκαιριοῦἑτοιμάζοντας τὸ μεγάλο ταξίδι τοῦ ἀγνώστου.

Κι ὅταν γυρίζαμε τὸ βράδιμὲ ματωμένα χέρια καὶ σπασμένα γόνατακομίζοντας τὰ λάφυρα τῆς κούρασης:ὑδάτινες εἰκόνες ποὺ ἀρνοῦνται τὸ σχῆμαρόδινες κωδωνοκρουσίες δειλινῶντὴ μετάνοια τοῦ σπασμοῦτὴν κενότητα τῆς ἄθλησης –ἐκεῖ κάτω ἀπ’ τὸν ἴσκιο τοῦ θαλασσινοῦ κοιμητηριοῦτὰ παιδικά μας μάτια ὀσφραίνονταν τὴ σιωπὴἄκουγαν τὴν ἔλευση τῆς νύχταςἄκουγαν τὸ φλάουτο τῆς ὀμορφιᾶςποὺ παρηγορεῖ τὸ λυπημένο μέτωποκαὶ δικαιολογεῖ τὰ πεπρωμένα.

Ποιός κομματιάζει τὴν ψυχὴ τοῦ Θεοῦκαὶ τὴ χαρά μαςποιός διαιρεῖ τὴ σιωπὴσὲ χιλιάδες ὀνόματα καὶ ἄστραποὺ κινοῦν καὶ φωτίζουν τὰ χέρια μαςποὺ χαράζουν κύκλους μοναξιᾶςπάνω στὴν ἴδια θάλασσαποὺ συντηροῦν τὴ φωτιὰ τῆς δημιουργίαςμὰ δὲν ἀναπαύουν;

ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑ θαλασσινῶν πουλιῶνστὶς ἄφωνες σπηλιὲς τῶν βράχωντὰ σχέδια τῶν ἀγγέλωνκεντημένα μὲ ἀστέρια στὸ ράγισμα τοῦ νεροῦσιμὰ στὴν ἀντίσταση τῶν χαλικιῶν στὴν πράσινη σκιὰ τοῦ μώλου κάτω ἀπὸ τὰ μεγαλωμένα μάτια τῶν συλλογισμένων ἀγοριῶν.

Η ΠΛΗΓΗ τῆς ἡμέρας ποὺ ἔφυγε γράφοντας μ’ αἶμα τοὺς ὁρίζοντες καὶ τὴ μνήμη

Page 10: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

σχεδίαζε τὴν ἀτέλεια τοῦ θεοῦ τὴν κίνηση τ’ ὄνειρο τὴ δημιουργία.

Ἐπίγνωση γαληνὴστὰ διεσταλμένα μάτια τῶν παιδιῶνστὰ σοβαρὰ χείλη τῶν ἐφήβωνποὺ δὲν ἀρίθμησαν τοὺς ναυαγοὺςἐπίγνωση ποὺ δοξάζειτὴν ἔξοδο τῶν ἄστρωνἀπ’ τ’ ἀνοιγμένο τραῦμα τοῦ θεοῦγιὰ νὰ πραΰνειτὸ τραῦμα τοῦ ἀνθρώπου.

Κλείναμε τὰ μάτιαστὸ λευκὸ πατρικό μας κρεββάτι.

Ἡ λάμπα σβησμένη.Στὸ κάδρο τοῦ παράθυρουἡ μυστικὴ ἀνταύγεια τῆς θάλασσας.Πίσω ἀπ’ τοὺς φράχτες καὶ τὰ δέντραἀκούγαμετὴ μεγάλη φωνή της νὰ μᾶς κράζεινὰ γεμίζει τὸν ὕπνο μας μὲ γαλάζια τοπίαὁλάνθιστα μὲ πάλλευκα πανιὰμὲ κήπους γλάρων ποὺ ρεμβάζουν ἄφωνοικαθισμένοι στὸ πέτρινο χεῖλος τοῦ ἀγνώστουπάνω ἀπὸ τὴ μαγνητικὴ σκοτεινὴν ἄβυσσο.

Ἀπὸ κεῖ τοῦ Θεοῦ ἡ κραυγὴ μᾶς ὀνόμαζε.

Αὔριο θὰ κολυμπήσουμε πάλιαὔριο θὰ ταξιδέψουμε πάλιαὔριο ἡ αὐγὴ θὰ ρωτάει τὴν ἀντοχή μαςκ’ ἐμεῖς θ’ ἀπαντοῦμε στὴ θάλασσα.

ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ στίχο γράψαμε στὴν ἄμμοἐνῶ μᾶς κοιτοῦσαν αὐστηρὰ τὰ ἐπίμονα κατάρτιακαὶ τὸ κύμα ψιθύριζε τὸν αἰώνιο νόστο.

Πάνω στὸ βράχο μείναμε σὰν προτομὲς φυγῆςποὺ κοιτοῦν τὰ φεγγάρια νὰ γράφουνε κύκλουςρωτώντας τὸ μυστικό μαςγιὰ τὰ πλοῖα ποὺ μεταφέρουν ἄσπρες σκιὲς

Page 11: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

γιὰ τὸ ταξίδι ποὺ δὲν τελειώνειγιὰ τὴν ἄγκυρα ποὺ δὲν κάρφωνε τὸ νερό.Ἐγγίσαμε τὴν πληγή μας καὶ τὸ χρόνοκαὶ δραπετεύουμε.

Μᾶς μένει πάντα τὸ ταξίδικ’ ἡ ἀτέλειωτη βουὴ τῆς θάλασσας.

ΕΙΧΑΝ ἔρθει τὴν αὐγὴ τὰ καράβια φορτωμένα στάρι κάρβουνο καὶ κρασὶ γιὰ τὰ ὄνειρα τῶν πλοιάρχων γιὰ τὴν τροφὴ τῆς φωτιᾶς.

Ἐσὺ πέταξες τὸ ψωμὶ τὸ κρασὶ καὶ τὸ κάρβουνο κ’ ἔμεινες γυμνὸς μέσα στὴ θάλασσα χωρὶς ροῦχο νὰ σκεπάσεις τὰ πλευρά σου χωρὶς ἀγάπη νὰ κρύψεις τὰ μάτια σου.

Εἶχε ἡ ὥρα τὸ χρῶμα μυστικοῦ μαργαριταριοῦβυθισμένου στὴ σκέψη τῆς αὐγῆςμὲ φωνὲς μακρινὲς γεμάτες κίνδυνο καὶ ὑπόσχεση.

Κοίταξες τὸ κορμί σου στὰ νερὰκι ἀγάπησες τὰ νερά ξεχνώντας τὸ κορμί σου.

Ὤ ταξίδι χωρὶς φορτίομὲ φωτιὰ χωρὶς κάρβουνομὲ πείνα χωρὶς ψωμὶμὲ δίψα καὶ μέθη χωρὶς κρασί.

Τώρα εἶναι ἀργὰ γιὰ νὰ γυρίσεις πίσω.

Ἄν εἶναι τὸ κύμα ζεστότερο ἀπ’ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ καράβι ζεστότερο ἀπ’ τὸ λιμάνι ἐσὺ τὸ ξέρειςκαθὼς τραγουδάει στὰ μαλλιά σου ἡ φυγὴ ἄντικρυ στὸν ὁρίζοντα μὲ τὸ θαλάσσιο κέρας τῆς αἰώνιας ἀποδημίας.

Τὰ καράβια φύγαν καὶ μᾶς ἄφησανδίχως ψωμὶ κρασὶ καὶ κάρβουνο καταμεσὶς τῆς θάλασσας.

Page 12: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

ΟΛΗ τὴ νύχτα κλάψαμεσκυμμένοι στὸ ἄσπρο φέρετρο ἑνὸς γλάρου.

Ἀπ’ τὴ γωνιὰ μᾶς ἔφεγγεὁ λύχνος τῆς μητέραςἕνας λεπτὸς κλῶνος φωτὸςμέσα στὴ διάφανη παλάμη τῆς Παρθένου.

Ὕπνος βαρὺς τὰ ξημερώματα στὴν ἱστορία τῶν κοχυλιῶν λυωμένα τὰ κεριὰ στὴν ἐκκλησία τῆς θάλασσας.

Κ’ εἶταν τὸ καράβι ποὺ περίμενεμὲ τὴν πλώρη χαραγμένη στὸ φῶς τοῦ ὄρθρουσπαθὶ τοῦ ἀνέμου.

Κοιμήσου ἀπόψε μὲ τὴν καρδιὰ πικρὴ σὰν τὸ ψωμὶ τῶν ψαράδων στὴ θύελλα.

Αὔριο θὰ ξερριζώσουμε τοὺς σταυροὺςτοῦ θαλασσινοῦ κοιμητηριοῦνὰ σκαλίσουμε βάρκες παιδικὲςνὰ πελεκήσουμε στὶς ἐπιτύμβιες πλάκεςμικρὰ ἀγάλματα τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς θάλασσαςγιὰ νὰ γεμίσουμε τὸ σπίτι ποὺ ἐρημώνεταινὰ πλανέψουμε τὴ ζωὴ καὶ τὸν ἑαυτό μαςστὸ πεῖσμα τοῦ ἀρνητικοῦ θεοῦκάτω ἀπὸ τοῦ θεοῦ τὴν εὐλογία.

ΤΑ ΚΑΤΑΡΤΙΑ χαμέναοἱ καπνοὶ βυθισμένοιπίσω ἀπ’ τὴν ἄφωνη καμπύλη τοῦ νεροῦ ποὖναι σὰν τὸ γόνατο κοιμισμένης μητέρας καὶ τὸ ταξίδι ἄγρυπνο στὰ στήθεια μας ἄγρυπνο σὰν τὸν ἄνεμο καὶ τὴ θάλασσα στὸ δείλι τοῦ χειμώνα.

Μαλακοὶ λόφοι ταξιδεύουν στὴν καταχνιὰκι ὁ ἥλιος ἄρρωστος νυστάζει

Page 13: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

στὶς ὑγρὲς πέτρες τῆς ἑσπέρας.

Οἱ γερανοὶ ψηλὰσ’ ἕνα τρίγωνο μετάνοιας.

Ἕνα μικρὸ προσευχητάριο μοναξιᾶςκάτω ἀπ’ τὴ βραδινὴ βροχὴτὸ εἰκονοστάσι τοῦ Ἅη - Νικόλα στὴν ἀκρογιαλιὰὅπου σταματάει τὸ Φθινόπωρονὰ ρίξει ἕνα νόμισμα πικρίας κ’ ἕνα φύλλο κίτρινοἐνῶ ἡ βοὴ τῆς τρικυμίας μακραίνει στὴ θαμπὴ ἀμμουδιὰστὴ δακρυσμένη ἀστροφεγγιὰ τοῦ σιωπηλοῦ Σεπτέμβρη.

Μάζεψε τὰ γαλάζια μάρμαραἀπὸ ἡμέρες παιδικὲς μὲ παιχνίδια καὶ κλάματανὰ πελεκήσεις τὸ ἄγαλμα τοῦ ὠκεανοῦματώνοντας τὰ χέρια σὲ συννεφιασμένο ἀπόγευμαὅπου ἡ χλωμὴ ἀνταύγεια τοῦ πελάγουγράφει ἕναν κύκλο τύψης φωτεινῆςψηλὰ στὸν ἄδειο ἀέρα.

ΣΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ σπιτάκι τῆς ἀκτῆςμᾶς πρόφτασε μονάχους ὁ χειμώνας.

Ἔρημα τὰ μπαλκόνια καὶ στὸ χλωμὸ ἀκρογιάλι βηματίζει ἀθόρυβα ἡ ομίχλη.

Φθορὰ τῶν κίτρινων φύλλωνσιωπηλὸς θάνατος τῶν χρυσαλλίδων –τὰ φύκια κλείνουν τοὺς δρόμους καὶ τὶς πόρτεςἡ μνήμη κατάφυτη μὲ κυπαρίσσια.

Στὴ στροφὴ τοῦ δρόμου ὁ ἴσκιος τῆς σιωπῆς.

Ἀπ’ τὸ παράθυρο εἴδαμε νὰ φεύγουνοἱ τελευταῖοι παραθεριστὲςκαὶ τὸ μικρὸ καΐκι μὲ τ’ ἄδεια καλάθια.

Πλοῖα κοιμοῦνται στὸ λιμάνι κ’ οἱ τεφρὲς σημαῖες τοῦ ἀνέμου χτυπιοῦνται στὰ γυμνὰ κατάρτια.

Σὲ λίγο θἀρθεῖἡ λυπημένη βροχὴνὰ ξεπλύνει τὰ λυρικὰ ὀνόματα

Page 14: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

τὰ παιδικὰ σχέδιακαὶ τὶς θαλασσινὲς ἀνταύγειεςἀπὸ τὶς βάρκες τοῦ καλοκαιριοῦ.

Μὲ τὸ φῶς τῆς ἀστραπῆςθὰ διαβάσουμε τὴ μοίραστὴν ἀνοιχτὴ παλάμη μαςκαὶ δὲ θἄχουμεμήτε μιὰ λέξη νὰ ταΐσουμε τὴ μοναξιὰμήτε δυὸ ψίχουλα ψωμὶνὰ ταΐσουμε τὰ λίγα σπουργίτιαποὺ πεθαίνουν στὸν ἔρημο δρόμο.

Τὰ δέντρα τῆς προκυμαίαςγερτὰ καὶ μονάχαστὸ λεηλατημένο σύθαμπο– ξύλινες προτομὲς τοῦ θέρους.

ΠΟΥ ΠΗΓΕ ἡ ὀρχήστρα τῶν μικρῶν κοριτσιῶνστὸν παραθαλάσσιο κῆποὅπου τὰ βράδια πίναν οἱ ναῦτεςἀνάμεσα στὰ δέντρακαὶ χτύπαγαν τὸ πόδι στὸν ἀέραγιὰ ἕνα φλουρὶ φεγγαριοῦστὰ μαλλιά της πίσω ἀπ’ τὰ βασιλικά;

Τὶς νύχτεςμονάχα ἡ πελώρια πράσινη ἀνταύγεια τῆς θάλασσαςπεριπλανιέται ἐρημικὴ στοὺς ἀπόκρημνους βράχους.

Περνοῦμε σιωπηλοὶστὰ σκοτεινὰ δωμάτιαἄντικρυ στοὺς θαμποὺς καθρέφτεςποὺ πιὰ δὲ μᾶς γνωρίζουνκι ἀκοῦμε τὸ βήμα τῆς σιωπῆςτοῦ ἀνέμου καὶ τῆς θάλασσαςπάνω στὴ νυσταγμένη ἀφή μας.

Εἶναι κάτι ἀπ’ τὴν ἀσφάλεια τοῦ κενοῦ –μιὰ κλειδωμένη πόρτα στὸ βράδιἡ σκιαγραφία μιᾶς πομπῆς κυπαρισσιῶνστὴν ἀργυρὴν ἀσάφειατῆς φθινοπωρινῆς ἀστροφεγγιᾶς.

Page 15: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Κι ὅταν ἡ μονήρης πανσέληνος βρέχει ἐγκαρτέρηση καὶ λήθη ἀνοίγουμε τὸ παράθυρο καὶ προσευχόμαστε.

Θέ μου σ’ εὐχαριστοῦμεποὺ μείναμε ἔτσι μόνοι ἔτσι θλιμμένοιγιὰ νὰ μποροῦμε νὰ κοιτᾶμε δίχως δέος τὸν οὐρανὸγαλήνιοι κι ἀπέραντοι καθὼς τὸ ἄπειροξεχασμένοι κι ἀγνώριστοι καθὼς τὸ ἄγνωστο.

ΝΥΧΤΑ. Ἠ ἀόρατη βουνοσειρὰ στὸ βάθος.Στέκω στὸ μελανὸ κάδρο τῆς πόρταςκαὶ φωνάζω τ’ ὄνομα τοῦ θεοῦμέσα στὴ χιονοθύελλα τῶν ἄστρωνμέσα στὴ διάφανη σκιὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποικοιμοῦνται καὶ πεθαίνουνμέσα στὴν ἐρημιὰ ποὺ ξαναδίνει τὴ φωνή μουσὲ χιλιάδες φωνές.

ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ ὅλοι καὶ μ’ ἄφησαν ἐδῶ νὰ κοιτάζω τὶς ἄδειες παλάμες μου, νὰ συντροφεύω τὴ σιωπὴ καὶ τὴ βροχή;

Περίλυπος μέχρι θανάτουβλέπω τὸν ἔρημο οὐρανὸκαὶ χαιρετάω ἕνα μεγάλο σύννεφοκ’ εἶμαι σὰν ἕνα ἀρνάκι πικραμένοποὺ τὸ παράτησαν μονάχοστὴ μέση σκοτεινῆς κοιλάδας.

Θέ μου γιατί ἔχουν φύγει ὅλοι ἀπὸ κοντά μου;

Πίσω ἀπὸ τὰ σκισμένα ροῦχα μου ἔχω μιὰ τρυφερὴ καρδιὰ ἀπὸ πουλιὰ κι ἀπὸ λουλούδια. (Πόσες βραδιὲς ἔκλαψα μυστικὰ γιὰ τὴ λαβωματιὰ μιᾶς πεταλούδας).

Ἄς φύγουν ὅλα. Ἄς φύγουν ὅλα.

Page 16: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Ἐγὼ θὰ μείνω πάλιἄντικρυ στὸν πλατὺ οὐρανὸἄντικρυ στὴ μεγάλη θάλασσαδίχως πικρία καὶ παράπονονὰ τραγουδῶ.Ἄς φύγουν ὅλα.Ὅσο μονάχος μένωτόσο σιμότερα πηγαίνω στοὺς ἀνθρώπουςτόσο σιμότερα εἶμαι στὸ θεό.

ΑΚΟΥΩ τὴ φωνή μουἀφημένη στὸν ἄνεμοκαὶ ζεσταίνω τὶς μέρες μου.

Ἕνας χορὸς παιδικὸς ἔρχεται πίσω ἀπ’ τὸ βράδι γυμνώνει τὴ σιωπὴἀνασταίνει τὴν ἄνοιξη.

Ὅμως ἀκόμη κρυώνω μητέρα.

ΒΡΑΔΙΑΣΕ κιόλας. Οἱ τελευταῖοι γρύλλοι τοῦ φθινοπώρου πάνω στοὺς φράχτες πελεκοῦν τὴ σκιὰ μὲ ἀνύποπτες μικρὲς φωνές.

Ψάξε στὴν καρδιά σουνὰ βρεῖς τὸν ἥλιο ποὺ ἔφυγε.

Καὶ καθὼς θὰ μακραίνει τὸ λυκόφωςμὲς στὴν ψυχή μας θὰ σταλάξειἡ μυρωδιὰ ἑνὸς ρόδουμιὰ σταγόνα δροσιᾶς πάνω στὰ βλέφαρατὸ ὕστατο φῶς τοῦ δειλινοῦσὲ δυὸ χέρια γυμνὰ σταυρωμένασ’ ἕνα μαρμαρωμένο πρόσωποἄντικρυ στ’ ἀσημένιο τόξο τοῦ πόντου.

Page 17: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

ΜΑΣ ΠΗΡΑΝ τὸ θαλασσινὸ τραγούδι μᾶς δέσαν τὰ θαλασσινά μας πόδια.

Παιδάκια σιωπηλὰ κι ἀπορημέναμὲ τ’ ἁλατισμένα ματόκλαδαμὲ τὰ μεγάλα μάτια τὰ γαλάζιαπερνᾶμε φοβισμένα στὶς μεγάλες πολιτεῖεςκάτω ἀπ’ τὰ νοσοκομεῖα ποὺ μυρίζουν ὕπνο κ’ ἱδρώτακάτω ἀπ’ τὰ σπίτια μὲ τοὺς κόκκινους γλόμπουςκάτω ἀπ’ τὰ μέγαραποὺ καπνίζουν αἶμα νύχτα κι ἁρπαγή.

Μητέρα, μητέραποὺ ἀρνηθήκαμετὴν τρυφερὴ σοφία τῶν δακρύων σουποὖναι τὸ μακρόθυμο χέρι σουμὲ τὴν ἔκφραση τῆς καρτερίαςποὖναι τὸ χέρι σουν’ ἀκούσουμε τὴν αὐγὴ καὶ τὴ θάλασσανὰ ζεστάνουμε τὴ μοναξιά;

Μητέραὁ οὐρανὸς γκρεμίστηκεστὰ δάκρυα τῶν ἀθώων.

Ἐμεῖς ποὺ περπατήσαμε τὶς νύχτες σὲ λευκὰ δάση μαργαριταριῶν ἐμεῖς ποὺ πελεκήσαμε στὴν πέτρα τὴ γαληνὴ μορφὴ τοῦ ὀνείρουδὲν ξέρουμε νὰ περπατᾶμεπάνω στοὺς δρόμους ποὺ κάθε μέρα βάφονταιμὲ τὸ αἶμα τοῦ ξανθοῦ Ἰησοῦ.

Πίσω ἀπ’ τοὺς τοίχους μᾶς παραμονεύουν. Ἀπ’ τὶς γωνιὲς φεύγουν περίτρομα πλήθη ἀγριοπερίστερων.

Πόρτες χάσκουν στὴ νύχτα.Ξίφη ἀστράφτουν.Ἕνα φεγγάρι ἀποκεφαλισμένο.

Οἱ ἄνθρωποι ἑτοιμάζουν σκάλες μὲ ἀνθρώπινα κόκκαλα γιὰ ν’ ἀνέβουν.

Page 18: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Κύριε, Κύριεκ’ ἐμεῖς ἐδῶστὴ μέση τῶν μεγάλων δρόμωνλυπημένοι κι ἀδέξιοιμὲ τὸ ἄδειο δισάκι στὰ χέριαμ’ ἕνα κλουβὶ ἀηδονιῶν στὴ ράχημὲ τὴν πλατειὰ μνήμη τῆς θάλασσας στὸ μέτωπομὲ χέρια ἀθῶα κι ἀπορημένα ποὺ δὲν ἐπαιτοῦν.

Μητέρα δὲ μᾶς μένει τίποτα. Ποῦ θ’ ἀπαγγιάσουμε; Ποῦ θὰ κοιμηθοῦμε;

ΕΚΕΙ ποὺ ἀδειάζουν τὰ χέρια καὶ τὰ σπίτιαπαίρνει τὴν πρώτη θέση της ἡ θάλασσα μέσα στὶς μαῦρες κάμαρες τῆς νύχτας.

Στοὺς τοίχους δὲν κρέμονται πιὰσκοτεινὲς πανοπλίεςγύψινα προσωπεῖατὸ μελιχρὸ μειδίαμα τῆς ἀγάπηςοἱ προσωπογραφίες τῆς βλάστησης.

Ἐκεῖ μονάχα κυματίζει ἐλεύθερη περήφανη ψυχρὴ ἀνεξάντλητη ἡ ἀνταύγεια τοῦ ὠκεανοῦ.

ΠΑΙΔΙ μελαχροινὸ μὲ τὰ γαλάζια μάτιαμὲ τὰ πυκνὰ μαλλιὰ ποὺ τὰ χτένισε ἡ θάλασσαπαιδὶ μὲ τὸ ἀνεύθυνο βάδισμα ποὺ ποτὲ δὲ ρωτοῦσε τὴ γῆπερήφανο παιδὶ ποὺ ἀρνιόσουνα τὴν ἐκκλησία τῆς Κυριακῆςποὺ ἔφτιαχνες χαρταετοὺς καὶ πλοῖα μὲ τὰ τετράδια τῆς ἀριθμητικῆςθυμᾶσαι τὸ γέρο καπετάνιοποὺ ξέχασε τὸ λιμάνι κοιτάζοντας τ’ ἀστέριαγιὰ νὰ κερδίσει τὴ νιότη τραγουδώντας τὴ θάλασσα;

Ἔτσι τὴν ὥρα ποὺ μᾶς ἄφηνετὸ τελευταῖο χαμόγελο τῆς νύχταςκαὶ δὲν εἴχαμε ἄλλο πλοῖο νὰ μπαρκάρουμεκ’ εἶταν οἱ προκυμαῖες χωρὶς φανάρια κ’ ἐπιβάτεςἀπαντήσαμε τὸν ἴσκιο μας ὦ παιδὶ τῆς θάλασσαςἀπαντήσαμε σένα μ’ ἕνα φεγγάρι ἀνοιξιάτικο στὰ χέριανὰ βηματίζεις μονάχο στ’ ἀκρογιάλι ἀνάμεσα στὰ βράχια

Page 19: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

ὅπου ρεμβάζουν γαλήνια τὰ καβούρια κ’ οἱ φώκιες.

ΜΑΤΙΑ χορτασμένα μὲ ζωγραφιὲς ὑδάτινεςποὺ πεινοῦν ἀκόμη τὸ νερὸπαρελάσεις ἄστρων στὴ μνήμη κοιμισμένων γλάρωνἔφοδος ξαφνικὴ τῶν δελφινιῶν, πανικὸς τῶν ὑδρόβιωνκαὶ πάνω στοὺς ραγισμένους καθρέφτες τοῦ νεροῦἡ κυκλικὴ ἀπόδραση τοῦ γαλαξία.

Ἡ σιγὴ νὰ φεύγει πάλι τρομαγμένη μακριὰ στὴν κοιμισμένη παραλία – ἡ λευκὴ κόρη τῶν πνιγμένων καπετάνιων ποὺ ζεῖ στὰ ἐρείπια τοῦ πανάρχαιου μώλου καὶ κάθε νύχτα ποὺ γεμίζει τὸ φεγγάρι τὴν κυνηγοῦν οἱ μεθυσμένοι ναῦτες.

Κύριε τ’ οὐρανοῦ τῆς γῆς καὶ τῆς θάλασσαςὣς πότε θ’ ἀγρυπνοῦμεὣς πότε θὰ διψᾶμεὣς πότε δὲ θὰ πεθαίνουμε;

ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΑΣΕ1Σ ἐκεῖ ποὺ σταμάτησενὰ θραύεται τὸ φῶςσὲ πληγὲς καὶ τριαντάφυλλαγιὰ νὰ σωπάσουν τὰ βήματατῶν κουρασμένων χελιδονιῶνθἄπρεπε νἄχεις κουραστεῖὣς τὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τοῦ λυκόφωτοςμὲ τὴν ἀναπνοὴ σπασμένη ἕως τὸ θάνατο.

Ἀνάμεσα σὲ ραγισμένα βράδια ὅπου οἱ λυχνίες τῶν σπιτιῶν δάκρυζαν ὅπου τὰ παιδιὰ προσεύχονταν μπροστὰ στὴν κλίνη τῆς ἄρρωστης Παναγίας ἀνάμεσα στὸ χιόνι ὅπου πέθαινε ἕνα μεγάλο ἐρημικό φεγγάρι ἀνάμεσα στὸν ἄνεμο ποὺ ἐσταύρωνε τὰ ἐρωτικὰ φτερὰ τῶν πουλιῶν ἐμεῖς τρυγήσαμε ζέστα καὶ φῶς γιὰ ν’ ἀνθίσουμε ἕνα ἐγκώμιο ἀπὸ ἄνοιξη.

Page 20: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Κι ὅμως ἠ νίκη δὲν ἧρθε, δὲν τέλειωσε.

Ἔτσι μονάχοι, μονάχοιτόσο ποὺ ὁ θάνατος μᾶς ἐρωτεύεταικ’ ἡ σκιά μας βηματίζει στὸ ξανθὸ ἀκρογιάλι σὰν ἕνα εἰρηνικὸ ὠκεάνειο πουλὶχορτασμένο ἀπὸ ἀνταύγειες καὶ σιγὴ ἐρημωμένο ἀπ’ τὴ νύχτα καὶ τὸν ἔρωτα.

Κι ὅμως τὸ πρὶν ἀπ’ τὴν αὐγὴ δὲν ἔφτασε.

ΠΟΙΟΣ θὰ μᾶς φέρει τώρατὰ ξενητεμένα πλοῖαφορτωμένα μὲ αὐγὲς καὶ περιστέριαμὲ παιδικὰ χαμόγελα καὶ δάκρυα;Ποιός θὰ μᾶς φέρει πίσωτὴ μεγάλη συνοδεία τῶν ἄστρωνποὺ ναυάγησε στὰ φωτισμένα μάτια μας;

Κύριε, Κύριεφέρε μου πάλιτὸ οὐρανὶ φόρεμα τῆς προσευχῆςφέρε μου τὴν καρδιὰποὺ ἀγνοεῖ τὴ βροχὴκι ἀνθίζει χελιδόνιαφέρε μου τὶς ἀποδημίες καὶ τὶς ἐπιστροφὲςνὰ δυνηθῶ νὰ κλάψωγιὰ τὸ τραῦμα μιᾶς πυγολαμπίδαςνὰ δυνηθῶ ν’ ἀμαρτήσωκαὶ νὰ μετανοήσωὅταν ἡ καμπάνα τοῦ νησιοῦ μαςθὰ σημαίνει πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσατὴ λευκὴ ἀθωότητα τῆς Κυριακῆςτὴ χαμένη μας ἄγνοιατὴ χαμένη μας ὑγεία.

Στὰ γλυκὰ μάτια τῶν πουλιῶνθ’ ἀκινητεῖ τ’ ὅράμα τῶν πεδιάδωνμὲ τὶς ἄλικες παπαροῦνεςκαὶ τὴ χρυσὴ πλησμονὴ τῶν σταχυῶν.

Στὰ μικρὰ παράθυρα τῆς ἀκροθαλασσιᾶς

Page 21: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

θ’ ἀνθήσουν πάλι ἀγάπες καὶ γεράνιακαὶ θἄρθει ἕνας μικρὸς Χριστὸς νὰ μᾶς πάρει ἀπ’ τὸ χέρινὰ παίξουμε ὣς τὸ δειλινὸ κάτω ἀπ’ τὶς πασχαλιὲςμαζὶ μὲ πελαργοὺς θαλάσσιες αὖρες καὶ ἥλιο.

Κι ὅταν νύχτωσει θὰ πηδήσουμε στ’ ἄσπρα καΐκια καὶ μὲ τὰ δίχτυα τῶν θλιμμένων βιβλικῶν ψαράδων θὰ πιάσουμε τὸ ὑδάτινο φεγγάρι νὰ κοιμηθοῦμε εἰρηνικὰ μαζὶ του γιὰ νὰ φωτίζει τὸν ὕπνο μας μὲ σιωπηλοὺς ἀγγέλους ποὺ δὲν ἔμαθαν ἀκόμη νὰ γελοῦν καὶ νὰ κλαῖνε παρὰ μονάχα νὰ μειδιοῦν μέσα στ’ ὄνειρο τῆς ἀγέννητης Δημιουργίας.

ΝΗΣΙΑ μὲ δέντρα σιωπηλὰ στὴν προσευχὴ τῆς βραδιᾶςτὰ περιστέρια τῆς εἰρήνης ἐκεῖ σωπαίνουνἐκεῖ σωπαίνουμε συνάζοντας τὰ ρόδα τῆς ἡμέραςἐνῶ ἡ εσπερινὴ σκιὰ πέφτει στὸ ἄσπρο χαρτὶὅπου χαράζουμε τὴ ζωὴ πλάϊ στ’ ἀκρογιάλι.

Δὲ θὰ διαβάσουμε ὅ,τι γράψαμε.Θὰ ὑψώσουμε τὰ μάτιαπροσμένοντας τοῦ γαλαξία τὸν καταρράχτηπίσω ἀπ’ τὴ μυγδαλιὰ ἑνὸς ἄσπρου σύννεφουποὺ ἀργοπορεῖ πάνω ἀπ’ τὴ θάλασσα.

Φτάνει πάλι ὁ καιρὸςποὺ δὲν ἔχει χρόνο καὶ μετάνοια.Ἦχος γαληνὸς τοῦ ἀλαφρωμένου νεροῦἀχνὸ περπάτημα στὴν ἄμμο τῶν ψαράδωντὰ παιδιὰ κοιμοῦνται στὶς βάρκεςκι ἄγγελοι λούζονται στὸν ὕπνο τους.

Ἄρωμα χόρτου κι ἄρωμα τῶν ἄστρων.Μακριὰ διαλύονται οἱ βουνοσειρὲς μὲς στὸν ὀπάλινο οὐρανό.

Τὰ κουρασμένα χέρια μας ραντισμένα μὲ τὴν καινούργια δροσιὰ καὶ τὰ μαλλιά μας μυρωμένα μὲ τὴ σκιὰ τῆς χτεσινῆς ὀδύνης.

Δὲν ἔχει σύνορα μητέρα ὁ κόσμος.

Page 22: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Η ΜΕΓΑΛΗ ἅρπα τοῦ λυκόφωτος ἀφημένη στὴν πυκνὴ σκιὰ τοῦ δάσους. Ἕνα τριανταφυλλένιο νέφος φλέγεται στὴν πυρκαϊὰ τῆς δύσης.

Κράτησε ἀκόμη αὐτὸ τὸ χρῶμα θεέ μου νὰ γνωρίσουμε τὴ σκέψη μας ποὺ νικιέται μὰ δὲν ὑποτάζεται.

Χρειαζόμαστε ἀκόμηαὐτὴ τὴ μακρινὴ συμπάθειαποὺ πάσχει γιὰ ὅ,τι φθείρεταισυντηρώντας τ’ ὄνειροτῆς ἀφθαρσίας.

Ἠ βραδιὰ περνάει στὸ ἐρημικὸ ἀκρογιάλι μὲ τὴ λήκυθο τῆς τέφρας ἐπάνω στὸ γυμνό της ὦμο.

Στὴ σκεφτικὴ μορφή της μόλις φέγγει ἕνα χαμόγελο ποὺ τρέφει τὴν ἐρώτηση, τὴν ἀγρυπνία μας καὶ βιάζει τὴ λαμπρὴ χρησμοδότηση τοῦ πεπρωμένου μας.

ΑΠΟΨΕ ὅλο τὸ σύμπαν εὐωδιάζει ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ άἄρυπνου θεοῦ.

Ἐμεῖς ποτίζουμε τὶς ρἰζες στὴν αἰώνια πηγὴποὺ ἀνεβαίνει ἀπ’ τὰ ἔγκατα τῆς νύχταςκαὶ γεμίζει τριαντάφυλλα τὰ κρανία τῶν νεκρῶν.

Ἀνάφτε φώτα στὶς μακρινὲς προκυμαῖες κεντῆστε ἀστέρια τὸν ὕπνο τῆς θάλασσας ὑψῶστε τὰ λεηλατημένα χέρια.

Ἐδῶ ἡ σιωπὴ παίρνει φωνή.Ἐδῶ ζοῦν γιὰ πάντα ὅσα ἔφυγαν.

Page 23: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Ἐδῶ δὲν εἶναι φυγὴ καὶ φθορά.

Τραγούδι βραδινὸ πάνω ἀπ’ τοὺς πόντους συντροφευμένο μὲ τὴν ἀπουσία τῶν πραγμάτων ποὺ ἀνθίζουν στὸν αἰώνιο κύκλοτῆς σιωπῆς καὶ τῆς ἀγάπης.

Ἡ θάλασσα κοιτάει τὸ πρόσωπό της μὲς στὴ θάλασσα.

ΠΑΡΤΕ τὰ ὑποταγμένα ἰνδάλματα πάρτε τὴ γνώση ποὺ ρυτίδωσε τὴ νεανικὴν ἀφή μας.

Πάρτε τὴν ἄκαρπη γαλήνηποὺ κουρασμένη ἀπόμεινε στὸ βράχο νὰ χτίζει τὸ ναό της καὶ τὸν τάφο της μὲ τὰ ξύλα τῶν ἀρχαίων καραβιῶν μας.

Ἀφῆστε μας μονάχατὴν ἔκσταση τῆς νύχτας ὅπου οἱ μητέρες περιμένουν μπροστὰ στὴν ἀνθισμένη πόρτα τ’ ἀλλόκοτα κι ἀτίθασσα παιδιά τους ποὺ λεῖψαν ἀπ’ τὸ βραδινό τους δεῖπνο ποὺ ὅλη τὴ μέρα κολυμποῦν γυμνὰποὺ ψάχνουν τὶς φωλιὲς τῶν γλάρωνκι ὅλη τὴ νύχτα κοιμισμένα κουβεντιάζουνἄγνωστα λόγια γιὰ καράβια νέφη κι Ἄγγελουςγιὰ κάποιους Ἄγγελους τρελλοὺς ποὺ ζοῦνστὶς πορφυρὲς φυτεῖες τῶν κοραλλιῶνγιὰ κάποιους Ἄγγελους ξανθοὺςποὺ ἀρραβωνιάστηκαν τὴ θάλασσακαὶ ξέχασαν τὸ θεὸπαίζοντας σάλπιγγες ἀλλόφρονεςφτιαγμένεςμὲ ὀστὰ ναυαγισμένων ποιητῶν.

Ἀφῆστε μας μονάχα τὴν ἔκσταση τῆς νύχτας ποὺ τὰ παιδιὰ ψαρεύουν ἄστρα μέσα σὲ κάτασπρα καΐκια ποὺ οἱ ἔφηβοι γυμνοὶ κι ὡραῖοι χωρὶς ὑπόνοια χωρὶς τρόμο

Page 24: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

κοιτοῦν κατάματα τὴν ὀμορφιά.

Δόστε μας πίσωτὰ χάρτινα καράβιαν’ ἀράξουμε στὸ γνώριμο λιμάνιτῆς πρώτης μας πατρίδας.

Γιὰ μιὰ στιγμὴθὰ γονατίσουμε στὴν ἄμμοκαὶ θὰ προσευχηθοῦμεμπροστὰ στὸν ἀγονάτιστο ἴσκιο μαςἐνῶ ἡ θλιμμένη Παναγία τῆς θάλασσαςθ’ ἀνοίξει ἀθόρυβα τὴν ξώπορτα τῆς ἐκκλησίαςκαὶ θἄρθει νὰ φιλήσει τὰ μαλλιά μαςμουσκεμένα ἀπ’ τὴ λεπτὴ δροσιὰ τῶν ἄστρωντῆς σιωπῆς καὶ τῆς νύχτας.

Ὅμως ἐμεῖς θ’ ἀρνηθοῦμε καὶ πάλι τὸ φιλὶ τῆς ἀγάπης ποὺ πρααίνει καὶ δένει.

Ἄγνωστοι ἐμεῖς μὲς στὸ ἄγνωστο ἐμεῖς ὡραῖοι κι ἀνυπόταχτοι θὰ ταξιδεύουμε γιὰ πάντα ἐκεῖ στ’ ἀργυρὰ δάση τῆς σελήνης ἐκεῖ στᾶ ἐρημικὰ νησιὰ τῶν ἄστρων δίχως νὰ ξέρουμε τὸ θεὸ σὰν τὸν παλμὸ τῆς ἴδιας τῆς θεότητας ποὺ πλάθει φθείροντας τὸν ἑαυτό της.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ λιμάνιφῶτα πνιγμένα στὰ νερὰπρόσωπα δίχως μνήμη καὶ συνέχεια διαδοχικὰ φωτισμένα ἀπὸ περαστικοὺς προβολεῖς μακρινῶν πλοίων κ’ ὕστερα βυθισμένα στὴ σκιὰ τοῦ αἰώνιου ταξιδιοῦλοξὰ ἱστία μὲ κρεμασμένες λάμπες ὀνείρου σὰν τὶς ραγισμένες φτεροῦγες τῶν ἀγγέλων ποὺ ἁμάρτησαν

Page 25: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

οἱ στρατιώτες μὲ τὶς κάσκες ἀνάμεσα στὴ νύχτα καὶ στὸ κάρβουνοτραυματισμένα χέρια σὰν τὴ συγγνώμη ποὺ ἐφτασαν ἀργά.

Μιὰ μεγάλη φωτιὰ στὴν κορφὴκαίγοντας τὴν καρδιὰ τῶν ἴσκιων.

Αἰχμάλωτοι δεμένοι στὶς ἄγκυρεςμέσα στὴν κόκκινη λάμψη ἕνας κρίκος σφιγμένος στὸ λαιμὸ τοῦ ὁρίζοντα καὶ στὰ χέρια τῆς αὐγῆς ποὺ κρατοῦν μιὰ μαργαρίτα.

Φεύγει τὸ χρῶμα ἀπ’ τὸ πρόσωπο τῆς μέρας καὶ τὸ φῶς δὲ βρίσκει ἕνα ἄγαλμα νὰ κλειστεῖ νὰ δοξαστεῖ νὰ γαληνέψει.

Ἀδέλφιαπῶς νὰ μείνω μακριά σας;

ΘΑΛΑΣΣΑ, θάλασσατὰ βιβλία δὲ φράζουν τὸ ἐρώτηματὸ ἐρώτημα δὲ φράζει τὴν πληγή.Ἀπ’ τὴν πληγή μας ξεκινάει τὸ πέλαγος.

Τὸ ταξίδι ὀνειρεύεταιστὴν τελευταία καμπύλη τῶν δακρύων.

Ποιός ἐξορίζει τὸν ἥλιο ἀπ’ τὰ μαλλιὰ τῶν παιδιῶν κι ἀπ’ τὴ μεγάλη καρδιά μας;

Ἄνοιξε τὰ πανιὰσήκωσε τὴν ἄγκυρα.Ἐμπρὸς καὶ τὰ παλιὰ λιμάνια φεύγουνἐμπρὸς κ’ ἡ αὐγὴ ἀστράφτειμ’ ὅλα τὰ δάκρυα τῶν προγόνων μας.

Χαλκὰς δὲ στέκει στοὺς ἀστράγαλους τῆς θάλασσας χαλκὰς δὲ στέκει στὴ θαλασσινὴ καρδιά μας.

Page 26: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Ἀντίο ἀγάπες καὶ πατρίδες.

Πελαγίσια πουλιὰ στὸ φῶς καὶ στὴν ἁλμύραὄνειρα ταξιδιῶν, μεγάλα ἱστίατ’ αὐτιά μας ἀσφράγιστα στὶς φωνὲς τῶν Σειρήνωντὰ μάτια μας ἄγρυπνα.Δὲν ὑπάρχει καπνὸς μήτε Ἰθάκη.Ἄλλον ὁρίζοντα δὲν ἔχουν πιὰ οἱ ὁρίζοντες.

Τὸ αἰώνιο τραγούδι τοῦ πόντου ἀπαντᾶ στὸ κενὸκαὶ γεμίζει τὸ μηδὲν μὲ καρδιὰ καὶ μὲ ἥλιο.

Ω, ΝΥΧΤΕΣ καταιγίδωνμαστίγωμα λαμπρῶν ἀνέμων οἱ άφροὶ τῶν κυμάτων στὰ τζάμια οἱ καπνισμένες λάμπες τῶν ψαράδικων σπιτιῶνοἱ τρόμοι τῶν θλιμμένων κοριτσιῶν ποὺ μπαλώνουν τὶς κάλτσες τῶν ξενητεμένων οἱ ἄγρυπνοι φάροι μὲ τὰ μάτια τῶν μανάδων κ’ ἡ θάλασσα ἀνοικτίρμονη κι ἀπέραντη σὰν τὴ σκέψη τοῦ Θεοῦ ἔξαλλη τρυφερὴ κι ἀδάμαστη σὰν τὴν καρδιὰ τῶν ποιητῶν.

Φἀσματα τῶν ναυαγισμένων καπετάνιων μὲ τὶς πὶπες ἀκόμη στὰ χείληπάνω στοὺς φωτεινοὺς ἵππους τῶν ἀστραπῶνβυθισμένα καράβια ποὺ ἐπιστρέφουν στὰ λιμάνια τῆς νύχτας τὰ χαμένα πληρώματαποὺ στέκονται ἔξω ἀπ’ τὶς κλεισμένες πόρτες περιμένουνγυρεύοντας βουβὰ τὴ ζωή τουςκρατώντας εἰκόνες τροπικὲς γαλάζιες πεδιάδες μὲ πελώριους κρίνους καὶ μὲ γυμνὲς ἐβένινες γυναῖκες.

Ἐκεῖνοι κλαῖνε καὶ δὲ βλέπουν.

Ὅμως ἐμεῖς ποὺ κουβεντιάσαμε ὦρες μὲ τὴ θάλασσαἐμεῖς ποὺ πάντοτε κρατοῦμε στὰ χείλη μας νωπὴ βαθειὰ καὶ νέα

Page 27: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

τοῦ ταξιδιοῦ τὴ γεύσηδεχόμαστε τὰ αἰώνια δῶρα τοῦ θνάτου.

Κι ὅταν οἱ μητέρεςκαταριοῦνται τὴ θάλασσακι ὅταν οἱ γέροι καπετάνιοιβηματίζουν ἀνήσυχοιμὲς στὰ κλειστὰ δωμάτιαἐμεῖςἀνοίγουμε τὶς πόρτεςτρέχουμε στὰ μεγάλα βράχιακ’ ὑψώνουμε στὴ νύχτατὴν κραυγή μαςξεπερνώντας τὴ θύελλαξεχνώντας τὸ ψωμὶ καὶ τὴν ἑστίαδροσίζοντας τὸ πυρωμένο μέτωπομὲ τὴν πλατειὰν ὀργὴτῆς θάλασσας.

Θάλασσα, θάλασσακαθὼς ἐσὺἔτσι κ’ ἐμεῖςδὲ θὰ ὑποκύψουμε στὴ νύχτακαὶ στὸν ὕπνο.

Δὲ θὰ καταδεχτοῦμε νὰ φωνάξουμε: νικήσαμε γιὰ πάντα.

ΧΑΡΑ τῆς τρικυμίαςτῆς γαλήνηςτῆς ἀναχώρησηςχαρὰ τοῦ αἰώνιου ταξιδιοῦτὰ φῶτα τῆς παραλίας νὰ σβήνουννὰ μπαίνουμε στὴν καρδιὰ τοῦ ὠχεανοῦστὸ ἀστείρευτο ἄσμα τῶν νυχτερινῶν κυμάτωνἐνῶ ὁ Θεὸςἀπ’ τὰ ὕψη τῆς μεγάλης ἐρημιᾶς τουλιθοβολάει τὴν τόλμη μαςμὲ ὄνειρα λαμπρά.

Ὦ ἀνεξάντλητε πόνε ὦ παγκόσμια χαρὰσυμπαντικὴ φωτιὰποὺ πυρπολεῖς τὰ μελανὰ μαλλιὰ τῆς νύχτας

Page 28: ΤΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

κι ἀνάβεις τὴν αὐγὴ πάνω ἀπὸ τ’ ἄσπρα ἱστίαπάνω ἀπὸ τὰ ψηλὰ κατάρτιαὅπου ἀνεβαίνουν οἱ ποιητὲςνὰ χαιρετήσουν τὸ νέο πρόσωπο τοῦ Θεοῦποὺ καθρεφτίζεται μειδιώντας στὰ νερὰμέσα στὸ πλαίσιο δυὸ μεθυσμένων γλάρων.

Ἥλιε, Ἥλιεποὺ βάφεις μ’ αἶμα τὴ θάλασσα γυμνὸς προσφέρομαι στὴ φλόγα σου νὰ φωτίσω τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.

Ἀδέλφια μουἀκοῦστε τὴ φωνή σας, τὴ φωνή μουἀκοῦστε τὸ τραγούδι τοῦ ἥλιου καὶ τῆς θάλασσας.