54
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ … ΕΦΕΣΗ ΕΠΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΠΟΥ ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΝΟΜΗΣ ΚΑΤΑ Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νομίμως. ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ Υπ’ αριθμ …/… Αποφάσεως του Ειρηνοδικείου …, που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα νομής, η οποία εκδόθηκε την …-…-… και επιδόθηκε σε εμένα, αρχικώς καθ’ ης και ήδη εκκαλούσα, δυνάμει της υπ’ αριθμ …/…-…-… εκθέσεως επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή …-…-… ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΩΣ Α. Δυνάμει του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε, με το άρθρο 44 παρ.2 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011) ορίζεται ότι: «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως.» 1 ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΟΥ-ΣΑΒΒΑ ΜΑΡΙΝΑΚΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΚΥΠΡΟΥ 56 ΚΟΡΙΝΘΟΣ ΤΗΛ-ΦΑΞ: 27410 29900 Κιν: 6973 56 59 56 http://

Υπόδειγμα έφεσης

Embed Size (px)

DESCRIPTION

Υπόδειγμα έφεσης κατά απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νομής κινητού

Citation preview

Page 1: Υπόδειγμα έφεσης

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ …

ΕΦΕΣΗ ΕΠΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΠΟΥ ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΝΟΜΗΣ

ΚΑΤΑ

Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην

… και εκπροσωπείται νομίμως.

ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ

Υπ’ αριθμ …/… Αποφάσεως του Ειρηνοδικείου …, που διατάσσει

ασφαλιστικά μέτρα νομής, η οποία εκδόθηκε την …-…-… και επιδόθηκε σε

εμένα, αρχικώς καθ’ ης και ήδη εκκαλούσα, δυνάμει της υπ’ αριθμ …/…-…-…

εκθέσεως επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή …-…-…

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Α. Δυνάμει του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε, με το

άρθρο 44 παρ.2 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011) ορίζεται ότι: «Αν

ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη

απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και

τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο

εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να

προτείνει πρωτοδίκως.»

Από τη διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται και στην ειδική διαδικασία

των εργατικών διαφορών, αφού στο άρθρο 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. δεν υπάρχει

αντίθετη ρύθμιση, προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η

οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας,

εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού

αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης (AΠ

1906/2008 δημ. σε τραπ. νομ. πληρ. ΝΟΜΟΣ) και ο εκκαλών δικαιούται να

προβάλει (με το δικόγραφο της εφέσεως και τις προτάσεις του βλ. Εφ.Δωδ.

1

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟΜΑΡΙΟΥ-ΣΑΒΒΑ ΜΑΡΙΝΑΚΟΥ

& ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝΚΥΠΡΟΥ 56 ΚΟΡΙΝΘΟΣΤΗΛ-ΦΑΞ: 27410 29900

Κιν: 6973 56 59 56http://mariosmarinakos.blogspot.gr/

Page 2: Υπόδειγμα έφεσης

136/2009 ΝΟΜΟΣ) όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και

πρωτοδίκως.

Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο

ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε ως εάν ήταν

παρών, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της

εφέσεως, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να

προτείνει πρωτοδίκως επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η

απουσία του ενδεχομένως, επέφερε, (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 2915/2001

II Β 12 στον ΚΝοΒ 2001/1329).

Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, εφόσον

αυτή εκδόθηκε σαν να ήταν παρών ο διάδικος, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει

προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή

της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης

ανακοπής (ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 46 σελ.1100, ΕφΛαμ 22/2011, ΝΟΜΟΣ).

Β. Περαιτέρω, από το άρθρο 734 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «3. Κατά της

απόφασης του ειρηνοδικείου επιτρέπεται έφεση μέσα σε δέκα ημέρες από την

επίδοσή της. Η έφεση δικάζεται κατά την ίδια διαδικασία, εφαρμόζονται όμως

και τα άρθρα 226 και 652 παρ. 3.

4. Η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την

εκτέλεση της απόφασης του ειρηνοδικείου, εκτός αν η αναστολή διαταχθεί κατά

το άρθρο 912.

5. Στα Ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής δεν εφαρμόζεται το άρθρο

696 παρ. 3 και ο ειρηνοδίκης δικάζει με τη σύμπραξη γραμματέα που τηρεί

Πρακτικά.»

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΩΣ:

Εν προκειμένω, η εκκαλούσα (καθ’ ης η αίτηση, στον πρώτο βαθμό)

ασκεί έφεση κατά της υπ` αριθμ. …/… απόφασης του Ειρηνοδικείου … , η

οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων νομής, την ..η

του μηνός … του έτους … και επιδόθηκε στην καθ’ ης και ήδη εκκαλούσα την

…η του μηνός … του έτους …, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ …/…-

…-… έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο … . Η εν

λόγω απόφαση εκδόθηκε ερήμην αυτής και με την υπό κρίση έφεση η

2

Page 3: Υπόδειγμα έφεσης

εκκαλούσα, επικαλούμενη εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και

κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την

απόρριψη της ενδίκου αιτήσεως, προτείνοντας ειδικότερα τα κατωτέρω:

ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΕΩΣ:

1. Η ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΜΟΥ ΩΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗΣ

Στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 1 Ν. 2251/1994 δίνονται οι

ορισμοί του «καταναλωτή» και του «προμηθευτή». Οι γενικοί αυτοί ορισμοί

έχουν ενιαία εφαρμογή σε όλες τις προστατευτικές ρυθμίσεις του νόμου,

χωρίς βεβαίως να αποκλείεται η προσαρμογή των εννοιών αυτών ανάλογα με

τις επιμέρους διατάξεις, εφόσον κάτι τέτοιο κριθεί απαραίτητο από την

τελολογική και συστηματική - σε σχέση με τυχόν ειδικές ή γενικές ρυθμίσεις -

ερμηνεία τους.

Ως καταναλωτής, κατά την έννοια του νόμου, ορίζεται «κάθε φυσικό ή

νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα

οποία προορίζονται τα προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά

και τα οποία κάνουν χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών εφόσον

αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και αα) κάθε

αποδέκτης του διαφημιστικού μηνύματος και ββ) κάθε φυσικό ή νομικό

πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο

της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του (άρθρο 1 παρ 4

στοιχείο α Ν2251/1994, «Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή», Ιωάννη

Καράκωστα, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σελ 76 επ.).

Στον ορισμό του νόμου γίνεται αναφορά σε προϊόντα ή υπηρεσίες

«που προσφέρονται στην αγορά». Αναγκαίος, δηλαδή, ο όρος για να

χαρακτηριστεί ο αποδέκτης του προϊόντος ή της υπηρεσίας ως καταναλωτής

είναι η ύπαρξη αγοράς. Θα πρέπει, συγκεκριμένα, το συγκεκριμένο αγαθό ή η

υπηρεσία να κυκλοφορούν ή να είναι γνωστά ή να απευθύνονται στην αγορά,

να αποβλέπουν, δηλαδή, στο ευρύ καταναλωτικό κοινό και να μην

κατασκευάζονται ή συγκεκριμένο μεμονωμένο πελάτη ή να μην προσφέρονται

σε εξατομικευμένο αποδεκτή.

Καταναλωτής είναι ο τελικός αποδέκτης των προϊόντων ή υπηρεσιών

που προσφέρονται στην αγορά. Δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί καταναλωτής

το πρόσωπο που αποκτά προϊόντα, αγαθά, κινητά ή ακίνητα πράγματα με

3

Page 4: Υπόδειγμα έφεσης

σκοπό να τα μεταβιβάσει αυτούσια ή επεξεργασμένα, να παραχωρήσει τη

χρήση τους ή να τα χρησιμοποιήσει για λογαριασμό ή για την οικονομική

εξυπηρέτηση τρίτου.

Επίσης δεν απαιτείται, ο τελικός αποδέκτης να χρησιμοποιήσει το

αγαθό για προσωπικές, δηλαδή μη επαγγελματικές ανάγκες του.

Εξακολουθεί, δηλαδή, να θεωρείται καταναλωτής και όταν το προμηθεύεται

για το επάγγελμα του, αρκεί να είναι ο τελικός χρήστης.

Tο κατά πόσο ο συγκεκριμένος καταναλωτής χρήζει προστασίας ή όχι

κρίνεται ad hoc. H ένταξη συγκεκριμένου προσώπου στο προστατευτικό

πεδίο του νόμου 2251/1994 εξαρτάται, επομένως, από τις περιστάσεις και τα

συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Ο έλεγχος της εφαρμογής του

ορισμού του καταναλωτή στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση επιτυγχάνεται

με την εφαρμογή δύο βασικών κριτηρίων, αφενός της διαπραγματευτικής

υπεροχής του προμηθευτή και αφετέρου του ενδεχομένου καταχρηστικής

επίκλησης εκ μέρους του συγκεκριμένου καταναλωτή της προστασίας του

νόμου.

Το ουσιαστικό κριτήριο για την έννοια του καταναλωτή που δικαιολογεί

την εφαρμογή του νόμου είναι η μη κατ' επάγγελμα ενασχόληση του λήπτη

του αγαθού με τις ειδικές συναλλαγές στις οποίες ανήκει η προμήθεια του

αγαθού. Ο λήπτης ως τελικός χρήστης δεν επιδίδεται επαγγελματικά (ή κατά

συνήθη απασχόληση) με προμήθειες του ίδιου αντικειμένου. Άρα δεν

επαναλαμβάνει τόσο συχνά συναλλαγές του συγκεκριμένου είδους και δεν

έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και την εξειδικευμένη στο αντικείμενο

αυτό διαπραγματευτική ικανότητα, που έχει ο προμηθευτής και κατά συνέπεια

ο παράγοντας αιφνιδιασμού του είναι ισχυρός. Με άλλα λόγια, το ουσιαστικό

κριτήριο είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του τελικού αποδέκτη ως προς τη

συγκεκριμένη συναλλαγή (ΔΕΚ Υπόθ. C-464/01, απόφαση της 20 Ιανουαρίου

2005, Johann Gruber κατά Bay Wa AG αλλά και ΕφΑθ 5861/2006 ΔΕΕ

2007,62).

2. ΓΟΣ

2.α. Το άρθρο 2 παρ. 1 του Νόμου 2251/1994 ορίζει τα εξής: «Όροι

που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί

όροι των συναλλαγών) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, αν κατά την κατάρτιση

4

Page 5: Υπόδειγμα έφεσης

της σύμβασης, τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως ιδίως όταν ο προμηθευτής

δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει

πραγματική γνώση του περιεχομένου τους».

Από τη διάταξη αυτή προκύπτουν τα ακόλουθα εννοιολογικά

χαρακτηριστικά των γενικών όρων των συναλλαγών:

- έχουν χαρακτήρα συμβατικό,

- έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων, αποκλειόμενης κάθε ατομικής

διαπραγμάτευσης και

- προορίζονται να αποτελέσουν ομοιόμορφο περιεχόμενο

μελλοντικών συμβάσεων (ΠΠρωτΑθ 1119/2002 ΔΕΕ 2003,424,

ΕιρΑθ 2175/2004 ΔΕΕ 2005,74). Στην περίπτωση των ΓΟΣ ο

καταναλωτής είναι σε μειονεκτική θέση, καθώς συνήθως τους

αποδέχεται χωρίς αντίρρηση, αλλά και διότι λόγω της οικονομικής

υπεροχής του προμηθευτή είναι αδύναμος να επιφέρει αλλαγή

στους ΓΟΣ, άλλοτε διότι δεν διαθέτει τις αναγκαίες συναλλακτικές

και νομικές γνώσεις για την κατανόηση των όρων (ΠΠρΑθ 29/2006).

Οι ΓΟΣ τίθενται από το ένα συμβαλλόμενο μέρος (χρήστη) στον άλλο

(πελάτη) κατά την κατάρτιση σύμβασης, αποκλειόμενης της ατομικής

διαπραγμάτευσης αναφορικά με το περιεχόμενό τους. Η ανωτέρω επιβολή,

ωστόσο, δεν έχει την έννοια ότι αναγνωρίζεται στον χρήστη των ΓΟΣ η

εξουσία να δεσμεύει μονομερώς τον αντισυμβαλλόμενό του. Αντίθετα,

προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση σύμβαση - συμφωνία των συμβαλλομένων

μερών περί ή ισχύος των ΓΟΣ, δηλαδή αφενός δήλωση του χρήστη περί

εντάξεως των ΓΟΣ στη σύμβαση, αφετέρου σύμφωνη δήλωση βούλησης του

πελάτη, προκειμένου οι εν λόγω όροι να καταστούν περιεχόμενο της

σύμβασης.

Ένα περαιτέρω εννοιολογικό στοιχείο των ΓΟΣ, που συνάγεται από την

εκ των προτέρων διατύπωσή τους, ώστε να διευκολύνεται η μελλοντική χρήση

τους, αποτελεί η τυπική ομοιομορφία του περιεχομένου τους. Το

χαρακτηριστικό αυτό καταδεικνύει ότι ο χρήστης θέλει να επιβάλει τους όρους

ανεξαρτήτως των συνθηκών της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης. Τυπική

ομοιομορφία, ωστόσο, δεν σημαίνει φραστική ταυτότητα του περιεχομένου.

Κρίσιμο είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο σε συνάρτηση με τις έννομες

συνέπειες που συνδέονται με αυτό. Αρκεί ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο είναι

5

Page 6: Υπόδειγμα έφεσης

κατά τα ουσιώδη στοιχεία του όμοιο («Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή»,

Ιωάννη Καράκωστα, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2008, σελ 92 επ).

Εφόσον κριθεί ότι, οι γενικοί όροι πράγματι αποτέλεσαν μέρος της

σύμβασης, ακολουθεί το δεύτερο στάδιο εμμέσου ελέγχου των γενικών όρων,

που πραγματοποιείται μέσω ερμηνείας αυτών, δηλαδή εξακρίβωσης του

νοήματος τους (ΠολΠρωτΑθ 1119/2002, ΔΕΕ 2003,424). Σύμφωνα με τον

ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 2 παρ. 4 εδ. α του Ν. 2251/1994 «κατά την

ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη

προστασίας καταναλωτών». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 εδ. β

του ως άνω νόμου: «Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς

από τον προμηθευτή ή από τρίτο για λογαριασμό του προμηθευτή σε

περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή» (ΜονΠρωτΑθ

3874/2001 ΔΕΕ 2001,1151).

Εκτός από τους ειδικούς ερμηνευτικούς κανόνες του νόμου 2251/94,

εφαρμογή στην ερμηνεία των ΓΟΣ έχουν και όλοι οι άλλοι ερμηνευτικοί

κανόνες που χρησιμοποιούνται γενικά στην ερμηνεία των συμβάσεων, αρκεί

βέβαια οι κανόνες αυτοί να είναι ευνοϊκότεροι για τον καταναλωτή. Ιδίως στην

ερμηνεία των ΓΟΣ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη υπέρ των καταναλωτών

διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ που αναφέρονται στην ερμηνεία των

δικαιοπραξιών.

Σύμφωνα με την ΑΚ 173, που καθιερώνει το υποκειμενικό κριτήριο

ερμηνείας, «κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η

αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις». Συνεπώς, προκειμένου να

διαπιστωθεί η αληθινή βούληση του δηλούντος, ο αποδέκτης και ο

ερμηνευτής των ΓΟΣ οφείλουν να αναζητούν τι εννοούσε και τι επεδίωκε ο

δηλών, ενώ ο τελευταίος πρέπει να λαμβάνει υπόψη τι μπορεί και τι οφείλει να

αντιληφθεί ο αποδέκτης.

Σύμφωνα με την ΑΚ 200, που εισάγει αντικειμενικά κριτήρια ερμηνείας,

«οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά

ήθη». Αυτό σημαίνει ότι κατά την ερμηνεία των εντεταγμένων στη σύμβαση

ΓΟΣ, πρέπει να λαμβάνεται ως κριτήριο η δυνατότητα αντίληψης του μέσου

εκπροσώπου του συναλλακτικού κύκλου στον οποίο απευθύνονται οι ΓΟΣ,

δηλαδή όχι μόνο του δηλούντος αλλά και του αποδέκτη και τις πραγματικές

περιστάσεις.

6

Page 7: Υπόδειγμα έφεσης

Κατά τον διενεργούμενο ερμηνευτικό έλεγχο για την εξεύρεση της

έννοιας ΓΟΣ, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις αρχές της καλής πίστης, των

συναλλακτικών ηθών, της κοινής πείρας και λογικής, καταλήγοντας στην

ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή εκδοχή (ΕφΑθ 4958/2004 ΔΕΕ 2005,196).

Οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, οι οποίοι

αλληλοσυμπληρώνονται, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία

υπάρχει κενό στην ερμηνευόμενη σύμβαση ή αμφιβολία ως προς τις δηλώσεις

βουλήσεως των συμβληθέντων (ΜΠρωτΑθ 3874/2001 ΔΕΕ 2001,1151). Το

δικαστήριο της ουσίας, όταν διαπιστώσει την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας, δεν

υπόκειται ως προς αυτά στον αναιρετικό έλεγχο. Όταν όμως, μολονότι

διαπίστωσε έστω και έμμεσα την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας, δεν προσφεύγει

στους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών για την

ανεύρεση της αληθινής βούλησης των συμβληθέντων ή όταν δεν παραθέτει

στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η

εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, τότε υποπίπτει

στην πλημμέλεια της παραβιάσεως των ερμηνευτικών κανόνων των

δικαιοπραξιών, είτε ευθέως (άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ), είτε λόγω έλλειψης

νόμιμης βάσης (άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, έτσι και ΑΠ 969/2003).

Στις παραγράφους 6 και 7 του άρθρου 2 του Νόμου 2251/1994

θεσπίζεται ένα επαρκές σύστημα ελέγχου του κύρους του περιεχομένου των

ΓΟΣ. Στην αρχή προτάσσεται η γενική ρήτρα του άρθρου 2 παρ. 6 που

απαγορεύει τη συνομολόγηση καταχρηστικών ΓΟΣ και προσδιορίζει το γενικό

κριτήριο ελέγχου της καταχρηστικότητας, ενώ στη συνέχεια παρατίθεται ένας

ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών ΓΟΣ (άρθρο 2 παρ. 7 ν.

2251/94). Κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ εξετάζεται

σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα που συγκαταλέγεται

στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7, ο οποίος

περιέχει ρήτρες που κρίνονται αυτοδικαίως καταχρηστικές, χωρίς να είναι

αναγκαία οποιαδήποτε άλλη στάθμιση (per se καταχρηστικές ρήτρες).

Η γενική ρήτρα του άρθρου 2 παρ. 6, μετά την αντικατάστασή της από

το άρθρο 10 παρ. 24 β του νόμου 2741/1999 και την τροποποίηση της με τον

νόμο 3587/2007, έχει ως εξής: «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως

αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη ισορροπίας των δικαιωμάτων και

υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται

7

Page 8: Υπόδειγμα έφεσης

και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου

σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών

που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά

τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης

από την οποία αυτή εξαρτάται».

Επισημαίνεται ότι για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας ενός ΓΟΣ

πρέπει να προκαλείται από τον επίμαχο ΓΟΣ διατάραξη της ισορροπίας των

δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Ο όρος

«διατάραξη» ταυτίζεται με την απόκλιση από τις καθοδηγητικού χαρακτήρα

διατάξεις του ενδοτικού δικαίου ή από τις ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για

την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης, πάντοτε

με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του διαθέτοντος τη μέση αντίληψη κατά τον

σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτή συγκεκριμένων

αγαθών ή υπηρεσιών.

Οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/94 αποτελούν

εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ. Ως μέτρο ελέγχου

της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας χρησιμεύει το ενδοτικό δίκαιο που

ισχύει στη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της

ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει

ως καταχρηστικό έναν ΓΟΣ, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη αυτή

πρέπει να είναι σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης (ΕφΑθ

726/2004 ΔΕΕ 2005,200, ΑΠ 15/2007 ΧριΔ 2007,795).

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 εδ. α του νόμου 2251 / 1994: «Γενικοί

όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της

ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος

του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι ως καταχρηστικοί».

Ας σημειωθεί ότι μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 6 του

άρθρου 2 του ν. 2251/1994 με το άρθρο 10 παρ. 24 εδ. β` του ν.

2741/1999, σε συμμόρφωση με την αρχή της μείζονος προστασίας του

καταναλωτή που καθιερώνει το άρθρο 8 της ανωτέρω οδηγίας, αρκεί να

επέρχεται απλή και όχι υπέρμετρη διατάραξη ισορροπίας των

δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τη ρύθμιση

του γενικού όρου (βλ. ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 1401/1999, ΕλλΔνη 41.56, ΑΠ

1219/2001, ΕλλΔνη 42.1603, ΕφΑΘ 6291/2000, ΝοΒ 49.644).

8

Page 9: Υπόδειγμα έφεσης

Έννομη συνέπεια της καταχρηστικότητας είναι η ακυρότητα των

ΓΟΣ. Η ακυρότητα των καταχρηστικών ΓΟΣ εξετάζεται αυτεπαγγέλτως

από το δικαστήριο [ΔΕΚ C-240/98 έως 244/98, απόφ 27-6-2000, ΧρΙΔ

2001,36, ΔΕΚ υπόθ C-476/2000, απόφαση 21-11-2002, Cofidis SA/Jean-Luis

Fredout, Αρμ 2003,1042 με παρατηρήσεις Τσερκέζη, ΔΕΚ C-372/99 απόφ 24-

1-2002 Επιτροπή ΕΚ κατά Ιταλικής Δημοκρατίας και ΔΕΚ C-168/2008 απόφ

26-10-2006 Mostaza Claro και η πιο πρόσφατη, υπόθεση C-415/11 –

Mohamed Aziz vs Caixa d’Estalvis de Catalounya, Tarragona I Manresa

(Catalunyacaixa) απόφαση της 14-3-2013].

Η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 σχετικά με τις

καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει

την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτήν κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους,

όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν παρέχει την εξουσία στο

εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί αιτήσεως για την έκδοση

διαταγής πληρωμής να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, κατά το αρχικό στάδιο

της διαδικασίας ή σε κάθε στάση της δίκης, και μολονότι διαθέτει όλα τα

προς τούτο αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία, τον

καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περί επιτοκίου υπερημερίας

περιλαμβανόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και

καταναλωτή, στην περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος δεν έχει

ασκήσει ανακοπή (ΔΕΕ C-618/10, Banco Espaniol de Credito SA κατά

Joaquin Calderon Camino, απόφαση της 14-6-2012).

Τα άρθρα 6, παράγραφος 1 και 7, παρ1, της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του

Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των

συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχουν την έννοια ότι ο εθνικός

Δικαστής που διαπίστωσε αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό

χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας δεν οφείλει, προκειμένου να είναι

σε θέση να συναγάγει τις συνέπειες της διαπιστώσεως αυτής, να

αναμένει εως ότου ο καταναλωτής, αφού ενημερωθεί για τα δικαιώματά

του, προβεί σε δήλωση με την οποία ζητεί να ακυρωθεί η εν λόγω

ρήτρα. Προκειμένου να εκτιμήσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό

χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας στην οποία στηρίζεται η αγωγή της

οποίας έχει επιληφθεί, ο εθνικός Δικαστής πρέπει να λαμβάνει υπόψη

όλες τις υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως. (ΔΕΕ υπόθεση C-472/11,

9

Page 10: Υπόδειγμα έφεσης

Banif Plus Bank Zrt κατά Csaba Csipai, Viktoria Csipai απόφαση της 21-2-

2013).

Σύμφωνα με το άρθρο 6, παρ 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του

Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των

συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι, κατά την

εξακρίβωση του ζητήματος αν μια σύμβαση την οποία έχει συνάψει ένας

επαγγελματίας με καταναλωτή και η οποία περιέχει μια ή περισσότερες

καταχρηστικές ρήτρες μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις ρήτρες αυτές, ο

δικάζων Δικαστής, δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στο ότι η ακύρωση

ολόκληρης της σύμβασης αυτής ενδέχεται να είναι ευνοϊκή για έναν από

τους συμβαλλόμενους, εν προκειμένω για τον καταναλωτή. Η εν λόγω

Οδηγία δεν απαγορεύει πάντως στα κράτη-μέλη να προβλέπουν,

τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης, ότι η σύμβαση την οποία έχει συνάψει

ένας επαγγελματίας με καταναλωτή και η οποία περιέχει μία ή

περισσότερες καταχρηστικές ρήτρες είναι εξ ολοκλήρου άκυρη, αν η

ακυρότητα αυτή παρέχει τελικά καλύτερη προστασία στον καταναλωτή

(ΔΕΕ, υπόθεση C-453/10, Jana Perenicova & Vladislav Perenic κατά SOS

finance spol. Sr.o).

H αυτεπάγγελτη αυτή εξέταση που επάγεται την απόλυτη

ακυρότητα της εκάστοτε κρινόμενης ρήτρας ως καταχρηστικής

υπαγορεύεται περαιτέρω από το γράμμα και το σκοπό της Οδηγίας

93/13/EOK που αποβλέπουν στην αποτελεσματική και ενιαία προστασία

του καταναλωτή σε κοινοτικό επίπεδο (I. Καράκωστα, Δίκαιο προστασίας

καταναλωτή, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ 100 επ).

Σε αυτό το υπερνομοθετικής ισχύος (σε σχέση με το εθνικό μας

δίκαιο) κανονιστικό πλαίσιο προστασίας του καταναλωτή οι ΓΟΣ είναι δυνατόν

ν` αποτελέσουν περιεχόμενο κάθε είδους σύμβασης ιδιωτικού δικαίου,

ρυθμισμένης ή αρρύθμιστης από τον Αστικό Κώδικα, επώνυμης ή μικτής, στο

πεδίο των τραπεζικών συναλλαγών γίνεται ευρύτατη χρήση τους για τη

χορήγηση πάσης φύσεως δανείων, ενέγγυων πιστώσεων, εγγυητικών

επιστολών, για τη σύναψη συμβάσεων ανοίγματος πιστώσεων (συνήθως με

αλληλόχρεο λογαριασμό) και κάθε είδους καταθέσεων.

Σε αυτές τις τραπεζικές συμβάσεις οι ΓΟΣ παρουσιάζονται

συνήθως είτε ως προδιατυπωμένοι έντυποι όροι προοριζόμενοι να

10

Page 11: Υπόδειγμα έφεσης

διέπουν όλες τις συναλλαγές συγκεκριμένης τράπεζας με τους πελάτες

της, είτε ως πάγιο περιεχόμενο εντύπων ατομικών συμβάσεων

προσχώρησης.

Περαιτέρω, στο χώρο των τραπεζικών συναλλαγών η ανάγκη

προστασίας της συμβατικής ισορροπίας και διασφάλισης της δικαιοπρακτικής

αυτοδιάθεσης των αντισυμβαλλομένων των τραπεζών είναι ιδιαίτερα

έκδηλη, λόγω της οικονομικής και οργανωτικής υπεροχής ή αλλιώς της

εξουσιαστικής θέσης των τραπεζών, οι οποίες κατά κανόνα επιβάλλουν

μονομερώς στους ασθενέστερους αντισυμβαλλόμενους τους, στη βάση

του «πάρε το ή άφησε το» , την κατάρτιση τυποποιημένων συμβάσεων

με προδιατυπωμένους από τις ίδιες (ή από τρίτους για λογαριασμό

τους) γενικούς όρους (31919/2007 ΠολΠρωτΘεσσ).

Κατά συνέπεια, βάσιμα υποστηρίζεται η άποψη ότι οι διατάξεις του

άρθρου 2 του ν. 2251/1994 για τους ΓΟΣ εφαρμόζονται ευθέως ή κατ`

αναλογία κατά τον έλεγχο των τραπεζικών ΓΟΣ και μάλιστα ανεξάρτητα από

το εάν ο πελάτης συναλλάσσεται με την τράπεζα στο πλαίσιο της

επαγγελματικής ή και της εμπορικής του ιδιότητας, αρκεί να χαρακτηρίζεται η

συγκεκριμένη συναλλαγή από ανισομέρεια σε βάρος της διαπραγματευτικής

δύναμης του πελάτη της τράπεζας. Εξάλλου, η τράπεζα υπάγεται στην έννοια

του προμηθευτή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. β` του ν. 2251/1994,

που ορίζει ότι «ο προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατά

την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας προμηθεύει προϊόντα ή

παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή».

Τέλος δε οι παρεχόμενες από τις τράπεζες υπηρεσίες σαφώς

απευθύνονται και αφορούν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, δεν

προσφέρονται ούτε σχεδιάζονται για ορισμένο αποδέκτη, αλλά έχουν

κατά κανόνα μαζικό χαρακτήρα και έντονο το στοιχείο της

τυποποίησης.

Ενόψει όλων των ανωτέρω ο ν. 2251/1994 εφαρμόζεται στις

περιπτώσεις τραπεζικών συναλλαγών (βλ. ΕφΑΘ 730/2005, ΕΕμπΔ

2005.741, Γ. Καράκωστα, Προστασία του καταναλωτή, ν. 2251/1994, σελ. 100

επόμ., Φ. Δωρή, Η εξειδίκευση της καλής πίστης στο άρθρο 2 του ν.

2251/1994 για την προστασία των καταναλωτών και η σημασία στο κοινό

δίκαιο, ΝοΒ 2000.737 επ., Ψυχομάνη, Τραπεζικό δίκαιο, 1999, σελ. 17), και ο

11

Page 12: Υπόδειγμα έφεσης

έλεγχος που προαναφέρθηκε εντάσσεται στα πλαίσια της προστασίας του

καταναλωτή, ως τέτοιου νοουμένου και του πελάτη της τράπεζας.

Η αποδοχή ΓΟΣ εκ μέρους του καταναλωτή, με την ένταξη τούτων

στη συναφθείσα σύμβαση, δεν τους καθιστά έγκυρους, αν βέβαια ήταν

άκυροι, διότι οι κανόνες για τον έλεγχο της καταχρηστικότητάς τους, με

βάση τα κριτήρια των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 2 του ν.

2251/1994, είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου, από την εφαρμογή των

οποίων δεν είναι δυνατή η συμβατική παραίτηση (άρθρο 3 ΑΚ, πρβλ Ολ.

ΑΠ 6/2006, ΑΠ 1219/2001).

2.β. Ακυρότητα μέρους και ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης

Από το άρθρο 180 ΑΚ, το οποίο ορίζει, ότι άκυρη δικαιοπραξία

θεωρείται σαν να μην έγινε και που έχει την έννοια ότι η άκυρη δικαιοπραξία

δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματα που επιδιώκονταν με αυτή, συνάγονται

τα εξής: Οι λόγοι της ακυρότητας προβλέπονται άμεσα ή έμμεσα αλλά σαφώς

στο νόμο. Η ακυρότητα είναι κατά κανόνα απόλυτη, υπό την έννοια ότι

δύναται να την επικαλεσθεί όχι μόνο εκείνος που συνήψε τη μονομερή

δικαιοπραξία ή τη σύμβαση αλλά και οποιοσδήποτε άλλος. Εξάλλου κατά το

αρθ. 181 ΑΚ , η ακυρότητα κάποιου όρου της σύμβασης συνεπάγεται

ακυρότητα του αντίστοιχου μέρους αυτής και όχι ολόκληρης, εκτός αν

συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ).

Κατά τα ανωτέρω, η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές μέρος είναι

ισχυρή, εκτός αν συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη

δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος αλλ' απέβλεπαν σ' αυτή ως ενιαίο

αδιάσπαστο σύνολο (Βαθρακοκοιλης αρθ. 181 σελ 773).

Στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για αναζήτηση κατά το χρόνο

της κατάρτισης της υποθετικής βούλησης των μερών, δηλαδή της

βούλησης που θα είχαν αυτά αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους και

όχι για ερμηνεία της βούλησης τους, αφού αυτή είναι δεδομένη ότι

κατευθυνόταν στη σύναψη της όλης δικαιοπραξίας (Βαθρακοκοίλης αρθ. 181

σελ 773) . Προϋποτίθεται συνεπώς άγνοια των μερών, κατά το χρόνο

σύναψης της δικαιοπραξίας, της ακυρότητας του μέρους γιατί αν τη

γνώριζαν, η γνώση τους υποδηλώνει βούληση για τη ισχύ του άκυρου μέρους

12

Page 13: Υπόδειγμα έφεσης

και συνεπώς η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο μέρος είναι ισχυρή, χωρίς την

επίκληση του άνω κανόνα.

2.γ. Με την από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1-798 Υπουργική Απόφαση όπως

αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ' αριθ Ζ1-21/17-01-2011

και αφού λήφθηκαν υπόψη οι αποφάσεις υπ' αριθμ 430/2005 και 1219/2001

ΑΠ, 5253/2003 και 6291/2000 Εφετείου Αθηνών καθώς και οι 1119/2002 και

1208/1998 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες έχουν καταστεί

αμετάκλητες, καθώς και την απόφαση υπ' αριθμ 961/2007 του Πολυμελούς

Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που έχει καταστεί αμετάκλητη και το

γεγονός ότι οι συνέπειες του δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων έχουν

ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την

προστασία των καταναλωτών (άρθρο 10 παρ 2 του Ν 2251/1994)

αποφασίστηκε «η απαγόρευση αναγραφής των Γενικών Όρων Συναλλαγών

που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί

αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα πιστωτικά

ιδρύματα με τους καταναλωτές», παραθέτοντας το σύνολο των ΓΟΣ που

έχουν κριθεί άκυροι ως καταχρηστικοί.

Κατά της ανωτέρω από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1-798 Υπουργικής

Απόφασης η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών ήσκησε ενώπιον του Συμβουλίου

της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης την οποία το Δικαστήριο απέρριψε με την

υπ' αριθμ ΣτΕ 1210/2010, καθώς απέρριψε ως αβάσιμους τους περί του

αντιθέτου λόγους ακύρωσης της ΕΕΤ, που αφορούσαν μεταξύ άλλων τους

ανωτέρω Γενικούς Όρους Συναλλαγών της υπό κρίση συμβάσεως, οι οποίοι

κρίθηκαν ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και

περιλαμβάνονταν στην προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση.

Μεταξύ των όρων που η ανωτέρω Υπουργική Απόφαση

περιλαμβάνει ως απαγορευμένους, λόγω της καταχρηστικότητάς τους

είναι και «ο όρος που προβλέπει την αποκλειστική αρμοδιότητα

δικαστηρίων συγκεκριμένης πόλης για την επίλυση διαφορών που θα

προκύπτουν από τη σύμβαση μεταξύ Πιστωτικού Ιδρύματος και

Καταναλωτή» (ΥΑ Ζ1-798/25-6-2008, ΦΕΚ Β, 1353, όπως αυτή

τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ Ζ1-21/17.01.2011, ΦΕΚ 21/Β'/18.01.2011

και ισχύει στο παρόν).

13

Page 14: Υπόδειγμα έφεσης

2.δ. Εν προκειμένω, μεταξύ της αντιδίκου κι εμού καταρτίστηκε δανειακή

σύμβαση, με την οποία χρηματοδοτήθηκα με το ποσό των ……€ για την

αγορά ενός Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής …, τύπου …, με

αριθμό πλαισίου … και αριθμό κυκλοφορίας … . Στην ανωτέρω δανειακή

σύμβαση περιλαμβάνονται ΓΟΣ οι οποίοι έχουν ήδη νομολογηθεί άκυροι, ως

καταχρηστικοί και ειδικότερα:

α) Όρος … : Περί εισπράξεως εξόδων εξέτασης αιτήματος

δανειοδοτούμενου και προέγκρισης δανείου (ΠολΠρωτΑθ 961/2007),

β) Όρος … : Περί προεισπράξεως εξόδων διαχείρισης του

προεγκριθέντος δανείου (ΕφΑθ 5253/2003)

γ) Όρος … : Περί δικαιώματος, μονομερούς μεταβολής του επιτοκίου

(ΕφΑθ 5253/2003)

δ) Όρος … : Περί πλήρους αποδεικτικής ισχύος του αποσπάσματος των

εμπορικών βιβλίων της τράπεζας ως προς την κίνηση του λογαριασμού

(ΕφΑθ 1558/2007) –

ε) Όρος … : Περί παρεκτάσεως της κατά τόπο αρμοδιότητας του

Δικαστηρίου (Ζ1-798/25-6-2008 Υπουργική Απόφαση του Υπουργού

Ανάπτυξης, βλ και παρακάτω ειδικότερα)

Ωστόσο, οι ανωτέρω όροι, παρόλο που έχουν νομολογηθεί άκυροι

ως καταχρηστικοί και είναι ήδη ευθέως παράνομοι (ως αντικείμενοι σε

κανονιστική διοικητική πράξη, με την οποία) έχει απαγορευτεί η

αναγραφή τους στις δανειακές συμβάσεις, περιλαμβάνονται αυτούσιοι

στην δανειακή μου σύμβαση και επέδρασαν στη διαμόρφωση του

ύψους της οφειλής μου, την ίδια στιγμή που καθαυτή η δανειακή σύμβαση

δεν περιλαμβάνεται στο κείμενο της αιτήσεως, με αποτέλεσμα να είναι

αδύνατο για το Δικαστήριο να διαπιστώσει, δυνάμει διατάξεων δημοσίας

τάξεως, εάν οι δήθεν οφειλές μου διαμορφώθηκαν από την λειτουργία τέτοιων

παράνομων και καταχρηστικών όρων, ενώ περαιτέρω, είναι ουσιαστικά και

δικονομικά αδύνατο το Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, όπως

άλλωστε εκ του Νόμου οφείλει, την εγκυρότητα των φερόμενων ως

συμπεφωνημένων ΓΟΣ.

Επομένως, ενόψει του συντρέχοντος δικονομικού ζητήματος της

απόλυτης αοριστίας της υπό κρίση αιτήσεως, που γεννάται εξαιτίας αυτού

14

Page 15: Υπόδειγμα έφεσης

του λόγου, αλλά και δεδομένου ότι «…δεν εκτίθενται στο δικόγραφο κατά

τρόπο σαφή τα πραγματικά περιστατικά κτήσεως του ασφαλιστέου

δικαιώματος, ήτοι της νομής του επίδικου αυτοκινήτου από την αιτούσα, αφού,

προβάλλονται αντιφατικοί ισχυρισμοί από την τελευταία, ως προς το ποιος

ήταν ο νομέας του επίδικου αυτοκινήτου, που μεταβίβασε με παράγωγο τρόπο

τη νομή του σε αυτήν, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται σαφές, αν

μεταβιβάστηκε σε αυτήν με κάποιο νόμιμο τρόπο η νομή του ή εάν ήταν οι καθ’

ων που την μεταβίβασαν στην αιτούσα με αντιφώνηση ή η πωλήτρια εταιρία,

για την οποία επίσης δεν αναφέρεται εάν έχει παρακρατήσει αξιώσεις των καθ’

ων από την πώληση, μεταξύ των οποίων και τη νομή, τις οποίες στη συνέχεια

εκχώρησε και μεταβίβασε στη συνέχεια στην αιτούσα λόγω ενεχύρου. Στην

κρινόμενη αίτηση…δεν αναφέρεται το ύψος των δόσεων που συμφωνήθηκαν,

ο χρόνος έναρξης αυτών, ο χρόνος καταβολής έκαστης δόσης, αν δηλαδή, για

την εκπλήρωση της παροχής είχε συμφωνηθεί ορισμένη μέρα. Επίσης… δεν

αναφέρεται ο χρόνος της μη κανονικής πληρωμής των δόσεων που

συμφωνήθηκαν εκ μέρους των καθ’ ων (υπερημερία)… με αποτέλεσμα να μην

προκύπτουν με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν τον

παράνομο χαρακτήρα της προσβολής και συνθέτουν την επείγουσα

περίπτωση η οποία επιβάλλει την παροχή προσωρινής δικαστικής

προστασίας» (ΕιρΑθ 612/2013), και την οποία ήδη προτείνω, προκειμένου για

την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως, η αίτηση καθίσταται

ήδη από της καταθέσεώς της αδύνατη προς Δικαστική εκτίμηση, τουλάχιστο

κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ασφάλεια Δικαίου. Κατ’ αποτέλεσμα η

κρινόμενη αίτηση επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση στερείται

νομίμου βάσεως, ούσα μη σύμφωνη με διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος και

αναγκαστικού δικαίου. Συνεπώς και η εκδοθείσα απόφαση πάσχει για τον ίδιο

λόγο και ως εκ τούτου, θα πρέπει να απορριφθεί.

3. ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΠΟ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ

ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΑΝΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(ΠΡΟΣΟΧΗ! ΜΟΝΟ ΟΠΟΥ ΣΥΝΤΡΕΧΕΙ)

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 22 και 23 του ΚΠολΔ,

των παρ 4, 5, 7 περ. λα του άρθρου 2, του δευτέρου εδαφίου της παρ 6 του

άρθρου 5 (όπως ο τίτλος και οι παρ 3 έως 5 του άρθρου 5 αντικαταστάθηκαν

15

Page 16: Υπόδειγμα έφεσης

με το άρθρο 3 Ν.3043/2002, ΦΕΚ Α 192/21-8-2002) του Ν. 2251/1994, από

τις διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου για

την ανάγκη επίτευξης του υψηλότερου δυνατού επιπέδου προστασίας του

καταναλωτή, όπως αυτή εξειδικεύτηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και

εκσυγχρονίστηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και της Νίκαιας, (άρθρα 3

παρ 1 περ τα, 33 παρ 1 περ ε, 34 παρ 2, 81 παρ 3, 82 περ β, 87 παρ 2 περ

α, 95 παρ 3 και ιδίως το άρθρο 153 τίτλος XIV –υπό τον τίτλο «Προστασία των

καταναλωτών», της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας),

συνάγεται, ότι το κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση της

παρούσης υποθέσεως είναι το Ειρηνοδικείο το τόπου της κατοικίας μας,

δηλαδή το Ειρηνοδικείο Κορίνθου και όχι το Ειρηνοδικείο Αθηνών, ενώπιον

του οποίου φέρεται προς εκδίκαση η υπόθεση.

Εξάλλου, ακόμα και στην αδόκητη περίπτωση κατά την οποία ήθελε

θεωρηθεί ότι συμφωνήθηκε παρέκταση της αρμοδιότητας δυνάμει σχετικού

Γενικού Όρου της ενδίκου συμβάσεως, και πάλι ο εν λόγω όρος είναι

απολύτως απαγορευμένος από τις διατάξεις της υπ’ αριθμ Ζ1-798

Υπουργικής Απόφασης, με την οποία απαγορεύεται «ο όρος που προβλέπει

την αποκλειστική αρμοδιότητα δικαστηρίων συγκεκριμένης πόλης για

την επίλυση διαφορών που θα προκύπτουν από τη σύμβαση μεταξύ

Πιστωτικού Ιδρύματος και Καταναλωτή» (ΥΑ Ζ1-798/25-6-2008, ΦΕΚ Β,

1353, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ Ζ1-21/17.01.2011,

ΦΕΚ 21/Β'/18.01.2011 και ισχύει στο παρόν).

Συνεπώς, προτείνω την ένσταση της κατά τόπο αναρμοδιότητας

του δικάσαντος Δικαστηρίου και ζητώ την εξαφάνιση της εκκαλουμένης

αποφάσεως και συνακόλουθα την απόρριψη της αιτήσεως, ως

εισαχθείσας ενώπιον αναρμοδίου κατά τόπο Δικαστηρίου και

εκδοθείσας από κατά τόπο αναρμόδιο Δικαστήριο, συμφώνως των

ανωτέρω (έτσι 1745/2013 ΕιρΑθ, 680/2013 ΕιρΠειρ, 681/2013 ΕιρΠειρ,

2527/2013 ΕιρΑθ).

4. ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΠΑΡΑΝΟΜΗ Η ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΝΕΧΥΡΟΥ ΕΠΙ ΚΙΝΗΤΟΥ

ΔΙΧΩΣ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ 1214ΑΚ

επ.

16

Page 17: Υπόδειγμα έφεσης

-Η μεταβίβαση της κυριότητας κινητού πράγματος αποτελείται από δύο

διακριτές δικαιοπραξίες, την εκποιητική και την μεταβιβαστική.

-ΑΚ 1239   Με την αναγκαστικού δικαίου αυτή διάταξη είναι πρόδηλο

ότι ο ιστορικός νομοθέτης επιθυμεί, όχι μόνον τη μη περιέλευση της

κυριότητας του πράγματος στον δανειστή πριν η απαίτησή του καταστεί

ληξιπρόθεσμη, αλλά και την εκποίηση του πράγματος με βάση τη διαφανή

μέθοδο του δημόσιου πλειστηριασμού.

-ΑΚ 1237 ΚΑΙ 1239  Με τη μέθοδο μεταβίβασης της κυριότητας λόγω

εξασφάλισης απαίτησης θίγεται και ο πυρήνας των άρθρων 1237 επ. ΑΚ. Ο

συγκεκριμένος κανόνας δικαίου στοχεύει ακριβώς στην εξασφάλιση του

ενεχυραστή σε σχέση με την αξία του ενεχυρασθέντος πράγματος. Προς τον

σκοπό αυτόν η διάταξη αυτή επιβάλλει τη διενέργεια της διαφανούς

διαδικασίας του δημοσίου πλειστηριασμού, ώστε να μην υφίσταται κίνδυνος

εκμετάλλευσης του ενεχυραστή. Σύμφωνα με το άρθρο 1237 ΑΚ ο δανειστής

από τη στιγμή που η απαίτησή του έγινε απαιτητή έχει δικαίωμα να πωλήσει

το ενεχυρασθέν πράγμα με πλειστηριασμό, αν έχει εκτελεστό τίτλο ή να

προκαλέσει δικαστική απόφαση για την αναγκαστική εκποίησή του με

πλειστηριασμό.

Με βάση το εδάφ. β' της ΑΚ 1239 θωρακίζεται η διαδικασία

αναγκαστικής εκποίησης του πράγματος με τη θέσπιση απαγόρευσης

εκείνων των συμφωνιών, που οδηγούν στον περιορισμό ή και στον

ολικό αποκλεισμό των διατυπώσεων, στις οποίες υποχρεούται να

προβεί ο ενεχυρούχος δανειστής για την εκποίηση του πράγματος. Με

άλλα λόγια, προβλέπεται η απόλυτη ακυρότητα των συμβατικών

ρητρών που προβλέπουν την αυτοδίκαιη μεταβίβαση του

ενεχυρασθέντος πράγματος στον δανειστή, όχι μόνον πριν καταστεί το

χρέος απαιτητό, αλλά και σε περίπτωση μη εμπροθέσμου ικανοποίησής

του και μη προσήκουσας εξόφλησης της ασφαλιζόμενης απαίτησης.

-Η καταστρατηγική συμφωνία: Η συνήθης διάπλαση των όρων μιας

εξασφαλιστικής σύμβασης μεταβίβασης  της κυριότητας πράγματος

περιλαμβάνει τη συνομολόγηση διαλυτικής αίρεσης σε περίπτωση μη

17

Page 18: Υπόδειγμα έφεσης

εξόφλησης της ασφαλιζόμενης απαίτησης (ή συμφωνίας εξώνησης), με

συνέπεια να προσβάλεται ευθέως ο καταπιστευτέος όρος (lex commissoria),

αλλοιώνοντας τη φύση της ασφαλειοδοσίας και διακινδυνεύοντας τα

συμφέροντα του ασθενούς μέρους της σύμβασης (εδώ του ενεχυρούχου

οφειλέτη).

Με βάση τους συμβατικούς αυτούς όρους στην περίπτωση της μη

ικανοποίησης του δανειστή, ο τελευταίος παραμένει οριστικά κύριος του

πράγματος και αφού αναλάβει και την κατοχή του μπορεί να το

εκποιήσει ελεύθερα για την ικανοποίηση του ασφαλιζόμενου χρέους

(δικαίωμα που προβλέπεται στους όρους 21 και 22 της ενδίκου

συμβάσεως). Κατ’ αυτόν τον τρόπο θίγεται το προστατευτικό για τον

ενεχυραστή πλέγμα των ρυθμίσεων για την τύχη του ενεχυρασθέντος σε

περίπτωση μη εξόφλησης της απαίτησης του δανειστή.

Έτσι όμως η σύμβαση μεταβίβασης του κινητού στον δανειστή

προσβάλλει και ειδικότερες πτυχές των ius cogens κανόνων περί ενεχύρου,

καθώς επιφυλάσσει για τον δανειστή ευνοϊκότερη αντιμετώπιση μέσω της

ελεύθερης και άνευ διατυπώσεων εκποίησης του ενεχυρασθέντος.

Ο δικαιοπρακτικός μηχανισμός της εξασφαλιστικής συμφωνίας

παρεκκλίνει ουσιωδώς από το πνεύμα των διατάξεων για την  ικανοποίηση

του δανειστή από το πράγμα και οδηγεί εξ αυτού του λόγου σε ένα

αποδοκιμαστέο για την έννομη τάξη αποτέλεσμα.

Με την σύμβαση δηλ. επιχειρείται η υπέρβαση των

απαγορευτικών διατάξεων για τον δημόσιο πλειστηριασμό προς βλάβη

του ενεχυραστή και προσβάλλεται η τελολογία των οικείων ρυθμίσεων.

Ακόμη και στην περίπτωση που ο δανειστής έχει συνομολογήσει όρο

για την ελεύθερη εκποίηση του πράγματος (όπως συμβαίνει εν προκειμένω,

με τους Όρους υπ’ αριθμ 16 και 17 της ενδίκου συμβάσεως), ο όρος αυτός

με βάση το εφαρμοζόμενο αναλογικά άρθρο 1239 ΑΚ τυγχάνει άκυρος

και ο δανειστής οφείλει να εκποιήσει το πράγμα με δημόσιο πλειστηριασμό,

είτε αυτός χαρακτηρισθεί αναγκαστικός είτε εκούσιος, πάντως τηρώντας τις

σχετικές διατυπώσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν έναν στοιχειώδη βαθμό

18

Page 19: Υπόδειγμα έφεσης

αξιοπιστίας και προστασίας για τον οφειλέτη, αλλά και για τους λοιπούς

δανειστές του.

Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση της ΑΠ 1307/1994 (ΝοΒ 1994,

σελ.419), η οποία υπογραμμίζει ότι άκυρη πάντως είναι η συμφωνία που

τυχόν γίνεται πριν από τη λήξη του χρέους και προβλέπει ότι η κυριότητα του

κινητού που μεταβιβάστηκε περιέχεται στον δανειστή που δεν ικανοποιήθηκε

εμπροθέσμως (lex commissoria) ή με την οποία ο δανειστής απαλλάσεται,

έστω και εν μέρη των διατυπώσεων, που προβλέπονται από την αναλογικά

εφαρμοζόμενη διάταξη του άρθρου 1237 Α.Κ., για την εκποίηση του

ενεχύρου, που γίνεται με πλειστηριασμό. Αντίθετη συμφωνία, πριν από τη

λήξη του χρέους απαγορεύεται, κατά το άρθρο 1239 του ίδιου Κώδικα, διότι ο

νομοθέτης την θεωρεί ως προϊόν πίεσης και ανάγκης.

Η ενιαία αυτή θέση για την αδυναμία άρσης της απαγόρευσης που

επιβάλλουν οι αναγκαστικού χαρακτήρα διατάξεις των άρθρων 1237 επ. ΑΚ

αποκτά ξεχωριστή σημασία, καθώς συνιστά έμμεση επιβεβαίωση της

καταστρατηγικής διάστασης του εν προκειμένω εξεταζομένου συναλλακτικού

μορφώματος.

Ενόσω γίνεται συλλήβδην δεκτό ότι οι διατάξεις  των άρθρων 1237 επ.

ΑΚ δεν μπορούν να εξοβελιστούν από μια συμφωνία οφειλέτη και δανειστή-

παρόλο που ρυθμίζουν την ειδικότερης σημασίας διαδικασία ικανοποίησης

του δανειστή από το πράγμα-θα πρέπει να εξαχθεί a fortiori το συμπέρασμα

ότι δεν είναι δυνατή η παρέκκλιση από τις σαφώς αυστηρότερου

περιεχομένου κρισιμότερες ρυθμίσεις των άρθρων 1213 επ.ΑΚ για την

απαγόρευση σύστασης ενεχύρου με αντιφώνηση νομής, δίχως την

τήρηση συγκεκριμένων διατυπώσεων δημοσιότητας.

Το συμπέρασμα αυτό επιρρωνύεται και από την ίδια εκείνη θέση, που

υπερθεματίζει του κύρους της εν λόγω συμβάσεως. Με βάση την άποψη αυτή

αναγνωρίζεται ότι ο κίνδυνος στρέβλωσης των διατάξεων περί

πλειστηριασμού και επιδείνωσης της θέσης του οφειλέτη συνιστά απευκταίο

για το νομοθέτη αποτέλεσμα της εξασφαλιστικής σύμβασης. Είναι δε

χαρακτηριστικό ότι ως ουσιαστική δικαιολογητική βάση της αδυναμίας

19

Page 20: Υπόδειγμα έφεσης

εγκύρου απόκλισης από τα κελεύσματα των άρθρων 1213 επ. τίθεται η

ιδιαίτερη φύση της εμπράγματης ασφάλειας του ενεχύρου, όπως αυτή

αποκτά ξεχωριστή διάσταση μέσα από τις περιεχόμενες αναγκαστικού

δικαίου διατάξεις στο οικείο κεφάλαιο του Εμπραγμάτου Δικαίου. Με

άλλα λόγια, προτάσσεται ως εγγενής αρχή της εμπράγματης ασφάλειας του

ενεχύρου η ανάγκη τήρησης συγκεκριμένων ex lege καθοριζομένων

διατυπώσεων για την προστασία του οφειλέτη από μονομερείς ενέργειες του

ενεχυρούχου δανειστή, αλλά και για τη διασφάλιση συνθηκών ασφαλείας

δικαίου και εμπιστοσύνης στις συναλλαγές. Τούτο επιτυγχάνεται με την

εμμονή στην εφαρμογή των διατυπώσεων δημόσιας αναγκαστικής εκποίησης

του ενεχυρασθέντος, ώστε να υφίσταται ενημέρωση των τρίτων

συναλλασομένων, ιδίως αυτών που έλκουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον.

Στο σημείο δηλ. αυτό αναδεικνύονται ως ουσιώδεις όλες εκείνες οι

αξιολογήσεις και οι σταθμίσεις συμφερόντων που επιτάσσουν την εν γένει μη

απόκλιση των συμβάσεων εμπράγματης εξασφάλισης από τις αναγκαστικού

δικαίου ρυθμίσεις περί ενεχύρου.

Τούτο θα πρέπει ad major να αφορά σε κάθε δικαιοπρακτικό

μόρφωμα, που αντιστρατεύεται τις θεμελιώδεις εισαγωγικές περί

ενεχύρου διατάξεις των άρθρων 1213 επ. ΑΚ και να οδηγεί στην

ακυρότητα κάθε εξασφαλιστικού περιεχομένου σύμβασης με αντικείμενο

τη σύσταση ενεχύρου δίχως την τήρηση των διατυπώσεων

δημοσιότητας.

Συνεπώς ως εκ των ανωτέρω, αφενός αναδεικνύεται η απόλυτη

ακυρότητα της εν προκειμένω δικαιοπραξίας, ως αντικείμενης σε

διατάξεις δημοσίας τάξεως του ΑΚ, και αφετέρου αναδεικνύεται ένα

κρίσιμο σημείο της ενδίκου υποθέσεως: Ότι δίχως να καταστεί

ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του δανείου, πολλώ δε μάλλον

δίχως να εκδοθεί σε βάρος μου Διαταγή Πληρωμής ή να ασκηθεί τακτική

αγωγή, ώστε να εκκαθαριστεί δικαστικώς η υποκείμενη σχέση (δηλ η

δανειακή απαίτηση της αντιδίκου), τούτη (δηλ. η αντίδικος) επιχειρεί

ήδη να εκτελέσει την εν λόγω σύμβαση σε βάρος μου, σε μια

καταστρατηγική απόπειρα, όχι μόνο, εν τέλει, των διατάξεων δημοσίας

20

Page 21: Υπόδειγμα έφεσης

τάξεως του ΑΚ αλλά ακόμα και της ρητής νομοθετικής απαγόρευσης

των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης από πιστωτικά ιδρύματα.

Κατά τούτο η αίτησή της ασκήθηκε αφενός ελλείψει κάθε νομίμου

συμφέροντος και κατά δεύτερο λόγο, ασκήθηκε προδήλως

καταχρηστικώς, ως αντικείμενη σε διατάξεις δημοσίας τάξεως και ως

αποπειρώμενη να υπερκεράσει την απαγόρευση διενέργειας πράξεων

αναγκαστικής εκτέλεσης από πιστωτικά ιδρύματα και για οποιαδήποτε

αιτία, ώστε τυγχάνει απορριπτέα στο σύνολό της ως Νόμω αβάσιμη.

5. ΝΟΜΩ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑ ΑΒΑΣΙΜΗ Η ΕΚΚΑΛΟΥΜΕΝΗ

ΚΑΙ ΕΝΤΕΥΘΕΝ Η ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗ

5.α. Η ΝΟΜΗ

Η νομή ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 974 -

998 ΑΚ). Ο ΑΚ διακρίνει την φυσική εξουσίαση του πράγματος (νομή σε

ευρεία έννοια) σε κατοχή και νομή (σε στενή έννοια, ΑΠ 1777/2007 ΧρΙδ

2008, 628). Κατοχή είναι η φυσική εξουσίαση του πράγματος με θέληση

κατοχής, ενώ νομή είναι η φυσική εξουσίαση που ασκείται με διάνοια

κυρίου, δηλαδή με πρόθεση κυριότητας (ΑΠ 1258/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1420

/ 2003 ΕλλΔνη 2004, 1049, ΑρχΝ 2004, 192, ΑΠ 17/2004 ΕλλΔνη 2004, 816).

Έτσι, η νομή συγκροτείται από δύο στοιχεία, το σωματικό

( corpus ), που είναι ο φυσικός εξουσιασμός του πράγματος και το

πνευματικό ( animus ), δηλαδή τη βούληση του νομέα να εξουσιάζει το

πράγμα, όπως ο κύριος του, κάνοντας χρήση του με τον τρόπο που θα

το μεταχειριζόταν ο ιδιοκτήτης.

Η δε διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν

προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του

πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα

της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο αυτής. Η

διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον

ίδιο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης,

χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του

νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την

πεποίθηση ότι έχει κυριότητα ( opinion domini , ΑΠ 1589/2008 ΝΟΜΟΣ).

21

Page 22: Υπόδειγμα έφεσης

Στην περίπτωση που ελλείπει το πνευματικό στοιχείο υπάρχει μόνο

κατοχή, η οποία συνίσταται στην σωματική εξουσία απλώς του προσώπου

στο πράγμα είτε για λογαριασμό του, είτε και στο όνομα άλλου δυνάμει

εννόμου σχέσης («Το δίκαιο των ακινήτων», Βασίλης Τσούμας – Κατερίνα

Βούλγαρη, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2009, τ. Ι, σ. 295 επ).

Εν προκειμένω, η αντίδικος, ως προμηθευτής μου και με σχετικό όρο

που έθεσε τόσο επί της πιστοδοτικής συμβάσεως αλλά και επί πάντων των

εγγράφων που αφορούν το επίδικο κινητό πράγμα, παραμένει όχι μόνο απλή

κυρία αλλά και νομέας του κινητού πράγματος, εγώ δε, ως καταναλωτής και

αντισυμβαλλόμενός της, κατέστην απλός κάτοχος του πράγματος (ΑΠ

1136/2000, ΕλΔ 42/1349) και ουδέποτε απέκτησα τη νομή, ούτε και ως

επιλήψιμη.

Εξάλλου το ίδιο προβλέπει και η ένδικη σύμβαση χορηγήσεως

στον πρώτο στίχο στους Όρους … και ….

Ως εκ τούτου, είναι προδήλως αδύνατο να διαταχθώ να

αποδώσω τη νομή πράγματος, την οποία δεν απέκτησα ποτέ. Συνεπώς

και προδήλως εξ αυτού του λόγου, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει

απορριπτέα ως Νόμω και ουσία αβάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί.

5.β. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΩ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑ ΑΒΑΣΙΜΟΥ

(ΕιρΑθ 3885/2013)

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 383, 389 παρ.2, 455,

458, 460, 461, 462, 470, 532 παρ 1, 976, 977, 1034, 1035, 1094 και 1095ΑΚ

συνάγονται τα εξής:

Αν στην πώληση κινητού έχει τεθεί ο όρος ότι ο πωλητής διατηρεί την

κυριότητα ωσότου το τίμημα, που εν όλω ή εν μέρει πιστώνεται,

αποπληρωθεί, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι η μεταβίβαση της

κυριότητας στον αγοραστή επέρχεται μόλις πληρωθεί η αίρεση της

αποπληρωμής του τιμήματος και ότι, σε περίπτωση υπερημερίας του

αγοραστή ως οφειλέτη, εν όλω ή εν μέρει, καταβολής του τιμήματος, ο

πωλητής, που κατ’ αρχήν παραμένει όχι μόνο κύριος αλλά και νομέας του

κινητού, έχει δικαίωμα:

α) είτε να απαιτήσει το τίμημα, η είσπραξη του οποίου, σημειωτέον, θα

επιφέρει την μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή

22

Page 23: Υπόδειγμα έφεσης

β) είτε αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση της πωλήσεως,

να ασκήσει τα δικαιώματά του από την κυριότητα (και τη νομή) και ιδίως να

ασκήσει διεκδικητική ως προς το κινητό αγωγή κατά του αγοραστή, που είναι

ο κάτοχος του κινητού και που δεν μπορεί πια να αρνηθεί την απόδοση αυτού

με την από το άρθρο 1095ΑΚ ένσταση,

γ) είτε να ασκήσει τα από τις γενικές διατάξεις περί υπερημερίας

οφειλέτη από αμφοτεροβαρή σύμβαση οικεία ενοχικά δικαιώματα και ιδίως,

αφού πρώτα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πωλήσεως, να ασκήσει κατά

του αγοραστή αγωγή για απόδοση του κινητού κατά τις διατάξεις για τον

αδικαιολόγητο πλουτισμό (βλ. ΟλΑΠ 22/1987).

Περαιτέρω, σε περίπτωση πωλήσεως κινητού με τον προαναφερόμενο

όρο της διατηρήσεως της κυριότητας ο πωλητής δικαιούται να εκχωρήσει σε

τρίτον, με την οικεία μεταξύ τους σύμβαση, την επί το τίμημα απαίτησή του

όπως και κάθε άλλη ενοχική απαίτησή του από τη σύμβαση της πωλήσεως,

αφότου δε ο τρίτος (εκδοχέας) ή ο πωλητής (εκχωρητής) αναγγείλει την

εκχώρηση στον αγοραστή (οφειλέτη) αποκόπτεται κάθε σχετικός με την

εκχωρούμενη απαίτηση δεσμός του πωλητή και την απαίτηση αυτήν αποκτά ο

εκδοχέας, που έκτοτε αυτός κι όχι ο πωλητής δικαιούται σε δικαστική επιδίωξη

και είσπραξη αυτής.

Ωστόσο, η ως ανωτέρω εκχώρηση καθ’ αυτή, ήτοι χωρίς συνδρομή

των προϋποθέσεων των οικείων διατάξεων του εμπραγμάτου δικαίου δεν

επιφέρει μεταβίβαση των υπό αίρεση νομής και κυριότητας επί του κινητού και

των αγωγών με τις οποίες ασκούνται τα εν λόγω δικαιώματα, από τον πωλητή

στον εκδοχέα, αφού αυτά τα δικαιώματα κι αυτές οι αγωγές δεν έχουν τον

χαρακτήρα παρεπόμενου δικαιώματος, ώστε να ακολουθούν την τύχη της

εκχωρούμενης απαιτήσεως, επίσης δε η ίδια εκχώρηση καθ’ αυτή δεν

επιφέρει μεταβίβαση του δικαιώματος της προμνημονευόμενης

υπαναχωρήσεως από τον πωλητή στον εκδοχέα, αφού αυτό το δικαίωμα έχει

χαρακτήρα όχι απαιτήσεως αλλά διαπλαστικού δικαιώματος, η δε μεταβίβαση

αυτού προϋποθέτει μεταβίβαση της όλης έννομης σχέσεως, που δεν μπορεί

να γίνει με μόνη τη σχετική συμφωνία εκχωρήσεως μεταξύ πωλητή

(εκχωρητή) και εκδοχέα (βλ. ΑΠ 1136/2000, Δ/νη 2001/1350).

Στην ένδικη περίπτωση η αντίδικος ισχυρίζεται ότι η πωλήτρια εταιρία

εκχώρησε προς αυτή (την αιτούσα) τις αξιώσεις της κατά του αγοραστή από

23

Page 24: Υπόδειγμα έφεσης

την παρακράτηση της κυριότητας, ότι επειδή η εκκαλούσα οφείλει το ποσό

των 759,46€, ως ληξιπρόθεσμη οφειλή και αρνείται να της καταβάλλει, η

αιτούσα υπαναχώρησε από τη σύμβαση της πώλησης και ζητεί την απόδοση

του πράγματος, πλην όμως, με την άρνησή της να το αποδώσει, η ήδη

εκκαλούσα αντιποιείται παράνομα κι εναντίον της θελήσεως της εφεσίβλητης,

με συνέπεια να κινδυνεύει να καταστραφεί ή να χειροτερεύσει η κατάσταση

του αυτοκινήτου και ζήτησε να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και να της

αποδοθεί η νομή του πράγματος.

Με το ως άνω περιεχόμενο η δικασθείσα αίτηση που, κατά τα

ανωτέρω, εισήχθη ενώπιον του κατά τόπο αναρμόδιου Ειρηνοδικείου Αθηνών

(ενόψει της απόλυτης ακυρότητας της συμβατικής παρέκτασης της κατά τόπο

αρμοδιότητας, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω), δεν είναι νόμιμη, πρωτίστως

διότι σύμφωνα με όσα σε αυτήν αναφέρονται το τίμημα του αυτοκινήτου

εξοφλήθηκε από το δάνειο που έλαβε η εκκαλούσα από την εφεσίβλητη και,

συνεπώς, με την εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης του αγοραστή, της

πληρωμής του τιμήματος προς την πωλήτρια επήλθε αυτοδίκαια η οριστική

μεταβίβαση της κυριότητας και συνακόλουθα της νομής του πωληθέντος

πράγματος στον αγοραστή (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ, άρθρο 532

αριθμ 47) και δεν υφίστατο νομικό έρεισμα για να μεταβιβάσει η πωλήτρια

προς την τράπεζα την νομή του πωληθέντος ή να εκχωρήσει δικαιώματα που

δεν εκέκτητο εκ της πωλήσεως, όπως το διαπλαστικό δικαίωμα της

υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση της πώλησης (ακόμα κι αν ήθελε εκτιμηθεί

ότι ισχυρίζεται η εφεσίβλητη ότι πρόκειται περί μεταβίβασης της όλης έννομης

σχέσης της πωλήσεως, όπως στην ανωτέρω νομική σκέψη και νομολογία του

ΑΠ αναλύεται), ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανατροπή των

αποτελεσμάτων της σύμβασης πώλησης και την εντεύθεν αναζήτηση της

νομής του πράγματος, υπό τις περαιτέρω προϋποθέσεις του ουσιαστικού

δικαίου (984, 987ΑΚ) από την εφεσίβλητη, η οποία και εδύνατο να ασκήσει

κατά της εκκαλούσας μόνον τα ενοχικά δικαιώματά της που απορρέουν από

τη σύμβαση του δανείου.

Πρέπει, επομένως, η εκδοθείσα απόφαση να εξαφανιστεί και η υπό

κρίση αίτηση να απορριφθεί, η δε δικαστική δαπάνη να επιβληθεί σε βάρος

της εφεσίβλητης.

24

Page 25: Υπόδειγμα έφεσης

6. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΦΘΟΡΑΣ/ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ

ΟΧΗΜΑΤΟΣ

Η αντίδικος εισήγαγε αίτημα λήψεως ασφαλιστικών μέτρων,

προφασιζόμενη ότι συντρέχει άμεσος και επικείμενος κίνδυνος φθοράς ή/και

καταστροφής του οχήματος. Ωστόσο, επί του ισχυρισμού αυτού θα πρέπει να

σημειωθούν τα κάτωθι:

6.α. Ο κίνδυνος περί φθοράς ή/και καταστροφής του οχήματος

δεν είναι καινοφανής αλλά υπήρχε ήδη κατά τη στιγμή της χορηγήσεως

του πιστωτικού προϊόντος της καταναλωτικής πίστεως. Ο κίνδυνος

αυτός τελούσε σε γνώση της αντιδίκου. Μάλιστα, η αντίδικος είχε

πλήρως αποδεχτεί τον ηθικό κίνδυνο ( moral hazard ) της υπό κρίση

χορηγήσεως και συνακόλουθα της ενδεχόμενης φθοράς ή/και

καταστροφής του αυτοκινήτου, αφού εν τέλει, προέβη στην χορήγηση

της χρηματοδότησης, ακριβώς, με σκοπό την απόκτηση του πράγματος

(έτσι και ΕιρΑθηνών 221/2013).

Εξάλλου, κατά την κοινή πείρα και την κοινή λογική τα αυτοκίνητα

συνιστούν καταναλωτικά αγαθά, τα οποία ως εκ της φύσεως και του

προορισμού τους υπόκεινται στη φθορά της χρήσης και του χρόνου,

γεγονός το οποίο η αντίδικος γνώριζε ήδη, πριν την χρηματοδότηση

της εν λόγω αγοράς και παρά τούτο, προέβη στην χορήγηση του εν

λόγω ποσού, αναλαμβάνοντας πλήρως τους σχετικούς κινδύνους.

Το παράδοξο, εν προκειμένω, έγκειται στο εξής: Ενόσω καταβάλλει τις

μηνιαίες δόσεις της η εκκαλούσα, ο κίνδυνος αυτός φαίνεται να εξαφανίζεται,

ωσάν τα καταβαλλόμενα χρήματα να λειτουργούν ως ασπίδα προστασίας του

πράγματος και να απομακρύνουν τον κίνδυνο της φθοράς ή/και καταστροφής,

ιδίως από υπαιτιότητα τρίτου ή/και από τυχαιότητα.

Απεναντίας, αν συντρέξει περίπτωση κατά την οποία, λόγω

οικονομικής αδυναμίας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην καταβολή των

δόσεων, αμέσως εμφανίζεται κίνδυνος φθοράς ή/και καταστροφής του

οχήματος. Πώς γίνεται, όσο πληρώνει να μην κινδυνεύει το πράγμα από

φθορά ή/και καταστροφή, ενώ αν παύσει τις πληρωμές της, να εμφανίζεται

αμέσως κίνδυνος φθοράς ή/και καταστροφής;;; Πώς εξηγείται, άραγε αυτή η

επιλεκτική εμφάνιση ή/και εξαφάνιση του κινδύνου και μάλιστα σε ευθεία

25

Page 26: Υπόδειγμα έφεσης

αναλογία με τις καταβολές της;;; Μήπως ο κίνδυνος αφορά άλλη σύμβαση κι

εν πάση περιπτώσει, άλλη έννομη σχέση (όπως πχ την δανειακή σύμβαση) κι

όχι τη νομή;;;

Αυτή η ευθέως ανάλογη των καταβολών εμφάνιση/εξαφάνιση του

κινδύνου αποτελεί ένα σπάνιο αίνιγμα, στο οποίο, όμως καμία γήινη επιστήμη

δεν μπορεί να δώσει απάντηση...

6.β. Ο κίνδυνος της φθοράς ή/και της καταστροφής του οχήματος (ο

οποίος, πάντως, κατά την κοινή λογική, υπάρχει σε κάθε περίπτωση,

ανεξαρτήτως καταβολών) σε καμία περίπτωση δεν αφορά το επίδικο πράγμα,

καθόσον σύμφωνα με τα Προεδρικά Διατάγματα και τις Υπουργικές

Αποφάσεις, η εκκαλούσα έχει προβεί στην ασφάλιση του εν λόγω οχήματος

(ασφάλιση, συμφώνως του Όρου … της ενδίκου συμβάσεως) για κάθε ζημία,

την οποία ενδέχεται να προκαλέσει τρίτος από υπαιτιότητά του αλλά και το

ίδιο το όχημα (από ενδεχόμενη υπαιτιότητα του εκάστοτε οδηγού του) ή

ακόμα, και για κάθε ζημία η οποία ήθελε προκύψει από ανωτέρα βία ή/και

τυχαιότητα. Συνεπώς, ο κίνδυνος που επικαλείται η αντίδικος, όχι μόνο δεν

υπάρχει αλλά απεναντίας ακριβώς γιατί είναι πολύτιμο είδος πρώτης ανάγκης

για την εκκαλούσα και την οικογένειά της το έχει ασφαλίσει κατά παντός

συμβατικά συμφωνηθέντος κινδύνου και διαθέτει επίσης θέση παρκινγκ έξω

από την οικία της, όπου προφυλάσσεται από παντός είδους κινδύνους.

Συνεπώς, η εκκαλούσα έχει μειώσει στο ελάχιστο κάθε πιθανό κίνδυνο προς

εξασφάλιση όλων των δικαιωμάτων της αντιδίκου και ως εκ του συνόλου των

ανωτέρω, ο σχετικός περί κινδύνου ισχυρισμός αποδεικνύεται ουσία αβάσιμος

και θα πρέπει να απορριφθεί.

7. ΑΚ 288 και ΑΚ 388 (ΑΠΡΟΟΠΤΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ)

7.α. Δυνάμει της ανωτέρω διατάξεως, το εν λόγω περιστατικό πρέπει

να είναι αντικειμενικά, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη,

ουσιώδες, ενόψει του είδους, του περιεχομένου και του σκοπού της σύμβασης

(αντικειμενικό κριτήριο).

Τα θεμελιώδη περιστατικά μπορεί να είναι γενικά, δηλαδή να αφορούν

κάθε όμοια σύμβαση (π.χ. νομοθετική και νομισματική σταθερότητα - ΑΠ

598/1992, ΑΠ 678/1996 - ο τιμάριθμος, η ειρήνη, οι συνήθεις καιρικές

συνθήκες, οι συνθήκες της αγοράς). Η μεταβολή των συνθηκών εκδηλώνεται

26

Page 27: Υπόδειγμα έφεσης

στην πράξη υπό δυο κυρίως μορφές: Είτε α) ως αύξηση των

προϋπολογισθέντων εξόδων παραγωγής ή προμήθειας ή εκτέλεσης της

παροχής για τον οφειλέτη (π.χ. λόγω αύξησης της αξίας των πρώτων υλών

για την κατασκευή του πωλούμενου πράγματος), είτε β) ως μείωση της

πραγματικής αξίας της προσδοκώμενης από τον δανειστή προσόδου, δηλαδή

συνήθως της χρηματικής αντιπαροχής (π.χ. λόγω υποτίμησης του

νομίσματος).

Σύμφωνα με την ΑΚ 388, η μεταβολή των συνθηκών πρέπει να έλαβε

χώρα μετά την κατάρτιση της σύμβασης. Σύμφωνα με την ΑΚ 388, η

μεταγενέστερη μεταβολή των συνθηκών πρέπει να οφείλεται σε «λόγους που

ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν».

Έκτακτοι νέοι λόγοι που δεν επέρχονται κατά την συνήθη πορεία των

πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά,

κοινωνικά, οικονομικά και λοιπά (ΑΠ 1171/2004, ΑΠ 678/1097, ΑΠ

1138/1990) και ενδεικτικά αναφερόμενες περιστάσεις είναι πόλεμοι,

επαναστάσεις, θεομηνίες, επιδημίες, η υποτίμηση του νομίσματος που

ξεπερνά τις συνηθισμένες νομισματικές διακυμάνσεις, αιφνίδια αύξηση του

τιμαρίθμου, απαγόρευση εξαγωγών κ.λπ. Το έκτακτο κρίνεται αντικειμενικά.

Τα γεγονότα αυτά πρέπει να είναι, επιπλέον, απρόβλεπτα για τους

συμβαλλόμενους κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, σύμφωνα με τους

κανόνες της συνήθους επιμέλειας, δηλαδή, δεν απαιτείται τα γεγονότα να

χαρακτηριστούν ως ανωτέρα βία.

Η επέμβαση του δικαστή στη σύμβαση κατά το ΑΚ 388 προϋποθέτει

ότι η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών προκάλεσε αιτιωδώς την υπέρμετρη

επάχθεια της παροχής του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής. Αν η

εκπλήρωση της παροχής από τον οφειλέτη καθίσταται δυσβάστακτη για

αυτόν, σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη σύμφωνα με τις σύστοιχης

αρχές της καλής πίστης και της επιείκειας, επιβάλλεται η αναπροσαρμογή ή

λύση της σύμβασης (ΜΠρωτΚαβ 20/2001).

Δεν απαιτείται για την εφαρμογή της διάταξης η πρόκληση με

βεβαιότητα οικονομικής καταστροφής του οφειλέτη σε περίπτωση

εκπλήρωσης της παροχής, ούτε όμως αρκεί η απλή ζημία ή αντιμετώπιση

δυσχερειών για την εκ μέρους του τήρηση της σύμβασης. Η συνδρομή των

ανωτέρω προϋποθέσεων γεννά, κατά την ΑΚ 388, διαπλαστικό δικαίωμα του

27

Page 28: Υπόδειγμα έφεσης

θιγόμενου από την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών οφειλέτη να ζητήσει

από το Δικαστήριο την αναπροσαρμογή ή τη λύση της σύμβασης.

Σύμφωνα με τη διάταξη, η αναπροσαρμογή ή λύση της σύμβασης

προϋποθέτει την έκδοση διαπλαστικής δικαστικής απόφασης. Ο οφειλέτης

μπορεί να ασκήσει το διαπλαστικό του δικαίωμα, είτε με διαπλαστική αγωγή ή

ανταγωγή είτε κατ' ένσταση, δηλαδή με αυτοτελή αμυντικό ισχυρισμό κατά της

αγωγής με την οποία ζητείται η αναγνώριση της υποχρέωσής του από τη

σύμβαση η καταδίκη του στην οφειλόμενη συμβατική παροχή.

Εν προκειμένω, ολόκληρος ο οικονομικός προγραμματισμός μου είχε

δομηθεί με βάση τα οικονομικά δεδομένα προ της επελεύσεως της

οικονομικής κρίσεως, περί της οποίας για πρώτη φορά έγινε από επίσημα

χείλη λόγος το έτος 2009 (ομιλία του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου

Καραμανλή στην εκδήλωση της έναρξης της Διεθνούς Έκθεσης

Θεσσαλονίκης). Μάλιστα, κατά τη φυσική και συνήθη εξέλιξη των πραγμάτων

υπολόγιζα βάσιμα, σε διαρκώς βελτιούμενα και αυξανόμενα εισοδήματα,

αφού αυτό συνέβαινε μέχρι τότε. Με τα δεδομένα αυτά, υπολόγιζα ότι θα

μπορούσα να συνεχίσω να εξυπηρετώ τις υποχρεώσεις μου, έναντι της

αντιδίκου, δίχως ποτέ να καταστώ υπερήμερος ή και να περιέλθω σε

αδυναμία καταβολής των οφειλομένων.

Οι πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν προ της επελεύσεως της

οικονομικής κρίσης, αποτελούν κατά την έννοια του νόμου, περιστατικά, στα

οποία, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη

στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης.

Ωστόσο από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, το Μάιο του

2010, το οποίο κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων με το Ν. 3845/2010, [ο

οποίος ήδη κρίθηκε αντισυνταγματικός από τα Δικαστήρια της ουσίας δυνάμει

της υπ’ αριθμ 599/2012 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών], στο πλαίσιο

διενέργειας διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας του

ανωτέρω Νόμου] ολόκληρος ο οικονομικός μου προγραμματισμός

ανατράπηκε, με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατο να καλύπτω τις απαιτήσεις

των πιστωτών μου.

Το οικονομικό περιβάλλον μεταβλήθηκε εκ των υστέρων, από λόγους

που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από εμένα και από τη

μεταβολή αυτή η παροχή μου, υπό την ιδιότητά μου ως δανειολήπτη-

28

Page 29: Υπόδειγμα έφεσης

οφειλέτη, ενόψει και της εξεταζόμενης αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής

και δίχως την παραμικρή δική μου υπαιτιότητα.

Όλα τα παραπάνω, δεν αποτελούν αυθαίρετα συμπεράσματα εμού,

του αιτούντος, αλλά αποδεικνύονται σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποίθησης

από την από Ιουνίου 2012 έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τον τίτλο

«EU Employment and Social Situation, Quarterly Review, June 2012»,

σύμφωνα με τα στοιχεία της οποίας, το 68% του πληθυσμού της χώρας ζει

κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή με εισόδημα κάτω από το 60% του

μέσου εθνικού εισοδήματος, ενώ την ίδια ώρα διαθέτει πάνω από το 40% του

πενιχρού αυτού εισοδήματος για το ενοίκιο ή την αποπληρωμή στεγαστικού

δανείου.

Ο αριθμός των αστέγων αυξάνεται δραματικά, η ανεργία είναι στα ύψη

και δεν αναμένεται να μειωθεί, ενώ πολύ μεγάλο ποσοστό νέων είναι έτοιμο

να εγκαταλείψει τη χώρα.

Οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν κατά 400.000 το πρώτο τρίμηνο του

2012 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2011. Το 64% των Ελλήνων

ηλικίας 15-35 ετών (27% για περιορισμένο χρονικό διάστημα και 37%

μακροπρόθεσμα) δηλώνουν έτοιμοι να εγκατασταθούν και να εργαστούν σε

άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Οι άστεγοι αυξήθηκαν κατά 25% σε σχέση με το 2009

και ανέρχονται σε τουλάχιστον 20.000 πολίτες.

Μάλιστα, στην Έκθεση υπογραμμίζεται ότι λόγω της κρίσης έχει

αυξηθεί ο αριθμός των αστέγων με υψηλή μόρφωση που είχαν ικανοποιητικό

βιωτικό επίπεδο, χωρίς ψυχολογικά προβλήματα ή προβλήματα εξάρτησης, οι

οποίοι, πλέον, «δεν τα βγάζουν πέρα», έχοντας χάσει τη δουλειά τους.

Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει έρευνα του Χρηματιστηριακού

αναλυτή, Διευθυντή της GSTA Ltd, WTAEC Ltd, Πάνου Παναγιώτου,

σύμφωνα με την οποία, η Ελλάδα βιώνει την τρίτη μεγαλύτερη οικονομική

ύφεση της σύγχρονης ιστορίας της ανθρωπότητας, έχοντας ξεπεράσει αυτή

των ΗΠΑ, μετά το κραχ του 1929.

Όπως επισημαίνει ο ερευνητής, πηγαίνοντας πίσω, μέχρι το 1700μΧ,

μόνο σε δυο άλλες περιπτώσεις έχουν υπάρξει μακροβιότερες υφέσεις: Από

το 1980 έως το 1997 στη Λιβερία, μια χώρα της Δυτικής Αφρικής και από το

1989 μέχρι το 1997 στο Τατζικιστάν, μια χώρα στα σύνορα με το Αφγανιστάν

(στοιχεία BBC UK).

29

Page 30: Υπόδειγμα έφεσης

Αμέσως μετά ακολουθεί η ύφεση της Ελλάδας, η οποία κατά το χρόνο

συντάξεως και καταθέσεως της παρούσας, αναμένεται να συνεχιστεί

τουλάχιστον για ένα χρόνο και πιθανόν για δυο ή και περισσότερα.

Δεν είναι, όμως, μόνο η διάρκεια της ελληνικής ύφεσης που αποτελεί

ιστορικό ρεκόρ αλλά και το κόστος της που είναι ασύλληπτο.

Πέρα από το γεγονός του αποκλεισμού της χώρας από τις

αγορές, της αναδιάρθρωσης του χρέους της (μέσω του PSI) και της ανάγκης

για πολυετή άντληση δανείων από την Τρόικα (δηλ την ΕΕ, την ΕΚΤ και το

ΔΝΤ) με παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας (ενδεικτικά αναφέρεται το γεγονός,

ότι το δίκαιο που διέπει τις δανειακές συμβάσεις αλλά και το πρόγραμμα της

αναδιάρθρωσης του Ελληνικού χρέους –PSI- συμφωνήθηκε να είναι το

Αγγλικό, με αποτέλεσμα η Ελληνική Πολιτεία να αποξενωθεί από τις

προστατευτικές διατάξεις του Εθνικού Δικαίου, να παραιτηθεί αμετάκλητα και

άνευ όρων και εν τέλει να απολέσει κάθε ασυλία της, ως υπαγόμενη στο State

Immunity Act -1978- συμφωνώντας και σε παρέκταση της αρμοδιότητας των

Δικαστηρίων του μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου), η χώρα έχει

υποστεί μέχρι στιγμής αθροιστική μείωση του ΑΕΠ της κατά 20%.

Μόνο από τη μείωση αυτή του ΑΕΠ, τη μείωση της τιμής βασικών

περιουσιακών στοιχείων (ακινήτων, αυτοκινήτων, μετοχών) και των

τραπεζικών καταθέσεων, το κόστος ξεπερνά κατά πολύ το μισό

τρισεκατομμύριο ευρώ.

Το ποσό αυτό είναι μεγαλύτερο κατά 200% του Ελληνικού ΑΕΠ.

Το οικονομικό κόστος του σεισμού και του τσουνάμι που ακολούθησε

στην Ιαπωνία το 2011 ήταν της τάξης του 4% του ΑΕΠ της χώρας

εκείνης…

Επιπλέον, η Ελλάδα έχει βρεθεί στην 4η, πλέον, χειρότερη θέση στον

κόσμο στην ανεργία. Χάνονται θέσεις εργασίας με τον ταχύτερο ρυθμό

διεθνώς. Η χώρα έχει υποστεί την δεύτερη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ των

αναπτυγμένων κρατών στην αγορά κατοικίας, τη μεγαλύτερη μείωση μισθών

και συντάξεων διεθνώς, καταγράφει το μεγαλύτερο ρυθμό στο κλείσιμο

επιχειρήσεων, τη μεγαλύτερη αύξηση στους δείκτες κοινωνικού και

οικονομικού πόνου στα αναπτυγμένα κράτη, τη μεγαλύτερη αύξηση στο

δείκτη απαισιοδοξίας, τη μεγαλύτερη αθροιστική πτώση στις τιμές των

30

Page 31: Υπόδειγμα έφεσης

περιουσιακών στοιχείων ως ποσοστό του ΑΕΠ, τη μεγαλύτερη αύξηση σε

έμμεσους φόρους.

Η περιουσία του Έλληνα έχει υποστεί συντριπτικό πλήγμα. Η

αγοραστική του δύναμη έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 50%. Ένας μισθωτός

χρειαζόταν κατά μέσο όρο το 30% ενός μισθού για να αγοράσει 1000 λίτρα

πετρέλαιο τη δεκαετία του 2000. Από την αυγή της νέας δεκαετίας μέχρι

σήμερα απαιτείται πάνω από το 100% ενός μισθού για την αγορά 1000

λίτρων πετρελαίου θέρμανσης.

Από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, το Μάιο του 2010, το

οποίο κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων με το Ν. 3845/2010, μέχρι

σήμερα, οι άνεργοι έχουν αυξηθεί κατά περίπου 700.000, με κίνδυνο ο

αριθμός της αύξησης να φτάσει στο 1 εκατομμύριο ανθρώπους, μέχρι το

2013, ανεβάζοντας το σύνολο των ανέργων στο 1,6 εκατομμύρια πολίτες.

Οι οικονομικές συνέπειες της εκτόξευσης της ανεργίας είναι τεράστιες.

Η ανάγκη καταβολής επιδομάτων ανεργίας, η μείωση της αγοραστικής

δύναμης τόσο για τον άνεργο όσο και για την οικογένειά του, η μείωση στα

έσοδα του κράτους από φόρους και εισφορές, η απογείωση των ιδιωτικών

πτωχεύσεων, η αδυναμία αποπληρωμής δανείων, κάλυψης ασφαλιστικών

εισφορών, πληρωμής τελών και φόρων, είναι μερικές μόνο από αυτές τις

συνέπειες.

Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθεί το κοινωνικό κόστος από

την ανεργία. Μελέτες αποδεικνύουν πως κάποια από τα προβλήματα που

συνδέονται με την ανεργία είναι η αύξηση ασθενειών εξαιτίας αδυναμίας

κάλυψης ιατρικών αναγκών, διατάραξη της ψυχικής υγείας των ανέργων,

αύξηση περιστατικών ενδοοικογενειακής έντασης και βίας, ενίσχυση της

κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας, αύξηση της εγκληματικότητας,

υποβάθμιση επιπέδου ζωής, υποβάθμιση επιπέδου μόρφωσης, ανασφάλεια,

απαισιοδοξία κλπ.

Ιατρικές μελέτες συνδέουν την κρίση με την μείωση των γεννήσεων και

του μέσου όρου ζωής,, την αύξηση των θανάτων, των αυτοκτονιών και των

λοιμώξεων.

Όπως επί λέξει γράφει ο αναλυτής, «Αν τα δυο πρώτα χρόνια του

δεύτερου Μνημονίου προκαλέσουν αντίστοιχη βλάβη με αυτήν των δυο

πρώτων ετών του πρώτου Μνημονίου, τότε το καλοκαίρι του 2014 η

31

Page 32: Υπόδειγμα έφεσης

Ελλάδα θα μετρά 2,4 εκατομμύρια ανέργους και το κόστος από την

απομείωση των περιουσιακών στοιχείων θα έχει ξεπεράσει το 1

τρισεκατομμύριο ευρώ.

Σε μια τέτοια περίπτωση θα μιλάμε για οικονομική γενοκτονία των

Ελλήνων.»

Όπως χαρακτηριστικά διαπιστώνει η Πρόεδρος του Διοικητικού

Πρωτοδικείου Κορίνθου, κατά τη διάσκεψη των δικαστών για την

έκδοση της υπ’ αριθμ 19/2013 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού

Πρωτοδικείου Κορίνθου:

«…μετά την ψήφιση και θέση σε εφαρμογή της λεγόμενης

«μνημονιακής νομοθεσίας» (βλ. ν. 3845/2010-1ο Μνημόνιο και 47 εφαρμοστικά

αυτού νομοθετήματα, ν. 4046/2012-2ο Μνημόνιο και 58 εφαρμοστικά αυτού

νομοθετήματα, ν. 4093/2012-3ο Μνημόνιο και 20 εφαρμοστικά αυτού

νομοθετήματα), τα ειδικά μισθολόγια -τα οποία απαρτίζουν το 1/3 της δαπάνης

για μισθούς του δημοσίου, κατά τα αναγραφόμενα στο Παράρτημα V-1 του ν.

4046/2012- μειώθηκαν σε ποσοστά έως και 35% (ν. 4093/2012), με

αντίστοιχες μειώσεις και στους συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων από

14-2-2012 (σχετική η 6/28-2-2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, που

εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 4046/2012), οι νέοι μισθοί στο δημόσιο

έχουν διαμορφωθεί σε 780 € μικτά μηνιαίως (για το νεοδιοριζόμενο ΥΕ) (βλ. ν.

4024/2011), στον ιδιωτικό τομέα έχουν διαμορφωθεί σε 417 € καθαρά για τον

εργαζόμενο έως 25 ετών (μικτά 510,95 €), σε 586 € μικτά για τον εργαζόμενο

άνω των 25 ετών, το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη ανέρχεται σε 22,8 €

μικτά για τον εργαζόμενο έως 25 ετών, σε 26,18 € (έναντι του 33,5 € που ίσχυε

έως τότε) για τον εργαζόμενο άνω των 25 ετών και η κατώτατη σύνταξη

ανέρχεται σε 487 €. Παράλληλα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα (σε

μονάδες αγοραστικής δύναμης) το 2009 ανήλθε σε 94, το 2012 σε 75,2 και το

2013 σε 71,9 (Πηγή Ευρωπαϊκή Επιτροπή), σύμφωνα δε με την από 2-11-

2012 μελέτη της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) σχετικά με τις

Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα, το 27,7% των Ελλήνων βρίσκεται κάτω

από τα όρια της φτώχειας, ενώ η Ελλάδα είναι η δεύτερη σε φτώχεια χώρα της

Ευρώπης και το ποσοστό της ανεργίας της έχει διαμορφωθεί σταθερά άνω του

26% (βλ. σχετική έκθεση περί της ανεργίας στην Ελλάδα της ΕΛΣΤΑΤ). Τέλος,

η διεύρυνση και επιβάρυνση της φορολογικής βάσης, προκειμένου να καταστεί

32

Page 33: Υπόδειγμα έφεσης

βιώσιμο και διαχειρίσιμο το δημόσιο χρέος, με σειρά νομοθετημάτων

(ενδεικτικώς, άρθρο 4 του ν. 3845/2010 για αύξηση του ΦΠΑ από 19% σε

23%, από 9% σε 11%, αύξηση 15% της βενζίνης, επιβολή του ειδικού τέλους

του ν. 4091/2011, επαναφορά τεκμηρίων διαβίωσης στα αυτοκίνητα και τα

ακίνητα, άρθρο πρώτο παρ. Ε-2-7 του ν. 4093/2012 για αύξηση του φόρου

κατανάλωσης βιομηχανοποιημένων καπνών κατά 10%, άρθρο 38 του ν.

3986/2011 για επιβολή της εισφοράς αλληλεγγύης) έχει ως αποτέλεσμα τη

μείωση της φοροδοτικής ικανότητας του πληθυσμού (σύμφωνα με τα στοιχεία

της Eurostat, κατά το 2011 τα συνολικά φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα,

έφθασαν στο 31% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων και των εισφορών

κοινωνικής ασφάλισης, ενώ το 2013 θα ανέλθουν στο 36,4% του ΑΕΠ), ενώ

από πρόσφατα στοιχεία του ΔΝΤ το δημόσιο χρέος δεν θα είναι βιώσιμο και

διαχειρίσιμο ούτε και το έτος 2020 (που θα ανέλθει στο 129,36% του ΑΕΠ, βλ.

πίνακα Εκτίμηση εξέλιξης του δημόσιου χρέους 2008-2035, πηγή OECD,

Economic Survey of Greece 2011)…»

7.β. Εν προκειμένω, εγώ είμαι …, ο σύζυγός μου είναι … και το σύνολο

των εισοδημάτων μας δεν ξεπερνά τις … χιλιάδες ευρώ (….000€) για το έτος

χρήσης 2011 (οικονομικό έτος 2012), όπως αποδεικνύεται εναργώς από τα

προσκομιζόμενα φορολογικά μας δεδομένα. Δυνάμει των ανωτέρω, έχουμε

περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση και αυτονόητη οικονομική αδυναμία.

Παρά ταύτα προσπαθούσαμε και προσπαθούμε να καταβάλλουμε έστω και

τα ελάχιστα που μπορούμε προς ικανοποίηση των απαιτήσεων της αντιδίκου,

έστω κι αν αυτά δεν εξοφλούν πλήρως τα οφειλόμενα αλλά με την βούληση,

εφόσον τα οικονομικά μας βελτιωθούν, να αποπληρώσουμε την αντίδικο και

να απολαύσουμε την κυριότητα, τη νομή και την κατοχή του αυτοκινήτου.

Η δραστική συρρίκνωση των μηνιαίων εισοδημάτων μας, από τα

ανωτέρω αναφερθέντα αντικειμενικά γεγονότα, καθώς επίσης και σε

συνδυασμό με το διαρκώς αυξανόμενο ύψος των απαιτήσεων της αντιδίκου

ενόψει της αδιάλειπτης τοκοφορίας των απαιτήσεών της αλλά και της

διαρκούς κεφαλαιοποίησης και λογιστικοποίησης των παραγόμενων τόκων

ακόμα και επί δημοσιονομικών εισφορών (!!!), το διαρκώς αυξανόμενο κόστος

ζωής, η διαρκώς αυξανόμενη (αν και αντισυνταγματική) φορολογία αλλά και

από την άλλη πλευρά, η ανάγκη καλύψεως των στοιχειωδών αναγκών της

33

Page 34: Υπόδειγμα έφεσης

διαβίωσης εμού και της οικογενείας μου, εντός των ορίων που θέτει το

Σύνταγμα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ν.

53/1979) και το Διεθνές Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά,

Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (19-12-1966, που κυρώθηκε με τον Ν.

1532/1985, ΦΕΚ Α 45), ως μέσου συνετού ανθρώπου, μετέτρεψε τις κανονικά

εξυπηρετούμενες απαιτήσεις σε επαχθή οικονομικά βάρη τα οποία, πλέον

αντικειμενικά και ανυπαιτίως αδυνατώ να εξυπηρετήσω από λόγους τους

οποίους, ούτε μπορούσα να προβλέψω, ούτε να αποτρέψω.

Ως εκ τούτου δικαιούμαι και ήδη ζητώ από το Δικαστήριο να αναγάγει

τις υποχρεώσεις μου στο μέτρο που αρμόζουν εκ των συνθηκών,

συνυπολογίζοντας τις συνολικές μέχρι τούδε καταβολές μου και να

αποφασίσει τη λύση της σύμβασης, κατά το μέρος που επιδιώκεται η

ικανοποίηση αισχροκερδούς απαίτησης, άλλως να αναγνωριστεί ότι

εκτελέστηκαν σε βάρος μου παρανόμως συμβατικοί όροι ευθέως παράνομοι,

άλλως άκυροι ως καταχρηστικοί, επερχομένης, κατ’ αυτό τον τρόπο,

απόσβεσης των υποχρεώσεων παροχής που πηγάζουν από την

προσβαλλόμενη σύμβαση, κατά το υπερβάλλον μέρος, άλλως κατά το

παράνομο μέρος, άλλως κατά το άκυρο ως καταχρηστικό μέρος της

εξεταζόμενης σύμβασης, για όσους λόγους ήδη αναφέρθηκαν και για όσους

θα προστεθούν στη συζήτηση της παρούσας.

8. ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ (ΑΚ 281)

8.α. Η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «η άσκηση

του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που

επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός

σκοπός του δικαιώματος» μπορεί να αξιοποιηθεί στο σχετικό πλαίσιο εφόσον

γίνει δεκτή η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της στις γενικότερες ελευθερίες

και επομένως και στη συμβατική ελευθερία.

Η εκμετάλλευση από τον συναλλακτικά ισχυρό χρήστη της οικονομικής

και διανοητικής κατωτερότητας του αντισυμβαλλομένου του προκειμένου να

επιβάλει μονομερώς γενικούς όρους που αντίκεινται στο δίκαιο, χωρίς αυτό να

δικαιολογείται από τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης συναλλαγής,

συνιστά θεσμική κατάχρηση στην άσκηση της συμβατικής ελευθερίας.

34

Page 35: Υπόδειγμα έφεσης

Η κατάχρηση της συμβατικής ελευθερίας του χρήστη των ΓΟΣ έγκειται

στο ότι η επιβολή επαχθών (καταχρηστικών) όρων στον αδύναμο

αντισυμβαλλόμενό του υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η

συναλλακτική (αντικειμενική) καλή πίστη και ο κοινωνικός και οικονομικός

σκοπός του θεσμού της συμβατικής ελευθερίας, ο οποίος είναι καταρχήν η

εξίσωση των αντίρροπων συμφερόντων μέσω της ανταποδοτικής

συναλλακτικής σχέσης των συμβαλλομένων μερών. Καταχρηστικοί είναι,

λοιπόν, οι ΓΟΣ που ανατρέπουν τη συμβατική ελευθερία και ευνοούν τη

δημιουργία προϋποθέσεων εκμεταλλεύσεως του συναλλακτικά

μειονεκτούντος.

8.β. Η αντίδικος γνωρίζει τις μέχρι τώρα καταβολές μου για την εξόφληση

της οφειλής. Εντούτοις, τις καταβολές αυτές τις απέκρυψε από το δικάσαν

Δικαστήριο. Από τα αναφερόμενα στην κριθείσα αίτηση στοιχεία, δεν

αναφέρεται πουθενά το συνολικό ποσό, που έχω καταβάλει προς απόσβεση

των απαιτήσεων της αντιδίκου, κατά τρόπο που αποδεικνύει, ότι η αντίδικος

απέκρυψε με πρόθεση από το Δικαστήριο σημαντικό και ουσιώδες στοιχείο,

για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης και μάλιστα, με ασφάλεια

δικαίου, κατά παράβαση τόσο του ΑΚ 281 όσο και του 116 ΚΠολΔ, αναφορικά

με το καθήκον αληθείας περί την αναφορά των, κατά Νόμω, περιστατικών.

Έτσι, αν και έχω καταβάλλει και έχω εξοφλήσει μέχρι τούδε σημαντικότατο

μέρος της οφειλής, η αντίδικος το αποσιωπά με πρόθεση να δημιουργήσει

στο Δικαστήριό Σας την εικόνα ότι είμαι μια αφόρητα ληξιπρόθεσμη

οφειλέτρια, ενώ στην πραγματικότητα έχω ήδη αποπληρώσει περίπου το …%

της συνολικής οφειλής μου, κατά κεφάλαιο, τόκους κι έξοδα προς αυτήν!

8.γ. Μάλιστα, η αντίδικος προχωρά με θρασύτητα ένα βήμα παραπέρα:

Αν και παραλείπει να αναφέρει τις μέχρι τώρα καταβολές μου, ωστόσο

εισάγει, προδήλως παράνομο αίτημα, με το οποίο αιτείται την ολοκληρωτική

ικανοποίηση του υποτιθέμενου δικαιώματός της. Με την υπό κρίση αίτηση η

αντίδικος ζητά να αναλάβει ολόκληρο το πράγμα επί του οποίου διατείνεται ότι

συνέστησε ενέχυρο, δηλαδή ζητά να αναλάβει το αυτοκίνητο, την ίδια στιγμή

που η δική μου αντιπαροχή έχει, τουλάχιστον, κατά ένα σημαντικότατο μέρος

ήδη εκπληρωθεί και το μέρος αυτό, όχι μόνο έπρεπε να τεθεί σε γνώση του

δικάσαντος Δικαστηρίου αλλά συν τοις άλλοις, θα έπρεπε να σταθμιστεί, από

35

Page 36: Υπόδειγμα έφεσης

το δικάσαν Δικαστήριο, αφού, ενόψει της απόπειρας ολοκληρωτικής

ικανοποιήσεως του δικαιώματος της αντιδίκου, με την επιστροφή του

αυτοκινήτου (και μάλιστα, με απόφαση ασφαλιστικού μέτρου!). Στην

περίπτωση αυτή όλα όσα κατέβαλλα συνιστούν αδικαιολόγητο πλουτισμό της,

από αιτία που έληξε, άλλως από αιτία που δεν επακολούθησε και ιδρύεται

νόμιμος λόγος αναζητήσεώς τους με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο

πλουτισμό (ΑΚ 904 επ).

Εδώ έγκειται και το παράδοξο: Σε περίπτωση που η

προσβαλλόμενη απόφαση ισχύσει και εκτελεστεί η αντίδικος θα έχει

καταστεί εν τέλει, πλουσιότερη επί ζημία μου και άνευ νομίμου αιτίας,

άλλως για αιτία που έληξε ή/και δεν επακολούθησε (ΑΦΟΥ ΚΑΙ ΤΙΣ

ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΕΙΣΠΡΑΞΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΕΠΙΔΙΩΚΕΙ ΝΑ

ΑΝΑΛΑΒΕΙ) και μάλιστα, με όπλο της μια…δικαστική απόφαση!

8.δ. Η αντίδικος, κατά τα ανωτέρω, εντελώς παράνομα και καταχρηστικά,

αντιλαμβανόμενη την υπέρμετρη διατάραξη των δικαιωμάτων και των

υποχρεώσεων, που επιφέρει σε βάρος μας ο όρος περί της παράνομης

παρέκτασης της κατά τόπο αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και εν γνώσει της

εισήγαγε την αίτησή της σε προδήλως αναρμόδιο κατά τόπο Δικαστήριο,

αποβλέποντας, ακριβώς, στην εν τοις πράγμασι αδυναμία μας να

παρασταθούμε σε ακροατήριο Δικαστηρίου, τόσο απομακρυσμένο από τον

τόπο της κατοικίας μας αλλά και τον τόπο καταρτίσεως της επιδίκου

συμβάσεως και επομένως, τον τόπο εκπλήρωσης της παροχής της.

8.ε. Τέλος, η αντίδικος, καταχρηστικά, άκυρα και παράνομα επιδιώκει

να επιβάλλει σε βάρος μου ασφαλιστικό μέτρο το οποίο δεν δικαιολογείται

από πουθενά, καθώς το διαταχθέν ασφαλιστικό μέτρο δεν είναι ούτε

πρόσφορο, ούτε η ικανό, ούτε stricto sensu ανάλογο (κατ’ άρθρο 25 του

Συντάγματος), ώστε να εξυπηρετήσει την μερική εκπλήρωση του δικαιώματος

της αντιδίκου, στο πλαίσιο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά

εξυπηρετεί άλλους άδηλους και σε κάθε περίπτωση, καταχρηστικούς και

παρανόμους σκοπούς της αντιδίκου. Το επιδιωκόμενο ασφαλιστικό μέτρο,

παραβιάζει ευθέως την Συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της

αναλογικότητας (25Σ), αφού για φερόμενη συνολική ληξιπρόθεσμη απαίτηση

36

Page 37: Υπόδειγμα έφεσης

της αντιδίκου, ύψους …€ ευρώ, που αντιστοιχεί σε … μηνιαίες δόσεις, ζητά να

της αποδοθεί το πράγμα που έχει τρέχουσα εμπορική … χιλιάδων ευρώ

(….000€). Συνεπώς, η αντίδικος ζητά να απολαύσει περισσότερα από όσα

είναι ανάλογα για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς της και επομένως, η

απαίτησή της αυτή, όπως εισάγεται προς δικαιοδοτική κρίση ενώπιον του

Δικαστηρίου Σας τυγχάνει απολύτως αποκρουστέα, όχι μόνο από τον

Καταστατικό Χάρτη της χώρας αλλά κι από κάθε έννοια Δικαίου.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα, συν τη ρητή επιφυλάξει παντός

νομίμου δικαιώματός μου

ΑΙΤΟΥΜΑΙ

- Να γίνει δεκτή η παρούσα έφεσή μου.

- Για όσους λόγους αναφέρονται ανωτέρω, να εξαφανιστεί στο

σύνολό της η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ …/… απόφαση του

Ειρηνοδικείου … που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα νομής.

- Σε συνέχεια της εξαφανίσεως της εκκαλουμένης, να απορριφθεί η

αίτηση της αντιδίκου, ως απαράδεκτη, νόμω και ουσία αβάσιμη,

άλλως ως ασκούμενη καταχρηστικώς, δυνάμει των εν τω ιστορικώ

της παρούσας αναφερόμενων λόγων.

- Να καταδικαστεί η αντίδικος στη δικαστική μου δαπάνη και στην

αμοιβή του πληρεξουσίου μου δικηγόρου.

…, …-…-…

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος

37