231

Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Embed Size (px)

DESCRIPTION

greek

Citation preview

Page 1: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς
Page 2: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Οι τραγικοί ποιητές, άριστοι γνώστες και ερμηνευτές των κοινωνικών φαινομένων, προσεγγί ςοντάς τα,

δίνουν τις τέλειες διαστάσεις των χαρακτήρων και των πράξεων, μέσα από ένα πρίσμα καθολικής αντίληψης

για τον άνθρωπο αλλά και για το περιβάλλον της εποχής τους. Τούτο γίνεται άμεσα αντιληπτό από το

περιεχόμενο που αποτυπώνεται με την υπέροχη γραφίδα τους, στο οποίο οριοθετούνται και

προσδιορίζονται και οι ψυχικές καταστάσεις των ηρώων. Αποκτούμε έτσι ακριβή και πλήρη αντίληψη

των εννοιών και ιδεών, της ελπίδας, της τύχης, της φρονιμάδας, του φόβου, της απληστίας, του

κομπασμού, της αυθάδειας, της περηφάνιας, του εγωισμού, του χρήματος, της αναρχίας, του άτιμοι)

κέρδους, της κοινής μοίρας, της τιμής, των άγραφων νόμων, της θεότητας, της πίστης, της γενναιότητας,

του όρκου, της πατρίδας, της δημοκρατίας, της αγάπης, της πραγματικής ευτυχίας, του έρωτα, της φιλίας...

www.kastaniotis.com

ISBN 960-03-2592-8

789600 325928 e-mail: info@kastaniotis.<

Page 3: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Θ Copyright Δημήτρης Κρεββατάς - Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 1998

Απαγορεύεται, η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με ο- ποιονδήποτε τρόπο, καθώς και. η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο α­ναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβα­σης Βέρνης-ΙΙαρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοι­χειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα ® 330.12.08 - 330.13.27 FAX: 384.24.31 e-mail: [email protected]

www.kastaniotis.com

ISBN 960-03-2592-8

Page 4: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

%Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΠΡΟΛΟΓΟΣ.................................................................................................. 9

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, Ο ΑΠΟ ΣΚΗΝΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ......................................... 15ΣΩΖΟΜΕΝΕΣ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ

Ά λκ η στη ς .................................................................................................. 19Μήδεια....................................................................................................... 25Η ρακλείδαι............................................................................................... 31Ιππόλυτος...................................... .......................................................... 37Α νδρομάχη............................................................................................... 43Ε κ ά β η ....................................................................................................... 49Ικ έ τ ιδ ε ς .................................................................................................... 55Ηρακλής Μ αινόμενος............................................................................. 61Ί ω ν ............................................................................................................ 68Τρωάδες.................................................................................................... 73Ιφιγένεια η εν Ταύροις.................................................· .......................... 79Η λέκτρα.................................................................................................... 86Ε λ έ ν η ....................................................................................................... 92Φ οίν ισσα ι.................................................................................................. 98Ο ρέστης.................................................................................................... 105Κ ύ κ λ ω ψ .................................................................................................... 113Β άκχαι.......................................................................................................120Ιφιγένεια η εν Αυλίδι................................................................................128Ρήσος......................................................................................................... 137

Page 5: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

8 01 ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΡΑΓΙΚΟΙ

ΣΟΦΟΚΛΗΣ Ο ΔΕΞΙΩΝ............................................................................. 145ΣΩΖΟΜΕΝΕΣ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ

Αίας............................................................................................... 149Ηλέκτρα........................................................................................ 154Οιδίπους Τύραννος.........................................................................159Αντιγόνη.........................................................................................164Τραχίνιαι........................................................................................ 170Φιλοκτήτης....................................................................................175Οιδίπους επί Κολωνώ....................................................................180

ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΙΜΑΡΜΕΝΗΣ ....................................... 187ΣΩΖΟΜΕΝΕΣ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ

Πέρσαι...........................................................................................192Επτά επί Θήβας...........................................................................198Ικέτιδες........................................................................................ 204Προμηθεύς Δεσμώτης.................................................................... 209Αγαμέμνων....................................................................................220Χοηφόροι...................................................................................... 227Ευμενίδες...................................................................................... 232

ϋ

Page 6: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Οι τρεις μεγάλοι τραγικοίI

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η ΣΑΓΗΝΗ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ στον κάθε μελετητή η αρτιότητα και η πληρότητα των έργων των τριών μεγάλων ποιητών μας, του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, ήταν η κύρια αι­τία που μας παρακίνησε να εντρυφήσουμε με περισσό ενδιαφέρον σε τούτα τα αριστουργήματα του κλασικού 5ου αιώνα π.Χ., για να καταλήξουμε προσφέροντας την παρούσα εργασία στον ανα­γνώστη.

Στην προσπάθεια μας αυτή, γίνεται καταγραφή, σε μορφή ολοκληρωμένης περίληψης, κάθε αυτοτελούς έργου των υπέρο­χων τραγικών μας ποιητών, που ήταν ταυτόχρονα και ((από σκηνής φιλόσοφοι», και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή και παράθεση αποσπασμάτων των πλέον εκλεκτών ποιητικών κειμένων τους, μέσα από τα οποία ξεπηδούν μηνύματα ανυπέρ­βλητου κύρους και γνώσης, που αφορούν τον άνθρωπο κάθε επο­χής και οποιουδήποτε γεωγραφικού χώρου.

((Ούτω πράττοντες», θεωρούμε ότι προσφέρουμε εργασία αρ­κετά σημαντική, που μπορεί να συμβάλει στην «οριοθέτηση» της προσωπικότητας του καθενός, έχοντας ως βάσεις ηθικούς κανόνες και αναλλοίωτες υπερχρονικές αρχές, ίδιες μ’ εκείνες που ανέδειξαν τον υπέροχο πολιτισμό των προγόνων μας.

Προβαίνοντας στη σύντομη νοηματική περιγραφή των τρα­γωδιών -αυτών των μοναδικών σε τελειότητα έργων- των τρα­γικών μας ποιητών, επικεντρώσαμε -όσο το δυνατόν- το ενδια­φέρον μας στον εντοπισμό των σημείων εκείνων που δίνουν τη διάσταση της μοναδικότητας και της μεγαλοσύνης κάθε αρι­στουργήματος και το αναδείχνουν, γ ι’ αυτό, ακαταμάχητο και ασυναγώνιστο στην παγκόσμια ποιητική δημιουργία...

Page 7: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

01 ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΡΑΓΙΚΟΙ

Τα ιστορικά και μυθολογικά θρυλούμενα, με κύρια ρίζα προέ­λευσής τους τα Ομηρικά Έπη, οι τοπικές δοξασίες, που αναφέ- ρονταν κυρίως σε βασιλικούς οίκους των αρχαίων ελληνικών πό­λεων, οι επικρατούσες θρησκευτικές αντιλήψεις, ανάμεικτες με μαντεία και μάντεις, με τις θολές, και μάλλον όχι πλήρως εξα­κριβωμένες, επαφές θεών και ανθρώπων, τα παντοτινά κοινωνι­κά προβλήματα, οι διαπροσωπικές σχέσεις, το «μυστήριο» της κάθε φορά διαμορφούμενης «λογικής» στη στάση των θεών προς τους ανθρώπους και οι συνέπειες όλων αυτών στην εξελικτική πορεία της αρχαίας πόλης ήταν οι επικρατέστερες πηγές απ’ ό­που αντλούσαν τα θέματά τους οι ποιητές του χρυσού αιώνα.

Οι αρχαίοι τραγικοί, παίρνοντας σαν αφορμές ακραίες και ποικίλες ανθρώπινες συμπεριφορές -που, ας σημειωθεί, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστες σε οποιαδήποτε εποχή και σε κάθε κοινω­νικό περιβάλλον-, προχωρούσαν στην ποιητική μεταλλαγή κάθε γεγονότος και, με βαθύτατες αναλύσεις της ψυχοσύνθεσης των ηρώων, κατέληγαν στην προσφορά «λίαν υψηλού» ψυχοφελούς έργου, με τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματά τους.

Τί είναι όμως τραγωδία; ((Είναι η αναπαράσταση μιας σπουδαί­ας και ολοκληρωμένης πράξης που περιέχει μεγαλοπρέπεια και όμορφο λόγο, μέσα στην οποία ξεχωρίζουν τα διάφορα είδη των μερών της. Εξελίσσεται με δράση κι όχι με απαγγελία και η εξιλέωση των παθών της γίνεται με τον οίκτο και το φόβο». Αυτό τον υπέροχο και μοναδικό ορισμό της τραγωδίας μας δίνει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του.

Από λογοτεχνική άποψη, τραγωδία στη σύγχρονη έννοια εί­ναι η υψηλή θεατρική δημιουργία, με τη δραματική αναπαρά­σταση της ζωής και τη σκηνική πληρότητα του λόγου, που μέσα σ’ αυτήν οι ηθικοί και κοινωνικοί νόμοι, μορφοποιημένοι σε δυ­νάμεις αμάχητες, πλήττουν σκληρά τον άνθρωπο, οδηγώντας τον σε πάθη δεινά και ισχυρές ψυχικές συγκρούσεις, για να βρει

Page 8: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

στο τέλος τη λύτρωση με την εξιλαστική θυσία, τον πόνο και την εξουθένωση.

Η βαθιά ανατομία των χαρακτήρων, η δραματική συνάρτηση του ατόμου με το περιβάλλον και τον χρόνο, το τραγικό ξετύλιγ- μα της ζωής, η εσωτερικότητα του λόγου, το δυνατό φως πάνω σε πρόσωπα, ιδέες και γεγονότα, η τέλεια εγγραφή των αισθη­μάτων, η πιστότητα στην απόδοση των ηθικών μεταβολών είναι μερικά στοιχεία που συνθέτουν την «υψηλή» έννοια της σκηνι­κής δημιουργίας στην τραγωδία.

Οι τραγικοί ποιητές, στη σύνθεση του διαλόγου μέσα στην αρχαία τραγωδία, επιδιώκουν με κάθε δύναμη τη συμμετρία και την αναλογία. Οι αντίπαλες γνώμες και οι ορέξεις των ανταγω- νιζόμενων προσώπων μπαίνουν ισόβαρα, σαν μια πλάστιγγα, έτσι που και μια ακόμη ροπή προς το τέλος του έργου να είναι αρκετή για να γείρει η ζυγαριά στο άλλο μέρος.

Στόχος της τραγωδίας είναι η συγκίνηση, ο ψυχικός κραδα­σμός, που γίνεται εφικτός με την πυκνότητα και τη λυρική ου­σία του λόγου, πριν απ’ όλα, κι ύστερα με τη μουσική και τον χορό. Ο λόγος βγαίνει από τα βάθη της καρδιάς και περιέχει ό,τι πιο διαλεχτό σε χρώμα και ζωή.

Στην καλλιτεχνική της προέκταση -στην οποία δίνουμε ιδι­αίτερη σημασία- η τραγωδία βασίζεται στη συνειδητοποίηση από το θεατή ότι τα δρώμενα μπροστά στα μάτια του είναι ένα κομμάτι από τη δική του ζωή κι ότι η τύχη τό ’φερε να εξελίσ­σονται εκεί που τα θέλησε ο μύθος: θα μπορούσαν να εξελίσσο­νται και μέσα στο σπίτι του!

Το εύρος της ελληνικής τραγωδίας είναι απέραντο τόσο, που κάθε της προέκταση και σε κάθε χώρο, ηθικό, κοινωνικό, θρη­σκευτικό, φιλοσοφικό, να δημιουργεί πάντα στον θεατή μια αί­σθηση μεγαλείου, μια αίσθηση ότι βρίσκεται μπροστά στην αληθινή και πλήρη καλλιτεχνική δημιουργία.

Η παρούσα εργασία αποτελεί μια απόπειρα προς ένα είδος εκλαίκευσης του ανεκτίμητου έργου των αρχαίων τραγικών, με

Page 9: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

01 ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΡΑΓΙΚΟΙ

ιδιαίτερη φροντίδα να μη χαθεί τίποτα από τη μεγαλοπρέπειά του, ώστε να καταστεί προσιτό το πλησίασμα της γνώσης σε κάθε κάτοικο αυτού του τόπου.

Είναι αυτή η προγονική κληρονομιά, το αληθινό ευαγγέλιο για τη συγκρότηση υγιούς και γνήσιου κοινωνικού ιστού. Ιερό χρέος κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδας είναι να κάνουν κτήμα τους την υπέροχη ποιητική δημιουργία του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη.

Ιανουάριος 1998 ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ. ΚΡΕΒΒΑΤΑΣ

Page 10: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ε υ ρ ι π ί δ η ς

480τγ.Χ.- 407τγ.Χ

Page 11: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ε υρΐΉ&ψ%

Ο ΑΠΟ ΣΚΗΝΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ

0 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ είναι, ο νεότερος από τους τρεις μεγάλους τραγι­κούς ποιητές της αρχαιότητας. Γεννήθηκε γύρω στο 480 π.Χ. στη Σαλαμίνα. Ήταν γιος του Μνήσαρχου ή Μνησαρχίδη και της Κλητώς. Αντιφατικές είναι οι πληροφορίες για την κοινωνι­κή θέση των γονέων του.

Εμποράκο (κάπηλο) αναφέρουν τον πατέρα του' τη δε μητέρα του, που ήταν διαρκής στόχος και χλεύη της κωμωδίας, την απο- καλούν χορταρού (λαχανόπωλιν).

'Ετσι κακολογήθηκε ο Ευριπίδης πως τάχα δεν κρατούσε από ευγενική καταγωγή, παρά από ανθρώπους κατώτερης τάξεως, που το φανέρωνε η ενασχόλησή τους με δουλειές της αγοράς.

Ο Σουίδας όμως αναφέρει πως η μητέρα του Ευριπίδη ήταν των ((σφοδρά ευγενών», δηλαδή από ευγενική οικογένεια. Πάντως, όποια κι αν ήταν η καταγωγή του, δεν φαίνεται να είχε παραμεληθεί η αγωγή του και η μόρφωσή του. Τη φήμη και τη διάκριση από το πλήθος τα αναζήτησε ο Ευριπίδης πρώτα στους αθλητικούς αγώνες. Έτσι, κατέγινε στην αρχή με το πα­γκράτιο (πάλη και πυγμαχία). Μνημονεύονται μάλιστα και βρα­βεύσεις του σε αγώνες.

Δεύτερη ασχολία του που τον τράβηξε στα νιάτα του ήταν η ζωγραφική, που με την εμφάνιση του Πολύγνωτου σημείωνε αλματώδη πρόοδο στην Αθήνα.

Είχε την ευτυχία να ζήσει την εποχή της σημαντικότερης πνευματικής αφύπνισης που βίωσε ο αρχαίος κόσμος και που ολο­φάνερα και αποφασιστικά επέδρασε στο πνεύμα του. Ο Αναξα­γόρας τον μύησε στη φιλοσοφία. Άκουσε τα μαθήματα του Πρό- δικου, του Πρωταγόρα, του φυσικού Αρχέλαου και είχε, όπως

Page 12: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

λένε, φιλία με τον Σωκράτη, που ήταν θαυμαστής του ποιητή και ο οποίος, παρόλο που δεν συνήθιζε να πηγαίνει στο θέατρο, δεν άφηνε καμιά παράσταση του Ευριπίδη χωρίς να τη δει, του έδινε μάλιστα και τη γνώμη του και σχετικές συμβουλές για τα δράματά του.

Η παράδοση μας λέει για τον ποιητή πως ζούσε αποτραβηγ- μένος από τον κόσμο, στη Σαλαμίνα, σ’ ένα απόμερο παραλιακό σπήλαιο, που το είχε για κατοικία και σπουδαστήριο και στο ο­ποίο μελετούσε τις τραγωδίες του έχοντας μπροστά του τα αμέ­τρητα χαμογέλια των κυμάτων...

Παντρεύτηκε δυο φορές αλλά φαίνεται ότι υπήρξε ατυχής στην οικογενειακή του ζωή. Μελαγχολικός και δύσκολος στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, προτιμούσε τη συναναστροφή των βιβλίων.

Το 408 π.Χ., γέρος πια, άφησε για πάντα την Αθήνα και πή­γε στη Μαγνησία, στην Ασιανή (την προς Μαιάνδρου) πιθανότα­τα. Την πόλη κυβερνούσαν απόγονοι του Θεμιστοκλή, υποτελείς στον βασιλιά των Περσών.

Πολλές αιτίες αναφέρονται γ ι’ αυτό τον εκπατρισμό σε τόσο μεγάλη ηλικία. Ο ποιητής είχε πικραθεί από τη δυσμένεια των Αθηναίων και τους χλευασμούς της κωμωδίας και, ακόμη, στε­νοχωριόταν που στους ποιητικούς αγώνες ήταν υποχρεωμένος να συναγωνίζεται και να συγκρίνεται με μέτριους ποιητές. Ασφα­λώς θα το ’βρίσκε πολύ οδυνηρό, ποιητής αυτός όχι της αράδας, να αφιερώσει ολόκληρη τη ζο ή του στο θέατρο (γιατί ολόκληρη ζο ή απαιτούν 92 τραγωδίες) και βραβείο να πάρει μανάχα τέσ­σερεις φορές. Παραγνωρίστηκε η αξία του και πικράθηκε. Μο­νάχα βαρυθυμία μπορούσε να νιώθει ο Ευριπίδης στην Αθήνα, που, παραδομένη στην κυριαρχία των δημαγωγών, είχε απομα­κρυνθεί από την Αθήνα το ν χρόνων του Περικλή και είχε υπο- στεί βαθύτατη ηθική αλλοίωση, όπως και όλος ο ελληνικός κό­σμος, όπως παραστατικότατα περιγράφει ο Θουκυδίδης.

Από τη Μαγνησία, ο Ευριπίδης πήγε στη Μακεδονία, καλε­σμένος του βασιλιά Αρχέλαου, δίνοντας έτσι, μ’ αυτό το δεύτερο

Page 13: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ο ΑΠΟ ΣΚΗΝΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ

ταξίδι, απόδειξη της ζωτικότητας και της αντοχής του στους κόπους, που είναι αδύνατο σ’ εμάς να τους φανταστούμε, με τα σημερινά μέσα συγκοινωνίας. Για τη φιλοξενία τούτη, ο Ευριπί­δης έκανε ένα δώρο του υψηλού φίλου του: Στην Πέλλα και για να παιχτεί στο θέατρό της έγραψε τον Αρχέλαο, με ήρωα τον α­πόγονο του Ηρακλή και ιδρυτή της δυναστείας Αρχέλαο.

Για το θέατρο της Πέλλας επίσης, έγραψε στη Μακεδονία και τις Βάκχες.

Πέθανε εκεί, πιθανότατα το 407. Όταν μαθεύτηκε στην Αθή­να ο θάνατός του, ο Σοφοκλής φόρεσε πένθιμη ενδυμασία και πα­ρουσιάζοντας « το ν χορον καί τούς ύποκριτάς άστεφανώτους εν τώ π ροαγώ νι» απέσπασε τα δάκρυα του δήμου.

Μια παράδοση, που η παράλειψή της από τον Αριστοφάνη στους Βατράχους την κάνει περισσότερο ύποπτη και δυσκολοπί- στευτη, λέει πως τάχα τον Ευριπίδη τον κατασπάραξαν σκύλοι κυνηγετικοί του Αρχελάου.

Θάφτηκε στη Μακεδονία, στην κοιλάδα της Αρέθουσας, κο­ντά στην Αμφίπολη, κι ο μεγαλοπρεπής του τάφος έγινε τόπος προσκυνήματος των θαυμαστών του. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν με κενοτάφιο. Συνθέτης του επιγράμματος στο κενοτάφιο ήταν ο ιστορικός Θουκυδίδης ή ο μελοπο ιός Τιμόθεος. Νά και το επί­γραμμα:

Μι^μα μεν Ελλάς* ά π α σ Έύριπίδου όστέα δ’ ίσχει γη Μακεδών, ηπερ δέξατο τέρμα βίου. πα τρ ίς δ’ Ελλάδος* Ελλάς* Άθήναι. Πολλά δέ μονσα ις τέρφας εκ πολλώ ν κα ί τον έπα ινον έχει.

[Τάφος του Ευριπίδη είναι όλη η Ελλάδα' τα οστά του τα κρατεί / η Μακεδονία, όπου δέχτηκε τον θάνατο. / Πατρίδα του είναι η Αθήνα, η Ελλάδα της Ελλάδας. Πολλές είναι οι χαρές που έδωσε / με τα τραγούδια του, και γ ι’ αυτό πολλοί είν’ εκείνοι που τον τιμούν].

■' - Ο? τοείζ μεγάλοι τραγικοί

Page 14: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Άφησε τρεις γιους, τον Μνησαρχίδη, που είχε γίνει έμπορος, τον ηθοποιό Μνησίλοχο και τον δραματικό ποιητή Ευριπίδη. Έγραψε ενενήντα δύο δράματα. Απ’ όλον αυτό τον μεγάλο θη­σαυρό γλίτωσαν δεκαοκτώ τραγωδίες και ένα δράμα σατυρικό, ο Κύκλωψ.

Σημειώνουμε εδώ τα σωζόμενα έργα του με τη σειρά που τα παρουσίασε: Άλκηστις, Μήδεια, Πρακλείδαι, Ιππόλυτος στεφανηφό- ρος, Ανδρο μάχη, Εκάβη, Ικέτιδες, Ηρακλής μαινό μένος, Ίων, Τρωά- δαι, Ιφιγένεια η εν Ταύρο ις, Ηλέκτρα, Ελένη, Φοίνισσαι, Ορέστης, το σατυρικό δράμα Κύκλοοψ, Βάκχαι και Ιφιγένεια η εν Ανλίδι. Ο Ρή­σος αμφισβητείται.

Από τα ονόματα των τραγωδιών του αντιλαμβανόμαστε πως τις υποθέσεις του ο ποιητής τις άντλησε από τον Τρωικό κύκλο, τους Θηβαϊκούς θρύλους που σχετίζονται με τον Ηρακλή και τον οίκο των Λαβδακιδών, από τους θρύλους του Άργους για τον Περσέα και τους Ατρείδες. Σε άλλες πάλι τραγωδίες βρήκαν θέ­ση θρύλοι θεσσαλικοί και σ’ άλλες θρύλοι αττικοί.

Ο Ευριπίδης είχε πολύ υψηλή αντίληψη για το θείο αλλά το πλήθος δεν τον κατανοούσε και γ ι’ αυτό πολλές φορές τον θεωρού­σε και άθεο. Μολονότι ((φιλόσοφος από σκηνής» είναι επίσης, κα­τά τον Αριστοτέλη, «ό τραγικώ τερος τώ ν πο ιητώ ν» . Περισσό­τερο από τους πρόκατόχους του, αναζητεί τα μέσα τα οποία θα γεννήσουν στην ψυχή του θεατή « το ν ελεον κα ί τον φόβον».

Τον είπαν και ((μισογύνη» και υπάρχουν πράγματι στίχοι στα έργα του που μαρτυρούν αντιπάθεια για το ωραίο φύλο. Όμως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στα έργα του υπάρχουν υπέροχοι γυναικείοι τύποι: η Ιφιγένεια, η Ηλέκτρα, η Άλκηστις, η Πολυ­ξένη, η Ευάδνη, η Μακαρία.

Ο Ευριπίδης είναι πάντως ο ποιητής και στοχαστής που βυ­θίζει το βλέμμα του στην ανθρώπινη ψυχή, εξετάζει θρησκευτι­κά, ηθικά, κοινωνικά και βιοτικά ζητήματα και πασχίζει να με­ταδώσει τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του στο ευρύ κοινό.

Page 15: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Ε Σ Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Ε Σ

Άλκηστη%

Ε ίΝ Α Ι η ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ τραγωδία του Ευριπίδη, από όσες έχουν διασωθεί, και παίχτηκε το 438 π.Χ. Το έργο αυτό είναι ένα δρά­μα με αίσιο τέλος και ίσως αυτός είναι ο λόγος, καθώς και κά- ποια κωμικά του στοιχεία, που παρουσιάστηκε σαν το τέταρτο μέρος μιας τετραλογίας, δηλαδή στη θέση σατυρικού δράματος. Τα άλλα τρία δράματα, τα οποία όμως δεν σώζονται, ήταν: Κρή- τες, Αλκμέων και Τήλεφος.

Ως κυρίαρχο στοιχείο της τραγωδίας αυτής παρέχεται το πρότυπο της γυναικείας αφοσίωσης στον άντρα.

Ο πρόλογος του δράματος αρχίζει με τον λόγο του Απόλλωνα. Ο θεός αφηγείται πώς ο Δίας σκότωσε με κεραυνό τον γιο του Ασκληπιό, επειδή με την ιατρική του ανέτρεπε τον φυσικό νόμο να πεθαίνουν οι άνθρωποι - αφού μάλιστα (σύμφωνα με τον Α­πολλόδωρο και τον Πίνδαρο) είχε αναστήσει και νεκρό' πως από εκδίκηση, σκότωσε εκείνος (ο Απόλλωνας) τους τρεις Κύκλω­πες, οι οποίοι, κατά τον Ησίοδο, δημιουργούσαν τους κεραυνούς του Δία, με αποτέλεσμα ο πατέρας των θεών να υποχρεώσει τον Απόλλωνα να συγκατοικήσει («&ήσαν τράπεζαν α ινέσα ι») με τον Άδμητο και να τρώει για ένα χρόνο το ψωμί του μισθωτού στο σπίτι του Άδμητου, βασιλιά των Φερρών της Θεσσαλίας, βόσκοντας τα βόδια του.

Ο Απόλλωνας προστάτεψε τον Άδμητο και το σπίτι του, επει­δή κι εκείνος του συμπεριφέρθηκε καλά.

Τώρα, όμως, για να ζήσει ο Άδμητος πρέπει να βρεθεί κά­ποιος να πεθάνει αντί γ ι’ αυτόν. Οι γέροι γονείς του αρνούνται να πεθάνουν* προσφέρεται, όμως, να πεθάνει στη θέση του η νεαρή πολυαγαπημένη του γυναίκα, η Άλκηστη.

Page 16: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Στη δεύτερη σκηνή, και αφού αναχωρεί ο Απόλλωνας για να μη μολυνθεί βλέποντας νεκρό, εμφανίζεται ο Θάνατος σαν μαυ­ροντυμένος γενειοφόρος, με μεγάλες μαύρες φτερούγες και σπα­θί στο χέρι. Πριν φύγει ο Απόλλωνας του ζητάει να πάρει, αντί για την Άλκηστη, τους γέροντες γονείς του Άδμητου, αλλά επει­δή ο θάνατος εμφανίζεται αμετάπειστος, ο Απόλλωνας τον προ­ειδοποιεί ότι κάποιος άλλος -ο Ηρακλής- θα του αρπάξει την Άλκηστη και θα την ξαναφέρει πίσω στη ζωή.

Τον Χορό τον αποτελούν 15 γέροντες Φεραίοι* το ανάκτορο είναι βυθισμένο σε μια αγωνιώδη σιγή. Όλοι περιμένουν τη συμ­φορά. Οι γέροντες ρωτούν να μάθουν αν ζει ή πέθανε η βασίλισ­σα, η οποία έδειξε τόση αγάπη για τον σύζυγό της: <<Ίστω νυν βύκλβής ye κατθανουμένη/ γυνή τ άρ ίστη τών υφ’ ήλιω μακρώ » (150). Να το ξέρει λοιπόν αυτή πως θα πεθάνει δοξασμένη και πως είναι η καλύτερη γυναίκα απ’ όσες ζουν κάτ’ απ’ τον ήλιο, η πολύ καλύτερη, λέει ο κορυφαίος του χορού.

Στο τέλος του διαλόγου του Χορού, βγαίνει από το ανάκτορο μια υπηρέτρια, η οποία, στην ερώτηση του κορυφαίου αν η βασί­λισσα ζει ή πέθανε, απαντά ότι ψυχορραγεί και ότι καμιά ελπί­δα σωτηρίας δεν υπάρχει* και ότι, βλέποντας πως φτάνει η τε­λευταία της ώρα, λούστηκε, στολίστηκε και έκαμε τις δεήσεις και τις προσευχές της για τα παιδιά της. Παρακαλεί τη Δέ­σποινα (κατά τον Σχολιαστή τη θεά Εστία) ν’ αποκατασταθούν η κόρη και ο γιος της ώστε: «. ,.βύδαίμονας έν γy πατρώ α τβρ- πνόν έκλήσαί β ίο ν » (169) ευτυχισμένα να περάσουν χαρούμενη ζωή στην πατρίδα.

Συνεχίζει η υπηρέτρια να αφηγείται τις τελευταίες στιγμές της βασίλισσας: Στεφάνωσε όλους τους βωμούς με κλάδους μυρ­τιάς, αποχαιρέτησε το συζυγικό κρεβάτι, αγκάλιασε για τελευ­ταία φορά τα παιδιά της και μίλησε τρυφερά στους υπηρέτες. Ο Άδμητος, πρόσθεσε, θρηνεί και κρατεί στην αγκαλιά του την αγα­πημένη του σύζυγο, παρακαλώντας την να μη τον αφήσει. Αλλά ζητάει τ ’ αδύνατα. Η Άλκηστη, βέβαια, δεν μετανιώνει αλλά

Page 17: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΛΚΗΣΤΙΣ

τη συντρίβει η αγάπη των ανθρώπων. Η αφήγηση προκαλεί βα­θιά συγκίνηση, η οποία κορυφώνεται με την εμφάνιση της ίδιας της βασίλισσας, που την κρατάει ο σύζυγός της κι έχουν μαζί και τα παιδιά τους. Μ’ ένα μονόλογο άφθαστου λυρισμού απο­χαιρετά η Άλκηστη ό,τι αφήνει πεθαίνοντας:

«'Άλιε κα ι φάος άμέρας/ούράνιαί τε hivai νεφέλας δρομα ί­ου/ Γαΐά τε καί μελάθρων στέγαι/ νυμφ&ιοί τε κο ΐτα ι π ατρ ίας Ίωλκοΰ... » (245-248). [Ήλιε και φως της ημέρας και στροβιλο- γυρίσματα των γοργοκίνητων νεφών ψηλά στον ουρανό. Χώρα και παλάτια και παρθενικό κρεβάτι στην πατρίδα μου την Ιωλ- κό...]. Η Άλκηστη ζητάει από τον Άδμητο να μη παντρευτεί άλλη γυναίκα, γιατί, του λέει, η μητριά στα παιδιά: «έχβνης ούδέν ήπ ιω τέρα» (310). Τους αποχαιρετά όλους και πεθαίνει ε­πάνω στη σκηνή.

Το πρώτο αυτό επεισόδιο τερματίζεται με θλιβερό άσμα του γιου της Εύμολου: « ...ο ίχ ομ ένα ς δε σου,/ μά τερ , ολωλεν ο ίκ ος» (415-416). [Μάνα μου έφυγες εσύ και το σπίτι έχει σβή­σει].

Οι υπηρέτες σηκώνουν το νεκρό της Άλκηστης και μπαίνουν με τον Άδμητο και τα παιδιά στο ανάκτορο, ο δε βασιλιάς, φεύ­γοντας, ζητάει από τους υπηκόους του για δώδεκα ολόγιομα φεγγάρια (δηλαδή δώδεκα σεληνιακούς μήνες) να μην ακουστεί μήτε φλογέρας μήτε λύρας λάλημα στη χώρα.

Στο πρώτο στάσιμο, ο Χορός ψάλλει συγκινητικότατο νεκρι­κό παιάνα, υμνώντας τις αρετές της βασίλισσας που θυσιάστη­κε: «Σύ yap ώ μόνα, ώ φ ίλα γυναικών,/ συ τον αύτάς/ ετλας πόσ ιν άντι σάς άμεΐφαι/ φυχάς έζ 'Άιδα. Κούφα σοι/ χθων επάνωθε πέσο ι, γύνα ι» (460-463). [Γιατί εσύ, ω ξεχωριστή, ω λατρευτή μας, πήρες το θάρρος να ξαγοράσεις από τον Άδη τον άντρα σου με την ψυχή σου. Ελαφρό του τάφου σου το χώμα να πέσει πάνω σου κυρά μου].

Στην αρχή του δεύτερου επεισοδίου, εισέρχεται στη σκηνή ο Ηρακλής φορώντας τη λεοντή και κρατώντας το ρόπαλο. Τώρα

Page 18: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

αρχίζει το ευτράπελο μέρος τού έργου, που δικαιολογεί τον χαρα­κτηρισμό του ως σατυρικού δράματος. Ο Ηρακλής προκαλεί την ευθυμία των θεατών ενώ μέσα στο ανάκτορο ετοιμάζεται η κη­δεία της Άλκηστης. Είναι, λέει, περαστικός. Πάει να φέρει στον Ευρυσθέα τα άγρια άλογα του Διομήδη. Ο Άδμητος, επει­δή φοβόταν ότι ο Ηρακλής θα αρνηθεί τη φιλοξενία του, δεν του ομολογεί όλη την αλήθεια. Περιορίζεται να του πει ότι μια συγ­γενής της οικογένειας πέθανε στο ανάκτορο. Έτσι, πείθεται ο Ηρακλής να μείνει ως φιλοξενούμενος και ο Χορός πολύ το εκτι­μά: <<Άγαμαι'/ προς δ’ έμά φνχα θάρσος ήσται/ θεοσεβή φώτα κεδνά πράζε ιν» (602-604). [Τον θαυμάζω και στην ψυχή μου θρονιασμένη βρίσκεται η πίστη, πως ο θεοφοβούμενος (δηλαδή, ο Άδμητος) θε να δει μέρες καλές]. Ελπίζει ο Χορός πως η πρά­ξη του Άδμητου να φιλοξενήσει τον Ηρακλή δεν έμεινε απαρα­τήρητη από τον ((Ξένιο Δία», που το μάτι του όλα τα βλέπει.

Στο τρίτο επεισόδιο, βγαίνει από το ανάκτορο η νεκρική πο­μπή και κατευθύνεται για την ταφή. Εκείνη τη στιγμή φτάνει και ο γέροντας Φέρης, πατέρας του Άδμητου. Προσπαθεί να πα­ρηγορήσει τον γιο του εγκωμιάζοντας τη νεκρή μ’ επαινετικά λόγια, αλλά ο Άδμητος, θυμωμένος γιατί δεν δέχτηκαν αυτοί, οι γέροι γονείς του, να θυσιαστούν αντί για τη νεαρή σύζυγό του, του λέει: « ’Ήν δ’ εγγύς ελθη θάνατος ούδεϊς βούλετα ι θνή- σκε ιν» (671). Και ο γέρο-Φέρης απαντάει στον γιο του: «ΤΙ μήν πολύν γε τον κάτω λογίζομαι/ χρόνον , το δε ζήν σμ ικρόν , αλλ’ όμως γλυκύ» (692-693). [Πολύς αλήθεια λογαριάζω είν’ ο καιρός στον κάτω κόσμο και η ζωή λίγη μα γλυκιά].

Στο διάστημα αυτό της λογομαχίας, ο Ηρακλής, λησμονώ­ντας τη θλίψη του φίλου του, έτρωγε κι έπινε και τώρα έχει αρ­χίσει να τραγουδάει εύθυμα τραγούδια για το κρασί και την Α­φροδίτη. Μισομεθυσμένος και με στεφάνι από μυρτιά στο κεφά­λι, λέει στο δούλο που τον παρατηρεί μ’ ανήσυχο βλέμμα: «Ε ϋφραινε σαύτόν , πίνε, τον καθ' ή μέραν/ βίον λογίζον σον , τά δ’ ά'λλα τη9 τύχης./ Ύίμα δε καί τήν πλεΐστον ήδίστην Θεών/Κύ-

Page 19: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΛΚΗΣΤΙΣ

πρ ιν β ρ ο το ΐσ ιν » (788-792). [Γλέντα, πίνε, λογάριαζε για δική σου μονάχα τη ζωή που φέρνει η κάθε μέρα, τ ’ άλλα η τύχη τα ορίζει. Να τιμάς και την Αφροδίτη, που από τους θεούς αυτή εί­ναι για τους ανθρώπους η πάρα πολύ γλυκύτατη].

Οργισμένος ο υπηρέτης, παραβαίνει την εντολή του κυρίου του και αποκαλύπτει στον Ηρακλή την πραγματική αλήθεια. Τότε ο Ηρακλής συνέρχεται και δηλώνει ότι θα τρέξει ν’ αντι­μετωπίσει τον Θάνατο και θα του αποσπάσει το θύμα του. Φεύ­γει τρέχοντας και η σκηνή μένει άδεια.

Αρχαία συνήθεια ήταν να απλώνουν τα χέρια τους οι συγκε­ντρωμένοι όταν γινόταν η εκφορά του νεκρού. Με παράπονο το διατυπώνει ο δούλος που ήταν αποσχολημένος με την περιποίη­ση του Ηρακλή, ότι δεν ανταποκρίθηκε στο έθιμο: «...ούδ’ εζέ- τεινα χεΐρ\ άπειμώζων έμην δ έσπο ινα ν» (768). [...μήτε το χέ­ρι μου της άπλωσα, θρηνώντας την κυρά μου].

Μπαίνει ο Άδμητος στη σκηνή και ξεσπά σε λυγμούς βλέπο­ντας το έρημο ανάκτορό του. Ακολουθείται από τη συνοδεία της πομπής και τον Χορό.

Μέσα στη βαριά αυτή ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στη σκηνή, εμφανίζεται ο Ηρακλής. Κρατάει και μια νεαρή γυναίκα σκεπα­σμένη με πέπλο. Ζητάει συγγνώμη από τον Άδμητο για την απρεπή συμπεριφορά του, γιατί δεν γνώριζε ότι η πεθαμένη ήταν σύζυγός του και του παρατηρεί πως: «Φιλο^ προς άνδρα χρη λέγειν ελενθέρως / νΑδμητε, μορφάς δ’ ούχ σπλάχνο ις εχειν/ σ ιγ ώ ν τ » (1008-1010). [Στον φίλο του ο καθένας πρέπει να μι­λάει ελεύθερα, Άδμητε, και να μην κρατάει αμίλητος τα παρά­πονά του στην καρδιά του].

Και τώρα επακολουθεί σκηνή διασκεδαστική. Τη γυναίκα που φέρνει ο Ηρακλής, κερδισμένη, καθώς του λέει, σ’ έναν αγώνα, προτείνει του Άδμητου να την κρατήσει στο σπίτι του ώσπου να γυρίσει από τη Θράκη. Κι αν δεν γυρίσει, χάρισμά του. Φοβάται ο Άδμητος δεύτερο έρωτα ύστερα από τον έρωτά του με την Άλκηστη: «Ο ϊμοι. Κόμιζε προς θεών εξ όμμάτων/

Page 20: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

γυνα ίκα τήνδε, μή μ’ Ιλης· ήρ ημ ένο ν ...» (1064-1065). [Αλίμο­νο. Για όνομα των θεών, πάρ’ την μακριά απ’ τα μάτια μου αυ­τή τη γυναίκα, μη με ξανασκλαβώσεις που είμαι από χρόνια σκλαβωμένος].

Ακόμη και στη λύπη ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι υπερβο­λικός αλλά να την υποφέρει όπως αρμόζει, λέει ο Ηρακλής στον Άδμητο. «Μηδέν ά γ α ν » θα συμπληρώναμε με το απόφθεγμα του Δελφικού θεού.

Ο Ηρακλής επιτέλους σηκώνει το πέπλο και αποκαλύπτεται ζωντανή η Άλκηστη. Δίνοντάς την στον περιχαρή Άδμητο, του λέει ότι μετά από τρεις ημέρες θα μιλήσει. Η περιπέτεια τερμα­τίζεται μέσα σε γενική χαρά.

Page 21: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΜηδέΐαX

Τθ ΕΡΓΟ ΑΥΤΟ διδάχτηκε στα Μεγάλα Διονύσια το 431 π.Χ., στο θέατρο του Διονύσου, Τότε, το πρώτο βραβείο το πήρε ο Ευφορίων, το δεύτερο ο Σοφοκλής και το τρίτο ο Ευριπίδης, με τις τραγωδίες: Μήδεια, Φιλοκτήτης, Δίκτν και με το σατυρικό δράμα του Θεριστές. Απ’ αυτά μονάχα η Μήδεια σώζεται.

Ο θρύλος της Μήδειας συνδέεται με τον μύθο των Αργοναυ­τών, ο οποίος ενέπνευσε επικούς και λυρικούς ποιητές. Εν συ­ντομία, ο μύθος αυτός εχει ως εξής:

Ο Ιάσονας ζητάει να πάρει τον θρόνο της Ιωλκού, που παρά­νομα άρπαξε ο θείος του Πελίας. Εκείνος έμεινε σύμφωνος να δώσει στον Ιάσονα την πατρική βασιλεία αν τού ’φερνε το χρυ­σόμαλλο δέρας, το οποίο, αφιερωμένο από τον Φρίξο, το φύλαγε στο άλσος του Άρη στη μακρινή Κολχίδα ένας άγρυπνος δράκο­ντας. Ο Ιάσονας δέχεται και αποφασίζει να εκστρατεύσει με τους αντρειωμένους του καιρού του και να ταξιδέψουν με την ((Αργώ», που είχε ναυπηγήσει ο Άργος, γιος του Φρίξου. Όταν φτάνουν στην Κολχίδα, ο Ιάσονας υποχρεώνεται από τον Αιήτη, βασιλιά των Κόλχων, προκειμένου να πάρει το χρυσόμαλλο δέ­ρας, να ζέψει στο αλέτρι ταύρους που είχανε χάλκινα πόδια και βγάζανε από τα ρουθούνια τους φωτιές. Το κατορθώνει με τη βοήθεια της Μήδειας, κόρης του Αιήτη, που τον έχει ερωτευτεί. Η ίδια πάλι τον βοηθάει, γιατί ο Αιήτης δεν θέλει να το δώσει, να πάρει τελικά το χρυσόμαλλο δέρας κι επάνω στο πλοίο την ((Αργώ)), και ανοίγουν πανιά για την Ελλάδα. Ο Αιήτης τους κυνηγάει με καΐκι, μα η Μήδεια, για να τον αργοπορήσει, σφά­ζει τον αδερφό της Άψυρτο και τα κομμάτια του τα πετάει στη θάλασσα, απ’ όπου τα μαζεύει ο πατέρας τους. Έτσι, η ((Αργώ))

Page 22: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

φτάνει στην Ιωλκό. Εδώ πάλι, ο Ιάσονας δεν βρίσκει τους γονείς του. Τους έχει σκοτώσει ο θείος του, που δεν πίστευε στην επι­στροφή του.

Η Μήδεια τότε μηχανεύεται ένα δόλο. Σφάζει ένα γέρικο κριάρι και με μάγια το μεταμορφώνει σε αρνί. Κατάπληκτες από το θαύμα οι κόρες του Πελία δέχονται να κάνει η Μήδεια το ίδιο και στον πατέρα τους προκειμένου να γίνει νέος. Τον σφάζουν και τον βράζουν. Η Μήδεια όμως αρνείται να προφέρει τα μαγι­κά λόγια κι έτσι ο Πελίας ούτε ζωντανεύει ούτε νέος γίνεται. Τότε ο Άκαστος, ο γιος του Πελία, διώχνει από την Ιωλκό τον Ιάσονα και τη Μήδεια, που με τα παιδά τους καταφεύγουν στην Κόρινθο, όπου τους φιλοξενεί ο βασιλιάς Κρέοντας.

Η σκηνή στην Κόρινθο μπροστά στο σπίτι της Μήδειας. Τα πρόσωπα του έργου είναι με τη σειρά: Η Τροφός, ο Παιδαγω­γός, ο Χορός, αποτελούμενος από γυναίκες της Κορίνθου, ο Κρέ­ων, ο Ιάσονας, ο Αιγέας, βασιλιάς των Αθηνών, τα δυο παιδιά του Ιάσονα και της Μήδειας και ο Αγγελιαφόρος.

Η Μήδεια εγκαταλείπεται από τον Ιάσονα, ο οποίος σκοπεύ­ει να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, τη Γλαύκη.

Στον πρόλογο, μια γριά υπηρέτρια, η τροφός της Μήδειας, εκθέτει την υπόθεση του δράματος: Η Μήδεια, στην απελπισία της, κλαίει και χτυπιέται, στη συνέχεια βυθίζεται σε μια διαρκή και πεισματική σιγή. Αρνείται να δει τα παιδιά της. Η υπηρέ­τρια, επειδή ξέρει τον χαρακτήρα της, καταλαμβάνεται από τρό­μο μήπως η Μήδεια κάνει κάποιο μεγάλο κακό. Ύστερα, είναι πια γνωστό πως οι σχέσεις του ζευγαριού έχουν διαταραχθεί* και η τροφός συμπληρώνει: «Ήττερ μεγ ίστη γ ίγνετα ι σω τη ­ρία/ όταν γυνή προς avhpa μή δ ιχ ο σ τα τή » (14-15). [Και τότε βέβαια υπάρχει η πιο μεγάλη για το σπίτι ασφάλεια όταν η γυ­ναίκα έχει την ίδια γνώμη με τον άνδρα]. Γεγονός όμως που δεν συμβαίνει με το άλλοτε αρμονικό ζευγάρι.

Page 23: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΜΗΔΕΙΑ

Όταν εμφανίζεται ένας γέροντας δούλος μαζί με τα παιδιά της Μήδειας, που ο βασιλιάς της Κορίνθου Κρέοντας τα εξόρισε από την πόλη, η τροφός τον εξορκίζει να μη τα παρουσιάσει στη μάνα τους, γιατί φοβάται μήπως διαπράξει αυτή κανένα κακό.

Το ανάκτορο αντηχεί από τις κραυγές της εγκαταλειμμένης συζύγου, ενώ οι θρήνοι της τροφού εναλλάσσονται μ’ εκείνους του χορού των γυναικών της Κορίνθου.

Με την προτροπή του Χορού, η Μήδεια βγαίνει έξω και ξε- σπάει ο θρήνος της για τη φρικτή της μοίρα, που είναι κοινή μοίρα όλων των γυναικών: «Τυναΐκβς Ιομεν άθλ ιώ τατον φυ- τ ο ν » (231). [Οι γυναίκες είμαστε οι πιο δυστυχισμένες]. Ας ση­μειωθεί εδώ ότι στην αρχαία Αθήνα δικαίωμα διαζυγίου είχε μό­νο ο άντρας.

Η γυναίκα, λέει η Μήδεια, σε όλα τα άλλα φοβάται, μα όταν της πάρουν τον άντρα δεν υπάρχει ψυχή πιο αιμοβόρα. «"Οταν δ’ Ις evvrjv ήδικημένη κυρή,/ ονκ ί,στιν άλλη φρην μ ια ιφ ονω - τβρα» (265-266).

Δίχως, γονείς, δίχως φίλους, δίχως πατρίδα, αποφασίζει να καταστρέψει τον άντρα που αγάπησε και που για χάρη του είχε διαπράξει ακόμη και εγκλήματα. Φτάνει ο Κρέοντας και δια- τάσσει τη μάγισσα να φύγει αμέσως από την πόλη με τα παιδιά της. Η Μήδεια τον προκαλεί, αλλά μάταια: «Δεδοικά σ’ — ovhev bet παραμπ ίσχε ιν λόγους— μή μ ο ί τ ι δράσης τταιδ’ άνήκεστον κακον (282-283). [Σε φοβάμαι -της λέει ο Κρέοντας- δεν πρέπει να μιλάω σκεπαστά, μην κάνεις της κόρης μου κανένα αγιάτρευ­το κακό]. Η γλώσσα σου είναι γλυκιά στην ακοή, συνεχίζει* μα φοβάμαι πως στο βάθος της ψυχής σου μελετάς το κακό και γ ι’ αυτό λιγοστεύει η εμπιστοσύνη μου.

Τελικά, ο Κρέοντας υποχωρεί και παρατείνει για μια μέρα την παραμονή της Μήδειας, αν και συναισθάνεται ότι η απόφα­σή του είναι μοιραία.

Η Μήδεια ξεσπάει σε κατάρες κατά της Γλαύκης και του άπι­στου Ιάσονα κι εκθέτει διάφορα σχέδια εκδίκησης. Ξαφνικά

Page 24: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

όμως, εμφανίζεται ο Ιάσονας κι έτσι βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλον. Εκείνος ήρθε να δικαιολογηθεί στη γυναίκα που πρόδωσε. Η σύγκρουση είναι τρομερή. Είναι σύγκρουση του σφοδρού πάθους αυτής της γυναίκας, η οποία έχασε τα πάντα, ενώ διέπραξε και εγκλήματα γ ι’ αυτόν τον άντρα, και της αναι­σχυντίας του μικρού αυτού ανθρώπου, που ήθελε να την πείσει ότι ο νέος του γάμος θα είναι ευεργετικός για τα παιδιά τους και για την ίδια. Αντί άλλης απάντησης, η Μήδεια του λέει: «Α λλ’ 'ή μεγ ίστη τών εν άνθρώποις νόσων/ πασώ ν , άνα ίδε ι'» (471- 472). [Αναίδεια είν’ αυτό, η πιο μεγάλη αρρώστια μέσα στην αν­θρωπότητα].

Και πιο κάτω, απευθυνόμενη στον πατέρα των θεών, λέει: «Ώ Zeu, τ ί δή χρυσον μεν ος κίβδηλος ή τεκμήρι άνθρώποισιν ώ πασας σαφή , / άνδρών δ’ δτω χρή τον κακόν διειδέναιJ ονδεις χαρακτήρ έμπέφνκε σώ ματά » (516-519) [Ω Δία, γιατί για το ψεύτικο χρυσάφι καθαρά γνωρίσματα έδωσες στους ανθρώπους, για να καταλαβαίνουν όμως τον κακό τον άνθρωπο, κανένα ση­μάδι δεν είναι βαλμένο στο κορμί του;]

Και ο Χορός συμπεραίνει: «Δεινή τις οργή και δυσίατος πέ- λει, / όταν φ ίλοι φ ίλο ισ ι συμβάλω σ ερ ιν» (520-521). [Πολύ φο­βερή κι αγιάτρευτη είν’ η οργή όταν πέφτουν σ’ αμάχη δικοί με δικούς].

Στη σκηνή εμφανίζεται ο Αιγέας, βασιλιάς της Αθήνας. Ε­πιστρέφει από τους Δελφούς, όπου είχε πάει για να συμβουλευ­τεί τον Απόλλωνα γιατί δεν αποχτούσε απογόνους. Η Μήδεια του ζητάει να τη δεχτεί στην Αθήνα και, σ’ αντάλλαγμα, του υ­πόσχεται ότι θα τον βοηθήσει ν’ αποχτήσει παιδιά. Με εξα­σφαλισμένο καταφύγιο, μελετάει την εκδίκησή της. Θα στείλει στη Γλαύκη -την αντίζηλό της- ένα πέπλο και ένα χρυσό διάδη­μα δηλητηριασμένα. Η νέα θα πεθάνει αμέσως καθώς καί όποι­ος αγγίξει τα δώρα της. Μετά, θα σφάξει τα παιδιά της, για να προκαλέσει όσο το δυνατόν φοβερότερο πόνο στον άπιστο σύζυ- γο.

Page 25: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΜΗΔΕΙΑ

Υποκρίνεται τώρα πως μετανιώνει και παρακαλεί τον Ιάσονα να μεσολαβήσει στον Κρέοντα να δεχτεί να μείνουν τα παιδιά τους στην Κόρινθο. Έρχονται τα παιδιά και η μάνα τους ξεσπά- ει σε κλάματα. Γρήγορα όμως συνέρχεται και εμπιστεύεται στα παιδιά της το πέπλο και το διάδημα, τα προορισμένα για τη Γλαύκη. Ο Χορός με τις θρηνωδίες του αφήνει να προβλεφθεί η επικείμενη συμφορά. Εκείνη δε, αυτοχαρακτηρίζεται: «βαρεΐαν έχθροΐς καί φ ίλοιοίν ευμενή'» (809). [Σκληρή για τους εχθρούς μου, γλυκιά για όσους αγαπώ].

Στη σκηνή εμφανίζονται τα δύο αγόρια μαζί με τον παιδαγω­γό τους, ο οποίος λέει ότι η Γλαύκη ευχαρίστως δέχτηκε τα δώ­ρα. Προς μεγάλη κατάπληξη του Χορού, η μάγισσα εξακολουθεί τον θρήνο της. Διώχνει τον γέρο παιδαγωγό και, καθώς σκέφτε­ται το έγκλημα που είν’ έτοιμη να διαπράξει, με σπαρακτικό μονόλογο περιγράφει το μαρτύριο της ψυχής της, που διχάζεται ανάμεσα σε μια ολέθρια απόφαση και στην αγάπη της για τα παιδιά της.

Τα αγκαλιάζει τρυφερά κι έπειτα τ ’ απομακρύνει, αλλά και πάλι τα καλεί κοντά της. Τέλος, το πάθος υπερισχύει: «θυμός δε κρείσσων τών έμών βουλευμάτων./ δσπερ μεγίστων α ϊτως κακών β ροτο ΐς» (1079-1080). [Μα νικάει το λογισμό μου ο θυ­μός, που απ’ αυτόν γίνονται τα πιο μεγάλα κακά στους ανθρώ­πους].

Αλλά νά* ένας υπηρέτης της αναγγέλλει ότι η Γλαύκη και ο πατέρας της πέθαναν: η νέα, όταν φόρεσε το δηλητηριασμένο πέπλο, και ο Κρέοντας, όταν αγκάλιασε τη νεκρή.

Η Μήδεια, απωθώντας τα μητρικά της αισθήματα, προχωρεί στην πιο ολέθρια πράξη της. Μπαίνει στο ανάκτορο και, μετά από λίγο, οι θρηνωδίες του Χορού καλύπτονται από τις κραυγές φρίκης των παιδιών. Φτάνει ο Ιάσονας, αλλά είναι πολύ αργά. Ορμάει στην πόρτα του ανακτόρου, προσπαθεί να την παραβιά­σει, ξαφνικά όμως σταματάει μπροστά σ’ ένα απροσδόκητα θαυμαστό όραμα: Βλέπει τη Μήδεια πάνω στη στέγη του

Page 26: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

ανακτόρου, καθισμένη μέσα σ’ ένα άρμα που το κυλούν φτερωτοί δράκοντες. Κοντά της έχει και τα δυο νεκρά παιδιά της. Τούτο το άρμα, λέει, της το έστειλε ο πρόγονός της Ήλιος.

Ο Ιάσονας, με μεγάλη συντριβή, την αποκαλεί τέρας και εκεί­νη του απαντά ότι αυτός είναι ο αίτιος της δυστυχίας. Το δράμα τελειώνει με μια προσευχή του Ιάσονα στους θεούς, από τους ο­ποίους ζητάει για τελευταία φορά να εκδικηθούν.

Η Μήδεια, από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του Ευριπίδη, χρωστάει τη νεότητά της στην επιβλητική μορφή της ηρωίδας.

Στην τραγωδία αυτή, ο ποιητής αποτύπωσε τη μανία και την αγριότητα στην οποία παραφέρει τη γυναίκα η προδοσία του άντρα.

Page 27: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Η ρακλειδαι

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΑΥΤΗ του Ευριπίδη διδάχτηκε γύρω στο 427 π.Χ., όταν ήδη είχαν συμπληρωθεί περίπου τέσσερα χρόνια από την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου. Εδώ, ο ποιητής ανα­πτύσσει τον προβληματισμό του γύρω από σημαντικά ηθικά θέ­ματα, που προέκυψαν από την εμπειρία του πολέμου.

Συνοπτικά η υπόθεση του έργου έχει ως εξής: Τα παιδιά του Ηρακλή -οι Ηρακλείδες, όπως είναι και ο τίτλος του έργου-, κα- ταδιωκόμενα από τον Ευρυσθέα, φτάνουν, μαζί με τον Ιόλαο, πι­στό σύντροφο του πατέρα τους, στον Μαραθώνα και προσπέφτουν ικέτες στον βωμό του Δία. Ο βασιλιάς της Αττικής, Δημοφώ- ντας, τους υπόσχεται βοήθεια και διώχνει τον κήρυκα του Ευρυ­σθέα, που έρχεται να πάρει τους Ηρακλείδες με τη βία. Αποφασί­ζει μάλιστα να τους προστατέψει με τον στρατό του, αλλά, για να κερδηθεί η νίκη, λένε οι χρησμοί, χρειάζεται εκούσια ανθρωποθυ­σία. Προσφέρεται γ ι’ αυτόν το σκοπό η κόρη του Ηρακλή, Μακα- ρία, προκειμένου να σωθούν τ αδέρφια της. Νίκη σημειώνει ο στρατός του Δημοφώντα, στον οποίο συμμετέχει και ο γιος του Ηρακλή, 'Υλλος, κατά του στρατού των Αργείων με τον Ευρυ­σθέα. Ο Ιόλαος, με θαύμα, γίνεται νέος. Ο Ευρυσθέας συλλαμβά- νεται αιχμάλωτος και θανατώνεται με διαταγή της Αλκμήνης.

Η σκηνή αναπαριστά περιοχή του Μαραθώνα, όπου ο ναός του Δία και ο βωμός του, μπροστά στον οποίο ο Ιόλαος, πιστός σύ­ντροφος του Ηρακλή, μαζί με τα παιδιά του τελευταίου, έχουν προσπέσει ικέτες.

Πρόσωπα του δράματος είναι ο γέροντας Ιόλαος, ο κήρυκας του Ευρυσθέα, ο Χορός, αποτελούμενος από γέροντες του Μαρα­

Page 28: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

θώνα, ο Δημοφώντας, βασιλιάς της Αττικής, γιος του Θησέα, η Μακαρία Παρθένος, κόρη του Ηρακλή, ο υπηρέτης της Αλκμή­νης, η Αλκμήνη, μητέρα του Ηρακλή, και ο Ευρυσθέας, βασι­λιάς του Άργους.

Ο Ευρυσθέας θέλησε να εξοντώσει τα παιδιά του Ηρακλή, που, σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, είναι γύρω στα εβδομή­ντα, τα περισσότερα αγόρια, ώστε να μη μπορέσουν, όταν θα με­γαλώσουν, να πάρουν εκδίκηση για τον πατέρα τους.

Προστατευόμενα και καθοδηγούμενα από τον Ιόλαο, τακτικό ακόλουθο του πατέρα τους, τα παιδιά ζητούν απελπισμένα κατα­φύγιο σε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλεις, γιατί ο Ευρυσθέας απειλεί με πόλεμο κάθε πόλη που θα ήθελε να τα φιλοξενήσει. Περιπλανώμενοι οι Ηρακλείδες, φτάνουν και στον Μαραθώνα, ενώ ο μεγάλος αδερφός, ο 'Υλλος, πηγαίνει σε αναζήτηση στρα­τιωτικής βοήθειας. Στο ιερό δάσος του Δία, κοντά στο βωμό του θεού, σταματούν έχοντας -καθώς λέει ο Ιόλαος στον πρόλογό του- πίστη στη δύναμη των Αθηνών και στους ανθρωπιστικούς και φιλελεύθερους νόμους τους. Φαίνεται όμως πως η μικρή ομά­δα των φυγάδων δεν γαληνεύει ούτ’ εδώ, γιατί φτάνει αγγελία - φόρος του Ευρυσθέα, που διατάσσει τον Ιόλαο να τον ακολουθήσει μαζί με τα παιδιά του Ηρακλή. Ο γέρος Ιόλαος ζητάει βοήθεια, καταγγέλλοντας ταυτόχρονα ότι ασκείται βία στους φυγάδες και ότι έτσι βεβηλώνεται ο βωμός του Δία. Στις κραυγές του προ­στρέχουν οι κάτοικοι του τόπου, οι οποίοι και συγκροτούν τον Χορό, και αφού ενημερώνονται από τον Ιόλαο, τάσσονται υπέρ των ικετών. Λένε στον κήρυκα των Αργείων: «Είκός θεών ίκτήρας αίδεΐσθαι, ζενε,/ και μή β ια ίω χερί δαιμόνων! άπολεί- ττειν εδη'/ πότν ια γάρ Δίκα τάδ’ ον ττείσεται» (101-104). [Ω ξέ­νε, τους ικέτες των θεών πρέπει να σέβεσαι, κι από τους βωμούς τους με χέρι ανόσιο μην τους σέρνεις’ η Δίκη η σεβαστή δεν θα το στέρξει].

Του συνιστούν λοιπόν να προσέξει και να μην ασκήσει βία στους ικέτες. Δεν αρκείται όμως ο Χορός μόνο σ’ αυτό. Τπενθυ-

Page 29: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΗΡΑΚΛΕΙΔΑΙ 33

μίζει και το καθήκον της πόλης: « νΑθεον ικεσίαν! μεθεΐναι πό - λει ξένων π ροστροπάν» (107-108). [Είναι μεγάλη ασέβεια για την πόλη να παρατήσει ικέτες ξένους που έχουν προσπέσει στους βο μούς της].

Φτάνει ο βασιλιάς της Αθήνας, ο Δημοφώντας, γιος του Θη­σέα, ο οποίος έχει ακούσει όλο τον θόρυβο που έχει δημιουργηθεί. Μπροστά του διαπληκτίζεται ο απεσταλμένος του Ευρυσθέα με τον Ιόλαο. Ο πρώτος προβάλλει την αδιαμφισβήτητη εξουσία του κυρίου του και ο δεύτερος επικαλείται το ιερό δικαίωμα των ικετών και τη μεγάλη δύναμη των Αθηνών, που δεν μπορούν να ανέχονται απειλές. Ο Δημοφώντας εκπλήσσεται με το θράσος του Αργείτη κήρυκα: «Κ α ι μην στολήν y 'Έλληνα κα ί ’ρυθμόν πέπλων/ εχει, τα. δ’ έργα βαρβάρου χερός τά δε» (130-131). [Ελληνικό φοράει χιτώνα, ωστόσο τα έργα του είναι βάρβαρα], λέει, απευθυνόμενος στον χορό ο βασιλιάς. Για λόγους θρησκευ­τικής ευλάβειας αλλά και εθνικής περηφάνιας, ο Δημοφώντας τάσσεται υπέρ των φυγάδο>ν και δικαιολογείται: « Ά π α σ ι κοινόν ’ρϋμα δα ιμόνω ν έδ ρ α » (260). [Τόπος των θεών τους πάντες προστατεύει]. Δεν θέλει τον πόλεμο αλλά και δεν τον φοβάται. Δκοχνει οργισμένος τον κήρυκα: «Φθείρου» (284). [Γκρεμίσου]. Εκείνος φεύγει με απειλές. Ο Χορός υμνεί τους ισχύοντες νό­μους της χώρας του κι επικροτεί τη στάση του βασιλιά του: «Ά εί 7ΓΟ0’ ήδε γα ΐα το ΐς άμηχάι;οις/ συν τω δικα ίω βούλετα ι προσω φ ελέ ίν» (329-330). [Ετούτη η χώρα τους κυνηγημένους πάντοτε πεθυμάει να τους συντρέχει σύμφωνα με το δίκιο]. Και λίγο παρακάτω: «Ε ίρήνη μέν έμοίγ άρέ/ σκει’ σύ δ\ ώ κακό- φρων άναξ/ λέγω , εί πόλιν ήξεις, ουχ οΰτως ά δοκεΐς κυρή/ σε ις» (371-374). [Βέβαια μ’ αρέσει νά ’χω Ειρήνη* όμως σου λέω, κακόγνωμε αρχηγέ, πως αν ερθείς στη χώρα μου, όσα έχεις στο νου σου, δεν θα τα πετύχεις]. Και ο Ιόλαος συμπληρώνει: « ’Αλλά τω ν φρονημάτων/ ό Ζευς κολαστης τω ν άγαν ύπερ- φ ρόνω ν» (387-388). [Όμως ο Δίας τις φουσκωμένες γνώμες τ ι­μωρεί εκείνων που πολύ καυχώνται].

3 - Οι Thf-i.; ιif-γάλοι τοογικοι

Page 30: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τα γεγονότα εξελίσσονται γοργά* η στάση της Αθήνας υπο­χρεώνει τον Ευρυσθέα να φέρει τον στρατό του στα σύνορα. Στο μεταξύ, ένα νέο αξεπέραστο εμπόδιο φαίνεται να προβάλλει, αποκλείοντας τη διεξαγωγή του πολέμου. Το αναγγέλλει ο ίδιος ο βασιλιάς ακούγοντας από τους μάντεις ότι οι θεοί δεν θα ευ­νοήσουν τον πόλεμο, παρά μόνο αν προσφερθεί θυσία στην Κόρη (Περσεφόνη), θυγατέρα της Δήμητρας, μια νέα, ευγενούς κατα­γωγής: ΔΗΜΟΦΩΝ: «Σ φ άξα ι κελενουσίν με παρθένον Κόρη/ Δήμητρος, ή η ς έστίν πατρός εύγενοϋς» (408-409). Εννοείται ότι ο βασιλιάς δεν θέλει να θυσιάσει μια από τις θυγατέρες του και δεν μπορεί να επιβάλει τη θυσία αυτή σε κανένα πολίτη του. Έδειξε την καλή του θέληση, αλλά οφείλει να υποχωρήσει μπρο­στά στην εχθρότητα των θεών. Η κατάσταση σώζεται χάρη στον ηρωισμό της νεότατης κόρης του Ηρακλή, της Μακαρίας. Από το εσωτερικό του βωμού, όπου έχει καταφύγει μαζί με την υπέργηρη μητέρα του Ηρακλή, την Αλκμήνη, άκουσε τις φωνές του Ιόλαου και ήρθε για να μάθει τί συνέβαινε. Με ταπεινότητα παίρνει τον λόγο: «ΤυναικΙ γάρ σιγή τε καί τό σωφρονεΐν/ κάλ- λ ιστον , εϊσω δ’ ήσυχον μένειν δόμων» (476-477). [Γιατί ’ναι στη γυναίκα το πιο λαμπρό στολίδι η φρονιμάδα κι η σιωπή, και πρέπει μες στο σπίτι να κάθεται ήσυχη]. Πληροφορείται όσα συμβαίνουν και προσφέρεται να θυσιαστεί για τη σωτηρία όλων: «εύρημα γάρ το ι μή φ ιλοφυγονσ εγώ/ κάΧΚιστον ηΰρηκ\ εύκλεώς λιπε ΐν β ίο ν » (533-534). [Γιατί βρήκα την πιο μεγάλη δόξα, τη ζωή μου καταφρονώντας, να πεθάνω τιμημένα].

Οπωσδήποτε, η Μακαρία δεν θα επιζούσε μετά τη βέβαιη νίκη του Ευρυσθέα, αλλά και αν σωζόταν δεν θα δεχόταν να ζή- σει μετά τον θάνατο των αδερφών της και των ευεργετών της. Καλύτερα ένας θάνατος θεληματικός παρά ένα άδοξο τέλος ή μια άθλια ζωή. Δεν δέχεται να μπει σε κλήρο με τις άλλες αδερφές της και σ’ όποια τύχει να θυσιαστεί, παρά: « προθύμω ς, τήν έμήν φνχήν εγώ/ διδω/χ’ έκοϋσα τοϊσδ\ άναγκασθεΐσα δ’ ου» (550-551). [Προθύμως κι όχι αθέλητα προσφέρω για τούτους τη

Page 31: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΗΡΑΚΛΕΙΔΑΙ

ζωή μου δίχως κανείς να μ’ αναγκάσει]. Ο βασιλιάς επαινεί: « τλημ ονεσ τά τη ν δε σε / πασώ ν γυνα ικών είδον όφθαλμοΐς εγώ » (570-571). [Δεν αντίκρισα ποτέ μου γυναίκα πιο γενναιό­καρδη από σένα].

Μέσα σε γενική θλίψη, η νέα κατευθύνεται στο πεπρωμένο της, αφού ζητάει -μοναδική έκφραση του πόνου της μπροστά στη θυσία της- να της αποδοθούν επικήδειες τιμές και να δια­τηρηθεί η μνήμη της. Ήδη η τύχη εχει μεταστραφεί υπέρ των Ηρακλειδών.

Στο δεύτερο μέρος του δράματος, εμφανίζεται πρώτα ένας υπηρέτης ο οποίος κάνει γνωστό στον Ιόλαο και την Αλκμήνη ότι ο 'Υλλος, ο μεγαλύτερος γιος του Ηρακλή, συγκέντρωσε στρατό και μάχεται στο πλευρό των Αθηναίων κατά των στρα­τευμάτων του Ευρυσθέα. Ψυχωμένος σε μια νέα πίστη για τη νίκη, ο γηρασμένος και κλονισμένος από τους κόπους Ιόλαος ζη­τάει να του φέρουν τα όπλα του και, αδιαφορώντας για τις κά­πως ειρωνικές προειδοποιήσεις του υπηρέτη, παρακαλεί να τον οδηγήσουν στο πεδίο της μάχης.

Μετά από ένα άσμα του Χορού, που εύχεται τον θρίαμβο των υπερασπιστών των καταδιωκομένων, ο υπηρέτης παρουσιάζεται και πάλι αναγγέλλοντας στην Αλκμήνη τη νίκη του 'Υλλου και των Αθηναίων. Ο Ευρυσθέας, πάνω που βρίσκει διέξοδο να γλι­τώσει, συναντιέται με τον Ιόλαο, ο οποίος, χάρη σε ένα θείο θαύ­μα, ξαναβρίσκει προς στιγμήν τη νεανική του δύναμη. ΥΠΗΡΕ­ΤΗΣ: «Ν<εο9 μεθέστηκ εκ γέροντος αύθνς α ΰ » (796). [Ξανά- γινε από γέρος πάλι νέος]. Πιάνει τον Ευρυσθέα και τον οδηγεί δε­μένο στην Αλκμήνη, για ν’ αποφασίσει η ίδια για τη μοίρα του. Εκείνη, όταν της τον φέρνουν, καίγεται από τη δίψα της εκδίκη ­σης. ΑΛΚΜΗΝΗ: «χρή ν γάρ ούχ άπαξ/ θνι)σκειν σε πολλά π ήμ α τ έξε ιργασμενον» (959-960). [Δεν αξίζει μονάχα μια φορο να σε σκοτώσουν, αφού έχεις φέρει τόσες δυστυχίες]. Διατάζε· να τον θανατώσουν, παρά την ύπαρξη Αθηναϊκού νόμου -όπου: υπενθύμισε ο αγγελιαφόρος-, ο οποίος απαγόρευε τον φόνο κάΟ:

Page 32: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

εχθρού που αιχμαλωτίζεται στο πεδίο της μάχης, αλλά και τη δολοφονία του στην εξέλιξή της. Ο Ευρυσθέας προσπαθεί να υ­περασπιστεί τον εαυτό του, αλλά η Αλκμήνη είναι αδυσώπητη: «κομ ίζετ αυτόν, δμώες' είτα χρη κυσίν / δούναι κτ αν ό ν τα ς» (1050). [ΓΙάρτε τον σκλάβοι* σκοτώστε τον και ρίξτε τον κατό­πιν στους σκύλους].

Προτού οδηγηθεί στον τόπο του θανάτου του, ο Ευρυσθέας προφητεύει ότι οι Ηρακλείδες θα γίνουν εχθροί των Αθηναίων και θα εισβάλουν στην Αθήνα Οτρόδηλος υπαινιγμός για τον Πε- λοποννησιακό πόλεμο) και ότι ο δικός του τάφος θα προστατεύει την αθηναϊκή γη.

Η τραγούδια αυτή ανήκει στα μικρότερα έργα του Ευριπίδη και γράφτηκε λαμβάνοντας υπόψη την τοπική παράδοση που ανα- φερόταν στην αυτοθυσία της νεαρής Μακαρίας.

Page 33: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ιππόλυτό?\

Ιίΐ/ΕΜΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΑΥΤΗΣ, η οποία διδάχτηκε το 428 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια, είναι ο ένοχος έρωτας που ενέπνευσε στη μητριά του, Φαίδρα, ο Ιππόλυτος, γιος του Θησέα και της Αμα­ζόνας Αντιόπης, τον οποίο ο νέος αποκρούει. Εκείνος λατρεύει την Αρτεμη όχι τη θεά Αφροδίτη, και αρέσκεται να περνά την τραχιά ζωή του κυνηγού μέσα στα δάση. Ο Ιππόλυτος θα τιμοο- ρηθεί από τη θέα του Έρωτα. Αυτό θέλει το πεπρο:>μένο του.

Ο Ιππόλυτος ονομάζεται και «στεφανηφόρος», από το στεφά­νι που προσφέρει ο νέος στην Αρτεμη, τη θεά της παρθενικής αγνότητας. Αυτή όμοος η αφοσίωση προς την Αρτεμη διεγείρει την οργή της Αφροδίτης, η οποία, για την καταστροφή του αγνού νέου, εμπνέει στη μητριά του Φαίδρα ανόσιο έρωτα γ ι’ αυτόν.

Το μοιραίο πάθος της Φαίδρας, της δυστυχισμένης αυτής βα­σίλισσας, ο βαθύς και αληθινός πόνος της, η τόσο ελκυστική θη­λυκότητα της έχουν εμπνεύσει τους δραματικούς συγγραφείς όλων των εποχο)ν. Πρώτος ο Σοφοκλής της αφιέρο>σε μια τραγωδία, η οποία όμως δεν διασώθηκε. Ακολούθησε ο Ευριπίδης, πρώτα με την τραγωδία Ιππόλυτος καλυπτόμενος, που δεν διασώθηκε, για να παρουσιάσει τελικά ο ίδιος πάλι τούτη την περίφημη τρα­γωδία, που ενέπνευσε πολλούς Ευρο παίους θεατρικούς συγγρα­φείς και μουσουργούς, όπως τον Ρακίνα με τη Φαίδρα και τον Γκλούκ με το μελόδραμα Φαίδρα.

Η σκηνή λαμβάνει χώρα στο βασιλικό παλάτι στην Τροιζήνα. Τα πρόσωπα του δράματος είναι η Αφροδίτη, ο Ιππόλυτος, ο Χορός, αποτελούμενος από γυναίκες της Τροιζήνας, η Τροφός, η Φαίδρα, ο Θησέας, ο Αγγελιαφόρος και η Αρτεμη.

Page 34: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Στον πρόλογο, η θεά του έρωτα, Αφροδίτη, εκφράζει την ορ- γή της για το βασιλόπουλο που, μόνο αυτό απ’ όλους τους αν­θρώπους, τόλμησε να μην αναγνωρίσει την παντοδυναμία της. Αλλού βρίσκει τη χαρά του: στην προσήλωση στη θεά της παρ­θενίας, την Αρτεμη, και στο κυνήγι μαζί της μέσα στα σκιερά δάση. Έτσι, η ζηλοτυπία -κι ας το αρνείται η πληγωμένη στον εγωισμό της θεά- της έχει μπήξει τα νύχια στην καρδιά. Θα εκδικηθεί!

Επί το έργον λοιπόν, η δολοπλόκος, όπως την αποκαλεί η Σαπφώ, θεά. Προκαλεί τον έρωτα στη Φαίδρα, κόρη του Μίνωα και τώρα σύζυγο του Θησέα, έναν παράφορο έρωτα για τον πρό­γονό της, και η θεά θα φροντίσει ώστε ο Θησέας να μάθει τι συμβαίνει. Τότε θα καταραστεί τον γιο του και η κατάρα αυτή θα τον οδηγήσει στον θάνατο. Παρότι στη δράση πρωταγωνι­στής είναι ο Ιππόλυτος, ψυχολογικά το ενδιαφέρον του ποιητή είναι συγκεντρωμένο στη Φαίδρα, που είναι θύμα κι αυτή, ακό­μη τραγικότερο, της Αφροδίτης.

Όμως ο Ιππόλυτος είναι υπερβολικά περιφρονητικός προς την Αφροδίτη. Ενώ δείχνει να σέβεται όλους τους άλλους θεούς, για κείνη, λέει: « ΤΙρόσωθεν αυτήν αγνός ών ά σπ ά ζομ α ι» (102). [Είμαι άσπιλος, εγώ, τη χαιρετώ από μακριά]. Ο δε υπη­ρέτης του προσπαθεί να τον καλύψει λέγοντας ότι δεν πρέπει να μιμούμαστε τα παιδιά ή, όπως έλεγε ο Θέογνις: «Έ πίκονφίζβί νόον άνδρός , πολλών δ’ έζαίρει θυμόν ές ά μ π λα κ ίη ν » (629- 630). [Κάνει αλαφρόμυαλο τον άνθρωπο και πολλών την ψυχή την παρασύρει σε σφάλματα (ενν. η νεότητα)].

Μετά τον αρχικό μονόλογο της θεάς και τον ολιγόλογο διάλο­γο του Ιππόλυτου με τον υπηρέτη του, εμφανίζεται ο Χορός, ο οποίος έχει πληροφορηθεί ότι η βασίλισσα Φαίδρα έχει προσβλη­θεί από μυστηριώδη ασθένεια και ότι εδώ και τρεις μέρες είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι και δεν δέχεται ούτε καν να φάει. Ο Χορός απευθύνει γ ι’ αυτήν μια προσευχή στην Αρτεμη. Τότε βγαίνει από το ανάκτορο η ίδια η Φαίδρα. Τη στηρίζουν οι θερα­

Page 35: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ

παινίδες της και συνοδεύεται από τη γριά τροφό της. Η Φαίδρα λέει παράξενα πράγματα. Ονειρεύεται δροσερές πηγές και λιβά­δια. Θα ήθελε μέσ’ απ’ τα βουνά και τα δάση να πάει για κυνή­γι και παρακαλεί την Αρτεμη, τη θεά των δασών και των άγριων ζώων, τη θεά του Ιππόλυτου. Η τροφός της, παρακολουθώντας την, εκφράζει γενικότερες απόψεις: «Πας* δ’ οδυνηρός β ίος ανθρώπων,/ κούκ ε σ π πόνων ά νά π α νσ ις» (189-190). [Γεμάτη πίκρες είναι όλη η ανθρώπινη ζωή, δεν σταματούν τα βάσανα]. Όμως, συνεχίζει η τροφός, είναι μεγάλος ο καημός μας για τού­τη τη ζωή, γιατί αυτή μονάχα αναδίδει λάμψη εδώ στη γη. Δεν δοκιμάσαμε άλλη ζωή και δεν κατέχουμε τί είναι κάτω από τη γη. Και, καταλήγει: «μνθο ις δ’ άλλα)? φ ερόμεσθα» (196). [Έτσι με παραμυθόλογα περνούμε]. Εδώ, ο Ευριπίδης, ορθολογι- στής, δεν πιστεύει σε μεταθανάτια ζωή, αντίθετα με τους Ορφι­κούς, με τα Πυθαγόρεια διαδάγματα και την Πλατωνική φιλο­σοφία. Κάπου λέει: « Κ ατθανώ ν δε πας άνήρ γη κα ί σ κ ιά » , απόσπ. 536.

Η Φαίδρα συνέρχεται και αρχικά αρνείται να απαντήσει στις αγωνιώδεις ερωτήσεις της τροφού της, η οποία την εξορκίζει να μιλήσει, για τη σωτηρία του εαυτού της και των παιδιών της. Στην επιμονή της γριάς τροφού, εκείνη τελικά υποκύπτει -πε­ρισσότερο στο μαρτύριο που υπομένει- και εκμυστηρεύεται το μυστικό της: Αγαπάει! Προσποιείται ότι είναι βέβαιη πως το μυ­στικό της ανακαλύφθηκε από άλλους και ότι δεν το αποκάλυψε η ίδια, μαρτυρεί το αντικείμενο του έρωτά της. Είναι ο Ιππόλυτος. Κραυγές τρόμου και φρίκης της τροφού και του Χορού υποδέχο­νται τούτη την εξομολόγηση. Μόλις συνέρχεται η Φαίδρα από την έκπληξη, δηλώνει πως είναι επαίσχυντος ο έρωτάς της και για τούτο είναι αποφασισμένη να μη νικηθεί απ’ αυτόν.

Η τροφός επιδοκιμάζει: «κ ά ν βροτο ϊς / α ί δεύτερα ί πως φροντίδες σοφ ώ τερα ι» (435-436). [Οι δεύτεροι στοχασμοί των θνητών, όπως να το πεις, είναι σοφότεροι από τους πρώτους].

Αφού δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στον βίαιο αυτό έρωτα, θα πε-

Page 36: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

θάνει για να μην κηλιδώσει την τιμή του σπιτιού της και των παιδιών της. Η γριά τροφός, όσο μιλάει η Φαίδρα, έχει αλλάξει σιγά σιγά γνώμη. Δεν θέλει ν’ ακούσει πάλι για θάνατο. Το μό­νο που την ενδιαφέρει είναι να αποφευχθεί η ατίμωση. Και αυτό είναι εφικτό, αρκεί να διαφυλαχτεί το μυστικό. Η Φαίδρα παρα­μένει ανένδοτη. Όταν όμως η γριά της μιλάει για κάποιο φίλτρο που κατέχει και το οποίο θα γιατρέψει χωρίς ντροπή και βλάβη το πάθος της, συγκατατίθεται. Ζητάει διευκρινίσεις και φοβά­ται μήπως η τροφός φανερώσει το μυστικό της στον Ιππόλυτο. Η γριά την καθησυχάζει και της λέει ότι θα τα βολέψει καλά, ο δε Χορός υμνεί τον έρωτα:

Έρως, Έρα>ς\ δ κα τ όμμάτων στάζεις πόθον, ε ίσάγων γλυκεία ν φυχα χάρ ιν οϋς επ ισ τρά τευση . ..

[525-527]

[Έρωτα, Έρωτα, που μέσ’ από τα μάτια όσων κατά πά­νω τους θα ορμήσεις, στάλα στάλα ρίχνεις τον πόθο στην ψυχή τους και γλυκιά εκεί τους μπάζεις ηδονή].

Σε άλλο σημείο, ο Χορός αποκαλεί τον έρωτα «τύραννον άνδρώ ν» (538) [των ανθρώπων τον αφέντη].

Η τροφός μπαίνει στο ανάκτορο για να μιλήσει στον Ιππόλυ­το. Μετά από λίγο, η Φαίδρα ακούει τις κραυγές φρίκης του νέ­ου και καταλαβαίνει ότι κακώς κοινοποιήθηκε το μυστικό της. Τώρα πια στον θάνατο θα προστεθεί και η ατίμωση. Ξαφνικά, ο Ιππόλυτος οργισμένος μπαίνει στη σκηνή. Η τροφός τον ικετεύ­ει να μην πει τίποτα, αφού άλλωστε είχε ορκιστεί.

Εκείνος της απαντάει ότι ορκίστηκε μόνο με το στόμα και όχι με την καρδιά: «Ή γλώ σσ όμώ μοχ , ή δε φρην άνώμο- τ ο ς » (612).

Στο τέλος όμως, αφού εκφωνεί δριμύ κατηγορητήριο εναντίον

Page 37: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ

όλων των γυναικών και ιδιαίτερα εναντίον της Φαίδρας, δηλώνει ότι θα σεβαστεί τον λόγο που έδωσε και δεν θα μιλήσει μπροστά στον πατέρα του. Η ντροπή και η απελπισία της Φαίδρας εκ­φράζονται από την ίδια τόσο κατά του εαυτού της όσο και κατά της τροφού. Το αποφάσισε: Θα πεθάνει! Προτού όμως συμβεί αυτό, θέλει να συντρίψει τον Ιππόλυτο, ώστε να μην υπε- ρηφανεύεται για τη δυστυχία της.

Μετά από ένα θλιβερό άσμα του Χορού, γίνεται γνωστό το τέλος της από την τροφό, που λέει ότι η Φαίδρα αυτοκτόνησε με απαγχονισμό. Εκείνη τη στιγμή, μπαίνει ο Θησέας επιστρέφο- ντας από κάποιο ταξίδι του. Πληροφορείται το συμβάν και κλαί­ει τη μοίρα του. Πλησιάζει το πτώμα της συζύγου του και βρί­σκει στο χέρι της ένα γράμμα. Περιέχει μια συκοφαντική κα­ταγγελία: Ο Ιππόλυτος τόλμησε ν’ αγγίξει τη γυναίκα του πα­τέρα του κι εκείνη πέθανε από ντροπή και απελπισία!

Ο Θησέας παρακαλεί τον Ποσειδώνα να μην επιτρέψει να δει ο γιος του το τέλος αυτής της ημέρας. Όταν φτάνει ο Ιππόλυτος και τον χαιρετάει εγκάρδια, εκείνος τον κατηγορεί ως αδιάν­τροπο υποκριτή, γιατί προκάλεσε την ατίμωση και τον θάνατο της μητριάς του. Ο Ιππόλυτος ορκίζεται ότι είναι αθώος. Πι­στός στον όρκο του, δεν αποκαλύπτει τίποτα από το μυστικό του. Του λέει ότι του είναι αφοσιωμένος περισσότερο απ’ ο,τι πρέπει. Και τότε ο Θησέας ξεσπάει: «Τους* δέ τοιούτους έγώ/ φεύγειρ προφωνώ ττάσι* θηρεύουσι γάρ/ σεμνοϊς λόγυισ ιν, α ισχρά μηχανώμενο ι» (955-957). [Το φωνάζω σ όλους. Μα­κριά από τέτοιας λογής ανθρώπους! Βγαίνουν στο κυνήγι με λό­για σεμνά, μα αυτά που μαστορεύουν είναι ατιμίες]. Του λέει να εξαφανιστεί από μπροστά του και τον διατάσσει να εγκαταλεί- ψει αμέσως την πόλη. Ο Ιππόλυτος φεύγει...

Μετά από λίγο, φτάνει ένας υπηρέτης του Ιππόλυτου και διηγείται ότι ο ΙΙοσειδώνας άκουσε την κατάρα του Θησέα. Ενώ το άρμα του Ιππόλυτου πήγαινε κατά μήκος της ακτής, απρόο­πτα ξεσπάει ένα πελώριο κύμα* απ’ αυτό βγαίνει ένας υπερφυ­

Page 38: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

σικός ταύρος, με τεράστια δύναμη: «κϋμ έξέθηκε ταύρον , άγριον τέρα ς» (1214). Τα άλογα τρομάζουν, ανατρέπουν το άρμα και συνθλίβουν τον νέο, που μονολογεί: « ώ πατρος τάΧαιν ά ρ α » (1241). [Αχ, μαύρη κατάρα του πατέρα μου!] Σε λίγο θα τον φέ­ρουν ετοιμοθάνατο μπροστά στον πατέρα του. Όμως η Αρτεμη δεν θέλει να πεθάνει ο Ιππόλυτος προτού αναγνωριστεί η αθωό- τητά του. Παρουσιάζεται η ίδια η θεά και αποκαλύπτει ό,τι πραγματικά έγινε. Όταν μπροστά στον Θησέα φέρνουν τον βα­ριά τραυματισμένο γιο του, η Αρτεμη παρηγορεί τον Ιππόλυτο: ((Η Κύπρις είναι αιτία όλων».

Η θεά φεύγει, αφού απευθύνει σ’ όλους λόγια παρηγοριάς. Ο Ιππόλυτος ξεψυχάει στην αγκαλιά του πατέρα του, ο οποίος έχει συμφιλιωθεί μαζί του.

Το έργο θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του Ευριπίδη και από τα πλέον σημαντικά της παγκόσμιας δραματικής ποίησης.

Page 39: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ανδρομάχη\

ΠίΘΑΝΟΤΕΡΟ ΕΤΟΣ συγγραφής τη ς τραγωδίας πρέπει να είναι το 423 π.Χ., στη διάρκεια του ΓΙελοποννησιακού πολέμου, κάτι που εξηγεί τον εχθρικό τόνο όλου του έργου προς τους Σπαρτιά­τες.

Η υπόθεση έχει ως εξής: Ο Νεοπτόλεμος, γιος του Αχιλλέα, πήρε, στην Τροία, την Ανδρομάχη, τη γυναίκα του Έκτορα, και απόχτησε μαζί της ένα παιδί, τον Μολοσσό.

Επειδή είχε ζητήσει από τον Δελφικό Απόλλωνα με αυστηρό­τητα δικαιοσύνη, γιατί είχε συνεργήσει στη δολοφονία του πατέ­ρα του από τον Πάρη, μετανιωμένος πήγε στους Δελφούς για εξιλέωση. Είχε όμως προηγουμένως παντρευτεί την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου, βασιλιά της Σπάρτης, και της Ελένης. Η βασιλοπούλα ζήλευε την Ανδρομάχη, επειδή η ίδια δεν είχε παιδί, και ήθελε να τη σκοτώσει, καλώντας γ ι’ αυτόν τον σκοπό και τον πατέρα της, τον Μενέλαο, από τη Σπάρτη. Η Ανδρομάχη το καταλαβαίνει, κρύβει το παιδί της σε φιλικό σπίτι και η ίδια κα­ταφεύγει στο ιερό της Θέτιδας. Οι φίλοι του Μενέλαου βρίσκουν το παιδί και εκβιαστικά παίρνουν και την ίδια την Ανδρομάχη από το ιερό, απειλώντας να σφάξουν μητέρα και παιδί. Εμποδί­ζονται όμως από τον Πηλέα, ενώ ο Μενέλαος αναχωρεί για τη Σπάρτη. Η Ερμιόνη, μετανιωμένη, πηγαίνει με τη θέλησή της μαζί με τον Ορέστη, που περνούσε από κει και ο οποίος ήθελε να δολοφονηθεί ο Νεοπτόλεμος, γεγονός που έγινε. Ο Πηλέας θρηνεί τον εγγονό του. Παρουσιάζεται η ίδια η θεά Θέτις, η οποία δίνει οδηγίες να θαφτεί ο Νεοπτόλεμος στους Δελφούς, η Ανδρομάχη να εγκατασταθεί στην Ήπειρο, με τον γιο της, τον δε Πηλέα τον έκανε αθάνατο στα νησιά των Μακάρων,

Page 40: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Η σκηνή του δράματος λαμβάνει χώρα στη Φθία της Θεσσα­λίας, μπροστά στο ναό της Θέτιδας. Δίπλα στο ναό είναι το πα­λάτι του Νεοπτόλεμου, Μπροστά, βρίσκεται ένας βωμός και το άγαλμα της θεάς. Ικέτισσα η Ανδρομάχη, η οποία, έχοντας κα- ταφύγει εκεί, αγκαλιάζει το άγαλμα. Τα πρόσωπα του δράματος είναι η Ανδρομάχη, η Θεράπαινα, ο Χορός, αποτελούμενος από γυναίκες της Φθιώτιδας, η Ερμιόνη, ο Μενέλαος, το παιδί της Ανδρομάχης, ο Γϊηλέας,, η Τροφός, ο Ορέστης, ο Αγγελιαφόρος και η θεά Θέτιδα.

Προλογίζει η Ανδρομάχη, η οποία κλαίει για το πεπρωμένο της, που της στέρησε τα πάντα, που την παρέδωσε στον γιο του εχθρού και φονιά του Έκτορα, καταλογίζοντας για φταίχτη αυτή την ίδια τη δυστυχία της. Δεν αγαπάει τον Νεοπτόλεμο. Η καρ­διά της ανήκει αποκλειστικά στον Έκτορα. Όμως ξέρει ότι, αν ο Νεοπτόλεμος ήταν παρών, δεν θα κινδύνευαν με θάνατο αυτή και το παιδί της. Γι’ αυτό, ζητάει από την υπηρέτριά της να πάει να ζητήσει τη βοήθεια του γερο-ΙΙηλέα. Εκείνη διστάζει, αλλά τελικά το αποφασίζει: «αλλ’ είμ\ έπεί το ι κού περίβλε­πτος βίος/ δούλης γυναικός, ήν τ ι και πάθω κακον» (89-90). [Θα πάω* γιατί κι αν πάθω τίποτε, καμιά αξία βέβαια δεν έχει μιας σκλάβας η ζωή!]

Μπαίνει ο Χορός, που αποτελείται, όπως είπαμε, από γυναί­κες της Φθίας, και ο οποίος εκφράζει μεν τη συμπάθειά του στην Ανδρομάχη αλλά τη συμβουλεύει να υποταχτεί στη θέληση των κυρία) ν της. Εμφανίζεται η Ερμιόνη μπροστά στο ναό της Θέτιδας. Ο ποιητής την περιγράφει ότι στερείται κάθε συναι­σθήματος ενώ, αντίθετα, εμφορείται αποκλειστικά από μια αχα­λίνωτη αλαζονεία και από την επιθυμία να ταπεινώσει και να βασανίσει τη γυναίκα που στέκεται μπροστά της και που προ­στατεύεται από την απαραβίαστη ιερότητα του ναού.

Η Ερμιόνη, τυφλωμένη από το μίσος και τη ζήλια, προσπα­θεί να βρει προσχήματα δικαιοσύνης, κατηγορώντας την Ανδρο­μάχη για βάρβαρη ανηθικότητα. Η τελευταία αμύνεται, αρχικά

Page 41: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

με γαλήνη και σταθερότητα και μετά με ζωηρότητα και πάθος. Δεν λείπει η αξιοπρέπεια από την απόκριση της Ανδρομάχης. Μαντεύει η κατατρεγμένη Τρωαδίτισσα όλο τον κίνδυνο που την απειλεί από την άδικη και αλαζονική Ερμιόνη, μα δεν θ’ αφήσει τον εαυτό της ανυπεράσπιστο. Θα της δείξει της Σπαρτιάτισ­σας πόσο άδικο έχει. Θα της υποδείξει ότι τους άντρες δεν ευ­φραίνει τόσο η ομορφιά του κορμιού της γυναίκας όσο οι ευγενι­κοί της τρόποι: «φ ίλτρον δε και τοδ’* ού το κάλλος, ώ y v v a t j άλλ’ άρεταί τέρπουοι τους ξυνευνέτας» (207-208). Αχρησιμο- ποίητο δεν άφησε η Ανδρομάχη και το τελευταίο και πικρότερο βέλος που είχε στη φαρέτρα της. Συμβουλεύει τη νεαρή θυγατέ­ρα της Ελένης να κοιτάξει να μην ακολουθεί στον πόθο της για τους άντρες τ ’ αχνάρια της μάνας της: «μ η την τεκοϋσαν τη ψ ιλανδρ ία , γύι>aij ζητεί ιταρελθε ϊν τών κακών yap μ η τ έ ­ρων/ φεύγειν τρόπους χρή τεκν\ όσοίς ενεστι νους» (229-231). [Χρυσή μου, μην κοιτάς να ξεπεράσεις τη μάνα σου στον πόθο για τους άντρες. Των κακών μανάδων τις συνήθειες πρέπει να τις αποφεύγουν οι θυγατέρες, αν είναι γυναίκες].

Φεύγει η Ερμιόνη, αφού προηγουμένως προειδοποιεί απειλη­τικά την Ανδρομάχη ότι έχει τρόπο να την αποσπάσει από το άγαλμα της θεάς. Και πράγματι, σε λίγο ο πατέρας της Ερμιό- νης, ο βασιλιάς Μενέλαος, ενδίδοντας στις παρακλήσεις της κό­ρης του, βρίσκει τον μικρό Μολοσσό και τον σέρνει μαζί του. Α­πειλεί ότι θα τον σκοτώσει αν δεν βγει η μάνα του από το ναό. Η δυστυχισμένη μητέρα προσπαθεί, αλλά μάταια, να πείσει τον Μενέλαο ότι ούτε η κόρη του ούτε αυτός θα ωφεληθούν από αυ­τό το έγκλημα. Εκείνος επανέρχεται σκληρότερος.

Ας διαλέξει η Ανδρομάχη ή τον θάνατο τον δικό της ή τον θάνατο του παιδιού της: «δυο ΐν δ’ ανάγκη θατερω λιπε ϊν β ίο ν» (383). [Ένας από τους δυο σας ανάγκη να φύγει από τη ζωή]. Η Ανδρομάχη, απελπισμένη αλλά και γεμάτη από στοργή για το παιδί της, αποτραβιέται από το άγαλμα της θεάς και παραδίνε­ται στα χέρια του εχθρού, ενώ αναφωνεί: «ο ίμο ι κακών τώνδ\

Page 42: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

ώ τά λ α ιν* έμή π α τρ ίς , / ώς* δβινά πάσχω» (394-395). [Αλίμο­νο, / με τις συμφορές μου, άμοιρη πατρίδα μου, πόσο φοβερά εί­ναι τα πάθη που τραβώ]. Κοντά στην ασπλαχνία θα εμφανιστεί και άλλο χαρακτηριστικό του Μενέλαου, η απιστία. Με διαταγή του δένουν την Ανδρομάχη πισθάγκονα και με κυνισμό ο βασι­λιάς της Σπάρτης της λέει: Σε γέλασα, θάνατος σας περιμένει κι εσένα και τον γιο σου! Κι εκείνη αγανακτισμένη. « Ω πάσ ιν άνθρώποισ ιν εχθιστοι βροτών/ Σ πάρτης ένοικοι, δόλια βου- λετήρια,/ ψευδών άνακτες , μηχανορράφο ι κακώ ν . .. » (445- 447). [Ω μισητότατοι σ’ όλους τους ανθρώπους, Σπαρτιάτες, δο­λεροί σύμβουλοι, πρώτοι στην ψευτιά, πονηροί τεχνίτες του κα­κού]. Και παρακάτω, ολοκληρώνει η Ανδρομάχη: « Ε ί δ’ εγώ πράσ σω κακώς,/ μηδέν τόδ ’ αϋχει' καί συ γάρ πράξεις ά ν » (462-463). [Κι αν τώρα δυστυχώ εγώ καθόλου μην αλαζονεύεσαι. Μπορεί να δυστυχήσεις και συ].

Η Ανδρομάχη, αλυσοδεμένη, εξαντλεί και την τελευταία της ελπίδα: Αναγκάζει το παιδί της να προσπέσει στα γόνατα του δημίου τους και να του ζητήσει ευσπλαχνία. Του κάκου όμως* εκείνος παραμένει ασυγκίνητος σαν ((θαλασσινός βράχος». Τότε εμφανίζεται απροσδόκητα ο Πηλέας. Μιλάει σαν άρχοντας και σαν δικαστής. Ζητάει εξηγήσεις από τον Μενέλαο. Εκείνος δεν κατορθώνει να δικαιολογηθεί κι έτσι ο Πηλέας ελευθερώνει την Ανδρομάχη και το παιδί. Ταυτόχρονα, ξεσπά εναντίον του Μενέ­λαου με λόγια γεμάτα πικρία και χλευασμό, που πολύ ευχάριστα θα τ ’ άκουγαν οι Αθηναίοι και οι φίλοι τους, γιατί τα λόγια του αφορούν και τους Σπαρτιάτες, τους μισητούς εχθρούς της Αθή­νας στον πόλεμο που είχε ανάψει πια για καλά όταν γραφόταν η Ανδρομάχη.

Ο Πηλέας στον Μενέλαο: «Σ υ γάρ μετ άνδρών, ώ κάκ ιστε κάκ κακών;/ ΣοΙ που μέτεστιν ώς εν άνδράσ ιν λόγου; / όστις προς άνδρός Φρυγός άπ ηλλάγης λέχος,/ άκληστ άδουλα δώμαθ’ εστ ίας λ ιπ ώ ν » (590-593). [Άντρας κι εσύ, φαυλότατε κι από φαύλων γενιά; Πού λογαριάζεσαι εσύ μέσα στους άντρες;

Page 43: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Που σε ξαλάφρωσε από τη γυναίκα σου ένας από τη Φρυγία, σαν έφυγες και άφησες το σπίτι σου ακλείδωτο και δίχως δού­λους φυλαχτάδες;]

Ο Μενέλαος απροσδόκητα δηλώνει ότι φεύγει γιατί κάποιος πόλεμος τον καλεί, αλλ’ ότι θα επανέλθει πάνοπλος. Στο μετα­ξύ, η Ερμιόνη είναι απελπισμένη γιατί έφυγε ο πατέρας της και φοβάται την οργή του Νεοπτόλεμου. Όμως, συμβαίνει κάτι απροσ­δόκητο και της σώζει τη ζωή.

Ένας ξένος ορμά από την αριστερή πάροδο. Είναι ο Ορέστης. Περαστικός από τη Φθία στο ταξίδι του για τη Δωδώνη, έμαθε τα βάσανα της Ερμιόνης, πρωτοξαδέρφης του και παλιάς αρρα­βωνιαστικιάς του. Μα δεν θα την εγκαταλείψει στην κακοτυχία της. Είναι πονετικός συγγενής αυτός, θα την πάει στο πατρικό της. Όσο για τον Νεοπτόλεμο, της λέει, θα μάθει γ ι’ αυτόν σε λίγο. Τον έχει μπλέξει σε παγίδα θανάτου. Ζωντανός από τους Δελφούς δεν θα γυρίσει στη Φθία. Και πραγματικά* ο Ορέστης, περνώντας από τα μέρη εκείνα, ξεσήκωσε τη λαϊκή οργή ενα­ντίον του Νεοπτόλεμου.

Ο Χορός τώρα θρηνεί τα ερείπια του πολέμου της Τροίας, που προκλήθηκαν από μια μοιχαλίδα. Όταν φτάνει ο Πηλέας, ο Χορός του προαναγγέλλει ότι ο Ορέστης εξαπέλυσε θανάσιμη απειλή κατά του Νεοπτόλεμου. Ο γέροντας διατάσσει τους υπη­ρέτες του να τρέξουν αμέσως στους Δελφούς' άλλ’ αλίμονο, είναι πια αργά! Ένας υπηρέτης του Νεοπτόλεμου που μπαίνει στη σκηνή διηγείται το τέλος του ήρωα. Λέει ότι ο Νεοπτόλεμος σκοτώθηκε, μετά από λυσσαλέα αντίσταση, από τους κατοίκους των Δελφών, γιατί ο Ορέστης τους είχε κάνει να πιστέψουν ότι έφτασε στον τόπο τους για να λεηλατήσει τους θησαυρούς του ναού και κατηγορεί ανοιχτά τον ίδιο τον θεό: «τοιανθ" 6 τοϊς άλλο ισ ι θεσπίζων ava^J 6 τών δικαίων πάσ ιν άνθρώποις κρ ιτήςJ δίκας διδόντα πα ϊδ ’ εδρασ' Άχιλλέως./ ^μνημόνευ ­σε δ\ ώσπερ άνθρωπος κακός J π αλα ιά νείκη' πώς αν ούν είη σοφ ός ;» (1161-1165). [Τέτοια ο αφέντης που δίνει τους χρη­

Page 44: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

σμούς στους άλλους, που σ’ όλο τον κόσμο είναι ο κριτής του δί­κιου, τού ’κανε του γιου του Αχιλλέα, ενώ αυτός πάσχιζε να τον εξιλεώσει. Σαν άνθρωπος κακός, θυμήθηκε παλιές αμάχες. Πώς μπορεί λοιπόν να είναι σοφός;]

Θα απαλύνει τη φοβερή αυτή δυστυχία η θεά Θέτις, που εμ„- φανίζεται στον ουρανό. Θα διατάξει τον Πηλέα να επαναφέρει και να θάψει στους Δελφούς το σώμα του Νεοπτόλεμου, για ((ντρόπιασμα των Δελφών». Αναγγέλλει ότι η Ανδρομάχη θα γίνει σύζυγος του Έλενου και ότι ο γιος του Νεοπτόλεμου, Μο- λοσσός, θα γίνει ιδρυτής του βασιλείου της Ηπείρου. Όσον αφο­ρά τον Πηλέα, θ’ ανεβεί στον Όλυμπο για να τον κάνει η θεά «Αθάνατον άφθιτόν re. θβν» (1256),

Το έργο είναι μια πολιτική τραγωδία που καυτηριάζει την απιστία, την πανουργία και τους δολους των Λακεδαιμονίων. Την τραγωδία αυτή μιμήθηκε ο Ρακίνας στο ομώνυμο δράμα του.

Page 45: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ε κάβη%.

Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ τη ς τραγωδίας αυτής πρέπει να τοπο- θετηθεί το 424 π.Χ. Η πλοκή του έργου διαδραματίζεται σε ακτή της Θράκης, όπου έχουν στρατοπεδεύσει προσωρινά οι Έλληνες μετά την άλωση της Τροίας, περιμένοντας ευνοϊκό άνεμο.

Τα πρόσωπα του δράματος είναι: το είδωλο του Πολύδωρου, η Εκάβη, γυναίκα του Πρίαμου και τώρα υπηρέτρια του Αγαμέ­μνονα, ο Χορός, αποτελούμενος από αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες γυναίκες, η Πολυξένη, κόρη της Εκάβης, ο Οδυσσέας, ο Ταλθύ- βιος, κήρυκας των Αχαιών, η Θεράπαινα της Εκάβης, ο Αγαμέ­μνονας και ο Πολυμήστορας, βασιλιάς της Θράκης.

Μπροστά στη σκηνή του Αγαμέμνονα, στην ακρογιαλιά, παρου­σιάζεται, χαράματα ακόμα, μετέωρο ένα φάντασμα νεκρού. Εί­ναι ο Πολύδωρος, ο πιο μικρός από τους γιους του Πρίαμου και της Εκάβης. Αφηγείται την ιστορία του και τον θάνατό του. Λέ­ει ότι ο πατέρας του, Πρίαμος, για να τον σώσει μετά την κατα­στροφή της Τροίας και του σπιτιού τους, τον είχε εμπιστευτεί, με όλους τους θησαυρούς του, στον φίλο του, βασιλιά της Θρά­κης, Πολυμήστορα. Μόλις το Ίλιον έπεσε, ο Πολυμήστορας, πα­τώντας όρκο και φιλία, τον σκότωσε, για να σφετεριστεί τους θησαυρούς που του είχε προσφέρει για φύλαξη ο Πρίαμος. Το λείψανό του το πέταξε στη θάλασσα και, έρμαιο των κυμάτων, βρέθηκε τελικά στην ακτή. Λέει ακόμα πως ο Αχιλλέας εμποδί­ζει από τον τάφο του τον α?τόπλου των πλοίων και ζητάει να θυ­σιαστεί η Πολυξένη, αδερφή του Πολύδωρου’ θέλει να του την προσφέρουν «τύμβω φ ίλον ιτρόσφαγμα κα ι γ έρα ς» (41). [Γλυ­κό στον τάφο του σφαχτάρι και για χάρισμα τιμητικό]. Κι έτσι,

4 - Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί

Page 46: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

50 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

η δόλια η Εκάβη σήμερα -λέει το φάντασμα του Πολύδωρου- «δυο ΐν δε πα ίδο ιν δύο νεκρώ κατόφεταί/ μ ή τηρ , εμού τε τής τε δυστήνου κόρης» (45-46). [Δυο παιδιών της η μάνα μου δυο λείψανα θα ιδεί: το δικό μου και της δυστυχισμένης κόρης της]. Τη στιγμή εκείνη, βλέπει τη μητέρα του κι εξαφανίζεται. Εδώ τελειώνει ο πρόλογος.

Η Εκάβη βγαίνει στη σκηνή ακουμπώντας στο ραβδί της και στηριζόμενη από δύο θεραπαινίδες της Τρωαδίτισσες, για να μην πέσει κάτω. Δεν ξέρει τίποτα για τον γιο της τον Πολύδωρο. Διηγείται όμως ένα τρομαχτικό όνειρο που είδε γ ι’ αυτόν και την αδερφή του, την Πολυξένη, και παρακαλεί τους θεούς να την προφυλάξουν από τη νέα αυτή συμφορά: Είναι η απαίτηση του Αχιλλέα να του χαρίσουν στον τάφο του μιαν από τις πολύπαθες Τρωαδίτισσες: «Α π ’ εμάς απ’ εμάς ούν τόδε παιδός/ πέμφατε , δα ίμονες, ικετεύω » (93-94). [Μακριά από την κόρη μου, διώξτε το μακριά τούτο το κακό, θεοί, σας ικετεύω] παρακαλεί η χαρο­καμένη βασίλισσα του Ίλιου.

Ο Χορός των Τρωαδιτισσών, σε λίγο, αναγγέλλει με την κο­ρυφαία το μοιραίο: Οι Έλληνες αποφάσισαν να προσφέρουν θυ­σία στον τάφο του Αχιλλέα την Πολυξένη. Η Εκάβη κλαίει για τη νέα της συμφορά: « ό ί εγώ μελέα, τ ί π οτ άττύσω;/ ποίαν αχώ , ποΐον όδυρμόνJ δειλαία δειλαίου γήρως J δουλείας τάς ού τλα τά ς , τάς ού φερτάς: Οϊμοι,/ τις άμύνη μοι; Ποια γένναJ ποια δε πόλ ις ; Φρούδος* πρέσβυς J φρούδοι πα ΐδες» (151-158). [Αχ, εγώ η άμοιρη, τί φωνή να βγάλω; τί κραυγή, τί μοιρολόγι η δύστυχη, με τα δακρυσμένα μου γεράματα, με τη σκλαβιά μου την αβάσταχτη, την ανυπόφερτη; Οϊμένα! Ποιος είναι βοηθός μου; Ποια γενιά, ποια χώρα; Χάθηκε ο γέροντας, χαθήκανε τα παιδιά].

Καλεί την Πολυξένη και της κάνει γνωστή την τύχη που την περιμένει. Η νέα δείχνει αξιοθαύμαστη γενναιοψυχία. Δεν έχει ούτε ένα δάκρυ για τον εαυτό της, δεν σκέφτεται παρά μόνο τον πόνο της μάνας της από τη νέα της συμφορά.

Page 47: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΚΑΒΗ

Έρχεται ο Οδυσσέας βιαστικός και ανακοινώνει: «Έδο£’ ’Α­χαιοί? πα ΐδα σήν ϋολυξένην/ σφ άξα ί προς όρθόν χώ μ Α χίλ ­λειου τάφ ου» (218-219). [Αποφασίσανε οι Αχαιοί την κόρη σου την Πολυξένη να τη σφάξουνε στην κορυφή του τάφου του Αχιλ- λέα]. Μάταια η πολύπαθη Εκάβη τον παρακαλεί να επέμβει στους Έλληνες ώστε να αποφευχθεί η θυσία. Του υπενθυμίζει ότι, όταν είχε μπει στο Ίλιον κατάσκοπος ο ίδιος, δεν έμεινε α­συγκίνητη από τα παρακάλια του και του έσωσε τη ζωή. Εκεί­νος, με περισσή κυνικότητα, το παραδέχεται ότι έτσι έγινε. Μα δεν μπορεί να μη θυσιαστεί η Πολυξένη. Είναι απαίτηση του πρώτου ήρωα, του Αχιλλέα. Η Εκάβη του απαντάει: <<’Αλλ’ ούδέν αυτόν ήδε y ε ϊρ γασ τat κακόν./ 'Ελένην vlv α ίτε ϊν χρήν τάφω 7τρ οσφ άγμα τα» (262-263). [Μα κακό αυτή δεν τού ’χει κάνει. Την Ελένη έπρεπε να ζητάει θυσία στον τάφο του εκεί­νος].

Συμβουλεύει και την κόρη της να τον παρακαλέσει* εκείνη όμως αρνείται τέτοια ταπείνωση. Γεννήθηκε ελεύθερη και κόρη βασιλιά. Καλύτερα να πεθάνει παρά να ζήσει δούλα. Η Εκάβη ζητάει από τον Οδυσσεά να πεθάνει εκείνη αντί για την κόρη της. Οι παρακλήσεις της όμως είναι μάταιες. Άφοβη η Πολυξέ­νη βαδίζει προς τον θάνατο: «Τό γάρ ζην μη καλώ ς μέγας π ό ­νος» (376). [Γιατί μεγάλος είναι ο κόπος να ζει κανείς μέσα στη ντροπή], λέει περήφανα και ο Χορός των Τρωαδιτισσών γυναι­κών, θρηνώντας για τη δική του μοίρα: « ’Ώ μοι τεκέων έμώνJ ώ μοι πατέρω ν χθονός θ\/ ά καπνώ κατερείπεται/ τυφομένα , δορίκτητος/ ’Αργε ίω ν» (471-475). [Αλίμονο τους των παδιών μας, αλίμονο τους των γονιών μας, αλί και στην πατρίδα μας, που τυλιγμένη σε καπνούς, πέφτει σε χαλάσματα, σαν την πήρε το κοντάρι των Αργείων].

Έρχεται ο κήρυκας των Αχαιών Ταλθύβιος, ο οποίος περιγρά­φει στην Εκάβη τις λεπτομέρειες της θυσίας της Πολυξένης. Και εκείνη η άμοιρη: «Πώ? κ α ί vlv εξεπράξατ αρ’ αίδούμε- ν ο ι;» (511). [Πώς τη σκοτώσατε; της δείχνατε συμπόνια]. Και

Page 48: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

ο διαλαλητής: Η νέα θέλησε να πεθάνει όπως τό ’χε πει, σαν ελεύ­θερος άνθρωπος και κόρη βασιλιά.' Παρακάλεσε να μην την ακου- μπήσει κανένας ούτε να τη δέσουν. Μόνη της αποκάλυψε το στήθος της και κάλεσε τον γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο, να καταφέρει το θανάσιμο πλήγμα. Πέθανε για να μείνει ελεύ­θερη και βασίλισσα στον Άδη. Ο λαός που παρακολουθούσε τη θυσία καταλήφθηκε από θαυμασμό μπροστά στο μεγαλείο της Πολυξένης.

Αυτό το φέρσιμο της Πολυξένης την ώρα της σφαγής της εί­ναι για την πληγωμένη μάνα της ένα ξαλάφρωμα του πόνου* και το λέει αυτό: «Τό δ’ αυ λ ία ν παρεΐλες άγγελθεΐσά μοι/ γεν ­να ίο ς» (587-588). [Όμως από το βαρύ πάλι το στεναγμό μ’ α- λάφρωσες, σαν έμαθα πως στάθηκες ατρόμητη].

Τέλος, ο κήρυκας καλεί την Εκάβη να πάρει το σώμα τής κόρης της για την ταφή. Εκείνη στέλνει μια θεραπαινίδα της να φέρει νερό απ’ τη θάλασσα να πλύνουν την Πολυξένη. Στο με­ταξύ, ο Χορός κλαίει πικρά και θυμάται την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη, η οποία τόσες συμφορές έφερε τόσο στις γυναί­κες της Τροίας όσο και στις Ελληνίδες. Εδώ τελειώνει το πρώ­το μέρος της τραγωδίας.

Η πρώτη από τις δύο συμφορές για τις οποίες η Εκάβη είχε ένα προμήνυμα έγινε. Τώρα, μια υπηρέτρια μπαίνει στη σκηνή σέρνοντας ένα πτώμα τυλιγμένο. Δεν είναι της Πολυξένης, όπως πίστευε η Εκάβη, αλλά του γιου της, του Πολύδωρου, σκοτωμέ­νου από τον βασιλιά Πολυμήστορα.

Το πτώμα είχε ριχτεί στη θάλασσα και το ξέβρασαν τα κύ­ματα. Η Εκάβη έχει μαντέψει τον φονιά και ο πόνος της ξεσπά ανάμεικτος απ’ άγριο μίσος εναντίον του δολοφόνου. Κι ενώ απελπισμένη κλαίει πάνω στο κορμί του Πολύδωρου, έρχεται ο Αγαμέμνονας.

Τώρα, όλη η ψυχή της είναι δοσμένη στον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσει να πάρει με το μέρος της τον Αγαμέμνονα και θα τον κάνει βοηθό στην εκδίκησή της* γιατί το αποφάσισε πια. Θα

Page 49: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΚΑΒΗ

εκτελέσει το χρέος της, θα εκδικηθεί εκείνη τον απαίσιο προδό­τη της εμπιστοσύνης του συζύγου της και φίλο του.

Πέφτει λοιπόν στα πόδια του Αγαμέμνονα και τον παρακαλεί να τιμωρήσει τον Πολυμήστορα, αφού πρώτα του αποκαλύπτει όλη την αλήθεια. Εκείνος, για λόγους πολιτικούς, αρνείται και η Εκάβη τον παρακαλεί να μην αντιταχθεί τουλάχιστον στο σχέδιό της, το οποίο θα φέρει σε πέρας η ίδια με τη βοήθεια γυναικών από την Τροία. «"Ώ δΙσποτ\ ώ μέγ ιστον Έλλησιν φάος J π ί ­θον, παράσχβς χεΐρα τή πρβσβντιδί/ η μ ω ρ ό ν , ei και μηδέν έστ ιν , αλλ’ δμω ς» (824-826). [Άκουσέ με, αφέντη, υπέρλαμπρο φως των Ελλήνων, δώσε το χέρι σου εκδικητή στη γερόντισσα, κι ας είναι αυτή ένα τίποτε, μα πάλι δώσε το].

Εκείνος, αφού βεβαιώνεται ότι δεν κινδυνεύει ο ίδιος να ενο­χοποιηθεί, συγκατατίθεται.

Παρουσία του Αγαμέμνονα, η Εκάβη στέλνει να καλέσουν τον Πολυμήστορα με τα παιδιά του.

Μέχρι που να φτάσει ο Πολυμήστορας, ο Χορός των Τρωαδι- τισσών θρηνεί, μ’ ένα υπέροχο και συγκινητικότατο άσμα, την καταστροφή της Τροίας.

Έρχεται ο βασιλιάς της Θράκης με τα δύο παιδιά του, συνο- δευόμενος από οπλισμένους ακολούθους. Χαιρετάει δήθεν θλιμ­μένος την Εκάβη και τη ρωτάει τί τον θέλει. Εκείνη του μιλάει εμπιστευτικά, ότι θα του φανερώσει κάποιο μυστικό, αλλά του λέει να διώξει τους ακολούθους του για να μην ακούσει άλλος κανείς.

Ο Πολυμήστορας συμμορφώνεται μ’ αυτά που του ζητάει, χωρίς να υποπτεύεται όσα φοβερά θ’ ακολουθήσουν. Η Εκάβη τον ρωτάει για το παιδί της, τον Πολύδωρο, κι εκείνος της απα­ντάει ότι είναι καλά και ότι ο θησαυρός του είναι καλά φυλαγ­μένος. Τότε εκείνη του λέει ότι έχει κρύψει ένα θησαυρό στην Τροία και τον προσκαλεί μέσα στη σκηνή, μαζί με τα παιδιά του, για να του αποκαλύψει το κρησφύγετο.

Ο Πολυμήστορας μπαίνει στη σκηνή της Εκάβης, τυφλωμέ­

Page 50: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

νος από την απληστία του. Ακολουθεί ένα μικρό τραγούδι του Χορού, το οποίο όμως, σχεδόν αμέσως, διακόπτεται από τις κραυγές που ακούγονται από το εσωτερικό της σκηνής.

Η Εκάβη και οι θεραπαινίδες της τύφλωσαν τον Πολυμήστο- ρα και έσφαξαν τα παιδιά του! Το δράμα φτάνει στην κορύφωσή του.

Ο Πολυμήστορας, κραυγάζοντας από τους πόνους, βγαίνει έξαλλος έξω. Η Εκάβη τότε τον κατηγορεί ότι σκότωσε το παι­δί της. Κι ενώ εκείνος καλεί σε βοήθεια, παρουσιάζεται ο Αγα­μέμνονας, που προσποιείται ότι δεν ξέρει τίποτα για το φρικια- στικό θέαμα που αντικρίζει. Μπροστά του, όπως μπροστά σε δι­καστή, ο Πολυμήστορας περιγράφει την παγίδα που του έστησε η Εκάβη με τόση δεξιοτεχνία. Ομολογεί ότι σκότωσε τον Πολύ­δωρο αλλά, λέει, το έκανε από φιλία προς τον Αγαμέμνονα. Η Εκάβη όμως έχει έτοιμη την απάντηση και ο Αγαμέμνονας του λέει ότι δίκαια τιμωρήθηκε. Ο Πολυμήστορας εξακοντίζει κατά- ρες φοβερές κατά της Εκάβης. Προφητεύει ότι θα μεταμορφω­θεί σε σκύλα και θα πνιγεί στη θάλασσα. Ακόμη, ότι η κόρη της Κασσάνδρα αλλά και ο ίδιος ο Αγαμέμνονας θα σκοτωθούν με τσεκούρι από την Κλυταιμήστρα, μέσα στο λουτρό.

Οργισμένος ο Αγαμέμνονας διατάζει να ρίξουν τον Πολυμή- στορα σε έρημο νησί και της Εκάβης της λέει να θάψει τα παι­διά της. Στις γυναίκες δίνει εντολή να γυρίσουν στις σκηνές των αφεντάδων τους γιατί ο άνεμος είναι ούριος και πλησιάζει η στιγμή του απόπλου. «Ε κάβη, συ δ\ ώ τά λα ινα , haττύχους νεκρούς/ στε ίχουσα θ ά π τε '» (1268-1269). [Εσύ, ταλαίπωρη Ε­κάβη, σύρε και θάψε τους δύο νεκρούς].

Page 51: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ικβτιδέ?%_

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΑΥΤΗ πιθανότατα διδάχτηκε στα Διονύσια το 422 π.Χ. Το έργο έχει σχέση με την υπεράσπιση των αρχών και των συνηθειών που δίνουν ομορφιά στη ζωή και με τον κολασμό και την καταστολή των κακών που την ασχημίζουν. Δεν θέλει πολύ για να προκύψει η κακία. Φτάνει μόνο να μην υπάρχει ο φόβος του κολασμού. Ήξερε τί έλεγε ο Αισχύλος: «Ύίς ya p ό he- δοίκώς μηδέν εκδικος β ορώ ν» (Ευμενίδες 699). [Ποιος άνθρω­πος θα είναι δίκαιος αν δεν έχει κανένα φόβο;].

Ύμνος στην ανθρωπιά των Αθηναίων είναι αυτή η τραγωδία. Παρουσιάζονται οι πρόγονοι ως υπερασπιστές του δικαίου, επί­κουροι των αδυνάτων, πολέμιοι της απανθρωπιάς, γενικά προα­σπιστές των αρχών του ανθρωπισμού.

Η σκηνή του δράματος λαμβάνει χώρα στην Ελευσίνα, γύρω από τον ναό της Δήμητρας. Τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος είναι η Αίθρα, μητέρα του Θησέα, ο Χορός, αποτελούμενος από τις μη­τέρες των Αργείων στρατηγών που έπεσαν στη Θήβα, ο Θησέ­ας, βασιλιάς της Αθήνας, ο Άδραστος, βασιλιάς του Άργους, ο κήρυκας των Θηβαίων, ο Αγγελιαφόρος, η Ευάδνη, σύζυγος του Καπανέα, ο Ίφης, πατέρας της Ευάδνης, τα παιδιά των σκοτω­μένων στρατηγών και η θεά Αθηνά.

Συνοπτικά, το έργο αυτό περιλαμβάνει εγκώμιο υπέρ των Αθηνών και στιγματισμό των Θηβαίων, οι οποίοι δεν επέτρεπαν την ταφή των φονευθέντων μπροστά στα τείχη της Θήβας επτά Αργείων στρατηγών. Σε μια δραματική σκηνή, η Ευάδνη, γυ­ναίκα του Καπανέα, ενός από τους επτά, πέφτει στη φωτιά όπου καίγεται το άψυχο σώμα του συζύγου της.

Ο συγγραφέας αναφέρεται στα γεγονότα που ακολουθούν τον

Page 52: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

πόλεμο των Επτά επί Θήβας, τον οποίο έκανε ο Άδραστος, βασι­λιάς του Άργους. Επειδή οι Θηβαίοι αρνήθηκαν την απόδοση των πεσόντων, ήρωας προς βοήθεια του Άδραστου έρχεται ο Θησέας, βασιλιάς της Αθήνας, ο οποίος αναγκάζει τους αντιπάλους να υπο- κύψουν και να συμμορφωθούν προς το θρησκευτικό καθήκον.

Οι Ικέτιδες, που έδωσαν το όνομά τους στην τραγωδία, είναι οι μητέρες των νεκρών πολεμιστών, οι οποίες, οδηγούμενες από τον Άδραστο και ακολουθούμενες από ομάδα επτά ορφανών παι­διών, φτάνουν στην Ελευσίνα, όπου εκτυλίσσεται η δράση της τραγωδίας, για να εκλιπαρήσουν την υποστήριξη των Αθηνών. Αυτές οι θλιμμένες μητέρες γονατίζουν μπροστά στον ναό της Δήμητρας, με τα μέτωπά τους να περιβάλλονται από ταινίες ικε­σίας, πλεγμένες με κλαδιά ελιάς.

Η Αίθρα, συγκινημένη, βγαίνει από τον ναό και ακούει τις παρακλήσεις του Άδραστου. Εκείνος επιθυμεί να πάρουν τους νεκρούς για να τους θάψουν, είτε με συμφωνία είτε με τη δύναμη του κονταριού. Και η ίδια, προσθέτει: «Μόνον τόδ ’ εργον π ρο - σηθ ε ίς έμώ τέκνω/ πόλει τ Α θηνών» (27-28). [Μονάχα στα χέρια του γιου μου και στην Αθήνα αναθέτει αυτό το έργο].

Και ο Χορός, που αποτελείται από τις μητέρες των νεκρών: «Μ ετάδος δ’ οσσον έπαλγώ μελέα, φθιμένων οϋς ετεκον» (58- 59). [Κι ας είναι τόση η συμπόνια σου όση κι η λύπη μου εμένα της πανάθλιας, της πονεμένης για των παιδιών μου το χαμό].

Η Αίθρα έχει καλέσει με μαντατοφόρο τον Θησέα να έρθει στην Ελευσίνα’ κι ενώ ο Χορός θρηνεί, εκείνος φτάνει και ο Άδρα­στος του περιγράφει τα συμβάντα με τους Θηβαίους, την κατα- τρόπωση των Αργείων και την ασεβή συμπεριφορά των νικη­τών. Όμως ο βασιλιάς αρνείται τη βοήθειά του, θεωρώντας ότι οι Αργείοι είχαν άδικο που κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον των Θη­βαίων, παρά τα αρνητικά προμηνύματα και τους χρησμούς με τους οποίους οι θεοί τους είχαν προειδοποιήσει.

Παρά την αρχική αρνητική στάση του Θησέα, οι Αργείες μη­τέρες δεν παύουν να τον ικετεύουν, κατά τρόπο τόσο συγκινητι­

Page 53: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΙΚΕΤΙΔΕΣ

κό, που η μητέρα του, Αίθρα, επεμβαίνει πάλι υπέρ των γυναι­κών και υπενθυμίζει στον γιο της ότι όλοι οι Έλληνες έχουν ένα μεγάλο κοινό νόμο: τον σεβασμό των νεκρών. Η υπεράσπιση του νόμου αυτού για την Αθήνα θα είναι αιώνια τιμή: « τ ο γάρ το ι συνεχον ανθρώπων πόλεις/ τουτ εσθ' όταν τις τους νόμους σωζτι κα λώ ς» (312-313). [Τούτο είναι που φυλάγει τις πόλεις από καταστροφή, ο σεβασμός στους νόμους]. Και ακόμα του λέ­ει πως η άρνησή του θα ήταν μια ανακολουθία στην ιστορική πο­ρεία της Αθήνας* είχε αυτή η χώρα μια ωραία συνήθεια, να με­γαλώνει με τους αγώνες: «έν γάρ τοΐς πόνοισιν αΰζετα ι» (323).

Η γλώσσα των επιχειρημάτων της Αίθρας βγάζει τον Θησέα από την ουδετερότητα. Έτσι, ετοιμάζεται να στείλει στη Θήβα πρεσβευτές που θα φέρουν τους νεκρούς. Εάν οι Θηβαίοι αρνη- θούν, θα ζητήσει από τον λαό του να πάρει τα όπλα εναντίον τους και ο λαός του θα συγκατατεθεί!

Ο Χορός χαιρετίζει τούτη την απόφαση του ήρωα: «KaAoV δ’ άγαλμα πόλεσ ιν ευσεβής πόνος/ χάρ ιν τ εχει τά ν ές α ίε ΐ» (373-374). [Ωραία δόξα για τις χώρες ο αγώνας για ένα χρέος ιε­ρό και φέρνει παντοτινή ευγνωμοσύνη].

Αν δεν συμφωνήσει ο Κρέοντας, λέει ο Θησέας στον κήρυκα, νά ποιο είναι το δεύτερό μου μήνυμα που θα του ειπείς: «Κώμοι; Μχεσθαι τον έμόν άσπώ ηφ όρον» (390). [Καρτερείτε των ασπι- δοφόρων μου τη χαρούμενη πομπή].

Αλλά νά* ένας Θηβαίος αγγελιαφόρος καταφτάνει: Ζητάει αμέσως από τον Θησέα ν’ απομακρνύνει, χωρίς καμιά χρονοτρι­βή, από τη χώρα του τις Ικέτιδες και τον προειδοποιεί ότι ο κύ­ριός του αρνείται να παραχωρήσει τα νεκρά σώματα των εχθρών του. Ούτε οι επικλήσεις και ικεσίες ούτε οι απειλές θα τον κά­μουν να καμφθεί.

Ο Θησέας, απαντώντας στον αγγελιαφόρο, του λέει ότι σε παρόμοια ρυπαρότητα μόνο η δύναμη πρέπει ν’ αντιτάσσεται και ότι θα μάθει στη Θήβα ν’ αναγκάζεται στην υποταγή και τον σεβασμό των ανθρώπινων και των θεϊκών νόμων.

Page 54: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Και αμέσως, αγανακτισμένος με τους Θηβαίους για την τόση τους θρασύτητα, συγκεντρώνει τον στρατό του και εισβάλλει στη Βοιωτία.

Διασπώντας εδώ ο Ευριπίδης την ενότητα του χρόνου, παρα­θέτει στην ανέλιξη του μύθου, μέσω του Χορού, ένα είδος πένθι­μου άσματος, που περιλαμβάνει πολλά ερωτήματα και εκφράζει ανησυχίες για όσα θα συμβούν. Ο πόλεμος τελείωσε χωρίς να εί­ναι γνωστή ακόμη η έκβαση του αγώνα και οι γυναίκες κυριαρ­χούνται από πεποίθηση και θάρρος, ελπίζοντας στερεά ότι το δί­καιο θριάμβευσε.

Ένας αγγελιαφόρος φτάνει φέρνοντας την είδηση της νίκης. Η μάχη έλαβε χώρα κάτω από τα τείχη της Θήβας και κερδή- θηκε. Ο αγγελιαφόρος αρχίζει να την περιγράφει με λεπτομέ­ρειες. Αφηγείται πώς ο Θησέας μ’ ένα ρόπαλο έκανε σημεία και τέρατα. Νικητής πια, είχε τη φρόνηση να μην κάνει κατάχρηση της νίκης του. Περιορίστηκε στην παραλαβή των νεκρών και, αφού ενταφίασε τους απλούς στρατιώτες, αποδίδοντας τις οφειλόμενες τιμές, έφερε στην Αθήνα τα λείψανα των στρατηγών.

Και νά τώρα ο Θησέας προχωρεί επικεφαλής μακράς πένθι­μης συνοδείας, που μεταφέρει επτά φέρετρα. Δύο απ’ αυτά είναι κενά, γιατί ο νεκρός του Πολυνείκη έμεινε στη Θήβα, του δε Αμφιάραου γκρεμίστηκε σε βάραθρο. Ο Θησέας ζητάει από τον Άδραστο να μιλήσει χωριστά για κάθε νεκρό ήρωα. Ο Άδραστος αρχίζει ένα μεγαλοπρεπή λόγο προς τιμήν των πέντε ηρώων των οποίων τα λείψανα είναι παρόντα: του Καπανέα, του Ετεοκλή, του Ιππομέδοντα, του Παρθενοπαίου, του Τυδέα. Απ’ αυτούς, ο Παρθενοπαίος προερχόταν από την Αρκαδία' ήταν γιος της Α­ταλάντης και πανέμορφος στην όψη: «είδος έξοχώ τατος» (889).

Στη συνέχεια, ο Θησέας ανακοινώνει ότι για το κάψιμο των νεκρών θ’ ανάψει δύο φωτιές, μία μπροστά στο ναό της Δήμη­τρας για τον Καπανέα, επειδή κεραυνοβολήθηκε από τον Δία και έγινε ιερός, κι άλλη μία, πιο πέρα, για τους υπόλοιπους.

Page 55: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΙΚΕΤΙΔΕΣ

Κι ενώ οι υπηρέτες ετοιμάζουν τη φωτιά για τον Καπανέα και ο Χορός ξαναρχίζει το πένθμο άσμα του, έρχεται η Ευάδνη, η γυναίκα του Καπανέα, γιορταστικά ντυμένη με το νυφιάτικο φόρεμα, γιατί πρόκειται να πραγματοποιήσει τη νέα ένωσή της, δηλαδή τους γάμους της με τον θάνατο. Και χωρίς καθόλου να περιμένει, πέφτει από το ύψος του χωμάτινου σωρού μέσα στη φωτιά του συζύγου της. Η υπέρτατη αυτή εκδήλωση έρωτα συμβαίνει μπροστά στα μάτια του πατέρα της, του γερο-Ίφη. Πέφτοντας λέει η Ευάδνη στον πατέρα της: «Καί δ?/ παρεΐται σώμα —σοΙ μεν ον φίλον, / ήμΐν δέ καί, τώ σνμττυρονμένω ττόσβί» (1070-1071). [Νά, αφήνω το κορμί μου να πέσει κάτω. Πικρό για σένα αυτό, όμως γλυκό για μένα και τον άντρα μου, που μαζί μου στην ίδια καίγεται φωτιά].

Ακολουθεί στη σκηνή μια νέα συνοδεία: Είναι τα παιδιά των ηρώων, που ακολουθούμενα από τον Άδραστο και τον Θησέα, κρατούν τις υδρίες με τη στάχτη των πατεράδων τους.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή και πριν αναχωρήσει ο Θησέας, παρουσιάζεται πάνω από τα τείχη του ναού η θεά Αθηνά, η οποία δίνει εντολή στον Θησέα να ενταφιάσει στην Αττική τους γενναίους Αργείους ως τεκμήριο αιώνιας ένωσης Αθηνών και Άργους. Ο Θησέας υπόσχεται να εκτελέσει την εντολή της θεάς.

Για να ολοκληρώσουμε, θα πρέπει ν’ αναφερθούμε και σ’ ένα ξεχωριστό σχεδόν κομμάτι του έργου. Πρόκειται για τον διάλογο που αναπτύχθηκε μεταξύ του αγγελιαφόρου των Θηβαίων και του Θησέα, σχετικά με τον πόλεμο και την ειρήνη, τη δημοκρα­τία και την τυραννία.

Παραθέτουμε δύο σημαντικά αποσπάσματα: Καταπιανόμα­στε με πολέμους, λέει ο αγγελιαφόρος των Θηβαίων, και πασχί­ζουμε να υποδουλώσουμε τον πιο αδύνατο, ανθρώπους οι άνθρω­ποι και η μια πολιτεία την άλλη. Και απευθυνόμενος στον Θη­σέα: «Συ δ’ άνδρας έχθρονς καί θανόντας ώφβλεΐς,/ θάπτων κομίζων θ’ νβρις οϋς άπώ λεσεν» (494-495). [Εσύ κοιτάς να κάνεις καλό σ’ εχθρούς και μετά τον θάνατό τους· ανθρώπους

Page 56: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

που τους έφαγε η αλαζονεία τους θέλεις να τους σηκώσεις και να τους προσφέρεις τις στερνές νεκρικές τιμές].

Και ο Θησέας: «Έάσατ’ ήδη γή καλυφθήναί νεκρούς,! δθεν δ’ έκαστον ές τό φως άφίκετο/ ένταΰθ’ άττελθειν, πνεύμα μεν προς αίθερα,/το σώμα δ’ e? y v* ούτχ yap κεκτήμεθα/ ήμέτερον αύτο πλήν ένοικήσαι β l o v J κάπειτα τήν θρέφασαν αύτο δει λ α - βεΐν» (531-536). [Τώρα αφήστε να σκεπαστούν με χώμα οι νε­κροί και να γυρίσει το κάθε τι εκεί απ’ όπου ήρθε στο φως: το πνεύμα στον ουρανό, το κορμί στη γη. Γιατί δεν τό ’χουμε δικό μας παρά μονάχα όσο να κατοικήσει μέσα του η ζωή κι ύστερα η μάνα γη που τ ’ ανάστησε, αυτή πρέπει να το πάρει].

Page 57: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ηρακλτ)? Μαίνόμενος

ΠίΘΑΝΟΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ παρουσίασης της τραγοοδίας πρέπει να είναι μεταξύ των ετών 421 και 416 π.Χ.

Συνοπτικά, η υπόθεση του έργου έχει ως εξής: κατά τη διάρ­κεια της μεγάλης απουσίας του στον Άδη, όπου είχε πάει με εντολή του Ευρυσθέα για να φέρει στη γη τον Κέρβερο, ο Ηρα­κλής άφησε τον πατέρα του Αμφιτρύωνα, τη γυναίκα του Μεγά- ρα και τα τρία παιδιά του στη φύλαξη του Κρέοντα, πατέρα της Μεγάρας και βασιλιά της Θήβας. Κάποιοι Θηβαίοι που συνωμό­τησαν κατά του βασιλιά έφεραν στην πόλη τον Λύκο από την Εύβοια, που σκότωσε τον Κρέοντα και σφετερίστηκε τον θρόνο του. Ο ίδιος ήθελε να σκοτώσει όλη την οικογένεια του Ηρακλή για να μη μπορέσει να εκδικηθεί ποτέ κανείς τον φόνο του Κρέ­οντα. Απρόσμενα όμως, επιστρέφει ο Ηρακλής από τον Άδη και σώζει τους δικούς του σκοτώνοντας τον Λύκο. Η Ήρα, μόνιμος εχθρός του Ηρακλή, του στέλνει την Ίριδα και τη Λύσσα, που προκαλούν διασάλευση του λογικού του ήρωα. Έτσι, εκείνος σκοτώνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, νομίζοντας πως εί­ναι η γυναίκα και τα παιδιά του εχθρού του Ευρυσθέα. Στο τέ­λος, ο φίλος του Ηρακλή Θησέας έρχεται να τον συντρέξει και να τον πάρει μαζί του στην Αθήνα, ενώ ο Αμφιτρύωνας μένει στη Θήβα για να θάψει τους νεκρούς.

Το έργο διαδραματίζεται στη Θήβα, μπροστά στο παλάτι. Κο­ντά, υπάρχει βωμός του Δία Σωτήρα, γύρω από τον οποίο κά­θονται ικέτες ο Αμφιτρύωνας, η Μεγάρα και τα παιδιά του Η­ρακλή, τα τρία αγόρια: ο Θηρίμαχος, ο Κρεοντιάδης και ο Δηι- κόωντας.

Page 58: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Πρόσωπα του δράματος είναι ο Αμφιτρύωνας, σύζυγος της Αλκμήνης και υποτιθέμενος πατέρας του Ηρακλή (πραγματικός του πατέρας είναι ο Δίας), η Μεγάρα, κόρη του βασιλιά της Θή­βας Κρέοντα και γυναίκα του Ηρακλή, ο Χορός, αποτελούμενος από γέροντες Θηβαίους, ο Λύκος, νέος τύραννος της Θήβας, ο Ηρακλής, η Ίρις, θεότητα αγγελιαφόρος της θεάς Ήρας, η Λύσ­σα, θεότητα, ο Αγγελιαφόρος του Ηρακλή και ο Θησέας, βασι­λιάς της Αθήνας.

Προλογίζοντας ο Αμφιτρύωνας αναφέρεται στον γάμο του Η­ρακλή με τη Μεγάρα, κόρη του Κρέοντα, γάμο, που όλοι οι Θη­βαίοι γιόρτασαν με αυλούς και τραγούδια. Όμως ο γιος μου, λέει ο Αμφιτρύωνας, αποφάσισε να μείνει στο Άργος υπακούοντας στις εντολές του Ευρυσθέα: « έζημερώσαι γ α ϊα ν , e ffi Ήρας* ΰττο/ κέντροις δαμασθείς είτε του χρεών μ ε τά » (20-21). [Τον κόσμο να λυτρώσει από τη βία, είτε από την Ήρα νικημένος εί­τε γιατί ήτανε γραφτό του]. Προκειμένου να εκτελέσει τον δω­δέκατο άθλο του, συνεχίζει, αφήνει εμένα και την οικογένειά του στο καινούριο μας παλάτι στη Θήβα, υπό την προστασία του Κρέοντα, και κατεβαίνει στον Άδη να φέρει τον τρισώματο σκύ­λο. Στη διάρκεια της απουσίας του, ένας εισβολέας από την Εύ­βοια, ο Λύκος, με τη βοήθεια Θηβαίων στασιαστών, καταλαμ­βάνει την εξουσία σκοτώνοντας τον Κρέοντα, πατέρα της Μεγά- ρας. Απειλεί να σκοτώσει και την ίδια και τα παιδιά της για να μην εκδικηθούν ποτέ τον θάνατο του πατέρα της. Η ίδια η Με­γάρα, τα παιδιά της κι εγώ, ο πεθερός της, γέρος πια, λέει ο Αμφιτρύωνας, έχουμε μαζευτεί ικέτες γύρω από τον βωμό του Δία Σωτήρα.

Βάζοντας τον εαυτό του υπό την προστασία του θεού, ο δυ­στυχισμένος Αμφιτρύωνας δεν έχει άλλο σχέδιο παρά να κερδίσει χρόνο. Μέσα του σιγοκαίει η ελπίδα: «Οντος δ’ άνήρ άρ ιστος δστις έλπίσι/ πέποίθεν αιεί' το δ’ αττορεΐν άνδρδς κακοϋ» (105- 106). [Γενναίος αυτός που πάντοτε ελπίζει* για τους δειλούς οι δυσκολίες υπάρχουν]. Πιστεύει ότι ο γιος του θα γυρίσει!

Page 59: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ

Η Μεγάρα, αντίθετα, δεν ελπίζει πια' κι ενώ θρηνεί για την τύχη των παιδιών της, σκέφτεται ότι θα ήταν προτιμότερο να συντομέψει τον χρόνο της προσμονής ενός βέβαιου θανάτου, εγκαταλείποντας την προστασία του Δία. Ο Χορός λυπάται για τη δυστυχία που έπληξε την οικογένεια, επισημαίνοντας την αδι­κία προς τον ήρωα Ηρακλή, ο οποίος δεν δικαιώθηκε ακόμη: «ο δ’ ώφελήσας άξιων ον τνγχάνει» (265). [Την ωφέλησε αυτός (τη χώρα) κι αντίχαρη δεν έχει].

Εμφανίζεται ο Λύκος, που διατάσσει τους υπηρέτες να κυ­κλώσουν με φωτιά τον βωμό, για να πεθάνουν τα θύματα χωρίς να τ ’ ακουμπήσει κανείς. Ο Χορός, με το στόμα του κορυφαίου, αναλαμβάνει να υπερασπιστεί τα θύματα και είναι διατεθειμέ­νος να αγωνιστεί* αλλά η Μεγάρα -μια από τις ηρωικές μορφές των νεαρών γυναικών που είναι πολύ προσφιλείς στον Ευριπίδη- πείθει τον Αμφιτρύωνα ότι είναι προτιμότερο να πεθάνουν με αξιοπρέπεια παρά να καούν στη φωτιά.

Φυσικά, δεν πιστεύει στην επιστροφή του Ηρακλή: «ήξειν νομίζεις παΐδα σον γαιας υπο; / και τις θανόντων ήλθεν εξ "Αώον πάλιν;» (296-297). [Θαρρείς πως θά ’ ρθει ο γιος σου από τον Άδη; Ποιος πεθαμένος γύρισεν εκείθε;] Ο Αμφιτρύωνας αφή­νει να ξεχειλίσει η οργή του κατά του Δία, δεύτερου ομόκλινου της Αλκμήνης και πραγματικού πατέρα του Ηρακλή: « Σ υ δ’ 69 μεν εύνάς κρύφιος ήττίστω μολεϊν J τάλλότρια λέκτρα δόντος ούδενός λαβώ ν» (344-345). [Να μπαίνεις ξέρεις κρυφά στων άλλων τα κρεβάτια γυναίκες παίρνοντας που δε σ’ ανήκουν]. Και συνεχίζει λέγοντας πως δεν ξέρει όμως τους φίλους να γλιτώνει.

Πριν πεθάνουν, ο Αμφιτρύωνας και η Μεγάρα ζητάνε μια χά­ρη μόνο: Να τους επιτραπεί να μπουν στο σπίτι τους να ετοιμα­στούν για τον θάνατο. Ο Λύκος υποχωρεί στο αίτημα αυτό.

Ο Χορός, με το άσμα του που ακολουθεί, υμνεί τα κατορθώ­ματα του Ηρακλή κι ελεεινολογεί τα γηρατειά του, που δεν του επιτρέπουν ν’ αντιταχθεί στον τύραννο.

Ο Αμφιτρύωνας και η Μεγάρα, μαζί με τα παιδιά, πηγαίνουν

Page 60: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

στο σπίτι τους. Τα μικρά ντύνονται με τα πένθιμα ρούχα τους. Η Μεγάρα εκφράζει όλο τον πόνο της μπροστά στον επικείμενο θάνατο των παιδιών της: «πώς άν ώς ξουθόπτερος / μέλισσα συνενέγκαιμ άν εκ πάντων γόουςJ ές εν δ’ ένεγκοΰσ άθρόον άποδοίην δάκρυ;» (487-489). [Και πώς σαν μέλισσα ξανθιά να μάσω τους θρήνους όλων σας και σ’ ένα δάκρυ βαθύ να τους ξε- δώσω μαζεμένους;] Είναι απελπισμένη* κανένας συμπαραστά­της, αναλογίζεται: «Φ ίλ ο ι γάρ είσιν άνδρΐ δυστυχεί τίνες; » (559). [Στους δύστυχους ποιοι φίλοι παραστέκουν;] Επικαλείται για μια φορά ακόμα τη βοήθεια του κραταιού συζύγου της.

Αλλά νά, σαν από θαύμα, αυτός που τον καλούσαν χωρίς ελ­πίδα, ο μεγάλος ήρωας, εμφανίζεται ξαφνικά επιστρέφοντας από τον Άδη!

Ο Ηρακλής, σ ’ ένα ορμητικό διάλογο με τη γυναίκα του, που τρέμει από χαρά, πληροφορείται για την κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί οι δικοί του και για την άτιμη συμπεριφορά του Λύ­κου. Υπεραμύνεται των αυτονόητων υποχρεώσεων που οι γονείς έχουν απέναντι στα παιδιά τους και της αγάπης που τρέφουν προς αυτά: «φιλοΰσι παΐδας οι τ άμείνονες β ροτών/ οι τ ούδεν όντες’ χρήμασιν δε διάφοροι'/ εχουσιν, οί δ’ ού' παν δε φιλότεκνον γένος» (634-636). [Κι οι τιποτένιοι κι οι τρανοί αγα­πάνε τα παιδιά τους' στο χρήμα διαφέρουν' άλλοι έχουν κι άλλοι δεν έχουν' όμως όλοι οι άνθρωποι λατρεύουν τα παιδιά τους].

((Βγάλτε αυτά τα νεκρικά ρούχα», φωνάζει ο Ηρακλής στα παιδιά του. Αποφασίζει να σφάξει τον Αύκο και τους οπαδούς του. Συμφωνεί ο Αμφιτρύωνας και, για να είναι πλήρης η εκδί­κησή τους, δίνει φρόνιμες συμβουλές για την επιτυχία του εγ ­χειρήματος. Αντί να ξεσηκώσουν την πόλη, θα ήταν προτιμότε­ρο να εξοντώσει ο Ηρακλής τον Λύκο όταν αυτός θα ετοιμάζεται να μπει μέσα στο σπίτι για να παραλάβει τα θύματά του. Με αυτόν τον τρόπο, ο κύριος σκοπός της εκδίκησης θα επιτευχθεί με βεβαιότητα. Συμφωνεί ο Ηρακλής* μπαίνει στο σπίτι ακο­λουθούμενος από τα παιδιά του, που τον κρατούν από το χέρι, από

Page 61: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ 65

φόβο μήπως τον ξαναχάσουν. Είναι, λέει ο ίδιος, σαν ένα πλοίο που το σέρνει σχεδόν πίσω του. Η χαρά του Ηρακλή τώρα, που αισθάνεται τον εαυτό του ικανό να υπερασπιστεί την οικογένειά του, μεταδίδεται τόσο στον Χορό όσο και στους θεατές. Ο Χ ο­ρός υμνεί τη νιότη: «Μ ή μοι μήτ Άσιήτιδος/ τυραννίδος δλβος είη, μή χρυσού δώματα πλήρη/ τάς ήβας άντιλαβεϊν, / α καλλίστα μεν εν όλβου,/ καλλίστα δ’ εν πενία» (642-647). [Τα πλούτη θρόνου της Ασίας μήτε παλάτια στο χρυσό γεμάτα δεν θά ’θελα ποτέ κάλλιο απ’ τη νιότη, πού ’ναι πανέμορφη στον πλούτο, πανέμορφη στη φτώχεια]. Και συνεχίζει ο Χορός να λέει πως οι θεοί θά ’πρεπε νά ’διναν διπλή νιότη στους κα­λούς ανθρώπους και μία στους φαύλους. Λυπάται για τα γηρα­τειά, τα μισεί και τ ’ αναθεματίζει.

Η εκδίκηση πραγματοποιείται. Ο Αμφιτρύωνας, οδηγοοντας μέσα στο σπίτι τον ανυποψίαστο Λύκο που ήρθε να παραλάβει τα θύματά του, του λέει: «Προσδόκα δε δρών κακώς / κακόν τ ι πράζειν» (727-728). [Κάνοντας το κακό να περιμένεις πως θα σε βρει κακό].

Ο τύραννος πέφτει στην παγίδα και σε λίγο ακούγονται οι απεγνωσμένες κραυγές του καθώς βλέπει να τον πλησιάζει ο θάνατος. Ο Χορός εκδηλώνει τη χαρά του ζοοηρά, αλλά η χαρά αυτή είναι άτοπη. Έρχεται απλώς για να δείξει κατά τρόπο τραγικό την αδυναμία και την άγνοια των ανθρώπου, γιατί αν οι θεοί επέτρεψαν τον θρίαμβο του Ηρακλή το έκαναν για να γίνει περισσότερο φοβερή η καταστροφή του!

Στον ουρανό εμφανίζεται, με ανείπωτο τρόμο του Χορού, μια φοβερή θεότητα, η Λύσσα, μια από τις Ερινύες, συνοδευόμενη από την Ίριδα, απεσταλμένη της Ήρας. Η Ιριδα ανακοινώνει επίσημα ότι η Λύσσα, με διαταγή της Ήρας, θα εξουσιάσει την ψυχή του Ηρακλή, ο οποίος θα κατασφάξει τη γυναίκα του και τα παιδιά του: «Ή ρα προσάφαι καιν ον αιμ αύτώ θέλει/ παϊδας κατακτείναντι, συνθέλω δ εγώ » (831-832). [ Γης Ηρας η θέλησή ’ναι, αυτός με συγγενών του να μολευτεί το αίμα, τα

5 - Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί

Page 62: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

παιδιά του σκοτώνοντας* αυτό κι εγώ γυρεύω]. Η μοίρα του Η ­ρακλή είναι τόσο άδικη και ο ‘ήρωας τόσο άξιος συμπάθειας ώστε και αυτή η Λύσσα να αισθάνεται, για μια στιγμή, οίκτο γ ι ’ αυτόν.

Λίγο αργότερα, γίνεται γνωστή η τρομερή συμφορά - στην αρχή, με τη διακοπή της συνομιλίας του Χορού με τον Αμφι­τρύωνα και, μετά, με περισσότερες λεπτομέρειες, από την αφή­γηση ενός αγγελιαφόρου: Ενώ ο Ηρακλής πρόσφερε θυσία εξα­γνισμού, προς μεγάλη κατάπληξη όσων παρευρίσκονταν μπρο­στά, καταλαμβάνεται σιγά σιγά από παραφροσύνη. Φαντάζεται ότι βρίσκεται στην πόλη του βασιλιά Ευρυσθέα, ο οποίος του είχε επιβάλει την εκτέλεση των άθλων του, και πιστεύει ότι σκοτώνει τον ίδιο και τα παιδιά του. Στην πραγματικότητα όμως, σκότωνε τα μέλη της δικής του οικογένειας! Ο Αμφι­τρύωνας ετοιμάζεται να υποστεί την ίδια τύχη, όταν παρουσιά­ζεται η Παλλάδα Αθηνά, η οποία, χτυπώντας τον Ηρακλή μ ’ έ­να βράχο, τον έριξε σε βαθύ λήθαργο. Μπόρεσαν τότε οι υπηρέ­τες να τον δέσουν σε μια κολόνα.

Η φοβερή είδηση κάνει τον Χορό να ξεσπάσει: « Ό τ ο τ ο τ ο τ ο -

τοί, στέναξον'/ άποκείρεται/ σον άνθος πόλεος, ό Διος εκγο- νος' μέλεος Ελλά ς, α τον ενεργέταν/ άποβαλεΐς, όλεΐς μανί- αισιν Αύσσας/ χορευθέντ έναύλοίς» (875-879). [Αα, αχ, στε­νάξτε* κόβουν τ ’ άνθος της πόλης, τον βλαστό του Δία* δύστυχη Ελλάδα, που θα χάσεις τον ευεργέτη σου στης Λύσσας πιασμένο τους χορούς και τις μανίες, με το φριχτό σουραύλι συνοδεία].

Και συνεχίζει ο Χορός: «"Ώ Zeu, τ ί παίδ’ ήχθηρας ώδ’ υ7τερ- κότως/ τον σόν, κακών he πέλαγος ές τό& ήγαγες; » (1086- 1087). [Ω! Δία, γιατί τόσο μεγάλο μίσος έδειξες για τον γιο σου και σε τέτοιο πέλαγος δυστυχίας τον έχεις ρίξει;]

Οι πόρτες ανοίγουν και οι θεατές παρακολουθούν τ ’ οδυνηρό ξύπνημα του Ηρακλή. Σιγά σιγά, ο ήρωας αποκτά συνείδηση όσων συνέβησαν, εκπλήσσεται για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και πληροφορείται από τον Αμφιτρύωνα τ ’ ολέθριο έρ­

Page 63: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ

γο του. ΑΜΦΙΤΡΥΩΝΑΣ: «Ούκ εί8εΐ7]ς ετερον/ πολυμοχθό- τερον πολνπλαγ κτότερόν !τε θνατών» (1196-1197). [Κανένα δεν θα βρεις από τους θνητούς πιο πολυπλάνητο απ’ αυτόν χαι πιότερα νά ’χει τραβήξει βάσανα].

Για μια στιγμή, φαίνεται ότι ο Ηρακλής ετοιμάζεται ν’ αυ- τοκτονήσει και επικαλείται τον θάνατο για λυτρωτή. Αλλά νά' παρουσιάζεται στη σκηνή ο Θησέας ο Αθηναίος, ήρωας τον οποίο είχε σώσει ο Ηρακλής. Ήρθε από τον Άδη, από ευγνωμοσύνη προς τον σωτήρα του, για να τον βοηθήσει εναντίον του Αύκου, του σφετεριστή της εξουσίας. Πληροφορημένος για την κατα­στροφή, τον εξορκίζει να μη θυσιάσει τη ζωή του, παρόλο που λυπάται τον ήρωα, τον οποίο θεωρεί τον πιο δυστυχισμένο από τους ανθρώπους. ΘΗΣΕΑΣ: «'Ά πτη κάτωθεν ούρανοϋ δυσπρα- ξία» (1240). [Η δυστυχία σου φτάνει ώς τα ουράνια]. Ο Ηρα­κλής απαντά απαριθμώντας τις ατυχίες του. Γ ι ’ αυτόν, που ατι­μάστηκε χύνοντας το αίμα των παιδιών του και της γυναίκας του, δεν είναι πια ανεκτή η ζωή.

Ο Θησέας τον παρηγορεί κι επειδή ο Ηρακλής, μετά τους φόνους που διέπραξε, πρέπει οπωσδήποτε να φύγει από τη Θή­βα, του προτείνει να πάει μαζί του στην Αθήνα. Ο Ηρακλής δι­στάζει, αλλά μετά από μια αιφνίδια μεταστροφή, δέχεται με εγκαρτέρηση να συνεχίσει τη ζωή του. Το να ζει θα είναι στο εξής περισσότερο ηρωικό παρά να πεθάνει, γιατί η ζωή του θα είναι ένας διαρκής θάνατος.

Στηριζόμενος στο μπράτσο του Θησέα ο ήρωας δεν είναι τώ­ρα πια παρά ((μια σχεδία συρόμενη από ένα πλοίο». Και ο Χ ο­ρός: «Στείχομεν οίκτροί καί πολύκλαυτοιJ τά μέγιστα φίλων όλέσαντες» (1427-1428). [Ας πάμε κι εμείς πολυδάκρυτοι και γεμάτοι από θλίψη αφού χάνουμε τον καλύτερο απ’ όλους τους φίλους].

Σύμφωνα με το δράμα αυτό ο Σενέκας έγραψε τη δική του τραγωδία με τον τίτλο: Ηρακλής.

Page 64: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΔίΔΑΧΤΗΚΕ για πρώτη φορά το 418 π.Χ . Ο Ίων δεν παρουσιά­ζει κανένα σχεδόν τραγικό στοιχείο, σύμφωνα τουλάχιστον με τον ορισμό της τραγωδίας που δίνει ο Αριστοτέλης. Είναι ένα έργο με αρκετή πλοκή, στο οποίο ο ποιητής δύο φορές αναγκά­ζεται να εμφανίσει τον «από μηχανής θεό», στην αρχή και στο τέλος. Ο πρώτος τού βασιλικού οίκου της Αττικής αποδεικνύε- ται γιος της Κρέουσας και του θεού Απόλλωνα.

Συνοπτικά η υπόθεση του έργου έχει ως εξής: Στην Αθήνα, η Κρέουσα, κόρη του Ερεχθέα, μένει έγκυος από τον θεό Απόλ­λωνα. Μόλις γεννιέται το παιδί, το εγκαταλείπει στην Ακρόπο­λη, στο ίδιο σημείο όπου «συναντήθηκε» με τον Απόλλωνα. Όμως το βρέφος το παίρνει ο Ερμής και το πηγαίνει στους Δ ελ­φούς, όπου η Πυθία αναλαμβάνει την ανατροφή του. Η Κρέουσα παντρεύεται αργότερα τον Ξούθο. Ο γάμος έγινε σαν ανταμοιβή της συμμαχίας του με την Αθήνα. Το ζευγάρι δεν απόχτησε παιδί, ενώ το παιδί της Κρέουσας με τον Απόλλωνα η Πυθία το έκανε νεωκόρο στο ναό, όπου υπηρετούσε τον πατέρα του χωρίς να τον γνωρίζει.

Η σκηνή του δράματος λαμβάνει χώρα στους Δελφούς. Τα πρό­σωπα του έργου είναι ο Ερμής, ο Ίων, ο Χορός, αποτελούμενος από θεραπαινίδες της Κρέουσας, η Κρέουσα, βασίλισσα των Α ­θηνών, ο Ξούθος, σύζυγος της Κρέουσας, ο Πρεσβύτης, ο Θερά­πων της Κρέουσας, η Πυθία, η Προφήτις και η θεά Αθηνά.

Στον πρόλογο, ο Ερμής, αδερφός του Απόλλωνα, «εισάγει» τον θεατή στην υπόθεση του έργου. Η Κρέουσα βιάζεται από τον Απόλλωνα κι αποχτά απ' αυτόν παιδί. Επειδή φοβάται την

Page 65: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

οικογένειά της, το εγκαταλείπει μέσα σε ένα καλάθι, τρέφοντας την ελπίδα ότι ο θεός-πατέρας του θα το έσωζε. Ο Ερμής, παίρνει το παιδί και το πηγαίνει στους Δελφούς, όπου και ανατρέφεται. Προλέγει το μέλλον του και ότι θα ονομαστεί Ίων: <<Ύωνα δ’ αυτόν, κτίστορ Άσιάδος· χθονός J ονομα, κεκλήσθαί θήσεται καθ' Ε λλά δα » (74-75). [Και με το όνομα Ίων, το όνομα του ιδρυτή της Ασιατικής χώρας, θα ορίσει να τον φωνάζουν στην Ελλάδα].

Στο μεταξύ, η Κρέουσα παντρεύεται τον Ξούθο από την Ε ύ­βοια, σύμμαχο της Αθήνας, αλλά δεν αποχτούν παιδιά. Αποφα­σίζουν να πάνε στους Δελφούς να ζητήσουν τη βοήθεια του θεού.

Ε κεί γνωρίζουν τον νέο που φυλάττει τον ναό. Καθαρίζει κά­θε πρωί τις σκάλες και τις ραντίζει με αγιασμένο νερό. Είναι θλιμμένος, γιατί δεν ξέρει τους γονείς του, είναι όμως και ευτυ­χής, γιατί βρίσκεται στην υπηρεσία του θεού. Η Κρέουσα συνα­ντά ιδιαίτερα τον νέο. Εκείνος, που την βλέπει για πρώτη φορά: « Γ ενναιότης σοι, καί τρόπων τεκμήρων/ το οχήμ' έχεις τόδ\ ήτις ε ί 7 7 ό τ \ ώ γύναι./ Τνοίη δ ’ ά ι^ ώς τά πολλά γ άνθρώπου πέρι/ το οχήμ ’ ιδώι/ τις εί πέφυκεν εύγενής» (238-240). [Το ευ­γενικό σου ύφος και η περήφανη θωριά σου είναι τρανή απόδειξη, κυρά μου, για να κρίνω ποια είσαι. Την όψη μονάχα αν δει κανείς μπορεί συχνά να νιώσει αν ο άνθρωπος-είναι ευγενής].

Εκείνη του αποκαλύπτει ότι δεν έχει παιδιά και, όταν μαθαί­νει ότι και ο νέος στερείται γονέων, ένα αίσθημα οίκτου την κα­ταλαμβάνει. Μερικώς του αποκαλύπτει τον λόγο που ήρθε. Του λέει, δηλαδή, ότι κάποια φίλη της βιάστηκε από τον Απόλλωνα και απόχτησε παιδί, το οποίο εγκατέλειψε μέσα σ’ ένα καλάθι και τώρα θα ήθελε να πληροφορηθεί για την τύχη του παιδιού της. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο Ξούθος, ο οποίος είναι χα­ρούμενος γιατί ένα άλλο μαντείο, του Τροφωνίου, τον πληροφό­ρησε ότι δεν θα επιστρέψει στην πατρίδα χωρίς παιδί. Για σι­γουριά, μπαίνει στο ιερό του Απόλλωνα.

Όταν μένει μόνος του ο Ίο^ν, σ ’ ένα τόνο άκακο και χαριτω­μένο, κατηγορεί τον Απόλλωνα που εγκαταλείπει στην τύχη

Page 66: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

τους τα παιδιά που απόχτησε με θνητές γυναίκες: «Νου06Τ7/- τεος δε μοι/ Φοίβος, τ ί πάσχει' παρθένους βία γαμών/ προδί- δωσι, παιδας έκτεκνούμενος λάθρα/ θνήσκοντας άμελεΐ' Μη συ y άλλ\ επει κρατείς,/άρετάς δίω κε» (436-440). [Πρέπει όμως να νουθετήσω τον Φοίβο σχετικά μ ’ αυτά που παθαίνει' αφού βιάσει παρθένες, μετά τις προδίδει! Αφού σπείρει στα κρυφά παιδιά, δεν νοιάζεται μετά που του πεθαίνουν! Μην κάνεις τέτοια πράγματα. Αλλά, μια κι έχεις δύναμη, ας επιδιώκεις το καλό].

Μετά από ένα άσμα του Χορού, που απαριθμεί τις χαρές που νιώθουν εκείνοι οι γονείς που έχουν πολλά παιδιά, βγαίνει ο Ξού- θος από τον ναό. Συναντάει τον Ίωνα και τον προσφωνεί γιο του. Επειδή εκείνος διαμαρτύρεται, του εξηγεί πως, σύμφωνα με τον χρησμό, ο πρώτος που θα συναντούσε κατά την έξοδό του, θα ήταν γιος του. Επειδή ήταν θέλημα του θεού, ο Ίων εν­δίδει και αποδέχεται να είναι γιος του Αθηναίου άρχοντα. Και ο τελευταίος: « ’Ίωνα δ’ ονομάζω σε τη τύχη πρέπον,/ όθούνεκ άδυτων έξιόντι μοι θεοϋ/ ίχνος συνήφας πρώτος» (661-663). [Και σ’ ονομάζω Ίωνα, μ ’ ένα όνομα ταιριαστό στα πεπρωμένα σου, επειδή πρώτο εσένα αντάμωσα, όταν έβγαινα από το ιερό του θεού] (Ίων-ιών: ερχόμενος, μετοχή του είμ ι μ ’ ανέβασμα του τόνου, όπως Φαίδρος-φαιδρός, Διογένης-διογενής).

Όταν, στη συνέχεια, ο Ξούθος καλεί τον Ίωνα να εγκαταλεί- ψει τη φτωχική ζωή του και να πάει στην Αθήνα, όπου τον πε­ριμένει βασιλική τύχη, ο Ίων αρχικά δυσφορεί αλλά, στην επ ι­μονή του Ξούθου, υποχωρεί. Πάντως, ο Ξούθος σκέφτεται τον συνετότερο τρόπο που πρέπει να πάει τούτο το παιδί στο σπίτι του. Τώρα δεν θα πει τίποτα στην Κρέουσα, ο δε Χορός να προ­σέξει πολύ ώστε να μην αποκαλύψει τίποτα.

Ο Ίων και ο Ξούθος αποχωρίζονται. Θα συναντηθούν μετά στο συμπόσιο που διέταξε ο βασιλιάς να ετοιμαστεί, για να γιορτάσουν το ευχάριστο γεγονός.

Ο Χορός, που αγαπάει την Κρέουσα, όταν φτάνει εκείνη μα­ζί μ ’ ένα γέροντα δούλο του πατέρα της, της αποκαλύπτει όλη

Page 67: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

την αλήθεια και ο γέροντας την προτρέπει να εκδικηθεί. Της λέ­ει: «Αυοΐν γάρ έχθροΐν ές εν έλθόντοιν στέγοςJ ή θάτερον bet bvorvxelv ή θάτερον» (848-849). [Όταν δύο εχθροί μένουν κάτω απ’ την ίδια στέγη ή ο ένας ή ο άλλος πρέπει να υποφέρει].

Η Κρέουσα αποκαλύπτει τότε τον βαθύτερο λόγο της οδύνης της. Ο πραγματικός ένοχος είναι ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας, που της έδωσε ένα γιο και την εγκατέλειψε. ΚΡΕΟΥΣΑ: «Ή λθε? μοι χρυσώ χαίταν! μαρμαίρουν, εϋτ ές κόλπους/ κρόκεα πέταλα φάρεσιν εδρεπονJ άνθίζειν χρυσανταυγή7 λευκοϊς δ’ έμφυς καρποϊσιν/ χείρών εις άντρου κοιτάς/ κραυγάν Ώ μάτέρ μ aibajoav/ θεός όμευνέτας/ άγες άνα&εία/ Κύπρώί χάριν πράσ­ο ω ν» (887-896). [Μου ήρθες αστραφτερός μες στο χρυσάφι των μαλλιών σου, όταν στην αγκαλιά μου μάζευα λουλούδια από κρό­κους, σαν το χρυσάφι αστραφτερά, για να στολίσω το χιτώνα μου και πιάνοντας τους λευκούς καρπούς των χεριών μου, κι ενώ εγώ ξεφώνιζα, Μανούλα μου, εσύ, ένας θεός, με παρέσυρες να κοιμη­θώ αδιάντροπα μαζί σου, κάνοντας το θέλημα της Κύπριδας].

Ο γέροντας συμβουλεύει την Κρέουσα να σκοτώσει τον Ίω- να, υποβάλλοντάς της την ιδέα πως είναι νόθος γιος του Ξούθου με μια δούλα. Τότε η Κρέουσα έξαλλη για τη νέα ατίμωση που της κάνει ο Απόλλωνας, δίνει στο γέροντα δηλητήριο για να το ρίξει στο ποτήρι του Ίωνα την ώρα του συμποσίου.

Ο Χορός απαγγέλλει μια προσευχή για την επιτυχία του εγ ­χειρήματος. Η τραγική πλοκή φτάνει στο κατακόρυφο, αφού η μάνα ετοιμάζεται να σκοτώσει το ίδιο της το ^υαιδί. Το έγκλημα όμως, χάρη στην επέμβαση του Απόλλωνα, δεν θα εκτελεστεί.

Ένας υπηρέτης της Κρέουσας αναγγέλλει με λεπτομέρειες την αποτυχία της δολοφονίας του Ίωνα. Αποκαλύπτεται η ένοχη και οι άρχοντες των Δελφών την καταδικάζουν σε θάνατο. Η Κρέουσα καταφεύγει στον βωμό και, την ώρα που ο Ίων ετοιμά­ζεται να τη σκοτώσει, παρουσιάζεται η Πυθία κρατώντας το καλάθι με τα σπάργανα στα οποία ήταν τυλιγμένος ο Ίων όταν τον είχαν ρίξει έκθετο. Η Κρέουσα, βλέποντάς το, βγάζει μια

Page 68: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

κραυγή. Κατάλαβε ότι ο Ίων ήταν ο γιος της. Η αναγνώριση ε ί­ναι συγκλονιστική. ΙΩΝ: « Ώ φίλτάτη μοι μήτερ, άσμενός σ’ (BcW προς· άσμένας πέπτωκα σάς παρηίδας» (1437-1438). [Πο- λυαγαπημένη μου μητέρα, τ ί χαρά που σ’ είδα, κι έγειρα στο χαρούμενο πρόσωπό σου]. ΚΡΕΟΥΣΑ: << Ω τέκνον, ώ φώς* μητρί κρεΐσσον ήλιον — σνγγνώσεται γάρ ό θεός — εν χεροΐν σ’ εχω,/ άελτττον ενρημ\ ον κατά γάς ένέρων/ χθόνιον μετά ΐίερσεφόνας τ έδόκονν ναίειν» (1439-1442). [ΙΙαιδί μου, φως στα μητρικά μου μάτια, ανώτερο απ’ τον ήλιο -ο θεός να με συγχωρήσει- στα χέρια μου πια σε κρατώ, ανέλπιστο εύρημα, που πίστευα πως ήσουν στα έγκατα της γης με τους νεκρούς, κοντά στην Περσεφόνη].

Ο Ίων, χαρούμενος, εκφράζει την επιθυμία να γίνει κοινωνός της χαράς και ο πατέρας του. Η Κρέουσα αναγκάζεται τότε να του αποκαλύψει ότι δεν είναι πατέρας του ο Ξούθος αλλά ο Α ­πόλλωνας.

Οι αμφιβολίες του, ακούγοντας την αφήγηση της μάνας του, εξαφανίζονται μόλις παρουσιάζεται η θεά Αθηνά. Αυτή αποκα­λύπτει ποια είναι η θέληση του Απόλλωνα σε σχέση με το παιδί του και τη γυναίκα που αγάπησε. Ο θεός εμπόδισε με την επέμ­βασή του ν’ αλληλομισηθούν μάνα και γιος. ΑΘΗΝΑ: «χρόνια μεν τά των θεών πως, ές τέλος δ’ ονκ άσθενή » (1615). [Οι θε­οί αργούν, στο τέλος όμως τίποτε δεν είν’ αδύνατο γ ι ’ αυτούς].

Τώρα ο θεός επιθυμεί να θεωρεί ο Ίωνας τον Ξούθο πατέρα του και να κληρονομήσει απ’ αυτόν τη βασιλεία των Αθηνών. Θα μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του Αθηναίο, επειδή η μητέρα του είναι κόρη του Ερεχθεά. Ας αφήσει τον Ξούθο στην αυταπά­τη του ότι είναι γιος του.

Και ο Χορός: «Ές* τέλος γάρ οί μεν εσθλοΐ τνγχάνονσιν άζίων,! οί κακοί δ’ ώσπερ πεφνκασ\ ονποτ εν πράζειαν άν» (1621-1622). [Στο τέλος, οι καλοί ανταμοίβονται, όσο για τους κακούς, τέτοιοι που είναι βέβαια, ποτέ δεν θα βρουν την ευτυχία].

Page 69: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Τ ρω ά δες

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΑΥΤΗ διδάχτηκε στα μεγάλα Διονύσια του 415 π.Χ. Αλέξανδρος, Παλαμήδης και Τρωάδες αποτελούσαν την τρι­λογία του Ευριπίδη. Τα δύο πρώτα δεν σώζονται. Αντίπαλος του Ευριπίδη ήταν ο Ξενοκλής, που πήρε και το πρώτο βραβείο. Στον Ευριπίδη δόθηκε το δεύτερο. Θέμα της τραγωδίας είναι διάφορα επεισόδια από την άλίοση της Τροίας, χαλαρά τοποθε­τημένα, τα οποία συνδέει μόνο το πρόσωπο της Εκάβης.

Συνοπτικά, η υπόθεση έχει ως εξής:Μετά την καταστροφή της Τροίας, η Αθηνά και ο Ποσειδώ-

νας αποφάσισαν να προκαλέσουν φθορά στο στράτευμα των Ε λ ­λήνων, ο μεν Ποσειδώνας επειδή του κατέστρεψαν την πόλη που ο ίδιος είχε χτίσει, η δε Αθηνά επειδή μίσησε τους Έλληνες, ε- ξαιτίας του βιασμού, μέσα στον ναό της, της Κασσάνδρας από τον Αίαντα τον Λωκρό. Οι Έλληνες είχαν ρίξει κλήρο για τις αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες. Από τις αρχόντισσες, έδωκαν: την Κασσάνδρα στον Αγαμέμνονα, την Ανδρομάχη στον Νεοπτόλε­μο, τον γιο του Αχιλλέα, την Πολυξένη στον Αχιλλέα. Αυτή, βέβαια, την έσφαξαν πάνω στον τάφο του. Τον Αστυάνακτα, τον μικρό γιο του Έκτορα, τον πέταξαν από τα τείχη. Την Ελένη την οδήγησαν στον Μενέλαο για να την εκτελέσει, ο δε Αγαμέ­μνονας οδήγησε στο κρεβάτι του τη μάντισσα Κασσάνδρα. Η Ε ­κάβη, λέγοντας κατάρες για την Ελένη και κλαίγοντας για τους σκοτωμένους, οδηγήθηκε σαν υπηρέτρια στη σκηνή του Οδυσ­σέα.

Καλύβια δείχνουν το στρατόπεδο των Αχαιών. Το Ίλιον πατήθη- κε. Καπνοί υψώνονται στην κουρασμένη χώρα. Οι άντρες έχουν

Page 70: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

σφαγεί. Η Εκάβη καταγής, μπροστά στην πόρτα μιας καλύβας, κλαίει τη φρικτή της μοίρα. Οι άλλες Τρωαδίτισσες αιχμάλωτες των Αχαιών βρίσκονται μέσα στα καλύβια. Ξημερώνει* στο βά­θος φαίνεται η θάλασσα.

Η δράση αρχίζει μ ’ έναν πρόλογο από τον Ποσειδώνα, τον θεό της θάλασσας, που ποτέ δεν έπαψε να προασπίζει την Τροία, ο οποίος οδύρεται για την καταστροφή της. Η Αθηνά, που μέχρι τώρα ήταν υπέρ των Ελλήνων, έχει εξοργιστεί επειδή από τον ναό της έγινε η βίαιη απαγωγή της Κασσάνδρας' ορκίζεται ότι θα τιμωρηθούν οι ιερόσυλοι κατά το ταξίδι της επιστροφής τους και προτρέπει τον Ποσειδώνα να βουλιάξει τα καράβια τους. Και εκείνος: « Τ αράξω πέλαγος Αίγαίας άλός./ Ά κταΙ δε Μύκο­νού Αήλιοί τε χοιράδες/ Σκύρός τε Αήμνός 0’ αί Κ αφήρειοί τ άκραι/ πολλών θανόντων σώμαθ’ εξουσιν νεκρών» (88-91). [Θ ’ αναταράξω τα νερά του Αιγαίου. Τ ’ ακρογιάλια της Μύκο­νού κι οι βράχοι της Δήλου κι η Σκύρος κι η Λήμνος και τ ’ α- κρωτήρι ο Καφηρέας θα δεχτούν πολλών πεθαμένων τ ’ άψυχα κορμιά]. Στους τρεις τελευταίους στίχους του προλόγου (95-97) μπορούμε να πούμε πως βρίσκεται η κεντρική ιδέα της τραγω­δίας:

Μώρος* δε θνητών οστις εκπορθεί πόλεις, ναούς τε τύμβους θ\ ιερά τών κεκμηκότων, έρημία δούς αύτος ώλεθ’ ύστερον

[Μωρός είν’ όποιος κουρσεύει πόλεις' θα καταστρέψει ναούς και μνήματα, ιερά των πεθαμένων άσυλα, μα κι αυτός κατό­πιν θα χαθεί].

Ανθρώπινο ράκος η Εκάβη, καθώς κλαίει σηκώνεται αδύνα­μα και φωνάζει προς τα καλύβια να βγουν οι Τρωάδες για να θρηνήσουν τη μεγάλη καταστροφή. Προσπαθεί μάταια να βρει κάποια παρηγοριά, καταριέται τη βδελυρή σύζυγο του Μενέλα­

Page 71: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΤΡΩΑΔΕΣ

ου, υπεύθυνη του πολέμου. Σ τις φωνές και στους θρήνους της Ε ­κάβης βγαίνουν, σε δύο διαδοχικά ημιχόρια, οι Τρωαδίτισσες που θ ’ αποτελέσουν τον Χορό της τραγωδίας και τρέχουν προς τη βασίλισσά τους. Καθώς είναι ντυμένες με ασιατική πολύχρωμη περιβολή, προξενούν ξεχωριστή εντύπωση. Χορός και Εκάβη θρηνούν τα μεγάλα δεινά που τις έχουν χτυπήσει και που πρό­κειται να τις χτυπήσουν.

Ο κήρυκας Ταλθύβιος αναγγέλλει στην Εκάβη την απόφαση των Ελλήνων αρχηγών σχετικά με τη μοιρασία των Τρωάδων. Η κόρη της, Κασσάνδρα, δίνεται στον Αγαμέμνονα, για ((κρυφό ταίρι στο κρεβάτι του». Την άλλη της κόρη, την Πολυξένη, θα τη σφάξουν πάνω στον τάφο του Αχιλλέα. Τη νύφη της, την Αν­δρομάχη, την πήρε ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα, έξω από τη μοιρασιά. Κ ι αυτή η ίδια, η Εκάβη, δίνεται σκλάβα στον Ο­δυσσέα. Εκείνη ξεσπά: «Ί ώ μοι μοι./ Μυσαρω δολιώ λέλογχα φωτι δουλεύειν,/ πολεμίω δίκας, παρανομώ δάκει, ος πάντα τ άκεΐθεν ενθάδε στρέφει, τά δ’/ άντίπαΚ αυθις έκεϊσε διπτυχω γλώσσα/ φίλα τά πρότερ άφιλα τιθέμενος πάντων» (287-292). [Σ ’ έναν βδελυρό και σ’ έναν άπιστο με δίνει σκλάβα ο λαχνός, σ’ έναν που εχθρεύεται το δίκιο, σ’ ένα άνομο θεριό, που με τη δίλογη τη γλώσσα του όλα τα ανακατεύει και σ’ εχθροπάθεια ρίχνει ό,τι πριν έδενε η αγάπη].

Αδιάφορος για τους θρήνους της Εκάβης, ο μαντατοφόρος ζη­τάει από τους ακολούθους του να φέρουν έξω την Κασσάνδρα, για να την παραδώσει στον Αγαμέμνονα. Μα η Κασσάνδρα ορ- μάει έξω μόνη της. Ντυμένη τη στολή της ιέρειας του Απόλλω­να και τινάζοντας έναν πυρσό, χορεύει και τραγουδάει τον γάμο της με τον Αγαμέμνονα. Και όπως την κατέχει παράφορος προ­φητικός οίστρος, προφητεύει τις συμφορές που θα βρουν τον Α ­γαμέμνονα...

Ενώ ο κήρυκας απομακρύνει την Κασσάνδρα, η Εκάβη ξα­ναρχίζει να θυμάται τις συμφορές της: « Πρίαμον.../ . . .δ’ εώον ομμασιν/ αυτή κατασφαγέντ έφ* έρκείω ττυρα,/ πόλιν 0’ άλονσαν»

Page 72: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

(492-495). [Τον Πρίαμο είδα με τα μάτια μου εγώ η ίδια να τον σφάζουν απάνω στο βωμό του σπιτιού μας και να κουρσεύουν και τη χώρα].

Ο θρήνος του Χορού που παρεμβάλλεται περιγράφει τις τ ε ­λευταίες στιγμές της Τροίας, τη μοιραία πανουργία των Ελλή­νων με τον Δούρειο Ίππο και τη λεηλασία της πόλης.

Εμφανίζεται η Ανδρομάχη, συνοδευόμενη από τον νεαρό γιο της Αστυάνακτα, για ν’ αναγγείλει στην Εκάβη τη θλιβερή ε ί­δηση της θυσίας της κόρης της, Πολυξένης, πάνω στον τάφο του Αχιλλέα. Κ ι ενώ η Ανδρομάχη προσπαθεί να γαληνέψει τον πόνο της πεθεράς της, επανεμφανίζεται ο Ταλθύβιος, για ν’ α­ναγγείλει μια τερατώδη απόφαση των Ελλήνων, μετά από συμ­βουλή του Οδυσσέα: Αποφάσισαν ν’ απαλλαγούν από τον νεαρό Αστυάνακτα γκρεμίζοντάς τον από τα τείχη! Νά τί λέει ο Ταλ­θύβιος: «Έ δο^€ τόνδε παΐδα... πώς είπω λόγον; (735) «ρΐφαι δε πύργων δεΐν σφε Τρωικών άπο» (747). [Αποφασίστηκε για τούτο το παιδί... πώς να τον πώ αυτό τον λόγο; να το πετάξουμε από ψηλά από το Τρωικό το κάστρο].

Η Ανδρομάχη, αποκαμωμένη, αποχωρίζεται τον γιο της και στέλνει κατάρες εναντίον των Ελλήνων. Ο αποχαιρετισμός και ο τρόπος που αποχωρίζεται το καταδικασμένο σε θάνατο νεαρό βλαστάρι της είναι μια από τις πιο συνταρακτικές σκηνές της αρχαίας τραγωδίας: « Ώ νέον ύπαγκάλισμα μητρ\ φίλτατονJ ώ χρωτός ήδύ πνεύμα* διά κενής άρα/ εν σπαργάνοις σε μα ­στός έξέθρεφ’ οδε,/ μάτην δ’ έμόχβουν καί κατεζάνθην πό- νοις./ Νυν —ονποτ αύθις— μητερ άσπάζον σέθενJ πρόσπιτνε τήν τεκοϋσαν, άμφί δ’ ώλενας/ ελισσ έμοϊς νώτοισι καί στόμ άρμοσον» (779-785). [Ω τρυφερή και ακριβή χαρά της αγκαλιάς μου, ω γλυκιά ευωδία του κορμιού! Του κάκου, καθώς βλέπω, σε έθρεψε στα σπάργανά σου ο μαστός μου, ανώφελα βασανιζόμουν κι έλιωνα στους κόπους. Τώρα, για στερνή φορά φίλησε τη μάνα σου, αγκάλιασέ με εμένα που σε γέννησα, τύλιξέ με με τα χέρια σου και φίλα με στο στόμα]. Και καταλήγει: «^Ω βάρβαρέ

Page 73: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΤΡΩΑΔΕΣ

έζευρόντες "Έλληνες κακάJ τ ί τόνδε παΐδα κτείνετ ούδεν αίτιον; » (786-787). [Ω βάρβαρων βασάνων εφευρέτες Έλληνες, τ ί σας φταίει τ ’ αθώο παιδάκι και το σκοτώνετε έτσι;].

Το τρίτο επεισόδιο ξεκινάει με τον Μενέλαο και την Ελένη. Ο πρώτος είναι αποφασισμένος να φέρει την Ελένη στην Ελλά­δα και να την τιμωρήσει με θάνατο. Η Εκάβη συμφωνεί αλλά τον συμβουλεύει να μην ανοίξει συζήτηση μαζί της, γιατί φοβά­ται μήπως τον γοητεύσει πάλι με τα θέλγητρά της: «Ό ράν δε τήνδε φεϋγε, μη σ’ ίλη πόθω./ Αίρει γάρ άνδρών δ μ μ α τ» (900-901). [Μα άμα τη βλέπεις, να φεύγεις μακριά της, για να μη σε κυριέψει ο πόθος. Γιατί παλαβώνει των αντρών τα μάτια].

Εμφανίζεται η Ελένη, που ζητάει από τον Μενέλαο να της επιτρέψει ν’ απολογηθεί πριν πεθάνει. Ο Μενέλαος συμφωνεί. Η Εκάβη θ ’ ακουστεί στη συνέχεια σαν κατήγορος. Ακολουθούν οι μονόλογοι των δύο γυναικών: Η Ελένη αποδίδει τις κακές της πράξεις στην επίδραση της Αφροδίτης, της θεάς του Έρωτα, η Εκάβη όμως δεν συμφωνεί ότι υπήρξε θεία επέμβαση και απο­καλύπτει με πειστικά επιχειρήματα τη ματαιόδοξη, ευτελή και αναίσθητη ψυχή της Ελένης. Ο Μενέλαος δείχνει να πείθεται από τον λόγο της Εκάβης, αλλά μάλλον προσποιείται, καθώς φαίνεται ότι θα καταλήξει να συγχωρήσει την ένοχη. Ο Χορός παρακαλεί τον Δία να ενδιαφερθεί για τις δυστυχίες της Τροίας και να ρίξει τους κεραυνούς του κατά του πλοίου της Ελένης και του Μενέλαου.

Στο τελευταίο μέρος της τραγωδίας, ο Ταλθύβιος φέρνει το πτώμα του Αστυάνακτα στην Εκάβη. II Ανδρομάχη έχει ήδη οδηγηθεί στο πλοίο του Νεοπτόλεμου και η γιαγιά είν’ εκείνη που πρέπει ν’ αποδώσει στον γιο του Έκτορα τις τελευταίες τ ι­μές. Η Εκάβη θρηνεί το παιδί, υμνεί την ομορφιά του, τις αφε­λείς του εκφράσεις, τις ελπίδες που είχε στηρίξει σ ’ αυτό: « Τ ί καί ποτέ/ γράφειν άν σε μονσ οποίος έν τάφω/ Τόμ παΐδα τόνδ’ εκτειναν " Αργείο ί ποτέ/ δείσαντες; —αισχρό ν τονπί- γραμμά γ ’ ΈλΑάδι » (1196-1199). [Και τ ί μπορεί να γράψει τά-

Page 74: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

χα ποιητής στον τάφο σου για σένα; Τούτο το παιδί το σκοτώ­σανε κάποτε οι Αργείοι, γιατί φοβηθήκανε απ’ αυτό; Ντροπή για την Ελλάδα ένα τέτοιο επίγραμμα].

Ενώ ακούγεται ένα επικήδειο άσμα, ο Ταλθύβιος διατάζει τους Έλληνες στρατιώτες να βάλουν φωτιά και να κάψουν ό,τι έχει απομείνει από την Τροία. Η Εκάβη πρέπει να πάει στο πλοίο του Οδυσσέα.

Και καθώς η θλιβερή πομπή των αιχμαλώτων κατευθύνεται για το μακρινό ταξίδι, οι ναοί της πόλης, παρανάλωμα της φω­τιάς, πέφτουν με πάταγο και η Εκάβη οδύρεται για την παντο­τινά χαμένη πατρίδα της: « Ό τ τ ο τ ο τ ο τ ο τ ο ι . / Κελαμπεν ’Ίλιον, Περ/γάμων τε πνρϊ καταίθεται τεραμνα/ καί πόλις άκρα τε τειχέω ν» (305-308). [Αλί και τρισαλί! Φεγγοβολάει το Ίλιο, καίγονται τα σπίτια ψηλά στα Πέργαμα, η πόλη και οι κορφές των πύργων καίγονται].

Page 75: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ιφιγένεια η εν Ταύροι? %

Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ του έργου έγινε το 414 ή 411 π.Χ.. Η υπό­θεση, συνοπτικά, έχει ως εξής: Ο Ορέστης, μετά από χρησμό, έρχεται στην Ταυρίδα της Σκυθίας, μαζί με τον φίλο του Πυλά- δη, προκειμένου να πάρει από τον εκεί ναό της Αρτέμιδας το άγαλμα της θεάς. Όταν φτάνουν με το πλοίο, καταλαμβάνεται ο ίδιος από κάποια μανία. Οι ντόπιοι τους συλλαμβάνουν και τους οδηγούν για θυσία στον βωμό της θεάς, σύμφωνα με το έθιμο που επικρατούσε εκεί...

Η σκηνή του δράματος εξελίσσεται μπροστά στον ναό της Αρτέμιδας στην Ταυρίδα. Τα πρόσωπα του δράματος είναι η Ιφιγένεια, ο Ορέστης, ο Πυλάδης, ο Χορός, αποτελούμενος από Ελληνίδες γυναίκες, θεραπαινίδες της Ιφιγένειας, ο Βουκόλος, ο Οόας, βασιλιάς της Ταυρίδας, ο Αγγελιαφόρος και η θεά Αθηνά.

Περίλυπη βγαίνει από τον ναό η Ιφιγένεια και διηγείται, προλογίζοντας, τα έξω του δράματος: Πώς, δηλαδή, οδηγήθηκε στην Αυλίδα, δήθεν για να παντρευτεί τον Αχιλλέα, στην πραγ­ματικότητα όμως για να θυσιαστεί στη θεά Άρτεμη, ώστε να φυσήξει ούριος άνεμος για τα πλοία, όπως αποφάνθηκε ο μάντης Κάλχας στον ίδιο τον πατέρα της, τον Αγαμέμνονα: « Ώ τησδ’ ανάσσων Ελλάδος* στρατηγίας,/ Α γάμεμνον, ού μή ναϋς άφορμίση χθονος/ πρ\ν άν κόρην σήν Ιφιγένειαν 'Άρτεμις/ λάβη σφαγεϊσαν ο τι γάρ ενιαυτός τέκοι/ κάλλιστον, ηΰξω φωσφόρω θύσειν θεα» (17-21). [Αγαμέμνονα, πρώτε στρατηγέ των Ελλήνων, δεν θα μπορέσεις να ξεκινήσεις τα καΐκια απ’ τα λιμάνια τούτης της χώρας πριν θυσιαστεί η κόρη σου Ιφιγένεια στο βωμό της Αρτέμιδας· γιατί τάμα έχεις κάνει έναν καιρό, να

Page 76: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

προσφέρεις θυσία στη θεά τη φωτοφόρα το πιο καλό απ’ όσα θα σου γεννούσε εκείνη η χρονιά]. Φυσικά εννοούσε την Ιφιγένεια, που η Κλυταιμήστρα είχε γεννήσει τη συγκεκριμένη εκείνη χρο­νιά. Η νεαρή κόρη ήταν ήδη ξαπλωμένη πάνω στον βωμό για τη θυσία όταν η θεά την ευσπλαχνίστηκε και την έσωσε, βάζοντας στη θέση της μια νεαρή ελαφίνα. Σ τη συνέχεια, τη μετέφερε στο ναό της στην Ταυρίδα, όπου την έκανε ιέρεια. Εκεί, ήταν υπο­χρεωμένη να ετοιμάζει για θυσία όλους τους Έλληνες που έφτα­ναν στη βάρβαρη χώρα.

Και τώρα, μπροστά στον κόκκινο από το αίμα των θυμάτων βωμό, η Ιφιγένεια λέει για τη νέα οδύνη που την βασανίζει εξαι- τίας ενός ονείρου. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: <<f'A καινά δ’ ήκει νυξ φέρουσα φά­σματα,/ λέξω προς αίθερ, εί τι δη τοδ’ εστ άκος» (42-43). [Τα ό­νειρα όμως τα παράξενα που μού ’φερε η νύχτα θα τα πω στον αι­θέρα κι ίσως αυτό, κατά που λέει ο κόσμος, μου βγει σε καλό].

Της φάνηκε ότι γεμάτη δάκρυα άγγιζε με το μαχαίρι το κε­φάλι ενός νέου άντρα, η μορφή του οποίου ήταν ίδια μ ’ εκείνη του μικρού αδερφού της, Ορέστη. Έ τσι, κατέληξε να πιστεύει ό­τ ι ο αδερφός της ήταν ήδη πεθαμένος. Θέλοντας να προσφέρει σπονδές στη μνήμη του, απομακρύνεται για να μπει στον ναό.

Στην κενή σκηνή, παρουσιάζονται δυο νέοι: ο Ορέστης και ο Πυλάδης. Προχωρούν με πολλή προσοχή και κοιτάζουν γύρω φο­βισμένοι μην τους ιδεί κανένας. Ο Ορέστης λέει ότι, υπακούο- ντας σε χρησμό του Απόλλωνα, ήρθε σ ’ αυτή τη χώρα για να κλέψει το άγαλμα της θεάς Αρτέμιδας και να το μεταφέρει στην Αθήνα. Αν το κατόρθωνε, θ ’ απαλλασσόταν από την καταδίωξη των Ερινύων για τον φόνο της μητέρας του. Φτάνοντας στο κα- τώφλι του ναού και μπροστά στον βωμό χάνει το θάρρος του και θέλει να φύγει. Ο Πυλάδης τον ενθαρρύνει: «Τού? πόνους γάρ αγαθοί/ τολμώσι, δειλοί δ" είσίν ονδεν ουδαμού» (114-115). [Γιατί τους κινδύνους οι γενναίοι έχουν την τόλμη ν’ αναλάβουν, κι οι δειλοί δεν φαίνονται πουθενά]. Ομως, απομακρύνονται κι οι δυο προσοορινά από κει.

Page 77: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ 8ι

Ο Χορός, αποτελούμενος από 15 Ελληνίδες, τραγουδάει προς τιμήν της θεάς. Λίγες λέξεις αρκούν για να ζωγραφίσουν, με τις εικόνες που δίνουν, όλο το θέλγητρο του ελληνικού τοπίου, την πολιτισμένη χώρα για την οποία τόση νοσταλγία αισθάνεται. Βγαίνει η Ιφιγένεια από τον ναό και κλαίει μαζί με τον Χορό για τις συμφορές των Ατρειδών, στις οποίες προστέθηκε τώρα -πρέ­πει να πιστέψουν στο όνειρο- και ο θάνατος του Ορέστη. Κ λα ί­ει και για τον εαυτό της: «Ν υν δ’ άξείνου πόντου ξεΐνα/ δυ- σχόρτους οϊκους ναίω, άγαμος άτεκνος άπολις άφιλος (218- 220). ((τα μναστευθεΐσα εξ Έλλάνα>ν» (218). [Μα τώρα ξένη στου άξενου του Πόντου τ ’ αφιλόξενα παλάτια κατοικώ, ανύπα­ντρη, άτεκνη, χωρίς πατρίδα, χωρίς φίλους. Λησμονημένη από τους Έλληνες!]

Ένας βουκόλος φτάνει διακόπτοντας το μοιρολόγι της Ιφιγέ­νειας. Λέει ότι πιάσανε στην ακρογιαλιά δυο Έλληνες, εξαίρετα θύματα για τη θεά. Όταν εκείνος απομακρύνεται προσωρινά, η ίδια μονολογεί κι αναρωτιέται αν αισθάνεται λύπη για τη θυσία ξένων, για να αποφανθεί: «Ο ί δυστυχείς γάρ τοΐσι δυστυχε- στέροις/ αυτοί κακώς πράξαντες ού φρονοϋσιν ευ» (352-353). [Πόνο για τους δυστυχισμένους δεν έχουν οι δυστυχισμένοι σαν βρεθούν οι ίδιοι μέσα στις συμφορές].

Ο βουκόλος την πληροφορεί ότι Πυλάδης είναι το όνομα του ενός από αυτούς που πιάσανε. Είδε όμως τον άλλο ξένο σε μια κατάσταση, είπε, παραφροσύνης, εξαιτίας των Ερινύων που τον καταδιώκουν. Αίσθημα εκδίκησης κυριεύει την Ιφιγένεια κατά των Ελλήνων, ταυτόχρονα όμως αισθάνεται συνεχώς αυξανόμε­νη αποστροφή για τα καθήκοντα δημίου που της επιβάλλει ο βασιλιάς Θόας. Θαρραλέοι ναυτικοί θα είναι οι συλληφθέντες, διακηρύσσει ο Χορός, τους οποίους θα παρέσυρε μέχρι των άξε­νων Ταύρων η ελπίδα του πλούτου. Όμως: «Φ ίλα γάρ ελπίς γ\ επί τε πήμασιν βροτών/ άπληστος άνθρώποις, ολ/ βου βάρος οί φέρονται/ πλανήτες επ' οιδμα πόλεις τε βαρβάρους περώντες,/ κοινά δόξα'/ γνώμα δ’ οίς μεν άκαιρος ολ/ βου, τοΐς δ’ ές μέσον

6 - Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί

Page 78: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

ήκβί» (413-420). [Γιατί γλυκές και, για συμφορά τους, αχόρτα­γες ελπίδες έχουν οι άνθρωποι που θαλασσοδέρνονται και με το ίδιο όνειρο ταξιδεύοντας για χώρες βαρβαρικές κυνηγούν τα με­γάλα πλούτη. Μα τ ’ όνειρό τους για τα πλούτη σ’ άλλους μένει άκαρπο και σ’ άλλους αληθεύει].

Η Ιφιγένεια, μόλις της φέρνουν δεμένους τον Ορέστη και τον Πυλάδη για να θυσιαστούν, περιέργως δεν αιθάνεται καμιά σκλη­ρότητα και μνησικακία. Αντίθετα, οίκτος την κατέχει. Τους ρω­τάει και μαθαίνει ότι είναι Μυκηναίοι, ότι κυριεύτηκε το Ίλιον, ότι χάθηκε ο μάντης Κάλχας, ότι το σπίτι του Οδυσσέα δυστυ­χεί. Προηγουμένως, όταν τον ρώτησε για τ ’ όνομά του, ο Ορέ­στης δεν της το αποκάλυψε. Τα τελευταία ερωτήματά της τα έκανε για πρόσωπα προσφιλή, παίρνοντας τις απαντήσεις. Ο Α- χιλλέας δεν ζει, τον Αγαμέμνονα τον έσφαξε η σύζυγός του και αυτήν ο γιος της.

Όταν άκουσε από τον ξένο ότι ο Ορέστης ζει, μια κραυγή χαράς βγήκε από το στήθος της: Ψεύτικα όνειρα, άμετε στο κα­λό* κούφια ήσαστε, όπως βλέπω: «ΨευδεΓ? ovetpoc, χαίρετ'ονδεν ήτ άρα» (569). Ζ ει ο Ορέστης! Τ ί άλλο θέλει; Δεν εννόησε το τρομαχτικό νόημα του προηγούμενου στίχου (568): « Έ σ τ , άθλιός ye, κούδαμον και ττανταχοϋ». [Ζει ελε­εινός και παντού και πουθενά].

Της παρουσιάζεται θαυμάσια ευκαιρία να στείλει μήνυμα στον αδερφό της. Προτείνει στον Ορέστη να τον σώσει εάν της υπο- σχεθεί να μεταφέρει επιστολή της στο Άργος. Ο Ορέστης αρνεί- ται να δεχτεί τη σωτηρία για τον εαυτό του. Ας σώσει καλύτερα τον Πυλάδη, ο οποίος θα μεταφέρει το μήνυμα. ΟΡΕΣΤΗΣ: «Ί ά των φίλων/ αϊσχιστον δστις καταβαλών ές ξυμφοράς/αυτός σέσωσται» (605-607). [Βαριά ντροπή είναι να βυθίσει κανένας στις συμφορές τους φίλους, για να σωθεί ο ίδιος]. Η Ιφιγένεια επαινεί τη γενναιοφροσύνη του και του υπόσχεται ότι θα φροντί­σει να του αποδώσει τις οφειλόμενες τιμές στο νεκρό του, αντι­καθιστώντας η ίδια την αδερφή του που είναι μακριά.

Page 79: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ

Όμως και ο Πυλάδης αρνείται να φύγει και ν’ αφήσει τον Ο­ρέστη να θυσιαστεί. ΠΥΛΑΔΗΣ: «Ύαντ ονν φοβούμαι και 8ι αισχύνης εχα),/ κούκ εσβ’ οποος ού χρή συνεκπνεϋσαί μέ σοι/ καί συν σφαγήναι και πυρωθήναι δέμας,/ φίλον γεγώτα και φοβούμενον ψόγον» (683-686). [Αυτά φοβούμαι και ντρέπομαι και γ ι ’ αυτό εξάπαντος πρέπει μαζί σου να ξεψυχήσω, μαζί σου να σφαγώ και μαζί σου να καώ, αν είμαι φίλος σου, κι αν φοβού­μαι την κατάκριση]. Ο Ορέστης όμως παραμένει ακλόνητος στην απόφασή του κι επιχειρεί ν’ αποδείξει ότι ο θάνατος θα εί­ναι γ ι ’ αυτόν μια λύτρωση. «Εύφημα φώ νει» (687). [Μίλα λο­γικά], λέει του Πυλάδη.

Ο Πυλάδης τότε συγκατατίθεται, χωρίς όμως να σταματάει τις παραινέσεις στον φίλο του να έχει εμπιστοσύνη στον Απόλ­λωνα, γιατί πρέπει να σωθεί.

Η Ιφιγένεια παρουσιάζεται πάλι κρατώντας την επιστολή που ετοίμασε. Όμως αναγκάζεται να τη διαβάσει μεγαλόφωνα, ώστε σε περίπτωση ναυαγίου να μπορεί ο Πυλάδης να μεταφέ­ρει το περιεχόμενό της. Με αυτό το απλό και έντεχνο επινόημα, το οποίο προκάλεσε τον θαυμασμό του Αριστοτέλη, ο Ευριπίδης οδηγεί στην αναγνώριση μεταξύ των δύο αδελφών, που κλαίγο- ντας πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ: «^Ω φίλτατ ούδεν άλλο, φίλτατος γάρ εί,/ εχω σ’ Ό ρέστα, τηλύ- γετον χθονός άπό πατρίδος/ Άργόθεν, ώ φ ίλος» (827-830). [Ω πολυαγαπημένε μου, τί άλλο να σου πω, γιατί είσαι ο πολυα- γαπημένος μου, σ’ έχω αγκαλιά μου, Ορέστη, εσένα τον κανα­κάρη μου, που ήρθες από την πατρίδα, από το Αργος, ακριβέ μου].

Ο Ορέστης διηγείται τη θλιβερή ιστορία του και η Ιφιγένεια δεν σκέφτεται πια παρά πώς θα τον σώσει. Τον παρακαλεί να φύγει και να την αφήσει να προσφερθεί θύμα η ίδια στον τύραν­νο Θόα. Όμως ο Ορέστης αρνείται. Ποια αξία θα είχε γ ι ’ αυτόν η ζωή αν δεν μπορούσε να πάρει μαζί του στην πατρίδα την αδερφή του και ταυτόχρονα ν’ αρπάξει, σύμφωνα με την εντολή

Page 80: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

του Απόλλωνα, το άγαλμα της θεάς; Η Ιφιγένεια προτείνει έναν τολμηρό και εξασφαλισμένης επιτυχίας τρόπο, με το εξής σχέ­διο: Θα πει στον Θόα ότι οι δύο ξένοι, ένοχοι πατροκτονίας, πρέ­πει, πριν από τη θυσία, να εξαγνιστούν στη θάλασσα και ότι το είδωλο της θεάς, που βεβηλώθηκε αφού το ακούμπησαν οι ξένοι, πρέπει κι αυτό να εξαγνιστεί. Έ τσι, όλοι θα μπορέσουν να δρα­πετεύσουν με το πλοίο του Ορέστη, το οποίο τους περιμένει έτοιμο για αναχώρηση.

Ο Χορός, που έχει υποσχεθεί στην Ιφιγένεια να μην την προ- δώσει, εκφράζει τη νοσταλγία για την ελληνική γη, που θα ξα- ναδεί η νέα, και προεξοφλεί θριαμβευτική την επάνοδό της, με τη συνοδεία μάλιστα θεών, του Πάνα και του Απόλλωνα: « Σ υ - ρίζων θ’ ό κηροδέτας/ κάλαμος ούρείου Πανός*/ κώπαίς εττι- θωύξβι,/ ό Φοίβος θ’ ό μάντις εχων/ κέλαδον έπτατόνον λύ­ρας/ άείδων άξει λίπαράν/ εν σ ’Αθηναίων επί γάν» (1125- 1131). [Και του βουνίσιου θεού Πανός το κηροδεμένο καλαμένιο σουραύλι θα δώσει με το λάλημά του στους λαμνοκόπους τον ρυθμό, κι ο Φοίβος ο μάντης, χτυπώντας την εφτάφωνη τη λύρα του, θα σε πάει με το καλό στη λαμπρή τη χώρα των Αθηναίων].

Το πανούργο τέχνασμα πετυχαίνει στην εντέλεια. Η Ιφιγέ­νεια ξέρει να υποκρίνεται τόσο καλά ότι αισθάνεται μίσος και απέχθεια για τους ξένους, ώστε ο Θόας δεν έχει την παραμικρή υπόνοια και, θαυμάζοντας την ευσέβεια και τη σωφροσύνη τής ιέρειας, της δίνει μια φρουρά για να οδηγήσει τους δύο κρατού­μενους στη θάλασσα. Η Ιφιγένεια του λέει ότι δεν πρέπει να παρευρίσκεται κανένας στην τελετή του εξαγνισμού κι επομέ­νως ούτε και οι στρατιώτες.

Μετά από λίγο, παρουσιάζεται ένας στρατιώτης, ο οποίος διηγείται τα σχετικά με την απόδραση των ξένων αλλά και της Ιφιγένειας, λέγοντας ακόμη ότι πήραν μαζί τους και το άγαλμα της θεάς.

Ανήσυχοι για την τύχη της Ιφιγένειας, αφού πέρασε λίγος χρόνος, οι υπηρέτες του Θόα είχαν παραβεί τις εντολές που τους

Page 81: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ

δόθηκαν και είχαν πλησιάσει την ομάδα, που είχε ήδη επιβιβα­στεί στο πλοίο. Μετά από σύντομη πάλη, οι Έλληνες καταφέρ­νουν και απομακρύνονται από την ακτή.

Όμως, οι άνεμοι είναι αντίθετοι και οι φυγάδες κινδυνεύουν να συλληφθούν από τα πληρώματα των βασιλικών πλοίων που κίνησαν σε καταδίωξή τους. Ο Θόας, έξαλλος από οργή, είχε δώσει εντολή να συλληφθούν αμέσως.

Στην κρίσιμη όμως αυτή στιγμή, παρουσιάζεται η θεά Αθη­νά και τον διατάζει να σταματήσει την καταδίωξη. Είναι θέλη­μα των θεών να φτάσουν ο Ορέστης με την Ιφιγένεια στην Αθή­να, για να ιδρύσουν εκεί ναό της Αρτέμιδας, όπου θα εγκατα­στήσουν και το άγαλμα της θεάς. Ο Θόας υποχρεώνεται ακόμα, σύμφωνα με τη θέληση των θεών, να στείλει στην Ελλάδα τις σκλάβες γυναίκες.

Ο βασιλιάς υπακούει και ο Χορός εκφράζει ευχές για το τα­ξίδι του Ορέστη του ελευθερωτή και ευχαριστίες στην Παλλάδα Αθηνά.

Από την τραγωδία αυτή εμπνεύστηκε ο Γκαίτε, δημιουργώ­ντας ένα από τα καλύτερα δραματικά του έργα.

Page 82: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ηλεκτρα

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΑΥΤΗ διδάχτηκε το 413 π.Χ., δηλαδή πολύ υστε- ρότερα από τα δύο άλλα δράματα με την ίδια υπόθεση: Τις Χοη- φόρες του Αισχύλου (458 π.Χ.) και την Ηλεκτρα του Σοφοκλή (ίσως 430 π.Χ.).

Πρόσωπα του δράματος είναι: ο γεωργός σύζυγος της Ηλέκτρας, η Ηλέκτρα, κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμήστρας, ο Ο­ρέστης, αδερφός της, ο Χορός, αποτελούμενος από 15 χωριατο- πούλες της Αργολίδας, ο γερο-παιδαγωγός, ο Αγγελιαφόρος, η Κλυταιμήστρα και οι Διόσκουροι θεοί Κάστορας και Πολυδεύ­κης, αδέρφια της Κλυταιμήστρας.

Η σκηνή σε μια εξοχή της Αργολίδας. Ο θεατής βλέπει ένα χωριατόσπιτο φτωχού γεωργού. Χαμηλά, κυλάει τα νερά του ο ποταμός Ίναχος. Ξημερώματα.

Μετά τον θάνατο του Αγαμέμνονα, η Κλυταιμήστρα και ο Α ί­γισθος πάντρεψαν την Ηλέκτρα, την κόρη της Κλυταιμήστρας και του Αγαμέμνονα, μ ’ ένα φτωχό καλλιεργητή, για να μη μπορεί να γεννήσει παιδιά αρχοντικής καταγωγής, ικανά να εκδικηθούν τον θάνατο του Αγαμέμνονα. Ο κληρονόμος του Αγαμέμνονα, ο Ορέ­στης, ο οποίος έχει χρέος να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του, νήπιο ακόμα σώθηκε από τον παιδαγωγό του, γιατί ο Αίγισθος σκόπευε να τον σκοτώσει. Ζει τώρα εξόριστος κοντά στον Στρό- φιο, βασιλιά της Φωκίδας. Ο Αίγισθος δεν έπαψε ποτέ να θέλει τον θάνατό του και μάλιστα υποσχέθηκε και αμοιβή σε όποιον θα σκότωνε τον Ορέστη. Στο μεταξύ, η Ηλέκτρα ζει στο σπίτι του φτωχού χωρικού, ο οποίος, προλογίζοντας, αφηγείται όλα όσα ανα­φέραμε. Ο ίδιος είναι φτωχός αλλά τίμιος: «λαμπροί γάρ ές γέ­

Page 83: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΗΛΕΚΤΡΑ

νος ye, χρημάτων δε δη/ πένηre?, ενθεν ηύγένει άττόλλυταί» (37-38). [Λαμπρή είν’ η γενιά μου, μα χρήματα δεν έχω και γ ι ’ αυτό δεν φαίνεται η ευγένεια]. Εμφανίζεται η Ηλέκτρα, η οποία παραπονιέται για την τύχη της και ο αγαθός άνθρωπος προσπα­θεί να την παρηγορήσει. Απομακρύνονται και οι δύο.

Παρουσιάζονται τώρα στη σκηνή ο Ορέστης και ο Πυλάδης. Ο πρώτος έχει έρθει να πάρει εκδίκηση για τον τάφο του πατέ­ρα του, μ ’ εντολή του Απόλλωνα από τους Δελφούς. Κρύβεται προσωρινά σ’ έρημο τόπο κοντά στα σύνορα, για να μπορέσει να ξεφύγει αργότερα, αν τυχόν γίνει αντιληπτός. Ο Ορέστης βλέ­πει την Ηλέκτρα και από τα φτωχικά ρούχα που φοράει την περνάει για δούλη, κρύβεται όμως για να την ακούσει.

Εκείνη αρχίζει να τραγουδάει ένα άσμα μελαγχολικό. Παρα­πονιέται για τον θάνατο του πατέρα της και τις άθλιες συνθήκες της ζωής της* συνεχίζει μαζί με τον Χορό. Είναι η γιορτή της Ήρας στο Άργος και οι κοπέλες ζητάνε από την Ηλέκτρα να πά­ει μαζί τους. Η χαρά και οι γιορτές δεν είναι για μένα, λέει εκεί­νη. Και ο Χορός της απαντάει: «Δοκεΐς τοϊσι σοΐς δακρνοίς/ μη τιμώσα θεούς κρατήσειν εχθρών;» (194-196). [Θαρρείς πως με το δάκρυ θα νικήσεις τους εχθρούς σου, τους θεούς αν δεν τιμάς;] Και της υποδείχνει ότι μπορεί να το πετύχει με τις προσευχές.

Παρουσιάζονται μπροστά της ο Ορέστης και ο Πυλάδης. Ο Ορέστης την πιάνει από το χέρι* εκείνη τρομάζει. Τη βεβαιώνει πως δεν θέλει το κακό της και πως τον έστειλε τάχα ο αδερφός της, ο Ορέστης, για να μάθει για την κατάστασή της. Η Η λέ­κτρα παίρνει θάρρος και του ιστορεί τη ζωή της. Επαινεί τον άντρα της, ο οποίος είναι μεν φτωχός αλλά τίμιος και πως δι­καίωμα να την παντρέψει δεν είχε ο Αίγισθος, παρά μόνο ο αδερφός της, ο Ορέστης. Η μεγάλη, και μέχρι τώρα ανεκπλή­ρωτη επιθυμία της είναι να σκοτώσει ο Ορέστης -μ ε τη βοήθειά της- τον Αίγισθο και τη μάνα της! «&άνοίμι μητρος αίμ έττι- σφάξασ έμής» (281). [Να χύσω της μάνας μου το αίμα κι ύ­στερα ας πεθάνω!]

Page 84: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Είναι η κραυγή της γεμάτη μίσος και μανία, που φανερώνει πως την εκδίκηση έχει ορίσει για σκοπό της ζωής της και πως, αν το κατορθώσει, θα είναι η ευτυχέστερη γυναίκα του κόσμου. Λέει στον ξένο να μεταφέρει στον Ορέστη το μήνυμα πως η αδερφή του τον περιμένει μ ’ όλη της την ψυχή σαν εκτελεστή της εκδίκησης.

Φτάνει ο άντρας της από το χωράφι και δυσφορεί αρχικά βλέ­ποντας τους ξένους να συζητούν με τη νεαρή σύζυγό του. Όταν όμως πληροφορείται ότι έρχονται από τον Ορέστη, τους βάζει πρόθυμα στο σπίτι του για να τους φιλοξενήσει. Η Ηλέκτρα στέλνει να ειδοποιήσουν τον αγαπημένο γέροντα υπηρέτη, που υπήρξε παιδαγωγός στη δούλεψη του Αγαμέμνονα και ο οποίος είχε φυγαδεύσει νήπιο τον Ορέστη, να της φέρει μερικά τρόφιμα να φιλέψει τους ξένους.

Σ ’ ένα στάσιμο, ο Χορός ψάλλει τη δόξα και τη δυστυχία του Αγαμέμνονα, του λαμπρού ήρωα, του νικητή της Τροίας, του με­γάλου αρχηγού, τον οποίο δεν δίστασε να σκοτώσει η μοιχαλίδα Κλυταιμήστρα, και εκφράζει τη βεβαιότητα πως, δίχως άλλο, δεν θα την αφήσουν τη φόνισσα ατιμώρητη οι θεοί.

Σκυφτός από τα γεράματα έρχεται με τα τρόφιμα ο γέρος, ο τώ­ρα βοσκός και άλλοτε παιδαγωγός του βασιλικού παλατιού. Είναι συγκινημένος! Ο λόγος; Καθώς περνούσε μπροστά από τον τάφο του Αγαμέμνονα, για να τον τιμήσει, είδε να παρουσιάζει εικόνα φο­βερής αναστάτωσης: ίχνη πρόσφατης θυσίας και μια πλεξίδα από ξανθά μαλλιά πάνω στον τύμβο. Ο Ορέστης είναι! Δεν αμφιβάλλει ο γέρος. Προσπαθεί να πείσει την Ηλέκτρα αλλά εκείνη αρνείται τα επιχειρήματά του. Ταραγμένος ακόμη από τα συναισθήματά του, ο γέροντας βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον ξένο. Παρατηρεί αμέσως την ουλή από τραύμα στο φρύδι, που το είχε πάθει ο Ορέ­στης σε νηπιακή ηλικία. Και ο γέρος αποφαίνεται: Είναι ο Ορέ­στης! Η Ηλέκτρα μπορεί τώρα να πειστεί με τη σειρά της. Αδερ­φός και αδερφή αγκαλιάζονται ώρα πολλή. Η σκέψη και των δύο είναι μία και μόνη: η εκδίκηση. Ο Χορός εκφράζει τη χαρά του.

Page 85: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΗΛΕΚΤΡΑ

Τα δύο αδέλφια συμφωνούν στον τρόπο που θα φέρουν σε πέ­ρας την αποστολή τους. Ο γέρος προτείνει ένα δικό του σχέδιο για τον φόνο του Αίγισθου. Ο τελευταίος, ετοιμάζεται, όχι μα­κριά από κεί, να προσφέρει θυσία στις Νύμφες. Πρέπει ο Ορέ­στης να παρουσιαστεί μπροστά του. Είναι βέβαιο ότι θα τον προσκαλέσει στην τελετή. Και ο Ορέστης συμπληρώνει: « Π ι- κρόν γε συνθοινάτορ\ ήν θεος θέλη » (638). [ΙΙικρόν ομοτράπε­ζο με τη βοήθεια του θεού]. Πρέπει να διαλέξει την κατάλληλη στιγμή για να τον σκοτώσει. Σ τη συνέχεια, η Ηλέκτρα θα πα­ρασύρει τη μητέρα της στο σπίτι της, με την ψεύτικη πληροφο­ρία ότι έχει τεκνοποιήσει πριν δέκα μέρες. Δεν αμφιβάλλει ότι η Κλυταιμήστρα θα έρθει. Η Ηλέκτρα υπολογίζει σ’ ό,τι είναι δυ­νατό ν’ απέμεινε στην Κλυταιμήστρα από το μητρικό φίλτρο και το χρησιμοποιεί για να οδηγήσει τη μητέρα της στον θάνατο.

Ο γερο-παιδαγωγός, απευθυνόμενος στη θεά Ήρα για συ­μπαράσταση: «Δός* δήτα 7τατρος τοΐσδε τιμωρον δίκην» (676). [Αξίωσέ τους να εκδικηθούν τον φόνο του πατέρα τους]. Και η Ηλέκτρα στον Ορέστη: «Π ρ ο ? τάδ’ άνδρα γίγνεσθαι σε χρή» (694). [ Γ ι ’ αυτό πρέπει να φανείς άντρας].

Ο Χορός, στο β' στάσιμο, αναφέρεται στον παλιό θρύλο των Ατρειδών* μιλάει για το χρυσόμαλλο αρνί που άρπαξε ο Θυέστης από τον αδερφό του τον Ατρέα, σαν του πλάνεψε τη γυναίκα του, την Αερόπη. Τότε άλλαξε τον δρόμο του ο ήλιος, γιατί τ ’ ανόσια δεν τα θέλει ο Δίας...

ΓΙέρ’ απ’ τα χωράφια, ακούγονται φωνές. Κάτι γίνεται εκεί. Ποιος σκοτώθηκε τάχα; Ο Ορέστης ή ο Αίγισθος; Ανήσυχη ρω­τάει η Ηλέκτρα, που είναι αποφασισμένη να πεθάνει αν έχει σκοτωθεί ο αδερφός της. Αλλά, νά, φτάνει ο αγγελιαφόρος γε­μάτος χαρά και διηγείται στην Ηλέκτρα τον θρίαμβο του Ορέ­στη: « Ύέθν7]κε* δίς σοι τανθ\ α γοΰν βούλη, λέγω » (770). [Πεθαμένος είναι* σου ξαναλέω πάλι αυτόν το λόγο τον ποθητό σε σένα]. Σ τη συνέχεια, αναφέρεται με λεπτομέρειες στην εκτέ­λεση του Αίγισθου από τον Ορέστη. Οι άνθρωποι των ανακτό­

Page 86: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

ρων αναγνώρισαν τον εκδικητή και τον επευφήμησαν σαν νόμιμο κύριό τους.

Η Ηλέκτρα ξεσπάει σε εκδηλώσεις χαράς και ο Χορός: «Θές* ές χορό ν, ώ φίλα , Ιχνος J ώς νεβρός ουράνιον! πή&ημα κουφί- ζουσα συν α γλα ΐα » (859-861). [Έμπα, καλή μου, στο χορό κι ανάλαφρα σαν ελαφάκι ολόχαρη αναπήδα ώς τον ουρανό].

Φτάνει και ο Ορέστης, μεταφέροντας το πτώμα του Αίγι- σθου. Η Ηλέκτρα το υποδέχεται με κατάρες και βρισιές* και η κορυφαία του Χορού: «"Έχει γάρ ή Δίκη μέγα σθένος» (958). [Μεγάλη η δύναμη της δικαιοσύνης].

Ο Ορέστης αισθάνεται τώρα αγωνία και αποστροφή μπροστά σ’ αυτό που καλείται, σύμφωνα με τον χρησμό του Απόλλωνα, να εκτελέσει: τη δολοφονία της ίδιας της μάνας που τον γέννη­σε! ΟΡΕΣΤΗΣ: «Φ ευ '/ ττώς γάρ κτάνοο νιν, ή μ ’ εθρεφε κάτε- κεν\ (968-969) « ’Ω Φοίβε, πολλήν γ ’ άμαθίαν έθεσπισας οστις μ ’ εχρησας μητερ' ήν ου χρήν, κτανεΐν» (973). [Αχ! πώς να τη σκοτώσω, που αυτή με γέννησε και μ ’ έθρεψε;... Ω Φοίβε, πα­ράλογος ήταν ο χρησμός που μού ’δωσες* γιατί τη μάνα μου, που δεν έπρεπε, με πρόσταξες να σκοτώσω].

Τπακούοντας με συντριβή ψυχής στη θεία εντολή, ο Ορέστης μπαίνει στην καλύβα, όπου σε λίγο θά ’ρθει η μητέρα του.

Έρχεται η Κλυταιμήστρα* δεν γνωρίζει τίποτα για τον θάνα­το του Αίγισθου. Η Ηλέκτρα φιλονικεί μαζί της. Εκείνη απο­κρούει τις κατηγορίες της κόρης της, αλλά η τελευταία παραθέ­τει αδιάσειστα επιχειρήματα. Σιγά σιγά όμως, η Ηλέκτρα μα­λακώνει και την καλεί να μπει μέσα στο σπίτι για τη θυσία του εξαγνισμού, που είναι υποχρεωτική δέκα μέρες μετά από έναν τοκετό. Ο Χορός ψάλλει νέο άσμα, κατηγορώντας την Κλυται­μήστρα για το έγκλημά της: «Ν έμει rot δι'καν θεός, όταν τύχη» (1169). [Ο θεός μοιράζει το δίκαιο όταν έρθει η ώρα η μοιρόγραφτη].

Ακούγονται απεγνωσμένες κραυγές και οι δύο εκτελεστές παρουσιάζονται με τα ρούχα τους βρεγμένα από το αίμα της μά­

Page 87: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΗΛΕΚΤΡΑ

νας τους! Η εκδίκηση που πήραν δεν τους δίνει ούτε στιγμή χα­ράς. Κλαίνε. Βασανίζονται από τύψεις, από το όραμα της λυγι- σμένης μάνας τους που ζητούσε να τη λυπηθούν.

ΟΡΕΣΤΗΣ: « Τ ι? ξένος, τις ευσεβής / έμδν κάρα ττροσόφεταί ματέρα κτανόντος;» (1195-1197). [Ποιος φίλος, ποιος άνθρω­πος θεοφοβούμενος θα σηκώσει τα μάτια του να με κοιτάζει στο πρόσωπο, σαν σκότωσα τη μάνα μου;]

Το τέλος του δράματος σημειώνεται με την εμφάνιση των Διο- σκούρων, αδερφών της Ελένης και της Κλυταιμήστρας. Δίνουν διαταγή στον Ορέστη να πάει στην Αθήνα για να εξαγνιστεί, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου. Η Ηλέκτρα θα παντρευτεί τον Πυλάδη. Ο Ορέστης φεύγει κλαίγοντας, κατα- διωκόμενος από τις Ερινύες.

ΧΟΡΟΣ: «Χ α ίρ ετε’ χαίρειν δ’ οστις δύναται/ καί ξυντυχία μή t l v l κάμνει/ θνητών, εύδαίμονα ττράσσεί» (1357-1359). [Χαίρετε! Όποιος θνητός μπορεί να είναι χαρούμενος και δεν τον βασανίζει καμία συμφορά, αυτός είναι ευτυχισμένος].

Page 88: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Έ,λένη

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΑΥΤΗ διδάχτηκε το 412 π.Χ. Εδώ ο ποιητής και- νοτομεί. Έχει, δηλαδή, αλλάξει σημαντικά τον γνωστό κι από άλλες αρχαίες πηγές μύθο. Η ίδια η Ελένη, στον πρόλογο, μας βε­βαιώνει ότι δεν έφτασε ποτέ στην Τροία, γιατί ο Ερμής, σύμφωνα με τις διαταγές του Δία, την οδήγησε στην Αίγυπτο, στην αυλή του βασιλιά Πρωτέα. Και ο Πάρης, χωρίς να το ξέρει, πήρε μαζί του, αντί για την Ελένη, ένα ((είδωλό της» που έφτιαξε η Ήρα.

Γύρω απ’ αυτό το «εμπνουν βΐδωλον» πολέμησαν και σκο­τώθηκαν τόσοι άνθρωποι!

Από την Αίγυπτο θα περάσει ο βασιλιάς Μενέλαος, μετά την πτώση της Τροίας, και θα προσπαθήσει να πάρει την Ελένη μαζί του στη Λακεδαίμονα...

Η σκηνή λαμβάνει χώρα στο νησί Φάρο της Αιγύπτου. Πρόσω­πα του δράματος είναι η Ελένη, ο Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα από τη Σαλαμίνα, ο Χορός, που αποτελείται από Ελληνίδες δούλες, η γριά του παλατιού, ο Μενέλαος, ο Αγγελιαφόρος, η Θεονόη, κόρη του βασιλιά Πρωτέα και προφήτισσα, ο Θεοκλύ- μενος, γιος του Πρωτέα και βασιλιάς, άλλος Αγγελιαφόρος, ο Θεράπων της Θεονόης και οι Διόσκουροι.

Η Ελένη, που εμφανίζεται πρώτη, μας λέει ότι βρίσκεται στο νησί Φάρο της Αιγύπτου, στο παλάτι του βασιλιά Πρωτέα, που έχει πεθάνει. Τώρα κυβερνάει τη χώρα ο γιος του, ο Θεο- κλύμενος. Μαζί του ζει και η κόρη τού Πρωτέα, η Θεονόη, που έχει μαντικές ικανότητες.

Διηγείται τις περιπέτειές της. Η Αφροδίτη, λέει, για να νι­κήσει την Ήρα και την Αθηνά στον διαγωνισμό ομορφιάς, υπό­

Page 89: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΛΕΝΗ

σχεται στον Πάρη την κόρη της Λήδας, δηλαδή αυτή την ίδια την Ελένη. Η Ήρα όμως οργίζεται με τον Πάρη και, αντί για την Ελένη, του δίνει ένα άψυχο ομοίωμά της: «Διδαχτι δ’ ούκ εμ\ αλλ’ όμοιώσασ εμοί/ εϊδωλον εμπνουν ούρανού ξυνθεϊσ άπο,/ Πριάμου τυράννου παιδί* καί δοκεϊ μ ’ εχειν—/ κενήν δόκησιν, ούκ εχω ν» (33-36). [Και δεν έδωσε εμένα στον γιο του βασιλιά Πριάμου, αλλά ένα ζωντανό ομοίωμά μου, που έφτιαξε από τον αιθέρα. Και εκείνος, ενώ δεν μ ’ έχει, πιστεύει ότι έχει εμένα - ψεύτικη πίστη].

Την ίδια την Ελένη, όπως είπαμε, την πήγε ο Ερμής στον Πρωτέα, στον πιο συνετό άνθρωπο, και όσο εκείνος ζούσε, κανείς δεν ενοχλούσε την Ελένη. Τώρα όμως, ο Θεοκλύμενος, ο γιος του, όπως λέει η Ελένη: «Παις* ό τού τεθνηκότος/ θηρα γαμεΐν μ ε » (63). [Ο γιος του νεκρού προσπαθεί να με κάνει γυναίκα του]. Όμως εκείνη παραμένει πιστή στη μνήμη του Μενέλαου.

Η Ελένη προσεύχεται πάνω στον τάφο του Πρωτέα, ζητώ­ντας του να την απαλλάξει από τον γάμο με τον διάδοχό του.

Ειδήσεις από την πατρίδα και τους δικούς της φέρνει ο Τεύ- κρος, ο αδερφός του Αίαντα, ο οποίος διώχτηκε από τη Σαλαμί­να από τον πατέρα του Τελαμώνα και ήρθε ο ίδιος στην Α ίγυ­πτο, γιατί θέλει να συμβουλευτεί τη Θεονόη σχετικά με την εγκατάστασή του στα παράλια της Κύπρου, όπου τον στέλνει μια προφητεία του Απόλλωνα: «Ές* γην εναλίαν Κύπρον, ου μ έθέσπισεν/ οίκεϊν ’Απόλλων, δνομα νησιωτικον/ Σαλαμίνα θέμενον τής έκεΐ χάριν πάτρας » (148-150). [Στην παράλια πε­ριοχή της Κύπρου, όπου ο Απόλλων με προφητεία πρόσταξε να κατοικήσω και να της δώσω το νησιωτικό όνομα Σαλαμίνα, τ ι­μώντας έτσι την πατρίδα μου].

Η Ελένη πληροφορείται από τον Τεύκρο ότι η Τροία έπεσε εδώ και επτά χρόνια και ότι διαδίδεται πως ο Μενέλαος πέθανε, παρόλο ότι τούτο έρχεται σε αντίθεση με την υπόσχεση του Ε ρ­μή. Απαγοητευμένη, συμβουλεύει τον Τεύκρο να κρυφτεί, γιατί ο βάρβαρος βασιλιάς, ο οποίος είναι ερωτευμένος μαζί της, έχει

Page 90: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

τη συνήθεα να σκοτώνει όλους τους Έλληνες που πατάνε το πό­δι τους στο έδαφος του.

Η Ελένη μένει μόνη με τον Χορό, που αποτελείται από Ελ- ληνίδες αιχμάλωτες, και κλαίει για τις δυστυχίες που προήλθαν εξαιτίας της. Ο Χορός την παρηγορεί λέγοντάς της να ζητήσει τη συμβουλή της μάντισσας Θεονόης, αδερφής του Θεοκλύμενου. Αποφασισμένη να υπακούσει σ’ αυτήν τη συμβουλή, η Ελένη μπαίνει στο ανάκτορο.

Η σκηνή για λίγο μένει κενή. Εμφανίζεται ο Μενέλαος, κου­ρασμένος και απελπισμένος. Είναι ναυαγός, φοράει κουρελια­σμένα ρούχα και δεν ξέρει πού τον έριξε η τρικυμία. Είναι αξιο­λύπητος.

Στον μονόλογό του, διηγείται τα παθήματά του, την περι­πλάνησή του για μεγάλο διάστημα στη θάλασσα και το ξέβρα­σμα του πλοίου του στην άγνωστη αυτή χώρα όπου βρίσκεται τώρα, συνοδευόμενος από την Ελένη (δηλαδή το ομοίωμά της, που θεωρεί ότι είναι η Ελένη) και από μερικούς φίλους. Μια γριά υπηρέτρια τον αναγνωρίζει ότι είναι Έλληνας και τον συμβου­λεύει ν’ απομακρυνθεί αμέσως. Ο Μενέλαος, από διάφορες ερω­τήσεις που της κάνει, μαθαίνει ότι η Ελένη βρίσκεται εκεί πολύ καιρό και ότι μένει στο βασιλικό ανάκτορο. Ο Μενέλαος παρα­ξενεύεται ακούγοντας αυτά τα πράγματα, αφού την Ελένη που έφερε από την Τροία την έχει αφήσει σε σπηλιά εκεί κοντά, με μερικούς συντρόφους του. Την ίδια στιγμή, παρουσιάζεται η Ε ­λένη, χαρούμενη γιατί η Θεονόη τη διαβεβαίωσε ότι ο Μενέλαος ζει. Ενώ λοιπόν δείχνει πολύ ευδιάθετη, βλέπει τον Μενέλαο, τον οποίο και αμέσως αναγνωρίζει. Επιχειρεί να τον αγκαλιά­σει, αλλά εκείνος την απωθεί. Ο Μενέλαος πιστεύει ότι πρόκει­ται για παραπλανητική ομοιότητα.

Ένας αγγελιαφόρος που φτάνει πληροφορεί τον Μενέλαο ότι η γυναίκα του χάθηκε στον ουρανό: « Β έβηκεν άλοχος σή προς αίθέρος πτνχάς/ άρθεΐσ άφαντος» (605-606). [Η γυναίκα σου ανέβηκε μέσ’ απ’ τον αιθέρα κι εξαφανίστηκε]. Συμπληρώνει όμως

Page 91: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΛΕΝΗ

ο αγγελιαφόρος την είδηση για την εξαφάνιση της Ελένης με την πληροφορία ότι αυτή μεν ήταν ένα ομοίωμα, η δε πραγματι­κή Ελένη δεν είχε αρπαχτεί ποτέ από τον Πάρη ούτε είχε οδη- γηθεί στην Τροία. Ο Μενέλαος γίνεται επιτέλους γνώστης της αλήθειας.

Η χαρά των δύο συζύγων φτάνει τώρα στο αποκορύφωμά της. ΕΛΕΝΗ : « Ώ φίλτατ άνδρών Μβι^λβω?, ό μεν χρόνος/ παλαιός, ή δε τέρψις άρτίως πάρα» (625-626). [Μενέλαε, πο- λυαγαπημένε μου άντρα, πέρασε πολύς καιρός, μα τώρα η χαρά είναι κοντά μου». ΜΕΝΕΛΑΟΣ: «"Έχεις, εγώ τε σ ε» (652). [Μ’ έχεις κι εγώ εσένα].

Στη συνέχεια, η Ελένη του διηγείται όλα τα δεινοπαθήματά της. Ο αγγελιαφόρος παίρνει μέρος στον διάλογο και τα βάζει με τους μάντεις και τη μαντική: «Ά λλα τοι τά μάντεων/ έσεΐδον ώς φαϋΧ έστϊ καί ψευδών πλέα./ Ούδ’ ήν άρ υγιές ούδεν έμπυρου φλογός/ ουδέ πτερωτών φθέγματ » (744-747). [Κα­τάλαβα όμως ότι οι μάντεις είναι πονηροί και ψεύτες. Καμιά μαντεία λοιπόν δεν είναι σοφή, ούτε αυτή που μας δίνει η φωτιά της θυσίας ούτε αυτή απ’ τις φωνές των πουλιών]. Και πιο κά­τω: «Τνώμη δ’ άρίστη μάντις ή τ εύβουλία» (757). [Ο καλύ­τερος προφήτης είναι η ορθή κρίση και η σύνεση]. Όταν ο αγγε­λιαφόρος φεύγει, ο Χορός επιδοκιμάζει τα λόγια του.

Η χαρά των δύο συζύγων, που φτάνει στο αποκορύφωμά της, δεν διαρκεί πολύ, γιατί η Ελένη θυμάται τον Θεοκλύμενο, την επιθυμία του να την παντρευτεί και τη σκληρότητά του απέ­ναντι στους ξένους.

Με σπαραγμένη την καρδιά, συμβουλεύει τον Μενέλαο να φύγει γιατί κινδυνεύει από τον Θεοκλύμενο, τον οποίο θα πληρο­φορήσει η αδερφή του ότι βρίσκεται εκεί. Ο Μενέλαος αρνείται να φύγει και οι δύο σύζυγοι αποφασίζουν να παραμείνουν, δίνο­ντας όρκο ότι αν πεθάνει ο ένας θα τον ακολουθήσει και ο άλλος στον τάφο.

Στη σκηνή παρουσιάζεται τώρα η Θεονόη, η οποία βλέπει

Page 92: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

τον ξένο, δηλαδή τον Μενέλαο, και του απευθύνεται προσφωνώ­ντας τον με το όνομά του: τον πληροφορεί για τις διαθέσεις των θεών. Η Αφροδίτη είναι εναντίον του, ενώ η Ήρα θέλει να τον βοηθήσει να επιστρέφει στην πατρίδα του.

Τώρα, η τύχη του είναι στα χέρια αυτής, της Θεονόης. Αν αυτή πει την αλήθεια στον αδερφό της, ο Μενέλαος είναι χαμέ­νος. Η Ελένη πέφτει στα πόδια της προφήτισσας και τη θερμό- παρακαλεί να τους βοηθήσει. Η Θεονόη συγκινείται και φαίνε­ται νά ’χει διάθεση να τους συμπαρασταθεί. Θέλει όμως να ακούσει και τον Μενέλαο, ο οποίος την πείθει με λόγια γενναίου άντρα. Η Θεονόη δέχεται τώρα να μην αποκαλύψει τίποτα στον αδερφό της. Η κόρη του Πρωτέα φεύγει.

Ο Μενέλαος και η Ελένη μένουν μόνοι. Καταλήγουν ότι πρέ­πει να αποδράσουν. Η γυναικεία πονηριά βρίσκει τη λύση. Η Ε ­λένη θα παρουσιάσει στον Θεοκλύμενο τον Μενέλαο σαν ξένο που της έφερε την πληροφορία του θανάτου του άντρα της και θα του ζητήσει μια χάρη: να διαθέσει ένα πλοίο για ν’ ανοιχτεί στα βαθιά, να ρίξει στη θάλασσα τα σάβανα του άντρα της και να του προσφέρει όλες τις τιμές που πρέπει. Έτσι το συνηθίζουν στην Ελλάδα, θα του πει, κι ότι τώρα δεν υπάρχει πλέον κανένα εμπόδιο να τον παντρευτεί.

Αυτό το πλοίο θα ήταν η σωτηρία του Μενέλαου και της Ε ­λένης. Ο Θεοκλύμενος πείθεται και ικανοποιεί το αίτημα της Ελένης και του ξένου.

Στο διάστημα που μεσολαβεί, ο Χορός επιτίθεται στους θε­ούς και τις παραξενιές τους: « Ό τι θεος ή μή θεος ή το μέσου,/ τίς φησ έρεννήσας βροτών/ μακρότατον πέρας είψεϊν/ ος τά θεών έσορα/ δενρο καί ανθίς έκεϊσε/ καί πάλιν άντίλόγοίς/ πηδώντ άνελπίστοις τύχα ις ;» (1137-1143). [Τί βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο; Ποιος από τους ανθρώπους λέει πως το βρήκε μετά από μακρόχρονες έρευνες όταν βλέπει τους θεούς να ενεργούν πότ’ έτσι, πότ’ αλλιώς και πάλι ν’ αλλάζουν ξαφνικά, ανέλπιστα παράλογα;].

Page 93: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΛΕΝΗ 97

Τάσσεται ανεπιφύλαχτα και κατά του πολέμου ο Χορός και ονομάζει ((άφρονες» αυτούς που λύνουν τις διαφορές τους με τα όπλα: « Ε ι γάρ άμιλλα κρίνει νιν/ αίματος, οϋποτ ερις/ λείφει κατ ανθρώπων πόλεις» (1155-1157). [Γιατί αν πρόκειται να λυθούν οι διαφορές μ ’ αιματηρούς αγώνες, ποτέ δεν θα λείψει η διαμάχη από τις ανθρώπινες πολιτείες].

Ο αγγελιαφόρος έρχεται τρέχοντας και πληροφορεί τον Θεο- κλύμενο ότι ο ξένος ήταν ο Μενέλαος και ότι μαζί με την Ελένη απέπλευσαν για την Ελλάδα. Εξαγριωμένος ο βασιλιάς, απειλεί να σκοτώσει την αδερφή του που τους προστάτεψε. Όμως τον εμποδίζει ο Χορός* τη στιγμή εκείνη, μπαίνουν στη σκηνή οι Διόσκουροι, τα ουράνια αδέρφια της Ελένης, που τον πείθουν να μην τιμωρήσει την αδερφή του, η οποία, του λένε, δεν έκανε τ ί­ποτε άλλο παρά να συμμορφωθεί με τη θέληση των θεών. Οι Διόσκουροι, απευθυνόμενοι νοερά στην Ελένη, της εύχονται κα­τευόδιο και προλέγουν ότι άμα φτάσει στο τέρμα της ζωής της θα γίνει θεά ενώ ο Μενέλαος θα ζήσει αθάνατος στα νησιά τοον Μακάρων.

Τα νησιά αυτά τοποθετούνται από τους μεταγενέστερους στη θέση των Καναρίων νήσων και ειδικά στην ομάδα της Μαδέρας. Το αναφέρει ο Ησίοδος ((παρ’ ώκεανόν βαθυδίνην», Έργα και Ημέραι (169). Εκεί κατοικούσαν οι ήρωες που ονομάζονταν η μ ί­θεοι.

Και το έργο τελειώνει με την επωδό του Χορού ότι πολύτροπες και ανέλπιστες για τους ανθρώπους είναι οι αποφάσεις των θεών: «Π ολλαΙ μορφαϊ τών δαιμόνιων! πολλά δ’ άέλπτως κραίνουσι θεοί» (1688-1689). [Η θεία θέληση παίρνει πολλές μορφές και οι θεοί κάνουν πολλά χωρίς να το περιμένουμε].

7 - Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί

Page 94: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Φοίνισσαί%

ΔίΔΑΧΤΗ ΚΕ ίσως το 410 π .Χ ., τέσσερα δηλαδή χρόνια πριν από τον θάνατο του Ευριπίδη στην Πέλλα της Μακεδονίας.

Ο τίτλος Φοίνισσες δόθηκε στο έργο επειδή τον Χορό τον α- ποτελούν 15 κορίτσια από την Τύρο της Φοινίκης, που στάλθη­καν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον ναό του Απόλ­λωνα στους Δελφούς. Ξέσπασε όμως ο πόλεμος, που προκλήθη- κε από τον Πολυνείκη, μεταξύ Άργους και Θηβών* τα κορίτσια, μην έχοντας τη δυνατότητα να φτάσουν στον τόπο του προορι­σμού τους, έμειναν στη Θήβα. Άλλωστε, η πόλη αυτή τους είναι προσφιλής αφού ιδρύθηκε από τον Κάδμο και τον πατέρα του Α- γήνορα, βασιλιά της Τύρου.

Οι Φοίνισσες είναι η μεγαλύτερη (1766 στίχοι) αρχαία τραγω­δία που έχει διασωθεί. Το θέμα της είναι στην ουσία το ίδιο με εκείνο των Επτά επί Θήβας του Αισχύλου, δηλαδή η θανάσιμη φιλονικία μεταξύ των παιδιών του Οιδίποδα (από τον άνομο γά­μο του με τη μητέρα του Ιοκάστη), Ετεοκλή και Πολυνείκη, και ο αλληλοσκοτωμός τους.

Η υπόθεση διαδραματίζεται στον χώρο του βασιλικού παλατιού της Θήβας, κι εκτός αυτού. Πρόσωπα του δράματος είναι: η Ιο- κάστη, ο Παιδαγωγός, η Αντιγόνη, ο Χορός, ο Ετεοκλής, ο Πο­λυνείκης, ο Κρέοντας, ο Τειρεσίας, ο Μενοικέας, γιος του Κρέο­ντα, ο Αγγελιαφόρος, άλλος Αγγελιαφόρος και ο Οιδίποδας.

Στον πρόλογο, η Ιοκάστη, θλιμμένη και στηριζόμενη στη βα­κτηρία της, βγαίνει από το βασιλικό παλάτι. Δεν έχει καμιά ευ­τυχία να θυμηθεί. Είναι η πιο δυστυχισμένη μάνα του πιο δυ­

Page 95: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΦΟΙΝΙΣΣΑΙ

στυχισμένου ανθρώπου στον κόσμο, του Οιδίποδα, που μοίρα σκληρή του είχε γράψει να γίνει φονιάς του πατέρα του και, σαν δοξαστεί, σκοτώνοντας τη Σφίγγα, να πέσει στη μεγάλη ντρο­πή να παντρευτεί τη μάνα του. ΙΟΚΑΣΤΗ: «Τ α μεΐ δε την τε- κοϋσαν ούκ ειδώ? τάλας/ ουδ’ ή τεκονσα παώϊ συγκοιμωμέ- νη» (53-54). [Και παντρεύεται τη μάνα του χωρίς να ξέρει ο δύ­στυχος και χωρίς να ξέρει κι η μάνα πως με τον γιο της πλάγια­ζε]. Ο Οιδίποδας έχει ο ίδιος ξεριζώσει τα μάτια του και τώρα είναι έγκλειστος στο ανάκτορο από τα παιδιά του, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, που προσδοκούν να συγκαλυφθεί το σκάνδα­λο. Γ ι ’ αυτό τον λόγο όμως, ο πατέρας τους τα έχει καταραστεί να έρθουν σε ρήξη για τη διαδοχή, πράγμα που έγινε. Η συμφω­νία που είχαν κάνει μεταξύ τους, ότι θα βασίλευαν εκ περιτρο­πής για ένα χρόνο καθένας, δεν τηρήθηκε από τον Ετεοκλή, ο οποίος έδιωξε τον αδερφό του από τη Θήβα. Ο Πολυνείκης πήγε στο Άργος, κοντά στον βασιλιά Άδραστο, παντρεύτηκε την κό­ρη του και τώρα βαδίζει κατά των Θηβών, επικεφαλής των Αρ­γείων και έξι συμμάχων ηγεμόνων, για να επιβάλει το δίκιο του.

Σ τη συνέχεια, βλέπουμε την Αντιγόνη να βγαίνει, στο επάνω δώμα του ανακτόρου, μαζί με τον γερο-παιδαγωγό, για ν’ αγνα- ντέψουν τον εχθρικό στρατό. Η βασιλοπούλα εκφράζει την κατά­πληξή της: «Ί ώ πότνια παϊ/ Αατοϋς Έκάτα, κατάχαλκον άπαν/ πεδίον άστράπτει» (109-111). [Ω σεβάσμια κόρη της Λητούς, Εκάτη, χαλκοσκέπαστος όλος ο κάμπος αστράφτει].

Ο γέρος της δείχνει τους αρχηγούς του εχθρικού στρατού και μαζί μ ’ αυτούς και τον Πολυνείκη. Τον βλέπει η Αντιγόνη και ξεσπάνε ο πόνος και η λαχτάρα της για τον διωγμένο από την πατρίδα αδερφό της. Τον θαυμάζει και θέλει να τρέξει να τον αγκα­λιάσει. ΑΝΤΙΓΟΝΗ: «Ώ ? όπλοισι χρνσέοισιν έκπρεπής, γέ­ρον J έφοις όμοια φλεγέθων βολαΐς άελίου» (167-169). [Πώς ξεχωρίζει γέροντα μες στη χρυσή αρματωσιά, αστραφτερός σαν τις πρωινές σαϊτιές του ήλιου].

Απ’ τη δεξιά πάροδο, αμέσως μόλις κατέβηκαν από το δώμα

Page 96: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΙΟΟ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

η Αντιγόνη και ο γέρος παιδαγωγός, μπαίνουν στη σκηνή οι 15 κόρες της Φοινίκης, που αποτελούν τον Χορό της τραγωδίας.

Οι κόρες μιλούν με ζωηρό τόνο για τις εντυπώσεις τους από το ταξίδι τους. Ασυγκράτητος σαν ελπίδα ευτυχίας τινάζεται ο πόθος τους να λούσουν τα πλούσια μαλλιά τους στα νερά της Κασταλίας, καθώς θα είναι αφοσιωμένες στη λάτρα του ναού του Δελφικού θεού. Επιθυμία τους μεγάλη να χόρευαν τον χορό του θεού πλάι στου Φοίβου τα φαράγγια τα καταμεσής στον κό­σμο: «Παρά μεσόμφαλα γναλα Φοί/βου Δίρκαν προλιποϋ- σ α » (237-238).

Η Ιοκάστη θέλει να συμφιλιώσει τα παιδιά της' παράγγειλε στον Πολυνείκη να έρθει στο ανάκτορο και τώρα τον περιμένει. Και νά. Από την αριστερή πάροδο προβάλλει ένα παλικάρι με σπαθί στο χέρι. Προχωρεί, ρίχνοντας γύρω του φοβισμένα βλέμ­ματα. Τρέξε γρήγορα, κυρά μου, φωνάζει στην Ιοκάστη ο Χορός. Μάνα και γιος αγκαλιάζονται με δάκρυα στα μάτια. Η αδικία του αδερφού του τον αναγκάζει να στερηθεί την πατρίδα, και -μάρτυρές του οι θεοί- αυτή η αδικία είναι που τον ώθησε να έρ­θει τώρα με ξένο στρατό να διεκδικήσει το δίκιο του από την πατρική κληρονομιά. Λάμπουν εδώ τα συναισθήματα της μητρι­κής στοργής, η αγάπη για την πατρίδα και η απέχθεια για την ξένη γη. Βλέπει ο Πολυνείκης ακατόρθωτη την προσπάθεια της μάνας να συμφιλιώσει τα δύο αδέρφια: «Ώς· δεινον εχθρα, μήτερ, οικείων φίλων/ και δυσλύτους* εχουσα τάς* διαλλαγάς*» (374- 375). [Μάνα, πόσο φοβερή η αμάχη ανάμεσα σε δικούς ανθρώ­πους και πόσο δύσκολο κάνει το φίλιωμα].

Ενώ συζητούν η Ιοκάστη με τον Πολυνείκη, εμφανίζεται και ο Ετεοκλής, που αμέσους δηλώνει πως για το χατίρι της μάνας του παράτησε στη μέση την οργάνωση της άμυνας έξω στους καστρόπυργους, Άκαρπη στάθηκε η συνάντηση των δύο αδερ­φών μπροστά στην Ιοκάστη. Του κάκου πάσχισε εκείνη να τους συμφιλιώσει. Άκαρδος, άρπαγας, κυνικότατα συμφεροντολόγος και αρχομανής ο Ετεοκλής: «Έϊπερ γάρ άδικεϊν χρή, τυραννί-

Page 97: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Φ0ΙΝΪΣΣΑ1 I

δο? ττέρι/ κάλλιστον άδικεϊν, ταλλα δ’ εύσεβεϊν χρεώ ν» (524- 525). [Αν πρέπει ν’ αδικεί κανένας, ωραία η αδικία για ένα θρό­νο, σ’ άλλα πρέπει να είναι θεοφοβούμενος κανείς]. Κανένα συμ­βιβασμό δεν δέχεται ο Ετεοκλής και γ ι ’ αυτό είναι τόσο αντιπα­θής όσο συμπαθής προβάλλει ο αδικημένος Πολυνείκης. Το σπαθί θα ξεδιαλύνει τη διαφορά. Τα δυο αδέρφια χωρίζουν βρίζο­ντας το ένα το άλλο.

0 Χορός θυμάται και ιστορεί τους παλιούς θρύλους για το χτίσιμο της Θήβας από τον Κάδμο, πλάι στους χλόίσμένους και βαθύσκαφτους κάμπους, όπου ξεχύνουν τη δροσιά τους τα τρε­χούμενα και λαγαρά νερά της Δίρκης.

Σ τη σκηνή εμφανίζονται ο Ετεοκλής και ο θείος του Κρέο- ντας, αδερφός της μάνας του. Θα συζητήσουν και θα καταστρώ- σουν τα πολεμικά τους σχέδια. Ο πρώτος προτείνει να εξορμή- σουν τη νύχτα κατά των Αργείων, γιατί: <<Ύσον φέρει ννξ, τοΐς δέ τολμώσιν πλέον» (726). [Η νύχτα εξισώνει τους αντίμαχους, βοηθάει όμως τους ατρόμητους]. Αδιάλλακτος και γεμάτος λυσ­σαλέο μίσος για τον αδερφό του, ο Ετεοκλής έναν πόθο ασίγαστο έχει και μια μονάχα ευχή: Να βρει αντίκρυ του τον Πολυνείκη, για να τον σκοτώσει με το χέρι του, που ήρθε -προσθέτει με ((ιερή» αγανάκτηση- να κουρσέψει την πατρίδα. ΕΤΕΟΚΛΗΣ: « Κ α ι μοι γένοιτ άδελφον άντήρη λαβεΐν/ και ξυσταθέντα διά μάχης έλεΐν δο ρ ί» (754-755). [Και μακάρι να μου τύχει νά ’χω αντίκρυ μου τον αδερφό μου και σαν χτυπηθεί μαζί μου να τον σκοτώσω με το κοντάρι μου]. Αφήνει παραγγελία, αν σκοτωθούν και αυτός και ο Πολυνείκης, ο Κρέοντας να μη θάψει τον τελευ­ταίο. Σ τη στοργή της Αντιγόνης προς τον Πολυνείκη, που είδα­με προ^τύτερα, τώρα προβάλλει ένα φρικτό μίσος σε αδερφό. Α ­κόμη, εδώ διαγράφεται τώρα, και δεν θα είναι μικρή, η σύγκρου­ση της Αντιγόνης με τον Κρέοντα. Τέλος, ο Ετεοκλής λέει στον Κρέοντα να συμβουλευτεί τον μάντη Τειρεσία για τη σωτηρία της χώρας από τον εχθρό.

Ο Χορός εκφράζει τη θλίψη του και το παράπονό του στον

Page 98: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

102 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Άρη, τον θεό του πολέμου, γιατί μανιασμένος έρχεται να σύρει τους Θηβαίους στον πολεμικό χορό: « Ώ πολύμοχθος "Αρης, τ ί ποθ' αϊματί/ και θανάτω κατέχη Βρομίον παράμονσος εορ- ταΐς; » (784-785). [Άρη, που πλήθος έρχονται οι πίκρες από σέ­να, γιατί, παράταιρος στις βακχικές γιορτές, με το αίμα χαίρε­σαι και με τους σκοτωμούς;]

Φτάνει ο μάντης Τειρεσίας. Τον συνοδεύει ο γιος του Κρέο­ντα, ο Μενοικέας. Βυθίζει τα μάτια της ψυχής του ο αλάθευτος μάντης στα τωρινά, τα περασμένα και τα μελλούμενα και λέει ότι πρέπει να σφαχτεί ένας από τους δυο γιους του Κρέοντα και, συγκεκριμένα, ο Μενοικέας, για να σωθεί η Θήβα. Πριν ο Κρέ­οντας διώξει οργισμένος τον Τειρεσία, εκείνος του λέει: «Τ ο ϊ^δ ’ έλοϋ δυοΐν πότμοιν/ τον ετερον* ή γάρ παΐδα σώσον ή πόλιν» (951-952). [Από τα δύο γραφτά της μοίρας, διάλεξε το ένα: Σ ώ ­σε ή το παιδί σου ή την πατρίδα]. Ο Κρέοντας με κανένα τρόπο δεν δέχεται να σφαχτεί ο γιος του, γ ι ’ αυτό και λέει στο παιδί του να φύγει και να πάει στο Δωδωναίο ιερό. Ο Μενοικέας προ­φασίζεται ότι υπακούει στην πατρική διαταγή, αλλά, όταν μένει μόνος, αποφασίζει για την πατρίδα. ΜΕΝΟΙΚΕΑΣ: « Ώ ? οΰν άν είδήτ\ ειμι κα\ σώσω πόλίν/ φνχή τε δώσω τήσδ’ νπερθανεΐν χθονος» (997-998). [Για να ξέρετε, λοιπόν, θα πάω και θα σώ­σω τη χώρα και θα δώσω τη ζωή μου γ ι ’ αυτόν εδώ τον τόπο], λέει στις γυναίκες του Χορού. Θα σφαγεί και θα πέσει από το ύψος των τειχών της πόλης!

Ο Χορός θα εξυμνήσει την αυτοθυσία του νέου αμέσως μόλις γίνει γνωστός ο θάνατός του.

Ένας μαντατοφόρος φέρνει στην Ιοκάστη την είδηση πως τα παιδιά της ετοιμάζονται να μονομαχήσουν. Τρομαγμένη εκείνη, φωνάζει την Αντιγόνη και τρέχουν και οι δύο να εμποδίσουν τον αδερφοσκοτωμό. Στο μεταξύ, ο Χορός εκφράζει τη λύπη του βλέ­ποντας τον Κρέοντα να φέρνει με θρήνους το λείψανο του Μενοι- κέα. Θα το δώσει στην Ιοκάστη να το λούσει και να το νεκροστο­λίσει.

Page 99: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΦΟΙΝΙΣΣΑΙ ι

Δεν ξέρει ο Κρέοντας για τη μονομαχία των δύο αδερφών και ούτε ότι έχει πάει κοντά τους η Ιοκάστη, η αδερφή του.

Μα νά, άλλος μαντατοφόρος έρχεται και λέει την τριπλή συμφορά στον Κρέοντα: « Τ έθνηκ άδελφή σή δυοΐν παίδοιν μ ε­τ ά » (1349). [Πέθανε η αδερφή σου μαζί με τα δύο της παιδιά]. Και ο Κρεόντας: « Ώ τλήμον, οίον τέρμον\ ’Ιοκάστη, βιου/ γάμων τε τών σών Σφιγγος αινιγμονς ετλης» (1352-1353). [Άμοιρη Ιοκάστη, πόσο βαρύ τέλος στη ζωή σου και στην πα­ντρειά σου σου δώσανε τα αινίγματα της Σφίγγας].

Στη σκηνή παρουσιάζεται πομπή με τους τρεις νεκρούς που συνοδεύει η Αντιγόνη. Η δυστυχισμένη νέα κλαίει απαρηγόρητα και καλεί τον πατέρα της να βγει από το βάθος του ανακτόρου, όπου είναι φυλακισμένος. Του περιγράφει το τραγικό συμβάν και ο δύσμοιρος Οιδίποδας κλαίει και αυτός μαζί της. Η τραγωδία του δεν τέλειωσε ακόμα. Βασιλιάς τώρα ο Κρέοντας διατάσσει τον τυφλό Οιδίποδα ν’ απαλλάξει την πόλη από την ολέθρια πα­ρουσία του. Κι εκείνος του απαντάει πως δεν θα προσπέσει στα πόδια του να τον παρακαλέσει για να τον κρατήσει: «Τ ό γάρ έμόν ποτ εύγενες/ ούκ άν προδοίην, ούδέ ιτερ πράσσων κακώς» (1623-1624). [Την παλιά μου αρχοντιά και μέσα στη δυστυχία μου δεν θα την αρνηθώ].

Διατάσσει επίσης ο Κρέοντας, ο μεν Ετεοκλής να ταφεί με όλες τις τιμές, ο δε Πολυνείκης να μείνει άταφος. Λέει ακόμη στην Αντιγόνη να ετοιμαστεί, μετά το πένθος, να παντρευτεί - όπως είχαν συμφωνήσει με τον Ετεοκλή- τον άλλο του γιο, τον Αίμονα.

Όμως, η Αντιγόνη παραβαίνει τη διατοςγή, ενταφιάζει τον Πολυνείκη και αρνείται να παντρευτεί τον Αίμονα. Ακολουθεί τον πατέρα της Οιδίποδα στο δρόμο της εξορίας. Και ο τελευ­ταίος θα πει στην κόρη του: « ’Όλωλ9* εν ήμάρ μ ώλβισ\ εν δ’ άπώλεσεν» (1689). [Η ίδια μέρα μ ’ έδειξε ευτυχισμένο κι η ίδια με αφάνισε]. Είχε την ευτυχία να λύσει το αίνιγμα της Σφίγγας και τη δυστυχία να παντρευτεί τη μάνα του.

Page 100: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

104 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τη δημοτικότητα του έργου στην αρχαιότητα δείχνουν τα πολλά αρχαία σχόλια. Στο Βυζάντιο δίδασκαν την τραγωδία αυ­τή στα σχολεία. Πλήθος είναι οι μεταφράσεις που έγιναν στα νε­ότερα χρόνια. Ανάμεσά τους κι εκείνες των Grotius και Schiller.

Page 101: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ορέστης%

Ε ίΝ Α Ι η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ που έγραψε ο ποιητής στην Αθήνα πριν την αναχώρησή του για τη Μακεδονία. Η διδασκα­λία της τοποθετείται το 408 π.Χ .

Το θέμα του Ορέστη είναι περίπου ίδιο με των Ευμενιδών του Αισχύλου. Όμως εδώ, τα συμβαίνοντα είναι πιο ανθρώπινα και οικεία. Από τον κόσμο των θεών και των ηρώων μεταφερόμαστε στον κόσμο των ανθρώπων, με τις αδυναμίες τους και τις ενοχές τους. Ο αγώνας για ιδανικά έχει μετατραπεί σε αγώνα επιβίω­σης. Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα επιστρατεύουν όλες τις δυνά­μεις τους για να μη θανατωθούν από τον λαό του Άργους.

Ο Ορέστης προσπαθεί να απαλλαγεί από το αφόρητο βάρος της μητροκτονίας, αποδίδοντας την ευθύνη διαδοχικά στην Ελέ­νη, την Κλυταιμήστρα, τον Απόλλωνα. Η δίκη του δεν γίνεται από δικαστήριο θεών αλλ’ υπάγεται στη δικαιοδοσία της Εκ­κλησίας του Δήμου.

Η υπόθεση του έργου, συνοπτικά, έχει ως εξής: Η Ηλέκτρα παραστέκεται στον αδερφό της τον Ορέστη, που κείτεται άρρω­στος, μετά τη δολοφονία της μητέρας τους Κλυταιμήστρας.

Τα δύο αδέρφια ελπίζουν ότι ο Μενέλαος και η Ελένη, που έχουν έρθει στο Άργος, θα εξευμενίσουν τους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι, μετά το έγκλημα, έχουν στραφεί εναντίον τους. Ο Μενέ­λαος, μετά την εμφάνιση του οργισμένου Τυνδάρεω, αρνείται να βοηθήσει και μόνον ο φίλος του Ορέστη, ο Πυλάδης, έρχεται αρω­γός. Όμως, η συνέλευση του Άργους έχει ήδη βγάλει την από­φασή της: Έχει καταδικάσει τον Ορέστη και την Ηλέκτρα σε θάνατο - και μάλιστα από τα ίδια τους τα χέρια. Οι ήρωες, προ­τού πεθάνουν, θέλουν να εκδικηθούν τον Μενέλαο και αποφασί­

Page 102: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

ζουν να σκοτώσουν την Ελένη. Με πρόταση της Ηλέκτρας, αιχ­μαλωτίζουν και την Ερμιόνη.

Ο δούλος από τη Φρυγία περιγράφει με βαρβαρική ομιλία, που δίνει έναν εύθυμο τόνο, τα γεγονότα. Έρχεται ο Μενέλαος και βλέπει στη στέγη του παλατιού τον Ορέστη, που απειλεί να σφάξει την Ερμιόνη -η Ελένη έχει ήδη αναληφθεί στους ουρα­νούς (!)- και να κάψει το παλάτι. Ο Μενέλαος καλεί σε βοήθεια τον λαό του Άργους. Στο ((θεολογείο» επιφαίνεται τότε ο θεός Απόλλωνας, που αναγγέλλει: την ανάληψη της Ελένης και την αθώωση του Ορέστη από τον Άρειο Πάγο. Ακόμη, επικυρώνει τον γάμο του Πυλάδη με την Ηλέκτρα και ανακοινώνει ότι ο Ο­ρέστης πρόκειται μελλοντικά να παντρευτεί την Ερμιόνη.

Το έργο λαμβάνει χώρα μπροστά στο παλάτι των Ατρειδών. Πρόσωπα του δράματος είναι: η Ηλέκτρα, κόρη του Αγαμέμνο­να και της Κλυταιμήστρας, η Ελένη, κόρη του Δία και της Λή­δας, αδερφή της Κλυταιμήστρας και σύζυγος του Μενέλαου, ο Χορός, αποτελούμενος από γυναίκες του Άργους, ο Ορέστης, αδερφός της Ηλέκτρας, ο Μενέλαος, βασιλιάς της Σπάρτης, αδερ­φός του Αγαμέμνονα, ο Τυνδάρεως, πατέρας της Κλυταιμή­στρας ο Πυλάδης, γιος του βασιλιά της Φωκίδας Στρόφιου, ξά­δερφος και φίλος του Ορέστη, ο Αγγελιαφόρος, γέρος υπηρέτης του Αγαμέμνονα, η Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ελέ­νης, ο Φρύγας δούλος της Ελένης και ο Απόλλωνας, ο θεός του φωτός.

Ο Ορέστης, μετά τη μητροκτονία, παρέμεινε στο Άργος, όπως λέει η Ηλέκτρα στον πρόλογό της. Ας θυμηθούμε ότι ο Ορέ­στης σκότωσε τη μάνα του μετά από χρησμό-επιθυμία του θεού Απόλλωνα. Τώρα είναι θύμα των Ερινύων. Βασανίζεται από κρί­σεις παραφροσύνης και δεν συνέρχεται παρά μόνο για να θρηνή­σει τη δυστυχία του. Είναι έξι μέρες τώρα που κατέχεται από μανία και δεν τρώει τίποτα. ΗΛΕΚΤΡΑ: «'Εντεύθεν άγρια σν- ντακείς νόσω νοσεί/ τλήμων ’Ορέστης όδε πεσών εν δεμνίοις/

Page 103: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΟΡΕΣΤΗΣ ι

κειται, τό μητρος δ’ αίμά νιν τροχηλατεϊ/ μανίοισιν» (34-38). [Αρρώστια τρομερή λιώνει από τότε τον δύστυχο Ορέστη και στο στρώμα κείτεται εδώ* της μάνας του το αίμα τον σέρνει, σε μανία βυθίζοντάς τον].

Καθισμένη κοντά του η Ηλέκτρα του συμπαραστέκεται. Ε ί­ναι η μέρα που ο λαός του Άργους διάλεξε για να δικάσει δημό­σια, με καθολική ψηφοφορία, την υπόθεση της μητροκτονίας. Η Ηλέκτρα περιμένει ότι θα καταδικαστεί σε θάνατο ο αδερφός της' ελπίζει μόνο στον Μενέλαο, που πρόκειται να ’ ρθει στο Άργος, μετά από μακρύ ταξίδι, επιστρέφοντας από τον πόλεμο της Τροίας.

Η Ελένη ήρθε στο Ναύπλιο νωρίτερα, νύχτα (κι όχι στο φως της μέρας), μήπως τη δει κανένας από κείνους που τα παιδιά τους πέσαν μπρος στο κάστρο του Ιλίου και με πέτρες τη χτυ­πήσουν: «Μ η τ ι5 είσιδών/μεθ’ ημέραν στείχονσαν, ών ύτΓ Ίλιω / παΐδες τεθνάσιν, es πέτρων ελθη βολάς» (57-59), λέει η Ηλέκτρα. Η Ελένη επισκέπτεται την Ηλέκτρα, που βρίσκεται κοντά στον αδερφό της που κοιμάται, και πληροφορείται για το κακό από το οποίο εκείνος κατατρύχεται. Ζητάει από την Η λέ­κτρα να πάει εκ μέρους της και να προσφέρει σπονδές στον τάφο της Κλυταιμήστρας. Εκείνη βέβαια αρνείται, αφού και η ίδια ε ί­χε βοηθήσει να σκοτώσει ο Ορέστης τη μητέρα τους. Τη συμ­βουλεύει να στείλει την Ερμιόνη, την κόρη της. Η Ελένη δέχε­ται και αποχωρεί ενώ είναι διάχυτη μια συγκαλυμμένη μεταξύ τους εχθρότητα. Το δηλώνει άλλωστε αμέσως μετά η Ηλέκτρα: «Θ εοί σε μισήσειαν, ώς* μ άπώλεσας/ καί τόνδε πάσαν 0’ Ε λ λ ά δ α » (130-131). [Οι θεοί να σε μισήσουν που μας αφάνισες εμένα και τούτον και την Ελλάδα ολάκερη].

Ο Ορέστης τώρα ξυπνάει* η αδερφή του τον φροντίζει. Του λέει για τις νέες ελπίδες που γεννιούνται με την άφιξη του Μενέ­λαου. Και ενώ εκείνη μιλάει, ο Ορέστης συγκλονίζεται από και­νούρια κρίση μανίας. Βλέπει τις Ερινύες να τον πλησιάζουν με γουρλωμένα μάτια και νομίζει και την αδερφή του σαν μία από

Page 104: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

αυτές. Σ ιγά σιγά ηρεμεί και φωνάζει για τη δυστυχία του: «"Ώ πότνια Αήθη τών κακών, ώς εΐ σοφή/ καί τοΐσι δυστυχοϋσιν ευκταία θεός» (213-214). [Ω Λήθη, σεβάσμια λησμονιά του πό­νου, τόσο σοφή θεά στους δύστυχους κι ελπίδα). Ελεεινολογεί την πράξη του και συμπεραίνει ότι η εντολή του θεού ήταν καταστρο­φική γ ι ’ αυτόν. Ακόμη και τον ίδιο τον πατέρα του αν μπορούσε να ρωτήσει, ασφαλώς εκείνος δεν θα τον συμβούλευε να πάρει μια τέτοια απόφαση. ΟΡΕΣΤΗΣ: «Ο ΐμαι δε πατέρα τον έμόν, εί κατ ομματα/ εξιστορούν νιν, μητέρ ’ εί κτεΐναι χρεών,/ πολλά? γενείου τοΰδ' αν έκτεϊναι λιτάς/ μήποτε τεκούσης ές σφαγάς ώσαι ξίφος,/ εί μήτ έκεΐνος άναλαβεϊν έμελλε φώ ς» (288-292). [Τον γονιό μου κατάματα αν τον έβλεπα, ρωτώντας αν πρέπει να σκοτώσω τη μητέρα, νομίζω πως πολλές φορές το χέρι θα μου άπλωνε στα γένια με ικεσία να μη βυθίσω το σπαθί στη μάνα* γιατί έτσι μήτε αυτός θα ξαναρχόταν στο φως]. Να πίστευε άρα­γε ο Ευριπίδης στη μετεμψύχωση;

Ενώ η Ηλέκτρα απομακρύνεται, ο Χορός παρακαλεί τις Ε ρ ι­νύες, αποκαλώντας τες Ευμενίδες: «Καθικετεύομαι καθικετεύ­ομαι τον Άγαμέμνονος/ γόνον έάσατ έκλαθέσθαι λύσσας/ μανιάδος φοιταλέου» (324-327). [Σας προσπέφτω με ικεσίες θερμές, τον γιο του Αγαμέμνονα αφήστε να ξεχάσει τη λύσσα της πικρής του μανίας]. Για να συμπεράνει ο ίδιος ο Χορός, στο τ έ­λος: « Ό μέγας όλβος ού μόνιμος έν βροτοΐς» (340). [Η μεγάλη ευτυχία και ο πλούτος δεν βαστούν στους ανθρώπους για πάντα].

Φτάνει ο Μενέλαος, γνώστης πια των συμβάντων, και ρω­τάει τον Ορέστη ποια αρρώστια τον αφανίζει. ΟΡΕΣΤΗΣ: «Ή σύνεσις, ότι σύνοιδα δείν είργασμένος» (395). [Είναι η συνεί­δηση να ξέρω τί έχω πράξει]. Δηλαδή οι Ερινύες ή, αλλιώς, οι τύψεις της ένοχης συνείδησης. ΜΕΝΕΛΑΟΣ: «Ού δεινά πάσχειν δεινά τους είργασ μένους» (413). [Έργα φρικτά, φρικτά φέρνου­νε πάθη].

Ο Μενέλαος πληροφορείται από τον Ορέστη κάτω από ποιες περιστάσεις διέπραξε το έγκλημα και μαθαίνει για τη σημερινή

Page 105: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΟΡΕΣΤΗΣ

κατάσταση, ότι έχει επισύρει την οργή του λαού, που προτίθεται να τον θανατώσει με λιθοβολισμό. Δείχνει μάλλον ευνοϊκά διατε­θειμένος να τον βοηθήσει. Η στάση του όμως αυτή μεταβάλλε­ται αμέσως από τη στιγμή που εμφανίζεται ο Τυνδάρεως, ο οποίος έρχεται στο δικαστήριο των Αργείων να υποστηρίξει την κατηγορία εναντίον του Ορέστη και αγανακτεί βλέποντας τον Μενέλαο να συζητάει με τον μητροκτόνο.

Δεν προτίθεται, λέει, να υπερασπιστεί την κόρη του Κλυται­μήστρα, παρά μόνο το δίκαιο, που απαγορεύει την αυτοδικία και απαιτεί οι αδικούμενοι να προσφεύγουν στην κρίση των δικα­στηρίων. Αυτό έπρεπε να είχε κάνει και ο Ορέστης, να περιορι­στεί στο αίτημά του να διωχθεί η μάνα του από το σπίτι. Και απευθυνόμενος ο Τυνδάρεως στον Μενέλαο, λέει για τον Ορέ­στη: « Ε ι τονδ’ άιιοκτείνειεν όμόλεκτρος γννήJ χώ τονδε παϊς αν μητέρ άνταποκτενεϊ,/ καπειθ" ό κείνον γενόμενος φόνω φόνον/ λύσει, πέρας 8ή ποϊ κακών προβήσεται; » (508-511). [Αν η γυναίκα του σκοτώσει τούτον κι ο γιος του πάλι σφάξει τη μητέρα, κι εκείνου ο γιος τον φόνο μ ’ άλλο φόνο θα ξεπληρώσει, πότε θα τελειώσουν οι συμφορές;] Οι πρόγονοί μας, του λέει συ­νεχίζοντας, τον φονιά τον εξιλέωναν με εξορία, χωρίς, για τιμω­ρία, να τον σκοτώνουν. Γιατί, αλλιώς, θά ’μενε πάντα κάποιος έτοιμος να σκοτώσει και του φόνου το μίασμα το στερνό θα φορ­τωνόταν: «Τό λοίσθιον μίασμα λαμβάνων χεροΐν» (517). Και ο Χορός συμπληρώνει: « Ζ ηλοΰτος δστις εύτνχησεν ές τέκνα/ καί μή ’ττισήμονς σνμφοράς έκτίσατο» (542-543). [Μακάριος όποιος είχε καλά παιδιά και δεν τού δωσαν δυστυχίες μεγάλες].

Ο Ορέστης προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αλλά το μόνο που πετυχαίνει είναι να εξαγριώσει τον Τυνδάρεω, χωρίς να πείθει και τον Μενέλαο. Ο τελευταίος φοβάται την οργή των Αργείων. ΟΡΕΣΤΗΣ: « Έ ν τοΐς κακοϊς χρή τοϊς φίΧοισιν ώφε- λε ϊν» (666). [Πρέπει στις δυστυχίες να συντρέχουν τους φίλους τους οι φίλοι]. ΜΕΝΕΛΑΟΣ: «Δούλοισ ιν είναι τοΐς σοφοϊσι τής τνχης» (717). [Κι οι φρόνιμοι είναι της τύχης δούλοι].

Page 106: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

I ΙΟ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Δεν μένει πια στον Ορέστη παρά μόνο ο Πυλάδης να του συ­μπαρασταθεί. Διωγμένος από τον πατέρα του, γιατί είχε πάρει κι αυτός μέρος στον φόνο, έρχεται να συμμεριστεί την τύχη του φίλου του. Ο Πυλάδης έχει τη γνώμη ότι πρέπει ν’ αντιμετωπί­σουν τη συνέλευση του λαού και ότι αυτή είναι η μοναδική ελπί­δα τους να σωθούν,. Παρεμβαίνει ο Χορός και εκφράζει σε τούτο το στάσιμο τη θλίψη του για τη μητροκτονία, επαναλαμβάνο­ντας, στη συνέχεια, τα ίδια λόγια που απηύθυνε η Κλυταιμή­στρα στον γιο της όταν τη σκότωνε: « Τ έκνον, ού τολμάς όσια/ κτείνων σάν ματέρα’ μή πατρώ/αν τιμών χάριν έξανά/ψη δύσκλειαν ές ά εΐ» (827-830). [Ανόσιο, παιδί μου, έργο τολμάς σκοτώνοντας τη μάνα σου' έτσι το γονιό σου δεν τιμάς, μα σε προσμένει παντοτινή ατιμία].

Ένας αγγελιαφόρος που φτάνει πληροφορεί την Ηλέκτρα ότι ο Ορέστης καταδικάστηκε σε θάνατο από τον λαό και ότι η ίδια θα υποστεί την ίδια τύχη. Η μόνη χάρη που τους δόθηκε είναι ότι μπορούν να πεθάνουν μόνοι τους, αν θέλουν, και όχι με λιθοβολισμό.

Μόνο ένας άνθρωπος, ένας άσημος αγρότης, πήρε ενεργά το μέρος του Ορέστη και διακήρυξε την αγνότητα της πράξης του, για να συμπεράνει ο αγγελιαφόρος: «OlVep καί μόνοι σώζουσι γην» (920). [Μόνο αυτοί σώζουν τη χώρα]. Τα λέει αυτά γιατί προηγουμένως αναφέρθηκε και στους λαοπλάνους: «'Όταν γάρ ήδύς τις λόγοις φρονών κακώς/ πείθη το πλήθος, τή πόλει κακον μέγα » (907-908). [Όταν ένας κακός στη γνώμη μα γλυκός στα λόγια τον λαό παρασύρει, είναι για την πόλη μέγα κακό].

Στην αφήγηση αυτή, είναι έκδηλη η πρόθεση του Ευριπίδη να ειρωνευτεί την απροσμέτρητη ανοησία μιας λαϊκής συνέλευ­σης της εποχής του.

Η κατάσταση είναι τέτοια που τίποτα δεν μπορεί να σώσει τα δύο αδέρφια. Εκείνη τη στιγμή, επεμβαίνει ο Πυλάδης και προτείνει να σκοτώσουν την Ελένη, που κρύβεται μέσα στο πα­λάτι. Ο φόνος μιας τέτοιας γυναίκας, με τόσο κακό παρελθόν, που έγινε αιτία τόσου πένθους, δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκλημα.

Page 107: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΟΡΕΣΤΗΣ ι

Ο Χορός συμφωνεί: «ΤΙάσαις γνναίξίν αξία στυγεΐν εφυ/ ή Τυνδαρϊς παΐς, η κατήσχυνεν γένος» (1153-1154). [Η Τυνδα- ρίδα είναι άξια για το μίσος των γυναικών, που γίνηκε η ντροπή τους].

Και η Ηλέκτρα βλέπει ξαφνικά στο έγκλημα αυτό να δια­γράφεται η δυνατότητα της σωτηρίας τους. Η ίδια προτείνει ακόμη στον Ορέστη να απαγάγει την Ερμιόνη, όταν θα επιστρέ­φει από τον τάφο της Κλυταιμήστρας. Όλοι βρέθηκαν σύμφω­νοι. Και οι τρεις συνωμότες επικαλούνται τη βοήθεια του νεκρού Αγαμέμνονα και ορκίζονται: « Ή ζην άπασιν ή θανεΐν όφείλε- τ α ι» (1246). [Όλοι να ζήσουμε ή ν’ αφανιστούμε].

Η Ηλέκτρα παραμονεύει περιμένοντας την επιστροφή της Ερμιόνης. Από το εσωτερικό του σπιτιού ακούγονται οι φωνές της Ελένης, που καλεί σε βοήθεια. Φτάνει η Ερμιόνη, την οποία αρπάζουν ο Ορέστης και ο Πυλάδης και τη σέρνουν με βία έξω από το σπίτι. Ο Χορός, με τη συμβουλή της Ηλέκτρας, καλύ­πτει, με τα άσματα και τους χορούς, τους θρήνους που ακούγο- νται μέσα από το ανάκτορο. Στο μεταξύ, φτάνει ένας Φρύγας δούλος, ο οποίος, απευθυνόμενος στο κοινό, διηγείται ότι ο Πυ­λάδης και ο Ορέστης, αφού μπήκαν στην κατοικία της Ελένης, έδιωξαν τους υπηρέτες και, στη συνέχεια, ρίχτηκαν εναντίον της να τη σκοτώσουν. Αυτή όμως εξαφανίστηκε μέσ’ από τα χέρια τους κατά μυστηριώδη τρόπο. ΔΟΥΛΟΣ: « 'Ά δ’/ εκ θαλάμων/ εγένετο διαπρο δωμάτων/ άφαντος, ώ Ζεϋ καί γά/ καί φως καί νύξ, ήτοι φαρμάκοισιν ή/ μάγων τέχναις ή θεών κλοπαΐς» (1491-1497). [Μα εκείνη μέσ’ απ’ τους θαλάμους ά­φαντη γίνηκεν, ω Δία και γης, ω φως και νύχτα, θες με τέχνες μαγικές, θες με βότανα ή ακόμη την επήραν οι θεοί].

Όμως ο Ορέστης με τον Πυλάδη, έχοντας μαζί τους και την Ερμιόνη, ανέβηκαν στη στέγη και, κρατώντας δάδες, είναι έτοι­μοι να βάλουν φωτιά στο παλάτι. Καταφτάνει και ο Μενέλαος κραυγάζοντας και ζητώντας εκδίκηση, γιατί νομίζει ότι σκότω­σαν την Ελένη. Από πάνω ο Ορέστης τον απειλεί ότι θα σφάξει

Page 108: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

2 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

την Ερμιόνη και θα κάψει το σπίτι αν δεν πείσει τους Αργείους να τον συγχωρήσουν. Είναι έτοιμός δε μαζί με τον ΓΙυλάδη να βάλουν φωτιά, όταν εμφανίζεται ο «από μηχανής θεός» για να βάλει τέρμα στη σύγκρουση.

Παρουσιάζεται ο θεός Απόλλωνας, που αποκαλύπτει ότι η Ελένη αναλήφθηκε στην κατοικία των θεών: «Ή δ ’ εστίν, ήν όράτ εν αίθέρος πτυχαΐς» (1631). [Νά, εκεί πάνω τη βλέπετε, μες στον αιθέρα να έχει σωθεί]. Ο Μενέλαος πρέπει να υπακού­σει στον Ορέστη και να τον σώσει.

Όσον αφορά τον τελευταίο, ο Απόλλωνας του ανακοινώνει ότι πρέπει να εγκαταλείψει για ένα χρόνο τη χώρα αυτή και να ζήσει στο Παρράσιο (της Μεγαλόπολης): « Κ εκλήσεται δε σής φυγής έπώνυμον/ Άζάσιν 'Κρκάσιν τ ’Ορέστειον καλεΐν» (1646-1647). [Τ ’ όνομά του θα πάρει ο τόπος από τη φυγή σου και θα τον λεν οι Αζάνες και οι Αρκάδες Ορέστειο]. (Οι Αζάνες ήταν κάτοικοι του βόρειου ορεινού τμήματος της Αρκαδίας, που πήρε τ ’ όνομά του από τον γιο του Αρκάδα τον Αζάνα. Το Ορέ- στειο ταυτιζόταν με το Ορεσθάσιο, που βρισκόταν εκεί όπου αρ­γότερα κτίστηκε η Μεγαλόπολη).

Μετά, λέει ο Απόλλωνας, πρέπει να πάει ο Ορέστης στην Αθήνα να εξαγνιστεί, προτού επανακτήσει τον θρόνο του και παντρευτεί την Ερμιόνη. Για τον Πυλάδη είπε ότι θα παντρευ­τεί την Ηλέκτρα.

Το δράμα τούτο του Ευριπίδη είναι ίσως το πιο παράδοξο και το πιο δυσκολοερμήνευτο απ’ όσα έγραψε ο μεγάλος τραγικός.

Page 109: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Κ ύκλωφ \

Π ρ ό κ ε ιτ α ι ΓΙΑ ΕΝΑ ΓΝΗΣΙΟ ΣΑΤΥΡΙΚΟ δράμα, το μοναδικό σώζομενο από την αρχαιότητα. Το σατυρικό δράμα οι τραγικοί μας ποιητές το παρουσίαζαν (εδίδασκαν), ως τέταρτο δράμα της τετραλογίας τους, αμέσως μετά την τραγική τριλογία τους. Α- ποτελούσε ένα αντίρροπο στην τραγική εικόνα που έδινε η τριλο­γία. Με το σατυρικό δράμα φαιδρύνεται ο κατατρομαγμένος και καταθλιμμένος θεατής, καθώς χείμαρροι χαράς εισορμούν στην πονεμένη ψυχή του, με την πολυθόρυβη εισβολή των Σατύρων στην ορχήστρα. Από την πλουσιότατη παραγωγή σατυρικού δράματος μόνο ο Κνκλωψ του Ευριπίδη έφτασε ώς εμάς, το μισό περίπου από τους Ιχνευτές του Σοφοκλή και παρά πολλοί τίτλοι σατυρικών δραμάτων όλων των τραγικών μας ποιητών.

Αγνοείται η χρονολογία κατά την οποία παίχτηκε ο Κνκλωψ αλλά όλοι γενικά οι ειδικοί μελετητές συμφωνούν ότι τούτο συ­νέβη περί το τέλος της ζωής του ποιητή.

Το δράμα έχει ως θέμα του το επεισόδιο της Οδύσσειας, κατά το οποίο ο Οδυσσέας, μετά την πτώση της Τροίας, βρίσκεται ναυαγός στη Σικελία, όπου ζει και ο Κύκλωπας Πολύφημος. Ζη­τάει από τους Σάτυρους να του δώσουν αρνιά και γάλα και σε αντάλλαγμα να τους πληρώσει εκείνος με κρασί. Όμως, τη στι­γμή της συναλλαγής, εμφανίζεται ο Πολύφημος, που επιστρέφει από το κυνήγι, και ο οποίος αποφασίζει να φάει όλους τους συ­ντρόφους του Οδυσσέα, μαζί και τον ίδιο τον ήρωα...

Η σκηνή του δράματος λαμβάνει χώρα στη σπηλιά του Κύκλωπα. Πρόσωπα του δράματος είναι ο Σιληνός, πατέρας των Σατύρων, ο Χορός των Σατύρων, ο Οδυσσέας και ο Κύκλωπας Πολύφημος.

8 - Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί

Page 110: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

4 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Πρώτα εμφανίζεται ο γερο-Σιληνός, ο οποίος βγαίνει από τη σπηλιά του Κύκλωπα καθαρίζοντας με την τσουγκράνα του τον αυλόγυρο. Προλογίζοντας, κατατοπίζει τον θεατή πώς βρέθηκε εδώ στη σπηλιά. Λέει, λοιπόν, ότι, αναζητώντας τον Διόνυσο, που τον είχαν αρπάξει κουρσάροι -όπως είχε πληροφορηθεί-, μπήκε σε πλεούμενο μαζί με τα παιδιά του, τους Σατύρους, και ανοίχτηκαν στο πέλαγος, με την προσδοκία ότι θα βρουν τον σκλαβωμένο θεό. Σφοδροί άνεμοι όμως τους έφεραν στις ακτές της Σικελίας, στα ριζά της Αίτνας, όπου κατοικούν οι Κύκλω­πες, και ο γνωστός μας από την Οδύσσεια Πολύφημος.

Σκλάβοι τώρα του άγριου Κύκλωπα, ο Σιληνός και οι Σάτυ- ροι έχουν για έργο τους: «Π α ϊδε? μεν οΰν μοι κλιτνων εν εσχά- τοις/ νέμουσι μήλα νέα νέοι πεφυ κότες,/ εγώ δε πληρούν πί- στρα καί σαίρειν στέγας/ μένων τέταγμαι τάσδε, τώ τε δυσ- σεβεΐ/ Κύκλωπι δείπνων ανοσιών διάκονος» (27-31). [Τα παι­διά μου, σαν νιοι που είναι, βόσκουν τ ’ αρνιά του στα ριζά των λόφων, κι εγώ έχω προσταχθεί να μένω εδώ και να γεμίζω τις ποτίστρες, να σαρώνω τούτο ’δω το κατοικιό και να υπηρετώ τον άνομο τον Κύκλωπα στα δείπνα του τ ’ ανόσια]. Μα καθώς κλαίει για τα βάσανά του, θόρυβος από χοροπηδήματα και χα­ρούμενα τραγούδια των Σατύρων, όπως τον ευτυχισμένο εκείνο καιρό, που ήταν μαζί με τον Διόνυσο και τον συνόδευαν στις κα­ντάδες του σε κάποια αγαπημένη του, τραβούν την προσοχή του προς την αριστερή πάροδο. Δεκαπέντε Σάτυροι σαλαγούν ολό­κληρο κοπάδι στην ορχήστρα, χορεύοντας έναν πηδηχτό χορό με τούμπες και τρελά τινάγματα των ποδιών και των χεριών και τραγουδώντας ένα τραγούδι που έχει σχέση με τις φωνές των βοσκών στ’ ανυπάκουα ζωντανά. Όμως συγκρίνουν και την πα­λιά τους ευτυχία με την τωρινή κατάσταση και η χαρά τους γυ­ρίζει σε λύπη.

Τον θόρυβο αυτό διακόπτει ξαφνικά ο Σιληνός. Τρομαγμένος, κάτι παρατηρεί και παραγγέλνει να βάλουν γρήγορα το κοπάδι στη σπηλιά. Πέρα στην ακρογιαλιά βλέπει πως έχει αράξει ένα

Page 111: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΚΥΚΛΩΨ

πλοίο ελληνικό. Διακρίνει να έρχονται ναύτες με τον αρχηγό τους προς τη σπηλιά. Κρατούν και καλάθια για να προμηθευτούν τρό­φιμα. Φτάνουν είναι ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του. Συ- στήνεται: «'Ίθακος Όδυσσεύς, γης Κεφαλλήνων άναξ» (103). [Ο Οδυσσέας είμαι ο Ιθακήσιος, ο βασιλιάς στους τόπους τοον Κεφαλλήνων]. Και ο Σιληνός: «Ο ιδ ’ άνδρα, κρόταλον δριμύ. Σίσυφου γένος» (104). [Γνωστός μου αυτός ο άνθρωπος, πονη­ρός, πολυλογάς, σπορά του Σίσυφου]. (Λέγεται, σύμφωνα με μια κακόγλωσση παράδοση, πως τον Οδυσσέα η μάνα του η Αντί- κλεια δεν τον είχε κάνει με τον άντρα της, τον Λαέρτη, παρά με τον Σίσυφο).

Με φρίκη ακούνε ότι βρίσκονται στη σπηλιά του ανθρωποφά- γου Πολύφημου. Ρωτάει, λοιπόν, ο Οδυσσέας: «Φιλόξενοι δε χώσιοι περί ξένους; » (125). [Είναι φιλόξενοι κι έχουν φόβο θεού για τους ξένους;] Για να πάρει αμέσως την απάντηση από τον Σιληνό: «Γλυκύτατα φασι τά κρέα τους ξένους φορεϊν» (126). [Γλυκύτατα κρέατα λένε έχουν οι ξένοι].

Ο Οδυσσέας ζητάει από τους Σάτυρους πρόβατα και τυρί και σ’ αντάλλαγμα τους προσφέρει ένα ασκί γεμάτο κρασί. Λέει μάλιστα στον Σιληνό: « Β ούλη σε γεύσω πρώτον άκρατον μέ- θυ; » (149). [θέλεις να σου δώσω να το δοκιμάσεις πρώτα ανέ­ρωτο;] Κι εκείνος: «Ώ ? ος γε πίνων μη γέγηθε μαίνεται» (168). [Τρελός όποιος δεν νιώθει τη χαρά να πίνει].

Σ ε μια σκηνή έντονα ευτράπελη, ο γερο-Σιληνός δηλώνει πως είναι έτοιμος να δώσει όλα τα κοπάδια των Κυκλώπων για μια κανάτα κρασί! Το κρασί δίνει τη δύναμη να χαίρεται κανένας τα δώρα της Αφροδίτης, λέει χαρούμενος, με άσεμνες χειρονο­μίες. Βωμολοχεί και ο κορυφαίος των Σατύρων, με αντικείμενο της βωμολοχίας του την Ελένη (στίχοι 179-181).

Και ο Χορός συνεχίζει: «Ύήν προδότιν, ή τους θυλάκους τους ποικίλους/ περί τοΐν σκελοΐν ίδοϋσα καί τον χρύσεον/ κλοιόν φοροϋντα περί μέσον τον αυχένα/ έξεπτοήθη, WLeveXe- ωι\ άνθρώπιον/ λώστον, λιποϋσα. Μηδαμού γένος ποτέ/

Page 112: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

6 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

φϋναί γυναικών ώφελ' — εί ή μοί μόνω » (182-187). [Την άπι­στη που, σαν τον είδε εκείνον να φοράει βράκα πλουμιστή στα σκέλη του και χρυσό γιορντάνι στο λαιμό του, ξελογιάστηκε και παράτησε τον Μενέλαο, ένα απονήρευτο ανθρωπάκι! Ας ήταν να μη φύτρωνε πουθενά γυναίκα - εξόν μόνο για μένα...!]

Κι ενώ ο Σιληνός ανταλλάσσει τα τρόφιμα με κρασιά, τρόμος ξαφνικός κυριαρχεί! Πελώριος ο Πολύφημος, με πελώριο ρόπαλο στο χέρι, με πλήθος λαγωνικά γύρω του, γεμίζει με το φοβερό κορμί του την αριστερή πάροδο. Τον βλέπουν και τρέμουν. Πού να πάνε; Το μάτι του πέφτει στον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, που κρατούν αρνιά και τυριά. Του γερο-Σιληνού το πρόσω­πο φαίνεται γρονθοκτυπημένο. Ναι, αυτοί τον έδειραν, επιβεβαι­ώνει ο Σιληνός, αραδιάζοντας ένα σωρό ψέματα, που ερεθίζουν τη θηριωδία του Κύκλωπα. Η κατάσταση είναι τραγική. Ο Ο­δυσσέας προβληματίζεται και μηχανεύεται, μάταια, τρόπους διαφυγής, καταλήγοντας: « Α λ λ ’, εί θανεϊν δεΐ, κατθανούμεθ’ εύγενώς,/ ή ζώντες αίνον τον ττάρος συσσώσομεν» (201-202). [Μα ή θα πεθάνουμε με την τιμή μας, αν είναι ανάγκη να πεθά- νουμε, ή, ζωντανοί, μαζί με τη ζωή μας θα φυλάξουμε και την παλιά μας δόξα]. Και αμέσως η πρώτη διαταγή εκτοξεύεται από τον Κύκλωπα: «Ώς* σφαγέντες αύτίκα/ ττλήσουσι νηδυν την έμήν απ’ άνθρακος/ θέρμην εδοντος δαϊτα τοϋ κρεανόμου,/ τα δ’ εκ λέβητος έφθά καί τετηκότα» (243-246). [Τώρα αμέσως θα σφαχτούν και θα μου γεμίσουν την κοιλιά εμένα που θα τους λιανίσω τα κρέατα και θα τα τρώω ζεστά, ίσα από τα κάρβουνα, κι άλλα από το καζάνι βραστά και λιωμένα]. Ο Οδυσσέας του λέει όλη την αλήθεια* ό,τι πήρε, το πλήρωσε δίνοντας κρασί. Α­κόμη, ότι οι Έλληνες τα είχαν καλά με τον πατέρα του Κύκλωπα, τον Ποσειδώνα* του θυμίζει τους ιερούς νόμους της ξενίας και τον παρακαλεί να λυπηθεί όσους έχουν γλιτώσει από τους σκοτωμούς του Τρωικού πολέμου. Και ο Κύκλωπας του απαντάει: «Αίσχρον στράτευμά γ’ οΐτινες μίάς χάριν/ γυναικος έζεττΧεύ- σατ ές γαϊαν Φρυγών» (283-284). [Άτιμος στρατός που για

Page 113: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΚΥΚΛΩΨ ι

μια γυναίκα κάνατε πανιά και φτάσατε στον Φρυγικό τον τόπο]. Ο Πολύφημος με χυδαία έπαρση δηλώνει πως τον Δία καθόλου δεν τον λογαριάζει και πως σαν καλοφάει και σαν καλοπιεί έχει κι αυτός βροντές για τις βροντές του!

Ο Ευριπίδης προσθέτει εδώ αρκετή δόση υλισμού ή μια συ­νοπτική έκθεση βιοθεωρίας ακόλαστων του καιρού του, που, εκ­φρασμένη μέσω του Κύκλωπα, δείχνει ολοφάνερη τη διάθεση του ποιητή για χλευασμό.

Λέει, λοιπόν, ο Πολύφημος στον Οδυσσέα: «Ό πλούτος, άνθρωπίσκε, τοϊς σοφοΐς θεός,/ τά δ’ άλλα κόμποι καί λόγων εύμορφίαι» (316-317). [Ανθρωπάκι, θεό τους οι μυαλωμένοι τον πλούτο έχουν' τ ’ άλλα είναι παχιά και ωραία λόγια]. Και παρα­κάτω: «Καί, τη μεγίστη , γαστρϊ τήδε, δαιμόνων./Ώς τούμπιεΐν γε κάμφαγεϊν τούφ9 ημέραν/ Ζευς οΰτος άνθρώποισι τοϊσι σώ- φροσιν,/λυπεϊν δε μ7]δέν αυτόν» (335-338). [Και σε τούτη την κοιλιά, την πιο τρανή θεότητα. Γιατί το πιοτό και το φαί την πάσα μέρα, αυτό είναι θεός των μυαλωμένων, κι ακόμα, να μη βάζουν λύπη στην καρδιά τους].

Αποφασισμένος ο Πολύφημος να τους φάει, τους βάζει στη σπηλιά. Ο Οδυσσέας επικαλείται την Παλλάδα και τον Ξένιο Δία να τον βοηθήσουν: «Ζεϋ ζενι\ ορα τάδ’* εί γάρ αυτά μη βλέπειςJ άλλως νομίζη Ζευς τον μηδέν ών θεός» (354-356). [Βλέπε τα και συ τούτα, ξένιε Δία* γιατί, αν δεν τα βλέπεις, άδι­κα οι άνθρωποι σε πιστεύουν για θεό, κι εσύ είσαι ένα τίποτα].

Απελπισμένος ο Οδυσσέας, με τ ’ ασκί κρεμασμένο από τον ώμο, πετιέται από τη σπηλιά και διηγείται στους Σάτυρους πώς ο θεομίσητος ανθρωποφάγος σκότωσε δύο ναύτες του και έφαγε λαίμαργα τα κρέατά τους, άλλα ψητά κι άλλα βραστά, και ότι αυτός τον υπηρετούσε στο ανόσιο τραπέζι του. Μα από φώτιση θεού ο Οδυσσέας πρόσφερε κρασί στον Κύκλωπα. ΟΔΥΣ- ΣΕΑΣ: « Ώ τοϋ ποντίου θεού Κ ύκλωφ/ σκέφαι τοδ’ οΐον Ε λ ­λά? άμπέλων άπο/ θειον κομίζει πώμα, Διονύσου γάνος» (413-415). [Κύκλωπα, γιε του θαλασσινού θεού, για δες εδώ τί

Page 114: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

8 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

θείο πιοτό, χαρά του Διονύσου, βγάζει απ’ τα κλήματα η Ελλά­δα]. Έ τσι σκοτίστηκε ο νους του. ΚΥΚΛΩΠΑΣ: « Μεθύω μεν, εμπας δ’ οϋτις αν φαύσειέ μου» (535). [Είμαι βέβαια μεθυσμέ­νος, μα να μ ’ αγγίξει κανένας δεν θα μπορέσει].

Τώρα δεν μπορεί παρά ν’ αποκοιμηθεί τ ’ άγριο θεριό και τό­τε θα του μπήξει στο μάτι ένα αναμμένο δαυλί ο Οδυσσέας και θα του σβήσει το φως. Καλεί και τους Σατύρους να τον βοηθή­σουν.

Μέσ’ από τη σπηλιά ακούγεται ένα τραγούδι* είναι του Κύ­κλωπα. Ο κορυφαίος με τον Χορό απαντούν στις παραφωνίες με ένα καλό τραγούδι.

Ο Οδυσσέας κι ο Σιληνός του λένε να καθίσει κάτω και να χαρεί μονάχος του το κρασί. Στρώνονται λοιπόν κατάχαμα στη χλόη και συνεχίζεται η κρασοκατάνυξη, μέσα στην παραζάλη του Κύκλωπα από το κρασί του Οδυσσέα. Ο τελευταίος του λέει πως τ ’ όνομά του είναι Ούτις (Κανείς, όπως θα λέγαμε σήμε­ρα). Τριγύρω οι Σάτυροι πηδούν και γαργαλούν τον Κύκλωπα. Εκείνος δεν βλέπει πια και θαρρεί πως έχει γύρω του πανέμορ­φες Χάριτες.

Ο Πολύφημος μονολογεί: «Ίου ίουJ ώς εξενευσα μόγις' άκρατος ή χάρις. / Ό δ’ ουρανός μοι συμμεμιγμένος δοκεΐ/ τη γη φέρεσθαι, του Αιός τε τον θρόνον/ λεύσσω, τό παν τε δαι­μόνων άγνόν σέβας» (576-580). [Χάι χάι, μόλις που μπόρεσα να σηκώσω το κεφάλι μου από την κανάτα* καθάρια ηδονή. Κ ι ο ου­ρανός μου φαίνεται πως σμιχτός με τη γη στριφογυρίζει* βλέπω τον θρόνο του Δία κι όλους τους δίκαιους και σεβάσμιους θεούς].

Ήρθε η ώρα του τολμηρού έργου: Ο Οδυσσέας επικαλείται τη βοήθεια του Ήφαιστου και ζητάει από τον Ύπνο να κρατήσει τον Κύκλωπα βαθιά αποκοιμισμένο. Μετά από πολλές συστά­σεις και συμβουλές του Χορού, ο Οδυσσέας προετοιμάζεται να τον τυφλώσει.

Ο Κύκλωπας είναι τώρα πια μεθυσμένος, αφού κατέβασε το περιεχόμενο από πολλές κανάτες που του πρόσφερε. Για να προ-

Page 115: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

κληθεί το γέλιο των θεατών, ο Ευριπίδης δείχνει τους Σάτυρους με πόδια στραμπουληγμένα! Τότε ο Οδυσσέας αποφασίζει να κάνει το τολμηρό εγχείρημα, με τη βοήθεια των συντρόφων του. Οι Σάτυροι τον βοηθούν μόν*ον με τις ρυθμικές φωνές τους: «Ί ώ Ιώ' γβνναιότατ ώ/θεϊτβ σπενδβτ». « ’Έκκαίετβ τον όφρυν/ θηρος του ξβνοδαίτα/ Τύφβτ ώ, καίβτ ώ/ τον Αίτνας μηλονό­μον/ Τopvev\ ελκβ, μή σ’ έξοδυνηθάς/ δράση τι μάταιον» (656-662). [Ω, ω οπ! Με καρδιά σπρώχνετέ το, μην αργείτε. Καίτε του το φρύδι του θεριού που τρώει τους ξένους. Καπνίζετέ τον ω! καίτε τον, ω ω ω, τον προβατάρη από την Αίτνα. Στρίβε το τρυπάνι! Τράβα το, μην απ’ το μεγάλο πόνο του σου κάνει αβάσταχτο κακό].

Ουρλιάζει από τον πόνο ο Κύκλωπας: « ’Ώ μοι, κατηνθρα- κώμβθ’ οφθαλμού σέλας» (663). [Οϊμένα, κάρβουνο το λαμπρό μου μάτι έχει γίνει].

Ο Οδυσσέας του αποκαλύπτει το πραγματικό του όνομα και αποφεύγοντας τα αδέξια, λόγω της τύφλωσης, κτυπήματα του Πολύφημου, απομακρύνεται ακολουθούμενος από τους Σάτυρους και τους συντρόφους του.

Και ο Πολύφημος: «Α ιαϊ' παλαιό? χρησμός έκπβραίνεται./ Ίνφλήν γάρ οφιν έκ σέθβν σχήσβιν μ ’ βφη/ Τροίας άφορμηθέ- ντος. ’Αλλά και σέ tol/ δίκας νφέξβtv άντϊ τώνδ’ έθέσπισεν,/ πολυν θαλάσση χρόνον, έναιωρούμενον» (696-700). [Οϊμένα, παλιός χρησμός βγαίνει αληθινός. Μου είπε πως το χέρι σου θα με τύφλωνε, όταν θά ’φευγες απ’ την Τροία. Μα προφήτεψε και για σένα πως για τούτο σου το έργο βαριά θα παιδευτείς* για χρόνια θα παραδέρνεις στα πελάγη].

Page 116: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Βάκχαι%.

Τ Ο ΕΡΓΟ, ΑΠΌ τα πιο ολοκληρωμένα και μοναδικά στην παγκό- σμια δραματουργία, το έγραψε ο μεγάλος τραγικός το 407 π .Χ ., λίγο πριν πεθάνει, και διδάχτηκε από τον γιο του το 405 π.Χ. στην Αθήνα.

Στις Βάκχες παρουσιάζεται μ ’ όλη την πρωτογενή της μορφή η λατρεία του Διονύσου, από την οποία γεννήθηκε και το αρχαίο ελληνικό Δράμα: ο διθύραμβος, το τραγούδι του Διονύσου. Πρό­κειται για το μοναδικό έργο της αρχαίας δραματουργικής, στο ο­ποίο ο Διόνυσος πρωταγωνιστεί ως ανθρωποποιημένος θεός, κα­θώς τούτο αποτελεί το δράμα του θεού, που είναι το δράμα του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, δραματοποιούνται τα θεοφάνεια του Διονύσου, ενανθρωπίζεται το θείο.

Στο έργο αυτό, η θρησκεία γίνεται αντικείμενο ερευνητικής κριτικής και αναλυτικού ορθολογικού στοχασμού. Μια νέα λα­τρεία έρχεται να καταστρέψει το κατεστημένο, μια καινούρια δύναμη εμφανίζεται, που θέλει να επιβάλει τη λατρεία της ποίη­σης, της χαράς, της ελευθερίας...

Συνοπτικά, η υπόθεση του έργου έχει ως εξής: Ο Διόνυσος, γιος του Δία και της Σεμέλης, κόρης του Κάδμου, έρχεται στη Θήβα με ανθρώπινη μορφή, για να επιβάλει τη λατρεία του.

Όμως οι κόρες του Κάδμου, αδερφές της Σεμέλης, αμφισβη­τούν τη θεϊκή του καταγωγή. ΙΥ αυτό τρελαίνονται από τον θεό και, σαν Μαινάδες, παραμένουν στον Κιθαιρώνα. Ο Πενθέας, βα­σιλιάς της Θήβας, γιος της Αγαύης, αρνείται κι αυτός να δεχτεί τη λατρεία του νέου θεού και αποφασίζει να στραφεί κατά των Μαινάδων. Συλλαμβάνει τον Διόνυσο' όμως αυτός ελευθερώνεται και με σεισμό καταστρέφει το παλάτι. Στη συνέχεια, ο Πενθέας

Page 117: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΒΑΚΧΑΙ ι

πείθεται από τον Διόνυσο να μεταμφιεστεί σε Μαινάδα για να κατασκοπεύσει τις Θηβαίες στον Κιθαιρώνα. Φτάνοντας στο βουνό, όλες οι Μαινάδες, με πρώτη τη μητέρα του, Αγαύη, ορ- μούν και τον διαμελίζουν. Όταν ο παππούς του Πενθέα, Κάδμος, το πληροφορείται, πηγαίνει στον Κιθαιρώνα και μαζεύει τα κομ­μάτια του κορμιού του. Η Αγαύη επιστρέφει θριαμβευτικά στην πόλη μεταφέροντας το κεφάλι του Πενθέα και θεωρώντας ότι εί­ναι κεφάλι λιονταριού. Ο Κάδμος την αναγκάζει να συνειδητο­ποιήσει τι έχει διαπράξει. Το έργο τελειώνει με την εμφάνιση του Διονύσου από το θεολογείο πια, ως θεού, που ανακοινώνει την τύ­χη των ηρώων και εδραιώνει τη θρησκεία του.

Η παρουσίαση λαμβάνει χώρα μπροστά στο δωρικής μορφής παλάτι του βασιλιά Πενθέα, στην ακρόπολη της Θήβας. Δίπλα στο παλάτι βρίσκονται ερείπια αρχοντικού κτιρίου που ακόμη καπνίζουν. Στον περίβολο, ένας τάφος, που καλύπτεται από κλη ματόκλαδα.

Τα πρόσωπα του δράματος είναι: Ο Διόνυσος, θηλύμορφος νέ­ος, που, στο τέλος του έργου, παρουσιάζεται ως θεός με ιερατική μορφή, ο Τειρεσίας, Θηβαίος τυφλός μάντης, ο Κάδμος, ιδρυτής και πρώην βασιλιάς της Θήβας, φοινικικής καταγωγής, πατέρας της Σεμέλης, της Ινώς και της Αγαύης και παππούς του Πεν­θέα, ο Πενθέας, βασιλιάς της Θήβας, γιος της Αγαύης και εγ- γονός του Κάδμου, ο Χορός, αποτελούμενος από Βάκχες της Α­νατολής και Θηβαίες Μαινάδες, ο Φρουρός, ακόλουθος του Πεν­θέα, ο Αγγελιαφόρος Ά , βοσκός, ο Αγγελιαφόρος Β', δούλος του Πενθέα, η Αγαύη, μητέρα του Πενθέα, κόρη του Κάδμου και Μαινάδα.

Στεφανωμένος με κισσό, μπαίνει στη σκηνή ο Διόνυσος από τη δεξιά είσοδο, όπου βρίσκεται άγαλμα της Σεμέλης, πάνω από το οποίο φωτίζει μια δάδα. Στον πρόλογο, ο θεός διηγείται τα γεγονότα που προηγήθηκαν του δράματος, εκφράζοντας την πρόθεσή του να εμφυτεύσει στην Ελλάδα την οργιακή και εκ­

Page 118: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

2 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

στατική του λατρεία, αρχίζοντας ακριβώς από τη Θήβα, την πα­τρίδα της μητέρας του. IV αυτό, λέει, και τη μορφή μου άλλαξα απ’ του θεού σ’ ανθρώπου: «Μορφήν δ’ άμείφας εκ θεοϋ βρο- τησίαν» (4), για να ολοκληρώσει παρακάτω: «Ίν εϊην εμφα­νής δαίμων βροτοΐς» (22). [Ήρθα εδώ για να φανώ θεός μπρος στους ανθρώπους].

Ο Διόνυσος έχει κατορθώσει να μαγέψει με τη γοητεία του τις γυναίκες των Θηβών, ανάμεσα στις οποίες είναι και η Αγαύη, η μητέρα του Πενθέα, με την πρόθεση να τις τιμωρήσει για τις υπόνοιες που είχαν εκφράσει εις βάρος της μητέρας του Σεμέλης κατά τη γέννησή του. Ο Διόνυσος πρόκειται να επιτεθεί κατά των Θηβών και να καταστρέψει την πόλη, μπαίνοντας επικεφα­λής ομάδας γυναικών (Βάκχες), που έφερε από τη Λυδία.

Εμφανίζεται στη σκηνή ο Χορός, εγκωμιάζοντας την τρομα­χτική δύναμη του θεού: «Ύτε βάκχαι, ϊτε βάκχαίJ Βρόμιον παϊδα θεόν θεοϋ/ Διόνυσον κατάγουσαι/ Φρυγιών εξ όρέων Έλ/λάδο? εις εύρυχόρους ά/γυιάς, τον Β ρόμιον» (83-88). [Ε­λάτε Βάκχες, Βάκχες, μπρος, τον Βρόμιο, παιδί θεού, τον Διόνυ­σο κατεβάστε απ’ της Φρυγίας το βουνό, τη βροντερή θεότητα, στους δρόμους τους ευρύχωρους φέρετε της Ελλάδας]. (Βρό- μιος=θυελλώδης, βροντερός, φαγάς).

Επειδή ο Διόνυσος γεννήθηκε πρόωρα, αφού η μητέρα του Σεμέλη πέθανε κατά τη σύλληψη-κύησή του, ο Δίας, ο οποίος ήταν και πατέρας του, προκειμένου να τον σώσει: «Αοχίοις δ’ αύτίκα νιν δέ/ζατο θαλάμαις» (94-95) «κατά μηρω δε καλύ- φας/ χρυσέαισιν συνερείδει/ περόναις κρυτττόν άφ Ή ρα?» (96-98). [Ανοίγει τον μηρό του κι εγκυμοσύνης θάλαμο φτιάχνει και μέσα κλείνει, κρυφά απ’ την Ήρα, και με χρυσές περόνες καρφιτσώνει].

Ο Διόνυσος έχει ήδη πετύχει και στη Θήβα τις πρώτες του νίκες. Στη σκηνή μπαίνουν τώρα δύο υπερήλικες. Ο ένας είναι ο μάντης Τειρεσίας και ο άλλος ο Κάδμος, ο τέως βασιλιάς. Είναι μεταμφιεσμένοι σε Βάκχες και στεφανωμένοι με κλάδους κισ­

Page 119: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΒΑΚΧΑΙ ι

σού. Έχουν αποφασίσει ν ’ ανεβούν τον Κιθαιρώνα για να γιορτά­σουν τα όργια του Διονύσου. ΚΑΔΜΟΣ: «Αεϊ γάρ νιν οντα παΐδα θυγατρός εζ έμής/ Διόνυσον ος πέφηνεν άνθρώποις θεός/ όσον καθ' ημάς δυνατον αύζεσθαι μέγαν» (181-183). [Τι πρέ­πει τον Διόνυσο, παιδί της θυγατρός μου και των ανθρώπων ο θεός καθώς εφανερώθη, να τρισδοξολογήσουμε κι όσο καλά μπο­ρούμε]. Ας λάβουμε υπόψη ότι ο Κάδμος δέχεται τον θεό τώρα, ενώ προηγουμένως τον αρνιόταν. Το κάνει από υστεροβουλία. Για να τιμηθεί η γενιά του, επειδή έβγαλε ένα θεό.

Σύμφωνος και ο Τειρεσίας στην απόφαση του Κάδμου, τεκ­μηριώνει το εγχείρημά του: «Ούδει^ σοφιζόμεσθα τοΐσι δαίμο- σιν./ Τίατρίους παραδοχάς, ας θ' όμήλικας χρόνω/ κεκτήμεθ\ ούδείς αυτά καταβαλεΐ λόγος, ούδ’ £ΐ δι’ άκρων το σοφόν ηΰρηταί φρένων» (200-203). [Καθόλου εμείς για τους θεούς δεν κάνουμε εξυπνάδες, κι όσα βρήκαμε παλιά, χαμένα μες στο χρό­νο, να τ ’ ανατρέψει δεν μπορεί ούτε κι ενός υπέρτατου μυαλού η λογική]. Είναι φανερό εδώ ότι ο μάντης στρέφεται ενάντια στον σκεπτικισμό κι όχι στον ενθουσιασμό.

Μπαίνει ο Πενθέας και απευθυνόμενος στο κοινό, αγνοεί την παρουσία του Τειρεσία και του Κάδμου, που βρίσκονται στην άλλη άκρη της σκηνής. Ο νεαρός βασιλιάς, όπως και άλλοι πο­λίτες των Θηβών που ενθαρρύνονται απ’ αυτόν, εξεγείρεται κα­τά του ελευθεριάζοντος χαρακτήρα της νέας λατρείας. Προσπα­θεί να εμποδίσει τους δύο γέροντες, που προτίθενται να μετά- σχουν στα βακχικά μυστήρια. Ο Πενθέας επιμένει ότι ο Διόνυ­σος διαφθείρει τις γυναίκες και διαλύει τους συζυγικούς δεσμούς. Επεμβαίνει ο Τειρεσίας όμως, που επαινεί τον Διόνυσο γιατί έφερε στους ανθρώπους το ποτό, που θεραπεύει τις λύπες: «Βο- τρνος νγρόν πώμ' ηΰρε κείσηνέγκατο/ θνητοΐς, ο παύει τους ταλαίπωρους βροτονς/ λύπης, οται; πλησθώσιν άμπελον ροής J ύπνον τε λήθην τών καθ' ήμέραν κακών/ δίδωσιν, ούδ’ ear’ αλλο φάρμακον πόνων» (279-283). [Που βρήκε το αντίδο­το υγρό ποτό, τον οίνο, και στους ανθρώπους τό ’φερε τις λύπες

Page 120: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

124 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

τους να γιάνει. Και σαν χορτάσουν το ποτό απ’ τ ’ αμπελιού το ρεύμα, ύπνο δίνει και λησμονιά στις πίκρες της ημέρας* δεν θά ’βρεις όμοιο φάρμακο].

Όμως και ο χορός εκφράζει την πίστη του στον Διόνυσο, αλ­λά και στους άλλους θεούς: «ΐΐόρσω/ γάρ όμως αιθέρα ναίον-/ τες όρώσιν τά βροτών ουρανίδαι» (393-394). [Κι αν οι ουρανοί μένουν μακριά, κι αν στον αιθέρα μένουν, ελέγχουν απ’ τα πέρα- τα τα έργα τοον ανθρώπων].

Παρά τις αντίθετες φωνές, ο Πενθέας αποφασίζει να φυλα­κίσει τον Διόνυσο. Ένας αγγελιαφόρος, που φτάνει μετά από λί­γο, ανακοινώνει στον Πενθέα ότι, σύμφωνα με τις εντολές του, ο παράξενος Διόνυσος ρίχτηκε στη φυλακή. Ο υπηρέτης υπάκου­σε στον κύριό του, όμως φοβόταν και την τρομαχτική δύναμη του ξένου, η οποία εκδηλωνόταν σ ’ όλες του τις χειρονομίες και τα θαύματα που συνέβαιναν παντού απ’ όπου περνούσε.

Ο νεαρός αυτός ξανθός άντρας, με το γυναικείο κάλλος, δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση στους φρουρούς του Πενθέα και μάλι­στα πρότεινε με τη θέλησή του τους καρπούς των χεριών του για να τον αλυσοδέσουν. Μετά από λίγο όμως, οι αλυσίδες με τις οποίες, μετά από διαταγή του Πενθέα, οι υπηρέτες είχαν δέσει και τις Βάκχες, λύθηκαν αυτομάτως: «Αυτόματα δ’ αύταϊς δε- σμά διελύθη ποδών/ κλήδές τ άνήκαν θύρετρ’ ανευ θνητής χερός» (447-448). [Από τα πόδια τα δεσμά μονάχα τους λυθή­καν κι οι κλειδαριές ανοίξανε χωρίς ανθρώπου χέρι]. Οι πόρτες της φυλακής ανοίξανε και οι γυναίκες ξέφυγαν.

Σ’ ένα βίαιο διάλογο μεταξύ Διονύσου και Πενθέα, ο θεός δεν αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Λέει απλά ότι τον έστειλε ο Διόνυσος για να διαδώσει τη λατρεία του και ότι ((και τώρα α­κόμη είναι παρών και βλέπει αυτά που πάσχω»: «Καί νυν ά ττάσχω πλησίον παρών όρά» (500). Παραμένει γαλήνιος, αντι­κρίζοντας τον οργισμένο Πενθέα, με το μυστηριώδες και θείο μειδίαμά του. Ο βασιλιάς διατάσσει να τον κλείσουν πάλι στη φυλακή, ενώ ο Χορός κατηγορεί την πόλη των Θηβαίων γιατί

Page 121: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΒΑΚΧΑΙ ι

δεν υποδέχτηκαν καλά τον θεό, που όφειλαν να τον τιμούν όπως και τους άλλους θεούς: είχε μητέρα Θηβαία και, νήπιο ακόμη, βυθίστηκε στην πηγή της Δίρκης.

Το άσμα του Χορού μόλις έχει τελειώσει όταν αντηχεί ξαφνι­κά, από το εσωτερικό του ανακτόρου του Πενθέα, μια σπαρα­κτική κραυγή. Ο ίδιος ο θεός καλεί τις Βάκχες του, αναγγέλλο­ντας έτσι τη παρουσία του. Στη διάρκεια μιας σκηνής δυνατού και τρομαχτικού λυρισμού, πραγματοποιείται η αποκάλυψη του θεού με την αρχή της νίκης του και την τιμωρία του Πενθέα. Η γη τρέμει, η στέγη του ανακτόρου σειέται και από το εσωτερικό του έρχεται ο θόρυβος από τοίχους που γκρεμίζονται. Μια μεγά­λη φλόγα σχηματίζεται πάνω στον τάφο της Σεμέλης. Οι Βάκ­χες, απ’ την τρομάρα τους, σωριάζονται κατά γης, εκφράζοντας ταυτόχρονα τον θαυμασμό τους: « 9Ω φάος μέγιστόν ήμΐν εύίου βακχεύματος,/ ώς έσεΐδον άσμένη σε, μονάΚ εχουσ ερημιάν» (608-609). [Ω μέγιστο μας φως, εσύ της λαμπερής βακχείας, με τι χαρά σε βλέπουμε μέσα στην ερημιά μας].

Ο Διόνυσος, δίχως ν’ αποκαλύψει ακόμη τ ’ όνομά του, εμφα­νίζεται, ενθαρρύνει τις Βάκχες και αφηγείται πώς εξαπάτησε τον Πενθέα: «Φάσμ’ είτοίησεν κατ’ αυλήν» (629). Ο Βρόμιος, λέει, στην αυλή έπλασε φάσμα, ομοίωμά μου. Στη διάρκεια του σεισμού και της πυρκαγιάς του ανακτόρου, ο ξένος εξαφανίστη­κε. Καθώς ο Πενθέας βγαίνει από τ ’ ανάκτορο, έκπληκτος για την απόδραση του αιχμαλώτου, τον βλέπει να παρουσιάζεται μπροστά του. Στο μεταξύ, ένας βοσκός περιγράφει τα θαυμαστά πράγματα που είδε στις μαινόμενες Βάκχες. Άλλες θήλαζαν λυ­κόπουλα κι άλλες κτυπούσαν το χώμα κάνοντάς το να βγάζει νερό ή έσκαβαν τη γη με τα δάχτυλά τους, απ’ όπου ανάβλυζε κρασί και γάλα* μετά, όταν κατάλαβαν ότι τις παρακολουθούσαν άνθρωποι, όρμησαν με μια υπεράνθρωπη δύναμη εναντίον των κοπαδιών και τα καταξέσκισαν.

Στο μεταξύ, ο Πενθέας έχει αποφασίσει, παρ’ όλ’ αυτά, να πολεμήσει. Προτού όμως προχωρήσει στη δράση, δέχεται την

Page 122: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

πρόσκληση του ξένου, δηλαδή του Διονύσου, που του προτείνει να τον οδηγήσει στον Κιθαιρώνα για να παρακολουθήσει τα τε- λούμενα εκεί βακχικά όργια.

Ο νεαρός βασιλιάς δεν έχει αντιληφθεί ότι άρχισε ήδη το φρι- κτο του τέλος. Για να μην αναγνωριστεί από τις Βάκχες, με­ταμφιέζεται και αυτός σε Βάκχη. Από κείνη τη στιγμή χάνει οριστικά την προσωπικότητά του και γίνεται άβουλο όργανο του Διονύσου, θεού εκδικητικού, τιμωρού και μνησίκακου. Ο Διόνυ­σος θριαμβεύει, αφού κατόρθωσε να μεταδώσει τον διονυσιασμό και στην ψυχή του διώκτη του. Η σκηνή αυτή είναι ίσως η πιο σημαντική, η πιο δυνατή σ’ ολόκληρη την τραγωδία.

Ο εκδικητικός θεός κρατάει στα χέρια του ένα δυστυχισμένο ανθρώπινο ον, διασκεδάζει μαζί του, εξαπατώντας το και υπο­σχόμενος, με απαίσια ειρωνεία, τη νίκη και τον θρίαμβο.

Ένα χορικό άσμα σε ελεύθερο και ταχύ ρυθμό, όπου φαίνεται ν’ αντηχεί μια κραυγή άγριας χαράς για την επικείμενη μοιραία τιμωρία του Πενθέα, προετοιμάζει τα πνεύματα για τον θάνατο του άτυχου βασιλιά. Η αφήγηση του τέλους του γίνεται μετά από λίγο, από έναν αγγελιαφόρο. Στην αρχή της αφήγησής του, ο αγγελιαφόρος δίνει μια ειδυλλιακή περιγραφή των πεδιάδων και των χωραφιών απ’ όπου πέρασε μαζί με τον Πενθέα και τον ξέ­νο, μέχρι που έφτασαν στο σημείο όπου βρίσκονταν οι Βάκχες. Επειδή εκεί που στάθηκαν δεν έβλεπαν καλά, ο Πενθέας θέλησε ν’ ανεβεί σ’ ένα ύψωμα για να βλέπει καλύτερα. Ο ξένος τότε λύγισε ένα κλαδί ψηλού έλατου, τοποθέτησε πάνω τον Πενθέα και μετά το άφησε μαλακά να επανέλθει στο ύψος του. Σχεδόν αμέσως εξαφανίστηκε. Μετά από λίγο, ακούστηκε η φωνή του θεού που καλούσε τις Βάκχες να εκδικηθούν τον εχθρό τους: «Διόνυσο?, άνεβόησεν ώ νεάνώες,/ άγω τον υμάς κάμε τάμά τ οργιά/ γέλων τιθέμενον* αλλά τιμω ρεϊσθέ νιν./ Και ταί30’ άμ ήγόρευε κα ι ττρος ούρανον/ κα ι γα ΐα ν έστήριξε φως σ ε ­μνού 7τυρός» (1079-1083). [Ο Διόνυσος ακούστηκε να λέει: Γυ­ναίκες, σας παραδίδω αυτόν που κοροϊδεύει εσάς, εμένα και τις

Page 123: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΒΑΚΧΑΙ ι

γιορτές' εσείς, μπρος, τιμωρήστε τον. Κι όσο κράτησε η φωνή, κολόνα ιερής φωτιάς υψώθηκε πάνω στη γη και πέρα στα ουρά­νια].

Οι Βάκχες ορμούν κατά του ΓΙενθέα, τον ρίχνουν κάτω από το έλατο και αρχίζουν να τον κομματιάζουν. Ο άτυχος βασιλιάς αναγνωρίζει, προηγουμένως, μεταξύ των πρώτων Μαινάδων και τη μητέρα του, Αγαύη, και την παρακαλεί να τον λυπηθεί.

Μετά από ένα σύντομο χορικό, στο οποίο υμνείται ο Βάκχος, παρουσιάζεται η Αγαύη να κρατάει το κεφάλι του παιδιού της, νομίζοντας ότι κρατάει κεφάλι νεαρού λιονταριού! Παρακαλεί όλους να πάρουν μέρος στη χαρά της και ζητάει νά ’ρθει επίσης κι ο γιος της!

Ακόμη και ο χορός των Βακχών συγκλονίζεται από φρίκη. Ο Κάδμος προσπαθεί να την κάνει να καταλάβει τη συμφορά της. Η τραγική μητέρα ανακτά ξαφνικά τα λογικά της, αναγνωρίζει ότι στα χέρια της κρατάει το κεφάλι του παιδιού της και ξεσπά- ει σε σπαρακτικό θρήνο μαζί με τον Κάδμο.

Στο τέλος του θρήνου της Αγαύης, εμφανίζεται στο θεολο- γείο ο Διόνυσος, με την αυθεντική του θεία όψη, κι αποκαλύπτει σε όλους την έννοια των πράξεών του. Θέλησε να τιμωρήσει όχι μόνο τον Πενθέα αλλ’ επίσης όλους εκείνους που είχαν υποπτευ- θεί τη μητέρα του και αρνήθηκαν να τον αναγνωρίσουν αμέσως. Η Αγαύη και οι δύο αδερφές της έπρεπε να πληρώσουν το έγ­κλημά τους με εξορία.

ΚΑΔΜΟΣ: «Διόνυσε, λίσσόμεσθά σ’, ήδικήκαμεν» (1344). (Διόνυσε, συγχώρα μας, σ’ έχουμε αδικήσει].

ΔΙΟΝΥΣΟΣ: «Ό*//’ έμάθεθ’ ημάς, οτε 8έ χρήν, ονκ ηδετε» (1345). [Αργά το καταλάβατε, κι όχι όταν χρειαζόταν].

Page 124: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ιφιγένεια η εν Αυλιδι $

ΑυΤΗ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ έγραψε ο Ευριπίδης στη Μακεδονία, όπου, γέρος πια, τους τελευταίους δεκαοχτώ μήνες της ζωής του φιλο- ξενήθηκε από τον ικανότατο βασιλιά Αρχέλαο, που είχε τη φιλο­δοξία να φιλοξενεί τους πιο έξοχους Έλληνες. Γράφτηκε και δι­δάχτηκε από σκηνής μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Τον επί­λογό της (στίχοι 1532-1629) πρέπει να τον έγραψε όχι ο μεγάλος τραγωδός παρά ο ομώνυμος γιος του Ευριπίδης.

Σε συντομία, η υπόθεση του έργου είναι η εξής: Ο Αγαμέμνων καλεί στην Αυλίδα την κόρη του Ιφιγένεια, δήθεν για να την πα­ντρέψει με τον Αχιλλέα, στην πραγματικότητα όμως για να την θυσιάσει στη θεά Άρτεμη, που είναι οργισμένη μαζί του και εμποδίζει, γ ι’ αυτό, τον απόπλου του στόλου. Και ο μεν Αχιλλέ- ας θέλει να ματαιώσει τη θυσία, ο δε στρατός εξαγριώνεται και απαιτεί να γίνει η θυσία, γιατί μόνο έτσι θα εξιλεωθεί η Άρτεμις και θα επιτρέψει να ταξιδέψουν τα πλοία. Ενώ λοιπόν τα πράγ­ματα περιπλέκονται και εντείνεται η αγωνία του θεατή, η μεγα­λόψυχη και ευγενική κόρη φέρνει την επιθυμητή λύση, αφού ε­κούσια προσφέρεται να θυσιαστεί υπέρ της Ελλάδας.

Η σκηνή λαμβάνει χώρα στην Αυλίδα, απέναντι από τη Χαλκί­δα. Συναθροισμένοι οι Αχαιοί, με αρχηγό τον Αγαμέμνονα, περι­μένουν να φυσήξει πρίμος άνεμος στα πανιά των καραβιών τους, για να σαλπάρουν εναντίον της Τροίας, που θέλουν να την κατα- στρέψουν, γιατί το βασιλόπουλο ο Πάρις είχε αρπάξει από τη Σπάρτη την ωραία Ελένη, γυναίκα του Μενέλαου. Μα οι μέρες περνούν και ο στόλος δεν μπορεί να βγει από το λιμάνι της Αυ- λίδας.

Page 125: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ 129

Πρόσωπα του δράματος είναι ο Αγαμέμνων, ο γέροντας υπη­ρέτης του, ο Χορός των γυναικών, που αποτελείται από 15 κορί­τσια από τη Χαλκίδα, ο Μενέλαος, η Κλυταιμήστρα, η Ιφιγέ­νεια, ο Αχιλλέας, ο Αγγελιαφόρος. Άφωνα πρόσωπα: ο Ορέστης και οι στρατιώτες.

Η τραγωδία αρχίζει με τον Αγαμέμνονα ((επί σκηνής». Με ολοφάνερη την ψυχική του ταραχή, καλεί κοντά του τον πιστό του γέροντα σκλάβο. Ανήσυχος ο γέροντας, τον ρωτάει τι συμ­βαίνει και εκείνος εξιστορεί όλα όσα έγιναν ώς εκείνη την ώρα.

Την Ελένη, τη μια από τις τρεις θυγατέρες του Τυνδάρεω, την είχαν ζητήσει για γυναίκα τους οι πιο καλοί από τους Αχαιούς. Με ένα έξυπνο τέχνασμα, ο πατέρας της είχε προλάβει τον αλληλο­σπαραγμό των μνηστήρων και τους έδεσε με παντοτινή μεταξύ τους συμμαχία: Όλοι μαζί θα βοηθούσαν εκείνον που γυναίκα του θα γινόταν η κόρη του Τυνδάρεω, αν την άρπαζε κανείς απ’ τα πα­λάτια του ανδρός της: «Κάπίστρατβύσβιν και κατασκάφειν πό- λιρ/ 'Έλλην ομοίως βάρβαρόν 0’ οπλών μέτα» (64-65). [Και θα του ξεθεμελιώσουν την πατρίδα, είτε ελληνική θα ήταν είτε βαρβα- ρική]. Με αφορμή αυτή τη συμμαχία, πάνε τώρα οι Αχαιοί να καταστρέψουν το Ίλιον και να ξαναπάρουν την Ελένη. Αλλά δεν θα μπορέσει να αποπλεύσει ο συγκεντρωμένος πια στόλος, αν δεν θυσιαστεί η Ιφιγένεια, όπως το είπε ο Κάλχας μπροστά στον Μενέλαο και τον Οδυσσέα.

Αρχικά, ο Αγαμέμνονας αρνήθηκε να σφάξει το παιδί του. Ε­πειδή όμως τον πίεσε ο αδερφός του ο Μενέλαος, αναγκάστηκε να στείλει γράμμα και να καλέσει την κόρη του, για να την πα­ντρέψει τάχα με τον Αχιλλέα. Όμως, καταλαμβάνεται από τύ­ψεις και αλλάζει την απόφασή του. Σε νέο γράμμα προς την Κλυταιμήστρα, ο Αγαμέμνονας της αποκαλύπτει όλη την αλή­θεια και την εξορκίζει να μη φέρει την κόρη τους στην Αυλίδα. Ο γέροντας δούλος επιφορτίζεται να μεταφέρει αυτό το δεύτερο γράμμα' πρέπει να προφτάσει στον δρόμο την άμαξα της βασί­λισσας και να την ειδοποιήσει να επιστρέψει στις Μυκήνες.

9 - Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί

Page 126: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

130 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

0 Χορός των γυναικών, παρακολουθώντας τον όγκο του συ­γκεντρωμένου στρατού και στόλου, υμνεί το μεγαλείο των Αχαι­ών, οι οποίοι, με επικεφαλής τον Αγαμέμνονα, είναι ενωμένοι σε μια δύναμη: «Τά? φυγούσας μέλαθρα/ βαρβάρω ν χάρ ιν γ ά - μων/ π ράζ ιν Έλλά? ώς λ ά β ο ι» (270-271). [Για να πάρει εκδί­κηση η Ελλάδα για τη γυναίκα που έφυγε από το σπίτι της για να παντρευτεί τον βάρβαρο].

Η αποστολή του γέροντα δούλου δεν είχε αίσιο τέλος. Ο Με­νέλαος, ο οποίος ενδιαφέρεται περισσότερο από τον καθένα για την εκστρατεία εναντίον της Τροίας, κατόρθωσε ν ’ αρπάξει το γράμμα από τον γέροντα σκλάβο και κατηγορεί με αυστηρότη­τα τον αδερφό του για την προδοσία. Πανούργος, ανειλικρινής, δημοκόπος, άστατος, αναξιοπρεπής, στραβοκέφαλος, ύπουλος, δοξομανής και άβουλος είναι, κατά τον Μενέλαο, ο αδερφός του, ο αρχιστράτηγος των Αχαιών. ΜΕΝΕΛΑΟΣ: «Έλλάδο? μάλ ισ τ εγωγε τής ταλα ιπώ ρου στένω J ή θέλουσα δράν τ ι κεδνόν, β α ρ ­βάρους τους ούδένας/ καταγελώντας εζανήσει διά σε κα ί την συν κόρην» (370-372). [Μα εγώ για τη δόλια την Ελλάδα πιο πολύ αναστενάζω, που κι αν θέλει να πράξει ένα έργο λαμπρό, θα δεχτεί να την περιγελούν οι τιποτένιοι βάρβαροι κι αιτία θα είσαι συ και η κόρη σου].

Μα πικρά βέλη δεν λείπουν κι από τη φαρέτρα του Αγαμέ­μνονα, που βρίσκει τον αδερφό του αναίσχυντο, παραβιαστή ξέ­νης επιστολής, χαζό κι αισχρό στον έρωτά του προς μια άπιστη γυναίκα κι ανίκανο να φυλάξει τη συζυγική του τιμή. ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ: «ΕΙτ εγώ δίκην δώ σών κακών , ο μη σφ α ­λείς;/ού δάκνει σε το φ ιλότιμον τούμόν , αλλ’ eV άγκάλαις/ εύπρεπή γυναίκα χρήζεις, το λελογισμένον πάρεις/ καί το κα ­λάν , έχεοΛ πονηρού φωτός ήδοναϊ κακα ι» (384-387). [... Έπει­τα, για τα δικά σου σφάλματα να τιμωρηθώ εγώ, που δεν έφται­ξα σε τίποτα; Ή σε πειράζει εσένα η δική μου δόξα; Ή μήπως θέλεις νά ’χεις στην αγκαλιά σου όμορφη γυναίκα, χωρίς να σε μέλει για τα μυαλά της και για την ψυχική της ομορφιά; Αι­

Page 127: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

σχροί είναι του ποταπού οι πόθοι]. Τέλος, ορθά κοφτά του λέει: Ας διαλυθεί ο στρατός. Δεν θα σκοτώσει το παιδί του.

Κι ενώ η συζήτηση μεταξύ των δύο αδερφών συνεχίζεται ρεα­λιστική και κυνική -χαρακτηριστική του ύφους του Ευριπίδη- ξαφνικά εμφανίζεται ο αγγελιαφόρος, ο οποίος αναγγέλλει την άφιξη στο στρατόπεδο των Ελλήνων της Κλυταιμήστρας, που ήρθε μαζί με την Ιφιγένεια και τον μικρό Ορέστη. Όλος ο στρατός τους είδε και είναι γεμάτος χαρά. Αλαλάζει και χοροπηδάει ο αγγελιαφόρος για το καλό το άγγελμα που έφερε στον βασιλιά του. Παρατείνει γ ι’ αυτό τον λόγο την διήγησή του, για να δα>σει περισσότερη χα­ρά. Κάθε λέξη του όμως είναι και μια μαχαιριά στην καρδιά του πατέρα, που πέφτει σε μαύρη απελπισία. Άκαρπη θα είναι τώρα η προσπάθεια του Αγαμέμνονα και με τη μοίρα του κανένας δεν μπορεί να τα βάλει. Μονολογεί* μάλλον θα καταθέσει τα όπλα... Θέλει να κλάψει. Σ’ ένα βασιλιά όμως δεν επιτρέπεται το κλάμα. Πιο καλά είναι οι άνθρωποι του λαού, που μπορούν και να κλάψουν και να φανερώσουν τον πόνο τους: «Ή δνσγενεια δ’ ώς έχει τι χρήσιμον» (445). [Πόσο αξίζει η ταπεινή καταγωγή].

Η αγωνία τον συντρίβει. Σε λίγο θα συναντηθεί με τη γυναί­κα του, με την κόρη του* της τελευταίας, ακούει ήδη το παρά­πονό της: « Ώ πάτερ, άποκτενεΐς με; ».

Τώρα, που όλος ο στρατός είδε την Ιφιγένεια, τι θα κάνει όταν ο Κάλχας αποκαλύψει τη διαταγή της θεάς κι ο Οδυσσέας θα τους ξεσηκώσει όλους εναντίον του; Έχει καταβληθεί από την αγωνία και με καρτερία υπομένει, παίρνοντας απόφαση, τελικά, σύμφωνη με την επιθυμία της θεάς. Με την ψυχική τούτη συντριβή πρόκα- λείται ο έ λ ε ο ς των θεατών για τον δυστυχισμένο βασιλιά.

Τώρα εκδηλώνεται απροσδόκητα ο Μενέλαος. Συγκινημένος από τον πόνο του αδερφού του, δείχνει τη μεταστροφή του: «Ά λ λ ’ ές μεταβολάς ήλθον άττό δεινών λόγων'/ είκός πέπον- θα* τον όμόθεν πεφυκότα/ στέργων μετέπεσον. Άνδρος ού κακον τροπαΐ/ τοιαίδε, χρήσθαι τοΐσι βελτίστοις deb) (500- 503). [Ενα> άρχισα με λόγια φοβερά, τώρα άλλαξα. Φυσικό είναι

— ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ -

Page 128: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

αυτό το πάθημά μου. Αγαπώ τον αδερφό μου και γ ι ’ αυτό άλλα­ξα γνώμη. Του γνωστικού οι τέτοιοι τρόποι: πάντα το πιο καλό να κάνει]. Ο Χορός επικροτεί την αλλαγή στάσης του Μενέλαου και ο Αγαμέμνονας, αφού τον επαινεί, αποφαίνεται: «Τ αραχή δ’ άδελφών διά τ έρωτα γίγνεται/ πλεονεξίαν τε δωμάτων» (508-509). [Τ’ αδέρφια μαλώνουν ή για κανέναν έρωτα ή από πλεονεξία στο μοίρασμα της κληρονομιάς].

Τώρα όμως είναι αργά, δηλώνει ο Αγαμέμνονας* το μυστικό το ξέρουν όλοι. Ο Οδυσσέας, ο πονηρός δημαγωγός, θα ξεσηκώ­σει τον στρατό και θα σφάξει και τους Ατρείδες και την Ιφιγέ­νεια. Τελείωσε, αποφάσισε να θυσιάσει την κόρη του! Το αντίθε­το δεν μπορεί να γίνει.

Ο Χορός υμνεί την αρετή, που για να την αποκτήσεις μεγά­λη δύναμη έχουν η αγωγή και τα σπουδάματα: «Τροφαί θ’ αί παιδευόμεναι/ μέγα φέρουσ εις τάν άρεταν» (561-562). Μιλά­ει όμως και για τον ΙΙάρη, που μεγαλωμένος ανάμεσα σε βουκό­λους, δεν πήρε καλή αγωγή κι έγινε αίτιος κακών εξαιτίας της κρίσης του στην επιλογή της ωραιότερης θεάς: « ?'Α σ’ Ελλάδα πέμπει'/ έλεφαντοδέτων πάροι/θεν δόμων, δε στάς 'Έ,λένας/ εν άντωποΐς βλεφάροισιν/ έρωτα δέδωκας/ ερωτι δ’ αυτός έπτοάθης» (580-585). [Και σε φέρνει στην Ελλάδα μπρος σ’ ε­λεφάντινα παλάτια εκείνη η κρίση εσένα, που έρωτα έμπασες στα μάτια της Ελένης, σαν σε κοιτάζανε κατάματα, κι από έρω­τα πάλι σπαρτάρησες και συ].

Και πάλι ο Χορός* τώρα υποδέχεται με εκδηλώσεις χαράς την Κλυταιμήστρα και την Ιφιγένεια. Η μητέρα πλάθει όνειρα για την ευτυχία της κόρης της. Η Ιφιγένεια δεν τολμάει να μι­λήσει για τον γάμο, φέρεται όμως με μεγάλη στοργή και τρυφε­ρότητα στον πατέρα της. Σε κάθε λόγο της, ο Αγαμέμνονας αι­σθάνεται να σπαράζει περισσότερο η καρδιά του. Αποχαιρετάει την κόρη του και, εξακολουθώντας να ψεύδεται, από αδυναμία, κατευνάζει τις ανησυχίες της Κλυταιμήστρας σε σχέση με τον μέλλοντα σύζυγο της κόρης τους.

Page 129: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ ι

Μόλις ο Χορός ψάλει τον επικείμενο Τρωικό πόλεμο, παρου­σιάζεται στη σκηνή του Αγαμέμνονα ο Αχιλλέας, προκειμένου να ζητήσει να αναχωρήσουν αμέσως για τον πόλεμο. Βρίσκεται τότε μπροστά στην ευτυχισμένη Κλυταιμήστρα, η οποία, προς μεγάλη του έκπληξη, τον χαιρετά σαν μέλλοντα γαμπρό της. Ο γέροντας δούλος, όμως, που είχε παραλάβει το γράμμα του Αγα­μέμνονα κι έτυχε να βρίσκεται εκεί, δίνει αμέσως την εξήγηση: Αποκαλύπτει ότι ο γάμος είναι μια απάτη, για να φέρουν εδώ τη νέα και να τη θανατώσουν. Απελπισμένη και αγανακτισμένη η Κλυταιμήστρα, παρακαλεί τον Αχιλλέα να τη βοηθήσει να εμπο­δίσει το φρικτό κακούργημα. Ο Αχιλλέας αισθάνεται προσβε­βλημένος και είναι θυμωμένος με τον Αγαμέμνονα: « Χρψ δ’ αυτόν αίτεΐν τονμόν ονομ έμοΰ πάρα θήραμα παιδός» (962). [Έπρεπε να μου πάρει το ’ρώτημα, για να κάνει τ ’ όνομά μου δόλωμα της κόρης του]. Αισθάνεται όμως και οίκτο ο Αχιλλέας, γ ι’ αυτό και δίνει τον λόγο του ότι θα υπερασπιστεί τη νέα, ακό­μη και χρησιμοποιώντας βία, εάν η Κλυταιμήστρα δεν κατορθώ­σει να πείσει τον Αγαμέμνονα.

Ακολουθεί ένα στάσιμο, στη διάρκεια του οποίου ο Χορός υπενθυμίζει τη δοξασμένη ένωση του Πηλέα και της Θέτιδας, από την οποία γεννήθηκε ο Αχιλλέας, για να εξάρει την αντίθε­ση με τους γάμους του θανάτου που ετοιμάζονται να γίνουν, στους οποίους η Ιφιγένεια, σαν μοσκίδα 'του βουνού, θα οδηγηθεί στον βωμό να θυσιαστεί. Τέτοια αδικία και ανομία κυβερνάει τον κόσμο. ΧΟΡΟΣ: «Που τό τάς Αίδονς' ή τάς Άρετάς εχει σθένειν τι πρόσωπονJ οπότε το μεν άσεπτον εχει/ δννασιν, ά δ’ Ά ρετά κατόπι/σθεν θνατοΐς αμελείται. / ’Ανομία δε νόμων κρατείJ καί μή κοινός άγων βροτοΐς/μή τις θεών φθόνος ελθη» (1089-1097). [Πού μπορεί πια να κάνει τίποτε η ντροπή, πού μπορεί η αρετή; Τώρα η ασέβεια είναι παντοδύναμη, δεν λογαριάζουν οι θνητοί την αρετή, δεν γυρνούν να την ιδούν* η ανομία είναι δυνατότερη από τους νόμους και δεν αγωνίζονται όλοι οι θνητοί ενωμένοι να γλιτώσουν από θεοτική οργή].

Page 130: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

134 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Η Κλυταιμήστρα αποκαλύπτει στην κόρη της τη θλιβερή μοίρα που την περιμένει. Και οι'δύο θα επιχειρήσουν να μετα- πείσουν τον Αγαμέμνονα. Η μητέρα με επιχειρήματα και απει­λές, η κόρη με την αφελή εκδήλωση της αγάπης της για τη ζωή, με την τρυφερότητα και τα δάκρυά της. Η Ιφιγένεια του λέει: «Τό φώς τόδ’ άνθρώποισιν ήδιστον βλέπειν./ Τά νέρθε δ’ ούδέν μαίνεται δ’ ος εύχεται/ θανεϊν. Κακώς ζην κρεΐσσον ή καλώς θανεΐν» (1250-1252). [Αυτό εδώ το φως γλυκύτατο είναι για τους ανθρώπους κι ο κάτω κόσμος τίποτε δεν αξίζει. Τρελός όποιος εύχεται να πεθάνει. Κάλλιο ζωή βασανισμένη παρά θάνα­τος λαμπρός]. Ο Αγαμέμνονας όμως, παρά τον σπαραγμό της ψυχής του, αντιστέκεται στις ικεσίες τους. Δεν μπορεί, βεβαιώ­νει, να ματαιώσει τώρα την εκστρατεία, που έχει για σκοπό να τιμωρήσει την αυθάδεια των Τρώων. Εάν το επιχειρούσε, θα προκαλούσε εξέγερση, χωρίς και να κατόρθωνε να εμποδίσει τη θυσία της κόρης του. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ: <<’Αλλ’ Έλλά?, ή δει, καν θέλω, καν μη θέλωJ θϋσαί σε* τούτον δ’ ήσσονες καθέστα- μεν» (1271-1272). [Η Ελλάδα μ’ έχει σκλάβο της και γ ι ’ αυτήν πρέπει να σε θυσιάσω είτε θέλω είτε δεν θέλω. Μπρος σ’ αυτή την ανάγκη, δεν έχω καμιά δύναμη].

Η Ιφιγένεια παραπονιέται για τη σκληρή μοίρα της και την απεριόριστη αδυναμία των θνητών.

Οι λόγοι που επικαλέστηκε ο Αγαμέμνονας αποδείχτηκαν, αλίμονο, αληθινοί. Έρχεται και ο Αχιλλέας, οπλισμένος, με με­ρικούς στρατιώτες. Κακές ειδήσεις φέρνει: Ο στρατός, και πρώ­τοι οι Μυρμιδόνες του, έχουν στασιάσει και ζητούν επίμονα να θυσιαστεί η Ιφιγένεια, παρακινημένοι από τον Οδυσσέα. Και καθώς εκείνος έδειξε ότι ήταν αντίθετος, λίγο έλειψε να τον λι­θοβολήσουν. Είναι όμως έτοιμος, λέει, έστω και με λίγους π ι­στούς του στρατιώτες, ν ’ αντισταθεί.

Η Ιφιγένεια, αφού άκουσε και τον Αχιλλέα, καταλαβαίνει ότι η θυσία της είναι αναπόφευκτη. Μέχρι τώρα ήταν σιωπηλή. Και ξαφνικά, ακούγεται να δηλώνει ότι είναι έτοιμη να πεθάνει.

Page 131: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ ι

Ούτε οι επιπλήξεις του Αχιλλέα ούτε τα δάκρυα της μάνας της δεν την μετακινούν από την απόφαση που πήρε. 1ΦΙΙΈΝΚ1Λ: « ’Αλλά μυρίοι μεν άνδρες άσπίσιν 7τεφραγμένοι/ μυρίοι δ" ερετμ εχοντες, πατρίδος ήδικημένης,/ δράν τι τολμήσουσιν εχθρούς ύπερ Έλλάδο? θανεϊν'/ ή δ’ έμή ψυχή μι ονσα πάντα κωλύσει τάδε;» (1387-1390). [Μα αμέτρητοι άντρες οπλισμένοι με ασπίδες και αμέτρητοι με τα κουπιά στα χέρια, επειδή κακό έχει γίνει στην πατρίδα, θα τολμήσουν να χτυπήσουν τους εχθρούς και να σκοτωθούν για την Ελλάδα. Κι εγώ, που είμαι μια ψυχή, όλ’ αυτά θα τα εμποδίσω;]

Θαμπωμένη από το μεγαλείο του στρατού και του στόλου, όπως ο Χορός των γυναικών από την Χαλκίδα, χαίρεται πως μια κόρη αυτή αδύναμη μπορεί να τους δώσει μεγάλη βοήθεια.

Σκέφτεται - στο πλαίσιο της ανδροκρατούμενης κοινωνίας: «Els* y άνήρ κρείσσων γυναικών μυρίων όράν φάος» (1394) [Ανώτερη η ζωή ενός αντρός παρά γυναικών αμέτρητων].

Ο Αχιλλέας της παρατηρεί: <<Άθρησον' ό θάνατος δεινό ν κακον» (1415). [Πρόσεξε* είναι φοβερό κακό ο θάνατος].

Όμως, τίποτα δεν σταματάει την Ιφιγένεια. Το ζητάει και η θεά Άρτεμις, λέει* μπορώ εγώ, μια θνητή, ν’ αντισταθώ στο θέ­λημα της θεάς; Με τη θυσία της, δεν θα σβήσει το όνομά της* αυτή θα είναι και παιδιά της και γάμος της και δόξα της. Οι Έλληνες, λέει, πρέπει να ορίζουν τους βαρβάρους κι όχι οι βάρ­βαροι τους Έλληνες. Παρακαλεί και τη μάνα της να μη μισεί τον πατέρα της: «Πατέρα τον άμον μή στύγει πόσιν γε σον» (1454). [Τον πατέρα μου και δικό σου άντρα να μην τον μισείς].

Και αναχωρώντας για τη θυσία: « ’Έθρεψαθ’ Έλλάδι με φά­ος1 / θανοϋσα δ’ ούκ άναίνομαι «Χαΐρε μοι φίλον φάος» (1508). (Με τρανέψατε για δόξα της Ελλάδας* καλώς νά ’ρθει ο θάνατος. Χαίρε γλυκό μου φως].

Μετά από μια παρέμβαση του Χορού, έρχεται ένας αγγελια­φόρος (το σημείο αυτό θεωρείται εμβόλιμο), ο οποίος αφηγείται το θαύμα που έγινε κατά τη στιγμή της θυσίας. Τη συγκεκριμέ­

Page 132: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

νη στιγμή που επρόκειτο να δοθεί το μοιραίο χτύπημα στο θύμα, τούτο εξαφανίστηκε και στη θέση -του είδαν μια θηλυκή ελαφί­να: «Έλαφος* γάρ αστταίρουσ εκειτ επί χθονί/ ίδεΐν μεγίστη διαπρεπής τε τήν θέαν» (1587-1588). [Ελαφίνα μεγάλη και πα­νέμορφη σπαρταρούσε πλαγιασμένη κάτω].

Η θεά Άρτεμις έδωσε άλλη τροπή στη φρικτή μοίρα της κό­ρης. Την άρπαξε από τον βωμό και την πήγε στους ουρανούς.

Ο Χορός εύχεται στο στράτευμα καλό ταξίδι και καλό γυρι­σμό, με πλούσια λάφυρα. Από το στόμα της Κλυταιμήστρας δεν βγήκε καμιά ευχή.

Page 133: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Τ ο ΥΛΙΚΟ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ Ρήσος προέρχεται κατευθείαν από την Ιλίάδα, σχεδόν ατόφιο, και συγκεκριμένα από τη Ραψωδία Κ: τα γεγονότα που περιγράφονται εκεί είναι γνωστά ως «Δο- λώνεια».

Για την τραγωδία αυτή διατυπώθηκαν αμφιβολίες ή αντιρρή­σεις αν πραγματικά είναι δημιούργημα του μεγάλου ποιητή ή μεταγενέστερη μίμηση. Οι αμφιβολίες αυτές στηρίχτηκαν κυ­ρίως σε κάποια αρχαία μαρτυρία. Υπάρχουν όμως και εργασίες της νεότερης φιλολογικής επιστήμης, που αποδεικνύουν τη γνη­σιότητα του έργου.

Η τραγωδία Ρήσος πρέπει να διδάχτηκε γύρω στο 453 π.Χ., όταν χτίστηκε η Αμφίπολη, πόλη που ανήκει στην πατρίδα του Ρήσου. Τότε, ο μεγάλος τραγικός ήταν σχετικά νέος.

Συνοπτικά η υπόθεση του έργου είναι η εξής: Μετά την οργή του Αχιλλέα και την αποχή του από τη μάχη, οι Τρώες νικούν τους Έλληνες, έχουν στρατοπεδεύσει έξω στην πεδιάδα και γε­νικά τους έχουν φέρει σε δύσκολη θέση. Μια νύχτα, οι Αχαιοί, σε σύντομη σύσκεψη, αποφασίζουν να στείλουν τον Οδυσσέα και τον Διομήδη να κατασκοπεύσουν τους εχθρούς. Εκείνη τη νύχτα και ο Έκτορας στέλνει, για τον ίδιο σκοπό, στο ελληνικό στρα­τόπεδο τον Δόλωνα, που όμως αιχμαλωτίζεται από τον Διομήδη και τον Οδυσσέα, οι οποίοι τον ανακρίνουν. Αφού μαθαίνουν πως έχει φτάσει ως σύμμαχος της Τροίας ο Θρακιώτης βασιλιάς Ρή­σος, σκοτώνουν τον Δόλωνα και κατορθώνουν να εισχωρήσουν στις θέσεις των Τρώων. Με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς, σκο­τώνουν τον Ρήσο και δώδεκα δικούς του, παίρνουν τα θαυμάσια λευκά άλογά του και επιστρέφουν πίσω σώοι και αβλαβείς.

Page 134: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Το έργο στερείται μεν δραματικότητας, αλλά ο μελωδικός και άρτιας τεχνικής χαρακτήρας των ασμάτων σε καμιά άλλη τραγωδία της αρχαιότητας δεν φαίνεται τόσο όσο σ’ αυτήν.

Τα γεγονότα συμβαίνουν στο στρατόπεδο των Τρώων. Σκηνές εδώ κι εκεί. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει κάποια μεγαλύτερη, που βρίσκεται πιο κοντά στους θεατές. Ανήκει στον Έκτορα. Πρό­σωπα του δράματος είναι ο Χορός, που τον αποτελούν 15 Τρωα- δίτες σκοποί, ο Έκτορας, ο Αινείας, ο Δόλων, ο Αγγελιαφόρος- τσοπάνης, ο Ρήσος, ο Οδυσσέας, ο Διομήδης, η θεά Αθηνά, ο Πάρης, ο ηνίοχος του Ρήσου και η Μούσα.

Εμφανίζεται ο Χορός των Τρώων φρουρών ανήσυχος. Είδε τις φωτιές που έχει ανάψει ο εχθρός παντού στους ναυστάθμους, ξυπνάει τον κοιμισμένο Έκτορα και του ζητάει να ετοιμαστούν οι Τρωαδίτες για μάχη. Ο Έκτορας παραπονιέται που νύχτωσε και αναγκάστηκε έτσι να σταματήσει τη νικηφόρα προέλασή του. Βέβαιος πως οι Έλληνες σκοπεύουν τώρα να φύγουν κρυφά για την πατρίδα τους μέσα στη νύχτα, αποφασίζει να τους επι­τεθεί αμέσως. Θέλει λοιπόν να τους προλάβει γιατί: <<Έν όρφνη δραπέτης μέγα σθενει» (71). [Πολλά πετυχαίνει στο σκοτάδι όποιος φεύγει κρυφά].

Στο μεταξύ, έρχεται ο Αινείας, σύμμαχος των Τρώων, γιος του Αγχίση και της Αφροδίτης. Ο Έκτορας του ανακοινώνει αμέσως την απόφασή του: «Αίσχρον γάρ ήμΐν, καί προς αισχύνη κακόν,Ι θεού δώόντος πολεμίους άνευ μάχης/ φεύγειν έάσαι πολλά δράσαντας κακά» (104-106). [Είναι για μας κακό με­γάλο και σφάλμα που φέρνει ντροπή, τώρα που ο θεός βοηθάει, ν ’ αφήσουμε να φύγουν χωρίς μάχη οι εχθροί, που τόσα δεινά μας έφεραν].

Ο Αινείας εκτιμά όμως διαφορετικά τα πράγματα. Θεωρεί επι­κίνδυνο το σχέδιο της νυχτερινής επίθεσης και, με συνετές συμ­βουλές, αποτρέπει τον Έκτορα από την παράτολμη αυτή ενέρ­γεια. ΑΙΝΕΙΑΣ: «ΕΓ0’ ησθ’ άνηρ εϋβουλος ώς bpaoat χερί-/

Page 135: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΡΗΣΟΣ ι

Ά λλ’ ον γάρ αύτος πάντ έπίστασβαι β ροτών/ πέψυκβν άλλω δ’ άλλο 77ρόσκειταί γέρας,/ σε μβν μάχεσαθαι, τους he βovXevecv καλώς» (107-110). [Μακάρι, όσο είσαι γενναίος τόσο να ήσουν και μυαλωμένος. Όμως κανένας θνητός από τη φύση του δεν είναι καμωμένος για να τα ξέρει όλα. Στον καθένα υπάρ­χει και διαφορετικό χάρισμα, εσύ να πολεμάς, άλλοι να σκέφτο­νται σωστά].

Ο Χορός επικροτεί τις αντιλήψεις του Αινεία και αποφαίνε- ται: «Σφαλερά δ’ ον φιλώ στρατηγών κράτη» (134). [Δεν αγα­πώ των στρατηγών τις ασυλλόγιστες γενναιότητες]. Αντί της πρότασης του Έκτορα, ο Αινείας είναι της άποψης να στείλουν κατάσκοπο κοντά στα καράβια των Ελλήνων και, ανάλογα με τις πληροφορίες που αυτός θα φέρει, να πράξουν.

Ο Έκτορας αποδέχεται την πρόταση και ζητάει έναν εθελο­ντή γ ι’ αυτήν τη δουλειά. Την αποστολή κατασκοπείας αναλαμ­βάνει ο Δόλων και ο Έκτορας τον συγχαίρει: « ’Επώνυμος μεν κάρτα καί φιλόπτολις/ Δόλων» (160-161). [Είσαι αντάξιος στο όνομά σου Δόλων, και πολύ πατριώτης]. Σαν ανταμοιβή του υπό­σχεται: «Δώσω δέ σοι/ κάλλιστον οϊκοις κτήμ\ Άχυλλέως όχον» (191-192). [Θα σου δώσω το άρμα του Αχιλλέα, λαμπρό στο σπίτι σου στολίδι].

Ο Δόλων, γεμάτος πεποίθηση για την επιτυχία του, εξηγεί, στον Χορό, πριν φύγει, το τέχνασμά του: Θα φορέσει ένα λυκο- τόμαρο κι έτσι πιο εύκολα θα εισχωρήσει στο στρατόπεδο των Ελλήνων.

Ο Χορός επικαλείται τη βοήθεια του θεού Απόλλωνα, που εί­ναι προστάτης της Τροίας, για να οδηγήσει και να σώσει τον Δόλωνα αφού πετύχει στην αποστολή κατασκοπείας που του ανα­τέθηκε.

Αμέσως μετά, φτάνει στη σκηνή κάποιος βοσκός, που αναγ­γέλλει στον Έκτορα πως έρχεται ένας τρανός σύμμαχος: ο γιος του Στρυμόνα, βασιλιάς των Θρακών, Ρήσος. Εξιστορεί με απλοϊ­κό θαυμασμό τη μεγαλοπρέπειά του και τον αναρίθμητο στρατό

Page 136: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

140 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

που φέρνει: «Όρώ δε Τ ήσον ώστε δαίμονα/ εστώτ εν ΐπποις θρηκίοίς τ όχήμασί» (298-299). [Βλέπω τότε τον Ρήσο σαν θεό, όρθιο πάνω σ’ άρμα, μ’ άλογα της Θράκης].

Ο Έκτορας, περιφρονητικά, εκφράζει τη σκέψη πως ο Ρή­σος, είτε από αδιαφορία είτε από υστεροβουλία, έρχεται καθυ­στερημένα, μόνο και μόνο για να μοιραστεί με τους Τρώες τα λάφυρα της νίκης, χωρίς όμως να πολεμήσει μαζί τους από την αρχή του πολέμου. Γ ι’ αυτό, σκέφτεται να τον δεχτεί ψυχρά και ν’ αρνηθεί τη βοήθειά του, Μεταπείθεται όμως από τον Χορό: «Ό ρα το μέλλον πολλ’ άναστρέφει θεό?» (329). [Πρόσεχε το μέλλον, αλλάζει πολλά ο θεός]. Βλέπει ο Χορός τον Ρήσο σαν ελευ­θερωτή, θαυμάζοντας τη μεγάλη στρατιωτική του δύναμη.

Ο Ρήσος μπαίνει στη σκηνή μεγαλοπρεπής και χαιρετάει τον Έκτορα: «Χαίρ’ έσθλος έσθλοϋ παϊς, τύραννε τήσδε γης,/ Έ - κτορ» (386). [Χαίρε Έκτορα, αντρειωμένε, γιε καλού πατέρα, άρχοντα αυτής της χώρας]. Ο Έκτορας δείχνει να τον περιφρο- νεί, κατηγορώντας τον για αχαριστία, και αδιαφορεί. Ο Ρήσος, οργισμένος, του εξηγεί την αιτία της αργοπορίας του: ότι πολε­μούσε με τους Σκύθες και ότι τώρα, μέσα σε μια μέρα, θα πετύ- χει ό,τι δεν πέτυχαν οι Τρώες σε δέκα ολόκληρα χρόνια! Ακόμη, ότι θα μεταφέρει τον πόλεμο και στην Ελλάδα, την οποία θα ρη­μάξει, για να γνωρίσουν κι αυτοί τα βάσανα του πολέμου στην πατρίδα τους: «'Ως αν μάθωσιν εν μέρει πάσχειν κακώς» (470).

Ο Έκτορας εκπλήσσεται από την αλαζονική του αυτοπεποί­θηση, του λέει πως θα είναι πολύ ικανοποιημένος αν ο πόλεμος τελειώσει, του δίνει το σύνθημα συνεννόησης και τον οδηγεί στον τόπο όπου θα καταυλιστεί με το θρακικό στράτευμά του.

Ο Χορός, που αποτελείται, όπως είπαμε, από Τρωαδίτες σκοπούς, αναρωτιέται ποιοι θα φρουρήσουν μετά απ’ αυτόν. Ο ύπνος αγγίζει τα βλέφαρα. ΧΟΡΟΣ: «Θε'λγει δ’ ομματος έδραν ύπνος* άδιστος γάρ εβα/ βλεφάροις προς άοΰς» (549-551). [Μαγεύει ο ύπνος τα μάτια μου. Πόσο γλυκά έρχεται στα βλέ­φαρα την ώρα της αυγής].

Page 137: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΡΗΣΟΣ

Στην άδεια σκηνή, εμφανίζονται ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Κρατούν τα λάφυρα, τα όπλα και το λυκοτόμαρο που πήραν από τον Δόλωνα. Πλησιάζουν στη σκηνή του Έκτορα. Μπροστά τους παρουσιάζεται η θεά Αθηνά, που τους πληροφορεί για την άφιξη του Ρήσου και για τον θανάσιμο κίνδυνο που διατρέχουν οι Έλληνες. Τους παρακινεί και τους οδηγεί να τον σκοτώσουν και ν’ αρπάξουν τα άλογά του.

Μόλις αυτοί φεύγουν, φτάνει ο Πάρης τρέχοντας, για να ει­δοποιήσει τον αδερφό του τον Έκτορα ότι στο στρατόπεδο έχουν εισχωρήσει κατάσκοποι των εχθρών. Η Αθηνά, παίρνοντας τη μορφή της Αφροδίτης, τον εξαπατά καθησυχάζοντάς τον.

Ο Χορός έχει περικυκλώσει τον Οδυσσέα και είναι έτοιμος να τον σκοτώσει. Αυτός όμως λέει το σύνθημα και, προσποιούμενος ότι ακολουθεί τα ίχνη των φονιάδων του Ρήσου, τους ξεφεύγει. Στη σκηνή μπαίνει ο πληγωμένος ηνίοχος του Ρήσου, που εξι­στορεί τα γεγονότα του φονικού του αφεντικού του και υποπτεύ­εται ότι τούτο είναι έργο φίλων και όχι εχθρών. Έρχεται και ο Έκτορας οργισμένος και απειλεί με σκληρότατη τιμωρία τους φρουρούς για ό,τι έγινε. Αντικρούει την κατηγορία και υποθέτει, σχεδόν με βεβαιότητα, πως δράστης είναι ο Οδυσσέας: «Και ταΰτ Όδυσσευς» (869). [Αυτά είναι έργα του Οδυσσέα].

Ο Χορός είναι θλιμμένος και απορεί για την κακή τροπή των πραγμάτων. Από ψηλά εμφανίζεται η Μούσα, κρατώντας τον σκοτωμένο γιο της. Πληροφορεί τους έκπληκτους Τρωαδίτες ποια είναι, θρηνεί το παιδί της και καταριέται τον Οδυσσέα και τον Διομήδη, που τον σκότωσαν, καθώς και την Ελένη, την αφορμή του χαμού του: «Ό λοιτο μεν Οίνε&ας,/ ολοιτο δε Ααρ- τιάδα?,/ ος μ’ άτταώα γέννας/ εθηκεν άριστοτόκοιο» (914- 917). [Μακάρι να χαθεί το σπέρμα του Οινέα, μακάρι να χαθεί κι ο γιος του Λαέρτη, που μου στέρησε το ευγενικό βλαστάρι μου]. Προλέγει τη μεταμόρφωση του Ρήσου σε άνθρωπο-δαίμο­να, σε πνεύμα αγαθό του Παγγαίου και προφητεύει τον θάνατο του Αχιλλέα. Φεύγοντας, κλαίει για τις συμφορές που φέρνει ο

Page 138: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

142 ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

θάνατος των παιδιών στους γονείς: «^Ω παίδοποιοί συμφοραί, 7τόνοι βροτών'/ ώς όστις υμάς μη κακώς λογίζεταιJ άπαις διοίσει κου τεκών θάψει τέκνα» (988-990). [Αχ των παιδιών συμφορές, αχ ανθρώπινος πόνος. Όποιος καλά σας λογιαριάζει, άτεκνος θα περάσει τη ζωή του και μη γεννώντας παιδιά δεν θα τα θάψει].

Ο Έκτορας δίνει εντολή στον Χορό να ειδοποιήσει τους Τρώ­ες να ετοιμαστούν για επίθεση, εκφράζοντας παράλληλα και τα αισθήματά του: «ΐΐέιτοιθα Τρωσί θ’ ημέραν έλευθέραν/ άκτΐνα την στείχουσαν ήλιου φέρειν» (999-1000). [Έχω πεποίθηση πως το φως του ήλιου που ζυγώνει, θα φέρει για τους Τρωαδίτες ελεύθερη μέρα).

Και ο χορός, αλληλέγγυος: «Τάχα δ’ άν νίκην/ δοίη δαίμων ό μεθ’ ημών» (1003-1004). [Μακάρι ο θεός που είναι μαζί της γοργά να μας δώσει τη νίκη].

Page 139: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Σ ο φ ο κ λ ή ς

496 π.Χ. - 406/5 π.Χ

Page 140: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΣοφοκλήςX

Σ Ο Φ Ο Κ Λ Η Σ Ο Δ Ε Ξ Ι Ω Ν

Ε ίΝ Α Ι ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ, μετά τον Αισχύλο, μέγιστος Έλληνας τρα­γικός ποιητής του 5ου αιώνα π.Χ. και από τους επιφανέστερους όλου κου κόσμου.

Γεννήθηκε το έτος 496 π.Χ. στον αττικό δήμο του Ίππιου Κολωνού. Ο πατέρας του, Σόφιλλος, ήταν εύπορος και είχε αρ­κετούς δούλους. Μόρφωσε με επιμέλεια τον Σοφοκλή, ο οποίος τιμήθηκε στην παιδική του ηλικία με στεφάνι σε αγώνα μουσι­κής και γυμναστικής. Κατά δε τα επινίκια μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Σοφοκλής, παίζοντας τη λύρα του, ήταν επι­κεφαλής των παιανιζόντων για το τρόπαιο.

Τη μουσική διδάχτηκε από τον σπουδαιότατο μουσικό Λά­μπρο, τον οποίο ο Πλούταρχος τοποθετεί πλάι στον Πίνδαρο και τον Πρατίνα, και τη διδάχτηκε τόσο καλά ώστε έγραφε και έπαιζε ο ίδιος τα χορικά και τα άλλα μέλη των τραγουδιών του. Την τραγωδία την έμαθε, καθώς λέγεται, από τον Αισχύλο. Νί­κησε δε και έτυχε των πρωτείων, διαγωνιζόμενος με τον δάσκα­λό του, αμέσως αφότου εμφανίστηκε ως δραματικός ποιητής, κατά το έτος 468, και δίδαξε τετραλογία που περιείχε τον Τρι- πτόλεμο. Κριτές του αγώνα ήταν ο Κίμων και οι συστρατηγοί του, τους οποίους ο άρχοντας της πόλης υποχρέωσε να καθίσουν στο θέατρο και να κρίνουν.

Κατά τα επόμενα δέκα έτη, και οι δύο αυτοί μεγάλοι τραγι­κοί ποιητές κυριαρχούσαν στη σκηνή του θεάτρου με αμοιβαίες πρώτες νίκες. Και ο μεν Αισχύλος δεν καταδεχόταν να κάνει χρήση των επινοημάτων του Σοφοκλή, όπως ήταν ο τρίτος υπο­κριτής, κατά τα έτη 467 και 458 π.Χ., ο δε μαθητής, αν και τ ι­μούσε τον δάσκαλό του, αποδοκίμαζε τον όγκο της ποίησης και

ίο -Ο ι τρεις μεγάλοι τραγικοί

Page 141: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

τ ’ άλλα σφάλματα του Αισχύλου και έλεγε γ ι ’ αυτόν: «Ει καί τά δέοντα ποιεί, αλλ’ ούκ βίδώς ye». Σχετικά με τον αγώνα του Σοφοκλή με τον Ευριπίδη, αναφέρεται αρχικά το έτος 438 π.Χ., κατά το οποίο πρώτος αναδείχτηκε ο Σοφοκλής και δεύτε­ρος ο Ευριπίδης. Δίδαξε τότε την τετραλογία: Κρήσσας, Αλκμέ- ων ο διά Ψωφίδος, Τήλεφος και Άλκηστις.

Τα επόμενα χρόνια, αποδέχτηκε επινοήματα του Ευριπίδη, όπως φαίνεται στον Φιλοκτήτη, με τον ((από μηχανής θεό» και στον πρόλογο των Τραχινίων. Ακόμη, διαγωνίστηκε με τον Θέ- σπη και τον Χοιρίλο.

Πήρε μέρος στα πολιτικά πράγματα και τιμήθηκε από τους Αθηναίους. Επειδή διακρίθηκε στη διδασκαλία της Αντιγόνης, εκλέ­χτηκε στρατηγός στον πόλεμο εναντίον των Σαμίων (441-439 π.Χ.). Ο Περικλής τον έστειλε και στη Λέσβο, όπου γνωρίστηκε με τον Χιώτη ποιητή Ίωνα, ο οποίος διηγείται τον διάλογό του με κάποιο γραμματοδιδάσκαλο, με θέμα τη διαφορά της ποίησης από τη ζωγραφική. Την ίδια εκείνη περίοδο, έγινε πιο οικείος με τον Ηρόδοτο, του οποίου φαίνεται ότι μελέτησε το ιστορικό έργο. Έγινε και ελληνοταμίας κατά το έτος 443/2, εποχή κατά την οποία γινόταν μεταρρύθμιση στις δασμολογικές περιφέρειες.

Στενή ήταν επίσης η σχέση του Σοφοκλή με τη δημόσια λα­τρεία. Αναφέρεται ως ιερέας του ήρωα Άλωνα. Επίσης, αναφέ- ρεται ότι ο θεός της Επιδαύρου, ο Ασκληπιός, που ώς τα χρόνια του Σοφοκλή δεν είχε τέμενος στην Αθήνα, βρήκε στο σπίτι του ποιητή τον πρώτο τόπο λατρείας του. Έφτιαξε παιάνα στον Α­σκληπιό, του οποίου μερικά αποσπάσματα βρέθηκαν στο Α­σκληπιείο του, στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης των Αθηνών. Ίδρυσε επίσης το ιερό του Μηνυτή Ηρακλή. Για τη θεοσέβειά του αυτή, ο Σοφοκλής, ύστερ’ από τον θάνατό του, λατρεύτηκε σαν ήρωας με τ ’ όνομα Δεξιών (από το ρήμα δέχομαι, επειδή δέχτηκε τον θεό στο σπίτι του).

Επειδή δε ήταν φιλαθήναιος, ποτέ δεν πήγε στην αυλή κάποιου τυράννου ή βασιλιά, όπως ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης και ο Αγάθων.

Page 142: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΣΟΦΟΚΛΗΣ Ο ΔΕΞΙΩΝ -

Στην ιδιωτική του ζωή, ο Σοφοκλής ήταν άνθρωπος ευγενής, εύχαρης και φίλος του έρωτα. Με τη γυναίκα του Νικοστράτη απόκτησαν τον Ιοφώντα, ο οποίος οδήγησε σε δίκη σαν παρά φρονα τον γέροντα πατέρα του, επειδή αγαπούσε περισσότερο τον ομώνυμο εγγονό του, τον γιο του Αρίστωνα. Σ’ εκείνη τη δί­κη, ο Σοφοκλής διάβασε την πάροδο του δράματος Οιδίπονς επί Κολωνώ προς τους δικαστές, οι οποίοι δεν δέχτηκαν την κατη­γορία του γιου του.

Πέθανε σε βαθιά γεράματα, το φθινόπωρο του 406/5 π.Χ. Λί­γο πριν, είχε πεθάνει και ο Ευριπίδης, τον οποίο πένθησε ο Σο­φοκλής φορώντας σκούρο ένδυμα και οδηγώντας στον προάγωνα αστεφάνωτους τους υποκριτές. Ετάφη στον πατρικό τάφο, που βρισκόταν στον δρόμο που οδηγούσε στη Δεκέλεια. Με βάση σχε­τικό ψήφισμα του Δήμου για την αρετή του ανδρός, του προσέ- φεραν κάθε χρόνο θυσία. Στήθηκε και ανδριάντας του ποιητή, μετά από πρόταση του ρήτορα Λυκούργου, στο θέατρο του Διο­νύσου, αντίγραφό του δε είναι και ο μαρμάρινος ανδριάντας στο Λατερανό της Ρώμης.

Όλοι οι βιογράφοι του εξυμνούν τη γλυκύτητα του χαρακτήρα του και την ευσέβειά του. Η καλλιτεχνική του δύναμη, η δια­γραφή των χαρακτήρων, η εξαίρετη πλοκή των έργων του, η δραματική του αρτιότητα, τον κατατάσσουν μεταξύ των μεγαλυ- τέρων δραματικών συγγραφέων όλων των εποχών.

Κατά τον Γραμματικό Αριστοφάνη τον Βυζάντιο, ο Σοφοκλής έγραψε 123 δράματα, ακόμη δε και μερικές ελεγείες και παιάνες. Στους δραματικούς αγώνες, κέρδισε πολύ περισσότερες νίκες από τον Αισχύλο ή τον Ευριπίδη, γιατί, μόλις δεκοχτώ ή είκοσι χρονώ, έβγαινε πρώτος, πολλές φορές και δεύτερος, ποτέ όμως τρίτος.

Σε μας είναι γνωστές μόνο επτά τραγωδίες του, με την εξής σειρά: Αίας, Ηλεκτρα, Οιδίπονς τύραννος, Αντιγόνη, Τραγίνιαι. Φι­λοκτήτης, Οιδίπονς επί Κολωνώ. Από τον πάπυρο της Οξυρύγχου έγιναν γνωστοί, κατά το έτος 1912, γύρω στους τετρακόσιους στίχους από το σατυρικό του δράμα Ιχνενταί.

Page 143: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Έχουμε ακόμη και αποσπάσματα από άλλα έργα του, τα οποία αυξήθηκαν το νεότερα χρόνια, αφού' προστέθηκαν και αυτά από παπύρους με βάση το Λεξικό του Φωτίου. Την υπόθεση των πε­ρισσότερων από τα δράματά του πήρε ο ποιητής από τον Όμηρο και τον επικό κύκλο, κάποιων δε άλλων από επιχώριους αττικούς μύθους, από τους μύθους του οίκου των Τανταλιδών και των Λα- βδακιδών, την εκστρατεία των Αργοναυτών, τον μύθο του Ηρα­κλή, του Βελλερεφόντη, της Νιόβης, της Δανάης κ.ά. Κανένα δράμα δεν έγραψε με βάση τους μύθους των θεών και τη σύγ­χρονη ιστορία.

Για τα διασωθέντα επτά δράματα λένε πως ίσως ήταν τα καλύτερα, κατά την κρίση του Γραμματικού, ο οποίος, γύρω στα τέλη των αρχαίων χρόνων, συνέταξε την εκλογή όπου πήραν τη σειρά τους, με βάση ίσως κάποια χρονολογική αρχή.

Page 144: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Ε Σ Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Ε Σ

Αίας%.

«.Α.ΙΑΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ» ονομαζόταν αρχικά η τρ αγω δ ία του Σο- φοκλή και οι αρχαίοι φιλόλογοι της έδιναν επίσης και τον τίτλο ((Θάνατος του Αίαντος». Φαίνεται ότι είναι και η αρχαιότερη από τις σωζόμενες τραγωδίες του μεγάλου ποιητή.

Την υπόθεση του δράματος πήρε ο Σοφοκλής από τη Μικρή Ιλίάδα του Λέσχη, αλλά συμπλήρωσε το έργο και από σχετικούς μύθους. Στις γενικές του γραμμές το θέμα ανήκει στον επικό κύκλο. Εκτός από τον Σοφοκλή, το ίδιο θέμα πραγματεύτηκε και ο Αισχύλος.

Η σκηνή τοποθετείται στον ναύσταθμο των Ελλήνων, οι οποίοι πολιορκούν την Τροία. Τα κυριότερα πρόσωπα του δράματος εί­ναι οι μεγάλοι πολέμαρχοι του έπους: ο Οδυσσέας, ο Αγαμέμνο­νας, ο Μενέλαος, ο Αίας, ο Τεύκτρος, η θεά Αθηνά και η αιχμά­λωτη παλλακίδα του Αίαντα, η Τέκμησσα. Ναύτες από τη Σα­λαμίνα, δηλαδή συμπατριώτες του Αίαντα, αποτελούν τον Χορό.

Ύστερα από τον θάνατο του Αχιλλέα, γίνεται κρίση ποιος θα πάρει τα όπλα του ήρωα. Για την τιμή αυτή, θεωρούνται πιο άξιοι ο Αίας και ο Οδυσσέας. Η κρίση ευνοεί τον δεύτερο. Αυτό πλη­γώνει ανεπανόρθωτα τον Αίαντα, που αποφασίζει να σκοτώσει τους αρχηγούς των Ελλήνων, για να εκδικηθεί για την προσβο- λή. Τότε η Αθηνά του θολώνει το μυαλό και τον αφήνει να ξε­σπάσει την οργή του πάνω σ’ ένα κοπάδι πρόβατα. Μια νύχτα με θύελλα, ο Αίας σφάζει με μανία και ανοίγει τις κοιλιές γιδιών και προβάτων. Καταματωμένος καθώς είναι, δεν σταματάει. Το •πρωί που ξυπνάει, βρίσκεται στη μέση των θυμάτων της τρέλας του. Ένα κριάρι μάλιστα, οδηγώντας το στη σκηνή, το δένει και

Page 145: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

150 ΣΟΦΟΚΛΗΣ

το μαστιγώνει' γ ι ’ αυτό και το δράμα ονομάστηκε επίσης ((Αίας μαστιγοφόρος», σε αντιδιαστολή μ’ εκείνη την τραγωδία που δεν σώθηκε, τον Αίαντα τον Αοκρό.

Στον πρόλογο, η Αθηνά βλέπει τον Οδυσσέα να παρακολου­θεί από κοντά τα συμβαίνοντα στη σκηνή του Αίαντα* του λέει ότι αυτή έτρεψε τον μαινομενο ήρωα προς τα ζώα και προσκαλεί τον ίδιο τον Αίαντα να βγει έξω από τη σκηνή. Εκείνος βγαίνει και κομπάζει για τα κατορθώματά του, πιστεύοντας ότι σκότω­σε τους εχθρούς του. Η Αθηνά του απαντάει: «Του? δέ σώφρο- νας θεοί φίΧονσι καί στυγοϋσι τους κακούς» (132). [Οι θεοί αγα­πούνε τους σώφρονες ανθρώπους ενώ μισούνε τους κακούς].

Ούτε η Τέκμησσα, η σύντροφός του, κατάφερε να τον στα­ματήσει. Όταν το επιχείρησε, της μίλησε έτσι: « Υύναι, γνναιζι κόσμον ή σιγή φέρει» (293). [Γυναίκα, στολίδι στις γυναίκες είναι η σιωπή].

Μετά, ο Αίας μπαίνει στη σκηνή για να μαστιγώσει, όπως νομίζει, τον Οδυσσέα, ενώ στην ορχήστρα εμφανίζεται ο Χορός των Σαλαμινίων ναυτών, οι οποίοι γνωρίζουν μεν ότι είναι σφαγμένα τα ποίμνια, δεν ξέρουν όμως ποιος τα έσφαξε. Από τη σκηνή βγαίνει η αιχμάλωτη σύντροφος του Αίαντα, Τέκμησ­σα, με την οποία έχει αποκτήσει παιδί. Από την Τέκμησσα μα­θαίνει ο Χορός ότι ο Αίας έσφαξε τα ζώα και ότι αυτά ήταν των Αχαιών.

Ο Αίας, απαλλαγμένος από τη μανία, βγαίνει από τη σκηνή, κλαίει για το πάθημά του και θέλει ν ’ αυτοκτονήσει, αλλά κά­μπτεται από τα παρακάλια της Τέκμησσας και όταν αντικρίζει τον γιο του Ευρυσάκη. Φαίνεται πως αλλάζει γνώμη και φεύγει για χάρη του καθαρμού. Ο Χορός τον προτρέπει να μην κακομε­λετάει: «Ε νφημα φώνεΓ μή κακόν κακώ δώους/ άκος, πλέον τό πήμα τής άτης τίθει» (362-363). [Μην κακομελετάς* μη για­τρικό κακό συ δίνεις στο κακό, κι αυξάνεις του το βάρος]. Εκεί­νος πάλι, απευθυνόμενος στον γιο του, του λέει: «Έ ν τω φρο- νεΐν γάρ μηδέν ήδιστος βίος/ εως το χαίρειν καί το λνπεΐσθαι

Page 146: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΙΑΣ

μάθης» (554-555). [Το να μη σκέφτεσαι είν" ευτυχισμένη ζωή ώσπου τη χαρά εσύ να μάθεις και τη λύπη].

Μετά απ’ αυτά, ο Χορός τραγουδάει ένας μέλος αφιερωμένο στον Πάνα, χαρούμενος για τη μετάνοια του ήρωα, η οποία όμως, σχεδόν αμέσως, καταλήγει να φανεί ότι ήταν απάτη.

Βλέπουμε τον Αίαντα σε έρημο, δασώδη τόπο, να στέκεται μπροστά στο μπηγμένο στη γη ξίφος του, πάνω στο οποίο πέ­φτει και σκοτώνεται μετά τον περίφημο αποχαιρετιστήριο μονό­λογό του: «Συ δ’, ώ τον αίπυν ούρανον δίφρηλατών/ Ήλιε, πα- τρώαν την έμήν δταν χθόνα/ ϊδης έπίσχών χρυσόνωτον ήνίαν! άγγειλον άτας τάς εμάς μόρον τ έμον/ γεροντι 7τατρί τη τε Συ­στήνω τροφώ./ Ή που τάΧαινα, τήν& οταν κλυη φάτιν,Ι ήσει μέγαν κωκντον εν πάση πόλεί» (845-851). [Κι εσύ, ήλιε, που με τ ’ άρμα σου διατρέχεις τον ψηλό ουρανό, σαν δεις την πατρική μου γη, κράτα τα χαλινάρια τα χρυσά κι ανάγγειλε τις συμφορές μου και τον θάνατό μου στον γέρο πατέρα και στη δύσμοιρη που μ’ έθρεψε... Ω τη δύστυχη! Σαν ακούσει αυτό το νέο, θα σύρει μεγάλο θρήνο, βογκητό στην πόλη όλη].

Γύρω από την ανήσυχη αυτή ψυχή ακούγονται τ ’ αγωνιώδη άσματα των ναυτών του και της Τέκμησσας.

Ο Αίας είναι ένας ήρωας που δεν ξέρει να ξεχωρίζει το ((ευ ζην» από το ((καλώς φέρεσθαι». Μεταξύ ζωής και θανάτου δεν υπάρχει διάκριση γ ι’ αυτόν τον πολεμιστή, τον οποίο οι μεν θεοί ξεγέλασαν, οι δε άνθρωποι φοβούνταν. Ζωή και θάνατος είναι γ ι ’ αυτόν η συνέχιση μιας κατάστασης τέτοιας που αρμόζει σε έναν ευγενή.

Εκείνο που κυριαρχεί στην τραγωδία αυτή είναι ο αυστηρός χαρακτήρας του Αίαντα. Η ψυχή του όμως γίνεται η ψυχή κάθε ανθρώπου, που τον αγκαλιάζει με το μυστήριό του.

Για τη συμπλήρωση του δράματος, ο Σοφοκλής προσθέτει ένα ακόμα επεισόδιο: Την έριδα που γεννιέται γύρω από το πτώμα του ήρωα. Από τη μια μεριά, η σύντροφός του και ο ετε­ροθαλής αδερφός του, Τεύκτρος, θέλουν να χρησιμοποιήσουν το

Page 147: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

152 ΣΟΦΟΚΛΗΣ

έναντι του νεκρού τους δικαίωμα της αγάπης και της ευλάβειας. Από την άλλη, οι βασιλιάδες του Άργους και της Σπάρτης, Α­γαμέμνων και Μενέλαος, είναι αντίθετοι σ’ αυτό, από εκδίκηση, κι επιθυμούν να μείνει άταφος ο νεκρός, να τον φάνε τα θαλασ- σοπούλια.

Οι λογομαχίες μεταξύ των δύο πλευρών είναι χαρακτηριστι­κές. Για τον ατίθασο χαρακτήρα του ήρωα, ο Μενέλαος λέει στον Τεύκτρο: «Κ αίτοι κακού προς άνδρός οντα δημότην/ μηδέν δικαιοϋν των έφεστώτων κλύειν» (1071-1072). [Είναι κακός πολίτης ο άνδρας που στους άρχοντες δεν δέχεται να υπα­κούσει]. Η Τέκμησσα, αντίθετα, υπενθυμίζει τις ηρωικές εφό­δους του Αίαντα κατά των Τρώων και συμπεραίνει: «Οι γάρ κακοί γνώμαισι τάγαθόν χεροϊν/ εχοντες ονκ ϊσασι, πριν τις έκβάλη» (964-965). [Γιατί οι κακόγνωμοι δεν ξέρουν το καλό στα χέρια που κρατούνε, πριν το χάσουν].

Ο Μενέλαος λέει πως ο άντρας, μεγαλόσωμος κι αν είναι, να ξέρει ότι κι από μικρό κακό μπορεί να πέσει: «Α λ λ ’ άνδρα χρή, καν σώμα γέννηση μεγα,ί δοκεΐν πεσεΐν άν κάν άπό σμι- κροΰ κακοϋ» (1077-1078). Για να συμπληρώσει ο Αγαμέμνονας: «Ου γάρ οί πλατείς/ ουδ’ εύρύνωτοι φώτες άσφαλέστατοίJ αλλ’ οί φρονονντες εν κρατοϋσι πανταχοΰ» (1250-1252). [Για­τί όχι οι μεγαλόκορμοι ουδ’ αυτοί οι με φαρδείς τις πλάτες άσφαλα στέκουν, μα επικρατούν οι με γερό μυαλό]. Και να ολοκληρώσει ο Τεύκτρος: « 'Ώνθρωπε, μή δρά τούς τεθνηκότας κακώς'/ εί γάρ ποιήσεις, ϊσθι πημανούμενος» (1154-1155). (Ω άνθρωπε, στους νεκρούς μη φέρεσαι άσχημα γιατί, αν το κάνεις, ξέρε, θε- νά κακοπάθεις].

Με το επεισόδιο αυτό, στο οποίο έρχονται αντιμέτωπα τα δύο μέρη, δίνεται μια νέα παρουσίαση του Αίαντα, χάρη στην οποία αναφέρονται όλες οι καλές και οι κακές πράξεις του από τότε που ήταν μικρό παιδί.

Ο Αίας του Σοφοκλή είναι ο γνωστότατος από τον Όμηρο και άλλους συγγραφείς ήρωας, μεγάλης αξίας και δόξας. Η τα­

Page 148: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

φή του νεκρού, με τη μεσολάβηση του Οδυσσέα, είναι μια απο­κατάσταση της τιμής του ήρωα, όπως ανταποκρίνεται στην αρ­χαία ψυχολογία. Εξάλλου, με τον γιο του ήρωα γονατιστό μπρο­στά στον νεκρό, ο Αίας κυριαρχεί πάνω στη σκηνή ώς το τέλος.

Page 149: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ηλεκτρα%.

Μ ΕΤΑ ΤΟΝ ΑΙΣΧΥΛΟ και τον Ευριπίδη, ο Σοφοκλής προχώρησε στη σύνθεση της δικής του Ηλέκτρας. Απόλυτα βέβαιο δεν είναι, όμως είναι αληθοφανές: Η Ηλέκτρα του Σοφοκλή δανείζεται στοιχεία από τις Χοηφόρες καθώς και από την άλλη Ηλέκτρα, του Ευριπίδη. Εικάζεται πάντως, με βάση την έρευνα, ότι τόσο η Ηλέκτρα του Σοφοκλή όσο και εκείνη του Ευριπίδη ανέβηκαν στην σκηνή περίπου την ίδια εποχή. Κι επειδή η Ηλέκτρα του Ευριπίδη ξέρουμε ότι πρωτοδιδάχτηκε το 413 π.Χ., γύρω από αυτή τη χρονολογία πρέπει να τοποθετήσουμε και την Ηλέκτρα του Σοφοκλή.

Η σκηνή του δράματος λαμβάνει χώρα στις Μυκήνες, μπροστά στα ανάκτορα. Τα κύρια πρόσωπα του δράματος είναι η βασίλισ­σα των Μυκηνών, Κλυταιμήστρα, ο εραστής της και σφετερι­στής του θρόνου, Αίγισθος, τα παιδιά του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμήστρας, Ορέστης, Ηλέκτρα και Χρυσόθεμις, και ο παι­δαγωγός του Ορέστη. Κοπέλες της περιοχής αποτελούν τον Χο- ρό.

Στο βασίλειο των Μυκηνών, κρατούν την εξουσία ο Αίγισθος και η Κλυταιμήστρα. Ύστερ’ από μακροχρόνια παράνομη ζωή μέσα στο σπίτι του νόμιμου συζύγου και νόμιμου εκπροσώπου της εξουσίας, του Αγαμέμνονα, που βρίσκεται στην Τροία, οι δυο εραστές φτάνουν στο έγκλημα. Ο φημισμένος πορθητής της Τροίας βρίσκει τον θάνατο να τον περιμένει μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Η συνοχή της οικογένειας των Ατρειδών έχει καταστρα- φεί. Ο πατέρας έχει δολοφονηθεί από την ίδια τη γυναίκα του, που ζει μαζί με τον εραστή της* ο Ορέστης, ο διάδοχος, βρίσκε­

Page 150: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΗΛΕΚΤΡΑ —

ται μακριά από τη χώρα. Τον έχει φυγαδεύσει, μαζί με τον παι­δαγωγό του, η αδερφή του Ηλέκτρα' οι κόρες ζουν σαν σκλάβες στη σκιά της φόνισσας και αδιάντροπης μάνας τους. Και ξαφνι­κά, ύστερα από είκοσι χρόνια, επιστρέφει ο Ορέστης, άντρας πια. Κανένας δεν τον περιμένει, εκτός από την Ηλέκτρα, που ζει με το όνειρο της εκδίκησης.

Ο Σοφοκλής δίνει έμφαση στο έργο του σ’ ένα μόνο στοιχείο: αυτό της αναμονής του Ορέστη από την Ηλέκτρα. Ο ποιητής οικοδομεί τις σκηνές του έχοντας πάντα μπροστά στα μάτια του την Ηλέκτρα και εμμένοντας στις σκέψεις που την απασχολούν και την ενδιαφέρουν.

Η εντολή του θεού, η θυσία του Ορέστη πάνω στον τάφο του πατέρα του, ο φόνος της μητέρας του, δεν αποκτούν πραγματικά τη δύναμή τους και την ουσία τους παρά μόνο με τη δική της παρουσία, με την άγρια χαρά της, όταν στις κραυγές της μητέ­ρας της, που πέφτει κάτω από τα χτυπήματα του μαχαιριού του Ορέστη, η Ηλέκτρα κραυγάζει: Χτύπα δυο φορές!: « ΐΐαΐσον, εί σθενεις, δίπλήν» (1415).

Η τραγωδία αρχίζει με την εμφάνιση του Ορέστη και του παιδαγωγού του, οι οποίοι ετοιμάζουν σχέδιο για την ανεμπόδι­στη είσοδό τους στα ανάκτορα και την εξόντωση των μισερών ενοίκων. Προβληματίζεται, βεβαίως, ο πρωταγωνιστής και δη­λώνει: «Αοκώ μεν ούδεν ρήμα συν κερδει κακον» (61). [Θαρρώ κανένας λόγος δεν είν’ κακός σαν φέρει κέρδος].

Ακολουθεί δεύτερη σκηνή, με τον θρήνο της Ηλέκτρας* η ίδια αναρωτιέται γιατί δεν έρχεται ο Ορέστης. Μήπως δεν βρίσκει έλεος από τους θεούς ή κατανόηση από τους ανθρώπους; Πρό- σφερε όλη της τη ζωή για να σώσει τον Ορέστη, όταν η μητέρα της, που δεν ήταν ικανοποιημένη από τη δολοφονία του συζύγου της, για να πετύχει την ένωσή της με τον εραστή της Αίγισθο ήθελε να εξαφανίσει τον γιο της. Εκείνη τότε, η Ηλέκτρα, τον έσωσε στέλνοντάς τον μακριά, να μεγαλώσει και να γίνει άντρας, για να μπορέσει να εκπληρώσει την εκδίκηση. Τώρα, η

Page 151: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

ίδια περνάει άθλια ζωή, αφού η μητέρα της την κακομεταχειρί­ζεται, ενώ δεν βρίσκει κατανόηση από τη φοβισμένη αδερφή της Χρυσόθεμη.

Η Ηλέκτρα ζει σε βαριά απελπισία αλλά ο Χορός της δίνει κουράγιο: «Θάρσει μοι, θάρσει, τέκνον’/ ετι μέγας ούρανώ/ Ζευς, ος έφορα πάντα και κρατύνει'/ ώ τον νπεραλγή χόλον νέ- μουσα,/ μήθ’ οϊς έχθαίρεις ύπεράχθεο μήτ έπιλάθον» (173-177). [Κουράγιο, κόρη, κουράγιο! Μεγάλος ακόμα στον ουρανό ο Δίας, που τα πάντα βλέπει και κυβερνά* σ’ αυτόν εμπιστέψου το πο- νεμένο σου χόλιασμα και μην οργίζεσαι πέρ’ απ’ το μέτρο για όσους οχτρεύεσαι, μα μήτε και να ξεχνάς]. Ταυτόχρονα της επι­σημαίνει να μην τα βάζει με τους δυνατούς: «Τά δε τοΐς δυνα- τοΐς/ ούκ έριστα πλάθειν» (220). [Και με τους δυνατούς σ’ α- μάχη δεν πρέπει να πέφτεις].

Μέσ’ από μια συνηθισμένη σφοδρή λογομαχία που έχει με τη μητέρα της, την Κλυταιμήστρα, δεν διστάζει να την απειλήσει επειδή δολοφόνησε τον πατέρα της, με τη δικαιολογία της θυ­σίας της κόρης τους Ιφιγένειας: «Ει yap κτενοϋμεν άλλον άντ άλλου, σύ τοι/ πρώτη θάνοις αν, εί δίκης γε τυγχάνοις» (582- 583). [Γιατί αν σκοτώνουμε τον ένα για τον άλλο, πρώτη αν με το δίκιο αυτό κριθείς, θα πεθάνεις].

Ακολουθεί η εμφάνιση του παιδαγωγού του Ορέστη -που τώ­ρα πια είναι γέρος και αγνώριστος-, ο οποίος αναγγέλλει με πο­μπώδη λόγο τον θάνατο δήθεν του Ορέστη στη διάρκεια Πιθι- κών αγώνων. Γιορτή μέσα στο ανάκτορο γ ι ’ αυτή την είδηση, βαθιά ταραχή στην ψυχή της Ηλέκτρας. Για ν’ αυξηθεί η πίκρα της, η Χρυσόθεμη της λέει ότι βρήκε πάνω στον τάφο του πατέ­ρα της μια πλεξίδα μαλλιών* σε ποιον να ανήκε αν όχι στον Ορέ­στη; Ώστε ο Ορέστης ζούσε μέχρι τώρα* αλλά της φέρνουν μια υδρία που, υποτίθεται, περιέχει τη στάχτη του αδερφού της.

Απελπισμένη η Ηλέκτρα κλαίει και, μέσα στον φρικτό πόνο της, ο άνθρωπος που έφερε την υδρία συγκλονίζεται ολόκληρος από λυγμούς. Αποκαλύπτει την αληθινή του ταυτότητα: Ο Ορέ-

Page 152: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΗΛΕΚΤΡΑ ι

στης ζει και είναι αυτός ο ίδιος! Η Ηλέκτρα τον προσφωνεί πέ­φτοντας στην αγκαλιά του: « 9Ω φίλτατον φως» (1224). [Αγα­πημένο φως]* και ο Ορέστης: «Φιλτατον, ξυμμαρτνρώ» (1224). [Και τρισαγαπημένο].

Η οδυνηρή προσποίηση ήταν αναγκαία για να μπει ο Ορέ­στης στο ανάκτορο χωρίς να κινήσει υποψίες.

Σ’ αυτή τη σκηνή, που έχει αποχρώσεις τρυφερής λεπτότη­τας, ο Σοφοκλής αντιπαραθέτει, σε μια συγκινητική και έντονη αντίθεση, την αιματηρή σκηνή της εκδίκησης. Ο Ορέστης μπαίνει στο εσωτερικό του ανακτόρου και φονεύει τη μητέρα του. Η Ηλέκτρα υποδέχεται με εξευτελιστική ειρωνεία στο κα­τώφλι τον Αίγισθο, που γυρίζει από την εξοχή και αγνοεί ακόμη τα πάντα. Σε λίγο, το πτώμα του θα προστεθεί δίπλα σ ’ εκείνο της Κλυταιμήστρας.

Η Κλυταιμήστρα του Σοφοκλή δεν έχει το σκοτεινό μέγεθος της Κλυταιμήστρας του Αισχύλου στις Χοηφόρες. Δεν είναι η ενσάρκωση του παλιού δαίμονα του οίκου του Ατρειδών. Είναι η γυναίκα που έδρασε χωρίς τιμιότητα και που, ύστερ’ απ’ αυτό, γεμάτη αγωνία, προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρατήσει αυτό που κατέχει.

Εδώ το έγκλημα δεν προκαλείται από το έγκλημα ενός άλ­λου. Όταν η Κλυταιμήστρα θα επιχειρήσει να δικαιολογήσει τον φόνο του άντρα της, λέγοντας ότι ο Αγαμέμνονας θυσίασε την κόρη τους Ιφιγένεια για χάρη του πολέμου, η Ηλέκτρα, χωρίς δυσκολία, θα της αφαιρέσει το επιχείρημα: Και γ ι’ αυτό κοιμή­θηκες με τον Αίγισθο; Και γ ι ’ αυτό περιφρόνησες και ατίμασες τα παιδιά σου;

Δεν επιτρέπεται βέβαια να πούμε ότι ο ποιητής περιορίζει και συγκαλύπτει τη φρίκη της μητροκτονίας* έχει όμως πετύχει να μας κάνει να δούμε και να εκτιμήσουμε τον παραμερισμό του κακού. Έτσι, ο Ορέστης αντιμετωπίζει την πράξη του απροβλη- μάτιστος, μαζί και με την αποδοχή του λόγου του Απόλλωνα.

Ολοκληρώνουμε, με την αποφθεγματική ρήση του Ορέστη

Page 153: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

που επέχει θέση επίλογου στο έργο: «Χρήν δ’ εύθνς είναι τήνδε τοΐς πάσιν δίκην J δστις πέρα πράσσειν γε των νόμων θέλειJ κτείνειν' το γάρ ττανονργον ούκ άν ήν ττολυ» (1505-1507). [Θά έπρεπε να επιβάλλεται αυτή η τιμωρία αμέσως σ’ όλους που απ’ τον νόμο νά ’βγουν θέλουν: Θάνατος!... Οι κακούργοι έτσι πολλοί δεν θά ’ταν].

Page 154: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ο ιδιπ ου? Τ νραννος%.

ΕίΝΑΙ η ΤΡΑΓΩΔΙΑ της ειμαρμένης και της τραγικής ειρωνείας, την οποία ο μεγάλος φιλόσοφος Αριστοτέλης θεωρούσε αρι­στούργημα. Εγράφη γύρω στο 430 π.Χ., στα μέσα της δημιουρ­γικής πορείας του Σοφοκλή - φυσικά με κριτήριο τις τραγωδίες που σώθηκαν. Διδάχτηκε για πρώτη φορά περί το 425 π.Χ.

Η σκηνή τοποθετείται στη Θήβα. Τα κύρια πρόσωπα του δρά­ματος είναι ο βασιλιάς Οιδίπους, η βασίλισσα Ιοκάστη, ο αδερ­φός της Κρέων και ο μάντης Τειρεσίας. Γέροντες της Θήβας απο- τελούν τον Χορό.

Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η πόλη είναι η πα- νώλης, μια βαριά αρρώστια που εξοντώνει ανθρώπους και ζω­ντανά. Ο βασιλιάς Οιδίπους αποφασίζει να βρει την πηγή του κακού: στέλνει τον Κρέοντα στους Δελφούς να ρωτήσει την Πυ­θία και εκείνος συμφωνεί σ ’ αυτή την αποστολή, γιατί, όπως λέει: <<Έν τήδε... γή' το δε ζητούμενου/ άλωτόν, έκφεύγεί δε τ άμελούμενον» (110-111). [Σε τούτη τη γη, ό,τι ζητάς θα βρεις και σου ξεφεύγει πάντα ό,τι θ’ αμελήσεις].

Η απάντηση που παίρνει ο Κρέοντας λέει ότι η πόλη μολύν- θηκε λόγω του θανάτου του πρώην βασιλιά Λάιου, τον οποίο δια­δέχτηκε ο Οιδίπους, και ότι το κακό δεν θα σταματήσει εφόσον ο φονιάς παραμένει ατιμώρητος. Ο Οιδίπους συναινεί στην ανεύ­ρεση και παραδειγματική τιμωρία του φονιά του Λάιου, γιατί: «"Ανδρα δ’ ώφελεϊν άφ* ών/ εχοι τε και δύναιτο κάλλίστος πόνων» (314-315). [Είν’ ωραίος ο κόπος, τους άλλους αν μπο­ρούμε εμείς να ωφελούμε].

Η στάση όμως του Κρέοντα και η σιωπή του μάντη Τειρε­

Page 155: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

σία δημιουργούν κάποιες υποψίες στον Οιδίποδα. Εξοργίζεται γ ι ’ αυτό και μιλάει άσχημα στον μάντη. Είσαι, του λέει, τυφλός στ’ αυτιά στο νου στα μάτια: <<ΈπεΙ/ τυφλός τά τ ώτα τον τε νοϋν τά τ ομματ εΐ» (371). Υποπτεύεται και τον Κρέοντα ο Οι- δίπους ότι συνωμοτεί και αυτός εναντίον του να του πάρει τον θρόνο. Για τούτο του λέει: « Ά ρ ’ ούχι μωρόν εστι τούγχείρημά σου,/ άνευ τε πλήθους καί φίλων τυραννίδα/ Θήραν, ο πλήθει χρήμασίν 0’ άλίσκεται\» (540-542). [Μα δεν είναι κουτό το κά­μωμά σου αυτό, να κυνηγάς με δίχως πλούτο, δίχως φίλους, την αρχή που αποχτάς με χρήμα και λαό;] Ο Κρέοντας του απαντά­ει πως η άσκεφτη αυθαιρεσία αν θαρρείς απόκτημα είναι, καθό­λου εσύ σωστά δε σκέφτεσαι: «Ε ί τοι νομίζεις κτήμα τήν αύθα- δίαν/ εϊναί τι του νου χωρίς, ούκ όρθώς φρονείς» (549-550).

Έχοντας γνώση των πραγμάτων, η Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και με δεύτερο σύζυγο τον Οιδίποδα, τον συμβουλεύει να μη δί­νει πίστη στους χρησμούς. Οι θεοί δεν είχαν προείπει στον Λάιο ότι θα φονευόταν από τον γιο του; Αυτό ήταν αδύνατο να γίνει, αφού ο μοναδικός γιος του Λάιου πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του. Αλλά και ο Οιδίπους δεν είχε με τον ίδιο τρόπο ειδοποιηθεί ότι θα σκότωνε τον πατέρα του και θα παντρευόταν τη μάνα του; Και όμως, αυτός μόλις είχε πληροφορηθεί ότι ο πατέρας του Πόλυβος πέθανε στην Κόρινθο.

Ένας όμως γέροντας υπηρέτης του οίκου του Λάιου προβαί­νει ξαφνικά σε αποκαλύψεις. Ο Οιδίπους είναι γιος του Λάιου, αφού αυτός ο ίδιος ο υπηρέτης τον είχε, αμέσως μόλις γεννήθη- κε, αφήσει έκθετο στον Κιθαιρώνα, για να πεθάνει. Τον περιμά­ζεψαν όμως κάποιοι βοσκοί και τον έδωσαν στον βασιλιά της Κορίνθου ΙΤόλυβο, που τον μεγάλωσε σαν δικό του γιο. Όταν με­γάλωσε ο Οιδίπους, άκουσε κάποιον να τον φωνάζει νόθο* πλη­γώθηκε η ψυχή του, άφησε την Κόρινθο και πήγε στους Δελφούς για να μάθει την αλήθεια. Ο Απόλλωνας τον συμβούλεψε να μην ξαναγυρίσει στην πατρίδα του, γιατί κινδύνευε να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί με τη μάνα του. Εκείνος, πιστεύ-

Page 156: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ

όντας για πατρίδα του την Κόρινθο και για πατέρα του τον I Ιό- λυβο, αποφασίζει να μην ξαναγυρίσει πάλι εκεί.

Σ’ ένα τρίστρατο, στην περιοχή της Δαύλειας, διαπληκτίζε­ται με κάποιον ξένο για το ποιος θα περάσει πρώτος. Ένα γερό χτύπημα του Οιδίποδα ρίχνει κάτω νεκρό τον ξένο.

Ούτε να υποψιαστεί μπορούσε ο Οιδίπους ότι ο ξένος ήταν ο πατέρας του, ο βασιλιάς της Θήβας Λάιος. Κι όταν σε λίγο μπαί­νει στην πόλη, νικητής στο αίνιγμα της Σφίγγας, δεν ξέρει ότι επιστρέφει στην πατρίδα του! Κι όταν ανεβαίνει στο θρόνο δεν ξέ­ρει ότι ανεβαίνει στο θρόνο του πατέρα του! Κι όταν παντρεύεται τη βασίλισσα Ιοκάστη, δεν ξέρει ότι παντρεύεται τη μάνα του!

Μόλις σχίζεται ο πέπλος της άγνοιας, η φρίκη και η κατα­στροφή απλώνονται ολοκληρωτικά!

Με την υπέροχη τέχνη του, ο Σοφοκλής, κάνοντας χρήση της τραγικής ειρωνείας, κατευθύνει αυτόν τον ίδιο τον βασιλιά Οιδί­ποδα στην αποκάλυψη, λίγο λίγο, του τρομερού μυστικού*

Η Ιοκάστη απαγχονίζεται, ο δε Οιδίπους, με τις χρυσές πόρ­πες του φορέματος του, βγάζει τα μάτια του! Ο Κρέοντας τότε γίνεται βασιλιάς των Θηβών.

Ο Οιδίπους, ο οποίος είχε άλλοτε ελευθερώσει την πόλη των Θηβών από τον τρόμο που είχε σπείρει η Σφίγγα, μαντεύοντας το αίνιγμά της, σαν θνητός φέρνει πάνοί του το σπέρμα του προ­πατορικού αμαρτήματος, η καταστροφική επιρροή του οποίου μεταμορφώνει σε τρέλα τη σοφία και τη δύναμή του. Ο άνθρω­πος αυτός, που είναι προικισμένος με αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια, δεν βλέπει τίποτα ως την τελευταία στιγμή. Και αναρωτιέται: Πού οφείλεται η πάνοπλης;

Ανατρέπει τους χρησμούς και αποστομώνει τους μάντεις, τη στιγμή που μη πραγματικό είν’ εκείνο ακριβώς το οποίο νομίζει ως πραγματικό. 'Οταν του αποκαλύπτεται η αλήθεια, του φαίνε­ται ακατάληπτη. Και βγάζει τα μάτια του ο ίδιος, ενώ θα του ήταν το ίδιο εύκολο ν" αρνηθεί αυτή την αλήθεια.

Λένε για το έργο αυτό ότι μιλάει για τους ανθρώπους που

ι ι - Ο ι τ ο ϊί ζ ιιεγά/.ηι nm yiy.oi

Page 157: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

βρίσκονται σε αντιδικία με τη μοίρα τους και με τους θεούς, από τους οποίους τελικά τιμωρούνται. Είναι βέβαιο ότι το δράμα το­ποθετεί επί τάπητος και με σαφήνεια το θέμα της ελευθερίας: Είναι οι άνθρωποι κυρίαρχοι του πεπρωμένου τους ή υπόκεινται στο νόμο της τυφλής ανάγκης; Στην πραγματικότητα, ο Σοφο­κλής δεν δίνει ακριβή απάντηση. Αντιμετωπίζει το πρόβλημα στο μέτρο που του επιτρέπεται να διαπραγματευτεί ένα θέμα διαχρονικό, ένα αιώνιο δράμα που ενδιαφέρει όλη την ανθρωπό­τητα. Και ο άνθρωπος Οιδίπους γίνεται το κέντρο κάθε αντίθε­σης, πηγή κάθε προβλήματος, ο άνθρωπος του οποίου οι νίκες μετατρέπονται σε καταστροφές, ενώ οι αποτυχίες του μεταμορ­φώνονται. Όλο το δράμα συγκεντρώνεται σ’ ένα και μόνο πρό­σωπο.

Στις άλλες τραγωδίες του Σοφοκλή, όπως /Ιιας, τοπρόσωπο δανείζει τη σαρκική του υπόσταση σε μια ιδέα ή σε μια πεποίθηση* ο Οιδίπους, όμως, ενσαρκώνει την ίδια την αν­θρωπότητα και τη συμπεριφορά της. Όσο για την τυφλότητά του, είναι ταυτόχρονα μεταφορική και πραγματική. Συγχωνεύει τον λογικό με τον φανταστικό κόσμο.

Με την τραγωδία αυτή, ο Σοφοκλής οδήγησε τον άνθρωπο στο άωτο της φιλοδοξίας και της δυστυχίας του, για να τον πε- ριβάλει ύστερα με μια απέραντη συμπάθεια. Του φόρτωσε τις πιο τρομερές δυστυχίες και ύστερα συλλυπείται μαζί του. Τον καταστρέφει, για να τον αναδημιουργήσει.

Με τον Οιδίποδα, ζούμε την ενεργητικότητα του τραγικού ανθρώπου, εκδηλωμένη στο έπακρο. Ο άνθρωπος βαδίζει κατα­πάνω στη μοίρα του, παλεύει μ ’ αυτήν και, καθώς πέφτει, την ξεπερνά, γιατί την ενσωματώνει με τη βούλησή του. Διατηρεί την αξία του ανθρώπινου και βεβαιώνει, ακόμη και στο έσχατο βάθος της αθλιότητας, την αξιοπρέπειά του.

Τελειώνοντας, παραθέτουμε τρία μικρά αποσπάσματα του αρχαίου κειμένου μεγάλης, νομίζουμε, σημασίας με τη μετάφρα­σή τους.

Page 158: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

- = ^ .- = ....==- ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ

«Χρόνος δίκαιον άντρα δείκννσιν μόνος'/ κακόν be καν tv ήμερα γνοίης μια» (614-615). [Τον δίκαιο άντρα μόνο ο χρόνος φανερώνει, μα να γνωρίσεις τον κακό μια μέρα αρκεί].

«Φρονεϊν γάρ οι ταχείς ούκ άσφαλεΐς» (617). [Όσοι βιάζο­νται, έξω πέφτουνε συχνά].

«*Ύβρις φυτεύει τύραννον» (873). [Η ασέβεια τον δυνάστη γεννάει].

Page 159: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Αντιγόνη%.

Ε ίναι ΕΝΑ ΑΠΌ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ δράματα του Σοφοκλή κα ι διδά- χτηκε το 442 π.Χ.

Το θέμα του φαίνεται να άντλησε ο Σοφοκλής από τους τοπι­κούς θρύλους της Θήβας. Οι αρχαίοι συγγραφείς μας πληροφο­ρούν ότι, μετά την επιτυχία της τραγωδίας αυτής, η πόλη του ανέθεσε δημόσιο καθήκον. Πράγματι, κατά το έτος εκείνο, ο Σοφοκλής ανέλαβε, με την ιδιότητα του στρατηγού, την αρχηγία του πολέμου εναντίον των Σαμίων. Η ουσία της τραγωδίας αυ­τής είναι η σύγκρουση ανάμεσα στον νόμο του Κράτους και στον νόμο της αγάπης.

Η σκηνή τοποθετείται στη Θήβα. Τα κυριότερα πρόσωπα του δράματος είναι ο άρχοντας της Θήβας, Κρέων, η γυναίκα του Ευρυδίκη, ο γιος του Αίμων, οι ανιψιές του, Αντιγόνη και Ισμή­νη, και ο μάντης Τειρεσίας. Γέροντες της Θήβας αποτελούν τον Χορό.

Τα βάσανα του οίκου το ν Λαβδακιδών δεν τέλειωσαν με το φρικτό τέλος του Οιδίποδα. Οι δυο γιοι του, Ετεοκλής και Πο­λυνείκης, μαλώνουν για την κατάληψη της εξουσίας.

Νικά η δύναμη του πρώτου- ο δεύτερος φεύγει χολωμένος στο Άργος, ετοιμάζει στρατό και έρχεται εναντίον της Θήβας για να διεκδικήσει ό,τι πιστεύει πως του ανήκει. Στη σύγκρου­ση μπροστά στα τείχη της πατρίδας τους, τα δυο αδέρφια σκο­τώνονται, ο ένας από το χέρι του άλλου. Η εξουσία μένει στα χέρια του θείου τους Κρέοντα. Ο νέος άρχοντας της χώρας απο­δίδει στον Ετεοκλή τιμές ήρωα που έπεσε υπερασπίζοντας την πατρίδα, ενώ τον Πολυνείκη τον θεωρεί επιδρομέα και τον αφή­

Page 160: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

νει άταφο εκεί όπου έπεσε, να τον φάνε τα σκυλιά και τα όρνια. Είπε μάλιστα ο Κρέων ότι, εάν κανείς τολμήσει να τον θάψει, θα τιμωρηθεί με θάνατο,

Αυτά λέει, στον πρόλογο του δράματος, η Αντιγόνη στην αδερφή της Ισμήνη, προσθέτοντας ότι εκείνη θέλει να θάψει τον αδερφό τους, παρόλο που θα παραβεί τη διαταγή του Κρέοντα, και της ζητάει να κάνει κι αυτή το ίδιο: «Και δείξεις τάχα/ είτ εύγενής πέφυκας είτ έσθλών κακή» (37). [Και τώρα θα το δεί­ξεις αν ευγενής γεννήθηκες, ή από γονιούς λαμπρούς μια τιποτέ­νια]. Συνεχίζοντας η Αντιγόνη λέει ότι εκείνη είναι αποφασισμέ­νη να αντισταθεί: «Α λ λ ’ ούδεν αύτώ των εμών μ’ εϊργειν με­τά» (48). [Δεν μπορεί με τίποτα να μ’ αντικόψει από το χρέος].

Η Ισμήνη, από τη φύση της δειλή, επιχειρεί να την αποτρέ­ψει, επειδή φοβάται τη σύγκρουσή της με την εξουσία. «Ά λ λ ’ έννοεϊν χρή τοϋτο μεν γνναΐχ ότι/ εφυμεν, ώς προς άνδρας ού μαχουμένα» (61). [Πρέπει να βάλεις στο μυαλό του τούτο' γυ­ναίκες γεννηθήκαμε, όχι τους άντρες για να πολεμάμε]. Και πα­ρακάτω: «Περισσά πράσσειν ούκ εχει νονν ούδένα» (68). [Να πράττεις περιττά είν’ αμυαλιά μεγάλη].

Είναι θαυμάσια και μοναδική η στιχομυθία που αναπτύσσε­ται μεταξύ των δύο γυναικών: καθεμ,ιά, επιχειρηματολογώντας, εμμένει σταθερά στη θέση της. Η Αντιγόνη, πιστεύοντας στη μεταθανάτια ζωή, λέει πως ο χρόνος που θα πρέπει να αρέσει στους αγαπητούς της του κάτω κόσμου είναι μεγαλύτερος παρά στους άλλους του επάνω κόσμου, κι ότι αιώνια εκεί θα βρίσκε­ται. Η Ισμήνη της απαντάει: «Έ γώ μεν ούκ άτιμα ποιούμαι, το δε/ βία πολιτών δράν εφνν άμήχανος» (78-79). [Τα δίκαια των θεών τα λογαριάζω, μ’ αδύναμη γεννήθηκα κόντρα στη θέληση του κράτους να ενεργώ].

Στη συνέχεια, εμφανίζεται μπροστά στο ανάκτορο ο Χορός, που χαιρετίζει τον ήλιο της ημέρας εκείνης, γιατί είδε την πόλη απαλλαγμένη από τα δεινά, μετά την ήττα των εχθρών. «Ά - κτις άελιου, το κάλ/λιστον έπταπύλω φανέν/ &ήβα τών πρότε-

Page 161: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

1 66 ΣΟΦΟΚΛΗΣ

pov φάος,/ έφάνθης ποτ\ ώ χρυσέας/ άμέρας βλέφαρου, Αιρ- καί/ων υπέρ ρεέθρων μολοϋσα» (100-105). [Α, ηλίου ακτίνες, στραφτάλισμα κάλλιστο απ’ όσα έλαμψαν ώς τώρα στην εφτά- πυλη Θήβα, αστράψατε πια. Α, μέρας χρυσέαρης, βλέφαρα, στα Δίρκαια ρείθρα αποπάνω ελθόντας].

Ο Κρέοντας βγαίνει, απ’ τ ’ ανάκτορα, ανακοινώνει στον Χορό το πρόγραμμά του και τις αρχές του, δίνοντας έμφαση στην προ­στασία και την αγάπη για την πατρίδα: «Τιγνώσκων ότι/ ηδ’ έστϊν ή σωζουσα και ταύτης επι/ πλέοντες ορθής τούς φίλους ποίούμεθα» (189-191). [Γιατί γνωρίζω τούτο: η πατρίδα είναι η σώζουσα κι αν πλέουμε μ’ εκείνη σώα, τότε τους φίλους απο- κτάμε].

Παρουσιάζεται ξαφνικά ένας φύλακας, ο οποίος λέει ότι κά­ποιος άγνωστος έριξε λίγη σκόνη πάνω στο σώμα του νεκρού Πο­λυνείκη για την ταφή του* ο Κρέοντας οργισμένος δηλώνει πως κάποιοι τό ’καναν για τα χρήματα: «Ούδέν yap άνθρώποισιν οίον άργυρος/ κακόν νόμισμ εβλαστε' τούτο καί πόλεις/ πορ­θεί., τοδ’ άνδρας έξανίστησιν δόμων,/ τοδ’ έκδιδάσκει καί πα- ραλλάσσει φρένας/ χρηστάς προς αισχρά πράγμαθ’ ΐστασθαι βροτών» (295-299). [Για τους ανθρώπους δεν εβλάστησε κακό κανένα πιο μεγάλο από το χρήμα. Αυτό και πόλεις κυριεύει και τους ανθρώπους ξεσηκώνει από τα σπίτια τους. Αυτό παραπλα­νάει και στραβώνει και τους χρηστούς τους λογισμούς τραβάει σε πράξεις αισχρές].

Ο Χορός παίρνει αφορμή για να υμνήσει τη διάνοια και τα επινοήματα του ανθρώπου: «Πολλά τά δεινά κούδεν άν/θρώπου δεινότερον πέλει'/ ...τε τα ν ύπερτάταν, Τάν/ άφθιτον, άκαμά- ταν, άποτρύεται,/ ιλλομένων άροτρων έτος εις έτοςJ ιππείω γένει πολεύων./... Άιδα μόνον/ φεϋξιν ούκ έιτάζεται, νό/σων δ’ άμηχάνων φυγάς/ ξυμπέφρασται. » (334 κ.ε.). [Πολλά τα θαυ­μαστά, μα τίποτ’ απ’ τον άνθρωπο πιο θαυμαστό δεν είναι... Την υπέρτατη Γη, ανάλλαγη, ακάματη και άφθαρτη, χρονιά χρονιά την οργώνει και γόνιμα την πληγώνει με άροτρα κι αλό-

Page 162: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΝΤΙΙΌ Ν 11

γατα γυροστρεφάμενα στους κάμπους... Τον Άδη μόνο να ξεφύ- γει δεν μπορεί. Το κατόρθωσε, όμως, να γιατρευτεί αρρώστιες αγιάτρευτες].

Ξανάρχεται ο φύλακας, οδηγώντας προς τον Κρέοντα την Αντι­γόνη, την οποία συνέλαβε όταν επιχειρούσε να θάψει τον αδερφό της. Όταν ο Κρέων απαιτεί από την Αντιγόνη να του εξηγήσει πώς τόλμησε να παραβεί τις διαταγές του θάβοντας τον αδερφό της, εκείνη του απαντάει με πλήρη αυτοπεποίθηση: «Ουδέ σθένειν το- σοϋτον ωόμην τά σά/ κηρύγμαθ’ ωστ άγρατττα κάσφαλή θεών/ νόμιμα δύνασθαι θνητον δνθ’ ύιτερδραμεϊν. / Ου γάρ τι νυν γε κάχθές, αλλ’ άεί ττοτε/ ζή ταυτα, κούδείς οιδεν έζ ότου ’φάνη» (451-455). [Ουδέ και φανταζόμουνα τις προσταγές σου πιο μεγα- λοδύναμες, ώστε, θνητός εσύ, να υπερνικήσεις τους άγραφτους και απαρασάλευτους νόμους των θεών. Γιατί δεν ζουν αυτοί, τώρα και χθες, μα ζουν αιώνια τούτοι οι νόμοι. Κι ουδέ κανένας ξέρει πότε φάνηκαν].

Όταν ο Κρέοντας παρατηρεί ότι ουδέποτε ο εχθρός θα γίνει αγαπητός, ούτε κι όταν πεθάνει: «Οϋτοι ιτοθ' ούχθρός, ουδ’ ότανθάνη, φίλος» (520), η Αντιγόνη του απαντάει με το υπέρο­χο: «Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλεΐν εφυν» (521). [Δεν εγεν- νήθηκα για να μισώ αλλά μονάχα για ν’ αγαπάω].

Μετά την απόφαση για καταδίκη σε θάνατο της Αντιγόνης, η αδερφή της, Ισμήνη, θέλει κι αυτή να πεθάνει μαζί της! Όμως, η Αντιγόνη την αποτρέπει, για τον λόγο ότι δεν συμμε­τείχε καν στην ταφή του αδερφού τους, και της λέει: «Σώσον σεαυτήν» (551). [Σώσε τον εαυτό σου].

Ο Χορός εκφράζει τη λύπη του για τα παθήματα του οίκου των Λαβδακιδών: << Αρχαία τά Ααβδακιδάν οίκων όρώμαι/ πή- ματα φθιμένων έπι πήμασι πίιttovtJ ουδ’ απαλλάσσει γεννεάν γένος» (589-591). [Τις συμφορές θεωρώ του οίκου των Λαβδακι- δών, από παλιά σωριάζονται καινούριες ολοένα, πάνω στις νέες γενεές. Κι η μια γενεά δεν σώζει την μελλούμενη].

Ο γιος του Κρέοντα, Αίμονας, ο οποίος αγαπάει την Αντιγό­

Page 163: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

νη, μαλώνει με τον πατέρα του και φεύγει οργισμένος, λέγοντας του: «Μη νυν έν ήθος μοϋνον έν σαυτω φόρει,/ ώς φής συ, κούδέν άλλο, τουτ όρθώς εχειν» (699-700). [Στο νου σου, μη φοράς, λοιπόν, μονάχα ένα μοναδικό κριτήριο του ορθού, αυτό που λες εσύ, και κανείς άλλος].

Μ’ αφορμή την αγάπη του Αίμονα προς την Αντιγόνη, ο Χο­ρός τραγουδάει το πασίγνωστο και μοναδικό στάσιμο - ύμνο στον έρωτα: <<Έρως άνίκατε μάχαν,/ "Έρως, ος έν κτήμασι πί- /πτεις, ος έν μαλακαϊς παρε/αϊς νεάνιδος έννυχεύεις» (775-780). ['Ερωτα ακατανίκητε στη μάχη. Έρωτα σ’ όποιους ρίχνεσαι τους κάνεις σκλάβους όλους. Στα μαλακά ανθομάγουλα της νέας ξαγρυπνάς].

Την Αντιγόνη την αρπάζουν και την πάνε να τη θάψουν ζω­ντανή μέσα σ’ ένα υπόγειο σπήλαιο, κι εκείνη, με παράπονο: «Άκλαυτος, άφιλος, άνυμέναιος ταλαί/φρων άγομαι τά ν έτοίμαν όδον» (869-870). (Η ταλαίπωρη εγώ, αρπάζομαι, άφι­λη, ανύπαντρη).

Ο Κρέοντας φιλονικεί με τον μάντη Τειρεσία, που τον ελέγ­χει γ ι ’ αυτά που κάνει και ο οποίος προλέγει τα μελλοντικά κα­κά που θα συμβούν σ’ αυτόν. Ο μάντης του λέει πως είναι αν­θρώπινα τα σφάλματα, αρκεί να τ ’ αναγνωρίζει καθένας που πέφτει σ’ αυτά: << Ανθρώττοισι γάρ/ τοΐς ττάσι κοινόν έστι τουζαμαρτάνειν' / έττεϊ δ’ άμάρτη, κείνος ουκέτ εστ άνήρ/ άβουλος ούδ’ άνολβος, οστις ές κακον/ ττεσών άκήται μηδ’ Ακί­νητος 7τέλη'/ αύθαδία τοι σκαιότητ όφλισκάνει» (1009-1014). [Είναι κοινό να σφάλουνε, σε όλους τους ανθρώπους. Και δεν είν’ άντρας άφρονας και άθλιος, όποιος στο σφάλμα πέφτοντας, δεν στέκεται αμετάπειστος, και προσπαθεί να το διορθώσει. Γνώμη αγύριστη σκαιότητα δείχνει].

Κάποτε, επιτέλους, ο Κρέων κάμπτεται και μετανιώνει. Τρέχει με τους ακολούθους του για να βγάλουν την Αντιγόνη τής «κατώρυχος στέγης», ο δε Χορός τραγουδάει, από χαρά, υπορ- χηματικό μέλος αφιερωμένο στον Διόνυσο. Αμέσως όμως, αγγε-

Page 164: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

λιαφόρος φέρνει στον Χορό και τη γυναίκα του Κρέοντα την τρο­μερή είδηση της αυτοκτονίας του Αίμονα και του απαγχονισμού της Αντιγόνης.

Μετά από λίγο, εξάγγελος φέρνει στον Κρέοντα άλλη φρικτή είδηση: την αυτοκτονία της γυναίκας του Ευρυδίκης μέσα στα ανάκτορα.

Και ο Χορός, εγκαταλείποντας τη σκηνή: «Πολλώ το φρο- νεΐν ευδαιμονίας/ πρώτον υπάρχει’ χρή δε τά y εις θεούς/ μηδέν άσεπτειν' μεγάλοι δε λόγοι/ μεγάλας πληγάς τών ύπεραύχων/ άποτείσαντες/ γήρα το φρονεϊν εδίδαξαν» (1319-1324). [Η φρό­νηση, ο κάλλιστος της ευτυχίας όρος, κι ασέβεια ποτέ να μην υπάρχει. Μεγάλα λόγια αλαζόνων μεγάλα τραύματα παθαίνουν κι αργά μαθαίνουν να συλλογίζονται σωστά].

Page 165: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Τ ραχίνιαι%

ΕίΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ αρχαιότερες τραγωδίες που έγραψε ο μεγά- λος τραγικός. Έχει για θέμα το επίγειο τέλος του Ηρακλή, στο οποίο κυρίαρχη θέση κατέχει και ο έρωτας. Ο ποιητής, για να γράψει τούτο το έργο, στηρίχτηκε τόσο στον αιτωλικό όσο και στον θεσσαλικό σχετικό θρύλο.

Το δράμα διεξάγεται στην Τραχίνα, πόλη της Θεσσαλίας, και το έργο επιγράφεται έτσι επειδή ο Χορός αποτελείται από γυναίκες της Τραχίνας. Πρόσωπα της τραγωδίας είναι η Δηιάνειρα, γυ­ναίκα του Ηρακλή, η Παραμάνα, ο 'Υλλος, γιος του Ηρακλή, ο Αγγελιαφόρος, ο Λίχας, συνοδός σκλάβων γυναικών, ο Ηρακλής και ο Γέροντας. Βρισκόμαστε μπρος στο σπίτι που παραχώρησε ο βασιλιάς της Τραχίνας στον φυγάδα Ηρακλή, κι όπου αυτός είχε εγκατασταθεί με τη γυναίκα του, Δηιάνειρα.

Η σύζυγος του ημίθεου περιμένει με μεγάλη ανυπομονησία τη επιστροφή του: ο Ηρακλής απουσιάζει εδώ και πολλά χρόνια. Απαριθμεί -προλογίζοντας- τις δυσκολίες μα και τις ευχάριστες στιγμές που έχει περάσει στη ζωή της. Κάτι βεβαίως που συμ­βαίνει σ ’ όλους τους ανθρώπους, συμπληρώνει ο Χορός, γιατί: Βίο δίχως πόνο ούτε ο βασιλιάς που όλα τα ρυθμίζει, ο γιος του Κρόνου (ο Δίας), στους θνητούς δεν χαρίζει, αλλά σ’ όλους θλίψη και χαρά γυρνούν τριγύρω σαν του αστερισμού της Άρκτου τη χορευτική τροχιά: « ’Ανάλγητα γάρ ουδ’/ ό πάντα κραίνων βα­σιλεύς/ επέβαλλε θνατοΐς Κρονίδας'/ αλλ’ είτι πήμα καί χαρά/ πάσι κυκλονσιν, οΐον ’Άρ/κτου στροφάδες κέλευθοι» (126-131). Επισημαίνεται ότι ο αστερισμός της Άρκτου γυρνάει γύρω από τον πόλο και δεν χάνεται ποτέ από τον ορίζοντα.

Page 166: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΤΡΑΧΙΝΙΑΙ ι 7 i

Τελικά, χαρμόσυνη είδηση για την προσεχή άφιξη του ήρωα ακούγεται. Προπορεύεται μια ομάδα γυναικών, οι οποίες είναι αιχμάλωτές του. Ανάμεσά τους, η πανέμορφη Ιόλη -κατ’ άλλους Ηλλώ-, κόρη του Εύρυτου, βασιλιά της Εύβοιας. Βεβαίως, την τελευταία την στέλνει -όπως λέει ο αγγελιαφόρος στη Δηιάνει- ρα- όχι χωρίς σκοπό μα ούτε και σαν δούλη: «Μηδέ προσδόκα τόδε'/ ούδ’ βίκος, είπερ έντεθέρμανται πόθω» (367-368). [Μην τέτοια ελπίζεις’ τι όχι φυσικό αν ο πόθος τον φλογίζει].

Τη διαπίστωση τούτη, ότι δηλαδή ο Ηρακλής είναι ερωτευ­μένος με την Ιόλη, έρχεται να ενισχύσει και ο Λίχας, ο συνοδός της ομάδας των γυναικών: «Ώ ? ταλλ’ εκείνος π ά ντ άρ ιστεύ - ων χεροΐν/ του τήσδ' έρωτος εις άπανθ ’ ήσσω ν εφυ» (488- 489). [Τι ενώ αριστεύει σ’ όλα τ ’ άλλα μ’ άνδρεία, σ ’ όλα του αυτός νικιέται από τον έρωτά της].

Με την ευκαιρία, ο Χορός υμνεί τις επιδόσεις στον έρωτα της Κύπριδας (Αφροδίτης): «Μεγα τι σθένος a Κύπρις έκφέρεται νίκας αεί'/ και τά μεν θεών/ παρέβαν, και οπως Κρονίδαν απά- τασεν ού λέγω,/ ουδέ τον εννυχον *Άίδαν,/ ή ΐίοσειδάωνα τινά- κτορα γαίας'/ αλλ’ em τά^δ’ άρ’ άκοιτιν/ τίνες άμφίγυοι κατέ- βαν προ γάμων;» (497-504). [Μεγάλη νίκης δύναμη η Κύπριδα πάντα φανερώνει' κι όσα για τους θεούς, τ ’ αφήνω, και δεν λέω πώς πλάνεψε τον Κρονίδη, ουδέ τον νύχτιον Άδη τον σκοτεινό ή τον Ποσειδώνα, που ταράζει τη γη* αλλά για τούτη τη σύζυγο ποιοι αντίπαλοι κατεβήκαν πριν απ’ τον γάμο δυνατοί;]

Πληροφορημένη όλα τούτα η Δηιάνειρα, αρχίζει να ταράζε­ται. Και τώρα, δυο εμείς όντας -λέει η ίδια-, περιμένουμε αγκά­λιασμα κάτω από την ίδια χλαίνη!: «Καί νυν δυ ουσαι μίμνο- μεν μιας υπό χλαίνης ύπαγκάλισμα» (538).

Η γυναίκα του ΙΙρακλή δεν μπορεί να ανεχτεί όλα τούτα. Εί­ναι περήφανη και παίρνει τη μεγάλη απόφαση: Ο μαγικός χιτώ­νας, ο ποτισμένος με το αίμα του Κένταυρου Νέσσου, ο φυλαγ­μένος χρόνια πολλά μέσα σ’ ένα λεβέτι, θα προσφερθεί σαν δώ­ρο αγάπης απ’ την ίδια στον σύζυγό της, γιατί η Δηιάνειρα θυ­

Page 167: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

172 ΣΟΦΟΚΛΗΣ

μήθηκε τι της είχε πει ο Κένταυρος: « ’’Έσται φρενός σοι τοϋτο κηλητήριον/ τής Ηράκλειά?, ώστε μήτιν είσίδών/ στερξει γυ­ναίκα κείνος άντϊ σου πλέον» (575-577). [Θα σού ’ναι γήτεμα για του Ηρακλή σου την καρδιά, ώστε εκείνος άλλη να μη στρέ- ξει αντί για σε να δει γυναίκα].

Γνωρίζει βέβαια ενδόμυχα η Δηιάνειρα ότι ο χιτώνας είναι δηλητηριασμένος από τα φαρμακερά βέλη της Λερναίας Ύδρας, με τα οποία σκοτώθηκε ο Κένταυρος Νέσσος από τον Ηρακλή. Κατατρύχεται όμως από ζηλοτυπία προς τη νεαρή και περικαλ­λή αντεράστριά της, Ιόλη, και προσφέρει το ένδυμα αυτό σαν φίλτρο αιώνιας αγάπης.

Όμως ο Κένταυρος εκδικείται! Η Δηιάνειρα διαισθάνεται το κακό που πρόκειται να συμβεί. Γ ι’αυτό και λέει πως πια ποτέ δεν θα συμβούλευε αβέβαιο πράγμα πρόθυμα κανείς να κάνει: «"Ωστε μήποτ άν προθυμίαν/ άδηλον εργον, τω παραινέσαι λαβεΐν» (670).

Ο Ηρακλής, μόλις φοράει τον χιτώνα, δηλητηριάζεται! Με­γάλες πληγές αρχίζουν να κατατρώνε το σώμα του, μέσα σε αφό­ρητους πόνους. Ο μεγάλος ήρωας, βλέποντας σ’αυτό τη θέληση του πατέρα του Δία, ζητάει να γίνει ολοκαύτωμα. Η επιλογή του είναι σκόπιμη. Ο αγαπημένος της ανθρωπότητας, που τον θεωρούσαν και προσωποποίηση του Ήλιου, καιόμενος στην πυρά «αποθεώνεται», ή βασιλεύει, όπως λέει ο απλός λαός.

Η Δηιάνειρα, μαθαίνοντας το γεγονός αυτό από τον γιο της τον Ύλλο, αποχωρεί αθόρυβα για να τιμωρήσει αμέσως τον εαυ­τό της μ’ εκούσιο θάνατο!

Ο ήρωας, λίγο πριν πεθάνει, μονολογεί: «Ώ πολλά δή καί θερμά και λόγω κακά/ και χερσϊ καί νώτοισι μοχθήσας εγώ'/ κοϋπω τοιοϋτον οϋτ άκοιτις ή Διό?/ προϋθηκεν οΰθ’ 6 στυγνός Εύρυσθεύς έμόί/ οίον τόδ’ ή δολώπίς Οίνέως κόρη/ καθήφεν ώμοις τοΐς έμοΐς 'Έρινυων/ ύφαντον άμφίβληστρον, ώ διόλλυ- μαί» (1046-1052). [Ω, που πολλά εγώ μόχθησα - και να τα λες ακόμα καυτά με χέρια και με πλάτες! Κι όμως ποτέ δε φόρεσέ

Page 168: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΤΡΑΧΙΝΙΑΙ

μου ούτε του Δία η ομόκοιτη ούτε ο μισητός σ ’ εμέ ΕυρυσΟέας ως τούτο που μου κόλλησε στους ώμους μου η δολερή στην όψη η κόρη αυτή του Οινέα, το δίχτυ, που Ερινύες υφάναν, και με χά­νει.]. Και λίγο παρακάτω ο ίδιος πάλι: «Κ ον ταϋτα λόγχη πε- διά?, ουθ’ ο γηγενής/ στρατός Γιγάντων, οίίτΈ θήρειος βία J ούθ" Έλλά?, οντ άγλωσσος, ουθ’ όστ/y €γώ/ γαΐαν καθαίρων ίκόμην, εδρασέ πω'/γυνή δε, θήλυς ουσα κούκ άνδρός φνσιν,/μόνη με δτ) καθεΐλε φασγάνου διχα» (1058-1063). [Και μήτε η λόγχη η πε­δινή μήτε ο στρατός των γηγενών Γ ιγάντων μήτε οι Κένταυροι και μήτε η Ελλάδα μήτε κι άγλωσση άλλη χώρα μήτ’ όποια γη πήγα και καθάρισα, δεν έδρασε έτσι* μια γυναίκα αδύναμη, με φύση θηλυκιά, όχι αντρίκια, μ’ έχει εμέ ξεκάνει μόνη, δίχως όπλο!]

Ο Χορός προετοιμάζεται για την αποδοχή του τρομερού συμ­βάντος: «Ί3 τλήμον Έλλα?, πένθος οίον είσορώ ! εξουσαν, όνδρος τοϋδέ y’ εί σφ α λή σ ε τα ι» (1112-1113). [Δύσμοιρη Ελλά­δα, τι μεγάλο πένθος βλέπω ότι θε νά ’χεις, να χάσεις αυτόν τον άντρα]. Οι τρομεροί πόνοι και οι θρήνοι του Ηρακλή που πεθαί­νει αποτελούν το τέλος του δράματος.

Η τραγωδία αυτή περιλαμβάνει δύο εικόνες: Στην πρώτη, βλέπουμε την ανυπόμονη αναμονή της συζύγου, η οποία είναι μόνη της σε μια ξένη πόλη, και την πίστη της ότι ο χιτώνας έχει ερωτική μαγική ιδιότητα.

Στη δεύτερη, το δράμα παίρνει θρησκευτικό μεγαλείο. Μπροστά στο πεπρωμένο του και για να σώσει την αξιοπρέπειά του, ο ήρωας δεν βρίσκει άλλο καταφύγιο από τον θάνατο.

Οι κριτικοί διαβλέπουν ως κεντρικό θέμα της τραγωδίας το πεπραγμένο. Αυτό είναι ακριβώς, αν με το πεπρωμένο εννοούν την τύχη την οποία κάθε άνθρωπος προετοιμάζει για τον εαυτό του κι όχι το μοιραίο που πέφτει πάνω του, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι πράξεις του.

Ανεβάζοντας στη σκηνή τον μύθο του Ηρακλή, ο Σοφοκλής είχε διπλό στόχο: να δείξει πρώτον, ότι ο μυθικός ήρωας Ηρα­

Page 169: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

174 ΣΟΦΟΚΛΗΣ

κλής, καλός καί, δυνατός, υποφέρει με τη θέληση των θεών δεύτερο, ότι η Δηιάνειρα, νέο πρόσωπο, παραμελημένο από τους άλλους ποιητές, είναι η προδομένη σύζυγος, αυτή που υποφέρει περιμένοντας πιστά τον ήρωα, παρά τη βεβαιότητα ότι είναι μάταιη η ελπίδα της. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στο δράμα της, το οποίο εκφράζει με τον δικό του τρόπο ο Σοφοκλής. Για τη Δηιάνειρα, το δράμα είναι εσωτερικό. Τα στοιχεία του είναι: ο σύζυγος, τα παιδιά, η μοναξιά, ο πόνος. Για τον Ηρακλή, το α­ντίθετο, όλα είναι εξωτερικά. Μεταξύ των δύο τύπων δεν υπάρ­χει κοινός χώρος και γ ι’ αυτό προκαλείται διπλός λυρισμός.

Πάντως, η πρωτοτυπία του έργου είναι συναρπαστική. Ο Σενέκας εμπνεύστηκε από το δράμα αυτό ένα δικό του με τίτλο: Ο Ηρακλής στην Οίτη.

Page 170: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΦιλοκτήτηςX

Τθ ΕΡΓΟ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ μια από τις τελευταίες τραγωδίες του Σοφοκλή* το έγραψε το 409 π.Χ., όταν πλησίαζε να γίνει ενενή­ντα χρονώ. Πήρε το πρώτο βραβείο.

Μεταξύ των πολυάριθμων επεισοδίων του Τρωικού πολέμου, διασημότατο είναι το αναφερόμενο στην άφιξη του Φιλοκτήτη, του άριστου των Ελλήνων τοξοτών, που κληρονόμησε το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή. Διηγούνται ότι, ενώ έπλεε με τους συ­ντρόφους του προς την Τροία, πληγώθηκε στο πόδι του από κά­ποιο από τα βέλη του* κατ’ άλλους, ότι τον δάγκωσε μια οχιά. Η δυσωδία της γάγγραινας ήταν τέτοια ώστε οι σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν στη Λήμνο.

Ακριβώς κατά το δέκατο έτος του πολέμου, τον αναζητούν να τον φέρουν στην Τροία. Η πόλη δεν είχε περιέλθει ακόμη στους Έλληνες και, σύμφωνα με τον χρησμό του μάντη Έλενου, αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τον Νεοπτόλεμο, τον γιο του Αχιλλέα, και χωρίς τα όπλα του Ηρακλή, που βρίσκονταν στα χέρια του Φιλοκτήτη, ο οποίος ζει με πληγιασμένο το κορμί, εγκα­ταλειμμένος, στην ακατοίκητη Λήμνο.

Στον μύθο, όλο το ενδιαφέρον στρέφεται στις πανουργίες που χρησιμοποιήθηκαν για να πεισθεί ο Φιλοκτήτης να συγχωρήσει τους συντρόφους του που τον πρόδωσαν και να τους βοηθήσει. Στο ίδιο αυτό θέμα στηρίζεται και το δράμα του Σοφοκλή.

Η σκηνή τοποθετείται στη Λήμνο. Τα κύρια πρόσωπα της τρα­γωδίας είναι ο Φιλοκτήτης, ο Οδυσσέας, ο Νεοπτόλεμος και ο Ηρακλής. Τον Χορό σχηματίζουν οι ναύτες του πλοίου του Οδυσ- σέα. Η υπόθεση έχει ως εξής:

Page 171: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ο Οδυσσέας και ο ζωηρός γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, φτάνουν στη Λήμνο και αποφασίζουν να απαγάγουν τον Φιλο­κτήτη με πανουργία. Και αυτό, γιατί εκείνος δεν είναι μόνο άρ­ρωστος αλλά και θυμωμένος με τους Έλληνες, που τον εγκατέ- λειψαν στη Λήμνο. Ο Οδυσσέας κρύβεται και βάζει τον Νεο­πτόλεμο να υποκριθεί ότι κατευθύνεται προς τη Σκύρο, την πα­τρίδα του, και ότι μπορεί να πάρει μαζί του τον άρρωστο.

Μετά τη γνωριμία Νεοπτόλεμου-Φιλοκτήτη, ο δεύτερος αφήνει να ξεσπάσει η οργή του κατά των Αχαιών, που τον εγκα- τέλειψαν, κατά του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου, προπάντων όμως κατά του Οδυσσέα. «Έ^οιδα γάρ νιν παντός αν λόγου κακοί)/ γλώσση θιγόντα και πανουργίας, άφ’ ής/ μηδέν δίκαιον ές τέλος μέλλοι ποιεΐν» (408-410). [Ξέρω καλά πο ς τούτος κά­θε πονηριά και κακό λόγο πιάνει με τη γλώσσα του, που τίποτα το δίκαιο τελικά δεν θά ’βγει].

Αντίθετα, έχει τα καλύτερα να πει για τον φίλο του, τον γέρο Νέστορα, για τον οποίο αναρωτιέται αν είναι ακόμη στη ζωή: «Τι δ’* ο? παλαιός κάγαθός φίλος τ έμός,/ Νεστουρ ό Πυλιο? εστιν; οϋτος γάρ τα γε/ κείνων κάκ έζήρυκε, βουλεύων σοφά» (422-424). [Κι ο ενάρετος ο γερο-φίλος μου απ’ την Πύλο, ο Νέ- στορας, τάχα να ζει; Τι μπόδιζε εκείνων τα κακά με τις σοφές του ορμήνειες].

Συζητούν για τα κακά του πολέμου και ο Νεοπτόλεμος εκφρά­ζει, με τη σειρά του, τις δικές του πεποιθήσεις, με τις οποίες συμ­φωνεί και ο συνομιλητής του: «Αόγφ Μ σ’ εν βραχεί/ τοϋτ έκδι- δάξω πόλεμος ούδεν ανδρ έκων/ αίρει πονηρόν, αλλά τους χρη­στούς άεΐ» (436-438). [Με λίγα λόγια θα σ’ το πω! Ο πόλεμος κα- νέναν θεληματικά κακό δεν παίρνει, αλλά όλο μόνο τους χρηστούς].

Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Φιλοκτήτης είναι τρα­γική. Οι πόνοι είναι αφόρητοι. Ο ύπνος τον γαληνεύει. Ο Νεο­πτόλεμος συμπάσχει και συμπονεί τον ήρωα, ενώ ο Χορός ψάλ­λει ύμνο αφιερωμένο στον ύπνο: «'Ύπν όδύνας άδαής, "Υπνε δ’ όλγεωι\/ εναης ήμϊν ελθοις, εύαίων, εύαίων, ώναξ' όμμασι δ’

Page 172: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

άντίσχοις/ τάνδ’ αϊγλαν, α τέτατat τανΰν Wi ϊβι μοι m/ubr» (834-838). [Ύπνε, που την οδύνη αγνοείς, Ύπνε που αγνοείς τους πόνους! Έλα σε μας καλόπνοος, καλοτυχία να φέρεις, κα­λοτυχία, εσύ άρχοντα* και κράτα μπρος στα μάτια του αυτή τη λάμψη, που του έχει τώρα απλωθεί* έλα, έλα μου, θεραπευτή!].

Ο Νεοπτόλεμος υποκρίνεται στον Φιλοκτήτη ότι είναι εχ­θρός των Ελλήνων* έτσι, θα προσελκύσει τη συμπάθειά του και θα τον οδηγήσει πάνω στο πλοίο.

Τη συνέχεια θα την κανόνιζαν αργότερα.Ο ασθενής εγκαταλείπεται μ’ εμπιστοσύνη στον νέο, για να

ξεφύγει από τον μονήρη βίο που περνούσε, και του δίνει το τόξο να το φυλάξει σε ασφαλές μέρος. Ενώ κατευθύνεται στο πλοίο, ο Νεοπτόλεμος, που διανύει την άδολη νεανική περίοδο της ζωής του, αισθάνεται την ανάγκη να του αποκαλύψει την αλήθεια. Απολογούμενος στον Φιλοκτήτη, του λέει ότι επιβάλλεται, για λόγους ανώτερους της θέλησής του, να κρατήσει αυτήν τη στά­ση απέναντι του: «Ούδέν σε κρύψω' bet yap ες Τροίαν σε πλεΐν/ πρός τους ’Αχαιούς καί των Ατρειδών στόλον» (920- 921). [Δεν θα σου κρύψω τίποτα. Να πλεύσεις πρέπει στην Τροία, προς τους Αχαιούς, στων Ατρειδών το στόλο]. Και παρα­κάτω: «Τώ^ γάρ εν τέλει κλύειν/ το τ ένδικό με καί το συμφέ­ρον 77066» (932-933). [Ν’ ακούσω μ’ αναγκάζει τους κυβερνήτες συμφέρον το δίκιο].

Ο Φιλοκτήτης, ακούγοντας όλ’ αυτά, αγανακτεί και του απα­ντάει: « ’Όλοιο» (968). [Χάσου].

Εκείνη τη στιγμή, παρουσιάζεται ο Οδυσσέας. Ο Φιλοκτή­της αρνείται να τους ακολουθήσει, σε σημείο ώστε να προτιμή­σει να πεθάνει από την πείνα παρά να υποκύψει στα σχέδια των μισητών εχθρών του. Κάποτε, όμως, δείχνει και σωφροσύνη: «Οΰτοι νεμεσητόν/ άλύοντα χειμερίο)/ λύπα και παρά νοϋν θροεΐν» (1206-1208). [Μη συνερίζεστε αυτόν που παραδέρνει σ’ οδύνης θύελλα κι αλόγιστα μιλάει]. Πάντως, κατορθώνει και παίρνει πίσω τα όπλα του από τον Νεοπτόλεμο.

12 -Ο ι roiVs μεγάλοι τραγικοί

Page 173: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Τότε, όμως, παρουσιάζεται «από μηχανής θεός» ο Ηρακλής και προσκαλεί τον Φιλοκτήτη να υποκύψει μπροστά στην ανά­γκη. Ο ίδιος ο ημίθεος προτρέπει τον Φιλοκτήτη και τον Νεο­πτόλεμο να συνεργαστούν και φέρνει την είδηση ότι, προτού φτάσουν στην Τροία, ο Ασκληπιός θα έχει γιατρέψει τις πληγές του Φιλοκτήτη.

Στην απαίτηση αυτή του Ηρακλή ο Φιλοκτήτης υποχωρεί και ο Νεοπτόλεμος επαινεί την πράξη του: «Καλή γάρ ή ’m- κτησις, 'Έιλλήνοον ενα/ κριθέντ άριστον, τούτο μεν παιωνίας/ ές χεΐρας έλθεΐν, είτα την πολύστονον/ Ίροίαν ελόντα κλέος ύπέρτατον λαβεϊν» (1369-1372). [Τι ωραίο το κέρδος να κριθείς σαν των Ελλήνων ο άριστος, και, αφού έρθεις σε χέρια εσύ για­τρών, την πολυστέναχτη να πάρεις έπειτα Τροία, την υπέρτατη κερδίζοντας συ δόξα]. Ακόμη, παρότι νεότερος του, τον συμβου­λεύει: «Ί3 τάν, διδάσκου μη θρασύνεσθαι κακοΐς» (1412). [Μάθε, μες στα δεινά, να μην κρατάς περηφάνια].

Ο Ηρακλής, που θεωρεί απαραίτητη τη συνεργασία για την κατάληψη της Τροίας, τους συμβουλεύει: «"Οταν/ πορθήτε γαϊαν, εύσεβειν τά προς θεούς'/ ώς τάλλα πάντα δεύτερ’ ηγείται πατήρ/ Ζεύς* ού γάρ εύσέβεια συθνησκει βροτοΐςJ καν ζώσι καν θάνωσιν, ούκ άπόλλυται» (1471-1475). [Σαν πά­ρετε όμως τη γη, τους θεούς να σεβαστείτε* τι ο Δίας πατέρας δευτερότερα όλα τ ’ άλλα θεωρεί, μα με τους θνητούς η ευσέβεια δεν παθαίνει μαζί’ κι αν ζουν, πεθαίνουν, δεν χάνεται αυτή!]

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει σ ’ αυτό το δράμα ο ρόλος του Νεοπτόλεμου. Είναι ο αδιάφθορος νέος, που μέσα σε μια στιγμή υποχρεώνεται να κινηθεί ανάμεσα στον πόνο ενός φίλου του πατέρα του και στην πονηριά του Οδυσσέα. Στο πρόσωπο του Νεοπτόλεμου ο Σοφοκλής ζωντανεύει ένα πνευματικό πρό­βλημα του καιρού του: Το πρόβλημα το σχετικό με τη φύση του ανθρώπου. Είναι σταθερή η φύση του ανθρώπου ή μεταβάλλεται;

Ο γιος του Αχιλλέα έχει την ευγενική φύση του πατέρα του. Θα τη διατηρήσει ή θα διαφθαρεί; Οι δυσκολίες είναι πολλές.

Page 174: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΦΙΛ0ΚΤΗΤΙ1Σ ι

Στο τέλος όμως, η ευγενική φύση του Νεοπτόλεμου προβάλλει ολόλαμπρη.

Η παρέμβαση του θεού, επίσης, πραγματοποιήΟηκε για να δείξει τον χαρακτήρα του Φιλοκτήτη και όχι για να βρεθεί επι­τέλους κάποια λύση στο έργο, το οποίο δημιούργησε η σκέψη του συγγραφέα. Πραγματικά, ο γέρος ακούει τον θεό, σκύβει το κεφάλι και δέχεται το ζητούμενο.

Σ’ όλη την τραγωδία, βασιλεύει ο Φιλοκτήτης. Οι σκέψεις του, ο πόνος του, η μελαγχολία του, η δυστυχία του, κυριαρχούν παντού. Μόνο η συνείδηση του προδομένου ήρωα παραμένει ακί­νητη κι επιβάλλεται σ ’ όποιον τον πλησιάσει.

Το έργο άρεσε στους αρχαίους, εκτός από τους Στωικούς και τον Κικέρωνα, που θεωρούσαν ότι ο παραπονούμενος ήρωας έχει έλλειψη αξιοπρέπειας.

Η τραγωδία αυτή πάντως υπερείχε των ομώνυμων δραμάτων του Αισχύλου και του Ευριπίδη.

Page 175: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Οώίπονς επί Κολωώ \

0 ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΕΔΩ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ για δεύτερη φορά τον μύθο του Οιδίποδα. Η έμπνευση και το σχήμα όμως ανήκουν σε άλλο τρόπο έκφρασης του ποιητή. Την τραγωδία αυτή έγραψε ο Σο­φοκλής λίγο πριν πεθάνει, σε ηλικία πάνω από ενενήντα χρονώ.

Παρουσιάστηκε, για πρώτη φορά, πέντε χρόνια μετά τον θά­νατό του, το 401 π.Χ. Είναι δράμα μεγάλης διάρκειας (1779 στί­χοι) και ένας ύμνος στον θάνατο! Φαίνεται ότι δεν έγινε νωρίτε­ρα η παρουσίασή του, λόγω του θανάτου του Σοφοκλή και του τραγικού για την Αθήνα τέλους του Πελοποννησιακού πολέμου. Το δίδαξε ο εγγονός του Σοφοκλή, που είχε το ίδιο όνομα με τον παππού του.

Η σκηνή του δράματος τοποθετείται στον Ίππιο Κολωνό της Αττικής, δηλαδή στα σημερινά Σεπόλια.

Τα πρόσωπα του έργου είναι: ο Οιδίπους, τυφλός κι εξόριστος γέροντας, ο οποίος έχει εμπιστοσύνη μόνο στην καλοσύνη των θεών, η κόρη του, Αντιγόνη, γλυκιά και υπομονετική σύντροφος και οδηγός του, η Ισμήνη, η άλλη κόρη του, με χαρακτήρα τε­λείως διαφορετικό από εκείνο της Αντιγόνης: δραστήρια, ορμη­τική, μεγαλόψυχη. Απέναντι στην ομάδα αυτή, ο Χορός των γε­ρόντων, σοφών συμβούλων, που σέβονται τη θέληση του βασιλιά και των θεών, και ο ίδιος ο βασιλιάς, ο Θησέας, άφθαρτη ενσάρ­κωση του αθηναϊκού πολιτισμού και προστάτης των αδυνάτων. Τέλος, οι εχθροί του Οιδίποδα, που γίνονται επίσης και εχθροί των Αθηνών: ο υποκριτής Κρέοντας και ο έκφυλος γιος του Οι­δίποδα, ο Πολυνείκης.

Στο πρώτο έργο του Σοφοκλή, τον Οιδίποδα Τύραννο, ο ομώ-

Page 176: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ

νυμος ήρωας, όπως είδαμε, αφού έμαθε ότι είναι ο φονιάς του πατέρα του και σύζυγος της μάνας του, έβγαλε τα μάτια του με τα ίδια του τα χέρια και αυτοεξορίστηκε από τη Θήβα.

Εδώ, η υπόθεση εκτυλίσσεται στο ιερό άλσος του Κολωνού. Τα αηδόνια κελαηδούν μέσα στα φυλλώματα, που τα προστα­τεύουν από τη μανία των ανέμων όσο κι από τις καυστικές α­κτίνες του ήλιου. Η ελιά, η δάφνη και το αμπέλι, αυτοφυή, κυ­ριαρχούν στα περίχωρα των Αθηνών.

Σ ’ αυτό το δάσος, με μόνη οδηγό την Αντιγόνη, περιπλανιέ­ται ο δυστυχισμένος Οιδίπους, τον οποίο οι κάτοικοι του Κολω­νού θα ήθελαν να διώξουν εξαιτίας των εγκλημάτων του. Υπάρ­χει κάποιος χρησμός που λέει ότι εδώ θα τελειώσει τη ζωή του, στο άλσος των Ευμενιδών. Εδώ τον βρίσκουν οι γέροντες της Αττικής, μαθαίνουν τα καθέκαστα και στέλνουν να ειδοποιήσουν τον βασιλιά τους.

Η Ισμήνη, η άλλη κόρη του Οιδίποδα, που εμφανίζεται στη συνέχεια, κάνει γνωστό στον πατέρα της ότι τ αδέρφια της και γιοι του, Ετεοκλής και Πολυνείκης, πρόκειται να αλληλοσκοτο:*- θούν, καθώς επίσης ότι κατέφθασε ο Κρέοντας με την πρόθεση να τον απαγάγει στη Θήβα.

Ένας ξένος (Κολωνιάτης) ρωτάει τον Οιδίποδα, που έχει ζη­τήσει να πάει εκεί ο ίδιος ο βασιλιάς της Θήβας, τι κέρδη μπο- ρεί να έχει ο βασιλιάς, από κάποιον που είναι τυφλός. Ο Οιδί­πους απαντάει: « Ό σ ’ αν λέγωμεν πάνθ’ όρώντα λέξομεν» (74). [Όσα πούμε φωτερά πολύ θε νά ’ναι].

Η Αντιγόνη, έχοντας επίγνωση της τραγικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο πατέρας της, εκλιπαρεί τη συμπόνια των παρευρισκομένων. «Προ? σ’ ο τι σοι φίλον εκ σέθεν άντο- μαι,/ η τέκνον η λέχος η χρέος η θεός'/ ον γάρ ΐόοις αν άθρών βροτόν οσπς a v j ει θεός αγοί,/ έκφυγεΐν όύναιτο» (250-254). [Σ ’ ό,τι αγαπάτε σας εξορκίζω, τέκνο, γυναίκα, βιος ή θεό* για­τί δεν θέλεις δει θνητό κανένα να μπορεί να ξεφύγει, αν ο θεός τον οδηγάει στο χαμό].

Page 177: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ο Οιδίπους επαινεί την κόρη του Αντιγόνη στην αδερφή της την Ισμήνη, κάνοντας της γνωστό τον αγώνα της να ζήσει ο πατέρας τους: « Τερονταγωγεϊ, πολλά μβν κατ’ άγρίαν/ ύλην άσιτος νηλίπους τ άλωμένηJ 7τολλοισι δ’ ομβροίς ήλίου τε καύ- μασι/ μοχθούσα τλήμων δεύτερ ηγείται τα τής/ οϊκοι δίαίτης, εί πατήρ τροφήν εχοι» (348-352). [Με γεροντοδηγάει πολύ συχνά σε δάση άγρια, άσιτη, γυμνόποδη, γυρνώντας σε μπόρες, σε λιο­πύρια η δύστυχη δαρμένη, για δευτερότερην έχοντας του σπιτιού την καλή ζωή, αρκεί ο πατέρας νά ’χει τροφή]. Η Ισμήνη πλειο­δοτεί στην προσπάθεια της Αντιγόνης για τη φροντίδα του πα­τέρα τους: «ΤοΓ? τεκοϋσι yap/ ούδ’ εί πονεΐ τις, δει πόνου μνήμην εχειν» (509). [Τι κι αν για τους γονιούς κανείς κοπιάζει, ούτε να τον θυμάται θά ’πρεπε τον κόπο].

Ο Χορός ελέγχει τον Οιδίποδα: « Αύστανε, τίγάρ\ εθου φό­νον — 7ιατρός',» (542). [Δύστηνε, πώς λοιπόν; Έπραξες φόνο - του πατέρα σου;]. Κι εκείνος υποχρεώνεται ν’ απολογηθεί: «Έ γώ φρασω'/ καί yap άνους έφόνευσα καί ώλεσα' νόμω δε καθαρός, all·ρις ές τοδ* ήλθον» (546-549). [Θα σου το φανερώ­σω: επειδή ασύνειδα σκότωσα και αφάνισα' αθώος κατά νόμο, ανίδεος, έφτασα σ’ αυτό].

Φτάνει ο βασιλιάς Θησέας' το αναγγέλλει ο Χορός: «Κ α ί μήν άναξ ό'δ’ ήμίν Αίγέως γόνος/ ®ησευς κατ όμφήν σήν άπο- σταλεϊς 7τάρα» (549-550). [Μα νά! κι ο βασιλιάς μας τώρα, ο γιος του Αιγέα, Θησέας, που έχει αυτός στο κάλεσμά του ερθεί]. Ο Θησέας συμπαρίσταται στο δράμα του Οιδίποδα και δηλώνει: «Έττα ε^οιδ’ άνήρ ών χώτι τής ές αυρών/ ούδέν πλέον μοι σου μέτεστιν ήμέρας» (566-568). [Επειδή άνθρωπος είμαι και το ξέ­ρω* κι η αυριανή η μέρα δεν μου ανήκει πιότερο από σένα].

Με την απομάκρυνση του Θησέα, ο Χορός, απευθυνόμενος στον Οιδίποδα, υμνεί τις ομορφιές της πόλης των Αθηνών: «Εΰιπ- 7ΐου, ξένε, τάσδε χώ/ρας ίκου τά κράτιστα γάς επαυλα,/ τον άργήτα KoAoj^w, ΙίνθΊ ά λίγεια μινύρεται/ θαμίζουσα μάλιστ άη/δών χλωραΐς mτο βάσσαις/ τον οίνώπα νέμουσα κισ/σον

Page 178: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΧΟΛΩΝΩ -

καί τον άβατον θεού/ φυλλάδα μυριόκαρπον άνήλιον/ (ινήνε- μόν τε πάντων/ χειμώνων* ϊν ο Βακχιώ/τας άεΐ Διόνυσος έμβατενει/ θείαις άμφιπολών τιθήναις./ Θάλλει δ’ ουρανίας ντί ά/χνας ό καλλίβοτρυς κατ’ ημαρ αίει/ νάρκισσος, μεγάλαιν θεαΐν/ άρχαΐον στεφάνωμ\ ο τε/ χρυσαυγής κρόκος* ούδ’ άυ/ πνοι κρήναι μινύθουσιν/ Κηφισού νομάδες ρεέθρωv j αλλ’ αίεν επ’ ηματι/ ώκυ- τόκος πεδίων έπινίσεται/ άκηράτοο συν όμβρω/ στερνούχου χθο- νός». <<Έστιν δ’ οίον εγώ γάς/ "Ασίας ούκ επακούο^/ ούδ’ εν τα μεγάλα Δωρίδι νάσω/ ΤΙέλοπος πώποτε βλαστόν/ φύτευμά άχεί- ρωτον αύτοποιόν J έγχέων φόβημα δάίων,/ ο τάδε θάλλει μέγιστα χώραJ γλαύκας παιδοτρόφου φύλλον ελαίας'/ το μέν τις ού νε­αρός ούτε γήρα/ σημαίνων άλιώσει χερι πέρσας» (668-703). [Ξέ­νε, στην καλοάλογη χώραν έφτασες, στης γης τα πιο εξαίσια μέ­ρη, στον άσπρο Κολωνό, όπου τ ’ αηδόνι το μελωδικό συχνάζοντας πιο απ’ αλλού εδώ μέσα στις ολοπράσινες τις φυλλωσιές, απα- λοκελαηδεί, στον βαθυκόκκινο κισσό κρυμμένο και μες στο απά­τητο άλσος του θεού τ ’ ανήλιαγο και μυριοκαρπισμένο, και απά­νεμο σ’ όλες τις μπόρες τις χειμωνικές* κι όπου ο βακχευτής Διό­νυσος πάντα περιδιαβάζει με τις βυζάστρες του τις θεϊκές. Και κάθε μέρα εδώ ανθεί κάτω απ’ τη δρόσο τ ’ ουρανού ο νάρκισσος με τα όμορφα τσαμπιά των δύο μεγάλων θεαινών πανάρχαιο στε­φάνι* κι ο κρόκος ο χρυσόλαμπρος κι οι νερομάνες οι ακοίμητες, στου Κηφισού την κοίτη που στριφογυρνάνε, δεν λιγοστεύουν πο­τέ, μα πάντα ολημερίς κυλάει αυτός, με τ ’ άδολα νερά, των κά­μπων της πλατύστηθης της γης γρήγορος γονιμοποιός. Κι υπάρ­χει εδώ τέτοιο δεντρί, που όμοιο του δεν άκουσα ποτέ μου να βλα- στάνει στην Ασιατική τη γη, κι ουδέ στου Πέλοπα το μέγα δω­ρικό νησί, φυτό αυτοφύτρωτο κι αυτόσπαρτο, φόβος και τρόμος των εχθρών, που εδώ στη χώρα τούτη θάλλει πιο απ’ αλλού, η σταχτοπράσινη και παιδοτρόφα ελιά* που ούτε νιος ούτε και γέ­ρος ποτέ θ’ αρπάξει και θ’ αφανίσει].

Πριν φύγει ο Θησέας, έρχεται ο Κρέοντας, ο οποίος κατηγο­ρεί τον Οιδίποδα. Ενώπιον και των δύο, ο Οιδίπους απολογείται

Page 179: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

λέγοντας πως δεν επεδίωξε αυτός την πατροκτονία και την αι­μομιξία, αλλά τη θέλησαν οι ίδιοι οι θεοί.

Τον Κρέοντα τον συμφέρει να πάρει μαζί του τον Οιδίποδα, αλλά εκείνος πεισματικά αρνείται. Επεμβαίνει ο Θησέας, ο οποί­ος αντιλαμβάνεται τις επιδιώξεις του πρώτου και λέει πως όσα με δόλο κι άδικα αποχτάς δεν τα κρατάς: «Τά yap δολω τώ μή δί­καια) κτήματ ονχι σώζεται» (1026). Ο Θησέας παρέχει στον Οιδίποδα την προστασία του και του επιτρέπει να παραμείνει.

Λίγο αργότερα, έρχεται ο Πολυνείκης να ζητήσει τη βοήθεια του πατέρα του κατά του αδερφού του Ετεοκλή. Ο Οιδίπους, όμως, τον διώχνει και καταριέται την αδελφοκτόνα διένεξη.

Και ξαφνικά, βροντά! Είναι το σημείο που περίμεναν οι θεοί! Ο γέροντας εξόριστος σηκώνεται και αφού εξομολογηθεί μερικά του μυστικά, μπαίνει στο ιερό δάσος, για το οποίο λένε ότι είναι το κατώφλι της αθανασίας. Εκεί εξαφανίζεται κατά ένα μυστη­ριώδη τρόπο!

Όπως ο Αισχύλος με το τέλος της Ορεστειας διοχέτευσε τον μεγάλο μυκηναϊκό μύθο στον χώρο της Αθήνας, έτσι και ο Σο­φοκλής, με το τέλος του Οιδίποδα διοχετεύει στον ίδιο αγαπημέ­νο χώρο τον άλλο μεγάλο μύθο, τον θηβα'ικό. Και για τον ένα τραγικό ποιητή και για τον άλλο, η Αττική πατρίδα είναι ο τό­πος που σβήνει τις προγονικές κατάρες των λαών, που απαλύνει τον δυσβάστακτο πόνο και καθαρίζει τα φρικτά πάθη. Είναι ακόμη η χώρα που προσφέρει στους δυστυχισμένους και στους αδύνατους πρόθυμη φιλοξενία και την προστασία της. Τέτοιος ύμνος του Σοφοκλή για την πατρίδα είναι ίσως ο πιο συγκινητι­κός από όλους.

Το ποιητικό τούτο δράμα συγκεντρώνει όλους τους θησαυ­ρούς του ελληνικού πολιτισμού: αγάπη προς την οικογένεια και την πόλη, πίστη, σφάλμα, θάνατο και ανάσταση. Όλα όμως αυ­τά τα θέματα αποδίδονται με μεγάλη έμπνευση και ποίηση.

Βλέπουμε, τέλος, την ψυχή του ποιητή να φτάνει στο λιμάνι, μέσα στο άσμα των αηδονιών και κάτω από τη σκιά των δαφνών.

Page 180: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΙΣΧΥΛΟΣ525 π.Χ.- 456/5 7Γ.Χ.

Page 181: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Αισχύλος%

Ο Π Ο Ι Η Τ Η Σ Τ Η Σ Ε Ι Μ Α Ρ Μ Ε Ν Η Σ

Τ ΐ Σ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ για τη ζωή του ποιητή τις βρίσκουμε στον ((Βίο του Αισχύλου» που προτάσσεται σε μερι­κούς χειρόγραφους κώδικες, στους οποίους καταγράφονται τα σωζόμενα έργα του ποιητή. Ο ((Βίος» αυτός συμπληρώνεται και ελέγχεται από το ((μάρμαρο της Πάρου» και από το σύντομο άρθρο που ο Σουίδας αφιερώνει στον μεγάλο τραγικό.

Ο Αισχύλος γεννήθηκε στην Ελευσίνα, γύρω στο 525 π.Χ., από οικογένεια ευγενών. Ήταν γιος του Ευφορίωνα και αδερφός του Κυναίγειρου, του οποίου τον ηρωικό θάνατο στον Μαραθώνα περιγράφει ο Ηρόδοτος (114). Είχε επίσης μια αδερφή, απ’ την οποία γεννήθηκε σειρά τραγικών ποιητών. Τα ονόματά τους: Φιλοκλής, Μάρσιμος, Αστυδάμας κ.ά. Από τον Αισχύλο, σύμ­φωνα με τον Σουίδα, γεννήθηκαν δύο παιδιά, που και αυτά έγι- ναν τραγικοί ποιητές: ο Ευφοριών και ο Ευαίων. Ο Αισχύλος πήρε μέρος και διακρίθηκε στη μάχη του Μαραθώνα και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Η συμμετοχή του στην τιτανομαχία της Ελλάδας κατά των Περσών είχε ισχυρότατη επίδραση τόσο στον χαρακτήρα όσο και στο έργο του.

Σύμφωνα με όχι απόλυτα εξακριβωμένες πληροφορίες, πήρε μέρος και στη ναυμαχία του Αρτεμισίου, τη μάχη των Πλα- ταιών, ενώ ακολούθησε και τον Κίμωνα στην εκστρατεία του κατά των Θρακών.

Πήρε μέρος στους δραματικούς αγώνες του 500 π.Χ., σε ηλι­κία 25 ετών. Νίκησε για πρώτη φορά το 484 π.Χ.. Το 472 πήρε πρώτη νίκη με την τραγωδία του Πέρσες. Λίγο καιρό αργότερα, τον κάλεσε ο τύραννος Ιέρωνας στις Συρακούσες και έμεινε στην αυλή του, όπου κατά καιρούς φιλοξενούνταν όλοι οι διάσημοι ποιη-

Page 182: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

τές της εποχής εκείνης. Εκεί ο Αισχύλος έγραψε μια τραγωδία προς τιμήν της νέας πόλης Αίτνας, που ίδρυσε ο Ιέρωνας στη θέ­ση της παλιάς πόλης Κατάνης, η οποία καταστράφηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου.

Η τραγωδία είχε τον τίτλο Αιτναίες. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, οι συμπατριώτες του τον τιμούσαν ως τον πρώτο τραγικό ποιητή. Όμως, το 468 π.Χ., την πρώτη νίκη στους δρα­ματικούς αγώνες απέσπασε ο Σοφοκλής. Σύμφωνα με πηγές όχι απόλυτα εξακριβωμένες, μεταξύ των διαγωνιζομένων ήταν και ο Αισχύλος. Τον άλλο χρόνο, ο Αισχύλος κερδίζει πρώτη νίκη με τη Θηβαϊκή τετραλογία, από την οποία μας σώζεται η τραγω­δία: Επτά επί Θήβας. Το 458 π.Χ., θα νικήσει και πάλι, με την τριλογία της Ορεστειας.

Φεύγει ξανά για την Σικελία. Κατά τον Αριστοφάνη, ήταν δυσαρεστημένος με τους Αθηναίους. Μάλλον δεν ενέκρινε την εσω­τερική πολιτική κατάσταση της πατρίδας του. Πέθανε στη Γέλα το 455 π.Χ. Ο ((Βίος» αναφέρει ότι οι ηθοποιοί θυσίαζαν πάνω στον τάφο του, στον οποίο υπήρχε επιγραφή γραμμένη παλαιό- τερα από τον ίδιο, στην οποία δήλωνε:

«άλκήν δ’ εύδόκίμον Μαραθώνιον άλσος άν εϊποί καί βαθυχετήεις Μηδος* έιτίστάμενος».

Η καταγωγή, η θρησκεία, το φιλελεύθερο πολιτικό πνεύμα συνετέλεσαν ώστε να διαπλασθεί το ήθος του ποιητή υψηλό, γενναίο και ευσεβές, για τούτο και έλαβε ενεργά μέρος, όπως ε ί­δαμε, σε όλους τους αγώνες για την ελευθερία του έθνους.

Η ποίησή του απεικονίζει τη γενναιότητα του Μαραθωνομά­χου και το υψηλό του φρόνημα.

Είναι ο κύριος εκπρόσωπος της ανιδιοτελούς, ευσεβούς και γενναίας εκείνης γενιάς των Μαραθωνομάχων, στο όνομα των οποίων οι κατοπινοί Αθηναίοι ορκίζονταν: «Μ α τους Μαραθώ- νι άγωνισαμένους», λέει ο Δημοσθένης. ΙΊώς δε συγκεκριμένα

Page 183: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΙΜΑΡΜΕΝΗΣ

οι Αθηναίοι τιμούσαν τους Μαραθωνομάχους, μας το λέει ο Πλάτωνας στον Μενέξενο.

Αντίθετα με τον Πίνδαρο, που εξυμνεί τους Ισθμιονίκες, τους Νεμεονίκες, τους Πυθιονίκες και τους Ολυμπιονίκες αθλητές, ο μεγάλος τραγικός υμνεί τους ελευθερωτές της Ελλάδας.

Ο Αισχύλος συνέθεσε ελεγείες, παιάνες, επιγράμματα, πολ­λές τραγωδίες και σατυρικά δράματα. Κατά τον Σουίδα, ο αριθ­μός των δραμάτων του ανέρχεται σε 90, ενώ μας σώζονται επ ι­γραφές 79 δραμάτων του. Επειδή δίδασκε με τετραλογίες, δηλα­δή με τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα, συνάγεται ότι έγραψε 23 τετραλογίες ή 92 δράματα, από τα οποία τα 69 ήταν οι τραγωδίες του. Όσο ζούσε, νίκησε 13 φορές σε δραματικούς αγώνες και, μετά τον θάνατό του, πολλές τραγωδίες του παρου­σιάστηκαν πολύ συχνά, αποσπώντας άλλες 15 νίκες.

Ο Αισχύλος θεωρείται ο πατέρας της Αττικής τραγωδίας. Χρησιμοποίησε, σ’ αυτήν στοιχεία απ’ όλα τα προγενέστερα ε ί­δη ποίησης. Όμως πρόσθεσε κι ένα νέο στοιχείο, τη δράση. Πά­ντως, το σπουδαιότερο γνώρισμα της δραματουργίας του Αισχύ­λου είναι το μεγαλοπρεπές και τιτανικό, που είναι εμφανέστερο στους χαρακτήρες των προσώπων, στη γλώσσα και στα νοήμα­τα. Όπως οι χαρακτήρες είναι σταθεροί, χωρίς να ανατρέπονται, και μεγαλόφρονες, έτσι και τα σχήματα του λόγου του είναι ογκώ­δη και μεγαλόφωνα. Το λεξιλόγιό του -κατά προσφυή έκφραση άγνωστου βιογράφου- «ώ ς οί ναοί τον Ικτίνον , συντίθενται οίον εκ μεγάλων ορθογωνίων κι έπιμελώς έζεσμένων μαρμά­ρω ν». Η σεμνότητα των εννοιών στον Αισχύλο έχει τις ρίζες της στην αυστηρότητα των παλιών ηθών και στις σοφές διδα­σκαλίες των ιερέων και των μυστηρίων.

Η ιδέα της ε ι μ α ρ μ έ ν η ς στην ποίησή του στηρίζεται στην πίστη του ποιητή ότι κάποια ανώτερη δύναμη διοικεί τα πάντα. Και η ιδέα ακριβώς αυτή αποτελεί τη βάση όλων του των τρα­γωδιών. Γ ι ’ αυτό και στην πολιτική δεν κυριαρχεί, αφού εκεί δεν γίνεται αποδεκτό ούτε εκείνο που έγινε χωρίς αρχές ούτε το επι-

Page 184: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

βαλλόμενο, και γ ι ’ αυτό διδάσκει: «Τ ο ξυμφέρει σωφρονεΐν ύπο στενει» (Ευμενίδες 520, 522): [Καλό είναι γνώση να βάζεις κάτω από τα δεινά]. Κατά τον ποιητή, δηλαδή, το ανθρώπινο γένος έχει ανάγκη, απόλυτη, κάποιας ανώτερης εξουσίας, η οποία να στέκεται πάνω από κάθε αλληλομαχία και ανταγωνι­σμό και να συγκρατεί τις ακόρεστες επιθυμίες και τις ανόσιες αποφάσεις.

Οι ηθικές αξίες στις οποίες στηρίζεται η τραγωδία δεν είναι όλες νέες. Υπάρχουν, πρώτα πρώτα, στο έργο του Ομήρου. Η ιδέα του ((δικαίου» επιβάλλεται από τον Ησίοδο και τους μετά απ’ αυτόν. Την ιδέα αυτή εκμεταλλεύτηκε ο Αισχύλος, αφού πρώτα της έδωσε ένα νέο περιεχόμενο. Σύμφωνα με τον ποιητή, το ((δίκαιο» μεταβαίνει. Δηλαδή, ενώ ένας άνθρωπος ξεπερνά τα όρια του δικαίου, αυτό αυτομάτως πηγαίνει στον αντίπαλό του. Οι εκδικήσεις που ξεπερνάνε τα όρια του δικαίου γεννούν το έγκλημα, απ’ αυτό γεννιούνται άλλες εκδικήσεις κ.ο.κ. Μόνο όποιος διέπεται από σωφροσύνη και διατηρεί στις πράξεις του το μέτρο μπορεί να έχει με το μέρος του το δίκαιο. Βέβαια, η ιδέα αυτή είναι μία απ’ τις πολλές στη φιλοσοφία του Αισχύλου. Όμως, αυτή εξηγεί καλύτερα την κεντρική ιδέα πολλών από τις τραγωδίες του.

Από το έργο του Αισχύλου σώζονται μόνο επτά τραγωδίες: IΙέρσαι, Επτά επί Θήβας, Ικέτιδες, ΙΙρομ,ηθεύς Δεσμώτης, και η μοναδική από την αρχαιότητα σώζομενη τριλογία Ορέστεια, η οποία περιέχει τις εξής τρεις τραγωδίες: Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες' σώζονται ακόμη ελάχιστα αποσπάσματα άλλων έργων.

Το έργο του Αισχύλου διακρίνεται από μεγαλοπρέπεια, αρχέ- γονη δύναμη, μνημειακή επιβλητικότητα. Διαπνέεται από ποιη­τικό οίστρο, που φτάνει τα όρια της έκστασης, και οι ήρωές του πλησιάζουν το μεγαλείο των θεών.

Κατά τον σωζόμενο ((Βίο του Αισχύλου»: «γένει μεν έστϊν 'Αθηναίος Έ λευσίνιος τών δήμων, Κυναιγείρου άδελφός, έζ ευπατριδών τήν φύσιν. .. πρώτος τών 'Ελλήνων πυργώσας

Page 185: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΙΜΛΡΜΚΝΙ1Χ ! Ο I

ρήματα σεμνά καί κοσμήσας τραγικον λήρον... κατά τήν σννθεσιν τής ποιήσεως ζηλοΐ το άδρον άει πλάσμα, ονοματο­ποιίας τε καί επιθέτοις, ετι δε μεταφοραΐς καί πάσι τοΐς 6υ- ναμένοις ογκον τή φράσει περιθεΐναι χρωμενος... αί τε δια­θέσεις των δραμάτων ον πολλάς αντω περιπετείας καί πλοκάς εχονσιν».

Page 186: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Σ Ω Ζ Ο Μ Ε Ν Ε Σ Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Ε Σ

Πφσαι%.

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΓΡΑΦΤΗΚΕ για να υμνηθεί η νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα. Την παρουσίασε ο Αισχύλος στους δραματικούςαγώνες το 472 π.Χ., μαζί τα έργα: Φινενς, Γλαύκος Ποινιενς και Προμηθενς. Επειδή καμιά σχέση δεν είχαν μεταξύ τους, ως προς το θέμα, συμπεραίνεται ότι οι Πέρσες ήταν ένα αυτοτελές δράμα και δεν αποτελούσε τμήμα τριλογίας.

Η υπόθεση των Περσών διαδραματίζεται στα Σούσα, την πρω­τεύουσα της Περσίας. Ήρωες της τραγωδίας είναι ο Ξέρξης, η μητέρα του Άτοσσα, ο Αγγελιαφόρος, το φάντασμα του Δαρείου και ο Χορός των γερόντων συμβούλων του μεγάλου βασιλιά.

Η ιστορική πραγματικότητα, σύγχρονη του ποιητή, χρησι­μεύει ως υπόθεση του έργου. Αποτελεί για τούτο μοναδικό δείγ­μα στο είδος του απ’ όλα τα μέχρι σήμερα σωζόμενα έργα της αρχαιότητας.

Χωρίς καθόλου να προσβάλλεται η αλήθεια, ο ποιητής έδωσε τα στοιχεία της ιστορικής πραγματικότητας με τέτοια ποιητική έξαρση, ώστε τα έφερε στο ύψος του μύθου. Αυτό το έργο απο­τελεί ύμνο στον θρίαμβο της Αθήνας. Ο ύμνος μάλιστα αυτός εξαίρεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι δεν παρουσιά­ζονται οι ίδιοι οι Αθηναίοι να ψάλλουν τη νίκη τους αλλά οι άλ­λοτε πανίσχυροι Πέρσες να θρηνούν: Με τον βασιλιά, τη μητέρα του βασιλιά και τους σοφούς συμβούλους της αυτοκρατορίας, οι Πέρσες θρηνούν την πανωλεθρία τους.

Η υπόθεση της τραγωδίας, έχει ως εξής: Ο Χορός των γερό­ντων κατέχεται από μεγάλη αγωνία. Έχει κακά προαισθήματα. Αναρωτιέται για την τύχη του αμέτρητου στρατού και του στο-

Page 187: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΠΕΡΣΑΙ ι υ *

λου και ανησυχεί σοβαρά επειδή δεν υπάρχει καμιά είδηση. Απαριθμεί τα βαρβαρικά φύλα των σατραπειών που πήραν μέρος στην εκστρατεία και τον αναρίθμητο στόλο ο οποίος διατέθηκε από τις παραλιακές πόλεις της αυτοκρατορίας. Μιλάει και για τους στρατηγούς που ηγήθηκαν, αναφέροντας τα ονόματά τους. Προαισθάνεται την καταστροφή της τεράστιας δύναμής τους, καταστροφή που θεωρεί συνέπεια της αλαζονείας που έχει γεν­νηθεί από την υπερβολική δύναμη και τον τεράστιο πλούτο της αυτοκρατορίας! Όλ’ αυτά οδηγούν τον Ξέρξη στην τυφλή ύβρη κατά των ιερών των θεών νόμων.

Κι ενώ ο Χορός κατέχεται από τέτοια καταθλιπτικά προαι­σθήματα και σκέψεις και στενάζει, παρουσιάζεται η Άτοσσα, γυναίκα του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη. Κατατρομαγμένη, διηγείται ένα εφιαλτικό όνειρο που είδε και την τάραξε και απο­φασίζει να εξευμενίσει τους θεούς με προσφορές. Η αγωνία βρί­σκεται στην κορύφωσή της και τη στιγμή της τρομερής αναμο­νής φτάνει ο αγγελιαφόρος για ν’ ανακοινώσει ότι μ ’ ένα χτύ­πημα κατεστράφη η μεγάλη ευτυχία και σκοτώθηκε το άνθος των Περσών: «Έ ^ μια πληγή κατεφθαρται πολύς/ όλβος, το ΤΙερσών δ’ άνθος οίχεται πεσόν» (247-249). Κι ενώ ο αγγελια­φόρος περιγράφει τα θλιβερά γεγονότα, ο Χορός εκφράζει την απελπισία του: «Ό τοτοτοί, μάταν/ τά πολλά βέλεα παμμιγή/ γάς απ’ Άσιδο? ήλθετ —αίαΐν—/ δααΐΛ, Ελλάδα χώραν» (262- 265). [Αλί και τρισαλί! Μάταια τα μυριομάζωχτα βέλη απ’ όλη την Ασιατική γη πήγανε στην Ελλάδα, στη χώρα αυτή την εχθρική]. Για να συμπληρώσει αμέσως ο αγγελιαφόρος: « ΐ ίλ ή - θουσι νεκρών όυσπότμως έφθ αρμένων/ Σαλαμΐνος άκταί πας τε πρόσχωρος τόπος» (266-267). [Απ’ τους νεκρούς που αδικοχάθηκαν γέμισαν της Σαλαμίνας οι ακτές και οι γύρω πε­ριοχές].

Κατάπληκτη και κατατρομαγμένη ρωτάει η βασίλισσα αν κάποιος στρατηγός επέζησε. Κι όταν ο αγγελιαφόρος της απα­ντάει ότι ο Ξέρξης γλίτωσε: «Ίίέρξης μεν αυτός ζή τε και βλέ-

I 3 - Οι ΤΟ,'·Ί~ III·" '(')./.()Ι Τ ΐΗ Γ .Ί Χ η ί

Page 188: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

194 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

πει φάος» (293), η ίδια ανακουφίζεται. Η διαβεβαίωση αυτή έφερε φως στο σπίτι της, μετά το σκοτάδι των φοβερών των ειδήσεων. Δεν σταματάει όμως τον θρήνο όσο ακούει τις φοβερές λεπτομέρειες της καταστροφής. Κατ’ αραιά διαστήματα τώρα διακόπτει τον αγγελιαφόρο.

Ρωτάει: Είναι απόρθητη άραγε ακόμη η Αθήνα; Και παίρνει επιγραμματική την απάντηση: << Ανδρών yap δντων ερκος εστϊν ασφαλές» (343). [Σαν είν’ εκεί οι άνδρες, είν’ τα τείχη ασφαλισμένα].

Η βασίλισσα ρωτάει να μάθει πώς ξεκίνησε η μάχη. Ποιος άρ­χισε πρώτος την επίθεση, οι Έλληνες ή ο γιος της, ο Ξέρξης, βα­σισμένος στον μεγάλο αριθμό των πλοίων του.

Ο αγγελιαφόρος της λέει ότι η αρχή του όλου κακού οφειλό- ταν στην εκδίκηση κάποιου εκδικητικού θεού: «^Ηρξεν μεν, ω δέσποινα, του παντος κακού/ φανείς άλάστωρ ή κακός δαί­μων ποθεν» (347-348). Η απάντηση αυτή είναι σύμφωνη με την κυρίαρχη άποψη, τόσο του Αισχύλου όσο και του Θεμιστο­κλή, αλλά και των σύγχρονων Αθηναίων: Ο αλαζονικός Ξέρξης έκανε χρήση της ύβρης κατά των θεών και μόλυνε τα ιερά τους. Η ήττα του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η δίκαιη και αναπόφευ­κτη τιμωρία του.

Μετά την ολοκλήρωση από τον αγγελιαφόρο της περιγραφής της ναυμαχίας και της καταστροφής που ακολούθησε των Περ- σών, ο Χορός, μαζί με τη βασίλισσα, απελπισμένοι, επικαλού­νται το πνεύμα του Δαρείου, που τελικά εμφανίζεται και προλέ­γει και άλλα για τον επόμενο χρόνο, και μάλιστα την επικείμε­νη ήττα τους στις Πλαταιές.

Ο Δαρείος τους λέει πως οι θεοί τιμωρούν αυτούς που, στην Ελλάδα φτάνοντας, των θεών αγάλματα και ναούς ρημάξανε και κάψαν... καταστραμμένοι κι οι βωμοί, συθέμελα κι ανάκατα, α­ναποδογυρισμένα των θεών τα είδωλα... Σαν πράξανε κακά, λι- γότερα δεν πάσχουν, κι άλλα μέλλονται, και των κακών η βάση ανεξερεύνητη κι όλο ανεβαίνει' τόσο των Πλαταιών η γη μ ’ αί­

Page 189: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΠΕΡΣΑΙ

μα σφαγής θα ποτιστεί από τη Δωρική λόγχη: «Ο ϊ γην μολό- ντες Έλλαδ’ ού θεών βρέτη/ ήδονντο συλάν ουδέ πιμπράναι νεώς’/ βωμοί δ’ άιστοι, δαιμόνων 0’ ιδρύματα/ πρόρριζα φύρδην εζανέστραττται βάθρων./ Τοιγάρ κακώς δράσαντες ούκ έλάσσονα/ ττάσχονσι, τά δε μέλλονσι, κονδέπω κακών/ κρηπίς νπεστιν, άλλ’ έτ’ εκτηδύεται./ Τόσο? γάρ εσται ττέλα- νος αίματοσφαγής ιτρός γή ΤΙλαταιών Αωρίδος λόγχης νπο» (803-811).

Μόλις χάνεται το φάντασμα του Δαρείου, παρουσιάζεται κλαίγοντας ο Ξέρξης. Ο Χορός τον συνοδεύει στον θρήνο σχίζο­ντας τα ρούχα του, κατά τη συνήθεια που επικρατούσε στους Ασιάτες. Με τον ολοένα αυξανόμενο θρήνο και κοπετό, τελειώ­νει η τραγωδία αυτή του Αισχύλου, η οποία εμφανίζει μια πολύ σπουδαία ενότητα του θέματος.

Για τους Πέρσες επάξια βραβεύτηκε ο Αισχύλος, κερδίζοντας πρώτη νίκη, που μοιράστηκε με τον χορηγό του, τον εικοσάχρο­νο τότε Περικλή.

Στο έργο αυτό, ο μέγας φιλόσοφος και ποιητής, ο θεοσεβού- μενος Αισχύλος, υψώνεται σε κριτή του δικαίου, που θριαμβεύει, της ύβρης κατά των θεών, που βρίσκει την τιμωρία της, της αν­θρώπινης έπαρσης, που ταπεινώνεται...

Για την ολοκλήρωση της αναφοράς μας στους Πέρσες, ανάγκη να παρουσιάσουμε κάποια σημεία εξαιρετικού ενδιαφέροντος:

Η βασίλισσα ρωτάει τον Χορό ποιος εξουσιάζει τους Έλληνες και ο Χορός απαντάει: Κανενός δεν είναι δούλοι, κανενός υπήκο­οι: «Οντινος δούλοι κέκληνται φωτός ούδ’ νπήκοοι» (242).

Ο αγγελιαφόρος καταριέται για την ήττα τους: Ω Σαλαμίνα, πολυμίσητο όνομα στ" άκουσμα! Την Αθήνα εγώ, σαν θυμάμαι, κλαίω: « Ώ πλεϊστον έχθος ονομα Σαλαμΐνος κλύειν' φεϋ, τών ’Αθηνών ώς orevco μεμνημένος» (264).

Η Άτοσσα, η βασίλισσα, επιχειρεί ή απόσειση ευθυνών ή να δώσει παρηγοριά στους πάσχοντες Πέρσες: «'Όμως δ’ ανάγκη 7τημονάς βροτοϊς φέ()ειν διδόντων» (293). [Όμως, ανάγκη

Page 190: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

να υπομένουν οι θνητοί τις συμφορές που οι θεοί τους στέλνουν].Ο Πέρσης αγγελιαφόρος διατυπώνει μια βέβαιη γ ι ’ αυτόν

διαπίστωση: «Θεοί πόλιν σώζουσι Παλλάδο? θεάς» (374): [Οι θεοί διασώζουνε την πόλη της Παλλάδας].

Ο αγγελιαφόρος, επίσης, περιγράφει πιο κάτω το σθένος, την ορμητικότητα και τις ιαχές των Ελλήνων στο ξεκίνημα της μεγάλης ναυμαχίας: «Τ ο δεξών μεν πρώτον εύτάκτως κεράς/ ηγείτο κόσμω, δεύτερον δ’ ο πάς στόλος/ έπεξεχώρει, και παρήν όμοϋ κλύειν/ πολλήν βοήν' παΐδες 'Ελλήνων ire,/ έλευθεροϋτε πατρίδ\ έλενθεροϋτε δε/ παΐδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων εδη/ θήκας τε προγόνων νυν ύπερ πάντων αγών» (398-405). [Πρώτο το δεξί με τάξη ερχόταν κέρας κι ακολουθού­σε ύστερα όλος τους ο στόλος... κι αντάμα μπορούσες ν’ ακούσεις βοή πολλή: Εμπρός παιδιά εσείς των Ελλήνων, την πατρίδα να λευτερώσετε και τα παιδιά και τις γυναίκες σας, τα ιερά των πατρικών θεών σας, τους τάφους το ν προγόνων τώρα ο αγώνας για όλα].

Μετά την πανωλεθρία τους, οι Πέρσες κακήν κακώς εγκα­ταλείπουν το πεδίο της μάχης και προχωρούν: ((Άλλοι γύρω από των πηγών τη λάμψη, από τη δίψα, κι άλλοι ξέψυχοι» (483): «Ο ι μεν άμφϊ κρηναΐον γάνος δίφη πονοϋντες, οι δ’ ύπ’ άσθματος κενοί». Εδώ ο ποιητής υπαινίσσεται μάλλον τον θρύλο στον οποίο αναφέρεται ο Ηρόδοτος, σύμφοονα με τον οποίο απ' όπου περνούσαν οι Πέρσες οι βρύσες στέρευαν.

Το φάντασμα του Δαρείου συμβουλεύει, μετά από παράκλη­ση του Χορού: « Ε ι μή στρατεύοισθ’ ες τον ΎΛλήνων τόπονJ μηδ" εί στράτευμα πλεΐον ή το Μτ/δικόν./ αύτή γάρ ή γή ζύμ- μαχος κείνοις π ελε ι» (784-786). [Ποτέ πια να μην εκστρατεύε­τε σ’ Ελλήνων τόπο, ακόμα κι αν είναι μεγαλύτερος ο Μηδικός στρατός* γιατί η ίδια τους η γη είναι σύμμαχός τους].

Κι όταν ο Χορός ρωτάει με ποιο τρόπο η γη τους συμμαχεί με κείνους, ο Δαρείος απαντάει: «Κτε^ουσα λιμώ τούς ύπερπάλ­λους άγαν» (788). [Σκοτα>νοντας με πείνα τους παρά πολλούς].

Page 191: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΠΕΡΣΑΪ

Την κύρια έννοια της τραγωδίας, δηλαδή την τιμωρία της ύβρη του Ξέρξη και των ΓΙερσών εκφράζουν οι στίχοι: «Zeus' τοι κο λαστής τών νπερκόμπων άγαν/ φρονημάτων επεστυ^ ενΟυ νος βαρύς» (821-822). [Των υπέρμετρων φρονημάτων ο Δίας εί ναι τιμωρός κριτής βαρύς].

Page 192: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Επτά επί Θήβας%.

Σ τ ο υ ς ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ, την άνοιξη του 467 π.Χ., ο Αισχύλος, με την τραγωδία αυτή, που ήταν το τρίτο έργο τριλογίας εμπνευσμένης από τον θηβαϊκό μυθολογικό κύκλο, απέσπασε το πρώτο βραβείο, Οι άλλες δύο τραγωδίες, που δεν σώζονται, ήταν οι: Λάιος και Οιδίπονς. Η τριλογία συνοδευόταν και από το σατυρικό δάμα Σφίξ.

Στη Θήβα, βέβαια, διαδραματίζεται η υπόθεση του έργου, και το θέμα πήρε ο ποιητής από το έπος της Θηβαίδας και το Οιδιπόδειο έπος, για τα οποία όμως ασήμαντα αποσπάσματα σώζονται. Ο Λάιος, βασιλιάς των Θηβών, επειδή η γυναίκα του Ιοκάστη είναι στείρα και αυτός θέλει να αποκτήσει παιδί, τρεις φορές επισκέπτεται τους Δελφούς και παρακαλεί τον θεό. Ο θε­ός του λέει να ξεχάσει αυτή την επιθυμία γιατί, αν επιμείνει, το παιδί που θ’ αποκτήσει θα καταστρέψει τη Θήβα,

Ο Λάιος δεν λογαριάζει την υπόδειξη-διαταγή του θεού και υποχωρεί στην επιθυμία του, ώστε να θυσιαστεί ακόμα και η πατρίδα του. Επιμένει στις προσπάθειές του και οι θεοί τον αφήνουν ν’ ακολουθήσει τον δρόμο της αυτοκαταστροφής. Όταν η Ιοκάστη αποχτάει ένα παιδί, τότε καταλαβαίνει το λάθος του και το δίνει στον δούλο για να το εγκαταλείψει έκθετο. Εκείνο ανατρέφεται μακριά από την πατρίδα του* όταν μεγαλώνει, συ­ναντάει στο σταυροδρόμι των Ποτνίων τον πατέρα του και, χω­ρίς να το γνωρίζει, τον σκοτώνει. Στη συνέχεια, συναντάει τη Σφίγγα, που τη νικάει κι αυτή. Οι Θηβαίοι τον υποδέχονται με τιμές για τη νίκη του, τον ανακηρύσσουν βασιλιά της πόλης και του δίνουν για σύζυγο τη μητέρα του Ιοκάστη. Αποχτάει δύο παιδιά, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Όταν τα παιδιά του εί-

Page 193: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΙ1ΒΑΣ ι

ναι αρκετά μεγάλα, πέφτει επιδημία στη Θήβα και ο μάντης αποκαλύπτει το διπλό αμάρτημα του Οιδίποδα. Η Ιοκάστη απαγχονίζεται και ο Οιδίπους τυφλώνεται. Τα παιδιά του τον φυλακίζουν στο βάθος του ανακτόρου, όπου τον υποβάλλουν σε πολλές ταπεινώσεις.

Εκείνος, μετά απ’ όλα αυτά, τα καταριέται να μοιραστούν τα αγαθά μαχόμενοι μεταξύ τους, πράγμα που συμβαίνει αμέσως μετά τον θάνατό του. Ο Πολυνείκης πηγαίνει στο Άργος, όπου παντρεύεται την κόρη του βασιλιά Άδραστου. Συγκεντρώνει στρατό και γυρίζει με τους αρχηγούς του στρατεύματος να κυ- ριέψει την εφτάπυλη πόλη, διεκδικώντας τα δικαιώματά του.

Ο Ετεοκλής υπερασπίζεται την πατρίδα του. Παρακαλεί τους προστάτες θεούς της πόλης του Κάδμου να τη διατηρήσουν ελεύθερη, γιατί: «Ελλάδος* φθόγγου χαίουσαν» (72). [Μιλάει ελληνική λαλιά]. Τον στρατό των Αργείων τον αποκαλεί αλλό­γλωσσο: «ετεροφώνω στρατώ » (170). (Επρόκειτο άραγε για πραγματική διαφορά στη γλώσσα των Αργείων από εκείνη των Θηβαίων, ή για διαφορετική ντοπιολαλιά;]

Ο ποιητής εμφανίζει τον σπουδαίο αυτό ήρωα να μιλάει στην αγορά της πόλης και να εμψυχώνει τους συμπολίτες του. Επειδή δεν σώζονται οι δύο πρώτες τραγωδίας της τριλογίας, δεν μπο­ρούμε να εκτιμήσουμε απόλυτα τη φυσιογνωμία του ήρωα αυ­τού, που, αναμφισβήτητα, είναι η ωραιότερη της ελληνικής τρα­γωδίας. Εδώ, ο Ετεοκλής γίνεται η προσωποποίηση του πα­τριωτισμού. Από τους πρώτους στίχους, διακρίνεται η αγάπη στην πατρίδα: «Γ ή τε μητρϊ φιλτάττ] τροφώ». [Και τη μητρι­κή γη την πολυαγαπημένη τροφό]. Από τους συμπολίτες του όμως δεν περιμένει τίποτα, ούτε καν ευγνωμοσύνη, γιατί ξέρει ότι τον βαραίνει η αναπόφευκτη μοίρα του εγκλήματος. Καταλαβαίνει κοντά του την Αρά.

Παρ’ όλα αυτά, δεν μειώνει την ενεργητικότητά του. Ξέρει ότι θα μείνει στη ζωή μέχρι την ώρα του τελικού μαρτυρίου. Η Αρά τον συντηρεί αλώβητο, όπως μέχρι την ώρα της εκτέλεσής

Page 194: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

200 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

του κρατάει ο δήμιος το θύμα του. Σ ’ εκείνη, την Αρά (κατάρα), απευθύνει τις παρακλήσεις του, ζητώντας να μην καταστρέψει την πατρίδα του: « ’Αρά τ 'Έρινυς 7τατρός ή μεγασθενήςJ μή μοι πόλιν γε ττρνμνόθεν πανώλεθρον/ εκθαμνίσητε» (70-72). [Αρά και παντοδύναμη Ερινύα του πατέρα, τουλάχιστον μη μου ξεριζώσετε την πόλη με ολοκληρωτική καταστροφή]. Δεν φοβά­ται και δεν αισθάνεται καμιά αδυναμία.

Όταν ο Χορός των γυναικών, τρέμοντας, εκφράζει τους φό­βους του, ο Ετεοκλής απαντάει με σαρκασμούς.

Ο εχθρός βρίσκεται προ των πυλών επικεφαλής, ο αδερφός του Ετεοκλή, Πολυνείκης, συνοδευόμενος από άλλους έξι στρα­τηγούς. Ανάμεσά τους και ο Ιππομέδοντας, με το γιγάντιο πα­ράστημα, με προστάτη του τον Τυφώνα, που βγάζει φωτιές από το στόμα: «πύρπνοον Ύυφών έχ ε ι» (511). Ο Ετεοκλής, αντί­παλό του θα παρατάξει τον Τπέρβιο, γενναίο άντρα, γιο του Οί- νοπα, υποστηριζόμενο από τον πατέρα των θεών: «Ύ περβίω δε Ζευς πατήρ επ' άσπίδος/ σταδαΐος ήσται δια χερός βέλος φλέγων'/ κοΰπω τις εΐδε Ζήνά που νικώμενον» (512-514). [Και στου Τπέρβιου την ασπίδα ο Δίας στέκει ολόρθος, με τον φλεγόμενο τον κεραυνό στο χέρι* και ποτέ κανείς τον Δία δεν ε ί­δε να νικιέται], λέει ο υπερασπιστής της πόλης των Θηβών. Ο Τπέρβιος, πάντα σεμνός, θα ρωτήσει τη μοίρα του στην ώρα της ανάγκης: «Θελω^ έξιστορήσαι μοίραν εν χρεία τύχης», και όχι να προεξοφλεί και να καυχιέται από πριν, όπως ο Ιππομέδοντας, ότι θα νικήσει.

Ένας ακόμη από τους, συνολικά επτά, στρατηγούς του Άργους, στην πέμπτη πύλη, πέμπτος στη σειρά, τάχθηκε την πόλη των Καδμείων να κουρσέψει, σε πείσμα του Δία: Βλαστά­ρι μάνας βουνίσιας ομορφόπαιδο, παιδάκι κι άντρας... ζυγώνει με άγρια ματιά. Είν’ ο Παρθενοπαίος, από την Αρκαδία στ’ Άργος μέτοικος: «μητρός εξ όρεσκόου/ βλάστημα καλλίπρωρον, άνδρόπαις άνήρ/ ...γοργόν δ ομμ ’ εχων προσίσταται/ Παρ- θενοπαΐος Α ρκά ς.../ μέτοικος ’Ά ρ γ ει» (532-548). Αντίπαλό

Page 195: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ = 20 1

του ο Ετεοκλής θα παρατάξει τον γενναίο Άχτορα, αδερφό του Υπέρβιου...

Οι έξι αρχηγοί των Αργείων σκοτώνονται. Κι ο Ιίτεοκλής ετοιμάζεται ν’ αντιμετωπίσει τον αδερφό του. Για μια στιγμή μονάχα φαίνεται να σταματάει. Εκδηλώνει πρώτα το μίσος κατά του αδερφού του, του Πολυνείκη, αλλά και την απελπισία του για τη γενιά του: «Τ2 θεομανές τες καί θεών μέγα στύγοςJ ώ 7ταν- δάκρυτον άμον Οίδίπου γένος'/ ώμοι, πατρος δη νυν άραϊ τ ε­λεσφόροι./ Ά λλ ’ οντε κλαίειν οϋτ όδύρεσθαι πρέπει,/ μή καί τεκνωθτ) δυσφορώτερος γόος./ ’Έπωνύμφ δε κάρτα, Πολυνεί­κη λέγω,/τάχ είσόμεσθα τούπίσημ οποι τελ ε ί» (653-659). [Ω γενιά οδηγημένη στη μανία απ’ τους θεούς, οι οποίοι τόσο σε μ ι­σούν, ω γενιά του Οιδίποδα -γενιά μου- πολύ αξιοδάκρυτη, αλί­μονο μου, τώρα πραγματοποιούνται πια οι κατάρες του πατέρα μου. Μα ούτε να κλαίω ούτε εγώ να οδύρομαι μου πρέπει, μη και χειρότερός μου γεννηθεί ένας γιος... Γ ι ’ αυτόν που τόσο αξίζει το όνομά του, για τον Πολυνείκη, το έμβλημά του γρήγορα θα δούμε ώς πού θα πραγματοποιηθεί]. Εδα) ο ποιητής ερμηνεύει τη λέξη Πολυνείκης ως πολύ καβγατζής (από το νείκος).

Τώρα ο Ετεοκλής συνέρχεται. Το έγκλημα που πρόκειται να διαπράξει είναι ταυτόχρονα και καθήκον του. Πέφτει αδάκρυτος στον αγώνα. Αφού θα πεθάνει, να διατηρήσει τουλάχιστον τη στρατιωτική του τιμή. Με τον θάνατό του θα εξαφανιστεί η γε­νιά που ο Απόλλωνας έχει καταραστεί. Σε λίγο τα δύο αδέρφια κείτονται νεκρά!

Με τον θάνατο του Ετεοκλή φαίνεται η σκηνή ν’ αδειάζει. Η γενιά του Λάιου έχει πια νικηθεί και η Άτη υψώνει το τρόπαιό της στην πύλη των Οηβών, μπροστά στην οποία έπεσαν τα δύο αδέρφια. Η εκδίκηση του Απόλλωνα έχει ολοκληρωθεί!

Είναι τούτο το έργο μια τραγωδία που περικλείει κορυφαίες ποιητικές στιγμές του μέγιστου, ανά τους αιώνες, Αισχύλου, ο οποίος θεωρούσε ως μεγαλύτερη ανθρώπινη αρετή τη ρώμη και την παλικαριά στον πόλεμο (στον εθνικό αγώνα).

Page 196: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

202 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ο Ετεοκλής, ο ήρωας της τραγωδίας, παν’ απ’ όλα βάζει το συμφέρον της πατρίδας, έστω κι αν πρέπει ο ίδιος (το διαισθάνε­ται, το ξέρει) να καταστραφεί, υποταγμένος σ’ ό,τι έταξε η Μοίρα: «Θεών δίδόντων ούκ αν εκφύγοις κακά» (719). [Δεν τα ξεφεύγεις τα κακά που οι θεοί μας στέλνουν], λέει ο ίδιος, πριν φύγει με ορμή στο κάλεσμα της Μοίρας, ακολουθούμενος από τη φρουρά του...

Κατά τον θεοσέβαστο Αισχύλο, οι πράξεις των ανθρώπων δεν είναι παρά η εκτέλεση της βούλησης των θεών: «Έ χουσι μοίραν λαχόντες οι μέλεοι/ διοδότων λάξεων'/ ύπο δε σώμα- η γάς/ ττλοϋτος άβυσσος εστα ι» (947-950). [Οι δύστυχοι για μοίρα έλαχαν τις συμφορές απ’ τους θεούς δοσμένες* και κάτω απ’ τη γη ως θά V το σώμα τους αμέτρητο θενά V το βιος τους].

Βάδισε ακάθεκτος ο Ετεοκλής εναντίον του αδερφού του Πο­λυνείκη, γενναιόκαρδος και υπάκουος στη θέληση των θεών, προς τον θάνατο. Είναι συνταρακτικό το μοιρολόγι που λέει ο Χορός, χωρισμένος σε δύο ημιχόρια:

Ημιχόριο Α': « ΐία ιθ ε ίς επαισας» (961).[Χτυπήθηκες και χτύπησες].

Β': « Σ υ δ’ εθανες κατακτανών» (962).[Πέθανες αφού σκότωσες].

Α : «ΑορΙ δ’ εκανες» (963).[Με το δόρυ σκότωσες].

Β ’: «ΑορΙ δ’ έθανες» (964).[Με το δόρυ πέθανες].

Α : «Π ρο? φίλου εφθισο» (970).[Από δικό σου αφανίστηκες].

Β': «Κ α ί φίλον έκτανες» (971).[Δικό σου αφάνισες].

Α : «Τάλαι; γένος » (993).[Ω η τρισάθλια γενιά].

Page 197: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ 2<Μ

Β': αΤάλανα παθόν» (994).[Τρισάθλια που έπαθε].

Α : «Ίώ , ίώ δυστόνων κακών άναζ» (999).[Ιώ, ιώ! πολυστένακτων κακών βασιλιά].

Β': «Ίώ , πάντων πολυπονωτάτω» (1000)[Ιώ! απ’ όλους πιο αξιοθρήνητε στη συμφορά].

Η δύναμη της Ερινύας, δηλαδή της κατάρας, που επέφερε με την αλληλοκτονία των δύο αδερφών τον όλεθρον όλου του οίκου των Λαβδακιδών, αποτελεί την κύρια έννοια της τραγωδίας.

Όσον αφορά δε τη γνώμη του ποιητή για τους σύγχρονούς του πολιτικούς, εμφανίζονται οι λεγόμενοι περί του Αμφιάραου, οι οποίοι όμως υπαινίσσονται τον Αριστείδη. «Ου γάρ δοκεϊν άριστος, άλλ’ είναι θέλει,/ βαθεΐαν άλοκα διά φρενος καρ- πούμενοςJ εξ ής τά κεδνά βλαστάνει βουλεύματα./ Τούτω σοφούς τε κάγαθούς άντηρέτας/ πέμπειν επαινώ* δεινός ος θεούς σ έβει» (592-599). [Γιατί θέλει όχι να φαίνεται άριστος αλλά να είναι, κι απ’ το βαθύ του νου του αυλάκι παίρνει ωφέ­λεια απ’ όπου οι ευγενικές αποφάσεις βλαστάνουν. Σ ’ αυτόν σο­φούς κι αντρείους αντίμαχους να στείλεις, κρίνω’ τι φοβερός τους θεούς όποιος τιμάει].

Page 198: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ικ€Τΐδ€5$

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ το αρχαιότερο από τα σωζόμενα έργα του Αισχύλου. Δεν είναι γνωστός ο ακριβής χρόνος της σύνθε­σής της. Πιθανολογείται ότι γράφτηκε μάλλον μεταξύ των ετών 495-485. Εδώ ο Χορός είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής του έργου.

Η υπόθεση διαδραματίζεται στο Άργος. Τα πρόσωπα του έργου είναι ο Δαναός, βασιλιάς των Αργείων, ένας κήρυκας από την Αίγυπτο, οι 12 Δαναΐδες-Ικέτιδες, που αποτελούν τον Χορό, και οι ακόλουθές τους.

Ο Αισχύλος έγραψε αυτή την τραγωδία εμπνευσμένος από ένα σχετικό μύθο, ο οποίος περιληπτικά έχει ως εξής: Ο Δίας ερω­τεύεται την Ιώ, ιέρεια της Ήρας στο Άργος. Η Ήρα ζηλεύει και μεταμορφώνει την Ιώ σε αγελάδα. Ο Δίας, μετά απ’ αυτό, μετα­μορφώνεται σε ταύρο και συνεχίζει τις ερωτικές του σχέσεις με την Ιώ. Η Ήρα εξοργίζεται και στέλνει στην Ιώ τον οίστρο (βοΐ- δόμυγα). Η Ιώ, τρομαγμένη και παραληρώντας, γυρίζει σε Ευ­ρώπη και Ασία χωρίς να μπορεί να σταθεί κάπου για να γεννήσει το παιδί του Δία. Κάποτε φτάνει στην Αίγυπτο. Εκεί γίνεται ε­πιτέλους η συνάντηση με τον Δία. Εκείνος την ακουμπάει στο μέτωπό της κι αμέσως η Ιώ παίρνει μορφή ανθρώπινη, ηρεμεί και γεννάει τον Έπαφο, παιδί της ((Επαφής» και του Δία. Από τον Έπαφο κατάγονται οι βασιλιάδες της Αιγύπτου.

Οι δισέγγονοι του, ο Δαναός και ο Αίγυπτος, γεννάνε, ο κα­θένας, από 50 παιδιά. Ο πρώτος 50 κορίτσια, τις Δαναΐδες, κι ο δεύτερος 50 αγόρια, τους Αιγυπτιάδες.

Οι Αιγυπτιάδες, για να κληρονομήσουν και τα βασιλικά δι-

Page 199: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΙΚΕΤΙΔΕΣ 2()S

καιώματα του Δαναού, θέλουν να παντρευτούν τις εξαδέρφες τους, τις Δαναΐδες. Εκείνες όμως δεν δέχονται και οι δύο οικογέ­νειες βρίσκονται αντιμέτωπες. Στον πόλεμο, νικιέται ο Δαναός και για να σωθεί καταφεύγει με τα κορίτσια του στο Άργος. Οι Πελασγοί -κάτοικοι της Αργολίδας- δέχονται να δώσουν άσυλο στους φυγάδες.

Στο μεταξύ, φτάνουν στο Άργος καταδιώκοντάς τους και οι Αιγυπτιάδες. Ο Δαναός προσποιείται ότι υποχωρεί και παντρεύ­ει τα κορίτσια του με τ ’ αγόρια του αδερφού του. Τη νύχτα του γάμου όμως, κάθε Δαναΐδα, μ ’ εντολή του πατέρα της, πνίγει τον νεαρό σύζυγό της. Μόνο η Τπερμνήστρα δεν υπακούει κι από το γάμο της με τον Λυγκέα κατάγεται η γενεά των βασιλιάδων του Άργους. Από τότε και μετά, οι Πελασγοί ονομάζονται Δαναοί.

Σ ’ αυτόν το μύθο, ο Αισχύλος έδωσε πνοή τονίζοντας ιδιαίτε­ρα ορισμένα σημεία. Αρχικά αναφέρεται με λεπτομέρειες στις ταλαιπωρίες που πέρασε η Ιώ' για να φανεί πως τη γενιά του Δαναού βαρύνει σκληρή μοίρα και ότι θα υποστεί γι ’ αυτό βα­ριές συμφορές. Ταυτόχρονα όμως τη θέτει και υπό την προστα­σία του Δία, ο οποίος πάντα επεμβαίνει και σώζει τους απογό­νους του, αλλά μόνο όταν φτάσουν στο έσχατο σημείο της δυ­στυχίας.

Η άφιξη των Δαναΐδων στο Άργος αναγκάζει τον βασιλιά να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα δικαίου: Ο Δαναός, λόγω της κα­ταγωγής του, έχει το δικαίωμα να βρει άσυλο στην πατρίδα της μάνας του. Όμως, η παρουσία του εκεί θέτει σε κίνδυνο τη χώ­ρα. Ποιο είναι το δίκαιο; Το πρόβλημα αυτό απασχολεί τον βα­σιλιά σ’ ολόκληρο σχεδόν το πρώτο μέρος του έργου. Τελικά, υ­ποχρεώνεται να σεβασεί το κλαδί της ικεσίας που οι φυγάδες έ­χουν εναποθέσει στον βωμό των θεών της πόλης. ΔΑΝΑΟΣ: « Κ ρεϊσσον δε πύργου βωμός, άρρηκτου σάκος. Ά λλ ’ ώς τά ­χιστα β ά τε.../ ίκτηρίας! σεμνώς εχουσαι» (180). [Καλύτερη από πύργο ασπίδα άθραυστη είν" ο βωμός. Μπρος, βιαστείτε, τα κλαδιά κρατώντας της ικεσίας σας], λέει στις κόρες του.

Page 200: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

20 6 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ο βασιλιάς του Άργους επιλέγει τελικά τον πόλεμο με τα παιδιά του Αίγυπτου από την τιμωρία για ασέβεια προς τους θε­ούς. Εξάλλου, από την όλη παρουσίαση των συναισθημάτων των Δαναΐδων, τόσο στις Ικετώες όσο και στα σωζόμενα αποσπά- σματα των δύο άλλων τραγωδιών της τριλογίας (Αιγύπτιοι και Δαναΐδες), ο ποιητής κάνει φανερό ότι οι Δαναΐδες δίκαια αντι­στέκονται μπροστά σ’ έναν αναγκαστικό γάμο, γιατί τέτοιος γάμος αποτελεί αμάρτημα. Είναι ενδεικτικός ο διάλογος μεταξύ Χορού και βασιλιά του Άργους:

ΧΟΡΟΣ: «Ώς* μη γένωμαι δμωίς Αίγυπτον γ ίν ε ι» (322).[Να μη γίνω στη γενιά του Αίγυπτου εγώ σκλάβα].

ΒΑΣΙΛΙΑΣ: «ΤΙότβρα κατ εχθραν, ή το μη θέμις λέγεις; » (323) [Για ποιο λόγο, από έχθρα ή σαν ανόσιο το κρίνεις;]

ΧΟΡΟΣ: «Τις* δ’ αν φίλονς δνοιτο τονς κεκτημένονς\ » (324).[Μα ποιος θ’ αγόραζε τους φίλους του γ ι ’ αφέντες;]

Μπορούμε να θεωρήσουμε το έργο τούτο το πρώτο από τα γνωστά μας φεμινιστικού χαρακτήρα, στο οποίο οι ίδιες οι γυναί­κες θέλουν ν’ αποφασίσουν για τον γάμο τους. Περικλείεται εδώ η πρωτοποριακή για την εποχή ιδέα: το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να διαθέτει ελεύθερα και με τη δική του θέληση τον εαυτό του.

Όμως, οι Δαναΐδες ξεπερνούν το δίκαιο, βλαστημούν εναντίον του ίδιου του γάμου και του φυσικού νόμου ο οποίος έταξε τον γάμο σαν σκοπό της ζωής. Ακούμε λοιπόν από τον Χορό των Δαναΐδων: «Σ π έρμα σεμνάς μέγα μα/τρος εύνάς/ ανδρών, €€,/ άγαμον άδάματον έκφνγεΐν. / Ει δε μη, μελανθες/ ήλιό- κτνπον γένος/ τον γάιον, τον πολνξενώτατον,/ Ζήνα των κεκμηκότων/ ίξόμεσθα σνν κλάδοις, άρταναις θανονσαι,Ι μη τνχονσαι θεών Ό λνμπίω ν» (141-150). [Σπέρμα μεγάλο σεβα­στής μητέρας ’γώ, τ ’ αντρίκια τ ’ αγκαλιάσματα, ω, λεύτερη να ξεφύγω, κι από του γάμου το ζυγό! Ειδεμή, το μελαψό, το λιο- καμένο γένος στον γήινο και τον πολυφιλόξενο τον Δία των νε­

Page 201: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

κρών θε να κατέβουμε με τα ικετήρια τα κλαδιά νεκρές από κρε μάλα, αφού οι Ολύμπιοι θεοί δεν μας εισάκουσαν].

Έτσι, μόνο η Τπερμνήστρα, που παράκουσε την εντολή του πατέρα της, δεν αμαρτάνει, σώζεται από την οργή του με την επέμβαση της Αφροδίτης και γνωρίζει την ευλογία με την από­κτηση παιδιών. Απ’ αυτήν κατάγεται το γένος των Ηρακλει- δών. Οι αδερφές της υποχρεώνονται να παντρευτούν όποιον άντρα τις νικήσει σε αγώνα δρόμου. Και δεν ξεφεύγουν μεν από τη μοί­ρα του γάμου, μένουν όμως στείρες, σύζυγοι άσημων αντρών.

Στις Ικέτιδες, όπως και στην Ορέστεια, κεντρική ιδέα, ή κα­λύτερα μία από τις κεντρικές ιδέες, παραμένει η ιερότητα του γάμου. Την υπόθεση συνιστούν το αμάρτημα των Δαναΐδων και η δίκαιη κρίση. Μια άλλη κεντρική ιδέα αποτελεί η ικεσία των άδικα κατατρεγμένων ανθρώπων, των αγνών κοριτσιών, που πα­λεύουνε για τη λευτεριά τους.

Ο Χορός, απευθυνόμενος στον βασιλιά του Άργους: «Φ ρό- ντισον καί γενον/ πανδίκως ευσεβής πρόξενος'/ τον φυγάόα μή προόωςJ τάν εκαθεν έκβολαΐς/ όυσθέοις όρμέναν'/.../ γνώθί δ’ ΰβρίν άνέρων/ και φύλαξαι κότον» (418-427). [Φρό­ντισε και δίκια ολότελα εσύ γίνε ευσεβής, συ φιλοξενητής* μην προδώσεις τον φυγάδα, που απ’ τους άθεους κατατρεγμούς ξε­σηκώθηκε από μακριά... νιώσε των αρσενικών την ύβρη και φυ­λάξου απ’ την οργή].

Και κάποιες φράσεις με ξεχωριστή σημασία: Οι σύγχρονοι Έλληνες, που δεν μπορούν να προβλέψουν το αύριο, λένε συνή­θως: ((Άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου». Οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν: «Δ ιός Ιμερος' ούκ εύθήρατος έτύχθη» (86). [Το θέλημα του Δία, ανεξιχνίαστο].

Ο Δαναός χαρακτηρίζει τους Αργίτες οργίλους: «Τ ό τήόε κάρτ επίφθονον γένος» (201). [Γιατί πολύ εδώ οργίλοι είναι οι άνθρωποι]. Στους αδύναμους δεν ταιριάζει το θράσος: « Θρασύ- στομεΐν γάρ ού πρέπει τους ήσσονας» (203). Αυτό το λέει ο Δαναός στις κόρες του.

Page 202: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

208 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Και οι αρχαίοι πίστευαν πως στον Άδη κανείς δεν θα ξεφύ- γ ε ί’ στον καθένα θ’ απονεμηθεί το δίκαιο που του πρέπει: «Ουδέ μη V "Αώου θανών φύγη» . « Κ άκβΐ δικάζα τάμπλα- κήμαθ\ ώς λόγος,/ Ζευς άλλος εν καμουσιν ύστάτας δίκας» (228-231). [Μήτε και νεκρός στον Άδη θα ξεφύγει... Κι εκεί δι­κάζει Δίας άλλος, καθώς λένε -ο Αισχύλος υπαινίσσεται τις Πυ­θαγόρειες και τις Ορφικές διδασκαλίες- τ ’ ανομήματα].

Τ ’ αφιερώματα στους θεούς είναι καλόδεχτα μόνο αν προέρ­χονται από ανθρώπους αγνούς: «Ίεροδόκα.../ θεών λήματ άπ άνδρος άγνοϋ» (350-351). [Τ' αφιερώματα στους θεούς καλόδε­χτα, αν απ’ ανθρώπους είν’ αγνούς]. Αυτά τα λέει ο Χορός στον βασιλιά του Άργους. Ο τελευταίος ειρωνεύεται τους Αιγύπτιους που πίνουν μπίρα, ενώ αυτός πίνει μόνο κρασί: « Ά λ λ ’ άρσενας τοι τήσδε γης οικήτορας/ εύρήσετ ου πίνοντας εκ κριθών μέ- θυ» (940-941). [Μα αρσενικούς και σε τούτη εδώ τη γη θα βρεις, και που δεν πίνουνε κρασί αυτοί από κριθάρι].

Την τριλογία -με το ένα θέμα της οποίας ασχοληθήκαμε- ακολουθούσε σαν ευχάριστη κατάληξη το σατυρικό δράμα Αμν- μώνη. Σ ’ αυτό, όταν η πεντηκόντορος του Δαναού προσορμί­στηκε στην Αργολίδα, την Αμυμο)νη την έστειλε ο πατέρας της να βρει και να τους φέρει νερό. Στο δρόμο, απαντάει μια ομάδα αναιδών σατύρων. Φωνάζει: Βοήθεια! Και παρουσιάζεται ο ΓΙο- σειδώνας. Διώχνει τους σατύρους και, παρά την αρχική αντί­σταση της κόρης, την κατακτά. Για να την ευχαριστήσει που υπέκυψε σ’ αυτόν, κάνει να πηδήσουν μέσ’ από την άνυδρη γη χίλιες πηγές.

Και στο σατυρικό τούτο δράμα τιμωρείται η ακολασία και θριαμβεύει ο δημιουργικός έρωτας.

Page 203: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Προμηθεύς Δεσμώτης%.

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ ΜΕΡΟΣ τριλογίας που είχε την εξής σειρά: Προμηθενς Δεσμώτης. Προμηθενς Λυόμενος και Προμηθενς Πνρφόρος. Άγνωστος είναι ο χρόνος σύνθεσης της τριλογίας. Το 472 π.Χ., ο Αισχύλος είχε πάρει μέρος στους δραματικούς αγώ­νες με τέσσερα έργα: Πέρσαι,, Φινεας, Γλαύκος Ποινιενς και Π ρο­μηθεύς. Το τελευταίο πρέπει, κατά πάσα πιθανότητα, να ήταν σατυρικό δράμα. Απ’ αυτό εμπνεύστηκε και συνέθεσε αργότερα την τριλογία. Ακόμη, το ύφος και η αρχιτεκτονική της σώζομε- νης τραγωδίας μαρτυρούν ότι πρόκειται για ώριμο έργο, που πλησιάζει την ωριμότητα της Ορεστειας.

Την υπόθεση άντλησε ο ποιητής από διάφορους θεογονικούς μύθους, προπάντων με τη μορφή που έδωσαν σ’ αυτούς οι Ορφι­κοί. Τα πρόσωπα του έργου είναι όλοι θεοί. Η ιδέα του δικαίου, της σωφροσύνης και του μέτρου, ακόμα και μεταξύ των θεών, δεν υπήρξε ανέκαθεν, αλλά δημιουργήθηκε με την πάροδο του χρόνου, μετά από διαδοχικά σφάλματα. Πρόκειται για έργο κο- σμογονικό. Πάσχει θεός από θεό (ισχυρότερο), πάσχουν θνητοί από θεούς, πάσχουν και συμπάσχουν θεότητες από θεούς, ή και ημίθεοι, ή και τιτανικές υπάρξεις.

Τα πρόσωπα της τραγωδίας είναι: Προμηθέας, Κράτος, Ήφαι­στος, Ωκεανός, Ιώ, Ερμής, Βία (βουβό πρόσωπο) και ο Χορός των Ωκεανίδων.

Τέσσερα πρόσωπα εμφανίζονται στον πρόλογο του έργου: Το Κράτος, ο Ήφαιστος, ο Προμηθέας και η Βία. Τα δύο πρώτα μιι- λούν, τα άλλα δύο παραμένουν βουβά. Το οδοιπορικό τους είναι: Όλυμπος-Σκυθική χώρα. Εκεί, και συγκεκριμένα στον Καύκασο,

14 - Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί

Page 204: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ο ΑΙΣΧΥΛΟΣ

σε έναν άγνωστο και απροσδιόριστο για τους θεατές τόπο, θα οδη- γηθεί το τραγικό θύμα, ο Προμηθέας, γιατί τόλμησε να σταθεί ενάντια στη βούληση του πατέρα των θεών και να γίνει φιλάνθρω­πος. Η διαταγή αντηχεί ανατριχιαστικά, επαναλαμβανόμενη από το Κράτος στον εκτελεστή Ήφαιστο, μέσα στην ερημιά του τοπί­ου: «Τόνδε ττρός πέτραις/ ύφηλοκρήμνοις τον λεωργον όχμά- σαι/ αδαμαντινών δεσμών εν άρρήκτοις πέδαίς» (4-6). [Και τον άνομο τούτο στα βράχια, στους ψηλούς γκρεμνούς να πεδικλώσεις μ ’ αλυσίδων ασύντριφτα δεσμά ατσαλένια]. Τρομερό είναι το δί­λημμα του Ήφαιστου. Οπωσδήποτε, μέσα του τελικά θα υπερι- σχύσει η επιθυμία του άνακτα Δία, πλην όμως τα ψυχικά συναι­σθήματα από τα οποία έχει κυριευτεί είναι αλλόκοτα και τον έχουν συνταράξει: «Έ γώ δ’ άτολμός είμι συγγενή θεόν/ δήσαι βία φάραγγι προς δυσχειμέρω» (14-15). [Εγώ όμως δεν τολμώ με βία να δέσω θεό που είναι συγγενής μου στο ανεμόδαρτο φα­ράγγι]. (Η μητέρα του Προμηθέα όπως και η μητέρα του Ήφαι­στου, Θέμιδα και Ήρα αντίστοιχα, ήταν κόρες του Ουρανού).

Απευθυνόμενος κατόπιν στον ίδιο τον Προμηθέα, του απαριθ­μεί τις συμφορές που θα τον βρουν και καταλήγει: «Ύοιαϋτ έπηύρου του φιλάνθρωπου τρόπου./ Θεό? θεών γάρ ούχ υπο- πτήσσων χόλον/ βροτοΐσι τιμάς ώπασας πέρα δίκης» (28- 30). [Αυτά εσύ κέρδισες γ ι ’ αγάπη των ανθρώπων. Θεός εσύ δε σκιάχτης θεών οργή και πρόσφερες πέρ’ από το δίκιο στους θνη­τούς τιμές]. Ο θαυμασμός του Ήφαιστου στον Προμηθέα είναι φανερός. Το Κράτος παρακολουθεί ανυπόμονα την απραξία του πρώτου και του ζητάει να υλοποιήσει την απόφαση το συντομό­τερο δυνατό, μήπως και τον ιδεί ο Δίας να αργοπορεί.

Αφού πρώτα καταραστεί την τέχνη του, γιατί εξαιτίας της γίνεται βασανιστής, υποχωρεί ο Ήφαιστος στο άχαρο έργο του, να καρφώσει και να δέσει με αλυσίδες επάνω στον βράχο τον τραγικό Τιτάνα. Κι αφού ολοκληρώσει, «'Ορας θέαμα δυσθέα- τον δμμασίν» (69). [Θέαμα ανυπόφορο στα μάτια βλέπεις] λέει στο Κράτος, που παρακολουθεί άγρυπνα.

Page 205: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΠΡΟΜΗΘΕΥΕ ΔΕΕΜΩΊΊΙΕ

Εδώ τελειώνει ο πρόλογος. Ο Τιτάνας μένει μόνος του με ~ν δεινά του. Αρχίζει τον μονόλογό του, διακόπτονται τη σιωπή του. Επικαλείται συμπαράσταση στο δράμα του, απευθυνόμενο: σ’ όλες τις φυσικές δυνάμεις: « Ω δΐος αιθήρ και ταχύπτερυι 7jv o a ij ποταμών τε πηγαί, ποντίων τε κυμάτων/ άνήριθμον γέλασμα, παμμήτόρ τε γη,/ και τον πανόπτην κύκλον ήλιου καλώ'/ ϊδεσθέ με ola πρός θεών πάσχω θεός» (88-92). [Ω αι­θέρα συ θεϊκέ και γοργοφτέρουγες πνοές, ποταμών πηγές, θα­λάσσιων σεις κυμάτων άπειρα χαμογέλια, Γη των πάντων μάνα, κι ήλιε μου παντοβλέφτη εσύ, ω σας καλώ, δείτε τί, θεός εγώ από θεούς τί πάσχω]. Η μεγαλοπρέπεια του ύφους, η αρχέγονη δύνα­μη, ο ποιητικός οίστρος αποκαλύπτουν το υψηλό και ανυπέρβλη­το έργο του μεγάλου τραγικού ποιητή.

Ο μάρτυρας-Τιτάνας αναρωτιέται πότε θα τελειώσουν τα βάσανά του, αλλά, στη συνέχεια, απαντά ο ίδιος πως κανένα πάθημα δεν θά ’ρθει απρόβλεφτο, αφού από πριν ξέρει ακριβώς τα πάντα που θα συμβούν: «Φευ φευ, το παρόν το τ έ π ερχό­μενον/πήμα στενάχω' πή ποτε μόχθων/ χρή τέρματα τώνδ" έπιτεΐλαι; Κ αίτοι τ ί φημι', πάντα προυξεπ ίσταμαι/ σκεθρώς τά μέλλοντ , ούδέ μοι ποταίνιον/ πήμ' ούδέν ήζει» (98-103). [Τωρινές συμφορές τρισαλίμονο, κι όσες άλλες στενάζω, μου μέλλονται, πότε πού τάχα μιαν άκρη θενά ’βρω; Κι όμως τί λέω; Όλα εγώ από πριν τα ξέρω ξάστερ’ όσά ’ναι για νά ’ρθουν, ουδέ θε με βρει καμιά συμφορά ανέλπιστη].

Ενώ συνεχίζει τον μονόλογό του ((οσφραίνεται» σαν κάτι το φοβερό να πλησιάζει' όμως οι επισκέπτες που φτάνουν πάνω σε φτερωτό άρμα, δηλαδή ο Χορός των δώδεκα Ωκεανίδων, έρχο­νται με φιλικές διαθέσεις. Σκοπός του ερχομού τους να του εκ- φράσουν τη συμπόνια τους και να του συμπαρασταθούν στις συμφορές του. Με τόλμη καταφέρονται κατά του Δία, ο οποίος: « Ν εοχμοις δε δή νόμοις Ζευς/ άθέσμως κρατύνει,/ τά πρϊν δε πελώρια νυν ά ιστοί» (158-160). [Με καινούριους νόμους ο Δίας άνομα κυβερνά και τα πριν μέγιστα τώρα ποδοπατά].

Page 206: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

2 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Τ ο ενδιαφέρον των θεατών γίνεται εντονότερο όταν ο Προμη­θέας στο μεταξύ αποκαλύπτει ότι κατέχει μυστικό που έχει σχέση με τη διατήρηση ή όχι της εξουσίας του πατέρα των θε­ών, και αυτό βέβαια θα εξαρτηθεί από την τακτική που θα εξα­κολουθήσει να τηρεί απέναντι του: «Χρείαν εξει μακάρων πρύτανις/ δεΐξαι το νέον βούλευμά ύφ δτου/ σκήπτρον τιμάς τ άποσυλάται» (180-182). [Την ανάγκη μου θά ’χει των μακάρων ο Κύριος να του δείξω την καινούρια απόφαση, πως θα χάσει εξου­σία και θρόνο].

Ο Χορός θαυμάζει την ελευθεροστομία του κι εκφράζει, εξαι- τίας της, φόβο για την τύχη του. Στο α' επεισόδιο, τον ρωτά ποιο είναι το φταίξιμό του κι εκείνος κατηγορεί για αχαριστία τον Δία: Ενώ ευεργετήθηκε από τον Προμηθέα, ρίχνοντας μαζί στο σκοτεινό του Τάρταρου βαθύ κρυψώνα τον Κρόνο και τους συμμάχους του, τον αντάμειψε με τη σκληρή αυτή τιμωρία, για­τί μόνος του τόλμησε: « ’Έξελυσάμην βροτους/ τδ μή διαρραι- σθέντας εις "Αώου μολεΐν» (247-248): [Λύτρωσα τους θνητούς απ’ το να πάνε στάχτη στον Άδη]. Οι άνθρωποι έτρεμαν μπρος στον φόβο του θανάτου, γιατί η ζωή τους ήταν σύντομη. Ο Προ­μηθέας τους έδωσε ελπίδες για ζωή και πέρα από τον θάνατο. Τους χάρισε την ελπίδα της αιωνιότητας.

Η παρακοή του Προμηθέα είναι μια συνειδητή και υπεύθυνη πράξη: «Θνητούς y έπαυσα μή προδέρκεσθαι μόρον» (260). [Έπαψα στους θνητούς τον φόβο του θανάτου]. Όμως πρόσφερε στους θνητούς κι άλλο σημαντικό δώρο; «Πρός· τοΐσδε μέντοι πυρ εγώ σφιν ώπασα» (264). [Κι ακόμα, τη φωτιά εγώ τους δώρισα]. Με τούτο το μεγάλο δώρο πολλές θα μάθουν τέχνες, λέει ο Προμηθέας. Παραδέχεται πάντως ότι θεληματικά αμάρ­τησε και δεν το αρνιέται: «Έ κώ ν εκών ήμαρτον, ούκ άρνήσο- μ α ι» (278).

Τώρα παρουσιάζεται ο Ωκεανός, αδερφός του Προμηθέα, από την ίδια μητέρα, τη Γη, πάνω σε άρμα που το σέρνει ένας γρυ- παετός. Θέλει να πείσει τον Προμηθέα να συνδιαλλαγεί με τον

Page 207: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΠΡΟΜΠΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ 2

Δία και του δηλώνει ότι μπορεί ν’ αναλάβει τον ρόλο του μεσο­λαβητή, με την προϋπόθεση πως θα πάψει ο Προμηθέας να προ- καλεί τον πατέρα των θεών. Ο Προμηθέας υπενθυμίζει στον νέο συνομιλιητή του τη σκληρότητα του Δία απέναντι και σε δύο άλλους Τιτάνες, που συμμετείχαν στην εγκαθίδρυση του ((κρά­τους» του Δία, τον Άτλαντα και τον Τυφώνα. Η ((ανταμοιβή» που πήραν ήταν: Ο μεν Άτλαντας «εστηκε κίον ουρανού τε καί χθονός/ ώμοις έρείδων, άχθος ούκ εύάγκαλον» (361-362). [Στέκει στηρίζοντας στους ώμους την κολόνα ανάμεσα ουρανό και γη, φρικτό φορτίο]. Τον δε Τυφώνα κατακεραύνωσε ο Δίας και τον καταπλάκωσε με ογκώδη όρη κάτω από τα οποία βγάζει γοερές κραυγές. Διώχνει λοιπόν ο Προμηθέας τον Ωκεανό, ο οποίος του λέει πως δεν πρόκειται για χάρη του να γίνει εχθρός του Δία.

Ενώ το άρμα του Τιτάνα Ωκεανού απομακρύνεται, ανάερες και χορεύοντας κυματιστά οι Ωκεανίδες ψάλλουν τα παθήματα του Προμηθέα: ((Θρηνούμε την ολέθρια μοίρα σου, βρέχοντας με υγρές νεροσυρμές τα μάγουλά μας. Κλαίμε για σένα και τους ομοαίματους αδελφούς σου, για τον Δία την αλαζονική που έδει­ξε σε μας δύναμη». Ολοκληρώνει τον θρήνο ο χορός των Ωκεανί- δων με τη θαυμάσια επωδό: «Ύποστενάζεί/βοα be πόντιος κλύδων/ ξυμπίτνων, στένει βυθός J κελαινός "Αώος ύποβρέ- μει μυχός γάς,/παγαί θ’ άγνορύτων ποταμών/στένουσιν άλγος οίκτρόν» (442-447). [Και συμπονώντας ο πόντος βογκά, στενάζει ο βυθός, κρυφανταριάζουν βαριά τα μαύρα της γης κα­ταχθόνια και με τ ’ αγνά ρέματά τους θρηνούν των ποταμών οι πηγές στου φρικτού μαρτυρίου σου την ψυχοπόνια].

Μετά από μακρά σιωπή, στο βί επεισόδιο, ο Προμηθέας απα­ριθμεί τα δώρα του, μετά τη φωτιά, που πρόσφερε στους ανθρώ­πους. Τους δίδαξε, λέει λογική: « Ώς· σφας νηπίους όντας το πρίν/ εννους έθηκα καί φρένων έπη βόλους» (455-456). [Ως ή­ταν βρέφη πριν τους έβαλα μυαλό και λογισμό]. Οικοδομική τέ­χνη, αστρονομία, μαθηματικά, γλώσσα, ναυτική τέχνη.

Page 208: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

4 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Παρ’ όλ’ αυτά: « Τ οιαϋτα μηχανήματ έξευρών τάλας/ βρο- τοΐσιν, αυτός ούκ εχω σόφισμ' οτω τής νυν τταρούσης πη- μονής άπαλλαγώ» (480-483): [Μα ο άμοιρος! ενώ ηύρα τέτοιες σοφές τέχνες για τους ανθρώπους, τίποτα για με τον ίδιο δεν έχω να σωθώ απ’ αυτές τις συμφορές μου]. Κι εξακολουθεί απαριθ­μώντας το πλήθος των ευεργεσιών του: Ιατρική, φαρμακολογία, μαντική, μεταλλοτεχνία...

Σε παρέμβαση του Χορού, κατά την οποία εκφράζεται η ελ­πίδα πως αφού λυθεί απ’ τα δεσμά δεν θα έχει λιγότερη δύναμη απ’ τον Δία, ο Προμηθέας απαντά ότι η Μοίρα ορίζει τα πολλά παθήματα που θα υποστεί ώστε τελικά ν’ απαλλαγεί από τα δεινά. Μπροστά στον έκπληκτο θεατή, ο Αισχύλος, μέσω του Προμηθέα, αποκαλύπτει μιαν άλλη θεότητα, ανώτερη κι απ’ τον Δία. Είναι η μοίρα, η ειμαρμένη, το πεπρωμένο, το γραφτό: « Μ οϊραι τρίμορφοι μνήμονές τ 'Έρινύες» (528). [Οι τρεις οι μοίρες κι οι Ερινύες που δεν ξεχνάνε]. Δεν είναι λοιπόν ο Δίας το απόλυτο, δεν είναι άρα αλάθευτος ούτε ανίκητος. Μόνο έτσι έχει νοήμα η πράξη του Τιτάνα, αφού γνωρίζει και κατέχει το όπλο με το οποίο θ’ αντιμετωπίσει τον πατέρα των θεών και θ’ απαλ­λαγεί από τα δεινά. Έντονος ο προβληματισμός και θαυμαστή η ευρηματικότητα του μεγάλου τραγικού, με την οποία κορυφώνε- ται το ενδιαφέρον του θεατή.

Παρ’ όλα αυτά, στον Χορό πλανάται διάχυτος ο φόβος. Τα λόγια του αποπνέουν τρομερή υποταγή: «Μ ηδάμ’ ό ττάΐ'τα i e- μων/ θεΐτ έμα γνώμα κράτος άντίτταλον Ζευς» (538-539). [Μη μ ’ αξιώσει αντίδικη τη δύναμή του ο Δίας όπου τα πάντα κυβερνά να στήσει στη δική μου γνώμη ενάντια].

Την προσφορά του Προμηθέα στους θνητούς θεωρεί αστόχα­στη ενέργεια, αφού δεν περιμένει καμιά ανταπόδοση. «Φ ερε πώς χάρις άχάρις, ώ/ φίλος; eiW, ττού re? αλκά,/ w έφαμε- ρίων άρηξις; » (554-556). [Άδωρο δώρο η χάρη τους· τί τ ’ όφε­λος αλήθεια και ποια απ’ τους λιγόζωους βοήθεια;]

Η μεταστροφή του Χορού στις διαθέσεις του απέναντι στον

Page 209: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ

πατέρα των θεών, έχει δημιουργήσει ένα διαφορετικό κλίμ*. Ακριβώς αυτήν τη στιγμή του δράματος, μπαίνει η Ιώ (εύρημα θαυμάσιο του ποιητή). Κουρελιασμένη, ξιπόλητη, αλλοπαρμένη, με τερατώδη μορφή, μεταμορφωμένη σε δαμαλίδα, με δύο κέρα­τα στο μέτωπο. Αναρωτιέται πού βρίσκεται και ξεσπάει σε μα­νιακές κραυγές από τις κεντριές της βοϊδόμυγας που την ακο­λουθεί μέρα νύχτα, του οίστρου. (Όπως είναι γνωστό, η Ήρα την έχει μεταμορφώσει σε δαμαλίδα από ζήλια γιατί την ερω­τεύτηκε και την έκανε δική του ο Δίας. Ο τελευταίος μεταμορ­φώθηκε σε ταύρο, την ακολούθησε και την άφησε έγκυο. Διω γ­μένη η Ιώ από τον οίστρο, περιπλανήθηκε σε διάφορες χώρες, φτάνοντας στην Αίγυπτο, όπου συνάντησε τον Δία* εκείνος, αφού την απάλλαξε πρώτα από τον οίστρο της Ήρας, της έδωσε την πρώτη της μορφή και τα λογικά της και αφού την ακούμπη- σε με το χέρι του στο μέτωπο, γέννησε τον Έπαφο).

Η Ιώ διεκτραγωδεί την κατάντια της, έχοντας μπροστά της ένα άλλο μεγάλο θύμα της αλαζονείας του Δία, τον μάρτυρα Προμηθέα. Δεν τον γνωρίζει. Όταν όμως εκείνος αναφέρει το όνομα του πατέρα της Ίναχου και αποκαλύπτεται, του ζητάει συμπαράσταση και να της πει την αιτία των παθών του: « ?Ω κοινον ωφέλημα θνητοϊσιν φανείς/ τλήμον Τίρομηθεϋ, του δ ί­κην πάσχεις τά δε;» (624-625). [Ω εσύ που εφάνης ευεργέτης στους θνητούς, δύστυχε Προμηθέα, γιατί εσύ πάσχεις τούτα;]

Ο Χορός της ζητάει ν’ αφηγηθεί, πρώτη εκείνη, το μαρτύριό της. Η Ιώ διηγείται ντροπαλά τις περιπέπειές της: Πώς είχε υπνο­φαντασίες, πώς την έδιωξε ο πατέρας της, πώς ο Δίας την έκα­νε δική του, πώς η θεά Ήρα τη μεταμόρφωσε σε δαμαλίδα στέλνοντάς της ταυτόχρονα τον οίστρο και τον Αργό, τον άγριο βουκόλο με τ ’ αναρίθμητα μάτια που την καταδιώκουν.

Σειρά τώρα του Προμηθέα να προφητέψει και να συσχετίσει το μέλλον το δικό της με τη δική του απαλλαγή από το μαρτύ­ριο, ικανοποιώντας ταυτόχρονα και την επιθυμία του Χορού να μάθει. Εκείνος περιγράφει με λεπτομέρεια την επικείμενη περι­

Page 210: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

6 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

πλάνησή της σε χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρι­κής. Εκείνη ακούει τα μελλούμενα και εύχεται ένα λυτρωτικό θάνατο. Ο Προμηθέας θεωρεί μοναδική ελπίδα για τη σωτηρία και των δύο την πτώση του Δία από τον θρόνο. Ωστόσο, προφη­τεύει πως ο δικός του λυτρωμός συνδέεται με τη δική της μοίρα, γιατί από την Ιώ και τον Δία θα γεννηθεί στην Αίγυπτο ο Έπαφος. Ο δέκατος τρίτος απόγονος του Έπαφου θα λυτρώσει τον Προμηθέα από τα πάθη του. Πρόκειται για τον Ηρακλή, αλ­λά το όνομά του δεν αναφέρεται ρητά στην προφητεία.

Ο Χορός των Ωκεανίδων, ακούγοντας πιο πριν τον Προμηθέα να περιγράφει τα βάσανα και την τρομερή πορεία που υποχρεώ­νεται η Ιώ να υποστεί από την Ήρα, προβληματίζεται, καθεμιά, ακόμα και στη σκέψη να νυμφευθεί σύζυγο τον Δία ή άλλο θεό: «Μ,ψτοτε μήττοτέ μ \ ώ/ Μόίραι μακραίωνες, λεχέων Δώς εννάτειραν Γδοισβε ιτελούσαν/ μηδε πλαθείην γαμέτα π νϊ των εξ ούρανοϋ» (905-908). [Ποτέ, ποτέ μου εμένα, ω Μοίρες, στου Δία το κρεβάτι σύζυγο άμποτε να μη με βλέπατε, μήτε να πλησιάζω εγώ γαμπρό από τους ουράνιους]. Για μένα, καταλή­γει ο Χορός, ταιριαστός μόνο ο γάμος ο άφοβος, έστω και μ ’ έναν ξωμάχο δουλευτή, παρότι είναι δύσκολη η κατάσταση αν υπάρ­ξει επιθυμία του Δία: «Ύάν Διό? γάρ ούχ όρώ/ μήπν οττα φεν- γοιμ> ά ν» (918-919). [Γιατί δεν βλέπω πώς θα ξέφευγα τη βου­λή του Δία].

Ο Προμηθέας εξακολουθεί να εκφράζεται ελεύθερα κατά του Δία, ενώ ο Χορός παρακολουθεί με φόβο τα συμβαίνοντα. Εκείνος αδιαφορεί, λέγοντας πως δεν πρόκειται να πεθάνει ο ίδιος: «Τ ι δ’ άν φοβοίμην ω θανεΐν ού μόρσιμον\ » (946). [Τί να φοβούμαι α­φού δεν πρόκειται να πεθάνω;]. Δεν έχει τον φόβο του θανάτου γιατί είναι αθάνατος! Όμως, από πόνο δεν είναι απαλλαγμένος. Και αυτή ακριβώς είναι η τραγωδία του. Να πονά αιώνια, χωρίς να μπορεί να πεθάνει! Ολοφάνερη είναι τώρα πια η διαφωνία με­ταξύ Χορού και τραγικού Τιτάνα. Ο Χορός είναι της γνώμης πως σοφοί είν’ εκείνοι που ταπεινά σκύβουν μπρος στην Αδράστεια

Page 211: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ

(=θεά της εκδίκησης* ταυτίζεται επίσης με τη θεά Νέμεση, από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει). Ο ΙΙρομηΟέας τηρεί σκληρή και ασυμβίβαστη στάση, εκφράζεται δε ταυτόχρονα με περισσή ειρωνεία. « Σέβου, προσεύχου, θώπτε τον κρατοϋντ αεί. ΈμοΙ δ’ ελασσον Ζηνος ή μηδέν μ έλε ι» (950-951). [Σέβου, προσεύχου, χάιδευε πάντα σου εκείνον που κρατά την αρχή* μα ε­γώ τον Δία πιο λίγο ψηφώ κι απ’ το μηδέν].

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, πετώντας, παρουσιάζεται με τα φτερωτά του πέδιλα ο Ερμής, ψηλά, στ’ αριστερά του Προμη­θέα. Ο Προμηθέας ξέρει ότι είναι πιστός υπηρέτης του νέου τυ­ράννου, δηλαδή του Δία* γ ι ’ αυτό και δεν δίνει και τόση σημα­σία στον ερχομό του. Ο Ερμής αμέσως ζητά από τον Προμηθέα ν’ αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό που κατέχει και που θα κρίνει την τύχη του πατέρα του. Εκείνος απαντά ειρωνικά: «Σ εμ ν ό - στομός γε και φρονήματος πλέως/ ό μϋθός εστιν, ώς θεών υπηρέτου» (966-967). [Μεγαλόστομα λόγια κι έπαρση γιομάτα, καθώς ταιριάζουν στων θεών τον υπηρέτη]. Του λέει ακόμη ότι δεν φοβάται κανένα και ότι το καλύτερο που θα είχε να κάνει θα ήταν να γυρίσει πίσω στ’ αφεντικό του.

Η ((απρεπής» αυτή στάση του Προμηθέα απέναντι στον Ερμή μπορεί σίγουρα να δικαιολογηθεί με το σκεπτικό ότι εκεί­νος είναι ένας μεγαλειώδης αγωνιστής, που έχει βασανιστεί όσο κανείς άλλος, προσφέροντας φιλανθρωπία. Ο Ερμής, αντίθετα, είναι ένας απλός διεκπεραιωτής (γραφειοκράτης, με τη σημερι­νή έννοια) του νέου καθεστώτος. Ακολουθεί ένας πεισματώδης διάλογος, με τολμηρές εκφράσεις κι απ’ τα δύο μέρη. Ο Ερμής τον συμβουλεύει να ((βάλει μυαλό» ενώ ο Προμηθέας του λέει ό­τι μισεί όλους ανεξαίρετα τους θεούς, όσοι είδαν καλό απ’ αυτόν κι έτσι άδικα του το πληρώνουν. Ακόμη, ότι δεν υποκύπτει σε ε­κβιασμούς οσοδήποτε μεγάλοι κι αν είναι αυτοί!

Και τότε ξεσπάει η οργή του πατέρα των θεών μέσω του απεσταλμένου του Ερμή. Εκείνος απαριθμεί τις συμφορές που θα ακολουθήσουν. Είναι γνωστές οι μέθοδοι των τυράννων για

Page 212: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

8 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

να επιβάλουν τη θέλησή τους: «Πρώτα μεν yap όκρίδα/ φά- ραγγα βροντή καί κεραύνια φλογΐ/ πατήρ σπαράζει τήνδε, καί κρύψει δέμας/ το σόν, πετραία δ’ άγκάλη σε βαστάσει» (1030-1033). [Πρα)τα την άγρια φάραγγα ετούτη με βροντές κι αστροπελέκια θα σπαράξει ο πατέρας μου και το κορμί σου βα­θιά μέσα στα ρέπια θα καταχωνιάσει].

Παρεμβάλλεται ο Χορός, παίρνοντας το μέρος του Ερμή, και επαναλαμβάνοντας τις θέσεις του* μεγαλώνει η εντύπωση από τη στάση του Τιτάνα. Είναι τελείως μόνος!

Από εκείνες τις δυνάμεις που είχε παρακαλέσει -στον πρόλο­γο-- να συμμεριστούν τα πάθη του, τώρα, ζητάει, απ’ αυτές τις ίδιες, να ξεσπάσουν πάνω του! Έχει εγκαταλειφθεί απ’ όλους. Είναι απόλυτα μόνος, αλλά αθάνατος!

Όμως, στη συνέχεια, και πάλι ο Χορός αλλάζει στάση. Απο­φασίζει να μείνει μαζί του. Θεωρεί την εγκατάλειψη προδοσία.

Η φρικτότερη περιπέτεια του μάρτυρα Τιτάνα αρχίζει: «Κ α ί μήν εργω κούκέτι μύθω/ χθων σεσάλευται./ Βρυχία δ’ ήχω παραμυκάται/ βροντής» (1094-1097). [Όχι πια με λόγια μα ιδού αληθινά που τραντάζεται η γης και μαζί μουγκανιέται βαρύ της βροντής τ ’ αντιλάλημα].

Το βαθύ παράπονο του φιλάνθρωπου Προμηθέα, που είναι καρ­φωμένος πάνω στον βράχο, εκδηλώνεται σαν επίκληση του γιου προς τη μητέρα Γη-Θέμιδα (^ισορροπία), αλλά και προς τις αρ­χές της δημιουργίας, και στον αιθέρα Ουρανό και στους προπά­τορες: «^Ω μητρος έμής σέβας, ώ πάντων/ αιθήρ κοινον φάος είλίσσωνJ έσορας μ ’ ώς εκδικα πάσχω» (1105-1107). [Μα ω μητέρα μου εσύ σεβαστή, και ω που συ μες στο φως τυλίγεις αι­θέρα, το παν, πόσον άδικα δείτε με πάσχω].

Ολόκληρο το έργο είναι μια διαμαρτυρία ενάντια στην αδικία και τη βία, μια κραυγή για να λάμψει μέσα στο έρεβος το φως, κι απ’ τα Τάρταρα, όπου θενά γκρεμιστεί, να ξανάβγει στο φως και να λευτερωθεί ο θεός φιλάνθρωπος (ο ευεργέτης των ανθρώ­πων), ο Δεσμώτης θεός (και Άνθρωπος), ο Προμηθέας.

Page 213: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ 2 I Ο

Τελειώνουμε αναφέροντας μια θεωρία σύμφκυνα με την οποία το έργο Προμηθέας Δεσμώτης είναι μια πολιτική παραβολή: Δ ί­νεται μ ’ αυτήν η ευκαιρία στον Αισχύλο να καταφερΟεί έμμεσα εναντίον των μεταρρυθμίσεων που είχε την πρωτοβουλία να κά­νει ο Εφιάλτης, ηγέτης του δημοκρατικού κόμματος. Ο ποιητής υπερασπίζεται τους παλιούς θεσμούς και θεωρεί τους νέους ανε­λεύθερους.

Page 214: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Αγαμέμνων%.

ΕίΝ Α Ι ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ της μόνης τριλογίας που μας διασώθη­κε ολόκληρη από την αρχαιότητα κι η οποία είναι γνωστή ως Ορέστεια. Παρουσιάστηκε το 458 π.Χ. μαζί με το σατυρικό δρά­μα Πρωτενς και πήρε το πρώτο βραβείο. Στη ((διδασκαλία» που διασώθηκε αναφέρεται: «'Έδιδάχθη τό δράμα έπϊ άρχοντος Φ ιλοκλβους Όλυμπιάδι ττ erec β '· πρώτος Αισχύλος Άγαμε - μνονι, Χοηφόροι, Εύμενισι, Πρω τεΐ σατυρικά)' έχορήγει Ξε- νοκλής Άφιδναΐος».

Η Ορέστεια δεν είνα απλώς η μόνη τριλογία που έχουμε από την αρχαιότητα, αλλά και το μοναδικό δείγμα τριλογίας με κοι­νή υπόθεση. Μετά τον Αισχύλο, οι τριλογίες, τις περισσότερες φορές, ήταν απλά συμπαρουσίαση ξεχωριστών ως προς την υπό­θεσή τους τραγωδιών, μαζί με ένα σατυρικό δράμα.

Το δράμα λαμβάνει χώρα μπροστά στ’ ανάκτορα των Ατρειδών, στο Άργος. Τα πρόσωπα του έργου είναι: Ο Φύλακας, ο Χορός των Αργείων γερόντων προεστών, η Κλυταιμήστρα, ο Κήρυκας, ο Αγαμέμνονας, η Κασσάνδρα, ο Αίγισθος.

Η υπόθεση έχει ως εξής: Σ ’ ένα δωμάτιο των ανακτόρων διανυκτερεύει ο φύλακας* περιμένει να ιδεί, χρόνια τώρα, τη φλό­γα η οποία, από κορφή σε κορφή, θα λάμψει και θ’ αναγγείλει την άλωση της Τροίας. Μονολογώντας, θρηνεί τη μοίρα του α­νακτόρου: «Κ λα ίω τότ οϊκου τοϋδε συμφοράν στενών» (18). [Κλαίω τις συμφορές τούτου του σπιτιού, στενάζω].

Από κείνη τη στιγμή γίνεται πλέον αισθητή η αγωνία που χαρακτηρίζει το κλίμα ολόκληρης της τριλογίας. Το φως λάμπει και ο φύλακας το χαιρετάει με συγκίνηση. Με φωνές αναγγέλ­

Page 215: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

λει τη χαρμόσυνη είδηση: «Ίου ίου./ Άγαμέμνυνος γνναικ) σημαίνω τορώς/ βύνης επαντείλασαν ώς τάχος δόμοις/ ολυ- λυγμον εύφημοϋντα ττ/δε λαμπάδι/ έπορθιάζειν, ehrep Ίλιον πόλις/ έάλωκεν, ώς ό φρυκτός άγγέλλων πρέπ ει» (26-30). [Ιδού! ιδού! Κράζω εγώ τη γυναίκα του Αγαμέμνονα ευθύς να σηκωθεί απ’ το στρώμα και κραυγή χαράς απ’ το παλάτι για τη λάμψη τούτη να υψώσει, αν του Ιλίου η πόλη πάρθηκε στ’ αλή­θεια, ως θέλει ν’ αναγγείλει αυτή η φωτιά].

Θέλει ακόμη πιο έντονα να εκφράσει ο φύλακας τη χαρά του, απευθυνόμενος σε πολλούς, ώστε ν’ αναγγείλει τη μεγάλη είδη­ση. Όμως, η διαμορφωμένη κατάσταση με την Κλυταιμήστρα και τον εραστή της Αίγισθο στο παλάτι του στρατηλάτη Αγα­μέμνονα, τον αναγκάζει να περιοριστεί στα πιο αναγκαία. Δεν μπορώ άλλο να μιλήσω, λέει: «Βοΰς* επί γλώσση μέγας/ βέβη- κεν» (36-37). [Πατάει μεγάλο βόδι τη γλώσσα μου], που σημαί­νει: Η γλώσσα μου δεν είναι λεύτερη.

Ο φύλακας πάει προς το παλάτι, ενώ στην ορχήστρα κατευ- θύνονται οι δώδεκα γέροντες προεστοί της πόλης, που αποτε- λούν τον Χορό. Τούτοι αγνοούν το γεγονός, αν και είναι βέβαιοι ότι, σύμφωνα με το δίκαιο, οι Έλληνες θα νικήσουν. Όμως, θυ­μούνται τα μαντέματα του Κάλχα* βλέπουν ότι πολλά απ’ αυτά έχουν εκπληρωθεί και ανησυχούν για τα υπόλοιπα. Φοβούνται μήπως η Κλυταιμήστρα εκδικηθεί για τη θυσία της Ιφιγένειας. Δεν εκδηλώνεται όμως φανερά ο Χορός. Στρέφεται προς το πα­λάτι, παρατηρεί κάποιες αξιοπρόσεκτες κινήσεις και με περιέρ­γεια ρωτάει τη βασίλισσα που βρίσκεται μέσα: «Σ ύ δε, Τυ^δά- ρεω/ θύγατερ, βασίλεια Κλυταιμήστρα,/ τ ί χρέος; τ ί νέο ν; τ ί δ’ έπαισθομένη,/ τίνος αγγελίας/ πειθοΐ περίπεμπτα θυοσκεϊς;/ πάντων δε θεών τών αστυνόμων,/ ύπάτων, χθονίων,/ τών τε θυραίων/ τών τε Αγοραίων,/ βωμοί δώροισι φλέγονται» (83- 91). [Κι εσύ, του Τυνδάρεω θυγατέρα, βασίλισσα Κλυταιμήστρα, τί νέα μαθαίνεις, τί σου συμβαίνει; ποιαν αγγελία πληροφορήθη- κες και παντού θυσίες προστάζεις; Γιατί όλων των θεών της πό­

Page 216: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

2 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

λης μας, των ουράνιων και των χθόνιων και των σπιτιών και της αγοράς μας οι βωμοί με τα δώρα σου ανάψανε].

Το γεγονός ανεπίσημα είναι πλέον φανερό: Το Ίλιον έπεσε! Και ο Χορός συμπεραίνει: «Ιή να δε τις προφρόνως επινίκια κλάζων/ τεύζεται φρένων το παν'/ τον φρονεΐν βροτούς όδώ/ σαντα, τον πάθει μάθος/ θέντα κυρίως εχειν'/ στάζει δ’ άνθ’ ύπνου προ καρδίας/ μνησιπήμων πόνος' καί παρ ά/κοντας ήλθε σωφρονεΐν» (161-166). [Μα όποιος στο Δία ολόψυχα τα επινίκεια ψάλλει, τα πάντα με φρόνηση πετυχαίνει... τι άνοιξε της φρόνησης δρόμους στους θνητούς, βάζοντας κύριο νόμο: το πάθος μάθος* και στάζει, και στον ύπνο, στην καρδιά πόνο, που κάνει να θυμάσαι, κι αθέλητα φρόνηση να φέρνει].

Εμφανίζεται η Κλυταιμήστρα και ανακοινώνει την άλωση της Τροίας: «Πριάμου γάρ ήρήκασιν Άργεΐοι πόλιν» (252). [Του Πρίαμου, οι Αργείοι, την πόλη πήρανε!]

Σύμφωνα με το αρχαίο κείμενο, ο Ήφαιστος έστειλε πρώτα τη λάμψη από το Ίλιο: « ’Ίδης· λαμπρον έκπέμπων σέλας», η Ίδα άναψε φωτιά στον κάβο Ερμή της Λήμνου, τρίτη φωτιά ακο­λούθησε στον Άθω, στο βουνό Μάκιστο της Εύβοιας η επόμενη, η πέμπτη φωτιά στο βουνό Μεσσάπιο της Βοιωτίας, η έκτη στην κορφή του Κιθαιρώνα, στο Αιγίπλαγκτο όρος της Κορινθίας η έ­βδομη, με τελευταία εκείνη που άναψε στο Αραχναίο όρος.

Η βασίλισσα φαντάζεται τη λεηλασία της ιερής πόλης και την άδικη θυσία τόσων αθώων θυμάτων. Φοβάται μήπως οι νι­κητές, ξεπερνώντας τα όρια του δικαίου, εγκληματίσουν.

Ο Πάρις τιμωρήθηκε για την αμαρτία του. Τ ι θα συμβεί αν αμαρτήσουν και οι τιμωροί του;

Ο Χορός αρχίζει να εξυμνεί την επιτυχία των Ελλήνων. Όμως, σιγά, σιγά, λιγοστεύει τους ύμνους, συμμεριζόμενος τις ανησυχίες της Κλυταιμήστρας. Φτάνει και ο κήρυκας, πριν από τον Αγαμέμνονα, και αναγγέλλει και αυτός τα κατορθώματα των Ελλήνων. Οι φόβοι της Κλυταιμήστρας δεν ήταν αδικαιολό­γητοι. Η τρικυμία που σκόρπισε τα πλοία των Ελλήνων δείχνει

Page 217: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

ότι, αφ’ ενός, έχουν οργιστεί οι θεοί κατά των Ελλήνων, αφ' ετέ ρου ότι ο Αγαμέμνονας γύρισε μόνος του, χωρίς τον Μενέλαο, ο οποίος μπορεί να τον γλίτωνε από τον βέβαιο τώρα θάνατό του. Ο Αισχύλος, στο σημείο αυτό, εξηγεί ότι οι θεοί δεν φέρνουν τ η δυστυχία στους θνητούς από φθόνο. Τιμωρούν μόνο όσους έχουν διαπράξει αδικήματα: «Τον δ’ έπίστροφον τώνδε/ φώτ άδικον καθαιρεϊ./ Οϊος και ΤΙάρις έλθών/ ές δόμον τον ’Ατρείδαν/ 7]σχυνε ξενίαν τράπε/ζαν κλοτταΐσι γυναικος» (378-383). [Τον άδικο τον άντρα ο θεός τον τιμωρεί. Καθώς ο ΙΤάρης που ήρθε στο σπίτι του Ατρείδη και το φιλόξενο τραπέζι του ντρόπιασε με της γυναίκας του την αρπαγή].

Φτάνει τώρα ο νικητής στρατηλάτης και με απλοϊκότητα αφηγείται την υπερβολική εκδίκησή του κατά των Πριαμιδών. Έρχεται να φέρει τάξη στο Άργος. Η Κλυταιμήστρα τον υποδέ­χεται με ψεύτικη γλυκύτητα. Διατυμπανίζει την αγάπη και τη χαρά της για την επιστροφή του. Κάποια υποψία περνά από τη σκέψη του Αγαμέμνονα: «Αήδας γένεθλον, δωμάτων έμών φύλαξJ απουσία μεν ειττας εικότως εμ?}' / μακράν γάρ έξέτει- νας' άλλ’ έναισίμως/ αίνεϊν, παρ άλλων χρή τόδ’ ερχεσθαι γέρας» (888-891). [Της Λύδας γέννα, φύλακα εσύ του σπιτιού μου, ωσάν της απουσίας μου μίλησες το μάκρος* κι απλώθηκες πολύ' μα τα παινέματα, σωστά για νά ’ναι, απ’ άλλους πρέπει νά ’ρχονται].

Τ ι τραγική ειρωνεία! Τον καλεί να μπει στ’ ανάκτορο βαδί­ζοντας σαν θεός πάνω σε πορφυρένιο χαλί.

Εκείνος, δείχνοντας ταπεινοφροσύνη, δέχεται την πρόσκληση της συζύγου του. Μπαίνει στο ανάκτορο κι εκείνη τον ακολουθεί βγάζοντας θριαμβευτική κραυγή!

Ο Χορός κατέχεται από ανεξήγητο τρόμο, αγωνίζεται να απαλλαγεί από το φοβερό προαίσθημα από το οποίο έχει κατα­ληφθεί και προσπαθεί να δώσει κάποια ερμηνεία.

Η Κασσάνδρα, που ακολουθεί, προλέγει την τύχη των Ατρει­δών. Θεωρεί βέβαιο τον θάνατο του Αγαμέμνονα και δίκαιη τ ι­

Page 218: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

2 2 4 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

μωρία του για την καταστροφή της Τροίας. Κι εφόσον πια η Τροία παίρνει εκδίκηση δεν φοβάται να πεθάνει. Μπαίνει στο ανάκτορο, όπου την περιμένει η Κλυταιμήστρα.

Ακούγεται η κραυγή του Αγαμέμνονα και παρουσιάζεται η Κλυταιμήστρα, που καυχιέται για το έγκλημά της. Σκότωσε τον δολοφόνο της Ιφιγένειας: « Ά λ λ ’ έμόν εκ τοΰδ’ ερνος άερ- θένJ την 7τολύκλαυτόν τ / Ίφιγενείαν, /αξία δράσας άξια πά- σχων, μηδέν εν '' Κιδου μεγαλαυχείτω , / ζιφοδηλήτω/ θανάτω τείσας άττερ ερξεν» (1503-1508). [Μα το βλαστάρι μου αφού αυτός μου πήρε, την πολύκλαυτη την Ιφιγένεια, ως άξια έκανε, άξια και πάσχει. Κι ας μη μεγαλοπιάνεται στον Άδη. Τ ι πλήρω­σε με το σπαθί αυτό που είχε αρχίσει].

Προηγουμένως, αμέσως δηλαδή μετά το έγκλημα για το οποίο καυχιέται, που το ολοκλήρα)σε με τη δολοφονία και της Κασσάνδρας, ο Χορός απειλεί και την ειρωνεύεται για το θράσος της: «Μ εγαλόμητις e l j περίφρονα δ’ ελακε?, ώσπερ ούν/ φο- νολιβεΐ τύχα φρήν επιμαίνεται/ λίβος επ' όμμάτων αίματος έμπρεπει» (1403-1406). [Μεγαλοπιάνεσαι, αλαζονικά λαλάς, ω­σάν ο νους σου, περιχυμένος απ’ το φόβο, να ταράζεται, και να θαρρεί στο μέτωπο στολίδι την κηλίδα από το αίμα].

Στις απειλές του Χορού εκείνη απαντάει με απειλή ότι ο Αί- γισθος είναι στο εξής ο υπερασπιστής της: «Οΰ μοι Φόβου μ έ­λαθρον ελπίς έμπατεΐ,/ έως αν αϊθη πυρ εφ’ εστίας έμής/ Κ ίγι- σθος, ώς το πρόσθεν ευ φρονών εμοίΊ οϋτος γάρ ήμϊν άσπϊς ού σμικρά θράσους» (1412-1415). [Δεν θα μπει φόβος μες στο παλάτι, στην εστία μου όσο θ’ ανάβει φωτιά ο Αίγισθος, φροντί­ζοντας αυτός ως πρώτα' γιατί είναι τούτος θάρρους μου μεγάλη ασπίδα].

Ο παράνομος έρωτάς της, ο κυνισμός με τον οποίο θριαμβο­λογεί και βρίζει τα δύο θύματά της, δηλαδή και την Κασσάνδρα, η ζήλια και το μίσος της, την κάνουν εγκληματία. Έχει ξεπερά- σει τα όρια του δίκαιου και θα τιμωρηθεί.

Ο Χορός με αγωνία ζητάει να βρει τον ένοχο τόσων έγκλημά-

Page 219: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ^

των του οίκου των Ατρειδών. Η Κλυταιμήστρα προσπαθεί να δι καιολογηθεί. Τώρα κατέχεται από φόβο κι αυτή. Αισθάνεται κου­ρασμένη και θέλει να γαληνέψει. Παρουσιάζεται όμο ς ο Αίγισθος και με τα λόγια του και την όλη του στάση φανερώνει ποιο τίμη­μα πρέπει τώρα να πληρώσει η Κλυταιμήστρα για τα εγκλήμα- τά της. Σε παρατήρηση του Χορού για τη δειλή στάση που τή­ρησε ο Αίγισθος, επειδή, παρόλο που εκείνος μελέτησε τον θά­νατο, δεν προχώρησε ο ίδιος στην εκτέλεση, ο Αίγισθος λέει: «Τ ό γάρ δολώσαι προς γυναικος ήν σαφώς'/ εγώ δ’ ύποπτος εχθρός ή παλαιγενής» (1613-1614). [Γιατί ταιριάζει στη γυναί­κα ο δόλος, βέβαια, κι εγώ θενά ’μουν ύποπτος, εχθρός παλιός].

Η Κατάρα βαραίνει το παλάτι των Ατρειδών κι υπάρχει κά­ποιος άτεγκτος κι αδυσώπητος θεός, ο Δαίμονας του καταραμέ­νου αυτού σπιτιού, που αξιώνει: φόνο για τον φόνο.

Κι η Κλυταιμήστρα δεν είναι μια κακούργα βασίλισσα, φιλό­δοξη, αυταρχική και ζηλιάρα (απέναντι στην Κασσάνδρα), που προμελέτησε κι εκτέλεσε τον φόνο του Αγαμέμνονα, αλλά Όργανο της Θείας Δίκης (=της Δικαιοσύνης), όπως άλλωστε ισχυ­ρίζεται και η ίδια και το πιστεύει. Μα και ο Αισχύλος ακόμα φαίνεται να το παραδέχεται, με τα λόγια της Κλυταιμήστρας προς τον Χορό:

Αύχεΐς είναι τοδε τούργον έμόν' μή δ’ έπιλεχθής' Κγαμεμν ον ίαν είναι μ άλοχον* φανταζόμενος δέ γυναικι νεκρού τουδ’ ό παλαιός δριμυς άλάστωρ Άτρέως χαλεπού θοινατήρος τονδ’ απέτεισεν, τέλεον νεαροΐς έπιθύσας.

(1475-1482)

[Πως είναι δικό μου τούτο το έργο επιμένεις! Μα μη θαρ­ρείς του Αγαμέμνονα η σύζυγος εγώ πως είμαι: ο παλιός

15 - Οι τοι-ι: ut-γάλοι τραγικοί

Page 220: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

220 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

φοβερός εκδικητής του σκληρού συμποσιαστή Ατρέα τον εσκότωσε με τη μορφή γυναίκας του νεκρού αυτού, σφά­ζοντας ώριμον άντρα για κείνα τα παιδιά].

Ας λάβουμε υπόψη ότι ο Ατρέας, γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, ήταν βασιλιάς των Μυκηνών και ιδρυτής του οίκου των Ατρειδών. Ένα από τα πολλά ανομήματά του ήταν και τού­το: Για να εκδικηθεί την απιστία του αδερφού του Θυέστη, ο οποίος συνδέθηκε ερωτικά με τη γυναίκα του Αερόπη και επι- βουλεύτηκε τον θρόνο, του παρέθεσε δείπνο στο οποίο για φαγη­τό του προσέφερε ψημένα κρέατα των τεσσάρων παιδιών του: Τάνταλου, Αγλαού, Ορχομενού και Καλαού. Πάντα κατά την παράδοση, ο Θυέστης αναγνώρισε τί έτρωγε όταν ανακάλυψε στον πάτο του πιάτου του τα χέρια των παιδιών του. Τα δείπνα τούτα, που έμειναν ονομαστά ως ((Θυέστεια δείπνα», βλέποντάς τα ο ήλιος μετέστρεψε τον δρόμο του, κατά τους Ρωμαίους ποι­ητές! Μετά το έγλημα αυτό, η μεν Αερόπη ρίχτηκε στη θάλασ­σα, ο δε Θυέστης δολοφονήθηκε.

Page 221: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Χοηφόροι%

-Α.ΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ, μετά τον Αγαμέμνονα, τμήμα της τρι- λόγιας της Ορέστεκχς. Το έργο λαμβάνει χώρα στο παλάτι των Ατρειδών, εκεί δηλαδή που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα του πρώτου μέρους της τριλογίας. Τώρα όμως έχει προστεθεί και έ­νας μικρός τύμβος: ο τάφος του Αγαμέμνονα.

Τα πρόσωπα είναι: ο Ορέστης, ο Πυλάδης, ο Χορός των Χοηφό­ρων γυναικών, η Ηλέκτρα, ο υπηρέτης, η Κλυταιμήστρα, η Πα­ραμάνα και ο Αίγισθος. Βουβά πρόσωπα είναι οι ακόλουθες της Κλυταιμήστρας και υπηρέτες.

Πρώτος κάνει την εμφάνισή του στη σκηνή ο Ορέστης. Ε ί­ναι πια δέκα οκτώ χρονώ. Γυρίζει μετά από εφτά χρόνια απου­σίας, για να διεκδικήσει τα δικαιώματα του θρόνου. Και όχι μό­νο* ο Απόλλωνας στους Δελφούς τον έχει διατάξει να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του. Μαζί του έχει και τον φίλο του τον Πυλάδη.

Είναι πια αποφασισμένος για τη μεγάλη εκδίκηση. Είναι μια επιταγή που την υπαγορεύει ακόμη και ο ίδιος ο Πλάτωνας, ο μεγάλος φιλόσοφος: «Έάι^ δ’ ό προσήκων εγγύτατα μή έπεξίη τω παθήματα το μίασμα ώς εις αύτον περίεληλυθός, του πα- θόντος προστρεπομένου τήν πάθην» (Νόμοι 866Β). [Κι αν ο πλησιέστερος συγγενής αμελήσει να μηνύσει τον δράστη για τον φόνο, θα είναι σαν να περιήλθε το μίασμα σ’ αυτόν μέσ’ από το θύμα που ζητά την επανόρθωση για το πάθημά του].

Ο Ορέστης πηγαίνει στον τάφο του πατέρα του, του Αγαμέ­μνονα, κλαίει και αφήνει λίγα απ’ τα μαλλιά του τα ξανθά. Ε π ι­καλείται τον χθόνιο Ερμή και ζητάει τη βοήθειά του. Όταν βλέπει

Page 222: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

όμως τον Χορό των Χοηφόρων γυναικών, μ ’ επικεφαλής την Η- λέκτρα, να πλησιάζει προς τα κει, κρύβεται. Κατ’ εντολή της Κλυταιμήστρας, η Ηλέκτρα έρχεται να προσφέρει χοές στον τάφο του Αγαμέμνονα. Και τούτο γιατί η βασίλισσα είναι ανήσυχη* εί­δε ένα εφιαλτικό όνειρο την τελευταία νύχτα και προσπαθεί με τις προσφορές της αυτές να εξευμενίσει τον νεκρό και να γλιτώσει την εκδίκηση. Όμως η πορεία του δράματος έχει προδιαγράφει.

Η Ηλέκτρα βλέπει τα μαλλιά πάνω στον τάφο και καταλα­βαίνει ότι ο Ορέστης έχει έρθει.

Εκείνος τότε παρουσιάζεται και ακολουθεί η αναγνώριση. Ε ί­ναι συγκινητική η στιγμή: « ?Ω φίλτατον μέλημα δώμασιν πα- τρόςJ δακρυτος ελπίς σπέρματος σωτηρίου J άλή πεποιθώς δώμ’ άνακτήση πατρός./ "Ώ τερπνον όμμα τέσσαρας μοίρας εχον! εμοί* προσαυδάν δ’ εστ άναγκαίως εχον! πατέρα σε, καί το μητρος ες σέ μοι ρέπει/ στέργηθρον — ή δε πανδίκως έχθαίρεται —/ καί τής τυθείσης νηλεώς όμοσπόρου J πιστός δ’ αδελφό? ήσθ\ εμοί σέβας φέρων» (235-243). [Ω συ γλυκιά στα πατρικά τα δώματα έγνοια, ελπίδα πολυδάκρυτη βλαστού σω­τήριου, με πίστη εσύ στη δύναμή σου, το παλάτι το πατρικό θα ξαναπάρεις! Μάτια μου! τέσσερα αγάπης μερίδια που μού ’χεις: χρέος μου, πατέρα μου να σ’ ονομάσω, και μητέρας -που δίκαια τη μισώ- σε σένα η στοργή μου πέφτει, και της αυτάδερφης, που αυτή θυσιάστηκε ανελέητα κι αδερφός είσαι πιστός, τον σε­βασμό μου φέρνεις].

Αγκαλιάζονται με κλάμα κι εκείνη του λέει να δράσει χωρίς αναβολή. Έχει με το μέρος του το δίκιο και τη μυϊκή του δύνα­μη. (Κατά τον Ηρόδοτο, ο Ορέστης, που ο τάφος του ήταν στην Τεγέα, είχε ύψος επτά πήχες!) Για να πετύχει, πρέπει να εξα­σφαλίσει τη βοήθεια του μέγιστου Δία και η νίκη είναι δική του: «Μόνο?* Κράτο? τε καί Δίκη συν τω τρίτω / πάντων μεγί- στω ΖηνΙ συγγένοιτό μ ο ι» (244-246).

Ο Χορός, με τη σειρά του, επιθυμεί να συμπαρασταθούν και οι μοίρες, μιλάει όμως και για το χρέος της εκδίκησης: « Α λ λ ’

Page 223: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΧΟΗΦΟΡΟΙ =- λ

ώ μεγάλαι Μοίρας Αιόθεν/ τήδε τελευτάν,/ τ) το δίκαιοί’ μετα­βαίνει./ 'Αντί μεν έχθράς γλώσσης εχϋρά/ γλωσσά τελείαΟω, τούφειλόμενον/ πράσσουσα Αίκη μεγ Λυτεϊ'/ άντι δε πλ?/γ?/\' φονιάς φονίαν/ πληγήν τινέτω * δράσαντα παθεϊνJ τριγέρων μϋθος τάδε φωνεϊ» (308-316). [Αλλ’ ω μεγάλες Μοίρες, που με τη χάρη του Δία τα πάντα τελειώνετε εκεί όπου το Δίκιο φέρνει. Η γλώσσα η εχθρική με γλώσσα εχθρική ν’ αντιπληρώνεται!, βροντοφωνάζει η Δίκη, ζητώντας τ ’ οφειλόμενο... Και φονικό ένα χτύπημα με φονικό να πληρώνεται χτύπημα* όποι ος κ ά ­νε ι να π ά θ ε ι ! Παμπάλαιος μύθος τούτα φωνάζει].

Η Ηλέκτρα ξεσπάει: « Αίκαν δ’ έξ άδικων απαιτώ'! κλΰτε δε Γά χθονιων τε τ ιμ α ϊ» (398-399). [Ενάντια στους άδικους ζη­τάω το δίκιο* ακούστε με, ω χθόνιες θεές, ω Γη].

Ο Ορέστης προσεύχεται στον Δία και του ζητάει να σώσει τη γενιά των βασιλιάδων, οι οποίοι τόσες εκατόμβες του έχουν προσφέ­ρει. Μετά, εξηγεί στην Ηλέκτρα και τον Χορό τους σκοπούς του.

Ο θεός Απόλλωνας του απαγορεύει να συμβιβαστεί με τους δολοφόνους. Αν δεν τους σκοτώσει, υπακούοντας στον θεό, θα πεθάνει ο ίδιος, όπως τον έχει προειδοποιήσει, μέσα σε φοβερά μαρτύρια. Εξάλλου, η διαταγή του θεού συμπίπτει με την επι­θυμία του Ορέστη. Επομένως, είναι έτοιμος ν’ αγωνιστεί. Πρέ­πει όμως να τα ετοιμάσει όλα για να εξασφαλίσει την επιτυχία.

Παρ’ όλα αυτά, τη στιγμή που ο Ορέστης πρόκειται να προ­χωρήσει στην πράξη, δειλιάζει.

Διστάζει μπροστά στη μητροκτονία. Ακόμη, προσπαθεί να αποδώσει στον νεκρό Αγαμέμνονα την πρέπουσα στους νεκρούς τιμή του θρήνου. Πρώτος ο Χορός θρηνεί και τον ακολουθούν ο Ορέστης και η Ηλέκτρα. Ο Αγαμέμνονας στον Άδη βρίσκει τη δύναμη και τα δικαιώματα των τιμημένων νεκρών. Τώρα πια πρέπει να οργιστεί κατά των φονιάδων του, για να βοηθήσει τον Ορέστη. Τα δυο αδέρφια ανεβαίνουν πάνω στον τάφο, χτυπούν τη γη με τα χέρια τους υπενθυμίζοντας επίμονα την καταισχύνη την οποία υπέστη ο νεκρός.

Page 224: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

230 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Η απελπισμένη κραυγή της Ηλέκτρας ηχεί ανατριχιαστικά: «Ί ώ ίώ δαΐα/ πάντολμε μήτερ , δαΐαις εν έκφοραΐς/ άνευ πο- Χιτάν άνακτ J άνευ δε πένθη μάτων/ ετλης άνοίμωκτον άνδρα θάψαι» (429-433). [Ιώ! ιώ! κακούργα, που όλα τα τόλμησες, μά­να, και με ξόδι εχθρικό, χωρίς τους πολίτες, τον βασιλιά, και χω­ρίς πένθος κανένα, τον άντρα σου άντεξες, άκλαυτο να τονε θά­ψεις!]

Στη συνέχεια, η δράση τώρα προχωρεί με καταπληκτική τα­χύτητα. Ο Ορέστης μεταμφιέζεται σε ταξιδιώτη και ζητάει φι­λοξενία στο ανάκτορο. Η Κλυταιμήστρα τον υποδέχεται. Όταν εκείνος της αναγγέλλει τον θάνατο (δήθεν) του παιδιού της (δη­λαδή του ίδιου), εκείνη υποκριτικά κλαίει και τον καλεί στο εσωτερικό του παλατιού.

Ο Χορός πείθει την τροφό του Αίγισθου κι εκείνη τον καλεί να έρθει στο παλάτι χωρίς την προσωπική του φρουρά. Μετά, ο Χορός πάλι επικαλείται τη βοήθεια των θεών να βρει ο Ορέστης τη δύναμη να σκοτώσει τη μητέρα του! « Ώ πότνια χθών καί πότνι ακτή! . . . / νυν ειτάκουσον, νυν έπάρηζον'/ νυν γάρ ακ­μάζει ΤΙειθώ δολίαν/ ξυγκαταβήναι, χθόνιον δ’ 'Έρμήν/ και τον νύχιον τοΐσδ’ έφοδεϋσαι/ ζιφοδηΧήτοισιν άγώσιν» (719- 726). [Ω Γη σεβαστή και σεβαστό του τύμβου χώμα, εισάκουσε τώρα και βόηθα... Γιατί τώρα είν’ η ώρα η Πειθώ η δολερή να κατέβει, αντάμα με τον Χθόνιο και τον Νύχτιον Ερμή, για να επιβλέψει στων φονικών σπαθιών τον αγώνα].

Έρχεται ο Αίγισθος, μπαίνει στο παλάτι και σχεδόν αμέσως βγαίνει ένας δούλος που, κατατρομαγμένος, αναγγέλλει τον θά­νατό του!

Η Κλυταιμήστρα βγαίνει από τον γυναικωνίτη και, αντικρί­ζοντας τον Ορέστη, γυρεύει όπλο να αμυνθεί. Μόλις όμως βλέ­πει το πτώμα του Αίγισθου, η οργή της μεταβάλλεται σε τρόμο. Πέφτει στα πόδια του παιδιού της και το παρακαλεί: «Έ γώ σ’ εθρεφα, συν δε γηράναι θέλω » (909). [Εγώ σ’ έθρεψα, μαζί σου θέλω να γεράσω]. Και ο Ορέστης της απαντά: «ΪΙατροκτο-

Page 225: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΧΟΗΦΟΡΟΙ 2

νοϋσα yap Συνοικήσεις εμ ο ί\» (910). [Φόνισσα του πατέρα μου αντά μου θα ζήσεις;]

Παρ’ όλα αυτά, ο Ορέστης διστάζει... Συνεχίζει τον διάλογο με τη μητέρα του* εκείνη τον αποκαλεί φίδι: «Ο ι ’γώ τεκονσα τόνδ’ οφιν έθρεφάμην» (929). [Αλίμονο που γέννησα κι ανάθρε­ψα ένα φίδι!] Και ο Ορέστης, πριν προχωρήσει στο φονικό, της λέει: <<'Έ*κανες ον ού χρήν, και το μή χρεών πάθε» (931). [Σκότωσες ως δεν έπρεπε, πάθε εσύ ως δεν πρέπει!]

Ο Εκδικητής φέρνει σε πέρας το έργο του! Η πόρτα του πα­λατιού ανοίγει και φαίνονται δύο πτώματα. Ο Ορέστης παρου­σιάζεται κρατώντας το πέπλο με το οποίο η Κλυταιμήστρα είχε πνίξει τον Αγαμέμνονα. Προσπαθεί να δικαιολογήσει την πράξη του και να διακηρύξει την αθωότητά του. Όμως, συμπληρώνει, πονώ για τα έργα, την ποινή και τη γενιά μου... τι απ’ τη νίκη μίασμα θά ’χω...: «Ά λγώ μεν έργα καί πάθος γένος τε παν! άζηλα νίκης τησδ’ εχων μιάσματα» (1018-1019). Και ο Χορός ολοκληρώνει: «Οϋτις μβρόπων άσινή βίοτον/ διά πάντ έντι­μος άμείψβι» (1020-1021). [Κανένας απ’ τους ανθρώπους ζωήν άβλαβη για πάντα ατιμώρητος δεν θα περάσει].

Ο Ορέστης σιγά σιγά χάνει τα λογικά του. Βλέπει μπροστά στα μάτια του τις Ερινύες.

Η τιμωρία αυτή τη φορά δεν αργεί. Όμως ο Χορός του εύχε­ται καλή τύχη, να τον φυλάει ο θεός και να τον σκεπάζει ευνοϊ­κά με το βλέμμα του: « Ά λ λ ’ εύτυχοίης, καί σ’ έποπτεύων πρόφρων/ θεος φυλάσσοι καιρίοισι συμφοραϊς» (1067-1068).

Τί θα συμβεί στον σωτήρα του οίκου των Ατρειδών;

Page 226: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

Ευμενίδες%.

Στο ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΛΟΓΙΑΣ της Ορέστειας (.Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες), έχουμε την κατακλείδα της ηθικής πορείας της ανθρωπότητας μέσα στο πλαίσιο της αθηναϊκής κοινωνίας, τον καιρό του ποιητή. Σε τούτο το έργο, ξεδιπλώνεται σε κλίμα θρησκευτικό η πάλη των παλιών νόμων με τους καινούριους, που θέλουν τώρα να παραμερίσουν τους παλιούς και να επιβληθούν. Σκληρή πάλη αδέκαστων νόμων, που έρχονται από τα βάθη των καιρών, με τους νέους, τους πιο μαλακούς, τους πιο ανθρώπι­νους... και με τη διαλεκτική πορεία, η πάλη αυτή καταλήγει σ’ ένα φωτεινό συμβιβασμό...

Οι Ερινύες, οι οποίες στην προηγούμενη τραγωδία (Χοηφό­ροι), είναι μόνο φαντάσματα που υψώνει η ταραγμένη συνείδηση μπροστά στον μητροκτόνο, εδώ παρουσιάζονται σαν πραγματι­κές θεότητες, που αγωνίζονται εναντίον του Απόλλωνα. Η δρά­ση τώρα πια περιορίζεται κυρίως μεταξύ των θεών.

Πρόσωπα της τραγωδίας είναι η Προφήτις (Πυθία), ο θεός Απόλ- λωνας, ο Ορέστης, το είδωλο της Κλυταιμήστρας, η θεά Αθηνά και ο Χορός των Ερινύων, που κατ’ ευφημισμό ονομάζονται Ευ­μενίδες. Η υπόθεση διαδραματίζεται μπροστά στον ναό του Α­πόλλωνα, στους Δελφούς.

Ο Ορέστης, καταματωμένος από το αίμα της μάνας του, κά­θεται ικέτης στον ναό και ζητάει να εξαγνιστεί. Ο Απόλλωνας, χύνει πάνω στα χέρια του αίμα μικρού γουρουνιού και το μίασμα εξαφανίζεται. Μπορεί πλέον να συμβιώσει με τους άλλους αν­θρώπους. Τον συμβουλεύει όμως να αυτοεξοριστεί, ώστε να ξε- φύγει μεν από τις Ερινύες και ταυτόχρονα να εξαγνιστεί τε­

Page 227: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ

λείως. Μετά του λέει να πάει στην Αθήνα, για ν" αγκαλιάσει το ξόανο της θεάς. Η Παλλάδα Αθηνά θα βρει τότε και τους δικα­στές και τα κατάλληλα επιχειρήματα θα πείσουν το δικαστήριο να τον απαλλάξει από τις Ερινύες. Οι θεοί θέτουν υπό την προ­στασία τους τον ικέτη του Απόλλωνα. Όμως, το είδωλο της Κλυταιμήστρας ξυπνά τις Ερινύες, οι οποίες με πολύ θόρυβο εκ­φράζουν την αγανάκτησή τους για την απόφαση του Απόλλωνα. Για τον ίδιο λένε πως μόλυνε με μίασμα το άδυτο της Εστίας του: «Παρά νόμον θεών βρότεα μεν τίων,Ι παλαιγενεΐς δε μοίρας φθίσας» (171-172). [Παρά τον νόμο των θεών, τιμώντας τους θνητούς, και τα παλιά μεράδια αφανίζοντας]. (Υπήρχε πα­λιά γνωστή συμφωνία των θεών, με την οποία προβλεπόταν το μερίδιο κάθε θεού στο μοίρασμα του κόσμου που οι ίδιοι είχαν κάνει).

Ο θεός Απόλλωνας, που εμφανίζεται, είναι οργισμένος για την παρουσία των Ερινύων στον ναό. Αναλαμβάνει την ευθύνη της μητροκτονίας και θέτει υπό την προστασία του τον Ορέστη, ο οποίος απλά υπάκουσε στις διαταγές του. Εδώ παρουσιάζεται ως θεός του φωτός (στην πλατιά και συμβολική του έννοια), κα­θώς αποδοκιμάζει τους σκληρούς νόμους, τις σκοτεινές αξιώσεις της εκδίκησης: το αίμα να πληρώνεται με αίμα.

Απευθυνόμενος στις Ερινύες, λέει:

Οϋτοί δόμοισι τοΐσδε χρίμπτεσθαι πρέπει* άλλ’ οϋ καρανιστήρες όφθαλμωρνχοί δίκαι σφαγαί τε , σπέρματός τ άποφθορά παίδων κακονται χλοννις, ?}δ’ άκρωνία λενσμοί τε , καί μνζουσιν οικτισμον πολνν ύπο ράχιν παγέντες.

(185-190).

[Σ ’ αυτόν τον οίκο δεν σας πρέπει να ζυγώνετε* μα εκεί πουη δικαιοσύνη κόβει τα κεφάλια και μάτια βγάζει, σφάζει, και

Page 228: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

234 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

αφανίζεται η ακμή της νιότης, ώστε να χαθεί το σπέρμα και ακρωτηριάζουν και λιθοβολούν, βογκούν σπαρακτικά οι πα- λουκωμένοι].

Εδώ διαπιστώνεται ότι οι νέες αντιλήψεις για τη δικαιοσύνη, που με το στόμα του Απόλλωνα εκφράζονται από τον Αισχύλο, αρχίζουν να επικρατούν παραμερίζοντας τις παλιές σκληρές αρ­χές της επιβολής θανατικών ποινών και της εκδίκησης για την εκδίκηση.

Οι Ερινύες δεν είναι δυνατόν να υποχωρήσουν. Προορισμός τους είναι να καταδιώκουν τους φονιάδες εκείνους που έχουν το ίδιο αίμα με το θύμα τους.

Περνάει καιρός και ο Ορέστης, ερχόμενος σε επαφή με τους ανθρώπους, εξαγνίζεται. Φτάνει στην Αθήνα και παρακαλεί την Παλλάδα. Φτάνουν όμως και οι Ερινύες, οι οποίες τον κυκλώ­νουν. Είναι τώρα αιχμάλωτός τους. Κανείς πια δεν μπορεί να τον ελευθερώσει.

Εμφανίζεται η Αθηνά, η οποία φέρεται στις Ερινύες με τρό­πο ήρεμο και ευγενικό. Εκείνες της αποκαλύπτουν την αποστο­λή τους, όπως έχει προσδιοριστεί από τις μοίρες και τους θεούς: « Β ροτοκτονοϋντας εκ δόμων έλαύνομεν» (421). [Φονιάδες απ’ τα σπίτια τους εμείς διώχνουμε]. Η Αθηνά ρωτάει τότε τις Ερινύες ποιο είναι το τέρμα της φυγής του φονιά; «Κ α ί τω κτανόνη 7τού το τέρμα τής φυγής; » . Εκείνες απαντούν ότι είν’ εκεί όπου η χαρά δεν έχει θέση πουθενά: «Ό που το χαίρειν μηδαμού νομίζεται».

Τελικά, αναγνωρίζοντας την υπέρτατη σοφία της, δέχονται τη διαιτησία της. Όταν όμως ακούει η Αθηνά τους αντίδικους, αρνείται να βγάλει απόφαση. Γ ι ’ αυτό συγκαλεί δικαστήριο αν­θρώπων: «φόνων δίκαστάς όρκίων αίδουμένους/ θεσμόν, τον εις άπαντ εγώ θήσω χρόνον./ υμείς δε μαρτύριά τε καί τεκ­μήρια/ καλεϊσθ\ άρωγά τής δίκης όρθώματα./ κρίνασα δ’ άστών των έμών τά βελτατα/ ήζω, διαιρεΐν τούτο Ήράγμ

Page 229: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ

έτητύμως./ όρκων περώντας μ ιβ εν εκδικον ψρευί\’ >> ( /»S;)> 489). [Των φόνων ορκωτούς θα ορίσω Σκαστές, θεσμό που Οενά ιδρύσω εγώ για πάντοτε’ κι εσείς καλείστε μαρτυρίες, ως και. απο­δείξεις να φέρετε, βοηθήματα δεμένα με όρκο’ κι εγώ τους πιο καλούς πολίτες σα διαλέξω, θενά ’ρθω, δίκαια η υπόθεση να δι­καστεί, χωρίς να παραβούν τον όρκο μ ’ αδικίες].

Οι Ερινύες ανησυχούν. Φοβούνται πως αυτοί οι νέοι θα είναι βάρος των γονιών, που θα παθαίνουν περισσότερ’ απ’ παιδιά τους. «Δ η 7τίτνει δόμος δίκας» (516). [Χάμω σωριάζεται το οι­κοδόμημα της δικαιοσύνης].

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε γενικά, ότι η θρησκεία των αρ­χαίων Ελλήνων έπλαθε τους θεούς ((κατ’ εικόνα και ομοίωση» των ανθρώπων (και όχι το αντίθετο, όπως πρεσβεύει η Αγία Γραφή).

Εάν ο Ορέστης αθωωθεί τότε ανατρέπονται όλοι οι αρχαίοι νόμοι. Η βία θα βασιλέψει αφού ο φόβος δεν θα συγκρατεί πια τους ανθρώπους.

Ξαφνικά, παρουσιάζεται ο Απόλλωνας. Έρχεται μάρτυρας και υπερασπιστής του Ορέστη, ο οποίος ομολογεί το έγκλημά του. Ο Απόλλωνας κατορθώνει να αποδείξει ότι το έγκλημα ήταν δίκαιο, γιατί έγινε σύμφωνα με την επιθυμία του Δία. Ο τελευταίος μάλιστα έδωσε πρώτος το παράδειγμα, συγχωρώ­ντας για το έγκλημά του τον Ιξίονα, ο οποίος επιτέθηκε ερωτι­κά στη γυναίκα του, τη θεά Ήρα.

Ο Χορός προκαλεί την οργή του Απόλλωνα, που υποστηρίζει ότι πρέπει να υπερισχύσει το νέο δίκαιο. Κατά το παλαιό δίκαιο, δεν υπάρχει δεσμός ισχυρότερος από τον δεσμό του αίματος. Όμως, ο δεσμός του γάμου δεν είναι τουλάχιστον εξίσου ισχυρός; Και ο Απόλλωνας, απευθυνόμενος στον Χορό, του λέει: «Ή κάρτ άτιμα καί παρ’ ονδέν ήργάσω/ Ήρα? τελείας καί Δώς 7 τ ιστώματα./ Κνπρις δ’ άτιμος τώδ’ άπερριπται λόγω ,/ οθεν βροτοισι γίγνεται τά φ ίλτατα./... Δίκας δε Παλλάς* τώνδ’ εποπτενσει θεά» (213-224). [Δίχως μεγάλη αξία και αψηφάς

Page 230: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

εσύ, της Τέλειας Ήρας και του Δία τη συμφωνία! Κι η Κύπρι- δα μ ’ αυτόν το λόγο σου μηδέν, που απο τούτη των θνητών πη­γάζουν οι χαρές!... Γ ι ’ αυτό, το δίκαιο η θεά Παλλάδα θα το κρίνει].

Αυτή είναι η κεντρική ιδέα του δράματος. Η Αθηνά καθιε­ρώνει το δικαστήριο αυτό για τις δίκες φόνου. Έπειτα ακολουθεί η ψηφοφορία και η Αθηνά δίνει την ψήφο της υπέρ του Ορέστη. Και το δικαιολογεί: «Έ μόν τόδ’ εργον, λοισθίαν κρϊναι δίκην/ ψήφον δ’ Όρέστη τήνδ’ εγώ ττροσθήσομαι./ μήτηρ γάρ οϋτις έστϊν ή μ εγείνατοJ το δ’ άρσεν αινώ πάντα, πλήν γάμου τυ- χεϊν,/ άπαντι θυμω, κάρτα δ’ ειμι του πατράς./ οΰτω γυναικος ου προτιμήσω μόρον/ άνδρα κτανούσης δωμάτων επίσκοπον» (734-740). [Έργο δικό μου τη δίκη να την κρίνω τελειωτικά: την ψήφο δίνω στον Ορέστη· τι μάνα εμένα δεν με γέννησε και πά­ντα -εκτός στον γάμο- προτιμώ, και μ ’ όλη την καρδιά, τον άντρα’ με το μέρος είμαι του πατέρα* κι έτσι για γυναίκας θάνατο, που σκότωσε τον άντρα, του σπιτιού φρουρό, δεν θα νιαστώ].

Λόγω ισοψηφίας, ο Ορέστης και αθωώνεται και ευτυχισμέ­νος φεύγει για το Αργος, αφού ορκίζεται αιώνια πίστη στην Α­θηνά. Οι Ερινύες αρχικά οργίζονται. Όμως, αντί των δικαιωμά­των τα οποία μόλις έχασαν, αποχτούν νέα. Ο λαός των Αθηνών υπόσχεται να τις τιμάει αιώνια. Αυτές εγκαταλείπουν τον θυμό τους και μεταβάλλονται σε πραγματικές Ευμενίδες θεές, δηλαδή προστάτριες των Αθηναίων. Σχηματίζεται τότε πομπή, επικε­φαλής της οποίας μπαίνει η Αθηνά, η οποία θα συνοδεύσει τις θεές στη νέα τους κατοικία.

Ο αρχαίος και ο νέος νόμος συμφιλιώνονται χάρη στο νέο όρ­γανο δικαίου, δηλαδή τον Άρειο Πάγο, τον οποίο δημιούργησε το κράτος των Αθηνών.

Η κατάληξη του έργου είναι ένα ευαγγέλιο του αρχαίου πνεύ­ματος, ένα μήνυμα αγάπης του κορυφαίου της ανθρωπότητας ποιητή διά στόματος των Ευμενιδών: «Ύάν δ’ άπληστον κακών/ μήποτ εν πόλει στάσιν/ ταδ’ έπεύχομαι βρέμειν./ μηδε

Page 231: Οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ευριπίδης, σοφοκλής, αισχύλος δημήτρης κρεββατάς

ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ 2

πιοϋσα κόνις μέλαν αϊμα πολιτάν/ δι οργάν ττοινάς/ άΐ'τιψόΐ'ονς άτας/ άρπαλίσαι πόλεως./ χάρματα δ’ άντιδιδοΐεν/ κοινοφίλεΐ διανοία,/ καί στυγεΐν μια φρενίΊ πολλών γάρ τόδ’ eV βροτοΐς άκος» (977-987). [Κι εύχομαι ποτέ στην πόλη αυτή να μη βρυ- χιέται η άπληστη για τα δεινά αναταραχή* μηδέ το χώμα, αφού των πολιτών το μαύρο αίμα πιει, αντίφονες ποινές πάλι της πό­λης να δεχτεί απ’ της τυφλής εκδίκησης την οργή* μα χαρές ο ένας στον άλλο να δίνει, με γνώμη κοινή και με μια καρδιά να μισεί* γιατί αυτό στους θνητούς για πολλά γιατρικό].