28
Μια Σωριάστηκα απ' την οργή μου, η κούραση με παραμορφώνει, αλλά σας διακρίνω ακόμη, γυναίκες θορυβώδεις, άστρα βουβά, θα σας διακρίνω πάντα, τρέλα. Κι εσένα, το αίμα των άστρων κυλάει μέσα σου, το φως τους σε συντηρεί. Πάνω στα λουλούδια, υψώνεσαι με τα λουλούδια, πάνω στις πέτρες με τις πέτρες. Λευκή κενή από αναμνήσεις, απλωμένη, έναστρη, ακτινοβολώντας απ’ τα δάκρυά σου που χάνονται. Είμαι χαμένος. (1926 – Πρωτεύουσα της οδύνης) H μεγάλη μέρα Στη Γκαλά Ελυάρ Έλα, ανέβα. Όπου να ‘ναι τα πιο ανάλαφρα φτερά, σκάφανδρο του αέρα, θα σε κρατήσουν απ’ τον λαιμό. Η γη κομίζει μόνο το αναγκαίο και τα πανέμορφά σου πουλιά, χαμόγελο. Στους τόπους της θλίψης σου, όπως μια σκιά πίσω απ’ τον έρωτα, το τοπίο καλύπτει τα πάντα. Έλα γρήγορα, τρέξε. Και το σώμα σου πάει πιο γρήγορα απ’ τις σκέψεις σου, αλλά τίποτα, ακούς; τίποτα, δεν μπορεί να σε ξεπεράσει. (1926 – Πρωτεύουσα της οδύνης) Στο είπα για τα σύννεφα Στο είπα για το δέντρο της θάλασσας Για κάθε κύμα για τα πουλιά στα φύλλα Για τα βότσαλα του θορύβου Για τα οικεία χέρια Για το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίο Κι ο ύπνος του δίνει τον ουρανό με το χρώμα του Για όλη τη νύχτα που ήπιαμε Για τα κιγκλιδώματα των δρόμων Για το ανοιχτό παράθυρο για ένα ακάλυπτο μέτωπο Στο είπα για τις σκέψεις σου για τα λόγια σου Κάθε χάδι κάθε εμπιστοσύνη ξαναζούν. (1929 – Ο έρωτας η ποίηση)

ΠΩΛ ΕΛΥΑΡ.doc

  • Upload
    xgial

  • View
    86

  • Download
    7

Embed Size (px)

DESCRIPTION

ΠΩΛ ΕΛΥΑΡ

Citation preview

Μια

Σωριάστηκα απ' την οργή μου, η κούραση με παραμορφώνει, αλλά σας διακρίνω ακόμη, γυναίκες θορυβώδεις, άστρα βουβά, θα σας διακρίνω πάντα, τρέλα.

Κι εσένα, το αίμα των άστρων κυλάει μέσα σου, το φως τους σε συντηρεί. Πάνω στα λουλούδια, υψώνεσαι με τα λουλούδια, πάνω στις πέτρες με τις πέτρες.

Λευκή κενή από αναμνήσεις, απλωμένη, έναστρη, ακτινοβολώντας απ’ τα δάκρυά σου που χάνονται. Είμαι χαμένος.

(1926 – Πρωτεύουσα της οδύνης)

H μεγάλη μέρα

Στη Γκαλά Ελυάρ

Έλα, ανέβα. Όπου να ‘ναι τα πιο ανάλαφρα φτερά, σκάφανδρο του αέρα, θα σε κρατήσουν απ’ τον λαιμό.

Η γη κομίζει μόνο το αναγκαίο και τα πανέμορφά σου πουλιά, χαμόγελο. Στους τόπους της θλίψης σου, όπως μια σκιά πίσω απ’ τον έρωτα, το τοπίο καλύπτει τα πάντα.

Έλα γρήγορα, τρέξε. Και το σώμα σου πάει πιο γρήγορα απ’ τις σκέψεις σου, αλλά τίποτα, ακούς; τίποτα, δεν μπορεί να σε ξεπεράσει.

(1926 – Πρωτεύουσα της οδύνης)

Στο είπα για τα σύννεφαΣτο είπα για το δέντρο της θάλασσαςΓια κάθε κύμα για τα πουλιά στα φύλλαΓια τα βότσαλα του θορύβουΓια τα οικεία χέριαΓια το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίοΚι ο ύπνος του δίνει τον ουρανό με το χρώμα τουΓια όλη τη νύχτα που ήπιαμεΓια τα κιγκλιδώματα των δρόμωνΓια το ανοιχτό παράθυρο για ένα ακάλυπτο μέτωποΣτο είπα για τις σκέψεις σου για τα λόγια σουΚάθε χάδι κάθε εμπιστοσύνη ξαναζούν.

(1929 – Ο έρωτας η ποίηση)

Δεν ξέρει να στήνει παγίδες

Έχει μάτια μόνο για την ομορφιά τηςΤόσο απλή τόσο απλή γοητεύειΚαι είναι τα μάτια της που την αλυσοδένουνΚαι είναι που σε μένα στηρίζεταιΚαι είναι πάνω της που ρίχνειΤο ιπτάμενο δίχτυ των χαδιών.

(1929 – Ο έρωτας η ποίηση)

Χώρισα από σέναΜα ο έρωτας προϋπήρχε ακόμαΚι όταν άπλωσα τα χέριαΗ οδύνη ήρθε να τον κάνει πιο πικρόΝα πιω όλη την έρημο

Για να αποχωριστώ τον εαυτό μου.

(1929 – Ο έρωτας η ποίηση)

Απροσπέλαστος

Κανένας στόχος δεν αποσπάΤον ταξιδιώτη που ‘ναι τρυπημένος από βέληΤον ταξιδιώτη που ‘ναι ακούραστος.

(1940 – Το ανοιχτό βιβλίο Ι)

Στον Πάμπλο Πικάσο

Ένα πλήθος πορτρέταΤο ένα είναι περιφρόνηση το άλλο κατάκτησηΈνα άλλο νερό κάθαρο και παφλάζονΈνα άλλο καμπάνα δροσιάςΤο πιο υπέροχο είναι ένα φάντασμαΠάει στη γη και γοητεύει τους ομοίους του

Να τα πορτρέτα μιας φίληςΠου κρύβουν το γάλα του στήθους τηςΚάτω από ένα ύφασμα εκθαμβωτικόΑπέναντι στο διάγραμμα του προσώπου τηςΈνας φτωχούλης μικρός ήλιος τρέμειΚαθρέφτης τρυφερός

Καθρέφτης κάθε αλήθειαςΚάθε πρωινού παράθυρου

Για έναν αρχαίο και γαλάζιο χορόΣτην άκρη δυο αθώων ματιώνΠορτρέτα ευαίσθητα και γεμάτα εμπιστοσύνηΙδεατά ερωτευμένα.

(1944 – Αντάξιοι της ζωής)

Ηθική του ύπνου

Τα συρματοπλέγματα είναι απλωμένα τα δεσμά μου επιτελούν το έργο τουςΤα μαλλιά σου να λύνουν τον πιο βαθύ πόνοΘα ψαλιδίσω τα ερέβηΤου δωματίου μου που στενεύειΜα θα μπορούσα να διαλύσω το πάτωμα γύρω μουΝα ξαναβρώ τις λεπτομέρειες την κίνηση κάθε βήμαΤην κάτωχρη ή λαμπερή πηγήΤον ποταμό την περηφάνειαΤην ανάλαφρη γέφυραΈνα ρεύμα τον ωκεανόΤη υπερβολικά φωτεινή σάρκαΤην οθόνη του ουρανού που λάμπειΤον καρπό την ανάσα την υγείαΕνός σώματος που δε θα φθαρεί

Καθρέφτης η γαμήλια λίμνηΚαρδιά κι εμφάνιση κοινάΤα βλέφαρά μου το μέτωπό μου πέπλα επιθυμίαςΦανερώνουν ακόμη την αθωότητά μου

Η χλωρίδα είναι πάνω στο λουλούδιΕίμαι πάνω στο νερό μπαίνω στο νερόΤακτοποιώ τις έρημες όχθεςΘα έχω νέα σουΑν μπω βαθιά στον ήλιο.

(1946 – Αδιάκοπη ποίηση)

H ΠΑΝΤΟΤΙΝΗ, ΠΛΗΡΗΣΑν σας λέω: «εγκατέλειψα τα πάντα»Είναι που εκείνη δεν είναι το σώμα μου,Δεν το καυχήθηκα ποτέ,Δεν είναι αλήθειαΚαι η ομίχλη στο βάθος όπου διαγράφομαιΠοτέ δεν ξέρει αν έχω περάσει. Η βεντάλια των χειλιών της, η αντανάκλαση των ματιών της,Είμαι ο μόνος που μπορώ να μιλήσω γι’ αυτά,Είμαι ο μόνος που τον κυκλώνει

Αυτός ο τόσο άχρηστος καθρέφτης όπου ο αέρας μπαινοβγαίνει μέσα μουΚι ο αέρας έχει ένα πρόσωπο, πρόσωπο αγαπημένο,Πρόσωπο που αγαπά, το πρόσωπό σου,Σε σένα που δεν έχεις όνομα και που οι άλλοι σ’ αγνοούν,Η θάλασσα σου λέει:  πάνω μου, ο ουρανός σου λέει: πάνω μου,Τα άστρα σε υπαινίσσονται, τα σύννεφα σε φαντάζονται,Και το αίμα που έχει εξαπλωθεί στις καλύτερες στιγμές,Το αίμα της γενναιότηταςΣε φέρει απολαυστικά.Τραγουδάω τη μεγάλη χαρά να σε τραγουδάω,Την μεγάλη χαρά του να σ’ έχω ή του να μη σ’ έχω,Την αγνότητα να σε περιμένω, την αθωότητα να σε γνωρίζω,Ω εσύ που σβήνεις τη λησμονιά, την ελπίδα και την άγνοια,Που καταργείς την απουσία και με τοποθετείς στον κόσμο,Τραγουδώ για να τραγουδώ, σ’ αγαπώ για να τραγουδώΤο μυστήριο όπου ο έρωτας με πλάθει και λυτρώνεται. Είσαι αγνή, είσαι ακόμα πιο αγνή κι από μένα τον ίδιο. Από την ποιητική συλλογή «Πρωτεύουσα της οδύνης», 1926

ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ

Να κοιμάσαιμε τον ήλιο στο ένα μάτι και με το φεγγάρι στο άλλο μ’ έναν έρωτα στο στόμα κι ένα ωραίο πουλί μέσ’ στα

μαλλιά

στολισμένη σαν τους κάμπους, σαν τα δάση, σαν τη θάλασσα στολισμένη και πεντάμορφη σαν το γύρο του κόσμου.

 

Να φεύγεις και να χάνεσαιμέσ’ απ’ τους κλώνους των καπνών και τους καρπούς του

ανέμου

πόδια πέτρινα με κάλτσες άμμουγερά πιασμένη από του ποταμού τους μυώνες

 

και μιαν έγνοια, τη στερνή, στην καινούρια σου όψη επάνω.

 

μτφρ. Οδυσσέας Ελύτης 

(1911-1996)Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Στέκεται ορθή στα βλέφαρά μουκαι τα μαλλιά της μπλέκονται μες στα δικά μου.Έχει το σχήμα των χεριών μου,έχει το χρώμα των ματιών μου.Βυθίζεται μες στη σκιά μουσα μια πέτρα στον ουρανό.

Έχει τα μάτια της πάντ’ ανοιχτάκαι δε μ’ αφήνει σ’ ύπνο να γείρω.Τα όνειρά της μέσα στο φωςσβήνουν τον ήλιομε κάνουν να γελώ, να κλαίω και να γελώκαι να μιλώ χωρίς να έχω τίποτα να πω. Από τη συλλογή "Των Αλγηδόνων πρωτεύουσα".

ΝΕΚΡΟΖΩΝΤΑΝΗ ΜΟΥ

Μέσα στον πόνο μου τίποτα δε σαλεύειΠροσμένω κανείς δεν θα 'ρθει

Μήτε από μέρα μήτε από νύχταΜήτε ποτέ πια από αυτό που κάποτε υπήρξε εγώ

Τα μάτια μου χώρισαν απ' τα μάτια σουΧάνουν την εμπιστοσύνη τους χάνουν το φως τους

Το στόμα μου χώρισε απ' το στόμα σουΤο στόμα μου απ' την απόλαυση χώρισε

Κι απ' το νόημα της αγάπης κι απ' το νόημα της ζωήςΤα χέρια μου χώρισαν από τα χέρια σου

Τα χέρια μου αφήνουν τα πάντα να γλιστρήσουνΤα πόδια μου χώρισαν από τα πόδια σου

Δεν θα βαδίσουν πια δρόμοι πια δεν υπάρχουνΜήτε το βάρος μου θα γνωρίσουν πια μήτε ανάπαυση

Αξιώθηκα να δω τη ζωή μου να τελειώνειΜαζί με τη δική σου

Τη ζωή μου υπό το κράτος σουΠου νόμιζα παντοτινή

Και το μέλλον μόνη μου ελπίδα είναι ο τάφος μουΌμοιος με το δικό σου τριγυρισμένος από έναν κόσμο αδιάφορο 

Τόσο κοντά σου υπήρξα που κρυώνω πλάι στους άλλους.

Απ' τη συλλογή «Τα τελευταία ποιήματα του έρωτα»

ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΟΡΑΤΟ ΠΟΙΗΜΑΖω μες στις αρίφνητες των εποχών εικόνες 

Και των ετών Ζω μες στις αρίφνητες εικόνες της ζωής 

Μες στο υφάδι Των μορφών των χρωμάτων της κίνησης των λόγων 

Μες στην αιφνιδιασμένη ομορφιά Μες στην κοινή ασκήμια 

Μέσα στο φως τ’ ολόδροσο στη σκέψη θερμό στους πόθους Ζω μες στη μιζέρια και τη θλίψη κι αντιστέκομαι 

Ζω κι ας υπάρχει θάνατος 

Ζω μες στο μετριασμένο φλόγινο ποτάμι Σκοτεινό και διάφανο 

Ποτάμι από μάτια και βλέφαρα Μέσα στο πνιγερό δάσος μες στο μακάβριο λιβάδι 

Για μια θάλασσα μακριά δεμένη στο χαμένο ουρανό Ζω μες στην έρημο ενός πεπρωμένου λαού 

Στο μυρμήγκιασμα του μοναχικού ανθρώπου Και στ’ αδέρφια μου που ξαναβρήκα 

Και ζω μαζί και στην πείνα και τον πλούτο Στην ταραχή της μέρας και την τάξη του ερέβους 

Δίνω το λόγο μου για τη ζωή δίνω το λόγο μου για το σήμερα Και για το αύριο 

Στ’ όνομα του συνόρου και της έκτασης Στ’ όνομα της φωτιάς στ’ όνομα του καπνού 

Στ’ όνομα του λογικού και στ’ όνομα της τρέλας Κι ας υπάρχει θάνατος κι ας υπάρχει γη λιγότερο πραγματική 

Απ’ τις αρίφνητες εικόνες του θανάτου Είμαι επί γης κι όλα επί γης μαζί μου 

Τ’ αστέρια είναι μες στα μάτια μου γεννάω τα μυστήρια Στα μέτρα της γης που μας αρκεί 

Η μνήμη κι η ελπίδα δεν της ορίζουν τα μυστήρια Βάζουν θεμέλιο της ζωής αύριο σήμερα.

 ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΗ (αποσπασματα)Στην ψηλή φωνή 

Ευκίνητα ο έρωτας άναβε με τόσες ακτινοβολίες λαμπερές 

που μες στη λειτουργία του εγκεφάλου αρνιόταν όλες τις ομολογίες 

Στην ψηλή φωνή όλοι οι κόρακες του αίματος θα σκεπάσουν 

την μνήμη άλλων γεννήσεων έπειτα θα ξαναχύσουν μες στο φως

το μέλλον συνθλιμμένο από φιλιάΑπίστευτη αδικία μι μόνη ύπαρξη είναι ο κόσμος 

ο έρωτας διαλέγει τον έρωτα χωρίς να αλλάζει πρόσωπο                                                                

ΙΙ

Τα μάτια της είναι πύργοι φωτισμένοι κάτω απ΄ το γυμνό της μέτωπο 

Στο διάφανο λουλούδι οι γυρισμοί της σκέψης 

ακυρώνουν τις λέξεις που είναι κούφιες

Αυτή διαλύει όλες τις εικόνες θαμπώνει τον έρωτα και τους δύστροπους ίσκιους του 

αυτή αγαπάει - αγαπάει να ξεχαστεί 

ΙV

Σου λεγα για τα σύννεφασου λεγα για το δέντρο το θαλασσινό 

για κάθε κύμα για τα πουλιά στη φυλλωσιά για τα χαλίκια το θόρυβο

για τα οικογενειακα χέρια για το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίο 

και ο ύπνος του γυρίζει το χρώμα τ ουρανού για όλη τη νοτισμένη νύχτα για τη σκισμή του δρόμου 

για το ανοιχτό παράθυρο για ένα ξέσκεπο μέτωπο σου λεγα για τις σκέψεις για τις λέξεις σου παραχαιδεμένη όλη η εμπιστοσύνη ξαναζεί 

V

Περισσότερα ήταν ένα φιλί λιγότερο τα χέρια πάνω στα μάτια 

το φωτοστέφανο του φωτός τα χείλη του ορίζοντα 

και οι ανεμοστρόβιλοι του αίματος που παραδινόταν η σιωπή

                                                            

VIII

Αγάπη μου για να φουντώσουν οι πόθοι μου βάλε τα χείλη σου στον ουρανό τις λέξεις σου σαν άστρο 

τα φιλιά σου μες στη νύχτα φλογερά και σφίξε τα μπράτσα σου γύρω μου 

όπως μια φλόγα στο σημείο που λμπαδιάζει τα όνειρά μου είναι στον κόσμο 

καθαρά και διαιωνισμένα 

Κι όταν δεν έισαι δίπλα μου ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι , ονειρεύομαι ότι ονειρεύομαι 

XIV

Ο ύπνος έχει πάρει τ αποτύπωμά σου και το χρώμα από τα μάτια σου 

XV

Ακουμπάει πάνω μου 

η καρδιά αγνοεί που κοιτάζει πόσο την αγαπώ 

αυτή έχει εμπιστοσύνη αυτή ξέχασε τα σύννεφα κάτω από τα ματόκλαδά της 

το κεφάλι της αποκοιμισμένο στα χέρια μουπου είμαστε εμείς 

μαζί αχώριστοι ζωντανοί , ζωντανοί ζωντανός ζωντανή 

και το κεφάλι μου κυλάει στα όνειρά της 

ΧΧ

Την αυγή σ αγαπώ σε έιχα όλη νύχτα μες στις φλέβεςόλη τη νύχτα σε κοιτούσα 

σε έιχα όλη ψηλαφίσει είμαι σίγουρος των σκοταδιών αυτά μου δίνουν τη δύναμη 

που σ αγκαλιάζωπου σε κουναω ποθώντας τη ζωη 

στο στήθος μου τ ακίνητο τη δύναμη που σε σηκώνω

που ελευθερώνεσαι που χάνεσαι φλόγα αθέατη μες στην ημέρα 

Αν εσύ φύγεις η πόρτα ανοίγει πάνω στη μέρααν εσύ φυγεις η πόρτα ανοίγει πάνω σε μένα 

ΧΧΙ

Τα μάτια της ξαναχύνουν το φωςκαι το φως τη σιωπή 

για να μην ξαναγνωριστούν να ξαναζήσουν στην αφάνεια 

Η κίνησή μας - Πωλ Ελυάρ

Ζούμε μες στη λήθη των μεταμορφώσεών μας Οκνηρή είναι η μέρα προκομμένη η νύχτα 

Μια κούπα αγέρα μεσημεριάτικου η νύχτα τη φιλτράρει και τη φθείρει 

Η νύχτα σβήνει τη σκόνη από πάνω μας 

Όμως τούτη η ηχώ που κυλάει στη μέρα ακέρια Τούτη η ηχώ έξω απ’ το χρόνο του άγχους ή των χαδιών 

Η ακατέργαστη τούτη άβυσσος άνοστων κόσμων Και κόσμων αισθητών διπλός είναι ο ήλιος της 

Νά’ μαστε τάχα κοντά ή μακριά από τη συνείδησή μας Πού νά’ ναι τα όρια οι ρίζες ο σκοπός μας 

Κι όμως ατέλειωτη, η ηδονή των μεταμορφώσεών μας Σκελετοί που ζωντανεύουν μες στα σαπίζοντα τείχη Τα ανταμώματα που δόθηκαν σε αλόγιστες μορφές Στην πανέξυπνη σάρκα στους τυφλούς οραματιστές 

Τα αντάμωμα που έδωσε το πρόσωπο στην κατατομή του 

Ο πόνος στην υγεία, το φως Στο δάσος το βουνό στην κοιλάδα 

Το ορυχείο στο άνθος το μαργαριτάρι στον ήλιο Είμαστε κορμί με κορμί είμαστε γη πάνω στη γη 

Γεννιόμαστε από παντού είμαστε ασύνοροι. Του Πωλ Ελυάρ

Στ’ όνομα του τέλειου ψηλού μετώπουΣτ’ όνομα των ματιών που κοιτάζω Και του στόματος που φιλώ

Για σήμερα και για πάντα.Στ’ όνομα της θαμμένης ελπίδας Στ’ όνομα των δακρύων μέσα στη

νύχταΣτ’ όνομα των φυτών που φέρνουν γέλιο Στ’ όνομα του γέλιου που

φέρνει φόβο.Στ’ όνομα του γέλιου κάτω στο δρόμο

Της γλύκας που δένει τα χέρια μαςΣτ’ όνομα της οπώρας σαν σκεπάζει το λουλούδι

Σε μια όμορφη γη και καρπερή.Στ’ όνομα των ανθρώπων που σαπίζουνε στη φυλακή

Στ’ όνομα των εξορισμένων γυναικών.Στ’ όνομα όλων των συντρόφων μας Που μαρτύρησαν και

σφαγιάστηκανΓια να μη δεχτούν τον ίσκιο.

Πρέπει να στραγγίζουμε την ορμή Και να σηκώσουμε το ξίφοςΓια να φυλάξουμε την ιερή εικόνα Των αθώων που κυνηγήθηκαν

παντούΚαι που παντού θα θριαμβεύσουν.

 Χάρις στην αγάπη

Κατήργησα το δωμάτιο όπου κοιμάμαι, όπου ονειρεύομαι,Κατήργησα την εξοχή και την πόλη όπου περνώ

Όπου ονειρεύομαι ξυπνητός, όπου ο ήλιος ανατέλλει,Όπου, μέσα στα σβησμένα μάτια μου, το φως σωρεύεται.

Κόσμος στην τύχη, χωρίς επιφάνεια και χωρίς βάθος,Θέλγητρων που αλησμονήθηκαν ευθύς μόλις αναγνωρίστηκαν,

Η γέννηση κι ο θάνατος ανακατεύουν το μίασμά τουςΜες τις πτυχές της γης και του ουρανού που μπλέχτηκαν.

Τίποτα δεν ξεχώρισα μα έκαμα την καρδιά μου δυο.Αγαπώντας, τα πάντα δημιούργησα: πραγματικό, φανταστικό.

Έδωσα τη λογική της, το σχήμα της, τη θέρμη τηςΚαι τον αθάνατο ρόλο της σ' εκείνη που με φωτίζει.

 ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΑ ΛΟΓΙΑ

Για να νιώσεις το παν , Ακόμη και το δέντρο με την πρωραία ματιά 

της σαύρας και της κληματίδας το δέντρο τ’ αξιολάτρευτο ,

τη φωτιά τ’ αδιέξοδο

Για να σμίξεις δρόσο και φτερούγα ,σύννεφο και καρδιά, νύχτα και μέρα 

παράθυρο κι όποια να ‘ναι χώρα 

Γiα να καταργήσεις του μηδενικού τον μορφασμόπου θα κυλήσει μεθαύριο στο χρυσάφι

Για να ξεκόψεις , με τις μικροπρέπειες των θρεμμένων απ’ τους ίδιους των εαυτούς γιγάντων

Για να δεις όλα τα μάτια έτσι ωραίαΌσο κι εκείνα που ατενίζουνε 

θάλασσα που τα πάντ’ αφομοιώνει

Για να δεις τα μάτια ν’ αντικαθρεφτίζουνεμέσα τους πάλι όλα τα μάτια

Για να γελάς που κάποτε ιδροκόπησες , ξεπάγιασες και πείνασες και δίψασες

Για να ‘ναι και το να μιλάς όσο και να φιλάςγενναιόδωρο 

για ν’ αναδέψεις κολυμβήτρια και ποτάμι, κρύσταλλο και χορεύτρια θύελλας

Χαραυγή και καρδιάς Άνοιξη φρονιμάδες και πόθους παιδιάστικους

                                       Για να δώσεις στη γυναίκα 

τη μοναχική και τη συλλογισμένη τη μορφή των χαδιών 

που ονειρεύτηκε

Για να ‘ναι η έρημος μες στη σκιάΚι όχι διόλου μες στη σκιά Μου

Όλα ορίστε Δίνω

Τ’ αγαθά μουΌλα τα Δικαιώματά μου.

Πωλ Ελυάρ (1895-1952), Ένα μόνο κορμί

Η ζέστη λύτρωσεΤο γυμνό δάσος

Δάσος πια δεν υπάρχειΟύτε ταξίδια πλέον στο νερό

Μήτε ίσκιος ελαφρύς στις πλάτες μαςΟ ουρανός μας έγινε αχθός

Το σώμα μας είναι βοράΝτυμένη μεστωμένα δάκρυα

Τα δάχτυλα είναι αιματηρά καρφιάΤα στήθη αναδιπλώνονται

Το στόμα έχει μόνο αδέλφια

Δεν υπάρχει πια παράθυρο να ανοίξειςΔεν υπάρχει τοπίο πια

Αέρας καθαρός μήτε αέρας μολυσμένοςΤα μάτια μας επιστρέφουν στην πηγή τους

Κάτω από τη γυμνή σάρκα της γενέθλιας ομορφιάς τους.

μτφ. Ελένη Κόλλια, εκδ. Ηριδανός ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Μια πλατιά αλλοτρίωση σκεπάζει τον ορίζονταμερικοί άνθρωποι κουρελιάζουν την ελευθερία 

οι ομοιότητες δεν έχουν σχέσεις είναι διχασμένες 

Όλες οι πληγές μες στο φως όλα τα χτυπήματα των βλεφάρων 

και η καρδιά μου που χτυπάει καινούρια διαιώνιση των αρνήσεων 

οι αγαναχτισμένοι ετοιμάζουν όρκους θα διαβάζω σε λίγο μες στις φλέβες σου το αίμα σου σε διαπερνάει και σε φωτίζει 

ένα νέο άστρο του έρωτα σηκώνεται παντού 

  ΟΙ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΙ

Οι φυλακισμένοι έχουν ζηλέψει το γέλιο έχουνε χάσει τα κλειδιά της περιέργειας έχουν φορτώσει την επιθυμία της ζωής 

σ ελαφρές αλυσίδες από παλιές κατηγόριες είναι βεβαρημένοι ακόμη 

η οκνηρία δεν είναι πια ένα μυστήριο η ανεξαρτησία είναι στη φυλακή 

  ΔΙΑΡΚΕΙΑ

Μια καταιγίδα μία μόνο από ορίζοντα σε ορίζοντα 

κα πάνω σ΄ όλη τη γηγια να σκουπίσει τη σκόνη 

τις μυριάδες τα ξερά φύλλα για να απογυμνώσει όλα τα δέντρα για να ερημώσει τις καλλιέργειες

για να καταρρίψει τα πουλιά για να διασκορπίσει τα κύματα να καθαρίσει τις αναθυμιάσεις 

για να καταστρέψει την ισορροπία του ήλιου του πιο ζεστού 

διώχνοντας μάζες αδυναμίας κόσμος που δεν ζυγίζει τίποτακόσμος αρχαίος που μ αγνοεί 

ίσκιος ξετρελλαμένος δεν θα είμαι πια ελέυθερος παρά μέσα στ άλλα χέρια . 

  Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Είναι όρθια πάνω στα ματόκλαδά μου και τα μαλλιά της είναι μέσα στα δικά μου

έχει το σχήμα των χεριών μου έχει το χρώμα των ματιών μου 

καταποντίζεται μες στον ίσκιο μου όπως μια πέτρα στον ουρανό 

Αυτή έχει πάντοτε τα μάτια ανοιχτά και δεν μ αφήνει να κοιμηθώ 

Τα όνειρά της πλημμυρισμένα φως κάνουν να εξατμίζονται οι ήλιοι 

με κάνει και γελάω , κλαίω και γελάω μιλάω χωρίς να έχω τίποτα να πω

ΑΛΛΟΥ ΕΔΩ ΠΑΝΤΟΥ ( αποσπάσματα )Ψηλό τριαντάφυλλο της παλίρροιας όλες μου οι επιθυμίες ποτίστηκαν 

τριαντάφυλλο αναγνωρισμένο στο κλάμα

Μαθαίνω όλα που μου λες μπορώ να τα καταλάβωη σκέψη σου είναι χωρίς ντροπή σκέψη στην ψηλή φωνή 

Σιωπά το αφελές θαύμα 

και η κλωστή στη βελόνα όλη ήταν διαχυμένη 

ο σκοτεινός άνεμος καθαρίζει τη θάλασσα και τον ήλιο

Η αναπνοή σου ετοιμάζει τις απαντήσεις μου ακούω τον άνεμο ξέρω αυτό που λες 

και συνδέω τους θορύβους που σου δίνουν ζωή πάνω σε ένα δρόμο που η ηχώ χτυπάει σε όλες τις καρδιές 

αν και η πόρτα και τα παραθυρόφυλλα κλείσανε η ατολμία μου ακούει τη βροντή των θορύβων 

και οι μουγγοί ζητάνε να διυλίσω τη νύχτα τους ακούμε αυτό που κοιμάται σε μας ανέκφραστο 

Θα διασχιστούν οι περιορισμοί μας 

Ήμουνα μακριά πεινούσα διψούσα για μια επαφή 

Η αφή σου μοιάζει των καρπερών χωμάτων των χωμάτων των εξαντλημένων 

από τ όργωμα των αρότρων των βροχών και των καλοκαιριώνη αφή σου δημιουργεί ένα πρόσωπο από φύλλα 

ένα σώμα χορταρένιο ένα σώμα πεσμένο σε ένα θάμνο το χέρι σου με προστατεύει από τσουκνίδες κι από βάτους 

Τα χάδια μου θεμελιώνουν τα όνειρα μου σε ένα μόνο οξυδερκή και πιστό ένα όνειρο της διάρκειας

Γιατί σε αισθανόμουν καλύτερα τη νύχτα 

Είχα ελευθερωθεί

Είχα γευτεί τον ουρανό , τη γη και την παλίρροια αισθάνθηκα το αίμα το δέρμα την παγωνιά και το άχυρο 

τα είχα όλα καταλάβει τ άγγιζα αναδειχνόμουν ανάπνεα χρωματιζόμουν βάδιζα μιλούσα 

και αναδημιουργούμουν 

Είδα καθαρά μεσημεριάτικα παραδεχόμουνα τον ίσκιο ήξερα χωριστά και ομαδικά τ αστέρια 

και τα έργα των ανθρώπων ήξερα να υπάρχω λιγότερο και πιο πολύ απ τον εαυτό μου 

οι πέντε αισθήσεις μου κάνανε θέση στη φαντασία

Η φαντασία έμεινε στη σκέψη κι εμείς κατέχουμε μια έκτη αίσθηση

 ΧΩΡΙΣ ΗΛΙΚΙΑ 

ΠλησιάζουμεΜέσα στα δάση πάρε το δρόμο του πρωινού 

ανέβα τα σκαλιά της πάχνηςΠλησιάζουμε

Είναι η καρδιά της γη σφιγμένη να ‘ρθει στον κόσμο μια μέρα ακόμη, θα πλατύνει ο ουρανός

Είχαμε βαρεθεί να κατοικούμε στα ερείπια του ύπνου , στη χαμηλή σκιά της ανάπαυσης ,της κούρασης και της

εγκατάλειψης

Η γης θα ξαναπάρει τη μορφή των ζωντανών σωμάτων μας ο άνεμος θα μας υπομείνει

ο ήλιος και η νύχτα θα περάσουν μες στα μάτια μαςχωρίς ποτέ να τ’ αλλάξουν 

Το σίγουρο μας διάστημα ο αγνός μας αέρας φτάνει για να γεμίσει την αργοπορία που έσκαψε η συνήθεια 

όλοι μαζί θ’ αράξουμε σε μια καινούργια μνήμηκαι θα μιλήσουμε μαζί μια ευαίσθητη λαλιά 

Ω! αδερφοί μου αντίμαχοι που κρατάτε στα μάτια τη νύχτα αναλυμένη και τη φρίκη της 

που να σας έχω αφήσειμε τα βαριά σας χέρια μες το λάδι το νωθρό,

μες στις παλιές σας πράξεις με τόση λίγη ελπίδαπου κι ο θάνατος φαίνεται ν ‘χει δίκιο

Χαμένοι μου αδερφοί , εγώ πηγαίνω προς τη ζωή έχω την όψη ανθρώπου για ν’ αποδείξωπως ο κόσμος έγινε στ’ ανάστημα μου

και δεν είμαι μόνος 

χίλιες εικόνες από μένα πληθαίνουν το φως μου χίλιες ματιές πανόμοιες ισοπεδώνουν τη σάρκα να το πουλί το

παιδί κι ο βράχος κι ο κάμπος σμίγουν μαζί μαςΓελά το χρυσάφι που έμεινε από την άβυσσο έξωγυμνό νερό, γυμνή φωτιά για μια εποχή μονάχα,έκλειψη δεν υπάρχει πια στο μέτωπο του κόσμου

Χέρια από τα χέρια μας αναγνωρισμέναΧείλια με τα χείλια μας ενωμέναοι πρώτες ανθισμένες ζέστες .

Παραστέκουνται το αίμα δροσερό το πρίσμα ανασαίνει μαζί μας

Εύφορη αυγή, στην κορφή κάθε χόρτου βασίλισσα

στην κορφή των μούσκλων στην αιχμή του χιονιού 

του κυμάτου , της ταραγμένης άμμου ,της επίμονης παιδικής ζωήςΈξω από όλες τις σπηλιές μας 

Έξω από τον εαυτό μας. 

Ο,ΤΙ ΝΕΕΙ Ο ΠΟΝΕΜΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΚΑΙΡΟ

Όλος κλαδιά ο χειμώνας κι αλύγιστος σαν πτώμαΚάποιος σ’ ένα παγκάκι δρόμου ερημικού που τον δέρν’ η μοναξιά

Ώρα να ‘ρθει η απελπισία με τα καθημερινά της σύνεργα , μολυβένιους καθρέφτες βοτσαλένια νερά

κι αποτελματωμένα αγάλματαΝα ξεγραφτεί κάθε καλό 

να φανούν της αλήθειας οι ρακένδυτες θύμησεςΦως μελανό αρχαία πυρκαγιά,

με μαλλιά που χάνονται σ’ ένα λαβύρινθο

Άνθρωπος που λαθεύτηκε σε κλειδί σε πόρτα σε όροφοΝα μπορέσει να νιώσει πιο βαθιά , 

πιο βαθιά ν’ αγαπήσει

Πού αρχινάει ένα τοπίο , ποιαν ώρα ,Πού λοιπόν τερματίζεται η γυναίκα

Γέρνει η βραδιά πάνω στην πολιτεία , βρίσκει τον οδοιπόρο ξαπλωμένον χάμου, 

οδοιπόρο γυμνό, που απ το στήθος μιας παρθένας πιότερο ποθεί

το αστέρι το άμορφο που συντηρεί τη νύχτα

Είναι κάτι ερείπια που να σου σφίγγεται η καρδιά ,δύσκολα να τα περιγράψεις και όμως

από μέσα τους ο ήλιος δραπετεύει ψάλλοντας την ώρα που ο ουρανός κάνει το μέλι του χορεύοντας

Είναι κάτι πεζούλια όπου ανθούνε οι έρωτες κι όπου ο γύψος όλος ξέφτια κανακεύει δυό σκιές που σμίξανε , 

φωτιά στις φλέβες ανυπόταχτη φωτιά, στο κύμα το ένα των χειλιών

Πιαστείτε από τα χέρια κοιταχτείτε κατάματα αιφνιδιαστικά αιχμαλωτίστε τ’ όραμα

πίσω απ’ τα παλάτια πίσω απ’ τα ερείπια πίσω απ’ τα τζάκια κι απ’ τις στέρνες

μπρος στον άνθρωπο,στο πλάτωμα που ξεσηκώνει έναν μανδύα σκόνης

Πυρετός που σέρνεται εισβολή ωραίων ημερών , μια φυτεία γαλανών σπαθιών.

Κάτω απ’ τα βλέφαρα που ανοίγονται μες στα βαθιά φυλλώματα είναι η βαριά συγκομιδή της ηδονής, 

τ’ άνθος του λιναριού που σπάει τις προσωπίδες 

Όλα τα πρόσωπα έχουν ξεπλυθεί, μέσα στο χώμα που κάλυψε τα πάντα.

Οι φωτεινές των περασμένων μέρες, τα λιοντάρια τους τα καγκελόφραχτα 

κι οι διαφανείς υδάτινοι αετοί τουςη βροντή τους η αλαζονική δίνοντας δύναμη στις ώρες τις

αιμάτινες των δέσμιων όρθρωνπέρα ως πέρα μες στον ουρανό το διάδημά τους συσπασμένο, 

πάνω στον όγκο ενός μόνον καθρέφτη ,μιας μονάχα καρδιάς

Μα πιο κάτου τώρα πιο βαθιά ολοένα στους δρόμους που τους έφαε το σκοτάδι, το τραγούδι αυτό που βαστά όλη νύχτα, 

που κάνει τον κουφό που κάνει τον αόμματο,που ευγενικά συνοδεύει τα φαντάσματα ,

ο έρωτας αυτός ο απαρνητής ,που χτυπιέται μες στις έγνοιες, χύνοντας δάκρυα ποτάμι.

Τ’ όνειρο αυτό που κατάντησε κουρέλι ,το γελοίο το στραπατσαρισμένο 

η χέρσα τούτη αρμονία, η ορδή που ζητιανεύει

επειδή στ’ αλήθεια δε λαχτάρησε παρεχτός το χρυσάφι τίποτε άλλο

τη ζωή της την άθιχτη και την εντέλεια του έρωτα

ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Μια πλατια αλλοτρίωση σκεπάζει τον ορίζονταμερικοί άνθρωποι κουρελιαζουν την ελευθερία 

οι ομοιότητες δεν έχουν σχέσεις είναι διχασμένες 

Ολες οι πληγές μες στο φως όλα τα χτυπήματα των βλεφάρων 

και η καρδιά μου που χτυπαει καινούρια διαιώνιση των αρνησεων 

οι αγαναχτισμένοι ετοιμάζουν όρκους θα διαβάζω σε λίγο μες στις φλέβες σου το αίμα σου σε διαπερνάει και σε φωτίζει 

ένα νέο άστρο του έρωτα σηκώνεται παντούΠοίημα του Πωλ Ελυάρ εμπνευσμένο από τον αγώνα του

ελληνικού λαού ενάντια στους 'Aγγλους ιμπεριαλιστές και τους ντόπιους υποτακτικούς τους: 

 ΑΘΗΝΑ Έλληνα λαέ βασιλιά απελπισμένε

Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά

Τον έρωτα σου για τη λευτεριά και για τη δικαιοσύνη Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου 

Βασιλιά λαέ δε σ' απειλεί ο θάνατος Στον έρωτά σου είσ' όμοιος είσαι αγαθός 

Και το κορμί σου κι η καρδιά πεινούν για αιωνιότητα Βασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί 

Και πως σου δίναν τίμια τ' άρματα να σηκώσειςΤίμια δικιά σου σώζοντας βάζοντας το δικό σου νόμο

Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο τ' άρματα εμπιστέψουΕλεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα 

Και τη ελπίδα τούτη όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυΣτον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δεν βολεύετεια

Λαέ απελπισμένε ήρωα λαέ Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας 

Μικρέ και μεγάλε στα μέτρα του καιρού σουΈλληνα λαέ αφέντη παντοτινέ των πόθων σου

Συνταιριασμένα το ιδανικό της σάρκας κι η σάρκα η ίδιαΗ φυσική λαχτάρα το ψωμί κι η λευτεριά 

Η λευτεριά όμοια με τη λιόλουστη θάλασσαΤο ψωμί όμοιο με τους θεούς το ψωμί που σμίγει τους ανθρώπους

Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ' όλαΠιο δυνατό απ' τον πόνο και τους εχθρούς μας όλους 

9 Δεκέμβρη 1944  

ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΧΡΥΣΟΥ

Σαν κοιταζόμαστ’ εμείςΣεντόνια σπιθοβολούν χιονιούΚάτω από τον ήλιο που όλο και ζυγώνει

Παράθυρα ανοίγουν τις αγκάλες τουςΣ’ όλο το μέγα μάκρος της οδού της καλοσύνηςΑνοίγονται χέρια και πουλιάΑνοίγονται μέρες ανοίγονται νύχτεςΚαι των παιδικών χρόνων τ’ αστέριαΣτις τέσσερεις γωνιές του απέραντου ουρανούΑπό μεγάλη ανάγκη τραγουδάνε σιγανά

Σαν κοιταζόμαστ’ εμείςΟ φόβος αφανίζει το φαρμάκι δια παντόςΣβήνει στο δροσερό χορτάρι απάνω

Οι βάτοι μέσα στους νεκρούς ναούςΤραβάν έξω απ’ τον ριζοβολημένον ίσκιοΤους ζέοντες άλικους και μελανούς καρπούς τουςΤο κρασί της αφρισμένης γηςΠνίγει στο απόγειο της πτήσης τους τις μέλισσεςΚαι οι χωρικοί αναθυμούνται τότεΧρόνια που ’χαν τις σοδειές τις πιο γεμάτες

Σαν κοιταζόμαστ’ εμείςΤις φλέβες της πιάνει και χαράζει η απόστασηΚαι των νερών το φούσκωμα όλους τους γιαλούς αγγίζει

Οι λέαινες οι περιστέρες οι ελαφίνεςΣτον καθαρόν αγέρα τρέμοντας κοιτάζουν που γεννιέταιΤ’ όμοιό τους σαν την άνοιξηΚαι η άφθονη γυναίκα και μητέραΤη ζωή στην ασωτεία συντονίζειΑλλάζει ο κόσμος χρώμαΗ γέννηση με την απουσία εναλλάσσεται

Σαν κοιταζόμαστ’ εμείςΟι τοίχοι φλέγονται όλοι από παλιά ζωήΟι τοίχοι φλέγονται όλοι από ζωή καινούργια

Η κλίνη της φύσεως έξωΈχει στρωθεί καλά με αθωότηταΛυκόφωτος ο ουρανός και λούζειΤη λυγμική και μειδιώσαΜορφή της μουσηγέτιδοςΠάντοτε γυμνότερη εκείνη σκλάβα και άνασσαΦυλλώματος διηνεκούς και εσαεί

Όποτε κοιταζόμαστ’ εμείςΕσή η λυμφατική ο ζοφερός εγώΗ όραση είν’ ολούθε αύρας πνοή και πόθου

Που ζωογονεί το πρώτο και το ύστατο όνειρο.

Αθήνα

Έλληνα λαέ βασιλιά απελπισμένεΝα χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριάΤον έρωτα σου για τη λευτεριά και για τη δικαιοσύνηΚαι τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου

Βασιλιά λαέ δε σ' απειλεί ο θάνατοςΣτον έρωτά σου είσ' όμοιος είσαι αγαθόςΚαι το κορμί σου κι η καρδιά πεινούν για αιωνιότηταΒασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί

Και πως σου δίναν τίμια τ' άρματα να σηκώσειςΤίμια δικιά σου σώζοντας βάζοντας το δικό σου νόμοΛαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο τ' άρματα εμπιστέψουΕλεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα

Και τη ελπίδα τούτη όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυΣτον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δεν βολεύεταιΛαέ απελπισμένε ήρωα λαέ

Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας

Μικρέ και μεγάλε στα μέτρα του καιρού σουΈλληνα λαέ αφέντη παντοτινέ των πόθων σουΣυνταιριασμένα το ιδανικό της σάρκας κι η σάρκα η ίδιαΗ φυσική λαχτάρα το ψωμί κι η λευτεριά

Η λευτεριά όμοια με τη λιόλουστη θάλασσαΤο ψωμί όμοιο με τους θεούς το ψωμί που σμίγει τους ανθρώπουςΤο αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ' όλαΠιο δυνατό απ' τον πόνο και τους εχθρούς μας όλους

9 Δεκέμβρη 1944

Paul Eluard, Οδυσσέας Ελύτης, σελίδες

Οι σελίδες είναι ατελείωτες από λέξεις, αναμενόμενες σκέψεις, εκφράσεις λιγότερο ή περισσότερο αισθαντικές>>>Ολοι έχουν άποψη επί παντός και φροντίζουν να την επιβάλλουν>>>Οι σειρήνες του πολύπτυχου εγώ, προϊόν της εποχής, καλύπτουν την απαραίτητη σιωπή, την απομόνωση της δημιουργίας, του βιώματος που καθημερινά προέρχεται από τον έρωτα και τον θάνατο>>>Οι ενστάσεις είναι εσωτερικές>>>Τα πρόσωπα έρχονται και παρέρχονται, αλλ' είναι ίδια>>>Τα εξώφυλλα των βιβλίων είναι ελκυστικά έως τη στιγμή που ξεχειλίζουν οι πρώτες αράδες>>>Προσωπική η ανάγκη του βλέμματος προς τα προηγούμενα βήματα>>>Το δεύτερο τεύχος του περιοδικού "Τετράδιο", 1945>>>Στα περιεχόμενα τρέχουν οι σημαντικοί του πνεύματος, της καλλιτεχνίας>>>Η αναγωγή στο τωρινό αλάφιασμα μοιάζει εφιαλτική>>>Ποιοι γράφουν, γιατί, πού απευθύνονται, πώς εκλαμβάνονται;>>>Το ποίημα του Paul Eluard αφαιρεί τον προβληματισμό, ανοίγει δρόμο στο ημίφως...

Ζωγραφισμένα λόγια μεταφρασμένα από τον Οδυσσέα Ελύτη***Για να νοιώσης το πανακόμηκαι το δέντρο με την πρωραία ματιάτης κληματίδας και της σαύρας τ' ολολάτρευτο δέντροκαι τη φωτιά και τ' αδιέξοδο*Για να σμίξης δρόσο και φτερόσύννεφο και καρδιά νύχτα και μέραπαράθυρο κι όποια νάναι χώρα*Για να καταργήσηςτου μηδενικού τον μορφασμόπου θα κυλίση μεθαύριο στο χρυσάφι*Για να κόψηςτους μικρούς τρόπουςτων θρεμμένων απ' τους ίδιους των εαυτούς γιγάντων

*Για να δης μέσ' όλων των ματιώντους λογισμούς όλα τα μάτια*Για να δης όλα τα μάτια τόσον έμορφαόσο κι εκείνα που ατενίζουνεθάλασσα που απορροφάει*Για να γελάσης ελαφράπου άναψες που ξεπάγιασεςπου πείνασες που δίψασες*Για νάναι και το να μιλάςόσο και το να φιλάςγενναιόδωρο*Για ν' αναδέψεις χορεύτρια και ποτάμικρύσταλλο και χορεύτρια θύελλαςχαραυγή κι εποχή στήθουςφρονιμάδες και πόθους παιδιάτικους*Για να δώσης στη γυναίκατη μοναχική και τη συλλογισμένητη μορφή των χαδιώνπου ονειρεύτηκε*Για νάναι οι έρημοι μέσα στον ίσκιοαντίς μέσαστονίσκιο μου*Δώσετετ'αγαθά μουδώσετέ ταδικαιώματά μου.

“Τα Εφτά Ποιήματα Του Έρωτα Στον Πόλεμο” Του Πωλ Ελυάρ

 VI

 Δε σας τραγουδάμε πια φανφάρεςΓια να σας δείξουμε καλύτερα τη δυστυχίαΠόσο μεγάλη και κτηνώδης είναιΚαι ακόμα πιο κτηνώδης που υπάρχει άθικτη Επιζητούμε μόνο το θάνατοΜας ορίζει μόνο η γηΜα τώρα η ντροπή

Μας εγκλωβίζει όλους ζώντανους Ντροπή του απέραντου κακούΝτροπή των παράλογων δήμιών μαςΠάντα οι ίδιοι πάνταΟι ίδιοι εραστές του εαυτού τους Ντροπή για τα τρένα των βασανισμένωνΝτροπή για τη φράση καμμένη γηΜα δεν ντρεπόμαστε για τις κακουχίες μαςΜα δεν ντρεπόμαστε για την ντροπή μας Πίσω από τους λιποτάκτεςΑκόμα και αν δε ζει ένα πουλίΟ αέρας είναι άδειος από λυγμούςΆδειος από την αθωότητά μας Αντηχεί μίσος και εκδίκηση.

 

Όμορφο   χέρι  

Ο ήλιος που στενάζει στα περασμένα μουδεν διάβηκε το κατώφλιΤου χεριού μου , των χεριών σου εξοχή ,Όπου πάντοτε ξαναγεννιώνταιΤο γρασίδι , τα λουλούδια του περιπάτου ,Τα μάτια όλες τις ώρες τουςΤους υποσχέθηκαν παραδείσους και θύελλες .Η εικόνα μας φύλαξε τα όνειρά μας .

Ο ήλιος που κουβαλά την παλιά νεότηταΔεν γερνάει , είναι ανυπόφοροςΣαν τάφος μού σκεπάζει τον ουρανόΠου πρέπει ν' ανακαλύψωΜε πάθος ,Με τις λέξεις .

Το   σύμπαν-μοναξιά    

Τις οπώρες της μέρας κλώτσησε η γηΜια γυναίκα , μια μόνη , δεν κοιμάταιΤα παράθυρα κλειστά .

Μια γυναίκα κάθε νύχταΤαξιδεύει σε μεγάλο μυστικό .

Χωριά κουρασμέναΠου τα κορίτσια γυρνούν με χέρια γυμνάΣαν συντριβάνια

Η νιότη φουντώνει μέσα τουςΚαι γελάει πατώντας στα νύχιαΧωριά κουρασμένα ,Όπου όλα τα πλάσματα είναι ολόιδια .

Σειρήνα  

Τι θέλετε ; η πόρτα φυλαγόταν .Τι θέλετε ; ήμασταν φυλακισμένοι .Τι θελετε ; ο δρόμος ήταν αμπαρωμένος .Τι θελετε ; η πόλη είχε υποταχτεί .Τι θελετε ; πέθαινε της πείνας .Τι θελετε ; ήμασταν άοπλοι .Τι θελετε ; η νύχτα είχε πέσει .Τι θελετε ; είχαμε αγαπηθεί .

Τα   στείρα   μάτια  

Σαν βλαστάριτης φλόγας τ' ανάστημα ,Αγνότατο , τ' άρωμα πήρεΕραστών αγκαλιασμένων .

«Πήγαινα προς τα εσένα πήγαινα δίχως τέλος προς το φως» (Ο θάνατος η αγάπη η ζωή). Πώς αλλιώς, άλλωστε, «Είχαμε γοητεία περισσότερη απ’ όση

είχανε ποτέ τους οι νεράιδες».

ΝΑ ΕΙΠΩΘΟΥΝ ΟΛΑ

Tο παν είναι να ειπωθούν όλα, και μου λείπουν οι λέξειςΚαι μου λείπει ο καιρός, και μου λείπει το θάρροςΟνειρεύομαι ξετυλίγω στην τύχη τις εικόνες μουΕχω άσχημα ζήσει, κι έχω μάθει άσχημα να μιλώ καθαρά.

Να ειπωθούν όλα για τους βράχους, τη λεωφόρο και τα λιθόστρωταΤους δρόμους και τους διαβάτες τους τα λιβάδια και τους βοσκούςΤο χνούδι της άνοιξης και τη σκουριά του χειμώναΤο κρύο και τη θέρμη συνθέτοντας ένα και μόνο καρπό

Θέλω να δείξω το πλήθος και κάθε άνθρωπο χώριαΜαζί μ΄ ό,τι τον ζωντανεύει και ό,τι τον απελπίζειΚαι κάτω από τις ανθρώπινες εποχές κάθε τι που φωτίζειΤην ελπίδα του και το αίμα του την ιστορία του και τη λύπη του

Θέλω να δείξω το τεράστιο πλήθος διαιρεμένοΤο πλήθος διαμοιρασμένο όπως σε κοιμητήριο Και το πλήθος πιο δυνατό απ΄ τη σκιά του την ακάθαρτη

Έχοντας γκρεμίσει τους τοίχους του έχοντας νικήσει τ΄ αφεντικά του

Την οικογένεια των χεριών, την οικογένεια των φύλλωνΚαι το περιπλανώμενο ζώο χωρίς προσωπικότηταΤον ποταμό και τη δροσιά γονιμοποιά και εύφορα Τη δικαιοσύνη όρθια την εξουσία καλά φυτεμένη

(1951)

Ακόμα κι όταν κοιμόμαστε

Ακόμα κι όταν κοιμόμαστε, αγρυπνούμε ο έναςΣτο πλευρό του άλλου.Κι αυτή η αγάπη, πιο βαριά από τ' ώριμο φρούτο της λίμνης,Δίχως γέλιο και δίχως κλάμα, εδώ και πάντα,Μια μέρα, μετά μια μέρα και μια νύχτα, μετά από μας

ΤΟΣΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ

ΤΟΣΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΟΛΟ ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΙΑ

ΤΟΣΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΟΛΟ ΧΛΕΥΗ

ΤΟΣΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΒΡΕΦΗ

ΚΑΙ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΝΑ ΕΓΚΥΜΟΝΕΙ

ΤΑ ΠΙΟ ΤΡΥΦΕΡΑ ΘΑΥΜΑΤΑ

ΤΙΣ ΠΙΟ ΑΓΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ

ΚΙ ΩΣΤΟΣΟ

ΟΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ Σ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΕΝΑΝ ΟΛΕΘΡΙΟ ΘΟΡΥΒΟ

ΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΡΕΛΑΘΕΙΣ

ΛΥΓΜΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ ΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΑΝ ΡΥΤΙΔΕΣ

ΠΑΝΤΟΥ ΚΗΛΙΔΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

ΠΑΝΤΟΥ ΣΚΙΕΣ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ