32

Σειρά: ΣYΓXPONH ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛOΓOΤΕΧNΙΑ · Από τότε που ζούσαν μαζί και ... ~10~ «Θα βγω το βράδυ και θα αργήσω να

  • Upload
    others

  • View
    3

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Σειρά: ΣYΓXPONH ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛOΓOΤΕΧNΙΑ

Αλέξανδρος ΝίκαςΚάθε 29 του Φλεβάρη

Copyright © Αλέξανδρος Νίκας και εκδόσεις Μίνωας, 2012

Παραγωγή: MINΩAΣ A.E.E. 1η έκδοση: Φεβρουάριος 2012

Επιμέλεια κειμένου: Χριστίνα Τούτουνα Σχεδιασμός εξωφύλλου – Σελιδοποίηση: Ιάκωβος Ψαρίδης© Φωτογραφίας εξωφύλλου: Getty Images

Copyright © για την παρούσα έκδοση: Εκδόσεις MINΩAΣ Τ.Θ. 504 88, 141 10 N. Hράκλειο, AΘHNA τηλ.: 210 27 11 222 – fax: 210 27 76 818 www.minoas.gr • e-mail: [email protected]

ISBN 978-960-481-768-9

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΝΙΚΑΣ

ΚΑΘΕ 29 ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ

Όνειρα και Υποσχέσεις

Στην Αποστολία και στον Σωτήρη.

29 Φλεβάρη του 2000

29 Φλεβάρη του 2000. Το πρωινό ξύπνημα για τον Πάρη δεν είναι σαν τα συνηθισμένα. Σήμερα νιώθει μεγάλη ταραχή. Σε αντίθεση όμως με άλλες μέρες, σήμερα ξέρει τον λόγο. Ξέρει πολύ καλά τι του συμβαίνει. Τα τελευταία είκοσι χρό-νια του έχει ξανασυμβεί άλλες πέντε φορές.

Τέσσερα χρόνια περίμενε αυτήν τη μέρα και τον τελευ-ταίο καιρό βρίσκεται σε υπερδιέγερση. Οι κινήσεις του είναι μηχανικές και το μυαλό του το απασχολούν πολλές σκέψεις. Πάρα πολλές σκέψεις και ένα πρόσωπο.

Το μικρό κόψιμο στο ξύρισμα τον επαναφέρει στην πραγ-ματικότητα. Σήμερα ειδικά οφείλει να είναι προσεκτικός.

Είναι σαράντα πέντε χρονών, δεκαεννιά χρόνια παντρε-μένος και έχει έναν γιο και μία κόρη. Αγαπά πολύ την οι-κογένειά του – όμως σήμερα είναι η μέρα τους. Σήμερα η γυναίκα του θα ακούσει γι’ άλλη μια φορά ένα ψέμα. Το ίδιο ψέμα που της λέει κάθε τέσσερα χρόνια την τελευταία εικοσαετία. Από τότε που ζούσαν μαζί και ετοιμάζονταν να παντρευτούν.

Αλεξανδροσ Νικασ

~10~

«Θα βγω το βράδυ και θα αργήσω να γυρίσω. Θα συνα-ντηθώ με τη γνωστή παρέα των συμφοιτητών μου από το Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών. Ξέρεις, όπως κάνουμε κάθε χρονιά που ο Φλεβάρης έχει είκοσι εννέα μέρες».

Αυτό βρήκε να πει στη γυναίκα του το 1980 και το ίδιο ακριβώς συνεχίζει να της λέει κάθε τέσσερα χρόνια. Την επο-μένη της συνάντησης, το απόγευμα μετά τη δουλειά, της λέει πόσο άλλαξαν όλοι στην εμφάνιση, στις ιδέες, στη ζωή τους, αλλά και πόσο ίδιοι έμειναν σε κάποια άλλα πράγματα.

Πρόκειται για ψέμα, ένα αθώο ψέμα για να μην αναγκα-στεί να της πει την αλήθεια, ότι δηλαδή δεν έχει συναντηθεί καμιά φορά με συμφοιτητές του, ούτε και σήμερα πρόκειται να το κάνει. Να μην αναγκαστεί να της πει ότι σήμερα θα συναντηθεί με την Ελένη. Εκείνη που ήταν ο πρώτος του έρωτας και, όπως έχει αποδειχτεί πια μετά από τόσα χρό-νια, ο μεγαλύτερος της ζωής του.

Θα συναντηθεί όμως; Δεν είναι σίγουρος. Η Σούλα, η αδελφή της Ελένης, που τη συνάντησε το καλοκαίρι για πρώτη φορά μετά από μία δεκαετία περίπου σε ένα μικρό νησί των Δωδεκανήσων, του είπε κάποια πράγματα για κεί-νη που τον είχαν στενοχωρήσει πάρα πολύ.

Η ταραχή του σήμερα συνοδεύεται από αγωνία. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

~11~

Η γνωριμία

Βρισκόμαστε στις αρχές του 1972. Εδώ και μερικά χρόνια, η Ελλάδα ζούσε κάτω από τον ζυγό της στρατιωτικής χού-ντας, η οποία αντιμετώπιζε πλέον την ολοένα διογκούμενη δυσφορία των Ελλήνων. Στο κέντρο της Αθήνας επικρατού-σε συχνά αναστάτωση.

Κάπου κοντά στην πλατεία Κάνιγγος, σε ένα από τα με-γάλα φροντιστήρια που υπήρχαν εκεί και το οποίο φημιζό-ταν για τα υψηλά ποσοστά επιτυχίας των μαθητών του στις εξετάσεις για τα πανεπιστήμια, ο Πάρης περνούσε πολλές απογευματινές ώρες, τρεις φορές την εβδομάδα. Τελείωνε την έκτη τάξη του γυμνασίου και προετοιμαζόταν για το Πολυτεχνείο. Στο τμήμα του υπήρχαν και άλλα επτά παι-διά που είχαν τον ίδιο στόχο με αυτόν. Ανάμεσά τους και η Ελένη.

Η Ελένη ήταν λεπτή, ψηλή, μελαχρινή, με καταπράσινα μάτια και ίσια μακριά μαλλιά, που τα είχε άλλοτε ριγμένα στους ώμους της και άλλοτε δεμένα σε μακριά κοτσίδα, τονίζοντας έτσι τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου

Αλεξανδροσ Νικασ

~12~

της και αφήνοντας να φαίνεται η μικρή ελίτσα κάτω από το αριστερό της αυτί. Έμενε σε μια μονοκατοικία κάπου μετα-ξύ Παπάγου και Χολαργού, και ήταν το πρώτο παιδί μιας ευκατάστατης οικογένειας, που κατάφερε να επιβιώσει με όλες τις πολιτικές καταστάσεις τα προηγούμενα ταραγμένα χρόνια. Ο πατέρας της ήταν πρώην στρατιωτικός, ο οποίος είχε αποταχθεί από τη χούντα ως καραμανλικός, και η μη-τέρα της ασχολούνταν με οικιακά, αφού η επαγγελματική κατάσταση του συζύγου της δεν της επέτρεπε να εργάζεται η ίδια.

Εντελώς διαφορετική ήταν η οικογένεια του Πάρη. Πολι-τικά διωκόμενοι οι γονείς του επί μία εικοσιπενταετία, για κάποιο διάστημα δούλεψαν ως θυρωροί στα Πατήσια και τα τελευταία χρόνια ήταν μετανάστες. Όλα τα παραπάνω τον έκαναν να είναι επιφυλακτικός μαζί της, όσο και αν εκείνη δήλωνε πολιτικά ουδέτερη. Πολιτικά ουδέτερος δήλωνε και ο Πάρης, αλλά η καταγωγή του τον προδιέθετε να συμφωνεί με τις ενέργειες των διαμαρτυρόμενων εργατών, φοιτητών και άλλων, στο κέντρο της Αθήνας.

Επηρεασμένος από όλα αυτά, στην αρχή υπήρξε διστα-κτικός να ανοιχτεί μαζί της. Η καλοσύνη της όμως και το γλυκό της χαμόγελο, αλλά και η δική του πίστη ότι οι νέοι της Ελλάδας όφειλαν να τερματίσουν τις διαφορές του πα-ρελθόντος και να καταργήσουν τις διαχωριστικές γραμμές, έδιωξαν από μέσα του την επιφυλακτικότητα. Έτσι οι δυο τους έφτασαν να δημιουργήσουν μια ιδιαίτερη σχέση.

Πάρης και Ελένη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η μικρή τους παρέα άφηνε υπονοούμενα γι’ αυτούς, λέγοντας πως θα μπορούσαν να γράψουν τη δική τους ιστορία, σαν τα ομώνυμα πρόσωπα του μύθου. Όχι βέβαια πως αυτοί οι δύο θα γίνονταν ποτέ η αιτία να ξεκινήσει ένας νέος μεγάλος πόλεμος. Αλλά στα πρόσωπά τους κάλλιστα θα μπορού-

Καθε 29 του Φλεβαρη

~13~

σαν να συγκρουστούν δύο διαφορετικές τάξεις ανθρώπων, με άλλα πολιτικά φρονήματα, άλλη μόρφωση, διαφορετική κουλτούρα και στάση ζωής – και άγνωστη την έκβαση αυτής της σύγκρουσης.

~14~

Η πρώτη αγκαλιά

Καιρό τώρα, αρκετά βράδια, γίνονταν φασαρίες στο κέντρο της Αθήνας. Μια φασαρία μπορούσε να ξεσπάσει εντελώς ξαφνικά και από το τίποτα. Η αγανάκτηση έπνιγε σχεδόν τους πάντες και αρκετά συχνά κάποιοι προκαλούσαν για ψύλλου πήδημα επεισόδια και στη συνέχεια εξαφανίζονταν στα γύρω στενά.

Τον τελευταίο καιρό, ο Πάρης δεν άφηνε μόνη της την Ελένη να πηγαίνει στην αφετηρία του λεωφορείου της που βρισκόταν στην Ακαδημίας, πίσω από τα προπύλαια του Πανεπιστημίου. Ένα βράδυ, καθώς ανέβαιναν την Ακαδη-μίας, έξω από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής είδαν να ξεφυτρώνουν από το πουθενά περισσότεροι από είκοσι νεα ροί, που, αφού πετάξανε διάφορα αντικείμενα στους λί-γους αστυνομικούς που βρίσκονταν εκεί, χάθηκαν ξαφνικά όπως είχαν εμφανιστεί. Ο Πάρης ασυναίσθητα αγκάλιασε την Ελένη κι εκείνη δέχτηκε, επίσης ασυναίσθητα, το αγκά-λιασμά του. Ήταν η πρώτη τους φορά και θα τη θυμούνταν πάντοτε στα κατοπινά χρόνια.

Καθε 29 του Φλεβαρη

~15~

Πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσουν, βρέθηκαν μόνοι τους στη μέση του δρόμου και οι αστυνομικοί, που είχαν στο μεταξύ συνέλθει από την ξαφνική επίθεση, όρμησαν πάνω τους με λύσσα. Τα βιβλία τους σκόρπισαν στον δρόμο κι εκείνοι άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα. Όμως, τόσο οι δικές του φωνές όσο και οι παρακλήσεις της Ελένης δεν θα έπιαναν τόπο, αν ακριβώς λίγα μέτρα πίσω τους δεν τύ-χαινε να ακολουθεί ένας ανθυπαστυνόμος. Αυτός ήταν που συγκράτησε τελικά τους άλλους τρεις, λέγοντάς τους ότι τα παιδιά ανέβαιναν από την πλατεία Κάνιγγος και δεν είχαν καμία σχέση με την επίθεση.

Ωστόσο, αυτή η δυσάρεστη εμπειρία είχε για τον Πάρη ένα τριπλό κέρδος. Πρώτον, έσφιξε στην αγκαλιά του για πρώτη φορά την Ελένη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ονει-ρευόταν αυτήν τη στιγμή, μολονότι την φανταζόταν εντελώς διαφορετική. Αλλά και έτσι που έγινε, δεν έπαυε να είναι η πρώτη τους φορά. Δεύτερον, προστάτεψε την Ελένη, που, εκτός από μερικά σπρωξίματα, δεν έφαγε ούτε ένα χτύ-πημα με κλομπ, ούτε μια κλοτσιά. Τρίτον, άφησε ξαφνικά πίσω του την ηλικία του μαθητή και μπήκε αυτομάτως σε μια άλλη κατάσταση. Συγκεκριμένα, βρέθηκε στην κατηγο-ρία αυτών που είχαν δοκιμάσει στο κορμί τους το μένος της χούντας.

Μετά την παρέμβαση του ανθυπαστυνόμου, πήρε την Ελέ-νη και την πήγε στην αφετηρία του λεωφορείου. Έτρεμαν και οι δύο από οργή και αγανάκτηση και συνεχώς κοιτού-σαν πίσω τους μην τυχόν και τους ακολουθούν. Ανησύχη-σαν αρχικά βλέποντας τον ανθυπαστυνόμο πίσω τους και η ανησυχία τους έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν τον είδαν να στέκεται κι εκείνος στην ίδια στάση. Μόλις ήρθε το λεω-φορείο, η Ελένη σηκώθηκε να μπει, αλλά δίστασε, καθώς συνειδητοποίησε ότι και ο ανθυπαστυνόμος ετοιμαζόταν να

Αλεξανδροσ Νικασ

~16~

επιβιβαστεί στο ίδιο λεωφορείο. Αμηχανία κατέλαβε τα δύο παιδιά, αλλά ο ανθυπαστυνόμος την πήρε από το χέρι, της είπε να ανέβει και να μη φοβάται τίποτα.

«Αν ήθελα να σου κάνω κακό, ξέρεις πού θα βρισκόσουν τώρα;» της είπε.

Το άλλο χέρι της το κρατούσε ο Πάρης. Η Ελένη κοίταζε μια τον αστυνομικό και μια τον Πάρη. Κοίταζε βαθιά μέσα στα μάτια του και στο λιγοστό φως που υπήρχε διέκρινε ότι το βλέμμα του της έλεγε να ανέβει. Εκείνος την πλησίασε ακόμα περισσότερο και, αφού της έδωσε ένα φιλί, άφησε απαλά το χέρι της και της έκανε νόημα να επιβιβαστεί. Ο ίδιος κατέβηκε την Πανεπιστημίου και πήρε το τρόλεϊ για να πάει στο σπίτι του. Το κορμί του πονούσε παντού, αλλά ταυτόχρονα το πλημμύριζε μια βαθιά αγαλλίαση. Σκεφτό-ταν πόσο έντονες στιγμές είχε ζήσει. Αγκάλιασε την Ελένη! Φίλησε την Ελένη! Όλα αυτά τα είχε φανταστεί πολύ διαφο-ρετικά για την πρώτη φορά. Δεν τον ένοιαζε όμως καθόλου. Την φίλησε! Αυτό είχε τώρα σημασία για τον Πάρη. Η σκέ-ψη του δεν έφευγε καθόλου από αυτή τη στιγμή. Το ξύλο επανερχόταν στον νου του απλώς σαν μια κακιά ανάμνηση, όταν μέσα από το τρόλεϊ έβλεπε έξω στον δρόμο κάποιον αστυνομικό. Μόνον η Ελένη υπήρχε στο μυαλό του.

«Ελένη!»Πρόφερε το όνομά της και σκεφτόταν πόσο όμορφο ήταν

που κατάφερε να την προστατέψει, ώστε να φάει εκείνος το ξύλο κι εκείνη καθόλου. Πόσο όμορφο ήταν που τη φίλησε κι εκείνη όχι μόνο δεν αντέδρασε, αλλά φάνηκε να το πε-ριμένει κιόλας! Αργότερα, όταν έφτασε στο σπίτι και πήγε στο μπάνιο, είδε το πρόσωπό του στον καθρέφτη και κατά-λαβε γιατί τον κοιτούσαν με οίκτο οι λιγοστοί επιβάτες στο τρόλεϊ. Τότε μόλις συνειδητοποίησε ότι, εκτός από το ότι αγκάλιασε και φίλησε την Ελένη, εκείνη τη βραδιά έφαγε το

Καθε 29 του Φλεβαρη

~17~

ξύλο της χρονιάς του. Τα μάτια του ήταν πρησμένα και το ένα από αυτά μελανιασμένο. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ξεραμένα αίματα που είχαν τρέξει από τη μύτη του και τα χείλη του ήταν επίσης πρησμένα.

«Αχ Ελένη!» μονολόγησε δυνατά. «Τι όμορφα που ήταν!»Αν τον άκουγε ο αδελφός του με τον οποίο έμεναν μαζί,

θα αναρωτιόταν αν ήταν στα καλά του. Ευτυχώς έλειπε. Ποιος ξέρει πού γυρνούσε πάλι. Σίγουρα δεν ήταν καλά, αφού πονούσε όλο το κορμί του, και σίγουρα επίσης ένιω-θε καλά, αφού επιτέλους είχε αγκαλιάσει και φιλήσει την Ελένη.

~18~

Σκέψεις

Η Ελένη πάλι ανέβηκε στο λεωφορείο σχεδόν συνοδευόμενη από τον αστυνομικό. Το λεωφορείο ήταν μισοάδειο και έτσι κάθισε σε μια θέση. Ευτυχώς ο αστυνομικός δεν κάθισε δί-πλα της. Όσο και αν τους βοήθησε, δεν έπαυε να είναι ένας μπάτσος. Ένας μπάτσος σαν τους άλλους τρεις, που χωρίς λόγο τσάκισαν στο ξύλο, εντελώς ξαφνικά και αναίτια, τον Πάρη.

«Πάρης!»Σκέφτηκε τον Πάρη και γέμισε η ψυχή της. Σκέφτηκε πως

την αγκάλιασε για να μην πάθει κακό και συνειδητοποίησε πόσο όμορφα ένιωσε που βρέθηκε στην αγκαλιά του. Αρ-γότερα σκέφτηκε πως όταν τη φίλησε εκείνη δεν αντέδρασε καθόλου. Θα ήθελε να ήταν αλλιώς το πρώτο φιλί. Ξαφνικά, στενοχωρήθηκε για το φιλί. Όχι γι’ αυτό που της έδωσε ο Πάρης. Αυτό σκεφτόταν πόσο ωραίο ήταν όλη την ώρα και σχεδόν είχε ξεχάσει ότι στο ίδιο λεωφορείο βρισκόταν και ο μπάτσος. Στενοχωρήθηκε επειδή την ώρα που την φίλησε ο Πάρης εκείνη δεν ανταπέδωσε. Εκείνος θυσιάστηκε για

Καθε 29 του Φλεβαρη

~19~

χάρη της και αυτή ούτε ένα φιλί… Δεν μπορούσε να το χω-νέψει. Δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό της. Πώς και δεν ανταποκρίθηκε; Τόσον καιρό περίμενε αυτήν την κίνησή του. Τι την κράτησε; Δικαιολόγησε τον εαυτό της, σκεπτόμε-νη ότι όλα έγιναν τόσο ξαφνικά. Την ώρα που ο μπάτσος την έπιασε απαλά από το χέρι και της είπε «Έλα, μη φοβάσαι», εκείνη τη στιγμή έσκυψε και ο Πάρης να την φιλήσει.

Ναι, αυτό ήταν. Δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει. Δεν αρνήθηκε το φιλί του, αλλά δεν πρόλαβε ν’ ανταποδώσει. Πόσο θα ήθελε να είχε προλάβει. Από κείνη τη στιγμή καρφώθηκε στο μυαλό της η μελλοντική σκηνή που θα τον φιλούσε κι εκείνη.

~20~

Το σχολείο του Πάρη

Την άλλη μέρα το πρωί στο σχολείο, οι συμμαθητές του είχαν μάθει ήδη από το πρώτο διάλειμμα για τη χθεσινο-βραδινή εμπειρία του και για το ξύλο που είχε φάει. Στο δεύτερο διάλειμμα τον κάλεσε ο γυμνασιάρχης στο γρα-φείο. Με ενδιαφέρον τον ρώτησε τι του συνέβη κι ο Πάρης του εξήγησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Εκείνος τότε ρώτησε: «Σίγουρα δεν κάνατε κάτι εσείς;» και, αφού βεβαιώθηκε ότι ο μαθητής του δεν ξεκίνησε τη φασαρία, τον συμβούλεψε πατρικά να μην ξαναμπλέξει. Οι φίλοι και οι συμμαθητές του, που γνώριζαν πως ο γυμνασιάρχης είχε καλέσει τον Πάρη στο γραφείο, τον περίμεναν με αγωνία. Φοβόντουσαν μήπως η χθεσινή περιπέτειά του δεν είχε τελειώσει ακόμη, αλλά αντίθετα μήπως τώρα μόλις άρχιζε. Όταν τον είδαν να κατεβαίνει τα σκαλιά ήρεμος, ησύχασαν κι εκείνοι. Στο τρίτο διάλειμμα όλο το σχολείο γνώριζε τα γεγονότα και ο Πάρης είχε γίνει ήρωας. Ήταν οι εποχές που κάποιος νεαρός γινόταν αμέσως ήρωας, αρκεί να είχε φάει ξύλο από τους μπάτσους της χούντας.

Καθε 29 του Φλεβαρη

~21~

Το πρόσωπό του φανέρωνε πως πράγματι τον είχαν χτυ-πήσει άγρια. Ο Θανάσης, συμμαθητής του Πάρη που πήγαι-νε και αυτός στο ίδιο φροντιστήριο, επιβεβαίωσε ότι, όταν χωρίσανε το προηγούμενο βράδυ, τον είδε να ανεβαίνει την Ακαδημίας και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε κανένα μώ-λωπα. Όλη αυτή η κατάσταση δημιούργησε στον Πάρη ανά-μεικτα αισθήματα. Από τη μια, έγινε γνωστός σε όλο το σχολικό συγκρότημα κι ένιωθε καλά γι’ αυτό· από την άλλη όμως κατάλαβε ότι πάνω του θα έπεφταν όλοι οι μαθητές για να ηγηθεί της προσπάθειας που ξεκινούσαν προκειμέ-νου ν’ αλλάξουν κάποια πράγματα στο σχολείο. Ίσως και ο γυμνασιάρχης γι’ αυτόν τον λόγο να τον κάλεσε στο γρα-φείο του. Αργότερα, όταν κατάφερε να συγκεντρωθεί και να σκεφτεί τι είχε συμβεί εκείνη τη μέρα, ήταν σίγουρος ότι ο γυμνασιάρχης τον κάλεσε για να διαπιστώσει, μετά από όλα όσα είχαν γίνει, αν ο Πάρης είχε τα προσόντα να γίνει ηγέ-της, με πιθανό αποτέλεσμα να έχουν φασαρίες στο σχολείο. Μάλλον δεν διέκρινε κάτι ανησυχητικό, τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και του είπε να μην ξαναμπλέξει.

Το απόγευμα, τη συνηθισμένη ώρα, ο Πάρης πήρε το τρόλεϊ για να πάει στο φροντιστήριο. Όταν έφτασε εκεί, οι περισσότεροι συμμαθητές του είχαν μπει στην αίθουσα και ήταν έτοιμοι ν’ αρχίσουν μάθημα. Μόλις μπήκε στην αίθουσα, όλοι τον κοίταξαν με έκπληξη και κάποιοι με εν-διαφέρον. Εκείνος εστίασε σε ένα θρανίο, όπου δεν είδε να κάθεται η Ελένη. Η ανησυχία του κορυφώθηκε.

«Θεέ μου, τι έπαθε; Πού είναι; Γιατί δεν ήρθε ακόμη;» αναρωτήθηκε.

Οι συμμαθητές του κοίταξαν το καταμωλωπισμένο του πρόσωπο και ετοιμάστηκαν να τον ρωτήσουν τι του συνέβη. Πρώτη η Φωτεινή, με την οποία είχαν αναπτύξει πραγματι-κή φιλία, έσπευσε να ρωτήσει ανήσυχη: «Τι έπαθες, Πάρη;».

Αλεξανδροσ Νικασ

~22~

Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο καθηγητής των μαθηματικών για να ξεκινήσει το μάθημα. Ακούγοντας τη Φωτεινή, πριν πει «Καλησπέρα, παιδιά» όπως συνήθιζε, έριξε μια ματιά στον Πάρη και με πραγματικό ενδιαφέρον είπε: «Απάντησε, παιδί μου, στη Φωτεινή». Προτού όμως προλάβει αυτός ν’ απαντήσει, άνοιξε πάλι η πόρτα και μπήκε η Ελένη.

«Συγγνώμη για την καθυστέρηση» είπε και κατευθύνθη-κε προς το θρανίο της.

~23~

Το σχέδιο της Ελένης για το πρώτο φιλί

Η Ελένη δεν έκλεισε μάτι σχεδόν όλη νύχτα. Συνέχεια σκε-φτόταν αυτό που της είχε συμβεί, αυτά που τους είχαν συμ-βεί. Ήταν λίγος καιρός τώρα που ο Πάρης, τα βράδια που τελείωναν το μάθημα στο φροντιστήριο, την συνόδευε μέχρι την αφετηρία του λεωφορείου της. Η αλήθεια είναι ότι πε-ρίμενε πως κάποια στιγμή εκείνος θα της μιλούσε για τα αισθήματά του και δεν ήταν λίγες οι φορές που αναρωτιό-ταν γιατί δεν το είχε κάνει ακόμη. Όλη τη νύχτα σκεφτόταν ανήσυχη πώς να ήταν άραγε τώρα ο Πάρης, αφού εκείνος δεν είχε τηλέφωνο στο σπίτι για να του τηλεφωνήσει και να μάθει. Είχε βέβαια κάνει αίτηση στον ΟΤΕ προ τριετίας, αλλά ήταν γνωστό πως κάποιος μπορεί να περίμενε πέντε, ίσως και περισσότερα χρόνια για ν’ αποκτήσει τηλέφωνο. Αν υπήρχε δίκτυο κοντά στο σπίτι του ή είχε κάποιο μέσο στον ΟΤΕ ή στην κυβέρνηση, κάτι μπορεί να γινόταν και νωρίτερα.

Μέσα σ’ όλα όσα τους είχαν συμβεί απόψε, ξέχασε να του πει να της τηλεφωνήσει όταν θα έφτανε κοντά στο σπίτι

Αλεξανδροσ Νικασ

~24~

του. Τόσοι θάλαμοι υπήρχαν στην πλατεία Κολιάτσου. Εκεί κοντά έμενε ο Πάρης. Στριφογύριζε στο κρεβάτι της και σκεφτόταν ότι μπορεί να έγιναν όσα έγιναν, αλλά επιτέλους ο Πάρης την είχε φιλήσει. Ήταν σίγουρη ότι αυτό το φιλί ήταν η αρχή μιας σχέσης. Δεν την είχε φιλήσει κανείς και ποτέ με τέτοιον τρόπο. Ήταν κάτι τόσο διαφορετικό, που δεν μπορούσε να το κατατάξει στην κατηγορία των φιλι-κών και συγγενικών φιλιών που είχε εισπράξει έως τότε. Το αποψινό σήμαινε πολλά για την Ελένη. Σήμαινε πολλά, ίσως επειδή έτσι ήθελε να πιστεύει.

Μια ιδέα πέρασε από το μυαλό της: ότι τώρα πια εκείνη έπρεπε να κάνει το επόμενο βήμα. Εκείνος φάνηκε γενναίος απόψε κι έκανε την αρχή. Τώρα ήταν η σειρά της να δείξει στον Πάρη ότι ήταν πραγματικότητα αυτά που του έλεγαν τα μάτια της. Σκέφτηκε πολλές στιγμές και πολλά σημεία όπου θα τον αγκάλιαζε και θα τον φιλούσε. Ένιωθε μέσα της ότι δεν ήθελε να το κάνει μόνο για να τον ευχαριστήσει. Ήθελε απλώς να το κάνει. Ήθελε να ξεκινήσει αυτό που πο-θούσε. Ναι, το βράδυ στην επιστροφή, όταν θα την πήγαινε στην αφετηρία του λεωφορείου, θα σταμάταγε στο σημείο όπου έγιναν όλα αυτά με τους μπάτσους, θα τον αγκάλιαζε στη μέση του δρόμου και θα τον φιλούσε. Έμεινε ικανοποιη-μένη με αυτήν τη σκέψη και προς το ξημέρωμα την πήρε λίγο ο ύπνος.

Το πρωί στο σχολείο μίλησε για την περιπέτειά της μόνο στη Δάφνη. Η Δάφνη ήταν η καλύτερή της φίλη, και ας είχε έρθει φέτος στο σχολείο τους. Είχε μετακομίσει με την οικο-γένειά της τον Αύγουστο στην περιοχή, και με το ξεκίνημα της χρονιάς δεν ήθελε καμιά να καθίσει μαζί της στο θρανίο. Οι περισσότερες ήθελαν τις παλιές συμμαθήτριες και άλλες είχαν συμφωνήσει από το τέλος της προηγούμενης σχολικής χρονιάς με ποιες θα κάθονταν. Η Ελένη είχε συμφωνήσει με

Καθε 29 του Φλεβαρη

~25~

τη Μαρία, με την οποία ήταν στο ίδιο θρανίο την περασμένη χρονιά, ότι στην τελευταία τάξη θα καθόταν με άλλη συμμα-θήτρια η καθεμιά τους. Ήταν λοιπόν η Ελένη που πρότεινε στη Δάφνη να καθίσουν μαζί, και αυτό το λίγο διάστημα υπήρξε αρκετό για να γίνουν οι καλύτερες φίλες.

Η Δάφνη την δικαιολόγησε που δεν ανταποκρίθηκε στο φιλί. Της είπε μάλιστα πως της φάνηκε καλή η ιδέα να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει στο σημείο όπου έγιναν όλα αυτά με τους μπάτσους και όπου είχαν την πρώτη τους αγκαλιά. Την παρότρυνε μάλιστα να το κάνει το ίδιο βράδυ.

«Θα χαρώ, φιλενάδα μου, να βρεις το θάρρος να το κά-νεις» της είπε το μεσημέρι που τελείωσε το μάθημα και χώρισαν για να πάει η καθεμία στο σπίτι της.

Η Ελένη έφαγε μόνη της το μεσημέρι. Κάθε φορά που συλλογιζόταν τι επρόκειτο να κάνει αυτή και πώς θα αντι-δρούσε ο Πάρης, μια μικρή ικανοποίηση ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό της. Δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά μόνον αυτό. Το απόγευμα άργησε να ξυπνήσει, αφού το προηγούμενο βράδυ είχε ελάχιστα κοιμηθεί. Ευτυχώς που την ξύπνησε η μάνα της, διαφορετικά θα έχανε το μάθημα, αλλά, το κυριό-τερο, θα πήγαινε στράφι το σχέδιο που είχε καταστρώσει. Πήρε το λεωφορείο και, όταν έφτασε στο φροντιστήριο, όλοι οι μαθητές ήταν ήδη στις αίθουσες. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε στην τάξη. Ρίχνοντας μια ματιά στον Πάρη τρόμαξε. Μαζί του βρισκόταν την ώρα που τον χτύπησαν και όταν χώρισαν δεν ήταν τόσο μαυρισμένο το πρόσωπό του. Ήταν ακριβώς η στιγμή που άκουσε τον καθηγητή της να του απευθύνεται.

~26~

Το πρώτο φιλί

«Έλα, Πάρη» είπε ο καθηγητής «πες μας τι σου συνέβη».Πριν προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα του αυτός για να μιλή-

σει, η Ελένη σταμάτησε μπροστά του κι έκανε μια κίνηση που κανείς δεν περίμενε. Άφησε την τσάντα της πάνω στο θρανίο του, έπιασε με τα δυο της χέρια το πρόσωπό του, το ανα-σήκωσε ελαφρά, χάιδεψε τα μάγουλά του και στη συνέχεια έσκυψε και του έδωσε ένα παρατεταμένο φιλί στο στόμα. Όλοι μέσα στη μικρή αίθουσα έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Ανοιχτό έμεινε και το στόμα του Πάρη. Η Ελένη πήρε την τσάντα της και με φανερή ικανοποίηση κάθισε στο θρανίο της. Απ’ όλα όσα είχε σκεφτεί για το πρώτο φιλί, αυτό δεν είχε περάσει ούτε καν σαν ιδέα από το μυαλό της. Αμέσως αναρωτήθηκε: «Μέσα στην αίθουσα; Είναι δυνατόν; Μα πώς το έκανα εγώ αυτό;». Η αρχική ικανοποίηση έδωσε τη θέση της στην περιέργεια για το πώς θα αντιμετώπιζαν οι άλλοι αυτήν την ενέργειά της. Τη σιωπή έσπασε ο καθηγητής.

«Τι γίνεται εδώ; Τι πράγματα είναι αυτά, Ελένη; Περιμέ-νω κάποια εξήγηση αμέσως!»

Καθε 29 του Φλεβαρη

~27~

Σε λίγα λεπτά της ώρας οι συμμαθητές και ο καθηγη-τής τους είχαν μάθει τι είχε συμβεί. Φρόντισε γι’ αυτό ο Θανάσης, που τα γνώριζε ήδη από το πρωί στο σχολείο, από τον ίδιο τον Πάρη. Εκείνοι απλώς περιορίστηκαν να επιβεβαιώσουν με μια κίνηση του κεφαλιού τους την αφή-γηση του Θανάση. Ο καθηγητής τούς έκανε κατήχηση να μη δίνουν δικαιώματα, να προσέχουν και να μην μπλέκονται σε φασαρίες. Άλλος ήταν ο σκοπός τους τώρα και γι’ αυτόν πήγαιναν στο φροντιστήριο. Όφειλαν λοιπόν προς το παρόν να προσηλωθούν στον στόχο τους και αργότερα, όταν θα ενηλικιώνονταν, θα μπορούσαν να καταλάβουν τα τωρινά γεγονότα.

Οι περισσότεροι είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν τι γίνε-ται, αλλά δεν μπορούσαν να χωνέψουν αυτό που είχε συμ-βεί στους συμμαθητές τους. Τα σημάδια στο πρόσωπο του Πάρη τους είχαν εξοργίσει όλους. Πώς ήταν δυνατόν, έτσι στα καλά καθούμενα, να τον σπάσουν στο ξύλο; Σκέφτηκαν ότι το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και σε οποιονδήποτε απ’ αυτούς. Όχι, δεν ήταν δυνατόν. Αναρωτήθηκαν μήπως το ίδιο συνέβαινε και με όσα διάβαζαν στις εφημερίδες για άλλους ταραξίες και φασαρίες. Ποιοι είχαν δίκιο; Ποιοι άδι-κο; Πού θα ήταν τώρα οι συμμαθητές τους αν δεν βρισκό-ταν ακριβώς πίσω τους εκείνος ο ανθυπαστυνόμος; Όχι, δεν ήταν δυνατόν να το δεχτούν αδιαμαρτύρητα. Κάτι έπρεπε να κάνουν, αλλά τι; Προς το παρόν αυτό που έκαναν ήταν να χάσουν το μάθημα. Κανένας τους δεν μπορούσε να συ-γκεντρωθεί. Όσο και αν πάσχισε ο καθηγητής τους, η προ-σπάθειά του απέβη άκαρπη.

Η Ελένη ζούσε στον κόσμο της. Έκανε αυτό που ονει-ρευόταν και μάλιστα μέσα στην τάξη. Μπροστά σε όλους τους συμμαθητές της. Μπροστά στον ίδιο τον καθηγητή. Πώς το τόλμησε; Δεν την ενδιέφερε καθόλου. Αυτό που την

Αλεξανδροσ Νικασ

~28~

ενδιέφερε ήταν πώς το πήρε ο Πάρης. Τι θα μπορούσε να υποθέσει γι’ αυτήν; Είδε θετικά την ενέργειά της; Χάρηκε; Απογοητεύτηκε; Μήπως ήθελε αυτό το φιλί, το τόσο προσω-πικό, να δινόταν σε χώρο όπου θα ήταν μόνον οι δυο τους; Εκείνη τη στιγμή πέρασε, φευγαλέα είναι η αλήθεια, από το μυαλό της ότι ναι, ο Πάρης δεν θα ήθελε να μοιραστεί αυτό το γεγονός με άλλους. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε να λέει μέσα του: «Α, όλα κι όλα. Αυτή είναι μια καθαρά προσωπική στιγμή και δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο». Αυτή η σκέψη, αμυδρή στην αρχή, καρφώθηκε τελικά στο μυαλό της. Ναι, αυτό ήταν. Πειράχτηκε από την ενέργειά της. Δεν θα έπρεπε να το κάνει μπροστά στους άλλους. Θα μπορού-σε να περιμένει λίγο. Μαζί δεν θα πήγαιναν εξάλλου μετά το μάθημα στη στάση της; Γιατί το έκανε; Τι ήθελε να δείξει με αυτήν τη συμπεριφορά; Η Ελένη ήταν σίγουρη πια πως αυτά σκεφτόταν τόση ώρα ο Πάρης. Γι’ αυτό και δεν είχε γυρίσει ούτε μια στιγμή το βλέμμα του σ’ εκείνη. Κοιτούσε συνεχώς μπροστά του. Από το πίσω θρανίο όπου καθόταν αυτή στην άλλη σειρά τον έβλεπε ολοκάθαρα. Αλλά καθώς τον παρατηρούσε, καταλάβαινε ότι και αυτός δεν παρακο-λουθούσε το μάθημα. Παρακολουθούσε ίσως τον καθηγητή, αλλά στο μάθημα σίγουρα δεν πρόσεχε. Ανησύχησε στην αρχή, αλλά μετά πάλι το ξεπέρασε. Δεν την ένοιαζε τι θα έλεγαν οι συμμαθητές της. Δεν την ένοιαζε ούτε τι θα έλεγε ο Πάρης. Εκείνη ήταν εντάξει με τον εαυτό της. Αυτό ήθελε, αυτό και τελικά έκανε. Αν ο χώρος δεν ήταν αυτός που είχε προαποφασίσει, λίγη σημασία είχε για κείνη.

Ο Πάρης λοιπόν, μολονότι ήταν αριστερών καταβολών, ήθελε αυτό να γίνει με διαφορετικό τρόπο, ενώ η συντηρη-τική Ελένη δεν δίστασε να ενεργήσει μπροστά σε άλλους.

Τώρα άλλο ήταν αυτό που την απασχολούσε. Τώρα όλοι ήξεραν. Η Ελένη δεν φίλησε τον Πάρη για να τον ευχα-

Καθε 29 του Φλεβαρη

~29~

ριστήσει που την προστάτεψε από τους μπάτσους. Αυτό ήταν η αφορμή. Με αυτήν την ενέργεια ήταν σαν να είπε σε όλους: «Θέλω να ξέρετε πως εγώ και ο Πάρης είμαστε ζευ-γάρι». Ένιωσε τελικά ικανοποιημένη με αυτήν τη σκέψη και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο μάθημα. Αλλά πριν καλά καλά ανοίξει το τετράδιό της για να κρατήσει σημειώσεις, ακούστηκε το κουδούνι του διαλείμματος.

Ο Πάρης, από την πλευρά του, όταν τον φίλησε η Ελένη, έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Θεέ μου» ήταν η πρώτη του σκέψη «τι γλυκό που είναι το φιλί της!». Και αμέσως μετά: «Πώς το έκανε αυτό;». Η τελευταία σκέψη βασάνιζε περισ-σότερο το μυαλό του. «Πώς το έκανε αυτό; Γιατί το έκανε; Τι ήθελε να δείξει; Δεν μπορούσε να περιμένει να είμαστε μόνοι μας;». Αυτές οι σκέψεις τον είχαν τόσο απορροφήσει, ώστε έβλεπε τον καθηγητή να ανοίγει το στόμα του και αυτός δεν άκουγε τίποτα. Έβλεπε αριθμούς και σύμβολα στον πίνακα, αντέγραφε στο τετράδιό του και δεν ήξερε τι έγραφε. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε τι του γινόταν, όταν είδε τους συμμαθητές του να σηκώνονται από τις θέσεις τους. Είχε χτυπήσει το κουδούνι για διάλειμμα και αυτός ούτε που το είχε ακούσει. Υπήρχε ένα κενό μέσα του. Η φασαρία των συμμαθητών του τον ξύπνησε. Ξαφνικά του πέρασε από το μυαλό ότι όλη αυτήν την ώρα δεν είχε γυρί-σει να κοιτάξει την Ελένη ούτε μία φορά και ένιωσε πολύ άσχημα γι’ αυτό. Εκείνη είχε κάνει μια τολμηρή κίνηση, είχε εκτεθεί για χάρη του, κι αυτός ούτε καν είχε γυρίσει να την κοιτάξει! Ένιωσε ακόμα χειρότερα με αυτήν τη σκέψη.

Η πρώτη που τον πλησίασε ήταν η Φωτεινή.«Σε πόνεσαν τα γουρούνια;» τον ρώτησε. Η Φωτεινή δεν

μάσαγε τα λόγια της. Ό,τι ήταν να πει το έλεγε χωρίς δι-σταγμό, και πολλές φορές οι καθηγητές της την συμβούλευαν να είναι πιο προσεκτική, γιατί κινδύνευε να πληρώσει ακριβά

Αλεξανδροσ Νικασ

~30~

την ελευθεροστομία της. Την συμπαθούσαν πολύ και ήθελαν να την προστατέψουν, γιατί η Φωτεινή μπορεί να τα έλεγε έξω από τα δόντια, αλλά ήταν παιδί μάλαμα.

«Ε, εντάξει» ήταν η απάντησή του.Δεν μπόρεσε να πει περισσότερα. Τότε στράφηκε προς

την Ελένη. Εκείνη καθόταν ακόμη στη θέση της και απολάμ-βανε τη νίκη της. Είναι αλήθεια ότι ζούσε την κάθε στιγμή. Η Δέσποινα, μια άλλη συμμαθήτριά τους, πλησίασε την Ελέ-νη και την ρώτησε έκπληκτη:

«Καλά, τι ήταν αυτό που έκανες; Δεν μπορούσες να πε-ριμένεις το διάλειμμα;».

Η απάντηση της Ελένης ακούστηκε απότομη και επιθε-τική.

«Ποιο είναι το πρόβλημά σου;» της αντιγύρισε, και η Δέ-σποινα, με πραγματική περιφρόνηση και αποστροφή, βγήκε από την αίθουσα.

Μα τι γινόταν εδώ πέρα τέλος πάντων; Οκτώ παιδιά ήταν όλα κι όλα μέσα στην αίθουσα και δεν ήταν δυνατόν να μα-λώνουν γι’ αυτό το θέμα! Θα μπορούσαν να το συζητήσουν ήρεμα. Το θέμα ήταν το φιλί της Ελένης ή το ξύλο του Πάρη; Μπερδεύτηκαν τα πράγματα. Η Ελένη και ο Πάρης δεν μι-λούσαν. Ο Θανάσης, που ήταν ένα πολύ ευγενικό παιδί, σε σημείο παρεξηγήσεως θα έλεγε κανείς, έβαλε τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση.

«Παιδιά, το θέμα δεν είναι το φιλί της Ελένης. Αυτό είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση και, αν θέλετε τη γνώμη μου, κακώς έγινε ό,τι έγινε εδώ μέσα. Το θέμα είναι η επίθεση των μπάτσων στον Πάρη και πώς μπορεί κανείς να απο-φύγει να βρεθεί σ’ αυτήν τη θέση. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε από μας! Γενικά θα πρέπει να εί-μαστε πολύ προσεκτικοί, γιατί βλέπετε τι γίνεται εκεί έξω».

«Έχεις να προτείνεις κάτι;» τον ρώτησε η Φωτεινή, αλλά

Καθε 29 του Φλεβαρη

~31~

ο Θανάσης σήκωσε απλώς τους ώμους του. Τα λόγια της Φωτεινής τα διαδέχτηκε σιωπή και όλοι βγήκαν από την αίθουσα. Έμειναν μόνοι τους μέσα σε αυτήν ο Πάρης με την Ελένη. Ήταν και οι δύο καθισμένοι στις θέσεις τους.

Κάποια στιγμή γύρισε προς την πλευρά της. Την είδε να κάθεται γεμάτη ικανοποίηση. Ναι, ήταν ικανοποιημένη με αυτό που έκανε. Τότε μόλις συνειδητοποίησε πως αυτό που έκανε η Ελένη ήταν πολύ μεγάλο. Μεγαλειώδες. Πώς και δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Γιατί δεν απάντησε αυτός στη Δέσποινα; Σηκώθηκε από τη θέση του, την πλησίασε κι έσκυψε από πάνω της. Εκείνη ανασήκωσε ελαφρά το πρό-σωπό της για να τον κοιτάξει στα μάτια. Αυτός πίστεψε ότι η Ελένη με αυτήν την κίνησή της αποζητούσε το φιλί του. Και της το έδωσε. Εκείνη ανταποκρίθηκε. Φιλήθηκαν με πάθος.

Ήταν στην ουσία το πρώτο τους φιλί.Αυτό δεν θα το ξεχνούσαν ποτέ.

~32~

Στάση στο σημείο του επεισοδίου

Μετά το μάθημα, ο Πάρης και η Ελένη ανέβηκαν την Ακα-δημίας, για να πάνε εκεί όπου πήγαιναν κάθε φορά, στη στάση για να πάρει η Ελένη το λεωφορείο για το σπίτι της. Μόλις βγήκαν από το φροντιστήριο, χωρίς να έχουν συνεννοηθεί προηγουμένως, ο ένας άπλωσε το χέρι στον άλλο και ξεκίνησαν. Πλησιάζοντας στην εκκλησία, έξω από την οποία είχαν δεχτεί το προηγούμενο βράδυ την επίθεση των αστυνομικών, σταμάτησαν. Θα μπορούσαν να ακολου-θήσουν άλλη διαδρομή, που να μην τους θυμίζει την περι-πέτειά τους. Σαν να ήταν όμως συνεννοημένοι, προτίμησαν τη γνωστή. Ναι, δεν ήθελαν να ξεχάσουν. Δεν ήθελαν να ξεχάσουν ποτέ. Σταμάτησαν ακριβώς στο σημείο όπου εί-χαν δεχτεί την απρόκλητη επίθεση. Γύρισαν και κοίταξαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Στο λιγοστό φως που έπεφτε από τους φανοστάτες, δεν διέκριναν καμία ύποπτη κίνηση. Στράφηκαν ο ένας στον άλλο. Κοιτάχτηκαν βαθιά μέσα στα μάτια και αγκαλιάστηκαν παράφορα. Φιλήθηκαν με πάθος για ώρα πολλή. Την περίμεναν καιρό αυτήν τη στιγμή.

Καθε 29 του Φλεβαρη

~33~

Δίσταζαν όμως να μιλήσουν ο ένας στον άλλο για τα αι-σθήματά τους.

Η Ελένη περίμενε από τον Πάρη το πρώτο βήμα. Εκείνος πάλι δίσταζε να το κάνει. Φοβόταν την απόρριψη. Αυτήν δεν θα την διακινδύνευε για κανένα λόγο. Μόνον όταν θα ήταν σίγουρος ότι η Ελένη ήταν έτοιμη να δεχτεί τον έρωτά του, μόνο τότε θα της μιλούσε. Πότε όμως θα γινόταν αυτό; Πόσος καιρός θα περνούσε αν δεν συνέβαινε ό,τι συνέβη χθες; Ξαφνικά νιώσανε ανακούφιση για το χθεσινοβραδινό επεισόδιο. Αυτό το γεγονός ήταν η αφορμή για να εκδηλω-θεί ο έρωτάς τους. Η αρχική οργή τους για τη συμπεριφορά των αστυνομικών έδωσε τη θέση της σε ένα αίσθημα ευγνω-μοσύνης προς αυτούς. Αν δεν συνέβαινε το συγκεκριμένο περιστατικό, απόψε η διαδρομή τους θα ήταν η ίδια όπως κάθε άλλη φορά. Σήμερα όμως είναι τελείως διαφορετική.

Καθώς συνεχίζουν να φιλιούνται, ο Πάρης βλέπει με την άκρη του ματιού του έναν άντρα να βγαίνει από το καφενείο στη γωνία, να περνάει δίπλα τους και να ξεροβήχει. Σε άλλη περίσταση θα σταματούσε να αγκαλιάζει και να φιλάει την Ελένη. Αυτήν τη στιγμή όμως όχι. Δεν θα αφήσει κανένα να χαλάσει αυτή την όμορφη στιγμή. Αυτή είναι δική τους και μόνο δική τους. Δεν θα την μοιραστούν με κανένα και δεν θα την χαρίσουν σε κανένα. Εδώ έφαγε ξύλο ανελέητο για να προστατέψει την Ελένη και θα σταματήσει τώρα να την έχει στην αγκαλιά του και να την φιλάει, επειδή ξερόβηξε ενοχλημένος κάποιος περαστικός; Αν είναι δυνατόν!

Βλέποντας το ρολόι να κοντεύει έντεκα, έφυγαν και τά-χυναν λίγο το βήμα τους. Έπρεπε η Ελένη να προλάβει το λεωφορείο. Στις έντεκα έφευγε το τελευταίο και, αν το έχα-νε, θα έπρεπε να πάρει ταξί, και δεν ήταν τέτοια πράγματα, αυτήν την ώρα, για μια νέα κοπέλα. Έφτασαν στη στάση λίγο πριν από την ώρα της αναχώρησης και στάθηκαν αγκα-

Αλεξανδροσ Νικασ

~34~

λιασμένοι πίσω από μια κολόνα. Εκείνο το βράδυ είπαν ελάχιστα λόγια. Όλη την ώρα ήταν αγκαλιασμένοι και φι-λιόντουσαν. Ό,τι είχαν να πουν το έλεγαν τα μάτια, τα χέρια και τα φιλιά.

Ένας μεγάλος έρωτας είχε γεννηθεί. Ήταν η μέρα με τα πρώτα παθιασμένα φιλιά. Ήταν η μέρα που θα την θυμού-νταν για πάντα.

Ήταν 29 Φλεβάρη του 1972.

~35~

Μετά το σχολείο

Ο έρωτάς τους δυνάμωνε μέρα με τη μέρα. Οι συμμαθητές τους στο φροντιστήριο είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες. Σε αυτούς που χαίρονταν που τους έβλεπαν ευτυχισμένους και σ’ εκείνους που ζήλευαν, γεγονός διόλου παράξενο, αφού πάντα θα υπάρχουν αυτές οι δύο κατηγορίες ανθρώπων. Άλλωστε, το ίδιο συμβαίνει στους περισσότερους τομείς της ζωής.

Ο καιρός περνούσε και κόντευε να τελειώσει η χρονιά. Οι εκρήξεις βομβών σε αυτοκίνητα ξένων που υπηρετούσαν στην Ελλάδα ήταν πια κάτι πολύ συνηθισμένο. Οι βομβιστι-κές επιθέσεις στην πλατεία Συντάγματος, στην Αρχιεπισκο-πή Αθηνών, στο Παλαιό Φάληρο κοντά στην προβλήτα του Έκτου Στόλου και η διανομή αντιαμερικανικών προκηρύ-ξεων ήταν γεγονότα που προβλημάτιζαν και επηρέαζαν τα παιδιά.

Παράλληλα, φοιτητές σε διάφορες σχολές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης πραγματοποιούσαν συγκεντρώσεις, καθι-στικές διαμαρτυρίες, αποχή από τα μαθήματα και πορείες,

Αλεξανδροσ Νικασ

~36~

προβάλλοντας πανεπιστημιακά αιτήματα, αλλά στην ου-σία διαμαρτυρόμενοι για την πολιτική της δικτατορίας. Σε αρκετές περιπτώσεις, η αστυνομία επενέβαινε διαλύοντας τους συγκεντρωμένους και κάνοντας συλλήψεις. Τα παρα-πάνω γεγονότα αποπροσανατόλιζαν τον Πάρη και την Ελένη από τους στόχους τους. Τους επηρέαζαν σημαντικά, αφενός φέρνοντάς τους πιο κοντά τον ένα στον άλλο και αφετέρου δημιουργώντας τους τη διάθεση να συμμετάσχουν σε όσα διαδραματίζονταν. Ωστόσο, μέχρι να τελειώσει η χρονιά και να δώσουν εξετάσεις, είχε πραγματοποιηθεί μόνο το πρώτο.

admin
Text Box
Διαβάστε τη συνέχεια στο βιβλίο.