41
1 Εισαγωγικά Σύμφωνα με τον Auroux (Η φιλοσοφία της γλώσσας, 1999) δε διαθέτουμε ακόμα πραγματική χρονολογική εποπτεία των ανακαλύψεων, των μεγάλων επιστημονικών στροφών ή των φιλοσοφικών συζητήσεων που αφορούν τη γλώσσα. Γενικά, πάντως, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι τα σημαντικότερα και περισσότερα πρώιμα ίχνη γλωσσολογικής σκέψης τα βρίσκουμε και στην Ελλάδα του 5ου αι. π.Χ. αλλά και στην Ινδία ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. Γενικά, θα λέγαμε ότι η Γλωσσολογία του πολιτισμού της ∆ύσης στηρίχθηκε όσον αφορά την εξέλιξή της στην ελληνική σκέψη ενσωματώνοντας στοιχεία των Ινδών. Από τους Ινδούς ο πιο γνωστός στη δυτική σκέψη ήταν ο Panini. Μάλιστα, ο τελευταίος δεν εκφράζει απλώς κάποιες σκέψεις για τη γλώσσα (όπως συμβαίνει με τον Πλάτωνα) αλλά προχωρεί σε μια πληρέστατη γλωσσολογική ανάλυση της σανσκριτικής. Η αξία του έργου του Panini φαίνεται, μεταξύ άλλων, και από το γεγονός ότι πολλά από τα στοιχεία της ανάλυσής του τα χρησιμοποιεί και η σύγχρονη γλωσσολογία, π.χ. τη διάκριση μεταξύ ελεύθερων και δεσμευμένων μορφημάτων. Όσον αφορά τους ΑΕ χαρακτηριστική είναι η άποψη του Bloomfield (Language, 1933) ότι είχαν το χάρισμα να απορούν για πράγματα που οι άλλοι θεωρούσαν αυτονόητα, είχαν, δηλ., το πνεύμα της έρευνας και γι'αυτό έθεσαν, μεταξύ άλλων, τα θεμέλια της γλωσσολογικής επιστήμης. Ήταν, σύμφωνα με το Robins (Σύντομη ιστορία της γλωσσολογίας, 1989), αυτοί που εγκαινίασαν στην Ευρώπη τις σπουδές που με την ευρύτερη έννοια ονομάζουμε γλωσσική επιστήμη. Φυσικά, το όλο ζήτημα της ανάπτυξης της γλωσσολογικής σκέψης φαίνεται να συνδέεται και με άλλα χαρακτηριστικά. O Auroux (1999, ό.π.) θεωρεί ότι η γέννηση της γραμματικής ευνοήθηκε από εκείνες τις παραδόσεις (π.χ. ΑΕ) όπου: α) υπήρχαν γραφές φωνητικού τύπου (σε αντίθεση με τη λογογραφικού τύπου κινεζική), β) η προς διερεύνηση γλώσσα διαθέτει πλούσια μορφολογία (π.χ. ΑΕ, ακκαδική, σε αντίθεση με την απομονωτική κινεζική, όπου γενικά οι μονοσύλλαβές της λέξεις είναι δεν κλίνονται). 2. Η γραφή 2.1 Εικονογραφικά, ιδεογραφικά, σημασιογραφικά συστήματα Το κύριο κίνητρο, που ενισχύεται καθώς η ζωή των ανθρώπων γίνεται πιο σύνθετη, ήταν η αρίθμηση. Αλλά αυτά τα συστήματα αρίθμησης δεν αποτελούν ακόμη πλήρη γραφή, γιατί δεν καταγράφουν τον γλωσσικό ήχο αλλά καταγράφουν αντικείμενα, ιδέες, έννοιες, σημασίες. Γιαυτό τα ονομάζουμε εικονογραφικά, ιδεογραφικά, σημασιογραφικά ή με μια λέξη γραφισμό 1 . Στα συστήματα αυτά δεν ισχύει αυτό που όλοι μας αναγνωρίζουμε ως γραφή: η σταθερή και υποχρεωτική αντιστοίχιση των σημαδιών της γραφής με γλωσσικές μονάδες (λ.χ. συλλαβές, φθόγγους) 2 . Θα πρέπει να θεωρούμε ότι γραφή υπάρχει εκεί μόνο όπου αναπαρίστανται στοιχεία της γλώσσας και όχι στοιχεία του κόσμου 1 Ο γραφισμός είναι γενικά μια έννοια πολύ ευρύτερη από τη γραφή και έχει να κάνει με τη σημείωση εποχών, εθνοτήτων (στους Ινδιάνους) ή ακόμα και τη συμβολοποίηση ορισμένων παροιμιών (π.χ. στους Έουε του Τόνγκο). Επιπλέον, η γέννησή του συνδέεται πιο πολύ με τη θρησκεία και την αισθητική και λιγότερο με την οικονομία. 2 Τα εικονογραφικά/ιδεογραφικά ή σημασιογραφικά αυτά συστήματα μοιάζουν με τα σήματα της τροχαίας σήμερα ή τους αριθμούς. Και τα δύο αυτά συστήματα είναι εικονογραφικά/ιδεογραφικά/σημασιογραφικά. Όλοι καταλαβαίνουν τί σημαίνουν, άσχετα και ανεξάρτητα από τη μητρική τους γλώσσα. Έτσι, ένας Άγγλος ή ένας Γάλλος μπορεί να καταλάβει τί σημαίνει ένας αριθμός ή ένα σήμα της τροχαίας, χωρίς να εμποδίζεται από τη διαφορά της μητρικής του γλώσσας.

1 Auroux ( , 1999)users.auth.gr/tsolakid/Exelixiglosikisepistimis.pdf · 1 Εισαγωγικά Σύµφωνα µε τον Auroux (Η φιλοσοφία της γλώσσας, 1999)

  • Upload
    others

  • View
    4

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

  • 1 Εισαγωγικά Σύµφωνα µε τον Auroux (Η φιλοσοφία της γλώσσας, 1999) δε διαθέτουµε ακόµα πραγµατική χρονολογική εποπτεία των ανακαλύψεων, των µεγάλων επιστηµονικών στροφών ή των φιλοσοφικών συζητήσεων που αφορούν τη γλώσσα. Γενικά, πάντως, θα µπορούσαµε να πούµε, ότι τα σηµαντικότερα και περισσότερα πρώιµα ίχνη γλωσσολογικής σκέψης τα βρίσκουµε και στην Ελλάδα του 5ου αι. π.Χ. αλλά και στην Ινδία ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. Γενικά, θα λέγαµε ότι η Γλωσσολογία του πολιτισµού της ∆ύσης στηρίχθηκε όσον αφορά την εξέλιξή της στην ελληνική σκέψη ενσωµατώνοντας στοιχεία των Ινδών. Από τους Ινδούς ο πιο γνωστός στη δυτική σκέψη ήταν ο Panini. Μάλιστα, ο τελευταίος δεν εκφράζει απλώς κάποιες σκέψεις για τη γλώσσα (όπως συµβαίνει µε τον Πλάτωνα) αλλά προχωρεί σε µια πληρέστατη γλωσσολογική ανάλυση της σανσκριτικής. Η αξία του έργου του Panini φαίνεται, µεταξύ άλλων, και από το γεγονός ότι πολλά από τα στοιχεία της ανάλυσής του τα χρησιµοποιεί και η σύγχρονη γλωσσολογία, π.χ. τη διάκριση µεταξύ ελεύθερων και δεσµευµένων µορφηµάτων. Όσον αφορά τους ΑΕ χαρακτηριστική είναι η άποψη του Bloomfield (Language, 1933) ότι είχαν το χάρισµα να απορούν για πράγµατα που οι άλλοι θεωρούσαν αυτονόητα, είχαν, δηλ., το πνεύµα της έρευνας και γι'αυτό έθεσαν, µεταξύ άλλων, τα θεµέλια της γλωσσολογικής επιστήµης. Ήταν, σύµφωνα µε το Robins (Σύντοµη ιστορία της γλωσσολογίας, 1989), αυτοί που εγκαινίασαν στην Ευρώπη τις σπουδές που µε την ευρύτερη έννοια ονοµάζουµε γλωσσική επιστήµη. Φυσικά, το όλο ζήτηµα της ανάπτυξης της γλωσσολογικής σκέψης φαίνεται να συνδέεται και µε άλλα χαρακτηριστικά. O Auroux (1999, ό.π.) θεωρεί ότι η γέννηση της γραµµατικής ευνοήθηκε από εκείνες τις παραδόσεις (π.χ. ΑΕ) όπου: α) υπήρχαν γραφές φωνητικού τύπου (σε αντίθεση µε τη λογογραφικού τύπου κινεζική), β) η προς διερεύνηση γλώσσα διαθέτει πλούσια µορφολογία (π.χ. ΑΕ, ακκαδική, σε αντίθεση µε την αποµονωτική κινεζική, όπου γενικά οι µονοσύλλαβές της λέξεις είναι δεν κλίνονται). 2. Η γραφή 2.1 Εικονογραφικά, ιδεογραφικά, σηµασιογραφικά συστήµατα Το κύριο κίνητρο, που ενισχύεται καθώς η ζωή των ανθρώπων γίνεται πιο σύνθετη, ήταν η αρίθµηση. Αλλά αυτά τα συστήµατα αρίθµησης δεν αποτελούν ακόµη πλήρη γραφή, γιατί δεν καταγράφουν τον γλωσσικό ήχο αλλά καταγράφουν αντικείµενα, ιδέες, έννοιες, σηµασίες. Γι’ αυτό τα ονοµάζουµε εικονογραφικά, ιδεογραφικά, σηµασιογραφικά ή µε µια λέξη γραφισµό1. Στα συστήµατα αυτά δεν ισχύει αυτό που όλοι µας αναγνωρίζουµε ως γραφή: η σταθερή και υποχρεωτική αντιστοίχιση των σηµαδιών της γραφής µε γλωσσικές µονάδες (λ.χ. συλλαβές, φθόγγους)2. Θα πρέπει να θεωρούµε ότι γραφή υπάρχει εκεί µόνο όπου αναπαρίστανται στοιχεία της γλώσσας και όχι στοιχεία του κόσµου 1 Ο γραφισµός είναι γενικά µια έννοια πολύ ευρύτερη από τη γραφή και έχει να κάνει µε τη σηµείωση εποχών, εθνοτήτων (στους Ινδιάνους) ή ακόµα και τη συµβολοποίηση ορισµένων παροιµιών (π.χ. στους Έουε του Τόνγκο). Επιπλέον, η γέννησή του συνδέεται πιο πολύ µε τη θρησκεία και την αισθητική και λιγότερο µε την οικονοµία. 2 Τα εικονογραφικά/ιδεογραφικά ή σηµασιογραφικά αυτά συστήµατα µοιάζουν µε τα σήµατα της τροχαίας σήµερα ή τους αριθµούς. Και τα δύο αυτά συστήµατα είναι εικονογραφικά/ιδεογραφικά/σηµασιογραφικά. Όλοι καταλαβαίνουν τί σηµαίνουν, άσχετα και ανεξάρτητα από τη µητρική τους γλώσσα. Έτσι, ένας Άγγλος ή ένας Γάλλος µπορεί να καταλάβει τί σηµαίνει ένας αριθµός ή ένα σήµα της τροχαίας, χωρίς να εµποδίζεται από τη διαφορά της µητρικής του γλώσσας.

  • Οι Κινέζοι χρησιµοποιούν και σήµερα ένα σηµασιογραφικό/ιδεογραφικό σύστηµα. Τα σηµεία της γραφής τους αποδίδουν σηµασίες και όχι γλωσσικούς ήχους. Στην Κίνα µιλιούνται διαφορετικές γλώσσες. Αλλά όλοι µπορούν, παρά τις διαφορές, να διαβάσουν την ίδια εφηµερίδα, γιατί τα σηµεία εκφράζουν σηµασίες και όχι γλωσσικούς ήχους. Έτσι, αν κάποιος στη Σαγκάη διαβάζει φωναχτά µια εφηµερίδα και έχει δίπλα του κάποιον από το Πεκίνο, ο διπλανός του δεν θα καταλάβει τίποτε από τη φωναχτή ανάγνωση, ενώ µπορεί να καταλάβει πλήρως τί λέει η εφηµερίδα αν τη διαβάσει ο ίδιος. Πολύ συχνά συµβαίνει, όταν συναντιούνται άνθρωποι από διαφορετικά µέρη της Κίνας όπου µιλιούνται διαφορετικές γλώσσες, να συνεννοούνται σηµειώνοντας στο χαρτί ή «ζωγραφίζοντας» στον αέρα χαρακτήρες της κινέζικης γραφής. Όπως βλέπουµε, ένα σηµασιογραφικό σύστηµα όπως το κινέζικο έχει το προτέρηµα ότι λύνει το πρόβληµα της πολυγλωσσίας: οι άνθρωποι, παρά τις διαφορετικές µητρικές τους γλώσσες, µπορούν να συνεννοούνται µέσω της γραφής, όπως συµβαίνει µε τους αριθµούς ή τα σήµατα της τροχαίας. Αλλά οι αριθµοί και τα σήµατα της τροχαίας αφορούν έναν ειδικό, περιορισµένο χώρο πληροφορίας. Όταν το σηµασιογραφικό/ιδεογραφικό σύστηµα καλείται, όπως στα κινέζικα, να «καλύψει» όλο το εύρος των σηµασιών που χρειάζονται για την επικοινωνία και χρησιµοποιούνται σε αυτή, τότε προκύπτει ένα µεγάλο µειονέκτηµα: χρειάζεται ένας τεράστιος αριθµός σηµείων για να καλυφθεί όλο αυτό το εύρος. Υπολογίζεται ότι ένας Κινέζος, για να θεωρείται «εγγράµµατος», πρέπει να ξέρει 3.000 τουλάχιστον ιδεογραφικούς/σηµασιογραφικούς χαρακτήρες από ένα σύνολο 49.9053. Επιπλέον, ο ιδεογραφικός (ή µη λογογραφικός) χαρακτήρας των σινικών χαρακτήρων, περιορίζει σηµαντικά τις δυνατότητες χρήσης τους για µεταγραφή άλλων γλωσσών, χωρίς µεγάλες µετατροπές (όπως συνέβη στην περίπτωση της κορεατικής και της ιαπωνικής). 2.2 Συλλαβικά συστήµατα γραφής Με βάση αυτό το σύγχρονο παράδειγµα µπορούµε να καταλάβουµε γιατί στην αρχαιότητα (στη Μεσοποταµία, στην Αίγυπτο) η γνώση των σηµασιογραφικών/ιδεογραφικών συστηµάτων ήταν προνόµιο µιας κλειστής οµάδας «ειδικών» (ιερέων, γραφέων). Μπορούµε επίσης να καταλάβουµε, πάλι µέσα από το σύγχρονο παράδειγµα, γιατί ήδη γύρω στο 4000–3000 π.Χ. γεννιέται στις πόλεις της Μεσοποταµίας η ανάγκη για ένα οικονοµικότερο σύστηµα γραφής, για ένα σύστηµα δηλαδή όπου τα σηµεία της γραφής θα είναι φωνογραφικά, θα αποδίδουν δηλαδή γλωσσικούς ήχους και όχι αντικείµενα ή σηµασίες. Η ανάγκη για ένα τέτοιο σύστηµα γεννιέται και πάλι από τις κοινωνικές συνθήκες. Αναντίρρητα ο γραπτός λόγος δεν εµφανίζεται (και δε συντηρείται) παρά µόνο σε κοινωνίες µε έντονη κοινωνική ιεράρχηση. Από τις απαρχές της η γραφή διατήρεί πολύ στενές σχέσεις µε όλους τους τύπους εξουσίας που γνωρίζουν οι ανθρώπινες κοιωνίες. Έτσι, από τη στιγµή που ο γεωργικός τρόπος παραγωγής οδήγησε σιγά σιγά σε µεγαλύτερη αφθονία αγαθών, δηµιούργησε πολυάνθρωπες πόλεις (στη Μεσοποταµία και αργότερα στην Αίγυπτο), κοινωνική ιεραρχία, διοικητικούς µηχανισµούς, τη δυνατότητα µετακινήσεων και 3 Μπορείτε να καταλάβετε, ακόµη, πόσο µεγάλο πρόβληµα είναι αυτό για το µικρό κινεζάκι που πάει στο σχολείο. ∆εν θα µπορέσει, βέβαια, στο σχολείο να µάθει όλους αυτούς τους χαρακτήρες. Θα το κάνει συνεχίζοντας σε ένα µεγάλο µέρος της ζωής του. Γι’ αυτό και στην κινεζική εκπαίδευση η πρώτη επαφή του µικρού παιδιού µε τη γραφή δεν γίνεται µε βάση το σηµασιογραφικό/ιδεογραφικό σύστηµα αλλά µε βάση το λατινικό αλφάβητο. Μπορείτε να συγκρίνετε τους 3.000 χαρακτήρες που έχει να µάθει το κινεζάκι, µε τα 24 γράµµατα του αλφαβήτου, που πρέπει να µάθει το ελληνόπουλο στις πρώτες τάξεις του δηµοτικού.

  • επαφών (µε την εφεύρεση του τροχού), ένα σηµασιογραφικό σύστηµα που είχε την αρχή του στις ανάγκες της αρίθµησης καλούνταν τώρα να εκφράσει ένα τεράστιο φάσµα εννοιών: διοίκηση, νόµους, θρησκεία, φορολογία κλπ. Αυτή ακριβώς η «πίεση» θα οδηγήσει σιγά σιγά στην ανακάλυψη των φωνογραφικών συστηµάτων – συστηµάτων όπου τα γραφικά σηµεία αντιστοιχούν σε γλωσσικούς ήχους, όχι σε πράγµατα και σηµασίες. Εξάλλου, είναι δύσκολο να δηλώσουµε εικονογραφικά/ιδεογραφικά κύρια ονόµατα (ονόµατα τόπων, προσώπων) ή λέξεις µε ασαφές νόηµα, όπως λ.χ. τη λέξη και, τη λέξη αλλά και άλλες. Συνολικά ια µπορούσαµε να χαρακτηρίσουµε το πέρασµα από τον προφορικό λόγο στο γραπτό ως µια µορφή κανονικοποίησης ή διαµόρφωσης σταθερών τύπων. Ακόµα κι αν η έννοια των διακριτών γλωσσικών µονάδων (π.χ. η έννοια της λέξης) δεν απουσιάζει από τις αποκλειστικά προφορικές γλώσσες, µόνο η γραφή επιβάλλει τη συστηµατική και ενσυνείδητη κατάτµηση κάθε µηνύµατος σε διακριτές γραφικές µονάδες. Στα µεσοποταµιακά σηµασιογραφικά συστήµατα (στη σφηνοειδή γραφή των Σουµερίων) αυτή την ανάγκη τη βλέπουµε να εκφράζεται µε την επέκταση των βασικών σηµασιογραφικών σηµείων (αυτά ήταν µερικές εκατοντάδες), έτσι ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες που επισηµάναµε. Και αυτό έγινε µε διάφορους συνδυασµούς. Έτσι, το σηµείο λ.χ. που σήµαινε ‘νερό’ συνδυάζεται µε το σηµείο που σήµαινε ‘κεφάλι’ για να κατασκευαστεί η σηµασία ‘ποτό/πίνω’. Στην προσπάθεια αυτή όµως γίνεται µια σηµαντική «ανακάλυψη»: η ανακάλυψη των οµώνυµων ή οµόηχων λέξεων. Για να δούµε ένα τέτοιο παράδειγµα από τα ελληνικά, οι λέξεις πάλη και πάλι έχουν διαφορετική σηµασία αλλά ίδιο «ήχο» (ας µη µας µπερδεύει η διαφορά στην ορθογραφία· αυτό το έχουµε ήδη συζητήσει): είναι οµόηχες ή οµώνυµες. Έτσι και στα σουµεριακά η λέξη sn, που σήµαινε ‘σώµα’, ήταν οµόηχη µε τη λέξη sn, που σήµαινε ‘αντικαθιστώ’. Oι σουµέριοι γραφείς αποφάσισαν λοιπόν να χρησιµοποιούν το ιδεόγραµµα που απέδιδε τη σηµασία ‘σώµα’ και για την οµόηχη λέξη που σήµαινε ‘αντικαθιστώ’. Επίσης, η λέξη ti σήµαινε ‘βέλος’ αλλά και ‘ζωή’. Η σηµασία ‘βέλος’ δηλωνόταν µε ένα σηµείο που απεικόνιζε ένα βέλος. Στη συνέχεια χρησιµοποιήθηκε για να εκφράσει τη σηµασία ‘ζωή’. Το µεγάλο βήµα είχε γίνει: η γραφή αρχίζει πλέον να συνδυάζεται και µε τη φωνητική πλευρά της γλώσσας – να µην είναι αποκλειστικά σηµασιογραφική. Έτσι άνοιξε ο δρόµος για να οδηγηθούν οι άνθρωποι σε φωνογραφικά συστήµατα γραφής. Και αυτό έγινε σε δύο βήµατα ή στάδια. Το πρώτο ήταν η ανακάλυψη ότι η λέξη µπορεί να χωριστεί σε συλλαβές. Έτσι, φτιάχτηκαν συλλαβικά συστήµατα γραφής ή συλλαβάρια, όπου κάθε σηµείο της γραφής απέδιδε µια συλλαβή. Το κέρδος ήταν τεράστιο. Ενώ στα σηµασιογραφικά συστήµατα χρειάζονταν εκατοντάδες ιδεογραµµάτων για να εκφράσουν την ποικιλία των σηµασιών, στα συλλαβικά συστήµατα δεν χρειάζονταν πάνω από εκατό. Το επόµενο βήµα, η κορύφωση της οδύσσειας της γραφής, ήταν η ανακάλυψη ότι «πέρα» από τη συλλαβή υπάρχουν ακόµη µικρότερες µονάδες ήχου (φθόγγοι ή φωνήµατα), οι οποίες συνδυαζόµενες φτιάχνουν την τεράστια ποικιλία των λέξεων. Η ανακάλυψη αυτή ήταν, ουσιαστικά, η ανακάλυψη της φύσης της γλώσσας. 2.3 Αλφαβητικά συστήµατα γραφής Σε αυτή την ανακάλυψη, που έγινε γύρω στα τέλη της δεύτερης και στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ. (βορειοσηµιτικές γραφές, ελληνικό αλφάβητο), βασίζεται η δηµιουργία της αλφαβητικής γραφής. Τα εκατό, τουλάχιστον, σηµεία που χρειαζόταν η συλλαβική γραφή αντικαθίστανται από τριάντα, το πολύ, σηµεία που απεικονίζουν

  • ελάχιστες µονάδες ήχου χωρίς νόηµα, οι οποίες συνδυαζόµενες δηµιουργούν την τεράστια ποικιλία των µονάδων ήχου µε νόηµα – των λέξεων. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να πούµε ότι και σήµερα, όπως και παλιά, υπάρχουν ανθρώπινες κοινότητες, φυλές αποµονωµένες, που δεν διαθέτουν γραφή. Αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν έχουν τρόπους να διατηρούν και να περνούν από γενιά σε γενιά πληροφορίες που είναι σηµαντικές για τη ζωή και την επιβίωση της κοινότητας. Και οι τρόποι αυτοί δεν είναι άλλοι από αυτούς που διαθέτουµε και εµείς για τον ίδιο σκοπό, µαζί µε τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρει η γραφή: το παραµύθι, µε το οποίο ξεκινάµε τη ζωή µας ως παιδιά, οι παροιµίες και τα αινίγµατα, οι γιορτές και οι τελετές, το τραγούδι, ο ρυθµός, το ποίηµα. Σκεφτείτε πόσο εύκολα θυµόσαστε ένα τραγούδι ή ένα ποίηµα που έχει ρυθµό, οµοιοκαταληξία. Με τέτοιους τρόπους, που λειτουργούν ακόµη και στις δικές µας κοινωνίες και κυριαρχούν στην πρώιµη φάση της ζωής µας, την παιδική (που δεν διαθέτει γραφή), συντηρούνταν και µεταδιδόταν η πληροφορία. 2.4 Ανακεφαλαιώνοντας 1) Το πρώτο και αρχαιότερο κίνητρο για τη δηµιουργία ενός συστήµατος καταγραφής, και εποµένως διατήρησης, της πληροφορίας ήταν η αρίθµηση. Ενδείξεις γι’ αυτό βρίσκουµε ήδη στην παλαιολιθική εποχή. 2) Το κίνητρο αυτό γίνεται ισχυρότερο και συνθετότερο µε την ανακάλυψη και εγκατάσταση του γεωργικού τρόπου παραγωγής (νεολιθική εποχή). Η δηµιουργία πλεονάσµατος αγαθών και η συνακόλουθη συνθετότερη κοινωνική οργάνωση κάνουν επιτακτικότερη την ανάγκη ενός (ανεπτυγµένου) λογιστικού συστήµατος καταγραφής της πληροφορίας. 3) Η παραπέρα οικονοµική και κοινωνική ανάπτυξη θα οδηγήσει στην ανάγκη ενός συστήµατος καταγραφής της πληροφορίας που υπερβαίνει τις λογιστικές ανάγκες. Αυτό συµβαίνει στην περίοδο 4000–3000 π.Χ. µε την ανάπτυξη πλούσιων, πολυάνθρωπων πόλεων στην Εγγύς Ανατολή. Μέσα σε αυτή τη νέα πραγµατικότητα θα αναδειχθούν οι αδυναµίες ενός σηµασιογραφικού συστήµατος για την καταγραφή της πληροφορίας. Έτσι θα προκύψουν, βαθµιαία, συλλαβικά συστήµατα γραφής (κατά πολύ οικονοµικότερα και αποτελεσµατικότερα), για να οδηγηθούµε, στα τέλη της δεύτερης και στις αρχές της πρώτης προχριστιανικής χιλιετίας, στην ανακάλυψη της αλφαβητικής γραφής. Η αλφαβητική γραφή είναι η ολοκλήρωση της µακράς αυτής πορείας. Βασίζεται στην ανακάλυψη και αναγνώριση της φύσης της γλώσσας – ενός συστήµατος που βασίζεται σε έναν µικρό αριθµό µονάδων ήχου χωρίς νόηµα, οι οποίες συνδυαζόµενες δηµιουργούν την τεράστια ποικιλία των µονάδων ήχου µε νόηµα: των λέξεων. Επιπλέον, µια από τις πηγές ανάπτυξης της γλωσσολογικής γνώσης είναι το γεγονός πως η γραφή παγιώνοντας τη γλώσσα, αποδίδει ή προβάλλει και την ετερότητά της. Έτσι, π.χ., οι Αιγύπτιοι καταλογραφούν µη αυτόχθονες λέξεις και οι γραµµατείς τους χρησιµοποιούν διαφορετικές συµβάσεις, προκειµένου να σηµειώσουν τη φωνητική φθορά των αρχαίων τρόπων γραφής. Γενικά, έχει παρατηρηθεί ότι οι εκάστοτε συγκροτηµένες γλωσσολογικές θεωρίες έχουν σε µεγάλο βαθµό την πηγή τους στον εξορθολογισµό των κειµένων µετά τη συγγραφή τους, π.χ. στους Βαβυλώνιους και στους Αιγύπτιους τα κλιτικά παραδείγµατα εµφανίζονται µετά την εµφάνιση θεµατικών καταλόγων, ως επιπρόσθετα σχόλια στο σώµα του κειµένου. Εξάλλου, οι γραµµικές ακολουθίες της γλώσσας, αναπτύσσονται µε τη βοήθεια της γραφής όχι µόνο στο χρόνο αλλά και στο χώρο και αυτό µας επιτρέπει να διατρέξουµε µε την ησυχία µας τα διάφορα στοιχεία, να παρακάµψουµε κάποια από

  • αυτά, να τα αριθµήσουµε, να τα κατατάξουµε κλπ. Αυτό γίνεται δυνατό, γιατί δε βρισκόµαστε µέσα στη γραµµικότητα του λόγου, όπως όταν απαγγέλλουµε. Γενικά, θεωρούµε πως η γραµµατική (ως επιστήµη ή γλωσσολογική θεωρία) απορρέει από αυτή τη διαφορετική διάσταση και την αντικειµενοποίηση του γραπτού λόγου. 3 Ίχνη γλωσσολογικής σκέψης 3.1 Σουµέριοι και Ακκάδιοι4 ∆ιαθέτουµε υλικό τριών τύπων: α) λεξικούς καταλόγους (περίπου 3000-900 π.Χ.) κυρίως θεµατικούς. Ορισµένοι φαίνεται να συνδέονται µε την επεξεργασία παλιότατων σουµεριακών λογοτεχνικών κειµένων που µεταγράφηκαν περίπου το 2600 π.Χ., β) συλλαβάρια, δηλ. καταλόγους απλώς γραφηµάτων (το αρχαιότερο χρονολογείται περίπου το 1600 π.Χ.). Υπάρχει πληθώρα τέτοιων, που γράφονταν συνεχώς ακόµα και κατά την εποχή της ελληνικής κατάκτησης. Υπήρχαν και µονόγλωσσα και δίγλωσσα και, µάλιστα, στα δεύτερα εµφανίζετια εµβρυακή γραµµατική ορολογία (π.χ. λέξεις για την 'άρνηση' και το 'πληθυντικός'), γ) κείµενα γραµµατικής (περίπου το από το 2000 π.Χ.): σε ορισµένα από τα έργα του (α-β) περιλαµβάνονται είτε ακολουθιές ΟΦ µε επίθετα και αντωνυµίες, που µοιάζουν µε γραµµατικά παραδείγµατα (π.χ. οι αντωνυµίες ταξινοµούνται πάντοτε µε τη σειρά α' πλ., β' πλ., γ' πλ.) είτε πλήρη ρηµατικά παραδείγµατα είτε µορφοσυντακτικές αναλύσεις που έχουν να κάνουν µε τα περιβάλλοντα ανάλυσης των φωνηµάτων (στην αρχή, στη µέση ή στο τέλος του ρηµατικού συµπλέγµατος). Σε αρκετές από τις περιπτώσεις (γ) χρησιµοποιείται γραµµατική ορολογία. 3.2 Αιγύπτιοι Οι γνώσεις µας είναι πολύ λίγες, κάτι που πιθανότατα οφείλεται στην ελλιπή ενασχόληση των Αιγυπτίων µε το σχετικό αντικείµενο. Μας σώζονται λεξικοί κατάλογοι (τουλάχιστον από το µέσο της 3ης χιλιετίας π.Χ.) και παραδείγµατα (13ος και 7ος αι. π.Χ.). Πολύ αργότερα τον 11ο αι. µ.Χ. εξαραβισµένοι κοτπόφωνοι συντάσσουν κοπτοαραβικά λεξικά και γραµµατικές των κοπτικών διαλέκτων. 3.3 Κινέζοι Κοµφούκιος (551-479 π.Χ.): ο κοµφουκιανισµός περιλαµβάνει τη θεωρία της "επιδιόρθωσης των ονοµάτων", στα πλαίσια της οποίας, εφόσον κάθε όνοµα εκφράζει την ουσία του πράγµατος στο οποίο αντιστοιχεί, είναι σηµαντικό να συµµορφώνεται το όνοµα προς το αντικείµενο αναφοράς του Mo Zi (479-381 π.Χ.): στο Mo-tzu (Βιβλιό των Μο) ορίζει το όνοµα (ming) ως αυτό που χρησιµεύει για να µιλήσουµε για ένα πράγµα, και την επικαιρότητα (shi) ως αυτό στο οποίο αναφερόµαστε. Συνεπώς, η επικαιρότητα αντιστοιχεί στο υποκείµενο. Λεξικογραφία: από τον 3ο αι. π.Χ. εµφανίζονται λεξικά θεµατικά, σπανίων όρων, διαλεκτικών λέξεων, οµοιοκαταληξιών. Xue Shen (58-148 µ.Χ.): στο Shuo wen jie zi (Η εξήγηση των εικονογραµµάτων και άλλων χαρακτήρων) είναι ο πρώτος που ασχολείται συστηµατικά µε την προφορά των λέξεων. Sun Yan (220-265): εισηγητής της τεχνικής του fanqie, στα πλαίσια της οποίας η φωνητική αξία ενός χαρακτήρα περιγράφεται µε την ανάλυσή του σε δύο µέρη τα οποία περιγράφονται µε τη βοήθεια οµόφωνων χαρακτήρων. Από το fanqie θα

    4 Είναι δύσκολο να αποκατασταθεί η χρονολογία και να ερµηνευτούν επακριβώς τα σχετικά κείµενα, που έχουν σωθεί σε πινακίδες αργίλου.

  • προέλθει η "επιστήµη των ήχων και των καταλήξεων", που αντιστοιχεί στη δική µας φωνολογία, και τα αντίστροφα λεξικά (yun shu). 3.4 Ινδοί Στη συγκεκριµένη περιοχή έπαιξε σηµαντικό ρόλο το γεγονός ότι οι βέδες ήταν για πολύ µεγάλο διάστηµα αντικείµενο προφορικής παράδοσης, ακόµα και µετά τον 14ο αι. π.Χ., όταν έχουµες τις πρώτες καταγραφές τους. Ο τρόπος µετάδοσης της ιερής γνώσης εξηγεί γιατί η γλωσσολογική γνώση συστάθηκε γύρω από τεχνικές που αφορούσαν την ορθοέπεια και την αλάνθαστη διατήρηση του προφορικού κειµένου. Μεταξύ των vedanga, των "έξι βοηθητικών µελών της βέδα" συµπεριλαµβάνεται η φωνητική (siksa), η µετρική (chandas), η ετυµολογία (nirukta) και η γραµµατική (vyakarana). Παρατηρήσεις σχετικά µε τη φωνητική πρωτοεµφαννίζονται σε διάφορα θρησκευτικά κείµενα που έχουν συνταχθεί µεταξύ του 800 και του 600 π.Χ.. Επιπλέον, µας παραδίδονται: α) εγχειρίδια φωνητικής διδασκαλίας (pratisakhya), και β) κατάλογοι λέξεων (nighantu) συγκεντρωµένοι µε βάση τις βέδες. Σε ορισµένες περιπτώσεις γίνεται ταξινόµηση µε σηµασιολογικά κριτήρια. ∆ύο από τις σηµαντικότερες µορφές της ινδικής γλωσσολογίας είναι: α) ο Panini (τέλος 6ου-αρχές 5ου αι. π.Χ.). Έγραψε την γραµµατική Οκτάδα µαθηµάτων (Astadhyayi), που συνοδεύεται από την Πραγµατεία φωνητικής (Sivasustra), την Απαγγελία ρίζών κ.ά. Ο Panini είναι σηµαντικός και για τη γνώση της προγενέστερης ιστορικής εξέλιξης της ινδικής γλωσσολογίας, καθώς µας παραπέµπει σε τουλάχιστον δέκα προκατόχους του, και β) ο Yaska (6ος-4ος αι. π.Χ.): έγραψε τη Nirukta, µια πραγµατεία ετυµολογίας, η οποία έχει συνταχθεί ως λόγος περί της αλήθειας των λέξεων, ενώ στην εισαγωγή της περιλαµβάνεται η παλαιότερη κατάταξη των λέξεων σε µέρη του λόγου. 3.5 Άραβες Η αραβική γλώσσα µπαίνει στην εποχή του εγγραµµατισµού µε την ίδρυση της Ισλαµικής Αυτοκρατορίας, κυρίως όταν καλείται να αντιµετωπίσει τους νέους κοινωνικούς και ιστορικούς στόχους που της θέτει το νέο καθεστώς της ως επίσηµης διοικητικής και θρησκευτικής γλώσσας. Απαρχή και κινητήριος µοχλός της γλωσσολογικής έρευνας στον αραβοµουσουλµανικό κόσµο στάθηκε η παγίωση του κειµένου του Κορανίου (διαλεκτικές εκδοχές, απαγγελία) και η ερµηνεία του (από συντακτική, λεξιλογική και σηµασιολογική άποψη, καθώς και η θρησκευτική και νοµική του εξήγηση). Χαρακτηριστικό της αραβικής γλωσσολογικής παράδοσης είναι ότι η λεξικογραφία (luga) διακρίνεται πάντοτε από τη γραµµατική (nahw). Λίγο πριν τα µέσα του 10ου αι. π.Χ. ξεσπά διαµάχη ανάµεσα στους λογικούς φιλοσόφους και στους γραµµατικούς. Οι πρώτοι, επηρεασµένοι από τους ΑΕ, επιµένουν ότι η καθολική σηµασία είναι αποκλειστική τους αρµοδιότητα, ενώ έργο των γραµµατικών είναι να ασχολούνται µε τη θεωρία του σηµαίνοντος, που είναι χαρακτηριστικό της τυχαιότητας µιας συγκεκριµένης γλώσσας. Abu l-Aswad al-Du'ali (πέθανε το 688 µ.Χ.): ταξινόµηση των µερών του λόγου. Al-Khaliyl (πέθανε το 787 µ.Χ.): συνέταξε το πρώτο λεξικό όπου οι ρίζες ταξινοµούνται ανάλογα µε το σηµείο άρθρωσης του πρώτου ριζικού συµφώνου. Siybawayhi (πέθανε το 793 µ.Χ.): έγραψε το al-Kitab (Το βιβλίο), που αναλύει όλες τις πλευρές της γραµµατικής (σύνταξη, µορφολογία, φωνητική) και θεωρείται ως το

  • κείµενο που θεµελιώνει τον κλάδο. Η σφαιρική οπτική του γωνία, δείχνει πως αποτελεί την κατάληξη µιας µακράς περιόδου ωριµότητας5. Ibn Sulayman (πέθανε το 844 µ.Χ.): υποστηρίζει ότι η γλώσσα είναι φυσική ανάπτυξη φυσικών ήχων. Με αυτόν ξεκινά µια ολόκληρη συζήτηση γύρω από την απαρχή της γλώσσας, µε βασικό αντικείµενο αν η απαρχή της γλωσσικής δηµιουργίας ήταν ο Αλλάχ ή οι άνθρωποι, δεδοµένου, µάλιστα του απαρέγκλιτου δόγµατος σύµφωανα µε το οποίο το Κοράνι έχει συνταχθεί στα βεδουΐνικα αλλά είναι αδηµιούργητο, "αχειροποίητο". Abuw Hital al-'Askari: το 1042 συντάσσει µια πραγµατεία λεξικολογίας, όπου απορρίπτει την ύπαρξη συνωνυµίας και προτείνει µια περίπλοκη σειρά γλωσσολογικών τεστ που επιτρέπουν τη διαπίστωση των διαφορών µεταξύ των υποτιθέµενων συνωνύµων. Ibn al-Anbari (πέθανε το 1191 µ.Χ.): στο ∆ιαφωτιστικές αποδείξεις απαριθµεί τις αρχές που προέχουν για την κρίση της ορθότητας των εκφωνηµάτων: παράδοση (naql), αναλογία (qiyas), γενική περίπτωση (istis'h'ab elh'al) και ατοµική προτίµηση (istih'san). Κείµενο Ibn Ajurrum (13oς-14ος αι.) Η πρόταση αποτελείται από τρία συστατικά: το όνοµα (π.χ. άνθρωπος), το ρήµα (π.χ. χτυπά) και το µόριο, π.χ. το ερωτηµατικό hal. Πώς διακρίνουµε το όνοµα από το ρήµα και από το µόριο; Το όνοµα διακρίνεται από τις καταληξεις -i και -n και από το συνδυασµό του µε τα µόρια που σχηµατίζονται µε το al (το οριστικό άρθρο). Το ρήµα διακρίνεται από το συνδυασµό του µε µόρια που δηλώνουν έγκλιση ή µέλλοντα και από το θηλυκό -t. Το µόριο διακρίνεται από το ότι χωρίς αυτό τα σηµαίνοντα των ονοµάτων και των ρηµάτων δεν είναι έγκυρα. 4. ΑΕ και γλωσσολογική σκέψη Οι Έλληνες της κλασικής εποχής είχαν συνείδηση τόσο της ύπαρξης λαών που µιλούσαν γλώσσες διαφορετικές της ΑΕ όσο και της διαλεκτικής διαφοροποίησης στο εσωτερικό της ελληνικής. Άλλωστε, είναι γνωστές οι επαφές µεταξύ ελληνόφωνων και µη σε επίπεδο εµπορίου, διπλωµατίας ή ακόµα και καθηµερινής συνύπαρξης ιδιαίτερα στις αποικίες. Γενικά, οι αρχαίοι Έλληνες ενδιαφέρονταν κυρίως για: α) την ετυµολογία, β) τη φωνητική, και γ) τη γραµµατική. Ως προς το (α), παρά τον ενθουσιασµό τους για την προέλευση των λέξεων, δεν ήταν αρκετά αποτελεσµατικοί. Οι ετυµολογίες τους διακρίνονται από υπερβολική φαντασία και ερασιτεχνισµό. Σηµαντική είναι η προσφορά τους όσον αφορά το (β). Πρώτα πρώτα απέκτησαν από πολύ νωρίς συναίσθηση της διαφοράς µεταξύ συµφώνων και φωνηέντων και µέσω της σχετικής προσαρµογής του φοινικικού αλφαβήτου στην ΑΕ, δηµιούργησαν το πρώτο φωνητική αλφάβητο στον κόσµο. Εξάλλου, στον Κρατύλο του Πλάτωνα φαίνεται, µεταξύ άλλων ότι είχαν επίγνωση και των αρθρωτικών διαφορών (π.χ.

    5 Ο Siybawayhi αναφέρεται στους δασκάλους του και µεταξύ αυτών συγκαταλέγει και τον Al-Khaliyl.

  • διακρίνουν τα σύµφωνα σε κλειστά και εξακολουθητικά) και της έννοιας της συλλαβής (ως µονάδας φωνητικής ανάλυσης)6. Τέλος, όσον αφορά τη γραµµατική (µορφολογία και σύνταξη) έβαλαν τα θεµέλια για την περαιτέρω εξέλιξή της, π.χ. πρώτος ο Πλάτωνας κάνει διάκριση µεταξύ του ονοµατικού και του ρηµατικού τµήµατος µιας πρότασης7. 4.1 Ηρόδοτος Ο Ηρόδοτος κάνει διάφορες παρατηρήσεις, όπως ότι το ΑΕ λεξιλόγιο δεν αποτελείται περιλαµβάνει και λέξεις ξενικής προέλευσης ή ότι οι Έλληνες χρησιµοποιούν διάφορες διαλέκτους, χωρίς όµως να υπάρχει πρόβληµα στην επικοινωνία. Η πιο γνωστή, και στο µέσο όρο, παρατήρησή του είναι αυτή που αφορά την προέλευση του ΑΕ αλφαβήτου. Κείµενα Οι Φοίνικες, λοιπόν, αυτοί που ήλθαν µαζί µε τον Κάδµο, δίδαξαν στους Έλληνες πολλά καινούργια πράγµατα και πρώτα πρώτα τα γράµµατα, που κατά τη γνώµη µου δεν τα είχαν προηγουµένως οι Έλληνες. Αρχικά (τα ελληνικά γράµµατα) ήταν (ίδια µε) αυτά που χρησιµοποιούν όλοι οι Φοίνικες. Με τον καιρό όµως (οι Έλληνες) άλλαξαν µαζί µε την προφορά και το σχήµα των γραµµάτων ... και αλλάζοντας µερικά από αυτά άρχισαν να τα χρησιµοποιούν (στην καινούρργια τους µορφή) ... όπως, ήταν σωστό, επειδή οι Φοίνικες τα είχαν εισαγάγει στην Ελλάδα, καθιέρωσαν (οι Ίωνες) να έχουν την ονοµασία φοινικικά (φοινικήια). (Οι Ίωνες) δε χρησιµοποιούν όλοι την ίδια διάλεκτο αλλά τέσσερα ιδιώµατα. Η Μίλητος ...η Μυούντα και ...η Πριήνη ... στην Καρία έχουν την ίδια διάλεκτο, ενώ παρακάτω στη Λυδία βρίσκονται η Έφεσος, η Κολοφώνα, η Λέβεδος, η Τέως, οι Κλαζοµενές και η Φώκαια. Αυτές οι πόλεις δεν έχουν γλωσσικά τίποτα κοινό µε τις προηγούµενες, µεταξύ τους όµως έχουν. Οι Χίοι και οι Ερυθραίοι µιλούν µε τον ίδιο τρόπο, ενώ οι Σάµιοι µε το δικό τους, ξεχωριστό. Αυτά είναι τα τέσσερα ιδιώµατα της διαλέκτου. 4.2 Σοφιστές Πρώτος ο Πρόδικος (5ος αι. π.Χ.) ανέπτυξε µια σύλληψη της συνωνυµίας, την οποία ορίζει µε βάση τις αποχρώσεις σηµασίας που συνθέτουν τους όρους. Πρώτος ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης (485-410 π.Χ.) συνέταξε κατάλογο µε δύσκολους όρους των οµηρικών έργων. Επιπλέον, διακρίνει τύπους φράσεων και προτάσεων όπου µια γενική σηµασιολογική λειτουργία (επιθυµία, ερώτηση, δήλωση ή κρίση και προσταγή) συνδέεται µε µια συγκεκριµένη δοµή. 4.3 Πλάτωνας Συνέδεσε το πρόβληµα της γνώσης µε τη γλώσσα. Για τον Πλάτωνα οι λέξεις είναι τα εργαλεία µε τα οποία µε τα οποία διασφαλίζεται ότι δύο άνθρωποι αναφέρονται στην ίδια πραγµατικότητα, καθώς και το µέσο µε το οποίο κοινοποιούµε τι βλέπουµε και τι γνωρίζουµε. Είναι οι γέφυρες µεταξύ των ανθρώπων και µέσα απόκτησης της γνώσης, γιατί διαφορετικά θα ήταν αδύνατη η αναζήτηση της γνώσης µέσα από τη µαιευτική µέθοδο του Σωκράτη. Μέσω των λέξεων µπορούµε να διδάσκουµε όσα

    6 Σε ορισµένες περιπτώσεις ο Σωκράτης φτιάχνει φανταστικές λέξεις µε πραγµατικές συλλαβές. 7 κάτι που θα µπορούσε να αντιστοιχεί σε διάκριση µεταξύ ΟΦ και ΡΦ

  • γνωρίζουµε. Εδώ τίθεται το ερώτηµα: πώς µπορούµε να καθορίσουµε ότι οι λέξεις (αυτό το τόσο σηµαντικό εργαλείο) είναι "αυτές που πρέπει", είναι "εντάξει, σωστές" για τη δουλειά που τις θέλουµε; ∆ιαθέτουν κάποια αναγκαστική εσωτερική σχέση µε αυτό που δηλώνουν ή, αντίθετα, αποτελούν προϊόν σύµβασης8; Το ερώτηµα αυτό σχετιζόταν και µε το εξής: Θα µπορούσαν να θεωρηθούν οι λέξεις ότι συνδέονται µε τα πράγµατα µε τρόπο τέτοιο ώστε οι ίδιες του ή η γλώσσα γενικότερα να αποτελεί κατάλληλο εργαλείο για την ανακάλυψη της γνώσης; Σύµφωνα µε τον Πλάτωνα υπάρχουν οι Ιδέες, µια µη υποκειµενική πραγµατικότητα ανεξάρτητη από τις εντυπώσεις του κάθε ανθρώπου. Κάθε τι το γήινο είναι µία ατελής αντανάκλαση των µιας µεταφυσικής τέλειας πραγµατικότητας, της οποίας ο κάθε άνθρωπος έχει λάβει γνώση προτού γεννηθεί και την ανακαλεί σταδιακά κατά τη διάρκεια της ζωής του. Αυτό ισοδυναµεί µε τη γνώση των Ιδεών. Το πρόβληµα είναι ότι διάφορες εµπειρίες καθώς και η υλική πραγµατικότητα εµποδίζουν αυτή την προσπάθεια οδηγώντας µας σε σχετικισµό και συχνά ακόµα και σε άρνηση της γνώσης. Αν αποδεχθούµε ότι ο Πλάτωνας έχει δίκιο, τότε δύο αλληλοαποκλειόµενες δυνατότητες µπορεί να ισχύουν για τη γλώσσα: α) είτε αντανακλά την πραγµατικότητα όπως ένας καθρέφτης και µεταβάλλεται ανάλογα µε την πραγµατικότητα, β) είτε είναι ένα αυθαίρετο δηµιούργηµα που του λείπει κάθε εγγενής σχέση µε την πραγµατικότητα. Αν ισχύει το (α), τότε, εφόσον γνωρίζουµε τη γλώσσα, κατέχουµε και τη γνώση, ενώ, αν ισχύει το (β), τότε η γλώσσα δε µας χρησιµεύει σε τίποτα προκείµενου να κατανοήσουµε την πραγµατικότητα και, συνεπώς, πρέπει να αναζητήσουµε άλλους τρόπους να γνωρίσουµε τον πραγµατικό κόσµο. Στο διάλογο Κρατύλος από τη µια πλευρά ο Ερµογένης υποστηρίζει ότι η γλώσσα είναι προϊόν σύµβαση και χρησιµεύει απλώς ως µέσο επικοινωνίας, ενώ, αντίθετα ο Κρατύλος υποστηρίζει την αντίθετη άποψη. Ο Σωκράτης, σε ρόλο Saussure, οδηγεί τον Ερµογένη στην αποδοχή του ότι, αν η αυθαιρεσία της γλώσσας δεν έχει όρια, τότε θα ήταν αδύνατη η επικοινωνία. Από την άλλη πλευρά θεωρεί ότι σύµβαση είναι απαραίτητη, γιατί, όπως επισηµαίνει στον Κρατύλο, αν οι λέξεις ήταν τέλεια αντίγραφα αυτών που δηλώνουν, τότε δε θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν. Στη συνέχεια ο Σωκράτης εξετάζει διάφορες λέξεις και δείχνει ότι, ναι µεν υπάρχουν κάποιες που βρίσκονται σε συµφωνία µε την οντότητα την οποία δηλώνουν (π.χ. 'Αστυάναξ, σῶµα), καθώς και ότι λέξεις που ανήκουν στα ίδια σηµασιολογικά πεδία, απρουσιάζουν όµοια φωνήµατα, π.χ. το /r/ στις λέξεις που δηλώνουν κίνηση (π.χ. τρέχειν, κερµατίζειν), αλλά από την άλλη θεωρεί ότι δεν είναι όλες οι λέξεις να διερευνηθούν έτσι. Για αρκετές έχει χαθεί η σηµασιολογική διαφάνεια, ενώ τι θα έλεγε κανείς για το /r/ του σκληρότης; Θεωρεί πως εκείνες οι λέξεις που φαίνεται να αντικατοπτρίζουν καλύτερα την πραγµατικότητα είναι δηµιουργήµατα νοµοθετῶν, ανθρώπων που ήταν σε θέση να γνωρίζουν την τέλεια πραγµατικότητα. Οι διαφορές µεταξύ γλωσσών οφείλονται στο ότι κάθε γλωσσική κοινότητα είχε διαφορετικό νοµοθέτη µε διαφορετική επίγνωση αυτής της πραγµατικότητας. Επιπλέον, συνέβησαν και άλλες αλλαγές που οφέιλονταν στην τεµπελιά των ανθρώπων (=αρχή της ελάσσονος προσπάθειας;) όπως και στην επιθυµία για ευφωνία. Ένα, λοιπόν,

    8 Στις µέρες µας το ερώτηµα µπορεί να φαίνεται αφελές ή απαντηµένο (πβ. το αυθαίρετο του γλωσσικού σηµείου) αλλά σκεφτείτε ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιες λέξεις θεωρούνται καλύτερες όσον αφορά τη διαφάνεια της σχέσης µεταξύ σηµαίνοντος και σηµαινόµενου, και δεν αναφερόµαστε µόνο στις ηχοµιµητικές. Θυµηθείτε, π.χ. όσα µαθαίναµε στο σχολείο για την καταλληλότητα των λέξεων µε /u/, προκειµένου να αποδοθούν αρνητικές καταστάσεις, συναισθήµατα κλπ.

  • βασικό συµπέρασµα του Κρατύλου είναι ότι η γλώσσα αποτελεί έναν ατελλη καθρέφτη της πραγµατικότητας. Εκτός από τον Κρατύλοι γλωσσολογικού ενδιαφέροντος σκέψεις υπάρχουν και σε άλλου διαλόγους, π.χ. στο Σοφιστή υπονοείται η σωσσυριανή διάκριση µεταξύ σηµαίνοντος και σηµαινοµένου. Κείµενα Ο Κρατύλος ισχυρίζεται ότι η ορθότητα του ονόµατος υπάρχει από τη φύση της µέσα σε καθένα από τα όντα και ... υπάρχει φυσικά και για τους Έλληνες και για τους βάρβαρους κάποια ορθότητα ονοµασιών, η ίδια για όλους. Εγώ ο Ερµογένης ... δεν κατορθώνω να πειστώ ότι κάποια άλλη είναι η ορθότητα του ονόµατος, παρά η κοινή συµφωνία και συναίνεση. Γιατί νοµίζω ότι, όποιο όνοµα βάλουµε σ'ένα πράγµα, αυτό είναι το σωστό. Και πάλι, αν το αλλάξουµε και βάλουµε ένα άλλο, παρατώντας εκείνο το πρώτο, αυτό το δεύτερο δεν είναι καθόλου λιγότερο σωστό. Φανερό ακόµη είναι ότι και στο ∆ία ... πολύ καλά δόθηκε το όνοµα του, αν και δεν είναι εύκολο να το εννοήσουµε καθαρά. ... Χωρίζοντάς το στα δύο άλλοι µεταχειριζόµαστε το ένας µέρος και άλλοι το άλλο. Άλλοι δηλαδή τον ονοµάζουν Ζήνα και άλλοι ∆ία. Αν, όµως, (αυτά τα δύο) ενωθούν σ'ενα µόνο, φανερώνουν τη φύση αυτού του θεού, δηλ. εκείνο που λέµε πως ταιριάζει στο όνοµα να έχει την ικανότητα να κάνει. Γιατί δεν είναι δυνατό σ'εµάς και σε όλα τα άλλα όντα να είναι αίτιος της ζωής άλλος από τον άρχοντα και βασιλιά του σύµπαντος. Αυτός, λοιπόν, ο θεός συµβαίνει να ονοµάζεται σωστά: (είναι) εκείνος που εξαιτίας του η ζωή υπάρχει παντοτινά σε όλα τα ζωντανά (δι'ὅν ζῆν ἀεὶ πᾶσι τοῖς ζῶσιν ὑπάρχειν). Να εξετάσουµε πρώτα το ήλιος; ... Λοιπόν, αυτό το όνοµα φαίνεται ότι θα γίνει ολοφάνερο, αν µεταχειριστούµε το δωρικό του τύπο - γιατί οι ∆ωριείς τον ονοµάζουν ἅλιον. Ἅλιος, λοιπόν, µπορεί να ονοµαστεί εφόσον συναθροίζει (κατὰ τὸ ἁλίζειν) τους ανθρώπους στο ίδιο µέρος, όταν ανατέλλει. Παρατηρώ ... ότι οι Έλληνες και προπάντων όσοι κατοικούν κάτω από την εξουσία των βαρβάρων, έχουν δανειστεί από τους βαρβάρους πολλά ονόµατα ... Αν κανείς ερευνήσει να βρει την πιθανή ετυµολογία σύµφωνα µε την ελληνική γλώσσα (ὡς εἰκότως κεῖται κατὰ τὴν ἑλληνικὴν φωνὴν) και όχι σύµφωνα µε τη γλώσσα εκείνη από την οποία τυχαίνει να παράγεται το όνοµα, να ξέρεις ότι δε τα καταφέρει ... Πρόσεξε, λοιπόν, µήπως και το πῦρ είναι βαρβαρικής καταγωγής. Γιατί αυτό δεν είναι εύκολο να το συσχετίσει κανείς µε την ελληνική γλώσσα, και ακόµη βλέπουµε ότι έτσι το λένε οι Φρύγες µε µικρή τροποποίηση. Επίσης και το ὕδωρ και τους κύνας και άλλα πολλά. Το όνοµα, λοιπόν, των ὡρῶν πρέπει να το προφέρουµε µε την αρχαία αττική προφορά (ἀττικιστί ὡς τὸ παλαιὸν ρητέον), αν θέλεις να γνωρίσεις την πιθανή έννοια. Είναι δηλαδή ΗΟΡΑΙ, γιατί ορίζουν (διὰ τὸ ὁρίζειν) τα όρια στους χειµώνες, στα καλοκαίρια, στους ανέµους και στους καρπούς της γης.

  • 4.4 Αριστοτέλης

    Ο Αριστοτέλης γνώριζε τα έργα των σοφιστών και του Πλάτωνα και στηρίχτηκε σε αυτά για να αναπτύξει τη δική του σκέψη9. Σε αυτό στον οποίο ταυτιζόταν µε το δάσκαλό του ήταν το έντονό ενδιαφέρον του για το πρόβληµα του σε τι συνίσταται η πραγµατική γνώση. Μία βασική αρχή στα πλαίσια της οποίας διαφοροποιείται από τον Πλάτωνα, είναι ότι δίνει έµφαση στην εµπειρική έρευνα του φυσικού κόσµου ως θεµελιώδες στοιχείο για την απόκτηση της γνώσης. Για τον Αριστοτέλη η απάντηση στο ερώτηµα της γνώσης βρισκόταν όχι στις µεταφυσικές Ιδέες του Πλάτωνα αλλά µέσα στα ίδια τα πράγµατα. Βασικό στοιχείο στη φιλοσοφία του αποτελούσαν οι

    9 π.χ. τη διµερή διάκριση που κάνει ο Πλάτωνας µεταξύ ονοµατικού και ρηµατικού τµήµατος µιας πρότασης, ο Αριστοτέλης την κάνει τριµερή: όνοµα, ρήµα, σύνδεσµοι (εδώ περιλαµβάνονται και τα άρθρα και οι αντωνυµίες.). Βέβαια, η τριµερής αυτή διάκριση έχει να κάνει πιο πολύ µε την ταξινόµηση των στοιχείων ως µέρη του λόγου

  • αἰτίαι, που αποτελούν τους παράγοντες που κρύβονται πίσω από κάθε ύπαρξη. Άλλα βασικά συστατικά της αριστοτελικής σκέψης ήταν τα στοιχεῖα (γη, αέρας, νερό, φωτιά) και οι ἀρχαί, που σχετίζονταν µε το πώς κάτι ήρθε στη ζωή. Όλα τα παραπάνω δεν ήταν άµεσα προσβάσιµα στην παρατήρηση (όπως και οι Ιδέες του Πλάτωνα). Μπορούσαν όµως να προσεγγιστούν µέσω της παρατήρησης των διαδικασιών του φυσικού κόσµου. Για τον Αριστοτέλη ολόκληρη η φύση καθώς και η ανθρώπινη ύπαρξη υφίσταντο συνεχείς µεταβολές. Ο Αριστοτέλης αφιέρωσε το µεγαλύτερο µέρος της ζωής του στην παρατήρηση αυτών διαδικασιών µεταβολής. Το µοντέλο σκέψης του βασιζόταν σε δυναµικές διαδικασίες και όχι σε στατικές οντότητες και ουσίες ή σταθερές καταστάσεις. Θεωρούσε ότι πολλά πράγµατα κατείχαν µια λανθάνουσα δυνατότητα (δύναµις) να εξελιχθούν σε κάτι άλλο (π.χ. η δύναµις ενός σπόρου είναι η δυνατότητα να εξελιχθεί σε φυτό) και αυτό πραγµατωνόταν µέσα από τις κατάλληλες ἐνεργείας. Για τον Αριστοτέλη η γλώσσα ήταν ιδιαίτερα σηµαντική ως όργανο για την εξυπηρέτηση δύο βασικών ἐνεργειῶν της ψυχής: α) της σκέψης, και β) των συναισθηµάτων. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η γλώσσα ήταν προϊόν σύµβασης. Πίστευε ότι: Τα προφορικά σηµεία είναι αναπαραστάσεις των εντυπώσεων της ψυχής, και τα γραπτά σηµεία είναι αναπαραστάσεις των προφορικών. Ακριβώς όπως τα γράµµατα δεν είναι ίδια σε όλους τους ανθρώπους, έτσι δεν είναι και οι φθόγγοι, παρά το γεγονός ότι τα σηµεία έχουν να κάνουν µε τις εντυπώσεις της ψυχής, που είναι ίδιες για τον καθένα, όπως ακριβώς και τα αντικείµενα της πραγµατικότητας. Εδώ ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει τέσσερα βασικά στοιχεία [αντικείµενα της πραγµατικότητας, εντυπώσεις, προφορικά σηµεία (εκφωνήµατα) και γράµµατα], που σχετίζονται µεταξύ τους ως εξής:

    αντικείµενα της πραγµατικότητας ↓

    εντυπώσεις } φυσικά και καθολικά

    ↓ προφορικά σηµεία

    ↓ γράµµατα }

    αυθαίρετα και ιδιαίτερα (για κάθε γλωσσική κοινότητα)

    Με βάση το σύγχρονο τρόπο σκέψης ανάµεσα στα προφορικά σηµεία και στις εντυπώσεις θα έπρεπε να παρεµβάλλονται οι έννοιες, αλλά για τον Αριστοτέλη (και τους οπαδούς του µέχρι και το τέλος του Μεσαίωνα) αυτό δεν ήταν απαραίτητο, γιατί η σκέψη ήταν καθολικό χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων και δεν ήταν απαραίτητο να παρεµβάλλεται κάτι µεταξύ αυτής και των (µη καθολικών) προφορικών σηµείων. Η έννοια των διαφορετικών ανάλογα µε τη γλωσσική κοινότητα αντιλήψεων είναι κάτι που θα εµφανιστεί όχι πριν το β' µισό του 18ου αι. Γενικά, µέχρι και το τέλος του 19ου αι. η καθολική αξία της αριστοτελική περιγραφή του σκέπτεσθαι ελάχιστα αµφισβήτηθηκε. Όσον αφορά την πρόταση διακρίνει τρία βασικά συστατικά: το ὄνοµα, το ρῆµα και το λόγον. Ισχύουν οι εξής αντιστοιχίες:

    Λογική Γραµµατική υποκείµενο ὄνοµα όνοµα κατηγόρηµα ρῆµα ρήµα

    (λογική) πρόταση λόγος πρόταση Ο Αριστοτέλης αναλύει το κάθε συστατικό µε τρόπο κατάλληλο όσον αφορά τη λογική ανάλυση. Έτσι, γράφει:

  • Το ὄνοµα είναι ένα εκφώνηµα που η σηµασία του είναι προϊόν σύµβασης και δε δηλώνει την κατηγορία του χρόνου. Κανένα µέρος του δεν έχει αυτοτελή σηµασία. Το βασικό από άποψης γλωσσικής θεωρίας στοιχείο του παραπάνω ορισµού είναι η αναφορά στο στοιχείο της αφαιρετικότητας και της γενίκευσης, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη γλώσσα, π.χ. υποθέστε ότι βλέπετε ένα σπίτι. Για το συγκεκριµένο σπίτι, όπως και για κάθε άλλο συγκεκριµένο σπίτι υπάρχουν κάποια γενικά χαρακτηριστικά που τα κάνουν όλα να ανήκουν στην κατηγορία του σπιτιού, και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για το καθένα, π.χ. άλλο είναι άσπρο, άλλο µπλε, άλλο έχει βεράντες κλπ. Το σηµαινόµενο "σπίτι" δηµιουργείται µε το να αγνοήσουµε όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε σπιτιού και µε το να επικεντρωθούµε σε εκείνα τα κοινά γενικά χαρακτηριστικά βάσει των οποίων κάθε οικοδόµηµα που είναι σπίτι, να υπάγεται στην (αριστοτέλεια) εντύπωση του σπιτιού. ∆ιαφορετικά, η επικοινωνία θα ήταν αδύνατη, και αυτό φαίνεται να είναι πλήρως κατανοητό στον Αριστοτέλη. Για το ρήµα γράφει: ∆ηλώνει, µεταξύ άλλων, χρόνο, κανένα µέρος του δεν έχει αυτοτελή σηµασία και πάντοτε είναι ένα σηµείο για κάτι ειπωµένο για κάποιο άλλο αντικείµενο. Ο λόγος έχει σηµασία που έχει προκύψει από σύµβαση αλλά διαφέρει από τα άλλα δύο συστατικά ως προς το ότι τα µέρη του έχουν αυτοτελή σηµασία. Θεµελιώδες σηµείο της συλλογιστικής του Αριστοτέλη είναι πως αυτό που υπάρχει (ὄν) λέγεται µε πολλαπλούς τρόπους (πολλαχῶς λέγεται) είτε όπως τύχει (κατὰ συµβεβηκός) είτε ως αληθές ή ως ψευδές (οπότε είναι µὴ ὄν) είτε σύµφωνα µε τα σχήµατα κατηγόρησης. Γράφει στις Κατηγορίες10: Οι εκφράσεις που δε συµµετέχουν σε κανένα συνδυασµό (τὰ κατὰ µηδεµίαν συµπλοκὴν λεγόµενα) µπορεί να σηµαίνουν: την υπόσταση (οὐσία) ή την ποσότητα (ποσόν) ή την ποιότητα (ποιόν) ή τη σχέση (πρός τι) ή τον τόπο (ποῦ) ή το χρόνο (πότε) ή τη θέση στην οποία βρίσκεται κάτι (κεῖσθαι) ή την κατάσταση (ἔχειν) ή την ενέργεια (ποιεῖν) ή το πάθηµα (πάσχειν). Η υπόσταση είναι, π.χ., όταν λέµε γενικά "άνθρωπος" ή "άλογο"· η ποσότητα είναι, π.χ., όταν λέµε "δύο πήχες", "τρεις πήχες"· η ποιότητα είναι, π.χ., όταν λέµε "λευκός", "µορφωµένος"· η σχέση είναι, π.χ., όταν λέµε "διπλάσιος", "µισός", "µεγαλύτερος"· ο τόπος είναι, π.χ., όταν λέµε "στο Λύκειο", "στην αγορά"· ο χρόνος είναι, π.χ., όταν λέµε "χθες", "πέρυσι"· η θέση είναι, π.χ., όταν λέµε "ξαπλώνοµαι11", "κάθοµαι"· η κατάσταση είναι, π.χ., όταν λέµε "έχω φορέσει τα παπούτσια µου (ὑποδέδεται)", "είµαι οπλισµένος"· η ενέργεια είναι, π.χ., όταν λέµε "κόβω", "καίω"· το πάθηµα είναι, π.χ., όταν λέµε "κόβοµαι", "καίγοµαι". Οι έξι πρώτες κατηγορίες αναφέρονται σε ονοµατικές µορφές που σχετίζονται µε τις ιδιαιτερότητες της ΑΕ µορφολογίας (και µάλλον και σύνταξης): η υπόσταση παραπέµπει στην τάξη των ουσιαστικών, οι ποσότητα και ποιότητα σε είδη επιθέτων, η σχέση είτε σε είδη αριθµητικών είτε στα συγκριτικά επίθετα, ενώ οι τόπος και χρόνος παραπέµπουν σε προσδιορισµούς του τόπου και του χρόνου αντίστοιχα.

    10 Η µετάφραση που χρησιµοποιείται, είναι από τον Auroux (1999: 141) και χρησιµοποιούµε την απόδοση του Benveniste (Catégories de pensée et catégories de langue, 1966: 65-66), καθώς στη συνέχεια θα εξετάσουµε τη σχέση των κατηγοριών µε τη δοµή της ΑΕ, κάτι στη διερεύνηση του οποίου ο Benveniste συνέβαλε τα µέγιστα. 11 όπως στο "γλίστρησα και ξαπλώθηκα"

  • Οι τέσσερις υπόλοιπες αναφέρονται στο ρηµατικό σύστηµα: η θέση παραπέµπει στη µέση φωνή, η κατάσταση στον παρακείµενο, η ενέργεια στην ενεργητική φωνή, και το πάθηµα στην παθητική.

    Σύµφωνα, λοιπόν, µε τον Benveniste οι αριστοτελικές κατηγορίες των σχηµάτων κατηγόρησης έχουν ως πηγή έµπνευσής τους τη δοµή της ΑΕ. Αυτό, βέβαια, δε σηµαίνει ότι ο φιλόσοφος είχε ως στόχο να περιγράψει την ΑΕ. Ξέρουµε ότι η ανάλυσή του στηρίζεται σε λογικά και οντολογικά κριτήρια. Αν στηριζόταν κυρίως σε γλωσσικά, τότε θα υπήρχε πρόβληµα, π.χ. µε το γεγονός ότι η υπόσταση δεν έχει να κάνει µε τα ουσιαστικά που δηλώνουν ποιότητα. Αυτό, βέβαια, δε σηµαίνει ότι ο Benveniste έχει άδικο, όταν υποστηρίζει ότι οι αριστοτελικές κατηγορίες αντιστοιχούν σε γλωσσικές κατηγορίες της ΑΕ. Κάτι τέτοιο ισχύει, αν λάβουµε υπόψη µας το γεγονός ότι οι κατηγορίες της σκέψης είναι και κατηγορίες της γλώσσας. Αυτό από τη µια πλευρά σηµαίνει ότι σε µια γλώσσα µε διαφορετική µεταφυσική ή κατηγορίες σκέψης η κατηγοριοποίηση του Αριστοτέλη θα ήταν πιθανότατα διαφορετική, π.χ. αν η µητρική του γλώσσα ήταν η έουε12, όπου η σηµασία του είµαι κατανέµεται σε πέντε γλωσσικά στοιχεία (και όχι σε ένα, όπως στις περισσότερες ΙΕ γλώσσες), δηλ. το nyé13 δηλώνει την ταυτότητα µεταξύ υποκειµένου και κατηγορήµατος, το le14 είναι υπαρκτικό (π.χ. mawu le "ο Θεός υπάρχει"), το wo15 χρησιµοποιείται όταν το κατηγόρηµα είναι όρος ύλης σηµαντικός [π.χ. wo ke "είναι αµµώδης" (ke "άµµος")], το du χρησιµοποιείται όταν το κατηγόρηµα δηλώνει κάποιο αξίωµα ή υψηλή θέση (π.χ. du fu "είναι βασιλιάς") και το di, όταν το κατηγόρηµα δηλώνει φυσική ιδιότητα, π.χ. di ku "είναι αδύνατος". Ο Benveniste έχει αναµφίβολα δίκιο, όταν υποστηρίζει µια κατηγοριοποίηση στηριγµένη σε αυτή τη γλώσσα θα ήταν διαφορετική, αλλά αυτό δε σηµαίνει σε καµιά περίπτωση ότι στηριζόµενοι στην ΑΕ γλώσσα δε θα µπορούσαµε να κατασκευάσουµε και άλλες διαφορετικές κατηγοριοποιήσεις. Όπως είπαµε και παραπάνω η κατηγοριοποίηση γίνεται µε βάση συγκεκριµένα οντολογικά κριτήρια και όχι γλωσσικά, γιατί διαφορετικά, θα έπρεπε να εξηγήσουµε, γιατί από τις αριστοτελικές κατηγορίες λείπει, π.χ. κάτι που να σχετίζεται µε το κύριο όνοµα ή το άρθρο. Σε επίπεδο γραµµατικής (µορφολογίας) ο Αριστοτέλης έκανε διάκριση µεταξύ ονοµάτων, ρηµάτων και συνδέσµων, στους οποίους συµπεριλαµβάνονταν και οι αντωνυµίες, τα άρθρα και οι προθέσεις, ενώ σε επίπεδο θεωρίας της γλώσσας φαίνεται να έχει επίγνωση της διάκρισης µεταξύ σηµαίνοντος και σηµαινοµένου. 5. Ελληνιστική περίοδος Την περίοδο αυτή η γλωσσική σκέψη κάνει τεράστια βήµατα προόδου και σε αυτό συντελεί και το εντονότατο ενδιαφέρον για διάσωση και µελέτη των κλασικών κειµένων. Επιπλέον, στα πλαίσια του αττικισµού, γίνεται προσπάθεια να διατηρηθεί η ΑΕ γλώσσα αναλλοίωτη και εκδηλώνεται µια εχθρικότατη πολεµική εναντίον της ζωντανής (=καθοµιλουµένης) γλώσσας της ελληνιστικής περιόδου. Φυσικά, για να γίνουν όλα αυτά ήταν απαραίτητη µία γλωσσολογικού τύπου ανάλυση των δεδοµένων. 12 µιλέται στο Τόγκο 13 είναι µεταβατικό ρήµα και συντάσσεται µε αιτιατική 14 αµετάβατο 15 που κανονικά σηµαίνει "συντελώ, παράγω ένα αποτέλεσµα"

  • 5.1 Στωικοί Με τους Στωικούς τα γλωσσικά προβλήµατα αντιµετωπίστηκαν µε µέθοδο µέσα σε έργα αφιερωµένα αποκλειστικά στις διάφορες πλευρές της γλώσσας. Επιπλέον, η γλωσσολογία κατέλαβε µια καθορισµένη θέση µέσα στο γενικό πλαίσιο της φιλοσοφίας. Σύµφωνα µε το ∆ιογένη το Λαέρτιο "οι περισσότεροι συµφωνούν ότι ταιριάζει να ξεκινά κανείς τη σπουδή της διαλεκτικής από εκείνο το µέρος της που έχει ως αντικείµενό του το λόγο". Θεωρούν ότι στους ανθρώπους αυτό που προϋπάρχει της γλωσσικής έκφρασης, είναι η εντύπωση που δηµιουργείται από τον έξω κόσµο. Στη συνέχεια, έρχεται ο νους, που θέλει να εκφράσει αυτή την εντύπωση για τον κόσµο. Αυτή η ανάγκη ικανοποιείται από το λόγο, που είναι το µέσο έκφρασης της εντύπωσης. Οι Στωικοί ασχολήθηκαν µε τη φωνητική, την ετυµολογία και τη γραµµατική. Η πιο σηµαντική προσφορά τους στη γλωσσολογική εξέλιξη της ∆ύσης υπήρξε στον τοµέα της γραµµατικής (ανέπτυξαν τη θεωρία των µερών του λόγου), και σε επίπεδο θεωρίας και σε επίπεδο ορολογίας. Ο ∆ιονύσιος ο Θραξ (170-80 π.Χ.) έγραψε τη Τέχνην Γραµµατικήν, ίσως εκείνο το γλωσσικό εγχειρίδιο που επηρέασε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τη δυτική γραµµατική σκέψη και ορολογία (τουλάχιστον µέχρι το τέλος της αναγέννησης). Το 2ο αι. π.Χ. δρά και ο Απολλώνιος ο ∆ύσκολος, συγγραφέας, µεταξύ άλλων, και µιας πολύ σηµαντικής πραγµατείας για τη σύνταξη. Φαίνεται να είναι ο πρώτος µεγάλος θεωρητικός στο χώρο της δυτικής γραµµατικής. Γενικά, οι Στωικοί δρουν σε µια εποχή που δίνεται µεγάλη έµφαση στη µελέτη του λογοτεχνικού ύφους και εκδηλώνεται µεγάλη µέριµνα για τη "σωστή" ελληνική προφορά και γραµµατική. Ουσιαστικά, εδώ βρισκόµαστε πια στην εποχή της αντιπαράθεσης µεταξύ κλασικής ΑΕ και ελληνιστικής κοινής. Πέρα, όµως, από το πρόβληµα του αττικισµού, οι γλωσσολογικές ενασχολήσεις ενθαρρύνονται και από το γεγονός ότι η διάδοση της κλασικής λογοτεχνίας και σε πρόσφατα εξελληνισµένους αναγνώστες (που δεν ήταν καθόλου ολιγάριθµοι) αυξάνει τη ζήτηση για σχόλια πάνω στη γλώσσα και το περιεχόµενο των παραπάνω έργων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα σηµεία τονισµού χρονολογούνται από την ελληνιστική περίοδο, ενώ αρκετοί µεγάλοι γραµµατικοί που ασχολήθηκαν µε τη γλωσσική έρευνα, έγιναν διάσηµοι χάρις στις εργασίες τους για την αποκατάσταση οµηρικών κειµένων. Μέσα, λοιπόν, στο παραπάνω πλαίσιο οι Στωικοί αρχίζουν να δοκιµάζουν κατευθυντήριες γραµµές σκέψης (θεωρία) και τρόπους έκφρασης των εννοιών (ορολογία). Καταρχάς διαπιστώνουµε ότι τα γλωσσολογικά ζητήµατα εξετάζονται µέσα στο πλαίσιο δύο αλληλένδετων πολεµικών: α) φύσις/νόµος και β) αναλογία (κανονικότητα) / ανωµαλία (µη κανονικότητα). 5.2 Φύσις/νόµος Οι Στωικοί είναι υπέρ της φύσεως. Θεωρούν ότι οι λέξεις δηµιουγήθηκαν µε φυσικό τρόπο και ότι οι (γλωσσικοί) ήχοι µιµούνται αυτό που ονοµάζουν. Βέβαια, προκειµένου να εξηγήσουν την ύπαρξη διαφορετικών γλωσσών και διαλέκτων, αποδέχονται ότι αρχικά υπήρχαν οι πρῶται φωναί ("πρωταρχικοί, πρώτοι ήχοι") που δηµιουργήθηκαν φύσει και στη συνέχεια υπέστησαν µεταβολές διαφορετικές κατά γλωσσικό σύστηµα. Ίσως εδώ έχουµε τα πρώτα σπέρµατα απόψεων όπως αυτών του Chomsky που θεωρεί ότι όλες οι γλώσσες του κόσµου διέπονται από κάποια καθολικά δοµικά σχήµατα, και στη συνέχεια ακολουθεί κάποια διαφοροποίηση ή εξειδίκευυση ανάλογα µε το επιµέρους γλωσσικό σύστηµα.

  • 5.3 'Aναλογία/ἀνωµαλία Οι ανωµαλιστές θεωρούν ότι, όπως έχουµε απρόβλεπτες καταστάσεις στη φύση, έτσι έχουµε και ανωµαλίες στη γλώσσα. Αντίθετα, οι οπαδοί της σύµβασης, θεωρούν ότι σηµαντικό ρόλο στη γλώσσα παίζει η αναλογία, καθώς η σύµβαση συνεπάγεται τη συµφωνία. Σύµφωνα µε τον Αριστοτέλη "το ανάλογο και η αναλογία κατευθύνουν τη λογική σκέψη ... Όσο περισσότερη αναλογία υπάρχει σε ένα σύστηµα (που βασίζεται σε συµβάσεις) τόσο περισσότερο το σύστηµα είναι αποδοτικό". Τα επιχειρήµατα των ανωµαλιστών είναι ότι στη γλώσσα υπάρχουν: • πολλές εξαιρέσεις, • µορφές λέξεων που δε δικαιολογούνται (π.χ. γιατί τα Ἀθῆναι, Θῆβαι είναι

    πληθυντικού αριθµού;), • στοιχεία της γλώσσας που, ενώ εκφράζουν αρνητικές καταστάσεις, συνδέονται µε

    λέξεις που εκφράζουν θετικές καταστάσεις, π.χ. ἀθάνατος, • αντικείµενα αναφοράς για το γραµµατικό γένος των οποίων δεν υπάρχει κάνένα

    συγκεκριµένος λόγος, π.χ. τράπεζα. Εξάλλου, και η σηµασία των λέξεων δεν υπακούει σε κάποιο σύστηµα αλλά εξαρτάται από το περιβάλλον. 5.4 Στωικοί και θεωρία της γλώσσας Σύµφωνα µε την περιγραφή του ∆ιογένη του Λαέρτιου η γλωσσική θεωρία των Στωικών περιστρεφόταν γύρω από τρεις όρους: φωνή, λέξις και λόγος. Οι φωναί αντιστοιχούν στους φθόγγους ως φυσικά φαινόµενα. Κάποιοι από αυτούς µπορούν να γραφούν, οπότε γίνονται λέξεις. Γενικά, οι λέξεις αντιστοιχούν σε ό,τι σήµερα αντιλαµβανόµαστε ως γραµµένα εκφωνήµατα. Μπορούν να αναλυθούν σε µικρότερες µονάδες, που είναι τα 24 γράµµατα του ΑΕ αλφαβήτου. Ο λόγος είναι οποιοδήποτε εκφώνηµα έχει νόηµα, κάτι που σηµαίνει ότι λόγος µπορεί να είναι µια λέξη ή µια πρόταση ή οτιδήποτε το ενδιάµεσο. Με βάση τα παραπάνω βλέπουµε ότι η βασική διαφορά µεταξύ λέξεως και λόγου έγκειται στο ότι ο δεύτερος είναι πάντοτε φορέας σηµασίας. Γενικά, γνωρίζουµε ότι οι Στωικοί ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τη σηµασιολογία, γιατί θεωρούσαν τη γλώσσα ως ένα βασικότατατο εργαλείο και της ρητορικής (που την αντιµετώπιζαν ως την τέχνη του να µπορείς να λες µε επιτυχία αλήθειες ή ψέµατα) και της διαλεκτικής, δηλ. του εργαλείου µέσω του οποίου µπορούµε να ξεχωρίσουµε την αλήθεια από το ψέµα. 5.5 Στωικοί και γραµµατική Οι Στωικοί επεξέτειναν το αριστοτελικό σύστηµα προς δύο κατευθύνσεις: αύξησαν τον αριθµό των λεκτικών τάξεων και εισήγαγαν ακριβέστερους ορισµούς και επιπρόσθετες γραµµατικές κατηγορίες, προκειµένου να καλύψουν τη µορφολογία και µέρος του συντακτικού αυτών των τάξεων. Καταρχάς, χρησιµοποίησαν την ονοµασία ἄρθρα για να αναφερθούν στους κλινόµενους συνδέσµους του Αριστοτέλη, δηλ. για τους Στωικούς ἄρθρα ήταν ό,τι σήµερα ονοµάζουµε άρθρο και αντωνυµία. Επιπλέον, το όνοµα του Αριστοτέλη το διαίρεσαν σε κύριο όνοµα (ὄνοµα) και σε κοινό (προσηγορία). Τέλος, εµφανίστηκε και µια επιπλέον κατηγορία, η µεσότης, που αντιστοιχεί στα επιρρήµατα. Η ονοµασία ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι τα επιρρήµατα συντακτικά συνδέονται µε τα ρήµατα αλλά µορφολογικά µε τα ουσιαστικά. Τον όρο πτώσις τον κράτησαν µόνο για τις κλιτές µορφές των ονοµάτων (ο Αριστοτέλης το χρησιµοποιούσε και τους ρηµατικούς τύπους).

  • Στην Αίγυπτο έχουν ανακαλυφθεί πάπυροι µε αποσπάσµατα από έργα γραµµατικής που χρονολογούνται από τον 1ο αι. π.Χ. και µετά. Ας δούµε ένα τέτοιο απόσπασµα: Ένα εκφώνηµα µε σηµασία (λόγος) είναι µια προφορική παράθεση τύπων (λέξις) που αποκαλύπτουν µια ολοκληρωµένη σκέψη. Τα µέρη του λόγου είναι 9: κύριο όνοµα, προσηγορικό, µόριο, µετοχή, αντωνυµία, άρθρο, ρήµα, πρόθεση, επίρρηµα, σύνδεσµος. Το κύριο όνοµα είναι ένας τύπος (λέξις) που δηλώνει την ιδιαίτερη φύση ενός αντικειµένου ή µιας έννοιας, π.χ. Ὄµηρος, Πάρις. Έχει πτώσεις και δε δηλώνει χρόνο. Το προσηγορικό είναι ένας τύπος που αναφέρεται σε πολλά αντικείµενα π.χ. ποιητής) και δε δηλώνει χρόνο ή πρόσωπο. Η µετοχή είναι ένας τύπος που συντάσσεται µε άρθρα και έχει πτώσεις και δηλώνει και την κατηγορία του χρόνου, π.χ. λέγω�