238
*Eqi% Φρόμ: Τό δόγμα τον Χρίστον )

103286287 Εριχ Φρομ Το Δόγμα Του Χριστού Πολιτικό Καφενείο

Embed Size (px)

Citation preview

* E q i % Φρόμ: Τό δόγμα τον Χρίστον

)

E R I C H F R O M M

TO ΔΟΓΜΑ T O Y Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ

και ΰλλα δοκίμια για τή θρησκεία, τήν ψυχολογία και τήν κουλτούρα

Μετάφραση ΔΗΜ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΑΤΟΣ

/£LVYF

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ — ΑΘΗΝΑ

Ό τίτλος τοβ Εργου στά ά γγλ ιχά :T he dogm a o f C hristand o th er essays o n R eligion, Psychology an d C u ltu re

© H o lt, R inehart an d W inston, Inc.

© γ ι4 τήν έλληνιχή γλώαοαέκΜ οεις Μ π ο υ χ ο υ μ ά ν η 1974

Στοιχειοθετήθηχε καί τυπώθηκε οτήν ’Αθήνα τό Νοέμβριο τοΟ 1974 ατό τυπογραφείο Γ Ε 2ΡΓΙ0Γ ΛΕΟΝΤΑΚΙΑΝΑΚΟΓ (Δουχ. Πλαχεν- τίας 31, Χαλάνδρι, τηλ. 6812457) γ ι± λογαριασμό τίΰν έχίόοεων ΜΠΟΓΚΟΓΜΑΝΗ (Ά χαδημίας 57, ’Αθήνα, τηλ. 618.502)

Διόρθωση: Χριστίνα Γιατζόγλου

’Εξώφυλλο: Λίχα Φλώρου

« B o u k o u m a n i s » P u b lica tio n s ,57, A cad im ias S t., A th en s 143, G reece—T el. 618-502

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ................................................................................................... 7

ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟΓ Χ Ρ ΙΣ Τ Ο Γ .................................................................... 11

1. Μεθοδολογία χα ΐ φύση τοΟ π ρ ο β λ ή μ α το ς .................................. 192. Ή κοινωνικοψυχολογική άποατολή τής θρησκείας ............... 213. Ό πρωτοχριστιανισμός χα ΐ ή Ιδέα του γ ιά τόν Χριστό . . . 334. Ό μετασχηματισμός τοΟ χριστιανισμοΟ χα ΐ τό όμοούσιο δόγμα 645. Ή έξέλιξη τοΟ δόγματος β ς τή σύνοδο τής Ν ιχ α ία ς .............. 876. M il 5λλη προσπάθεια έ ρ μ η ν ε ία ς ................................................... 977. Σ υμπέρασμα .............................................................................................. 106

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΓ Α Ν Θ Ρ 2 Π 0 Γ ......................... 109

ΣΕΞ ΚΑΙ Χ Α ΡΑ Κ ΤΗ ΡΑ Σ....................................................................... 121

«ΓΓΧΑΝΑΛΓΣΗ — ΕΠΙΣΤΗΜΗ "Η ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ; 145

Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ Χ Α Ρ Α Κ Τ Η Ρ Α Σ ............................................. 163

Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΓ ΣΓΓΧΡΟΝΟΓΑ Ν ΘΡΩ ΠΟ Γ.......................................................................................... 186

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΚΙΝΔΓΝΟΙ ΤΗΣ «ΓΓΧΟΛΟΓΙΑΣ............... 209

Η ΠΡΟΦΗΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ Ε ΙΡ Η Ν Η Σ .................................. 223

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

Τά περισσότερα δοκίμια αύτοϋ τοϋ τόμου γράφτηκαν στή διάρκεια τών τελευταίων δέκα χρόνων. Τό μεγαλύτερο, δ- μως, σέ έκταση, «Τό δόγμα τοΟ Χριατοϋ», έμφανίστηκε γιά πρώτη φορά στά γερμανικά τό 1930. Ό καθηγητής Τζαί- ημς ΛοΟθερ Άνταμς, τής θεολογικής Σχολής τοϋ Χάρβαρντ, είχε κάνει τή μετάφρασή του πρίν άπδ πολλά χρόνια καί μοϋ πρότεινε νά τό έκδώσω μαζί μέ τά άλλα άρθρα σ' Ιναν τόμο. Καί αύτό παρά τό γεγονός δτι δέ συμφωνούσε μέ πολ­λά άπό τά συμπεράσματά μου. Πίστευε δμως δτι ή έπιχειρη- ματολογία καί ή μεθοδολογία παρουσίαζαν άρκετό ένδιαφέ- ρον, ώστε νά δικαιολογείται ή έκδοση στά άγγλικά. Προσω­πικά δίσταζα πάρα πολύ νά έπανεκδώσω αύτό τό πρώιμο δείγμα τής σκέψης μου. Οί λόγοι είναι φανεροί.

Πρώτ’ άπ’ δλα, γράφτηκε σέ μιά περίοδο πού ήμουν αύστηρά φροϋδικός. Στό μεταξύ, οί ψυχαναλυτικές μου ά- πόψεις ύπέστησαν μεγάλη άλλαγή, σέ βαθμό πού πολλές δια­τυπώσεις αύτού τοΟ δοκιμίου θά είχαν διαφορετική μορφή άν τις Σγραφα σήμερα. ’Ακόμη, στό έργο αύτό τόνιζα μονόπλευ­ρα τήν κοινωνική λειτουργία τής θρησκείας σάν ύποκατάστα- το τής πραγματικής Ικανοποίησης καί σά μέσο κοινωνικοϋ έ- λέγχου. Μολονότι ot σχετικές άπόψεις μου δέν έχουν μεταβλη- θ«ΐ, σήμερα θά τόνιζα έπίσης καί τήν άποψη (πού πίστευα καί τότε δπως τώρα) δτι ή ιστορία τής θρησκείας άντανακλά τήν Ιστορία τής πνευματικής έξέλιξης τοΟ άνθρώπου. Ένας δεύτερος λόγος βρίσκεται στό γεγονός δτι είναι άδύνατο γιά μένα σήμερα νά ξαναμελετήσω δλόκληρο τό τόσο περίπλοκο

7

Ιστορικό ύλικό, πού άναλύεται στήν έργασία αύτή. Ακόμη, μετά τό 1930 ίχει έκδοθεΐ μεγάλος άριθμός βιβλίων γιά τήν Ιστβρία τής πρώιμης περιόδου τοΟ χριστιανισμοΟ καί δποια- δήποτε άναθεώρηση τού δόγματος τοΟ Χριστού δέν ήταν δυ­νατό νά τά παραβλέψει. Διάβασα μεγάλο μέρος τής σχετικής μετά τό 1930 φιλολογίας καί πιστεύω δτι μερικά ίργα, δπως «Ή διαμόρφωση τοϋ χριστιανικού δόγματος» τού Μάρτιν Βέρ- νερ («The formation of Christian dogma»), ύποστηρίζουν Ιμ- μεσα τήν άποψή μου. Τό γράψιμο δ;ιως άπό τήν άρχή τού άρθρου θά ήταν πέρα άπό τΙς δυνάμεις μου. Έδωσα τή συγ­κατάθεσή μου γιά τή δημοσίευση τοΟ άρθρου στήν άρχική μορφή του, δταν 6 Άρθουρ Α. Κοέν τού οΓκου Χόλτ, Ράιν- χαρτ καί Ούίστον, ειδικός στή θεολογία καί φιλοσοφία, μέ Επεισαν μαζί μέ τόν καθηγητή Άνταμς νά τό παρουσιάσω στό άγγλόφωνο κοινό. Δέ χρειάζεται νά τονίσω δτι ή εύθύνη γιά τήν άπόφαση αύτή άνήκει Αποκλειστικά σέ μένα.

’Από δ,τι ξέρω, πρόκειται γιά τήν πρώτη έργασία δπου έ- πιχειρεϊται νά ξεπεραστεϊ ή τόσο γνωστή στήν ψυχαναλυτι­κή φιλολογία ψυχολογιστική μεθοδολογία Ιρευνας τών ιστο­ρικών καί κοινωνικών φαινομένων. Ύποκινήθηκα νά τό γρά­ψω άπό Ινα άρθρο πάνω στό Γδιο θέμα ένός δασκάλου μου στό Ψυχαναλυτικό ’Ινστιτούτο Βερολίνου, τοϋ δόκτορα Τέ- οντορ Ράικ, πού χρησιμοποιούσε τήν παραδοσιακή μεθοδο­λογία. Προσπάθησα νά άποδείξω δτι δέν μπορούμε νά κατα­νοήσουμε τούς λαούς άπό τΙς ιδέες καί τΙς Ιδεολογίες τους. Ό τ ι είναι δυνατό νά κατανοήσουμε Ιδέες καί Ιδεολογίες μό­νο μέ τήν κατανόηση τών λαών πού τΙς δημιούργησαν καί πιστεύουν σ’ αύτές. Κάνοντάς το αύτό, πρέπει νά ύπερβού- με τήν άτομική ψυχολογία καί νά μπούμε στόν τομέα τής ψυχαναλυτικοκοινωνικής ψυχολογίας. Έτσι, πραγματευόμε­νοι τΙς Ιδεολογίες, πρέπει νά μελετήσουμε τΙς κοινωνικές καί οικονομικές συνθήκες τών λαών πού τΙς άποδέχτηκαν καί νά προσπαθήσουμε νά άναγνωρίσουμε αύτό πού άργότερα άπο- κάλεσα «κοινωνικό χαρακτήρα» τους.

Στή μελέτη αύτή, ή κύρια Ιμφαση δίνεται στήν άνάλυση τής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης τών κοινωνικών 6μά-

8

δων πού άσπάστηκαν καί διέδοσαν τή χριστιανική διδασκα­λία. Καί Ακριβώς πάνω στή βάση αυτής τής άνάλυσης έπι- χειρεϊται μιά ψυχαναλυτική έρμηνεία. "Οποια κι άν είναι τά καλά αύτής τής έρμηνείας, ή μέθοδος έφαρμογής τής ψυ­χανάλυσης στά Ιστορικά φαινόμενα είναι ή μέθοδος πού Α­ναπτύσσεται στά κατοπινά Ιργα μου. Μολονότι Ιχει τελειο­ποιηθεί πολύτροπα άπό τότε, δ βασικός πυρήνας της ύπάρ- χει στό «Δόγμα τοϋ Χριστοϋ» μέ τρόπο πού θαρρώ δτι δέν παύει νά παρουσιάζει ένδιαφέρον.

Μελετώντας τή μετάφραση τοϋ καθηγητή Άνταμς, δια­πίστωσα τΙς δυσκολίες πού συνάντησε στή μετάφραση τής κάπως βαριάς Ακαδημαϊκής γερμανικής διατύπωσής μου στά άγγλικά. Ποϋ καί ποϋ ίκανα μερικές φραστικές μικροαλλα- γές, άλλά άντιστάθηκα έπίμονα στόν πειρασμό νά άλλάξω τό περιεχόμενο. Μολονότι πολλές φορές μοϋ ήρθε ή έπιθυ- μία νά Αντικαταστήσω μιά παλιά άποψή μου μέ μιά καινούρ­για, προβαίνοντας σέ μιά μερική Αναθεώρηση, δέν τό Ζκανα, γιατί θά ήμουν άδικος στόν Αναγνώστη.

Γιά τά άλλα δοκίμια δέ χρειάζονται σχόλια. Στό «Ή ια­τρική καί τό ήθικό πρόβλημα τοϋ Ανθρώπου», καθώς καί στό «Ό έπαναστατικός χαρακτήρας», πού ήταν Αρχικά διαλέ­ξεις, έπέφερα μερικές μικρές Αλλαγές γιά νά γίνουν προσι­τές στό εύρύτερο κοινό. Στό «Σέξ καί χαρακτήρας» διέγρα­ψα άπλούστατα αύτά πού νόμιζα δτι Αποτελοϋν περιττές έ- παναλήψεις.

Είμαι βαθύτατα ύποχρεωμένος στόν καθηγητή Τζαίημς Λοϋθερ Άνταμς γιά τήν τόσο έπίμοχθη καί έπιμελημένη μετάφραση τοϋ δόγματος τοϋ ΧριστοΟ, καθώς καί στούς Ά ρ- θουρ Α. Κοέν καί Τζόζεφ Κούνην γιά τήν έκδοτική τους βοήθεια.

Ε. Φ.

9

Δ ΟΓ ΜΑ Τ Ο Υ Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ

1. Μεθοδολογία καί φύση τοϋ προβλήματος

Μια άπό τις ουσιαστικές έπιτυχίες τής ψυχανάλυσης είναι δτι παραμέρισε τήν έπίπλαστη διάκριση άνάμεσα στήν κοι­νωνική ψυχολογία καί τήν ατομική ψυχολογία. Άπό τό άλ­λο μέρος, ό Φρόυντ τόνισε δτι δέν υπάρχει ατομική ψυχολο­γία τοΰ άπομονωμένου άπό τό κοινωνικό του περιβάλλον άν- θρώπου, γιατί άπομονωμένος άνθρωπος δέν υπάρχει. 'Ο Φρόυντ δέν ήξερε κανένα homo psychologies (ψυχολογι­κό άνθρωπο), κανένα Ροδινσώνα Κροΰσο, δηλαδή τό πα­ράλληλο τοΰ οίκονομικοΰ άνθρώπου τής κλασικής οίκονομι- κής θεωρίας. Απεναντίας, μια άπό τις σπουδαιότερες ανα­καλύψεις τοΰ Φρόυντ ήταν ή κατανόηση τής ψυχολογικής έξέλιξης τών πρώτων κοινωνικών σχέσεων τοΰ άτόμου — τών σχέσεων μέ τους γονείς του, τους άδελφους καί τις ά- δελφές του.

Είναι άλήθεια — Εγραφε ό Φρόυντ — . . . δτι ή άτο- μική ψυχολογία ένδιαφέρεται για τόν άτομικό άνθρω- πο καί έξερευνά τούς δρόμους μέ τους έποίους έπιδιώ- κει ό άνθρωπος νά βρει τήν ικανοποίηση τών ένστι- κτωδών παρορμήσεών του. Άλλά μόνο σπάνια καί κά­τω άπό όρισμένες έξαιρετικές συνθήκες είναι ή άτο- μική ψυχολογία σέ θέση νά παραβλέψει τΙς σχέσεις αύτοϋ τοϋ άτόμου μέ τούς άλλους. Στήν πνευματική ζωή τοϋ άτόμου παρεμβαίνει Αναπόδραστα κάποιος άλ­λος σάν πρότυπο, σάν Αντικείμενο, σ& βοηθός, σαν άν- τίπαλος. Κι Ετσι, άπό τό ξεκίνημα κιόλας, μ’ αύτή τήν προεκτεινόμενη, άλλά πέρα γιά πέρα δικαιολογημένη Εννοια τών λέξεων, ή άτομική ψυχολογία είναι ταυτό­χρονα καί κοινωνική ψυχολογία.1

1. Ζίγμουντ Φρόυντ: «'Ομαδική Ψυχολογία καί άνάλυαη τοΟ ’Ε­γώ» (Λονδίνο, Χόγκαρντ Π ρές), έκδόοεις Στάνταρντ, X V III, 69.

13

’Από τό άλλο μέρος, ό Φρόυντ απαλλάχτηκε άπό τήν αυ­ταπάτη μιας κοινωνικής ψυχολογίας πού άντικείμενό της ή­ταν «ή όμάδα». Για τόν Φρόυντ, τό «κοινωνικό Ενστικτο» δέν άποτελοΰσε άντικείμενό τής ψυχολογίας περισσότερο άπ’ δ- σο ό άπομονωμένος άνθρωπος, άφοΰ δέν έπρόκειτο για «πρω­ταρχικό καί στοιχειώδες» Ενστικτο. Καί μάλλον Εβλεπε «τις καταβολές τής διάπλασης τοΰ ψυχισμοΰ σ’ Ινα στενότερο κύκλο, δπως ή οικογένεια». ’Απέδειξε δτι τά ψυχολογικά φαινόμενα πού λειτουργούν σέ μια όμάδα πρέπει νά γίνον­ται κατανοητά πάνω στή βάση τών ψυχικών μηχανισμών πού λειτουργοΰν στό άτομο κι δχι πάνω στή βάση ένός «δ- μαδικοΰ πνεύματος».*

Ή διαφορά άνάμεσα στήν άτομική καί τήν κοινωνική ψυ­χολογία άποκαλύφθηκε δτι είναι ποσοτική καί δχι ποιοτική. Ή άτομική ψυχολογία παίρνει ύπόψη της δλους τους κα­θοριστικούς παράγοντες πού Εχουν έπηρεάσει τή μοίρα τοΰ άτόμου, καί μέ τόν τρόπο αύτόν φτάνει στήν περισσότερο κατά τό δυνατό όλοκληρωμένη εΙκόνα τής δομής τοΰ ψυχι­σμού τοΰ άτόμου.

"Οσο περισσότερο έπεκτείνουμε τή σφαίρα τής ψυχολο­γικής Ερευνας — δηλαδή δσο μεγαλύτερος είναι 6 άριθμός τών άνθρωπο» πού τά κοινά τους χαρακτηριστικά μάς έπι-

2. Ό Γχέοργκ Ζίμμελ ϊδειξ* μέ έκπληχτικό τρόπο τό σφάλμα τής άποόοχής τής όμάόας οάν «δποκείμενο», σάν ψυχολογικό φαινόμε­νο. Γράψει: «Τό ένιαίο έξωτεριχό άποτέλεσμα πολλών Οποχειμενι- xfflv ψυχολογικών προτσές έρμηνεόεται σάν άποτέλεσμα ένός ένια(ου φυχολογιχοΟ προτοές, δηλαδή ένός προτοές στή συλλογική Οπαρξη. Ή ένότητα τοΟ φαινομένου ποό προκύπτει Αντανακλάται στήν ποοΟ- ποτιθέμβνη ένότητα τής ψυχολογικής του αΙτίαςI 'Ωστόσο, τό σφάλ­μα αΰτοΟ τοΟ συμπεράσματος, άπό τό όποΤο έξαρτιέται ατό σύνολό της ή συλλογική ψυχολογία ώς πρός τή γενική διάκρισή της άπό τήν άτομιχή ψυχολογία, είναι καταφανέστατο· ή ένότητα συλλογικών ένεργειών, ποϋ έμφανίζεται μόνο άπό τήν πλευρά τοΟ δρατοΟ Αποτε­λέσματος, μετατίθεται μέ Οαχτυλουργιχό τρόπο στήν πλευρά τής έ- σωτεριχής α ίτίας, τόν Οποκειμενικό φορέα». «U ber das W esen de r Sozialpsychologie», A rchiv fUr Sozialw issenschaft und Sozalpoli-

tik , X X V I (1908).

14

τρέπουν νά τους κατατάξουμε σέ μια δμάδα — τόσο περισ­σότερο πρέπει νά περιορίσουμε την Εκταση τής Ερευνάς μας γιά τή συνολική δομή τοΰ ψυχισμού τών ατομικών μελών τής όμάδας.

Κατά συνέπεια, δσο μεγαλύτερος είναι ό αριθμός τών με- τεχόντων σέ μιά Ερευνα κοινωνικής ψυχολογίας, τόσο πιό περιορισμένη είναι ή διείσδυση στή συνολική δομή τοΰ ψυ- χισμοΰ τοΰ κάθε άτόμου τής όμάδας που υποβάλλεται σέ με­λέτη. Ά ν δέ γίνει αύτό παραδεκτό, είναι εύκολο νά δημι- ουργηθοϋν παρανοήσεις ώς πρός τήν έκτίμηση τών άποτε- λεσμάτων μιάς τέτοιας Ερευνας, θ ά πρόσμενε κανε'ις νά ά- κούσει κάτι σχετικά μέ τή δομή τοΰ ψυχισμοΰ τοΰ άτομικοΰ μέ­λους μιάς όμάδας, ή κοινώνικο-ψυχολογική δμως Ερευνα μπο- ρεί νά μελετήσει μόνο τό κοινό σέ δλα τά μέλη τής όμάδας κα- λούπι χαρακτήρα καί δέν παίρνει ΰπόψη τό σύνολο τής δομής χαρακτήρα ένός ιδιαίτερου άτόμου. Ή μελέτη τής δομής χα­ρακτήρα ένός Ιδιαίτερου άτόμου ποτέ δέν μπορεΐ νά εί­ναι Εργο τής κοινωνικής ψυχολογίας, και είναι δυνατή μόνο uv Εχει έξασφαλιστεΐ μιά έκτεταμένη γνώση τής έξέλιξης τοΰ άτόμου. Ά ν , λόγου χάρη, σέ μιά Ερευνα κοινωνικής ψυ­χολογίας διαπιστώνεται δτι μιά όμάδα αλλάζει τή στάση της άπό έπιθετική - έχθρική απέναντι στό πρόσωπο τοΰ πατέρα, σέ παθητική - υποτακτική, αύτή ή διαπίστωση σημαίνει κά­τι διαφορετικό άπό τήν ίδια διαπίστωση που γίνεται γιά Ε­να άτομο σέ μιά Ερευνα άτομικής ψυχολογίας. Στή δεύτερη περίπτωση σημαίνει δτι ή άλλαγή αυτή άληθεύει γιά τό σύνολο τής στάσης τοΰ άτόμου. Στήν πρώτη περίπτωση ση­μαίνει δτι άντιπροσωπεύει Ινα μέσο χαρακτηριστικό, κοινό γιά δλα τά μέλη τής όμάδας, πού δέν παίζει υποχρεωτικά κεντρικό ρόλο στή δομή χαρακτήρα κάθε άτόμου. Κατά συνέπεια, ή άξία μιάς κοινωνικής ψυχολογικής Ερευνας δέν Εγκειται στό δτι μάς έξασφαλίζει μιά πλήρη διερεύνηση τών Ιδιομορφιών τοΰ ψυχισμοΰ τών άτομικών μελών, άλλά μόνο στό γεγονός δτι μποροΰμε νά διακριβώσουμε έκείνες τις κοι­νές ψυχικές τάσεις, πού παίζουν άποφασιστικό ρόλο στήν κοινωνική τους άνάπτυξη.

15

Τό ξεπέρασμα της θεωρητικής αντίθεσης άνάμεσα στήν άτομική καί τήν κοινωνική ψυχολογία, πού πέτυχε ή ψυχα­νάλυση, όδηγεΐ στό συμπέρασμα δτι ή μέθοδος μιάς κοινω­νικής - ψυχολογικής ερευνάς μπορεΐ νά είναι ουσιαστικά ή ίδια μέ τή μέθοδο πού έφαρμόζει ή ψυχανάλυση στήν Ιρευ- να τοΰ άτομικοΰ ψυχισμού. Κατά συνέπεια, σκόπιμο είναι νά Επισκοπήσουμε μέ συντομία τά ούσιώδη χαρακτηριστικά αυ­τής τής μεθόδου, άφοΰ Ιχει μεγάλη σημασία στήν παρούσα μελέτη.

*0 Φρόυντ ξεκινά άπό τήν άποψη δτι στά αίτια πού προ- καλοΰν νεύρωση — καί τό ίδιο ισχύει σχετικά μέ τή δομή ένστικτων τοΰ ΰγιοΰς — θά πρέπει νά έντάξουμε σέ συμ­πληρωματική σειρά μιά κληρονομημένη σεξουαλική σύστα­ση, καθώς καί τά σχετικά μέ τό λίμπιντο γεγονότα που Ιζη- σε τό άτομο:

Στό Ενα άκρο τής σειράς βρίσκονται οί άκραΐες έκεΐνες περιπτώσεις, σχετικά μέ τίς όποιες θά μποροΟσε νά πει κανείς μέ Εμπιστοσύνη: οί άνθρωποι αύτοί θά άρρώσται- ναν οπωσδήποτε, δ,τι κι άν συνέβαινε, δ,τι κι άν πέ- ρασαν, δσο εύσπλαχνικά κι άν τούς φέρθηκε ή ζωή, έξαιτίας τής άνώμαλης άνάπτυξης τοΟ λίμπιντο. Στό άλλο άκρο βρίσκονται οΐ περιπτώσεις πού Επιβάλλουν τήν άντίθετη γνωμάτευση: θά άπέφευγαν τήν άρρώ- στια, άν ή ζωή δέν τούς φόρτωνε μέ τοΟτα ή έκεΐνα τά βάρη. ΣτΙς Ενδιάμεσες περιπτώσεις τής σειράς, με­γαλύτερο ή μικρότερο μέρος τοΰ ρυθμιστικοΟ παρά­γοντα (ή σεξουαλική ιδιοσυστασία) συνδυάζεται — λιγότερο ή περισσότερο — μέ τΙς έπιζήμιες περιστά­σεις τής ζωής. Ή σεξουαλική τους Ιδιοσυστασία δέ θά είχε προκαλέσει τή νεύρωση, άν δέν είχαν περάσει τούτες ή τΙς άλλες έμπειρίες στή ζωή τους, καί τά βά­σανα τής ζωής δέ θά τούς είχαν άφήσει τραύματα, άν τδ λίμπιντό τους είχε διαφορετική σύσταση.*

3. Ζίγμουντ Φρόυντ: «Γενιχή εΙσαγωγή στήν Ψυχανάλυση» (Νέα

16

Για τήν ψυχανάλυση, τό συστατικό στοιχείο της δομής τοΰ ψυχισμοΰ τοΰ γεμάτου υγεία ή τοϋ άρρωστου προσώ­που, άποτελεϊ παράγοντα πού πρέπει νά παρατηρηθεί στήν ψυχολογική έρευνα τών ατόμων, πού δμως παραμένει απρό­σιτο. Αύτό, γιά τό όποιο ένδιαφέρεται ή ψυχανάλυση είναι τό βίωμα. Πρωταρχικός σκοπός της είναι ή έπίδραση που ασκεί τό βίωμα στή συναισθηματική ανάπτυξη. Ή ψυχανά­λυση Εχει φυσικά έπίγνωση δτι ή συναισθηματική ανάπτυ­ξη τοΰ ατόμου καθορίζεται λίγο πολύ άπό τήν Ιδιοσυστασία του. Ή ερευνά αύτή άποτελεϊ προϋπόθεση γιά τήν ψυχανά­λυση, ή ψυχανάλυση δμως ένδιαφέρεται αποκλειστικά για τήν Ιρευνα τής έπίδρασης πού εχει ή βιοτική κατάσταση τοΰ άτόμου πάνω στή συναισθηματική του ανάπτυξη. Στήν πράξη αύτό σημαίνει δτι ούσιαστική προϋπόθεση γιά τήν ψυχαναλυτική μέθοδο άποτελεϊ Ινα μάξιμουμ γνώσης τής Ι­στορίας τοΰ άτόμου — κυρίως τών βιωμάτων τής πρώιμης παιδικής του ηλικίας, χωρίς δμως νά περιορίζεται άποκλει- στικά σ’ αύτά. Μελετά τή σχέση άνάμεσα στό σχήμα ζωής τοΰ άτόμου καί τις ειδικές πλευρές τής συναισθηματικής του ανάπτυξης. Χωρίς άφθονες πληροφορίες, πού νά άφοροΰν τή ζωή τοΰ άτόμου, ή ψυχανάλυση είναι αδύνατη. Φυσικά ή γενική παρατήρηση αποκαλύπτει δτι δρισμένες τυπικές έκ- φράσεις συμπεριφοράς θά δείξουν τυπικά σχήματα ζωής. θά μπορούσε κανείς νά φανταστεί άναλογικά αντίστοιχα σχήματα, δλες δμως αύτές οί συνεκδοχές είναι δυνατό νά περικλείουν ενα στοιχείο αβεβαιότητας καί Ιτσι νά περιορί­ζουν τήν έπιστημονική έγκυρότητα. Ή μέθοδος τής ατομι­κής ψυχανάλυσης είναι, κατά συνέπεια, μιά πολύ λεπτή «Ι­στορική» μέθοδος: ή κατανόηση τής συναισθηματικής άνά-

Τ ό ρ χ η : L iveright Publishing C o rp ., 19 4 3 ), σ. 304. Ό Φρόυντ Ανα­φέρει : «δυδ παρά.γοντες> Οπάρχουν, «ή σεξουαλική ιδιοσυστασία χα ΐ τά βιώματα, ή, &ν έπιθυμεΐτε, ή προσήλωση τοΟ λίμπιντο χα ΐ ή δ ιά ­ψευση». ΑύτοΙ «οί παράγοντες παρουσιάζονται μέ τέτοιο τρόπο πού, δπου 6 Ινας κυριαρχεί, δ Ιλλος παρουσιάζεται Ατονος μέ τήν Τβια Αναλογία».

2. Τδ δόγμα τοΟ ΧριστοΟ 17

πτύξης πάνω στή βάση της γνώσης τής Ιστορίας τής ζωής τοΰ άτόμου.

Ή μέθοδος τής έφαρμογής τής ψυχανάλυσης σέ Αμάδες δέν μπορεϊ νά είναι διαφορετική. 01 κοινές ψυχικές στά­σεις μελών τής όμάδας πρέπει νά γίνονται κατανοητές μό­νο πάνω στή βάση τών κοινών τους σχημάτων. "Οπως Ακρι­βώς ή άτομική ψυχαναλυτική ψυχολογία έπιδιώκει νά κατα­νοήσει τήν άτομική συναισθηματική συγκρότηση, Ετσι καί ή κοινωνική ψυχολογία μπορεϊ νά διενεργήσει μιά Ερευνα στή συναισθηματική δομή μιας όμάδας μόνο μέ τήν ακριβή γνώση τοΰ σχήματος ζωής τής όμάδας αυτής. Ή κοινωνι- κή ψυχολογία μπορεϊ νά άποφαίνεται μόνο σέ δ,τι άφορά τΙς ψυχικές στάσεις πού είναι κοινές σέ δλα τά μέλη. Κατά συνέπεια, πρέπει νά γνωρίζει τις καταστάσεις ζωής πού εί­ναι κοινές γιά δλους καί χαρακτηριστικές γιά δλους.

Ά ν ή μεθοδολογία τής κοινωνικής ψυχολογίας δέν πα­ρουσιάζει βασικές διαφορές άπό τή μεθοδολογία τής ατομι­κής ψυχολογίας, υπάρχει ώστόσο μιά διαφορά πού θά πρέ­πει νά τονιστεί.

Ένώ ή ψυχαναλυτική Ερευνα ένδιαφέρεται κατά κύριο λόγο γιά τά νευρωτικά ατομα, ή έρευνα τής κοινωνικής ψυ­χολογίας ένδιαφέρεται γιά όμάδες δμαλών ανθρώπων.

Τό νευρωτικό πρόσωπο χαρακτηρίζεται άπό τό δτι δέν Εχει κατορθώσει νά προσαρμοστεί ψυχικά στό πραγματικό του περιβάλλον. Μέ τόν έντοπισμό όρισμένων συναισθημα­τικών παρορμήσεων, όρισμένων ψυχικών μηχανισμών, πού σέ μιά περίοδο ή λειτουργία τους ήταν σωστή και απαραί­τητη, Ερχεται σέ σύγκρουση μέ τήν πραγματικότητα. Ή δο­μή τοΰ ψυχισμοΰ τοΰ νευρωτικού είναι, κατά συνέπεια, σχε­δόν όλοκληρωτικά άπρόσιτη χωρίς τή γνώση τών βιωμάτων τής πρώιμης παιδικής ήλικίας, γιατί, έξαιτίας τής νεύρω­σής του — πού άποτελεϊ έκφραση τής Ελλειψης άπό μέρους του προσαρμογής ή Ιδιαίτερης ποικιλίας παιδικών έντοπι* σμών — άκόμη καί ή θέση του σάν ένήλικου καθορίζεται ούσιαστικά άπό τήν πρώιμη παιδική ήλικία του. Άκόμη καί γιά τό όμαλό άτομο, τά βιώματα τής πρώιμης παιδικής ή-

18

λικίας έχουν αποφασιστική σημασία. Ό χαρακτήρας του, μέ τήν ευρύτερη έννοια, καθορίζεται άπό τά βιώματα αύτά, και χωρίς αύτά είναι άκατανόητος στό σύνολό του. ’Επει­δή δμως προσαρμόστηκε ψυχικά στήν πραγματικότητα σέ μεγαλύτερο βαθμό άπό τό νευρωτικό, μπορούμε νά κατανοή­σουμε μεγαλύτερο μέρος τής δομής τοΰ ψυχισμού του άπ* δσο στήν περίπτωση τοΰ νευροπικοΰ. Ή κοινωνική ψυχολο­γία ένδιαφέρεται γιά τούς όμαλούς άνθρώπους, πού στήν ψυχική κατάστασή τους ή πραγματικότητα Εχει άσύγκριτα μεγαλύτερη έπίδραση απ’ δση πάνω στό νευρωτικό. “Ετσι, μπορεϊ νά παραιτηθεί άκόμη κι άπό τή γνώση τών άτομι- κών παιδικών βιωμάτων τών διάφορων μελών τής υπό Ε­ρευνα όμάδας. ’Από τή γνώση τού κοινωνικά διαμορφούμε- νου σχήματος ζωής πού άκολούθησαν οί άνθρωποι αύτοί με­τά τά πρώτα χρόνια τής παιδικής ηλικίας, είναι δυνατό νά έξασφαλίσει τήν κατανόηση τών κοινών σέ δλους ψυχικών στάσεων.

Ή κοινωνική ψυχολογία έπιθυμεΐ νά έρευνήσει μέ ποιό τρόπο όρισμένες κοινές στά μέλη μιάς όμάδας ψυχικές στά­σεις συνδέονται μέ τά κοινά βιώματα τής ζωής τους. Δέν είναι τυχαίο τό δτι στήν περίπτωση ένός άτόμου έπικρατεΐ αύτή ή ή αλλη κατεύθυνση τοΰ λίμπιντο, τό δτι τό οιδιπόδειο σύμπλεγμα βρίσκει αύτή ή τήν άλλη διέξοδο, δπως δέν εί- ναι τυχαίο τό δτι σημειώνονται αλλαγές στά ψυχικά χαρα­κτηριστικά τής κατάστασης ψυχισμού μιάς όμάδας, ή Ατό­μων τής ίδιας τάξης σέ μιά χρονική περίοδο ή ταυτόχρονα άνάμεσα σέ διάφορες τάξεις. Καθήκον τής κοινωνικής -ψυ­χολογίας είναι νά υποδείξει γιατί συμβαίνουν αύτές οί άλ- λαγές καί πώς πρέπει νά κατανοηθοΰν πάνω στή βάση τοΰ κοινοΰ γιά τά μέλη τής όμάδας βιώματος.

Ή παρούσα Ερευνα ένδιαφέρεται γιά Ενα στενά περιορι­σμένο πρόβλημα κοινωνικής ψυχολογίας, συγκεκριμένα γιά τό πρόβλημα πού άφορά τά κίνητρα πού διέπουν τήν έξέλι- ξη τών έννοιών σχετικά μέ τή σχέση τοΰ θεοΰ Πατέρα πρός τόν Ίησοΰ, άπό τις καταβολές τοΰ χριστιανισμού ώς τό Σύμ­βολο τής Νικαίας κατά τόν 4ο αΙώνα. Σύμφωνα μέ τΙς θεω­

19

ρητικές αρχές πού τέθηκαν πιό πάνω, ή Ιρευνα αύτή σκοπό Ιχει νά καθοριστεί ή Ικταση, στην όποία ή άλλαγή δρισμέ- νων θρησκευτικών Ιδεών άποτελεΐ Ικφραση τής άλλαγής τοϋ ψυχισμού τών άνθρώπων πού είχαν αυτές τις Ιδέες, καθώς καί σέ ποια Ικταση οΐ άλλαγές αυτές διαμορφώθηκαν άπό τις συνθήκες τής ζωής τους. θά προσπαθήσει νά κατανοή­σει τις Ιδέες σέ σχέση μέ τούς ανθρώπους καί τά σχήματα τής ζωής τους, καί νά δείξει δτι ή έξέλιξη τοΰ δόγματος εί­ναι δυνατό νά κατανοηθεΐ μόνο μέ τή γνώση τοΰ ασυνείδη­του, πάνω στο δποΐο ένεργεϊ ή έξωτερική πραγματικότητα, καί τό όποιο καθορίζει τό περιεχόμενο τής συνείδησης.

Ή μεθοδολογία τής έργασίας αυτής μάς έπιβάλλει νά α­φιερώσουμε μεγάλο σχετικά χώρο γιά τήν παρουσίαση τής βιοτικής κατάστασης τών άνθρώπων πού έρευνοΰμε, τής πνευματικής, οίκονομικής, κοινωνικής καί πολιτικής κατά­στασής τους — μέ δυό λόγια, στις «ψυχικές τους Επιφά­νειες». "Αν φαίνεται δτι σ’ αυτό αποδίνουμε δυσανάλογη έμ­φαση, θά πρέπει νά μην ξεχνά ό Αναγνώστης, δτι άκόμη καί στην ψυχαναλυτική περίπτωση μελέτης ένός άρρωστου προ­σώπου, άφιερώνεται μεγάλος χώρος γιά τήν παρουσίαση τών έξωτερικών περιστάσεων πού περιβάλλουν τό πρόσωπο. Στην παρούσα έργασία, ή περιγραφή τοΰ συνόλου τής πολιτιστι­κής κατάστασης τών μαζών τοΰ λαοΰ πού ύπόκειται στην I- ρευνα, καθώς καί ή παρουσίαση τοΰ έξωτερικοΰ του περί­γυρου έχουν μεγαλύτερη σημασία άπό τήν περιγραφή τής αίτιακής κατάστασης στη μελέτη μιας περίπτωσης. Ό λό­γος γι’ αύτό είναι δτι, άπό τή φύση τών πραγμάτων, ή Ιστο­ρική άναπαράσταση, άκόμη καί στήν περίπτωση πού υποτί­θεται δτι προσφέρεται μόνο σέ όρισμένη Ικταση λεπτομε­ρειακά, είναι ασύγκριτα πιό περίπλοκη καί πιό έκτεταμένη άπό τήν Ικθεση άπλών γεγονότων δπως συμβαίνουν στή ζωή ένός άτόμου. 'Ωστόσο, πιστεύουμε δτι τό μειονέκτημα αύτό πρέπει νά γίνει ανεκτό, γιατί μόνο μ' αύτό τόν τρόπο εί­ναι δυνατή μιά άναλντική κατανόηση Ιστορικών φαινομένων.

Ή παρούσα μελέτη άσχολεΐται μέ Ενα θέμα πού τό άνέ- πτυξε Ενας άπό τούς πιό διακεκριμένους έκπροσώπους τής

20

αναλυτικής μελέτης τής θρησκείας, 6 Θεόδωρος Ράικ.* Ή διαφορά περιεχομένου, πού υποχρεωτικά προκύπτει άπό τή διαφορετική μεθοδολογία, θά άποτελέσει, δπως καί οΐ ίδιες οΐ μεθοδολογικές διαφορές, αντικείμενο σύντομης έπισκόπη- σης στο τέλος τοϋ δοκιμίου.

Σκοπός μας έδώ είναι νά κατανοήσουμε τις άλλαγές σέ ό- ρισμένα περιεχόμενα συνείδησης, δπως έκφράζονται στις θεολογικές Ιδέες σαν αποτέλεσμα άλλαγής στα προτσές τοΰ ασυνείδητου. Σέ άντιστοιχία, δπως κάναμε καί μέ τό μεθο­δολογικό πρόβλημα, έχουμε τήν πρόθεση νά πραγματευτού­με μέ συντομία τά σπουδαιότερα εύρήματα τής ■ψυχανάλυ­σης πού θίγουν τό θέμα μας.

2. Ή κοινωνικοψυχολογική Αποστολή τής θρησκείας

Ή ψυχανάλυση είναι μιά ψυχολογία παρορμήσεων ή παρω­θήσεων. θεωρεί δτι ή ανθρώπινη συμπεριφορά διαμορφώ­νεται καί όρίζεται άπό συναισθηματικές παρορμήσεις καί την έρμηνεύει σά μιά έκροή δριαμένων φυσιολογικών παρωθή­σεων, πού δέν προσφέρονται σέ άμεση παρατήρηση. Συνε­πής στην έκλαϊκευμένη ταξινόμηση τών παρορμήσεων πεί­νας καί τών έρωτικών παρορμήσεων, δ Φρόυντ Εκανε άπό τήν άρχή τό διαχωρισμό άνάμεσα στις παρορμήσεις τοΰ έ- γώ, ή τής αυτοσυντήρησης, καί τις σεξουαλικές παρορμή- σεις. Έξαιτίας τοΰ γενετήσιου (λιμπιντικοΰ) χαρακτήρα τών παρορμήσεων τοΰ έγώ γιά αυτοσυντήρηση, καί έξαιτίας τής

4. «D ogm a und Zwangsidee», Im ago, X II (1927). Βλ. «Δόγμα καί καταναγκασμός», (Νέα 'Γέρχη , In te rn a tio n a l U niversities Press, Inc. 1951), καί ίλ λ α Εργα γ ι4 τήν ψυχολογία τής θρησκείας τοΟ ΡΑικ Ε. Τζάουνς: «Zur Psychoanalyse de r christlichen Religion», xal A. Τζ. Στύρφερ: M arias jungfraiiliche M utterschaft.

21

είδικής σημασίας τών καταστροφικών τάσεων στόν ψυχικό μηχανισμό τοϋ ανθρώπου, ό Φρόυντ πρότεινε μιά διαφορε­τική ταξινόμηση, παίρνοντας ύπόψη μιά αντίθεση άνάμεσα στις ζωοδότρες και τις καταστροφικές παρορμήσεις. Ή τα­ξινόμηση αυτή δέ χρειάζεται νά συζητηθεί περισσότερο έ- δώ. Αυτό πού ?χει σημασία είναι ή άναγνώριση όρισμένων Ιδιοτήτων τής παρόρμησης τοΰ σέξ πού τήν κάνουν νά ξε­χωρίζει άπό τις παρορμήσεις τού έγώ. 01 παρορμήσεις τοΰ σέξ δέν είναι έπιτακτικές. Αυτό θά πει δτι οΐ άπαιτήσεις τους μπορεϊ νά μείνουν άνικανοποίητες χωρίς νά άπειλεΐται ή ίδια ή ζωή, πράγμα πού δέ συμβαίνει στήν περίπτωση πού παρατείνεται ή μή Ικανοποίηση τής πείνας, τής δίψας καί τής άνάγκης γιά ΰπνο. Έκτος αύτοΰ, οί παρορμήσεις τοΰ σέξ είναι δυνατό νά ίκανοποιηθοΰν δ>ς Εναν όρισμένο καί δχι άσήμαντο βαθμό, μέ φαντασιώσεις καί μέ τό σώμα τοΰ ί­διου τού άτόμου. Κατά συνέπεια, είναι άνεξάρτητες άπό τήν έξωτερική πραγματικότητα πολύ περισσότερο άπ’ δσο οί πα- ρορμήσεις τοΰ έγώ. Μ’ αύτό συνδέεται στενά ή εύκολη μετά­θεση καί ή Ικανότητα άνταλλαγής άνάμεσα στις όρμές πού συγκροτούν τή σεξουαλικότητα. Ή διάψευση μιάς γενετή­σιας όρμής μπορεϊ νά έξουδετερωθεΐ σχετικά εύκολα μέ τήν αντικατάστασή της μέ μιά αλλη, πού μπορεϊ νά Ικανοποιη­θεί. Αύτή ή έλαστικότητα καί ή εύλυγισία πού διακρίνει τις σεξουαλικές παρορμήσεις, άποτελεϊ τή βάση γιά τήν έξαι- ρετική ποικιλία τής δομής τοΰ ψυχισμού, καί έδώ έπίσης βρί­σκεται ή βάση γιά τή δυνατότητα, τά άτομικά βιώματα νά είναι δυνατό νά έπιδράσουν τόσο έντονα καί τόσο άποφασι- στικά στή δομή τοΰ λίμπιντο. Ό Φρόυντ βλέπει τήν τροπο­ποιημένη άπό τήν άρχή τής πραγματικότητας άρχή τής α­πόλαυσης' σάν τό ρυθμιστή τοΰ ψυχικού μηχανισμού. ’Ανα­φέρει:

θά στραφοΟμε, κατά συνέπεια, ατό λιγότερο φιλόδο­ξο θέμα τοΟ τί δείχνουν οί Γδιοι οί Ανθρωποι μέ τή συμπεριφορά τους νά είναι ό σκοπός καί ή πρόθεση τής ζωής τους. Τ£ ζητοϋν άπό τή ζωή καί τί έπιδιώ-

22

κουν νά έπιτύχουν στή ζωή; Ή άπάντηση στό έρώτη- μα αύτό δύσκολα είναι δυνατό νά τεθεί κάτω άπό Αμ­φισβήτηση. Επιδιώκουν τήν εύτυχία. θέλουν vi γ ί ­

νουν εύτυχισμένοι καί νά παραμείνουν εύτυχισμένοι. Ό προσπάθεια αύτή ίχει δυό πλευρές, Ινα θετικό καί 2ναν άρνητικό σκοπό. ΆποσκοπεΙ άπό τό £να μέρος στήν άποφυγή τοϋ πόνου καί τής δυσαρέσκειας, καί άπό τό άλλο, στό νά νιώσουν ?ντονα αισθήματα εύχα- ρίστησης. Μέ τή στενότερη έννοια ή λέξη «εύδαιμο- viotJ» συνδέεται μόνο μέ τό δεύτερο. Σύμφωνα μέ τή δι­χοτόμηση αύτή, πού παρατηρείται στους σκοπούς του, ή δραστηριότητα τοϋ άνθρώπου άναπτύσσεται πρός δυό κατευθύνσεις, καθώς έπιδιώκει νά πραγματοποιήσει — κατά κύριο λόγο ή άκόμη καί άποκλειστικά — τή μιά ή τήν άλλη άπό τΙς έπιδιώξεις αύτές.'

Τό άτομο προσπαθεί νά νιώσει, κάτω άπό δρισμένες πε­ριστάσεις, Ενα μάξιμουμ Ικανοποίησης τοΰ λίμπιντο καί Ενα μίνιμουμ πόνου. Γιά νά άποφύγει τόν πόνο, μπορεϊ νά άπο- δεχτεΐ την αλλαγή ή άκόμη καί τή διάψευση όρισμένων συ­στατικών στοιχείων τών σεξουαλικών παρωθήσεων. Είναι, δμως, άδύνατη μιά άντίστοιχη άπάρνηση τών παρωθήσεων τοΰ έγώ.

Ή Ιδιομορφία τής συναισθηματικής δομής ένός άτόμου έξαρτιεται άπό τή σύσταση τοΰ ψυχισμού του καί πρωταρ­χικά άπό τά βιώματα τής παιδικής του ήλικίας. Ή έξωτε- ρική πραγματικότητα, πού τοΰ έξασφαλίζει τήν Ικανοποίη­ση όρισμένων παρωθήσεων, άλλά πού τόν υποχρεώνει νά ά- παρνιέται όρισμένες άλλες, καθορίζεται άπό τήν ΰπάρχου- σα κοινωνική κατάσταση στήν όποία ζεΐ. Ή κοινωνική αύ­τή πραγματικότητα περιλαμβάνει τήν εύρύτερη πραγματι­κότητα πού άγκαλιάζει δλα τά μέλη τής κοινωνίας καί τή

5. Ζίγμουντ Φρόυντ: «Ό πολιτισμός καί οί Απογοητεύσεις του». (Έ χβόαεις S ta n d a rd ), XXI, 76.

23

στενή πραγματικότητα τών συγκεκριμένων κοινωνικών τά­ξεων.

Ή κοινωνία άσκει Ενα διπλό λειτούργημα για τήν κατά­σταση τοΰ ψυχισμού τοΰ ατόμου, τό λειτούργημα και τής Ι­κανοποίησης καί τής διάψευσης τής Ικανοποίησης. 'Ένα ά­τομο σπάνια άπαρνιέται τις παρωθήσεις του για τό λόγο δ- τι βλέπει τόν κίνδυνο πού απορρέει άπό τήν Ικανοποίησή τους. Γενικά, ή κοινωνία έπιβάλλει τέτοιου είδους άπαρνή- σεις: πρώτο, τις απαγορεύσεις έκεΐνες πού έδράζονται πά­νω στή βάση τής κοινωνικής αναγνώρισης ένός πραγματι­κού κινδύνου γ ι ά τ ό ϊ δ ι ο τ ό « τ ο μ ο, ένός κινδύνου πού δεν τόν αίσθάνεται τό ίδιο τό άτομο εύκολα καί πού συνδέεται μέ τήν Ικανοποίηση παρώθησης. Δεύτε­ρο, απώθηση καί διάψευση παρωθήσεων, πού ή Ικανοποί­ησή τους θά προκαλοΰσε ζημιά δχι στό άτομο, άλλα στήν δ- μάδα. Καί, τέλος, άπαρνήσεις πού γίνονται δχι πρός τό συμ­φέρον τής όμάδας, άλλά πρός τό συμφέρον μιας τάξης πού άσκει τόν Ιλεγχο.

Τό λειτούργημα «Ικανοποίησης» τής κοινωνίας δέν είναι λιγότερο σαφές άπό τό ρόλο της στον τομέα τής διάψευσης. Τό δτομο τό άποδέχεται μόνο καί μόνο έπειδή μέ τή βοή- θειά του μπορεΐ νά υπολογίζει δ>ς Ινα σημείο πώς θά έξα- σφαλίσει τήν άπόλαυση (ευχαρίστηση) καί θ’ άποφύγει τόν πόνο, κατά κύριο λόγο σέ σχέση μέ τήν Ικανοποίηση τών στοιχειωδών άναγκών τής αυτοσυντήρησης καί, κατά δεύ­τερο λόγο, σέ σχέση μέ τήν Ικανοποίηση τών γενετήσιων ά­ναγκών.

Στά δσα Ιχουν άναφερθεΐ Ιος έδώ, δέν Ιχει ληφθεϊ ύπόι̂ τη Ενα Ιδιαίτερο γνώρισμα δλων τών Ιστορικά γνωστών κοινω­νιών. Τά μέλη μιας κοινωνίας δέ συμβουλεύονται στήν πραγ­ματικότητα τό Ινα τό άλλο γιά νά αποφασίσουν τί πρέπει νά έπιτρέπει ή κοινωνία καί τί δχι. Μπορούμε νά ποΰμε δτι ή κατάσταση είναι τέτοια πού δσο οί παραγωγικές δυνάμεις τής οικονομίας δέν είναι σέ θέση νά έξασφαλίσουν σέ δλους μια έπαρκή Ικανοποίηση τών ίιλικών καί πνευματικών άναγ­κών τους (δηλαδή πέρα άπό δσα άπαιτοΰνται γιά τήν προ­

24

στασία άπό έξωτερικό κίνδυνο καί τήν Ικανοποίηση τών στοι­χειωδών αναγκών τοΰ έγώ), ή πιό Ισχυρή κοινωνικά τάξη θά άποβλέπει στή μέγιστη Ικανοποίηση πρώτα τών δικών της άναγκών. *0 βαθμός στον όποιο θά ίκανοποιοΰνται οί ανάγκες τών κυβερνωμένων άπό τήν τάξη αυτή, θά έξαρ- τιέται άπό τό έπίπεδο τών οίκονομικών δυνατοτήτων πού υ­πάρχουν, καθώς καί άπό τό γεγονός δτι θά πρέπει νά έξα- σφαλίζεται μιά μίνιμουμ Ικανοποίηση στους κυβερνωμένους, γιά νά μποροΰν νά συνεχίσουν τήν ύπαρξή τους σά συνερ- γαζόμενα μέλη τής κοινωνίας. Ή κοινωνική σταθερότητα έ- ξαρτιέται σχετικά πολύ λίγο άπό τή χρήση έξωτερικής βίας. Έξαρτιέται περισσότερο άπό τό δτι οί δνθρωποι διαπιστώ­νουν πώς βρίσκονται σέ μιά τέτοια ψυχική κατάσταση πού τούς έντάσσει στο πλαίσιο μιας ύπάρχουσας κοινωνικής κα­τάστασης. Γιά νά συμβαίνει αυτό, είναι άπαραίτητη μιά μί­νιμουμ ικανοποίηση τών φυσικών καί πνευματικών ένστικτω- δών άναγκών. Στο σημείο δμως αυτό πρέπει νά υπογραμ­μίσουμε δτι, γιά τήν ψυχική υποταγή τών μαζών, σημαντι­κό είναι κάτι δλλο, κάτι πού συνδέεται μέ τήν Ιδιόμορφη δο­μική στρωματοποίηση τής κοινωνίας σέ τάξεις.

Σχετικά μέ τό σημείο αυτό ό Φρόυντ υπέδειξε δτι ή α­δυναμία τοΰ ανθρώπου μπροστά στή φύση άποτελεί έπανά- ληψη τής κατάστασης πού βρέθηκε δ ένήλικος σάν παιδί, δ- ταν δέν μπορούσε νά κάνει χωρίς βοήθεια μπροστά σέ ά­γνωστες άνώτερες δυνάμεις, καί δταν οί παρωθήσεις τής ζωής του, άκολουθώντας τις ναρκισσιστικές κλίσεις τους, προσκολλήθηκαν πρώτα στά άντικείμενα πού τοΰ παρείχαν προστασία καί Ικανοποίηση, συγκεκριμένα στή μητέρα καί τόν πατέρα του. Στο βαθμό πού ή κοινωνία είναι άνίσχυ- ρη μπροστά στή φύση, ή ψυχική κατάσταση τής παιδικής ηλικίας πρέπει νά έπαναληφθεΐ γιά τό άτομικο μέλος τής κοινωνίας στην ένηλικίωσή του. Μεταφέρει άπό τόν πατέ­ρα ή τή μητέρα μέρος τής παιδικής άγάπης καί τοΰ φόβου του, καθώς καί μέρος τής έχθρότητάς του σ’ §να φανταστι­κό πρόσωπο, τό θεό.

Ξέχωρα άπ’ αύτό, υπάρχει έπίσης μιά έχθρότητα γιά δ-

25

ρισμένα πραγματικά πρόσοιπα, καί Ιδιαίτερα για τούς Εκ­προσώπους τής αφρόκρεμας (έλίτ). Στήν κοινωνική στρω- ματοποίηση, ή παιδική κατάσταση Επαναλαμβάνεται για τό άτομο. Βλέπει στό πρόσωπο τών κυβερνώντων τούς Ισχυρούς, τούς δυνατούς καί τούς γνωστικούς — πού πρέπει νά σέβε­ται. Πιστεύει πώς θέλουν τό καλό του. Ξέρει Επίσης δτι δ- ποιος προβάλλει Αντίσταση σ’ αυτούς πάντα τιμωρείται. Εί­ναι ευχαριστημένος δταν μέ τήν ύπακοή του κερδίζει τόν Ιπαινό τους. Είναι τά ίδια αίσθήματα πού σάν παιδί είχε γιά τόν πατέρα του, καί είναι κατανοητό δτι εϊναι διατεθει­μένος νά πιστέψει χωρίς κριτική καθετί πού τοΰ παρουσιά­ζουν οί κυβερνώντες σά δίκαιο καί σωστό, δπως συνήθιζε νά πιστεύει, χωρίς κριτική, στήν παιδική του ήλικία κάθε δήλωση πού Εκανε ό πατέρας του. Τό πρόσωπο τοΰ θεοΰ συμπληρώνει αύτή τήν κατάσταση. Ό θεός είναι πάντα σύμμαχος τών κυβερνώντων. "Οταν οΐ τελευταίοι, πού εί­ναι πάντοτε πραγματικά πρόσωπα, τεθοΰν κάτω άπό κρι­τική, μποροΰν νά βασίζονται στό θεό, πού μέ τήν άρετή τής έξωπραγματικότητάς του Απορρίπτει τήν κριτική, καί μέ τό κύρος τής Εξουσίας του Επικυρώνει τήν Εξουσία τής τάξης πού κυβέρνα.

Στήν ψυχολογική αύτή κατάσταση τής παιδικής δουλείας βρίσκεται μιά άπό τις κύριες Εγγυήσεις τής κοινωνικής στα­θερότητας. Πολλοί βρίσκονται στήν ίδια κατάσταση πού Ε­νιωθαν σάν παιδιά, Αδύναμα μπροστά στόν πατέρα τους. Ό Ιδιος μηχανισμός λειτουργεί καί τώρα, δπως τότε. Ή ψυ­χική αύτή κατάσταση Εδραιώνεται υστέρα Από πολλά ση­μαντικά καί περίπλοκα μέτρα πού παίρνει ή Αφρόκρεμα, πού Αποστολή της Εχει νά δυναμώνει καί νά συντηρεί στις μάζες τήν παιδική \|»υχική Εξάρτησή τους καί νά Επιβάλ­λεται στό Ασυνείδητό τους σάν τό πρόσωπο τοΰ πατέρα.

'Ένα Από τά κυριότερα μέσα γιά τήν Επίτευξη αύτοΰ τοΰ σκοποΰ είναι ή θρησκεία. ’Αποστολή της είναι νά μήν Επι­τρέπει καμιά ψυχική Ανεξαρτησία άπό μέρος τοΰ λαοΰ, νά τόν καταπτοεί διανοητικά, νά τόν δδηγεΐ στήν κοινωνικά Α­ναγκαία παιδική ΰπακοή πρός τις Εξουσίες. Ταυτόχρονα ϊ-

26

χει και μια άλλη ουσιαστική αποστολή: προσφέρει στ'ις μά­ζες Ινα όρισμένο μέτρο ικανοποίησης πού κάνει τή ζωή κά­πως ανεκτή γι’ αύτές, ώστε νά τις άποτρέπει άπό τοΰ νά Επιδιώκουν νά μεταβάλουν τή θέση τους άπό πειθαρχικά παιδιά πού είναι, σέ αντάρτες.

Τί είδους είναι αύτές οΐ Ικανοποιήσεις; Σίγουρα δέν εί­ναι Ικανοποιήσεις τών παρορμήσεων τοΰ έγώ τής αυτοσυν­τήρησης, οΰτε καλύτερη τροφή, οϋτε άλλες υλικές Απολαύ­σεις. Τέτοιες απολαύσεις παρέχονται μόνο άπό τήν πραγμα­τικότητα καί γιά τό σκοπό αυτόν δέ χρειάζεται ή θρησκεία. Ή θρησκεία χρησιμεύει κατά κύριο λόγο γιά νά κάνει τις μάζες νά υποτάσσονται ευκολότερα στις τόσες απογοητεύ­σεις πού τούς προσφέρει ή πραγματικότητα. 01 Ικανοποιή­σεις πού προσφέρει ή θρησκεία είναι γενετήσιας φύσης. Εί­ναι Ικανοποιήσεις πού πραγματοποιούνται ουσιαστικά στη φαντασία, γιατί, δπως δείξαμε παραπάνω, οΐ γενετήσιες πα­ρωθήσεις, αντίθετα άπό τις Ικανοποιήσεις τοΰ έγώ, είναι δυνατό νά Ικανοποιηθούν στη φαντασία.

’Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σ’ §να θέμα πού άφορα μιά άπό τις ψυχικές λειτουργίες τής θρησκείας, καί θά δείξου­με παρακάτω μέ συντομία τά πιό σημαντικά άποτελέσματα τών έρευνών τοΰ Φρόυντ στον τομέα αυτόν. Στο «Τοτέμ καί ταμπού», ό Φρόυντ Ιδειξε δτι τό ζώο θεός τοΰ τοτεμισμού είναι ό έξυψωμένος πατέρας, δτι μέ τήν Απαγόρευση νά σκο­τώνεται καί νά τρώγεται τό ζώο τοτέμ, καθώς καί μέ τό άντίθετο τελετουργικό £θιμο νά παραβιάζεται δπωσδήποτε ή άπαγόρευση αυτή μιά φορά τό χρόνο, δ δνθρωπος έπανα- λαμβάνει τήν άμφιλεκτική στάση πού είχε πάρει σάν παιδί Απέναντι στόν πατέρα, 6 όποΤος ήταν ταυτόχρονα καί προστά­της πού παρείχε τή βοήθειά του καί καταπιεστής Αντίζη­λος.

“Εχει Αποδειχτεί, Ιδιαίτερα Από τόν Ράικ, δτι αυτή ή με­ταφορά πρός τό θεό τής παιδικής στάσης ώς πρός τόν πα­τέρα διαπιστώνεται καί στις μεγάλες θρησκείες. Τό έρώ- τημα πού ?θεσε ό Φρόυντ καί οΐ μαθητές του άφοροΰσε τήν ψυχική ποιότητα τής θρησκευτικής στάσης πρός τό θεό.

27

Καί ή απάντηση εΤναι δτι στή στάση τοΰ ένήλικου ηρός τό θεό, βλέπουμε νά έπαναλαμβάνεται ή παιδική στάση τοΰ παι­διού πρός τόν πατέρα του. Αυτή ή παιδική ψυχική κατάστα­ση αντιπροσωπεύει τό σχήμα τής θρησκευτικής κατάστασης. Στό εργο του «Τό μέλλον μιας αυταπάτης», ό Φρόυντ ξεπερ­νά τό έρώτημα αυτό, γιά νά προχωρήσει παραπέρα. Δέν πε­ριορίζεται μόνο στό νά ρωτήσει πώς είναι δυνατή ψυχολογι­κά ή θρησκεία. Ρωτάει έπίσης γιατί υπάρχει γενικά ή θρη­σκεία ή γιατί είναι άπαραίτητη. Στό έρώτημα αυτό δίνει μιά άπάντηση πού παίρνει νπόψη της καί τά ψυχικά και τά κοι­νωνικά γεγονότα. ’Αποδίνει στή θρησκεία τήν έπίδραση ένός ναρκωτικού Ικανού νά δώσει κάποια παρηγοριά στόν άνθρω­πο στήν άδυναμία του μπροστά στις δυνάμεις τής φύσης:

Γιατί ή κατάσταση αυτή δέν είναι κάτι τό νέο. Έ χει ένα παιδικό πρωτότυπο, τοϋ όποιου είναι στήν πραγ­ματικότητα ή συνέχιση. Γιατί, μιά φορά παλιότερα, βρέθηκε στήν Γδια κατάσταση άδυναμίας: σά μικρό παιδί, σέ σχέση μέ τούς γονείς του. ΕΓχε δίκιο νά τούς φοβάται καί ιδιαίτερα τόν πατέρα του. Ταυτόχρονα 8- μως ήταν σίγουρος γιά τήν προστασία του μπροστά στούς κινδύνους πού γνώριζε. Έτσι ήταν φυσικό νά άφομοιώσει τί; δυό καταστάσεις. Κι έδώ, έπίσης, ή έ- πιθυμία έπαιξε τό ρόλο της, δπως καί στή ζωή τών δνείρων. 'Ο κοΐ|ΐώμενος μπορεϊ νά καταληφθεί άπό έ­να προαίσθημα θανάτου, πού άπειλεΐ νά τόν φέρει στόν τάφο. Ό μηχανισμός δμως τοΟ όνείρου ξέρει πώς νά διαλέξει μιά κατάσταση, πού θά μετατρέψει άκόμη καί τό τρομαχτικό γεγονός σέ έκπλήρωση έπιθυμίας: ό ό- νειρευόμενος βλέπει τόν έαυτό του σ’ έναν έτρουσκικό τάφο, δπου κατέβηκε, ευχαριστημένος πού διαπιστώ­νει δτι Ικανοποιείται τό άρχαιολογικό του ένδιαφέρον. Κατά τόν Γδιο τρόπο, Ινας άνθρωπος μετατρέπει τΙς δυνάμεις τής φύσης δχι άπλώς σέ πρόσωπα μέ τά δ- ποία μπορεί νά συνδεθεί σά νά ήταν Γσοι του — αύτό δέ δικαιώνει τή συντριπτική έντύπωση πού τοΟ προ-

28

ξενοΰν αύτές ot δυνάμεις — άλλά δίνει σ’ αύτές τό χαρακτήρα ένός πατέρα. ΤΙς μετατρέπει σέ θεούς, ά- κολουθώντας σ' αύτό δχι 2να παιδικό πρωτότυπο, άλ­λα Ινα φιλογενετικό πρωτότυπο.

Μέ τήν πάροδο τοϋ χρόνου ίγιναν ot πρώτες παρα­τηρήσεις σχετικά μέ τήν κανονικότητα καί τήν δμοιο- μορφία τών νόμων τής φύσης καί δστερα άπ’ αύτό ot νόμοι τής φύσης έχασαν τά άνθρώπινα χαρακτηριστι­κά τους. Ή άδυναμία δμως τοΟ άνθρώπου δέν ίπαψε νά ύπάρχει καί μαζί μ’ αύτή ή άγάπη πρός τόν πατέ­ρα του καί τούς θεούς. Ot θεοί διατήρησαν τήν τριπλή άποστολή τους: πρέπει νά έξορκίζουν τούς τρόμους τής φύσης, πρέπει νά συμβιβάζουν τούς άνθρώπους μέ τή σκληρή μοίρα τους, ιδιαίτερα δπως έκδηλώνεται στήν περίπτωση τοΰ θανάτου, καί πρέπει νά τούς άποζημιώ- νουν γιά τά βάσανα καί τις στερήσεις πού τούς έπι- βάλλει ή κοινή πολιτισμένη ζωή.*

Έ τσι ό Φρόυντ άπαντα στό έρώτημα: «Τί άποτελεϊ τήν έ- σώτερη δύναμη τών θρησκευτικών δογμάτων καί σέ ποιες πε­ριστάσεις όφείλουν τά δόγματα αύτά τήν άποτελεσματικότη- τά τους, ανεξάρτητα άπό τή λογική έπιδοκιμασία;»

Αύτές (ot θρησκευτικές ιδέες], πού δίνονται σά διδάγ­ματα, δέν είναι άποτέλεσμα έμπειρίας ή τό τελικό κα­ταστάλαγμα σκέψης: είναι αυταπάτες, ή έκπλήρωση τών πιό παλιών, τών πιό παράξενων καί τών πιό πιε­στικών έπιθυμιών τής άνθρωπότητας. Τό μυστικό τής δύναμης τών θρησκειών βρίσκεται στή δύναμη τών έ­πιθυμιών αύτών. Ό πω ς είναι γνωστό, ή τρομακτική έντύπωση τής άδυναμίας στήν παιδική ήλικία δημι­ούργησε τήν άνάγκη γιά προστασία — προστασία μέ τό μέσο τής άγάπης — πού τήν παρείχε ό πατέρας,

6. ΖΙγμουντ Φρόυντ: «Τό μέλλον μ ιδς αΰταπάτης», (Έχ&όοεις S ta n d a rd ), XXI, 1 7 -1 8 .

29

καί ή άναγνώριση δτι ή άδυναμία αύτή θά διαρκέσει σ’ ολόκληρη τή ζωή Ικανέ άπαραίτητη τήν προσκόλ­ληση στήν ϊδία τής ύπαρξης ένδς πατέρα, άλλά τή φορά αύτή ένός πιό ίσχυροϋ πατέρα. Έτσι δ εύεργε- τικός κανόνας τής θείας Πρόνοιας πραΰνει τό φόβο μας γιά τούς κινδύνους τής ζωής. Ή έδραίωση μιας ήθικής παγκόσμιας τάξης έξασφαλίζει τήν έκπλήρω- ση τών αιτημάτων δικαιοσύνης, πού τόσο συχνά παρέ- μειναν άνεκπλήρωτα στή διάρκεια τοΟ άνθρώπινου πο­λιτισμού. Καί ή συνέχιση τής έπίγειας ύπαρξης σέ μιά μέλλουσα ζωή έξασφαλίζει τό τοπικό καί κοσμικό πλαίσιο, μέσα στό όποΤο θά πραγματοποιηθούν αύτές ο[ έκπληρώσεις τών έπιθυμιών. 01 άπαντήσεις στά έ- ρωτήματα πού προκάλεσαν τήν περιέργεια τών άν­θρώπων, δπως ποια είναι ή άρχή τοΰ σύμπαντος ή ποιά σχέση ύπάρχει άνάμεσα στό σώμα καί τό πνεύμα, ά- ναπτύσσονται σύμφωνα μέ τΙς ύποθέσεις αύτοΟ τού συ­στήματος. Καί θά είναι τεράστια άνακούφιση γιά τήν ψυχή τοΰ άτόμου άν ο[ συγκρούσεις τής παιδικής του ήλικίας πού πηγάζουν άπό τόν πατέρα — σύμπλεγμα συγκρούσεων πού ποτέ δέν τό έχει ξεπεράσει δλοκλη- ρωτικά — άπομακρυνθοΰν άπό τήν ψυχή αύτή καί ύ- παχθοΰν σέ μιά λύση πού νά είναι γενικά άποδεκτή.7

Κατά συνέπεια δ Φρόυντ βλέπει τή δυνατότητα τής θρη­σκευτικής στάσης στήν παιδική κατάσταση. Βλέπει τή σχετι­κή της άναγκαιότητα στήν άδυναμία και άνικανότητα τοΰ άν- θρώπου απέναντι στή φύση καί βγάζει τό συμπέρασμα δτι, μέ τόν αυξανόμενο έλεγχο τοΰ άνθρώπου πάνω στή φύση, θά πρέπει νά βλέπουμε τή θρησκεία σάν αυταπάτη, ποΰ γίνεται περιττή.

"Ας άνακεφαλαιώσουμε δσα είπαμε μέχρι τώρα. Ό άνθρω­πος άγωνίζεται γιά Ενα μάξιμουμ απόλαυσης (ευχαρίστη­σης). Ή κοινωνική πραγματικότητα τόν υποχρεώνει νά ά-

7. Στό Ιδιο, σ. 30.

30

παρνιέται πολλές άπό τις παρωθήσεις του καί ή κοινωνία έ- πιδιώκει νά αποζημιώσει τό δτομο, γιά τις άπαρνήσεις αυ­τές, μέ άλλες Ικανοποιήσεις ακίνδυνες γιά τήν κοινωνία — δηλαδή γιά τις κυρίαρχες τάξεις.

01 Ικανοποιήσεις αυτές είναι τέτοιες, πού ουσιαστικά μπο­ρούν νά πραγματοποιηθούν στή φαντασία, καί Ιδιαίτερα στήν κοινωνική φαντασία. Εκπληρώνουν μιά σημαντική ά- ποστολή στήν κοινωνική πραγματικότητα. ’Εφόσο ή κοινω­νία δέν έπιτρέπει πραγματικές ικανοποιήσεις, τότε οί φαν­ταστικές Ικανοποιήσεις χρησιμεύουν σάν υποκατάστατο καί γίνονται §να πανίσχυρο στήριγμα τής κοινωνικής σταθερό­τητας. "Οσο περισσότερα είναι αυτά πού μπορούν νά άρ- νηθούν οί άνθρωποι στήν πραγματικότητα, τόσο έντονότε- ρο πρέπει νά είναι τό ένδιαφέρον γιά τήν αποζημίωσή τους. Οί φανταστικές ικανοποιήσεις έχουν τή διπλή άποστολή πού χαρακτηρίζει κάθε ναρκωτικό: ένεργούν καί σάν ανώδυνο καί σάν άποτρεπτικό στήν ένεργό άλλαγή τής πραγματικό­τητας. 01 συλλογικές φανταστικές Ικανοποιήσεις έχουν Ινα ουσιαστικό πλεονέκτημα σέ σχέση μέ τά ατομικά όνειροπο- λήματα: έξαιτίας τής καθολικότητάς τους, οί φαντασιώσεις γίνονται άντιληπτές άπό τό συνειδητό πνεύμα σά νά ήταν πραγματικές. Μιά αυταπάτη πού τή συμμερίζεται ό καθέ­νας γίνεται πραγματικότητα. Ή αρχαιότερη <5π’ αυτές τις φανταστικές Ικανοποιήσεις είναι ή θρησκεία. Μέ τήν προο­δευτική έξέλιξη τής κοινωνίας, ot φαντασιώσεις Ιγιναν πιό πολύπλοκες καί πιό δικαιολογημένες. Ή ίδια ή θρησκεία διαφοροποιείται όλοένα καί περισσότερο, καί δίπλα της έμ- φανίζεται ή ποίηση, ή τέχνη καί ή φιλοσοφία σάν έκφρά- σεις συλλογικών φαντασιών.

Συνοψίζοντας, ή θρησκεία Εχει τριπλή άποστολή: γιά τήν ανθρωπότητα, παρηγοριά γιά τις στερήσεις πού ί>ποφέρου- με στή ζωή. Γιά τή μεγάλη πλειονότητα τών ανθρώπων, κου­ράγιο γιά νά αποδεχτούν συναισθηματικά τήν ταξική τους κατάσταση. Καί γιά τήν κυρίαρχη μειονότητα, άνακούφιση άπό τά αισθήματα ένοχης πού προκαλοΰν τά δεινά Ικείνων πού καταπιέζουν.

31

Ή παρακάτω Ερευνα άποσκοπεΐ στό νά έξακριβωθοΰν λε­πτομερειακά δσα άναφέρθηκαν παραπάνω, μέ τήν έξέταση ένός μικρού μέρους θρησκευτικής έξέλιξης. Θά έπιχειρή- σουμε νά αποδείξουμε ποιά έπίδραση άσκησε ή κοινωνική πραγματικότητα σέ μιά ειδική κατάσταση, πάνω σέ μιά εΐ- δική όμάδα ανθρώπων, καί πώς όρισμένες συναισθηματικές στάσεις βρήκαν τήν Εκφρασή τους σέ όρισμένα δόγματα, σέ συλλογικές φαντασίες, καθώς καί νά δείξουμε παραπέρα ποιες ψυχικές αλλαγές προκάλεσε μιά αλλαγή τής κοινωνι­κής κατάστασης, θά προσπαθήσουμε νά δείξουμε μέ ποιό τρόπο αύτή ή ψυχική αλλαγή βρήκε τήν Εκφρασή της σέ νέες θρησκευτικές φαντασίες που Ικανοποιούσαν όρισμένες ασυνείδητες παρωθήσεις. Τότε θά γίνει όλοφάνερο πόσο στε­νή είναι ή σύνδεση μιάς αλλαγής στις θρησκευτικές Αντιλή­ψεις, άπό τό Ενα μέρος μέ τό νά αίσθάνεται κανείς τις διά­φορες ενδεχόμενες παιδικές σχέσεις πρός τόν πατέρα ή τή μητέρα, καί άπό τό αλλο μέ αλλαγές στήν κοινωνική καί οι­κονομική κατάσταση.

Ή πορεία τής Ερευνας καθορίζεται άπό τις μεθοδολογι­κές προϋποθέσεις πού άναφέρθηκαν προηγούμενα. Στόχος θά είναι ή κ α τ α ν ό η σ η τ ο ΰ δ ό γ μ α τ ο ς μ έ β ά σ η μ ι ά μ ε λ έ τ η τ ο ΰ λ α ο ΰ , κ α ί δ χ ι τ ο ύ λ α ο ΰ — μ έ β ά σ η μ ι ά μ ε λ έ τ η τ ο ΰ δ ό γ μ α τ ο ς , θά προσπαθήσουμε, κατά συνέπεια, νά περιγράψουμε στό σύνολό της τήν κατάσταση μιάς κοι­νωνικής τάξης, άπό τήν όποία ξεπήδησε ή πρωτοχριστιανική πίστη, καί νά κατανοήσουμε τό ψυχολογικό νόημα αύτής τής πίστης σύμφωνα μέ τήν ψυχική κατάσταση, στό σύνολό της, τών άνθρώπων αυτών. Κατόπιν θά δείξουμε πόσο διαφορε­τική ήταν ή νοοτροπία τών άνθρώπων σέ μιά κατοπινή πε­ρίοδο. θά προσπαθήσουμε έπίσης νά κατανοήσουμε τό ά- συνείδητο μήνυμα τής Χριστολογίας, δπως άποκρυσταλλώ- θηκε τελικά στό τέλος μιάς έξέλιξης τριών αιώνων, θά πε­ριοριστούμε κυρίως στήν πρωτοχριστιανική πίστη καί στό δόγμα τής Νικαίας.

32

3. ‘Ο πρωτοχριστιανισμός και ή ίδέα του γιά τόν Χριστό

Κάθε προσπάθεια για τήν κατανόηση τής προέλευσης τοΰ χριστιανισμοί πρέπει νά άρχίζει μέ τήν Ερευνα τής οίκο- νομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και ψυχικής κατάστασης τών πρώτων πιστών.’ Ή Παλαιστίνη άποτελοΰσε τμήμα τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καί υποτάχτηκε στις συνθήκες τής οικονομικής καί κοινωνικής έξέλιξής της. Ή ήγεμονία τοΰ Αύγουστου σήμανε τό τέλος τής κυριαρχίας μιάς φεουδαρ­χικής όλιγαρχίας καί συνέβαλε στο θρίαμβο τών κατοίκων τής πόλης. 'Η αύξηση τοΰ διεθνούς έμπορίου δέν έπέφερε τή βελτίωση τής θέσης τών πλατιών μαζών, οΰτε τή μεγα­λύτερη ικανοποίηση τών καθημερινών άναγκών τους. ’Από τήν αύξηση αύτή όφέλη αποκόμισε τό μικρό στρώμα τής κα- τέχουσας τάξης. Τις πόλεις είχε κατακλύσει Ενα άνεργο καί πειναλέο προλεταριάτο μέ απίθανες διαστάσεις. Μετά τή Ρώμη, ή 'Ιερουσαλήμ ήταν ή πόλη μέ τό σχετικά μεγαλύτε­ρο προλεταριάτο αύτοΰ τοΰ είδους. 01 χειροτέχνες τεχνί­τες, πού έργάζονταν συνήθως στό σπίτι καί άνήκαν κυρίως στό προλεταριάτο, εύκολα συνταυτίζονταν μέ τούς ζητιά­νους, τούς ανειδίκευτους έργάτες καί τούς αγρότες. Ουσια­στικά τό προλεταριάτο τής 'Ιερουσαλήμ βρισκόταν σέ χει­ρότερη μοίρα άπό τό προλεταριάτο τής Ρώμης. 01 προλε­τάριοι τής 'Ιερουσαλήμ δέν είχαν πολιτικά δικαιώματα καί οΰτε ίκανοποιοΰσαν οί αύτοκράτορες τις έπείγουσες Ανάγ­κες τους τής κοιλίας καί τής καρδιάς μέ μεγάλες διανομές σταριοΰ καί έξαιρετικά παιχνίδια καί θεάματα.

8. Σχετικά μέ τήν οικονομική άνάπτυςη, 6λ. Ιδιαίτερα U . Ρο- στότζεφ: «Κοινωνική καί οικονομική Ιστορία τής Ρωμαϊκής αύτο- κρατορίας» ( ’Οξφόρδη, 1926), Μ±ξ Βέμπερ: «Die sozialen G riinde des U ntergangs de r an tiken K ultur», οτδ G esam m elte A uf- satze zu r Social - und W irtschaftsge · schichte, 1924. E . Μ έγιερ: •Sklaverei im A lterum », K leine Schriften , δεύτερη ϊκδοση, τόμ.I ., Κ. Κάουταχυ: «Τά βάθρα τοΟ ΧριατιανιομοΟ» (Ράοοελ, 1953).

3. Τδ Μ γμα τοΟ ΧριστοΟ 3 3

*0 αγροτικός πληθυσμός είχε έξαντληθεΐ μέ την απίστευ­τα βαριά φορολογία, καί άπό τους αγρότες άλλοι είχαν γί­νει δούλοι άπό χρέη καί άλλοι — άπό τούς μικροκληρούχους μικροκαλλιεργητές — είχαν χάσει τά μέσα παραγωγής. ’Αρ­κετοί άπ’ αυτούς τούς άγρότες πύκνωναν τις τάξεις τοΰ με­γάλου προλεταριάτου τής πόλης τής 'Ιερουσαλήμ. Άλλοι πρόσφευγαν σέ άπεγνωσμένες ένέργειες, δπως οΐ βίαιες πο­λιτικές έξεγέρσεις καί οί λεηλασίες. Πάνω άπ’ αύτό τό έξα- θλιωμένο καί άπελπισμένο προλεταριάτο, στεκόταν στην Ι ­ερουσαλήμ, δπως καί σ’ όλόκληρη τή Ρωμαϊκή αύτοκρατο- ρία, μιά μεσαία οικονομική τάξη πού, μολονότι ΰπέφερε κά­τω άπό τή ρωμαϊκή πίεση, ήταν ώστόσο οικονομικά σταθε­ρή. Πάνω άπ’ αύτή τήν όμάδα στεκόταν ή μικρή, άλλά Ι­σχυρή καί παντοδύναμη τάξη τής φεουδαρχικής, Ιερατικής καί χρηματικής άριστοκρατίας. Στους κόλπους τοΰ παλαι­στινιακού πληθυσμού παρατηρεΐται κοινωνική διαφοροποίη­ση, πού αντιστοιχεί στις οικονομικές διαφορές. 01 Φαρι­σαίοι, οΐ Σαδδουκαίοι καί τό Ά μ Χα - αρέτζ ήταν οΐ πολι­τικές καί θρησκευτικές όμάδες πού έκπροσωποΰσαν τις δια­φορές αύτές. Οί Σαδδουκαίοι αντιπροσώπευαν τήν εύπο­ρη άνώτερη τάξη: «τό δόγμα (τους] τό άσπάζονται λίγοι μό­νο, άλλά άπό κείνους πού στέκονται ψηλότερα».* Μολονότι £χουν τόν πλούτο μέ τό μέρος τους, ό Ίώσηφος δέ βρίσκει δτι έχουν τρόπους άριστοκρατικούς: «Ό τρόπος πού συμ- περιφέρονται οί Σαδδουκαίοι δ Ενας πρός τόν άλλον είναι ώς Ινα βαθμό άγριος καί ή συνδιάλεξη μεταξύ τους είναι βάρβαρη σά νά ήταν ξένοι μεταξύ τους».10

Κάτω άπ’ αύτή τή μικρή φεουδαρχική άνώτερη τάξη βρί­σκονται οί Φαρισαίοι, πού έκπροσωποΰν τους μεσαίους καί μικρούς κατοίκους τών πόλεων, «πού φέρονται φιλικά μετα­

9. «Ή ζωή χα ΐ τά Ιργα τοΟ Φλάβιου Ίώσηφου, οί άρχαιότητες τών Εβραίων», X V III, 1, 4.

10. «Ή ζ<!)ή καί τά ϊρ γα τοΟ ΦΧάβιου Ίώσηφου, οΐ πόλεμοι τών Εβραίων», I I .

34

ξύ τους καί Εργο τους Εχουν τήν έφαρμογή τής όμόνοιας καί τή φροντίδα γιά τά κοινά».’1

Τώρα 4ς μιλήσουμε γιά τούς Φαρισαίους. ZcOv μέ λι­τότητα καί περιφρονοΟν τΙς λιχουδιές στό φαγητό τους. Καί άκολουθοϋν τή φωνή τής λογικής κι αύτό πού τούς ύπαγορεύει σάν καλό, αύτό κάνουν. Καί πι­στεύουν δτι πρέπει πρόθυμα νά προσπαθοΟν νά τηροΟν τΙς υπαγορεύσεις τής λογικής στήν πράξη. Έπίσης σέ­βονται δσους είναι φτασμένοι στά χρόνια. Καί δέν ϊ- χουν τήν άναίδεια νά περιφρονοΟν αύτά πού ίχουν ει­σάγει οί γεροντότεροι. Καί δταν παίρνουν τήν άπό- φαση πώς δλα τά πράγματα γίνονται άπό τή μοίρα, δέν άφαιροΟν άπό τούς άνθρώπους τήν έλευθερία νά ένεργήσουν δπως νομίζουν καλύτερα. Κι αύτό, γιατί ίχουν τήν άντίληψη δτι θά εύχαριστοϋσε τό θεό νά άποφασίζονται τά πράγματα κατά ίνα μέρος άπό τή μοίρα καί κατά Ινα μέρος άπό άνθρώπους τέτοιους πού είναι σέ Θέση νά ένεργήσουν γιά νά γίνουν τά πράγ­ματα είτε ένάρετα είτε δχι. Πιστεύουν έπίσης δτι οΐ ψυχές ίχουν μιά άθάνατη δύναμη καί δτι ύπό τή γή θά υπάρξουν άμοιβές καί τιμωρίες, άνάλογα μέ τό &ν Ιζησε κανείς ένάρετα ή δχι στήν πάνω ζωή. Καί οί κακοί θά παραμείνουν σέ μιά αΙώνια φυλακή, άλλά ο( καλοί θ&χουν τή δύναμη νά άνοστηθοϋν καί νά ζήσουν πάλι. Μέ τά δόγματα αύτά είναι σέ θέση νά πείσουν τό μεγαλύτερο τμήμα τοΟ λαοΟ, καί δ,τιδήποτε κάνουν σχετικά μέ τή θεία λατρεία, τΙς προσευχές καί τις θυ­σίες, γίνεται σύμφωνα μέ τΙς έντολές τους.”

Σύμφωνα μέ τήν περιγραφή πού δίνει ό Ίώσηφος για τή μεσαία τάξη τών Φαρισαίων, ή τάξη αύτή έμφανίζεται περισσότερο ένοποιημένη άπ’ δσο ήταν στήν πραγματικό­

11. Σ-4 Ιδιο.12. Ίώοηφος, «01 πόλεμοι τ<δν Έ ίρχ ίω ν» , X V III, 1, 3.

S5

τητα. Άνάμεσα σέ κείνους πού ακολουθούσαν τούς Φαρι­σαίους ήταν στοιχεία πού προέρχονταν άπό τό κατώτερο στρώμα τοϋ προλεταριάτου, πού συνέχιζαν τις σχέσεις μα­ζί τους στόν τρόπο ζωής (λόγου χάρη ό ραδινός Άκίμπα). Ταυτόχρονα, δμως, άνήκαν στούς εύπορούς κατοίκους τών πόλεων. Ή κοινωνική αύτή διαφορά βρήκε τήν έκφρασή της ποικιλότροπα, καί σαφέστερα στις πολιτικές άντιφάσεις στούς κόλπους τοϋ φαρισαϊσμού, σέ δ,τι άφορούσε τή στά­ση τους Απέναντι στή ρωμαϊκή έξουσία καί τά έπαναστατι- κά κινήματα.

Τό κατώτερο στρώμα τοΰ Λοΰμπεν - προλεταριάτου τών πόλεων καί τών καταπιεζόμενων χωρικών, μέ τήν όνομασία Ά μ Χα - αρέτζ (κυριολεκτικά, ό λαός τής γής) βρισκόταν σέ όξύτατη άντίθεση μέ τούς Φαρισαίους καί τό ευρύτερο κοινό πού τούς άκολουθούσε. Στήν πραγματικότητα ήταν μιά τάξη όλότελα ξεριζωμένη άπό τήν οίκονομική έξέλιξη. Δέν είχαν τίποτα νά χάσουν καί πιθανό τίποτα νά κερδί­σουν. Οικονομικά καί κοινωνικά βρίσκονταν Εξω άπό τήν έβραϊκή κοινωνία τήν Αφομοιωμένη στή Ρωμαϊκή αυτοκρα­τορία. Δέν Ακολουθούσαν τούς Φαρισαίους καί δέν τούς σέ­βονταν. Τούς μισούσαν καί σέ Ανταπόδοση κέρδισαν τήν πε­ριφρόνησή τους. Πολύ χαρακτηριστική τής στάσης αυτής είναι ή δήλωση τοΰ Άκίμπα, ένός άπό τούς σπουδαιότερους Φαρισαίους, πού ό ίδιος προερχόταν άπό τό προλεταριάτο: « Όταν ήμουν Ακόμα ενας κοινός άνθρωπος [αμσθής] τοΰ Ά μ Χα - αρέτζ, μοΰ άρεσε νά λέω: " Ά ν μποροΰσα νά πιά- σω στά χέρια μου Ενα λόγιο, θά τόν δάγκωνα σά γάιδα­ρος”».1* Τό Ταλμούδ Αναφέρει: «Ραβίνε, πές "σά σκύ­λος” , δ γάιδαρος δέ δαγκώνει», καί Απάντησε: «'Όταν δαγ­κώνει ό γάιδαρος, γενικά σπάει τά κόκαλα τοΰ θύματός του, ένώ ό σκύλος δαγκώνει μόνο τή σάρκα». Στήν ίδια παρά­γραφο τοΰ Ταλμούδ βρίσκουμε μιά σειρά δηλώσεις πού πε­ριγράφουν τις σχέσεις άνάμεσα στούς Φαρισαίους καί τό Ά μ Χα - αρέτζ.

13. Ταλμούδ, Πεοαχ Ιμ 49 b.

36

Ένας άντρας πρέπει νά πουλά δλα τά ύπάρχοντά του γιά νά μπορέσει να πάρει γυναίκα του τήν κόρη ένός λόγιου, κι άν δέν καταφέρει νά πάρει τήν κόρη ένός λόγιου, τότε πρέπει νά προσπαθήσει νά πάρει τήν κό­ρη ένός διακεκριμένου άνθρώπου. Ά ν δέν τό καταφέ­ρει κι αύτό, τότε πρέπει νά προσπαθήσει νά πάρει τήν κόρη ένός διευθυντή συναγωγής, κι άν σ’ αύτό άπο- τύχει, τότε πρέπει νά προσπαθήσει νά πάρει τήν κό­ρη ένός πού μαζεύει έλεημοσύνες, κι άν δέν καταφέ­ρει ούτε κι αύτό, τότε θά πρέπει νά προσπαθήσει νά πάρει τήν κόρη ένός δασκάλου, θά πρέπει ν’ άποφύ- γει νά πάρει τήν κόρη ένός κοινοϋ [μέλους τοΟ Ά μ Χα-αρέτζ], γιατί είναι σιχαμερή, οί γυναίκες τους εί­ναι άπαίσιες καί σχετικά μέ τΙς κόρες τους λέγεται, «Καταραμένο; νάναι όποιος πλαγιάζει μέ άγελάδα». (Δευτ. 27).

νΗ, σχετικά, αναφέρει ό ραβίνος Γιοχάναν:

Μπορεϊ κανείς νά κομματιάσει Εναν κοινό σάν ψάρι. . . Αύτός πού παντρεύει τήν κόρη του μέ Ιναν κοινό, τήν αλυσοδένει μπροστά σ’ Ινα λιοντάρι, γιατί δπως τό λιοντάρι κομματιάζει καί καταβροχθίζει τό θύμα του χωρίς ντροπή, ·οδ Γδιο κάνει κι Ινας κοινός πού πλα­γιάζει μαζί της κτηνώδικα καί ξεδιάντροπα.

Ό ραβίνος ’Ελιίζερ αναφέρει:

"Αν οί κοινοί δέν είχαν άνάγκη γιά οικονομικούς λό­γους, θά μάς είχαν σφάξει άπό καιρό. . . Ή έχθρα έ­νός κοινοϋ είναι άκόμη πιό βαθιά άπό δσο ή Ιχθρα τών είδωλολατρών άπέναντι στούς ’Ισραηλίτες.. . Έ ­ξη πράγματα άληθεύουν γιά τόν κοινό: Δέν πρέπει νά βασίζεται κανείς στή μαρτυρία ένός κοινοΟ καί δέν πρέπει νά δέχεται τήν κατάθεσή του, δέν πρέπει νά μοιράζεται μυστικά μαζί του, οδτε νά γίνεται προστά­

37

της όρφανοϋ, οδτε έπίτροπος σέ φιλανθρωπικό Ιδρυμα, 8έν πρέπει νά τόν παίρνει χανείς μαζί του συνοδό σέ ταξίδι χαΐ δέν πρέπει νά τόν πληροφορεί άν έχασε κάτι.14

01 άπάψεις πού παραθέσαμε έδώ (πού θά μπορούσαν νά είναι πολύ περισσότερες) προέρχονται άπό φαρισαϊκούς κύ­κλους και δείχνουν τό μίσος τών Φαρισαίων πρός τό Ά μ Χα- αρέτζ, άλλα και τό βαθύ μίσος πού μπορούσε νά Ιχει ό κοινός πρός τούς λόγιους καί τούς όπαδούς τους.11

Είναι απαραίτητο νά περιγράφει ή αντίθεση στούς κόλ­πους τοΰ Ιουδαϊσμού τής Παλαιστίνης άνάμεσα στήν αρι­στοκρατία, τις μεσαίες τάξεις καί τούς πνευματικούς ήγέ- τες τους άπό τή μιά, καί τό προλεταριάτο τών πόλεων καί τής υπαίθρου άπό τήν δλλη, γιά νά διακριβωθούν τά αίτια πού υπάρχουν πίσω άπό πολιτικά καί έπαναστατικά κινήμα­τα, δπως ό χριστιανισμός. Ή πιο έκτενής παρουσίαση τής διαφοροποίησης άνάμεσα στήν έξαιρετική ποικιλία τών Φα­ρισαίων δέν κρίνεται άπαραίτητη γιά τή μελέτη μας αύτή, καθώς θά μας δδηγούσε πολύ μακριά. Ή σύγκρουση άνά­μεσα στήν όμάδα τών Φαρισαίων καί τό προλεταριάτο δυνά­μωνε, δσο ή ρωμαϊκή καταπίεση γινόταν βαρύτερη καί οί κατώτερες τάξεις συνθλίβονταν καί καταστρέφονταν οικο­νομικά. Στόν ίδιο βαθμό οί κατώτερες τάξεις τής κοινωνίας γίνονταν οί ύποστηρικτές τών έθνικών, κοινωνικών καί θρη­σκευτικών έπαναστατικών κινημάτων.

01 έπαναστατικές αύτές βλέψεις τών μαζών βρήκαν τήν Εκφρασή τους σέ δυο κατευθύνσεις: σέ π ο λ ι τ ι κ έ ς προσπάθειες έξέγερσης καί χειραφέτησης, κατευθυνόμενες ένάντια στή ντόπια άριστοκρατία καί τούς Ρωμαίους, κα­θώς καί σέ θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ο μ ε σ σ ι α ν ι κ ά κινήμα­

14. Tdt τρία χείμενα ποδ παραθέσαμε είναι άπό τόν ΤαλμούΒ, Πε- σαχίμ 48 b.

15. Βλ. Φρηντλάντερ: «Die religiosen Bewegungen innerhalb des Juden tum s im Z eita lte r Jesu (Βερολίνο, 1 9 % ).

38

τα κάθε είδους. Δέ θά πρέπει δμως καθόλου νά θεωρηθεί δτι υπάρχει κάποιος σαφής διαχωρισμός άνάμεσα στά δυό αύτά ρεύματα πού κατευθύνονται πρός τήν άπελευθέρωση και τή σωτηρία. Συχνά τό Ινα συγχωνεύεται μέ τό αλλο. Τά μεσσιανικά κινήματα αύτά καθαυτά έκδηλώνονταν κα­τά Ινα μέρος μέ πρακτικές μορφές και κατά §να μέρος μέ καθαρά φιλολογικές μορφές.

Τά σπουδαιότερα άπ’ αύτά τά κινήματα μπορούμε νά Α­ναφέρουμε έδώ μέ συντομία.

Λίγο μετά τό θάνατο τοΰ Ηρώδη, δηλαδή σέ μια έποχή πού, έκτός άπό τή ρωμαϊκή κυριαρχία, ό λαός ύπέφερε κι άπό τήν καταπίεση τών Εβραίων άντιπροσώπων πού υπη­ρετούσαν ύπό τούς Ρωμαίους, εγινε στήν 'Ιερουσαλήμ, κά­τω άπό τήν ήγεσία δυό Φαρισαίων λογίων, μιά λαϊκή έξέ- γερση στή διάρκεια τής όποίας καταστράφηκε ό ρωμαϊκός άετός στήν είσοδο τοΰ ναοΰ. Οί υποκινητές έκτελέστηκαν καί οί άρχηγοί τής έξέγερσης πέθαναν στήν πυρά. Μετά τό θάνατο τοΰ Ηρώδη, Ενα πλήθος Ικανέ διαδήλωση μπρο­στά στό διάδοχό του ’Αρχέλαο, ζητώντας τήν άπελευθέρω­ση τών πολιτικών κρατουμένων, τήν κατάργηση τοΰ έμπορι- κοΰ φόρου καί τή μείωση τής έτήσιας είσφορδς. Τά αίτή- ματα αύτά δέν Ικανοποιήθηκαν. Μιά μεγάλη λαϊκή διαδή­λωση, σχετική μέ τά γεγονότα αύτά, καταπνίγηκε στό αίμα τό 4 π.Χ. μέ Αποτέλεσμα νά φονευτούν άπό τούς στρατιώ­τες χιλιάδες διαδηλωτές. Παρόλα αύτά τό κίνημα γινόταν Ισχυρότερο. Ή λαϊκή έξέγερση άναπτυσσόταν δλοένα καί πε­ρισσότερο. 'Επτά έβδομάδες άργότερα, στήν 'Ιερουσαλήμ Εγιναν νέες αίματηρές έξεγέρσεις κατά τής Ρώμης. Π α­ράλληλα, ξεσηκώθηκε καί δ αγροτικός πληθυσμός. Στό άρ- χαΐο έπαναστατικό κέντρο τής Γαλιλαίος, ξγιναν πολλοί ά- γώνες μέ τούς Ρωμαίους, στήν 'Τπεριορδανία ξέσπασαν τα­ραχές. 'Ένας τσομπάνης μάζεψε έθελοντές καί άρχισε Αν­ταρτοπόλεμο κατά τών Ρωμαίων.

Έ τσ ι είχαν τά πράγματα τό 4 π.Χ. Για τούς Ρωμαίους, ή άντιμετώπιση τών έπαναστατημένων μαζών δέν ήταν κα- θέλου εύκολη υπόθεση. Τελικά έπισφράγισαν τή νίκη τους

39

σταυρώνοντας δυό χιλιάδες αΙχμαλώτους.Γιά μερικά χρόνια στή χώρα βασίλεψε ήρεμία. Λίγο δ-

μως μετά τήν ανάληψη τό 6 μ.Χ. τής διοίκησης τής χώρας άμεσα άπό τούς Ρωμαίους, πού άρχισαν τή δραστηριότη­τα τους με μιά άπογραφή γιά φορολογικούς λόγους, ξέσπα­σε Ενα νέο έπαναστατικό κίνημα. Μέ τό κίνημα αύτό άρχι­σε ό διαχωρισμός ανάμεσα στήν κατώτερη κα'ι τή μεσαία τάξη. Μολονότι δέκα χρόνια νωρίτερα οί Φαρισαίοι πήραν μέρος στήν έξέγερση, παρουσιάζεται τώρα Ινα νέο ρήγμα όνάμεσα στις έπαναστατικές όμάδες τών πόλεων και τή; υ­παίθρου άπό τή μιά, και τούς Φαρισαίους άπό τήν αλλη. Οί κατώτερες τάξεις τής πόλης καί τής υπαίθρου συγκρό­τησαν Ινα νέο κόμμα, τούς Ζηλωτές, ένώ ή μεσαία τάξη, κάτω άπό τήν ήγεσία τών Φαρισαίων, προετοίμαζε τό συμ­βιβασμό με τούς Ρωμαίους. 'Όσο πιό καταπιεστικός γινό­ταν δ ζυγός τών Ρωμαίων και τής έβραϊκής άριστοκρατίας, τόσο περισσότερο οί μάζες περιέρχονταν σέ απόγνωση καί οί Ζηλωτές κέρδιζαν περισσότερους δπαδούς. °Ως τό ξέ­σπασμα τής μεγάλης έξέγερσης κατά τών Ρωμαίων, συνε­χίζονταν οί συγκρούσεις άνάμεσα στό λαό καί τή διοίκηση. ’Αφορμή γιά τά έπαναστατικά ξεσπάσματα ήταν οί έπανει- λημμένες απόπειρες τών Ρωμαίων νά στήσουν Ινα άγαλμα τοΰ Καίσαρα ή τό ρωμαϊκό αετό στό Ναό τής 'Ιερουσα­λήμ. Ή Αγανάκτηση ένάντια στά μέτρα αυτά, πού έκδηλω- νόταν σέ θρησκευτική βάση, πήγαζε στήν πραγματικότητα άπό τό μίσος τών μαζών πρός τόν αύτοκράτορα, σάν ήγέτη καί άρχηγό τής άρχουσας τάξης πού τις καταπίεζε. *0 Ι­διόμορφος χαρακτήρας αύτοΰ τοΰ μίσους γιά τόν αύτοκρά- τορα γίνεται σαφέστερος, δν θυμηθούμε δτι πρόκειται γιά μιά έποχή δπου ό σεβασμός πρός τόν Ρωμαίο αύτοκράτορα ήταν ευρύτατα διαδομένος σ’ όλόκληρη τήν αυτοκρατορία καί δπου ή λατρεία τοΰ αύτοκράτορα έπρόκειτο νά άναδει- χτεί σέ κυρίαρχη θρησκεία.

"Οσο πιό Απελπισμένος γινόταν ό Αγώνας στό πολιτικό πεδίο, καί δσο περισσότερο ή μεσαία τάξη υποχωρούσε καί μεγάλωνε ή διάθεσή της γιά συμβιβασμό μέ τούς Ρωμαίους,

40

τόσο περισσότερο ριζοσπαστικές γίνονταν ot κατώτερες τά­ξεις. 'Όλο, δμως, καί περισσότερο ot έπαναστατικές τάσεις έχαναν τόν πολιτικό τους χαρακτήρα καί μεταφέρονταν στό έπιπεδο τών θρησκευτικών φαντασιών καί τών μεσσιανικών ιδεών. Έ τσ ι έμφανίστηκε ίνας ψευδομεσσίας, ό θευδάς, πού υποσχόταν στό λαό νά τόν δδηγήσει στόν ’Ιορδάνη, έ- παναλαμβάνοντας τό θαύμα τού Μωυσή. 01 'Εβραίοι θά περνούσαν «άβρόχοις ποσί», οί Ρωμαίοι δμως που θά τούς καταδίωκαν θά πνίγονταν. Στις φαντασιώσεις αύτές ot Ρω­μαίοι είδαν τήν έκφραση μιας έπικίνδυνης έπαναστατικής ζύμωσης, θανάτωσαν τούς δπαδούς τού μεσσία καί αποκε­φάλισαν τόν θευδά. Ό Θευδάς είχε διαδόχους. Ό Ίώση- φος δίνει τόν απολογισμό μιας έξέγερσης τήν έποχή τοΰ έ- παρχιακού διοικητή Ευτύχιου ( 5 2 - 6 0 ) . 01 ήγέτε; τής έ­ξέγερσης

. . . έξαπατοϋααν καί παραπλανούσαν ~b λαό μέ τδ πρόσχημα τής θείας ϊμπνευσης, άλλά παρουσιάζονταν σάν καινοτόμοι πού θά έπέφεραν άλλαγές στή διοίκη­ση. Παρακινούσαν τό πλήθος νά κάνει τρέλες, όδηγών- τας το στήν Ιρημο, δπου δ θεδς θά τούς ϊδειχνε τά ση­μεία τής έλευθερίας. Ό Εύτύχιος δμως θεώρησε τή διαδικασία αύτή σάν τήν άπαρχή έξέγερσης, κι Ιστει- λε ένάντιά τους μερικούς ιππείς καί πεζούς πού κατέ­στρεψαν πολλούς άπ’ αότούς.

'Γπήρχε δμως Ινας Αιγύπτιος ψευδοπροφήτης, πού έξαπατοΟσε τούς Εβραίους περισσότερο άπδ τούς άλ­λους. Γιατί ήταν άπατεώνας' Ισχυριζόταν πώς ήταν προφήτης καί είχε τριάντα χιλιάδες άντρες πού τούς παραπλανοϋσε: τούς δδήγησε στήν 2ρημο κι άπδ κε! στδ βουνό πού λέγεται Όρος τών Ελαιώνων, κι ήταν Ιτοιμος νά ριχτεί άπδ έκεΐ ένάντια στήν ’Ιερουσαλήμ.1'

Ό ρωμαϊκός στρατός έκμηδένισε τις έπαναστατικές δρ-

16. Ίώ οηφος: «01 πόλεμο: xfflv Εβραίων» I I , 13, 4, 5.

41

δές. 01 περισσότεροι άπό τους έπαναστάτες σκοτώθηκαν ή φυλακίστηκαν. "Ολοι προσπάθησαν νά μείνουν κρυμμένοι στα σπίτια τους. ’Ωστόσο ot έξεγέοσεις συνεχίστηκαν:

Τώρα πού είρήνευσαν αύτοί, συνέβη, δπως καί μέ τό άρρωστη μένο σώμα, νά μολυνθεΐ Ινα άλλο μέλος. Για­τί συγκροτήθηκε μιά παρέα άπό άπατεώνες καί λη­στές [δηλαδή οΕ μεσσιανιστές καί οί πιό ώριμοι πολι­τικά έπαναστάτες] πού έπεισαν τούς Εβραίους νά έ- ξεγερθοϋν καί τούς έσπρωχναν νά άποκτήσουν τή λευ­τεριά τους, προκαλώντας τό θάνατο δσων θά συνέχιζαν νά δείχνουν ύπακοή στή ρωμαϊκή διοίκηση, καί λέγον­τας πώς δσοι μέ τή θέλησή τους προτιμοϋσαν τή σκλα­βιά, έπρεπε νά άπομακρυνθοϋν μέ τή βία άπό τΙς κλί­σεις τους αύτές. Γιατί χωρίστηκαν σέ διάφορα σώματα, καί ίστησαν ένέδρες σέ δλη τή χώρα καί έκαναν Αρπα­γές στά σπίτια τών πλουσίων καί σκότωναν τούς ϊδιους, βάζοντας φωτιά στά χωριά. Κι έτσι ή φλόγα άναβε δλο καί περισσότερο κάθε μέρα, ώσπου ίγινε τέλειος πόλε­μος.”

Ή έντεινόμενη καταπίεση τών κατώτερων τάξεων τοΰ I- θνους προκάλεσε δξυνση τής σύγκρουσης Ανάμεσα στ'ις τάξει; αύτές καί τή λιγότερο καταπιεζόμενη μεσαία τάξη, καί μέ τή διαδικασία αύτή οΐ μάζες γίνονταν δλο και πιό ριζοσπαστικές. Ή Αριστερή πτέρυγα τών Ζηλωτών συγκρό­τησε μια μυστική όμάδα, τούς «Σίκαρι» (σπαθοφόρους), πού άρχισε μέ έπιθέσεις κα'ι συνωμοσίες νά ασκεί τρομοκρα­τική πίεση στούς εύπορούς πολίτες. 01 «Σ ίκαρι» καταδίω­καν ανελέητα τούς μετριοπαθείς τής Ανώτερη; καί τής με­σαίας τάξης τής 'Ιερουσαλήμ. Ταυτόχρονα λεηλατούσαν και Εκαναν στάχτη τά χωριά πού οί κάτοικοί τους άρνιόνταν νά

17. Στό Τίιο, I I , 13, 6. ’Αξιοσημείωτο είναι δτι 6 Ίώ τηφ ο ς, πού άνί)κε στήν άφρίκρεμα τί,ς άριιτοχρχτίας, περιγράφει τούς έπανα­στάτες μέ προκατάληψη.

42

προσχωρήσουν στις έπαναστατικές όμάδες. Παράλληλα οΐ προφήτες καί οΐ ψευδόμεσσίες δέν Επαυαν τή ζύμωση άνά­μεσα στόν κοινό λαό.

Τελικά, τό Ετος 66 δρχισε ή μεγάλη λαϊκή έξεγερση κα­τά τής Ρώμης. Τήν υποστήριξαν κατά πρώτο λόγο ή με­σαία καί ή κατώτερη τάξη τοΰ Εθνους, πού, σέ σκληρές μά­χες, κατέβαλαν τά ρωμαϊκά στρατεύματα. Στήν άρχή ό πό­λεμος γινόταν κάτω άπό τήν ήγεσία τών Ιδιοκτητών καί τών μορφωμένων, πού Εδειξαν δμως πολύ λίγη ένεργητικότητα καί τήν τάση νά καταλήξουν σέ συμβιβασμό. Κατά συνέ­πεια 6 πρώτος χρόνος κατέληξε σέ άποτυχία, παρά τις άρ- κετές νίκες, καί οί μάζες απέδωσαν τήν άτυχη Εκβαση στήν άδύναμη καί άδιάφορη πρώτη ήγεσία τοΰ πολέμου. 01 ή- γέτες τους προσπάθησαν μέ κάθε μέσο νά καταλάβουν τήν ήγεσία καί νά καταλάβουν αυτοί τις θέσεις αυτών πού διοι­κούσαν. Καθώς οΐ τελευταίοι δέν έγκατέλειπαν τις θέσεις τους μέ τή θέλησή τους, τό χειμώνα τοΰ 67 - 68 αναψε «Ε­νας πολυαίμακτος έμφύλιος πόλεμος καί σημειώθηκαν τέ­τοιες άποτρόπαιες σκηνές, που μόνο ή Γαλλική έπανάσταση Εχει νά έπιδείξει».1* "Οσο πιο άπελπισμένος γινόταν ό πό­λεμος, τόσο περισσότερο οί μεσαίες τάξεις έπιδίωκαν τό συμ­βιβασμό μέ τους Ρωμαίους, μέ άποτέλεσμα νά γίνεται πιό σκληρός δ έμφύλιος πόλεμος, καθώς καί ό άγώνας μέ τόν ξένο έχθρό.1*

Ένώ ό ραβίνος Γιοχάναν μπέν Σακκάι συνθηκολόγησε μέ τόν έχθρό καί Εκλεισε εΙρήνη, ot μικρέμποροι, οΐ τεχνίτες καί οί χωρικοί υπερασπίζονταν τήν πόλη ένάντια στους Ρω­μαίους μέ μεγάλο ήρωισμό έπί πέντε μήνες. Δέν είχαν τίπο­τα νά χάσουν, οΰτε καί νά κερδίσουν, γιατί ό άγώνας κατά τής ρωμαϊκής Ισχύος ήταν χωρίς έλπίδα, καί κατάληξή του θά ήταν ή κατάρρευση. Πολλοί άπό τους εύπορούς μπόρε­σαν νά σωθοΰν προσχωρώντας στους Ρωμαίους, καί μολο­

18. Ε . Σύρερ: G eschichte des judischen V olkes im Z eita lte r Je- su C hristi (τρίτη ίκ ί . , 1901), I , 617.

19. Βλ. T . Μόμοβν, «Ιστορία τής Ρώμης», τόμ. V .

43

νότι ό Τίτο; Ενιοιθε μίσος ένάντισ στούς έναπομείναντες 'Ε­δραίους, δεχόταν έκείνους πού τό έβαζαν στά πόδια. Τήν Ιδια περίοδο, ot μαχόμενες μάζες τής 'Ιερουσαλήμ κατέλα­βαν τά βασιλικά ανάκτορα, δπου πολλοί πλούσιοι 'Εβραίοι είχαν μεταφέρει τούς θησαυρούς τους, αρπαξαν τά χρήμα­τα και σκότωσαν τούς Ιδιοκτήτες τους. Ό ρωμαϊκός πόλε­μος καί δ έμφύλιος πόλεμος Εληξαν μέ νίκη υπέρ τών Pco- μαίων. 'Η νίκη αύτή συνοδεύτηκε άπό τή νίκη τής αρχου- οας έβραϊκής δμάδας καί τήν καταστροφή έκατό χιλιάδων 'Εβραίων χωρικών καί κατώτερων τάξεων τών πόλεων.*0

Παράλληλα μέ τούς πολιτικούς καί κοινωνικούς άγώνες καί τις μεσσιανικής Απόχρωσης έπαναστατικές προσπάθειες τοποθετούνται τά λαϊκά κείμενα, πού πρωτοεμφανίζονται τήν έποχή έκείνη καί έμπνέονται άπό τις ίδιες τάσεις: δηλαδή ή αποκαλυπτική φιλολογία. Παρά τις πολλές παραλλαγές του, τό δραμα τοΰ μέλλοντος στήν Αποκαλυπτική φιλολογία είναι συγκριτικά ένιαΐο. Πρώτα Ερχονται ot «θρήνοι τοΰ Μεσσία» (Μακ. 13:7,8), πού άναφέρονται σέ γεγονότα πού δέ θά ένοχλήσουν τούς «έκλεκτούς* — λιμούς, καταπον­τισμούς, λοιμούς καί πολέμους. Κατόπιν Ερχεται ή «μεγάλη θλίψη», πού προφητεύεται στόν Δανιήλ 12:1, μέ μορφή τέ­τοια πού δέν είχε συμβεΐ Από δημιουργίας τοΰ κόσμου, μιά τρομακτική περίοδος δεινών καί Αγωνίας. "Ολη τήν Αποκα­λυπτική φιλολογία γενικά τή διατρέχει ή πεποίθηση δτι ό έκλεκτός θά προστατευτεί καί Απ’ αυτή τή θλίψη. *0 τρό­μος τής καταστροφής πού προφητεύει ό Δανιήλ (9:27, 11: 31 καί 12:11) Αντιπροσωπεύει τό σημείο τοΰ τέλους. Ή εί- κόνα τοΰ τέλους παρουσιάζει παλιά προφητικά γνωρίσματα. Τό Αποκορύφωμα θά είναι ή έμφάνιση τοΰ Τίοϋ τοΰ Α ν­θρώπου στη σύννεφα μέσα σέ μεγαλείο καί μεγάλη δόξα."

'Όπως στήν πάλη κατά τών Ρωμαίων ot διάφορες τάξεις τοΰ λαοΰ συμμετείχαν μέ διαφορετικό τρόπο, Ετσι καί ή Α­ποκαλυπτική φιλολογία δημιουργήθηκε σέ διάφορες τάξεις.

20. Ίώ οηφος: «Ο! -όλεμοι τδ ν Εβραίων», τόμ. V I.21. Βλ. Γ·.οχ. Β ά ις : «Das U rchristentum », (Γοττίγκη, 1917).

44

Παρά την κάποια όμοιομορφία, αύτό έκφράζεται καθαρά ά­πό τή διαφορά έμφασης στά ατομικά στοιχεία μέσα στά διά­φορα αποκαλυπτικά κείμενα. Είναι αδύνατο νά προχωρή­σουμε έδώ σέ μιά λεπτομερειακή ανάλυση, μπορούμε δμως νά παραθέσουμε μια έκφραση τών ίδιων έπαναστατικών τά­σεων πού έμπνέανε τήν αριστερή πτέρυγα τών υπερασπι­στών τής 'Ιερουσαλήμ, τήν παραίνεση πού κλείνει τό Βι­βλίο τοΰ Ένώχ:

’Αλίμονο σέ κείνους πού χτίζουν τά σπίτια τους στήν άμμο. Γιατί θά γκρεμιστούν άπό τά βάθρα τους καί θά πέσουν μέ τό ξίφος. ’Αλλά έκεΐνοι πού άποκτοϋν χρυσό καί άργυρο θά χαθούν ξαφνικά στήν κρίση. ’Αλίμονο σέ σένα πλούσιε, γιατί έμπιστεύεσαι τά πλούτη σου καί άπό τά πλούτη σου θά άποσπαστεϊς, γιατί δέ θυμήθηκες τόν Παντοδύναμο τΙς ήμέρες τής κρίσης. . . ’Αλίμο­νο σέ σένα πού άντάμειψες τό γείτονά σου μέ κακό, για­τί θά άνταμειφθεϊς σύμφωνα μέ τά Ιργα σου. ’Αλίμο­νο σέ σένα ψευδομάρτυρα.. . Μή φοβάσαι, έσύ πού ύ- ποφέρεις, γιατί θά έπουλωθοϋν ot πληγές σου: άπλετο φώς θά λάμψει καί θ’ άκούσεις τή φωνή τής άνάπαυ- σης άπό τόν ούρανό. (Ένώχ 94 - 96).

Έκτος απ’ αύτά τά θρησκευτικομεσσιανικά, κοινωνικοπολι- τικά καί φιλολογικά κινήματα πού χαρακτηρίζουν τήν έπο- χή τής έμφάνισης τοΰ χριστιανισμού, θά πρέπει νά άνα- φερθεΐ κι Ινα αλλο κίνημα, στό όποιο οί πολιτικές έπιδιώ- ξεις δέν Επαιξαν ρόλο καί τό όποιο όδήγησε άμεσα στό χρι­στιανισμό, δηλαδή τό κίνημα τοΰ ’Ιωάννη τοΰ Βαπτιστή. Ό ’Ιωάννης υποδαύλιζε Ινα λαϊκό κίνημα. Ή ανώτερη τάξη, ανεξάρτητα άπό τήν προσχώρησή της, δέν είχε καμιά σχέ­ση μαζί του. Οί πιό ενθερμοι ακροατές του προέρχονταν ά­πό τις τάξεις τών περιφρονημένων μαζών.** Κήρυχνε δτι

22. Βλ. Η. Ντιμπέλιους: «Die urchristliche U eberlieferung von Johannes dem T au fe r, (Στουτγάρδη, 1911).

45

δπου νάναι θά ρθεΐ ή βασιλεία τοΰ ούρανοΰ καί ή ή μέρα τής κρίσης, πού θάφερνε τήν απελευθέρωση γιά τόν καλό και τήν καταστροφή γιά τόν κακό. «Μετανοείτε, διότι εφθα- σε ή βασιλεία τών ουρανών», ήταν τό κεντρικό σημείο τοΰ κηρύγματος του. Γιά νά κατανοήσουμε τό ψυχολογικό νόη­μα τής πίστης τών πρώτων χριστιανών στό Χριστό — πού άποτελει καί τόν πρωταρχικό σκοπό αυτής τής μελέτης — ήταν Απαραίτητο νά φέρουμε στό νοΰ μας ποιό είδος άν­θρώπων υποστήριζαν τόν πρώτο χριστιανισμό. Έπρόκειτο γιά τις μάζες τών άπαίδευτων φτωχών, τοΰ προλεταριάτου τής 'Ιερουσαλήμ, καθώς καί τών χωρικών τής υπαίθρου, πού, έξαιτίας τής έντεινόμενης πολιτικής καί οικονομικής καταπίεσης, καί έξαιτίας τοΰ κοινωνικού περιορισμού καί τής περιφρόνησης, αισθάνονταν δλοένα καί πιό απαραίτητη τήν ανάγκη γιά τήν άλλαγή τών υφιστάμενων συνθηκών. ’Ε­πιθυμούσαν νά έξασφαλίσουν λίγη εύτυχία, καθώς έπίσης Ιτρεφαν μίσος καί τό αίσθημα τής έκδίκησης ένάντια τόσο στούς δικούς τους κυβερνήτες, δσο καί στους Ρωμαίους. Μι­λήσαμε γιά τήν ποικιλία τών μορφών τών τάσεων αύτών, πού κυμαίνονταν άπό τήν πολιτική πάλη ένάντια στή Ρώμη, ώς τήν ταξική πάλη στήν Ιερουσαλήμ, άπό τις μή ρεαλι­στικές έπαναστατικές προσπάθειες τοΰ θευδά, ώς τό κίνη­μα τοΰ ’Ιωάννη τοΰ Βαπτιστή καί τήν άποκαλυπτική φιλο­λογία. Στόν τομέα άνάμεσα στήν πολιτική δραστηριότητα καί τά μεσσιανικά όνειροπολήματα παρατηρούνται φαινόμε­να δλων τών ειδών. Ωστόσο, πίσω άπ’ αύτές τις διαφορε­τικές μορφές βρισκόταν ή Ιδια κινητήρια δύναμη: τό μίσος καί ή έλπίδα τών καταπιεζόμενων μαζών, πού προκαλεΐται άπό τή δυστυχία τους καί τό άναπόφευκτο τής κοινωνικοοι­κονομικής κατάστασής τους. Ή έσχατολογική προσδοκία είτε είχε είτε δχι περισσότερο κοινωνικό, περισσότερο πολι­τικό, ή περισσότερο θρησκευτικό περιεχόμενο, γινόταν έντο- νότερη με τήν αυξανόμενη καταπίεση, καί περισσότερο έ- νεργητική «δσο βαθύτερα είσχωροΰμε στις άπαίδευτες μά­ζες, στό λεγόμενο Ά μ Χα - αρέτζ, στόν κύκλο έκείνων πού Ενιωθαν τό παρόν σάν καταπίεση καί κατά συνέπεια πρόσ-

46

βλεπαν στό μέλλον για τήν έκπλήρωση δλων τών έπιθυμιών τους».”

"Οσο σκοτεινότερη γινόταν ή έλπίδα για πραγματική βελ­τίωση, τόσο περισσότερο ή έλπίδα αύτή Ιπρεπε νά βρει τήν Εκφρασή της σέ φαντασιώσεις. Ό απεγνωσμένος τελικός άγώνας τών Ζηλωτών ένάντια στους Ρωμαίους και τό κί­νημα τοΰ ’Ιωάννη τοΰ Βαπτιστή άποτελοΰσαν τις δυό α­κραίες έκδηλώσεις καί πήγαζαν άπό τήν ίδια πηγή: τήν α­πόγνωση τών κατώτερων μαζών. Τό στρώμα αύτό χαρα­κτηριζόταν ψυχολογικά άπό τήν παρουσία μιας έλπίδας άλ- λαγής τής μοίρας τους (που έρμηνεύεται σάν έλπίδα γιά Εναν καλό πατέρα καί θά τους βοηθοΰσε), καί, ταυτόχρονα, Ενα βαθύ μίσος γιά τούς καταπιεστές, πού Εβρισκε έκφραση στά αισθήματα κατά τοΰ Ρωμαίου αύτοκράτορα, τών Φαρι­σαίων, τών πλούσιων γενικά, καθώς καί στις φαντασιώσεις γιά τήν τιμωρία τής Ημέρας τής Κρίσεως. Διαπιστώνου­με στό σημείο αύτό μιά άμφιλεκτική στάση: οί άνθρωποι αύτοί άγαποΰσαν στή φαντασία τους Εναν καλό πατέρα πού θά τούς βοηθοΰσε καί θά τούς άπελευθέρωνε καί μισοΰσαν τόν κακό πατέρα πού τούς καταπίεζε, τούς βασάνιζε καί τούς περιφρονοΰσε.

Γιά τό στρώμα αύτό τών φτωχών, άπαίδευτων, έπαναστα- τικών μαζών, δ χριστιανισμός πρόβαλε σάν Ενα σημαντικό Ιστορικό μεσσιανικοεπαναστατικό κίνημα. "Οπως ό ’Ιωάν­νης ό Βαπτιστής, Ετσι καί τό δόγμα τών πρώτων χριστια­νών άπευθυνόταν δχι στούς μορφωμένους καί τούς Ιδιοκτή­τες, άλλά στούς φτωχούς, τούς καταπιεζόμενους καί αύτούς πού ύπέφεραν.34 Ό Κέλσος, άντίπαλος τών χριστιανών, δί­

23. Στό Ιδιο, αελ. 130.

24. Βλ. γ ι4 τήν κοινωνική διάρθρωση τοΟ πρωτόγονου Χριστια­ν ισ μ ο ί Ρ . Κνόφ: «Das nachaposto lische Zeitalter», (Τόμπιγχεν,1905). ΆΒόλφου Χάρναχ: «Die M ission und A usbreitung des C hri-stentum s» (τέταρτη Ϊκ8., 1923), τόμ. I . Άβόλφου Χάρναχ: «Kircheund staa t bis zu r C riindung d e r Staatskirche», K u ltu r d e r Gegen-w art, δεύτερη έκδοση. Άδόλφου Χάρναχ: «Das U rchris ten tum und

47

νει μια περίφημη εικόνα τής κοινωνικής ούνθεσης τής χρι­στιανικής κοινότητας, δπως τήν είδε δύο σχεδόν αιώνες άρ- γότερα.

Βεβαιώνει:

ΣτΙς Ιδιωτικές κατοικίες βλέπουμε έπίσης ύφαντές, μπαλωματήδες, έργάτες πού δουλεύουν στά πλυντή­ρια, καθώς καί τούς πιό άμόρφωτους άγρότες, πού δέ θά τολμούσαν νά πούν ούτε μιά λέξη μπροστά στούς μεγαλύτερους καί πιό Εξυπνους άφέντες τους. “Οταν δμως κάθονται παρέα μέ τά παιδιά τους καί μέ τΙς άνόητες γυναίκες τους, κάνουν κάτι καταπληκτικές δηλώσεις, δπως λόγου χάρη, δτι δέ θά πρέπει νά δί­νουν σημασία στούς πατέρες καί δασκάλους τους, άλ- λά πρέπει νά ύπακούουν σ’ αυτούς. Λένε δτι ο( πατέ­ρες καί δάσκαλοί τους λένε άνοησίες καί δέν ίχουν καμιά κατανόηση καί δτι στήν πραγματικότητα ούτε ξέρουν, ούτε είναι σέ θέση νά κάνουν κάτι καλό, άλ- λά τό μόνο μέ τό όποιο καταπιάνονται είναι τά κούιρια λόγια. Καί δτι μόνο αύτοί, λένε, ξέρουν τό σωστό τρό­πο ζωής καί πώς 4ν τά παιδιά τους τούς πιστέψουν, θά γίνουν εύτυχισμένα καί θά κάνουν καί τούς δικούς τους εύτυχισμένους, καί πώς, &ν καθώς μιλούν δοΰν κανέναν άπό τούς δάσκαλους νά ϊρχεται ή κάποιο ί- ξυπνο πρόσωπο, ή άκόμη τόν ίδιο τόν πατέρα, τότε οί γνωστικοί θά πρέπει νά τό βάλουν στά πόδια πρός δλες τΙς κατευθύνσεις. "Ομως οί πιό παράτολμοι πα­ρακινούν τά παιδιά νά έπαναστατήσουν. Τούς ψιθυρί­ζουν δτι μπροστά στόν πατέρα τους καί τούς δασκά­λους τους δέν αισθάνονται ικανοί νά έξηγήσουν τό κα­θετί στά παιδιά, καθώς δέ θέλουν νά ίχουν καμιά σχέ­ση μέ τούς κουτούς καί άνόητους δασκάλους, πού εί­ναι πέρα γιά πέρα διεφθαρμένοι καί κακοήθεις καί

die soziale Frage», Preussische lah rb tich e r, 1908, τδμ. 131. E . Κάουτβκυ: *Τά βάθρα τοΟ ΧριοτιανισμοΟ», (Ράασίλ, 1953).

48

πού έπιβάλλουν τιμωρίες στά παιδιά. Ά ν δμως τά παιδιά ήθελαν, θά μποροΟσαν νά έγκαταλείψουν τδν πατέρα καί τούς δασκάλους τους καί νά πάνε μέ τΙς γυναίκες καί τά μικρά παιδιά πού είναι σύντροφοι στά παιχνίδια τους στδ μαγαζί τού ύφαντή ή τοΟ μπα­λωματή ή στδ μαγαζί τής πλύστρας, γιά νά μάθουν έκεΐ τήν τελειοποίηση. Καί μέ αύτά τούς Επειθαν.*’

Ή εικόνα πού δίνει έδώ δ Κέλσος για τούς ΰποστηρικτές τοΰ χριστιανισμού είναι χαρακτηριστική δχι μόνο άπό τήν άποψη τής κοινωνικής, άλλα και τής ψυχικής τους κατά­στασης, τοΰ άγώνα καί τοΰ μίσους τους ένάντια στήν πα­τρική έξουσία. Ποιο ήταν τό περιεχόμενο τοΰ μηνύματος τοΰ πρωτόγονου χριστιανισμού;”

Στό προσκήνιο βρίσκεται ή Ισχατολογική προσδοκία. Ό Ίησοΰς κήρυξε δτι φτάνει ή βασιλεία τοΰ θεοΰ. Δίδασκε στό λαό νά βλέπει στις δραστηριότητές του τήν άρχή αυτής τής νέας βασιλείας. 'Ωστόσο:

Ή δλσκλήρωση τής βασιλείας θά έμφανιστεϊ μόνο δ- ταν έπιστρέψει έν δόξη στά σύννεφα τοϋ ούρανοϋ γιά νά κρίνει. Ό ΊησοΟς φαίνεται δτι έξήγγειλε αύτή τήν έπικείμενη Ιπιστροφή λίγο πρίν τό θάνατό του καί δτι παρηγόρησε τούς δπαδούς του γιά τήν άνα- χώρησή του μέ τή βεβαιότητα πώς σύντομα θά ίφτα- νε σέ μιά ύπερκόσμια θέση μέ τδ θεό.

Έτσι στίς δδηγίες τοϋ Ίησοϋ πρδς τούς δπαδούς του κυριαρχοϋσε ή σκέψη πώς έπίκειται τδ τέλος — τοΰ δποίου τήν ήμέρα καί τήν ώρα κανείς δέ γνωρί­ζει. ’Επίσης, σέ συνδυασμό μέ αύτό, δ έξορκισμός νά

25. Ωριγένης: «C ontra Celsum », III .26. Τό πρόβλημα τοΟ ΙοτορικοΟ ΊηαοΟ 9έ μΟς ένΒιαφέρει έββ. Ή

κοινωνική έπίδραση τοϋ μηνύματος τοΟ πρωτόγονου χριστιανισμοΟ πρέ­πει νά νοείται μόνο μέ βάση τΙς τάξεις πρός τΙς όποιες Απευθυνό­ταν. Καί τό μόνο πού Ιχ ε ι σημασία γ ιά μ3ς £0(3, είναι ή κατανόηση τής ψυχικής τους κατάστασης.

4. Τό δόγμα τοΟ ΧριοτοΟ 49

άπαρνηθοΰν δλα τά έπίγεια άγαθά, παίρνει προέχου- σα θέση.”

Ot συνθήκες γιά τήν βϊσοδο στή βασιλεία είναι, κα­τά πρώτο λόγο, μιά πλήρης άλλαγή πνεύματος, στήν όποία δ άνθρωπος παραιτεΐται άπό τΙς άπολαύσεις αύτοΰ τοϋ κόσμου, άπαρνιέται τόν έαυτό του καί εί­ναι πρόθυμος νά έγκαταλείψει δλα δσα Ιχει γιά νά σώσει τήν ψυχή του. Στή συνέχεια, είναι ή πίστη στή θεία χάρη πού τήν παρέχει ό θεός στούς ταπεινούς καί φτωχούς καί, κατά συνέπεια, ή βαθιά έμπιστοσύ- νη στόν ’Ιησού σά Μεσσία πού τόν διάλεξε καί τόν κάλεσε δ θεός γιά νά πραγματοποιήσει τό βασίλειό του πάνω στή γή. Ή άνακοίνωση, λοιπόν, άπευθύνε- ται στούς φτωχούς, σ’ αύτούς πού ύποφέρουν, στούς πεινώντες καί διψώντες γιά δικαιοσύνη. . . σέ κεί­νους πού έπιθυμούν νά γιατρευτοΟν καί νά λυτρωθούν καί νά βρεθούν Ιτοιμοι νά είσέλθουν σ τή .. . βασιλεία τού θεοΰ, ένώ έπιβάλλει στούς αύτάρεσκους, ατούς πλούσιους καί σέ κείνους πού ύπερηφανεύονται γιά τή δικαιοσύνη τους τήν κρίση τού Αμετανόητου καί τήν καταδίκη τής κόλασης.”

Ή διακήρυξη δτι ή βασιλεία τών ουρανών έπρόκειτο νά ερθει (Ματθ. 10:7) άποτελοΰσε τό σπέρμα τοΰ παλαιύτερου κηρύγματος. Καί άκριδώς αύτό δημιουργούσε στις μάζες, πού καταπιέζονταν καί ΰπέφεραν, μια ένθουσιαστική έλπί- δα. Τό αίσθημα τοΰ λαοΰ ήταν δτι τώρα δλα έπαιρναν Ενα τέλος. Πίστευαν δτι δέ θά είχαν τόν καιρό νά διαδόσουν τό χριστιανισμό άνάμεσα σ’ δλους τούς είδωλολάτρες πριν άπό τήν ελευση τής νέας έποχής. Καί ένώ οί έλπίδες τών δλλων δμάδων τών Ιδιων καταπιεζόμενων μαζών άπέβλεπαν στό νά έπιφέρουν μια πολιτική καί κοινωνική έπανάσταση μέ τις

27. ΆΜ λφου Χάρνακ: «Ίατορία τοΟ δόγματος», (Νέ« 'Γόοκη: Έ κδάαεις Χτόδερ Ί ν κ . , 1961), I, 6 6 -6 7 .

28. Σ-.ό Ιδιο, οελ. 62 - 63.

50

δικές τους ένέργειε; καί προσπάθειες, τό βλέμμα της πρώι­μης χριστιανικής κοινότητας προσηλώνονταν άποκλειστικά στό μεγάλο γεγονός, τή θαυμαστή Εναρξη μιας νέα; έπο- χής. Τό περιεχόμενο τοΰ μηνύματο; τοΰ πρωτόγονου χρι- στιανισμοΰ δέν ήταν Ενα οικονομικό ή κοινωνικομεταρρυθ- μιστικό πρόγραμμα, άλλα ή έλπιδοφόρα υπόσχεση ένός δχι μακρινού μέλλοντος, δπου ό φτωχός θά γινόταν πλούσιος, ό πεινασμένο; θά χόρταινε καί δ καταπιεσμένος θά απο­κτούσε έξουσία.”

ΤΙ διάθεση τών πρώτων αυτών ένθουσιαστικών χριστια­νών φαίνεται ξεκάθαρα στόν Λουκά 6:20 κ.έ.:

Μακάριοι σείς οί πτωχοί, δ'.ότι ύμετέρα είναι ή βασι­λεία τοΟ θεοΰ. Μακάριοι οί πεινώντες τώρα, διότι θέλετε χορτασθεΤ. Μακάριοι οί κλαίοντες τώρα, διότι θέλετε γελάσει. Μακάριοι είσθε, δταν σάς μισώσιν οί άνθρωποι, καί δταν σάς άφορίσωσι καί δνειδίσωσι καί ίκβάλωσι τό δνσμά σας ώς κακόν §νεκεν τοΟ Γίοϋ τοΟ άνθρώπου. Χαίρετε έν έκείντ) τζ ήμέρ^ καί σκιρτή- σατε' διότι ίδού, δ μισθός σας είναι πολύς έν τψ ού- ρανφ* έπειδή ούτως ίπραττον είς τούς προφήτας οί πατέρες αυτών. Πλήν ούαΐ εις έσάς τούς πλούσιους, διότι άπηλαύσατε τήν παρηγορίαν σας. ΟύαΙ είς έσάς οί κεχορτασμένοι διότι θέλετε πεινάσει. ΟύαΙ είς I- σάς, οί γελώντες τώρα, διότι θέλετε πενθήσει καί κλαύσει.

01 δηλώσεις αύτές έκφράζουν δχι μόνο τήν έπιθυμία καί τήν προσδοκία τών φτωχών καί τών καταπιεσμένων για Ενα νέο καί καλύτερο κόσμο, άλλα άκόμη καί τό βαθύ μίσος τους γιά τις έξουσίες — τούς πλούσιους, τους μορφωμένους καί τούς δυνατούς. Τήν Ιδια διάθεση θά διαπιστώσουμε καί στό μύθο τοΰ φτωχοΰ Λάζαρου πού «έπεθύμει νά χορτασθη άπό τών ψιχίων τών πυιτώντων άπό τής τραπέζης τοΰ πλουσίου»

29. Βλ. Β άις: «Das U rchristentum », ο. 66.

51

(Λουκ. 16:21), καθώς καί στήν περίφημη φράση τοΰ Ίη - σοΰ: «Πώς δυσκόλως θελουσιν είσέλθει είς τήν βασιλείαν τοΰ θεοΰ οΐ Εχοντες τά χρήματα* διότι εύκολώτερον είναι νά περάση κάμηλος διά τρύπης βελόνης, παρά πλούσιος νά είσέλθη είς τήν βασιλείαν τοΰ θεοΰ». (Λουκ. 18:24). Τό μίσος ένάντια στούς Φαρισαίους καί στούς φοροεισπράκτο­ρες διατρέχει σάν κόκκινη κλωστή δλα τά Ευαγγέλια, μέ α­ποτέλεσμα νά διαπιστώνουμε δτι, έπί δύο σχεδόν χιλιάδες χρόνια, ή γνώμη σχετικά μέ τούς Φαρισαίους σέ όλόκληρο τό χριστιανικό κόσμο νά εχει διαμορφωθεί άπό αύτό τό μί­σος.

Τό μίσος αύτό κατά τών πλούσιων τό βλέπουμε έπίσης στήν ’Επιστολή τοΰ ’Ιακώβου, στά μέσα τοΰ 2ου αίώνα:

Έλθετε τώρα οί πλούσιοι, κλαύσατε δλολύζοντες διά τάς έπερχομένας ταλαιπωρίας σας. Ό πλοϋτος σας έ- σάπη καί τά ίμάτιά σας ίγιναν σκωληκόβρωτα, δ χρυ­σός σας καί ό άργυρος έσκωρίασε, καί ή σκωρία αυ­τών θέλει είσθαι είς μαρτυρίαν έναντίον σας καί θέ­λει φάγει τάς σάρκας σας ώς πϋρ. Έθησαυρίσατε διά τάς έσχάτας ήμέρας. ’Ιδού δ μισθός τών έργατών τών θερισάντων τά χωράφιά σας, τόν δποΐον έστερήθησαν άπό σάς, κράζει καί at κραυγαΐ τών θερισάντων εί- σήλθον είς τά ώτα τοϋ Κυρίου Σαβαώθ. Έτρυφήσατε έπί τής γτ)ς καί έσπαταλήσατε, έθρέψατε τάς καρδίας σας ώς έν ή μέρα. σφαγής. Κατεδικάσατε, έφονεύσατε τό δίκαιον’ δέν σάς άντιστέκεται.Μακροθυμήσατε λοιπόν, άδελφοί, 2ως τής παρουσίας τοΟ Κυρίου. . . ’Ιδού δ κριτής Γσταται Ιμπροσθεν τών θυρών. (Ίακ. 5:1 κ .έ.).

Μιλώντας γιά τό μίσος αύτό ό Κάουτσκυ, πολύ σωστά λέει: «Πολύ σπάνια τό ταξικό μίσος τοΰ σύγχρονου προλεταριά­του έκδηλώνεται μέ τις μορφές πού είχε προσλάβει τό μί­σος τοΰ χριστιανικού προλεταριάτου».'" Είναι τό μίσος τοΰ

80. Κ. Κάουτσκυ: «Der U rsp rung des C hristentum s», a. 346.

52

Ά μ Χα - αρέτζ για τούς Φαρισαίους, τών Ζηλωτών τών Σί- καρι για τούς εύπορους καί. τή μεσαία τάξη, τών διωκόμε- νων κα'ι καταπιεζόμενων ανθρώπων τής πόλης κα'ι τής υ­παίθρου γι* αυτούς πού κατέχουν τήν έξουσία καί τ'ις άνώ- τερες θέσεις, δπως έκφράστηκε στις προχριστιανικές πολι­τικές έξεγέρσεις και στις μεσσιανικές φαντασίες.

Στενά συνδεόμενα με τό μίσος αύτό ένάντια στις πνευμα­τικές κα'ι κοινωνικές έξουσίες είναι Ινα ουσιαστικό χαρακτη­ριστικό τής κοινωνικής και ψυχικής δομής τού πρωτοχρι- στιανισμού, και αύτό είναι ό δημοκρατικός άδελφικός χα­ρακτήρας του. Καθώς ή έβραϊκή κοινωνία τής έποχής έ- κείνης χαρακτηριζόταν άπό Ινα πνεύμα άκρου κοινωνικού διαχωρισμού πού διαπότιζε δλες τις κοινωνικές σχέσεις, ή πρωτοχριστιανική κοινότητα ήταν μια έλεΰθερη Αδελφότη­τα φτωχών ανθρώπων άδιάφορων για θεσμούς και γιο φόρμουλες.

Διαπιστώνουμε πώς βρισκόμαστε σέ άδυναμία Αν θέ­λουμε νά σκιαγραφήσουμε τήν δργάνωση κατά τΙς πρ<δτες έκατονταετίες. . . 'Ολόκληρη ή κοινότητα συνδέεται μόνο μέ τόν κοινό δεσμό τής πίστης, τής έλ- πίδας καί τής άγάπης. Τό άξίωμα δέν ύποστηρίζει τό άτομο, άλλα πάντα τό άτομο ύποστηρίζει τό άξίωμα... Καθώς οί πρώτοι χριστιανοί Σνιωθαν πώς είναι προσ­κυνητές καί ξένοι πάνω στή γή, ποιά άνάγκη είχαν γιά μόνιμους θεσμούς ;*1

Σ ’ αύτή τήν πρώτη χριστιανική άδελφότητα ή οικονομι­κή βοήθεια καί ένίσχυση «δ κομμουνισμός τής άγάπης», δ­πως τόν όνομάζει ό Χάρνακ, Ιπαιξε Εναν είδικό ρόλο.

Βλέπουμε λουιόν δτι οΐ πρώτοι χριστιανοί ήταν άντρες καί γυναίκες, ot φτωχοί άπαίδευτοι καί καταπιεζόμενοι τοΰ έβραϊκοΰ λαοΰ, και άργότερα και δλλοι λαοί. Μπροστά στήν

31. X. φόν ΣοΟμπιρτ: «G rundziige der K irchengeschichte (Τό- μπιγχβν, 1904).

53

αυξανόμενη άδυναμία μεταβολής τής απελπισμένης θέσης τους μέ ρεαλιστικά μέσα, ανέπτυξαν τήν προσδοκία πώς θά έπέλθει κάποια αλλαγή σέ σύντομο χρόνο, μέσα σ’ Ινα λεπτό, καί δτι οί άνθρωποι αυτοί Οά έβρισκαν τήν έπιτυχία πού είχαν παλαιότερα χάσει, αλλά δτι οί πλούσιοι καί οί α­ριστοκράτες θά τιμωρηθούν’, σύμφωνα μέ τή δικαιοσύνη καί τις έπιθυμίες τών χριστιανικών μαζών. Οί πρώτοι χρι­στιανοί ήταν μιά άδελφότητα κοινωνικά καί οικονομικά κα- ταπιεζόμενων ένθουσιαστών ποΰ τοί ς κρατούσε δεμένους μα­ζί ή έλπίδα καί τό μίσος.

Αύτό ποΰ διέκρινε τους πρώτου; χριστιανούς άπό τυύς χωρικούς καί τούς προλίτάριους πού αγωνίζονταν ένάντια στή Ρώμη δέν ήταν ή βασική ψυχική στάση τους. Οί πρώ­τοι χριστιανοί δέν Ινιωθαν περισσότερο «ταπεινοί» κι απο­φασισμένοι νά δεχτοΰν τή θέληση τοΰ θεοϋ, δέν Ινιωθαν νά έχουν πιστεΐ περισσότερο γιά τήν αναγκαιότητα καί τό αμε­τάβλητο τής μοίρας τους καί δέν τούς ένέπνεε περισσότερο ή επιθυμία νά άγαπηθοΰν άπό τού; ήγεμόνε; του;, απ’ δσο αίσθάνονταν οί πολιτικοί καί στρατιωτικοί μαχητές. Οί δυό δμάδες μισούσαν τούς κυβερνώντε; πατέρες μέ τόν ίδιο τρό­πο, έλπίζοντας μέ τήν Ιδια Ινταση πώ; θά δοΰν τού; πατέ­ρες αυτούς νά πέφτουν καί νά γκρεμίζονται γιά νά άκολου- θήσει ή δική τους έξουσία καί τό δικό τους έλπιδοφόρο μέλλον. Ή διαφορά άνάμεσά τους δέ βρισκόταν οΰτε στ'ις προϋποθέσεις, οδτε στήν έπιδίωξη καί τήν κατεύθυνση τών έπιθυμιών τους, αλλά μόνο στή σφαίρα πού προσπαθούσαν νά τις πραγματοποιήσουν. Ένώ οί Ζηλωτές καί οί Σίκαρι προσπαθούσαν νά πραγματοποιήσουν τί; έπιθυμίες τους στή σφαίρα τής πολιτικής πραγματικότητας, ή βαθιά ά- πελπισία πραγματοποίησης όδήγησε τού; πρώτους χριστια­νούς νά διατυπώσουν τις Ιδιες έπιθυμίες στή φαντασία τους. Ή Ικφραση αΰτοΰ τοΰ γεγονότος άποτέλεσε τήν πίστη τών πρώτων χριστιανών, Ιδιαίτερα τις πρωτοχριστιανικές Ιδέες σχετικά μέ τόν “Ιησού καί τή σχέση του μέ τόν Πατέρα - θεό.

Ποιές ήταν οί Ιδέες τών πρώτων αυτών χριστιανών:

54

Τά περιεχόμενα τής πίστης τών ’Αποστόλων καί ή κοινή διακήρυξη πού τούς ένωνε μποροϋν νά συνοψι­στούν στίς άκόλουθες προτάσεις. Ό ΊησοΟς ό Ναζω­ραίος ήταν δ Μεσσίας γιά τδν δποϊο μιλούσαν οί προ­φήτες. Ό ΊησοΟς μετά τό θάνατό του θ’ άναστηθεϊ θεϊκά, γιά νά άνέλθει στά δεξιά τοΰ θεού καί θά I- πιστρέψει σύντομα στή γή γιά νά έγκαθιδρύσει τδ δ- ρατδ βασίλειό του πάνω στή γή. "Οποιος πιστεύει στόν Ίησοϋ καί Εχει γίνει δεκτός στήν κοινότητα τών ’Αποστόλων τοϋ Ίησοϋ, δποιος έξαιτίας μιάς ειλικρι­νούς άλλαγής πνεύματος, άποκαλεϊ τό θεό Πατέρα καί ζεϊ σύμφωνα μέ τΙς έντολές τοϋ Ίησοϋ, είναι ά­γιος τοϋ θεοϋ, καί σάν άγιος μπορεϊ νά είναι βέβαιος δτι ή χάρη τοϋ θεοϋ θά συγχωρέσει τΙς άμαρτίες του καί θά μπορεϊ νά συμμετέχει στή δόξα τοϋ μέλλοντος, δηλαδή στή λύτρωση τοΰ άνθρώπινου γένους."

«Ό θεός Κύριον καί Χρίστον Ικαμίν αυτόν τούτον τόν Ίησοϋ» (Πράξεις τών ?Αποστόλων 2:36). Αύτό είναι τό παλαιότερο δόγμα που Ιχουμε για τόν Χριστό καί £χει κα­τά συνέπεια μεγάλο ένδιαφέρον, Ιδιαίτερα για τό λόγο δτι αργότερα άντικαταστάθηκε άπό άλλα, πιο έκτεταμένα, δόγ­ματα. ’Ονομάζεται θεωρία «τής υΙοθεσίας» γιατί έδώ υποτί­θεται δτι Εγινε μιά πράξη υΙοθεσίας. Ή υιοθεσία γιά τήν όποία μιλάμε, χρησιμοποιείται σέ αντίθεση μέ τή φυσική πατρότητα πού υπάρχει άπό τή γέννηση. “Έτσι ή Ιδέα που παρουσιάζεται έδώ, είναι δτι 6 Ίησοΰς δέν ήταν άπό τήν άρχή μεσσίας. Μέ αλλα λόγια, δέν ήταν άπό τήν άρχή ΤΙός τοΰ θεοϋ, άλλά Ιγινε μόνο υστέρα άπό μιά καθορι­σμένη, έντελώς διακριβωμένη πράξη τής θείας βούλησης. Αυτό έκφράζεται Ιδιαίτερα στό γεγονός δτι ή δήλωση στους Ψαλμούς 2:7, «Πός μου είσαι σύ' έγώ σήμερον σέ γέννη­σα», έρμηνεύεται πώς άναφέρεται στή στιγμή τής άναγό- ρευσης τοΰ Ίησοΰ (Πράξεις τών ’Αποστόλων 13:33).

32. Άδόλφου X ipvxx: « Ί ίτ ο ρ ί ι τοΟ δόγματος·, I, 78.

55

Σύμφωνα μέ μια Αρχαία σημιτική Ιδέα, ό βασιλιάς γί­νεται γιος τοΰ θεού, είτε άπό καταγωγή, είτε, δπως έδώ μέ υΙοθεσία, τή μέρα πού ανέρχεται στό θρόνο. Συμβαδί­ζει λοιπόν μέ τό ανατολίτικο πνεύμα τό νά ποΰμε πώς 6 ’Ι ­ησούς, καθώς αναγορεύτηκε, άνήλθε στά δεξιά τοΰ θεοΰ, Ιγινε ΤΙός θεοΰ. Τήν Ιδέα αύτή άπηχεϊ ακόμα και δ Παύ­λος, μολονότι γι’ αύτόν ή Εννοια «ΤΙός θεοΰ» είχε κιόλας αποκτήσει δλλη σημασία. Στήν πρός Ρωμαίους έπιστολή του 1:4 λέει γιά τόν ΤΙό τοΰ Θεοΰ δτι «άναγορεύθηκε ΤΙός τοΰ θεοΰ στήν έξουσία.. . μέ τήν ανάστασή του άπ’ τούς νεκρούς». Στό σημείο αύτό συγκρούονται δυο διαφορετικές μορφές έννοιών: ό Τίός τοΰ θεοΰ, πού ήταν ΤΙός άπό τήν άρχή (Ιδέα τοΰ Παύλου). Και δ Ίησοΰς, πού, μετά τήν άνάσταση, άνηγορεύτηκε ΤΙός τοΰ θεοΰ στήν έξουσία, δη­λαδή σέ βασιλέα ήγεμόνα τοΰ κόσμου (ή άντίληψη τής πρώ­της κοινότητας). Ό δύσκολος συνδυασμός τών δύο αυτών Ιδεών δείχνει πολύ καθαρά, δτι έδώ βρίσκονται άντιμέτω- πα δύο διαφορετικά σχήματα σκέψης. Τό παλαιότερο, πού πηγάζει άπό τήν πρωτοχριστιανική κοινότητα, παρουσιάζει συνέπεια στό δτι ή πρώτη κοινότητα χαρακτήριζε τόν Ίη - σοΰ, πρ’ιν άπό τήν αναγόρευσή του, σάν δνθρωπο: « . . . ανδρα άποδεδειγμένον πρός έσδς άπό τοΰ θεοΰ διά θαυμάτων καί τεράτων και σημείων, τά όποια δ θεός Εκαμε δι’ αύτοΰ έν μέσω υμών» (Πράξεις τών ’Αποστόλων 2:22). θ ά μπορού­σε κανείς νά παρατηρήσει έδώ δτι δέν ήταν δ Ίησοΰς πού έκτέλεσε τό θαΰμα, άλλά δ θεός μέσω τοΰ Ίησοΰ. Ό Ίη - σοΰς ήταν ή φωνή τοΰ θεοΰ. Ή Ιδέα αύτή έπικρατεΐ σέ κάποιο βαθμό στήν παράδοση τοΰ Εύαγγελίου, δπου, λόγου χάρη, μετά τή θεραπεία τοΰ παράλυτου, δ λαός ευλογεί τόν θεό (Μαρκ. 2:12). ’Ιδιαίτερα, δ Ίησοΰς χαρακτηρίζεται ώς ό προφήτης πού ύποσχέθηκε δ Μωυσής: «Προφήτην έκ μέσου σου θέλει άναστήσει είς σέ Κύριος ό θεός σου έκ τών άδελφών σου (Πράξεις 3:22, 7:37, Δευτερονόμιον 18:15)."

33. Β ΐις : οτ6 Ιδιο, ο*λ. 86.

56

"Ετσι βλέπουμε δτι ή άντίληψη πού είχε ή πρώτη κοινό­τητα γιά τόν Ίησοΰ ήταν δτι έπρόκειτο γιά δνθρωπο πού έκλέχτηκε άπό τό θεό καί Αναγορεύτηκε άπό τό θεό «Μεσ­αίας» καί άργότερα «ΤΙός θεού». Ή χριστολογία αύτή τής πρώτης κοινότητας μοιάζει σέ πολλές άπόψεις μέ την άντί­ληψη γιά τό Μεσσία πού διάλεξε δ θεός γιά νά δημιουρ­γήσει ίνα βασίλειο δικαιοσύνης καί άγάπης, μιά άντίληψη πού ήταν πολύ δημοφιλής στις μάζες τών Εβραίων γιά με­γάλο χρονικό διάστημα. Μόνο σέ δυο Ιδέες τής νέας πίστης βρίσκουμε στοιχεία πού ύποδηλοΰν κάτι τό ειδικά καινούρ­γιο: στό γεγονός τής άναγόρευσής του σάν Τΐοΰ τοΰ θεοΰ νά καθίσει στά δεξιά τοΰ Παντοδύναμου, καί στό γεγονός δτι δ Μεσσίας αΰτός δέν είναι πιά ό Ισχυρός, νικηφόρος ή- ρωας, άλλά ή σπουδαιότητα καί ή αξιοπρέπειά του πηγάζει άπό τά βάσανα πού ΰπέφερε, άπό τό θάνατό του στό σταυ­ρό. Σίγουρα ή ιδέα ένός Μεσσία πού πεθαίνει, ή άκόμη έ- νος θεοΰ πού πεθαίνει, δέν ήταν δλότελα νέα στή λαϊκή συ­νείδηση. Ό Ήσαΐας 53 μιλεΐ γι’ αύτόν τό βασανιζόμενο υ­πηρέτη τοΰ Θεοΰ. Τό τέταρτο βιβλίο τοΰ νΕσδρα άναφέρει έπίσης ενα Μεσσία πού πεθαίνει, μολονότι φυσικά σέ ουσια­στικά διαφορετική μορφή, γιατί πεθαίνει υστέρα άπό 400 χρόνια καί υστέρα άπό τή νίκη του.'* Ή Ιδέα ένός θεοΰ πού πεθαίνει μπορεί νά ήταν άγαπητή στό λαό άπό μιά δ­λότελα διαφορετική πηγή, δηλαδή τις λατρείες καί τούς μύ­θους τής Εγγύς Ανατολής (νΟσιρις, νΑττις καί ’Άδωνις).

Ή μοίρα τοϋ άνθρώπου βρίσκει τό πρωτότυπό της στό πάθος ένός θεοϋ πού ύποφέρει πάνω στή γή, πεθαίνει καί άνασταίνεται καί πάλι. Ό θεός αυτός θά έπιτρέ- ψει σέ δλους έκείνους πού συμμετέχουν μαζί του στά μυστήρια ή άκόμη πού ταυτίζονται μαζί του ν4 συμ- μετάσχουν σ’ αύτή τήν εύλογημένη Αθανασία.’*

34. Βλ. Φαλμός 22 καί ’Οοηέ 6.35. Φ. ΚοΟμοντ: «Die o rien talischen R eligionen in ihrem

E in flu ssau f die europaischen R eligionen des A ltertum s», K u ltu r

57

“Ισως υπήρχαν έβραΐκές έσωτερικές παραδόσεις γιά Ενα θεό πού πεθαίνει, ή Ινα Μεσσία πού πεθαίνει, δλοι δμως αυ­τοί ot πρόγονοι δέν μπορούν νά έξηγήσουν τήν τεράστια έπί- δραση πού είχε άμεσα ή διδασκαλία, γιά τό σταυρωμένο καί βασανισμένο σωτήρα, πάνω στις έβραΐκές μάζες, καί πολύ σύντομα καί στις είδωλολατρικές μάζες.

Στήν πρώτη κοινότητα τών Ενθουσιαστών, δ ’Ιησούς εγινε Ετσι Ενας άνθρωπος πού είχε αναγορευτεί μετά τό θάνατό του σέ θεό καί πού θά έπέστρεφε πολύ σύντομα γιά τήν ήμέρα τής κρίσης, νά κάνει ευτυχισμένους αυτούς πού υποφέρουν καί νά τιμωρήσει τούς κυδερνώντες.

Τώρα Εχουμε κατορθώσει νά είσχωρήσουμε σέ ικανοποιη­τικό βαθμό ώς τις ψυχικές έπιφάνειες τών όπαδών τού πρω- τοχριστιανισμού, ώστε νά έπιχειρήσουμε τήν έρμηνεία αυτών τών πρώτων χριστολογικών δηλώσεων. ’Εκείνοι πού τοξινώ- θηκαν άπό τήν Ιδέα αύτή, ήταν άνθρωποι πού βασανίζονταν καί βρίσκονταν σέ απόγνωση, γεμάτοι μίσος γιά τούς 'Εβραί­ους καί ξένους καταπιεστές τους, καί δίχως καμιά προοπτι­κή γιά Ενα έλπιδοφόρο μέλλον. "Ενα μήνυμα πού θά τούς έπέ- τρεπε νά προεκτείνουν στή φαντασία δλα δσα τούς άρνιόταν ή πραγματικότητα, θά πρέπει νά άσκούσε μεγάλη γοητεία πάνω τους.

Ά ν γιά τούς Ζηλωτές δέν Εμενε τίποτ’ άλλο παρά νά πε- θάνουν στήν απελπισμένη μάχη, ot δπαδοί τοΰ Χριστού μπο­ρούσαν νά όνειρευτούν τό τέλος τους χωρίς νά τούς δείχνει δμεσα ή πραγματικότητα τό ανέλπιδο τών έπιθυμιών τους. 'Τποκαθιστώντας τήν πραγματικότητα μέ τή φαντασία, τό χριστιανικό μήνυμα ικανοποίησε τούς πόθους γιά έλπίδα καί εκδίκηση, καί μολονότι απίτυχε νά ανακουφίσει τήν πείνα, ώστόσο Εδωσε μιά φανταστική ικανοποίηση στούς καταπιε­σμένους, πού δέν είχε μικρότερη σημασία."

d e r G egenw art, (δεύτερη ίχδοαη, 1923), τόμ. I , I I I , ο. 1. Βλ. έ- π ίοης Β ίις , στό Ιδιο, αελ. 70.

36. "Εδώ έπιβάλλεται μ:ά παρέκβαση, σχετικά μ ’ (να πρόβλημα ιτοΰ άΓΛτέλεσε αντικείμενο σφοϊρής πολεμικής, τό θέμα δηλαδή τοΟ

58

Ή ψυχαναλυτική Ερευνα τής χριστολογικής πίστης τής πρωτοχριστιανικής κοινότητας πρέπει τώρα νά θέσει τά α­κόλουθα έρωτήματα: Ποιά ήταν ή σημασία για τους πρώ­τους χριστιανούς τής φανταστικής Ιδέας ένός άνθρώπου ποΰ πεθαίνει καί έξυψώνεται σέ θεό; Γιατί ή φαντασίωση αυτή κέρδισε τις καρδιές τόσων πολλών χιλιάδων άνθρώ­πων σέ τόσο σύντομο διάστημα; Ποιες ήταν οί άσυνείδητες πηγές της καί ποιές συναισθηματικές άνάγκες ίκανοποιή- θηκαν άπ’ αυτήν;

Πρώτα, τό πιό σπουδαίο έρώτημα: “Ενας άνθρωπος έξ- υψώνεται σέ θεό. ΤΙοθετεΙται άπό τό θεό. “Οπως πολύ σω­στά παρατήρησε ό Ράιχ, Εχουμε έδώ τόν παλιό μύθο τής ανταρσίας τοΰ υΐοΰ, σάν Εκφραση τών έχθρικών παρορμή- σεων άπέναντι στόν πατέρα - θεό. Τώρα καταλαβαίνουμε

ώς ποιό βαθμό μ-opet νά νοείται 6 χριβτιχνισμός σάν έπχνχστατικό ταξικά κίνημα. Ό Κάουτσκυ, 3x6 «V orlaufcr des neuven Soziali- smus>, (Στουτγάρδη. 1895), καί άργότερα axdl «Βάθρχ τοΟ Χριστια­νισμού», προβάλλει χήν άποψη 8τι 6 Χριστιανισμός είναι προλετα­ριακό ταξικό κίνημα, πού ούσ'.ασν.κά, βμως, ή σημασία του βρίσκε­τα ι στήν πρακτική του δραστηριότητα, δηλαδή οτ6 φιλανθρωπικό του Ιργο κ ι βχ: στους 'θρησκευτικούς φανατισμούς». Ό Κάουτσκυ παρα­βλέπει τό γεγονός δχι ϊνα κίνημα μπορε! νά Ιχ ε ι ταξική προέλευση, χωρίς νά δπάρχουν κοινωνικά καί οικονομικά κίνητρα οχή συνείδηση τών έμπνευστών του. Ή περιφρόνησή του γ ιά χήν Ιστορική σημασία τών θρησκευτικών Ιδεών Αποδείχνει μόνο τήν πλήρη έλλειψη κατα­νόησης άπό μέρους του τοΟ νοήματος χής φχντχσχικής Ικανοποίησης μέσα στό κοινωνικό προχσές. Ή Ερμηνεία χου γ ιά τόν Ιστορικό Ολι­σμό είναι τόσο χυδαία πού γίνετα ι εϋκολο γ ιά τόν Τρέλτς (T roeltsch) καί τόν Χάρνακ νά δώσουν τήν έντύπωση πώς καταρρίπτουν τόν Ιστο­ρικό Ολισμό. 01 δυό αόχοί, δπως κι 6 Κάουτσκυ, 64 βάζουν στό κέντρο τής ϊρευνάς τους τό πρόβλημα χών ταξικών σχέσεων πού διαμόρφω­σαν τό Χριστιανιβμό, άλλά περισσότερο τό πρόβλημα τοΟ πόσο μεγάλο ρόλο έπαιξαν αύτές οΐ σχέσεις στή συνείδηση καί Ιδεολογία τών πρώ­των χριστιανών. Μολονότι 6 Κάουτσκυ χάνει άπό μπροστά του τό πραγ­ματικό πρόβλημα, ώστόσο, τά ταξικά βάθρα τοΟ Χριστιανισμού εΤναι τόσο ξεκάθαρα, πού ή ταχυδαχτυλουργική προσπάθεια. Ιδιαίτερα τοΟ Τρέλτς (αχό έργο του «Κοινωνική διδασκαλία τών χριστιανικών έκ- κλησιών*), γ ιά τήν άπόρριψή τους, προδίνει πολύ ξεκάθαρα τ ’.ς πο­λ ιτικές τάσεις τοΟ συγγραφέα.

59

ποιά σημασία μπορσΰσε νά Εχει 6 μύθος αυτός για τούς ό- παδούς τοΰ πρωτοχριστιανισμοϋ. 01 άνθρωποι αυτοί μισού­σαν βαθιά τις έξουσίες πού τούς Αντιμετώπιζαν μέ «πατρι­κή* δύναμη. 01 παπάδες, οί λόγιοι, οΐ αριστοκράτες, μέ δυο λόγια, δλοι οί κυβερνώντες πού τούς απέκλειαν άπό τή χαρά τής ζωής καί πού στό συναισθηματικό τους κόσμο Ε- παιζαν τό ρόλο τοΰ αυστηρού, τοΰ άπαγορευτικοΰ, βασανι­στικού, άπειλητικοΰ πατέρα καί θά Επρεπε έπίσης νά μι­σούν αύτόν τό θεό πού ήταν σύμμαχος τών καταπιε- στών τους, πού έπέτρεπε νά υποφέρουν καί νά κατα­πιέζονται. ’Επιθυμούσαν νά κυβερνούν έκεΐνοι, άκόμα ή­θελαν νά είναι οΐ άφεντάδες, άλλά τούς φαινόταν ανέφικτο νά προσπαθήσουν νά πετύχουν κάτι τέτοιο στήν πραγματι­κότητα καί νά Ανατρέψουν και νά καταστρέψουν τούς σημε­ρινούς Αφέντες τους μέ τή δία. ’Έτσι Ικανοποιούσαν τις έ- πιθυμίες τους στή φαντασία. Συνειδητά δέν τολμούσαν νά μισήσουν τόν πατρικό θεό. Τό συνειδητό μίσος τους τό φύ­λαγαν γιά τις Αρχές, δχι για τό έξυψωμένο πρόσωπο τοΰ πατέρα, γιά τό θείο δν. Άλλά ή Ασυνείδητη έχθρότητα στό θεϊκό πατέρα βρήκε τήν Εκφρασή της στή φαντασία τοΰ Χριστού. “Εβαλαν Εναν άνθρωπο στό πλευρό τοΰ Θεού καί τόν Εκαναν συμβασιλιά μέ τό θεό πατέρα. Ό άνθρωπος αύτός πού Εγινε θεός, καί μέ τόν όποιο μπορούσαν νά ταυ­τιστούν σάν Ανθρώπινα οντα, Αντιπροσώπευε τις οίδιπόδει- ες έπιθυμίες τους. Ή τα ν Ενα σύμβολο τής Ασυνείδητης έχ- θρότητάς τους πρός τό θεό πατέρα, γιατί αν δ άνθρωπος μπορούσε νά γίνει θεός, τότε δ θεός μπορούσε νά στερη­θεί τήν προνομιούχα πατρική θέση τοΰ νά είναι μοναδικός καί Απρόσιτος. Ή πίστη στήν έξύψωση τοΰ Ανθρώπου σέ θεό Εγινε Ετσι ή Εκφραση μιας Ασυνείδητης έπιθυμίας γιά τήν έκτόπιση τοΰ θεϊκού πατέρα.

’Εδώ βρίσκεται ή σπουδαιότητα τοΰ γεγονότος, πώς ή πρωτοχριστιανική κοινότητα υποστήριζε τό δόγμα τής υιο­θεσίας, τή θεωρία τής έξύψωσης τοΰ Ανθρώπου σέ θεό. Στό δόγμα αύτό ή έχθρότητα πρός τό θεό βρήκε τήν Εκ­φρασή της ένώ στό δόγμα που Αργότερα Απέκτησε μεγα­

60

λύτερη δημοτικότητα κι Εγινε έπικρατέστερο — τό δόγμα πού θέλει δτι ό ’Ιησούς ήταν πάντοτε θεός— έκφράστηκε ή έξάλειψη, ή αποβολή τών έχθρικών αύτών έπιθυμιών πρός τό θεό (θά τό συζητήσουμε αύτό αργότερα λεπτομερέστε­ρα). Ό πιστός ταυτίστηκε μέ τόν υίό αυτόν. 01 πιστοί μπο­ρούν νά ταυτιστούν μαζί του, γιατί ύπέφερε και αύτός σάν άνθρωπος δπως καί κείνοι. Έδώ βρίσκεται ή βάση τής γοητευτικής δύναμης και τής έπίδρασης που άσκησε πάνω στις μάζες ή Ιδέα τοΰ άνθρώπου πού υποφέρει και έξυψώ- θηκε σέ θεό. Μόνο μέ Ενα δν πού ΰπέφερε ήταν δυνατό νά ταυτιστούν. Χιλιάδες άνθρωποι πριν άπό τό Χριστό είχαν σταυρωθεί, βασανιστεί, ταπεινωθεί. Ά ν θεωρούσαν αυτόν τό σταυρωμένο πώς είχε έξυψωθεΐ σέ θεό, αυτό σήμαινε δ- τι ασυνείδητα ό σταυρωμένος αυτός θεός ήταν οΐ έαυτοί τους.

Ή προχριστιανική αποκάλυψη άνέφερε Ενα νικητή, Ισχυ­ρό μεσσία. Ή τα ν ό αντιπρόσωπος τών έπιθυμιών καί τών φαντασιών μιάς τάξης άνθρώπων πού καταπιέζονταν, άλλα που μέ πολλούς τρόπους ΰπέφεραν λιγότερο και δέν Επα- ψαν νά τρέφουν τήν έλπίδα τής νίκης. Ή τάξη άπό τήν ό­ποια ξεπήδησε ή πρώτη χριστιανική κοινότητα, καί στήν ό­ποια ό χριστιανισμός τοΰ 100 ώς τό 150 είχε μεγάλη έπι- τυχία, δέν μπορούσε νά ταυτιστεί μέ Εναν τέτοιο Ισχυρό, παντοδύναμο μεσσία. Ό μεσσίας τους πρέπει νά είναι Ενας πού υποφέρει, Ενας σταυρωμένος. Τό πρόσωπο τοΰ σωτήρα πού υποφέρει καθορίστηκε μέ τρείς τρόπους: πρώτο, μέ τήν Εννοια πού μόλις άναφέραμε. Δεύτερο, άπό τό γεγονός δτι μερικές άπό τις έπιθυμίες θανάτου κατά τοΰ πατέρα - θεσΰ μετατοπίστηκαν στό γιό. Στό μύθο τοΰ θεοΰ πού πεθαίνει (Ά δω νις, Ά ττ ις , νΟσιρις), ό θεός ό ίδιος ήταν έκεΐνος πού πιστεύεται πώς πέθανε. Στόν πρωτοχριστιανικό μύθο, ό πατέρας σκοτώνεται άπό τό γιό.

'Ωστόσο, τελικά, ή φαντασία τοΰ σταυρωμένου υΐοΰ εί­χε καί μία τρίτη άποστολή: καθώς οΐ πιστοί λάτρες ήταν διαποτισμένοι μέ μίσος καί έπιθυμίες θανάτου — συνειδητά,

61

ένάντια στούς κυβερνήτες τους, ασυνείδητα ένάντια στό Θεό Πατέρα — ταυτίζονταν με τό σταυρωμένο. Αυτοί οί ίδιοι ύπέφεραν τό θάνατο πάνω στό σταυρό καί τιμω­ρούνταν μ’ αύτό τόν τρόπο για τις έπιθυμίες θανάτου πού ετρεφαν ένάντια στόν πατέρα. Μέ τό θάνατό του, ό ’Ι ­ησούς ξέπλυνε τήν ένοχή δλων, καί ot πρώτοι χριστιανοί χρειάζονταν πάρα πολύ μιά τέτοια έξιλέωση. Έξαιτίας τής γενικής κατάστασής τους, ή έπιθετικότητα καί οί έπιθυμίες θανάτου πού ετρεφαν ένάντια στόν πατέρα ήταν ιδιαίτερα έντονες.

'Ωστόσο, το έπίκεντρο τής πρωτοχριστιανικής φαντασίας — αντίθετα με τήν κατοπινή Καθολική πίστη, πού θά πραγ­ματευτούμε παρακάτω— φαίνεται πώς βρισκόταν δχι σέ μια μαζοχιστική έξιλέωση μέ τήν αΰτοεκμηδένιση, άλλά στόν έκτοπισμό τοΰ πατέρα μέ τόν ταυτισμό του με τόν ’Ιη­σού που υποφέρει.

Γιά νά μπορέσουμε νά κατανοήσουμε ολόπλευρα τό ψυ­χικό φόντο τής πίστης στό Χριστό, πρέπει νά λάβουμε ύ- πόψη μας πώς τήν έποχη έκείνη ή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έπιδινόταν όλοένα καί περισσότερο στή λατρεία τοΰ αύτο- κράτορα, πού δέ γνώριζε έθνικά σύνορα. Ψυχολογικά συν­δεόταν στενά μέ τό μονοθεϊσμό, τήν πίστη σέ Ενα δίκαιο καί καλό πατέρα. wAv οί είδωλολάτρες άναφέρονται συχνά στό χριστιανισμό χαρακτηρίζοντάς τον σάν αθεϊσμό, με μιά βα­θύτερη ψυχολογική έννοια είχαν δίκιο, γιατί ή πίστη στόν άνθρωπο που υποφέρει καί έξυψώνεται σέ θεό, ήταν ή φαν­τασίωση μιας καταπιεζόμενης τάξης πού ΰπέφερε καί πού έπιθυμοΰσε νά βγάλει άπό τή μέση τις αρχουσες δυνάμεις — θεό, αύτοκράτορα καί πατέρα— καί νά βάλει στή θέση τους τους άνθρώπους πού υποφέρουν, δηλαδή τά μέλη τής τάξης. Ά ν οί κύριες κατηγορίες τών είδωλολατρών κατά τών χριστιανών περιλάμβαναν τήν κατηγορία δτι οί χρ ι­στιανοί διέπρατταν οιδιπόδεια έγκλήματα, ή κατηγορία αυ­τή ήταν ουσιαστικά μιά δίχως νόημα βλαστήμια. Άλλά τό άσυνείδητο τών βλάστημων είχε συλλάβει πολύ καλά τό ά- συνείδητο νόημα τοΰ μύθου τοΰ Χριστοΰ, τις οίδιπόδειες έ-

62

πιθυμίες του καί την κρυφή έχθρότητα πρός τό θεό πατέ­ρα, τόν αύτοκράτορα καί τήν έξουσία.”

Συνοψίζοντας: γιά νά καταλάβουμε τήν κατοπινή έςέλι- ξη τοΰ δόγματος, πρέπει νά κατανοήσουμε πρώτα τό δια­κριτικό γνώρισμα τής πρωτοχριστολογίας, τόν υίοΟετικό της χαρακτήρα. Ή πεποίθηση δτι Ενας άνθρωπος έξυψώ- νεται σέ θεό άποτελοϋσε έκφραση τής ασυνείδητης παρόρ- μησης έχθρότητας προς τόν πατέρα που υπήρχε στις μά­ζες αύτές. Παρουσίαζε τή δυνατότητα ένός ταυτισμοΰ καί τήν αντίστοιχη προσδοκία δτι θά άρχιζε πολύ σύντομα ή νέα έποχή, δπου αυτοί πού ύπέφεραν καί καταπιέζονταν θά γίνονταν οί κυβερνώντες καί ετσι θά γίνονταν ευτυχισμένοι. Άφοΰ 6 καθένας μπορούσε νά ταυτιστεί, καί ταυτιζόταν, μέ τόν Ίησοΰ έπειδή ήταν δ άνθρωπος πού ύπέφερε, προσ- φερόταν ή δυνατότητα γιά τή δημιουργία μιας κοινοτικής όργάνωσης χωρίς έξουσίες, καταστατικά καί γραφειοκρα­τία, ένωμένης μέ τόν κοινό ταυτισμό τών μελών της μέ τόν Ίησοΰ πού ύπέφερε καί έξυψώθηκε σέ θεό. Ή πρωτοχρι­στιανική πίστη υιοθεσίας γεννήθηκε άπό τις μάζες. ΤΗταν έκφραση τών έπαναστατικών τους τάσεων καί πρόσφερε Ι­κανοποίηση στήν έντονότερη έπιθυμία τους. Αύτό έξηγεΐ γιατί μέσα σ’ Ενα τόσο έξαιρετικά σύντομο διάστημα εγινε δ χριστιανισμός ή θρησκεία καί τών καταπιεζόμενων είδω- λολατρικών μαζών. (Μολονότι πολύ σύντομα επαψε νά εΤ- ναι μόνο δική τους).

37. 01 κατηγορίες τελετουργικοί) φόνου καί οεςουαλικής άκολα- αίας είναι δυνατό νά έξηγηθοΟν μέ τδν Ιίιο τρόπο.

63

4. Ό μετασχηματισμός τοϋ χριστιανισμοϋ καί τό όμοούσιο δόγμα

01 πρώτες δοξασίες πού αφορούσαν τόν Ίησοϋ ύπέστησαν μια άλλαγή. Ό άνθρωπος πού Εξυψώθηκε σέ θεό εγινε δ ΤΙός τοΰ Άνθρώπου πού ήταν πάντοτε θεός καί υπήρχε πριν άπό κάθε δημιουργία, Ενα μέ τό θεό, άλλα καί ξεχω­ριστός άπό Αυτόν. "Εχει μήπως ή άλλαγή αύτή τών Ιδεών σχετικά μέ τόν Ίησοϋ κοινωνιοψυχολογικό νόημα, δπως μπο­ρέσαμε νά αποδείξουμε γιά τήν πρώτη πίστη σχετικά μέ τήν υΙοθεσία; Τήν άπάντηση στό έρώτημα αύτό θά τή βρούμε μελετώντας τούς άνθρώπους πού δυό μέ τρεις έκατοντάδες χρόνια άργότερα, δημιούργησαν τό δόγμα αύτό καί πίστευ­αν σ’ αύτό. Μ’ αύτό τόν τρόπο θά μπορέσουμε νά κατανο­ήσουμε τήν πραγματική κατάσταση τής ζωής τους, καθώς καί τις ψυχικές πλευρές της.

Τά σπουδαιότερα έρωτήματα πού προβάλλουν είναι τού­τα: Ποιοι ήταν οΐ χριστιανοί στούς πρώτους μετά Χριστό αΙώνες. Ό χριστιανισμός παρέμεινε ή θρησκεία τών Ενθου­σιαστών 'Εβραίων τής Παλαιστίνης πού ύπέφεραν ή ποιοι άλλοι παίρνουν τή θέση τους καί προσχωρούν σ’ αύτούς;

Ή πρώτη μεγάλη άλλαγή στή σύνθεση τών πιστών πα- ρατηρεΐται δταν ή χριστιανική προπαγάνδα στράφηκε πρός τούς είδωλολάτρες καί, σέ μιά μεγάλη νικηφόρα Εκστρατεία, κέρδισε πιστούς άνάμεσά τους σ’ όλόκληρη σχεδόν τή Ρω­μαϊκή Αύτοκρατορία. Ή σημασία τής άλλαγής Εθνικότητας άνάμεσα στούς πιστούς τοΰ χριστιανισμού δέ θά πρέπει νά υποτιμηθεί, ωστόσο δέν Επαιξε αποφασιστικό ρόλο, έφόσο ή κοινωνική σύνθεση τής χριστιανικής κοινότητας δέν άλλα­ξε ουσιαστικά, έφόσο δηλαδή, τήν άποτελοΰσαν φτωχοί, κα- ταπιεζόμενοι, αμόρφωτοι άνθρωποι, πού αίσθάνονταν νά υ­ποφέρουν άπό κοινοΰ, Ενιωθαν κοινό μίσος καί είχαν κοι­νές έλπίδες.

Ή γνωστή κρίση τοΟ Παύλου πού άφορ& τήν κορινθι-

64

ακή κοινότητα δέν κάνει χωρίς Αμφιβολία τήν Αξία τη; γιά τή δεύτερη καί τήν τρίτη γενεά τών περισ­σότερων χριστιανικών κοινοτήτων, καθώς καί γιά τήν Αποστολική περίοδο: «Επειδή βλέπετε τήν πρόσκλη- σίν σας, Αδελφοί, δτι είσθε ού πολλοί σοφοί κατά σάρ­κα, ού πολλοί δυνατοί, ού πολλοί εύγενείς. Ά λλά τά μωρά τοΰ κόσμου έξέλεξεν δ θεός, διά νά καταισχύνη τά ισχυρά' καί τά Αγενή τοδ κόσμου καί τά έξουθενη- μένα έξέλεξεν δ θεός, καί τά μή δντα, διά νά καταρ- γήση τά δντα». (1 πρδς Κορινθίους 1 :2 6 -2 8 ) ."

Μολονότι δμως ή μεγάλη πλειονότητα τών πιστών πού κέρδισε ό Παύλος γιά τό χριστιανισμό στόν πρώτο αΙώνα έξακολουθούσαν νά είναι άνθρωποι τών κατώτερων τάξε­ων — κατώτεροι χειροτέχνες, δούλοι καί Απελεύθεροι — βαθμιαία Ινα άλλο κοινωνικό στοιχείο, οί μορφωμένοι καί οί εύποροι, άρχισαν νά είσχωροΰν στίς κοινότητες. *0 Π αύ­λος υπήρξε πραγματικά Ενας άπό τους πρώτους χριστιανούς ηγέτες πού δέν προερχόταν άπό τις κατώτερες τάξεις. Ή ­ταν γιος ένός εύπορου Ρωμαίου πολίτη, υπήρξε Φαρισαίος καί κατά συνέπεια ήταν Ενας άπό τούς μορφωμένους που περιφρονοϋσαν καί μισούσαν οί χριστιανοί.

Δέν ήταν προλετάριος πού δέν είχε καμιά σχέση μέ τδ πολιτικό καθεστώς καί τδ μισοΟσε, οδτε Απδ κεί­νους πού δέν ένδιαφερόντουααν γιά τή συνέχισή του καί πού έλπίζανε στήν καταστροφή του. Ά πδ τΙς Αρ­χές κιόλας βρισκότανε πολύ κοντά στίς κρατικές έ- ξουσίες, είχε πολύ μεγάλη έμπειρία γιά τΙς εύλογίες της καθιερωμένης τάξης, ώστε νά μήν ίχει διαφορετι­κό πνεύμα σχετικά μέ τήν ήθική άξία τοΟ κράτους, Από, άς πούμε, ένα μέλος τοδ ντόπιου κόμματος τών Ζηλωτών, ή Ακόμη καί Απδ τούς Φαρισαίους συναδέλ­φους του, πού έβλεπαν τή ρωμαϊκή κυριαρχία τδ πο-

38. Κνόφ: «Das nachapostolische Zeitalter», ο. 64.

5. Τό δόγμ® τοΟ ΧριοτοΒ 65

λύ - πολύ σάν τό μικρότερο κακό συγκρινόμενη μέ τούς μισοεβραίους Έρωδιανοΰς.”

*0 Παΰλος απευθυνόταν μέ τήν προπαγάνδα του κατά κύριο λόγο στά κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά σί­γουρα καί σέ μερικούς εύπορούς καί μορφωμένους, Ιδιαίτε­ρα έμπορους, πού μέ τις περιπλανήσεις καί τά ταξίδια τους είχαν αποφασιστική σημασία για τή διάδοση τοΰ χριστιανι­σμού.*' Μέχρι δμως τά μέσα περίπου τοΰ 2ου αΙώνα, με­γάλο στοιχείο τών κοινοτήτων ανήκε στις κατώτερες τάξεις. Αύτό αποκαλύπτεται άπό όρισμένες περικοπές τής πρωτότυ­πης φιλολογίας, πού, δπως ή ’Επιστολή τοΰ ’Ιακώβου ή τό Βιβλίο τής ’Αποκάλυψης, αποπνέουν φλογερό μίσος για τούς Ισχυρούς καί τούς πλούσιους. Ή άκομψη μορφή τών φιλολογικών αύτών άποσπασμάτων καί τό γενικό νόημα τής έσχατολογίας άποκαλύπτουν δτι «τά μέλη τών (χριστιανι­κών) κοινοτήτων τής μεταποστολικής περιόδου έξακολουΟοΰ- σαν νά προέρχονται κυρίως άπό τις τάξεις τών φτωχών καί τών ανελεύθερων."

39. Βάις, στό Ιδιο, ο. 132.40. Κνόφ, ατό Ιδιο, ο. 70.41. Κνόφ, ατό Τί'.ο, α. 69 χ .έ. Ο! "ΐραινέαίΐς τοΟ Αγίου 'Ιππο­

λύτου έξακολουθοΟν νά αποκαλύπτουν τόν ήθικό ριγκοριομό καί τήν έχθρότητα πρός τή ζωή τής μεσαίας τάξης, 8πως φαίνεται ατό κεφά­λαιο 41 (ποΰ παραθέτει ό Χάρναχ, «Die Mission und Ausbreitung des Christentums, I, 300): «Παρόμοια ίρευναθά γίνει σχετικά μέ τά έπαγγέλματα καί τΙς τέχνες έκείνων ποί) μ ϊς φέρνουν γιά νά γ ί­νουν δεχτοί ατήν πίστη. "Αν κάποιος είναι μαοτρωπός, πρέπει νά άπέχει ή νά άπορρίπτεται. Ά ν είναι ήθοποιός ή παντομίμος, πρέπει νά άπέχει ή νά άπορρίπτεται. Έ να ς δάσκαλος μικρών παιδιών πρέ­πει νά άπέχει, &ν 8μως δέν έχει άλλη άπασχόληση, μπορεί νά τοΟ έπιτραπεί νά συνεχίσει. Παρόμοια, §νας άρματοδρόμος, ποΰ παίρνει μέρος στίς κοΟρσες ή συχνάζει στίς κοΟρσες, πρέπει ν’ άπέχει ή νά άπορριφθεΐ. "Ενας ξιφομάχος ή έκπαιδευτής ξιφομάχων, Ινας κυνη­γός (στά θεάματα άγρίων ζώων), ή όποιοσδήποτε συνδέεται μέ τά θεάματα αύτά, ή Ινας δημόσιος λειτουργός, ποί) άσχολεΐται μέ ξ’.φο- μαχικές έπιδείξεις, πρέπει νά άπέχει ή νά άπορριφθεΐ. Έ να ς στρα­τιώτης τής πολιτικής έξουσίας πρέπει νά διδάσκεται νά μή ακοτώ-

66

Π ερί τά μέσα τοΰ 2ου αΙώνα, 6 χριστιανισμός δρχισε νά κερδίζει πιστούς άνάμεσα στή μεσαία καί τήν άνώτερη τά­ξη τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πρώτα άπ’ δλα, έπρό- κειτο γιά γυναίκες τής υψηλής κοινωνίας καί έμπόρους πού είχαν άναλάδει τήν προπαγάνδα. Ό χριστιανισμός διαδό­θηκε στόν κύκλο τους κα'ι κατόπιν είσχώρησε βαθμιαία στούς κύκλους τής αρχουσας άριστοκρατίας. "Ως τά τέλη τοΰ 2ου αιώνα, δ χριστιανισμός είχε πάψει πια νά είναι ή θρησκεία τών φτωχών χειροτεχνών καί τών δούλων. Καί δταν έπί Κωνσταντίνου £γινε κρατική θρησκεία, είχε πια γίνει ή θρησκεία ευρύτερων κύκλων της αρχουσας τάξης τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.**

νει ανθρώπους καί νά άρνεΐται νά τό κάνει αύτό άν τόν διατάξουν, καθώς καί νά άρνείται νά δρκιατεΐ. "Αν ίέν είναι πρόθυμος νά συμ­μορφωθεί, πρέπει νά άπορριφθεΤ. Έ να ς στρατιωτικός διοικητής ή δικαστής ποϋ φοράει τήν πορφύρα πρέπει νά παραιτηθεί ή νά άπορ- ριφθεΤ. "Αν Ινας κατηχούμενος ή πιστός έπιδιώκει νά γίνει στρατιώ­της, πρέπει νά άπορριφθεΤ, γιατί ot στρατιώτες περιφρονοΟν τό θεό. Μιά πόρνη ή ένας ακόλαστος Ανθρωπος ή κάποιος πού ευνουχίστηκε, ή δποιοσδήποτε άλλος κάνει άκατανόμαστα πράγματα, πρέπει νά άπορριφθεΤ, γιατί βλοι αύτοί είναι μολυσμένοι. Έ να ς γητευτής, μά­γος, μάντης, Ινας πού χρησιμοποιεί μαγικούς στίχους, ταχυδαχτυ- λουργός, κατασκευαστής φυλακτών πρέπει νά άπέχει ή νά άπορρι- φθεΐ. Μιά έταίρα πού είναι σκλάβα καί άνάθρεψε τά παιδιά της καί έχει μείνει πιστή μόνο οτόν αφέντη της, μπορεϊ νά γίνει άκροατής. "Αν βμως ίχ ε ι άποτύχει σ’ αύτά, πρέπει νά άπορριφθεΤ. "Αν Ινας άνθρωπος Ιχε ι φιλενάδα πρέπει νά άπέχει ή νά παντρευτεί νόμιμα. "Αν είναι απρόθυμος νά τό κάνει, πρέπει νά άπορριφθεΤ. "Αν Ιχου- μβ παραλείψει τίποτα, τά γεγονότα θά σάς δείξουν τί πρέπει νά κά­νετε. Γιατί βλοι ίχουμε τό Ά γ ιο ΙΙνεΟμα».

42. Σάν παράδειγμα τοΟ χαρακτήρα τής κοινότητας τής Ρώμης δ Κνόφ δίνει μιά εικόνα τής έξέλιξης τής κοινωνικής σύνθεσης τής χριστιανικής έκκλησίας στούς πρώτους τρεις αιώνες. Ό ΠαΟλος, στήν ’Επιστολή πρός τούς Φιλιππαίους (4 :22), ζητά νά βοθοΟν τά χαιρετίσματά του «Ιδιαίτερα σέ κείνους πού άνήκουν στό οικογενεια­κό περιβάλλον τοΟ Καίσαρα*. Τό γεγονός δτι, οί ποινές θανάτου πού έπέβαλλε ό Νέρων στούς χριστιανούς (πού τΙς άναφέρβι ό Τά- κιτος, «Χρονικά», XV, 44), δπως τό ράψιμο σέ προβιές, τό δάγκω­μα σκύλων, ή σταύρωση, ή πυρπόληση, θά πρέπει νά χρησιμοποιοΟν-

67

Διακόσια πενήντα μέ τριακόσια χρόνια μετά τή γέννηση τοΰ χριστιανισμού, οί όπαδοί αύτής τής πίστης ήταν τελεί­ως διαφορετικοί άπό τούς πρώτους χριστιανούς. Δέν ήταν πια Εβραίοι, πού πίστευαν, πιο φλογερά άπό όποιοδήποτε άλλο λαό, στήν Ελευση μιας μεσσιανικής έποχής, πού δέν θ’ άργοΰσε. Ή τα ν περισσότερο “Ελληνες, Ρωμαίοι, Σ\'ιροι καί Γαλάτες — με δυό λόγια μέλη δλων τών έθνών της Ρω­μαϊκής Αυτοκρατορίας. Σημαντικότερη άκόμη άπό τήν άλ- λαγή έθνικότητας, ήταν ή κοινωνική διαφορά. Βέβαια οΐ

ται μόνο ένάντια στους humiliores (ταπεινούς) xal δχι ένάντια ατούς honestiores (τούς έξέχοντες), δείχνει πώς ot χριστιανοί τής περιό­δου αύτής άνήκαν κατά κύριο λόγο οτίς κατώτερες τάξεις, μολονότι μερικοί πλούσιοι καί έξέχοντες είναι ένδεχόμενο νά είχαν προσχω­ρήσει σ’ αύτούς. Σέ ποιά έκταση είχε μεταβληθεΤ ή σύνθεση τής προαποστολές έκκληοίας, προκύπτει άπό μιά περικοπή πού άνα- φέρει δ Κνόφ άπό τό «Ελήμης I», 38:22: «01 πλούσιοι μποροΐσαν νά προσφέρουν βοήθεια ατούς φτωχούς καί ot φτωχοί μποροΟσαν νά εύχαριστοΟν τό θεό πού τούς έδωσε κάποιον γιά νά τούς βοηθάει ατήν άνάγκη τους». ’Εδώ δέν παρατηρούμε κανένα Ιχνος τής έχθρότητας έκείνης ένάντια ατούς πλούσιους, πού βιαπνέει Αλλα ντοκουμέντα. Αύτός είναι ό τρόπος πού μπορεΐ νά μιλήσει κανείς σέ μιά έχχλησία, βπου ot πλουσιότεροι καί ot έξέχοντες δέν είναι τόσο σπάνιοι κι δ- που ot πλούσιοι αύτοί κάνουν τό καθήκον τους άπέναντι στούς φτω­χούς. (Ενόφ, στό Ιδιο, σ. 65). Ά πό τό γεγονός δτι τό 96 μ.Χ., όχτώ μήνες πρ’.ν άπό τό θάνατό του, δ Δομητιανός διέταξε τήν έκτέ- λεση τοΟ έξαδέρφου του Ο πάτου Τίτου Φλάβιου, καί έστειλε έξορ(α τήν πρώτη του γυναίκα (τιμωρώντας τον προφανώς, καθώς καί τή γυναίκα, γιά τήν προσχώρησή τους στό χριστιανισμό), δείχνει πώς άπό τό τέλος κιόλας τοΟ 1ου αίώνα, ot χριστιανοί στή Ρώμη είχαν είσχωρήσει ατό περιβάλλον τοΟ αύτοκράτορα. *0 αύξανόμενος άριθ- μός τών πλούσιων καί έξεχόντων χριστιανών δημιούργησε δπως ή­ταν φυσικό έντάσεις καί διαφορές ατίς έκκλησ(ες. Μιά άπό τΙς δια­φορές αύτές πρόβαλε νωρίς, xal άφοροΟαε τό χατά πόσο ot χριστια­νοί άφέντες έπρεπε ν’ άπελευθερώσουν τούς δούλους τους. Αύτό φαί­νεται άπό τήν προτροπή τοΟ Παύλου νά μή ζητούν ot δούλοι τή χ ε ι­ραφέτησή τους. Καθώς, δμως, ατήν πορεία τής έξέλιξής του, δ χρ ι­στιανισμός γινόταν δλοένα καί περισσότερο πίστη τών άρχουοών ό- μάδων, ot έντάσεις αύτές ήταν άναπόφευκτο νά όξύνονται. <01 πλού­σιοι δέν άδερφώνονταν καί τόσο μέ τούς δούλους, τούς χειραφετημέ­νους καί τούς προλετάριους, Ιδιαίτερα δημόσια. 01 φτωχοί βλέπαν

68

δοΰλοι, ot χειροτέχνες καί τό «ίξαθλιωμένο προλεταριάτο», δηλαδή οί μάζες τών κατώτερων τάξεων, έξακολουθοΰσαν νά άποτελοΰν τόν κύριο δγκο τής χριστιανικής κοινότητας, παράλληλα δμως ό χριστιανισμός είχε γίνει έπίσης ή θρη­σκεία τών ανώτερων καί άρχουσών τάξεων τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Σέ συνδυασμό μέ τήν αλλαγή αύτή στήν κοινωνική δο­μή τών χριστιανικών έκκλησιών, πρέπει νά ρίξουμε μιά μα­τιά στή γενική οίκονομική καί πολιτική κατάσταση τής Ρω­μαϊκής Αυτοκρατορίας, ποΰ είχε ΰποστεί θεμελιώδη αλλα­γή στή διάρκεια τής ίδιας περιόδου. 01 έθνικές διαφορές μέσα στήν παγκόσμια αυτοκρατορία δλοένα έξαφανίζονταν. Άκόμη καί Ινας ξένος μπορούσε νά γίνει Ρωμαίος πολίτης

άπό μέρους τους τούς πλούσιους αά νά άνήκαν κατά τό μισό ατό διά­βολο». (Κνόφ, ατό Ιδιο, ο. 81). *0 Κέρμας δίνει μιά καλή εικόνα τής αλλαγμένης κοινωνικής σύνθεσης: «’Εκείνοι ποί> κάνουν πολλές δουλειές Αμαρτάνουν πιό πολύ, καθώς είναι άπορροφημένοι οτίς δου­λειές τους καί δέν 6πηρετο0ν οέ τίποτα τόν Κύριο». (Σιμ. V III, 9 ). «Πρόκειται γιά κείνους πού ήταν πιστοί, άλλά Ιγιναν πλούσιοι καί άπέκτηααν τιμές άνάμεοα ατούς είδωλολάτρες. "Γατερα άπ’ αΰτό ϊ- γιναν άλαζόνες καί ψηλομύτες καί έγκατέλειψαν τήν άλήθεια, καί μολονότι άνήκαν ατούς δίκαιους, ζοΟσαν μαζί μέ τους είδωλολάτρες, κι αύτό τούς εύχαριατοΟαε περισσότερο», ( ί ιμ . IX, 1 ). «Πολύ δύσκο­λα οΐ πλούσιοι προσχωρούν ατούς δπηρέτες τοΟ θεοΟ, φοβούμενοι πώς βά τούς ζητηθεί κάτι». (Σ'.μ. XX, 2 ). Φαίνεται δτι μόνο στήν περίο­δο μετά τούς Άντωνίνους οί πλούσιοι καί ot έξέχοντες, οί άριστο- κράτες καί ot εύποροι, προσχώρησαν στή χριστιανική έκκλησία, 6- πως πολύ σωστά άναφέρει δ Εύσέβιος οέ μιά γνωστή περικοπή, Βποο λέει δτι: «Στή διάρκεια τής βασιλείας τοΟ Κόμμοδου, ot 6ποθέσεις |τών χριστιανών) πήραν εύκολότερο δρόμο καί, χάρη στή θεία εύλο- γία, ή ειρήνη άπλώθηκε οτίς έκκλησίες ο’ δλο τόν κόσμο... καθώς τώρα πιά μεγάλος αριθμός άκόμα καί χριστιανοί άπό τή Ρώμη, δια- κρινόμενοι γιά τόν πλούτο καί τήν καταγωγή τους, προχωροΟσαν στή σωτηρία τους μέ δλη τήν οίκογένειά τους καί τούς συγγενείς τους». (Εύσέβιος: «’Εκκλησιαστική Ιστορία», βιβλίο V, 21, 1 ). Έ τσ ι, στήν χόρια μητρόπολη τοΟ κόσμου, ό χριστιανισμός είχε πάψει νά είναι θρησκεία χατά χόριο λόγο φτωχών xal δούλων. Ά πό χεΐ χαΐ πέρα ή δύναμη Ελξης του άσκήθηκε στίς διάφορες τάξεις τών Ιδιοκτητών xal τών μορφωμένων.

69

(’Έδικτο τοΰ Καρακάλλα, 212). Στόν Ιδιο χρόνο, ή λατρεία τοΰ αύτοκράτορα χρησίμευε ώς ένοποιητικός δεσμός πού ι­σοπέδωνε τις έΟνικές διαφορές. Ή οικονομική ανάπτυξη χα­ρακτηριζόταν άπό μιά διαδικασία βαθμιαίου, άλλα προο­δευτικού έκφεουδαρχισμοΰ.

Οί νέες σχέσεις, δπως είχαν σταθεροποιηθεί μετά τ& τέλος τοϋ 3ου αιώνα δέ γνώριζαν πιά έλεύθερη έργα­σία, άλλά μόνο ύποχρεωτική έργασία στις κτηματικές δμάδες πού είχαν γίνει κληρονομικές στούς Αγροτι­κούς πληθυσμούς καί στίς άποικίες, καθώς καί στους χειροτέχνες καί τις συντεχνίες, καί έπίσης (δπως εί­ναι πολύ καλά γνωστδ) στούς πατρικίους, πού είχαν γίνει οί κύριοι φορείς τών φορολογικών βαρών. Έ ­τσι δ κύκλος δλοκληρώθηκε. Ή έξέλιξη ςαναγυρίζει στδ σημείο άπ’ δπου ξεκίνησε. Ή μεσαιωνική τάξη είχε Ιγκαθιδρυθεί."

Ή πολιτική Εκφραση αυτής τής παρακμάζουσας οικονο­μίας, πού υποχωρούσε σέ μιά νέα κτηματική «φυσική οικο­νομία», ήταν ή άπόλυτη μοναρχία δπως διαμορφώθηκε έπί Διοκλητιανοΰ καί Κωνσταντίνου. Δημιουργήθηκε ?να ίε- ραρχικό σύστημα μέ άπειρες έξαρτήσεις, που στήν κορυφή του βρισκόταν τό πρόσωπο τοΰ θεϊκοΰ αύτοκράτορα, στόν όποιο ot μάζες Επρεπε νά τρέφουν σεβασμό καί άγάπη. Σέ σχετικά σύντομο διάστημα, ή Ρωμαϊκή Αύτοκρατορία Εγι- νε Ινα κράτος φεουδαρχικής τάξης μέ μιά αυστηρά έδραι- ωμένη ιεραρχία, ώς τήν όποία οί κατώτερε; τάξεις δέν μπο- ροΰσαν νά προσβλέπουν τήν άνοδό τους γιά τό λόγο δτι ή στασιμότητα, ή όφειλόμενη στήν υποχώρηση τών παραγω­γικών δυνάμεων εκανε αδύνατη τήν προοδευτική έξέλιξη. Τό κοινωνικό σύστημα σταθεροποιήθηκε καί ρυθμιζόταν άπό τά πάνω, παράλληλα δημιουργήθηκε μιά έπιτακτική άνάγ-

43. Έντουαρντ Μέγιερ: «Sklaverei im A ltertum ·, Kleine Scbri- ften (δεύτερη ίκ ί . , 1934), I, 81.

70

κη νά μπορεΐ ευκολότερα τό άτομο, πού στεκόταν στή βά­ση, νά μείνει ευχαριστημένο μέ τήν κατάστασή του.

Αύτή ήταν βασικά ή κοινωνική κατάσταση στή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά τήν Ελευση τοΰ 3ου αΙώνα. Τό μετασχη­ματισμό πού είχε ΰποστεΐ, άπό τις πρώτες μέρες τής έμφά- νισής του μέχρι τότε ό χριστιανισμός, και Ιδιαίτερα ή Εν­νοια τοΰ Χρίστου καί τής σχέσης του μέ τό θεό Πατέρα, πρέπει νά τόν βλέπουμε πρωταρχικά κάτω άπό τό φώς αυ­τής τής κοινωνικής άλλαγής καί τής ψυχικής άλλαγής πού προκάλεσε, καθώς καί κάτω άπό τό φώς τής νέας κοινωνιο­λογικής άποστολής πού άνέλαβε 6 χριστιανισμός. Τό ζωτι­κό στοιχείο στήν κατάσταση αύτή μπορεΐ νά μάς διαφύγει, δν θεωρήσουμε δτι ή χριστιανική θρησκεία διαδόθηκε καί κέρδισε μέ τό μέρος της τή μεγάλη πλειονότητα τοΰ πληθυ­σμού τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ή άλήθεια είναι, πε­ρισσότερο, δτι ή άρχική θρησκεία μετασχηματίστηκε σέ μιάν αλλη, άλλά ή νέα Καθολική θρησκεία είχε κάθε λόγο νά άπο- κρύβει τό μετασχηματισμό αύτόν.

θ ά δείξουμε τώρα ποιό μετασχηματισμό ύπέστη 6 χρι­στιανισμός στή διάρκεια τών πρώτων τριών αΙώνων καί θά αποδείξουμε μέ ποιό τρόπο ή νέα θρησκεία έρχόταν σέ άντί- θεση μέ τήν παλιά.

Τό σπουδαιότερο σημείο εΤναι δτι οΐ έσχατολογικές προσ­δοκίες πού άποτελοΰσαν τό κέντρο τής πίστης καί τής έλ- πίδας τής πρώτης κοινότητας βαθμιαία έξαφανίστηκαν. Ό πυρήνας τοΰ άποστολικοΰ κηρύγματος τής πρώτης κοινότη­τας ήταν: «’Επίκειται ή βασιλεία τοΰ θεοΰ». 01 δνθρωποι είχαν προετοιμαστεί γιά τή βασιλεία, καί άκόμα προσδο­κούσαν πώς θά τή νιώσουν οί ίδιοι, καί άμφιβάλλανε κατά πόσο στό μικρό διάστημα πού μεσολαβοΰσε πριν άπό τήν Ε­λευση τής νέας βασιλείας, θά ήταν δυνατό νά κηρύξουν τό χριστιανικό μήνυμα στήν πλειονότητα τοΰ είδωλολατρικοΰ κόσμου. Ή πίστη τοΰ Παύλου έξακολουθεί νά διαποτίζεται άπό έσχατολογικές έλπίδες, άλλά κιόλας, στήν έποχή τοΰ Παύλου, ό άναμενόμενος χρόνος τής Ελευσης της βασιλείας είχε Αρχίσει πιά νά μετατίθεται στό μέλλον. Γιά τόν Παΰ-

71

λο ή συντέλεια τοΰ κόσμου είχε έξασφαλιστεί μέ τήν άνύ- ψωση τοΰ Μεσσία καί ό τελευταίος αγώνας πού έπρόκειτο νά διεξαχθεί, Ιχασε τή σημασία του μπροστά σέ δσα είχαν πιά συμβεΐ. Στήν κατοπινή, δμως, έξέλιξη, ή πίστη στήν άμεση έγκαθίδρυση τής βασιλείας έτεινε όλοένα καί περισσότερο νά έξαφανιστεί: «Αύτό ποΰ αντιλαμβανόμαστε είναι περισ­σότερο ή βαθμιαία έξαφάνιση ένός άρχικοΰ στοιχείου, τοΰ Φανατικοΰ καί τοΰ ’Αποκαλυπτικού, δηλαδή τής σίγουρης συνείδησης γιά μιά άμεση κτήση τοΰ 'Αγίου Πνεύματος, καί τής έλπίδας ένός μέλλοντος πον Οά κυριαρχήσει πάνω στό παρόν».4*

νΑν οί δύο αντιλήψεις, ή έσχατολογική καί ή πνευματική, συνδέονταν στενά μεταξύ τους στήν αρχή, καί ή κύρια Ιμ- φαση δινόταν στήν έσχατολογική αντίληψη, σιγά σιγά δια­χωρίστηκαν. Ή έσχατολογική έλπίδα βαθμιαία υποχώρησε, ό πυρήνας τής χριστιανικής πίστης απομακρύνθηκε άπό τή δεύτερη έλευση τοΰ Χριστοΰ, καί, «μπορούσε τότε υποχρεω­τικά νά βρεθεί στήν πρώτη Ελευση, χάρη στήν δποία ή σω­τηρία είχε προετοιμαστεί άπ’ τόν άνθρωπο καί ό δνθρωπος γιά τή σωτηρία».4*

Ή διαδικασία τής διάδοσης τοΰ πρωτοχριστιανικού έν-

44. ΧΑρναχ, «Ιστορία τοΟ δόγματος», I, 49. Ό Χάρναχ τονίζει 8- τι Αρχικά έπικρατοΟσαν 8υό άλληλένδετες Απόψεις σχετικά μέ τό σκοπό τής ϊλευαης τοΟ ΧριστοΟ ή τής φύσης καί τών μέσων τής σω­τηρίας: ή σωτηρία ήταν νοητή, Από τό Ενα μέρος, σΑ συμμετοχή στήν έπερχόμενη δοξασμένη βασιλεία το3 ΧριστοΟ xal 8λα τΑ Αλλα Επρβπε νΑ θεωροΟνται σΑν προπαρασκευαστιχΑ γιΑ τή σίγουρη αύτή προοπτική. 'Ωστόσο, άπό τό Αλλο μέρος, ή προσοχή στρεφόταν στίς συνθήκες xal προβλέψεις τοΟ θεοΟ πού έπεξεργάατηκε ό Χριστός, πού γιΑ πρώτη φορΑ Εδωσαν ατούς Ανθρώπους τή δυνατότητα νΑ Α- ποχτήσουν χΑποια Ασφάλεια γιΑ τή σωτηρία. Ή συγχώρεση τών Α­μαρτιών, ή χρηστή ζωή, ή γνώση χλπ., είναι τΑ πράγματα πού 6- πολογίζονται περισσότερο έδώ, χαΐ ο! Ιδιες αύτές εύλογίες, καθώς Εχουν σΑ βέβαιο Αποτέλεσμα τή συμμετοχή στή βασιλεία τοΟ ΧριστοΟ, 4), Ακριβέστερα, τήν αΙώνια ζωή, μποροΟν νΑ θεωροΟνται σΑ σωτηρία. (Στό Ιδιο, ο. 129 -130).

45. Στό ίδιο, ο. 130.

72

Οουσιασμοΰ γρήγορα κατέπεσε. Βέβαια σέ δλη τή μετέπει- τα Ιστορία τοΰ χριστιανισμού (άπό τούς Μοντανιστές μέχρι τούς Άναβαπτιστές), σημειώνονταν συνεχείς προσπάθειες άναβίωσης τοΰ παλαιού χριστιανικού ένθουσιασμού μέ τις έσχατολογικές του προσδοκίες — προσπάθειες πού ξεκινού­σαν άπό τις όμάδες έκεϊνες, πού, ώς πρός τήν οικονομική, κοινωνική και ψυχική τους κατάσταση, καθώς ήταν καταπι- εζόμενες καί άγωνίζονταν γιά τήν Ελευθερία, Εμοιαζαν μέ τούς πρώτους χριστιανούς. Άλλ’ ή Εκκλησία δέν είχε πιά καμιά σχέση μ’ αύτές τις έπαναστατικές προσπάθειες, μιά καί είχε κερδίσει, στήν πορεία τοΰ 2ου αΙώνα, τήν πρώτη αποφασιστική νίκη. Ά πό τότε καί στό έξης, τό βάρος τοΰ μηνύματος δέ βρισκόταν στήν κραυγή «ή βασιλεία Ερχεται», στήν προσδοκία δτι ή μέρα τής κρίσης καί ή Επιστροφή τοΰ Ίησοΰ θά πραγματοποιηθούν πολύ σύντομα. 01 χριστιανοί δέν πρόσβλεπαν πιά στό μέλλον ή στήν Ιστορία, άλλά περισ­σότερο κοίταζαν πρός τά πίσω. Τό άποφασιστικό γεγονός είχε πιά λάβει χώρα. Ή Εμφάνιση τοΰ Ίησοΰ άντιπροσώ- πευε τό θαύμα.

Ό πραγματικός, Ιστορικός κόσμος δέν είχε πιά καμιά ά- νάγκη άλλαγής. Εξωτερικά τό καθετί μπορούσε νά παρα- μείνει δπως ήταν — κράτος, κοινωνία, δίκαιο, οίκονομία— γιατί ή σωτηρία είχε γίνει μιά έσωτερική, πνευματική, άν- τι - ιστορική, άτομική υπόθεση πού τήν Εξασφάλιζε ή πίστη στόν Ίησοΰ. Ή Ελπίδα γιά πραγματική, Ιστορική άπελευθέ- ρωση άντικαταστάθηκε άπ’ τήν πίστη σέ μιά δλότελα πνευμα­τική άπελευθέρωση πού εΤχε πιά πραγματοποιηθεί. Τό Ιστορι­κό Ενδιαφέρον παραχώρησε τή θέση του στό κοσμολογικό Εν­διαφέρον. Παράλληλα, οΐ ήθικές άπαιτήσεις έχαναν τή ζω­τικότητά τους. Ό Πρώτος αΙώνας τοΰ χριστιανισμού χα­ρακτηριζόταν άπό ριγοριστικά (αυστηρά) ήθικά άξιώματα, στήν πεποίθηση δτι ή χριστιανική κοινότητα ήταν κατά κύ­ριο λόγο μιά άδελφότητα Ιερής διαβίωσης. Αύτός δ πρακτι­κός, ήθικός, ριγορισμός άντικαταστάθηκε άπό τά μέσα τής θείας χάρης πού διέθετε ή Εκκλησία. Μέ τήν άπάρνηση τής άρχικής ριγοριστικής ήθικής πρακτικής συνδεόταν στε­

73

νά ή αυξανόμενη συμφιλίωση τών χριστιανών μέ τό κράτος. «Ό δεύτερος αΙώνας τής ύπαρξης τής χριστιανικής ’Εκ­κλησίας είχε αρχίσει νά δείχνει σέ δλες τις γραμμές μία έξέλιξη πού Ετεινε πρός τή συμφιλίωση μέ τό κράτος και τήν κοινωνία».4' Στήν έξέλιξη αύτή δέν έπέδρασαν ούτε καί στό έλάχιστο άκόμη καί οί κατά καιρούς διωγμοί τών χρι­στιανών άπό τό κράτος. Μολονότι άπό καιρό σέ καιρό γ ί­νονταν προσπάθειες νά διατηρηθεί ή παλιά ριγοριστική η­θική, ή έχθρική πρός τό κράτος καί τή ζωή, τής μεσαίας τάξης,

. . .ή μεγάλη πλειονότητα τών χριστιανών, ιδιαίτερα οί ήγούμενοι έπίσκοποι, άποφάσισαν διαφορετικά. Τώ­ρα πιά άρκοϋσε νά Εχει κανείς τδν θεό στήν καρδιά του καί νά δμολογεϊ πίστη σ’ Αύτόν, άν μιά δημόσια δμολογία μπροστά στις άρχές γινόταν άναπόφευκτη. Άρκοϋσε νά άποφεύγει τήν πραγματική λατρεία τών ειδώλων, καί κατά τά άλλα ό χριστιανός μποροϋσε νά συμμετέχει σέ κάθε τιμητικό κάλεσμα. ΈκεΙ τοϋ έπιτρεπόταν νά Ελθει σέ έξωτερική έπαφή μέ τή λα­τρεία τών ειδώλων, καί θά Ιπρεπε νά συμπεριφερθεΐ μέ σύνεση καί προσοχή, Ετσι πού νά μή μολύνει τόν έαυτό του καί άκόμη νά μή διατρέξει τδν κίνδυνο νά μολύνει τδν έαυτό του καί τούς άλλους. Ή ’Εκκλη­σία υιοθέτησε τή στάση αύτή παντοϋ μετά τήν Ελευ­ση τοϋ 3ου αΙώνα. Τδ κράτος κέρδισε μ’ αύτδ τδν τρόπο πολυάριθμους ήσυχους, πειθήνιους καί συνειδη­τούς πολίτες, πού, μακριά άπδ τό νά δημιουργούν δυσ­κολίες, ένίσχυαν τήν τάξη καί τήν είρήνη στήν κοι­νωνία. . . Καθώς ή Εκκλησία έγκατέλειψε τήν αυ­στηρή, άρνητική στάση της πρδς τδν κόσμο, έξελίχτη- κε σέ στήριγμα τοΰ κράτους καί σέ δύναμη γιά τή

46. Xipvi·/.: «Kirche und Staat bis zur Griindung der Staats- kirche*, Kultur der Gegenwart, τίμ . I, 4, ο. 1, ίεΰτβρη 1x8., o. 239.

74

μεταρρύθμιση τοϋ κράτους. Ά ν θέλουμε νά πάρουμε Ινα σύγχρονο φαινόμενο γιά σύγκριση, μποροΟμε νά ποδμε δτι οί έρημίτες φανατικοί πού πρόσμεναν τδ ου­ράνιο κράτος τοϋ μέλλοντος ϊγιναν ρεβιζιον.σ-ές τοΰ ύφιστάμενου καθεστώτος ζωής."

Αυτός δ θεμελιώδης μετασχηματισμός τοΰ χριστιανισμού — από θρησκεία τών καταπιεζόμενων σέ θρησκεία τών κυ- βερνώντων καί τών μαζών πού καθοδηγούσαν οί κυβερνών- τες, άπό προσδοκία τής άμεσης έλευσης τής μέρας τής κρί­σης καί τής νέας έποχής σέ πίστη δτι είχε πιά πραγματο­ποιηθεί ή λύτρωση, άπό άξιώματα μιας αγνής ήθικής ζωής σέ Ικανοποίηση τής συνείδησης μέ έκκλησιαστικά μέσα θεί­ας χάρης, άπό έχθρότητα πρός τό κράτος σέ φιλική συμ­φωνία μαζί του — δλα α ίτά συνδέονται στενά μέ τήν τελι­κή μεγάλη άλλαγή που περιγράψαμε. Ό χριστιανισμός, πού υπήρξε ή θρησκεία μιας κοινότητα; ίσων άδελφών, χωρίς Ιεραρχία ή γραφειοκρατία, έγινε «ή Εκκλησία», τό εϊδω- λο τής άπόλυτης μοναρχίας τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Κατά τόν Ιο αίώνα δέν υπήρχε άκόμα μιά σαφώς καθο­ρισμένη έξωτερική έξουσία στίς χριστιανικές κοινότητες, που ήταν συγκροτημένες μέ βάση τήν άνεξαρτησία καί έλευ- θερία τοΰ άτόμου χριστιανοΰ σέ δ,τι άφοροΰσε τά ζητήμα­τα τής πίστης. Ό δεύτερος αΙωνας χαρακτηριζόταν άπό τή βαθμιαία έξέλιξη μιας έκκλησιαστικής Ενωσης μέ ήγέτες κύρους καί παράλληλα, μέ τήν έδραίωση ένός συστηματικοΰ δόγματος πίστης, στό δποΐο τό δτομο - χριστιανός έπρεπε νά υποταχτεί. ’Αρχικά τις αμαρτίες μποροΰσε νά συγχω­ρήσει δχι ή ’Εκκλησία, άλλά μόνο ό θεός. ’Αργότερα, Extra ecclesiam nulla sallus. Μόνο ή Εκκλησία προσφέρει προσ­τασία ένάντια στήν άπώλεια τής θείας χάρης. Σά θεσμός, ή Εκκλησία εγινε ίερή χάρη στήν άποστολή της, ώς ήθικό ίδρυμα πού διαπαιδαγωγεί γιά τή σωτηρία. Τό λειτούργημα αυτό άνήκει άποκλειστικά στούς Ιερείς, Ιδιαίτερα στό έπι-

47. Xdtpvzx, οτό ΤΒιο, α. 143.

75

σκοπάτο, «πού στήν ένότητα του έγγυάται τή νομιμότητα της Εκκλησίας και Εχει τή δικαιοδοσία νά συγχωρεΐ τις α­μαρτίες».*' Ό μετασχηματισμός αύτός τής έλεύθερης αδελ­φικής όμάδας σέ μιά Ιεραρχική όργάνωση δείχνει καθαρά τήν ψυχική άλλαγή ποΰ είχε έπέλθει.*' Καθώς οΐ πρώτοι χριστιανοί ήταν διαποτισμένοι μέ μίσος καί περιφρόνηση γιά τούς μορφωμένους, τους πλούσιους καί τούς κυβερνών- τες, μέ δυο λόγια, γιά κάθε έξουσία, Ετσι καί οΐ χριστιανοί μετά τόν 3ο αΙώνα ήταν διαποτισμένοι άπό σεβασμό, άγάπη καί πίστη στις νέες κληρικές έξουσίες.

"Οπως ό χριστιανισμός μετασχηματιζόταν άπό κάθε ά­ποψη, στούς πρώτους τρεις αΙώνες τής ύπαρξής του, καί Ε- γινε μιά νέα θρησκεία σέ σύγκριση μέ τήν άρχική, τό ίδιο συνέβη καί σχετικά μέ τήν Εννοια τοΰ Ίησοΰ. Στόν πρω- τοχριστιανισμό έπικρατοΰσε τό δόγμα τής υΙοθεσίας, δηλαδή ή πεποίθηση δτι ό άνθρωπος Ίησοΰς είχε έξυψωθεϊ σέ θεό. Μέ τή συνεχιζόμενη έξέλιξη τής Εκκλησίας, ή άντίληψη γιά τή φύση τοΰ Ίησοΰ Εκλινε όλο ένα καί περισσότερο πρός τήν πνευματική άποψη: δέν ήταν 6 άνθρωπος πού έξυψω- θηκε σέ θεό, άλλά ό θεός κατήλθε καί Εγινε άνθρωπος. Αύ­τό άποτέλεσε τή βάση τής νέας άντίληψης γιά τό Χριστό, ώσπου κορυφώθηκε στό δόγμα τοΰ ’Αθανασίου, πού υΐοθετή- θηκε στή Σύνοδο τής Νικαίας: Ό Ίησοΰς ΊΠός τοΰ θεοΰ, γεννηθείς έκ τοΰ Πατρός άπ’ αιώνων, είχε τήν ίδια φύση μέ τόν Πατέρα. Ή δποι(τη τών Άρειανών δτι 6 Ίησοΰς καί δ θεός Πατέρας είχαν πραγματικά παρόμοια, δχι δμως τήν ίδια φύση, άπορρίπτεται, γιά νά υιοθετηθεί ή λογικά άντιφατική θέση πώς δυό φύσεις, 6 θεός καί 6 ΊΠός του, άποτελοΰν μιά μόνο φύση. Πρόκειται γιά τόν Ισχυρισμό έ­νός δυισμοΰ πού είναι ταυτόχρονα καί ένότητα. ΤΙοιό είναι τό νόημα αύτής τής άλλαγής στήν Εννοια τοΰ Ίησοΰ και τής σχέσης του μέ τό θεό Πατέρα, καί ποιά σχέση Εχει ή άλλαγή στό δόγμα μέ τήν άλλαγή στό σύνολο τής θρησκείας;

48. Κυπριανός: «Έπιοτολή 69», 11.49. Βλ. Xipvax: «Ιστορία τοϋ δόγματος», II, 67 -9 4 .

76

Ό πρωτοχριστιανισμός ήταν έχθρικός πρός τήν έξουσία καί τό κράτος. 'Ικανοποιούσε στή φαντασία τις έπαναστα- τικές έπιθυμίες τών κατώτερων τάξεων, πού ήταν έχθρικές πρός τόν πατέρα. Ό χριστιανισμός πού άναδείχτηκε σέ έ- πίσημη θρησκεία τής Ρωμαϊκής Αύτοκρατορίας τρεις αΐώ- νες αργότερα, είχε μια όλότελα διαφορετική κοινωνική απο­στολή. Προορισμό της είχε νά είναι ταυτόχρονα θρησκεία καί για τούς ηγέτες καί για τούς καθοδηγούμενους. Καί για τούς κυβερνώντες καί γιά τούς κυβερνώμενους. Ό χριστια­νισμός έκπλήρωνε τήν αποστολή του πού δέν μπορούσε νά έκπληρώσει όλοκληρωτικά ή λατρεία τοΰ αύτοκράτορα καί τού Μίθρα καί ή αποστολή αύτή ήταν ή αφομοίωση τών μα­ζών στό απολυταρχικό σύστημα τής Ρωμαϊκής Αύτοκρατο­ρίας. Ή έπαναστατική κατάσταση πού έπικρατοΰσε &ς τό 2ο αΙώνα είχε έξαφανιστεί. Είχε έκδηλωθεΐ οίκονομική ό- πισθοδρόμηση. Καί είχε αρχίσει ν’ αναπτύσσεται ό Μεσαί­ωνας. Ή οίκονομική κατάσταση δδήγησε σ’ Ενα σύστημα κοινωνικών δεσμών καί έξαρτήσεων ποΰ Εφτασε στό πολι­τικό της Αποκορύφωμα μέ τό ρωμαιοβυζαντινό άπολυταρχι- σμύ. Ό νέος χριστιανισμός περιήλθε κάτω άπό τήν ήγεσία τής αρχουσας τάξης. Τό νέο δόγμα τού Ίησοΰ δημιουργή- θηκε καί διατυπώθηκε άπό αύτή τήν δρχουσα όμάδα καί τούς διανοούμενους έκπροσώπους της, κι δχι άπό τις μά­ζες. Τ ό α π ο φ α σ ι σ τ ι κ ό σ τ ο ι χ ε ί ο ή τ α ν ή α λ λ α γ ή ά π ό τ ή ν Ι δ έ α τ ο ΰ ά ν θ ρ ώ - π ο υ π ο ύ ε γ ι ν ε θ ε ό ς σ τ ή ν Ι δ έ α τ ο ΰ θ ε ο ύ π ο ύ Ε γ ι ν ε ά ν θ ρ ω π ο ς .

Καθώς ή νέα Εννοια γιά τόν ΤΙό, πού ήταν πραγματικά Ινα δεύτερο πρόσωπο δίπλα στό θεό άλλά καί Ινα μαζί του, μετέβαλε τήν Ενταση ανάμεσα στό θεό καί τόν ΤΙό του σέ αρμονία, καί καθώς παραμέρισε τήν Εννοια δτι Ινας άνθρω­πος μπορούσε νά γίνει θεός, διέγραψε άπό τή φόρμουλα τόν έπαναστατικό χαρακτήρα τοΰ παλαιότερου δόγματος, δηλαδή τήν έχθρότητα πρός τόν κατέρα. Τό οίδιπόδειο Εγ­κλημα πού περιείχε ή παλιά φόρμουλα, ή έκτόπιση τοΰ πα­τέρα άπό τόν υιό, έξαλείφθηκε στό νέο χριστιανισμό. Ό πα­

77

τέρας παρέμεινε άθικτος στή θέση του. 'Ωστόσο, τώρα δέν ήταν άνθρωπος, άλλα γεννηθείς απ’ αυτόν Τίός, που υπήρχε πριν άπό κάθε δημιουργία, και που βρισκόταν δί­πλα του. Ό ίδιος δ Ίησοΰς Εγινε θεός, χωρίς νά Εκθρονί- σει τό θεό, γιατί ήταν πάντα στοιχείο θεοΰ.

"Ως Εδώ αναπτύξαμε μόνο τό άρνητικό σημείο: γιατί δ Ίησοΰς δέν μποροΰσε πιά νά είναι δ άνθρωπος πού ανυψώ­θηκε σέ θεό, ό άνθρωπος πού κάθισε στά δεξιά τοΰ πα- τρός. 'Η άνάγκη γιά τήν άναγνώριση τοΰ πατέρα, γιά τήν παθητική υποταγή στόν πατέρα, θά μποροΰσε νά Ικανοποι­ηθεί άπό τό μεγάλο άνταγωνιστή τοΰ χριστιανισμού, τή λα­τρεία τοΰ αΰτοκράτορα. Γιατί πέτυχε δ χριστιανισμός, κα'ι δχι ή λατρεία τοΰ αΰτοκράτορα, ν’ άναδειχτεϊ σέ Επίσημη θρησκεία τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας; Γιατί ό χριστια­νισμός είχε μιά Ιδιότητα πού τόν καθιστούσε άνώτερο γιά τήν κοινωνική αποστολή που προοριζόταν νά Εκπληρώσει, δηλαδή, πίστη στό σταυρωμένο ΤΙό τοΰ θεοΰ. 01 καταπιε- ζόμενες μάζες πού ύπέφεραν ήταν δυνατό νά ταυτιστούν μαζί του σέ μεγαλύτερο βαθμό. Άλλά ή φανταστική Ικανο­ποίηση άλλαξε. Ο ί μάζες δέν ταυτίζονταν πιά μέ τό σταυ­ρωμένο άνθρωπο γιά νά Εκθρονίσουν τόν πατέρα στή φαν­τασία, άλλά, περισσότερο, γιά νά άπολαύσουν τήν άγάπη καί τή χάρη του. Ή Ιδέα δτι ό άνθρωπος Εγινε θεός άπο- τελοΰσε σύμβολο έπιθετικών, Ενεργητικών, Εχθρικών πρός τόν πατέρα τάσεων. Ή Ιδέα δτι ό θεός Εγινε άνθρωπος με- τατράπηκε σέ σύμβολο τοΰ τρυφεροΰ, παθητικού δεσμού μέ τόν πατέρα. Ο ί μάζες βρήκαν τήν Ικανοποίησή τους στό γε­γονός δτι ό Εκπρόσωπός τους, ό σταυρωμένος Ίησοΰς, ά- νέβηκε ψηλά, καί Εγινε ό προϋπάρχουν θεός. 01 άνθρωποι δέν προσδοκούσαν πιά μιά σύντομη Ιστορική άλλαγή, άλλά πί­στευαν, περισσότερο, δτι ή άπολύτρωση είχε πιά πραγματο­ποιηθεί, καί δτι δλες τους οΐ Ελπίδες είχαν Εκπληρωθεί. Ά - πέρριπταν τή φαντασία πού αντιπροσώπευε Εχθρότητα πρός τόν πατέρα, καί στή θέση της δέχονταν κάτι αλλο, τόν Εναρμο- νισμό τοΰ υΐοΰ πού παίρνει θέση δίπλα στόν πατέρα μέ τήν Ελεύθερη θέληση τοΰ τελευταίου.

78

Ή θεολογική αλλαγή άποτελεΐ τήν Εκφραση μιας κοινω­νιολογικής αλλαγής, δηλαδή τής αλλαγής στήν κοινωνική αποστολή τοΰ χριστιανισμού. Μακριά άπό τοΰ νά είναι θρη­σκεία ανταρτών και έπαναστατών, ή θρησκεία αύτή τής δρ- χουσας τάξης ήταν πιά αποφασισμένη νά κρατήσει τις μά­ζες σέ υποταγή καί νά τις καθοδηγήσει. 'Ωστόσο, καθώς ό παλαιός έπαναχπατικός έκπρόσωπος διατηρήθηκε, ή συν­αισθηματική ανάγκη τών μαζών ίκανοποιήθηκε μέ καινούρ­γιο τρόπο. Ή ένεργητική έχΟρότητα πρός τόν πατέρα πα­ραχώρησε τή θέση της στή φόρμουλα τής παθητικής υπο­ταγής. Τώρα πιά δέν ήταν απαραίτητη ή έκτόπιση τοΰ πα­τέρα, άφοΰ ό υΙός ήταν στήν πραγματικότητα ίσος μέ τό θεό άπό τήν άρχή, ακριβώς γιά τό λόγο δτι ό Ιδιος ό θ ε ­ός τόν είχε «άποστείλει». Ή πραγματική δυνατότητα ταυ- τισμοΰ μέ Ινα θεό πού είχε υποφέρει, άλλά πού υπήρχε στούς ούρανούς πάντα, καί ταυτόχρονα έξάλειψης τών τά­σεων τών έχθρικών πρός τόν πατέρα, άποτελεΐ τή βάση γιά τή νίκη τοΰ χριστιανισμού πάνω στή θρησκεία τοΰ αΰ- τοκράτορα. Άκόμη, ή άλλαγή στή στάση άπέναντι στά πραγματικά υπάρχοντα πρόσωπα τοΰ πατέρα — τούς πα­πάδες, τόν αύτοκράτορα καί Ιδιαίτερα τούς κυβερνώντες— άνταποκρινόταν σ’ αύτή τήν άλλαγμένη στάση πρός τόν πα­τέρα - θεό.

Ή ψυχική κατάσταση τών μαζών τοΰ Καθολικισμοΰ στόν 4ο αΙώνα δέν έμοιαζε καθόλου μέ τήν ψυχική κατάσταση τών πρώτων χριστιανών, καθώς τό μίσος πρός τις έξουσίες, περιλαμβανομένου καί τοΰ πατέρα - θεοΰ, δέν ήταν πιά συ­νειδητό, ή ήταν σχετικά μόνο συνειδητό. 01 άνθρωποι εί­χαν έγκαταλείψει τήν έπαναστατική στάση τους. Αύτό ό- φειλόταν στήν άλλαγή τής κοινωνικής πραγματικότητας. Κάθε έλπίδα άνατροπής τών κυβερνώντων καί νίκης τής δι­κής τους τάξης είχε γίνει σέ τέτιο βαθμό άπραγματοποίη- τη, πού, άπό ψυχική άποψη, θά ήταν μάταιο καί άντιοικο- νομικό νά έπιμείνουν στή στάση τοΰ μίσους. νΑν δέν υπήρ­χε έλπίδα άνατροπής τού πατέρα, τότε ή καλύτερη ψυχική φυγή ήταν ή υποταγή στόν πατέρα, ή άγάπη πρός αύτόν

79

καί ή άποδοχή άγάπης άπ’ αυτόν. Ή άλλαγή τής ψυχικής στάσης ήταν τό αναπόφευκτο Αποτέλεσμα τής τελικής ήτ­τας τής καταπιεζόμενης τάξης.

Άλλά οί έπιθετικές παρορμήσεις δέν ήταν δυνατό νά έ- ξαφανιστοΰν. Ουτε ήταν δυνατό νά περιοριστούν, γιατί ή πραγματική πηγή τους, ή καταπίεση τών κυβερνώντων, ού­τε είχε έξαλειφθεΐ οΰτε είχε περιοριστεί. Ποϋ βρίσκονταν οί έπιθετικές παρορμήσεις τώρα; Απομακρύνθηκαν άπό τά παλιά άντικείμενά τους —τούς πατέρες, τις έξουσίες— καί στράφηκαν πρός τό άτομικό έγώ. Ό ταυτισμός μέ τό σταυ­ρωμένο Ίησοΰ πού ύπέφερε, πρόσφερε γιά τό σκοπό αύτό μιά σπουδαία δυνατότητα. Στό καθολικό δόγμα ή έμφαση δέ δινόταν πιά δπως στό πρωτοχριστιανικό δόγμα, στήν ά- νατροπή τοΰ πατέρα, άλλά στήν αύτοεκμηδένιση τοΰ υΐοΰ. Ή άρχική έπιθετικότητα πού κατευθυνόταν ένάντια στόν πατέρα, στράφηκε ένάντια στό έγώ καί μ’ αύτό Εδωσε μιά διέξοδο, πού ήταν άνώδυνη γιά τήν κοινωνική σταθερότητα.

Αύτό δμως ήταν δυνατό μόνο σέ συνδυασμό μέ μιά αλλη άλλαγή. Γιά τούς πρώτους χριστιανούς, οΐ έξουσίες καί οί πλούσιοι ήταν ot κακοί, πού θά Εδρεπαν τά «έπίχειρα» τής κακίας τους. Βέβαια άπό τούς πρώτους χριστιανούς δέν Ε­λειπαν τά αισθήματα ένοχής έξαιτίας τής έχθρότητάς τους πρός τόν πατέρα. Καί ό ταυτισμός με τόν Ίησοΰ, πού υ­ποφέρει, χρησίμεψε κι αύτός γιά τήν έξιλέωση τής έπιθε- τικότητάς τους. "Ομως, χωρίς άμφιβολία, ή Εμφαση γιά τούς πρώτους χριστιανούς δέ βρισκόταν στά αίσθήματα έ­νοχής καί τή μαζοχιστική, δχρωμη άντίδραση. Γιά τις με- τέπειτα καθολικές μάζες ή κατάσταση είχε αλλάξει. Γιά τις μάζες αύτές, ή μορφή δέν Επρεπε νά άνήκει στούς κυ- βερνώντες γιά τήν κακία τους καί τά δεινά πού ύπέφεραν. "Ενοχοι ήταν περισσότερο ot ίδιοι έκεΐνοι πού ύπέφεραν. νΑν ήταν δυστυχισμένοι, Επρεπε νά μέμφονται τούς έαυ- τούς τους. Μόνο μέ τή συνεχή έξιλέωση, μόνο μέ τά προσω­πικά δεινά μποροΰσαν νά έξαλείψουν τήν ένοχή τους καί νά κερδίσουν τήν άγάπη καί τή συγνώμη τοΰ θεοΰ καί τών προσώπων του πάνω στή γή. Μέ τά βασανιστήρια καί

80

τήν έκμηδένιση, έξασφαλίζει κανείς μια φυγή άπό τό κα- τκΟλιπτικό αίσθημα ένοχης καί τοΰ δίνεται μια ευκαιρία νά τοΰ χορηγηθεί συγχώρεση και νά βρει Αγάπη."

Ή Καθολική Εκκλησία κατόρθωσε μέ θαυμαστό τρόπο νά έπιταχύνει και νά ένισχΰσει τή διαδικασία αΰτή άλλα­γής τής μορφής ένάντια στό θεό καί τούς κυβερνώντες σέ μορφή ένάντια στό έγώ. Ένίσχυσε τό αίσθημα ένοχης τών μαζών σέ τέτοιο βαθμό, πού Εγινε σχεδόν Ανυπόφορο. Καί κάνοντάς το αύτό πέτυχε Ενα διπλό σκοπό: πρώτο, βοήθησε νά άπομακρυνθοΰν ή μορφή καί ή έπιθετικότητα άπό τίς έξουσίες καί νά στραφούν πρός τίς μάζες πού ΰπέφεραν. Καί δεύτερο, προσφέρθηκε ή ίδια ή Καθολική Εκκλησία στίς μάζες αύτές, πού ύπέφεραν, σάν καλός καί γεμάτος α­γάπη πατέρας, άφοΰ οί παπάδες χορηγούσαν τή συγχώρε­ση καί τήν έξιλέωση γιά τό αίσθημα ένοχης πού αντοί οί ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Καλλιεργούσε έπιδέξια τή φυσι­κή συνθήκη άπό τήν δποία ή ίδια ή Καθολική Εκκλησία καί ή ανώτερη τάξη προσπορίστηκαν Ενα διπλό δφελος. Τήν έκτροπή τής έπιθετικότητας τών μαζών καί τήν έξα- σφάλιση τής έξάρτησης, τής εύγνωμοσύνης καί τής Αγά­πης τους.

"Ομως, γιά τούς κυβερνώντες, ή φαντασία τοΰ Ίησοΰ πού υποφέρει δέν είχε μόνο αύτή τήν κοινωνική Αποστολή, άλλά καί μιά σπουδαία ψυχική άποστολή. ’Απάλλαξε τούς κυβερνώντες άπό τά αισθήματα ένοχής πού Ενιωθαν έξαι- τίας τής άθλιότητας καί τών δεινών τών μαζών πού κατα­πίεζαν καί έκμεταλλεύονταν. Ταυτιζόμενες μέ τόν Ίησοΰ πού ΰπέφερε, οί έκμεταλλευόμενες όμάδες έξιλεώνονταν. Μποροΰσαν νά παρηγορηθοΰν μέ τήν Ιδέα δτι, Αφοΰ 6 μο­νογενής Τίός τοΰ θεοΰ ΰπέφερε έθελοντικά, τά δεινά για τίς μάζες ήταν θεία χάρη καί κατά συνέπεια δέν είχαν λό­γο νά μέμφονται τούς έαυτούς τους σάν πρόξενους τών δει­νών αύτών.

50. ΒΧ. τΙς παρατηρήσεις τοΟ Φρόυν* οτό «'Ο πολιτισμός xal οί Απογοητεύσεις του».

6. Τό ίόγμα τοΟ ΧριατοΟ 81

Ό μετασχηματισμός τοΰ χριστολογικού δόγματος, καθώς και τοΰ δόγματος τής χριστιανικής θρησκείας στό σύνολό της, Αντιστοιχούσε άπλούστατα στήν κοινωνιολογική απο­στολή τής θρησκείας γενικά, τή διατήρηση τής κοινωνικής σταθερότητας με τή διαφύλαξη τών συμφερόντων τών άρ- χουσών τάξεων. Για τούς πρώτους χριστιανούς, ευλογημένο καί Ικανοποιητικό ήταν τό δνειρο νά δημιουργούν στή φαν­τασία δτι ot μισητές έξουσίες πολύ σύντομα θ’ άνατραποΰν καί δτι αυτοί ot ίδιοι, σήμερα φτωχοί καί ΰποφέροντες, θά έξασφάλιζαν τήν κυριαρχία καί τήν ευτυχία. Μετά τήν τε­λική τους ήττα, καί άφοΰ δλες οί προσδοκίες τους άποδεί- χτηκαν μάταιες, οί μάζες άρχισαν νά Ικανοποιούνται μέ μιά φαντασία, στήν δποία άποδέχονταν τήν ευθύνη γιά δλα τά δεινά. Ωστόσο μπορούσαν νά έξαλείψουν μέ τά δεινά τις α­μαρτίες τους καί νά έλπίζουν κατόπιν πώς θά αγαπηθούν ά­πό Εναν καλό πατέρα. Είχε αποδείξει πώς είναι Ινας πα­τέρας γεμάτος άγάπη, δταν, μέ τή μορφή τού υίοΰ, Εγινε άνθρωπος ποΰ ύπέφερε. Ο ί άλλες τους έπιθυμίες για ευτυ­χία καί δχι άπλώς γιά συγχώρεση, ίκανοποιήθηκαν στή φαντασία ένός ευτυχισμένου μέλλοντος, ένός μέλλοντος πού ΰποτίθετο δτι θά άντικαθιστοΰσε τήν Ιστορικά ευτυχισμένη κατάσταση στήν έπίγεια ζωή, πού τήν πραγματοποίησή της έλπίζανε οί πρώτοι χριστιανοί.

Ερμηνεύοντας τή φόρμουλα τοΰ όμοούσιου, δέν μπορέ­σαμε άκόμη νά βρούμε τό μοναδικό καί τελικό άσυνείδητο νόημά της. Ή άναλυτική έμπειρία μάς δδηγεΐ στήν προσδο­κία δτι πίσω άπό τή λογική άντίφαση τής φόρμουλας, δτι δηλαδή τό δύο είναι ίσο μέ Ινα, πρέπει νά κρύβεται κάποιο ειδικό άσυνείδητο νόημα πού σ’ αύτό όφείλει τό δόγμα τή σημασία του καί τή γοητεία του. Αύτό τό βαθύτερο, άσυ­νείδητο νόημα τοΰ όμοούσιου δόγματος γίνεται σαφές μό­λις άναλογιστοΰμε Ινα άπλό γεγονός: υπάρχει μιά πραγμα­τική κατάσταση, δπου ή φόρμουλα αύτή άποκτά νόημα, ή κατάσταση τοΰ παιδιοΰ στή μήτρα τής μητέρες. Μητέρα καί παιδί είναι λοιπόν δύο δντα, ταυτόχρονα δμως είναι Ινα.

’Έχουμε φτάσει τώρα στό κεντρικό πρόβλημα τής άλλα-

82

γης, στήν ιδέα της σχέσης τοΰ Ίησοΰ μέ τό θεό Πατέρα. Δέν άλλαξε μονάχα 6 υΙός, άλλα καί ό πατέρας. Ό Ισχυρός, παντοδύναμος πατέρας εγινε ή προστατευτική μητέρα. *0 άλλοτε άντάρτης καί κατόπιν βασανιζόμενος καί παθητικός υΙός εγινε τό μικρό παιδί. Κάτω άπό τήν άμφίεση τοΰ πα­τρικού θεοϋ τών Εβραίων, πού στήν πάλη του κατά τών μητρικών θεοτήτων τής Ε γγύ ς ’Ανατολής, κατόρθωσε νά ΰπερισχύσει, προβάλλει ξανά τό θείο πρόσωπο τής Μεγά­λης Μητέρας καί γίνεται τό κυριαρχικό πρόσωπο τοΰ μεσαι­ωνικού χριστιανισμού.

Ή σημασία πού είχε ή μητρική θεότητα γιά τόν καθολι­κό χριστιανισμό άπό τόν 4ο αιώνα καί υστέρα, γίνεται ξε­κάθαρη, πρώτο, στό ρόλο που ή ’Εκκλησία άρχίζει νά παί­ζει. Καί δεύτερο, στή λατρεία τής Μαρίας.’1 "Εχει άποδει- χτεΐ δτι γιά τόν πρωτοχριστιανισμό ή Ιδέα μιάς έ κ κ λ η- σ ί α ς ήταν δλοκληρωτικά ξένη. Καί μόνο στήν πορεία τής Ιστορικής έξέλιξης άρχίζει ή ’Εκκλησία νά άποκτά βαθμιαία Ιεραρχική δργάνωση. Ή ίδια ή ’Εκκλησία γ ί­νεται Ιερός θεσμός καί κάτι περισσότερο άπό Ινα άπλό ά­θροισμα τών μελών της. Ή ’Εκκλησία μεσολαβεί γιά τή σω­τηρία , οί πιστοί είναι παιδιά της, είναι ή Μεγάλη Μητέρα πού μόνο μέ τό δικό τη ; μέσο ό άνθρωπος μπορεϊ νά έπιτύ- χει άσφάλεια καί ευλογία.

Το Ιδιο αποκαλυπτική είναι ή αναβίωση τοΰ προσώπου τής μητρικής θεότητας στή λατρεία τής Μαρίας. Ή Μαρία άντιπροσωπεύει τή μητρική έκείνη θεότητα πού άναπτύχθη- κε άνεξάρτητα άφοΰ διαχωρίστηκε άπό τόν πατέρα - θεό. Στή Μαρία, οί μητρικές Ιδιότητες, πού άπό άνέκαθεν ή ­ταν άσυνείδητα μέρος τοΰ θεοΰ Πατέρα, γίνονταν τώρα αισθητές συνειδητά καί μέ σαφήνεια καί παρουσιάζονταν συμβολικά.

Στήν άφήγηση τής Καινής Διαθήκης ή Μαρία δέν είχε έξυψωθεΐ καθόλου πέρα άπό τή σφαίρα τών κοινών άνθρώ-

51. Βλ. Α. Τζ. Στόρφβρ: «Marias jungfraUliche Mutterschaft», (Βερολίνο, 1913).

83

πων. Μέ τήν ανάπτυξη τής Χριστολογίας, ot Ιδέες σχετικά με τή Μαρία προσλάβαιναν μία όλοένα μεγαλύτερη σπου- δαιότητα. "Οσο περισσότερο τό πρόσωπο τοΰ Ιστορικού αν­θρώπινου Ίησοΰ ύποχωροΰσε υπέρ τοΰ προϋπάρχοντος ΤΙοΰ τοΰ θεοΰ, τόσο περισσότερο προχωροΰσε ή θεοποίη­ση τής Μαρίας. Μολονότι σύμφωνα μέ τήν Καινή Διαθήκη, ή Μαρία στό γάμο της μέ τόν Ιω σήφ συνέχισε νά γεννά παιδιά, ό ’Επιφάνειος άπέρριψε τήν άποψη αυτή σάν αιρετι­κή καί κακόβουλη. Στή νεστοριανή διαμάχη, πάρθηκε ένάν- τια στόν Νεστόριο μιά απόφαση τό 431, σύμφωνα μέ τήν δ- ποία ή Μαρία δέν ήταν μόνο μητέρα τοΰ Χριστοΰ, άλλά κα'ι μητέρα τοΰ θεοΰ, και στά τέλη τοΰ 4ου αιώνα δημιουρ- γήθηκε μιά λατρεία τής Μαρίας και ot άνθρωποι άρχισαν νά απευθύνουν προσευχές σ’ αυτήν. Τόν ίδιο περίπου χρό­νο, ή παράσταση τής Μαρίας στις πλαστικές τέχνες άρχι­σε νά παίζει μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο ρόλο. Στούς κατοπινούς αΙώνες δίνεται δλοένα και μεγαλύτερη σημασία στή μητέρα τοΰ θεοΰ κα'ι ή λατρεία της γίνεται πιό έκδη- λωτική καί γενικεύεται περισσότερο. Χτίζονται βωμοί στή Μαρία και παντοΰ άναρτώνται ot είκόνες της. ’Από δέκτης θείας χάρης, εγινε χορηγός θείας χάρης." Ή Μαρία μέ τό βρέφος Ίησοΰ ξγινε τό σύμβολο τοΰ καθολικοΰ Μεσαίωνα. Ή πληρέστερη σημασία τής συλλογικής φαντασίας τής Μαν­τόνας πού νανουρίζει τό βρέφος γίνεται φανερή μόνο μέ τά άποτελέσματα τών ψυχαναλυτικών κλινικών έρευνών. *0

62. Ή σύνδεση τής λατρείας τής Μαρίας μέ τή λατρεία τών εΙ· δωλολατρικών μητρικών θεοτήτων, έχει Αναπτυχθεί Αρκετές φορές. Έ ν α Ιδιαίτερα σαφές παράδειγμα αυναντίμε στ’.ς Κολλυριδιανές, πού, civ Ιέρειες τής Μαρίας, φέρουν άρτίίια οέ μιΑ λιτανεία μιά μέρα Αφιερωμένη στή Μαρία, δπως καί στή λατρεία τής Χαναΐτισ- σας βασίλισσας τών ουρανών ποΰ Αναφέρει δ ’Ιερεμίας. Βλ. Ρδς (Th. St. Κ ., 1888, σ. 278 χ .έ .) , πού έρμηνεύει τό Αρτίδιο σΑ φαλλι- χδ σύμβολο χαΐ βλέπει τή λατρευδμενη Απδ τΙς Κολλυριδιανές Μαρία σΑν ταυτόσημη μέ τήν Ανατολιχοφοινιχιχή Άοτάρτη (βλ. «Realenzy- klopadie fiir protestanlische Theologie und Kirche, τόμ. XII (Λει­ψία, 1915).

84

Σάντορ Ρόντο αποδείχνει τήν έξαιρετική σημασία που παί­ζει δ φόβος τής λιμοκτονίας, άπό τό Ινα μέρος, καί ή ευ­τυχία τής στοματικής Ικανοποίησης, άπό τό αλλο, στήν ψυ­χική ζωή τοΰ άτόμου:

Τό βασανιστήριο τής πείνας γίνεται μιά πρώτη γεύ­ση τών κατοπινών «τιμωριών» καί μέ τδ σχολείο τών τιμωριών γίνεται δ πρωτόγονος μηχανισμός μιάς αύ- τοτιμωρίας, που τελικά άποκτά μιά τόσο μοιραία ση­μασία στή μελαγχολία. Πίσω άπό τόν Απροσμέτρητο φόβο τής έξαθλίωσης, πού γίνεται αισθητός μέ τή με­λαγχολία, δέν κρύβεται τίποτε άλλο άπό τδ φόβο τής λιμοκτονίας. Ό φόβος αύτός είναι ή άντίδραση τής ζωτικότητας τών κατάλοιπων τοΟ δμαλοϋ έγώ στήν άπειλητική γιά τή ζωή, μελαγχολική πράξη έξιλέ- ωσης ή μετάνοιας πού έπιβάλλει ή έκκλησία. "Ομως τό βύζαγμα άπό τδ στήθος έξακολουθεΐ νά παραμένει λαμπρό παράδειγμα άλάνθαστης, γεμάτης συγχώρε- σης προσφοράς άγάπης. Δέν είναι βέβαια τυχαίο τό δτι ή Μαντόνα πού βυζαίνει τό βρέφος Ιγινε τό σύμ­βολο μιάς παντοδύναμης θρησκείας καί μέ τή μεσολά­βησή της, σύμβολο μι&ς δλόκληρης έποχής τοΟ δυτι- κοϋ πολιτισμοΟ. Κατά τή γνώμη μου, ή προσέλευση τοΟ νοητικοΟ πλέγματος έποχής, έξιλέωσης καί συ­γνώμης άπό τήν πρώτη παιδική έμπειρία όργής, πεί­νας καί βυζάγματος άπό τό στήθος, λύνει τό αϊνιγμά μας σχετικά μέ τό γιατί ή έλπίδα ίφεσης καί άγάπης άποτελεΐ Γσως πιό Ισχυρή μορφή πού συναντάμε στά ύ- ψηλότερα έπίπεδα τής ψυχικής ζωής τοϋ άνθρώπου."

Ή μελέτη τοΰ Ρόντο κάνει πέρα γιά πέρα κατανοητή τή σύνδεση άνάμεσα στή φαντασία τοΰ Ίησοΰ πού υποφέ­ρει και τή φαντασία τοΰ βρέφους Ίησοΰ στό στήθος τής μητέρας. Κα'ι οΐ δυο φαντασίες άποτελοΰν Εκφραση της έπι-

53. «Internationale Zeitschrift fu r Psychoanalyse, X III, 445.

85

θυμ(ας για συγχώρεση καί έξιλέωση. Στη φαντασία τοΰ σταυρωμένου Ίησοΰ, ή συγχώρεση έξασφαλίζεται μέ μιά παθητική, αΰτοεξουθενωτική υποταγή στόν πατέρα. Στή φαντασία τοΰ βρέφους Ίησοΰ στό στήθος τή; Μαντόνας, άπουσιάζει τό μαζοχιοτικό στοιχείο. Στή θέση τοΰ πατέρα βρίσκουμε τή μητέρα, πού ένώ γαληνεύει τό βρέφος χορη­γεί συγχώρεση καί έξιλέωση. Τό ίδιο ευχάριστο αίσθημα περικλείει και τό άσυνείδητο νόημα τοΰ δμοουσίου δόγμα­τος, τή φαντασία τοΰ βρέφους πού προφυλάσσεται στή μήτρα.

Ή φαντασία αύτή τής μεγάλης μητέρας πού χορηγεί συγχώρεση είναι ή μεγαλύτερη Ικανοποίηση πού είχε νά προσφέρει ό καθολικό; χριστιανισμό;. 'Ό σο περισσότερο ύπέφεραν οί μάζες, τόσο περισσότερο ή πραγματική τους κατάσταση Εμοιαζε μέ τήν κατάσταση τοΰ Ίησοΰ πού υπο­φέρει καί τόσο περισσότερο μπορούσε, καί Επρεπε, νά πα­ρουσιάζεται τό πρόσωπο τοΰ ευτυχισμένου, θηλάζοντο; βρέ­φους δίπλα - δίπλα μέ τό πρόσωπο τοΰ Ίησοΰ πού υποφέ­ρει. Άλλα αύτό σήμαινε έπίση; δτι οΐ άνθρωποι Επρεπε νά όπισθοδρομήσουν σέ μια παθητική, παιδική στάση. Ή θέ­ση αύτή άπέκλειε τήν ένεργό έξέγερση. Ή τα ν ή ψυχική στάση πού αντιστοιχούσε στόν δνθρωπο τής ίεραρχικα δο­μημένης μεσαιωνικής κοινωνίας, Ενα άνθρώπινο δν πού Εβρι­σκε τόν έαυτό του νά έξαρτιεται άπό κυβερνήτες, καί πού προσδοκούσε νά έξασφαλίσει άπ’ αύτούς Ενα έλάχιστο συν­τήρησης, καί γιά τό όποιο ή πείνα άποτελοΰσε άπόδειξη τών άμαρτιων του.

86

5. Ή έξέλιξη τοΰ δόγματος ώς τή σύνοδο τής Νικαίας

"Ως έδώ παρακολουθήσαμε τις άλλαγές στις Ιννοιες τοΰ Χρίστου καί τις σχέσεις του μέ τό Θεό Πατέρα, άπό τις καταβολές τής πρωτοχριστιανικής πίστης ώς τό δόγμα τής Νικαίας καί προσπαθήσαμε νά δείξουμε τά αίτια για τις αλλαγές αύτές. 'Ωστόσο, ή έξέλιξη είχε αρκετά ένδιάμεσα στάδια, πού χαρακτηρίζονται άπό τις διάφορες διατυπώσεις πού έμφανίστηκαν ώς τήν έποχή τής Συνόδου τής Νικαίας. Ή έξέλιξη αύτή πραγματοποιείται μέ άντιφάσεις καί αύτό μπορεϊ νά γίνει κατανοητό διαλεκτικά μόνο σέ συνδυασμό μέ τή βαθμιαία έξέλιξη τοΰ χριστιανισμού άπό θρησκεία έπαναστατική σέ θρησκεία έπίσημη καί στήριγμα τοΰ κρά­τους. Γιά νά αποδειχτεί δτι οΐ διάφορες διατυπώσεις τοΰ δόγματος άντιστοιχοΰν κάθε φορά σέ μια Ιδιαίτερη τάξη, καθώς καί στις άνάγκες της, άπαιτείται είδική μελέτη. 'Ωσ­τόσο, θά μπορούσαν νά παρουσιαστοΰν έδώ τά βασικά χα­ρακτηριστικά.

Ό χριστιανισμός τοΰ 2ου αΙώνα, πού είχε κιόλας άρχί- σει δ «ρεβιζιονισμός» του, χαρακτηριζόταν άπό μία μάχη σέ δύο μέτωπα: άπό τό ξνα μέρος, οΐ έπαναστατικές τάσεις, πού έξακολουθοΰσαν νά μαίνονται κάπως Ιντονα σέ όλότε- λα διαφορετικές θέσεις, Ιπρεπε νά καταπνίγουν. ’Από τό δλλο μέρος, οΐ τάσεις έκεΐνες πού Εκλιναν νά άναπτνχθοΰν πολύ σύντομα πρός τήν κατεύθυνση τοΰ κοινωνικού κομ­φορμισμού, στήν πραγματικότητα πιό σύντομα άπ’ δσο έπέ- τρεπε ή κοινωνική έξέλιξη, Ιπρεπε κι αύτές νά καταπνι- γοΰν. 01 μάζες μποροΰσαν νά άκολουθήσουν μόνο μιά άρ- γή, σταδιακή πορεία άπό τήν έλπίδα τους σ’ Ινα έπαναστα- τικό Ίησοΰ στήν πίστη σέ Ινα Ίησοΰ, ΰποστηρικτή τοΰ κράτους.

Ή έντονότερη Ικφραση τών πρωτοχριστιανικών τάσεων ήταν ό μοντανισμός. Ό μοντανισμός, πού ξεκίνησε άρχικά σά μιά δυναμική προσπάθεια ένός προφήτη άπό τή Φρυ-

87

για, τοΰ Μοντάνου, στό δεύτερο μισό τοΰ δεύτερου αίώνα είχε πάρει τή μορφή άντίδρασης ένάντια στίς κομφορμιστι- κές τάσεις τοΰ χριστιανισμού, μιας άντίδρασης πού έπεδίω- κε νά Αναστηλώσει τόν πρωτοχριστιανικό ένθουσιασμό. *0 Μοντάνος έπιθυμοΰσε νά Αποτραβήξει τούς χριστιανούς ά­πό τις κοινωνικές τους σχέσεις γιά νά δημιουργήσει μέ τούς όπαδούς του μιά νέα κοινότητα ξέχωρη άπό τόν κόσμο, μιά κοινότητα πού θά προετοιμαζόταν γιά τήν πτώση τής «δνω Ιερουσαλήμ». Ό μοντανισμός ήταν μιά άναλαμπή τής πρω­τοχριστιανικής διάθεσης, ή διαδικασία δμως μετασχηματι­σμού τοΰ χριστιανισμού είχε προχωρήσει σέ τέτοιο σημείο, πού αύτή ή έπαναστατική τάση καταπολεμήθηκε σάν αίρε­ση άπό τις έκκλησιαστικές αρχές, πού ένεργοΰσαν ώς έντο- λοδόχοι τοΰ ρωμαϊκού κράτους. (Ή συμπεριφορά τού Λού­θηρου πρός τούς έξεγερμένους χωρικούς καί Άναβαπτιστές είχε πολλές δμοιότητες).

01 γνωστικοί άπό τό άλλο μέρος, ήταν ot πνευματικοί έκ- πρόσωποι τής εύπορης ίλληνιστικής μεσαίας τάξης. Σύμ­φωνα μέ τόν Χάρνακ, δ γνωστικισμός Αντιπροσώπευε τήν «Ιντονη κοσμοποίηση» τοΰ χριστιανισμού καί άποσκοποΰσε σέ μιά έξέλιξη πού έπρόκειτο νά συνεχιστεί γιά δλλα έκα- τό πενήντα χρόνια. Στό σημείο αύτό ΰπέστη, μαζί μέ τό μοντανισμό, τήν έπίθεση τής έπίσημης Εκκλησίας, άλλά μό­νο μιά άντιδιαλεκτική έρμηνεία είναι δυνατό νά παραβλέψει τό γεγονός δτι ή πάλη τής ’Εκκλησίας κατά τοΰ μοντανι- σμοΰ είχε πολύ διαφορετικό χαρακτήρα άπό τήν πάλη της κατά τοΰ γνωστικισμού. Ό μοντανισμός άποκρούστηκε, έ- πειδή ήταν ή Αναβίωση ίνός κινήματος πού εΤχε πιά υποτα­χτεί καί πού ήταν έπικίνδυνο γιά τούς τότε ήγέτες τοΰ χρι­στιανισμού. 'Ο γνωστικισμός Αποκρούστηκε, γιατί έπιδίωκε νά πραγματοποιήσει πολύ σύντομα καί πολύ απότομα αύτό πού έπιθυμοΰσε, καθώς έξήγγειλε τό μυστικό τής έπερχό- μενης χριστιανικής έξέλιξης, πριν νά μπορεί ή συνείδηση τών μαζών νά τό δεχτεί.

01 Ιδέες πίστης τών γνωστικών, Ιδιαίτερα ot χριστολο- γικές καί έσχατολογικές Αντιλήψεις τους, Ανταποκρίνονται

88

Απόλυτα στίς προσδοκίες που θά πρέπει νά Εχουμε πάνω στή βάση τής μελέτης μας γιά τό κοινώνικοψυχολογικό φόντο τής δογματικής έξέλιξης. Δέν είναι έκπληκτικό πώς ό γνω­στικισμός άρνιεται όλοκληρωτικά τήν πρωτοχριστιανική έ- σχατολογία, Ιδιαίτερα τή δεύτερη Ελευση τοΰ Χριστοΰ καί τήν ανάσταση τής σάρκας καί προσδοκά άπό τό μέλλον μό­νο τήν απελευθέρωση τοΰ πνεύματος άπό τό υλικό του πε­ρικάλυμμα. Αύτή ή δλοκληρωτική απόρριψη τής έσχατολο- γίας πού πραγματοποιήθηκε στόν καθολικισμό έκατό πενήν­τα χρόνια άργότερα, ήταν άνώριμη τήν έποχή έκείνη. Τίς έσχατολογικές Εννοιες έξακολουθοΰσαν νά υποστηρίζουν Ι­δεολογικά οί άπολογητές πού, ώς πρός τίς δλλες άπόψεις, είχαν πιά άπομακρυνθεΐ πάρα πολύ άπό τίς πρωτοχριστια­νικές άντιλήψεις. Έ ν α τέτοιο κατάλοιπο κρίθηκε άπό τόν Χάρνακ ώς «άρχαϊκό», άλλά άπαραίτητο τήν έποχή έκείνη γιά τήν ικανοποίηση τών μαζών.

Θά πρέπει νά άναφερθεΐ Ενα άκόμα δόγμα τοΰ γνωστικι­σμού πού συνδέεται στενά μέ τήν άπόρριψη αύτή τής έσχα- τολογίας: δτι δηλαδή ot γνωστικοί τονίζουν τήν άντίφαση άνάμεσα στόν υπέρτατο θεό καί τό δημιουργό τοΰ κόσμου, καθώς καί τόν Ισχυρισμό δτι «ό σημερινός κόσμος ξεπήδη- σε άπό μια πτώση τοΰ άνθρώπου, ή άπό μιά ένέργεια έχθρι- κή πρός τό θεό, καί άποτελεΐ, κατά συνέπεια, τό προϊόν έ­νός κακοΰ ή ένδιάμεσου δντος».“ Τό νόημα αυτής τής θέ­σης είναι σαφές: δν ή δημιουργία, δηλαδή δ Ιστορικός κό­σμος, δπως βρίσκει Εκφραση στήν κοινωνική καί πολιτική ζωή, είναι κακός άπό καταβολής, δν είναι τό Εργο ένός έν­διάμεσου, άδιάφορου ή άδύναμου θεοΰ, τότε πραγματικά δέν είναι δυνατό νά λυτρωθεί, καί δλες ot πρωτοχριστιανι­κές έσχατολογικές έλπίδες πρέπει νά είναι ψεύτικες καί ά- βάσιμες. Ό γνωστικισμός άπέρριπτε τήν πραγματική συλ­λογική άλλαγή καί λύτρωση τής άνθρωπότητας, άντικαθι- στώντας την μέ Ενα ατομικό Ιδανικό γνώσης καί διαιρών­τας τούς άνθρώπους — μέ βάση θρησκευτικές καί πνευμα-

54. Χάρνακ: «Ίοτορ!* τοΟ δόγματος*, I, 258.

89

τικές γραμμές — σέ καθορισμένες τάξεις και κόστες. Ot κοινωνικές και οίκονομικές διαιρέσεις θεωρήθηκαν ώς κα­λές καί δοσμένες άπό τό θεό. 01 άνθρωποι διαιρέθηκαν σέ πνευματικούς, πού άπολάμβαναν τή μέγιστη ευλογία. Σέ φυ­σικούς ποΰ είχαν κάπως λιγότερη ευλογία καί υλικούς που είχαν περιπέσει σέ πλήρη παρακμή. Ή τα ν μιά Απόρριψη τής συλλογικής λύτρωσης καί Ινας Ισχυρισμός ταξικής στρω- ματοποίησης τής κοινωνίας, δπως αύτήν πού δημιούργησε άργότερα ό καθολικισμός μέ τό διαχωρισμό τών λαϊκών άπό τόν κλήρο καί τής ζωής τών κοινών άνθρώπων άπό τή ζωή τών μοναχών.

ΓΙοιά ήταν λοιπόν ή Αντίληψη τών γνωστικών σχετικά μέ τόν Ίησοΰ καί τή σχέση του μέ τό θεό Πατέρα; Δίδα­σκαν δτι

. . . δ ούράνιος ΑΙών, δ Χριστός, καί ή άνθρώπινη έμφάνιση αύτοϋ τοΟ Αιώνα, θά πρέπει νά διαχωρι- στοϋν σαφώς. Μερικοί, δπως ot Βασιλίδες, πού δέν παραδέχονταν τήν πραγματική Ινωση τοΟ ΧριστοΟ καί τοϋ άνθρώπου ΊησοΟ ■—τόν δποίο θεωροΟσαν πα­ράλληλα σάν έπίγειο άνθρωπο. Ά λλοι, δηλαδή μέ­ρος τών ΒαλεντινιανΩν. . . δίδασκαν δτι τό σώμα τοϋ ΧριστοΟ ήταν ινας ούράνιος ψυχικός σχηματισμός καί βγήκε άπό τή μήτρα τής Μαρίας μόνο σέ έμφάνιση. Τελικά, Ινα τρίτο μέρος, δπως δ Σατουρίνος, διακή­ρυσσε δτι στό σύνολό της ή δρατή έμφάνιση τοΟ Ί η ­σοΟ ήταν κάτι τό φανταστικό καί κατά συνέπεια άρ- νιόταν τή γέννηση τοϋ ΧριστοΟ."

Ποιό είναι τό νόημα τών αντιλήψεων αυτών; Τό Αποφα­σιστικό γνώρισμα είναι δτι έξαφανίζεται ή άρχική χριστια­νική Ιδέα πώς Ινας πραγματικός 5νθρωπος (πού 6 χαρα­κτήρας του σάν έπαναστάτη καί σάν έχθρικά διακείμενο πρός τόν πατέρα Ιχει τονιστεί) Ιγινε θεός. 01 διάφορες

55. Σ-ύ Τδ'.ο, 3. 259-260.

90

γνωστικές τάσεις δέν είναι παρά έκφράσεις των διαφορετι­κών δυνατοτήτων αυτής τής έξαφάνισης. "Ολες τους άρ- νοΰνται δτι ό Χριστός ήταν πραγματικός άνθρωπος, κι Ε- τσι διατηρείται τό άπαραβίαστο τοΰ πατέρα - θεοΰ. Ή σχέ­ση μέ τήν Εννοια τής λύτρωσης είναι έπίσης σαφής. .Είναι τόσο απίθανο, αύτός ό κόσμος πού είναι άπό τή φύση του κακός, νά γίνει καλός, δσο και Ινας πραγματικός άνθρωπος μπορεϊ νά γίνει θεός. Αντό σημαίνει δτι είναι τό ίδιο απί­θανο πώς μπορεϊ νά αλλάξει κάτι πού υπάρχει στήν κοινω­νική κατάσταση. Άποτελεϊ παρανόηση νά πιστεύουμε πώς ή θέση τών γνωστικών — δτι δηλαδή δ θεός ό Δημιουρ­γός τής Παλαιας Διαθήκης δέν είναι δ υπέρτατος θεός, άλλά Ινας καινούργιος θεός — είναι μιά Εκφραση τών Ι­διαίτερα έχθρικών πρός τόν πατέρα τάσεων. Οί γνωστικοί Επρεπε νά προβάλουν τήν κατωτερότητα τοΰ θεοΰ Δημιουρ­γού γιά νά άποδείξουν τή θέση τοΰ άμετάβλητου τοΰ κό­σμου καί τής άνθρώπινης κοινωνίας, καϊ γ ι’ αυτούς δ Ι­σχυρισμός αύτός δέν ήταν, κατά συνέπεια, Εκφραση έχθρό- τητας πρός τόν πατέρα. Ή θέση τους, αντίθετα άπό τούς πρώτους χριστιανούς, πραγματευόταν Ινα θεό ξένο γι* αυ­τούς, τόν Εβραίο Γιαχβέ, πού αύτοϊ οΐ "Ελληνες δέν είχαν κανένα λόγο νά σέβονται. Γ ι’ αυτούς, ό έκθρονισμός αυτής τής έβραϊκής θεότητας δέ συνεπαγόταν, οδτε προϋπέθετε, δποιαδήποτε έχθρικά συναισθήματα πρός τόν πατέρα.

Ή Καθολική ’Εκκλησία, πού καταπολέμησε τό μοντανι- σμό σάν έπικίνδυνο κατάλοιπο και τό γνωστικισμό σάν ά- νώριμη πρόθεση, αυτών πού Επρεπε νά γίνουν, προχώρησε βαθμιαία άλλά σταθερά πρός τήν τελική πραγματοποίηση τοΰ σκοποΰ της τόν 4ο αΙωνα. Πρώτα Επρεπε νά διατυπώ­σουν οί άπολογιστές τή θεωρία γιά τήν έξέλιξη αύτή. Δη­μιούργησαν δόγματα — ήταν ot πρώτοι πού χρησιμοποίη­σαν τόν δρο αύτόν μέ τήν τεχνική Εννοια — στά όποια έκ- φράστηκε ή άλλαγή τής στάσης πρός τό θεό και τήν κοι- νωνία. Βέβαια δέν ήταν τόσο ριζοσπάστες δσο οί γνωστι­κοί: τονίστηκε δτι διατήρησαν τις έσχατολογικές Ιδέες κα'ι Ετσι χρησίμεψαν σά δεσμός μέ τόν πρωτοχριστιανισμό.

91

'Ωστόσο τό δόγμα τους γιά τόν Ίησοΰ καί τίς σχέσεις του μέ τό θεό πατέρα συνδεόταν στενά μέ τή θέση τών γνω­στικών καί περιείχε τό σπέρμα τοΰ δόγματος τής Νικαίας. Προσπάθησαν νά παρουσιάσουν τό χριστιανισμό ώς τήν ανώτερη φιλοσοφία. «Διατύπωσαν τό περιεχόμενο τοΰ Ευ­αγγελίου μέ τρόπο πού νά Απευθύνεται στήν κοινή αίσθηση δλων τών σοβαρών στοχαστών καί πνευματικών ανθρώπων τής έποχής έκείνη^.”

Μολονότι ot άπολογιστές δέ δίδαξαν δτι ή υλη είναι κα­κή, ώστόσο δέν Εκαναν τό θεό άμεσο δημιουργό τοΰ κό­σμου, άλλά προσωποποίησαν τή θεία διάνοια καί τήν παρε­νέβαλαν άνάμεσα στό θεό καί τόν κόσμο. Μιά θέση, δν καί λιγότερο ριζοσπαστική, άπό τήν άντίστοιχη τών γνωστι­κών, άπορρίπτει τό ίδιο Εντονα τήν Ιστορική λύτρωση. Ό Λόγος πού πήγασε άπό τό θεό γιά τό σκοπό τής δημιουρ­γίας καί παράχθηκε μέ μιά θεληματική πράξη, ήταν γ ι’ αύτούς ό ΤΙός τοΰ θεοΰ. Ά πό τό Ινα μέρος, δέν ήταν κά­τι ξεχωριστό άπό τό θεό, άλλά ήταν περισσότερο τό άπο- τέλεσμα τής Αποκάλυψης τοΰ Ιδιου τοΰ θεοΰ. Ά πό τό αλλο μέρος, ήταν θεός καί Κύριος, ή προσωπικότητά του εΤχε μιά άρχή, ήταν πλάσμα σέ σχέση μέ τό θεό. 'Ωστόσο, ή υ­ποταγή του βρισκόταν δχι στή φύση του, άλλά περισσότερο στήν προέλευσή του. Αύτή ή χριστολογία τοΰ Λόγου τών άπολογιστών ήταν ούσιαστικά ταυτόσημη μέ τό δόγμα τής Νικαίας. Ή άντιαπολυταρχική θεωρία τής υΙοθεσίας, πού άφοροΰσε τόν άνθρωπο — πού Εγινε θεός παραμερίστηκε, καί 6 Ίησοΰς εγινε 6 προΟπάρχων μονογενής ΤΙός τοΰ θ ε ­οΰ, τής ίδιας φύσης μέ τό θεό, άλλά ώστόσο Ινα δεύτερο πρόσωπο, πού στέκει δίπλα του. Κατά συνέπεια, ή έρμηνεία μας γιά τήν πηγή αύτή τοΰ δόγματος τής Νικαίας υποστη­ρίζει, ούσιαστικά, τή χριστολογία τοΰ Λόγου πού άποτέλε- σε τόν άποφασιστικό πρόδρομο τοΰ καθολικοΰ χριστιανι­σμού.

66. Χάρνακ, 3*6 !9ιο, II, 110.

92

Ή άφομοίωση τί)ς Χριστολογίας τοϋ Λόγου σέ πίστη τής Εκκλησίας. . . συνεπαγόταν ενα μετασχηματισμό τής πίστης σέ δόγμα μέ έλληνοφιλοσοφικά χαρακτηρι­στικά. ’Απώθησε τις παλιές έσχατολογικές ιδέες. Στήν πραγματικότητα, τΙς κατέπνιξε. Τό Χριστό τής Ιστορίας τόν άντικατέστησε μ’ £να νοητό Χριστό, μιά άρχή, καί μετέτρεψε τόν Ιστορικό Χριστό σέ φαινό­μενο. 'Οδήγησε τούς χριστιανούς στή «Φύση» καί στό φυσικό μεγαλείο, άντί νά τούς όδηγήσει στό προσω­πικό καί ήθικό μεγαλείο. Έδωσε στήν πίστη τών χριστιανών όριστικά, κατεύθυνση πρός τή θεώρηση τών ιδεών καί τών δογμάτων, καί £τσι προπαρασκεύα­σε τό δρόμο, άπό τή μιά μεριά, γιά τό μοναστικό βίο, καί άπό τήν άλλη, γιά 2να κηδευομενόμενο χριστιανι­σμό άπό — γεμάτους άτέλειες— έργαζόμενους λαϊ­κούς. Νομιμοποίησε έκατοντάδες θέματα κοσμολογίας καί τής φύσης τοϋ κόσμου άναγορεύοντάς τα σέ θρη­σκευτικά θέματα καί άπαιτοϋσε μιά όριστική άπάν- τηση «έπΐ ποινή» τήν άπώλεια τής σωτηρίας. Αύτό όδήγησε σέ μιά κατάσταση δπου, άντί νά κηρύσσεται ή πίστη, ot άνθρωποι κήρυσσαν πίστη στήν π ί­στη καί έμπόδιζαν τήν άνάπτυξη τής θρησκείας, ένώ έπιδεικτικά έπιδίωκαν τήν έπέκτασή της. Καθώς δ- μως αύτό Ικανέ στενότερη τή συμμαχία μέ τήν έπι- στήμη, διαμόρφωσε τό χριστιανισμό σέ μιά παγκό­σμια θρησκεία καί ούσιαστικά σέ μιά κοσμσπολιτική θρησκεία καί προπαρασκεύασε τό δρόμο γιά τό Διά­ταγμα τοϋ Κωνσταντίνου."

’Έτσι, στή χριστολογία τοΰ Λόγου δημιουργήθηκε τό σπέρμα τοΰ τελικοΰ χριστιανοκαθολικοΰ δόγματος. Ω στό­σο, ή αναγνώριση καί υιοθέτησή του δέν πραγματοποιήθη- κε χωρίς αγρια πάλη ένάντια στίς Ιδέες που έρχονταν σέ

57. Χάρνακ: «Lehrbuch der Dogmengeschichte· (Εκτη Ixdoc., 1922), s. 155.

93

αντίφαση μέ τό δόγμα αύτό, πίσω άπό τις δποΐες κρύβον­ταν τά άπομεινάρια τών πρωτοχριστιανικών άπόι^ων καί ή πρωτοχριστιανική διάθεση. Ή Εννοια όνομάστηκε μ ο - ν α ρ χ ι α ν ι σ μ ό ς (πρώτα άπό τόν Τερτυλλιανό). Στούς κόλπους τοΰ μοναρχιανισμοΰ μποροΰμε νά διακρί­νουμε δύο τάσεις: Τούς δπαδούς τής υΙοθεσίας καί τούς μονταλιστές. Ό μοναρχιανισμός τής υΙοθεσίας ξεκινούσε μέ τόν Ίησοΰ σάν άνθρωπο πού Εγινε θεός. Ή μονταλιστι- κή άποψη υποστήριζε δτι ό Ίησοΰς δέν ήταν παρά μιά έκ- δήλωση τοΰ θεοΰ Πατέρα, καί δχι θεός δίπλα στό θεό Πατέρα. Κατά συνέπεια, καί οΐ δυό τάσεις ισχυρίζονταν τή μοναρχία τοΰ θεοΰ: ή μιά, δτι ό άνθρωπος έμπνεύστη- κε άπό τό θείο πνεΰμα, ένώ δ θεός παρέμεινε άπαραβίαστος σάν ύντότητα. Ή αλλη, δτι δ ΤΙός δέν ήταν παρά μιά έκδή- λωση τοΰ πατέρα, γιά νά διατηρηθεί καί έδώ ή μοναρχία τοΰ θεοΰ. Μολονότι οί δύο κλάδοι τοΰ μοναρχιανισμοΰ φαί­νονται νά Ερχονται σέ άντίθεση δ Ενας μέ τόν δλλο, στήν πραγματικότητα ή άντίθεση δέν ήταν τόσο Εντονη. Ό Χάρ- νακ τονίζει δτι οί δύο άπόψεις, πού φαινομενικά είναι αντί­θετες, σέ πολλά σημεία συμπίπτουν, καί μέ τήν ψυχαναλυ­τική έρμηνεία γίνεται άπόλυτα κατανοητή ή συγγένεια τών δύο κινημάτων τοΰ μοναρχιανισμοΰ. Δείξαμε στά προηγού­μενα δτι τό άσυνείδητο νόημα τής Εννοιας τής υΙοθεσίας εί­ναι ή έπιθυμία έκτόπισης τοΰ πατέρα - θεοΰ. "Αν δ άνθρω­πος μπορεϊ νά γίνει θεός καί νά ένθρονιστεί στά δεξιά τοΰ θεοΰ, τότε ό θεός έκθρονίζεται. Ωστόσο, ή ίδια τάση εί­ναι σαφής καί στό μονταλιστικό δόγμα. "Αν δ Ίησοΰς δέν ήταν παρά μιά έκδήλωση τοΰ θεοΰ, τότε σίγουρα μποροΰμε νά ποΰμε δτι δ Ιδιος ό θεός Πατέρας σταυρώθηκε, ύπέφε- ρε καί πέθανε — μία άποψη πού όνομάστηκε πατριπασσια- νισμός. Στή μονταλιστική αύτή άντίληψη άναγνωρίζουμε μιά ξεκάθαρη συγγένεια μέ τούς παλιούς μύθους τής Ε γγύ ς ’Ανατολής γιά τό θνήσκοντα θεό (νΑττις, "Αδωνις, νΟσι- ρ ις), πού υπονοούν μιά άσυνείδητη Εχθρότητα πρός τόν πα­τέρα - θεό.

Πρόκειται άκριβώς γιά τό άντίστροφο, πού θά μποροΰσε

94

νά υποστηρίξει μιά έρμηνεία ή δποία δέ Οά λάβαινε ΰπόψη της τήν ψυχική κατάσταση τών άνθρώπων πού υποστήριζαν τό δόγμα. Ό μοναρχιανισμός, τόσο τής υΙοθεσίας, δσο καί ό μονταλιστικός, σημαίνει δχι αύξηση τοΰ σεβασμού γιά τό θεό, άλλά τό άντίθετο — τήν έπιθυμία γιά τήν έκτόπισή του, πού έκφράζεται μέ τή θεοποίηση ένός άνθρώπου ή μέ τή σταύρωση τοΰ ίδιου τοΰ θεοΰ. ’Απ’ δσα άναφέραμε μέ­χρι τώρα, γίνεται απόλυτα κατανοητό δτι ό Χάρνακ υποστη­ρίζει, σάν Ινα άπό τά ουσιαστικά σημεία — πάνω στά ό­ποια συμφωνοΰν τά δυό μοναρχιανικά κινήματα, τό γεγο­νός δτι άντιπροσωπεΰουν τήν έσχατολογική, σέ αντίθεση μέ τή νατουραλιστική, αντίληψη γιά τό πρόσωπο τοΰ Χριστοΰ. Είδαμε δτι ή πρώτη ιδέα, σύμφωνα με τήν δποία ό Ίησοΰς θά έπιστρέψει γιά νά έγκαθιδρύσει τή νέα βασιλεία, άνή- κε ούσιαστικά στήν πρωτόγονη χριστιανική πίστη, πού ή­ταν έπαναστατική καί έχθρική πρός τόν πατέρα. Δέ θά πρέ­πει, λοιπόν, νά μδς προκαλεΐ κατάπληξη τό δτι βρίσκουμε τήν αντίληψη αύτή στά δυό μοναρχιανικά κινήματα, πού ά- ποδείξαμε τή σχέση τους μέ τό πρωτοχριστιανικό δόγμα, ουτε τό δτι ό Τερτυλλιανός καί ό ’Ωριγένης δμολογοΰν δτι ό δγκος τής χριστιανικής μάζας είχε άσπαστε! τό μοναρ- χιανισμό. ’Αντιλαμβανόμαστε δτι ή πάλη ένάντια στούς δυό τύπους μοναρχιανισμοΰ ήταν ούσιαστικά έκφραση τής πά­λης ένάντια στίς τάσεις τής έχθράτητας πρός τόν πατέρα- θεό καί τό κράτος, πού έξακολουθοΰσαν νά είναι ριζωμένες στίς μάζες.

Παραμερίζουμε τίς άτομικές άποχρώσεις που παρουσία­σε ή έξέλιξη τοΰ δόγματος, γιά νά έπιστρέψουμε στή με­γάλη διαφωνία πού διευθετήθηκε προκαταρκτικά στή Σύνο­δο τής Ν ικαίας — τή διαμάχη δηλαδή άνάμεσα στόν Ά ρειο καί τόν ’Αθανάσιο. Ό Ά ρειος δίδασκε δτι δ θεός είναι 'Ένας, καί δίπλα του δέν υπάρχει άλλος, καί δτι ό ΤΙός του ήταν άνεξάρτητο δν, διαφορετικό σέ ούσία άπό τόν Π ατέ­ρα. Δέν ήταν άληθινός θεός καί οΐ θείες Ιδιότητες πού εί­χε ήταν έπίκτητες καί δχι όλοκληρωμένες. Καθώς δέν ήταν αιώνιος, ή γνώση του δέν ήταν τέλεια. Κατά συνέπεια δέν

95

Ιπρεπε νά τιμαται τό Ιδιο μέ τόν Πατέρα. Είχε δμως δη- μιουργηΟεΐ πριν άπό τόν κόσμο, σάν δργανο γιά τή δημι­ουργία άλλων πλασμάτων, καί είχε δημιουργηθεΐ μέ τή βού­ληση τοΰ θεοΰ σάν Ανεξάρτητο δν. Ό ’Αθανάσιος άντιπα- ρέθετε τόν ΤΙό, πού ανήκε στό θεό, μέ τόν κόσμο: είχε πα- ραχθεΐ άπό τήν ούσία τοΰ θεοΰ καί είχε πέρα γιά πέρα τή φύση τοΰ Πατέρα, είχε τήν Ιδια ούσία μέ τόν Πατέρα καί άποτελεΐ μέ τό θεό μιά συγκεκριμένη ένότητα.

Είίκολα άναγνωρίζεται πίσω άπό τήν άντίθεση, ανάμεσα στόν Ά ρειο καί τόν ’Αθανάσιο, ή παλιά διαμάχη άνάμε- σα στή μοναρχιανική άντίληψη καί τή χριστολογία τοΰ Λό­γου τών άπολογιστών (έστω κι άν ό ’Αθανάσιος έπέφερε μι- κροτροποποιήσεις στό παλιό δόγμα τοΰ Λόγου μέ τις νέες διατυπώσεις του), ή πάλη Ανάμεσα στίς έπαναστατικές τά­σεις, τις έχθρικές πρός τόν πατέρα - θεό καί τό κομφορμι- στικό κίνημα πού υποστήριζε τόν πατέρα καί τό κράτος καί άρνιόταν μιά συλλογική καί Ιστορική άπελευθέρωση. Τό κομφορμιστικό κίνημα τελικά θριάμβευσε τόν 4ο αίώνα, ό- πότε ό χριστιανισμός άνακηρΰχτηκε σέ έπίσημη θρησκεία τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ό Ά ρειος, μαθητής τοΰ Λουκιανοΰ, πού μέ τή σειρά του ήταν μαθητής τοΰ Π αύ­λου άπό τά Σαμόσατα, ένός άπό τούς διακεκριμένους ύπέρ- μαχους τής υΙοθεσίας, αντιπροσώπευε τό δόγμα τής υίοθε- σίας δχι πιά στήν καθαρή, άρχική μορφή του, Αλλά Ανακα­τωμένο μέ στοιχεία τής χριστολογίας τοΰ Λόγου. Καί δέν μποροΰσε νά γίνει Αλλιώς, γιατί ή Ανάπτυξη τοΰ καθολικι­σμού, Ακολουθώντας τήν δδό τής Απομάκρυνσης άπό τόν πρώτο ένθουσιασμό καί τής προσέγγισης μέ τήν Καθολι­κή ’Εκκλησία, είχε κιόλας προοδεύσει σέ τέτοιο σημείο πού ή παλιά σύγκρουση μποροΰσε νά λυθεί μόνο μέ τή γλώσ­σα καί στό κλίμα τών έκκλησιαστικών άπ όψεων. Ά ν ή δια­μάχη ανάμεσα στόν ’Αθανάσιο καί τόν Ά ρ ε ιο φαινόταν νά περιστρέφεται γύρω άπό μιά μικροδιαφορά (κατά πόσο δ θεός καί ό ΤΙός του είναι τής Ιδιας φύσης ή ίσης (ρύσης, δ μ ο ο ύ σ ι ο ι ) , ή μικρότητα τής διαφοράς αυτής υπήρ­ξε άκριβώς ή συνέπεια τής νίκης, πού τώρα είχε σχεδόν δ-

96

λοκληρωθεΐ, πάνω στις πρώτες χριστιανικές τάσεις. Πίσω δμως άπ’ αυτή τή λογομαχία δέ βρισκόταν τίποτα λιγότερο άπό τή σύγκρουση άνάμεσα σέ έπαναστατικές καί άντιδρα- στικές τάσεις. Τό άρειανό δόγμα ήταν Ενας άπό τους τελι­κούς σπασμούς τοΰ πρωτοχριστιανικού κινήματος. Ή νίκη τοΰ ’Αθανάσιου έπισφράγισε τήν ήττα τής θρησκείας καί τών έλπίδων τών μικρών άγροτών, τών χειροτεχνών καί τών προλεταρίων τής Παλαιστίνης.

Προσπαθήσαμε νά δείξουμε σέ γενικές γραμμές δτι τά διάφορα στάδια τής δογματικής έξέλιξης συμβάδιζαν ώς πρός τό χαρακτήρα μέ τή γενική τάση αυτής τής έξέλιξης, άπό τήν πίστη τών πρωτοχριστιανικών χρόνων δ>ς τό δόγ­μα τής Νικαίας. θ ά είναι έλκυστικό Εργο, πού δέν πρέπει νά παραλείψουμε στήν παρούσα μελέτη, νά δείξουμε καί τήν κοινωνική κατάσταση τών δμάδων πού Επαιρναν μέρος σέ κάθε στάδιο, θ ά ήταν σημαντικό έπίσης νά μελετήσου­με τούς λόγους πού τά έννέα δέκατα τής ’Ανατολής και τών Γερμανών προσχώρησαν στόν άρειανισμό. Πιστεύουμε, πάντως, δτι δείξαμε σέ ικανοποιητικό βαθμό πώς τά διάφο­ρα στάδια τής έξέλιξης τοΰ δόγματος, τόσο στίς άρχές δσο καί στό τέλος, είναι δυνατό νά γίνουν κατανοητά μόνο πά­νω στή βάση τών άλλαγών τής πραγματικής κοινωνικής κα­τάστασης καί άποστολής τοΰ χριστιανισμού.

6. Μιά ΰλλη προσπάθεια έρμηνείας

Ποιές είναι οί διαφορές μεθοδολογίας καί περιεχομένου ά­νάμεσα στή μελέτη τούτη καί στή μελέτη τοΰ Θεόδωρου Ράικ, πού πραγματεύεται τό ίδιο θέμα;

'Ο Ράικ προχωρεί μεθοδολογικά μέ τόν άκόλουθο τρό­πο. Τό είδικό άντικείμενό τής Ερευνάς του είναι τό δόγμα, Ιδιαίτερα τό χριστολογικό δόγμα. Καθώς «τό ένδιαφέρον του στρέφεται στό νά άκολουθήσει τις παραλλήλους άνάμε-

7. Τ6 ίόγμα τοΟ Χριστοί 97

σα στή θρησκεία κα'ι στήν ψυχαναγκαστική νεύρωση και νά δείξει τή σύνδεση άνάμεσα στά δυό φαινόμενα μέ άπλά πα­ραδείγματα», προσπαθεί νά άποδείξει, «ιδιαίτερα σ’ αύτό τό αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, δτι τό θρησκευτικό δόγ­μα στήν έξελικτική Ιστορία τής ανθρωπότητας αντιστοιχεί στή νευρωτική ίδεοληπτική (καταΟλιπτική) σκέψη, πού ά- ποτελεΐ τήν πιό σημαντική έκφραση τής παράλογης κατα- ναγκαστικής σκέψης». Οί ψυχικές διαδικασίες πού δδηγοϋν στή συγκρότηση καί ανάπτυξη τοΰ δόγματος, άκολουΟοΰν δ- λοκληρωτικά τόν ψυχικό μηχανισμό τής ϊδεοληπτικής (κα- ταΟλιπτικής) σκέψης καί τά ίδια κίνητρα κυριαρχούν καί στά δυό. «Στή διαμόρφωση τοΰ δόγματος παίρνουν μέρος οί ίδιοι άμυντικοί μηχανισμοί δπως καί στις καταναγκαστι- κές διαδικασίες στό άτομο».

ΙΙώ ς προχωρεί δ Ράικ στήν ανάπτυξη τής θέσης του πού άφορδ τή θεμελιώδη αναλογία, άνάμεσα στό δόγμα καί τόν καταναγκασμό;

Π ρώτα, πάνω στή βάση τής ιδέας του — σχετικά μέ τήν άναλογία άνάμεσα στή θρησκεία καί τήν ψυχαναγκαστική νεύρωση, εχει τήν έντύπωση δτι ή συμφωνία αύτή συναν­τιέται σέ δλες τίς άτομικές άπόψεις τών δύο φαινομένων καί, κατά συνέπεια, άνάμεσα στή θρησκευτική σκέι|τη καί τήν καταναγκαστική σκέψη. Στρέφεται κατόπιν πρός τήν έξέλιξη τοΰ δόγματος καί βλέπει μέ ποιό τρόπο άνα- πτύσσεται πάνω στή βάση μιας συνεχοΰς πάλης γιά μικρο- διαφορές. Δέ θεωρεί υπερβολικό τό νά χρησιμοποιήσει αύ­τή τήν έκπληκτική δμοιότητα άνάμεσα στή δογματική έξέ­λιξη καί τήν ίδεοληπτική σκέψη σάν άπόδειξη γιά τή συν- ταύτιση τών δύο φαινομένων. Έ τσ ι, τό άγνωστο έξηγεΐται μέ τό γνωστό. 'Η διαμόρφωση τού δόγματος πρέπει νά νοη­θεί πώς άκολουθεΐ τούς ίδιους δρόμους, πού διεπουν τίς ψυ­χαναγκαστικές νευρωτικές διαδικασίες. Ή υπόθεση τής έ- σωτερικής σχέσης άνάμεσα στά δύο φαινόμενα ένισχύεται άπό τό γεγονός δτι, Ιδιαίτεροί στό χριστολογικό δόγμα, ή σχέση μέ τό θεό Πατέρα, παίζει, μέ τή φυσική της άμφι- λογία, εναν έκπληκτικά ειδικό ρόλο.

98

Στή μεθοδολογική στάση τοΰ Ράικ υπάρχουν όρισμένες υποθέσει; πού δέν άναφέρονται ρητά, άλλά πού ή Εκθεσή τους είναι απαραίτητη γιά τήν κριτική τής μεθόδου του. Τό σημαντικότερο είναι τό ακόλουθο: έπειδή μιά θρησκεία, στήν περίπτωση αύτή ό χριστιανισμός, γίνεται άντιληπτή και πα­ρουσιάζεται σά μιά όντότητα, οΐ όπαδοί τής θρησκείας αυ­τής θεωρούνται σάν ένοποιημένο υποκείμενο, καί ετσι οΐ μά­ζες θεωρούνται σά νά ήταν Ινας άνθρωπος, Ενα άτομο. ' Ο­πως ή όργανιστική κοινωνιολογία Εχει συλλάβει τήν κοινω­νία σά ζωντανή οντότητα, καί έννοεϊ τις διάφορες όμάδες μέσα στήν κοινωνία σά διάφορα μέρη ένός όργανισμοΰ, μι­λώντας γιά τά μάτια, τό δέρμα, τό κεφάλι κ.ο.κ. τής κοινω­νίας, ετσι καί ό Ράικ εχει υιοθετήσει μιά όργανιστική άν- τίληψη — δχι μέ τήν άνατομική, άλλά μέ τήν ψυχολογική έννοια. Άκόμη, δέν κάνει προσπάθεια νά έρευνήσει τις μά­ζες, πού υποθέτει τήν ένότητά τους, στήν πραγματική βιο­τική τους κατάσταση, θεωρεί τις μάζες ταυτόσημες, καί πραγματεύεται μόνο τις ιδέες καί τις Ιδεολογίες πού παρά­γουν οί μάζες, μή δείχνοντας συγκεκριμένο ένδιαφέρον γιά τούς ζωντανούς άνθρώπους καί τήν ψυχική τους κατάστα­ση. Δέν έρμηνεΰει τις Ιδεολογίες σάν παράγωγα τών άν- θρώπων. Άλλά άναδημιουργεΐ τούς άνθρώπους μέ βάση τις ιδεολογίες. Κατά συνέπεια, ή μέθοδός του είναι βέβαια χρή­σιμη γιά τήν Ιστορία τοΰ δόγματος, δέν μπορεϊ δμως νά θεωρηθεί μέθοδος γιά τή μελέτη τής θρησκείας καί τής κοι­νωνικής Ιστορίας. “Ετσι, είναι όλότελα δμοια, δχι μόνο μέ τήν όργανιστική κοινωνιολογία, άλλά καί μέ μιά μέθοδο θρη­σκευτικής ερευνάς πού είναι προσανατολισμένη άποκλειστι- κά στήν ιστορία τών ιδεών, καί εχει πιά έγκαταλειφθεΐ, ά­κόμη καί άπό πολλούς Ιστορικούς τής θρησκείας, δπως λό­γου χάρη, ό Χάρνακ. Μέ τή μέθοδό του δ Ράικ υποστηρί­ζει σιωπηλά τή θεολογική άποψη, πού τό περιεχόμενο τής έργασίας του τήν άπορρίπτει συνειδητά καί ρητά. Ή θεο- λογική αύτή άποψη τονίζει τήν ένότητα τής χριστιανικής θρησκείας — πραγματικά, ό καθολικισμός Ισχυρίζεται πώς είναι άμετάβλητος. Καί άν υιοθετήσουμε σά μέθοδο τήν ά-

99

νάλυση τοΰ χριστιανισμού σά νά ήταν Ενα ζωντανό άτομο, θά όδηγηθοΰμε λογικά στήν όρθόδοξη καθολική θέση.

Ή μεθοδολογία πού μόλις άναπτύξαμε Εχει μεγάλη ση­μασία γιά τήν ερευνά τοΰ χριστιανικού δόγματος, γιατί εί­ναι Αποφασιστική γιά τήν έννοια τής άμφιλογίας, πού ά- ποτελεΐ τό έπίκεντρο στήν έργασία τοΰ Ράικ. Κατά πόσο ή υπόθεση ένός ένοποιημένου υποκειμένου είναι αποδεκτή ή δχι, άποτελεΐ υπόθεση πού μπορεΐ νά λυθεί μόνο υστέρα ά­πό Ερευνα — πού άπουσιάζει άπό τόν Ράικ — τής ψυχικής, κοινωνικής καί οίκονομικής κατάστασης, τών «ψυχικών έ- πιφανειών» τής δμάδας. *0 δρος άμφιλογία έφαρμόζεται μόνο δταν υπάρχει σύγκρουση ώσεων, παρωθήσεων, μέσα σέ Ενα άτομο, ή ίσως μέσα σέ μιά όμάδα όμοιογενών — σχε­τικά — άτόμων. Ά ν Ενας άνθρωπος άγαπά καί μισεί ταυ­τόχρονα Ενα άλλο πρόσωπο, μπορούμε νά μιλήσουμε γιά άμ- φιλογία. Ά ν δμως, δπου υπάρχουν δυό άνθρωποι, 6 Ινας άγαπά καί 6 άλλος μισεί Εναν τρίτο άνθρωπο, τότε οί δυό άνθρωποι είναι άντίπαλοι. Μπορούμε νά άναλύσουμε γιατί ό Ενας άγαπά καί 6 άλλος μισεί, άλλά θά μάς δημιουργού­σε σύγχυση τό νά μιλήσουμε γιά άμφιλογία. 'Ό ταν μέσα σέ μιά όμάδα Αντιμετωπίζουμε τήν ταυτόχρονη παρουσία άντι- φατικών παρωθήσεων, μόνο μιά Ερευνα τής πραγματικής κατάστασης αύτής τής όμάδας μπορεΐ νά άποκαλύψει, κα­τά πόσο πίσω άπό τή φαινομενική ένότητά τους είναι δυνα­τό νά μή βρούμε διαφορετικές υποομάδες, πού ή καθεμιά τους θά Εχει διαφορετικές έπιθυμίες καί θά μάχεται ή μιά τήν άλλη. Ή φαινομενική άμφιλογία θά μποροΰσε στήν πραγματικότητα νά άποδεχτεΐ πώς είναι μιά σύγκρουση ά- νάμεσα στίς διάφορες υποομάδες.

"Ενα παράδειγμα μπορεΐ νά φωτίσει τό σημείο αύτό. Ά ς φανταστούμε δτι σέ μερικές έκατοντάδες ή χιλιάδες χρόνια Ενας ψυχαναλυτής, πού χρησιμοποιεί τή μέθοδο τοΰ Ράικ, κάνει τή μελέτη τής πολιτικής Ιστορίας τής Γερμανίας μετά τήν έπανάσταση τοΰ 1918, καί Ιδιαίτερα τής διαμάχης σχε­τικά μέ τά χρώματα τής γερμανικής σημαίας, θ ά διαπιστώ­σει δτι στό γερμανικό Εθνος υπήρχαν μερικοί, ot μοναρχι­

100

κοί, πού ήθελαν ή σημαία νά είναι μαύρη, λευκή καί κόκ­κινη. "Αλλοι, ot ρεπουμπλικάνοι, έπέμεναν νά είναι ή ση­μαία μαύρη, κόκκινη και χρυσή. Ά λλοι πάλι τήν ήθελαν κόκκινη — καί τότε Ιγινε μιά συμφωνία πού Αποφάσισε νά κάνει τήν έπίσημη μαύρη, κόκκινη, χρυσή καί τήν έμπορι- κή σημαία τών πλοίων μαύρη, άσπρη, κόκκινη, μέ μιά μαύ­ρη, κόκκινη, χρυσή γωνία. Ό φανταστικός μας Αναλυτής θά έξέταζε πρώτα τ'ις δικαιολογίες καί θ’ Ανακάλυπτε δτι ή μιά δμάδα ισχυριζόταν πώς έπιθυμοΰσε νά κρατήσει τή μαύ­ρη, λευκή, κόκκινη σημαία, έπειδή τά χρώματα αυτά είναι όρατά καλύτερα στόν ώκεανό άπό τό μαΰρο, κόκκινο, χρυ­σό. θ ά μπορούσε νά υποδείξει τή σημασία τής στάσης πρός τόν πατέρα στή μάχη αύτή (μοναρχία ή δημοκρατία) καί θά προχωρούσε ίσως στή διατύπωση κάποιας Αναλογίας μέ τή σκέψη ίνός μηχαναγκαστικοΰ νευρωτικού. Κατόπι θά πα­ρέθετε παραδείγματα, σύμφωνα μέ τά όποια ή Αμφιβολία σχετικά μέ τό ποιό χρώμα είναι τό καλύτερο (τό παράδειγ­μα τοΰ Ράικ γιά τόν άσθενή πού βασάνιζε τό μυαλό του σχε­τικά μέ τήν άσπρη ή μαύρη γραβάτα έξυπηρετεΐ θαυμάσια έδώ) πηγάζει άπό τή σύγκρουση άμφιλεκτικών παρωθήσε­ων, και θά Εβλεπε σ’ δλη τή φασαρία, σχετικά μέ τά χρώ­ματα τής σημαίας, και στόν τελικό συμβιβασμό γιά τή ση­μαία, Ινα φαινόμενο άνάλογο μέ τήν Ιδεοληπτική σκέψη πού διαμορφώνεται άπό τά ίδια αίτια.

Κανείς άπ* δσους καταλαβαίνουν τίς πραγματικές περι­στάσεις δέ θά άμφέβαλε δτι ή συναγωγή συμπεράσματος άπό τήν άναλογία θά ήταν λαθεμένη. Είναι φανερό πως υ­πήρχαν διάφορες όμάδες πού τά διαφορετικά πραγματικά καί συναισθηματικά τους συμφέροντα, βρίσκονται σέ σύγ­κρουση τό Ινα μέ τό αλλο, δτι ή διαμάχη σχετικά μέ τή ση­μαία ήταν μιά διαμάχη άνάμεσα σέ δμάδες μέ διαφορετικό προσανατολισμό, τόσο ψυχικά δσο καί οίκονομικά, καί δτι στήν προκειμένη περίπτωση ένδιαφερόμαστε μόνο γιά μιά «άμφιλεκτική σύγκρουση». Ό συμβιβασμός της σημαίας δέν ήταν τό άποτέλεσμα μιας άμφιλεκτικής σύγκρουσης, άλλά περισσότερο συμβιβασμός άνάμεσα στίς διάφορες άπαιτήσεις

101

κοινωνικών δμάδων που μάχονταν ή μιά τήν αλλη.Ποιές ουσιώδεις διαφορές άπορρέουν άπό τή μεθοδολο­

γική διαφορά; Τόσο ώς πρός τήν έρμηνεία τοΰ περιεχομέ­νου τοΰ χριστολογικοΰ δόγματος δσο και ώς πρός τήν ψυ­χολογική έκτίμηση τοΰ δόγματος, διαφορετική μέθοδος ό- δηγεΐ σέ διαφορετικά αποτελέσματα.

'Τπάρχει Ινα κοινό σημείο άφετηρίας, ή έρμηνεία τής πρωτοχριστιανικής έχθρότητας πρός τόν πατέρα. Στήν έρ­μηνεία δμως τής παραπέρα δογματικής έξέλιξη;, φτάνου­με σ’ ?να συμπέρασμα ποΰ είναι άκριβώς τό άντίθετο άπό τό συμπέρασμα τοΰ Ράικ. Ό Ράικ θεωρεί τό γνωστικισμό, σάν κίνημα πού οΐ άντάρτικες παρωθήσεις του, ένισχυόμε- νες άπό τή χριστιανική θρησκεία τοΰ υΐοΰ, κυριάρχησαν δ>ς τά δκρα, για τόν έξευτελισμό τοΰ πατέρα - θεοΰ. Π ροσπα- θήσαμε νά άποδείξουμε δτι, απεναντίας, ό γνωστικισμός ί- ξάλει\|ιε τις πρωτοχριστιανικές έπαναστατικές τάσεις. Π ι­στεύουμε δτι τό σφάλμα τοΰ Ράικ προέρχεται άπό τό γε­γονός πώς, σύμφωνα με τή μέθοδό του, άντιλαμβάνεται μό­νο τή γνωστική φόρμουλα τοΰ έκτοπισμοΰ τοΰ Εβραίου πα­τέρα - θεοΰ, άντ'ι νά δει τό γνωστικισμό σά σύνολο, στό ό­ποιο μπορεΐ νά άποδοθεΐ σημασία έντελώς διαφορετική στή φόρμουλα τής έχθρότητας πρός τόν Γιαχβέ. Ή έρμηνεία τής παραπέρα δογματικής έξέλιξης δδηγεΐ σέ δλλα, τό Ιδιο άντίθετα, άποτελέσματα. Ό Ράικ βλέπει στό δόγμα τής προΰπαρξης τοΰ Ίησοΰ τήν έπιβίωση καί κατάχτηση τής άρχικής χριστιανικής έχθρότητας πρός τόν πατέρα. ’Εκ­φράζοντας δμεσα τήν άντίθεσή μου πρός τήν Ιδέα αύτή, προσπάθησα νά άποδείξω δτι, στήν Ιδέα τοΰ προϋπάρχον- τος Ίησοΰ, ή άρχική έχθρότητα πρός τόν πατέρα παραχω­ρεί τή θέση της σέ μια αντιθετικά άρμονική τάση. Βλέπου­με πώς ή ψυχαναλυτική έρμηνεία όδηγεΐ έδώ σέ δυό αντί­θετες άντιλήψεις τοΰ άσυνείδητου νοήματος τών διαφορετι­κών διατυπώσεων τοΰ δόγματος. Βέβαια, ή άντίθεση αύτή δέν έξαρτιέται άπό όποιεσδήποτε διαφορές στίς ψυχαναλυ­τικές προϋποθέσεις. Βρίσκεται μόνο πάνω στή διαφορά με­θοδολογίας κατά τήν έφαρμογή τής ψυχανάλυσης στά κοι-

102

νωνικοψυχολογικά φαινόμενο. Τά συμπεράσματα στά δποΐα καταλήγουμε, μάς φαίνονται σωστά, γιατί, άντίθετα άπό τά συμπεράσματα τοΰ Ράικ, δέν προήλθαν άπό τήν έρμηνεία μιάς απομονωμένης θρησκευτικής φόρμουλας, άλλά περισ­σότερο άπό τήν έξέταση αυτής τής φόρμουλας στή σχέση της με τήν πραγματική βιοτική κατάσταση τών άνθρώπων που τήν πίστευαν.

Τό ίδιο σημαντική είναι καί ή διαφωνία μας, που άπορ- ρέει άπό τήν ίδια μεθοδολογική διαφορά, σχετικά μέ τήν έρμηνεία τής ψυχολογικής σημασίας τοΰ δόγματος. Ό Ράικ βλέπει στό δόγμα τήν πιό σημαντική Εκφραση τής λαϊκής ψυχαναγκαστικής σκέψης, καί προσπαθεί νά δείξει «δτι οί ψυχικές διαδικασίες που όδηγοΰν στήν έδραίωση καί ά- νάπτυξη τοΰ δόγματος άκολουθοΰν μέ συνέπεια τους ψυχι­κούς μηχανισμούς τής ψυχαναγκαστικής σκέψης, δτι τά ίδια κίνητρα κυριαρχοΰν καί στή μιά περιοχή καί στήν άλλη». Διαπιστώνει δτι ή άνάπτυξη τοΰ δόγματος διαμορφώνεται ά­πό μιά άμφιλεκτική στάση πρός τόν πατέρα. Γιά τόν Ράικ, ή έχθρότητα πρός τόν πατέρα άποκορυφώνεται γιά πρώτη φορά στό γνωστικισμό. Κατόπιν οί άπολογητές ανέπτυξαν μιά χριστολογία τοΰ Λόγου, δπου συμβολίζεται καθαρά δ άσυνείδητος σκοπός τής άντικατάστασης τοΰ θ ε ο ΰ -Π α τέ ­ρα άπό τόν Χριστό, μολονότι ή νίκη τών άσυνείδητων πα- ρορμήσεων άποτρέπεται άπό Ισχυρές άμυντικές δυνάμεις. ’Ακριβώς δπως σέ μια ψυχαναγκαστική νεύρωση, δπου δύο άντίθετες τάσεις έπιβάλλονται διαδοχικά, σύμφωνα μέ τόν Ράικ, οί ίδιες άλληλοσυγκρουόμενες τάσεις έμφανίζονται στήν έξέλιξη τοΰ δόγματος πού άκολουθεΐ τούς ίδιους νό­μους δπως καί ή νεύρωση. “Ωστε, δείξαμε σ’ δλες τις λε­πτομέρειες τήν πηγή τοΰ σφάλματος τοΰ Ράικ. Παραβλέ­πει δτι τό ψυχολογικό υποκείμενο έδώ δέν είναι τόσο ?νας άνθρωπος καί δέν είναι οΰτε μια δμάδα πού διαθέτει μιά σχετικά ένοποιημένη καί άμετάβλητη ψυχική δομή, άλλά, περισσότερο, άποτελείται άπό διάφορες όμάδες μέ διαφο­ρετικά κοινωνικά καί ψυχικά ένδιαφέροντα. Τά διάφορα δόγματα άποτελοΰν μιά Ικφραση αυτών άκριβώς τών άλ-

103

ληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, καί ή νίκη ένός δόγμα­τος δέν είναι τό άποτέλεσμα μιας έσωτερικής ψυχικής σύγ­κρουσης, άνάλογης μ’ αύτή πού παρατηρείται σ’ Ινα δτομο, άλλά είναι, περισσότερο, τό άποτέλεσμα μιας Ιστορικής έξέ- λιξης, πού κάτω άπό τήν έπίδραση δλότελα διαφορετικών έ- ξωτερικών περιστάσεων (δπως ή στασιμότητα καί ή πισω- δρόμηση τής οίκονομίας καί τών κοινωνικών καί πολιτικών δυνάμεων πού συνδέονται μέ τήν οίκονομία), όδηγεΐ στή νί­κη τοΰ ένός κινήματος καί στήν ήττα τοΰ άλλου. 'Ο Ράικ βλέπει τό δόγμα σάν Εκφραση τής ψυχαναγκαστικής σκέ­ψης, καί τό τελετουργικό σάν Εκφραση τής συλλογικής ψυ­χαναγκαστικής δράσης. Σωστό είναι βέβαια δτι στό χρι­στιανικό δόγμα, καθώς καί σέ πολλά αλλα δόγματα, ή άμ- φιλογία πρός τόν πατέρα παίζει σημαντικό ρόλο, αύτό δμως μέ κανένα τρόπο δέν αποδείχνει δτι τό δόγμα είναι ψυχα­ναγκαστική σκέψη. Προσπαθήσαμε νά δείξουμε πώς άκρι- βώς οί παραλλαγές στήν έξέλιξη τοΰ δόγματος, πού στήν άρχή Εδινε τήν έντύπωση ψυχαναγκαστικής σκέψης, άπαι- τοΰν στήν πραγματικότητα διαφορετική έξήγηση. Τό δόγ­μα διαμορφώνεται σέ μεγάλο βαθμό άπό ρεαλιστικά πολιτι­κά καί κοινωνικά κίνητρα. Χρησιμεύει σάν Ινα είδος λάβα­ρου" καί ή άναγνώριση τοΰ λάβαρου άποτελεΐ όμολογία προσχώρησης σέ μιά ιδιαίτερη δμάδα. Πάνω σ’ αύτή τή βάση είναι κατανοητό δτι, θρησκείες πού Εχουν σταθερο­ποιηθεί άρκετά άπό έξωθρησκευτικά στοιχεία (δπως στα- θεροποιήθηκε ό Ιουδαϊσμός άπό τό έθνικό στοιχείο) μπο­ρούν νά στερούνται σχεδόν όλότελα Ινα σύστημα δογμάτων μέ τήν Εννοια τοΰ καθολικισμοΰ.

Είναι δμως ολοφάνερο πώς αύτή ή όργανωτική άποστο- λή τοΰ δόγματος δέν άποτελεΐ καί τή μόνη άποστολή του. Καί ή μελέτη τούτη προσπάθησε νά δείξει ποιά κοινωνική σημασία θά πρέπει νά άποδίνεται στό δόγμα, άπό τό γεγο­νός δτι στή φαντασία Ικανοποιεί τίς άπαιτήσεις τοΰ λαού καί έπέχει θέση πραγματικής Ικανοποίησης. Δοθέντος δτι οί συμβολικές Ικανοποιήσεις συμπυκνώνονται στή μορφή ένός δόγματος πού, μέ τό κύρος τών παπάδων καί τών κυβερ-

104

νώντων, έπιβάλλεται στις μάζες νά τό πιστέψουν, Εχουμε τή γνώμη δτι τό δόγμα μπορεϊ νά συγκριθεΐ μέ μια παντοδύ­ναμη υποβολή, πού γίνεται αίσθητή υποκειμενικά ώς πραγ­ματικότητα χάρη στή συναίνεση τών πιστών. Για νά φτά- σει τό δόγμα ώς τό άσυνείδητο, θά πρέπει τά περιεχόμενα έ- κεΐνα πού είναι δυνατό νά γίνουν συνειδητά άντιληπτά νά έξαφαν ιστού ν κα'ι νά προβληθούν μέ αΐτιολογημίνες καί ά- ποδεχτές μορφές.

7. Συμπέρασμα

*Ας συνοψίσουμε τί έδειξε ή μελέτη μας σχετικά μέ τό νόη­μα τών άλλαγών πού επήλθαν στήν έξέλιξη τού δόγματος τοΰ Χριστού.

Ή πίστη τών πρώτων χριστιανών στόν άνθρωπο πού υ­ποφέρει κα'ι γίνεται θεός, Εχει τήν κεντρική της σημασία στήν έξυπονοούμενη έπιθυμία άνατροπής τοΰ πατέρα - θεοΰ ή τών έπίγειων έκπροσώπων του. Τό πρόσωπο τοΰ Ίησοΰ πού υποφέρει πρόβαλε άρχικά άπό τήν άνάγκη ταυτισμού άπό μέρους τών μαζών — που ύπέφεραν καί μόνο κατά δεύ­τερο λόγο καθορίστηκε άπό τήν άνάγκη έξιλέωσης γιά τό Εγκλημα έπίθεσης κατά τοΰ πατέρα. 01 όπαδοί αύτής τής πίστης ήταν άνθρωποι πού, έξαιτίας τής βιοτικής τους κα­τάστασης, ήταν διαποτισμένοι μέ μίσος γιά τούς κυβερνών- τες καί μέ έλπίδα γιά τή δική τους ευτυχία. Ή άλλαγή τής οίκονομικής κατάστασης καί τής κοινωνικής σύνθεσης τής χριστιανικής κοινότητας μετέβαλλε τήν ψυχική στάση τών πιστών. Τό δόγμα έξελίχθηκε. Ή Ιδέα ένός άνθρώπου πού Εγινε θεός μεταβλήθηκε στήν Ιδέα ένός θεοΰ πού Εγινε άν­θρωπος. Ό πατέρας δέν μποροΰσε πια νά άνατραπεΐ. "Ε­νοχοι δέν είναι οΐ κυβερνώντες, άλλά οΐ μάζες πού υποφέ­ρουν. Ή έπιθετικότητα δέν κατευθύνεται πια ένάντια οτίς έξουσίες, άλλά ένάντια στά πρόσωπα αυτών τών Ιδιων πού

105

υποφέρουν. Ή Ικανοποίηση βρίσκεται στή συγχώρεση καί τήν αγάπη πού προσφέρει ό πατέρας στούς υποτακτικούς γιούς του, καί ταυτόχρονα στή βασιλική, πατρική θέση πού παίρνει ό Ίησοΰς 6 όποιος υποφέρει, ένώ παράλληλα παρα­μένει έκπρόσωπος τών μαζών πού υποφέρουν. Μέ τόν και­ρό ό Ίησοΰς Εγινε θεός, χωρίς ν’ ανατρέψει τό θεό, γιατί ήταν πάντα θεός.

Πίσω απ’ αύτό βρίσκεται μιά ακόμα βαθύτερη υποχώρη­ση πού βρήκε τήν έκφρασή της στό όμοούσιο δόγμα: ό πα­τρικός θεός, πού ή συγχώρεση του Εξασφαλίζεται μόνο μέ τά βάσανα τοΰ ατόμου, μεταμορφώνεται σέ μητέρα γεμάτη θεία χάρη πού φροντίζει τό βρέφος, τό προφυλάσσει στή μήτρα της καί Ετσι χορηγεί συγχώρεση. Ά πό ψυχολογικής πλευράς, ή άλλαγή πού συμβαίνει έδώ είναι ή άλλαγή άπό μιά στάση έχθρική πρός τόν πατέρα, σέ μιά στάση παθη­τικά καί μαζοχιστικά πειθήνεια, καί τελικά στή στάση τοΰ παιδιοΰ πού τό άγαπάει ή μητέρα. Ά ν ή έξέλιξη αύτή λάμ- βανε χώρα σ’ Ινα άτομο, θά Εδειχνε ψυχική ασθένεια. Π ραγματοποιήθηκε δμως στή διάρκεια αΙώνων καί έπηρεά- ζει δχι όλόκληρη τήν ψυχική δομή τών ατόμων, άλλά μόνο Ενα τμήμα της, κοινό σέ δλους. Είναι Εκφραση δχι παθολο­γικής διαταραχής, άλλά περισσότερο προσαρμογής σέ μιά δοσμένη κοινωνική κατάσταση. Γιά τις μάζες πού διατήρη­σαν Ενα κάποιο κατάλοιπο έλπίδας γιά τήν άνατροπή τών κυβερνώντων, ή πρωτοχριστιανική φαντασία ήταν βολική καί Ικανοποιητική, δπως ήταν καί τό καθολικό δόγμα γιά τις μάζες τοΰ Μεσαίωνα. Τά αίτια τής έξέλιξης βρίσκονται στήν άλλαγή τής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης ή στήν όπισθοδρόμηση τών οίκονομικών δυνάμεων καί τις κοινωνι­κές τους Επιπτώσεις. ΟΙ ίδεολόγοι τών κυρίαρχων τάξεων ένίσχυαν καί έπιτάχυναν τήν έξέλιξη αύτή, υποβάλλοντας στίς μάζες συμβολικές Ικανοποιήσεις καί διοχετεύοντας τήν έπιθετικότητά τους σέ κοινωνικά, ανώδυνα κανάλια.

Ό καθολικισμός σημαίνει τήν έπιστροφή μέ συγκαλυμ- μένη μορφή στή θρησκεία τής Μεγάλης Μητέρας πού εί­χε νικηθεί άπό τόν Γιαχβέ. Μόνο δ προτεσταντισμός έπέ-

106

στρεψε πρός τόν πατέρα - θεό.'* Στέκεται στό μεταίχμιο μιας κοινωνικής έποχής πού έπιτρέπει ένεργητική στάση άπό μέ­ρους τών μαζών, άντίθετα άπό τήν παθητικά παιδική στά­ση τοΰ Μεσαίωνα."

58. Ό Λούθηρος χαρακτηριζόταν προσωπικά γ ι4 τήν άμιριλεκτική στάση του πρός τόν πατέρα.

59. Βλ. Φραίηζερ: «Τό χρυσό κλαρί·. Έπίσης τή σχετική μέ τή ίική μας Ιννοια στό Ιργο τοδ Στόρφερ: «Marias jungfraiiliche Mut- terschaft».Σημείωση τοΟ μεταφραστή: Τ* άποοπάσματα τής Π αλαιϊ; Διαθήκης ίχουν ληφθεΐ άπό τή μετάφραση τών Ο '.

107

Σ Η Μ Ε Ρ Ι Ν Η Κ Α Τ Α Σ Τ Α Σ Η

Τ ΟΥ Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Υ

'Ό ταν 6 μεσαιωνικός κόσμος καταστράφηκε, φάνηκε πώς 6 δυτικός άνθρωπος κατευθυνόταν πρός την τελική έκπλήρω- ση τών εύγενέστερων όνείρων καί δραμάτων του. ’Απελευ­θερώθηκε άπό τήν έξουσία μιας δλοκληρωτικής έκκλησίας, άπό τό βάρος τής παραδοσιακής σκέψης, άπό τά γεωγραφι­κά δρια μιας υδρογείου πού ήταν γνωστή μόνο κατά τό ή- μισυ. Δημιούργησε μιά νέα έπιστήμη, πού μέ τόν καιρό δ- δήγησε στήν Απελευθέρωση πρωτοφανών παραγωγικών δυ­νάμεων καί στόν δλοκληρωτικό μετασχηματισμό τοϋ υλικού κόσμου. Δημιούργησε πολιτικά συστήματα πού φαίνονταν νά έγγυώνται τήν έλεύθερη καί παραγωγική ανάπτυξη τοΰ άτόμου. Περιόρισε τό χρόνο έργασίας σέ τέτοιο βαθμό, πού δ δυτικός άνθρωπος είναι έλεύθερος νά Απολαμβάνει ώρες Ανάπαυσης σέ Ικταση πού οί πρόγονοί του οΰτε νά όνειρευ- τοΰν μποροΰσαν. 'Ό μω ς ποΰ έχουμε φτάσει σήμερα;

Ό κίνδυνος ένός καταστροφικού πολέμου κρέμεται πάνω Από τήν Ανθρωπότητα, Ινας κίνδυνος πού μέ κανένα τρόπο δέν ξεπερνιέται μέ τις διατακτικές προσπάθειες τών κυβερ­νήσεων, νά τόν Αποφύγουν. ’Αλλα Ακόμη καί δν ot πολιτι­κοί έκπρόσωποι τοΰ ανθρώπου διαθέτουν Αρκετό μυαλό ώστε νά Αποφύγουν Ιναν πόλεμο, ή κατάσταση τοΰ Ανθρώπου έξα- κολουθεΐ νά μένει μακριά άπό τήν έκπλήρωση τών έλπίδων τοΰ 16ου, 17ου καί 18ου αΙώνα.

Ό χαρακτήρας τοΰ Ανθρώπου διαπλάθεται Από τις Α­παιτήσεις τοΰ κόσμου πού δημιούργησε μέ τά ίδια του τά χέρια. Τό 18ο καί 19ο αιώνα, ό κοινωνικός χαρακτήρας τής μεσαίας τάξης παρουσίαζε ισχυρά έκμεταλλευτικα καί Απο- θησαυριστικά γνωρίσματα. Ό χαρακτήρας αύτός καθορί­στηκε Από τήν έπιθυμία έκμετάλλευσης άλλων καί τήν Απο­ταμίευση αύτών πού είχε Αποχτήσει τό δτομο για νά Αποκο­μίσει περισσότερα κέρδη Απ’ αύτά. Τόν 20ό αΙώνα ό προσα­νατολισμός χαρακτήρα τοΰ Ανθρώπου δείχνει Αξιοσημείω­τη παθητικότητα καί ταύτιση μέ τις άξίες τής άγορδς. Ό

111

σύγχρονος άνθρωπος είναι βέβαια παθητικός στό μεγαλύτε­ρο μέρος τοΰ χρόνου τής ανάπαυσής του. Είναι ό αΙώνιος καταναλωτής. «Καταβροχθίζει» ποτά, τρόφιμα, τσιγάρα, διαλέξεις, θέες, βιβλία, κινηματογραφικές ταινίες. 'Ό λα κα­ταναλώνονται, καταβροχθίζονται. Ό κόσμος είναι Ινα μεγά­λο άντικείμενό για τήν δρεξή του: μια μεγάλη μπουκάλα, Ινα μεγάλο μήλο, Ινα μεγάλο στήθος. Ό άνθρωπος εγινε ή ρου­φήχτρα, 6 αιώνια δεχόμενος — καί ό αίώνια άπογοητευμέ- νος.

'Ό ταν ό σύγχρονος άνθρωπος δέν είναι καταναλωτής, εί­ναι Ιμπορος. Τό οίκονομικό μας σύστημα Εχει τό έπίκεντρό του στή λειτουργία τής αγοράς, πού είναι ό καθοριστής τών άξιών δλων τών έμπορευμάτων καί 6 ρυθμιστής τής μερίδας τοΰ καθενός στό κοινωνικό προϊόν. Ούτε ή δύναμη οΰτε ή παράδοση, δπως στις προηγούμενες περιόδους τής Ιστορίας, οΰτε τό ψέμα ούτε ή απάτη διέπουν τις οίκονομικές δραστη­ριότητες τοΰ άνθρώπου. Είναι έλεύθερος νά παράγει καί νά πουλά. Ή μέρα τής αγοράς είναι ή μέρα κρίσης σχετικά μέ τήν έπιτυχία τών προσπαθειών του. Στήν άγορά δέν προσ- φέρονται καί πουλιοΰνται μόνο έμπορεύματα. Ή έργασία Εχει γίνει έμπόρευμα, πού πουλιέται στήν άγορά έργασίας κάτω άπό τις ίδιες συνθήκες συναγωνισμού. Άλλά τό έμπορικό σύ­στημα Ιχει προχωρήσει πέρα άπό τήν οικονομική σφαίρα τών έμπορευμάτων καί τής έργασίας. Ό δνθρωπος Ιχει μεταμορ­φωθεί καί κ ε ί ν ο ς σέ έμπόρευμα καί νιώθει τή ζωή του σάν κεφάλαιο πού πρέπει νά έπενδυθεΐ έπικερδώς. "Αν τό κα­τορθώσει αύτό, είναι «πετυχημένος» καί ή ζωή του Ιχει νόη­μα. "Αν δχι, «είναι άποτυχημένος». Ή «άξία» του βρίσκεται στήν έμπορικότητά του, δχι στις άνθρώπινες Ιδιότητές του ά- γάπης καί λογικής, οΰτε στις καλλιτεχνικές του Ικανότητες. “Ετσι ή αίσθηση πού Εχει γιά τήν άξία του, έξαρτιέται άπό έξωτερικούς παράγοντες, — τήν έπιτυχία του, μέ βάση τήν κρίση τών δλλων. Έ τσ ι έξαρτιέται άπό αύτους τούς δλλους καί ή άσφάλειά του βρίσκεται στόν κομφορμισμό, στό νά μή βρίσκεται ποτέ παραπάνω άπό μισό μέτρο μακριά άπό τό κο­πάδι.

112

Δέν είναι δμως μόνο ή άγορά πού καθορίζει τό χαρακτή­ρα τοΰ σύγχρονου ανθρώπου. 'Ένας δλλος παράγοντας, συν­δεόμενος στενά μέ τή λειτουργία τής άγοράς, είναι δ τρόπος βιομηχανικής παραγωγής. Οί έπιχειρήσεις γίνονταν όλοένα μεγαλύτερες. Ό αριθμός τών άνθρώπων πού Απασχολούν­ται στίς έπιχειρήσεις αύτές, σάν έργάτες ή υπάλληλοι αυξά­νει άκατάπαυστα. Ή Ιδιοκτησία διαχωρίζεται άπό τή διεύ­θυνση, καί οΐ βιομηχανικοί γίγαντες κυβερνιόνται άπό μια έ- παγγελματική γραφειοκρατία πού ένδιαφέρεται κατά κύριο λόγο γιά τήν όμαλή λειτουργία καί τήν έπέκταση τής έπιχεί- ρησης καί δχι τόσο γιά τήν προσωπική πλεονεξία τοΰ κέρ­δους αύτοΰ καθαυτού.

Τ ί είδους άνθρώπους χρειάζεται, λοιπόν, ή κοινωνία μας γιά νά λειτουργήσει όμαλά; Χρειάζεται άνθρώπους πού νά συνεργάζονται εύκολα σέ μεγάλες όμάδες, καί πού τά γοΰστα τους νά είναι τυποποιημένα καί νά μποροΰν εύκολα νά έπη- ρεαστοΰν καί νά προβλεφτοΰν. Χρειάζεται άνθρώπους πού νά αισθάνονται έλεύθεροι καί άνεξάρτητοι, μή υποκείμενοι σέ καμιά έξουσία ή άρχή ή συνείδηση, γιά νά προσαρμόζονται στήν κοινωνική μηχανή χωρίς τριβή. "Ανθρωποι πού νά μπο­ροΰν νά καθοδηγηθούν χωρίς προσπάθεια — χωρίς ήγέτες, νά υποκινηθούν χωρίς σκοπό, έκτός άπό τό σκοπό νά βρί­σκονται σέ κίνηση, νά λειτουργούν, νά προχωρούν. Τό σύγ­χρονο βιομηχανικό σύστημα κατόρθωσε νά δημιουργήσει αύ­τό τό είδος άνθρώπου. Είναι τό αύτόματο. 'Ο άλλοτριωμένος άνθρωπος. Είναι άλλοτριωμένος μέ τήν έννοια δτι οί ένέρ- γειές του καί οί δυνάμεις του Ιχουν αποξενωθεί απ’ αύτόν. Βρίσκονται πάνω απ’ αύτόν καί Ιχουν στραφεί ένάντιά του, καί περισσότερο τόν έξουσιάζουν παρά τίς έξουσιάζει. 01 δυνάμεις τής ζωής του Ιχουν μεταμορφωθεί σέ πράγματα καί θεσμούς. Καί αύτά τά πράγματα καί αύτοί οί θεσμοί I- χουν γίνει είδωλα. Τίς νιώθει δχι σάν άποτέλεσμα τών προσ­παθειών του, άλλά σάν κάτι ξέχωρο άπ’ αύτόν, πού τό λα­τρεύει καί στό δποίο υποτάσσεται. *0 άλλοτριωμένος άνθρω­πος υποκλίνεται μπροστά στά Ιργα τών χεριών του. Τά εί­δωλά του παρουσιάζουν τίς δυνάμεις τής ζωής του μέ άλλο-

8. Τό 8όγμα τοΟ ΧριστοΟ 113

τριωμένη μορφή. *0 άνθρωπος νιώθει τόν έαυτό του δχι σαν ένεργητικό φορέα τών δυνάμεών του και τοΰ πλούτου του, άλλα σάν Ινα έξαθλιωμένο «πράγμα», ποΰ έξαρτιέται άπό άλλα πράγματα εξω άπό τόν έαυτό του, στά όποια Εχει προ­βάλει τή ζωική του ούσία.

Τά κοινωνικά αισθήματα τοΰ άνθρώπου προβάλλονται στό κράτος. Σάν πολίτης έπιθυμεΐ νά δώσει και τή ζωή του ά­κόμη γιά τούς συνανθρώπους του. Σάν ι δ ι ώ τ η ς διέ- πεται άπό έγωιστικό ένδιαφέρον γιά τόν έαυτό του. Καθώς Ιχει άναδείξει τό κράτος σέ ένσωμάτωση τών κοινωνικών του αισθημάτων, λατρεύει τό κράτος αύτό καί τά σύμβολά του. Προβάλλει τήν αίσθησή του γιά τή δύναμη, τή σοφία, καί τό θάρρος στούς ηγέτες του, καί λατρεύει τούς ήγέτες αύ- τούς σάν είδωλά του. Σάν έργάτης, υπάλληλος ή διευθυντής, δ σύγχρονος άνθρωπος έχει αλλοτριωθεί άπό τήν έργασία του. Ό έργάτης Ιχει γίνει ?να οικονομικό άτομο πού χορεύει σύμφωνα μέ τό σκοπό τής αύτοματοποιημένης διεύθυνσης. Δέν παίρνει μέρος στόν προγραμματισμό τοΰ έργασιακοΰ προτσές καί οΰτε στά άποτελέσματά του. Σπάνια βρίσκεται σ’ έπαφή μέ δλόκληρο τό προϊόν. Ό διευθυντής, άπό τό άλ­λο μέρος, βρίσκεται σέ έπαφή μέ όλόκληρο τό προϊόν, άλλά είναι άλλοτριωμένος άπό αύτό σάν κάτι τό συγκεκριμένο — τό κρίσιμο. Σκοπός του είναι νά άπασχολήσει έπικερδώς τό κεφάλαιο πού Ιχουν έπενδύσει οΐ άλλοι. Τό έμπόρευμα είναι κατά κύριο λόγο ή ένσωμάτωση κεφαλαίου, καί δχι κάτι πού, σά συγκεκριμένη όντότητα, τόν ένδιαφέρει. Ό διευθυντής Εχει γίνει γραφειοκράτης πού χειρίζεται πράγματα, αριθ­μούς, καί άνθρώπινα δντα απλώς σάν άντικείμενα τής δρα- στηριότητάς του. *0 χειρισμός τους λέγεται ένδιαφέρον γιά τις άνθρώπινες σχέσεις, ένώ δ διευθυντής τά πραγματεύεται μέ τις πιό άπάνθρωπες σχέσεις άνάμεσα σέ αύτόματα πού έχουν γίνει άφαιρέσεις.

Τό ίδιο άλλοτριωμένη είναι καί ή κατανάλωσή μας. Καθο­ρίζεται περισσότερο άπό τά διαφημιστικά συνθήματα παρά άπό τις πραγματικές άνάγκες μας, τούς ούρανίσκους μας, τά μάτια μας ή τά αφτιά μας.

114

Ή δίχως νόημα καί αλλοτριωμένη έργασία ϊχει σάν άπο- τέλεσμα τήν έπιθυμία γιά πλήρη τεμπελιά. Ό άνθρωπος μι­σεί τήν έργασιακή ζωή, γιατί τόν κάνει νά αισθάνεται αΐχ- μάλωτος καί παγιδευμένος. Ώ ς Ιδανικό του Εχει άναδείξει τήν άπόλυτη τεμπελιά — στήν όποία δέ χρειάζεται νά κάνει ουτε μιά κίνηση καί δπου τό καθετί γίνεται σύμφωνα μέ τό σύνθημα τής Κόντακ, «Πιέστε μόνο τό κουμπί, καί μεΐς κά­νουμε τά υπόλοιπα». Ή τάση αύτή ένισχύεται άπό τόν τύπο τής κατανάλωσης πού είναι απαραίτητη γιά τήν έπέκταση τής έσωτερικής αγοράς, ή δποία όδηγεΐ σέ μιά άρχή πού τήν έκ- φράζει εύστοχα ό ΧάξλεΙ) στό Εργο του « Ό θαυμαστός και­νούργιος κόσμος». 'Ένα άπό τά σχήματα μέ τά δποϊα δια­μορφώνεται ό καθένας άπό τήν παιδική του ήλικία είναι: «Ποτέ μήν άναβάλλεις γιά αΰριο τή διασκέδαση πού μπο- ρεΐς νά Εχεις σήμερα». "Αν δέν άναβάλλω τήν ικανοποίηση τής έπιθυμίας μου (καί είμαι Ετσι πλασμένος ώστε νά έπι- θυμώ αύτό πού μπορώ νά Εχω), δέ θά Εχω συγκρούσεις, ουτε άμφιβολίες. Δέ χρειάζεται νά πάρω άποφάσεις. Ποτέ δέν εί­μαι μόνος μέ τόν έαυτό μου, γιατί είμαι πάντα άπασχολημέ- νος — είτε έργαζόμενος είτε διασκεδάζοντας. Δέν είναι ά­νάγκη νά άντιλαμβάνομαι τόν έαυτό μου σάν έαυτό μου, για­τί μέ άπορροφά συνέχεια ή κατανάλωση. Είμαι Ινα σύστημα άπό έπιθυμίες καί Ικανοποιήσεις. Πρέπει νά έργάζομαι γιά νά Ικανοποιώ τις έπιθυμίες μου — καί αύτές οί ίδιες έπιθυ­μίες υποκινούνται συνέχεια καί κατευθύνονται άπό τήν οίκο- νομική μηχανή.

’Ισχυριζόμαστε δτι έπιδιώκουμε τούς σκοπούς τής Ιουδαϊ- κοχριστιανικής παράδοσης. Τήν άγάπη τοΰ θεοΰ καί τοΰ γείτονα. ’Ακόμη, μάς λένε δτι περνάμε μιά περίοδο θρησκευ­τικής άναγέννησης γεμάτη υποσχέσεις. Τίποτα δέν μπορεϊ νά βρίσκεται πιό μακριά άπ’ τήν άλήθεια. Χρησιμοποιούμε σύμβολα πού άνήκουν σέ μιά γνήσια θρησκευτική παράδοση καί τά μετατρέπουμε σέ φόρμουλες πού έξυπηρετοΰν τό σκο­πό τοΰ άλλοτριωμένου άνθρώπου. Ή θρησκεία Εχει γίνει Ε­να κενό δστρακο. Έ χ ε ι μετατραπεΐ σέ μιά συσκευή αύτοβοή- θειας γιά νά ένισχύει τις δυνάμεις τοΰ άνθρώπου γιά έπιτυ-

115

χία. *0 θεός κατάντησε συνεταίρος στήν έπιχείρηση. «Ή δ ύ ν α μ η τ ή ς θ ε τ ι κ ή ς σ κ έ ψ η ς » Ιχει αντι­καταστήσει τό «Π ώ ς ν ά κ ε ρ δ ί σ ε ι ς φ ί λ ο υ ς κ α ' ι ν ά Α π ο κ τ ή σ ε ι ς έ π ι ρ ρ ο ή » .

Ή άγάπη γιά τόν άνθρωπο Εγινε και αύτή Ινα σπάνιο φαινόμενο. Τά αυτόματα δέν αγαπούν. 01 αλλοτριωμένοι άνθρωποι δέ φροντίζουν. Αύτό πού έξυμνεΐται άπό τούς ει­δικούς τοΰ ?ρωτα και τούς σύμβουλους τοΰ γάμου είναι οί όμαδικές σχέσεις άνάμεσα σέ δύο άνθρώπους πού χειρίζον­ται δ Ενας τόν αλλο μέ τίς σωστές τεχνικές καί πού ή άγά­πη τους είναι ούσιαστικά Ενας έγωισμός k deux — καταφύ­γιο γιά μιά διαφορετικά ανυπόφορη μοναξιά.

Τ ί μπορούμε λοιπόν νά περιμένουμε άπό τό μέλλον; Ά ν άγνοήσουμε τΙς σκέψεις έκεΐνες πού δέν είναι παρά προϊόν­τα τών έπιθυμιών μας, είμαστε υποχρεωμένοι νά δεχτοΰμε δτι ή πιό πιθανή δυνατότητα έξακολουθεΐ νά είναι πώς ή Αντί­φαση Ανάμεσα στήν τεχνική διάνοια και τή λογική θά όδη- γήσει τόν κόσμο σ’ Ιναν Ατομικό πόλεμο. Τό πιο πιθανό Απο­τέλεσμα ένός τέτοιου πολέμου είναι ή καταστροφή τοΰ βιομη­χανικού πολιτισμού καί ή πισωδρόμηση τοΰ κόσμου σ’ Ινα πρωτόγονο γεωργικό έπίπεδο. νΗ, στήν περίπτωση πού ή καταστροφή Αποδειχτεί πώς δέ θά είναι τόσο δλοκληρωτιν.ή δσο πιστεύουν πολλοί ειδήμονες, άποτέλεσμα θά είναι νά βρε­θεί στήν Ανάγκη ό νικητής νά όργανώσει καί νά κυριαρχήσει σ’ δλόκληρο τόν κόσμο. Αύτό θά μπορούσε νά πραγματοποιη­θεί μόνο μέ Ινα συγκεντρωτικό κράτος βασιζόμενο στή βία, καί πολύ λίγη σημασία θά είχε δν στήν κυβέρνηση θά βρι­σκόταν ή Μόσχα ή ή Ούάσιγκτων. ■-·

Δυστυχώς, άκόμη καί ή Αποφυγή τοΰ πολέμου δέν υπό­σχεται λαμπρό μέλλον. Στήν έξέλιξη καί τοΰ καπιταλισμοΰ καί τοΰ κομμουνισμού, δπως διαφαίνεται κατά τά έπόμενα πενήντα ή έκατό χρόνια, θά συνεχιστούν οΐ διαδικασίες πού ένθαρρύνουν τήν Αλλοτρίωση τοΰ Ανθρώπου. Καί τά δυό συ­στήματα έξελίσσονται σέ διευθυντικές έταιρίες, μέ τούς κα­τοίκους τους καλοθρεμμένους, καλοντυμένους, μέ Ικανοποιη­μένες τίς έπιθυμίες, άλλά καί δίχως έπιθυμίες πού νά μήν

118

μπορούν νά Ικανοποιηθούν. 01 δνθρωποι γίνονται όλοένα και περισσότερο αυτόματα, που κατασκευάζουν μηχανές, οΐ όποιες ένεργοΰν δπως οί Ανθρωποι και δημιουργούν ανθρώ­πους πού ένεργοΰν σά μηχανές. Ή λογική τους χειροτερεύει ένώ ή διάνοια τους μεγαλώνει καί £τσι δημιουργεΐται η έ- πικίνδυνη κατάσταση έφοδιασμοΰ τοΰ ανθρώπου με τή μεγί­στη δυνατή υλική δύναμη, χωρίς τή σύνεση για τή χρησιμο­ποίησή της.

Π αρά τήν αυξανόμενη παραγωγή καί δνεση, δ άνθρωπος χάνει όλοένα καί περισσότερο τήν αίσθηση τοΰ έγώ, νιώθει πώς ή ζωή του είναι δίχως νόημα Ιστω καί αν αύτό τό αίσθη­μα είναι κατά μεγάλο μέρος ασυνείδητο. Στό 19ο αΙώνα τό πρόβλημα ήταν πως δ θ ε ό ς ε ί ν α ι ν ε κ ρ ό ς . Στόν 20ό αΙώνα είναι πώς δ ά ν θ ρ ω π ο ς ε ί ν α ι ν ε ­κ ρ ό ς . Στό 19ο αιώνα ή απανθρωπιά σήμαινε ώμότητα. Στόν 20ό αΙώνα σημαίνει σχιζοφρενική αύτοαλλοτρίωση. *0 κίνδυνος στό παρελθόν ήταν μήπως οί δνθρωποι γίνουν δούλοι. Ό κίνδυνος τοΰ μέλλοντος είναι μήπως οΐ δνθρωποι γίνουν ρομπότ. Καί είναι άλήθεια πώς τά ρομπότ δέν έξε- γείρονται. Δεδομένης δμως τής (ρύσης τοΰ Ανθρώπου, τά ρομπότ δέν είναι δυνατό νά ζήσουν καί νά παραμείνουν σέ υγεία. Γίνονται «Γκολέμ». θ ά καταστρέψουν τόν κόσμο τους καί τούς έαυτούς τους γιατί δέ θά είναι πιά σέ θέση νά υ­ποφέρουν τή βαριεστημάρα μιας δίχως νόημα ζωής.

Ποιά είναι ή λύση ανάμεσα στόν πόλεμο καί τό ρομποτι- σμό; Σπουδαιότερο θά ήταν ίσως δν ή Απάντηση μποροΰσε νά δοθεί Αντιστρέφοντας τή φράση τοΰ Έμερσον: «Τά πράγματα βρίσκονται στό σαμάρι καβάλα στήν Ανθρωπότη­τα», για νά ποΰμε «Βάλε τήν Ανθρωπότητα στό σαμάρι ?τσι πού νά καβαλάει τά πράγματα». Αυτός είναι Ινας άλλος τρό­πος γιά νά ποΰμε πώς ό δνθρωπος πρέπει νά ξεπεράσει τήν Αλλοτρίωση πού τόν κάνει Ιναν Ανίσχυρο καί παράλογο λά­τρη είδώλων. Αύτό σημαίνει, στήν ψυχολογική σφαίρα, πώς πρέπει νά ξεπεράσει τις προσανατολισμένες πρός τήν Αγορά καί παθητικές τάσεις, πού τόν κυριαρχοΰν σήμερα καί νά διαλέξει Εναν ώριμο καί παραγωγικό δρόμο. Πρέπει νά Α­

117

ποκτήσει καί πάλι τήν αίσθηση τοΰ έαυτοΰ του. Πρέπει νά γίνει Ικανός νά δγαπάει καί νά κάνει τήν έργασία του μιά, γεμάτη νόημα καί συγκεκριμένη δραστηριότητα. Πρέπει νά βγει άπό τόν υλιστικό προσανατολισμό, καί νά φτάσει σ’ Ενα έπίπεδο δπου ot πνευματικές άξιες — ή άγάπη, ή αλήθεια καί ή δικαιοσύνη, άποκτοΰν πραγματικά σοβαρό ένδιαφέρον γι* αυτόν. "Ομως, κάθε προσπάθεια άλλαγής ένός μόνου το­μέα τής ζωής, τοΰ ανθρώπινου ή τοΰ πνευματικοΰ, είναι κα­ταδικασμένη σέ αποτυχία. Στήν πραγματικότητα, πρόοδος πού παρατηρεΐται μόνο σέ μιά σφαίρα, άποβαίνει καταστρο­φική γιά δλες τις άλλες σφαίρες. Τό Ευαγγέλιο, πού ένδια- φερόταν μόνο γιά τήν πνευματική σωτηρία, δδήγησε στήν έ- δραίωση τής Ρωμαιοκαθολικής ’Εκκλησίας. Ή Γαλλική ’Ε­πανάσταση, μέ τό άποκλειστικό ένδιαφέρον της γιά τις πο­λιτικές μεταρρυθμίσεις, δδήγησε στόν Ροβεσπιέρο καί τόν Ναπολέοντα. Ό σοσιαλισμός, καθώς ένδιαφερόταν μόνο γιά τήν οικονομική άλλαγή, δδήγησε στό σταλινισμό.

’Εφαρμόζοντας τήν άρχή τής ταυτόχρονης άλλαγής σέ δ­λες τις σφαίρες τής ζωής, πρέπει νά Εχουμε στό νοΰ μας τις οίκονομικές καί πολιτικές άλλαγές πού είναι άπαραίτητες γιά νά ξεπεράσουμε τό ψυχολογικό γεγονός τής άλλοτρίωσης. Πρέπει νά διατηρήσουμε τις τεχνολογικές μας προόδους σχετικά μέ τή μεγάλης κλίμακας μηχανική παραγωγή καί αύτοματοποίηση. Πρέπει δμως νά άποκεντρώσουμε τήν έρ­γασία καί τό κράτος Ιτσι που νά τούς δώσουμε ά ν θ ρ ώ - π ί ν ε ς δ ι α σ τ ά σ ε ι ς , καί πρέπει νά Επιτρέπουμε τή γραφειοκρατία μόνο στό βαθμό πού είναι άπαραίτητη γιά τις άνάγκες τής βιομηχανίας. Στήν οίκονομική σφαίρα χρειαζό­μαστε βιομηχανική δημοκρατία, Ενα δημοκρατικό σοσιαλι­σμό πού νά χαρακτηρίζεται άπό τή συνδιεύθυνση δλων δσων έργάζονται σέ μιά Επιχείρηση, γιά νά γίνει Ετσι δυνατή ή ένεργός καί υπεύθυνη συμμετοχή τους. 01 νέες μορφές μιάς τέτοιας συμμετοχής είναι δυνατό νά βρεθούν. Στήν πολιτι­κή σφαίρα, άποδοτική δημοκρατία μπορεϊ νά δημιουργηθεΐ μέ τή δημιουργία χιλιάδων μικρών δλιγομελων δμάδων, πού θά είναι καλά πληροφορημένες, θά συζητούν πάνω σέ σοβα­

118

ρή βάση καί πού οί αποφάσεις τους θά Αφομοιώνονται σέ μια νέα «κάτω βουλή*. Σέ μιά πολιτιστική Αναγέννηση, θά πρέπει νά συνδυαστεί ή παιδαγωγική έργασία για τους νέους μέ τή μόρφωση τών ένήλικων, καθώς καί Ενα νέο σύστημα λαϊκής τέχνης καί κοσμικού τελετουργικοί) σέ πανεθνική κλίμακα.

"Οπως ακριβώς ό πρωτόγονος άνθρωπος ήταν Ανίσχυρος μπροστά στίς φυσικές δυνάμεις, Ετσι καί δ σύγχρονος άν­θρωπος είναι Ανίσχυρος μπροστά στίς κοινωνικές καί οίκονο- μικές δυνάμεις πού δημιούργησε ό ίδιος. Λατρεύει τά Εργα τών χεριών του, προσκυνά τά νέα είδωλα, Αλλά καί όρκίζε- ται στό θεό πού τόν κυβερνούσε πώς θά καταστρέψει δλα τά είδωλα. Ό δνθρωπος μπορεΐ νά καταστρέψει τόν έαυτό του Από τίς συνέπειες τής τρέλας του μόνο μέ τή δημιουργία μιας ύγιοΰς κοινωνίας πού νά συμμορφώνεται στίς Ανάγκες τοΰ Ανθρώπου, Ανάγκες που πηγάζουν Από τίς ίδιες τίς συν­θήκες τής ύπαρξής του. Μιά κοινωνία δπου δ άνθρωπος σχε­τίζεται μέ τόν άνθρωπο μέ Αγάπη, δπου είναι δεμένος περισ­σότερο μέ τά δεσμά τής Αδελφοσύνης καί Αλληλεγγύης παρά μέ τούς δεσμούς αίματος καί έδάφους. Μιά κοινωνία που τοΰ δίνει τή δυνατότητα νά ξεπεράσει τή φύση, δημιουργώντας περισσότερο παρά καταστρέφοντας, δπου δ καθένας Αποκτά μιά αίσθηση τοΰ έγώ νιώθοντας περισσότερο τόν έαυτό του σάν υποκείμενο τών δυνάμεών του, παρά με τόν κομφορμι­σμό, δπου υπάρχει Ενα σύστημα προσανατολισμού καί Αφο- σΰοσης χωρίς νά είναι Απαραίτητο γι’ αύτόν νά παραμορ­φώσει τήν πραγματικότητα καί νά λατρέψει είδωλα.

Ή οίκοδόμηση μιας τέτοιας κοινωνίας σημαίνει προχώ- ρημα στό έπόμενο βήμα. Σημαίνει τό τέλος τής Ιστορίας τοΰ «Ανθρωποειδούς», τής φάσης δπου ό άνθρωπος δέν Εχει γίνει δλότελα άνθρωπος. Δέ σημαίνει τό «τέλος τοΰ χρόνου», τήν «πλήρωση», τήν κατάσταση τής τέλειας Αρμονίας, δπου δ άνθρωπος δέν άντιμετωπίζει συγκρούσεις ή προβλήματα. ’Α­πεναντίας, είναι μοίρα τοΰ Ανθρώπου νά χαρακτηρίζεται ή ύπαρξή του Από Αντιφάσεις, πού καλείται νά Ασχοληθεί μ* αύτές, χωρίς ποτέ νά μπορεΐ νά τίς λύσει. “Οταν θά Εχει ξε- περάσει τό πρωτόγονο στάδιο τής Ανθρώπινης θυσίας, είτε

119

μέ τήν τελετουργική μορφή τών ανθρωποθυσιών τών ’Αζτέ­κων είτε μέ τήν κοσμική μορφή τοΰ πολέμου, δταν θά Εχει κατορθώσει νά ρυθμίσει τις σχέσεις του μέ τή φΰση λογικά και δχι τυφλά, δταν τά πράγματα θά Εχουν γίνει πραγματι­κά υπηρέτες του άντί νά είναι είδωλά του, τότε θά βρεθεί Αντιμέτωπος μέ τις πραγματικά ανθρώπινες συγκρούσεις καί τά προβλήματα. Πρέπει νά είναι τολμηρός, γεμάτος φαντα­σία, Ικανός νά υποφέρει καί νά χαίρεται, άλλά οί δυνάμεις του θά είναι στήν υπηρεσία της ζωής, δχι στήν υπηρεσία τοΰ θανάτου. Ή νέα φάση τής Ιστορίας τοΰ ανθρώπου, αν πρό­κειται νά έλθει, θά είναι μιά αρχή καί δχι Ινα τέλος.

120

ΣΕΞ* Κ Α Ι Χ Α Ρ Α Κ Τ Η Ρ Α Σ

* Ηέ τόν βρο αέξ νοβίται tb φ6λο, ή διάκριση Βηλαβή άνάμί- οα στόν Αντρα καί τή γυναίκα. (Σ .τ.Μ .).

Ή θέση δτι άνάμεσα στά δύο φύλα υπάρχουν Εμφυτες δια­φορές, πού πηγάζουν ύποχρεωτικά άπό τ'ις διαφορές οί όποι­ες υπάρχουν στό χαρακτήρα καί στή μοίρα τους, είναι πολύ παλιά. Ή Παλαιά Διαθήκη θεωρεί ώς Ιδιομορφία καί κα- τάρα τής γυναίκας τό δτι ή δική της «έπιθυμία θά άνήκει στό σύζυγό σου καί αυτός θά σέ έξουσιάζει», καί τοΰ δντρα δτι θά πρέπει νά έργάζεται μέ Ιδρώτα καί θλίψη. 'Ωστόσο, ακόμα καί ή βιβλική έκδοχή περιλαμβάνει ουσιαστικά τήν αντίθετη θέση: ό άνθρωπος δημιουργήθηκε καθ’ δμοίωση τοΰ θεοΰ καί μόνο σάν τιμωρία γιά τήν προπατορική ανυπα­κοή τοΰ δντρα καί τής γυναίκας — ώς πρός τήν ήθική τους ευθύνη θεωρήθηκαν ίσοι — τούς καταράστηκε ό θεός σέ α­μοιβαία σύγκρουση καί αΙωνια διαφορά. Καί οί δυό αυτές άπόψεις, ή δποψη τής βασικής διαφοράς τους καί ή άποψη τής βασικής ταυτότητάς τους, έπαναλαμβάνονται Αδιάκοπα στους αιώνες — μιά έποχή ή μια φιλοσοφική σχολή νά το­νίζει αυτή ή τήν δλλη δποψη.

Τό πρόβλημα προσλάμβανε καί μεγαλύτερη σπουδαιότη- τα στίς φιλοσοφικές καί πολιτικές συζητήσεις τοΰ 18ου καί 19ου αΙώνα. 01 έκπρόσωποι τής φιλοσοφίας τοΰ Διαφωτι­σμού ίπαιρναν τή θέση δτι δέν υπάρχουν Ιμφυτες διαφορές άνάμεσα στά φύλα (Γ ame n* a pas de sexe — ή ψυχή δέν Ιχει φύλο). "Οτι, δποιες διαφορές καί νά παρατηρηθούν ό- φείλονται σέ διαφορές μόρφωσης, όφείλονται — δπως θά λέγαμε σήμερα — σέ πολιτιστικές (πνευματικές) διαφορές. Οί ρομαντικοί φιλόσοφοι τών αρχών τοΰ 19ου αΙωνα τόνι­ζαν, άπό τό δλλο μέρος, Ακριβώς τήν Αντίθετη θέση. ΙΤρό- βαιναν στήν Ανάλυση τών χαρακτηρολογικών διαφορών άνά­μεσα στούς άντρες καί τίς γυναίκες καί Ελεγαν δτι οΐ βασι­κές διαφορές ήταν Αποτέλεσμα τών Εμφυτο» βιολογικών καί φυσιολογικών διαφορών. Τό συμπέρασμά τους ήταν δτι οΐ διαφορές χαρακτήρα θά υπάρχουν σέ όποιοδήποτε πολιτισμό μπορούμε νά φανταστούμε.

123

’Ανεξάρτητα άπό τά πλεονεκτήματα τών αντίστοιχων έπι- χειρημάτων — καί ή ανάλυση τών ρομαντικών ήταν συνή­θως βαθιά — ή άποψη καί τών δυό είχε μιά πολιτική έπί- πτωση. 01 φιλόσοφοι τοΰ Διαφωτισμού, Ιδιαίτερα οί Γάλλοι, ήθελαν νά έπιβάλουν τήν κοινωνική καί, σέ κάποιο βαθμό, τήν πολιτική Ισότητα τών άντρών καί τών γυναικών. Καί πρόβαλλαν τήν άπουσία Ιμφυτων διαφορών σάν έπιχείρημα γιά τήν υπόθεσή τους. Οί ρομαντικοί, πού πολιτικά ήταν άν- τιδραστικοί, χρησιμοποιούσαν τήν ανάλυσή τους γιά τήν ου­σία (Wesen) τής φύσης τοΰ άνθρώπου σάν απόδειξη τής αναγκαιότητας πολιτικής καί κοινωνικής άνισότητας. Μολο­νότι άπέδιναν πολύ θαυμαστές Ιδιότητες στή «γυναίκα», έ- πέμεναν δτι τά χαρακτηριστικά της τήν έκαναν ακατάλληλη γιά τή συμμετοχή της στήν κοινωνική καί πολιτική ζωή πά­νω σέ ϊσους δρους μέ τούς άντρες.

Ό πολιτικός άγώνας γιά τήν Ισότητα τής γυναίκας δέν τερματίστηκε τό 19ο αίώνα, δπως καί οΐ θεωρητικές συζητή­σεις σχετικά μέ τόν έμφυτο ή τόν πολιτιστικό χαρακτήρα τών διαφορών τους. Στή σύγχρονη ψυχολογία 6 Φρόυντ άναδεί- χτηκε στόν πιό ενθερμο ύποστηριχτή τής υπόθεση; τών ρο­μαντικών. Ένώ τά έπιχειρήματα τών ρομαντικών προβάλ­λονταν μέ φιλοσοφική γλώσσα, τά έπιχειρήματα τοΰ Φρόυντ βασίζονταν στήν έπιστημονική παρατήρηση τών άσθενών του κατά τή διαδικασία τής ψυχανάλυσης, θεωροΰσε δτι τό αίτιο τών αμετάβλητων χαρακτηρολογικών διαφορών είναι ή άνατομική διαφορά άνάμεσα στά φύλα. «Ή άνατομία είναι ή μοίρα της», λέει γιά τή γυναίκα, παραφράζοντας μιά πρό­ταση τοΰ Ναπολέοντα. Πρόθεσή του ήταν δτι τό μικρό κο­ρίτσι, δταν διαπιστώνει τό γεγονός δτι τοΰ λείπει τό άρσενι- κό γεννητικό όργανο, συγκλονίζεται καί έντυπωσιάζεται βα­θύτατα άπό τήν ανακάλυψη αυτή. 'Ό τ ι αίσθάνεται πώς τοΰ λείπει κάτι πού θά επρεπε νά Εχει. "Οτι ζηλεύει τούς άντρες πού Εχουν αυτό πού ή μοίρα τή στέρησε σά γυναίκα. "Οτι στήν δμαλή πορεία άνάπτυξης θά προσπαθήσει νά ξεπερά- σει τό αίσθημα τής κατωτερότητας καί τοΰ φθόνου, άντικα- Οιστώντας τό αρσενικό γεννητικό δργανο μέ άλλα πράγμα-

124

to: τό σύζυγο, τά παιδιά ή τήν κατοχή πραγμάτων. Στήν περίπτωση νευρωτικής ανάπτυξης δεν κατορθώνει νά κάνει τόσο Ικανοποιητικές αντικαταστάσεις. Διατηρεί τό φθόνο της γιά δλους τούς άντρες, δέν έγκαταλείπει τήν έπιθυμία της νά γίνει άντρας, γίνεται δμοφυλόφιλη ή έπιδιώκει νά βρει μερικές έπιτρεπόμενες — πολιτιστικά — Αντικαταστάσεις. Άκόμη καί στήν περίπτωση δμαλής άνάπτυξης, ή τραγική ποιότητα τής μοίρας τής γυναίκας δέν έξαφανίζεται ποτέ. Είναι καταραμένη νά Εχει τήν έπιθυμία νά Αποκτήσει κάτι ποΰ παραμένει απρόσιτο σ’ δλη της τή ζωή.

Μολονότι οί όρθόδοξοι ψυχαναλυτές διατήρησαν τή θεω­ρία αύτή τοΰ Φρόυντ σάν Ιναν Από τούς θεμέλιους λίθους τοΰ ψυχολογικού τους συστήματος, μιά αλλη δμάδα πολιτι­στικά προσανατολισμένων ψυχαναλυτών Εθεσε κάτω άπό Αμ­φισβήτηση τά ευρήματα τοΰ Φρόυντ. "Εδειξαν τά σφάλμα­τα, τόσο τά κλινικά δσο καί τά θεωρητικά, τοΰ συλλογισμού τοΰ Φρόυντ ύποδείχνοντας τά προσωπικά καί πολιτιστικά βιώματα τής γυναίκας στή σύγχρονη κοινωνία πού προκάλε- σαν τά χαρακτηρολογικά Αποτελέσματα τά δποΐα ό Φρόυντ έξήγησε πάνω σέ βιολογική βάση. 01 Απόψεις τής δμάδας αύτης τών ψυχαναλυτών Επιβεβαιώθηκαν άπό τά ευρήματα τών Ανθρωπολόγων.

'Ωστόσο, υπάρχει κάποιος κίνδυνος μερικοί Από τούς ό- παδούς τών προοδευτικών αύτών Ανθρωπολογικών καί ψυχα­ναλυτικών θεωριών νά υπαναχωρήσουν καί νά άρνηθοΰν δ- λότελα δτι ο'ι βιολογικές διαφορές Ασκούν κάποια έπίδραση στή διάπλαση τής δομής χαρακτήρα. Μπορεΐ νά υποκινηθούν πρός αύτή τήν κατεύθυνση άπό τό ίδιο κίνητρο πού διαπι­στώνουμε στούς Εκπροσώπους τοΰ γαλλικού Διαφωτισμού. Άφοΰ ή έμφαση στίς Εμφυτες διαφορές χρησιμοποιείται σάν Επιχείρημα άπό τούς έχθρούς τής Ισότητας τής γυναίκας, μπορεΐ νά φαίνεται άπαραίτητο νά άποδειχτεί δτι δποιεσδή- ποτε διαφορές παρατηρηθούν Εμπειρικά, θά πρέπει νά Απο­δοθούν μόνο σέ πολιτιστικά (πνευματικά) αίτια.

Μεγάλη σημασία Εχει ή Αναγνώριση δτι σ’ δλη αύτή τή λογομαχία Εχει έμπλακεΐ Ενα πολύ σπουδαίο φιλοσοφικό ζή­

125

τημα. Ή τάση νά άρνιόμαστε δτι υπάρχει όποιαδήποτε χα- ρακτηρολογική διαφορά άνάμεσα στά φύλα, μπορεΐ νά υπο­κινείται άπό μιά άπό τις προϋποθέσεις τής φιλοσοφίας κατά τής Ισότητας: γιά νά άπαιτήσει κανείς Ισότητα, θά πρέπει νά άποδείξει δτι δέν υπάρχουν χαρακτηρολογικές διαφορές άνάμεσα στά φύλα, έκτός άπό τ'ις διαφορές πού προκαλοΰν- ται άμεσα άπό τις ΰπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες. Ή δ­λη συζήτηση γίνεται Ιδιαίτερα ένδιαφέρουσα άπό τό γεγο­νός δτι μια όμάδα κάνει λόγο γιά δ ι α φ ο ρ έ ς , ένώ ot άντιδραστικοί έννοοϋν στήν πραγματικότητα ά ν ε π ά ρ - κ ε ι ε ς — καί, ειδικότερα, τ'ις άνεπάρκειες έκεΐνες ποΰ κα­θιστούν άδύνατο γιά τή γυναίκα νά μοιραστεί πλήρη Ισότη­τα μέ τήν κυρίαρχη όμάδα. Έ τσι, ή υποτιθέμενη ευφυΐα τής γυναίκας και ή ελλειψη άπό μέρους της Ικανοτήτων όργάνω- σης καί άφαίρεσης ή κριτικής σκέψης, τά θεωρούσαν σά στοιχεία πού άποκλείουν τήν πλήρη Ισότητά της μέ τούς άν­τρες. Μιά σχολή σκέψης ελεγε δτι οΐ γυναίκες διέθεταν ένό- ραση, άγάπη κ.τ.λ., άλλ’ δτι οΐ Ιδιότητες αύτές δέ φαίνονταν νά τις κάνουν περισσότερο κατάλληλες για νά άνταποκριθοΰν στίς άπαιτήσεις τής σύγχρονης κοινωνίας. Τό ίδιο λέγεται συχνά καί για μειονότητες, δπως οΐ Νέγροι καί οί Εβραίοι. “Ετσι, ό ψυχολόγος ή ό άνθρωπολόγος βρέθηκε σέ μιά θέση δπου θά Ιπρεπε νά καταρρίψει τήν άποψη πως άνάμεσα στά φύλα ή τις φυλετικές όμάδες υπήρχαν όποιεσδήποτε θεμε­λιώδεις διαφορές πού είχαν όποιαδήποτε σχέση μέ τήν Ικα­νότητά τους νά άπολαμβάνουν πλήρη Ισότητα. Στή θέση αύ­τή ό φιλελεύθερος στοχαστής προτίμησε νά περιορίσει στό έ- λάχιστο τήν ύπαρξη τέτοιων διακρίσεων.

Μολονότι οΐ φιλελεύθεροι άπέδειξαν δτι δέν υπάρχουν διαφορές πού νά δικαιολογούν τήν πολιτική, οίκονομική καί κοινωνική άνισότητα, άφησαν τούς έαυτούς τους νά όδηγη- θοΰν σέ μιά στρατηγικά δυσμενή αμυντική θέση. Ή έδραί- ωση τοΰ γεγονότος δτι δέν υπάρχουν κ ο ι ν ω ν ι κ ά β λ α β ε ρ έ ς διαφορές, δέν άποτελεΐ υποχρέωση νά υπο­στηρίζει κανείς δτι δέν υπάρχουν καθόλου διαφορές. Τότε, λοιπόν, προβάλλει τό έρώτημα: Πώς χρησιμοποιούνται οί ύ-

126

πάρχουσες ή οί υποτιθέμενες διαφορές καί ποιό πολιτιστικό σκοπό έξυπηρετοΰν. Άκόμη κι αν δεχτούμε δτι οί γυναίκες παρουσιάζουν όρισμένες χαρακτηρολογικές διαφορές άπό τούς άντρες, τί σημαίνει αύτό;

Τό δοκίμιο αύτό υποστηρίζει δτι όρισμένες βιολογικές δια­φορές έχουν σάν άποτέλεσμα χαρακτηρολογικές διαφορές. "Οτι οί τέτοιες διαφορές άνακατεύονται μέ τίς διαφορές πού παράγονται αμεσα από κοινωνικούς παράγοντες. "Οτι οί κοι­νωνικοί αύτοί παράγοντες έχουν πολύ έντονότερη έπίδραση καί μπορούν νά έπαυξήσουν, νά έξαλείψουν ή νά άναστρέ- ψουν τις βιολογικές διαφορές. Καί δτι, ένδεχόμενα, οί χα- ρακτηρολογικές διαφορές άνάμεσα στά δύο φύλα, έφόσο δέν καθορίζονται άμεσα άπό τήν κουλτούρα, ποτέ δέ συνιστοΰν άξιολογικές διαφορές. Μέ αλλα λόγια, ό τυπικός για τούς άν­τρες καί τίς γυναίκες χαρακτήρας καθορίζεται στή δυτική κουλτούρα άπό τούς άντίστοιχους κοινωνικούς ρόλους τους, έκτος άπό μιά άπόχρωση χαρακτήρα πού όφείλεται σέ δια­φορές φύλου. Ή άπόχρωση αύτή είναι βέβαια άσήμαντη συγκρινόμενη μέ τίς κοινωνικά παραγόμενες διαφορές, ώστό­σο δέ θά πρέπει νά τήν παραβλέπουμε.

Ή έξυπονοούμενη υπόθεση πού υπογραμμίζει στό μεγα­λύτερο μέρος της τήν άντιδραστική σκέψη, είναι δτι ή Ισό­τητα προϋποθέτει τήν άπουσία διαφορών άνάμεσα στά πρό­σωπα ή τίς κοινωνικές όμάδες. Άφοΰ τέτοιες διαφορές προ­φανώς υπάρχουν πρακτικά σέ καθετί πού Εχει σημασία στή ζωή, καταλήγουν στό συμπέρασμα δτι δέν μπορεΐ νά υπάρξει Ισότητα. 'Όταν, άντίστροφα, οί φιλελεύθεροι προσπαθούν νά άρνηθοϋν τό γεγονός δτι υπάρχουν μεγάλες διαφορές στά πνευματικά καί ψυχικά χαρίσματα καί ευμενείς ή δυσμενείς συμπτωματικές προσωπικές συνθήκες, τό μόνο πού κάνουν είναι νά βοηθούν τούς άντιπάλους τους νά φαίνονται πώς Ε­χουν δίκιο στά μάτια τοΰ κοινού άνθρώπου. Ή Εννοια τής ισότητας, δπως Εχει άναπτυχθεΐ στήν Ιουδαϊκοχριστιανική παράδοση, καθώς καί στή σύγχρονη προοδευτική παράδοση, σημαίνει δτι δλοι οί άνθρωποι είναι Ισοι ώς πρός έκεΐνες τίς βασικές άνθρώπινες ικανότητες πού συμβάλλουν στήν άπο-

127

λαυή τής έλευθερίας και τής ευτυχίας. Σημαίνει, άκόμη, σάν πολιτική συνέπεια αυτής τής βασικής Ιδιότητας, δτι κανένας άνθρωπος δέν μπορεϊ νά άποτελέσει μέσο για τούς σκοπούς άλλου άνθρώπου κα'ι καμία όμάδα, μέσο γιά τούς σκοπούς άλλης όμάδας. Ό κάθε άνθρωπος είναι Ινας όλοκληρωμένος κόσμος κα'ι υπάρχει μόνο γιά τούς δικούς του σκοπούς. ’Ε­πιδίωξή του είναι ή πραγματοποίηση τής ύπαρξής του, πε- ριλαμβανομένων καί τών Ιδιομορφιών έ κείνων πού τόν χα­ρακτηρίζουν κα'ι τόν κάνουν νά διαφέρει άπό τούς άλλους. “Ετσι, ή Ισότητα άποτελεϊ τή βάση για τήν πλήρη άνάπτυξη τών διαφορών καί Εχει σάν άποτέλεσμα τήν άνάπτυξη τής άτομικότητας.

Μολονότι υπάρχουν άρκετές βιολογικές διαφορές πού θά μπορούσαν πολύ καλά νά έξεταστοΰν σχετικά μέ τή συμβολή τους άνάμεσα στούς άντρες καί τις γυναίκες, στό δοκίμιο αύ­τό θά πραγματευτούμε μόνο μία. Πρόθεσή μας έδώ δέν εί­ναι τόσο νά έξετάσουμε στό σύνολό του τό πρόβλημα τών δια­φορών χαρακτήρα άνάμεσα στά φύλα, δσο νά παρουσιάσου­με τή γενική θέση. θ ά συγκεντρώσουμε τό ένδιαφέρον μας, κατά κύριο λόγο, στούς άντίστοιχους ρόλους τών άντρών καί γυναικών στή σεξουαλική έπαφή καί θά άναλάβουμε νά απο­δείξουμε δτι ή διαφορά αύτή όφείλεται σέ όρισμένες διαφο­ρές χαρακτήρα, διαφορές πού τονίζουν μόνο τις κύριες δια­φορές τους πού πηγάζουν άπό τους κοινωνικούς τους ρόλους.

Γιά νά μπορεϊ νά ένεργήσει σεξουαλικά, 6 άντρας πρέπει νά εχει στύση καί νά είναι σέ θέση νά τή διατηρήσει σ’ δλη τή διάρκεια τής έπαφής, ώσπου νά φτάσει σέ δργασμό. Γιά νά Ικανοποιήσει τή γυναίκα, πρέπει νά είναι σέ θέση νά δια­τηρήσει τή στύση γιά άρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε νά μπορέσει κι αυτή νά φτάσει σέ δργασμό. Αύτό σημαίνει δτι γιά νά Ικανοποιήσει σεξουαλικά τή γυναίκα, ό άντρας πρέπει νά είναι Ικανός νά εχει καί νά διατηρεί τή στύση του. Ή γυναίκα, άπό τό άλλο μέρος, για νά Ικανοποιήσει τόν άν­τρα σεξουαλικά δέ χρειάζεται νά έ π ι δ ε ί ξ ε ι τίποτα. Σίγουρα ή Εξαρσή της μπορεϊ νά έπαυξήσει τήν άπόλαυση τοϋ άντρα. Όρισμένες φυσικές άλλαγές στά γεννητικά της

128

όργανα πού συνοδεύουν τήν έπαφή, μπορεΐ νά κάνουν τήν έπαφή εύκολότερη για τόν άντρα. Καθώς πρόκειται νά θεω­ρήσουμε μόνο τις καθαρά σεξουαλικές Αντιδράσεις — κι δ- χι τις έξεζητημένες ψυχικές Αντιδράσεις τών διαφοροποιη­μένων προσωπικοτήτων — μένει Αμετάβλητο τό γεγονός δ- τι ό άντρας χρειάζεται στύση γιά νά Ικανοποιήσει τή γυ­ναίκα. Ή γυναίκα δέ χρειάζεται τίποτα γιά νά Ικανοποιήσει τόν άντρα, έκτός Από μιά μικρή ποσότητα έπιθυμίας. Μιλών­τας σχετικά μέ τήν έπιθυμία, είναι σημαντικό νά σημειώσου­με δτι, ή δυνατότητα τής γυναίκας γιά τή σεξουαλική Ικα­νοποίηση τοΰ αντρα έξαρτιέται Από τή θέλησή της. Πρό­κειται γιά μιά συνειδητή Απόφαση, πού μπορεΐ νά τήν πάρει δποτε τήν ευχαριστεί. 'Ωστόσο, ή Ικανότητα τοΰ άντρα δέν είναι απλώς συνάρτηση τής θέλησής του. Στήν πραγματικό­τητα, μπορεΐ νά νιώθει σεξουαλική έπιθυμία, καθώς καί στύ­ση, παρά τή θέλησή του, άλλά μπορεΐ νά είναι Ανίκανος, πα­ρά τή φλογερή έπιθυμία του γιά τό Αντίθετο. Άκόμη, Από τήν πλευρά τοΰ άντρα ή Ανικανότητα δέν είναι δυνατό νά κρυφτεί. Ή ελλειψη άπό μέρους τής γυναίκας όλικής ή με­ρικής Ανταπόκρισης, ή «Αποτυχία» τ η ς , μολονότι συχνά μπορεΐ νά έπισημανθεΐ Από τόν άντρα, δέ γίνεται Ικδηλη μέ τόν ίδιο τρόπο. ’Επιτρέπει μεγάλο βαθμό έξαπάτησης. Ά ν ή γυναίκα δίνει τή συγκατάθεσή της, ό άντρας είναι βέβαιος πώς θά Ικανοποιηθεί δποτε τήν έπιθυμήσει. Ή κατάσταση δμως τής γυναίκας είναι όλότελα διαφορετική. Καί ή πιό φλογερή σεξουαλική έπιθυμία Από μέρους της δέ θά όδη- γήσει σέ Ικανοποίηση, αν ό άντρας δέν τήν έπιθυμεΐ Αρκε­τά, ώστε νά Ιχει στύση. Και Ακόμα, κατά τή διάρκεια τής σεξουαλικής πράξης, ή γυναίκα θά πρέπει νά έξαρτά τήν πλήρη Ικανοποίησή της άπό τήν Ικανότητα τοΰ άντρα νά τή φέρει σέ όργασμό. Έτσι, γιά νά Ικανοποιήσει τή σύντροφό του, 6 άντρας είναι υποχρεωμένος νά δείξει κάτι, ένώ ή γυ­ναίκα δέν είναι.

Άπό τή διαφορά αύτή στούς Αντίστοιχους σεξουαλικούς ρόλους προκύπτει κάτι άλλο — ή διαφορά τοΰ Ιδιαίτερου άγχους τους, πού συνδέεται μέ τή σεξουαλική λειτουργία. Τό

9. Τό ίόγμα τοΟ ΧριατοΟ 129

άγχος αύτό τοποθετείται άκριβώς στό σημείο δπου οΐ θέ­σεις τοΰ άντρα και τής γυναίκας είναι τρωτές. Ή θέση τοΰ άντρα είναι τρωτή στό δτι είναι υποχρεωμένος νά δείξει κά­τι, δηλαδή στό δτι είναι ένδεχόμενο νά άποτύχει. Γι’ αύτόν, ή έπαφή μέ τή γυναίκα παίρνει πάντα τήν άπόχρωση μιας δοκιμασίας, μιας έξέτασης. Τό Ιδιαίτερο άγχος του είναι μή­πως ά π ο τ ύ χ ε ι . ’Ακραία περίπτωση είναι 6 φόβος ευ­νουχισμού του — ό φόβος μήπως γίνει όργανικά, καί κατά συνέπεια, μόνιμα άνίκανος. Άπό τό αλλο μέρος, τό τρωτό σημείο τής γυναίκας βρίσκεται στήν έξάρτησή της άπό τόν αντρα. Τό στοιχείο τής άνασφάλειας πού συνδέεται μέ τή σε­ξουαλική της λειτουργία, βρίσκεται δχι στό μήπως άποτύχει, άλλα στό μήπως άφεθεΐ μόνη, μήπως διαψευστεΐ, μήπως δέν Εχει πλήρη έλεγχο στή διαδικασία πού όδηγεΐ στή σεξουαλι­κή Ικανοποίηση.1

Τώρα ό αναγνώστης είναι πιθανό νά θέσει τά παρακάτω έρωτήματα: Δέ χαρακτηρίζει τό άγχος αύτό μόνο τίς νευ­ρωτικές προσωπικότητες; Δέν είναι σίγουρος για τήν Ικανό­τητά του ό όμαλός άνθρωπος; Τό ένδιαφέρον μας έδώ δέν περιορίζεται στόν υπερβολικά νευρικό καί σεξουαλικά άνα- σφαλή σύγχρονο άνθρωπο; Δέν ήταν δ «αντρας τών σπη­λαίων» καί ή «γυναίκα τών σπηλαίων», μέ τήν «πρωτόγονη» καί άνόθευτη σεξουαλικότητά τους, άπαλλαγμένοι άπό τέ­τοιες άμφιβολίες καί τέτοια άγχη;

Μέ τήν πρώτη ματιά κάτι τέτοιο φαίνεται πιθανό. Ό άν­θρωπος πού άνησυχεί μόνιμα γιά τήν Ικανότητά του, πα­ρουσιάζει κάποιο τύπο νευρωτικής προσωπικότητας, δπως καί ή γυναίκα πού φοβάται μήπως μείνει άνικανοποίητη, ή πού υποφέρει άπό τήν έξάρτησή της. Στόν τομέα αύτόν, δ­πως παρατηρεΐται πολύ συχνά, ή διαφορά άνάμεσα στό «νευ­ρωτικό» καί τόν «όμαλό» είναι περισσότερο διαφορά βαθμοΰ καί έπίγνωσης, κι δχι τόσο ούσιαστικής ποιότητας. Αύτό πού

1. Μι4 παρόμοια διάκριση , πού άναφέρεται οτοΰς σεξουαλικούς φό­βους τών πχιδιδν μόνο, γίνεται άπό τήν Κάρεν ΧόρνεΟ, «Die Angst vor der Frau», Zeitschr. f. Psycho anal., X III (1932), 1 -18.

130

παρουσιάζεται σά συνειδητό καί συνεχές άγχος στό νευρω­τικό πρόσωπο είναι Ινα ποσοτικά έλαφρό άγχος, πού δέ δια- κρίνεται εύκολα στό όμαλό άτομο. Τό ίδιο Ισχύει καί για τήν περίπτωση τών γυναικών. Άκόμη, στά δμαλά άτομα, τά άγχη δέν πηγάζουν άπό όρισμένα ατυχήματα, πού είναι δια­κριβωμένο δτι προκαλοϋν Εκδηλο άγχος στό νευρωτικό άτο­μο. Ό όμαλός άντρας δέν αμφιβάλλει γιά τήν Ικανότητά του. Ή όμαλή γυναίκα δέ φοβάται μήπως διαψευστεϊ άπό τόν άν­τρα πού διάλεξε γιά σεξουαλικό της σύντροφο. Τό νά έκλέ- ξει ακριβώς τόν άντρα, στόν όποιο μπορεϊ νά Εχει «έμπιστο- σύνη» σεξουαλικά, άποτελεϊ ουσιαστικό μέρος τοΰ ύγιοΰς σεξουαλικού της ένστικτου. Αύτό δμως δέ μεταβάλλει καθό­λου τό γεγονός δτι «δυνάμει» ό άντρας μπορεϊ νά άποτύχει, ένώ στήν περίπτωση τής γυναίκας αύτό άποκλείεται. Ή γυ­ναίκα έξαρτιέται άπό τήν έπιθυμία τοΰ άντρα κι δχι ό άν­τρας άπό τή δική της.

'Τπάρχει Ινα άκόμη στοιχείο πού ή σημασία του είναι μεγάλη στόν καθορισμό τής παρουσίας τοΰ άγχους καί τών δ ι ά φ ο ρ ω ν μ ο ρ φ ώ ν άγχους στόν άντρα καί τή γυναίκα.

Ή διαφορά άνάμεσα στά δυό φύλα άποτελεϊ τή βάση γιά τόν άρχαιότερο καί πιό στοιχειώδη καταμερισμό τής άνθρω- πότητας σέ ξεχωριστές δμάδες. Ό άντρας καί ή γυναίκα χρειάζονταν ό Ενας τόν άλλο γιά τή διατήρηση τής φυλής καί τής οικογένειας, καθώς καί γιά τήν Ικανοποίηση τών σε­ξουαλικών αναγκών τους. Άλλά σέ μιά κατάσταση δπου δυό διαφορετικές δμάδες Εχουν άνάγκη ή μιά τήν άλλη, θά υ­πάρχουν στοιχεία δχι μόνο αρμονίας, συνεργασίας καί ά- μοιβαίας Ικανοποίησης, άλλά καί διαπάλης, διαμάχης καί δυσαρμονίας.

Ή σεξουαλική σχέση άνάμεσα στά δυό φύλα πολύ δύσκο­λα μπορεϊ νά είναι άπαλλαγμένη άπό Ινα Ενδεχόμενο στοι­χείο άνταγωνισμοΰ καί Εχθρότητας. Οί άντρες καί οί γυ­ναίκες, έκτος άπό τήν Ικανότητά τους νά άγαποΰν τό άντί- θετο φύλο, Εχουν μιά παρόμοια Ικανότητα νά μισοΰν. Σέ κάθε σχέση άντρα - γυναίκας υπάρχει «δυνάμει» Ινα στοι-

131

χεΐο ανταγωνισμοί, κα'ι από τήν ίδια αύτή δυνατότητα μπο­ρεΐ νά προκύπτει μερικές φορές τό στοιχείο τοΰ άγχους. Τό αγαπημένο πρόσωπο μπορεΐ νά μεταστραφεΐ σέ έχθρό, κα'ι τότε απειλούνται αντίστοιχα τά τρωτά σημεία τοΰ αντρα καί τής γυναίκας.

'Ωστόσο, τό είδος αύτό απειλής καί άγχους είναι διαφορε­τικό γιά τούς άντρες άπό τις γυναίκες. Ά ν τό κύριο άγχος τού άντρα είναι τό άγχος άποτυχίας έκτέλεσης ή κατά τήν έκτέλεση τού αναμενόμενου καθήκοντος, ή παρόρμηση πού προορίζεται νά τόν προστατέψει άπό τό άγχος αύτό είναι ή έπιθυμία γιά γόητρο. Ό άντρας είναι βαθιά διαποτισμένος άπό μιά έπιθυμία νά αποδείχνει συνέχεια στόν έαυτό του, στή γυναίκα πού άγαπάει, σ’ δλες τις άλλες γυναίκες καί σ’ δλους τούς άλλους άντρες δτι είναι Ικανός νά άνταποκριθεΐ σέ κάθε προσδοκία πού έχουν γι’ αύτόν. Επιδιώκει νά δια­σφαλιστεί ένάντια στό φόβο τής σεξουαλικής άποτυχίας μέ τήν έπίδοσή του σ’ δλες τις σφαίρες τής ζωής, δπου ή δύνα­μη θέλησης, ή φυσική δύναμη καί ή έξυπνάδα είναι χρήσι­μες στήν έξασφάλιση τής έπιτυχίας. Μέ τήν έπιθυμία αύτή γιά γόητρο συνδέεται στενά ή άνταγωνιστική στάση του πρός τούς άλλους άντρες. "Εχοντας πάντα τό φόβο μιας πι­θανής άποτυχίας, τείνει νά αποδείχνει δτι είναι καλύτερος άπό κάθε άλλον αντρα. Ό Δόν Ζουάν τό κάνει αύτό άμεσα στό σεξουαλικό τομέα, ό μέσος άντρας άμεσα — σκοτώνον­τας περισσότερους έχθρούς, κυνηγώντας περισσότερο έλά- φια ή κατακτώντας με άλλους τρόπους περισσότερες έπιτυ- χίες άπό τούς αρσενικούς ανταγωνιστές του.

Τό σύγχρονο κοινωνικό καί οικονομικό σύστημα βασίζε­ται πάνω στίς άρχές τοΰ συναγωνισμού καί τής έπιτυχίας. Ή άξία τοΰ συστήματος έξαίρεται άπό τις Ιδεολογίες, καί χάρη σ’ αύτές καί άλλες περιστάσεις, ό πόθος τοΰ γοήτρου καί τής συναγωνιστικότητας έμφυτεύεται σταθερά στό μέσο άντρα πού ζεΐ μέσα στά πλαίσια τού δυτικού πολιτισμού. ’Α­κόμη, κι άν δέν υπήρχε διαφορά στούς άντίστοιχους σεξουα­λικούς ρόλους, οΐ πόθοι αύτοί θά υπήρχαν στούς άντρες καί τις γυναίκες με τή δύναμη κοινωνικών παραγόντων. Ή έπί-

132

δράση τών κοινωνικών αυτών πηγών είναι τόσο μεγάλη, ώστε μπορεϊ νά άμφισβητηθεϊ τό κατά πόσο υπάρχει, άπό ποσο­τική άποψη, όποιαδήποτε Ικδηλη κυριαρχία τοΰ πόθου γιά γόητρο τών άντρων σάν αποτέλεσμα τών σεξουαλικών παρα­γόντων πού πραγματεύεται τό παρόν δοκίμιο. 'Ωστόσο, αύ­τό που εχει σημασία δέν είναι τόσο 6 βαθμός αύξησης τής συναγωνιστικότητας άπό τις σεξουαλικές πηγές, άλλά περισ­σότερο ή άνάγκη νά άναγνωριστεΐ δτι, στήν άνάπτυξη τής συναγωνιστικότητας συμβάλλει ή παρουσία παραγόντων δλ- λων, έκτός άπό τούς κοινωνικούς.

Ή άρσενική έπιθυμία γιά γόητρο ρίχνει κάποιο φώς στήν είδική ποιότητα τής άρσενικής ματαιοδοξίας. Λέγεται γενι­κά δτι ot γυναίκες είναι πιό ματαιόδοξες άπό τούς άντρες. Μολονότι μπορεϊ νά άληθεύει τό άντίθετο, αύτό πού εχει ση­μασία δέν είναι ή διαφορά π ο σ ό τ η τ α ς άλλά ή φ ύ σ η τής ματαιοδοξίας. Ούσιαστικό γνώρισμα τής μα- ταιοδοξίας τοϋ άντρα είναι ή έπίδειξη, τό νά μπορεϊ νά δεί­χνει πόσο καλός «έκτελεστής» είναι. Είναι πρόθυμος νά έπι- βεβαιώσει δτι δέ φοβάται τήν άποτυχία. Ή ματαιοδοξία αύ­τή φαίνεται νά χρωματίζει τή δραστηριότητα δλων τών άν- τρών. Δέν υπάρχει καμιά άντρική έπιτυχία, άπό τόν Ιρωτα ώς τις θαρραλέες πράξεις στή μάχη ή στή σκέψη, πού νά μήν Εχει κατά κάποιο βαθμό τό χρώμα αύτής τής χαρακτη­ριστικής άντρικής ματαιοδοξίας.

Μιά αλλη άποψη τοΰ πόθου γιά γόητρο τοΰ άντρα είναι ή εύαισθησία του σχετικά μέ τη γελοιοποίηση, ιδιαίτερα σχε­τικά μέ τή γελοιοποίηση άπό τις γυναίκες. Άκόμη κι Ινας δειλός μπορεϊ νά γίνει ενα είδος ήρωα κάτω άπό τό φόβο γελοιοποίησης άπό γυναίκες, καί δ φόβος τοΰ άντρα μήπως χάσει τή ζωή του μπορεϊ νά είναι μικρότερος άπό τό φόβο γελοιοποίησης. Στήν πραγματικότητα, αύτό χαρακτηρίζει τό σχήμα τοΰ άντρικοΰ ήρωισμοΰ, πού δέν είναι καθόλου μεγα­λύτερος άπό τόν ήρωισμό πού μπορεϊ νά έπιδείξει ή γυναίκα, άλλά είναι διαφορετικός χάρη στήν άπόχρωση πού τοΰ δίνει τό άρσενικό είδος ματαιοδοξίας.

Έ να δλλο άποτέλεσμα τής έπισφαλοΰς θέσης τοΰ άντρα

133

Απέναντι στή γυναίκα καί τοϋ φόβου γελοιοποίησής του άπό μέρους της είναι τό μίσος πού εχει «δυνάμει» γι’ αύτήν. Τό μίσος αύτό δδηγεΐ σέ μια έπιθυμία, πού Εχει κι αύτή αμυντι­κή Αποστολή: νά κυριαρχήσει πάνω στή γυναίκα, νά τήν I- χει κάτω άπό τόν έλεγχό του, νά τήν κάνει νά νιώθει ανί­σχυρη καί κατώτερη. Ά ν τό κατορθώσει αύτό, δέ χρειάζεται νά τή φοβάται. Ά ν ή γυναίκα τόν φοβάται — μήπως τή σκοτώσει, τή δείρει, τήν άφήσει νηστικιά — δέν μπορεΐ νά τόν γελοιοποιήσει. Ή έξουσία πού άσκοΰμε πάνω σ’ Ινα πρό­σωπο δέν έξαρτιέται ουτε άπό τήν ένταση τού πάθους μας ούτε άπό τή λειτουργία τής σεξουαλικής καί συναισθηματι­κής μας παραγωγικότητας. Έξαρτιέται άπό παράγοντες πού μπορούν νά προστατευτούν τόσο σίγουρα, ώστε νά μήν προ- κύψει ποτέ κάποια άμφιβολία άνικανότητας. Μέ τήν εύκαι- ρία δς ποΰμε πώς ή υπόσχεση στόν άντρα δτι θά έχει ύπο- χείριά του τή γυναίκα άποτελεΐ τήν παρηγοριά πού προσ­φέρει ό πατριαρχικής βάσης βιβλικός μύθος στόν αντρα, μο­λονότι τόν καταριέται δ θεός.

Γιά νά έπιστρέψουμε τώρα στό πρόβλημα τής ματαιότη­τας, τονίσαμε πιό πάνω δτι ή ματαιοδοξία τής γυναίκας δια­φέρει ποιοτικά άπό τή ματαιοδοξία τοΰ αντρα. Ή ματαιοδο- ξία τοΰ αντρα συνίσταται στό νά δείχνει τί μπορεΐ ν ά κ ά ν ε ι , νά άποδείξει δτι ποτέ δέν άποτυχαίνει. Ή ματαιο- δοξία τής γυναίκας συνίσταται ούσιαστικά στό νά είναι έλ- κυστική, καθώς καί στήν άνάγκη νά άποδείχνει στόν έαυτό της δτι μπορεΐ νά είναι έλκυστική. Βέβαια, ό αντρας χρειά­ζεται νά έλκύει σεξουαλικά μιά γυναίκα γιά νά τήν κατακτή­σει. Αύτό άληθεύει Ιδιαίτερα σ’ Εναν πολιτισμό, δπου στή σεξουαλική έλξη παίζουν ρόλο διαφοροποιημένα γοΰστα καί αίσθήματα. 'Τπάρχουν δμως κι άλλοι δρόμοι μέ τούς δποί- ους Ινας αντρας μπορεΐ νά κερδίσει μιά γυναίκα καί νά τήν κάνει σεξουαλικό σύντροφό του: ή ωμή φυσική δύναμη ή, τό πιό σπουδαίο, ή κοινωνική Ισχύς καί ό πλούτος. 01 δυνα- τότητές του γιά σεξουαλική ικανοποίηση δέν έξαρτιόνται ά- ποκλειστικα άπό τή σεξουαλική έλκυστικότητά του. Ή σε­ξουαλική Ικανοποίησή της έξαρτιέται δλοκληρωτικά άπό τήν

134

έλ/.υστικότητά της. Οντε ή βία ούτε οί υποσχέσεις μπορούν νά τόν κάνουν σεξουαλικά Ικανό. Ή προσπάθεια τής γυναί­κας νά είναι έλκυστική ίπιβάλλεται άπό τό σεξουαλικό της ρόλο, καί ή ματαιοδοξία ή τό ένδιαφέρον για τήν έλκυστι- κότητά της πηγάζει ακριβώς άπ’ αύτό.

Ό φόβος τής γυναίκας σχετικά με τήν έξάρτησή της, τή διάψευσή της, ή γιά Ενα ρόλο πού τήν υποχρεώνει σέ ανα­μονή, όδηγεΐ συχνά σέ μιά έπιθυμία πού ό Φρόυντ τόνισε πο­λύ Εντονα: τήν έπιθυμία νά Εχει τό αρσενικό γεννητικό όρ­γανο.’ 'Ωστόσο, πηγή αύτής τής έπιθυμίας δέν είναι τό γε­γονός δτι ή γυναίκα αισθάνεται κατά κύριο λόγο δτι τής λεί­πει κάτι, δτι είναι κατώτερη άπό τόν δντρα έξαιτίας τής Ελλειψης πέους. Ά ν και σέ πολλές περιστάσεις υπάρχουν δλ- λα αίτια, ή έπιθυμία τής γυναίκας νά Εχει πέος πηγάζει συ­χνά άπό τήν έπιθυμία της νά μήν είναι έξαρτημένη, νά μήν Εχει περιορισμούς στή δραστηριότητά της, νά μήν είναι έκ- τεθειμενη στόν κίνδυνο τής διάψευσης. ’Ακριβώς δπως ή έπι­θυμία τοΰ αντρα νά ήταν γυναίκα μπορεΐ νά πηγάζει άπό τήν έπιθυμία του νά άπαλλαγεΐ από τό βάρος τής δ ο κ ι ­μ α σ ί α ς , ή έπιθυμία τής γυναίκας νά Εχει πέος μπορεΐ νά πηγάζει άπό τήν έπιθυμία της νά ξεπεράσει τήν έξάρτη­σή της. ’Επίσης, κάτω άπό είδικές περιστάσεις, άλλά συχνά, τό πέος δχι μόνο χρησιμεύει σά σύμβολο ανεξαρτησίας, άλ­λά, στήν υπηρεσία σαδιστικοεπιθετικών τάσεων, συμβολίζει, έπίσης, Ενα δπλο, μέ τό δποΐο μπορεΐ κανείς νά πληγώσει άν­τρες ή δλλες γυναίκες.*

"Αν τό κύριο δπλο τοΰ δντρα ένάντια στή γυναίκα είναι ή φυσική καί κοινωνική δύναμη πού άσκεΐ πάνω της, τότε κύ­ριο δπλο τής γυναίκας είναι ή Ικανότητά της νά τόν γελοιο­

2. Βλ. Κλάρας Τίμψον, «Τί είναι ή ζήλεια το9 πέους» καί ή συ­ζήτηση πού ακολουθεί άπό τήν Τζάνετ Ριόχ «Proceeding of the As­sociation for the Advancement o f Psychoanalysis», Συνέδριο Βοστώ- νης, 1942.

3. Στή γυναικεία δμοφυλοφιλία, Ενας συνδυασμός τής τάσης ένερ- γητικότητας, σέ αντίθεση μέ τόν εξαρτημένο ρόλο «άναμονής», παράλ­ληλα μέ τίς καταστροφικές τάσεις, φαίνεται πώς άποτελεΐ σπουδαίο μέρος τής εικόνας.

135

ποιεί. Ό πιό αποτελεσματικός τρόπος νά τόν γελοιοποιήσει, είναι νά τόν κάνει ανίκανο. 'Τπάρχουν πολλοί τρόποι, ώμοι καί συγκαλυμμένοι, πού τό κάνει αύτό ή γυναίκα. Κυμαίνον­ται άπό τήν έκφρασμένη ή έξυπονοούμενη προσδοκία αποτυ­χίας του, άπό τήν αναφροδισία (γενετήσια ψυχρότητα) ώς τό είδος τοΰ κολπικού σπασμού πού κάνει άδύνατη τή συνου­σία.

Ή έπιθυμία ευνουχισμού τοΰ αντρα δέ (ραίνεται νά παίζει τόν παντοδύναμο ρόλο πού τοΰ άπέδινρ ό Φρόυντ. Βέβαια, ό εύνουχισμός είναι Ενας τρόπος γιά νά γίνει δ αντρας άνίκα- νος, καί αύτό παρουσιάζεται συχνά, δταν υπάρχουν κατα­στροφικές καί σαδιστικές τάσεις. Κύριος, δμως, στόχος τής έχθρότητας τής γυναίκας είναι δχι ή φυσική, άλλά ή λει­τουργική βλάβη, ή παρέμβασή της στήν Ικανότητα τοΰ αν­τρα νά έκτελει τά αντρικά καθήκοντά του. Ή ειδική έχθρό- τητα τοΰ αντρα είναι νά κ α τ α β ά λ ε ι τή γυναίκα μέ τή φυσική δύναμη, μέ τήν πολιτική ή οίκονομική δύναμη. Τής γυναίκας, νά υ π ο ν ο μ ε ύ σ ε ι τόν αντρα μέ τή γελοιο­ποίηση καί τήν περιφρόνηση.

Οί γυναίκες μποροΰν νά γεννούν παιδιά. Οί άντρες δέν μπορούν. Χαρακτηριστικά, άπό τήν πατριαρχική σκοπιά, δ Φρόυντ υπέθετε δτι ή γυναίκα φθονεί τό αντρικό δργανο, έ- λάχιστα δμως είδε τή δυνατότητα νά φθονούν οί δντρες τήν Ικανότητα τών γυναικών νά γεννοΰν παιδιά. Ή μονόπλευρη αύτή δποψη δχι μόνο προέρχεται άπό τήν προϋπόθεση τών άρσενικών δτι οί δντρες είναι άνώτεροι άπό τις γυναίκες, άλλά πηγάζει έπίσης άπό τή στάση ένός ύψηλοΰ τεχνικό - βιο­μηχανικού πολιτισμού, δπου δέν υπάρχει πολύ μεγάλη έκτί- μηση γιά τή φυσική παραγωγικότητα. 'Ωστόσο, &ν λάβουμε ΰπόψη μας παλιότερες περιόδους τής άνθρώπινης Ιστορίας, δταν ή ζωή έξαρτιόταν ουσιαστικά άπό τήν παραγωγικότητα τής (ρύσης καί δχι άπό τήν τεχνική παραγωγικότητα, τό γε­γονός δτι οί γυναίκες μοιράζονται τό δώρο αύτό μέ τή γή καί μέ τά θηλυκά ζώα, πρέπει νά είναι έξαιρετικά έντυπω- σιακό. Ό δντρας είναι στείρος, δν θεωρήσουμε τόν καθαρά νατουραλιστικό τομέα. Σέ Εναν πολιτισμό δπου ή κύρια Εμφα­

136

ση δίνεται στή φυσική παραγωγικότητα, μπορούμε νά υπο­θέσουμε δτι ό δντρας νιώθει κατώτερος άπό τή γυναίκα, Ι­διαίτερα δταν ό ρόλος του στήν παραγωγή τοΰ παιδιοΰ δέν ήταν όλότελα κατανοητός. Μπορούμε νά υποθέσουμε δτι ό αντρας θαύμαζε τή γυναίκα γιά τήν Ικανότητά της αύτή, πού ελειπε άπ’ αύτόν, δτι τοϋ προκαλοΰσε δέος κα'ι τή ζή­λευε. Δέν μποροΰσε νά παράγει. Μποροΰσε μόνο νά σκοτώ­σει ζώα, γιά νά Ιχει νά τρώει, ή νά σκοτώσει έχθρούς, γιά νά είναι άσφαλής, ή νά πάρει μέ κάποιο μαγικό τρόπο τή δύναμή τους.

Χωρίς νά συζητήσουμε διεξοδικά τή θέση τών παραγόν­των αύτών στίς καθαρά γεωργικές κοινότητες, θά άναφερ- θοΰμε μέ συντομία στίς έπιδράσεις μερικών σημαντικών άλ- λαγών.

Μιά άπό τις σπουδαιότερες έπιδράσεις αύτοΰ τοΰ είδους ήταν ή έπεκτεινόμενη έφαρμογή τοΰ τεχνικού τρόπου παρα­γωγής. Όλοένα καί περισσότερο τό μυαλό τοΰ άνθρώπου δούλευε γιά τή βελτίωση καί αίξηση τών διαφόρων μέσων ζωής, πού έξαρτιόταν άρχικα άποκλειστικά άπό τά δώρα τής φύσης. Μολονότι οΐ γυναίκες είχαν άρχικά Ινα χάρι­σμα, πού τις Ικανέ άνώτερες άπό τούς άντρες, καί οΐ άν­τρες άντιστάθμιζαν τήν Ελλειψη αύτοΰ τοΰ χαρίσματος χρη­σιμοποιώντας τήν τέχνη τους γιά καταστροφή, οί άντρες αρχισαν άργότερα νά χρησιμοποιούν τή διάνοιά τους σά βά­ση γιά τήν τεχνική παραγωγή. Στά πρώτα της στάδια, ή διαδικασία αύτή συνδεόταν στενά μέ τή μαγεία. Άργότερα, ό αντρας κατασκεύασε μέ τή δύναμη τοΰ νοΰ του υλικά άν- τικείμενα. Ή ικανότητά του γιά τεχνική παραγωγή Ιχει πιά ξεπεράσει τήν έμπιστοσύνη πού είχε στή φυσική παρα­γωγή.

Άντί νά αναπτύξουμε τό θέμα αύτό σέ τοΰτο τό σημείο, προτιμότερο είναι νά άναφερθοΰμε στίς έργασίες τοΰ Μπα- χόφεν, τοΰ Μόργκαν καί τοΰ Μπριφφώ, πού συγκέντρωσαν καί άνέλυσαν μέ έξαίρετο τρόπο άνθρωπολογικό ύλικό, τό όποιο, άν καί μπορεΐ νά μήν άποδείχνει τις θέσεις τους, ένι- σχύει Ιντονα τήν άποψη δτι, σέ μερικές φάσεις τών προϊ­

137

στορικών καί πρωτοϊστορικών χρόνων, υπήρχαν όρισμένοι πολιτισμοί, δπου ή κοινωνική όργάνωση είχε σάν έπίκεντρο τή μητέρα καί δπου οί θεές μητέρες πού ταυτίζονταν μέ τήν παραγωγικότητα τής φύσης, ήταν τό κέντρο τών θρησκευτι­κών ιδεών τοΰ ανθρώπου.4

'Ένα παράδειγμα άρκεϊ. Ό Βαβυλωνιακός μύθος τής δη­μιουργίας αρχίζει μέ τήν ύπαρξη μιας μητέρας - θεάς —τής θιαμάτ— πού έξουσιάζει τό σύμπαν. Ή έξουσία της, δ­μως, απειλείται άπό τούς γιούς της, πού σχεδιάζουν νά έ- ξεγερθοΰν καί νά τήν ανατρέψουν. Σάν ήγέτη αύτοΰ τοΰ αγώνα αναζητούν κάποιον, πού νά μπορεΐ νά παραβληθεί μαζί της σέ δύναμη. Έ τσι συμφωνδνε γιά τόν Μαρδούκ, πριν δμως τόν έκλέξουν τελικά, τοΰ ζητάνε νά υποβληθεί σέ μιά δοκιμασία. Ποιά είναι ή δοκιμασία; Τοΰ φέρνουν Ινα ροΰχο. Πρέπει, «μέ τή δύναμη τοΰ στόματός του» νά κάνει τό ροΰχο νά έξαφανιστεΐ καί μετά νά έμφανιστεΐ πά­λι μέ μιά λέξη. Ό έκλεγμένος ήγέτης καταστρέφει μέ μια λέξη τό ροΰχο καί μέ μιά λέξη τό δημιουργεί καί πάλι. Ή ήγεσία του έπιβεβαιώνεται. Ν ικάει τή μητέρα - θεά καί άπό τό σώμα της δημιουργεί τόν ούρανό καί τή γή.

Ποιό είναι τό νόημα τής δοκιμασίας; Ά ν ό άρσενικός θεός μπορεΐ νά παραβληθεί σέ δύναμη μέ τή θεά, πρέπει νά Εχει τή μόνη ιδιότητα στήν όποία όφείλει τήν άνωτερότητά της — τή δύναμη τής δημιουργίας. Ή δοκιμασία συνίστα- ται στό νά αποδείξει δτι έχει αύτή τή δύναμη, καθώς καί τή χαρακτηριστική γιά τόν αρσενικό δύναμη καταστροφής, τόν τρόπο δηλαδή μέ τόν όποιο δ άνθρωπος δλλαξε τή φύση. Πρώτα καταστρέφει Ινα υλικό άντικείμενο καί ύστερα τό δημιουργεί καί πάλι. Άλλα τό κάνει αύτό μέ τό λόγο του καί δχι, δπως ή γυναίκα, μέ τή μήτρα. Ή φυσική παραγωγικό­τητα παραχωρεί τή θέση της στή μαγική τής σκέψης καί στίς διαδικασίες τοΰ λόγου.

4. Βλ. έπίσης, Φρήντας Φρόμ - Ράιχμαν: «Σημειωθείς γιά τό μη­τρικό ρόλο ατήν οικογενειακή 6μάδι», Bulletin o f the Menninger Clinic, IV (1940), 132-148.

138

Ό μύθος τής βιβλικής δημιουργίας αρχίζει άπό κεΐ ποΰ σταματά ό 6α6υλωνιακός μύθος. "Ολα σχεδόν τά ίχνη ανω­τερότητας μιας θηλυκής θεάς Ιχουν πιά έξαφανιστεί. Ή δη­μιουργία αρχίζει μέ τή μαγεία τοΰ θεοΰ, τή μαγεία τής δη­μιουργίας μέ τό λόγο. Τό θέμα τής άρσενικής δημιουργίας έπαναλαμβάνεται. ’Αντίθετα άπ’ δ,τι συμβαίνει στήν πραγ­ματικότητα, ό άντρας δέ γεννιέται άπό τή γυναίκα, άλλά ή γυναίκα άπό τόν αντρα.’ Ό βιβλικός μύθος είναι Ινα άσμα θριάμβου πάνω στή νικημένη γυναίκα. Άρνιέται δτι ή γυ­ναίκα γεννά άντρες, καί άντιστρέφει τις φυσικές σχέσεις. Στήν κατάρα τοΰ θεοΰ προβάλλει καί πάλι ή ανωτερότητα τοΰ άντρα. ’Αναγνωρίζεται ή άποστολή τής γυναίκας νά γέννα παιδιά, πρόκειται δμως νά είναι όδυνηρός δ τοκετός. Ό άνθρωπος έχει προορισμό του νά έργάζεται, δηλαδή νά παράγει. Έ τσ ι αντικαθιστά τήν άρχική παραγωγικότητα τής γυναίκας, άλλά κι αύτό θά γίνεται μέ Ιδρώτα καί λύπη.

Πραγματευτήκαμε κάπως διεξοδικά τό φαινόμενο τών μητριαρχικών κατάλοιπων στήν Ιστορία τής θρησκείας, γιά νά δείξουμε Ινα σημείο πού Ιχει σημασία γιά τοΰτο τό πλαί­σιο — τό γεγονός δτι ή γυναίκα Ιχει τήν Ικανότητα τής φυ­σικής παραγωγής πού λείπει άπό τόν άντρα. Αύτό, ό άν­τρας τό ζηλεύει καί τό φοβάται. Κάπου στό χαρακτήρα του υπάρχει ή ανάγκη γιά μιά συνεχή προσπάθεια, πού αντισταθ­μίζει τήν έλλειψη αύτή. Κάπου στή γυναίκα, Ινα αίσθημα ανωτερότητας πάνω στόν άντρα γιά τή «στειρότητά* του.

°Ως έδώ, πραγματευτήκαμε δρισμένες χαρακτηρολογικές διαφορές άνάμεσα στούς άντρες καί τις γυναίκες πού προ­ήλθαν άπό τις σεξουαλικές διαφορές τους. Πρέπει αύτο νά έννοηθεΐ δτι σημαίνει πώς, γνωρίσματα δπως ύπερεξάρτηση, άπό τό Ινα μέρος, καί πόθος γιά γόητρο καί συναγωνιστικό- τητα, άπό τό άλλο, προκαλοΰνται ουσιαστικά άπό τις διαφο-

5. Σύγκρινβ τόν έλληνικό μύθο τής Άθηνβς πού γεννήθηχβ άπό τό κεφάλι τοΟ Δία καί τήν έρμηνεία αύτοΟ τοΟ μύθου, καθώς χαΐ τά κα­τάλοιπα τή; μητριαρχικής θρησκείας στήν έλΧηνική μυθολογία άπό τόν Μπαχόφεν καί τόν 'Οττο.

139

ρές ανάμεσα στά δυο φύλα; Πρέπει «μια» γυναίκα και «?- νας» άντρας νά παρουσιάζουν αύτά τά γνωρίσματα, κα'ι δταν ό Ινας ή ή άλλη παρουσιάζουν γνωρίσματα πού χαρακτηρί­ζουν τό άλλο φύλο, τό γεγονός αύτό πρέπει νά έξηγηθεΐ δτι σημαίνει τήν παρουσία συστατικοί; όμοφυλοφιλίας;

Δέν έπακολουθοΰν τέτοια συμπεράσματα. Ή σεξουαλική διαφορά δίνει χρώμα στήν προσωπικότητα τοϋ μέσου αντρα καί τής μέσης γυναίκας. Ό χρωματισμός αυτός μπορεϊ νά συγκριθεΐ μέ τό κλειδί ή τόν τρόπο πού γράφεται μιά μελω­δία, δχι μέ τή μελωδία τήν Ιδια. Άκόμη, άναφέρεται μόνο στό μέσο άντρα καί τή μέση γυναίκα καί ποικίλλει άπό πρό­σωπο σέ πρόσωπο.

Αύτές οί «φυσικές» διαφορές ανακατώνονται μέ τις δια­φορές ποΰ έπιφέρονται άπό τόν είδικό πολιτισμό δπου ζοΰν ot άνθρωποι. Στό σημερινό μας πολιτισμό, λόγου χάρη, ό πόθος γιά γόητρο καί συναγωνιστική έπιθυμία, πού συναν­τάμε στούς άνθρώπους, Ιχει πολύ λιγότερη σχέση μέ τούς σεξουαλικούς ρόλους άπ’ δση μέ τούς κοινωνικούς ρόλους. Ή κοινωνία είναι όργανωμένη μέ τρόπο πού άναγκαστικά πα­ράγει τις έπιθυμίες αύτές, ανεξάρτητα άπό τό κατά πόσο Ε­χουν ή δχι τις ρίζες τους σέ είδικές άρσενικες ή θηλυκές Ι­διομορφίες. Ό πόθος γιά γόητρο, πού τόν βρίσκουμε στό σύγχρονο άντρα άπό τό τέλος τοΰ Μεσαίωνα, διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο άπό τό κοινωνικό καί οικονομικό σύστημα κι δχι άπό τό σεξουαλικό ρόλο του. Τό Ιδιο Ισχύει καί γιά τήν έξάρτηση τής γυναίκας. Αύτό πού συμβαίνει είναι δτι τά πολιτιστικά σχήματα καί ot κοινωνικές μορφές μποροΰν νά δημιουργήσουν χαρακτηρολογικές τάσεις, πού άκολουθοΰν παράλληλο δρόμο μέ παρόμοιες τάσεις πού πηγάζουν άπό ό- λοκληρωτικά διαφορετικές πηγές, δπως οί σεξουαλικές δια­φορές. "Οταν συμβαίνει αύτό, οί δυό παράλληλες τάσεις συγ­χωνεύονται σέ μιά, καί τότε φαίνεται σά νά ήταν ταυτόσημες ot πηγές τους.

01 πόθοι γιά γόητρο καί έξάρτηση, έφόσο είναι προϊόντα πολιτισμού, καθορίζουν τήν προσωπικότητα στό σύνολό της. Ή άτομική προσωπικότητα περιορίζεται ?τσι σέ Ινα κομμά­

140

τι τοΰ συνόλου τής κλίμακας τών ανθρώπινων δυνατοτήτων. 01 χαρακτηρολογικές, δμως, διαφορές, έφόσο έχουν τίς πη­γές τους σέ φυσικές διαφορές, δέν είναι αύτοΰ τοΰ είδους. Ό λόγος γι* αυτό μπορεΐ νά βρεθεί στό γεγονός δτι βαθύτε­ρα άπό τή δ ι α φ ο ρ ά ανάμεσα στά δύο φύλα βρίσκε­ται ή Ι σ ό τ η τ ά τους, τό γεγονός δτι άντρες καί γυναί­κες είναι, πρώτ’ απ’ δλα, άνθρώπινα δντα μέ τίς ίδιες δυνα­τότητες, τίς ίδιες έπιθυμίες καί τους ίδιους φόβους. Αύτό πού υπάρχει διαφορετικό στους άντρες καί τίς γυναίκες, μέ βάση τίς φυσικές διαφορές τους, δέν τ ο ύ ς κάνει διαφο­ρετικούς. Δίνει τίς προσωπικότητες τους, πού βασικά είναι δμοιες, μέ έλαφρές διαφορές στόν τονισμό αύτής ή τής άλ­λης τάσης, τονισμός πού Εμπειρικά έμφανίζεται σά χρωματι­σμός. 01 διαφορές πού πηγάζουν άπό τίς σεξουαλικές δια­φορές, δέ φαίνεται νά παρέχουν τή βάση γιά τήν ανάληψη διαφορετικών ρόλων άπό τούς άντρες καί τίς γυναίκες σέ μιά δοσμένη κοινωνία.

Σήμερα είναι όλοφάνερο δτι, όποια δήποτε διαφορά κι δν υπάρχει άνάμεσα στά δύο φύλα, είναι σχετικά άσήμαντη σέ σύγκριση μέ τίς χαρακτηρολογικές διαφορές πού άπαντιοΰν- ται άνάμεσα σέ πρόσωπα τοΰ ίδιου φύλου. Οί σεξουαλικές διαφορές δέν έπηρεάζουν τήν Ικανότητα γιά όποιουδήποτε είδους έργασία. Όρισμένες, πολύ διαφοροποιημένες έπιτυ- χίες μποροΰν νά χρωματιστούν ώς πρός τήν ποιότητά τους μέ σεξουαλικά χαρακτηριστικά — τό Ενα φύλο μπορεΐ νά είναι περισσότερο προικισμένο γιά Ινα είδος έργασίας άπό τό αλλο φύλο — άλλά αύτό συμβαίνει δν έξώστροφοι συγ- κριθοΰν μέ έσώστροφους, ή ρωμαλαΐοι μέ άσθενικούς τύ­πους. Θά είναι μοιραία παρεξήγηση τό νά άναφερόμαστε στήν κοινωνική, οικονομική καί πολιτική διαφοροποίηση μέ βάση τέτοια χαρακτηριστικά.

Καί πάλι, σέ σύγκριση μέ τίς γενικές κοινωνικές έπιδρά- σεις, πού διαμορφώνουν τά άρσενικά καί θηλυκά σχήματα, γίνεται φανερό δτι τό άτομο καί, άπό κοινωνική άποψη, οί τυχαίες έμπειρίες ένός ατόμου Ιχουν μεγάλη σημασία. 01 προσωπικές αύτές έμπειρίες μπλέκονται μέ τή σειρά τους μέ

141

τά πολιτιστικά σχήματα, ένισχύοντας, στις περισσότερες φο­ρές, αλλά κα'ι μερικές φορές περιορίζοντας, τήν έπίδρασή τους. Ή έπίδρασή τών κοινωνικών και προσωπικών παραγόν­των πρέπει νά θεωρηθεί πώς υπερβαίνει σέ δύναμη τή δύ­ναμη τών «φυσικών» παραγόντων πού αναπτύχθηκαν σέ τού­το τό δοκίμιο.

Είναι θλιβερό γιά τήν έποχή μας τό δτι νιώθει κανείς υπο­χρεωμένος νά τονίσει πώς οΐ διαφορές, πού όφείλονται στόν αρσενικό ή θηλυκό ρόλο δέν προσφέρονται σέ καμιά αξιολο­γική κρίση άπό κοινωνική ή ηθική άποψη. Άπό μόνες τους δέν είναι οντε καλές ούτί κακές, ούτε έπιθυμητές ούτε άτυ­χες. Τό ίδιο χαρακτηριστικό γνώρισμα θά παρουσιαστεί σά θετικό γνώρισμα σέ μιά προσωπικότητα, δπου υπάρχουν ό­ρισμένες συνθήκες, καί σάν αρνητικό γνώρισμα σέ μιά άλ­λη προσωπικότητα, δπου υπάρχουν άλλες συνθήκες. Έτσι, οί αρνητικές μορφές μέ τις δποΐες μπορεϊ νά έμφανιστοΰν ό φόβος αποτυχίας τοΰ άντρα κα'ι ή άνάγκη του γιά γόητρο είναι όλοφάνερες: ματαιοδοξία, ελλειψη σοβαρότητας, όνα- ξιοπιστία καί κομπασμός. Δέν είναι δμως λιγότερο φανερό, δτι τό ίδιο γνώρισμα μπορεϊ νά Ιχει σάν αποτέλεσμα πολύ θετικά γνωρίσματα χαρακτήρα: πρωτοβουλία, δραστηριότη­τα καί θάρρος. Τό ίδιο Ισχύει σχετικά καί μέ τά θηλυκά χαρακτηριστικά πού περ'γράψαμε πιό πάνω. Τά ειδικά χα­ρακτηριστικά τής γυναίκας μπορεϊ, δπως καί συχνά παρατη- ρεΐται, νά έχουν σάν αποτέλεσμα τήν ανικανότητά της νά «σταθεί στά πόδια της» πρακτικά, συναισθηματικά καί πνευ­ματικά. Ά ν δμως υπάρξουν άλλες συνθήκες, γίνεται ή πη­γή τής υπομονής, τής υπευθυνότητας, τής φλογερής αγάπης καί τής έρωτικής σαγήνης.

Τό θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα τοΰ ένός ή τοΰ άλλου χαρακτηριστικού έξαρτιέται άπό τή δομή χαρακτήρα, σά σύνολο, τοΰ προσώπου μέ τό δποΐο πραγματευόμαστε. Άνά­μεσα στούς προσωπικούς παράγοντες που συμβάλλουν γιά Ινα θετικό ή άρνητικό άποτέλεσμα είναι, λόγου χάρη, τό άγχος ή ή αυτοπεποίθηση, ή καταστροφικότητα ή ή δημιουρ­γικότητα. Δέν είναι δμως άρκετό νά ξεχωρίσουμε Ινα ή δυό

142

άπό τά πιό απομονωμένα γνωρίσματα. Μόνο τό σ ύ ν ο λ ο τής δομής χαρακτήρα καθορίζει κατά πόοο Ενα από τά άρ- σενικά ή θηλυκά χαρακτηριστικά μετατρέπεται σέ θετικό ή αρνητικό γνώρισμα. Ή αρχή αύτή είναι ή ίδια μέ τήν άρχή ποΰ έχει καθιερώσει ό Κλάγκες στό σύστημά του γραφολο­γίας. Κάθε όπλο χαρακτηριστικό τής γραφής μπορεΐ νά Ε­χει θετικό ή αρνητικό νόημα σύμφωνα μέ αύτό πού όνομάζει f o r m n i v e a u (έπίπεδο τής μορφής) τοΰ συνόλου τής προσωπικότητας. *Αν ό χαρακτήρας κάποιου μπορεΐ νά ό- νομαστεΐ «τακτικός», αύτο μπορεΐ νά σημαίνει Ινα άπό τά δυό: είτε δτι δείχνει κάτι θετικό, δηλαδή δέν είναι «τσαπα­τσούλης», δτι είναι Ικανός νά οργανώσει τή ζωή του. Ή μπορεΐ νά σημαίνει κάτι άρνητικό, δηλαδή δτι είναι σχολα­στικός, στείρος ή χωρίς πρωτοβουλία. Προφανώς τό χαρα­κτηριστικό τ α κ τ ι κ ό τ η τ α βρίσκεται στή ρίζα καί τοΰ αρνητικού καί τοΰ θετικοΰ αποτελέσματος, άλλά τό άπο- τέλεσμα καθορίζεται άπό Ιναν αριθμό άλλων παραγόντων στό σύνολο τής προσωπικότητας. Αυτοί, μέ τή σειρά τους, έξαρτιόνται άπό έξωτερικές συνθήκες, πού τείνουν είτε νά γίνουν φραγμός στή ζωή είτε νά συμβάλουν σέ μιά πραγμα­τική άνάπτυξη.

143

Ψ Υ Χ Α Ν Α Λ Υ Σ Η —

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ’Ή ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ;

Τό δτι ή φροϋδική ψυχανάλυση είναι θεραπευτική μέθοδος γιά τή θεραπεία τής νεύρωσης, καί έπιστημονική θεωρία ποΰ πραγματεύεται τή φύση τοΰ ανθρώπου, είναι πολύ γνωστό. Αύτό πού είναι λιγότερο γνωστό, είναι δτι είναι έπίσης καί «κίνημα», μέ διεθνή όργάνωση πάνω σέ αυστηρές Ιεραρχι­κές γραμμές, αυστηρούς κανόνες συμμετοχής, καί τό άποΐο γιά πολλά χρόνια τελοΰσε κάτω άπό τήν καθοδήγηση μιάς μυστικής έπιτροπής, πού τήν άποτελοΰσαν δ Φρόυντ καί Εξη άλλοι. Τό κίνημα αύτό έκδήλωνε κάπου κάπου, καί στό πρό­σωπο μερικών έκπροσώπων του Ενα φανατισμό πού τόν Απαν­τούμε συνήθως στίς θρησκευτικές καί πολιτικές γραφειοκρα­τίες.

Ή πλησιέστερη σύγκριση, σέ δ,τι άφορα μιά δλλη έπα- ναστατική έπιστημονική θεωρία, είναι ή θεωρία τοΰ Δαρ- βίνου, πού ή έπίδρασή της στή σύγχρονη σκέψη ήταν, άν δχι τίποτε αλλο, άκόμη περισσότερο έντονη άπό τήν έπίδρασή τής ψυχανάλυσης. 'Τπάρχει δμως δαρβινική «κίνηση» πού καθορίζει ποιός πρέπει νά άποκαλεΐται «δαρβινιστής», καί είναι αύστηρά όργανωμενη καί μάχεται μέ φανατισμό γιά τήν καθαρότητα τής δαρβινικής θεωρίας;

’Επιθυμώ πρώτα νά δείξω μερικές άπό τΙς πώ δραστικές καί Ατυχες έκφράσεις στό πνεΰμα αύτό «κομματικής γραμ­μής» σέ σχέση μέ τή βιογραφία τοΰ Φρόυντ άπό τόν Έρνεστ Τζόουνς.1 Αύτό είναι άπαραίτητο γιά δυό λόγους: πρώτο, γιατί δ κομματικός φανατισμός τοΰ Τζόουνς τόν όδήγησε σέ άπαράδεκτες μεταθανάτιες έπιθέσεις ένάντια σέ ανθρώπους πού διαφωνούσαν μέ τόν Φρόυντ. Καί, δεύτερο, γιατί πολλοί άναθεωρητές τών έργων τοΰ Τζόουνς δέχτηκαν τά στοιχεία του χωρίς κριτική ή έρωτηματικά.

Τό «ξαναγράψιμο» άπό τόν Τζόουνς τής Ιστορίας εΙσάγει

1. Έρνβστ Τζόουνς: «Ή ζωή καί τό ϊργο τοα Ζίγμουντ Φρόυντ» (Νέα ‘Γόρκη: Basic Books, Inc., 19&3-1967).

147

τήν έπιστήμη σέ μιά μεθοδολογία, πού μέχρι τώρα περιμέ­ναμε νά τή συναντήσουμε μόνο στή σταλινική Ιστορία. Οί σταλινιστές άποκαλοΰν έκείνους πού παρέκκλιναν και έξεγεί- ρονταν «προδότες» καί «κατασκόπους» τοΰ καπιταλισμού. Ό δρ. Τζόουνς κάνει τό ίδιο στήν ψυχιατρική γλώσσα, Ισχυρι- ζόμενος δτι οί Ράνκ καί Φερέντσι, οί δυό άνθρωποι πού συν­δέονταν περισσότερο μέ τόν Φρόυντ καί πού αργότερα απο­μακρύνθηκαν, σέ μερικές απόψεις, άπ’ αύτόν, υπήρξαν ψυ- χωτικοί γιά πολλά χρόνια. Αύτό πού έννοεΐ είναι δτι μόνο ή παραφροσύνη τους μπορεΐ νά έξηγήσει τό Εγκλημα τής παρέκκλισής τους άπό τόν Φρόυντ, καί δτι, στήν περίπτωση τοΰ Φερέντσι, τά παράπονά του γιά τήν άπότομη καί μή άνεκτική μεταχείρισή του άπό τόν Φρόυντ άποτελοΰν ipso facto Ινδειξη ψύχωσης.

Πρώτ’ άπ’ δλα θά πρέπει νά παρατηρηθεί δτι, πολλά χρόνια πριν δημιουργηθεΐ όποιοδήποτε θέμα «άνυπακοής» τοΰ Ράνκ ή τοΰ Φερέντσι, μέσα στή μυστική έπιτροπή διε­ξάγονταν σκληροί αγώνες καί είχαν σημειωθεί άντιζηλίες ά­νάμεσα στούς Άμπραάμ, Τζόουνς καί, σέ κάποιο βαθμό, τόν “Αιτιγκτον άπό τό Ινα μέρος, καί τόν Ράνκ καί τόν Φερέντσι άπό τό αλλο. Τό 1924, δταν δ Ράνκ έξέδωσε τό βιβλίο του γιά τό τραΰμα τοΰ τοκετοΰ, πού δ Φρόυντ δέχτηκε τήν έπο­χή έκείνη φιλικότατα, δ Άμπραάμ «άναθαρρώντας στό ά­κουσμά πώς ό Φρόυντ δεχόταν άνοιχτά κριτική, ύποπτεύθηκε πώς ό Ράνκ άκολουΟοΰσε τό δρόμο τής «προδοσίας» τοΰ Γ ιούνγκ.

Μολονότι δ Φρόυντ άντέδρασε άρχικά δείχνοντας άνοχή στίς νέες θεωρίες τοΰ Ράνκ, αργότερα, προφανώς κάτω άπό τήν έπίδραση τών δολοπλοκιών καί τών υπαινιγμών τής ό- μάδας τοΰ Τζόουνς καί, έπίσης, έξαιτίας τής άπροθυμίας τοΰ Ράνκ νά τροποποιήσει τίς θεωρητικές γραμμές του, ό Φρόυντ διέκοψε τίς σχέσεις του μέ τόν Ράνκ. Τήν έποχή έ­κείνη ό Φρόυντ είχε διατυπώσει τήν άποψη δτι μερικές άπό τίς παρεκκλίσεις πού είχε έκδηλώσει ό Ράνκ κατά τήν πεν­ταετία μετά τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο επρεπε νά άποδο- θοΰν στή νεύρωσή του, κι δτι έπί μιά δεκαπενταετία «έλά-

148

χιστα είχε την Ιδέα δτι ό Ράνκ χρειαζόταν ανάλυση».'Όπως κι αν έχουν τά πράγματα, ό Φρόυντ μιλεί γιά

ν ε ύ ρ ω σ η κι δχι για ψ ύ χ ω σ η. Ό Τζόουνς προ­βάλλει τήν άποψη δτι δ Φρόυντ απωθούσε τή γνώση πώς ό Ράνκ ΰπέφερε άπό «μανιακή - καταθλιπτική ψύχωση», γε­γονός πού υποτίθεται δτι 6 Φρόυντ γνώριζε «πριν άπό πολ­λά χρόνια». Παίρνοντας ύπόψη τή δήλωση τοΰ ίδιου τοΰ Φρόυντ πού άναφέραμε πιό πάνω, ή άποψη τοΰ Τζόουνς δέ φαίνεται κα'ι τόσο πειστική. (Και γιά τόν πρόσθετο λόγο δτι ή μόνη αναφορά σχετικά μέ τήν υποτιθέμενη γνώση τοΰ Φρόυντ είναι μιά έπιστολή πού εστειλε ό Φρόυντ στόν Φερέν- τσι τόν ίδιο χρόνο, κι δχι πολλά χρόνια πρίν). Έπινοήθη- κε μιά δλόκληρη Ιστορία γιά νά έξηγηθεΐ ή ύπαρξη αύτής τής υποτιθέμενης ψύχωσης. Τά θεμέλιά της τέθηκαν στήν πενταετία μετά τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, δπότε δ Ράνκ έργαζόταν πολύ σκληρά, καί μέ έπιτυχία, διευθύνοντας τις υποθέσεις τοΰ ψυχαναλυτικού έκδοτικοΰ οίκου στή Βιέννη. Στήν πενταετία αύτή, «πού δ Ράνκ συνέχισε νά έργάζεται μέ πυρετικό ρυθμό, θά πρέπει νά υπήρξε κάποιος παράγοντας πού συνέβαλε στήν κατοπινή πνευματική κατάρρευσή του». Γιά Ιναν ψυχίατρο, γιά νά μήν ποΰμε γιά Ιναν ψυχαναλυ­τή, τό νά άποδώσει μιά μανιακή - καταθλιπτική ψύχωση κα­τά Ενα μέρος σέ ύπερβολικό φόρτο έργασίας, είναι κάτι τό συνηθισμένο.

Τό 1923 είχε πιά προβάλει «τό κακό πνεύμα τής διχό­νοιας». Τήν έποχή έκείνη δ Φρόυντ κατηγορούσε τούς Τζό­ουνς καί Άμπραάμ γιά αποσύνθεση τής κεντρικής έπιτρο- πής. Στό τέλος, δμως, δ Τζόουνς ύπερίσχυσε τών άντιπά- λων του. «Μόνο αφού πέρασαν μερικά χρόνια Ιγινε καταφα­νής ή αληθινή πηγή τής αναταραχής: δ η λ α δ ή , 6 - φ ε ι λ ό τ α ν σ τ ή φ θ ί ν ο υ σ α π ν ε υ μ α τ ι κ ή α κ ε ρ α ι ό τ η τ α τ ο ΰ Ρ ά ν κ κ α ί τ ο ΰ Φ ε - ρ έ ν τ σ ι». Αύτό δδηγεΐ στήν τελική δήλωση. 01 χαμένοι στή φραξιονιστική πάλη, Ράνκ καί Φερέντσι είχαν τό σπέρ­μα τής ψύχωσης πολλά χρόνια, άλλά τά σπέρματα αύτά έκ- δηλώθηκαν μόνο δταν οί δυό άντρες διαφώνησαν μέ τόν

149

Φρόυντ. "Οταν άρνήθηκαν νά καθησυχάσουν τόν Φρόυντ, τότε άποκαλνφθηκε ή ψύχωση! 'Όπως τό διατυπώνει 6 Τζό­ουνς μέ ανακουφιστική ειλικρίνεια, ή έλπίδα τοΰ Φρόυντ,

. . . Κατά τήν ίδρυση τής ’Επιτροπής, ήταν δτι οί Ιξη άπό μ&ς είμΛστε κατάλληλα προικισμένοι γιά τό σκοπό αύτό. Δυστυχώς, άποδείχτηκε δτι μόνο οί τέσ­σερις κάναμε. Δυδ άπό τά μέλη, ot Ράνκ καί Φερέν- τσι, δέν ήταν σέ θέση νά κρατήσουν ώς τδ τέλος. Ό Ράνκ μέ δραματικό τρόπο.. . καί δ Φερέντσι περισ­σότερο σταδιακά πρδς τδ τέλος τής ζωής του, άνέπτυ- ξαν ψυχωτικές έκδηλώσεις, ποΰ ά π ο κ ά λ υ - ψ α ν δτι αύτοί οί δυδ ε ί χ α ν ά ρ χ ι σ ε ι, ά ν ά μ ε σ α σ τ ά ά λ λ α , ν ά ά π ο μ α - κ ρ ύ ν ο ν τ α ι ά π ό τ ό ν Φ ρ ό υ ν τ κ α ί τ ι ς θ ε ω ρ ί ε ς τ ο υ . Τ ά σ π έ ρ μ α τ α μ ι α ς κ α τ α σ τ ρ ο φ ι κ ή ς ψ ύ χ ω σ η ς , ά δ ρ α τ η ς ώ ς τ ώ ρ α , ε ί χ α ν π ι ά κ α ρ π ο φ ο ρ ή σ ε ι . (Υπογράμμιση τοΟ Ε. Φ .).

νΑν δσα γράφει έδώ ό Τζόουνς είναι σωστά, πραγματικά σημειώθηκε μιά καταπληκτική παράβλεψη άπό μέρους τοΰ Φρόυντ, δτι δηλαδή, ώς τή στιγμή τής Ικδηλης σύγκρουσης δέν είδε τήν ψυχώτική έξέλιξη στούς δυό στενότερους μα­θητές καί φίλους του. Ό Τζόουνς δέν κάνει καμιά προσπά­θεια νά δώσει αντικειμενική άπόδειξη γιά τή δήλωσή του σχετικά μέ τήν υποτιθέμενη μανιακή - καταθλιπτική ψύχω­ση τοΰ Ράνκ. Έχουμε μόνο τή δήλωση τοΰ Τζόουνς, δηλα­δή μόνο τή δήλωση ένός άνθρώπου πού μηχανορραφούσε έ- νάντια στόν Ράνκ καί τόν υποπτευόταν γιά άπειθαρχία έπί πολλά χρόνια στήν πάλη αύτή πού διεξαγόταν μέσα στόν κύ­κλο γύρω άπό τόν Φρόυντ. ’Από τό αλλο μέρος υπάρχουν πολ­λές ένδείξεις γιά τό άντίθετο. Παραθέτω μόνο Ινα άπόσπα- σμα άπό μιά δήλωση τοΰ δρα Χάρρυ Μπόουν, ψυχαναλυτή άπό τή Νέα Ύόρκη, πού γνώριζε τόν Ράνκ άπό τό 1932 καί βρισκόταν συχνά σέ προσωπική έπαφή μαζί του ώς τό θά­νατό του. Ό δρ. Μπόουν άναφέρει:

ΙδΟ

Όσες φορές — καί δέν ήταν λίγες — πού τόν συνάν­τησα καί στίς έντελώς διάφορες καταστάσεις πού εί­χα τήν εύκαιρία νά τόν δώ σέ δράση καί έκτδς δρά­σης, δέν ένιωσα καμιά ένδειξη, είτε ψύχωσης εΤτε δ- ποιασδήποτε άλλης ψυχικής άνωμαλίας.’

Στό κάτω κάτω ό Ράνκ ήρθε ανοιχτά σέ ρήξη μέ τόν Φρόυντ, άλλά ό Φερέντσι δέν τόλμησε κάτι τέτοιο ποτέ. Εί­ναι, λοιπόν, τρομερά έκπληκτικό τό γεγονός δτι ό Φερέντσι κατηγορήθηκε κα'ι κείνος άπό τόν Τζόουνς γιά προδοσία. "Ο­πως στήν περίπτωση τοΰ Γιούνγκ και τοΰ Ράνκ, ή Ιστορία τής προδοσίας υποτίθεται δτι άρχισε με Ενα μοιραίο ταξίδι στή Νέα 'Τόρκη. "Οταν ό Φερέντσι ήθελε κάποτε νά πάει στή Νέα 'Τόρκη, κάποια «προαίσθηση», προφανώς στηριζό- μενη στις άτυχεΐς συνέπειες τών παρόμοιων έπισκέψεων τοΰ Γιούνγκ και τοΰ Ράνκ», Εκανε τόν Τζόουνς νά συμβουλέψει τόν Φερέντσι νά μήν πάει. Ώστόσο, δ Φερέντσι, ύποστηριζό- μενος άπό τόν Φρόυντ, Εφυγε γιά τ'ις Ή ν. Πολιτείες, και τό «άποτέλεσμα δικαίωσε τήν προαίσθησή μου [δηλαδή τοΰ Τζόουνς]. Ό Φερέντσι Επαψε, μετά τήν έπίσκεψη αύτή, νά είναι έκεΐνος πού ήταν, ά ν κ α ί π έ ρ α σ α ν α λ λ α τ έ σ σ ε ρ α ή π έ ν τ ε χ ρ ό ν ι α π ρ ι ν ν ά γ ί ν ε ι ή ψ υ χ ι κ ή τ ο υ κ α τ ά θ λ ι ψ η φ α ­ν ε ρ ή σ τ ό ν Φ ρ ό υ ν τ » . ('Τπογράμμιση τοΰ Ε. Φρόμ).

Κατά τά έπόμενα χρόνια, φαίνεται δτι ot φανταστικές αν­τιζηλίες καί δολοπλοκίες άνάμεσα στόν Τζόουνς καί τόν Φε- ρέντσι συνεχίστηκαν. Ό Φερέντσι υποπτευόταν δτι ό Τζό­ουνς Ελεγε ψέματα καί πώς είχε τή φιλοδοξία, πού στηριζό­ταν σέ οικονομικά κίνητρα, νά ένώσει τά άγγλοσαξονικά Ε­θνη κάτω άπό τό σκήπτρο του. Σύμφωνα με τόν Τζόουνς, «ό Φρόυντ έπηρεάστηκε άπ’ αύτό δυσμενώς ένάντιά μου». Φαί­νεται δμως πώς στό τέλος νίκησαν οί άντιφερεντσικές δυνά­μεις. Ό Φρόυντ Εγραψε στόν Φερέντσι τό Δεκέμβρη 1929:

2. Προσωπική έπαφή.

151

Χωρίς άμφιβολία Εχεις Απομακρυνθεί τά τελευταία χρόνια άπό κοντά μου, Ελπίζω δμως πώς δέν Εχεις φτάσει τόσο μακριά ώστε νά άναμένω κάποια κίνηση γιά τή δημιουργία μιάς νέας Αντιπολιτευτικής κίνη­σης άπό μέρους τοΟ Παλαδίνου μου καί μυστικοί) Με­γάλου Βεζύρη μου!

Ποιά ήταν ή ουσία τής θεωρητικής διαφοράς άνάμεσα στόν Φρόυντ καί τόν Φερέντσι; Στόν Φερέντσι είχε κάνει με­γάλη έντύπωση ή σημασία τής τραχύτητα; τών γονέων καί πίστευε δτι για νά θεραπευτεί ό ασθενής χρειαζόταν κάτι παραπάνω άπό «έρμηνεΐες», δτι χρειαζόταν τό είδος τής μη­τρικής άγάπης πού είχε στερηθεί δταν ήταν παιδί. 'Ο Φε- ρέντσι αλλαξε τί] στάση του πρός τόν άσθενή, άπό τή στάση ένός άποσπασμένου παρατηρητή, στή στάση ένός συμμετέ- χοντος, γεμάτου αγάπη άνθρώπινου δντος, καί ό ϊδιος ήταν πολύ ένθουσιασμένος μέ τά θεραπευτικά άποτελέσματα τής νέας στάσης. Φαίνεται πώς ό Φρόυντ άντέδρασε μέ ανοχή στήν καινοτομία αύτή. Ή στάση του δμως αλλαξε, προφα­νώς γιατί ό Φερέντσι δέν ήταν άρκετά προετοιμασμένος νά τόν καθησυχάσει, άλλά ίσως καί γιατί οί υποψίες πού είχε δημιουργήσει γιά τόν Φερέντσι ή φράξια τοΰ Τζόουνς έφε­ραν άποτελέσματα.

*0 Φερέντσι συναντήθηκε μέ τόν Φρόυντ τελευταία φορά τό 1932, πριν άπό τό Συνέδριο τοΰ Βισμπάντεν. Ή συνάν­τηση αύτή ήταν μιά τραγική περίπτωση. Ό Φρόυντ συνό­ψισε τις τελικές έντυπώσεις του γιά τόν άνθρωπο πού υπήρ­ξε 6 άφοσιωμένος δπαδός καί φίλος του άπό τά πρώτα χρό­νια τοΰ κινήματος σ’ Ινα τηλεγράφημα στόν Άιτινγκτον: «Φερέντσι άπρόσιτος, έντύπωση δχι Ικανοποιητική». Ό Φε- ρέντσι μίλησε γιά τήν έπίσκεψη αύτή στήν Κλάρα Τόμψον,* εύθύς μετά τή συνάντησή του μέ τόν Φρόυντ, στό τραίνο πού

3. ΣπουΒάστρια καί φίλη τοΟ Φερέντσι, ίιευθύντρια σήμερα τοΰ ’Ιν­στιτούτου Ψυχιατρικής, Ψυχανάλυσης καί Ψυχολογίας Ούίλλιαμ 'Αλ- σον Χουάιτ, στή Νέα Ύόρχη.

152

τόν μετέφερε άπό τή Βιέννη στή Γερμανία. Άνέφερε δτι ή συνάντηση ήταν «τρομερή» και πώς ό Φρόυντ τοΰ είπε δτι, θά μποροΰσε νά διαβάσει τό άρθρο του στό συνέδριο ψυχα­νάλυσης στό Βισμπάντεν, πρέπει δμως νά τοΰ ΰποσχεθεΐ πώς δέ θά τό δημοσιεύσει. Λίγο άργότερα, ό Φερέντσι παρατή­ρησε τά πρώτα συμπτώματα κακοήθους άναιμίας, τής άρρώ- στιας πού προκάλεσε τό θάνατό του τόν έπόμενο χρόνο.

Λίγο, δμως, πριν άπό τήν τελευταία συνάντησή του μέ τόν Φρόυντ, ό Φερέντσι είπε στήν Ίζέτ ντε Φόρεστ* πόσο λυπή­θηκε καί πληγώθηκε με τόν άπότομο καί έχθρικό τρόπο πού τοΰ φέρθηκε ό Φρόυντ.* Ή συμπεριφορά αύτή πρός τόν Φερέντσι δείχνει μεγάλη έλλειψη άνοχής. 'Ωστόσο, ή άνι- κανότητα τοΰ Φρόυντ νά συγχωρήσει Ιναν πρώην φίλο του πού παρέκκλινε άπ’ αυτόν, φαίνεται άκόμη πιό έντονα στό περιφρονητικό μίσος πού έδειξε μέ τό θάνατο τοΰ “Αλφρεντ ’Άντλερ.

Γιά Ινα Έβραιόπουλο άπό προάστιο τής Βιέννης, έ­νας θάνατος ατό Άμπερντήν είναι μιά πρωτάκουστη καριέρα καί άπόδειξη γιά τό πόσο μακριά μπόρεσε νά πάει. Ό κόσμος πραγματικά τόν άντάμειψε πλουσιο­πάροχα γιά τΙς ύπηρεσίες του σχετικά μέ τήν κατα­πολέμηση τής ψυχανάλυσης.

Στήν περίπτωση τοΰ Φερέντσι, τό νά ποΰμε τή στάση αύ­τή «σκληρή» ή «σχεδόν έχθρική», δπως άναφέρει ή Ίζέτ ντε Φόρεστ στό «Σπόρος άγάπης», άποτελεΐ μάλλον ήπιο χαρα­κτηρισμό. ’Ωστόσο, δ Τζόουνς, πού άρνιίται δτι ό Φρόυντ είχε όποιαδήποτε ίχνη αύταρχισμοΰ καί μή άνεκτικότητας, βεβαιώνει δριστικά δτι δέν υπάρχει καμιά άλήθεια σέ μιά τέ­τοια Ιστορία έχθρότητας, «μολονότι είναι πολύ πιθανό πώς

4. ΣπουΒάστρια καί φίλη τοϋ Φερέντσι, ψυχαναλΰτρια χαΐ συγγρα­φέας τοϋ «Σπόρος άγάπης», ποΰ περιέχει μιά έξαίρετη έχθεση τών νέων 18ε<3ν τοΟ Φερέντσι.

6. Προσωπική έπαφή.

153

6 ίδιος ό Φερέντσι, στήν τελική του π α ρ α ι σ θ η τ ι κ ή κ α τ ά σ τ α σ η , πίστευαν στήν Ιστορία αύτή και διέδιδε στοιχεία της».

Λίγες μόνο βδομάδες πριν άπ’ τό θάνατό του, δ Φερέντσι Εστειλε στόν Φρόυντ συγχαρητήρια για τά γενέθλιά του, άλ­λά υποτίθεται δτι «ή ψυχική διαταραχή προχωρούσε ραγδαία στούς τελευταίους μήνες*·. Σύμφωνα μέ τόν Τζόουνς (πού δέν άναφέρει τίς πηγές του), δ Φερέντσι άφηγήθηκε δτι μια άπό τίς ’Αμερικανίδες ασθενείς του τοΰ είχε κάνει ψυχανά­λυση καί τόν θεράπευσε άπ’ δλες τίς άνησυχίες του καί δτι τά μηνύματα τά Εστειλε στόν Φερέντσι άπό τήν αλλη δχθη τού ’Ατλαντικού. Ό Τζόουνς, δμως, πρέπει νά παραδεχτεί, δτι ό Φερέντσι πίστευε έπίμονα στήν τηλεπάθεια, γεγονός πού μάλλον καταστρέφει τήν «άπόδειξη» τής τρέλας τοΰ Φε- ρέντσι. Ή μόνη διαθέσιμη «άπόδειξη» είναι «οί ψευδαισθή­σεις σχετικά μέ τήν υποτιθέμενη έχθρότητα τοΰ Φρόυντ». Προφανώς δ Τζόουνς υποθέτει δτι μόνο Ινα άρρωστημένο μυαλό μπορεΐ νά κατηγορήσει τόν Φρόυντ για αύταρχισμό καί έχθρότητα.

Ό Τζόουνς φέρνει τώρα τήν Ιστορία τής υποτιθέμενης ψύχωσης τοΰ Φερέντσι, πού τά σπέρματά της υποτίθεται πώς υπήρχαν παλιότερα, στό άποκορύφωμά της. 'Όταν ή άσθένεια πρόσβαλε τή σπονδυλική στήλη καί τόν έγκέφαλο, αύτό, σύμφωνα μέ τόν Τζόουνς, όδήγησε άναμφισβήτητα σέ «παροξυσμό έξαιτίας τών λ α ν θ α ν ο υ σ ώ ν ψυχωτι- κών τάσεων». Στό τελευταίο του σχεδόν γράμμα πρός τόν Φρόυντ μετά τήν άνοδο τοΰ Χίτλερ στήν έξουσία, ό Φερέν- τσι πρότεινε στόν Φρόυντ πώς θά ήταν προτιμότερο νά πάει στήν ’Αγγλία. Ό Τζόουνς έρμηνεύει τή ρεαλιστική αύτή συμβουλή σά σημάδι «πώς υπήρχε κάποια μ έ θ ο δ ο ς σ τ ή ν τ ρ έ λ α τ ο υ». «Με τον καιρό, προ^ το τελο^, ήρθαν τά β ί α ι α π α ρ α ν ο ϊ κ ά , ά κ ό μ α κ α ί ά ν θ ρ ω π ο κ τ ο ν ι κ ά ξ ε σ π ά σ μ α τ α , γιά νά έπακολουθήσει ό αίφνίδιος θάνατος στίς 24 Μαΐου». Ό Τζό­ουνς δέν Ισχυρίζεται πώς γνωρίζει άπό πρώτο χέρι ή δτι Ε­χει κάποιο άπόδειξη ή ενδειξη σχετικά μέ τήν ψύχωση τού

154

Φερέντσι ή μέ τά «βίαια παρανοϊκά, ακόμα καί άνθρωποκτο- νικά ξεσπάσματα». Μπροστά στό γεγονός αύτό, αλλά καί στίς παρακάτω δηλώσεις, οί Ισχυρισμοί τοΰ Τζόουνς σχετι­κά μέ τήν ψύχωση τοΰ Ράνκ καί τοΰ Φερέντσι πρέπει νά κριθοΰν ώς μή αληθείς, καθώς καί δτι δίνουν τήν υπόνοια πώς είναι κατασκευάσματα τής έπιθυμίας του, πού τά προ- κάλεσαν πολλές προσωπικές άντιζηλίες, δπως καί ή έπιθυμία νά διασώσει τόν Φρόυντ άπό τήν κριτική πώς υπήρξε δχι ευγενικός καί σκληρός σέ άνθρώπους πού ήταν βαθιά αφο- σιωμένοι σ’ αύτόν. (Δέν έννοώ νά κατηγορήσω τό δρα Τζό­ουνς γιά συνειδητή άνειλικρίνεια. 'Ωστόσο, τό δτι οί άσυνεί- δητες έπιθυμίες μποροΰν νά κατανικήσουν τις συνειδητές προθέσεις, άποτελεΐ μιά αλλη υπόθεση, πού άποτελεΐ άκρι- Οώς τό θέμα τής ψυχανάλυσης).

Ό Τζόουνς δέν είδε τόν Φερέντσι τόν τελευταίο χρόνο τής αρρώστιας του. "Ομως, ή δρ Κλάρα Τόμι^ον, πού ήταν μαζί μέ τόν Φερέντσι άπό τό 1932 μέχρι τήν ήμέρα τοΰ θα­νάτου του, δηλώνει:

. . . Εκτός άπό τά συμπτώματα τ·ϊ)ς φυσικής του ά- σθένειας, δέν παρατήρησα τό ψυχωτικό στίς άντιδρά- σεις του. Τόν έπισκεπτόμουν τακτικά, καί συνομιλού­σα μαζί του, καί δέν ύπήρχε οδτε Ενα άπλό έπεισό- οιο, ξέχωρα άπό δυσχέρειες μνήμης, πού νά μπορεΐ νά ύποστηρίξει τήν εΙκόνα πού δίνει 6 Τζόουνς γιά τήν ψύχωση ή τή διάθεση Ανθρωποκτονίας.

Ό δρ Μάικλ Μπάλιντ, Ενας άπό τούς πιό έμπιστους οπα­δούς τοΰ Φερέντσι καί έκτελεστής τοΰ λογοτεχνικοΰ του έρ­γου, διαφωνεί καί αύτός μέ τόν ισχυρισμό τοΰ Τζόουνς. Γρά- φει:

Παρά τή σοβαρή αύτή νευρολογική κατάσταση [σέ συνδυασμό μέ τήν κακοήθη άναιμία του] τό πνεύμα του διατήρησε τή διαύγειά του ώς τό τέλος καί μπορώ νά τό έγγυηθώ αύτό άπό προσωπική έμπειρία, κα­

155

θώς τόν ϊβλεπα συχνά στή διάρκεια τών τελευταίων μηνών, πρακτικά μιά ή δυό φορές τή βδομάδα.*

Ή “Ελμα Λάουβρικ, θετή κόρη τοΰ Φερέντσι, πού παρέ- μεινε κοντά του ώς τό θάνατό του, μοΰ Ιστειλε μια δήλωση πού Επιβεβαιώνει άπόλυτα τις περιγραφές τής Τόμψον καί τοΰ Μπάλιντ.

Άσχολήθηκα στό νά δώσω μια τόσο λεπτομερειακή περι­γραφή τών φανταστικών κατασκευασμάτων τοΰ δρα Τζό­ουνς, κατά Ινα μέρος γιά νά υπερασπιστώ τή μνήμη προικι­σμένων καί άφοσιωμένων άνθρώπων, πού δέν μπορούν πιά νά υπερασπιστούν τούς έαυτούς τους, καί κατά Ενα αλλο μέ­ρος γιά νά δείξω μέ συγκεκριμένο παράδειγμα τό πνεΰμα τής κομματικής γραμμής πού συναντοΰμε σέ όρισμένους κύ­κλους τοΰ ψυχαναλυτικού κινήματος. ’Εάν είχε κανείς προη­γούμενα τήν υποψία πώς υπήρχε Ενα τέτοιο πνεΰμα στό ψυ­χαναλυτικό κίνημα, τότε τά εργα τοΰ Τζόουνς, Ιδιαίτερα ό τρόπος πού μεταχειρίζεται τόν Ράνκ καί τόν Φερέντσι στόν τρίτο τόμο, έπιβεβαιώνουν τήν υποψία αύτή σ’ δλες τις λε­πτομέρειες.

Τό θέμα πού προβάλλει τώρα είναι: Π ώ ς ε ί ν α ι δ υ ν α τ ό ή ψ υ χ α ν ά λ υ σ η , π ο ύ ε ί ν α ι θ ε ω ρ ί α κ α ί θ ε ρ α π ε ί α , ν ά μ ε τ α μ ο ρ ­φ ω θ ε ί σ’ Ε ν α τ έ τ ο ι ο ε ί δ ο ς φ α ν α τ ι - κ ο ΰ κ ι ν ή μ α τ ο ς ; Ή άπάντηση μπορεϊ νά βρεθεί μόνο στήν έξέταση τών κινήτρων τοΰ Φρόυντ, σχετικά μέ την άνάπτυξη τού ψυχαναλυτικού κινήματος. Άπό Επιφανειακή σκοπιά, δ Φρόυντ ήταν πραγματικά μόνο δ δημιουργός μιας νέας θ ε ρ α π ε ί α ς γ ι ά ψ υ χ ι κ ή ά σ θ έ ν ε ι α , καί αύτό άποτέλεσε τό άντικείμενό στό δποΐο αφιέρωσε τό κύριο ένδιαφέρον του καί δλες του τις προσπάθειες. 'Ωστό­σο, δν κοιτάξουμε πιό στενά, βρίσκουμε δτι πίσω άπ’ αύτή τήν άντίληψη μιάς Ιατρικής θεραπείας για τή νεύρωση βρι­σκόταν μιά όλότελα διαφορετική πρόθεση, πού σπάνια τήν

6. Προσωπική έπαφή.

156

Εκφραζε ό Φρόυντ, καί πού προφανώς σπάνια είχε τή συνεί­δησή της. Αύτή ή κρυμμένη, μή έκφραζόμενη αντίληψη πραγματευόταν κατά κύριο λόγο δχι τή θεραπεία ψυχικής ασθένειας, άλλά κάτι πού ξεπερνοΰσε τήν Εννοια τής θερα­πείας καί τής ασθένειας. Τί ήταν αύτό τό κάτι;

Σίγουρα δέν ήταν ή Ιατρική. 'Ο Φρόυντ Εγραψε:

Ύστερα άπό σαρανταένα χρόνια Ιατρικής δραστηριό­τητας, ή αύτογνωσία μου μοϋ λέει δτι ποτέ δέν ύπήρ- ξα γιατρός μέ τή σωστή έννοια. ’Εγινα γιατρός, δν καί ύποχρεώθηκα νά παρεκκλίνω άπό τόν άρχικό σκο­πό μου. Καί ό θρίαμβος τής ζωής μου βρίσκεται στό δτι άφοδ έκανα Ινα μεγάλο κυκλικό ταξίδι τελικά βρήκα τό δρόμο μου πρός τό πρώτο μου μονοπάτι.

Ποιό ήταν αύτό τό πρώτο μονοπάτι πρός τό όποιο βρήκε τό δρόμο του ό Φρόυντ; Τό λέει πολύ καθαρά στήν ίδια πα­ράγραφο. «Κατά τή νεότητά μου Ενιωσα μιά καταθλιπτική ανάγκη νά κ α τ α ν ο ή σ ω κ ά τ ι α π ’ τ ά π ρ ο ­β λ ή μ α τ α τ ο ΰ κ ό σ μ ο υ σ τ ό ν ό π ο ι ο ζ ο ΰ μ ε κ α ί ί σ ω ς ά κ ό μ η ν ά σ υ μ β ά λ ω κ ά π ω ς σ τ ή λ ύ σ η τ ο υ ς » . ('Υπογράμμιση Ε. Φ .).

Τό ένδιαφέρον γιά τά προβλήματα τοΰ κόσμου καί ή έπι- Ουμία νά συμβάλει κάπως στή λύση τους φλόγιζαν τόν Φρό­υντ ένώ ήταν στό γυμνάσιο, Ιδιαίτερα κατά τά τελευταία χρόνια, καί ό ίδιος άναφέρει σχετικά: «Στήν παντοδύναμη έπίδραση μιας σχολικής φιλίας μέ Ενα αγόρι μάλλον μεγα­λύτερο μου, πού Εξελίχθηκε σέ πολύ γνωστό πολιτικό, Ενιω­σα τήν έπιθυμία νά σπουδάσω νομικά, δπως καί κείνος, καί νά καταπιαστώ μέ κοινωνικές δραστηριότητες». Αύτός δ σχο­λικός φίλος, ό σοσιαλιστής Χάινριχ Μπράουν, Εγινε άργό- τερα ήγέτης τοΰ σοσιαλιστικού κινήματος. “Οπως άναφέρει ό Φρόυντ άλλοΰ, ήταν ή έποχή πού διορίστηκαν οί πρώτοι α­στοί υπουργοί άπ’ τόν αύτοκράτορα, γεγονός πού προκάλεσε μεγάλη αγαλλίαση στή φιλελεύθερη μεσαία τάξη, Ιδιαίτερα άνάμεσα στήν έβραϊκή Ιντελιγκέντσια. Τήν έποχή έκείνη

157

δ Φρόυντ εδειχνε μεγάλο ένδιαφέρον για τά προβλήματα τοΰ σοσιαλισμοΰ καί πρόοβλεπε σέ μια σταδιοδρομία πολιτικοΰ ή- γέτη, καί είχε τήν πρόθεση νά σπουδάσει νομικά, σάν πρώ­το βήμα πρός τήν κατεύθυνση αύτή. Άκόμη καί κατά τά χρόνια πού ό Φρόυντ έργαζόταν σά βοηθός σ’ Ινα φυσιολογι­κό έργαστήριο, είχε άπόλυτα τήν έπίγνωση δτι επρεπε ν’ Α­φιερώσει τόν έαυτό του σέ μιά ύπόθεση. Τό 1881 άγραφε στήν αρραβωνιαστικιά του:

Ή φιλοσοφία πού πάντοτε τή βλέπω σάν τέρμα καί καταφύγιο στά γερατειά μου, άποκτά άπό μέρα σέ μέ­ρα περισσότερη έλξη, δπως καί δλες ot άνθρώπινες ύποθέσεις γενικά ή δποιαδήποτε ύπόθεση στήν δποία θά μποροΟσα νά άφοσιωθώ άδιαφορώντας γιά τΙς θυ­σίες. Ό φόβος δμως τής ύπέρτατης άβεβαιότητας δ- λων τών πολιτικών καί τοπικών ύποθέσεων μέ κρα- τάει μακριά άπ' αύτή τή σφαίρα.

'Ωστόσο, τό πολιτικό ένδιαφέρον τοΰ Φρόυντ — δν χρη­σιμοποιήσουμε τή λέξη «ένδιαφέρον» μέ μάλλον πλατιά έν­νοια — δ ταυτισμός του μέ ηγέτες πού ήταν είτε καταχτη­τές είτε οί μεγάλοι εύεργέτες τής άνθρωπότητας δέ χρονο- λογιόταν άπό μιά τόσο πρόσφατη έποχή, δπως τά τελευταία χρόνια του στό Γυμνάσιο. Άπό μικρό παιδί θαύμαζε τόν Αννίβα, θαυμασμός πού τόν δδήγησε σέ μιά ταύτιση μαζί του, πού συνεχίστηκε ώς τά τελευταία χρόνια τής ζωής του, δπως μπορούμε νά συμπεράνουμε καθαρά άπό τίς έκθέσεις του. 'Ο ταυτισμός τοΰ Φρόυντ μέ τόν Μωυσή ήταν ίσως α­κόμα πιό βαθύς καί κράτησε περισσότερο. Ό Ισχυρισμός αυ­τός είναι δυνατό ν’ αποδειχτεί. Άρκεΐ νά ποΰμε δτι δ Φρό­υντ ταύτιζε τόν έαυτό του μέ τόν Μωυσή, πού δδήγησε μιά μάζα άπό γεμάτους άγνοια άνθρώπους σέ μιά καλύτερη ζωή, μιά ζωή λογικής καί έλέγχου τοΰ πάθους. Μιά δλλη Ινδειξη τής ίδιας τάσης, ήταν τό ένδιαφέρον τοΰ Φρόυντ τό 1910 νά συμμετάσχει σέ μιά «Διεθνή Αδελφότητα γιά τήν Η θ ι­κή καί τόν Πολιτισμό». Ό Τζόουνς αναφέρει δτι ό Φρόυντ

158

ρώτησε τόν Γιούνγκ κατά πόσο θεωρούσε μια τέτοια κίνηση έφικτή και δτι μόνο μετά τήν άρνητική απάντηση τοΰ Γιούνγκ άπέρριψε τήν Ιδέα αύτή. Πάντως, τό Διεθνές Ψ υ­χαναλυτικό Κίνημα, πού ιδρύθηκε εύθύς κατόπιν, άποτέλε- σε τήν άμεση συνέχιση τής Ιδέας γιά μιά Διεθνή ’Αδελφό­τητα γιά τήν ’Ηθική και τόν Πολιτισμό.

Ποιοί ήταν οΐ σκοποί καί ποιά τά δόγματα αύτοΰ τοΰ κι­νήματος; Ό Φρόυντ τό έξέφρασε κατά τό σαφέστερο ίσως τρόπο, στήν πρόταση: «"Οπου ήταν τό Εκείνο — θά είναι τό Έγώ». Σκοπός του ήταν δ ελεγχος τών παράλογων πα­θών άπό τή λογική: ή απελευθέρωση τοΰ άνθρώπου άπό τό πάθος μέσα στ'ις ανθρώπινες δυνατότητες. Μελέτησε τις πη­γές τών παθών, γιά νά βοηθήσει τόν άνθρωπο νά κυριαρ­χήσει πάνω τους. Σκοπός του ήταν ή αλήθεια, ή γνώση τής πραγματικότητας. Γι’ αυτόν, ή γνώση αύτή ήταν τό μόνο κα- θοδηγητικό φώς τοΰ άνθρώπου πάνω στή γή. 01 σκοποί αύ- τοί ήταν οΐ παραδοσιακοί σκοποί τοΰ δρθολογισμοΰ, τοΰ Δια­φωτισμού καί τής πουριιανικής ήθικής. Καί ήταν ή μεγα- λοφυΐα τοΰ Φρόυντ πού τούς συνέδεσε μέ μιά νέα ψυχολογική ένόραση στή διάσταση τών κρυμμένων καί παράλογων πη­γών τής ανθρώπινης δράσης.

Σέ πολλές άπό τις διατυπώσεις τοΰ Φρόυντ γίνεται φανε­ρό δτι τό ένδιαφέρον του ξεπερνά τό ένδιαφέρον μιάς Ιατρι­κής θεραπείας αύτής καθαυτής. ’Ονομάζει τήν ψυχαναλυτι­κή θεραπεία «απελευθέρωση τοΰ άνθρώπινου δντος», τόν ψυχαναλυτή σάν τόν άνθρωπο πού πρέπει νά χρησιμεύει σάν «πρότυπο» καί νά ένεργεϊ σά «δάσκαλος». Καί δηλώνει δτι «ή σχέση άνάμεσα στόν ψυχαναλυτή καί τόν ασθενή βασί­ζεται στήν αγάπη τής αλήθειας, δηλαδή στήν αναγνώριση τής πραγματικότητας πού αποκλείει κάθε είδους υποκρισίας καί άπάτης».

Τί προκύπτει άπ’ αύτό; Ένώ συνειδητά ό Φρόυντ ήταν έ- πιστήμονας καί θεραπευτής, ασυνείδητα ήταν — καί τό ή­θελε νά είναι — Ενας άπό τους μεγάλους ήθικοπολιτιστές ή- γέτες τοΰ 20οΰ αιώνα. "Ήθελε νά κατακτήσει τόν κόσμο μέ τό όρθολογιστικό - πουριτανικό δόγμα του καί νά δδηγήσει

159

τόν άνθρωπο στή μόνη — καί πολύ περιορισμένη — σωτη­ρία για τήν όποία ήταν Ικανός: τήν κατάχτηση τοΰ πάθους μέ τή διάνοια. Γιά τόν Φρόυντ αύτό κι δχι όποιαδήποτε θρη­σκεία ή όποιαδήποτε πολιτική λύση, δπως ό σοσιαλισμός — άποτελοΰσε τή μ ό ν η έγκυρη Απάντηση στό πρόβλημα τοϋ ανθρώπου.

Τό κίνημα τοΰ Φρόυντ έμπνεόταν άπό τόν όρθολογισμό καί φιλελευθερισμό τοΰ 18ου και 19ου αΙώνα. Ή τραγική μοί­ρα για τόν Φρόυντ ήταν δτι, μετά τόν πρώτο παγκόσμιο πό­λεμο, τό κίνημα αύτό άπέκτησε δημοτικότητα άνάμεσα στή μεσαία τάξη τών πόλεων καί τήν Ιντελιγκέντσια, πού τούς έ­λειπε ή πίστη στόν πολιτικό ή φιλοσοφικό ριζοσπαστισμό. "Ετσι, ή ψυχανάλυση έγινε τό υποκατάστατο τοΰ ριζοσπαστι­κού φιλοσοφικού κα'ι πολιτικοΰ ένδιαφέροντος, μια νέα πί­στη πού, πέρα άπό τή γνώση τής όρολογίας, άπαιτοϋσε πολύ λίγα πράγματα άπό τούς όπαδούς της.

Και ακριβώς αύτός ό ρόλος έχει κάνει τόσο δημοφιλή τήν ψυχανάλυση σήμερα. Ή γραφειοκρατία πού κληρονόμησε τό μανδύα τοΰ Φρόυντ έχει Ιδιοποιηθεί αύτή τή δημοτικότητα, δμως κληρονόμησε έλάχιστα άπό τή μεγαλοσύνη της και τόν πραγματικό ριζοσπαστισμό της. Τά μέλη της καταπολέμη­σαν τό ένα τό άλλο κατατριβόμενα σέ μικροδολοπλοκίες κα'ι μηχανορραφίες, κα'ι ό «έπίσημος» μύθος σχετικά μέ τόν Φε- ρέντσι καί τόν Ράνκ χρησιμεύει γιά τήν έκμηδένιση τών δυό μοναδικών παραγωγικών καί διακρινόμενων για τή φαντα­σία τους όπαδών άπ’ τήν άρχική όμάδα πού άπέμεινε μετά τήν άποσκίρτηση τού "Αντλερ καί τοΰ Γιούνγκ. Π ιστεύω δ­μως πώς άν ή ψυχανάλυση πρόκειται νά μείνει πιστή στίς βασικές άνακαλύψεις τοΰ Φρόυντ καί νά τις άναπτύξει παρα­πέρα, πρέπει νά άναθεωρήσει, άπό τήν άποψη τής ουμανι­στικής καί διαλεκτικής σκέψης, πολλές άπό τις θεωρίες πού έχουν συλληφθεΐ μέ τό πνεΰμα τοΰ φυσιολογικού ματεριαλι­σμού τοΰ 19ου αϊώνα. Μια τέτοια έρμηνεία τοΰ Φρόυντ πρέ­πει νά βασίζεται σέ μια δυναμική άποψη τοΰ άνθρώπου, πού νά πηγάζει άπό τή βαθιά γνώση τών ειδικών συνθηκών τής άνθρώπινης ύπαρξης. Οί ουμανιστικοί σκοποί τοΰ Φρόυντ,

160

ξεπερνώντας τήν ασθένεια καί τη θεραπεία, θά εΐναι τότε δυνατό νά βρουν μια νέα καί καταλληλότερη έκφραση — αύ­τό δμως μπορεΐ νά γίνει μόνο άν ή ψυχανάλυση πάψει νά κυβερνιέται άπό μιά στείρα γραφειοκρατία καί ξαναβρεΐ τήν αρχική της θαρραλέα στάση στήν έρευνα γιά την αλήθεια.

11. Τό δόγμα τοΟ ΧριοτοΟ 161

Ο Ε Π Α Ν Α Σ Τ Α Τ Ι Κ Ο Σ

Χ Α Ρ Α Κ Τ Η Ρ Α Σ

Ή Εννοια τοΰ «έπαναστατικοΰ χαρακτήρα» είναι πολιτικο- ψυχολογική Εννοια. ’Απ’ αύτή τήν άποψη μοιάζει μέ τήν Εν­νοια τοΰ αύταρχικοΰ χαρακτήρα, πού ή εισαγωγή του στήν ψυχολογία χρονολογείται πριν άπό τριάντα περίπου χρόνια. Ό αύταρχικός χαρακτήρας συνδύαζε μιά πολιτική κατηγο­ρία, τήν κατηγορία τής αυταρχικής δομής στό κράτος καί τήν οίκογένεια, μέ μιά ψυχολογική κατηγορία, τή δομή χα­ρακτήρα, πού άποτελεΐ τή βάση γιά μιά τέτοια πολιτική καί κοινωνική δομή.

Ή έννοια τοΰ αύταρχικοΰ χαρακτήρα γεννήθηκε άπό 6- ρισμένα πολιτικά ένδιαφέροντα. Γύρω στό 1930 στή Γερ­μανία, θέλαμε νά έξακριβώσουμε ποιές δυνατότητες υπήρ­χαν νά ήττηθεΐ ό Χίτλερ άπ’ τήν πλειονότητα τοΰ πληθυ- σμοΰ.1 Τό 1930 ή πλειονότητα τοΰ γερμανικοΰ πληθυσμοΰ, Ιδιαίτερα οί έργάτες καί οΐ υπάλληλοι, ήταν ένάντια στό να­ζισμό. Βρίσκονταν μέ τό μέρος της δημοκρατίας, δπως είχαν δείξει ot πολιτικές έκλογές καί ot έκλογές γιά τίς έργοστα- σιακές έπιτροπές. Τό πρόβλημα ήταν κατά πόσο θά μπο­ρούσαν νά πολεμήσουν γιά τίς Ιδέες τους, στήν περίπτω­ση πού θά χρειαζόταν νά πολεμήσουν. Ή πρόταση ήταν πώς αλλο νά εχεις μιά γνώμη καί αλλο νά εχεις μιά πεποί­θηση. νΗ, γιά νά τό θέσουμε άλλιώς, ό καθένας μπορεΐ νά εχει γνώμη, δπως ό καθένας μπορεΐ νά μάθει μιά ξένη γλώσσα ή ίνα ξένο έθιμο, ώστόσο, μόνο ot γνώμες έκεΐνες που πηγάζουν άπό τή δομή χαρακτήρα ένός προσώπου, πί­σω άπό τήν δποία υπάρχει ή ένέργεια πού περιέχεται στό χαρακτήρα του —μόνο λοιπόν οί γνώμες αύτές γ ί ν ο ν-

1. Ή μελέτη διευθυνόταν άπό μίνα πού είχα άρκετοϋς συνεργάτες, καί άνάμεαά τους τό δρα Ε. ίά χτελ . Ό δρ Π. Λάτσαροφελντ ένεργοΟ- σβ ώς στατιστικός σύμβουλος γ ιά τό ’Ινστιτούτο Κοινωνικών Ε ρευ­νών στό Πανεπιστήμιο τής Φραγχφοΰρτης, πού διευθυνόταν τότε 4πό τό δρα U. Χορχχάιμερ.

165

τ α ι π ε π ο ι θ ή σ ε ι ς . 'II έπίδρασή τών ιδεών, πού εύκολα γίνονται αποδεκτές δν τις διακηρύξει ή πλειονότητα, έξαρτάται σέ μεγάλο βαθμό από τή δομή χαρακτήρα ένός προσώπου σέ μιά κρίσιμη κατάσταση. 'Ο χαρακτήρας, δπως είπε δ Ηράκλειτος καί απέδειξε δ Φρόυντ, είναι ή μοίρα τοΰ άνθρώπου. Ή δομή χαρακτήρα αποφασίζει ποιό είδος Ιδέας θά διαλέξει Ινας άνθρωπος, δπως αποφασίζει έπίσης καί τή δύναμη τής Ιδέας πού έχει διαλέξει. Έδώ βρίσκε­ται πραγματικά ή μεγάλη σπουδαιότητα στήν έννοια τοϋ χαρακτήρα τοΰ Φρόυντ —δτι δηλαδή ξεπερνάει τήν παρα­δοσιακή έννοια τής συμπεριφοράς καί κάνει λόγο γιά τή συμπεριφορά έκείνη πού είναι δυναμικά φορτισμένη, Ιτσι πού Ινας άνθρωπος δχι μόνο σκέφτεται μέ όρισμένους ιρό- πους, άλλά καί ή ίδια ή σκέψη του πηγάζει άπό τις κλίσεις καί συγκινήσεις του.

Τό έρώτημα ποΰ θέσαμε τήν έποχή έκείνη ήταν: σέ ποιό βαθμό ot Γερμανοί έργάτες καί υπάλληλοι έχουν μιά δομή χαρακτήρα πού Ερχεται σέ άντίθεση μέ τήν αυταρχική Ιδέα τοΰ ναζισμού; Καί αύτό έξυπονοοΰσε Ενα άκόμη έρώτημα: σέ ποιά Εκταση ot Γερμανοί έργάτες καί υπάλληλοι θά πο­λεμήσουν τήν κρίσιμη ώρα τό ναζισμό; Έ γινε μιά μελέ­τη, καί τό άποτέλεσμα ήταν πώς —μιλώντας χοντρικά— δέ­κα τοΐς έκατό τών Γερμανών έργατών καί υπαλλήλων εί­χαν αύτό πού όνομάζουμε δομή απολυταρχικού χαρακτήρα. Τά δεκαπέντε τοΐς έκατό περίπου είχαν δομή δημοκρατικοΰ χαρακτήρα καί ή συντριπτική πλειονότητα —τό έβδομηντα- πέντε τοΐς έκατό περίπου— ήταν άνθρωποι πού ή δομή χα­ρακτήρα τους άποτελοΰσε μίγμα τών δύο άκρων.’ Ή θεωρη­

2. *Η μέθοδο; πού χρηοιμοποιήθηκε ήταν νά έξετάσουμε τΙς ατο­μικά διατυπωμένε; άπαντήσεις σέ 8να Αποβαλλόμενο έρωτηματολόγιο, έρμηνεϋοντας τδ άχούσιο, άσυνείδητο νόημά τους, οέ διάκριση μέ τή δηλοώμβνη σαφΦς άπάντηαη. Ά ν κάποιος, λόγου χάρη, άπαντοΟσε ατό έρώτημα, «Ποιόν θαυμάζετε περισσότερο στήν Ιστορία;», λέγοντας «Τό Μέγα ’Αλέξανδρο, τόν ΚαΕσαρα, τόν Ναπολέοντα, τόν Μάρξ χαΐ τόν Λένιν», θά έρμηνεύαμβ τήν απάντηση σάν «αύταρχιχή», γιατί 6 συν­δυασμός δείχνει πώς θαύμαζε δικτάτορες χα! στρατιωτικούς ήγέτες.

166

τική υπόθεση ήταν πώς οί αυταρχικοί θά γίνονταν ένθερμοι ναζιστές, οί «δημοκρατικοί» μαχητές άντιναζιστές, καί ή πλειονότητα θά ήταν είτε μέ τόν Ενα είτε μέ τόν αλλο. 01 θεωρητικές αύτές υποθέσεις άποδείχτηκαν λίγο πολύ όρθές, δπως έδειξαν τά γεγονότα μεταξύ 1933 καί 1945.*

Γιά νά έξυπηρετήσουμε τό σκοπό μας τώρα μπορεΐ νά είναι άρκετό νά ποΰμε πώς ή αύταρχική δομή χαρακτήρα είναι ή δομή χαρακτήρα ένός προσώπου πού ή αίσθησή του δύναμης καί ταυτότητας βασίζεται στή συμβιωτική ύποταγή σέ έξουσίες καί ταυτόχρονα στή συμβιωτική κυριαρχία έκεί- νων πού υποτάσσονται στήν έξουσία. “Οτι δηλαδή, ό αύταρ- χικός χαρακτήρας αισθάνεται τόν έαυτό του Ισχυρό δταν μπορεΐ νά υποταχτεί καί νά γίνει μέρος μιας έξουσίας, ή ό­ποια (μέ τήν ένίσχυση σέ κάποιο βαθμό τής πραγματικότη­τας) γίνεται πληθωρική, θεοποιείται, καθώς καί δταν μπο­ρεΐ ταυτόχρονα νά κάνει πληθωρικό τόν έαυτό του ένσωμα- τώνοντας αύτά τά υποκείμενα στήν έξουσία του. Πρόκειται γιά μιά κατάσταση σαδιστικομαζοχιστικής συμβίωσης, πού δίνει μιά αίσθηση δύναμης καί μιά αίσθηση ταυτότητας. "Οντας μέρος τοΰ «μεγάλου» (δ,τι καί νά είναι), γίνεται με­γάλος. "Αν ήταν μόνος, μέ τόν έαυτό του, θά περιοριζόταν στό τίποτα. ΙΥ αύτόν ακριβώς τό λόγο, ή απειλή πρός τήν έ­ξουσία καί ή άπειλή πρός τήν αύταρχική δομή του είναι γιά τόν αύταρχικό χαρακτήρα άπειλή γιά τόν ίδιο — άπειλή γιά τή διανοητική του υγεία. Έ τσ ι αναγκάζεται νά πολεμήσει έ- νάντια στήν απειλή αύτή, ένάντια στόν αύταρχισμό, δπως θά πολεμοΰσε ένάντια σέ κάτι πού θά άπειλοΰσε τή ζωή ή τήν υγεία του.

Άναφερόμενος τώρα στήν έννοια τοϋ έ π α ν α σ τ α -

Ά ν ή άπΑντηση ήταν «Σωκράτη, Παοτέρ, Κάντ, Μάρξ καί Λίνιν», θά τόν κατατάσσαμε ατούς δημοκρατικούς, γ ιατί θαύμαζε τούς εύεργέτες τής άνθρωπότητας καί δχι άνθρώπους μέ δύναμη.

3. Τό θέμα αύτό άναπτΰχθηκβ άργότερα περισσότερο λεπτομερειακά άπ* δσο στήν άρχική μέθοδο, ο’ ϊνα έργο τοΟ Τ. Άντόρνο καί άλλων, μέ τίτλο «Ή αύταρχική προσωπικότητα» (Νέα Τόρκη: Χάρπερ καί Ρόου, Πάμπλισερς, I960).

167

τ ι x o i χ α ρ α κ τ ή ρ α , θα ήθελα ν’ αρχίσω απαριθ­μώντας δσα πιστεύω πώς δέν είναι ό έπαναστατικός χαρα­κτήρας. Είναι δλότελα φανερό πώς ό έπαναστατικός χαρα­κτήρας δέν είναι ένα πρόσωπο ποΰ συμμετέχει σέ ^αναστά­σεις. Αυτό είναι ακριβώς τό σημείο διαφοράς άνάμεσα στή συμπεριφορά καί τό χαρακτήρα με τή φροϋδική δυναμική έννοια. *0 καθένας μπορεΐ, γιά πολλούς λόγους, νά συμμετέ­χει σέ μιά έπανάσταση, ανεξάρτητα άπό τό τί αισθάνεται, μέ τόν δρο νά ένεργεΐ υπέρ τής έπανάστασης. Άλλά τό γεγονός δτι έ ν ε ρ γ ε ΐ σάν έπαναστάτης, πολύ λίγα μάς λέει γιά τό χαρακτήρα του.

Τό δεύτερο σημείο σχετικά μέ τό τί δ έ ν ε ί ν α ι ό έπαναστατικός χαρακτήρας είναι έλάχιστα πιό περίπλοκο. Ό έπαναστατικός χαρακτήρας δέν είναι α ν τ ά ρ τ η ς . Τί έννοώ μέ αύτό;4 Γιά τόν άντάρτη Οά έδινα τόν όρισμό δτι εί­ναι ένας άνθρωπος γεμάτος μνησικακία γιά τήν έξουσία, έπειδή δέν τόν υπολογίζει, έπειδή δέν τόν άγαπάει, έπειδή δέν τόν κάνει δεκτό. ’Αντάρτης είναι έκεΐνος πού έπιθυμεΐ ν’ Ανατρέψει τήν έξουσία ίξαιτίας τής μνησικακίας του καί, σάν άποτέλεσμα, νά κάνει τόν έαυτό του έξουσία στή θέση έκείνης πού έχει άνατρέψει. Καί πολύ συχνά, ακριβώς τή στιγμή πού φτάνει στό σκοπό του, γίνεται φίλος μέ τήν ίδια αύτή έξουσία πού πριν πολεμούσε τόσο σφοδρά ένάντιά της.

'Ο χαρακτηρολογικός τύπος τοΰ άντάρτη είναι πολύ καλά γνωστός στήν πολιτική ιστορία τοΰ 20οΰ αιώνα. ’ Ας πάρου­με, λόγου χάρη, τό πρόσωπο τοΰ Ράμσεϋ Μάκ Ντόναλντ, πού ξεκίνησε σάν πασιφιστής (εΙρηνιστής) καί άντιρρησίας συν­είδησης. 'Ό ταν άπέκτησε άρκετή δύναμη, έγκατέλειψε τό Εργατικό Κόμμα καί προσχώρησε στίς ίδιες έξουσίες πού πολεμοΰσε ένάντιά τους έπί πολλά χρόνια, λέγοντας στό φί­λο καί πρώην σύντροφό του Σνόουντον, άκριβώς τήν ίδια μέ­ρα τής εΙσόδου του στήν ’Εθνική Κυβέρνηση: «Σήμερα κά­

4. Τό θέμα αύτό μπόρεσα νά τό πραγματευτώ περισσότερο λεπτο­μερειακά ατό Ιργο μου ·Ό Φόβος μπροστά στήν Ελευθερία» (έκί. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1971).

168

θε δούκισσα στό Λονδίνο θά θέλει νά μέ φιλήσει και στά δυό μάγουλα*. ’Εδώ Εχουμε τόν κλασικό τνπο τοΰ αντάρτη πού χρησιμοποίησε τήν άνταρσία γιά νά γίνει Εξουσία.

Μερικές φορές χρειάζεται χρόνια γιά νά πραγματοποιη­θεί αύτό, ένώ άλλοτε τά πράγματα προχωρούν γρηγορότε­ρα. Ά ς πάρουμε γιά παράδειγμα μιά προσωπικότητα δπως ό άτυχος Λαβάλ στή Γαλλία, πού ξεκίνησε σάν αντάρτης. ’Ε- λάχιστός χρόνος πέρασε ώσπου ν’ αποκτήσει αρκετό πολιτικό κεφάλαιο καί νά μπορέσει νά πουληθεί. 'Τπάρχουν πολλοί άλ­λοι πού θά μπορούσα νά δνομάσω, άλλά ό ψυχολογικός μηχα­νισμός είναι πάντα ό ίδιος. Μπορούμε νά πούμε πώς ή πο­λιτική ζωή τοΰ 20οΰ αΙώνα είναι Ενα κοιμητήριο, πού περιέ­χει τούς ηθικούς τάφους άνθρώπων πού ξεκίνησαν σάν υπο­τιθέμενοι Επαναστάτες καί πού άποδείχτηκε πώς δέν ήταν τί­ποτε αλλο άπό Οπορτουνιστές άντάρτες.

Καί κάτι αλλο άκόμα μπορούμε νά ποΰμε πώς δέν είναι ό Επαναστατικός χαρακτήρας, πού είναι κάπως πιό περίπλοκο άπό τήν Εννοια τοΰ αντάρτη: δέν είναι φ α ν α τ ι κ ό ς . Οί Επαναστάτες συχνά είναι — μέ τήν Εννοια τής συμπερι­φοράς — φανατικοί, καί στό σημείο αύτό ή διαφορά άνάμε­σα στήν πολιτική συμπεριφορά καί στή δομή χαρακτήρα εί­ναι Ιδιαίτερα Εκδηλη — τουλάχιστο δπως βλέπω τό χαρακτή­ρα τοΰ Επαναστάτη. Τί Εννοώ λέγοντας φανατικός; Δέν Εν­νοώ τόν άνθρωπο πού Εχει μιά πεποίθηση, (θά μπορούσα ν’ άναφέρω δτι σήμερα Εχει γίνει τής μόδας ν’ άποκαλοΰμε δποιον Εχει μιά πεποίθηση «φανατικό», καί καθένα πού δέν εχει πεποίθηση ή πού οί πεποιθήσεις του είναι Ελαστικές, «ρεαλιστή»).

Νομίζω δτι μπορεΐ κανείς νά περιγράψει τό φανατικό, κλι­νικά, σάν πρόσωπο πού είναι ύπερβολικά ναρκισσιστής — στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά πρόσωπο πού βρίσκεται κοντά στήν ψύχωση (κατάθλιψη, πολύ συχνά ανάμικτη μέ παρανοϊκές τάσεις), Ινα πρόσωπο πού, δπως κάθε ψυχωτι- κός, βρίσκεται δλότελα δίχως συνάφεια μέ τόν Εξωτερικό κό­σμο. Ό φανατικός, δμως, Εχει βρει μιά λύση πού τόν σώζει άπό τήν Εκδηλη ψύχωση. "Εχει διαλέξει μιά ύπόθεση, όποιου-

169

δήποτε είδους — πολιτική, θρησκευτική ή άλλη — κα'ι Εχει θεοποιήσει αύτή τήν υπόθεση. Έ χει κάνει τήν υπόθεση αύτή είδωλο. Μέ τόν τρόπο αύτό, μέ τήν πλήρη υποταγή στό είδω­λό του, δέχεται μια παθητική αίσθηση ζωής, Ινα νόημα ζωής. Γιατί στήν υποταγή του ταυτίζει τόν έαυτό του μέ τό είδω­λο πού τό εχει κάνει πληθωρικό καί τό Εχει μετατρέψει σέ άπόλυτο.

Ά ν θέλουμε νά διαλέξουμε Ινα σύμβολο γιά τό φανατικό, τό σύμβολο αυτό θά πρέπει νά είναι π ά γ ο ς π ο ύ κ α ί ε ι . Πρόκειται γιά Ινα πρόσωπο πού είναι φλογερό καί ταυτόχρονα έξαιρετικά ψυχρό. Είναι δλότελα δίχως συνά­φεια μέ τόν κόσμο, άλλά καί γεμάτος άπό φλεγόμενο πάθος, τό πάθος τής συμμετοχής καί τής υποταγής στό Άπόλυτο. Γιά νά άναγνωρίσουμε τό χαρακτήρα ένός φανατικού, πρέ­πει δχι τόσο πολύ νά άκοΰσουμε τί λέει, άλλα νά παρατηρή­σουμε αύτή τήν Ιδιαίτερη λάμψη στό βλέμμα του, αύτό τό ψυχρό πάθος πού είναι τό παράδοξο τοΰ φανατικοΰ: δηλαδή μιά δλοκληρωτική Ελλειψη συνάφειας άνάμικτη μέ τήν παθη­τική λατρεία τοΰ είδώλου του. Ό φανατικός βρίσκεται πολύ κοντά σ’ αύτό πού οΐ προφήτες όνόμαζαν «ειδωλολάτρης». Δέ χρειάζεται νά πούμε πώς ό φανατικός Επαιξε πάντα μεγάλο ρόλο στήν Ιστορία. Καί πολύ συχνά ποζάρησε σάν έπαναστά- της, έπειδή πολύ συχνά αύτό πού λέει είναι άκριβώς — fj μ ο ι ά ζ ε ι άκριβώς — σάν αύτό πού θαλεγε Ινας έπα- ναστάτης.

Π ροσπάθησα νά έξηγήσω τί θεωρώ πώς δ έ ν ε ί ν α ι ό έπαναστατικός χαρακτήρας. Νομίζω δτι ή χαρακτηρολογι- κή Εννοια τοΰ έπαναστάτη είναι μιά σημαντική Εννοια σήμε­ρα — τό ίδιο σημαντική, ίσως, δπως ή Εννοια τού αυταρχι­κού χαρακτήρα. Πραγματικά, ζοΰμε σέ μιά έποχή έπανα- στάσεων, πού άρχισε πριν άπό τριακόσια χρόνια, μέ τις πο­λιτικές έξεγέρσεις τών Άγγλων, τών Γάλλων καί τών Αμε­ρικανών, καί συνέχισε μέ τις κοινωνικές έπαναστάσεις στή Ρωσία, τήν Κίνα καί — στήν έποχή μας — στή Λατινική Αμερική.

Στήν έπαναστατική αύτή έποχή ή λέξη «έπαναστάτης»

170

συνέχισε νά ασκεί μεγάλη Ελξη σέ πολλά μέρη τοϋ κόσμου σά θετικό προσόν γιά πολλά πολιτικά κινήματα. Στήν πραγ­ματικότητα, δλα αι’τά τά κινήματα ποΰ χρησιμοποιούν τή λέ­ξη «έπαναστατικό», έ π α γ γ έ λ λ ο ν τ α ι όλότελα δ- μοιους σκοπούς: δηλαδή δτι πολεμούν γιά τήν έλευθερία κα'ι γιά τήν ανεξαρτησία. 'Ωστόσο, στήν πραγματικότητα μερι­κά τό κάνουν αύτό κα'ι μερικά δχι. Μ’ αύτό έννοώ δτι ένώ με­ρικά μάχονται πραγματικά γιά τήν έλευθερία καί γιά τήν ανε­ξαρτησία, αλλα κινήματα χρησιμοποιούν τό έπαναστατικό σύνθημα μέ σκοπό νά πολεμήσουν γιά τήν έδραίωση αυταρ­χικών καθεστώτων, άλλά μέ διαφορετική αφρόκρεμα (έλίτ) στήν πρωτοκαθεδρία.

Πώς μπορούμε νά όρίσουμε μιά έπανάσταση; Μπορούμε νά τήν όρίσουμε μέ τή λεξικογραφική έννοια, λέγοντας ά- πλούστατα δτι έπανάσταση είναι ή άνατροπή, είρηνική ή βί­αιη, μιας ΰπάρχουσας κυβέρνησης καί ή αντικατάστασή της μέ μιά νέα κυβέρνηση. Αύτός, φυσικά, είναι Ενας πολύ τυπι­κός πολιτικός όρισμός, χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Θά μπορού­σαμε μέ κάπως πιό μαρξιστική έννοια, νά όρίσουμε τήν έπα­νάσταση σάν τήν αντικατάσταση ένός ύπάρχοντος κοινωνικού καθεστώτος μέ Ενα Ιστορικά πιό προοδευτικό. Φυσικά ί;δώ προβάλλει πάντα τό έρώτημα σχετικά μέ τό ποιός αποφασί­ζει τί είναι «Ιστορικά πιό προοδευτικό». Συνήθως είναι ό νι­κητής, τουλάχιστο στή χώρα του.

Τελικά, μπορούμε νά όρίσουμε τήν έπανάσταση μέ ψυχο­λογική Εννοια, λέγοντας πώς έπανάσταση είναι πολιτικό κί­νημα κάτω άπό τήν ήγεσία άνθρώπων μέ έπαναστατικούς χα­ρακτήρες, πού προσελκύει άνθρώπους μέ έπαναστατικούς χα­ρακτήρες. Φυσικά, δέν πρόκειται καί τόσο γιά όρισμό, ώστό- σο άπό τήν άποψη αυτού τοΰ δοκιμίου άποτελεΐ χρήσιμη δή­λωση, καθώς θέτει δλη τήν Εμφαση στό έρώτημα πού πρό­κειται νά συζητήσουμε τώρα: δηλαδή, τί είναι έπαναστατι­κός χαρακτήρας;

Τό βασικότερο χαρακτηριστικό τοΰ «έπαναστατικοΰ χαρα­κτήρα» είναι δτι είναι α ν ε ξ ά ρ τ η τ ο ς — δτι είναι έ λ ε ύ θ ε ρ ο ς . Είναι εΰκολο νά διαπιστώσουμε δτι ανε­

171

ξαρτησία είναι τό αντίθετο τής συμβιωτικής προσήλωσης στούς Ισχυρούς ανώτερους καί στους ανίσχυρους κατώτερους, δπως Εχω αναφέρει στά προηγούμενα μιλώντας για τόν αυ­ταρχικό χαρακτήρα. 'Ωστόσο, αύτό δέν ξεκαθαρίζει αρκετά τί έννοώ λέγοντας «ανεξάρτητος» και «έλευθερία». Ή δυσκο­λία βρίσκεται ακριβώς στό δτι ot λέξεις «έλευθερία» και «Α­νεξαρτησία» χρησιμοποιούνται σήμερα μί την έννοια δτι σ’ Ινα δημοκρατικό σύστημα δ καθένας είναι έλε\'0ερος κα’ι ανεξάρτητος. Ή έννοια αύτή ανεξαρτησίας καί έλευθερίας Εχει τις ρίζες της στήν έπανάσταση τής μεσαίας τάξης ένάν- τια στό φεουδαρχικό καθεστώς, και Εχει αποκτήσει νέα δύ­ναμη μέ τό νά τήν Αντιπαραθέτουμε στά όλοκληρωτικά συ­στήματα. Στή διάρκεια τοΰ φεουδαρχικοΰ κα'ι μοναρχικού α­πολυταρχικού καθεστώτος τό άτομο δέν ήταν οΰτε έλεύθερο ουτε ανεξάρτητο. Ή ταν υποκείμενο είτε σέ παραδοσιακούς είτε σέ αύθαίρετους κανόνες και έντολές έκείνων που στέκον­ταν πιό ψηλά. 01 νικηφόρες αστικές έπαναστάσεις στήν Εύ- ρώπη καί τήν ’Αμερική έδωσαν πολιτική έλευθερία καί ανε­ξαρτησία στό δτομο. Ή έλευθερία αύτή ήταν «έλευθερία ά π ό — μιά ανεξαρτησία ά π ό πολιτικές έξουσίες.

’Αναμφισβήτητα έπρόκειτο γιά μιά σημαντική έξέλιξη, Ε- στω καί άν σήμερα ό βιομηχανισμός Εχει δημιουργήσει νέες μορφές έξάρτησης άπό τή γραφειοκρατία που διογκώνεται συνεχώς κι Ερχεται σέ αντίθεση μέ τήν Αδέσμευτη πρωτο­βουλία καί Ανεξαρτησία τών έπιχειρηματιών τοΰ 19ου αίώνα. Ώστόσο, τό πρόβλημα τής Ανεξαρτησίας καί έλευθερίας εί­ναι πολύ βαθύτερο Από τήν έλευθερία καί Ανεξαρτησία μέ τήν Εννοια πού Αναφέραμε. Στήν πραγματικότητα, τό πρό­βλημα τής Ανεξαρτησίας είναι ή Οεμελιωδέστερη πλευρά τής Ανθρώπινης έξέλιξης, μέ τήν προϋπόθεση δτι τό βλέπουμε σέ δλο του τό βάθος καί σ’ δλο του τό πλάτος.

Τό νεογέννητο παιδί έξακολουθεΐ νά είναι Ινα μέ τό πε­ριβάλλον του. Γιαυτό, δ έξωτερικός κόσμος δέν υπάρχει σάν πραγματικότητα ξεχωριστή άπό τόν έαυτό του. Άλλά ά­κόμη, καί δταν τό παιδί μπορεΐ νά Αναγνωρίσει Αντικείμενα Εξω Από τόν έαυτό του, έξακολουθεΐ νά παραμένει Ανίσχυρο

172

για μακρό διάστημα, καί δέ θά μπορούσε νά έπιζήσει χωρίς τή βοήθεια τής μητέρας καί τοΰ πατέρα. Ή παρατεινόμενη αύτή αδυναμία τοΰ νέου ανθρώπου, σέ αντιδιαστολή μέ τό ζώο, άποτελεϊ μιά βάση γιά τήν ανάπτυξή του, άλλά παράλ­ληλα διδάσκει τό παιδί νά κλίνει πρός τήν έξουσία — καί νά φοβάται τήν έξουσία.

Κανονικά, κατά τό διάστημα άπό τή γέννηση ως τήν έ- φηβεία, οΐ γονείς είναι οί μόνοι πού αντιπροσωπεύουν τή δύ­ναμη, μέ τή διπλή της άποψη: τής βοήθειας καί τής τιμω­ρίας. Γύρω στό χρόνο τής έφηβείας, τό νεαρό πρόσωπο φτά­νει σ’ Ινα στάδιο ανάπτυξης δπου μπορεϊ νά φροντίσει τόν έαυτό του (βέβαια στις άπλούστερες γεωργικές κοινωνίες), καί δέν όφείλει πιά υποχρεωτικά τήν κοινωνική του ύπαρξη στούς γονείς του. Μπορεϊ νά γίνει οίκονομικά ανεξάρτητο άπ’ αύτούς. Σέ πολλές πρωτόγονες κοινωνίες, ή ανεξαρτη­σία (ιδιαίτερα άπό τή μητέρα) έκφράζεται μέ τελετές μύη­σης πού, ώστόσο, δέ θίγουν τήν ανεξαρτησία από τό γένος στήν άρσενική της άποψη. Ή σεξουαλική ωριμότητα είναι Ινας άλλος παράγοντας γιά τήν προώθηση τής διαδικασίας χειραφέτησης άπό τούς γονείς. Ή σεξουαλική έπιθυμία καί ή σεξουαλική Ικανοποίηση δένουν Ινα πρόσωπο μέ άλλα πρό­σωπα Εξω άπό τήν οικογένεια του. Ή σεξουαλική πράξη, αύτή καθαυτή είναι μιά πράξη δπου ουτε δ πατέρας ουτε ή μητέρα μποροΰν νά βοηθήσουν, καί δπου τό νεαρό πρόσω­πο είναι έντελώς μόνο του.

’Ακόμα καί σέ κοινωνίες δπου ή Ικανοποίηση τής σεξουα­λικής έπιθυμίας αναβάλλεται γιά πέντε ϊ| δέκα χρόνια μετά τήν έφηβεία, τό ξύπνημα τής σεξουαλικής έπιθυμίας δημι­ουργεί τόν πόθο τής ανεξαρτησίας, καί γίνεται πρόξενος συγκρούσεων μέ τις γονικές καί κοινωνικές έξουσίες. Τό ό- μαλό πρόσωπο αποκτά τό βαθμό αύτόν ανεξαρτησίας πολλά χρόνια μετά τήν έφηβεία. ’Αποτελεϊ δμως αδιάψευστο γεγο­νός δτι, τό είδος αύτό άνεξαρτησίας, ακόμα καί δν Ινα πρό­σωπο μπορεϊ νά κερδίζει τά μέσα διαβίωσής του, νά παντρευ­τεί καί νά κάνει παιδιά, δέ σημαίνει δτι Ιχει γίνει αληθινά έλεύθερο καί άνεξάρτητο. Εξακολουθεί νά είναι, σάν ένήλι-

173

κος, μάλλον σέ άδυναμία καί προσπαθεί μέ πολλούς τρόπους νά 6ρεΙ δυνάμεις νά τόν προστατέι^ουν καί νά τοΰ δώσουν σιγουριά. Τό τίμημα πού πληρώνει γιά τή βοήθεια αύτή είναι δτι κάνει τόν έαυτό του έξάρτημα αυτών τών δυνάμεων, χά­νει τήν έλευθερία του κα'ι έπιβραδύνει τή διαδικασία τής Α­νάπτυξής του. ’Από τις δυνάμεις αύτές δανείζεται τή σκέψη του, τά αίσθήματά του, τούς σκοπούς του, τ'ις άξίες του — μολονότι ζεΐ μέ τήν ψευδαίσθηση δτι είναι αυτός πού σκέ­φτεται, αισθάνεται καί κάνει τήν έκλογή του.

Πλήρης έλευθερία καί ανεξαρτησία υπάρχουν μόνο δταν τό άτομο σκέφτεται, αισθάνεται καί αποφασίζει άπό μόνο του. Μπορεΐ νά τό κάνει αύτό αυθεντικά, μόνο δταν Εχει φτά- σει σέ μιά παραγωγική συνάφεια μέ τόν έξωτερικό του κό­σμο, πού τοΰ έπιτρέπει νά άντιδρά αυθεντικά. Τήν Ιννοια αύτή έλευθερίας καί ανεξαρτησίας θά τή βροΰμε στή σκέψη τών ριζοσπαστών μυστικιστών, καθώς καί στή σκέψη τοΰ Μάρξ. *0 ριζοσπαστικότερος άπό τους χριστιανούς μυστικι- στές, δ Μάγιστρος Έ χαρτ, άναφέρει: «Τί είναι ή ζωή μου; Αύτό πού κινείται άπό τά μέσα μόνο του. Αύτό πού κινείται άπό τά εξω δέ ζεΐ».* "Η, « . . . αν Ενας άνθρωπος άποφασί- ζει ή δέχεται κάτι άπό τά εξω, πρόκειται γιά σφάλμα. Δέ θά πρέπει νά αντιλαμβάνεται ή νά θεωρεί τό θεό Εξω άπό τόν έαυτό του, άλλά σά δικό του καί σάν αύτό πού βρίσκεται στόν έαυτό του*.'

Ό Μάρξ, σέ μιά παρόμοια, άν καί δχι θεολογική έκφρα­ση, αναφέρει: «'Ένα δν δέ θεωρεί τόν έαυτό του Ανεξάρτη­το αν δέν είναι κύριος τοΰ έαυτοΰ του, καί είναι κύριος τοΰ έαυτοΰ του, δταν όφείλει τήν ύπαρξή του στόν ϊδιο. "Ενας άνθρωπος πού ζεΐ άπό τήν εΰνοια ένός άλλου, θεωρεί τόν έ­αυτό του έξαρτημένη ΰπαρξη. ’Αλλά ζώ απόλυτα άπό τήν

5. Κήρυγμα X VII, «1Ιάγιστρος Έ χα ρ τ, ΕΙσαγωγή οτή μελέτη xfflv Ιργων του μέ Ανθολογία τών κηρυγμάτων του», έπιλογή τοΟ Τζαίημς Α. Κλάρκ (Νέα 'Γόρκη: Thom as N elson and Sons, 19&7), ο. 236.

6. Στό Ιδιο, ο*λ. 189. Παρόμοια στάση βρίσκουμε καί στό Ζέν ΒουίισμοΟ σχετικά μέ τό θέμα τής ανεξαρτησίας άπό τό θεό, τόν Βούβα ή άλλες έξουσίες.

174

εύνοια ένός άλλου προσώπου, δταν όφείλω στό πρόσωπο αύ­τό δχι μόνο τή συνέχιση τής ζωής μου, άλλα και τή δ η - μ ι ο υ ρ γ ί α τ η ς , δταν τό πρόσωπο αύτό εΐνσι ή π η γ ή της. Ή ζωή μου Ιχει υποχρεωτικά μια τέτοια αιτιό­τητα Ιξω άπό τόν έαυτό της, αν δέν είναι δική μου δημιουρ­γία».’ ”Η, δπως άναφέρει ό Μάρξ άλλοΰ: « Ό άνθρωπος εί­ναι άνεξάρτητος μόνο αν έπιβεβαιωνει τήν άτομικότητά του σάν όλοκληρωμένος άνθρωπος σέ καθεμιά άπό τις σχέσεις του μέ τόν κόσμο, στήν δράση, στήν ακοή, στήν δσφρηση, στή γεύση, στό αίσθημα, στή σκέψη, στήν έπιθυμία, στήν αγά­πη — μέ δυό λόγια δν έπιβεβαιώνει καί έκφράζει δλα τά όρ­γανα τής ατομικότητας του». Ή άνεξαρτησία καί ή έλευθε- ρία είναι οΐ πραγματοποιήσεις τής άτομικότητας, καί δχι μό­νο χειραφέτηση άπό τόν έκβιασμό ή έλευθερία στις έμπορι- κές υποθέσεις.

Τό πρόβλημα πού άντιμετωπίζει κάθε άτομο είναι άκριβώς πρόβλημα τοΰ έπιπέδου έλευθερίας πού εχει πετύχει. *0 δλό- τελα άφυπνισμένος, παραγωγικός άνθρωπος είναι έλεύθερος άνθρωπος έπειδή μπορεϊ νά ζεΐ αυθεντικά — τό έγώ του εί­ναι ή πηγή τής ζωής του. (Δέν είναι άπαραίτητο νά ποΰμε δτι αύτό δέ σημαίνει πώς 6 άνεξάρτητος άνθρωπος είναι ά- πομονωμένος άνθρωπος, γιατί ή άνάπτυξη τής προσωπικό­τητας πραγματοποιείται στήν πορεία τής σύνδεσής του μέ τούς δλλους καί τόν κόσμο, καί τοΰ ένδιαφέροντός του για τούς δλλους καί τόν κόσμο. Ή συνάφεια δμως αύτή είναι ό- λότελα διαφορετική άπό τήν άνεξαρτησία). Ένώ γιά τόν Μάρξ τό πρόβλημα τής άνεξαρτησίας σάν αύτοπραγματοποί- ηση δδηγεί στήν κριτική του γιά τήν άστική κοινωνία, ό Φρό­υντ πραγματεύεται τό ίδιο πρόβλημα μέσα στά πλαίσια τής θεωρίας του, σέ σχέση μέ τό οιδιπόδειο σύμπλεγμα.

Ό Φρόυντ, πιστεύοντας δτι δ δρόμος πρός τήν ψυχική υ­γεία βρίσκεται στό ξεπέρασμα τής αιμομικτικής προσήλω­σης στή μητέρα, δήλωσε δτι ή ψυχική υγεία καί ή ωρι­μότητα βασίζονται στή χειραφέτηση καί άνεξαρτησία. Γιά

7. Κ4ρλ Μίρξ: «ΟΙχονομιχά χαΐ φιλοοοφιχά χβιρόγραφα».

175

τόν Φρόυντ ή πορεία αυτή έγκαινιάστηκε άπό τό φόβο ευνου­χισμού άπό μέρους τοΰ πατέρα καί κατέληξε μέ τήν ένσωμά- τωση τών έντολών καί Απαγορεύσεων τοΰ πατέρα στό έγώ τοΰ ατόμου (υπερεγώ). ’Έτσι ή ανεξαρτησία παρέμεινε με­ρική (δηλαδή άπό τή μητέρα τοΰ άτόμου). Ή έξάρτηση ά­πό τόν πατέρα καί τίς κοινωνικές έξουσίες συνεχίστηκε δια μέσου τοΰ υπερεγώ.

'Ο έπαναστατικός χαρακτήρας είναι ό χαρακτήρας πού ταυτίζεται μέ τήν ανθρωπότητα, καί κατά συνέπεια υπερβαί­νει τά στενά δρια τής κοινωνίας του, καί πού είναι ικανός, άκριβώς γι* αύτό, νά άσκήσει κριτική στήν κοινωνία του ή σέ δποιαδήποτε αλλη κοινωνία άπό τήν άποψη τής λογικής καί τοΰ ανθρωπισμού. Δέν είναι αΙχμάλωτος τής τοπικιστικής λατρείας τοΰ πολιτισμού έκείνου, στόν δποΐο συνέπεσε νά γεν­νηθεί, πού δέν είναι παρά Ινα συμπτωματικό γεγονός χρόνου καί γεωγραφίας. Είναι ικανός νά δει τό περιβάλλον του μέ τά άνοιχτά μάτια ένός άνθρώπου πού Εχει Αφυπνιστεί καί πού βρίσκει τά κριτήριά του γιά νά κρίνει τή συμπτωματικό- τητα σ’ αύτό πού δέν είναι συμπτωματικό (λογική), στούς κανόνες πού υπάρχουν στήν Ανθρώπινη φυλή καί γιά τήν άνθρώπινη φυλή.

Ό έπαναστατικός χαρακτήρας ταυτίζεται μέ τήν άνθρω- πότητα. Έ χε ι έπίσης Ινα βαθύ «σεβασμό γιά τή ζωή», σύμ­φωνα μέ τόν δρο τοΰ "Αλμπερτ Σβάιτσερ, μιά βαθιά σχέση μέ τή ζωή, καθώς καί άγάπη γιά τή ζωή. Είναι Αλήθεια πώς, στό βαθμό πού είμαστε δμοιοι μέ δλα τά άλλα ζώα, έ- πιμένουμε στή ζωή καί καταπολεμούμε τό θάνατο. Άλλά ή έ μ μ ο ν ή στή ζωή είναι κάτι τό όλότελα διαφορετικό Από τήν Α γ ά π η γιά τή ζωή. Αύτό μπορεΐ νά γίνει Ακόμη περισσότερο φανερό, δν θεωρήσουμε πως υπάρχει Ινας τύ­πος προσωπικότητας πού τόν Ιλκει περισσότερο δ θάνατος, ή καταστροφή καί ή παρακμή παρά ή ζωή. ( Ό Χίτλερ άπο­τελεΐ λαμπρό Ιστορικό παράδειγμα σχετικά). Ό τύπος αυτός χαρακτήρα μπορεΐ νά όνομαστεΐ νεκρόφιλος, σύμφωνα μέ τήν Εκφραση τοΰ Ούναμοΰνο στήν περίφημη άπάντησή του τό 1936 πρός τό στρατηγό Φράνκο, πού άγαπημένο του σύν-

176

βημα ήταν «Ζήτω ό' θάνατος».Ή Ελξη πρός τό θάνατο καί τήν καταστροφή μπορεΐ νά

μήν είναι συνειδητή σέ Ενα πρόσωπο, ώστόσο ή παρουσία της είναι δυνατό νά συναχθεΐ άπό τις πράξεις του. Ό στραγγαλι­σμός, τό τσαλάκωμα καί ή καταστροφή τής ζωής τοΰ δίνουν τήν ίδια ικανοποίηση πού νιώθει τό πρόσωπο πού άγαπα τή ζιοή καί τήν κάνει νά μεγαλώνει, νά έπεκτείνεται καί νά Α­ναπτύσσεται. Ή νεκροφιλία είναι ή α λ η θ ι ν ή διαστρο­φή, ή διαστροφή τοΰ νά αποβλέπει κανείς στήν καταστροφή ένώ είναι ζωντανός.

Ό έπαναστατικός χαρακτήρας σκέφτεται καί αισθάνεται μ’ αύτύ πού μπορεΐ νά ονομαστεί «κριτική διάθεση» — μέ Ενα κριτικό κλειδί, γιά νά χρησιμοποιήσουμε Ενα σύμβολο ά­πό τή μουσική. Τό λατινικό ρητό de omnibus est dubitan- dum (γιά καθετί πρέπει κανείς νά αμφιβάλει) άποτελεΐ ση­μαντικό μέρος τής Αντίδρασής του πρός τόν κόσμο. Ή κρι­τική αύτή διάθεση πού αναφέρω, δέν είναι καθόλου κάτι πού μοιάζει μέ κυνισμό, άλλά πρόκειται γιά μιά ένόραση μέσα στήν πραγματικότητα, άντίθετα άπό τά μυθιστορήματα πού Αποτελοΰν υποκατάστατο τής πραγματικότητας.'

Ό μή έπαναστατικός χαρακτήρας θά κλίνει Ιδιαίτερα στό νά πιστέψει κάτι πού έξαγγέλλει ή πλειονότητα. Τό πρόσωπο μέ τήν κριτική διάθεση θά άντιδράσει ακριβώς άντίθετα. θ ά είναι Ιδιαίτερα κριτικός, δταν άκούσει τήν κρίση τής πλειο­νότητας πού είναι ή κρίση τής αγοράς, ή ή κρίση έκείνων πού κατέχουν τήν έξουσία. Φυσικά, άν περισσότεροι άνθρω­ποι ήταν αληθινοί χριστιανοί, δπως διατείνονται, δέ θά εί­χαν καμιά δυσκολία στό νά τηρήσουν μιά τέτοια στάση, για­τί, πραγματικά, ή κριτική αύτή θεώρηση υιοθετημένων κα­νόνων ήταν ή στάση τοΰ Ίησοΰ. Ή κριτική αύτή διάθεση χαρακτήριζε έπίσης τόν Σωκράτη. Ή ταν ή διάθεση τών προφητών, καθώς καί πολλών άλλων άνθρώπων πού τούς λα­τρεύουμε μέ τόν Εναν ή τόν άλλο τρόπο. Μόνο, άφοΰ Εχουν

8. Βλ. τήν πιό λβπτομερειαχή Ανάπτυξη τοΟ θέματος αύτοΟ στό Ιρ- γο τοΟ Ε. Φρόμ: «Πέρα Από τΙς Αλυοίίες τής αύταπΑτης».

12. Τό δόγμα τοΟ ΧριστοΟ 177

πεθάνει πριν άπό πολύ καιρό θεωρούμε άσφαλές νά τους έ- ξυμνοΰμε.

Ή «κριτική διάθεση» είναι ή διάθεση στήν όποία Ινα πρό­σωπο είναι ευαίσθητο στό «κλισέ» (στό στερεότυπο), ή δπως λέγεται στήν «κοινή αίσθηση», τήν κοινή έκείνη αίσθηση πού έπαναλαμβάνει συνέχεια τίς ίδιες άνοησίες καί Εχει κά­ποιο νόημα μόνο καί μόνο έπειδή τήν έπαναλαμβάνουν δλοι. "Ισως ή κριτική διάθεση γιά τήν όποία μιλώ νά είναι κάτι πού δέν μπορεΐ κανείς εύκολα νά τό καθορίσει, άν δμως πει­ραματιστεί κανείς μέ τόν έαυτό του καί με τούς άλλους, εύ­κολα μπορεΐ ν’ άνακαλύψει τό πρόσωπο πού εχει μια τέτοια κριτική διάθεση, καθώς καί τό πρόσωπο πού δέν τήν Ιχει.

Πόσα έκατομμύρια άνθρώπων, λόγου χάρη, πιστεύουν δ- τι μέ τό συναγωνισμό σέ άτομικά δπλα είναι δυνατό νά δια­τηρηθεί ή ειρήνη; Αύτό Ερχεται σέ άντίθεση μέ κάθε έμπει- ρία τοΰ παρελθόντος. Πόσοι άνθρωποι πιστεύουν δτι άν η­χήσουν οί σειρήνες — μολονότι έχουν δημιουργηθεΐ κατα­φύγια στίς μεγάλες μητροπόλεις τών Ήν. Πολιτειών — θά είναι δυνατό νά σωθούν; Γνωρίζουν δτι δέ θά έχουν παρα­πάνω άπό δεκαπέντε λεπτά καιρό. Καί δέ χρειάζεται νά είναι κανείς διαδοσίας ειδήσεων πανικού γιά νά προβλέψει δτι θά καταπατηθεί μέχρι θανάτου προσπαθώντας νά φτάσει στίς πόρτες τοΰ καταφυγίου κατά τά δεκαπέντε αύτά λεπτά. Π ρο- φανώς υπάρχουν έκατομμυρια άνθρωποι πού είναι ικανοί νά πιστέψουν πώς τά υπόγεια καταφύγια είναι σέ θέση νά τούς σώσουν άπό τίς βόμβες τών πενήντα ή τών έκατό μεγατόν- νων. Κι αύτό γιατί δέ βρίσκονται σέ κριτική στάση (διάθε­ση). "Ενα μικρό παιδί πέντε χρονών (παιδιά αυτής τής ή- λικίας τηρούν συνήθως περισσότερο κριτική στάση άπό τούς ένήλικους), άν τοΰ ποΰν τήν ίδια Ιστορία, σίγουρα θά άνα- ρωτηθεΐ. Οί περισσότεροι Ινήλικοι είναι άρκετά «μορφω­μένοι», ώστε νά μήν τηρούν κριτική στάση καί Ετσι άποδέ- χονται ιδέες πού είναι καθαρά ανόητες σά νά έχουν κάποιο «νόημα».

Έκτος άπό τήν κριτική στάση, ό έπαναστατικός χαρακτή­ρας εχει μιά Ιδιαίτερη σχέση μέ τή δύναμη. Δέν είναι όνει-

178

ροπόλος, πού δέ γνωρίζει πώς ή δύναμη μπορεΐ νά σέ σκο­τώσει, νά σέ υποχρεώσει, ακόμα καί νά σέ διαστρέψει. Έχει δμως μιά Ιδιαίτερη σχέση μέ τή δύναμη, μέ μιά αλλη έννοια. Γι’ αυτόν ή δύναμη ποτέ δέν καθαγιάζεται, ποτέ δέν παίρ­νει τό ρόλο τής αλήθειας, ή τής ήθικής καί τοΰ καλοΰ. Αύ­τό είναι Ισως Ινα άπό τά σπουδαιότερα, δν δχι τό πιό σπου­δαίο, προβλήματα τοΰ παρόντος: δηλαδή, ή σχέση τών προ­σώπων μέ τή δύναμη δέν είναι πρόβλημα τοΰ νά γνωρίζουμε τί είναι δύναμη. Ούτε είναι πρόβλημα έλλειψης ρεαλισμοΰ— υποτίμησης τοΰ ρόλου καί τών λειτουργιών τής δύναμης. Είναι θέμα τοΰ κατά πόσο ή δύναμη είναι καθαγιασμένη ή δχι καί τοΰ κατά πόσο Ενα πρόσωπο έντυπωσιάζεται ή θ ι - κ ά άπό τή δύναμη. Αύτός πού έντυπωσιάζεται ήθικά άπό τή δύναμη δέν μπορεΐ νά έχει ποτέ κριτική στάση καί ποτέ δέν είναι έπαναστατικός χαρακτήρας.

Ό έπαναστατικός χαρακτήρας είναι Ικανός νά λέει «δχι». νΗ, γιά νά τό θέσουμε αλλιώς, δ έπαναστατικός χαρακτήρας είναι Ενα πρόσωπο Ικανό νά μήν υπακούει. Πρόκειται γιά κάποιον γιά τόν όποιο ή άνυπακοή μπορεΐ νά είναι άρετή. Γιά νά δώσω τήν έξήγηση τί άκριβώς έννοώ, θά μποροΰσα νά άρ- χίσω μέ μιά δήλωση πού μπορεΐ νά χαρακτηριστεί ώς γενι­κή: ή ανθρώπινη ιστορία άρχισε μέ μιά πράξη άνυπακοής καί μπορεΐ νά τελειώσει μέ μιά πράξη ύπακοής. Τί έννοώ μ’ αύτό; Λέγοντας δτι ή άνθρώπινη Ιστορία δρχισε μέ μιά πρά­ξη άνυπακοής, άναφέρομαι στήν έβραϊκή καί έλληνική μυ­θολογία. Στό μύθο τοΰ Άδάμ καί τής Εύας υπάρχει μιά έν- τολή τοΰ θεοϋ νά μή φάει 6 άνθρωπος τόν άπαγορευμένο καρπό καί ό άνθρωπος — ή μάλλον, γιά νά είμαστε δίκαιοι, ή γυναίκα κατόρθωσε νά πει «δχι». Κατόρθωσε νά μήν υπα­κούσει καί άκόμη νά πείσει τόν αντρα νά συμμεριστεί τήν ά­νυπακοή της. Ποιό ήταν τό αποτέλεσμα; Στό μύθο, δ άν­θρωπος διώχνεται άπό τόν Παράδεισο — δηλαδή, ό άνθρω­πος διώχνεται άπό τήν προατομική, προσυνειδητή, προϊστο­ρική καί, δν έπιθυμεΐτε, προανθρώπινη κατάσταση, μιά κα­τάσταση πού μπορεΐ νά συγκριθεΐ μέ τήν κατάσταση τοΰ έμ- βρύου στή μήτρα τής μητέρας. Διώχνεται άπό τόν Παρά­

179

δεισο και υποχρεώνεται νά βαδίσει στό δρόμο τής Ιστορίας.Στή γλώσσα τοΰ μύθου τοΰ α π α γ ο ρ ε ύ ε τ α ι ή

έπιστροφή. Στήν πραγματικότητα δέν είναι σ έ θ έ σ η νά έπιστρέψει. Μιά καί άπέκτησε έπίγνωση τοΰ έαυτοΰ του σάν ύπαρξη ξεχωριστή άπό τόν άνθρωπο, άπό τή φύση, ό άνθρωπος δέν μπορεΐ νά έπιστρέψει καί πάλι στήν πρωταρ­χική αρμονία πού υπήρχε πριν αρχίσει ή αφύπνισή του. Μ* αύτή τήν πρώτη πράξη ανυπακοής άρχισε ή Ιστορία τοΰ αν­θρώπου καί αύτή ή πρώτη πράξη ανυπακοής είναι ή πρώτη πράξη έλευθερίας.

01 "Ελληνες χρησιμοποίησαν 2να διαφορετικό σύμβολο, τό σύμβολο τοΰ Π ρομηθέα. Ό Π ρομηθέας είναι έκεΐνος πού εκλεψε τή φωτιά άπό τούς θεούς καί διέπραξε έγκλημα, πού Ικανέ μιά πράξη ανυπακοής καί μέ τήν πράξη του αύτή, δίνοντας φωτιά στούς άνθρώπους, άρχίζει ή ανθρώπινη Ιστο­ρία — ή 6 ανθρώπινος πολιτισμός.

Καί οί Εβραίοι καί οί "Ελληνες δίδαξαν δτι ή άνθρώπινη προσπάθεια καί ή άνθρώπινη Ιστορία άρχισε μέ μιά πράξη ανυπακοής.

Γιατί δμως αναφέρω δτι ή άνθρώπινη Ιστορία μπορεΐ νά τελειώσει μέ μιά πράξη ύπακοής; Δυστυχώς έδώ δέ μιλάω μυθολογικά, άλλά ρεαλιστικά. "Αν σέ δύο ή τρία χρόνια ?νας ατομικός πόλεμος καταστρέψει τό μισό πληθυσμό τής Ανθρω­πότητας καί όδηγήσει σέ μιά περίοδο όλοκληρωτικοΰ έκβαρ- βαρισμοΰ — ή αν αύτό συμβεΐ υστέρα άπό δέκα χρόνια καί καταστρέψει πιθανόν δλη τή ζωή πάνω στή γή — αύτό θά όφείλεται σέ μιά πράξη ύπακοής. Δηλαδή ΰπακοής τών άν­θρώπων, πού πατάνε τό κουμπί στούς άνθρώπους πού δίνουν τις έντολές καί ύπακοή σέ Ιδέες που κάνουν δυνατό τό νά σκέφτεται κανείς μιά τέτοιου είδους τρέλα.

Ή ανυπακοή είναι διαλεκτική Εννοια, γιατί, στήν πραγμα­τικότητα, κάθε πράξη ανυπακοής είναι πράξη ΰπακοής καί κάθε πράξη ΰπακοής είναι πράξη ανυπακοής. Τί έννοώ μ’ αύτό; Κάθε πράξη άνυπακοής, αν δέν είναι κούφια έξέγερ- ση, είναι ΰπακοή σέ μιά αλλη άρχή. Δέν ΰπακούω στό εί­δωλο έπειδή ΰπακούω στό θεό. Δέν ΰπακούω στόν Καίσαρα

180

έπειδή υπακούω στό Θεό, ή, αν μιλήσουμε μέ μή Οεολογική γλώσσα, έπειδή υπακούω σέ αρχές και άξιες, στή συνείδησή μου. Μπορεΐ νά μήν υπακούω στό κράτος έπειδή υπακούω στούς νόμους τής ανθρωπότητας. Καί δν υπακούω, τότε πραγματικά δέν υπακούω (κάθε φορά) σέ κάτι αλλο. Τό θέ­μα δέν είναι πραγματικά θέμα άνυπακοής ή ύπακοής, άλ­λά θέμα άνυπακοής κα'ι ύπακοής σέ τ ί καί σέ π ο ι ό ν .

Άπό δσα άνέφερα προκύπτει δτι ό έπαναστατικός χαρα­κτήρας, μέ τήν Εννοια πού χρησιμοποιώ τή λέξη αύτή, δέν είναι υποχρεωτικά Ινας τύπος χαρακτήρα πού εχει τή θέση του μόνο στήν πολιτική. Ό έπαναστατικός χαρακτήρας υ­πάρχει βέ6αια στήν πολιτική, άλλά υπάρχει καί στή θρη­σκεία, στήν τέχνη καί στή φιλοσοφία. Ό Βούδας, οΐ προ­φήτες, δ Ίησοΰς, ό Τζορντάνο Μπροΰνο, ό Μάγιστρος νΕ- χαρτ, ό Γαλιλαίος, οί Μάρξ καί Ένγκελς, δ Αϊνστάιν, 6 Σβάιτσερ, δ Ράσσελ — δλοι είναι έπαναστατικοί χαρακτή­ρες. Στήν πραγματικότητα βρίσκουμε τόν Επαναστατικό χα­ρακτήρα καί σέ Ιναν άνθρωπο πού δέν έντάσσεται σέ κανέναν απ’ αύτοΰς τούς τομείς. Στόν άνθρωπο που τό «ναί» του εί­ναι «ναι» καί τό «δχι» του είναι «δχι». Είναι έκεΐνος πού εί­ναι σέ θέση νά δει τήν πραγματικότητα, δπως τό μικρό παι­δί στό παραμύθι τοΰ Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν «Τά καινούρ­για ροΰχα τοΰ αύτοκράτορα». Είδε πώς ό αύτοκράτορας ή­ταν γυμνός, καί δσα είπε άνταποκρίνονταν πιστά σ’ αύτό πού είδε.

Ό 19ος αΙώνας ήταν ίσως μιά περίοδος πού ήταν ευκολό­τερη ή αναγνώριση τής άνυπακοής, γιατί δ 19ος αΙώνας ή­ταν μιά έποχή ανοιχτής έξουσίας στήν οίκογενειακή ζωή καί τό κράτος. Άρα, υπήρχε θέση γιά τόν Επαναστατικό χαρακτήρα. Ό 20ός αΙώνας είναι μιά πολύ διαφορετική πε­ρίοδος. Είναι αιώνας τοΰ σύγχρονου βιομηχανικού συστήμα­τος πού δημιουργεί τόν όργανωτικό άνθρωπο, Ενα σύστημα τεράστιας γραφειοκρατίας πού έπιμένει στήν δμαλή λειτουρ­γία αυτών πού έλέγχουν — δχι δμως μέ τή βία, άλλά μέ τόν κατάλληλο χειρισμό. 01 διευθυντές τής γραφειοκρατίας αύτής Ισχυρίζονται δτι αύτή ή υποταγή στις διαταγές τους είναι

181

θεληματική καί προσπαθούν νά μας πείσουν δλους μας, Ι­διαίτερα μέ τήν ποσότητα τής ί'λικής Ικανοποίησης πού μάς προσφέρουν, πώς μας Αρέσει νά κάνουμε αύτό, πού υποτί­θεται πώς πρέπει νά κάνουμε. Ό Οργανωτικός άνθρωπος δέν είναι άνθρωπος πού δείχνει ανυπακοή. Οΰτε καί που γνωρί­ζει σέ τί υπακούει. Πώς λοιπόν μπορεΐ νά σκέφτεται νά δεί­ξει ανυπακοή Αφοΰ δέν Ιχει κάν συνείδηση πώς είναι υπά­κουος; Είναι άπλούστατα Ινα από τά «παιδιά», Ενας άπο τό πλήθος. Είναι «υγιής». Σκέφτεται καί κάνει δ,τι είναι «λο­γικό» — άκόμη καί αν σκοτώνει τόν έαυτό του καί τά παιδιά του καί τά έγγόνια του. Ά ρα είναι πολύ πιό δύσκολο γιά Ε­ναν άνθρωπο τής σύγχρονης γραφειοκρατικής βιομηχανι­κής έποχής νά δείξει ανυπακοή, ή νά αναπτύξει τόν έπανα- στατικό χαρακτήρα, άπό δσο ήταν γιά τόν άνθρωπο τοΰ 19ου αΙώνα.

Ζοΰμε σέ μιά έποχή, δπου ή λογική τοΰ Ισολογισμού, ή λογική τής παραγωγής πραγμάτων, Εχει έπεκταθεΐ στή ζωή τών Ανθρώπινων δντων. Τά Ανθρώπινα πράγματα Εγιναν νούμερα, ακριβώς δπως τά πράγματα Εχουν γίνει νούμερα. Π ράγματα καί άνθρωποι Εχουν γίνει ποσότητες στήν πορεία τής παραγωγής.

’Επαναλαμβάνουμε: ΕΤναι πολύ δύσκολο νά δείξει κανείς Ανυπακοή, δταν δέν Εχει καθόλου Επίγνωση πώς είναι υπά­κουος. ’Ας τό θέσουμε διαφορετικά: Ποιός μπορεΐ νά μήν υπακούσει σ’ Ιναν ήλεκτρονικό υπολογιστή; Πώς μποροΰμε νά ποΰμε «δχι» στό είδος τής φιλοσοφίας πού Ιδανικό της είναι νά ένεργεΐ σάν ήλεκτρονικός υπολογιστής, χωρίς βού- ληση, χωρίς αίσθημα, χωρίς πάθος;

Ή ΰπακοή σήμερα δέν Αναγνωρίζεται σάν ΰπακοή, για­τί αίτιολογεΐται ώς «κοινή αίσθηση», σά μιά υπόθεση Απο­δοχής τής Αντικειμενικής Αναγκαιότητας. Ά ν είναι Απαραί­τητη ή δημιουργία, τόσο στήν ’Ανατολή δσο καί στή Δνση, ένός Απίθανου σέ διαστάσεις καταστροφικοΰ έξοπλισμοΰ, ποιός δέ θά υπακούσει; Ποιός θά μποροΰσε νά πει «δχι», αν τά σχετικά τοΰ παρουσιαστούν δχι σά μιά πράξη Ανθρώ­

182

πινης θέλησης, άλλα σά μιά πράξη Αντικειμενικής Αναγκαιό­τητας;

'Τπάρχει μια άλλη άποψη σχετικά μέ τή σημερινή μας κα­τάσταση. Στό βιομηχανικό αύτό σύστημα πού, δπως πιστεύω, παρουσιάζει όλοένα και περισσότερες όμοιότητες στή Δύση και στό σοβιετικό συνασπισμό, τό άτομο τρομοκρατείται μέ­χρι θανάτου άπό τή δύναμη τής μεγάλης γραφειοκρατίας, Από τό μέγεθος πού Εχει τό καθετί — τό κράτος, ή βιομη­χανική γραφειοκρατία καί ή συνδικαλιστική γραφειοκρατία. νΟχι μόνο τρομοκρατείται, άλλά κα'ι αίσθάνεται τόν έαυτό του Αδύναμο, πολΰ μικρό. Ποιός είναι Δαβίδ, πού μπορεΐ νά πει «δχι» στόν Γολιάθ; Ποιός είναι δ μικρός άνθρωπος, ποΰ μπορεΐ νά πει «δχι» σ’ αύτό πού Εχει μεγαλοποιηθεί ώς πρός τό μέγεθος κα'ι τή δύναμη χίλιες φορές, σέ σύγκριση μέ δ,τι ήταν έξουσία πρ'ιν άπό πενήντα ή έκατό χιλιάδες χρόνια; Τό άτομο καταπτοεΐται και είναι ευτυχισμένο ποΰ αποδέχεται τήν έξουσία. ’Αποδέχεται τις έντολές πού τοΰ δίνονται στό δνομα τής κοινής αίσθησης και τής λογικής γιά νά μήν αίσθάνεται πώς Εχει ύποκύψει.

Άνακεφαλαιώνουμε: Λέγοντας «έπαναστατικός χαρακτή­ρας» Αναφέρομαι δχι σέ μιά Εννοια συμπεριφοράς. Αλλά σέ μιά δυναμική Εννοια. Δέν είναι κανείς «έπαναστάτης» μέ τή χαρακτηρολογική αύτή Εννοια έπειδή λέει έπαναστατικές φράσεις, οΰτε έπειδή συμμετέχει σέ μιά έπανάσταση. Ό έ­παναστάτης, μέ τήν Εννοια αύτή, είναι δ άνθρωπος πού Εχει χειραφετήσει τόν έαυτό του Από τούς δεσμούς τοΰ αίματος κα'ι τοΰ έδάφους, άπό τή μητέρα και τόν πατέρα του, Από τις είδικές νομιμοφροσύνες πρός τό κράτος, τήν τάξη, τή φυλή, τό κόμμα ή τή θρησκεία. Ό έπαναστατικός χαρακτή­ρας είναι ούμανιστής, μέ τήν Εννοια δτι νιώθει στόν έαυτό του δλη τήν Ανθρωπότητα και δτι τίποτε τό Ανθρώπινο δέν είναι ξένο γι’ αύτόν. Άγαπά κα'ι σέβεται τή ζωή. Είναι σκε­πτικιστής, ά λ λ ά κα'ι άνθρωπος πίστης.

Είναι σκεπτικιστής, έπειδή υποπτεύεται πώς οί Ιδεολογίες καλύπτουν Ανεπιθύμητες πραγματικότητες. Είναι άνθρωπος πίστης, έπειδή πιστεύει σ’ αύτό πού υπάρχει «δυνάμει», πού

183

ωστόσο δέν Εχει γεννηθεί άκόμη. Μπορεΐ νά πει «δχι» καί νά δείξει ανυπακοή, άκριβώς γιά τό λόγο δτι μπορεΐ νά πει «ναί» καί νά υπακούσει στις αρχές Εκείνες πού είναι αυθεν­τικά δικές του. Δέν είναι μισοκοιμισμένος, άλλά όλότελα άφυ- πνισμένος σχετικά μέ τις προσωπικές καί κοινωνικές πραγ­ματικότητες πού τόν περιβάλλουν. Είναι άνεξάρτητος. Αύτό πού είναι, τό όφείλει στή δική του προσπάθεια. Είναι Ελεύ­θερος καί δχι δοΰλος σέ κάποιον.

Τό συνοπτικό αύτό σημείωμα μπορεϊ νά δώσει τήν έντύ­πωση δτι δλα δσα Εχω αναφέρει είναι περισσότερο ψυχική υ­γεία καί εύρωστία παρά ή Εννοια ένός έπαναστατικοΰ χαρα­κτήρα. Πραγματικά ή περιγραφή πού Εδωσα είναι ή περι­γραφή ένός γεμάτου υγεία, γεμάτου ζωή, πνευματικά δμα- λοΰ προσώπου. Αύτό που ισχυρίζομαι είναι δτι, τό υγιές πρό­σωπο σ’ Ιναν τρελό κόσμο, τό όλόπλευρα άναπτυγμένο δν σ’ Εναν ακρωτηριασμένο κόσμο, τό όλόπλευρα αφυπνισμένο πρό­σωπο σ’ Ινα μισοκοιμισμένο κόσμο — νά ποιός είναι άκριβώς ό έπαναστατικός χαρακτήρας. "Οταν θά Εχουμε άφυπνιστεΐ δλοι, δέ θά υπάρχει καμιά άνάγκη γιά προφήτες, ή Επανα­στατικούς χαρακτήρες, θά υπάρχουν μονάχα όλόπλευρα ά- ναπτυγμένα άνθρώπινα δντα.

Φυσικά, ot άνθρωποι στήν πλειονότητά τους ποτέ δέν εί­ναι Επαναστατικοί χαρακτήρες. *0 λόγος δμως πού Εχουμε πάψει νά ζοΰμε στά σπήλαια, είναι άκριβώς δτι υπήρχαν πάντοτε άρκετοί Επαναστατικοί χαρακτήρες στήν ανθρώπινη Ιστορία, πού μας βγάζουν άπό τά σπήλαια καί τις Ισοδύνα­μες μ’ αύτά καταστάσεις. 'Τπάρχουν, ωστόσο, πολλοί άλλοι πού Ισχυρίζονται πώς είναι Επαναστάτες, τή στιγμή πού, στήν πραγματικότητα, είναι άντάρτες, αυταρχικοί ή πολιτι­κοί όπορτουνιστές. Πιστεύω δτι οί ψυχολόγοι Εχουν μιά σπουδαία άποστολή στή μελέτη τών χαρακτηρολογικών δια­φορών, πού κρύβονται πίσω άπ* αυτούς τούς διάφορους τύ­πους πολιτικών Ιδεολόγων Γιά νά τό κάνουν δμως αύτό σω­στά, πρέπει νά Εχουν μερικές άπό τις Ιδιότητες πού Επιχεί­ρησε νά περιγράψει τό δοκίμιο τούτο: πρέπει νά είναι οί ί­διοι Επαναστατικοί χαρακτήρες.

184

Η Ι Α Τ Ρ Ι Κ Η Κ Α Ι ΤΟ Η Θ Ι Κ Ο Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α

Τ ΟΥ Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Ο Υ Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Υ

Τί έννοοΰμε λέγοντας ηθική;Ή λέξη «ηθική* Ετυμολογείται άπό τό «Εθος» (συνήθεια)

καί μέ τόν καιρό ήθική κατέληξε νά σημαίνει τήν έπιστήμη πού πραγματεύεται τά Ιδανικά τών ανθρώπινων σχέσεων. Ή σύγχυση αυτή άνάμεσα στί^-άυνήθεια καί τά ιδανικά Εξα­κολουθεί νά υπάρχει στά πνεύματα πολλών άνθρώπων.

Σήμερα, οί περισσότεροι άνθρωποι συνδέουν συνειδητά τήν ήθική μέ Ινα Ιδανικό, μέ ήθικούς κανόνες, ένώ αύτό ποΰ έννοούν πραγματικά είναι δ,τι είναι Εθιμο, είναι καί κσλό. Ένώ μέ τόν ήθικό κανόνα έννοοΰμε συνειδητά κάποιο «πρέ­πει», ασυνείδητα σκεφτόμαστε πώς σωστό είναι έκεινο πού Εχει γίνει αποδεκτό. Καί, δπως ξέρουμε, τό αποδεκτό άποτε- λει καί τήν πιό πρόσφορη λύση, έκτος άπό τήν άποψη τής συνείδησης τοΰ καθενός.

Μερικές φορές ή ήθική άναφέρεται μόνο στή συμπεριφο­ρά. Στήν περίπτωση αυτή, αύτό ποΰ έννοοΰμε λέγοντας ήθι­κή είναι Ινας κώδικας — Ενας κώδικας όρισμένης Επιθυμη­τής συμπεριφοράς. Καί, φυσικά, μπορούμε νά διαχωρίσου­με τήν ήθική. Μπορούμε νά μιλήσουμε γιά Ιατρική ήθική, γιά Επιχειρησιακή ήθική, ή γιά στρατιωτική ήθική. Σέ δλες αύτές τις περιπτώσεις μιλάμε στήν πραγματικότητα γιά Εναν κώδικα συμπεριφοράς, πού Εχει σχέση, ή Ισχύει, σέ μιά δ- ρισμένη κατάσταση. Φυσικά, αύτό τό βρίσκουμε άπόλυτα σω­στό. Προτιμώ τούς άνθρώπους ποΰ Εχουν Εναν κώδικα, άπό κείνους πού δέν Εχουν, καί προτιμώ τούς καλούς κώδικες, πα­ρά τούς κακούς. 'Ωστόσο, αν λέγοντας ήθική έννοοΰμε αύτό πού σήμαινε ό δρος στή μεγάλη φιλοσοφική ή θρησκευτική παράδοση, τότε ή ήθική δέν είναι κώδικας συμπεριφοράς πού Ισχύει γιά όρισμένους τομείς. Στήν παράδοση αύτή, ή ήθι­κή άναφέρεται σέ Εναν ιδιαίτερο προσανατολισμό, πού Εχει τις ρίζες του στόν άνθρωπο καί πού, κατά συνέπεια, δέν Ι­σχύει μόνο σχετικά μέ αύτό ή τό άλλο πρόσωπο ή σχετικά μ’ αύτή ή τήν άλλη κατάσταση, άλλά Ισχύει γιά δλα τά άν-

187

θρώπινα δντα. Πραγματικά, άν ot βουδιστές ίχουν δίκιο, τό δίκιο τους αύτό Ισχύει δχι μόνο σχετικά μέ τά ανθρώπινα δντα, άλλά γιά καθετί που είναι ζωντανό. Ή συνείδηση el- ναι τό δργανο αυτής τής ήθικής στάσης. Ά ν μιλάμε γιά ήθι- κή μέ τήν Ιννοια τής μεγάλης φιλοσοφικής καί θρησκευτι­κής παράδοσης τής ’Ανατολής καί τής Δύσης, τότε ή ήθική δέν είναι κώδικας. Είναι ύπόθεση συνείδησης.

Ά ν Αποδεχτούμε αυτή τήν άποψη, τότε δέν υπάρχει αύ­τό πού λέμε ιατρική ήθική. 'Τπάρχει μόνο μιά κ α θ ο λ ι ­κή, α ν θ ρ ώ π ι ν η ή θ ι κ ή π ο ύ έ φ α ρ μ ό - ζ ε τ α ι σέ ή θ ι κ έ ς α ν θ ρ ώ π ι ν ε ς κ α τ α ­σ τ ά σ ε ι ς . Ά ν, άπό τό αλλο μέρος, διαχωρίσουμε τήν Ιατρική ήθική άπό τό καθολικό πρόβλημα τής ήθικής, τότε υπάρχει ό κίνδυνος νά έκφυλιστεί ή Ιατρική ήθική σ’ tvav κώδικα πού ούσιαστικά έξυπηρετεί τήν αποστολή τής προ­στασίας τών συμφερόντων τοΰ ιατρικού σώματος σέ βάρος τών άσθενών.

Στό σημείο αύτό θά πρέπει νά πούμε κάτι περισσότερο σχετικά μέ τή συνείδηση. Έ χει μεγάλη σημασία τό νά μήν ξεχνάμε τή διάκριση άνάμεσα στήν αυταρχική συνείδηση καί στήν ουμανιστική συνείδηση.1 Λέγοντας αυταρχική συ­νείδηση έννοώ, λίγο - πολύ, αύτό πού έννοούσε ό Φρόυντ μέ τό υπερεγώ, Ιναν δρο πολύ περισσότερο έκλαϊκευμένο σήμε­ρα άπό τόν δρο «συνείδηση». Ή αύταρχική συνείδηση ή υ­περεγώ, είναι ή έσωτερικευμένη έξουσία τοΰ πατέρα, άρχικά. ’Αργότερα είναι ή έσωτερικευμένη έξουσία τής κοινωνίας. ’Αντί νά φοβάμαι μήπως ό πατέρας μου μέ τιμωρήσει, Εχω έσωτερικεΰσει τίς έντολές τοΰ πατέρα, ώστε νά μή χρειά­ζεται νά σκέφτομαι πώς μέ περιμένει ή φοβερή έμπειρία. Ά- κοΰω τή φωνή τοΰ πατέρα μου μέσα μου καί δέ διακινδυνεύω κάτι τό δυσάρεστο. Είμαι προειδοποιημένος, γιατί δ πατέρας μου είναι μέσα μου. Ή έννοια αύτή τής έσωτερικευμένη- έ-

1. 01 δυό τύποι συνείδησης έξβτάζονται μέ μβγάλη λεπτομέρίΐα στό έργο μου «Ό άνθρωπος γιά τόν έαυτό του» (έκδ. Μπουκουμάνη, 1974, σ. 194 - 225).

188

ξουσίας τοΰ πατέρα κα'ι τής κοινωνίας Ισχύει γι’ αύτό πού πολλοί άνθρωποι άποκαλοΰν συνείδησή τους. Πιστεύω πώς ή έξήγηση τοΰ Φρόυντ γιά τόν ψυχολογικό μηχανισμό είναι πάρα πολύ ευφυής καί πολύ αληθινή. Ωστόσο, προβάλλει τό ζήτημα: αύτό είναι δλο, ή υπάρχει κάποια δλλη συνείδηση όλότελα διαφορετική;

Τό δεύτερο αυτόν τύπο συνείδησης πού δέν είναι ίαω- τερικευμένη έξουσία, τόν ύνομάζω ουμανιστική συνείδηση, αναφερόμενος στή φιλοσοφική ή θρησκευτική ουμανιστική παράδοση. Ή συνείδηση αύτή είναι μιά έσωτερική φωνή πού μάς άνακαλεΐ στούς έαυτούς μας. Λέγοντας «έαυτούς μας», έννοώ τόν ανθρώπινο πυρήνα πού εΤναι κοινός γιά δλους τούς άνθρώπους, δηλαδή, δρισμένα βασικά χαρακτη­ριστικά τοΰ άνθρώπου πού δέν μπορεΐ νά τά παραβιάσει ή νά τά άρνηθεΐ κανείς χωρίς σοβαρές συνέπειες.

Πολλοί έπιστήμονες σήμερα καταλαβαίνουν δτι δλα αύ­τά είναι ανοησίες. "Οτι δέν υπάρχει αύτό πού λέμε «φύση τοΰ άνθρώπου». θεωρούν δτι δλα έξαρτιόνται άπό τόν τρό­πο που ζεϊ κανείς. Ά ν είσαι άνθρωποκυνηγός θά σοΰ αρέ­σει νά σκοτώνεις άνθρώπους καί νά ρουφάς τό μυαλό τους. Καί δν ζεΐς στό Χόλυγουντ, θά σοΰ άρέσει νά κάνεις λε­φτά καί νά σέ γράψουν οί έφημερίδες, κ.ο.κ. Πιστεύουν πώς δέν υπάρχει τίποτα στήν ανθρώπινη φύση πού νά λέει δτι πρέπει νά κάνεις αύτό καί δχι έκεΐνο. Οί ψυχαναλυτές καί οί ψυχίατροι έχουν κάτι διαφορετικό νά ποΰν. Μποροΰν νά δηλώσουν δτι υπάρχουν στήν πραγματικότητα βρισμέ­να βασικά στοιχεία, πού άποτελοϋν μέρος τής άνθρώπινης φύσης καί πού θά άντιδροΰν μέ τόν ίδιο άκριβώς τρόπο δπως άντιδρά τό σώμα μας δταν παραβιάζονται οί νόμοι του. Ά ν στό σώμα μας συμβαίνει μιά παθολογική διεργασία συνήθως πονάμε. Ά ν συμβαίνει μιά παθολογική διεργασία στήν -ψυχή μας, δηλαδή άν συμβαίνει κάτι στήν ψυχή μας, πού παραβιάζει κάτι βαθιά ριζωμένο στήν άνθρώπινη φύ­ση —τότε παρατηρεΐται κάτι αλλο: εχουμε Ενοχη συνείδη­ση. Ά ν οί άνθρωποι δέν μποροΰν νά κοιμηθοΰν, παίρνουν χάπια. “Αν πονάνε, μποροΰν νά πάρουν δλλου είδους χά­

189

πια. Ή ένοχη συνείδηση γαληνεύει μέ πολλούς τρόπους, πού μας προσφέρει για τό σκοπό αύτόν ό πολιτισμός μας. 'Ωστόσο, ή ένοχη συνείδηση, μολονότι μπορεΐ νά είναι α­συνείδητη, εχει πολλούς τρόπους νά έκφραστεΐ, καί έχει μιά γλώσσα πού πολλές φορές τό ίδιο όδυνηρή δπως καί ό φυσικά προκαλούμενος πόνος.

01 γιατροί καί οί σπουδαστές τής ιατρικής, καθώς θά πρέπει νά πραγματεύονται τόσο συχνά τό φυσικό πόνο καί τά φυσικά συμπτώματα, Οά πρέπει νά δείξουν ιδιαίτερη προσοχή σ’ αύτά πού έμαθαν σχετικά μέ τόν ψυχικό πόνο καί τά ψυχικά συμπτώματα. Λόγου χάρη, κάποιος πού στή ζωή του άρνιεται πέρα γιά πέρα αύτό πού ό "Αλμπερτ Σβάιτσερ άποκαλεΐ «σεβασμό γιά τή ζωή», πού είναι όλό- τελα κτηνώδης, όλότελα απάνθρωπος, όλότελα χωρίς καλο­σύνη, όλότελα χωρίς αγάπη, εχει φτάσει στό μεταίχμιο τής τρέλας. ’Άν συνεχίσει, υπάρχει 6 κίνδυνος νά καταντήσει τρελός, καί πολλές φορές αύτό πραγματικά συμβαίνει. Με­ρικές φορές παρουσιάζει μία νεύρωση πού τόν σώζει άπό τήν τρέλα. Άκόμη καί οί χειρότεροι άνθρωποι πάνω σ’ αύ­τή τή σφαίρα χρειάζονται νά Ιχουν μιά ψευδαίσθηση —πού μπορεΐ νά μήν είναι πέρα για πέρα ψευδαίσθηση— δτι μέ­σα τους υπάρχει κάτι τό Ανθρώπινο, κάτι εύγενικό, γιατί αν δέν μπορούν πιά νά τό νιώσουν αύτό, τότε δέν μπορούν πιά νά αισθάνονται πώς είναι άνθρωποι καί Οά νιώθουν πώς έχουν φτάσει κοντά στήν τρέλα.

Εύκολα μπορούμε νά βρούμε μερικά χτυπητά παραδείγ­ματα σχετικά μ’ αύτό. Ό δρ. Γκούσταβ Γκίλμπερτ, ψυχο­λόγος πού έπαιρνε συνέντευξη άπ’ τόν Γκαίρινγκ καί τούς άλλους φυλακισμένους ήγέτες τοϋ ναζισμού έπί ίνα χρόνο συνέχεια, ώς τήν τελευταία μέρα τής ζωής τους, άφηγή- θηκε τις έμπειρίες του. Λέει πώς ?νας άνθρωπος, δπως ό Γκαίρινγκ, τόν παρακαλοϋσε νά έρχεται κάθε μέρα καί τού ελεγε «κοίτα, δέν είμαι τόσο κακός δπως μέ παρουσιάζουν. Δέν είμαι τόσο κακός δσο δ Χίτλερ. 'Ο Χίτλερ σκότωνε γυ ­ναίκες καί παιδιά. ’Εγώ δέν τό ’κανα. Παρακαλώ πιστέψτε με». “Ηξερε δτι έπρόκειτο νά πεθάνει. Ό άνθρωπος πρός

190

τόν όποιο μιλούσε ήταν ένας νεαρός ’Αμερικανός ψυχολόγος πού ή γνώμη του γιά τόν Γκαίρινγκ δέν μποροΰσε νά έχει καμιά συνέπεια. Δέ μιλούσε σέ ακροατήριο, ώστόσο δέν μποροΰσε ν’ ανεχτεί τήν Ιδέα πώς αντιμετωπίζει τόν έαυ­τό του, μιά καί ή δύναμή του είχε χαθεί, σάν Ινα όλοκλη- ρωτικά άπάνθρωπο δν. Μιά παρόμοια Ιστορία άφηγεΐται έ­νας ’Αμερικανός έκπρόσωπος τοΰ τύπου, ποΰ έζησε γιά κά­μποσο καιρό στή Μόσχα. ’Αφορά έναν άνθρωπο όνομαζό- μενο Γιαγκόντα, πού ήταν αρχηγός τής μυστικής αστυνο­μίας πριν σκοτωθεί από κείνους πού μέ τή σειρά τους σκο­τώθηκαν κι αύτοί άργότερα. Ό Γιαγκόντα ήταν βέβαια υ­πεύθυνος γιά τό θάνατο και τά βασανιστήρια έκατοντάδων χιλιάδων άνθρώπων. Σύμφωνα μέ τόν Ανταποκριτή, είχε κοντά στή Μόσχα Ινα όρφανοτροφεΐο πού ήταν Ενα άπό τά πιό δμορφα μέρη στόν κόσμο — τά όρφανά τά μεταχειρί­ζονταν μέ έλευθερία, μέ αγάπη, μέ κάθε φροντίδα. Μιά μέ­ρα ό Γιαγκόντα είπε σ’ αύτό τόν αντιπρόσωπο τοΰ Τύπου: «θά μοΰ κάνεις πολύ μεγάλη χάρη νά γράψεις Ινα άρθρο γιά τούτο τό όρφανοτροφεΐο μου καί παρακαλώ γράψε το γιά Ινα όρισμένο περιοδικό τής Νέας 'Τόρκης». Ό ρεπόρ­τερ τόν κοίταξε μέ έκπληξη καί ό αρχηγός τής μυστικής αστυνομίας τοΰ έξήγησε: «Βλέπετε, Ιχω Ινα θείο στό Μπρούκλιν, τόν αδελφό τής μητέρας μου, πού διαβάζει αύ­τό τό περιοδικό. Ή μητέρα μου πιστεύει δτι είμαι σατανάς. Ά ν ό θείος μου διαβάσει τό άρθρο σας, θά γράψει στή μητέρα μου καί τότε θά αίσθάνομαι καλύτερα». Ό ανταπο­κριτής έγραψε τό άρθρο. Δηλώνει δτι, <τάν αποτέλεσμα ό Γιαγκόντα λυπήθηκε τή ζωή πολλών άτόμων καί f νιώθε εύ- γνωμοσύνη, απέναντι στόν ανταποκριτή ώς τό τέλος τής ζωής του.

Τό πρόβλημα δέν ήταν ή μητέρα τοΰ Γιαγκόντα. Ήταν ή συνείδησή του. Δέν μποροΰσε νά ανεχτεί τήν πλήρη α­πανθρωπιά τής ζωής του. 'Ένας Βιεννέζος ψυχίατρος πού έ- πισκέφτηκε τήν ’Ανατολική Γερμανία, αναφέρει δτι οί ψυχί­ατροι έκεΐ μιλοΰν για μιά νευρωτική κατάρρευση πού τήν ό- νομάζουν «ασθένεια τών υπαλλήλων». Άναφέρονται στήν

191

ασθένεια αύτή πού παίρνει τή μορφή νευρωτικής κατάρρευ­σης καί πλήττει τούς κομμουνιστές υπαλλήλους, πού βρί­σκονται στήν «υπηρεσία» για μακρό διάστημα. Σέ κάποιο σημείο τής σταδιοδρομίας τους, υπάρχει κάτι πού δέν μπο­ρούν νά τό άνεχτοϋν. θά μπορούσαμε νά συγκεντρώσουμε αρκετό υλικό άπό δλες τις χώρες καί δλους τούς πολιτι­σμούς πού παρουσιάζει τήν ίδια άρχή, δτι δηλαδή δέν μπο- ρεΐς νά ζεΐς απάνθρωπα σ’ δλη σου τή ζωή, χωρίς νά υπο­φέρεις άπό σοβαρές άντιδράσεις.

'Εδωσα δρισμένα παραδείγματα άπό τή σταλινική Ρωσία καί τή ναζιστική Γερμανία. Αυτό δμως δέ σημαίνει δτι θέ­λω νά πώ πώς δέν Εχουμε παρόμοια προβλήματα στις Ήν. Πολιτείες. Έδώ, καί σ’ δλο τό Δυτικό Κόσμο, τό πρόβλη­μά μας δέν είναι ή ωμότητα, δέν είναι ή καταστροφικότη- τα. Είναι ή β α ρ ι ε σ τ η μ ά ρ α . Ή ζωή Ιχει κα­ταντήσει χωρίς νόημα. 01 άνθρωποι ζοΰν, άλλα αίσθάνον- ται πώς δέ ζοΰν. Ή ζωή γλίστρα δπως ή άμμος. Καί Ενα πρόσωπο πού είναι ζωντανό, καί γνωρίζει συνειδητά ή ά- συνείδητα, πώς δέν είναι ζωντανό, νιώθει τέτοιους αντίκτυ­πους, πού αν Ιχει διατηρήσει Ενα μικρό ποσοστό ευαισθη­σίας καί λεπτότητας, καταλήγει συχνά σέ μια νεύρωση. Καί αύτοί άκριβώς είναι οΐ άνθρωποι που προσφεύγουν σήμερα στούς ψυχαναλυτές γιά νά τούς συμβουλευτούν. Σ’ Ενα συ­νειδητό έπίπεδο, παραπονιούνται για τόν δχι Ικανοποιητικό γάμο τους, ή για τις έργασίες τους ή για κάτι άλλο. "Αν δμως ρωτήσεις τί βρίσκεται πίσω άπό τά παράπονα, ή α­πάντηση είναι συνήθως δτι ή ζωή δέν Ιχει νόημα. 01 τέ­τοιοι άνθρωποι αισθάνονται δτι ζοΰν σ’ Εναν κόσμο δπου έ- νώ θά Ιπρεπε νά έρεθίζονται, νά Εχουν Ενδιαφέροντα, νά είναι Ενεργητικοί, δμως φαίνονται νά είναι νεκροί καί ά- πάνθρωποι.

Ά ν πρόκειται πραγματικά νά πραγματευτώ τό ήθικό πρόβλημα τοΰ καιρού μας —τό πρόβλημα τοΰ σύγχρονου άνθρώπου — πρέπει νά άρχίσω λέγοντας πώς μολονότι οΐ η­θικοί κανόνες γιά τήν άνθρώπινη συμπεριφορά είναι οί ί­διοι γιά δλους τούς άνθρώπους, ώστόσο, κάθε Εποχή καί κά­

192

θε πολιτισμός έχουν δικά τους ιδιαίτερο προβλήματα, καί κατά συνέπεια, τούς δικούς τους Ιδιαίτερους ήθικούς σκο­πούς. Δέ θά έπιδιώξω νά συζητήσω τά προβλήματα τών ηθικών σκοπών στίς διάφορες περιόδους, θά αναπτύξω τά ήθικά προβλήματα τοΰ 19ου αιώνα, καθώς καί τά ήθικά προβλήματα τοΰ 20οΰ αίώνα.

Τά κύρια ήθικά προβλήματα, οί κύριες αμαρτίες τοΰ 19ου αιώνα, πιστεύω πώς μποροΰν νά καταταχθοΰν ώς έξης. ΙΙρώτο, έ κ μ ε τ ά λ λ ε υ σ η — ό 2νας άνθρωπος γινό­ταν τροφή τοΰ άλλου ανθρώπου. Ή έκμετάλλευση αύτή ανε­ξάρτητα αν αφορά τόν έργάτη, τόν αγρότη ή τό νέγρο ά­πό τό Κόνγκο ή τό νέγρο τών Ήν. Πολιτειών είναι τό Ιδιο, ένας άνθρωπος χρησιμοποιούσε Εναν άλλον άνθρωπο γιά τροφή —δχι ακριβώς κανιβαλιστικά, γιατί είχε καλύ­τερη τροφή νά φάει— άλλά χρησιμοποιούσε τή ζωική έ- νέργεια ένός άλλου ανθρώπου γιά νά τραφεί. Τό δεύτερο ήθικό πρόβλημα τοΰ 19ου αίώνα ήταν ό α ύ τ α ρ χ ι- σ μ ό ς — οί άνθρωποι που βρίσκονταν στήν έξουσία θεω­ρούσαν δτι χάρη στή δύναμή τους είχαν τό δικαίωμα νά διατάσσουν καί νά περιορίζουν άλλους άνθρώπους. Αύτή ή­ταν ή έξουσία τοΰ πατέρα πάνω στά παιδιά του, πού τόσο ώραιότατα περιγράφεται άπό τόν Μπάτλερ στό «Ό τρόπος κάθε σάρκας». Ήταν ή έξουσία τών άντρών πάνω στίς γυναίκες. Ή έξουσία τών αφεντικών πάνω στούς έργάτες. Καί ή έξουσία τών κρατών πάνω σέ άλλα έδάφη, Ιδιαίτε­ρα στά έδάφη έκεΐνα, πού οί κάτοικοί τους είχαν διαφορετι­κό χρώμα. Τό τρίτο πρόβλημα ήταν ή Α ν ι σ ό τ η τ α , θεωρούσαν σωστό νά ζοΰν άνθρωποι πάνω σ’ αύτή τή σφαίρα (κι άκόμη μέσα στό ίδιο έθνος) κάτω άπό δλότελα άνισες υλικές συνθήκες — καί τά δυό φύλα νά μήν είναι ίσα. Οί φυλές νά μήν είναι ίσες, παρά τό γεγονός δτι πί­στευαν στό χριστιανισμό, πού στήν ούσία του είναι παγκό­σμια θρησκεία βασιζόμενη πάνω στήν άντίληψη δτι δλοι είμαστε τέκνα τοΰ θεοΰ.

"Ενα άλλο κακό τοΰ 19ου αίώνα, ιδιαίτερα τής μεσαίας τάξης, ήταν ή τ σ ι γ κ ο υ ν ι ά - -άποθησαυρισμός,

13. Τό δόγμα τοΟ XpiotoB 193

τσιγκουνιά αΙσΟημάτων καί πραγμάτων. Μέ τήν άποθησαυ- ριστική αυτί] στάση συνδεόταν στενά Ενας εγωιστικός άτο- μικισμός: «Τό σπίτι μου είναι τό κάστρο μου». «'Η Ιδιο­κτησία μου είμαι έγώ».

Τείνουμε νά πιστέψουμε δτι οί κακίες αύτές χαρακτηρί­ζουν τό 19ο αιώνα καί νιώθουμε πώς στήν πραγματικότητα εχουμε προχωρήσει πολύ πιό πέρα άπό τούς παποϋδες μας. Δέν εχουμε πιά στήν πράξη αύτές τις κακίες καί αίσθανό- μαστε περίφημα. ”Ισως αυτός είναι ό τρόπος πού ή κάθε γενιά βλέπει τά δικά της ήθικά προβλήματα. ’Ακριβώς δ­πως οί Γάλλοι πολέμησαν στρατηγικά στό δεύτερο παγκό­σμιο πόλεμο μέ τις ιδέες τοΰ πρώτου παγκόσμιου πολέμου, έτσι ή κάθε γενιά πολεμάει τό ήθικό θέμα μέ τόν τρόπο πού τόν πολέμησε ή προηγούμενη γενιά. Βλέπει πολύ εύκο­λα πόσο θαυμαστά ξεπέρασε δρισμένες κακίες, άλλά δέ βλέ­πει δτι ή άρνηση αύτών, πού υπήρχαν πρωτύτερα δέν άπο­τελεΐ καθαυτή έκπλήρωση. Καί σέ μιά μεταβαλλόμενη κοι­νωνία, σ’ Ινα μεταβαλλόμενο πολιτισμό, δέν αναγνωρίζει νέες κακίες, γιατί είναι ευτυχισμένη νά νιώθει πώς οΐ παλιές κακίες έχουν έξαφανιστεί.

Ά ς έπιστρέψουμε στίς παλιές έκεΐνες κακίες τοΰ 19ου αιώνα καί άς έξετάσουμε τί άπέγιναν. Ούσιαστικά δέν I- χουμε έξουσία. Τά παιδιά μποροΰν «νά έκφραστοΰν» καί νά κάνουν δ,τι θέλουν. Οί έργάτες {υποτίθεται δτι συνομιλούν καί έκφράζουν τά αίσθήματά τους στούς ψυχολόγους, καί κανένα αφεντικό σήμερα δέ θά τολμούσε νά ένεργήσει μέ τόν τρόπο πού ένεργοΰσε Ινα αφεντικό πριν πενήντα χρό­νια. 'Όμως, δέν εχουμε αρχές. Δέν εχουμε αίσθηση τών αξιών, ούτε πρότυπα αξιών.

Στό σημείο αύτό θά ήθελα νά χρησιμοποιήσω τήν Ιννοια τής διάκρισης άνάμεσα στήν παράλογη καί τή λογική έξου­σία. Λέγοντας παράλογη έξουσία έννοώ τήν έξουσία πού βασίζεται στή δύναμη, φυσική ή συναισθηματική, καί πού αποστολή της είναι ή Εκμετάλλευση άλλων προσώπων, υλικά, συναισθηματικά, ή μέ άλλο τρόπο. Λογική έξουσία είναι ή έξουσία πού βασίζεται στήν ικανότητα καί πού αποστολή

194

της είναι νά βοηθήσει Ινα αλλο πρόσ<οπο νά πραγματοποι­ήσει Ινα δοισμένο εργο. Πιστεύω δτι σχετικά μέ τ'ις έξου- σίε; αυτές υπάρχει σήμερα μεγάλη σύγχυση. Ά ν ό μικρός Γιαννάκης πει στή μητέρα του «δυό και δυό κάνουν πέν­τε», ή μητέρα του μπορεΐ νά νομίσει δτι περιορίζει τήν έ- λευθερία τοΰ μικροΰ νά έκφραστεΐ δν τύχει κα'ι έπιμένει πώς δυό κα'ι δυο κάνουν τέσσερα. Ά ν είναι κάπως πολύξερη, μπορεΐ νά δικαιολογήσει τό πράγμα λέγοντας πώς, στό κά­τω κάτω, τά μαθηματικά συστήματα δέν είναι άπόλυτα, κα'ι ετσι «δ Γιαννάκης έχει δίκιο».

Φέρνοντας στή μνήμη μας τό δοκίμιο τοΰ θόρω «Ζωή χωρ'ις αρχές», ποϋ γράφτηκε πρ'ιν έκατό χρόνια, μπορεΐ νά μας φανεί δύσκολο νά πιστέψουμε πώς αύτό είναι Ινα άπό τά προβλήματα τοΰ 20οΰ αιώνα. Φαίνεται πώς τό πρόβλημα αύτό υπήρχε κα'ι τό 19ο αίώνα. Ά ν δμως αυτό αλήθευε γιά τήν έποχή τοΰ θόρω, πόσο περισσότερο άληθινό πρέ­πει νά είναι σήμερα! Αύτό πού είδε δ Θόρω μέ τή μεγά­λη ευαισθησία του ήταν δτι οί άνθρωποι είχαν γνώμες, δχι δμως καί πεποιθήσεις, δτι είχαν γεγονότα, δχι δμως καί άρχές. Ή έξέλιξη αύτή συνεχίστηκε, ώσπου σήμερα Ιχει πάρει τρομακτικές διαστάσεις καί, δπως πιστεύω, δ ρόλος της είναι τρομακτικός γιά τήν έκπαίδευση. Ή προοδευτική παιδεία ήταν αντίδραση στόν αύταρχισμό τοΰ 19ου αίώνα καί κατά συνέπεια ήταν δημιουργικό έπίτευγμα. Μαζί δμως μέ όρισμένες άλλες τάσεις Ιχει καταντήσει στόν πολιτισμό μας Ινα laissez - faire στό όποιο καμιά άρχή δέν άναγνωρί- ζεται, καμιά άξία δέ δηλώνεται καί καμιά Ιεραρχία δέν υ­πάρχει. Δέν άναφέρομαι σέ μιά ιεραρχία τής δύναμης, άλ­λά σέ μιά ιεραρχία τής γνώσης καί τοΰ σεβασμοΰ γιά κεί­νους πού είναι καλύτερα πληροφορημένοι. Σήμερα βρισκό­μαστε μπροστά στή δογματική υπόθεση, σύμφωνα μέ τήν δ- ποία δ αυθορμητισμός, ή πρωτοτυπία καί δ ατομικισμός βρί­σκονται υποχρεωτικά σέ σύγκρουση μέ τή λογική έξουσία καί μέ τήν άποδοχή παραδεκτών προτύπων. Κάτι που θά χρησίμευε νά διορθωθούμε, θά μποροΰσε νά ήταν έξοικίω- ση μέ τήν τέχνη σκοποβολής Ζέν, πού τείνει προφανώς νά

195

συνδυάσει αντιφατικές στάσεις.’Ώ ς πρός τή δεύτερη κακία, τόν άποθησαυρισμό, σίγου­

ρα δέν άποθησαυρίζουμε. *0 άποθησαυρισμός θά γινόταν πρόξενος έθνικής καταστροφής. Ή οικονομία μας βασίζεται στή δαπάνη, στό ξόδεμα. Καί, φυσικά, τέτιες ήθικές άλλα- γές είναι πολύ συχνά τό Αποτέλεσμα όρισμένων οίκονομικών αλλαγών. Ή διαφημιστική μας βιομηχανία είναι μιά συνε­χής έκκληση νά ξοδεύουμε, δχι νά άποθησαυρίζουμε. Τί κά­νουμε λοιπόν; ’Εφαρμόζουμε τήν άκατάπαυστη κατανάλωση γιά τήν κατανάλωση. 'Όλοι τό γνωρίζουμε αυτό κα'ι δέ χρειάζεται ανάλυση. "Ενα σκίτσο στό «The New Yorker» Ικφράζει πολύ καλά τήν άποψή μου: δύο άνθρωποι κοιτά­νε Ενα καινούργιο αύτοκίνητο. Ό Ενας σχολιάζει: «Δέ σοϋ αρέσουν τά πτερύγια στό πίσω μέρος καί μπορεΐ νά μή μου αρέσουν καί μένα τά πτερύγια στό πίσω μέρος, μπορεΐς δμως νά φανταστείς τί θά πάθαινε ή αμερικανική οικονομία δν σέ κ α ν έ ν α δέν αρεσαν τά πτερύγια στό πίσω μέ­ρος;». Στήν πραγματικότητα, ό κίνδυνος 6 δικός μας δέν είναι δ κίνδυνος άποθησαυρισμοΰ, άλλά είναι τό ίδιο μεγά- λος —είμαστε οί αίώνιοι καταναλωτές, που δεχόμαστε, δε­χόμαστε, δεχόμαστε. ’Οχτώ ώρες τήν ήμέρα, δποια καί ΰν είναι ή θέση μας, δουλειιουμε. Βρισκόμαστε σέ δράση. Ωσ­τόσο, στό χρόνο άνάπαυσής μας είμαστε όλότελα τεμπέληδες, μέ τήν παθητικότητα τών καταναλωτών. Ή καταναλωτική στάση εχει τώρα μετατοπιστεί από τό πεδίο τής οικονομίας καί εισβάλλει όλοένα καί περισσότερο στήν καθημερινή ζωή. Καταναλώνουμε τσιγάρα καί κοκταίηλ, βιβλία καί τηλεόρα­ση. Φαίνεται πώς ψάχνουμε νά βρούμε τή μεγάλη τροφό μπουκάλα πού θά μάς προμήθευε κάθε τροφή. Καί τελικά καταναλώνουμε ήρεμιστικά.

2. Βλ. τό γοητευτικό βιβλίο τοΟ Γιούτζην Χέρριγκελ: «Τό Ζέν στήν τέχνη τής σκοποβολή» («Zen in the art o f Archery», Νέα Τόρκη: Pantheon Books Inc., 1953), στό όποιο ό συγγραφέας, Γερμανός φι­λόσοφος, περιγράφει τΙς έμπειρίες του 4πό τή μελέτη τής τέχνης αύ­τή ς στό Τόκιο έπΐ μι& έπταετία.

196

Ή ανισότητα είναι ή τρίτη κακία πού φαίνεται πώς νο­μίζουμε δτι τήν εχουμε ξεπεράσει. Πραγματικά ή Ανισό­τητα πού υπήρχε καί Επιτρεπόταν στό 19ο αίώνα Ιχει Εξα­φανιστεί. Μολονότι πάρα πολλά απομένουν νά γίνουν ακό­μα, Ινας αντικειμενικός παρατηρητής Οά Εντυπωσιαστεί μέ τήν πρόοδο πού Ιγινε στόν τομέα τής φυλετικής Ισότητας στήν ’Αμερική, ιδιαίτερα στήν περίοδο άπό τό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κι έδώ. Σημαντική ήταν έπίσης στίς 'Ηνωμένες Πολιτείες ή πρόοδος πρός τήν οικονομική Ισό­τητα. "Ομως, ποϋ μας δδήγησε αύτό; “Εχουμε διαστρεβλώ­σει τήν Ιννοια τής ισότητας σέ έννοια όμοιότητας. Ποιά ή­ταν ή έννοια τής «Ισότητας» στή μεγάλη ουμανιστική πα­ράδοση; Σήμαινε δτι είμαστε ίσοι μέ μιά Ιννοια: δτι κ ά- θ ε ά ν θ ρ ω π ο ς ε ί ν α ι α ύ τ ο σ κ ο π ό ς κ α ί δ έ θ ά π ρ έ π ε ι ν ά ά π ο τ ε λ ε ΐ μ έ σ ο γ ι ά τ ό σ κ ο π ό κ ά π ο ι ο υ ά λ λ ο υ . ’Ισότητα είναι ή συνθήκη, στήν όποία κανένας άνθρωπος δέν πρέ­πει νά είναι μέσο, άλλά κάθε άνθρωπος είναι αυτοσκοπός, ανεξάρτητα άπό ήλικία, χρώμα ή φύλο. Αύτός ήταν ό ου­μανιστικός όρισμός τής ισότητας, πού στήν πραγματικότη­τα άποτέλεσε τή βάση γιά τήν άνάπτυξη τών διαφορών. Μόνο στήν περίπτωση πού μάς έπιτρέπεται νά είμαστε δια­φορετικοί, χωρίς νά τελούμε κάτω άπό τόν κίνδυνο πώ; θά μάς μεταχειριστούν σά νά μήν είμαστε ίσοι, μόνο τότε εί­μαστε ίσοι.

"Ομως, τί Ιχουμε κάνει; “Εχουμε μετατρέψει τήν έννοια τής Ισότητας σέ έννοια όμοιότητας. Στήν πραγματικότητα φοβόμαστε νά είμαστε διαφορετικοί, έπειδή φοβόμαστε πώς, άν είμαστε διαφορετικοί, δέν εχουμε τό δικαίωμα νά είμα­στε έδώ. Πρόσφατα ρώτησα Ιναν άνθρωπο, πού μόλις είχε περάσει τά τριάντα, γιατί φοβόταν τόσο νά κάμει κάτι πού νά άξίζει στή ζωή του, ζώντας Ιντονα καί μέ ζήλο. Σκέφτη- κε μιά στιγμή καί μοΰ άπάντησε: «Ξέρετε, πραγματικά φο­βάμαι έπειδή αύτό θά σήμαινε πώς πρέπει νά εΤμαι πολύ διαφορετικός». Δυστυχώς, πιστεύω πώς αύτό άληθεύει γιά πολλούς άνθρώπους.

197

Ή Ιννοια αυτή τής Ισότητας, πού Ιχει δλο τό κύρος κα’ι δλη τήν αξιοπρέπεια μιας μεγάλης φιλοσοφικής κα'ι ουμανι­στικής έννοιας, χρησιμοποιείται άσχημα σήμερα γιά μιά ά­πό τις πιό υποτιμητικές, απάνθρωπες καί έπικίνδυνες από­ψεις τοΰ πολιτισμού μας, δηλαδή τήν όμοιότητα, ποϋ ση­μαίνει απώλεια τής άτομικότητας. Αύτό μπορεΐτε ίσως νά τό διαπιστώσετε στις σχέσεις άνάμεσα στά δύο φύλα. Θά διαπιστώσετε δτι στις Ήν. Πολιτείες τά δύο φύλα έχουν γίνει «ίσα», ώς τό σημείο πού ή αντίθεση άνάμεσα στά δύο φύλα εχει έξισωθεΐ καί ή δημιουργική φλόγα πού ξεπηδάει μόνο άπό τήν πόλωση τών άντίΟετων εχει χαθεί. Ά ν δμως δέν έπιτρέπεται νά υπάρχει αύτή ή πόλωση, δέν μπορεϊ νά υπάρχει δημιουργικότητα, γιατί μόνο μέ τήν έπαφή τών δύο πόλων είναι δυνατό νά έμφανιστεΐ ή φλόγα τής δημι­ουργικότητας.

Στό μετασχηματισμό αύτόν πού ύπέστησαν οΐ κακίες τοΰ 19ου αίώνα γιά νά γίνουν κακίες τοΰ 20οΰ αίώνα —πού τις άποκαλοΰμε άρετές— πρέπει νά σημειώσουμε έπίσης τήν έξάλειψη σέ σημαντικό βαθμό τοΰ έγωκεντρικοΰ άτομικισμσΰ καί τής έκμετάλλευσης. Σέ καμιά άλλη χώρα στόν κόσμο ή έκμετάλλευση δέν Ιχει έξαφανιστεΐ σέ τόση Ικταση δσο στ'ις Ήν. Πολιτείες. Οί οίκονομολόγοι λένε πώς σέ σύντομο σχετικά διάστημα τά άποτελέσματα Οά είναι άκόμη περισσό­τερο έντυπωσιακά απ’ δσο είναι σήμερα. Ό έγωκεντρικός α­τομικισμός έλάχιστα υπάρχει —κανείς δέ θέλει νά είναι μό­νος. Ό καθένας θέλει νά είναι μέ κάποιον άλλο, καί τούς άνθρώπους τούς πιάνει πανικός μέ τή σκέψη πώς θά μεί­νουν μόνοι γιά λίγο. Οί κακίες αύτές έχουν έξαφανιστεΐ, μέ τί δμως τις άντικαταστήσαμε; Ό άνθρωπος νιώθει τόσο τόν έαυτό του δσο καί τούς άλλους σάν πράγματα —σάν άπλά έμπορεύματα. Νιώθει τή ζωική ένέργεια σάν κεφάλαιο γιά έπένδυση μέ σκοπό τό κέρδος. Καί άν τό κεφάλαιο αυτό εί­ναι έπικερδές, τό όνομάζει έπιτυχία. Κάνουμε μηχανές ποϋ ένεργοΰν σάν άνθρωποι καί δημιουργούμε άνθρώπους πού έ- νεργοΰν σά μηχανές. Ό κίνδυνος τοϋ 19ου αίώνα ήταν μήπως οί άνθρωποι καταντήσουν δούλοι. Ό κίνδυνος τοΰ

198

20οΰ αΙώνα δέν είναι μήπως καταντήσουμε δοΰλοι, άλλά μή­πως γίνουμε ρομπότ.

’Αρχικά ή υλική παραγωγή μας στό σύνολό της Αποτε- λοΰσε μέσο για Ινα σκοπό. Μέσο για τό σκοπό τής μεγαλύ­τερης ευτυχίας —καί αύτό Ακριβώς ισχυριζόμαστε καί σήμε­ρα. Στήν πραγματικότητα, δμως, ή υλική παραγωγή εγινε αυτοσκοπός καί ουσιαστικά δέν ξέρουμε τί νά τήν κάνουμε. Ά ς πάρουμε Ινα μόνο παράδειγμα: τήν έπιθυμία νά έξοικο- νομήσουμε χρόνο. "Οταν έξοικονομήσουμε χρόνο, βρισκόμα­στε σέ δύσκολη θέση μήν ξέροντας τί νά τόν κάνουμε, κι Ιτσι βρίσκουμε μέσα καί τρόπους γιά νά τόν σκοτώσουμε. Τότε ξεκινάμε πάλι νά έξοικονομήσουμε χρόνο. Στόν πολιτισμό μας, 6 άνθρωπος νιώθει τόν έαυτό του δχι σάν Ινα ένεργη- τικό υποκείμενο, δχι σάν τό κέντρο τοΰ κόσμου του, ουτε σά δημιουργό τών πράξεών του, άλλά περισσότερο σάν Ινα α­δύναμο π ρ ά γ μ α . Οί πράξεις του καί οί συνέπειές τους Ιχουν γίνει κυρίαρχοί του. Ά ς σκεφτοΰμε τό σύμβολο, άν δχι τήν τρομακτική πραγματικότητα, τής άτομικής βόμ­βας. 'Ο άνθρωπος λατρεύει τά προϊόντα τών χεριών του, τούς ήγέτες πού είναι δημιουργήματα του, σά νά είναι Ανώ­τεροι άπ’ αυτόν. Πιστεύουμε πώς είμαστε χριστιανοί ή 'Ε­βραίοι, ή ό,τιδήποτε άλλο, στήν πραγματικότητα δμως εχου­με περιέλθει σέ μιά κατάσταση ειδωλολατρίας, σχετικά μέ τήν δποία βρίσκουμε μιά καλύτερη περιγραφή στούς προφή­τες παρά όπουδήποτε άλλοΰ. Δέν προσφέρουμε θυσίες στό Βάαλ ή τήν ’Αστάρτη, ώστόσο λατρεύουμε τά πράγματα: τήν παραγωγή, τήν έπιτυχία. Φαινόμαστε αφελέστατα νά μήν Ιχουμε έπίγνωση πώς είμαστε είδωλολάτρες καί νομί­ζουμε πώς είμαστε ειλικρινείς δταν μιλάμε γιά τό θεό. Με­ρικοί άνθρωποι φτάνουν ώς τό σημείο νά συνδυάζουν τή θρησκεία καί τόν υλισμό ώς τό σημείο νά γίνεται ή θρησκεία μιά μέθοδος γιά μεγαλύτερες έπιτυχίες. Τά πράγματα ί- χουν γίνει Αντικείμενα «υψίστου ένδιαφέροντος». Καί ποιο είναι τό Αποτέλεσμα; Τό Αποτέλεσμα είναι δτι ό άνθρωπος είναι κενός, δυστυχής, βαριεστημένος.

"Οταν Αναφέρεται ή βαριεστημάρα, οί άνθρωποι νομί­

199

ζουν φυσικά πώς δέν είναι ευχάριστο νά νιώθεις βαριεστη- μένος, ώστόσο δεν τό θεωρούν κάτι τό σοβαρό. Είμαι βέ­βαιος πώς ή βαριεστηιιάρα είναι Ινα άπό τά μεγαλύτερα βασανιστήρια. Ά ν έπρόκειτο νά φανταστώ τήν Κόλαση, θά ήταν Ενα μέρος δπου θά Ινιωθε κανείς συνέχεια βαριεστη- μάρα. Στήν πραγματικότητα, οί άνθρωποι κάνουν είλικρι- νείς προσπάθειες ν’ άποφύγουν τή βαριεστημάρα, φεύγον­τας άπό τούτο ή έκεΐνο ή τό αλλο, γιατί ή βαριεστημάρα είναι ανυπόφορη. Ά ν εχεις τή νεύρωσή «σου» καί τόν ψυ­χαναλυτή «σου» θά σέ βοηθούσε νά νιώθεις λιγότερο βαριε- στημένος. Άκόμη καί άν εχεις άγχος καί καταθλιπτικά συμ­πτώματα, στό κάτω κάτω παρουσιάζουν ένδιαφέρον. Στήν πραγματικότητα εχω πειστεί δτι Ινα άπό τά κίνητρα γιά νά εχει κανείς κάτι άπό τά παραπάνω είναι ή φυγή άπό τή βαριεστημάρα.

Πιστεύω δτι ή δήλωση «ό άνθρωπος δέν είναι πράγμα», άποτελεΐ τό κεντρικό θέμα τού ηθικού προβλήματος τού σύγ­χρονου άνθρώπου. 'Ο άνθρωπος δέν είναι πράγμα καί άν προσπαθήσεις νά τόν μετατρέπεις σέ πράγμα τού κάνεις ζημιά. Ή , σύμφωνα μέ τή Σιμόν Βάιλ: «Δύναμη είναι ή Ικανότητα νά μεταμορφώνεις §ναν άνθρωπο σέ πράγμα, γιατί μεταμορφώνεις μιά ζωντανή ύπαρξη σέ πτώμα». "Ε­να πτώμα είναι πράγμα, δ άνθρωπος δέν είναι. Ή υπέρτα­τη δύναμη —ή δύναμη νά καταστρέφεις— είναι άκριβώς ή υπέρτατη δύναμη νά μεταμορφώνεις τή ζωή σέ πράγμα. Τόν άνθρωπο δέν μπορεΐς νά τόν διαχωρίσεις σέ μέρη καί νά τόν συναρμολογήσεις ξανά, ένώ Ενα πράγμα μπορεΐς. Μπορεΐς νά προβλέψεις πώς θά είναι Ινα πράγμα. Γιά τόν άνθρωπο δέν μπορεΐς. "Ενα πράγμα δέν μπορεΐ νά δημιουργήσει. Ό άνθρωπος μπορεΐ. "Ενα πράγμα δέν εχει έγώ, ό άνθρω­πος Εχει. 'Ο άνθρωπος εχει τήν ικανότητα νά λέει τήν πιό ιδιόμορφη καί τήν πιό δύσκολη λέξη στή γλώσσα μας, τή λέξη «έγώ». Ξέρουμε πώς τά παιδιά μαθαίνουν τή λέξη «έ­γώ» σχετικά άργά. "Τστερα δμως άπ’ αυτό, δλοι μας λέμε, χωρίς δισταγμό, «έγώ νομίζω», «έγώ αισθάνομαι», «έγώ κά­νω». Καί αν έξετάσουμε τί λέμε στήν πραγματικότητα —τήν

200

πραγματικότητα τής δήλωσης— διαπιστώνουμε πώς δέν εί­ναι αληθινό, θά ήταν πολύ πιό σωστό νά λέγαμε «σκέφτεται μέσα μου», «αίσθάνεται μέσα μου». Ά ν, άντί νά ρωτήσου­με κάποιον π ώ ς είσαι, τόν ρωτήσουμε π ο ι ό ς είσαι, νιώθει Εκπληξη. Ποιά είναι ή πρώτη απάντηση ποΰ θά Ε­δινε; Πρώτα θά Ελεγε τό δνομά του, άλλά τό δνομα δέν Ε­χει καμιά σχέση μέ τό πρόσωπο. Κατόπιν θά Ελεγε, «είμαι γιατρός. Είμαι παντρεμένος. Είμαι πατέρας δυό παιδιών». Αύτές είναι δλες Ιδιότητες, πού θά μπορούσε νά τις πει κανείς και γιά Ενα αυτοκίνητο —είναι σεντάν τεσσάρων θυ- ρών με αυτόματο σύστημα Επαναφοράς τιμονιού κ.ο.κ. Τό αυτοκίνητο δέν μπορεΐ νά πει «έγώ». Αύτό πού Ενας άνθρω­πος δίνει σάν περιγραφή τοΰ έαυτοΰ του, είναι στήν πραγ­ματικότητα μιά λίστα άπό Ιδιότητες ένός αντικειμένου. Ρώ- τησέ τον, ή ρώτα τόν έαυτό σου, ποιός είσαι, ποιό είναι αύ­τό τό «έγώ»; Τί έννοοΰμε δταν λέμε «έγώ αίσθάνομαι;» Είσαι έ σ ύ ποΰ αίσθάνεσαι πραγματικά, ή κ ά τ ι αί- σθάνεται μέσα σου; Αίσθάνεσαι πραγματικά τόν έαυτό σου σάν τό κέντρο τοΰ κόσμου σου, δχι σάν έγωκεντρικό κέντρο, άλλά με τήν Εννοια δτι είσαι «πρωτότυπος», με τό όποιο Εν­νοώ πώς οί σκέψεις καί τά αισθήματα σου γεννιούνται μέ­σα σου; Ά ν κάτσεις γιά δεκαπέντε ή είκοσι λεπτά τό πρωί καί προσπαθήσεις νά μή σκέφτεσαι τίποτα, νά αδειάσεις τό μυαλό σου, βλέπεις πόσο δύσκολο σοΰ είναι νά μείνεις μό­νος μέ τόν έαυτό σου καί νά Εχεις τό αίσθημα «αύτός είμαι έγώ».

Επιθυμώ νά αναφέρω Ενα όκόμα σημείο έδώ πού είναι σχετικό μέ τή διαφορά άνάμεσα στή γνώση τών πραγμάτων καί στή γνώση τοΰ ανθρώπου. Μπορώ νά μελετήσω Ενα πτώ­μα ή νά μελετήσω Ενα δργανο καί αύτό είναι Ενα πράγμα. Μπορώ νά χρησιμοποιήσω τό πνεΰμα μου, καί τά μάτια μου, φυσικά, καθώς έπίσης τις μηχανές μου ή τά σύνεργά μου γιά νά μελετήσω αύτό τό πράγμα. Ά ν δμως θέλω νά γνωρίσω Εναν άνθρωπο, δέν μπορώ νά τόν μελετήσω μ’ αύ­τό τόν τρόπο. Φυσικά μπορώ νά προσπαθήσω, καί τότε θά γράψω κάτι σχετικά μέ τή συχνότητα αύτής καί έκείνης

201

τής συμπεριφοράς, καθώς καί σχετικά μέ τδ ποσοστό αύτοΰ ή τοΰ άλλου χαρακτηριστικού. Ή έπιστήμη τής ψυχολογίας συγκεντρώνει σέ μεγάλο ποσοστό τό ένδιαφέρον της άκρι­βώς σ’ αύτό, αλλα μ’ αυτό τόν τρόπο μεταχειρίζεται τόν άνθρωπο σάν πράγμα. Τό πρόβλημα, δμως, πού ένδιαφέ- ρει τόν ψυχίατρο καί τον ψυχαναλυτή, εΤναι τό πρόβλημα πού θά πρέπει νά μας ένδιαφέρει δλους μας —νά καταλά­βουμε τό γείτονά μας καί τούς έαυτούς μας— είναι τό πρόβλημα νά καταλάβουμε μια ανθρώπινη ύπαρξη πού δέν είναι πράγμα. Καί ή διαδικασία γιά τήν κατανόηση αύτή δέν μπορεΐ νά γίνει μέ τήν ίδια μέθοδο πού αποκτούμε γνώ­σεις στις φυσικές έπιστήμες. Μποροΰμε νά γνωρίσουμε τόν άνθρωπο μ ό ν ο σ τ ή ν π ο ρ ε ί α τ ώ ν σ χ έ ­σ ε ω ν μ α ς μ α ζ ί τ ο υ . Μόνο αν συνδέσω τόν έ­αυτό μου μέ τόν άνθρωπο πού έπιθυμώ νά γνωρίσω, μόνο στήν πορεία τών σχέσεών μας μέ μιάν αλλη άνθρώπινη ύ­παρξη, μποροΰμε νά γνωρίσουμε πραγματικά κάτι ό ?νας γιά τόν αλλο. Ή τελική γνώση γιά μιά δλλη ανθρώπινη ύπαρξη δέν μπορεΐ νά έκφραστεΐ μέ σκέψεις ή λόγια —ά­κριβώς δπως δέν μπορεΐς νά έξηγήσεις σέ κάποιον τί γεύ­ση έχει τό κρασί τοΰ Ρήνου. Μπορεΐ νά δίνεις τήν έξήγη- ση αύτή έπί έκατό χρόνια, δμως μέ τίποτα δέν εΤναι δυνατό νά έξηγηθεΐ τί γεύση Ιχει τό κρασί τοΰ Ρήνου, παρά μόνο πίνοντάς το. Καί ποτέ δέν μπορεΐς νά έξαντλήσεις τήν περι­γραφή μιας προσωπικότητας, μιάς άνθρώπινης ύπαρξης στήν πλήρη άτομικότητά της. Μπορεΐς δμως νά τή γνωρί­σεις αύτή τήν ύπαρξη σέ μιά πράξη συνταυτισμοΰ, σέ μιά πράξη έμπειρίας, σέ μιά πράξη αγάπης. Πιστεύω πως αυ­τοί είναι οί περιορισμοί τής έπιστημονικής ψυχολογίας, έ­φόσο άποσκοπεϊ στήν όλόπλευρη κατανόηση τών ανθρώπι­νων φαινομένων τοΰ λόγου ή τής σκέψης. Είναι πολύ ση­μαντικό γιά τόν ψυχίατρο καί τόν ψυχαναλυτή νά ξέρουν δ- τι μόνο σ’ αύτή τή στάση συνάφειας μποροΰν νά κατανοή­σουν κάποιον καί νομίζω πώς αύτό είναι πολύ σημαντικό καί γιά τόν παθολόγο.

Κατά συνέπεια, θά πρέπει νά βλέπουμε τόν ασθενή σάν

202

άνθρώπινη ύπαρξη καί δχι σάν «αύτή τήν ασθένεια». "Ε­νας γιατρός Εχει διαπαιδαγωγηθεΐ νά παίρνει έπιστημονι­κή στάση, στήν δποία παρατηρεί, δπως παρατηρούμε στίς φυσικές έπιστήμες. Ωστόσο, αν πρόκειται νά κατανοήσει τόν ασθενή του, καί δχι νά τόν μεταχειριστεί σαν πράγμα, θά πρέπει νά διδαχτεί μιά αλλη στάση, ποΰ ταιριάζει στήν έπιστήμη τοΰ Ανθρώπου. Πώς νά σχετίζεται μαζί του σά μιά άνθρώπινη ύπαρξη μέ μιάν αλλη, μέ τή μεγαλύτερη δυνατή συγκέντρωση καί τή μεγαλύτερη δυνατή είλικρίνεια. Ά ν δέν τό κάνει αύτό, δλα τά συνθήματα πού λένε πώς 6 ασθενής είναι πρόσωπο, δέν είναι παρά κενά λόγια.

Ποιές είναι λοιπόν οί ήθικές έπιταγές τοΰ καιροΰ μας; Πρώτα απ’ δλα νά ξεπεράσουμε αύτή τή «μετατροπή σέ πράγμα» τοΰ ανθρώπου. Νά ξεπεράσουμε τήν αντίληψη πού έχουμε γιά τούς έαυτούς μας καί τούς άλλους σάν πράγ­ματα. Νά ξεπεράσουμε τήν άδιαφορία μας, τήν αλλοτρίω­σή μας άπό τούς άλλους, άπό τή φύση καί άπό τόν έαυτό μας. Δεύτερο νά φτάσουμε καί πάλι σέ μιά νέα αίσθηση τοΰ «έγώ», τοΰ έαυτοΰ μας, σέ μιά νέα έμπειρία τοΰ «είμαι έγώ», κι δχι νά υποκύπτουμε στό αυτόματο αίσθημα στό ό­ποιο Εχουμε τήν αυταπάτη πώς «σκέφτομαι αύτό ποΰ σκέ­φτομαι», ένώ στήν πραγματικότητα δέ σκέφτομαι καθό­λου καί μοιάζω περισσότερο μέ κάποιον πού βάζει ?να δίσκο καί νομίζει πώς έ κ ε ΐ ν ο ς παίζει τή μουσική τοΰ δίσκου.

'Ένας άλλος σκοπός είναι νά γίνουμε δημιουργικοί. Τί είναι δημιουργικότητα; θά μποροΰσε νά σημαίνει τήν Ικα­νότητα νά φιλοτεχνήσουμε πίνακες, νά γράψουμε μυθιστο­ρήματα, νά κάνουμε κινηματογραφικές ταινίες, Εργα τέ­χνης, Ιδέες. Πρόκειται φυσικά γιά υπόθεση μάθησης καί περιβάλλοντος καί, νομίζω έπίσης, μεγαλοφυΐας. 'Τπάρχει δμως μιά δλλη δημιουργικότητα πού συνιστά στάση, μιά κα­τάσταση πού βρίσκεται πίσω άπό κάθε τετια δημιουργικό­τητα τήν όποία άναφέραμε μέ τήν πρώτη Εννοια. Ένώ τό πρώτο είδος δημιουργικότητας είναι ή Ικανότητα νά μετα­βιβάζουμε τή δημιουργική έμπειρία μας στό υλικό έπίπεδο,

203

στή δημιουργία ένός κάτι πού μπορεΐ νά έκφραστεΐ στόν καμδα ή άλλου, ή δημιουργικότητα μέ τή δεύτερη έννοια Α- ναφέρεται σέ μια στάση που μπορεΐ νά όριστεΐ μέ όπλα λό­για: νά Ιχει κανείς έπίγνωση και νά Αντιδρά. Αύτό φαίνε­ται πολύ όπλο καί είμαι βέβαιος πώς οί περισσότεροι άν­θρωποι θά ποΰν: «φυσικά, θέλω νά αντιδρώ». Τό νά Εχεις έπίγνωση σημαίνει νά καταλαβαίνεις π ρ α γ μ α τ ι κ ά —νά Εχεις έπίγνωση γιά τό τί είναι πραγματικά Ινα πρό­σωπο, νά Εχεις έπίγνωση δτι: Ενα ρόδο είναι Ενα ρόδο είναι Ε­να ρόδο, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν Εκφραση τής Γερτρού- δης Στάιν— νά Εχεις έπίγνωση γιά Ενα δέντρο καί δχι νά Εχεις έπίγνωση τοΰ δέντρου δπως ταιριάζει στή λ ε κ τ ι- κ ή Εννοια δέντρο, πού είναι καί ό τρόπος μέ τόν όποιο Εχουμε οί περισσότεροι άπό μάς έπίγνωση γιά τά πράγματα.

θά δώσω Ενα παράδειγμα. Μιά μέρα μιά γυναίκα πού τής Εκανα ψυχανάλυση ήρθε στό ραντεβού της μέ πολύ ένθου- σιασμό. Ξεφλούδιζε στήν κουζίνα της αρακά. Καί μοΰ εί­πε: «Ξέρετε, γιά πρώτη φορά στή ζωή μου Ενιωσα δτι 6 αρακάς κυλάει». Έ , λοιπόν, δλοι ξέρουμε δτι ό αρακάς κυ­λάει, άν βρεθεί στήν κατάλληλη έπιφάνεια. "Ολοι ξέρουμε δτι μιά μπάλα ή όποιοδήποτε άλλο στρογγυλό Αντικείμενο κυλάει. Τί ξέρουμε δμως στήν πραγματικότητα; Ξέρουμε στό μ υ α λ ό μ α ς δτι Ενα στρογγυλό αντικείμενο στήν κατάλληλη έπιφάνεια κυλάει. Βλέπουμε τό φαινόμενο καί δηλώνουμε δτι τά γεγονότα Αντιστοιχούν σ’ αύτό πού ξέ­ρουμε. Αύτό δμως είναι όλότελα διαφορετικό άπό τήν πραγ­ματική έμπειρία πού νιώθουμε β λ έ π ο ν τ α ς πραγ­ματικά τήν κίνηση. Αύτό το κάνουν τά παιδιά. Κι αυτός είναι ό λόγος πού μποροΰν νά παίζουν μέ μιά μπάλα πολ­λές πολλές φορές, γιατί δέ βαριούνται, γιατί Ακόμα δέν εί­ναι σέ θέση νά τό σ κ ε φ τ ο ΰ ν, άλλά τό β λ έ ­π ο υ ν , καί ή έμπειρία αύτή είναι τόσο θαυμαστή, πού μπορεΐ νά τό βλέπουν συνέχεια.

Ή Ικανότητα νά Εχουμε έπίγνωση τής πραγματικότητας ένός προσώπου, ένός δέντρου ή ό,τιδήποτε άλλου, καί ν’ Αντιδρούμε σ* αντί) τήν πραγματικότητα, Αποτελεΐ τήν ού-

204

σία τής δημιουργικότητας. Π ιστεύω δτι Ενα άπό τά ηθικά προβλήματα τοΰ καιροΰ μας είναι νά διαπαιδαγωγοΰμε τονς άντρες, τις γυναίκες καί τους έαυτούς μας, νά έχουν έπί- γνωση καί νά άντιδροΰν. Μιά άλλη πλευρά τής Ικανότητας αυτής είναι ή ικανότητα νά βλέπουμε. Νά βλέπουμε Εναν άνθρωπο περισσότερο στήν πράξη τής συνάφειας παρά νά τόν βλέπουμε σάν άντικείμενό. θέτοντάς το διαφορετικά, πρέπει νά βάλουμε τά θεμέλια μιάς νέας έπιστήμης τοΰ άν­θρώπου, στήν όποια ό άνθρωπος θά γίνεται κατανοητός δ- χι μόνο μέ τή μέθοδο τής φυσικής έπιστήμης, που είναι, ή καταλληλότερη έπιστήμη στόν τομέα της, καθώς καί σέ πολ­λούς τομείς τής ανθρωπολογίας καί τής έπιστήμης, αλλά καί στήν πράξη τής άγάπης, στήν πράξη τοΰ συνταυτισμοΰ μαζί του, στήν πράξη τής θεώρησής του σάν άνθρωπος πρός άνθρωπο. Σημαντικότερος άπ’ δλους αυτούς τούς σκο­πούς είναι ή άνάγκη νά άποκαταστήσουμε τόν άνθρωπο στήν πρωτοκαθεδρία νά ξανακάνουμε τά μέσα μέσα καί τούς σκο­πούς σκοπούς. Καί νά άναγνωρίσουμε δτι οί έπιτυχίες μας στόν κόσμο τής πνευματικής καί υλικής παραγωγής Εχουν κάποιο νόημα, μόνο άν άποτελοΰν μέσα γιά §να σκοπό: τήν πλήρη γένεση τοϋ άνθρώπου, καθώς άναπτύσσεται δ έαυτός του, όλόπλευρα άνθρώπινη.

Θά μποροΰσε φυσικά εύκολα νά λεχθεί δτι οί γιατροί ά- νήκουν σ’ αύτό τόν πολιτισμό καί σ’ αύτή τήν κοινωνία, καί υποφέρουν άπό τις ίδιες ανεπάρκειες καί τά Ιδια προβλήμα­τα πού υποφέρουν δλοι οί άλλοι. Ωστόσο, έξαιτίας τής φύ­σης τής έργασίας τους πρέπει νά άποκτοΰν στενή συνάφεια μέ τούς άσθενεΐς τους. Είναι απαραίτητο νά μαθαίνουν δ- χι μόνο τή μέθοδο τής φυσικής έπιστήμης, άλλά καί τή μέθοδο τής έπιστήμης τοΰ άνθρώπου. Είναι παράδοξο τό γεγονός δτι οί γιατροί είναι διαφορετικοί. Τό ιατρικό έ- πάγγελμα άποτελεϊ άναχρονισμό σέ σχέση μέ τή μεθοδο­λογία έργασίας. Άναφέρομαι στή διαφορά άνάμεσα στή χειροτεχνική παραγωγή καί τή βιομηχανική παραγωγή. Στή χειροτεχνική παραγωγή, δπως έπικράτησε τό Μεσαίω­να, 2νας άνθρωπος έκτελοΰσε τό Ιργο του μόνος του. Μπο-

205

ρεΐ νά είχε κάλφα ή τσιράκι ή κάποιον αλλο ποΰ τόν βοη­θούσε, ποΰ σκούπιζε ή πλάνιζε τό ξύλο. 'Όμως τό ουσιαστι­κό μέρος τής έργασίας γινόταν άπ’ αυτόν. Στή σύγχρονη βιομηχανική παραγωγή συμβαίνει τό αντίθετο. ’Εδώ ισχύει ή άρχή ένός υψηλότερου βαθμού καταμερισμού έργασίας. Κανείς δέν κάνει μόνος του όλόκληρο τό προϊόν. Αύτοί πού διευθύνουν, όργανώνουν τό καθετί, άλλα δέν τό κατασκευά­ζουν, καί αυτοί πού έκτελοΰν τήν ειδική έργασία ποτέ δέ βλέπουν τό δλο. Νά ποιά είναι ή μέθοδος τής βιομηχανι­κής παραγωγής.

Ή μέθοδος έργασίας τοΰ γιατρού έξακολουθεΐ νά είναι χειροτεχνική. Μπορεΐ νά έχει βοηθούς, μπορεΐ νά Εχει σύν­εργα, ξέχωρα δμως άπό λίγους γιατρούς πού προσπαθούν νά είσάγουν βιομηχανικές μεθόδους στήν πρακτική τής Ια­τρικής, οί περισσότεροι έξακολουθούν νά ένεργοΰν σά χει­ροτέχνες. Είναι έκεΐνοι πού βλέπουν τόν ασθενή και πού ά- ναλαμβάνουν τήν ευθύνη. Εκτός άπ’ αύτό, υπάρχει μιά άκόμη διαφορά. Ό καθένας σήμερα λέει δτι έργάζεται για­τί θέλει νά κερδίσει χρήματα. ’Αντιλαμβάνομαι δτι οί για­τροί έξακολουθούν νά ισχυρίζονται πώς δέν είναι αύτός πραγματικά ό κύριος λόγος πού έργάζονται. 'Ό τι έκτε- λοΰν τήν έργασία τους άπό ένδιαφέρον πρός τόν άσθενή, καί αν κερδίζουν χρήματα, αύτό είναι συμπτωματικό. Τήν ίδια στάση τηρούσε καί 6 τεχνίτης τοΰ Μεσαίωνα. Φυσικά, μποροΰσε νά κερδίζει χρήματα. Δούλευε δμως έπειδή είχε μεράκι γιά τήν έργασία του καί πολλές φορές προτιμοΰσε νά κερδίζει λιγότερα παρά νά έκτελεΐ Ενα πιό βαρετό είδος έργασίας. Τό Ιατρικό έπάγγελμα δείχνεται καί πάλι άναχρο- νιστικό, καί ίσως παρουσιάζει λιγότερο ρεαλισμό άπό τήν άποψη αύτή παρά ώς πρός τόν τρόπο έργασίας του.

Αύτό μπορεΐ νά Εχει δύο συνέπειες. Μπορεΐ νά όδηγή- σει στήν υποκρισία τής διακήρυξης Ιδεών πού είναι παρα­δοσιακές, χωρίς δμως νά αισθάνεται κανείς πιστός σ’ αύ­τές τις ιδέες.

'Τπάρχει δμως άκόμη ή δυνατότητα, ot γιατροί, άκριβώς έπειδή ό τρόπος έργασίας τους έξακολουθεΐ νά είναι άπρό-

206

σωπος, έπειδή έξακολουθεΐ νά είναι έργασία μέ τη χειρο­τεχνική Εννοια, νά Εχουν μεγαλύτερες δυνατότητες από δ- σες έχουν οί άλλοι άνθρωποι στά αλλα έπαγγέλματα. 01 δυ­νατότητες αυτές υπάρχουν, άρκεΐ νά μή χάνονται οΐ ευκαι­ρίες δταν παρουσιάζονται —καί μπορούν νά μας όδηγή- σουν σ’ Ενα νέο δρόμο ούμανισμοΰ, σέ μια νέα στάση κατα­νόησης τών άνθοίόπων, πού συνεπάγεται τή διαπίστωση καί από γιατρούς καί άπό ασθενείς δτι ό άνθρωπος δέν είναι πράγμα.

207

Π Ε Ρ Ι Ο Ρ Ι Σ Μ Ο Ι Κ Α Ι Κ Ι Ν Δ Υ Ν Ο Ι

Τ Η Σ Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ Ι Α Σ

Ή όλοένα αυξανόμενη δημοτικότητα τής ψυχολογίας στίς μέρες μας χαιρετίζεται άπό πολλούς σάν ευοίωνο σημάδι πώς σιμώνουμε όλοένα καί πιο κοντά στήν πραγματοποίηση τοϋ δελφικού ρητοΰ «γνώθι σαύτόν». 'Τπάρχει αναμφισβή­τητα κάποιος λόγος γιά μιά τέτια έρμηνεία. Ή Ιδέα τής αυτογνωσίας εχει τις ρίζες της στήν έλληνική καί Ιουδαϊκο- χριστιανική παράδοση. ’Αποτελεΐ μέρος τής στάσης τοΰ Διαφωτισμοί). 01 Τζαίημς καί Φρόυντ είχαν βαθιές ρίζες στήν παράδοση αυτή καί βοήθησαν άναμφισβήτητα γιά τή μετάδοση τής θετικής αυτής πλευράς τής ψυχολογίας οτήν έποχή μας. Τό γεγονός δμως αύτό, δέν πρέπει νά μάς κά­νει νά άγνοήσουμε άλλες άπόψεις τοΰ σύγχρονου ένδιαφέ- ροντος στήν ψυχολογία, πού είναι έπικίνδυνες καί κατα­στροφικές γιά τήν πνευματική άνάπτυξη τοΰ ανθρώπου. ’Α­κριβώς μ’ αύτές τις άπόψεις θ’ άσχοληθεΐ τοΰτο τό κεφάλαιο.

Ή ψυχολογική γνώση (menschenkenntnis) Ιχει άναλά- βει μιά Ιδιαίτερη λειτουργία στήν καπιταλιστική κοινωνία, μιά λειτουργία καί Ινα νόημα όλότελα διαφορετικό άπό τά νοήματα πού είχε στό «γνώθι σαύτόν».

Ή καπιταλιστική κοινωνία Εχει σάν έπίκεντρό της τήν ά- γορά —τήν άγορά έμπορευμάτων καί τήν άγορά έργασίας— δπου άνταλλάσσονται έλεύθερα, έμπορεύματα καί υπηρεσίες, άνεξάρτητα άπό τούς παραδοσιακούς κανόνες καί χωρίς κα­ταναγκασμό ή άπάτη. Ή άγορά αύτή διακρίνεται κατά τοΰ- το. Ή γνώση τοΰ πελάτη Ιχει μεγάλη σπουδαιότητα γιά τόν πωλητή. "Αν αύτό άλήθευε πριν άπό πενήντα ή έκατό χρό­νια, ή γνώση τοΰ πελάτη Εχει άποκτήσει έκατό φορές μεγα­λύτερη σημασία κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Μέ τή συνε­χώς αυξανόμενη συγκέντρωση τών έπιχειρήσεων καί τοΰ κε­φαλαίου, γίνεται άκόμη πιό σημαντικότερο τό νά ξέρει κανείς προκαταβολικά τις έπιθυμίες τοΰ πελάτη, καί δχι μόνο νά τίς ξέρει, άλλά νά τις έπηρεάζει καί νά τις κατευθύνει. Ή έπένδυση κεφαλαίου στήν κλίμακα τών σύγχρονων γιγαντι- αίων έπιχειρήσεων δέ γίνεται στά «τυφλά», άλλα υστέρα ά­πό λεπτομερειακή ερευνά καί έπηρεασμό τοΰ πελάτη. Πέρα

211

άπ’ αύτή τή γνώση τοΰ πελάτη («ψυχολογία τής άγορας»), εχει έμφανιστεΐ Ινας νέος τομέας ψυχολογίας, πού βασίζε­ται στήν έπιθυμία κατανόησης κα'ι έπηρεασμοΰ τοΰ έργάτη καί τού υπαλλήλου. Ό νέος αύτός τομέας όνομάζεται «Αν­θρώπινες σχέσεις». Στήν πραγματικότητα είναι τό λογικό α­ποτέλεσμα τής άλλαγής τής σχέσης άνάμεσα στό κεφάλαιο καί τήν έργασία. ’Αντί τής ωμής Ικμετάλλευσης, υπάρχει συνεργασία άνάμεσα στούς γιγαντιαίους έπιχειρηματικούς κολοσσούς καί τή γραφειοκρατία τών έργατικών ένώσεων, καθώς καί οί δυό τους έχουν καταλήξει στό συμπέρασμα δτι, μακροχρόνια, είναι χρησιμότερο νά καταλήγουν σέ συμβιβα­σμούς παρά νά μάχονται μεταξύ τους. Εκτός δμως άπ’ αύτό, ή έπιχείρηση εχει διαπιστώσει δτι Ινας Ικανοποιημένος, «ευ­τυχισμένος» έργάτης γίνεται πιό παραγωγικός καί συμβάλλει περισσότερο στήν δμαλή λειτουργία, πού άποτελεϊ αναγκαιό­τητα γιά τή σημερινή μεγάλη έπιχείρηση. Μέ τή χρησιμοποί­ηση τοΰ λαϊκοΰ ένδιαφέροντος για τήν ψυχολογία καί τις άν- θρώπινες σχέσεις, ό έργάτης καί ό υπάλληλος άποτελοΰν άν- τικείμενο μελέτης καί έπηρεασμοΰ άπό μέρους τών ψυχολό­γων. Αύτό πού εκανε ό Ταίηλορ για τόν όρθολογισμό τής φυ­σικής έργασίας, τό κάνουν οί ψυχολόγο ι γιά τήν ψυχική καί συναισθηματική πλευρά τοΰ έργάτη. Ό έργάτης γίνεται ά ν- τ ι κ ε ί μ ε ν ο, καί τόν μεταχειρίζονται καί τόν χρησιμο­ποιούν σάν αντικείμενο, καί δσο για τις λεγόμενες «άνθρώ- πινες σχέσεις», είναι ουσιαστικά οί πιό απάνθρωπες σχέσεις, γιατί πρόκειται γιά «Εμπράγματες» καί Αλλοτριωμένες σχέσεις.

’Από τόν έπηρεασμό τοΰ πελάτη, καθώς καί τοΰ έργάτη καί τοΰ υπαλλήλου, τό ένδιαφέρον τής ψυχολογίας έπεκτά- θηκε στόν έπηρεασμό τοΰ καθενός, δπως έκφράζεται αύτό μέ μεγαλύτερη σαφήνεια στήν πολιτική. Ή Ιδέα τής δημο­κρατίας είχε άρχικα σάν έπίκεντρο τήν έννοια τών σκεπτό- μενων ξεκάθαρα καί τών υπεύθυνων πολιτών, στήν πράξη δμως ή δημοκρατία ύφίσταται δλοένα καί περισσότερο τήν έπίδρασή τών μεθόδων έπηρεασμοΰ, πού αναπτύχθηκαν γιά

212

πρώτη φορά στήν ερευνά τής αγοράς κα'ι τίς «ανθρώπινες σχέσεις».

Μολονότι τά παραπάνω είναι πολύ γνωστά, θά ήθελα τώ­ρα νά έξετάσω Ενα πιό λεπτό καί πιό δύσκολο πρόβλημα, πού συνδέεται μέ τό ένδιαφέρον τοΰ ατόμου στήν ψυχολο­γία, Ιδιαίτερα με τή μεγάλη δημοτικότητα τής ψυχανάλυσης. Τό πρόβλημα είναι: δ ς π ο ι ό β α θ μ ό ε ί ν α ι ή ψ υ χ ο λ ο γ ί α (ή γνώση τών άλλων καί τοΰ έαυτοΰ μας) δ υ ν α τ ή ; Π ο ι ο ί π ε ρ ι ο ρ ι σ μ ο ί υ­π ά ρ χ ο υ ν σέ μ ι ά τ έ τ ο ι α γ ν ώ σ η , κ α ί π ο ι ο ί κ ί ν δ υ ν ο ι α ν α κ ύ π τ ο υ ν , α ν ο ΐ π ε ρ ι ο ρ ι σ μ ο ί α ύ τ ο ί δ έ γ ί ν ο υ ν σ ε ­β α σ τ ο ί ;

’Αναμφισβήτητα, ή έπιθυμία γνωριμίας τών συνανθρώπων καί τών έαυτών μας άνταποκρίνεται σέ μια βαθιά ανάγκη τών ανθρώπινων δντων. Ό άνθρωπος ζεΐ μέσα σ’ Ενα κοι­νωνικό πλαίσιο. Έ χει ανάγκη νά αποκτά συνάφεια μέ τό συνάνθρωπό του γιά νά μήν τρελαθεί. *0 άνθρωπος είναι προικισμένος μέ λογική καί φαντασία. *0 συνάνθρωπός του καί ό έαυτός του άποτελοΰν Ενα πρόβλημα πού δέν μπορεΐ παρά νά προσπαθεί νά τό λύσει, Ενα μυστικό πού πρέπει νά προσπαθήσει νά τό Ανακαλύψει.

Ή προσπάθεια γνωριμίας τοΰ ανθρώπου μέ τή σκέψη κα­λείται «ψυχολογία» — «γνώση τής ψυχής». Ή ψυχολογία, μέ τήν Εννοια αύτή, έπιχειρεΐ νά γνωρίσει τίς δυνάμεις πού βρίσκονται πίσω άπό τή συμπεριφορά τοΰ ανθρώπου, τήν έξέλιξη τοΰ χαρακτήρα τοΰ ανθρώπου, καί τίς συνθήκες πού λεΐται «ψυχολογία» — «γνώση τής ψυχής». Ή ψυχολογία, προσπαθεί νά δώσει Ενα λογικό απολογισμό τοΰ βαθύτερου πυρήνα τής ανθρώπινης ψυχής. Ώστόσο, ή δλοκληρωμένη λογική γνώση είναι δυνατή μόνο γιά τά π ρ ά γ μ α τ α . Τά πράγματα μποροΰμε νά τά ανατέμνουμε χωρίς νά τά κα­ταστρέφουμε, μποροΰμε νά τά κατευθύνουμε χωρίς νά προσ­βάλουμε τή φύση τους, μποροΰμε νά τά αναπαράγουμε. Ό ά ν θ ρ ω π ο ς δ έ ν ε ί ν α ι π ρ ά γ μ α . Δέν μποροΰμε νά τόν ανατέμνουμε χωρίς νά τόν καταστρέφουμε,

213

δέν είναι δυνατός ό έπηρεασμός του χωρίς νά ΰποστεΐ ζη­μιά, δέν είναι δυνατή ή τεχνητή αναπαραγωγή του. Γνωρί­ζουμε τό συνάνθρωπό μας καί τόν έαυτό μας, ωστόσο δέ γνωρίζουμε ουτε αυτόν οΰτε τόν έαυτό μας —έπειδή δέν εί­μαστε πράγμα καί οΰτε ό συνάνθρωπός μας είναι πράγμα. "Οσο βαθύτερα εισχωρούμε μέσα στό είναι μας ή στό είναι κάποιου άλλου, τόσο περισσότερο απομακρύνεται τό τέρμα τής τέλειας γνώσης. "Ομως δέν μπορούμε παρά νά έπιθυ- μοΰμε νά διεισδνσουμε στό μυστικό τής ανθρώπινης ψυ­χής, στόν πυρήνα πού καλείται «αυτός».

Ποιά σημασία, λοιπόν, Εχει ή γνώση τοΰ έαυτοΰ μας ή ή γνώση ένός άλλου προσώπου; Μέ δυό λόγια μποροΰμε νά ποΰμε, πώς ή γνώση τοϋ έαυτοΰ μας σημαίνει τό νά ξεπε­ράσουμε τις ψευδαισθήσεις πού εχουμε γιά τόν έαυτό μας. Γνώση τοΰ γείτονά μας σημαίνει τό νά ξεπεράσουμε τις «πα­ραταξικές διαστρεβλώσεις» (συναισθηματική μεταφορά) πού Εχουμε γι’ αύτόν. "Ολοι υποφέρουμε, σέ ποικίλο βαθμό άπό ψευδαισθήσεις γιά τόν έαυτό μας. Έχουμε έμπλακεΐ σέ φαν­τασιώσεις σχετικά μέ τήν παντογνωσία καί παντοδυναμία μας, πού τις νιώθουμε σά νά είναι όλότελα πραγματικές δταν είμαστε παιδιά. ΑΙτιολογοΰμε τά ταπεινά μας κίνητρα, λέ­γοντας πώς έχουν γεννηθεί άπό καλή θέληση, άπό καθήκον ή ανάγκη. ΑΙτιολογοΰμε τήν άδυναμία μας καί τό φόβο μας μέ τό δτι υπηρετούμε υψηλές υποθέσεις, καί τήν Ελλειψη συ­νάφειας άπό μέρους μας σάν τό αποτέλεσμα τής Ελλειψης ανταπόκρισης τών άλλων. Σχετικά μέ τό συνάνθρωπό μας, παραμορφώνουμε καί αίιιολογοΰμε τό καθετί, έκτός άπό τό δτι ένεργοΰμε συνήθως πρός τήν άντίθετη κατεύθυνση. Ή Ελλειψη αγάπης άπό μέρους μας τόν κάνει νά φαίνεται έχ- θρικός, τή στιγμή πού δέν είναι παρά δειλός. Ή διάθεση υποταγής μας τόν μεταμορφώνει σέ κυριαρχικό κτήνος, έ­νώ διαφορετικά δέ θά Εκανε τίποτε άλλο άπό τό νά έπιΰλη- θεί. Ό φόβος αύθορμητισμοΰ άπό μέρους μας τόν κάνει νά γίνεται παιδί, τή στιγμή πού στήν πραγματικότητα μοιά­ζει μέ παιδί καί είναι αυθόρμητος.

Τό νά μάθουμε περισσότερα γιά τούς έαυτούς μας, ση­

214

μαίνει νά Απαλλαγούμε άπό τά πολλά πέπλα πού μάς κρύ­βουν τό γείτονα μας καί μάς έμποδίζουν νά τόν δοΰμε κα­θαρά. Τό Ινα πέπλο μετά τό άλλο σηκώνεται. Ή μιά παρα­μόρφωση μετά τήν άλλη έξαφανίζεται.

Ή ψυχολογία μπορεΐ νά μάς δείξει τί δ έ ν ε ί ν α ι ό άνθρωπος. Μπορεΐ νά μάς πει τί ε ί ν α ι ό άνθρωπος, 6 καθένας άπό μάς. Ή ψυχή τοϋ άνθρώπου, ό μοναδικός πυρήνας τοΰ κάθε άτόμου ποτέ δέν μπορεΐ νά συλληφτεΐ καί νά περιγράφει μέ πληρότητα. Μπορεΐ νά «γνωστεΐ», μόνο έφόσο Ιχει παρανοηθεΐ. “Ετσι, 6 πραγματικός σκοπός τής ψυχολογίας είναι α ρ ν η τ ι κ ό ς , ή απάλειψη τών παραμορφώσεων καί τών ψευδαισθήσεων, και δχι θ ε τ ι ­κ ό ς , ή πλήρης καί δλόπλευρη γνώση μιάς Ανθρώπινης ύπαρξης.

'Τπάρχει, ωστόσο, Ινας άλλος δρόμος γιά τή γνώση τοΰ μυστικοΰ τοΰ ανθρώπου. *0 δρόμος αυτός δέν είναι δ δρό­μος τής σκέψης, άλλά ό δρόμος τής Α γ ά π η ς . ’Α­γάπη είναι ή ένεργός είσχώρηση σ’ Ινα αλλο πρόσωπο, στό όποιο ή έπιθυμία γνώσης καταπραΰνεται άπό τήν Ινωση. (Αυτή είναι ή Αγάπη μέ τό βιβλικό νόημα τοΰ ντάαθ σέ Αντίθεση μέ τό Αχάμπα). Στήν πράξη τής συγχώνευσης σέ γνωρίζω, γνωρίζω τόν έαυτό μου, γνωρίζω τόν καθένα —καί δέ «γνωρίζω» τίποτα. Γνωρίζω με τό μόνο τρόπο πού είναι γιά τόν άνθρωπο δυνατή ή γνώση αύτοΰ, τό δποΐο εί­ναι ζωντανό— μέ τήν έμπειρία τής I ν ω σ η ς, καί δχι μέ δποιαδήποτε γνώση πού μπορεΐ νά μάς δώσει ή σ κ έ- ψ η μας. Ό μόνος τρόπος γιά τήν πλήρη γνώση βρίσκε­ται στήν π ρ ά ξ η τής Αγάπης. Ή πράξη αύτή ξεπερ­νά τή νόηση, ξεπερνά τά λόγια. Είναι ή τολμηρή κατάδυση μέσα στήν ουσία ένός άλλου — ή στή δική μου ουσία.

Ή ψυχολογική γνώση μπορεΐ νά Αποτελεϊ 8 ρ ο γιά τήν πλήρη γνώση στήν πράξη τής Αγάπης. Πρέπει νά γνωρίζω τό δλλο πρόσωπο καί τόν έαυτό μου αντικειμενικά, γιά νά είμαι σέ θέση νά δώ τήν πραγματικότητά του, ή, μάλλον, γιά νά μπορώ νά ξεπεράσω τις ψευδαισθήσεις, τήν παράλογα παραμορφωμένη εΙκόνα που Ιχω γι’ αυτόν. “Αν

215

γνωρίζω μιά ανθρώπινη ύπαρξη δπως είναι, η, καλύτερα, δν γνωρίζω τί δέν είναι, τότε μπορώ νά τή γνωρίσω στή βαθύτερη ουσία της μέ τήν πράξη τής άγάπης.

Ή άγάπη είναι Ενα έπίτευγμα πού δέν τό κατορθώνουμε εύκολα. Πώς προσπαθεί ό άνθρωπος πού δέν μπορεΐ νά αγαπήσει νά είσχωρήσει στό μυστικό τοΰ γείτονά του; 'Τ- πάρχει Ενας άλλος δρόμος, δ δρόμος απόγνωσης, γιά νά γνωρίσει τό μυστικό: είναι ό δρόμος τής τέλειας έξουσίας ένός άλλου προσώπου. Τής έξουσίας ποί· τόν υποχρεώνει νά κάνει αύτό πού έπιθυμώ, νά αισθάνεται, αύτό πού έπι- θυμώ, νά σκέφτεται αύτό πού έπιθυμώ. Πού τόν μεταμορ­φώνει σέ πράγμα, σέ δικό μου πράγμα, σέ κτήμα μου. Ό υπέρτατος βαθμός αυτής τής προσπάθειας γνώσης βρίσκεται στόν δκρο σαδισμό, στήν έπιθυμία νά κάνουμε μιά Ανθρώ­πινη ύπαρξη νά υποφέρει, νά τή βασανίσουμε, νά τήν υ­ποχρεώσουμε νά προδώσει τό μυστικό της μέ τά βασανιστή­ρια, ή σιγά σιγά νά τήν καταστρέψουμε. Στήν έπιθυμία ν’ άνακαλύψουμε τό μυστικό τοΰ άνθρώπου βρίσκεται Ενα ου­σιαστικό κίνητρο γιά τό βάθος καί τήν ένταση τής ωμότη­τας καί καταστροφικότητας. Ή Ιδέα αύτή έκφράστηκε μέ μεγάλη ένάργεια Από τό Ρώσο συγγραφέα ’Ισαάκ Μπα- μπέλ. ’Αναφέρει δτι Ενας μαχητής στό ρωσικό έμφύλιο πό­λεμο, 6 όποιος μόλις είχε μαχαιρώσει Ενα πρώην Αφεντικό, είπε τοΰτα τά λόγια: «Μέ τή σφαίρα —θά τό θέσω Ετσι— μέ τή σφαίρα άπλούστατα τόν ξεφορτώνεσαι τό φιλαράκο... Μέ τή σφαίρα ποτέ δέ φτάνεις ώς τήν ψυχή, γιά νά δεις ποΰ βρίσκεται μέσα σ’ Εναν άνθρωπο, καί σάν τί μοιάζει. Έγώ δμως δέ δίνω δεκάρα γιά τόν έαυτό μου καί πολλές φορές πάλαιψα μέ Εναν έχθρό πάνω άπό μιά ώρα. Βλέπεις, θέλω νά καταφέρω νά μάθω τί είναι πραγματικά ή ζωή, μέ τ( μοιάζει ή ζωή στό δικό μας δρόμο».1

'Ωστόσο, μολονότι δ σαδισμός καί ή καταστροφικότητα ύ-

1. Ίοαάκ Μπαμπέλ: «Ή ζωή καί οί περιπέτειες τοΟ Ματθαίου Πα- βλιαένχο», «Διαλεχτά άφηγήματα», έχίοοη καί μετάφραση Οΰώλτερ Μάριοον (Νέα Ύόρκη, Criterion Books, Inc., 1956), ο. 106.

216

ποκινοΰνται άπό τήν έπιθυμία νά παραβιάσουμε τό μυστικό τοΰ ανθρώπου, ό τρόπος αυτός ποτέ δέν όδηγεΐ στό έπιθυ- μητό τέρμα. Κάνοντας τό γείτονά μου νά υποφέρει, μεγα­λώνω τήν απόσταση άνάμεσα σ’ αυτόν κα'ι σέ μένα, ώς τό σημείο δπου δέν είναι πιά δυνατή καμιά γνώση. Ό σαδι- σμός και ή καταστροφικότητα είναι διαστρεβλωμένες, άπελ- πισμένες και τραγικές προσπάθειες γνωριμίας τοΰ άνθρώ­που.*

Τό πρόβλημα τής γνώσης τοϋ άνθρώπου είναι παράλλη­λο μέ τό θεολογικό πρόβλημα τής γνώσης τοϋ θεοΰ. *Η άρ- νητική θεολογία Εχει σάν αξίωμα δτι δέν είναι δυνατό νά κάνω καμιά θετική δήλωση σχετικά μέ τό θεό. Ή μόνη γνώση μας σχετικά μέ τό θεό είναι δ,τι δέν είναι ό θεός. "Οπως λέει δ Μαϊμονίδης, δσο περισσότερο γνωρίζω δ,τι δέν είναι ό θεός, τόσο περισσότερα μαθαίνω γιά το θεό. “Η δπως είπε ό Μάγιστρος Έχαρτ «Στό μεταξΰ 6 άνθρωπος δέν μπορεΐ νά γνωρίζει τί είναι ό θεός, άκόμα και αν μπο­ρεΐ νά Εχει τέλεια γνώση σχετικά μέ τό τί δέν είναι ό θεός». Μιά συνέπεια τής άρνητικής θεολογίας αύτοΰ τοΰ είδους είναι ό μυστικισμός. νΑν δέν μπορώ νά Εχω πλήρη γνώση γιά τό θεό νοητικά, δν ή θεολογία είναι στήν καλύ­τερη περίπτωση άρνητική, στή θετική γνώση σχετικά μέ τό θεό μποροΰμε νά φτάσουμε μόνο μέ τήν πράξη τής ένό- τητας μέ τό θεό.

'Ερμηνεύοντας τήν άρχή αύτή στό πεδίο τής άνθρώπι- νης ψυχής, θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά μιά «άρνητι­κή ψυχολογία», καί άκόμη νά ποΰμε δτι ή πλήρης γνώση τού άνθρώπου νοητικά είναι δυνατή, και δτι ή πλήρης

2. Στά παιδιά βλίπουμε συχνά τό δρόμο αΰτόν πρός τή γνώση έν- τελώς ξεκάθαρα, καί οά μέρος τής όμαλής έπιθυμίας τοΟ παιδιοΟ νά προσανατολιστεί σ’ ϊναν κόσμο φυσικής πραγματικότητας. Τό παιδί Απομονώνει κάτι καί τό σπάζει γ ιά νά μάθει τί είναι. ’Απομονώνει Ινα ζώο, κομματιάζει μέ ώμότητα τά φτερά μι&ς πεταλούδας γιά νά τή γνωρίσει, γ ιά νά παραβιάσει τό μυστικό της. Ή έμφανής αύτή ώ­μότητα ΟποκινεΙται άπό κάτι βαθύτερο: τήν έπιθυμία νά γίνει γνωστό τό μυστικό τών πραγμάτων καί τής ζωής.

217

«γνώση» μπορεΐ νά λάβει χώρα μόνο στήν πράξη τής άγά- πης. "Οπως 6 μυστικισμός είναι λογική συνέπεια τής Αρνη­τικής θεολογίας, ή αγάπη είναι λογική συνέπεια τής αρνη­τικής ψυχολογίας. Δηλώνοντας τούς περιορισμούς τής ψυ­χολογίας, υποδεικνύουμε τόν κίνδυνο πού Απορρέει άπό τήν αγνοια τών περιορισμών αυτών. 'Ο σύγχρονος άνθρωπος εΤ­ναι μοναχικός, (ροδισμένος καί έλάχιστα Ικανός για αγά­πη. Θέλει νά βρίσκεται πιό κοντά μέ τό γείτονά του, ωστό­σο είναι χωρίς καμιά συνάφεια καί σέ μεγάλη άπόσταση άπ’ αυτόν, Ιτσι δέ βρίσκεται κοντά του. 01 περιθωριακοί δε­σμοί του μέ τό γείτονά του είναι πολλαπλοί καί τηρούνται εύκολα, ώστόσο δύσκολα μποροΰμε νά ποΰμε πώς υπάρχει μιά «κεντρική συνάφεια», ή συνάφεια ποϋ συνδέει πυρήνα με πυρήνα. Στις άναζητήσεις του σχετικά μέ τήν προσέγ­γιση, τοΰ χρειάζεται ή γνώση. Στις άναζητήσεις του στόν το­μέα τής γνώσης βρίσκει τήν ψυχολογία. Ή ψυχολογία γίνε­ται υποκατάστατο τής αγάπης, τής οικειότητας, τής ένότητας μέ τούς δλλους καί μέ τόν έαυτό μας. Γίνεται περισσότερο καταφύγιο γιά τό μοναχικό, άλλοτριωμένο άνθρωπο, παρά βήμα πρός τήν πράξη τής ένότητας.

Ό ρόλος αύτός τής ψυχολογίας, σάν υποκατάστατο, γί­νεται καταφανής στό φαινόμενο τής δημοτικότητας πού I- χει άποκτήσει ή ψυχανάλυση. Ή ψυχανάλυση μπορεΐ νά μας δώσει πολύ μεγάλη βοήθεια, νά καταπολεμήσουμε τις παρατα­ξικές παραμορφώσεις πού υπάρχουν μέσα μας καί σχετικά μέ τό συνάνθρωπό μας. Μπορεΐ νά καταπολεμήσει τή μιά ψευδαί­σθηση μετά τήν αλλη, κι Ιτσι ν’ απελευθερώσει τό δρόμο γιά τήν άποφασιστική πράξη πού μόνο έμεΐς μποροΰμε νά έπιτελέσουμε: Τό πήδημα, «τό θάρρος τής δράσης», τήν πράξη τής υπέρτατης έκτέλεσης. 'Ο άνθρωπος, μετά τή φυ­σική γέννησή του, πρέπει νά περάσει άπό Ινα συνεχές προ­τσές γένεσης. Ή Ιξοδος άπό τή μήτρα τής μάνας του εΤ­ναι τό πρώτο στάδιο γένεσης. Ή Ιξοδος άπό τό στήθος της, τό δεύτερο, καί άπό τήν άγκαλιά της τό τρίτο. Άπό δω καί μπρός τό προτσές τής γένεσης μπορεΐ νά τερματιστεί. Τό πρόσωπο μπορεΐ νά έξελιχθεΐ σ’ Ινα κοινωνικά προσαρμο­

218

σμένο καί χρήσιμο πρόσωπο, άλλα καί νά παραμείνει άγέν- νητο μέ τήν πνευματική Εννοια. "Αν πρόκειται νά έξελιχθεΐ σ’ αύτό ποΰ είναι «δυνάμει» σάν άνθρώπινη ύπαρξη, πρέ­πει νά συνεχίσει νά γεννιέται. Πρέπει δηλαδή νά συνεχί­σει νά διαλύει τούς πρωτογενείς δεσμούς μέ τό Εδαφος κα'ι τό αίμα. Πρέπει νά προχωρεί άπ’ τή μιά πράξη διαχωρι­σμού στήν έπόμενη. Πρέπει νά έγκαταλείπει τή σιγουριά καί τ'ις αμυντικές του θέσεις και νά κάνει τό πήδημα στήν πράξη τής έκτέλεσης τοΰ ένδιαφέροντος καί τής άγάπης. Αύτό πού συμβαίνει τόσο συχνά στήν ψυχαναλυτική θερα­πεία είναι δτι υπάρχει μιά σιωπηλή συμφωνία άνάμεσα στό θεράποντα Ιατρό καί τόν ασθενή, μέ βάση τήν υπόθεση δτι ή ψυχανάλυση είναι μιά μέθοδος μέ τήν δποία μπορεΐ κα­νείς νά φτάσει στήν ευτυχία καί τήν ώριμότητα, άποφεύ- γοντας δμως τό πήδημα, τήν πράξη, τόν πόνο τοΰ χωρισμού. Μεταφέροντας τήν άναλογία τοΰ πηδήματος λίγο πιό πέ­ρα, ή κατάσταση στήν ψυχανάλυση μοιάζει πολλές φορές με τήν κατάσταση ένός άνθρώπου πού θέλει νά μάθει κολύμπι, άλλά πού νιώθει τρομοκρατημένος τή στιγμή πού πρέπει νά πηδήσει στό νερό καί νά άποκτήσει πίστη στήν Ικανότητα νά πλέει. Στέκεται στό χείλος τής πισίνας καί άκούει προ­σεκτικά νά τοΰ έξηγεΐ 6 δάσκαλός του τις κινήσεις που πρέ­πει νά κάμει. Αύτό είναι καλο καί αναγκαίο. "Αν δμως τόν βλέπουμε νά συνεχίζει νά μιλεΐ καί νά άκούει καί πάλι νά μι- λεί, Ιχουμε τήν υποψία δτι ή προσοχή πού δίνει, καθώς καί ή συζήτηση, Ιχουν ύποκαταστήσει τήν πράξη που φοβάται νά έκτελέσει. Κανένα μέγεθος ή βάθος ψυχολογικής διείσδυ­σης δέν μπορεΐ νά πάρει ποτέ τή θέση τής πράξης, τής έν- τολής, τοΰ πηδήματος. Ή ψυχολογική διείσδυση μπορεΐ νά όδηγήσει στήν πράξη, νά τήν προπαρασκευάσει, νά τήν κάνει δυνατή, — καί αύτό είναι τό κανονικό λειτούργημα τοΰ ψυ­χαναλυτικού Εργου. Δέ θά πρέπει, δμως, σέ καμιά περίπτω­ση νά άποτελέσει υποκατάστατο γιά τήν υπεύθυνη πράξη τής έκτέλεσης, μιά πράξη πού χωρίς αύτή καμιά πραγματική άλ­λαγή δέν μπορεΐ νά πραγματοποιηθεί σέ μιά άνθρώπινη ύ­παρξη.

219

"Αν ή ψυχανάλυση γίνει νοητή μ’ αυτή τήν έννοια, θά πρέπει νά έκπληρωθεΐ κα'ι Ινας άλλος δρος. Ό ψυχαναλυτής πρέπει νά ξεπεράσει τήν αλλοτρίωση άπό τόν έαυτό του καί άπό τούς συνανθρώπους του, που κυριαρχεί στό σύγχρονο άνθρωπο. "Οπως τόνισα πρωτύτερα, ό σύγχρονος άνθρωπος νιώθει τόν έαυτό του σάν π ρ ά γ μ α , σά μιά ένσωμάτω- ση ένεργειών που πρέπει νά έπενδυθοΰν μέ κέρδος στήν ό- γορά. Νιώθει τό συνάδελφό του σάν πράγμα, πού πρέπει νά χρησιμοποιηθεί γιά τήν έπωφελή άνταλλαγή. Ή σύγχρονη ψυχολογία, ψυχιατρική καί ψυχανάλυση έχουν έμπλακεί σ’ αύτό τό καθολικό προτσές άλλοτρίωσης. Ό άσθενής θεωρεί­ται σάν πράγμα, σάν άθροισμά πολλών μερών. Μερικά άπό τά μέρη αύτά είναι έλαττωματικά καί πρέπει νά έπιδιορθω- Οοΰν, δπως χρειάζονται έπιδιόρθωση καί τά μέρη ένός αυ­τοκινήτου. 'Τπάρχει Ινα έλάττωμα έδώ, Ινα έλάττωμα έκεΐ, πού τά λέμε συμπτώματα, καί δ ψυχίατρος θεωρεί άποστολή του νά έπιδιορθώσει ή νά τοποθετήσει σωστά αύτά τά διάφο­ρα έλαττώματα. Δέ βλέπει τόν ασθενή σά μιά συνολική ένιαία όλότητα, πού μπορεΐ νά γίνει άπόλυτα κατανοητή μόνο μέ τήν πράξη τής όλόπλευρης ουνάφειας καί έμπάθειας. Γιά νά έκπληρώσει ή ψυχανάλυση τις πραγματικές της δυνατότητες, ό ψυχαναλυτής πρέπει νά ξεπεράσει τήν άλλοτρίωσή του, νά ελθει σέ συνάφεια μέ τόν ασθενή άπό πυρήνα σέ πυρήνα, καί σ* αύτή τή συνάφεια νά άνοίξει τό δρόμο γιά τήν αύθόρμητη έμπειρία τοϋ άσθενή, καί Ιτσι γιά τήν «κατανόηση* τοΰ έαυ- τοΰ του. Δέν πρέπει νά βλέπει τόν άσθενή σάν άντικείμενό, ή άκόμη μόνο σά «συμμετέχοντα παρατηρητή». Πρέπει νά γί­νει Ινα μαζί του καί ταυτόχρονα νά διατηρήσει τήν άτομικό- τητα καί άντικειμενικότητά του, ετσι πού νά μπορεΐ νά δια­τυπώσει αύτό πού νιώθει σ’ αύτή τήν πράξη ένότητας. Ή τελική κατανόηση δέν μπορεΐ νά έκφραστεΐ όλοκληρωτικά μέ λόγια. Δέν είναι μιά «έρμηνεία» πού περιγράφει τόν ασθενή σάν άντικείμενό μέ διάφορα έλαττώματα, καί έξηγεΐ τή γέ­νεση τους, άλλά είναι μιά σύλληψη ένόρασης. Συμβαίνει πρώ­τα στόν ψυχαναλυτή καί στή συνέχεια, αν ή ψυχανάλυση πα­ρουσιάσει έπιτυχία, στόν άσθενή. Ή σύλληψη αύτή είναι ξα­

220

φνική. Είναι μιά ένορατική πράξη πού μπορεΐ νά προετοι­μαστεί άπό πολλές διορατικές ένέργεΐ£ς τοΰ έγκεφάλου, πο­τέ δμως δέν μπορεΐ ν’ άντικατασταθεΐ απ’ αύτές. Ά ν έξελι- χθεΐ ή ψυχανάλυση πρός αύτή τήν κατεύθυνση, υπάρχουν ά­κόμη άνεξάντλητες δυνατότητες μετασχηματισμού τοΰ αν­θρώπου καί, πνευματικής άλλαγής. Ά ν έξακολουθήσει νά παραμένει μπλεγμένη στήν κοινωνικά διαμορφούμενη ανε­πάρκεια τής αλλοτρίωσης, μπορεΐ νά θεραπεύσει αύτή ή τήν άλλη ανεπάρκεια (έλάττωμα), αλλά δέ θά είναι παρά Ινα α­κόμη δργανο γιά νά γίνει ό άνθρωπος πιό αύτοματοποιημέ- νος καί πιό προσαρμοσμένος σέ μιά αλλοτριωμένη κοινωνία.

221

Π Ρ Ο Φ Η Τ Ι Κ Η Ε Ν Ν Ο Ι Α

Τ Η Σ Ε Ι Ρ Η Ν Η Σ

’Ακόμα κα'ι αν ειρήνη σήμαινε μόνο τήν άπουσία πολέμου, μίσους, σφαγής καί παραφροσύνης, ή πραγματοποίησή της θά Επρεπε νά συγκαταλέγεται άνάμεσα στούς υψηλότερους σκοπούς πού μπορεΐ νά θέσει ό άνθρωπος στόν έαυτό του. "Αν δμως θελήσει κανείς νά κατανοήσει τήν ε t δ ι κ ή π ρ ο φ η τ ι κ ή Εννοια τής εΙρήνης, θά πρέπει νά κάνει αρκετά βήματα παραπέρα καί νά αναγνωρίσει δτι ή προφητι­κή Εννοια τής ειρήνης δέν μπορεΐ νά όριστεΐ σάν άπουσία πολέμου, άλλά πώς είναι μιά πνευματική καί φιλοσοφική έν­νοια. Βασίζεται στήν προφητική Ιδέα τοΰ άνθρώπου, τής ι­στορίας καί τής σωτηρίας. Έ χει τις ρίζες της στό μύθο τής δημιουργίας τοΰ άνθρώπου καί τής άνυπακοής του στό θεό, δπως άναφέρεται στό Βιβλίο τής Γένεσης, καί φτάνει στό ά- ποκορύφωμά της με τήν Εννοια τοϋ μεσσιανικού χρόνου.

Π ρίν άπό τήν πτώση τοΰ Άδάμ, πριν δηλαδή δ άνθρωπος αποκτήσει λογικό καί τήν Επίγνωση τοΰ έαυτοΰ του, ζοΰσε σέ πλήρη αρμονία μέ τή φύση. «Ήσαν καί οί δύο γυμνοί, ό Άδάμ καί ή γυνή αΰτοΰ καί δέν ήσχύνοντο». Ήταν χωρισμέ­νοι δ Ενας άπό τόν αλλο, άλλά δέν είχαν έπίγνωση αύτής τής κατάστασης. Ή πρώτη πράξη άνυπακοής, που άποτελεΐ Ε­πίσης καί τήν άπαρχή τής άνθρώπινης έλευθερίας, «άνοίγει τά μάτια του», δ άνθρωπος γνωρίζει νά κρίνει τό καλό καί τό κακό, Εχει έπίγνωση τοΰ έαυτοΰ του καί τοΰ συνανθρώ­που του. “Ετσι άρχισε ή άνθρώπινη Ιστορία. Τόν άνθρωπο, δμως, τόν καταράστηκε δ θεός γιά τήν άνυπακοή του.1 Ποιά είναι ή κατάρα; Ή Εχθρα καί δ άγώνας άρχισαν νά Επικρα­τούν άνάμεσα στόν άνθρωπο καί τό ζώο. («Καί Εχθραν θέ­λω στήσει άναμέσον σοΰ [τό έρπετό] καί τής γυναικός καί άναμέσον τοΰ σπέρματός σου καί τοΰ σπέρματος αυτής’ αυ­τό θέλει σοΰ συντρίψει τήν κεφαλήν καί σύ θέλεις κεντήσει

1. Ή λέξη «Αμάρτημα» Βέν κάνβι τήν έμφάνισή της ατό χιίμβνο τής Βίβλου.

15. Τό δόγμα τοΟ ΧριατοΟ 225

τήν πτέρναν αύτοΰ»), άνάμεσα στόν άνθρωπο κα'ι τό έδαφος («κατηραμένη νά είναι ή γή έξ αίτιας σου’ μέ λύπας θέλεις τρώγει τούς καρπούς αυτής πάσας τάς ήμέρας τής ζωής σου' καί άκάνθας καί τριβόλους θέλει βλαστάνει είς σέ' καί θέ­λεις τρώγει τό χόρτον τοΰ άγροΰ’ έν τφ Ιδρώτι τοΰ προσώ­που σου θέλεις τρώγει τόν άρτον σου, έωσοΰ έπιστρέψης είς τήν γην»), άνάμεσα στόν αντρα καί τή γυναίκα («καί πρός τόν ανδρα σου θέλει είσθαι ή έπιθυμία σου, καί αυτός θέλει σέ έξουσιάζει»), άνάμεσα στή γυναίκα καί τή φυσική της άποστολή («μέ λύπας θέλεις γεννά τέκνα»). Ή αρχική, ή προατομική αρμονία άντικαταστάθηκε μέ τή σύγκρουση καί τόν άγώνα.

Ό άνθρωπος πρέπει νά νιώθει τόν έαυτό του σάν ξένο στόν κόσμο, άποξενωμένο άπό τόν έαυτό του καί τή φύση, γιά νά είναι Ικανός νά γίνει καί πάλι ?να μέ τόν έαυτό του, μέ τό συνάνθρωπό του καί μέ τή φύση. Πρέπει νά νιώθει τό χάσμα άνάμεσα στόν έαυτό του σάν υποκείμενο καί τόν κόσμο σάν άντικείμενο σάν τήν προϋπόθεση γιά νά ξεπερά- σει αύτό τό χάσμα. Ή πρώτη του αμαρτία, ή άνυπακοή, εί­ναι ή πρώτη πράξη έλευθερίας. ’Αποτελεΐ τήν άπαρχή τής άνθρώπινης Ιστορίας. Ό άνθρωπος αναπτύσσει, έξελίσσεται καί προβάλλει στό προσκήνιο. ’Αναπτύσσει τή λογική του καί τήν Ικανότητά του ν’ αγαπά. Δημιουργεί τόν έαυτό του στήν ιστορική έξέλιξη πού άρχισε μέ τήν πρώτη του πράξη έλευ­θερίας, πού ήταν ή έλευθερία άνυπακοής, νά λέει «δχι».

Ποιός είναι, σύμφωνα μέ τήν Παλαιά Διαθήκη, ό ρόλος τοΰ θεοΰ στήν Ιστορική αύτή έξέλιξη; Πρώτο, καί τό ση­μαντικότερο, 6 θεός δέν έπεμβαίνει στήν Ιστορία τοΰ άνθρώ- που μέ μιά πράξη χάρης, δέν άλλάζει τή (ρύση τοΰ άνθρώ- που, δέν άλλάζει τήν καρδιά του. Έδώ βρίσκεται ή βασική διαφορά άνάμεσα στήν προφητική καί τή χριστιανική έννοια τής σωτηρίας. Ό άνθρωπος είναι διεφθαρμένος, γιατί άπο- ξενώθηκε καί δέν ξεπέρασε αύτή τήν άποξένωση. Ή «δια­φθορά», δμως, αύτή βρίσκεται στήν ίδια τή φύση τής άν­θρώπινης ύπαρξης, καί είναι 6 ίδιος άνθρωπος, δχι ό θεός, πού μπορεΐ νά παραμερίσει αύτή τήν άποξένωση, πραγμα­

226

τοποιώντας μιά νέα αρμονία.Ό ρόλος τοΰ θεοΰ στήν Ιστορία, σύμφωνα μέ τό πνεΰμα

τής Παλαιός Διαθήκης, περιορίζεται στό νά στείλει τούς α­πεσταλμένους του, τους προφήτες πού 1) δείχνουν στόν άν­θρωπο Ινα νέο πνευματικό σκοπό, 2) δείχνουν στόν άνθρωπο τις λύσεις άνάμεσα σ’ αυτό πού πρέπει νά διαλέξει καί 3) διαμαρτύρονται ένάντια σέ δλες τις πράξεις καί στάσεις μέ τις όποιες ό άνθρωπος χάνει τόν έαυτό του καί τό δρόμο τής σωτηρίας. Πάντως, δ άνθρωπος είναι έλεύθερος νά δράσει. Αυτός θά αποφασίσει. ’Αντιμετωπίζει τήν έκλογή άνάμεσα στήν εύλογία καί τήν κατάρα, τή ζωή καί τό θάνατο. Ό θεός έλπίζει πώς θά διαλέξει τή ζωή, άλλά δ θεός δέ σώζει τόν άνθρωπο μέ μιά πράξη χάρης.

Ή άρχή αύτή έκφράζεται πιό καθαρά στήν Ικθεση σχε­τικά μέ τή στάση τοΰ θεοΰ, δταν οί 'Εβραίοι ζήτησαν άπό τόν Σαμουήλ νά τούς δώσει Ινα βασιλιά.

*0θεν συνηθροίσθησαν πάντες οΐ πρεσβύτεροι τοϋ ’Ισ­ραήλ, καί ήλθον πρός τόν Σαμουήλ είς Ραμά, καί εί- πον πρός αύτόν: «’Ιδού, σύ έγήρασας, καί ot υίοί σου δέν περιπατοϋσιν είς τάς όδούς σου' κατάστησον λοι­πόν είς ήμάς βασιλέα διά νά κρίνη ή μάς, καθώς ?χου- σι πάντα τά Εθνη».

Τό πράγμα δμως δέν ήρεσεν είς τόν Σαμουήλ, δτι είπον, Δός είς ήμάς βασιλέα διά νά κρίνη ήμάς. Καί έδεήθη 6 Σαμουήλ πρός Κύριον. Καί είπεν δ Κύριος πρός τόν Σαμουήλ: «Άκουσον τής φωνής τοΟ λαοϋ, κατά πάντα δσα λέγουσι πρός σέ* διότι δέν άπέβαλόν σε, άλλ’ έμέ άπέβαλόν άπό τοΟ νά βασιλεύσω έπ’ αυ­τούς- Κατά πάντα τά ίργα τά δποϊα ίπραξαν, άφ’ ής ήμέρας άνεβίβασα αότούς έξ Αίγύπτου έως τής ήμέ- ρας ταύτης, έγκαταλειπόντες με, καί λατρεύσαντες άλ­λους θεούς, οδτω κάμνουσι καί πρός σέ' τώρα λοιπόν άκουσον τής φωνής αύτών’ πλήν διαμαρτυρήθητι παρ­ρησία πρός αύτούς, καί δείξον είς αότούς τόν τρόπον τοϋ βασιλέως δστις θέλει βασιλεύσει έπ’ αύτούς*. Καί

227

έλάλησεν δ Σαμουήλ πάντας τους λόγους ιοΟ Κυρίου πρός τόν λαόν, τόν ζητοΰντα παρ’ αύτοΟ βασιλέα' καί εϊπεν: «Οδτος θέλει είσθαι δ τρόπος τοϋ βασιλέως δσ- τις θέλει βασιλεύσει έφ’ ύμάς. Τους υίούς ύμών θέλει λαμβάνει, χαΐ διορίζει είς έαυτόν, διά τάς άμάξας αύτοΟ, χαΐ διά ιππείς αύτοδ, καί διά νά προτρέχωσι τών άμαξών αύτοΟ. Καί θέλει διορίζει είς έαυτόν χι- λιάρχους, καί πεντηκοντάρχους’ καί είς τό vi έργά- ζωνται τή γήν αύτοΟ, xal vi θερίζωσι τόν θερισμόν αυτοΟ, xal vi χατασκευάζωσι τ ί πολεμικά αύτοϋ σκεύη καί τήν σκευήν τών άμαξών αύτοΟ. Καί τάς θυγατέρας σας θέλει λαμβάνει, διά μυρεψούς, καί μα­γείρισσας καί Αρτοποιούς' χαΐ τούς άγρούς σας χαΐ τούς άμπελώνας σας, χαΐ τούς έλαιώνας σας, τούς κα­λυτέρους, θέλει λάβει χαΐ δώσει είς τούς δούλους αύ­τοΟ. Καί τό δέχατον τών σπαρτών σας, χαΐ τών άμπε- λώνων σας θέλει λαμβάνει, χαΐ δίδει εις τούς ευνού­χους αύτοϋ καί είς τούς δούλους αύτοϋ. Καί τούς δού­λους σας χαΐ τάς δούλας σας, χαΐ τούς καλυτέρους νέ­ους σας, καί τούς δνους σας, θέλει λαμβάνει καί διο­ρίζει εις τάς έργασίας αύτοϋ. Τά ποίμνιά σας θέλει δεχατίζει* χαΐ σείς θέλετε εϊσθαι δοΟλοι αύτοϋ. Καί θέλετε βο& έν έκείν^ τή ήμέρ$ Ινεκα τοϋ βασιλέως σας τόν δποΐον σείς έκλέξατε είς έαυτοός' άλλ’ δ κύ­ριος δέν θέλει σάς έπακούσει έν ixeivig τή ήμέρ ι̂».

Ό λαός δμως δέν ήθέλησε vi ύπακούση είς τήν φω­νήν τοϋ Σαμουήλ' καί είπον: «Ούχί- άλλά βασιλεύς θέλει είσθαι έφ’ ήμάς' διά vi ήμεθα καί ήμείς ώς πάν­τα τά ίθνη* καί νά xpivig ήμάς δ βασιλεύς ήμών, καί νά έξέρχηται ϊμπροσθεν ήμών, καί νά μάχηται τάς μάχας ήμών».

Καί ήκουσεν δ Σαμουήλ πάντας τούς λόγους τοϋ λαοϋ, καί άνέφερεν αύτούς εις τά ώτα τοΟ Κυρίου. Καί εϊπεν δ Κύριος πρός τόν Σαμουήλ: «Άκουσον τής φωνής αύτών, xal κατάστησον αύτούς βασιλέα». Καί εϊπεν δ Σαμουήλ πρός τούς άνδρας τοϋ ’Ισραήλ:

228

«Υπάγετε Ικαστος είς τήν πόλιν αύτοϋ». (Σα­μουήλ 8:4).

Τό μόνο πού μποροΰσε νά κάνει ό Σαμουήλ ήταν νά «ά- κούσει τή φωνή τους», νά διαμαρτυρηθεΐ, κα'ι νά τούς δείξει τίς συνέπειες τής πράξης τους. Ά ν παρ’ δλα αύτά, ό λαός αποφάσιζε πώς ήθελε βασιλιά, ήταν δική του ή απόφαση καί είχε τήν ευθύνη. Ή αρχή αύτή φαίνεται πιό καθαρά στό βι­βλικό μύθο γιά τήν απελευθέρωση άπό τήν Αίγυπτο. Ό θεός δείχνει στόν Μωυσή πώς νά κάνει μερικά θαύματα. Τά θαύ­ματα αυτά ούσιαστικά δέ διαφέρουν άπό τά θαύματα πού μποροΰν νά κάνουν οί Αιγύπτιοι μάγοι. Τό μόνο νόημα που έχουν είναι νά δώσουν στόν Μωυσή κύρος, στά μάτια τοΰ Φαραώ καί τοΰ λαοΰ. Π ρόκειται γιά παραχωρήσεις πρός τόν Μωυσή έξαιτίας τοΰ φόβου του πώς ό λαός του δέ θά κατα­λάβει τό καθαρό μήνυμα πού προέρχεται άπό Ενα δίχως δνο- μα θεό. 'Ωστόσο, στό ουσιαστικό σημείο, τό νά γίνει ό λαός— ή δ Φαραώ — Ιτοιμος γιά τήν έλευθερία, ό θεός δέν έ- πεμβαίνει καθόλου. Ό Φαραώ παραμένει δπως είναι. Καί έ­τσι γίνεται χειρότερος — ή καρδιά του «σκληραίνει». Οϊ!τε καί οΐ Εβραίοι αλλάζουν. Ξανά καί ξανά προσπαθούν νά ξε- φύγουν άπό τήν έλευθερία γιά νά ξαναγυρίσουν στήν αιγυ­πτιακή σκλαβιά καί ασφάλεια. Ό θεός δέν αλλαξε τήν καρ­διά τους, ουτε αλλαξε τήν καρδιά τοΰ Φαραώ. Αφήνει τόν άνθρωπο μόνο — τόν αφήνει νά πλάσει δ ίδιος τήν Ιστορία του, τόν αφήνει νά επεξεργαστεί μόνος του τή σωτηρία του.

Ή πρώτη πράξη έλευθερίας τοΰ ανθρώπου είναι μιά πρά­ξη ανυπακοής. Μέ τήν πράξη του αύτή ξεπερνά τήν αρχική του ταύτιση μέ τή φύση, αποκτά έπίγνωση τοΰ έαυτοΰ του καί τοΰ γείτονά του καί τής αποξένωσής τους. Στήν Ιστορι­κή του πορεία, ό άνθρωπος δημιουργεί τόν έαυτό του. ’Ανα­πτύσσεται σχετικά μέ τήν αυτογνωσία, τήν άγάπη, τή δικαιο­σύνη, καί δταν θά έχει πετύχει τό σκοπό τής πλήρους σύλλη­ψης τοΰ κόσμου μέ τή δύναμη πού έχει ή λογική καί ή άγά­πη, τότε θά έχει γίνει καί πάλι Ινα μαζί του, θά έχει ξεπλύ­νει τό άρχικό «αμάρτημα», θά έχει έπιστρέψει στόν Παρά­

229

δεισο, άλλά σέ Ινα νέο έπίπεδο άνθρώπινης έξατομίκευσης καί άνεξαρτησίας. Μολονότι ό άνθρωπος εχει «άμαρτήσει» μέ τήν πράξη άνυπακοής, τό αμάρτημά του δικαιολογείται στήν Ιστορική έξέλιξη. Δέ διαφθείρεται ή ουσία του, άλλα αύτό άκριβώς τό αμάρτημα είναι ή άπαρχή ένός διαλεκτικού προτσές πού τελειώνει μέ τήν αύτοδημιουργία καί αύτοσωτη- ρία του.

Αύτή ή όλοκλήρωση τής αύτοδημιουργίας του, τό τέλος τής Ιστορίας τοΰ άγώνα καί τής σύγκρουσης καί ή άπαρχή μιάς νέας ιστορίας αρμονία; και ένότητα;, καλείται «μεσσια­νικός χρόνος», «τό πλήρωμα τοΰ χρόνου», κλπ. Ό Μεσσίας δέν είναι σωτήρας. Δέν εχει σταλεί άπό τό Θεό γιά νά σώσει τό λαό ή νά μεταβάλει τή διεφθαρμένη ούσία του. Ό Μεσ­σίας είναι Ινα σύμβολο τής έπιτυχίας τοΰ Ιδιου τοΰ άνθρώ­που. "Οταν ό άνθρωπος κατορθώσει νά πραγματοποιήσει τήν ένότητα, δταν είναι Ετοιμος, τότε θά έμφανιστεΐ ό Μεσσίας. Ό Μεσσίας δέν είναι ό Τίός τοΰ Θεοΰ περισσότερο άπ’ δσο κάθε άνθρωπος είναι παιδί τοΰ θεοΰ: είναι ό χρισμένος βα­σιλιάς .πού άντιπροσωπεύει τή νέα έποχή τής Ιστορίας.

Ή προφητική άποψη τοΰ μεσσιανικού χρόνου είναι ή ά­ποψη τής άρμονίας άνάμεσα σέ άνθρωπο καί άνθρωπο, άνά­μεσα σέ άντρα καί γυναίκα, άνάμεσα στόν άνθρωπο καί τή φύση. Ή νέα άρμονία είναι διαφορετική άπό τήν αρμονία τοΰ Παράδεισου. Καί μπορεΐ νά τήν πετύχει δ άνθρωπος μόνο δν άναπτυχθεϊ όλόπλευρα για νά γίνει πραγματικά άνθρώπι- νος, μόνο άν είναι ικανός νά αγαπάει, άν γνωρίζει τήν άλή- θεια καί φέρεται μέ δικαιοσύνη, άν άναπτύσσει τή δύναμη τής λογικής του σέ σημείο πού νά τόν άπελευθερώνει άπό τή δου­λεία τοΰ άνθρώπου καί άπ’ τή δουλεία τών παράλογων πα­θών.

01 προφητικές περιγραφές είναι γεμάτε; μέ σύμβολα τής Ιδέας τής νέας άρμονίας. Ή γή καρποφορεί καί πάλι. Τά σπαθιά γίνονται άροτρα, τό λιοντάρι καί τό άρνί ζοΰν μαζί μέ εΙρήνη, δέν υπάρχουν πιά πόλεμοι, όλόκληρη ή Ανθρωπό­τητα θά ένωθεΐ στήν άλήθεια καί τήν αγάπη.

Ή εΙρήνη μέ τό προφητικό της δραμα είναι μιά άποψη

230

τοΰ μεσσιανικού χρόνου. "Οταν ό άνθρωπος ξεπεράσει τό χάσμα, ποΰ τόν χωρίζει άπό τούς συνανθρώπους του καί ά­πό τή φύση, τότε πραγματικά βρίσκεται σέ εΙρήνη μέ κεί­νους άπό τοΰς όποιους Εχει άποχωριστεΐ. Για νά εχει ειρήνη, 6 άνθρωπος πρέπει νά βρει τήν «έξιλέωση». Ή ειρήνη είναι τό άποτέλεσμα ένός μετασχηματισμού τοΰ άνθρώπου, στόν ό­ποιο ή ένότητα αντικαθιστά τήν άλλοτρίωση. Έτσι ή Ιδέα τής εΙρήνης, μέ τήν προφητική της απσψη, δέν μπορεΐ νά διαχωριστεί άπό τήν ιδέα τής πραγματοποίησης τοΰ έξαν- θρωπισμοΰ τοΰ άτόμου. Ή εϊρήνη είναι κάτι περισσότερο ά­πό μιά κατάσταση χωρίς πόλεμο. Είναι ή αρμονία καί ή έ­νότητα άνάμεσα στοΰς άνθρώπους, είναι τό ξεπέρασμα τοΰ διαχωρισμού καί τής άλλοτρίωσης.

Ή προφητική Εννοια τής ειρήνης ξεπερνά τόν τομέα τών άνθρώπινων σχέσεων. Ή νέα αρμονία είναι έπίσης αρμονία άνάμεσα στόν άνθρωπο καί τή φύση. Ή εϊρήνη άνάμεσα στόν άνθρωπο καί τή φύση είναι α ρ μ ο ν ί α άνάμεσά τους. *0 άνθρωπος καί ή φύση δέν είναι πιά χωρισμένοι, 6 άνθρω­πος δέν άπειλεΐται άπό τή φύση καί είναι άποφασισμένος νά κυριαρχήσει πάνω της: γίνεται φυσικός καί ή φύση γίνεται άνθρώπινη. Αύτός καί ή φύση παύουν νά είναι έχθροί καί γίνονται Ινα. *0 άνθρωπος βρίσκεται σπίτι του στό φυσικό κόσμο, καί ή φύση γίνεται τμήμα τοΰ ανθρώπινου κόσμου. Αύτή είναι ή εϊρήνη μέ τήν προφητική Εννοια. (Ή έβραϊκή λέξη γιά τήν εϊρήνη, σ α λ ώ μ, πού μπορεΐ καλύτερα νά μεταφραστεί ώς «πληρότητα», δδηγεΐ πρός τήν ίδια κατεύ­θυνση).

Ή Εννοια τοΰ μεσσιανικού χρόνου καί τής μεσσιανικής ει­ρήνης παρουσιάζει φυσικά διαφορές άπό τή μιά προφητική πηγή στήν αλλη. Σκοπός μας δέν είναι έδώ νά προχωρήσου­με στίς λεπτομέρειες τών διαφορών αυτών, θά άρκοΰσε ίσως νά δείξουμε, μέ λίγα χαρακτηριστικά παραδείγματα, τις διά­φορες άπόψεις τοΰ μεσσιανικοΰ χρόνου έφόσο συνδέεται μέ τήν Ιδέα τής εΙρήνης.

Ή Ιδέα τοΰ μεσσιανικοΰ χρόνου σάν κατάσταση συμφιλίω­σης τοϋ άνθρώπου μέ τή φύση καί τόν τερματισμό κάθε κα-

231

ταστροφικότητας, περιγράφεται μέ τοΰτα τά λόγια άπό τόν Ήσαΐα:

Καί 6 λύκος θέλει συγκατοικεί μετά τοΟ άρνίου, καί ή λεοπάρδαλις θέλει άναπαύεσθαι μετά τοΟ έρι- φίου- καί δ μόσχο; καί 6 σκύμνος καί τά σιτευτά δ- μοΟ, καί μικρδν παιδίον θέλει δδηγεΓ αύτά.

Καί ή δάμαλις καί ή άρκτος θέλουσι συμβόσκε- σθαι, τά τέκνα αύτών θέλουσι άναπαύεσθαι δμοΰ καί δ λέων θέλει τρώγει άχυρον καθώς δ βοϋς.

Καί τδ θηλάζον παιδίον θέλει παίζει είς τήν τρύ­παν τής άσπίδος, καί τδ άπογαλακτισμένον παιδίον θέλει βάλλει τήν χείραν αύτοΰ είς τήν φωλεάν τοΰ βασιλίσκου.

Δέν θέλουσι κακοποιεί, ουδέ φθείρει έν δλφ τψ άγίψ μου δρει' διότι ή γή θέλει είσθαι πλήρης τής γνώσεως τοΟ Κυρίου, καθώς τά δδατα σκεπάζουτ. τήν θάλασσαν. (Ήσαίας ΙΑ : 6 - 9).

Ή Ιδέα τής νέας αρμονίας τοΰ ανθρώπου μέ τή φύση στό μεσσιανικό χρόνο σημαίνει δχι μόνο τό τέλος τής πάλης τοΰ ανθρώπου ένάντια στή φύση, άλλα έπίσης καί δτι ή (ρύση δέ θά άποσύρει τόν έαυτό της άπό τόν άνθρωπο — θά γίνει μιά πανάγαθη, τροφός μητέρα. Ή φύση μέσα στόν άνθρωπο θά πάψει νά είναι ακρωτηριασμένη, καί ή φύση έξω άπό τόν άνθρωπο θά πάψει νά είναι στείρα. "Οπως άναφέρει ό Ή- σαΐας:

Τότε οί δφθαλμοί τών τυφλών θέλουσι ν άνοιχθή καί τά ώτα τών κωφών θέλουσιν άκούσει.

Τότε δ κωφδς θέλει πηδά ώς Ιλαφος καί ή γλώσ­σα τοΟ μογιλάλου θέλει ψάλλει' διότι έν τή έρήμψ θέλουσιν άναβλύσει δδατα καί ρεύματα έν τή έρημία.

Καί ή ξηρά γή θέλει κατασταθή λίμνη καί ή δι- ψώσα γή πηγαΐ δδατος" έν τή κατοικία τών άθώων, δπου έκοίτοντο, θέλει είσθαι χλόη μετά καλάμων καί

232

σπάρτων.Καί έχει θέλει είσθε λεωφόρος καί όδός καί θέλει

όνομασθή, 'Οδός άγία’ 6 άκάθαρτος δέν θέλει περά- σει δι’ αύτής άλλά θέλει είσθαι δι’ αυτούς' 6 όδεύων καί ο[ μωροί δέν θέλουσι πλανάσθαι.

Λέων δέν θέλει είσθαι έκεΐ καί θηρίον άρπακχικόν δέν θέλει άναβή έκεΓ δέν θέλει εύρεθί] έκεΓ άλλά οί λελυτρωμένοι θέλουσι περίπατε! έκεΐ.

Καί οΕ λελυτρωμένοι τοΟ Κυρίου θέλουσιν έπιατρέ- ψει καί έλθει έν άλαλαγμφ είς τήν Σιών* καί ευφρο­σύνη αιώνιος θέλει είσθαι έπί κεφαλής αυτών- άγαλ- λίασιν καί εύφροσύνην θέλουσιν άπολαύσει- ή λύπη δέ καί δ στεναγμός θέλουσι φύγει. (Ήσαίας 35: 5 - 10).

"Η δπως τό θέτει δ δεύτερος Ήσαίας:

’Ιδού, έγώ θέλω κάμει νέον πράγμα- χώρα θέλει άνατείλει' δέν θέλετε γνωρίσει αύτό; θέλω βεβαίως κά­μει όδόν έν έρήμψ, ποταμούς έν τή άνύδρφ.

Τά θηρία τοϋ άγροϋ θέλουσιν μέ δοξάσει, οί θώες καί οί στρουθοκάμηλοι* διότι δίδω δδατα είς τήν έρη­μον, ποταμούς είς τήν άνυδρον, διά νά ποτίσω τόν λα­όν μου, τόν έκλεκτόν μου. (Ήσαίας 43:19-20).

Ή ίδέα μιάς νέας ένότητας άνάμεσα σέ δνθρωπο καί δν- θρωπο, δπου θά έξαφανιστοΰν ή αποξένωση καί ή καταστρο- φικότητα έκφράζονται άπό τόν Μιχαία:

Καί θέλει κρίνει άναμέσον λαών πολλών καί θέλει έλέγχει έθνη ισχυρά, έως είς μακράν" καί θέλουσι σφυρηλατήσει τάς μαχαίρας αύτών διά ύνία καί τα; λόγχας αύτών διά δρέπαν* δέν θέλει σηκώσει μάχαι- ραν έθνος έναντίον έθνους ούδέ θέλουσι μάθει πλέον τόν πόλεμον.

Καί θέλουσι κάθησθαι έκαστος ύπό τήν άμπελον αυ­τού καί ύπό τήν συκήν αύτοΰ, καί δέν θέλει ύπάρχει ό

233

έκφοβών. Διότι τό στόμα τοΟ Κυρίου τών δυνάμεων I- λάλησεν.

Διότι πάντες ot λαοί θέλουσι περιπατεϊ έκαστος έν τψ όνόματι τοϋ θεοϋ αύτοϋ' ήμεΐς δέ θέλομεν περίπα­τε! έν τψ όνόματι Κυρίου τοϋ θεοϋ ήμών είς τόν αι­ώνα καί ε!; τόν αιώνα. (Μιχαίας 4 :3 -5 ) .

Σύμφωνα με τή μεσσιανική Εννοια, ό άνθρωπος δέ θά πά- ψει μόνο νά καταστρέφει τόν άνθρωπο, θά ξεπεράσει τήν έμπειρία τοΰ χωρισμοΰ άνάμεσα στά εθνη. Μόλις θά κατορ­θώσει δ άνθρωπος νά γίνει δλότελα άνθρώπινος, ό ξένος παύει νά είναι ξένος, καί δ άνθρωπος θά πάψει νά είναι ξέ­νος στόν έαυτό του. Ή αυταπάτη τής διαφοράς άνάμεσα στά Ιθνη θά έξαφανιστεί. Δέ θά υπάρχουν πια έκλεκτοι λαοί. "Οπως άναφέρει δ Άμως:

«Δέν είσθε είς έμέ ώς υιοί Αίθιόπων, σείς οΐ Ισ ­ραήλ;» λέγει Κύριος. «Δέν άνεβίβασα τόν 'Ισραήλ έκ τής Αίγυπτου, καί τούς Φιλισταίους άπό Καφθόρ, καί τούς Συρίους άπό Κίρ;» (’Αμώς 9:7).

Ή Ιδια Ιδέα πώς δλα τά Ιθνη τά άγαπά τό Ιδιο δ θεός κα'ι πώς δέν υπάρχει πιό άγαπητός υΙός έκφράζεται περίφημα α­πό τόν Ήσαΐα:

Έν έκείνη τή ήμέρφ θέλει είσθε όδός μεγάλη άπό τής Αίγυπτου πρός τήν ’Ασσυρίαν' καί οί Άσσύριοι θέλουσιν έλθεϊ είς τήν Αίγυπτον, καί οί Αιγύπτιοι είς τήν ’Ασσυρίαν καί ο£ ΑΙγύπτιοι μετά τών ’Ασσυριών θέλουσι δουλεύσει είς τόν Κύριον.

Έν έκείνtq τή ήμέρ<£ δ ’Ισραήλ θέλει είσθε ό τρί­τος μετά τοΰ Αιγυπτίου καί μετά τοϋ Άσσυρίου' εύ- λογία έν μέσψ τής γής θέλει είσθε' διότι δ Κύριος τών δυνάμεων θέλει εύλογήσει αύτούς, λέγων, εύλογημένη ή Αίγυπτος δ λαός μου, καί ή ’Ασσυρία τό ϊργον τών

234

χειρών μου, καί 6 ’Ισραήλ ή κληρονομιά μου. (Ή- σαίας 19:23-24).

Συνοψίζοντας, ή προφητική Ιδέα τής εΙρήνης άποτελεΐ μέ­ρος τοΰ συνόλου τής Ιστορικής κα'ι θρησκευτικής αντίληψης τών προφητών, που Αποκορυφώνεται στήν Ιδέα τους γιά τό μεσσιανικό χρόνο. Ή εΙρήνη άνάμεσα σέ άνθρωπο και άν­θρωπο, καί άνάμεσα στόν άνθρωπο καί τή φύση είναι κάτι περισσότερο άπό άπουσία πάλης. Είναι ή πραγματοποίηση τής άληθινής αρμονίας καί ένότητας, είναι ή έμπειρία τής ένότητας μέ τόν κόσμο καί μέ τό έσωτερικό έγώ μας. Είναι τό τέλος τής άλλοτρίωσης καί ή έπιστροφή τοΰ άνθρώπου στόν έαυτό του.

235

Στή σειρά ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ - ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ δ έκδοτικός μας οίκο; παρουσιάζει τά έξης Ιργα τοΰ

Γ Ι Α Ν Η Κ Ο Ρ Δ Α Τ Ο Υ

Φ 'Ιστορία τής ’Αρχαίας 'Ελληνικής Φιλοσοφίας Φ ’Αρχαίες θρησκείες καί χριστιανισμός Φ 'Ιστορία τοΰ 'Ελληνικοΰ ’Εργατικοΰ Κινήματος Φ Ιστορία τοΰ Γλωσσικοΰ μας Ζητήματος φ Ή Παλαιά Διαθήκη στό φώς τής κριτικής Φ 'Ιστορία τοΰ αγροτικού κινήματος στήν 'Ελλάδα Φ Τ’ ’Αμπελάκια κι’ ό Μύθος για τόν συνεταιρισμό

τουςΦ ’Ακμή καί παρακμή τοΰ Βυζαντίου Φ ’Αρχαία τραγωδία καί κωμωδία Φ Δημοτικισμός καί λογιωτατισμός Φ Τά τελευταία χρόνια τής Βυζαντινής Αυτοκρατο­

ρίας

Άπό τόν έκδοτικό μας οίκο κυκλοφορούν στή σειρά ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΊΑ - ΨΤΧΟΛΟΓΙΑ το Ιργα τοϋ Έ ριχ Φρόμ:

• ΨΤΧΑΝΑΛΤΣΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

• Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΤ Φ ΡΟ Τ ΝΤ

• Η ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ

• ΘΑ ΕΙΣΤΕ ΣΑ ΘΕΟΙ

Α Γ Α Π Η

Τέσσερις κορυφαίοι ψυχολόγοι καί φιλόσοφοι μέσα σ* Ενα βιβλίο μιλοϋν κι έρευνοΰν σ' δλες του τΙς μορφές τό πρόβλημα τής ’Αγάπης.

ΑΝΤΛΕΡ — ΜΑΡΚΟΤΖΕ — ΚΡΙΣΝΑΜΟΤΡΤΙ— ΦΡΟΜ: ΑΓΑΠΗ.

"Ενα βιβλίο που θά ένθουσιάσει. Κυκλοφόρησε άπό τόν Εκδοτικό μας Οίκο στή σειρά ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟ- ΓΙΑ - ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ.