55
Το ειδικό νομικό καθεστώς του Αγίου Όρους είναι κατοχυρωμένο τόσο υπό το ισχύον Σ (αρ. 105 Σ.) όσο και από το κοινοτικό δίκαιο. Το «άβατο» στις γυναίκες, ανέκαθεν ισχύον στο Άγιο Όρος, αποσκοπεί στην προστασία της μοναχικής ειρήνης και την ανεμπόδιστη λατρευτική ζωή της μοναστικής κοινότητας. Είναι η ποινική προστασία του σύμφωνη με τα αρ. 13 και 17 του Συντάγματος που προστατεύουν την θρησκευτική ελευθερία και την ιδιοκτησία; ΝΑΙ. Είναι σύμφωνο το «άβατο» με τα διεθνή κείμενα; ΝΑΙ. Οι αρμόδιες εισαγγελικές αρχές οφείλουν να εποπτεύουν για την τήρηση και εφαρμογή των ποινικών διατάξεων που προστατεύουν το άβατο του Αγίου Όρους. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΥΠΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του Αγίου Όρους και, ιδίως, λόγω του ότι η ισχύουσα ρύθμιση περιλαμβάνει και ποινική κύρωση στην περίπτωση παραβίασης του "άβατου", ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου απηύθυνε προς τον κύριο Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και την κυρία Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκιδικής εγκύκλιο για να τους εκθέσει την άποψή του επί του θέματος, θεωρώντας τους ως τους αρμόδιους κατά τόπο Εισαγγελικούς Λειτουργούς. Ποιές διατάξεις επικαλείται ο Εισαγγελέας του ΑΠ; 1. Κατά το αρ.105 §§1, 2 και 3 του Συντάγματος του 1975, όπως ισχύει και μετά τις αναθεωρήσεις του 1986 και του 2001 (α) Το Άγιο Όρος είναι, συμφωνά με το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του, αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού Κράτους, που από πνευματική άποψη διατελεί υπό την άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου (β) Μεταξύ των είκοσι Ιερών Μονών του είναι κατανεμημένη ολόκληρη η χερσόνησος του Άθω, το έδαφος της οποίας είναι αναπαλλοτρίωτο (γ) Ο λεπτομερής καθορισμός των αγιορείτικων καθεστώτων και του τρόπου λειτουργίας τους γίνεται από τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, τον οποίο, με σύμπραξη του αντιπροσώπου του Κράτους, συντάσσουν και ψηφίζουν οι είκοσι Ιερές Μονές και τον επικυρώνουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Βουλή των Ελλήνων .

105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

  • Upload
    others

  • View
    1

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Το ειδικό νομικό καθεστώς του Αγίου Όρους είναι κατοχυρωμένο τόσο υπό το ισχύον Σ

(αρ. 105 Σ.) όσο και από το κοινοτικό δίκαιο. Το «άβατο» στις γυναίκες, ανέκαθεν ισχύον στο

Άγιο Όρος, αποσκοπεί στην προστασία της μοναχικής ειρήνης και την ανεμπόδιστη

λατρευτική ζωή της μοναστικής κοινότητας. Είναι η ποινική προστασία του σύμφωνη με τα

αρ. 13 και 17 του Συντάγματος που προστατεύουν την θρησκευτική ελευθερία και την

ιδιοκτησία; ΝΑΙ. Είναι σύμφωνο το «άβατο» με τα διεθνή κείμενα; ΝΑΙ. Οι αρμόδιες

εισαγγελικές αρχές οφείλουν να εποπτεύουν για την τήρηση και εφαρμογή των ποινικών

διατάξεων που προστατεύουν το άβατο του Αγίου Όρους.

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003

Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του Αγίου Όρους και, ιδίως, λόγω

του ότι η ισχύουσα ρύθμιση περιλαμβάνει και ποινική κύρωση στην περίπτωση παραβίασης του

"άβατου", ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου απηύθυνε προς τον κύριο Εισαγγελέα Εφετών

Θεσσαλονίκης και την κυρία Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκιδικής εγκύκλιο για να τους εκθέσει την

άποψή του επί του θέματος, θεωρώντας τους ως τους αρμόδιους κατά τόπο Εισαγγελικούς

Λειτουργούς.

Ποιές διατάξεις επικαλείται ο Εισαγγελέας του ΑΠ;

1. Κατά το αρ.105 §§1, 2 και 3 του Συντάγματος του 1975, όπως ισχύει και μετά τις αναθεωρήσεις

του 1986 και του 2001

(α) Το Άγιο Όρος είναι, συμφωνά με το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του, αυτοδιοίκητο τμήμα του

Ελληνικού Κράτους, που από πνευματική άποψη διατελεί υπό την άμεση δικαιοδοσία του

Οικουμενικού Πατριαρχείου

(β) Μεταξύ των είκοσι Ιερών Μονών του είναι κατανεμημένη ολόκληρη η χερσόνησος του Άθω, το

έδαφος της οποίας είναι αναπαλλοτρίωτο

(γ) Ο λεπτομερής καθορισμός των αγιορείτικων καθεστώτων και του τρόπου λειτουργίας τους γίνεται

από τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, τον οποίο, με σύμπραξη του αντιπροσώπου του

Κράτους, συντάσσουν και ψηφίζουν οι είκοσι Ιερές Μονές και τον επικυρώνουν το Οικουμενικό

Πατριαρχείο και η Βουλή των Ελλήνων.

Page 2: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Σημειωτέον, ότι το άρθρο 105 του Συντάγματος του 1975 αποτελεί επανάληψη των πανομοιότυπων

διατάξεων των άρθρων 109-112 του Συντάγματος του 1927 και του (ενιαίου) άρθρου 103 του

Συντάγματος του 1952.

2. Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους, ο οποίος συντάχτηκε και ψηφίστηκε τον

Μάιο του 1924 και ύστερα από έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου κυρώθηκε με το ν.δ. της

10/16.9.1926: (α) "πλην των είκοσι Κυριάρχων Ιερών Μονών ουδενί απολύτως επιτρέπεται δικαίωμα

ιδιοκτησίας εν Αγίω Ορει" (άρθρο 2) (β) "εκποίησις κτημάτων εντός του Αγίου Ορους επ' ουδενί λόγω

επιτρέπεται", πλην ανταλλαγής (άρθρο 100). (γ) "η εις την χερσόνησον του Αγίου Όρους είσοδος των

θηλέων κατά τα ανέκαθεν κρατούντα απαγορεύεται" (άρθρο 186). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του

άρθρου 43β του πιο πάνω κυρωτικού νομοθετικού διατάγματος που προστέθηκε με το ν.δ.623/1953

"η παράβασις του άρθρου 186 του Καταστατικού Χάρτου επισύρει την ποινή φυλακίσεως δύο μηνών

μέχρις ενός έτους"1.

3. Στην Τελική Πράξη της Συνθήκης Προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες έχει

προσαρτηθεί Κοινή Δήλωση, σύμφωνα με την οποία: "αναγνωρίζοντας ότι το ειδικό καθεστώς το

οποίο έχει παραχωρηθεί στο Άγιο Όρος όπως τούτο είναι εγγυημένο από το άρθρο 105 του

Ελληνικού Συντάγματος δικαιολογείται αποκλειστικά για λόγους πνευματικούς και θρησκευτικούς η

Κοινότης θα μεριμνήσει ώστε να ληφθούν υπόψη οι λόγοι αυτοί κατά την εφαρμογή και την περαιτέρω

επεξεργασία των διατάξεων του κοινοτικού δίκαιου ιδίως όσον αφορά τις τελωνειακές και φορολογικές

απαλλαγές καθώς και το δικαίωμα εγκαταστάσεως".

4. Σύμφωνα δε με την Τελική Πράξη για τη Συνθήκη του Άμστερνταμ υιοθετείται και προσαρτάται σ'

αυτή δήλωση, κατά την οποία: "η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται και δεν προδικάζει το σύμφωνα με το

εθνικό δίκαιο καθεστώς των εκκλησιών και των θρησκευτικών ενώσεων ή κοινοτήτων στα κράτη μέλη".

Σχετικά με τη δήλωση αυτή, η Ελλάδα προέβη σε δήλωση, σύμφωνα με την οποία "η Ελλάδα

υπενθυμίζει την κοινή δήλωση για το Άγιο Όρος που έχει προσαρτηθεί στην Τελική Πράξη της

Συνθήκης Προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες". Η τελευταία αυτή δήλωση της

Ελλάδας ελήφθη υπό σημείωση και προσαρτήθηκε στην Τελική Πράξη για τη Συνθήκη του

Άμστερνταμ.

Το ειδικό νομικό καθεστώς του Αγίου Όρους2 είναι κατοχυρωμένο από το άρθρο 105 Σ, οι κανόνες

του οποίου ισχύουν πανομοιότυπα συνεχώς από το 1927 μέχρι σήμερα, χωρίς ποτέ να τεθεί θέμα

αναθεώρησης τους. Και βεβαίως αυτή η κατοχύρωση αφορά και το "άβατον" στη χερσόνησο του

1 βλ. τις διατάξεις αυτές σε Ιωάννη Κονιδάρη Θεμελιώδεις Διατάξεις Σχέσεων Κράτους - Εκκλησίας σελ 285 επ.. ιδίως σελ 299, 301, 327, 350. 2 βλ. Αν. Χριστοφιλοπούλου Ελληνικών Εκκλησιαστικόν Δίκαιον τεύχ. Γ’ 1956. παρ. 68 σελ. 82 επ.

Page 3: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Άθω, σύμφωνα με το άρθρο 186 του Καταστατικού Χάρτη3. Η διατήρηση αυτή του ειδικού καθεστώτος

του Αγίου Όρους είναι μία επί μέρους εκδήλωση της ανταπόδοσης της προσφοράς της Ορθόδοξης

Εκκλησίας και των Ιερών Μονών προς το ελληνικό έθνος και το νεότερο ελληνικό κράτος, κάτι που

αναγνωρίζεται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς4.

Κανονιστικό, άρα δεσμευτικό, περιεχόμενο της δήλωσης που προσαρτάται στην πράξη προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΚ, καθώς και της δήλωσης που προσαρτάται στην Πράξη για τη Συνθήκη του Άμστερνταμ:

Η ως άνω κοινή δήλωση, που προσαρτάται στην Πράξη προσχώρησης της Ελλάδας στην

Ευρωπαϊκή Κοινότητα και αναφέρεται στο ειδικό καθεστώς του Αγίου Όρους, έχουσα σαφή

κανονιστικό χαρακτήρα δεσμεύει τόσο την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και όλα τα κράτη μέλη της που

αρχικά την υπέγραψαν ή την αποδέχτηκαν προκειμένου να ενταχθούν στην Κοινότητα και υποχρεώνει

κράτη μέλη και Κοινότητα να σέβονται το δίκαιο που προσδιορίζει το ειδικό καθεστώς του Αγίου

Όρους, αφού η κοινή δήλωση αποτελεί ένα περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού

δικαίου σε σχέση με το ειδικό καθεστώς του Αγίου Όρους 5 Τον ίδιο κανονιστικό χαρακτήρα έχει

και η δήλωση που προσαρτάται στην Πράξη για τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και αναφέρεται στο

καθεστώς των εκκλησιών και των θρησκευτικών ενώσεων ή κοινοτήτων, όπως περαιτέρω

διευκρινίζεται με την ειδική για το καθεστώς του Αγίου Όρους δήλωση της Ελλάδας.

Επομένως και από πλευράς κοινοτικού δικαίου είναι απολύτως κατοχυρωμένο το ειδικό

καθεστώς του Αγίου Όρους και το «άβατο» σε αυτό σύμφωνα με το άρθρο 186 του Καταστατικού του

Χάρτη.

Το "άβατον" 6 που ανέκαθεν ισχύει στο Άγιο Όρος7, εμπεριέχεται στα συνταγματικό

κατοχυρωμένα προνόμια του Αγίου Όρους8 και αποσκοπεί , όπως και η προβλεπόμενη ποινική

3 βλ. Θεμ Τσάτσου «Μελέται Συνταγματικού Δικαίου», σελ 90: "η διατήρησις (ενός) θεσμού επί μακρόν εφαρμοζομένου και ανταποκρινόμενου προς τα ηθικά λαού τίνος συναισθήματα δεν αποτελεί αναχρονισμόν, αλλά τουναντίον απόδειξιν ότι ο λαός ούτος έχει βαθείαν την συνείδησιν της ιστορικής ενότητας του ηθικού του κόσμου". 4 βλ. απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου της 9.12.1994 στην υπόθεση les Saints Monasteres c. Grece. 5 βλ. D.Evrigenis Reflexions theoriques sur la Declaration Commune relative au Mont Athos, στον τόμο Mount Athos and the European Community του Institute for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 13 επ.. 6 βλ. Ιω. Κονιδάρη Περίγραμμα του δικαίου των ορθοδόξων μονών στην ελληνική επικράτεια, ΝοΒ 1992 σελ. 982 επ., ιδίως σελ. 991. 7 βλ. Χαρ. Παπαστάθη «Η ειδική νομική μεταχείριση των Αγιορειτών», Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 40 επ., Στ. Κοτσιάνου «Το άβατον του Αγίου Όρους», Αρμενόπουλος 1954 σελ. 724 επ. 8 βλ. Χαρ Παπαστάθη «Το άβατο του Αγίου Όρους στις γυναίκες», Αρμενόπουλος 1979 σελ. 80 επ.

Page 4: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

κύρωση της παραβίασης του, στην προστασία της μοναχικής ειρήνης και στην ανεμπόδιστη

λατρευτική ζωή της μοναστικής κοινότητας 9. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικό-

τητας του ν.δ. 2623/195310 . Αντιθέτως, τόσο η καθιέρωση και η διατήρηση του "άβατου' όσο και η

ποινική προστασία του είναι σύμφωνες με τις διατάξεις των αρ.13 και 17 του Συντάγματος που

προστατεύουν τη θρησκευτική ελευθερία και την ιδιοκτησία αντίστοιχα. Εν προκειμένω, πρόκειται για

τη θρησκευτική ελευθερία των μοναχών των εγκαταβιούντων στο Άγιο Όρος, που έχουν

δικαίωμα στη μοναχική ειρήνη και την ανεμπόδιστη λατρευτική ζωή, και για την (αποκλειστική)

ιδιοκτησία των είκοσι Ιερών Μονών επί της εκτάσεως της χερσονήσου του Άθω11 που

δικαιούνται να ασκούν το δικαίωμα κυριότητας τους ακωλύτως (άρθρο 1000 ΑΚ.)12.

Τα δικαιώματα αυτά των μοναχών και των Ιερών Μονών προστατεύονται από τα αρ. 9

της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αρ.1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

αυτής της Σύμβασης και αρ.18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα13 .

Και στην Κοινή Δήλωση που προσαρτάται στην Πράξη προσχώρησης της Ελλάδας, η

Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα κράτη μέλη της αναγνωρίζουν ότι το ειδικό καθεστώς του Αγίου

Όρους "δικαιολογείται αποκλειστικά για λόγους πνευματικούς και θρησκευτικούς",

παραπέμποντας έτσι στις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου για

τη θρησκευτική ελευθερία, που (και αυτές) σε κάθε περίπτωση έχουν εφαρμογή ως γενικές αρχές του

κοινοτικού δικαίου [άρθρο 6 παρ. 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση]. Είναι προφανές ότι η

Ευρωπαϊκή Κοινότητα υπέγραψε μία κοινή δήλωση που αφορά το Άγιο Όρος, στην οποία

αναγνωρίζει το ειδικό καθεστώς του και τους λόγους που το υπαγόρευσαν και το καθιέρωσαν, γιατί

"σήμερα το Άγιο Όρος είναι ένας από τους σπάνιους τόπους του κόσμου που εμπνέει και αποτελεί

αντικείμενο νοσταλγίας και γενικού θαυμασμού"14.

Ενόψει όλων των ανωτέρω δεν τίθεται κανένα θέμα αντισυνταγματικότητας των αρ. 186

του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους και 43β του κυρωτικού του ν.δ., που προστέθηκε με

το ν.δ. 2623/1953, και συνεπώς οι αρμόδιες Εισαγγελικές Αρχές οφείλουν να εποπτεύουν για

την χωρίς καμία εξαίρεση τήρηση και εφαρμογή των κανόνων τούτων του δικαίου μας.

Λασκαράτου Ιωάννα

9 βλ. Γεωργ. Πουλή «Το άβατο του Αγίου Όρους και η ποινικοποίηση της παραβίασης του», Επιστημονική Επετηρίδα Αρμενόπουλου 1981 σελ. 169 επ. 10βλ. Χαρ. Παπαστάθη στον Αρμενόπουλο 1979 σελ 80 επ. 11βλ. Ιω. Κονιδάρη «Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου», Αθήνα 2000, σελ. 256. 12 πρβλ. Απ. Γεωργιάδη «Εμπράγματο Δίκαιο Ι» παρ. 28 σελ. 263 επ. 13βλ. Αν. Μαρίνου «Η απαγόρευση εισόδου γυναικών στο Άγιον Όρος», ανάτυπον 1980. 14 βλ. Bartholomaios Archodonts ‘‘L' esprit oecumenique de l' Orthodoxie’’, στον τόμο Mount Athos and the European Community του Institute for Balkan Studies σελ 85επ.

Page 5: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

ΑΠ13/2003

Η χορήγηση ενός ποσοστού (0,1‰) επί των συνολικώς πραγματοποιούμενων

δαπανών του τακτικού κρατικού προϋπολογισμού, δικαιούχοι του οποίου είναι μόνο οι

δημοσιονομικοί υπάλληλοι και οι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάλληλοι του Γενικού

Λογιστηρίου του Κράτους (και όχι οι υπάλληλοι που υπηρετούν με απόσπαση ή με άλλο

τρόπο σε υπηρεσίες του Γ.Λ.Κ.), συνιστά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας

και της ειδικότερης εκδήλωσής της, δηλ. της ίσης αμοιβής για παρεχόμενη ίση ποσοτικά και

ποιοτικά εργασία;

Μετά από την άσκηση αγωγής στο Μονομελές Πρωτοδικείο Άμφισσας, εκδόθηκε

απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση. Η απόφαση του Εφετείου

Αθηνών αναιρεσιβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, για εσφαλμένη ερμηνεία των

διατάξεων των αρ.4§1 και 22§1 εδ.β’ Σ. Η αίτηση αναιρέσεως εισήχθη στο Β2 Πολιτικό Τμήμα,

με απόφαση του οποίου ο μοναδικός λόγος αναίρεσης παραπέμφθηκε στην Τακτική

Ολομέλεια του ΑΠ, ως γενικότερου ενδιαφέροντος.

Νομική βάση: Από τις διατάξεις των αρ.4§1 και 22§1 εδ.β’Σ συνάγεται ότι επιβάλλεται στο νομοθέτη

η θέσπιση ίσης αμοιβής για όλους τους εργαζόμενους, ανεξαρτήτως φύλου ή οποιασδήποτε

άλλης διακρίσεως, εφόσον παρέχουν την ίδια ποιοτικά και ποσοτικά εργασία και εφόσον

εργάζονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και με τα ίδια προσόντα.

Κατά γενική αρχή του υπαλληλικού δικαίου και σύμφωνα με τις διατάξεις των

αρ.145επ. του Υπαλληλικού Κώδικα (π.δ.611/1977), οι αποσπώμενοι σε άλλη υπηρεσία του

ίδιου εργοδότη δημόσιοι υπάλληλοι εξακολουθούν οργανικά να ανήκουν στην υπηρεσία από

την οποία αποσπάσθηκαν και δεν διακόπτεται με την απόσπαση ο δεσμός με την υπηρεσία.

Άρα και μετά την απόσπασή του ο υπάλληλος εξακολουθεί να ανήκει στην κατηγορία που

ανήκε και πριν την απόσπαση.

Κατ’ εξουσιοδότηση του αρ.27§38 του Ν.2166/1993 εκδόθηκε απόφαση του Υπ.

Οικονομικών, κατά την οποία δικαιούχοι του προβλεπομένου από την ως άνω διάταξη

ποσοστού 0,1‰ επί των συνολικά πραγματοποιουμένων δαπανών του τακτικού κρατικού

προϋπολογισμού είναι όλοι οι δημοσιονομικοί υπάλληλοι, καθώς και όλοι οι με σχέση

εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάλληλοι του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Δεν δικαιούνται το ποσό αυτό υπάλληλοι άλλων υπηρεσιών που υπηρετούν με απόσπαση ή με

οποιοδήποτε άλλο τρόπο σε υπηρεσίες του Γ.Λ.Κ., καθώς και κάποιες άλλες κατηγορίες

υπαλλήλων που απαριθμούνται στο νόμο.

Page 6: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Τι δέχθηκε το Εφετείο; Ο αναιρεσίβλητος προσελήφθη από το Ελληνικό Δημόσιο με σύμβαση εργασίας

ιδιωτικού δικαίου αόριστης διάρκειας, ως υπάλληλος της Νομαρχιακής Επιτροπής Λαϊκής

Επιμορφώσεως του Νομού Φωκίδος, η οποία τότε υπαγόταν στο Υπουργείο Πολιτισμού και

από το 1991 και εφεξής στο Υπουργείο Παιδείας . Με απόφαση του Νομάρχη Φωκίδος

αποσπάσθηκε στην Υπηρεσία Εντελλομένων Εξόδων της Νομαρχίας Φωκίδος, η οποία

αποτελεί υπηρεσία του Γ.Λ.Κ. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω

Υπουργικής αποφάσεως, δυνάμει της οποίας δεν είναι δικαιούχοι του προβλεπόμενου

ποσοστού επί των πραγματοποιουμένων δαπανών του τακτικού κρατικού προϋπολογισμού οι

αποσπώμενοι από υπηρεσία του Δημοσίου στην υπηρεσία του Γ.Λ.Κ. υπάλληλοι, δεν

χορήγησε στον αναιρεσίβλητο υπάλληλο το ποσό αυτό.

Το Εφετείο έκρινε αντισυνταγματική την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ως

προσκρούουσα στην συνταγματική αρχή της ίσης αμοιβής των εργαζομένων για παρεχόμενη

εργασία ίσης αξίας, η οποία συνιστά ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής της ισότητας.

Τι έκρινε ο ΑΠ; Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, ο αποκλεισμός από τη χορήγηση του εν λόγω

ποσοστού επί των πραγματοποιουμένων δαπανών του τακτικού κρατικού προϋπολογισμού

των αποσπασμένων από διαφορετική υπηρεσία του Δημοσίου στην υπηρεσία του Γ.Λ.Κ.

υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου δεν αποτελεί παραβίαση της συνταγματικής

αρχής ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης άξιας, διότι η έλλειψη οργανικού δεσμού με

την υπηρεσία, στους υπαλλήλους της οποίας παρέχεται το ως άνω ποσοστό, ενέχει παροχή

εργασίας υπό διαφορετικές ουσιωδώς συνθήκες15.

Διατακτικό: Κρίνοντας το Εφετείο ότι η εξαίρεση του αναιρεσιβλήτου από την επίδικη παροχή

προσκρούει στις διατάξεις των αρ.4§1 και 22§1 εδ.β’ Σ, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου

αυτές διατάξεις, αφού για την εφαρμογή της ισότητας αμοιβής δεν αρκεί η παροχή εργασίας

ποιοτικώς και ποσοτικώς ίσης προς εκείνη του ευνοηθέντος με την παροχή, αλλά απαιτείται η

εργασία να παρέχεται υπό τις ουσιωδώς ίδιες συνθήκες, περίπτωση που δεν συντρέχει, εν

προκειμένω, αφού ο εξαιρούμενος εργάζεται σε υπηρεσία του Γ.Λ.Κ. με απόσπαση από άλλη

δημόσια υπηρεσία.

Για τους λόγους αυτούς αναιρεί την απόφαση του Εφετείου Αθηνών και απορρίπτει τη

αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου.

15 Πρβ. και Ολομ.ΑΠ.3/1997

Page 7: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Μειοψηφία: Διαφορετική υπήρξε η γνώμη 9 εκ των μελών του Δικαστηρίου, κατά τους οποίους δια

της ανωτέρω Υπουργικής αποφάσεως θεσπίζεται αδικαιολόγητη δυσμενής μισθολογική

διάκριση σε βάρος των αποσπασθέντων υπαλλήλων, η οποία μάλιστα δεν επιβάλλεται από

λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, ώστε να θεωρηθεί δικαιολογημένη.

Κατά την γνώμη της μειοψηφίας η Υπ. απόφαση, όπως ορθώς δέχτηκε και η

αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, προσκρούει στις διατάξεις των αρ.4§1 και 22§1

εδ.β’ Σ. Συνεπώς, το Εφετείο δεν υπέπεσε σε ουδεμία πλημμέλεια και, ως εκ τούτου, έπρεπε

να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου.

Λασκαράτου Ιωάννα

ΑΠ 72/2004

Προσβολή προσωπικότητας με απλή ή συκοφαντική δυσφήμιση ή εξύβριση.

Επέρχεται άρση του άδικου χαρακτήρα της απλής (όχι της συκοφαντικής) δυσφήμισης ή της

εξύβρισης, όταν ο προσβολέας προβαίνει στις άδικες αυτές πράξεις από δικαιολογημένο

ενδιαφέρον; Έχουν τέτοιο «δικαιολογημένο ενδιαφέρον» τα άτομα που συνδέονται άμεσα με

τη λειτουργία του τύπου για την δημοσίευση ειδήσεων σχετικά με τη συμπεριφορά προσώπων

που ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο;

Πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, και ήδη αναιρεσείων, 4ετής φοιτητής των Μ.Μ.Ε. και φίλαθλος

ποδοσφαιρικής ομάδας μετέβη στη Θεσσαλονίκη για να παρακολουθήσει αγώνα της ομάδας

του. Μετά τη λήξη του αγώνα, μαζί με άλλους 24 φιλάθλους, επέβη σε τουριστικό λεωφορείο

για να επιστρέψει στην Αθήνα. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής αρμόδιοι αστυνομικοί

σταμάτησαν το λεωφορείο, προκειμένου να διενεργήσουν έλεγχο, κατά τον οποίο

ανευρέθησαν απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες στην κατοχή ορισμένων φιλάθλων, στους

οποίους δεν συμπεριλαμβανόταν ο ενάγων. Ωστόσο, οι αστυνομικοί συνέλαβαν και τους 25

φιλάθλους και τους προσήγαγαν στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ο οποίος άσκησε ποινική δίωξη

για κατοχή ναρκωτικών ουσιών και κατά των 25 φιλάθλων και τους παρέπεμψε να δικαστούν

από το αρμόδιο 3μελές Πλημμελειοδικείο κατά την διαδικασία των αυτοφώρων

πλημμελημάτων. Ο ενάγων κηρύχθηκε αθώος από το Δικαστήριο, πλην όμως σε δημοσίευμα

μεγάλης σε κυκλοφορία αθηναϊκής εφημερίδας υπήρχαν προσβλητικές αναφορές στο

Page 8: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

πρόσωπο και των 25 φιλάθλων («στο αυτόφωρο οι 25 συλληφθέντες, σύριγγες και χασίς...στα

μαλακά οι χούλιγκανς...στις αίθουσες του Τριμελούς και του αυτοφώρου Μονομελούς

Πλημμελειοδικείου Λάρισας εκτυλίχθηκε, χθες, το τρίτο ημίχρονο ενός επεισοδιακού

Σαββατοκύριακου, με δράστες οπαδούς του...στο εδώλιο του πρώτου κάθισαν 25 φίλαθλοι

του...και ο οδηγός πούλμαν που τους μετέφερε το μεσημέρι του Σαββάτου από τη

Θεσσαλονίκη...»).

Τα δημοσιεύματα αυτά ανέφεραν το αρχικό γράμμα των ονομάτων καθώς και τα

επώνυμα και των 25 φιλάθλων, δεν διευκρίνιζαν, ωστόσο, ποιοι από τους νεαρούς φιλάθλους

κηρύχθηκαν τελικά αθώοι από το Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να αιωρείται σε βάρος του

αθωωθέντος ενάγοντος η υπόνοια ότι καταδικάστηκε για κατοχή ναρκωτικών ουσιών. Για τον

λόγο αυτό ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων στράφηκε κατά α) της ιδιοκτήτριας της εφημερίδας, β) του εκδότη της εφημερίδας και γ) του δημοσιογράφου και συντάκτη του υβριστικού και

συκοφαντικού δημοσιεύματος.

Νομική βάση: Από τα αρ.57 εδ.α’, 59 εδ.α’ και 932Α.Κ. σε συνδυασμό με τα αρ.361-363 και 367Π.Κ.

συνάγεται ότι όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, νοούμενη ως το

προστατευόμενο από το Σύνταγμα (αρ.2§1) σύνολο των αξιών που απαρτίζουν την ουσία του

ανθρώπου, και ειδικότερα προσβάλλεται στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα (αρ.5§2)

τιμή ή υπόληψή του, προσβάλλεται δε με συκοφαντική δυσφήμιση ή απλή δυσφήμιση ή

εξύβριση, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο

μέλλον. Σε περίπτωση δε που η προσβολή υπήρξε και υπαίτια το δικαστήριο μπορεί,

επιπλέον, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον προσβολέα να

ικανοποιήσει την ηθική βλάβη εκείνου που έχει προσβληθεί.

Κατά τον Άρειο Πάγο: Ο άδικος χαρακτήρας προσβολής με απλή δυσφήμιση ή εξύβριση, όχι όμως με

συκοφαντική δυσφήμιση, αίρεται σε περίπτωση που ο προσβολέας προβαίνει στις

δυσφημιστικές ή υβριστικές εκδηλώσεις από δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Τέτοιο ενδιαφέρον

μπορεί να πηγάζει από την προστατευόμενη από το Σύνταγμα (αρ.14) και από την

επικυρωμένη, με το ν.δ.53/1974, ΕΣΔΑ (αρ.10) ελευθερία του τύπου, έχουν τα πρόσωπα που

άμεσα συνδέονται με την λειτουργία του τύπου για την δημοσίευση ειδήσεων και γεγονότων

σχετικά με τη συμπεριφορά προσώπων ή ομάδων προσώπων, που ενδιαφέρουν το

κοινωνικό σύνολο ή έστω και άλλους. Ο ΑΠ δέχεται ότι από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται

ότι τα πρόσωπα που συνδέονται άμεσα με την λειτουργία του τύπου δικαιούνται να

προβαίνουν σε δημοσιεύσεις που σκοπό έχουν την πληροφόρηση, ασκώντας ακόμα και οξεία

κριτική ή κάνοντας δυσμενείς χαρακτηρισμούς σε βάρος των ως άνω προσώπων ή ομάδων.

Page 9: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Τι είχε δεχθεί το Εφετείο; Το Εφετείο δέχτηκε –εσφαλμένως- ότι ήρθη ο άδικος χαρακτήρας της συκοφαντικής

δυσφημίσεως εξαιτίας της συνδρομής δικαιολογημένου δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος των

εναγομένων. Υπέπεσε, όμως, σε πλημμέλεια ως προς την ερμηνεία των ως άνω διατάξεων

του Α.Κ. και του Π.Κ. , διότι ο άδικος χαρακτήρας αίρεται μόνο στην περίπτωση απλής

δυσφήμισης ή εξύβρισης, όχι όμως στην περίπτωση συκοφαντικής δυσφήμισης, όπως εν

προκειμένω.

Διατακτικό: Ο ΑΠ αναιρεί την απόφαση του Εφετείου και παραπέμπει την υπόθεση στο δικάσαν

Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, για περαιτέρω εκδίκαση.

Λασκαράτου Ιωάννα

Αριθμός 899/2001 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α΄ Πολιτικό Τμήμα

Καθορισμός από το νόμο ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως. Σκοπό

έχει να διασφαλίσει μια ελάχιστη προστασία των πολιτών από ιδιαιτέρως έντονες, λόγω της

μεγάλης δημοσιότητας, προσβολές της τιμής και της υπολήψεώς τους. Είναι σύμφωνος

προς την επιταγή του άρθρου 2§1 Σ; Αποτελεί επέμβαση στη δικαιοδοτική εξουσία του

δικαστή ή άσκηση της παρεχόμενης από το άρθρο 26 §1 Σ εξουσίας του νομοθέτη;

Το δικαστήριο οφείλει να ερευνά μήπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την

επιδίκαση της προβλεπόμενης από το νόμο ελάχιστης χρηματικής ικανοποιήσεως

παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του

επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία απορρέει από τη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου

και έχει ήδη ρητώς καθιερωθεί στο αρ.25 §1 Σ.

Το δικαίωμα στην ελευθερία της εκφράσεως, το οποίο περιλαμβάνει και την

ελευθερία μεταδόσεως πληροφοριών, (άρθρα 10 §2 ΕΣΔΑ και 19§3 του Διεθνούς

Συμφώνου), υπόκειται, κατά την άσκησή του, σε περιορισμούς και κυρώσεις, που

προβλέπονται από το νόμο και αποσκοπούν, εκτός άλλων, στην προστασία της υπολήψεως

και των δικαιωμάτων των τρίτων.

Page 10: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Η ένδικη διαφορά εισήχθη με την αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου Ι. Ζ., διευθυντή στη

Διεύθυνση Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο

Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκε, εν συνεχεία απόφαση του ίδιου δικαστηρίου και, έπειτα από

άσκηση εφέσεως, απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση των παραπάνω

αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείοντες 1) Ε. Μ. , δημοσιογράφος και παρουσιαστής

ραδιοφωνικής εκπομπής και 2) η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Ράδιο

Θεσσαλονίκη" ιδιοκτήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού στον οποίο εργάζεται ο 1ος

αναιρεσείων .

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και δήλωσε ότι οι

αναιρεσείοντες επιφυλάσσονται του δικαιώματός τους να ασκήσουν ατομική προσφυγή

ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατ' άρθρο 34 ΕΣΔΑ, σε

περίπτωση μη αναιρέσεως της αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, δεδομένου ότι διά

της εφαρμογής του άρθρου 1 Ν.1178/81, όπως αντικαταστάθηκε με τον Ν. 2243/94,

παραβιάζονται α) το αρ.3 ΕΣΔΑ , β) το αρ.7 του ν. 2462/97(Διεθνούς Συμφώνου για τα

Ατομικά Δικαιώματα) και συγκεκριμένα της εκ των άνω άρθρων απορρεούσης αρχής της αναλογικότητας, γ) το αρ.10 ΕΣΔΑ, και συγκεκριμένα το εκ του άνω άρθρου απορρέον

δικαίωμα της ελευθεροτυπίας.

Πραγματικά περιστατικά: Τον Ιούλιο του 1993 βρέθηκαν 800 περίπου δενδρύλλια ινδικής καννάβεως σε αγρό του Δ.

Φ. Για την υπόθεση δε αυτή άρχισε αμέσως αστυνομική έρευνα, παρουσία δικαστικής

λειτουργού και ακολούθησε δίωξη κατ' αυτού. Ο πρώτος αναιρεσείων, που είναι

δημοσιογράφος, ως παρουσιαστής ραδιοφωνικής εκπομπής στο ραδιοφωνικό σταθμό της

δεύτερης αναιρεσείουσας, επιχειρήσεως με την επωνυμία "ΡΑΔΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΠΕ", η

οποία διαθέτει δικτύωση στο νομό Θεσσαλονίκης, κατά τις εκπομπές στο πλαίσιο της

πρωινής ζώνης του προγράμματος του σταθμού αυτού, στις 10, 11 και 12 Δεκεμβρίου 1993

και στις 29 Μαρτίου 1994 διέδωσε ότι ο αναιρεσίβλητος Ι. Ζ., ως διευθυντής στη Διεύθυνση

Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, "έθαψε" την υπόθεση ναρκωτικών που αφορούσε στον

προαναφερόμενο Δ. Φ., δηλαδή ότι τον κάλυψε. Ο ίδιος αναιρεσείων διέδωσε, σε πρωινή

εκπομπή του ως άνω ραδιοφωνικού σταθμού της 20 Δεκεμβρίου 1993, ότι ο αναιρεσίβλητος

προσέφερε προστασία σε ιδιοκτήτες λεσχών και νυκτερινών κέντρων έναντι αμοιβής για την

παράνομη λειτουργία τους, κατά τις εκπομπές δε αυτές χαρακτηριζόταν ο αναιρεσίβλητος με

χυδαίες λέξεις και φράσεις, όπως "ρουφιάνοι της Ασφάλειας", "το ανθρωπάκι", "Ζ., σαν

βρισιά δεν σας ακούγεται το Ζ.;", "αρπάχτρα ήταν ο

Ζ.". Οι ισχυρισμοί και οι διαδόσεις αυτές ήταν ψευδείς κατά περιστατικά που

περιείχαν, ως εκφράσεις δε ήταν δυσμενείς και εξυβριστικές για τον αναιρεσίβλητο

Page 11: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

και έλαβαν χώρα αρκετά μεταγενεστέρως από το χρόνο που φέρεται ότι προέκυψε η

υπόθεση Φ., που ήταν έκτοτε γνωστή στον πρώτο αναιρεσείοντα, ο οποίος είχε επαρκή

χρόνο για να εξακριβώσει την αλήθεια. Επέλεξε όμως ενσυνειδήτως να διαδώσει ψευδή

γεγονότα για τον αναιρεσίβλητο κατά τον ως άνω χρόνο των εκπομπών, οπότε ήταν

επικείμενη η κρίση για την υπηρεσιακή προαγωγή του, με πρόθεση να τον βλάψει

επαγγελματικώς, όπως και τον έβλαψε, εφόσον προξένησε την υπηρεσιακή

απομάκρυνσή του από τη Διεύθυνση Ασφάλειας Θεσ/νίκης, τη μη προαγωγή του και

την πρόωρη λύση της υπηρεσιακής του σχέσεως.

Τι δέχθηκε το Εφετείο; Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε,

πλην άλλων, ότι οι αναιρεσείοντες τέλεσαν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου αδικοπραξία, που

δικαιολογεί την αποκατάσταση της ζημίας του και την καταβολή χρηματικού ποσού για την

ικανοποίησή του,

λόγω ηθικής βλάβης. Δέχθηκε, επίσης, ότι ο πρώτος αναιρεσείων γνώριζε την αναλήθεια

των όσων διέδωσε για τον αναιρεσίβλητο και πίστευε πράγματι ότι είχε λάβει χώρα κάλυψη

χασισεμπόρου από τον αναιρεσίβλητο.

Νομικό πλαίσιο: 1. Κατά την §1 του άρθρου μόνου του ν.1178/1981 "ο ιδιοκτήτης παντός εντύπου

υποχρεούται εις πλήρη αποζημίωσιν δια την παράνομον περιουσιακήν ζημίαν, ως και εις

χρηματικήν ικανοποίησιν δια την ηθικήν βλάβην, αι οποίαι υπαιτίως επροξενήθησαν δια

δημοσιεύματος, θίγοντος την τιμήν ή την υπόληψιν παντός ατόμου...". Με την §2 του ίδιου

άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με την §4 του άρθρου μόνου του ν.2243/1994, ορίστηκε ότι

η κατά το αρ. 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από

πράξη που τελέστηκε δια του τύπου καθορίζεται, κατά την κρίση του δικαστή, όχι κατώτερη

από τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή χρηματικά ποσά, εκτός αν ζητήθηκε από τον

ενάγοντα μικρότερο ποσό, ανεξάρτητα από την απαίτηση προς αποζημίωση για

περιουσιακή ζημία.

2. Με το αρ.4 §10 του ν.2328/1995 "Νομικό καθεστώς της ιδιωτικής τηλεόρασης και της

τοπικής ραδιοφωνίας...", ορίστηκαν τα εξής: «Στο άρθρο μόνο του ν. 1178/1981, όπως

αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει, υπάγονται και οι τηλεοπτικοί και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί.

Στα κατά το

ν.1178/1981 "δημοσιεύματα" περιλαμβάνονται και οι τηλεοπτικές και οι ραδιοφωνικές

εκπομπές...Το κατά την §2 του άρθρου μόνου του ν.1178/1981, όπως ισχύει, ελάχιστο

ποσό χρηματικής ικανοποίησης καθορίζεται, προκειμένου για....ραδιοφωνικούς

Page 12: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

σταθμούς...που δεν διαθέτουν δικτύωση, σε είκοσι εκατομμύρια (20.000.000)

δραχμές».

Ο καθορισμός από το νόμο ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως σκοπό έχει να

διασφαλίσει μια ελάχιστη προστασία των πολιτών από ιδιαιτέρως έντονες, λόγω της

μεγάλης δημοσιότητας, προσβολές της τιμής και της υπολήψεώς τους και είναι σύμφωνος

προς την επιταγή του άρθρου 2§1 Σ, που ορίζει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας

του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Δεν αποτελεί δε

επέμβαση στη δικαιοδοτική εξουσία του δικαστή, αλλά άσκηση της παρεχόμενης από το

άρθρο 26 §1 Σ εξουσίας του νομοθέτη, ο οποίος δικαιούται, κατά τη ρύθμιση των βιοτικών

σχέσεων και τον

καθορισμό των κυρώσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμπεριφορά των

κοινωνών, να θέτει και ελάχιστα ή ανώτατα όρια, κατ' αφηρημένη αξιολόγηση, εντός των

οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου ενόψει της

συγκεκριμένης σχέσης και περίπτωσης. Ειδικότερα ο νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει α) τις προϋποθέσεις αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ποινικού ή αστικού

αδικήματος, β) τη μορφή και τη φύση της αποζημιώσεως ή της χρηματικής ικανοποιήσεως,

γ) το ελάχιστο ποσό στο οποίο αποτιμάται η προσβολή της τιμής και της υπολήψεως του

προσβληθέντος όπως ακριβώς δικαιούται, στο πεδίο του ποινικού δικαίου, να καθορίζει τα

πλαίσια των στερητικών της ελευθερίας ή των χρηματικών ποινών, μέσα στα οποία έχει

υποχρέωση να κινείται ο δικαστής. Το δικαστήριο πάντως οφείλει να ερευνά μήπως στη

συγκεκριμένη περίπτωση, με την επιδίκαση της προβλεπόμενης από το νόμο ελάχιστης

χρηματικής ικανοποιήσεως παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του

χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία απορρέει από τη

συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου και έχει ήδη ρητώς καθιερωθεί, κατά την πρόσφατη

αναθεώρηση, στο αρ.25 §1 Σ.

Επομένως το Εφετείο, που θεώρησε τις προαναφερόμενες διατάξεις ως εναρμονιζόμενες

προς το Σύνταγμα, δεν παραβίασε κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, ενώ η κρίση του ότι το

ποσό της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω της ηθικής βλάβης του αναιρεσιβλήτου ανέρχεται

σε 19.900.000 δραχμές, όσο και το αιτηθέν, δεν ενέχει παραβίαση της αρχής της

αναλογικότητας, ενόψει 1) του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, όπως αυτή

εκτέθηκε ανωτέρω, 2) της δημοσιότητας που έλαβε, 3) της ιδιότητας του αναιρεσιβλήτου και

4) της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως αυτού και του πρώτου αναιρεσείοντος.

Με την ως άνω κρίση του, το Εφετείο δεν παραβίασε τα αρ. 10 της Ευρωπαϊκής

Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών

ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα,

Page 13: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

που κυρώθηκαν, αντιστοίχως, με το ν.δ. 53/1174 και το ν.2462/1997 και απέκτησαν την

αυξημένη ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 §1Σ, διότι το δικαίωμα στην ελευθερία της

εκφράσεως, το οποίο περιλαμβάνει και την ελευθερία μεταδόσεως πληροφοριών, που

προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές, υπόκειται, κατά την άσκησή του, σύμφωνα με τις

ίδιες διατάξεις (άρθρα 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ και 19 παρ.3 του Διεθνούς Συμφώνου) σε

περιορισμούς και κυρώσεις, που προβλέπονται από το νόμο και αποσκοπούν, εκτός

άλλων, στην προστασία της υπολήψεως και των δικαιωμάτων των τρίτων.

Διατακτικό: Το Δικαστήριο απορρίπτει την ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του

Εφετείου Θεσσαλονίκης .

Λασκαράτου Ιωάννα

Αριθμός 1298/2002

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε΄ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Απαράδεκτη η άσκηση εφέσεως κατά Βουλ/τος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών από

τους πολιτικώς ενάγοντες. Αποτελεί παράβαση του αρ.20§1Σ ή του Διεθνούς Συμφώνου για

τα ατομικά-πολιτικά δικαιώματα; Όχι, εν προκειμένω, διότι οι παραβιασθείσες διατάξεις του

Ποινικού Κώδικα έχουν τεθεί χάριν του γενικού δημοσίου συμφέροντος και, ως εκ τούτου, δεν

θεμελιώνεται -υπέρ των έμμεσα θιγομένων ιδιωτών- προστατευόμενο από τις ίδιες διατάξεις

ιδιωτικό και άμεσο συμφέρον.

Πραγματικά περιστατικά: Οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών

μήνυση κατά του συγγραφέα βιβλίου-μυθιστορήματος με τον τίτλο «Μν» και του υπεύθυνου

της εταιρίας «ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.», ο οποίος υπό την ιδιότητά του αυτή, εξέδωσε

και κυκλοφόρησε το βιβλίο αυτό, το οποίο, με βάση το αναφερόμενο σε αποσπασματικές

περικοπές περιεχόμενο, είναι υβριστικό και βλάσφημο, καθυβρίζει το Θεό, τον Ιησού Χριστό

και την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία δημοσίως και κακοβούλως.

Δηλαδή κατάγγειλαν τους ανωτέρω για παραβίαση των άρθρων 198 §1 και 199 Π.Κ.,

δηλαδή για κακόβουλη βλασφημία και για καθύβριση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας

Page 14: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

του Χριστού. Οι αναιρεσείοντες στο τέλος της ως άνω μηνύσεώς τους δηλώνουν ότι

παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες λόγω ηθικής βλάβης διότι έχουν άμεσο ηθικό και υλικό

έννομο συμφέρον διότι α) είναι αρχηγοί του πολιτικοθρησκευτικού σωματείου

«Ελληνορθόδοξο Κίνημα Σωτηρίας» και β) διαθέτουν χρήματα από το υστέρημά τους για την

πραγματοποίηση συγκεντρώσεων και ομιλιών σε θέατρα και λοιπές αίθουσες για διάδοση και

εμπέδωση της χριστιανικής Θρησκείας, καθώς και για τον ίδιο σκοπό για τη διοργάνωση

συγκεντρώσεων και ομιλιών σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, επίσης δε διαθέτουν χρήματά

τους για την εκτύπωση χριστιανικής εφημερίδας και διαφημιστικών χριστιανικών εντύπων και

για την κυκλοφορία αυτών.

Κατά των κατηγορουμένων αυτών ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις παραπάνω

πράξεις και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με βούλευμά του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατ΄ αυτών για τις πράξεις της κακόβουλης βλασφημίας δια του τύπου κατ΄

εξακολούθηση και της καθύβρισης θρησκεύματος δια του τύπου κατ΄ εξακολούθηση, που

φέρονται ότι τελέσθηκαν από αυτούς στην Αθήνα, με την αιτιολογία ότι από την προδικασία

δεν προέκυψαν ενδείξεις για τέλεση από τους κατηγορουμένους αμφότερων αυτών των

πράξεων όπως θεμελιώνονται στα επικαλούμενα από τους αναιρεσείοντες πραγματικά

περιστατικά.

Στη συνέχεια οι αναιρεσείοντες, επικαλούμενοι την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος

άσκησαν κατά του πρωτόδικου βουλεύματος εφέσεις. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών

υιοθετώντας την Εισαγγελική πρόταση στο σύνολο του

περιεχομένου της οποίας παραδεκτώς αναφέρθηκε, με το ήδη προσβαλλόμενο

βούλευμά του κήρυξε απαράδεκτες τις εφέσεις αυτές ως ασκηθείσες από πρόσωπο που

δεν είχε τέτοιο δικαίωμα διότι αυτοί δεν θίγονται αμέσως από τις επίμαχες αξιόποινες πράξεις,

αλλά υφίστανται εμμέσως και εξ αντανακλάσεως την προσβολή του προστατευόμενου

έννομου αγαθού στα ως άνω αδικήματα και ως εκ τούτου ως μη νομιμοποιούμενοι προς τούτο

δεν απέκτησαν την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος με την ως άνω δήλωσή τους.

Οι αναιρεσείοντες- πολιτικώς ενάγοντες, άσκησαν, εν συνεχεία, αίτηση αναιρέσεως

κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ζητώντας την αναίρεση αυτού, για

τους λόγους που αναφέρονται στις χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως.

Σύντομη ανάλυση ως προς το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική

δίκη. Δικαιούνται οι πολιτικώς ενάγοντες να προσβάλλουν με αναίρεση του Βούλευμα του Συμβ.Εφετών;

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 §1 και 2, 482§1 στοιχ. β΄ και 484 παρ. 1 στοιχ. στ΄

του ΚΠΔ, ο πολιτικώς ενάγων έχει το δικαίωμα να προσβάλλει με αναίρεση το βούλευμα του

Συμβουλίου Εφετών που απέρριψε έφεσή του κατά του Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών, μόνον

για τον λόγο ότι παρά τον νόμο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η έφεσή του. Σύμφωνα με το άρθρο 480

ΚΠΔ στον πολιτικώς ενάγοντα παρέχεται το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος του

Page 15: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Συμβουλίου Πλημ/κών και όταν αυτό αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά εκείνων οι

οποίοι κατηγορήθηκαν για αξιόποινη πράξη, εφ΄ όσον δήλωσε πριν από την έκδοση του βουλεύματος,

σύμφωνα με τα άρθρα 82 και 83 του αυτού Κώδικα, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων και δεν

αποβλήθηκε από την ποινική διαδικασία κατά το άρθρο 87. Κατά το ως άνω άρθρο 82 §1 ΚΠΔ, όποιος

έχει το δικαίωμα να ασκήσει την πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο (άρθρ. 63 ΚΠΔ), μπορεί να

δηλώσει ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία. Η δήλωση αυτή, κατά το άρθρο

83§1, γίνεται είτε στην έγκληση, είτε με άλλο έγγραφο, μέχρις το πέρας της ανακρίσεως, προς τον

αρμόδιο εισαγγελέα, ακόμη και σ΄ αυτόν που ενεργεί την ανάκριση και κατά τον χρόνο που εξετάζεται

ως μάρτυρας ο ζημιωμένος, πρέπει δε να περιέχει κατά το επόμενο άρθρο 84, συνοπτική έκθεση της

υποθέσεως για την οποία παρίσταται, και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα

παραστάσεως, άλλως είναι απαράδεκτη. Πρέπει συνεπώς να περιέχει με ποινή απαραδέκτου η

δήλωση περί παραστάσεως πολιτικής αγωγής, εκτός των άλλων και το είδος της ζημίας που έχει

υποστεί από την αξιόποινη πράξη ο παθών, και συγκεκριμένα την απαίτηση που ασκείται με αυτή,

δηλαδή την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής

οδύνης,

κατά τις διατάξεις του Α.Κ., προκειμένου να κριθεί αν δικαιολογείται η παράσταση, αν δηλαδή έχει την

ιδιότητα του αμέσως παθόντος, από την αξιόποινη πράξη, διότι άλλως, αν δηλαδή δεν θίγεται αμέσως,

αλλά εμμέσως από την προσβολή του εννόμου αγαθού που προστατεύεται, δεν νομιμοποιείται να

παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων και να ασκήσει έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, κατά το

άρθρο 480§2 ΚΠΔ.

Στη προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν έγκληση κατά του ....... και

των υπευθύνων της εκδοτικής Α.Ε. "Ε. Κ. ", συνεπεία της οποίας ασκήθηκε κατ΄ αυτών

ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις της κακόβουλης βλασφημίας δια του τύπου

κατ΄ εξακολούθηση (άρθρ. 198 παρ. 1 ΠΚ) και της καθύβρισης θρησκεύματος για του

τύπου κατ΄ εξακολούθηση (άρθρ. 199 ΠΚ). Στην έγκληση αυτή δηλώνουν ότι παρίστανται

ως πολιτικώς ενάγοντες λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή του θρησκευτικού τους

αισθήματος και της συνειδήσεως τους, ως Χριστιανών Ορθοδόξων.

Το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών, έκρινε με βούλευμά του, ότι δεν πρέπει να γίνει

κατηγορία κατά των μηνυθέντων για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, οι δε εγκαλούντες

άσκησαν έφεση κατά του απαλλακτικού βουλεύματος. Η έφεση αυτή κηρύχθηκε απαράδεκτη

με το προσβαλλόμενο ήδη βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, οι δε αναιρεσείοντες

ισχυρίζονται με τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, ότι παρανόμως απορρίφθηκε ως

απαράδεκτη η έφεσή τους.

Νομικό πλαίσιο : 1. Κατά το άρθρο 198 §1 Π.Κ. («κακόβουλη βλασφημία»), με φυλάκιση μέχρι δύο ετών

τιμωρείται όποιος δημόσια και κακόβουλα βρίζει με οποιονδήποτε τρόπο το Θεό, κατά δε το

άρθρο 199 Π.Κ. («καθύβριση θρησκευμάτων»), όποιος δημόσια και κακόβουλα καθυβρίζει με

Page 16: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

οποιονδήποτε τρόπο την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ή άλλη θρησκεία ανεκτή

στην Ελλάδα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στην

απόκρουση της τελούμενης δημοσίως, κακοβούλως και καθοιονδήποτε τρόπο υβρίσεως του

Θεού και καθυβρίσεως της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας και κάθε άλλης

θρησκείας, που είναι ανεκτή στην Ελλάδα, και στην εντεύθεν, προς εξασφάλιση της

θρησκευτικής ειρήνης των πολιτών, προστασία αυτών, η οποία εκδηλούται από την πολιτεία,

γιατί είναι μέλημά της.

Έτσι η προσβολή του προστατευτέου αυτού εννόμου αγαθού, που έχει άϋλο

χαρακτήρα και εμπίπτει, ασφαλώς και αναμφισβητήτως στην έννοια του δημοσίου

συμφέροντος, δεν θίγει αμέσως τα άτομα, τα οποία βιώνουν το αγαθό αυτό, γιατί τα ίδια

υφίστανται εμμέσως και εξ αντανακλάσεως την προσβολή. Το έννομο αγαθό της

θρησκευτικής ειρήνης, στην προστασία του οποίου κατά τον τίτλο του έβδομου κεφαλαίου του

Ποινικού Κώδικα αποβλέπουν οι ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, περιλαμβάνει μεν και

τα αγαθά της θρησκείας, του

θρησκευτικού αισθήματος, του αισθήματος ευλάβειας, της θρησκευτικής ελευθερίας

και άλλα, πλην όμως η βίωση των αγαθών αυτών από ορισμένα άτομα δεν θεμελιώνει γι΄

αυτά προστατευόμενο από τις ίδιες διατάξεις ιδιωτικό και άμεσο συμφέρον. Ο άϋλος

χαρακτήρας και η ιερότητα όλων αυτών των αγαθών καθιστούν τις ανωτέρω διατάξεις

ασυμβίβαστες με την έννοια του ιδιωτικού συμφέροντος και την εντεύθεν προσβολή του ώστε

να δικαιολογείται η αποκατάσταση αυτής με την πραγματική ή συμβολική επιδίκαση

ορισμένου χρηματικού ποσού. Η προστασία των έννομων αυτών αγαθών είναι

ανεξάρτητη από τους φορείς τους, στους οποίους ενδέχεται να αντανακλά η προσβολή

τους, και ανάγεται μόνο στο δημόσιο συμφέρον για τη διατήρηση των αγαθών αυτών. Συμπερασματικά, οι διατάξεις των άρθρων 198§1 και 199 ΠΚ, αποσκοπούν στην

απόκρουση της τελούμενης δημόσια και κακόβουλα καθυβρίσεως του Θεού και της

Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού και κάθε άλλης θρησκείας ανεκτής στην

Ελλάδα και στην προστασία αυτών, προς εξασφάλιση της θρησκευτικής ειρήνης των

πολιτών. Συνεπώς, η προστασία του έννομου αυτού αγαθού, που έχει άϋλο χαρακτήρα και

εμπίπτει στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος, δεν θίγει αμέσως τα άτομα που

απολαμβάνουν το αγαθό αυτό, αφού αυτά υφίστανται την προσβολή εμμέσως και εξ΄

αντανακλάσεως16. Επομένως, οι αναιρεσείοντες δεν απέκτησαν την ιδιότητα του αμέσως

παθόντος από τις αξιόποινες πράξεις της κακόβουλης βλασφημίας και της καθύβρισης 16Βλ. ΑΠ 1/2000, Π.Χρ.Ν/12: ο άϋλος χαρακτήρας και η ιερότητα των εννόμων αγαθών που προστατεύονται από τις μνημονευθείσες ποινικές διατάξεις, τις καθιστούν ασυμβίβαστες με την έννοια του ιδιωτικού συμφέροντος που μπορεί να αποκαθίσταται με την επιδίκαση, πραγματική ή συμβολική, ορισμένου χρηματικού ποσού αφού προέχει η προστασία του δημοσίου συμφέροντος για τη διατήρηση των αγαθών της θρησκευτικής ειρήνης, αλλά και του θρησκευτικού αισθήματος, του αισθήματος της ευλάβειας, και της θρησκευτικής ελευθερίας, ανεξάρτητα από τους φορείς στους οποίους αντανακλά η προσβολή των αγαθών αυτών.

Page 17: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

θρησκεύματος, διότι δεν θίγεται αμέσως, αλλά εμμέσως από την προσβολή του

προστατευόμενου εννόμου αγαθού και συνεπώς δεν νομιμοποιούνται ως πολιτικώς ενάγοντες

και δεν μπορούν να ασκήσουν έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος.

2. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 63, 82 και 480 §2 Κ.Π.Δ. εκείνος που νομιμοποιείται

να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων και δήλωσε νομότυπα παράσταση πολιτικής αγωγής

δικαιούται να ασκήσει έφεση κατά βουλεύματος που αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει

κατηγορία κατά του κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις από τις οποίες φέρεται ως

παθών. Νομιμοποιείται δε, σύμφωνα με το αρ.63 Κ.Π.Δ., να δηλώσει παράσταση πολιτικής

αγωγής προς αποζημίωση για ζημία ή χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη από την

αξιόποινη πράξη, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, εκείνος ο οποίος, σύμφωνα με τις

διατάξεις των αρ. 914 και 932 Α.Κ., θεωρείται ότι ζημιώνεται αμέσως από την πράξη αυτή και

όχι οποιοσδήποτε άλλος στον οποίο αντανακλούν οι υλικές και ηθικές συνέπειες του

εγκλήματος και θεωρείται ως έμμεσα ζημιούμενος.

Τι δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του; Οι αναιρεσείοντες δεν θεωρούνται ως άμεσα παθόντες από τις ως άνω αξιόποινες

πράξεις, οι οποίες, όπως υποστηρίζουν στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής τους,

φέρονται ότι έπληξαν την ιδιότητα αυτών ως Χριστιανών Ορθοδόξων και ως αρχηγών του ως

άνω πολιτικοθρησκευτικού σωματείου. Ως εκ τούτου οι αναιρεσείοντες δεν απόκτησαν την

ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος στην προκείμενη περίπτωση και συνακόλουθα δεν

νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ασκήσουν έφεση κατά του ως άνω πρωτόδικου βουλεύματος.

Τι ισχυρίζονται οι εκκαλούντες-πολιτικώς ενάγοντες (και ήδη αναιρεσείοντες) ; 1. Οι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων ότι με την αποδοχή της απόψεως αυτής του

Συμβ. Εφετών, παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 5 και 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως

δικαιωμάτων του ανθρώπου και οι διατάξεις του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και

πολιτικά δικαιώματα, αλλά και το άρθρο 20 του Συντάγματος, που εγγυάται στον Έλληνα

πολίτη την παροχή πλήρους και ορθής εννόμου προστασίας και ότι η έννοια του "αμέσως" εκ

του εγκλήματος ζημιωθέντος θα πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, εν προκειμένω, διότι δεν

μπορεί να προστατευθεί η ακώλυτη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας, όταν καθυβρίζεται και

συνεπώς κωλύεται και ο πιστός δεν μπορεί να ζητήσει την προστασία της δικαιοσύνης ως

διάδικος και να υλοποιήσει την προστασία αυτή, δεν είναι βάσιμοι, διότι: α) με το άρθρο 20§1 εδ. α΄Σ θεσπίζεται το δικαίωμα προσφυγής του πολίτη στα

δικαστήρια όταν θεωρεί ότι θίγονται δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα του 17,

17 βλ. σχετικά Δ. Θ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Τ. β΄, 1992, σ. 464.

Page 18: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

β) το αρ. 6§1 της από 4.11.1.950 Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του

ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ν.δ. 53/1974), κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη

δίκη, κατά την έννοια όμως των διατάξεων αυτών, δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να

θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς για την άσκηση της αγωγής και τη διεξαγωγή της

δίκης, όταν δε άμεσος και προφανής σκοπός της συγκεκριμένης ποινικής διατάξεως είναι η

προστασία του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή η διατήρηση των εννόμων αγαθών της

θρησκείας και του θρησκευτικού αισθήματος, ο αποκλεισμός της παραστάσεως του

ατόμου, του οποίου το θρησκευτικό αίσθημα συμπροσβάλλεται, για την αποκατάσταση

της προσγενομένης ηθικής βλάβης, δεν αποτελεί παράβαση της συνταγματικής

διατάξεως(20§1) ή του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά-πολιτικά δικαιώματα.

2. Οι διάδικοι προβάλλουν, επίσης, απόλυτη ακυρότητα(άρθρ. 484§1 στοιχ. α και

171§1 εδ. δ΄ ΚΠΔ) διότι, κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 476 §1ΚΠΔ, δεν

ειδοποιήθηκαν να προσέλθουν στο Συμβούλιο και να εκθέσουν τις απόψεις τους 24 ώρες

τουλάχιστον πριν από την εισαγωγή της υποθέσεως προς συζήτηση. Ο λόγος αυτός είναι

αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από τη σημείωση στην πρόταση του Εισαγγελέως της

αρμόδιας Γραμματέως και αναφέρεται στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, οι

αναιρεσείοντες ειδοποιήθηκαν νομίμως

Ενώπιον του ΑΠ - Λόγοι αναίρεσης: Α) Ο λόγος αναίρεσης κατά τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια ότι παράνομα

απορρίφθηκαν οι εφέσεις τους ως απαράδεκτες (άρθρο 484 §1 στοιχ.ε΄ Κ.Ποιν.Δ) είναι

απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ορθώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, το προσβαλλόμενο

βούλευμα κήρυξε απαράδεκτες τις εφέσεις των αναιρεσειόντων. Β) Ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της έλλειψης

αιτιολογίας (άρθρο 484§1 στοιχ.δ΄ Κ.Π.Δ.) με την αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα

αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ΄ αυτό εισαγγελική πρόταση, χωρίς να αιτιολογεί δική του

κρίση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού με την επιτρεπτή παραπομπή στο κείμενο

της εισαγγελικής πρότασης, τις αιτιολογίες της οποίας στο σύνολό τους υιοθετεί το Συμβούλιο,

διατυπώνεται ιδία του Συμβουλίου αιτιολογημένη κρίση, κατά της οποίας στην προκείμενη

περίπτωση δεν προβάλλονται πλημμέλειες.

Διατακτικό: Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως περί αναίρεσης του Βουλεύματος του Συμβουλίου

Εφετών Αθηνών.

Page 19: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Σύντομος σχολιασμός: Συνταγματικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η προκειμένη απόφαση, διότι με αυτήν

απορρίπτεται αναίρεση κατά του Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο είχαν

κριθεί ως απαράδεκτες εφέσεις των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων, λόγω του ότι δεν

θεμελιωνόταν άμεσο έννομο συμφέρον τους προς άσκηση των εν λόγω εφέσεων. Ζήτημα

γεννάται για το κατά πόσο συντρέχει παράβαση του αρ.20Σ. που κατοχυρώνει το δικαίωμα

παράστασης στο Δικαστήριο και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο αποκλεισμός της παραστάσεως του

ατόμου, του οποίου το θρησκευτικό αίσθημα συμπροσβάλλεται, για την αποκατάσταση της

προσγενομένης ηθικής βλάβης, δεν αποτελεί παράβαση της συνταγματικής

διατάξεως(20§1) ή του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά-πολιτικά δικαιώματα. Αυτό

συμβαίνει διότι οι παραβιασθείσες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα έχουν τεθεί χάριν του

γενικού δημοσίου συμφέροντος και, ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνεται -υπέρ των έμμεσα

θιγομένων ιδιωτών- προστατευόμενο από τις ίδιες διατάξεις ιδιωτικό και άμεσο συμφέρον.

Επομένως, οι αναιρεσείοντες δεν απέκτησαν την ιδιότητα του αμέσως παθόντος από

τις αξιόποινες πράξεις της κακόβουλης βλασφημίας και της καθύβρισης θρησκεύματος, διότι

δεν θίγονται αμέσως, αλλά εμμέσως από την προσβολή του προστατευόμενου εννόμου

αγαθού. Συνεπώς δεν νομιμοποιούνται ως πολιτικώς ενάγοντες και δεν μπορούν να

ασκήσουν έφεση κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, χωρίς αυτό να συνεπάγεται προσβολή

του εκ του αρ.20§1Σ κατοχυρωμένου δικαιώματος τους.

Λασκαράτου Ιωάννα

ΑΠΔ 53/2004

Η κατοχυρωμένη, από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, ελευθερία του τύπου δεν αποκλείει την

προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ευαίσθητων ή μη. Οι διατάξεις του

ν. 2472/1997 καταλαμβάνουν και τις εκπομπές των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, και τις

δημοσιογραφικές δραστηριότητες στο σύνολό τους, όταν με αυτές διενεργείται ταυτόχρονα και

επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Όταν στο πλαίσιο δημοσιογραφικής

δραστηριότητας προσβάλλονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εκτός των ορίων που με

βάση την αρχή της αναλογικότητας θεσπίζει ο Ν. 2472/1997, υπάρχει παραβίαση του

νόμου αυτού και επιβάλλονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις, χωρίς να τίθεται ζήτημα

παραβίασης της ελευθερίας του τύπου.

Page 20: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα, με αίτησή της, κατήγγειλε στην Αρχή ότι η εφημερίδα «......» δημοσίευσε

αυτολεξεί το κείμενο αγωγής, αναφέροντας και το ονοματεπώνυμό της. Η αγωγή αυτή

αποτέλεσε, επιπλέον, θέμα ρεπορτάζ του τηλεοπτικού σταθμού «......», στο κεντρικό δελτίο

ειδήσεων, παρά τη ρητή άρνηση της καταγγέλλουσας προς τον σταθμό για τη δημοσιοποίηση

της υπόθεσής της.

Η Αρχή με έγγραφό της, στο οποίο δεν έλαβε απάντηση, ζήτησε από την εν λόγω

εφημερίδα να της γνωστοποιήσει την πηγή των δημοσιευθέντων προσωπικών δεδομένων

που αφορούν την καταγγέλλουσα.

Με άλλο έγγραφό της, η Αρχή ζήτησε από τον τηλεοπτικό σταθμό να της αποσταλεί η

βιντεοκασέτα με το επίμαχο ρεπορτάζ, καθώς και να της γνωστοποιηθεί η πηγή των

δημοσιευθέντων προσωπικών δεδομένων που αφορούν την καταγγέλλουσα. Στην Αρχή

περιήλθε μόνο η βιντεοκασέτα με απόσπασμα του επίμαχου ρεπορτάζ στο οποίο δεν

αναφερόταν το όνομα της καταγγέλλουσας.

Κατόπιν των ανωτέρω, η Αρχή προέβη σε κλήση προς ακρόαση των υπευθύνων

επεξεργασίας τόσο του τηλεοπτικού σταθμού όσο και της εφημερίδας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι εκπρόσωποι του τηλεοπτικού σταθμού

υποστήριξαν ότι στο δελτίο ειδήσεων έγινε αναφορά στο όνομα της καταγγέλλουσας μία μόνο

φορά. Άλλωστε, το όνομα της είχε ήδη δημοσιευτεί στην εφημερίδα το πρωί της ίδιας ημέρας.

Περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι είχαν λάβει την άδεια του εκπροσώπου της εφημερίδας για

αναμετάδοση του θέματος και ότι είχαν τη διαβεβαίωση του τελευταίου ότι η καταγγέλλουσα

είχε δώσει τη συγκατάθεσή της στην εφημερίδα για τη δημοσίευση. Η αποστολή δε προς την

Αρχή της βιντεοκασέτας με απόσπασμα της εκπομπής οφειλόταν, όπως υποστήριξαν, σε

λάθος του σταθμού κατά τη διαδικασία αντιγραφής της κασέτας και κατέθεσαν άλλη κασέτα με

το σύνολο του περιεχομένου της εκπομπής.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν προσήλθε ο υπεύθυνος επεξεργασίας της

εφημερίδας.

Κατά την ΑΠΔ: Το κείμενο της αγωγής, που δημοσιεύθηκε αυτούσιο στο φύλλο της εφημερίδας

περιέχει προσωπικά δεδομένα της καταγγέλλουσας. Συγκεκριμένα, περιέχει πληροφορίες για

μνηστεία που είχε συνάψει και η οποία λύθηκε, καθώς και για τη ψυχική της υγεία. Η

πληροφορία αυτή αφορά την ερωτική ζωή και την υγεία, επομένως, ανήκει στην κατηγορία

των προσωπικών δεδομένων με ευαίσθητο χαρακτήρα (άρθρο 2 περιπτ. β του Ν.2472/1997).

Νομική βάση:

Page 21: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

1. Κατά το άρθρο 7 παρ.1 του Ν.2472/1997, "απαγορεύεται η συλλογή και

επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων". Κατ' εξαίρεση, η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται, α) ύστερα από άδεια της Αρχής, είτε β) με την έγγραφη, ρητή και ελεύθερη συγκατάθεση του

προσώπου, είτε γ) αν συντρέχει μία από τις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις στην

παρ.2 του άρθρου 7, όπως είναι και η ενάσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος (περιπτ.

ζ’), εφόσον, όμως, πρόκειται για επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων "δημόσιων προσώπων" που συνδέονται με την άσκηση δημοσίου λειτουργήματος ή τη διαχείριση συμφερόντων τρίτων. 2. Κατά το άρθρο 9Α εδ. α' του Συντάγματος "καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από

τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του

δεδομένων, όπως νόμος ορίζει".

3. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων εντάσσεται και στο πλαίσιο της

κατοχύρωσης της ιδιωτικής ζωής, που καθιερώνεται με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής

Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

4. Το άρθρο 14 παρ.1 και 2 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ελευθερία έκφρασης

και την ελευθερία του τύπου.

5. Οι θεμελιώδεις αυτές ελευθερίες για μια δημοκρατική κοινωνία κατοχυρώνονται από

το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.

6. Είναι γεγονός, ότι συχνά η ενάσκηση των ελευθεριών αυτών μπορεί να θέτει σε

κίνδυνο την ιδιωτική ζωή και, ειδικότερα, τα προσωπικά δεδομένα. Η εξασφάλιση της

ελευθερίας έκφρασης και, συνακόλουθα, και του τύπου δικαιολογεί αποκλίσεις από την

προστασία των προσωπικών δεδομένων, αλλά μόνο εντός των ορίων που καθορίζονται από

την αρχή της αναλογικότητας18. Η αρχή της αναλογικότητας στο ζήτημα αυτό καθιερώνεται

από το αρ. 9 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, κατά το οποίο "για την επεξεργασία δεδομένων

προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται αποκλειστικώς για δημοσιογραφικούς

σκοπούς ή στο πλαίσιο καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής έκφρασης, τα κράτη μέλη προβλέπουν

τις εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου IV και του κεφαλαίου

VI μόνο στο βαθμό που είναι αναγκαίες, ώστε το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής να συμβιβάζεται

με τους κανόνες που διέπουν την ελευθερία έκφρασης".

7. Ο Ν. 2472/1997, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, εισάγει την εξαίρεση

του άρθρου 7 παρ.2 περιπτ.ζ’, προκειμένου για ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, ενώ για τα

προσωπικά δεδομένα που στερούνται ευαίσθητου χαρακτήρα ισχύει το άρθρο 5 παρ.2

περιπτ.ε’, που συγκεκριμενοποιεί την αρχή αυτή.

18 Βλ. Reccomendation 1/97, της Επιτροπής της Ε.Ε.

Page 22: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Η κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ ελευθερία του τύπου δεν αποκλείει

την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ευαίσθητων ή μη19. Όταν στο

πλαίσιο δημοσιογραφικής δραστηριότητας προσβάλλονται δεδομένα προσωπικού

χαρακτήρα, εκτός των ορίων που με βάση την αρχή της αναλογικότητας θεσπίζει ο

Ν.2472/1997, υπάρχει παραβίαση του νόμου αυτού και επιβάλλονται οι προβλεπόμενες

κυρώσεις, χωρίς να τίθεται ζήτημα παραβίασης της ελευθερίας του τύπου20.

Υπαγωγή: Α) Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η εφημερίδα δημοσιεύοντας αυτολεξεί το κείμενο

αγωγής της προσφεύγουσας με αναφορά του ονόματός της, επεξεργάστηκε (συνέλεξε και

ανακοίνωσε) προσωπικά της δεδομένα, μεταξύ των οποίων και πληροφορίες για την ερωτική

της ζωή και τη ψυχική της υγεία. Κατά συνέπεια, προέβη σε επεξεργασία ευαίσθητων

δεδομένων. Η επεξεργασία αυτή είναι παράνομη, αφού δεν συντρέχει καμιά από τις

εξαιρέσεις του άρθρου 7 παρ.2 του Ν.2472/1997, δηλ. δεν συντρέχει η περίπτωση ζ’, αφού η

προσφεύγουσα δεν αποτελεί "δημόσιο πρόσωπο", κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Αλλά

και η επεξεργασία των λοιπών προσωπικών δεδομένων της προσφεύγουσας, τα οποία δεν

έχουν ευαίσθητο χαρακτήρα, είναι επίσης παράνομη, αφού δεν συντρέχουν οι όροι του

άρθρου 5 παρ.2 περιπτ.ε’ του Ν.2472/1997, κατά το οποίο "Η επεξεργασία είναι απολύτως

αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος

επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον

όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα

οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες τους". Η ενημέρωση του κοινού για ένα προσωπικό θέμα της καταγγέλλουσας, η οποία δεν είναι "δημόσιο πρόσωπο", δεν υπερέχει της πληροφορικής της αυτοδιάθεσης, δεδομένου μάλιστα ότι τα αναφερθέντα προσωπικά δεδομένα, ακόμη και εκείνα που δεν έχουν ευαίσθητο χαρακτήρα, θίγουν καίρια την ιδιωτική της ζωή.

Β) Ο τηλεοπτικός σταθμός ανακοινώνοντας στο πλαίσιο τηλεοπτικής συζήτησης

στοιχεία της αγωγής της καταγγέλλουσας, όπως αυτά είχαν δημοσιευθεί προηγουμένως στην

εφημερίδα απλώς αναπαρήγαγε το δημοσίευμα αυτό από συγκεκριμένο φύλλο εφημερίδας το

οποίο, ως προορισμένο για κυκλοφορία ως διανεμόμενο φύλλο, δεν αποτελεί αρχείο, και κατά

συνέπεια, ανεξαρτήτως του αν εθίγη ή όχι η προσωπικότητα του υποκειμένου των

προσωπικών δεδομένων, δεν παραβίασε το νόμο 2472/1997.

19 βλ. ΣτΕ 3545/2002: «οι διατάξεις του ν.2472/1997 καταλαμβάνουν και τις εκπομπές των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών , καθώς και τις δημοσιογραφικές δραστηριότητες στο σύνολό τους, όταν με αυτές διενεργείται ταυτόχρονα και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». 20 βλ. ΣτΕ 3545/2002

Page 23: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Στο μέτρο ωστόσο που περιλαμβάνονται τα παρανόμως συλλεγέντα στο αρχείο που

σχηματίστηκε από την κασέτα της εκπομπής, υπάρχει επεξεργασία προσωπικών δεδομένων

που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ν.2472/97. Η επεξεργασία αυτή δεν είναι καταρχάς

παράνομη, εφόσον η διατήρηση της κασέτας για ένα τρίμηνο επιβάλλεται από σχετικό νόμο

(άρθρο 3 N.2328/95). Σε κάθε περίπτωση όμως είναι παράνομη η αναμετάδοση του ρεπορτάζ κατά το μέρος που στηρίζεται σε προσωπικά δεδομένα τα οποία είχαν συλλεγεί κατά παράβαση των διατάξεων του ν.2472/1997.

Διατακτικό: Δεδομένης

α) της βαρύτητας της πράξης που αποδείχθηκε και

β) της προσβολής που επήλθε από αυτή στο υποκείμενο δηλ. στην καταγγέλλουσα,

η Αρχή κρίνει ομόφωνα ότι πρέπει να επιβληθούν στον υπεύθυνο της επεξεργασίας οι

προβλεπόμενες στο άρθρο 21 παρ.1 εδαφ. β του ν.2472/97 κυρώσεις ( επιβάλλει πρόστιμο

30.000 ευρώ, για παραβίαση των άρθρων 2 περιπτ. α’ και β’, 5 και 7 Ν.2472/1997, διατάσσει

τη διαγραφή των επίδικων δεδομένων από το αρχείο της εφημερίδας με την έννοια

απαγόρευσης της αναδημοσίευσης του φύλλου της, ειδικώς και μόνο με το περιεχόμενο αυτό

και απαγορεύει στον υπεύθυνο επεξεργασίας του τηλεοπτικού σταθμού να αναμεταδώσει το

επίμαχο ρεπορτάζ με το περιεχόμενο αυτό), οι οποίες κρίνονται ανάλογες με τη βαρύτητα της

παράβασης.

Λασκαράτου Ιωάννα

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Στρασβούργο) Απόφαση της 22 Απριλίου 1997. Υπόθεση 75/1995/581/667

Η μη εγγραφή transsexual ως «πατέρα» στην ληξιαρχική πράξη γεννήσεως τέκνου

γεννηθέντος από την γυναίκα με την οποία αυτός (δηλ. ο transsexual) συμβιώνει αντίκειται στο

αρ.8 ΕΣΔΑ;

Η διαφορά γεννήθηκε μεταξύ των αιτούντων Α, Β και Γ, Βρετανών πολιτών, κατοίκων

Μάντσεστερ, και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Πραγματικά περιστατικά: Ο Α, καθηγητής Πανεπιστημίου, γεννήθηκε γυναίκα, αλλά

μετά από εγχείριση αλλαγής φύλου, θεωρείται πλέον άντρας ( female-to-male transsexual). Η

Β είναι γυναίκα, η οποία διατηρεί σχέση με τον Α και η Γ είναι τέκνο της Β, γεννηθέν έπειτα

από τεχνητή γονιμοποίηση.

Page 24: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Ο Α, από την ηλικία των 20 ετών ξεκίνησε ορμονική θεραπεία και άρχισε να ζει και να

εργάζεται ως άντρας. Στην ηλικία των 24 άρχισε να συμβιώνει με την Β και λίγο αργότερα

υπεβλήθη σε εγχείριση αλλαγής φύλου. Οι Α και Β υπέβαλαν από κοινού αίτηση για να τους

επιτραπεί να προβεί η Β σε τεχνητή γονιμοποίηση. Η αίτησή τους αρχικά απερρίφθη,

επανεξετάστηκε όμως, κατόπιν ενστάσεώς τους, και τελικά έγινε δεκτή. Ζητήθηκε, στη

συνέχεια, από τον Α να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως «πατέρα» του τέκνου, υπό την έννοια

που αποδίδεται στον όρο αυτό από την Human Fertility and Embryology Act του 1990. Εν

συνεχεία, γεννήθηκε η Γ, μετά από την πραγματοποίηση τεχνητής γονιμοποίησης με γενετικό

υλικό αγνώστου δότη.

Ανέκυψε, λοιπόν, το επίδικο ζήτημα: στο Ληξιαρχείο δεν επετράπη στον Α να

εγγραφεί στην ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της Γ ως «πατέρας», με αποτέλεσμα να μην

συμπληρωθεί τον εν λόγω στοιχείο στην ληξιαρχική πράξη.

Νομικό πλαίσιο: Κατά το αγγλικό δίκαιο, το φύλο ορίζεται σύμφωνα με καθαρά

βιολογικά κριτήρια, οπότε άνδρας transsexual δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως κατά

κυριολεξία άνδρας. Ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται να τελέσει γάμο με γυναίκα ούτε να

αναγνωριστεί ως πατέρας τέκνου.

Σύμφωνα με την Human Fertility and Embryology Act του 1990, όταν τέκνο γεννιέται

από ανύπαντρη μητέρα με τεχνητή γονιμοποίηση, ως πατέρας του λογίζεται, για νομικούς

λόγους, ο σύντροφος της μητέρας, υπό την προϋπόθεση ότι είχε ανάμειξη21 στην διαδικασία.

Στην ληξιαρχική πράξη γεννήσεως τέκνου γεννημένου από ανύπαντρη μητέρα, ο

πατέρας του τέκνου (ή αυτός που αντιμετωπίζεται από τον νόμο ως πατέρας), ο οποίος δεν

έχει τελέσει γάμο με την μητέρα, δεν αναγράφεται αυτομάτως ως πατέρας του τέκνου, παρά

μόνο εάν το ζητήσουν από κοινού η μητέρα και ο σύντροφός της.

Αναφορικά με τη γονική μέριμνα22, μπορεί να αναγνωριστεί υπέρ του πατέρα που δεν

έχει παντρευτεί τη μητέρα του τέκνου μόνο κατόπιν αιτήσεως στο Δικαστήριο ή συμφωνίας με

την μητέρα, η οποία περιβάλλεται επίσημο τύπο. Ειδικά ως προς την επίδικη περίπτωση,

μπορεί να αναγνωριστεί γονική μέριμνα υπέρ του transsexual μόνο με κοινή αίτηση με τη

μητέρα βασιζόμενη στο γεγονός της συγκατοίκησης τόσο με την γυναίκα όσο και με το τέκνο.

Ποια η παραβίαση που επικαλούνται οι αιτούντες; Οι αιτούντες επικαλούνται παραβίαση των αρ.8 ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού της

ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κάθε ατόμου, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του-

δεν επιτρέπεται επέμβαση δημόσιας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού, εκτός από τις

21 Η ακριβής ορολογία που χρησιμοποιείται στην αγγλική μετάφραση της απόφασης είναι “involvement of her male partner”. 22 “Parental responsibility”

Page 25: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

προβλεπόμενες στην §2 του εν λόγω άρθρου εξαιρέσεις) και 14 ΕΣΔΑ (απαγόρευση των

διακρίσεων λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων

πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα,

περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως). Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι αντίθετα από τα

οριζόμενα στο αρ.8 ΕΣΔΑ, παρεβιάσθη η υποχρέωση σεβασμού της ιδιωτικής και

οικογενειακής τους ζωής λόγω της άρνησης των δημοσίων αρχών να αναγνωρίσουν τον Α ως

πατέρα της Γ. Η συμπεριφορά έναντί τους συνιστά απαγορευμένη διακριτική μεταχείριση,

κατά παράβαση των αρ. 8 και 14 ΕΣΔΑ.

Έχει εφαρμογή το αρ.8 ΕΣΔΑ, το οποίο κάνει λόγο για «οικογενειακή ζωή»; Πρόκειται, δηλ. εν προκειμένω για οικογένεια υπό την έννοια του αρ.8 ΕΣΔΑ;

Ισχυρισμοί των αιτούντων: Υποστηρίζουν ότι από της γεννήσεως της Γ, ζουν από

κοινού ως μια παραδοσιακή οικογένεια, όπως η οικογένεια νοείται στο αρ.8 της ΕΣΔΑ, αφού ο

Α, ο οποίος στο μεταξύ έχει αλλάξει πολλά από τα φυσικά (δηλ. εκ γενετής) εξωτερικά

χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, παρέχει συναισθηματική και οικονομική υποστήριξη στις Β

και Γ.

Ισχυρισμοί Βρετανικής Κυβέρνησης: Δεν μπορεί η συμβίωση των Α, Β και Γ να νοηθεί

ως «οικογενειακά ζωή». Πρέπει, αντιθέτως, οι Α και Β να αντιμετωπιστούν ως δυο γυναίκες

που συμβιώνουν, διότι κατά το εθνικό δίκαιο ο Α θεωρείται ακόμα γυναίκα, αφού

ολοκληρωτική αλλαγή φύλου δεν νοείται υπό ιατρική σκοπιά. Άλλωστε και νομολογιακά (case

law) δεν αποτελεί οικογένεια η συμβίωση δυο ατόμων του ιδίου φύλου, εκτός αν συνδέονται

μεταξύ τους με δεσμούς αίματος ή λόγω υιοθεσίας.

Ισχυρισμοί της Επιτροπής των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: Κατά την Επιτροπή ο Α ζει

ως άντρας, αφού έχει ήδη υποβληθεί σε επέμβαση αλλαγής φύλου. Είναι γεγονός ότι υπάρχει

νομικό κώλυμα αφενός ως προς τη σύναψη γάμου με την Β και αφετέρου ως προς την

εγγραφή του ως «πατέρα» της Γ, αφού γεννήθηκε και καταχωρήθηκε στο Ληξιαρχείο ως

γυναίκα. Η συμβίωση, ωστόσο, των αιτούντων δεν θα μπορούσε να νοηθεί διαφορετικά παρά

ως «οικογένεια».

Το ΕΔΔΑ καταλήγει, ως προς το ζήτημα εάν πρόκειται για οικογένεια ή όχι, ότι η έννοια

της «οικογενειακής ζωής» στο αρ.8 ΕΣΔΑ δεν καλύπτει μόνο τις περιπτώσεις που έχει

τελεστεί γάμος, αλλά συμπεριλαμβάνει και άλλες καταστάσεις που συνιστούν de facto

οικογένειες. Σχετικά, πρέπει να συνεκτιμηθούν ποικίλοι παράγοντες, όπως εάν το ζευγάρι

συζεί, η διάρκεια της σχέσης, η τυχόν εκδήλωση της μεταξύ τους αφοσίωσης (αποκτώντας επί

παραδείγματι τέκνο). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι α) ο Α συζεί με την Β και

συμπεριφέρεται ως άντρας στην μεταξύ τους σχέση, β) συμφώνησε από κοινού με την Β να

αποκτήσουν τέκνο με τεχνητή γονιμοποίηση, γ) συμπεριφέρεται, από κάθε άποψη, ως

πατέρας της Γ από την γέννησή της και εφεξής. Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ κρίνει ότι μεταξύ των

Page 26: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

τριών αιτούντων υπάρχει οικογενειακός δεσμός, συνιστούν δηλ. de facto οικογένεια.

Συμπέρασμα: το αρ.8 ΕΣΔΑ είναι, στην επίδικη υπόθεση, εφαρμοστέο αφού, όπως συνάγεται

από τα προεκτεθέντα, οι Α, Β και Γ αποτελούν οικογένεια υπό την έννοια του εν λόγω άρθρου.

Συντρέχει παραβίαση του αρ.8 ΕΣΔΑ; Ισχυρισμοί των αιτούντων: Κατά τους αιτούντες, λόγω των επιστημονικών και

κοινωνικών εξελίξεων στο ζήτημα των επεμβάσεων αλλαγής φύλου, τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

πρέπει να αναγνωρίζουν το δικαίωμα στην επιλογή σεξουαλικής ταυτότητας και να σέβονται

τα δικαιώματα των transsexual, αναγνωρίζοντάς τους ακόμα και γονεϊκά δικαιώματα.

Ισχυρισμοί Βρετανικής Κυβέρνησης: Δεν αναγνωρίζει ότι έχει πράγματι επέλθει

σημαντική αλλαγή σε επιστημονικό ή νομικό επίπεδο αναφορικά με τους transsexual. Παρά τις

έρευνες που έχουν διενεργηθεί σχετικά, υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το ζήτημα της

«φύσεως» των ατόμων που έχουν υποβληθεί σε επέμβαση αλλαγής φύλου. Άλλωστε, δεν έχει

συναφθεί κανενός είδους συμφωνία μεταξύ των κρατών-μελών αναφορικά με τη στάση που

πρέπει να τηρούν απέναντι στα άτομα αυτά.

Ισχυρισμοί της Επιτροπής των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: Στην περίπτωση που

άτομο έχει υποβληθεί σε εγχείριση αλλαγής φύλου σε ένα κράτος-μέλος και ζει στο εν λόγω

κράτος ως μέλος μιας «οικογενειακής» σχέσης, το κράτος αυτό πρέπει να προσδώσει νομικό

περίβλημα στη σχέση αυτή˙ σχετική δε άρνηση επιβάλλεται να είναι ειδικώς αιτιολογημένη.

Το Δικαστήριο, τέλος, θεωρεί ότι το αρ.8 ΕΣΔΑ δεν κατοχυρώνει μόνο ένα αμυντικό

δικαίωμα του ατόμου έναντι κάθε, καταλύουσας το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή

ζωή, επέμβασης δημόσιας αρχής, αλλά και ένα ατομικό δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και

οικογενειακής ζωής του καθενός. Επιβάλλονται, ως εκ τούτου, στο κράτος τόσο αρνητικές όσο

και θετικές υποχρεώσεις. Εξυπακούεται δε, ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να γίνεται

στάθμιση των συγκρουομένων δικαιωμάτων, δηλ. αφενός του δικαιώματος του ατόμου να

διαφυλάσσει την ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή αφετέρου δε των δικαιωμάτων του

κοινωνικού συνόλου. Το κράτος διατηρεί, ως προς τη στάθμιση αυτή -σύμφωνα με το

Δικαστήριο- ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως. Το ζήτημα που ανακύπτει, στην προκειμένη

περίπτωση, δεν έγκειται στο γεγονός ότι η εσωτερική έννομη τάξη του Ην. Βασιλείου δεν

αναγνωρίζει την δυνατότητα αλλαγής σεξουαλικής ταυτότητας, αλλά στο ότι δεν επιτρέπεται

στον transsexual να αναγνωριστεί και να καταχωρηθεί στα οικεία δημόσια έγγραφα ως

«πατέρας» ενός τέκνου.

Οι αιτούντες και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι η έλλειψη νομικής αναγνώρισης του Α ως

πατέρα της Γ συνεπάγεται ποικίλες συνέπειες: α) υπονόμευση του αισθήματος οικογενειακής

ασφάλειας που νοιώθει κάθε παιδί, β) έλλειψη πατρωνύμου στο πιστοποιητικό γεννήσεως της

Γ, γ) λόγω της μη νομιμοποίησης της συμβίωσης μεταξύ των Α, Β και Γ, οι Β και Γ δεν

Page 27: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

μπορούν να αντιμετωπιστούν επισήμως ως προστατευόμενα και εξαρτημένα (οικονομικά)

από τον Α άτομα ούτε να χαίρουν των προβλεπομένων προνομίων που αναγνωρίζονται υπέρ

της συζύγου και των τέκνων.

Η κυβέρνηση του Ην. Βασιλείου υποστηρίζει ότι οι ανησυχίες των αιτούντων είναι

καθαρά θεωρητικές, διότι στην πράξη τους επιτρέπεται να ζουν και να συμβιώνουν κανονικά

ως οικογένεια. Άλλωστε, οι Α και Β θα μπορούσαν να υποβάλλουν αίτηση στο δικαστήριο

προκειμένου να τους αναγνωριστεί η από κοινού άσκηση γονικής μέριμνας της Γ, με το

αιτιολογικό ότι κατοικούν μαζί (βλ. παραπάνω).

Το ΕΔΔΑ καταλήγει ότι είναι δικαιολογημένο το κράτος να είναι επιφυλακτικό ως προς

την τροποποίηση του ισχύοντος δικαίου, διότι μια τέτοια τροποποίηση θα μπορούσε

συνεπάγεται αρνητικές συνέπειες για την κατάσταση στην οποία θα περιέλθει το τέκνο.

Επιπροσθέτως, σχετική τροποποίηση θα δημιουργούσε αντιφάσεις σε όλο το φάσμα του

οικογενειακού δικαίου˙ παραδείγματος χάριν, ο transsexual θα μπορούσε μεν να

αναγνωριστεί ως «πατέρας» τέκνου, θα αντιμετωπιζόταν, όμως, για νομικούς λόγος ως

«γυναίκα» (αφού έτσι έχει καταχωρηθεί στην ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς του) και, κατά

συνέπεια, θα ήταν δυνατό να συνάψει γάμο με άντρα.

Όσον αφορά, στον ισχυρισμό των αιτούντων ότι η μη καταχώρηση του Α στην

ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της Γ δημιουργεί πληθώρα ζητημάτων, το ΕΔΔΑ παρατηρεί ότι

εάν οι ίδιοι οι Α και Β δεν δημοσιοποιήσουν το γεγονός, ούτε η Γ ούτε και οποιοσδήποτε τρίτος

θα μπορούσαν να συμπεράνουν ότι η έλλειψη του ονόματος του Α οφείλεται στο γεγονός ότι ο

Α γεννήθηκε γυναίκα. Οι Α και Β –κρίνει το ΕΔΔΑ- βρίσκονται σε παρόμοια θέση με κάθε άλλη

οικογένεια που, για οποιοδήποτε λόγο, το όνομα εκείνου που τελεί σε ρόλο «πατέρα» του

παιδιού (χωρίς να είναι ο φυσικός του πατέρας) δεν αναγράφεται στην ληξιαρχική πράξη

γεννήσεως του τέκνου. Δεν θεωρεί, τέλος, το ΕΔΔΑ ότι η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να

στιγματίσει το τέκνο ή την οικογένεια που ζει υπό αυτές τις συνθήκες.

Δεδομένου ότι το ζήτημα των transsexual γεννά πολύπλοκα επιστημονικά, νομικά ,

ηθικά και κοινωνικά προβλήματα, ως προς τα οποία δεν έχει υιοθετηθεί κοινή πολιτική μεταξύ

των κρατών-μελών, το ΕΔΔΑ θεωρεί ότι το αρ.8 ΕΣΔΑ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την

έννοια ότι υποχρεώνει το διάδικο κράτος να αναγνωρίσει επισήμως ως πατέρα του τέκνου

ένα άτομο που δεν είναι ο φυσικός του πατέρας. Καταλήγει, λοιπόν, το ΕΔΔΑ ότι δεν συντρέχει παραβίαση του αρ.8 της ΕΣΔΑ.

Σύντομος σχολιασμός: Στην επίδικη υπόθεση γεννάται το ζήτημα εάν παραβιάζεται το δικαίωμα στην

οικογενειακή και ιδιωτική ζωή λόγω της μη καταχώρησης στο Ληξιαρχείο ενός transsexual ως

Page 28: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

«πατέρα» τέκνου που γεννήθηκε από την σύντροφο του transsexual με τεχνητή

γονιμοποίηση, για την πραγματοποίηση της οποίας συνήνεσαν και οι δυο.

Φαινομενικά θίγεται το δικαίωμα για σεβασμό της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής

τόσο του transsexual όσο και της συντρόφου του και του τέκνου τους. Ύστερα, όμως, από

στάθμιση του δικαιώματος αυτού 1) με τα άξια προστασίας δικαιώματα του τέκνου και 2) με τα

πρακτικά ζητήματα που θα ανέκυπταν από την αναγνώριση ενός transsexual ως «πατέρα»,

προκύπτει ότι είναι εύλογο και λογικό να μην επιτρέπεται η καταχώριση του transsexual στη

ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του τέκνου. Η έλλειψη αυτή δεν είναι τόσο σοβαρή ώστε να

διαταράξει την ψυχική κατάσταση του τέκνου, το οποίο άλλωστε, εάν οι ίδιοι οι «γονείς» του

δεν του το αποκαλύψουν, δεν είναι δυνατό να συμπεράνει ότι η έλλειψη αυτή οφείλεται στο

γεγονός ότι ο «πατέρας» του γεννήθηκε γυναίκα.

Η σχετική απαγόρευση αποτρέπει την γένεση και άλλων νομικών ζητημάτων με

κοινωνικές και ηθικές προεκτάσεις, π.χ. ο transsexual να αναγνωριστεί ως «πατέρας» του

τέκνου και, εν συνεχεία, να συνάψει γάμο με άντρα, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν επιτρεπτό

δεδομένου ότι έχει γεννηθεί γυναίκα και ως γυναίκα αντιμετωπίζεται από νομικής απόψεως.

Εξάλλου, αφού του επιτρέπεται να συμβιώνει με την σύντροφο και το τέκνο τους ως

οικογένεια, δεν μπορεί να υποστηριχθεί εύλογα ότι παραβιάζεται το αρ.8 ΕΣΔΑ που

κατοχυρώνει το σεβασμό στην οικογενειακή και ιδιωτική ζωή κάθε ατόμου, από μόνο το λόγο

ότι δεν του επιτρέπεται να καταχωρηθεί στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του «τέκνου» του

ως «πατέρας».

Λασκαράτου Ιωάννα

ΑΠ Ολ. 30/2005

Σύμφωνα με γενικό κανόνα, καταβάλλεται αποζημίωση σε ιδιωτικό εκπαιδευτικό, ο

οποίος απολύεται όχι από υπαιτιότητά του. Εισάγεται εξαίρεση γι’ αυτόν, μη δικαιούμενο καμία

αποζημίωση, όταν απολύεται λόγω καταργήσεως του σχολείου. Η εξαίρεση αυτή αντίκειται

στην αρχή της ισότητας και επομένως, αυτός δικαιούται, όταν απολύεται λόγω καταργήσεως

του σχολείου, την αποζημίωση του άρθρου 30 § 5 του ν. 682/77.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων κατά της αναιρεσίβλητης

Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΠΑΛΛΗΝΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΕΣ-ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Α.Ε», όπως μετονομάστηκε η Ανώνυμη Εταιρεία «ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΑΗΔΟΝΟΠΟΥΛΟΥ Α.Ε», η

οποία αγωγή κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν, εν συνεχεία, η οριστική

Page 29: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

απόφαση του ίδιου δικαστηρίου και του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως

ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την αίτησή τους, την οποία έφεραν, με κοινό πρακτικό ο Πρόεδρος και

ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προς συζήτηση στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, γιατί με αυτή τίθεται νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, σύμφωνα με τα άρθρα 563 §§ 1, 2

περ. β' και 3 του ΚΠολΔ και 23 § 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών

Λειτουργών, που εκυρώθη με το ν. 1756/1988.

Πραγματικά περιστατικά: Οι αναιρεσείοντες, είναι εκπαιδευτικοί και είχαν νομίμως διορισθεί και υπηρετούσαν, υπό

την ιδιότητά τους αυτή, στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της αναιρεσίβλητης, δυνάμει συμβάσεων

εργασίας, καταρτισθεισών με την τελευταία. Η αναιρεσίβλητη, αφού αποφάσισε την κατάργηση όλων

των σχολικών μονάδων των εκπαιδευτηρίων της, υπέβαλε αρμοδίως σχετικές αιτήσεις, κατόπιν των

οποίων δι' αποφάσεων του Υφυπουργού Παιδείας, ενεκρίθη η εν λόγω κατάργηση. Ταυτόχρονα, η

αναιρεσίβλητη κατήγγειλε τις ως άνω συμβάσεις της μετά των αναιρεσειόντων, χωρίς να τους

καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση.

Γεννάται το ζήτημα κατά πόσο συνάδει προς την συνταγματική αρχή της ισότητας και την

ειδικότερη έκφανσή της περί ισότητας αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, η μη χορήγηση

αποζημιώσεως στους απολυθέντες εκπαιδευτικούς ιδιωτικού σχολείου, λόγω καταργήσεως του

σχολείου.

Νομική βάση: 1. Εκ της διατάξεως του άρθρου 4 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος (οι Έλληνες είναι ίσοι

ενώπιον του νόμου), συνάγεται ότι το Σύνταγμα θεσπίζει την ισότητα του νόμου έναντι των ελλήνων

πολιτών υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα,

σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει

αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου

κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια.

2. Κατά το άρθρο 22 § 1 εδ. β' του Συντάγματος, όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο

ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Εκ του

συνδυασμού των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι και η αποζημίωση του απολυομένου μισθωτού,

αποτελούσα εν ευρεία εννοία αντάλλαγμα παρασχεθείσας εργασίας, πρέπει να ρυθμίζεται βάσει της

αρχής της ισότητας, εκτός εάν η διαφοροποίησή της δικαιολογείται εκ λόγων γενικότερου κοινωνικού ή

δημοσίου συμφέροντος, τους οποίους ελέγχουν τα δικαστήρια.

3. Δια των διατάξεων του άρθρου 11 § 1 περ. Γ' και Δ' του ν. 1351/83, όπως τούτο

αντικατεστάθη με το ν. 1566/85, ορίστηκε ότι μέχρι να ρυθμισθούν με νόμο τα θέματα της γενικής

ιδιωτικής εκπαιδεύσεως, κανείς ιδιωτικός εκπαιδευτικός με οποιαδήποτε σχέση εργασίας δεν απολύεται παρά μόνο με απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και ότι κατ’ εξαίρεση

Page 30: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου είναι επιτρεπτή και έγκυρη η απόλυση ιδιωτικών εκπαιδευτικών από τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων:

i. για κατάργηση σχολείων,

ii. για κατάργηση τάξεων, οπότε είναι επιτρεπτή η απόλυση των εχόντων τη μικρότερη

υπηρεσία στην εκπαίδευση, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβληθεί σ' αυτούς η

προβλεπόμενη από το άρθρο 30 του ν. 682/1977 αποζημίωση και

iii. για συμπλήρωση του 70ού έτους της ηλικίας.

4. Με τη διάταξη του άρθρου 33 § 1 του Ν. 682/1977 ορίζεται ότι «η σχέσις εργασίας μεταξύ

του ιδιοκτήτου ιδιωτικού σχολείου και του ιδιωτικού εκπαιδευτικού λύεται δια του θανάτου, της

εκπτώσεως, της αποδοχής παραιτήσεως και της απολύσεως μετά πράξιν του οικείου επιθεωρητού

(ήδη Προϊσταμένου Διευθύνσεως Πρωτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νομού).

5. Με τις διατάξεις του άρθρου 30 §§ 1, 5, 6 και 8 του Ν. 682/1977 ορίζεται: «Οι διδάσκοντες

εις τα ιδιωτικά σχολεία γενικής εκπαιδεύσεως εκπαιδευτικοί τελούν επί σχέσει εργασίας ωρισμένου ή

αορίστου χρόνου κατά τα εις τας επομένας παραγράφους του παρόντος άρθρου οριζόμενα» (§ 1),

«Διαρκούσης της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, η σύμβασις δύναται να καταγγελθεί υπό

του ιδιοκτήτου καταβαλλομένης αποζημιώσεως ενός μηνός δι' έκαστον έτος προσφοράς των

υπηρεσιών του εις το αυτό σχολείον και μέχρις 25 ετών, υπολογιζομένης και της υπηρεσίας του επί

συμβάσει ωρισμένου χρόνου» (§ 5), «Οι αποχωρούντες ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, λόγω

συμπληρώσεως του συνταξίμου χρόνου ή του 70ού έτους της ηλικίας των, δικαιούνται

αποζημιώσεως ίσης προς το ήμισυ της προβλεπομένης υπό της προηγουμένης παραγράφου διά την

περίπτωσιν καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας» (§ 6) και «Ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί διατελούντες

επί σχέσει εργασίας ωρισμένου ή αορίστου χρόνου και απολυόμενοι ένεκα καταργήσεως του

σχολείου εις το οποίον υπηρετούν δεν δικαιούνται αποζημιώσεως» (§ 8).

Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, ενώ θεσπίζεται ως γενικός κανόνας η

αποζημίωση του ιδιωτικού εκπαιδευτικού, ο οποίος απολύεται όχι από υπαιτιότητά του (αλλά είτε α) κατά τη βούληση του εργοδότη ή β) λόγω καταργήσεως τάξεων του σχολείου ή γ) λόγω

συμπληρώσεως του συνταξίμου χρόνου ή του ορίου ηλικίας), εισάγεται εξαίρεση γι' αυτόν, μη δικαιούμενο καμία αποζημίωση, όταν απολύεται λόγω καταργήσεως του σχολείου. Η εξαίρεση

αυτή αντίκειται στην αρχή της ισότητας, διότι εισάγει για την κατηγορία των απολυομένων λόγω

καταργήσεως του σχολείου ιδιωτικών εκπαιδευτικών δυσμενή διάκριση επί καταστάσεως ουσιωδώς

ομοίας προς τις περιπτώσεις των απολυομένων εκείνων που δικαιούνται αποζημιώσεως, σύμφωνα

με τον γενικό κανόνα. Η διάκριση δε αυτή δεν δικαιολογείται εκ λόγων γενικότερου κοινωνικού ή

δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, οι εν λόγω ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί δικαιούνται, όταν απολύονται

λόγω καταργήσεως του σχολείου, την αποζημίωση του άρθρου 30 § 5 του ν. 682/77.

Τι δέχθηκε το Εφετείο;

Page 31: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες, εκπαιδευτικοί και νομίμως

διορισθέντες, υπηρετούσαν υπό την ιδιότητά τους αυτή, δυνάμει συμβάσεων εργασίας,

καταρτισθεισών με την αναιρεσίβλητη, στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της τελευταίας. Η αναιρεσίβλητη,

αφού αποφάσισε την κατάργηση όλων των σχολικών μονάδων των εκπαιδευτηρίων της, υπέβαλε

αρμοδίως σχετικές αιτήσεις, κατόπιν των οποίων δι' αποφάσεων του Υφυπουργού Παιδείας, ενεκρίθη

η εν λόγω κατάργηση. Ταυτόχρονα, η αναιρεσίβλητη κατήγγειλε τις ως άνω συμβάσεις της μετά των

αναιρεσειόντων, χωρίς να τους καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση.

Η πληττόμενη απόφαση, που θεώρησε το εισάγον την αδικαιολόγητη διάκριση άρθρο 30 §

8 του ν. 682/77 σύμφωνο προς το Σύνταγμα, απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της

αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει με την ιδία αιτιολογία την

αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία αξίωναν να τους καταβληθεί αποζημίωση, την οποία

εδικαιούντο ως ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί απολυθέντες ένεκα καταργήσεως του ιδιωτικού σχολείου της

αναιρεσίβλητης εργοδότριάς τους.

Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως ερμήνευσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 § 1 και 22 § 1 εδ. β' του Συντάγματος και την του άρθρου 30 § 8 του ν. 682/1977, την οποία εφήρμοσε, αν και δεν είναι εφαρμοστέα ως προσκρούουσα στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις.

Διατακτικό:

Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να

αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο

Δικαστήριο, συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές, σύμφωνα με το άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ.

Σύντομος σχολιασμός: Η απόλυση ιδιωτικών εκπαιδευτικών πρέπει σε κάθε περίπτωση να συνοδεύεται από

καταβολή αποζημίωσης στους απολυθέντες, σύμφωνα με τα ειδικώς οριζόμενα στο νόμο,

ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο αυτοί απολύθηκαν. Δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση

δυσμενής διάκριση σε βάρος εκείνων που απολύθηκαν λόγω κατάργησης του σχολείου στο οποίο

εργάζονταν˙ πολλώ μάλλον, στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία τέτοια δυσμενής διάκριση δεν

δικαιολογείται από λόγους δημοσίου ή γενικότερου συμφέροντος.

Μη καταβολή αποζημίωσης, στην επίδικη περίπτωση, συνιστά παράβαση της συνταγματικά

κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας καθώς και της αρχής της ίσης, χωρίς διακρίσεις, αμοιβής για

παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας (αρ.4§1 και 22§1 εδ. β’ Σ).

Page 32: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Λασκαράτου Ιωάννα

ΣτΕ Ολ. 2396/2004

Πρόσληψη με διαγωνισμό στο δημόσιο. ΑΣΕΠ – Εκπαιδευτικοί. Αρχή ισότητας (4§1 Σ). Αρχή

αξιοκρατίας (αρ.5 Σ). Έννομο συμφέρον προς άσκηση παρεμβάσεως. Αντισυνταγματικότητα

διατάξεων του άρθρου 16§§5-6 ν. 2190/1994 και του άρθρου 17§13 ν. 1586/1986.

Ιστορικό: Με πράξη του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) προκηρύχθηκε

διαγωνισμός για την πλήρωση Θέσεων της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) φορέων

δημοσίων υπηρεσιών και νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η Γ.Ν.Α., ήδη

εκκαλούσα, άσκησε αίτηση ακυρώσεως αιτούμενη την ακύρωση α) των οριστικών πινάκων

διοριστέων του ως άνω διαγωνισμού, της κατηγορίας ΔΕ, καθ' ό μέρος δεν περιελήφθη και η ίδια

στους πίνακες αυτούς, και β) της αποφάσεως της Ελάσσονος Ολομελείας του Α.Σ.Ε.Π. , καθ' ό

μέρος με την απόφαση αυτή κυρώθηκαν οι ανωτέρω πίνακες, ως προς την άνω παράλειψη της

εκκαλούσας.

Η αίτηση αυτή ακυρώσεως απορρίφθηκε με απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Κατά της απόφασης αυτής στρέφεται ενώπιον του ΣτΕ, εν προκειμένω, η εκκαλούσα με την υπό

κρίση έφεση κατά του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και κατά

των παρεμβαινουσών.

Η έφεση αυτή, με απόφαση του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας

παραπέμφθηκε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος, στην Ολομέλεια προς

επίλυση του ζητήματος που ανέκυψε ως προς την τυχόν αντίθεση προς το Σύνταγμα των

διατάξεων των άρθρων 16 παρ. 5 και 6 του ν. 2190/1994 και 17 παρ. 13 του ν. 1586/1986, όπως

ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο διενεργείας του επιδίκου διαγωνισμού.

Νομικό πλαίσιο: 1. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997, σε δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού

Δικαστηρίου, της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή

της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας διατάξεως

τυπικού νόμου, έχουν δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση, πλην άλλων, φυσικά ή νομικά πρόσωπα

ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του

ζητήματος αυτού, εφόσον το ίδιο ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού

σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης στην οποία είναι διάδικοι. Με την ιδιότυπη αυτή

παρέμβαση προβάλλονται ερμηνευτικές απόψεις και επιχειρήματα αναφερόμενα αποκλειστικά στα

τιθέμενα ζητήματα συνταγματικότητας, η δε εκδιδόμενη απόφαση δεν επάγεται έννομες συνέπειες

Page 33: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

για τον παρεμβαίνοντα. Εν προκειμένω, στην παρούσα δίκη ενώπιον της Ολομελείας

παρεμβαίνουν με κοινό δικόγραφο οι Κ. Β. και Μ. Ψ., διάδικοι σε εκκρεμείς δίκες ενώπιον του Γ'

Τμήματος του Δικαστηρίου, στις οποίες, όπως και στην παρούσα δίκη, τίθεται το ζήτημα της τυχόν

αντιθέσεως προς το Σύνταγμα της προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 13 του ν.

1586/1986, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο. Με την εν λόγω παρέμβαση

υποστηρίζεται ότι η τελευταία αυτή διάταξη είναι αντισυνταγματική.

2. Η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος,

αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που

τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα

της Πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής

λειτουργίας όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική

ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε

να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος

ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την

κατ' εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό

τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις λαμβάνοντας υπόψη της

υφιστάμενες, οικονομικές επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις

καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε

συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα

στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως

άνιση μεταχείριση. Απαγορεύεται, ως εκ τούτου, α) η εισαγωγή καθαρά χαριστικού μέτρου μη

συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια ή β) η επιβολή αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως ή γ) η

αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή δ) η ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν

υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους

κριτήρια23.

3. Η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 του Συντάγματος

υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους.

4. Στις παρ. 5 και 6 του άρθρου 16 του ν. 2190/1994 (Α' 28), όπως ίσχυαν κατά τον

κρίσιμο χρόνο διενεργείας του επιδίκου διαγωνισμού (μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 2

παρ. 4 του ν. 2527/1997, και πριν από την τροποποίησή τους με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του ν.

3051/2002), οριζόταν ότι: «5. Κάθε υποψήφιος, για θέσεις της ίδιας προκήρυξης, δικαιούται να

υποβάλει αίτηση σε μία μόνο νομαρχία και για θέσεις μιας μόνο κατηγορίας προσωπικού που είναι

23 Βλ. και Ολομ Σ.τ.Ε.. 1252, 1253/2003.

Page 34: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

κατανεμημένες στη νομαρχία αυτή. Στην αίτησή του ο υποψήφιος δηλώνει και τη σειρά προτίμηση

των υπηρεσιών και νομικών προσώπων που επιθυμεί να διορισθεί. Οι προτιμήσεις περιορίζονται

μέχρι δέκα. Οι πέρα των δέκα προτιμήσεις δεν λαμβάνονται υπόψη. Αν ο υποψήφιος δεν δηλώσει

προτιμήσεις, θεωρείται ότι έχει δηλώσει τους δέκα πρώτους φορείς (υπηρεσίες και νομικά

πρόσωπα) που έχουν θέσεις των κλάδων ή των ειδικοτήτων που δηλώνει στην αίτησή του, με τη

σειρά που αναγράφονται οι φορείς αυτοί στην προκήρυξη. 6. Η αίτηση υποβάλλεται σε μια μόνο

νομαρχία. Η υποβολή αίτησης σε περισσότερες από μια νομαρχίες, είτε αυτή γίνεται αυτοτελώς είτε

με σώρευση, σε αίτηση που υποβλήθηκε σε ορισμένη νομαρχία, φορέων και άλλης νομαρχίας,

καθώς και η σώρευση θέσεων διαφορετικών κατηγοριών προσωπικού σε μια ή περισσότερες

αιτήσεις συνεπάγεται αυτοδικαίως σε κάθε περίπτωση ακύρωση όλων των αιτήσεων και

αποκλεισμό του υποψηφίου από την περαιτέρω διαδικασία...».

7. Στο κεφάλαιο IV της 8/1997 προκήρυξης του επιδίκου διαγωνισμού ορίζεται, μεταξύ

άλλων, ότι: α) για την προκήρυξη αυτή επιτρέπεται η υποβολή μιας μόνον αίτησης από τους

υποψήφιους, β) δεν επιτρέπεται στην αίτηση η σώρευση θέσεων διαφόρων νομαρχιών, άλλως ο

υποψήφιος αποβάλλεται από τη διαδικασία, γ) ο υποψήφιος δηλώνει και τη σειρά προτίμησης των

φορέων (υπηρεσιών και νομικών προσώπων) στους οποίους επιθυμεί να διοριστεί, ότι οι

προτιμήσεις περιορίζονται για μέχρι και δέκα φορείς και οι πέραν των δέκα δεν λαμβάνονται

υπόψη, και δ) αν ο υποψήφιος δεν δηλώσει προτιμήσεις, θεωρείται ότι έχει δηλώσει τους 10

πρώτους φορείς που αναγράφονται στην προκήρυξη.

8. Στην παρ. 13 του άρθρου 17 του ν. 1586/1986, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν

προκειμένω χρόνο διενεργείας του επιδίκου διαγωνισμού (μετά την αντικατάστασή της από το

άρθρο 18 παρ. 9 του ν. 2593/1997, και πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 20 παρ. 18 του ν.

2738/1999), οριζόταν ότι: Οι θέσεις κλάδων διοικητικού ή οικονομικού ή λογιστικού ή

δακτυλογράφων της κατηγορίας ΔΕ καλύπτονται από δυο κατηγορίες υποψηφίων: α) κατά το ήμισυ

από κατόχους απολυτηρίου τίτλου κλάδων διοικητικών υπηρεσιών - γραμματέων ή οικονομίας ή

τμημάτων υπαλλήλων διοίκησης ή υπαλλήλων λογιστηρίου οποιουδήποτε τύπου Λυκείου ή άλλου

ισότιμου τίτλου σχολικής μονάδας της ημεδαπής ή αλλοδαπής και β) κατά το ήμισυ από κατόχους

απολυτηρίου τίτλου οποιουδήποτε τύπου Λυκείου ή άλλου ισοτίμου τίτλου σχολικής μονάδας της

ημεδαπής ή αλλοδαπής. Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατή η πλήρωση θέσεων μιας

κατηγορίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, επιτρέπεται η κάλυψη των

θέσεων που υπολείπονται από υποψηφίους της άλλης κατηγορίας. Όταν ο αριθμός των προς

πλήρωση θέσεων ανά νομό είναι περιττός, η απομένουσα θέση δίδεται στην πρώτη κατηγορία

υποψηφίων. Η πλήρωση των θέσεων των ανωτέρω κλάδων πραγματοποιείται με τις διατάξεις του

άρθρου 17 του ν. 2190/1994 και καταρτίζονται χωριστοί πίνακες κατά νομό επιτυχόντων για

καθεμία από τις ανωτέρω δύο κατηγορίες. Οι προτιμήσεις ως προς το φορέα διορισμού των

περιλαμβανομένων στον πρώτο πίνακα προηγούνται έναντι των επιτυχόντων του δεύτερου

πίνακα...".

Page 35: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

9. Περαιτέρω, στο κεφάλαιο ΙΙ παρ. Γ της ανωτέρω 8/1997 προκήρυξης ορίζεται ότι για

την κατηγορία ΔΕ των κλάδων Διοικητικού - Λογιστικού, Οικονομικού ΔΕ1 Διοικητικού ΔΕ14

Ελεγκτών Εσόδων - Εξόδων, ΔΕ15 Εισπρακτόρων και ΔΕ23 Ειδικής Υπηρεσίας (Δημοτική

Αστυνομία), ο αριθμός των διοριστέων από καθεμία από τις ανωτέρω κατηγορίες είναι ίσος με το

50% των προκηρυχθεισών θέσεων.

Γιατί οι διατάξεις του αρ 16§§5-6 Ν.2190/1994 αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας;

Α. Οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 5 και 6 του ν. 2190/1994, όπως ίσχυαν κατά

τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, οι οποίες περιόριζαν τους υποψήφιους να εκφράσουν προτίμηση

για μια μόνο νομαρχία, αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της αξιοκρατίας και την απορρέουσα από

τη συνταγματική αρχή της ισότητας δημοκρατική αρχή της σταδιοδρομίας εκάστου κατά το λόγο

της προσωπικής του αξίας διότι οι συνταγματικές αυτές αρχές επιβάλλουν, σε περίπτωση

διενεργείας γραπτού διαγωνισμού σε πανελλήνια επίπεδα επί των ιδίων θεμάτων για όλους τους

υποψηφίους, να διορίζονται στις προκηρυχθείσες θέσεις οι υποψήφιοι που έχουν πραγματοποιήσει

την καλύτερη επίδοση στις εξετάσεις συγκεντρώνοντας την υψηλότερη βαθμολογία. Ειδικότερα, με

την επίμαχη ρύθμιση επιτρέπεται ο διορισμός υποψηφίων με χαμηλότερη βαθμολογία από εκείνη

που λαμβάνουν άλλου συνυποψήφιοι τους, οι οποίοι αν και διαγωνίζονται στα ίδια μαθήματα και

επιτυγχάνουν καλύτερη επίδοση, παραμένουν αδιόριστοι, εξαιτίας του τυχαίου και συμπτωματικού

γεγονότος ότι επέλεξαν νομαρχία για την οποία εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι απαιτείται

υψηλότερη βαθμολογία. Η ρύθμιση δε αυτή δεν δικαιολογείται από λόγους προδήλου

συμφέροντος, που να προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του νόμου

ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά τέτοιο λόγο η αόριστη αναφορά της εισηγητικής έκθεσης στα

προβλήματα "ορθολογικής κατανομής του προσωπικού στις περιφερειακές υπηρεσίες".

Σύμφωνα, άλλωστε, με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ο περιορισμός της υποβολής της

αίτησης συμμετοχής στο διαγωνισμό σε μια μόνο νομαρχία ωθεί πολλούς υποψηφίους να

υποβάλλουν αιτήσεις στις νομαρχίες εκείνες στις οποίες προκηρύσσονται περισσότερες θέσεις,

διότι σ' αυτές έχουν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Οι θέσεις, δε, αυτές βρίσκονται κατά

τεκμήριο στα μεγάλα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα να παραμένουν κενές οι θέσεις των άλλων

νομαρχιών της χώρας, αφού οι υποψήφιοι αν και πρόκειται για πανελλήνιο διαγωνισμό, δεν έχουν

τη δυνατότητα περισσοτέρων επιλογών.

Β. Η ως άνω διάταξη του άρθρου 16 παρ. 5 του ν. 2190/1994, όπως ίσχυε κατά τον

κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, μετά την αντικατάστασή της με το ν. 2527/1997, αντίκειται στις

συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας και κατά το μέρος που περιορίζει τους

υποψήφιους να δηλώνουν προτίμηση για μέχρι δέκα φορείς στο πλαίσιο της μιας νομαρχίας που

έχουν επιλέξει για διορισμό, διότι ο περιορισμός αυτός στη δήλωση προτίμησης των υποψηφίων

επιτρέπει το διορισμό υποψηφίων που λαμβάνουν χαμηλότερη βαθμολογία, σε γραπτό πανελλήνιο

Page 36: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

διαγωνισμό επί των ιδίων θεμάτων, έναντι άλλων, οι οποίοι παρά το ότι επιτυγχάνουν καλύτερη

επίδοση, παραμένουν τελικά αδιόριστοι εξαιτίας του τυχαίου γεγονότος ότι επέλεξαν δέκα φορείς,

για τους οποίους, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα, απαιτείται υψηλότερη βαθμολογία. Η

ρύθμιση δε αυτή δεν δικαιολογείται από λόγους προδήλου γενικότερη δημοσίου

συμφέροντος που να προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν.

2527/1997 ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά τέτοιο λόγο η αναφορά της εισηγητικής έκθεσης

στην "απλούστερη και επιτάχυνση της διαδικασίας εξαγωγής των αποτελεσμάτων", η οποία έχει την

έννοια της ταχύτερης διεκπεραίωσης της σχετικής διαδικασίας από γραφειοκρατική και μόνον

άποψη και δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον κατ'απόκλιση από τις ανωτέρω συνταγματικές αρχές

της ισότητας και της αξιοκρατίας και σε βλάβη του συμφέροντος της δημόσιας υπηρεσίας διορισμό

υποψηφίων με κατώτερη επίδοση έναντι άλλων υποψηφίων που επέτυχαν καλύτερη επίδοση.

Γιατί η διάταξη του άρθρου 17§13 του ν. 1586/1986, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάστασή της με το ν. 2503/1997, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας;

Διότι, ενώ οι απόφοιτοι τεχνικού λυκείου και οι απόφοιτοι γενικού λυκείου εξετάζονται στον

ίδιο γραπτό διαγωνισμό σε κοινά θέματα, η προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη ποσόστωση, η

οποία άλλωστε, αναιτιολόγητα προσδιορίσθηκε στο 50%, επιτρέπει το διορισμό υποψηφίων ενός

τύπου λυκείου που λαμβάνουν χαμηλότερη βαθμολογία έναντι υποψηφίων του άλλου τύπου

λυκείου, παρά το γεγονός ότι διαγωνίζονται στα ίδια μαθήματα. Με τον τρόπο, όμως, αυτό δεν

μπορούν να εκτιμηθούν οι ιδιαίτερες γνώσεις και δεξιότητες των αποφοίτων των δύο τύπων

λυκείου, που θα επέτρεπαν το διορισμό των καλύτερων σε επίδοση υποψηφίων από κάθε τύπο

λυκείου.

Όπως συνάγεται από τα ανωτέρω, το ζήτημα της αντιθέσεως προς το Σύνταγμα της ως

άνω διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 13 του ν. 1586/1986 επιλύεται υπέρ της απόψεως των

παρεμβαινουσών.

Διατακτικό: Η ασκηθείσα ενώπιον της Ολομελείας παρέμβαση πρέπει να γίνει δεκτή δεδομένου ότι,

σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997, το έννομο

συμφέρον των παρεμβαινουσών εξαντλείται στην κατά τα ως άνω επίλυση του εν λόγω ζητήματος.

Μετά την επίλυση του ζητήματος το οποίο παραπέμφθηκε, η υπόθεση πρέπει να

αναπεμφθεί στο Γ' Τμήμα προς περαιτέρω εκδίκαση κατ' άρθρο 14 παρ. 3 του π.δ/τος 18/1989.

Λασκαράτου Ιωάννα

Page 37: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Ολομέλεια ΑΠ 4/2005:

Διάλυση σωματείου για την προάσπιση της δημόσιας τάξεως και, ειδικότερα, για την

διασφάλιση της ειρηνικής συμβίωσης του χριστιανικού και μουσουλμανικού πληθυσμού της

Δυτικής Θράκης˙ δεν παραβιάζεται, εν προκειμένω, το Σ ούτε οι διεθνείς συνθήκες˙αρχή

αναλογικότητας, στάθμιση συγκρουόμενων δικαιωμάτων.

Πραγματικά περιστατικά: Η ένδικη διαφορά άρχισε με την αίτηση του Σωματείου με

την επωνυμία «ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΞΑΝΘΗΣ», που εδρεύει στην Ξάνθη, που κατατέθηκε στο

Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις 36/1986 του ίδιου Δικαστηρίου και

117/1999 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το

αναιρεσείον με αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1530/2000 απόφαση του Αρείου

Πάγου, με την οποία έγινε δεκτή η ως άνω αίτηση και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο

δικάσαν Εφετείο (Θράκης). Στη συνέχεια εκδόθηκε η 31/2002 απόφαση του Εφετείου Θράκης,

την αναίρεση της οποίας ζήτησε το αναιρεσείον με 2η αίτησή του καθώς και οι προσθέτως

παρεμβαίνοντες .

Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1549/2003 απόφαση του Δ' πολιτικού τμήματος του Αρείου

Πάγου, η οποία, αφού συνεκδίκασε την αίτηση αναιρέσεως και τις πρόσθετες παρεμβάσεις

παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου , λόγω δημιουργίας ζητημάτων με

γενικότερο ενδιαφέρον, ορισμένους από τους λόγους της ανωτέρω αναίρεσης. Έτσι, η

υπόθεση εισήχθη προς εκδίκαση στην Ολομέλεια του ΑΠ.

Λόγοι Αναίρεσης, κατά το Σωματείο«ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΞΑΝΘΗΣ»: Κατά τους

λόγους αναίρεσης, το Εφετείο υπέπεσε στην από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ

πλημμέλεια, καθόσον παραβίασε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (ο από τη διάταξη του άρθρου

559 αρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται και αν παραβιάστηκε

κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς

δικαίου. Ο δε κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι όροι

εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δε έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (Ολ.

ΑΠ 36/1988),ειδικότερα: α) τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1 του Συντάγματος και 11 της

ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, οι οποίες κατοχυρώνουν την ελευθερία της ένωσης

και προσδιορίζουν τους περιορισμούς της ελευθερίας αυτής, που πρέπει να προβλέπονται

από το νόμο και να αποτελούν «αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία», για την εθνική

ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης, την πρόληψη του εγκλήματος, την

προστασία της υγείας, την προάσπιση της ηθικής και την προστασία των ελευθεριών τρίτων

και β) τη διάταξη του άρθρου 105 αρ. 3 του ΑΚ. , γ) τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1 του

Page 38: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Συντάγματος και 10 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνουν την ελευθερία της έκφρασης , δ) τις

διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ που προασπίζουν το δικαίωμα της

ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας που, κατά το αναιρεσείον Σωματείο,

περιλαμβάνει και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των μελών του και ε) τις διατάξεις των

άρθρων 11 του Συντάγματος και 11 της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνουν την ελευθερία του

συνέρχεσθαι.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Συντάγματος «οι Έλληνες έχουν το

δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που

ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από

προηγούμενη άδεια». Στη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται το δικαίωμα της συνένωσης, το

οποίο περιλαμβάνει και την ελευθερία της διατήρησης της ένωσης αφού το σωματείο δεν

μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του,

παρά μόνο με δικαστική απόφαση(§2). Τη συνταγματική αυτή επιταγή εξειδικεύει η διάταξη

του άρθρου 105 αρ. 3 του ΑΚ, που ορίζει ότι με απόφαση του πρωτοδικείου μπορεί να

διαλυθεί το σωματείο και αν ο σκοπός ή η λειτουργία του έχουν καταστεί παράνομοι ή

αντίθετοι προς τη δημόσια τάξη. Σύμφωνα με την ΟλΑΠ «ως νόμος, του οποίου η παράβαση

μπορεί να επιφέρει τη διάλυση του σωματείου, νοείται και το Σύνταγμα, καθώς και η διεθνής

σύμβαση που έχει κυρωθεί από τη Βουλή». Η δημόσια δε τάξη, η προς την οποία αντίθεση

του σκοπού ή της λειτουργίας του σωματείου δημιουργεί λόγο διάλυσης αυτού αποτελείται

«από θεμελιώδεις κανόνες και αρχές που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν

τις δικαιικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες

αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον έννομο βιοτικό ρυθμό αυτής. Αντίθεση προς τη δημόσια τάξη

υπάρχει, όταν προσβάλλονται οι αντιλήψεις αυτές και διαταράσσεται ο βιοτικός ρυθμός24. Το

έννομο αγαθό που προστατεύουν οι σχετικές διατάξεις είναι η κατάσταση κοινωνικής ηρεμίας

που επιτρέπει σε όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου να συμβιώνουν ειρηνικά». Πολλά

δικαιώματα δε, δύναται να περιοριστούν χάριν της προστασίας της δημόσιας τάξης, λ.χ.

άρθρα 11 παρ. 2, 13 παρ. 2 και 18 παρ. 3 (δικαίωμα συνάθροισης, ελευθερία λατρείας και

δικαίωμα ιδιοκτησίας, αντίστοιχα).

Η διάταξη του άρθρου 105 αρ. 3 του ΑΚ δεν αντίκειται επομένως στη διάταξη του

άρθρου 12 παρ. 2 του Συντάγματος, παρατηρεί η Ολομέλεια, αλλά αντίθετα βρίσκεται εντός

των πλαισίων αυτής, εφόσον ερμηνευθεί στενά, ώστε το επιβαλλόμενο στο σωματείο έσχατο

μέτρο της διάλυσης αυτού να τελεί σε εύλογη σχέση με την παρανομία που έχει διαπραχθεί,

με βάση την αρχή της αναλογικότητας που επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφ.

24 Βλ. επίσης, Ολ. ΑΠ 6/1990, Ολ. ΑΠ 17/1999

Page 39: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

4 του Συντάγματος, η οποία επιβάλλει να είναι το μέτρο της διάλυσης κατάλληλο αλλά και

κυρίως αναγκαίο, προκειμένου να αποτραπεί η προσβολή.

Το γεγονός ότι κατά την έκδοση της αποφάσεως για αναγνώριση του σωματείου είχε

αναγκαίως ερευνηθεί η εναρμόνιση του σκοπού αυτού προς το νόμο και τη δημόσια τάξη, δεν

κωλύει την διάλυση αυτού και αν ακόμη δεν μεταβλήθηκε η νομοθεσία ή η έννοια της

δημόσιας τάξης, διότι η απόφαση περί αναγνωρίσεως του σωματείου δεν αποτελεί

δεδικασμένο για την περί διαλύσεως δίκη ως προς τη συνδρομή της μη αντιθέσεως στο νόμο

ή τη δημόσια τάξη. Άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 105 παρ. 3 Α.Κ. δεν ανέχεται τη

διατήρηση σωματείου με επιδίωξη σκοπού αντίθετου προς το νόμο ή τη δημόσια τάξη.

Περαιτέρω, η Ολομ. παρατηρεί ότι η διάταξη του άρθρου 105 παρ. 3 του ΑΚ δεν

αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 9,10 και 11 της Σύμβασης της Ρώμης, 4 Νοεμβρίου

1950, «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών

ελευθεριών» (ΕΣΔΑ) που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 . Ειδικότερα: α) Στο άρθρο 9 παρ. 1

εδάφ. α' της Σύμβασης αυτής, ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Στην παρ. 2 δε του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι η ελευθερία

εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο

άλλων περιορισμών πέρα από αυτούς που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν

αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία, για τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της

δημόσιας τάξης, υγείας και ηθικής, ή την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των

άλλων. β) Στο άρθρο 10 παρ. 1 εδάφ. α' και β' της ΕΣΔΑ ορίζεται, ότι κάθε πρόσωπο έχει

δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και ότι το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερία

γνώμης ως και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς επέμβαση

δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Πλην όμως στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται,

ότι η άσκηση των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένη καθήκοντα και ευθύνες, δύναται να

υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους και περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο

και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, την εδαφική

ακεραιότητα ή δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και πρόληψη του εγκλήματος, την

προστασία της υγείας και της ηθικής, την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των

τρίτων. γ) Στο άρθρο 11 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ορίζεται, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην

ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και στην ελευθερία συνεταιρισμού,

συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ίδρυσης μαζί με άλλους συνδικάτων και

προσχώρησης σε συνδικάτα με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων τους. Σύμφωνα με

το αρ.11§2 ΕΣΔΑ, η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών δεν επιτρέπεται να υπαχθεί σε άλλους

περιορισμούς πέρα από αυτούς που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία

μέτρα, σε δημοκρατική κοινωνία, για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την

Page 40: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

προάσπιση της τάξης και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και της ηθικής ή

την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

Επομένως, από τις διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 11 της ΕΣΔΑ συνάγεται ότι η

δημόσια τάξη, είναι θεμιτός περιορισμός των δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις

διατάξεις αυτές (πρβ. υπόθεση Gorzelik και λοιπών κατά της Πολωνίας, μετά από ατομική

προσφυγή κατά του Πολωνικού Κράτους, για άρνηση των αρχών αυτού να προβούν στην

επίσημη καταχώρηση του σωματείου των προσφυγόντων υπό την επωνυμία «Ένωση των

προσώπων σιλεσιανής ιθαγένειας»,όπου το ΕΔΔΑ έκρινε ότι: «Η ελευθερία συνεταιρισμού δεν

είναι απόλυτη και πρέπει να γίνει δεκτό ότι όταν ένα σωματείο, δια των δραστηριοτήτων του ή

των προθέσεων τις οποίες δηλώνει ρητώς ή σιωπηρώς στο πρόγραμμά του, θέτει σε κίνδυνο

τους θεσμούς του Κράτους ή τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων, το άρθρο 11 (ΕΣΔΑ) δεν

αποστερεί από τις αρχές ενός Κράτους την εξουσία προστασίας των εν λόγω θεσμών και

προσώπων και ότι τούτο απορρέει και από την παρ. 2 του άρθρου 11 και από τις θετικής

υποχρεώσεις του Κράτους δυνάμει του άρθρου 1 της Συμβάσεως να αναγνωρίζει τα

δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων τα οποία εξαρτώνται από τη δικαιοδοσία του»,

και υπόθεση Σιδηρόπουλος κατά Ελλάδος, όπου το ΕΔΔΑ έκρινε ότι «αν ένα σωματείο, μετά

την αναγνώρισή του, εμπλακεί σε δραστηριότητες ασυμβίβαστες προς τη δημόσια τάξη ή

προς τους κατ' αρχήν νόμιμους σκοπούς που φαίνεται ότι επιδιώκει σύμφωνα με το

καταστατικό του, οι αρμόδιες αρχές δεν θα ήταν δυνατόν να παραμείνουν αδύναμες να

αντιδράσουν και ότι σύμφωνα με το άρθρο 105 του Ελληνικού Α.Κ., το πρωτοδικείο θα

μπορούσε να διατάξει τη διάλυση του σωματείου αν αυτό, μετά την αναγνώρισή του, επιδίωκε

σκοπό διαφορετικό από τον προβλεπόμενο από το καταστατικό του ή αν η δραστηριότητά του

αποδεικνυόταν ότι είναι παράνομη, αντίθετη στα χρηστά ήθη ή στη δημόσια τάξη»).

Η Ολομέλεια αναφέρεται, επίσης, και στην Σύμβαση περί ανταλλαγής των

Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών, που υπογράφηκε στη Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου

1023 και στη Συνθήκη Ειρήνης που υπογράφηκε στη Λωζάνη στις 24 Ιουλίου 1923, βάσει των

οποίων στη Δυτική Θράκη παρέμειναν Μουσουλμάνοι κατά το θρήσκευμα (θρησκευτική μειονότητα)25. Συνεπώς, καταλήγει η Ολομέλεια, στη Θράκη δεν υπάρχουν Τούρκοι αλλά

μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι.

25 πρβ. άρθρο 2 της Σύμβασης περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών, το οποίο ορίζει, ότι «...δεν θα περιληφθούν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν οι Έλληνες υπήκοοι, κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως και οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης» και άρθρο 45 της Συνθήκης Ειρήνης, κατά το οποίο «τα αναγνωρισθέντα δια των διατάξεων του παρόντος Τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει αυτής ευρισκομένας μουσουλμανικάς μειονότητας».

Page 41: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Τι δέχθηκε το Εφετείο με την αναιρεσιβαλόμενη απόφασή του: α)ότι με απόφαση του

Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης αναγνωρίστηκε το αναιρεσείον σωματείο με την επωνυμία

«ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΞΑΝΘΗΣ», με έδρα την πόλη της Ξάνθης, β)ότι στο άρθρο 8 του

καταστατικού του σωματείου, αναφέρεται «...σκοπός της ιδρύσεως της Τουρκικής Ενώσεως

είναι όπως εργασθεί υπέρ της πνευματικής, σωματικής και ψυχικής διαπαιδαγωγήσεως των

Τούρκων της Δυτικής Θράκης, να δημιουργήσει μεταξύ αυτών ειλικρινείς δεσμούς φιλίας και

αλληλεγγύης και να συμβάλει εις την μεταξύ των Τούρκων της Δυτικής Θράκης διάδοση των

πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων των προελθουσών εκ της

Τουρκικής μεταπολιτεύσεως...» , γ)ότι ο ανωτέρω σκοπός προσκρούει στις προαναφερόμενες

συμβάσεις που υπογράφηκαν στη Λωζάνη και έχουν κυρωθεί με νόμο, αφού επιχειρείται

απροκάλυπτα να εμφανισθεί η ύπαρξη στην Δυτική Θράκη εθνικής τουρκικής μειονότητας,

ενώ με τις συμβάσεις αυτές, μόνο η ύπαρξη θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας

αναγνωρίζεται στην εν λόγω περιοχή, δ)ότι την προώθηση αυτού του στόχου, την εμφάνιση

δηλαδή ως υπαρκτής και μάλιστα «δεινώς καταπιεζόμενης» εθνικής Τουρκικής μειονότητας

στην Ελλάδα, μαρτυρεί σειρά από συγκεκριμένες ενέργειες και δραστηριότητες στελεχών του

υπόψη σωματείου με την επωνυμία «Τουρκική Ένωσις Ξάνθης, ε)ότι η αναφορά στην

τουρκική ταυτότητα δεν έχει την έννοια της απώτερης τουρκικής καταγωγής αλλά της κατά τις

επιδιώξεις τους ενεστώσας ιδιότητάς τους ως μελών υφιστάμενης στην Ελλάδα τουρκικής

μειονότητας, η οποία επιδιώκει την προώθηση εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας

πολιτειακών σκοπών ξένου κράτους και συγκεκριμένα της Τουρκίας, στ)ότι το αναιρεσείον,

με την εμμονή του να έχει το επίθετο «Τουρκική» στην επωνυμία της Ένωσης, όχι μόνο δεν

συμβάλλει στην ειρηνική συμβίωση των πολιτών της περιοχής, που είναι αναγκαία για το

γενικό καλό και των δύο ελληνικών κοινοτήτων, μουσουλμανικής και χριστιανικής, αλλά εγείρει

ανύπαρκτο μειονοτικό πρόβλημα «Τούρκων», ζ)ότι αν ήθελε να υποδηλώσει μόνο την

καταγωγή των μελών του με την χρήση του όρου «Τουρκική Ένωση» θα μπορούσε να το

πράξει καθιστώντας σαφέστερη προς αυτήν την κατεύθυνση την επωνυμία της Ένωσης, ώστε

να μη δημιουργείται καμία παραπλάνηση. Το Εφετείο έκρινε, τέλος, ότι ο ως άνω σκοπός

προσκρούει στη δημόσια τάξη και η διάλυση του ήδη αναιρεσείοντος σωματείου είναι

εναρμονισμένη προς το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής

ελευθερίας και τελεί σε σχέση αναλογίας μεταξύ των ανωτέρω παραβιάσεων του σωματείου και

του σκοπού, στον οποίον η διάλυσή του αποβλέπει, τη διαφύλαξη δηλονότι της κοινωνικής

ισορροπίας και της γαλήνης μεταξύ των δύο Ελληνικών Κοινοτήτων Θράκης, Μουσουλμανικής

και Χριστιανικής, και κατ’ επέκταση της γαλήνης της χώρας. Το μέτρο της διαλύσεως είναι

αναγκαίο, αφού ο αιτών τη διάλυση και ήδη αναιρεσίβλητος Νομάρχης, ως εποπτεύουσα

Αρχή, δεν δικαιούται, σύμφωνα με τα κρατούντα στη δημοκρατική και ευνομούμενη Ελληνική

Πολιτεία, να έχει άλλο τρόπο επέμβασης στη λειτουργία του αναιρεσείοντος σωματείου από το

να επιδιώξει τη διάλυσή του (αρ. 105 Α.Κ).

Page 42: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Απεφάνθη, λοιπόν, η Ολομ.ΑΠ, ότι με την κρίση του αυτή το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του άρθρου 105§3 ΑΚ. Επίσης δεν παραβίασε άλλες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου ούτε και τις διατάξεις του άρθρου

3§1 της Σύμβασης - Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των εθνικών

μειονοτήτων και της παραγράφου 32 του κειμένου της Κοπεγχάγης της ΔΑΣΕ, κυρίως διότι οι

τελευταίες αυτές διατάξεις δεν αποτελούν δεσμευτικά κείμενα. Εξάλλου, «ούτε αυτές ούτε άλλη

διάταξη αναγνωρίζει δικαίωμα συλλογικού αυτοπροσδιορισμού, όπως διατείνεται αβασίμως το

αναιρεσείον». Συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις από το

άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ και οι οποίοι παραπέμφθηκαν από το Δ' Τμήμα στην Ολομέλεια

του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Διατακτικό: Ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως του Σωματείου με την

επωνυμία «ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΞΑΝΘΗΣ».

Σύντομος Σχολιασμός - Παρατηρήσεις: Α) Η διάλυση του Σωματείου, εν προκειμένω,

δεν παραβιάζει τις διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ, ή του Α.Κ.. Στην επίδικη

περίπτωση, είναι θεμιτή η εν λόγω διάλυση για την προάσπιση της δημόσιας τάξης και

ασφάλειας, καθώς και για την διασφάλιση της ειρηνικής συμβίωσης του χριστιανικού και

μουσουλμανικού πληθυσμού της Δυτικής Θράκης.

Β) Άλλωστε, ο σκοπός του Σωματείου, όπως αυτός διαγράφεται στο καταστατικό του,

παραβιάζει τις διατάξεις Διεθνών Συμβάσεων, συναφθεισών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας,

βάσει των οποίων, στην Δυτ. Θράκη δεν υπάρχει εθνική τουρκική μειονότητα, αλλά

θρησκευτική μουσουλμανική μειονότητα.

Γ) Επιπροσθέτως, η διάλυση του Σωματείου δεν παραβιάζει , στην επίδικη

περίπτωση, τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της ελευθερίας έκφρασης,

συνάθροισης, συνεταιρισμού, σκέψης, συνείδησης, θρησκείας, λατρείας, εφόσον και το ίδιο το

Σύνταγμα επιτρέπει περιορισμούς τους στο βαθμό που είναι αναγκαίοι , πρόσφοροι και κατάλληλοι (έπειτα από στάθμιση συγκρουόμενων συμφερόντων) και σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο αρ 25§1τελ.εδ.Σ.

Κατά συνέπεια, είναι καθόλα νόμιμη η διάλυση του εν λόγω Σωματείου, για λόγους

υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, κοινωνικής ειρήνης και ειρηνικής και αρμονικής

συνύπαρξης χριστιανικού και μουσουλμανικού (και όχι τουρκικού) πληθυσμού της Δυτικής

Θράκης, και ορθώς ο ΑΠ απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως του Σωματείου.

Λασκαράτου Ιωάννα

Page 43: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

ΠΡΑΚΤΙΚΑ

ΤΗΣ 2ης ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ 19ης ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2005

Ε.Σ. ΠρΟλ 2/2005

Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Μετατροπή εκ του νόμου συμβάσεων εργασίας σε

αορίστου χρόνου. Παράταση χρόνου υποβολής αιτήσεων. Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης.

Αντίθετη η άποψη της μειοψηφίας.

Kατ' εφαρμογή του άρθρου 21§1 εδάφ. γ' του π.δ.774/1980, φέρεται ενώπιον της

Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου το ως κατωτέρω προς συζήτηση θέμα που παραπέμφθηκε

με το πρακτικό της 27ης Συνεδριάσεως του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προκειμένου να

αποφανθεί περί της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων του άρθρου 14§4 του ν.3051/2002 με

την οποία παρατείνεται η προθεσμία υποβολής αιτήσεων κατάταξης σε οργανικές θέσεις με

σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 17§ 5

του ν. 2839/2000.

Σύμφωνα με την εισήγηση της Εισηγήτριας: Το Σύνταγμα, όπως ισχύει από 17.4.2001 μετά την αναθεώρησή του26 ορίζει:

1) στο άρθρο 103§8 εδάφια γ' και δ' ότι «Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού

που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι

απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση

έργου» και

2) στο άρθρο 118§7 ότι «Νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής

κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να

ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών». Ο Ν. 2839/2000 «Ρυθμίσεις θεμάτων

του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και άλλες διατάξεις», που

δημοσιεύθηκε πριν από την ως άνω αναθεώρηση του Συντάγματος, όριζε ότι : «1. Προσωπικό το

οποίο υπηρετεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ή υπηρέτησε μέσα στο χρονικό

διάστημα από 1.8.1999 μέχρι 31.3.2000, στο Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμίδας και στα

Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου

πλήρους απασχόλησης ή με σύμβαση μίσθωσης έργου κατατάσσεται σε οργανικές θέσεις με

26 βλ. άρθρ. 110§5 του Σ και την παρ. Δ' του Ψηφίσματος της 6.4.2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής

Page 44: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

σύμβαση εργασίας, ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του φορέα τελευταίας απασχόλησης,

εφόσον κατά την 31.3.2000 : α) είχε συνολική παροχή υπηρεσίας στο φορέα με συμβάσεις

εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή με συμβάσεις μίσθωσης έργου, τουλάχιστον είκοσι

τέσσερις (24) μήνες, β. ..., γ...., δ. ..., ε. Πρόκειται εφεξής να καλύψει πάγιες και διαρκείς ανάγκες

του φορέα, σε θέσεις του οποίου κατατάσσεται. 2. 1...... 5. Για την, κατά την παράγραφο 1,

κατάταξη απαιτούνται : α) Υποβολή αίτησης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από

την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. β) ....».

Μετά την ισχύ του ως άνω αναθεωρημένου Συντάγματος δημοσιεύθηκε ο Ν. 3051/2002

«Συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, τροποποίηση και συμπλήρωση του συστήματος

προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και συναφείς ρυθμίσεις», ο οποίος στο άρθρο 14§4 ορίζει ότι «Η

προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 17 παρ. 5 περίπτ. α'

του ν. 2839/2000, παρατείνεται, από τότε που έληξε και λήγει δύο (2) μήνες μετά τη δημοσίευση

του παρόντος».

Από το συνδυασμό των προπαρατιθεμένων διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα : Με τη

νέα §8 εδάφια γ' και δ' του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε κατά την

αναθεώρησή του, του έτους 2001 και τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 5

του Συντάγματος και τη Δ παράγραφο του ψηφίσματος της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ'

Αναθεωρητικής Βουλής, από την 18.4.2001, θεσπίζεται η απαγόρευση της από το νόμο

μονιμοποίησης του προσωπικού που υπηρετεί στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα

με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή απασχολείται με σύμβαση έργου,

είτε ευθέως με την κατάληψη οργανικών θέσεων μονίμων υπαλλήλων είτε εκ πλαγίου με τη

μετατροπή των συμβάσεών τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Ο αναθεωρητικός

νομοθέτης, όπως προκύπτει από τις συζητήσεις της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής27, επιχείρησε με τις

ανωτέρω διατάξεις να θέσει τέλος στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο παρελθόν να

καλύπτονται κατά παράβαση των ορισμών του άρθρου 103 του Συντάγματος, αλλά και της κοινής

νομοθεσίας, πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα με

προσωπικό, το οποίο προσλαμβανόταν είτε α) με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου

χρόνου, επί τη βάσει διατάξεων που αφορούσαν προσλήψεις για την αντιμετώπιση πρόσκαιρων ή

απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, είτε β) με συμβάσεις έργου και στη συνέχεια να

ψηφίζονται διάφοροι νόμοι προς τακτοποίηση του προσωπικού αυτού, είτε γ) με το διορισμό του σε

οργανικές θέσεις μονίμων υπαλλήλων, χωρίς προηγούμενη επιτυχή συμμετοχή σε διαδικασία

διαγωνισμού ή άλλη διαδικασία επιλογής (παρ. 7 εδαφ. 1 του άρθρου 103 του Συντάγματος), είτε δ) με τη μετατροπή των συμβάσεών του, σε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.

Από την ανωτέρω γενική απαγόρευση ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέσπισε με το

άρθρο 118§7 μία εξαίρεση, ορίζοντας, ότι εξακολουθούν να ισχύουν, και μετά τη θέση σε ισχύ

27 Βλ. Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΡΜΔ, 21.3.2001, σελ. 6.175 επόμ.

Page 45: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

του αναθεωρημένου από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή Συντάγματος, μέχρις ότου

ολοκληρωθούν οι σχετικές διαδικασίες, οι υφιστάμενες νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν

στην τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού του Δημοσίου και του

ευρύτερου δημόσιου τομέα, που υπηρετούσε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου

χρόνου ή απασχολείτο με σύμβαση έργου. Σκοπός του αναθεωρητικού συντακτικού νομοθέτη

ήταν η προστασία εκείνου του προσωπικού που υπηρετούσε με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή

έργου, το οποίο πριν από την ψήφιση των αναθεωρημένων συνταγματικών διατάξεων είχε υπαχθεί

σε νομοθετικές ρυθμίσεις που προέβλεπαν την υπηρεσιακή τακτοποίηση του και το οποίο είχε, ως

εκ τούτου, την προστατευόμενη προσδοκία ότι οι σχετικές διαδικασίες θα ολοκληρωθούν και δεν

θα διακοπούν λόγω της θεσπίσεως του απαγορευτικού κανόνα του τρίτου εδαφίου της §8 του

άρθρου 103. Βεβαίως, από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη

να μην προστατευθούν προσδοκίες υπηρεσιακής τακτοποιήσεως εργαζομένων στους

προαναφερόμενους φορείς του Δημοσίου και του ευρύτερου Δημόσιου τομέα με σύμβαση εργασίας

ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή έργου πηγάζουσες από άλλες ρυθμίσεις, προϊσχύουσες του

αναθεωρημένου Συντάγματος, αλλά μη δυνάμενες για αντικειμενικούς λόγους και χωρίς υπαιτιότητα

των εργαζομένων να εφαρμοσθούν πριν από την αναθεώρηση αυτού.

Υφιστάμενη κατά τη θέση σε ισχύ της §7 του άρθρου 118 του Συντάγματος νομοθετική

ρύθμιση είναι η ρύθμιση του άρθρου 17 του ν. 2839/2000, με την οποία προβλεπόταν η

συλλήβδην μετατροπή των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και των

συμβάσεων έργου, με τη συνδρομή των σ' αυτή προβλεπομένων προϋποθέσεων,

προσωπικού που απασχολείτο στο Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α. ή σε Ν.Π.Δ.Δ., είτε για κάλυψη

πρόσκαιρων, είτε απρόβλεπτων και επειγουσών, είτε πάγιων και διαρκών αναγκών, σε

συμβάσεις αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με τη Συνταγματική πρόβλεψη, η ανωτέρω νομοθετική

ρύθμιση εξακολούθησε να ισχύει μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών, ήτοι της

ολοκλήρωσης της μετατροπής των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και των

συμβάσεων έργου σε αορίστου χρόνου. Μετά, όμως, την ολοκλήρωση, από την έναρξη ισχύος

(18.4.2001) των αναθεωρημένων διατάξεων της §8 εδ. γ' και δ' του άρθρου 103Σ, των

ανωτέρω διαδικασιών, αντιβαίνει στο Σύνταγμα και κυρίως στην §7 του άρθρου 118 αυτού η

αναβίωση της συγκεκριμένης αυτής διάταξης που επιχειρήθηκε με την §4 του αρ.14 Ν.

3051/2002, σύμφωνα με την οποία «Η προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων, όπως αυτή

καθορίζεται στο άρθρο 17§5 περίπτ. α' του ν. 2839/2000, παρατείνεται από τότε που έληξε και

λήγει δύο (2) μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος».

Η Ολομέλεια, μετά από μακρά διαλογική συζήτηση αποδέχθηκε κατά πλειοψηφία την

ανωτέρω εισήγηση της Συμβούλου, δέχθηκε δηλ. ότι συντρέχει αντισυνταγματικότητα της διάταξης

του αρ.14§4 Ν.3051/2002.

Μειοψηφία:

Page 46: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος, ένας Αντιπρόεδρος και τρεις Σύμβουλοι, κτά την άποψη των

οποίων, με τις διατάξεις των εδαφίων γ' και δ' της §8 του αρ.103 Σ, η οποία προστέθηκε κατά την

αναθεώρηση του έτους 2001 και ισχύει από 17.4.2001, απαγορεύεται η από το νόμο μετατροπή σε

συμβάσεις αορίστου χρόνου, α) των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου του

προσωπικού του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα που προσελήφθη για την κάλυψη,

είτε πρόσκαιρων, είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών και β) των συμβάσεων έργου των

απασχολουμένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Με τις ανωτέρω διατάξεις ο

αναθεωρητικός νομοθέτης επιχείρησε να θέσει τέλος στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί μέχρι

τότε, να καλύπτονται δηλαδή, κατά παράβαση του άρθρου 103 του Συντάγματος, πάγιες και

διαρκείς ανάγκες του ευρύτερου δημόσιου τομέα με προσωπικό που προσλαμβανόταν, είτε με

συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, με αναφορά σε διατάξεις που αφορούσαν

προσλήψεις για την αντιμετώπιση πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, είτε με

συμβάσεις έργου, και ακολούθως να τακτοποιείται το προσωπικό αυτό με διάφορες ρυθμίσεις, είτε

με το διορισμό του σε οργανικές θέσεις μόνιμων υπαλλήλων, χωρίς προηγούμενη επιτυχή

συμμετοχή σε διαδικασίες διαγωνισμού ή άλλη διαδικασία επιλογής, είτε με τη μετατροπή των

συμβάσεων σε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Παράλληλα, προκειμένου

να προστατευθούν προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί σε εργαζομένους για δυνατότητα

μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου που είχαν συναφθεί με φορείς του δημόσιου τομέα

σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ο αναθεωρητικός νομοθέτης, με τη διάταξη της §7 του

αρ.118 Σ, προέβλεψε ότι «Νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής

κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να

ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών». Με τη διάταξη αυτή του αρ.118§7Σ,

αφενός μεν θεσπίζεται μια μεταβατική περίοδος τακτοποίησης εκείνων των συμβασιακών σχέσεων

ορισμένου χρόνου που είχαν δημιουργηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου

Συντάγματος, προκειμένου, μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου, να αναπτύξει πλήρη ισχύ ο

απαγορευτικός κανόνας που τίθεται στην §8 του αρ.103, αφετέρου δε παρέχεται η δυνατότητα

επιτρεπτής κατ' αρχήν θέσπισης με νόμο, διαδικαστικής φύσεως, ρυθμίσεων για τις εν λόγω

εργασιακές σχέσεις. Ως νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση του ως άνω

προσωπικού, κατά την αληθή έννοια της συνταγματικής αυτής διάταξης, νοούνται αποκλειστικά και

μόνον αυτές που προβλέπουν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της υπηρεσιακής τακτοποίησης αυτού

με τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, υφιστάμενες

πριν από την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου Συντάγματος (17.4.2001), ενώ οι ρυθμίσεις που

αφορούν τη διαδικασία τακτοποίησης μπορούν να θεσπίζονται ή να συμπληρώνονται και μετά την

ισχύ του. Η ανωτέρω ερμηνευτική εκδοχή ενισχύεται και από τη γραμματική διατύπωση της

παραγράφου 7 του άρθρου 118, στην οποία γίνεται αναφορά σε «ολοκλήρωση σχετικών

διαδικασιών» και όχι εκκρεμών διαδικασιών, ενώ παράλληλα δεν τίθεται ορισμένο χρονικό όριο για

τη συνταγματικά ανεκτή υπηρεσιακή αυτή τακτοποίηση, η οποία σε κάθε περίπτωση αφορά

Page 47: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

περιορισμένο κατά τα ανωτέρω κύκλο προσώπων που διέθεταν τα προβλεπόμενα από το ν.

2839/2000 ουσιαστικά προσόντα και η οποία θα πρέπει να ολοκληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου.

Κατ' ακολουθία, η διάταξη της §4 του άρθρου 14 του ν. 3051/2002, με την οποία ορίζεται ότι « Η

προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 17 παρ. 5

περίπτωση α' του Ν. 2839/2000, παρατείνεται από τότε που έληξε και λήγει δύο (2) μήνες μετά τη

δημοσίευση του παρόντος», είναι σύμφωνη με το άρθρο 118§7 Σ, διότι δεν τροποποιεί ούτε

μεταβάλλει τις (ουσιαστικές) προϋποθέσεις μετατροπής συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού

δικαίου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, όπως αυτές ορίζονται

στο άρθρο 17 του ν. 2839/2000. Σε κάθε δε περίπτωση, με το άρθρο 14§4 του ν. 3051/2002

παρατείνεται η ισχύς υφιστάμενης ήδη διαδικασίας που είχε θεσπιστεί με το άρθρο 17 του ν.

2839/2000, η οποία προϋφίστατο οπωσδήποτε της θέσης σε ισχύ των διατάξεων του

αναθεωρημένου Συντάγματος και εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την ολοκλήρωσή της.

Η υπόθεση αναπέμπεται, κατ' εφαρμογή του άρθρου 21 παρ. 1 εδάφ. δ’ του π.δ.

774/1980, στο Ι Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την περαιτέρω εξέτασή της.

Λασκαράτου Ιωάννα

Αριθμός 98/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ'

Αρ. 5 §2 του Δικηγορικού Κώδικα: αποκλείει την εγγραφή πτυχιούχου νομικού τμήματος

Πανεπιστημίου στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου μετά την πάροδο

ευλόγου χρόνου 5ετίας από την κτήση του πτυχίου του. Αντίκειται στο αρ.5§1Σ ; Όχι, διότι

αποβλέπει στη μη επί μακρό χρόνο αποξένωση του πτυχιούχου νομικού τμήματος και

υποψήφιου δικηγόρου από τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις που απέκτησε κατά τη φοίτησή

του στο Πανεπιστήμιο και οι οποίες είναι απαραίτητες για την άσκηση του δικηγορικού

λειτουργήματος. Αποτελεί συνταγματικώς θεμιτό περιορισμό του προστατευομένου από το

αρ.5§1Σ δικαιώματος επιλογής και ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, εφόσον

συντρέχουν δυο προϋποθέσεις, α) ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται κατά τρόπο γενικό και

αντικειμενικό και β) υπαγορεύεται από κριτήρια που ανάγονται στην επιστημονική ικανότητα των

υποψηφίων δικηγόρων και διασφαλίζουν την εξυπηρέτηση της λειτουργίας της δικαιοσύνης από

πρόσωπα με επαρκή και διαπιστωμένη επιστημονική ικανότητα .

Με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως, ενώπιον του ΣτΕ, ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν (α)

Page 48: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

η πράξη του Προέδρου και Γενικού Γραμματέα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με την

οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτούντα το περιεχόμενο της αποφάσεως του Διοικητικού

Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου περί απορρίψεως της αιτήσεως του ήδη αιτούντος να

εγγραφεί στο βιβλίο ασκουμένων, καθώς και (β) η απόφαση αυτή του Διοικητικού Συμβουλίου

του Δικηγορικού Συλλόγου περί απορρίψεως της αιτήσεως του αιτούντος να εγγραφεί στο

βιβλίο ασκουμένων. Η πράξη του Προέδρου και Γενικού Γραμματέα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, έχουσα

πληροφοριακό απλώς περιεχόμενο, στερείται εκτελεστότητας και, ως εκ τούτου, προσβάλλεται

απαραδέκτως, μόνη δε παραδεκτώς προσβαλλομένη παρίσταται η πράξη του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α.

Πραγματικά περιστατικά: Α) Ο αιτών, πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από τις 8.10.1984,

ζήτησε, με αίτησή του προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (Δ.Σ.Α.), να εγγραφεί στα μητρώα

ασκουμένων κατ' εφαρμογήν της εξαιρετικής διατάξεως του αρ. 9 του Ν.1487/1984. Η αίτηση

αυτή απερρίφθη στις 9.12.1986.

Β) Ακολούθως, νέα αίτηση του ήδη αιτούντος με το αυτό ως και η προηγουμένη περιεχόμενο,

οποία υπεβλήθη στις 15.12.1986 κατ' εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 16 του Ν.

1649/1986,

απερρίφθη δια πράξεως του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Δ.Σ.Α., με την οποία

εκδηλώθηκε εμμονή τούτου "στην αρχική απορριπτική απόφαση". Αίτηση ακυρώσεως κατά της

πράξεως αυτής απερρίφθη με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως εκπροθέσμως

υποβληθείσα.

Γ) Ακολούθως, νέα αίτηση του ήδη αιτούντος περί εγγραφής του στα βιβλία ασκουμένων, την

οποία υπέβαλε στις 13.6.2000, επικαλούμενος την υπ' αριθμ. 413/1993 απόφαση της

Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η θέσπιση ορίου ηλικίας εισόδου στο δικηγορικό επάγγελμα) απερρίφθη με την ήδη

προσβαλλομένη πράξη του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. με την αιτιολογία ότι "(...) ενόψει της διάταξης του

αρ. 5§2 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954 ΦΕΚ Α'235), σύμφωνα με την οποία

αποκλείεται η εγγραφή πτυχιούχου στα βιβλία

ασκουμένων σε περίπτωση που παρέλθει 5ετία από τη λήψη του πτυχίου και αυτό δεδομένου ότι

η ουσιώδης προϋπόθεση και όρος δεν συντρέχει καθόλου στην περίπτωσή σας καθόσον εσείς,

ως γεννηθείς το έτος 1937 και διανύων το 64ο έτους ηλικίας σας σήμερα, λάβατε το πτυχίο της

Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών την 23.11.1984 και επομένως έχει διανυθεί από

τότε μέχρι και σήμερα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 16 ετών".

Δ) Εν συνεχεία, το Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. έκανε δεκτό το επίδικο αίτημα, με πράξη του, την οποία,

όμως, εν

συνεχεία ανακάλεσε με νέα πράξη του, και με την αιτιολογία ότι "Το Διοικητικό Συμβούλιο του

Page 49: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ανακαλεί την προηγούμενη απόφασή του που περιέχεται στα

Πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου της 27.3.2002 ως προς τον κ. ............ δεδομένου ότι εκ

παραδρομής αναφέρθηκε, συζητήθηκε και περιλήφθηκε μετά των άλλων κ.κ. .............., που είναι

πρώην δικαστικοί λειτουργοί και το αίτημά τους αφορά τον επαναδιορισμό τους στο Μητρώο

Δικηγόρων του Δ.Σ.Α., ενώ ο εν λόγω αιτών ζητά την εγγραφή του στο Μητρώο Ασκουμένων του

Δ.Σ.Α. Το Διοικητικό Συμβούλιο εμμένει στη μη εγγραφή του για τους λόγους που αναφέρονται

στο με

αριθμό πρωτοκόλλου 7503/6.6.2001 απαντητικό έγγραφό του (ηλικία 63 ετών του αιτούντος και

παρέλευση 16 ετών από τη λήψη του πτυχίου Νομικής), καθώς και στην περιεχόμενη, στην

αίτηση που υπέβαλε, δήλωσή του ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το λειτούργημα του δικηγόρου.

Μετά απ' όλα αυτά, καθίσταται σαφές ότι η υπογραφείσα από τον αιτούντα δήλωσή του περί

παραίτησης από αγωγές αποζημίωσης κατά του Δ.Σ.Α. είναι άνευ αντικειμένου, δεν τον

δεσμεύουν και πρέπει το

έγγραφο της δήλωσής του να επιστραφεί σε αυτόν".

Νομικό πλαίσιο: 1. Στην §1 του αρ.5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: "Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει

ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική

ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το

Σύνταγμα ή τα χρηστά ήδη". 2. Στο αρ.4 του Δικηγορικού Κώδικα (Ν.Δ. 3026/1954, Α' 235),

όπως το άρθρο αυτό αντικαταστ. με το αρ.2 του Ν. 723/1977 (Α' 300), προβλέπεται μεταξύ

άλλων, ότι: "Ο πτυχιούχος οφείλει εντός εξαμήνου από της λήψεως του πτυχίου του, να ζητήση

την εγγραφήν του εις ειδικόν βιβλίον του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου ασκήσεως,

προσάγων το πτυχίον αυτού ως και βεβαίωσιν του παρ' ω ήρξατο ασκούμενος δικηγόρου. Από

της εγγραφής ταύτης λογίζεται η αρξαμένη η άσκησις".

3. Στο αρ.5 του παραπάνω Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το αρ.3 του Ν. 723/1977,

ορίζεται ότι: "1. Εκπρόθεσμος εγγραφή επιτρέπεται, κατ' εξαίρεσιν, δι' αποφάσεως του

Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνον γνώμην του Πειθαρχικού Συμβουλίου του οικείου

Δικηγορικού Συλλόγου και ιδίως ένεκα νόσου, στρατιωτικής υπηρεσίας, συνεχίσεως σπουδών

εν τη αλλοδαπή και ετέρων δεδικαιολογημένων περιστάσεων. Η άσκησις ασυμβιβάστου

εργασίας κατ' ουδεμία

περίπτωσιν δύναται να θεωρηθή ως δεδικαιολογημένη περίστασις. 2. Παρελθούσης πενταετίας από της λήψεως του πτυχίου αποκλείεται εγγραφή πτυχιούχου εις τα βιβλία ασκουμένων".

Στην έννοια της προσωπικής ελευθερίας και στην κατοχυρούμενη στο άρθρο 5§1Σ

αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου περιλαμβάνεται και η

Page 50: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και ασκήσεως επαγγέλματος. Στην

ελευθερία αυτή ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς, είτε με τη μορφή

αρνητικών όρων και απαγορεύσεων είτε με τη μορφή θετικών υποχρεώσεων προς ενέργεια,

πριν από την επιλογή ή και κατά την άσκηση του επαγγέλματος. Οι όροι όμως και οι

προϋποθέσεις που τάσσονται από τον κοινό νομοθέτη για την επιλογή και την άσκηση του

επαγγέλματος, είναι συνταγματικώς επιτρεπτοί όταν:

α) ορίζονται γενικά και κατά τρόπο αντικειμενικό

β) δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος, οι οποίοι, σε

κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να είναι συναφείς προς το αντικείμενο και τον

χαρακτήρα του επαγγέλματος.

Ειδικότερα, για το δικηγορικό επάγγελμα, που είναι μεν ελεύθερο, έχει όμως,

παράλληλα, και το χαρακτήρα δημόσιου λειτουργήματος, συνδεόμενου με το σύστημα απονομής

της δικαιοσύνης, η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη, ως προς τους όρους εισόδου σ' αυτό,

πρέπει να υπαγορεύεται από κριτήρια και να καθιερώνει προϋποθέσεις που ανάγονται στην

ηθική συγκρότηση, τις επιστημονικές και τις εν γένει διανοητικές ικανότητες του

υποψηφίου, ώστε η λειτουργία της δικαιοσύνης να υπηρετείται με πρόσωπα διαπιστωμένης

επιστημονικής ικανότητας και ηθικής

υποστάσεως28.

Η ρύθμιση του ως άνω αρ. 5 §2 του Δικηγορικού Κώδικα, που αποκλείει την

εγγραφή πτυχιούχου νομικού τμήματος Πανεπιστημίου στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου

δικηγορικού συλλόγου μετά την πάροδο ενός ευλόγου χρόνου πέντε (5) ετών από την κτήση

του πτυχίου του, αποβλέπουσα στη μη επί μακρό χρόνο αποξένωση του πτυχιούχου νομικού

τμήματος και υποψήφιου δικηγόρου από τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις που απέκτησε κατά

τη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο και οι οποίες είναι απαραίτητες για την άσκηση του

δικηγορικού λειτουργήματος, αποτελεί συνταγματικώς επιτρεπτό περιορισμό του

προστατευομένου από το άρθρο 5 §1 Σ δικαιώματος επιλογής και ασκήσεως του

δικηγορικού επαγγέλματος, εφόσον συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, δηλ. α) ο

περιορισμός αυτός επιβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό και β) υπαγορεύεται από

κριτήρια που ανάγονται στην επιστημονική ικανότητα των υποψηφίων δικηγόρων και

διασφαλίζουν την εξυπηρέτηση της λειτουργίας της δικαιοσύνης από πρόσωπα με επαρκή και

διαπιστωμένη επιστημονική ικανότητα .

Δια του δικογράφου προσθέτων λόγων, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλομένη πράξη

του Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. είναι ακυρωτέα διότι από το χρόνο λήψεως του πτυχίου του (8.10.1984)

μέχρι του χρόνου υποβολής της αιτήσεώς του προς τον Δ.Σ.Α. (13.6.2000), επί της οποίας 28 Βλ. σχετικά Σ.τ.Ε. 3924/2000, 413/1993 (ολ.) κ.ά.

Page 51: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

εκδόθηκε η ήδη προσβαλλομένη πράξη, δεν είχε παρέλθει η κατ' άρθρον 5§2 του Δικηγορικού

Κώδικα 5ετία. Ο λόγος, όμως, αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος, διότι, εν πάση περιπτώσει,

και από το έτος 1991- οπότε δημοσιεύθηκε η υπ' αριθμ. 413/1993 απόφαση της Ολομελείας του

Συμβουλίου της Επικρατείας και, κατ' επίκλησιν αυτής, ο αιτών υπέβαλε προς τον Δ.Σ.Α. την

τρίτη κατά σειρά αίτηση (13.6.2000),

επί της οποίας εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη πράξη - παρήλθε ο κατ' άρθρον 5§2

Δικηγορικού Κώδικα εύλογος χρόνος των πέντε (5) ετών, και ως εκ τούτου δεν κατελείπετο στο

Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. στάδιο εξετάσεως του επιδίκου αιτήματος του αιτούντος να εγγραφεί στα

μητρώα ασκουμένων. Υπό τα δεδομένα αυτά, ορθώς εφαρμόσθηκε από το Δ.Σ. του Δ.Σ.Α., η

προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 5§1 του Δικηγορικού Κώδικα, τα δε περί

αντισυνταγματικότητας της διατάξεως αυτής

προβαλλόμενα με την υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως είναι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα

ανωτέρω απορριπτέα ως αβάσιμα.

Οι ισχυρισμοί του αιτούντος περί δικαιολογημένων περιστάσεων, οι οποίες ήγαγαν στη

μη έγκαιρη εγγραφή του στα μητρώα ασκουμένων του Δ.Σ.Α., δεν επηρεάζουν το κύρος της

προσβαλλομένης πράξεως και, για το λόγο αυτό, πρέπει να απορριφθούν, αφού μετά την

πάροδο πενταετίας, για ουδένα λόγο συγχωρείται η εκπρόθεσμη εγγραφή αποφοίτου Νομικής

Σχολής ως ασκουμένου δικηγόρου.

Διατακτικό: Το Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως.

Σύντομος σχολιασμός: Στο άρθρο 5§1Σ κατοχυρώνεται η αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας

του ατόμου, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η

ελευθερία επιλογής και ασκήσεως επαγγέλματος. Στην ελευθερία αυτή ο κοινός νομοθέτης

μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς, είτε με τη μορφή αρνητικών όρων και απαγορεύσεων είτε με

τη μορφή θετικών υποχρεώσεων προς ενέργεια, πριν από την επιλογή ή και κατά την άσκηση

του επαγγέλματος. Οι όροι όμως και οι προϋποθέσεις που τάσσονται από τον κοινό νομοθέτη

για την επιλογή και την άσκηση του επαγγέλματος, είναι συνταγματικώς επιτρεπτοί εάν α) ορίζονται γενικά και κατά τρόπο αντικειμενικό και β) δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους

δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος.

Όσον αφορά στο δικηγορικό επάγγελμα, που είναι μεν ελεύθερο, έχει όμως, και

χαρακτήρα δημόσιου λειτουργήματος, συνδεόμενου με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης,

η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη, ως προς τους όρους εισόδου σ' αυτό, πρέπει να

υπαγορεύεται από κριτήρια και να καθιερώνει προϋποθέσεις που ανάγονται στην ηθική

συγκρότηση, τις επιστημονικές και τις εν γένει διανοητικές ικανότητες του υποψηφίου, ώστε η

Page 52: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

λειτουργία της δικαιοσύνης να υπηρετείται με πρόσωπα που διαθέτουν επιστημονική κατάρτιση

και ηθικό υπόβαθρο.

Η ρύθμιση του αρ. 5 §2 του Δικηγορικού Κώδικα, που αποκλείει την εγγραφή

πτυχιούχου νομικού τμήματος Πανεπιστημίου στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού

συλλόγου μετά την πάροδο ενός ευλόγου χρόνου 5ετίας από την κτήση του πτυχίου του,

αποβλέπει στη μη επί μακρό χρόνο αποξένωση του πτυχιούχου νομικού τμήματος και

υποψήφιου δικηγόρου από τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις που απέκτησε κατά τη φοίτησή

του στο Πανεπιστήμιο και οι οποίες είναι απαραίτητες για την άσκηση του δικηγορικού

λειτουργήματος. Κατά συνέπεια αποτελεί συνταγματικώς θεμιτό περιορισμό του

προστατευομένου από το αρ.5§1Σ δικαιώματος επιλογής και ασκήσεως του δικηγορικού

επαγγέλματος, εφόσον συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, δηλ. α) ο περιορισμός αυτός

επιβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό και β) υπαγορεύεται από κριτήρια που

ανάγονται στην επιστημονική ικανότητα των υποψηφίων δικηγόρων και διασφαλίζουν την

εξυπηρέτηση της λειτουργίας της δικαιοσύνης από πρόσωπα με επαρκή και διαπιστωμένη

επιστημονική ικανότητα .

Λασκαράτου Ιωάννα

Αριθμός 385/2004 ΤΟ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ'

Οι δικαστικοί λειτουργοί δικαιούνται την αναγνωρισμένοι για τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους 9μηνη

άδεια ανατροφής τέκνου; ΝΑΙ, σύμφωνα με την διάταξη του αρ.22§20 του Κώδικα Οργανισμού των

Δικαστηρίων Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών , ερμηνευομένη εν όψει του αρ. 21 Σ που θέτει την

μητρότητα και την παιδική ηλικία υπό την προστασία του κράτους και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του

οξύτατου δημογραφικού προβλήματος της χώρας. Άρα, οι μητέρες δικαστικοί δικαιούνται 1) άδεια κύησης

και λοχείας (αρ. 52§1 Κώδικα Δημ. Υπαλλήλων), και 2) 9μηνη ειδική άδεια με αποδοχές για ανατροφή

τέκνου (αρ. 53§2 Κώδικα Δημ.Υπαλλήλων). Αυτό επιβάλλεται και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν έχει

προβλέψει ειδικά ρυθμίσεις για την ανατροφή των τέκνων των δικαστικών λειτουργών, όπως έχει θεσπίσει

για τις περισσότερες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, σε εκπλήρωση τόσο της υποχρέωσης που

απορρέει από το αρ. 21 Σ, όσο και από την αρχή του κοινοτικού δικαίου περί συμφιλίωσης της

οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής , που προβλέπει χορήγηση γονικής άδειας σε όλους τους

εργαζόμενους.

Page 53: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Η ένδικη διαφορά εισήχθη ενώπιον του ΣτΕ, κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως που άσκησε η Α. Σ. ,

δικαστική λειτουργός με το βαθμό του Ειρηνοδίκη Δ' Τάξεως, κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την

οποία αίτηση η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη - άρνηση του Υπουργού

Δικαιοσύνης να της χορηγήσει την ειδική εννεάμηνη άδεια με αποδοχές για ανατροφή τέκνου που

παρέχεται στις μητέρες δημοσίους υπαλλήλους σύμφωνα με το αρ.53§2εδ. β' του Υπαλληλικού Κώδικα. .

Η σχετική άρνηση εκδηλώθηκε με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αιτήσεώς

της προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Πραγματικά περιστατικά:

Η αιτούσα, δικαστική λειτουργός με τον βαθμό του Ειρηνοδίκη Δ' Τάξεως και μητέρα τέκνου 18

μηνών, με αίτησή της προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ζήτησε να της χορηγηθεί η ειδική εννεάμηνη άδεια

με αποδοχές για ανατροφή τέκνου, που παρέχεται στις μητέρες δημοσίους υπαλλήλους, σύμφωνα με το

άρθρο 53§2 του Υπαλληλικού Κώδικα. Η Διοίκηση αρνήθηκε να της χορηγήσει την εν λόγω άδεια, η

άρνηση δε αυτή εκδηλώθηκε με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή στο Υπουργείο της

ανωτέρω αιτήσεώς της. Κατόπιν τούτου, η ήδη αιτούσα, στράφηκε με αίτηση ακυρώσεως κατά του Υπ.

Δικαιοσύνης, αιτούμενη την ακύρωση της σιωπηρής αρνήσεώς του να της χορηγήσει την ως άνω 9μηνη

άδεια με αποδοχές για ανατροφή τέκνου.

Νομικό πλαίσιο: 1. Στο αρ. 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών λειτουργών (ν.

1756/1988, Α' 35), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο και διείπε την επίδικη υπόθεση,

ορίζει στην §20 ότι : "20. Η δικαστική λειτουργός που κυοφορεί έχει δικαίωμα άδειας πριν και μετά τον

τοκετό, κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς

υπαλλήλους του κράτους".

2. Στον ισχύοντα Υπαλληλικό Κώδικα (ν. 2683/1999, Α' 19), και στο Κεφάλαιο ΣΤ’ αυτού που τιτλοφορείται

«Άδειες διευκολύνσεων», ορίζεται σχετικώς, στο αρ.52§1, με τίτλο «Άδειες

μητρότητας», ότι : "Στις υπαλλήλους οι οποίες κυοφορούν χορηγείται άδεια μητρότητας με πλήρεις

αποδοχές δύο (2) μήνες πριν και τρεις (3) μήνες μετά τον τοκετό. Η άδεια λόγω κυοφορίας χορηγείται

ύστερα από βεβαίωση του θεράποντα γιατρού για τον πιθανολογούμενο χρόνο τοκετού’’. Στο αρ.53§ 2, με

τίτλο «Διευκολύνσεις υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις» ορίζεται ότι : "Στις μητέρες υπαλλήλους ο

χρόνος εργασίας μειώνεται κατά δύο (2) ώρες ημερησίως, εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας έως δύο (2) ετών,

και κατά μία (1) ώρα, εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας από δύο (2) έως τεσσάρων (4) ετών. Η μητέρα

υπάλληλος δικαιούται εννέα (9) μήνες άδεια με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, εφόσον δεν κάνει χρήση

του κατά το προηγούμενο εδάφιο μειωμένου ωραρίου".

Page 54: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

3. Το άρθρο 21 του ισχύοντος Συντάγματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την πρόσφατη αναθεώρησή

του29, ορίζει στην §1 ότι : Η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και

ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους", και στην §5 ότι : "Ο

σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων

αποτελεί υποχρέωση του Κράτους".

Η παρατεθείσα διάταξη του άρθρου 44§20 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης

Δικαστικών Λειτουργών, ερμηνευομένη ενόψει του ανωτέρω άρθρου 21Σ που θέτει την μητρότητα και την

παιδική ηλικία υπό την προστασία του Κράτους και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του οξυμένου

δημογραφικού προβλήματος της χώρας, έχει την έννοια ότι παραπέμπει στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις

για τους δημοσίους υπαλλήλους οι οποίες

προβλέπουν όχι μόνον τις άδειες μητρότητας, κύησης και λοχείας,30 αλλά και κάθε άλλη άδεια που

αποβλέπει στην προστασία της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας. Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται και από

το γεγονός ότι ο έλληνας νομοθέτης δεν έχει προβλέψει ειδικά ρυθμίσεις για την ανατροφή των τέκνων των

δικαστικών λειτουργών που προσιδιάζουν στις συνθήκες άσκησης του λειτουργήματός των, όπως έχει

θεσπίσει για τις περισσότερες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, σε εκπλήρωση της υποχρεώσεως που

απορρέει τόσο από το άρθρο 21 του Συντάγματος, όσο και από την αρχή του κοινοτικού δικαίου περί

συμφιλιώσεως της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής που εκφράζεται και με τις διατάξεις της

Οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3.6.199631, όπου προβλέπεται χορήγηση γονικής άδειας σε όλους

τους εργαζομένους. Κατ' ακολουθία, η ανωτέρω διάταξη του Κώδικα, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των

ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και του κοινοτικού δικαίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι παραπέμπει,

α) στη διάταξη του άρθρου 52§1 του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα που προβλέπει άδεια μητρότητας

δύο μήνες πριν και τρεις μήνες μετά τον τοκετό, και β) στη διάταξη του αρ.53§2 του

τελευταίου, κατά το μέρος που είναι εφικτή η εφαρμογή της στις μητέρες δικαστικούς λειτουργούς, κατά το

μέρος δηλαδή που προβλέπει δικαίωμα εννεάμηνης ειδικής άδειας, με αποδοχές, για ανατροφή τέκνου32.

Σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτίθενται, η άρνηση της Διοικήσεως να χορηγήσει στην αιτούσα

την εν λόγω ειδική εννεάμηνη άδεια ανατροφής τέκνου, την οποία αυτή δικαιούται δεν είναι νόμιμη και για το λόγο αυτό η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και η προσβαλλόμενη άρνηση να ακυρωθεί.

29 ψήφισμα της 6/4/2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων. 30 βλ. και άρθρο 105 προϊσχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα - π. δ/γμα 611/1977, Α' 198. 31 ΕΕ αριθ. L 145 της 19.6.1996, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου της 15.12.1997 (ΕΕ αριθ. L 10 της 16.1.1998). 32 βλ. Ολομ. ΣτΕ 3216/2003.

Page 55: 105 .)greeklaws.com/pubs/uploads/1350.pdf · ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1/2003 Ενόψει του γενικότερης σημασίας ζητήματος του "άβατου" του

Διατακτικό:

Το ΣτΕ δέχεται την ενώπιόν του ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως, ακυρώνει την άρνηση του Υπουργού

Δικαιοσύνης να χορηγήσει στην αιτούσα την κατά το άρθρο 53§2 του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα

εννεάμηνη άδεια ανατροφής του τέκνου της η οποία εκδηλώθηκε με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από

την υποβολή της σχετικής αιτήσεως της .

Λασκαράτου Ιωάννα