40

©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

  • Upload
    others

  • View
    4

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή
Page 2: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 3: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 4: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Σειρά: Ελληνική ΠεζογραφίαΣυγγραφέας: Λούλα Καλαϊτζόγλου

Τίτλος: Μια άλλη εποχήΣελιδοποίηση: Αλίκη Τριανταφυλλίδου

Επιµέλεια: Ανθή ΜπίσσαΕκπόνηση Εξωφύλλου: Έλενα ΜατθαίουCopyright εξωφύλλου: Εκδόσεις Ωκεανός

Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, µερική ή περιληπτική, ή ηαπόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχοµένου του βιβλίου µε οποιονδήποτετρόπο, µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούµενηγραπτή άδεια του εκδότη. Νόµος 2121/1993 και κανόνες του ∆ιεθνούς ∆ικαίου πουισχύουν στην Ελλάδα.

© 2014 Λούλα Καλαϊτζόγλου & ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣΣόλωνος 136, 106 77, Αθήνα

Τηλ.: 210 3829339 Φαξ: 2103829659e-mail:[email protected]

www.oceanosbooks.grISBN 978-618-5104-23-8

Page 5: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 6: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 7: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

:

Τ ο μυθιστόρημά μου αυτό τοποθετείται σεμια παλαιότερη εποχή. Ωστόσο, έχω τηνπεποίθηση ότι θα αγγίξει τις καρδιές όλων,

διότι τα γεγονότα που περιγράφει είναι πέρα για πέ-ρα αληθινά. Διαβάζοντάς τo, οι μνήμες των παλαιό-τερων θα ξαναζωντανέψουν και οι νεότεροι θα απο-ρήσουν με τα στερεότυπα εκείνης της εποχής πουλειτουργούσαν σαν βαρίδια εμποδίζοντας τους νέουςνα αποτάξουν τη διάθεση υποχωρητικότητας και υπο-ταγής που ήταν ριζωμένες στην ψυχή τους από ταπαιδικά τους χρόνια. Προσπάθησα να αποδώσω όσοτο δυνατόν πιο πιστά και με απόλυτο σεβασμό τα ήθηκαι τα έθιμα του τόπου και της εποχής. Η επιλογήτων ονομάτων είναι τυχαία και δεν αντιστοιχούν σευπαρκτά πρόσωπα.

Τέλος, τα ιστορικά στοιχεία που αναφέρω, είναι

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 8: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

αυτά που σημάδεψαν την τότε εποχή, όπως τα βίωσαεγώ. Δεν ήμουν και δεν είμαι αρμόδια να κρίνω τιςκαταστάσεις. Πέρασαν αρκετοί «μικροί» και «μεγά-λοι» πολιτικοί και ιστορικοί που είχαν την κρίση, τηγνώση και την εμπειρία να το κάνουν.

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 8 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 9: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

:

Τ α παιδιά αγαπούσαν πολύ το χωριό πουείχαν γεννηθεί, γιατί στα μάτια τους φά-νταζε όμορφο. Χτισμένο στους πρόποδες

του όρους Όθρυς, δίπλα σε μια κωμόπολη, πολύ κοντάστον Παγασητικό Κόλπο. Πολλές φορές έφτανε έναπαράξενο βουητό έως την πεδιάδα του Αλμυρού, ότανο άνεμος μάλωνε με τα κύματα κι έκανε τη θάλασσανα φουσκώνει. Το δάσος, που απλωνόταν από την άλ-λη πλευρά της πεδιάδας, έδινε μια ιδιαίτερη ομορφιάστον τόπο, όταν, κάθε άνοιξη, οι βαλανιδιές γέμιζανμπουμπούκια και κάτω τ’ ανθισμένα σπηρδούκλιααπλώνονταν σε όλη την έκταση χαρίζοντας παντού τοάρωμά τους. Ήταν επίσης η χαρά των πουλιών, γιατίεκεί έχτιζαν ελεύθερα τις φωλιές τους.

Βρισκόμαστε στο 1950. Μπαίνει ο χειμώνας και

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 10: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

στο χωριό ο κόσμος μαζεύεται νωρίς τα βράδια στασπίτια του. Οι γονείς αγωνιούν να τελειώσουν τη σπο-ρά. Έχουν φέρει ξύλα κι έχουν εφοδιάσει τα σπίτιαμε όλα τα απαραίτητα για τον χειμώνα. Η γιαγιά,αναστενάζοντας, παίρνει μια αγκαλιά ξύλα και πάειμέσα ν’ ανάψει τη σόμπα. Στα χείλη της ήρθε μια πα-ροιμία, που θυμήθηκε απ’ την πατρίδα.

— Άϊ-Βαρβάρα φύσα, Άϊ-Σάββα τχάραξον και τ’Άϊ-Νικόλα απουρπουνού έναν τρανόν σχον πίσων.*

— Κάθε χρόνο του Αγίου Νικολάου χιονίζει, σκέ-φτεται. Φέτος να μην το κάνει; αναρωτιέται.

Μαζεύει τα κάρβουνα στη μέση, βάζοντας πρώτατα ψιλά ξύλα και γεμίζει τη σόμπα. Σε δυο λεπτά οιφλόγες άρχισαν να σκορπούν γύρω τους τη ζεστασιά.

— Μ’ αήκον κρύον μέρ αχπάσκετε και πάτε;**τους είπε η γιαγιά.

Δες τώρα που ο καιρός είναι έτοιμος να χιονίσει. Θαέρθουν τα εγγόνια της από το σχολείο, πρέπει να ζε-στάνει το σπίτι και το φαγητό. Η Λουκία, που φέτοςτελειώνει το σχολείο, έχει τ’ όνομά της. Η μικρή Αν-νούλα πάει στην τρίτη δημοτικού. Ο Λάμπρος μεγά-λωσε πια, έγινε 15 χρονών και βοηθάει τον πατέρα τουστα χωράφια. Σήμερα, όμως, δεν τον πήραν μαζί τους,

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 10 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* Αγία Βαρβάρα φύσα, Άγιε Σάββα ανακάτεψε τον καιρό και τουΑγίου Νικολάου πρωί-πρωί γέμισε τον τόπο χιόνι.** Με τέτοιο κρύο, πού ξεκινάτε να πάτε;

Page 11: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

γιατί είχε πολύ κρύο και λυπήθηκαν να τον ξυπνήσουν.Είναι ο μοναχογυιός τους και σ’ αυτόν στηρίζουν όλατους τα όνειρα. Οι γονείς του περιμένουν πώς και πώςνα μεγαλώσει, ώστε να τους ξεκουράσει λίγο. Οι δου-λειές στο χωράφι είναι δύσκολες, ιδιαίτερα για τη μά-να. Ευτυχώς για κείνη που έχουν τη γιαγιά στο σπίτικι έχει αναλάβει τα παιδιά. Είναι ξένοιαστη, γιατί ξέρειπόσο τ’ αγαπάει και τα φροντίζει. Όταν μιλάνε μεταξύτους για τα παιδιά, καμαρώνουν, ιδιαίτερα για τονγυιό. Καλά είναι και τα κορίτσια, μα κάποια ’μέρα θαφύγουν. Ο γυιός τους είναι που θα μείνει στο σπίτι καιθα φέρει τ’ όνομά τους. Αυτό τους γεμίζει υπερηφάνεια.

Η γιαγιά ανοίγει την πόρτα για να βάλει τη γατού-λα μέσα, γιατί φώναζε, απελπισμένη απ’ το κρύο, έξωαπό την πόρτα.

— Ούχι! Αδά σο κρύον μέρ επέμναν;*Το φαγητό το έχει ετοιμάσει από νωρίς. Είναι λα-

χανοσαρμάδες, που αρέσουν στα εγγόνια της. Καθά-ρισε πλιγούρι, έκοψε μέσα μπόλικο μαϊντανό, δυόσμοκαι στη θέση του κιμά έβρασε πατάτες. Τα ζύμωσεόλα μαζί κι άρχισε πρωί-πρωί να τυλίγει με μεράκι.Κάθε σαρμάς κι ένας καημός, κάθε θύμηση κι έναςπόνος. Όταν κάνει φαγητά που της θυμίζουν την πα-τρίδα, αφήνει τη νοσταλγία να την οδηγεί πίσω σταχρόνια της καταστροφής...

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 11 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* Αααχ! Σ’ αυτό το κρύο πού έμειναν;

Page 12: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

Ζούσε με τους γονείς της στο Ακ-Δαγ-Μαδέν τουΠόντου, στη Μ. Ασία. Οι γονείς της είχανε φούρνο καιμ’ αυτόν συντηρούσαν την οικογένεια. Ως μικρότερη,την είχαν χαϊδεμένη και οι αδελφές της τη θεωρούσαντην πιο τυχερή. Ήταν η μοναδική που έστειλαν να μά-θει γράμματα, μα δεν πρόλαβε να τελειώσει ούτε καικείνη. Αρρωσταίνοντας ο πατέρας της, ήρθαν σε πολύδύσκολη θέση και, φεύγοντας εκείνος απ’ τη ζωή τουςπολύ νωρίς, τη σταμάτησαν για να βοηθάει στις δου-λειές του σπιτιού. Αυτά που έμαθε, όμως, ήταν αρκε-τά για να μπορεί να γράφει και να διαβάζει. Όποτεχρειαζόταν, ήταν πρόθυμη να διαβάσει εφημερίδεςκαι να ενημερώνει τους συγγενείς για τα γεγονότα.

Ήρθαν πολύ δύσκολα χρόνια για τους Έλληνες εκεί,θυμάται η γιαγιά Λουκία. Την είχαν παντρέψει στα18, μα σε δυο χρόνια έμεινε χήρα. Τις νύχτες βγαίναντσετέδες* έξω, που λήστευαν, τρομοκρατούσαν καισκότωναν τους Έλληνες. Έτσι, έμεινε μόνη στα 20, μ’ένα παιδί στην αγκαλιά. Ήταν τότε που η Μικρασια-τική Καταστροφή είχε ξεκινήσει. Η ελληνική Ανατολήπαραδόθηκε στο αίμα και στη φωτιά. Έχασαν ό,τι εί-χαν σε υλικά αγαθά, μα και τα σπίτια τους. Μέσα στοκαλοκαίρι του 1921 ο ελληνικός στρατός, παρά τηναντίσταση του κεμαλικού στρατού, προωθήθηκε βαθιάστη Μικρά Ασία, πλησιάζοντας στην Άγκυρα. Εκεί πα-

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 12 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* Τούρκοι αντάρτες.

Page 13: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

ρέμεινε έναν χρόνο και οι πολεμικές συρράξεις είχανδιακοπεί. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, ο Κεμάλ ανα-διοργάνωσε κι εξόπλισε τον στρατό του, με την υπο-στήριξη του τουρκικού κράτους. Εκείνη την περίοδοο ελληνικός στρατός, που βρισκόταν στη Μικρά Ασία,παρουσίαζε σημάδια κόπωσης και ανεφοδιαζόταν μεδυσκολία. Τα θυμάται κι ακόμη πονάει τους ανθρώ-πους που μαζεύονταν γύρω της, έχοντας ένα κομμάτιεφημερίδας κρυμμένο. Περίμεναν την ευκαιρία νατους το διαβάσει. Έτσι μάθαιναν τα νέα και ύστερατα μετέφεραν από στόμα σε στόμα.

— Αααχ, αναστενάζει η γιαγιά!Ήταν τότε που ο Κεμάλ βρήκε την ευκαιρία κι εξα-

πέλυσε γενική επίθεση κατά του Ελληνισμού. Μιαεπίθεση πολύ καλά οργανωμένη. Στην κύρια μάχη, οελληνικός στρατός, ψυχικά και σωματικά καταπονη-μένος, νικήθηκε κι άρχισε να υποχωρεί. Ό,τι ακολού-θησε εικονογραφεί μια από τις μεγαλύτερες τραγω-δίες του Ελληνισμού. Αιχμαλώτιζαν τους Έλληνες σετάγματα εργασίας. Δούλευαν σκληρά, με αυστηρήεπιτήρηση, για την κατασκευή σιδηροδρόμων, λατο-μείων και ιδιωτικών αγροκτημάτων. Οι συνθήκεςεργασίας ήταν απάνθρωπες. Τους θέριζε η πείνα, οιαρρώστιες και οι κακουχίες. Η γιαγιά νιώθει μια ανα-τριχίλα, ενθυμούμενη όλα αυτά, γιατί επρόκειτο γιαεκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.

Μπροστά σ’ αυτήν την πραγματικότητα, οι Έλλη-

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 13 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 14: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

νες αρνούνταν να στρατευθούν και τους καταδίωκαν.Η τρομοκρατία ήταν μια καθημερινή πραγματικότη-τα. Εκτοπίσεις, φόνοι, βιασμοί, αρπαγές. Μαζί με όλααυτά, αφαιρέθηκε και το δικαίωμα της λειτουργίαςτων σχολείων. Όλα τα ελληνικά σχολεία τέθηκαν υπότον έλεγχο του τουρκικού Υπουργείου Παιδείας κιέγινε υποχρεωτική η διδασκαλία της τουρκικής γλώσ-σας. Κι έτσι έμειναν όλα τα παιδιά εκείνης της εποχήςαγράμματα. Οι γονείς τους τα προτιμούσαν αγράμ-ματα από το να μάθουν τα τούρκικα.

Η νικημένη πια Ελλάδα υποχρεώθηκε να υπογρά-ψει ανακωχή. Έτσι τελείωσε ο Ελληνοτουρκικός πό-λεμος. Αυτό ήταν, όμως, μια πρόσκαιρη ανακωχή απότην πλευρά των Τούρκων. Για την τύχη του Ελληνι-σμού μεγαλύτερη σημασία είχε η σύμβαση που υπο-γράφτηκε, ύστερα από απ’ ευθείας διαπραγματεύ-σεις, ανάμεσα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και στονΙσμέτ Ινονού. Αυτοί ρύθμισαν το ζήτημα της ανταλ-λαγής των πληθυσμών. Το τέλος, όμως, της ιστορίας,που γεμίζει ακόμη δάκρυα και πόνο την ψυχή της,ήταν η αρχή μιας άλλης ιστορίας, αυτής της προσφυ-γιάς. Συνολικά, από το 1912 έως το 1925, περίπου1.300.000 Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα καισυγκεκριμένα στη Μακεδονία. Σ’ αυτό το χωριό ήρ-θαν μόνο 80 οικογένειες.

Η γιαγιά αφήνει το τύλιγμα του σαρμά και σκου-πίζει τα μάτια της.

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 14 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 15: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

— Μόσε, ντ’ έπαθα οσήμερον;*Ένας κύκλος νοσταλγίας την παρασύρει. Προσθέ-

τει νερό και λάδι στο φαγητό και το βάζει να βράσει.Παίρνει να πλέξει την κάλτσα της Αννούλας, να ξε-χαστεί. Προσπαθεί, μιλώντας μόνη της, να τ’ αλλάξειαυτό, «μια καλή, μια ανάποδη». Μα οι αναμνήσειςθολώνουν τα μάτια της και δεν μπορεί να συνεχίσει.Έτσι δεν γίνεται εφικτό να διώξει τις σκέψεις από τομυαλό της. Εκείνο συνεχίζει να θυμάται.

Τα προβλήματα που προέκυψαν ήταν η επείγουσαανάγκη για αποκατάσταση των προσφύγων, που σή-μαινε κυρίως στέγαση κι απασχόληση. Ήταν δύσκολο,γιατί η χώρα έβγαινε από μια πολεμική περίοδο δέκαετών, που την είχε εξαντλήσει οικονομικά. Με την κρα-τική προσπάθεια και με τη βοήθεια διεθνών οργανι-σμών οδηγήθηκε σιγά-σιγά στην ομαλοποίηση της δια-βίωσης των προσφύγων. Όλοι ήταν εργατικοί καιπροοδευτικοί άνθρωποι. Με την εργατικότητά τουςπροώθησαν την αγροτική οικονομία, κυρίως με νέεςκαλλιέργειες, όπως ήταν η καπνοκαλλιέργεια, συμβάλ-λοντας έτσι στην αύξηση της αγροτικής παραγωγής.

Το μυαλό της έχει θολώσει απ’ όλες αυτές τις σκέ-ψεις, μα, ακούγοντας βήματα στην αυλή, σκουπίζειτα μάτια της. Δεν θέλει να τη βλέπουν τα εγγόνια τηςνα κλαίει. Φτάνουν τα όσα πέρασε εκείνη, ας αφήσει

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 15 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* Τί έπαθα σήμερα;

Page 16: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

τη χαρά να κρατήσει μια θέση στην καρδιά της. Τώραέχει τα παιδιά του γυιού της και βλέπει πως η ζωήέχει μέλλον κι αυτά θα τη συνεχίσουν. Πολλές φορέςέχει μοιραστεί μαζί τους ιστορίες από την πατρίδα.Και νά, πρώτος ήρθε ο Λάμπρος κι έκατσε δίπλα στησόμπα, τρίβοντας τα χέρια.

— Πω, πω, γιαγιά! Έχει πολύ κρύο και μου φαίνε-ται πως θα χιονίσει.

— Κι εσύ μερ έσνε, με τ’ αβούτον τον καιρόν;*— Είχαμε πάει με τον Γιάννη στο Κουρί,** να σκο-

τώσουμε πουλιά, με το λάστιχο.***— Νέπρε με το λάστιχον σκοτούνταν πουλία;****

Κι αν αρρωστήσεις δεν έχεις υπομονή στο τρίψιμο.Όταν σε τρίβω με πετρέλαιο όλο φωνάζεις, «φτάνειγιαγιά» και «φτάνει γιαγιά» μου είσαι.

— Γιαγιά, άσ’ τα αυτά, γιατί πεινάω σαν λύκος.Βάλε μου να φάω.

— Κάτσε να ζεσταθείς πρώτα. Όπου νά ’ναι θά’ρθουν κι οι αδελφές σου απ’ το σχολείο.

Αρχίζει, όμως, να ετοιμάζει. Βάζει στη μέση τοστρογγυλό τραπέζι και γύρω-γύρω αραδιάζει τα μι-κρά σκαμνάκια. Είναι από ξύλο, που τα έφτιαξε ο

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 16 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* Κι εσύ πού ήσουν, μ’ αυτόν τον καιρό;** δάσος.*** σφενδόνα.**** Με τη σφενδόνα σκοτώνονται πουλιά;

Page 17: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

γυιός της με πολύ μεράκι. Τα πιάτα είναι από χοντρόαλουμίνιο για να μη σπάνε.

Σε λίγο ήρθαν τα κορίτσια, τρέχοντας.— Αααχ, γιαγιά! Παγώσαμε σήμερα! της παραπο-

νέθηκαν. Κι ο δάσκαλος φώναζε, γιατί τα παιδιά δενφέραν ξύλα, όπως κάθε ’μέρα. «Πώς θα σας ζεστάνωτώρα;»

— Αχ, να σε χαρώ! αναφώνησε η γιαγιά και στρί-μωξε άλλο ένα ξύλο στη σόμπα. Μετά τους έβαλε σταπιάτα τους αχνιστούς σαρμάδες. Τα παιδιά στρώθη-καν στο τραπέζι και η γιαγιά πρόσθεσε μια βαθιάσουπιέρα με γιαούρτι στη μέση για όλους. Με το φα-γητό στο τραπέζι, η κουβεντούλα άρχισε.—Μμμ! Γιαγιά, πολύ νόστιμα τα σαρμαδάκια σου!

της λένε.Ο Λάμπρος, συγχρόνως, πειράζει την Αννούλα,

παίρνοντας από το πιάτο της δύο σαρμάδες.— Γιαγιάαα! τσιρίζει εκείνη. Ο Λάμπρος μού τρώει

το φαΐ μου…— Άσ’ τηνε! του λέει η γιαγιά, προσπαθώντας να

κρατήσει τις ισορροπίες.— Μ’ αφού κοίτα πώς τρώει… Εγώ τελείωσα κι

εκείνη είναι ακόμη στην αρχή!— Σι γούλας ερούξεν νέπρε;*— Μ’ αρέσει να την ακούω να τσιρίζει.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 17 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* Κι εσένα τί σε νοιάζει;

Page 18: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

— Πρέπει να τρως όλο το φαγητό σου! Πώς αλλιώςθα γεμίσουν αυτά τα καλαμένια χεράκια; Κι εκτόςαπ’ αυτό, όταν αδειάζεις καλά το πιάτο σου, θα πά-ρεις όμορφο άνδρα. Νά, κοίτα, η Λουκία το έφαγε όλο,της είπε η γιαγιά με γλυκό ύφος.

Η Αννούλα κοιτάζει την αδελφή της που βάζει τηντελευταία μπουκιά στο στόμα της και γελάει από ευ-χαρίστηση.

— Α, γιαγιά, κι εγώ θέλω να πάρω όμορφο άνδρα!— Άμα θέλεις, να τρως όλο το φαγητό σου.— Γιαγιά, πρώτη θα παντρευτεί η Λουκία;— Μα τί είναι αυτό που ρωτάς; Και βέβαια θα πα-

ντρευτεί πρώτη, γιατί είναι πιο μεγάλη από εσένα.Η γιαγιά τότε γυρίζει, κοιτάζει τη Λουκία και κα-

μαρώνει.— Ααχ! Μ’ αυτά τα όμορφα μάτια μόνο γι’ αρχο-

ντοπαίδι κάνει.Ο Λάμπρος δυσανασχετεί…— Σιγά, σιγά τ’ αρχοντοπαίδι… Πού θα το βρει;

Στον ύπνο της;— Εγώ είπα το κι εσύ μ’ ανασπάλτσα.* Τώρα,

όμως, όλοι είστε μικροί ακόμη. Δεν θα σκέφτεστε τονγάμο, παρά μονάχα να μάθετε γράμματα.

Θυμάται η γιαγιά πως το μοναχοπαίδι της έτυχεστον πόλεμο και δεν μπόρεσε να το στείλει στο σχο-

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 18 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* Εγώ το είπα και να το θυμάσαι.

Page 19: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

λείο. Το ίδιο και η νύφη της η Θοδώρα, μα και οι πιοπολλοί που ήρθαν σ’ αυτό το χωριό είναι αγράμματοι.

— Γιαγιά, πες μας ιστορίες από τα παλιά… της ζή-τησε η Λουκία.

— Αχ, ναι! συμπλήρωσε και η Αννούλα.— Τότε, βοηθήστε με να μαζέψω για να σας κάνω

το χατίρι.Τα κορίτσια προσφέρθηκαν, με μεγάλη τους ευχα-

ρίστηση. Εν τω μεταξύ, η γιαγιά έριξε μια χούφτα ρε-βίθια πάνω στη σόμπα, που εκείνη τη στιγμή μπου-μπούνιζε για τα καλά. Τα έψησε στα γρήγορα, ταπασπάλισε με αλατισμένο νερό και τα τύλιξε στηνποδιά της να μαλακώσουν. Τα στραγάλια είναι απα-ραίτητα σε όλα τα σπίτια, όταν γίνεται μια καλή κου-βεντούλα. Τα παιδιά πήραν τη θέση τους στον καναπέκαι περιμένουν με ανυπομονησία. Η γιαγιά, όμως,που ανησυχεί για τον γυιό της, τα μάτια της τα έχεισυνεχώς στο παράθυρο.

— Κοίτα, Λάμπρο, με την κουβέντα δεν προσέξαμεπως έξω άρχισε να χιονίζει. Να, εδώ να βάλεις μιαπαγίδα, να δεις πώς θα πιάσεις τσιροπούλια.

Τα παιδιά έτρεξαν στο παράθυρο. Τράβηξαν τοκαμποτένιο κουρτινάκι και σκούπισαν με τα μανίκιατους το τζάμι, που ήταν θολό από τα χνώτα τους. Τώ-ρα έβλεπαν πιο καθαρά. Το χιόνι είχε αρχίσει να σκε-πάζει τα παγωμένα χόρτα κι άπλωνε σιγά-σιγά τοκατάλευκο πέπλο του. Ο ουρανός είχε γίνει ένα με τη

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 19 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 20: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

γη. Ο Λάμπρος έτρεξε να στήσει την παγίδα του. Εάνέπιανε ένα-δυο τσιροπούλια θα ήταν ό,τι πρέπει, σκέ-φτηκε. Έστησε μια μικρή συρμάτινη πόρτα στη μέσητης αυλής και μ’ ένα κοντό πασαλάκι τη στήριξε λοξά.Έριξε κάτω άχυρο και λίγους σπόρους. Εκεί θα ταεγκλώβιζε, τραβώντας το σχοινί. Η γιαγιά άρχισε ναδιηγείται, γιατί τα κορίτσια δεν είχαν άλλη υπομονή...

— Όταν άρχισε ο ξεριζωμός, παιδιά μου, πήραμεμονάχα ό,τι μπορούσαμε μαζί μας. Μαζευτήκαμε στηθάλασσα κι εκεί περιμέναμε τα καράβια που θα μαςμετέφεραν στην Ελλάδα. Το τί γινόταν εκεί… Δεν μπο-ρώ να σας μεταφέρω εκείνες τις εικόνες με δυο λόγια.Πολλοί χάθηκαν μεταξύ τους κατά τη μεταφορά. Ματο πιο ανατριχιαστικό ήταν όταν πέθαιναν άνθρωποιγύρω μας… Να ’βλεπες πώς τους πετούσαν στη θά-λασσα… Δεν θυμάμαι πόσες ημέρες ταξιδεύαμε, γιατίείχα ζαλιστεί. Το μόνο που μ’ ενδιέφερε ήταν να μηχάσω το παιδί μου. Δηλαδή τον μπαμπά σας.

— Γιαγιά, πώς ήρθατε εδώ, σ’ αυτό το χωριό;— Όλα θέλεις να τα μάθεις, Αννούλα μου.Η γιαγιά ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της.— Τότε ήταν που εγώ έχασα τις αδελφές μου και

τη μάνα μου. Μετά χρόνια, έμαθα πως βρίσκονται σ’ένα χωριό της Δράμας. Άνω Βροντού λέγεται το χωριόκι από τότε αλληλογραφούμε και μαθαίνουμε τουλά-χιστον πως είμαστε ζωντανές. Αυτό το χωριό που μαςέφεραν, απ’ ό,τι έμαθα, χτίστηκε το 1906. Και χτί-

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 20 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 21: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

στηκε αποκλειστικά για να φιλοξενήσει πρόσφυγες.Γι’ αυτό είναι όλα τα σπίτια όμοια μεταξύ τους καιμικρά. Έπρεπε να φθάσουν για όλους. Έχει πολύωραίο σχέδιο το χωριό μας! Αυτό δεν πιστεύω να τοσυναντήσετε πουθενά αλλού!

— Ναι, γιαγιά, αυτό μας το είπε η ξαδέλφη μας,που ήρθε από τη Μακεδονία. Πως τέτοιο χωριό δενξαναείδε, να είναι όλα τα σπίτια στη σειρά. Μοιάζειμε τρένο, είχανε πει τότε, γιατί τα σπίτια είναι σανβαγόνια τρένου.

— Ναι, όπως σας έλεγα, χτίστηκε για να στεγάσειτους πρόσφυγες. Πρώτα ήρθαν οι Έλληνες από τηΒουλγαρία, την Ανατολική Ρωμυλία. Γιατί κι εκεί οιΈλληνες δέχονταν αφόρητες πιέσεις να εγκαταλεί-ψουν τη χώρα. Μέχρι το 1920 ξερίζωναν τους ανθρώ-πους και τους έστελναν στην Ελλάδα. Εμείς ήρθαμετο 1922. Όλοι άνθρωποι νοικοκύρηδες και φιλόδοξοι.Τα όνειρα όλων είχαν γκρεμιστεί και στα χαλάσματατο μόνο που έψαχναν ήταν μια πατρίδα. Περάσαμε–και περνάμε ακόμη– μεγάλη φτώχεια, μα δεν λυγί-σαμε. Πάντα με την ελπίδα για το καλύτερο, πέσαμεμε τα μούτρα σε ό,τι δουλειά βρίσκαμε. Σιγά-σιγάάρχισε να γεμίζει το χωριό, γιατί κατέβαιναν και οιΣαρακατσαναίοι αφήνοντας πια τα κονάκια τους.Όλα αυτά τα χρόνια άλλοι φεύγαν, άλλοι έρχονταν!Ένα χωριό που χτίστηκε πάνω στα καλωσορίσματακαι στους αποχαιρετισμούς. Εδώ διασταυρώθηκαν

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 21 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 22: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

πεπρωμένα, κοσμοαντιλήψεις, ήθη, έθιμα και ιδέες.Ήταν σαν να μας μεταφύτεψαν στον τόπο αυτόν, γι’αυτό ακόμη και σήμερα διακρίνεις στα πρόσωπα όλωνχαραγμένες τις μνήμες! Όλοι μαζί προσπαθούσαν ναεπουλώσουν τις πληγές τους για να μπορούν να συ-νυπάρχουν. Ένωσαν τον ξεριζωμό και τη φτώχεια, ξε-κινώντας από την αρχή τις ζωές τους. Περάσαμε πόρ-τες και παράθυρα στα σπίτια για να ξεφύγουμε απότο κρύο του χειμώνα. Γεμίσαμε με καλαμιές καμπο-τένια πανιά, φτιάχνοντας στρώματα και μαξιλάρια.Οι γυναίκες έμαθαν να υφαίνουν κι έφτιαξαν κουρε-λούδες για να ζεσταθούν τα παγωμένα σπίτια. Μα οτόπος αυτός δεν λέει να πάρει τ’ απάνω του. Με πολύμόχθο, καλλιεργούμε τα λίγα χωράφια που μας έδωσετο κράτος. Με δάνεια από τις τράπεζες αγόρασανάλογα και κάρα για τη μεταφορά τους. Στα χωράφιακάνουν σχεδόν δύο ώρες να φτάσουν, γι’ αυτό και ξε-κινάνε πολύ νωρίς το πρωί. Το δύσκολο είναι για τιςμάνες, που έχουν μικρά παιδιά και δεν έχουν γιαγιάστο σπίτι, σαν κι εσάς. Ξυπνάνε τα παιδιά, στρώνουνστο κάρο κουρελούδες, τα τυλίγουνε, κι εκείνα προ-σπαθούν να κοιμηθούν στον δρόμο.

— Γιαγιά, ευτυχώς για μας που σ’ έχουμε! είπε ηΑννούλα.

— Αχ, πουλίμ λελέβωσε!*

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 22 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* Αχ, πουλί μου, να σε χαρώ!

Page 23: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

Κάνει ό,τι μπορεί για να τους δείξει την αγάπη της.Ο Λάμπρος, που παρακολουθούσε συγχρόνως και τηνπαγίδα, αναφώνησε, τραβώντας το σχοινί.

— Ωχ, γιαγιά, ετοιμάσου να καθαρίσεις σπουργί-τια! Σίγουρα έχω πιάσει! φωνάζει και τρέχει χαρού-μενος στην πόρτα.

Τα κορίτσια, που τον παρακολουθούν απ’ το παρά-θυρο, βλέπουν να τους δείχνει δύο πουλάκια, όλος χαράκι ενθουσιασμό. Τα φέρνει μέσα και η γιαγιά βάζει νερόσε μια κατσαρόλα και την τοποθετεί πάνω στη σόμπα.

— Αχ, γιαγιά, όχι… διαμαρτυρήθηκαν τα κορίτσια.Θέλουμε να μάθουμε κι άλλα!

— Εγώ τά ’χω ξανακούσει! επεμβαίνει ο Λάμπρος.Τώρα προηγείται ο μεζές!

Η γιαγιά τούς αφήνει να συνομιλούν μεταξύ τουςκι εκείνη βγαίνει έξω για να δει τον καιρό. Ανησυχείπολύ… Παίρνει άλλη μια αγκαλιά ξύλα για να γεμίσειτη σόμπα. Μπαίνει μέσα μουρμουρίζοντας.

— Κι αυτός ο πατέρας σας… πού είναι και δεν έρ-χονται, επιτέλους;

— Μ’ αφού, γιαγιά, είναι μακριά το χωράφι, πώςτους περιμένεις τόσο γρήγορα; ρωτάει η Λουκία.

— Μα δεν βλέπουν τον χιονιά; Έπρεπε να είχανφύγει πιο νωρίς. Α! για στάσου, ακούστηκε το κάρο!σταυροκοπιέται η γιαγιά. Σήκω, σήκω, Λάμπρο, τρέξενα τους βοηθήσεις να ξεζέψουν για νά ’ρθουν γρήγοραμέσα να ζεσταθούνε.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 23 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 24: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

Ο Λάμπρος είναι πάντα πρόθυμος σ’ αυτά. Πήγεκοντά τους, κατέβασε πράγματα απ’ το κάρο κι έτσιη κυρα-Θοδώρα μπήκε μέσα τρέχοντας. Έβγαλε τιςλαστιχένιες γαλότσες και στάθηκε για λίγο πάνω απ’τη σόμπα.

— Μερ’ έστουνε με τατόν τον καιρόν;*— Έπρεπε να τελειώσουμε, μάνα, για να είμαστε

ξένοιαστοι. Το σβάρνισε κιόλας ο Χρήστος. Τώραέχουμε καιρό μπροστά μας να καθόμαστε όλον τονχειμώνα. Ας χιονίσει, αφού έπεσε ο σπόρος στη γη,δεν θ’ ανησυχούμε.

Μαζεύτηκε κι ο κυρ Χρήστος μέσα και άλλαξαν ταρούχα τους, που, εκτός από παγωμένα, ήταν και βρεγ-μένα. Η γιαγιά τούς ετοιμάζει να φάνε. Μαζί με τουςσαρμάδες, έριξε στο μικρό τηγανάκι και τους μεζέδες,όπως τους έλεγε ο Λάμπρος.

— Ωωω! Έχουμε και μεζέ! είπε ο κυρ Χρήστος.— Εγώ τα έπιασα! είπε χαρούμενος ο Λάμπρος.— Μπράβο, μπράβο! του είπε ο πατέρας του. Πή-

γαινε τώρα στο κελάρ** να μου βάλεις σ’ αυτό το κα-τσαρόλι λίγο κρασί. Πάει με τον μεζέ σου!

Ο κυρ Χρήστος πάντα ήθελε ένα ποτηράκι κρασίμετά τη δουλειά του. Ένιωθε να τον ξεκουράζει. ΗΑννούλα φωνάζει τη γιαγιά.

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 24 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* Πού ήσασταν μ’ αυτόν τον καιρό;** αποθήκη.

Page 25: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

— Έλα να μας τελειώσεις την ιστορία!— Αααχ, γιαβρίμ, λελέβωσε!* Μα θα συνεχίσουμε

αύριο. Όπως βλέπεις, το χιόνι πέφτει συνεχώς, θα κλεί-σει τους δρόμους και μάλλον δεν θα πάτε σχολείο.

Όλοι μείνανε μέσα στο σπίτι την υπόλοιπη ’μέρα,γιατί άρχισε να νυχτώνει. Η κυρα-Θοδώρα άναψε τοκαντήλι και προσευχήθηκε. Ξημέρωνε του Αγίου Νι-κολάου.

Την άλλη ’μέρα, μέχρι που να ξυπνήσουν τα παιδιά,οι γείτονες είχαν ανοίξει στους δρόμους μονοπάτια.Στα παιδιά αρέσει πολύ το χιόνι. Σε όλες τις γειτονιέςστήνουν χιονανθρώπους. Το παιχνίδι με το χιόνι τα κά-νει χαρούμενα. Η κυρα-Θοδώρα με τη γειτόνισσα πή-γαν σιγά-σιγά στην εκκλησία. Η γιαγιά ετοίμασε τοπρωινό στα παιδιά. Από ώρα έβραζε το βουνίσιο τσάιπάνω στη σόμπα σκορπίζοντας το άρωμά του μέσαστο μικρό καμαράκι. Τα παιδιά στρώθηκαν γύρω στοτραπέζι κι έτριψαν το ξερό ψωμί μέσα στα πιάτα, όπουη γιαγιά έριξε το βραστό τσάι, με μια κουταλιά ζάχα-ρη. Εκείνα έπεσαν με τα μούτρα στο πρωινό και μόνοη Αννούλα διαμαρτύρεται, όπως πάντα...

— Μμμ! στραβώνει τα χείλη της. Πότε θα έχουμεγάλα; Δεν μ’ αρέσει το τσάι.

— Όταν γεννήσουν οι γίδες. Τις περιμένουμε αυτέςτις ’μέρες. Αννούλα μου, δεν θα λες «δεν μ’ αρέσει

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 25 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* Αχ, παιδί μου, να σε χαρώ!

Page 26: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

αυτό ή το άλλο». Θα λες «Δόξα τω Θεώ» που έχουμεκαι σήμερα κάτι να φάμε. Εσύ ήσουνα μικρή, δεν θυ-μάσαι την πείνα που περάσαμε. Μόλις πάτησαν οιΓερμανοί το πόδι τους στην Ελλάδα, είπαμε το ψω-μί… ψωμάκι. Η Λουκία μπορεί και να θυμάται το χα-στούκι που έφαγε από τον πατέρα της, γιατί δεν ήθε-λε να φάει την πασπαλόπιτα.

— Τί είναι η πασπαλόπιτα, γιαγιά; τη ρώτησαν ταδυο κορίτσια μαζί.

— Η μαμά σας είχε πάντα λίγο αλεύρι κρυμμένο.Μάζευε διάφορα χόρτα από τις αυλές, τα έπλενε κα-λά, έριχνε πάνω τους αλάτι και τα έτριβε για να φύγειη πικρίλα. Μετά πασπάλιζε λίγο αλεύρι, ίσα-ίσα ναενωθούν μεταξύ τους. Το άπλωνε σ’ ένα μεγάλο ταψίκαι το φούρνιζε. Το έκανε, όμως, πάντα νύχτα, γιατίη μυρωδιά του ψησίματος θα μάζευε κι άλλα παιδιάτης γειτονιάς και δεν θα μας έφτανε. Κι ενώ πολλάπαιδιά πεινούσαν, ο μπαμπάς σου θεωρούσε πωςήσασταν τυχερά, που είχατε να φάτε έστω και μιαπασπαλόπιτα. Περάσαμε πολύ δύσκολα, όταν Γερ-μανοί και Ιταλοί μπήκαν να μας κατακτήσουν. Σκο-τώθηκε πολύς κόσμος και τα παιδιά πέθαιναν απ’ τηνπείνα. Εμείς στο χωριό ήμασταν καλύτερα απ’ ό,τιστις πόλεις, γιατί είχαμε να φάμε κάτι. Μετά ήρθε οεμφύλιος πόλεμος, ο ανταρτοπόλεμος… Αυτός ήτανακόμη χειρότερος! Άλλοι έφυγαν στα βουνά κι άλλοιτους πολεμούσαν από εδώ.

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 26 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 27: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

— Γιαγιά, ποιοί ήταν αυτοί και ποιοί οι άλλοι; ρώ-τησε η Λουκία.

— Αααχ... δεν ξέρω... Το μόνο που ξέρω είναι πωςοι πρόσφυγες οι πιο πολλοί ήταν μ’ αυτούς που έφυ-γαν στο βουνό. Ο μπαμπάς σας δεν έφυγε, γιατί εγώτον παρακαλούσα κλαίγοντας, δεν ήθελα να τον χά-σω. Πολλές φορές, όμως, έβαζε τη μαμά σας να ζυ-μώνει κι εκείνος τους πήγαινε το ψωμί. Κι οι αντάρτεςστα βουνά πεινούσαν κι αναγκάζονταν να κατεβαί-νουν στα χωριά και να κλέβουν. Έκλεβαν ό,τι έβρι-σκαν, ακόμη και άλογα.

Γέλασαν τα κορίτσια.— Χα, χα, χα! Τί, έτρωγαν και άλογα; ρώτησαν γε-

μάτα περιέργεια.— Όχι, τα άλογα τα χρειάζονταν για τις μεταφορές

τους, γιατί με τα πόδια ήταν δύσκολο να διανύουν τόσομεγάλες αποστάσεις. Μια φορά, μάλιστα, θυμάμαιπως είχανε κλέψει και το δικό μας. Ήταν νύχτα. Εγώείχα πάντα τον νου μου έξω και, ενώ όλοι μέσα κοι-μόντουσαν, είδα τη Μάρω – έτσι τη φωνάζαμε τη φο-ράδα που είχαμε, μια κόκκινη, νέα φοράδα, γεμάτηζωντάνια, που την έβλεπες και λαχταρούσες να τηνκαβαλήσεις. Τη βλέπω λοιπόν να κατευθύνεται προςτον φράχτη. Κάποιοι, προφανώς, την είχαν λύσει καιτραβούσαν το σκοινί για να τους ακολουθήσει. Εγώδεν είδα ποιός ήταν και πήγαινα προς το μέρος της γιανα δω πού πάει, φωνάζοντας «Έλα, Μάρω, έλα, Μά-

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 27 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 28: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

ρω!», μα εκείνη κάνει ένα άλμα και πηδάει τον φράχτη.Τότε είδα που την καβάλησε κάποιος κι έφυγε τρέχο-ντας. Πήγα και ξύπνησα τον μπαμπά σας, έντρομη.«Κάποιος μας έκλεψε τη Μάρω!» του φώναξα. Εκεί-νος, όμως, δεν ανησύχησε πολύ. «Δεν πειράζει!» είπε,«ο Λάζαρος θα την αφήσει να φύγει μόλις τη γνωρί-σει!» Ο Λάζαρος ήταν ένας φίλος του. Έτσι κι έγινε:Σε δυο ’μέρες η Μάρω γύρισε στο σπίτι μόνη της. Τώ-ρα, όμως, όλα αυτά περάσανε. Εύχομαι να έχουμε ησυ-χία και μέχρι να μεγαλώσετε θα έχουν ξεχαστεί.

Ο Λάμπρος σηκώνεται να φύγει. Τα ξέρει όλα αυ-τά, γιατί πολλές φορές τά ’χουνε πει με τον πατέρατου. Η γιαγιά τον τράβηξε κοντά της.

— Στάσου! Αυτό που θα πω αφορά εσένα.Εκείνος κοντοστάθηκε.— Για πες μου, θυμάσαι εκείνο το καλοκαίρι, που

ο μπαμπάς έλειπε στην Αλβανία; Είχαμε πάει όλοιμαζί να μείνουμε στο χωράφι, που είναι κοντά στηθάλασσα. Όχι μόνον εμείς. Ήταν κι άλλες οικογένειεςμε τα παιδιά τους. Ο φόβος των Ιταλών μας έκανε ναεγκαταλείψουμε τα σπίτια μας. Φτιάξαμε καλύβεςμε καλάμια και βούρλα και κοιμόμασταν εκεί. Η μά-να σας όλη ’μέρα μέσα στο χωράφι σκάλιζε και φύ-τευε ντομάτες, πιπεριές, καρπούζια. Έπρεπε να έχου-με κάτι να τρώμε. Σ’ αυτό τη βοηθούσα κι εγώ, όσομπορούσα, με το να προσέχω την Αννούλα και να τρέ-χω πίσω από τη Λουκία. Εσένα σου άρεζαν πολύ τα

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 28 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 29: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

καρπούζια. Έτρεχες ξοπίσω της, προσπαθώντας νατη βοηθήσεις. Και πάντα της έλεγες πως το πιο με-γάλο καρπούζι θα είναι δικό σου. Η χαρά σου ήταναπερίγραπτη, όταν οι μικρές ρίζες άπλωσαν κι έγινανμεγάλες, γεμίζοντας λουλούδια και μικρά καρπουζά-κια. Κάθε ’μέρα πήγαινες και τα κοίταζες... Είχες με-γάλη αγωνία να τα δεις να μεγαλώνουν. Μα, μόλιςμεγάλωσαν τα καρπούζια και οι ντομάτες άρχισαν νακοκκινίζουν, τότε έγινε το κακό: Μια ’μέρα είδαμεκαβαλάρηδες να τρέχουν και να κατευθύνονται στοχωράφι μας. Φοβισμένοι, σας μαζέψαμε όλους καιμπήκαμε στην καλύβα. Την Αννούλα, που ήταν πολύμωρό, η μαμά σου την έβαλε στο βυζί της να θηλάσειγια να μην κλαίει. Η Λουκία ζάρωσε φοβισμένη σεμια γωνία, ενώ εσύ δεν έλεγες να ησυχάσεις. «Μα-μά!» φώναζες «μήπως μας πάρουν το μεγάλο καρ-πούζι; Δικό μου είναι! Μην τους αφήσεις!» «Σσσου!»σου έλεγε η μαμά, σε αυστηρό τόνο. «Μη μιλάς!»Εσύ, όμως, δεν καταλάβαινες τον κίνδυνο και συνέ-χιζες να φωνάζεις «Το καρπούζι μου, σου λέω!...». Ημαμά σου κι εγώ ξέραμε πολύ καλά πως δεν θα έμενετίποτε όρθιο. Βλέποντας από μια χαραμάδα της κα-λύβας, διακρίναμε πως ήταν Ιταλοί, που μάλλον κά-ποιον έψαχναν. Έτρεχαν αλλόφρονες μια πάνω, μιακάτω. Όταν έφυγαν, πολύ τρομαγμένοι, ανοίξαμε τηνπόρτα της καλύβας· και μόνο το τρίξιμό της μας έφε-ρε ανατριχίλα. Δεν είχαμε άδικο που φοβηθήκαμε,

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 29 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 30: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

γιατί οι Ιταλοί καβαλάρηδες ποδοπάτησαν όλο τομποστάνι, δεν άφησαν τίποτε όρθιο!

— Ναι, γιαγιά... απάντησε ο Λάμπρος. Αυτήν τηνεικόνα δεν την έχω ξεχάσει. Ακόμη θυμάμαι τη μαμάμου πώς έκλαιγε. «Τί θα ταΐσω τώρα τα παιδιά μου;»φώναζε. Θυμάμαι, όμως, και τη θεία Πελαγία, στο δι-πλανό χωράφι. Κι εκείνη τα ίδια φώναζε. Κι εγώ είχαστενοχωρηθεί πολύ για το καρπούζι μου. Ήταν ’μέρεςπου το είχα βάλει στο μάτι...

— Ατά τα χρόναι άλλο να μην έρταν.* Εσείς να μηδείτε ποτέ πώς είναι ο πόλεμος. Άντε, τώρα, να παί-ξετε με το χιόνι και, μόλις κρυώσετε, να μαζευτείτεμέσα. Εγώ θα πάω να καθαρίσω το μαντρί έως ότουγυρίσει η μαμά σας από την εκκλησία.

Τα παιδιά φόρεσαν τις γαλότσες και βγήκαν χα-ρούμενα στον δρόμο να συναντήσουν τους φίλουςτους. Σε λίγο το χιόνι θ’ άρχιζε να λιώνει και να χά-νεται. Την ημέρα μαλάκωνε κι έκανε τις σταλαμίδεςνα πέφτουν από τα κεραμίδια των σπιτιών, σαν δά-κρυα της θλιμμένης Φύσης, θέαμα που έκανε το χωριόνα φαίνεται ονειρεμένο.

Στα 1950 ο κόσμος ησύχασε από τ’ αντάρτικο, μαστο χωριό επικρατούσε μια καλά κουκουλωμένη ανη-συχία. Ένα μίσος υπέβοσκε μέσα τους, γιατί το κάθεσπίτι είχε τους δικούς του λόγους. Άλλοι έχασαν αγα-

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 30 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* Αυτά τα χρόνια να μην ξανάρθουν.

Page 31: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

πημένα τους πρόσωπα κι άλλοι δεν γύρισαν ποτέ απ’το βουνό, φοβούμενοι μην τους φυλακίσουν. Ακολου-θώντας τις ιδέες τους, έφυγαν σε κομμουνιστικές χώ-ρες, εγκαταλείποντας πίσω τους γυναίκες με παιδιά.Όλοι πρόσεχαν μεταξύ τους να μην εκδηλώνονται,ένας αόρατος εχθρός κρατούσε τα στόματα κλειστά.

— Μη μιλάς! έλεγε κάθε τόσο στον άνδρα της ηΘοδώρα. Ό,τι έγινε, έγινε! Εμείς θα βγάλουμε το φίδιαπ’ την τρύπα;

Εκείνος, όμως, όταν συναντιόταν με συγγενείς πουτους εμπιστευόταν, όλο για πολιτική μιλούσε. Έπαιρ-νε μαζί του τον Λάμπρο, γιατί θεωρούσε σωστό ογυιός του να μαθαίνει και ν’ ακολουθεί τις ιδέες του.

Ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς και το κρύο τσουχτε-ρό, όταν έπεφτε το σκοτάδι. Οι λάμπες άναβαν νωρίςστα σπίτια και οι γείτονες μαζεύονταν καθημερινάσε διαφορετικό σπίτι, κάνοντας παρέα ο ένας στονάλλον. Η μια κουβέντα έφερνε την άλλη και κατέλη-γαν σε κουτσομπολιά. Ενώ άρχιζε η κυρα-Σταυρούλα,συνέχιζε η κυρα-Θοδώρα, παίρνοντας με τη σειρά όλατα κορίτσια της γειτονιάς και λίγο παραπέρα.

— Η Σοφούλα πολύ καλό κορίτσι, νοικοκυρά πρώ-τη! Αν δεις τί κεντήματα έχει κάνει στην προίκα της...

— Μπράβο, μπράβο! έπαιρνε τον λόγο η κυρα-Σταυρούλα. Είδες η Μαρία που μπαινόβγαινε στηςΠελαγίας; Όσο κι αν τη μάλωνε η μάνα της, εκείνηδεν μαζευόταν. Αγαπήθηκε με τον γυιό της τον μεγά-

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 31 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 32: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

λο. Σούσουρο έγινε στο χωριό. Ο πατέρας της δενήθελε με τίποτε τον γυιό της Πελαγίας. «Κομμουνιστήδεν βάζω στο σπίτι μου!», της έλεγε. Εκείνη, όμως,τον έγραψε στα παλιά της τα παπούτσια κι έκανε αυ-τό που ήθελε. Ο Ηλίας αναγκάστηκε να την κλέψει κιέφυγαν απ’ το χωριό, μακριά απ’ όλους...

Η Λουκία, που ήταν ακόμη μικρή, δεν μπορούσενα καταλάβει γιατί δεν έπρεπε ν’ αγαπηθούν. Εκείνηαφοσιωνόταν σ’ ένα ξήλωμα που έπρεπε να μετα-ποιήσει. Η μαμά της την έστελνε να μάθει μοδίστρα,αλλά τώρα, που ακόμη μαθαίνει, ξηλώνει και διορ-θώνει ό,τι παλιό έχουνε.

— Σ’ αυτά θα μάθεις! της έλεγε, κι εκείνη που ήτανυπάκουο παιδί, έκανε τις προσπάθειές της.

Ο χειμώνας ήταν ο καιρός που έπρεπε να τελειώ-σουν ό,τι δουλειά είχανε στο χέρι, όπως πλεχτά, κε-ντήματα και να γνέσουν μαλλί, φτιάχνοντας κλωστήγια τα υφαντά. Έτσι, ετοίμαζαν την προίκα των κο-ριτσιών. Μα σαν ερχόταν ο Μάρτιος, η Φύση τούςέστελνε το πιο γλυκό μήνυμα. Πρώτες άνθιζαν οι αμυ-γδαλιές στην αυλή κι έτσι τους φάνταζε πως ερχότανπιο γρήγορα η άνοιξη. Τα δένδρα έδειχναν ανυπόμο-να να γεμίσουν με μπουμπούκια τα κλαδιά τους. Γέ-μιζαν οι στέγες των σπιτιών με φωλιές χελιδονιών καιστο καμπαναριό τα λελέκια έχτιζαν την πιο μεγάλητους φωλιά. Χτυπούσαν το ράμφος τους από ευχαρί-στηση κι ακουγόταν σε όλο το χωριό. Πάντα τέτοιον

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 32 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 33: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

καιρό, που κοντεύει το Πάσχα, μάζευαν τις κουρελού-δες, που λερώθηκαν μες στον χειμώνα και τις έπλενανστο ποτάμι. Ασβέστωναν και καθάριζαν τα σπίτιατους. Σκοπός τους ήταν το Πάσχα να λάμπουν όλα.Για τη Μεγάλη Εβδομάδα άφηναν τα κουλουράκια,το βάψιμο των αβγών και το σιδέρωμα. Ένα σίδεροστη γειτονιά, που το δανειζόταν η μια με την άλλη.Γέμιζαν το έξω τζάκι με κούτσουρα, ώστε να κάνουνμπόλικα κάρβουνα. Η διαδικασία μεγάλη...

Τα βράδια οι περισσότεροι θα πήγαιναν στην εκ-κλησία. Όλοι, ή σχεδόν όλοι, νήστευαν τη Σαρακοστήκαι τη Μεγάλη Εβδομάδα πολλοί δεν έτρωγαν ούτελάδι. Ιδιαίτερα τη Μεγάλη Παρασκευή η γιαγιά έβρα-ζε πατάτες, τις έλιωνε και τις ζύμωνε με διάφορα μυ-ρωδικά. Ψιλόκοβε φρέσκα κρεμμυδάκια, μαϊντανό,δυόσμο, έριχνε ρίγανη, μαυροπίπερο κι αλάτι. Ταέπλαθε μακρόστενα, σαν κεφτεδάκια και τα πρόσφε-ρε χωρίς λάδι. Μόνο για τον γυιό της ξεχώριζε ζύμηκι έριχνε μέσα καυτερό πιπέρι, ώστε να είναι πιο πι-κάντικα. Όλοι οι πρόσφυγες ήταν θεοσεβούμενοι άν-θρωποι και κρατούσαν όσα είχαν μάθει από τους με-γαλύτερους. Η γιαγιά θύμιζε στα παιδιά τί έκανανστην πατρίδα κατά τη Σαρακοστή. Οι γονείς τουςκαρφώναν πάνω σε μια μεγάλη πατάτα πενήντα φτε-ρά κότας και την κρεμούσαν στη μέση της κάμαρας.Αυτό το ονόμαζαν «χόχορα» και το έκαναν για τα μι-κρά παιδιά, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν το

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 33 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 34: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

νόημα της νηστείας. Μ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουρ-γούσαν έναν φόβο στα παιδιά, γιατί όταν η πόρταανοιγόκλεινε αυτό κουνιόταν και τρόμαζαν κι έτσιδεν έτρωγαν αυτό που τους απαγορευόταν. Τώρα δεντο κάνουν πια οι γονείς, μα παρ’ όλα αυτά κανέναπαιδί δεν τολμάει να φάει τη Μεγάλη Εβδομάδα.Ένας μικρός, μια φορά, άρπαξε κρυφά ένα κόκκινοαβγό. Αλίμονό του, όμως, γιατί ένας φίλος του, πουτον είδε, τον πρόδωσε. Ντράπηκε πολύ, δεν το ξανά-κανε, μα για αρκετά χρόνια τα παιδιά στο σχολείοτον φώναζαν «Αρμένο».

Το Πάσχα ήταν μεγάλη γιορτή για όλους. Η Ανά-σταση του Χριστού συμφιλίωνε, λέγαν, τα πλήθη. Βρι-σκόμαστε στο 1953. Οι Σαρακατσαναίοι στήνουν τιςδικές τους παρέες, με σούβλες που γύριζαν, και γλε-ντούν μεταξύ τους. Οι πρόσφυγες είναι ακόμη σφιγ-μένοι στις εκδηλώσεις τους. Και αυτό γιατί σε τούτοντον τόπο, εκτός από τα παιδιά, οι μεγάλοι νιώθουνακόμη ξένοι. Άκουγε κανείς, πολλές φορές, τις για-γιάδες να λένε μεταξύ τους:

— Έναν ημέραν χ’ ακλώσκουμαις σο Μελμεκχέτ!*Τέτοια ’μέρα, όπως το Πάσχα, και οι πρόσφυγες

σφάζουν και τηρούν το έθιμο. Όλοι είχαν κατσικάκιααυτόν τον καιρό, δεν σούβλιζαν, όμως, γιατί έπρεπενα κάνουν οικονομία. Η κυρα-Θοδώρα έκοβε στη μέση

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 34 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* Κάποια ’μέρα θα γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα μας!

Page 35: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

το κατσίκι, το έβαζε σ’ ένα μεγάλο μπακιρένιο ταψί,με πατάτες και μπόλικο λεμόνι. Τα υπόλοιπα κατσι-κάκια θα τα πουλούσαν για να καλύψουν ανάγκες τουσπιτιού. Έκαιγε πρώτα κληματόβεργες στον φούρνο,για να του δώσει ένα ιδιαίτερο άρωμα. Όταν ψηνότανκαι το ξεφούρνιζε, μοσχοβολούσε υπέροχα. Εκείνη τηνημέρα δεν έπρεπε να λείπει κανείς απ’ το τραπέζι.Έστρωναν, μάλιστα, το μεγάλο τραπέζι, παρακαλώ-ντας τον Θεό να τους αξιώνει κάθε χρόνο να ζουν αυ-τήν την ημέρα αγάπης, όπως τώρα. Μετά οι άνδρεςτου σπιτιού έπεφταν πάνω στο ψητό, χωρίς ανάσα.

— Έι, τί κάνεις; ρώτησε η Λουκία τον Λάμπρο.Εκείνος, αναμασώντας και γλείφοντας τα χέρια

του, της απάντησε:— Ξέρεις πότε θα ξανακάνει η μαμά τέτοιο φαγη-

τό; Του χρόνου!Οι γονείς, μόλις έμπαινε η άνοιξη, ξεκινούσαν τις

δουλειές στα χωράφια. Πρώτα έσπερναν τα φυτά τουκαπνού στην αυλή και, μόλις αυτά μεγάλωναν, ετοί-μαζαν το χωράφι που θα τα μεταφύτευαν. Με τ’ άλο-γα όργωναν και σβάρνιζαν τα χώματα, για να γίνουναφράτα. Ο κυρ Χρήστος ακολουθούσε με τα τσαρού-χια στα πόδια, που ήταν ελαφριά. Έτσι μόνο μπορού-σε να περπατάει πίσω από τ’ άλογα. Τα τσαρούχιαήταν ένα είδος παπουτσιών, που τα έφτιαχνε μόνοςτου από δέρμα γουρουνιού. Μια βδομάδα πάλευε ναετοιμάσει το χωράφι για φυτεία. Τα φυτά του καπνού

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 35 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 36: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

φυτεύονταν ένα-ένα με το χέρι. Κάθε μεσημέρι η κυ-ρα-Θοδώρα, στο χωράφι, τίναζε και ξέπλενε λίγες πα-στωμένες σαρδέλες. Το λαδόξιδο σ’ ένα μπουκαλάκιτο είχαν καθημερινά μαζί τους. Και μια σαλάτα απόμαρούλι της αυλής συμπλήρωνε το γεύμα.

— Δόξα τω Θεώ, φάγαμε και σήμερα! έλεγε κάθεφορά που μάζευε τ’ αλουμινένια πιάτα.

Το βράδυ έφθαναν αργά στο σπίτι. Μαζί τουςέπαιρναν μόνο τον Λάμπρο. Τα κορίτσια μεγάλωνανμε τη γιαγιά και ήταν πολύ δεμένα μαζί της. Ο πα-τέρας δεν ασχολιόταν με τα κορίτσια κι έτσι δεν μπο-ρούσε να τους δείξει την αγάπη του. Έδειχνε σκληρόςμαζί τους, μα δεν ήταν· απλώς τη φροντίδα των κο-ριτσιών την είχε αναθέσει στη μάνα του και στη γυ-ναίκα του. Εκείνος είχε να κάνει όλο με τον γυιό του.Το καλοκαίρι τον είχε πάντα μαζί του. Κατά τη δια-δρομή που πήγαιναν στο χωράφι, του εξιστορούσειστορίες από τον ανταρτοπόλεμο.

Ο Λάμπρος, μεγαλώνοντας, πήρε τις ιδιοτροπίες τουπατέρα του, απ’ αυτά που άκουγε καθημερινά, καιέγινε σκληρός με τις αδελφές του. Εκτός από τα όσαέχει ακούσει, άρχισε και μόνος του να διαβάζει βιβλία,μαθαίνοντας περισσότερα. Ξέρει πως ο πόλεμος του1940 ξεκίνησε στις 28 Οκτωβρίου, όταν η Ιταλία ζήτησεαπό την κυβέρνηση να δεχθεί την ελεύθερη δίοδο τωνστρατευμάτων της από την Ελλάδα. Ο Μεταξάς τότεαπέρριψε το αίτημά τους και ο ελληνικός στρατός μπή-

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 36 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 37: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

κε στον πόλεμο για ν’ αντιμετωπίσει την ιταλική επί-θεση. Παρά την αριθμητική υπεροχή των Ιταλών, η Ελ-λάδα πολέμησε με αυτοθυσία και απώθησε τα ιταλικάστρατεύματα. Η Γερμανία, για ν’ αντιμετωπίσει τιςαντιστάσεις, χρησιμοποίησε ανήθικα και αθέμιτα μέσα,όπως διωγμούς, φόνους, συλλήψεις άμαχου πληθυσμούκαι εγκλεισμούς σε απάνθρωπα στρατόπεδα. Η χιτ-λερική ιδεολογία κάλυπτε τα μαζικά εγκλήματα τωνΓερμανών, που ήταν πρωτοφανή στην ιστορία της αν-θρωπότητας. Όπως ήταν φυσικό, ο στρατός δεν άντεξεστη γερμανική επίθεση και νικήθηκε. Έτσι, άρχισε ηπερίοδος της γερμανοϊταλικής κατοχής. Η κατοχή του’40-’41 ήταν για τον ελληνικό λαό μία περίοδος φρίκης,με κυρίαρχα στοιχεία την πείνα, το κρύο, τις αρρώστιεςκαι τους θανάτους. Με όλα αυτά μέσα στο μυαλό του,ο Λάμπρος, μεγαλώνοντας, ασχολιόταν φανατικά μετην πολιτική. Μάλωνε συχνά με τη Λουκία, προσπα-θώντας να της επιβάλει τις απόψεις του. Εκείνη, όμως,δεν ήθελε να μαθαίνει για τα μίση. Είχε μια τρυφερήψυχή, που μέσα της έκρυβε μόνο αισθήματα. Δεν ήτανστα όνειρά της η εκδίκηση. Ησύχαζαν μόλις έμπαινε ηγιαγιά στη μέση.

— Γιαγιά, πες της τί γινόταν στον Εμφύλιο!Η γιαγιά διαφώνησε μαζί του.— Άσε τη Λουκία! Τα κορίτσια δεν πρέπει ν’ ανα-

κατεύονται με την πολιτική.— Πες του τα, γιαγιά... γιατί μ’ έχει ζαλίσει...

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 37 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

Page 38: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

— Η αδελφή σου πρέπει να μάθει να ράβει, να κε-ντάει, να γίνει μια καλή νοικοκυρά για το σπίτι της.Αυτός είναι ο ρόλος της κάθε κοπέλας. Άλλωστε, αυτάπρέπει να ξεχαστούν για να μπορέσει ο κόσμος ναζήσει ειρηνικά.

— Εμείς, γιαγιά, δεν θα τα ξεχάσουμε. Θα έχουμεεσένα να μας τα θυμίζεις. Δεν θ’ αφήσεις να σβήσουναπ’ τη μνήμη μας! της είπε ο Λάμπρος.

— Αααχ, παιδιά μου... τα χρόνια περνούν πολύγρήγορα, δίχως να τα καταλαβαίνεις. Να, δείτε ταμαλλιά μου πόσο άσπρα είναι... και στο πρόσωπό μουοι ρυτίδες άφησαν τα σημάδια των χρόνων που πέρα-σαν. Κι εμένα μου φαίνεται πως ήταν χθες που ήρθαμεαπό το Μεμλεκέτ*. Μόνο η καρδιά δεν ασπρίζει κιεξακολουθεί να χτυπά. Κι όσο χτυπά, μας υπενθυμίζειπως η ζωή είναι παρούσα σε κάθε ηλικία. Μέχρι πουνά ’ρθει το τέλος και τότε θα σβήσουν όλα. Γιατί τοτέλος της ζωής θα έρθει –όλοι περιμένουμε τη σειράμας– και τότε δεν θα με θυμάται κανείς...

— Αααχ, όχι... Γιαγιά, δεν θέλω να σε χάσω! τηςείπε η Λουκία.

Η γιαγιά χάιδεψε τα μαλλιά της.— Εγώ θα φύγω κάποια στιγμή, μα εσύ θα είσαι

η συνέχεια της ζωής μου, γι’ αυτό σου έδωσα το όνο-μά μου.

ΛΟΥΛΑ ΚΑΛΑΪΤΖΟΓΛΟΥ

D 38 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* πατρίδα.

Page 39: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή

— Εγώ, γιαγιά, δεν είμαι τόσο γενναία, όπως εσύ...— Θα γίνεις! Είσαι μικρή ακόμη. Η ζωή τα φέρνει

έτσι που γίνεσαι. Πρόσεχε, όμως, γιατί η ζωή έχει πολ-λά μονοπάτια. Μην πάρεις το λάθος μονοπάτι, γιατίθα δυσκολευτείς να βγεις στον δρόμο που ονειρεύεσαι.Αααχ, γιαβρίμ,* δεν ξέρεις πόσο θέλω να ζήσω και νασε δω παντρεμένη κι ευτυχισμένη, γιατί εγώ... ξέρεις...

— Γιαγιά, τί είναι η ευτυχία;— Η ευτυχία είναι τα όνειρα, που πλάθουμε καθη-

μερινά μέσα μας. Είναι κάτι σαν οπτασία. Τη φαντα-ζόμαστε και περιμένουμε πότε θα τη συναντήσουμε.Μα αυτή περνά συνεχώς δίπλα μας. Κι αν την αγγί-ξουμε, θα νιώσουμε πολύ χαρούμενοι. Αυτό, όμως,κρατάει πολύ λίγο και ξαναγυρίζουμε στην αναζήτη-ση. Φτάνουν μόνο δύο σταγόνες ευτυχίας για να μαςαλλάξουν τη ζωή. Αμέσως παραβλέπουμε τον ωκεανόδυστυχίας, που κατακλύζει τη ζωή μας και μας ταλαι-πωρεί. Αααχ, γιαβρίμ... ατά τ’ ομμάταις ήντζαν ελέπαπαλαλούτε!** Λελέβω τ’ έμορφα το μάτες πούλιμ!***Αυτά έχουν πολλά να δούνε! Μα θα δακρύζουνε πιοπολλές φορές απ’ ό,τι θα είναι χαρούμενα.

Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι . . .

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

D 39 E

© 2014 Εκδόσεις Ωκεανός

* παιδί μου.** Αααχ, παιδί μου... αυτά τα μάτια όποιος τα βλέπει θα τρελαθεί.*** Να χαρώ τα όμορφά σου μάτια πουλί μου

Page 40: ©2014ΕκδόσειςΩκεανόςmedia.public.gr/Books-PDF/9786185104238-1033957.pdfΠΡΟΛΟΓΟΣ Τ ο υθιστόρη ά ουαυτότοποθετείταισε ιαπαλαιότερηεποχή