Upload
dotuyen
View
230
Download
3
Embed Size (px)
Citation preview
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ
ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ
Επιβλέποντες Καθηγητές
Ηλιόπουλος Γιώργος
Νικολακόπουλος Κώστας
Πάτρα 2014
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της
Οικογένειας Των Canidae
Νούλης Βασίλειος - Γεώργιος
08094
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 2
Περίληψη
Η εν λόγω μελέτη συνετάχθη με στόχο την παρουσίαση της οικογένειας των Canidae, με
βάση τη μορφομετρική σύγκριση κρανίων τεσσάρων σύγχρονων ειδών (Vulpes vulpes –
Canis lupus – Canis aureus - Canis lupus familiaris) ως προς χαρακτηριστικά - ειδοποιούς
διαφορές, μέσω των οποίων καθίσταται εφικτή η κατάταξή τους στην κάθε ομάδα, όπως
επίσης και με την προσπέλαση των οποίων αναδεικνύεται η ταυτότητα, η ιδιαιτερότητα και η
μοναδικότητα του κάθε είδους, ως προς τον τρόπο λειτουργίας, ανεύρεσης λείας και
επιβίωσης στο εκάστοτε περιβάλλον και τις συνθήκες στις οποίες κινείται και διαβιεί έκαστο,
κατόπιν της μακράς εξελικτικής διαδρομής τους και των μακραίωνων ζυμώσεων που
υπέστησαν μέσα από αλλεπάλληλους κύκλους ζωής. Επιπροσθέτως τα δεδομένα της
παρούσας έρευνας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σύγκριση και ταυτοποίηση παρεμφερών
ευρημάτων.
Abstract
The study in question was written having as a goal to present the Canidae family based upon
the morphometric comparison of four contemporary species’ skulls (Vulpes vulpes – Canis
lupus – Canis aureus - Canis lupus familiaris) regarding features – specific differences,
through which the classification of each skull in the respective group can be accomplished, as
well as accessing which, the identity, the particularity and singularity of each species can be
indicated as far as their mode of operation , forage and survival in the given environment and
circumstances (in which they live and breathe) are concerned, subsequent to their long
evolutionary path and the age - old fermentations they have undergone through consecutive
circles of life. Furthermore the data of this research can be used in order to compare and
identify similar findings.
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 3
Ευχαριστίες
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 4
Πίνακας περιεχομένων
1.Εξέλιξη Κυνοειδών ................................................................................................................. 5
2.Ανάλυση και Χαρακτηριστικά των Τριών Βασικών Υποοικογενειών ................................. 12
2.1.Hesperocyoninae .......................................................................................................... 12
2.2.Borophaginae ............................................................................................................... 13
2.3.Caninae ........................................................................................................................ 14
3.Τα Canidae Σήμερα ............................................................................................................... 17
4.Πληροφορίες για τα Είδη της Σημερινής Εποχής ................................................................. 20
5.Απολιθώματα στην Ελλάδα ................................................................................................... 37
6.Τα Σύγχρονα Canidae της Ελλάδος ....................................................................................... 41
7.Υλικό και Μεθοδολογία ........................................................................................................ 43
8.Πίνακες Μετρήσεων .............................................................................................................. 46
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 5
1. Εξέλιξη Κυνοειδών
Η σύγχρονη παλαιοντολογία έχει σκιαγραφήσει μια κατά πολύ διαφορετική εικόνα της
προέλευσης του δικού μας σύγχρονου σκύλου, απ’ αυτή στην οποία αναφερόμασταν μερικές
δεκαετίες νωρίτερα. Τα πρώιμα κυνοειδή ποίκιλαν σε μέγεθος, από κείνα που είχαν το
μέγεθος κουνελιού μέχρι εκείνα που είχαν το ανάστημα αρκούδας, και κυμαίνονταν τόσο σε
σαρκοφάγα όσο και σε φυτοφάγα. Προήλθαν από τη Βόρειο Αμερική και εξαπλώθηκαν σε
όλη την υφήλιο. Σήμερα οι πιο σύγχρονοι αντιπρόσωποί τους, όπως ο λύκος και το κογιότ,
κατατάσσονται μαζί με τον άνθρωπο στους πιο αποτελεσματικούς θηρευτές στον πλανήτη.
Θεωρείται από πολλούς πως τα τρομερά Creodonts, που ήταν αρχαία σαρκοβόρα πλάσματα
τα οποία έζησαν από 63 μέχρι 5 εκατομμύρια χρόνια πριν, αποτελούν τους αληθινούς
γεννήτορες των σύγχρονων σαρκοφάγων. Καθώς ήταν λιγότερο ευέλικτα από τους
περισσότερους σημερινούς θηρευτές, οδηγήθηκαν στην εξαφάνιση αφήνοντας κενό ένα
περιβαλλοντικό θώκο, ο οποίος έκανε εφικτή την άνοδο της τάξης των Carnivora (στα 40
εκατομμύρια χρόνια εμφανίστηκε τo γένος Prohesperocyon που άνηκε στην οικογένεια των
Miacidae, μια αρχέγονη οικογένεια σαρκοβορόμορφων που πιστεύεται ότι αποτέλεσαν τα
μετέπειτα Carnivora).
Τα Carnivora χωρίστηκαν σε δύο υποτάξεις (εικόνα 1): Τα Caniformia (που έχουν
χαρακτηριστικά σκύλου) και τα Feliformia (που έχουν χαρακτηριστικά γάτας), τα οποία
έζησαν πριν από 50 έως 43 εκατομμύρια χρόνια πριν. Η οικογένεια των Canidae ήταν η
πρώτη από τις πολλές οικογένειες που αναπτύχθηκαν από τα Caniformia, πριν από περίπου
40 εκατομμύρια χρόνια. Το γένος Hesperocyon (πρώην Cynodictus), μια ομάδα από παμφάγα
της Βορείου Αμερικής τα οποία ανατομικά είχαν πιο μακριά άκρα, ήταν σε μέγεθος αλεπούς
κι έφεραν σαρκοφαγικά δόντια αλλά και οστεοποιηθήσα κοιλότητα του μέσου ωτός, ήταν οι
πρώτες αληθινές κυνίδες.
Εικόνα 1: Δενδρόγραμμα φυλογενετικής εξέλιξης της τάξης Carnivora, η κλίμακα είναι
σε εκατομμύρια χρόνια
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 6
Τα σαρκοφαγικά δόντια, σχεδιασμένα για να τεμαχίζουν τη σάρκα είναι το σήμα κατατεθέν
όλων των σαρκοφάγων. Ο 4ος άνω προγόμφιος και ο 1ος κάτω γομφίος είναι διευρυμένοι και
επίπεδοι σαν λεπίδες σε διαφορετικά επίπεδα, ακόμα και στα σαρκοβόρα τα οποία
ακολούθησαν διατροφή παμφάγων ή ακόμα και φυτοφάγων.
Η υποοικογένεια Hesperocyoninae ήταν η πρώτη, από τις τρείς μεγάλες υποοικογένειες, που
αναπτύχθηκε στη Βόρειο Αμερική. Είκοσι οχτώ (28) είδη (πίνακας 1) από Hesperocyoninae,
συμπεριλαμβανομένου του γένους Mesocyon, πλήρωσαν εξίσου τους περιβαλλοντικούς
θώκους τόσο παμφάγων όσο και σαρκοφάγων σε όλη την έκταση της Βορείου Αμερικής
επιβιώνοντας πριν από 40 έως 15 εκατομμύρια χρόνια. Αρχικά ήταν μικρά παμφάγα σε
μέγεθος ρακούν, που εκμεταλλευόμενα την παρακμή των Hyaenodons, πριν από 25
εκατομμύρια χρόνια, κατόρθωσαν να μετατραπούν σε σαρκοβόρους θηρευτές που είχαν το
μέγεθος μικρού λύκου.
Κατά το διάστημα της εμφάνισης των Canidae (πίνακας 1), η οικογένεια των Amphicyonidae
διακλαδώνεται μακριά από τα Miacidae, και επιτρέπει τη δημιουργία των αρκουδόσκυλων,
όπως του Daphaenodon, που είχε το μέγεθος λύκου με κοντύτερα πόδια. Θεωρούμενα ως
γεννήτορες της οικογένειας των αρκούδων, αυτοί οι δυνατοί θηρευτές ήταν μακρινά
ξαδέρφια, αμφότερων των Canidae και των Ursidae, και για κοντά 30 εκατομμύρια χρόνια
είχαν ως λεία τους τα αργά και τεράστια φυτοφάγα που περιπλανιόνταν στη Βόρειο Αμερική.
Η σταδιακή εξαφάνιση των γιγάντιων αυτών φυτοφάγων ζώων, οδήγησε στην παρακμή κι εν
τέλει στον αφανισμό των αρκουδόσκυλων πριν από 9 εκατομμύρια χρόνια.
Τα Borophaginae (πίνακας 1) ήταν η δεύτερη υποοικογένεια των Canidae, η μεγαλύτερη σε
μέγεθος και σε ποικιλία, και προέκυψε από τα Hesperocyoninae πριν περίπου 32
εκατομμύρια χρόνια. Ο Tomarctus ήταν μέλος αυτής της οικογένειας, και θεωρείτο για
πολλά χρόνια ο απευθείας πρόγονος του σύγχρονου σκύλου, στην πραγματικότητα όμως
εξέλειψε πριν 15 εκατομμύρια χρόνια και δεν άφησε γνωστούς απογόνους. Η παρακμή των
Hesperocyoninae, δημιούργησε ένα κενό θηρευτών που η υποοικογένεια των Borophaginae
εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει θανάσιμους
θηρευτές μερικοί από τους οποίους έφταναν σε μέγεθος μεγάλης αρκούδας. Χαρακτηριστικό
των μελών της, όπως ο Osteoborus, ήταν τα τεράστια σαγόνια και δόντια με τα οποία ήταν
εξοπλισμένα, ώστε να μπορούν να σπάνε τα κόκκαλα των θυμάτων τους. Πριν από 2
εκατομμύρια χρόνια εξέλειωε και το τελευταίο είδος των Borophaginae λόγω της εξαφάνισης
των μεγάλων φυτοφάγων ζωών της εποχής του, που αποτελούσαν τη λεία του.
Η εμφάνιση του Leptocyon (ο οποίος είχε μέγεθος αλεπούς) περίπου πριν από 24
εκατομμύρια χρόνια, ο οποίος αποτελούσε μια πρώιμη απόκλιση από τη σειρά των
Borophaginae, σηματοδότησε την αρχή της τρίτης και τελευταίας υποοικογένειας, αυτής των
Caninae. O Leptocyon επέζησε για περίπου 8 εκατομμύρια χρόνια. Με την εξαφάνιση των
πανίσχυρων Borophaginae, τα Caninae άδραξαν την ευκαιρία να δημιουργήσουν μια
πληθώρα από άγρια ζώα που έχουν εκλείψει σήμερα, όπως κι άλλα σύγχρονα που
γνωρίζουμε. Το πρώτο από αυτά ήταν ο Eucyon που είχε μέγεθος κογιότ, έζησε πριν απο 11
μέχρι 4 εκατομμύρια χρόνια, και είναι πιθανότατα ο άμεσος πρόγονος των λύκων, των
κογιότ, των σκύλων, των τσακαλιών και των αλεπούδων.
Πολλοί απόγονοι του Eucyon μετανάστευσαν στην Ευρασία πριν 7 με 8 εκατομμύρια χρόνια
και στην Νότια Αμερική 5 εκατομμύρια χρόνια αργότερα. Ο πιο γνωστός, ο Canis dirus (Dire
wolf) ήταν ένας δυνατός και μεγαλόσωμος λύκος με κοντά πόδια που πιθανότατα προερχόταν
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 7
από τα άγρια ζώα της Νοτίου Αμερικής, πριν από 1 εκατομμύριο χρόνια. Εξαπλώθηκε μέχρι
τη Βόρειο Αμερική και ήταν ένας κορυφαίος θηρευτής εκεί μέχρι πριν από 8.000 χρόνια,
όταν εξαφανίστηκαν τα μεγάλα φυτοφάγα της εποχής που αποτελούσαν την πρωταρχική
πηγή της τροφής του.
Ο Canis lupus (Gray wolf) που εξελίχθηκε στην Ευρασία πριν 6 εκατομμύρια χρόνια, πέρασε
πίσω στη Βόρειο Αμερική διαμέσου του Βερίγγειου πορθμού, κι έχει εξελιχθεί στον πιο
διαδεδομένο χερσαίο θηρευτή της σημερινής εποχής. Το μέγεθος και η ιδιοσυγκρασία του
σύγχρονου λύκου τον καταστούν ακατάλληλο για εξημέρωση και γενετικά στοιχεία δείχνουν
ότι ένα μικρότερο και λιγότερο επιθετικό είδος είχε αναπτυχθεί από τον Ασιατικό λύκο πριν
από 100.000 χρόνια. Αυτό το ασιατικό λυκοειδές, ο χαμένος σύνδεσμος ανάμεσα στο σκύλο
και το λύκο, θεώρησε την περιοχή γύρω από τις ανθρώπινες εγκαταστάσεις ως νέο βιότοπο
που του εξασφάλιζε τροφή (απορρίμματα ανθρώπων) και προστασία από τους μεγαλύτερους
θηρευτές (είχαν απομακρυνθεί από τους ανθρώπους).
Κάπως έτσι εμφανίζεται πριν από 15.000 χρόνια ο σημερινός σκύλος παράλληλα με τον
άνθρωπο, δείχνοντας τα σημάδια της πρόωρης εξημέρωσης: μικρότερο μέγεθος, μικρότερο
κρανίο και δόντια, φαρδύτερο ουρανίσκο και πιο προτεταμένο μέτωπο. Ο Dingo και ο
Basenji είναι παραδείγματα πρωτόγονου σκύλου. Οι περισσότερες από τις 400 ράτσες του
σύγχρονου σκύλου αντιπροσωπεύουν το τέταρτο και πιο επιτυχημένο κύμα των Canidae, που
μαζί με τον άνθρωπο αποτελούν τα πιο επιτυχημένα θηλαστικά που εμφανίστηκαν στη Γη.
Πίνακας 1: Τα κύρια είδη των υποοικογενειών Caninae, Borophaginae, Hespocyoninae, το μπλε χρώμα
δηλώνει την εξαφανίσει των συγκεκριμένων ειδών
Υποοικογένεια Γένος Είδος
Ca
nin
ae
Canis
Canis lupus
Canis lupus
dingo
Canis lupus
familiaris
Canis latrans
Canis simensis
Canis aureus
Canisadustus
Canis mesomelas
Canis adoxus
Canis ameghinoi
Canis apolloniensis
Canis armbrusteri
Canis arnensis
Canis cautleyi
Canis cedazoensis
Canis dirus
Canis donnezani
Canis edwardii
Canis (Eucyon) cipio
Canis etruscus
Canis ferox
Canis gezi
Canis lepophagus
Canis michauxi
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 8
Canis mosbachensis
Canis nehringi
Cuon Cuon alpines
Lycaon Lycaon pictus
Atelocynus Atelocynus microtis
Cerdocyon Cerdocyon thous
Dusicyon Dusicyon australis
Lycalopex
Lycalopex culpaeus
Lycalopex fulvipes
Lycalopex griseus
Lycalopex gymnocercus
Lycalopex sechurae
Lycalopex vetulus
Chrysocyon Chrysocyon brachyurus
Speothos Speothos venaticus
Speotho pacivorus
Vulpes
Vulpes lagopus
Vulpes zerda
Vulpes vulpes
Vulpes velox
Vulpes macrotis
Vulpes corsac
Vulpes chama
Vulpes pallid
Vulpes bengalensis
Vulpes ferrilata
Vulpes cana
Vulpes rueppelli
Vulpes alopecoides
Nyctereutes cf. vulpes
Vulpes galaticus
Vulpes riffautae
Urocyon
Urocyon cinereoargenteus
Urocyon littoralis
Urocyon sp.
Otocyon Otocyon megalotis
Nyctereutes
Nyctereutes procyonoides
Nyctereutes cf. donnezani
Nyctereutes cf. megamastoides
Nyctereutes donnezani
Nyctereutes megamastoides
Nyctereutes sinensis
Cynotherium Cynotherium sardous
Theriodictis
Theriodictis platensis
Theriodictis tarijensis
Theriodictis proplatensis
Protocyon
Protocyon orcesi
Protocyon scagliarum
Protocyon troglodytes
Dusicyon Dusicyon avus
Cerdocyon Cerdocyon avius
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 9
Cerdocyon ensenadensis
Nurocyon Nurocyon chonokhariensis
Xenocyon Xenocyon falconeri
Xenocyon lycaonoides
Eucyon
Eucyon davisi
Eucyon minor
Eucyon zhouri
Eucyon monticinensis
Eucyon odessanus
Leptocyon Leptocyon vafer
Leptocyon vulpinus
Boro
ph
agin
ae
Archaeocyon
Archaeocyon falkenbachi
Archaeocyon leptodus
Archaeocyon pavidus
Otarocyon Otarocyon cooki
Otarocyon macdonaldi
Oxetocyon Oxetocyon cuspidatus
Rhizocyon Rhizocyon oregonensis
Cynarctoides
Cynarctoides acridens
Cynarctoides emryi
Cynarctoides gawnae
Cynarctoides harlowi
Cynarctoides lemur
Cynarctoides luskensis
Cynarctoides roii
Phlaocyon
Phlaocyon achoros
Phlaocyon annectens
Phlaocyon lattidens
Phlaocyon leucosteus
Phlaocyon mariae
Phlaocyon marslandensis
Phlaocyon minoe
Phlaocyon multicuspus
Phlaocyon taylori
Phlaocyon yakolai
Cormocyon Cormocyon copei
Cormocyon haydeni
Desmocyon Desmocyon matthewi
Desmocyon thompsoni
Metatomarctus Metatomarctus canavus
Metatomarctus sp.
Eulopocyon Eulopocyon brachygnathus
Eulopocyon spissidens
Psalidocyon Psalidocyon marianae
Microtomarctus Microtomarctus conferta
Protomarctus Protomarctus optatus
Tephrocyon Tephrocyon rurestris
Paracynarctus Paracynarctus kelloggi
Paracynarctus sinclairi
Cynarctus Cynarctus crucidens
Cynarctus galushai
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 10
Cynarctus marylandica
Cynarctus saatilis
Cynarctus voorhiesi
Tomarctus Tomarctus brevirostris
Tomarctus hippophaga
Aelurodon
Aelurodon asthenostylus
Aelurodon ferox
Aelurodon mcgrewi
Aelurodon montanensis
Aelurodon stirtoni
Aelurodon taxoides
Paratomarctus Paratomarctus euthos
Paratomarctus temerarious
Carpocyon
Carpocyon comressus
Carpocyon limosus
Carpocyon robustus
Carpocyon webbi
Protepicyon Protepicyn raki
Epicyon
Epicyon aelurodontoides
Epicyon haydeni
Epicyon saevus
Borophagus
Borophagus diversidens
Borophagus dudleyi
Borophagus hilli
Borophagus littoralis
Borophagus orc
Borophagus parvus
Borophagus pugnator
Borophagus secundus
Hes
po
cyo
nin
ae
Cynodesmus Cynodesmus martini
Cynodesmus thooides
Caedocyon Caedocyon tedfordi
Ectopocynus
Ectopocynus antiques
Ectopocynus intermedius
Ectopocynus siplicidens
Enhydrocyon
Enhydrocyon basilatus
Enhydrocyon crassidens
Enhydrocyon pahinsintewkpa
Enhydrocyon stenocephalus
Hesperocyon Hesperocyon coloradensis
Hesperocyon gregarious
Mesocyon
Mesocyon brachyops
Mesocyon coryphaeus
Mesocyon temnodon
Osbornodon
Osbornodon brachypus
Osbornodon fricki
Osbornodon iamonensis
Osbornodon renjiei
Osbornodon scitulus
Osbornodon sesnoni
Osbornodon wangi
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 11
Praenhydrocyon Praenhydrocyon josephi
Praenhydrocyon rodustus
Philotrox Philotrox condone
Prohesperocyon Prohesperocyon wilsoni
Sunkahetanka Sunkahetanka geringensis
Εικόνα 2: Μελέτες και ανακατασκευές του Canis dirus και του Canis lupus (Pat Ortega)
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 12
2. Ανάλυση και χαρακτηριστικά των τριών βασικών υποοικογενειών
Εικόνα 3: Διάγραμμα με τα βασικά σημεία διακλάδωσης των ειδών, το πλάτος της γραμμής
αντιπροσωπεύει την ποικιλότητα των ειδών μέσα στο χρόνο (Tom Moore,
http://www.naturalhistorymag.com)
2.1 Hesperocyoninae
Η υποοικογένεια Hesperocyoninae είναι ο κύριος κλάδος που αποτελείται από είκοσι οχτώ
(28) είδη. Τα πρωιμότερα μέλη του είναι είδη τα οποία είχαν μορφή παρόμοια μίας μικρής
αλεπούς, του γένους Hesperocyon, που πρώτη φορά απαντώνται στο Ανώτερο Ηώκαινο
(Duchesnean 37 – 40 εκατομμύρια χρόνια) (Bryant, 1992) και υπήρξαν σε αφθονία στο
Ανώτατο Ηώκαινο (Chadronian). Κατά το Ολιγόκαινο (Orellan και Whitneyan, 34 – 30
εκατομμύρια χρόνια), πρώιμα μέλη από τέσσερις μικρούς κλάδους είχαν αναδυθεί:
Paraenhydrocyon, Enhydrocyon, Osbornodon και Ectopocynus. Τα Hesperocyonines βίωσαν
τη μεγαλύτερή τους ποικιλία αριθμώντας δεκατέσσερα (14) είδη, κατά τη διάρκεια του
Ανώτερου Ολιγοκαίνου (Κατώτερο Arikareean 30 – 28 εκατομμύρια χρόνια), και άγγιξαν
προσαρμοστικά την κορυφή τους ως θηρευτές στο Κατώτατο Μειόκαινο (Ανώτερο
Arikareean) με εξελιγμένα είδη του Enhydrocyon και του Paraenhydrocyon. Το τελευταίο
είδος της υποοικογένειας, Osbornodon fricki, εξέλειψε στο Κατώτερο Barstovian (15
εκατομμύρια χρόνια), έχοντας φτάσει στο μέγεθος ενός μικρού λύκου.
Με εξαίρεση τον κλάδο του Osbornodon, ο οποίος απέκτησε έναν προγόμφιο (m1) με
διφυματικό ταλονίδιο , οι Hesperocyonines είναι πρωτόγονα υπερσαρκοφάγα ως προς τις
οδοντικές τους προσαρμογές με τάσεις προς μείωση των τελευταίων γομφίων με αιχμηρές
(μονοφυματικές) απολήξεις ταλονιδίου στον 1ο κάτω γομφίο. Παρότι η εξέλιξή τους δεν
έφτασε πότε στα μέγιστα της αντίστοιχης των Borophagines, οι Hesperocyonines είχαν μια
μέτρια ανάπτυξη ως προς τις οστεοθραυστικές προσαρμογές των δυνατών τους γομφίων.
Τουλάχιστον τρεις γενιές, σε όλα τα είδη του Enhydrocyon, και στα τελευταία είδη του
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 13
Osbornodon και του Ectopocynus, έχουν εξελίξει ανεξάρτητα τη δική τους μοναδική σειρά
οστεοθραυστικών δοντιών.
Εικόνα 4: Οδοντική εξέλιξη των P4 – M2 ορισμένων ειδών από όλες τις υποοικογένειες. Όλα τα
δόντια έχουν κλίμακα ανάλογη του πραγματικού τους μεγέθους.
2.2 Borophaginae
Ενώ οι Hesperocyonines εμφανίζουν μια πρωτόγονη κατάσταση αιχμηρής απόληξης
ταλονιδίου στον 1ο κάτω γομφίο, τα Borophagines και τα Canines από την άλλη πλευρά
μοιράζονται ένα λεκανοειδούς σχήματος (διφυματικό) ταλονίδιο το οποίο αποκτήθηκε από
την απαρχή της κοινής τους προέλευσης. Μαζί με έναν πιο τετραγωνισμένο 1ο άνω γομφίο
και τον υποκώνο του, το λεκανοειδούς σχήματος ταλονίδιο καθιερώνει μια προγονική
κατάσταση από την οποία προήλθαν όλες οι μεταγενέστερες μορφές. Ένα τέτοιο οδοντικό
πρότυπο, αποδείχτηκε πως είναι πολύ ευέλικτο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξίσου σε
υπερσαρκοφαγικό και σε υποσαρκοφαγικό τύπο οδοντοστοιχίας. Αμφότερες οι
υποοικογένειες των Borophagines και των Canines έκαναν εκτεταμένη χρήση του.
Η ιστορία των Borophagines ξεκινά με τον Archaeocyon, ένα είδος που είχε το μέγεθος
μικρής αλεπούς, στο Ανώτερο Ολιγόκαινο. Λόγω της χρονικής τους συνύπαρξης με τα
μεγαλύτερα και πιο αρπακτικά Hesperocyonines, τα πρώιμα Borophagines του Ανώτερου
Ολιγoκαίνου και του Κατώτερου Μειοκαίνου (Arikareean), είχαν την τάση να είναι πιο
παμφάγα (υποσαρκοφαγικά) ως προς τις οδοντικές τους προσαρμογές, όπως ο Oxetocyon, ο
Otarocyon και ο Phlaocyon. Μια ακραία περίπτωση, τα Cynarctoides, εξέλιξαν
σεληνοδοντόμορφους γομφίους, όπως στα σύγχρονα αρτιοδάκτυλα (ένα σπάνιο συμβάν
χορτοφαγίας ανάμεσα στα σαρκοφάγα). Μετά από κάποιες μεταβατικές μορφές στο
Κατώτερο Μειόκαινο (Hemingfordian), όπως ο Cormocyon και ο Desmocyon, οι
Borophagines έφτασαν τη μέγιστη οικολογική και αριθμητική τους ποικιλομορφία στο Μέσο
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 14
Μειόκαινο (Barstovian) με ιδιαίτερα παμφάγες μορφές όπως ο Cynarctus που ήταν σχεδόν
αρκτόμορφες, κι άλλες που ήταν εξαιρετικά αρπακτικές όπως ο Aelurodon (ήταν μια
μεγαλύτερη εκδοχή του σύγχρονου αφρικανικού αγριόσκυλου Lycaon).
Μέχρι εκείνη την εποχή, είχαν αποκτήσει τα μοναδικά τους χαρακτηριστικά όπως: το φαρδύ
τους ρύγχος, έναν οστέινο σύνδεσμο μεταξύ προγναθικού και μετωπιαίου οστού,
πολυφυματικούς τομείς κι ένα μεγεθυμένο παραστύλο στα άνω σαρκοφαγικά δόντια
(τροποποιημένο από μία μεγέθυνση του εμπρόσθιου cingulum). Έως το τέλος του
Μειοκαίνου, οι Borophagines είχαν εξελίξει άλλη μια γενιά παμφάγων, σε μέτριο βαθμό
όμως, με τη μορφή του Carpocyon. Το μέγεθος αυτού του είδους κυμαινόταν μεταξύ
τσακαλιού και μικρού λύκου. Την ίδια στιγμή έχουμε και την ανάδυση του γένους Epicyon
(από κάποιο πρόγονο σαν τον Carpocyon) που σηματοδοτεί την δημιουργία ενός άλλου
κύριου κλάδου υπερσαρκοβόρων Borophagines. Το τελευταίο είδος τους, ο Epicyon haydemi,
έφτασε το μέγεθος μεγάλης αρκούδας και κατέχει το ρεκόρ του μεγαλυτέρου κυνοειδούς που
υπήρξε ποτέ (εικόνα 4). Στενά συνδεδεμένος με τον Epicyon είναι o Borophagus, το
τελευταίο γένος των Borophaginae. Και οι δυο είναι γνωστοί για τους ογκώδεις P4 και p4 σε
αντίθεση με τους μικροσκοπικούς προγόμφιους που είχαν μπροστά. Αυτό το ζευγάρι
μεγεθυμένων προγομφίων είχε σχεδιαστεί για τη θραύση οστών μιμούμενο παρόμοιες
προσαρμογές από υαινοειδή στον Παλαιό Κόσμο. Εξελιγμένα είδη του Borophagus επέζησαν
το Πλειόκαινο αλλά εξέλειψαν κοντά στην έναρξη του Πλειστόκαινου.
Εικόνα 5: Απεικόνιση του είδους Epicyon haydemi συγκριτικά με το είδος Epicyon saevus (Mauricio
Anton, http://carnivoraforum.com)
2.3 Caninae
Όπως και στις δυο προαναφερθείσες υποοικογένειες, το πρώτο αναγνωρισμένο μέλος της
υποοικογένειας των Caninae έχει τη μορφή μικρής αλεπούς και ονομάζεται Leptocyon.
Παρότι έχει κοινό ένα διφυματικό ταλονίδιο του m1 κι ένα τετραγωνισμένο Μ1 με τα
Borophagines, ο Leptocyon χαρακτηρίζεται επίσης από λεπτό ρύγχος και επιμήκη κάτω
σιαγόνα, και αντιστοίχως στενούς και λεπτούς προγόμφιους, χαρακτηριστικά τα οποία έχουν
κληροδοτηθεί σε όλα τα μεταγενέστερα μέλη των Canines. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο
Κατώτερο Ολιγόκαινο (Orellan) και παρέμεινε μέχρι το Ανώτερο Μειόκαινο (Clarendonian).
Καθ’ όλη τη μακρά του ύπαρξη (κανένα άλλο γένος των κυνοειδών δεν είχε τόσο μεγάλη
διάρκεια), έχοντας αντιμετωπίσει έντονο ανταγωνισμό από τα μεγαλύτερα σε μέγεθος και
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 15
ποικιλόμορφα Hesperocyonines και Borophagines, παραμένει αμετάβλητος μην έχοντας ποτέ
παραπάνω από δυο με τρία είδη κάθε φορά.
Κατά τα Ανώτατο Μειόκαινο (Hemphillian), εξαιτίας της εξάλειψης όλων των μικρού
μεγέθους Borophagines, οι οικολογικοί θώκοι που προορίζονταν για τη φιλοξενία ζώων σε
μέγεθος αλεπούς, έμειναν ελεύθεροι και ευρέως διαθέσιμοι στη Βόρειο Αμερική. Έτσι αυτή
την εποχή, έχουμε την ανάδυση του αληθινού κλάδου των αλεπούδων, της φυλής Vulpini,
που υφίσταται μια μετριοπαθή διαδικασία διαφοροποίησης για να εισάγει τα πρωτόγονα είδη
των Vulpes και Urocyon καθώς και όλων των μετέπειτα εκλιπόντων συγγενών τους. Το
ιστορικό αρχείο των Vulpes της Βορείου Αμερικής κατά το Πλειόκαινο είναι αρκετά φτωχό.
Μόνο κάποια θραύσματα από το Κατώτερο Blancan, μαρτυρούν την παρουσία ενός
αλεπουδόμορφου ζώου στα Great Plains.
Τα είδη των Vulpes ήταν ευρέως διαδεδομένα και ποικιλόμορφα στην Ευρασία κατά το
Πλείοκαινο (Qiu and Tedford, 1990), ως αποτέλεσμα ενός μεταναστευτικού γεγονότος
ανεξάρτητου από εκείνου που συνέβη στον κλάδο των Canis. Η κόκκινη αλεπού (Vulpes
vulpes) και η αρκτική αλεπού (Vulpes lagopus) εμφανίστηκαν στη Βόρειο Αμερική μόνο
κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο, προφανώς ως αποτέλεσμα μιας μετανάστευσης πίσω στο
Νέο Κόσμο. Η γκρίζα αλεπού (Urocyon) έδειξε προτίμηση σε πιο δασώδεις περιοχές και γι’
αυτό παρέμεινε στο νότιο τμήμα της Βορείου και Κεντρικής Αμερικής. Καταγραφές του
κλάδου της έχουν μια λίγο πολύ συνεχή παρουσία στις περιοχές αυτές καθ’ όλη τη διάρκεια
της ύπαρξης της, με ενδιάμεσες μορφές να οδηγούν τελικά στο σημερινό είδος Urocyon
cinereoargenteus. Μορφολογικά, η εν ζωή αφρικανική αλεπού Otocyon (bat-eared),
βρίσκεται πιο κοντά στον κλάδο Urocyon παρόλο που οι μοριακές αναλύσεις μας οδηγούν
στη θεωρία ότι βρίσκεται στη βάση του κλάδου των αλεπούδων ή και ακόμα χαμηλότερα
(Geffen et al., 1992d, Wayne et al., 1997). Αν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά έχουν
ερμηνευθεί σωστά, τότε ο Otocyon πρέπει να εκπροσωπεί ένα μεταναστευτικό γεγονός του
Πλειστοκαίνου προς τον Παλιό Κόσμο ανεξάρτητα από άλλες αλεπούδες. Μια μεταβατική
μορφή ο Protocyon, εμφανίζεται πρώτη φορά στη νότια Ασία και Αφρική στο Κατώτερο
Πλειστόκαινο.
Εξελιγμένα μέλη των Caninae, η φυλή Canini, εμφανίζονται πρώτη φορά κατά το Μέσο
Μειόκαινο (Clarendonian 9-12 εκατομμύρια χρόνια) με τη μορφή ενός μεταβατικού τάξου
τον Eucyon. Με μέγεθος τσακαλιού διακρίνεται από τα περισσότερα Vulpini από μια
εκτεταμένη παραινιακή απόφυση, μια μεγαλύτερη μαστοειδή απόφυση αλλά και τη σταθερή
παρουσία ενός μετωπιαίου κόλπου. Ο τελευταίος χαρακτήρας εισάγει μια σειρά
τροποποιήσεων στη φυλή Canini, που έφτασε στο αποκορύφωμα της με την περίτεχνη
ανάπτυξη των κόλπων κι ενός «θολωτού» κρανίου στον Canis lupus. Μέχρι την εποχή του
Ανώτατου Μείοκαινου, είδη του Eucyon εμφανίστηκαν στην Ευρώπη (Rook, 1992) και μέχρι
το τέλος του Κατώτερου Πλειόκαινου στην Ασία (Tedford και Qiu, 1996).
Τα ευρήματα της Βορείου Αμερικής προηγούνται χρονικά των αντίστοιχων της Ευρώπης,
υποδεικνύοντας μια διασπορά προς τη δύση. Ο κλάδος της Νοτίου Αμερικής αναδύεται
περίπου από το ίδιο φυλογενετικό επίπεδο με εκείνο του Eucyon. Τα μορφολογικά και
μοριακά ευρήματα συμφωνούν γενικώς ότι οι νότιο αμερικάνικες κυνίδες (οι πιο
ποικιλόμορφες σε μια και μόνο ήπειρο) ανήκουν σε μια δική τους φυσική ομάδα. Κοινά
μορφολογικά χαρακτηριστικά τους είναι: ο μακρύς ουρανίσκος, η μεγάλη γωνιαία απόφυση
της κάτω γνάθου με μια διευρυμένη επιφάνεια πρόσφυσης του κατώτερου κλάδου του μέσου
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 16
πτερυγοειδούς μυός και μια σχετικά μακριά βάση της κορωνοειδούς απόφυσης (Tedford et
al., 1995).
Με το κλείσιμο του Μειοκαίνου, μερικά θραύσματα οστών από τις νότιες Ηνωμένες
Πολιτείες και το Μεξικό υποδεικνύουν ότι τα τάξα που σχετίζονται με το Cerdocyon (Torres
και Ferrusquia - Villafranca 1981) και το Chrysocyon εμφανίζονται στη Βόρειο Αμερική. Η
παρουσία τους μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι προγονικά γένη από πολλά κυνοειδή της
Νοτίου Αμερικής, ίσως να ήταν υπαρκτά στο νότιο τμήμα της Βορείου και Κεντρικής.
Εμφανίζονται στο ιστορικό των απολιθωμάτων της Νοτίου Αμερικής λίγο μετά το
σχηματισμό της διώρυγας του Παναμά κατά το Πλειόκαινο γύρω στα 3 εκατομμύρια χρόνια
(Berta, 1987).
Οι παλαιότερες καταγραφές είναι η Pseudalopex και ο κοντινός της συγγενής Protocyon. Τα
ζώντα είδη και τα συγγενικά αυτών κάνουν την εμφάνιση τους στη Βόρειο Αμερική κατά το
Ανώτατο Πλειστόκαινο (Lujanian), μαζί με τον Canis dirus. Μέχρι το τέλος του
Πλειστοκαίνου όλα τα μεγάλα κυνοειδή της Νοτίου Αμερικής (Protocyon, Theriodictis)
έχουν εκλείψει συμπεριλαμβανομένου και του Canis dirus.
Ο κλάδος Canis (η πιο ποικιλόμορφη ομάδα από πλευράς μεγάλου μεγέθους και
υπερσαρκοβορίας) που ανήκει στη φυλή Canini, εμφανίζεται κοντά στο όριο Μειόκαινου –
Πλειόκαινου στα 5 - 6 εκατομμύρια χρόνια στη Βόρειο Αμερική. Προγονικά είδη σε μέγεθος
τσακαλιού, όπως ο Canis ferox, ο Canis lepophagus κι άλλα αδιευκρίνιστα, ευδοκίμησαν στο
Κατώτερο Πλειόκαινο (Κατώτερο Blancan).
Την ίδια περίπου εποχή έχουμε και τις πρώτες καταγραφές κυνοειδών στο ευρωπαϊκό
Ανώτερο Νεογενές: ο «Canis» cipio στο Ανώτερο Μειόκαινο της Ισπανίας (Crusafont –
Pairo, 1950), ο Eucyon monticinensis στο Ανώτατο Μειόκαινο της Ιταλίας (Rook, 1992), o
πρώτος σκύλος ρακούν Nyctereutes donnezani και ο Canis adoxus που είχε μέγεθος
τσακαλιού στο Κατώτερο Πλειόκαινο της Γαλλίας (Martin, 1973, Ginsburg, 1999). Ο
«Canis» cipio, ο οποίος εκπροσωπείται μόνο από τμήματα της άνω και κάτω οδοντοστοιχίας,
ίσως να προσιδιάζει σε μία μορφή στο επίπεδο διαφοροποίησης του Eucyon, παρά
πραγματικά σε ένα είδος των κυνοειδών.
Η επόμενη φάση στην εξέλιξη είναι δύσκολο να εντοπιστεί. Με την είσοδο τους στην
Ευρασία υπέστησαν μια εκτεταμένη διασπορά κι αύξηση της ποικιλομορφίας τους στο
Ανώτερο Πλειόκαινο και το Πλειστόκαινο, που είχε ως αποτέλεσμα πολλαπλά, στενά
συνδεδεμένα είδη στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία.
Το μεγαλύτερο κέντρο της εξάπλωσης των Vulpines βρισκόταν στον Παλαιό Κόσμο. Για τα
Canines η Βόρειος Αμερική παρέμεινε ένα κέντρο διαμέσου του Πλειοκαίνου, παράγοντας
το κογιότ ως έναν ενδημικό τύπο. Μια μεγαλύτερη εξάπλωση, η οποία απέφερε τους
γκρίζους λύκους (Canis lupus), τα Dhole (Cuon alpinus), τα αφρικανικά αγριόσκυλα (Lycaon
pictus) και συγγενή απολιθώματα, έλαβε χώρα στις ηπείρους της Ευρασίας και της Αφρικής.
Εικόνα 6: Απεικόνιση των τριών υποοικογενειών των Canidae, Τα μονοπάτια της εξέλιξης (Anton, Maurico / National
Geographic, January 2002).
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 17
3. Τα Canidae Σήμερα
Τα μέλη της οικογένειας των Canidae επιδεικνύουν μεγάλη ευελιξία στη διατροφή και τη
συμπεριφορά και σύνθετη κοινωνική οργάνωση, με αρκετές διαφοροποιήσεις τόσο μέσα στο
ίδιο είδος όσο κι ανάμεσα στα διαφορετικά είδη. Τα κυνοειδή είναι ανάμεσα στα πιο ευρέως
κατανεμημένα σαρκοφάγα του πλανήτη, με τουλάχιστον ένα είδος παρών σε κάθε ήπειρο
εκτός από την Ανταρκτική (εικόνα 6). Συναντώνται από το επίπεδο της θάλασσας έως και σε
υψόμετρο 5.000 μέτρων.
Σήμερα οι υπάρχουσες κυνίδες αριθμούν τα τριάντα πέντε (35) είδη (Sillero-Zubiri, 2009)
που κατά συνθήκη θα μπορούσαν να αυξηθούν σε τριάντα επτά (37) αν λάβουμε υπόψη μας
τον Dingo ως ξεχωριστό είδος Canis dingo, αντί ως υποείδος του γκρίζου λύκου (Canis lupus
dingo), κι αν ο λύκος της Βορειοανατολικής Αμερικής αντιμετωπιστεί ως ξεχωριστό είδος
Canis lycaon επίσης. Η Νότιος Αμερική έχει έντεκα (11) είδη εκ των οποίων τα εννέα (9)
είναι ενδημικά στην ήπειρο (κυρίως η Pseudalopex γνωστή και ως Lycalopex). Η Αφρική
έχει δεκατρία (13) είδη εκ των οποίων τα οχτώ (8) είναι ενδημικά. Η Ασία έχει δώδεκα (12)
είδη συμπεριλαμβανομένων τριών (3) ενδημικών. Δυο (2) είδη το τσακάλι (Canis aureus)
και η αρκτική αλεπού (Alopex lagopus) είναι γηγενή σε τρεις (3) ηπείρους,
Αφρική/Ευρώπη/Ασία και Β. Αμερική/Ευρώπη/Ασία αντίστοιχα.
Μερικά είδη έχουν υπερβολικά μικρές ποικιλίες με το πιο ακραίο παράδειγμα να είναι η
αλεπού του Δαρβίνου (Pseudalopex fulvipes), που αριθμεί μερικές εκατοντάδες άτομα τα
οποία, ως επί το πλείστoν, βρίσκονται σε ένα μεμονωμένο νησί έξω από τη Χιλή, ενώ ένας
μικρός αριθμός εξακολουθεί να παραμένει στα ηπειρωτικά. Οι λύκοι της Αιθιοπίας (Canis
simensis) εμφανίζονται μόνο σε μερικές απομονωμένες Αφρο-αλπικές περιοχές πρασίνου και
σε τμήματα χέρσας γης που εντοπίζονται μετά το τέλος δασικών εκτάσεων σε υψόμετρο
3.200 – 4.500 μέτρα, όπου εντοπίζονται κυρίως σε ανοιχτές περιοχές με χαμηλή βλάστηση
και τρέφονται αποκλειστικά με την πανίδα της περιοχής, τρωκτικά όπως οι Αιθιοπικοί
αφρικανικοί τυφλοπόντικες (Tachyoryctes macrocephalus) και τους Arricanthis και Otomys
που είναι τρωκτικά του γρασιδιού τα οποία υπάρχουν σε αφθονία.
Στο άλλο άκρο η κόκκινη αλεπού (Vulpes vulpes) έχει τη μεγαλύτερη φυσική γκάμα από
οποιοδήποτε σαρκοβόρο (Larivière and Pasitschniak - Arts 1996), καταλαμβάνοντας σχεδόν
Εικόνα 7: Σημαντικότερες γεωγραφικές διανομές των κυνίδων σε βάθος χρόνου.
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 18
70 εκατομμύρια τ.χλμ κι εκτείνεται σε όλο το βόρειο ημισφαίριο, από τον Αρκτικό κύκλο
διαμέσου του Καναδά και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής του μεγαλύτερου μέρους
της Ευρώπης και της Ασίας μέχρι τη Βόρειο Αφρική. Επιπροσθέτως οι κόκκινες αλεπούδες
εισήχθησαν στην Αυστραλία στα 1800 και η ποικιλία τους στις Η.Π.Α επεκτάθηκε μέσα από
αλλεπάλληλες εισαγωγές ευρωπαϊκών κόκκινων αλεπούδων που ξεκίνησαν στα μέσα του
1700. Ο γκρίζος λύκος (Canis lupus) έχει παρόμοια κατανομή που ήταν ευρεία στη Βόρειο
Αμερική την Ασία και την Ευρώπη.
Κάποιες κατανομές των Canidae έχουν αλλάξει ουσιαστικά σε παλαιότερες εποχές. Για
παράδειγμα, το κογιότ (Canis latrans) βρισκόταν συνήθως κυρίως σε άνυδρες περιοχές των
δυτικών Η.Π.Α αλλά τώρα βρίσκεται σε κάθε πολιτεία, επαρχία και ύπαιθρο βόρεια του
Παναμά, μια επέκταση που βοηθήθηκε καθαρά από την εκρίζωση των γκρίζων λύκων από το
μεγαλύτερο τμήμα των Η.Π.Α στις αρχές του 1900. Η κόκκινη αλεπού και ο ντίνγκο
βρίσκονται στην Ωκεανία εξαιτίας όμως των ανθρώπων. Οι κόκκινες αλεπούδες είναι
γνωστό ότι συνυπάρχουν σε περιοχές που κατοικούν δεκατέσσαρα (14) άλλα είδη κυνίδων τα
τσακάλια με άλλα δεκατρία (13) και οι λύκοι με έντεκα (11).
Παρότι είναι σαρκοβόρα ζώα είναι αρκετά καιροσκοπικά (πχ. οι αλεπούδες) με αποτέλεσμα
οι διατροφικές τους συνήθειες, κυρίως των μικρόσωμων ειδών, πολλές φορές να
περιλαμβάνουν πολύ μικρή ποσότητα πρωτεϊνών. Τα μεγαλόσωμα είδη ζουν σε ομάδες και
τρέφονται συχνά με ζώα τα οποία μπορούν να ξεπερνούν το δικό τους σωματικό μέγεθος.
Οι γκρίζοι λύκοι στο μεγαλύτερο μέρος το βόρειου ημισφαιρίου, οι dholes (Cuon alpinus)
στη Νότια Ασία και τα αφρικάνικα αγριόσκυλα (Lycaon pictus) στην Αφρική. Ο Chrysocyon
brachyurus (Manned wolf) ο οποίος ζει στις σαβάνες της Νοτίου Αμερικής τρέφεται κυρίως
με τρωκτικά και φρούτα, πράγμα ασυνήθιστο για ένα μεγάλο κυνοειδές. Η Otocyon megalotis
(bat-eared fox) της Ανατολικής και Νοτίου Αφρικής και η γκρίζα αλεπού της Βραζιλίας είναι
οι μόνες κυνίδες οι οποίες τρέφονται κυρίως με έντομα, παρά με θηλαστικά. Η διατροφή τους
περιλαμβάνει τερμίτες (Syntermes και Cornitermes) κάμπιες και σκαθάρια.
Ένας αριθμός από είδη των Canidae αντιμετωπίζουν σοβαρές απειλές για τους πληθυσμούς
τους. Οι γκρίζοι λύκοι, τα αφρικανικά αγριόσκυλα, τα κογιότ και τα Dingoes έχουν πολλές
φορές καταδιωχθεί έντονα από τους ανθρώπους, κυριότερα διότι θεωρούνται απειλή για τα
κοπάδια τους, και σε μικρότερο βαθμό διότι αποτελούν άμεσο κίνδυνο για τους ίδιους.
Κάποια μικρότερα είδη, όπως η αρκτική αλεπού και κάποιες αλεπούδες της Νοτίου
Αμερικής, έχουν κυνηγηθεί εκτεταμένα διαμέσου των αιώνων για το εμπόριο γούνας.
Ανάμεσα στα πιο ευάλωτα είναι η περιορισμένης κατανομής αλεπού του Δαρβίνου στη
Νότια Χιλή, η Urocyon littoralis (island fox) στα νησιά Channel της Νότιας Καλιφόρνια κι ο
Canis rufus (red wolf) στις Νοτιοανατολικές Η.Π.Α. Υπό απειλή είναι επίσης το αφρικανικό
αγριόσκυλο (παλαιότερα βρισκόταν σε μεγάλο μέρος της υποσαχάριας Αφρικής, ενώ πλέον
συναντάται σε πολύ μικρούς πληθυσμούς), το Dhole και ο λύκος της Αιθιοπίας. Τέλος
κάποια είδη είναι πολύ λίγο γνωστά με αποτέλεσμα η κατάστασή τους να είναι δύσκολο να
αξιολογηθεί.
Παρόλα αυτά σήμερα πολλά από τα είδη, φαίνεται να διατηρούν σταθερούς τους πληθυσμούς
τους και κάποια από αυτά να έχουν αυξηθεί κιόλας. Τα κογιότ για παράδειγμα, είναι τώρα πιο
συνηθισμένα κι ευρέως διαδεδομένα από ποτέ και τα τσακάλια έχουν επεκταθεί σε όλη τη
δυτική Ευρώπη. Οι γκρίζοι λύκοι επανακάμπτουν αργά προσπαθώντας να φτάσουν τους
αριθμούς που είχαν στο ένδοξο παρελθόν τους.
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 19
Πληροφορίες Για Τα Είδη Της Σημερινής Εποχής
Dhole – Cuon alpinus
Μήκος: 100 cm
Βάρος: 12 - 18 kg
Προσδόκιμο ζωής: 15 χρόνια.
Ο οδοντικός του τύπος είναι
μοναδικός ανάμεσα στα canidae,
καθώς έχει 40 δόντια (ένα
λιγότερο γομφίο σε κάθε πλευρά
της κάτω γνάθου, η οποία είναι
κοντή) και οι άνω γομφίοι είναι
μονοφυματικοί. Ζει στην
Κεντρική και Νοτιοανατολική
Ασία (εικόνα 7). Είναι
ευπροσάρμοστο και βιότοπό του αποτελούν άνυδρες στέπες, τροπικά δάση, λειμώνες αλλά
και ορεινές περιοχές. Σχηματίζει αγέλες 10 ατόμων (σε ακραίες περιπτώσεις φτάνει και τα 40
άτομα). Αυτές αποτελούνται από ένα θηλυκό για αναπαραγωγή και πολλά αρσενικά. Τα μέλη
της αγέλης είναι πολύ κοινωνικά και συνεργάσιμα μεταξύ τους. Τρέφεται με ελάφια,
μεγαλύτερα βοοειδή και αγριογούρουνα.
Atelocynus microtis
Μήκος: 28 – 99 cm
Βάρος 6.5 – 9 kg
Προσδόκιμο ζωής: Άγνωστο
Έχει μεγάλο κεφάλι, σχετικά κοντά και λεπτά άκρα και
μακριά φουντωτή ουρά. Τα αυτιά του είναι πιο κοντά
από τα περισσότερα αγριόσκυλα. Οι κυνόδοντές του
προεξέχουν ενώ έχει το στόμα του κλειστό. Τα θηλυκά
είναι μεγαλύτερα κατά 1/3 σε σχέση με τα αρσενικά.
Ζει στο βόρειο κομμάτι της Νοτίου Αφρικής,
ανατολικά των Άνδεων, στην Κολομβία,το Εκουαδόρ,
το Περού και νότια του Αμαζονίου στη Βραζιλία
(εικόνα 8). Το κοντό και πυκνό του τρίχωμα,
μαρτυράει ότι ζει σε μέρη με υψηλές βροχοπτώσεις. Η
διατροφή του είναι σαρκοφαγική και σε περίπτωση
έλλειψης λείας τρέφεται με καρπούς.
Εικόνα 8: Γεωγραφική εξάπλωση Cuon alpinus
Εικόνα 9: Γεωγραφική εξάπλωση
Atelocynus microtis
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 20
Lycaon pictus
Μήκος: 75 – 100 cm
Βάρος: 18 – 36 kg
Προσδόκιμο ζωής: 10 χρόνια
Έχει πολλά χρώματα στο τρίχωμά του που σε
κάθε ζώο δημιουργούν ένα ξεχωριστό μοτίβο
(unique color pattern), φουντωτή ουρά, κοντό
ρύγχος και πανίσχυρα σαγόνια. Είναι είδος
που τείνει σε εξαφάνιση στην ανατολική και
νότια Αφρική. Ζει στη Μποτσουάνα, τη
Μοζαμβίκη, Σουαζηλάνδη και περιοχές της
Νότιας Αφρικής σε σαβάνες και ανοιχτά
πεδία (εικόνα 9). Είναι ιδιαίτερα έξυπνο και
κοινωνικό. Συγκροτεί αγέλες των 6 με 20
ατόμων. Δεν εκδηλώνει επιθετικότητα στα πλαίσια της κοινωνικής του ιεραρχίας. Αρσενικά
και θηλυκά προσέχουν τα μικρά και τους φέρνουν φαγητό. Είναι πολύ αποτελεσματικοί
κυνηγοί και διατρέχουν μεγάλες αποστάσεις φτάνοντας ταχύτητες έως και 56 km/h. Κάνουν
ένα περίτεχνο τελετουργικό για χαιρετισμό και πριν την έναρξη του κυνηγιού τους. Τρέφεται
με γαζέλες, αντιλόπες, είδη βοοειδών, αγριογούρουνα, αρουραίους και πουλιά.
Speothos venaticus
Μήκος: 57 – 75 cm
Βάρος: 5 – 8 kg
Προσδόκιμο ζωής: 10 χρόνια
Είναι λίγο γνωστό και ασυνήθιστο κυνοειδές.
Μοιάζει με μέλος της οικογένειας των Mustelidae
παρά των Canidae. Είναι κοντό με στρογγυλεμένα
αυτιά και ρύγχος και κοντή ουρά. Τα δάχτυλά του
είναι ενωμένα με μεμβράνη καθώς είναι
προσαρμοσμένο σε ημιυδρόβια μορφή ζωής, μέσα
στο δάσος. Ζει στον Παναμά, στο βόρειο μέρος
της Νότιας Αμερικής μέχρι τη νότια Βραζιλία, την
Παραγουάη, τη βορειοανατολική Αργεντινή, τη
Βολιβία, το Περού και το Εκουαδόρ (εικόνα 10).
Ο βιότοπός του είναι σαβάνες και δάση που
βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο με έντονη
παρουσία νερού. Σχηματίζει αγέλες μέχρι 12
άτομα. Είναι δραστήριο την ημέρα κυρίως κοντά ή μέσα στο νερό. Το βράδυ αποσύρεται στη
φωλιά του. Σε ανοιχτές περιοχές κυνηγάει μόνο του αλλά σε περίπτωση που η λεία είναι
μεγάλο τρωκτικό σχηματίζει μικρές ομάδες των 2. Τρέφεται με σαύρες, φίδια, μικρά
τρωκτικά και πουλιά που σχηματίζουν φωλιές στο έδαφος.
Εικόνα 10: Γεωγραφική εξάπλωση Lycaon pictus
Εικόνα 11: Γεωγραφική εξάπλωση Speothos
venaticus
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 21
Vulpes vulpes
Μήκος: 82.7 – 110 cm
Βάρος: 3 - 7 kg
Προσδόκιμο ζωής: 3 χρόνια στη
φύση, 12 χρόνια σε αιχμαλωσία
Είναι γνωστή για τη μεγάλη
φουντωτή ουρά η οποία είναι
μακρύτερη από το 50% το
σώματός της. Το κρανίο της είναι
ελαφρώς στενό και επίμηκες και οι
κυνόδοντες της είναι σχετικά
μεγάλοι. Αποτελεί το πιο ευρέως
διαδεδομένο είδος σαρκοφάγων στον κόσμο (εικόνα 11). Κατοικεί σε μεγάλη ποικιλία
βιοτόπων όπως: δάση, τούνδρες, λειμώνες, αγροτικές περιοχές κι όλο και πιο συχνά
απαντάται κοντά σε αστικές περιοχές. Είναι μοναχικό ζώο και δε συγκροτεί αγέλη.
Υπερασπίζεται ασθενώς το χώρο του. Δημιουργεί μονοπάτια τα οποία ενώνουν τους χώρους
που δραστηριοποιείται (φωλιά, χώρος αποθήκευσης τροφής, τόπος κυνηγιού). Δρα το βράδυ
και σε χαμηλό φωτισμό. Έχει εξαιρετική όραση, όσφρηση και αφή. Φτάνει μέγιστη ταχύτητα
τα 48km/h. Είναι παμφάγο και τρέφεται με τρωκτικά, έντομα, φρούτα και ψοφίμια. Πολλές
φορές αποθηκεύει το φαγητό του για έκτακτες ανάγκες.
Otocyon megalotis
Μήκος: 55cm
Βάρος: 2 – 4.5 kg
Προσδόκιμο ζωής: 13 χρόνια
Είναι ένα κυνοειδές της αφρικανικής σαβάνας,
γνωστό για τα μεγάλα αυτιά του, τα οποία πέρα
από την εξαιρετική ακοή που του χαρίζουν, είναι
πλούσια σε αιμοφόρα αγγεία που απομακρύνουν
τη θερμότητα από το σώμα του. Τα δόντια του
είναι μικρότερα από εκείνα άλλων ειδών με πιο
«λείες» επιφάνειες, πράγμα που αποτελεί
προσαρμογή στη διατροφή του η οποία βασίζεται
κυρίως σε έντομα. Ζει στη νότια Ζάμπια, την
Αγκόλα και τη νότια Αιθιοπία καθώς και στο Σουδάν εκτεινόμενο ως την Τανζανία (εικόνα
12). Σχηματίζει ομάδες των 2 έως 5 ατόμων. Είναι νυκτόβιο και μονογαμικό ζώο. Τρέφεται
με τερμίτες, ακρίδες, μύγες, μικρά τρωκτικά, πουλιά, αυγά και φρούτα. Το περισσότερο νερό
το λαμβάνει διαμέσου της τροφής τους.
Εικόνα 12: Γεωγραφική εξάπλωση Vulpes vulpes
Εικόνα 13: Γεωγραφική εξάπλωση
Otocyon megalotis
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 22
Lycalopex gymnocercus
Μήκος: 51 – 80 cm
Βάρος: 2.4 – 8 kg
Προσδόκιμο ζωής: 14 χρόνια σε αιχμαλωσία
Ονομάζεται και Pampas fox διότι κατοικεί στις
αντίστοιχες περιοχές της Νοτίου Αμερικής. Έχει πυκνό
και κοντό τρίχωμα, τριγωνικά φαρδιά και σχετικά
μεγάλα αυτιά και συνήθως τα αρσενικά είναι κατά
10% βαρύτερα από τα θηλυκά. Ζει στη βόρεια και
κεντρική Αργεντινή και στην Ουρουγουάη, στην
ανατολική Βολιβία και Παραγουάη, καθώς και στη
νότια Βραζιλία (εικόνα 13). Ως βιότοπό του προτιμά
τις ανοιχτές, γόνιμες πεδιάδες pampas, τις αγροτικές
περιοχές, τα δάση και συναντάται ακόμα και στα ορεινά σε υγρές και ξηρές περιοχές. Είναι
μοναχικό ζώο που δημιουργεί μονογαμικά ζευγάρια κατά την περίοδο του ζευγαρώματος.
Δρα κυρίως κατά τη διάρκεια της νύχτας αλλά μερικές φορές δραστηριοποιείται και κατά τη
διάρκεια της μέρας. Σημαδεύουν τη περιοχή τους με περιττώματα. Τα ενήλικα άτομα
κυνηγούν μόνα τους, ενώ τα μικρά μαζί με τους γονείς. Όταν βρεθεί σε κίνδυνο παριστάνει
ότι είναι νεκρό μέχρι να απομακρυνθεί η απειλή. Τρέφεται με τρωκτικά, αυγά, πουλιά,
λαγούς, φρούτα, ψοφίμια, έντομα, ερπετά, σαλιγκάρια κι άλλα ασπόνδυλα.
Cerdocyon thous
Μήκος: 64.3 cm
Βάρος: 5 – 8 kg
Προσδόκιμο ζωής: 11 χρόνια σε αιχμαλωσία
Έχει κοντά και δυνατά πόδια και μακριά φουντωτή
ουρά. Ο κορμός του είναι στενός και η τρίχωμά του
κοντό και πυκνό. Τα αυτιά είναι στρογγυλεμένα και
φαρδιά. Ζει στις περιοχές από την Κολομβία μέχρι τη
νότια Βενεζουέλα, την Παραγουάη, την Ουρουγουάη
και τον Παναμά (εικόνα 14). Ως βιότοπό του έχει τις
σαβάνες, τα υποτροπικά δάση και λειμώνες, με
αδυναμία στις δασώδεις όχθες ποταμών. Γενικά ζει
σχεδόν παντού με εξαίρεση τα τροπικά δάση, τις
σαβάνες με υψηλή βλάστηση και τις πολύ ορεινές
περιοχές. Κυνηγάει ατομικά και ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα στην περιοχή του
έντονα, μόνο την περίοδο που επικρατεί ξηρασία και η τροφή είναι δυσεύρετη. Σχηματίζει
μονογαμικές ομάδες που κυνηγούν συλλογικά την περίοδο της αναπαραγωγής. Είναι
παμφάγο και τρέφεται με έντομα, πουλιά, τρωκτικά, χελώνες, φρούτα, οστρακόδερμα και
ψοφίμια.
Εικόνα 14: Γεωγραφική εξάπλωση
Lycalopex gymnocercus
Εικόνα 15: Γεωγραφική εξάπλωση
Cerdocyon thous
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 23
Canis mesomelas
Μήκος: 45 – 90 cm
Βάρος: 6.8 – 14 kg
Προσδόκιμο ζωής: 14 χρόνια σε αιχμαλωσία
Είναι το αρχαιότερο μέλος εν ζωή του γένους Canis.
Χαρακτηριστικό στοιχείο του είναι το ασημόμαυρο
τρίχωμα, που εκτείνεται από το πίσω μέρος του
λαιμού του μέχρι τη βάση της ουράς του. Είναι πιο
λεπτό από άλλα είδη τσακαλιών με μεγάλα μυτερά
αυτιά. Το κρανίο του είναι παρόμοιο με αυτό του
Canis adustus (είναι «ξάδερφός» του) αλλά λιγότερο
επίπεδο κι έχει ένα πιο κοντό και φαρδύ ρύγχος. Η
οβελιαία ακρολοφία του και οι ζυγωματικές του
αψίδες είναι πιο «βαριά» κατασκευασμένες καθώς και τα σαρκοφαγικά του δόντια που είναι
μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα του πιο παμφάγου Canis adustus. Ζει στο νότιο άκρο της
αφρικανικής ηπείρου (Νότια Αφρική, Ναμίμπια, Μποτσουάνα, Ζιμπάμπουε) κι επίσης στην
ανατολική ακτογραμμή της (Κένυα, Σομαλία, Αιθιοπία) (εικόνα 15). Ως βιότοπο έχει τους
ανοιχτούς δασότοπους, τις σαβάνες και γενικά εκτάσεις οι οποίες είναι καλυμμένες με
χαμηλή βλάστηση και θάμνους. Είναι νυκτόβιο ζώο αλλά μερικές φορές δρα και το πρωί. Με
το ζευγάρι του εγκαθίσταται σε μια περιοχή, στην οποία ζει μόνιμα και ασκεί τα κυριαρχικά
του δικαιώματα. Κυνηγάει σε αγέλες όταν τα θηράματα είναι πολύ μεγαλύτερα από το
μέγεθός του. Προσαρμόζει τη διατροφή του ανάλογα με το τι είναι διαθέσιμο ως λεία.
Τρέφεται με μικρά έως μεσαίου μεγέθους θηλαστικά, ερπετά, πουλιά, ασπόνδυλα, φυτά,
ψάρια, φώκιες, θαλάσσια θηλαστικά και ανθρώπινα απορρίμματα.
Canis adustus
Μήκος: 69 – 81 cm
Βάρος: 7 – 12 kg
Προσδόκιμο ζωής: 12 - 14 χρόνια σε αιχμαλωσία
Είναι ένα κυνοειδές μεσαίου μεγέθους λίγο μεγαλύτερο
από τον Canis mesomelas. Έχει αμυδρές άσπρες
λωρίδες στα πλευρά του, οι οποίες διατρέχουν το σώμα
του από τον αγκώνα μέχρι το γοφό, που του δίνουν το
χαρακτηριστικό του όνομα side-striped. Το κρανίο του
είναι παρεμφερές μ εκείνο του Canis mesomelas, αλλά
περισσότερο επίπεδο και με μακρύ και στενό ρύγχος. Η
οβελιαία ακρολοφία του και οι ζυγωματικές του αψίδες
είναι πιο «ελαφριά» κατασκευασμένες επίσης. Τα σαρκοφαγικά του δόντια είναι μικρότερα
λόγω της πιο παμφαγικής διατροφής του. Είναι λιγότερο σαρκοβόρο από άλλα είδη
τσακαλιών. Ζει από τη Σενεγάλη μέχρι τη Σομαλία και στα νότια μέχρι τη βόρειο Ναμίμπια
Εικόνα 16: Γεωγραφική εξάπλωση Canis
mesomelas
Εικόνα 17: Γεωγραφική εξάπλωση
Canis adustus
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 24
και την ανατολική Νότια Αφρική (εικόνα 16). Είναι νυκτόβιο ζώο που έχει τάσεις να
κυνηγάει μόνο του αν κι έχει παρατηρηθεί ομάδες οικογενειών έως 7 ατόμων να κυνηγάνε
και να τρώνε μαζί. Είναι ένα ιδιαίτερα ευπροσάρμοστο παμφάγο που οι διατροφικές του
προτιμήσεις αλλάζουν σύμφωνα με την εποχιακή και την τοπική ποικιλία. Τρέφεται τις ξηρές
περιόδους με μικρά θηλαστικά και τις υγρές με ασπόνδυλα. Πολλές φορές εκμεταλλεύεται
και τα υπολείμματα κυνηγιών μεγαλύτερων θηρευτών.
Vulpes velox
Μήκος: 69 cm
Βάρος: 1.4 – 3 kg
Προσδόκιμο ζωής: 3 - 6 χρόνια στη
φύση, 14 χρόνια σε αιχμαλωσία
Έχουν το μέγεθος οικόσιτης γάτας και
τα αρσενικά άτομα είναι ελαφρώς
μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Ζει σε
διασκορπισμένους πληθυσμούς στα
Great Plains των Ηνωμένων Πολιτειών και στο δυτικό Καναδά. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός
εντοπίζεται στο Κολοράντο, το Κάνσας, το Νέο Μεξικό και το Γουαϊόμινγκ (εικόνα 17).
Βιότοπός τους είναι οι έρημοι και οι λειμώνες με πολύ χαμηλή βλάστηση. Είναι νυκτόβιο και
μονογαμικό συνήθως είδος, αν και πολλές φορές ζευγαρώνει με διαφορετικούς συντρόφους.
Ξεφεύγει από τους θηρευτές του χάρις στην ταχύτητά του που φτάνει τα 50 km/h. Τρέφεται
ανάλογα με το τι είναι διαθέσιμο σε κάθε εποχή κυρίως με μικρά θηλαστικά, ερπετά,
αμφίβια, ψάρια, έντομα, μούρα και γρασίδι.
Vulpes rueppelli
Μήκος: 40 – 52 cm
Βάρος: 1.2 – 3.6 kg
Προσδόκιμο ζωής: 6 χρόνια στη φύση, 6.5 – 12
χρόνια σε αιχμαλωσία
Είναι ένα μικρό είδος, αρκετά μικρότερο από
την κόκκινη αλεπού, που οφείλει το όνομά της
στο γερμανό συλλέκτη Eduard Rüppell. Έχει
μεγάλα αυτιά που βοηθούν στο να μειώνουν τη
θερμοκρασία του σώματός της και μακριά
φουντωτή ουρά. Τα πόδια της και το ρύγχος
είναι κοντά. Τα πέλματά της καλύπτονται από
τρίχωμα για να προστατεύονται από την υψηλή θερμοκρασία της άμμου. Ζει στη Βόρειο
Αφρική και στη Μέση Ανατολή από το Μαρόκο μέχρι τους λόφους του Αφγανιστάν (εικόνα
18). Έχει οσμιγόνους αδένες με τους οποίους σημαδεύει την περιοχή της αλλά και για να
Εικόνα 18: Γεωγραφική εξάπλωση Vulpes velox
Εικόνα 19: Γεωγραφική εξάπλωση Vulpes
rueppelli
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 25
ψεκάζει τους θηρευτές της όπως το κουνάβι. Είναι νυκτόβιο ζώο και σχηματίζει αγέλες των 3
– 15 ατόμων. Είναι πολύ ικανό στην επιβίωση. Κυνηγάει μόνο του και είναι παμφάγο.
Τρέφεται με έντομα, ρίζες, βολβούς, ερπετά, μικρά θηλαστικά και αραχνοειδή.
Lycalopex fulvipes
Μήκος: 53cm
Βάρος: 2 – 3 kg
Προσδόκιμο ζωής: 7 χρόνια στη φύση
Είναι ένα από τα μικρότερα είδη αλεπούς
στον κόσμο κι έχει μακρύ σώμα και
κοντά πόδια. Το ρύγχος της είναι λεπτό
και κοντό, το μέτωπο της στρογγυλεμένο
σχετικά κι έχει φουντωτή ουρά και
πυκνό τρίχωμα. Αποτελεί ένα κρίσιμα απειλούμενο είδος του γένους Lycalopex. Πρώτη φορά
αναγνωρίστηκε στο νησί San Pedro στην ακτή της Χιλής, από τον Κάρολο Δαρβίνο το 1834,
από όπου πήρε και το όνομα της. Σήμερα ζει μόνο στο Chiloe Island και το εθνικό πάρκο
Nahuelbuta στην ηπειρωτική Χιλή όπου συναντάται μόνο σε δάση (εικόνα 19). Είναι
παμφάγο κι έχει πολύ μεγάλη διατροφική γκάμα. Τρέφεται με μικρά θηλαστικά, ερπετά,
σκαθάρια, ασπόνδυλα, φρούτα, μούρα, πουλιά και λιγότερο με αμφίβια. Κάποιες φορές
τρέφεται και με ψοφίμια.
Alopex lagopus
Μήκος: Αρσενικό: 46 -
68 cm Θηλυκό: 41 –
55 cm
Βάρος: Αρσενικό: 3,2 –
9,4 kg Θηλυκό: 1.4 –
3.2 kg
Προσδόκιμο ζωής: 3 – 4 χρόνια στη φύση, 14 χρόνια σε αιχμαλωσία
Έχει υπερβολικά μικρά και στρογγυλεμένα αυτιά, τα οποία περιορίζουν την απώλεια
θερμότητας και πολύ μακριά ουρά. Τα πέλματά της καλύπτονται από τρίχωμα για να
αποτρέπεται το ενδεχόμενο κρυοπαγήματος. Το τρίχωμά της είναι πολύ χοντρό και πυκνό,
μακρύτερο το χειμώνα από ότι το καλοκαίρι. Αποτελεί την καλύτερη θερμομονωτική γούνα,
όμοια της δεν έχει κανένα άλλο θηλαστικό. Είναι το μόνο κυνοειδές που κατάφερε επιτυχώς
να ζει αποκλειστικά στον αρκτικό κύκλο και το μοναδικό που δε φοβάται την ανθρώπινη
παρουσία. Βρίσκεται στις τούνδρες των αρκτικών περιοχών της Ευρασίας, της Βορείου
Αμερικής στη Ισλανδία και τη Γροιλανδία (εικόνα 20). Παλαιότερα όμως η κατανομή τους
ήταν πιο εκτεταμένη. Είναι μονογαμικό ζώο που τα ζευγάρια μένουν μαζί. Η διατροφή τους
Εικόνα 20: Γεωγραφική εξάπλωση Lycalopex fulvipes
Εικόνα 21: Γεωγραφική εξάπλωση Alopex lagopus
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 26
είναι ιδιαίτερα καιροσκοπική και τρέφεται κυρίως με τρωκτικά, αποφάγια λείας άλλων
θηρευτών, ψοφίμια, θαλασσοπούλια και αυγά.
Urocyon littoralis
Μήκος: 48 – 50 cm
Βάρος: 1 – 2.8 kg
Προσδόκιμο ζωής: 4 – 6 χρόνια στη φύση, 8
χρόνια σε αιχμαλωσία
Είναι μια μικρή αλεπού που ζει στα έξι από τα
οχτώ Channel Islands της Καλιφόρνια. Σε
κάθε νησί υπάρχει κι ένα διαφορετικό
υποείδος της που μας δείχνει την εξελικτική
της πορεία. Τα υποείδη είναι: Urocyon
littoralis littoralis στο νησί San Miguel, Urocyon littoralis santarosae στο νησί Santa Rosa,
Urocyon littoralis santacruzae στο νησί Santa Cruz, Urocyon littoralis dickeyi στο νησί San
Nicolas, Urocyon littoralis catalinae στο νησί Santa Catalina και Urocyon littoralis
clementae στο νησί San Clemente (εικόνα 21). Το μικρό μέγεθος που έχει είναι αποτέλεσμα
νανισμού προκαλούμενο από τη γεωγραφική της απομόνωση. Επίσης είναι και μια
προσαρμογή στους περιορισμένους πόρους που είναι διαθέσιμοι στο κάθε νησί. Οι
μεγαλύτεροι σωματικά πληθυσμοί βρίσκονται στο νησί Santa Catalina και οι μικρότεροι στο
Santa Cruz. Ο προτιμώμενος βιότοπος τους είναι μια περίπλοκη βλάστηση με μεγάλη
πυκνότητα σε αειθαλείς θάμνους με καρπούς. Ζουν σε όλα τα περιβάλλοντα του νησιού
κανένα νησί όμως δε μπορεί να θρέψει περισσότερες από 1.000 αλεπούδες. Το αρσενικό είναι
μεγαλύτερο από το θηλυκό και τα ζευγάρια που είναι συνήθως μονογαμικά. Μαρκάρουν την
περιοχή τους με περιττώματα. Δρουν κατά την αυγή και το δειλινό κι έχουν την τάση να
κυνηγούν μόνα παρά σε αγέλες. Τρέφονται με φρούτα, έντομα, πουλιά, αυγά, καβούρια,
σαύρες, και μικρά θηλαστικά.
Vulpes ferrilata
Μήκος: 60 – 70 cm
Βάρος: 4 – 5.5 kg
Προσδόκιμο ζωής: 8 – 10 χρόνια στη
φύση
Είναι μια μικρή αλεπού με επίμηκες
ρύγχος, ιδιαίτερα οξυμένη ακοή και πολύ
καλά αναπτυγμένους κυνόδοντες, οι
οποίοι έχουν μεγαλύτερο μήκος από
αυτούς των άλλων αλεπούδων. Η γούνα
της είναι πυκνή για να την προστατεύει από τον άνεμο. Κατοικεί στο Θιβέτ, στη δυτική Κίνα,
Εικόνα 22: Γεωγραφική εξάπλωση Urocyon
littoralis
Εικόνα 23: Γεωγραφική εξάπλωση Vulpes ferrilata
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 27
το βόρειο Πακιστάν, την κοιλάδα Sutlej της βορειοδυτικής Ινδίας καθώς και την περιοχή
Mustang στο βόρειο Νεπάλ (εικόνα 22). Δρα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αποφεύγει την
ανθρώπινη παρουσία κα συγκροτεί μονογαμικά ζευγάρια τα οποία κυνηγούν μαζί. Δεν είναι
υπερβολικά κυριαρχικό και μοιράζεται τις περιοχές στις οποίες κυνηγάει καθώς και την
τροφή του. Τρέφεται με τρωκτικά, λαγούς και πουλιά.
Canis simensis
Μήκος: 84 – 100 cm
Βάρος: 11- 19 kg
Προσδόκιμο ζωής: 8 - 10 χρόνια στη φύση
Έχει μακριά και λιγνά άκρα και φαρδιά μυτερά
αυτιά. Η μύτη, ο ουρανίσκος και τα ούλα τους
έχουν μαύρο χρώμα. Περιστασιακά ο 3ος κάτω
γομφίος λείπει. Τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα
σε μάζα από τα θηλυκά κατά 20%. Η
κατανομή τους είναι πολύ περιορισμένη σε 6 –
7 βουνά της Αιθιοπίας, τα βουνά Simien στη
βόρεια Gondar, το βουνό Guna στη νότια
Gondar, στα υψίπεδα του βόρειου και νότιου Wollo, στη Guassa Menz στη βόρεια Shoa και
στα βουνά Arsi και Bale (εικόνα 23). Βιότοπός του είναι οι αφροαλπικές πεδιάδες με γρασίδι
και θαμνότοπους. Είναι κοινωνικό ζώο και δημιουργεί αγέλες των 3 – 13 ατόμων. Τα
αρσενικά δεν εγκαταλείπουν την αγέλη στην οποία μεγάλωσαν ενώ τα θηλυκά χωρίζονται σε
δυο κατηγορίες τα κυρίαρχα και τα υφιστάμενα. Η θέση όλων στην ιεραρχία της αγέλης
καθορίζεται από όταν είναι μικρά. Οι αγέλες περιπολούν τα σύνορα της επικράτειάς τους το
χάραμα, το μεσημέρι και το σούρουπο και τα προστατεύουν. Δρα και κυνηγά μόνο κατά τη
διάρκεια της μέρας. Τρέφεται με τρωκτικά διαφόρων μεγεθών, τυφλοπόντικες, μικρές χήνες,
αυγά, νεαρά οπληφόρα και ψοφίμια.
Vulpes macrotis
Μήκος: 45.5 – 53.5 cm
Βάρος: 1.6 – 2.7 kg
Προσδόκιμο ζωής: 5,5 – 7 χρόνια στη φύση,
12 χρόνια σε αιχμαλωσία
Είναι το μικρότερο είδος της οικογένειας
των Canidae στη Βόρειο Αμερική. Έχει
μεγάλα αυτιά που είναι υπεύθυνα για τη
μείωση της θερμοκρασίας του σώματός του
αλλά και την οξυμένη του ακοή. Τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Βρίσκεται
στη νοτιοδυτική περιοχή των Ηνωμένων Πολιτειών και στο βόρειο και κεντρικό Μεξικό σε
Εικόνα 24: Γεωγραφική εξάπλωση Canis
simensis, οι κόκκινες περιοχές δηλώνουν
περιοχές όπου το είδος έχει εκλείψει
Εικόνα 25: Γεωγραφική εξάπλωση Vulpes macrotis
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 28
περιοχές όπως το Όρεγκον, το Κολοράντο, τη Γιούτα, τη Νεβάδα, την Αριζόνα και το δυτικό
Τέξας (εικόνα 24). Κατοικεί σε άνυδρες περιοχές, σε ερήμους και σε εκτάσεις με χαμηλή
βλάστηση και θάμνους. Εμφανίζεται ακόμα σε αγροτικές και αστικές περιοχές. Συγκροτεί
μονογαμικά συνήθως ζευγάρια. Είναι νυκτόβιο ζώο αλλά πολλές φορές δρα και κατά τη
διάρκεια της ημέρας. Κυνηγάει με τη δύση του ήλιου και τρέφεται με ποντίκια,
τυφλοπόντικες, κουνέλια, τρωκτικά, έντομα, σαύρες, φίδια, ψάρια, πουλιά και ψοφίμια και σε
περίπτωση έλλειψης τροφής με ντομάτες και φρούτα.
Nyctereutes procyonoides
Μήκος: 45 – 71 cm
Βάρος: 3 – 7 kg
Προσδόκιμο ζωής: 10 χρόνια σε
αιχμαλωσία
Κατασκευαστικά είναι σαν την αλεπού
αλλά με πιο κοντά πόδια και ουρά.
Έχουν μακρύ κορμό και σε κάθε
πλευρά του προσώπου τους το τρίχωμά
τους έχει ένα μαύρο «μπάλωμα» που
τα κάνει να μοιάζουν με ρακούν και για αυτό να παίρνουν την ονομασία raccoon – dogs. Η
διατροφή τους είναι παμφαγική κι αυτό αντικατοπτρίζεται στα δόντια τους καθώς οι
κυνόδοντες και τα σαρκοφαγικά τους δόντια είναι μικρά κι αδύναμα, ενώ οι γομφίοι τους
επίπεδοι. Ζουν στην ανατολική Σιβηρία, τη βορειοανατολική Κίνα, την Ιαπωνία και τη
βόρειο Ινδοκίνα (εικόνα 25) κι έχουν εισαχθεί στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη.
Βιότοπός τους είναι τα δάση και οι βραχώδεις όχθες λιμνών και ποταμών. Συγκροτούν
οικογενειακές ομάδες των 5 – 6 ατόμων αλλά μερικές φορές εμφανίζονται και να ζουν μόνα.
Είναι νυκτόβια ζώα και εξαιρετικοί κολυμβητές. Τρέφονται με βατράχους, ψάρια, τρωκτικά,
μούρα, βελανίδια, ψοφίμια και σκουπίδια.
Lycalopex culpaeus
Μήκος: 95 – 132 cm
Βάρος: 5 – 13.5 kg
Προσδόκιμο ζωής: 2 – 3 χρόνια στη φύση
Είναι η μεγαλύτερη από τις αλεπούδες της Νοτίου
Αμερικής, με το μέγεθός της να κυμαίνεται ανάμεσα στο
μέγεθος της κόκκινης αλεπούς και του κογιότ. Τα
αρσενικά άτομα είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά κατά 10
– 15 %. Ζει κατά μήκος της δυτικής Νοτίου Αμερικής
όπως στο Εκουαδόρ, το Περού, τη Βολιβία, την
Αργεντινή, τη Χιλή και λίγο στην Κολομβία (εικόνα 26).
Εικόνα 26: Γεωγραφική εξάπλωση Nyctereutes
procyonoides
Εικόνα 27: Γεωγραφική εξάπλωση
Lycalopex culpaeus
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 29
Στη βόρεια Αργεντινή ο πληθυσμός του είναι σχεδόν εξαφανισμένος ενώ στη νότια είναι
πλούσιος. Βιότοπός του είναι οι περιοχές με γρασίδι των γόνιμων πεδιάδων pampas ερήμους,
υψίπεδα και φυλλοβόλα δάση. Στην αγέλη επικρατεί ιεραρχική μητριαρχία καθώς τα θηλυκά
άτομα είναι αυτά που μάχονται για την επικράτηση. Τα κυρίαρχα θηλυκά κληρονομούν την
περιοχή τους από τους γονείς τους. Έχουν τον πρώτο λόγο στην περίοδο αναπαραγωγής και
τρώνε πρώτα από όλους. Τα αρσενικά και τα υφιστάμενα θηλυκά πρέπει να αναζητήσουν τη
δική τους περιοχή. Τρέφονται με τρωκτικά, πουλιά, σαύρες, νεαρά αρνιά, λαγούς, ψοφίμια
και ανάλογα με την περιοχή που ζουν η διατροφή τους μπορεί να αποτελείται αποκλειστικά
από κρέας (97%) ενώ σε άλλες να τρέφονται και με λαχανικά (30%).
Chrysocyon brachyurus
Μήκος: 100 cm
Βάρος: 23 kg
Προσδόκιμο ζωής: 13 – 15 χρόνια σε αιχμαλωσία
Είναι το μεγαλύτερο κυνοειδές της Νοτίου Αμερικής και
το ψηλότερο από όλα τα Canidae. Τα μακριά του άκρα
είναι προσαρμογή στο ψηλό γρασίδι που βρίσκεται στις
περιοχές που κατοικεί. Όταν απειλείται σηκώνει το
τρίχωμά του για να αποκτήσει περισσότερο όγκο και να
γίνει επιβλητικός. Ζει στη νοτιοανατολική Βραζιλία, την
Παραγουάη, τη Βολιβία, τη βόρεια Αργεντινή,
ανατολικά και βόρεια των Άνδεων καθώς και στο
νοτιοανατολικό Περού (εικόνα 27). Σπάνια συναντάται
στην Ουρουγουάη. Ο βιότοπός του είναι περιοχές με ψηλό γρασίδι, διασκορπισμένους
θάμνους και πολλά δέντρα. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μεγάλα Canidae δε δημιουργεί
αγέλες. Συγκροτεί μόνο μονογαμικά ζευγάρια που συναντώνται σπάνια. Δημιουργεί
μονοπάτια κατά την περιπολία της περιοχής του που τα μαρκάρει με ούρα. Κυνηγάει μόνο
του κυρίως το δειλινό και τα μεσάνυχτα. Εξειδικεύεται στη λεία μικρού και μεσαίου
μεγέθους και τρέφεται με τρωκτικά, λαγούς, πουλιά, ψάρια ενώ μεγάλο ποσοστό της τροφής
του είναι φυτικής προελεύσεως όπως ζαχαροκάλαμα και φρούτα.
Vulpes zerda
Μήκος: 24 – 41 cm
Βάρος: 0.68 – 1.59 kg
Προσδόκιμο ζωής: 14 χρόνια σε αιχμαλωσία
Είναι το μικρότερο από όλα τα μέλη της οικογένειας
Canidae στον κόσμο. Πρόκειται για μια μικρή αλεπού
με χαρακτηριστικό στοιχείο τα μεγάλα αυτιά της που
χρησιμεύουν στη μείωση της θερμοκρασίας του
σώματός της. Το τρίχωμά της είναι φτιαγμένο έτσι
Εικόνα 28: Γεωγραφική εξάπλωση
Chrysocyon brachyurus
Εικόνα 29: Γεωγραφική εξάπλωση
Vulpes zerda
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 30
ώστε να αντανακλά τη θερμότητα της ημέρας και να κρατάει ζεστό το ζώο τη νύχτα. Τα
πέλματά της είναι καλυμμένα με τρίχωμα για να μην καίγονται. Ακόμα και τα νεφρά της
είναι προσαρμοσμένα σε συνθήκες ερήμου ώστε να αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες και
χαμηλά επίπεδα σε νερό. Έχει πολύ ευαίσθητη ακοή ώστε να μπορεί να ακούει τη λεία της
που μετακινείται υπογείως. Βρίσκεται στη Σαχάρα της Βορείου Αφρικής και τη Μέση
Ανατολή (Μαρόκο, Αίγυπτο, βόρειος Νίγηρας, χερσόνησο Sinai και Κουβέιτ)(εικόνα 28).
Είναι κοινωνικά ζώα που σχηματίζουν μονογαμικά ζευγάρια που προστατεύουν την περιοχή
τους. Δρουν κατά τη διάρκεια της νύχτας και τρέφονται με τρωκτικά, έντομα, πουλιά, αυγά
και κουνέλια.
Urocyon cinereoargenteus
Μήκος: 76 – 112.5 cm
Βάρος: 3.6 – 9 kg
Προσδόκιμο ζωής: 6 – 10 χρόνια στη φύση,
6 – 12 χρόνια σε αιχμαλωσία
Έχει μακρύ σώμα και κοντά πόδια για
κυνοειδές και πυκνή και φουντωτή ουρά.
Δεν έχουν διπλό στρώμα τριχώματος καθώς
ζουν σε μέρη με υψηλή θερμοκρασία. Σε
αντίθεση με άλλες αλεπούδες έχει οβάλ
κόγχες ματιών. Τα αρσενικά είναι
μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Ζει από το νότιο Καναδά μέχρι τη Βενεζουέλα στη Νότιο
Αμερική (εικόνα 29). Έχουν μεγάλη ποικιλία βιοτόπων και συναντώνται συχνά κοντά σε
πόλεις. Είναι νυκτόβια ζώα, σχηματίζουν μονογαμικά ζευγάρια που κυνηγούν μαζί. Δεν είναι
τόσο κυριαρχικές όσο οι κόκκινες αλεπούδες και μαρκάρουν με περιττώματα την περιοχή
τους. Είναι το μόνο μέλος της οικογένειας των Canidae που όταν απειληθεί σκαρφαλώνει σε
δέντρα για προστασία. Τρέφεται με μικρά θηλαστικά, άγρια πουλιά, έντομα, φρούτα και
λαχανικά.
Canis aureus
Μήκος: 60 – 100 cm
Βάρος: Αρσενικά: 6,3 – 15 kg
Θηλυκά: 7 – 11 kg
Προσδόκιμο ζωής: 8 χρόνια στη φύση,
14 – 16 χρόνια σε αιχμαλωσία
Είναι το πιο ευρέως κατανεμημένο
είδος τσακαλιού. Βρίσκεται στη
Βόρεια και Ανατολική Αφρική, τη
Νοτιοανατολική Ευρώπη και την
Εικόνα 30: Γεωγραφική εξάπλωση Urocyon
cinereoargenteus
Εικόνα 31: Γεωγραφική εξάπλωση Canis aureus, οι
κόκκινες περιοχές δηλώνουν περιοχές όπου το είδος έχει
εκλείψει
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 31
Νότια Ασία μέχρι τη Burma (εικόνα 30). Προτιμά για βιότοπό του, την ξηρή ανοιχτή ύπαιθρο
κι τις άνυδρες περιοχές με χαμηλή βλάστηση, καθώς και τις στέπες. Ζει σε ζευγάρια
συντρόφων αυστηρώς μονογαμικά. Κάθε οικογένεια έχει και 1 – 2 μέλη που ονομάζονται
βοηθοί και συμμετέχουν στο μεγάλωμα των μικρών. Οι γονείς είναι πολύ σημαντικοί καθώς
αν πεθάνει ο ένας από τους δύο είναι απίθανο να επιβιώσει η υπόλοιπη οικογένεια. Κυνηγούν
σε ζευγάρια καθώς είναι πολύ σημαντική η συνεργασία τους στο κυνήγι. Ταΐζουν τα μικρά
μέσω εμεσμάτων από την τροφή του κυνηγιού. Τρέφεται με νεογέννητα από γαζέλες καθώς
και από υπολείμματα κυνηγιών μεγαλύτερων θηρευτών. Με ανθρώπινη παρουσία δρουν το
βράδυ αλλιώς μόνο το πρωί.
Vulpes chama
Μήκος: 45 – 61 cm
Βάρος: 3.6 – 5 kg
Προσδόκιμο ζωής: 6 – 10 χρόνια στη φύση
Μέλος της οικογένειας Canidae που είναι διαδεδομένο
στη Ζιμπάμπουε, τη Μποτσουάνα και τη Νότιο Αφρική
(εικόνα 31). Ως βιότοπό τους έχουν την ανοιχτή
ύπαιθρο τα λιβάδια με βλάστηση και θάμνους καθως
επίσης και άνυδρες και ημιερημικές περιοχές.
Δημιουργεί μονογαμικά ζεύγη. Είναι νυκτόβιο και
δραστηριοποιείται κυρίως μετά τη δύση του ήλιου και
πριν το χάραμα. Είναι μοναχικό ζώο και κυνηγά συνήθως μόνο του. Δεν είναι κυριαρχικό
στην περιοχή του. Είναι παμφάγο και τρέφεται κυρίως με ασπόνδυλα, ερπετά, μικρά
θηλαστικά, κουνέλια, αράχνες, πουλιά, αυγά, ψοφίμια, έντομα και φρούτα.
Vulpes pallida
Μήκος: 38 – 45 cm
Βάρος: 2 – 3.6 kg
Προσδόκιμο ζωής: 3 χρόνια σε αιχμαλωσία
Είναι ένα από τα λιγότερα μελετημένα είδη, τόσο λόγω
του απομακρυσμένου περιβάλλοντος στο οποίο ζει, όσο
και λόγω του τριχώματός της που την κάνει αόρατη. Έχει
μακρύ σώμα με σχετικά κοντά πόδια και στενή μουσούδα.
Τα αυτιά της είναι μεγάλα διότι ζει στην έρημο και τη
βοηθούν στο να μειώσει τη θερμοκρασία του σώματός
της. Βρίσκεται στη λωρίδα του αφρικανικού Sahel από τη
Σενεγάλη στα δυτικά μέχρι το Σουδάν ανατολικά (εικόνα 32). Ως βιότοπο έχουν ερήμους,
πετρώδεις ημιερήμους και περιστασιακά τη σαβάνα. Είναι νυκτόβια ζώα και συγκροτούν
Εικόνα 32: Γεωγραφική εξάπλωση
Vulpes chama
Εικόνα 33: Γεωγραφική εξάπλωση
Vulpes pallida
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 32
μικρές οικογενειακές ομάδες. Τρέφονται με
φυτά, μούρα, τρωκτικά, ερπετά, έντομα και
λαμβάνουν νερό κυρίως από την τροφή τους.
Vulpes bengalensis
Μήκος: 46 cm
Βάρος: 2.3 – 4.1 kg
Προσδόκιμο ζωής: 6 – 8 χρόνια σε
αιχμαλωσία
Είναι σχετικά μικρή αλεπού με επίμηκες ρύγχος, μακριά μυτερά αυτιά και μεγάλη φουντωτή
ουρά. Είναι πιο λεπτή και μικροκαμωμένη από
την κόκκινη αλεπού. Ζει από τους πρόποδες
των Ιμαλαΐων και το Terai του Νεπάλ μέχρι το
ανατολικό Πακιστάν την ανατολική Ινδία και
το νοτιοανατολικό Μπαγκλαντές (εικόνα 33). Βιότοπό τους έχουν την ανοιχτή ύπαιθρο με τη
χαμηλή βλάστηση καθώς και τα δάση που είναι πλούσια σε θάμνους. Αποφεύγουν εδάφη με
μεγάλη κλίση και υψηλή βλάστηση. Δρα κατά τη διάρκεια της μέρας και είναι μονογαμικό.
Τρέφεται με τρωκτικά, ερπετά, καβούρια, τερμίτες, έντομα, μικρά πουλιά και φρούτα.
Vulpes cana
Μήκος: 42 cm
Βάρος: 0.9 – 1.5 kg
Προσδόκιμο ζωής: 4 – 5 χρόνια στη φύση
Παρότι ζει σε περιοχές με σχετικά υψηλή
θερμοκρασία, τα πέλματά της είναι γυμνά.
Αυτά σε συνδυασμό με τα γαμψά της νύχια
της δίνουν πολύ καλή πρόσφυση στις άκρες
των γκρεμών, στις οποίες σκαρφαλώνει κάθετα. Χρησιμοποιεί την ουρά της ως όργανο
ισορροπίας. Τα αυτιά της είναι μεγάλα, για να
διατηρεί χαμηλή τη θερμοκρασία του σώματός
της. Ζει σε ημιάνυδρες περιοχές και σε στέπες
και βουνά του Αφγανιστάν, της Αιγύπτου, του Τουρκεστάν, του βορειοανατολικού Ιράν, του
νοτιοδυτικού Πακιστάν και του Ισραήλ (εικόνα 34). Είναι παμφάγο και τρέφεται κυρίως με
φρούτα. Συνήθως αυτά είναι σταφύλια, ώριμα πεπόνια καθώς και ρωσικά σχοινόπρασα. Όταν
της δίνεται η δυνατότητα τρέφεται από τις σοδειές των ανθρώπων.
Εικόνα 34: Γεωγραφική εξάπλωση Vulpes
bengalensis
Εικόνα 35: Γεωγραφική εξάπλωση Vulpes
cana
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 33
Lycalopex griseus
Μήκος: 45 – 67 cm
Βάρος: 2,5 – 5,45 kg
Προσδόκιμο ζωής: Άγνωστο
Έχει μεγάλα αυτιά και φουντωτή ουρά και ένα
χαρακτηριστικό μαύρο σημάδι στο πηγούνι της. Βρίσκεται
στο νοτιότερο άκρο της Νοτίου Αμερικής και ιδιαίτερα στην
Αργεντινή και τη Χιλή. Νότια του Rio Grande η κατανομή της διευρύνεται προς την ακτή
του Ατλαντικού. Στη Χιλή βρίσκεται διασκορπισμένη σε όλη
τη χώρα. Ζει σε μια ποικιλία βιοτόπων όπως τις θερμές
άνυδρες περιοχές με χαμηλή βλάστηση των υψιπέδων της
Αργεντινής, την παγωμένη στέπα της Παταγονίας και τα δάση της νότιας Χιλής (εικόνα 35).
Τρέφεται κυρίως με θηλαστικά, πουλιά, αρθρόποδα, αυγά πουλιών, ερπετά, φρούτα και
ψοφίμια. Κύρια λεία της αποτελεί κάθε είδος
τρωκτικών.
Lycalopex sechurae
Μήκος: 50 – 78 cm
Βάρος: 2.6 – 4.2 kg
Προσδόκιμο ζωής: 10 χρόνια σε αιχμαλωσία
Η αλεπού Sechuran είναι ένα μικρό μέλος της
οικογένειας. Έχει μικρά δόντια τα οποία είναι προσαρμοσμένα στη βρώση εντόμων και
ξηρών φυτών. Πρώτη φορά ταυτοποιήθηκε στην έρημο Sechura κι από ‘κει έλαβε και το
όνομά της. Κατοικεί σε άνυδρα
περιβάλλοντα στο νοτιοδυτικό Εκουαδόρ
και το δυτικό Περού (εικόνα 36). Κατοικεί
σε ερήμους, ξηρά δάση και παραλίες. Είναι νυκτόβιο ζώο, συνήθως μοναχικό που
περιστασιακά ταξιδεύει σε ζεύγη. Η διατροφή της ποικίλει ανάλογα με την εποχή και το
βιότοπο. Τρέφεται με τσόφλια σπόρων, φρούτα, έντομα,
τρωκτικά, αυγά, πουλιά και ψοφίμια. Αν χρειαστεί μπορεί
να επιβιώσει και με αποκλειστικά φυτοφαγική διατροφή.
Λαμβάνει την απαραίτητη ποσότητα νερού από την
τροφή της.
Lycalopex vetulus
Μήκος: 58 – 72 cm
Βάρος: 3 – 4 kg
Προσδόκιμο ζωής: Άγνωστο
Εικόνα 36: Γεωγραφική
εξάπλωση Lycalopex griseus
Εικόνα 37: Γεωγραφική εξάπλωση Lycalopex
sechurae
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 34
Είναι μια μικρή αλεπού που λόγω του μικρού της μεγέθους είναι εξαιρετικά ευκίνητη. Έχει
κοντή μουσούδα, μικρά δόντια, κοντό τρίχωμα και λεπτά άκρα. Τα δόντια της είναι
προσαρμοσμένα στο να τρέφεται περισσότερο με
ασπόνδυλα παρά με λεία μεγαλύτερου μεγέθους. Ο
χαρακτηριστικός τόπος κατοικίας τους είναι οι λειμώνες
του Mato Grossο, στη νότιο και
κεντρική Βραζιλία (εικόνα 37).
Βιότοπός της είναι η τροπική σαβάνα
όπου υπάρχουν ανοιχτά δάση,
θαμνώδεις περιοχές και περιοχές
πλούσιες σε δέντρα. Είναι πολύ
μοναχικό ζώο και δραστηριοποιείται τη
νύχτα. Τρέφεται με έντομα, τρωκτικά,
μικρά πουλιά και φρούτα.
Vulpes corsac
Μήκος: 45 – 65 cm
Βάρος: 1.6 – 3.2 kg
Προσδόκιμο ζωής: 9 χρόνια στη φύση
Είναι μεσαίου μεγέθους αλεπού, η οποία κατά τη διάρκεια του χειμώνα αποκτά πολύ χοντρό
τρίχωμα. Έχει μικρά δόντια και πλατύ κρανίο. Οι αισθήσεις της όρασης, της ακοής και της
όσφρησης είναι εξαιρετικά αναπτυγμένες. Τα νύχια της έχουν σχήμα γάντζου που της
επιτρέπουν να σκαρφαλώνει σε
δέντρα. Ζει στο Καζακστάν, το
Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν και
σε όλη τη Μογγολία εκτός από τις πιο βόρειες περιοχές. Στο νότο η εξάπλωση της φτάνει
μέχρι τα βόρεια τμήματα του Ιράν, του Τατζικιστάν, του Κιργιστάν, του Αφγανιστάν και της
Κίνας, καθώς και στις γειτονικές περιοχές
της Ρωσίας (εικόνα 38). Βιότοπός τους είναι
οι ανοιχτές στέπες με βλάστηση και οι
ημιέρημοι, και αποφεύγουν τις ορεινές
περιοχές. Είναι νυκτόβια ζώα και νομάδες
κυνηγοί, που δημιουργούν ορισμένες φορές
αγέλες σε αντίθεση με τις περισσότερες
αλεπούδες. Τρέφονται με έντομα, μικρά
τρωκτικά, λαγούς, ψοφίμια και ανθρώπινα
κατάλοιπα.
Dingo
Μήκος: 81 – 111 cm
Βάρος: Αρσενικά: 12 – 22 kg Θηλυκά: 11 – 17 kg
Προσδόκιμο ζωής: 7 – 8 χρόνια στη φύση, 13 χρόνια σε αιχμαλωσία
Εικόνα 38: Γεωγραφική
εξάπλωση Lycalopex vetulus
Εικόνα 39: Γεωγραφική εξάπλωση Vulpes corsac
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 35
Αποτελεί πρόγονο ημιεξημερωμένου σκύλου. Έχει φαρδύ κεφάλι, με ένα μυτερό ρύγχος και
όρθια αυτιά. Τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Σε σχέση με ένα παρόμοιου
μεγέθους σκύλο, έχει πιο μακρύ ρύγχος κι επίπεδο κρανίο, πιο μεγάλα σαρκοφαγικά δόντια,
μεγαλύτερους κυνόδοντες και μεγαλύτερες αυχενικές γραμμές. Ζει σε όλη την έκταση της
Αυστραλίας εκτός από την Τασμανία
(εικόνα 39). Εισήχθη σε αυτήν από την
ανατολική και νότια Ασία. Βιότοπός του
είναι τα μέρη που έχουν πλούσια βλάστηση
και οι παρυφές των δασών. Δραστηριοποιείται το
σούρουπο και τα ξημερώματα κάνοντας πολλά
διαλλείματα. Στις θερμές περιοχές είναι νυκτόβιο ενώ
στις πιο ψυχρές λιγότερο. Τρέφεται με μετρίου
μεγέθους ζώα όπως καγκουρό και κουνέλια.
Κυνηγάει σε αγέλες όταν θέλει να αυξήσει την
αποδοτικότητα του κυνηγιού.
Canis latrans
Μήκος: 70 – 97 cm
Βάρος: 8 – 22 kg
Προσδόκιμο ζωής: 10 χρόνια στη φύση, 18 χρόνια σε αιχμαλωσία
Είναι αρκετά μικρότερο από το λύκο και αρκετά μεγαλύτερο από την αλεπού. Τα αυτιά του
είναι μεγάλα σε σχέση με το υπόλοιπο κεφάλι του, και το ρύγχος του είναι μακρύ και λεπτό.
Επίσης για το μέγεθος του σώματός του τα πόδια του είναι μικρά. Τα αρσενικά μέλη είναι
μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Βρίσκεται κατά μήκος
της Βόρειας και Κεντρικής Αμερικής και εκτείνεται
από τον Παναμά στο
νότο, διαμέσου του
Μεξικού και των
Ηνωμένων Πολιτειών,
μέχρι τον Καναδά και
την Αλάσκα (εικόνα
40). Έχει μεγάλη γκάμα
βιοτόπων (λόγω της
μεγάλης και εύκολης
προσαρμογής του) όπως
δάση, εκτάσεις με βλάστηση, ερήμους, βάλτους και αγροτικά και αστικά περιβάλλοντα.
Συνήθως αποκλείεται από τις περιοχές που υπάρχει παρουσία λύκων. Δεν συγκροτεί αγέλες
συχνά. Κυνηγά η μόνο του, ή ως ζευγάρι, ή ως οικογένεια. Είναι νυκτόβιο και περιστασιακά
δρα και την ημέρα. Τρέφεται με πουλιά, θηλαστικά, ερπετά, έντομα, ψοφίμια, αρθρόποδα,
σκουλήκια, φύλλα και φρούτα.
Canis lupus
Μήκος: 105 – 160 cm
Βάρος: Αρσενικό: 25 – 38,5 kg
Εικόνα 40: Γεωγραφική εξάπλωση Canis lupus
dingo
Εικόνα 41: Γεωγραφική εξάπλωση
Canis latrans
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 36
Προσδόκιμο ζωής: 13 χρόνια στη φύση
Ο γκρίζος λύκος είναι το μεγαλύτερο άγριο μέλος των Canidae. Είναι ένα γεροδεμένο ζώο με
μεγάλο θώρακα, στενό
στήθος, δυνατή ράχη
και πολύ μυώδη λαιμό.
Το κεφάλι του είναι μεγάλο με φαρδύ μέτωπο, δυνατά σαγόνια και αμβλύ ρύγχος. Τα αυτιά
του είναι σχετικά μικρά και τριγωνικά. Τα θηλυκά μέλη είναι 20% ελαφρύτερα κι έχουν πιο
στενό ρύγχος και μέτωπο. Εκτείνεται σε όλο το βόρειο ημισφαίριο, δυτικά από τη Βόρειο
Αμερική μέχρι την Ινδία στα ανατολικά (εικόνα 41). Παρότι δεν είναι πολύ ευπροσάρμοστος,
έχει ευημερήσει σχεδόν σε όλα τα οικοσυστήματα που καταλαμβάνει. Βιότοπός του είναι τα
εύκρατα δάση, οι έρημοι, τα βουνά, οι τούνδρες, οι τάιγκες ακόμα και οι αστικές περιοχές.
Είναι πολύ κοινωνικό ζώο και ζει σε αγέλες που αποτελούνται από οικογένειες. Είναι
ιδιαίτερα κυριαρχικοί ως προς την περιοχή τους. Συνήθως οριοθετούν πολύ μεγαλύτερες
εκτάσεις από αυτές που έχουν όντως ανάγκη, για να έχουν εξασφαλισμένη τροφή.
Εγκαθίσταται μόνιμα σε περιοχές. Τρέφεται με ελάφια, άλκεις, ταράνδους, αγριογούρουνα,
πρόβατα, βίσωνες, μεγάλα τρωκτικά, αλεπούδες, νυφίτσες και ερπετά. Σε πολύ μεγάλη
έλλειψη τροφής είναι δυνατόν να στραφεί στα αδύναμα μέλη της αγέλης του, με σκοπό να
τραφεί.
4. Απολιθώματα στην Ελλάδα
Η γνώση μας για τις πανίδες του Βιλλαφραγκίου (τέλος Πλειόκαινου - αρχές Πλειστόκαινου)
στην Ελλάδα ήταν αρχικά περιορισμένες, και προερχόταν από μεμονωμένα και σποραδικά
ευρήματα. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες όμως, με την εντατικοποίηση των ερευνών, έχουν
βρεθεί αρκετές απολιθωματοφόρες θέσεις, που έχουν φέρει στο φως πλούσιο υλικό της
εποχής. Τα σαρκοφάγα αποτελούν ένα αξιοσημείωτο μέρος αυτού του υλικού, με την
οικογένεια των Canidae να δεσπόζει ανάμεσα σε άλλες, όπως αυτές των Felidae, Mustelidae,
Hyanidae και Ursidae.
Εικόνα 42: Γεωγραφική εξάπλωση Canis lupus, οι κόκκινες περιοχές
δηλώνουν περιοχές όπου το είδος έχει εκλείψει
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 37
Πιο συγκεκριμένα απολιθώματα των Canidae έχουν βρεθεί σε 19 θέσεις (εικόνα 42) σε όλη
την Ελλάδα, με τον κύριο όγκο να εμφανίζεται στη Μακεδονία. Από τις σημαντικότερες είναι
αύτες της λεκάνης της Μυγδονίας, του Βώλακα στη λεκάνη της Δράμας, του Δαφνερού και
του Λίβακκου στη λεκάνη των Γρεβενών και του Σέσκλου στη λεκάνη του Αλμυρού Βόλου.
Η παλαιοοικολογική ανάλυση και σύγκριση των πανίδων της λεκάνης της Μυγδονίας καθώς
και των άλλων Πλειο-Πλειστοκαινικών θέσεων της Μακεδονίας έδειξε ότι στο Α.Πλειόκαινο
(~2,5 εκατομμύρια χρόνια) το περιβάλλον ήταν ανοιχτό με συνθήκες υπόξηρες, στο Ανώτατο
Πλειόκαινο (~1,8 εκατομμύρια χρονια) επικρατεί περιβάλλον τύπου «ανοιχτού δάσους» σε
εύκρατες συνθήκες και στο Κ.Πλειστόκαινο (1,0- 1,3 εκατομμύρια χρόνια) το περιβάλλον
γίνεται ανοικτό με λειμώνες και έλη (Koufos, 2004).
Τα είδη που έχουν συλλεχθεί κι έχουν αναγνωριστεί από αυτές τις τοποθεσίες είναι:
Για το γένος Nyctereutes: Nyctereutes tingi (Tedford & Qui Zhanxiang 1991) και
Nyctereutes megamastoides (Pomel, 1842).
Για το γένος Vulpes: Vulpes vulpes (Linnaeus, 1758), Vulpes alopecoides (Forsyth
Major, 1875), Vulpes praeglacialis (Kormos, 1932) και Vulpes praecorsac
(Kormos, 1932).
Για το γένος Canis: Canis lupus (Linnaeus, 1758), Canis apolloniensis (Koufos &
Kostopoulos, 1997), Canis arnensis (Del Campana, 1913) και Canis etruscus
(Forsyth Major, 1877).
Εικόνα 43: Χάρτης της Ελλάδος με τις απολιθωματοφόρες θέσεις των Canidae
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 38
Για το γένος Cuon: Cuon priscus (Thenius, 1954).
Για το γένος Xenocyon: Xenocyon lycaonoides (Kretzoi, 1938).
Το σύνολο των απολιθωμάτων στον ελλαδικό χώρο αριθμεί 45 δείγματα και παρουσιάζεται
αναλυτικά στον παρακάτω πίνακα.
Οικογένεια Γένος Είδος Περιοχή Ηλικία
Canidae Nyctereutes Nyctereutes tingi Μεγάλο Έμβολο
Θεσσαλονίκης
K. Πλειόκαινο
Canidae Nyctereutes Nyctereutes
megamastoides
Σέσκλο Μαγνησίας Α. Πλειόκαινο
Canidae Nyctereutes Nyctereutes
megamastoides
Βατερά Λέσβου Α. Πλειόκαινο
Canidae Nyctereutes Nyctereutes
megamastoides
Δαφνερό Κοζάνης Α. Πλειόκαινο
Canidae Nyctereutes Nyctereutes
megamastoides
Βώλακας Δράμας Α. Πλειόκαινο
Canidae Nyctereutes Nyctereutes cf.
megamastoides
Βατερά Λέσβου Α. Πλειόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes sp. Καϊάφας Ηλείας Κ.Πλειστόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes sp. Μεγαλόπολη
Αρκαδίας
Πλειστόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes vulpes Σπήλαιο Απήδημα
Μάνης
Μ.Πλειστόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes vulpes Σπήλαιο Απήδημα
Μάνης
Μ.Πλειστόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes vulpes Σπήλαιο Απήδημα
Μάνης
Μ.Πλειστόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes vulpes Σπήλαιο Απήδημα
Μάνης
Μ.Πλειστόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes vulpes Σπήλαιο Βραώνας
Αττικής
Πλειστόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes vulpes Σπήλαιο
Πετραλώνων
Χαλκιδικής
Α. Πλειόκαινο -
Πλειστόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes
alopecoides
Καστρίτσι Αχαίας Πλειόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes
alopecoides
Μακύνεια
Αιτωλοακαρνανίας
Πλειόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes
alopecoides
Απολλωνία
Θεσσαλονίκης
Α. Πλειόκαινο -
Πλειστόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes
alopecoides
Δαφνερό Κοζάνης Α. Πλειόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes cf.
alopecoides
Σέσκλο Μαγνησίας Α. Πλειόκαινο -
Πλειστόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes
praeglacialis
Βόλος Α. Πλειόκαινο -
Πλειστόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes
praeglacialis
Σπήλαιο
Πετραλώνων
Χαλκιδικής
Α. Πλειόκαινο -
Πλειστόκαινο
Canidae Vulpes Vulpes
praecorsac
Βώλακας Δράμας Α. Πλειόκαινο -
Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis lupus Σπήλαιο Βραώνας
Αττικής
Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis lupus Καϊάφας Ηλείας K.Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis
apolloniensis
Απολλωνία
Θεσσαλονίκης
Κ.Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis arnensis Βουλγαράκη Κ.Πλειστόκαινο
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 39
Χαλκιδικής
Canidae Canis Canis arnensis Απολλωνία
Θεσσαλονίκης
Κ.Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis arnensis Αλυκές Βόλου Κ. Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis arnensis Γερακαρού
Θεσσαλονίκης
Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis arnensis Σπήλαιο
Πετραλώνων
Χαλκιδικής
Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis etruscus Αλυκές Βόλου Κ. Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis etruscus Γερακαρού
Θεσσαλονίκης
Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis etruscus Απολλωνία
Θεσσαλονίκης
Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis lupus cf.
mosbachensis
Βόλος Μ. Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis lupus
mosbachensis
Σπήλαιο
Πετραλώνων
Χαλκιδικής
Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis sp. Αλυκές Βόλου Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis sp. Α Λίβακκος Καστοριάς Πλειστόκαινο
Canidae Canis Canis sp. Β Λίβακκος Καστοριάς Πλειστόκαινο
Canidae Cuon Cuon priscus Σπήλαιο
Πετραλώνων
Χαλκιδικής
Μ. Πλειστόκαινο
- Α. Πλειστόκαινο
Canidae Xenocyon Xenocyon sp. Απολλωνία
Θεσσαλονίκης
Κ. Πλειστόκαινο -
Μ. Πλειστόκαινο
Canidae Xenocyon Xenocyon
lycaonoides
Σπήλαιο
Πετραλώνων
Χαλκιδικής
Κ. Πλειστόκαινο -
Μ. Πλειστόκαινο
Canidae indet. indet. Απολακκιά Ρόδου Πλειόκαινο
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 40
Εικόνα 44: Δείγματα απολιθωμάτων που έχουν βρεθεί στον ελλαδικό χώρο από τη περίοδο του
Βιλλαφραγκίου. (a-c) Canis arnensis, (d–f) Canis etruscus, (g,h) Canis apolloniensis, (i,j) Lycaon, (k-
n) Nyctereutes megamastoides, (o-q) Vulpes alopecoides.
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 41
5. Τα Σύγχρονα Canidae της Ελλάδος
Σήμερα, οι εκπρόσωποι της οικογένειας των Canidae που διαβιούν στη χώρα μας είναι:
Σκύλος - Canis familiaris
Ο γνωστός φίλος του ανθρώπου
που ο μύθος λέει πως όταν ο
Θεός χώριζε τα ζώα από τον
άνθρωπο με ένα δυνατό ποτάμι,
ο σκύλος πήδηξε στο ποτάμι και
στάθηκε δίπλα του. Εκτιμάται
ότι ζουν σήμερα σε όλο τον
κόσμο 750.000.000 σκυλιά από
τα οποία δυστυχώς περίπου επτά
στα δέκα είναι αδέσποτα.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχει
συγκεντρώσει η Πανελλήνια
Φιλοζωική και Περιβαλλοντική Ομοσπονδία από περίπου 60 φιλοζωικές οργανώσεις, μόνο
τα αδέσποτα στην Ελλάδα
ανέρχονται πλέον σε πάνω από 3
εκατομμύρια. Παρά τον τεράστιο
αριθμό τους, υπάρχουν γύρω στις 400 καθαρόαιμες αμιγείς φυλές σκύλων εκ των οποίων
μόνον οι μισές έχουν αναγνωριστεί και καταγραφεί από τη Διεθνή Κυνολογική Ομοσπονδία
(FCI) με έδρα τις Βρυξέλλες (Tserveni – Gousi 1992). Ανάμεσα σε αυτές είναι κι ο
Ελληνικός Ιχνηλάτης η μοναδική Ελληνική φυλή που έχει αναγνωριστεί διεθνώς, από το
1996. Άλλες ράτσες που χρήζουν ιδιαίτερης μνείας για τη χώρα μας είναι : ο Ελληνικός
Ποιμενικός, το Κοκόνι, ο Κρητικός Λαγωνικός, το Λευκό Ελληνικό Τσοπανόσκυλο και ο
Μολοσσός της Ηπείρου τα οποία είναι αναγνωρισμένα μόνο στην Ελλάδα από τον
Κυνολογικό Όμιλος Ελλάδος (KOE).
Τσακάλι - Canis aureus
Οι περιοχές εξάπλωσης του τσακαλιού
είναι: Πελοπόννησος (παραλιακή ζώνη και
ημιορεινά), Φωκίδα (παραλιακή ζώνη),
Χαλκιδική (Κασσάνδρα, Βόρεια Σιθωνία,
Άγιο Όρος, παραλία από Σταυρό
Ολυμπιάδας – Ιερισσό), Ανατολική
Μακεδονία – Θράκη (Δέλτα Νέστου,
Βιστωνίδα, λιμνοθάλασσες Κομοτηνής,
Δέλτα Έβρου), Σάμος και απομονωμένοι
μικροί πληθυσμοί σε Κεντρική Μακεδονία
(Κερκίνη, παραποτάμιο δάσος Αξιού)
(εικ.8). Ο μεγαλύτερος υποπληθυσμός στη
χώρα είναι αυτός του Δέλτα Νέστου, Εικόνα 46: Περιοχές εξάπλωσης τσακαλιού
στην Ελλάδα
Εικόνα 45: Πίνακας του Jean-Léon Gérôme (1860) όπου
απεικονίζεται ο Διογένης ο κυνικός
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 42
Βιστωνίδας και λιμνοθαλασσών Κομοτηνής, με μεγαλύτερη πυκνότητα τα 3 τσακάλια/τ.χλμ
στο Δέλτα Νέστου (Giannatos 2004, Giannatos ET AL. 2005). Ακόμα απαντάται και σε
περιοχές του δικτύου Natura 2000. Ο πληθυσμός του τσακαλιού εξακολουθεί να μειώνεται
τοπικά στην Πελοπόννησο αλλά και σε περιοχές της Χαλκιδικής, ενώ παρουσιάζει
διακυμάνσεις στη Φωκίδα. Οι πληθυσμοί της Θράκης, και ιδιαίτερα της περιοχής Νέστου και
Βιστωνίδας, είναι εύρωστοι και παρουσιάζουν σταθερότητα ή και τοπική αύξηση. Ομοίως
σταθερός φαίνεται ο πληθυσμός της Σάμου. Οι μικροί πληθυσμοί στην Κεντρική Μακεδονία
απειλούνται με άμεση εξαφάνιση. Το ποσοστό του πληθυσμού του είδους που βρίσκεται στην
Ελλάδα αντιστοιχεί περίπου στο 1%. Η εξάπλωσή του στην χώρα μας, συμπίπτει με περιοχές
χαμηλού υψομέτρου (συνήθως κάτω από τα 300 μέτρα, σε οριακές περιπτώσεις στην
Πελοπόννησο μέχρι τα 600 ή ακόμα και περιστασιακά τα 1.000 μέτρα). Εμφανίζεται σε
περιοχές αρκετά τροποποιημένες από τον άνθρωπο κι από τροφικές αναλύσεις που έχουν
γίνει μέχρι σήμερα (Lanzki ET AL. 2009, Giannatos 2009, Giannatos αδημ. δεδομένα)
φαίνεται να προτιμά τροφές σχετικές με τη ανθρώπινη δραστηριότητα. Χαρακτηρίζεται
περισσότερο ως ένας τυχοδιώκτης - τροφοσυλλέκτης, παρά ω ένας ενεργός κυνηγός. Καθώς
η χώρα μας είναι ορεινή δημιουργεί πολλούς φυσικούς φραγμούς για τα τσακάλια, οπότε η
φυσική τους διασπορά σε κατάλληλους βιότοπους πιθανόν να εμποδίζεται. Το τσακάλι δεν
ανήκει στα θηρεύσιμα είδη και από το 1990 αποσύρθηκε από τη λίστα των επιβλαβών
θηραμάτων.
Λύκος – Canis lupus
Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι υπάρχουν 600
περίπου άτομα λύκου (ελάχιστο
πληθυσμιακό μέγεθος την εποχή της
άνοιξης). Η έκταση της κατανομής του
είδους ξεπερνά τα 40.000 τ.χλμ (Iliopoulos
1999Α, 1999Β). Με την εξαίρεση του λύκου
από τα θηρεύσιμα είδη στις αρχές τις
δεκαετίας του ΄90 και την απαγόρευση της
χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων τη
δεκαετία του ΄80 άρχισε και η σταδιακή
επανάκαμψη του πληθυσμού του λύκου σε
περιοχές της κατανομής του στην Ελλάδα.
Το υψηλό αναπαραγωγικό δυναμικό τους
και η ιδιαίτερη ικανότητα των λύκων να εποικίζουν μέσω της διασποράς νέες περιοχές
(Boitani 2000, 2003), είχαν ως αποτέλεσμα τη γρήγορη επανεμφάνιση τους σε περιοχές όπου
το είδος είχε εξαφανιστεί ή μειωθεί δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες (Hatzirvassanis
1991), ιδιαίτερα στη Στερεά Ελλάδα και την Ανατολική Ήπειρο (Iliopoulos 2000, 2003,
2005B). Ταυτόχρονα παρατηρείται μείωση του αριθμού των λύκων σε κάποιες περιοχές της
κατανομής του είδους (Β. Πίνδος), πιθανόν εξαιτίας της μείωσης των κοπαδιών ελευθέρας
βοσκής, που αποτελούν ακόμα και σήμερα βασική τροφή του είδους στην Ελλάδα (Iliopoulos
2005A, 2008). Το ποσοστό του πληθυσμού του είδους που βρίσκεται στη χώρα μας αποτελεί
λιγότερο από το 1% παγκοσμίως, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο αντιστοιχεί στο 3,3%. Οι λύκοι
στην Ελλάδα τρέφονται κυρίως από κτηοτροφικά ζώα ελευθερης βοσκής, πτώματα ζώων από
σταυλισμένες κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις και άλλα μικρότερα θηλαστικά (Papageorgiou
ET AL. 1994, Iliopoulos 1999D, Migli ET AL. 2005, Iliopoulos ET AL. 2009). Σε λίγες
περιοχές με ικανοποιητική πυκνότητα άγριων οπληφόρων ζώων (αγριόχοιρος, ζαρκάδι) έχει
Εικόνα 47: Περιοχές εξάπλωσης λύκου στην
Ελλάδα
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 43
παρατηρηθεί να τρέφονται περιστασιακά και με τα είδη αυτά (Migli ET AL. 2005). Το
ενδιαίτημα του λύκου είναι ουσιαστικά αυτό της τροφής του (Boitani 2000, 2003). Απαντάται
στην πεδινή, ημιορεινή και ορεινή ζώνη κι όπου η διαθεσιμότητα τροφής είναι υψηλή και
συνεχής σε ετήσια βάση (Iliopoulos 2000).
Αλεπού – Vulpes vulpes
Στη χώρα μας η αλεπού έχει ευρεία
εξάπλωση (εικ.10) και οι πυκνότητες των
πληθυσμών της είναι συχνά υψηλές (Birtsas
et al. 2012) καθώς έχει μεγάλη
προσαρμοστική ικανότητα και οι φυσικοί
θηρευτές της είναι λίγοι (λύκος και
τσακάλι) κι έχουν μικρή επίδραση. Ο
πληθυσμός της στην Ευρώπη ( εκτός
Ρωσίας) υπολογίζεται σε 700.000 άτομα
(Papageorgiou 1990). Είδος με πολύ
μεγάλο πληθυσμό ο οποίος υπολογίσθηκε
σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία αμοιβών
(παλαιότερα ήταν επικηρυγμένος ο φόνος
της), στην Ελλάδα για την περίοδο 1974-78
σε 320.000 άτομα (Klossas 1979),
υπολογισμός που θεωρείται έγκυρος από
επίσημες εκθέσεις τον Υπ. Γεωργίας και κατά το 1993.
Δυστυχώς παραμένει στα θηρεύσιμα είδη. Αυτό επειδή αναλόγως και του οικοτόπου η
αλεπού μπορεί να εξασκήσει σοβαρή πίεση πάνω σε πληθυσμούς σπάνιων ειδών, ιδιαίτερα
κατά τη περίοδο της φωλεοποίησης (The Lίfe of Birds, J. C. Welty. 1962. W. Β. Sounders
Company,. Philadelphia). Η κόκκινη αλεπού μετρά τη μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση
από κάθε άλλο είδος σαρκοβόρου. Παρά το γεγονός ότι το φυσικό της ενδιαίτημα είναι τα
δάση και η ανοιχτή ύπαιθρος, είναι οι ευέλικτες διατροφικές της συνήθειες που της
επιτρέπουν να προσαρμόζεται ικανοποιητικά σχεδόν παντού. Η προστασία της αλεπούς σε
εθνικό, όσο και σε κοινοτικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, χαρακτηρίζεται ως ιδιαιτέρως
«χαλαρή», απόρροια της παγκόσμιας εξάπλωσής της, των σχετικά μεγάλων πληθυσμών της
και της ιδιαίτερης ικανότητάς της να χρησιμοποιεί κάθε πόρο του περιβάλλοντός της, ώστε
όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά και να ακμάζει σχεδόν παντού. Θεωρείται απειλούμενο είδος -
έστω ελάχιστης ανησυχίας- της ελληνικής πανίδας, αλλά και μη εκτιμημένο (ΝΕ – Not
Εvaluated), δηλαδή, η αλεπού ανήκει στα είδη, που δεν ήταν δυνατόν να αξιολογηθεί ως προς
τα σχετικά κριτήρια του Κόκκινου Βιβλίου των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας της
Διεθνούς Ένωσης Προστασίας της Φύσης (IUCN).
Εικόνα 48: Περιοχές εξάπλωσης αλεπούς στην
Ελλάδα
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 44
6. Υλικό Και Μεθοδολογία
Το υλικό το οποίο εξετάστηκε για την παρούσα εργασία, είναι ένα σύνολο είκοσι επτά (27)
κρανίων κυνοειδών (τα περισσότερα μαζί με την κάτω γνάθο), είκοσι (20) από τα οποία
αποτελούν μέρος της συλλογής του Ζωολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου Πατρών
(τμήμα Βιολογίας) και επτά (7) είναι δείγματα του εργαστηρίου Παλαιοντολογίας –
Στρωματογραφίας του τμήματος Γεωλογίας. Από αυτά τα πέντε (5) άνηκαν στο είδος Canis
aureus, έντεκα (11) στο είδος Canis lupus, οχτώ (8) στο είδος Vulpes vulpes και τρία (3) στο
υποείδος Canis lupus familiaris. Περίπου στα μισά είναι γνωστό το φύλο τους, καθώς και στα
περισσότερα είναι γνωστή η περιοχή συλλογής τους.
Εικόνα 49: Κρανία τσακαλιού, αλεπούς και λύκου, όπως αυτα που μελετήθηκαν στην εργασία (N. N.
Kondakov)
Οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στα κρανία και τις γνάθους, έγιναν με μεταλλικούς
χάρακες και με ψηφιακό παχύμετρο, είναι σε mm μέχρι το δεύτερο δεκαδικό ψηφίο. Οι
κρανιομετρικές μετρήσεις που ελήφθησαν, βασίζονται στη μεθοδολογία του von den Driesch
(1976). Προκειμένου να είναι δυνατή η σύγκρισή τους με άλλα δημοσιευμένα στοιχεία (e.g.,
Storm et al., 1976; Lynch; Temizer, 2001), πάρθηκε ένα μεγάλο εύρος μετρήσεων.
Εικόνα 50: Ψηφιακό παχύμετρο Εικόνα 51: Μεταλλικοί χάρακες
Εικόνα 52: Κρανία λύκων που μετρήθηκαν, από τη
συλλογή του τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου
Πατρών.
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 45
Εικόνα 53: Μετρήσεις κρανίου: 1. Μήκος Κρανίου, 2. Μήκος Προσωπικού Κρανίου, 3. Μήκος
Ανώτερου Εγκεφαλικού Κρανίου, 4. Μήκος Εγκεφαλικού Κρανίου, 5. Μήκος Σπλαγχνικού Κρανίου,
6. Μέγιστο Μήκος Ρινικών, 7. Μήκος Ρύγχους, 8. Ελάχιστη Απόσταση Μεταξύ Οφθαλμικών Κογχών,
9. Πλάτος Μετωπιαίου, 10. Ελάχιστο Πλάτος Κρανίου, 11. Μέγιστο Πλάτος Εγκεφαλικού Κρανίου,
12. Μέγιστη Απόσταση Ζυγωματικών
Εικόνα 54: Μετρήσεις Κρανίου: 1. Ύψος Ινιακού Τριγώνου, 2. Ύψος Μείζονος Τρήματος, 3. Μέγιστο
Πλάτος Μείζονος Τρήματος, 4. Μέγιστο Πλάτος Ινιακών Κονδύλων
Μορφομετρική Σύγκριση Κρανίων Της Οικογένειας Των Canidae 46
Εικόνα 53: Μετρήσεις κρανίου: 1. Μέγιστο Εσωτερικό Ύψος Οφθαλμικού Κόγχου, 2. Μήκος
Εγκεφαλικού Κρανίου 2, Μήκος Κρανιακής Κοιλότητας, Ύψος Κρανίου
Εικόνα 54: Μετρήσεις κρανίου: 1. Κονδυλοβασικό Μήκος, 2. Βασικό Μήκος, 3. Μήκος Μέσου
Υπερώιου, 4. Μήκος του Οριζόντιου Τμήματος της Υπερώας 1, 5. Μήκος του Οριζόντιου Τμήματος
της Υπερώας 2, 6. Μήκος Υπερωίου, 7. Μέγιστο Πλάτος Υπερωίου, 8. Ελάχιστο πλάτος υπερωίου, 9.
Πλάτος μεταξύ Φατνίων Κυνοδόντων, 10. Μήκος της Σειρά των Προγομφίων, 11. Μήκος της Σειρά
των Γομφίων, 12. Μήκος Παρειακής Σειράς Οδόντων, 13. Μέγιστη Διάμετρος Ακουστικής
Φυσαλίδας, 14. Ραχιαίο Πλάτος των Έξω Ακουστικών Πόρων
Δείγματα Μήκος Κρανίου Μήκος Προσωπικού Κρανίου Μήκος Ανώτερου Εγκεφαλικού Κρανίου Μήκος Εγκεφαλικού Κρανίου
5829 173 93,82 79,69 103,85
4011 152 91,91 80,14 96,14
4100 148,65 82,44 74,98 86,4
3973 153,81 88,92 72,2 90,64
3989 157 91,86 69,79 92,74
5545 208 118,87 94,15 111,85
5544 214,9 119,81 98,08 115,4
5543 224,8 133,21 103,27 116,85
5909 220,8 123,9 103,91 118,77
5750 227,3 128,73 107,22 129,27
6166 229,3 125,38 104,28 125,53
5948 238,6 123,72 115,13 128,28
2830 245,2 132,08 113,06 136,42
5954 196,8 109,23 85,04 105,45
5953 26,52 138,53 124,01 145,68
5546 239,1 131,97 106,32 131,29
4012 158,3 92,53 69,38 89,21
3975 144,94 77,08 62,47 77,94
4501 131,22 74,25 56,65 71,91
3968 132,09 70,69 57,46 75,12
VvStymph 133,85 78,49 63,56 80,61
VvEaPel 127,15 74,29 58,43 73,7
VvErgas 148,64 83,31 73,92 88,26
VvSpasm. 122,74 68,28 61,74 82,09
CfHera 193,1 105,12 86,76 109,78
CfMitil 226,9 118,46 105,43 124,69
CfKef 187,8 96,74 84,53 98,12
7. Πίνακες Μετρήσεων
Δείγματα Μήκος Σπλαγχνικού Κρανίου Μέγιστο Μήκος Ρινικών Μήκος Ρύγχους Ελάχιστη Απόσταση Μεταξύ Οφθαλμικών Κογχών
5829 77,42 52,03 74,92 26,08
4011 70,6 55,26 64,53 25,29
4100 69,09 51,59 61,51 22,7
3973 69,29 51,24 61,28 23,12
3989 71,69 54,27 63,79 24,88
5545 96,91 7802 89,23 34,48
5544 101,59 84,62 92,17 34,99
5543 115,93 85,39 96,87 37,62
5909 107,28 86,72 94,6 36,23
5750 103,65 83,54 94,17 39,34
6166 105,51 86,46 97,5 49,02
5948 112,42 92,24 102,44 42,85
2830 111,77 91,52 105,81 45,29
5954 95,5 74,41 88,5 34,86
5953 119,84 101,53 109,24 47,58
5546 117,95 87,25 101,48 43,75
4012 65,6 55,54 65,13 31,66
3975 60,8 52,36 58,39 25,05
4501 54,69 47,67 52,46 23,81
3968 53,13 45,14 51,22 24,63
VvStymph 57,46 48,89 59,04 26,24
VvEaPel 50,26 43,31 51,97 23,16
VvErgas 67,24 54,06 62,65 29,29
VvSpasm. 42,59
44,54 25,17
CfHera 85,9 73,44 80,77 43,13
CfMitil 103,04 83,77 89,56 43,33
CfKef 89,16 73,44 75,14 33,13
Δείγματα Πλάτος Μετωπιαίου Ελάχιστο Πλάτος Κρανίου Μέγιστο Πλάτος Εγκεφαλικού Κρανίου Μέγιστη Απόσταση Ζυγωματικών
5829 35,7 35,16 58,27 90,55
4011 38,49 29,05 52,44 90,07
4100 36,21 32,81 51,95 70,13
3973 36,55 28,45 52,03 81,83
3989 40,98 30,02 52,86 86,56
5545 46,06 36,69 65,71 112,75
5544 45,58 37,01 65,74 115,24
5543 50,7 37,84 68,46
5909 50,2 38,07 66,1 120,82
5750 52,58 39,9 71,24 125,32
6166 67,27 50,5 72,88 135,27
5948 58,26 41,49 66,43 140,16
2830 62,31 42,3 72,92 140,59
5954 49,42 40,36 69,08 109,03
5953 72,2 41,86 74,43 150,81
5546 60,98 40,38 68,27 134,78
4012 42,53 20,53 48,6 80,76
3975 33,72 22,67 47,47 72,02
4501 30,17 24,83 44,5 65,09
3968 32,25 24,55 45,06 68,37
VvStymph 35,83 21,96 46,81
VvEaPel 32,36 22,18 43,4 69,92
VvErgas 37,46 22,04 47,27 81,84
VvSpasm. 28,03 20,47 45,47 72,46
CfHera 61,66 44,86 62,98 108,39
CfMitil 63,1 39,13 67,72 123,57
CfKef 50,44 35,41 61,16 98,17
Δείγματα Κονδυλοβασικό
Μήκος
Βασικό
Μήκος
Μήκος Μέσου
Υπερώιου
Μήκος Του Οριζόντιου Τμήματος Της
Υπερώας 1
Μήκος Του Οριζόντιου Τμήματος Της
Υπερώας 2
5829 167 152 88,16 30,37 29,79
4011 158 146,83 79 30,56 27,24
4100 143,42 135,73 74,89 27,96 26,9
3973 151,05 141,78 73,86 25,85 25,83
3989 155,17 146,9 76,39 27,64 27,32
5545 203,8 189,7 102,6 36,82 35,3
5544 20,93 19,52 10,33 38,32 36,46
5543 21,61 20,3 113,54 41,14 40,18
5909 215,5 205 114,2 39,83 38,95
5750 214,2 201,7 110,8 36,47 35,88
6166 223,2 213,7 117,9 42,61 41,15
5948 226,1 212,9 119,25 44,43 41,06
2830 236,8 222,1 120,45 41,77 41,75
5954 198,7 183,1 102,74 34,69 34,48
5953 245,4 230,1 125,8 42,58 42,23
5546 224,7 211,8 117,09 39,29 37,27
4012 152,57 145,66 81,33 26,16 24,41
3975 139,52 133,07 73,76 21,3 19,87
4501 126,23 120,04 66,88 20,09 19,53
3968 125,26 119,25 68,6 22,1 20,11
VvStymph 126,95 121,39 65,94 20,51 19,9
VvEaPel 124,17 117,95 64,22 18,88 17,71
VvErgas 142,63 136,68 77,52 24,58 22,18
VvSpasm. 118,79 114,54
20,55
CfHera 188,3 179,7 101,43 38,24 34,79
CfMitil 222,5 202,3 117,1 43,93 40,59
CfKef 183,9 170,1 97,22 31,99 30,72
Δείγματα Μήκος Υπερώιου Μέγιστο Πλάτος Υπερώιου Ελάχιστο Πλάτος Υπερώιου Πλάτος Μεταξύ Φατνίων Κυνοδόντων
5829 87,72 38,81 33,56 34,82
4011 77,06 33,72 27,95 28,87
4100 73,73 29,17 26,66 27,41
3973 74,13 53,23 29,55 30,54
3989 76,09
5545 100,3 68,67 33,85 37,51
5544 10,2 69,64 35,33 39,23
5543 112,31 75,29 37,56 41,3
5909 113,7 72,98 38,63 42,41
5750 109,7 68,09 35,59 38,5
6166 115,3 61,32 42,1 45,4
5948 115,42 73,8 40,81 43,53
2830 120,66 76,91 41,07 44,76
5954 103,46 70,76 34,46 39,67
5953 125,45 83,66 46,3 50,89
5546 115,68 78,29 42,55 47,14
4012 79,36 42,85 23,96 25,54
3975 71,81 40,08 21,26 23,01
4501 65,72 36,64 20,33 20,38
3968 66,64 37,41 20,63 20,78
VvStymph 65,04 40,1 21,42 22,81
VvEaPel 63,77 38,39 17,31 20,74
VvErgas 75,2 41,71 23,11 25,18
VvSpasm.
41,54 20,96
CfHera 98,02 65,74 37,42 36,67
CfMitil 113,1 71,53 40,96 43,04
CfKef 95,74 61,64 34,53 35,18
Δείγματ
α
Μήκος Της Σειράς Των
Προγομφίων
Μήκος Της Σειράς Των
Γομφίων
Μήκος Παρειακής Σειράς
Οδόντων
Μέγιστη Διάμετρος Ακουστικής
Φυσαλίδας
5829 46,39 17,31 63,02 21,72
4011 41,26 18,93 55,37 25,49
4100 38,73 17,95 54,41 22,68
3973 40,69 17,35 57,02 24,62
3989 42,49 17,24 58,29 23,28
5545 53,63 21,2 71,7 29,9
5544 60,45 22,53 78,02 27,38
5543 59,02 23,02 77,84 30,28
5909 60,42 21,48 79,75 26,67
5750 58,61 21,34 74,81 25,56
6166 65,34 20,07 82,56 22,55
5948 65,99 20,34 83,95 25,03
2830 67,09 22,47 85,57 25,8
5954 57,68 19,69 72,73 26,15
5953 83,27 24,87 87,68 30,53
5546 67,79 22,97 84,07 24,35
4012 44,33 16,03 57,59 21,63
3975 40,7 15,41 53,64 19,35
4501 35,7 12,55 46,99 18,93
3968 36,28 13,92 48,64 19,54
VvStymp
h 36,93 13,71 49,15 19,86
VvEaPel 34,86 14,46 46,9 19,18
VvErgas 41,4 14,61 53,3 20,86
VvSpasm 38,02 15,08 50,47 20,28
CfHera 50,25 17,91 65,19 21,95
CfMitil 59,42 20,7 75,18 23,59
CfKef 45,18 18,42 61,14 20,69
Δείγματα Ραχιαίο Πλάτος Των Έξω Ακουστικών
Πόρων
Μέγιστο Εσωτερικό Υψος Οφθαλμικού
Κόγχου
Μήκος Εγκεφαλικού
Κρανίου2
Μήκος Κρανιακής
Κοιλότητας
5829 57,84 28,04 89,94 62,94
4011 53,59 28,53 90,43 65,68
4100
24,68 80,76 60,93
3973 51,41 28,62 85,51 64,53
3989 50,64 28,05 90,01 65,05
5545 62,67 32,78 109,07 79,47
5544 64,61 32,3 112,03 80,17
5543 69,26 33,27 117,32 82,18
5909 66,92 33,87 118,57 84,97
5750 70,45 34,68 116,73 83,38
6166 70,15 33,75 126,87 89,2
5948 71,15 34,19 112,42 86,33
2830 75,36 35,32 133,35 91,76
5954 67,3 30,26 107,54 76,27
5953 78,06 39,14 135,7 93,31
5546 71,17 36,4 123,32 84,41
4012 49,02 25,14 86,46 60,99
3975 46,41 23,02 76,74 55,92
4501 43,69 21,72 71,42 53,33
3968 41,02 21,86 73,33 52,59
VvStymph 42,8 25,47 66,12 49,23
VvEaPel 42,45 24,2 66,69 48,54
VvErgas 48,12 25,18 74,9 52,3
VvSpasm. 44,12 25,84 76,19 51,97
CfHera 67,13 31,06 108,54 74,37
CfMitil 66,71 32,95 120,52 82,22
CfKef 57,55 31,46 96,77 69,68
Δείγματα Ύψος
Κρανίου
Ύψος Ινιακού
Τριγώνου
Ύψος Μείζονος
Τρήματος
Μέγιστο Πλάτος Μείζονος
Τρήματος
Μέγιστο Πλάτος Ινιακών
Κονδύλων
5829 60,95 47,13 14,35 20,11 39,08
4011 53,4 40,24 13,11 18,68 30,78
4100 49,61 37,72 11,44 17,07 30,44
3973 50,35 39,5 11,72 17,11 31,74
3989 49,48 40,94 12,31 18,82 31,93
5545 61,85 53,07 15,6 21,97 40,13
5544 68,34 53,64 15,72 21,7 41,23
5543 64,66 54,11 15,11 22,94 43,92
5909 65,87 52,48 15,9 23,36 44,46
5750 66,19 55,13 14,03 22,14 44,76
6166 70,24 59,14 15,76 23 44,31
5948 78,78 58,19 14,15 24,25 44,52
2830 76,79 61,31 16,4 24,32 50,14
5954 62,65 49,19 15,52 24,48 45,77
5953 82,19 55,88 15,04 22,95 49,76
5546 75,53 51,73 14,28 21,22 44,67
4012 44,01 36,43 11,08 15,2 26,69
3975 40,54 32,81 9,9 14,04 24,73
4501 42,82 31,41 10,65 14,45 25,28
3968 41,81 29,76 11,91 14,99 25,19
VvStymp
h 38,85 31,32 11,09 13,43 23,39
VvEaPel 37,85 30,78 11,41 14,41 24,43
VvErgas 40,16 35,47 10,13 13,19 23,84
VvSpasm. 39,62 30,74 9,86 14,2 25,07
CfHera 57,16 47,57 15,86 21,84 39,9
CfMitil 69,55 56,03 14,14 22,24 47,2
CfKef 60,06 45,69 15,42 20,59 38,44
Δείγματα Μέγιστο Πλάτος Των Βάσεων Των
Σφαγιτιδικών Αποφύσεων
Ύψος Του Ορίου Προγομφίων
- Γομφίων
Μέγιστο Μήκος
Γνάθου
Μέγιστη Απόσταση Μεταξύ Τμημάτων Της
Κάτω Γνάθου
5829 53,26 22,05 126,44 72,56
4011 43,67 17,51 118,44 64,72
4100 41 13,45 109,53 44,02
3973 43,04 15,33 115,63 52,58
3989 42,64 16,55 117,78 53,45
5545 57,69 23,51 154,3 82,44
5544
25,51 158,1 81,66
5543 60,28 25,61 163,1 81,75
5909 61,95 24,65 164,1 75,89
5750 58,56 27,07 162,9 64,48
6166 63,71 30,82 167,9 83,72
5948 60,78 27,51 171,9 89,27
2830 65,38 29,89 181,3 81,62
5954 60,99 23,37 153,63 77,06
5953 69 31,06 205,2 97,74
5546 65,23 30,35 182,9 86,39
4012 37,03 15,19 115,25 51,2
3975 36,52 12,44 103,98 49,56
4501 34,68 12,58 94,75 44,79
3968 36,42 10,81 94,61 42,6
VvStymph 33,14
VvEaPel 32,29
VvErgas 34,31
VvSpasm. 36,18
CfHera 51,62 21,59 152,03 60,9
CfMitil 64,8 30,38 171,3 74,32
CfKef 52,36 21,31 141,63 61,79
Δείγματα Μέγιστο Πάχος Κάτω Γνάθου Μήκος Της Σειράς Των Γομφίων3 Μήκος Της Σειράς Των Προγομφίων4 Ύψος Κλάδου Κάτω Γνάθου
5829 11,57 44,85 32,63 44,57
4011 9,04 34,49 30,16 43,77
4100 9,47 30,33 32,89 36,85
3973 9,7 28,33 34,18 41,22
3989 9,41 30,54 34,29 45,58
5545 12,9 38,93 43,78 61,89
5544 12,6 40,78 47,47 61,77
5543 13,91 43,56 48,77 65,42
5909 13,13 43,7 46,89 65,66
5750 12,07 38,73 47,63 67,6
6166 12,93 37,82 49,93 70,68
5948 11,87 40,05 51,4 70,85
2830 14,12 41,13 53,1 73,78
5954 12,16 41,5 44,03 58,42
5953 15,25 44,55 54,31 82,16
5546 13,8 43,96 51,25 75,62
4012 7,32 29,74 36,41 40,52
3975 7,16 25,86 32,24 36,36
4501 6,43 23,97 30,42 31,42
3968 6,71 24,57 28,56 35,05
VvStymph
VvEaPel
VvErgas
VvSpasm.
CfHera 10,72 37,56 41,71 57,54
CfMitil 13,48 39,77 47,16 72,43
CfKef 10,13 36,11 38,91 53,98
Δείγματα Ύψος Στο Οπίσθιο Όριο
Κυνοδόντων
Πλάτος Κονδύλου Κάτω
Γνάθου
Απόσταση Μεταξύ
Κυνοδόντων
Μέγιστη Απόσταση Μεταξύ Κονδύλου Και
Γωνιώδους Απόφυσης
5829 16,41 23,96
4011 12,49 20,79 19,51 22,73
4100 13,18 15,66 18,86 20,21
3973 14,77 18,24 19,17 21,3
3989 14,96 20,15 19,34 24,52
5545 17,92 27,57 25,9 26,28
5544 19,01 29,03 25,95 28,9
5543 19,61 27,37 27,61 29,8
5909 20,59 28,77 28,41 31,59
5750 19,05 28,46 27,32 32,6
6166 17,84 33,15 30,08 35,5
5948 19,95 34,12 30,13 35,3
2830 21,64 33,5 30 33,95
5954 19,49 23,46 27,21 28,62
5953 25,36 36,26 35,3 41,02
5546 20,68 31,66 32,72 37,51
4012 10,82 16,76 14,35 20,02
3975 9,91 14,41 13,87 17,56
4501 8,92 13,21 12,91 13,79
3968 9,63 13,23 11,52 14,93
VvStymph
VvEaPel
VvErgas
VvSpasm.
CfHera 17,08 25,46 18,67 27,34
CfMitil 20,02 28,5 28,48 37,98
CfKef 14,54 23,13 21,22 29,29
Βιβλιογραφία
Α. Λεγάκις, Π. Μαραγκού (2009) Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας.
Ελληνική ζωολογική εταιρία. Αθήνα
Α. Λεγάκις, Ρ. Μ. Τζαννετάτου – Πολυμένη, Σ. Γκίωκας, Κ. Σωτηρόπουλος. (2010) Ζωική
Ποικιλότητα. Τομέας Ζωολογίας – Θαλάσσιας Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Σ. Μιχαήλ (1984) Συγκριτική ανατομική των κατοικίδιων θηλαστικών ζώων. Εκδοτικός
οίκος ΑΦΟΙ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ. Θεσσαλονίκη
A.Τσεβενη-Γούση 1992 Φυλες και στοιχεία εκτροφής σκύλου και γάτας. Εκδοτικός οίκος
ART OF TEXT Θεσαλλονίκη
R. R.N. Alves, R. R. D. Barboza, and W. M. S. Souto (2010) A Global overview of canids
used in traditionalmedicines. Biodiversity and Conservation 19: 1513-1522.
A.Athanassiou (2002) Neogene and Quaternary mammal faunas of Thessaly. Annales
géologiques des Pays helléniques 39(A): 279-293.
G. F. Baryshnikov and E. Tsoukala (2010) New analysis of the Pleistocene carnivores
from Petralona Cave (Macedonia, Greece) based on the Collection of the Thessaloniki
Aristotle University. Geobios 43(4): 389-402.
I.L. Baxter and M. Nussbaumer (2009) Evidence of morphometric variation in an Iron Age
dog cranium from Trumpington, Cambridgeshire, U.K. Archaeofauna 18: 69-78.
O. Belli and P. R. Owen (2005) Morphometric Examination of Red Fox (Vulpes vulpes)
from the Van-Yoncatepe Necropolis in Eastern Anatolia. International Journal of
Morphology, 23(3): 253-260.
V. G. Heptner, A. A. Nasimovich, A. G.Bannikov, Scientific editor: R. Hoffmann (1998)
Mammals of the Soviet Union Washington, D.C. Smithsonian Institution Libraries and
National Science Foundation.
G. D. Koufos (2001) The Villafranchian mammalian faunas and biochronology of Greece.
Bollettino della Societa Paleontologica Italiana 40(2): 217-223. Pisa
G. D. Koufos (2006) The Neogene mammal localities of Greece: Faunas, chronology and
biostratigraphy. Hellenic Journal of Geosciences 41: 183-214. Athens
G. D. Koufos (2008) Carnivores from the early/middle Miocene locality of Antonios
(Chalkidiki, Macedonia, Greece). Geobios 41(3): 365-380.
B. Kurten and A. Poulianos (1981) Fossil Carnivora of Petralona Cave. Anthropos 8: 9-56.
Athens
B. Kurten and A. Poulianos (1977) New Stratigraphic and Faunal material from Petralona
Cave. Anthropos 4: 47-130. Athens
S. Larivière and M. Pasitschniak-Arts (1996) Vulpes vulpes. Mammalian Species 537: 1-11.
G. A. Lyras and A. van der Geer (2007) The Late Pliocene vertebrate fauna of Vatera (Lesvos
Island, Greece). Cranium 24: 11-24.
M. J. Raisor (2004) Determining the antiquity of dog origins: canine domestication as a
model for the consilience between molecular genetics and archaeology. D.Phil. Thesis. Texas
A&M University.
V. Segura and Francisco Prevosti (2012) A quantitative approach to the cranial ontogeny
of Lycalopex culpaeus (Carnivora: Canidae). Zoomorphology 131: 79-92.
Sillero-Zubiri, C. 2009. Family Canidae (Dogs). Pp. 352-446 in: Wilson, D.E. & Mittermeier,
R.A., eds. Handbook of the Mammals of the World. Volume 1. Carnivores. Lynx Edicions,
Barcelona.
R. H. Tedford, X. Wang and B. E. Taylor (2009) Phylogenetic Systematics Of The North
American Fossil Caninae ( Carnivora : Canidae). Bulletin of the American Museum of Natural
History Number 325: 1-218.
E. Tsoukala (1999) Quaternary large mammals from the Apidima Caves (Lakonia, S.
Peloponnese, Greece. Beitraege zur palaeontologie 24: 207-229. Wien.
X.Wang, R. H. Tedford, B. Van Valkenburgh and R. K. Wayne (2004) Chapter 2: 39-54.
Ancestry: Evolutionary history, molecular systematics, and evolutionary ecology of Canidae.
In D. W. MacDonald and C. Sillero-Zubiri (eds.), The Biology and Conservation of Wild
Canids. Oxford University Press, Oxford.
X. Wang and R. H. Tedford (2008) How dogs came to run the world. Natural History
Magazine 117: 18-23
A.van de Weerd, J. W. F. Reumer, and J. Vos (1982) Pliocene mammals from the Apolakkia
Formation (Rhodes, Greece). Koninklijke Nederlandse Akademie van Wetenschappen, Series
B 85(1):89-112