19

Adamantios and Kalamari School · Web viewΟρφανό. Ολομόναχο μέσα στη χαρά της παραμονής των Χριστουγέννων, πήρε τους

  • Upload
    others

  • View
    9

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

σε μια φωτι, σ’ να τζκι,
που μαζ με τις φλγες
χορεουν και τα παραμθια του παλιο καιρο.’’
Ι. Μ. Παναγιωτπουλος
Τα λακ παραμθια εναι λυτρωτικ. Η μαγεα του Χριστουγεννιτικου θαματος προκαλε και ενθαρρνει την πστη στο καλ, στην ανταμοιβ της αρετς και στη συγγνμη.
Διαβζοντας τις ιστορες και τα παραμθια των μεγλων δημιουργν αισθανμαστε με μιας να μας περιζνει με το ανερο υφδι του ( = νμα ) το χειμωνιτικο παραμθι των Χριστουγννων.
Η νχτα εναι γλυκι, παγωμνη, αλλ γεμτη απ τη θαλπωρ της αγπης. Η πλση κατχεται απ την παρουσα του θαματος. Οι ουρανο ανογουν, οι γγελοι μελωδον μαζ με τους «αγραυλοντες» ποιμνες και εκε, μσα στη γαλνη και την ησυχα της χειμωνιτικης νχτας εμφανζονται οι μγοι οδηγημνοι απ το αστρι που λμπει στον ανοιχτ ουραν. Οι νθρωποι αγρυπνον, προσμνοντας να δουν τους σελαγισμος (σελαγζω = λμπω, ακτινοβολ) των αγγλων, να ακοσουν τους ουρνιους μνους, να υποδεχτον με πρσχαρη καρδι την λευση του «προ αινων Θεο» στη γη και να βισουν την απλυτη ανεξικακα (ανεξκακος = αυτς που δεν κρατ κακα ) .
Γερμανικ παραμθι

ταν να κοριτσκι φτωχ σαν κλαρκι γυμνο δντρου. Ορφαν. Ολομναχο μσα στη χαρ της παραμονς των Χριστουγννων, πρε τους δρμους της πλης, αναζητντας παρηγορι.
Εκε που πγαινε μσα στην παγωνι, βρκε σε μια γωνι ναν παππολη που τρεμε και δεν εχε κουργιο οτε το χρι του να απλσει για να ζητσει ελεημοσνη. Το κοριτσκι βγαλε απ την τσπη το μοναδικ ξεροκμματο που εχε και του το δωσε. Πιο κτω, εδε μια φτωχ γυνακα. Της δωσε το παλι τριμμνο σλι και συνχισε.
Στην κρη της πλης εδε να αγορκι με τα ξυπλητα πδια του μελανιασμνα απ το κρο. Το κοριτσκι του δωσε τα παποτσια της.
Το χινι ρχισε να πφτει και το κοριτσκι τρεμε κτω απ το λεπτ της φρεμα. Ο δρμος πγαινε στο δσος. Κι εκε, πλι σ' να χαντκι, ταν μια μνα που προσπαθοσε να ζεστνει να μωρ που κλαιγε. Το κοριτσκι βγαλε το φρεμα της και τλιξε το μωρ κι απμεινε πια μνο με το μισοφρι της.
Στην καρδι του δσους, σ' να ξφωτο, στθηκε. Ο αρας φερνε ως εκε το τραγοδι απ τις καμπνες που δοξολογοσαν τη Γννηση. να γαλζιο φως πλημμρισε το ξφωτο. Μια γλυκι ζεστασι απλθηκε παντο τριγρω. Η κοπελτσα κοταξε τον ουραν. Τα πιο λαμπερ αστρια τς γνεφαν χαρομενα απ ψηλ. Κι στερα, σιγ σιγ , τ' αστρια ρχισαν να πφτουν σαν χρυσ βροχ πνω απ το κεφλι της. Το κοριτσκι ανασκωσε τις κρες απ το μισοφρι της για να μαζψει τ' αστρια και η ποδι της γμισε χρυσ φλουρι.
Ιταλικ παραμθι
Κ
ποτε, μετ απ διφορες περιπτειες, (που δεν μας φτνει ο χρος να περιγρψουμε) νας ληστς, συνεταρος του διαβλου, γριζε απ μια δουλει του στην Κλαση. ταν παραμον Χριστουγννων, πργμα που δεν εχε σημασα για το ληστ, αλλ χει για την εξλιξη της ιστορας μας.
Ο ληστς περνοσε απ να δσος. λα ταν σιωπηλ και κτασπρα και φγγιζαν παρξενα στις τελευταες ανταγειες της μρας.
Ξαφνικ, μια λμψη φνηκε μακρι. Ο ληστς περεργος προχρησε ακολουθντας τη λμψη, κι φτασε σ' να ποτμι. Στη μση του πταμου ταν να μωρ μορφο σαν τον λιο, που κουνοσε τα χερκια του κι κλαιγε και προσπαθοσε να κολυμπσει ως την χθη. Γρω απ το ωραο μωρ να χρυσ φως κανε τα νερ να αστρφτουν σαν λουλοδια της φωτις.
Ο ληστς δεν ξερε τι να κνει. Στο τλος, λυπθηκε το βρφος κι πεσε στο ποτμι για να το σσει. Με δο απλωτς το φτασε, το πρε στα χρια του, κι ρχισε να κολυμπει προς την χθη. Αλλ εκενη τη στιγμ τα νερ φουσκσανε, αγριψανε, και τα κματα υψθηκαν και γρευαν να καταπιον το ληστ με το παιδκι.
Ο νθρωπος αγωνστηκε για ρες, κρατντας σφιχτ το μωρ, σπου στο τλος νιωσε το κουργιο του να τελεινει. Ττε, το τρυφερ χρι του παιδιο τον ανασκωσε ψηλ πνω απ τα κματα, πνω κι απ το δσος και τα σννεφα, ως τ' αστρια !
Και ο ληστς φτασε στον Παρδεισο, κρατντας σφιχτ στην αγκαλι του το μωρ. ταν ο νεογννητος Χριστς.
Στη Γαλλα και σε λλα μρη πστευαν πως τη νχτα των Χριστουγννων τα ζα μιλον κι ποιος χει δολη καρδι μπορε να τ' ακοσει.
Μ
να γαλλικ παραμθι, λοιπν, λει τι...
ια Χριστουγεννιτικη νχτα δυο χωριανο που εχανε βλει στοχημα - μιλνε, δε μιλνε τα ζα - επαν να κατβουν στο αχορι για να τ' ακοσουν. Ο νας, αυτς που πστευε τι μιλνε, κατβηκε απ πιο νωρς κουβαλντας τους γλυκ και ζαχαρωτ για να τα καλοπισει. Τα ζα ρχισαν να τρνε και να γλεφονται και να πιπιλνε και να καταπνουν τσι που ταν ρθε η ρα τους, ταν μπουκωμνα και δεν μπρεσαν να μιλσουν!
Μ
Απ πολ νωρς το Σπλαιο της Γννησης γινε τπος ιερο προσκυνματος. Οι δυσκολες του ταξιδιο ταν πειρες. Το πιστοποιε και το ρωσικ παραμθι που ακολουθε :
ια μρα να μυρμγκι, μια μυγολα κι να αυγ αποφσισαν να πνε να προσκυνσουν στη Βηθλεμ. Δρμο παρνουν, δρμο αφνουν. Στην αρχ λα πηγανουν καλ, αλλ γργορα φτνουν σ' να βουν. Δσκολα ανεβανουν, πιο δσκολα κατεβανουν. Στο κατβασμα λοιπν, το αυγ σπει. Δρμο παρνουν, δρμο αφνουν, μακρς ο δρμος, τους πιασε το κρο και το χινι. Της μυγολας μοσκεψαν τα φτερ και δεν μποροσε πια να πετξει.
Το μυρμγκι συνχισε το δρμο του σπου γλστρησε σ' να ποταμκι κι σπου να βγει, το νερ πγωσε και το να του ποδαρκι πιστηκε στον πγο. Ττε το μυρμγκι παρακλεσε τον λιο που εναι δυνατς να λισει τον πγο για να λευτερωθε το ποδαρκι του και να συνεχσει το ταξδι του. Ο λιος επε πως πιο δυνατ εναι το σννεφο, εκενο επε «ο αρας», ο αρας επε «ο τοχος», ο τοχος επε «η γη», η γη επε «ο Θες», κι ο Θες κανε σεισμ και τραντχτηκε η γη, πεσε ο τοχος, πρασε ο αρας, διαλθηκε το σννεφο, φνηκε ο λιος κι λιωσε τον πγο και λευτερθηκε το ποδαρκι του μυρμηγκιο που μπρεσε επιτλους να πει στη Βηθλεμ !
Βελγικ παραμθι

ταν κποτε νας παπουτσς που λο και φτχαινε. Κι ρθε η μρα που δεν του εχε απομενει παρ μνο να κομμτι δρμα σα για να φτιξει να ζευγρι παποτσια. Λυπημνος εκενο το βρδυ, πριν κοιμηθε πλωσε το δρμα πνω στον πγκο του για να φτιξει την λλη μρα το τελευταο ζευγρι παποτσια.
Αλλ την λλη μρα, πνω στον πγκο ταν τοιμο το ζευγρι τα παποτσια ! Και ταν τσο καλοφτιαγμνα, που δεν πρλαβε να τα βλει στη βιτρνα και ο πρτος που τα εδε τα αγρασε! Ο παπουτσς εχε τρα χρματα για μεγαλτερο δρμα, κι πως την πρτη φορ τσι και πλι, το πρω βρκε τα παποτσια τοιμα. Το διο γινταν πια κθε μρα. Ο παπουτσς γινε και πλι πλοσιος.
Πλησαζαν τα Χριστογεννα κι ο παπουτσς με τη γυνακα του αποφσισαν να παραφυλξουν για να δουν ποιος ταν ο ευεργτης τους.
Κι εδαν δυο μικρ γυμν ξωτικ που δπλωναν και κοβαν και ραβαν και κλλαγαν με προσοχ και μαεστρα.
Ο παπουτσς και η γυνακα του, για να ευχαριστσουν τους μικρος βοηθος τους, τους φτιαξαν ωραα κουστουμκια, καπλα και μπτες. Και την παραμον των Χριστουγννων φησαν τα δρα πνω στον πγκο, εκε συνθως φηναν το δρμα.
Τα ξωτικ τα φρεσαν, χοροπδησαν, τραγοδησαν και χθηκαν. Αλλ η ευτυχα που εχαν φρει στον παπουτσ και στη γυνακα του κρτησαν για πντα !!!
« Στη γη εχε πσει η βαθι σιωπ της πιο μεγλης νχτας του χρνου και, θα 'λεγε κανες τι, απ φβο μπως σπσει αυτ η σιωπ, η γη συγκρατοσε τις πηγς της και ο ουρανς τους ανμους του (…) Ο χρνος σβηνε μσα μια θεα αιωνιτητα.
Και ξαφνικ, σε μια στιγμ, γινε κτι που μας θμπωσε.
να ασυγκρτητο ργος χαρς διαπρασε ουραν και γη. να θρισμα απ αμτρητα φτερ αποκλυψε πλθος αγγελικν προδρμων που ρμησαν προς λες τις κατευθνσεις.
(...) λη η φση πανηγριζε. Τι εχε συμβε; Τποτε σχεδν. Εχαμε ακοσει μια αδναμη φωνολα να βγανει απ τη ζεστ σκι της φτνης, μια φων που δε θα μποροσε να προρχεται οτε απ νδρα, οτε απ γυνακα. ταν το συχο κλμα ενς νεογννητου ».
Μισλ Τουρνι
Μα εφτος σκφτηκα χι μνο να στολσω και πλι να δντρο, αλλ και να γρψω να παραμθι γι' αυτ. Κι τσι κανα. Το στλισα χι με πολχρωμες μπλες, αλλ με πολχρωμα πουλι ...
«Κι πειτα ρθε το χινι. ταν νχτα, βαθι μεσνυχτα, ταν πεσε πνω στη γη και στα δντρα. Και λα τα σκπασε με το λευκ του χρμα.
Μα ταν ξημρωσε και το φως του λιου πρασε αχν ανμεσα απ τα γκρζα σννεφα, ττε μσα στην απλυτη κυριαρχα του λευκο, κτι διαφορετικ ξεχριζε. Το λατο ταν. Χιονισμνο κι αυτ, κατλευκο. Μα ανμεσα στα ολλευκα κλαρι του, πνω στις χιονισμνες βελοντσες του, πολχρωμες πιτσιλις, λαμπερ πλουμδια ξεχριζαν - κατακτρινα και σκουροκκκινα, γκριζωπ με πρσινες βολες, μαρα με λευκς πινελις, γαλαζωπ και καφετι - κθε πουλ κι να πολχρωμο στολδι...
ταν καταχεμωνο. Στην καρδι μσα του χειμνα. Μσα στο απλυτο λευκ, να δντρο στολισμνο. Το πρτο λατο που γιορτιν στολστηκε ταν απ τα πουλι. Μετ πραν τη συνθεια αυτ και οι νθρωποι. Και την κνανε δικ τους».
Μνος Κοντολων
«"Μαζ θα περσουμε το χειμνα", επε το λατο» -Πατκης
Το δντρο μου αυτ το εδα να στκεται εκε στο πανμορφο Πλιο, κοντ στο σπτι μου, στο χωρι που το λνε γιος Λαυρντης.
Και στη συνχεια σκφτηκα να προσκαλσω κποιους φλους καλος, που πως κι εγ τους αρσει να γρφουν παραμθια. Τους ζτησα ο καθνας τους να φρει ως δρο να βιβλο του, να βιβλο του, μως, που θα μιλ για τα Χριστογεννα, την Πρωτοχρονι και τα Φτα. Και με ,τι το κθε βιβλο γρφει, να στολσουμε περισστερο το δικ μου το δντρο.
Πρτη απ' λους ρθε η Ελνη. Μαζ της εχε να αστρι - καλ δεν το 'χε σκεφτε; Κθε δντρο στην κορυφ του αξζει να χει να αστερκι.
« Ψηλ στον ουραν τα σννεφα που φερναν το χινι εχαν αραισει πολ. Αστρια κεντοσαν τον ουραν κι να ολοστργγυλο κτρινο φεγγρι.
ταν να αστρι που ξεχριζε απ τα υπλοιπα, τσο λαμπερ, που μπροστ του το φεγγρι μοιαζε να χνει λη τη λμψη του. Ταξδευε κι αυτ στον ουραν, μα, τσι πως περνοσε απ το ελατκι, σταμτησε για λγο το ταξδι του. ρθε κι κατσε ψηλ στην κορφ φωτζοντς τα ππλα που εχε τυλξει η αρχνη με τα υφδια της πνω του και τις παγωμνες χιονονιφδες στα κλαδι του. Το ελατκι λαμψε ολκληρο απ το φως».
Ελνη Δικαου
« Το ελατκι με το κκκινο σκουφ » - Πατκης
Τους κρασα ζεστ τσι του βουνο και τον μορφο μπακλαβ που εχε φτιξει, στην ταβρνα της η κυρα – Φρσω.
Τα Χριστογεννα σε λγο θα ρχονταν, θα φεγανε, θα ’ τανε η σειρ της Πρωτοχρονις κι οι φλοι μου λοι ακμα δεν εχαν φτσει.
Μα πως πντα, τσι και τρα φνηκα ανυπμονος. ξω απ το καλντερμι ακοστηκε ο χος απ καμπανκια που χτυποσαν και ο θρυβος που κνουν οι οπλς των ζων. Κι πειτα πλι η πρτα νοιξε και να μια ακμα φιλενδα – η Κρα. Πσω απ την πλτη της ξεχωρσαμε να σωρ πακτα …
<< Ο Α – Βασλης σκυψε πνω απ το λκηθρο. ταν φορτωμνο ως επνω με παραφουσκωμνα σακι.. Μερικ μλιστα ταν τσο γεμτα, που τα κορδονκια με τα οποα ταν δεμνα δεν φταναν να τα κρατσουν κλειστ κι απ μσα ξεχελιζαν λα τα παιχνδια του κσμου : φασουλδες και λοτρινα ζωκια, αυτοκινητκια και ρομπτ που τα φωτκια τους αναβσβηναν συνχεια κκκινα και πρσινα, και να σωρ λλα παιχνδια. Σε λλα σακι, που δειχναν ακμα πιο βαρι, πρπει να υπρχαν βιβλα, γιατ τα τετργωνα και μακρστενα σχματ τους διαγρφονταν καθαρ μσα στη λιντσα >>.
Κρα Σνου
<< Χριστουγεννιτικο ρομπτ και λλες ιστορες >> - Κδρος
Μαζευτκαμε λοι και πλι γρω απ το τζκι. Πναμε το τσι μας, μασουλοσαμε τους κουραμπιδες που μου εχε στελει η γειτνισσ μου στο χωρι, η Ελνη, και ο καθνας μας λεγε ποιο απ τα παιδικ του παιχνδια περισστερο αγαποσε. Οι πιο πολλο θυμθηκαν το αστρι που στλιζαν τα δικ τους δντρα, μα ττε ταν που εγ σηκθηκα να ανοξω την πρτα – που κποιος την εχε χτυπσει – και να που κι ο Ευγνιος μπκε στη συντροφι μας και σε λγο κι αυτς πρε το λγο και θυμθηκε τα δικ του παιδικ νειρα και διαφνησε με τους λλους …
<< Και τι θα καταλβεις αν αγγξεις να αστερκι ; χαμογλασε η κουκλτσα. Εν αν αγγξεις εμνα, αν με αγκαλισεις, αν με φιλσεις, αν με αγαπσεις, ποιος ξρει, μπορε να σ’ αγαπσω κι εγ. Βλπεις εκενο εκε το κουτ με το ροζ περιτλιγμα και τη βυσσινι κορδλα στη βση του δντρου ; Ε, λοιπν, εκε μσα βρσκεται να πανμορφο κουκλσπιτο με λαγουδνια ταπετσαρα στην κρεβατοκμαρα και τοσοδολικα σερβτσια στην τραπεζαρα >>.
Ευγνιος Τριβιζς
<< Το ποντικκι που θελε να αγγξει να αστερκι >> - Ελληνικ Γρμματα
Οι φλοι με ρωτοσαν αν περμενα κι λλους επισκπτες, αν εχα φροντσει για να χουμε σε λγες μρες και τη βασιλπιτα. Δεν πρφτασα να τους καθησυχσω, το κανε στη θση μου ο Βαγγλης που μπκε μσα στο σπτι τινζοντας το χινι απ το κκκινο κασκτο του.
<< Ακοστε >>, επε ο επισκπτης. << Κποτε στην περιοχ μου , στην Καππαδοκα, ρθε νας φιλοχρματος παρχος. βαλε, λοιπν, τσο μεγλους φρους, που οι νθρωποι δεν καταφρνανε ποτ να τους πληρσουν. Σκφτηκα ττε και μζεψα λο το βιος τους, χρυσαφικ , κοσμματα, φλουρι. Τα πρα μαζ μου και πγα σ’ αυτν τον παρχο. Του επα : Να, πρε τον κπο αυτν των ανθρπων, στρησ τους τα πντα κι αυτο ποτ δε θα ξεχσουν τι η ζω τους καταστρφηκε εξαιτας σου . Του επα κι λλα και τελικ τον κανα να καταλβει το λθος του. Μου ζτησε να τα επιστρψω λα. Πς μως να γριζα τα χρυσαφικ στους ιδιοκττες τους ; Οι νθρωποι, ταν χουν να μοιρσουν πλοτη, ποτ δε συμφωνον και διχνοια βρσκει ευκαιρα και τρυπνει ανμεσ τους. φτιαξα ττε γλυκς πτες, βαλα μσα ,τι μου εχε δσει ο καθνας και τους τις μορασα. Καννας δεν παραπονθηκε. λοι πραν αυτ που πρεπε >>.
Βαγγλης Ηλιπουλος
Γρψε κι εσ αν χεις μπνευση να
Ελληνικ παραμθι