Upload
others
View
14
Download
0
Embed Size (px)
Citation preview
1 α ν α σ τόχάσ ύοο -ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ
ΝΙΚΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ
ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΑΡΒΕΪ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ
Ιστορία και παρόν
1
ΣΕΙΡΑ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ
ΟΥΙΛΙΑΜ ΓΚΡΕΪΝΤΕΡ Ο μανιακός καπιταλισμός
(Ο καπιταλισμός που καταβροχθίζει τα παιδιά τον)
ΣΤΙΒΕΝ Μ. ΓΟΥΟΛΤΣτρατηγικές αντίστασης στην ηγεμονία
των ΗΠΑ ΑΜΙΤΑΪ ΕΤΖΙΟΝΙ
Η κοινωνία της υπευθυνότητας (Κοινωνικότητα και ατομισμός)
ΤΕΡΥ ΙΓΚΛΕΤΟΝΟι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας
ΜΑΙΚΛ ΙΓΚΝΑΤΙΕΦ Τα ανθρώπινα δικαιώματα
ως πολιτική και ως ειδωλολατρία ΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΓΓΕΛΣ
Ο γαλαξίας του διαδικτύου (Στοχασμοί για το διαδίκτυο,
τις επιχειρήσεις και την κοινωνία) ΡΟΜΠΕΡΤ ΚΕΪΓΚΑΝ
Παράδεισος και εξουσία (Η Αμερική και η Ευρώπη
στη Νέα Τάξη Πραγμάτων) ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΛΑΨΗΣ (Επιμέλεια)
Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο
(Ένας οικουμενικός διάλογος)ΝΙΚΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ
Παγκοσμιοποίηση (Η ιστορική θέση, το μέλλον
και η πολιτική σημασία)Το ενεργητικό δημοκρατικό κράτος (Εθνικό κράτος και παγκοσμιοποίηση)
ΠΩΛ ΚΡΟΥΓΚΜΑΝΗ μεγάλη κάμψη
(Η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης) Θεωρητικός από σύμπτωση (και άλλα αποσπάσματα από
μια άχαρη επιστήμη)ΠΙΕΡ ΛΑΣΚΟΥΜ
Διαφθορά ΝΙΚΟΣ ΛΕΑΝΔΡΟΣ
Το διαδίκτυο (Ανάπτυξη και αλλαγή)
ΤΟΜΑΣ ΜΑΓΕΡ Η πολιτική ως θέατρο
(Η νέα εξουσία της ηθοποιίας)
ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΜΠΑΡΜΠΕΡ Ο κόσμος των Mac
κόντρα στους Τζιχάντ (Η παγκοσμιοποίηση και ο φονταμενταλιομός εχθροί της δημοκρατίας και της ελευθερίας)
ΟΥΛΡΙΧ ΜΠΕΚ Τι είναι παγκοσμιοποίηση;
(Λανθασμένες αντιλήψεις και απαντήσεις) Ελευθερία ή καπιταλισμός
(Συζητήσεις με τον Γιοχάνες Βάμ) ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΡΑΟΥΝ
Η δικτατορία στον κυβερνοχώρο (Το τέλος της δημοκρατίας στην εποχή
της πληροφορικής)ΧΕΡΦΡΙΝΤ ΜΥΝΚΛΕΡ
Οι νέοι πόλεμοι(Νέοι εχθροί και νέες μορφές πολέμου)
ΜΑΙΚΛ ΟΥΟΛΖΕΡ Περί ανεκτικότητας
(Για τον εκπολιτισμό της διαφοράς) ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΣΑΣΟΥΝ
ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ Ανάπτυξη και σταθεροποίηση (Α τόμος)
Κρίση και προοπτικές (Β' τόμος) ΑΜΑΡΤΥΑ ΣΕΝ
Για την ηθική και την οικονομία Επανεξετάζοντας την ανισότητα
Η ανάπτυξη ως ελευθερία ΚΡΙΣ ΚΑΙ ΤΣΑΡΛΣ ΤΙΛΥ
Η εργασία στον καπιταλισμό NOAM ΤΣΟΜΣΚΙ
Οι έχοντες και οι μη κατέχοντες (Οι κοινωνικοί αγώνες σήμερα)
Κέρδος και πολίτης (Νεοφιλελευθερισμός και παγκόσμια τάξη)
Εκπαίδευσηχωρίς ελευθερία και κρίση
(Νεοφιλελευθερισμός και παγκόσμια τάξη) Η αρχιτεκτονική της γλώσσας
ΦΡΕΝΤ ΧΑΛΙΝΤΕΪ Ο κόσμος μετά το 2000
ΓΙΟΥΡΓΚΕΝ ΧΑΜΠΕΡΜΑΣ Η διάσπαση της Δύσης
ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΑΡΒΕΪ Ο νέος ιμπεριαλισμός Νεοφιλελευθερισμός (Ιστορία και παρόν)ΓΙΟΡΓΚ ΧΟΥΦΣΜΙΝΤΠολιτική οικονομία
των χρηματιστηριακών αγορών
ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΑΡΒΕΪ
ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣΙστορία και παρόν
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
ΑΡΙΑΔΝΗ ΑΛΑΒΑΝΟΥ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
® Copyright David Harvey, 2005. A Brief History o f Neoliberalism was originally published in English in 2005. This translation is published by arrangement with Oxford University Press.
® Copyright Ντέιβιντ Χάρβεϊ, 2005. Νεοφιλελευθερισμός. Ιστορία και παρόν πρωτοεκδόθη- κε με τον τίτλο Μια σύντομη ιστορία του Νεοφιλελευθερισμού στα αγγλικά το 2005. Η παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία του Oxford University Press.
° Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2006
Έτος 1ης έκδοσης: 2007
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου καί γενικότερα της όλης αι
τούν. 2Γ21/1993. ,ζ ,μΕφ b' n 6 ^ η ^ ζ’ ^ μετ y t ° '
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: David Harvey, A Brief History o f Neoliberalism
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.Ζαλόγγου 11,106 78 Αθήνα ® 210-330.12.08 - 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail: [email protected]
www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-4526-1
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Κατάλογος Σχημάτων και Π ινάκω ν.................................................. 8Ευχαριστίες.......................................................................................... 9
Καπιταλιστική ανασυγκρότηση και νεοφιλελευθερισμόςΠρόλογος τον Ν. Κ οτζιά ...................................................................... 11Εισαγωγή ............................................................................................ 231. Η Ελευθερία είναι απλώς μία ακόμη λέξη...................................... 292. Η οικοδόμηση συναίνεσης.............................................................. 683. Το νεοφιλελεύθερο κράτος.............................................................. 974. Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση................................................ 1245. Νεοφιλελευθερισμός «με κινεζικά χαρακτηριστικά».................... 1626. Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο ................................................ 2007. Η προοπτική της ελευθερίας.......................................................... 237
Βιβλιογραφία ....................................................................................... 265Σημειώσεις............................................................................................ 277Ευρετήριο ............................................................................................ 291
Νεοφιλελευθερισμός
ΣΧΗΜ ΑΤΑ Κ Α Ι Π ΙΝ Α Κ ΕΣ
1.1 Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970: πληθωρισμόςκαι ανεργία στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, 1960-1987 .................. 40
1.2 Το κραχ του πλούτου της δεκαετίας του 1970: μερίδιο περιουσιακών στοιχείων που κατέχειτο ανώτερο 1% του πληθυσμού των ΗΠΑ, 1922-1998 .............. 42
1.3 Η παλινόρθωση της ταξικής ισχύος: το μερίδιοτου ανώτερου 0,1% του πληθυσμού στο εθνικό εισόδημα,ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία, 1913-1998 ...................................... 43
1.4 Η συγκέντρωση πλούτου και εισοδηματικής δύναμης στις ΗΠΑ: αμοιβή διευθυνόντων συμβούλων στις ΗΠΑ σε σχέση με τους μέσους μισθούς 1970-2003 και μερίδιαπλούτου των πλουσιότερων οικογενειών, 1982-2002 ................ 44
1.5 Το «σοκ Βόλκερ»: μεταβολές του πραγματικούεπιτοκίου, ΗΠΑ και Γαλλία, 1060-2001 ...................................... 50
1.6 Η επίθεση στους εργαζόμενους: πραγματικοί μισθοίκαι παραγωγικότητα στις ΗΠΑ, 1960-2000 ................................. 51
1.7 Η φορολογική επανάσταση των ανώτερων τάξεων: φορολογικοί συντελεστές των ΗΠΑ για τις υψηλότερες και τις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες,1913-2003 ....................................................................................... 53
1.8 Τα πλεονάσματα που αποσπάστηκαν από το εξωτερικό: ποσοστό απόδοσης ξένων και εγχωρίων επενδύσεωνστις ΗΠΑ, 1960-2002 ..................................................................... 58
1.9 Η εισροή φόρου υποτέλειας στις ΗΠΑ:κέρδη και κεφαλαιακό εισόδημα από τον υπόλοιποκόσμο σε σχέση με τα εγχώρια κέρδη ...................................... 58
4.1 Παγκόσμια διάταξη άμεσων ξένων επενδύσεων, 2000 ............. 1294.2 Η διεθνής κρίση του χρέους των ετών 1982-1985 ...................... 1334.3 Η απασχόληση στους μείζονες τομείς maquila
στο Μεξικό 2000 ................................................................................ 1414.4 Η Νότια Κορέα εξαπλώνεται στο εξωτερικό:
άμεσες ξένες επενδύσεις, 2000 .......................................................... 1495.1 Η γεωγραφία του ανοίγματος της Κίνας στις ξένες
επενδύσεις τη δεκαετία του 1980 .................................................... 1755.2 Αυξανόμενη εισοδηματική ανισότητα στην Κίνα: αγροτικές
και αστικές περιοχές, 1985-2000........................................................ 189
8
Περιεχόμενα
6.1 Ποσοστά παγκόσμιας οικονομικής μεγέθυνσης, ετήσιακαι ανά δεκαετίες, 1960-2003 ...................................................... 203
6.2 Η ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου: καθαρή αξία και ποσοστά κέρδους γιατις χρηματιστικές και μη χρηματιστικές εταιρείεςστις ΗΠΑ, 1960-2001 ..................................................................... 207
7.1 Η επιδεινούμενη θέση των ΗΠΑ στις παγκόσμιες ροές κεφαλαίου και ιδιοκτησίας, 1960-2002: εισροή και εκροή επενδύσεων στις ΗΠΑ και μεταβολή στα μερίδια ξένης ιδιοκτησίας........................................................................ 246
Π ΙΝ Α Κ Ε Σ
5.1 Μέτρα κεφαλαιακών εισροών: ξένα δάνεια, άμεσες ξένεςεπενδύσεις και εργολαβικές συμμαχίες, 1979-2002 .................... 167
5.2 Μεταβολή στη δομή της απασχόλησης στην Κίνα, 1980-2002 ... 172
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Τα Σχήματα 4.1,4.3,4.4 και 5.1 αναπαράγονται με την ευγενική άδεια του Guilford Press από το βιβλίο του Ρ. Dicken, Global Shift: Reshaping the Global Economic Map in the 21st Century, 4η έκδοση, 2003.To Σχήμα 1.3 αναπαράγεται με την ευγενική άδεια των περιοδικών του MIT Press από το άρθρο των Thomas Piketty και Emmanuel Saez, «Income Inequality in the United States, 1913- 1988», The Quarterly Journal o f Economics 118:1 (Φεβρουάριος, 2003).To Σχήμα 5.2 αναπαράγεται με την ευγενική άδεια του J. Perloff, από το Wu, X. και Perloff, J., China’s Income Distribution over Time: Reasons for Rising Inequality. CUDARE Working Papers 977.To Σχήμα 6.1 αναπαράγεται με την ευγενική παραχώρηση ταυ Verso Press από το R. Pollin, Contours o f Descent, 2003.Τα Σχήματα 1.4,1.7,1.8.1.9 και 7.1 αναπαράγονται με την ευγενική άδεια του Gerard Dumenil και είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα http://www.cebremap.ens.fr/levy.Τα Σχήματα 1.2, 1.5 και 6.2 ανατυπώνονται με την άδεια του εκδότη από το βιβλίο Capital Resurgent: Roots o f the Neoliberal Revolution, των Gerard Dumenil και Dominique Levy, σε μτφρ. Dereck Jeffers, Κέιμπριτζ: Harvard University Press, κόπιραϊτ 2004, του προέδρου και των μελών του Κολεγίου του Χάρβαρντ.Το Σχήμα 4.2 αναπαράγεται με την ευγενική παραχώρηση του οίκου Blackwell Publishing, από το S. Corbridge, Debt and Development, 1993.
9
Π ΡΟ Λ Ο ΓΟ Σ
jΚαπιταλιστική ανασυγκρότηση και νεοφιλελευθερισμός
του Νικου Κ ο τ ζ ια
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ TOY D. HARVEY ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ
στη σειρά «Αναστοχασμός». Το πρώτο αφορούσε τον «Νέο Ιμπεριαλισμό» και κυκλοφόρησε πριν από ένα χρόνο. Σε εκείνο το πρώτο βιβλίο,
ο γνωστός καθηγητής της Νέας Υόρκης έδειξε πως στο παλαιότερο σύστημα καπιταλιστικής συσσώρευσης προστίθεται το πιο σύγχρονο, εκείνο της συσσώρευσης μέσα από την αρπαγή. Μια διαδικασία που σε πολλά θυμίζει την πρωταρχική συσσώρευση όπως την περιέγραψε ο Κ. Μαρξ στα τελευταία κεφάλαια του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου (1954, 584-798). Ο Harvey υποστηρίζει ότι στις σύγχρονες συνθήκες αυτές οι δύο μέθοδοι αρπαγής, παλιάς και νέας, συνυπάρχουν και απαιτούν ανάλογη συνύπαρξη των διαφορετικών ρευμάτων και κινημάτων που τις αντιμάχονται, τόσο του «παλιού» εργατικού κινήματος, σε όλες τις πολιτικές και συνδικαλιστικές παραλλαγές του, όσο και των νέων κινημάτων που αρθρώνονται γύρω από τη συσσώρευση μέσω της αρπαγής.
Το παρόν βιβλίο είναι μια εντυπωσιακή ανάλυση του νεοφιλελευθερισμού και του ρεύματος που συγκροτήθηκε στην πρακτική πολιτική από τους Θάτσερ και Ρέιγκαν, από αντιδραστικά-φασιστικά καθεστώτα όπως εκείνο του Πινοτσέτ, αλλά και από την ηγεσία της Ρωσίας της δεκαετίας του ’90 του προηγούμενου αιώνα, καθώς και εκείνης του Κομουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Η τελευταία μπόρεσε να κάνει έγκαιρα στροφή προς τον επιθετικό καπιταλισμό σε αντίθεση με το ΚΚΣΕ που και από την εξουσία απομακρύνθηκε, αλλά και δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.1 Πολλά δε στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού ενσωμα-
1. Πέρα από όσα διεισδυτικά αναφέρονται στο παρόν βιβλίο (ιδιαίτερα στο Κεφάλαιο 5), κατά τη γνώμη μου, η διαφορετική πορεία της ΕΣΣΔ από τη Λ.Δ. της Κίνας ο-
Νεοφιλελευθερισμός
χώθηκαν ακόμα και στις «κοινωνικές δημοκρατίες» όπως είναι οι σκανδιναβικές χώρες. Αποτέλεσαν δε το θεμέλιο των επιλογών των διεθνώς δρώντων θεσμών, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα, των παγκόσμιων αγορών και των υπερεθνικών επιχειρήσεων.
Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΩΣ ΡΕΥΜΑ
Ο νεοφιλελευθερισμός είχε ως αφετηρία του τη σφαίρα της οικονομίας και των οικονομικών σχέσεων. Επεδίωξε, όμως, ταυτόχρονα, να μεταφέρει τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις από την οικονομία στην πολιτική. Το ίδιο είχε συμβεί προηγούμενα και με τις θεωρίες της «ορθολογικής επιλογής». Πρόκειται για ένα ρεύμα με έντονο οικονομισμό, που δεν κατανοεί ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένα ον χωρίς συναισθηματισμούς, δεσμεύσεις, αξίες και αρχές. Οικονομισμός που υποθέτει ότι άνθρωπος γνωρίζει, σαν ηλεκτρονικό δικτυακό σύστημα, το σύνολο των πληροφοριών που υπάρχουν στον κόσμο και συνεχώς επιλέγει, σκεπτόμενος πλήρως ορθολογικά τις ανάγκες του, το τι πρέπει να πράξει τόσο στην αγορά αγαθών, όσο και στην κοινωνική του καθημερινότητα και στις πολιτικές του δραστηριότητες. Τέτοιοι άνθρωποι δεν υπάρχουν στην κοινωνία και στην πολιτική, παρά μόνο ως «ιδεατά μοντέλα» για τη μεθοδολογική διερεύνηση πτυχών της πραγματικότητας.2 Για αυτό, δεν εί
φείλεται σε τρεις παράγοντες. Πρώτον, το Κ. Κ. Κίνας λειτούργησε πολλαπλώς στη βάση της κινέζικης παράδοσης γραφειοκρατικών μηχανισμών, ιδιαίτερα των Μανδαρίνων, των οποίων την ιστορική συνέχεια αποτελεί σήμερα. Αντίθετα, ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του ΚΚΣΕ ήταν δυσκίνητος και έφερε πάνω του τα χαρακτηριστικά της τσαρικής παράδοσης. Δεύτερον, ο κινέζικος καπιταλισμός στηρίχθηκε, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, σε Κινέζους επιχειρηματίες της διασποράς, που μετέφεραν επενδύσεις, τεχνολογία, πείρα στην οργάνωση του καπιταλισμού πολύ μεθοδικά και με κατανόηση των κινέζικων ιδιαιτεροτήτων. Υπήρξαν δε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι κύριοι επενδυτές, εκείνοι που αξιοποίησαν τα «κινέζικα ανοίγματα». Αυτοί σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση του Μακάο και του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα εμπότισαν τον κινέζικο καπιταλισμό με πείρα και προοπτική. Τέλος, το Κ.Κ. Κίνας, υπήρξε ουσιαστικά ο πρώτος μηχανισμός στη σύγχρονη ιστορία της, που την έβγαλε -ήδη από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60- από τις αυταπάτες της απομόνωσης στην εποχή της διεθνοποίησης, τη συνέδεσε με τον διεθνή περίγυρο και, τελικά, την εισήγαγε με νηφαλιότητα, έστω και α- ντιδημοκρατικά, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.
2. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πλέον σύγχρονες προσεγγίσεις στην κατεστημένη οικονο-
12
Πρόλογος
ναι τυχαίο ότι, στην πραγματικότητα, πουθενά δεν εφαρμόστηκε με πληρότητα ο νεοφιλελευθερισμός. Και αυτό, τόσο διότι δεν υπάρχει μια θεωρητική καθαρότητα στο εσωτερικό του, όσο και διότι η θεωρητική του αντιφατικότητα συνοδεύεται από αντιφάσεις στην πράξη, καθώς και από μια συνεχή αντίφαση ανάμεσα στις διακηρύξεις και στην πρακτική του. Οι δήθεν καθαρές διακηρύξεις εμποτίζονται σε μια κοινωνική πραγματικότητα που τις ευνουχίζει, στην καλύτερη για εκείνες περίπτωση, και κατά κανόνα τις τροποποιεί και τις φέρνει στα μέτρα της. Πρόκειται για διαδικασία που εντοπίζει και εξηγεί ο συγγραφέας του παρόντος.
Ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί ένα ρεύμα εντός της οικονομίας που δεν ταυτίζεται ούτε με τον πολιτικό φιλελευθερισμό ούτε με το συντηρητισμό, αλλά ούτε και με το νεοσυντηρητισμό (για τη σχέση νεοφιλελευθερισμού και συντηρητισμού, βλ. αναλυτικότερα Κοτζιάς 1993). Ο πολιτικός φιλελευθερισμός αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τις δυνατότητες του ατόμου στα πλαίσια της κοινωνίας. Ο νεοφιλελευθερισμός α- ποκόπτει το άτομο από την κοινωνία και το κάνει καταναλωτή της αγοράς. Το κάνει, όπως λέει στο καινούργιο του βιβλίο ο Β. Barber (2007), από άτομο-πολίτη άτομο-καταναλωτή. Η ελευθερία του πολίτη είναι μια ελευθερία ενάντια στις κρατικές παρεμβάσεις που διασφαλίζεται μέσα από ένα δεσμευτικό κοινωνικό συμβόλαιο. Η «ελευθερία» του καταναλωτή είναι η υποταγή του στις απαιτήσεις της αγοράς σε συνάρτηση με το πραγματικό του εισόδημα. Η τυπική ισότητα που διασφαλίζεται νομικά δεσμευτικά, ακόμα και διά του συντάγματος, για τους πολίτες αναιρείται από τα θεμέλια ανισότητας επί των οποίων δρα η αγορά. Ανισότητα στην πληροφόρηση, στη δυνατότητα εργασίας, στο διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα. Ο νεοφιλελευθερισμός, σε αντίθεση με το συντηρητισμό, δεν επιδιώκει την εδραίωση κοινωνικών εξουσιών και ισχύος με την επίκληση παραδοσιακών δεσμών και θεσμών (όπως η οικογένεια και η εκκλησία) που συνοδέυσαν τον καπιταλισμό την εποχή της πρωταρχικής συσσώρευσης και αργότερα, αλλά είναι έτοιμος να σκορπίσει στους πέντε ανέμους κάθε κοινωνικό δεσμό και κάθε ιστορικό θεσμό, που δεν επιτρέπει την κατάκτηση όλων των σφαιρών ανθρώ-
μία, με την αξιοποίηση σύγχρονων εργαλείων και μετρήσεων, έχουν ανακαλύψει τη σημασία του ανθρώπινου παράγοντα έναντι της αγοράς και θέτουν στο επίκεντρο της μελέτης τους όχι τις «καθαρές» αγορές, αλλά τη συμπεριφορά των ανθρώπων, τον πολιτισμό και τις εθνικές ιδιαιτερότητες (βλ. επί παραδείγματι Coyle 2007).
Νεοφιλελευθερισμός
πινης δράσης από τη «λογική» για περισσότερα κέρδη του κεφαλαίου. Ο νεοφιλελευθερισμός διακηρύττει την αρχή του καπιταλιστικού κέρδους όχι ως την καλύτερη αρχή για την οικονομία και μόνο, αλλά για κάθε δράση του ανθρώπου, εντός ή και εκτός της αγοράς. Προτίθεται, επιδιώκει και επιβάλλει τη συμπερίληψη στην αγορά και στους νόμους ισχύος που τη διέπουν κάθε ανθρώπινης δράσης. Παιδεία, υγεία, αστυνομία, φυλακές, όλες οι λειτουργίες του κράτους (όπως κοινωνικές και ασφάλειας), όλες οι απαραίτητες λειτουργίες για την αναπαραγωγή της κοινωνίας μπορούν να τεθούν, κατά τη γνώμη του, στην άμεση υπηρεσία κεφαλαίων και αγορών, αρκεί τα πρώτα να διαβλέπουν δυνατότητα νέων κερδών σε αυτές και οι δεύτερες να έχουν «ωριμάσει» επαρκώς για να συμπεριλάβουν αυτές τις δράσεις στους κόλπους τους. Και αυτό γίνεται κατά κανόνα μέσα από την υπερεθνική δράση, πριν α π’ όλα από τις παγκόσμιες αγορές.
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Χάρβεϊ επιδιώκει να ανασυγκροτήσει την κλασική πολιτική οικονομία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Τόσο στο βιβλίο του Ο νέος ιμπεριαλισμός,3 όσο και στο παρόν βιβλίο, αναδεικνύει την πολιτική οικονομία του νεοφιλελευθερισμού. Τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπεί, τις αλλαγές που προωθεί. Τον Ντ. Χάρβεϊ δεν τον απασχολεί τόσο η θεωρητική-ιδεολογική συνεκτικότητα του νεοφιλελευθερισμού και δεν μελετά διεξοδικά την ιδεολογική συνέπειά του. Εκείνο που αναζητά είναι οι λόγοι για τους οποίους το νεοφιλεύθερο θεώρημα υπήρξε το τσιμέντο ανάπτυξης μιας συγκεκριμένης παραλλαγής του καπιταλισμού στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Δεν θεωρεί το νεοφιλελευθερισμό ένα απλό ιδεολόγημα που με ένα μυστηριώδη τρόπο μπόρεσε να κατα- κυριεύσει τον κόσμο. Αντίθετα, πιστεύει ότι εκφράζει δομικές ανάγκες και προσαρμογές του καπιταλισμού σε μια εποχή που υπερέβαινε τον εθνικό τρόπο οργάνωσής του.4 Δείχνει ότι αυτό το απαίτησαν με μια έν
3. Σειρά Αναστοχασμός, Καστανιώτης, 2006.4. Και α π ’ αυτή τη σκοπιά, είναι σχετικά άδικη η κριτική που έγινε στον Harvey ότι
δεν ασχολήθηκε επαρκώς με την πολιτική θεωρητική συγκρότηση του ρεύματος του νεοφιλελευθερισμού (όπως έκανε επί παραδείγματι ο Schwarzmantel 2007). Και αυτό διότι ο Νεοϋορκέζος καθηγητής επιδιώκει να απαντήσει στο πώς και γιατί μπόρεσε να κυ-
14
Πρόλογος
νοια οι ταξικές ανάγκες των κυρίαρχων ομάδων, πιο σωστά των νέων ισχυρότερων μερίδων τους.
Η πιο πάνω απαίτηση, βέβαια, στηριζόταν στις ίδιες τις ανάγκες συσσώρευσης του κεφαλαίου που σε συνδυασμό με τις δυνατότητες που διαμόρφωσαν οι νέες τεχνολογίες και οι κοινωνικοί συσχετισμοί (στους οποίους ασφαλώς εντάσσονται και οι κυριαρχίες στις ιδεολογικές αντιθέσεις καθώς και τα κυρίαρχα discourse) οδήγησαν ή ορθότερα επέτρεψαν την ανασυγκρότηση του καπιταλισμού και την κυριαρχία, όπως τόσο διεισδυτικά δείχνει ο Γ. Χούφσμιντ (2006), του χρηματιστηριακού κεφαλαίου.
Το χρηματιστηριακό κεφάλαιο δεν κυριαρχεί μόνο επί της κοινωνίας εν γένει, αλλά και επί των κεφαλαίων, ειδικότερα, που είναι επενδυμένα αποκλειστικά στη σφαίρα της παραγωγής. Πρόκειται για την κυριαρχία των χρηματοπιστωτικών αγορών επί των αγορών εμπορευμάτων. Των υπερεθνικών επί του συνόλου των υπόλοιπων -κατά κανόνα εθνικά οργανωμένων- επιχειρήσεων, αλλά και επί των παλιού τύπου πολυεθνικών της εποχής της διεθνοποίησης.
Ο νεοφιλελευθερισμός είχε μακρά ιστορία ως ιδεολογικό ρεύμα, αλλά μπόρεσε να κυριαρχήσει μόνο αφ’ ης στιγμής οι αντικειμενικές συνθήκες το επέτρεψαν. Τόσο διότι οι αναδιαρθρώσεις του συστήματος πίεζαν, όσο και διότι οι κυρίαρχες ελίτ έβλεπαν στο νεοφιλελεύθερο στρατήγημα ένα «εργαλείο» καθοδήγησης της δράσης τους, αλλά και διασφάλισης της συναίνεσης της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αυτό έγινε χάρη σε τρεις παράγοντες. Τον πρώτο τον υπογραμμίζει ο συγγραφέας, τον δεύτερο τον αναφέρει, τον τρίτο δεν τον συμπεριλαμβάνει στην ανάλυσή του. Ο πρώτος είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίστηκε στο πεδίο της πολιτικής με συνθήματα κύρους, έχοντας ως σημαία του την ελευθερία και άλλες αξίες. Αξίες που τις έθεσε στην υπηρεσία συμφερόντων τα οποία κάθε άλλο παρά τις εξυπηρετούσαν. Αυτή την αντίφαση, νομίζω, μας τη δείχνει ο συγγραφέας του παρόντος με μεγάλη ε- νάργεια. Ο δεύτερος είναι το γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός μπόρεσε να εμφανιστεί με τρόπο πειστικό ως ένα κλειστό σύστημα συνολικής λύσης των προβλημάτων που εμφάνιζε ο καπιταλισμός. Έτσι μπόρεσε να δώσει κοινωνική πλειοψηφία σε ένα σχέδιο μειοψηφικό. Επειδή δε
ριαρχήσει αυτό ίο ιδεολόγημα μέσα στην πρακτική και όχι τόσο τις ιστορικές-θεωρητι- κές αναφορές του παρά μόνο αν κάτι τέτοιο υπηρετεί τον κεντρικό στόχο που έχει θέσει.
Νεοφιλελευθερισμός
είχε αυτά τα δύο πλεονεκτήματα, μπόρεσε συχνά να εξυπηρετήσει τις α- νερχόμενες ομάδες των κυρίαρχων ομάδων (διευθυντές και ιδιοκτήτες των νέων ανερχόμενων μερίδων του κεφαλαίου) εις βάρος ακόμα και των συμφερόντων παλαιότερων μερίδων των κυριάρχων. Αυτό σημαίνει ότι η ανασυγκρότηση του καπιταλισμού σήμανε και ανασυγκρότηση του ίδιου του μπλοκ των κυρίαρχων ομάδων στην κοινωνία. Ο τρίτος παράγοντας είναι ότι η Αριστερά, ιδιαίτερα έντονα στην Ελλάδα, δεν α- ντιλήφθηκε έγκαιρα τις αλλαγές που γίνονταν στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και την πολιτική αρένα. Δεν κατέγραψε την εμβέλεια της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού.
Στη δεκαετία του ’90 ήταν λίγα και μικρά τα τμήματα της Αριστεράς που ασχολήθηκαν με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα μόνο μια μικρή ομάδα ανθρώπων που εξέδιδαν το περιοδικό Επιστημονική Σκέψη και αργότερα τη Διαλεκτική ασχολήθηκε συστηματικά με τις μετατοπίσεις της ΝΔ από τη «λαϊκή Δεξιά» στη νεοφιλελεύθερη και με τη συνολική ανασυγκρότηση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, αλλά και του καπιταλισμού παγκοσμίως. Ως ολότητα, η ελληνική Αριστερά δεν αντιλήφθηκε τη νεοφιλελεύθερη μορφοποίηση της παγκοσμιοποίησης έγκαιρα ή, ακόμα χειρότερα, ταύτισε τη νεοφιλελεύθερη παραλλαγή της παγκοσμιοποίησης με τις ίδιες τις αντικειμενικές διαδικασίες που συμπεριλαμβάνονται στην παγκοσμιοποίηση. Με άλλα λόγια, δεν μπόρεσε να διαφοροποιήσει τις αντικειμενικές διαδικασίες από την υποκειμενική τους μορφοποίηση, τις νέες σχέσεις φύσης-ανθρώπου και τεχνολογικού τρόπου παραγωγής από την επικυριαρχία τους από τον κυρίαρχο κοινωνικό τρόπο παραγωγής, τον καπιταλισμό, και τη σημερινή στρατηγική ανάπτυξή του, κυρίως το νεοφιλελευθερισμό. Με αυτό τον τρόπο, η Αριστερά πέταξε μαζί με τα βρόμικα νερά και το παιδί. Συνόδεψε την άρνηση στη νεοφιλελεύθερη παραλλαγή του καπιταλισμού με την άρνηση να μελετήσει τα νέα φαινόμενα της παγκοσμιοποίησης και της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Παρανοήσεις στην ανάλυση εκ μέρους μεγάλων τμημάτων της Αριστε- ράς οδήγησαν στην απόρριψη της αντικειμενικής πλευράς της παγκοσμιοποίησης και στην καθυστερημένη ενασχόληση με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση. Σε πολιτικό επίπεδο, το τελευταίο έγινε, σχεδόν 20 χρόνια μετά τις πρώτες αναλύσεις της ομάδας του περιοδικού Επιστημονική Σκέψη.
Η καπιταλιστική ανασυγκρότηση αποτελεί μια στρατηγική η οποία αξιοποιεί την παγκοσμιοποίηση προς όφελος του κεφαλαίου, εις βάρος
ιό
Πρόλογος
των εργαζομένων. Προς όφελος του ιδιωτικού τομέα, εις βάρος του δημόσιου και με την ιδιοποίηση του τελευταίου από τον πρώτο. Στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αξιοποιεί τις δυνατότητες που διαμορφώνονται εις βάρος του κεφαλαίου που επενδύεται στην άμεση παραγωγική διαδικασία. Ανακατανέμει εισοδήματα. Ό χι μόνο εις βάρος των φτωχών, αλλά και των μεσαίων στρωμάτων. Ανακατανέμει εισοδήματα υπέρ των τραπεζών και εις βάρος των μικροϊδιοκτητών της υπαίθρου και του κεφαλαίου που είναι επενδεδυ- μένο στη μεταποίηση. Εις βάρος των μερίδων του κεφαλαίου που κινούνται ακόμα σε εθνικό επίπεδο και υπέρ του υπερεθνικά κινούμενου κεφαλαίου, πριν α π’ όλα εκείνου που πραγματώνει τη συσσώρευσή του σε παγκόσμια κλίμακα και για αυτό το έχω χαρακτηρίσει ως το Παγκόσμιο Κεφάλαιο (Κοτζιάς 2003). Είναι η λογική της επιβολής του «αόρατου χεριού» των αγορών, από τις οποίες, βέβαια, είναι πολύ ορατό το ποιος κερδίζει και το ποιος χάνει. Σήμερα, εξάλλου, το «αόρατο χέρι» του καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού είναι πολύ ορατό στις επιλογές και συνέπειές του. Συνολικά, ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, διεισδυτικά, αναδεικνύει τον τρόπο ισχυροποίησης μερίδων του κεφαλαίου εις βάρος άλλων. Την πολιτική συμμαχιών που ακολουθούν οι πρώτες. Με άλλα λόγια δείχνει τις ανακατατάξεις στο εσωτερικό του κυρίαρχου συγκροτήματος.
ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΥΤΟΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ
Το όλο μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού, όπως συχνά έχω γράψει, στηρίζεται σε αυτοματισμούς που δεν προκύπτουν με τη σαφήνεια που εκείνος υποθέτει και υποστηρίζει: Τα κέρδη στην αγορά δεν είναι διασφαλισμένο ότι είναι επαρκή κέρδη για τους επενδυτές και τους ιδιοκτήτες κεφαλαίου. Ούτε είναι εγγυημένο ότι επενδύονται πάντα με τρόπο ορθολογικό και αποτελεσματικό. Ούτε, επίσης, είναι σίγουρο ότι αυτό που είναι κέρδος για το μεμονωμένο κεφάλαιο, ή ακόμη και μεγάλες του μερίδες, είναι κέρδος για όλο το κεφάλαιο, και πολύ λιγότερο, κάθε άλλο, για την κοινωνία. Ακόμα και αν υπάρξουν κέρδη, ουδείς μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτά θα γίνουν πράγματι επενδύσεις και μάλιστα εντός του γεωγραφικού ορίζοντα στον οποίο παρήχθησαν. Αλλά και επενδύσεις να γίνουν, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές θα γίνουν αυτόματα με τρόπο παραγωγικό και θα έχουν ως αναγκαστικό συνακόλουθο τη δημιουρ-
Νεοφιλελευθερισμός
για νέων θέσεων εργασίας. Συχνά, τα κέρδη από τη σφαίρα παραγωγής γίνονται επενδύσεις στις χρηματιστηριακές αγορές ή για την ιδιοποίηση ήδη υπάρχοντος υλικού πλούτου. Κατά συνέπεια, είναι πολύ αμφίβολο αν ισχύει ακόμα και εντός της καπιταλιστικής λογικής ο νεοφιλελεύθερος αυτοματισμός, σύμφωνα με τον οποίο τα κέρδη του κεφαλαίου είναι προς όφελος όλης της κοινωνίας.
Το πρόβλημα με το νεοφιλελευθερισμό δεν είναι μόνο ένα πρόβλημα κοινής λογικής στο επίπεδο της επιχειρηματολογίας, αλλά και ένα ζήτημα πρακτικής εμπειρίας. Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση έδωσε ώθηση στην καπιταλιστική συσσώρευση και στη δυνατότητα αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών. Όμως, δεν έλυσε το πρόβλημα, και ούτε μπορούσε, των κοινωνικών αντιθέσεων. Δημιούργησε καινούργιες και όξυ- νε παλαιότερες. Διεύρυνε το πρόβλημα της φτώχειας στο εσωτερικό ακόμα και των μητροπόλεων του καπιταλισμού, αλλά επανέφερε στο διεθνές προσκήνιο χώρες που εδώ και δύο αιώνες ήταν σε πτώση, όπως η Ινδία και η Λ. Δ. της Κίνας. Έδωσε προσωρινές λύσεις στη λειτουργία του συστήματος, αλλά, ταυτόχρονα, αποτελεί «επένδυση» για την όξυν- ση μεγάλων προβλημάτων της ανθρωπότητας. Η οικολογική κρίση είναι πλέον παρούσα σε όλα τα μέτωπα. Νέες ασθένειες εμφανίζονται, όπως και νέες μορφές φτώχειας, ακόμα και αναλφαβητισμού. Πληθυσμοί δεν διαθέτουν ούτε καν τα στοιχειώδη, προκειμένου να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους.
ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Ο νεοφιλελευθερισμός απορρύθμισε τις λειτουργίες του συστήματος που θεωρήθηκαν ξένες προς αυτό και ως παραχώρηση στις όποιες αντισυ- στημικές δυνάμεις. Όμως, αυτή η απορρύθμιση ήταν προϊόν ρυθμίσεων. Τόσο του τρόπου απορρύθμισης και της υλοποίησής της, όσο και εμπέδωσής της. Δεν είναι τυχαίο ότι το κράτος του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και των ΗΠΑ, κάθε άλλο παρά συρρικνώθηκε στην περίοδο κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αυτό που πραγματικά έγινε ήταν ότι μετατοπίστηκαν τα κέντρα βάρους του κράτους και δημιουρ- γήθηκαν νέες ασυμμετρίες. Επιδιώχθηκε, χωρίς και να πραγματοποιηθεί σε κάθε περίπτωση, ο περιορισμός των κρατικών λειτουργιών που προέκυψαν από τους κοινωνικούς συμβιβασμούς και επιδιώχθηκε η ενίσχυση εκείνων των μηχανισμών που αυξάνουν την ασφάλεια και διε-
ι8
Πρόλογος
θνή παρουσία του συστήματος με τον τρόπο που το κατανοούν, βέβαια, οι δυνάμεις που κυριαρχούν σε αυτό.
Το νεοφιλελεύθερο στρατήγημα και η ανασυγκρότηση του καπιταλισμού είναι η προσπάθεια να υπονομευτεί το κοινωνικό κράτος και να υπάρξει υπέρβαση του κοινωνικού συμβιβασμού, με μια έννοια του σύγχρονου κοινωνικού συμβολαίου, προκειμένου το δημόσιο κεφάλαιο που «δεσμεύεται» στον τομέα της κοινωνικής αναπαραγωγής να τεθεί στη διάθεση του ιδιωτικού κεφαλαίου. Είναι η προσπάθεια να μην υπάρξουν μηχανισμοί διόρθωσης των αγορών, όταν αυτές δείχνουν το απο- κρουστικό αντικοινωνικό τους πρόσωπο. Διότι οι αγορές επιτρέπουν και προτρέπουν τα κέρδη. Με οδηγό τα κέρδη, κατευθύνουν τις επενδύσεις και επιτρέπουν την εφαρμογή κάθε φορά νέων μορφών παραγωγής και χρήσης νέων τεχνολογιών, νέων οργανωτικών σχημάτων, νέων διασυνδέσεων στην παραγωγή. Αυτό διασφαλίζει, υπό συνθήκες, κεφάλαια και ανάπτυξη με κέρδη, αλλά παράγει ταυτόχρονα κοινωνικές ανισότητες και αδικίες. Το κοινωνικό κράτος έρχεται να διορθώσει ό,τι δεν πετυχαίνει το «αόρατο χέρι» ή πιο σωστά ό,τι αυτό προκαλεί. Ο νεοφιλελευθερισμός επιδιώκει, όμως, να υποτάξει, άμεσα, τα πάντα στις διαδικασίες συσσώρευσης κέρδους του κεφαλαίου. Θέλει να γίνεται η τελευταία όσο το δυνατό πιο διευρυμένα και να επιταχύνεται συνεχώς. Δηλαδή να μειώνεται όλο και περισσότερο ο χρονικός κύκλος της συσσώρευσης και να αυξάνουν οι ασυμμετρίες κεφαλαίου- εργασίας.
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΤΕΡΟΧΡΟΝΙΣΜΟΣ
Σήμερα, το σύστημα του νεοφιλελευθερισμού βρίσκεται παγκοσμίως σε υποχώρηση. Ακόμα και δεξιοί πολιτικοί όπως είναι η Γερμανίδα Μέρ- κελ ή το βρετανικό πολιτικό σύστημα έχουν εγκαταλείψει πολλές πλευρές του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Η Frankfurter Allgemeine Zeitung έκανε πρόσφατα κριτική στη Μέρκελ ότι δεν είναι επαρκώς, ως όφειλε, νεοφιλελεύθερη. Μάλιστα, γράφει ότι όποιος πει ότι το κυβερνών Χρι- στιανοδημοκρατικό Κόμμα είναι νεοφιλελεύθερο μόνο γέλια μπορεί να προκαλέσει (Braunberger 2007). Ο νεοσυντηρητισμός βρίσκεται σε υποχώρηση στις ΗΠΑ. Η ανάγκη να βρεθούν τρόποι κοινωνικής συνοχής στις σύγχρονες κοινωνίες της Δύσης είναι όλο και περισσότερο ορατή και σε παλιούς υποστηρικτές των νεοφιλελεύθερων δογμάτων. Στην Ελλάδα, όπως πάντα με χρονική καθυστέρηση, τα νεοφιλελεύθερα δόγ
ΐ 9
Νεοφιλελευθερισμός
ματα εξακολουθούν να θεωρούνται υποχρεωτικοί μονόδρομοι. Τη στιγμή που στην ανεπτυγμένη Δύση εγκαταλείπονται αυτά τα δόγματα ακόμα και από δεξιούς πολιτικούς, ή έστω επιδιώκουν να τα χρωματίσουν κοινωνικά, όπως κάνει ο Σαρκοζί στη Γαλλία, τα οικονομικά επιτελεία των δύο κυβερνητικών κομμάτων, περισσότερο στη ΝΔ και λιγότερο στο ΠΑΣΟΚ, (στο οποίο, παρ’ όλα αυτά, έχουν ακόμη επαρκή παρουσία τα νεοφιλελεύθερα δόγματα, αν και βρίσκεται στην αντιπολίτευση), επιμένουν με έναν τρόπο εντελώς δογματικό σε νεοφιλελεύθερες συνταγές. Είναι, δηλαδή, συχνά, βασιλικότεροι του βασιλέως. Όπου ως δογματισμό ορίζουμε, σύμφωνα με τον πατέρα της Πολιτικής Κυβερνητικής Deutsch (1969), την ανικανότητα στη μάθηση. Την έλλειψη διάθεσης να διδαχτεί κανείς μέσα από τις εξελίξεις..Και ασφαλώς, όταν στη Δύση υπάρχει διάθεση εγκατάλειψης των απόλυτων δογμάτων, η ανακάλυψή τους με χρονική καθυστέρηση στην Ελλάδα δείχνει διάθεση μη διδαχής από τα γεγονότα.
Στην Ελλάδα υπάρχει η τάση περιορισμού της στο ρόλο του παθητικού αποδέκτη της παγκοσμιοποίησης και της απλής ανάδρασης στις «επιταγές» της. Αντίθετα, όπως επανειλημμένα έχω υπογραμμίσει, η Ελλάδα χρειάζεται να προσανατολιστεί στην ενίσχυση των κρατικών και κοινωνικών της χωρητικοτήτων, στη δραστήρια αξιοποίησή τους, στην ενεργητική της παρουσία στις νέες συνθήκες. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική κοινωνία χρειάζεται να κατανοήσει το γεγονός ότι το εθνικό κράτος δεν σβήνει υποχρεωτικά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Μπορεί να συμβεί και αυτό, αλλά όχι για την εν γένει κατηγορία «εθνικό κράτος» και πολύ περισσότερο για την κρατικότητα, αλλά για τα κράτη που παρακολουθούν παθητικά το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αντίθετα, οι σημερινές συνθήκες προκαλούν, απαιτούν και προτρέπουν το κράτος σε δράση. Έ να δημοκρατικό ενεργητικό κράτος δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από την παγκοσμιοποίηση. Κάθε άλλο. Αυτή η εν δυνάμει ενεργητική σχέση ανάμεσα στο εθνικό κράτος και την παγκοσμιοποίηση διαφεύγει από πολλούς πολιτικούς αναλυτές, και ακόμα περισσότερο από οικονομικούς. Τους διαφεύγει, επίσης, η ανάγκη να υπάρξει, και μέσω των κρατικών ενεργειών, υπέρβαση σειράς ασυμμετριών, όπως εκείνης ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική, την αγορά και το γενικό κοινωνικό συμφέρον.
20
Πρόλογος
ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑΦ ΙΑ
Barber, Benjamin (2007), Consumed, New York: Shuster.Braunberger, G erald (2007), «Was neoliberalismus wirklich ist», FAZ, 12.06.2007.Coyle, D iane (2007), The Soulful Science. W hat Economists really do and why it matters.
Oxford: Princeton University Press.Deutsch, Karl (1969), Politische Kybernetik. Modelle und Perspektiven. Freiburg im
Breisgau: V erlag Rom bach.Schwarzmantel, John (2007), «Α brief History of N eoliberalism», Contemporary
Political Theory, 6: 262-4.Χ ούφσμιντ, Γ ιοργκ (2006), Π ολιτική οικονομία των χρηματιστηριακών αγορώ ν (και ε
ναλλακτικές στρατηγικές). Α θήνα: Κ αστανιώτης, Σειρά Αναστοχασμός.Κ οτζιάς, Ν ίκος (1993). Κ ράτος και Πολιτική. Η διαλεκτική τον Κράτους, Αθήνα: Λι-
βάνης, Σειρά Λόγος.Κ οτζιάς, Ν ίκος (2003), Παγκοσμιοποίηση. Ιστορική θέση και προοπτική, Α θήνα, Κ α
στανιώτης, Σειρά Αναστοχασμός.Μ αρξ, Καρλ (1954), Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, Βιβλίο I: «Το προτσές παραγω γής
του κεφαλαίου», Ε κδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, 1954, χωρίς τόπο έκδοσης, μετάφραση Π. Μαυρομάτης.
Χάρβεϊ, Ν τέιβιντ (2006), Ο νέος ιμπεριαλισμός, Αθήνα: Κ αστανιώτης, Σειρά Α να στοχασμός.
21
Εισαγωγή
ΟΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΙΘΑΝΩΣ ΘΑ ΑΝΑΤΡΕΧΟΥΝ ΣΤΑ ΕΤΗ 1978- 1980 ως ένα επαναστατικό σημείο καμπής στην κοινωνική και οικονομική ιστορία του κόσμου. Το 1978, ο Ντενγκ Σιάο-πινγκ έκανε τα
πρώτα κοσμοϊστορικά βήματα προς τη φιλελευθεροποίηση μιας διοι- κούμενης από κομουνιστές οικονομίας, σε μια χώρα που είχε το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού. Η πορεία που χάραξε ο Ντενγκ ε- πρόκειτο να μεταμορφώσει την Κίνα, μέσα σε δύο δεκαετίες, από μια κλειστή και αποτελματωμένη χώρα σε ανοιχτό κέντρο καπιταλιστικού δυναμισμού με συνεχή ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης που δεν είχε όμοιο του στην ανθρώπινη ιστορία. Στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού, και σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, μια σχετικά αφανής (αλλά πλέον ξακουστή) προσωπικότητα ονόματι Πολ Βόλκερ ανέλαβε τη διοίκηση της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), τον Ιούλιο του 1979, και μέσα σε ελάχιστους μήνες άλλαξε δραματικά τη νομισματική πολιτική. Στο εξής η Fed τέθηκε επικεφαλής της μάχης κατά του πληθωρισμού, ανεξάρτητα από τις συνέπειες (ιδίως όσον αφορά την α νεργία). Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε ήδη εκλεγεί πρωθυπουργός της Βρετανίας τον Μάιο του 1979, με εντολή να πατάξει τη δύναμη των συνδικάτων και να τερματίσει την άθλια πληθωριστική στασιμότητα που είχε καλύψει τη χώρα όλη την προηγούμενη δεκαετία. Στη συνέχεια, το 1980, εξελέγη ο Ρόναλντ Ρέι- γκαν πρόεδρος των ΗΠΑ και, οπλισμένος με πραότητα και προσωπικό ταλέντο, κατηύθυνε τις ΗΠΑ στην οδό της αναζωογόνησης της οικονομίας τους, υποστηρίζοντας τις ενέργειες του Βόλκερ στη Fed και προσθέτοντας το δικό του μείγμα πολιτικής, με σκοπό να περιορίσει τη δύναμη των εργαζομένων, να καταργήσει τις ρυθμίσεις στη βιομηχανία, στη γεωργία και στην απόσπαση πλούτου, και να απελευθερώσει τις δυνάμεις του χρηματοπιστωτικού τομέα τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στην παγκόσμια σκηνή. Από αυτά τα επίκεντρα, εξαπλώθηκαν επιφανειακές δονήσεις και επέδρασαν στην αναδιαμόρφωση του κόσμου που μας περιβάλλει, δημιουργώντας μια εντελώς διαφορετική εικόνα.
23
Νεοφιλελευθερισμός
Μετασχηματισμοί τέτοιου εύρους και βάθους δεν συμβαίνουν τυχαία. Είναι λοιπόν σκόπιμο να ερευνήσουμε με ποια μέσα διαμορφώθηκε και από ποιες διαδρομές πέρασε ο νέος οικονομικός σχηματισμός -που συχνά ταξινομείται υπό τον όρο «παγκοσμιοποίηση- μέσα από τα σπλάχνα το παλιού. Οι Βόλκερ, Ρέιγκαν, Θάτσερ και Ντενγκ Σιάο-πινγκ μετέτρεψαν μια θεωρία, που κυκλοφορούσε επί μακρόν και υποστηριζόταν από ελάχιστους, σε πλειοψηφική άποψη (αν και σε καμία περίπτωση χωρίς παρατεταμένο αγώνα). Ο Ρέιγκαν ανέστησε μια μειοψηφική παράδοση μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που ανάγεται χρονικά στον Μπάρι Γκόλντγουοτερ, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο Ντενγκ διαπίστωσε την ανοδική πλημμυρίδα του πλούτου της Ιαπωνίας, της Ταϊβάν, του Χονγκ Κονγκ, της Σιγκαπούρης και της Νότιας Κορέας και επιδίωξε να επιστρατεύσει το σοσιαλισμό της αγοράς αντί του κεντρικού σχεδιασμού, για να προστατεύσει και να προαγάγει τα συμφέροντα του κινεζικού κράτους. Ο Βόλκερ και η Θάτσερ τράβηξαν από τις σκιές της σχετικής αφάνειας ένα ιδιόμορφο δόγμα που εμφανίστηκε με το όνομα «νεοφιλελευθερισμός» και το μεταμόρφωσαν σε κεντρική καθο- δηγητική αρχή της οικονομικής σκέψης και διαχείρισης. Μ ’ αυτό το δόγμα -τις απαρχές, την άνοδο και τις επιπτώσεις του- ασχολούμαι κατά κύριο λόγο στο παρόν έργο.1
Ο νεοφιλελευθερισμός, εν πρώτοις, είναι μια θεωρία πολιτικο-οικο- νομικών μεθόδων που πρεσβεύει ότι η ανθρώπινη ευημερία μπορεί να προαχθεί καλύτερα με την αποδέσμευση των ατομικών επιχειρηματικών ελευθεριών και ικανοτήτων, μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από ισχυρά ατομικοϊδιοκτησιακά δικαιώματα, ελεύθερες αγορές και ελεύθερο εμπόριο. Ο ρόλος του κράτους είναι να δημιουργήσει και να διατηρήσει ένα θεσμικό πλαίσιο κατάλληλο γι’ αυτές τις μεθόδους. Παραδείγματος χάριν, το κράτος πρέπει να εγγυάται την ποσότητα και την ακεραιότητα του χρήματος. Πρέπει επίσης να δημιουργεί τις στρατιωτικές, αμυντικές, αστυνομικές και νομικές δομές και λειτουργίες που απαιτούνται, ώστε να διασφαλίζει τα δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας και να εγγυάται, με τη βία εάν χρειάζεται, την ορθή λειτουργία των αγορών. Επιπλέον, εάν δεν υπάρχουν αγορές (σε τομείς όπως η γη, το νερό, η εκπαίδευση, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση ή η περιβαλλοντική ρύπανση) πρέπει να δημιουργηθούν, εάν είναι αναγκαίο με κρατική δράση. Πέραν όμως αυτών των καθηκόντων, το κράτος δεν πρέπει να επιχειρεί. Οι κρατικές παρεμβάσεις στην αγορά (από τη στιγμή που έχει δημιουργηθεί) πρέπει να παραμείνουν στον ελάχιστο βαθ
24
Εισαγωγή
μό, διότι, σύμφωνα με τη θεωρία, το κράτος δεν μπορεί να κατέχει επαρκή πληροφόρηση, ώστε να συλλαμβάνει τα σήματα που εκπέμπει η αγορά (τιμές) και διότι ισχυρές ομάδες συμφερόντων θα διαστρεβλώσουν αναπόφευκτα και θα επηρεάσουν αθέμιτα τις κρατικές παρεμβάσεις (ιδίως στις δημοκρατίες) προς όφελος τους.
Από τη δεκαετία του 1970, παντού έχει σημειωθεί μια έντονη στροφή προς το νεοφιλελευθερισμό στις πολιτικο-οικονομικές πρακτικές και στον τρόπο σκέψης. Η απορρύθμιση, η ιδιωτικοποίηση και η απόσυρση του κράτους από πολλούς τομείς κρατικής πρόνοιας έχουν γίνει επίσης πράγματα πολύ συνηθισμένα. Σχεδόν όλα τα κράτη, από εκείνα που δημιουργήθηκαν πρόσφατα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης μέχρι τις παλαιού τύπου κοινωνικές δημοκρατίες και τα κράτη πρόνοιας, όπως η Νέα Ζηλανδία και η Σουηδία, έχουν ενστερνιστεί, μερικές φορές εκούσια και σε άλλες περιπτώσεις υπό το κράτος καταναγκασμού, κάποια εκδοχή της νεοφιλελεύθερης θεωρίας και έχουν προσαρμόσει ανάλογα τουλάχιστον κάποιες από τις πολιτικές και τις μεθόδους τους. Η μετά το απαρτχάιντ Νότια Αφρική ενστερνίστηκε ταχύτατα το νεοφιλελευθερισμό, ακόμη και η σύγχρονη Κίνα, όπως θα δούμε, φαίνεται να ακολουθεί αυτή την κατεύθυνση. Επιπλέον, οι υ- πέρμαχοι της νεοφιλελεύθερης πολιτικής κατέχουν τώρα σημαίνουσες θέσεις στην εκπαίδευση (στα πανεπιστήμια και σε πολλές «επιτροπές ειδικών» [think-tanks]), στα ΜΜΕ, στις εταιρικές διοικήσεις και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σε βασικούς κρατικούς θεσμούς (υπουργεία Οικονομικών, κεντρικές τράπεζες) και επίσης σε εκείνα τα διεθνή ιδρύματα, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), που ρυθμίζουν τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά και το εμπόριο. Εν ολίγοις, ο νεοφιλελευθερισμός έχει ηγεμονεύσει ως μέθοδος συζήτησης. Έχει διεισδύ- σει στον τρόπο σκέψης σε τέτοιο βαθμό που έχει ενσωματωθεί στον κοινό νου με τον οποίο πολλοί από εμάς ερμηνεύουν, βιώνουν και κατανοούν τον κόσμο.
Ωστόσο, η διαδικασία της νεοφιλελευθεροποίησης προκάλεσε πολλή «δημιουργική καταστροφή», όχι μόνο των προϋπαρχόντων θεσμικών πλαισίων και εξουσιών (αμφισβητώντας ακόμη και παραδοσιακές μορφές κρατικής κυριαρχίας), αλλά και του καταμερισμού εργασίας, των κοινωνικών σχέσεων, των μέτρων κοινωνικής πρόνοιας, των τεχνολογικών μειγμάτων, των τρόπων ζωής και σκέψης, των αναπαραγωγικών δραστηριοτήτων, των σχέσεων με τη γη και των συναισθηματικών συ
2 5
Νεοφιλελευθερισμός
νηθειών. Στο μέτρο που οι αγοραίες αξίες του νεοφιλελευθερισμού παίρνουν τη θέση «μιας αυτοτελούς ηθικής, ικανής να καθοδηγήσει όλη την ανθρώπινη δραστηριότητα και να υποκαταστήσει τις προϋπάρχουσες ηθικές πεποιθήσεις», αυτή η ηθική δίνει έμφαση στις συμβατικές σχέσεις που αναπτύσσονται στο χώρο της αγοράς.2 Πρεσβεύει ότι το κοινωνικό καλό θα μεγιστοποιηθεί με τη μεγιστοποίηση της εμβέλειας και της συχνότητας των αγοραίων συναλλαγών και επιδιώκει να εντάξει όλη την ανθρώπινη δραστηριότητα στην επικράτεια της αγοράς. Αυτό απαιτεί τεχνολογίες δημιουργίας πληροφοριών και ικανότητες συσσώρευσης, αποθήκευσης, μεταφοράς, ανάλυσης και χρήσης ογκωδών βάσεων δεδομένων, προκειμένου να καθοδηγούνται οι αποφάσεις που λαμβάνονται στην παγκόσμια αγορά. Από εδώ προκύπτει το έντονο ενδιαφέρον του νεοφιλελευθερισμού για τις τεχνολογίες της πληροφορικής (οδηγώντας κάποιους να διακηρύξουν την εμφάνιση ενός νέου είδους «κοινωνίας της πληροφορίας»). Αυτές οι τεχνολογίες έχουν συμπιέσει την αυξανόμενη πυκνότητα των αγοραίων συναλλαγών τόσο χωρικά όσο και χρονικά. Έχουν παραγάγει μια ιδιόμορφα έντονη εκδήλωση αυτού που αλλού αποκάλεσα «χωροχρονική συμπίεση». Όσο μεγαλύτερη είναι η γεωγραφική κλίμακα (εξ ου και η έμφαση στην «παγκοσμιοποίηση») και όσο συντομότερος ο χρόνος των αγοραίων συμβάσεων τόσο το καλύτερο. Αυτή η τελευταία προτίμηση παραλληλίζεται με την περίφημη περιγραφή του Λιοτάρ για τη μεταμοντέρνα κατάσταση ως μια κατάσταση όπου «η προσωρινή σύμβαση» εκτοπίζει «τους μόνιμους θεσμούς στο επαγγελματικό, συγκινησιακό, σεξουαλικό, πολιτισμικό, οικογενειακό και διεθνές πεδίο, όπως επίσης και στις πολιτικές υποθέσεις». Οι πολιτισμικές συνέπειες της κυριαρχίας μιας τέτοιας αγοραίας ηθικής είναι πάμπολλες, όπως έδειξα προηγουμένως στο έργο μου The Condition o f Postmodernity.3
Παρόλο που σήμερα υπάρχουν πολλές γενικές ερμηνείες των παγκόσμιων μετασχηματισμών και των επιπτώσεών τους, αυτό που γενικά λείπει -και αυτό είναι το κενό που επιχειρεί να καλύψει το παρόν βιβλίο- είναι η πολιτικο-οικονομική περιγραφή της προέλευσης του νεοφιλελευθερισμού και του τρόπου που διαδόθηκε τόσο γενικευμένα στην παγκόσμια σκηνή. Επιπλέον, η κριτική προσέγγιση αυτής της περιγραφής συνεπάγεται ένα πλαίσιο ανίχνευσης και δημιουργίας εναλλακτικών πολιτικών και οικονομικών ρυθμίσεων.
20
Εισαγωγή
Τα πρόσφατα χρόνια ωφελήθηκα από συζητήσεις με τους Ζεράρ Ντου- μενίλ, Σαμ Γκίντιν και Λίο Πάνιτς. Οφείλω πιο μακροχρόνιο χρέος στους Μασάο Μιγιόσι, Τζοβάνι Αρίτζι, Πάτρικ Μποντ, Γκίντι Κατζ, Μιλ Σμιθ, Μπέρτελ Όλμαν, Μαρία Κάικα και Έρικ Σουάινγκεντοου. Τη σπίθα του ενδιαφέροντος μου για το θέμα την άναψε για πρώτη φορά μια συνδιάσκεψη για το νεοφιλελευθερισμό υπό την αιγίδα του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ στο Βερολίνο, τον Νοέμβριο του 2001. Ευχαριστώ τον έφορο του Κέντρου Αποφοίτων CUNY, Μπιλ Κέλι, και πρώτα α π’ όλα, αλλά όχι αποκλειστικά, τους συναδέλφους και φοιτητές μου στο Ανθρωπολογικό Πρόγραμμα, για το ενδιαφέρον και την υποστήριξη. Απαλλάσσω όλους, βεβαίως, από οποιαδήποτε ευθύνη για τα αποτελέσματα.
27
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 1
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
Γ ΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ ΤΡΟΠΟΣ ΣΚΕΨΗΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ
αναπτυχθεί ένας εννοιολογικός μηχανισμός που απευθύνεται στις αυθόρμητες πεποιθήσεις και τα ένστικτά μας, στις αξίες και τις επιθυ
μίες μας, όπως επίσης και στις εγγενείς δυνατότητες του κοινωνικού κόσμου μέσα στον οποίο κατοικούμε. Εάν είναι αποτελεσματικός, αυτός ο εννοιολογικός μηχανισμός εμφυτεύεται τόσο βαθιά στον κοινό νου, ώστε να θεωρείται κάτι δεδομένο και αναμφισβήτητο. Οι προσωπικότητες που θεμελίωσαν τη νεοφιλελεύθερη σκέψη εξέλαβαν τα πολιτικά ιδανικά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ατομικής ελευθερίας ως θεμελιώδη, ως τις «κεντρικές αξίες του πολιτισμού». Η επιλογή τους ήταν σοφή, διότι αυτά είναι πράγματι εντυπωσιακά και σαγηνευτικά ιδανικά. Ό πως πρέσβευαν, αυτές οι αξίες δεν απειλούνταν μόνο από το φασισμό, τις δικτατορίες και τον κομουνισμό, αλλά από όλες τις μορφές κρατικής παρέμβασης που υποκαθιστούν την ατομική ελευθερία επιλογής με συλλογικές κρίσεις.
Οι ιδέες της αξιοπρέπειας και της ατομικής ελευθερίας είναι ισχυρές και ελκυστικές δικαιωματικά. Αυτά τα ιδανικά έδωσαν δύναμη στα κινήματα των αντιφρονούντων στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση, πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και στους φοιτητές της πλατείας Τιενανμέν. Τα φοιτητικά κινήματα που σάρωσαν τον κόσμο το 1968 -α πό το Παρίσι και το Σικάγο μέχρι την Μπανγκόκ και την Πόλη του Μεξικού- εμψυχώνονταν εν μέρει από την αναζήτηση μεγαλύτερης ελευθερίας του λόγου και της προσωπικής επιλογής. Γενικότερα, αυτά τα ιδανικά ελκύουν κάθε άνθρωπο που θεωρεί σημαντικό το να είναι αυτεξούσιος στις αποφάσεις του.
Η ιδέα της ελευθερίας, παγιωμένη επί μακρόν στην αμερικανική παράδοση, έπαιξε αισθητό ρόλο στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια. Η «11/9» αμέσως ερμηνεύθηκε από πολλούς ως μια επίθεση εναντίον της. «Ένας ειρηνικός κόσμος αυξανόμενης ελευθερίας», έγραψε ο πρόεδρος Μπους
29
Νεοφιλελευθερισμός
στην πρώτη επέτειο εκείνης της απαίσιας ημέρας, «υπηρετεί τα μακροχρόνια αμερικανικά συμφέροντα, αντικατοπτρίζει τα διαρκή αμερικανικά ιδανικά και ενώνει τους συμμάχους της Αμερικής». «Η ανθρωπότητα», κατέληγε, «έχει στα χέρια της την ευκαιρία να προωθήσει το θρίαμβο της ελευθερίας έναντι των προαιώνιων εχθρών της» και «οι ΗΠΑ θεωρούν ευπρόσδεκτες τις ευθύνες του ηγέτη αυτής της-σπουδαίας αποστολής». Αυτή η γλώσσα ενσωματώθηκε στο ντοκουμέντο για την Εθνική Αμυντική Στρατηγική των ΗΠΑ που εκδόθηώε λίγο μετά. «Η ελευθερία είναι το δώρο του Παντοδύναμου σε κάθε άνδρα και γυναίκα αυτού του κόσμου», είπε ο πρόεδρος αργότερα, προσθέτοντας ότι «ως μεγαλύτερη δύναμη πάνω στη γη, έχουμε υποχρέωση να βοηθήσουμε στην εξάπλωση της ελευθερίας».1
Όταν αποδείχθηκαν ανεπαρκείς όλοι οι άλλοι λόγοι για την εμπλοκή σ’ έναν προληπτικό πόλεμο εναντίον του Ιράκ, ο πρόεδρος επικαλέστηκε την ιδέα ότι η ελευθερία που θα δινόταν στο Ιράκ ήταν αυτή καθ’ εαυτή μια επαρκής δικαιολογία για τον πόλεμο. Οι Ιρακινοί ήταν ελεύθεροι και αυτό ήταν που μετρούσε πραγματικά. Αλλά τι είδους «ελευθερία» προβάλλεται εδώ ως όραμα, εφόσον, όπως παρατήρησε στοχαστικά πριν από πολύ καιρό ο πολιτισμικός κριτικός Μάθιου Άρνολντ, η «ελευθερία είναι ένα πολύ καλό άλογο να το ιππεύεις, αλλά για να καλπάσεις προς κάποιον προορισμό».2 Σε ποιον προορισμό άραγε προσδοκούσαν οι Ιρακινοί να καλπάσει το άλογο της ελευθερίας που τους χαρίστηκε με τη δύναμη των όπλων;
Η απάντηση της κυβέρνησης Μπους σ’ αυτό το ερώτημα δόθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2003, όταν ο Πολ Μπρέμερ, επικεφαλής της Προσωρινής Συμμαχικής Αρχής [που κυβερνούσε το μεταπολεμικό Ιράκ], κοινοποίησε τέσσερις διαταγές οι οποίες περιείχαν «την πλήρη ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, τον πλήρη επαναπατρισμό των ξένων κερδών ... το άνοιγμα των ιρακινών τραπεζών στον ξένο έλεγχο, την ίση μεταχείριση των ξένων εταιρειών με τις ντόπιες κ α ι ... την εξάλειψη σχεδόν όλων των εμπορικών φραγμών».3 Οι διαταγές επρόκειτο να εφαρμοστούν σε όλους τους τομείς της οικονομίας, στις δημόσιες υπηρεσίες, στα ΜΜΕ, στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες, στις μεταφορές, στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στις οικοδομές. Μόνο το πετρέλαιο εξαιρέθηκε (προφανώς εξαιτίας του ειδικού καθεστώτος του ως παραγωγού εσόδων για την πληρωμή των πολεμικών δαπανών και της γεωπολιτικής του σημασίας). Από την άλλη πλευρά, η αγορά εργασίας ε- πρόκειτο να ρυθμιστεί πολύ αυστηρά. Ουσιαστικά απαγορεύτηκαν οι
30
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
απεργίες σε βασικούς τομείς και περιορίστηκαν τα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Επιβλήθηκε επίσης ένας, εξαιρετικά φθίνουσας προόδου [φόρος που μειώνεται όσο αυξάνεται το φορολογητέο εισόδημα], «ενιαίος φόρος», (ένα φιλόδοξο σχέδιο φορολογικής μεταρρύθμισης που οι συντηρητικοί επί μακρόν υποστηρίζουν ότι πρέπει να εφαρμοστεί στις ΗΠΑ).
Κάποιοι υποστήριξαν ότι αυτές οι διαταγές παραβίαζαν τις Συμβάσεις της Γενεύης και της Χάγης, εφόσον η κατοχική δύναμη έχει την εντολή να περιφρουρεί τα περιουσιακά στοιχεία μιας κατεχόμενης χώρας και να μην τα ξεπουλάει.4 Ορισμένοι Ιρακινοί αντιστάθηκαν στην επιβολή αυτού που ο λονδρέζικος Economist αποκάλεσε καθεστώς «καπιταλιστικού ονείρου» στο Ιράκ. Έ να μέλος της διορισμένης από τις ΗΠΑ Προσωρινής Συμμαχικής Αρχής επέκρινε με μένος την επιβολή του «φονταμενταλισμού της ελεύθερης αγοράς», αποκαλώντας τον «εσφαλμένη λογική που αγνοεί την ιστορία».5 Παρόλο που οι κανονισμοί του Μπρέμερ μπορεί να ήταν παράνομοι όταν επιβάλλονταν από μια κατοχική δύναμη, θα γίνονταν νόμιμοι εάν επικυρώνονταν από μια «κυρίαρχη» κυβέρνηση. Η μεταβατική κυβέρνηση που διορίστηκε από τις ΗΠΑ και ανέλαβε την εξουσία στα τέλη Ιουνίου του 2004 ανακηρύχθηκε «κυρίαρχη». Όμως, η μόνη της εξουσία ήταν το να επικυρώσει τους υπάρχοντες νόμους. Πριν από τη μεταβίβαση της εξουσίας, ο Μπρέμερ πολλαπλασίασε τον αριθμό των νόμων για να συγκεκριμενοποιήσει μέχρι κεραίας τους κανονισμούς ελεύθερης αγοράς και ελεύθερου εμπορίου (φθάνοντας σε λεπτομέρειες όπως οι νόμοι για το κόπιραϊτ και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας), εκφράζοντας την ελπίδα ότι αυτές οι θεσμικές διευθετήσεις θα «αποκτούσαν ζωή και δυναμική αφ’ εαυτών», έτσι ώστε θα ήταν πολύ δύσκολο να ανατραπούν.6
Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη θεωρία, το είδος των μέτρων που χάραξε ο Μπρέμερ ήταν η αναγκαία και επαρκής συνθήκη για τη δημιουργία πλούτου και συνεπώς για τη βελτίωση της ευημερίας του πληθυσμού γενικά. Η υπόθεση ότι η ελευθερία της αγοράς και του εμπορίου εγγυάται τις ατομικές ελευθερίες αποτελεί το κεντρικό στοιχείο της νεοφιλελεύθερης σκέψης και έχει κυριαρχήσει επί μακρόν στη στάση των ΗΠΑ έναντι του υπόλοιπου κόσμου.7 Προφανώς εκείνο που επιδίωκαν να επιβάλουν οι ΗΠΑ με τη δύναμη στο Ιράκ ήταν ένας κρατικός μηχανισμός του οποίου η βασική αποστολή ήταν να διευκολύνει τις συνθήκες επικερδούς καπιταλιστικής συσσώρευσης τόσο για το εγχώριο όσο και για το ξένο κεφάλαιο. Αποκαλώ αυτό το είδος κρατικού
Νεοφιλελευθερισμός
μηχανισμού νεοφιλελεύθερο κράτος. Οι ελευθερίες που ενσαρκώνει αντανακλούν τα συμφέροντα των κατόχων ατομικής ιδιοκτησίας, των επιχειρήσεων, των πολυεθνικών εταιρειών και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Εν ολίγοις, ο Μπρέμερ κάλεσε τους Ιρακινούς να ιππεύσουν τα άλογά τους της ελευθερίας και να καλπάσουν κατευθείαν μέσα στο νεοφιλελεύθερο μαντρί.
Αξίζει να θυμηθούμε ότι το πρώτο πείραμα σχηματισμού νεοφιλελεύθερου κράτους έλαβε χώρα στη Χιλή μετά το πραξικόπημα του Πι- νοτσέτ, τη «μικρή 11η Σεπτεμβρίου» του 1973 (σχεδόν τριάντα χρόνια πριν από την ημέρα που ο Μπρέμερ ανακοίνωσε το καθεστώς που ε- πρόκειτο να εγκατασταθεί στο Ιράκ). Το πραξικόπημα, εναντίον της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε, προωθήθηκε από τις εγχώριες επιχειρηματικές ελίτ που απειλούνταν από τον προσανατολισμό του Αλιέντε προς το σοσιαλισμό. Στηρίχθηκε από τις αμερικανικές εταιρείες, τη CIA και τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσιντζερ. Κατέστειλε βίαια όλα τα κοινωνικά κινήματα και τις πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς και διέλυσε όλες τις λαϊκές οργανώσεις (όπως τα κοινοτικά κέντρα υγείας στις φτωχογειτονιές). Η αγορά εργασίας «απελευθερώθηκε» από ρυθμιστικούς ή θεσμικούς περιορισμούς (π.χ. τη δύναμη των συνδικάτων). Αλλά πώς θα μπορούσε να αναζωογονηθεί η στάσιμη οικονομία; Οι πολιτικές της υποκατάστασης των εισαγωγών (ενίσχυση των εθνικών βιομηχανιών με επιδοτήσεις ή προστατευτικούς δασμούς), οι οποίες ήταν το κυρίαρχο στοιχείο των προσπαθειών των λατινο-αμερικανικών χωρών για την οικονομική ανάπτυξη, είχαν δυσφημηθεί ιδίως στη Χιλή, όπου ουδέποτε είχαν λειτουργήσει επαρκώς. Σε μια περίοδο που όλος ο κόσμος βρισκόταν σε ύφεση, απαιτούνταν μια νέα προσέγγιση.
Μια ομάδα οικονομολόγων, γνωστή ως «Σχολή του Σικάγου» εξαι- τίας της προσκόλλησής τους στις νεοφιλελεύθερες θεωρίες του Μίλτον Φρίντμαν που τότε δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, κλήθηκε να βοηθήσει στην αναδόμηση της χιλιανής οικονομίας. Είναι ενδιαφέρουσα η ιστορία του πώς επιλέχθηκαν. Οι ΗΠΑ χρηματοδοτούσαν την εκπαίδευση Χιλιανών οικονομολόγων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου από τη δεκαετία του 1950, ως μέρος ενός ψυχροπολεμικού προγράμματος αντίδρασης στις αριστερές τάσεις της Λατινικής Αμερικής. Οι εκπαιδευμένοι στο Σικάγο οικονομολόγοι κατέληξαν να κυριαρχούν στο ιδιωτικό Καθολικό Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι επιχειρηματικές ελίτ οργάνωσαν την αντιπολίτευσή
32
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
τους στον Αλιέντε μέσω μιας ομάδας που ονομαζόταν η «Λέσχη της Δευτέρας» και ανέπτυξαν ουσιαστικές σχέσεις με αυτούς τους οικονομολόγους, χρηματοδοτώντας το έργο τους μέσω ερευνητικών ινστιτούτων. Μετά τον παραγκωνισμό του στρατηγού Γουσταύου Λέι, αντιπάλου του Πινοτσέτ στην εξουσία και οπαδού του κεϊνσιανισμού, το 1975, ο Πινοτσέτ συμπεριέλαβε αυτούς τους οικονομολόγους στην κυβέρνηση όπου η πρώτη τους δουλειά ήταν να διαπραγματευτούν δάνεια με το ΔΝΤ. Σε συνεργασία με το ΔΝΤ, αναδόμησαν την οικονομία της Χιλής σύμφωνα με τις θεωρίες τους. Ακύρωσαν τις εθνικοποιήσεις και ιδιωτικοποίησαν περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου, άνοιξαν τους φυσικούς πόρους (αλιεία, δασοκομία κ.λπ) στους ιδιώτες και κατήργησαν τους κανονισμούς εκμετάλλευσης (σε πολλές περιπτώσεις τσαλαπατώντας τις διεκδικήσεις των ιθαγενών κατοίκων), ιδιωτικοποίησαν την κοινωνική ασφάλιση και διευκόλυναν τις άμεσες ξένες επενδύσεις και το ελεύθερο εμπόριο. Κατοχυρώθηκε το δικαίωμα των ξένων εταιρειών να επαναπατρίζουν τα κέρδη από τις επιχειρήσεις τους στη Χιλή. Ευνοήθηκε η προσανατολισμένη στις εξαγωγές οικονομία εις βάρος της υποκατάστασης των εισαγωγών. Ο μόνος τομέας που διαφυλάχθηκε για το κράτος ήταν οι πολύ σημαντικές πρόσοδοι από το χαλκό (όπως από το πετρέλαιο στο Ιράκ). Αυτό αποδείχθηκε κρίσιμο για τη βιωσιμότητα των προϋπολογισμών του κράτους, εφόσον τα έσοδα από το χαλκό έρεαν αποκλειστικά προς τα κρατικά ταμεία. Η άμεση αναζωογόνηση της χιλιανής οικονομίας βάσει των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, της κεφαλαιακής συσσώρευσης και των υψηλών ποσοστών αποδόσεων των ξένων επενδύσεων ήταν βραχύβια. Εξανεμίστηκαν όλα μέσα στην κρίση του χρέους της Λατινικής Αμερικής το 1982. Το αποτέλεσμα ήταν μια πιο πραγματιστική και λιγότερο ιδεολογική εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στα έτη που ακολούθησαν. Οι εξελίξεις αυτές, και η πραγματιστική εφαρμογή, παρείχαν βοηθητικά τεκμήρια για τη στήριξη της επακόλουθης στροφής προς το νεοφιλελευθερισμό τόσο στη Βρετανία (υπό τη Θάτσερ) όσο και στις ΗΠΑ (υπό τον Ρέιγκαν), κατά τη δεκαετία του 1980. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένα βάναυσο πείραμα που έλαβε χώρα στην περιφέρεια αποτέλεσε το μοντέλο για τη διαμόρφωση πολιτικών στο κέντρο (όπως είχε προταθεί να γίνει με τον πειραματισμό του ενιαίου φόρου στο Ιράκ που επέβαλαν τα διατάγματα του Μπρέμερ).8
Το γεγονός ότι δύο τέτοιες εμφανώς παρόμοιες αναδομήσεις του κρατικού μηχανισμού συνέβησαν σε τόσο διαφορετικές εποχές, σε ε
33
Νεοφιλελευθερισμός
ντελώς διαφορετικές περιοχές του κόσμου υπό την καταναγκαστική επιρροή των ΗΠ Α υποδεικνύει ότι η ζοφερή εμβέλεια της ιμπεριαλιστικής δύναμης των Ηνωμένων Πολιτειών αποτελεί πιθανώς την κινητήρια δύναμη πίσω από την ταχεία διασπορά των νεοφιλελεύθερων κρατικών μορφών σε όλο τον κόσμο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και εξής. Ενώ αυτό αναμφίβολα συνέβη τα τελευταία τριάντα χρόνια, η συνολική ιστορία δεν εξαντλείται κατ’ ουδένα τρόπο στον εξωτερικό παράγοντα, όπως δείχνει η εσωτερική συνιστώσα της νεοφιλελεύθερης στροφής στη Χιλή. Επιπλέον, δεν εξανάγκασαν οι ΗΠΑ τη Μάργκαρετ Θάτσερ να γίνει πρωτοπόρος του νεοφιλελεύθερου δρόμου στα 1979. Ούτε ήταν οι Η Π Α εκείνες που ανάγκασαν την Κίνα να ξεκινήσει το 1978 τη φιλελευθεροποίηση. Οι επιμέρους κινήσεις προς την κατεύθυνση του νεοφιλελευθερισμού στην Ινδία της δεκαετίας του 1980 και στη Σουηδία της δεκαετίας του 1990 δεν μπορούν να αποδοθούν εύκολα στην ιμπεριαλιστική εμβέλεια της ισχύος των ΗΠΑ. Η μη ομαλή γεωγραφική επέκταση του νεοφιλελευθερισμού στην παγκόσμια σκηνή ήταν μια εμφανώς πολυσύνθετη διαδικασία που είχε ως συνέπεια πολλαπλούς υπολογισμούς και όχι λίγο χάος και σύγχυση. Γιατί λοιπόν συνέβη η νεοφιλελεύθερη στροφή και ποιες ήταν οι δυνάμεις που κατέστησαν ηγεμονικό το νεοφιλελευθερισμό στον παγκόσμιο καπιταλισμό;
ΠΡΟΣ ΤΙ Η ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΤΡΟΦΗ;
Η αναδόμηση των κρατικών μορφών και των διεθνών σχέσεων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο σχεδιάστηκε για να αποτρέψει την επιστροφή στις καταστροφικές συνθήκες που είχαν απειλήσει την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων τόσο βαθιά, κατά τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930. Επίσης υποτίθεται ότι θα απέτρεπε την επανεμφάνιση των διακρατικών γεωπολιτικών ανταγωνισμών που είχαν οδηγήσει στον πόλεμο. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η εσωτερική ειρήνη και ηρεμία, έπρεπε να οικοδομηθεί κάποια μορφή ταξικού συμβιβασμού μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας. Ο τρόπος σκέψης της εποχής παρουσιάζεται ίσως κατά τον καλύτερο τρόπο σε ένα σημαίνον κείμενο δύο εξεχόντων κοινωνικών επιστημόνων, των Ρόμπερτ Νταλ και Τσαρλς Λίντμπλομ, που δημοσιεύτηκε το 1953. Αυτοί υποστήριξαν ότι τόσο ο καπιταλισμός όσο και ο κομουνισμός στην καθα
34
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
ρή τους μορφή είχαν αποτύχει. Ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός ήταν να δημιουργήσουμε ένα σωστό μείγμα κράτους, αγοράς και δημοκρατικών θεσμών που θα εγγυάται την ειρήνη, τον μη αποκλεισμό, την ευημερία και τη σταθερότητα.9 Διεθνώς, οικοδομήθηκε μια νέα παγκόσμια τάξη μέσω των συμφωνιών του Μπρέτον Γουντς και ποικίλων θεσμών, όπως τα Ηνωμένα Έθνη, η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ και η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών στη Βασιλεία, οι οποίοι ιδρύθηκαν για να συμβάλουν στη σταθεροποίηση των διεθνών σχέσεων. Το ελεύθερο εμπόριο αγαθών ενθαρρύνθηκε με ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών στηριζόμενο στη μετατρεψιμότητα του αμερικανικού δολαρίου σε χρυσό με σταθερή τιμή. Οι σταθερές ισοτιμίες ήταν ασύμβατες με τις ελεύθερες ροές κεφαλαίου οι οποίες έπρεπε να ελέγχονται, αλλά οι ΗΠΑ είχαν το δικαίωμα να διοχετεύουν ελεύθερα τα δολάρια πέραν των συνόρων τους, εάν το δολάριο επρόκειτο να λειτουργήσει ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Αυτό το σύστημα λειτουργούσε υπό την προστατευτική ομπρέλα της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης. Μόνο η Σοβιετική Ένωση και ο Ψυχρός Πόλεμος έθεταν όρια στην παγκόσμια εμβέλειά του.
Στην Ευρώπη, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, εμφανίστηκαν πολλά και ποικίλα σοσιαλδημοκρατικά, χριστιανοδημοκρατικά και κράτη με διευθυνόμενη οικονομία. Οι ΗΠΑ στράφηκαν προς μια φιλελεύθερη δημοκρατική κρατική μορφή, και η Ιαπωνία, υπό την άμεση επο- πτεία των ΗΠΑ, οικοδόμησε έναν κατ’ όνομα δημοκρατικό, αλλά στην πράξη άκρως γραφειοκρατικό κρατικό μηχανισμό που είχε την εξουσία να εποπτεύει την ανοικοδόμηση της χώρας. Το κοινό στοιχείο όλων αυτών των κρατικών μορφών ήταν η αποδοχή ότι το κράτος πρέπει να συγκεντρώσει την προσοχή στην πλήρη απασχόληση, στην οικονομική μεγέθυνση και στην ευημερία των πολιτών του και ότι η κρατική εξουσία πρέπει να αναπτύσσεται ελεύθερα, παράλληλα ή, εάν προέκυπτε ανάγκη, παρεμβαίνοντας, ακόμη και υποκαθιστώντας τις διαδικασίες της αγοράς, προκειμένου να επιτύχει τους παραπάνω στόχους. Η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική, συνήθως επονομαζόμενες «κεϊνσια- νές», γενικά εφαρμόζονταν με σκοπό το μετριασμό της έντασης των διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου και την εξασφάλιση, ουσιαστικά, της πλήρους απασχόλησης. Ο «ταξικός συμβιβασμός» μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας υποστηριζόταν γενικά ως το βασικό εγγυητικό στοιχείο της εσωτερικής γαλήνης και ηρεμίας. Τα κράτη παρενέβαιναν δραστήρια στη βιομηχανική πολιτική και έθεταν τα κριτήρια για τον κοι
35
Νεοφιλελευθερισμός
νωνικό μισθό, με τη δημιουργία μιας ποικιλίας συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας (υγείας, παιδείας και των παρόμοιων).
Αυτή η μορφή κοινωνικο-πολιτικής οργάνωσης σήμερα αναφέρεται συνήθως ως «εμπεδωμένος φιλελευθερισμός»* για να σημάνει πώς οι αγοραίες διαδικασίες και οι επιχειρηματικές και εταιρικές δραστηριότητες περιβάλλονταν από ένα δίχτυ κοινωνικών και πολιτικών φραγμών και από ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που μερικές φορές περιόριζε, αλλά σε άλλες περιπτώσεις άνοιγε το δρόμο της οικονομικής και βιομηχανικής στρατηγικής.10 Ο κρατικός σχεδιασμός και σε ορισμένες περιπτώσεις η κρατική ιδιοκτησία βασικών τομέων (κάρβουνου, ατσαλιού, αυτοκινήτων) δεν ήταν ασυνήθιστα (π.χ., στη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία). Το νεοφιλελεύθερο σχέδιο θα αποδέσμευε το κεφάλαιο από αυτούς τους περιορισμούς.
Ο εμπεδωμένος φιλελευθερισμός παρήγαγε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, στη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του I960.11 Εν μέρει αυτό εξαρτήθηκε από την απλοχεριά των ΗΠΑ που ήταν πρόθυμες να διατηρούν ελλείμματα με τον υπόλοιπο κόσμο και να απορροφούν την όποια περίσσια παραγωγή στη δική τους χώρα. Αυτό το σύστημα απέφερε οφέλη, όπως και οι επεκτεινόμενες αγορές εξαγωγών (εμφανέστερα στην Ιαπωνία, αλλά και σε όλη τη Λατινική Αμερική, άνισα όμως, και σε κάποιες άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας), αλλά οι απόπειρες να εξαχθεί «ανάπτυξη» στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου ως επί το πλείστον σταμάτησαν. Για το μεγαλύτερο μέρος του Τρίτου Κόσμου, ιδίως για την Αφρική, ο εμπεδωμένος φιλελευθερισμός εξακολουθούσε να είναι μια ονειροφαντασία. Η επακόλουθη ώθηση προς το νεοφιλελευθερισμό, μετά το 1980, δεν επέφερε παρά ελάχιστη αλλαγή στη φτώχεια τους. Στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, οι αναδιανεμητικές πολιτικές (στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν η πολιτική ενσωμάτωση, σε ένα βαθμό, της συνδικαλιστικής ισχύος της εργατικής τάξης και η υ
* Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα John G. Ruggie, ο οποίος επινόησε τον όρο «embedded liberalism», μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο τα κράτη της καπιταλιστικής Δύσης συνήψαν, σε ποικίλες παραλλαγές, μια «μεγάλη κοινωνική συμφωνία», δυνάμει της οποίας «συναίνεσαν να ανοίξουν όλοι οι κλάδοι στις αγορές» και να «περιοριστεί και να διαμοιραστεί το κόστος της κοινωνικής προσαρμογής που αναπόφευκτα παράγουν οι αγορές». Αυτή ήταν η ουσία του «εμπεδωμένου φιλελευθερισμού». Ο οικονομικός φιλελευθερισμός εμπεδώθηκε στο κοινωνικό σύνολο. (Σ.τ.Μ.)
36
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη..,
ποστήριξη της συλλογικής διαπραγμάτευσης), οι έλεγχοι της ελεύθερης διακίνησης του κεφαλαίου (κάποιος βαθμός χρηματοπιστωτικής περιστολής ιδίως μέσω των κεφαλαιακών ελέγχων), οι επεκτεινόμενες δημόσιες δαπάνες και η οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας, οι κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία και ο σχεδιασμός, σε κάποιο βαθμό, της ανάπτυξης συμβάδιζαν με σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Ο οικονομικός κύκλος ελεγχόταν επιτυχώς μέσω της εφαρμογής κεϊνσιανής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Μια κοινωνική και ηθική οικονομία (που υποστηριζόταν ορισμένες φορές από μια ισχυρή αίσθηση εθνικής ταυτότητας) αναπτυσσόταν μέσω των δραστηριοτήτων ενός παρεμβατικού κράτους. Στην πραγματικότητα, το κράτος έγινε ένα αόρατο πεδίο δύναμης που απορροφούσε στο εσωτερικό του τις ταξικές σχέσεις. Οι θεσμοί της εργατικής τάξης, όπως τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς, είχαν πραγματική επιρροή μέσα στον κρατικό μηχανισμό.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο εμπεδωμένος φιλελευθερισμός άρχισε να καταρρέει, διεθνώς αλλά και μέσα στις εγχώριες οικονομίες. Παντού ήταν εμφανή τα σημάδια μιας σοβαρής κρίσης συσσώρευσης κεφαλαίου. Η ανεργία και ο πληθωρισμός αυξάνονταν αλματωδώς παντού, εισάγοντας σε μια παγκόσμια φάση «στασιμοπληθωρισμού» που διήρκεσε κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1970. Οι δημοσιονομικές κρίσεις των διαφόρων κρατών (η Βρετανία, π.χ., χρειάστηκε την οικονομική βοήθεια του ΔΝΤ στα 1975-76) είχαν ως αποτέλεσμα να κατρακυλήσουν τα φορολογικά έσοδα και να αυξηθούν ραγδαία οι κοινωνικές δαπάνες. Οι κεϊνσιανές πολιτικές δεν ήταν πλέον αποτελεσματικές. Ακόμη και προ του Αραβο-ισραηλινού πολέμου και του πετρελαϊκού εμπάργκο του ΟΠΕΚ το 1973, το σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς που στηριζόταν στα αποθέματα χρυσού είχε αποδιοργανωθεί. Οι ροές κεφαλαίων που διέσχιζαν τα κρατικά σύνορα δημιουργούσαν εντάσεις στο σύστημα σταθερών ισοτιμιών. Τα αμερικανικά δολάρια είχαν πλημμυρίσει τον κόσμο και διέφευγαν των ελέγχων των ΗΠΑ με το να τοποθετούνται σε ευρωπαϊκές τράπεζες. Έτσι, το 1971, εγκαταλείφθηκε το σύστημα σταθερών ισοτιμιών. Ο χρυσός δεν μπορούσε πλέον να λειτουργεί ως μεταλλική βάση του διεθνούς χρήματος- επιτράπηκε η ελεύθερη διακύμανση των ισοτιμιών και πολύ σύντομα εγκαταλείφθηκαν επίσης οι προσπάθειες ελέγχου της διακύμανσής τους. Ο εμπεδωμένος φιλελευθερισμός που είχε παραγάγει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, τουλάχιστον για τις καπιταλιστικές χώ
37
Νεοφιλελευθερισμός
ρες μετά το 1945, είχε εκμετρήσει το βίο του και δεν ήταν πλέον αποτελεσματικός. Απαιτούνταν μια εναλλακτική λύση, προκειμένου να ξεπε- ραστεί η κρίση.
Μία απάντηση ήταν να επεκταθούν οι κρατικοί έλεγχοι και ρυθμίσεις της οικονομίας μέσω κορπορατιστικών στρατηγικών (στις οποίες συμπεριλαμβανόταν, εάν προέκυπτε ανάγκη, η χαλιναγώγηση των διεκδικήσεων των εργαζομένων και των λαϊκών κινημάτων με την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, μέσω της εισοδηματικής πολιτικής ακόμη και μέσω ελέγχων μισθών και τιμών). Αυτή ήταν η λύση που έδωσαν τα σοσιαλιστικά και κομουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη, εναποθέτοντας τις ελπίδες στα καινοτόμα πειράματα διακυβέρνησης, σε τόπους όπως η «κόκκινη Μπολόνια» στην Ιταλία, στον επαναστατικό μετασχηματισμό της Πορτογαλίας μετά την πτώση του φασισμού, στη στροφή προς το σοσιαλισμό της αγοράς και στις ιδέες του «ευρωκομουνισμού», ιδίως στην Ιταλία (υπό την ηγεσία του Μπερλινγκουέρ) και στην Ισπανία (υπό την επιρροή του Καρίγιο) ή στην επέκταση του ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού κράτους πρόνοιας στη Σκανδιναβία. Η Αριστερά συγκέντρωσε μεγάλη λαϊκή υποστήριξη υπέρ αυτών των προγραμμάτων, φθάνοντας στο κατώφλι της εξουσίας στην Ιταλία και κατακτώντας πράγματι την κρατική εξουσία στην Πορτογαλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Βρετανία, ενώ διατηρούσε την εξουσία στη Σκανδιναβία. Ακόμη και στις ΗΠΑ, ένα Κογκρέσο ελεγχόμενο από το Δημοκρατικό Κόμμα νομοθέτησε, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ένα τεράστιο φάσμα μεταρρυθμιστικών μέτρων (που υπογράφτηκαν ως νόμοι από τον Ρί- τσαρντ Νίξον, ένα Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο, ο οποίος στη συνέχεια έ- φθασε στο σημείο να παρατηρήσει «Τώρα είμαστε όλοι κεϊνσιανιστές»), που ρύθμιζαν τα πάντα, από την περιβαλλοντική προστασία μέχρι την επαγγελματική ασφάλεια και υγεία, τα πολιτικά δικαιώματα και την προστασία του καταναλωτή.12 Αλλά η Αριστερά δεν κατόρθωσε να προχωρήσει πέρα από τις παραδοσιακές κοινωνικο-δημοκρατικές και κορ- πορατίστικες [συνεργασία εργοδοτών και εργατών υπό την καθοδήγηση του κράτους] λύσεις και αυτές αποδείχθηκαν, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ασύμβατες με τις απαιτήσεις της κεφαλαιακής συσσώρευσης. Το αποτέλεσμα ήταν να πολωθεί η διαμάχη μεταξύ εκείνων που συντάσσονταν με την κοινωνική δημοκρατία και τον κεντρικό σχεδίασμά, από τη μια, (οι οποίοι, όταν ήσαν στην εξουσία, όπως στην περίπτωση του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος, κατέληγαν στο να χαλιναγωγούν τις αξιώσεις των δικών τους ψηφοφόρων, συνήθως για πραγ
38
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
ματιστικούς λόγους), και όλων εκείνων που τα συμφέροντα τους υπαγόρευαν την απελευθέρωση της ισχύος των εταιρειών και των επιχειρήσεων και την επανεδραίωση των ελευθεριών της αγοράς, από την άλλη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, τα συμφέροντα αυτής της τελευταίας ομάδας ήρθαν στο προσκήνιο. Αλλά πώς θα εδραιώνονταν ξανά οι συνθήκες για την επανάληψη της δυναμικής συσσώρευσης κεφαλαίου;
Η ουσία του προβλήματος που πρέπει να λύσουμε είναι το πώς και το γιατί αναδύθηκε νικηφόρος ο νεοφιλελευθερισμός ως μοναδική απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα. Εκ των υστέρων πιθανώς μας φαίνεται ότι η απάντηση ήταν αναπόφευκτη και προφανής, αλλά εκείνη την εποχή νομίζω ότι είναι σωστό να πούμε πως κανένας δεν ήξερε πραγματικά ούτε αισθανόταν σιγουριά για το ποια λύση θα ήταν αποτελεσματική και πώς. Ο καπιταλιστικός κόσμος προχώρησε σκοντάφτοντας προς τη νεοφιλελευθεροποίηση, μέσα από ελικοειδείς διαδρομές και χαοτικά πειράματα που συγκροτήθηκαν πραγματικά ως μια καινούργια ορθοδοξία μόνο με τη διατύπωση αυτού που έγινε γνωστό ως «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», τη δεκαετία του 1990. Τότε, ο Κλίντον και ο Μπλερ αντέστρεψαν με ευκολία την προηγούμενη δήλωση του Νίξον και είπαν απλά «Τώρα είμαστε όλοι νεοφιλελεύθεροι». Η ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση του νεοφιλελευθερισμού, η συχνά μερική και μονόπαντη εφαρμογή του από το ένα κράτος και κοινωνικό σχηματισμό στον άλλο, μαρτυρά τη διστακτικότητα των νεοφιλελεύθερων λύσεων και τους περίπλοκους τρόπους με τους οποίους πολιτικές δυνάμεις, ιστορικές παραδόσεις και υπάρχουσες θεσμικές διευθετήσεις διαμόρφωσαν, σε συνδυασμό, το γιατί και το πώς της διαδικασίας της νεοφιλελευθεροποίη- σης που εφαρμόστηκε στην πράξη.
Υπάρχει, ωστόσο, μέσα σ’ αυτή τη μετάβαση ένα στοιχείο που αξίζει να το προσέξουμε ειδικά. Η κρίση συσσώρευσης κεφαλαίου της δεκαετίας του 1970 επηρέασε τους πάντες μέσω της ταυτόχρονης ύπαρξης υψηλής ανεργίας και επιταχυνόμενου πληθωρισμού (Σχήμα 1.1) Η δυσαρέσκεια εξαπλωνόταν και η σύμπραξη του εργατικού με τα κοινωνικά κινήματα των πόλεων, στο μεγαλύτερο μέρος του προηγμένου καπιταλιστικού κόσμου, έδινε την εντύπωση ότι τα πράγματα γέρνουν προς την εμφάνιση μιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης, αντί για τον κοινωνικό συμβιβασμό μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας που είχε στηρίξει τόσο επιτυχώς την κεφαλαιακή συσσώρευση κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Τα κομουνιστικά και τα σοσιαλιστικά κόμματα κέρδιζαν έδαφος, εάν δεν έπαιρναν την εξουσία, σ’ όλη την Ευρώπη, ενώ ακόμη και στις
39
ΣΧΗΜΑ 1.1 Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970: πληθωρισμός και ανεργία στις ΗΠΑ και την Ε υρώ πη, 1960-1987
ΗΠΑ οι λαϊκές δυνάμεις ξεσήκωναν τον κόσμο υπέρ εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων και κρατικών παρεμβάσεων. Σ’ αυτές τις εξελίξεις ενυπήρχε μια σαφής πολίτική απειλή για τις οικονομικές ελίτ και τις άρ- χουσες τάξεις παντού, τόσο στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες (όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία) όσο και στις υπό
40
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
ανάπτυξη χώρες (όπως η Χιλή, το Μεξικό και η Αργεντινή). Στη Σουηδία, π.χ., το γνωστό ως Σχέδιο Rehn-Meidner πρότεινε κυριολεκτικά τη σταδιακή εξαγορά του μεριδίου των ιδιοκτητών στις δικές τους επιχειρήσεις και τη μετατροπή της χώρας σε μια δημοκρατία εργατών/μετό- χων. Αλλά, εκτός α π ’ αυτό, γινόταν πια χειροπιαστή η οικονομική απειλή όσον αφορά τη θέση των αρχουσών ελίτ και τάξεων. Έ νας όρος της μεταπολεμικής συμφωνίας, σχεδόν σε όλες τις χώρες, ήταν ότι η οικονομική δύναμη των ανώτερων τάξεων θα περιοριστεί και ότι στους εργαζόμενους θα παραχωρηθεί πολύ μεγαλύτερο μερίδιο της οικονομικής πίτας. Γ ια παράδειγμα, στις ΗΠ Α το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που λάμβανε το εισοδηματικά ανώτερο 1% έπεσε από το προπολεμικό υψηλότερο επίπεδό του, που ήταν της τάξης του 16%, σε λιγότερο από 8% στα τέλη του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου και παρέ- μεινε περίπου σ’ αυτό το επίπεδο σχεδόν τρεις δεκαετίες. Όσο η οικονομική μεγέθυνση ήταν ισχυρή, αυτός ο περιορισμός δεν φαινόταν σημαντικός. Το να έχει κανείς σταθερό μερίδιο σε μια αυξανόμενη πίτα είναι κάτι καλό. Αλλά όταν η οικονομική μεγέθυνση κατέρρευσε στη δεκαετία του 1970, όταν τα πραγματικά επιτόκια έγιναν αρνητικά και το σύνηθες ήταν πενιχρά μερίδια και κέρδη, τότε οι απανταχού ανώτερες τάξεις αισθάνθηκαν να απειλούνται. Στις ΗΠΑ, ο έλεγχος του πλούτου (αντίθετα από το εισόδημα) από το ανώτερο 1% του πληθυσμού είχε παραμείνει σταθερός σε όλο τον 20ό αιώνα. Αλλά τη δεκαετία του 1970 καταποντίστηκε απότομα (Σχήμα 1.2), καθώς οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων (μετοχών, ακίνητης περιουσίας, αποταμιεύσεων) κατέρρευ- σαν. Οι ανώτερες τάξεις έπρεπε να δράσουν αποφασιστικά, προκειμέ- νου να προστατευθούν από την πολιτική και οικονομική εκμηδένιση.
Το πραξικόπημα στη Χιλή και η ανάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς στην Αργεντινή, που στηρίχθηκαν εσωτερικά από τις ανώτερες τάξεις με τη βοήθεια των ΗΠΑ, παρείχαν ένα είδος λύσης. Το επακόλουθο χιλιανό πείραμα του νεοφιλελευθερισμού έδειξε ότι τα οφέλη της αναζωογονημένης κεφαλαιακής συσσώρευσης ήταν πολύ μονόπλευρα υπό την αναγκαστική ιδιωτικοποίηση. Η χώρα και οι κυβερ- νώσες ελίτ της, μαζί με τους ξένους επενδυτές, τα πήγαν εξαιρετικά καλά στα πρώτα στάδια. Τα αποτελέσματα της αναδιανομής [υπέρ των πλουσίων] και η αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα ήταν όντως τόσο μόνιμο στοιχείο της νεοφιλελευθεροποίησης, ώστε να θεωρούνται δομικά χαρακτηριστικά του όλου εγχειρήματος. Ο Ζεράρ Ντουμενίλ και ο Ντο- μινίκ Λεβί, μετά από προσεκτική ανασύνθεση των δεδομένων, συμπέ-
4ΐ
Νεοφιλελευθερισμός
ΣΧΗΜΑ 1.2 Το κραχ του πλούτου της δεκαετίας του 1970: μερίδιο περιουσιακών στοιχείων που κατέχει το ανώ τερο 1% του πληθυσμού τω ν ΗΠΑ, 1922-1998
ΠΗΓΉ: Dumenil και Levy, Capital Resurgent.
ραναν ότι ο νεοφιλελευθερισμός εξαρχής ήταν ένα σχέδιο για την παλινόρθωση της ταξικής ισχύος. Μετά την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που ανήκε στο εισοδηματικά ανώτερο 1% των Αμερικανών αυξήθηκε ραγδαία, για να φθάσει στο 15% (πολύ κοντά στο προπολεμικό του μερίδιο) περί τα τέλη του αιώνα. Το εισοδηματικά ανώτερο 0,1% των Αμερικανών αύξησε το μερίδιό του στο εθνικό εισόδημα από 2% το 1978 σε πάνω από 6% το 1999, ενώ η αναλογία των μισθών των διευθυνόντων συμβούλων σε σχέση με τη μέση αμοιβή των εργατών αυξήθηκε από άνω των 30 προς 1, το 1970, σε σχεδόν 500 προς 1, το 2000 (Σχήματα 1.3 και 1.4). Σχεδόν μετά βεβαιότητας, με τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης Μπους που λαμβάνουν χώρα την τρέχουσα περίοδο, η συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου στα ανώτερα κλιμάκια της κοινωνίας συνεχίζεται με ταχείς ρυθμούς, διότι ο φόρος ακίνητης περιουσίας (φόρος επί του πλούτου) σταδιακά καταργεί- ται και η φορολογία εισοδήματος από επενδύσεις και από κεφαλαιακά κέρδη ελαχιστοποιείται, ενώ η φορολόγηση των ημερομισθίων και των μισθών διατηρείται.13
Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες: το εισοδη-
42
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
ΣΧΗΜΑ 1.3 Η παλινόρθωση της ταξικής ισχύος: το μερίδιο του ανώτερου 0,1% του πληθυσμού στο εθνικό εισόδημα, ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία, 1913-1998
ΠΗΓΗ: Task Force on Inequality and American Democracy, American Democracy in an Age of Rising Inequality.
ματικά ανώτερο 1 % των Βρετανών δυτλασίασε το μερίδιό του στο εθνικό εισόδημα από 6,5% σε 13% από το 1982. Και όταν κοιτάμε ακόμη μακρΰτερα, διαπιστώνουμε ασυνήθιστες συγκεντρώσεις πλούτου και δύναμης παντού. Μια μικρή και ισχυρή ολιγαρχία έχει εμφανιστεί στη Ρωσία μετά τη νεοφιλελεύθερη «θεραπεία σοκ», που εφαρμόστηκε στη χώρα αυτή κατά τη δεκαετία του 1990. Ακραία φαινόμενα εισοδηματικής ανισότητας και πλούτου παρατηρούνται στην Κίνα, αφ’ ης στιγμής υιοθέτησε μεθόδους προσανατολισμένες στην ελεύθερη αγορά. Το κύμα ιδιωτικοποιήσεων στο Μεξικό, μετά το 1992, εκσφενδόνισε ελάχιστα άτομα (όπως ο Κάρλος Σλιμ), σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, στη λίστα των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου που δημοσιεύει το περιοδικό Fortune. Γενικά, «οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και η Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών κατέγραψαν μερικές από τις μεγαλύτερες αυξήσεις που έχουν παρατηρηθεί ποτέ... στην κοινωνική α νισότητα. Οι χώρες του ΟΟΣΑ επίσης κατέγραψαν μεγάλες αυξήσεις στην ανισότητα μετά τη δεκαετία του 1980», ενώ «η εισοδηματική ψα- λίδα μεταξύ του ενός πέμπτου του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στις
43
Νεοφιλελευθερισμός
----- Συνολική αμοιβή θέσης 10....... Συνολική αμοιβή θέσης 50-----Συνολική αμοιβή θέσης 100-----Συνολική αμοιβή μέσος όρος των 100
Οι πρώτες τρεις καμπύλες δείχνουν την άνοδο της αμοιβής των διευθυνόντων συμβούλων σύμφωνα με τη θέση τους στην ιεραρχία των αμοιβών: 10η, 50ή και 100ή. Η άλλη καμπύλη
αντιστοιχεί στη μέση αμοιβή των 100 διευθυνόντων συμβούλων με τις υψηλότερες αποδοχές. Σημειώστε ότι το 1.000 σημαίνει 1.000 φορές ο μέσος μισθός.
ΣΧΗΜΑ 1.4 Η συγκέντρωση πλούτου και εισοδηματικής δύναμης στις ΗΠΑ: αμοιβή διευθυνόντων συμβούλων σε σχέση με τους μέσους μ ισθούς στις ΗΠΑ, 1970-2003, και μερίδια πλούτου τω ν πλουσιότερων οικογενειών, 1982-2002
ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, «Neoliberal Income Trends».
44
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
πλουσιότερες χώρες καί του ενός πέμπτου που ζει στις φτωχότερες ήταν 74 προς 1 το 1997, σε σύγκριση με το 60 προς 1 το 1990 και με το 30 προς 1 το I960».14 Ενώ υπάρχουν εξαιρέσεις σ’ αυτή την τάση (αρκετές χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας μέχρι στιγμής έχουν περιορίσει τις εισοδηματικές ανισότητες σε λογικά πλαίσια, όπως και η Γαλλία - βλέπε Σχήμα 1.3), τα στοιχεία δείχνουν με έμφαση ότι η νεοφιλελεύθερη στροφή σχετίζεται, κατά κάποιον τρόπο και σε κάποιο βαθμό, με την παλινόρθωση ή ανοικοδόμηση της ισχύος των οικονομικών ελίτ.
Μπορούμε, συνεπώς, να ερμηνεύσουμε τη νεοφιλελευθεροποίηση είτε ως ένα ουτοπικό πρόγραμμα με σκοπό την υλοποίηση ενός θεωρητικού σχεδίου αναδιοργάνωσης του διεθνούς καπιταλισμού είτε ως ένα πολιτικό πρόγραμμα για την επανεδραίωση των συνθηκών της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της παλινόρθωσης της δύναμης των οικονομικών ελίτ. Στα όσα ακολουθούν θα υποστηρίξω ότι στην πράξη έχει κυριαρχήσει ο δεύτερος εκ των δύο αυτών αντικειμενικών σκοπών. Η νεοφιλελευθεροποίηση δεν υπήρξε τόσο αποτελεσματική ως προς την αναζωογόνηση της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά πέτυχε αξιοσημείωτα αποτελέσματα όσον αφορά την παλινόρθωση, και σε ορισμένες περιπτώσεις (στη Ρωσία και την Κίνα) τη δημιουργία, της δύναμης των οικονομικών ελίτ. Ο θεωρητικός ουτοπισμός της νεοφιλελεύθερης επιχειρηματολογίας λειτούργησε κυρίως, σύμφωνα με τα συμπεράσματά μου, ως σύστημα δικαιολόγησης και νομιμοποίησης των όσων έπρεπε να γίνουν, για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Επιπλέον, τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι όποτε οι νεοφιλελεύθερες αρχές συγκρούονται με την ανάγκη παλινόρθωσης ή διατήρησης της δύναμης των ελίτ, είτε εγκαταλείπονται είτε διαστρέφονται τόσο που γίνονται αγνώριστες. Αυτό ουδόλως στερεί από τις ιδέες τη δύναμή τους να δρουν ως παράγοντας ιστορικο-γεωγραφικής αλλαγής. Αλλά δείχνει μια δημιουργική ένταση ανάμεσα στη δύναμη των νεοφιλελεύθερων ιδεών και τις πραγματικές μεθόδους της νεοφιλελευθεροποίησης που έχουν μετασχηματίσει τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού τα τελευταία τριάντα χρόνια.
45
Νεοφιλελευθερισμός
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Ο νεοφιλελευθερισμός, ως πιθανό αντίδοτο στις απειλές κατά της καπιταλιστικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων και ως λύση στις ασθένειες του καπιταλισμού, καραδοκούσε επί μακρόν στις διάφορες πτέρυγες της δημόσιας πολιτικής. Μια μικρή και κλειστή ομάδα παθιασμένων υ- ποστηρικτών -κυρίως ακαδημαϊκών οικονομολόγων, ιστορικών και φιλοσόφων- είχε συσπειρωθεί γύρω από τον γνωστό Αυστριακό πολιτικό φιλόσοφο Φρίντριχ φον Χάγιεκ, συγκροτώντας την Εταιρεία Μον Πε- λερέν (από την ελβετική λουτρόπολη όπου συναντήθηκαν για πρώτη φορά) το 1947 (σημαίνοντες μεταξύ αυτών ήταν ο Λούντβιχ φον Μίξες, ο οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν και επίσης, για κάποιο διάστημα, ο διακεκριμένος φιλόσοφος Καρλ Πόπερ). Η ιδρυτική διακήρυξη της Ε ταιρείας αναφέρει τα εξής:
Οι κεντρικές αξίες του πολιτισμού κινδυνεύουν. Σε μεγάλες εκτάσεις της γήινης επιφάνειας οι ουσιώδεις συνθήκες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας έχουν ήδη εξαφανιστεί. Σε άλλες βρίσκονται υπό συνεχή απειλή από την ανάπτυξη των σύγχρονων τάσεων της πολιτικής. Η θέση του α τόμου και της αυτοπροαίρετης ομάδας σταδιακά υπονομεύεται από την επέκταση της αυθαίρετης εξουσίας. Ακόμη και το πιο πολύτιμο απόκτημα του Δυτικού Ανθρώπου, η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, απειλείται από την εξάπλωση ιδεολογιών οι οποίες, ενώ διεκδικούν το προνόμιο της ανοχής όταν είναι μειοψηφικές, επιδιώκουν απλώς να κατοχυρώσουν μια θέση εξουσίας από την οποία μπορούν να καταπνίγουν και να α φανίζουν όλες τις άλλες απόψεις εκτός από τη δική τους.
Η ομάδα πρεσβεύει ότι αυτές οι εξελίξεις υποδαυλίστηκαν από την α νάπτυξη μιας άποψης για την ιστορία η οποία αρνείται όλα τα απόλυτα ηθικά κριτήρια και από την ανάπτυξη θεωριών που αμφισβητούν το επιθυμητό του κράτους δικαίου. Πρεσβεύει περαιτέρω ότι υποδαυλίστηκαν από την υποχώρηση της πίστης στην ατομική ιδιοκτησία και στην ανταγωνιστική αγορά· διότι χωρίς τη διάχυτη δύναμη και πρωτοβουλία που σχετίζονται μ’ αυτούς τους θεσμούς, είναι δύσκολο να φανταστούμε μια κοινωνία στην οποία μπορεί να διατηρηθεί πραγματικά η ελευθερία.15
Τα μέλη της ομάδας αυτοπαρσυσιάστηκαν ως «φιλελεύθεροι» (με την παραδοσιακή ευρωπαϊκή έννοια), λόγω της θεμελιώδους δέσμευσής τους στα ιδανικά της ελευθερίας του ατόμου. Η νεοφιλελεύθερη ταμπέλα σήμαινε την προσκόλλησή τους σε εκείνες τις περί αγοράς αρχές
46
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
των νεοκλασικών οικονομικών που είχαν εμφανιστεί το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα (χάρη στο έργο του Άλφρεντ Μάρσαλ, του Γουίλιαμ Στάνλεϊ Τζέβονς και του Αίον Γουόλρας) εκτοπίζοντας τις κλασικές θεωρίες των Άνταμ Σμιθ, Ντέιβιντ Ρικάρντο και, βεβαίως, του Καρλ Μαρξ. Ωστόσο, διατήρησαν την άποψη του Άνταμ Σμιθ ότι το αόρατο χέρι της αγοράς ήταν το καλύτερο μέσο για την επιστράτευση ακόμη και των ευτελέστερων ανθρώπινων ενστίκτων, όπως της αδηφαγίας, της πλεονεξίας και της επιθυμίας για πλούτο και εξουσία, προς όφελος όλων. Συνεπώς, το νεοφιλελεύθερο δόγμα εναντιωνόταν βαθιά στις θεωρίες του κρατικού παρεμβατισμού, όπως αυτή του Τζον Μέιναρντ Κέινς, που κυριάρχησαν στη δεκαετία του 1930 ως αντίδραση στη Μεγάλη Ύφεση. Πολλοί πολιτικοί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο προσέβλεπαν στη βοήθεια της κεϊνσιανής θεωρίας καθώς επεδίωκαν να κρατήσουν υπό έλεγχο τον οικονομικό κύκλο και τις υφέσεις. Οι νεοφιλελεύθεροι εναντιώνονταν ακόμη πιο μανιασμένα στις θεωρίες του κεντρικού κρατικού σχεδιασμού, όπως εκείνες που προωθούσε ο Όσκαρ Λανζ, που προσέγγιζαν τη μαρξιστική παράδοση. Οι κρατικές αποφάσεις, υποστήριζαν, ήταν μοιραία πολιτικά προκατειλημμένες, εφόσον εξαρτιόνταν από τη δύναμη των διαφόρων ομάδων συμφερόντων (όπως τα συνδικάτα, οι περιβαλλοντιστές ή τα εμπορικά λόμπι). Οι κρατικές αποφάσεις σε θέματα επενδύσεων και κεφαλαιακής συσσώρευσης μοιραία θα είναι λανθασμένες, διότι οι διαθέσιμες στο κράτος πληροφορίες δεν μπορούν να ανταγωνιστούν αυτές που εμπεριέχονται στα σήματα τα οποία εκπέμπει η αγορά.
Ό πω ς έχουν αποδείξει αρκετοί σχολιαστές, το ανωτέρω θεωρητικό πλαίσιο δεν είναι απόλυτα συνεκτικό.16 Η επιστημονική αυστηρότητα των νεοκλασικών οικονομικών που υιοθετεί δεν εναρμονίζεται εύκολα με την πολιτική προσήλωση στα ιδανικά της ατομικής ελευθερίας ούτε η υποτιθέμενη απέχθειά του έναντι της πάσης φύσεως κρατικής εξουσίας προσιδιάζει στην ανάγκη ενός ισχυρού και, όταν οι συνθήκες το επιτάσσουν, καταναγκαστικού κράτους που θα υπερασπίζεται τα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας, των ατομικών ελευθεριών και των επιχειρηματικών ελευθεριών. Το δικονομικό τέχνασμα του προσδιορισμού των εταιρειών ως προσώπων ενώπιον του νόμου εισάγει τις δικές του προκαταλήψεις, που εκφράζονται ειρωνικά στο πιστεύω του Τζον Ντ. Ροκφέλερ, χαραγμένο σε πέτρα στο Κέντρο Ροκφέλερ της Νέας Υόρ- κης: εκεί ο Αμερικανός μεγιστάνας τοποθετεί «την ανώτερη αξία του ατόμου» πάνω α π’ όλες τις άλλες. Υπάρχουν δε, όπως θα δούμε, αρκετές
47
Νεοφιλελευθερισμός
αντιφάσεις στη νεοφιλελεύθερη θέση, που καθιστούν τις εξελισσόμενες νεοφιλελεύθερες μεθόδους (σε ζητήματα όπως η μονοπωλιακή ισχύς και οι αποτυχίες της αγοράς) αγνώριστες σε σχέση με τη φαινομενική καθαρότητα του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Συνεπώς, πρέπει να δώσουμε μεγάλη προσοχή στην ένταση που υπάρχει ανάμεσα στη θεωρία του νεοφιλελευθερισμού και στον ουσιαστικό πραγματισμό της εφαρμογής της.
Ο Χάγιεκ, συγγραφέας βασικών κειμένων, όπως το The Constitution o f Liberty, προέβλεψε ότι η μάχη των ιδεών ήταν το κλειδί και ότι θα χρειαζόταν πιθανώς μια γενιά για να κερδηθεί αυτή η μάχη, όχι μόνο εναντίον του μαρξισμού, αλλά και του σοσιαλισμού, του κρατικού σχε- διασμού και του κεϊνσιανού παρεμβατισμού. Η ομάδα Μον Πελερέν κέρδισε οικονομική και πολιτική υποστήριξη. Στις ΗΠΑ ιδίως, μια ισχυρή ομάδα πλουσίων ατόμων και επικεφαλής εταιρειών, που ήταν βαθύτατα αντίθετοι με όλες τις μορφές κρατικού παρεμβατισμού και ρύθμισης της οικονομίας όπως και με το διεθνισμό, επιδίωξε να οργανώσει την αντιπαράθεση σ’ αυτό που έβλεπε ως αναδυόμενη συναίνεση για την εφαρμογή μεικτής οικονομίας. Φοβούμενη για το πώς θα εξελισσόταν πολιτικά η συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση και η διευθυνό- μενη οικονομία, που οικοδομήθηκε μέσα στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκόσμιου πολέμου, στο μεταπολεμικό περιβάλλον, αυτή η ομάδα ήταν πρόθυμη να αγκαλιάσει καθετί, από το μακαρθισμό μέχρι τα νεοφιλελεύθερα θεωρητικά επιτελεία, για να προστατεύσει και να δυναμώσει την εξουσία της. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια έμεινε στο περιθώριο της πολιτικής και ακαδημαϊκής επιρροής μέχρι τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1970. Τότε άρχισε να κινείται προς το κέντρο της σκηνής, ιδίως στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, αφού είχε εκτραφεί από τα αφειδώς χρηματοδοτούμενα think tanks (παρακλάδια της Εταιρείας Μον Πελερέν, όπως το Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων στο Λονδίνο και το Ίδρυμα Heritage στην Ουάσιγκτον), όπως και μέσω της αυξανόμενης επιρροής της στον ακαδημαϊκό χώρο, κυρίως στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, όπου κυρίαρχη φιγούρα ήταν ο Μίλτον Φρίντμαν. Η νεοφιλελεύθερη θεωρία κέρδισε τον ακαδημαϊκό σεβασμό με την απονομή του βραβείου Νόμπελ για τα οικονομικά στον Χάγιεκ, το 1974, και στον Φρίντμαν, το 1976. Αυτό το συγκεκριμένο βραβείο, παρόλο που έχει την αύρα του Νόμπελ, δεν έχει καμιά σχέση με τα άλλα και ελέγχεται ασφυκτικά από την τραπεζική ελίτ της Σουηδίας. Η νεοφιλελεύθερη θεωρία, με το μονεταριστικό της ένδυμα κυρίως, άρχισε να α
48
Η ελευθερία m a t απλώς άλλη μία λέξη...
σκεί πρακτική επιρροή σε πολλούς και διάφορους τομείς της πολιτικής. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Κάρτερ, επί παραδείγματι, η κατάργηση των ρυθμίσεων στην οικονομία εμφανίστηκε ως μία από τις πολλές απαντήσεις στον χρόνιο στασιμοπληθωρισμό που επικρατούσε στις ΗΠΑ καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970. Αλλά η πλήρης καθιέρωση του νεοφιλελευθερισμού, ως της νέας οικονομικής ορθοδοξίας που διέπει τη δημόσια πολιτική σε κρατικό επίπεδο, στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο επήλθε, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Βρετανία, το 1979.
Τον Μάιο εκείνου του έτους, στη Βρετανία εξελέγη η Μάργκαρετ Θάτσερ με την ισχυρή εντολή να μεταρρυθμίσει την οικονομία. Υπό την επιρροή του Κιθ Τζότζεφ, ενός δραστήριου και αταλάντευτου δημο- σιολόγου και σφοδρού δημοσιογραφικού πολέμιου του κεϊνσιανισμού, που είχε ισχυρές διασυνδέσεις με το Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων, αποδέχθηκε ότι ο κεϊνσιανισμός έπρεπε να εγκαταλειφθεί και ότι οι μο- νεταριστικές λύσεις των οικονομικών της «προσφοράς» ήταν ουσιαστικές για τη θεραπεία του στασιμοπληθωρισμού που χαρακτήριζε τη βρετανική οικονομία τη δεκαετία του 1970. Αναγνώρισε ότι αυτό δεν σή- μαινε τίποτε λιγότερο από μια επανάσταση στη δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική. Χωρίς καθυστέρηση έδειξε λυσσαλέα αποφασιστικότητα στο να ξεπαστρέψει τους θεσμούς και τις πολιτικές μεθόδους του κοινωνικο-δημοκρατικού κράτους που είχε εδραιωθεί στη Βρετανία μετά το 1945. Αυτή η πολιτική απαιτούσε αντιπαράθεση με τα συνδικάτα- επίθεση σε όλες τις μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης που εμπόδιζαν την ανταγωνιστική ευελιξία (όπως αυτές εκφράζονταν μέσα από την τοπική αυτοδιοίκηση και τη δύναμη πολλών επαγγελματιών και των ενώ- σεών τους)- αποδιάρθρωση ή υπαναχώρηση από τις δεσμεύσεις του κράτους πρόνοιας- ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων (και της κοινωνικής στέγης)- μείωση των φόρων για την ενθάρρυνση της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας και δημιουργία ευνοϊκού επιχειρηματικού κλίματος, ώστε να προσελκύσει εισροή ξένων επενδύσεων (ιδίως από την Ιηπωνία). Ό πως διακήρυξε η Θάτσερ, σε μια πασίγνωστη φράση της, «δεν υπήρχε κοινωνία, παρά μόνο άτομα» - και πρόσθεσε αμέσως μετά, και οι οικογένειές τους. Όλες οι μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης έπρεπε να καταργηθούν προς όφελος του ατομισμού, της ατομικής ιδιοκτησίας, της προσωπικής υπευθυνότητας και των οικογενειακών αξιών. Η ιδεολογική επίθεση βάσει αυτών των κατευθύνσεων που απέρ- ρεαν από τη θατσερική ρητορική ήταν αδυσώπητη.17 «Τα οικονομικά είναι η μέθοδος», είπε, «ο στόχος είναι να αλλάξουμε τα συναισθήματα
49
Νεοφιλελευθερισμός
------- Ηνωμένες Πολιτείες-------Γαλλία
ΣΧΗΜΑ 1.5 Το «σοκ Βόλκερ»: μεταβολές του πραγματικού επιτοκίου στις ΗΠΑ και τη Γαλλία, 1960-2001
ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, Capital Resurgent.
των ανθρώπων». Και επέφερε αυτή την αλλαγή, με τρόπους όμως που δεν ήταν καθόλου ολοκληρωμένοι και πλήρεις, ούτε βεβαίως χωρίς πολιτικό κόστος.
Τον Οκτώβριο του 1979, ο Πολ Βόλκερ, διοικητής της Fed υπό τον πρόεδρο Κάρτερ, επέφερε μια δρακόντεια μεταβολή στην αμερικανική νομισματική πολιτική.18 Εγκαταλείφθηκε η από μακρού υπάρχουσα δέσμευση του φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους των ΗΠΑ στις αρχές του Νιου Ντιλ,* που σήμαινε γενικά την εφαρμογή κεϊνσιανής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής με βασικό αντικειμενικό σκοπό την πλήρη απασχόληση, προς όφελος μια πολιτικής που σχεδιάστηκε να κα- ταστείλει τον πληθωρισμό, ανεξάρτητα από τις όποιες συνέπειες στην απασχόληση. Το πραγματικό επιτόκιο, που συχνά ήταν αρνητικό κατά τη διάρκεια της διψήφιας πληθωριστικής έκρηξης της δεκαετίας του 1970, έγινε θετικό με εντολή της Κεντρικής Τράπεζας (Σχήμα 1.5). Το ονομα-
* Βασική φιλοσοφία του εν λόγω προγράμματος ήταν ότι το κράτος έχει την τελική ευθύνη για την ευημερία των πολιτών (Σ.τ.Μ.)
50
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
ΣΧΗΜΑ 1.6. Η επίθεση στους εργαζόμενους: πραγματικοί μισθοί και παραγω γικότητα στις ΗΠΑ, 1960-2000
ΠΗΓΉ: Pollin, Contours of Descent.
στικό επιτόκιο αυξήθηκε εν μια νυκτί και μετά από ορισμένα σκαμπανεβάσματα, τον Ιούλιο του 1981, σταθεροποιήθηκε κοντά στο 20%. Έτσι άρχισε μια «παρατεταμένη, βαθιά ύφεση που θα άδειαζε τα εργοστάσια και θα διέλυε τα συνδικάτα στις ΗΠΑ και θα οδηγούσε τις χώρες-οφει- λέτες στο χείλος της πτώχευσης, εισάγοντας σε μια μακροχρόνια περίοδο διαρθρωτικής προσαρμογής».19 Ο Βόλκερ υποστήριξε ότι αυτός ήταν ο μόνος δρόμος εξόδου από τη σκληρή κρίση του στασιμοπληθωρισμού που χαρακτήριζε την οικονομία των ΗΠΑ και το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας, τη δεκαετία του 1970.
Το σοκ Βόλκερ, όπως έκτοτε έχει γίνει γνωστό, ερμηνεύθηκε ως αναγκαία αλλά μη επαρκής συνθήκη για τη νεοφιλελευθεροποίηση. Κάποιες κεντρικές τράπεζες επί μακράν έδιναν έμφαση στην αντιπληθω- ριστική δημοσιονομική υπευθυνότητα και είχαν υιοθετήσει πολιτικές που πλησίαζαν τη μονεταριστική και όχι την κεϊνσιανή ορθοδοξία. Στην περίπτωση της Δυτικής Γερμανίας, αυτή η τάση ήταν απόρροια της ιστορικής μνήμης του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού που είχε καταστρέφει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, τη δεκαετία του 1920, (δημιουργώντας τις συνθήκες ανόδου του φασισμού), και του εξίσου επικίνδυνου πληθωρισμού που είχε παρουσιαστεί στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Το ΔΝΤ επί μακράν εναντιωνόταν στη δημιουργία υπέρμε
5ΐ
Νεοφιλελευθερισμός
τρου χρέους και παρότρυνε, εάν δεν υποχρέωνε, τα κράτη-πελάτες του να εφαρμόζουν δημοσιονομικό περιορισμό και πολιτικές λιτότητας μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Αλλά σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο μονεταρισμός εφαρμοζόταν παράλληλα με την αποδοχή της ύπαρξης ισχυρών συνδικάτων και της δέσμευσης στην οικοδόμηση ισχυρού κράτους πρόνοιας. Συνεπώς, η στροφή προς το νεοφιλελευθερισμό δεν είχε να κάνει μόνο με την υιοθέτηση του μονεταρισμού, αλλά και με τις εκτυλισσόμενες κυβερνητικές πολιτικές σε πολλούς άλλους τομείς.
Η νίκη του Ρόναλντ Ρέιγκαν επί του Κάρτερ στις εκλογές του 1980 αποδείχθηκε κρίσιμη, παρόλο που ο Κάρτερ είχε στραφεί αγωνιωδώς προς την κατεύθυνση της απορρύθμισης (των αερογραμμών και των χερσαίων μεταφορών) ως μερική λύση της κρίσης του στασιμοπληθωρισμού. Οι σύμβουλοι του Ρέιγκαν ήταν πεπεισμένοι ότι το μονεταριστικό «γιατρικό» του Βόλκερ για την άρρωστη και στάσιμη οικονομία ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε. Ο Βόλκερ υποστηρίχθηκε και διορίστηκε ξανά στο πόστο του διοικητή της Fed. Και η κυβέρνηση Ρέιγκαν παρέσχε την απαραίτητη πολιτική υποστήριξη, μέσω της περαιτέρω απορρύθμισης, των φορολογικών περικοπών, των περικοπών του προϋπολογισμού και των επιθέσεων στα συνδικάτα και τις επαγγελματικές ενώσεις. Ο Ρέιγκαν αντιμετώπισε την PATCO, το συνδικάτο των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας, σε μια μακροχρόνια και σκληρή απεργία το 1981. Έτσι έδωσε το σινιάλο μιας ολοκληρωτικής εφόδου εναντίον της δύναμης των οργανωμένων εργατών, την ίδια στιγμή που η σχεδιασμένη από τον Βόλκερ ύφεση δημιουργούσε υψηλά επίπεδα ανεργίας (10% και παραπάνω). Αλλά η PATCO δεν ήταν ένα συνηθισμένο συνδικάτο: ήταν ένα συνδικάτο υπαλλήλων που είχε το χαρακτήρα μιας ένωσης ειδικευμένων επαγγελ- ματιών. Συνεπώς, εξέφραζε το συνδικαλισμό της μεσαίας και όχι της εργατικής τάξης. Το αποτέλεσμα στις συνθήκες εργασίας γενικά ήταν δραματικό - και αυτό το δείχνει καλύτερα ίσως το γεγονός ότι ο ελάχιστος ομοσπονδιακός μισθός, που το 1980 βρισκόταν στο όριο της φτώχειας, είχε πέσει κάτω από αυτό το όριο κατά 30% το 1990. Τότε, άρχισε η σοβαρή μακροχρόνια πτώση των επιπέδων των πραγματικών μισθών.
Οι άνθρωποι που διορίστηκαν από τον Ρέιγκαν σε θέσεις εξουσίας σε τομείς όπως η περιβαλλοντικοί κανονισμοί, η επαγγελματική ασφάλεια και η υγεία κλιμάκωσαν σε ακόμη πιο υψηλά επίπεδα την εκστρατεία ενάντια στο μεγάλο κράτος. Η απορρύθμιση των πάντων, από τις αερομεταφορές και τις τηλεπικοινωνίες μέχρι τον χρηματοπιστωτικό το-
5 2
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
Φορολογικός συντελεστής για την υψηλότερη εισοδηματική κατηγορία Φορολογικός συντελεστής για τη χαμηλότερη εισοδηματική κατηγορία
ΣΧΗΜΑ 1.7. Η φορολογική επανάσταση των ανώτερων τάξεων: φορολογικοί συντελεστές των ΗΠΑ για τις υψηλότερες και τις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες, 1913-2003
ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, «Neoliberal Income Trends».
μέα, άνοιξε νέες ζώνες απεριόριστης ελευθερίας της αγοράς στα ισχυρά εταιρικά συμφέροντα. Η μείωση της φορολογίας επί των επενδύσεων ουσιαστικά επιδότησε τη μετακίνηση κεφαλαίου από τις βορειοανατολικές και μεσοδυτικές περιοχές της χώρας, όπου οι εργάτες ήταν συνδικαλισμένοι, στις μη συνδικαλισμένες και υποκείμενες σε ελάχιστες ρυθμίσεις περιοχές του νότου και της δύσης. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αναζητούσε όλο και περισσότερο στο εξωτερικό τις ευκαιρίες για υψηλότερα ποσοστά αποδόσεων. Η αποβιομηχάνιση μέσα στις ΗΠΑ και οι ενέργειες για να μεταφερθεί η παραγωγή στο εξωτερικό γίνονταν όλο και πιο πολύ η συνήθης πρακτική. Η αγορά, που παρουσιαζόταν ιδεολογικά ως ο τρόπος για την καλλιέργεια του ανταγωνισμού και της καινοτομίας, έγινε το όχημα για τη σταθεροποίηση της μονοπωλιακής ισχύος. Οι φόροι των ανωνύμων εταιρειών μειώθηκαν δραματικά, και ο ανώτερος προσωπικός φορολογικός συντελεστής μειώθηκε από 78 σε 28%, ένα μέτρο που αναγγέλθηκε ως «η μεγαλύτερη φορολογική περικοπή στην ιστορία» (Σχήμα 1.7).
Και έτσι άρχισε η δυναμική μεταβολή προς τη μεγαλύτερη κοινωνική ανισότητα και την παλινόρθωση της οικονομικής ισχύος της ανώτερης τάξης.
53
Νεοφιλελευθερισμός
Ωστόσο, υπήρχε άλλη μια μεταβολή καθ’ όλη αυτή την περίοδο που επίσης ώθησε προς τη νεοφιλελευθεροποίηση στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Η άνοδος των πετρελαϊκών τιμών του ΟΠΕΚ, που επήλθε με το εμπάργκο πετρελαίου του 1973, παρείχε στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και το Άμπου Ντά- μπι, τεράστια οικονομική δύναμη. Σήμερα γνωρίζουμε από τις εκθέσεις των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών ότι το 1973 οι Ηνωμένες Πολιτείες προετοιμάζονταν πράγματι να εισβάλουν σ’ αυτές τις χώρες, για να αποκαταστήσουν τη ροή του πετρελαίου και να ρίξουν τις τιμές. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι Σαουδάραβες συμφώνησαν εκείνη την εποχή, προφανώς υπό τη στρατιωτική πίεση, εάν όχι υπό τη σαφή απειλή εκ μέρους των ΗΠΑ, να ανακυκλώσουν όλα τα πετροδολάρια μέσω των επενδυτικών τραπεζών της Νέας Υόρκης.20 Αυτές οι τράπεζες βρέθηκαν να κουμαντάρουν τεράστια κεφάλαια τα οποία έπρεπε να τα διαθέσουν επικερδώς. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ol προοπτικές για επικερδή τοποθέτηση μέσα στις ΗΠΑ δεν ήταν καλές, λόγω των υφε- σιακών οικονομικών συνθηκών και των χαμηλών ποσοστών απόδοσης. Έπρεπε να αναζητηθούν πιο κερδοφόρες ευκαιρίες στο εξωτερικό. Οι κυβερνήσεις φαίνονταν να είναι η ασφαλέστερη τοποθέτηση, διότι, όπως το έθεσε ο Γουόλτερ Ρίστον, επικεφαλής της Citibank, σε μια πασίγνωστη αποστροφή του, οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να μετακινηθούν ούτε να εξαφανιστούν. Και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, υπήρχαν πολλές κυβερνήσεις που μέχρι στιγμής στερούνταν κεφάλαια και ανυ- πομονούσαν να δανειστούν. Ωστόσο, για να πραγματοποιηθεί ο δανεισμός χρειαζόταν ελεύθερη είσοδος και ασφαλείς συνθήκες δανεισμού. Έτσι οι επενδυτικές τράπεζες της Νέας Υόρκης προσέβλεπαν στην ιμπεριαλιστική παράδοση των ΗΠΑ για να αποσπάσουν νέες επενδυτικές ευκαιρίες και να προστατεύσουν τα επιχειρηματικά εγχειρήματά τους στο εξωτερικό.
Η ιμπεριαλιστική παράδοση των ΗΠΑ διαμορφώθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα και σε μεγάλο βαθμό κατ’ αντίθεση προς τις ιμπεριαλιστικές παραδόσεις της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας και άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων.21 Ενώ οι ΗΠΑ είχαν ερωτοτροπήσει με την αποικιακή κατάκτηση στο τέλος του 19ου αιώνα, εγκαθίδρυσαν ένα πιο ανοιχτό σύστημα ιμπεριαλισμού, χωρίς αποικίες, κατά τη διάρκεια του 20ού. Η παραδειγματική περίπτωση αμερικανικής ιμπεριαλιστικής επέμβασης εκτυλίχθηκε στη Νικαράγουα τη δεκαετία του 1920 και αυτή του 1930, όταν Αμερικανοί πεζοναύτες πήραν θέσεις μάχης για
54
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
να προστατεύσουν τα αμερικανικά συμφέροντα, αλλά βρέθηκαν μπλεγμένοι σε μια μακροχρόνια και δύσκολη ανταρτική εξέγερση υπό την ηγεσία του Σαντίνο. Η διέξοδος ήταν να βρουν οι ΗΠΑ έναν ντόπιο ισχυρό άνδρα -στην προκειμένη περίπτωση τον Σομόζα- και να δώσουν σ’ αυτόν, την οικογένειά του και τους άμεσους υποστηρικτές του οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, έτσι ώστε να μπορέσουν να καταπνίξουν ή να εξαγοράσουν την αντιπολίτευση και να συσσωρεύσουν άφθονο πλούτο και δύναμη ol ίδιοι. Το αντάλλαγμα ήταν να ανοίξουν τη χώρα τους στις επιχειρήσεις του αμερικανικού κεφαλαίου και να στηρίξουν, εάν δε προέκυπτε ανάγκη και να προωθήσουν, τα αμερικανικά συμφέροντα τόσο μέσα στη χώρα όσο και στην περιοχή (στην περίπτωση της Νικαράγουας, στην Κεντρική Αμερική) συνολικά. Αυτό ήταν το μοντέλο που αναπτύχθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, κατά το στάδιο της παγκόσμιας κατάργησης του αποικιακού συστήματος που επιβλήθηκε στις ευρωπαϊκές δυνάμεις με επιμονή των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, η CIA σχεδίασε το πραξικόπημα που ανέτρεφε την εκλεγμένη κυβέρνηση του Μοσαντέκ, το 1953, και εγκατέστησε το σάχη του Ιράν, ο οποίος παραχώρησε πετρελαϊκά συμβόλαια στις αμερικανικές εταιρείες (και δεν επέστρεψε τα περιουσιακά στοιχεία στις βρετανικές εταιρείες που είχε εθνικοποιήσει ο Μοσαντέκ). Ο σάχης έγινε επίσης ένας από τους βασικούς φύλακες των αμερικανικών συμφερόντων στην πετρελαϊκή περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Στη μεταπολεμική περίοδο, το μεγαλύτερο μέρος του μη κομουνιστικού κόσμου άνοιξε στα κυριαρχικά συμφέροντα των ΗΠΑ μέσω αυτής της τακτικής. Αυτή η τακτική επιλέχθηκε επίσης για να καταπολεμηθεί η απειλή κομουνιστικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Συνεπαγόταν δε μια αντιδημοκρατική (και ακόμη πιο εμφατικά αντι-λαϊκί- στικη και αντισοσιαλιστική/αντικομουνιστική) στρατηγική εκ μέρους των ΗΠΑ που τις ωθούσε όλο και πιο πολύ να συμμαχούν με καταπιεστικές στρατιωτικές δικτατορίες και αυταρχικά καθεστώτα (πιο εντυπωσιακά, βεβαίως, στη Λατινική Αμερική). Οι ιστορίες που διηγείται ο Τζον Πέρκινς στο Confessions o f an Economic Hit Man είναι γεμάτες με αποκρουστικές και σκοτεινές λεπτομέρειες για το πώς γίνονταν όλα αυτά συνήθως. Έτσι τα αμερικανικά συμφέροντα έγιναν περισσότερο παρά λιγότερο ευάλωτα στον αγώνα κατά του διεθνούς κομουνισμού. Ενώ μπορούσε να αγοραστεί αρκετά εύκολα η συναίνεση των τοπικών αρχουσών ελίτ, η ανάγκη να καταστέλλονται τα αντιπολιτευτικά ή κοι- νωνικο-δημοκρατικά κινήματα (όπως του Αλιέντε στη Χιλή) συνέδεσε
55
Νεοφιλελευθερισμός
τις ΗΠΑ με μια πολύχρονη ιστορία κυρίως μυστικών, βίαιων επιχειρήσεων εναντίον λαϊκών κινημάτων α π ’ άκρου σ’ άκρο του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, τα πλεονάζοντα κεφάλαια που ανακυκλώνονταν μέσω των επενδυτικών τραπεζών της Νέας Υόρκης διασπείρονταν σε όλο τον κόσμο. Πριν από το 1973, οι περισσότερες αμερικανικές ξένες επενδύσεις ήταν άμεσες και αφορούσαν κυρίως την εκμετάλλευση πρώτων υλών (πετρελαίου, ορυκτών, ακατέργαστων υλικών, αγροτικών προϊόντων) ή την ανάπτυξη ειδικών αγορών (τηλεπικοινωνιών, αυτοκινήτων κ.λπ) στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική. O l επενδυτικές τράπεζες της Νέας Υόρκης πάντα ήταν δραστήριες στο διεθνές πεδίο, αλλά μετά το 1973 δραστηριοποιήθηκαν ακόμη περισσότερο, αν και πλέον έστιασαν στο δανεισμό προς τις ξένες κυβερνήσεις.22 Η δραστηριότητα αυτή απαιτούσε τη φιλελευθεροποίηση της διεθνούς πίστωσης και των χρηματοπιστωτικών αγορών, και η κυβέρνηση των ΗΠΑ άρχισε να προωθεί δραστήρια και να υποστηρίζει παγκόσμια αυτή τη στρατηγική, στη δεκαετία του 1970.Υ)ι αναπτυσσόμενες χώρες που ήταν πει- νασμένες για πίστωση παροτρύνονταν να δανείζονται τεράστια ποσά, με επιτόκια πλεονεκτικά για τους Νεοϋορκέζους τραπεζίτες.23 Ωστόσο, εφόσον τα δάνεια δίνονταν σε αμερικανικά δολάρια, η όποια μέτρια, ας μη μιλήσουμε για κάποια απότομη, άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων εύκολα ωθούσε τις ευάλωτες χώρες σε αθετήσεις πληρωμής. Και έτσι οι επενδυτικές τράπεζες της Νέας Υόρκης ήταν εκτεθειμένες σε σοβαρές απώλειες.
Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία ήταν απότοκος του σοκ-Βόλκερ που οδήγησε το Μεξικό σε αθέτηση πληρωμών το 1982-1984. Η κυβέρνηση Ρέιγκαν, η οποία σκεφτόταν σοβαρά να αποσύρει την υποστήριξή της στο ΔΝΤ το πρώτο έτος της θητείας της, βρήκε τρόπο να συνδυάσει τις δυνάμεις του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ και του ΔΝΤ για να λύσει το πρόβλημα επεκτείνοντας το δανεισμό, αλλά με αντάλλαγμα τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Αυτή ήταν η συνήθης αντιμετώπιση μετά την «κάθαρση», όπως λέει ο Στίγκλιτς, του ΔΝΤ από όλες τις κεϊν- σιανές επιρροές, το 1982. Στο εξής, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα αποτέλεσαν τα κέντρα προπαγάνδας και επιβολής του «φονταμενταλι- σμού της ελεύθερης αγοράς» και της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Ως αντάλλαγμα για την αναδιάρθρωση [διακανονισμό και παράταση] του χρέους, οι χρεωμένες χώρες έπρεπε να πραγματοποιήσουν θεσμικές μεταρρυθμίσεις, ήτοι περικοπές των κοινωνικών δαπανών, νόμους για πιο
56
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
ευέλικτες αγορές εργασίας και ιδιωτικοποιήσεις. Έτσι επινοήθηκε η «διαρθρωτική προσαρμογή». Το Μεξικό ήταν μία από τις πρώτες χώρες που σύρθηκε μέσα σ’ αυτό που επρόκειτο να γίνει μια αυξανόμενη φάλαγγα νεοφιλελεύθερων κρατικών μηχανισμών σε όλο τον κόσμο.24
Ωστόσο, αυτό που έδειξε η περίπτωση του Μεξικού ήταν η βασική διαφορά ανάμεσα στη φιλελεύθερη και τη νεοφιλελεύθερη πρακτική: βάσει της πρώτης, οι δανειστές αναλαμβάνουν τις απώλειες που προκύπτουν από τις κακές επενδυτικές αποφάσεις, ενώ βάσει της δεύτερης οι δανειζόμενοι εξαναγκάζονται από κρατικές και διεθνείς δυνάμεις να αναλαμβάνουν όλο το κόστος της αποπληρωμής του χρέους, ανεξάρτητα από τις συνέπειες στη ζωή και στην ευημερία του τοπικού πληθυσμού. Εάν αυτό απαιτούσε την παράδοση των περιουσιακών στοιχείων σε ξένες εταιρείες σε εξευτελιστικές τιμές, γινόταν χωρίς ενδοιασμό. Ωστόσο, η εν λόγω πρακτική, όπως αποδεικνύεται, δεν είναι συμβατή με τη νεοφιλελεύθερη θεωρία. Έ να αποτέλεσμα ήταν, όπως δείχνουν οι Ντουμενίλ και Λεβί, το ότι επιτράπηκε στους Αμερικανούς κατόχους κεφαλαίου να αποσπάσουν υψηλά ποσοστά αποδόσεων από τον υπόλοιπο κόσμο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και αυτής του 1990 (Σχήματα 1.8 και 1.9).25 Η παλινόρθωση της ισχύος μιας οικονομικής ελίτ ή ανώτερης τάξης στις ΗΠΑ και αλλού στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στα πλεονάσματα που απέσπασαν από τον υπόλοιπο κόσμο μέσω των διεθνών ροών και των μεθόδων της διαρθρωτικής προσαρμογής.
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ
Τι, όμως, εννοείται εδώ με τον όρο «τάξη»; Πρόκειται για μια έννοια πάντα ακαθόριστη (ορισμένοι θα έλεγαν αμφίβολη). Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού είχε ως συνέπεια τον επανακαθορισμό της. Υπάρχει συνεπώς το εξής πρόβλημα. Εάν η νεοφιλε- λευθεροποίηση ήταν το όχημα για την παλινόρθωση της ταξικής οικονομικής ισχύος, τότε πρέπει να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τις ταξικές δυνάμεις που βρίσκονται πίσω της και εκείνες που ωφελήθηκαν από αυτή. Ό μως, κάτι τέτοιο είναι δύσκολο, όταν με τη λέξη «τάξη» δεν νοείται μια σταθερή κοινωνική διάταξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα «παραδοσιακά» στρώματα κατάφεραν να κρατήσουν μια σταθερή βάση εξουσίας (που συχνά οργανώνεται μέσω της οικογένειας και της
57
Νεοφιλελευθερισμός
ξένες συμμετοχές χαρτοφυλακίου σπς ΗΠΑ
ΣΧΗΜΑ 1.8 Τα πλεονάσματα που αποσπάστηκαν από το εξωτερικό: ποσοστό απόδοσης ξένων και εγχωρίων επενδύσεων στις ΗΠΑ, 1960-2002
ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, «The Economics of US Imperialism».
----- Εισόδημα από τον υπόλοιπο κόσμο / εγχώρια κέρδη------Κέρδη άμεσων επενδύσεων στο εξωτερικό / εγχώρια κέρδη
ΣΧΗΜΑ 1.9 Η εισροή φόρου υποτέλειας στις ΗΠΑ: κέρδη και κεφαλαιακό εισόδημα από τον υπόλοιπο κόσμο σε σχέση με τα εγχώρια κέρδη
ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, «Neoliberal Dynamics: Toward A New Phase?».
58
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
συγγένειας). Σε άλλες περιπτώσεις η νεοφιλελευθεροποίηση συνοδεύτηκε από μια αναδιάταξη των δυνάμεων πσυ συνιστούν μια ανώτερη τάξη. Επί παραδείγματι, η Μάργκαρετ Θάτσερ επιτέθηκε σε ορισμένες περιχαρακωμένες μορφές ταξικής ισχύος στη Βρετανία. Εναντιώθηκε στην αριστοκρατική παράδοση που κυριαρχούσε στο στρατό, στο δικαστικό σώμα και στη χρηματοπιστωτική ελίτ του Σίτι του Λονδίνου και σε πολλούς τομείς της βιομηχανίας και στάθηκε στο πλευρό των δυναμικών επιχειρηματιών και των νεόπλουτων. Υποστήριξε και συνήθως υποστηριζόταν από αυτή τη νέα τάξη των επιχειρηματιών (όπως ο Ρί- τσαρντ Μπράνσον, ο λόρδος Χάνσον και ο Τζορτζ Σόρος). Η παραδοσιακή πτέρυγα του δικού της Συντηρητικού Κόμματος έπαθε σοκ. Στις ΗΠΑ, η ανερχόμενη δύναμη και σπουδαιότητα των χρηματιστών και των διευθυνόντων συμβούλων των μεγάλων ανωνύμων εταιρειών, όπως επίσης η τεράστια έκρηξη δραστηριότητας σε εντελώς νέους τομείς (όπως της υπολογιστικής και του διαδικτύου, των ΜΜΕ και των λιανικών πωλήσεων) μετατόπισαν σημαντικά την οικονομική ισχύ μέσα στους κόλπους της ανώτερης τάξης. Έτσι, παρόλο που ο νεοφιλελευθερισμός και η εφαρμογή του συντέλεσαν στην παλινόρθωση της ταξικής δύναμης, αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα ότι ανέκτησαν οικονομική δύναμη ol ίδιοι άνθρωποι.
Όμως, όπως φανερώνουν οι αντίθετες περιπτώσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας, «ταξική» σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς τόπους, και σε κάποιες περιπτώσεις (π.χ. στις ΗΠΑ) συχνά θεωρείται πως δεν έχει κανένα νόημα. Επιπροσθέτως, υπήρξαν ισχυρά ρεύματα διαφοροποίησης όσον αφορά τη διαμόρφωση και αναδιαμόρφω- ση της ταξικής ταυτότητας σε διάφορα μέρη του κόσμου. Στην Ινδονησία, τη Μαλαισία και τις Φιλιππίνες, π.χ., η οικονομική ισχύς συγκεντρώθηκε, ως επί το πλείστον, σε μια αριθμητικά ελάχιστη μειονότητα Κινέζων και ο τρόπος απόκτησης αυτής της οικονομικής δύναμης ήταν τελείως διαφορετικός από ό,τι στην Αυστραλία ή στις ΗΠΑ (συγκεντρώθηκε κυρίως στις εμπορικές δραστηριότητες και είχε ως συνέπεια τη μονοπώληση των αγορών).26 Και η άνοδος των εφτά ολιγαρχών στη Ρωσία ήταν αποτέλεσμα των εξαιρετικών περιστάσεων που επικράτησαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Εντούτοις, υπάρχουν μερικές γενικές τάσεις τις οποίες μπορούμε να αναγνωρίσουμε. Η πρώτη αφορά την ανάμειξη των προνομίων ιδιοκτησίας και διοίκησης των καπιταλιστικών επιχειρήσεων -που παραδοσιακά ήταν διαχωρισμένα- μέσω της πληρωμής των διευθυνόντων συμβού
59
Νεοφιλελευθερισμός
λων με δικαιώματα προαίρεσης μετοχών - αγοράς μετοχών με μειωμένη τιμή (ιδιοκτησία τίτλων). Συνεπώς το κίνητρο της οικονομικής δραστηριότητας γίνεται η αξία της μετοχής και όχι η παραγωγή και, όπως φάνηκε χαρακτηριστικά με την κατάρρευση εταιρειών τύπου Enron, ο πειρασμός της κερδοσκοπίας που προκάλεσε αυτό το φαινόμενο ήταν συντριπτικός. Η δεύτερη τάση ήταν προς τη δραματική μείωση του ιστορικού χάσματος μεταξύ του χρηματικού κεφαλαίου που κερδίζει μερίδια και τόκους, από τη μια, και του παραγωγικού, βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου το οποίο αναζητά κέρδη, από την άλλη. Αυτός ο διαχωρισμός είχε προκαλέσει στο παρελθόν συγκρούσεις μεταξύ χρηματιστών, παραγωγών και εμπόρων. Στη Βρετανία, π.χ., η κυβερνητική πολιτική κατά τη δεκαετία του 1960 ικανοποιούσε πρωταρχικά τις απαιτήσεις των χρηματιστών του Σίτι του Λονδίνου, συχνά εις βάρος της εγχώριας βιομηχανίας, και στις ΗΠΑ, την ίδια δεκαετία, συχνά έρχονταν στην επιφάνεια συγκρούσεις μεταξύ χρηματιστών και βιομηχανικών εταιρειών. Κατά τη δεκαετία του 1970 οι περισσότερες από αυτές τις συγκρούσεις είτε εξαφανίστηκαν είτε έλαβαν νέες μορφές. Οι μεγάλες εταιρείες προσανατολίστηκαν περισσότερο προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ακόμη και αν δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή, όπως, π.χ., οι αυτοκινητοβιομηχανίες. Από τη δεκαετία του 1980 περίπου, δεν ήταν ασύνηθες να αναφέρουν οι εταιρείες ζημίες στην παραγωγή που αντισταθμίζονταν από κέρδη προερχόμενα από χρηματοπιστωτικά εγχειρήματα (παντός είδους, από πιστωτικές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις μέχρι την κερδοσκοπία στα ευμετάβλητα νομίσματα και στις προθεσμιακές αγορές). Οι συγχωνεύσεις μεταξύ επιχειρήσεων διαφόρων τομέων της οικονομίας συνένωσαν συμφέροντα στους τομείς της παραγωγής, του εμπορίου, των ακινήτων και της χρηματοοικονομίας με νέους τρόπους, δημιουργώντας διαφοροποιημένους πολυκλαδικούς ομίλους. Ό ταν η US Steel άλλαξε την επωνυμία της σε USX (αγοράζοντας μεγάλα μερίδια στον τομέα των ασφαλίσεων), ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, Τζέιμς Ρόντρικ, απάντησε στη ερώτηση «Τι είναι το X;» με την απλή φράση «Το X σημαίνει χρήμα».27
Ό λα αυτά συνδέθηκαν με μια εκρηκτική αύξηση της δραστηριότητας και της δύναμης του χρηματοπιστωτικού κόσμου. Η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα, απελευθερωμένη από τους ρυθμιστικούς περιορισμούς και τα εμπόδια που μέχρι τότε περιόριζαν το πεδίο δράσης της, μπορούσε να ανθήσει όσο ποτέ άλλοτε και σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικονομίας. Έ να κύμα καινοτομιών στις χρηματοπιστωτικές
6ο
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
υπηρεσίες δεν δημιούργησε απλώς πιο εξελιγμένες μορφές παγκόσμιας διασύνδεσης, αλλά και νέα είδη χρηματοπιστωτικών αγορών που βασίζονταν στη μετοχοποίηση, τα παράγωγα και σε κάθε μορφή προθεσμιακών συναλλαγών. Εν ολίγοις, η νεοφιλελευθεροποίηση σήμαινε ότι τα πάντα αποκτούσαν χρηματοπιστωτική διάσταση. Αυτό προσέδωσε μεγαλύτερη ένταση στην κατοχή χρηματοπιστωτικών εργαλείων σε όλους τους άλλους τομείς της οικονομίας, σε όλο τον κρατικό μηχανισμό, και, όπως επισημαίνει ο Ράντι Μάρτιν, στην καθημερινή ζωή.28 Επίσης αυτό εισήγαγε μια αυξανόμενη αστάθεια στις παγκόσμιες συναλλακτικές σχέσεις. Αναμφίβολα συνιστούσε μια μετατόπιση δύναμης από την παραγωγή προς τον χρηματοπιστωτικό κόσμο. Τα επιτεύγματα ως προς τη βιομηχανική ικανότητα δεν σήμαιναν πλέον απαραίτητα άνοδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος, αλλά η επικέντρωση στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ασφαλώς σήμαινε άνοδό του. Γι’ αυτό το λόγο, η υποστήριξη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και η αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτέλεσε το κεντρικό ζήτημα ενδιαφέροντος της βασικής ομάδας των νεοφιλελεύθερων κρατών (που αποτελείται από τις πιο πλούσιες χώρες του κόσμου και είναι γνωστή ως G7). Εν ό- ψει μιας σύγκρουσης μεταξύ της Μέιν Στριτ και της Γουόλ Στριτ [μεταξύ παραγωγικών-εμπορικών και χρηματοπιστωτικών συμφερόντων], ε- πρόκειτο να ευνοηθεί η δεύτερη. Έτσι εμφανίζεται η πραγματική δυνατότητα να τα πηγαίνει μεν καλά η Γουόλ Στριτ, αλλά καθόλου καλά οι υπόλοιπες ΗΠΑ (όπως επίσης και όλος ο άλλος κόσμος). Και επί αρκετά χρόνια, ιδίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, συνέβαινε ακριβώς αυτό. Το σύνθημα της δεκαετίας του 1960, δηλαδή ό,τι είναι καλό για την General Motors είναι καλό και για τις ΗΠΑ συνολικά, άλλαξε κατά τη δεκαετία του 1990 με το εξής σύνθημα: εκείνο που μετρά περισσότερο είναι ό,τι συμφέρει τη Γουόλ Στριτ.
Συνεπώς, κεντρικός πυρήνας της ανερχόμενης ταξικής ισχύος υπό το νεοφιλελευθερισμό είναι οι διευθύνοντες σύμβουλοι, που χειρίζονται κατά κύριο λόγο τα πράγματα μέσα στα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών, και οι επικεφαλής των χρηματοπιστωτικών, νομικών και τεχνικών μηχανισμών που περιβάλλουν αυτό το εσώτερο άδυτο της καπιταλιστικής δραστηριότητας.29 Η δύναμη των πραγματικών ιδιοκτητών του κεφαλαίου, των μετόχων, έχει, όμως, μειωθεί κάπως, εκτός από τις περιπτώσεις όπου μπορούν να κερδίσουν πολύ μεγάλη μερίδα ψήφων για να επηρεάσουν την εταιρική πολιτική. Σε ορισμένες περιστάσεις, οι μέτοχοι μπορεί να «φεσωθούν» με εκατομμύρια εξαιτίας των εγχειρη
6ι
Νεοφιλελευθερισμός
μάτων των διευθυνόντων συμβούλων και των χρηματοπιστωτικών τους συμβούλων. Τα κερδοσκοπικά οφέλη κατέστησαν επίσης δυνατή τη συγκέντρωση τεραστίων περιουσιών μέσα σε ελάχιστο χρόνο (παραδείγματα είναι οι Γουόρεν Μπάφετ και Τζορτζ Σόρος).
Θα ήταν, όμως, λάθος να περιορίσουμε την έννοια της ανώτερης τάξης μόνο σε αυτή την ομάδα. Το άνοιγμα επιχειρηματικών ευκαιριών, όπως και οι νέες δομές των εμπορικών σχέσεων, επέτρεψαν την εμφάνιση ουσιαστικά νέων διαδικασιών ταξικής διαμόρφωσης. Στους νέους τομείς της οικονομίας, όπως είναι η βιοτεχνολογία και οι τεχνολογίες της πληροφορικής, δημιουργήθηκαν ταχύτατα μεγάλες περιουσίες (π.χ. από τον Μπιλ Γκέιτς και τον Πολ Άλεν). Οι νέες σχέσεις αγοράς δημιούργησαν κάθε είδους δυνατότητα να αγοράζει κανείς φθηνά και να πουλά ακριβά, αν όχι να μονοπωλεί, στην ουσία, αγορές με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργεί περιουσίες που μπορούν είτε να επεκταθούν οριζοντίους (όπως στην περίπτωση της εξάπλωσης του Ρούπερτ Μέρ- ντοχ και της δημιουργίας μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας ΜΜΕ) ή να διαφοροποιούνται, περιλαμβάνοντας όλων των ειδών τις επιχειρήσεις, με την επέκτασή τους αντίστροφα, στην εξαγωγή φυσικών πόρων και την παραγωγή, αλλά και με την προωθητική τους ολοκλήρωση, να εισέρχονται δηλαδή από μια εμπορική βάση στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, στα ακίνητα και το λιανεμπόριο. Συχνά, σ’ αυτές τις περιπτώσεις βασικό ρόλο έπαιξε επίσης η προνομιακή σχέση με την κρατική εξουσία. Π.χ., οι δύο επιχειρηματίες που βρίσκονταν πιο κοντά στον Σουχάρτο της Ινδονησίας εξυπηρετούσαν τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα της οικογένειας Σουχάρτο και καλλιεργούσαν επίσης τις διασυνδέσεις τους με τον κρατικό μηχανισμό, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν τεράστιο πλούτο. Το 1997, ο Όμιλος Σαλίμ, ενός εξ αυτών, «αναφέρθηκε ως ο μεγαλύτερος πολυκλαδικός όμιλος κινεζικής ιδιοκτησίας στον κόσμο, με 20 δισεκατομμύρια δολάρια ενεργητικό και με περίπου πεντακόσιες εταιρείες». Αρχίζοντας με μια σχετικά μικρή επενδυτική εταιρεία, ο Μεξικανός Κάρλος Σλιμ απέκτησε τον έλεγχο στο προσφάτους ιδιωτικοποιημένο σύστημα τηλεπικοινωνιών του Μεξικού και ταχύτατα το μετέτρεψε σε μια τεράστια πολυκλαδική αυτοκρατορία που δεν ελέγχει μόνο μια τεράστια μερίδα της μεξικανικής οικονομίας, αλλά έχει επεκτείνει τα συμφέροντά του στο λιανεμπόριο των ΗΠΑ (Circuit City και Barnes and Noble) όπως επίσης σε όλη τη Λατινική Α μερική.30 Στις ΗΠΑ, η οικογένεια Γουόλτον έχει αποκτήσει αμύθητο πλούτο, καθώς το πολυκατάστημα Wal-Mart ανήλθε σε κυρίαρχη θέση
62
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
μέσα στον κλάδο του αμερικανικού λιανεμπορίου, αφού ενοποιήθηκε όμως με τις κινεζικές γραμμές παραγωγής και με καταστήματα λιανικών πωλήσεων σε όλο τον κόσμο. Ενώ οι δεσμοί ανάμεσα σ’ αυτά τα είδη δραστηριοτήτων και στον χρηματοπιστωτικό κόσμο είναι εμφανείς, η απίστευτη ικανότητα όχι μόνο συγκέντρωσης μεγάλων προσωπικών περιουσιών, αλλά άσκησης κυριαρχικού ελέγχου σε μεγάλα τμήματα της οικονομίας παρέχει σ’ αυτά τα ελάχιστα άτομα τεράστια οικονομική δύναμη επηρεασμού της πολιτικής. Ελάχιστα απορεί κανείς που η καθαρή περιουσία των 358 πλουσιότερων ανθρώπων το 1996 ήταν «ίση με το εισόδημα του φτωχότερου 45% του παγκόσμιου πληθυσμού - 2,3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων». Ακόμη χειρότερα, «οι 200 πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο υπερδιπλασίασαν τον καθαρό πλούτο τους στα τέσσερα χρόνια μέχρι το 1998 σε περισσότερο από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Τα περιουσιακά στοιχεία των πρώτων τριών δισεκατομ- μυριούχων [ήταν τότε] περισσότερα από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν όλων μαζί των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών και των 600 εκατομμυρίων κατοίκων τους».31
Ωστόσο, υπάρχει ένα ακόμη πρόβλημα που πρέπει να συνυπολογιστεί σ’ αυτή τη διαδικασία ριζικής αναδιάταξης των ταξικών σχέσεων. Τίθεται το ερώτημα, το οποίο έχει προκαλέσει μεγάλη διαμάχη, εάν αυτή η ταξική αναδιάταξη πρέπει να θεωρηθεί υπερεθνική ή εάν μπορεί ακόμη να κατανοείται ως κάτι που εδράζεται αποκλειστικά εντός των παραμέτρων του έθνους-κράτους.32 Η θέση μου είναι η εξής. Πιστεύω ότι ιστορικά έχει μεγαλοποιηθεί η υπόθεση ότι η άρχουσα τάξη σε όποια χώρα περιόριζε ποτέ τις επιχειρήσεις της και όριζε τη νομιμοφροσύνη της έναντι ενός οποιοσδήποτε έθνους-κράτους. Ουδέποτε είχε μεγάλο νόημα το να μιλούμε για μια διακριτά αμερικανική έναντι της βρετανικής ή γαλλικής ή γερμανικής ή κορεατικής τάξης κεφαλαιοκρατών. Οι διεθνείς δεσμοί ήταν πάντοτε σημαντικοί, ιδίως μέσω των αποικιακών και νεοαποικιακών δραστηριοτήτων, αλλά και μέσω των υπερεθνικών διασυνδέσεων που ανάγονται χρονικά στον 19ο αιώνα, αν όχι νωρίτερα. Αναμφίβολα, όμως, υπήρξε βάθεμα και διεύρυνση αυτών των υπερεθνικών διασυνδέσεων στη διάρκεια της φάσης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και είναι καίριας σημασίας να αναγνωριστούν τούτες οι διασυνδέσεις. Ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται ότι τα σημαίνοντα άτομα μέσα σ’ αυτή την τάξη δεν προσκολλώνται σε συγκεκριμένους κρατικούς μηχανισμούς, διότι αυτοί τους παρέχουν πλεονεκτήματα όσο και προστασία. Το πού προσκολλώνται συγκεκριμένα είναι ση
63
Νεοφιλελευθερισμός
μαντικό, αλλά η προσκόλλησή τους δεν είναι πιο σταθερή από την καπιταλιστική δραστηριότητα που επιδιώκουν. Ο Ρούπερτ Μέρντοχ ξεκίνησε από την Αυστραλία, μετά συγκέντρωσε τη δράση του στη Βρετανία πριν, τελικά, λάβει την υπηκοότητα (αναμφίβολα με ταχείες διαδικασίες) των ΗΠΑ. Δεν βρίσκεται εκτός ή πάνω από τις συγκεκριμένες κρατικές εξουσίες, και στο ίδιο μέτρο ασκεί σημαντική επιρροή, μέσω των ΜΜΕ που ελέγχει, στην πολιτική και στις τρεις χώρες. Και οι 247 υποτιθέμενα ανεξάρτητοι εκδότες των εφημερίδων του παγκοσμίως υποστήριξαν την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Ωστόσο, ως μια μορφή συντομογραφίας, έχει ακόμη νόημα να μιλούμε για μια αμερικανική ή βρετανική ή κορεατική τάξη κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων, διότι τα εταιρικά συμφέροντα, του Μέρντοχ ή του Κάρλος Σλιμ ή του Ομίλου Σαλίμ, τροφοδοτήθηκαν και εκτράφηκαν από συγκεκριμένους κρατικούς μηχανισμούς. Ο καθένας από αυτούς όμως μπορεί και συνήθως ασκεί ταξική εξουσία σε περισσότερα από ένα κράτη ταυτόχρονα.
Ενώ αυτή η ανομοιογενής ομάδα ανθρώπων είναι στέρεα ενταγμένη στον κόσμο των εταιρειών, της χρηματοοικονομίας, του εμπορίου και των ακινήτων δεν συνεργεί απαραιτήτως ως τάξη, και ενώ συχνά υπάρχουν εντάσεις μεταξύ των μελών της, πάντα έχει μια ορισμένη εναρμόνιση συμφερόντων, ώστε γενικά αναγνωρίζει τα πλεονεκτήματα (και τώρα κάποιους κινδύνους) που απορρέουν από τη νεοφιλελευθε- ροποίηση. Έχει επίσης τους τρόπους, μέσω οργανισμών όπως το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβάς, να ανταλλάσσει ιδέες και να συμβαδίζει και να διαβουλεύεται με πολιτικούς ηγέτες. Ασκεί τεράστια επιρροή στις παγκόσμιες υποθέσεις και έχει ελευθερία δράσης που οι απλοί πολίτες δεν μπορούν να έχουν.
Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Αυτή η ιστορία της νεοφιλελευθεροποίησης και της ταξικής διαμόρφωσης και η ευρεία αποδοχή των ιδεών της Εταιρείας Μον Πελερέν ως κυρίαρχων ιδεών της εποχής αποκτά μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία όταν συ- γκρίνεται με το ιστορικό των αντεπιχειρημάτων που διατυπώθηκαν από τον Καρλ Πολάνιι το 1944 (λίγο πριν ιδρυθεί η Εταιρεία Μον Πελερέν). Ο Πολάνιι επισήμανε ότι σε μια πολύπλοκη κοινωνία το νόημα της ελευθερίας καθίσταται τόσο αντιφατικό και φορτισμένο, όσο συναρπαστικά είναι τα κίνητρά της για δράση. Σημείωσε ότι υπάρχουν δύο είδη
64
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
ελευθερίας, ένα καλό και ένα κακό. Στο κακό είδος συμπεριέλαβε «την ελευθερία να εκμεταλλεύεται κανείς τους συνανθρώπους του ή την ελευθερία να αποκτά υπέρμετρα κέρδη, χωρίς την αντίστοιχη υπηρεσία προς την κοινωνία, την ελευθερία να εμποδίζει τη χρήση των τεχνολογικών καινοτομιών προς δημόσιο όφελος ή την ελευθερία να κερδίζει από δημόσιες καταστροφές που έχουν σχεδιαστεί μυστικά για προσωπικό όφελος». Αλλά, συνέχιζε ο Πολάνιι, «η οικονομία της αγοράς, υπό την οποία αναπτύχθηκαν αυτές οι ελευθερίες, παρήγαγε επίσης ελευθερίες που τις θεωρούμε εξαιρετικά πολύτιμες. Την ελευθερία της συνείδησης, την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία της συνάθροισης, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, την ελευθερία της επιλογής εργασίας». Ενώ «αυτές οι ελευθερίες τιμούνται από εμάς δικαιωματικά» - και, βεβαίως, πολλοί από εμάς ακόμη τις εκτιμούν-, ήταν σε μεγάλο βαθμό «υποπροϊόντα της ίδιας οικονομίας που ευθυνόταν και για τις φαύλες ελευθερίες».33 Η απάντηση του Πολάνιι σ’ αυτό το δυϊσμό ηχεί παράξενα, δεδομένης της τρέχουσας ηγεμονίας της νεοφιλελεύθερης σκέψης:
Το ξεπέρασμα της οικονομίας της αγοράς μπορεί να γίνει η απαρχή μιας εποχής πρωτοφανούς ελευθερίας. Η νομική και η πραγματική ελευθερία μπορούν να διευρυνθούν και να γενικευθούν όσο ποτέ άλλοτε- η ρύθμιση και ο έλεγχος μπορούν να εξασφαλίσουν την ελευθερία όχι μόνο για τους λίγους, αλλά για όλους. Ελευθερία όχι ως προνομιακή κατάσταση, στιγματισμένη εκ προελεύσεως, αλλά ως απαράγραπτο δικαίωμα που εκτείνεται πολύ πέρα από τα στενά όρια της πολιτικής σφαίρας στην εσώτερη οργάνωση της ίδιας της κοινωνίας. Έτσι θα προστεθούν οι παλιές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα στο απόθεμα των νέων ελευθεριών που δημιουρ- γούνται από τον ελεύθερο χρόνο και την ασφάλεια που η βιομηχανική κοινωνία προσφέρει σε όλους. Μια τέτοια κοινωνία αντέχει να είναι και δίκαιη και ελεύθερη.34
Δυστυχώς, όπως παρατηρούσε ο Πολάνιι, η μετάβαση σε ένα τέτοιο μέλλον μπλοκάρεται από το «ηθικό εμπόδιο» του φιλελεύθερου ουτοπισμού (και πάνω από μία φορά παραθέτει τον Χάγιεκ ως παράδειγμα αυτής της παράδοσης):
Ο σχεδιασμός και ο έλεγχος δέχονται επιθέσεις ως άρνηση της ελευθερίας. Η ελεύθερη επιχείρηση και η ατομική ιδιοκτησία διακηρύσσονται ως τα ουσιώδη της ελευθερίας. Λέγεται ότι καμιά κοινωνία οικοδομημένη σε άλλα
65
Νεοφιλελευθερισμός
θεμέλια δεν αξίζει να αποκαλείται ελεύθερη. Η ελευθερία που δημιουργεί η ύπαρξη κανόνων αποκηρύσσεται ως μη ελευθερία· η δικαιοσύνη, η ελευθερία και η ευημερία που προσφέρει στηλιτεύονται ως συγκάλυψη της σκλαβιάς.35
Η ιδέα της ελευθερίας «εκφυλίζεται έτσι σε μια απλή υπεράσπιση της ελεύθερης επιχείρησης», το οποίο σημαίνει «πληρότητα ελευθερίας για εκείνους των οποίων το εισόδημα, η ανάπαυση και η ασφάλεια δεν χρειάζονται ενίσχυση και τίποτε περισσότερο από ψίχουλα ελευθερίας για τους ανθρώπους που μάταια προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα για να βρουν καταφύγιο από την,,εξου- σία των κατόχων περιουσίας». Αλλά εάν, όπως συνήθως λέγεται, «δεν υπάρχει κοινωνία στην οποία η εξουσία και ο καταναγκασμός απουσιάζουν ούτε κόσμος στον οποίο δεν λειτουργεί η δύναμη», τότε ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί αυτό το φιλελεύθερο ουτοπικό όραμα είναι η δύναμη, η βία και ο αυταρχισμός. Ο φιλελεύθερος ή νεοφιλελεύθερος ουτοπισμός είναι καταδικασμένος, κατά την άποψη του Πολάνιι, να ανατραπεί από τον αυταρχισμό ή και από τον καθαρό φασισμό.36 Οι καλές ελευθερίες εξαφανίζονται, οι κακές επικρατούν.
Η διάγνωση του Πολάνιι φαίνεται ιδιαίτερα ορθή στη σημερινή μας κατάσταση. Προσφέρει μια έγκυρη θεώρηση βάσει της οποίας μπορούμε να κατανοήσουμε ποιες είναι οι προθέσεις του προέδρου Μπους, όταν διαβεβαιώνει ότι «ως η μεγαλύτερη δύναμη στη γη εμείς [οι ΗΠΑ] έχουμε την υποχρέωση να βοηθήσουμε στην εξάπλωση της ελευθερίας». Βοηθά να εξηγήσουμε γιατί ο νεοφιλελευθερισμός έχει γίνει τόσο αυταρχικός, βίαιος και αντιδημοκρατικός την ίδια στιγμή που η «ανθρωπότητα έχει στα χέρια της την ευκαιρία να προωθήσει το θρίαμβο της ελευθερίας έναντι όλων των προαιώνιων εχθρών της».37 Μας δίνει τη δυνατότητα να εξετάσουμε πώς έχουν βγάλει τεράστια κέρδη τόσο πολλές εταιρείες μη διαχέοντας τα οφέλη που προκύπτουν από τις τεχνολογίες τους (όπως τα φάρμακα για το AIDS) στη δημόσια σφαίρα, πώς έχουν κερδίσει τόσα από τις καταστροφές του πολέμου (όπως στην περίπτωση της Halliburton), από την πείνα και τις περιβαλλοντικές καταστροφές. Μας κάνει να θέτουμε το ανησυχητικό ερώτημα εάν είναι ή όχι δυνατόν πολλές από αυτές τις καταστροφές ή σχεδόν καταστροφές (οι εξοπλιστικοί ανταγωνισμοί και η ανάγκη αντιμετώπισης πραγματικών και φανταστικών εχθρών) να σχεδιάστηκαν μυστικά για ν ’ αποκομίσουν πλεονεκτήματα οι εταιρείες. Και καθιστά απόλυτα σαφές το για
66
Η ελευθερία είναι απλώς άλλη μία λέξη...
τί οι άνθρωποι του πλούτου και της εξουσίας υποστηρίζουν διακαώς ορισμένες έννοιες δικαιωμάτων και ελευθεριών, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να μας πείσουν για την καθολικότητά τους και την αγαθότητά τους. Στο κάτω κάτω, μετά από τριάντα χρόνια οι νεοφιλελεύθερες ελευθερίες δεν αποκατέστησαν μόνο την οικονομική ισχύ μιας πολύ στενά οριζόμενης τάξης καπιταλιστών. Παρήγαγαν επίσης τεράστιες συγκεντρώσεις εταιρικής ισχύος στους τομείς της ενέργειας, των ΜΜΕ, των φαρμακευτικών, των μεταφορών ακόμη και του λιανεμπορίου (π.χ. Wal- Mart). Η ελευθερία της αγοράς που ο Μπους εξαγγέλλει ως το υψηλότερο σημείο της ανθρώπινης φιλοδοξίας δεν αποδεικνύεται τίποτα περισσότερο από ένα βολικό μέσο για την εξάπλωση της εταιρικής μονοπωλιακής δύναμης και της Coca Cola παντού, χωρίς περιορισμό. Έ χοντας δυσανάλογη επιρροή στα ΜΜΕ και στο πολιτικό παιχνίδι, αυτή η τάξη (με τον Ρούπερτ Μέρντοχ και το κανάλι Fox επικεφαλής) έχει και το κίνητρο και τη δύναμη να μας πείθει ότι είμαστε καλύτερα υπό το νεοφιλελεύθερο καθεστώς ελευθεριών. Για την ελίτ, που ζει άνετα στα χρυσά γκέτο της, ο κόσμος πρέπει όντως να φαίνεται ένα καλύτερο μέρος. Ό πω ς πιθανώς θα το έθετε ο Πολάνιι, ο νεοφιλελευθερισμός προσφέρει δικαιώματα και ελευθερίες σε εκείνους «των οποίων το εισόδημα, ο ελεύθερος χρόνος και η ασφάλεια δεν χρειάζονται ενίσχυση», αφήνοντας ελάχιστα για όλους τους υπόλοιπους από εμάς. Πώς, λοιπόν, «εμείς οι υπόλοιποι» συναινέσαμε τόσο εύκολα σ’ αυτή την κατάσταση πραγμάτων;
67
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 2
Η οικοδόμηση συναίνεσης
ΠΩΣ ΕΠΙΤΕΥΧΘΗΚΕ Η ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΙΟΥΣ; Η
απάντηση σε χώρες όπως η Χιλή και η Αργεντινή της δεκαετίας του 1970 ήταν τόσο απλή όσο και γρήγορη, κτηνώδης και σίγουρη: ένα
στρατιωτικό πραξικόπημα που υποστηρίχθηκε από τις παραδοσιακές ανώτερες τάξεις (και από την κυβέρνηση των ΗΠΑ), το οποίο είχε ως επακόλουθο τη μανιασμένη καταστολή κάθε είδους αλληλεγγύης που είχε δημιουργηθεί μέσα στο εργατικό και το κοινωνικό κίνημα των πόλεων, που απειλούσαν την εξουσία τους. Αλλά η νεοφιλελεύθερη επανάσταση που συνήθως αποδίδεται στη Θάτσερ και τον Ρέιγκαν μετά το 1979 έπρεπε να επιτευχθεί με δημοκρατικά μέσα. Για να συμβεί μια μεταβολή αυτού του μεγέθους, χρειαζόταν η εκ των προτέρων διαμόρφωση πολιτικής συναίνεσης μέσα σε ένα αρκετά ευρύ φάσμα του πληθυσμού, ώστε να σημειωθεί νίκη στις εκλογές. Αυτό που ο Γκράμσι απο- καλεί «κοινό νου» (που ορίζεται ως «διάχυτα και ασυντόνιστα στοιχεία μιας γενικής μορφής σκέψης κοινής σε ορισμένο χρόνο και τόπο») αποτελεί συνήθως το θεμέλιο της συναίνεσης. Ο κοινός νους διαμορφώνεται μέσω των μακροχρόνιων πρακτικών πολιτισμικής κοινωνικοποίησης που συχνά είναι ριζωμένες βαθιά στις παραδόσεις μιας περιοχής ή μιας χώρας. Δεν είναι το ίδιο με την «κριτική σκέψη» που μπορεί να διαμορφωθεί όταν αναμετριέται κανείς, από κριτική σκοπιά, με τα προβλήματα της εποχής. Συνεπώς, ο κοινός νους μπορεί να είναι βαθιά πλανημένος, να συσκοτίζει ή να συγκαλύπτει τα πραγματικά προβλήματα με πολιτισμικές προκαταλήψεις.1 Οι πολιτισμικές και παραδοσιακές αξίες (όπως η πίστη στο Θεό και στη χώρα ή οι απόψεις για τη θέση των γυναικών στην κοινωνία), καθώς και οι φόβοι (ο φόβος για τους κομουνιστές, τους μετανάστες, τους ξένους ή γενικώς τους «άλλους») μπορούν να επιστρατευθούν για να συγκαλύψουν άλλες πραγματικότητες. Μπορεί να γίνει επίκληση πολιτικών συνθημάτων που συγκαλύπτουν συγκεκριμένες στρατηγικές με ασαφείς ρητορικές επινοήσεις. Η λέξη «ελευθερία» έχει τόσο μεγάλη απήχηση στον αμερικανικό κοινό
68
Η οικοδόμηση συναίνεσης
νου, ώστε γίνεται ένα «κουμπί που μπορούν να πατήσουν οι ελίτ για να ανοίξουν την πόρτα προς τις μάζες» και να δικαιολογήσουν σχεδόν το καθετί.2 Με αυτό τον τρόπο μπορούσε ο Μπους να δικαιολογήσει εκ των υστέρων τον πόλεμο στο Ιράκ. Συνεπώς, ο Γκράμσι συμπέρανε ότι τα πολιτικά προβλήματα παραμένουν «άλυτα», όταν «μεταμφιέζονται σε πολιτισμικά».3 Προκειμένου να κατανοήσουμε την οικοδόμηση πολιτικής συναίνεσης, πρέπει να μάθουμε να αποσπούμε τα πολιτικά νοήματα από το πολιτισμικό τους περίβλημα.
Πώς, λοιπόν, δημιουργήθηκε λαϊκή συναίνεση επαρκής για να νομιμοποιήσει τη νεοφιλελεύθερη στροφή; Τα κανάλια μέσω των οποίων έγινε αυτό ήταν πολλά και διάφορα. Ισχυρές ιδεολογικές επιρροές κυκλοφόρησαν μέσω των εταιρειών, των ΜΜΕ και πολυάριθμων θεσμών που συγκροτούν την κοινωνία των πολιτών - όπως είναι τα πανεπιστήμια, τα σχολεία, οι εκκλησίες και οι επαγγελματικές οργανώσεις. Η «μα- κρά πορεία» των νεοφιλελεύθερων ιδεών μέσω αυτών των θεσμών, κάτι που ο Χάγιεκ είχε οραματιστεί από το 1947, η οργάνωση των think- tanks (τα οποία στήριζαν και χρηματοδοτούσαν οι μεγάλες εταιρείες), η κατάληψη ορισμένων τμημάτων των ΜΜΕ και ο προσηλυτισμός πολλών διανοουμένων στον νεοφιλελεύθερο τρόπο σκέψης δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα στην κοινή γνώμη υποστηρικτική του νεοφιλελευθερισμού ως του μοναδικού εγγυητή της ελευθερίας. Αυτές οι προσπάθειες σταθεροποιήθηκαν αργότερα με την κατάληψη των πολιτικών κομμάτων και, τελικά, της κρατικής εξουσίας.
Η επίκληση των παραδόσεων και των πολιτισμικών αξιών έπαιξε μεγάλο ρόλο σ’ όλα αυτά. Έ να πασιφανές σχέδιο παλινόρθωσης της οικονομικής της ισχύος από μια μικρή ελίτ δεν θα μπορούσε να αποκτήσει μεγάλη λαϊκή υποστήριξη. Αλλά μια προγραμματική προσπάθεια προώθησης του σκοπού των ατομικών ελευθεριών μπορούσε να ελκύ- σει μεγάλες μάζες και με αυτή την αμφίεση να ωθήσει στην αναστήλω- ση της ταξικής της ισχύος. Επιπλέον, αφ’ ης στιγμής ο κρατικός μηχανισμός έκανε τη νεοφιλελεύθερη στροφή, μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του να πείθει, να απορροφά, να δωροδοκεί και να απειλεί, για να διατηρήσει την ατμόσφαιρα συναίνεσης που ήταν αναγκαία για να διαιωνίζει την εξουσία του. Ό πω ς θα δούμε, αυτό ήταν το δυνατό σημείο της Θάτσερ και του Ρέιγκαν.
Πώς πέτυχε ο νεοφιλελευθερισμός τη στροφή που εκτόπισε τον τόσο γενικευμένα αποδεκτό εμπεδωμένο φιλελευθερισμό; Σε ορισμένες περιπτώσεις, η απάντηση μπορεί να βρεθεί, κυρίως, στη χρήση βίας (εί
6ρ
Νεοφιλελευθερισμός
τε στρατιωτικής, όπως στη Χιλή, είτε οικονομικής, όπως με τις παρεμβάσεις του ΔΝΤ στη Μοζαμβίκη ή τις Φιλιππίνες). Ο καταναγκασμός μπορεί να δημιουργήσει μια μοιρολατρική, ακόμη και δουλοπρεπή, αποδοχή της ιδέας ότι δεν υπήρχε ούτε υπάρχει «άλλη εναλλακτική λύση», όπως επέμενε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Όμως, η πραγματική διαμόρφωση της συναίνεσης πήρε πολλές και διάφορες μορφές από τόπο σε τόπο. Επιπλέον, όπως μαρτυρούν πολυάριθμα αντιπολιτευτικά κινήματα, σε διάφορα μέρη η συναίνεση συχνά φθάρθηκε ή απέτυχε. Πρέπει όμως να αναζητήσουμε πέρα από αυτούς τους απείρως ποικίλους ιδεολογικούς και πολιτισμικούς μηχανισμούς -ανεξάρτητα από το πόσο σημαντικοί είναι- τα χαρακτηριστικά της καθημερινής εμπειρίας, προκειμένου να αναγνωρίσουμε με σαφήνεια την υλική βάση οικοδόμησης της συναίνεσης. Και σ’ αυτό το επίπεδο -μέσω της εμπειρίας της καθημερινής ζωής υπό τον καπιταλισμό της δεκαετίας του 1970- μπορούμε να αρχίσουμε να βλέπουμε πώς ο νεοφιλελευθερισμός διείσδυσε στον «κοινό νου». Σε πολλά μέρη του κόσμου, το αποτέλεσμα ήταν να θεωρείται όλο και περισσότερο ο νεοφιλελευθερισμός ως ο αναγκαίος, ακόμη και εντελώς «φυσιολογικός» τρόπος ρύθμισης της κοινωνικής τάξης πραγμάτων.
Κάθε πολιτικό κίνημα που θεωρεί ιερές τις ατομικές ελευθερίες είναι ευάλωτο στην ενσωμάτωση στο νεοφιλελεύθερο «μαντρί». Παραδείγματος χάριν, οι παγκόσμιες πολιτικές ανακατατάξεις του 1968 διαπνέονταν από την ισχυρή επιθυμία για διεύρυνση των προσωπικών ελευθεριών. Αυτό, βεβαίως, ίσχυε για τους φοιτητές, όπως και για εκείνους που εμψυχώνονταν από το κίνημα «ελεύθερου λόγου» του Μπέρκλεϊ, στη δεκαετία του 1960, ή εκείνους που βγήκαν στους δρόμους του Παρισιού, του Βερολίνου και της Μπανγκόκ και που πυροβολήθηκαν ανελέητα στην Πόλη του Μεξικού πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968. Ζητούσαν ελευθερία από τους γονικούς, εκπαιδευτικούς, εταιρικούς, γραφειοκρατικούς και κρατικούς περιορισμούς. Αλλά το κίνημα του ’68 είχε επίσης ως πρωταρχικό πολιτικό στόχο του την κοινωνική δικαιοσύνη.
Όμως, οι αξίες της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν είναι απαραίτητα συμβατές. Η επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης προϋποθέτει την κοινωνική αλληλεγγύη και την προθυμία να υποταχθούν οι ατομικές απαιτήσεις, οι ανάγκες και οι επιθυμίες στο σκοπό ενός γενικότερου αγώνα, ας πούμε, για κοινωνική ισότητα ή περιβαλλοντική δικαιοσύνη. Οι στόχοι της κοινωνικής δικαιοσύνης και
70
Η οικοδόμηση συναίνεσης
της ατομικής ελευθερίας συγχωνεύθηκαν στα κινήματα του ’68, αλλά ήταν μια κατάσταση χωρίς προοπτική διάρκειας. Η ένταση ήταν πιο εμφανής στην ανήσυχη σχέση μεταξύ της παραδοσιακής Αριστεράς (των οργανωμένων εργατών και των πολιτικών κομμάτων που ενστερνίζονται την κοινωνική αλληλεγγύη) και του φοιτητικού κινήματος που επιζητούσε ατομικές ελευθερίες. Η καχυποψία και η εχθρότητα που διαχώρισε αυτές τις δύο ομάδες στη Γαλλία (π.χ. το Κομουνιστικό Κόμμα και το φοιτητικό κίνημα) κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 1968 είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις. Ενώ δεν είναι αδύνατον να γεφυ- ρωθούν τέτοιες διαφορές, δεν είναι επίσης δύσκολο να δούμε πώς μπήκε η σφήνα ανάμεσά τους. Η νεοφιλελεύθερη ρητορική, με την ουσιαστική της έμφαση στις ατομικές ελευθερίες, είχε τη δύναμη να διαχωρίσει τα κινήματα που υποστήριζαν τις ατομικές ελευθερίες, την πολιτική της ταυτότητας, τον πολυπολιτισμό και τελικά έναν ναρκισσιστικό καταναλωτισμό από τις κοινωνικές δυνάμεις που επιδίωκαν την κοινωνική δικαιοσύνη μέσω της κατάκτησης της κρατικής εξουσίας. Επί πα- ραδείγματι, μέσα στην αμερικανική Αριστερά αποδείχθηκε, εδώ και πολύ καιρό, εξαιρετικά δύσκολη η σφυρηλάτηση της συλλογικής πειθαρχίας που είναι αναγκαία για να επιτύχει η πολιτική δράση την κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς να θίγεται η επιθυμία των πολιτικών δρώ- ντων για ατομική ελευθερία και πλήρη αναγνώριση και έκφραση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων. Αυτές τις διαφορές δεν τις δημιούργησε ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά μπόρεσε να τις εκμεταλλευθεί εύκολα, αν δεν τις υποδαύλισε.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όσοι επιδίωκαν τις ατομικές ελευθερίες και την κοινωνική δικαιοσύνη μπορούσαν να έχουν κοινό σκοπό έναντι αυτού που πολλοί θεωρούσαν κοινό εχθρό. Η άποψη που επικρατούσε ήταν πως οι μεγάλες εταιρείες σε συμμαχία με το παρεμβατικό κράτος διοικούσαν τον κόσμο με μεθόδους καταπιεστικές για το άτομο και κοινωνικά άδικες. Ο πιο εμφανής καταλύτης για τη δυσαρέσκεια ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ, αλλά επίσης εκτεταμένη δυσαρέσκεια προκαλούσαν οι καταστροφικές δραστηριότητες των εταιρειών και του κράτους εις βάρος του περιβάλλοντος· η ώθηση προς έναν ανεγκέφαλο καταναλωτισμό· η αποτυχία να λυθούν κοινωνικά προβλήματα και να υπάρξει κατάλληλη ανταπόκριση στην πολυμορφία- επίσης οι έντονοι περιορισμοί των ατομικών δυνατοτήτων και της προσωπικής συμπεριφοράς από τους κρατικούς και τους «παραδοσιακούς» ελέγχους. Έ να θέμα ήταν τα πολιτικά δικαιώματα, αλλά μεγάλη σημασία εί
7 1
Νεοφιλελευθερισμός
χαν επίσης τα ζητήματα της σεξουαλικότητας και τα αναπαραγωγικά δικαιώματα. Σχεδόν για όλους όσοι αναμείχθηκαν στο κίνημα του ’68, το διεισδυτικό κράτος ήταν ο εχθρός και άρα έπρεπε να μεταρρυθμιστεί. Σ’ αυτό, βεβαίως, οι νεοφιλελεύθεροι μπορούσαν να συμφωνήσουν μετά προθυμίας. Αλλά ως πρωταρχικοί εχθροί θεωρούνταν επίσης οι καπιταλιστικές εταιρείες, οι επιχειρήσεις και το σύστημα της αγοράς, ά ρα χρειαζόταν να διορθωθούν, αν όχι να μεταρρυθμιστούν επαναστατικά: εξ ου και η απειλή για την ταξική εξουσία των καπιταλιστών. Λεηλατώντας τα ιδανικά της ατομικής ελευθερίας και στρέφοντάς τα κατά των παρεμβατικών και ρυθμιστικών μεθόδων του κράτους, τα καπιταλιστικά ταξικά συμφέροντα ήλπιζαν ότι θα προστατεύσουν ή ακόμη και θα ανακτήσουν την πρότερη θέση τους. Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν ό,τι έπρεπε γι’ αυτή την αποστολή. Αλλά έπρεπε να υποστηριχθεί από μια πρακτική στρατηγική που θα έδινε έμφαση στην επιλογή του καταναλωτή, όχι μόνο σε σχέση με κάποια συγκεκριμένα προϊόντα, αλλά και σε σχέση με τον τρόπο ζωής, τους τρόπους έκφρασης και ένα ευρύ φάσμα πολιτισμικών πρακτικών. Η εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού χρειαζόταν, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά, τη δημιουργία μιας νεοφιλελεύθερης λαϊκίστικης κουλτούρας διαφοροποιημένου καταναλωτισμού και ατομικής ελευθεριακότητας βασισμένης στην αγορά. Μ’ αυτή τη μορφή αποδείχθηκε κάτι περισσότερο από συμβατός με την πολιτισμική παρόρμηση που ονομάστηκε «μεταμοντερνισμός», που καραδοκούσε πολύ καιρό στο περιθώριο και τώρα μπορούσε να εμφανιστεί σε πλήρη άνθηση ως πολιτισμικό και πνευματικό κυρίαρχο ρεύμα. Αυτή ήταν η πρόκληση που χειρίστηκαν με επιδεξιότητα τη δεκαετία του 1980 οι εταιρείες και οι ταξικές ελίτ.
Εκείνη την εποχή τίποτα από όλα τα παραπάνω δεν ήταν πολύ σαφές. Τα αριστερά κινήματα δεν κατόρθωσαν να αναγνωρίσουν ή να αντιμετωπίσουν, πολλώ δε μάλλον να υπερβούν την εγγενή ένταση ανάμεσα στην αναζήτηση της ατομικής ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Υποψιάζομαι όμως ότι η εσώτερη ουσία του προβλήματος ήταν αρκετά σαφής σε πολλούς μέσα στην ανώτερη τάξη, ακόμη και σε εκείνους που δεν είχαν διαβάσει ποτέ τον Χάγιεκ ούτε είχαν ακούσει τίποτα περί της νεοφιλελεύθερης θεωρίας. Επιτρέψτε μου να παρουσιάσω αυτή την άποψη συγκρίνοντας τη νεοφιλελεύθερη στροφή στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του 1970.* Στην περίπτωση των ΗΠΑ, θα αρχίσω με το εμπιστευτικό μνημόνιο
που στάλθηκε από τον Λιούις Πάουελ στο Αμερικανικό Εμπορικό Επι
72
Η οικοδόμηση συναίνεσης
μελητήριο, τον Αύγουστο του 1971. Ο Πάουελ, που επρόκειτο να τοποθετεί στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον Ρίτσαρντ Νίξον, υποστήριζε ότι η κριτική και η εναντίωση στο αμερικανικό σύστημα της ελεύθερης επιχείρησης είχε παρατραβήξει και ότι «ήταν καιρός -στην πραγματικότητα έπρεπε να είχε γίνει πολύ πριν- να συστρατευθούν η σοφία, η επινοητικότητα και οι πόροι των αμερικανικών επιχειρήσεων εναντίον εκείνων που θα τις κατέστρεφαν». Ο Πάουελ υποστήριξε ότι η μεμονωμένη δράση ήταν ανεπαρκής. «Η δύναμη», έγραψε, «βρίσκεται στην οργάνωση, στον προσεκτικό μακροπρόθεσμο σχεδίασμά και εφαρμογή, στην επίμονη δράση για μια ακαθόριστη χρονική περίοδο, στην κλίμακα της χρηματοδότησης που μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο μέσω της κοινής προσπάθειας και στην πολιτική δύναμη που μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο μέσω της ενωμένης δράσης και των πανεθνικών οργανισμών». Το Εθνικό Εμπορικό Επιμελητήριο, υποστήριξε, θα πρέπει να τεθεί επικεφαλής της εφόδου στους μείξονες θεσμούς -πανεπιστήμια, σχολεία, ΜΜΕ, εκδόσεις, δικαστήρια-, προκειμένου να αλλάξει ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων «για τις εταιρείες, το δίκαιο, την κουλτούρα και το άτομο». Οι αμερικανικές επιχειρήσεις δεν στερούνταν τους πόρους για μια τέτοια προσπάθεια, ιδίως εάν αυτοί οι πόροι συνενώνονταν.4
Είναι δύσκολο να πούμε πόσο άμεσα επέδρασε αυτή η έκκληση στην εμπλοκή στον ταξικό πόλεμο. Γνωρίζουμε όμως ότι, μετά από αυτή, το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο επέκτεινε τη βάση του από περίπου 60.000 φίρμες, το 1972, σε πάνω από 250.000 δέκα χρόνια αργότερα. Από κοινού με την Εθνική Ένωση Βιομηχάνων (που εγκαταστάθηκε στην Ουάσιγκτον το 1972) συσσώρευσε ένα τεράστιο ποσό για να πιέσει το Κογκρέσο και για να διεξαγάγει έρευνες. Το 1972 ιδρύθηκε το Business Roundtable, μια οργάνωση των διευθυνόντων συμβούλων, «α- φοσιωμένη στην επιθετική επιδίωξη της πολιτικής εξουσίας για λογαριασμό των εταιρειών», και αμέσως μετά έγινε το επίκεντρο της υπέρ των εταιρειών δράσης. Οι εταιρείες που αναμείχθηκαν ισοδυναμούσαν με το «μισό ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και δαπανούσαν σχεδόν 900 εκατομμύρια δολάρια ετησίως (τεράστιο ποσό εκείνη την εποχή) σε ζητήματα που είχαν σχέση με την πολιτική. Με τη στήριξη των εταιρειών σχηματίστηκαν επιτροπές ειδικών συμβούλων και ερευνητών, όπως το Ίδρυμα Heritage, το Ινστιτούτο Χούβερ, το Κέντρο για τη Μελέτη της Αμερικανικής Επιχείρησης και το Ινστιτούτο για την Αμερικανική Επιχείρηση, για να οργανώσουν την πολεμική και, εάν προέκυπτε ανάγκη, όπως στην περίπτωση της Εθνικής Υπηρεσίας
73
Νεοφιλελευθερισμός
Οικονομικής Έρευνας, να διεξαγάγουν σοβαρές τεχνικές και εμπειρικές μελέτες, καθώς και να διατυπώσουν πολιτικο-φιλοσοφική επιχειρηματολογία προς στήριξη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Το ήμισυ σχεδόν της χρηματοδότησης προς την εξαιρετικά σεβαστή Εθνική Υπηρεσία Οικονομικής Έρευνας καταβλήθηκε από τις εταιρείες που καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις στη λίστα των 500 μεγαλύτερων του περιοδικού Fortune. Σε στενή συνεργασία με την ακαδημαϊκή κοινότητα, η Υπηρεσία θα ασκούσε σημαντική επίδραση στον τρόπο σκέψης των οικονομικών τμημάτων και σχολών διοίκησης επιχειρήσεων, των μεγάλων ερευνητικών πανεπιστημίων. Με την αφειδή χρηματοδότηση πλούσιων ατόμων (όπως ο κατασκευαστής ποτών Τζόζεφ Κουρς, που αργότερα έγινε μέλος του «μαγειρείου» του Ρέιγκαν) και των ιδρυμάτων τους (π.χ., Olin, Scaife, Smith, Richardson, Pew Charitable Trust), εμφανίστηκε μια πλημμυρίδα πραγματειών και βιβλίων (πιθανώς το πιο πολυδιαβασμένο και επαινεμένο εξ αυτών ήταν το Anarchy State and Utopia, του Νόζικ), τα οποία υιοθετούσαν τις νεοφιλελεύθερες αξίες. Μια τηλεοπτική εκδοχή του Free to Choose, του Μ. Φρίντμαν, χρηματοδοτήθηκε με μια δωρεά του ιδρύματος Scaife το 1977. «Οι επιχειρήσεις», συμπεραίνει ο Μπλάιθ, «έμαθαν να ξοδεύουν χρήματα ως τάξη».5
Ξεχωρίζοντας τα πανεπιστήμια ως θεσμούς στους οποίους έπρεπε να δοθεί προσοχή, ο Πάουελ έδωσε έμφαση σε μια προοπτική αλλά και σε ένα πρόβλημα, διότι αυτά ήταν πράγματι τα κέντρα των αντι-εταιρι- κών και αντικρατικών απόψεων (οι φοιτητές στη Σάντα Μπάρμπαρα είχαν κάψει το κτίριο της Bank of America στην πόλη αυτή και κατά καιρούς έκαιγαν τελετουργικά ένα αυτοκίνητο). Όμως, πολλοί φοιτητές ήταν (και είναι ακόμη) εύποροι και προνομιούχοι ή ανήκαν στη μεσαία τάξη, και στις ΗΠΑ οι αξίες της ατομικής ελευθερίας τιμούνταν επί μακράν (στη μουσική και τη λαϊκή κουλτούρα) ως πρωταρχικής σπουδαιό- τητας. Έτσι, η νεοφιλελεύθερη θεματική μπορούσε να βρει γόνιμο έδαφος προς εξάπλωση στους κόλπους τους. Ο Πάουελ δεν υποστήριξε την επέκταση της κρατικής εξουσίας. Αλλά οι επιχειρήσεις έπρεπε να «φροντίσουν επιμελώς» το κράτος και εάν προέκυπτε ανάγκη να το χρησιμοποιήσουν «επιθετικά και με αποφασιστικότητα».6 Αλλά πώς ακριβώς θα χρησιμοποιούνταν η κρατική εξουσία για να αναδιαμορφώ- σει τις αντιλήψεις του κοινού νου;
Μια γραμμή αντιμετώπισης της διπλής κρίσης της συσσώρευσης κεφαλαίου και της ταξικής εξουσίας προέκυψε μέσα από τα χαρακώματα των αγώνων των αστικών κέντρων κατά τη δεκαετία του 1970. Η δημο
74
Η οικοδόμηση συναίνεσης
σιονομική κρίση της πόλης της Νέας Υόρκης ήταν μια ειρωνική περίπτωση. Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση και η αποβιομηχάνιση υπονόμευαν επί αρκετά χρόνια την οικονομική βάση της πόλης και η ταχεία ανάπτυξη των προαστίων είχε οδηγήσει στη φτώχεια μεγάλο μέρος του κέντρου της πόλης. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει κοινωνική αναταραχή των πληθυσμών που είχαν περιθωριοποιηθεί στη δεκαετία του 1960, φαινόμενο που μετέπειτα έγινε γνωστό ως «κρίση των πόλεων» (παρόμοια προβλήματα εμφανίστηκαν σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ). Η λύση που προκρίθηκε ήταν η επέκταση της απασχόλησης στο δημόσιο και της κρατικής πρόνοιας - που διευκολύνθηκαν από τη γενναιόδωρη ομοσπονδιακή χρηματοδότηση. Αλλά ο πρόεδρος Νίξον, ευρισκόμενος αντιμέτωπος με δημοσιονομικές δυσκολίες, διακήρυξε, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, χωρίς πολλά πολλά, ότι η κρίση των πόλεων είχε τερματιστεί. Παρόλο που αυτό το άκουγαν για πρώτη φορά πολλοί κάτοικοι των πόλεων, σηματοδότησε τη μείωση της ομοσπονδιακής βοήθειας. Και καθώς βάθαινε η ύφεση της οικονομίας, το χάσμα ανάμεσα στα έσοδα και τις εκροές του προϋπολογισμού της πόλης της Νέας Υόρκης (που ήδη ήταν μεγάλο εξαιτίας του ανεξέλεγκτου δανεισμού τα προηγούμενα χρόνια) αυξήθηκε. Στην αρχή, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προθυμοποιήθηκαν να καλύψουν αυτό το χάσμα, αλλά το 1975 μια ισχυρή φατρία επενδυτών τραπεζιτών (υπό τον Γουόλτερ Ρίστον της Citibank) αρνήθηκε να ανακυκλώσει το χρέος και έσπρωξε την πόλη σε χρεοκοπία. Η διάσωση που ακολούθησε είχε ως συνέπεια τη δημιουργία νέων θεσμών που ανέλαβαν τη διαχείριση του προϋπολογισμού της πόλης. Ήταν οι πρώτοι που είχαν αξιώσεις επί των φορολογικών εσόδων της πόλης, για να αποπληρώνουν πρώτα απ’ όλους τους κατόχους ομολόγων: ό,τι απέμενε διετίθετο σε βασικές υπηρεσίες. Το αποτέλεσμα ήταν να χαλιναγωγηθούν οι προσδοκίες των ισχυρών δημοτικών συνδικάτων της πόλης, να εφαρμοστεί το πάγωμα των μισθών και να μειωθούν οι απασχολούμενοι στο δημόσιο και οι κοινωνικές παροχές (στην εκπαίδευση, την υγεία και τις μεταφορές) και να επιβληθούν τέλη χρήστη (τότε εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά τα δίδακτρα στο πανεπιστημιακό σύστημα της Νέας Υόρκης). Ο έσχατος εξευτελισμός ήταν το o tl απαιτήθηκε από τα συνδικάτα του δήμου να επενδύσουν τα κεφάλαια των συνταξιοδοτικών τους ταμείων σε ομόλογα της πόλης. Τα συνδικάτα είτε θα μέτριαζαν τις απαιτήσεις τους είτε θα αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο να χάσουν τα συνταξιοδοτικά τους κεφάλαια, εξαιτίας της χρεοκοπίας της πόλης.7
75
Νεοφιλελευθερισμός
Επρόκειτο για ένα πραξικόπημα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εναντίον της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης της πόλης της Νέας Υόρκης και ήταν εξίσου αποτελεσματικό με το πραξικόπημα που είχε γίνει νωρίτερα στη Χιλή. Ο πλούτος αναδιανεμήθηκε στις ανώτερες τάξεις εν μέσω δημοσιονομικής κρίσης. Ο Ζέβιν υποστηρίξει ότι η κρίση της Νέας Υόρκης ήταν το σύμπτωμα μιας «αναδυόμενης στρατηγικής αντιπληθωρισμού, συνδυασμένης με μια ανακατανομή του εισοδήματος, του πλούτου και της δύναμης υπέρ των οικονομικά ισχυρότερων». Ή ταν μια «πρώιμη, ίσως αποφασιστική μάχη σε ένα νέο πόλεμο», ο σκοπός του οποίου ήταν να «δείξει στους άλλους πως ό,τι συνέβαινε στη Νέα Υόρκη μπορούσε και σε ορισμένες περιπτώσεις θα συνέβαινε και σ’ αυτούς».8
Βεβαίως, το ερώτημα εάν όποιος ανακατεύτηκε στη διαπραγμάτευση αυτού του δημοσιονομικού συμβιβασμού αντιλήφθηκε ότι ήταν μια στρατηγική για την παλινόρθωση της ταξικής ισχύος δεν έχει απαντηθεί. Η ανάγκη διατήρησης της δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι ένα ζήτημα που απασχολεί ούτως ή άλλως και δεν συνεπάγεται αναγκαία, όπως ο μονεταρισμός γενικότερα, αναδιανομή του πλούτου υπέρ των οικονομικά ισχυρότερων. Παραδείγματος χάριν, είναι απίθανο ο Φίλιξ Ρόχατιν, ο εμπορικός τραπεζίτης που μεσίτευσε στη συμφωνία μεταξύ πόλης, κράτους και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να είχε στο μυαλό του την παλινόρθωση της ταξικής ισχύος. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσε να «σώσει» την πόλη ήταν με το να ικανοποιήσει τους επενδυτικούς τραπεζίτες, μειώνοντας ταυτόχρονα το βιοτικό επίπεδο των περισ-, σότερων Νεοϋορκέζων. Αλλά η παλινόρθωση της ταξικής οικονομικής ισχύος/ εξουσίας ήταν, σχεδόν, ακριβώς εκείνο που είχαν στο μυαλό τους οι επενδυτικοί τραπεζίτες όπως ο Γουόλτερ Ρίστον. Σε τελική ανάλυση, αυτός ήταν που είχε εξισώσει κάθε μορφή κρατικού παρεμβατισμού στις ΗΠΑ και στη Βρετανία με τον κομουνισμό. Και ήταν, σχεδόν βέβαια, ο στόχος του υπουργού Οικονομικών του προέδρου Φορντ, Γουίλιαμ Σάιμον (αργότερα τέθηκε επικεφαλής του υπερσυντηρητικού Ιδρύματος Olin). Παρατηρώντας με επιδοκιμασία την πορεία των γεγονότων στη Χιλή, συμβούλευε επίμονα τον πρόεδρο Φορντ να αρνηθεί τη βοήθεια προς την πόλη («Ο Φορντ προς την Πόλη: Να πεθάνετε», αυτός ήταν ο κύριος τίτλος των New York Daily News). Οι όροι για οποιαδήποτε διάσωση, έλεγε, πρέπει να «είναι τόσο σκληροί, η συνολική εμπειρία τόσο οδυνηρή, ώστε καμιά πόλη, κανένα διοικητικό διαμέρισμα να μην μπει ποτέ στον πειρασμό να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο».9
76
Η οικοδόμηση συναίνεσης
Παρόλο που η αντίσταση στα μέτρα λιτότητας ήταν μεγάλη, σύμφωνα με τον Φρίμαν, μπορούσε μόνο να επιβραδύνει την «αντεπανάσταση από τα πάνω, δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Μέσα σε λίγα χρόνια, πολλά από τα επιτεύγματα της εργατικής τάξης της Νέας Υόρκης είχαν κατεδαφιστεί». Το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής υποδομής της πόλης υποβαθμίστηκε και η υλική υποδομή (π.χ. το σύστημα του υπόγειου σιδηρόδρομου) έχασε σε σημαντικό βαθμό την ποιότητά της, λόγω έλλειψης επενδύσεων ή και συντήρησης ακόμη. Η καθημερινή ζωή στη Νέα Υόρκη «έγινε εξουθενωτική και η πολιτική ατμόσφαιρα ευτελίστη- κε». Οι διοικητικές Αρχές της πόλης, το δημοτικό εργατικό κίνημα και οι εργαζόμενοι της Νέας Υόρκης απογυμνώθηκαν ουσιαστικά από «το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης που είχαν αποκτήσει τις περασμένες τρεις δεκαετίες».10 Με κουρελιασμένο το ηθικό, οι εργάτες της Νέας Υόρκης συναίνεσαν απρόθυμα στις νέες πραγματικότητες.
Αλλά οι επενδυτικοί τραπεζίτες της Νέας Υόρκης δεν αποσύρθηκαν από την πόλη. Άδραξαν την ευκαιρία να την αναδομήσουν με τρόπους που ταίριαζαν στο δικό τους πρόγραμμα. Προτεραιότητά τους: η δημιουργία «καλού επιχειρηματικού κλίματος». Αυτό σήμαινε τη χρησιμοποίηση των δημοσίων πόρων για τη δημιουργία κατάλληλων υποδομών για τις επιχειρήσεις (ιδίως στον τομέα των τηλεπικοινωνιών), σε συνδυασμό με επιδοτήσεις και φορολογικά κίνητρα προς τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Η ευημερία των εταιρειών υποκατέστησε την ευημερία του λαού. Τα ιδρύματα της ελίτ της Νέας Υόρκης κινητοποιήθηκαν για να πλασάρουν την εικόνα της πόλης ως κέντρου πολιτισμού και τουριστικού προορισμού (επενδύοντας στο περιβόητο λογότυπο «Αγαπώ τη Νέα Υόρκη»). Οι κυβερνώσες ελίτ κινητοποιήθηκαν, συχνά με παραφορά, για να υποστηρίξουν το άνοιγμα του πολιτιστικού πεδίου σε κάθε είδος από τα ποικιλώνυμα κοσμοπολιτικά ρεύματα. Η ναρκισσιστική διερεύνηση του εγώ, η σεξουαλικότητα και η ταυτότητα έγιναν το λαϊτμοτίφ της αστικής κουλτούρας της πόλης. Η καλλιτεχνική ελευθερία και η καλλιτεχνική ασυδοσία, τις οποίες προωθούσαν τα ισχυρά πολιτιστικά ιδρύματα της πόλης, οδήγησαν, στην πραγματικότητα, στη νεο- φιλελευθεροποίηση της κουλτούρας. «Το νεοϋορκέζικο ντελίριο» (για να χρησιμοποιήσουμε τη μνημειώδη φράση του Ρεμ Κούλχαας) διέγραψε τη συλλογική μνήμη της δημοκρατικής Νέας Υόρκης.11 Οι ελίτ της πόλης υπέκυψαν, αν και όχι χωρίς να αγωνιστούν, στην απαίτηση να διαφοροποιηθεί ο τρόπος ζωής (κάτι στο οποίο περιλαμβάνονταν και όσα είχαν σχέση με τη σεξουαλική προτίμηση και το φύλο) και στην αύ
77
Νεοφιλελευθερισμός
ξηση των ειδικών επιλογών του καταναλωτή (σε τομείς όπως η πολιτισμική παραγωγή). Η Νέα Υόρκη έγινε το επίκεντρο της μεταμοντέρνας κουλτούρας και του πνευματικού πειραματισμού. Εν τω μεταξύ, οι επενδυτικοί τραπεζίτες αναδόμησαν την οικονομία της πόλης με επίκεντρο τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, τις επικουρικές υπηρεσίες, όπως οι νομικές υπηρεσίες και τα ΜΜΕ (τα οποία αναζωογονήθηκαν κυρίως μέσω της κυριαρχίας των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων σ’ όλο το φάσμα της οικονομίας που έλαβε χώρα εκείνη την εποχή), και τον ποικιλόμορφο καταναλωτισμό (η αναπαλαίωση και η «ανάπλαση» των συνοικιών έπαιξαν εξέχοντα και κερδοφόρο ρόλο). Η τοπική κυβέρνηση γινόταν όλο και περισσότερο αντιληπτή ως μια οντότητα επιχειρηματική παρά κοινωνικο-δημοκρατική ή ακόμη και διαχειριστική. Ο μεταξύ των πόλεων ανταγωνισμός για επενδύσεις κεφαλαίου μετασχημάτισε την τοπική κυβέρνηση σε μια διακυβέρνηση της πόλης μέσω συμπράξεων του δημοσίου με τους ιδιώτες. Οι υποθέσεις που αφορούσαν την πόλη εξετάζονταν όλο περισσότερο κεκλεισμένων των θυρών και το δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό περιεχόμενο της τοπικής αυτοδιοίκησης υποβαθμίστηκε.12
Η Νέα Υόρκη της εργατικής τάξης και των μεταναστών ρίχτηκε στο σκοτεινό περιθώριο και ρημάχτηκε από το ρατσισμό και μια επικών διαστάσεων επιδημία του κρακ και της κοκαΐνης, στη δεκαετία του 1980, η οποία οδήγησε πολλούς νέους είτε στο θάνατο είτε στα κάτεργα είτε τους άφησε άστεγους, για να γίνουν στη συνέχεια τα εύκολα θύματα της επιδημίας του AIDS που εξαπλώθηκε τη δεκαετία του 1990. Η αναδιανομή μέσω της εγκληματικής δράσης έγινε μία από τις ελάχιστες πραγματικές επιλογές των φτωχών και οι Αρχές αντέδρασαν με την ποι- νικοποίηση ολόκληρων κοινοτήτων εκπτωχευμένων και περιθωριοποιημένων πληθυσμών. Η υπαιτιότητα αποδόθηκε στα θύματα, και ο Τζου- λιάνι [δήμαρχος της Νέας Υόρκης] κέρδισε φήμη παίρνοντας τη ρεβάνς εκ μέρους των όλο και πιο εύπορων μπουρζουάδων του Μανχάταν που είχαν κουραστεί να αντιμετωπίζουν τα αποτελέσματα αυτής της ολέθριας κατάστασης στο κατώφλι των σπιτιών τους.
Η διαχείριση της δημοσιονομικής κρίσης της πόλης της Νέας Υόρκης άνοιξε το δρόμο για την εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού στις ΗΠΑ υπό τον Ρέιγκαν και διεθνώς μέσω του ΔΝΤ, τη δεκαετία του 1980. Καθιέρωσε την αρχή ότι σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ της αξιοπιστίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των αποδόσεων στους κατόχους ομολόγων, από τη μια, και της ευημερίας των πολιτών, από
78
Η οικοδόμηση συναίνεσης
την άλλη, έπρεπε να ευνοούνται τα πρώτα. Έδωσε έμφαση στο ότι η κυβέρνηση όφειλε να δημιουργεί καλό επιχειρηματικό κλίμα αντί να φροντίζει τις ανάγκες και την ευημερία του πληθυσμού γενικά. Η πολιτική της κυβέρνησης Ρέιγκαν κατά τη δεκαετία του 1980, όπως συμπεραίνει ο Ταμπ, ήταν «απλώς η ευρεία εφαρμογή του σεναρίου της Νέας Υόρκης», της δεκαετίας του 1970.13
Η μεταφορά αυτών των τοπικών συμπερασμάτων, των μέσων της δεκαετίας του 1970, σε εθνικό επίπεδο ήταν ταχύτατη. Ο Τόμας Έντσαλ (ένας δημοσιογράφος που κάλυπτε την Ουάσιγκτον επί σειρά ετών) δημοσίευσε μια πολύ διορατική περιγραφή στα 1985:
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, οι επιχειρήσεις βελτίωσαν την ικανότητά τους να ενεργούν ως τάξη, παραμερίζοντας τα ανταγωνιστικά ένστικτα προς όφελος της κοινής, συνεργατικής δράσης στον νομοθετικό στίβο. Αντί να ζητά κάθε μεμονωμένη επιχείρηση μόνο ειδικές εύνοιες ... κυ-
, ρίαρχο θέμα στην πολιτική στρατηγική των επιχειρήσεων έγινε το κοινό συμφέρον της ακύρωσης νομοσχεδίων, όπως αυτά που αφορούσαν την προστασία του καταναλωτή και τη μεταρρύθμιση του εργατικού δικαίου, κάι της θέσπισης ευνοϊκής φορολογικής, ρυθμιστικής και αντιτράστ νομοθεσίας.14
Για να συνειδητοποιήσουν αυτό το σκοπό, οι επιχειρήσεις χρειάζονταν μια πολιτική τάξη, ως όργανο, και λαϊκή βάση. Έτσι επιδίωξαν δραστήρια να καταλάβουν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και να το μετατρέψουν σε όργανό τους. Ο σχηματισμός επιτροπών πολιτικής δράσης για να εξευρεθεί, όπως έλεγε και το παλιό ρητό, «η καλύτερη κυβέρνηση που μπορούσε να αγοράσει το χρήμα» ήταν ένα σημαντικό βήμα. Η υποτιθέμενα «προοδευτική» εκστρατεία για τους περί χρηματοδότησης νόμους του 1971 στην πραγματικότητα νομιμοποίησε τη διαφθορά της πολιτικής. Το 1976, εγκαινιάστηκε μια κρίσιμη σειρά αποφάσεων του Α- νωτάτου Δικαστηρίου, όταν κατοχυρώθηκε ότι το δικαίωμα μιας εταιρείας να δίνει απεριόριστες εισφορές στα πολιτικά κόμματα και σε επιτροπές πολιτικής δράσης προστατευόταν από την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος που εγγυάται τα δικαιώματα των ατόμων (στην προκειμένη περίπτωση ως άτομα νοούνταν οι εταιρείες) ως προς την ελευθερία του λόγου.15 Οι επιτροπές πολιτικής δράσης (ΕΠΔ) είχαν στη συνέχεια τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν την οικονομική κυριαρχία των ανωνύμων εταιρειών, των πλούσιων ατόμων και των ενώσεων επαγ
79
Νεοφιλελευθερισμός
γελματικών συμφερόντων πάνω και στα δύο πολιτικά κόμματα. Οι εταιρικές ΕΠΔ, που ήταν 89 τον αριθμό το 1974, πολλαπλασιάστηκαν φτάνοντας τις 1.467 το 1982. Ενώ ήταν πρόθυμες να χρηματοδοτήσουν ισχυρά πρόσωπα και των δύο κομμάτων, υπό τον όρο ότι υπηρετούνταν τα συμφέροντά τους, έκλιναν επίσης προς τη συστηματική υποστήριξη των εκ δεξιών αμφισβητιών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Ρέιγκαν (τότε κυβερνήτης της Καλιφόρνιας) και ο Γουίλιαμ Σάιμον (τον οποίο ήδη έχουμε συναντήσει) άρχισαν να παροτρύνουν τις ΕΠΔ να κατευθύνουν τις προσπάθειές τους προς τη χρηματοδότηση Ρεπουμπλικάνων υποψηφίων που εμφορούνταν από δεξιές απόψεις.16 Το όριο των 5.000 δολαρίων στην εισφορά κάθε ΕΠΔ προς οποιοδήποτε άτομο ανάγκασε τις Επιτροπές διαφορετικών εταιρειών και βιομηχανιών να συνεργαστούν και αυτό σήμαινε οικοδόμηση συμμαχιών που βασίζονταν σε ταξικά παρά σε ειδικά συμφέροντα.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως σημειώνει ο Έντσαλ, η προθυμία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να αντιπροσωπεύσει τους «ψηφοφόρους του της κυρίαρχης τάξης» έρχεται σε έντονη αντίθεση με την «ιδεολογικά αμφίσημη» στάση των Δημοκρατικών, η οποία προέ- κυπτε από το «γεγονός ότι οι δεσμοί τους με διάφορες κοινωνικές ομάδες είναι διάχυτοι και από το otl καμιά εξ αυτών των ομάδων -γυναίκες, μαύροι, εργάτες, ηλικιωμένοι, ισπανόφωνοι, πολιτικές οργανώσεις των πόλεων- δεν υπερέχει σαφώς των άλλων». Ακόμη, η εξάρτηση των Δημοκρατικών από τις εισφορές των «λεφτάδων» έκανε πολλούς από αυτούς ευάλωτους στον άμεσο επηρεασμό εκ μέρους επιχειρηματικών συμφερόντων.17 KaL ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα είχε λαϊκή βάση, δεν μπορούσε εύκολα να ακολουθήσει μια αντικαπιταλιστική ή αντι-εταιρι- κή πολιτική γραμμή, χωρίς να διακόψει εντελώς τις σχέσεις του με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα.
Ωστόσο, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα χρειαζόταν μια συμπαγή βάση προκειμένου να εγκατασταθεί στέρεα στην εξουσία. Εκείνη περίπου την περίοδο οι Ρεπουμπλικάνοι επιδίωξαν να συμμαχήσουν με τη χριστιανική Δεξιά. Τούτη η τελευταία δεν είχε δραστηριοποιηθεί πολιτικά στο παρελθόν, αλλά η ίδρυση της «ηθικής πλειοψηφίας», του Τζέρι Φάλγουελ, ως πολιτικού κινήματος το 1978 άλλαξε άρδην την κατάσταση. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε πλέον τη χριστιανική του βάση. Απευθύνθηκε επίσης στον πολιτισμικό εθνικισμό των λευκών της εργατικής τάξης και στην πολιορκημένη αίσθησή τους περί ηθικής ορθότητας (πολιορκημένη διότι αυτή η τάξη ζούσε σε συνθήκες χρόνιας
Η οικοδόμηση συναίνεσης
οικονομικής ανασφάλειας και αισθανόταν αποκλεισμένη από πολλά οφέλη τα οποία είχαν παρασχεθεί με τα ευνοϊκά για μειονεκτούσες ομάδες μέτρα [προγράμματα θετικής δράσης] και με άλλα κρατικά προγράμματα). Αυτή η πολιτική βάση μπορούσε να κινητοποιηθεί θετικά μέσω της θρησκείας και του πολιτισμικού εθνικισμού και αρνητικά μέσω ενός συγκεκαλυμμένου, αν όχι κραυγαλέου, ρατσισμού, ομοιοφο- βίας και αντιφεμινισμού. Έτσι το πρόβλημα δεν ήταν ο καπιταλισμός και η νεοφιλελευθεροποίηση της κουλτούρας, αλλά οι «φιλελεύθεροι» οι οποίοι είχαν χρησιμοποιήσει καθ’ υπερβολήν την κρατική εξουσία για να παράσχουν οφέλη σε ειδικές ομάδες (μαύρους, γυναίκες, περιβαλ- λοντιστές κ.λπ.). Μια αφειδώς χρηματοδοτούμενη κίνηση νεοσυντηρη- τικών διανοουμένων, (οι οποίοι συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Ίρβινγκ Κρίστολ και τον Νόρμαν Πόντορετζ και το περιοδικό Commentary) παρείχε αξιοπιστία σε αυτές τις θέσεις, υιοθετώντας την ηθικολογία και τις παραδοσιακές αξίες. Υποστηρίζοντας τη νεοφιλελεύθερη στροφή οικονομικά αλλά όχι πολιτισμικά, απογύμνωσαν τις παρεμβατικές υπερβολές μιας αποκαλούμενης «φιλελεύθερης ελίτ» - ρίχνοντας έτσι λάσπη σε ό,τι μπορεί να σήμαινε ο όρος «φιλελεύθερος». Το αποτέλεσμα ήταν να εκτραπεί η προσοχή από τον καπιταλισμό και τη δύναμη που είχαν αποκτήσει ol εταιρείες ως κάτι άσχετο με τα οικονομικά ή τα πολιτισμικά προβλήματα που δημιουργούσαν η αχαλίνωτη κερδοσκοπία και ο ατομισμός.
Στο εξής η ανίερη συμμαχία των μεγάλων επιχειρήσεων και των συντηρητικών χριστιανών, υποστηριζόμενη από τους νεοσυντηρητικούς, εδραιώθηκε και ξερίζωσε τελικά όλα τα φιλελεύθερα στοιχεία (που έπαιζαν σημαντικό και ουσιαστικό ρόλο κατά τη δεκαετία του 1960) από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ιδίως μετά το 1990, μετατρέποντάς το στη σχετικά ομοιογενή δεξιά εκλογική δύναμη που είναι σήμερα.18 Βεβαίως δεν ήταν η πρώτη, και πολύ φοβούμαι δεν θα είναι η τελευταία, φορά στην ιστορία που μια κοινωνική ομάδα πείσθηκε να ψηφίσει ενάντια στα πραγματικά, οικονομικά και ταξικά της συμφέροντα, για λόγους πολιτισμικούς, εθνικιστικούς και θρησκευτικούς. Παρ’ όλα αυτά, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι καταλληλότερο, πιθανώς, να αντικαθιστούμε τη λέξη «πείσθηκε» με τη λέξη «επέλεξε», αφού υπάρχει πλήθος αποδείξεων ότι οι ευαγγελικοί χριστιανοί (όχι περισσότεροι από το 20% του πληθυσμού), οι οποίοι αποτελούν τον πυρήνα της «ηθικής πλειοψηφίας», ενστερνίστηκαν τη συμμαχία με τις μεγάλες επιχειρήσεις και το Ρεπου- μπλικανικό Κόμμα ως μέσο για να προωθήσουν περαιτέρω την ευαγγε
Νεοφιλελευθερισμός
λική και ηθική τους ατζέντα. Αυτή ήταν βεβαίως η περίπτωση της σκιώδους και μυστικής οργάνωσης των χριστιανών συντηρητικών που συγκρότησαν το Συμβούλιο για την Εθνική Πολιτική, το οποίο ιδρύθηκε το 1981, «για να σχεδιάσει τη στροφή της χώρας προς τα δεξιά».19
Από την άλλη πλευρά, το Δημοκρατικό Κόμμα ουσιαστικά είχε διαιρεθεί εξαιτίας της ανάγκης να εξευμενίσει, αν όχι να συντρέξει, τα εταιρικά και χρηματοπιστωτικά συμφέροντα, δείχνοντας, ταυτόχρονα, ότι μεριμνά κάπως για τη βελτίωση των υλικών συνθηκών ζωής της λαϊκής του βάσης. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Κλίντον, κατέληξε να επιλέξει την πρώτη κατεύθυνση εις βάρος της δεύτερης και έτσι βυθίστηκε κατευθείαν στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο διαμόρφωσης και εφαρμογής της πολιτικής (όπως έγινε, π.χ., με τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής πρόνοιας).20 Όμως, όπως στην περίπτωση του Φίλιπ Ρόχατιν, είναι αμφίβολο εάν αυτή ήταν η ατζέντα του Κλίντον από την αρχή. Αντιμέτωπος ο Κλίντον με την ανάγκη να λύσει το πρόβλημα ενός τεράστιου ελλείμματος και να δώσει το έναυσμα για την οικονομική μεγέθυνση, η μόνη εφικτή οικονομική πολιτική ήταν η μείωση του ελλείμματος, ώστε να επιτύχει χαμηλά επιτόκια. Αυτό σήμαινε είτε επιβολή ουσιαστικά υψηλότερης φορολογίας (που θα ισοδυναμούσε με εκλογική αυτοκτονία) είτε περικοπές στον προϋπολογισμό. Η εφαρμογή της δεύτερης επιλογής σήμαινε, όπως το έθεσαν οι Γιέρτζιν και Στάνισλο, «προδοσία των παραδοσιακών ψηφοφόρων του, προκειμένου να κανακέψει τους πλούσιους», ή, όπως ομολόγησε αργότερα ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, για μια περίοδο επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Κλίντον, «καταφέραμε να σφίξουμε τα λουριά στους φτωχούς, ενώ τα χαλαρώναμε για τους πλούσιους».21 Έτσι η κοινωνική πολιτική ενα- ποτέθηκε στους μετόχους της Γουόλ Στριτ (όπως είχε συμβεί νωρίτερα στην πόλη της Νέας Υόρκης), με τις αναμενόμενες συνέπειες.
Η πολιτική δομή που εμφανίστηκε ήταν αρκετά απλή. Το Ρεπου- μπλικανικό Κόμμα μπορούσε να επιστρατεύσει ογκώδεις οικονομικούς πόρους και να κινητοποιήσει τη λαϊκή του βάση για να ψηφίσει εναντίον των πραγματικών της συμφερόντων βάσει πολιτισμικών/θρησκευ- τικών λόγων, ενώ το Δημοκρατικό Κόμμα δεν μπορούσε να αντέξει πολιτικά την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών (π.χ. για ένα εθνικό σύστημα υγείας) της παραδοσιακής λαϊκής του βάσης, από φόβο μήπως θίξει τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής τάξης. Με δεδομένη αυτή την ασυμμετρία, η πολιτική ηγεμονία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έγινε ακόμη πιο σίγουρη.
82
Η οικοδόμηση συναίνεσης
Η εκλογή του Ρέιγκαν το 1980 ήταν απλώς το πρώτο βήμα σε μια μα- κρά διαδικασία σταθεροποίησης της πολιτικής μετατόπισης που ήταν αναγκαία για την υποστήριξη της στροφής του Βόλκερ προς το μονεταρισμό και την προτεραιότητα της μάχης κατά του πληθωρισμού. Οι πολιτικές του Ρέιγκαν, όπως σημείωσε ο Έντσαλ εκείνη την εποχή, επικεντρώθηκαν σε μια «γενικευμένη εκστρατεία μείωσης του εύρους και του περιεχομένου της ομοσπονδιακής ρύθμισης στη βιομηχανία, το περιβάλλον, τους χώρους εργασίας, την υγεία και στη σχέση μεταξύ αγοραστή και πωλητή». Τα κύρια μέσα ήταν οι περικοπές του προϋπολογισμού και η απορρύθμιση, όπως επίσης ο «διορισμός υπαλληλικού προσωπικού, που ήταν προσανατολισμένο κατά των ρυθμίσεων και υπέρ των βιομηχανικών συμφερόντων», σε θέσεις-κλειδιά.22
Το Εθνικό Συμβούλιο Εργασιακών Σχέσεων, που ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1930 με σκοπό τη ρύθμιση των σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας στους χώρους δουλειάς, μετατράπηκε με τους διορισμούς του Ρέιγκαν σε όχημα επίθεσης και ρύθμισης των εργατικών δικαιωμάτων την ίδια στιγμή που καταργούνταν οι ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις 23 Χρειάστηκε διάστημα λιγότερο των έξι μηνών, το 1983, για να αντιστραφεί σχεδόν το 40% των αποφάσεων που είχαν ληφθεί στη δεκαετία του 1970 και οι οποίες ήταν, κατά τη γνώμη των επιχειρήσεων, ευνοϊκές για τους εργαζόμενους. Ο Ρέιγκαν ερμήνευσε όλες τις ρυθμίσεις (εκτός από αυτές που αφορούσαν τους εργαζόμενους) ως κακές. Η Διεύθυνση Διαχείρισης και Προϋπολογισμού έλαβε την εντολή να κάνει επισταμένες αναλύσεις κόστους-οφέλους όλων των ρυθμιστικών προτάσεων (του παρελθόντος και του παρόντος). Εάν δεν μπορούσε να αποδειχθεί ότι τα οφέλη της ρύθμισης υπερέβαιναν σαφώς το κόστος, τότε οι ρυθμίσεις έπρεπε να πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων. Πάνω α π’ όλα, περίτεχνες αναθεωρήσεις του φορολογικού κώδικα -που αφορούσαν κυρίως την απόσβεση των επενδύσεων- επέτρεπαν σε πολλές εταιρείες να μην πληρώνουν καθόλου φόρους, ενώ η μείωση του ανώτατου συντελεστή φορολόγησης για άτομα από 78 σε 28% φανέρωνε περίτρανα την πρόθεση να παλινορθωθεί η οικονομική ταξική εξουσία (βλέπε Σχήμα 1.7)jTo χειρότερο από όλα ήταν ότι τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία πέρασαν σε ιδιωτικά χέρια δωρεάν. .Πολλές από τις βασικές καινοτομίες στη φαρμακευτική έρευνα, π.χ., είχαν χρηματοδοτηθεί από το Ε θνικό Ινστιτούτο Υγείας σε συνεργασία με τις φαρμακευτικές εταιρείες. Αλλά το 1978 επειράπηκε στις εταιρείες να ιδιοποιηθούν όλα τα οφέλη των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνιών, χωρίς να επιστρέφουν τίποτα στο
83
Νεοφιλελευθερισμός
κράτος, κάτι που στο εξής εξασφάλισε μεγάλα και υψηλά επιδοτούμενα κέρδη για τη φαρμακοβιομηχανία.24
Όμως, όλα αυτά προϋπέθεταν ότι οι εργαζόμενοι και οι οργανώσεις τους θα πείθονταν να συμμορφωθούν με τη νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων. Η Νέα Υόρκη είχε πρωτοπορήσει σ’ αυτό τον τομέα, επιβάλλοντας την πειθαρχία στα ισχυρά συνδικάτα του δήμου στα έτη 1975-77, και ο Ρέιγκαν ακολούθησε σε εθνικό επίπεδο, γονατίζοντας τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας το 1981 και ξεκαθαρίζοντας στα συνδικάτα ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτα ως συμμέτοχοι στις εσωτερικές διαβου- λεύσεις της κυβέρνησης. Η επισφαλής κοινωνική συμφωνία που είχε επικρατήσει μεταξύ εταιρειών και συνδικάτων κατά τη δεκαετία του 1960 τερματίστηκε. Καθώς η ανεργία εκσφενδονιζόταν στα ύψη του 10% στα μέσα της δεκαετίας του 1980, είχε έλθει η στιγμή να αρχίσει η πολύμορφη επίθεση εναντίον των οργανωμένων εργατών και να μεθοδευτεί η μείωση των προνομίων και της δύναμής τους. Η μεταφορά της βιομηχανικής δραστηριότητας από τις βορειοανατολικές και μεσοδυτι- κές περιοχές της χώρας όπου υπήρχαν συνδικάτα στις Πολιτείες του νότου, όπου τα συνδικάτα ήταν ανύπαρκτα και όπου υποτίθεται πως επικρατούσε το «δικαίωμα στη δουλειά», εάν όχι εκτός συνόρων, στο Μεξικό και στη Νοτιοανατολική Ασία, έγινε η συνήθης πρακτική. (Η οποία επιδοτήθηκε από ευνοϊκή φορολογία για τις νέες επενδύσεις και βοηθήθηκε με την αλλαγή της έμφασης από την παραγωγή στον χρηματοπιστωτικό τομέα ως τον πυρήνα της κεφαλαιοκρατικής ταξικής εξουσίας). Η αποβιομηχάνιση των σπουδαιότερων βιομηχανικών περιοχών όπου ol εργάτες ήταν συνδικαλισμένοι (της αποκαλούμενης «ζώνης σκουριάς») αποδυνάμωσε τους εργαζομένους. Οι εταιρείες απειλούσαν ότι θα βάλουν λουκέτο στα εργοστάσια και όταν το έκριναν αναγκαίο διακινδύνευαν το ξέσπασμα απεργιών -τις οποίες συνήθως κατατρόπωναν- (π.χ. στα ανθρακωρυχεία).
Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση δεν μέτρησε κυρίως το ραβδί (η επιθετική τακτική), διότι υπήρχαν πολλά καρότα (δολώματα) που μπορούσαν να προσφερθούν στους εργαζόμενους ατομικά, ώστε να δια- σπάσουν τη συλλογική δράση. Οι αυστηροί κανόνες και οι γραφειοκρατικές δομές των συνδικάτων τα καθιστούσαν ευάλωτα στην επίθεση. Η έλλειψη ευελιξίας συχνά αποτελούσε μειονέκτημα για τους μεμονωμένους εργάτες, όπως και για το κεφάλαιο. Οι ορθές αξιώσεις για ευέλικτη εξειδίκευση των εργασιακών διαδικασιών και ευέλικτες χρονικές διευθετήσεις είχαν συνεπώς τη δυνατότητα να γίνουν μέρος μιας νεο
Η οικοδόμηση συναίνεσης
φιλελεύθερης ρητορικής που μπορούσε να είναι πειστική στους μεμονωμένους εργαζόμενους, ιδίως σ’ εκείνους που είχαν εξαιρεθεί από τα μονοπωλιακά οφέλη που ορισμένες φορές πρόσφερε η έντονη συνδι- καλιστικοποίηση. Η μεγαλύτερη ελευθερία και αυτονομία μέσα στην αγορά εργασίας διαφημίζονταν ως πλεονεκτήματα για το κεφάλαιο και τους εργάτες εξίσου και άρα δεν ήταν πολύ δύσκολο να ενσωματωθούν, και σ’ αυτό το ζήτημα, οι νεοφιλελεύθερες αξίες στον «κοινό νου» μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το πώς αυτή η θετική δυνατότητα μετατράπηκε σε ένα άκρως εκμεταλλευτικό σύστημα ευέλικτης συσσώρευσης (όλα τα οφέλη που προκύπτουν από την αυξανόμενη ευελιξία στην κατανομή της εργασίας στο χώρο και το χρόνο πηγαίνουν στο κεφάλαιο), προκειμένου να εξηγήσουμε γιατί οι πραγματικοί μισθοί, εξαιρουμένης μιας σύντομης περιόδου της δεκαετίας του 1990, έμειναν στάσιμοι ή μειώθηκαν (βλέπε Σχήμα 1.6) και τα επιδόματα ελαχιστοποιήθηκαν. Η νεοφιλελεύθερη θεωρία, πολύ βολικά, πρεσβεύει ότι η ανεργία είναι πάντα εκούσια. Η εργασία, υποστηρίζει, πάντα έχει μια «κατώτατη τιμή» κάτω από την οποία οι εργαζόμενοι προτιμούν να μην εργάζονται. Η ανεργία αυξάνεται επειδή η κατώτατη τιμή της εργασίας είναι πολύ ψηλή. Εφόσον αυτή η κατώτατη τιμή καθορίζεται εν μέρει από τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας (και οι ιστορίες για «εργαζόμενους που ζουν βασιλικά με τα επιδόματα της κοινωνικής πρόνοιας» και που οδηγούν Κάντίλακ αφθο- νούσαν), τότε, λογικά, η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση της «κοινωνικής πρόνοιας όπως τη γνωρίζουμε», που διεξήχθη από τον Κλίντον, έπρεπε να είναι το κρίσιμο βήμα προς τη μείωση της ανεργίας.
Ό λα αυτά απαιτούσαν κάποια αιτιολόγηση και γι’ αυτό το σκοπό έπαιξε σημαντικό ρόλο ο πόλεμος των ιδεών. Οι οικονομικές ιδέες που στρατεύτηκαν για την υποστήριξη της νεοφιλελεύθερης στροφής ισοδυ- ναμούσαν, όπως υποδεικνύει ο Μπλάιθ, με μια περίπλοκη συγχώνευση μονεταρισμού (του Φρίντμαν), ορθολογικών προσδοκιών (του Ρόμπερτ Αούκας), δημόσιας επιλογής (των Τζέιμς Μπιουκάναν και Γκόρντον Τάλοκ) και των λιγότερων έγκυρων, αλλά που άσκησαν σημαντική επιρροή, ιδεών περί «προσφοράς» του Άρθουρ Λάφερ, ο οποίος έφτασε στο σημείο να πει ότι οι φορολογικές περικοπές ως κίνητρα θα αύξαναν τόσο πολύ την οικονομική δραστηριότητα, ώστε τα φορολογικά έσοδα θα αυξάνονταν αυτόματα (ο Ρέιγκαν ερωτεύθηκε αυτή την ιδέα). Η πιο αποδεκτή κοινοτοπία σ’ αυτά τα επιχειρήματα ήταν πως η κυβερνητική παρέμβαση αποτελούσε το πρόβλημα και όχι τη λύση και πως μια «στα
85
Νεοφιλελευθερισμός
θερή μονεταριστική πολιτική, σε συνδυασμό με ριζικές φορολογικές περικοπές στις ανώτερες εισοδηματικές κατηγορίες θα είχαν ως αποτέλεσμα μια υγιέστερη οικονομία», υποστηρίζοντας με ορθό τρόπο τα κίνητρα της επιχειρηματικής δραστηριότητας.25 Ο επιχειρηματικός Τύπος, ως επί το πλείστον με τη Wall Street Journal στην πρωτοπορία, σήκωσε αυτές τις ιδέες και έγινε ο διαπρύσιος κήρυκας της εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού ως αναγκαίας λύσης για όλα τα οικονομικά δεινά. Σ’ αυτές τις ιδέες δόθηκε ευρεία δημοσιότητα από γόνιμους συγγραφείς όπως ο Τζορτζ Γκίλντερ (που υποστηρίχθηκε από κεφάλαια των think- tanks) και από σχολές διοίκησης επιχειρήσεων που εμφανίστηκαν σε πανεπιστήμια κύρους, όπως το Στάνφορντ και το Χάρβαρντ. Αυτές οι σχολές χρηματοδοτήθηκαν γενναιόδωρα από εταιρείες και ιδρύματα και έγιναν τα κέντρα της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας από τη στιγμή που άνοιξαν. Η χαρτογράφηση της εξάπλωσης των ιδεών πάντα είναι δύσκολη, αλλά περί το 1990 τα περισσότερα οικονομικά τμήματα των μεγάλων ερευνητικών πανεπιστημίων, καθώς και οι σχολές διοίκησης επιχειρήσεων κυριαρχούνταν από τον νεοφιλελεύθερο τρόπο σκέψης. Δεν θα έπρεπε να υποτιμηθεί η σημασία αυτού του γεγονότος. Τα αμερικανικά ερευνητικά πανεπιστήμια ήταν και είναι οι χώροι κατάρτισης πολλών ξένων που μεταφέρουν τις γνώσεις τους στις χώρες προέλευσής τους -για παράδειγμα, οι βασικές προσωπικότητες που συνέβαλαν στην προσαρμογή της Χιλής και του Μεξικού στο νεοφιλελευθερισμό ήταν εκπαιδευμένοι στις ΗΠΑ οικονομολόγοι-, καθώς επίσης και στα διεθνή ιδρύματα όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο ΟΗΕ.
Νομίζω ότι το συμπέρασμα είναι σαφές. «Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η πολιτική πτέρυγα του εταιρικού τομέα της χώρας», γράφει ο Έντσαλ, «διεξήγαγε μία από τις πιο αξιοσημείωτες εκστρατείες της πρόσφατης ιστορίας στον αγώνα της για την εξουσία». Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 «είχε κερδίσει ένα επίπεδο επιρροής και ελέγχου που προσέγγιζε εκείνο των ημερών της οικονομικής άνθησης της δεκαετίας του 1920».26 Και το έτος 2000 είχε χρησιμοποιήσει αυτό τον έλεγχο για να αποκαταστήσει το μερίδιό της στον εθνικό πλούτο και στο εισόδημα σε επίπεδα που είχε να δει από τη δεκαετία του 1920.
Η οικοδόμηση συναίνεσης στη Βρετανία έλαβε χώρα με πολύ διαφορετικό τρόπο.27 Ό,τι συνέβη στο Κάνσας ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό που συνέβη στο Γιόρκσιρ. Οι πολιτισμικές και πολιτικές παραδόσεις ήταν πολύ διαφορετικές. Στη Βρετανία, δεν υπάρχει χριστιανική Δεξιά για να μιλά και να κινητοποιείται ως ηθική πλειοψηφία. Οι
86
Η οικοδόμηση συναίνεσης
ισχυρές εταιρείες δεν είχαν την τάση να υποστηρίζουν τον απροκάλυπτο πολιτικό ακτιβισμό (οι εισφορές τους στα πολιτικά κόμματα ήταν ελάχιστες). Προτιμούσαν να ασκούν επιρροή μέσω των δικτύων τάξης και προνομίων που επί μακρόν συνέδεαν την κυβέρνηση, τον ακαδημαϊκό κόσμο, το δικαστικό σώμα και τους μονίμους δημοσίους υπαλλήλους (μέχρι εκείνη την περίοδο η δημόσια υπηρεσία διατηρούσε ακόμη την παράδοση της ανεξαρτησίας της) με τους ηγέτες της βιομηχανίας και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η πολιτική κατάσταση ήταν επίσης ριζικά διαφορετική, δεδομένου ότι το Εργατικό Κόμμα είχε δημιουρ- γηθεί κυρίως ως ένα όργανο εξουσίας της εργατικής τάξης, που προσέ- βλεπε σε ισχυρά και ορισμένες φορές αρκετά μαχητικά συνδικάτα. Συνεπώς, η Βρετανία είχε αναπτύξει μια πολύ πιο περίτεχνη και εκτεταμένη δομή κράτους πρόνοιας από την όποια παρόμοια δομή θα μπορούσαν ποτέ να ονειρευτούν στις ΗΠΑ. Οι δεσπόζουσες κορυφές της οικονομίας (ανθρακωρυχεία, χαλυβουργία, αυτοκινητοβιομηχανία) εθνικοποιήθηκαν και μια μεγάλη αναλογία του στεγαστικού αποθέματος βρισκόταν στον δημόσιο τομέα. Και το Εργατικό Κόμμα είχε δημιουργήσει, από την εποχή ακόμη της δεκαετίας του 1930, σημαντικά προπύργια εξουσίας στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης, με πρωτοπορία το Συμβούλιο της Κομητείας του Λονδίνου υπό τον Χέρμπερτ Μόρι- σον. Η κοινωνική αλληλεγγύη που αναπτυσσόταν μέσω του συνδικαλιστικού κινήματος και της τοπικής αυτοδιοίκησης ήταν εμφανέστατα ισχυρή. Ακόμη και όταν πήρε την εξουσία το Συντηρητικό Κόμμα, επί μακρές χρονικές περιόδους μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, απείχε από την όποια προσπάθεια αποδιάρθρωσης του κράτους πρόνοιας που είχε κληρονομήσει.
Τη δεκαετία του 1960, η κυβέρνηση των Εργατικών είχε αρνηθεί να στείλει στρατεύματα στο Βιετνάμ, έτσι έσωσε τη χώρα από το άμεσο τραύμα της συμμετοχής σε έναν πόλεμο που ο λαός καταδίκαζε. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, η Βρετανία είχε συμφωνήσει (αν και απρόθυμα και όχι χωρίς βίαιο αγώνα, ορισμένες φορές, και με μεγάλη πίεση εκ μέρους των ΗΠΑ) να αποχωρήσει από τις αποικίες της και μετά το θνησιγενές πολεμικό εγχείρημα στο Σουέζ, το 1956, σταδιακά (και συχνά απρόθυμα και πάλι) να απορρίψει ως επί το πλείστον, το ρόλο της άμεσης ιμπεριαλιστικής δύναμης. Η απόσυρση των δυνάμεών της που βρίσκονταν ανατολικά του Σουέζ στη δεκαετία του 1960 υπήρξε σημαντικό δείγμα αυτής της διαδικασίας. Στη συνέχεια, η Βρετανία συμμετείχε κυρίως ως υποδεέστερος εταίρος μέσα στο ΝΑΤΟ, υπό τη στρα
87
Νεοφιλελευθερισμός
τιωτική ασπίδα της ισχύος των ΗΠΑ. Όμως, συνέχισε στην πραγματικότητα να προβάλει μια νεοαποικιακή παρουσία σχεδόν σ’ όλη την έκταση της παλιάς αυτοκρατορίας της και μ’ αυτό τον τρόπο συχνά ερχόταν σε αντιπαράθεση με άλλες μεγάλες δυνάμεις (όπως, π.χ., στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο της Νιγηρίας, όταν επιχείρησε να αποσχιστεί η Μπιάφρα). Το θέμα των σχέσεων και των ευθυνών της Βρετανίας έναντι των πρώην αποικιών της δημιουργούσε συχνά ανησυχίες, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό. Οι νεοαποικιακές δομές εμπορικής εκμετάλλευσης συχνά επεκτείνονταν αντί να εξαλείφονται. Τα μεταναστευτικά ρεύματα όμως από τις πρώην αποικίες προς τη Βρετανία άρχισαν να μεταφέρουν τις συνέπειες της αυτοκρατορίας μέσα στη χώρα με καινούργιους τρόπους.
Το πιο σημαντικό κατάλοιπο της ιμπεριαλιστικής παρουσίας της Βρετανίας ήταν ο συνεχιζόμενος ρόλος του Σίτι του Λονδίνου ως κέντρου του διεθνούς χρηματοπιστωτικού τομέα. Κατά τη δεκαετία του 1960, απέκτησε μεγάλη σημασία, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο πήρε μέτρα για να προστατεύσει και να ενισχύσει τη θέση του Σίτι εν όψει της αυξανόμενης ισχύος του παγκοσμιοποιούμενου χρηματιστικού κεφαλαίου. Η πολιτική αυτή δημιούργησε μια σειρά από σημαντικές αντιφάσεις. Η προστασία του χρηματιστικού κεφαλαίου (μέσω της χειραγώγησης των επιτοκίων) ερχόταν συχνά σε σύγκρουση με τις ανάγκες του εγχωρίου βιομηχανικού κεφαλαίου (προκαλώντας, ως εκ τούτου, μια δομική διαίρεση μέσα στην κεφαλαιοκρατική τάξη) και ορισμένες φορές εμπόδιζε την επέκταση της εγχώριας αγοράς (περιορίζοντας την πίστωση). Η δέσμευση στην ισχυρή στερλίνα υπονόμευσε την εξαγωγι- κή θέση της βρετανικής βιομηχανίας και συνέβαλε στην εμφάνιση κρίσεων του ισοζυγίου πληρωμών, κατά τη δεκαετία του 1970. Ανέκυψαν αντιφάσεις ανάμεσα στον εμπεδωμένο φιλελευθερισμό που είχε οικο- δομηθεί στο εσωτερικό της χώρας και στο φιλελευθερισμό της ελεύθερης αγοράς του λονδρέζικου χρηματιστικού κεφαλαίου που ανέπτυσσε δραστηριότητα στην παγκόσμια σκηνή. Το Σίτι του Λονδίνου, το χρηματοπιστωτικό κέντρο, ευνοούσε επί μακρόν τις μονεταριστικές και όχι τις κεϊνσιανές πολιτικές και έτσι είχε οικοδομήσει έναν προμαχώνα αντίστασης στον εμπεδωμένο φιλελευθερισμό.
Το κράτος πρόνοιας που οικοδομήθηκε στη Βρετανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο δεν ήταν σε όλους αρεστό. Ισχυρές επικριτικές απόψεις κυκλοφορούσαν μέσω των ΜΜΕ (με επικεφαλής τους έγκυρους Financial Times) που ήταν σε μεγάλο βαθμό υποτελή στα χρηματι-
Η οικοδόμηση συναίνεσης
σακά συμφέροντα. Ο ατομικισμός, η ελευθερία και η αυτονομία παρουσιάζονταν ως το αντίθετο της ασφυκτικής γραφειοκρατικής αδεξιότητας του κρατικού μηχανισμού και της καταπιεστικής συνδικαλιστικής ισχύος. Τέτοιου είδους κριτική ήταν διαδεδομένη στη Βρετανία της δεκαετίας του 1960 και απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στα θλιβερά χρόνια της οικονομικής στασιμότητας της δεκαετίας του 1970. Ο κόσμος φοβόταν πως η Βρετανία γινόταν ένα «κορπορατίστικο κράτος, βασισμένο σε μια άχρωμη μετριότητα».28 Το υπόγειο ρεύμα της σκέψης που αντιπροσώπευε ο Χάγιεκ συγκροτούσε μια πραγματική αντιπολίτευση και είχε τους υπέρμαχούς του στα πανεπιστήμια, κυριαρχούσε δε, κάτι ακόμη πιο σημαντικό, στο έργο του Ινστιτούτου Οικονομικών Υποθέσεων (που ιδρύθηκε το 1955), όπου ο Κιθ Τζόζεφ, μετέπειτα βασικός σύμβουλος της Μάργκαρετ Θάτσερ, αναδείχθηκε σε δημόσια προσωπικότητα, τη δεκαετία του 1970. Η ίδρυση του Κέντρου Πολιτικών Μελετών (1974) και του Ινστιτούτου Άνταμ Σμιθ (1976) και η αυξανόμενη προσχώρηση του Τύπου στο νεοφιλελευθερισμό, κατά τη δεκαετία του 1970, επηρέασε σημαντικά την κοινή γνώμη. Η προηγηθείσα εμφάνιση ενός σημαντικού νεολαιίστικου κινήματος (που επιδόθηκε στην πολιτική διακωμώδηση) και η έλευση της ελαφρός ποπ κουλτούρας στο «λικνιζόμενο Λονδίνο» της δεκαετίας του 1960 γελοιοποίησαν και αμφισβήτησαν ταυτόχρονα την παραδοσιακή δομή των δικτυωμένων ταξικών σχέσεων. Ο ατομικισμός και η ελευθερία έκφρασης έγιναν το θέμα, και το αριστερίζον φοιτητικό κίνημα, επηρεασμένο ποικιλότροπα από τις δυσκολίες του συμβιβασμού με το περιχαρακωμένο ταξικό σύστημα της Βρετανίας και με την αποικιακή της κληρονομιά, έγινε ενεργό στοιχείο του βρετανικού πολιτικού παιχνιδιού, όπως συνέβη και αλλού με το κίνημα του ’68. Η ασέβειά του προς τα ταξικά προνόμια (είτε αυτά ήταν προνόμια των αριστοκρατών, των πολιτικών ή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας) θα αποτελούσε το έδαφος ανάπτυξης του μεταγενέστερου ριζοσπαστισμού της στροφής προς το μεταμοντέρνο. Η καχυποψία έναντι της πολιτικής άνοιξε το δρόμο στην καχυποψία έναντι όλων των μετα-αφηγήσεων.
Ενώ υπήρχαν πολλά στοιχεία από τα οποία μπορούσε να κατασκευαστεί η συναίνεση για μια νεοφιλελεύθερη στροφή, το φαινόμενο Θάτσερ δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί, πολλώ δε μάλλον να επιτύχει, εάν δεν υπήρχε η σοβαρή κρίση κεφαλαιακής συσσώρευσης κατά τη δεκαετία του 1970. Ο στασιμοπληθωρισμός έπληττε τους πάντες. Το 1975 ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε στο 26% και η ανεργία έφτασε στο κο
Νεοφιλελευθερισμός
ρυφαίο σημείο του ενός εκατομμυρίου (βλέπε Σχήμα 1.1). Οι εθνικοποιημένες βιομηχανίες αντλούσαν πόρους από το υπουργείο Οικονομικών. Αυτή η κατάσταση τροφοδότησε την αντιπαράθεση μεταξύ του κράτους και των συνδικάτων. Το 1972, και πάλι το 1974, οι Βρετανοί ανθρακωρύχοι (κλάδος εθνικοποιημένος) κατέβηκαν σε απεργία για πρώτη φορά από το 1926. Οι ανθρακωρύχοι πάντα βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των εργατικών αγώνων στη Βρετανία. Οι μισθοί τους δεν συμβάδιζαν με τον επιταχυνόμενο πληθωρισμό και το κοινό τούς συμπαραστεκόταν. Η συντηρητική κυβέρνηση, εν μέσω γενικών διακοπών του ρεύματος, κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εφήρμοσε εργάσιμη εβδομάδα τριών ημερών και επιδίωξε να κερδίσει την υποστήριξη της κοινής γνώμης ενάντια στους ανθρακωρύχους. Το 1974 προκήρυξε εκλογές, επιδιώκοντας την υποστήριξη του κοινού στη στάση της. Έ χασε και οι Εργατικοί που επανέκαμψαν στην εξουσία διευθέτησαν την απεργία με όρους ευνοϊκούς για τους ανθρακωρύχους.
Όμως, η νίκη ήταν πύρρεια. Η κυβέρνηση των Εργατικών δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά τους όρους της συμφωνίας και οι δημοσιονομικές της δυσκολίες οξύνθηκαν. Μια κρίση του ισοζυγίου πληρωμών εκδηλώθηκε παράλληλα με τα τεράστια ελλείμματα του προϋπολογισμού. Αναζητώντας πιστώσεις από το ΔΝΤ στα 1975-76, η βρετανική κυβέρνηση αντιμετώπισε την επιλογή είτε να υποταχθεί στους περιορισμούς του προϋπολογισμού και τη λιτότητα που επέβαλλε το ΔΝΤ είτε να κηρύξει χρεοκοπία και να θυσιάσει την αξιοπιστία της στερλίνας, τραυματίζοντας θανάσιμα τα χρηματιστικά συμφέροντα του Σίτι του Λονδίνου. Επέλεξε το πρώτο και εφαρμόστηκαν δρακόντειες περικοπές του προϋπολογισμού στις δαπάνες του κράτους πρόνοιας.29 Η κυβέρνηση των Εργατικών εναντιώθηκε στα καίρια συμφέροντα των παραδοσιακών υποστηρικτών της. Δεν είχε όμως λύση στις κρίσεις συσσώρευσης και στασιμοπληθωρισμού. Επιδίωξε ανεπετυχώς να συ- γκαλύψει τις δυσκολίες, κάνοντας έκκληση στα κορπορατίστικα ιδεώδη [μοίρασμα των βαρών], βάσει των οποίων υποτίθεται ότι όλοι θυσίαζαν κάτι προς όφελος της πολιτείας. Οι υποστηρικτές της ξεσηκώθηκαν ανοιχτά και οι εργάτες του δημόσιου τομέα άρχισαν μια σειρά ζημιογόνων απεργιών εκείνον το «χειμώνα της δυσαρέσκειας» του 1978. «Οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία απήργησαν και η ιατρική φροντίδα περιορίστηκε σοβαρά. Απεργοί νεκροθάφτες αρνήθηκαν να ενταφιάσουν νεκρούς. Οι οδηγοί φορτηγών κατέβηκαν επίσης σε απεργία. Μόνο οι εκπρόσωποι των εργαζομένων είχαν το δικαίωμα να αφήνουν
90
Η οικοδόμηση συναίνεσης
φορτηγά με τις “αναγκαίες προμήθειες” να περνούν τις γραμμές των πι- κετοφόρων απεργών. Οι Βρετανικοί Σιδηρόδρομοι ανάρτησαν μια κοφτή ανακοίνωση “Δεν υπάρχουν τρένα σήμερα” ... υπήρχε η εντύπωση ότι τα απεργούντα συνδικάτα είχαν επιφέρει ακινησία σε όλη τη χώρα».30 Ο κυρίαρχος Τύπος κραύγαζε εναντίον των άπληστων συνδικάτων που δημιουργούσαν ανώμαλη κατάσταση και η υποστήριξη της κοινής γνώμης υποχώρησε. Η κυβέρνηση των Εργατικών έπεσε και στις επακόλουθες εκλογές εξελέγη με μεγάλη πλειοψηφία η Μάργκα- ρετ Θάτσερ και με σαφή εντολή των μεσοαστών υποστηρικτών της να δαμάσει τη δύναμη των συνδικάτων του δημόσιου τομέα.
Τα κοινά στοιχεία μεταξύ των περιπτώσεων των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκονται εμφανέστατα στους τομείς των εργασιακών σχέσεων και της μάχης κατά του πληθωρισμού. Όσον αφορά τον πληθωρισμό, η Θάτσερ έκανε το μονεταρισμό και τον αυστηρό έλεγχο του προϋπολογισμού ημερήσια διαταγή. Τα υψηλά επιτόκια σήμαιναν υψηλή ανεργία (που κυμαινόταν πάνω από 10% κατά την πενταετία 1979-1984, στη διάρκεια της οποίας η Συνομοσπονδία των Συνδικάτων έχασε το 17% των μελών της). Η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων εξασθένησεΤΟ Άλαν Μπαντ, οικονομικός σύμβουλος της Θάτσερ, έλεγε αργότερα ότι «οι πολιτικές καταπολέμησης του πληθωρισμού της δεκαετίας του 1980, μέσω της συμπίεσης της οικονομίας και των δημοσίων δαπανών, ήταν το πρόσχημα για το τσάκισμα των εργατών».-Η Βρετανία δημιούργησε αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «βιομηχανικό εφεδρικό στρατό», παρατήρησε επίσης ο ίδιος, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να υπονομευθεί η δύναμη των εργαζομένων και να επιτρα- πεί στους καπιταλιστές να πραγματοποιούν στο εξής εύκολα κέρδη. Και με μια ενέργεια που παραλληλίστηκε με την προβοκάτσια του Ρέι- γκαν κατά της PATCO [της ένωσης των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας] το 1981, η Θάτσερ προκάλεσε μια απεργία των ανθρακωρύχων το 1984, εξαγγέλλοντας ένα κύμα απολύσεων και κλεισίματος ορυχείων (το εισαγόμενο κάρβουνο ήταν πιο φθηνό). Η απεργία διήρκεσε σχεδόν ένα έτος και παρά τη μεγάλη συμπαράσταση και υποστήριξη του κοινού οι ανθρακωρύχοι έχασαν. Είχε θρυμματιστεί η σπονδυλική στήλη ενός βασικού τμήματος του βρετανικού εργατικού κινήματος.31 Η Θάτσερ μείωσε ακόμη περισσότερο τη δύναμη των συνδικάτων ανοί- ψοντάς το Ηνωμένο Βασίλειο στον ξένο ανταγωνισμό και τις ξένες επενδύσεις. Ο ξένος ανταγωνισμός κατεδάφισε το μεγαλύτερο μέρος της παραδοσιακής βρετανικής βιομηχανίας κατά τη δεκαετία του 1980 - η
9 ΐ
Νεοφιλελευθερισμός
χαλυβουργία (στο Σέφιλντ) και τα ναυπηγεία (στη Γλασκόβη) σχεδόν αφανίστηκαν μέσα σε ελάχιστα χρόνια και μαζί μ’ αυτά και μεγάλο μέρος της δύναμης των συνδικάτων. [Η Θάτσερ κατέστρεψε ουσιαστικά την εγχώρια εθνικοποιημένη αυτοκινητοβιομηχανία με τα ισχυρά της συνδικάτα και τις μαχητικές εργατικές της παραδόσεις, καθιστώντας το Ηνωμένο Βασίλειο μια βάση offshore επενδύσεων για τις ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες που αναζητούσαν πρόσβαση στην Ευριόπη.32-Αυτές εγκαταστάθηκαν στις περιαστικές ζώνες πρασίνου και προσέλαβαν μη συνδικαλισμένους εργάτες που θα δέχονταν αδιαμαρτύρητα τις ιαπωνικού τύπου εργασιακές σχέσεις. Το συνολικό αποτέλεσμα ήταν να μετατραπεί το Ηνωμένο Βασίλειο, μέσα σε δέκα χρόνια, σε μια χώρα με σχετικά χαμηλούς μισθούς και ένα ως επί το πλείστον υποταγμένο εργατικό δυναμικό (συγκρινόμενο με την υπόλοιπη Ευρώπη). Την εποχή που η Θάτσερ έφυγε από την κυβέρνηση, η απεργιακή δραστηριότητα είχε πέσει στο ένα δέκατο των προηγούμενων επιπέδων της. Η Θάτσερ είχε ξεριζώσει τον πληθωρισμό, είχε κάμψει τη δύναμη των συνδικάτων, είχε δαμάσει το εργατικό δυναμικό και είχε διαμορφώσει, μέσα α π ’ αυτή τη διαδικασία, τη συναίνεση της μεσαίας τάξης στις πολιτικές της.
Έπρεπε, όμως, να δώσει τη μάχη και σε άλλα μέτωπα. Σε πολλούς δήμους είχε αναπτυχθεί μια ήπια δράση οπισθοφυλακών ενάντια σας νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Το Σέφιλντ, η Περιφέρεια Μείζονος Λονδίνου (την οποία χρειάστηκε να καταργήσει η Θάτσερ, προκειμένου να επιτύχει τους ευρύτερους στόχους της στη δεκαετία του 1980) και το Λί- βερπουλ (όπου οι μισοί δημοτικοί σύμβουλοι φυλακίστηκαν) αποτελούσαν τα δραστήρια κέντρα αντίστασης, όπου επιδιώκονταν και εφαρμόζονταν στην πράξη τα ιδανικά ενός νέου αυτοδιοικητικού σοσιαλισμού (που είχε ενσωματώσει πολλά από τα νέα κοινωνικά κινήματα στην περίπτωση του Λονδίνου), μέχρι που συντρίφτηκαν τελικά, στα μέσα της δεκαετίας του 1980.33 Η Θάτσερ άρχισε περικόπτοντας βάρβαρα τη χρηματοδότηση της κεντρικής κυβέρνησης στους δήμους, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς αντέδρασαν αυξάνοντας τους φόρους ιδιοκτησίας, αναγκάζοντάς την να νομοθετήσει εναντίον του δικαιώματος τους να επιβάλουν φόρους. Χαρακτηρίζοντας υποτιμητικά τα μέλη των προοδευτικών εργατικών δημοτικών συμβουλίων ως «παλαβούς αριστερούς» (μια φράση που προέβαλε απολαυστικά ο κυριαρχούμενος από συντηρητικούς Τύπος), η Θάτσερ επιδίωξε στη συνέχεια να επιβάλει τις νεοφιλελεύθερες αρχές μέσω της μεταρρύθμισης στη χρηματοδότηση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πρότεινε έναν «κεφαλικό
92
Η οικοδόμηση συναίνεσης
φόρο» -οπισθοδρομικό χαράτσι παρά φόρο επί της περιουσίας- που θα χαλιναγωγούσε τις δημοτικές δαπάνες, εφόσον θα υποχρέωνε κάθε κάτοικο να πληρώνει. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε μια τεράστια πολιτική μάχη που έπαιξε ρόλο στον πολιτικό της αφανισμό.
Η Θάτσερ άρχισε επίσης να ιδιωτικοποιεί όλους τους τομείς της οικονομίας που αποτελούσαν δημόσια ιδιοκτησία. Ό ι πωλήσεις θα αύξαναν τα έσοδα του δημόσιου θησαυροφυλακίου και θα απάλλασσαν την κυβέρνηση από το φορτίο των μελλοντικών υποχρεώσεων έναντι των ζημιογόνων επιχειρήσεων. Αυτές οι διοικούμενες από το κράτος επιχειρήσεις έπρεπε να προετοιμαστούν καταλλήλως για την ιδιωτικοποίηση, και αυτό σήμαινε να μειώσουν το χρέος τους και να βελτιώσουν την α- ποδοτικότητά τους και τις δομές κόστους, συχνά με το να απαλλάσσονται από ανεπιθύμητους εργάτες. Η αποτίμησή τους επίσης ήταν δομημένη έτσι ώστε να προσφέρει σημαντικά κίνητρα στο ιδιωτικό κεφάλαιο - μια διαδικασία που παρομοιάστηκε από τους αντιπάλους με «χάρισμα των οικογενειακών ασημικών». Σε αρκετές περιπτώσεις αποκρύφτηκαν επιδοτήσεις προς τους ιδιώτες, με τη μέθοδο αποτίμησης που υιοθετήθηκε - οι εταιρείες ύδρευσης, οι σιδηρόδρομοι ακόμη και οι κρατικές αυτοκινητοβιομηχανίες και χαλυβουργίες είχαν στην ιδιοκτησία τους γη υψηλής αξίας σε εκλεκτές τοποθεσίες, που εξαιρέθηκε από την αποτίμηση της επιχείρησης ως τρέχον ζήτημα. Η ιδιωτικοποίηση και τα κερδοσκοπικά οφέλη από την περιουσία που αποδεσμεύτηκε πήγαιναν χέρι-χέρι. Αλλά υπήρχε και ο στόχος της αλλαγής της πολιτικής κουλτούρας με την επέκταση του πεδίου της προσωπικής και εταιρικής υπευθυνότητας και με την ενθάρρυνση της μεγαλύτερης αποτελεσματι- κότητας, της ατομικής/εταιρικής πρωτοβουλίας και της καινοτομίας. Οι British Aerospace, British Telecom, British Airways, οι επιχειρήσεις χαλυβουργίας, ηλεκτρισμού και αερίου, πετρελαίου, τα ανθρακωρυχεία, οι επιχειρήσεις ύδρευσης, οι δημόσιες συγκοινωνίες, οι σιδηρόδρομοι και πλήθος μικρότερων κρατικών επιχειρήσεων ξεπουλήθηκαν μέσω μαζικών ιδιωτικοποιήσεων. Η Βρετανία άνοιξε το δρόμο, δείχνοντας πώς μπορούσε να γίνει η ιδιωτικοποίηση με μάλλον εύτακτο και επικερδή για το κεφάλαιο τρόπο. Η Θάτσερ ήταν πεπεισμένη ότι από τη στιγμή που θα είχαν γίνει, αυτές οι αλλαγές θα ήταν αμετάκλητες: εξ ου και η βιασύνη να γίνουν. Οι ιδιωτικοποιήσεις νομιμοποιήθηκαν ουσιαστικά με την εκτεταμένη πώληση των κρατικής ιδιοκτησίας σπιτιών στους ενοικιαστές τους. Το μέτρο αυτό αύξησε σε τεράστιο βαθμό τον αριθμό των ιδιοκτητών σπιτιών μέσα σε μια δεκαετία. Ικανοποίησε το παρα
93
Νεοφιλελευθερισμός
δοσιακό ιδεώδες απόκτησης σπιτιού που αποτελούσε ένα όνειρο για την εργατική τάξη και εισήγαγε ένα νέο και συχνά κερδοσκοπικό δυναμισμό στην αγορά ακινήτων, που εκτιμήθηκε τα μέγιστα από τις μεσαίες τάξεις οι οποίες είδαν να αυξάνεται η αξία των περιουσιακών τους στοιχείων - τουλάχιστον μέχρι το κραχ των ακινήτων, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Ωστόσο, η διάλυση του κράτους πρόνοιας ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Η κατάλυσή του σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία, οι κοινωνικές υπηρεσίες, τα πανεπιστήμια, η κρατική γραφειοκρατία και το δικαστικό σώμα αποδείχθηκε δύσκολη. Εδώ η Θάτσερ έπρεπε να δώσει μάχη με τις ριζωμένες και μερικές φορές παραδοσιακές στάσεις των βασικών υποστηρικτών της από την ανώτερη μεσαία τάξη. Προσπάθησε απεγνωσμένα να διαδώσει το ιδανικό της προσωπικής υπευθυνότητας (π.χ., μέσω της ιδιωτικοποίησης του συστήματος υγείας) σ’ όλη την κοινωνία και να μειώσει τις υποχρεώσεις του κράτους. Απέτυχε όμως να σημειώσει ταχεία πρόοδο. Κατά την άποψη του βρετανικού κοινού υπήρχαν όρια στη νεοφιλελευθεροποίηση των πάντων. Επί παραδείγ- ματι, μόνο το 2003 κατόρθωσε η κυβέρνηση των Εργατικών, παρά τη μεγάλη αντίθεση, να επιβάλει ένα σύστημα πληρωμής διδάκτρων στη βρετανική ανώτατη εκπαίδευση. Σε όλους αυτούς τους τομείς αποδείχθηκε δύσκολη η σφυρηλάτηση συμμαχιών συναίνεσης για ριζικές αλλαγές. Σ’ αυτά τα θέματα το υπουργικό συμβούλιο της Θάτσερ (και οι υποστηρικτές της) διχάστηκαν σε μεγάλο βαθμό (μεταξύ «μετριοπαθών» και «σκληρών») και χρειάστηκαν αρκετά χρόνια οδυνηρών αντιπαραθέσεων, μέσα στο ίδιο της το κόμμα και στα ΜΜΕ, για να επιτύχει κάποιες νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να επιβάλει μια κουλτούρα επιχειρηματικότητας και αυστηρούς κανόνες εποπτείας, οικονομικής λογοδοσίας και παραγωγικότητας σε θεσμούς όπως τα πανεπιστήμια, πράγματα τα οποία ουδόλως ταίριαζαν στο χαρακτήρα τους.
Η Θάτσερ διαμόρφωσε τη συναίνεση μέσω της ανάπτυξης μιας μεσαίας τάξης που απολάμβανε τις χαρές της κατοχής σπιτιού, της ατομικής ιδιοκτησίας, του ατομικισμού και της απεριόριστης δημιουργίας επιχειρηματικών ευκαιριών. Ενώ η αλληλεγγύη της εργατικής τάξης έφθινε κάτω από την πίεση και την εκ βάθρων αλλαγή των εργασιακών συστημάτων μέσω της αποβιομηχάνισης, τα κοινωνικά κριτήρια της μεσαίας τάξης διαδόθηκαν ευρύτερα και υιοθετήθηκαν από πολλούς που κάποτε είχαν εμπεδωμένη εργατική ταυτότητα. Το άνοιγμα της Βρετα-
94
Η οικοδόμηση συναίνεσης
νιας στο ελεύθερο εμπόριο οδήγησε στην άνθηση της καταναλωτικής κουλτούρας και ο πολλαπλασιασμός των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έφερνε όλο και περισσότερο στο επίκεντρο της μέχρι τότε μετρημένης ζωής των Βρετανών τη συνήθεια του να χρεώνονται για να καταναλώνουν. Ο νεοφιλελευθερισμός είχε ως συνέπεια το μετασχηματισμό της παλιάς βρετανικής ταξικής δομής και στα δύο άκρα του φάσματος. Επίσης, με τη διατήρηση του Σίτι του Λονδίνου ως κεντρικού παίκτη στον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό στίβο, το Λονδίνο και η νο- τιο-ανατολική περιοχή, η ψυχή της βρετανικής οικονομίας, μετατρέπονταν όλο και πιο πολύ σε δυναμικό κέντρο του συνεχώς αυξανόμενου πλούτου και δύναμης. Η ταξική οικονομική ισχύς δεν αποκαταστάθηκε κυρίως στους παραδοσιακούς τομείς, αλλά συγκεντρώθηκε ευρέως γύρω από ένα εκ των βασικών παγκόσμιων κέντρων της οργανωμένης χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας. Στρατολογημένοι από την Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ συνέρρευσαν στο Λονδίνο ως έμποροι ομολόγων και νομισμάτων, συγκεντρώνοντας γρήγορα πλούτο και δύναμη και μετατρέποντας το Λονδίνο σε μια από τις ακριβότερες πόλεις του κόσμου.
Ενώ η επανάσταση της Θάτσερ προετοιμάστηκε με την οργάνωση της συναίνεσης στους κόλπους των παραδοσιακών μεσαίων τάξεων που σήκωσαν το βάρος των τριών εκλογικών νικών της, το όλο πρόγραμμα, ιδίως στη διάρκεια της πρώτης θητείας της, εμψυχωνόταν ιδεολογικά πολύ περισσότερο από τη νεοφιλελεύθερη θεωρία (κυρίως χάρη στον Κιθ Τζόζεφ), σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Παρόλο που η ίδια η Θάτσερ είχε σταθερό μεσοαστικό υπόβαθρο, απολάμβανε φανερά τις παραδοσιακά στενές επαφές ανάμεσα στο γραφείο του πρωθυπουργού και τους «καπετάνιους» της βιομηχανίας και της χρηματοοικονομίας. Συχνά κατέφευγε σ’ αυτούς για συμβουλές και σε κάποιες περιπτώσεις είναι ξεκάθαρο ότι τους ευνόησε, υποτιμώντας τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία που επρόκειτο να ιδιωτικοποιηθούν. Το σχέδιο παλινόρθωσης της τάξικής ισχύος των ελίτ -σε αντίθεση με το σχέδιο κατάλυσης της δύναμης της εργατικής τάξης- πιθανώς έπαιξε πιο υποσυνείδητο ρόλο στην πολιτική της εξέλιξη.
Η επιτυχία των Ρέιγκαν και Θάτσερ μπορεί να μετρηθεί με πολλούς και διάφορους τρόπους.34 Πιστεύω όμως ότι το χρησιμότερο είναι να τονίσουμε τον τρόπο με τον οποίο κατόρθωσαν να μετατρέψουν σε κυρίαρχο ρεύμα πολιτικές, ιδεολογικές και θεωρητικές θέσεις οι οποίες μέχρι τότε ήταν μειοψηφικές. Η συμμαχία των δυνάμεων που βοήθη
95
Νεοφιλελευθερισμός
σαν να στεριώσει αυτή η επιτυχία και οι εκλογικές πλειοψηφίες που αυτές διαμόρφωσαν ήταν μια κληρονομιά από την οποία η επόμενη γενιά πολιτικών ηγετών δύσκολα μπορούσε να απαγκιστρωθεί. Η σπουδαιότερη, ίσως, μαρτυρία της επιτυχίας τους έγκειται στο γεγονός ότι τόσο ο Κλίντον όσο και ο Μπλερ βρέθηκαν σε μια κατάσταση όπου ο χώρος που είχαν για να ελιχθούν ήταν τόσο περιορισμένος, ώστε δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο από το να συνεχίσουν την πορεία παλινόρθωσης της ταξικής ισχύος, ακόμη και ενάντια στις καλύτερες ενστικτώδεις διαθέσεις τους. Και αφ’ ης στιγμής ο νεοφιλελευθερισμός εμφυτεύτηκε τόσο βαθιά στον αγγλόφωνο κόσμο, ήταν δύσκολο να μην έχει μεγάλη συνάφεια με τον τρόπο που λειτουργούσε γενικά ο καπιταλισμός σε διεθνές επίπεδο. Δεν υποστηρίζουμε, όπως θα δούμε, ότι ο νεοφιλελευθερισμός απλώς επιβλήθηκε αλλού, μέσω της αγγλο-αμερικανικής επιρροής και δύναμης. Διότι όπως φανερώνουν επαρκώς αυτές οι δύο περιπτωσιολογικές μελέτες, οι εσωτερικές συνθήκες και άρα ο χαρακτήρας της νεοφιλελεύθερης στροφής είχαν αρκετές διαφορές στη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Κατ’ επέκταση θα έπρεπε να αναμένουμε ότι οι εσωτερικές δυνάμεις όπως επίσης και οι εξωτερικές επιρροές και καταναγκασμοί θα έπαιζαν διαφορετικό ρόλο και σε άλλες χώρες.
Ο Ρέιγκαν και η Θάτσερ εκμεταλλεύτηκαν τις ενδείξεις που είχαν (από τη Χιλή και την πόλη της Νέας Υόρκης) και μπήκαν επικεφαλής ενός ταξικού κινήματος των ελίτ αποφασισμένου να αναστηλώσει τη δύναμή τους. Η ευφυΐα τους έγκειται στο ότι δημιούργησαν μια κληρονομιά και μια παράδοση που ενέπλεξε τους μεταγενέστερους πολιτικούς σε ένα δίχτυ περιορισμών από τους οποίους δεν μπορούσαν να ξε- φύγουν εύκολα. Εκείνοι που ακολούθησαν, όπως ο Κλίντον και ο Μπλερ, μπορούσαν να κάνουν ελάχιστα περισσότερα από το να συνεχίσουν το έργο της νεοφιλελευθεροποίησης, είτε τους άρεσε είτε όχι.
96
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 3
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΕΥΚΟΛΟ ΝΑ ΟΡΙΣΤΕΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗ ΝΕΟ-
φιλελεύθερη θεωρία. Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού εξελίχθηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να παρεκκλίνει σημα
ντικά από το θεωρητικό πρότυπο. Η κατά τι χαοτική εξέλιξη και η ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση των κρατικών θεσμών, εξουσιών και λειτουργιών τα τελευταία τριάντα χρόνια υποδεικνύουν, επίσης, otl το νεοφιλελεύθερο κράτος μπορεί να είναι μια ασταθής και αντιφατική πολιτική μορφή.
ΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ
Σύμφωνα με τη θεωρία, το νεοφιλελεύθερο κράτος θα πρέπει να εξασφαλίζει ισχυρά δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας για τον καθένα, την εφαρμογή του νόμου και τους θεσμούς των αγορών και του ελεύθερου εμπορίου, ώστε να λειτουργούν χωρίς εμπόδια.1 Αυτές είναι οι θεσμικές διευθετήσεις που θεωρούνται ουσιώδεις όσον αφορά τις εγγυήσεις των ατομικών ελευθεριών. Το νομικό πλαίσιο είναι το πλαίσιο των συμβατικών υποχρεώσεων που τις διαπραγματεύονται ελεύθερα τα νομικά πρόσωπα μεταξύ τους, εντός της αγοράς. Η ιερότητα των συμβολαίων και του ατομικού δικαιώματος στην ελευθερία δράσης, έκφρασης και επιλογής πρέπει να προστατεύονται. Συνεπώς, το κράτος πρέπει να χρησιμοποιεί το μονοπώλιό του στα μέσα της βίας, για να διατηρεί αυτή την ελευθερία πάση Ουσία. Κατ’ επέκταση, η ελευθερία των επιχειρήσεων και των εταιρειών (που νομικά λογίζονται ως άτομα) να λειτουργούν μέσα σ’ αυτό το θεσμικό πλαίσιο των ελεύθερων αγορών και του ελεύθερου εμπορίου θεωρείται θεμελιώδες αγαθό. Η ιδιωτική επιχείρηση και η επιχειρηματική πρωτοβουλία θεωρούνται καίριες για την καινοτομία και τη δημιουργία πλούτου. Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτη
97
Νεοφιλελευθερισμός
σίας προστατεύονται (π.χ. μέσω των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), έτσι ώστε να ενθαρρύνονται οι τεχνολογικές αλλαγές. Οι συνεχείς αυξήσεις στην παραγωγικότητα πρέπει συνεπώς να δημιουργούν υψηλότερο επίπεδο ζωής για όλους. Βάσει της υπόθεσης ότι «όταν φουσκώνουν τα νερά ανυψώνονται όλες οι βάρκες» ή του «φαινομένου της διάχυσης του πλούτου», η νεοφιλελεύθερη θεωρία υποστηρίζει πως η εξάλειψη της φτώχειας (στο εσωτερικό της κάθε χώρας και σε παγκόσμια κλίμακα) μπορεί να εξασφαλιστεί καλύτερα μέσω των ελεύθερων αγορών και του ελεύθερου εμπορίου.
Οι νεοφιλελεύθεροι επιδεικνύουν ιδιαίτερη φιλοπονία όταν επιδιώκουν την ιδιωτικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων. Η απουσία σαφών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων -όπως συμβαίνει σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες- θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα θεσμικά εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη και στη βελτίωση της ανθρώπινης ευημερίας. Η ατομική ιδιοκτησία των κοινών αγαθών και η παραχώρηση ατομικο-ϊ- διοκτησιακών δικαιωμάτων επ’ αυτών θεωρείται ο καλύτερος τρόπος προστασίας έναντι της αποκαλούμενης «τραγωδίας των κοινών αγαθών» (την τάση των ατόμων να υπερεκμεταλλεύονται ανεύθυνα τους κοινούς πόρους, όπως η γη και το νερό). Τομείς που προηγουμένως διοικούνταν ή ρυθμίζονταν από το κράτος πρέπει να παραδοθούν στην ιδιωτική σφαίρα και να απορρυθμιστούν (να απαλλαγούν από οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση). Ο ανταγωνισμός -μεταξύ ατόμων, εταιρειών, εδαφικών οντοτήτων (πόλεων, περιφερειών, εθνών, περιφερειακών ομαδοποιήσεων)- θεωρείται θεμελιώδες προσόν. Βεβαίως, πρέπει να τηρούνται ορθά οι βασικοί κανόνες του αγοραίου ανταγωνισμού. Σε καταστάσεις όπου δεν έχουν διατυπωθεί ξεκάθαρα τέτοιοι κανόνες ή είναι δύσκολο να προσδιοριστούν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, το κράτος πρέπει να χρησιμοποιήσει την εξουσία του για να επιβάλει ή να επινοήσει συστήματα αγοράς (όπως είναι η εμπορία των δικαιωμάτων ρύπανσης). Υποστηρίζεται ότι η ιδιωτικοποίηση και η απορρύθμιση, συνδυασμένες με τον ανταγωνισμό, εξαλείφουν τη γραφειοκρατία, αυξάνουν την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα, βελτιώνουν την ποιότητα και μειώνουν το κόστος, τόσο άμεσα στο επίπεδο του καταναλωτή, μέσω των πιο φθηνών εμπορευμάτων και υπηρεσιών, όσο και έμμεσα μέσω της μείωσης των φορολογικών βαρών. Το νεοφιλελεύθερο κράτος πρέπει να επιδιώκει μονίμως εσωτερικές αναδιοργανώσεις και νέες θεσμικές διευθετήσεις που βελτιώνουν την ανταγωνιστική του θέση ως οντότητας έναντι άλλων κρατών στην παγκόσμια αγορά.
9»
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
Ενώ η προσωπική και ατομική ελευθερία μέσα στην αγορά είναι εγγυημένες, κάθε άτομο είναι υπεύθυνο και υπόλογο για τις πράξεις και την ευημερία του. Αυτή η αρχή επεκτείνεται στους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας, της εκπαίδευσης, της υγείας ακόμη και των συντάξεων (η κοινωνική ασφάλιση έχει ιδιωτικοποιηθεί στη Χιλή και τη Σλοβακία και υπάρχουν προτάσεις να γίνει το ίδιο στις ΗΠΑ). Η ατομική επιτυχία ή αποτυχία ερμηνεύονται βάσει των επιχειρηματικών αρετών ή των προσωπικών μειονεκτημάτων (όπως το να μην επενδύει κανείς αρκετά στο δικό του ανθρώπινο κεφάλαιο μέσω της εκπαίδευσης), αντί να αποδίδονται σε οποιοδήποτε συστημικό χαρακτηριστικό (όπως είναι οι ταξικοί αποκλεισμοί που συνήθως αποδίδονται στον καπιταλισμό).
Η ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου μεταξύ τομέων, περιοχών και χωρών θεωρείται εξίσου κρίσιμη. Πρέπει να αρθούν όλα τα εμπόδια σ’ αυτή την ελεύθερη κίνηση (όπως δασμοί, φορολογικές επιβαρύνσεις, σχεδιασμός και περιβαλλοντικοί έλεγχοι ή άλλα τοπικά κωλύματα), εκτός από εκείνους τους τομείς που θεωρούνται κρίσιμοι «για το εθνικό συμφέρον», όπως κι αν ορίζεται. Η κρατική κυριαρχία επί των κινήσεων των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου πρέπει να παραδοθεί μετά προθυμίας στην παγκόσμια αγορά. Ο διεθνής ανταγωνισμός θεωρείται υγιής, εφόσον βελτιώνει την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα, χαμηλώνει τις τιμές και κατά συνέπεια χαλιναγωγεί τις πληθωριστικές τάσεις. Κατά συνέπεια, τα κράτη πρέπει να διαπραγματευθούν συλλογικά τη μείωση των εμποδίων στη διασυνοριακή κίνηση των κεφαλαίων και να ανοίξουν τις αγορές (τόσο για τα εμπορεύματα όσο και για το κεφάλαιο) στην παγκόσμια ανταλλαγή. Ωστόσο, το αν θα εφαρμοστεί η ίδια λογική στην εργασία ως εμπόρευμα είναι κάτι αμφιλεγόμενο. Στο βαθμό που όλα τα κράτη πρέπει να συνεργάζονται για να μειώσουν τα εμπόδια στην ανταλλαγή, πρέπει να εμφανίζονται δομές συντονισμού όπως είναι η ομάδα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Καναδάς και Ιαπωνία) γνωστή ως G7 (τώρα G8 με την προσθήκη της Ρωσίας). Διεθνείς διακρατικές συμφωνίες που εγγυώνται το κράτος δικαίου και την ελευθερία του εμπορίου, όπως εκείνες που ενσωματώνονται στις συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, είναι καίριας σημασίας για την προώθηση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου στην παγκόσμια σκηνή.
/ Ωστόσο, οι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί τρέφουν βαθιά καχυποψία για τη δημοκρατία. Η διακυβέρνηση βάσει της αρχής της πλειοψηφίας θεωρείται δυνητική απειλή για τα ατομικά δικαιώματα και τις συνταγ-
99
Νεοφιλελευθερισμός
ματικές ελευθερίες. Η δημοκρατία θεωρείται πολυτέλεια, δυνατή μόνο υπό συνθήκες σχετικής αφθονίας συνδυασμένης με την ισχυρή παρουσία της μεσαίας τάξης, για να εγγυάται την πολιτική σταθερότητα. Ετσι οι νεοφιλελεύθεροι τείνουν να ευνοούν τη διακυβέρνηση από τεχνοκρά- τες και ελίτ, Εκφράζεται μια ισχυρή προτίμηση στη διακυβέρνηση με εκτελεστικές διαταγές και δικαστικές αποφάσεις, παρά με δημοκρατική και κοινοβουλευτική διαδικασία λήψης αποφάσεωνλΟι νεοφιλελεύθεροι προτιμούν να απομονώνουν βασικούς θεσμούς, όπως είναι η κεντρική τράπεζα, από τις δημοκρατικές πιέσεις. Δεδομένου ότι η νεοφιλελεύθερη θεωρία επικεντρώνει στο κράτος δικαίου και στην αυστηρή ερμηνεία της συνταγματικότητας, έπεται ότι η σύγκρουση και η αντίθεση πρέπει να διευθετούνται με τη μεσολάβηση των δικαστηρίων. Λύσεις και θεραπείες των οποιωνδήποτε προβλημάτων πρέπει να επιδιώκονται από τα άτομα μέσω του δικαστικού συστήματος.
ΕΝΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ
Μέσα στη γενική θεωρία του νεοφιλελεύθερου κράτους υπάρχουν κάποιες θολές περιοχές και αντιφατικά σημεία. Πρώτον, υπάρχει το πρόβλημα του πώς ερμηνεύεται η μονοπωλιακή δύναμη. Ο ανταγωνισμός συχνά καταλήγει σε μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο, καθώς οι πιο δυνατές επιχειρήσεις θέτουν εκτός παιχνιδιού τις πιο αδύναμες. Οι περισσότεροι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί δεν το θεωρούν αυτό προβληματικό (πρέπει, λένε, να μεγιστοποιούμε την αποδοτικότητα), υπό τον όρο ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια στην είσοδο των ανταγωνιστών (όρος που συχνά είναι δύσκολο να εκπληρωθεί και συνεπώς πρέπει να φροντίσει γι’ αυτόν το κράτος). Η περίπτωση των αποκαλούμενων «φυσικών μονοπωλίων» είναι πιο δύσκολη. Δεν έχει νόημα να υπάρχουν πολλαπλά ανταγωνιζόμενα δίκτυα ηλεκτρενέργειας, αγωγών αερίου, συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης ή σιδηροτροχιές μεταξύ Ουάσιγκτον και Βοστόνης. Σ’ αυτούς τους τομείς φαίνεται αναπόφευκτη η κρατική ρύθμιση του εφοδιασμού, της πρόσβασης και της τιμολόγησης. Ενώ μπορεί να είναι δυνατή η μερική απορρύθμιση (που επιτρέπει στους ανταγωνι- ζόμενους παραγωγούς να τροφοδοτούν με ηλεκτρισμό το ίδιο δίκτυο ή να λειτουργούν αμαξοστοιχίες στις ίδιες σιδηροτροχιές, π.χ.), οι πιθανότητες αισχροκέρδειας και καταχρήσεων, όπως έδειξε με αφθονία τεκμηρίων η ενεργειακή κρίση στην Καλιφόρνια το 2002, ή θανάσιμης
ίσο
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
αποδιοργάνωσης και σύγχυσης, όπως αποδείχθηκε στην περίπτωση των βρετανικών σιδηροδρόμων, είναι σε μεγάλο βαθμό υπαρκτές.
Το δεύτερο μεγάλο πεδίο αντιπαράθεσης αφορά την αποτυχία της αγοράς. Αυτή εμφανίζεται όταν τα άτομα και οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να πληρώσουν το πλήρες κόστος που τους αναλογεί, διαχέοντας το παθητικό τους εκτός της αγοράς (στην τεχνική ορολογία, οι υποχρεώσεις «εξωτερικεύονται»), Η κλασική περίπτωση είναι αυτή της ρύπανσης, όπου άτομα και επιχειρήσεις αποφεύγουν το κόστος, διοχετεύοντας βλαβερά απόβλητα στο περιβάλλον, χωρίς να επιβαρύνονται οικονομικά. Το αποτέλεσμα είναι να υποβαθμίζονται ή να καταστρέφο- νται παραγωγικά οικοσυστήματα. Η έκθεση σε επικίνδυνες ουσίες ή σε φυσικούς κινδύνους στον τόπο εργασίας μπορεί να επηρεάσει την ανθρώπινη υγεία, ακόμη και να μειώσει τη δεξαμενή υγιών εργαζομένων του εργατικού δυναμικού. Ενώ οι νεοφιλελεύθεροι αναγνωρίζουν το πρόβλημα και κάποιοι δέχονται την περιορισμένη κρατική παρέμβαση, άλλοι υποστηρίζουν τη μη παρέμβαση, διότι η θεραπεία θα είναι, σχεδόν μετά βεβαιότητας, χειρότερη από την ασθένεια. Ωστόσο, οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι εάν επρόκειτο να υπάρξουν παρεμβάσεις, αυτές θα έπρεπε να λειτουργήσουν μέσω των μηχανισμών της αγοράς (με φορολογικά κίνητρα ή υποχρεώσεις, δικαιώματα εμπορίας των ρυπαντών και τα παρόμοια). Οι αποτυχίες του ανταγωνισμού εξετάζονται με παρόμοιο τρόπο. Το αυξανόμενο κόστος συναλλαγών μπορεί να επιβαρυνθεί, καθώς πολλαπλασιάζονται οι συμβατικές και υπεργολα- βικές σχέσεις^-Ο τεράστιος μηχανισμός της νομισματικής κερδοσκοπίας, για να πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα, εμφανίζεται όλο και πιο δαπανηρός, ενώ ταυτόχρονα γίνεται όλο και πιο απαραίτητος για την απόσπαση κερδών με κερδοσκοπικές μεθόδους. Αλλα προβλήματα εμφανίζονται όταν, φερ’ ειπείν, όλα τα ανταγωνιζόμενα νοσοκομεία μιας περιφέρειας αγοράζουν τον ίδιο εξελιγμένο εξοπλισμό που δεν χρησιμοποιείται πλήρως και έτσι οδηγεί σε αύξηση του συνολικού κόστους. Στην περίπτωση αυτή, υπάρχουν ισχυροί λόγοι υπέρ του κρατικού σχε- διασμού, της ρύθμισης και του αναγκαστικού συντονισμού, με στόχο τον περιορισμό του κόστους, αλλά οι νεοφιλελεύθεροι τρέφουν βαθιά καχυποψία έναντι τέτοιων παρεμβάσεων.
Γενικά, υποτίθεται ότι όλοι οι παράγοντες που ενεργούν στην αγορά έχουν πρόσβαση στις ίδιες πληροφορίες. Υποτίθεται ότι δεν υπάρχουν ασυμμετρίες δύναμης ή πληροφόρησης που παρεμποδίζουν την ικανότητα των ατόμων να λάβουν ορθολογικές οικονομικές αποφάσεις
ιοί
Νεοφιλελευθερισμός
σύμφωνα με τα συμφέροντα τους. Αυτή η κατάσταση σπάνια προσεγγίζεται, εάν καν υπάρχει στην πράξη, και εμφανίζονται σημαντικές συνέπειες εξ αυτού.2 Οι καλύτερα πληροφορημένοι και πιο ισχυροί παίκτες έχουν πλεονέκτημα το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επιτευχθεί ακόμη καλύτερη πληροφόρηση και μεγαλύτερη σχετικά δύναμη. Η κατοχύρωση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (πατέντες) ενθαρρύνει, επίσης, την «αναζήτηση προσόδου». Εκείνοι που κατέχουν τα δικαιώματα των ευρεσιτεχνιών χρησιμοποιούν τη μονοπωλιακή τους δύναμη για να ορίζουν μονοπωλιακές τιμές και να εμποδίζουν τη μεταφορά τεχνολογίας, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες αυτή πληρώνεται ακριβά, δηλαδή με πολύ υψηλό κόστος. Συνεπώς, οι ασύμμετρες σχέσεις δύναμης τείνουν να αυξάνονται αντί να μειώνονται συν τω χρόνω, εκτός εάν παρέμβει το κράτος για τις εξουδετερώσει. Η νεοφιλελεύθερη υπόθεση περί τέλειας πληροφόρησης και ανταγωνισμού ίσοις όροις φαίνεται είτε αφελώς ουτοπική είτε σκόπιμη συσκότιση των διαδικασιών που οδηγούν στη συγκέντρωση πλούτου,και άρα στην παλινόρθωση της ταξικής ισχύος.
Η νεοφιλελεύθερη θεωρία περί τεχνολογικής αλλαγής βασίζεται στις καταναγκαστικές δυνάμεις του ανταγωνισμού που ωθούν στην έρευνα για νέα προϊόντα, νέες μεθόδους παραγωγής και νέες μορφές οργάνωσης. Ωστόσο, αυτή η ώθηση εμπεδώνεται τόσο βαθιά στον επιχειρηματικό κοινό νου, που γίνεται μια φετιχιστική πεποίθηση: υπμρχει μια τεχνολογική λύση για κάθε πρόβλημα και για όλα τα προβλήματα. Στο βαθμό που αυτή η πεποίθηση επικρατεί, όχι μόνο εντός των εταιρειών αλλά και εντός του κρατικού μηχανισμού (στο στρατό ιδίως), προ- καλεί ισχυρές αυτόνομες τάσεις τεχνολογικής αλλαγής που μπορούν να γίνουν αποσταθεροποιητικές, αν όχι αντιπαραγωγικές. Οι τεχνολογικές εξελίξεις μπορούν να προκαλέσουν αμόκ, καθώς τομείς αφιερωμένοι απόλυτα στην τεχνολογική καινοτομία δημιουργούν νέα προϊόντα και νέες μεθόδους, που δεν έχουν ακόμη αγορά (παράγονται νέα φαρμακευτικά προϊόντα για τα οποία πρέπει να επινοηθούν νέες ασθένειες). Επίσης, ταλαντούχοι και ιδιοτελείς παρείσακτοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τεχνολογικές καινοτομίες για να υπονομεύσουν κυρίάρχες κοινωνικές σχέσεις και θεσμούς- μέσω των δραστηριοτήτων τους μπορούν να αναδιαμορφώσουν ακόμη και τον κοινό νου, ώστε να αποκτήσουν οικονομικά πλεονεκτήματα. Συνεπώς, υπάρχει μια εσωτερική σχέση ανάμεσα στον τεχνολογικό δυναμισμό, την αστάθεια, την αποδιάρ- θρωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, την περιβαλλοντική υποβάθμιση,
102
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
την αποβιομηχάνιση, τις γρήγορες μεταβολές στις χωρο-χρονικές σχέσεις, τις κερδοσκοπικές φούσκες και τη γενική τάση προς την ανάπτυξη κρίσης μέσα στον καπιταλισμό.3
Τέλος, υπάρχουν κάποια θεμελιώδη πολιτικά προβλήματα μέσα στο νεοφιλελευθερισμό που χρειάζονται αντιμετώπιση. Αναφύεται η αντίφαση ανάμεσα σε ένα σαγηνευτικό μεν, αλλά αποξενωτικό, κτητικό ατομικισμό, από τη μια, και στην επιθυμία για μια συλλογική ζωή με νόημα, από την άλλη. Ενώ υποτίθεται ότι τα άτομα είναι ελεύθερα να επιλέξουν, δεν μπορούν να επιλέξουν τη δημιουργία ισχυρών συλλογικών θεσμών (όπως συνδικάτα), αλλά μπορούν να επιλέξουν, αντίθετα, τη δημιουργία αδύναμων εθελοντικών ενώσεων (όπως οι φιλανθρωπικές οργανώσεις). Βεβαιότατα, δεν θα πρέπει να επιλέξουν τη συνένωσή τους για τη δημιουργία πολιτικών κομμάτων με στόχο να αναγκάσουν το κράτος να παρέμβει ή να καταργήσει την αγορά. Οι νεοφιλελεύθεροι, για να χαλιναγωγήσουν τους μεγαλύτερους φόβους τους - για το φασισμό, τον κομουνισμό, το σοσιαλισμό, τον αυταρχικό λαϊκισμό, ακόμη και για την αρχή της πλεισψηφίας-, πρέπει να θέσουν αυστηρά όρια στη δημοκρατική διακυβέρνηση, και να εναποθέσουν τις πιο σημαντικές αποφάσεις σε αντιδημοκρατικούς και μη λογοδο- τούντες θεσμούς (όπως είναι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Αυτό δημιουργεί το παράδοξο των έντονων κρατικών παρεμβάσεων και της διακυβέρνησης από τις ελίτ και τους «ειδικούς», σε έναν κόσμο όπου υποτίθεται ότι το κράτος δεν είναι παρεμβατικό. Αυτό μάς φέρνει στο νου την ουτοπική ιστορία του Φράνσις Μπέικον New Atlantis (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1626), όπου ένα Συμβούλιο Σοφών Γερόντων λαμβάνει όλες τις βασικές αποφάσεις. Έτσι, το νεοφιλελεύθερο κράτος, αντιμέτωπο με τα κοινωνικά κινήματα που ζητούν συλλογικές παρεμβάσεις, αναγκάζεται να παρεμβαίνει, μερικές φορές κατασταλτικά, αρνούμενο συνεπώς τις ίδιες τις ελευθερίες που υποτίθεται ότι έχει ταχθεί να υπερασπίσει. Σ’ αυτή την κατάσταση, όμως, μπορεί να παρατάξει ένα μυστικό όπλο: ο διεθνής ανταγωνισμός και η παγκοσμιοποίηση χρησιμοποιούνται για να πειθαρχη- θούν τα κινήματα που εναντιώνονται στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα μέσα σε κάθε ξεχωριστό κράτος. Εάν αποτύχει αυτή η μέθοδος, το κράτος πρέπει να καταφύγει στην πειθώ, την προπαγάνδα ή, όταν είναι αναγκαίο, στην ωμή δύναμη και στην αστυνομική ισχύ για να πατάξει την αντίθεση στο νεοφιλελευθερισμό. Αυτό ακριβώς φοβόταν ο Πολάνιι: ότι το φιλελεύθερο (και κατά προέκταση το νεοφιλελεύθερο)
103
Νεοφιλελευθερισμός
ουτοπικό σχεδίασμα θα μπορούσε τελικά να διατηρηθεί μόνο κατα- φεύγοντας στον αυταρχισμό. Η ελευθερία των μαζών θα περιοριζόταν προς όφελος της ελευθερίας των λίγων.
ΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Δύο είναι οι λόγοι που δυσκολεύουν το να περιγράφει ο γενικός χαρακτήρας του κράτους στην εποχή της νεοφιλελευθεροποίησης. Πρώτον, γίνονται ταχύτατα εμφανείς οι συστηματικές αποκλίσεις από το πρότυπο της νεοφιλελεύθερης θεωρίας, αποκλίσεις που δεν μπορούν να αποδοθούν στο σύνολό τους στις εσωτερικές αντιφάσεις οι οποίες σκιαγρα- φήθηκαν παραπάνω. Δεύτερον, η εξελικτική δυναμική της νεοφιλελευ- θεροποίησης είναι τέτοια ώστε να ωθεί σε αναγκαστικές προσαρμογές που ποικίλλουν πολύ από τόπο σε τόπο και προϊόντος του χρόνου. Κάθε προσπάθεια να εξάγουμε μια συνθετική εικόνα ενός τυπικού νεοφιλελεύθερου κράτους από αυτή την ασταθή και ευμετάβλητη γεωγραφία θα φαινόταν άσκοπο χάσιμο χρόνου. Εντούτοις, νομίζω πως είναι χρήσιμο να περιγράφουμε αδρά κάποιες γενικές γραμμές επιχειρηματολογίας που διατηρούν την ιδέα ενός διακριτά νεοφιλελεύθερου κράτους.
Υπάρχουν δύο πεδία δράσης ειδικότερα, όπου η προσπάθεια παλινόρθωσης της ταξικής ισχύος στρεβλώνει και από ορισμένες απόψεις ακόμη και αντιστρέφει τη νεοφιλελεύθερη θεωρία κατά την πρακτική της εφαρμογή. Το πρώτο εμφανίζεται λόγω της ανάγκης να δημιουρ- γηθεί «καλό επιχειρηματικό ή επενδυτικό κλίμα» για τα καπιταλιστικά εγχειρήματα. Ενώ υφίστανται ορισμένες συνθήκες, όπως η πολιτική σταθερότητα ή ο πλήρης σεβασμός του νόμου και η αμεροληψία στην εφαρμογή του που εύλογα θα μπορούσαν να θεωρούνται «ταξικά ουδέτερες», κάποιες άλλες επηρεάζονται έκδηλα από προκαταλήψεις. Οι προκαταλήψεις προκύπτουν ιδίως από την αντιμετώπιση των εργαζομένων και του περιβάλλοντος ως απλών εμπορευμάτων. Εν όψει μιας σύγκρουσης, το τυπικό νεοφιλελεύθερο κράτος θα κλίνει προς την πλευρά του καλού επιχειρηματικού κλίματος σε αντίθεση με τα συλλογικά δικαιώματα (και την ποιότητα ζωής) των εργαζομένων ή την ικανότητα του περιβάλλοντος να αναπαράγεται. Το δεύτερο πεδίο προκαταλήψεων εμφανίζεται διότι, εν όψει μιας σύγκρουσης, το νεοφιλελεύθερο κράτος συνήθως ευνοεί την αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη φερεγγυότητα των χρηματοπιστωτικών θεσμών
104
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
εις βάρος της ευημερίας του πληθυσμού ή της ποιότητας του περιβάλλοντος.
Αυτές οι συστηματικές προκαταλήψεις δεν διακρίνονται πάντα εύκολα μέσα στο συνονθύλευμα των διιστάμενων και συχνά εξαιρετικά ανόμοιων μεθόδων του κράτους. Σημαντικό ρόλο παίζουν πραγματιστικοί και ευκαιριακοί υπολογισμοί. Ο πρόεδρος Μπους υπεραμύνεται των ελεύθερων αγορών, αλλά επέβαλε δασμούς στο χάλυβα, προκειμένου να βελτιώσει τις εκλογικές προοπτικές του (επιτυχώς, όπως αποδείχθηκε) στο Οχάιο. Τίθενται αυθαίρετες ποσοστώσεις στις ξένες εισαγωγές, προκειμένου να μετριαστεί η δυσαρέσκεια μέσα στη χώρα. Οι Ευρωπαίοι προστατεύουν τη γεωργία -παρόλο που επιμένουν στο ελεύθερο εμπόριο σε όλους τους άλλους τομείς- για κοινωνικούς, πολιτικούς ακόμη και για αισθητικούς λόγους. Ειδικές παρεμβάσεις του κράτους ευνοούν συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα (π.χ., συμφωνίες για τους εξοπλισμούς) και οι πιστώσεις επεκτείνονται αυθαίρετα από το ένα κράτος στο άλλο, προκειμένου να αποκτηθεί πολιτική πρόσβαση και επιρροή σε γεωπολιτικά ευαίσθητες περιοχές (όπως η Μέση Ανατολή). Για όλους αυτούς τους λόγους, θα μας εξέπληττε πραγματικά εάν ακόμη και τα πιο φανατικά νεοφιλελεύθερα κράτη εφήρμοζαν απαρέγκλιτα τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία συνεχώς.
Σε άλλες περιπτώσεις, μπορούμε να αποδώσουμε τις αποκλίσεις μεταξύ θεωρίας και πράξης σε προσωρινά προβλήματα μετάβασης που αντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές κρατικές μορφές που υφίσταντο προ της νεοφιλελεύθερης στροφής. Οι συνθήκες που επικρατούσαν στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη μετά την κατάρρευση του κομουνισμού ήταν πολύ ιδιόμορφες, επί παραδείγματι. Η ταχύτητα με την οποία συ- ντελέστηκε η ιδιωτικοποίηση, μέσω της «θεραπείας σοκ» που επιβλήθηκε σ’ αυτές τις χώρες τη δεκαετία του 1990, δημιούργησε τεράστιες εντάσεις των οποίων οι δονήσεις γίνονται αισθητές ακόμη και σήμερα. Τα κοινωνικο-δημοκρατικά κράτη (όπως αυτά της Σκανδιναβίας ή της Βρετανίας κατά την άμεση μεταπολεμική περίοδο) είχαν αποσύρει επί μακράν από την αγορά βασικούς τομείς της οικονομίας, όπως η υγεία, η εκπαίδευση ακόμη και η στέγη, με τη λογική ότι η πρόσβαση σε βασικές ανθρώπινες ανάγκες δεν έπρεπε να διαμεσολαβείται από τις δυνάμεις της αγοράς και να περιορίζεται από τη δυνατότητα κάποιου να πληρώνει. Παρόλο που η Μάργκαρετ Θάτσερ κατόρθωσε να τα αλλάξει όλα αυτά, οι Σουηδοί αντιστάθηκαν για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, παρά τις ισχυρές προσπάθειες των καπιταλιστικών ταξικών
105
Νεοφιλελευθερισμός
συμφερόντων να ακολουθήσουν τον νεοφιλελεύθερο δρόμο. Τα αναπτυξιακά κράτη (όπως η Σιγκαπούρη και αρκετές άλλες ασιατικές χώρες), για εντελώς διαφορετικούς λόγους, βασίζονται στον δημόσιο τομέα και στον κρατικό σχεδίασμά που συνδέεται όμως στενά με το εγχώριο και το εταιρικό (συχνά το ξένο και το πολυεθνικό) κεφάλαιο, για να προωθήσουν την καπιταλιστική συσσώρευση και την οικονομική μεγέθυνση.4 Τα αναπτυξιακά κράτη συνήθως δίνουν μεγάλη προσοχή στις κοινωνικές και στις υλικές υποδομές. Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές τους είναι πολύ πιο εξισωτικές όσον αφορά, επί παραδείγματι, την πρόσβαση σε εκπαιδευτικές ευκαιρίες και στην ιατρική περίθαλψη. Οι κρατικές επενδύσεις στην εκπαίδευση θεωρούνται, π.χ., κρίσιμο προα- παιτούμενο για την απόκτηση συγκριτικού πλεονεκτήματος στο παγκόσμιο εμπόριο. Τα αναπτυξιακά κράτη καθίστανται συμβατά με τη νεοφιλελευθεροποίηση στο βαθμό που διευκολύνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων, εταιρειών και εδαφικών οντοτήτων, αποδέχονται τους κανόνες του ελεύθερου εμπορίου και βασίζονται στις ανοιχτές αγορές εξαγωγών. Αλλά είναι άκρως παρεμβατικά όσον αφορά τη δημιουργία υποδομών για ένα καλό επιχειρηματικό κλίμα. Συνεπώς, η νεοφιλε- λευθεροποίηση δημιουργεί δυνατότητες στα αναπτυξιακά κράτη να ε- νισχύσουν τη θέση τους στον διεθνή ανταγωνισμό, αναπτύσσοντας νέες δομές κρατικής παρέμβασης (όπως η υποστήριξη της έρευνας και ανάπτυξης). Αλλά, καθ’ όμοιο τρόπο, η νεοφιλελευθεροποίηση δημιουργεί τις συνθήκες για τη διαμόρφωση κεφαλαιοκρατικής τάξης, και όσο αυτή η ταξική εξουσία δυναμώνει τόσο αναφύεται η τάση (π.χ. στη σύγχρονη Κορέα) να επιδιώξει αυτή η τάξη να αποτινάξει την εξάρτησή της από τη δύναμη του κράτους και να αναπροσανατολίσει την κρατική εξουσία σε νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις.
Καθώς οι νέες θεσμικές διευθετήσεις καταλήγουν να ορίζουν τους κανόνες του παγκόσμιου εμπορίου -π.χ., το άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου είναι τώρα όρος για να γίνει μια χώρα μέλος στο ΔΝΤ και τον ΠΟΕ-, τα αναπτυξιακά κράτη σύρονται όλο και πιο πολύ στο νεοφιλελεύθερο μαντρί. Μία από τις κύριες συνέπειες της ασιατικής κρίσης των ετών 1997-98 ήταν η μεγαλύτερη ευθυγράμμιση των αναπτυξιακών κρατών με τις συνήθεις νεοφιλελεύθερες πρακτικές. Ό πως είδαμε στην περίπτωση της Βρετανίας, είναι δύσκολο να εφαρμόζει κανείς το νεοφιλελευθερισμό στο εξωτερικό (να διευκολύνει, για παράδειγμα, τις λειτουργίες του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου), χωρίς να δέχεται κάποια επίδραση του νεοφιλελευθερισμού στο εσωτερικό (η Νότια Κορέα ανα-
ιοό
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
μετρήθηκε με αυτή ακριβώς την πίεση στις πρόσφατες περιόδους). Ωστόσο, τα αναπτυξιακά κράτη ουδόλως είναι πεπεισμένα ότι ο νεοφιλελεύθερος δρόμος είναι ο σωστός, ιδίως αφού εκείνα τα κράτη (όπως η Ταϊβάν και η Κίνα) που δεν απελευθέρωσαν τις αγορές κεφαλαίου υπέστησαν πολύ λιγότερα δεινά κατά τη χρηματοοικονομική κρίση των ετών 1997-98 από τα κράτη που είχαν απελευθερώσει αυτές τις αγορές.5
Πιθανώς, οι σύγχρονες πρακτικές που πιο δύσκολα α π’ όλες εναρμονίζονται με τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία είναι αυτές που αφορούν το χρηματιστικό κεφάλαιο και τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς. Τα νεοφιλελεύθερα κράτη συνήθως διευκολύνουν την εξάπλωση της επιρροής των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μέσω της απορρύθμισης, και στη συνέχεια όλο και συχνότερα εγγυώνται την αξιοπιστία και τη φε- ρεγγυότητά τους χωρίς να υπολογίζουν το κόστος. Αυτή η δέσμευση εν μέρει προέρχεται (θεμιτά, σύμφωνα με κάποιες εκδοχές της νεοφιλελεύθερης θεωρίας) από την εφαρμογή του μονεταρισμού ως βάσης της κρατικής πολιτικής - η αξιοπιστία και η ισχύς του νομίσματος αποτελεί το κεντρικό στοιχείο αυτής της πολιτικής. Παραδόξως, αυτό σημαίνει ότι το νεοφιλελεύθερο κράτος δεν μπορεί να ανέχεται τις όποιες μαζικές οικονομικές αθετήσεις, ακόμη και όταν τις λανθασμένες αποφάσεις τις έλαβαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το κράτος πρέπει να πα- ρέμβει και να αντικαταστήσει το «κακό» χρήμα με το δικό του υποτιθέμενα «καλό» - κάτι που εξηγεί την πίεση που ασκείται στους κεντρικούς τραπεζίτες να διατηρούν την εμπιστοσύνη στην ισχύ του κρατικού νομίσματος. Η κρατική εξουσία χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα για να διασωθούν οικονομικά εταιρείες ή για να αποτραπούν οικονομικές χρεοκοπίες, όπως με την κρίση των Συνεταιρισμών Αποταμιεύσεων και Δανείων των ΗΠΑ [Στεγαστικών Ταμιευτηρίων] στα έτη 1987-88, που κόστισε στους Αμερικανούς φορολογούμενους 150 δισεκατομμύρια δολάρια σύμφωνα με εκτιμήσεις, ή με την κατάρρευση του κερδοσκοπικού αμοιβαίου κεφαλαίου'Long Term Capital Management στα 1997- 98, που κόστισε 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Διεθνώς, τα βασικά νεοφιλελεύθερα κράτη έδωσαν πλήρη εξουσιοδότηση στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα, από το 1982, να διαπραγματεύονται την ανακούφιση από το χρέος, πράγμα που σήμαινε, στην ουσία, να προστατεύουν τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του κόσμου από την απειλή της αθέτησης πληρωμών. Το ΔΝΤ στην πραγματικότητα καλύπτει, κάνοντας το παν δυνατόν, την έκθεση στο ρίσκο και την αβεβαιότητα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
107
Νεοφιλελευθερισμός
Αυτή η πρακτική δεν μπορεί να δικαιολογηθεί εύκολα βάσει της νεοφιλελεύθερης θεωρίας, εφόσον οι επενδυτές πρέπει να είναι υπεύθυνοι για τα λάθη τους - όπως προβάλλεται ως ζήτημα αρχής. Έτσι οι πιο φανατικοί νεοφιλελεύθεροι πιστεύουν ότι το ΔΝΤ πρέπει να καταργη- θεί. Η κατάργησή του εξετάστηκε σοβαρά τα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Ρέιγκαν και οι Ρεπουμπλικάνοι του Κογκρέσου ήγειραν ξανά το θέμα το 1998. Ο Τζέιμς Μπέικερ, υπουργός Οικονομικών του Ρέιγκαν, εμφύσησε καινούργια ζωή στο ΔΝΤ, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τη δυνητική χρεοκοπία του Μεξικού και τις μείζονες απώλειες των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών της Νέας Υόρκης, που κρατούσαν το χρέος του Μεξικού το 1982. Χρησιμοποίησε το ΔΝΤ για να επιβάλει τη διαρθρωτική προσαρμογή στο Μεξικό και προστάτευσε τους τραπεζίτες της Νέας Υόρκης από την αθέτηση πληρωμών. Η πρακτική του να τίθενται σε προτεραιότητα οι ανάγκες των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ μειώνεται το επίπεδο ζωής στη χώρα-οφειλέτη, είχε εμφανιστεί πρώτα στην κρίση χρέους της πόλης της Νέας Υόρκης. Στο διεθνές πλαίσιο, αυτή η πρακτική συνεπαγόταν την απόσπαση πλεονασμάτων από τους φτωχούς πληθυσμούς του Τρίτου Κόσμου για να αποπληρωθούν οι διεθνείς τραπεζίτες. «Τι παράξενος κόσμος», παρατηρεί απορημένα ο Στίγκλιτς, «όπου οι φτωχές χώρες επιδοτούν στην πραγματικότητα τις πιο πλούσιες». Ακόμη και η Χιλή -η παραδειγματική περίπτωση εφαρμογής «γνήσιων» νεοφιλελεύθερων μεθόδων μετά το 1975- πλήγηκε με αυτό τον τρόπο στα 1982-83, με αποτέλεσμα να μειωθεί κατά 14% το ΑΕΠ και να εκσφενδονιστεί η ανεργία στο 20% μέσα σε ένα έτος. Το συμπέρασμα ότι αυτή η «γνήσια» νεοφιλελευθεροποίη- ση δεν επιφέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα δεν καταγράφηκε θεωρητικά, αν και οι πραγματιστικές προσαρμογές που ακολούθησαν στη Χιλή (όπως και στη Βρετανία μετά το 1983) δημιούργησαν ένα πεδίο συμβιβασμού που διεύρυνε ακόμη περισσότερο το χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξης.6
Η απόσπαση φόρου υποτέλειας μέσω χρηματοπιστωτικών μηχανισμών είναι μια παλιά ιμπεριαλιστική πρακτική. Αποδείχθηκε άκρως βοηθητική για την παλινόρθωση της ταξικής ισχύος, ιδίως στα μεγάλα χρηματοπιστωτικά κέντρα του κόσμου, και δεν χρειάζεται πάντα μια κρίση διαρθρωτικής προσαρμογής για να γίνεται. Όταν οι επιχειρηματίες στις αναπτυσσόμενες χώρες δανείζονται χρήματα από το εξωτερικό π.χ., η απαίτηση να διατηρεί το κράτος τους συναλλαγματικά αποθέματα επαρκή για να καλύψουν το δανεισμό τους μεταφράζεται στο
ιο8
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
να επενδύει το κράτος αυτό, φερ’ ειπείν, σε ομόλογα του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. Η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου του δανεισμένου χρήματος (π.χ., 12%) και του επιτοκίου του χρήματος που κατατίθεται ως πρόσθετη εξασφάλιση για εξόφληση της οφειλής στα αμερικανικά δημόσια ταμεία στην Ουάσιγκτον (π.χ. 4%) αποφέρει μια μεγάλη καθαρή χρηματική ροή στο ιμπεριαλιστικό κέντρο εις βάρος της αναπτυσσόμενης χώρας.
Αυτή η τάση εκ μέρους μεγάλων κρατών όπως οι ΗΠΑ, δηλαδή να προστατεύουν τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα και να μην παρεμβαίνουν καθώς αυτά απομυζούν πλεονάσματα από άλλες χώρες, προωθεί και αντανακλά ταυτόχρονα τη σταθεροποίηση της εξουσίας της ανώτερης τάξης σ’ αυτά τα κράτη μέσα από τις διαδικασίες επικυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αλλά η συνήθεια της παρέμβασης στην αγορά και της διάσωσης τραπεζικών και πιστωτικών ιδρυμάτων όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα δεν συμβιβάζεται με τη νεοφιλελεύθερη θεωρία. Οι απερίσκεπτες επενδύσεις πρέπει να τιμωρούνται με απώλειες για το δανειστή, αλλά το κράτος καθιστά τους δανειστές σχεδόν απρόσβλητους στις απώλειες. Οι δανειζόμενοι πρέπει να πληρώσουν, χωρίς να υπολογίζεται το κοινωνικό κόστος. Η νεοφιλελεύθερη θεωρία θα έπρεπε να προειδοποιεί «Δανειστή, φυλάξου», αλλά η πράξη λέει «Δανειζόμενε, φυλάξου».
Ωστόσο, υπάρχουν όρια στην ικανότητα απομύζησης πλεονασμάτων από τις οικονομίες των αναπτυσσόμενων χωρών. Παγιδευμένες από τα μέτρα λιτότητας που τις εγκλωβίζουν σε χρόνια οικονομική στασιμότητα, συχνά δεν έχουν προοπτική να αποπληρώσουν τα χρέη παρά σε κάποιο απώτατο μέλλον. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, κάποιες μετρημένες ζημίες μπορεί να αποτελούν μια ελκυστική επιλογή. Αυτό συνέβη υπό το Σχέδιο Μπρέιντι το 1989.7 Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συμφώνησαν να παραγράψουν το 35% των ανεξόφλητων χρεών ως απώλεια, με αντάλλαγμα μειωμένης τιμής ομόλογα (που καλύπτονταν από το ΔΝΤ και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών) τα οποία εγ- γυούνταν την αποπληρωμή του υπόλοιπου χρέους (με άλλα λόγια οι πιστωτές έλαβαν εγγυήσεις αποπληρωμής των χρεών με 65 σεντ ανά δολάριο). Το 1994 περίπου ογδόντα χώρες (μεταξύ των οποίων το Μεξικό, η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Βενεζουέλα και η Ουρουγουάη) συμφώνησαν με διευθετήσεις που παρέγραφαν περίπου 60 δισεκατομμύρια δολάρια χρέους. Βεβαίως, υπήρχε η ελπίδα ότι αυτή η ανακούφιση από το χρέος θα έδινε το έναυσμα για την οικονομική ανάκαμψη που θα
109
δημιουργούσε τη δυνατότητα έγκαιρης αποπληρωμής του υπόλοιπου χρέους. Το πρόβλημα ήταν πως το ΔΝΤ θεώρησε ότι όλες οι χώρες που είχαν το πλεονέκτημα αυτής της απειροελάχιστης παραγραφής του χρέους (την οποία πολλοί θεωρούσαν ελαχιστότατη σε σχέση με ό,τι μπορούσαν να αντέξουν οι τράπεζες) ήταν υποχρεωμένες να καταπιούν το πικρό χάπι των νεοφιλελεύθερων θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Η κρίση του μεξικανικού πέσο το 1995, η βραζιλιάνικη κρίση του 1998 και η ολική κατάρρευση της αργεντίνικης οικονομίας το 2001 ήταν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Τέλος, αυτό μας φέρνει στο προβληματικό ζήτημα της προσέγγισης του νεοφιλελεύθερου κράτους για τις αγορές εργασίας. Εσωτερικά, το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι αναγκαία εχθρικό έναντι όλων των μορφών κοινωνικής αλληλεγγύης που θέτουν όρια στη συσσώρευση κεφαλαίου. Έτσι, τα ανεξάρτητα συνδικάτα ή άλλα κοινωνικά κινήματα (όπως αυτά του δημοτικού σοσιαλισμού της μορφής που εμφανίστηκε στο Συμβούλιο του Μείζονος Λονδίνου), τα οποία είχαν αποκτήσει σημαντική δύναμη υπό τον εμπεδωμένο φιλελευθερισμό, έπρεπε να πει- θαρχηθούν αν όχι να αφανιστούν, στο όνομα της υποτιθέμενης ιερής ατομικής ελευθερίας του απομονωμένου εργάτη. Η «ευελιξία» έγινε η λέξη κλειδί σχετικά με τις αγορές εργασίας. Είναι δύσκολο να υποστη- ριχθεί ότι η αυξημένη ευελιξία είναι καθ’ ολοκληρίαν κάτι αρνητικό, ιδίως ενώπιον των άκρως περιοριστικών και σκληρωτικών συνδικαλιστικών πρακτικών. Έτσι, υπάρχουν μεταρρυθμιστές αριστερής ιδεολογίας που υποστηρίζουν σθεναρά την «ευέλικτη εξειδίκευση» ως προοδευτική.8 Παρόλο που κάποιοι εργαζόμενοι μπορεί αναμφίβολα να ωφελούνται από αυτή, οι εμφανιζόμενες ασυμμετρίες στην πληροφόρηση και στη δύναμη, συνδυασμένες με την έλλειψη εύκολης και ελεύθερης διακίνησης των εργαζομένων (ιδίως διαμέσου των κρατικών συνόρων), οδηγούν τους εργάτες σε μειονεκτική θέση. Την ευέλικτη εξειδί- κευση μπορεί να εκμεταλλευθεί μόνο το κεφάλαιο ως βολικό τρόπο για να εξασφαλίσει πιο ευέλικτα μέσα συσσώρευσης. Οι δύο όροι -ευέλικτη εξειδίκευση και ευέλικτη συσσώρευση- έχουν εντελώς διαφορετικές εν- νοιολογικές αποχρώσεις.9 Το γενικό αποτέλεσμα είναι χαμηλότεροι μισθοί, αυξημένη εργασιακή ανασφάλεια και σε μερικές περιπτώσεις απώλεια επιδομάτων και εργασιακής προστασίας. Αυτές οι τάσεις είναι ευδιάκριτες σε όλα τα κράτη που ακολούθησαν τον νεοφιλελεύθερο δρόμο. Δεδομένης της βίαιης επίθεσης σε όλες τις μορφές εργατικών οργανώσεων και εργατικών δικαιωμάτων και της μεγάλης στήριξης
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
στις ογκώδεις, αλλά ως επί το πλείοτον ανοργάνωτες εργατικές εφεδρείες σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδονησία, η Ινδία, το Μεξικό και το Μπαγκλαντές, η χαλιναγώγηση των εργαζομένων και η διατήρηση υψηλού ρυθμού εκμετάλλευσης της εργασίας φαινόταν ευθύς εξαρχής ως το κεντρικό χαρακτηριστικό της νεοφιλελευθεροποίησης. Ό πω ς πάντα, η παλινόρθωση ή η διαμόρφωση της ταξικής ισχύος των ανώτερων τάξεων συμβαίνει εις βάρος των εργαζομένων.
Ακριβώς σ’ αυτό το πλαίσιο μειωμένων προσωπικών πόρων από την αγορά εργασίας, είχε διττώς καταστροφικά αποτελέσματα η αποφασιστικότητα των νεοφιλελεύθερων να μεταφέρουν ξανά στο άτομο όλη την ευθύνη για την ευημερία. Καθώς το κράτος αποσύρεται από την κοινωνική πρόνοια και μειώνει το ρόλο του στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης και των κοινωνικών υπηρεσιών, που κάποτε ήταν θεμελιώδεις για τον εμπεδωμένο φιλελευθερισμό, αφήνει όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού εκτεθειμένα στη φτώχεια.10 Το δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας μειώνεται στο ελάχιστο προς όφελος ενός συστήματος που δίνει έμφαση στην προσωπική υπευθυνότητα. Η προσωπική αποτυχία αποδίδεται γενικά στα προσωπικά ελαττώματα και έτσι όλο και πιο συχνά η υπαιτιότητα επιρρίπτεται στο θύμα.
Πίσω από αυτές τις μεγάλες μεταβολές στην κοινωνική πολίτική βρίσκονται σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές στο χαρακτήρα της διακυβέρνησης. Με δεδομένη τη νεοφιλελεύθερη καχυποψία έναντι της δημοκρατίας, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να ενσωματωθεί η κρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων στη δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης και στα δίκτυα ταξικής ισχύος που βρίσκονταν σε διαδικασία παλινόρθωσης ή, όπως στην περίπτωση της Κίνας και της Ρωσίας, διαμόρφωσης. Επί παραδείγματι, η νεοφιλελευθεροποίηση συνεπαγόταν αυξημένη στήριξη στη σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτών (αυτή ήταν μία από τις δυνατές ιδέες που προώθησε η Μάργκαρετ Θάτσερ, όταν ίδρυσε «ημι-κυ- βερνητικούς θεσμούς», όπως εταιρείες αστικής ανάπτυξης, για να επιδιώξει την οικονομική ανάπτυξη). Επιχειρήσεις και εταιρείες όχι μόνο συνεργάζονταν στενά με κρατικούς παράγοντες, αλλά έπαιζαν μεγάλο ρόλο στη συγγραφή της νομοθεσίας, στον καθορισμό της δημόσιας πολιτικής και στη διαμόρφωση ρυθμιστικών πλαισίων (τα οποία ήταν κυρίως ευνοϊκά γι’ αυτές). Εμφανίζονται μέθοδοι διαπραγμάτευσης που ενσωματώνουν επιχειρηματικά και ορισμένες φορές επαγγελματικά συμφέροντα στη διακυβέρνηση, μέσω στενής και αρκετές φορές μυστικής διαβούλευσης. Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα αυτής της πρακτικής ήταν
Νεοφιλελευθερισμός
η μόνιμη άρνηση του αντιπροέδρου Τσένι να δώσει στη δημοσιότητα τα ονόματα της συμβουλευτικής ομάδας που διατύπωσε το ντοκουμέντο της ενεργειακής πολιτικής του Μπους το 2002· η ομάδα σχεδόν σίγουρα περιλάμβανε τον Κένεθ Λέι, επικεφαλής της Enron - μιας εταιρείας που κατηγορήθηκε για αισχροκέρδεια με τη σκόπιμη πρόκληση ενεργειακής κρίσης στην Καλιφόρνια και η οποία, στη συνέχεια, κατέρρευσε εν μέσω ενός τεράστιου λογιστικού σκανδάλου. Υπό το νεοφιλελευθερισμό λοιπόν σηματοδοτήθηκε μια μετατόπιση από την κυβέρνηση (κρατική εξουσία που ενεργεί αυτοτελώς) στη διακυβέρνηση (σε έναν ευρύτερο σχηματισμό κράτους και σημαντικών παραγόντων της κοινωνίας των πολιτών).11 Από αυτή την άποψη, υπάρχει ευρεία σύγκλιση των πρακτικών του νεοφιλελεύθερου και του αναπτυξιακού κράτους.
Το κράτος συνήθως παράγει νομοθεσία και ρυθμιστικά πλαίσια που παρέχουν πλεονεκτήματα στις εταιρείες και σε ορισμένες περιπτώσεις σε ειδικά συμφέροντα, όπως τα ενεργειακά, φαρμακευτικά, αγροβιο- μηχανικά κ.λπ. Σε πολλές περιπτώσεις συμπράξεων δημοσίου-ιδιωτών, ιδίως στο επίπεδο των δήμων, το κράτος αναλαμβάνει το μεγαλύτερο ρίσκο, ενώ ο ιδιωτικός τομέας παίρνει τα περισσότερα κέρδη. Επίσης, όταν είναι αναγκαίο, το νεοφιλελεύθερο κράτος καταφεύγει σε κατανα- γκαστική νομοθεσία και σε αστυνομικές τακτικές (απαγορεύσεις της περιφρούρησης της απεργίας από απεργοσπαστικούς μηχανισμούς, π.χ.) για να διασπάσει ή να καταστείλει συλλογικές μορφές εναντίωσης στην ισχύ των εταιρειών. Οι μορφές παρακολούθησης και αστυνόμευσης πολ- λαπλασιάζονται: στις ΗΠΑ, η φυλάκιση έγινε βασική κρατική στρατηγική αντιμετώπισης των προβλημάτων που δημιουργούνται μεταξύ των απολυμένων εργατών και των περιθωριοποιημένων πληθυσμών. Οι κρατικές δυνάμεις καταστολής αυξάνονται για να προστατεύσουν τα εταιρικά συμφέροντα και εάν είναι αναγκαίο να φιμώσουν τη διαφωνία. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν φαίνεται συμβατό με τη νεοφιλελεύθερη θεωρία. Ο φόβος των νέοφιλελεύθερων ότι ειδικά συμφέροντα θα μπορούσαν να καταχραστούν και να υπονομεύσουν το κράτος δεν είναι πουθενά πιο πραγματικός από ό,τι στην Ουάσιγκτον, όπου στρατιές από εταιρικούς λομπίστες (πολλοί από τους οποίους έχουν το πλεονέκτημα να «πηγαινοέρχονται» ανάμεσα στις κρατικές υπηρεσίες και στις εταιρείες που προσφέρουν πολύ πιο κερδοφόρο απασχόληση) ουσιαστικά υπαγορεύουν τη νομοθεσία, ώστε να ταιριάζει με τα ειδικά τους συμφέροντα. Παρόλο που ορισμένα κράτη εξακολουθούν να σέβονται την παραδοσιακή ανεξαρτησία των δημοσίων υπηρεσιών, στην πορεία της
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
νεοφιλελευθεροποίησης αυτή η ανεξαρτησία παντού απειλείται. Τα σύνορα μεταξύ κράτους και εταιρικής εξουσίας γίνονται όλο και πιο πορώδη. Τα απομεινάρια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σαρώνονται, αν δεν διαφθείρονται ολοκληρωτικά, μολονότι νόμιμα, με τη δύναμη του χρήματος.
Εφόσον η πρόσβαση στη δικαιοσύνη είναι μεν κατ’ όνομα εξισατη- κή, αλλά στην πράξη πολύ ακριβή (είτε πρόκειται για ατομική προσφυγή σχετικά με πρακτικές αμέλειας είτε για προσφυγή χώρας που ενάγει τις ΗΠΑ για παραβίαση των κανονισμών του ΠΟΕ - μια διαδικασία η οποία μπορεί να κοστίσει πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια, ποσό ίσο με τον ετήσιο προϋπολογισμό μερικών μικρών, φτωχών χωρών), τα αποτελέσματα συχνά είναι μεροληπτικά υπέρ εκείνων που έχουν οικονομική δύναμη. Οι ταξικές προκαταλήψεις στη λήψη αποφάσεων μέσα στο δικαστικό σώμα είναι, σε κάθε περίπτωση, ευρέως διαδεδομένες, αν όχι αναπόφευκτες.12 Δεν θα έπρεπε, λοιπόν, να προκα- λεί έκπληξη το ότι υπό το νεοφιλελευθερισμό τα πρωταρχικά συλλογικά μέσα δράσης καθορίζονται και αρθρώνονται μέσω μη εκλεγμένων (και σε πολλές περιπτώσεις καθοδηγούμενων από τις ελίτ) ομάδων υπεράσπισης ποικίλων δικαιωμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτές που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών, των πολιτικών δικαιωμάτων ή των δικαιωμάτων των μειονεκτούντων, με τέτοια μέσα έχουν επιτευχθεί ουσιαστικά οφέλη. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και οι οργανώσεις λαϊκής βάσης έχουν επίσης αυξηθεί και πολλα- πλασιαστεί αξιοσημείωτα υπό το νεοφιλελευθερισμό. Αυτό δημιουργεί την πεποίθηση ότι η αντιπολίτευση που κινητοποιείται εκτός του κρατικού μηχανισμού και εντός μιας ξεχωριστής οντότητας που αποκαλεί- ται «κοινωνία των πολιτών» είναι η κινητήρια δύναμη της αντιπολιτευτικής πολιτικής και του κοινωνικού μετασχηματισμού.13 Η περίοδος κατά την οποία το νεοφιλελεύθερο κράτος έχει γίνει ηγεμονικό είναι επίσης η περίοδος κατά την οποία η έννοια της κοινωνίας των πολιτών -που συχνά προβάλλεται ως οντότητα αντίθετη προς την κρατική εξουσία- απέκτησε κεντρική σημασία στη διατύπωση αντιπολιτευτικών πολιτικών. Η γκραμσιανή ιδέα του κράτους ως ενότητας της πολιτικής κοινωνίας [ή κράτους] και της κοινωνίας των πολιτών [ή ιδιωτών] δίνει τη θέση της στην ιδέα της κοινωνίας των πολιτών ως κέντρου της αντιπολίτευσης, εάν όχι ως εναλλακτικής λύσης έναντι του κράτους.
Από τούτη την περιγραφή μπορούμε να διαπιστώσουμε με σαφήνεια ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν αναιρεί τη σημασία του κράτους ή
Νεοφιλελευθερισμός
ειδικών θεσμών του κράτους (όπως είναι τα δικαστήρια ή οι λειτουργίες της αστυνομίας), όπως υποστήριζαν ορισμένοι σχολιαστές τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς.14 Ωστόσο, υπό το νεοφιλελευθερισμό έλαβε χώρα μια ριζική αναδιάταξη των κρατικών θεσμών και μεθόδων (αναδιάταξη που αφορούσε ιδίως την ισορροπία μεταξύ καταναγκασμού και συναίνεσης, μεταξύ δυνάμεων του κεφαλαίου και των λαϊκών κινημάτων και μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, από τη μια, και τις εξουσίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, από την άλλη).
Αλλά δεν πάνε όλα καλά για το νεοφιλελεύθερο κράτος και γι’ αυτό το λόγο εμφανίζεται είτε ως μεταβατική είτε ως ασταθής πολιτική μορφή. Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται μια αύξουσα ανισότητα ανάμεσα στους δημόσια διακηρυγμένους στόχους του νεοφιλελευθερισμού -ευημερία για όλους- και στις πραγματικές του συνέπειες - παλινόρθωση της ταξικής ισχύος των ανώτερων τάξεων. Πέρα από αυτά, βρίσκεται μια ολόκληρη σειρά πιο ειδικών αντιφάσεων που χρειάζεται να τονιστούν.
1. Από τη μια πλευρά, αναμένεται από το νεοφιλελεύθερο κράτος να μπει στο παρασκήνιο και απλά να δημιουργεί το κατάλληλο σκηνικό για τις λειτουργίες της αγοράς, αλλά από την άλλη υποτίθεται ότι πρέπει να παίζει ενεργό ρόλο στη δημιουργία καλού επιχειρηματικού κλίματος και να συμπεριφέρεται ως ανταγωνιστική οντότητα στην παγκόσμια πολιτική. Σ’ αυτό τον δεύτερο ρόλο του, πρέπει να εργάζεται ως συλλογικός φορέας και συνεπώς τίθεται το ζήτημα του πώς θα εξασφαλίσει την αφοσίωση των πολιτών. Ο εθνικισμός αποτελεί την προφανή απάντηση, αλλά ο εθνικισμός είναι βαθιά εχθρικός έναντι του νεοφιλελεύθερου προγράμματος. Αυτό ήταν το δίλημμα της Μάργκαρετ Θάτσερ, διότι μπορούσε να κερδίσει την επανεκλογή της και να προωθήσει περαιτέρω το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, μόνο παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού στο εσωτερικό της χώρας, τόσο στον πόλεμο των Φόκλαντ/ Μαλβίνων όσο και στις εκστρατείες της κατά της οικονομικής ενσωμάτωσης στην Ευρώπη. Επανειλημμένα, είτε εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Mercosur (του Οργανισμού Οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας των χωρών της Νότιας Αμερικής, όπου ο βραζιλιάνικος και ο αργεντίνικος εθνικισμός δημιουργεί προσκόμματα στην ολοκλήρωση), της NAFTA ή του ASEAN (Ένωση των
14
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
χωρών της Νοτιο-ανατολικής Ασίας), ο εθνικισμός που απαιτεί από το κράτος να λειτουργεί αποτελεσματικά ως συλλογική και ανταγωνιστική οντότητα μέσα στην παγκόσμια αγορά παρεμβάλλεται στην οδό των ελευθεριών της αγοράς γενικότερα.
2. Ο αυταρχισμός που εμπεριέχεται στην επιβολή της αγοράς δεν εναρμονίζεται με τα ιδανικά των ατομικών ελευθεριών. Όσο περισσότερο παρεκκλίνει ο νεοφιλελευθερισμός προς τον αυταρχι- σμό, προκειμένου να επιβάλει την αγορά, τόσο πιο δύσκολο είναι να διατηρήσει την εγκυρότητα του λόγου του περί ατομικών ελευθεριών και τόσο περισσότερο αναγκάζεται να αποκαλύψει τις αντιδημοκρατικές του αποχρώσεις. Αυτή η αντίφαση είναι παράλληλη με μια αυξανόμενη έλλειψη συμμετρίας στη σχέση ισχύος μεταξύ των εταιρειών και των ατόμων όπως εσείς και εγώ. Εάν η «εταιρική ισχύς κλέβει την προσωπική σας ελευθερία», τότε η υπόσχεση του νεοφιλελευθερισμού εκμηδενίζεται.15 Αυτό ισχύει για τα άτομα στους χώρους εργασίας όπως και στους χώρους διαμονής. Άλλο πράγμα είναι, επί παραδείγματι, να επιμένω ότι το καθεστώς της ιατρικής περίθαλψής μου είναι στη δική μου επιλογή και ευθύνη και εντελώς διαφορετικό πράγμα όταν ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορώ να ικανοποιήσω τις ανάγκες μου στην η αγορά είναι μέσω της πληρωμής εξωφρενικών επιμίσθιων σε αναποτελεσματικές, αδηφάγες, άκρως γραφειοκρατικοποιημέ- νες, αλλά και άκρως προσοδοφόρες ασφαλιστικές εταιρείες. Όταν μάλιστα αυτές οι εταιρείες έχουν τη δύναμη να ορίζουν νέες κατηγορίες ασθενειών για να αντιστοιχούν στα νέα φάρμακα που εισέρχονται στην αγορά, τότε κάτι είναι ολοφάνερα στραβό.16 Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, η διατήρηση της νομιμοποίησης και της συναίνεσης, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 2, καθίσταται ακόμη δυσκολότερη εξισορροπητική πράξη, μπορεί δε να ανατραπεί μόλις τα πράγματα αρχίζουν να πηγαίνουν στραβά.
3. Ενώ είναι πιθανώς κρίσιμη η διατήρηση της αξιοπιστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ο ανεύθυνος και υπερβολικός ατομικισμός των λειτουργών του παράγει κερδοσκοπική ευμεταβλη- σία, χρηματιστηριακά σκάνδαλα και χρόνια αστάθεια. Τα σκάνδαλα της Γουόλ Στριτ και των λογιστικών εταιρειών, που εκδηλώθηκαν στα πρόσφατα χρόνια, έχουν υπονομεύσει την εμπιστοσύνη και έχουν δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στις ρυθμιστικές Αρχές σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο της παρέμβασής
Νεοφιλελευθερισμός
τους, σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Το ελεύθερο διεθνές εμπόριο απαιτεί να τεθούν κάποιοι κανόνες του παιχνιδιού και τούτο φέρνει στην επιφάνεια την ανάγκη για κάποιο είδος παγκόσμιας διακυβέρνησης (π.χ. από τον ΠΟΕ). Η κατάργηση των ρυθμίσεων και κανόνων του χρηματοπιστωτικού συστήματος δημιουργεί ευνοϊκό έδαφος για τις απόψεις που καλούν σε επαναρρύθμι- ση, προκειμένου να αποφευχθεί η κρίση.17
4. Ενώ προβάλλονται κυρίως τα πλεονεκτήματα του ανταγωνισμού, η πραγματικότητα δείχνει την αυξανόμενη συγχώνευση της ολι- γοπωλιακής, μονοπωλιακής και υπερεθνικής ισχύος σε ελάχιστες συγκεντροποιημένες πολυεθνικές εταιρείες: ο κόσμος του ανταγωνισμού των εταιρειών των αναψυκτικών έχει συρρικνωθεί στον ανταγωνισμό μεταξύ της Coca Cola και της Pepsi Cola, ο ενεργειακός κλάδος περιλαμβάνει μόνο πέντε τεράστιες υπερεθνικές εταιρείες και ελάχιστοι μεγιστάνες των ΜΜΕ ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των ειδήσεων, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι καθαρή προπαγάνδα.
5. Μέσα στο λαό, η ώθηση προς τις ελευθερίες της αγοράς και την ε- μπορευματοποίηση των πάντων μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε αμόκ και να διαλύσει την κοινωνική συνοχή. Η καταστροφή όλων των μορφών κοινωνικής αλληλεγγύης, ακόμη και της ιδέας της ίδιας της κοινωνίας, όπως πρότεινε η Θάτσερ, δημιουργεί μια τεράστια οπή στην κοινωνική τάξη. Έτσι γίνεται ιδιαίτερα δύσκολο να καταπολεμηθεί η ανομία και να ελεγχθούν οι προκύ- πτουσες μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς, όπως η εγκληματικότητα, η πορνογραφία ή η πραγματική υποδούλωση των άλλων. Η αναγωγή της «ελευθερίας» στην «ελευθερία της επιχείρησης» εξαπολύει όλες εκείνες τις «αρνητικές ελευθερίες» που έβλεπε ο Πολάνιι ως δεμένες αξεδιάλυτα με τις θετικές ελευθερίες. Η αναπόφευκτη αντίδραση είναι η ανοικοδόμηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, αν και σε διαφορετικές κατευθύνσεις - εξ ου και η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη θρησκεία και την ηθικότητα, για τις νέες μορφές του συνεταιρίζεσθαι (γύρω από ζητήματα δικαιωμάτων και της ιδιότητας του πολίτη, επί παραδείγματι), ακόμη και η αναβίωση παλιότερων πολιτικών μορφών (του φασισμού, του εθνικισμού, του τοπικισμού και των παρομοίων). Ο νεοφιλελευθερισμός, στην καθαρή του μορφή, πάντα απειλούσε να προκαλέσει τη νέμεσή του με τις εκδοχές του αυταρχικού λαϊκι
ι ι 6
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
σμού και του εθνικισμού. Ό πω ς προειδοποίησαν αρκετά νωρίς, το 1996 ήδη, οι Σβαμπ και Σμάντζια, οργανωτές ενός καθαρά νεοφιλελεύθερου πανηγυρικού ετήσιου εορτασμού στο Νταβάς:
Η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει εισέλθει σε νέα φάση. Μια κορυφού- μενη αντίδραση εναντίον των συνεπειών της, ιδίως στις βιομηχανικές δημοκρατίες, δημιουργεί την απειλή αποδιοργανωτικής επίπτωσης επί της οικονομικής δραστηριότητας και της κοινωνικής σταθερότητας σε πολλές χώρες. Σ’ αυτές τις δημοκρατίες διαμορφώνονται διαθέσεις απελπισίας και αγωνίας, κάτι που βοηθά να εξηγηθεί η άνοδος μιας νέας γενιάς λαϊκιστών πολιτικών. Αυτή η κατάσταση μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε εξέγερση.18
Η ΝΕΟΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Εάν το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι εγγενώς ασταθές, τότε τι θα μπορούσε να το αντικαταστήσει; Στις ΗΠΑ υπάρχουν τα σημάδια μιας ευδιάκριτα νεοσυντηρητικής απάντησης σ’ αυτή την ερώτηση. Στοχαζό- μενος την πρόσφατη ιστορία της Κίνας, ο Γουάνγκ, υποδεικνύει επίσης ότι, θεωρητικά,
τέτοιες γενικές περιγραφές όπως «νεο-αυταρχισμός», «νεοσυντηρητισμός», «κλασικός φιλελευθερισμός», αγοραίος εξτρεμισμός, εθνικός εκσυγχρονισμός ... έχουν στενή σχέση, του ενός ή του άλλου είδους, με την ιδιοσυστασία του νεοφιλελευθερισμού. Η διαδοχική εκτόπιση του ενός όρου από τον
, άλλο (ή ακόμη και οι αντιθέσεις μεταξύ τους) φανερώνουν τις μεταβολές στη δομή της ισχύος τόσο στη σύγχρονη Κίνα όσο και στον σύγχρονο κόσμο γενικότερα.19
Εάν αυτό προοιωνίζεται ή όχι ένα γενικότερο ανασχηματισμό των δομών διακυβέρνησης σε παγκόσμιο επίπεδο απομένει να το δούμε. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τον τρόπο που φαίνεται να συγκλίνει ο νεοφιλελευθερισμός σε αυταρχικά κράτη, όπως η Κίνα και η Σιγκαπούρη, με τον αυξανόμενο αυταρχισμό που είναι εμφανής σε νεοφιλελεύθερα κράτη όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Ας εξετάσουμε λοιπόν πώς έχει εξελιχθεί στις ΗΠΑ η νεοσυντηρητική απάντηση στην εγγενή αστάθεια του νεοφιλελεύθερου κράτους.
Ό πως οι νεοφιλελεύθεροι που προηγήθηκαν, οι «νεοσυντηρητικοί» είχαν καλλιεργήσει επί μακράν τις απόψεις τους για την κοινωνική τά
Νεοφιλελευθερισμός
ξη πραγμάτων στα πανεπιστήμια (ο Αίο Στρος έχει ιδιαίτερη επιρροή στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου) και μέσα στα αφειδώς χρηματοδοτούμενα think tanks, όπως και μέσω σημαντικών εκδόσεων (όπως το Commentary).20 Οι Αμερικανοί νεοσυντηρητικοί ευνοούν την εταιρική εξουσία, την ιδιωτική επιχείρηση και την παλινόρθωση της δύναμης των ανώτερων τάξεων. Ο νεοσυντηρητισμός είναι, συνεπώς, απολύτως συμβατός με τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της διακυβέρνησης των ελίτ, της μη εμπιστοσύνης προς τη δημοκρατία και της διατήρησης των ελευθεριών της αγοράς. Αλλά αποκλίνει από τις αρχές του καθαρού νεοφιλελευθερισμού και έχει αναδιαμορφώσει τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές σε δύο θεμελιώδεις πτυχές τους: πρώτον, με το ενδιαφέρον του για την τάξη ως απάντηση στο χάος των ατομικών συμφερόντων και δεύτερον με το ενδιαφέρον του για μια υπερφίαλη ηθική ως το αναγκαίο κοινωνικό συγκολλητικό στοιχείο που θα κρατήσει τον πολιτικό κορμό ασφαλή εν όψεί εξωτερικών και εσωτερικών κινδύνων.
Όσον αφορά το ενδιαφέρον του για την τάξη, ο νεοσυντηρητισμός φαίνεται να αφαιρεί απλώς το πέπλο με το οποίο ο νεοφιλελευθερισμός κάλυπτε τον αυταρχισμό του. Προτείνει όμως και σαφείς απαντήσεις σε μία από τις κεντρικές αντιφάσεις του νεοφιλελευθερισμού. Εάν «δεν υπάρχει κοινωνία παρά μόνο άτομα», όπως το έθεσε αρχικά η Θάτσερ, τότε το χάος των ατομικών συμφερόντων μπορεί να επικρατήσει εύκολα επί της τάξης. Η αναρχία της αγοράς, του ανταγωνισμού και του αχαλίνωτου ατομικισμού (ατομικές ελπίδες, επιθυμίες, αγωνίες και φόβου επι) ογές τρόπου ζωής και σεξουαλικών συνηθειών και προσανατολισμού- τρόποι αυτοέκφρασης και συμπεριφοράς έναντι των άλλων) δημιουργούν μια κατάσταση αυξανόμενης απειθαρχίας. Μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε διάλυση όλων των δεσμών αλληλεγγύης και σε μια κατάσταση που κλίνει προς την κοινωνική αναρχία και το μηδενισμό.
Εν όψει αυτής της κατάστασης, φαίνεται αναγκαίος κάποιος βαθμός καταναγκασμού για την αποκατάσταση της τάξης. Οι νεοσυντηρη- τικοί συνεπώς δίνουν έμφαση στη στρατιωτικοποίηση ως αντίδοτο στο χάος των ατομικών συμφερόντων. Γι’ αυτό το λόγο, είναι πολύ πιθανότερο να υπογραμμίζουν τις απειλές, (πραγματικές ή φανταστικές, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό), για την ακεραιότητα και τη σταθερότητα της χώρας. Στις ΗΠΑ αυτό συνεπάγεται ό,τι αναφέρει ο Χόφσταντερ ως «παρανοϊκό στιλ της αμερικανικής πολιτικής», όπου η χώρα παρουσιάζεται πολιορκούμενη και απειλούμενη από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.21 Αυτό το στιλ πολιτικής έχει μακρά ιστορία στις ΗΠΑ.
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
Ο νεοσυντηρητισμός δεν είναι καινούργιος και από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο έχει βρει τη στέγη του στο ισχυρό στρατιωτικο-βιομη- χανικό σύμπλεγμα, το ειδικό συμφέρον του οποίου συμπίπτει με τη συνεχή στρατιωτικοποίηση. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όμως, έθεσε το ερώτημα πόθεν προέρχεται η απειλή για την ασφάλεια των ΗΠΑ. Το ριζοσπαστικό Ισλάμ και η Κίνα εμφανίστηκαν ως οι δύο κορυφαίοι υποψήφιοι εχθροί στο εξωτερικό και εσωτερικά στο στόχαστρο μπήκαν, προς μεγαλύτερη παρακολούθηση και αστυνόμευση, τα κινήματα διαφωνίας (ο Κλάδος του Δαβίδ, οι εγκαταστάσεις του οποίου αποτεφρώθηκαν στο Ουάκο, τα κινήματα των πολιτοφυλακών που βοήθησαν στη διεξαγωγή της βομβιστικής επίθεσης στην Πόλη της Οκλαχόμα, ol αναταραχές που ακολούθησαν τον ξυλοδαρμό του Ρόντνεϊ Κινγκ στο Λος Άντζελες και τέλος οι ταραχές που ξέσπασαν στο Σιάτλ το 1999). Τελικά, η εμφάνιση της άκρως πραγματικής απειλής από το ριζοσπαστικό Ισλάμ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, που κορυφώθη- κε με τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, ήρθε στο προσκήνιο ως ο κεντρικός στόχος της κήρυξης ενός συνεχούς «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», πράγμα που απαιτούσε τη στρατιωτικοποίηση τόσο μέσα στη χώρα όσο και στο εξωτερικό, ως εγγύηση της ασφάλειας του έθνους. Ενώ ήταν ολοφάνερο ότι οι δύο επιθέσεις στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου της Νέας Υόρκης καλούσαν σε κάποιας μορφής αστυ- νομική/στρατιωτική αντίδραση στην απειλή που αποκαλύφθηκε μέσω αυτών, η άνοδος των νεοσυντηρητικών στην εξουσία κατέστησε σίγουρη μια σαρωτική και κατά την κρίση πολλών υπερβολική αντίδραση που σήμαινε στροφή προς την εκτεταμένη στρατιωτικοποίηση στο εσωτερικό της χώρας και εκτός αυτής.22
Ο νεοσυντηρητισμός υπήρχε στα παρασκήνια πολύ καιρό ως ένα κίνημα ενάντια στην ηθική ανεκτικότητα που προωθεί συνήθως ο ατομικισμός. Επιζητεί να αποκαταστήσει μια αίσθηση ηθικού σκοπού, κάποιων υψηλόφρονων αξιών που θα σχηματίσουν τον σταθερό πυρήνα του πολιτικού κορμού. Αυτή η πιθανότητα προδιαγραφόταν κατά κάποιον τρόπο μέσα στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων θεωριών, οι οποίες «αμφισβητώντας τα ίδια τα πολιτικά θεμέλια των παρεμβατικών μοντέλων οικονομικής διαχείρισης ... επανέφεραν τα ζητήματα ηθικής, δικαιοσύνης και ισχύος -α ν και με τους δικούς τους ιδιόμορφους τρόπους- στα οικονομικά» 23 Εκείνο που κάνουν οι νεοσυντηρητικοί είναι να αλλάζουν τους «ιδιόμορφους τρόπους» με τους οποίους εισέρχονται στη συζήτηση τέτοια θέματα. Ο στόχος τους είναι να αντιδράσουν στη
119
Νεοφιλελευθερισμός
διαλυτική επίδραση του χάους των ατομικών συμφερόντων που παράγει συνήθως ο νεοφιλελευθερισμός. Δεν παρεκκλίνουν καθόλου από τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της οικοδόμησης ή παλινόρθωσης μιας κυρίαρχης ταξικής δύναμης. Αλλά επιδιώκουν να νομιμοποιήσουν αυτή τη δύναμη, όπως επίσης τον κοινωνικό έλεγχο, μέσω της δημιουργίας κλίματος συναίνεσης γύρω από ένα συνεκτικό σύνολο ηθικών αξιών. Τούτο θέτει άμεσα το ερώτημα ποιες ηθικές αξίες πρέπει να επικρατήσουν. Θα ήταν, π.χ., απολύτως εφικτό να επικαλεστούν το φιλελεύθερο σύστημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εφόσον, στο κάτω κάτω, ο στόχος της υπεράσπισης των ατομικών δικαιωμάτων, όπως υποστηρίζει η Μαίρη Κάλντορ, «δεν είναι μόνο η επέμβαση για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά και η δημιουργία μιας ηθικής κοινότητας».24 Στις ΗΠΑ, τα δόγματα της «αμερικανικής εξαιρετικότητας» και η μακρά ιστορία του ακτιβισμού για την υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων είχαν δημιουργήσει ηθικά κινήματα γύρω από θέματα όπως τα πολιτικά δικαιώματα, η παγκόσμια πείνα, όπως επίσης φιλανθρωπικές δράσεις και αποστολικό ζήλο.
Όμως, οι ηθικές αξίες που είναι σήμερα κεντρικές για τους νεοσυ- ντηρητικούς μπορούν να γίνουν καλύτερα κατανοητές ως προϊόντα του ιδιόμορφου συνασπισμού που οικοδομήθηκε στη δεκαετία του 1970 ανάμεσα, από τη μια μεριά, στην τάξη της ελίτ και σε επιχειρηματικά συμφέροντα που επιδίωκαν να αποκαταστήσουν την ταξική τους δύναμη και, από την άλλη, σε μια εκλογική βάση που περιλάμβανε την «ηθική πλειοψηφία» των δυσαρεστημένων λευκών της εργατικής τάξης. Αυτές οι ηθικές αξίες είχαν ως επίκεντρό τους τον πολιτισμικό εθνικισμό, την ηθική αρετή, το χριστιανισμό (ενός συγκεκριμένου ευαγγελικού είδους), τις οικογενειακές αξίες και τα θέματα του δικαιώματος στη ζωή [κατά της άμβλωσης] και τον ανταγωνισμό με τα νέα κοινωνικά κινήματα, όπως ο φεμινισμός, το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, η θετική δράση [κρατικά προγράμματα ευνοϊκά για τους κοι- νωνικώς μειονεκτούντες] και ο περιβαλλοντισμός. Ενώ αυτή η συμμα- χία υπό τον Ρέιγκαν ήταν κυρίως τακτικής μορφής, το εσωτερικό χάος των ετών του Κλίντον ώθησε βίαια την επιχειρηματολογία περί ηθικών αξιών στην κορυφή του ρεπουμπλικανικού προγράμματος του Μπους του νεότερου. Σήμερα αποτελεί τον πυρήνα της ηθικής ατζέντας του νεο- συντηρητικού κινήματος.25
Θα ήταν, όμως, λανθασμένο να θεωρήσουμε αυτή τη νεοσυντηρητι- κή στροφή ως μια εξαιρετικότητα ή ιδιομορφία των ΗΠΑ, ακόμη κι αν
120
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
σήμερα υπάρχουν ειδικά στοιχεία σ’ αυτές τα οποία πιθανώς δεν παρατηρούνται αλλού. Εντός των ΗΠΑ η έμφαση στις ηθικές αξίες βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εκκλήσεις υπέρ των ιδανικών του έθνους, της θρησκείας, της ιστορίας, των πολιτισμικών παραδόσεων και των παρόμοιων, και αυτά τα ιδανικά δεν περιορίζονται μόνο στις ΗΠΑ. Έτσι επανέρχεται με μεγαλύτερη οξύτητα στο κέντρο της προσοχής μία από τις πλέον προβληματικές πτυχές της νεοφιλελευθεροποίησης: η περίεργη σχέση ανάμεσα στο κράτος και το έθνος. Ως ζήτημα αρχής, η νεοφιλελεύθερη θεωρία δεν βλέπει ευνοϊκά το έθνος ακόμη κι όταν υποστηρίζει την ιδέα ενός ισχυρού κράτους. Ο ομφάλιος λώρος που συνδέει το κράτος με το έθνος υπό τον εμπεδωμένο φιλελευθερισμό έπρεπε να κοπεί, προκειμένου να ανθήσει ο νεοφιλελευθερισμός. Αυτό ί- σχυε ιδίως σε κράτη όπως το Μεξικό και η Γαλλία, όπου είχε λάβει η σχέση αυτή κορπορατίστικη μορφή. Το Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα στο Μεξικό κυβερνούσε επί μακρόν βασισμένο στην ενότητα κράτους- έθνους, αλλά αυτά τα δυο διαχωρίζονταν όλο και περισσότερο, φθάνο- ντας ακόμη και στο σημείο να στραφεί το έθνος εναντίον του κράτους, ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του 1990. Βεβαίως, ο εθνικισμός υπήρξε μακροχρόνιο χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας και θα ήταν πράγματι παράξενο εάν είχε εξαφανιστεί, χωρίς ν ’ αφήσει ίχνη, ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στην πραγματικότητα, αναβίωσε σε κάποιο βαθμό ως αντίθεση στη νεοφιλελευθεροποίηση. Η άνοδος στην Ευρώπη δεξιών φασιστικών κομμάτων που εκφράζουν έντονα αντιμεταναστευτικά αισθήματα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ακόμη πιο θλιβερό φαινόμενο ήταν ο εθνοτικός εθνικισμός που εμφανίστηκε μετά την οικονομική κατάρρευση της Ινδονησίας, ο οποίος κατέληξε σε μια κτηνώδη επίθεση εναντίον της κινεζικής μειονότητας.
Ωστόσο, όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει, προκειμένου να επιβιώσει, το νεοφιλελεύθερο κράτος χρειάζεται τον εθνικισμό ενός ορισμένου είδους. Αναγκασμένο να λειτουργεί ως ανταγωνιστικός παράγοντας στην παγκόσμια αγορά και επιδιώκοντας να δημιουργήσει το καλύτερο δυνατό επιχειρηματικό κλίμα, επιστρατεύει τον εθνικισμό στην προσπά- θειά του να επιτύχει. Ο ανταγωνισμός παράγει εφήμερους νικητές και ηττημένους στον παγκόσμιο αγώνα κατάληψης θέσεων, και αυτό μπορεί να συνιστά από μόνο του πηγή εθνικής υπερηφάνειας ή εθνικής ενδοσκόπησης. Ο εθνικισμός που παρατηρείται στους αθλητικούς αγώνες μεταξύ χωρών αποτελεί σημάδι του ανωτέρω φαινομένου. Στην Κίνα,
Νεοφιλελευθερισμός
διατυπώνεται ανοιχτά η έκκληση προς το εθνικιστικό αίσθημα στον αγώνα για την εξασφάλιση της θέσης του κράτους (εάν όχι της ηγεμονίας του) στην παγκόσμια αγορά (όπως φαίνεται στην ένταση του προγράμματος προγύμνασης των αθλητών για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου). Το εθνικιστικό αίσθημα είναι εξίσου διαδεδομένο στη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία, και σε αμφότερες τις περιπτώσεις μπορεί να θεωρηθεί το αντίδοτο στη διάλυση των παλαιότερων δεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης υπό την επίδραση του νεοφιλελευθερισμού. Ισχυρά ρεύματα πολιτισμικού εθνικισμού αναδεύονται μέσα σε παλιά έθνη- κράτη (όπως η Γαλλία) που σήμερα συγκροτούν την Ευρωπαϊκή Έ νωση. Ο θρησκευτικός και πολιτισμικός εθνικισμός ήταν το ηθικό έρμα της επιτυχούς εφαρμογής, από το Ινδουιστικό Εθνικιστικό Κόμμα, των νεοφιλελεύθερων μεθόδων στην Ινδία, την πρόσφατη περίοδο. Η επίκληση των ηθικών αξιών κατά την ιρανική επανάσταση και η συνακόλουθη στροφή προς τον αυταρχισμό δεν οδήγησαν σε πλήρη εγκατάλειψη των πρακτικών της αγοράς στο Ιράν, ακόμη κι αν η επανάσταση είχε στο στόχαστρό της την παρακμή του αχαλίνωτου ατομικισμού της αγοράς. Μια παρόμοια παρόρμηση βρίσκεται πίσω από την επί μακρόν υπάρχουσα αίσθηση ηθικής ανωτερότητας που είναι διάχυτη σε χώρες όπως η Σιγκαπούρη και η Ιαπωνία σε σχέση με ό,τι θεωρούν «παρακ- μιακό» ατομικισμό και άμορφο πολυπολιτισμό των ΗΠΑ. Η περίπτωση της Σιγκαπούρης μάλιστα είναι ιδιαίτερα διδακτική. Συνδύασε το νεοφιλελευθερισμό στην αγορά με μια δρακόντεια καταπιεστική και αυταρχική κρατική εξουσία, ενώ επικαλείται την ηθική αλληλεγγύη που βασίζεται στα εθνικιστικά ιδανικά ενός πολιορκημένου νησιωτικού κράτους (μετά την αποπομπή της από τη μαλαισιανή ομοσπονδία), στις κομφουκιανικές αξίες και, πιο πρόσφατα, σε μια ιδιαίτερη μορφή κοσμοπολίτικης ηθικής, εναρμονισμένης με τη σημερινή θέση της στον κόσμο του διεθνούς εμπορίου.26 Αλλά και η βρετανική περίπτωση είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Η Μάργκαρετ Θάτσερ, με τον πόλεμο στα Φό- κλαντ/Μαλβίνες και με την ανταγωνιστική της στάση έναντι της Ευρώπης, επικαλέστηκε τα εθνικιστικά αισθήματα, προκειμένου να συγκεντρώσει υποστήριξη υπέρ του νεοφιλελεύθερου προγράμματος της, αν και ήταν η ιδέα της Αγγλίας και του Αγίου Γεωργίου [προστάτη της], παρά το Ηνωμένο Βασίλειο ως ολότητα, που εμψύχωνε το όραμά της - κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την εχθρική στάση της Σκοτίας και της Ουαλίας.
Είναι σαφές πως, ενώ υπάρχουν κίνδυνοι εξαιτίας της ερωτοτρο-
122
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
πίας του νεοφιλελευθερισμού με ένα συγκεκριμένο τύπο εθνικισμού, ο ασυγκράτητος εναγκαλισμός του νεοσυντηρητισμού με τον εθνικό ηθικό σκοπό είναι πολύ πιο απειλητικός. Δεν είναι καθόλου καθησυχαστι- κή η εικόνα πολλών κρατών που ετοιμάζονται να καταφύγουν σε δρακόντειες καταναγκαστικές πρακτικές, ενώ υιοθετούν το καθένα απ’ αυτά τις δικές του διακριτές και υποτίθεται ανώτερες ηθικές αξίες, αντα- γωνιζόμενα στην παγκόσμια σκηνή. Η πιθανή απάντηση στις αντιφάσεις του νεοφιλελευθερισμού μπορεί να μετατραπεί σε πρόβλημα με μεγάλη ευκολία. Η εξάπλωση της νεοσυντηρητικής, αν όχι αυταρχικής, εξουσίας (του τύπου που ασκεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία και το Κομουνιστικό Κόμμα στην Κίνα), αν και αιτιολογείται πολύ διαφορετικά και εδράζεται σε διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, υπογραμμίζει τους κινδύνους εκφυλισμού σε ανταγωνιζόμενους και πιθανώς εμπόλεμους εθνικισμούς. Εάν υπάρχει κάτι αναπόφευκτο, αυτό ασφαλώς προκύπτει περισσότερο από τη νεοσυντηρητική στροφή παρά από τις αιώνιες αλήθειες που είναι εμπεδωμένες στις υποτιθέμενες εθνικές διαφορές. Συνεπώς, για να αποφύγουμε καταστροφικές εκβάσεις, απαιτείται η απόρριψη του νεοσυντηρητισμού ως λύσης στις αντιφάσεις του νεοφιλελευθερισμού. Όμως, αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη εναλλακτικής προοπτικής: αυτό το ζήτημα θα εξεταστεί παρακάτω. ·
123
Κ Ε Φ Α I Ο 4
Ακανόνκπη γεωγραφική ετιέκιαση
Ο ΚΙΝΟΥΜΕΝΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ
Θα ήταν δύσκολο να χαραχτεί, ο κινούμενος χάρτης της πορείας της νεο- φιλελευθεροποίησης στην παγκόσμια σκηνή από το 1970 και εξής. Κατ’ αρχάς, τα περισσότερα κράτη που στράφηκαν προς το νεοφιλελευθερισμό το έκαναν μερικώς - σε ορισμένα εφαρμόστηκε η ευελιξία στις αγορές εργασίας, σε άλλα η απορρύθμιση των λειτουργιών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η υιοθέτηση του μονεταρισμού, και σε κάποια άλλα σημειώθηκε μια κίνηση προς την ιδιωτικοποίηση του κρατικού τομέα. Συνολικές αλλαγές μετά από κρίσεις (όπως η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης) μπορεί να ακολουθούνται από βραδείες αναστροφές, καθώς γίνονται εμφανέστερες οι μη αποδεκτές πλευρές του νεοφιλελευθερισμού. Και στον αγώνα για την αναστήλωση ή την εγκαθίδρυ- ση της χαρακτηριστικής εξουσίας της ανώτερης τάξης λαμβάνουν χώρα όλα τα είδη των ελιγμών και αλλαγών κατεύθυνσης, καθώς αλλάζει χέρια η πολιτική εξουσία και καθώς τα μέσα επιρροής εξασθενούν κάπου ή ενισχύονται αλλού. Συνεπώς, οποιοσδήποτε κινούμενος χάρτης θα απεικόνιζε τα ταραγμένα ρεύματα μιας ακανόνιστης γεωγραφικής επέκτασης που πρέπει να ιχνηλατηθεί, προκειμένου να κατανοήσουμε πώς οι τοπικοί μετασχηματισμοί συσχετίζονται με τις γενικότερες τάσεις.1
Ο ανταγωνισμός μεταξύ εδαφικών οντοτήτων (κρατών, περιφερειών ή πόλεων) σχετικά με το ποια είχε το καλύτερο μοντέλο για την οικονομική ανάπτυξη ή το καλύτερο επιχειρηματικό κλίμα ήταν συγκριτικά ασήμαντος κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Αυτού του τύπου ο ανταγωνισμός οξύνθηκε στα πιο ανοιχτά και ρευστά συστήματα εμπορικών σχέσεων που εγκαθιδρύθηκαν μετά το 1970. Το γενικό προχώρη- μα της νεοφιλελευθεροποίησης επιβλήθηκε, κατά συνέπεια, μέσω των μηχανισμών μιας ακανόνιστης γεωγραφικής επέκτασης. Επιτυχή κράτη ή περιφέρειες άσκησαν πίεση σε όλα τα άλλα να ακολουθήσουν τον δι-
124
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
κό τους δρόμο. Αλματώδεις καινοτομίες τοποθέτησαν το ένα ή το άλλο κράτος (Ιαπωνία, Γερμανία, Ταϊβάν, ΗΠΑ ή Κίνα), τη μια ή άλλη περιφέρεια (Σίλικον Βάλεϊ, Βαυαρία, Τρίτη Ιταλία, Μπάνγκαλορ, το δέλτα του ποταμού Περλ ή την Μποτσουάνα) ή ακόμη τη μια ή την άλλη πόλη (Βοστόνη, Σαν Φρανσίσκο, Σανγκάη ή Μόναχο) στην πρωτοπορία της κεφαλαιακής συσσώρευσης. Αλλά τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα πολύ συχνά αποδείχθηκαν εφήμερα, δημιουργώντας μια ασυνήθιστη αστάθεια στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Εντούτοις, είναι επίσης αλήθεια ότι οι ισχυρές ωθήσεις της νεοφιλελευθεροποίησης εκπήγασαν, και επίσης ενορχηστρώθηκαν, από ελάχιστα μεγάλα επίκεντρα.
Το δρόμο άνοιξαν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό ήταν ολοκάθαρο. Αλλά σε καμιά από τις δύο χώρες δεν έγινε αυτή η στροφή χωρίς να δημιουργήσει προβλήματα. Παρόλο που η Θάτσερ μπόρεσε να ιδιωτικοποιήσει την κοινωνική στέγη και τις κοινωφελείς επιχειρήσεις, βασικοί τομείς των δημοσίων υπηρεσιών, όπως το εθνικό σύστημα υγείας και η δημόσια εκπαίδευση, παρέμειναν ως επί το πλείστον ά θικτοι. Στις ΗΠΑ, ο «κεϊνσιανός συμβιβασμός» της δεκαετίας του 1960 δεν είχε ποτέ προσεγγίσει τα επιτεύγματα των κοινωνικών δημοκρατικών κρατών της Ευρώπης. Συνεπώς, η αντιπολίτευση στον Ρέιγκαν ήταν λιγότερο μαχητική. Εν πάση περιπτώσει, ο Ρέιγκαν ήταν υπερβολικά απασχολημένος με τον Ψυχρό Πόλεμο. Εξαπέλυσε μια κούρσα εξοπλισμών που χρηματοδοτήθηκε με το έλλειμμα («μιλιταριστικός κεϊν- σιανισμός») προς όφελος ειδικά της εκλογικής του πλειοψηφίας στο νότο και τη δύση των ΗΠΑ. Ενώ, βεβαίως, αυτή η πολιτική δεν συμβάδιζε με τη νεοφιλελεύθερη θεωρία, η αύξηση των ομοσπονδιακών ελλειμμάτων παρείχε μια βολική δικαιολογία για την περικοπή των κοινωνικών προγραμμάτων (που ήταν ένας από τους στόχους των νεοφιλελεύθερων).
Παρά τη ρητορική περί θεραπείας των οικονομιών που νοσούν, ούτε η Βρετανία ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες πέτυχαν υψηλά επίπεδα οικονομικών επιδόσεων στη δεκαετία του 1980, κάτι που υποδείκνυε ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν ήταν η απάντηση στις προσευχές των καπιταλιστών. Βεβαίως, ο πληθωρισμός μειώθηκε και τα επιτόκια έπεσαν επίσης, αλλά το τίμημα ήταν υψηλά ποσοστά ανεργίας (7,5% στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των ετών του Ρέιγκαν και πάνω από 10% στη θατσε- ρική Βρετανία). Οι περικοπές στην κρατική επιδότηση της κοινωνικής πρόνοιας και στις δαπάνες για τις υποδομές μείωσαν την ποιότητα της ζωής πολλών πολιτών. Το συνολικό αποτέλεσμα ήταν ένα δυσάρεστο
125
Νεοφιλελευθερισμός
μείγμα χαμηλής οικονομικής μεγέθυνσης και αυξανόμενης εισοδηματικής ανισότητας. Και στη Λατινική Αμερική, όπου το πρώτο κύμα αναγκαστικής νεοφιλελευθεροποίησης έπληξε τις χώρες στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το αποτέλεσμα ήταν, ως επί το πλείστον, μια «χαμένη δεκαετία» οικονομικής στασιμότητας και πολιτικής αναταραχής.
Η δεκαετία του 1980 ανήκε, στην πραγματικότητα, στην Ιαπωνία, στις ανατολικοασιατικές οικονομίες-«τίγρεις» και στη Δυτική Γερμανία, ως τις κινητήριες δυνάμεις του ανταγωνισμού στην παγκόσμια οικονομία. Η επιτυχία που σημείωσαν, παρά την απουσία των όποιων γενικευ- μένων νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, καθιστά δύσκολη την υποστήριξη της άποψης ότι η νεοφιλελευθεροποίηση προχώρησε στην παγκόσμια σκηνή ως αποδεδειγμένη θεραπεία της οικονομικής στασιμότητας. Βεβαίως, οι κεντρικές τράπεζες αυτών των χωρών ακολούθησαν γενικά τη μονεταριστική γραμμή (η Κεντρική Τράπεζα της Δυτικής Γερ- μανίας επέδειξε ιδιαίτερη φιλοπονία στην καταπολέμηση του πληθωρισμού). Και οι σταδιακές μειώσεις των εμπορικών φραγμών δημιούργησαν ανταγωνιστικές πιέσεις που κατέληξαν στην ανεπαίσθητη διαδικασία μιας «έρπουσας νεοφιλελευθεροποίησης», όπως θα μπορούσε να α- ποκληθεί, ακόμη και σε χώρες που εν γένει αντιστέκονταν. Η συμφωνία του Μάαστριχτ, το 1991, π.χ., που έθεσε ένα γενικά νεοφιλελεύθερο πλαίσιο για την εσωτερική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα ήταν δυνατή εάν δεν ασκούνταν πιέσεις από κράτη όπως η Βρετανία που είχαν ταχθεί υπέρ των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Στη Δυτική Γ ερμανία, ωστόσο, τα συνδικάτα διατήρησαν τη δύναμή τους, οι κοινωνικές προστασίες δεν θίχτηκαν και τα επίπεδα των μισθών εξακολούθησαν να είναι σχετικά υψηλά. Αυτά διήγειραν την τεχνολογική καινοτομία που συνέβαλε στο να διατηρήσει η Δυτική Γ ερμανία την πρωτιά της στο πεδίο του διεθνούς ανταγωνισμού κατά τη δεκαετία του 1980 (αν και πα- ρήγαγαν επίσης τεχνολογική ανεργία). Η οικονομική μεγέθυνση που τροφοδοτούνταν από τον εξαγωγικό προσανατολισμό ώθησε τη χώρα προς τα εμπρός και την τοποθέτησε σε παγκοσμίως ηγετική θέση. Στην Ιαπωνία, τα ανεξάρτητα συνδικάτα ήταν αδύναμα ή ανύπαρκτα και ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας υψηλός, αλλά οι κρατικές επενδύσεις στην αλλαγή της τεχνολογίας και η στενή σχέση μεταξύ εταιρειών και τραπεζών (μια διευθέτηση που είχε αποδειχθεί επιτυχής και στη Δυτική Γ ερμανία) δημιούργησαν εντυπωσιακές οικονομικές επιδόσεις, με άξονα τις εξαγωγές, κατά τη δεκαετία του 1980, κυρίως εις βάρος του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ. Συνεπώς, η οικονομική μεγέθυνση της δεκαε
126
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
τίας του 1980 δεν στηρίχθηκε στην εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού, εκτός από την επιφανειακή αίσθηση ότι το μεγαλύτερο άνοιγμα στο παγκόσμιο εμπόριο και στις αγορές εξασφάλισε το πλαίσιο στο οποίο οι στηριζόμενες στις εξαγωγές επιτυχίες της Ιαπωνίας, της Δυτικής Γερμανίας και των ασιατικών «τίγρεων» μπορούσαν να εκτυλιχθούν ευκολότερα, εν μέσω του εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, εκείνες οι χώρες που ακολουθούσαν αυστηρά τη νεοφιλελεύθερη οδό φαίνονταν να βρίσκονται ακόμη σε οικονομική δυσπραγία. Ήταν συνεπώς δύσκολο να μην εξαχθεί το συμπέρασμα ότι άξιζε κανείς να μιμηθεί το παράδειγμα της Δυτικής Γερμανίας και των ασιατικών «καθεστώτων» συσσώρευσης. Έτσι πολλά ευρωπαϊκά κράτη αντιστάθηκαν στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και υιοθέτησαν το δυτικογερμανικό μοντέλο. Στην Ασία, το ιαπωνικό μοντέλο έγινε αντικείμενο ευρείας μίμησης πρώτα από την «Ομάδα των Τεσσάρων» (Νότια Κορέα, Ταϊβάν, Χονγκ Κονγκ και Σιγκαπούρη) και στη συνέχεια από την Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία, την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες.
Το δυτικογερμανικό και το ιαπωνικό μοντέλο δεν διευκόλυναν, όμως, την παλινόρθωση της ταξικής ισχύος. Οι αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες, που παρατηρούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, κρατούνταν υπό έλεγχο. Στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ τα ποσοστά οικονομικής μεγέθυνσης ήταν χαμηλά, το επίπεδο ζωής των εργαζομένων μειώθηκε σημαντικά και οι ανώτερες τάξεις άρχισαν να αποκομίζουν πλούσια οφέλη. Επί παραδείγματι, οι αμοιβές των διευθυνόντων συμβούλων στις ΗΠΑ έγιναν το αντικείμενο του φθόνου των Ευρωπαίων που κατείχαν αντίστοιχες θέσεις. Στη Βρετανία, ένα νέο κύμα επιχειρηματιών χρηματιστών άρχισε να συσσωρεύει μεγάλες περιουσίες. Εάν το σχέδιο ήταν να παλινορ- θωθεί η ταξική οικονομική ισχύς των κορυφαίων ελίτ, τότε ο νεοφιλελευθερισμός ήταν, ολοφάνερα, η απάντηση. Έτσι, το εάν μια χώρα μπορούσε ή όχι να ωθηθεί προς τη νεοφιλελευθεροποίηση εξαρτήθηκε από την ισορροπία των ταξικών δυνάμεων (τα ισχυρά συνδικάτα κρατούσαν υπό έλεγχο τη νεοφιλελευθεροποίηση στη Δυτική Γερμανία και τη Σουηδία), όπως επίσης από το βαθμό εξάρτησης της τάξης των καπιταλιστών από το κράτος (πολύ μεγάλος στην Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα).
Τα μέσα με τα οποία μπορούσε να μετασχηματιστεί και να παλινορ- θωθεί η ταξική ισχύς των ανώτερων τάξεων εφαρμόστηκαν σταδιακά, αλλά ασύμμετρα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και σταθεροποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990. Τέσσερις παράγοντες έπαιξαν
127
Νεοφιλελευθερισμός
κρίσιμο ρόλο ως προς αυτό. Πρώτον, η στροφή προς την πιο ανοικτή κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα σ’ όλη την οικονομία που άρχισε στη δεκαετία του 1970 και επιταχύνθηκε σ’ αυτή του 1990. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις και οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου αυξήθηκαν ταχύτατα σ’ όλη την έκταση του καπιταλιστικού κόσμου. Αλλά εξαπλώθηκαν ακανόνιστα (Σχήμα 4.1), και αυτό συχνά εξαρτήθηκε από το πόσο καλό ήταν το επιχειρηματικό κλίμα σε μια χώρα έναντι μιας άλλης. Έ να ισχυρό κύμα καινοτομίας και απορρύθμισης κατέκλυσε διεθνώς τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ό χι μόνο έγιναν τα σπουδαιότερα εργαλεία συντονισμού, αλλά και εξασφάλισαν τα μέσα προσπορισμού και συγκέντρωσης πλούτου. Έγιναν τα προνομιακά μέσα για την παλινόρθωση της ταξικής δύναμης των ανώτερων τάξεων. Ο στενός σύνδεσμος μεταξύ μεγάλων εταιρειών και τραπεζών που τόσο καλά είχε υπηρετήσει τους Δυτικογερμανούς και τους Ιάπωνες στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 υπονομεύθηκε και αντικαταστάθηκε από την αυξανόμενη διασύνδεση μεταξύ μεγάλων εταιρειών και χρηματοπιστωτικών αγορών (χρηματιστηρίων). Σ’ αυτό το πεδίο, το πλεονέκτημα το είχαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Στη δεκαετία του 1990, η ιαπωνική οικονομία υπέστη κατακόρυφη πτώση (που προκλήθηκε από την κατάρρευση των κερδοσκοπικών αγορών ακινήτων και γης) και ο τραπεζικός τομέας βρέθηκε σε επισφαλή κατάσταση. Η εσπευσμένη ενοποίηση της Γερμανίας δημιούργησε εντάσεις και το τεχνολογικό πλεονέκτημα που είχαν την προηγούμενη περίοδο οι Γερμανοί εξανεμίστηκε, κάτι που αναγκαστικά ώθησε στην πιο βαθιά αμφισβήτηση της κοινωνικής δημοκρατικής παράδοσης της χώρας, προκειμένου να επιβιώσει.
Δεύτερον, σημειώθηκε μια αυξανόμενη γεωγραφική κινητικότητα του κεφαλαίου. Διευκολύνθηκε δε εν μέρει από το πεζό, αλλά κρίσιμο γεγονός της ταχείας μείωσης του κόστους μεταφορών και επικοινωνιών. Η σταδιακή μείωση των τεχνητών εμποδίων στην κίνηση του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων, όπως των δασμών, των συναλλαγματικών ελέγχων ή, ακόμη πιο απλά, του χρόνου αναμονής στα σύνορα (η κατάργηση των οποίων στην Ευρώπη είχε τεράστιες επιδράσεις) έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο. Ενώ υπήρχε σημαντική ασυμμετρία (οι αγορές της Ιαπωνίας παρέμειναν υπερπροστατευμένες, επί παραδείγμα- τι), η γενική ώθηση ήταν προς την τυποποίηση των εμπορικών διευθετήσεων μέσω διεθνών συμφωνιών που κορυφώθηκαν με τις συμφωνίες του ΠΟΕ, οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ το 1995 (πάνω από εκατό χώρες τις υπέγραψαν εκείνο το έτος). Αυτό το μεγαλύτερο άνοιγμα στις ροές κε-
[28
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
129
ΣΧΗ
ΜΑ
4.1
Παγ
κόσμ
ια δ
ιάτα
ξη ά
μεσω
ν ξέ
νων
επεν
δύσε
ων
(ΑΞΕ
), 20
00
Νεοφιλελευθερισμός
φαλαίαυ (πρωταρχικά αμερικανικών ευρωπαϊκών και ιαπωνικών κεφαλαίων) πίεσε όλα τα κράτη να αντιμετωπίσουν την ποιότητα του επιχειρηματικού κλίματος στις χώρες τους ως κρίσιμο στοιχείο της επιτυχίας τους στον τομέα του ανταγωνισμού. Εφόσον ο βαθμός νεοφιλε- λευθεροποίησης εκλαμβανόταν όλο και περισσότερο από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα ως κριτήριο του καλού επιχειρηματικού κλίματος, η πίεση επί όλων των κρατών να υιοθετήσουν τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις αυξήθηκε.2
Τρίτον, το σύμπλεγμα Γσυόλ Στριτ-ΔΝΤ-υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ που κατέληξε να κυριαρχεί επί προεδρίας Κλίντον ήταν σε θέση να πείθει, να καλοπιάνει και (χάρη στα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής που διαχειριζόταν το ΔΝΤ) να καταναγκάζει πολλές αναπτυσσόμενες χώρες να ακολουθούν τον νεοφιλελεύθερο δρόμο.3 Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν επίσης το δέλεαρ της προτιμησιακής πρόσβασης στην τεράστια καταναλωτική αγορά τους, για να πείσουν πολλές χώρες να μεταρρυθμίσουν τις οικονομίες τους σύμφωνα με τις νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις (σε πολλές περιπτώσεις μέσω διμερών συμφωνιών). Αυτές οι πολιτικές συντέλεσαν στη δημιουργία μεγάλης οικονομικής άνθησης στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1990. Οι ΗΠΑ, αρμενίζοντας πάνω το κύμα της τεχνολογικής καινοτομίας που στήριξε την άνοδο της αποκαλούμενης «νέας οικονομίας», φαινόταν να έχουν την απάντηση στα οικονομικά προβλήματα και άρα οι πολιτικές τους άξιζαν μίμησης, ακόμη κι αν η σχετικά πλήρης απασχόληση που είχαν επιτύχει ήταν εργασία χαμηλά αμειβόμενη, υπό συνθήκες μειούμενης κοινωνικής προστασίας (αυξήθηκε ο αριθμός των ανθρώπων χωρίς ασφάλιση υγείας). Η ευελιξία στις αγορές εργασίας και η μείωση των επιδομάτων κοινωνικής πρόνοιας (η δρακόντεια επιδιόρθωση του «συστήματος της κοινωνικής πρόνοιας όπως το γνωρίζουμε», στην οποία προέβη ο Κλίντον) άρχισε να είναι αποδοτική για τις ΗΠΑ και δημιούργησε ανταγωνιστικές πιέσεις στις πιο αυστηρά ρυθμιζόμενες αγορές εργασίας που κυριαρχούσαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (εκτός από τη Βρετανία) και στην Ιαπωνία. Ωστόσο, το πραγματικό μυστικό της αμερικανικής επιτυχίας ήταν πως μπορούσε πια να διοχετεύει μέσα στη χώρα υψηλά ποσοστά απόδοσης από τις χρηματοπιστωτικές και εταιρικές δραστηριότητες (από άμεσες όσο και από επενδύσεις χαρτοφυλακίου) στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η ροή του φόρου υποτέλειας από τον υπόλοιπο κόσμο δημιούργησε τον πλούτο των ΗΠΑ στη δεκαετία του 1990 (Σχήματα 1.8 και 1.9).4
130
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
Τέλος, η παγκόσμια διάχυση της νέας μονεταριστικής και νεοφιλελεύθερης οικονομικής ορθοδοξίας άσκησε μια ακόμη πιο ισχυρή ιδεολογική επιρροή. Από το 1982 ήδη, τα κεϊνσιανά οικονομικά εκδιώχθη- καν από τους διαδρόμους του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Στα τέλη της δεκαετίας, τα περισσότερα οικονομικά τμήματα στα ερευνητικά πανεπιστήμια των ΗΠΑ -αυτά που εκπαίδευαν τους περισσότερους οικονομολόγους του κόσμου- είχαν ευθυγραμμιστεί, μέσω ενός γενικού ξεκαθαρίσματος, με τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα που έδινε έμφαση στον έλεγχο του πληθωρισμού και στα υγιή δημόσια οικονομικά (παρά στην πλήρη απασχόληση και την κοινωνική προστασία) ως πρωταρχικούς στόχους της οικονομικής πολιτικής.
Ό λα αυτά τα στοιχεία συνενώθηκαν στην αποκαλούμενη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» στα μέσα της δεκαετίας του 1990.5 Το μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου ορίστηκε ως η απάντηση στα παγκόσμια προβλήματα. Ασκήθηκε μεγάλη πίεση στην Ιαπωνία και την Ευρώπη (ας μην αναφερθούμε στο πόσο μεγάλη πίεση ασκήθηκε στον υπόλοιπο κόσμο) για να ακολουθήσουν τον νεοφιλελεύθερο δρόμο. Συνεπώς ήταν ο Κλίντον και στη συνέχεια ο Μπλερ που, από τα κεντροαριστερά, συνέβαλαν περισσότερο στη στερέωση του νεοφιλελευθερισμού τόσο στις χώρες τους όσο και διεθνώς. Η συγκρότηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου αποτέλεσε το ζενίθ αυτής της θεσμικής ώθησης (αν και η δημιουργία της Βορειοαμερικα- νικής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών και η υπογραφή των συμφωνιών του Μάαστριχτ, προηγουμένως, στην Ευρώπη υπήρξαν επίσης σημαντικές περιφερειακές θεσμικές προσαρμογές). Ο ΠΟΕ έθεσε στο πρόγραμμά του νεοφιλελεύθερα κριτήρια και κανόνες για την αλληλεπίδραση στην παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, ο πρωταρχικός του στόχος ήταν να ανοίξει ο κόσμος κατά το δυνατόν περισσότερο στις ροές κεφαλαίου, ώστε να διεξάγονται ανεμπόδιστα (πάντα όμως με την περιοριστική ρήτρα της προστασίας βασικών «εθνικών συμφερόντων), διότι αυτή ήταν η θεμελιώδης προϋπόθεση προκειμένου να αποσπούν φόρο υποτέλειας από τον υπόλοιπο κόσμο οι ισχυροί χρηματοπιστωτικοί τομείς των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ιαπωνίας.
Κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν είναι ιδιαίτερα συνεπές προς τη νεοφιλελεύθερη θεωρία, εκτός από την έμφαση στον περιορισμό του προϋπολογισμού και στον συνεχή αγώνα εναντίον του πληθωρισμού που ήταν σχεδόν ανύπαρκτος τη δεκαετία του 1990. Βεβαίως, υπήρχαν πάντα οι υπολογισμοί της εθνικής ασφάλειας, οι οποίοι αναπόφευκτα
Νεοφιλελευθερισμός
διατάρασσαν κάθε προσπάθεια καθαρής εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης θεωρίας. Ενώ η πτώση του τείχους του Βερολίνου και ο τερματισμός του Ψυχρού Πολέμου επέφεραν σεισμική γεωπολιτική μεταβολή στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, δεν έθεσαν τέρμα στον θανάσιμο, μερικές φορές, χορό των γεωπολιτικών ελιγμών για την απόκτηση ισχύος και επιρροής μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που δρουν στην παγκόσμια σκηνή, ιδίως σε εκείνες τις περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή, που ήλεγχαν σημαντικούς πόρους ή σε περιοχές μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας (όπως τα Βαλκάνια). Όμως, συντέλεσαν στην ελάττωση της δέσμευσης που είχαν αναλάβει οι ΗΠΑ για τη στήριξη της Ιαπωνίας και των ασιατικών οικονομιών ως προπυργίων της πρώτη γραμμής του Ψυχρού Πολέμου. Ο υποστηρικτικός οικονομικός ρόλος που έπαιζαν οι ΗΠΑ στη Νότια Κορέα και στην Ταϊβάν πριν από το 1989 δεν τέθηκε στη διάθεση της Ινδονησίας και της Ταϊλάνδης στη δεκαετία του 1990. Αλλά, ακόμη και μέσα στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, υπήρχαν πολλά στοιχεία, όπως οι δραστηριότητες του ΔΝΤ ή της Ομάδας των Επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών, τα οποία έδειχναν ότι λειτουργούσαν λιγότερο ως νεοφιλελεύθεροι θεσμοί και περισσότερο ως κέντρα ωμής δύναμης που επιστρατεύεται από συγκεκριμένες μεγάλες χώρες ή ομάδες μεγάλων χωρών, οι οποίες επιδιώκουν συγκεκριμένα πλεονεκτήματα. Η θεωρητική νεοφιλελεύθερη κριτική του ΔΝΤ βεβαίως δεν υποχώρησε. Η ετοιμότητα να παρέμβει στις αγορές νομίσματος με συμφωνίες όπως η Συμφωνία του Πλάζα το 1985, η οποία μείωσε τεχνητά την ισοτιμία του δολαρίου έναντι του ιαπωνικού γιεν, που ακολουθήθηκε λίγο αργότερα από την Αντίστροφη Συμφωνία Πλάζα, η οποία επιδίωκε τη διάσωση της Ιαπωνίας από την ύφεσή της, στη δεκαετία του 1990, ήταν παραδείγματα ενορχηστρωμένων παρεμβάσεων που προσπαθούσαν να σταθεροποιήσουν τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές.6
Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις ήταν ενδημικές όσο και μεταδοτικές. Η κρίση του χρέους της δεκαετίας του 1980 δεν περιορίστηκε στο Μεξικό, αλλά είχε παγκόσμιες εκδηλώσεις (βλέπε Σχήμα 4.2).7 Και τη δεκαετία του 1990 σημειώθηκαν δύο ομάδες συσχετιζόμενων χρηματοπιστωτικών κρίσεων, που παρήγαγαν μια αρνητική ένδειξη ακανόνιστης νεοφι- λελευθεροποίησης. Η «κρίση τεκίλα» που έπληξε το Μεξικό το 1995, επί παραδείγματι, εξαπλώθηκε σχεδόν στιγμιαία, με καταστρεπτικά αποτελέσματα στη Βραζιλία και την Αργεντινή. Οι δονήσεις της έγιναν αισθητές σε κάποιο βαθμό στη Χιλή, τις Φιλιππίνες, την Ταϊλάνδη και την
132
Νεοφιλελευθερισμός
Πολωνία. Το γιατί συνέβη ακριβώς αυτό το είδος της εξάπλωσης είναι δύσκολο να εξηγηθεί, διότι οι κερδοσκοπικές κινήσεις και οι προσδοκίες που αναπτύσσονται στις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν βασίζονται α- παραιτήτως σε πραγματικά γεγονότα. Ωστόσο, η ανεξέλεγκτη κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα δημιουργούσε σαφώς σοβαρό κίνδυνο μεταδοτικών κρίσεων. Η «συμπεριφορά κοπαδιού» των χρηματιστών (ουδείς επιθυμεί να είναι ο τελευταίος που θα κρατηθεί σ’ ένα νόμισμα προ της υποτίμησης) μπορούσε να δημιουργήσει αυτο-εκπληρούμενες προσδοκίεςτΑυτές μπορούν να έχουν επιθετικές όσο και αμυντικές εκδηλώσεις. Οι κερδοσκόποι του νομίσματος έβγαλαν δισεκατομμύρια όταν ανάγκασαν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να χαλαρώσουν τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ), τον Ιούλιο του 1993, και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, μόνο ο Τζορτζ Σόρος αποκόμισε σχεδόν 1 δισεκατομμύριο δολάρια μέσα σε δύο εβδομάδες, στοιχηματίζοντας εναντίον της ικανότητας της Βρετανίας να κρατήσει τη στερλίνα μέσα στα όρια του ΜΣΙ.. Το δεύτερο και πιο γενικευμένο κύμα χρηματοπιστωτικών κρίσεων άρχισε στην Ταϊλάνδη το 1997 με την υποτίμηση του μπατ, μετά την κατάρρευση της κερδοσκοπικής αγοράς ακινήτων. Η κρίση εξαπλώθηκε πρώτα στην Ινδονησία, τη Μαλαισία και τις Φιλιππίνες και στη συνέχεια στο Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν, τη Σιγκαπούρη και τη Νότια Κορέα. Κατόπιν επλήγησαν σκληρά η Εσθονία και η Ρωσία και λίγο μετά κατέρρευσε η Βραζιλία με σοβαρές και μακροχρόνιες συνέπειες για την Αργεντινή. Επηρεάστηκαν ακόμη η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η Τουρκία. Μόνο οι ΗΠΑ φαίνονταν απρόσβλητες, παρόλο που και εκεί υπήρξε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο, το Long Term Capital Management (με δύο νομπελίστες οικονομολόγους ως βασικούς συμβούλους), το οποίο είχε στοιχηματίσει λανθασμένα στις διακυμάνσεις του ιταλικού νομίσματος και χρειάστηκε να διασωθεί με την καταβολή ποσού άνω των 3,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το «ανατολικο-ασιατικό καθεστώς» συσσώρευσης, που είχε διευκολυνθεί από τα «αναπτυξιακά κράτη», δοκιμάστηκε στο σύνολό του στα έτη 1997-98. Οι κοινωνικές επιπτώσεις ήταν ολέθριες:
Καθώς εξελισσόταν η κρίση, η ανεργία εκτοξεύθηκε στα ύψη, το ΑΕΠ κατρακύλησε, τράπεζες έκλεισαν. Το ποσοστό της ανεργίας τετραπλασιάστηκε στην Κορέα, τριπλασιάστηκε στην Ταϊλάνδη, δεκαπλασιάστηκε στηνΙνδονησία. Στην Ινδονησία, σχεδόν το 15% των ανδρών εργαζομένων το
134
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
1997 είχε χάσει την εργασία του τον Αύγουστο του 1998, και η οικονομική καταστροφή ήταν ακόμη χειρότερη στις αστικές περιοχές του μεγαλύτερου νησιού, της Ιάβας. Στη Νότια Κορέα, η φτώχεια στα αστικά κέντρα τριπλασιάστηκε, σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού περιήλθε σε κατάσταση πενίας· στην Ινδονησία, η φτώχεια διπλασιάστηκε ... Το 1998, το ινδο- νησιακό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 13,1%, το κορεατικό κατά 6,7% και το ταϊ- λανδέζικο κατά 10,8%. Τρία χρόνια μετά την κρίση, το ΑΕΠ της Ινδονησίας ήταν ακόμη χαμηλότερο κατά 7,5% από το προ της κρίσης επίπεδό του, της δε Ταϊλάνδης κατά 2,3% χαμηλότερο.8
Καθώς το ΑΕΠ της Ινδονησίας έπεφτε και η ανεργία αυξανόταν δραματικά, το ΔΝΤ παρενέβη για να επιβάλει τη λιτότητα με την κατάργηση των επιδοτήσεων στα τρόφιμα και την κηροζίνη. Οι αναταραχές και η βία που ακολούθησαν «κουρέλιασαν τον κοινωνικό ιστό της χώρας». Οι καπιταλιστικές τάξεις, κυρίως οι εξ εθνικής καταγωγής Κινέζοι, θεωρήθηκαν γενικά οι ένοχοι για την καταστροφή. Ενώ η πιο πλούσια επιχειρηματική κινεζική ελίτ έγινε άφαντη δραπετεύοντας στη Σιγκαπούρη, ένα κύμα εκδικητικών δολοφονιών και επιθέσεων στις περιουσίες κατάπιε τους υπολοίπους της κινεζικής μειονότητας, καθώς ο εθνοτικός εθνικισμός σήκωνε το απαίσιο κεφάλι του, αναζητώντας τον αποδιοπομπαίο τράγο για την κοινωνική κατάρρευση.9
Η επίσημη εξήγηση του ΔΝΤ και του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ για την κρίση ήταν πως υπήρχε πολύ μεγάλη κρατική παρέμβαση και σχέσεις διαφθοράς μεταξύ του κράτους και των επιχειρήσεων («καπιταλισμός των ημετέρων»), Η λύση ήταν να βαθύνει η νεοφιλελευθε- ροποίηση. Και έδρασαν ανάλογα, με καταστρεπτικές συνέπειες. Η εναλλακτική άποψη για την κρίση ήταν πως στον πυρήνα του προβλήματος βρισκόταν η ασυγκράτητη χρηματοπιστωτική απορρύθμιση και η αποτυχία να δημιουργηθούν οι κατάλληλοι ρυθμιστικοί μηχανισμοί ελέγχου των αφηνιασμένων και κερδοσκοπικών επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Τα τεκμήρια υπέρ αυτής της δεύτερης άποψης είναι ακλόνητα: εκείνες οι χώρες που δεν είχαν απελευθερώσει τις κεφαλαιαγορές τους -Σιγκαπούρη, Ταϊβάν και Κίνα- επηρεάστηκαν πολύ λιγότερο από τις χώρες, όπως η Ταϊλάνδη, η Ινδονησία, η Μαλαισία και οι Φιλιππίνες, που τις είχαν απελευθερώσει. Επιπλέον, μία χώρα που αγνόησε το ΔΝΤ και επέβαλε ελέγχους στο κεφάλαιο -η Μαλαισία- ανέκαμψε πιο γρήγορα.10 Μετά την απόρριψη και από τη Νότια Κορέα της συμβουλής του ΔΝΤ για βιομηχανική και χρηματοπιστωτική αναδιάρθρωση και αυτή η χώρα ανέκαμψε πιο γρήγορα. Το γιατί το ΔΝΤ και το υπουργείο
135
Νεοφιλελευθερισμός
Οικονομικών των ΗΠΑ συνεχίζουν να επιμένουν στη νεοφιλελευθερο- ποίηση είναι ολοφάνερα μυστήριο. Τα θύματα προτείνουν όλο και περισσότερο μια συνωμοτική εξήγηση:
Το ΔΝΤ πρώτα είπε στις ασιατικές χώρες να ανοίξουν τις αγορές τους στο θερμό βραχυπρόθεσμο κεφάλαιο. Ο ι χώρες υπάκουσαν και το χρήμα ει- σήλθε αλλά εξήλθε εξίσου αιφνίδια. Στη συνέχεια το ΔΝΤ είπε ότι έπρεπε να αυξηθούν τα επιτόκια και να πραγματοποιηθεί δημοσιονομική συρρίκνωση και έτσι προκλήθηκε βαθιά ύφεση. Οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων κατρακύλησαν, το ΔΝΤ παρότρυνε τις πληγείσες χώρες να πουλήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία ακόμη και σε εξευτελιστικές τιμές ... Τις πωλήσεις διαχειρίστηκαν τα ίδια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είχαν α ποσύρει τα κεφάλαιά τους, επιταχύνοντας την κρίση. Αυτές οι τράπεζες, στη συνέχεια, πήραν μεγάλες προμήθειες για την πώληση των προβληματικών επιχειρήσεων ή για τη διάλυσή τους, όπως είχαν πάρει μεγάλες προμήθειες όταν κατηύθυναν, αρχικά, το χρήμα μέσα στις χώρες.11
Πίσω από αυτή τη συνωμοτική άποψη βρίσκεται ο σκοτεινός και σε μεγάλο βαθμό αδιερεύνητος ρόλος των hedge funds (κερδοσκοπικών αμοιβαίων κεφαλαίων) που εδράζονται στη Νέα Υόρκη. Εάν ο Σόρος και άλλοι κερδοσκόποι μπόρεσαν να αποκομίσουν δισεκατομμύρια εις βάρος των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, στοιχηματίζοντας ενάντια στην ικανότητά τους να παραμείνουν εντός των κατευθυντήριων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, τότε γιατί δεν θα μπορούσαν αυτά τα αμοιβαία κεφάλαια, εξοπλισμένα με τα τρισεκατομμύρια δολάρια των δανεισμένων από τις τράπεζες χρημάτων, να καταστρώσουν μια επίθεση εναντίον όχι μόνο των κυβερνήσεων της Α νατολικής και Νότιας Ασίας, αλλά και ορισμένων από τις πιο επιτυχημένες εταιρείες του παγκόσμιου καπιταλισμού, αρνούμενα απλώς σ’ αυτές τη ρευστότητα, όταν βρίσκονταν σε κάποια δυσκολία; Ως αποτέλεσμα, η ροή του φόρου υποτέλειας προς τη Γουόλ Στριτ ήταν τεράστια, αυξάνοντας εκρηκτικά τις τιμές των μετοχών σε μια εποχή που οι ρυθμοί αποταμίευσης στις ΗΠΑ καταποντίζονταν. Και αφού κηρύχθηκε πτώχευση στις περισσότερες χώρες της περιοχής, ένα κύμα άμεσων ξένων επενδύσεων τις κατέκλυσε ξανά και οι επενδυτές μπορούσαν να αγοράσουν βιωσιμότατες επιχειρήσεις ή (όπως στην περίπτωση της Daewoo) τμήματά τους, πάμφθηνα. Ο Στίγκλιτς απορρίπτει τη συνωμοτική άποψη και προτείνει μια «απλούστερη» εξήγηση: το ΔΝΤ απλώς «αντιπροσώπευε τα συμφέροντα της δυτικής χρηματοπιστωτικής κοι
136
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
νότητας».12 Αγνοεί όμως το ρόλο των hedge funds και δεν συνειδητοποιεί ότι η αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα, για την οποία τόσο συχνά εκφράζει την απογοήτευσή του θεωρώντας την παράπλευρη συνέπεια της νεοφιλελευθεροποίησης, μπορεί να ήταν εξαρχής ο λόγος ύπαρξης του νεοφιλελευθερισμού.
Α Ν Τ Α Π Ο Κ ΡΙΣ Ε ΙΣ Α Π Ο Τ Ο Μ Ε Τ Ω Π Ο
Μεξικό
Το Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα (ΘΕΚ) ήταν το μοναδικό κυβερνών κόμμα στο Μεξικό από το 1929 μέχρι την εκλογή του Βισέντε Φοξ, το 2000. Το κόμμα δημιούργησε ένα κράτος ταξικής συνεργασίας (κορπο- ρατίστικο) που αποδείχθηκε ικανότατο στην οργάνωση, απορρόφηση, εξαγορά ή καταστολή, εάν παρίστατο ανάγκη, των αντιπολιτευτικών κινημάτων των εργατών, των χωρικών και των μεσαίων τάξεων που αποτελούσαν τη βάση της επανάστασης. Το ΘΕΚ επιδίωξε τον κρατικά καθοδηγούμενο εκσυγχρονισμό και το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που εστίαζε κυρίως στην υποκατάσταση των εξαγωγών και στο ενεργητικό εξαγωγικό εμπόριο με τις ΗΠΑ. Εμφανίστηκε ένας σημαντικός μονοπωλιακός κρατικός τομέας στις μεταφορές, την ενέργεια και τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, όπως επίσης σε ορισμένους βασικούς βιομηχανικούς κλάδους (όπως στη χαλυβουργία). Η ελεγχόμενη είσοδρς ξένων κεφαλαίων βάσει του προγράμματος maquila, που επέτρεπε στο αμερικανικό κυρίως κεφάλαιο να παράγει στη συνοριακή ζώνη, χρησιμοποιώντας φθηνή εργασία Μεξικανών, χωρίς να επιβαρύνεται με δασμούς ή περιορισμούς στη διακίνηση των εμπορευμάτων, είχε αρχίσει από το 1965. Παρά τη σχετικά σθεναρή οικονομική ανάπτυξη των δεκαετιών 1950 και 1960, τα οφέλη της οικονομικής μεγέθυνσης δεν διαχύθηκαν πολύ. Το Μεξικό δεν ήταν καλό παράδειγμα εμπεδωμένου φιλελευθερισμού, αλλά οι περιστασιακές δωροδοκίες προς ανήσυχες ομάδες (χωρικούς, εργάτες, μεσαίες τάξεις) συντελούσαν σε ένα βαθμό στην αναδιανομή του εισοδήματος. Η βίαιη καταστολή του φοιτητικού κινήματος που διαμαρτυρόταν για τις κοινωνικές ανισότητες, το 1968, *
* Εργοστάσια που εισάγουν υλικά και εφοπλισμό χωρίς δασμούς, με σκοπό τη συναρμολόγηση ή την κατασκευή και τα επανεξάγουν ως έτοιμα προϊόντα στη χώρα προέλευσης. Συνήθως 100% ξένης ιδιοκτησίας. (Σ,τ.Μ.)
137
Νεοφιλελευθερισμός
άφησε μια πικρή κληρονομιά που απειλούσε τη νομιμοποίηση του ΘΕΚ. Η ισορροπία των ταξικών δυνάμεων άρχισε να αλλάζει, όμως, στη δεκαετία του 1970. Τα επιχειρηματικά συμφέροντα ενίσχυσαν την αυτόνομη θέση τους και βάθυναν τους δεσμούς τους με το ξένο κεφάλαιο.
Η παγκόσμια κρίση της δεκαετίας του 1970 έπληξε άγρια το Μεξικό. Το ΘΕΚ αντέδρασε με την επέκταση του δημόσιου τομέα, αναλαμβάνοντας τις χρεοκοπημένες ιδιωτικές επιχειρήσεις και διατηρώντας τις ως βάσεις απασχόλησης, ώστε να αποσοβήσει την απειλή της εργατικής εξέγερσης. Ο αριθμός των κρατικών επιχειρήσεων υπερδιπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1970 και το 1980, όπως και ο αριθμός των υπαλλήλων τους. Αλλά αυτές οι επιχειρήσεις έχαναν χρήματα και το κράτος έπρεπε να δανείζεται για να τις χρηματοδοτεί. Οι επενδυτικές τράπεζες της Νέας Υόρκης, που είχαν πλημμυρίσει με πετροδολάρια τα οποία ήθελαν να επενδύσουν, το εξυπηρέτησαν. Η ανακάλυψη των αποθεμάτων μεξικανικού πετρελαίου καθιστούσε το δανεισμό προς αυτό δελεαστικό στοίχημα. Το εξωτερικό χρέος του Μεξικού αυξήθηκε από 6,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 1972 σε 58 το 1982.13
Και τότε ήλθε η πολιτική των υψηλών επιτοκίων του Βόλκερ, η ύφεση στις ΗΠΑ που μείωσε τη ζήτηση για μεξικανικά προϊόντα και η κάμψη των τιμών του πετρελαίου. Τα κρατικά έσοδα του Μεξικού μειώθηκαν και το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους εκτοξεύθηκε στα ύψη. Τον Αύγουστο του 1982 το Μεξικό κήρυξε χρεοκοπία. Η μαζική φυγή κεφαλαίου, που ήδη είχε αρχίσει εν όψει της υποτίμησης του πέ- σο, επιταχύνθηκε- και ο πρόεδρος Πορτίγιο εθνικοποίησε τις τράπεζες ως μέτρο έκτακτης ανάγκης.14 Η επιχειρηματική ελίτ και οι τραπεζίτες αποδοκίμασαν αυτή την πολιτική. Ο Ντε λα Μαντρίντ, που ανέλαβε την εξουσία λίγους μόλις μήνες αργότερα, ήταν υποχρεωμένος να κάνει μια πολιτική επιλογή. Και τάχθηκε στο πλευρό των επιχειρήσεων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό ήταν αναπόφευκτο, αλλά η πολιτική δύναμη του ΘΕΚ δεν το καθιστούσε αναγκαίο. Ο Ντε λα Μαντρίντ ήταν μεταρρυθμιστής, δεν είχε αφομοιώσει την παραδοσιακή πολιτική του ΘΕΚ και διατηρούσε στενές σχέσεις με τους καπιταλιστές και τα ξένα συμφέροντα. Η συνδυασμένη δράση του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ που οργάνωσε ο Τζέιμς Μπέικερ προς εξασφάλιση δανεισμού, για την ανακούφιση του Μεξικού από τις οικονομικές του δυσκολίες, δημιούργησε επιπρόσθετες πιέσεις στον Ντε λα Μαντρίντ. Οι φορείς αυτοί δεν επέμεναν απλώς στην εφαρμογή πολιτικής λιτότητας· για πρώτη φορά επέμειναν στην ε
138
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
φαρμογή γενικευμένων νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, όπως ιδιωτικοποίηση, αναδιοργάνωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με μεθόδους συμβατές προς τα ξένα συμφέροντα, άνοιγμα των εσωτερικών αγορών στο ξένο κεφάλαιο, μείωση των δασμών και πιο ευέλικτες αγορές εργασίας. Το 1984, για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Παγκόσμια Τράπεζα έδωσε δωρεάν δάνειο σε μια χώρα με αντάλλαγμα,τις διαρθρωτικές νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Έτσι ο Ντε λα Μαντρίντ άνοιξε το Μεξικό στην παγκόσμια οικονομία με την προσχώρησή του στη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) και την εφαρμογή προγράμματος λιτότητας. Τα αποτελέσματα ήταν οδυνηρά:
Στο διάστημα 1983-1988 το κατά κεφαλήν εισόδημα στο Μεξικό μειωνόταν κατά 5% ετησίως· η αξία των πραγματικών μισθών των εργατών μειώθηκε 40-50%· ο πληθωρισμός, που κυμαινόταν μεταξύ του 3 και 4% ετησίως τη δεκαετία του 1960, είχε ανέλθει στο μέσον της δεύτερης δεκάδας μετά το 1976 και ξεπέρασε το 100% σε αρκετά από αυτά τα έτη... Ταυτόχρονα, λόγω των δημοσιονομικών προβλημάτων της κυβέρνησης και της αλλαγής προσανατολισμού στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο της χώρας, έφθιναν συνεχώς οι κρατικές δαπάνες σε δημόσια αγαθά. Η επιδότηση των τροφίμων περιορίστηκε στα πιο φτωχά τμήματα του πληθυσμού και η ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης και υγείας έμεινε στάσιμη ή επιδεινώθηκε.15
Για την Πόλη του Μεξικού, αυτό σήμαινε, στα 1985, ότι οι πόροι ήταν «τόσο σπάνιοι ώστε οι δαπάνες κεφαλαίου για καίριες υπηρεσίες της πόλης μειώθηκαν κατά 12% στις μεταφορές, 25% στο πόσιμο νερό, 18% στην υγεία, 26% στην αποκομιδή των σκουπιδιών».16 Το κύμα της εγκληματικότητας που ακολούθησε μετέτρεψε την Πόλη του Μεξικού από μια εκ των πιο ήσυχων πόλεων σε μια εκ των πιο επικίνδυνων σε όλη τη Λατινική Αμερική, μέσα σε μία δεκαετία. Ή ταν μια επανάληψη, με πιο συντριπτικές συνέπειες όμως, αυτού που είχε συμβεί στη Νέα Υόρκη πριν από δέκα χρόνια. Πολύ αργότερα, η Πόλη του Μεξικού ε- πιβράβευσε με ένα συμβόλαιο πολλών εκατομμυρίων τον συμβουλευτικό οργανισμό του Τζουλιάνι [δημάρχου της Νέας Υόρκης], για να διδάξει στις υπηρεσίες της πώς να αντιμετωπίσουν την εγκληματικότητα - ένα συμβολικό γεγονός.
Ο Ντε λα Μαντρίντ θεώρησε πως μια διέξοδος από το δίλημμα του χρέους ήταν η εκποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων και η χρησιμοποίηση των εσόδων για την πληρωμή του χρέους. Τα πρώτα μέτρα ιδιωτικοποίησης ήταν δοκιμαστικά και σχετικά ήσσονος σημασίας. Η ιδιωτι
ΐ3 9
κοποίηση συνεπαγόταν τη γενική αναδιάρθρωση των συμβάσεων εργασίας και αυτό προκάλεσε εναντίωση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ξέσπασαν μεγάλοι εργατικοί αγώνες που κατεστάλησαν ανελέητα από την κυβέρνηση. Η επίθεση στους οργανωμένους εργάτες εντάθηκε υπό τον πρόεδρο Σαλίνας, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία το 1988. Αρκετοί εργατικοί ηγέτες φυλακίστηκαν για διαφθορά και στις βασικές εργατικές οργανώσεις που ήλεγχε το ΘΕΚ τοποθετήθηκαν νέοι και πιο υπάκουοι ηγέτες. Ο στρατός κλήθηκε πάνω από μια φορά για να σπάσει απεργίες και κατ’ αυτό τον τρόπο η ανεξάρτητη ισχύς των συνδικάτων μειωνόταν μετά από κάθε τέτοια εξέλιξη. Ο Σαλίνας επιτάχυνε και επισημοποίησε τη διαδικασία της ιδιωτικοποίησης. Είχε εκπαιδευθεί στις ΗΠΑ και προσέτρεχε σε οικονομολόγους επίσης εκπαιδευμένους στις ΗΠΑ για συμβουλές.17 Το πρόγραμμά του για την οικονομική ανάπτυξη ήταν διατυπωμένο σε μια γλώσσα που δήλωνε μεγάλη συνάφεια με τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία.
Έ να από τα κύρια στοιχεία του μεταρρυθμιστικού προγράμματος Σαλίνας ήταν το περαιτέρω άνοιγμα του Μεξικού στις άμεσες ξένες επενδύσεις. Το πρόγραμμα maquila επεκτάθηκε ταχέως σ’ όλα τα βόρεια σύνορα και κατέλαβε θεμελιώδη θέση στη δομή της βιομηχανίας και της απασχόλησης στο Μεξικό (Σχήμα 4.3). Ο Σαλίνας άρχισε και ολοκλήρωσε επιτυχώς τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ που κατέληξαν στη NAFTA (Βορειο-αμερικανική Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών). Η ιδιωτικοποίηση συνεχίστηκε ακάθεκτα. Η απασχόληση στον δημόσιο τομέα μειώθηκε κατά το ήμισυ ανάμεσα στο 1988 και το 1994. Το 2000 ο αριθμός των επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας είχε μειωθεί σχεδόν στις 200 σε σχέση με τις 1.100 που ήταν το 1982.18 Οι όροι υπό τους οποίους πραγματοποιούνταν οι ιδιωτικοποιήσεις ευνοούσαν κατά πολύ την αγορά από ξένους. Οι τράπεζες που είχαν εθνικοποιηθεί εσπευσμένα το 1982 επαναϊδιωτικοποιήθηκαν το 1990. Για να συμμορφωθεί με τις διατάξεις της NAFTA, ο Σαλίνας έπρεπε επίσης να ανοίξει τη γεωργία και γενικότερα τον αγροτικό τομέα στον ξένο ανταγωνισμό. Άρα, έπρεπε να επιτεθεί στις δυνάμεις της αγροτιάς που επί μακράν αποτελούσαν έναν από τους βασικούς πυλώνες υποστήριξης του ΘΕΚ. Το Σύνταγμα του 1917 που είχε εκπορευθεί από τη Μεξικανική Επανάσταση προστάτευε τα νομικά δικαιώματα του ιθαγενούς πληθυσμού και τα διαφύλασσε με το σύστημα ejido, το οποίο επέτρεπε τη συλλογική κατοχή και χρήση της γης. Το 1991, η κυβέρνηση Σαλίνας ψήφισε ένα μεταρρυθμι- στικό νόμο που επέτρεπε και ενθάρρυνε την ιδιωτικοποίηση των γαιών
Νεοφιλελευθερισμός
1 4 0
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
ΙΑ 4
.3 Η
απα
σχόλ
ηση
στου
ς με
ίζον
ες το
μείς
maq
uila
στο
Μεξ
ικό,
200
0
Νεοφιλελευθερισμός
που ήταν υπό το σύστημα ejido, ανοίγοντάς τες στην ξένη ιδιοκτησία. Στο βαθμό που το εν λόγω σύστημα διασφάλιζε τη βάση της συλλογικής ασφάλειας των αυτοχθόνων ομάδων, η κυβέρνηση αποποιήθηκε την ευθύνη της για τη διατήρηση αυτής η ασφάλειας. Η μείωση των εισαγωγικών δασμών που ακολούθησε κατάφερε ένα ακόμη πλήγμα, καθώς τα εισαγόμενα φθηνά αγροτικά προϊόντα από τον αποτελεσματικό αλλά και υψηλά επιδοτούμενο αγροβιομηχανικό τομέα των ΗΠΑ έριξαν τις τιμές του καλαμποκιού και άλλων προϊόντων, σε σημείο που μόνο οι παραγωγικά πιο αποτελεσματικοί και εύποροι Μεξικανοί αγρότες μπορούσαν να ανταγωνιστούν. Πολλοί χωρικοί, στα όρια της πείνας, αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν από τη γη τους, και ήλθαν να προστεθούν στους ανέργους των ήδη υπερκορεσμένων πόλεων, όπου η αποκα- λούμενη άτυπη οικονομία (π.χ. οι μικροπωλητές των δρόμων) αυξανόταν αλματωδώς. Ωστόσο, η αντίσταση στη μεταρρύθμιση του συστήματος ejido εξαπλώθηκε και αρκετές ομάδες χωρικών υποστήριξαν την εξέγερση των Ζαπατίστας που ξέσπασε στην επαρχία Τσιάπας το 1994.19
Το Μεξικό, έχοντας υπογράψει το 1989 αυτό που έγινε γνωστό ως Σχέδιο Μπρέιντι [από τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ εκείνη την εποχή] για τη μερική παραγραφή του χρέους, έπρεπε να καταπιεί, κυρίως εκουσίως όπως αποδείχθηκε, το πικρό χάπι του ΔΝΤ για το βάθε- μα της νεοφιλελευθεροποίησης. Το αποτέλεσμα ήταν η «κρίση τεκίλα» του 1995, η οποία πυροδοτήθηκε, όπως είχε συμβεί το 1982, από την αύξηση των επιτοκίων της Fed (Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ). Αυτή η αύξηση έδωσε ώθηση σε κερδοσκοπικές πιέσεις επί του πέσο, το οποίο υποτιμήθηκε. Το πρόβλημα βρισκόταν στο ότι το Μεξικό είχε αναλάβει νωρίτερα να εκδώσει ομόλογα του χρέους με ονομαστική αξία σε δολάρια (τα αποκαλούμενα tesobonos) για να ενθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις και μετά την υποτίμηση δεν μπορούσε να συλλέξει αρκετά δολάρια για να τα αποπληρώσει. Το αμερικανικό Κογκρέσο αρνήθηκε να βοηθήσει, αλλά ο Κλίντον άσκησε τις εκτελεστικές εξουσίες του, προ- κειμένου να συγκεντρώσει τα 47,5 δισεκατομμύρια δολάρια του πακέτου διάσωσης. Φοβόταν την απώλεια των θέσεων εργασίας σε εκείνες τις αμερικανικές βιομηχανίες που έκαναν εξαγωγές στο Μεξικό, την προοπτική αύξησης της παράνομης μετανάστευσης και πάνω α π ’ όλα φοβόταν ότι η νεοφιλελευθεροποίηση και οι συμφωνίες της NAFTA θα έχαναν τη νομιμοποίησή τους. Ως βολική δευτερεύουσα επίπτωση της υποτίμησης, το αμερικανικό κεφάλαιο θα μπορούσε να σπεύσει και να αγοράσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία σε τιμές ξεπουλήματος. Ενώ μό
142
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
νο μία από τις μεξικανικές τράπεζες που ιδιωτικοποιήθηκαν το 1990 ήταν ξένης ιδιοκτησίας, το 2000 είκοσι τέσσερις από τις τριάντα βρίσκονταν στα χέρια ξένων. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να μπει φραγμός στην απόσπαση φόρου υποτέλειας από το Μεξικό εκ μέρους των ξένων καπιταλιστικών συμφερόντων. Αλλά και ο ξένος ανταγωνισμός άρχισε επίσης να αποτελεί πρόβλημα. Το Μεξικό έχασε σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας στη ζώνη των εργοστασίων maquila μετά το 2000, καθώς η Κίνα γινόταν όλο και φθηνότερη και συνεπώς η προτιμούμενη τοποθεσία για πολλές ξένες επιχειρήσεις που αναζητούσαν φθηνά εργατικά χέρια.20
Οι επιπτώσεις όλων αυτών, ιδίως των ιδιωτικοποιήσεων, στη συγκέντρωση πλούτου μέσα στο Μεξικό ήταν χαρακτηριστικές:
Το 1994, ο κατάλογος των πλουσιότερων ανθρώπων του Forbes αποκάλυπτε ότι η οικονομική αναδιάρθρωση στο Μεξικό είχε δημιουργήσει είκοσι τέσσερις δισεκατομμυριούχους. Ε ξ αυτών, τουλάχιστον δεκατέσσερις έλαβαν μέρος στο πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης, αγοράζοντας τράπεζες, χαλυβουργεία, διυλιστήρια ζάχαρης, ξενοδοχεία και εστιατόρια, χημικά εργοστάσια και μια εταιρεία τηλεπικοινωνιών, όπως και δικαιώματα λειτουργίας εταιρειών εντός των προσφάτως ιδιωτικοποιημένων τομέων της οικονομίας, όπως οι λιμένες, οι ιδιωτικοί σταθμοί διοδίων των εθνικών οδών και η κινητή και υπεραστική τηλεφωνία.21
Ο Κάρλος Σλιμ, ο πλουσιότερος άνθρωπος του Μεξικού, ήταν εικοστός τέταρτος στη λίστα του Forbes και ήλεγχε τέσσερις από τις είκοσι πέντε μεγαλύτερες επιχειρήσεις στο Μεξικό. Τα επιχειρηματικά του συμφέροντα υπερέβαιναν τα σύνορα του Μεξικού και έγινε ένας μεγάλος παίκτης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών σε όλη τη Λατινική Αμερική, αλλά και στις ΗΠΑ. Η στρατηγική του για τις υπηρεσίες κινητών τηλεφώνων έγινε ξακουστή: καταλαμβάνεις και μονοπωλείς τις υψηλής πυκνότητας και πλούσιες αγορές και αφήνεις τις χαμηλής πυκνότητας και πιο φτωχές χωρίς υπηρεσίες. Το 2005 το Μεξικό βρισκόταν πέμπτο στην παγκόσμια κατάταξη (πριν από τη Σαουδική Αραβία) όσον αφορά τον αριθμό των δισεκατομμυριούχων του. Είναι αμφίβολο το κατά πόσον μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτή την εξέλιξη παλινόρθωση ή εκ νέου δημιουργία της ισχύος των ανώτερων τάξεων. Είναι όμως σαφές ότι η επίθεση κατά των εργαζομένων, των αγροτών και του επιπέδου ζωής του πληθυσμού απέφερε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα στο Μεξικό.
1 4 3
Νεοφιλελευθερισμός
Η μοίρα τους χειροτέρευε κατά πολύ, καθώς ο πλούτος συγκεντρωνόταν μέσα και έξω από το Μεξικό στα χέρια μιας μικρής ομάδας μεγιστάνων που στηρίζονταν από τους οικονομικούς και νομικούς μηχανισμούς της εξουσίας τους.
Η κατάρρευση της Αργεντινής
Η Αργεντινή εξήλθε από την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας βαριά χρεωμένη και παγιδευμένη σε ένα κορπορατίστικο, αυταρχικό και ά- κρως διεφθαρμένο σύστημα διακυβέρνησης. Ο εκδημοκρατισμός αποδείχθηκε δύσκολος, αλλά το 1992 ήλθε στην εξουσία ο Κάρλος Μένεμ. Αν και περονιστής, ο Μένεμ άρχισε να φιλελευθεροποιεί την οικονομία, εν μέρει για να αποσπάσει διά της κολακείας την εύνοια των ΗΠΑ, αλλά και για να αποκαταστήσει τα διαπιστευτήρια της Αργεντινής στη διεθνή κοινότητα, μετά τις αποκαλύψεις για τον «βρόμικο πόλεμο» που είχε σπιλώσει τη φήμη της. Ο Μένεμ άνοιξε τη χώρα στο ξένο εμπόριο και στη ροή του κεφαλαίου, εφήρμοσε μεγαλύτερη ευελιξία στις αγορές εργασίας, ιδιωτικοποίησε τις κρατικές επιχειρήσεις και την κοινωνική ασφάλιση και προσέδεσε το πέσο στο δολάριο, προκειμένου να ελέγξει τον πληθωρισμό και να παράσχει ασφάλεια στους ξένους επενδυτές. Η ανεργία αυξήθηκε, πιέζοντας προς τα κάτω τους μισθούς, ενώ η ελίτ χρησιμοποίησε την ιδιωτικοποίηση για να συγκεντρώσει νέες περιουσίες. Το χρήμα έρευσε μέσα στη χώρα και επέφερε οικονομική άνθηση από το 1992 μέχρι την «κρίση τεκίλα» που εξαπλώθηκε από το Μεξικό:
Μέσα σε εβδομάδες, το τραπεζικό σύστημα της Αργεντινής έχασε 18% των αποθεματικών του. Η οικονομία που μεγεθυνόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 8% από το δεύτερο εξάμηνο του 1990 μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του 1994 έπεσε σε βαθιά ύφεση. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν συρ- ρικνώθηκε κατά 7,6% από το τελευταίο τρίμηνο του 1994 μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 1996 ... το βάρος των τόκων που πλήρωνε η κυβέρνηση αυξήθηκε περισσότερο από 50% από το 1994 έως το 1996. Σημειώθηκε μαζική εκροή κεφαλαίου και συρρίκνωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων.22
Η ανεργία εκτοξεύτηκε στο 18%. Ενώ το πέσο ήταν σαφώς υπερτιμημένο, η υποτίμηση (σε αντίθεση προς το Μεξικό) εμποδίστηκε εξαι- τίας της επιμονής να διατηρηθεί η ασφάλεια της σύνδεσης με το δολάριο. Ακολούθησε μια μικρής διάρκειας ανάκαμψη βασισμένη στις εισ
144
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
ροές ξένου κεφαλαίου, μέχρι που οι επιπτώσεις της ασιατικής οικονομικής κρίσης των ετών 1997-98 εξαπλώθηκαν πρώτα στη Ρωσία και στη συνέχεια στη γειτονική Βραζιλία. Εξαιτίας αυτού και των υψηλών επιτοκίων που έκαναν ελλειμματικό τον προϋπολογισμό, ασκήθηκε αφόρητη πίεση το αργεντίνικο πέσο. Το ξένο και το εγχώριο κεφάλαιο άρχισε να φεύγει προβλέποντας υποτίμηση. Το χρέος της Αργεντινής υπερδιπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1995 και τον Σεπτέμβριο του 2001, ενώ τα συναλλαγματικά αποθέματα εξανεμίστηκαν ταχύτατα. Η πληρωμή του τόκου για το χρέος εξακοντίστηκε στα 9,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 2000. Το ΔΝΤ, που στήριξε τη σύνδεση με το δολάριο και το οποίο ήταν σταθερά εναντίον της υποτίμησης φοβούμενο πληθωριστικές συνέπειες (όπως είχε γίνει στη Ρωσία και τη Βραζιλία με καταστροφικές συνέπειες και στις δύο περιπτώσεις, σύμφωνα με την κρίση του Στίγκλιτς), εκχώρησε στην Αργεντινή δάνειο 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων (το δεύτερο μεγαλύτερο στην ιστορία του ΔΝΤ).
Αλλά-ούτε αυτή η ενέργεια μπορούσε να σταματήσει την εκροή. Το 2001, το τραπεζικό σύστημα της Αργεντινής έχασε περισσότερο από το 17% των αποθεματικών του (14,5 δισεκατομμύρια δολάρια). Μόνο την 30ή Νοεμβρίου χάθηκε ποσό ίσο περίπου με 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Το ΔΝΤ αρνήθηκε ένα δάνειο έκτακτης ανάγκης, με την αιτιολογία ότι η Αργεντινή δεν είχε θεραπεύσει τις ανισορροπίες στον προϋπολογισμό της. Η Αργεντινή άφησε απλήρωτο το χρέος της. Την 1η Δεκεμβρίου η κυβέρνηση περιόρισε τις τραπεζικές αναλήψεις σε 250 δολάρια ανά εβδομάδα και εφήρμοσε ελέγχους σε όλες τις συναλλαγές ξένων λογαριασμών άνω των 1.000 δολαρίων. Οι ταραχές που ακολούθησαν άφησαν είκοσι τέσσερις νεκρούς και ο πρόεδρος ντε λα Ρούα παραιτήθηκε μαζί με τον Ντομίνγκο Καρβάλιο, τον αρχιτέκτονα της οικονομικής του πολιτικής. Στις 6 Ιανουάριου του 2002, ο νέος πρόεδρος Ντουάλντε ε- γκατέλειψε την πρόσδεση με το δολάριο και υποτίμησε το πέσο. Αποφάσισε όμως επίσης να παγώσει όλους τους λογαριασμούς αποταμιεύσεων άνω των 3.000 δολαρίων και τελικά να μεταχειριστεί τα αποθεμα- ™ ά σε δολάρια σαν να ήταν πέσος, μειώνοντας έτσι τις αποταμιεύσεις στο ένα τρίτο περίπου της πρότερης αξίας τους. Μ’ αυτό τον τρόπο 16 δισεκατομμύρια δολάρια αγοραστικής δύναμης μεταφέρθηκαν από τους αποταμιευτές στις τράπεζες και μέσω αυτών στην πολιτικο-οικο- νομική ελίτ. Οι συνέπειες από την άποψη της κοινωνικής αναταραχής που προκλήθηκε ήταν δραματικές και ευρύτατες. Η ανεργία εκτινάχτηκε στα ύψη και τα εισοδήματα έπεσαν. Τα εργοστάσια που αργού
ΐ 4 5
Νεοφιλελευθερισμός
σαν κατελήφθησαν από μαχητικούς εργάτες και άρχισαν να δουλεύουν, ιδρύθηκαν επιτροπές αλληλεγγύης στις γειτονιές για να αναζητήσουν καλύτερα συλλογικά μέσα επιβίωσης και οι picketeros (πικετοφό- ροι των δρόμων) μπλόκαραν τα δίκτυα μεταφοράς και οργάνωσαν τον αγώνα τους με άξονα βασικά πολιτικά αιτήματα.23
Γνωρίζοντας τη γνώμη του λαού, που αντιμετώπιζε με πλήρη περιφρόνηση τις τράπεζες, τους ξένους επενδυτές και το ΔΝΤ, ο Κίρτσνερ, ο νεοεκλεγείς λαϊκιστής πρόεδρος που διαδέχθηκε τον Ντουάλντε, δεν μπορούσε παρά να αγνοήσει το ΔΝΤ, αρνούμενος να καταβάλει τα 88 δισεκατομμύρια δολάρια του χρέους και αρχικά πρότεινε στους εξοργισμένους πιστωτές μια τιμή της τάξης των 25 σεντς ανά δολάριο.24 Είναι ενδιαφέρον το ότι η οικονομική ομάδα του Κίρτσνερ δεν περιλάμβανε ούτε έναν οικονομολόγο εκπαιδευμένο στις ΗΠΑ. Όντας εκπαιδευμένοι μέσα στη χώρα, υιοθέτησαν την «ετερόδοξη» άποψη ότι παρόλο που η αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους είναι σημαντική, δεν θα έπρεπε να έχει ως συνέπεια την κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου στην Αργεντινή. Το 2004, και ενώ υπήρχαν σημάδια ανάκαμψης, ιδίως στον βιομηχανικό τομέα που βοηθήθηκε από την υποτίμηση, το μείζον πρόβλημα για την Αργεντινή ήταν να αντιμετωπίσει τον έντονο ανταγωνισμό από τη Βραζιλία και στο άμεσο μέλλον από την Κίνα, καθώς η δεύτερη συμμορφώνεται με τους κανόνες του ΠΟΕ και κερδίζει απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές της Αργεντινής.
Η ιστορία των έντονων διακυμάνσεων που βίωσε η Αργεντινή με τη νεοφιλελευθεροποίηση απεικονίζει πολύ παραστατικά πόσο μικρή σχέση έχει η νεοφιλελεύθερη θεωρία με την πράξη. Ό πω ς επισήμανε ένα μέλος του Ινστιτούτου Λούντβιχ φον Μίζες, ο «σε βαθμό κατάσχεσης αποπληθωρισμός»* που συνέβη στην Αργεντινή πολύ ορθώς ερμηνεύ- θηκε από τους Αργεντινούς που έγιναν θύματά του ως «τραπεζική λη
* Confiscatory deflation: ειδική κατηγορία αποπληθωρισμού που προκαλείται σε μια οικονομία από τις πολιτικές Αρχές. Αποτελεί μέσο παρεμπόδισης ενός εξελισσόμενου αποπληθωρισμού της τραπεζικής πίστης, που απειλεί με διάλυση ένα σαθρό χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο στηρίζεται στο ότι οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν αποθεματικά ίσα με ένα ποσοστό των καταθέσεών τους. Η ουσία του είναι η ακύρωση της ιδιοκτησίας των τίτλων των καταθετών στα μετρητά που είναι κατατεθειμένα σε λογαριασμούς άμεσα εξοφλούμενων επιταγών και αποταμιεύσεων. (Σ,τ.Μ. - από το άρθρο «Confiscatory Deflation: The Case of Argentina», του Joseph Salerno, 2/12/2002, στη σχετική ιστοσελίδα του Ινστ. Λ. φον Μίζες).
146
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
στεία από τις πολιτικές ελίτ».25 Ή , όπως προτιμούν να το χαρακτηρίζουν οι Βελτμάγιερ και Πέτρας, το όλο επεισόδιο αποπνέει τη δυσωδία ενός «νέου ιμπεριαλισμού: λεηλασία της οικονομίας, δημιουργία τεράστιων ανισοτήτων, οικονομική στασιμότητα που ακολουθείται από βαθιά και διαρκή ύφεση και μαζική εκπτώχευση του πληθυσμού ως συνέπεια της μεγαλύτερης συγκέντρωσης πλούτου στην ιστορία της Αργεντινής».26
Νότια Κορέα
Η Νότια Κορέα βγήκε από τον πόλεμο του 1950-53 κατεστραμμένη, με επισφαλή οικονομία και γεωπολιτική θέση. Η οικονομική της ανάκαμψη χρονολογείται από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1961 το οποίο έφερε στην εξουσία το στρατηγό Παρκ Τσουνγκ Χι. Στα 1960, το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν λιγότερο από 1.000 δολάρια, ενώ σήμερα βρίσκεται στα 12.000 δολάρια. Αυτή η εκπληκτική οικονομική επίδοση συχνά αναφέρεται ως το τέλειο παράδειγμα της πορείας που θα μπορούσε να ακολουθήσει κάθε αναπτυξιακό κράτος. Ωστόσο, η Νότια Κορέα είχε δύο αφετηριακά γεωπολιτικά πλεονεκτήματα. Εφόσον η χώρα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να τη στηρίξουν στρατιωτικά και οικονομικά, ιδίως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Επίσης, κάτι που ήταν λιγότερο εμφανές, η πρότε- ρη αποικιακή της σχέση με την Ιαπωνία απέφερε οφέλη που ποίκιλλαν από την εξοικείωσή της με τις ιαπωνικές οικονομικές και στρατιωτικές- οργανωτικές στρατηγικές (ο Παρκ είχε εκπαιδευθεί στην Ιαπωνική Στρατιωτική Ακαδημία) μέχρι την ενεργητική ιαπωνική βοήθεια για τη διείσδυση στις ξένες αγορές.
Το 1960, η Κορέα ήταν ακόμη κυρίως αγροτική χώρα. Υπό τη δικτα- τορική διακυβέρνηση του Παρκ, το κράτος άρχισε την εκβιομηχάνιση. Η καπιταλιστική τάξη ήταν αδύναμη, αλλά καθόλου αμελητέα. Μετά τη σύλληψη βασικών κορυφαίων επιχειρηματιών για διαφθορά, ο Παρκ κατέληξε σε συμβιβασμό μ’ αυτούς. Μεταρρύθμισε την κρατική γραφειοκρατία, ίδρυσε ένα υπουργείο οικονομικού σχεδιασμού (μιμούμενος το επιτυχές ιαπωνικό μοντέλο) και εθνικοποίησε τις τράπεζες για να αποκτήσει τον έλεγχο στην κατανομή των πιστώσεων. Στη συνέχεια, στηρίχθηκε στο επιχειρηματικό σφρίγος και στις επενδυτικές στρατηγικές μιας πρωτοεμφανιζόμενης ομάδας βιομηχανικών καπιταλιστών, που μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία απέκτησαν μεγάλο πλούτο27 Κατά τη
147
Νεοφιλελευθερισμός
διάρκεια των πρώτων ετών της δεκαετίας του 1960, οι βιομήχανοι είχαν εξαγωγικό προσανατολισμό, διότι η Ιαπωνία τούς χρησιμοποιούσε διαρκώς και περισσότερο ως μια εξωχώρια βάση για την επανεξαγωγή εν μέρει δικών της βιομηχανικών προϊόντων στην αμερικανική αγορά. Άνθησαν οι μεικτές επιχειρήσεις με Ιάπωνες. Οι Κορεάτες τούς χρησιμοποιούσαν για να αποκτήσουν τεχνολογία και πείρα στις ξένες αγορές. Το κορεατικό κράτος υποστήριξε αυτή την εξαγωγική στρατηγική αξιοποιώντας τις εσωτερικές αποταμιεύσεις, ανταμείβοντας τις επιτυχημένες επιχειρήσεις και ενθαρρύνοντας τη συγχώνευσή τους σε σάε- μπολ (μεγάλες ενοποιημένες επιχειρήσεις όπως οι Hyundai, Daewoo και Samsung), παρέχοντάς τους εύκολη πρόσβαση στην πίστωση, φορολογικά πλεονεκτήματα, προμήθειες εισροών, έλεγχο του εργατικού δυναμικού και υποστήριξη για την απόκτηση προσβάσεων στις ξένες (την αμερικανική ιδίως) αγορές. Αρκετά σάεμπολ, στηριζόμενα στη στρατηγική ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας (με επίκεντρο τη χαλυβουργία, τη ναυπήγηση πλοίων, τα πετροχημικά, τα ηλεκτρονικά, τα αυτοκίνητα και τον μηχανικό εξοπλισμό), στράφηκαν προς ευρύτερους στόχους και έγιναν παγκόσμιοι παίκτες σ’ αυτούς τους κλάδους, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και εξής. Έγιναν επίσης ο ενεργός πυρήνας δύναμης μιας πιο πλούσιας από ποτέ εγχώριας καπιταλιστικής τάξης. Καθώς το μέγεθος και οι πόροι τους αυξάνονταν (περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980 τρία σάεμπολ παρήγαγαν το ένα τρίτο του εθνικού προϊόντος), άλλαξε η σχέση μεταξύ αυτών των μεγάλων ομίλων και του κράτους. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, «είχαν αρκετή δύναμη και επιρροή για να εξαπολύσουν μια εκστρατεία με στόχο το επίμονο ξήλωμα του εντυπωσιακού ρυθμιστικού μηχανισμού του κράτους». Η καπιταλιστική τάξη, με δεδομένη τη σταθερή της θέση στο διεθνές εμπόριο, δεν εξαρτιόταν πλέον από το κράτος και έχοντας αυτόνομη πρόσβαση στις πιστώσεις, ευνοούσε τη δική της παραλλαγή της νεοφιλελευθεροποίησης.28
Η παραλλαγή αυτή βασιζόταν στην προστασία των προνομίων της με την ταυτόχρονη άρση των ρυθμιστικών ελέγχων. Οι τράπεζες στην πραγματικότητα ιδιωτικοποιήθηκαν. Ο στενός και συχνά διεφθαρμένος δεσμός εξουσίας που συνέδεε τόσο σφιχτά την ηγεσία των σάεμπολ με το κράτος αποδείχθηκε πολύ ανθεκτικός για να σπάσει και οι κορεατικές τράπεζες δάνειζαν εξίσου πολλά χρήματα για να ικανοποιήσουν πολιτικές εύνοιες όσο και για υγιείς επενδυτικούς σκοπούς. Οι κορεατικές επιχειρήσεις χρειάζονταν επίσης τη φιλελευθεροποίηση των εμπορικών σχέσεων και των κεφαλαιακών ροών (κάτι που επιβλήθηκε και
148
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
149
ΣΧΗ
ΜΑ
4.4
Η Ν
ότια
Κορ
έα ε
ξαπλ
ώνε
ται σ
το ε
ξωτε
ρικό
: άμε
σες
ξένε
ς επ
ενδύ
σεις
, 200
0
Νεοφιλελευθερισμός
εκ των έξω, μέσω του Γύρου της Ουρουγουάης της GATT το 1986), έτσι ώστε να μπορούν να επενδύσουν το πλεονάζον κεφάλαιο ελεύθερα στο εξωτερικό (Σχήμα 4.4). Το κορεατικό κεφάλαιο ασχολήθηκε με την ε- ξωχώρια παραγωγή χρησιμοποιώντας πιο φθηνό και πιο υπάκουο εργατικό δυναμικό. Έτσι άρχισε να εξαγάγει τις υποβαθμισμένες εργασιακές πρακτικές μέσω των υπεργολαβικών δικτύων κορεατικής ιδιοκτησίας που έφθασαν μέχρι τη Λατινική Αμερική και τη Νότια Αφρική, όπως επίσης στις περισσότερες χώρες της Ανατολικής και της Νο- τιο-ανατολικής Ασίας. Μετά την ανατίμηση του γιεν, το 1995, η Ιαπωνία στράφηκε προς τις εξωχώριες παραγωγικές δραστηριότητες σε τόπους με χαμηλούς μισθούς, στην Ταϊλάνδη, την Ινδονησία και τη Μαλαισία. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την είσοδο της Κίνας στην παγκόσμια αγορά, ενέτεινε τον ενδοπεριφερειακό ανταγωνισμό. Ενώ αρχικά οι Κινέζοι ανταγωνίστηκαν τη Νότια Κορέα (και άλλες χώρες της περιοχής) σε τομείς παραγωγής χαμηλής προστιθέμενης αξίας (όπως τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα), με ταχείς ρυθμούς κινήθηκαν προς τα επάνω στην αλυσίδα της προστιθέμενης αξίας. Η αντίδραση των Νοτιοκοερατών ήταν να μετατοπίσουν το μεγαλύτερο μέρος της εξω- χώριας παραγωγής στην Κίνα μέσω άμεσων επενδύσεων, κάτι που ήταν καλό για τις κορεατικές εταιρείες, αλλά καθόλου καλό για την απασχόληση των Κορεατών εργαζομένων.
Μετά από μια μεγάλη αύξηση των εξαγωγών, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η κορεατική βιομηχανία υπέκυψε στον ανταγωνισμό, έχασε εξαγωγικές αγορές και κατέρρευσε η κερδοφορία της μετά το 1990. Τα σάεμπολ κατέφυγαν στο δανεισμό, όλο και πιο πολύ από ξένες τράπεζες. Οι κορεατικές επιχειρήσεις απέκτησαν μια πολύ ψηλή αναλογία χρέους-προς μετοχικό κεφάλαιο και συνεπώς έγιναν ευάλωτες σε οποιαδήποτε απότομη αύξηση των επιτοκίων.29 Στο εσωτερικό μέτωπο η Νότια Κορέα έπρεπε να αντιμετωπίσει επίσης την αυξανόμενη δύναμη των οργανωμένων εργατών. Η μαζική εκβιομηχάνιση είχε ως συνέπεια την εξίσου μαζική προλεταριοποίηση και αστικοποίηση, που ευνοούσαν την οργάνωση των εργαζομένων. Τα πρώτα χρόνια, οι ανεξάρτητες συνδικαλιστικές οργανώσεις αντιμετωπίστηκαν με άγρια καταστολή. Όμως, η δολοφονία του Παρκ (από τον επικεφαλής της μυστικής του υπηρεσίας), το 1979, που είχε ως επακόλουθο μια κτηνώδη σφαγή διαδηλωτών στο Κουανγκτσού το 1980, άναψε τη φλόγα ενός λαϊκού κινήματος φοιτητών, πολιτών και εργατών υπέρ του εκδημοκρατισμού. Επίσημα η χώρα εκδημοκρατίστηκε το 1987. Στη συνέχεια,
15 0
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
οι μισθοί αυξήθηκαν, καθώς τα συνδικάτα σταθεροποιούσαν τη δύναμή τους, παρά τη συνεχιζόμενη κυβερνητική καταστολή. Οι εργοδότες ήθελαν πιο ευέλικτες αγορές εργασίας, αλλά η μια κυβέρνηση μετά την άλλη δυσκολευόταν να εφαρμόσει τέτοιες πολιτικές. Η συγκρότηση και νομιμοποίηση της δημοκρατικής Κορεατικής Συνομοσπονδίας Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, το 1995, επιβεβαίωσε την αυξανόμενη δύναμη των οργανωμένων εργατών.30
Η φθίνουσα ικανότητα του κράτους να επιβάλει πειθαρχία στο κεφάλαιο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 επιδεινώθηκε με την κρίση των ετών 1997-98. Το ξένο κεφάλαιο επί μακρόν προσπαθούσε να αποκτήσει ευκολότερη πρόσβαση στην παραδοσιακά προστατευμένη εσωτερική αγορά, όπως και να επιτύχει την περαιτέρω φιλελευθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η εξελισσόμενη αρχιτεκτονική του διεθνούς εμπορίου και της χρηματοοικονομίας εξασφάλισε ένα βαθμό επιτυχίας σ’ αυτό το μέτωπο, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Με αντίτιμο μια ισχυρή δόση χρηματοπιστωτικής φιλελευθεροποίησης, η Κορέα εξασφάλισε την υποστήριξη του Κλίντον για την είσοδό της στον ΟΟΣΑ (Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης). Ωστόσο, του ξεσπάσματος της κρίσης προηγήθηκε μια εργατική αναταραχή που στόχευε τα σάεμπολ (τα οποία εκείνη την περίοδο επιδίωκαν την απόλυση χιλιάδων εργατών) και εξέφραζε τη διαμαρτυρία για τις κατασταλτικές κυβερνητικές πολιτικές έναντι των συνδικάτων. Τον Μάρτιο του 1997, η κυβέρνηση ενέκρινε τον καινούργιο εργατικό κώδικα που ει- σήγαγε ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις και επίσης, σιωπηρά, επέτρεπε τις απολύσεις.31 Όμως, πολλά σάεμπολ ήταν βαριά χρεωμένα σε όλο και πιο καχύποπτους ξένους δανειστές και στις εγχώριες τράπεζες οι οποίες είχαν ήδη ένα μεγάλο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η δε κυβέρνηση βρισκόταν σε τέτοια θέση αδυναμίας από την άποψη των ξένων αποθεματικών, ώστε αδυνατούσε να κάνει οτιδήποτε. Αρκετά σάεμπολ, όπως τα Hansin και Hambo Steel, κήρυξαν πτώχευση το πρώτο εξάμηνο του 1997, πριν από το πλήγμα της νομισματικής κρίσης. Ό ταν ξέσπασε η νομισματική κρίση, οι ξένες τράπεζες απέσυραν την υποστήριξή τους στη Νότια Κορέα, αναγκάζοντας πολύ περισσότερα σάεμπολ, όπως και την ίδια τη χώρα εξάλλου, να φθάσουν σχεδόν στη χρεοκοπία.32
Οι ΗΠΑ δεν είχαν λόγο να προσφέρουν οικονομική βοήθεια (ο Ψ υχρός Πόλεμος είχε τελειώσει) και αντί αρωγής ακολούθησαν τις υπαγορεύσεις της Γσυόλ Στριτ η οποία ασκούσε επί μακρόν πιέσεις για τη
Ο:
Νεοφιλελευθερισμός
φιλελευθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, για τους δικούς της λόγους κερδοφορίας. Ο Στίγκλιτς αναγνώρισε ότι θυσιάστηκε το αμερικανικό εθνικό συμφέρον υπέρ των στενών συμφερόντων των χρηματοοικονομικών κερδών της Γουόλ Στριτ.33 Ό ταν ξέσπασε η ασιατική κρίση, η Νότια Κορέα παροτρύνθηκε από το ΔΝΤ να αυξήσει τα επιτόκια για να προστατεύσει το νόμισμά της και ακολουθώντας αυτή τη συμβουλή έριξε όλη της την οικονομία σε μια ακόμη βαθύτερη ύφεση. Η ύφεση ανάγκασε πολλές εταιρείες που είχαν υψηλή αναλογία χρέους προς μετοχικό κεφάλαιο να πτωχεύσσυν. Αμέσως μετά ακολούθησαν υψηλή ανεργία, μείωση των επιπέδων των μισθών και ακόμη περισσότερες χρεοκοπίες σάεμπολ (η Daewoo χρεοκόπησε και η Hyundai έφτασε πολύ κοντά στη χρεοκοπία). Η κυβέρνηση έκανε έκκληση στο ΔΝΤ και στις ΗΠΑ. Με αντάλλαγμα τα 55 δισεκατομμύρια δολάρια της διάσωσης συμφώνησε να ανοίξει τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στην ξένη ιδιοκτησία και να επιτρέψει στις ξένες επιχειρήσεις να λειτουργούν άνευ περιορισμών. Οι όροι της διάσωσης δεν ήταν πειστικοί και δέκα ημέρες αργότερα, εν όψει επικείμενης αθέτησης, συνήφθη μια καινούργια συμφωνία με την οποία οι τράπεζες-δανειστές επανακαθόρισαν τους όρους για το κορεατικό χρέος («συμμετοχή στη διάσωση») με αντάλλαγμα προνομιακή πρόσβαση στο μελλοντικό εισόδημα (μέθοδοι παρόμοιες με τη λύση που δόθηκε στην πόλη της Νέας Υόρκης). Το αποτέλεσμα ήταν οι «Κορεάτες να υποφέρουν από τις μαζικές χρεοκοπίες μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων και από την ύφεση που συρρίκνωσε το εθνικό εισόδημα κατά 10% και αύξησε το ποσοστό της ανεργίας σχεδόν σε 9%».34 Δύο μαθήματα αντλούνται από όλα αυτά. Πρώτον, «οι Κορεάτες έμαθαν με τον πιο σκληρό τρόπο ότι τη στιγμή που καταστρέφονταν οικονομικά, οι ΗΠΑ επέλεξαν να υποστηρίξουν το τοπικό ιδιοτελές τους συμφέρον»· δεύτερον, ότι οι ΗΠ Α καθόριζαν πλέον το συμφέρον τους εξ ολοκλήρου βάσει των όρων της Γουόλ Στριτ και του χρηματιστικού κεφαλαίου.35 Στην πραγματικότητα, η συμμαχία Γουόλ Στριτ-υπουργείου Οικονομικών ΗΠΑ-ΔΝΤ έκανε στην Κορέα ό,τι είχαν κάνει οι επενδυτικές τράπεζες στην πόλη τη Νέας Υόρκης, στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Η επακόλουθη αναζωογόνηση της κορεατικής οικονομίας (που στηρίχθηκε εν μέρει στην αγνόηση των συμβουλών του ΔΝΤ όσον αφορά την αναδιάρθρωση, όπως επίσης και στο ότι, λόγω της γενικότερης κατάστασης, είχε μειωθεί κατά πολύ η μαχητικότητα των εργαζομένων) αύξησε πρώτα και πάνω α π ’ όλα τη ροή του φόρου υποτέλειας προς τα χρηματοκιβώτια της Γουόλ Στριτ και
152
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
συνεπώς αύξησε τη συγκεντρωμένη δύναμη της ταξικής εξουσίας της ελίτ στις ΗΠΑ. Η ισχύς των αάεμπολ είτε διασκορπίστηκε είτε ανασυγκροτήθηκε, καθώς το ξένο κεφάλαιο εισήλθε μ’ ένα κύμα συγχωνεύσεων και επιθετικών εξαγορών, που σχέδιασαν οι φορείς αυτού που ονομάστηκε χονδροειδώς «αρπακτικό κεφάλαιο» από το εξωτερικό. Η εσωτερική ταξική δομή είναι ρευστή, καθώς το νοτιοκορεατικό κεφάλαιο μετασχηματίζει τις σχέσεις του τόσο με το κράτος όσο και με την παγκόσμια αγορά. Αλλά πίσω από αυτό, τα δεδομένα δείχνουν ότι η εισοδηματική ανισότητα και η φτώχεια εκτοξεύτηκαν στα ύψη κατά τη διάρκεια και μετά την κρίση. Η αυξανόμενη προσωρινότητα και «ευελιξία» του εργατικού δυναμικού (ιδιαίτερα εις βάρος των γυναικών), που ενισχύεται από έναν ακόμη γύρο κρατικής καταστολής των εργατικών και των κοινωνικών κινημάτων, σηματοδοτεί μια καινούργια ταξική επίθεση εναντίον των λιγότερο εύπορων, επίθεση που δεν μπορεί παρά να προμηνύει τις συνήθεις συνέπειες όσον αφορά τη συγκέντρωση της ταξικής ισχύος, μέσα και έξω από τη χώρα.
Σουηδία
Πιθανώς πουθενά στον δυτικό κόσμο δεν απειλήθηκε περισσότερο η ισχύς του κεφαλαίου με δημοκρατικά μέσα από ό,τι στη Σουηδία της δεκαετίας του 1970. Υπό τη διακυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών από τη δεκαετία του 1930, η ισορροπία των ταξικών δυνάμεων στη Σουηδία είχε σταθεροποιηθεί γύρω από μια ισχυρή συγκεντρωτική συνδικαλιστική δομή που διαπραγματευόταν συλλογικά και απευθείας με τη σουηδική καπιταλιστική τάξη, για τους μισθούς, τα επιδόματα, τους όρους των συμβάσεων και τα συναφή. Πολιτικά, το σουηδικό κράτος πρόνοιας είχε οργανωθεί γύρω από τα ιδανικά του αναδιανεμητικού σοσιαλισμού με προοδευτική φορολογία και η μείωση της εισοδηματικής ανισότητας και της φτώχειας επιτεύχθηκε εν μέρει μέσω της παροχής εξελιγμένων υπηρεσιών πρόνοιας. Η τάξη των καπιταλιστών, μολονότι μικρή, ήταν εξαιρετικά ισχυρή. Σε αντίθεση με πολλά άλλα κοινωνικο-δημοκρατικά και κράτη διευθυνόμενης οικονομίας, η Σουηδία είχε αποφύγει την εθνικοποίηση των δεσποζουσών επιχειρήσεων της οικονομίας (εξαιρου- μένων των μεταφορών και των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας). Ενώ υπήρχαν πολλές μικρές επιχειρήσεις, ελάχιστες οικογένειες είχαν στην ιδιοκτησία τους ένα δυσανάλογο μερίδιο μέσων παραγωγής.
Όπως σε όλες σχεδόν τις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, η ερ
53
Νεοφιλελευθερισμός
γατική αναταραχή έλαβε μεγάλες διαστάσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1960, δίνοντας το έναυσμα σε ένα κύμα μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της ρύθμισης των οικονομικών δραστηριοτήτων, που έκαμψε την ισχύ του κεφαλαίου και επέκτεινε την ισχύ των εργαζομένων ακόμη και στους χώρους εργασίας. Η πρόταση που απείλησε περισσότερο την τάξη των καπιταλιστών ήταν το Σχέδιο Rehn-Meidner. Έ νας φόρος της τάξης του 20% επί των εταιρικών κερδών θα πήγαινε στα ταμεία των μισθωτών που ελέγχονταν από τα συνδικάτα, για να επανεπενδυθεί στις εταιρείες. Το αποτέλεσμα θα ήταν να μειώνεται σταθερά η σημασία της ατομικής ιδιοκτησίας και να αναπτύσσεται η συλλογική ιδιοκτησία την οποία θα διαχειρίζονταν οι αντιπρόσωποι των εργατών. Αυτό το σχέδιο ισοδυναμούσε με «μετωπική επίθεση στην ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας». Όσο γενναιόδωροι και αν ήταν οι όροι εξαγοράς, η τάξη των καπιταλιστών απειλήθηκε με σταδιακή εξσυδετέρωση ως ξεχωριστή τάξη. Και αντέδρασε ανάλογα.36
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και εξής, η Ομοσπονδία Σουηδών Εργοδοτών (αναμφίβολα μιμούμενη την ομόλογή της στις ΗΠΑ) αύξησε τα μέλη της, δημιούργησε ένα τεράστιο πολεμικό ταμείο και εξαπέλυσε μια προπαγανδιστική εκστρατεία κατά της υπερβολικής ρύθμισης, με στόχο την αύξουσα φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, τη μείωση των φορολογικών βαρών και την υπαναχώρηση από τις υπερβολικές δεσμεύσεις του κράτους πρόνοιας, οι οποίες, κατά την άποψή της, προκαλούσαν οικονομική στασιμότητα. Όταν όμως ήλθε στην εξουσία το κεντροδεξιό Συντηρητικό Κόμμα, το 1976, αντικαθιστώντας τους Σοσιαλδημοκράτες πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1930, απέτυ- χε να θέσει σε εφαρμογή τις προτάσεις των εργοδοτών. Τα συνδικάτα ήταν πολύ ισχυρά και η κοινή γνώμη δεν είχε πεισθεί. Όταν κατέστη σαφές πως ούτε η άμεση αντιπαράθεση με τα εργατικά συνδικάτα μέσω λοκάουτ ούτε η άρνηση συνεργασίας για τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις ήταν αποτελεσματικά μέσα, οι εργοδότες κινήθηκαν προς την υπονόμευση των θεσμικών διευθετήσεων του κορπορατίστικου κράτους αντί να συνεχίσουν την αντιπαράθεση. Το 1983, αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στην κεντρική διαπραγμάτευση των συλλογικών συμβάσεων. Στο εξής οι διαπραγματεύσεις για τους μισθούς και τα επιδόματα έπρεπε να διεξάγονται σε κάθε επιχείρηση ξεχωριστά. Κατάφεραν να πείσουν ένα συνδικάτο να συμφωνήσει μ’ αυτή την τακτική και έτσι έφθειραν σοβαρά τη συλλογική δύναμη των εργαζομένων.
Όμως, το αποτελεσματικότερο όλων ήταν η προπαγανδιστική εκ
ΐ5 4
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
στρατεία των εργοδοτών. Χρησιμοποίησαν τον έλεγχό τους στην απονομή του βραβείου Νόμπελ για τα οικονομικά, προκειμένου να εδραιώσουν το νεοφιλελευθερισμό στους κόλπους της σουηδικής οικονομικής σκέψης. Καλλιεργήθηκαν προσεκτικά τα μακροχρόνια παράπονα που εξέφραζαν διανοούμενοι και επαγγελματίες για την τυραννία των απόψεων περί γενικής ωφελιμότητας και για τις πολιτικές υψηλής φορολογίας του σουηδικού κράτους, μέσα από ένα αυξανόμενο κύμα λογοκο- πίας που υμνούσε τις ατομικές ελευθερίες και το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής. Αυτές οι συζητήσεις δονούσαν τα ΜΜΕ και απέκτησαν μεγάλο αντίκρισμα στη λαϊκή φαντασία. Πάνω α π’ όλα, το «think tank» των εργοδοτών -το Κέντρο Μελετών για τις Επιχειρήσεις και την Πολιτι- κή- χρηματοδότησε σοβαρές έρευνες σχετικά με τις οικονομικές δομές και προοπτικές (όπως το NBER στις ΗΠΑ) που ξανά και ξανά αποδεί- κνυαν «επιστημονικά» στις πολιτικές ελίτ και στο κοινό ότι το κράτος πρόνοιας ήταν η ουσιαστική αιτία της οικονομικής στασιμότητας.37
Η πραγματική στροφή προς το νεοφιλελευθερισμό επήλθε με την εκλογή μιας συντηρητικής κυβέρνησης το 1991. Εν μέρει ο δρόμος είχε ανοίξει από τους Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι πιέζονταν διαρκώς και περισσότερο να βρουν τρόπους εξόδου από την οικονομική στασιμότητα. Η μερική εφαρμογή, εκ μέρους των Σοσιαλδημοκρατών, ορισμένων τμημάτων του νεοφιλελεύθερου προγράμματος έδειξε ότι υπήρχε ευρύτερη αποδοχή των πειστικών αναλύσεων του Κέντρου Μελετών για τις Επιχειρήσεις και την Πολιτική. Τώρα, η Αριστερά και όχι η Δεξιά είχε έλλειψη ιδεών. Τα συνδικάτα πείσθηκαν να δεχθούν μισθολογικούς περιορισμούς, προκειμένου να αυξηθούν τα κέρδη και να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις. Η απορρύθμιση των τραπεζικών εργασιών (που οδήγησε σε μια κλασική κερδοσκοπική φούσκα στην κατανομή της πίστωσης και στην αγορά στέγης) και οι φορολογικές περικοπές για τους πλουσιότερους (οι οποίες, επίσης, υποτίθεται πως θα ενθάρρυναν τις επενδύσεις) είχαν εφαρμοστεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η κεντρική τράπεζα (πάντα συντηρητική) άλλαξε τελικά την αποστολή της, τασσόμενη στην καταπολέμηση του πληθωρισμού αντί της διατήρησης της πλήρους απασχόλησης. Η κατάρρευση της κερδοσκοπικής φούσκας στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων που ακολούθησε την αύξηση των τιμών του πετρελαίου το 1991 οδήγησε σε φυγή κεφαλαίων και εσωτερικές χρεοκοπίες που κόστισαν ακριβά στη σουηδική κυβέρνηση. Η μομφή για το κραχ ενστικτωδώς αποδόθηκε στις ανεπάρκειες του κράτους πρόνοιας και η συντηρητική κυβέρνηση που ανήλθε στην εξουσία συμ
[55
Νεοφιλελευθερισμός
μεριζόταν το σχέδιο του Σουηδικού Εμπορικού Επιμελητήριου το οποίο πρότεινε ολοσχερή ιδιωτικοποίηση του κράτους πρόνοιας.
Ο Μπλάιθ θεωρεί πως οι προτεινόμενες θεραπείες ήταν εξ ολοκλήρου ακατάλληλες σε εκείνες τις περιστάσεις. Υποστηρίζει πως το πρόβλημα συνίστατο στη «γνωσιακή παγίδευση» - στην ανικανότητα να σκεφθεί κανείς οποιαδήποτε άλλη λύση πέραν αυτής που υπαγόρευε η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. «Ήταν αυτή η ομοιογένεια προσωπικού και ιδεών, συνδυασμένη με την πολιτικοποίηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας που έθεσε αυτές τις καινούργιες ιδέες στην ημερήσια διάταξη και τελικά οδήγησε στο μετασχηματισμό του σουηδικού φιλελευθερισμού». Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν μια σοβαρή ύφεση που μείωσε την παραγωγή και διπλάσιασε το ποσοστό της ανεργίας μέσα σε δύο χρόνια. Εφόσον η κυβέρνηση έχασε την εμπιστοσύνη του κοινού, έπρεπε να βρεθεί άλλος τρόπος για να διατηρηθούν οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Η απάντηση ήταν η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μια κίνηση η οποία «κατανοείται καλύτερα ως προσπάθεια των επιχειρήσεων και των Συντηρητικών να αφήσουν τις οικονομικές ιδέες και τους θεσμούς της ΕΕ να επιτύχουν μέσω της διεθνούς σύγκλισης ό,τι είχαν αποτύχει να κάνουν μέσω της εσωτερικής μεταρρύθμισης». Η ένταξη στην ΕΕ το 1993-94 στέρησε από το κράτος πολλά από τα εργαλεία που είχε προηγουμένως για την καταπολέμηση της ανεργίας και την προώθηση του κοινωνικού μισθού.38 Συνεπώς, ακόμη και όταν επέστρεψαν στην εξουσία οι Σοσιαλδημοκράτες, το 1994, «ακρογωνιαίοι λίθοι της μακροοικονομικής πολιτικής ήταν η μείωση του ελλείμματος, ο έλεγχος του πληθωρισμού και οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, αντί της πλήρους απασχόλησης και της δίκαιης κατανομής του εισοδήματος», δηλαδή όπως ακριβώς υπαγόρευε το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα.39 Η ιδιωτικοποίηση των συντάξεων και των παροχών κοινωνικής πρόνοιας έγινε δεκτή ως αναπόφευκτη. Ο Μπλάιθ ερμηνεύει αυτή την αποδοχή ως μια περίπτωση «εξάρτησης από το παρελθόν» - μια ορισμένη λογική λήψης αποφάσεων που ενεργοποιείται από ηγεμονικές ιδέες που προϋπάρχουν αυτής. Ο εμπεδωμένος φιλελευθερισμός διαβρώθηκε, αλλά δεν κατεδαφίστηκε εντελώς. Το κοινό, ως επί το πλείστον, εξακολουθούσε να υποστηρίζει θερμά τις δομές του συστήματος πρόνοιας που αυτός είχε δημιουργήσει. Βεβαίως, η ανισότητα αυξήθηκε, αλλά με κανέναν τρόπο στα επίπεδα που διαπιστώσαμε στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα επίπεδα φτώχειας εξακολουθούσαν να είναι χαμηλά και τα επίπεδα κοινωνικών παροχών υψηλά. Η Σουηδία αποτελεί ένα παράδειγμα αυτού που θα μπορούσαμε να απο-
156
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
καλέσουμε «εντός ορίων νεοφιλελευθεροποίηση» και η εν γένει πολύ καλύτερη κοινωνική της κατάσταση αντανακλά αυτό ακριβώς το γεγονός.
ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ
Τα τεκμήρια που συγκεντρώθηκαν στο παρόν κείμενο υποδεικνύουν ότι η ακανόνιστη επέκταση της νεοφιλελευθεροποίησης ήταν ένα αποτέλεσμα τόσο της διαφοροποίησης, της καινοτομίας και του ανταγωνισμού (ορισμένες φορές μονοπωλιακού είδους) μεταξύ εθνικών, περιφερειακών και, κάποιες φορές, μητροπολιτικών μοντέλων διακυβέρνησης, όσο και της επιβολής .από κάποια ηγεμονική εξωτερική δύναμη, όπως οι ΗΠΑ. Μια πιο εκλεπτυσμένη ανάλυση υποδεικνύει ένα ευρύ φάσμα παραγόντων που επηρέασαν το βαθμό νεοφιλελευθεροποίησης σε ιδιαίτερες περιπτώσεις. Οι περισσότερες συμβατικές αναλύσεις των δυνάμεων που ωθούν προς το νεοφιλελευθερισμό υποστηρίζουν, κατά κύριο λόγο, ότι επέδρασε ο συνδυασμός των εξής παραγόντων: της ισχύος των νεοφιλελεύθερων ιδεών (που είχαν μεγάλη απήχηση στις περιπτώσεις της Βρετανίας και της Χιλής), της ανάγκης να υπάρξουν αναδράσεις στις χρηματο-οικονομικές κρίσεις πολλών και διαφόρων ειδών (όπως στο Μεξικό και στη Νότια Κορέα) και μιας πιο πραγματιστικής προσέγγισης της μεταρρύθμισης του κρατικού μηχανισμού (όπως στη Γαλλία και την Κίνα), προκειμένσυ να βελτιωθεί η ανταγωνιστική θέση της χώρας στην παγκόσμια αγορά. Παρόλο που τα παραπάνω είναι όλα στοιχεία μιας κάποιας σπουδαιότητας, η μη διερεύνηση των ταξικών δυνάμεων που έπαιξαν ρόλο προκαλεί μεγάλη εντύπωση. Επί παρα- δείγματι, δεν εξετάζεται ούτε καν η πιθανότητα ότι οι κυρίαρχες ιδέες μπορεί να είναι οι ιδέες κάποιας κυρίαρχης τάξης, παρόλο που υπάρχουν συντριπτικές αποδείξεις ότι πραγματοποιήθηκαν σοβαρές παρεμβάσεις τμήματος των επιχειρηματικών ελίτ και των χρηματοπιστωτικών συμφερόντων στην παραγωγή ιδεών και ιδεολογιών: με επενδύσεις σε «think tanks», στην εκπαίδευση τεχνοκρατών και με τον έλεγχο των ΜΜΕ. Αποκλείεται επίσης ως συνωμοτική η πιθανότητα ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις θα μπορούσαν να προκαλούνται από κεφαλαιακές επιδρομές, κεφαλαιακή φυγή ή χρηματιστική κερδοσκοπία ή ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις σχεδιάζονται σκόπιμα για να διευκολύνουν τη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης περιουσιακών στοιχείων από άλλους, παρόλο που υπάρχουν αμέτρητα ύποπτα σημάδια συντονισμένων κερ
157
Νεοφιλελευθερισμός
δοσκοπικών επιθέσεων στο ένα ή στο άλλο νόμισμα. Φαίνεται πως χρειαζόμαστε ένα ευρύτερο πλαίσιο ερμηνείας των περίπλοκων και γεωγραφικά ακανόνιστων μονοπατιών της νεοφιλελευθεροποίησης.
Πρέπει να δώσουμε προσοχή στις συνθήκες και τις θεσμικές διευθετήσεις που δημιουργούν αυτό το πλαίσιο, εφόσον ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό από τη Σιγκαπούρη στο Μεξικό, τη Μοζαμβίκη, τη Σουηδία και τη Βρετανία, και στην ευχέρεια προσηλυτισμού στο νεοφιλελευθερισμό που ήταν και αυτή ποικιλόμορφη, κατά συνέπεια. Ιδιαίτερα προβληματική είναι η περίπτωση της Νότιας Αφρικής. Με τις ελπίδες που γέννησε η κατάρρευση τους καθεστώτος του απαρτχάιντ και αναζητώντας απελπισμένα να επανενσωματωθεί στην παγκόσμια οικονομία, η Νότια Αφρική πείσθηκε εν μέρει, και εν μέρει εξαναγκάστηκε, από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα να ενστερνιστεί τη νεοφιλελεύθερη γραμμή, και το αποτέλεσμα ήταν αυτό που μπορούσε κανείς να προβλέψει: το οικονομικό απαρτχάιντ επιβεβαιώνει σήμερα ευρέως το ρατσιστικό απαρτχάιντ που προϋπήρχε.40 Η συνεχώς μεταβαλλόμενη εσωτερική ισορροπία των ταξικών δυνάμεων μέσα σε ένα δεδομένο κράτος ήταν επίσης ένας ακόμη κρίσιμος προσδιοριστικός παράγοντας. Στο βαθμό που οι οργανωμένοι εργάτες κατάφεραν να διατηρήσουν ή να αποκτήσουν (στην περίπτωση της Νότιας Κορέας) ισχυρή παρουσία, η νεοφιλελευθεροποίηση αντιμετώπισε ισχυρά και σε ορισμένες περιπτώσεις ανυπέρβλητα εμπόδια. Η εξασθένηση (όπως στη Βρετανία και τις ΗΠΑ), η παράκαμψη (όπως στη Σουηδία) ή η βίαιη καταστροφή (όπως στη Χιλή) των δυνάμεων των οργανωμένων εργατών είναι μια αναγκαία προϋπόθεση της νεοφιλελευθεροποίησης. Για τον ίδιο λόγο, η νεοφιλελευθεροποίηση συχνά εξαρτήθηκε από την αυξανόμενη δύναμη, αυτονομία και συνοχή των επιχειρήσεων και των εταιρειών και την ικανότητά τους ως τάξης να ασκούν πίεση στην κρατική εξουσία (όπως στις ΗΠΑ και τη Σουηδία). Αυτή η ικανότητα ασκείται πιο εύκολα απευθείας μέσω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τρόπου συμπεριφοράς στην αγορά, επιδρομών του κεφαλαίου ή φυγής του κεφαλαίου και εμμέσως με τον επηρεασμό των εκλογικών διαδικασιών, με τις ομάδες πίεσης, με τη δωροδοκία και τη διαφθορά ή, ακόμη πιο ανεπαίσθητα, μέσω του ελέγχου της δύναμης των οικονομικών ιδεών. Ο βαθμός που ο νεοφιλελευθερισμός ενσωματώθηκε στον αυθόρμητο τρόπο με τον οποίο σκέφτεται γενικά ο πολύς κόσμος ποίκιλλε πολύ, και αυτό είχε να κάνει με το πόσο δυνατή ήταν η πίστη στη δύναμη της κοινωνικής αλληλεγγύης και με τη βαρύτητα των παραδό
[58
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
σεων συλλογικής κοινωνικής ευθύνης και προσφοράς. Συνεπώς, οι πολιτισμικές και πολιτικές παραδόσεις που αποτελούν τα θεμέλια του κοινού νου των λαϊκών ανθρώπων έπαιξαν το ρόλο τους στη διαφοροποίηση του βαθμού πολιτικής αποδοχής των ιδανικών της ατομικής ελευθερίας και των σκοπών της ελεύθερης αγοράς σε αντίθεση με άλλες μορφές κοινωνικότητας.
Όμως, η πιο ενδιαφέρουσα, πιθανώς, πτυχή της νεοφιλελευθερο- ποίησης προκύπτει από την πολυσύνθετη αλληλεπίδραση της εσωτερικής δυναμικής και των εξωτερικών δυνάμεων. Ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι τελευταίες μπορεί δικαίως να ερμηνεύονται ως κυρίαρχες, στις περισσότερες περιπτώσεις οι σχέσεις είναι πολύ πιο περίπλοκες. Στη Χιλή, σε τελευταία ανάλυση, ήταν οι ανώτερες τάξεις εκείνες που επιδίωξαν τη βοήθεια των ΗΠΑ για την οργάνωση του πραξικοπήματος και εκείνες επίσης που δέχθηκαν τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση ως πορεία προς τα εμπρός, αν και αυτό έγινε βάσει των συμβουλών εκπαιδευμένων στις ΗΠΑ τεχνοκρατών. Και στη Σουηδία οι εργοδότες επιδίωξαν την ενσωμάτωση στην ΕΕ ως μέσο διασφάλισης του εσωτερικού νεοφιλελεύθερου προγράμματος που αντιμετώπιζε δυσκολίες εφαρμογής. Ακόμη και τα πιο δρακόντεια προγράμματα διαρθρωτικής αναπροσαρμογής του ΔΝΤ είναι απίθανο να προχωρήσουν χωρίς έστω και μικρή εσωτερική υποστήριξη από κάποια δύναμη. Ορισμένες φορές δίνεται η εντύπωση ότι το ΔΝΤ απλώς παίρνει την ευθύνη να κάνει αυτό που θέλουν οπωσδήποτε να γίνει κάποιες εσωτερικές ταξικές δυνάμεις. Και υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις επιτυχούς απόρριψης των συμβουλών του ΔΝΤ, ώστε να μας δείχνουν ότι το σύμπλεγμα Γσυόλ Στριτ-υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ-ΔΝΤ δεν είναι τόσο παντοδύναμο όσο προβάλλεται ορισμένες φορές. Μόνο όταν η εσωτερική δομή εξουσίας έχει μετατραπεί σε κενό κέλυφος και όταν οι εσωτερικές θεσμικές διευθετήσεις βρίσκονται σε εντελώς χαοτική κατάσταση, είτε εξαιτίας της κατάρρευσης (όπως στην πρώην Σοβιετική Ένωση και την Κεντρική Ευρώπη), είτε εξαιτίας εμφυλίων πολέμων (όπως στη Μοζαμβίκη, τη Σενεγάλη ή τη Νικαράγουα) ή εξαιτίας εκφυλιστικής αδυναμίας (όπως στις Φιλιππίνες), βλέπουμε τις εξωτερικές δυνάμεις να ενορχηστρώνουν ελεύθερα τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο βαθμός επιτυχίας μάλλον είναι μικρός, διότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ισχυρό κράτος, ισχυρή αγορά και νομικούς θεσμούς.
Αναμφίβολα ισχύει επίσης ότι η πίεση επί όλων των κρατών να δη
159
Νεοφιλελευθερισμός
μιουργήσουν «καλό επιχειρηματικό κλίμα», για να προσελκΰσουν και να κρατήσουν το γεωγραφικά μετακινούμενο κεφάλαιο, έχει παίξει το ρόλο της, ιδίως στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες (όπως η Γαλλία). Το παράξενο, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι ο τρόπος με τον οποίο η νεοφιλελευθεροποίηση και το καλό επιχειρηματικό κλίμα θεωρούνται πολύ συχνά ένα και το αυτό, όπως στην Development Report, του 1994, της Παγκόσμιας Τράπεζας.41 Εάν η νεοφιλελευθεροποίηση προκαλεί κοινωνική αναταραχή και πολιτική αστάθεια, στα επίπεδα που αυτά τα φαινόμενα έφθασαν στην Ινδονησία ή στην Αργεντινή τα τελευταία χρόνια, ή εάν καταλήγει σε ύφεση και περιορισμούς της επέκτασης των εσωτερικών αγορών, τότε θα μπορούσε να ειπωθεί εξίσου εύκολα ότι η νεοφιλελευθεροποίηση απωθεί παρά ενθαρρύνει τις επενδύσεις.42 Ακόμη και όταν κάποια πτυχή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ας πούμε αυτή που αφορά τις ευέλικτες αγορές εργασίας ή τη χρηματοπιστωτική φιλελευθεροποίηση, έχει εδραιωθεί πλήρως, δεν είναι σαφές ότι επαρκεί για να δελεάσει το μετακινούμενο κεφάλαιο. Εκτός αυτού, υπάρχει το ακόμη σοβαρότερο πρόβλημα τι είδους κεφάλαιο προσελκύεται. Το κεφάλαιο χαρτοφυλακίων ελκύεται εξίσου εύκολα από την άνθηση της κερδοσκοπίας όπως και από τις σταθερές θεσμικές διευθετήσεις και την ανάπτυξη των υποδομών που μπορούν να ελκύσουν κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η προσέλκυση «αρπακτικού κεφαλαίου» δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί άξιο λόγου επίτευγμα, αλλά αυτό ακριβώς κατορθώνει πάρα πολύ συχνά η νεοφιλελευθεροποίηση (όπως αναγνωρίζουν δημοσίως επικριτές σαν τον Στίγκλιτς).
Ρόλο επίσης έπαιξαν πιθανοί γεωπολιτικοί υπολογισμοί. Η θέση της Νότιας Κορέας ως κράτους της πρώτης γραμμής στη διάρκεια του Ψ υχρού Πολέμου, αρχικά της εξασφάλισε την αμερικανική υποστήριξη προς τις αναπτυξιακές πολιτικές της. Η θέση της Μοζαμβίκης ως κράτους πρώτης γραμμής οδήγησε σε έναν εμφύλιο πόλεμο που πυροδοτήθηκε από τη Νότια Αφρική, προκειμένου να υπονομεύσει την προσπάθεια του μετώπου Frelimo να οικοδομήσει το σοσιαλισμό. Η Μοζαμβίκη, η οποία εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου βυθίστηκε στα χρέη, έγινε εύκολο θύμα της ροπής του ΔΝΤ προς τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση.43 Οι αντεπαναστατικές κυβερνήσεις που υποστήριζαν οι ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική, στη Χιλή και αλλού συχνά οδήγησαν σε παρόμοια αποτελέσματα. Ακόμη και η συγκεκριμένη γεωγραφική θέση του Μεξικού, η άμεση γειτνίασή του με τις ΗΠΑ που το καθιστούσε ιδιαίτερα ευάλωτο στις πιέσεις τους, έπαιξε το ρόλο της. Επίσης το ότι οι ΗΠΑ δεν
Ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση
χρειάζεται πλέον να αμύνονται έναντι της απειλής του κομουνισμού σημαίνει πως δεν πρέπει να ανησυχούν πια υπέρ το δέον εάν οι νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις προκαλούν μαζική ανεργία και κοινωνική αναταραχή στη μια ή την άλλη χώρα. Έτσι οι ΗΠΑ δεν προσέτρεξαν στην οικονομική διάσωση της Ταϊλάνδης, όταν βρέθηκε σε μεγάλη οικονομική δυσπραγία, και οι πιστοί Ταϊλανδοί, οι οποίοι είχαν υποστηρίξει τους Αμερικανούς σε όλη τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, εξοργίστηκαν. Πράγματι, τα αμερικανικά, όπως επίσης και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έπαιξαν το ρόλο του αρπακτικού κεφαλαίου με μεγάλη ευχαρίστηση.
Ωστόσο, μέσα σ’ αυτήν περίπλοκη ιστορία της ακανόνιστης νεοφι- λελευθεροποίησης, ένα γεγονός εμφανίζεται επίμονα: η γενική τάση αύξησης της κοινωνικής ανισότητας και έκθεσης των λιγότερο τυχερών ομάδων σε κάθε κοινωνία -στην Ινδονησία, το Μεξικό ή στη Βρετανία- στους ψυχρούς ανέμους της λιτότητας και στη βαριά μοίρα της αυξανόμενης περιθωριοποίησης. Παρόλο που αυτή η τάση αμβλύνθηκε πότε σε μια χώρα και πότε σε μιαν άλλη με την εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών, τα αποτελέσματα στο άλλο άκρο του κοινωνικού φάσματος ήταν πολύ θεαματικά. Η απίστευτη συγκέντρωση πλούτου και δύναμης που σήμερα παρατηρείται στις ανώτερες εισοδηματικές κατηγορίες του καπιταλισμού δεν έχει ξανασυμβεί από τη δεκαετία του 1920. Οι ροές φόρου υποτέλειας προς τα μεγάλα χρηματο-οικονομικά κέντρα του κόσμου ήταν εκπληκτικές. Το πιο εκπληκτικό όλων όμως είναι το ότι όλα αυτά θεωρήθηκαν ως ένα απλό, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και ατυχές, υποπροϊόν της νεοφιλελευθεροποίησης. Η ίδια η ιδέα ότι θα μπορούσε να είναι -ότι είναι για την ακρίβεια- ο θεμελιώδης πυρήνας της ίδιας της νεοφιλελευθεροποίησης φαίνεται αδιανόητη. Μια εκδήλωση της ευφυΐας της νεοφιλελεύθερης θεωρίας ήταν το να δημιουργήσει ένα πολύ βολικό προσωπείο κοσμημένο με θαυμάσιες λέξεις που χαϊδεύουν τα αφτιά, όπως ελευθερία, αυτονομία, επιλογή και δικαιώματα, προκειμένου να κρύψει τις θλιβερές πραγματικότητες της παλινόρθωσης ή ανασυγκρότησης της γυμνής ταξικής ισχύος των ελίτ, τοπικά και υπερεθνικά, αλλά ιδίως στα βασικά χρηματοπιστωτικά κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού.
1 6 1
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 5
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1978, Η ΥΠΟ ΤΟΝ ΝΤΕΝΓΚ ΣΙΑΟ-ΠΙΝΓΚ ΚΙΝΕΖΙΚΗ ηγεσία, αντιμέτωπη με τη διττή δυσκολία της πολιτικής αβεβαιότητας μετά το θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ, που συνέβη το 1976, και της
οικονομικής στασιμότητας που διαρκοΰσε επί αρκετά έτη, ανήγγειλε ένα πρόγραμμα οικονομικής μεταρρύθμισης. Δεν θα μάθουμε ποτέ με σιγουριά εάν ο Ντενγκ ήταν πάντα κρυφός «οπαδός του καπιταλισμού» (όπως είχε διακηρύξει ο Μάο κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης) ή εάν οι μεταρρυθμίσεις ήταν μια κίνηση απελπισίας για να προστατευτεί η οικονομική ασφάλεια της Κίνας και να ενισχυθεί το κύρος της εν όψει του ανερχόμενου κύματος καπιταλιστικής ανάπτυξης στην υπόλοιπη Ανατολική και Νοτιο-ανατολική Ασία. Απλά συνέβη να συμπέσουν οι μεταρρυθμίσεις -και είναι πολύ δύσκολο να θεωρήσουμε αυτή τη σύμπτωση ως οτιδήποτε άλλο εκτός από συγκυριακό γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας- με τη στροφή προς νεοφιλελεύθερες λύσεις στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Κίνα το αποτέλεσμα ήταν να οικοδομηθεί ένα ιδιαίτερο είδος οικονομίας της αγοράς που ενσωματώνει διαρκώς και περισσότερο νεοφιλελεύθερα στοιχεία συναρμοσμένα με τον αυταρχικό συγκεντρωτικό έλεγχο. Σε άλλες χώρες, όπως η Χιλή, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν και η Σιγκαπούρη, η συμβατότητα μεταξύ αυταρχισμού και καπιταλιστικής αγοράς είχε ήδη τεκμηριωθεί με σαφήνεια.
Παρόλο που η Κίνα δεν εγκατέλειψε τον εξισωτισμό ως μακροπρόθεσμο στόχο της, ο Ντενγκ υποστήριξε ότι έπρεπε να απελευθερωθεί η ατομική και τοπική πρωτοβουλία, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να δοθεί έναυσμα στην οικονομική μεγέθυνση. Το αναγκαίο επακόλουθο αυτής της πολιτικής, δηλαδή το ότι θα αυξανόταν αναπόφευκτα η ανισότητα, γινόταν απόλυτα κατανοητό ως κάτι που θα έπρεπε οι Κινέζοι να το υπομείνουν. Υπό το σύνθημα xiaokang -την έννοια μιας ιδανικής κοινωνίας που προνοεί πλήρως για όλους τους πο
102
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
λίτες της-, ο Ντενγκ εστίασε την προσοχή σε «τέσσερις εκσυγχρονισμούς»: στη γεωργία, τη βιομηχανία, την εκπαίδευση και την επιστήμη και την άμυνα. Με τις μεταρρυθμίσεις οι Κινέζοι ηγέτες πάσχισαν αρχικά να δημιουργηθούν δυνάμεις της αγοράς μέσα στην κινεζική οικονομία. Η ιδέα ήταν να διεγερθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων και να πυροδοτήσει, όπως ήλπιζαν, την καινοτομία και την οικονομική μεγέθυνση. Εισήχθη η αγοραία τιμολόγηση, αλλά αυτό ήταν πιθανώς πολύ λιγότερο σημαντικό από ό,τι η ταχεία μεταβίβαση πολιτι- κο-οικονομικής εξουσίας στις περιφέρειες και στις τοπικές κοινότητες. Τούτη η τελευταία ενέργεια αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευφυής. Αποφεύχθηκε η αντιπαράθεση με τα παραδοσιακά κέντρα εξουσίας στο Πεκίνο και οι τοπικές πρωτοβουλίες μπορούσαν να ανοίξουν το δρόμο προς μια νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων. Οι αποτυχημένες καινοτομίες μπορούσαν απλά να αγνοηθούν. Συμπληρωματικά, η Κίνα άνοιξε επίσης, βεβαίως υπό αυστηρή κρατική εποπτεία, στο ξένο εμπόριο και τις ξένες επενδύσεις και έτσι τερματίστηκε η απομόνωσή της από την παγκόσμια αγορά. Ο πειραματισμός στην αρχή ήταν περιορισμένος κυρίως στην επαρχία Κουανγκτόνγκ, κοντά στο Χονγκ Χονγκ, και μακριά από το Πεκίνο, κάτι πολύ βολικό. Έ νας στόχος του ανοίγματος προς τα έξω ήταν η εξασφάλιση μεταφοράς τεχνολογίας (εξ ου και η έμφαση στις μεικτές επιχειρήσεις μεταξύ ξένων κεφαλαιοκρατών και Κινέζων συνεταίρων). Ο άλλος ήταν η απόκτηση αρκετών συναλλαγματικών αποθεμάτων για την αγορά των αναγκαίων μέσων προς υποστήριξη μιας πιο ισχυρής εσωτερικής δυναμικής της οικονομικής μεγέθυνσης.1
Αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν θα είχαν προσλάβει τη σημασία που σήμερα τους αποδίδουμε ούτε θα είχε δρομολογηθεί η συνακόλουθη εκπληκτική οικονομική εξέλιξη της Κίνας, εάν δεν είχαν σημειωθεί σημαντικές και φαινομενικά άσχετες παράλληλες μεταβολές στον προηγμένο καπιταλιστικό κόσμο σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας της παγκόσμιας αγοράς. Η δύναμη που κέρδισε η νεοφιλελεύθερη πολιτική στο πεδίο του διεθνούς εμπορίου, κατά τη δεκαετία του 1980, άνοιξε όλο τον κόσμο στις μεταμορφωτικές δυνάμεις της αγοράς και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε χώρος για τη θυελλώδη είσοδο της Κίνας και την ενσωμάτωσή της στην παγκόσμια αγορά, με μεθόδους που δεν θα ήταν δυνατές υπό το σύστημα του Μπρέτον Γουντς. Η θεαματική ανάδειξη της Κίνας σε παγκόσμια οικονομική δύναμη μετά το 1980 ήταν εν μέρει μια μη σκόπιμη συνέπεια της νεοφιλελεύθερης στροφής στον προηγμένο καπιταλιστικό κόσμο.
Νεοφιλελευθερισμός
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
Με τα παραπάνω δεν θέλουμε να μειώσουμε, κατ’ ουδένα τρόπο, τη σημασία της βασανιστικής πορείας του εσωτερικού μεταρρυθμιστικού κινήματος στην ίδια την Κίνα. Διότι εκείνο που οι Κινέζοι έπρεπε να διδαχθούν (και σε κάποιο βαθμό ακόμη διδάσκονται), μεταξύ πολλών άλλων, ήταν ότι η αγορά συμβάλλει ελάχιστα στη ριζική αλλαγή μιας οικονομίας, χωρίς μια παράλληλη αλλαγή στις ταξικές σχέσεις, στην ατομική ιδιοκτησία και σε όλες τις άλλες θεσμικές διευθετήσεις που συνήθως στηρίζουν μια ανθηρή καπιταλιστική οικονομία. Η εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση ήταν σπασμωδική και συχνά χαρακτηριζόταν από εντάσεις και κρίσεις, στις οποίες οι ωθήσεις ακόμη και οι απειλές από το εξωτερικό ασφαλώς έπαιξαν τον δικό τους ρόλο. Το εάν όλες αυτές οι εξελίξεις ήταν απόρροια συνειδητού, αν και προσαρμοστικού σχεδιασμού («ψηλαφούμε τις πέτρες καθώς περνάμε το ποτάμι», όπως έλεγε ο Ντενγκ) ή το αποτέλεσμα, εν αγνοία των κομματικών στελεχών, της αδήριτης λογικής που απέρρεε από τις αρχικές προϋποθέσεις των μεταρρυθμίσεων του Ντενγκ προς την κατεύθυνση της αγοράς, αναμφίβολα θα συζητείται επί μακρόν.2
Εκείνο που μπορεί να ειπωθεί με ακρίβεια είναι ότι η Κίνα, μην ακολουθώντας την τακτική της «θεραπείας-σοκ», της στιγμιαίας ιδιωτικοποίησης, που επιβλήθηκε αργότερα, τη δεκαετία του 1990, στη Ρωσία και στην Κεντρική Ευρώπη από το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», κατάφερε να αποφύγει τις οικονομικές καταστροφές που τυράννησαν αυτές τις χώρες. Ακολουθώντας τον δικό της ιδιόμορφο δρόμο προς το «σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά» ή, όπως κάποιοι προτιμούν να τον αποκαλούν, «ιδιωτικοποίηση με κινεζικά χαρακτηριστικά», κατάφερε να δημιουργήσει μια μορφή κρατικά ελεγχόμενης οικονομίας της αγοράς, στα πλαίσια της οποίας σημειώθηκε θεαματική μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας (με μέσο όρο 10% ετησίως, κατά προσέγγιση) και να αυξήσει το βιοτικό επίπεδο για μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού επί περισσότερα από είκοσι έτη.3 Αλλά οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν επίσης σε υποβάθμιση του περιβάλλοντος, σε κοινωνική ανισότητα και τελικά σε μια κατάσταση που μοιάζει, ενοχλητικά, με ανασυγκρότηση της εξουσίας της κεφαλαιοκρατικής τάξης.
Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε λογικά τις λεπτομέρειες αυτού του μετασχηματισμού, χωρίς μια γενικότερη χαρτογράφηση της συνολικής
Νεοφιλελευθερισμός μ ε «κινεζικά χαρακτηριστικά»
του πορείας. Η εξιχνίαση της πολιτικής είναι δύσκολο καθήκον, καθώς καλύπτεται από τα μυστήρια της διαπάλης για εξουσία στο εσωτερικό ενός Κομουνιστικού Κόμματος αποφασισμένου να διατηρηθεί, αυτό μόνο, στην εξουσία. Οι βασικές αποφάσεις που επικυρώνονται στα κομματικά συνέδρια δημιουργούν το περιβάλλον για κάθε βήμα στην αλυσίδα των μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, είναι απίθανο το κόμμα να ανέχθηκε εύκολα τη δυναμική ανασυγκρότηση της ισχύος της καπιταλιστικής τάξης μέσα στους κόλπους του. Ασφαλώς ενστερνίστηκε τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να συγκεντρώσει πλούτο και να αυξήσει τις τεχνολογικές δυνατότητές του. Με αυτό τον τρόπο μπορούσε να αποκτήσει μεγαλύτερη ικανότητα χειρισμού της εσωτερικής διαφωνίας, να υπερασπίζεται καλύτερα τον εαυτό του έναντι εξωτερικής επίθεσης και να προεκτείνει τη δύναμή του προς την άμεση γεωπολιτική σφαίρα ενδιαφέροντος, σε μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη Ανατολική και Νοτιο-ανατολική Ασία. Η οικονομική ανάπτυξη φαινόταν ως το μέσον προς αυτούς τους σκοπούς παρά ως αυτοσκοπός. Επιπροσθέτως, η πραγματική αναπτυξιακή πορεία που ακολουθήθηκε φαίνεται πως ταίριαζε με το στόχο να παρεμποδιστεί ο σχηματισμός όποιου συνεκτικού μπλοκ εξουσίας της καπιταλιστικής τάξης μέσα στην ίδια την Κίνα. Η σε υπερβολικό βαθμό στήριξη στις άμεσες ξένες επενδύσεις (μια οικονομική αναπτυξιακή στρατηγική εντελώς διαφορετική από αυτή της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας) κράτησε τη δύναμη της καπιταλιστικής ταξικής ιδιοκτησίας μακριά από τη χώρα (Πίνακας 5.1), διευκολύνοντας κάπως, τουλάχιστον στην περίπτωση της Κίνας, τον έλεγχο από το κράτος.4 Εμπόδια που εγέρθηκαν έναντι των ξένων επενδύσεων χαρτοφυλακίου περιόρισαν αποτελεσματικά την άσκηση κυριαρχικής επιρροής του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου επί του κινεζικού κράτους. Η απροθυμία να επιτρέψουν μορφές χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης άλλες πλην των κρατικής ιδιοκτησίας τραπεζών -δη λαδή χρηματιστήρια και κεφαλαιαγορές- στέρησε από το κεφάλαιο ένα από τα βασικά του όπλα έναντι της κρατικής εξουσίας. Η μακροχρόνια προσπάθεια να διατηρηθούν άθικτες οι δομές κρατικής ιδιοκτησίας, με την ταυτόχρονη απελευθέρωση της αυτονομίας του μάνατζμεντ, δίνει επίσης την αίσθηση μιας προσπάθειας να παρεμποδιστεί ο σχηματισμός καπιταλιστικής τάξης.
Όμως, το κόμμα είχε ν’ αντιμετωπίσει επίσης αρκετά δυσάρεστα διλήμματα. Η κινεζική επιχειρηματική διασπορά που παρείχε σημαντικές εξωτερικές διασυνδέσεις και το Χονγκ Κονγκ, που απορροφήθηκε ξα
Νεοφιλελευθερισμός
νά από την κινεζική πολιτεία το 1997, είχαν καπιταλιστικές δομές. Η Κίνα έπρεπε να εναρμονιστεί και με τις δύο αυτές δομές και με τους νεοφιλελεύθερους κανόνες του διεθνούς εμπορίου που έθεσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, στον οποίο εντάχθηκε η Κίνα το 2001. Άρχισαν επίσης να εμφανίζονται πολιτικά αιτήματα για φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος. Το 1986 ξέσπασαν εργατικές διαδηλώσεις. Το φοιτητικό κίνημα, το οποίο συμπαραστεκόταν στους εργάτες, αλλά εξέφραζε και τα δικά του αιτήματα για περισσότερες ελευθερίες, έφθασε στο απόγειό του το 1989. Η τεράστια πολιτική ένταση, που αυξανόταν παράλληλα με την εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού στην οικονομία, έφθασε στο αποκορύφωμά της με τη σφαγή των φοιτητών στην πλατεία Τιενανμέν. Τα σκληρά και βίαια μέτρα του Ντενγκ, πού εφαρμόστηκαν παρά τις επιθυμίες των κομματικών μεταρρυθμιστών, έδειξαν σαφώς ότι η νεοφι- λελευθεροποίηση στην οικονομία δεν συνοδευόταν από κάποια πρόοδο στους τομείς των ανθρωπίνων, πολιτικών ή δημοκρατικών δικαιωμάτων. Η φατρία του Ντενγκ που κατέστειλε τις πολιτικές κινητοποιήσεις, προκειμένου να επιβιώσει, έπρεπε να πάρει την πρωτοβουλία για ένα ακόμη κύμα νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Ο Γουάνγκ συνοψίζει την κατάσταση ως εξής:
Η νομισματική πολιτική έγινε το πρωταρχικό μέσο ελέγχου· υπήρξε σημαντική αναπροσαρμογή στην ισοτιμία με το ξένο νόμισμα, με τάση προς ενοποιημένη ισοτιμία- οι εξαγωγές και το εξωτερικό εμπόριο κατέληξαν να διευθύνονται από τους μηχανισμούς του ανταγωνισμού και την ανάληψη της ευθύνης για τα κέρδη και τις ζημίες· το «διττό» σύστημα τιμολόγησης περιορίστηκε· η αναπτυξιακή ζώνη Σανγκάης Παντόνγκ άνοιξε πλήρως και την ίδια τροχιά ακολούθησαν διάφορες περιφερειακές αναπτυξιακές ζώνες.5
Αφού ο ηλικιωμένος Ντενγκ περιόδευσε στη νότια περιφέρεια το 1992, για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τι αποτέλεσμα είχε στην οικονομική ανάπτυξη το άνοιγμα στον έξω κόσμο, ανακοίνωσε ότι ήταν πλήρως ικανοποιημένος. «Είναι ένδοξο το να πλουτίσουμε», είπε, και πρό- σθεσε: «Τι πειράζει εάν η γάτα είναι πυρρόξανθη ή μαύρη, εφόσον πιάνει ποντίκια;» Όλη η Κίνα άνοιξε στις δυνάμεις της αγοράς και στο ξένο κεφάλαιο, αν και υπό το άγρυπνο μάτι του κόμματος. Στις αστικές περιοχές ενθαρρύνθηκε μια δημοκρατία της κατανάλωσης, προκειμένου να προλάβει την κοινωνική αναταραχή. Η βασισμένη στην αγορά
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
ΠΙΝΑΚΑΣ 5.1 Μ έτρα κεφαλαιακώ ν εισροών: ξένα δάνεια, άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) και εργολαβικές συμμαχίες, 1979-2002
Π οσό (100 εκ. $ ΗΠΑ) Ποσοστό μεριδίων στις συνολικές
κεφαλαιακές εισροές
Σύνολοδάνεια
Πραγματικές Εργολαβικές εισροές συμμαχίες ΑΞΕ
δάνειαΠραγματικές
ΑΞΕ
Εργολαβικέςσυμμαχίες
1979-1982 124,57 106,90 11,66 6,01 85,82 9,36 4,821983 19,81 10,65 6,36 2,80 53,76 32,10 14,131984 27,05 12,86 12,58 1,61 47,54 46,51 5,951985 46,45 26,88 16,61 2,96 57,87 35,76 6,371986 72,57 50,14 18,74 3,69 69,09 25,82 5,081987 84,52 58,05 23,14 3,33 68,68 27,38 3,941988 102,27 64,87 31,94 5,46 63,43 31,23 5,341989 100,59 62,86 33,92 3,81 62,49 33,72 3,791990 102,89 65,34 34,87 2,68 63,50 33,89 2,601991 115,55 68,88 43,66 3,01 59,61 37,78 2,601992 192,03 79,11 110,07 2,85 41,20 57,32 1,481993 389,60 111,89 275,15 2,56 28,72 70,62 0,661994 432,13 92,67 337,67 1,79 21,44 78,14 0,411995 481,33 103,27 375,21 2,85 21,46 77,95 0,591996 548,04 126,69 417,26 4,09 23,12 76,14 0,751997 587,51 120,21 452,57 14,73 20,46 77,03 2,511998 579,36 110,00 454,63 14,72 18,99 78,47 2,541999 526,6 102,12 403,19 15,18 19,4 76,6 2,882000 594,5 100 407,1 17,71 16,8 68,5 2,982001 496,8 — 468,8 18,4 —- 94,4 3,72002 550,1 - 527,4 21,3 - 95,9 3,87
ΠΗΓΗ: Huang, «Is China Playing by Rules?».
οικονομική μεγέθυνση επιταχύνθηκε στη συνέχεια με τρόπους που μερικές φορές δίνουν την εντύπωση ότι διέφευγαν του ελέγχου του κόμματος.
Όταν ο Ντενγκ έβαλε σε κίνηση τη μεταρρυθμιστική διαδικασία το 1978, σχεδόν καθετί, στην Κίνα, που είχε σημασία περιλαμβανόταν στον κρατικό τομέα. Οι κρατικές επιχειρήσεις κυριαρχούσαν στους σημαντικούς τομείς της οικονομίας. Βάσει των περισσότερων περιγραφών ήταν μάλλον κερδοφόρες. Δεν προσέφεραν μόνο ασφαλή απασχόληση στους
[67
Νεοφιλελευθερισμός
εργαζομένους τους, αλλά και ευρύ φάσμα κοινωνικών επιδομάτων και συντάξεις (γνωστό ως το «σιδερένιο κύπελλο ρυζιού»* ή κρατική εγγύηση των εισοδημάτων). Επιπροσθέτως, υπήρχαν πολλές και διάφορες τοπικές κρατικές επιχειρήσεις υπό τον έλεγχο των κυβερνήσεων των επαρχιών, των πόλεων ή των τοπικών κοινοτήτων. Η αγροτική οικονομία ήταν οργανωμένη με το σύστημα της κομούνας και οι περισσότερες περιγραφές συμφωνούν ότι υστερούσε ως προς την παραγωγικότητα και χρειαζόταν σε μεγάλο βαθμό μεταρρύθμιση. Οι διακανονισμοί για τα επιδόματα και τις κοινωνικές παροχές λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό καθενός από αυτούς τους τομείς, αν και με ακανόνιστο τρόπο. Οι κάτοικοι της υπαίθρου είχαν τα λιγότερα προνόμια και ζούσαν χωριστά από τους πληθυσμούς των πόλεων μέσω ενός συστήματος αδειών κατοίκησης το οποίο προσέφερε πολλά κοινωνικά οφέλη και δικαιώματα στους αστικούς πληθυσμούς, ενώ τα στερούσε στους αγροτικούς. Αυτό το σύστημα βοήθησε επίσης στη συγκράτηση μαζικών με- ταναστευτικών κινήσεων από τις αγροτικές περιοχές προς τις πόλεις. Κάθε τομέας ενσωματωνόταν στο περιφερειακό σύστημα κρατικού σχε- διασμού, στο οποίο ορίζονταν οι στόχοι της εκροής και κατανέμονταν οι εισροές βάσει σχεδίου. Οι κρατικής ιδιοκτησίας τράπεζες χρησίμευαν κυρίως ως χώροι κατάθεσης των αποταμιεύσεων και παρείχαν χρήματα για επενδύσεις εκτός του κρατικού προϋπολογισμού.
Οι κρατικές επιχειρήσεις διατηρήθηκαν επί μακράν ως σταθερός πυρήνας του κρατικού ελέγχου επί της οικονομίας. Η ασφάλεια και τα οφέλη που απέφεραν στους εργαζομένους τους, αν και φαλκιδεύονταν συνεχώς, διατηρούσαν ένα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας για σημαντικό μέρος του πληθυσμού επί πολλά έτη. Η πιο ανοικτή οικονομία της αγοράς δημιουργήθηκε γύρω τους με τη διάλυση των αγροτικών κομούνων προς όφελος ενός εξατομικευμένου «συστήματος προσωπικής υπευθυνότητας». Από τα περιουσιακά στοιχεία των κομούνων δημιουρ- γήθηκαν επιχειρήσεις σε κωμοπόλεις και χωριά και αυτές έγιναν κέντρα επιχειρηματικότητας, ευέλικτων εργασιακών πρακτικών και απεριόριστου αγοραίου ανταγωνισμού. Αρχικά επιτράπηκε η δημιουργία ενός εξ ολοκλήρου ιδιωτικού τομέα μόνο στην παραγωγή μικρής κλί
* Κινεζικός ιδιωματισμός που αναφέρεται, πιο συγκεκριμένα, στο σύστημα της διά βίου εξασφαλισμένης απασχόλησης σε κρατικές επιχειρήσεις, όπου η ασφάλεια της θέσης εργασίας και του επιπέδου των μισθών δεν εξαρτάται από την επίδοση. (Σ,τ.Μ.)
[68
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
μακας, στο εμπόριο καί τις υπηρεσίες, με περιορισμούς (οι οποίοι σταδιακά χαλάρωναν) στην απασχόληση μισθωτών εργαζομένων. Τελικά εισέρρευσε το ξένο κεφάλαιο, αποκτώντας δυναμική κατά τη δεκαετία του 1990. Αρχικά περιορίστηκε στις μεικτές επιχειρήσεις και σε ορισμένες περιοχές, αλλά τελικά διασκορπίστηκε παντού, αν και ακανόνιστα. Το κρατικό τραπεζικό σύστημα επεκτάθηκε τη δεκαετία του 1980 και σταδιακά υποκατέστησε το κεντρικό κράτος στην παροχή πιστώσεων προς τις κρατικές επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις των κωμοπόλεων και χωριών και τον ιδιωτικό τομέα. Αυτοί οι διαφορετικοί τομείς δεν εξελίσσονταν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Οι επιχειρήσεις κωμοπόλεων και χωριών αντλούσαν την αρχική τους χρηματοδότηση από τον αγροτικό τομέα και εξασφάλιζαν αγορές για την παραγωγή των κρατικών επιχειρήσεων ή τις τροφοδοτούσαν με ενδιάμεσες εισροές. Με την πάροδο του χρόνου, το ξένο κεφάλαιο ενσωματώθηκε στις επιχειρήσεις κωμοπόλεων και χωριών και στις κρατικές επιχειρήσεις και ο ιδιωτικός τομέας έγινε πολύ πιο σημαντικός τόσο άμεσα (υπό τη μορφή των ιδιοκτητών) όσο και έμμεσα (υπό τη μορφή των μετόχων). Όταν μειωνόταν η κερδοφορία των κρατικών επιχειρήσεων, αντλούσαν φθηνές πιστώσεις από τις κρατικές τράπεζες. Όσο όμως αποκτούσε δύναμη και σημασία ο τομέας της αγοράς, τόσο η οικονομία συνολικά κινούνταν προς την κατεύθυνση μιας νεοφιλελεύθερης δομής.6
Ας εξετάσουμε, λοιπόν, πώς εξελίχθηκε συν τω χρόνω κάθε ξεχωριστός τομέας της οικονομίας. Όσον αφορά τη γεωργία, στους αγρότες δόθηκε το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τις κοινές γαίες υπό το σύστημα της «προσωπικής υπευθυνότητας», από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στην αρχή, μπορούσαν να πωλούν τα πλεονάσματα (πέρα και πάνω από το στόχο της κομούνας) στην ελεύθερη αγορά και όχι με τις κρατικά ελεγχόμενες τιμές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι κομούνες είχαν διαλυθεί ολοσχερώς. Παρόλο που οι αγρότες δεν μπορούσαν να είναι ε- πισήμως ιδιοκτήτες γης, μπορούσαν να τη νοικιάσουν και να τη μισθώσουν, να προσλάβουν εργάτες και να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε τιμές αγοράς (το διττό σύστημα τιμών στην ουσία καταργήθηκε). Το αποτέλεσμα ήταν να αυξάνονται τα αγροτικά εισοδήματα με τον εκπληκτικό ρυθμό του 14% ετησίως και να αυξηθεί η παραγωγή κατά το ίδιο ποσοστό ανάμεσα στο 1978 και το 1984. Στη συνέχεια, τα αγροτικά εισοδήματα έμειναν στάσιμα και έπεσαν επίσης σε πραγματικούς όρους (ιδίως μετά το 1995), σε όλες εκτός ελάχιστων επίλεκτων περιοχών και γραμμών παραγωγής. Η ανισότητα αγροτικών και αστικών εισοδημά
ι0 9
Νεοφιλελευθερισμός
των αυξήθηκε σημαντικά. Τα αστικά εισοδήματα, που κυμαίνονταν, κατά μέσο όρο, μόλις στα 80 δολάρια ετησίως το 1985, εκτοξεύτηκαν σε πάνω από 1.000 το 2004, ενώ τα αγροτικά αυξήθηκαν από περίπου 50 σε 300 δολάρια την ίδια περίοδο. Και η απώλεια των συλλογικών κοινωνικών δικαιωμάτων που είχαν κατοχυρωθεί μέσα στις κομούνες σε μια προηγούμενη περίοδο -όσο κι αν ήταν ανεπαρκή- σήμαινε ότι οι χωρικοί έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις επαχθείς επιβαρύνσεις για τη χρήση των σχολείων, της ιατρικής περίθαλψης και των συναφών. Αυτό δεν ί- σχυε για τους περισσότερους μονίμους κατοίκους των πόλεων, οι οποίοι ευνοήθηκαν επίσης μετά το 1995, όταν ένας νόμος περί ακίνητης περιουσίας στις πόλεις παρείχε ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί ακινήτων στους κατοίκους, οι οποίοι στη συνέχεια μπορούσαν να κερδοσκοπήσουν με τις τιμές αυτών των ακινήτων. Η διαφοροποίηση των πραγματικών εισοδημάτων μεταξύ πόλης/χωριού είναι σήμερα μεγαλύτερη από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις.7
Οι μετανάστες από τις αγροτικές περιοχές, πολλοί εξ αυτών νεαρές γυναίκες, που αναγκάστηκαν να αναζητήσουν δουλειά αλλού, κατέ- κλυσαν -παράνομα και χωρίς δικαιώματα κατοικίας- τις πόλεις για να σχηματίσουν μια τεράστια εφεδρική στρατιά εργασίας (έναν «κυμαινόμενο» πληθυσμό ακαθόριστου νομικού καθεστώτος). Η Κίνα βρίσκεται σήμερα «εν μέσω της μεγαλύτερης μαζικής μετανάστευσης που έχει δει ποτέ ο κόσμος», η οποία «ήδη κάνει να ωχριούν οι μεταναστεύσεις που αναμόρφωσαν την Αμερική και τον σύγχρονο δυτικό κόσμο». Βάσει των επίσημων στοιχείων έχει «114 εκατομμύρια μετανάστες εργάτες που έχουν εγκαταλείψει τις αγροτικές περιοχές, προσωρινά ή οριστικά, για να εργαστούν στις πόλεις» και οι ειδικοί της κυβέρνησης «προβλέπουν να αυξηθεί ο αριθμός αυτός στα 300 εκατομμύρια, το 2020, για να φθά- σει τελικά στα 500 εκατομμύρια». Μόνο η Σανγκάη «έχει 3 εκατομμύρια μετανάστες εργάτες- συγκριτικά, η συνολική ιρλανδική μετανάστευση στην Αμερική από το 1820 έως το 1930 θεωρείται ότι περιλάμβανε περίπου 4,5 εκατομμύρια ανθρώπους».8 Αυτό το εργατικό δυναμικό είναι ευάλωτο στην υπερεκμετάλλευση και δημιουργεί πιέσεις για μείωση των μισθών των κατοίκων των πόλεων. Όμως, η αστικοποίηση δύσκολα μπορεί να σταματήσει και ο ρυθμός της παραμένει περίπου στο 15% ετησίως. Με την έλλειψη δυναμισμού στον αγροτικό τομέα, σήμερα γίνεται ευρέως αποδεκτό ότι τα όποια προβλήματα είτε θα λυθούν στις πόλεις είτε θα παραμείνουν άλυτα. Τα εμβάσματα προς τις αγροτικές
17 0
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
περιοχές αποτελούν πλέον κρίσιμο παράγοντα για την επιβίωση των αγροτικών πληθυσμών. Η απειλητική κατάσταση του αγροτικού τομέα και η αστάθεια που προκαλεί είναι ένα από τα πλέον σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η κινεζική κυβέρνηση.9
Όταν διαλύθηκαν οι κομούνες, οι πολιτικές και διοικητικές εξουσίες που είχαν μεταβιβάστηκαν στις καινούργιες κυβερνήσεις κωμοπόλεων και χωριών που εγκαθιδρύθηκαν δυνάμει του Συντάγματος του Δεκεμβρίου του 1982. Μεταγενέστερη νομοθεσία επέτρεψε σ’ αυτές τις κυβερνήσεις να πάρουν στην κατοχή τους τα βιομηχανικά περιουσιακά στοιχεία των κομούνων και να τις αναδιαρθρώσουν ως επιχειρήσεις κωμοπόλεων και χωριών. Ελεύθερες από τον κεντρικό κρατικό έλεγχο, οι τοπικές διοικήσεις συνήθως υιοθέτησαν επιχειρηματική συμπεριφορά. Η αρχική μεγάλη αύξηση των αγροτικών εισοδημάτων εξασφάλισε αποταμιεύσεις που μπορούσαν να διοχετευτούν στις επιχειρήσεις των κωμοπόλεων και χωριών. Άνθησαν επίσης, ανάλογα με την τοποθεσία, οι μεικτές επιχειρήσεις με το ξένο κεφάλαιο (ιδίως από το Χονγκ Κονγκ ή μέσω των Κινέζων επιχειρηματιών της διασποράς). Οι επιχειρήσεις των κωμοπόλεων και χωριών ήταν ιδιαίτερα δραστήριες στις αγροτικές περιφέρειες των μεγάλων πόλεων, όπως η Σανγκάη, και στις επαρχιακές ζώνες, όπως η Κουανγκτόνγκ, στις οποίες είχαν αρθεί όλοι οι περιορισμοί, προκειμένου να δεχθούν τις ξένες επενδύσεις. Αυτές οι επιχειρήσεις αποτέλεσαν απίστευτη πηγή δυναμισμού για την οικονομία, κατά την πρώτη δεκαπενταετία της μεταρρυθμιστικής περιόδου. Το 1995 απασχολούσαν 128 εκατομμύρια ανθρώπους (βλέπε Πίνακα 5.2). Στο επίκεντρο της δραστηριότητάς τους ήταν ο βασικός πειραματισμός, και έτσι λειτουργούσαν ως πεδία επαλήθευσης για τις μεταρρυθμίσεις.10 Ό σα απέδιδαν σας επιχειρήσεις αυτές μπορούσαν, σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, να γίνουν η βάση της κρατικής πολιτικής. Και εκείνο που απέδωσε κατά κύριο λόγο ήταν η ανάπτυξη της ελαφράς βιομηχανίας που παρήγε καταναλωτικά αγαθά προς εξαγωγή, οδηγώντας κατ’ αυτό τον τρόπο την Κίνα στην οδό της προσανατολισμένης στις εξαγωγές εκβιομηχάνισης. Το κράτος όμως, μόνο το 1987 δέχθηκε τελικά την ιδέα ότι η ανάπτυξη έπρεπε να προσανατολίζεται από τις εξαγωγές.
Οι περιγραφές για: το τι ακριβώς ήταν αυτές οι επιχειρήσεις ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό. Ορισμένες παραθέτουν στοιχεία υποστηρίζοντας ότι ήταν ιδιωτικές «καθ’ όλα, εκτός από το όνομα», ότι εκμεταλλεύονταν βρόμικη-φθηνή εργασία αγροτών ή μεταναστών -ιδίως νεαρών γυναικών- και ότι λειτουργούσαν χωρίς καμιά μορφή ελέγχου. Οι επι-
Νεοφιλελευθερισμός
ΠΙΝΑΚΑΣ 5.2 Μεταβολή στη δομή της απασχόλησης στην Κίνα, 1980-2002 (σε εκατομμύρια)
1980 1990 1995 2000 2002Σύνολο 423,6 647,5 680,7 720,9 737,4Αστικά κέντρα 105,3 170,4 190,4 231,5 247,8Κράτος 80,2 103,5 112,6 81,0 71,6
(Κρατικές Επιχειρήσεις) 67,0 73,0 76,4 43,9 35,3Συλλογικές 24,3 35,5 31,5 15,0 11,2Μεικτές 0 1,0 3,7 13,4 18,3Ξένες 0 0,7 5,1 6,4 7,6Ιδιωτικές 0,8 6,7 20,6 34 42,7Λοιπές 0 23,1 16,9 81,6 96,4
Αγροτικές Περιοχές Επιχειρήσεις
318,4 477,1 490,3 489,3 489,6
Κωμοπόλεων και Χωριών 30,0 92,7 128,6 128,2 132,9Ιδιωτικές 1,1 4,7 11,4 14,1Αυτοαπασχολούμενοι 14,9 30,5 29,3 24,7Αγρότες 288,4 368,4 326,4 320,4 317,4
ΠΗΓΗ: Prasad, China’s Growth and Integration into World Economy, Πίνακας 8.1.
χειρήσεις των κωμοπόλεων και των χωριών πλήρωναν συχνά πενιχρότατους μισθούς, δεν έδιναν επιδόματα ούτε είχαν οι εργαζόμενοι σ’ αυτές νομική προστασία. Κάποιες όμως παρείχαν περιορισμένα κοινωνικά και συνταξιοδοτικά επιδόματα, όπως και νομική προστασία. Στη χαώδη κατάσταση της μεταβατικής περιόδου, εμφανίστηκαν όλα τα είδη των διαφορών και συχνά εκδήλωναν τοπικά και περιφερειακά χαρακτηριστικά γνωρίσματα.11
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, κατέστη σαφές ότι η εκπληκτική οικονομική μεγέθυνση της Κίνας τροφοδοτούνταν ως επί το πλείστον από δραστηριότητες εκτός του τομέα των κρατικών επιχειρήσεων. Στην επαναστατική περίοδο, οι κρατικές επιχειρήσεις παρείχαν στο εργατικό δυναμικό τους εργασιακή ασφάλεια και κοινωνική προστασία. Το 1983 όμως, επιτράπηκε στις κρατικές επιχειρήσεις να μισθώνουν «συμβασιούχους» χωρίς κοινωνική προστασία και μονιμότητα.12 Τους εκχωρήθηκε επίσης μεγαλύτερη διοικητική αυτονομία από την κρατική ιδιοκτησία. Οι διευθυντές μπορούσαν να παρακρατούν μέρος των κερδών τους και να πωλούν το όποιο πλεόνασμα παρήγαγαν πάνω από τους στόχους τους, σε τιμές ελεύθερης αγοράς. Οι τιμές αγοράς ή
[72
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
ταν πολύ υψηλότερες από τις επίσημες, έτσι δημιουργήθηκε ένα δύσχρηστο και όπως αποδείχθηκε βραχύβιο διττό σύστημα τιμών. Παρά τα ανωτέρω κίνητρα, οι κρατικές επιχειρήσεις δεν ευημέρησαν. Πολλές από αυτές χρεώθηκαν και έπρεπε να στηριχθούν είτε από την κεντρική κυβέρνηση είτε από τις κρατικές τράπεζες, ol οποίες προτρέπονταν να τους δίνουν δάνεια με ευνοϊκούς όρους. Αυτή η τακτική δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στις τράπεζες, καθώς ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς τις κρατικές επιχειρήσεις αυξανόταν εκθετικά. Η πίεση προς περαιτέρω μεταρρύθμιση των κρατικών επιχειρήσεων έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Έτσι, το 1993, το κράτος αποφάσισε να «μετατρέψει ορισμένες επιλεγμένες μεγάλες και μεσαίες κρατικές επιχειρήσεις σε εταιρείες περιορισμένης ευθύνης ή μετοχικές». Η πρώτη κατηγορία θα είχε «δύο έως πενήντα μετόχους», ενώ η δεύτερη θα είχε «περισσότερους από πενήντα μετόχους και θα μπορούσαν να προβούν σε δημόσια προσφορά των μετοχών τους». Έ να έτος αργότερα, ανακοινώθηκε ένα πιο εκτεταμένο πρόγραμμα μετοχοποίησης: όλες, πλην των πιο σημαντικών κρατικών επιχειρήσεων, θα μετατρέπονταν σε «συνεταιρισμούς μετοχικής βάσης» στους οποίους όλοι οι υπάλληλοι θα είχαν ονομαστικό δικαίωμα να αγοράσουν μετοχές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 έλαβαν χώρα και άλλα κύματα ιδιωτικοποίησης/μετατρο- πής των κρατικών επιχειρήσεων, έτσι ώστε το 2002, οι κρατικές επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν το 14% της συνολικής απασχόλησης στη βιομηχανία συγκριτικά με το 40% που αντιπροσώπευαν το 1990. Το πιο πρόσφατο βήμα ήταν το να επιτραπεί σε ξένους η πλήρης ιδιοκτησία τόσο των κρατικών επιχειρήσεων όσο και των επιχειρήσεων των κωμοπόλεων και των χωριών.13
Από την πλευρά τους, οι άμεσες ξένες επενδύσεις είχαν ανάμεικτα αποτελέσματα στη δεκαετία του 1980. Αρχικά διοχετεύθηκαν μέσα σε τέσσερις ειδικές οικονομικές ζώνες στις νότιες παράκτιες περιοχές. Α υτές οι ζώνες «είχαν αρχικά σκοπό να παράγουν αγαθά προς εξαγωγή για την αποκόμιση ξένου συναλλάγματος. Λειτούργησαν επίσης ως κοινωνικά και οικονομικά εργαστήρια, όπου μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο παρατήρησης οι ξένες τεχνολογίες και διευθυντικές ικανότητες. Προσέφεραν ένα φάσμα κινήτρων στις ξένες επιχειρήσεις, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν φοροαπαλλαγές, πρώιμη εξαγωγή κερδών και καλύτερες εγκαταστάσεις υποδομής».14 Αλλά οι αρχικές προσπάθειες ξένων εταιρειών να αποικίσουν την εσωτερική αγορά της Κίνας σε τομείς όπως τα αυτοκίνητα και τα βιομηχανικά αγαθά δεν απέδω
ΐ7 3
Νεοφιλελευθερισμός
σαν. Ενώ οι Volkswagen και Ford (μετά βίας) επιβίωσαν, η General Motors απέτυχε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι μόνοι τομείς όπου καταγράφηκαν σαφώς οι πρώτες επιτυχίες ήταν οι εξαγωγικοί τομείς υψηλής έντασης εργασίας. Περισσότερα από τα δυο τρίτα των άμεσων ξένων επενδύσεων που εισέρρευσαν κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 (και ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων που επιβίωσαν) διοχετεύθηκαν από τους Κινέζους του εξωτερικού (αυτούς ιδίως που δραστηριοποιούνταν στο Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν). Η αδύναμη νομική προστασία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων προ- σέδιδε μεγάλη αξία στις ανεπίσημες τοπικές σχέσεις και στα δίκτυα εμπιστοσύνης τα οποία μπορούσαν να εκμεταλλευτούν από προνομιακή θέση οι Κινέζοι του εξωτερικού.15
Ακολούθως, η κινεζική κυβέρνηση όρισε αρκετές «παράκτιες πόλεις» και «οικονομικές περιοχές ως ανοικτές» στις ξένες επενδύσεις (Σχήμα 5.1). Μετά το 1995, στην ουσία άνοιξε όλη η χώρα στις ξένες άμεσες επενδύσεις παντός τύπου. Το κύμα των χρεοκοπιών, που έπληξε κάποιες βιομηχανικές επιχειρήσεις κωμοπόλεων και χωριών στα 1997-98 και διαχύθηκε σε πολλές από τις κρατικές επιχειρήσεις των μεγάλων αστικών κέντρων, αποδείχθηκε το σημείο καμπής. Στη συνέχεια, επικράτησαν οι ανταγωνιστικοί μηχανισμοί τιμολόγησης, λόγω της μεταβίβασης εξουσίας από το κεντρικό κράτος προς τις τοπικές Αρχές ως βασικής διαδικασίας για την προώθηση της αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Το αποτέλεσμα ήταν να υποστούν σοβαρή ζημία ή και να καταστραφούν πολλές κρατικές επιχειρήσεις και να δημιουργηθεί ένα τεράστιο κύμα ανεργίας. Οι αναφορές περί σοβαρής εργατικής αναταραχής πολλαπλα- σιάστηκαν (βλέπε παρακάτω) και η κινεζική κυβέρνηση βρέθηκε αναγκασμένη να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της απορρόφησης τεράστιων εργατικών πλεονασμάτων, εάν ήθελε να επιβιώσει.16 Δεν μπορούσε να βασιστεί μόνο στη συνεχώς αυξανόμενη εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων, για να λύσει το πρόβλημα, όσο σημαντική κι αν ήταν.
Από το 1998, οι Κινέζοι επιδίωξαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ανεργίας μέσω χρηματοδοτούμενων με χρέος επενδύσεων σε τεράστια δημόσια έργα για τη μεταμόρφωση των φυσικών υποδομών. Σχεδιάζουν ένα μακράν πιο φιλόδοξο έργο (κόστους 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων τουλάχιστον) από το ήδη τεράστιο Φράγμα των Τριών Φα- ραγγιών, για την εκτροπή των υδάτων από τον Γιανγκτσέ στον Κίτρινο ποταμό. Οι εκπληκτικοί ρυθμοί αστικοποίησης (όχι λιγότερες από σαράντα δύο πόλεις είχαν επεκταθεί πέραν του στόχου του ενός εκατομ-
[74
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
καετία του 1980
ΠΗΓΗ: Dicken, Global Shift.
μυρίου πληθυσμού από το 1992) απαιτούσαν τεράστιες επενδύσεις σταθερού κεφαλαίου. Κατασκευάζονται νέα συστήματα υπόγειου σιδηρόδρομου και λεωφόρων ταχείας κυκλοφορίας στις μεγάλες πόλεις και σχεδιάζεται η κατασκευή 8.500 μιλιών νέων σιδηροτροχιών, για να συνδεθεί η ενδοχώρα με την οικονομικά δυναμική παράκτια ζώνη, συμπε- ριλαμβανομένης μιας υπερταχείας σύνδεσης μεταξύ Σανγκάης και Πεκίνου και μιας γραμμής προς το Θιβέτ. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ωθούν
175
Νεοφιλελευθερισμός
σε τεράστιες επενδύσεις μέσα στο Πεκίνο. «Η Κίνα προσπαθεί επίσης να κατασκευάσει ένα σύστημα λεωφόρων ταχείας κυκλοφορίας μεταξύ των περιφερειών της, πιο εκτεταμένο από το αμερικανικό, μέσα σε δεκαπέντε, μόλις, χρόνια, ενώ πρακτικά κάθε μεγάλη πόλη οικοδομεί ή έχει ήδη ολοκληρώσει την οικοδόμηση ενός μεγάλου νέου αεροδρομίου». Βάσει μιας τελευταίας καταμέτρησης, η Κίνα είχε «ξεκινήσει περισσότερα από 15.000 προγράμματα λεωφόρων ταχείας κυκλοφορίας, τα οποία θα προσθέσουν στη χώρα 162.000 χιλιόμετρα οδικού δικτύου, μήκος ικανό να κυκλώσει τον πλανήτη στο σημείο του ισημερινού τέσσερις φορές».17 Αυτή η προσπάθεια συνολικά είναι μεγαλύτερη από εκείνη που ανέλαβαν οι ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1950 και 1960, με την κατασκευή του διαπολιτειακού συστήματος υπερλεωφό- ρων και έχει τη δυναμική να απορροφήσει πλεονάσματα κεφαλαίου και εργασίας επί αρκετά από τα επόμενα έτη. Ωστόσο χρηματοδοτείται από το έλλειμμα (κατά την κλασική κεϊνσιανή μέθοδο). Συνεπάγεται επίσης μεγάλες διακινδυνεύσεις, διότι εάν οι επενδύσεις δεν αποδώσουν την αξία τους σε εύθετο χρόνο, πολύ γρήγορα θα προκύψει δημοσιονομική κρίση του κράτους.
Η ταχεία αστικοποίηση δίνει τη δυνατότητα για την απορρόφηση της μαζικής εφεδρικής στρατιάς εργασίας που συγκλίνει στις πόλεις από τις αγροτικές περιοχές. Επί παραδείγματι, το Ντονγκουάν, λίγο πιο βόρεια από το Χονγκ Κονγκ, έχει μετατραπεί με εκρηκτικούς ρυθμούς από μια κωμόπολη σε μια πόλη επτά εκατομμυρίων κατοίκων, μέσα σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο των είκοσι ετών. Αλλά οι «αξιωματούχοι της πόλης δεν είναι ικανοποιημένοι με το 23% της ετήσιας οικονομικής μεγέθυνσης. Βάζουν τις τελευταίες πινελιές σε ένα τεράστιο, εντελώς νέο προσάρτημα της πόλης που ελπίζουν ότι θα προσελκύσει 300.000 μηχανικούς και ερευνητές, την πρωτοπορία της νέας Κίνας».18 Η εν λόγω πόλη είναι επίσης η τοποθεσία ανέγερσης ενός «μολ» που προγραμματίζεται να γίνει το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο στον κόσμο (χτίζεται από έναν Κινέζο δισεκατομμυριούχο, έχει επτά ζώνες-απομιμήσεις του Αμστερνταμ, του Παρισιού, της Ρώμης, της Βενετίας, της Αιγύπτου, της Καραϊβικής και της Καλιφόρνιας, η καθεμία από τις οποίες κατασκευάζεται με τόση προσοχή στη λεπτομέρεια που, καθώς λέγεται, θα είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς το μιμούμενο από το αληθινό).
Τούτες οι νέες οργανωμένες για την προσέλκυση επενδυτών πόλεις έχουν παγιδευτεί σε ένα θηριώδη ανταγωνισμό. Στο δέλτα του ποταμού Περλ, π.χ., κάθε πόλη προσπαθεί να αρπάξει κατά το δυνατόν περισ
176
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
σότερες επιχειρηματικές δραστηριότητες, «προκειμένου να υπερκεράσει σε οικοδόμηση τις γειτονικές της, με αποτέλεσμα, συνήθως, την επανάληψη. Πέντε διεθνή αεροδρόμια χτίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 σε μια ακτίνα 100 χιλιομέτρων και μια παρόμοια κατάσταση αρχίζει να εκδηλώνεται έντονα στα λιμάνια και τις γέφυρες».19 Επαρχίες και πόλεις ανθίστανται στις προσπάθειες του Πεκίνου να χαλιναγωγήσει τις επενδύσεις τους, εν μέρει διότι έχουν την εξουσία να χρηματοδοτούν τα δικά τους έργα, πουλώντας δικαιώματα στην ανάπτυξη ακινήτων.
Οι πόλεις έχουν γίνει επίσης οι τόποι φρενιτιώδους οικιστικής ανάπτυξης και κερδοσκοπίας επί των ακινήτων:
Κατά τη διάρκεια των αρχών και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν κατέλαβε τη χώρα μια «νοοτροπία καζίνου», οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, χωρίς καμιά σύνεση, χρηματοδότησαν μαζικές οικιστικές αναπτύξεις σ’ όλη την Κίνα. Εν μια νυκτί ξεπήδησαν χώροι γραφείων πρώτης κατηγορίας, πολυτελείς βίλες, φανταχτερές αστικές μονοκατοικίες και διαμερίσματα και όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις, όπως το Πεκίνο, η Σανγκάη, το Σεντσέν, αλλά και σε πολλές μικρότερες επαρχιακές και παράκτιες κωμοπόλεις ... Η αποκαλούμενη «φούσκα της Σανγκάης» μεταμόρφωσε αυτήν την κάποτε μονότονη πόλη σε μια από τις πιο λαμπερές μητροπόλεις του κόσμου. Στα τέλη του 1995, η Σανγκάη υπερηφανευόταν για τους περισσότερους από χίλιους ουρανοξύστες της, για τα περίπου πεντακόσια ξενοδοχεία της πέντε αστέρων, για τα περίπου 13,5 εκατομμύρια τετραγωνικά πόδια χώρων γραφείων -πενταπλάσια των 2,7 εκατομμυρίων του 1994- και για μια «θερμή» κτηματαγορά που πρόσθετε μετοχές με ρυθμό ταχύτερο από αυτόν της Νέας Υόρκης ... Στα τέλη του 1996, η φούσκα έσκασε, κυρίως εξαιτίας της αναποτελεσματικής κατανομής των χώρων και της υπερχωρητικότητας.20
Αλλά η εκρηκτική οικονομική δραστηριότητα επαναλήφθηκε ακόμη πιο έντονα στα τέλη της δεκαετίας του 1990, και το 2004 κυκλοφορούσαν φήμες για υπερβολική οικοδόμηση σε βασικές αστικές αγορές.21
Πίσω από το μεγαλύτερο μέρος αυτών των δραστηριοτήτων βρίσκεται το κρατικό τραπεζικό σύστημα, ως επί το πλείστον. Αυτός ο τομέας επεκτάθηκε ταχέως μετά το 1985. Επί παραδείγματι, το 1993 ο αριθμός των υποκαταστημάτων των κρατικών τραπεζών αυξήθηκε από «60.785 σε 143.796 και ο αριθμός τω υπαλλήλων από 973.355 σε 1.893.957. Την ίδια περίοδο οι καταθέσεις αυξήθηκαν από 427,3 δισεκατομμύρια
177
Νεοφιλελευθερισμός
γουάν (51,6 δις δολάρια) σε 2,3 τρισεκατομμύρια γουάν, ενώ τα συνολικά δάνεια ανήλθαν από 590,5 δισεκατομμύρια γουάν σε 2,6 τρισεκατομμύρια».22 Μέχρι τότε οι εκταμιεύσεις των τραπεζών είχαν υπερβεί τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού επί πέντε φορές. Πολλά χρήματα δόθηκαν στις χρεοκοπημένες κρατικές επιχειρήσεις και οι τράπεζες σαφώς «έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στο να δημιουργηθούν “φούσκες τίτλων” ιδίως τους ευμετάβλητους τομείς των ακινήτων και των κατασκευών». Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δημιούργησαν πρόβλημα και εν τέλει η κεντρική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να δαπανήσει «σχεδόν άλλα τόσα ποσά για να εκκαθαρίσει τα επισφαλή δάνεια», όπως έκαναν οι ΗΠΑ στην περίπτωση του ξελασπώματος των Συνεταιρισμών Αποταμιεύσεων και Δανείων το 1987 (το κόστος της διάσωσης αυτής ήταν «123,8 δισεκατομμύρια δολάρια δημοσίων κονδυλίων και 29,1 δισεκατομμυρίων ως συμπληρωματικών επιμισθίων ασφάλειας καταθέσεων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα»). Το 2003, π.χ., η Κίνα ανακοίνωσε μια πολυσύνθετη μεταβίβαση 45 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τα α- ποθεματικά της σε ξένο συνάλλαγμα προς δύο μεγάλες τράπεζές της και τούτη ήταν η «τρίτη μεγαλύτερη οικονομική ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος μέσα σε έξι χρόνια».23 Παρόλο που το χαρτοφυλάκιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων ισοδυναμεί περίπου με το 35% του ΑΕΠ της Κίνας, αυτό ωχριά συγκρινόμενο με το πλήθος των χρεών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των καταναλωτών των ΗΠΑ που αντιστοιχεί σε πάνω από το 300% του ΑΕΠ 24
Σε ένα καίριο ζήτημα, η Κίνα προφανώς διδάχθηκε από την Ιαπωνία. Ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης και της επιστήμης συμβάδισε με μια αποφασιστική στρατηγική έρευνας και ανάπτυξης για σκοπούς στρατιωτικούς και πολιτικούς. Οι κινεζικές επενδύσεις σ’ αυτούς τους τομείς υπήρξαν σημαντικές. Σήμερα η Κίνα προσφέρει τις υπηρεσίες της ακόμη και ως εμπορικός δορυφορικός προμηθευτής (κάτι που προ- καλεί εκνευρισμό στις ΗΠΑ). Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και εξής, όμως, οι ξένες εταιρείες άρχισαν να μεταφέρουν σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων τους στην έρευνα και ανάπτυξη μέσα στην Κίνα. Οι Microsoft, Oracle, Motorola, Siemens, IBM και Intel έχουν ιδρύσει ερευνητικά εργαστήρια στην Κίνα, εξαιτίας της «αυξανόμενης σημασίας της και της εξέλιξής της ως αγοράς τεχνολογίας» και του «τεράστιου αποθέματος της σε εξειδικευμένους αλλά φθηνούς επιστήμονες, και των καταναλωτών της, που ακόμη είναι σχετικά φτωχοί, αλλά γίνονται όλο και πλουσιότεροι και διψούν για τη νέα τεχνολογία» 25 Περισσότερες α
178
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
πό διακόσιες μεγάλες ξένες εταιρείες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται γίγαντες όπως η ΒΡ και η General Motors, διεξάγουν σήμερα σημαντικό μέρος των ερευνητικών τους εργασιών στην Κίνα. Αυτές οι εταιρείες συχνά παραπονούνται για την πειρατεία, όπως θεωρούν, των τεχνολογιών και των σχεδίων τους από εγχώριες κινεζικές εταιρείες. Αλλά δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα ως προς αυτό, δεδομένης της απροθυμίας της κινεζικής κυβέρνησης να παρέμβει και της δύναμης που έχει το κινεζικό κράτος να παρεμβάλλει δυσκολίες στη λειτουργία αυτών των εταιρειών μέσα στη μεγαλύτερη αγορά του κόσμου, εάν τυχόν του ασκηθούν πιέσεις για τέτοια ζητήματα. Και δεν δραστηριοποιούνται μόνο αυτές οι ξένες εταιρείες. Τόσο η Ιαπωνία όσο και η Νότια Κορέα έχουν επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στις «ερευνητικές πόλεις» της Κίνας, ώστε να είναι σε θέση να αξιοποιήσουν το πλεονέκτημα της υψηλά ειδικευμένης αλλά χαμηλού κόστους εργασίας. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι να γίνεται η Κίνα μια πολύ πιο ελκυστική τοποθεσία για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων στον τομέα υψηλής τεχνολογίας.26 Ακόμη και ινδικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας βρίσκουν ως φθηνότερη λύση να μεταφέρουν κάποιες από τις δραστηριότητές τους στην Κίνα. Έχει επίσης αρχίσει να αναπτύσσεται ένας εγχώριος τομέας υψηλής τεχνολογίας σε ορισμένες περιοχές. Επί παραδείγματι στο Σε- ντσέν, με τα «δεκάδες στιλπνά πέτρινα και γυάλινα κτίρια που δεν θα φαίνονταν παράταιρα στη Σίλικον Βάλεϊ, με τα επεκτεινόμενα πανεπιστημιακά καταλύματα, πολλοί εκ των 10.000 μηχανικών εργάζονται για να εδραιώσουν τη Huawei ως τον πρώτο διεθνή παίκτη της Κίνας στον κλάδο του τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού». Αρχίζοντας από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η «Huawei πραγματοποίησε μεγάλες επενδύσεις για την ίδρυση δικτύων πωλήσεων στην Ασία, τη Μέση Ανατολή και τη Ρωσία- σήμερα πωλεί προϊόντα σε σαράντα χώρες, συχνά σε τιμές κατά το ένα τρίτο χαμηλότερες από αυτές των ανταγωνιστών της».27 Και στην εμπορία και παραγωγή προσωπικών υπολογιστών, οι κινεζικές εταιρείες έχουν τώρα πολύ δυναμική παρουσία.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Το εμπόριο με το εξωτερικό αντιπροσώπευε το 1978 μόνο το 7% του ΑΕΠ της Κίνας, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε εκτοξευθεί στο 40% και έχει διατηρηθεί σ’ αυτά τα επίπεδα έκτοτε. Το κινεζικό μερίδιο
ΐ7 9
Νεοφιλελευθερισμός
στο παγκόσμιο εμπόριο τετραπλασιάστηκε την ίδια περίοδο. Το 2002, οι άμεσες ξένες επενδύσεις αντιστοιχούσαν σε πάνω από το 40% του ΑΕΠ της Κίνας (στον δε βιομηχανικό τομέα ισοδυναμούσαν με το 50%). Έκτοτε η Κίνα έγινε ο μεγαλύτερος αποδέκτης άμεσων ξένων επενδύσεων στον αναπτυσσόμενο κόσμο και οι πολυεθνικές εκμεταλλεύονται επικερδώς την κινεζική αγορά. Η General Motors, η οποία σημείωσε απώλειες με το αποτυχημένο εγχείρημά της των αρχών της δεκαετίας του 1990, εισήλθε και πάλι στην κινεζική αγορά, στα τέλη της ίδιας δεκαετίας, και το 2003 ανέφερε πολύ υψηλότερα κέρδη στην κινεζική της επιχείρηση από ό,τι στις επιχειρήσεις που έχει μέσα στις ΗΠΑ.28
Τα πράγματα έδειχναν σαν να στεφόταν με λαμπρή επιτυχία μια προσανατολισμένη στις εξαγωγές αναπτυξιακή στρατηγική. Όμως, τίποτε από όλα αυτά δεν είχε σχεδιαστεί το 1978. Ο Ντενγκ είχε δώσει το σι- νιάλο για την απομάκρυνση από τις πολιτικές της εσωτερικής αυτάρ- κειας που εφήρμοσε ο Μάο, αλλά τα πρώτα ανοίγματα στο εξωτερικό ήταν πειραματικά και περιορίζονταν στις ειδικές οικονομικές ζώνες της Κουανγκτόνγκ. Μόνο το 1987, το κόμμα, παρατηρώντας την επιτυχία του πειράματος στην Κουανγκτόνγκ, δέχθηκε ότι η οικονομική μεγέθυνση έπρεπε να έχει εξαγωγικό προσανατολισμό. Και μόνο μετά την «περιοδεία στο νότο» του Ντενγκ, το 1992, η κεντρική κυβέρνηση εφήρμοσε με όλες της τις δυνάμεις το άνοιγμα στο εξωτερικό εμπόριο και στις άμεσες ξένες επενδύσεις.29 Π.χ., το 1994, η διπλή ισοτιμία του νομίσματος (η επίσημη και η αγοραία) καταργήθηκε με υποτίμηση κατά 50% της επίσημης τιμής. Ενώ η υποτίμηση έδωσε το έναυσμα για μια τρόπον τινά εσωτερική πληθωριστική κρίση, δημιούργησε επίσης τις προϋποθέσεις για μαζική αύξηση του εμπορίου και των κεφαλαιακών εισροών που έχουν καταστήσει την Κίνα την πιο δυναμική και επιτυχή οικονομία στον κόσμο. Το τι προμηνύει αυτό για το μέλλον της νεοφι- λελευθεροποίησης, με δεδομένη τη ροπή της για αλλαγή μέσω της ανταγωνιστικής, ακανόνιστης γεωγραφικής επέκτασης, απομένει να το δούμε.
Η αρχική επιτυχία της στρατηγικής του Ντενγκ βασίστηκε στη σχέση με το Χονγκ Κονγκ. Ως μία από τις πρώτες οικονομίες «τίγρεις» της Ασίας, το Χονγκ Κονγκ ήταν ήδη κέντρο καπιταλιστικού δυναμισμού. Σε αντίθεση με άλλα κράτη της περιοχής (Σιγκαπούρη, Ταϊβάν, Νότια Κορέα), που είχαν καταφύγει σε υψηλά επίπεδα κρατικού σχεδιασμού, το Χονγκ Κονγκ ανέπτυξε μια πιο χαοτική επιχειρηματική μέθοδο, χωρίς σημαντική κρατική καθοδήγηση. Προσφερόταν ως επίκεντρο της
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
κινεζικής επιχειρηματικής διασποράς, η οποία είχε ήδη σημαντικές παγκόσμιες διασυνδέσεις. Η βιομηχανία του Χονγκ Κονγκ είχε αναπτύξει δραστηριότητες έντασης εργασίας και χαμηλής προστιθέμενης αξίας (με κορυφαίο τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας). Στα τέλη, όμως, της δεκαετίας του 1970, δεινοπαθούσε λόγω του έντονου ξένου ανταγωνισμού και της μεγάλης έλλειψης εργατικών χεριών. Η Κουανγκτόνγκ, ακριβώς πίσω από τα κινεζικά σύνορα, είχε του κόσμου τα φθηνά εργατικά χέρια. Συνεπώς, το άνοιγμα του Ντενγκ ήταν θεόσταλτο. Το κεφάλαιο του Χονγκ Κονγκ άδραξε την ευκαιρία. Αξιοποίησε τις πολλές κρυφές διασυνοριακές διασυνδέσεις του με την Κίνα, τη λειτουργία του ως ενδιαμέσου για το εξωτερικό εμπόριο, που ήδη είχε η Κίνα, και το εμπορικό του δίκτυο στην παγκόσμια οικονομία, μέσω του οποίου μπορούσαν να διοχετευθούν εύκολα τα κινεζικής κατασκευής προϊόντα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, εποχή ήδη αρκετά προχωρημένη, περίπου τα δύο τρίτα των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) στην Κίνα εισέρχονταν μέσω του Χονγκ Κονγκ. KaL παρόλο που κατά ένα μέρος αυτό οφειλόταν στην ειδημοσύνη των επιχειρηματιών του Χονγκ Κονγκ που έπαιζαν μεσολαβητικό ρόλο εξ ονόματος πιο ποικίλων πηγών ξένου κεφαλαίου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τυχαίο γεγονός της γειτ- νίασης με το Χονγκ Κονγκ ήταν καίριας σημασίας για την αναπτυξιακή πορεία της Κίνας συνολικά. Η ζώνη οικονομικής ανάπτυξης της επαρχιακής κυβέρνησης στην αστική περιοχή του Σεντσέν, π.χ,. δεν είχε σημειώσει επιτυχία στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Εκείνο που προ- σείλκυσε τους καπιταλιστές του Χονγκ Κονγκ ήταν οι νεοδημιουργη- θείσες επιχειρήσεις κωμοπόλεων και χωριών στις αγροτικές περιοχές. Το κεφάλαιο του Χονγκ Κονγκ προμήθευσε τον μηχανικό εξοπλισμό, τις εισροές και τις μεθόδους εμπορίας, ενώ οι επιχειρήσεις έκαναν όλη τη δουλειά. Από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε, αυτός ο τρόπος λειτουργίας μπορούσε να γίνει αντικείμενο μίμησης από άλλους ξένους καπιταλιστές (ιδίως Ταϊβανέζους, γύρω από τη Σανγκάη κατά κύριο λόγο, μετά το άνοιγμά της). Οι πηγές των ΑΞΕ ποίκιλλαν σε μεγάλο βαθμό κατά τη δεκαετία του 1990, καθώς οι ιαπωνικές και νοτιοκορεάτικες, αλλά και οι αμερικανικές εταιρείες άρχισαν να χρησιμοποιούν την Κίνα ως εξωχώριο κέντρο παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ήταν φανερό ότι η τεράστια εσωτερική αγορά της Κίνας γινόταν διαρκώς και πιο ελκυστική για το ξένο κεφάλαιο. Ενώ μόνο το 10% του πληθυσμού είχε την αγοραστική δύναμη μιας νηπιακής και αυξανόμενης μεσαίας τάξης, τούτο το 10%
Νεοφιλελευθερισμός
του ενός καί περισσότερου δισεκατομμυρίου ανθρώπων συνιστούσε μια πραγματικά τεράστια εσωτερική αγορά. Η κούρσα του ανταγωνισμού είχε ως αντικείμενό της το ποιος θα προμηθεύσει αυτά τα δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων με αυτοκίνητα, κινητά τηλέφωνα, ντιβιντί, τηλεοράσεις και πλυντήρια, αλλά και με εμπορικά κέντρα, υπερλεωφόρους και «πολυτελείς» κατοικίες. Η μηνιαία παραγωγή αυτοκινήτων αυξήθηκε σταδιακά από 20.000 περίπου, το 1993, σε μόλις περισσότερα από 50.000 το 2001, αλλά στη συνέχεια πραγματοποίησε αλματώδη αύξηση προσεγγίζοντας τις 250.000 αυτοκίνητα μηνιαίως, στα μέσα του 2004. Μια πλημμύρα ξένων επενδύσεων -παντός είδους, από τη Wal-Mart και τα McDonald’s μέχρι παραγωγή ημιαγωγών για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές- ξεχύθηκε στην Κίνα, για να προλάβει την ταχεία μελλοντική ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, παρά τις θεσμικές αβεβαιότητες, τις αβεβαιότητες της κρατικής πολιτικής και τους προφανείς κινδύνους από την υπερβάλλουσα παραγωγική ικανότητα.30
Η υπερβολική στήριξη της Κίνας στις άμεσες ξένες επενδύσεις την καθιστά μια ειδική περίπτωση, πολύ διαφορετική από την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Το αποτέλεσμα ήταν να μην ολοκληρωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό ο κινεζικός καπιταλισμός. Το διαπεριφερειακό εμπόριο αναπτύσσεται μάλλον υποτονικά, παρόλο που πραγματοποιήθηκαν ογκώδεις επενδύσεις στα νέα μέσα επικοινωνίας. Επαρχίες όπως η Κουαν- γκτόνγκ εμπορεύονται πολύ περισσότερο με τον έξω κόσμο παρά με την υπόλοιπη Κίνα. Το κεφάλαιο δεν ρέει εύκολα από το ένα μέρος της Κίνας στο άλλο, παρά τον πρόσφατο χείμαρρο συγχωνεύσεων και τις προσπάθειες του κράτους να δημιουργήσει περιφερειακές συμμαχίες μεταξύ των διαφόρων επαρχιών.31 Η στήριξη στις άμεσες ξένες επενδύσεις θα μειώνεται, συνεπώς, μόνο στο βαθμό που βελτιώνονται η κατανομή των πόρων και οι διασυνδέσεις του κεφαλαίου μέσα στην ίδια την Κίνα.32
Οι εμπορικές σχέσεις της Κίνας με το εξωτερικό μετασχηματίζονται διαρκώς, ιδιαίτερα τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ενώ η είσοδός της στον ΠΟΕ, το 2001, είχε σχέση με αυτό ακριβώς το ζήτημα, ο δυναμισμός της κινεζικής οικονομικής μεγέθυνσης και οι μεταβαλλόμενες δομές του διεθνούς ανταγωνισμού έχουν καταστήσει αναπόφευκτη μια μείζο- να αναδιάταξη των εμπορικών σχέσεων. Τη δεκαετία του 1980, η θέση της Κίνας στις παγκόσμιες αγορές σχετιζόταν κυρίως με την παραγωγή χαμηλής προστιθέμενης αξίας, την πώληση, σε μεγάλες ποσότητες, φθηνών κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, παιχνιδιών και πλαστικών στις
1 82
διεθνείς αγορές. Οι μαοϊκές πολιτικές είχαν δημιουργήσει μια Κίνα αυτάρκη στον τομέα της ενέργειας και σε πολλές πρώτες ύλες (είναι μία από τις μεγαλύτερες βαμβακοπαραγωγούς χώρες στον κόσμο). Χρειαζόταν απλά να εισαγάγει τον μηχανικό εξοπλισμό και την τεχνολογία και να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές (με το Χονγκ Κονγκ να παρέχει βολικά αυτή την εκδούλευση). Μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα τα φθηνά εργατικά χέρια. Οι ωριαίες αμοιβές στην κλωστοϋφαντουργία της Κίνας, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ήταν 30 σεντς συγκρινόμενες με το Μεξικό και τη Νότια Κορέα που ήταν 2,75 δολάρια, οι δε αντίστοιχες αμοιβές στο Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν κυμαίνονταν στα 5 δολάρια και στις ΗΠΑ κόστιζαν πάνω από 10 δολάρια.33 Ωστόσο, η κινεζική παραγωγή ήταν υπόδουλη, στα πρώτα στάδια, στους εμπόρους της Ταϊβάν και του Χονγκ Κονγκ, που ήλεγχαν την πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές, έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος από τα εμπορικά κέρδη και επιτύγχαναν όλο και περισσότερο κάθετη ενσωμάτωση στην παραγωγή, αγοράζοντας ή επενδύοντας στις επιχειρήσεις των κωμοπόλεων και των χωριών και στις κρατικές επιχειρήσεις. Οι παραγωγικές εγκαταστάσεις που απασχολούν μέχρι και 40.000 εργαζόμενους δεν είναι ασυνήθιστες στο δέλτα του ποταμού Περλ. Επιπροσθέτους, οι χαμηλές αμοιβές καθιστούν δυνατές καινοτομίες εξοικονόμησης κεφαλαίου. Τα αμερικανικά εργοστάσια που σημειώνουν μεγάλη παραγωγικότητα χρησιμοποιούν ακριβά αυτοματοποιημένα συστήματα, αλλά τα «κινεζικά εργοστάσια αντιστρέφουν αυτή τη διαδικασία αποσύροντας το κεφάλαιο από την παραγωγική διαδικασία και δίνοντας ξανά μεγαλύτερο ρόλο στην εργασία». Το συνολικό απαιτούμενο κεφάλαιο είναι συνήθως λιγότερο κατά το ένα τρίτο. «Ο συνδυασμός των χαμηλότερων μισθών και του λιγότερου κεφαλαίου συνήθως αυξάνει τις αποδόσεις επί του κεφαλαίου πάνω από τα επίπεδα των αμερικανικών εργοστασίων».34
Τα απίστευτα πλεονεκτήματα του μισθού εργασίας αυτού του μεγέθους συνεπάγονται ότι η Κίνα μπορεί να ανταγωνιστεί άλλες χώρες χαμηλού εργασιακού κόστους, όπως το Μεξικό, την Ινδονησία, το Βιετνάμ και την Ταϊλάνδη, στους παραγωγικούς τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας (όπως είναι η κλωστοϋφαντουργία). Το Μεξικό έχασε 200.000 θέσεις εργασίας μόνο σε δύο έτη, καθώς η Κίνα (παρά τη NAFTA) το υπερκέρασε ως μείζων προμηθευτής καταναλωτικών αγαθών στην αμερικανική αγορά. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η Κίνα άρχισε να κινείται ανοδικά στην κλίμακα παραγωγής προ
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
183
Νεοφιλελευθερισμός
στιθέμενης αξίας και να ανταγωνίζεται τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία, την Ταϊβάν, τη Μαλαισία και τη Σιγκαπούρη σε τομείς όπως τα ηλεκτρονικά και οι εργαλειομηχανές. Αυτό συνέβη εν μέρει επειδή οι εταιρείες αυτών των χωρών αποφάσισαν να μετακινήσουν στο εξωτερικό την παραγωγή τους, για να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα της μεγάλης δεξαμενής των εργαζομένων χαμηλού κόστους και υψηλής ειδίκευσης που παρήγαγε εν αφθονία το κινεζικό πανεπιστημιακό σύστημα. Αρχικά, η μέγιστη εισροή προήλθε από την Ταϊβάν. Σήμερα θεωρείται ότι περί το ένα εκατομμύριο Ταϊβανέζοι επιχειρηματίες και μηχανικοί ζουν και εργάζονται στην Κίνα, έχοντας μεταφέρει μαζί τους μεγάλο μέρος παραγωγικής ικανότητας. Η εισροή από τη Νότια Κορέα ήταν επίσης μεγάλη (βλέπε Σχήμα 4.4). Οι κορεατικές εταιρείες ηλεκτρονικών διεξάγουν σήμερα μεγάλο μέρος των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στην Κίνα. Τον Σεπτέμβριο του 2003, π.χ., η Samsung Electronics ανακοίνωσε ότι μεταφέρει το σύνολο της παραγωγής προσωπικών υπολογιστών στην Κίνα, αφού προηγουμένως είχε επενδύσει εκεί 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια, «δημιουργώντας 10 θυγατρικές πώλησης και 26 εταιρείες παραγωγής, που απασχολούν συνολικά 42.000 άτομα».35 Η ιαπωνική υπεργολαβική παραγωγή στην Κίνα συνέβαλε στη μείωση της βιομηχανικής απασχόλησης μέσα στην Ιαπωνία από 15,7 εκατομμύρια εργάτες, το 1992, σε 13,1, το 2001. Οι ιαπωνικές εταιρείες άρχισαν επίσης να αποσύρονται από τη Μαλαισία, την Ταϊλάνδη και από άλλες χώρες, προκειμένου να μετεγκατασταθούν στην Κίνα. Σήμερα πραγματοποιούν τόσο μεγάλες επενδύσεις στην Κίνα, ώστε «πάνω από το ήμισυ του κινεζικο-ιαπωνικού εμπορίου να διεξάγεται μεταξύ ιαπωνικών εταιρειών».36 Ό πω ς συνέβη και στις ΗΠΑ, οι εταιρείες ευημε- ρούν, ενώ οι πατρίδες τους υποφέρουν. Η Κίνα έχει εκτοπίσει περισσότερες βιομηχανικές θέσεις εργασίας από την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, το Μεξικό και αλλού από όσες έχει εκτοπίσει από τις ΗΠΑ. Η θεαματική οικονομική ανάπτυξη της Κίνας εσωτερικά και η αναβάθμιση της διεθνούς εμπορικής της θέσης συνέπεσαν με τη μακροχρόνια ύφεση της Ιαπωνίας και τη βραδυπορούσα οικονομική μεγέθυνση, την εξαγωγική στασιμότητα και τις περιοδικές κρίσεις στην υπόλοιπη Ανατολική και Νοτιο-ανατολική Ασία. Με τον καιρό, οι αρνητικές επιδράσεις του ανταγωνισμού σε πολλές χώρες πιθανώς θα βαθύνουν.37
Από την άλλη μεριά, η συγκλονιστική οικονομική μεγέθυνση της Κίνας την εξάρτησε περισσότερο από ξένες πηγές πρώτων υλών και ενέργειας. Το 2003, η Κίνα πήρε το «30% της παγκόσμιας παραγωγής
κάρβουνου, το 36% της παγκόσμιας παραγωγής χάλυβα και το 55% της παγκόσμιας παραγωγής τσιμέντου».38 Πέρασε από τη σχετική αυτάρ- κεια, το 1991, στη θέση του δεύτερου μεγαλύτερου εισαγωγέα πετρελαίου μετά τις ΗΠΑ, το 2003. Οι ενεργειακές της εταιρείες επιδίωξαν μερίδια στην πετρελαϊκή λεκάνη της Κασπίας και άρχισαν διαπραγματεύσεις με τη Σαουδική Αραβία για να εξασφαλίσουν πρόσβαση στις προμήθειες του μεσανατολικού πετρελαίου. Τα ενεργειακά της συμφέροντα στο Σουδάν όπως και στο Ιράν έχουν δημιουργήσει εντάσεις με τις ΗΠΑ και στις δύο περιοχές. Ανταγωνίστηκε με την Ιαπωνία για την πρόσβαση στο ρωσικό πετρέλαιο. Οι εισαγωγές της από την Αυστραλία τετραπλασιάστηκαν τη δεκαετία του 1990, καθώς αναζητούσε νέες πηγές μετάλλων. Στην απελπισμένη της ανάγκη για στρατηγικά μέταλλα, όπως χαλκό, κασσίτερο, σιδηρομετάλλευμα, πλατίνα και αλουμίνιο, έ- σπευσε για να προλάβει συμφωνίες με τη Χιλή, τη Βραζιλία, την Ινδονησία, τη Μαλαισία και πολλές άλλες χώρες. Επιδίωξε εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και ξυλείας από παντού (οι μαζικές αγορές καρπών σόγιας από τη Βραζιλία και την Αργεντινή βοήθησαν να εμφυση- θεί νέα ζωή σ’ αυτές τις οικονομίες) και η κινεζική ζήτηση για παλιοσι- δηρικά ήταν τόσο μεγάλη, ώστε αύξησε τις τιμές σε όλη την υφήλιο. Α κόμη και ο βιομηχανικός τομέας των ΗΠΑ έχει ωφεληθεί από την κινεζική ζήτηση εκσκαπτικού εξοπλισμού (Caterpillar) και τουρμπίνων (GE). Οι ασιατικές εξαγωγές στην Κίνα έχουν επίσης αυξηθεί σε εκπληκτικούς ρυθμούς. Η Κίνα αποτελεί σήμερα τον πρώτιστο εξαγωγικό προορισμό για τη Νότια Κορέα και ανταγωνίζεται τις Η Π Α στην εξαγωγική αγορά της Ιαπωνίας. Η ταχύτητα του επαναπροσανατολισμού των εμπορικών σχέσεων απεικονίζεται κατά τον καλύτερο τρόπο με την περίπτωση της Ταϊβάν. Το 2001, η Κίνα υπερκέρασε τις ΗΠΑ ως πρώτος προορισμός των ταϊβανέζικων εξαγωγών (κυρίως ενδιάμεσων βιομηχανικών προϊόντων), αλλά στο τέλος του 2004, η Ταϊβάν εξήγε διπλάσια ποσότητα αγαθών στην Κίνα από αυτή που εξήγε στις ΗΠΑ.39
Η Κίνα κυριαρχεί ουσιαστικά σε όλη την Ανατολική και Νοτιο-ανα- τολική Ασία ως περιφερειακός ηγεμόνας με τεράστια παγκόσμια επιρροή. Δεν απέχει από το να διεκδικεί ξανά τις ιμπεριαλιστικές της παραδόσεις στην ευρύτερη περιοχή της και πέραν αυτής. Όταν οι Κινέζοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις ανησυχίες της Αργεντινής μήπως οι φθηνές κινεζικές εισαγωγές καταστρέψουν τα απομεινάρια της υφαντουργίας, υποδηματοποιίας και του κλάδου κατεργασίας δέρματος που είχαν αρχίσει να αναζωογονούνται το 2004, η συμβουλή τους ήταν απλά να α
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
185
Νεοφιλελευθερισμός
φήσει η Αργεντινή αυτούς τους κλάδους να καταστραφούν και να συγκεντρώσει την προσπάθεια της στο να γίνει παραγωγός πρώτων υλών και αγροτικών προϊόντων για την ανθούσα αγορά της Κίνας. Από τους Αργεντινούς δεν διέφυγε ότι αυτός ήταν ακριβώς ο τρόπος που έβλεπε η Βρετανία την ινδική της αυτοκρατορία κατά τον 19ο αιώνα. Εντούτοις, οι τεράστιες επενδύσεις στις υποδομές που έχει αρχίσει να πραγματοποιεί η Κίνα έχουν παρασύρει το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας. Και αντιστρόφως: η πιο βραδεία μεγέθυνση της Κίνας το 2004
επέδρασε πτωτικά στις αγορές εμπορευμάτων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων παντού. Οι τιμές του νικελίου καταποντίστηκαν από τα ύψη που βρίσκονταν επί μια δεκαπενταετία, του χαλκού υπέστησαν βίαιη πτώση μετά από μια οκταετία, κατά την οποία κυμαίνονταν σε υψηλό επίπεδο. Τα νομίσματα των οικονομιών που στηρίζονται στην παραγωγή εμπορευμάτων, όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία κακοπάθησαν. Και οι αγορές των άλλων εξαγωγικών οικονομιών της Ασίας έτρεμαν από την ανησυχία μήπως η Κίνα αγοράσει λιγότερους ημιαγωγούς από την Ταϊβάν και λιγότερες χαλύβδινες ράβδους από τη Νότια Κορέα, όπως και λιγότερο ταϊλανδέζικο ελαστικό, βιετναμέζικο ρύζι και μαλαισιανό κασσίτερο.40
Ό πως συμβαίνει πάντα με τη δυναμική της επιτυχούς συσσώρευσης κεφαλαίου, υπάρχει ένα σημείο στο οποίο τα συσσωρευμένα στο εσωτερικό πλεονάσματα χρειάζεται να εξαχθούν. Έ νας τρόπος ήταν να χρηματοδοτήσει η Κίνα το αμερικανικό χρέος και συνεπώς να κρατήσει ανθηρή την αγορά για τα κινεζικά προϊόντα, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί το γουάν βολικά προσδεδεμένο στην τιμή του δολαρίου. Όμως, οι κινεζικές εμπορικές εταιρείες, που επί μακρόν ανέπτυσσαν δραστηριότητες παγκοσμίως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και εξής έχουν επεκτείνει σημαντικά το εύρος και την κλίμακα των επιχειρήσεών τους. Οι κινεζικές επιχειρήσεις επενδύουν επίσης στο εξωτερικό για να διασφαλίσουν τη θέση τους στις ξένες αγορές. Οι κινεζικές τηλεοπτικές συσκευές συναρμολογούνται σήμερα στην Ουγγαρία, για να έχουν ασφαλή πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, και στη Νότια Καρολίνα για να εξασφαλίζουν πρόσβαση στις ΗΠΑ. Μια κινεζική εταιρεία παραγωγής αυτοκινήτων σχεδιάζει να συναρμολογεί αυτοκίνητα και τελικά να οικοδομήσει εργοστάσιο στη Μαλαισία. Οι κινεζικές εταιρείες επενδύουν στον τουρισμό της περιοχής του Ειρηνικού, για να ανταποκριθούν στην δική τους τεράστια αύξηση της ζήτησης τουριστικών υπηρεσιών.41
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
Ωστόσο, από μια άποψη, οι Κινέζοι απομακρύνονται ολοφάνερα από το νεοφιλελεύθερο πρότυπο. Η Κίνα έχει μεγάλα πλεονάσματα εργατικής δύναμης και προκειμένου να επιτύχει την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα πρέπει είτε να τα απορροφήσει είτε να εφαρμόσει μεθόδους σκληρής καταστολής. Το πρώτο μπορεί να το επιτύχει μόνο με χρηματοδοτούμενα από χρέος έργα υποδομής και με έργα σχηματισμού παγίου κεφαλαίου σε μαζική κλίμακα (οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 25% το 2003). Ο κίνδυνος που καραδοκεί είναι να ξεσπάσει σοβαρή κρίση υπερσυσσώρευσης παγίου κεφαλαίου (ιδίως στο δομημένο περιβάλλον). Υπάρχουν άφθονα σημάδια υπερβάλ- λουσας παραγωγικής ικανότητας (π.χ., στην παραγωγή αυτοκινήτων και στα ηλεκτρονικά) και ήδη έχει εκδηλωθεί ο κύκλος ανόδου και πτώσης των επενδύσεων στις πόλεις. Ό λα αυτά όμως απαιτούν να απομακρυνθεί το κινεζικό κράτος από τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία και να δράσει ως κεϊνσιανό κράτος. Τούτο σημαίνει ότι διατηρεί τους ελέγχους επί του κεφαλαίου και της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Όμως, οι έλεγχοι είναι ασύμβατοι με τους παγκόσμιους κανόνες του ΔΝΤ, του ΠΟΕ και του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. Παρά την εξαίρεση της Κίνας από τους κανόνες αυτούς, ως μεταβατικού όρου για την ένταξή της στον ΠΟΕ, η εξαίρεσή της δεν μπορεί να διατηρηθεί για πάντα. Ακόμη, η επιβολή ελέγχων στη ροή του κεφαλαίου καθίσταται διαρκώς και δυσκολότερη, καθώς το κινεζικό γουάν διαρρέει, μέσω των πολύ ευκολοδιάβατων συνόρων με το Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν, στην παγκόσμια οικονομία. Αξίζει να θυμηθούμε ότι ένας από τους παράγοντες που συνέβαλε στην κατάρρευση του όλου κεϊνσιανού μεταπολεμικού συστήματος του Μπρέτον Γουντς ήταν ο σχηματισμός μιας αγοράς ευρωδολαρίων, καθώς τα αμερικανικά δολάρια διέφευγαν της πειθάρχησης που επέβαλαν οι νομισματικές Αρχές των ίδιων των ΗΠΑ.42 Οι Κινέζοι ήδη βρίσκονται καθ’ οδόν προς την εμφάνιση αυτού του προβλήματος, και συνεπώς απειλείται ο κεϊνσιανισμός τους.
Το κινεζικό τραπεζικό σύστημα, που βρίσκεται στον πυρήνα της τρέχουσας χρηματοδότησης του ελλείμματος, δεν μπορεί να αντέξει την ενσωμάτωση στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, διότι τα μισά δανειακά χαρτοφυλάκιά του είναι μη εξυπηρετούμενα. Ευτυχώς, οι Κινέζοι έχουν πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών το οποίο μπορεί να χρησιμοποιείται, όπως ήδη έχουμε διαπιστώσει, για να καθαρίζει τους καταλόγους των τραπεζών. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο είναι πιθανό να υπάρξουν ανεπιθύμητες επιπτώσεις, διότι ο μόνος τρόπος για να αντέ-
:8 7
Νεοφιλελευθερισμός
ξουν οι Κινέζοι να το κάνουν αυτό είναι η συσσώρευση πλεονασμάτων του ισοζυγίου πληρωμών έναντι των Η ΠΑ. Εμφανίζεται μια ιδιόμορφη συμβίωση, στην οποία η Κίνα, μαζί με την Ιαπωνία, την Ταϊβάν και άλλες ασιατικές κεντρικές τράπεζες χρηματοδοτούν το χρέος των ΗΠΑ, ώστε οι ΗΠΑ, βολικά, να καταναλώνουν την πλεονασματική παραγωγή τους. Έτσι όμως οι ΗΠΑ γίνονται ευάλωτες στις ιδιοτροπίες των Α- σιατών κεντρικών τραπεζιτών. Και αντιστρόφως: ο κινεζικός οικονομικός δυναμισμός είναι όμηρος της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Σήμερα, οι ΗΠ Α συμπεριφέρο- νται επίσης με κεϊνσιανικό τρόπο - διατηρούν τεράστια ομοσπονδιακά ελλείμματα και καταναλωτικό χρέος, ενώ επιμένουν πως όλοι οι άλλοι πρέπει να υποτάσσονται στους νεοφιλελεύθερους κανόνες. Πρόκειται για μια μη υποστήριξιμη θέση, και υπάρχουν πολλές φωνές σημαινόντων ανθρώπων στις ΗΠΑ που υποδεικνύουν ότι η χώρα οδηγείται κατευθείαν στον τυφώνα μιας μεγάλης χρηματο-οικονομικής κρίσης.43 Όσον αφορά την Κίνα, η κατάσταση αυτή θα είχε ως συνέπεια τη στροφή από την πολιτική απορρόφησης εργασίας σε μια πολιτική ανοικτής καταστολής. Το αν θα είναι ή όχι επιτυχής μια τέτοια τακτική, όπως ήταν στην πλατεία Τιενανμέν το 1989, θα εξαρτηθεί καίρια από την ισορροπία των ταξικών δυνάμεων και από το πώς θα τοποθετηθεί το Κομουνιστικό Κόμμα σε σχέση μ’ αυτές τις δυνάμεις.44
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ;
Στις 9 Ιουνίου 2004, κάποιος κ. Γουάνγκ αγόρασε ένα υπερπολυτελές σεντάν Maybech αξίας 900.000 δολαρίων από την Daimler Chrysler στο Πεκίνο. Φαίνεται πως η αγορά πολυτελών αυτοκινήτων αυτού του είδους αναπτύσσεται γοργά. Το συμπέρασμα είναι ότι «ελάχιστες κινεζικές οικογένειες έχουν συσσωρεύσει μεγάλο πλούτο».45 Σε βαθμίδες κατώτερες αυτής το)ν υπερπολυτελών αυτοκινήτων, η Κίνα είναι σήμερα η μεγαλύτερη αγορά στον κόσμο για τα αυτοκίνητα της Mercedes- Benz. Κάποιος, κάπου και με κάποιον τρόπο αποκτά πολύ πλούτο.
Παρόλο που η Κίνα έχει μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στον κόσμο, έχει επίσης και μια από τις πιο άνισες κοινωνίες (Σχήμα 5.2). Τα οφέλη της οικονομικής μεγέθυνσης «έχουν διαχυθεί κυρίως στους κατοίκους των πόλεων και στους αξιωματούχους της κυβέρνησης και του κόμματος. Τα περασμένα πέντε έτη, η διαφορά εισο-
Πυκ
νότη
τα
Πυκ
νότη
ταΝεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
Ε ισόδημα σε 1.000 γουάν του 1985
ΣΧΗΜΑ 5.2 Α υξανόμενη εισοδηματική ανισότητα στην Κίνα: αγροτικές περιοχές (πάνω) και αστικές περιοχές (κάτω), 1985-2000
ΠΗΓΗ: Wu και Perloff,
Νεοφιλελευθερισμός
δήματος μεταξύ των πλουσίων των πόλεων και των φτωχών στις αγροτικές περιοχές έχει μεγαλώσει τόσο πολύ, ώστε κάποιες μελέτες, δυσοίωνα, συγκρίνουν σήμερα το κοινωνικό σχίσμα της Κίνας με τις πιο φτωχές χώρες της Αφρικής».46 Η κοινωνική ανισότητα δεν εξαλείφθηκε κατά την επαναστατική εποχή. Η διαφοροποίηση μεταξύ πόλης και χωριού ήταν επίσης κατοχυρωμένη νομικά. Με τη μεταρρύθμιση, όμως, γράφει ο Γουάνγκ, «αυτή η διαρθρωτική ανισότητα μετασχηματίστηκε ταχέως σε ανισότητα εισοδήματος μεταξύ των διαφορετικών τάξεων, κοινωνικών στρωμάτων και περιοχών, οδηγώντας με ταχείς ρυθμούς στην κοινωνική πόλωση».47 Τυποποιημένα μέτρα κοινωνικής ανισότητας, όπως ο συντελεστής Gini,* επιβεβαιώνουν ότι η Κίνα έχει διανύσει την πορεία από την κατάσταση μιας εκ των πιο φτωχών και εξισωτικών κοινωνιών προς τη χρόνια ανισότητα, μέσα σε διάστημα είκοσι ετών (βλέπε Σχήμα 5.2). Το χάσμα μεταξύ των εισοδημάτων στις αγροτικές και αυτών στις αστικές περιοχές (που γίνεται μόνιμο λόγω του συστήματος αδειών κατοίκησης) αυξήθηκε ταχύτατα. Ενώ οι εύποροι κάτοικοι των πόλεων οδηγούν BMW, οι αγρότες είναι τυχεροί εάν μπορούν να φάνε κρέας μία φορά την εβδομάδα. Ακόμη πιο έντονη είναι η αυξανόμενη ανισότητα στο εσωτερικό των αγροτικών και αστικών περιοχών. Οι περιφερειακές ανισότητες έχουν επίσης βαθύνει, με κάποιες από τις πόλεις της νότιας παράκτιας ζώνης να προχωρούν αλματωδώς μπροστά, ενώ η ενδοχώρα και η «άχρηστη λωρίδα» της νότιας περιοχής είτε έχουν αποτύχει να απογειωθούν είτε παραδέρνουν απελπισμένα.48
Όμως, μόνο η αύξηση της κοινωνικής ανισότητας δεν συνιστά ασφαλή δείκτη της ανασυγκρότησης της ταξικής ισχύος. Τα τεκμήρια όσον αφορά αυτό το ζήτημα είναι σε μεγάλο βαθμό μη αξιόπιστα και καθόλου σίγουρα. Μπορούμε, ωστόσο, να προχωρήσουμε συμπερασματικά, παρατηρώντας αρχικά την κατάσταση που επικρατεί στο κατώτατο σημείο της κοινωνικής κλίμακας. «Το 1978 υπήρχαν στην Κίνα 128 εκατομμύρια εργάτες. Το 2000 υπήρχαν 270 εκατομμύρια. Με την προσθήκη των 70 εκατομμυρίων χωρικών που είχαν μετακινηθεί στις πόλεις και είχαν βρει μακροχρόνια μισθωτή εργασία, η εργατική τάξη της Κίνας α
* Συντελεστής Gini: Μετρά την εισοδηματική ανισότητα των κατοίκων μιας χώρας με κλίμακα από 0,0,10,0,20,0,30 κ.λπ. μέχρι τη μονάδα. Η μονάδα δηλώνει ότι όλοι αποκτούν το ίδιο εισόδημα (ισοκατανομή), ενώ το 0 δηλώνει ότι κάποιος αποκτά τα πάντα. (Σ,τ.Μ.)
190
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
ριθμεί σήμερα, κατά προσέγγιση, 370 εκατομμύρια». Εξ αυτών «πάνω από 100 εκατομμύρια» απασχολούνται σήμερα στους μη κρατικούς τομείς και καταχωρίζονται επισήμως ως μισθωτοί εργαζόμενοι.49
Μια μεγάλη μερίδα εκείνων που απασχολούνται σε ό,τι έχει απομεί- νει στον κρατικό τομέα (τόσο στις κρατικές επιχειρήσεις όσο και στις επιχειρήσεις κωμοπόλεων και χωριών) κατέχουν επίσης τη θέση των μισθωτών. Σημειώθηκε, συνεπώς, μια συνολική διαδικασία προλεταριοποίησης στην Κίνα, η οποία συνεχίζεται, σηματοδοτούμενη από στάδια ιδιωτικοποίησης και μέτρα που αποσκοπούν στην επιβολή ευελιξίας στην αγορά εργασίας (στα οποία συμπεριλαμβάνεται η απαλλαγή των δημόσιων επιχειρήσεων από υποχρεώσεις καταβολής κοινωνικών και συνταξιοδοτικών επιδομάτων). Η κυβέρνηση έχει επίσης «ξεκοιλιάσει» τις υπηρεσίες. Σύμφωνα με το China Labor Watch, «ol κυβερνήσεις των αγροτικών περιοχών δεν λαμβάνουν σχεδόν καθόλου υποστήριξη από τις πλουσιότερες περιοχές. Φορολογούν τους ντόπιους αγρότες και επιβάλλουν απεριόριστα τέλη για τη χρηματοδότηση των σχολείων, των νοσοκομείων, της οδοποιίας, ακόμη και της αστυνομίας». Η φτώχεια αυξάνεται για εκείνους που μένουν πίσω, ακόμη κι αν η οικονομική μεγέθυνση κυμαίνεται στο 9%. Ανάμεσα στο 1998 και το 2002, 27 εκατομμύρια εργάτες έφυγαν από τις κρατικές επιχειρήσεις, καθώς ο αριθμός των επιχειρήσεων αυτών μειώθηκε από 262.000 σε 159.000. Ακόμη πιο εκπληκτικό είναι το ότι η καθαρή απώλεια βιομηχανικών θέσεων εργασίας στην Κίνα, κατά την προηγούμενη δεκαετία ή περίπου τόσο, αντιστοιχούσε σε σχεδόν 15 εκατομμύρια.50 Στο μέτρο που η νεοφιλελευθε- ροποίηση απαιτεί ένα πολυπληθές, εύκολα εκμεταλλεύσιμο και σχετικά ανίσχυρο εργατικό δυναμικό, τότε η Κίνα ασφαλώς έχει τα απαιτούμε- να προσόντα ως νεοφιλελεύθερη οικονομία, αν και «με κινεζικά χαρακτηριστικά».
Η συσσώρευση πλούτου στο άλλο άκρο της κοινωνικής κλίμακας είναι μια πιο περίπλοκη υπόθεση. Φαίνεται ότι η συσσώρευση πλούτου έχει επιτευχθεί μέσω ενός συνδυασμού διαφθοράς, κρυφών τεχνασμάτων και εμφανούς ιδιοποίησης δικαιωμάτων και περιουσιακών στοιχείων που κάποτε ήταν κοινά. Καθώς οι τοπικές κυβερνήσεις μεταβίβασαν μερίδια των επιχειρήσεων στο μάνατζμεντ, ως τμήμα της στρατηγικής τους για την αναδιάρθρωση, πολλοί διευθυντές «πήραν στην κατοχή τους, εν μια νυκτί, με διάφορα μέσα, μετοχές αξίας δεκάδων εκατομμυρίων γουάν, σχηματίζοντας μια νέα ομάδα μεγιστάνων». Όταν οι κρατικές επιχειρήσεις αναδιαρθρώθηκαν ως μεικτές μετοχικές εταιρείες,
Νεοφιλελευθερισμός
«δόθηκαν στους διευθυντές σημαντικά μερίδια μετοχών» και ορισμένες φορές έλαβαν ετήσιο μισθό εκατονταπλάσιο του μέσου εργατικού μισθού.51 Οι ανώτεροι διευθυντές της Ζυθοποιίας Tsingtao, η οποία έγινε εταιρεία χαρτοφυλακίου το 1993, όχι μόνο κατέληξαν να κατέχουν μεγάλο τμήμα των μετοχών μιας αποδοτικής επιχείρησης (που αυξάνει την εθνική της παρουσία και την ολιγοπωλιακή της δύναμη μέσω εξαγορών πολλών τοπικών ζυθοποιιών), αλλά πληρώνονται απλόχερα ως διευθυντές. Οι προνομιακές σχέσεις μεταξύ κομματικών μελών, κυβερνητικών αξιωματούχων και ιδιωτών επιχειρηματιών και τραπεζών έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο. Οι διευθυντές των προσφάτως ιδιωτι- κοποιημένων επιχειρήσεων, οι οποίοι έλαβαν ορισμένο αριθμό μετοχών, μπορούν να δανείζονται από τις τράπεζες (ή από φίλους), προκειμένου να αγοράσουν τις υπόλοιπες μετοχές από τους εργάτες (μερικές φορές με τρόπους εξαναγκαστικούς, απειλώντας με απολύσεις παραδείγματος χάριν). Εφόσον μεγάλος αριθμός τραπεζικών δανείων δεν εξυπηρετείται, οι νέοι ιδιοκτήτες είτε διοικούν τις εταιρείες μέχρι πτωχεύσεως (α- φαιρώντας στην πορεία περιουσιακά στοιχεία προς όφελος τους) ή βρίσκουν τρόπους να αποποιηθούν τα χρέη τους, χωρίς να κηρύξουν πτώχευση (το δίκαιο περί πτωχεύσεων δεν έχει αναπτυχθεί στην Κίνα). Όταν το κράτος παίρνει 45 δισεκατομμύρια δολάρια ξένου συναλλάγματος κερδισμένου στις πλάτες των υπερεκμεταλλευόμενων εργαζομένων και χρηματοδοτεί τις τράπεζες για να καλύψουν τα μη αποδοτικά δάνειά τους, τότε αυτό μπορεί κάλλιστα να είναι αναδιανομή πλούτου από τις κατώτερες στις ανώτερες τάξεις, αντί για διαγραφή των επισφαλών επενδύσεων. Αδίστακτοι διευθυντές μπορούν πανεύκολα να πάρουν τον έλεγχο στις πρόσφατα ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις και στα περιουσιακά τους στοιχεία και να τα χρησιμοποιήσουν για τον προσωπικό τους πλουτισμό.
Το εγχώριο κεφάλαιο παίζει επίσης όλο και πιο σημαντικό ρόλο στη δημιουργία πλούτου. Έχοντας ωφεληθεί από την επί μία εικοσαετία και πλέον μεταφορά τεχνολογίας μέσω των μεικτών επιχειρήσεων, έχοντας ευλογηθεί με την πρόσβαση σε μεγάλες δεξαμενές ειδικευμένης εργασίας και διευθυντικών ικανοτήτων και πάνω απ’ όλα αξιοποιώ- ντας τη «φυσική ενεργητικότητα» της επιχειρηματικής φιλοδοξίας, πολλές κινεζικές εταιρείες έχουν κατορθώσει να καταλάβουν μια καλή θέση για να ανταγωνιστούν με τους ξένους αντιπάλους τους όχι μόνο στην εγχώρια αγορά, αλλά και στον διεθνή στίβο. Και όχι μόνο, πλέον, στους τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Π.χ. η εταιρεία που σήμερα κα-
192
ταλαμβάνει την όγδοη θέση στον κόσμο ως κατασκευάστρια ηλεκτρονικών υπολογιστών ιδρύθηκε το 1984 από μια ομάδα Κινέζων επιστημόνων που στηρίχθηκαν με κυβερνητικά κονδύλια. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, είχε μεταμορφωθεί από επιχείρηση διανομής σε επιχείρηση κατασκευής και κατείχε το μεγαλύτερο μερίδιο στην κινεζική αγορά. Η Lenovo, όπως αποκαλείται σήμερα, ανταγωνίζεται σκληρά μεγάλους παίκτες και έχει αναλάβει τη γραμμή παραγωγής προσωπικών υπολογιστών της IBM, για να αποκτήσει καλύτερη πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά. Η συμφωνία (η οποία, παρεμπιπτόντως, απειλεί τη θέση της Ταϊβάν στον κλάδο των υπολογιστών) επιτρέπει στην IBM να δημιουργήσει μια πιο σταθερή γέφυρα προς την εσωτερική κινεζική αγορά λογισμικού, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί μια τεράστια εταιρεία, στον κλάδο των υπολογιστών, παγκόσμιας εμβέλειας, με έδρα την Κίνα.52 Παρόλο που το κράτος μπορεί να κατέχει μετοχές σε εταιρείες σαν τη Lenovo, η διοικητική τους αυτονομία εγγυάται μια ιδιοκτησία και ένα σύστημα ανταμοιβών που επιτρέπουν αυξανόμενη συγκέντρωση πλούτου από τα διευθυντικά στελέχη στο ίδω επίπεδο που αυτό το φαινόμενο απαντά σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου.
Η ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων, ιδίως μέσα και στην περιφέρεια των πόλεων και στις αναπτυξιακές ζώνες εξαγωγών, φαίνεται πως είναι άλλη μια προνομιακή τακτική που εξασφαλίζει τη συγκέντρωση τεράστιου πλούτου σε λίγα χέρια. Από τη στιγμή που οι καλλιεργητές χωρικοί δεν διέθεταν τίτλους ιδιοκτησίας της γης, μπορούσαν εύκολα να στερηθούν την εκμετάλλευσή της και να στραφεί η γη προς κερδοφόρες αστικές χρήσεις, αφήνοντας τους καλλιεργητές χωρίς αγροτική βάση ως πηγή εισοδήματος, αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείπουν την καλλιέργεια και να εισέλθουν στην αγορά εργασίας. Η αποζημίωση που τους προσφέρεται συνήθως είναι ένα κλάσμα της αξίας της γης που δίνεται στους εργολάβους από κυβερνητικούς αξιωματούχους. Κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, 70 εκατομμύρια αγρότες έχασαν τη γη τους μ’ αυτό τον τρόπο. Οι επικεφαλής των κομούνων, π.χ., συχνά διεκ- δίκησαν de facto ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί της κοινοτικής γης και των κοινών περιουσιακών στοιχείων, σε διαπραγματεύσεις με ξένους επενδυτές ή εργολάβους. Σε μια μεταγενέστερη φάση, επιβεβαιώθηκε ότι αυτά τα δικαιώματα ανήκουν σ’ αυτούς ατομικά, προκειμένου να περιφραχθούν οι κοινοτικές γαίες προς όφελος των λίγων. Μέσα στη σύγχυση της μεταβατικής περιόδου, γράφει ο Γουάνγκ, «μεγάλο μέρος της εθνικής γης μεταβιβάστηκε “νομίμως” ή παρανόμως προς ατομικό οι
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
[93
Νεοφιλελευθερισμός
κονομικό όφελος μιας μικρής μειοψηφίας».53 Η κερδοσκοπία στις αγορές γης και ακινήτων, ιδίως στις αστικές περιοχές, έβριθε ακόμη και εν απουσία ολοκληρωμένων συστημάτων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Και η απώλεια αρόσιμης γης ήταν τόσο σοβαρή, ώστε η κεντρική κυβέρνηση αναγκάστηκε να εφαρμόσει μερική αναστολή στην αλλαγή της χρήσης γης το 1998, μέχρις ότου μπορέσει να ολοκληρωθεί ένας πιο ορθολογικός σχεδιασμός των χρήσεων. Όμως, η μεγαλύτερη ζημιά είχε ήδη γίνει. Είχε συγκεντρωθεί πολύτιμη γη και οι εργολάβοι (αξιοποιώ- ντας τις προνομιακές τους σχέσεις με τις τράπεζες) είχαν αναλάβει δουλειά, συσσωρεύοντας τεράστιο πλούτο στα χέρια ελάχιστων. Ακόμη και σε μικρή κλίμακα, μπορούσαν να συγκεντρωθούν πολύ περισσότερα χρήματα σε επιχειρήσεις ακινήτων παρά στην παραγωγή.54 Το γεγονός ότι ένα αυτοκίνητο 900.000 δολαρίων αγοράστηκε από κάποιον που είχε βγάλει χρήματα από ακίνητα είναι ενδεικτικό.
Η κερδοσκοπία επί των αξιών των περιουσιακών στοιχείων, με τη συχνή χρήση της πίστωσης υπό ευνοϊκούς όρους, έπαιξε επίσης το ρόλο της. Αυτό ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στα ακίνητα των πόλεων και της αστικής περιφέρειας, στο Πεκίνο, τη Σανγκάη, το Σεντσέν, το Ντονγκουάν και τις παρόμοιες. Τα κέρδη, τα οποία ήταν τεράστια σε ορισμένες σύντομες περιόδους εκρηκτικής ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας, συνήθως ανήκουν στον κερδοσκόπο και τις απώλειες κατά διάρκεια των κραχ σε μεγάλο βαθμό τις επωμίζονται οι τράπεζες. Σε όλους αυτούς τους χώρους, οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν τις κρυφές ζώνες διαφθοράς που δεν μπορούν να προσμετρηθούν, η ιδιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, συχνά από στελέχη του κόμματος ή κυβερνητικούς αξιωματούχους, τους μεταμόρφωσε από παράγοντες της κρατικής εξουσίας σε ανεξάρτητους και πάμπλουτους επιχειρηματίες, με μεγάλες ικανότητες προστασίας του νεοαποκτηθέντος πλούτου τους, εάν προέκυπτε ανάγκη δε και με την εξαφάνισή του από τη χώρα μέσω του Χονγκ Κονγκ.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα εμφανίστηκε ένα κύμα καταναλωτικής συμπεριφοράς στο οποίο οι αυξανόμενες ανισότητες πρόσθεσαν τα ιδιόμορφα στοιχεία τους, όπως περιφραγμένες και προστατευμένες κοινότητες με ακριβές κατοικίες (που έχουν ονόματα σαν αυτά του Μπέ- βερλι Χιλς) για τους πλούσιους και εξαιρετικά προνομιακές ζώνες κατανάλωσης, εστιατορίων και νυχτερινών κέντρων, εμπορικών κέντρων και θεματικών πάρκων σε πολλές πόλεις. Η μεταμοντέρνα κουλτούρα έφθασε στη Σανγκάη - τι επίτευγμα! Ό λα τα εξωτερικά γνωρίσματα
194
του εκδυτικισμού είναι παρόντα σ’ αυτήν: αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις που κάνουν νεαρές γυναίκες να εμπορεύονται τη σεξουαλικότητα και την ομορφιά τους σε κάθε γωνιά και πολιτισμικοί θεσμοί (από τα καλλιστεία για τη Μις Κόσμος μέχρι καλλιτεχνικές εκθέσεις έργων με μεγάλη επιτυχία) που διαπλάθονται με εκπληκτικό ρυθμό για να δημιουργήσουν αφύσικες παραλλαγές, σε βαθμό παρωδίας, της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου ή του Παρισιού. Επικρατεί εκείνο που σήμερα αποκαλεί- ται «κύπελλο ρυζιού της νεολαίας»,* καθώς ο καθένας κερδοσκοπεί με τις επιθυμίες των άλλων στον δαρβινικό αγώνα για μια θέση. Οι συνέπειες στα φύλα ήταν χαρακτηριστικές. «Στις παράκτιες πόλεις, οι γυναίκες συναντούν δύο ακραία φαινόμενα, αφ’ ενός των μεγαλύτερων ευκαιριών να κερδίσουν πρωτοφανή επίπεδα εισοδήματος και επαγγελματικής απασχόλησης και, αφ’ ετέρου, σχετικά χαμηλούς μισθούς στη βιομηχανία ή θέσεις εργασίας σε χαμηλού κοινωνικού στάτους υπηρεσίες, όπως είναι τα εστιατόρια, η υπηρετική εργασία ή η πορνεία».55
Η άλλη πηγή συγκέντρωσης πλούτου είναι η υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, ιδίως των νεαρών γυναικών μεταναστριών από τις αγροτικές περιοχές. Τα επίπεδα μισθών στην Κίνα είναι εξωφρενικά χαμηλά και οι συνθήκες εργασίας δεν υπόκεινται ουσιαστικά σε κανένα κανονισμό, είναι δεσποτικές και τόσο εκμεταλλευτικές που μπροστά τους ωχριούν οι περιγραφές που συγκέντρωσε ο Μαρξ πριν από πολύ καιρό στην ανατριχιαστική του αφήγηση για τις εργοστασιακές και οικιακές συνθήκες εργασίας στη Βρετανία, στα πρώτα στάδια της Βιομηχανικής Επανάστασης εκεί. Ακόμη πιο απεχθείς είναι οι μη πληρωμές του μισθού και των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων. Η Λι αναφέρει ότι
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
Στην καρδιά της ΒΑ άχρηστης ζώνης Σενγιάνγκ, ανάμεσα στο 1996-2001, το 23,1% των απασχολούμενων εργατών λάμβαναν τα ημερομίσθια με καθυστέρηση, το 26,4% των συνταξιούχων έπαιρναν καθυστερημένα τις συντάξεις τους. Σε όλη τη χώρα, ο συνολικός αριθμός εργατών στους οποίους οφείλονταν απλήρωτοι μισθοί αυξήθηκε από 2,6 εκατομμύρια, το 1993, σε 14 εκατομμύρια το 2000. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στις παλιές και χρεοκοπημένες βιομηχανικές βάσεις με συνταξιούχους και απολυμένους εργάτες. Οι μελέτες της κυβέρνησης έδειξαν ότι οφείλονταν οι μισθοί στο 72,5%
* Ιδιωματισμός που σημαίνει το νέο ευέλικτο και στερούμενο κοινωνικής προστασίας εργατικό δυναμικό. (Σ.τ.Μ.)
195
Νεοφιλελευθερισμός
των σχεδόν 100 εκατομμυρίων μεταναστών εργατών της χώρας. Το συνολικό ποσό των οφειλομένων αμοιβών εκτιμήθηκε στα 12 δισεκατομμύρια δολάρια (ή περίπου 100 δισεκατομμύρια γουάν). Το 70% αυτών των οφειλών παρατηρείται στον οικοδομικό κλάδο.56
Μεγάλο μέρος του κεφαλαίου που συσσωρεύεται από ιδιωτικές και ξένες εταιρείες προέρχεται από την απλήρωτη εργασία. Με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν βίαιες εργατικές διαμαρτυρίες σε πολλές περιοχές. Παρόλο που οι Κινέζοι εργάτες φαίνονται έτοιμοι να δεχθούν τα ατέλειωτα ωράρια, τις φρικτές συνθήκες εργασίας και τους χαμηλούς μισθούς ως μέρος του τιμήματος του εκσυγχρονισμού και της οικονομικής ανάπτυξης, η μη καταβολή μισθών και συντάξεων είναι κάτι διαφορετικό. Οι προσφυγές και τα παράπονα προς την κεντρική κυβέρνηση όσον αφορά αυτό το ζήτημα έχουν πάρει διαστάσεις τα τελευταία χρόνια και η αδυναμία της κυβέρνησης να αντιδράσει δεόντως έχει οδηγήσει σε άμεση δράση.57 Στη βορειο-ανατολική πόλη Λιαογιάνγκ περισσότεροι από 30.000 εργάτες περίπου είκοσι εργοστασίων διαδήλωναν επί αρκετές ημέρες το 2002, σε μια από τις «μεγαλύτερες διαδηλώσεις αυτού του είδους από την εποχή της επίθεσης στην Τιενανμέν». Στο Τζιαμά- σου, της βόρειας Κίνας, όπου περίπου το 80% του πληθυσμού της πόλης ήταν άνεργοι εργάτες και ζούσαν με λιγότερα από 20 δολάρια την εβδομάδα, μετά το αιφνίδιο κλείσιμο μιας κλωστοϋφαντουργίας που απασχολούσε 14.000 εργάτες, εκδηλώθηκε άμεση δράση μετά από μήνες αναπάντητων εκκλήσεων. «Κάποιες ημέρες οι συνταξιούχοι απέκλειαν όλη την οδική κυκλοφορία στην κεντρική λεωφόρο της πόλης, καθήμε- νοι οκλαδόν, σε σειρές, πάνω στο οδόστρωμα. Άλλες ημέρες, απολυμένοι εργάτες κλωστοϋφαντουργίας κάθονταν πάνω στις σιδηροτροχιές, διακόπτοντας το σιδηρόδρομο. Στα τέλη Δεκεμβρίου, εργάτες από ένα προβληματικό εργοστάσιο πολτού στέκονταν όπως οι ακίνητοι στρατιώτες στον μοναδικό διάδρομο του Τζιαμάσου, εμποδίζοντας την προσγείωση των αεροπλάνων».58 Τα στοιχεία της αστυνομίας δείχνουν ότι το 2003 «περίπου τρία εκατομμύρια συμμετείχαν στις διαδηλώσεις». Μέχρι πρόσφατα, συγκρούσεις αυτού του είδους αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά με την απομόνωση, τον κατακερματισμό, την έλλειψη οργάνωσης και βεβαίως με το να μην αναφέρεται τίποτε γι’ αυτές. Αλλά οι τελευταίες περιγραφές αναφέρουν ότι ξεσπούν πιο εκτεταμένες συγκρούσεις. Στην επαρχία Άνχουι, π.χ., «περίπου 10.000 εργάτες και συνταξιούχοι κλωστοϋφαντουργίας διαμαρτυρήθηκαν προσφάτως για
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
τις μειώσεις στις συντάξεις, την απουσία ιατρικής ασφάλισης και αποζημιώσεων για τους τραυματισμούς». Στο Ντονγκουάν, η εταιρεία Stella International Ltd, ταϊβανέζικης ιδιοκτησίας, που κατασκευάζει υποδήματα και απασχολεί 42.000 εργάτες «αντιμετώπισε απεργίες αυτή την άνοιξη, που μετατράπηκαν σε βίαια επεισόδια. Κάποια στιγμή περισσότεροι από 500 εκτραχηλισμένοι εργάτες κατέστρεψαν τις εγκαταστάσεις της εταιρείας και τραυμάτισαν σοβαρά ένα στέλεχος της Stella, γεγονός που προκάλεσε την είσοδο της αστυνομίας στο εργοστάσιο και τη σύλληψη των πρωταιτίων».59
«Τους τελευταίους μήνες, έχουν ξεσπάσει», όλων των ειδών οι διαμαρτυρίες, «πολλές από αυτές βίαιες, και με αυξανόμενη συχνότητα σε όλη τη χώρα». Ταραχές και διαδηλώσεις ξέσπασαν επίσης σε όλη την Κίνα για την αρπαγή γης που συνέβη στις αγροτικές περιοχές. Το αν θα οδηγήσουν ή δεν θα οδηγήσουν όλα αυτά στην εμφάνιση ενός μαζικού κινήματος, δεν μπορούμε να το προβλέψουμε. Είναι όμως σαφές πως το κόμμα φοβάται μια πιθανή κατάρρευση της τάξης και κινητοποιεί τις δυνάμεις του, όπως και αυτές της αστυνομίας, για να αποτρέψουν την επέκταση οποιουδήποτε γενικού κοινωνικού κινήματος που πιθανώς θα εμφανιστεί. Ενδιαφέροντα, εν προκειμένω, είναι τα συμπεράσματα της Λι ως προς το πολιτικό υποκείμενο. Τόσο οι απασχολούμενοι στις κρατικές επιχειρήσεις όσο και οι μετανάστες εργάτες, αναφέρει, απορρίπτουν τον όρο εργατική τάξη και αρνούνται την «τάξη ως το ευρύτερο πλαίσιο που συγκροτεί τη συλλογική τους εμπειρία». Ούτε βλέπουν τους εαυτούς τους ως το «συμβατικό, νομικό και αφηρημένο υποκείμενο εργασίας που συνήθως λαμβάνεται στις θεωρίες της καπιταλιστικής νεωτερικότητας» ως φορέας ατομικών νομικών δικαιωμάτων. Αντιθέ- τως, προσφεύγουν συνήθως στην παραδοσιακή μαοϊκή έννοια των μαζών που αποτελούνται από «εργάτες, την αγροτιά, την ιντελιγκέντσια και την εθνική αστική τάξη, τα συμφέροντα των οποίων εναρμονίζονταν μεταξύ τους και επίσης με το κράτος». Έτσι, οι εργάτες «απευθύνουν ηθικές αξιώσεις για κρατική προστασία, ενίσχυση της ηγεσίας και της ευθύνης του κράτους έναντι εκείνων τους οποίους κυβερνά».60 Συνεπώς, ο στόχος οποιοσδήποτε μαζικού κινήματος θα ήταν να κάνει το κεντρικό κράτος να σταθεί στο ύψος της επαναστατικής του εντολής εναντίον των ξένων καπιταλιστών, των ιδιωτικών συμφερόντων και των τοπικών Αρχών.
Όμως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το κινεζικό κράτος μπορεί σήμερα ή είναι πρόθυμο να ανταποκριθεί σε τέτοιες ηθικές αξιώσεις και
197
Νεοφιλελευθερισμός
άρα να διατηρήσει τη νομιμοποίησή του. Ένας εξέχων δικηγόρος, κατά την υπερασπιστική του αγόρευση υπέρ ενός εργάτη που προσήχθη σε δίκη διότι τέθηκε επικεφαλής μιας βίαιης αιφνιδιαστικής απεργίας σε εργοστάσιο, παρατήρησε ότι πριν από την επανάσταση το «Κομουνιστικό Κόμμα στεκόταν στο πλευρό των εργατών στον αγώνα τους εναντίον της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ενώ σήμερα το Κομουνιστικό Κόμμα παλεύει πλάι-πλάι με τους ψυχρούς καπιταλιστές στον αγώνα τους κατά των εργατών».61 Αν και υπάρχουν αρκετές πτυχές της πολιτικής του Κομουνιστικού Κόμματος που αποσκοπούσαν στο να α- κυρώσουν τη διαμόρφωση τάξης κεφαλαιοκρατών, το Κόμμα έχει εν- δώσει επίσης στη μαζική προλεταριοποίηση του εργατικού δυναμικού της Κίνας, στο σπάσιμο του «σιδερένιου κύπελλου ρυζιού», στην πλήρη εξουδετέρωση της κοινωνικής προστασίας, στην επιβολή πληρωμών για την εκπαίδευση και την υγεία, στη δημιουργία καθεστώτος ευέλικτης αγοράς εργασίας και στην ιδιωτικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που πριν ήταν κοινά. Έχει δημιουργήσει ένα κοινωνικό σύστημα όπου οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να ιδρύονται και να λειτουργούν ελεύθερα. Μ’ αυτή την πολιτική έχει επιτύχει ταχεία οικονομική μεγέθυνση και ανακούφιση πολλών από τη φτώχεια, αλλά έχει επίσης προκρίνει τη μεγάλη συγκέντρωση πλούτου στα ανώτερα κλιμάκια της κοινωνίας. Επιπροσθέτους, οι επιχειρηματίες μέλη του κόμματος έχουν αυξηθεί (από 13,1% το 1993 σε 19,8% το 2000). Ωστόσο, είναι δύσκολο να πούμε εάν αυτό αντανακλά μια εισροή καπιταλιστών επιχειρηματιών στο κόμμα ή το γεγονός ότι πολλά μέλη του κόμματος χρησιμοποίησαν τα προνόμιά τους για να γίνουν καπιταλιστές με αμφίβολα μέσα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό σηματοδοτεί την αύξουσα ενσωμάτωση κόμματος και επιχειρηματικών ελίτ με τρόπους που είναι πολύ συνήθεις στις ΗΠΑ. Από την άλλη, οι δεσμοί μεταξύ εργατών και κομματικών οργανώσεων έχουν καταπονηθεί.62 Απομένει να δούμε εάν αυτός ο εσωτερικός μετασχηματισμός της κομματικής δομής θα παγιώσει την άνοδο μιας τεχνοκρατικής ελίτ του ίδιου είδους με αυτήν που οδήγησε το μεξικανικό Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα προς την ολοκληρωτική νεοφιλελευθεροποίηση. Αλλά ούτε μπορεί να αποκλειστεί ότι οι «μάζες» θα επιδιώξουν μια αναστήλωση της δικής τους μοναδικής μορφής ταξικής εξουσίας. Προς το παρόν, το κόμμα συντάσσεται μεν εναντίον τους και είναι προδήλως έτοιμο να χρησιμοποιήσει το μονοπώλιο της βίας για να καθυποτάξει τη διαφωνία, να πετάξει έξω από τη γη τους χωρικούς και να καταστείλει τα αυξανόμενα αιτήματα όχι μόνο για εκ
Νεοφιλελευθερισμός με «κινεζικά χαρακτηριστικά»
δημοκρατισμό, αλλά και για όποιο ίχνος δικαιοσύνης στη διανομή του πλούτου. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι η Κίνα έχει κινηθεί οριστικά προς την κατεύθυνση της νεοφιλελευθεροποίησης και της ανασυγκρότησης της ταξικής ισχύος των πλουσίων, αν και «με διακριτά κινεζικά χαρακτηριστικά». Ο αυταρχισμός, η καταφυγή στον εθνικισμό και η αναβίωση ορισμένων ιμπεριαλιστικών τάσεων υποδεικνύουν, ωστόσο, ότι η Κίνα κινείται ίσως, αν και από μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, προς τη συνένωση με τη νεοσυντηρητική πλημμυρίδα που σήμερα σαρώνει τις ΗΠΑ. Αυτά δεν είναι καλά προμηνύματα για το μέλλον.
199
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 6
0 νεοφιλελευθερισμός οτο εδώλιο
0 1 ΔΥΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΠΉΝ
παγκόσμια ύφεση μετά το 2001 ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα. Η ειρωνεία είναι ότι και οι δύο συμπεριφέρθηκαν σαν κεϊνσιανά
κράτη σε έναν κόσμο που υποτίθεται ότι κυβερνάται με τους νεοφιλελεύθερους κανόνες.» Οι ΗΠΑ κατέφυγαν στη μαζική χρηματοδότηση του ελλείμματος που προκαλείται από το μιλιταρισμό τους και τον καταναλωτισμό τους, ενώ η Κίνα χρηματοδότησε το χρέος με μη εξυπηρετούμενα τραπεζικά δάνεια, για τεράστιες επενδύσεις στις υποδομές και σε πάγιο κεφάλαιο.‘Οι φανατικοί νεοφιλελεύθεροι αναμφίβολα θα ισχυριστούν ότι η ύφεση είναι σημάδι ανεπαρκούς ή ατελούς νεοφιλε- λευθεροποίησης και θα μπορούσαν κάλλιστα να προβάλουν ως απόδειξη των ισχυρισμών τους τις παρεμβάσεις του ΔΝΤ και τη στρατιά των καλοπληρωμένων υπαλλήλων των λόμπι στη Ουάσιγκτον που μο- νίμως διαστρεβλώνουν τη διαδικασία του προϋπολογισμού των ΗΠΑ προς εξυπηρέτηση ειδικών συμφερόντων.!Αλλά οι ισχυρισμοί τους είναι αδύνατον να επιβεβαιωθούν, και με το να τους διατυπώνουν απλώς ακολουθούν τα χνάρια μιας μακράς σειράς εξεχόντων θεωρητικών της οικονομίας που υποστηρίζουν ότι όλα θα πήγαιναν καλά στον κόσμο, μόνο εάν ο καθένας συμπεριφερόταν σύμφωνα με τις συνταγές των εγχειριδίων τους.1
Υπάρχει, όμως, μια πιο δυσοίωνη ερμηνεία αυτού του παραδόξου. Εάν αφήσουμε κατά μέρος, όπως πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε, τον ισχυρισμό ότι η νεοφιλελευθεροποίηση είναι απλώς ένα παράδειγμα εσφαλμένης θεωρίας που αποχαλινώθηκε (με όλο το σεβασμό προς τον οικονομολόγο Στίγκλιτς) ή μια περίπτωση άσκοπης επιδίωξης μιας ψευδούς ουτοπίας (με όλο το σεβασμό προς τον συντηρητικό πολιτικό φιλόσοφο Τζον Γκρέι),2 τότε εκείνο που μένει είναι μια τεταμένη κατάσταση ανάμεσα στη διατήρηση του καπιταλισμού, αφ’ ενός, και στην παλινόρθωση/ανασυγκρότηση της οικονομικής ισχύος της άρχουσας τά
200
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
ξης, αφ’ ετέρου. Εάν βρισκόμαστε στο σημείο μιας εμφανούς αντίφασης μεταξύ αυτών των δύο σκοπών, τότε δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία προς ποια πλευρά θα γείρει η σημερινή διοίκηση Μπους, με δεδομένη τη μανία της για τη μείωση των φόρων υπέρ των εταιρειών και των πλουσί'ων. Επίσης, μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που θα προκαλέσουν εν μέρει οι απερίσκεπτες οικονομικές της πολιτικές, θα επέτρεπε στην αμερικανική κυβέρνηση να απαλλαγεί τελικά από την οποιαδήποτε υποχρέωση να προνοεί για την ευημερία των πολιτών της, εκτός από την ενίσχυση εκείνης της στρατιωτικής και αστυνομικής δύναμης που πιθανώς θα χρειαζόταν για να παταχθεί η κοινωνική αναταραχή και να επιβληθεί παγκόσμια πειθαρχία. Μπορεί, όμως, να επικρατήσουν πιο λογικές φωνές μέσα στην τάξη των καπιταλιστών, στο βαθμό που έχουν ακούσει προσεκτικά τις προειδοποιήσεις των ομοίων του Πολ Βόλκερ, ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα σοβαρής χρηματοπιστωτικής κρίσης τα επόμενα πέντε έτη.3 Αυτό όμως συνεπάγεται τη μείωση κάποιων εκ των προνομίων και της δύναμης που έχουν συσσωρευτεί τα τελευταία τριάντα χρόνια στα ανώτερα στρώματα της καπιταλιστικής τάξης. Προηγούμενες φάσεις της ιστορίας του καπιταλισμού -στο νου μας έρχεται το 1873 ή η δεκαετία του 1920-, όταν προέκυψε ξανά μια τέτοια δύσκολη επιλογή, δεν προοιωνίζονται τα καλύτερα. Οι ανώτερες τάξεις, επιμένοντας στην απαραβίαστη φύση των ιδιοκτησιακών τους δικαιωμάτων, προτίμησαν να οδηγήσουν το σύστημα σε κραχ, παρά να παραδώσουν κάποια από τα προνόμιά τους ή μέρος της δύναμής τους. Αυτή η συμπεριφορά δεν σήμαενε ότι είχαν λησμονήσει το δικό τους συμφέρον, διότι εάν τοποθετηθούν στη σωστή θέση, όπως οι καλοί δικηγόροι των χρεοκοπιών, μπορούν να επωφεληθούν από την κατάρρευση του συστήματος, ενώ εμείς οι υπόλοιποι παγιδευόμαστε, ως επί το πλείστον, στη φρίκη του κοινωνικού κατακλυσμού. Βέβαια, ελάχιστοι από αυτούς μπορεί να παγιδευτούν και να καταλήξουν να πηδή- ξουν από τα παράθυρα της Γουόλ Στριτ, αλλά αυτό δεν είναι ο κανόνας. Ο μόνος φόβος τους είναι τα πολιτικά κινήματα που τους απειλούν με απαλλοτρίωση ή επαναστατική βία. Παρόλο που μπορούν να ελπίζουν ότι ο εξελιγμένος στρατιωτικός μηχανισμός που σήμερα κατέχουν (χάρη στο στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα) θα προστατεύσει τον πλούτο και την εξουσία τους, η αποτυχία αυτού του μηχανισμού να ει- ρηνεύσει εύκολα το Ιράκ θα πρέπει να τους εμπνέει αμφιβολίες. Όμως, οι άρχουσες τάξεις σπανίως, αν τύχαινε ποτέ, παραδίδουν οποιαδήποτε εξουσία τους και δεν βλέπω για ποιο λόγο να πιστέψουμε ότι θα το
201
Νεοφιλελευθερισμός
κάνουν αυτή τη φορά. Παραδόξως, ένα σθεναρό και ισχυρό κοινωνικο- δημοκρατικό και εργατικό κίνημα βρίσκεται σε καλύτερη θέση να σώσει τον καπιταλισμό από ό,τι η ίδια η ταξική καπιταλιστική εξουσία. Ε νώ μπορεί αυτό να ακούγεται σαν αντεπαναστατικό συμπέρασμα για τους ανήκοντες στην άκρα Αριστερά, δεν είναι απαλλαγμένο ούτε από ένα ισχυρό στοιχείο ιδιοτελούς συμφέροντος, διότι οι απλοί άνθρωποι είναι εκείνοι που υποφέρουν, πεινούν, ακόμη και πεθαίνουν στην πορεία των καπιταλιστικών κρίσεων (δείτε την Ινδονησία ή την Αργεντινή) και όχι οι ανώτερες τάξεις. Εάν η προτιμητέα πολιτική των αρχου- σών ελίτ είναι το «apres moi la deluge», η φροντίδα δηλαδή για τα βραχυπρόθεσμα ιδιοτελή συμφέροντά τους, τότε ο κοινωνικός κατακλυσμός καταπίνει κυρίως τους ανίσχυρους και τους ανυποψίαστους, ενώ οι ελίτ έχουν προνοήσει για κιβωτούς γερά φτιαγμένες, με τις οποίες μπορούν να επιβιώσουν άριστα, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα.
ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ
Ό,τι έγραψα παραπάνω είναι υποθετικό. Μπορούμε, όμως, να εξετάσουμε ενδελεχώς την ιστορική-γεωγραφική επίδοση της νεοφιλελευθε- ροποίησης, αναζητώντας αποδείξεις των ικανοτήτων της ως δυνητικής καθολικής θεραπείας των πολιτικών-οικονομικών δεινών που μας απειλούν σήμερα. Σε ποιο βαθμό, λοιπόν, έχει καταφέρει η νεοφιλελευ- θεροποίηση να διεγείρει τη συσσώρευση κεφαλαίου; Η πραγματική της επίδοση αποδεικνύεται τίποτα παραπάνω από πενιχρή. Η συνολική παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση ήταν περίπου της τάξης του 3,5% στη δεκαετία του 1960 και ακόμη, στην ταραγμένη δεκαετία του 1970, έπεσε μόνο στο 2,4%. Οι μετέπειτα ρυθμοί μεγέθυνσης της τάξης του 1,4% και της τάξης του 1,1%, κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 (και ένας ρυθμός που μετά βίας αγγίζει το 1% από το 2000), δείχνουν ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική γενικά έχει αποτύχει να διεγείρει την παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση (βλέπε Σχήμα 6.1).4 Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και σε εκείνες τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης που υποβλήθηκαν στη νεοφιλελεύθερη «θεραπεία-σοκ», οι απώλειες ήταν καταστροφικές. Στη δεκαετία του 1990, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ρωσίας μειωνόταν με ρυθμό της τάξης του 3,5% ετησίως. Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού περιήλθε σε κατάσταση φτώχειας και το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες μειώθηκε
202
Νεοφιλελευθερισμός
κατά πέντε έτη ως αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών. Τα ίδια συνέβη- σαν στην Ουκρανία. Μόνο η Πολωνία, η οποία αψήφησε τη συμβουλή του ΔΝΤ, έδειξε κάποια περιορισμένη βελτίωση. Στο μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής, η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής προκάλεσε είτε στασιμότητα (στη «χαμένη δεκαετία» του 1980) ή αιφνίδια ξεσπάσματα ανάπτυξης που ακολουθήθηκαν από οικονομική κατάρρευση (όπως στην Αργεντινή). Και στην Αφρική δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα που να προκαλεί θετικές αλλαγές. Μόνο στην Ανατολική και Νοτιο-ανατολική Ασία, που σήμερα το παράδειγμά της ακολουθεί σε κάποιο βαθμό η Ινδία, συνδέθηκε η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής με κάποια θετική επίδοση στην οικονομική μεγέθυνση και εκεί πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα όχι και πολύ νεοφιλελεύθερα αναπτυξιακά κράτη. Η αντίθεση ανάμεσα στο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της Κίνας (σχεδόν 10% ετησίως) και της μείωσης της Ρωσίας (-3,5% ετησίως) είναι έντονη. Η άτυπη ανεργία έχει φθάσει στα ύψη παγκοσμίως (εκτιμήσεις δείχνουν ότι έχει αυξηθεί από το 29% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στη Λατινική Αμερική, κατά τη δεκαετία του 1980, στο 44% στη δεκαετία του 1990) και σχεδόν όλοι οι παγκόσμιοι δείκτες -επίπεδα υγείας, προσδόκιμο ζωής, παιδική θνησιμότητα και τα συναφή- φανερώνουν απώλειες παρά κέρδη στο πεδίο της ευημερίας από τη δεκαετία του 1960. Ωστόσο, η αναλογία των φτωχών στον παγκόσμιο πληθυσμό έχει μειωθεί, αλλά αυτό οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις βελτιώσεις που σημειώθηκαν στην Ινδία και την Κίνα μόνο.5 Η μείωση και ο έλεγχος του πληθωρισμού είναι η μόνη συστηματική επιτυχία που μπορεί να διεκδικήσει η νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Οι συγκρίσεις είναι, βεβαίως, πάντα απεχθείς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη νεοφιλελευθεροποίηση. Παραδείγματος χάριν, η περιορισμένη εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στη Σουηδία πέτυχε πολύ καλύτερα αποτελέσματα από όσο η έμμονη νεοφιλελευθεροποίηση στο Η νωμένο Βασίλειο. Τα κατά κεφαλήν εισοδήματα στη Σουηδία είναι υψηλότερα, ο πληθωρισμός χαμηλότερος, η θέση των τρεχόντων λογαριασμών με τον υπόλοιπο κόσμο καλύτερη και όλοι οι δείκτες ανταγωνιστικότητας και επιχειρηματικού κλίματος καλύτεροι. Οι δείκτες ποιότητας ζωής είναι υψηλότεροι. Η Σουηδία κατατάσσεται τρίτη στον κόσμο στο προσδόκιμο ζωής συγκρινόμενη με το Ηνωμένο βασίλειο που κατέχει την εικοστή ένατη θέση. Το ποσοστό των φτωχών είναι 6,3% στη Σουηδία σε αντίθεση με το 15,7% στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ το πλουσιότερο 10% στη Σουηδία έχει 6,2 φορές παραπάνω εισόδημα από
204
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
το κατώτερο εισοδηματικά 10%, τη στιγμή που στο Ηνωμένο Βασίλειο η διαφορά είναι 13,6 φορές. Ο αναλφαβητισμός στη Σουηδία είναι χαμηλότερος και η κοινωνική κινητικότητα μεγαλύτερη.6
Εάν αυτά τα γεγονότα γίνονταν ευρέως γνωστά, η εξύμνηση της νεο- φιλελευθεροποίησης και της ειδικής μορφής παγκοσμιοποίησης που έχει επιβάλει ασφαλώς θα ήταν πολύ χαμηλόφωνη. Γιατί λοιπόν είναι πεπεισμένοι τόσο πολλοί ότι η νεοφιλελευθεροποίηση μέσω της παγκοσμιοποίησης είναι η «μόνη εναλλακτική» και ότι ήταν τόσο επιτυχής; Δύο είναι οι βασικοί λόγου Πρώτον, έχει αυξηθεί η αστάθεια και η ταχύτητα της ακανόνιστης γεωγραφικής επέκτασης, επιτρέποντας σε ορισμένες χώρες να προχωρήσουν θεαματικά (τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα) εις βάρος των άλλων. Εάν, επί παραδείγματι, η δεκαετία του 1980 ανήκε κυρίως στην Ιαπωνία, τις ασιατικές «τίγρεις» και τη Δυτική Γερμανία, και εάν αυτή του 1990 ανήκε σας ΗΠΑ και το Η νωμένο Βασίλειο, τότε το γεγονός ότι κάπου σημειωνόταν «επιτυχία» επίσκιαζε τη γενική αποτυχία της νεοφιλελευθεροποίησης να διεγείρει την οικονομική μεγέθυνση ή να βελτιώσει την ευημερία. Δεύτερον, η νεοφιλελευθεροποίηση, μάλλον η διαδικασία και όχι η θεωρία, ήταν πολύ επιτυχημένη για τις ανώτερες τάξεις. Είτε αποκατέστησε πλήρως την ταξική οικονομική εξουσία των αρχουσών ελίτ (όπως στις ΗΙΊΑ και σε κάποιο βαθμό στη Βρετανία - βλέπε Σχήμα 1.3) είτε δημιούργησε τις συνθήκες για το σχηματισμό τάξης κεφαλαιοκρατών (όπως στην Κίνα, την Ινδία, τη Ρωσία και αλλού). Εφόσον στα ΜΜΕ κυριαρχούσαν τα συμφέροντα των ανώτερων τάξεων, μπορούσε να διαχέεται ο μύθος πως τα κράτη αποτύγχαναν οικονομικά, διότι δεν ήταν ανταγωνιστικά (δημιουργώντας συνεπώς ζήτηση για ακόμη περισσότερες νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις). Η αυξημένη ανισότητα μέσα σε μια χώρα ερμηνευόταν ως αναγκαία για την ενθάρρυνση του επιχειρηματικού ρίσκου και της καινοτομίας, τα οποία θα αύξαναν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα προκαλούσαν την οικονομική μεγέθυνση. Εάν η κατάσταση των κατώτερων τάξεων επιδεινωνόταν, η αιτία αποδιδόταν στη δική τους αποτυχία, συνήθως για λόγους προσωπικούς και πολιτισμικούς, να ενισχύσουν το δικό τους ανθρώπινο κεφάλαιο (με την εκπαίδευση, την απόκτηση προτεσταντικής εργασιακής ηθικής, την υποταγή στην εργασιακή πειθαρχία και ευελιξία και τα παρόμοια). Εν ολί- γοις, τα ιδιαίτερα προβλήματα προέκυπταν, λόγω έλλειψης ανταγωνιστικότητας ή λόγω προσωπικών, πολιτισμικών και πολιτικών ελαττωμάτων. Σε ένα δαρβινικό νεοφιλελεύθερο κόσμο, ισχυριζόταν επίσης η
205
Νεοφιλελευθερισμός
σχετική επιχειρηματολογία, μόνο οι πιο προσαρμοσμένοι πρέπει και μπορούν να επιβιώσουν.
Βεβαίως, υπήρχαν πολλές θεαματικές αλλαγές στην έμφαση υπό τη νεοφιλελευθεροποίηση και αυτές τής δίνουν την εικόνα ενός απίστευτου δυναμισμού. Η άνοδος του χρηματοπιστωτικού τομέα και των συναφών υπηρεσιών ήταν παράλληλη με μια σημαντική μεταβολή στις αμοιβές που πλήρωναν οι χρηματοπιστωτικές εταιρείες (βλέπε Σχήμα 6.2) όπως επίσης και με μια τάση στις μεγάλες εταιρείες (όπως η General Motors) να συγχωνεύουν τις δύο λειτουργίες. Η απασχόληση στους τομείς των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων αυξήθηκε αξιοσημείωτα. Αλλά υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα ως προς το πόσο παραγωγική ήταν αυτή η τάση. Πολλές από τις επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα αποδείχθηκε ότι εξαντλούν τη δραστηριότητά τους σ’ αυτόν και μόνο. Επιδιώκονται μονίμως οφέλη από την κερδοσκοπία και στο βαθμό που αυτά πραγματοποιούνται, τότε μπορούν να επιτευχθούν παντός είδους μετατοπίσεις δύναμης και επιρροής. Οι αποκαλούμενες παγκόσμιες πόλεις του χρηματιστικού πλούτου και των διευθυντικών λειτουργιών έγιναν οι μεγάλες νησίδες πλούτου και προνομίων, με τους πανύψηλους ουρανοξύστες και τα εκατομμύρια επί εκατομμυρίων τετραγωνικά πόδια χώρων γραφείων, για να στεγάσουν αυτές τις επιχειρήσεις. Μέσα σ’ αυτούς τους πύργους, οι εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ των ορόφων δημιουργούν τεράστια ποσότητα πλασματικού πλούτου. Επι- προσθέτως, οι κερδοσκοπικές αγορές αστικών ακινήτων έγιναν οι ατμομηχανές της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η ταχύτατα επεκτεινό- μενη γραμμή των ουρανοξυστών που ραμφίζουν τον ουρανό στο Μαν- χάταν, το Τόκιο, το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Φρανκφούρτη, το Χονγκ Κονγκ και τώρα στη Σανγκάη είναι το προς θέαση θαύμα.
Παράλληλα εκδηλώθηκε μια ασυνήθιστη έκρηξη στις τεχνολογίες των πληροφοριών. Το 1970 περίπου, οι επενδύσεις σ’ αυτόν τον τομέα ήταν ίσες προς το 25% που κατευθυνόταν στην παραγωγή και στις φυσικές υποδομές αντιστοίχως, αλλά το 2000 στις τεχνολογίες των πληροφοριών τοποθετούνταν το 45% των συνολικών επενδύσεων, ενώ τα σχετικά μερίδια της παραγωγής και των φυσικών υποδομών είχαν μειωθεί. Στη δεκαετία του 1990 αυτό θεωρούνταν προμήνυμα της ανόδου μιας νέας οικονομίας της πληροφορίας.7 Αυτό, στην πραγματικότητα, έδειχνε έναν ατυχή προϊδεασμό για την πορεία προς μια τεχνολογική αλλαγή απομακρυσμένη από την παραγωγή και τη δημιουργία υποδομών, σε κατευθύνσεις που απαιτούσε η υπαγορευμένη από την αγορά
206
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
χρηματιστικές εταιρείες
ΣΧΗΜΑ 6.2 Η ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου: καθαρή αξία και πο σοστά κέρδους για τις χρηματιστικές και μη χρηματιστικές εταιρείες στις ΗΠΑ, 1960-2001
ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, Capital Resurgent, 111, 134. Αναπαράγεται με την ευγενική άδεια του Harvard University Press.
207
Νεοφιλελευθερισμός
κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα, που ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της νεοφιλελευθεροποίησης. Η τεχνολογία της πληροφορίας είναι η προνομιούχος τεχνολογία του νεοφιλελευθερισμού. Είναι πολύ πιο χρήσιμη στην κερδοσκοπική δραστηριότητα και στη μεγιστοποίηση του αριθμού των βραχυπρόθεσμων αγοραίων συμβολαίων από ό,τι στην παραγωγή. Είναι ενδιαφέρον το ότι οι βασικοί τομείς της παραγωγής που κατέκτησε ήταν οι αναδυόμενοι κλάδοι πολιτιστικής δραστηριότητας (ταινίες, βίντεο, βιντεοπαιχνίδια, μουσική, διαφήμιση, καλλιτεχνικά θεάματα), που χρησιμοποίησαν την τεχνολογία της πληροφορίας ως βάση καινοτομίας και εμπορικής προώθησης των νέων προϊόντων. Η υπερβολική δημοσιότητα που περιέβαλλε αυτούς τους νέους τομείς εξέτρεψε την προσοχή από την έλλειψη επενδύσεων σε βασικές φυσικές και κοινωνικές υποδομές. Από κοντά πήγαινε και η υπερπροβολή της «παγκοσμιοποίησης» και όλα αυτά υποτίθεται ότι συμβάδιζαν με τη δημιουργία μιας ολότελα διαφορετικής και πλήρως ενοποιημένης παγκόσμιας οικονομίας.8
Όμως, το βασικό, το ουσιαστικό επίτευγμα της νεοφιλελευθεροποίη- σης ήταν η αναδιανομή, παρά η δημιουργία, πλούτου και εισοδήματος. Έχω δώσει αλλού μια εξήγηση των βασικών μηχανισμών διά των οποίων επιτεύχθηκε αυτή η αναδιανομή υπό τον τίτλο «συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης».9 Με αυτό εννοώ τη συνέχιση και τη διάδοση των μεθόδων συσσώρευσης την οποία ο Μαρξ είχε θεωρήσει «πρωταρχική» ή «αρχική», κατά τη διάρκεια της ανόδου του καπιταλισμού. Αυτές οι μέθοδοι συσσώρευσης περιλαμβάνουν την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της γης και τη βίαιη εκδίωξη των αγροτικών πληθυσμών (συγκρίνετε τις περιπτώσεις του Μεξικού και της Κίνας, που περιγράφονται παραπάνω, όπου εκτιμάται πως εκτοπίστηκαν 70 εκατομμύρια αγρότες τα τελευταία χρόνια)· τη μετατροπή ποικίλων μορφών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων (κοινών, συλλογικών, κρατικών κ.λπ.) σε αποκλειστικά ατομικά ιδιοκτησιακά δικαιώματα (αυτή η περίπτωση αντιπροσωπεύεται πιο θεαματικά από την Κίνα)· τον περιορισμό των δικαιωμάτων στα κοινά αγαθά- την εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης και τον βίαιο περιορισμό εναλλακτικών (γηγενών) μορφών παραγωγής και κατανάλωσης· τις αποικιακές, νεοαποικιακές και ιμπεριαλιστικές διαδικασίες ιδιοποίησης περιουσιακών στοιχείων (συμπεριλαμβανομένων των φυσικών πόρων)· τη νομισματοποίηση της ανταλλαγής και της φορολογίας, ιδίως της γης· το δουλεμπόριο (που συνεχίζεται κυρίως στη βιομηχανία του σεξ)· και την τοκογλυφία, το εθνικό χρέος και, ακόμη κα
208
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
ταστροφικότερο όλων, τη χρήση του πιστωτικού συστήματος ως βασικών εργαλείων συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης. Το κράτος, που έχει το μονοπώλιο της βίας και του προσδιορισμού της νομιμότητας, παίζει κρίσιμο ρόλο τόσο στη στήριξη όσο και στην προώθηση αυτών των διαδικασιών. Σ’ αυτό τον κατάλογο μηχανισμών πρέπει σήμερα να προσθέσουμε πολλές τεχνικές όπως η απόσπαση προσόδων από πατέντες και πνευματικά δικαιώματα και η μείωση ή εξάλειψη διαφόρων μορφών κοινών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων (όπως οι κρατικές συντάξεις, οι πληρωμένες διακοπές, η πρόσβαση στην εκπαίδευση και την περίθαλψη) που είχαν κατακτηθεί με ταξικούς αγώνες που διήρκεσαν επί μία και πλέον γενεά. Η πρόταση για την ιδιωτικοποίηση όλων των δικαιωμάτων κρατικής σύνταξης (με πρωτοπόρο τη Χιλή υπό το δικτα- τορικό καθεστώς) είναι, π.χ., ένας από τους λατρευτούς σκοπούς των Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ.
Η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης έχει τέσσερα χαρακτηριστικά:
1. Ιδιωτικοποίηση και εμπορενματοποίηση. Η μεταβίβαση σε κερδοσκοπικές εταιρείες, η εμπορευματοποίηση και η ιδιωτικοποίηση των έως τώρα δημοσίων περιουσιακών στοιχείων έχει γίνει το σήμα κατατεθέν του νεοφιλελεύθερου προγράμματος. Ο πρωταρχικός του σκοπός ήταν να δημιουργήσει νέα πεδία για την κεφαλαιακή συσσώρευση σε τομείς που θεωρούνταν μέχρι στιγμής εκτός ορίων του υπολογισμού κερδοφορίας. Δημόσιες κοινωφελείς επιχειρήσεις όλων των ειδών (ύδρευσης, τηλεπικοινωνιών, μεταφορών), παροχές κοινωνικής πρόνοιας (κοινωνική στέγη, εκπαίδευση, ιατρική περίθαλψη, συντάξεις), δημόσιοι θεσμοί (πανεπιστήμια, ερευνητικά εργαστήρια, φυλακές) ακόμη και ο πόλεμος (όπως φαίνεται χαρακτηριστικά με το «στρατό» των ιδιωτών εργολάβων που διεξάγουν επιχειρήσεις μαζί με τις ένοπλες δυνάμεις στο Ιράκ) έχουν ιδιωτικοποιηθεί σε κάποιο βαθμό σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο και πέραν αυτού (π.χ. στην Κίνα). Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, που έχουν καθιερωθεί μέσω της α- ποκαλούμενης συμφωνίας TRIPS στο πλαίσιο του ΠΟΕ, ορίζουν ως ατομική ιδιοκτησία το γενετικό υλικό, το αγενές πολλαπλασιαστικό υλικό και κάθε άλλο είδος αγαθών. Συνεπώς, μπορούν να αποσπαστούν πρόσοδοι για τη χρήση τους από πληθυσμούς οι μέθοδοι των οποίων έχουν παίξει κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη αυτών των γενετικών υλικών. Η βιοπειρατεία κάνει θραύση και έχει
209
Νεοφιλελευθερισμός
δρομολογηθεί ήδη η λεηλασία του αποθέματος γενετικών πόρων του κόσμου προς όφελος ελάχιστων μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών. Η κλιμακούμενη εξάντληση του παγκόσμιου περιβάλλοντος που ανήκει σε όλους (γης, αέρα και υδάτων) και η πολλα- πλασιαζόμενη υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος ζώων και φυτών, που αποκλείει καθετί άλλο πλην των μεθόδων αγροτικής παραγωγής εντάσεως κεφαλαίου, έχουν παρομοίως προκύψει από τη συνολική εμπορευματοποίηση της φύσης σε όλες τις μορφές της. Η εμπορευματοποίηση (μέσω του τουρισμού) των πολιτισμικών μορφών, ιστοριών και πνευματικής δημιουργικότητας συνεπιφέρει τεράστια αφαίρεση πόρων (η μουσική βιομηχανία είναι διαβόητη για την ιδιοποίηση και εκμετάλλευση της λαϊκής κουλτούρας και δημιουργικότητας). Ό πω ς στο παρελθόν, η εξουσία του κράτους συχνά χρησιμοποιείται για να επιβάλει τέτοιες διαδικασίες ακόμη και ενάντια στη λαϊκή θέληση. Η κατάργηση των ρυθμιστικών πλαισίων που σχεδιάστηκαν για να προστατεύσουν την εργασία και το περιβάλλον από την υποβάθμιση έχει οδηγήσει σε απώλειες δικαιωμάτων. Η μετατροπή των κοινών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, που κατακτήθηκαν μετά από χρόνια σκληρών ταξικών αγώνων (το δικαίωμα στην κρατική σύνταξη, στην κοινωνική πρόνοια, στην ιατρική περίθαλψη μέσω εθνικών συστημάτων υγείας), σε χώρο δράσης των ιδιωτών ήταν μία από τις πιο οφθαλμοφανείς πολιτικές αφαίρεσης πόρων, που συχνά επιβλήθηκε ενάντια στη γενική πολιτική βούληση του πληθυσμού. Όλες αυτές οι διαδικασίες ισοδυναμούν με μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από τη δημόσια και λαϊκή σφαίρα στην ιδιωτική σφαίρα και στις προνομιούχους τάξεις.10
2. Η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οικονομία. Το σα- ρωτικό κύμα εξάπλωσης των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, που άρχισε μετά το 1980, χαρακτηρίστηκε από τις κερδοσκοπικές και αρπακτικές του μεθόδους. Ο συνολικός ημερήσιος τζίρος των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών στις διεθνείς αγορές, που αντιστοιχούσε σε 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια το 1983, αυξήθηκε σε 130 δισεκατομμύρια δολάρια το 2001. Δηλαδή 40 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίου τζίρου το 2001 έναντι των εκτιμούμενων 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων που απαιτούνταν για τη στήριξη του διεθνούς εμπορίου και των παραγωγικών επενδύσεων.11 Η απορρύθμιση επέτρεψε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα να κατα-
2ΙΟ
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
στεί ένα από τα βασικά κέντρα αναδιανεμητικής δραστηριότητας μέσω της κερδοσκοπίας, της αρπαγής, της απάτης και της κλοπής. Προώθηση μετοχών, σχήματα Πόνζι [πυραμίδες], καταστροφή δομημένων περιουσιακών στοιχείων μέσω του πληθωρισμού, αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών, αύξηση των επιπέδων των υποχρεώσεων του χρέους που υποβάθμισαν ολόκληρους πληθυσμούς, ακόμη και στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, σε είλωτες του χρέους, και ας μην αναφερθούμε στις απάτες των εταιρειών, στην αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων (επιδρομές στα Συνταξιοδοτικά Ταμεία και τον αποδεκατισμό τους μέσω των καταρρεύσεων των μετοχών και των εταιρειών)^ με τη χειραγώγηση της πίστωσης και των μετοχών - όλα αυτά έγιναν κεντρικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Υπάρχουν αναρίθμητοι τρόποι «ξαφρίσματος» μέσα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Εφόσον οι χρηματομεσίτες παίρνουν προμήθεια για κάθε συναλλαγή, μπορούν να μεγιστοποιούν τα εισοδήματά τους με συχνές δοσοληψίες επί των λογαριασμών τους (μια πρακτική που είναι γνωστή ως «ανάδευση» ή τεχνητή χρηματιστηριακή κίνηση που ανεβάζει τις τιμές αλλά και τις προμήθειες), ανεξάρτητα από το εάν οι δοσοληψίες προσθέτουν ή όχι αξία στο λογαριασμό. Ο υψηλός τζίρος στο χρηματιστήριο μπορεί απλώς να απεικονίζει αυτού του είδους τις δοσοληψίες παρά την εμπιστοσύνη στην αγορά. Η έμφαση στις τιμές των μετοχών, που προέκυψε από τη σύμπλευση των συμφερόντων ιδιοκτητών και διαχειριστών του κεφαλαίου μέσω των αμοιβών των τελευταίων με δικαιώματα προαίρεσης μετοχών, οδήγησε, όπως γνωρίζουμε, στη χειραγώγηση της αγοράς, πρακτική που έφερε τεράστιο πλούτο σε ελάχιστους εις βάρος των πολλών. Η κερδοσκοπική κατάρρευση της εταιρείας Enron ήταν εμβληματι- κή μιας γενικευμένης διαδικασίας που αποστερούσε από τους πολλούς τα δικαιώματά τους στα εισοδήματα και τις συντάξεις τους. Εκτός αυτού, έχουμε επίσης δει την κερδοσκοπική επιδρομή των κερδοσκοπικών αμοιβαίων κεφαλαίων και άλλων μεγάλων οργανισμών του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που αποτελούν την πραγματική αιχμή της συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης στην παγκόσμια σκηνή, ακόμη κι αν επέφεραν, υποτίθεται, το θετικό όφελος της «διασποράς των ρίσκων».12
3. Η διαχείριση και η χειραγώγηση των κρίσεων. Εκτός από την κερ-
2 1 1
Νεοφιλελευθερισμός
δοσκοπική φούσκα, η οποία συχνά είναι αποτέλεσμα δόλιων μεθόδων, που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της νεοφιλελεύθερης χρηματιστικής χειραγώγησης, υπάρχει και μια βαθύτερη διαδικασία που ως συνέπεια οδηγεί στην ταχεία εμφάνιση της «παγίδας του χρέους», ως πρωταρχικού μέσου συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης.13 Η δημιουργία, διαχείριση και χειραγώγηση των κρίσεων στην παγκόσμια σκηνή έχει εξελιχθεί σε μια λεπτή τέχνη σκόπιμης αναδιανομής του πλούτου από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες. Σε προηγούμενο κεφάλαιο τεκμηρίωσα την επίπτωση που είχε στο Μεξικό η αύξηση του επιτοκίου στην οποία προέβη ο Βόλκερ. Ενώ οι ΗΠΑ αναγορεύονται ως ο καλοπροαίρετος ηγέτης που οργανώνει «διασώσεις» για να διατηρήσει τη συνέχεια της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου, άνοιξαν το δρόμο για τη λεηλασία της μεξικανικής οικονομίας. Το σύμπλεγμα υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ-Γουόλ Στριτ-ΔΝΤ έχει αποκτήσει ειδικότητα στο να διενεργεί λεηλασίες αυτού του είδους παντού. Ο Γκρίνσπαν ως επικεφαλής της Fed εφήρμοσε την τακτική του Βόλκερ αρκετές φορές κατά τη δεκαετία του 1990. Οι κρίσεις του χρέους σε ξεχωριστές χώρες, ασυνήθεις στη δεκαετία του 1960, έγιναν πολύ συχνές στη δεκαετία του 1980 και σ’ αυτή του 1990. Μετά βίας έμεινε άθικτη κάποια αναπτυσσόμενη χώρα και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στη Λατινική Αμερική, τέτοιες κρίσεις έλαβαν ενδημικό χαρακτήρα. Οι κρίσεις του χρέους ενορχηστρώθηκαν, χειραγωγήθηκαν και ελέγχθηκαν με διττό σκοπό: να εξορ- θολογιστεί το σύστημα και να αναδιανεμηθούν περιουσιακά στοιχεία. Από το 1980, όπως υπολογίζεται, «έχουν σταλεί πάνω από πενήντα Σχέδια Μάρσαλ από τους λαούς της περιφέρειας στους πιστωτές τους του κέντρου». «Τι παράξενος κόσμος», αναστενάζει ο Στίγκλιτς, «στον οποίο οι φτωχές χώρες στην πραγματικότητα επιδοτούν τις πιο πλούσιες». Αυτό που οι νεοφιλελεύθεροι α- ποκαλούν «αποπληθωρισμό σε βαθμό κατάσχεσης» δεν είναι, επίσης, τίποτε άλλο από τη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης. Οι Γουέιντ και Βενερόζο συλλαμβάνουν την ουσία του φαινομένου, όταν γράφουν για την ασιατική κρίση των ετών 1997-98:
Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις πάντα προκαλούσαν μεταβιβάσεις ιδιοκτησίας και ισχύος σε εκείνους που διατηρούν άθικτα τα περιουσιακά τους στοιχεία και οι οποίοι είναι σε θέση να δίνουν πιστώσεις, και η α
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
σιατική κρίση δεν αποτελεί εξαίρεση ... δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δυτικές και οι ιαπωνικές εταιρείες είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι... Ο συνδυασμός μαζικών υποτιμήσεων, φιλελευθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα υπό την πίεση του ΔΝΤ και ανάκαμψης μέσω διευκολύνσεων του ΔΝΤ μπορεί ακόμη και να επιταχύνει τη μεγαλύτερη, εν καιρώ ειρήνης, μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από τους εγχώριους στους ξένους ιδιοκτήτες των πενήντα τελευταίων χρόνων, μπροστά στην οποία ωχριούν οι μεταβιβάσεις από τους εγχώριους στους Αμερικανούς ιδιοκτήτες στη Λατινική Αμερική κατά τη δεκαετία του 1980 ή στο Μεξικό μετά το 1994. Στο μυαλό μας έρχεται η δήλωση που αποδίδεται στον Άντριου Μέλον: «Σε μια ύφεση, τα περιουσιακά στοιχεία επιστρέφουν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους».14
Η αναλογία με τη σκόπιμη δημιουργία ανεργίας ώστε να παρα- χθεί το πλεόνασμα εργασίας που εξυπηρετεί την περαιτέρω συσσώρευση είναι ορθή. Πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία αχρηστεύονται και χάνουν την αξία τους. Μένουν αχρησιμοποίητα μέχρι να θελήσουν οι καπιταλιστές που έχουν ρευστότητα να τους εμφυσή- σουν καινούργια ζωή. Ωστόσο, ο κίνδυνος που υπάρχει είναι αυτές οι κρίσεις να ξεφύγουν από τον έλεγχο και να γενικευτούν ή να ξεσπάσουν εξεγέρσεις εναντίον του συστήματος που τις γεννά. Μία από τις πρωταρχικές λειτουργίες των κρατικών παρεμβάσεων και των διεθνών θεσμών είναι να ελέγχουν τις κρίσεις και τις υποτιμήσεις με τρόπους που επιτρέπουν τη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης, χωρίς να δίνεται το έναυσμα μιας γενικής κατάρρευσης ή μιας λαϊκής εξέγερσης (όπως συνέβη στην Ινδονησία και την Αργεντινή). Τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής που εκπόνησε το σύμπλεγμα Γουόλ Στριτ-υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ-ΔΝΤ φροντίζουν για το πρώτο- ενώ είναι δουλειά του πελά- τη-κρατικού μηχανισμού (ο οποίος στηρίζεται στη στρατιωτική βοήθεια από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις) της χώρας που έχει δεχθεί την επιδρομή να εξασφαλίσει ότι δεν θα συμβεί το δεύτερο. Όμως, τα σημάδια της λαϊκής εξέγερσης είναι ορατά παντού, όπως φάνηκε παραδειγματικά με τον ξεσηκωμό των Ζαπατίστας στο Μεξικό, με τις αναρίθμητες διαδηλώσεις κατά του ΔΝΤ και με το αποκαλούμενο «κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης», που έδειξε τη δυναμική του στις διαδηλώσεις του Σιάτλ, της Γένοβας και αλλού.
4. Κρατικές αναδιανομές. Το κράτος, από τη στιγμή που θα γίνει νεο
213
Νεοφιλελευθερισμός
φιλελεύθερο, αποτελεί το πρώτο και κύριο μέσο της αναδιανεμητικής πολιτικής, αντιστρέφοντας τη ροή από τις ανώτερες προς τις κατώτερες τάξεις, που είχε σημειωθεί στην περίοδο του εμπεδωμένου φιλελευθερισμού. Εφαρμόζει αυτή την πολιτική από την πρώτη στιγμή, ακολουθώντας προγράμματα ιδιωτικοποίησης και περικοπές των κρατικών δαπανών που στηρίζουν οικονομικά τον κοινωνικό μισθό. Ακόμη κι όταν η ιδιωτικοποίηση φαίνεται επωφελής για τις κατώτερες τάξεις, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της μπορεί να είναι αρνητικές. Παραδείγματος χάριν, εκ πρώτης όψεως το θατσερικό πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης της κοινωνικής στέγης στη Βρετανία έδωσε την εντύπωση ενός δώρου προς τις κατώτερες τάξεις, τα μέλη των οποίων μπορούσαν πλέον από ενοικιαστές να γίνουν ιδιοκτήτες με σχετικά χαμηλό κόστος, να πάρουν στον έλεγχό τους ένα πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο και να αυξήσουν τον πλούτο τους. Αλλά από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση, κυριάρχησε η κερδοσκοπία επί της στέγης, ιδίως σε εκλεκτές κεντρικές τοποθεσίες, και τελικά με τη δωροδοκία ή τον εκβιασμό οι άνθρωποι χαμηλού εισοδήματος εκδιώχθη- καν προς τις περιφέρειες πόλεων όπως το Λονδίνο και οι άλλοτε κατοικίες των εργατών έγιναν κέντρα εντατικής αναπαλαίωσης. Η απώλεια μιας προσιτής οικονομικά κατοικίας στις περιοχές του κέντρου των πόλεων άφησε ορισμένους άστεγους και ανάγκασε εκείνους που εργάζονταν στις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις των υπηρεσιών να κάνουν καθημερινά μεγάλες διαδρομές από και προς την εργασία τους. Η ιδιωτικοποίηση των ejidos (κοινών κτημάτων) στο Μεξικό, κατά τη δεκαετία του 1990, είχε ανάλογα αποτελέσματα στις προοπτικές της μεξικανικής αγροτιάς, αναγκάζοντας πολλούς κατοίκους της υπαίθρου να φύγουν από τη γη τους και να μεταβούν στις πόλεις προς αναζήτηση εργασίας. Το κινεζικό κράτος ενέκρινε τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων σε μια μικρή ελίτ προς ζημία της μάζας του πληθυσμού και προκάλεσε διαμαρτυρίες που κατεστάλησαν με βιαιότητα. Σήμερα υπάρχουν εκθέσεις που δείχνουν ότι 350.000 οικογένειες (ένα εκατομμύριο άνθρωποι) εκτοπίζονται για να ανακαινιστεί το μεγαλύτερο μέρος του παλιού Πεκίνου, με επιπτώσεις ίδιες μ’ αυτές που υπήρξαν στη Βρετανία και το Μεξικό, και οι οποίες περιγράφηκαν παραπάνω. Στις ΗΠΑ, οι δήμοι που εξαρτώνται από τα έσοδά τους χρησιμοποιούν συχνά την εξουσία επιβολής αναγκαστικής απαλ
214
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
λοτρίωσης για να εκτοπίσουν ιδιοκτήτες ακινήτων με χαμηλό, ακόμη και μεσαίο εισόδημα που κατοικούν σε καλά ακίνητα, προ- κειμένου να ελευθερώσουν τη γη προς όφελος των ατόμων με υψηλό εισόδημα και των εμπορικών οικιστικών αναπτύξεων που θα ενισχύσουν τη φορολογική βάση (στη Νέα Υόρκη υπάρχουν, την τρέχουσα περίοδο, πάνω από εξήντα τέτοιες περιπτώσεις).15 Το νεοφιλελεύθερο κράτος αναδιανέμει επίσης πλούτο και εισόδημα μέσω των αναθεωρήσεων του φορολογικού κώδικα, προς όφελος των αποδόσεων επί των επενδύσεων παρά των μισθών και ημερομισθίων, με την προώθηση στοιχείων φορολογίας φθίνουσας κλίμακας (όπως είναι οι φόροι επί των πωλήσεων), με την επιβολή πληρωμών για τη χρήση των κοινωνικών υπηρεσιών (διαδεδομένη σήμερα στην αγροτική Κίνα) και με την παροχή μιας τεράστιας σειράς επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών στις εταιρείες. Ο συντελεστής εταιρικής φορολογίας στις ΗΠΑ μειώνεται σταθερά και η επανεκλογή του Μπους χαιρετίστηκε με χαμόγελα από τους επικεφαλής των εταιρειών που προέβλεπαν ακόμη περισσότερες μειώσεις των φορολογικών τους υποχρεώσεων. Τα υφιστάμενα σήμερα προγράμματα παροχών προς τις εταιρείες στις ΗΠΑ, σε ομοσπονδιακό, πολιτειακό και τοπικό επίπεδο, αντιστοιχούν σε έναν τεράστιο αναπροσανατολισμό του δημόσιου χρήματος προς όφελος των εταιρειών (απευθείας, όπως οι επιδοτήσεις προς τις αγροβιομηχα- νικές επιχειρήσεις, και εμμέσως, όπως στην περίπτωση του στρα- τιωτικο-βιομηχανικού τομέα), με τον ίδιο, ως επί το πλείστον, τρόπο που η έκπτωση φόρου επί του επιτοκίου των υποθηκών λειτουργεί στις ΗΠΑ ως επιδότηση των ιδιοκτητών σπιτιών με υψηλό εισόδημα και του κλάδου των οικοδομών. Η αύξηση της παρακολούθησης και της αστυνόμευσης και, στην περίπτωση των ΗΠΑ, η φυλάκιση των απείθαρχων στοιχείων του πληθυσμού δείχνουν μια πιο δυσοίωνη στροφή προς την ένταση του κοινωνικού ελέγχου. Το σύστημα βιομηχανίας-φυλακών είναι ένας ανθηρός τομέας (παράλληλα με τις προσωπικές υπηρεσίες ασφαλείας) στην αμερικανική οικονομία. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η εναντίωση στη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης μπορεί να είναι πιο ισχυρή, ο ρόλος του νεοφιλελεύθερου κράτους ταχύτατα προσλαμβάνει τη μορφή της δυναμικής καταστολής που φθάνει στο σημείο διεξαγωγής χαμηλού επιπέδου πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον των αντιπολιτευτικών κινημάτων (πολλά από τα οποία μπορούν σήμερα πο
■ΐ5
Νεοφιλελευθερισμός
λύ βολικά να χαρακτηρίζονται ως «οργανώσεις διεξαγωγής εμπορίου ναρκωτικών» ή ως «τρομοκρατικά», έτσι ώστε να σταχυολο- γείται αμερικανική στρατιωτική βοήθεια και υποστήριξη, όπως στην Κολομβία). Άλλα κινήματα, οι Ζαπατίστας λόγου χάριν στο Μεξικό ή το κίνημα των ακτημόνων χωρικών στη Βραζιλία, αναχαιτίζονται από την κρατική εξουσία μέσω ενός μείγματος πολιτικών απορρόφησης και περιθωριοποίησης.16
Η ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
Το να θεωρούμε ότι οι αγορές και τα σινιάλα τους μπορούν να καθορίσουν με τον καλύτερο τρόπο όλες τις διανεμητικές αποφάσεις σημαίνει ότι θεωρούμε πως το καθετί μπορεί, κατ’ αρχήν, να αντιμετωπιστεί ως εμπόρευμα. Η εμπορευματοποίηση έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επί διαδικασιών, πραγμάτων και κοινωνικών σχέσεων, που μπορούν τα τιμολογηθούν και να ανταλλαγούν βάσει μιας νομικής σύμβασης. Υποτίθεται ότι η αγορά λειτουργεί ως ο κατάλληλος οδηγός -ω ς ηθική- για όλη την ανθρώπινη δραστηριότητα. Βεβαίως, στην πράξη, κάθε κοινωνία βάζει κάποια όρια στο πού αρχίζει και πού τελειώνει η εμπορευματοποίηση. Το πού βρίσκονται αυτά τα όρια είναι ζήτημα διαμάχης. Κάποιες τοξικές ουσίες θεωρούνται παράνομες. Η αγορά και πώληση σεξουαλικής εύνοιας είναι εκτός νόμου στις περισσότερες Πολιτείες των ΗΠΑ, αν και αλλού μπορεί να νομιμοποιείται, να μη θεωρείται έγκλημα και να ρυθμίζεται από το κράτος, όπως οποιαδήποτε άλλη οικονομική δραστηριότητα. Η πορνογραφία γενικά προστατεύεται ως μορφή ελευθερίας του λόγου, βάσει του δικαίου των ΗΠΑ, αν και σ’ αυτό το ζήτημα επίσης υπάρχουν ορισμένες μορφές (που αφορούν κυρίως τα παιδιά) που θεωρούνται εκτός των επιτρεπτών ορίων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υποτίθεται ότι η συνείδηση και η τιμή δεν πωλούνταμ υπάρχει όμως μια περίεργη τάση δίωξης της «διαφθοράς», σαν να είναι εύκολα διαχωρίσιμη από τις συνήθεις πρακτικές άσκησης επιρροής και αποκόμισης χρημάτων στην αγορά. Η εμπορευματοποίηση της σεξουαλικότητας, της κουλτούρας, της ιστορίας, της κληρονομιάς· της φύσης ως θεάματος ή ως ανάπαυσης· η απόσπαση μονοπωλιακών προσόδων από την αυθεντικότητα, την πρωτοτυπία και τη μοναδικότητα (των έργων τέχνης, π.χ.) - όλα αυτά ισοδυναμούν με την τιμολόγηση πραγμάτων που ουδέποτε παρήχθησαν ως εμπορεύμα
210
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
τα.17 Συχνά εμφανίζεται διαφωνία ως προς ορθότητα της εμπορευμα- τοποίησης (των θρησκευτικών γεγονότων και συμβόλων, π.χ.) ή ως προς το ποιος πρέπει να ασκεί τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και να καρπώνεται τις προσόδους (από την πρόσβαση στα ερείπια των Αζτέκων ή από την εμπορία της τέχνης των Αβορίγινων, π.χ.)·
Αναμφίβολα, η νεοφιλελευθεροποίηση διεύρυνε τα όρια της εμπο- ρευματοποίησης και επέκτεινε σε μεγάλο βαθμό την εμβέλεια των νομικών συμβάσεων. Υμνεί συνήθως (όπως και μεγάλο μέρος της μεταμοντέρνας θεωρίας) το εφήμερο και το βραχύβιο συμβόλαιο - ο γάμος, π.χ., κατανοείται ως μια βραχύβια συμβατική διευθέτηση και όχι ως ιερός και αδιάσπαστος δεσμός. Η διαίρεση μεταξύ νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών εν μέρει αντανακλά μια διαφορά για το πού πρέπει να χαραχθούν οι οροθετικές γραμμές. Οι νεοσυντηρητικοί κατηγορούν συνήθως τους «φιλελεύθερους», το «Χόλιγουντ» ή ακόμη και τους «με- ταμοντερνιστές» για ό,τι θεωρούν ως διάλυση και ανηθικότητα της κοινωνικής τάξης πραγμάτων, αντί να κατηγορούν τους εταιρικούς καπιταλιστές (όπως τον Ρούπερτ Μέρντοχ) που στην πραγματικότητα κάνουν τη μεγαλύτερη ζημιά, πλασάροντας κάθε είδους σεξουαλικά φορτισμένου υλικού, αν όχι σκανδαλοθηρικού, σ’ όλο τον κόσμο, και οι οποίοι συνεχώς επιδεικνύουν τη γενικευμένη προτίμησή τους στις βραχυπρόθεσμες αντί των μακροπρόθεσμων δεσμεύσεων, στο ατέλειωτο κυνηγητό τους για το κέρδος.
Αλλά ως προς την εμπορευματοποίηση υπάρχουν πολύ πιο σοβαρά θέματα, πέραν της προσπάθειας να προστατευθεί κάποιο πολύτιμο αντικείμενο, κάποια ιδιαίτερη τελετουργία ή μια επιλεγμένη γωνιά κοινωνικής ζωής από τον χρηματικό υπολογισμό και το βραχυπρόθεσμο συμβόλαιο. Διότι στον πυρήνα της φιλελεύθερης και της νεοφιλελεύθερης θεωρίας βρίσκεται η αναγκαιότητα δημιουργίας συνεκτικών αγορών για τη γη, την εργασία και το χρήμα, και αυτά, όπως επισήμανε ο Καρλ Πολάνιι, «προφανώς δεν είναι εμπορεύματα ... η εμπορευματική περιγραφή της εργασίας, της γης και του χρήματος είναι εντελώς πλασματική». Ενώ ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τέτοιες επινοήσεις, προξενεί ανείπωτη βλάβη εάν αποτύχει να αναγνωρίσει τις πολυσύνθετες πραγματικότητες που βρίσκονται πίσω τους. Ο Πολάνιι, σε ένα από τα πιο φημισμένα χωρία του, θέτει το ζήτημα ως εξής:
Το να επιτρέψουμε στο μηχανισμό της αγοράς να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής της μοίρας των ανθρώπων και του φυσικού τους περιβάλλοντος, στην
217
Νεοφιλελευθερισμός
πραγματικότητα ακόμη και της ποσότητας και της χρήσης της αγοραστικής δύναμης, θα είχε ως αποτέλεσμα την κατεδάφιση της κοινωνίας. Διότι το υποτιθέμενο εμπόρευμα «εργατική δύναμη» δεν μπορεί να πεταχτεί, να χρησιμοποιηθεί αδιακρίτως ή ακόμη και να μείνει αχρησιμοποίητο, χωρίς να επηρεαστεί επίσης το ανθρώπινο άτομο που συμβαίνει να είναι ο φορέας αυτού του ιδιόμορφου εμπορεύματος. Εκποιώντας την εργατική δύναμη του ανθρώπου, το σύστημα θα εκποιούσε, παρεμπιπτόντως, τη φυσική, ψυχολογική και ηθική οντότητα «άνθρωπος» που έχει εγγενή σχέση με αυτό το χαρακτηριστικό. Στερημένοι από την προστατευτική κάλυψη των πολιτισμικών θεσμών, οι άνθρωποι θα αφανίζονταν από τις επιδράσεις της έκθεσης σε κοινωνικούς κινδύνους· θα πέθαιναν ως θύματα της έντονης κοινωνικής εκτόπισης από τη φαυλότητα, τη διαστροφή, το έγκλημα και την πείνα. Η φύση θα διαλυόταν στα εξ ων συνετέθη, οι γειτονιές και τα τοπία θα βεβηλώνονταν, οι ποταμοί θα ρυπαίνονταν, η στρατιωτική ασφάλεια θα κινδύνευε, η ικανότητα να παράγουμε τρόφιμα και πρώτες ύλες θα καταστρεφόταν. Τελικά, η αγοραία διαχείριση της αγοραστικής δύναμης θα διέλυε περιοδικά τις επιχειρηματικές προσπάθειες, γιατί η έλλειψη και η πληθώρα χρήματος θα αποδεικνύονταν εξίσου καταστρεπτικές για τις επιχειρήσεις, όσο οι πλημμύρες και οι ξηρασίες στην πρωτόγονη κοινωνία.18
Η βλάβη που προκαλείται από τις «πλημμύρες και τις ξηρασίες» των πλασματικών κεφαλαίων μέσα στο παγκόσμιο πιστωτικό σύστημα, είτε στην Ινδονησία, την Αργεντινή, το Μεξικό ή ακόμη και μέσα στις ΗΠΑ, αποτελεί άριστη μαρτυρία για την τελευταία επισήμανση του Πολάνιι. Αλλά οι θέσεις του για την εργασία και τη γη αξίζουν περαιτέρω επεξεργασίας.
Τα άτομα εισέρχονται στην αγορά εργασίας ως πρόσωπα με προσωπικότητα, καθώς ενσωματώνονται σε δίκτυα κοινωνικών σχέσεων και κοινωνικοποιούνται με ποικίλους τρόπους, ως φυσικές υπάρξεις αναγνωρίσιμες από ορισμένα χαρακτηριστικά (όπως ο φαινότυπος και το φύλο), ως άτομα που έχουν συσσωρεύσει ποικίλες δεξιότητες (οι οποίες ορισμένες φορές αποκαλούνται «ανθρώπινο κεφάλαιο») και ως ζώσες υπάρξεις προικισμένες με όνειρα, επιθυμίες, φιλοδοξίες, ελπίδες, αμφιβολίες και φόβους. Ωστόσο, για τους καπιταλιστές αυτά τα άτομα είναι απλώς ένας συντελεστής της παραγωγής, αν και όχι αδιαφορο- ποίητος συντελεστής, εφόσον οι εργοδότες απαιτούν εργασία με ορισμένες ιδιότητες, όπως είναι η φυσική ρώμη, οι δεξιότητες, η ευελιξία, η ευπείθεια και τα συναφή, κατάλληλες για ορισμένα καθήκοντα. Οι εργάτες μισθώνονται με σύμβαση και στο νεοφιλελεύθερο σχήμα των πραγ
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
μάτων προτιμιόνται οι βραχυπρόθεσμες συμβάσεις, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η ευελιξία. Οι εργοδότες, ιστορικά, χρησιμοποιούσαν τις διαφοροποιήσεις στις γραμμές των εργαζομένων για να εφαρμόζουν το δόγμα του διαιρεί και βασίλευε. Συνεπώς εμφανίζονται κατακερματισμένες αγορές εργασίας και χρησιμοποιούνται συχνά οι διακρίσεις φυλής, φύλου, εθνικής καταγωγής και θρησκείας, ανοικτά ή καλυμμένα, με τρόπους που αποβαίνουν προς όφελος των εργοδοτών. Αντιστρό- φως, οι εργάτες μπορούν να χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα στα οποία είναι ενσωματωμένοι, για να αποκτούν προνομιακή πρόσβαση σε ορισμένους τομείς απασχόλησης. Συνήθως επιζητούν να μονοπωλούν εξειδικεύσεις και, μέσω της συλλογικής δράσης και της δημιουργίας κατάλληλων θεσμών, επιδιώκουν να ρυθμίζουν την αγορά εργασίας, ώστε να προστατεύουν τα συμφέροντά τους. Μ’ αυτό τον τρόπο απλώς οικοδομούν αυτή την «προστατευτική κάλυψη των πολιτισμικών θεσμών» για τους οποίους μιλά ο Πολάνιι.
Η νεοφιλελευθεροποίηση επιδιώκει να αφαιρέσει τις προστασίες που επέτρεψε και περιστασιακά εξέθρεψε ο εμπεδωμένος φιλελευθερισμός. Η γενική επίθεση εναντίον των εργαζομένων είχε δύο αιχμές. Κάμφθηκαν ή διαλύθηκαν οι δυνάμεις των συνδικάτων και άλλων θεσμών της εργατικής τάξης μέσα σε ένα συγκεκριμένο κράτος (στην ανάγκη με τη βία). Εγκαθιδρύθηκαν ευέλικτες αγορές εργασίας. Το κράτος αποσύρθηκε από την παροχή κοινωνικής πρόνοιας και επέφερε, τεχνολογικά, αλλαγές στις δομές της εργασίας, οι οποίες καθιστούν μεγάλα τμήματα του εργατικού δυναμικού περιττά, υποταγμένα πλήρως στην κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας μέσα στην αγορά. Ο ε- ξατομικευμένος και σχετικά ανίσχυρος εργάτης αντιμετωπίζει στη συνέχεια μια αγορά εργασίας στην οποία προσφέρονται μόνο βραχυπρόθεσμες συμβάσεις σε ατομική βάση. Η ασφάλεια της θέσης εργασίας είναι πια παρελθόν (η Θάτσερ την κατήργησε στα πανεπιστήμια, π.χ.). Έ να «σύστημα προσωπικής υπευθυνότητας» (πόσο εύστοχη ήταν η διατύπωση του Ντενγκ!) υποκαθιστά τις κοινωνικές προστασίες (συντάξεις, ιατρική περίθαλψη, προστασία από ατυχήματα) που προηγουμένως ήταν υποχρέωση των εργοδοτών και του κράτους να τις παρέχουν. Αντ’ αυτών, τα άτομα αγοράζουν προϊόντα στις αγορές που πωλούν κοινωνικές προστασίες. Συνεπώς, η ατομική ασφάλεια είναι ζήτημα ατομικής επιλογής, αλλά μιας επιλογής που συνδέεται με το πόσο είναι προσιτά οικονομικώς τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που προωθούνται στις ριψοκίνδυνες χρηματοπιστωτικές αγορές.
Νεοφιλελευθερισμός
Η δεύτερη αιχμή της επίθεσης συνεπάγεται μετασχηματισμούς των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων της αγοράς εργασίας. Ενώ μπορούν να γίνουν πολλά στον «αγώνα προς τον πάτο», προκειμένου να δημιουργηθούν οι φθηνότεροι και πιο υπάκουοι πλεονάζοντες εργάτες, η γεωγραφική κινητικότητα του κεφαλαίου τού επιτρέπει να κυριαρχεί σε ένα παγκόσμιο εργατικό δυναμικό του οποίου η γεωγραφική κινητικότητα είναι περιορισμένη. Το αιχμάλωτο εργατικό δυναμικό αφθονεί, διότι η μετανάστευση περιορίζεται. Τα εμπόδια μπορούν να ξεπερα- στούν μόνο με την παράνομη μετανάστευση (και η μετανάστευση αυτού του είδους δημιουργεί ένα εύκολα εκμεταλλεύσιμο εργατικό δυναμικό) ή μέσω βραχυπρόθεσμων συμβάσεων που επιτρέπουν, π.χ., σε Μεξικανούς εργάτες να δουλεύουν στις αγροβιομηχανικές επιχειρήσεις της Καλιφόρνιας μόνο και μόνο για να σταλούν αναίσχυντα πίσω στο Μεξικό όταν αρρωστήσουν ή πεθάνουν ακόμη από τα παρασιτοκτόνα στα οποία εκτίθενται.
Υπό τη νεοφιλελευθεροποίηση, η μορφή του «αναλώσιμου εργάτη» αναδύεται ως αρχετυπική στην παγκόσμια σκηνή.19 Οι περιγραφές για φρικιαστικές συνθήκες εργασίας και δεσποτικούς όρους κάτω από τους οποίους δουλεύουν οι εργάτες στα κάτεργα του κόσμου αφθονούν. Στην Κίνα, οι συνθήκες υπό τις οποίες εργάζονται νεαρές μετανάστριες από τις αγροτικές περιοχές είναι εντελώς αποκρουστικές: «αφόρητα πολλές ώρες, άχρηστη τροφή, στριμωγμένα υπνωτήρια, σαδιστές διευθυντές που τις χτυπούν και τις κακοποιούν σεξουαλικά και η πληρωμή έρχεται με μήνες καθυστέρησης ή κάποιες φορές καθόλου».20 Στην Ινδονησία, δύο νεαρές γυναίκες αφηγούνται τις εμπειρίες τους από τη δουλειά σε μια υπεργολαβική επιχείρηση της Levi-Strauss, στη Σιγκαπούρη:
Μας έβριζαν συνεχώς, όπως είναι φυσικό. Ό ταν το αφεντικό θυμώνει, α- ποκαλεί τις γυναίκες σκύλες, γουρούνες, τσούλες, και έπρεπε να τα αντέχουμε όλα αυτά υπομονετικά, χωρίς να αντιδρούμε. Επισήμως δουλεύαμε από τις επτά το πρωί μέχρι τις τρεις (με μισθό λιγότερο από 2 δολάρια την ημέρα), αλλά συχνά κάναμε αναγκαστικές υπερωρίες, ορισμένες φορές - ι δίως όταν έπρεπε να παραδοθεί μια επείγουσα παραγγελία- μέχρι τις εννιά. Όσο κουρασμένες κι αν είμαστε, δεν μας επιτρέπουν να πάμε στο σπίτι. Παίρνουμε ένα επιπλέον ποσό 200 ρουπιών (10 σεντς ΗΠΑ.) ... Από το σπίτι μας πηγαίνουμε στο εργοστάσιο με τα πόδια. Μέσα κάνει πολλή ζέστη. Το κτίριο έχει μεταλλική οροφή και δεν υπάρχει πολύς χώρος για όλους τους εργάτες. Είμαστε πολύ στριμωγμένοι. Δουλεύουν πάνω από 200
220
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
άνθρωποι εκεί, κυρίως γυναίκες, αλλά υπάρχει μόνο μία τουαλέτα σε όλο το εργοστάσιο ... όταν επιστρέφουμε σπίτι από τη δουλειά, δεν έχουμε δύναμη να κάνουμε τίποτα άλλο από το να φάμε και να κοιμηθούμε .. .21
Παρόμοιες ιστορίες έρχονται από τα μεξικανικά εργοστάσια ma- quila, τα ταϊβανέζικα και κορεάτικα εργοστάσια στην Ονδούρα, τη Νότια Αφρική, τη Μαλαισία και την Ταϊλάνδη. Οι κίνδυνοι για την υγεία, η έκθεση σε ένα ευρύ φάσμα τοξικών ουσιών και ο θάνατος εν ώρα εργασίας είναι γεγονότα που περνούν απαρατήρητα και χωρίς να ληφθεί κανένα μέτρο. Στη Σανγκάη, ο Ταϊβανέζος επιχειρηματίας που είχε μια αποθήκη κλωστοϋφαντουργίας «στην οποία 61 άνθρωποι, κλειδωμένοι στο κτίριο, πέθαναν σε πυρκαγιά» καταδικάστηκε σε μια «επιεική» διετή ποινή με αναστολή, διότι «έδειξε μεταμέλεια» και «συνεργάστηκε μετά την πυρκαγιά».22
Κυρίως οι γυναίκες και μερικές φορές τα παιδιά σηκώνουν το βάρος αυτής της υποβαθμισμένης, εξαντλητικής και επικίνδυνης εργασίας.23 O l κοινωνικές συνέπειες της νεοφιλελευθεροποίησης είναι πράγματι ακραίες. Η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης υπονομεύει χαρακτηριστικά όποιες εξουσίες μπορεί να είχαν οι γυναίκες στα συστήματα του νοικοκυριού, της παραγωγής και της εμπορίας και στις παραδοσιακές κοινωνικές δομές και επανατοποθετεί το καθετί σε ανδροκρατούμενες ε- μπορευματικές και πιστωτικές αγορές. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, η πορεία της γυναικείας απελευθέρωσης από τους παραδοσιακούς πατριαρχικούς ελέγχους περνάει είτε μέσα από την εξευτελιστική εργασία στα εργοστάσια είτε από την εμπορία της σεξουαλικότητάς τους, που ποικίλλει από την αξιοπρεπή εργασία των συνοδών και των σερβιτόρων μέχρι το εμπόριο του σεξ (έναν από τους πιο κερδοφόρους σύγχρονους κλάδους στον οποίο ασκείται σε μεγάλο βαθμό η δουλεία). Η απώλεια των κοινωνικών προστασιών στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες είχε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στις γυναίκες της κατώτερης τάξης, και σε πολλές από τις πρώην κομουνιστικές χώρες του σοβιετικού μπλοκ η απώλεια των δικαιωμάτων των γυναικών μέσω της νεοφι- λελευθεροποίησης ήταν καταστροφική.
Πώς λοιπόν μπορούν να επιβιώσουν, κοινωνικά και συναισθηματικά, οι αναλώσιμοι εργάτες -ιδίως οι γυναίκες- σ’ έναν κόσμο ευέλικτων αγορών εργασίας και βραχυπρόθεσμων συμβάσεων, χρόνιας εργασιακής ανασφάλειας, ανύπαρκτης κοινωνικής προστασίας και εργασίας συχνά σε βαθμό πλήρους εξάντλησης, μέσα στα συντρίμμια των συλλο
221
Νεοφιλελευθερισμός
γικών θεσμών που κάποτε τους έδιναν κάποιο ίχνος αξιοπρέπειας και υποστήριξης; Για ορισμένες, η αυξανόμενη ευελιξία των αγορών εργασίας είναι ευτύχημα, και, ακόμη και όταν δεν οδηγεί σε υλικά οφέλη, το απλό δικαίωμα σχετικά εύκολης αλλαγής εργασίας και η ελευθερία από τους παραδοσιακούς κοινωνικούς περιορισμούς της πατριαρχίας και της οικογένειας έχει μη απτά οφέλη. Για εκείνους που διαπραγματεύονται επιτυχώς στην αγορά εργασίας, υπάρχουν φαινομενικά άφθονες ανταμοιβές στον κόσμο μιας καπιταλιστικής καταναλωτικής κουλτούρας. Δυστυχώς, αυτή η κουλτούρα, όσο θεαματική, ελκυστική και σαγηνευτική κι αν είναι, παίζει αέναα με τις επιθυμίες, χωρίς ποτέ να προσφέρει ικανοποίηση, πέραν της περιορισμένης αίσθησης ταυτότητας που δίνουν τα ψώνια στα μεγάλα εμπορικά κέντρα και της αγωνίας να διατηρηθεί το κύρος μέσα από την καλή εμφάνιση (για τις γυναίκες) ή με τα υλικά αποκυήματα. Το «Ψωνίζω άρα υπάρχω» και ο κτητικός ατομικισμός από κοινού οικοδομούν έναν κόσμο ψευδο-ικανοποιήσεων που είναι επιφανειακά συναρπαστικός, αλλά στο βάθος άδειος.
Αλλά για εκείνους που έχουν χάσει τη δουλειά τους ή που δεν έχουν καταφέρει να γλιτώσουν από τις τεράστιες άτυπες οικονομίες που σήμερα παρέχουν επισφαλές καταφύγιο για τους περισσότερους αναλώσιμους εργάτες του κόσμου, η υπόθεση είναι εντελώς διαφορετική. Όταν περίπου δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να ζουν με λιγότερα από δύο δολάρια την ημέρα, ο χλευαστικός κόσμος της καπιταλιστικής καταναλωτικής κουλτούρας, τα τεράστια μπόνους που κερδίζονται στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και οι φιλιππικοί λόγοι των νεοφιλελεύθερων παραγόντων που αυτοσυγχαίρονται για τις δυνατότητες χειραφέτησης που φέρνουν η νεοφιλελεύθερη πολιτική, η ιδιωτικοποίηση και η προσωπική υπευθυνότητα πρέπει να φαίνονται ένα απάνθρωπο αστείο. Από την εκπτωχευμένη αγροτική Κίνα μέχρι τις εύπορες ΗΠΑ, η απώλεια της ιατρικής περίθαλψης και η αυξανόμενη επιβολή πληρωμής για τις κοινωνικές υπηρεσίες σε όλους τους χρήστες προσθέτουν σημαντικά βάρη στο οικονομικό φορτίο των φτωχών.24
Η νεοφιλελευθεροποίηση έχει αλλάξει ριζικά τη θέση των εργαζομένων, των γυναικών και των αυτοχθόνων ομάδων στην κοινωνική τάξη πραγμάτων, με το να δίνει έμφαση στο ότι η εργασία είναι ένα εμπόρευμα όπως όλα τα άλλα. Έ να εργατικό δυναμικό, που είναι απογυμνωμένο από την προστατευτική κάλυψη των δημοκρατικών θεσμών και απειλείται με κάθε είδους κοινωνική αποδιοργάνωση, στρέφεται α ναπόφευκτα σε άλλες θεσμικές μορφές μέσω των οποίων μπορεί να οι
222
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
κοδομήσει την κοινωνική αλληλεγγύη και να εκφράσει τη συλλογική βούληση. Τα πάντα, από τις συμμορίες και τα εγκληματικά καρτέλ, τα δίκτυα εμπορίας ναρκωτικών, τις μικρομαφίες και τα αφεντικά των πα- ραγκουπόλεων, μέχρι τις κοινότητες, τις λαϊκές οργανώσεις και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, τις κοσμικές και θρησκευτικές αιρέσεις, πολλαπλασιάζοντας Αυτές είναι οι εναλλακτικές κοινωνικές μορφές που γεμίζουν το κενό που δημιουργείται καθώς οι κρατικές αρμοδιότητες, τα πολιτικά κόμματα και άλλες θεσμικές μορφές στην πραγματικότητα διαλύονται ή απλά εξαφανίζονται σταδιακά ως κέντρα συλλογικής προσπάθειας και κοινωνικών δεσμών. Η πολύ χαρακτηριστική στροφή προς τη θρησκεία έχει ενδιαφέρον α π’ αυτή την άποψη. Περιγραφές για αιφνίδια εμφάνιση και πολλαπλασιασμό των θρησκευτικών αιρέσεων στις ρημαγμένες αγροτικές περιοχές της Κίνας, για να μην αναφερθούμε στην εμφάνιση του Fulan (Falun) Gong,* απεικονίζουν αυτή την τάση.25 Η ταχεία ανάπτυξη του προσηλυτισμού στο ευαγγελικό δόγμα μέσα στις χαοτικές άτυπες οικονομίες που αναπτύχθηκαν υπό το νεοφιλελευθερισμό στη Λατινική Αμερική και η αναβίωση ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, η επανεμφάνιση του θρησκευτικού φυλετισμού και φονταμενταλι- σμού, που συγκροτούνται ως πολιτικά ρεύματα σε μεγάλο μέρος της Α φρικής και της Μέσης Ανατολής, μαρτυρούν την ανάγκη δημιουργίας ουσιαστικών μηχανισμών κοινωνικής αλληλεγγύης. Η εξάπλωση του φονταμενταλιστικού ευαγγελικού χριστιανισμού στις ΗΠΑ έχει κάποια συνάφεια με την εξάπλωση της εργασιακής ανασφάλειας, την απώλεια άλλων μορφών κοινωνικής αλληλεγγύης και την κενότητα της καπιταλιστικής καταναλωτικής κουλτούρας. Σύμφωνα με τη περιγραφή του Τόμας Φρανκ, η θρησκευτική Δεξιά σημείωσε ραγδαία άνοδο στο Κάν- σας μόνο περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980, μετά από μια δεκαετία και πλέον νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης και αποβιομηχάνισης.26 Πιθανώς τέτοιες συνάφειες να φαίνονται υπερβολικές. Αλλά εάν ο Πο- λάνα έχει δίκιο και η μεταχείριση της εργασίας ως εμπορεύματος οδηγεί στην κοινωνική αποδιοργάνωση, τότε οι κινήσεις προς την αναδημιουργία διαφορετικών κοινωνικών δικτύων για την άμυνα έναντι μιας τέτοιας μεταχείρισης γίνονται διαρκώς και περισσότερο πιθανές.
* Κίνημα πνευματικής αυτοβελτίωσης που ιδρύθηκε στην Κίνα από τον Λι Χον- γκτζί, το 1992. Η κινεζική κυβέρνηση το αποκήρυξε ως «διαβολική λατρεία» και εφήρ- μοσε μέτρα καταστολής εναντίον του, επιτυγχάνοντας την πλήρη διάλυσή του σχεδόν, από τα μέσα του 1999. (Σ,τ.Μ.)
223
Νεοφιλελευθερισμός
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ
Η επιβολή της βραχυπρόθεσμης συμβολαιακής λογικής στις περιβαλλοντικές χρήσεις έχει καταστροφικές συνέπειες. Ευτυχώς, μέσα στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο οι απόψεις γι’ αυτά τα θέματα είναι κατά τι διχασμένες. Ενώ ο Ρέιγκαν δεν έδινε δεκάρα για το περιβάλλον, μάλιστα κάποια στιγμή χαρακτήρισε τα δέντρα ως μείζονα πηγή μόλυνσης του αέρα, η Θάτσερ αντιμετώπισε το πρόβλημα με σοβαρότητα. Έ παιξε σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, που αφορούσε τον περιορισμό των χλωροφθορανθράκων οι οποίοι ευθύνονται για την αύξηση της τρύπας του όζοντος πάνω από την Ανταρκτική. Επίσης αντιμετώπισε με σοβαρότητα την απειλή της παγκόσμιας θέρμανσης λόγω της αύξησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Οι δεσμεύσεις της όσον αφορά το περιβάλλον δεν ήταν εντελώς ανιδιοτελείς, βεβαίως, εφόσον το κλείσιμο των ανθρακωρυχείων και η καταστροφή του συνδικάτου των ανθρακωρύχων θα μπορούσαν να νομιμοποιηθούν εν μέρει με την επίκληση περιβαλλοντικών λόγων.
Οι πολιτικές του νεοφιλελεύθερου κράτους έναντι του περιβάλλοντος υπήρξαν, κατά συνέπεια, γεωγραφικά ακανόνιστες και χρονικά ασταθείς (εξαρτώμενες από το ποιος έχει τα ηνία της κρατικής εξουσίας, με τις κυβερνήσεις Ρέιγκαν και Τζορτζ Μπους υιού να είναι ιδιαίτερα οπισθοδρομικές στις ΗΠΑ). Πέραν αυτών, το περιβαλλοντικό κίνημα έχει αποκτήσει κύρος από τη δεκαετία του 1970. Συχνά άσκησε μια περιορισμένη επιρροή, ανάλογα με το χρόνο και τον τόπο. Και σε ορισμένες περιπτώσεις οι καπιταλιστικές εταιρείες ανακάλυψαν ότι η αυξανόμενη αποτελεσματικότητα και η βελτιωμένη περιβαλλοντική επίδοση μπορούν να συμβαδίσουν. Εντούτοις, ο γενικός ισολογισμός ως προς τις περιβαλλοντικές συνέπειες της νεοφιλελευθεροποίησης είναι σχεδόν μοιραία αρνητικός. Σοβαρές αν και αμφιλεγόμενες προσπάθειες να δη- μιουργηθούν δείκτες ανθρώπινης ευημερίας που να περιλαμβάνουν το κόστος της περιβαλλοντικής υποβάθμισης υποδεικνύουν μια επιταχυνόμενη αρνητική τάση από τη δεκαετία του 1970 περίπου. KaL υπάρχουν αρκετά συγκεκριμένα παραδείγματα περιβαλλοντικών ζημιών που προκύπτουν από την απεριόριστη εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων αρχών, τα οποία στηρίζουν μια τέτοια γενική ερμηνεία. Η ταχεία καταστροφή των τροπικών δασών από τη δεκαετία του 19^0 είναι ένα πασίγνωστο παράδειγμα που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην κλιματική αλλαγή και στην απώλεια της βιοποικιλότητας. Συμβαίνει επίσης η εποχή
224
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
της νεοφιλελευθεροποίησης να είναι και η εποχή της πιο ταχείας μαζικής εξαφάνισης ειδών στην πρόσφατη ιστορία της Γης.27 Εάν εισερχόμαστε στην επικίνδυνη ζώνη της τόσο ριζικής αλλαγής του παγκόσμιου περιβάλλοντος, ιδιαίτερα του κλίματος, ώστε να καθιστούμε τη Γη ακατάλληλη για ανθρώπινη κατοίκηση, τότε η περαιτέρω υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης ηθικής και των νεοφιλελεύθερων πρακτικών θα απο- δειχθεί θανατηφόρος. Η κυβέρνηση Μπους αντιμετωπίζει τα περιβαλλοντικά θέματα συνήθως με το να αμφισβητεί τα επιστημονικά τεκμήρια και να μην κάνει τίποτα (εκτός από την περικοπή των πόρων που διατίθενται για τη σχετική επιστημονική έρευνα). Ωστόσο, η δική της ερευνητική ομάδα αναφέρει ότι η ανθρώπινη συμβολή στην παγκόσμια θέρμανση έχει εκτοξευτεί στα ύψη μετά το 1970. Το Πεντάγωνο υποστηρίζει επίσης ότι η παγκόσμια θέρμανση θα μπορούσε να αποτελεί μακροπρόθεσμα πιο σοβαρή απειλή για την ασφάλεια των ΗΠΑ από ό,τι η τρομοκρατία.28 Είναι ενδιαφέρον το ότι οι δύο βασικοί ένοχοι για την αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα τα τελευταία χρόνια ήταν οι κινητήριες δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας, ol ΗΠΑ και η Κίνα (η οποία αύξησε τις εκπομπές της κατά 45% την περασμένη δεκαετία). Στις ΗΠΑ, έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος στην αύξηση της αποδοτικότητας της ενέργειας τόσο στη βιομηχανία όσο και στην οικοδόμηση κατοικιών. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, η υπερβολική σπατάλη προκύπτει από το είδος του καταναλωτισμού που συνεχίζει να ενθαρρύνει την προαστιακή και αστική πολεοδομική αναρχία, με υψηλή κατανάλωση ενέργειας και μια κουλτούρα που ωθεί στην αγορά των βενζινοβόρων σπορ αυτοκινήτων παρά των πιο οικονομικών οχημάτων που είναι διαθέσιμα. Η αυξανόμενη εξάρτηση των ΗΠΑ από το ει- σαγόμενο πετρέλαιο έχει εμφανείς γεωπολιτικές συνέπειες. Στην περίπτωση της Κίνας, η ταχύτητα της εκβιομηχάνισης και η αύξηση ιδιόκτητων αυτοκινήτων διπλασιάζει την πίεση στην κατανάλωση ενέργειας. Η Κίνα, ενώ ήταν υπέρ της αυτάρκειας στην παραγωγή πετρελαίου στα τέλη της δεκαετίας του 1980, έχει μεταβληθεί στον δεύτερο μεγαλύτερο εισαγωγέα παγκοσμίως, μετά τις ΗΠΑ. Και σ’ αυτή την περίπτωση οι γεωπολιτικές συνέπειες είναι πάμπολλες, καθώς η Κίνα διαγκωνίζεται για να κερδίσει πρόσβαση στο Σουδάν, στην Κεντρική Ασία και στη Μέση Ανατολή, ώστε να εξασφαλίσει προμήθειες πετρελαίου. Η Κίνα επίσης διαθέτει τεράστια αποθέματα κατώτερης ποιότητας κάρβουνου με υψηλή περιεκτικότητα σε θειάφι. Η χρήση αυτών των αποθεμάτων για την παραγωγή ενέργειας δημιουργεί μείζονα περιβαλλοντικά προ
225
Νεοφιλελευθερισμός
βλήματα, ιδίως προβλήματα που συμβάλλουν στην αύξηση της παγκόσμιας θέρμανσης. Επιπροσθέτως, με δεδομένες τις έντονες ενεργειακές ελλείψεις που κατατρύχουν την κινεζική οικονομία, όπου οι μερικές και γενικές διακοπές ρεύματος είναι συνήθεις, δεν υπάρχει κίνητρο για οποιαδήποτε τοπική κυβέρνηση να ακολουθήσει τις εντολές της κεντρικής κυβέρνησης και να κλείσει τους μη αποδοτικούς και «βρόμικους» σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής. Η εκπληκτική αύξηση και χρήση ιδιόκτητων αυτοκινήτων, που αντικατέστησαν κατά πολύ τα ποδήλατα στις μεγάλες πόλεις όπως το Πεκίνο μέσα σε δέκα χρόνια, έχει επιφέρει στην Κίνα την αρνητική διάκριση του να έχει δεκαέξι από τις είκοσι χειρότερες πόλεις στον κόσμο από την άποψη της ποιότητας του αέρα.29 Οι συγγενείς επιδράσεις στην παγκόσμια θέρμανση είναι προφανείς. Ό πως συνήθως συμβαίνει σε φάσεις ταχείας εκβιομηχάνισης, το να μη δίνεται προσοχή στις περιβαλλοντικές συνέπειες έχει καταστροφικές επιδράσεις παντού. Οι ποταμοί ρυπαίνονται στο έπακρο, τα αποθέματα νερού είναι γεμάτα από επικίνδυνα καρκινογόνο χημικά, η πρόνοια για τη δημόσια υγεία είναι ελάχιστη (όπως φαίνεται από προβλήματα όπως το SARS [οξεία αναπνευστική νόσος] και η γρίπη των πτηνών) και οι γαίες αποδίδονται ταχύτατα σε αστικές χρήσεις ή στη δημιουργία μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων (όπως στην κοιλάδα του ποταμού Γιανγκτσέ)· όλα αυτά λειτουργούν προσθετικά στα περιβαλλοντικά προβλήματα τα οποία μόλις τώρα αρχίζει να αντιμετωπίζει η κεντρική κυβέρνηση. Η Κίνα δεν είναι η μόνη χώρα που έχει τέτοια προβλήματα, διότι η ταχεία οικονομική επέκταση της Ινδίας συνοδεύεται επίσης από σφοδρές περιβαλλοντικές μεταβολές που προκύπτουν από την επέκταση της κατανάλωσης, όπως και από την αυξημένη πίεση στους φυσικούς πόρους λόγω της εκμετάλλευσής τους.
Η νεοφιλελευθεροποίηση κατέχει ένα μάλλον θλιβερό ρεκόρ στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Οι αιτίες είναι εύκολα εξακριβώσι- μες. Η προτίμηση στις βραχυπρόθεσμες συμβατικές σχέσεις δημιουργεί πίεση σε όλους τους παραγωγούς να αποσπούν ό,τι μπορούν καθ’ όσο χρόνο διαρκεί το συμβόλαιο. Ακόμη και εάν ανανεώνονται τα συμβόλαια και τα δικαιώματα αγοραπωλησίας, πάντα υπάρχει αβεβαιότητα, διότι μπορεί να βρεθούν άλλες πηγές. Ο πιο μακρός πιθανός χρονικός ορίζοντας για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων είναι αυτός του προεξοφλητικού επιτοκίου (δηλ. περίπου είκοσι πέντε έτη), αλλά τα περισσότερα συμβόλαια είναι πολύ πιο σύντομης διάρκειας, την τρέχουσα περίοδο. Θεωρείται συνήθως πως η εξάντληση είναι γραμμική, ενώ
226
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
σήμερα είναι εμφανές ότι πολλά οικολογικά συστήματα καταρρέουν αιφνιδίως, αφού έχουν φθάσει σε κάποια σημεία ανατροπής της ισορροπίας, πέραν των οποίων δεν μπορεί να λειτουργήσει η φυσική αναπαραγωγική τους ικανότητα. Τα ψάρια -ο ι σαρδέλες της Καλιφόρνιας, ο μπακαλιάρος της Νιουφάουντλαντ και η χιλιάνικη θαλάσσια πέρκα- είναι κλασικά παραδείγματα ενός πόρου που υφίσταται εκμετάλλευση στον «βέλτιστο» βαθμό και καταρρέει αιφνίδια χωρίς εμφανή προειδοποίηση.30 Λιγότερο δραματική αλλά εξίσου απειλητική είναι η περίπτωση της δασοκομίας. Η επιμονή του νεοφιλελευθερισμού στην ιδιωτικοποίηση δυσκολεύει την επίτευξη κάποιων παγκόσμιων συμφωνιών για τις αρχές διαχείρισης των δασών, που θα προστατεύσουν πολύτιμα φυσικά περιβάλλοντα και τη βιοποικιλότητα, ιδίως στα τροπικά δάση. Η πίεση που ασκείται στις πιο φτωχές χώρες με σημαντικούς δασικούς πόρους να αυξήσουν τις εξαγωγές και να επιτρέψουν την κατοχή και εκχώρηση σε ξένους συνεπάγεται την άρση ακόμη και των ελαχιστότα- των προστατευτικών μέτρων για τα δάση. Η υπερεκμετάλλευση των δασικών πόρων μετά την ιδιωτικοποίηση στη Χιλή είναι χαρακτηριστική. Όμως, τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής που διαχειρίζεται το ΔΝΤ είχαν ακόμη χειρότερες επιπτώσεις. Η επιβεβλημένη λιτότητα σημαίνει ότι οι πιο φτωχές χώρες έχουν λιγότερα χρήματα να διαθέσουν για τη διαχείριση των δασών. Πιέζονται επίσης να ιδιωτικοποιήσουν τα δάση και να επιτρέψουν την πλήρη εκμετάλλευσή τους από ξένες ξυλουργικές εταιρείες βάσει βραχυπρόθεσμων συμβάσεων. Υπό την πίεση της απόκτησης ξένου συναλλάγματος για την αποπληρωμή των χρεών τους, μπαίνουν στον πειρασμό να παραχωρήσουν τον μέγιστο ρυθμό βραχυπρόθεσμης εκμετάλλευσης. Τα πράγματα επιδεινώνονται όταν τις πλήττει η εντεταλμένη από το ΔΝΤ λιτότητα και ανεργία, οπότε οι πλεονάζοντες πληθυσμοί αναζητούν τα μέσα συντήρησής τους στη γη και αποψιλώνουν αδιακρίτως τα δάση. Εφόσον η προτι- μούμενη μέθοδος είναι η καύση, ol ακτήμονες χωρικοί, εκ παραλλήλου με τις υλοτομικές εταιρείες, μπορούν να καταστρέψουν μαζικά δασικούς πόρους χωρίς καμιά χρονοτριβή, όπως συνέβη στη Βραζιλία, στην Ινδονησία και σε αρκετές αφρικανικές χώρες.31 Δεν ήταν τυχαίο που στην κορύφωση της δημοσιονομικής κρίσης που εκτόπισε εκατομμύρια από την αγορά εργασίας στην Ινδονησία, στα 1997-98, οι πυρκαγιές στα δάση μαίνονταν εκτός ελέγχου στη Σουμάτρα (γεγονός που συνδεόταν με τις υλοτομικές επιχειρήσεις ενός από τους πλουσιότερους επί Σου- χάρτο Κινέζου επιχειρηματία), δημιουργώντας ένα σύννεφο καπνού που
22 7
Νεοφιλελευθερισμός
κάλυπτε όλη τη Νοτιο-ανατολική Ασία επί μήνες. Και μόνο όταν τα κράτη και άλλα συμφέροντα είναι διατεθειμένα να αντισταθοΰν στους νεοφιλελεύθερους κανόνες και τα ταξικά συμφέροντα που τους υποστηρίζουν -αυτό όντως συνέβη σε σημαντικό αριθμό περιπτώσεων-, επιτυγχάνεται κάποιο ελάχιστο μέτρο ισορροπημένης χρήσης του περιβάλλοντος.
ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Η νεοφιλελευθεροποίηση έχει επωάσει εντός της μια ευρείας κλίμακας αντιπολιτευτική κουλτούρα. Ωστόσο, η αντιπολίτευση τείνει να αποδέχεται πολλές από τις βασικές προϋποθέσεις του νεοφιλελευθερισμού. Εστιάζει στις εσωτερικές του αντιφάσεις. Επί παραδείγματι, λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν της τις αμφισβητήσεις των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και εναντιώνεται σ’ αυτές στις περιπτώσεις αυταρχισμού και συχνής αυθαιρεσίας της πολιτικής, οικονομικής και ταξικής εξουσίας. Εκλαμβάνει κυριολεκτικά τη νεοφιλελεύθερη ρητορική περί βελτίωσης της ευημερίας για όλους και καταδικάζει το νεοφιλελευθερισμό, διότι απέτυχε με βάση τους δικούς του όρους. Σκεφθείτε, επί παραδείγ- ματι, την πρώτη σημαντική παράγραφο της συμφωνίας του ΠΟΕ, ενός νεοφιλελεύθερου στην πεμπτουσία του ντοκουμέντου. Ο στόχος είναι:
η ά νο δ ο ς του β ιοτικού ε π ιπέδ ου , η πλή ρ η ς απα σχόλησ η κ α ι ένας μεγάλος κα ι σταθερά αυ ξα νόμ ενος όγκ ος πρα γμα τ ικού εισοδή μ α τος κα ι α ποτελ ε σματικής ζήτησης, κα ι η επέκταση τη ς π α ρ α γω γ ή ς κα ι του εμπορίου α γα θ ώ ν κα ι υπηρεσιώ ν, ενώ τα υ τόχρ ονα θα δ ίνετα ι η δυνα τότη τα τη ς βέλτιστης χρήσης τω ν πό ρ ω ν του κόσμου, σύ μ φ ω να με τον αντικειμενικό σκοπό τη ς α ε ιφ όρου α νά πτυξη ς, με τη ν επ ιδ ίω ξη τόσο τη ς πρ οσ τα σ ία ς κ α ι δ ια τή ρησης του περ ιβ ά λλοντος όσο κ α ι τη ς ενίσχυσης τω ν μέσω ν ώ στε να γ ίνετα ι αυτό με τρ ό π ο συμβατό πρ ο ς τ ις αντίστο ιχες α νά γκ ες κα ι ενδια φ έρ οντα , σε δ ια φ ορ ετικ ά ε π ίπ εδ α ο ικονομ ική ς α νά π τυ ξ η ς.32
Παρόμοιους ευσεβείς πόθους μπορεί να βρει κανείς σε ανακοινώσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας («η μείωση της φτώχειας είναι ο βασικός στόχος μας»). Τίποτε α π’ αυτά δεν εναρμονίζεται με τις υφιστάμενες πρακτικές που υποστηρίζουν την παλινόρθωση ή τη δημιουργία της ταξικής ισχύος, ούτε βεβαίως με τα αποτελέσματά τους που είναι η φτώχεια και η περιβαλλοντική υποβάθμιση.
228
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
Η έξαρση της εναντίωσης στις παραβιάσεις δικαιωμάτων ήταν θεαματική από το 1980. Ό πω ς αναφέρει ο Τσάντλερ, προ του 1980 ένα εξέ- χον περιοδικό όπως το Foreign Affairs δεν είχε δημοσιεύσει ούτε ένα άρθρο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων.33 Τα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατέληξαν να κυριαρχούν μετά το 1980 και έλαβαν εκρηκτικές διαστάσεις μετά τα γεγονότα στην πλατεία Τιενανμέν και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το 1989. Αυτό αντιστοιχεί ακριβώς στην τροχιά του νεοφιλελευθερισμού και οι δύο κινήσεις σε μεγάλο βαθμό δια- πλέκονται. Αναμφίβολα, η νεοφιλελεύθερη επιμονή στο άτομο ως θεμελιώδες στοιχείο της πολιτικο-οικονομικής ζωής δημιουργεί τη δυνα- τότητητα δράσης για τα ατομικά δικαιώματα. Θέτοντας, όμως, στο επίκεντρο αυτά τα δικαιώματα αντί της δημιουργίας ή αναδημιουργίας ουσιαστικών και ανοικτών δομών δημοκρατικής διακυβέρνησης, η αντιπολίτευση προωθεί μεθόδους που δεν μπορούν να υπερβούν το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Το ενδιαφέρον των νεοφιλελεύθερων για το άτομο υποσκελίζει το όποιο κοινωνικό δημοκρατικό ενδιαφέρον για την ισότητα, τη δημοκρατία και την κοινωνική αλληλεγγύη. Επιπροσθέτως, η συχνή καταφυγή στη νομική δράση καθιστά αποδεκτή τη νεοφιλελεύθερη προτίμηση στην έκκληση προς τη δικαστική και εκτελεστική παρά προς την κοινοβουλευτική εξουσία. Ωστόσο, η καταφυγή στις νομικές μεθόδους είναι δαπανηρή και χρονοβόρος και τα δικαστήρια, σε κάθε περίπτωση, διακατέχονται από έντονες προκαταλήψεις υπέρ των συμφερόντων της άρχουσας τάξης, δεδομένης της συνήθους ταξικής αφοσίωσης του δικαστικού σώματος. Οι δικαστικές αποφάσεις τείνουν να ευνοούν τα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας και του ποσοστού κέρδους εις βάρος των δικαιωμάτων της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο Τσάντλερ λοιπόν συμπεραίνει ότι είναι «η δυσανασχέ- τηση της φιλελεύθερης ελίτ με τον απλό λαό και την πολιτική διαδικασία [που] την οδηγεί στο να αποδίδει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο άτομο, μεταφέροντας την υπόθεσή της στο δικαστή ο οποίος θα ακούσει και θα αποφασίσει».34
Εφόσον τα άτομα με τη μεγαλύτερη ανάγκη δεν έχουν τους οικονομικούς πόρους για να επιδιώξουν τα δικαιώματά τους, ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να εκφραστεί αυτό το ιδανικό είναι μέσω της συγκρότησης ομάδων υπεράσπισης δικαιωμάτων. Η εμφάνιση τέτοιων ομάδων και των μη κυβερνητικών οργανώσεων συνοδέυσε, όπως και οι συζητήσεις περί δικαιωμάτων γενικότερα, τη νεοφιλελεύθερη στροφή και ο αριθμός τους αυξήθηκε θεαματικά από το 1980 ή περίπου από τότε. Οι μη κυβερ
229
Νεοφιλελευθερισμός
νητικές οργανώσεις κάλυψαν, σε πολλές περιπτώσεις, το κενό κοινωνικής πρόνοιας που δημιουργήθηκε με την απόσυρση του κράτους από τέτοιες δραστηριότητες. Τούτο ισοδυναμεί με ιδιωτικοποίηση μέσω των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μ’ αυτό τον τρόπο υ- ποβοηθήθηκε η επιτάχυνση της περαιτέρω απόσυρσης του κράτους από την κοινωνική πρόνοια. Συνεπώς, ol μη κυβερνητικές οργανώσεις λειτουργούν ως «δούρειοι ίπποι του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού».35 Α κόμη, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις δεν είναι εγγενώς δημοκρατικοί θεσμοί. Έχουν την τάση να είναι ελιτίστικες, να μη λογοδοτούν (παρεκτός στους δωρητές τους) και είναι εξ ορισμού απόμακρες από εκείνους που επιζητούν να προστατεύσουν ή να βοηθήσουν, ανεξάρτητα από το πόσο καλοπροαίρετες ή προοδευτικές τυχόν είναι. Συχνά δεν αποκαλύπτουν τα προγράμματά τους και προτιμούν τις άμεσες διαπραγματεύσεις ή την άσκηση επιρροής στο κράτος και την ταξική εξουσία. Συνήθως ελέγχουν αντί να εκπροσωπούν την πελατεία τους. Αξιώνουν και αποτολμούν να μιλούν εκ μέρους εκείνων που δεν μπορούν να μιλήσουν για τους εαυτούς τους, και ακόμη καθορίζουν τα συμφέροντα εκείνων εξ ονόματος των οποίων μιλούν (σαν να μην μπορούν να το κάνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι). Η νομιμοποίηση της θέσης τους όμως είναι πάντα αμφισβητήσιμη. Επί πα- ραδείγματι, όταν διάφορες οργανώσεις προπαγανδίζουν την απαγόρευση της παιδικής εργασίας ως ζήτημα οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μπορεί να υπονομεύουν οικονομίες όπου η παιδική εργασία είναι ουσιαστική για την επιβίωση της οικογένειας. Εν απουσία οποιοσδήποτε άλλης εναλλακτικής οικονομικής λύσης, τα παιδιά, εναλλακτικά, μπορεί να πωλούνται στα δίκτυα πορνείας (δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε μια άλλη ομάδα υπεράσπισης δικαιωμάτων να επιδιώξει την εξάλειψη της παιδικής πορνείας). Η οικουμενικότητα που προϋποτίθεται στον «περί δικαιωμάτων λόγο» και η αφοσίωση των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των ομάδων υπεράσπισης δικαιωμάτων στις οικουμενικές αρχές δεν εναρμονίζονται εύκολα με τις τοπικές ιδιομορφίες και τις καθημερινές πρακτικές της πολιτικής και οικονομικής ζωής υπό την πίεση της εμπορευματο- ποίησης και της νεοφιλελευθεροποίησης.36
Υπάρχει, ωστόσο, κι άλλος ένας λόγος που αυτή η ιδιόμορφη αντιπολιτευτική κουλτούρα έχει κερδίσει τόσο μεγάλη ελκτική δύναμη τα τελευταία χρόνια. Η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης συνεπάγεται ένα πολύ διαφορετικό σύνολο πρακτικών από τη συσσώρευση μέσω της επέκτασης της μισθωτής εργασίας στη βιομηχανία και τη γεωργία. Ο δεύτερος αυτός τύπος που κυριάρχησε στις διαδικασίες συσσώρευσης
230
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
κεφαλαίου στις δεκαετίες του 1950 και 1960 έδωσε την αφορμή να εμφανιστεί μια αντιπολιτευτική κουλτούρα (όπως αυτή που διαπότισε τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα της εργατικής τάξης) που παρήγα- γε τον εμπεδωμένο φιλελευθερισμό. Από την άλλη πλευρά, η αφαίρεση πόρων και δικαιωμάτων είναι κατακερματισμένη και ιδιόμορφη - ιδιωτικοποίηση εδώ, περιβαλλοντική υποβάθμιση εκεί, οικονομική κρίση χρέους κάπου αλλού. Είναι δύσκολο να εναντιωθούν οι άνθρωποι σε όλα αυτά τα ιδιαίτερα και ιδιότυπα φαινόμενα χωρίς να επικαλεστούν οικουμενικές αρχές. Η αφαίρεση συνεπάγεται απώλεια δικαιωμάτων. Εξ ου και η στροφή προς την οικουμενικού τύπου ρητορική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της αξιοπρέπειας, των αειφόρων οικολογικών πρακτικών, των περιβαλλοντικών δικαιωμάτων και των συναφών, ως βάσης για μια ενοποιημένη αντιπολιτευτική πολιτική.
Αυτή η επίκληση του οικουμενισμού των δικαιωμάτων είναι δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί και πιθανώς χρησιμοποιείται με προοδευτικούς σκοπούς. Η παράδοση που εκπροσωπείται επαξίως από τη Διεθνή Αμνηστία, τους Γιατρούς χωρίς Σύνορα και άλλους δεν μπορεί να απορρι- φθεί ως ένα απλό προσάρτημα της νεοφιλελεύθερης σκέψης. Η όλη υπόθεση του ουμανισμού (τόσο στη Δύση -κλασικά φιλελεύθερου- όσο και στις ποικίλες μη δυτικές παραλλαγές του) είναι εξαιρετικά περίπλοκη, εξαιτίας αυτού ακριβώς του γεγονότος. Ωστόσο, οι περιορισμένοι σκοποί πολλών διαλόγων περί δικαιωμάτων (στην περίπτωση της Αμνηστίας η αποκλειστική συγκέντρωση της προσοχής, μέχρι πρόσφατα, στα αστικά και πολιτικά δικαιώματα σε αντίθεση με τα οικονομικά) τους καθιστούν πολύ εύκολα απορροφήσιμους από το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Ο οικουμενισμός φαίνεται να συνάδει ιδίως με τα παγκόσμια προβλήματα, όπως η κλιματική αλλαγή, η τρύπα του όζοντος, η απώλεια της βιοποικιλότητας μέσω της καταστροφής των φυσικών περιβαλλόντων και τα συναφή. Όμως τα αποτελέσματά του στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι πιο αμφίβολα, δεδομένης της διαφορετικότητας των πολιτικο-οικονομικών περιστάσεων και των πολιτισμικών πρακτικών που υπάρχουν στον κόσμο. Επιπροσθέτως, ήταν πολύ εύκολο να επιλεγούν ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως «ξίφη της αυτοκρατορίας» (για να χρησιμοποιήσουμε τον δηκτικό χαρακτηρισμό των Μπαρτόλομιου και Μπρέικσπιρ).37 Παραδείγματος χάριν, τα απο- καλούμενα «φιλελεύθερα γεράκια» στις ΗΠΑ επικαλέστηκαν αυτά τα δικαιώματα για να δικαιολογήσουν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο Κοσσυφοπέδιο, στο Ανατολικό Τιμόρ, στην Αϊτή και πάνω α π ’ όλα στο
231
Νεοφιλελευθερισμός
Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Δικαιολογούν τον στρατιωτικό ουμανισμό «στο όνομα της προστασίας της ελευθερίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, ακόμη και όταν εφαρμόζεται μονομερώς από μια αυτοδιορισμένη ιμπεριαλιστική δύναμη» όπως οι ΗΠΑ.38 Γενι- κότερα, είναι δύσκολο να μην καταλήξουμε, μαζί με τον Τσάντλερ, ότι οι «ρίζες του σημερινού ανθρωπισμού που βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται στην αυξανόμενη συναίνεση υπέρ της δυτικής ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις του αναπτυσσόμενου κόσμου, από τη δεκαετία του 1970». Το βασικό επιχείρημα είναι ότι οι «διεθνείς οργανισμοί, τα διεθνή και εγχώρια δικαστήρια, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις ή οι επιτροπές περί ηθικής εκπροσωπούν καλύτερα τις ανάγκες των λαών από ό,τι οι εκλεγμένες κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις και οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι θεωρούνται ύποπτοι ακριβώς επειδή είναι υπόλογοι στους ψηφοφόρους τους και συνεπώς θεωρείται ότι έχουν “ειδικό” συμφέρον, αντί να ενεργούν επί τη βάσει ηθικών αρχών».39 Δεν είναι λιγότερο δυσοίωνα τα αποτελέσματα και στο εσωτερικό των χωρών. Διότι μειώνεται ο χώρος της «δημόσιας πολιτικής συζήτησης, μέσω της νομιμοποίησης του αυξανόμενου ρόλου του δικαστικού σώματος, των μη εκλεγμένων προσωρινών ομάδων ειδικών καθηκόντων και επιτροπών ηθικής στη λήψη αποφάσεων». Τα πολιτικά αποτελέσματα μπορεί να είναι εξουθενωτικά. «Αντί να αμφισβητεί την απομόνωση και την παθητικότητα του ατόμου στις εξατομικευμένες κοινωνίες μας, η ρύθμιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απλώς θεσμοποιεί αυτές τις διαιρέσεις». Ακόμη χειρότερα, «το υποβαθμισμένο όραμα της κοινωνικής κατάστασης που υποστηρίζεται από τον ηθικό διάλογο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπηρετεί, όπως κάθε άλλη θεωρία της ελίτ, τη διατήρηση της αυτοπεποίθησης της άρχουσας τάξης».40
Υπό το φως της ανωτέρω κριτικής, εμφανίζεται ο πειρασμός του να αποφεύγουμε κάθε επίκληση στις οικουμενικές αρχές ως μοιραία εσφαλμένη και να εγκαταλείψουμε κάθε αναφορά σε δικαιώματα ως αβάσιμη επιβολή της αφηρημένης, αγοραίας ηθικής, ως προσωπείου για την αποκατάσταση της ταξικής ισχύος των ελίτ. Παρόλο που και οι δύο αυτές πλευρές αξίζουν σοβαρή μελέτη και εξέταση, νομίζω ότι δεν είναι συνετό να εγκαταλείψουμε το πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Πρέπει να δοθεί μάχη όχι μόνο για τις οικουμενικές αρχές και για το ποια δικαιώματα θα πρέπει να επικαλούμαστε σε συγκεκριμένες καταστάσεις, αλλά επίσης για το ποιες οικουμενικές αρχές και αντιλήψεις περί δικαιωμάτων πρέπει να δημιουργηθούν. Η κρίσιμη
232
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
συνάφεια που σφυρηλατήθηκε ανάμεσα στο νεοφιλελευθερισμό, ως ιδιόμορφο σύνολο πολιτικο-οικονομικών μεθόδων, και στην όλο και πιο έντονη επίκληση σε ανθρώπινα δικαιώματα ενός συγκεκριμένου είδους σαν τη βάση της ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης [του νεοφιλελευθερισμού], θα πρέπει να μας κάνει να γρηγορούμε. Τα διατάγματα του Μπρέμερ επιβάλλουν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τα δικαιώματα επί του Ιράκ. Ταυτόχρονα παραβιάζουν το δικαίωμα των Ιρακινών στην αυτοδιάθεση. «Ανάμεσα σε ίσα δικαιώματα», σχολίαζε ο Μαρξ με θαυμάσιο τρόπο, «αποφασίζει η δύναμη».41 Εάν η παλινόρθωση της ταξικής ισχύος συνεπάγεται την επιβολή ενός συγκεκριμένου συνόλου δικαιωμάτων, τότε η αντίσταση σ’ αυτή την επιβολή συνεπάγεται τον αγώνα για εντελώς διαφορετικά δικαιώματα.
Η θετική έννοια της δικαιοσύνης ως δικαιώματος έχει προκαλέσει, π.χ., ισχυρά πολιτικά κινήματα: οι αγώνες εναντίον της αδικίας έχουν εμψυχώσει επανειλημμένα κινήματα κοινωνικής αλλαγής. Η εμψυχωτι- κή ιστορία του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Βεβαίως, το πρόβλημα έγκειται στο ότι υπάρχουν αναρίθμητες έννοιες για τη δικαιοσύνη τις οποίες μπορούμε να επικαλεστούμε. Η ανάλυση όμως δείχνει ότι ορισμένες κυρίαρχες κοινωνικές διαδικασίες φέρνουν στο προσκήνιο και στηρίζονται σε συγκεκριμένες αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και δικαιωμάτων. Για να αμφισβητήσουμε αυτά τα συγκεκριμένα δικαιώματα πρέπει να αμφισβητήσουμε την κοινωνική διαδικασία με την οποία έχουν εγγενή σχέση. Αντιστρόφους, αποδεικνύεται αδύνατο να απομακρύνουμε την κοινωνία από κάποια κυρίαρχη κοινωνική διαδικασία (όπως αυτή της κεφαλαιακής συσσώρευσης μέσω της αγοραίας ανταλλαγής) προς την κατεύθυνση μιας άλλης (αυτής της πολιτικής δημοκρατίας και της συλλογικής δράσης), χωρίς ταυτόχρονα να μετατοπίσουμε την πίστη από μια κυρίαρχη αντίληψη περί δικαιωμάτων και δικαιοσύνης σε μιαν άλλη. Η δυσκολία με τους νεφελώδεις ιδεαλιστικούς προσδιορισμούς των δικαιωμάτων και της δικαιοσύνης έγκειται στο ότι κρύβουν αυτή τη σχέση. Μόνο όταν προσγειωθούν, συσχετιζόμενοι με κάποια κοινωνική διαδικασία, βρίσκουν το κοινωνικό τους νόημα.42
Ας εξετάσουμε την περίπτωση του νεοφιλελευθερισμού. Τα δικαιώματα στοιχίζονται γύρω από δύο κυρίαρχες λογικές εξουσίας - αυτήν του εδαφικού κράτους και αυτήν του κεφαλαίου.43 Όσο και αν επιθυμούμε να είναι οικουμενικά τα δικαιώματα, το κράτος αποτελεί το μηχανισμό για την επιβολή τους. Εάν η πολιτική εξουσία είναι απρόθυμη,
233
Νεοφιλελευθερισμός
τότε οι ιδέες περί δικαιωμάτων παραμένουν κενό γράμμα. Συνεπώς, τα δικαιώματα απορρέουν και εξαρτώνται από την υπηκοότητα. Έτσι τίθεται το ζήτημα του εδαφικού χαρακτήρα της δικαιοδοσίας. Αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι. Εγείρονται δυσεπίλυτα προβλήματα λόγω των προσώπων χωρίς εθνικότητα, των παράνομων μεταναστών. Το ποιος είναι και ποιος δεν είναι «πολίτης» γίνεται σοβαρό ζήτημα στον καθορισμό των αρχών βάσει των οποίων κάποιος περιλαμβάνεται ή αποκλείεται μέσα σε ένα εδαφικά προσδιορισμένο κράτος. Το πώς το κράτος ασκεί την κυριαρχία εν σχέσει προς τα δικαιώματα είναι καθ’ εαυτό ένα αμφισβητούμενο ζήτημα, αλλά υπάρχουν όρια που τίθενται σ’ αυτήν την κυριαρχία (όπως ανακαλύπτει η Κίνα) από παγκόσμιους κανόνες εμπεδωμένους στη νεοφιλελεύθερη συσσώρευση κεφαλαίου. Εντούτοις, το έθνος-κράτος, που μονοπωλεί τις νόμιμες μορφές βίας, μπορεί να ορίσει με χομπσιανό τρόπο* τη δική του κλίμακα δικαιωμάτων και να δεσμεύεται απλώς χαλαρά από τις διεθνείς συμβάσεις. Οι ΗΠΑ, κατά πρώτο λόγο, επιμένουν στο δικαίωμά τους να μη λογοδοτούν για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως ορίζονται διεθνώς, και ταυτόχρονα επιμένουν ότι οι εγκληματίες πολέμου από οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου πρέπει να προσάγονται ενώπιον εκείνων των ίδιων δικαστηρίων των οποίων την αρμοδιότητα αρνούνται για τους δικούς τους πολίτες.
Η ζωή υπό το νεοφιλελευθερισμό σημαίνει επίσης το να αποδέχεται κανείς ή να υποτάσσεται σε εκείνη την κλίμακα δικαιωμάτων που είναι αναγκαία για τη συσσώρευση κεφαλαίου. Συνεπώς, ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα των ατόμων (και, θυμηθείτε, οι εταιρείες ορίζονται ως πρόσωπα ενώπιον του νόμου) στην ατομική ιδιοκτησία και στο κέρδος υποσκελίζουν οποιαδήποτε άλλη αντίληψη αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων μπορείτε να σκεφθείτε. Οι α- μύντορες αυτού του καθεστώτος δικαιωμάτων εύλογα υποστηρίζουν ότι ενθαρρύνει τις «αρετές του αστού», χωρίς τις οποίες κάθε άνθρωπος στον κόσμο θα ζούσε πολύ χειρότερα. Αυτές οι αρετές συμπεριλαμβάνουν την ατομική υπευθυνότητα και λογοδοσία- την ανεξαρτησία από την κρατική παρέμβαση (η οποία συχνά φέρνει αυτό το καθεστώς δικαιωμάτων σε έντονη αντίθεση με τα δικαιώματα που καθορίζονται εντός του κράτους)- την ισότητα ευκαιριών στην αγορά και την ισότητα
* Ηθικό είναι ό,τι προάγει το ατομικό συμφέρον. (Σ.τ.Μ.)
234
Ο νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο
ενώπιον του νόμου· τις ανταμοιβές για την πρωτοβουλία και την επιχειρηματική προσπάθεια- τη φροντίδα για τον εαυτό και τους συγγενείς· και μια ανοικτή αγορά που επιτρέπει εκτεταμένες ελευθερίες επιλογής συμβατικών σχέσεων και ανταλλαγών. Αυτό το σύστημα δικαιωμάτων εμφανίζεται ακόμη πειστικότερο όταν επεκτείνεται στο δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας στο σώμα καθενός ανθρώπου (που αποτελεί τη βάση για το δικαίωμα του κάθε προσώπου να συνάπτει ελεύθερα συμβάσεις πώλησης της εργατικής του δύναμης, όπως επίσης για το δικαίωμα να το μεταχειρίζονται με αξιοπρέπεια και σεβασμό και να είναι ελεύθερο από σωματικούς καταναγκασμούς, όπως η δουλεία) και στο δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης, της έκφρασης και του λόγου. Τούτα τα δευτερογενή δικαιώματα είναι πράγματι ελκυστικά. Πολλοί από εμάς στηρίζονται σ’ αυτά υπερβολικά. Αλλά το κάνουμε, ως επί το πλείστον, σαν ζητιάνοι που ζουν από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των πλουσίων.
Δεν μπορώ να πείσω κάποιον φιλοσοφικά ότι το νεοφιλελεύθερο καθεστώς δικαιωμάτων είναι άδικο. Ωστόσο, η ένσταση σ’ αυτό το καθεστώς δικαιωμάτων είναι πολύ απλή: η αποδοχή του σημαίνει αποδοχή του ότι δεν έχουμε άλλη εναλλακτική λύση πλην του να ζούμε υπό ένα καθεστώς αέναης συσσώρευσης κεφαλαίου και οικονομικής μεγέθυνσης, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές, οικολογικές ή πολιτικές συνέπειες. Κατ’ αντιστοιχία, η αέναη κεφαλαιακή συσσώρευση συνεπάγεται ότι το νεοφιλελεύθερο καθεστώς δικαιωμάτων πρέπει να εξαπλωθεί σ’ όλη την υφήλιο με τη βία (όπως στη Χιλή και στο Ιράκ), με τις ιμπεριαλιστικές μεθόδους (όπως αυτές του Παγκόσμιου Οργανισμού Ε μπορίου, του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας) ή μέσω της πρωταρχικής συσσώρευσης (όπως στην Κίνα και τη Ρωσία), εάν είναι αναγκαίο. Με δόλωμα ή με ραβδί, τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας και του ποσοστού κέρδους μπορούν να εδραιωθούν οικουμενικά. Αυτό ακριβώς εννοεί ο Μπους όταν λέει πως οι ΗΠΑ είναι αφοσιωμένες στην επέκταση της σφαίρας της ελευθερίας σ’ όλη την υφήλιο.
Δεν είναι, όμως, αυτά τα μόνα δικαιώματα που διαθέτουμε. Ακόμη και στο πλαίσιο της φιλελεύθερης αντίληψης, όπως διατυπώνεται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, υπάρχουν δευτερογενή δικαιώματα όπως οι ελευθερίες λόγου και έκφρασης, εκπαίδευσης και οικονομικής ασφάλειας, δικαιώματα συνδικαλιστικής οργάνωσης και τα παρόμοια. Η επιβολή αυτών των δικαιωμάτων θα δημιουργούσε σοβαρή αμφισβή
235
Νεοφιλελευθερισμός
τηση του νεοφιλελευθερισμού. Το να καταστήσουμε αυτά τα δευτερογενή δικαιώματα πρωταρχικά και τα πρωταρχικά δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας και του ποσοστού κέρδους δευτερογενή θα συνεπαγόταν μια επανάσταση μεγάλης σπουδαιότητας στις πολιτικο-οικονομι- κές πρακτικές. Υπάρχουν επίσης εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις περί δικαιωμάτων τις οποίες μπορούμε να επικαλούμαστε - της πρόσβασης στα παγκόσμια κοινά ή το να υπάρχει ασφάλεια ως προς τα βασικά τρόφιμα, επί παραδείγματι. «Ανάμεσα σε ίσα δικαιώματα αποφασίζει η δύναμη». O l πολιτικοί αγώνες για την ορθή κατανόηση των δικαιωμάτων, ακόμη και της ίδιας της ελευθερίας, κινούνται προς το κέντρο της σκηνής, αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις.
236
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 7 φ φ φ
Η προοπτική ιης ελευθερίας
ΤΟ 1935, ΣΤΟ ΕΤΉΣΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΟΓΚΡΕΣΟ, Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ρούζβελτ εξέφρασε σαφώς την άποψή του ότι στη ρίζα των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων της ύφεσης της δεκαετίας του
1930 βρίσκονται οι υπερβολικές ελευθερίες της αγοράς. Οι Αμερικανοί, είπε, «πρέπει να αποκηρύξουν την ιδέα απόκτησης πλούτου ο οποίος, μέσω των υπερβολικών κερδών, δημιουργεί αθέμιτη προσωπική δύναμη». Οι φτωχοί άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι. Παντού, υποστήριξε, η κοινωνική δικαιοσύνη έχει καταστεί ο σαφής στόχος και όχι ένα απόμακρο ιδανικό. Η πρωταρχική υποχρέωση του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών του ήταν να χρησιμοποιήσει τις εξουσίες του και να κατανείμει τους πόρους του για να εξαλείψει τη φτώχεια και την πείνα και να παράσχει ασφάλεια εισοδήματος, ασφάλεια έναντι των μεγάλων κινδύνων και των ατυχών περιστάσεων της ζωής και ασφάλεια επαρκούς στέγασης.1 Η ελευθερία από την ανάγκη ήταν μία από τις τέσσερις πρωταρχικές ελευθερίες τις οποίες διατύπωσε αργότερα ως θεμέλιο του πολιτικού του οράματος για το μέλλον. Αυτά τα ευρύτερα θέματα έρχονται σε έντονη αντίθεση με τις πολύ πιο περιορισμένες νεοφιλελεύθερες ελευθερίες που ο πρόεδρος Μπους τοποθετεί στο κέντρο της πολιτικής του ρητορικής. Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσουμε τα προ- βλήματά μας, υποστηρίζει ο Μπους, είναι να σταματήσει το κράτος να θέτει κανόνες στην ιδιωτική επιχείρηση, να αποσυρθεί από την κοινωνική πρόνοια και να προωθήσει την οικουμενικότητα των ελευθεριών της αγοράς και της ηθικής της αγοράς. Αυτός ο νεοφιλελεύθερος εκφυλισμός της έννοιας της ελευθερίας «σε μια απλή υπεράσπιση της ιδιωτικής επιχείρησης» μπορεί να σημαίνει μόνο, όπως αναφέρει ο Καρλ Πολάνιι, «πλήρη ελευθερία για εκείνους των οποίων το εισόδημα, η ανάπαυση και η ασφάλεια δεν χρειάζονται ενίσχυση, και ψίχουλα ελευθερίας για το λαό, ο οποίος προσπαθεί μάταια να κάνει χρήση των δημοκρατικών του δικαιωμάτων, για να βρει καταφύγιο από την εξουσία των ιδιοκτητών περιουσίας».2
237
Νεοφιλελευθερισμός
Το εκπληκτικό χαρακτηριστικό της πενιχρότητας του σύγχρονου δημόσιου διαλόγου στις ΗΠΑ, αλλά και αλλού, είναι η έλλειψη οποιοσδήποτε σοβαρής συζήτησης για το ποια από τις αρκετές αποκλίνουσες έννοιες της ελευθερίας μπορεί να είναι ορθή στην εποχή μας. Εάν πράγματι ισχύει ότι το αμερικανικό κοινό μπορεί να πεισθεί να υποστηρίξει σχεδόν οτιδήποτε στο όνομα της ελευθερίας, τότε ασφαλώς το νόημα αυτής της λέξης θα πρέπει να υποβληθεί στον βαθύτερο και πιο εξονυχιστικό έλεγχο. Δυστυχώς, οι συμμετέχοντες στην τρέχουσα συζήτηση είτε ακολουθούν μια καθαρά νεοφιλελεύθερη γραμμή (όπως ο πολιτικός σχολιαστής Φαρίντ Ζακάρια, ο οποίος φέρεται να δηλώνει με βεβαιότητα ότι η υπερβολική δημοκρατία αποτελεί την κύρια απειλή της ατομικής αυτονομίας και ελευθερίας) ή αλλιώς στρέφουν τα πανιά τους κυρίως προς τους κυρίαρχους νεοφιλελεύθερους ανέμους, έτσι ώστε προσφέρουν ελάχιστα στην αντίκρουση της νεοφιλελεύθερης λογικής. Δυστυχώς, αυτή είναι η περίπτωση του Αμάρτυα Σεν (ο οποίος τελικά κέρδισε, όπως του άξιζε, το Νόμπελ Οικονομικών, αλλά μόνο αφότου ο νεοφιλελεύθερος τραπεζίτης που προήδρευε επί μακράν της επιτροπής αναγκάστηκε να παραιτηθεί). Το έργο του Σεν, Η ανάπτυξη ως ελευθερία, μακράν η πιο ευαίσθητη συμβολή στην εν λόγω συζήτηση τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς περιβάλλει σημαντικά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα με το μανδύα των αλληλεπιδράσεων της ελεύθερης αγοράς.3 Ο Σεν φαίνεται να υποστηρίζει ότι χωρίς μια αγορά φιλελεύθερου τύπου, καμία ελευθερία δεν μπορεί να λειτουργήσει. Από την πλευρά του, ένα σημαντικό μέρος του κοινού των ΗΠΑ φαίνεται πως δέχεται ότι οι χαρακτηριστικά νεοφιλελεύθερες ελευθερίες που προωθούν ο Μπους και οι συνάδελφοί του Ρεπουμπλικάνοι είναι ό,τι υπάρχει όλο κι όλο. Μας λένε ότι αυτές οι ελευθερίες αξίζουν ακόμη και να πεθάνου- με στο Ιράκ και ότι οι ΗΠΑ «ως η μεγαλύτερη δύναμη στη γη» έχουν την «υποχρέωση» να βοηθήσουν στη διάδοσή τους παντού. Η παραχώρηση του σπουδαίου προεδρικού Μεταλλίου Ελευθερίας στον Πολ Μπρέμερ, αρχιτέκτονα της νεοφιλελεύθερης ανοικοδόμησης του ιρακι- νού κράτους, λέει πολλά για το τι υπερασπίζεται αυτό το τμήμα του κοινού των ΗΠΑ.
Οι απόλυτα λογικές αντιλήψεις του Ρούζβελτ ηχούν εξαιρετικά ριζοσπαστικές με τα σημερινά κριτήρια, κάτι το οποίο εξηγεί πιθανώς γιατί δεν διατυπώνονται από το σημερινό Δημοκρατικό Κόμμα ως αντίστιξη στις στενές επιχειρηματικές αντιλήψεις περί ελευθερίας που είναι τόσο αγαπητές στον Μπους. Το όραμα του Ρούζβελτ έχει εντυπω
238
Η προοπτική της ελευθερίας
σιακή γενεαλογία στην ουμανιστική σκέψη. Επί παραδείγματι, ο Καρλ Μαρξ είχε υιοθετήσει την εξωφρενικά ριζοσπαστική άποψη ότι ένα άδειο στομάχι δεν ήταν πρόσφορο στην ελευθερία. «Το βασίλειο της ελευθερίας», έγραψε, «αρχίζει στην πραγματικότητα εκεί όπου παύει η εργασία να υπαγορεύεται από την ανάγκη και από εξωτερική σκοπιμότητα», προσθέτοντας, ως επίμετρο, ότι, συνεπώς, «βρίσκεται, από τη φύση του πράγματος, πέρα από τη σφαίρα της καθαυτό υλικής παραγωγής». Είχε κατανοήσει επαρκώς ότι δεν θα μπορούσαμε να απελευθερωθούμε ποτέ από τις μεταβολικές μας σχέσεις με τη φύση ή από τις μεταξύ μας κοινωνικές σχέσεις, αλλά θα μπορούσαμε τουλάχιστον να φιλοδοξούμε πως θα οικοδομήσουμε μια κοινωνική τάξη πραγμάτων στη οποία η ελεύθερη διερεύνηση των ικανοτήτων μας ως ατόμων και ως είδους θα γινόταν πραγματική δυνατότητα.4 Με το μαρξικό κριτήριο ελευθερίας και σχεδόν με το κριτήριο που διατύπωσε ο Άνταμ Σμιθ στο Theory o f Moral Sentiments, η νεοφιλελευθεροποίηση ασφαλώς θα θεωρούνταν μνημειώδης αποτυχία. Όσοι αφήνονται ή πετιούνται έξω από το σύστημα της αγοράς -ένα τεράστιο απόθεμα εμφανώς αναλώσιμων ανθρώπων, στερημένων κοινωνικής προστασίας και υποστηρικτικών κοινωνικών δομών- ελάχιστα μπορούν να περιμένουν πλην της φτώχειας, της πείνας, των ασθενειών και της απελπισίας. Η μόνη τους ελπίδα είναι κάπου να χωθούν μέσα στο σύστημα της αγοράς είτε ως μι- κροπαραγωγοί εμπορευμάτων, ως παράνομοι μικροπωλητές (πραγμάτων ή εργατικής δύναμης), ως μικρο-αρπακτικά που ζητιανεύουν, κλέβουν ή εξασφαλίζουν με τη βία κάποια ψίχουλα από το τραπέζι των πλούσιων, είτε ως συμμέτοχοι στο τεραστίων διαστάσεων παράνομο εμπόριο ναρκωτικών, όπλων, γυναικών ή οτιδήποτε άλλου παράνομου πράγματος για το οποίο υπάρχει ζήτηση. Αυτός είναι ο μαλθουσιανός κόσμος, που επιρρίπτει τη μομφή στα θύματά του, σε σημαίνοντα έργα όπως αυτό του πολιτικού συντάκτη Ρόμπερτ Κάπλαν για την «επερχό- μενη αναρχία».5 Ουδέποτε πέρασε από το μυαλό του Κάπλαν ότι η νεο- φιλελευθεροποίηση και η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης κοινωνικών πόρων και δικαιωμάτων σχετίζονται απόλυτα με τις συνθήκες τις οποίες περιγράφει. Ο απίστευτος αριθμός διαδηλώσεων που έχουν καταγραφεί εναντίον του ΔΝΤ, και ας μην αναφερθούμε στα κύματα εγκληματικότητας που σάρωσαν τη Νέα Υόρκη, την Πόλη του Μεξικού, το Γιο- χάνεσμπουργκ, το Μπουένος Άιρες και πολλές άλλες μεγάλες πόλεις ως παρεπόμενα της διαρθρωτικής προσαρμογής και της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης, θα έπρεπε να του είχαν ανοίξει τα μάτια.6 Στο άλ
239
Νεοφιλελευθερισμός
λο άκρο της κλίμακας του πλούτου, εκείνοι που έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην ανελέητη λογική της αγοράς και των απαιτήσεών της θεωρούν ότι υπάρχει ελάχιστος χρόνος ή χώρος για να διερευνήσουν τις δυνατότητες χειραφέτησης εκτός αυτού που πλασάρεται ως «δημιουργική» περιπέτεια, ανάπαυση και θέαμα. Αφού είναι αναγκασμένοι να ζουν ως προσαρτήματα της αγοράς και της κεφαλαιακής συσσώρευσης παρά ως υπάρξεις που μπορούν να εκφράζονται, το βασίλειο της ελευθερίας συρρικνώνεται μπροστά στην τρομερή λογική και την απατηλή ένταση των αγοραίων σχέσεων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούμε καλύτερα να κατανοήσουμε την εμφάνιση των διαφόρων αντιπολιτευτικών ρευμάτων που, τόσο μέσα όσο και έξω από το σύστημα της αγοράς, είτε κραυγαλέα είτε σιωπηρά, απορρίπτουν την ηθική της αγοράς και τις μεθόδους που επιβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός. Μέσα στις ΗΠΑ, επί παραδείγματι, υπάρχει ένα εξα- πλούμενο περιβαλλοντικό κίνημα που με σκληρή δουλειά προωθεί εναλλακτικές απόψεις για το πώς να συνδέσουμε καλύτερα τα πολιτικά με τα οικολογικά προγράμματα. Υπάρχει επίσης ένα αναπτυσσόμενο αναρχικό κίνημα μεταξύ των νέων, μια πτέρυγα του οποίου -ο ι «πριμιτι- βιστές»- πιστεύει πως η μόνη ελπίδα για την ανθρωπότητα είναι να επιστρέφει στο στάδιο των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που προηγήθηκε της εμφάνισης του πολιτισμού και, στην πραγματικότητα, να αρχίσει ξανά η εκτύλιξη της ανθρώπινης ιστορίας. Άλλοι, επηρεασμένοι από κινήματα όπως η αναρχική κολεκτίβα CrimeThink και συγγραφείς όπως ο Ντέρικ Τζένσεν, επιδιώκουν την αυτοκάθαρση από όλα τα ίχνη ενσωμάτωσης στη λογική της καπιταλιστικής αγοράς.7 Άλλοι αναζητούν έναν κόσμο αμοιβαίας υποστήριξης μέσω, π.χ., της συγκρότησης τοπικών οικονομικών εμπορικών συστημάτων (ΤΟΕΣ) με τα δικά τους «τοπικά νομίσματα», ακόμη και στην καρδιά του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ανθούν επίσης οι θρησκευτικές παραλλαγές αυτών των κοσμικών τάσεων, από τις ΗΠΑ μέχρι τη Βραζιλία και την αγροτική Κίνα, όπου αναφέρεται πως οι θρησκευτικές αιρέσεις σχηματίζονται με εκπληκτικό ρυθμό.8 Και πολλοί τομείς της οργανωμένης θρησκείας, οι ευαγγελικοί χριστιανοί, οι Βαχαβίτες ισλαμιστές και μερικές παραλλαγές του βουδισμού και του κομφουκιανισμού υποστηρίζουν μια θεώρηση που στρέφεται έντονα κατά της αγοράς και ιδίως κατά του νεοφιλελευθερισμού. Υπάρχουν ακόμη όλα εκείνα τα κοινωνικά κινήματα που αγωνίζονται εναντίον ειδικών πτυχών της νεοφιλελεύθερης πρακτικής, ιδίως της συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης κοινωνικών πόρων και δι
240
Η προοπτική της ελευθερίας
καιωμάτων, που είτε ανθίστανται στον αρπακτικό νεοφιλελευθερισμό (όπως το επαναστατικό κίνημα των Ζαπατίστας στο Μεξικό) είτε επιδιώκουν την πρόσβαση σε πόρους που μέχρι τώρα τους έχουν στερηθεί (όπως το κίνημα των ακτημόνων στη Βραζιλία ή εκείνοι που βρίσκονται επικεφαλής των καταλήψεων εργοστασίων στην Αργεντινή). Κεντροαριστεροί συνασπισμοί, που επικρίνουν ανοικτά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, έχουν πάρει την πολιτική εξουσία και φαίνονται διατεθειμένοι να βαθύνουν και να επεκτείνουν την επιρροή τους σε όλη τη Λατινική Αμερική. Η μη αναμενόμενη επιτυχία του Κόμματος του Κογκρέσου στην Ινδία, που επέστρεψε στην εξουσία με μια αριστερή εντολή, είναι μια ακόμη χαρακτηριστική περίπτωση. Υπάρχει αφθονία τεκμηρίων ότι μια εναλλακτική έναντι της νεοφιλελεύθερης πολιτικής είναι επιθυμητή.9
Υπάρχουν επίσης σημάδια διαφωνίας μέσα στους κύκλους της κυρίαρχης πολιτικής ως προς τη σύνεση των νεοφιλελεύθερων προτάσεων και συνταγών. Κάποιοι προηγουμένως ενθουσιώδεις οπαδοί (όπως οι οικονομολόγοι Τζέφρι Ζακς, Τζο Στίγκλιτς και Πολ Κρούγκμαν) και παράγοντες του χρηματιστικού κεφαλαίου (όπως ο Τζορτζ Σόρος) έχουν μεταστραφεί τώρα και ασκούν κριτική, προτείνοντας ακόμη ένα είδος επιστροφής σε ένα μετριοπαθή κεϊνσιανισμό ή σε μια πιο «θεσμική» προσέγγιση για τη λύση των παγκόσμιων προβλημάτων - που κυμαίνεται από τις πιο βελτιωμένες ρυθμιστικές δομές μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης μέχρι την πιο άμεση εποπτεία των απερίσκεπτων κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων των χρηματιστών.10 Τα τελευταία χρόνια, δεν υπήρξαν απλώς επίμονες εκκλήσεις αλλά και μείζονα σχεδιάσματα για τη μεταρρύθμιση της παγκόσμιας διακυβέρνησης.11 Επίσης αναβίωσε το ακαδημαϊκό και θεσμικό ενδιαφέρον για μια κοσμοπολίτικη ηθική («η ηθική βλάβη του ενός είναι ηθική βλάβη για όλους») ως βάση για την παγκόσμια διακυβέρνηση και όσο προβληματικός κι αν είναι ο απλουστευτικός οικουμενισμός της, δεν στερείται εντελώς αξίας.12 Σε αυτό ακριβώς το πνεύμα συναντιόνται περιοδικά οι επικεφαλής κρατών, όπως οι 189 εξ αυτών στη Σύνοδο Κορυφής της Χιλιετίας το 2000, για να υπογράψουν ευσεβείς διακηρύξεις των συλλογικών δεσμεύσεών τους να εξαλείψουν τη φτώχεια, τον αναλφαβητισμό και τις ασθένειες αυθωρεί και παραχρήμα. Όμως, οι δεσμεύσεις για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού, π.χ., ηχούν κενές συγκρινόμενες με τις ουσιαστικές και συνεχείς μειώσεις της αναλογίας του εθνικού προϊόντος που παραχωρείται στη δημόσια εκπαίδευση σχεδόν σε όλο τον νεοφιλελεύθερο κόσμο.
241
Νεοφιλελευθερισμός
Τέτοιοι σκοποί δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς να αμφισβητηθούν οι ουσιαστικές βάσεις της εξουσίας επί της οποίας έχει οι- κοδομηθεί ο νεοφιλελευθερισμός και στην οποία έχουν τόσο αφειδώς συμβάλει οι διαδικασίες νεοφιλελευθεροποίησης. Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι θα πρέπει να αντιστραφεί η τάση απόσυρσης του κράτους από την κοινωνική πρόνοια, αλλά ότι θα πρέπει να υπάρξει αντιπαράθεση με τις κυριαρχικές δυνάμεις του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο Κέινς πε- ριφρονούσε τους «τοκομεριδιούχους» που ζούσαν παρασιτικά από μερίσματα και τόκους και ευελπιστούσε σε αυτό που ονόμαζε «ευθανασία του ραντιέρη», ως αναγκαία συνθήκη όχι μόνο για την επίτευξη κάποιου μίνιμουμ οικονομικής δικαιοσύνης, αλλά και για την αποφυγή της καταστροφικής μανίας εκείνων των περιοδικών κρίσεων στις οποίες ήταν επιρρεπής ο καπιταλισμός. Η αξία του κεϊνσιανού συμβιβασμού και του εμπεδωμένου φιλελευθερισμού, που οικοδομήθηκε μετά το 1945, ήταν ότι διήνυσε κάποια απόσταση προς την πραγμάτωση αυτών των στόχων. Η νεοφιλελευθεροποίηση, αντιθέτως, με την έλευσή της καθαγίασε το ρόλο του ραντιέρη, τις φορολογικές περικοπές για τους πλούσιους, τα προνομιούχα μερίσματα και τα οφέλη της κερδοσκοπίας επί μισθών και ημερομισθίων και εξαπέλυσε αναρίθμητες, αν και γεωγραφικά περιορισμένες, κρίσεις με καταστρεπτικά αποτελέσματα για την απασχόληση και τις τύχες της ανθρώπινης ζωής, στη μια χώρα μετά την άλλη. Ο μόνος τρόπος να λάβουν σάρκα και οστά οι ευσεβείς στόχοι είναι να υπάρξει αντιπαράθεση με τις εξουσίες του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και να μειωθούν τα ταξικά προνόμια που έχουν οικοδομη- θεί πάνω σ’ αυτές. Δεν υπάρχει πουθενά όμως κάποιο σημάδι μεταξύ των ισχυρών που να δείχνει ότι προτίθενται να πράξουν κάτι ανάλογο.
Ωστόσο, όσον αφορά την επιστροφή στον κεϊνσιανισμό, η κυβέρνηση Μπους, όπως επισήμανα προηγουμένως, έχει ξεπεράσει τους πά- ντες, όντας έτοιμη να επιτρέψει την αύξηση των ομοσπονδιακών ελλειμμάτων να επεκτείνεται ατέρμονα στο μέλλον. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές κεϊνσιανές προδιαγραφές, όμως, οι αναδιανομές στην προκειμένη περίπτωση πραγματοποιούνται προς τα επάνω, προς τις μεγάλες εταιρείες, τους πλούσιους διευθυντές τους και τους οικονομικούς/ νομικούς συμβούλους τους εις βάρος των φτωχών, των μεσαίων τάξεων, ακόμη και των απλών μετόχων (συμπεριλαμβανομένων των συνταξιο- δοτικών ταμείων), για να μην αναφερθούμε στις μελλοντικές γενιές. Το γεγονός όμως ότι από τον παραδοσιακό κεϊνσιανισμό μπορούν να α- φαιρεθούν στοιχεία και να στηθεί με το κεφάλι προς τα κάτω μ’ αυτό
242
Η προοπτική της ελευθερίας
τον τρόπο δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Διότι, όπως ήδη έχω δείξει, υπάρχει αφθονία στοιχείων που φανερώνουν ότι η νεοφιλελεύθερη θεωρία και ρητορική (ιδίως η πολιτική ρητορική περί αυτονομίας και ελευθερίας) έχει επίσης λειτουργήσει πρωτίστως ως συγκάλυψη των μεθόδων διατήρησης, ανασυγκρότησης και παλινόρθωσης της ταξικής ισχύος της ελίτ. Συνεπώς, η διερεύνηση εναλλακτικών λύσεων πρέπει να κινηθεί εκτός των πλαισίων αναφοράς που ορίζονται από αυτή την ταξική εξουσία και από την ηθική της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα θα πατά σταθερά στις πραγματικότητες της εποχής και του τόπου μας. Οι πραγματικότητες αυτές φανερώνουν την πιθανότητα μιας μείζονος κρίσης στην ενδοχώρα της ίδιας της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ;
Οι εσωτερικές οικονομικές και πολιτικές αντιφάσεις της νεοφιλελευθε- ροποίησης είναι αδύνατον να αναχαιτιστούν, παρά μόνο μέσω οικονομικών κρίσεων. Μέχρι στιγμής έχουν αποδειχθεί καταστροφικές τοπικά, αλλά διαχειρίσιμες σε παγκόσμιο επίπεδο. Η δυνατότητα διαχείρισής τους στηρίζεται βεβαίως στην ουσιαστική απόκλιση από τη νεοφιλελεύθερη θεωρία. Το απλό γεγονός ότι οι δύο κινητήριες δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας -ο ι ΗΠΑ και η Κίνα- χρηματοδοτούν αφειδώς το έλλειμμα ασφαλώς και είναι ένα εντυπωσιακό σημάδι ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει προβλήματα, εάν δεν πνέει τα λοίσθια ως βιώσιμος θεωρητικός οδηγός για τη διασφάλιση της μελλοντικής συσσώρευσης κεφαλαίου. Αυτό δεν τον εμποδίζει να συνεχίζει να ανταπτύσσεται ως ρητορική, προκειμένου να στηρίξει την πορεία παλινόρθωσης/δημιουρ- γίας της ταξικής ισχύος των ελίτ. Όταν, όμως, οι ανισότητες πλούτου και εισοδήματος φθάνουν σε ένα σημείο -όπω ς συμβαίνει σήμερα- κοντινό σε εκείνο που προηγήθηκε του κραχ του 1929, τότε οι οικονομικές ανισορροπίες αποκτούν τόσο χρόνιο χαρακτήρα, ώστε εγκυμονούν τον κίνδυνο δημιουργίας διαρθρωτικής κρίσης. Δυστυχώς, τα καθεστώτα συσσώρευσης σπανίως διαλύονται ειρηνικά, εάν ποτέ διαλυθούν δηλαδή. Ο εμπεδωμένος φιλελευθερισμός αναδύθηκε από τις στάχτες του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και της Μεγάλης Ύφεσης. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική γεννήθηκε, εν μέσω της κρίσης συσσώρευσης της δεκαετίας του 1970, από τη μήτρα ενός εμπεδωμένου φιλελευθερισμού που είχε φθάσει στο τέλος του αρκετά βίαια, ώστε να δικαιολογεί την
243
Νεοφιλελευθερισμός
παρατήρηση του Καρλ Μαρξ ότι η βία είναι, απαρέγκλιτα, η μαμή της ιστορίας. Σήμερα εμφανίζεται στις ΗΠΑ η αυταρχική επιλογή του νεο- συντηρητισμού. Η βίαιη επίθεση στο Ιράκ στο εξωτερικό και οι πολιτικές εγκλεισμού στις φυλακές στο εσωτερικό σηματοδοτούν την καινούργια αποφασιστικότητα της άρχουσας ελίτ των ΗΠΑ να επαναπροσδιορίσει την παγκόσμια και εγχώρια τάξη πραγμάτων προς όφελος της. Επιβάλλεται, συνεπώς, να εξετάσουμε πολύ προσεκτικά εάν και με ποιον τρόπο θα μπορούσε να εκτυλιχθεί μια κρίση του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος.
Οι οικονομικές κρίσεις, που συχνά προηγήθηκαν της αρπακτικής επιδρομής πιο ισχυρών οικονομικών δυνάμεων εις βάρος των οικονομιών ολόκληρων χωρών, ήταν συνήθως η χαρακτηριστική εκδήλωση χρόνιων οικονομικών ανισορροπιών. Τα τυπικά γνωρίσματα είναι τα υπερβολικά και ανεξέλεγκτα εσωτερικά ελλείμματα προϋπολογισμού, η κρίση του ισοζυγίου πληρωμών, η ταχεία υποτίμηση του νομίσματος, οι ασταθείς αποτιμήσεις των εσωτερικών περιουσιακών στοιχείων (π.χ., στις κτηματαγορές και τις χρηματοπιστωτικές αγορές), ο αυξανόμενος πληθωρισμός, η αυξανόμενη ανεργία με πτώση των ημερομισθίων και η φυγή κεφαλαίων. Εξ αυτών των επτά βασικών δεικτών οι ΗΠΑ δια- κρίνονται, κατά την τρέχουσα περίοδο, στους τρεις πρώτους που κυμαίνονται σε ψηλά επίπεδα, και υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για τον τέταρτο. Η τρέχουσα «ανάκαμψη χωρίς θέσεις εργασίας» και τα στάσιμα ημερομίσθια υποδεικνύουν την εμφάνιση των πρώτων προβλημάτων όσον αφορά τον έκτο δείκτη. Έ να τέτοιο μείγμα δεικτών σε κάποια άλλη χώρα θα υπαγόρευε, σχεδόν μετά βεβαιότητας, επέμβαση του ΔΝΤ (και οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ, καθώς και οι δύο πρώην διοικητές της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ Βόλκερ και Γκρίνσπαν παρα- πονούνται ανοικτά ότι οι οικονομικές ανισορροπίες μέσα στις ΗΠΑ απειλούν την παγκόσμια σταθερότητα).13 Αλλά εφόσον οι ΗΠΑ κυριαρχούν στο ΔΝΤ, αυτό δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από το ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αυτοπειθαρχηθούν, κάτι μάλλον απίθανο. Το μέγα ερώτημα είναι: θα επιβάλουν οι παγκόσμιες αγορές πειθαρχία (όπως θα έπρεπε, βάσει της νεοφιλελεύθερης θεωρίας) και εάν ναι πώς και με ποια αποτελέσματα;
Είναι αδιανόητο αλλά όχι αδύνατο να γίνουν οι ΗΠΑ σαν την Αργεντινή του 2001 μέσα σε μια νύχτα. Ωστόσο, οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές όχι μόνο στην ίδια τη χώρα αλλά και στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Εφόσον σχεδόν ο καθένας που ανήκει στην καπιταλιστική
244
Η προοπτική της ελευθερίας
τάξη και τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη της, σ’ όλο τον κόσμο, έχουν πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος, ο υπόλοιπος κόσμος είναι προς το παρόν πρόθυμος (με το ζόρι σε ορισμένες περιπτώσεις) να συνεχίσει να υποστηρίζει την οικονομία των ΗΠΑ με επαρκείς πιστώσεις, ώστε να εξακολουθήσουν τη σπατάλη τους. Ωστόσο, οι ροές του ιδιωτικού κεφαλαίου προς τις ΗΠΑ έχουν μειωθεί σοβαρά (εκτός από την αγορά φθηνών τίτλων λόγω της πτώσης της τιμής του δολαρίου) και έτσι η America Inc. (εταιρική Αμερική) περιέρχεται όλο και περισσότερο στην κατοχή των κεντρικών τραπεζιτών του κόσμου - ιδίως της Ιαπωνίας και της Κίνας. Για τις οικονομίες αυτών των χωρών θα ήταν καταστροφικό να αποσύρουν την οικονομική υποστήριξη προς τις ΗΠΑ, αφού η αμερικανική αγορά εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη για τις εξαγωγές τους. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει όριο στη λειτουργία αυτού του συστήματος. Ή δη το ένα τρίτο των τίτλων της Γουόλ Στριτ και σχεδόν το ήμισυ των ομολόγων του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ βρίσκεται στα χέρια ξένων, τα δε μερίσματα και οι τόκοι που εκρέουν προς τους ξένους κατόχους χονδρικά ισοδυναμούν πλέον, εάν δεν τον υπερβαίνουν, με το φόρο υποτέλειας που αποσπούν οι εταιρείες και οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ από το εξωτερικό. (Σχήμα 7.1) Αυτή η ισορροπία οφελών θα καθίσταται όλο και πιο αρνητική όσο περισσότερο δανείζονται οι ΗΠΑ και σήμερα τα εξωτερικά δάνειά τους τρέχουν με ρυθμό που προσεγγίζει τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια την ημέρα. Ακόμη, εάν αυξηθούν τα επιτόκια σας ΗΠΑ (και πρέπει να αυξηθούν σε κάποιο σημείο), τότε αρχίζει να διαφαίνεται ως πραγματικό πρόβλημα αυτό που συνέβη στο Μεξικό το 1979 μετά την αύξηση των επιτοκίων επί Βόλκερ. Σύντομα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πληρώνουν για την εξυπηρέτηση του χρέους τους στον υπόλοιπο κόσμο πολύ περισσότερα από όσα εισρέουν στη χώρα.14 Τούτη η απόσπαση πλούτου από τις ΗΠΑ δεν θα είναι ευπρόσδεκτη στο εσωτερικό της χώρας. Θα έπρεπε να σταματήσουν οι συνεχείς αυξήσεις του χρηματοδοτούμενου από το έλλειμμα καταναλωτισμού, που αποτελούν το θεμέλιο της κοινωνικής ειρήνης στις ΗΠΑ, από το 1945 και εξής.
Η κυβέρνηση Μπους δεν φαίνεται να ανησυχεί με τις ανισορροπίες αυτές, αν κρίνουμε τα πράγματα από τις υπεροπτικές δηλώσεις ότι το έλλειμμα των τρεχόντων λογαριασμών, εάν καν συνιστά πρόβλημα, μπορεί εύκολα να αντιμετωπιστεί με το να αγοράζουν οι άνθρωποι προϊόντα που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ (σαν να ήταν εύκολα διαθέσιμα αυτά τα προϊόντα και αρκετά φθηνά και σαν να μην έχουν τα κατ’ ό-
245
Νεοφιλελευθερισμός
1950 I960 1970 1980 1990 2000----- Εισόδημα που έλαβαν από τον υπόλοιπο κόσμο----- Εισόδημα που πλήρωσαν στον υπόλοιπο κόσμο----- Καθαρό εισόδημα που έλαβαν από τον υπόλοιπο κόσμο
----- Συμμετοχές των ΗΠΑ στο εξωτερικό....... Ξένες συμμετοχές στις ΗΠΑ----- Καθαρές ξένες συμμετοχές
ΣΧΗΜΑ 7.1 Η επιδεινούμενη θέση των ΗΠΑ στις παγκόσμιες ροές κεφαλαίου και ιδιοκτησίας, 1960-2002: εισροή και εκροή επενδύσεων στις ΗΠΑ (πάνω ) και μεταβολή στα μερίδια ξένης ιδιοκτησίας (κάτω)
ΠΗΓΗ: Dumenil και Levy, «The Economics of US Imperialism».
246
Η προοπτική της ελευθερίας
νομα κατασκευαζόμενα στις ΗΠΑ αγαθά πιο μεγάλη συνιστώσα εισροής από το εξωτερικό). Εάν όντως συνέβαινε κάτι τέτοιο, η εταιρεία Wal-Mart θα έπρεπε να κλείσει. Ο Μπους λέει ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού μπορεί να αντιμετωπιστεί εύκολα χωρίς την αύξηση των φόρων, με τον περιορισμό των εγχώριων προγραμμάτων (σαν να έχουν απομείνει κάποια μείζονα προγράμματα για να κατεδαφιστούν). Η παρατήρηση του αντιπροέδρου Τσένι ότι ο «Ρέιγκαν μας δίδαξε ότι τα ελλείμματα του προϋπολογισμού δεν έχουν σημασία» είναι πολύ ανησυχητική, διότι ο Ρέιγκαν μας δίδαξε επίσης ότι η διατήρηση ελλειμμάτων είναι επίσης ένας τρόπος εξαναγκασμού προς τη μείωση των δημοσίων δαπανών και ότι η επίθεση στο βιοτικό επίπεδο της μάζας του πληθυσμού με ταυτόχρονη αύξηση των εισοδημάτων των πλουσίων μπορεί να επιτευχθεί, κατά τον καλύτερο τρόπο, εν μέσω οικονομικής αναταραχής και κρίσης. Εάν, ακόμη, θέσουμε το γενικό ερώτημα «Ποιος έχει ωφεληθεί πραγματικά από τις πολυάριθμες χρηματοπιστωτικές κρίσεις που πλήττουν διαδοχικά τη μια χώρα μετά την άλλη κατά κύματα καταστροφικών αποπληθωρισμών, πληθωρισμών, φυγής κεφαλαίων και διαρθρωτικών προσαρμογών από τη δεκαετία του 1970», γίνεται ακόμη πιο εύκολα κατανοητή η ελλιπής προσπάθεια της σημερινής κυβέρνησης των ΗΠΑ να αποφύγει μια δημοσιονομική κρίση, παρά τα προειδοποιητικά σημάδια. Μετά από ένα οικονομικό κραχ, η άρχουσα ελίτ μπορεί να ελπίζει ότι θα αναδειχθεί ακόμη πιο δυνατή από πριν.
Πιθανώς να δύναται η οικονομία των ΗΠΑ να χειριστεί επιδέξια τις τρέχουσες ανισορροπίες (όπως κατάφερε να το κάνει μετά το 1945) και να βρει διεξόδους από τα προβλήματα που προκαλεί στον εαυτό της. Υπάρχουν κάποιες ασθενείς ενδείξεις ότι στρέφεται προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, η τρέχουσα πολιτική φαίνεται να βασίζεται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στην αρχή Μικόμπερ,* δηλαδή στην αρχή της αθεράπευτης αισιοδοξίας ότι τελικά όλα θα πάνε καλά. Στο κάτω- κάτω οι επικεφαλής πολλών αμερικανικών εταιρειών κατάφερναν να ζουν στον φανταστικό τους κόσμο, ενώ σωριάζονταν σε ερείπια μπροστά στα μάτια τους φαινομενικά άτρωτες επιχειρήσεις όπως η Enron. Αυτή θα μπορούσε να ’ναι και η μοίρα της εταιρικής Αμερικής και οι φαντασιόπληκτες δηλώσεις της σημερινής ηγεσίας θα έπρεπε να προ
* Από τον ομώνυμο χαρακτήρα στο Ντέφιντ Κόπερφιλντ, του Καρόλου Ντίκενς. (Σ.Τ.Μ.)
247
Νεοφιλελευθερισμός
βληματίσουν όποιον νοιάζεται για τα συμφέροντα της χώρας. Θα μπορούσε επίσης να ισχύει ότι η άρχουσα ελίτ των ΗΠΑ υπολογίζει ότι μπορεί να επιβιώσει από μια παγκόσμια δημοσιονομική κρίση με πλήρεις τις δυνάμεις της και να χρησιμοποιήσει την κρίση για να ολοκληρώσει το πρόγραμμά της της ολοκληρωτικής κυριαρχίας μέσα στη χώρα. Ωστόσο, ένας τέτοιος υπολογισμός ίσως αποδεικνυόταν μνημειώδες λάθος. Διότι το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η επίσπευση της μεταβίβασης της ηγεμονίας σε κάποια άλλη περιφερειακή οικονομία (πιθανότερα κάποια που έχει τη βάση της στην Ασία), με ταυτόχρονη υπονόμευση της ικανότητας της άρχουσας ελίτ να κυριαρχεί τόσο μέσα στη χώρα όσο και στο εξωτερικό.
Το πιο άμεσο ερώτημα αφορά τι είδους κρίση θα εξυπηρετούσε καλύτερα τις ΗΠΑ, προκειμένου να επιλύσουν τα προβλήματα της τρέχουσας κατάστασής τους, εφόσον μια τέτοια επιλογή υπάρχει πράγματι στη σφαίρα των πολιτικών δυνατοτήτων. Η παρουσίαση αυτών των δυνατοτήτων είναι σημαντική, προκειμένου να υπενθυμίσουμε ότι οι ΗΠΑ δεν υπήρξαν απρόσβλητες στις οικονομικές δυσκολίες που προέ- κυψαν τα τελευταία είκοσι χρόνια. Το χρηματιστηριακό κραχ του 1987 μείωσε κατά 30% περίπου τις αξίες των τίτλων και στο ναδίρ της ύφεσης που ακολούθησε το κραχ έσκασε η φούσκα της νέας οικονομίας, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, και χάθηκαν περισσότερα από 8 τρισεκατομμύρια δολάρια σε χρεόγραφα, πριν σημειωθεί ανάκαμψη στα προηγούμενα επίπεδα. Οι χρεοκοπίες των Συνεταιρισμών Αποταμιεύσεων και Δανείων (Στεγαστικών Ταμιευτηρίων) το 1987 κόστισαν σχεδόν 200 δισεκατομμύρια δολάρια, αυτό ήταν το τίμημα της θεραπείας, και εκείνο το ίδιο έτος τα πράγματα χειροτέρεψαν τόσο ώστε ο Γουί- λιαμ Άισαακς, διοικητής του Κρατικού Ασφαλιστικού Οργανισμού των ΗΠΑ, προειδοποίησε ότι οι «ΗΠΑ μπορεί να κινηθούν προς την εθνικοποίηση των τραπεζικών εργασιών». Και οι τεράστιες πτωχεύσεις του Long Term Capital Management, της Κομητείας Όραντζ και άλλων που κερδοσκόπησαν και έχασαν ακολουθήθηκαν από την κατάρρευση αρκετών μεγάλων εταιρειών στα 2001-2002 εν μέσω εκπληκτικών λογιστικών παραπτωμάτων που δεν κόστισαν μόνο ακριβά στο δημόσιο, αλλά έδειξαν επίσης πόσο εύθραυστη και πλασματική έχει γίνει η νεοφιλελεύθερη χρηματοοικονομία. Βεβαίως, η τρωτότητα δεν περιορίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι περισσότερες χώρες, και η Κίνα, αντιμετωπίζουν χρηματοοικονομική αστάθεια και αβεβαιότητα. Π.χ., το χρέος του αναπτυσσόμενου κόσμου αυξήθηκε «από 850 δισεκατομμύ
248
Η προοπτική της ελευθερίας
ρια δολάρια το 1980 σε 2,4 τρισεκατομμύρια το 2002 και το μεγαλύτερο μέρος του δεν είναι δυνατόν να πληρωθεί. Το 2002 σημειώθηκε καθαρή εκροή 340 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την εξυπηρέτησή του, σε σύγκριση με την προς ξένους αναπτυξιακή βοήθεια που ισούται με 37 δισεκατομμύρια δολάρια».15 Σε ορισμένες περιπτώσεις, η εξυπηρέτηση του χρέους υπερβαίνει τα εισοδήματα από το εξωτερικό και ευλόγως κάποιες χώρες, όπως η Αργεντινή, επιδεικνύουν ουσιαστική άρνηση εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους έναντι των πιστωτών τους.
Ας εξετάσουμε λοιπόν τα δύο χειρότερα σενάρια από την άποψη των ΗΠΑ. Μια σύντομη έκρηξη υπερπληθωρισμού θα έδινε τη δυνατότητα εξάλειψης των εκκρεμών διεθνών και καταναλωτικών χρεών. Ουσιαστικά οι ΗΠΑ θα αποπλήρωναν τα χρέη τους προς την Ιαπωνία, την Κίνα και άλλους με εντελώς υποτιμημένα δολάρια. Μια τέτοια πληθωριστική κατάσχεση δεν θα ήταν ευπρόσδεκτη από τον υπόλοιπο κόσμο (αν και ελάχιστα θα μπορούσε να κάνει γι’ αυτήν, αφού η αποστολή κανονιοφόρων στον Πότομακ δεν είναι εφικτή επιλογή). Ο υπερ-πλη- θωρισμός θα κατέστρεφε επίσης τις αποταμιεύσεις, τις συντάξεις και πολλά άλλα στις ίδιες τις ΗΠΑ. Η συνέπειά του θα ήταν η αντιστροφή της μονεταριστικής γραμμής που ακολουθούσαν γενικά ο Βόλκερ και ο Γκρΐνσπαν. Όμως, με την παραμικρή ένδειξη μιας τέτοιας απομάκρυνσης από το μονεταρισμό (στην πραγματικότητα με την αναγγελία του θανάτου του νεοφιλελευθερισμού), οι κεντρικοί τραπεζίτες όπου γης, σχεδόν μετά βεβαιότητας, θα διενεργούσαν βεβιασμένες αναλήψεις δολαρίων και έτσι θα επιτάχυναν πρόωρα μια κρίση φυγής κεφαλαίων που δεν θα μπορούσαν να τη χειριστούν μόνα τους τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ. Το αμερικανικό δολάριο θα έχανε πλήρως την αξιοπιστία του ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και όλα τα μελλοντικά οφέλη (π.χ., έκδοση χαρτονομίσματος - το εκδοτικό προνόμιο) που έχει μια κυρίαρχη οικονομική δύναμη. Αυτή την ευθύνη θα την αναλάμβανε είτε η Ευρώπη είτε η Ανατολική Ασία ή και οι δύο (ήδη οι κεντρικοί τραπεζίτες σ’ όλο τον κόσμο δείχνουν κάποια προτίμηση να διατηρούν τα υπόλοιπά τους σε ευρώ). Στις επιλογές συγκαταλέγεται και μια πιο μέτρια επάνοδος στον πληθωρισμό, διότι υπάρχει αφθονία τεκμηρίων ότι ο πληθωρισμός δεν είναι καθόλου το εγγενές κακό που περιγράφουν οι μονεταριστές και ότι κάποια μέτρια χαλάρωση των μο- νεταριστικών στόχων (όπως έδειξε η Θάτσερ στις πιο πραγματιστικές φάσεις την πορείας της προς τη νεοφιλελευθεροποίηση) θα είναι αποτελεσματική.
249
Νεοφιλελευθερισμός
Η άλλη επιλογή για τις ΗΠΑ είναι να αποδεχθούν μια μακρόσυρτη περίοδο αποπληθωρισμού του είδους που βιώνει η Ιαπωνία από το 1989. Αυτό θα δημιουργούσε σοβαρά παγκόσμια προβλήματα, εκτός εάν άλλες οικονομίες -με την Κίνα, ίσως σε συνδυασμό με την Ινδία, προφανώς στην πρωτοπορία- μπορέσουν να αναζωογονήσουν τον πεσμένο δυναμισμό του συστήματος. Ό πως, όμως, έχουμε διαπιστώσει, η εναλλακτική της Κίνας είναι βαθιά προβληματική εξαιτίας οικονομικών και πολιτικών λόγων. Οι εσωτερικές ανισορροπίες στην Κίνα είναι σοβαρές και έχουν κυρίως τη μορφή της υπερβάλλουσας παραγωγικής ικανότητας - τα πάντα είναι πολλά, από τα αεροδρόμια μέχρι τα εργοστάσια αυτοκινήτων. Τούτη η υπερβολική ικανότητα θα γινόταν ακόμη πιο έντονη στην περίπτωση κάποιας παρατεταμένης στασιμότητας στις αγορές καταναλωτικών προϊόντων των ΗΠΑ. Το εκκρεμές χρέος στην Κίνα (με τη μορφή των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων), από την άλλη, δεν είναι κατά κανέναν τρόπο τόσο ογκώδες όσο αυτό στις ΗΠΑ. Οι κίνδυνοι στην περίπτωση της Κίνας είναι εξίσου πολιτικοί όσο και οικονομικοί. Ωστόσο, ο μεγάλος δυναμισμός του συμπλέγματος των ασιατικών οικονομιών μπορεί να επαρκεί για την προώθηση της συσσώρευσης κεφαλαίου επί αρκετό χρόνο στο μέλλον, αν και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχει εξαιρετικά καταστροφικές επιπτώσεις στην ποιότητα του περιβάλλοντος, καθώς και στην παραδοσιακή θέση των ΗΠΑ ως της ισχυρότερης χώρας στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Το αν οι ΗΠΑ θα παραδώσουν πειθήνια την ηγεμονία τους παραμένει ένα ανοικτό ερώτημα. Υπάρχει σχεδόν η βεβαιότητα ότι θα διατηρήσουν τη στρατιωτική τους κυριαρχία, ακόμη κι αν συρρικνωθεί ο κυριαρχικός τους ρόλος σε κάθε άλλη σημαντική πτυχή της πολιτικο-οικονομικής ισχύος. Το εάν θα επιδιώξουν να χρησιμοποιήσουν τη στρατιωτική τους υπεροχή, όπως έκαναν στο Ιράκ, για πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς θα εξαρτηθεί καίρια από την εσωτερική δυναμική στην ίδια τη χώρα.
ΓLa τις ΗΠΑ, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αφομοιώσουν εσωτερικά τον μακρόσυρτο αποπληθωρισμό. Εάν λυθούν τα προβλήματα χρέους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων χωρίς να απειληθεί ο πλούτος των ανώτερων τάξεων, τότε ο «αποπληθωρισμός σε βαθμό κατάσχεσης» (που είναι πλήρως ασύμβατος με το νεοφιλελευθερισμό) του είδους που έζησε η Αργεντινή (ίχνη του οποίου θα μπορούσαν να διαπιστωθούν στην κρίση των Στεγαστικών Ταμιευτηρίων των ΗΠΑ, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν πολ
250
Η προοπτική της ελευθερίας
λοί καταθέτες δεν είχαν πρόσβαση στα χρήματά τους) θα είναι η μόνη δυνατή επιλογή. Πιθανώς τα πρώτα θύματα μιας τέτοιας επιλογής θα είναι σημαντικά δημόσια προγράμματα που υφίστανται ακόμη (η Κοινωνική Ασφάλιση και η Ιατρική Περίθαλψη των απόρων ηλικιωμένων), τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων (ακινήτων και αποταμιεύσεων ιδίως), και υπ’ αυτές τις συνθήκες η συναίνεση της κοινής γνώμης θα αρχίσει, σχεδόν σίγουρα, να αποσυντίθεται. Συνεπώς, το μείζον ερώτημα αφορά την έκταση και την ανοικτή εκδήλωση της δυσαρέσκειας και το πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί.
Έτσι, ως μια δυνητική λύση εμφανίζεται η ενδυνάμωση του νεοσυ- ντηρητικού αυταρχισμού. Στο Κεφάλαιο 3 υποστηρίζω ότι ο νεοσυντη- ρητισμός στηρίζει τη νεοφιλελεύθερη παρόρμηση προς τη δημιουργία ασύμμετρων ελευθεριών της αγοράς, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει τις αντιδημοκρατικές τάσεις του νεοφιλελευθερισμού μέσω της στροφής προς αυταρχικά, ιεραρχικά ακόμη και μιλιταριστικά μέσα διατήρησης του νόμου και της τάξης. Στο βιβλίο Ο νέος ιμπεριαλισμός εξέτασα τη θέση της Χάνα Άρεντ ότι η εξωτερική και εσωτερική στρατιωτικοποίη- ση αναπόφευκτα συμβαδίζουν και συμπέρανα ότι ο διεθνής τυχοδιωκτισμός των νεοσυντηρητικών, που ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιου σχεδιασμού και νομιμοποιήθηκε μετά τις επιθέσεις της 11/9, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την άσκηση εσωτερικού ελέγχου επί ενός κατακερματισμένου και πολυδιχασμένου πολιτικού σώματος στις ΗΠΑ, όπως και με μια γεωπολιτική στρατηγική διατήρησης της παγκόσμιας ηγεμονίας, μέσω του ελέγχου των πετρελαϊκών πόρων. Ο φόβος και η ανασφάλεια, τόσο μέσα στη χώρα όσο και στο εξωτερικό, ήταν πολύ εύκολο να αξιοποιηθούν για πολιτικούς σκοπούς - κάτι που έγινε και μάλιστα επιτυχώς, όταν ήρθε η ώρα της επανεκλογής.16
Ωστόσο, οι νεοσυντηρητικοί διατρανώνουν και έναν υψηλότερο ηθικό σκοπό, στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται η επίκληση στον εθνικισμό, ο οποίος είχε επί μακράν, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 3, μια τεταμένη σχέση με τη νεοφιλελευθεροποίηση. Ο αμερικανικός εθνικισμός έχει, όμως, διττό χαρακτήρα. Από τη μια πλευρά θεωρεί δεδομένο ότι το εκ Θεού (η επίκληση της θρησκείας είναι σκόπιμη) έκδηλο πεπρωμένο των ΗΠΑ είναι να γίνουν η μεγαλύτερη δύναμη στη γη (αν όχι η πρώτη χώρα σε όλα, από το μπέιζμπολ μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες) και ότι, ως φάρος της ελευθερίας, της αυτονομίας και της προόδου, ήταν και εξακολουθούν να είναι η χώρα που τη θαυμάζει όλος ο κόσμος και τη θεωρεί άξια μίμησης. Λέγεται ότι όλοι θέλουν είτε να ζουν στις
251
ΗΠΑ είτε να είναι σαν τις ΗΠΑ. Έτσι η χώρα δίνει δωρεάν, καλοπροαίρετα και γενναιόδωρα, τους πόρους, τις αξίες και την κουλτούρα της στον υπόλοιπο κόσμο, με σκοπό να προσφέρει σε απαξάπαντες το δώρο της αμερικανοποίησης και των αμερικανικών αξιών. Όμως, από την άλλη, ο αμερικανικός εθνικισμός έχει και μια πιο σκοτεινή πλευρά όπου κυριαρχεί η παράνοια για τις φοβερές απειλές από εχθρούς και διαβολικές δυνάμεις που θα πλήξουν εκ των έξω τη χώρα. Φόβος για τους ξένους και τους μετανάστες, τους ξένους ταραξίες και σήμερα, βεβαίως, τους «τρομοκράτες». Αυτό οδηγεί εσωτερικά στο αμυντικό κλείσιμο και στη συρρίκνωση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως δείχνουν τα επεισόδια της δίωξης των αναρχικών τη δεκαετία του 1920, ο μακαρθισμός, τη δεκαετία του 1950, εναντίον των κομουνιστών και των συμπαθούντων, το παρανοϊκό στιλ του Ρίτσαρντ Νίξον έναντι των αντιπάλων του κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ και, από τις 11/9, η τάση να χαρακτηρίζονται όλοι οι επικριτές της κυβερνητικής πολιτικής ως αρωγοί και υποθάλποντες τον εχθρό. Αυτό το είδος του εθνικισμού εύκολα συγχωνεύεται με το ρατσισμό (σήμερα έναντι των Αράβων ιδίως), τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών (Πατριωτικός Νόμος), την πάταξη της ελευθεροτυπίας (φυλάκιση δημοσιογράφων που δεν αποκαλύπτουν τις πηγές τους) και την πολιτική του εγκλεισμού στις φυλακές και της θανατικής ποινής ως μέσων για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Εκτός των συνόρων, αυτός ο εθνικισμός οδηγεί στις μυστικές επιχειρήσεις και σήμερα στους προληπτικούς πολέμους για την εξάλειψη κάθε φαινομένου που θεωρείται έστω και απόμακρη απειλή για την ηγεμονία των αμερικανικών αξιών και την κυριαρχία των συμφερόντων των ΗΠΑ. Ιστορικά, πάντα συνυπήρχαν αυτές οι δύο τάσεις του εθνικισμού.17 Ορισμένες φορές σημειώθηκε ανοικτή σύγκρουση α- νάμεσά τους (π.χ. όταν εμφανίστηκε διχογνωμία σχετικά με το χειρισμό των επαναστάσεων στην Κεντρική Αμερική, τη δεκαετία του 1980).
Μετά το 1945, οι ΗΠΑ ήταν σε θέση να προβάλουν στον κόσμο την πρώτη πλευρά, πάντα ιδιοτελώς και μερικές φορές καλοπροαίρετα (όπως με το Σχέδιο Μάρσαλ που βοήθησε στην αναζωογόνηση των κατεστραμμένων ευρωπαϊκών οικονομιών μετά το 1945) ενώ, την ίδια στιγμή, ασκούσαν μέσα στη χώρα την πολιτική των μακαρθικών διώξεων. Ό μως, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου όλα άλλαξαν. Ο υπόλοιπος κόσμος δεν προσβλέπει στις ΗΠΑ για στρατιωτική προστασία και έχει απελευθερωθεί από την επικυριαρχία των ΗΠΑ σχεδόν σε όλους τους τομείς. Οι ΗΠΑ ουδέποτε ήταν τόσο απομονωμένες πολιτικά, πολιτισμικά
Νεοφιλελευθερισμός
252
Η προοπτική της ελευθερίας
ακόμη καί στρατιωτικά από τον υπόλοιπο κόσμο, όσο είναι σήμερα. Και αυτή η απομόνωση δεν είναι τώρα, όπως ήταν στο παρελθόν, προϊόν της εκούσιας απόσυρσης των ΗΠΑ από τις παγκόσμιες υποθέσεις, αλλά συνέπεια του υπερβολικού και μονομερούς παρεμβατισμού τους. Επέρχεται δε σε μια εποχή που η αμερικανική οικονομία είναι πιο διαπλεγμένη από ποτέ με την παγκόσμια παραγωγή και τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά δίκτυα. Το αποτέλεσμα είναι μια επικίνδυνη συγχώνευση των δύο μορφών εθνικισμού. Μέσω του δόγματος του «προληπτικού πλήγματος» εναντίον ξένων χωρών, στο πλαίσιο ενός υποτιθέμενου παγκόσμιου πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας που απειλεί τους πάντες, η κοινή γνώμη των ΗΠΑ μπορεί να φαντασιώνεται ότι αγωνίζεται καλοπροαίρετα για να φέρει την ελευθερία και τη δημοκρατία παντού (και στο Ιράκ πιο συγκεκριμένα), ενώ εκφράζει τους πιο σκοτεινούς φόβους της για κάποιον άγνωστο και κρυφό εχθρό που απειλεί την ίδια την ύπαρξή της. Η ρητορική της κυβέρνησης Μπους και των νεοσυντηρητι- κών χρησιμοποιεί ασταμάτητα αυτά τα δύο μοτίβα. Και αυτή η τακτική υπηρέτησε άριστα τον Μπους στην εκστρατεία επανεκλογής του.
Στο έργο Ο νέος ιμπεριαλισμός, υποστήριξα ότι υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η ηγεμονία των ΗΠΑ αποσυντίθεται. 'Εχασαν την κυριαρχία τους στην παγκόσμια παραγωγή τη δεκαετία του 1970 και η ισχύς τους στον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό τομέα άρχισε να υποσκάπτεται στη δεκαετία του 1990. Ο ρόλος τους ως τεχνολογικού ηγέτη αμφισβητείται και η ηγεμονία τους στην κουλτούρα και ως ηθικού ταγού παρακμάζει με γρήγορο ρυθμό, αφήνοντας τη στρατιωτική δύναμη ως το μόνο φανερό όπλο παγκόσμιας κυριαρχίας. Ακόμη και η στρατιωτική τους δύναμη περιορίζεται σε ό,τι μπορεί να γίνει με την υψηλής τεχνολογίας καταστροφική ισχύ από τριάντα χιλιάδες πόδια ψηλά. Το Ιράκ απέδειξε τα όριά τους στο πεδίο της μάχης. Η μετάβαση σε μια καινούργια ηγεμονική δομή του παγκόσμιου καπιταλισμού θέτει τις ΗΠΑ ενώπιον μιας επιλογής: να χειριστούν τη μετάβαση ειρηνικά ή μέσω της καταστροφής.18 Η τρέχουσα στάση της άρχουσας ελίτ στις ΗΠΑ δείχνει προτίμηση προς τη δεύτερη παρά προς την πρώτη εκδοχή. Ο εθνικισμός μέσα στις ΗΠΑ μπορεί πολύ εύκολα να ανασυνταχθεί γύρω από την ιδέα ότι οι οικονομικές δυσκολίες είτε του υπερπληθωρισμού είτε του μακρόσυρτου αποπληθωρισμού οφείλονται σε άλλους, όπως στην Κίνα και την Ανατολική Ασία ή τον ΟΠΕΚ και τα αραβικά κράτη, που δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν στις υπερβολικές απαιτήσεις των ΗΠΑ για ενέργεια με τον πρέποντα τρόπο. Το δόγμα του προληπτικού πλήγ
253
Νεοφιλελευθερισμός
ματος ήδη έχει κατοχυρωθεί και οι ικανότητες καταστροφής είναι άμεσα διαθέσιμες. Έ να πολιορκημένο και τα μέγιστα απειλούμενο αμερικανικό κράτος, όπως ισχυρίζεται αυτού του είδους η επιχειρηματολογία, έχει την υποχρέωση να υπερασπίσει τον εαυτό του, τις αξίες του και τον τρόπο ζωής του και με στρατιωτικά μέσα, εάν είναι αναγκαίο. Ένας τέτοιος καταστροφικός, και κατά τη γνώμη μου αυτοκτονικός, υπολογισμός δεν είναι εκτός της λογικής της σημερινής ηγεσίας των ΗΠΑ. Ή δη η ηγεσία αυτή έχει δείξει τη ροπή της προς την κατάπνιξη της εσωτερικής διαφωνίας και ως προς αυτό συγκέντρωσε σημαντική λαϊκή υποστήριξη. Στο κάτω κάτω, σημαντική μερίδα του απλού αμερικανικού λαού βλέπει τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων ως ένα ντοκουμέντο κομουνιστικής εμπνεύσεως, ενώ άλλοι, βεβαίως μια μειοψηφία, θεωρούν ευπρόσδεκτο ό,τι αποπνέει την αίσθηση μιας αναμέτρησης μεγέθους βιβλικής καταστροφής. Οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι, η εγκατάλειψη των συμβάσεων της Γενεύης στον κόλπο Γκουαντάναμο και η ετοιμότητα να χαρακτηριστεί κάθε αντιπολιτευτική δύναμη ως «τρομοκρατική» είναι προειδοποιητικά σημάδια.
Ευτυχώς, υπάρχει ουσιαστική αντιπολίτευση που μπορεί και σε κάποιο βαθμό ήδη κινητοποιείται μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον τέτοιων καταστροφικών και αυτοκτονικών τάσεων. Δυστυχώς όμως, οι δυνάμεις που αποτελούν σήμερα αυτή την αντιπολίτευση είναι κατακερματισμένες, ασυντόνιστες και ανοργάνωτες. Σε κάποιο βαθμό αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα των τραυμάτων που προκάλεσαν στον ίδιο τον εαυτό τους το εργατικό κίνημα, τα κινήματα που υιοθέτησαν ευρέως τις πολιτικές της ταυτότητας και όλα εκείνα τα μεταμοντέρνα πνευματικά ρεύματα που ανεπίγνωστα εναρμονίζονται με τη γραμμή του Δευκού Οίκου, υποστηρίζοντας ότι η αλήθεια είναι εξίσου μια κοινωνική κατασκευή όσο και απλό αποτέλεσμα διαλόγου επιχειρηματολογιών. Η κριτική του Τέρι Ίγκλετον στη Μεταμοντέρνα κατάσταση του Λιοτάρ, στην οποία «δεν μπορεί να υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ αλήθειας, αυθεντίας και ρητορικής θελκτικότητας· όποιος έχει την πιο ήπια γλώσσα ή την πιο παραστατική αφήγηση έχει τη δύναμη», χρειάζεται να επαναληφθεί. Θα υποστήριζα δε ότι στην εποχή μας είναι ακόμη πιο συναφής από τότε που την παρέθεσα, το 1989.19 Η φαντασιοκοπία του Λευκού Οίκου και τα ωραιοποιημένα μηνύματα της Ντάουνιν- γκ Στριτ πρέπει να αντικρουστούν και να αναχαιτιστούν, εάν θέλουμε να βρούμε κάποια διέξοδο από τη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση. Υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα και μας προλαβαίνει με γρή
254
Η προοπτική της ελευθερίας
γορο ρυθμό. Αλλά ποια είναι η εναλλακτική λύση για την οποία θα αγωνιστούμε; Εάν μπορούσαμε να ιππεύσουμε αυτό το θαυμαστό άλογο της ελευθερίας, πού θα το κατεθθύναμε;
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ
Υπάρχει η τάση να εκλαμβάνουμε το θέμα των εναλλακτικών λύσεων σαν αυτό να αφορά την περιγραφή κάποιου σχεδιάσματος μελλοντικής κοινωνίας και σκιαγράφησης του δρόμου για να φτάσουμε σ’ αυτήν. Α πό τέτοια εγχειρήματα μπορούν να προκύψουν πολλά οφέλη. Αλλά πρώτα α π’ όλα χρειάζεται να αναλάβουμε την πρωτοβουλία μιας πολιτικής διαδικασίας που μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα σημείο όπου θα είναι αναγνωρίσιμες οι εφικτές εναλλακτικές λύσεις, οι πραγματικές δυνατότητες. Δύο είναι οι κύριοι δρόμοι που μπορούμε να ακολουθήσουμε. Μπορούμε να συμμετάσχουμε στην πληθώρα των αντιπολιτευτικών κινημάτων που υπάρχουν και να επιδιώξουμε να διυλίσουμε από και μέσω της δράσης τους την ουσία ενός αντιπολιτευτικού προγράμματος ευρείας βάσης. Ή μπορούμε να καταφύγουμε στις θεωρητικές και πρακτικές έρευνες της σημερινής κατάστασής μας (του είδους που προσπάθησα να παρουσιάσω στο παρόν βιβλίο) και να διατυπώσουμε εναλλακτικές λύσεις μέσω της κριτικής ανάλυσης. Το να ακολουθήσουμε αυτό τον δεύτερο δρόμο καθόλου δεν σημαίνει ότι τα υπάρχοντα αντιπολιτευτικά κινήματα έχουν λανθασμένη ή κάπως ανεπαρκή κατανόηση των πραγμάτων. Στο ίδιο μέτρο, τα αντιπολιτευτικά κινήματα δεν μπορούν να εκλαμβάνουν τα ευρήματα της ανάλυσης ως άσχετα με τον δικό τους σκοπό. Αποστολή μας είναι να εγκαινιάσουμε το διάλογο μεταξύ των δύο αυτών κατευθύνσεων και συνεπώς να διευρύνουμε τη συλλογική κατανόησή μας και να προσδιορίσουμε τις πιο κατάλληλες γραμμές δράσης.
Η νεοφιλελευθεροποίηση έχει εκθρέψει ένα φάσμα αντιπολιτευτικών κινημάτων τόσο εντός όσο και εκτός των ορίων της. Πολλά από αυτά τα κινήματα είναι ριζικά διαφορετικά από τα εργατικά κινήματα που κυριαρχούσαν προ του 1980.20 Λέω «πολλά» όχι «όλα». Τα παραδοσιακά εργατικά κινήματα δεν έχουν διαλυθεί, ακόμη και στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες όπου έχουν εξασθενήσει σοβαρά λόγω της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στη βάση της δύναμής τους. Κατά τη διάρκεια δε της δεκαετίας του 1980 εμφανίστηκαν ισχυρά εργατικά κινήματα στη
255
Νεοφιλελευθερισμός
Νότια Κορέα και τη Νότια Αφρική και στο μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής τα κόμματα της εργατικής τάξης γνώρισαν άνθηση, εάν δεν κατέλαβαν την εξουσία. Στην Ινδονησία υπάρχει ένα αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα μεγάλης πολιτικής σημασίας που αγωνίζεται να ακουστεί. Η πιθανότητα εργατικής εξέγερσης στην Κίνα είναι πολύ μεγάλη, αν και δεν υπάρχει περιθώριο προβλέψεων γι’ αυτήν. Και δεν είναι σαφές εάν η μάζα των εργαζομένων στις ΗΠΑ, οι οποίοι στη διάρκεια της τελευταίας γενιάς ψήφισαν επανειλημμένα εναντίον των πραγματικών τους συμφερόντων για λόγους πολιτισμικού εθνικισμού, θρησκείας και ηθικών αξιών, θα παραμείνει παγιδευμένη σ’ αυτή την πολιτική, πειθόμενη από τις μηχανορραφίες τόσο των Ρεπουμπλικάνων όσο και των Δημοκρατικών. Με δεδομένη αυτή την αστάθεια, δεν υπάρχει λόγος να αποκλείσουμε την επανεμφάνιση της λαϊκής κοινωνικο-δημο- κρατικής ακόμη και λαϊκίστικης αντι-νεοφιλελεύθερης πολιτικής στις ΗΠΑ, στα μελλοντικά χρόνια.
Όμως, οι αγώνες κατά της συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης κοινωνικών πόρων και δικαιωμάτων ανέπτυξαν εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις κοινωνικής και πολιτικής πάλης.21 Εν μέρει εξαετίας των διαφορετικών συνθηκών που δίνουν αφορμή για τέτοια κινήματα, ο πολιτικός τους προσανατολισμός και οι τρόποι οργάνωσης αποκλίνουν σημαντικά από τα ειωθότα της κοινωνικο-δημοκρατικής πολιτικής. Π.χ. η εξέγερση των Ζαπατίστας στην περιοχή Τσιάπας του Μεξικού δεν επιδίωξε την κατάληψη της κρατικής εξουσίας ή μια πολιτική επανάσταση· επιδίωξε στη θέση της μια πιο συμπεριληπτική πολιτική. Ο σκοπός είναι να δουλέψουν μέσα σε όλη την κοινωνία των πολιτών για μια πιο ανοικτή και ευέλικτη διερεύνηση εναλλακτικών λύσεων που θα απέβλεπαν στην ικανοποίηση των αναγκών διαφόρων κοινωνικών ομάδων και θα τους επέτρεπαν να βελτιώσουν τη μοίρα τους. Οργανωτικά, αυτή η μορφή έτεινε να αποφεύγει τον αβανγκαρντισμό και να αρνεί- ται το σχηματισμό πολιτικού κόμματος. Προτίμησε να παραμείνει ένα κοινωνικό κίνημα μέσα στο κράτος, προσπαθώντας να σχηματίσει ένα πολιτικό μπλοκ εξουσίας στο οποίο οι ιθαγενείς κουλτούρες θα έπαιζαν κεντρικό και όχι δευτερεύοντα ρόλο. Πολλά περιβαλλοντικά κινήματα -όπως αυτά που αγωνίζονται για περιβαλλοντική δικαιοσύνη- βάδισαν στον ίδιο δρόμο.
Το αποτέλεσμα αυτής της μορφής των κινημάτων ήταν να μετατοπιστεί το πεδίο της πολιτικής οργάνωσης από τα πολιτικά κόμματα και τις εργατικές οργανώσεις προς μια λιγότερο εστιασμένη δυναμική κοι-
256
Η προοπτική της ελευθερίας
νωνικής δράσης μέσα σ’ όλο το φάσμα της κοινωνίας των πολιτών. Ό ,τι έχασαν αυτά τα κινήματα στο πεδίο της οργανωτικότητας και της πολιτικής στόχευσης το κέρδισαν από την άποψη της άμεσης συνάφειας με πιο ειδικά θέματα και πιο συγκεκριμένες ομάδες πολιτών. Άντλησαν δύναμη από τη βαθιά σύνδεσή τους με τα καίρια ζητήματα της καθημερινής ζωής και του καθημερινού αγώνα, αλλά έτσι δυσκολεύτηκαν να αποσπαστούν από το τοπικό και το ιδιαίτερο και να κατανοήσουν τη μακρο-πολιτική του τι ήταν και είναι συνολικά η νεοφιλελεύθερη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης και τη σχέση της με την παλινόρθωση της ταξικής ισχύος.
Η ποικιλομορφία των αγώνων αυτών είναι απλώς τόσο εντυπωσιακή που ορισμένες φορές δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί καν τις μεταξύ τους συνδέσεις. Αποτελούν όλοι μέρος ενός ευμετάβλητου μείγματος κινημάτων διαμαρτυρίας που έχουν σαρώσει τον κόσμο και παρουσιάζονται όλο και περισσότερο στους κύριους τίτλους του Τύπου από τη δεκαετία του 1980. Τα κινήματα αυτά και οι εξεγέρσεις κατεστά- λησαν ορισμένες φορές με αγριότητα, ως επί το πλείστον από κρατικές εξουσίες που ενεργούν στο όνομα «της τάξης και της σταθερότητας». Αλλού εκφυλίστηκαν σε βίαιες συγκρούσεις μεταξύ εθνοτικών ομάδων και σε εμφυλίους πολέμους, καθώς η συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης κοινωνικών δικαιωμάτων και πόρων δημιουργούσε έντονους κοινωνικούς και πολιτικούς ανταγωνισμούς. Η τακτική του διαιρεί και βασίλευε των αρχουσών ελίτ ή ο ανταγωνισμός μεταξύ εχθρικών φατριών (π.χ. γαλλικά έναντι αμερικανικών συμφερόντων σε κάποιες αφρικανικές χώρες) έπαιξαν συχνά καίριο ρόλο σ’ αυτούς τους αγώνες. Πελατειακά κράτη, που υποστηρίζονταν στρατιωτικά, σε ορισμένες περιπτώσεις, με ειδικές δυνάμεις εκπαιδευμένες από μεγάλους στρατιωτικούς μηχανισμούς (υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ, με τη Βρετανία και τη Γαλλία να παίζουν δεύτερο ρόλο), συχνά τίθενται επικεφαλής ενός συστήματος κατάπνιξης και διάλυσης, για να ελέγξουν ανελέητα τα κινήματα που αμφισβητούν τη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης κοινών δικαιωμάτων και πόρων σε πολλά τμήματα του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Τα κινήματα τα ίδια έχουν παραγάγει πληθώρα ιδεών για τις εναλλακτικές λύσεις. Κάποια επιδιώκουν να αποσυνδεθούν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τις σαρωτικές δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Άλλα (όπως το κίνημα «Πενήντα Χρόνια Είναι Αρκετά») επιδιώκουν την παγκόσμια κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη με τη μεταρρύθμιση ή διάλυση διεθνών οργανισμών όπως το ΔΝΤ, ο
2 57
Νεοφιλελευθερισμός
ΠΟΕ και η Παγκόσμια Τράπεζα (αν και η βασική δύναμη, δηλαδή το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, σπανίως αναφέρεται, κάτι πολύ ενδιαφέρον). Και άλλα (ιδίως κινήματα περιβαλλοντιστών όπως η Greenpeace) δίνουν έμφαση στην «ανάκτηση των κοινών», σηματοδώντας συνεπώς τη βαθιά συνέχεια με αγώνες του απώτερου παρελθόντος, όπως επίσης με αγώνες που διεξάχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της μισητής περιόδου της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Κάποιοι επίσης (όπως οι Χαρντ και Νέγκρι) οραματίζονται ένα πλήθος σε κίνηση ή ένα κίνημα μέσα στην παγκόσμια κοινωνία των πολιτών για την αντιπαράθεση με τις διάσπαρτες και αποκεντρωμένες δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης τάξης (που ερμηνεύεται ως «Αυτοκρατορία»), ενώ άλλοι, μετριοπαθέστεροι, προσβλέπουν σε τοπικούς πειραματισμούς με νέα παραγωγικά και καταναλωτικά συστήματα (όπως τα Τοπικά Οικονομικά Εμπορικά Συστήματα - ΤΟΕΣ) που εμψυχώνονται από εντελώς διαφορετικά είδη κοινωνικών σχέσεων και οικολογικών μεθόδων. Υπάρχουν επίσης εκείνοι που πιστεύουν σε πιο συμβατικές πολιτικο-κομμα- τικές δομές (π.χ. το Κόμμα Εργατών της Βραζιλίας ή το Κόμμα του Κογκρέσου στην Ινδία σε συμμαχία με τους κομουνιστές), με στόχο να κερδίσουν την κρατική εξουσία, ως ένα βήμα προς την παγκόσμια μεταρρύθμιση της οικονομικής τάξης πραγμάτων. Πολλά από αυτά τα ποικίλα ρεύματα συσπειρώνονται σήμερα στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, σε μια προσπάθεια να ορίσουν τα κοινά τους σημεία και να οικοδομήσουν μια οργανωτική δύναμη ικανή να αντιπαρατεθεί με τις πολλές παραλλαγές του νεοφιλελευθερισμού και του νεοσυντηρητισμού. Έχει εμφανιστεί μια πληθώρα βιβλίων που υποστηρίζουν ότι «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Αυτό το σύνθημα συνοψίζει και περιστα- σιακά προσπαθεί να συνθέσει τις διαφορετικές ιδέες που ξεπηδούν από ποικίλα κοινωνικά κινήματα, σε όλα τα μέρη του κόσμου. Σ ’ αυτές τις κινήσεις υπάρχουν πολλά που μπορούμε να θαυμάσουμε και από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε εμπνεύσεις.
Όμως, τι είδους συμπεράσματα μπορούμε να εξάγουμε από την ανάλυση που επιχειρείται στο παρόν κείμενο; Κατ’ αρχάς, η όλη ιστορία του εμπεδωμένου φιλελευθερισμού και της συνακόλουθης στροφής προς τη νεοφιλελευθεροποίηση δείχνει πόσο κρίσιμο ρόλο παίζει ο ταξικός αγώνας είτε στον έλεγχο είτε στην παλινόρθωση της ταξικής ισχύος των ελίτ. Αν και αυτό το στοιχείο ουσιαστικά έχει συγκαλυφθεί, επί μία ολόκληρη γενιά ζήσαμε την εκλεπτυσμένη εφαρμογή μιας στρατηγικής εκ μέρους των αρχουσών ελίτ με σκοπό να παλινορθώσουν, να ενισχύσουν ή, όπως
258
Η προοπτική της ελευθερίας
στην Κίνα και τη Ρωσία, να οικοδομήσουν μια ακατάλυτη ταξική δύναμη. Η περαιτέρω στροφή προς το νεοσυντηρητισμό είναι ενδεικτική των στόχων τους οποίους θέλουν να επιτύχουν οι ελίτ και των αυταρχικών στρατηγικών που ετοιμάζονται να αναπτύξουν, προκειμένου να διατηρήσουν τη δύναμή τους. Και όλα αυτά λάμβαναν χώρα στις δεκαετίες που οι οργανώσεις της εργατικής τάξης παρήκμαζαν και πολλοί προοδευτικοί πείθονταν όλο και περισσότερο ότι η τάξη ήταν μια ανούσια ή τουλάχιστον προ καιρού ξεπερασμένη κατηγορία. Ως προς αυτό, φαίνεται ότι προοδευτικοί όλων των ρευμάτων παγιδεύτηκαν στον νεοφιλελεύθερο τρόπο σκέψης, εφόσον ένας από τους πρωταρχικούς μύθους του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι η τάξη αποτελεί πλασματική κατηγορία που υπάρχει μόνο στη φαντασία των σοσιαλιστών και των κρυπτο-κομουνιστών. Στις ΗΠΑ ιδίως, η φράση «ταξικός πόλεμος» χρησιμοποιείται σήμερα μόνο στα ΜΜΕ της Δεξιάς (π.χ. στη Wall Street Journal) για να χαρακτηριστούν υποτιμητικά όλες οι μορφές κριτικής που απειλούν να υπονομεύσουν έναν υποτιθέμενα ενιαίο και συνεκτικό εθνικό σκοπό (δηλ. την παλινόρθωση της δύναμης της ανώτερης τάξης!). Συνεπώς, το πρώτο μάθημα που πρέπει να διδαχθούμε είναι ότι εάν αυτό μοιάζει με ταξικό αγώνα και ενεργεί σαν ταξικός πόλεμος, τότε πρέπει να το κατονομάσουμε, χωρίς να ντρεπόμαστε γι’ αυτό που είναι. Η μάζα του πληθυσμού είτε πρέπει να συμβιβαστεί με την ιστορική και γεωγραφική τροχιά που καθορίζει η σαρωτική και συνεχώς αυξανόμενη δύναμη της ανώτερης τάξης ή πρέπει να αντιδράσει σ’ αυτήν με ταξικούς όρους.
Δεν θέλουμε, με αυτή την τοποθέτηση, να ωραιοποιήσουμε νοσταλ- γικά κάποια χαμένη χρυσή εποχή, όταν μια μυθική κατηγορία όπως το «προλεταριάτο» βρισκόταν σε κίνηση. Ούτε αυτό σημαίνει αναγκαία (εάν καν σήμαινε ποτέ) ότι υπάρχει μια απλή αντίληψη της τάξης την οποία μπορούμε να επικαλούμαστε ως πρωταρχικό (πολλώ δε μάλλον αποκλειστικό) παράγοντα του ιστορικού μετασχηματισμού. Δεν υπάρχει προλεταριακό πεδίο ουτοπικής μαρξικής φαντασίας στο οποίο μπορούμε να αποσυρθούμε. Επισημαίνοντας την αναγκαιότητα και το αναπόφευκτο της ταξικής πάλης, δεν θέλουμε να ισχυριστούμε ότι ο τρόπος με τον οποίο συγκροτείται η τάξη είναι προσδιορισμένος ή ακόμη προσδιορίσιμος εκ των προτέρων. Τα ταξικά κινήματα του λαού όπως και της ελίτ αυτοδιαμορφώνονται, παρόλο που αυτό ουδέποτε γίνεται υπό συνθήκες της δικής τους επιλογής. Και αυτές οι συνθήκες βρίθουν από πολυπλοκότητες που προκύπτουν από τη φυλή, το φύλο και τις ε-
259
Νεοφιλελευθερισμός
Ονοτικές διαφορές που διαπλέκονται στενά με τις ταξικές ταυτότητες. Οι κατώτερες τάξεις είναι εξαιρετικά φυλετικοποιημένες και η αυξανόμενη γυναικεία φτώχεια έχει καταστεί χαρακτηριστικό στοιχείο της νε- οφιλελευθεροποίησης. Η επίθεση των νεοσυντηρητικών στα γυναικεία και αναπαραγωγικά δικαιώματα, που είχαν φθάσει σε υψηλό επίπεδο στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν πρωτοεμφανίστηκε ως κυρίαρχο ρεύμα ο νεοφιλελευθερισμός, αποτελεί βασικό στοιχείο της αντίληψής του περί ορθής ηθικής τάξης που στηρίζεται σε μια πολύ συγκεκριμένη έννοια της οικογένειας.
Η ανάλυση δείχνει επίσης πώς και γιατί τα λαϊκά κινήματα είναι διχασμένα σήμερα. Από τη μια, υπάρχουν κινήματα γύρω από αυτό που αποκαλώ «διευρυμένη αναπαραγωγή», τα οποία θέτουν ως κεντρικά τους ζητήματα την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας και τις συνθήκες που καθορίζουν τον κοινωνικό μισθό. Από την άλλη, υπάρχουν κινήματα ενάντια στη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης κοινωνικών δικαιωμάτων και πόρων. Αυτά περιλαμβάνουν την αντίσταση στις κλασικές μορφές πρωταρχικής συσσώρευσης (όπως η εκδίωξη των αγροτικών πληθυσμών από τη γη)· στην κτηνώδη υπαναχώρηση του κράτους από όλες τις κοινωνικές υποχρεώσεις του (εκτός από την παρακολούθηση και την αστυνόμευση)- στις μεθόδους που καταστρέφουν τις παραδόσεις, τις ιστορίες και τα περιβάλλοντα· και στους «σε βαθμό κατάσχεσης» αποπληθωρισμούς και πληθωρισμούς που απεργάζονται οι σύγχρονες μορφές χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σε συμμαχία με το κράτος. Η εξεύρεση του οργανικού δεσμού μεταξύ των διαφορετικών αυτών κινημάτων είναι ένα επείγον θεωρητικό και πρακτικό καθήκον. Η ανάλυσή μας έδειξε επίσης ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την ανίχνευση της δυναμικής της διαδικασίας κεφαλαιακής συσσώρευσης που χαρακτηρίζεται από ασταθείς και όλο και πιο ακανόνιστες γεωγραφικές επεκτάσεις. Ό πως είδαμε στο Κεφάλαιο 4, το ακανόνιστο οφείλεται στο ότι η νεοφιλελευθεροποίηση προωθείται μέσω του διακρατικού ανταγωνισμού. Μέρος του καθήκοντος μιας αναζωογονημένης ταξικής πολιτικής είναι να μετατρέψει τούτη την ακανόνιστη γεωγραφική επέκταση σε ενεργητικό παρά σε παθητικό. Η πολιτική του διαιρεί και βασίλευε, που εφαρμόζουν οι άρχουσες ελίτ, πρέπει να αντιμετωπιστεί με μια αριστερή συμμαχική πολιτική που να συμμερίζεται την ανάκτηση των τοπικών εξουσιών αυτοδιάθεσης.
Η ανάλυση επισημαίνει επίσης τις εκμεταλλεύσιμες αντιφάσεις του νεοφιλελεύθερου και νεοσυντηρητικού προγράμματος. Το διευρυνόμε-
Η προοπτική της ελευθερίας
νο χάσμα ανάμεσα στη ρητορική (προς όφελος όλων) και την πραγματικότητα (προς όφελος μιας μικρής άρχουσας τάξης) είναι πλέον ορατότατο. Η ιδέα ότι η αγορά σημαίνει ανταγωνισμός και αμεροληψία αναιρείται όλο και περισσότερο από το γεγονός της ακραίας μονοπώλησης, συγκεντροποίησης και διεθνοποίησης της εταιρικής και χρηματοοικονομικής ισχύος. Η εντυπωσιακή αύξηση των ταξικών και περιφερειακών ανισοτήτων, τόσο μέσα στα κράτη (όπως Κίνα, Ρωσία, Ινδία και Νότια Αφρική) όσο και διεθνώς μεταξύ κρατών, θέτει ένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα που δεν μπορεί πια να κρυφτεί κάτω από το χαλί ως κάτι «μεταβατικό», καθ’ οδόν προς τον τέλειο νεοφιλελεύθερο κόσμο. Όσο περισσότερο αναγνωρίζεται ο νεοφιλελευθερισμός ως μια αποτυχημένη ρητορική που συγκαλύπτει ένα επιτυχές σχέδιο για την παλινόρθωση της ισχύος της άρχουσας τάξης, τόσο περισσότερο μπαίνουν τα θεμέλια για μια αναγέννηση των μαζικών κινημάτων που εκφράζουν εξισωτικά πολιτικά αιτήματα και επιδιώκουν την οικονομική δικαιοσύνη, το δίκαιο εμπόριο και μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια.
Η εμφάνιση των διαλόγων περί δικαιωμάτων, του είδους που εξετάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, προσφέρει ευκαιρίες, αλλά δημιουργεί και προβλήματα. Η επίκληση ακόμη και των συμβατικών φιλελεύθερων ιδεών περί δικαιωμάτων μπορεί να διαμορφώσει ένα ισχυρό «ξίφος αντίστασης» με σκοπό την κριτική του νεοσυντηρητικού αυταρχι- σμού, δεδομένου, ιδίως, του τρόπου που έχει αναπτυχθεί παντού ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» (από τις ΗΠΑ μέχρι την Κίνα και την Τσετσενία) ως δικαιολογία για τη συρρίκνωση των αστικών και πολιτικών ελευθεριών. Η όλο και πιο δυνατή απαίτηση να αναγνωριστούν τα δικαιώματα αυτοδιάθεσης και κυριαρχίας του ιρακινού λαού είναι ισχυρό όπλο με το οποίο μπορούν να τεθούν υπό έλεγχο τα αμερικανικά ιμπεριαλιστικά σχέδια στην περιοχή. Αλλά μπορούν επίσης να προσδιοριστούν και εναλλακτικά δικαιώματα. Η κριτική της ατέρμονης καπιταλιστικής συσσώρευσης, ως της κυρίαρχης διαδικασίας που διαμορφώνει τη ζωή μας, συνεπάγεται την κριτική εκείνων των ειδικών δικαιωμάτων -του δικαιώματος στην ατομική ιδιωτική ιδιοκτησία και στο ποσοστό κέρδους- που στηρίζουν το νεοφιλελευθερισμό και το αντίστροφο. Έχω υποστηρίξει αλλού ένα εντελώς διαφορετικό φάσμα δικαιωμάτων, που περιλαμβάνουν το δικαίωμα στις ευκαιρίες της ζωής, στην πολιτική συμμετοχή και στη «χρηστή» διακυβέρνηση, τον έλεγχο της παραγωγής από τους άμεσους παραγωγούς, το απαραβίαστο και την ακεραιότητα του ανθρώπινου σώματος, την άσκηση κριτικής χω
2 0 1
Νεοφιλελευθερισμός
ρίς το φόβο αντιποίνων, το δικαίωμα σε ένα ικανοποιητικό και υγιεινό περιβάλλον διαβίωσης, στον συλλογικό έλεγχο των πόρων κοινής ιδιοκτησίας, το δικαίωμα στην παραγωγή του χώρου, στη διαφορά, όπως επίσης τα εγγενή δικαιώματά μας ως είδους.22 Όμως, το να προτείνουμε διαφορετικά δικαιώματα από εκείνα που θεωρεί ιερά ο νεοφιλελευθερισμός συνεπάγεται την υποχρέωση άρθρωσης συγκεκριμένης εναλλακτικής κοινωνικής διαδικασίας εντός της οποίας ενυπάρχουν τα εναλλακτικά δικαιώματα. Έ να παρόμοιο επιχείρημα μπορεί να διατυπωθεί ενάντια στον ισχυρισμό των νεοσυντηρητικών ότι η εξουσία και η νομιμοποίησή τους στηρίζονται σε υψηλούς ηθικούς λόγους. Τα ιδανικά της ηθικής κοινωνίας και της ηθικής οικονομίας ιστορικά δεν είναι ξένα στα προοδευτικά κινήματα. Πολλά από αυτά, όπως οι Ζαπα- τίστας, που αγωνίζονται σήμερα ενάντια στη συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης κοινών πόρων και δικαιωμάτων εκφράζουν ζωηρά την επιθυμία για εναλλακτικές κοινωνικές σχέσεις με όρους ηθικής οικονομίας. Η ηθικότητα δεν αποτελεί πεδίο αποκλειστικά καθοριζόμενο από μια αντιδραστική θρησκευτική Δεξιά, που κινητοποιείται υπό την ηγεμονία των ΜΜΕ και εκφράζεται μέσω μιας πολιτικής διαδικασίας που κυριαρχείται από το χρήμα των εταιρειών. Οφείλουμε να αντιπα- ρατεθούμε στην παλινόρθωση της δύναμης της άρχουσας τάξης που καλύπτεται υπό ένα συνονθύλευμα συγκεχυμένων ηθικών επιχειρημάτων. Οι αποκαλούμενοι «πολιτισμικοί πόλεμοι» -όσο παραπλανητικοί και αν είναι κάποιοι εξ αυτών- δεν μπορούν να αποβληθούν ως μια ανεπιθύμητη παρέλκυση (όπως υποστηρίζουν ορισμένοι στην παραδοσιακή Αριστερά) από την ταξική πολιτική. Στην πραγματικότητα, η εμφάνιση της ηθικής επιχειρηματολογίας μεταξύ των νεοσυντηρητικών δεν μαρτυρεί μόνο το φόβο έναντι της κοινωνικής διάλυσης που επιφέρει ο νεοφιλελευθερισμός μέσω της εξατομίκευσης, αλλά και την ευρεία αποστροφή που ήδη υπάρχει για την αποξένωση, την ανομία, τους αποκλεισμούς, την περιθωριοποίηση και την περιβαλλοντική υ- ποβάθμιση που παράγονται μέσω των μεθόδων του νεοφιλελευθερισμού. Ο μετασχηματισμός τούτης της ηθικής αποστροφής έναντι της ακραιφνούς ηθικής της αγοράς σε πολιτισμική και στη συνέχεια σε πολιτική αντίσταση είναι ένα σημάδι των καιρών μας που πρέπει να ερμηνευθεί σωστά και όχι να υποβαθμιστεί. Η οργανική σχέση ανάμεσα σε τέτοιους πολιτισμικούς αγώνες και στον αγώνα για να απωθήσουμε τη σαρωτι- κή σταθεροποίηση της δύναμης της άρχουσας τάξης καλεί σε θεωρητική και πρακτική αναζήτηση.
202
Η προοπτική της ελευθερίας
Ωστόσο, ο κύριος στόχος του πολιτικού αγώνα ασφαλώς και θα πρέπει να είναι η βαθιά ανπδημοκρατική φύση του νεοφιλελευθερισμού που στηρίζεται από τον αυταρχισμό των νεοσυντηρητικών. Το δημοκρατικό έλλειμμα στις κατ’ όνομα «δημοκρατικές» χώρες, όπως οι ΗΠΑ, είναι σήμερα τεράστιο.23 Η πολιτική εκπροσώπηση υπονομεύεται και διαφθείρεται από την εξουσία του χρήματος, για να μη μιλήσουμε για το εκλογικό σύστημα το οποίο πολύ εύκολα χειραγωγείται και γίνεται αντικείμενο διεφθαρμένων συναλλαγών. Βασικές θεσμικές διευθετήσεις διαπνέονται από σοβαρές προκαταλήψεις. Γερουσιαστές από είκοσι έξι πολιτείες με λιγότερο από το 20% του πληθυσμού διαθέτουν πάνω από τις μισές ψήφους που καθορίζουν τη νομοθετική ατζέντα του Κογκρέσου. Το εξόφθαλμο εκλογικό μαγείρεμα που γίνεται με τα εκλογικά τμήματα όπου ψηφίζονται τα μέλη του Κογκρέσου ευνοεί όποιον είναι στην εξουσία και επιπροσθέτως η συνταγματικότητά του κρίνεται από ένα δικαστικό σύστημα που περιλαμβάνει όλο και περισσότερο πολιτικά διορισμένους δικαστές με νεοσυντηρητικά φρονήματα. Θεσμοί με τεράστια εξουσία, όπως η Κεντρική Τράπεζα, δεν υπόκεινται σε ο- ποιονδήποτε δημοκρατικό έλεγχο. Διεθνώς, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη, εφόσον δεν υπάρχει λογοδοσία, πολύ δε περισσότερο δημοκρατικός επηρεασμός, θεσμών όπως το ΔΝΤ, ο ΠΟΕ και η Παγκόσμια Τράπεζα· ενώ και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις μπορούν να λειτουργούν χωρίς δημοκρατική συμμετοχή ή εποπτεία, ανεξάρτητα από τις καλές τους προθέσεις. Δεν θέλουμε να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε το μη ανησυχητικό στους δημοκρατικούς θεσμούς. Οι θεωρητικοί φόβοι των νεοφιλελεύθερων για αθέμιτη επιρροή των ομάδων ειδικών συμφερόντων επί των νομοθετικών διαδικασιών βρίσκουν την πραγματική έκφρασή τους στους λομπίστες των εταιρειών και στα στελέχη που πηγαινοέρχονται από τις μεγάλες εταιρείες στη δημόσια διοίκηση και τού- μπαλιν, μια μέθοδος που εξασφαλίζει ότι το αμερικανικό Κογκρέσο (και τα νομοθετικά σώματα των Πολιτειών) εκτελούν τις εντολές των χρηματικών συμφερόντων και μόνο αυτών.
Για να επαναφέρουμε τα αιτήματα για δημοκρατική διακυβέρνηση και για οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ισότητα και δικαιοσύνη, δεν αρκεί να προτείνουμε την επιστροφή σε κάποια χρυσή εποχή. Πρέπει να επινοηθούν ξανά τα νοήματα, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες συνθήκες και δυνατότητες. Η δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα ελάχιστη σχέση έχει με τη σημασία που πρέπει να αποδώσουμε στον όρο δημοκρατία στις σημερινές συνθήκες που είναι τόσο διαφορετι
2 6 3
Νεοφιλελευθερισμός
κές όσο το Σάου Πάουλου, το Γιοχάνεσμπουργκ, η Σανγκάη, η Μανίλα, το Σαν Φρανσίσκο, το Λιντς, η Στοκχόλμη και το Λάγος. Το εντυπωσιακό στην προκειμένη περίπτωση, όμως, είναι ότι σε όλη την υφήλιο, από τη Κίνα, τη Βραζιλία, την Αργεντινή, την Ταϊβάν και την Κορέα μέχρι τη Νότια Αφρική, το Ιράν, την Ινδία και την Αίγυπτο, στις αγωνιζόμε- νες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και στη ζωτική ενδοχώρα του σύγχρονου καπιταλισμού, υπάρχουν ομάδες και κοινωνικά κινήματα εν δράσει που απαιτούν μεταρρυθμίσεις οι οποίες εκφράζουν κάποια παραλλαγή δημοκρατικών αξιών.24
Οι ηγέτες των ΗΠΑ, έχοντας την υποστήριξη σημαντικής μερίδας της εγχώριας κοινής γνώμης, προέβαλαν στον κόσμο την ιδέα ότι οι αμερικανικές νεοφιλελεύθερες αξίες της ελευθερίας είναι οικουμενικές και ανώτερες και ότι αξίζουν να πεθαίνουμε γι’ αυτές. Ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να απορρίψει την ιμπεριαλιστική πρόθεση και να διαθλάσει μέσα στην καρδιά του νεοφιλελεύθερου και νεοσυντηρητικού καπιταλισμού ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο αξιών: της ανοικτής δημοκρατίας που είναι αφοσιωμένη στο επίτευγμα της κοινωνικής ισότητας με οικονομική, πολιτική και πολιτισμική δικαιοσύνη. Τα επιχειρήματα του Ρούζβελτ είναι μια αρχή. Μέσα στις ΗΠΑ πρέπει να κτιστεί μια συμμα- χία με στόχο να ανακτήσει ο λαός τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και να προωθήσει τη διεύρυνση αντί της αποσύνθεσης των δημοκρατικών μεθόδων και αξιών που συντελείται υπό την τερατώδη ισχύ της αγοράς.
Υπάρχει μια πολύ, μα πολύ πιο ευγενής προοπτική ελευθερίας για να κατακτηθεί από αυτή που κηρύττει ο νεοφιλελευθερισμός. Υπάρχει ένα πολύ, μα πολύ πιο άξιο σύστημα διακυβέρνησης για να οικοδομη- θεί από αυτό που επιτρέπει ο νεοσυντηρητισμός.
26 4
Βιβλιογραφίαt # #
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ
Alvarez, L., «Britain Says U.S. Planned to Seize Oil in ’73 Crisis”, N ew York Times, 4 lav. 2004, A6.
A m erican Lands A lliance, «IMF Policies Lead to Global D eforestation», http:// americanlands.org/imfreport.htm .
A rnold, W., «ΒΗΡ Billiton Rem ains U pbeat O ver Bet on China’s G rowth», New York Times, 8 Ιουνίου 2004, W1 και W7.
Barboza, D., «An Unknown Giant Flexes its Muscles», N ew York Times, 4 Δεκ. 2004, Cl και C3.
Belson, J., «Japanese Capital and Jobs Flowing to China», N ew York Times, 17 Φεβ. 2004, C l και C4.
Bradsher, K., «Big China Trade Brings Port War», International Herald Tribune, 27 lav. 2003,12.
— «China Announces New Bailout of Big Banks», N ew York Times, 7 lav . 2004, Cl.— «China Reports Economic Growth of 9.1% in 2003», N ew York Times, 20 Φεβ.
2004, W1 και W7.— «China’s B oom A dds to G lobal W arming», N ew York Times, 22 Ο κτ. 2003, A I και
A8.— «China’s Factories A im to F ill G arages A round the W orld», N ew York Times, 2
Νοεμ. 2003, International Section, 8.— «China’s Strange Hybrid Economy», N ew York Times, 21 Δεκ. 2003, C5.— «Chinese Automaker Plans Assembly Line in Malaysia», N ew York Times, 19 Ο
κτ. 2004, W1 και W7.— «Chinese Builders Buy A broad», N ew York Times, 2 Δ έκα 2003, W1 και W7.— «Chinese Provinces Form Regional Power Bloc», N ew York Times, 2 Ιουνίου
2004, W1 και W7.— «GM To Speed U p Expansion in China: A n A nnual G oal of 1.3 M illoon Cars»,
N ew York Times, 8 Ιουνίου 2004, W1 και W7.— «Α H eated Chinese Econom y Piles υρ Debt», N ew York Times, 4 Σεπτ. 2003, A I
και C4.Bradsher, K., «Is China the N ext Bubble?» New York Times, 18 lav. 2004, τμ. 3,1 και 4.— «Now, a G reat Leap Forw ard in Luxury», N ew York Times, 10 Ιουνίου 2004, Cl
και C6.
265
Νεοφιλελευθερισμός
— «Taiwan W atches its Econom y Slip to China», N ew York Times, 13 Δεκ. 2004, C7. Brooke, K., «Korea Feeling Pressure as China Grows», N ew York Times, 8 lav . 2003,
W1 και W7.Brooks, R., «Maggie’s Man: W e W ere W rong», Observer, 21 Ιουνίου 1992,15. Buckley, C., «Let a T housand Ideas Flower: China Is a New H otbed of Research»,
N ew York Times, 13 Σεπτ. 2004, Cl και C4.— «Rapid Growth of China’s Huawei Has its High-Tech Rivals on Guard», New
York Times, 6 Οκτ. 2003, Cl και C3.Bush, G. W, «President A ddresses the N ation in Prim e Time Press Conference», 13
Απρ. 2004, http://www.whitehouse.gov/news/releases/2004/ 0420040413-20.html.— «Securing Freedom’s Triumph», N ew York Times, 11 Σεπτ. 2002, A33.Cheng, A., «Labor Unrest is Growing in China», International Herald Tribune On
line, 27 Οκτ. 2004.China Labor W atch, «M ainland China Jobless Situation G rim, M inister Says», http:
//www.china!aborwatch.org/en/web/ article.php?article_id=50043 (18 Νοεμ. 2004). Climate Change Science Program , «O ur Changing Planet: The US Climate Change
Science Program for Fiscal Y ears 2004 and 2005», http:// www.usgcrp.gov/usgcrp/ Library/ocp2004-5.
Cody, E., «Workers in China Shed Passivity: Spate of Walkouts Shakes Factories», Washington Post, 27 Νοεμ. 2004, Α0Ι.
Crampton, T, «Iraqi Official Urges Caution οη Imposing Free Market», N ew York Times, 14 Οκτ. 2003, C5.
Farah, J., «Brute Tyranny in China» WorldNetDaily.com, ταχ. 15 Μ αρτίου 2004. Fishman, T, «The Chinese Century», New York Times Magazine, 4 Ιουλίου 2004,24-51. Forero, J., «As China Gallops, Mexico Sees Factory Jobs Slip Away», N ew York Ti
mes, 3 Σεπτ. 2003, A3.French, H., «New Boomtowns Change Path of China’s Growth», N ew York Times,
28 Ιουλίου 2004, A I και A8.Global Policy Forum, Newsletter «China’s Privatization», http:www. globalpolicy.
org.socecon/ ffd/ fdi/2003 / 1112chinaprivatization.Hout, T. και Lebretton, J., «The Real Contest Between America and China», The
Wall Street Journal on Line, 16 Σεπτ. 2003.Huang, Y. «Is China Playing by the Rules?», Congressional-Executive Commission on
China, http://www.cecc.gov/pages/hearings/092403/huang.php.Kahn, J., και Y ardley, J., «Amid China’s Boom , N o H elping H and for Y oung Qing-
ming», New York Times, 1 Αυγ. 2004, A I και A6.— «China Gambles on Big Projects for its Stability», New York Times, 13 lav. 2003,
AI και A8.— «Violence Taints Religion’s Solace for China’s Poor», N ew York Times, 25 Νοεμ.
2004, A I και A24.Kirkpatrick, D., «Club of the Most Powerful Gathers in Strictest Privacy», N ew York
Times, 28 Αυγ. 2004, A10.
2 66
Βιβλιογραφία
Klein, Ν., «Of Course the White House Fears Free Elections in Iraq», Guardian, 24 lav. 2004,18.
Landler, M., «Hungary Eager and Uneasy Over New Status», N ew York Times, 5 Μαρ. 2004, W1 και W7.
Liu, H., «China: Banking on Bank Reform», Asia Times Online, atimes.com, 1 Ιουνίου 2002.
Liu Shi, «Current Conditions of China’s Working Class», China Study Group, 3 Νοεμ.2003, h ttp :/1 w w w.chinastudygroup.org/index.php?action=article& type.
Lohr, S., «IBM Sought a China Partnership, N ot Just a Sale», N ew York Times, 13 Δεκ. 2004, Cl και C6.
— «IBM’s Sale o f PC U nit Is a Bridge B etw een Com panies and Cultures», N ew York Times, 8 Δεκ. 2004, A I και C4.
Malkin, E., « A Boom Along the Border», N ew York Times, 26 Αυγ. 2004, W1 και W7. M onbiot, G., «Punitive-and It W orks», Guardian, 11 lav. 2005, online edition. M ontpelerin website, http://ww w.m ontpelerin.org/aboutmps.html.Murphy, D., «Chinese Province: Stinking, Filthy, Rich», Wall Street Journal, 27 Οκτ.
2004, B2H.National Security Strategy o f the United States o f America website: www. w hitehou-
se.gov I nsc/nss.Peterson, 1., «As L and G oes To Revitalization, There G o the O ld Neighbors», N ew
York Times, 30 lav. 2005, 29 και 32.Rosenthal, E., «Workers Plight Brings New Militancy in China», N ew York Times,
10 Μαρ. 2003, A8.Salerno, J., «Confiscatory Deflation: The Case of A rgentina», Ludwig von Mise In
stitute, http://www.mises.org?fullstory.aspx?control=890.Sharapura, S., «W hat H appened in A rgentina?», Chicago Business Online, 28 Μ αΐου
2002, http://www.chibus.com/news/2002/05/28/Worldview.Sharma, S., «Stability A m idst Turmoil: China and the Asian Financial Crisis», Asia
Quarterly (Χειμώνας 2000), w w w.fas.harvard.edu/-asiactr/haq/ 2000001/000Ia006. htm.
Shi, L., «Current Conditions of China’s Working Class», China Study Group, 3 Νοεμ.2003, http://www.chinastudygroup.org/index.php?action=article& type.
Sommer, J., «Dragon Let Loose on the Land: And Shanghai is at the Epicenter ofChina’s Econom ic Boom», Japan Times, 26 Ο κτ. 1994, 3.
Stevenson, C., Reforming State-Owned Enterprises: Past Lessons for Current Problems (Ουάσιγκτον: George Washington University), http:www.gwu.edu/-ylowrey/ste- vensonc.httml.
Townsend, Μ. και Harris, P , «Now the Pentagon Tells Bush: Climate Change Will D estroy Us», Observer, 22 Φεβ. 2004, online.
Treanor, P , «Neoliberalism: Origins, Theory, D efinition», http://w eb.inter. nl.net/ users/Paul. Treanor / neoliberalism .html.
Warner, J., “Why the World’s Economy Is Stuck on a Fast Boat to China”, Independent, 24 lav. 2004, 23.
267
Νεοφιλελευθερισμός
Yardley, J., «Chinese Appeal to Beijing to Resolve Local Complaints», N ew York Times, 8 Μαρ. 2004, A3.
— «Farmers Being M oved Aside by China’s Real E state Boom», N ew York Times, 8 Δεκ. 2004, A I και A16.
— «In a Tidal Wave, China’s Masses Pour from Farm to City», N ew York Times, 12 Σεπτ. 2004, «Week in Review», 6.
— «Rivers R un Black, and Chinese D ie of Cancer», N ew York Times, 12 Σεπτ. 2004, A I και A17.
Yasheng, Η. και K hanna, T, «Can India O vertake China?», China N ow Magazine, 3 Α πρ. 2004, www.chinanowmag.com/business/business.htm.
ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ
A m in, S., «Social M ovem ents at the Periphery», στο P. W ignaraja (επιμ.), N ew Social M ovements in the South: Empowering the People (Λονδίνο: Z ed Books, 1993), 76-100.
Angell, M., The Truth A bou t the Drug Companies: H ow They Deceive Us and What To Do A bout I t (Νέα Υόρκη: R andom H ouse, 2004).
A rendt, H., Imperialism (Νέα Υόρκη: H arcourt Brace Janovich, 1968).A rm strong, A., Glynn, A ., και Harrison, J., Capitalism Since World War II: The M a
king and Breaking o f the Long Boom (Οξφόρδη: Basil Blackwell, 1991).Arrighi, G., και Silver, B., Chaos and Governance in the Modern World System (Mi-
νεάπολις: M innesota U niversity Press, 1999).Bales, K., Disposable People: N ew Slavery in the Global Econom y (Μπέρκλεϊ: U ni
versity of California Press, 2000).Bartholomew, A. και Breakspear, J., «Human Rights as Swords of E m pire», Socia
list Register (Λονδίνο: M erlin Press, 2003), 124-45.Bello, W., Deglobalization: Ideas for a N ew World Econom y (Λονδίνο: Z ed Books,
2002).— Bullard, N. και M alhotra, K. (επιμ.), Global Finance: N ew Thinking on Regulating
Speculative Markets (Λονδίνο: Z ed Books, 2000).Benn, T., The B enn Diaries, 1940-1990, επιμ. R. W instone (Λονδίνο: A rrow , 1996).Blyth, M., Great Transformations: Economic Ideas and Institutional Change in the
Twentieth Century (Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 2002).Boddy, Μ. και Fudge, C. (επιμ.), Local Socialism? Labour Councils and N ew Left
Alternatives (Λονδίνο: M acmilJan, 1984).Bond, P., Against Global Apartheid: South Africa M eets the World Bank, the IMP and
International Finance (Λονδίνο: Z ed Books, 2003)— Elite Transition: From Apartheid to Neoliberalism in South Africa (Λονδίνο: Pluto
Press, 2000).— Talk Left Walk Right: South A frica’s Frustrated Global Reform s (Σκότσβιλ, Ν ότια
Α φρική: U niversity of KwaZulu-N atal Press, 2004).
268
Βιβλιογραφία
— «US and Global Economic Volatility: Theoretical, Empirical and Political Considerations», εργασία που παρουσιάστηκε στο Em pire Seminar, Y ork University, Νοέμβριος 2004.
Brecher, J., Costello, T. και Smith, B., Globalization from Below: The Power o f Solidarity (Κέιμπριτζ, Μασ.: South E nd Press, 2000).
Brenner, R., The Boom and the Bubble: The US in the World Econom y (A ονδίνο: Verso, 2002).
Cao, L., «Chinese Privatization: Betw een Plan and M arket», Law and Contemporary Problems, 63/13 (2000), 13-62.
Cartier, C., Globalizing South China (Ο ξφόρδη: Basil BlackwelJ, 2001).— «Symbolic City /R egions and G endered Identity Form ation in South China», Pro
vincial China, 8/1 (2003), 60-77.— «Zone Fever. The A rable Land D ebate and Real Estate Speculation: China’s
Evolving Land U se Regime and its G eographical Contradictions», Journal o f Contemporary China, 10 (2001), 455-69.
Chambers, S., και Kymlicka, W. (επιμ.), Alternative Conceptions o f Civil Society (Πρίν- στον: Princeton University Press, 2001).
Chandler, D ., From Kosovo to Kabul: Human Rights and International Intervention (Λονδίνο: Pluto Press, 2002).
Chang, H.-J., Globalisation, Economic Development and the Role o f the State (Λονδίνο: Z ed Books, 2003).
Chibber, V., Locked in Place: State-Building and Late Industrialization in India (Πρίν- στον: Princeton U niversity Press, 2003).
Chua, A., World on Fire: H ow Exporting Free M arket Democracy Breeds Ethnic Hatred and Global Instability (Νέα Υόρκη: D oubleday, 2003).
Clarke, S. (επιμ.), The State D ebate (Λονδίνο: Macmillan, 1991).Corbridge, S., D ebt and Development (Οξφόρδη: Blackwell, 1993).Court, J., Corporateering: H ow Corporate Power Steals your Personal Freedom (Νέα
Υόρκη: P. Tarcher/Putnam , 2003).Cowan, J, D em bour, M.-B. και Wilson, R. (επιμ.), Culture and Rights: Anthropolo
gical Perspectives (Κέιμπριτζ: Cambridge U niversity Press, 2001).Dahl, R. και Lindblom, C., Politics, Econom y and Welfare: Planning and Politico-Eco
nomic Systems R esolved into Basic Social Processes (Νέα Υόρκη: Harper, 1953).Davis, D ., Urban Leviathan: Mexico City in the Twentieth Century (Φιλαδέλφεια:
Tem ple U niversity Press, 1994).Derthick, Μ. και Quirk, P., The Politics o f Deregulation (Ουάσιγκτον: Brookings In
stitution Press, 1985).Dicken, P , Global Shift: Reshaping the Global Economic M ap in the 21st Century, 4η
έκδ. (Νέα Υόρκη: Guilford Press, 2003).Dixit, A ., Lawlessness and Economics: Alternative M odes o f Governance (Πρίνστον:
Princeton University Press, 2004).D rury, S., Leo Strauss and the American Right (Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan,
1999).
Dumenil, G., και Levy, D., Capital Resurgent: Roots o f the Neoliberal Revolution, μτφρ. O. Jeffers (Κέιμπριτζ, Μασ.: H arvard University Press, 2004).
— «The Econom ics of US Imperialism at the T urn of the 21st Century», Review o f International Political Economy, 11/4 (2004), 657-76.
— «N eoliberal Dynamics: Tow ards A New Phase?», στο K. van der Pijl, L. Assassi, και O. W igan (επιμ.), Global Regulation: Managing Crises after the Imperial Turn (Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2004) 41-63.
— «Neoliberal Income T rends: W ealth, Class and Ownership in the USA», N ew LeftReview, 30 (2004), 105-33.
Edsall, T , The New Politics o f Inequality (Νέα Υόρκη: N orton, 1985).Edwards, Μ. και H ulm e, Ο. (επιμ.), Non-Governmental Organisations: Performance
and Accountability (Λονδίνο: Earthscan, 1995).Eley, G., Forging Democracy: The History o f the L e ft in Europe, 1850-2000 (Οξφόρδη:
Oxford University Press, 2000).Evans, P., E m bedded Autonom y: States and Industrial Transformation (Πρίνστον:
Princeton University Press, 1995).Fisher, W. και Ponniah, T. (επιμ.), A nother World is Possible: Popular Alternatives to
Globalization at the World Social Forum (Λονδίνο: Z ed Books, 2003).Fishman, T , China Inc.: How the Rise o f the Next Superpower Challenges America and
the World (Νέα Υόρκη: Scribner, 2005).Fourcade-G ourinchas, Μ., και Babb, S., «The R ebirth of the Liberal Creed: Paths
to Neoliberalism in Four Countries», American Journal o f Sociology, 108 (2002), 533-79.
Frank, T , One M arket Under God: Extrem e Capitalism, M arket Populism and the E nd o f Economic Democracy (Ν έα Υόρκη: D oubleday, 2000).
— W hat’s the M atter with Kansas: H ow Conservatives Won the Hearts o f America (Νέα Υόρκη: M etropolitan Books, 2004).
Freem an, J., Working Class N ew York: L ift and Labor Since World War I I (Νέα Υόρ- κη: New Press, 2001).
G eorge, S., A nother World is Possible IF... (Λονδίνο: V erso, 2003).— A Fate Worse Than D ebt (Νέα Υόρκη: G rove Press, 1988).— «Α Short History of Neoliberalism: Twenty Y ears of Elite Econom ics and E m er
ging O pportunities for Structural Change», στο W Bello, N. Bullard και K. M alhotra (επιμ.), Global Finance: N ew Thinking on Regulating Capital Markets (Λονδίνο: Z ed Books, 2000) 27-35.
Gill, L., Teetering on the R im (Νέα Υόρκη: Columbia University Press, 2000).Gills, B. (επιμ.), Globalization and the Politics o f Resistance (Νέα Υόρκη: Palgrave,
2001).Gowan, P , The Global Gamble: Washington’s Faustian B id for World Dominance (Λον
δίνο: V erso, 1999).Gramsci, A ., Selections from the Prison Notebooks, μτφρ. Q H oare και G. Nowell
Smith (Λονδίνο: Law rence & W ishart, 1971).G ray, J. False Dawn: The Illusions o f Global Capitalism (Λονδίνο: G ran ta Press, 1998).
Νεοφιλελευθερισμός
270
G reenberg, Μ., «The Limits of Branding: T he W orld T rade Center, Fiscal Crisis and the M arketing of Recovery” , International Journal o f Urban and Regional R esearch, 27 (2003), 386-416.
H aggard, S. και K aufman, R. (επιμ.), The Politics o f Economic Adjustment: International Constraints, Distributive Conflicts and the State (Πρίνστον: Princeton U niversity Press, 1992).
H ale, D. και H ale, L., «China Takes Off», Foreign Affairs, 82/6 (2003), 36-53.Hall, R, Governing the Economy: The Politics o f State Intervention in Britain and Fran
ce (Οξφόρδη: Oxford U niversity Press, 1986).Hall, S., Hard Road to Renewal: Thatcherism and the Crisis o f the L e ft (Νέα Υόρκη:
N orton, 1988).H arloe, M., Pickvance, C., και U rry, J. (επιμ.), Place, Policy and Politics: D o Localities
Matter? (Λονδίνο: Unw in Hyman, 1990).H art-Landsberg, Μ. και Burkett, R, China and Socialism: M arket Reform s and Class
Struggle (Νέα Υόρκη, 2004; = M onthly Review, 56/3).H arvey, D., «The A rt of Rent: Globalization, M onopoly and the Com modification
of Culture», Socialist Register (2002),93-110.— The Condition o f Postmodemity (Ο ξφόρδη: Basil B lackwell, 1989).— «Cosm opolitanism and the Banality of G eographical Evils», στο J. Com aroff και
J. Com aroff, Millennial Capitalism and the Culture o f Neoliberalism (Ντέραμ B.K.: D uke U niversity Press, 2000), 271-310.
— «From M anagerialism to E ntrepreneurialism : The T ransform ation of U rban G overnance in L ate Capitalism», στο του ιδίσυ, Spaces o f Capital (Εδιμβούργο: E dinburgh U niversity Press, 2001), Κεφ.16.
— The Limits to Capital (Οξφόρδη: Basil Blackwell, 1982).H arvey, D., The New Imperialism (Οξφόρδη: Oxford University Press, 2003 -σ τα ελ
ληνικά Ο νέος ιμπεριαλισμός, μτφρ. Ελένης Αστεριού, εκδόσεις Καστανιώτη, σειρά «Αναστοχασμός», Α θήνα 2005).
— «The Right to the City», στο R. Scholar (επιμ.), D ivided Cities: Oxford A m nesty Lectures 2003 (Ο ξφόρδη, Oxford U niversity Press, υπό έκδοση).
— Spaces o f H ope (Εδιμβούργο: E dinburgh U niversity Press, 2000).H ayter, T., και Harvey, D. (επιμ.), The Factory in the City (Μ πράιτον: Mansell, 1995).Healy, D ., Let Them E at Prozac: The Unhealthy Relationship Between the Pharmaceu
tical Industry and Depression (Νέα Υόρκη: New Y ork U niversity Press, 2004).Held, D., Global Covenant: The Social Democratic Alternative to the Washington Con
sensus (Κέιμπριτζ: Polity, 2004).H enderson, J., «U neven Crises: Institutional Foundation of E ast Asian Turmoil»,
Economy and Society, 28/3 (1999), 327-68.Henw ood, D., A fter the N ew Econom y (Ν έα Υόρκη: New Press, 2003).H ofstadter, R., The Paranoid Style in American Politics and Other Essays (Κέιμπριτζ,
Μασ.: H arvard U niversity Press, 1996).Holloway, J. και Pelaez, E., Zapatista: Reinventing Revolution (Λονδίνο: Pluto, 1998).Jensen, D ., The Culture o f M ake Believe (Νέα Υόρκη: C ontext Books, 2002).
Βιβλιογραφία
271
Jessop, Β.. «Liberalism, N eoliberalism, and U rban G overnance: A State-Theoretical Perspective», Antipode, 34/3 (2002),452-72.
Juhasz, A., «Ambitions of Empire: The Bush A dm inistration Econom ic Plan for I- raq (and Beyond)», Left Turn Magazine, 12 (Φεβ./Μ άρ. 2004), 27-32.
Kaldor, M., N ew and Old Wars: Organized Violence in a Global Era (Κέιμπριτζ: Polity, 1999).
Kaplan, R., The Coming Anarchy: Shattering the Dreams o f the Post Cold War (Νέα Υόρκη: Vintage, 2001).
King, D., The Liberty o f Strangers: Making the American Nation (Νέα Υόρκη: Oxford U niversity Press, 2004).
Koolhaas, R., Delirious N ew York (Νέα Υόρκη: Monacelli Press, 1994).Krasner, S. (επιμ.), International Regimes (Ίθακα, NY: Cornell University Press, 1983).Krugman, P , The Great Unravelling: Losing Our Way in the Twentieth Century (Νέα
Υόρκη: N orton, 2003).Lardy, N., China’s Unfinished Economic Revolution (Ουάσιγκτον: Brookings Institu
tion, 1998).Lee, C. K., Gender and the South China Miracle (Μπέρκλεϊ: U niversity of California
Press, 1998).Lee, S. K., «Made In China: L abor as a Political Force?», ομιλία, M ansfield con
ference, 2004, University of M ontana, Μίσουλα, 18-2 Απρ. 2004.Li, S.-M., και Tang, W.-S., China’s Regions, Polity and Econom y (Χονγκ Κονγκ: Chi
nese University Press, 2000).Lomnitz-Adler, C., «The D epreciation of Life D uring Mexico City’s T ransition into
“The Crisis”» στο J. Schneider και I. Susser (επιμ.), Wounded Cities (Νέα Υόρκη: Berg, 2004) 47-70.
Lu, M., Fan, J., Liu, S. και Yan, Y, «Employment Restructuring During China’s Economic Transition», M onthly Labor Review, 128/8 (2002), 25-31.
Luders, R., «The Success and Failure of the State-Owned E nterprise D ivestitures in a Developing Country: The Case of Chile», Journal o f World Business (1993), 98-121.
Lyotard, J.-F., The Postmodern Condition (Μάντσεστερ: M anchester University Press, 1984).
M cCartney, P. και Stren, R., Governance on the Ground: Innovations and Discontinuities in the Cities o f the Developing World (Πρίνστον: W oodrow W ilson Center Press, 2003).
M acLeod, D., Downsizing the State: Privatization and the Limits o f Neoliberal Reform in Mexico (Γιουνιβέρσιτι Παρκ: Pennsylvania University Press, 2004).
Mann, J., The Rise o f the Vulcans: The History o f B ush’s War Cabinet (Νέα Υόρκη: Viking Books, 2004).
Martin, R., The Financialization o f Daily Life (Φιλαδέλφεια: Temple University Press, 2002).
Marx, C., Capital, τόμ. i και iii (New York: International Publishers, 1967).— Theories o f Surplus Value, μέρ. 2 (Λονδίνο: Lawrence & W ishart, 1969).
Νεοφιλελευθερισμός
272
Βιβλιογραφία
Megginson, W. και N etter, J., «From State to M arket: A Survey of Empirical Studies of Privatization», Journal o f Economic Literature (2001), online.
M ertes, T. (επιμ.), A M ovement o f M ovements (Λονδίνο: V erso, 2004).Miliband, R., The State in Capitalist Society (Νέα Υόρκη: Basic Books, 1969).M ittelman, J., The Globalization Syndrome: Transformation and Resistance (ΓΙρίνστον:
Princeton U niversity Press, 2000).Muhleisen, Μ. και Towe, C. (επιμ.), US Fiscal Policies and Priorities for Long-Run
Sustainability, O ccasional Paper 227 (Ουάσιγκτον: International M onetary Fund, 2004).
Myers, N., The Primary Resource: Tropical Forests and Our Future/Updated for the 1990s (Νέα Υόρκη: N orton, 1993).
— Ultimate Security: The Environmental Basis o f Political Stability (Ν έα Υόρκη: N orton, 1993).
Nash, J., Mayan Visions: The Quest for A utonom y in an A ge o f Globalization (Νέα Υόρκη: Routledge, 2001).
Navarro, V. (επιμ.), «Development as Quality of Life: A Critique of Amartya Sen’s “ Development as Freedom”», στοτσυ ιδίσυ (επιμ.), The Political Economy o f Social Inequalities, 13-26.
— The Political Economy o f Social Inequalities: Consequences for Health and the Quality o f Life (Αμιτιβιλ, NY: Baywood, 2002).
— και Muntaner, C., Political and Economic Determinants o f Population Health andWell-Being (Αμιτιβιλ, NY: Baywood, 2004).
Novacek, Μ. (επιμ.), The Biodiversity Crisis: Losing What Counts (Νέα Υόρκη: A m erican M useum of N atural H istory, 2001).
Nozick, M., Anarchy, State and Utopia (Νέα Υόρκη: Basic Books, 1977).O hmae, K., The E nd o f the Nation State: The Rise o f the Regional Economies (Νέα
Υόρκη: Touchstone Press, 1996).Panitch, L. και G indin, S., «Finance and A m erican Em pire», στο The Empire Reloa
ded: Socialist Register 2005 (Λονδίνο: M erlin Press, 2005), 46-81.Peck, J., «G eography and Public Policy: Constructions of N eoliberalism», Progress
in Human Geography, 28/3 (2004), 392-405.— και Tickell, A ., «Neoliberalizing Space», Antipode, 34/3 (2002), 380-404.Petras, J. και Veltmeyer, H., System in Crisis: The Dynamics o f Free M arket Capita
lism (Λονδίνο: Zed Books, 2003).Piketty, T. και Saez, E., «Income Inequality in the U nited States, 1913-1998», Quar
terly Journal o f Economics, 118 (2003), 1-39.Piore, Μ. και Sable, C., The Second Industrial Divide: Possibilities for Prosperity (Νέα
Υόρκη: Basic Books, 1986).Polanyi, K., The Great Transformation (Βοστόνη: Beacon Press, 1954).Pollin, R., Contours o f Descent (A ονδίνο: V erso, 2003).Poulantzas, N., State Power Socialism, μτφρ. P. Camiller (Λονδίνο: V erso, 1978).Prasad, E. (επιμ.), China's Growth and Integration into the World Economy: Prospects and
Challenges, Occasional Paper 232 (Ουάσιγκτον: International Monetary Fund, 2004).
273
Νεοφιλελευθερισμός
Rapley, J., Globalization and Inequaliry: Neoliberalism’s Downward Spiral (Μπόουλ- ντερ Κολ.: Lynne Reiner, 2004).
Rees, G. και L am bert, J., Cities in Crisis: The Political Econom y o f Urban D evelopm ent in Post-War Britain (Λονδίνο: E dw ard A rnold, 1985).
Robinson, W., A Theory o f Global Capitalism: Production, Class, and State in a Transnational World (Βαλτιμόρη: Johns H opkins U niversity Press, 2004).
Rodrik, D., The Global Governance o f Trade: A s I f D evelopment Really Mattered (Νέα Υόρκη: U nited N ations D evelopm ent Program , 2001).
Rosenblum, N. και Post, R. (επιμ.), Civil Society and Government (Πρίνστον: Princeton University Press, 2001).
Ross, A., Low Pay High Profile: The Global Push for Fair Labor (Νέα Υόρκη: The New Press, 2004).
Roy, A., Power Politics (Κέιμπριτζ, Μασ.: South E nd Press, 2001).Sachs, J., «New Global Consensus on Helping the Poorest of the Poor», Global Po
licy Forum Newsletter, 18 Α πρ. 2000.Seabrook, J., In the Cities o f the South: Scenes From a Developing World (Λονδίνο:
Verso, 1996).Sen, A., Development as Freedom (Νέα Υόρκη: K nopf, 1999).Smith, N., American Empire, R ooseve lt’s Geographer and the Prelude to Globalization
(Μπέρκλεϊ: University of C alifornia Press, 2003).— The Endgame o f Globalization (Νέα Υόρκη: Routledge, 2005).Soederberg, S., Contesting Global Governance in the South: Debt, Class, and the New
Common Sense in Managing Globalisation (Λονδίνο: Pluto Press, 2005).— «The N ew International Financial A rchitecture: Imposed Leadership and “E m er
ging M arkets”», Socialist Register (2002), 175-92.Soros, G., The Bubble o f American Supremacy: Correcting the Misuse o f American Po
wer (Νέα Υόρκη: Public Affairs, 2003).— George Soros on Globalization (Νέα Υόρκη: Public Affairs, 2002).Stedile, J., «Brazil’s Landless Battalions», στο T. M ertes (επιμ.), A M ovement o f M o
vements (Λονδίνο: Verso, 2004).Stiglitz, J., Globalization and its Discontents (Νέα Υόρκη: N orton, 2002).— The Roaring Nineties (Νέα Υόρκη: N orton, 2003).Tabb, W., The Long Default: N ew York City and the Urban Fiscal Crisis (Νέα Υόρκη:
M onthly Review Press, 1982).Task Force on Inequality and A m erican D em ocracy, American Democracy in an Age
o f Rising Inequality (Am erican Political Science A ssociation, 2004).Toussaint, E., Your M oney or Your Life: The Tyranny o f Global Finance (Λονδίνο: Plu
to Press, 2003).U nited N ations D evelopm ent Program , Human Development Report, 1996 (Νέα Υόρ-
κη: Oxford U niversity Press, 1996).— Human D evelopment Report, 1999 (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1999).— Human D evelopment Report, 2003 (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 2003).
274
Βιβλιογραφία
Valdez, J., Pinochet’s Economists: The Chicago School in Chile (Νέα Υόρκη: Cam bridge U niversity Press, 1995).
Vasquez, I., «The Brady Plan and M arket-Based Solutions to D eb t Crises», The Cato Journal, 16/2 (online).
W ade, R., Governing the M arket (Πρίνστον: Princeton U niversity Press, 1992).— και V eneroso, F., «The Asian Crisis: The High D ebt M odel versus the Wall
Street-Treasury-IMF Complex», New Left Review, 228 (1998), 3-23.W allace, T , «NGO Dilemmas: Trojan H orses for G lobal N eoliberalism?», Socialist
Register (2003), 202-19.W alton, J., «U rban Protest and the Global Political Economy: The IMF Riots», στο
M. Smith και J. Feagin (επιμ.), The Capitalist City (Οξφόρδη: Blackwell, 1987) 354-86.
W ang, H., China’s N ew Order: Society, Politics and Econom y in Transition (Κέιμπριτζ, Μασ.: H arvard University Press, 2003).
Wei, L., Regional Development in China (Νέα Υόρκη: Routledge/Curzon, 2000).W eisbrot, M., Baker, D ., Kraev, E. και Chen, J., «The Scorecard on Globalization
1980-2000: Its Consequences for Econom ic and Social Well-Being», στο V. N avarro και C. M untaner, Political and Economic Determinants o f Population Health and Well-Being (Ά μ ιτιβιλ, NY: Baywood, 2004) 91-114.
Wignaraja, P. (επιμ.), N ew Social M ovements in the South: Empowering the People (Λονδίνο: Z ed Books, 1993).
Williams, R., Culture and Society, 1780-1850 (Λονδίνο: Chatto & Windus, 1958), 118.W oo-Cummings, Μ. (επιμ.), The Developmental State (Ίθακα, NY: Cornell U niver
sity Press, 1999).— South Korean Anti-Americanism, Japan Policy Research Institute W orking Paper
93 Ιούλιος 2003).World Bank, World Development Report, 2005: A B etter Investm ent Climate for E ve
ryone (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 2004).W orld Commission on the Social D im ension of Globalization, A Fair Globalization:
Creating Opportunities for A ll (Γενεύη: International Labour Office, 2004).Wright, M., «The Dialectics of Still Life: Murder, Women and the Maquiladoras»,
Public Culture, 11 (1999), 453-74.Wu, X. και Perloff, J., China’s Income Distribution Over Time: Reasons for Rising
Inequality, CUD ARE W orking Papers 977 (Μ πέρκλεϊ: U niversity of California at Berkeley, 2004).
Yergin, D. και Stanislaw, J., Commanding Heights: The Battle between Government and the Marketplace that is Remaking the Modern World (Νέα Υόρκη: Simon & Schuster, 1998).
Yew, L. K., From Third World to First: The Singapore Story, 1965-2000 (Νέα Υόρκη: HarperCollins, 1999).
Zakaria, F., The Future o f Freedom: Illiberal Democracy at H om e and Abroad (Νέα Υόρκη: N orton, 1998).
Zergan, J., Future Primitive and Other Essays (Μ προύκλιν, NY: A utonom edia, 1994).
275
Νεοφιλελευθερισμός
Zevin, R., «New York City Crisis: First Act in a New Age of Reaction», crco R. Alcalay και O. Mermelstein (επιμ.), The Fiscal Crisis o f American Cities: Essays on the Political Econom y o f Urban America with Special Reference to N ew York (Νέα Υόρκη: Vintage Books, 1977), 11-29.
Zhang, Z. «Mediating Time: The “Rice Bowl of Y outh”», in “Fin-de-Siecle” U rban China», Public Culture, 12/1 (2000), 93-113.
— Strangers in the City: Reconfigurations o f Space, Power, and Social Networks withinChina’s Floating Population (Στάνφορντ: Stanford U niversity Press, 2001).
— Whither China? Intellectual Politics in Contemporary China (Ντέραμ, NK: D uke University Press, 2001).
276
Σημειώσειςi t #
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. S. George, «Α Short History of Neoliberalism: Twenty Years of Elite Economics and Emerging Opportunities for Structural Change», στο W. Bello, N. Bullard και K. Malhotra (επιμ.), Global Finance: New Thinking on Regulating Capital Markets (Λονδίνο: Zed Books, 2000) 27-35· G. Dumenil και D. Levy, Capital Resurgent: Roots o f the Neoliberal Revolution, μτφρ. D. Jeffers (Κέιμπριτζ, Μασ.: Harvard University Press, 2004)· J. Peck, «Geography and Public Policy: Constructions of Neoliberalism», Progress in Human Geography, 28/3 (2004), 392-405' J. Peck και A. Tickell, «Neoliberalizing Space», Antipode, 34/3 (2002), 380-404· P. Treanor, «Neoliberalism: Origins, Theory, Definition», http:// web. inter.nl.net/ users/Paul. Treanor / neoliberalism.html.
2. Treanor, «Neoliberalism».3. D. Harvey, The Condition o f Postmodernity (Οξφόρδη: Basil Blackwell, 1989)· J.-F.
Lyotard, The Postmodern Condition (Μάντσεστερ: Manchester University Press, 1984), 66.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΛΕΞΗ...
1. G. W Bush, «President Addresses the Nation in Prime Time Press Conference», 13 Απριλίου 2004· http://www.whitehouse.gov/news/releases/ 2004/0420040413-20.html.
2. O Matthew Arnold παρατίθεται στο R. Williams, Culture and Society, 1780-1850 (Λονδίνο: Chatto & Windus, 1958), 118.
3. A. Juhasz, «Ambitions of Empire: The Bush Administration Economic Plan for Iraq (and Beyond)», Left Turn Magazine, 12 (Φεβρ./Μάρτ. 2004), 27-32.
4. N. Klein, «Of Course the White House Fears Free Elections in Iraq», Guardian, 24 Ιανουάριου 2004,18.
5. T. Crampton, «Iraqi Official Urges Caution on Imposing Free Market», New York Times, 14 Οκτ. 2003, C5.
6. Juhasz, «Ambitions of Empire», 29.7. G. W. Bush, «Securing Freedom’s Triumph», New York Times, 11 Σεπτ. 2002, A33.
The National Security Strategy O f the United States o f America μπορεί να βρεθεί στο: www.whitehouse.gov/nsc/nss.
8. Μ. Fourcade-Gourinchas και S. Babb, «The Rebirth of the Liberal Creed: Paths to Neoliberalism in Four Countries», American Journal o f Sociology, 108 (2002), 542-9' J. Valdez, Pinochet’s Economists: The Chicago School in Chile (Νέα Υόρκη: Cambridge University Press, 1995)· R. Luders, «The Success and Failure of the State-Owned Enterprise Divestitures in a Developing Country: The Case of Chile», Journal o f World Business (1993), 98-121.
2 77
Νεοφιλελευθερισμός
9. R. Dahl και C. Lindblom, Politics, Economy and Welfare: Planning and Politico- Economic Systems Resolved into Basic Social Processes (Νέα Υόρκη: Harper, 1953).
10. S. Krasner (επιμ.), International Regimes (Ίθακα, NY: Cornell University Press, 1983)· M. Blyth, Great Transformations: Economic Ideas and Institutional Change in the Twentieth Century (Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 2002).
11. P. Armstrong, A. Glynn και J. Harrison, Capitalism Since World War Π: The Making and Breaking o f the Long Boom (Οξφόρδη: Basil Blackwell, 1991).
12. G. Eley, Forging Democracy: The History o f the Lefi in Europe, 1850-2000 (Οξφόρδη: Oxford University Press, 2000).
13. G. Dumenil και D. Levy, «Neoliberal Dynamics: Towards A New Phase?», στο K. van der Fiji, L. Assassi, & D. Wigan (επιμ.), Global Regulation: Managing Crises after the Imperial Turn (Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 2004) 41-63. Βλέπε επίσης Task Force on Inequality and American Democracy, American Democracy in an Age o f Rising Inequality (American Political Science Association, 2004)· T. Piketty και E. Saez, «Income Inequality in the United States, 1913-1998», Quarterly Journal o f Economics, 118 (2003), 1-39.
14. United Nations Development Program, Human Development Report, 1999 (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1999), 3.
15. Βλέπε http://www.montpelerin.org/aboutmps.html.16. Μια προσεκτική επισκόπηση μπορεί να βρεθεί στο H.-J. Chang, Globalisation,
Economic Development and the Role o f the State (Λονδίνο: Zed Books, 2003). Ό μως o Peck, «Geography and Public Policy», επισημαίνει ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει απορροφήσει επανειλημμένα άλλα στοιχεία μέσα στο πλαίσιό του, κατά συνέπεια είναι δύσκολο να τον εκλάβουμε ως «ανόθευτη» θεωρία.
17. Η ιστορία του Οατσερικού νεοφιλελευθερισμού σκιαγραφείται στο D. Yergin και J. Stanislaw, The Commanding Heights: The Battle Between Government and Market Place that is Remaking the M odem World (Νέα Υόρκη: Simon & Schuster, 1999).
18. L. Panitch και S. Gindin, «Finance and American Empire», στο The Empire Reloaded: Socialist Register 2005 (Λονδίνο: Merlin Press, 2005), 46-81.
19. D. Henwood, After the New Economy (Νέα Υόρκη: New Press, 2003), 208.20. L. Alvarez, «Britain Says U.S. Planned to Seize Oil in ’73 Crisis», New York Times,
4 lav. 2004, A6. Για την απόφαση των Σασυδαράβων να ανακυκλώσουν τα πετροδολάρια μέσω των ΗΠΑ, βλέπε Ρ. Gowan, The Global Gamble: Washington’s Faustian Bid for World Dominance (Λονδίνο: Verso, 1999), 20.
21. D. Harvey, The New Imperialism (Οξφόρδη: Oxford University Press, 2003 - στα ελληνικά Ο νέος ιμπεριαλισμός, μτφρ. Ελένης Αστεριού, Εκδόσεις Καστανιώτη, Σειρά «Αναστοχασμός», Αθήνα, 2005)· Ν. Smith, American Empire, Roosevelt's Geographer and the Prelude to Globalization (Μπέρκλεϊ: University of California Press, 2003)' N. Smith, The Endgame o f Globalization (Νέα Υόρκη: Routledge, 2005).
22. Panitch και Gindin, «Finance and American Empire».23. Οι πολλές κρίσεις του χρέους της δεκαετίας του 1980 καλύπτονται εκτενώς στο
Gowan, The Global Gamble.24. J. Stiglitz, Globalization and its Discontents (Νέα Υόρκη: Norton, 2002 - στα ελλη
νικά Η μεγάλη αυταπάτη μτφρ. Γ. Θεοδωρόπουλος, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2003).
25. G. Dumenil και D. Levy, «The Economics of U.S. Imperialism at the Turn of the 21st Century», Review o f International Political Economy, 11/ 4 (2004), 657-76.
278
Σημειώσεις
26. A. Chua, World on Fire: How Exporting Free Market Democracy Breeds Ethnic Hatred and Global Instability (Νέα Υόρκη: Doubleday, 2003), το οποίο παρέχει παραδείγματα.
27. Παρατίθεται στο Harvey, Condition o f Postmodernity, 158.28. R. Martin, The Financialization o f Daily Life (Φιλαδέλφεια: Temple University
Press, 2002).29. Αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στα έργα των Dumenil και
Levy επί παραδείγματι.30. Chua, World on Fire.31. United Nations Development Program, Human Development Report, 1996 (Νέα
Υόρκη: Oxford University Press, 1996), 2, και United Nations Development Program, Human Development Report, 1999, 3.
32. W Robinson, A Theory o f Global Capitalism: Production, Class, and State in a Transnational World (Βαλτιμόρη: Johns Hopkins University Press, 2004), όπου παρουσιάζει μια εξέχουσα περίπτωση όσον αφορά αυτό το επιχείρημα.
33. Κ. Polanyi, The Great Transformation (Βοστόνη: Beacon Press, έκδ, 1954 ).34. Στο ίδιο, 256-8.35. Στο ίδιο.36. Στο ίδιο.37. Bush, «Securing Freedom’s Triumph»· βλέπε επίσης F. Zakaria, The Future o f
Freedom: Liberal Democracy at Home and Abroad (Νέα Υόρκη: Norton, 2003).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ
1. A. Gramsci, Selections from the Prison Notebooks, μτφρ. Q. Hoare και G. Nowell Smith (Λονδίνο: Lawrence & Wishart, 1971), 321-43.
2. J. Rapley, Globalization and Inequality: Neoliberalism’s Downward Spiral (Μπόουλ- ντερ Κολ.: Lynne Reiner, 2004), 55.
3. Gramsci, Selections from the Prison Notebooks, 149.4. J. Court, Corporateering: How Corporate Power Steals your Personal Freedom (Νέα
Υόρκη: J. P. Tarcher/Putnam, 2003), 33-8.5. Blyth, Great Transformations, 155. Ο ι πληροφορίες της προηγούμενης παραγράφου
προέρχονται από τα Κεφ. 5 και 6 της αφήγησης του Blyth, που υποστηρίχθηκε από Τ. Edsall, The New Politics o f Inequality (Νέα Υόρκη: Norton, 1985), Κεφ. 2 και 3.
6. Court, Corporateering, 34.7. W. Tabb, The Long Default: New York City and the Urban Fiscal Crisis (Νέα Υόρκη:
Monthly Review Press, 1982)· J. Freeman, Working Class New York: Life and Labor Since World War II (Νέα Υόρκη: New Press, 2001).
8. R. Zevin, «New York City Crisis: First Act in a New Age of Reaction», στο R. Alcalay και D. Mermelstein (επιμ.), The Fiscal Crisis o f American Cities: Essays on the Political Economy o f Urban America with Special Reference to New York (Νέα Υόρκη: Vintage Books, 1977), 11-29.
9. Tabb, The Long Default, 28. Για τον Γουόλτερ Ρίστον, βλέπε Τ. Frank, One Market Under God: Extreme Capitalism, Market Populism and the End o f Economic Democracy (Νέα Υόρκη: Doubleday, 2000), 53-6.
279
Νεοφιλελευθερισμός
10. Freeman, Working Class New York.11. R. Koolhaas, Delirious New York (Νέα Υόρκη: Monacelli Press, 1994)· M. Green
berg, «The Limits of Branding: The W orld Trade Center, Fiscal Crisis and the Marketing of Recovery», International Journal o f Urban and Regional Research, 27 (2003), 386-416.
12. Tabb, The Long Default-για το επακόλουθο «πούλημα» της Νέας Υόρκης, βλέπε Greenberg, «The Limits of Branding»· για την επιχειρηματικότητα στις πόλεις, βλέπε D. Flarvey, «From Managerialism to Entrepreneurialism: The Transformation of Urban Governance in Late Capitalism”, στο του ιδίου, Spaces o f Capital (Εδιμβούργο: Edinburgh University Press, 2001), Κεφ. 16.
13. Tabb, The Long Default, 15.14. Edsall, The New Politics o f Inequality, 128.15. Court, Corporateering, 29-31, όπου καταγράφει όλες τις σχετικές νομικές αποφά
σεις της δεκαετίας του 1970.16. Οι περιγραφές του Edsall, The New Politics o f Inequality, που τον μιμείται o Blyth,
Great Transformations, είναι συγκλονιστικές.17. Edsall, The New Politics o f Inequality, 235.18. T. Frank, What's the Matter with Kansas: How Conservatives Won the Hearts o f
America (Νέα Υόρκη: Metropolitan Books, 2004).19. D. Kirkpatrick, «Club of the Most Powerful Gathers in Strictest Privacy», New
York Times, 28 Αυγ. 2004, AlO.20. Βλέπε J. Stiglitz, The Roaring Nineties (Νέα Υόρκη: Norton, 2003).21. Yergin και Stanislaw. Commanding Heights, 337· Stiglitz, The Roaring Nineties, 108.22. Edsall, The New Politics o f Inequality, 111.23. Και πάλι η αφήγηση εδώ στηρίζεται κατά πολύ στον Blyth, Great Transforma
tions, και στον Edsall, The New Politics o f Inequality.24. M. Angell, The Truth About the Drug Companies: How They Deceive Us and What
To Do About It (Νέα Υόρκη: Random House, 2004).25. Blyth, Great Transformations; βλέπε επίσης Frank, One Market Under God, ιδίως
για το ρόλο του Gilder.26. Edsall, The New Politics o f Inequality, 107.27. S. Hall, Hard Road to Renewal: Thatcherism and the Crisis o f the Left (Νέα Υόρκη:
Norton, 1988).28. Yergin και Stanislaw. Commanding Heights, 92.29. T. Benn, The Benn Diaries, 1940-1990, επιμ. R. Winstone (Αονδίνο: Arrow, 1996).30. Yergin και Stanislaw, Commanding Heights, 104.31. R. Brooks, «Maggie’s Man: We W ere Wrong», Observer, 21 Ιουνίου 1992, 15’ P.
Hall, Governing the Economy: The Politics o f State Intervention in Britain and France (Ο ξφόρδη: Oxford University Press, 1986)· Fourcade-Gourinchas και Babb, «The Rebirth of the Liberal Creed».
32. T. Hayter και D. H arvey (επιμ.), The Factory in the City (Μπράιτον: Mansell, 1995).33. G. Rees και J. Lambert, Cities in Crisis: The Political Economy o f Urban Develop
ment in Post-War Britain (Λονδίνο: Edward Arnold, 1985)· M. Harloe, C. Pickvance και J. Urry (επιμ.). Place, Policy and Politics: Do Localities Matter? (Λονδίνο: Unwin Hyman, 1990)· M. Boddy και C. Fudge (επιμ.), Local Socialism? Labour Councils and New Left Alternatives (Λονδίνο: Macmillan, 1984).
34. Η αποτυχία της Θάτσερ να εκπληρώσει αρκετούς από τους στόχους της μακροοικονομικής της πολιτικής τεκμηριώνεται άριστα στο Ρ. Hall, Governing the Economy.
280
Σημειώσεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ
1. Chang, Globalisation; Β. Jessop, «Liberalism, Neoliberalism, and Urban Governance: A State- Theoretical Perspective», Antipode, 34/3 (2002), 452-72' N. Poulantzas, State Power Socialism, μτφρ. P. Camiller (Λονδίνο: Verso, 1978)· S. Clarke (επιμ.), The State Debate (Λονδίνο: Macmillan, 1991)· S. Haggard και, R. Kaufman (επιμ.), The Politics o f Economic Adjustment: International Constraints, Distributive Conflicts and the State (Πρίν- στον: Princeton University Press, 1992)· M. Nozick, Anarchy, State and Utopia (Νέα Υόρ- κη: Basic Books, 1977).
2. O Stiglitz, The Roaring Nineties, κέρδισε το βραβείο Νόμπελ για τις μελέτες του σχετικά με τον τρόπο που οι ασυμμετρίες της πληροφόρησης επηρέασαν τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων στην αγορά και τα αποτελέσματα των δράσεών τους.
3. Βλέπε Harvey, Condition o f Postmodernity · Harvey, The Limits to Capital (Οξφόρδη: Basil Blackwell, 1982).
4. P. Evans, Embedded Autonomy: States and Industrial Transformation (Πρίνστον: Princeton University Press, 1995)· R. Wade, Governing the Market (Πρίνστον: Princeton University Press, 1992)· M. Woo-Cummings (επιμ.), The Developmental State (Τθακα, NY: Cornell University Press, 1999).
5. J. Henderson, «Uneven Crises: Institutional Foundation of East Asian Turmoil», Economy and Society, 28/3 (1999), 327-68.
6. Stiglitz, The Roaring Nineties, Ϊ2Τ P. Hall, Governing the Economy Fourcade-Gou- rinchas και Babb, «The Rebirth of the Liberal Creed».
7. I. Vasquez, «The Brady Plan and Market-Based Solutions to D ebt Crises», The Cato Journal, 16/2 (online).
8. M. Piore και C. Sable, The Second Industrial Divide: Possibilities for Prosperity (Νέα Υόρκη: Basic Books, 1986).
9. Βλέπε Harvey, Condition o f Postmodernity.10. V. Navarro (επιμ.), The Political Economy o f Social Inequalities: Consequences for
Health and the Quality o f Life (Άμιτιβιλ, NY: Baywood, 2002).11. P. McCarney και R. Stren, Governance on the Ground: Innovations and Discon
tinuities in the Cities o f the Developing World (Πρίνστον: Woodrow W ilson Center Press, 2003)· A. Dixit, Lawlessness and Economics: Alternative Modes o f Governance (Πρίνστον: Princeton University Press, 2004).
12. R. Miliband, The State in Capitalist Society (Νέα Υόρκη: Basic Books, 1969).13. N. Rosenblum και R. Post (επιμ.), Civil Society and Government (Πρίνστον: Prin
ceton University Press, 2001)· S. Chambers και W. Kymlicka (επιμ.), Alternative Conceptions o f Civil Society (Πρίνστον: Princeton University Press, 2001).
14. K. Ohmae, The End o f the Nation State: The Rise o f the Regional Economies (Νέα Υόρκη: Touchstone Press, 1996).
15. Court, Corporateering.16. D. Healy, Let Them Eat Prozac: The Unhealthy Relationship Between the Pharma
ceutical Industry and Depression (Νέα Υόρκη: New York University Press, 2004).17. W. Bello, N. Bullard και K. Malhotra (επιμ.), Global Finance: New Thinking on
Regulating Speculative Markets (Λονδίνο: Zed Books, 2000).18. K. Schwab και C. Smadja, παρατίθεται στο D. Harvey, Spaces of Hope (Εδιμβούρ
γο: Edinburgh University Press, 2000), 70.
2 8 :
Νεοφιλελευθερισμός
19. Η. Wang, China’s New Order: Society, Politics and Economy in Transition (Κέιμπριτζ, Μασ.: Harvard University Press, 2003), 44.
20. J. Mann, The Rise o f the Vulcans: The History o f Bush ‘s War Cabinet (Νέα Υόρκη: Viking Books, 2004)· S. Drury, Leo Strauss and the American Right (Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan, 1999).
21. R. Hofstadter, The Paranoid Style in American Politics and Other Essays (Κέιμπριτζ, Μασ.: Harvard University Press, έκδ. 1996 ).
22. Harvey, The New imperialism, Κεφ. 4.23. Chang, Globalisation, 31.24. M. Kaldor, New and Old Wars: Organized Violence in a Global Era (Κέιμπριτζ:
Polity, 1999), 130.25. Frank, What’s the Matter with Kansas.26. Lee Kuan Yew, From Third World to First: The Singapore Story, 1965-2000 (Νέα
Υόρκη: HarperCollins, 2000).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ΑΚΑΝΟΝΙΣΤΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ
1. Peck, «Geography and Public Policy».2. World Bank, World Development Report 2005: A Better Investment Climate for Eve
ryone (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 2004).3. Gowan, The Global Gamble.4. Dumenil και Levy, «The Economics of US Imperialism».5. Stiglitz, The Roaring Nineties.6. R. Brenner, The Boom and the Bubble: The US in the World Economy (Λονδίνο:
Verso, 2002).7. S. Corbridge, Debt and Development (Οξφόρδη: Blackwell, 1993).8. Stiglitz, Globalization and its Discontents, 57.9. Chua, World on Fire.10. Henderson, «Uneven Crises»· o Stiglitz, Globalization and its Discontents, 99, σι>-
ναινεί με αυτή την άποψη: «η φιλελευθεροποίηση των λογαριασμών κεφαλαίου ήταν ο μοναδικός σημαντικός παράγοντας που οδήγησε στην κρίση».
11. Stiglitz, Globalization and its Discontents, 129-30.12. Στο ίδιο.13. Vasquez, «The Brady Plan».14. D. MacLeod, Downsizing the State: Privatization and the Limits o f Neoliberal Reform
in Mexico (Γιουνιβέρσιτι Παρκ: Pennsylvania University Press, 2004).15. C. Lomnitz-Adler, «The Depreciation of Life During Mexico City’s Transition
into “The Crisis”», στο J. Schneider και I. Susser (επιμ.), Wounded Cities (Νέα Υόρκη: Berg, 2004) 47-70.
16. D. Davis, Urban Leviathan: Mexico City in the Twentieth Century (Φιλαδέλφεια: Temple University Press, 1994).
17. MacLeod, Downsizing the State, 90-4.18. Στο ίδιο, 71.19. J. Nash, Mayan Visions: The Quest for Autonomy in an Age o f Globalization (Νέα
Υόρκη: Routledge, 2001).
282
Σημειώσεις
20. J. Forero, «As China Gallops, Mexico Sees Factory Jobs Slip Away», New York Times, 3 Σεπτ. 2003, A3. «Το Μεξικό, που επί μακράν ήταν ο βασιλιάς των εργοστασίων χαμηλού κόστους και εξαγωγέας στις Ηνωμένες Πολιτείες ... υποκαθίσταται ταχέως από την Κίνα και τα εκατοντάδες εκατομμύρια χαμηλόμισθων εργατών της ...Α πό το2001, έχουν κλείσει συνολικά 500 α πό τα 3.700 maquiladoras, με κόστος 218.000 θέσεις εργασίας, λέει η μεξικανική κυβέρνηση». Πρόσφατες αναφορές υποδεικνύουν ότι η απασχόληση σ’ αυτά τα εργοστάσια έχει ανακάμψει, καθώς οι βιομηχανίες έχουν γίνει πιο α ποδοτικές και ευέλικτες, ικανές να χρησιμοποιούν τη γειτνίαση με τις ΗΠΑ για να εξασφαλίζουν μια σταθερή ροή παραδόσεων που επιτρέπει στους λιανοπωλητές να ελαχιστοποιούν τα αποθέματα. Βλέπε Ε. Malkin, «Α Boom Along the Border», New York Times, 26 Αυγ. 2004, W l και W7.
21. MacLeod, Downsizing the State, 99-100· Chua, World on Fire, 61-3, όπου παρέχεται μια σύντομη περιγραφή των δραστηριοτήτων του Carlos Slim.
22. Sharapura, «What Happened in Argentina?», Chicago Business Online, 28 Μαΐου2002, http://www.chibus.com/news/2002/05/28/ Worldview.
23. J. Petras και H. Veltmeyer, System in Crisis: The Dynamics o f Free Market Capitalism (Λονδίνο: Zed Books, 2003), 87-110.
24. S. Soederberg, Contesting Global Governance in the South: Debt, Class, and the New Common Sense in Managing Globalisation (Λονδίνο: Pluto Press, 2005).
25. J. Salerno, «Confiscatory Deflation: The Case of Argentina», Ludwig von Mises Institute, http://www.mises.org?fullstory.aspx?control=890.
26. Petras και Veltmeyer, System in Crisis, 86.27. V. Chibber, Locked in Place: State-Building and Late Industrialization in India (Πρίν-
στον: Princeton University Press, 2003).28. Στο ίδιο, 245.29. R. Wade και F. Veneroso, «The Asian Crisis: The High Debt Model versus the
Wall Street-Treasury-IMF Complex», New Left Review, 228 (1998), 3-23.30. M. Woo-Cummings, South Korean Anti-Americanism, Japan Policy Research In
stitute Working Paper 93 (Ιούλιος 2003).31. Στο ίδιο, 5.32. Stiglitz, Globalization and its Discontents.33. Στο ίδιο, 130.34. Woo-Cummings, South Korean Anti-Americanism, 4.35. Stiglitz, Globalization and its Discontents, 130, 206-7.36. Blyth, Great Transformations, 205.37. Στο ίδιο, 238-42.38. Στο ίδιο, 229-30.39. Στο ίδιο, 231-3.40. Ρ. Bond, Elite Transition: From Apartheid to Neoliberalism in South Africa (Λονδί
νο: Pluto Press, 2000)· του ίδιου, Against Global Apartheid: South Africa Meets the World Bank, the IMF and International Finance (Λονδίνο: Zed Books, 2003)
41. World Bank, World Development Report 2005.42. Stiglitz, Globalization and its Discontents, ο οποίος επανέρχεται συχνά σ’ αυτό το
ζήτημα.43. J. Mittelman, The Globalization Syndrome: Transformation and Resistance (Πρίν-
στον: Princeton University Press, 2000), 90-106.
283
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ «ΜΕ ΚΙΝΕΖΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ»
1. Ν. Lardy, China’s Unfinished Economic Revolution (Ουάσιγκτον: Brookings Institution, 1998)· S.-M. Li και W.-S. Tang, China’s Regions, Polity and Economy (Χονγκ Κονγκ: Chinese University Press, 2000).
2. Κλίνω προς τη δεύτερη ερμηνεία, αν και δεν είναι τόσο ισχυρή όσο των Hart- Landsberg και Burkett, στο έργο των οποίων βασίζομαι εδώ εκτενώς. Βλέπε Μ. Hart- Landsberg και Ρ. Burkett, China and Socialism: Market Reforms and Class Struggle (Νέα Υόρκη, 2004· = Monthly Review, 56/3).
3. L. Cao, «Chinese Privatization: Between Plan and Market», Law and Contemporary Problems, 63/13 (2000), 13-62.
4. Γι’ αυτό το ζήτημα γίνεται μνεία εμφατικά στο Υ. Huang, «Is China Playing by theRules?», Congressional-Executive Commission on China, . cecc.gov/pages/hea-rings/092403/huang. php.
5. Wang, China’s New Order, 66.6. D. Hale και L. Hale, «China Takes Off», Foreign Affairs, 82/6 (2003), 36-53.7. J. Kahn & J. Yardley, «Amid China’s Boom, No Helping Hand for Young Qing-
ming», New York Times, 1 Αυγ. 2004, AI και A6.8. J. Yardley, «In a Tidal Wave, China’s Masses Pour from Farm to City», New York
Times,. 12 Σεπτ. 2004, W eek in Review, 6.9. Kahn και Yardley, «Amid China’s Boom».10. C. Stevenson, Reforming State-Owned Enterprises: Past Lessons for Current Pro
blems (Ουάσιγκτον: George Washington University), http: www.gwu.edu/-ylowrey/ste vensonc.httml.
11. Hart-Landsberg και Burkett, China and Sodalism, 35' Li και Tang, China’s Regions.12. Hart-Landsberg και Burkett, China and Socialism, 38.13. Βλέπε στο ίδιο και Global Policy Forum, Newsletter «China’s Privatization», http:
www.globalpolicy.org.socecon/ffd/fdil2003/ 1112chinaprivatization.14. Li και Tang, China’s Regions, Κεφ. 6.15. Στο ίδιο, 82.16. China Labor Watch, «Mainland China Jobless Situation Grim, Minister Says»,
http:/ / www.chinalaborwatch.org/en/web/article_id=500043,18 Νοεμ. 2004.17. J. Kahn, «China Gambles on Big Projects for its Stability», New York Times, 13
lav. 2003, AI και Α8· K. Bradsher, «Chinese Builders Buy Abroad», New York Times, 2 Δεκ. 2003, W1 και W7- T. Fishman, «The Chinese Century», New York Times Magazine, 4 Ιουλίου 2004, 24-51.
18. H. French, «New Boomtowns Change Path of China’s Growth», New York Times, 28 Ιουλίου 2004, AI και A8.
19. K. Bradsher, «Big China Trade Brings Port War», International Herald Tribune, 27 lav. 2003,12.
20. S. Sharma, «Stability Amidst Turmoil: China and the Asian Financial Crisis», Asia Quarterly (Χειμώνας 2000), www.fas.harvard.edu/-asiactr/ haql2000001 /000 la006.htm.
21. Hale και Hale, «China Takes Off», 40.22. H. Liu, «China: Banking on Bank Reform”, Asia Times Online, atimes. com, 1 Ιου
νίου 2002.23. K. Bradsher,« Heated Chinese Economy Piles up Debt», New York Times, 4 Σεπτ.
284
Σημειώσεις
2003, ΑΙ και Ο Κ. Bradsher, «China Announces New Bailout of Big Banks», New York Times, 7 lav. 2004, Cl.
24. Liu, «China: Banking on Bank Reform».25. C. Buckley, «Let a Thousand Ideas Flower: China Is a New Hotbed of Research»,
New York Times, 13 Σεπτ. 2004, Cl και C4.26. J. Warner, «Why the W orld’s Economy is Stuck on a Fast Boat to China», The In
dependent, 24 lav. 2004, 23.27. C. Buckley, «Rapid Growth of China’s Huawei Has its High-Tech Rivals on Guard»,
New York Times, 6 Οκτ. 2003, Cl και C3.28. K. Bradsher, «GM To Speed Up Expansion in China: An Annual Goal of 1.3
Million Cars», New York Times, 8 Ιουνίου 2004, W1 και W7.29. Z. Zhang, Whither China? Intellectual Politics in Contemporary China (Ντέραμ, NC:
Duke University Press, 2001).30. K. Bradsher, «China’s Factories Aim to Fill Garages Around the World», New York
Times, 2 Νοεμ. 2003, International Section, 8' στο ίδιο, «GM To Speed Up Expansion in China»· στο ίδιο, «Is China The Next Bubble?», New York Times, 18 lav. 2004, τμ. 3,1 και 4.
31. K. Bradsher, «Chinese Provinces Form Regional Power Bloc», New York Times, 2 Ιουνίου 2004, W1 και W7.
32. H. Yasheng και T. Khanna «Can India Overtake China?», China Now Magazine, 3 Απρ. 2004, www.chinanowmag.com/business/business.htm.
33. P. Dicken, Global Shift: Reshaping the Global Economic Mag in the 21st Century, 4η έκδ. (Νέα Υόρκη: Guilford Press, 2003), 332.
34. Hout και J. Lebretton, «The Real Contest Between America and China», The Wall Street Journal on Line, 16 Σεπτ. 2003· είναι ενδιαφέρον το ότι αυτή ακριβώς είναι η παρατήρηση του Μαρξ για τη διαφοροποιημένη εφαρμογή της τεχνολογίας ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία τον 19ο αιώνα: βλέπε Capital (Νέα Υόρκη: International Publishers, 1967), i, 371-2.
35. Βλέπε H art-Landsberg και Burkett, China and Socialism, 94-5· K. Brooke, «Korea Feeling Pressure as China Grows», New York Times, 8 lav. 2003, W1 και W7.
36. J. Belson, «Japanese Capital and Jobs Flowing to China», New York Times, 17 Φεβ.2004, Cl και C4.
37. Βλέπε Forero, «As China Gallops».38. K. Bradsher, «China Reports Economic Growth of 9.1% in 2003», New York
Times, 20 Φεβ. 2004, W1 και W7.39. K. Bradsher, «Taiwan Watches its Economy Slip to China», New York Times, 13
Δεκ. 2004, Cl.40. W. Arnold, «ΒΗΡ Billiton Remains Upbeat Over Bet on China’s Growth», New
York Times, 8 Ιουνίου 2004, W1 και W7.41. M. Landler, «Hungary Eager and Uneasy Over New Status», New York Times, 5
Μαρτ. 2004, W1 και W7· K. Bradsher, «Chinese A utomaker Plans Assembly Line in Malaysia», New York Times, 19 Οκτ. 2004, W1 και W7.
42. K. Bradsher, «China’s Strange Hybrid Economy», New York Times, 21 Δεκ. 2003, C5.43. Οι παρατηρήσεις του Βόλκερ παρατίθενται στο Ρ. Bond, «US and Global Eco
nomic Volatility: Theoretical, Empirical and Political Considerations», εργασία που παρουσιάστηκε στο Empire Seminar, York University, Νοέμ. 2004.
44. Wang, China’s New Order T. Fishman, China Inc.: How the Rise o f the Next Superpower Challenges America and the World (Νέα Υόρκη: Scribner, 2005).
285
Νεοφιλελευθερισμός
45. Κ. Bradsher, «Now, a G reat Leap Forward in Luxury», New York Times, 10 Ιουνίου 2004, Cl και C6.
46. X. Wu και J. Perloff, China ‘s Income Distribution Over Time: Reasons for Rising Inequality, CUDARE Working Papers 977 (Μπέρκλεϊ: University of California at Berkeley, 2004).
47. Wang, China’s New Order.48. L. Wei, Regional Development in China (Νέα Υόρκη: Routledge/Curzon, 2000).49. L. Shi, «Current Conditions of China’s Working Class», China Study Group, 3 Νοεμ.
2003, http://www.chinastudygroup.org/index.php? action=article&type.50. China Labor Watch, «Mainland China Jobless Situation Grim».51. Shi, «Current Conditions of China’s Working Class».52. D. Barboza, «An Unknown Giant Flexes its Muscles», New York Times, 4 Δεκ.
2004, Cl και C3' S. Lohr, «IBM’s Sale of PC Unit Is a Bridge Between Companies and Cultures», New York Times, 8 Δεκ. 2004, A I και C4· S. Lohr, «ΒΜ Sought a China Partnership, Not Just a Sale», New York Times, 13 Δεκ. 2004, Cl και C6.
53. Wang, China’s New Order . J. Yardley, «Farmers Being Moved Aside by China’s Real Estate Boom», New York Times, 8 Δεκ. 2004, AI και A16.
54. C. Cartier, «Zone Fever. The Arable Land D ebate and Real Estate Speculation: China’s Evolving Land Use Regime and its Geographical Contradictions», Journal of Contemporary China, 10 (2001), 455-69' Z. Zhang, Strangers in the City: Reconfigurations o f Space, Power, and Social Networks within China ‘s Floating Population (Στάνφορντ: Stanford University Press, 2001) .
55. C. Cartier, «Symbolic City /Regions and G endered Identity Formation in South China», Provincial China, 8/1 (2003), 60-77' Z. Zhang, «Mediating Time: The “Rice Bowl of Youth” in Fin-de-Siecle Urban China», Public Culture, 12/1 (2000), 93-113.
56. S. K. Lee, «Made In China: Labor as a Political Force?», δήλωση της επιτροπής, Mansfield conference 2004, University of Montana, Μίσουλα, 18-20 Απρ. 2004.
57. Στο ίδιο- J. Yardley, «Chinese Appeal to Beijing to Resolve Local Complaints», New York Times, 8 Μαρ. 2004, A3.
58. E. Rosenthal, «Workers Plight Brings New Militancy in China», New York Times, 10 Μαρ. 2003, A8.
59. E. Cody, «Workers in China Shed Passivity: Spate of Walkouts Shakes Factories», Washington Post, 27 Νοεμ. 2004, A01' A. Cheng «Labor Unrest is Growing in China», International Herald Tribune Online, 27 Οκτ., 2004' Yardley, «Farmers Being Moved Aside».
60. Lee, «Made In China».61. Παρατίθεται στο Cody, «Workers in China Shed Passivity»· βλέπε επίσης διάφο
ρες εκδόσεις του China Labor Bulletin.62. Cody, «Workers in China».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΕΔΩΛΙΟ
1. Marx, Theories o f Surplus Value, Μέρ. 2, (Λονδίνο: Lawrence & Wishart, 1969), 200.2. J. Gray, Palse Dawn: The Illusions o f Global Capitalism (Λονδίνο: Granta Press,
1998).3. Bond, «US and Global Economic Volatility».
286
Σημειώσεις
4. Ο ι δύο καλύτερες επίσημες εκτιμήσεις μπορούν να βρεθούν στο World Commission on the Social Dimension of Globalization, A Pair Globalization: Creating Opportunities for A ll (Γενεύη, International Labour Office, 2004)· United Nations Development Program, Human Development Report, 1999; Human Development Report, 2003.
5. M. Weisbrot, D. Baker, E. Kraev και J. Chen, «The Scorecard on Globalization 1980-2000: Its Consequences for Economic and Social Well-Being», στο V. Navarro και C. Muntaner, Political and Economic Determinants o f Population Health and Well-Being (Αμι- τιβιλ, NY: Baywood, 2004) 91-114.
6. G. Monbiot, «Punitive- and It Works», Guardian, 11 lav. 2005, online edition.7. Henwood, After the New Economy Dumenil και Levy, Capital Resurgent, Σχ. 17.1.8. Η βιβλιογραφία για την παγκοσμιοποίηση είναι τεράστια. Οι απόψεις μου διατυ
πώθηκαν στο Harvey, Spaces o f Hope.9. Στο ίδιο, Κεφ. 4.10. Μ. Derthick και Ρ. Quirk, The Politics o f Deregulation (Ουάσιγκτον: Brookings
Institution Press, 1985)· W. Megginson & J. Netter, “From State to Market: A Survey of Empirical Studies of Privatization”, Journal o f Economic Literature (2001), online.
11. Dicken, Global Shift, Κεφ. 13.12. Η σημασία της διασποράς των ριψοκινδυνεύσεων και της ανάληψης της ηγεσίας
μέσω χρηματοπιστωτικών παραγώγων τονίζεται στα Panitch και Gindin, «Finance and American Empire»· S. Soederberg, «The New International Financial Architecture: Imposed Leadership and “Emerging Markets”» Socialist Register (2002), 175-92.
13. Corbridge, Debt and Development- S. George, A Fate Worse Than Debt (Νέα Υόρ- κη: Grove Press, 1988).
14. E. Toussaint, Your Money or Your Life: The Tyranny o f Global Finance (Λονδίνο: Pluto Press, 2003)· Stiglitz, Globalization and its Discontents, 225' Wade και Veneroso, «The Asian Crisis», 21.
15. J. Farah, «Brute Tyranny in China», W orldNetDaily.com, ανταπ. 15 Μαρ. 2004· I. Peterson, «As Land Goes To Revitalization, There Go the Old Neighbors», New York Times, 30 lav. 2005, 29 και 32.
16. J. Holloway και E. Pelaez, Zapatista: Reinventing Revolution (Λονδίνο: Pluto, 1998)· J. Stedile, «Brazil’s Landless Battalions», στο T. Mertes (επιμ.), A Movement of Movements (Λονδίνο: Verso, 2004).
17. D. Harvey, «The A rt of Rent: Globalization, Monopoly and the Commodification of Culture”, Socialist Register (2002), 93-110.
18. Polanyi, The Great Transformation, 73.19. K. Bales, Disposable People: New Slavery in the Global Economy (Μπέρκλεϊ:
University of California Press, 2000)· M. Wright, «The Dialectics of Still Life: Murder, Women and the Maquiladoras», Public Culture, 11 (1999), 453-74.
20. A. Ross, Low Pay High Profile: The Global Push for Fair Labor (Νέα Υόρκη: The New Press, 2004), 124.
21. J. Seabrook, In the Cities o f the South: Scenes from a Developing World (Λονδίνο: Verso, 1996), 103.
22. J . Sommer, «Α Dragon Let Loose on the Land: And Shanghai is at the Epicenter of China’s Economic Boom», Japan Times, 26 Οκτ. 1994,3.
23. C. K. Lee, Gender and the South China Miracle (Μπέρκλεϊ: University of California Press, 1998)· C. Cartier, Globalizing South China (Οξφόρδη: Basil Blackwell, 2001), ιδίως Κεφ. 6.
287
Νεοφιλελευθερισμός
24. Οι παγκόσμιες επιπτώσεις εξετάζονται λεπτομερώς στο Navarro, The Political Economy o f Social Inequalities- Navarro και Muntaner, Political and Economic Determinants.
25. J. Kahn, «Violence Taints Religion’s Solace for China’s Poor», New York Times, 25 Νοεμ. 2004, AI και A24.
26. Frank, What’s the Matter with Kansas.27. N Myers, Ultimate Security: The Environmental Basis o f Political Stability (Νέα Υόρ-
κη: Norton, 1993)' του ίδιου, The Primary Resource: Tropical Forests and our Future/Up- datedforthe 1990s (Νέα Υόρκη: Norton, 1993)· M. Novacek (επιμ.), The Biodiversity Crisis: Losing What Counts (Νέα Υόρκη: American Museum of Natural History, 2001).
28. Climate Change Science Program, «Our Changing Planet: The US Climate Change Science Program for Fiscal Years 2004 and 2005», http:// www.ugcrp.gov/ usgcrP- /Library/ocp2004-5· M. Townsend και P. «Now the Pentagon Tells Bush: Climate Change Will Destroy US», Observer, 22 Φεβ. 2004, online.
29. K. Bradsher, «China’s Boom Adds to Global Warming», New York Times, 22 Οκτ. 2003, A l και A8' J. Yardley, «Rivers Run Black, and Chinese Die of Cancer», New York Times, 12 Σεπτ. 2004, A I και Α Π ' D. Murphy, «Chinese Province: Stinking, Filthy, Rich», Wall Street Journal, 27 Οκτ. 2004 B2H.
30. Petras και Veltmeyer, System in Crisis, Κεφ. 6.31. American Lands Alliance, «IMF Policies Lead to Global Deforestation», http://
americanlands.org/imfrePort.htm.32. D. Rodrick, The Global Governance o f Trade : A s i f Development Really Mattered
(Νέα Υόρκη, United Nations Development Program, 2001), 9.33. D. Chandler, From Kosovo to Kabul: Human Rights and International (Λονδίνο:
Pluto Press, 2002), 89.34. Στο ίδιο, 230.35. T. Wallace, «NGO Dilemmas: Trojan Horses for Global Neoliberalism?», Sosialist
Register (2003), 202-19. Για μια γενική επισκόπηση του ρόλου των ΜΚΟ, βλέπε Edwards και D. Hulme (επιμ.), Non-Governmental Organisations: Performance and Accountability (Λονδίνο: Earthscan, 1995).
36. L. Gill, Teetering on the Rim (Νέα Υόρκη: Columbia University Press 2000)' M.- B. Dembour και R. Wilson (επιμ.), Culture and Anthropological Perspectives (Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 2001).
37. A. Bartholomew και J. Breakspear, «Human Rights as Swords of Empire», Socialist Register (Λονδίνο: Merlin Press, 2003), 124-45.
38. Στο ίδιο.39. Chandler, From Kossovo to Kabul, 27, 218.40. Στο ίδιο, 235.41. Marx, Capital, i. 225.42. D. Harvey, «The Right to the City», στο R. Scholar (επιμ.), Divided Cities: Oxford
Amnesty Lectures 2003 (Οξφόρδη: Oxford University Press, υπό έκδοση).43. Harvey, The New Imperialism, Κεφ. 2.
288
Σημειώσεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
1. Παρατίθεται στη βαθυστόχαστη κριτική του Sen: «Development as Quality of Life: A Critique of Amartya Sen’s Development as Freedom», στο Navarro (επιμ.), The Political Economy o f Social Inequalities, 13-26.
2. Polanyi, The Great Transformation, 257.3. Zakaria, The Future o f Freedom- A. Sen, Development as Freedom (Νέα Υόρκη:
Knopf, 1999).4. Marx, Capital, iii. 820.5. R. Kaplan, The Coming Anarchy: Shattering the Dreams o f the Post Cold War (Νέα
Υόρκη: Vintage, 2001).6. J. Walton, «Urban Protest and the Global Political Economy: The IMF Riots», στο
M. Smith και J. Feagin (επιμ.), The Capitalist City (Οξφόρδη: Blackwell, 1987) J5-86.7. D. Jensen, The Culture o f Make Believe (Νέα Υόρκη: Context Books, 2002)· J.
Zergan, Future Primitive and Other Essays (Μπρούκλιν, NY: Autonomedia, 1994).8. Kahn, «Violence Taints Religion’s Solace for China’s Poor».9. B. Gills (επιμ.), Globalization and the Politics o f Resistance (Νέα Υόρκη: Palgrave,
2001)· T. Mertes (επιμ.), A Movement o f Movements (Λονδίνο: Verso, 2004)· P. Wignaraja (επιμ.), New Social Movements in the South: Empowering the People (Λονδίνο: Zed Books, 1993) ■ J. Brecher, T. Costello, και B. Smith, Globalization from Below: The Power o f Solidarity (Κέιμπριτζ, Μασ.: South End Press, 2000).
10. Stiglitz, Globalization and its Discontents, and The Roaring Nineties- P. Krugman, The Great Unravelling: Losing Our Way in the Twentieth Century (Νέα Υόρκη: Norton, 2003). G. Soros, George Soros on Globalization (Νέα Υόρκη: Public Affairs, 2002)· του ίδιου, The Bubble o f American Supremacy: Correcting the Misuse o f American Power (Νέα Υόρκη: Public Affairs, 2003)' J. Sachs, «New Global Consensus on Helping the Poorest of the Poor», Global Policy Forum Newsletter, 18 Απρ. 2000. Π.χ. o Sachs λέει «δεν πιστεύω στην παγκόσμια διακυβέρνηση από τις πλούσιες χώρες ή στη διεθνή ψηφοφορία όπου μετράει υπερβολικά το χρήμα, όπως είναι σήμερα στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα, ή σε μια μόνιμη κυβέρνηση περιχαρακωμένων γραφειοκρατιών ανενόχλητων από εξωτερική εποπτεία όπως ισχύει στο ΔΝΤ, ή στη διακυβέρνηση βάσει των όρων που τίθενται από τις πλούσιες χιόρες και επιβάλλονται στους φτωχούς».
11. Παραθέτω μόνο δύο: United Nations Development Program, Fluman Development Report 1999· World Commission on the Social Dimension of Globalization, A Pair Globalization.
12. D. Held, Global Covenant: The Social Democratic Alternative to the Washington Consensus (Κέιμπριτζ: Polity, 2004)· εξέτασα κάποια από τα διλήμματα της εφαρμογής της κοσμοπολίτικης ηθικής στο D. Harvey, «Cosmopolitanism and the Banality of Geographical Evils», στο J. Comaroff και J. Comaroff, Millennial Capitalism and the Culture o f Neoliberalism (Ντέραμ, NC: Duke University Press, 2000), 271-310.
13. Για τον Βόλκερ, βλέπε Bond, «US and Global Economic Volatility»· M. Muh- leisen και C. Towe (επιμ.), US Fiscal Policies and Priorities for Long-Run Sustainability, Occasional Paper 227 (Ουάσιγκτον: International Monetary Fund, 2004).
14. Dumenil και Levy, «Neoliberal Dynamics».15. Harvey, Condition o f Postmodemity, 169.
289
Νεοφιλελευθερισμός
16. Η. Arendt, Imperialism (Νέα Υόρκη: Harcourt Brace Janovich, έκδ. 1968 )■ Harvey, The New Imperialism, 12-17.
17. D. King, The Liberty o f Strangers: Making the American Nation (Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 2004).
18. G. Arrighi και B. Silver, Chaos and Governance in the Modem World System (Mi- νεάπολις: Minnesota University Press, 1999)· βλέπε επίοης τον Επίλογο στη χαρτόδετη έκδοση ταυ Harvey, The New Imperialism (Οξφόρδη: Oxford University Press, 2005).
19. Παρατίθεται στο Harvey, Condition o f Postmodemity, 168-70.20. S. Amin, «Social Movements at the Periphery», στο Wignaraja (επιμ.), New Social
Movements in the South, 76-100.21. W. Bello, Deglobalization: Ideas for a New World Economy (Λονδίνο: Z ed Books,
2002)· Bello, Bullard και Malhotra (επιμ.), Global Finance· S. George, Another World is Possible IF... (Λονδίνο: Verso, 2003)· W. Fisher και T. Ponniah (επιμ.), Another World is Possible: Popular Alternatives to Globalization at the World Social Forum (Λονδίνο: Zed Books, 2003)· P. Bond, Talk Left Walk Right: South Africa’s Frustrated Global Reforms (Σκότσβιλ, Νότια Αφρική: University of KwaZulu-Natal Press, 2004)· Mertes, A Movement o f Movements- Gill, Teetering on the R im ■ Brecher, Costello και Smith, Globalization from Below.
22. Harvey, Spaces o f Hope, 248-52.23. H. Task Force on Inequality and American Democracy, στο American Democracy
in an Age o f Rising Inequality, ζωγραφίζει μια ενοχλητική εικόνα.24. Αυτό είναι το επιχείρημα στο οποίο επανέρχεται συχνά το Wang, China’s New
Order, για την περίπτωση της Κίνας, επί παραδείγματι.
290
ΕΥ ΡΕ Τ Η ΡΙΟ
ακανόνιστη επέκταση, γεωγραφικά 124 αλλαγές από το 1970 124-126 Αργεντινή 144-147 δυνάμεις και διακυμάνσεις 157-161 Μεξικό 137-143 Ν ότια Κορέα 147-153 Σουηδία 153-156
Α λιέντε, Σ. 32,33,55 Ά μεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) 30,
49, 54ακανόνιστη επέκταση 128-132,139,157Κίνα 166,180-181
Α μπου Ν τάμπι 54 αναλώσιμο εμπόρευμα, εργασία ως
220-222, 239αναρχία, κίνδυνος της 241 Α νατολική Α σία 24
ακανόνιστη επέκταση 125,147 έννοια της ελευθερίας 36, 49, 62 νεοφιλελεύθερο κράτος 99,107, 122προοπτική της ελευθερίας 250 και Κίνα 165συναίνεση, οικοδόμηση της 92
Α νατολική και Κ εντρική Ε υρώ πη 29, 43,105ακανόνιστη επέκταση 159 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 204, 221
ανισότητεςαυξημένες 125-126,160-161 εισοδήματος 41-45,125,130,139 Κίνα 188-199
ανταγωνισμός, δ ιεθνής 104,116 αύξηση του 124,143 ως αρετή 98
ανταλλαγή ω ς ηθική 26 αντιπολιτευτική κουλτούρα 228 α ξ ιοπρέπεια, ανθρώ πινη 29 αποαποικιοποίηση 87 αποβιομηχάνιση 53, 75, 94,103, 223 αποπληθωρισμός 76,146, 250 αποπληθωρισμός σε βαθμό
κατάσχεσης 212απορρύθμιση 25, 52, 83, 98,107,128,
155, 210α ποτυχία του νεοφιλελευθερισμού
204Α ργεντινή 144,146
ακανόνιστη επέκταση 132,144,146,160νεοφιλελεύθερο κράτος 110,114νεοφιλελευθερισμόςστο εδώλιο 202προοπτική της ελευθερίας 239, 264
Ά ρεντ, X. 251 Ά ρνολντ, Μ. 30 ASEAN (Έ νω ση τω ν χωρώ ν της
Ν οτιο-ανατολικής Α σίας), 115 αναταραχή 74-79 αστικές περιοχές 92-93, 225
γρήγορη ανάπτυξη 175-177 διαφορά με αγροτικές περιοχές 168-169, 188-196
ατομικισμός 89,115,119,122, 222 άτυπη οικονομία 142 Α υστραλία 59,134,185 αυταρχισμός 56,159
και νεοφιλελεύθερο κράτος 114,116 συμμαχία τω ν ΗΠΑ με- βλέπε Χιλή
Α φρική 36ακανόνιστη επέκταση 126, 132,158
291
Νεοφιλελευθερισμός
νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο204, 222, 228οικοδόμηση συναίνεσης 69, 88
ΒΒαλκάνια 132 Βελτμάγιερ, X. 147 Βενεζουέλα 109 Βενερόζο, Φ. 212 Βόλκερ, Π ολ (και Fed) 23,50
ακανόνιστη επέκταση 138,142 έννοια της ελευθερίας 50-52, 56 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 201, 212προοπτική της ελευθερίας 244, 245, 248-49, 262-263
Βορειοαμερικανική Ζ ώ νη Ελεύθερων Συναλλαγώ ν (NAFTA) 131
Βραζιλία 185ακανόνιστη επέκταση 146 νεοφιλελεύθερο κράτος 109 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 216, 227προοπτική της ελευθερίας 241, 258, 264
Βρετανία 23, 33έννοια της ελευθερίας 35, 42,49, 59νεοφιλελεύθερο κράτος 99,101, 105νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο205, 215, 219οικοδόμηση συναίνεσης 68, 70, 90 προοπτική της ελευθερίας 257
Business R oundtable 73
Γαλλία 38, 54, 71, 99,121,129,137 Γενική Σ υμφω νία Δασμών και
Εμπορίου (GATT) 139 Γερμανία
Δυτική 126-127 Γ ιέρτζιν ,Ν τ. 82 Γκίλντερ, Τ ζορ τζ 86 Γκόλντγουοτερ Μ πάρι 24 Γκρέι, Τ ζον 200 Γουάνγκ, X. 117,166,190
Γουέιντ, Ρ. 212 Γουόλρας, Α ίον 47 Coca Cola 67,116 Commentary 81 Crim eThink 240
Δδέλτα του ποταμού Π ερλ 125 δευτερογενή δικαιώ ματα 235 δημιουργική καταστροφή 25 δημοκρατία
ζήτηση για 151 κατάχρηση της 238 ω ς πολυτέλεια 99
Δημοκρατικοί (ΗΠΑ) 38, 80 ακανόνιστη επέκταση 130 συναίνεση, οικοδόμηση της 82 βλέπε επίσης Κλίντον,Ρούσβελτ
δημόσια επιλογή, θεω ρία 85 διαχείριση τω ν κρίσεων 211 Δ ιεθνές Νομισματικό Ταμείο
(ΔΝΤ) 25ακανόνιστη επέκταση 130-1,137, 143-144, 146, 152, 158-161 έννοια της ελευθερίας 32, 35, 37, 51,58νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 200, 202, 211-213, 228, 235 νεοφιλελεύθερο κράτος 103-108, σποραδικάπροοπτική της ελευθερίας 237, 244, 257
Διεύθυνση Διαχείρισης και Π ροϋπολογισμού 83
διευθυνόμενη οικονομία 35 διευθύνοντες σύμβουλοι 73 ΔΝΤ 204,227,239,244 D aew oo 136
Εεγκληματικότητα 78,139, 239 Ε θνικό Συμβούλιο Ε ργασιακώ ν
Σχέσεων 83 εισοδήματα /μισθοί
ακανόνιστη επέκταση 125,130, 139, 155-56
292
Ευρετήριο
ανισότητες 41-45,125,130,139ατομικά 126και παραγω γικότητα 51Κ ίνα 169-170, 183, 189-190, 195-196νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο202-203πολιτικές 37-38 πτώση 44
εκμετάλλευση τω ν φυσικών πόρω ν 33, 208
ελευθερίαάνοδος της 46-51 αποκλίνουσες έννοιες 237 ελευθερίες 237 έννοια της 29-67, 277-279 νεοφιλελεύθερη θεωρία, και ταξική δύναμη 60 νεοφιλελεύθερη στροφή, αιτίες για 34-35 ορισμοί 64-66 τέσσερις πρω ταρχικές ως σλόγκαν 68
ελίτ, παλινόρθωση της ισχύος τους ακανόνιστη επέκταση 148 έννοια της ελευθερίας 57 Κ ίνα 192νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 201νεοφιλελεύθερο κράτος 99,103 προοπτική της ελευθερίας 255 συναίνεση, οικοδόμηση της 68, 74,84
εμπεδωμένος φιλελευθερισμός 36 εμπορευματοποίηση 116, 208-209,
216, 230E nron 60,112,211 εντός ορίω ν νεοφιλελευθεροποίηση
157Έ ντσαλ, Τόμας 79, 86 εξισωτισμός 261εξωστρεφής οικονομική μεγέθυνση
Κ ίνα 180επιθέσεις στο Π αγκόσμιο Κέντρο
Ε μπορίου 119 επιτροπές πολιτικής δράσης
(ΕΠΔ) 79εργασία/απασχόληση/εργατική τάξη
εργασία ω ς εμπόρευμα 85, 99 πλήρης απασχόληση 35
Ε ργατικό Κόμμα (ΗΒ) 38, 90 Ε ταιρεία Μ ον Πελερέν 46 εταιρείες, δύναμη τω ν 38
ακανόνιστη επέκταση 127 νεοφιλελεύθερο κράτος 112,115, 121νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 200, 206, 215προοπτική της ελευθερίας 247, 260 συναίνεση, οικοδόμηση της 72, 86 βλέπε επίσης χρηματοπιστωτικό σύστημα
ευέλικτη εργασία 140 ευέλικτη συσσώρευση 110 Ε υρω παϊκός Μ ηχανισμός
Συναλλαγματικώ ν Ισοτιμιών 136 Ε υρώ πη 205
ακανόνιστη γεω γραφική επέκταση 126,156έννοια της ελευθερίας 36-41, 43,45, 52, 54-55Ε υρω παϊκή Έ νω ση 114,122,156,159προοπτική της ελευθερίας 257
ΖΖ ακά ρια , Φ. 238 Ζ α κ ς ,Τ ζ . 241 Ζ α πά τα , Ε . 142 Ζ έβ ινΤ ζ . 76
FFed, βλέπε Βόλκερ Fortune 500 43, 74 Frelim o 160 Fulan (Falun) G ong 223
GG7/G8 61,99G enera l M otors 174,179-180 G reenpeace 258
HΗ προοπτική της ελευθερίας 64, 237-
264
293
Νεοφιλελευθερισμός
ηθική«ηθική πλειοψηφία» 80
ΗΠΑ 23,24,49-52ακανόνιστη επέκταση 124-136 σποραδικά, 140, 147-152, 157-161 έννοια της ελευθερίας 34-38, 39-45, σποραδικά, 47-63 σποραδικά, 65-67 νεοφιλελεύθερο κράτος 97-123 σποραδικά, 104-113 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 200-205, 206-236 σποραδικά και Κ ίνα 162,179,180-188 σποραδικάπροοπτική της ελευθερίας 237-264 σποραδικάσυναίνεση, οικοδόμηση της 68-86 σποραδικά«9/11» επίθεση 29,119 βλέπε επίσης ΑΞΕ, Ν έα Υόρκη
Θ άτσερ Μ άργκαρετ 23, 33,49 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο224οικοδόμηση συναίνεσης 92, 94
Θεσμικό Ε παναστατικό Κόμμα (Μ εξικό) 121,137
Ιαπω νίαακανόνιστη επέκταση 126 και Κ ίνα 166,182 νεοφιλελεύθερο κράτος 122 προοπτική της ελευθερίας 249
IBM 178 Ίγκλετον, Τ. 254 ιδιοκτησία αυτοκινήτων 225 Ινδία 34,111
νεοφιλελεύθερο κράτος 122 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 205προοπτική της ελευθερίας 241, 258
Ινδονησία 132 και Κ ίνα 183νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 161
νεοφιλελεύθερο κράτος 111 Ινστιτούτο Άνταμ Σμιθ 89 Ινστιτούτο Ο ικονομικών Υποθέσεων
49Ιράκ 30-31
ανοικοδόμηση 238 πόλεμος 64, 244
Ιράν 122,264 Ισλάμ 119ισοζύγιο πληρω μώ ν 90,187-188, 244 Ισπανία 38 Ισραήλ 37 Ιταλία 38
ΚΚ άλντορ, Μ αίρη 120 Κ αναδάς 99 Κ άπλαν, Ρ. 239 Κ αρβάλιο, Ντ. 145 Καρίγιο, Σ. 38 Κ άρτερ, Τζ. Ε. 49-50,52 καταναγκασμός/βία
εξουσία/ισχύς 117 νεοφιλελεύθερο κράτος 100,104 νεοφιλελεύθερο κράτος· νομιμοποίηση της 112, 209,233 βλέπε επίσης χρηματοπιστωτικό σύστημα, στρατός
Κέινς Τζ. Μ. /κεϊνσιανισμόςακανόνιστη επέκταση 125-126, 130-131Κ ίνα 177-199 σποραδικά παράδοξο 200-201 προοπτική της ελευθερίας 242
Κ εντρική Α μερική 55, 160προοπτική της ελευθερίας 252,255βλέπε επίσης Μ εξικό
κεντρικός σχεδιασμός, μετάβαση από 105-106βλέπε επίσης Κ ίνα, Α νατολική και Κ εντρική Ε υρώ πη, Ρωσία, σοσιαλισμός/κομουνισμός
Κ έντρο Π ολιτικώ ν Μ ελετών (ΗΒ) 89 κεφάλαιο
κινητικότητα του 37, 99, 130 καπιταλιστική (κεφαλαιοκρατική)
294
Ευρετήριο
τάξη· βλέπε ελίτ, χρηματοπιστωτικό σύστημα 31
Κ ίνα 23,25,34,107,162ακανόνιστη επέκταση 125,135,147, 157εξωτερικές σχέσεις 179 επιχειρήσεις σε κω μοπόλεις και χω ριά 168εσωτερικοί μετασχηματισμοί 164 κρατικές επιχειρήσεις 168 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 200,215, 220, 234νεοφιλελεύθερο κράτος 107,111, 117,119πλατεία Τ ιενανμέν 166,188, 229 προοπτική της ελευθερίας 240, 243-244
Κ ινγκ, Ρ. 119Κ ινέζοι στην Ινδονησία 59, 62 κινήματα δ ιαφω νίας 119 Κίσιντζερ, X. 32 κλιματική αλλαγή 224, 231 Κ λίντον Γ. Τζ.
ακανόνιστη επέκταση 130,131,142, 151οικοδόμηση συναίνεσης 82
κοινά/φυσικοί πόροι/περιβάλλον εκμετάλλευση 33,105,164, 249 «η τραγω δία της εξαφάνισης» 98, 193, 208, 258κινήματα προστασίας 258 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 227 υποβάθμιση και ρύπανση 101,139, 224
Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών 43
κοινός νους 68 κοινωνική πρόνο ια 36-37, 251
ακανόνιστη επέκταση 125,130,139νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 209, 216, 219περικοπές/μείωση 26, 32, 50,111 συναίνεση, οικοδόμηση της 87
κοινωνικό κράτοςνεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 202
Κ ομητεία Ό ρ α ντζ 248 Κ όμμα Ε ργατώ ν της Β ραζιλίας 258 Κ όμμα του Κογκρέσου 258 κομουνισμός· βλέπε σοσιαλισμός Κ ουανγκτόνγκ 180-182 Κ ούλχαας Ρεμ 77 Κ ουρς, Τζ. 74 κράτος πρόνοιας
περικοπές/μειώσεις 90 Κρίστολ, Ίρβ ινγκ 81 Κρούγκμαν, Π. 241
ΛΛ ανζ, Ό σκα ρ 47Λάφερ, Ά ρθουρ 85Λεβί, Ντ. 41,57Λέι Γουσταύος 33Λέι, Κ ένεθ 112Λέσχη της Δευτέρας 33Λ ι,Σ . Κ. 195Λ ιαογιάνγκ 196Λίντμπλομ Τσαρλς 34λογοδοσία, έλλειψη της 103, 263Λονδίνο 60, 214
Σίτι του Λονδίνου 59 Λούκας, Ρόμπερτ 85 Long T erm Capital M anagem ent 107,
134, 248
ΜΜ αλαισία 127Μ άο Τσε-τούνγκ/μαοϊστές 180,183 Μ αρξ και μαρξισμός 195
νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 233προοπτική της ελευθερίας 239
Μ αρξ, Κ αρλ 239 Μ άρσαλ, Α λφρεντ 47 Μ άρτιν, Ράντι 61 μεικτές επιχειρήσεις /συμμαχίες 171 Μεξικό
έννοια της ελευθερίας 43 νεοφιλελεύθερο κράτος 57 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 144προοπτική της ελευθερίας 241 συναίνεση, οικοδόμηση της 70
295
Νεοφιλελευθερισμός
Μ έρντοχ, Ρ. 67 M ercosur 114 μεσαία τάξη 74, 94 Μέση Α νατολή 55,105 μεταμοντερνισμός 26, 72 μετανάστευση 142,170, 220 Μ ίζες, Λούντβιχ φον 46 μισθοί και ισχύς 60 Μ οζαμβίκη 70,160 Μ όρισον, Χ έρμπερτ 87 Μ οσαντέκ, Μ. 55 Μ παγκλαντές 111 Μ παντ, Ά λαν 91 Μ παρτόλομιου, Α. 231 Μ πέικερ, Τ ζέιμς 108,138 Μ πέικον, Φράνσις 103 Μ περλινγκουέρ, Ε. 38 Μ πιάφρα 88 Μ πιουκάναν, Τ ζέιμς 85 Μ πλάιθ, Μ. 74,85,156 Μ πλερ, Α. Σ. Λ. 39,96,131 Μ ποτσουάνα 125 Μ πους, Τζ. Γ.
έννοια της ελευθερίας 29, 31, 66, 67,69νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 200, 215, 224-225προοπτική της ελευθερίας 238, 243
Μ πρέικσπιρ, Τζ. 231 Μ πρέμερ, Π. 30
ΝΝΑΤΟ 87 Νέα Ζηλανδία 134 νεοκλασικά οικονομικά 47 νεοφιλελευθερισμός
αιτίες της στροφής προς τον 34 ορισμός του 24 βλέπε επίσης Κ ίνα, συναίνεση, ελευθερία, προοπτική ελευθερίας, νεοφιλελεύθερο κράτος, νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο, ακανόνιστη επέκταση
νεοφιλελεύθερο κράτος 97 θεωρητικοί στόχοι 97
Ν ικαράγουα 54
Ν ίξον, Ρ. 38,75 Ν όζικ , Μ. 74 νόμισμα 35, 158, 249
συναλλαγματική ισοτιμία 136,187 νόμος/ρύθμιση 113,208
αναγκαστική νομοθεσία 111-112 δικαστικό σώμα 113 κράτος δικαίου 97,100-102 υποχώρηση 210
Ν ταλ Ρόμπερτ 34 Ντε λα Μ αντρίντ X. Μ. 138-139 ντε λα Ρούα, Φ. 145 Ν τενγκ Σ ιάο-πινγκ 23,180 Ν τονγκουάν 176 Ν τουάλντε, Ε. 145 Ντουμενίλ, Ζ. 27, 41, 57
Οοικονομία της α γοράς και ελεύθερο
εμπόριοκαι αυταρχισμός· βλέπε Κίνα 97 νεοφιλελεύθερο κράτος 97 συναλλαγή ως σύστημα ηθικών αρχών See 26 ως κύρια «ελευθερία» 237
Ολλανδία 54Ο μάδα τω ν Τεσσάρων (Ν ότια Κ ορέα,
Ταϊβάν, Χ ονγκ Κ ονγκ και Σιγκαπούρη) 127
ΟΟΣΑ, χώρες του 151 Ο υαλία 122 Ο υρουγουάη 109 ουτοπισμός 66
αποτυχία 65
ΠΠαγκόσμια Τράπεζα 25, 56,130
ακανόνιστη επέκταση 138,158 η προοπτική της ελευθερίας 258, 263
παγκόσμια θέρμανση 225-226 Π αγκόσμιο Κ οινωνικό Φ όρουμ 258 Π αγκόσμιο Ο ικονομικό Φόρουμ 64 παγκοσμιοποίηση 24, 26, 257 Π αγκόσμιος Ο ργανισμός Ε μπορίου
(ΠΟΕ) 25ακανόνιστη επέκταση 130-131,146
296
Ευρετήριο
Κίνα 166,182,187 νεοφιλελεύθερο κράτος 99,106, 113, 116νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 209, 228, 233-235προοπτική της ελευθερίας 258, 263
Π άουελ Λιούις 72 παρακμή του ατομικισμού 122 παράνοια 252 Π αχλεβί, σάχης Μ.Σ. 55 Π εκίνο 122,163,176-177,188,194, 214,
226Π ενήντα Χ ρόνια Ε ίναι Α ρκετά,
κίνημα 257 Π έρκινς, Τζ. 55 Πέτρας, Τζ. 147 πετρέλαιο
ΟΠΕΚ 253Πινοτσέτ Α ουγκούστο 32, 33 πληθωρισμός
στασιμοπληθωρισμός 23, 37 συναίνεση, οικοδόμηση της 50
πνευματικά δικαιώ ματα 209 ποιότητα ζω ής, έννοια 104 Π ολάνιι Κ.
η προοπτική της ελευθερίας 65 νεοφιλελεύθερο κράτος 104
πόλεμος 30, 34,122 του Βιετνάμ 252
βλέπε επίσης στρατός πολιτικά δ ικαιώ ματα 71,120, 252 πολιτισμός 122
αξίες του 70«πολιτισμικοί πόλεμοι» 262 «πόλεμοι» του 262
Π ολωνία 134 Π όντορετζ, Νόρμαν 81 Π όπερ, Κ αρλ 46 Π ορτογαλία 38 Π ούτιν, Β. 123 πρόγραμμα maquila 137,140 προσδόκιμο ζωής, μείωση 202, 204 «προσωπική υπευθυνότητα» 222 προσωρινή εργασία 139 Πρωτόκολλο του Μ όντρεαλ 224 PATCO 52,91
ΡΡέιγκαν Ρόναλντ 23, 33
οικοδόμηση συναίνεσης 79 Pepsi Cola 116 Ρίστον, Γ. 54, 75 Ρούζβελτ, Φ. Ντ. 237 Ρόχατιν Φίλιξ 76
Σαάεμπολ 148,150 Σάιμον Γουίλιαμ 76, 80 Σαλίνας, Κ. 140 Σάου Π άουλου 264 Σβαμπ, Κ. 117 Σεν, Α. 238 Σ ιγκαπούρη 106,180
νεοφιλελεύθερο κράτος 122 Σκοτία 122 Σλιμ Κάρλος 43 Σλοβακία 99 Σμάντζια, Σ. 117 Σμιθ, Άνταμ 239 σοκ-Βόλκερ 51 Σόρος, Τζ. 59, 136, 241 σοσιαλισμός/κομουνισμός 24, 37-38, 41
πάλη ενάντια στον 56-57 συναίνεση 70-74 βλέπε επίσης Ψυχρός Πόλεμος- Κίνα- Μαρξ· Σοβ. Ένωση- κεντρικός σχεδιασμός
Σουηδία 158 Στάνισλο, Τζ. 82 Στίγκλιτς, Τζόζεφ 82,136, 200 στρατός
μιλιταριστικός κεϊνσιανισμός 125 στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα 201 στρατιωτικοποίηση 251
Στρος, Λίο 118 Συμβάσεις της Γενεύης 31,254 Συμβούλιο για την Εθνική Πολιτική
82Συμβούλιο Ο ικονομικών
Εμπειρογνωμόνω ν 82 Συμφω νία του Π λάζα 132 συμφωνία του Μ άαστριχτ 126,131 συμφωνία TRIPS 209
297
Νεοφιλελευθερισμός
συμφωνίες του Μ πρέτον Γουντς 35 Συναίνεση της Ο υάσιγκτον 131,164 συναίνεση, οικοδόμηση 68
Βρετανία 86-96 ΗΠΑ 74-86
Συνεταιρισμοί Α ποταμιεύσεων και Δανείων 107
Συντηρητικοί 155νεοσυντηρητισμός 117
συσσώρευση μέσω της αφαίρεσης 202 αγώ νες ενάντιά της 258 διαχείριση κρίσεων 211 κρατικές αναδιανομές 213 κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα 210βλέπε επίσης εμπορευματοποίηση, ιδιωτικοποίηση, χρηματοπιστωτικό σύστημα
σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Μ πρέτον Γουντς 37
Σχέδιο Μ πρέιντι 109,142 Σχέδιο R ehn-M eidner 41,154
ΤΤαϊβάν 107,180 Ταϊλάνδη 127,161 Τάλοκ, Γκόρντον 85 Ταμπ Γ. 79τάξη και ταξική ισχύς 88
αγώ νες 258 διαμόρφωση 106 έννοια της ελευθερίας 57 Κίνα 164,188κοινωνική κινητικότητα 205 παλινόρθωση 108,120,164 προκαταλήψεις 113 «ταξικός συμβιβασμός» 35 βλέπε επίσης ελίτ, εργασία, μεσαία τάξη
τέσσερις εκσυγχρονισμοί (Κίνα) 163τεχνολογία της πληροφορίας 208Τζέβονς, Γουίλιαμ Στάνλεϊ 47Τζένσεν, Ντ. 240Τ ζόζεφ, Κ. 89Τζουλιάνι R 78Think tanks 157
Τοπικά Οικονομικά Εμπορικά Συστήματα - ΤΟΕΣ 258
Τουρκία 134 Τσάντλερ, Ντ. 229,232 Τσένι, Ρ. Μπ. 112,247 Τσετσενία 261
Υυπερπληθω ρισμός 249 υπερβάλλουσα παραγω γική
ικανότητα 182υποτίμηση 134, 142,144,146,180, 244 US Steel, μετέπειτα USX 60
ΦΦ άλγουελ Τ ζέρ ι 80Φ ιλιππίνες 70Φόκλαντ/ Μαλβίνες 114Φ ορντ Τ ζέραλντ 76Φράγμα τω ν Τριών Φ αραγγιώ ν 174Φ ρανκ, Τόμας 223Φ ρίμαν Τζ. 77Φ ρίντμαν, Μ ίλτον 32,46
WW al-M art 62,67,247
XΧάγιεκ, Φ ρίντριχ φον 46 Xiaokang 162 Χιλή 32
ακανόνιστη επέκταση 157,160 έννοια της ελευθερίας 32 νεοφιλελευθερισμός στο εδώλιο 209, 227νεοφιλελεύθερο κράτος 99 οικοδόμηση συναίνεσης 68
Χ ονγκ Κ ονγκ 171,180 Χ όφσταντερ, Ρ. 118 χρέος αναπτυσσόμενω ν χωρώ ν 33,
57, 212ακανόνιστη επέκταση 148 νεοφιλελεύθερο κράτος 109
χρηματοδότηση του ελλείμματος 242 χρηματοπιστω τικό σύστημα και ισχύς
69,95
Ευρετήριο
ακανόνιστη επέκταση 134 Κίνα και κρατικές τρά πεζες 169, 177κρίσεις 75, 244, 249 βλέπε επίσης χρέος- αποπληθωρισμός- πληθωρισμός
χριστιανισμός 120,223 χωροχρονική συμπίεση 26
ΨΨ υχρός Π όλεμος 35,147,160
τέλος του 119,132,151,229
299
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOY ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΑΡΒΕΪ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ
ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΑΛΑΒΑΝΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ME TIMES, DIDOT 6? ARTE MISIA ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΠΙΤΡΑΠΕ ΖΙΟ ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑ ΓΓΑΝΙΩΤΗ. ΤΗ ΜΑΚΕΤΑ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΣΧΕ ΔΙΑΣΕ Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ. ΤΑ ΦΙΛΜ ΚΑΙ ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΜΟΝΤΑΖ ΕΚΑΝΕ ΤΟ «ΑΝΑ ΓΡΑΜΜΑ». Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟ ΚΛΑΔΗ ΚΑΙ Β1ΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗ ΚΕ ΑΠΟ ΤΗ «Θ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ - Π. ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΣ Ο.Ε.» ΤΟ 2007 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ
ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΑΡΒΕΪ Ο ν έ ο ς ι μ π ε ρ ι α λ ι σ μ ό ς
O l άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο είναι μπερδεμένοι και ανήσυχοι. Είναι σημάδι δύναμης ή αδυναμίας το γεγονός ότι οι ΗΠΑ μετατοπίστηκαν ξαφνικά από μια πολιτική συναίνεσης σε μια πολιτική εξαναγκασμού στην παγκόσμια σκηνή; Τι διακυβευόταν πραγματικά στον πόλεμο στο Ιράκ; Τα πάντα έγιναν για το πετρέλαιο και, εάν αυτό δεν ισχύει, ποιες ήταν οι άλλες αιτίες του πολέμου; Τι ρόλο έπαιξε η πτωτική τάση της οικονομίας στην ώθηση των ΗΠΑ σε μια τυχοδιωκτική εξωτερική πολιτική; Ποια είναι ακριβώς η σχέση ανάμεσα στο μιλιταρισμό των ΗΠΑ στο εξωτερικό και στην εσωτερική πολιτική τους;
Αυτά είναι τα ερωτήματα με τα οποία καταπιάνεται Ο νέος ιμπεριαλισμός, ένα εντυπωσιακό και πρωτότυπο βιβλίο, που εξετάζει τα γεγονότα της εποχής μας τοποθετώντας τα στο ευρύτερο πλαίσιό τους και παρέχοντας βαθιές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ερμηνείες της αποφασιστικότητας με την οποία προχώρησε στον πόλεμο η κυβέρνηση των ΗΠΑ.