Το ακόλουθο άρθρο είναι δηµοσιευµένο στην ιστοσελίδα του Projecthindsight
και κατόπιν έγγραφης αδείας του Robert Schmidt το µετέφρασα και το
αναδηµοσιεύω.
Για όποιον εδιαφέρεται, ακολουθεί και το πρωτότυπο αγγλικό κείµενο.
*****************************************************
Ελληνιστική Αστρολογία: Μια Ανασκόπηση
Σχετικά µε την Ελληνιστική Αστρολογία
Με τον όρο Ελληνιστική αστρολογία εννοούµε το είδος της αστρολογίας που
έκανε την πρώτη της εµφάνιση στην Αίγυπτο και στη γύρω περιοχή της
Μεσογείου κάποια στιγµή ανάµεσα στην κατάκτηση από τον Μ. Αλέξανδρο
και την έναρξη της Χριστιανικής περιόδου. ∆εν είναι απλώς δύσκολο να
προσδιοριστούν οι ρίζες της ακριβέστερα, αλλά µας διαφεύγουν επίσης και οι
συγγραφείς της, οι οποίοι σχετίζονται µε µια µικρή κάστα από ηµιθεϊκές ή
ηµιθρυλικές φιγούρες. Το µυστήριο της ίδρυσής της Ελληνιστικής αστρολογίας
καθίσταται ακόµα βαθύτερο αν σκεφτούµε ότι µοιάζει να έχει ξεπηδήσει
διαµορφωµένη σχεδόν πλήρως µε µια απλή ενέργεια αυτογένεσης.
Θα χρησιµοποιούµε επίσης τον όρο Ελληνιστική για να περιγράφουµε την
αστρολογία της Ρωµαϊκής και της πρώτης Βυζαντινής περιόδου, παρ’ όλο
που τεχνικά µεγάλο µέρος της βρίσκεται εκτός της καθαρής Ελληνιστικής
εποχής. Αυτό δικαιολογείται γιατί η αστρολογία των ιδρυτών συνέχισε να
εξασκείται σχεδόν στην αρχική και αναλλοίωτη µορφή της και κατά τη διάρκεια
αυτών των περιόδων επίσης. Έτσι, για µας ο όρος Ελληνιστική περιγράφει
περισσότερο έναν τύπο αστρολογίας παρά µια ιστορική εποχή.
Η Ελληνιστική αστρολογία σηµάδεψε ένα τελείως νέο ξεκίνηµα στην ιστορία
της αστρολογίας. Τα ίχνη της συντριπτικής πλειονότητας των εννοιών,
τεχνικών και αρχών ερµηνείας που αποτελούν το στήριγµα της Ελληνιστικής
αστρολογίας δεν µπορούν να ακολουθηθούν σε µια προγενέστερη ή
σύγχρονη πηγή. Αποτελούν µια διακριτή και πρωτότυπη αστρολογία, που
διαφέρει κατά ουσιαστικούς τρόπους από τοπικά είδη αστρολογίας τα οποία
αναπτύχθηκαν σε άλλα µέρη του κόσµου.
Η Ελληνιστική αστρολογία είναι η κύρια πηγή όλης της µεταγενέστερης
∆υτικής αστρολογίας. Η δύναµη ζωής που ενέπνευσαν στην Ελληνιστική
αστρολογία οι ιδρυτές της στήριξε την αστρολογική πρακτική µέχρι και ένα
µεγάλο µέρος του έβδοµου αιώνα. Άφησε επίσης αλάνθαστο αποτύπωµα
στην αστρολογία της Ινδίας. Κατά τον όγδοο αιώνα, δάνεισε την ζωτικότητά
της στην Αραβική αστρολογία και πήρε την κεντρική θέση σ’ αυτόν τον
συγκριτισµό. Από εκεί, επανήλθε στη ∆ύση για να αναβιώσει την Ευρωπαϊκή
αστρολογία του τέλους της εποχής του Μεσαίωνα. Η Ελληνιστική προέλευση
εξακολουθεί να αναγνωρίζεται στις περισσότερες από τις έννοιες και τις
πρακτικές που ορίζουν τη σύγχρονη αστρολογία.
Τα Κείµενα
Το διασωζόµενο σώµα των γραπτών της Ελληνιστικής αστρολογίας
αποτελείται από έναν συγκριτικά µεγάλο αριθµό κειµένων. Τα περισσότερα
από αυτά είχαν συνταχθεί στα Ελληνικά και µερικά στα Λατινικά. Η
πλειονότητα των κειµένων ήταν αφιερωµένα στην αστρολογία του ατόµου
(γενέθλια αστρολογία), αλλά υπάρχει σηµαντική ποσότητα υλικού που αφορά
σε παγκόσµια (κοσµική) αστρολογία, καθώς και αστρολογία της καταρχής
(επιλογής και γεγονότος). Το κατά πόσον οι Ελληνιστικοί αστρολόγοι
εξασκούσαν ωριαία αστρολογία παραµένει ανοιχτό ερώτηµα.
Ακολουθεί µια σύντοµη ανασκόπηση του τι έχει επιζήσει και σε ποια
µορφή: Τέσσερις Ουσιαστικές Γενικές Πραγµατείες, οι οποίες επιζούν
σχετικά ανέπαφες στην αρχική τους γλώσσα, τρεις στα Ελληνικά και
µία στα Λατινικά: η Τετράβιβλος του Κλαύδιου Πτολεµαίου,
η Ανθολογία του Vettius Valens,
τα Αποτελεσµατικά του Ηφαιστίωνος του Θηβαίου και
η Μάθηση του Firmicus Maternus (στα Λατινικά).
Επιζεί επίσης ένας αντιπροσωπευτικός αριθµός Ελληνικών
αποσπασµάτων µιας πέµπτης τέτοιας πραγµατείας του ∆ωρόθεου του Σιδωνίου, που είχε συνταχθεί αρχικά σε διδακτικό στίχο και επιζεί
επίσης σε µια κάπως παραφθαρµένη µετάφραση στα Αραβικά. Οι
πέντε αυτές πραγµατείες δείχνουν όλες µεγάλη συγγένεια δόγµατος.
Ένα Ουσιώδες ∆ιδακτικό Ποίηµα στα Λατινικά, το Αστρονοµικόν του
Μανίλλιου, κάπως παρεκκλίνον ως προς το δόγµα, που µπορεί να
περιέχει υλικό το οποίο προέρχεται από την προ-Ελληνιστική
Αιγυπτιακή περίοδο.
∆ύο Συντοµότερες Γενικές Πραγµατείες,
τα Εισαγωγικά Θέµατα του Παύλου του Αλεξανδρινού και ένα διδακτικό ποίηµα που αποδίδεται στον Μανέθωνα.
Μερικές µικρές πραγµατείες, επίσης σχετικά ανέπαφες, αφιερωµένες
σε εξειδικευµένα αστρολογικά θέµατα, όπως το κείµενο απεικόνισης
του Άνουβι για πλανητικούς συνδυασµούς και
τα Ερµητικά ιατροµαθηµατικά κείµενα.
Παραφράσεις, οι οποίες µπορεί να είναι «ευκολότερες» παραφράσεις
έργων που γράφτηκαν αρχικά σε δύσκολα Ελληνικά ή παραφράσεις σε
πεζό προγενέστερων διδακτικών ποιηµάτων, όπως µια παράφραση
της Τετραβίβλου του Πτολεµαίου που αποδίδεται στον Πρόκλο.
Περιλήψεις, περισσότερο ή λιγότερο λεπτοµερείς, µερικών από τις
παραπάνω πραγµατείες και πολλών χαµένων βιβλίων, όπως η
περίληψη της χαµένης Εισαγωγής του Αντίοχου του Αθηναίου ή η
περίληψη του Πίνακα του Θράσυλλου. Αυτές είναι οι περισσότερες
γραµµένες κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής εποχής.
Μεθοδικά Ερµηνευτικά Σχόλια πάνω σε µερικές από τις παραπάνω
πραγµατείες, όπως τα ερµηνευτικά σχόλια του Ολυµπιόδωρου πάνω
στο έργο του Παύλου του Αλεξανδρινού και
ένα ανώνυµο ερµηνευτικό σχόλιο στην Τετράβιβλο του Πτολεµαίου.
«Συλλογές» υλικού που έχει αποσπαστεί από διάφορες πραγµατείες,
συχνά παραφρασµένες από το πρωτότυπο, όπως η συλλογή του
Ρητόριου. Αυτές έχουν κάποια δοµή ή γενική λογική στην παρουσίασή
τους.
«Ετερόκλητα µίγµατα» ή τυχαία σύνολα αποσπασµάτων και
παραφράσεων από διάφορες πραγµατείες, µερικές φορές ανάµικτα µε
απόψεις και γνώµες του δηµιουργού της συλλογής, όπως η Εισαγωγή
του Πορφύριου και το Liber Hermetis.
Αποσπάσµατα κάθε είδους, περικοπές από προγενέστερους
συγγραφείς, µερικά σύντοµα, άλλα µεγάλα, µερικά προφανώς
αυτολεξεί, άλλα παραφρασµένα. Για παράδειγµα, ένα τµήµα µιας
πραγµατείας πάνω στους δεκανούς αποδίδεται στον Τeucer της Βαβυλώνας. Αστρολογικά αποσπάσµατα βρίσκονται σε πολλά µέρη,
µερικές φορές ακόµα και σε µη αστρολογικά γραπτά.
Σχόλια (σχολιασµοί στο περιθώριο που έχουν προστεθεί σε διάφορα
χειρόγραφα από αναγνώστες και αντιγραφείς) τα οποία µερικές φορές
δίνουν πληροφορίες οι οποίες βοηθούν.
Ενδείξεις από µη λογοτεχνικές πηγές, όπως γραπτά σε τοίχους και
αποκόµµατα παπύρων. Αυτά αποτελούνται σε µεγάλο βαθµό από
µελέτες αστρολογικών χαρτών και από µερικά τµήµατα τυπικών
κειµένων.
Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί µε µεγάλη ακρίβεια η χρονολογία πολλών
από τα γραπτά αυτά. Οι διάφοροι αστρολόγοι που τα συνέθεσαν καλύπτουν
χρονικά µια περίοδο οκτακοσίων ετών περίπου, από τους πρώτους αιώνες
π.Χ. έως τον έβδοµο αιώνα µ.Χ. Εκτός από µερικά σύντοµα εξειδικευµένα
έργα, µόνο µερικά αποσπάσµατα παραµένουν από τα γραπτά των ιδρυτών ή
άλλων αστρολόγων της προχριστιανικής εποχής. Σχεδόν όλα τα γραπτά, που
επιζούν σε µορφή που µοιάζει κάπως µε αυτή στην οποία είχαν αρχικά
συνταχθεί, προέρχονται από την Χριστιανική εποχή.
Όλα σχεδόν τα γραπτά που επιζούν έχουν δηµοσιευτεί σε «κριτικές
εκδόσεις». Οι εκδότες των εκδόσεων αυτών υπήρξαν κυρίως κλασσικιστές και
φιλόλογοι, οι οποίοι ξεκαθάριζαν τις βιβλιοθήκες της Ευρώπης και της Μέσης
Ανατολής από κείµενα σχετικά µε την Ελληνιστική αστρολογία και µετά
ετοίµαζαν εκδόσεις των κειµένων αυτών συγκρίνοντας όλα τα "επιζώντα"
χειρόγραφα σε µία προσπάθεια να παράγουν ένα οριστικό κείµενο, το οποίο
συνήθως δεν µετέφραζαν. Πρόκειται για ένα έργο υψηλού επιπέδου, που
απαιτεί εκτενή γνώση της γλώσσας, καθώς επίσης και τον τύπο των
διάφορων τρόπων γραφής. Οι λόγιοι αυτοί προσπαθούν επίσης να
προσδιορίσουν χρονολογικά τα κείµενα αυτά, να αναγνωρίσουν τους
συγγραφείς τους και να προβούν σε διασταυρούµενες αναφορές των
διαφόρων δογµάτων µε άλλα κείµενα· πολλές φορές δηµιουργούν ευρετήριο
µε την τεχνική ορολογία. Στο πεδίο της Ελληνιστικής αστρολογίας, το
µεγαλύτερο µέρος αυτού του έργου έχει ολοκληρωθεί και είµαστε ευγνώµονες
στους λογίους αυτούς που πραγµατοποίησαν αυτό το επίπονο και συχνά
άχαρο έργο.
Προκαταρκτική Έρευνα των Περιεχοµένων του Σώµατος της Ελληνιστικής Αστρολογίας
Κατά την πρώτη µελέτη, αυτό το σώµα υλικού µπορεί να δίνει την εντύπωση
ενός τεράστιου ετερόκλητου µίγµατος χωριστών και ετερογενών δογµάτων και
αντιλήψεων, σαν να υπήρχαν πολυάριθµες ανεξάρτητες σχολές Ελληνιστικής
αστρολογίας ανά τους αιώνες, η καθεµία από τις οποίες ασπαζόταν τα δικά
της δόγµατα και πραγµατοποιούσε τη δική της πρωτότυπη και
ιδιοσυγκρασιακή συνεισφορά στην αστρολογική πρακτική αυτής της
περιόδου. Περαιτέρω µελέτη αποκαλύπτει ότι αυτό το περίπλοκο σώµα είναι
στην πραγµατικότητα πολύ πιο συναφές απ’ όσο περίµεναν πολλοί,
λαµβάνοντας υπόψη τον αριθµό των συγγραφέων που εµπλέκονται και την
εκτενή χρονική περίοδο κατά την οποία συντάχθηκαν τα γραπτά αυτά.
Κατ’ αρχήν, υπάρχει µεγάλη αλληλοεπικάλυψη στα δόγµατα που απαντώνται
σε διάφορους συγγραφείς. Παράλληλα, όλα σχεδόν τα γραπτά των
συγγραφέων τα οποία έχου διασωθεί περιλαµβάνουν κάποιο υλικό που δεν
απαντάται σε κανέναν από τους άλλους. ∆εδοµένου αυτού, είναι εύλογο να
θεωρήσουµε ότι αυτά που έχουν φτάσει σε µας είναι τµήµατα ενός µεγάλου
και περίπλοκου συστήµατος από το οποίο κάθε συγγραφέας πήρε
αποσπάσµατα ανάλογα µε τα δικά του συγκεκριµένα ενδιαφέροντα και τις
πηγές που είχε διαθέσιµες.
Από την άλλη µεριά, όλοι οι συγγραφείς χρησιµοποιούν την ίδια εξειδικευµένη
ορολογία, παρουσιάζοντας µια εννοιολογική συνέχεια. Με σχετικά µικρές
διαφορές µόνο, όλοι οι αστρολόγοι αυτής της περιόδου συσχετίζουν τα ίδια
γεγονότα µε τους πλανήτες, τα µέρη του ζωδιακού και τους οίκους. Πολλές
από τις τεχνικές (ερµηνείας ή πρόβλεψης) αναφέρονται από δύο ή
περισσότερους συγγραφείς που προφανώς εργάζονταν ανεξάρτητα ο ένας
από τον άλλο. Όλο αυτό το κοινώς αποδεκτό δόγµα δείχνει µια προέλευση
από µια κοινή προγενέστερη πηγή.
Στην πραγµατικότητα, η "γενεαλογία" που κατέγραψε ο Firmicus Maternus
αναγνωρίζει στον Ερµή τον Τρισµέγιστο την ίδρυση αυτής της αστρολογίας,
για τον οποίο λέει ότι την µετάδωσε σε κάποιον Ασκληπιό, µετά τον οποίο
εξηγήθηκε από τον Nετσέψω και τον Πετόσιρι και δηµοσιοποιήθηκε από τον
Αβραάµ, τον Ορφέα και τον Κριτόδηµο. Επιπλέον, τα περισσότερα από τα
κεντρικά δόγµατα που χαρακτηρίζουν την Ελληνιστική αστρολογία
αποδίδονται στους ίδιους αυτούς αστρολόγους και από µεταγενέστερους
Ελληνιστικούς συγγραφείς επίσης, συχνά µε τη µορφή απευθείας
παραποµπών στα γραπτά τους ή παραφράσεις των δογµάτων τους.
Για να είµαστε βέβαιοι, υπάρχουν τεχνικές και κοµµάτια της παράδοσης που
απαντώνται στα γραπτά ενός µόνο συγγραφέα, χωρίς ρητή αναγνώριση
προγενέστερης πηγής. Όµως, οι αστρολόγοι αυτοί σπάνια αξιώνουν (αν το
κάνουν ποτέ) την πρωτοτυπία των δογµάτων αυτών, οπότε δεν υπάρχει
λόγος να µην τα αποδεχτούµε προσωρινά ως αυθεντικά κοµµάτια της
πρωτότυπης αστρολογίας, εν αναµονή περαιτέρω εξέτασης των
εννοιολογικών συσχετισµών τους µε τα δόγµατα εκείνα που µπορούν να
αποδοθούν µε ασφάλεια στους ιδρυτές.
Από την άλλη µεριά, φαίνεται αρκετά πιθανό ότι το σώµα της Ελληνιστικής
αστρολογίας περιέχει επίσης κάποιο υλικό που αποδίδεται στους ιδρυτές παρ’
όλο που προέρχεται ουσιαστικά από Βαβυλωνιακή ή προ-Ελληνιστική
Αιγυπτιακή αστρολογία. Παρ’ όλο που µερικά από τα δόγµατα αυτά µπορεί να
έχουν ενσωµατωθεί ηθεληµένα στην Ελληνιστική αστρολογία από τους
ιδρυτές, άλλα δόγµατα µπορεί να έχουν απορριφθεί, παρ’ όλο που συνέχιζαν
να µεταδίδονται υπεύθυνα από µεταγενέστερους αστρολόγους. Τέτοιο
υπολειµµατικό υλικό µπορεί συνήθως να διαχωριστεί, παρατηρώντας σε ποιό
βαθµό στην πραγµατικότητα ενσωµατώθηκε στην πρακτική των
µεταγενέστερων Ελληνιστικών αστρολόγων.
Στην πραγµατικότητα, µόνο στις λεπτοµέρειες των αστρολογικών τεχνικών και
στην επέκταση του εύρους εφαρµογής τους βρίσκουµε ο,τιδήποτε µοιάζει µε
ανάπτυξη της πρωτότυπης παράδοσης. Στην περίπτωση των τεχνικών που
αναφέρονται από διάφορους συγγραφείς, βρίσκουµε συχνά διαφορές
απόψεων πάνω σε λεπτά σηµεία της διαδικασίας. Αλλά αντί να αποτελεί
ένδειξη νεωτερισµού, αυτού του είδους η απόκλιση απόψεων υποδηλώνει
αντίθετα ότι τα κείµενα των αρχικών πηγών δεν ήταν επαρκώς σαφή σε
πολλά διαδικαστικά θέµατα – ο ίδιος ο Vettius Valens επιβεβαιώνει συχνά τη
απόκρυφη φύση των πηγών του – αφήνοντας στους µεταγενέστερους
αστρολόγους το έργο να συµπληρώσουν τα κενά που απλώς υποδηλώνονταν
στα πρωτότυπα. Και εδώ πάλι, ο προσδιορισµός των παραλλαγών εκείνων,
όπου έχουν γίνει βάσιµες επεξηγήσεις, δεν είναι θέµα κειµένων· απαιτεί
κατανόηση θεµελιωδών θεµάτων που αποτέλεσαν κίνητρο για την εισαγωγή
της τεχνικής κατά πρώτο λόγο.
Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις στις οποίες µια βασική τεχνική
αντιπροσωπεύεται σε περισσότερους από έναν συγγραφείς (και έτσι µπορεί
να ακολουθηθεί µε ασφάλεια προς τα πίσω µέχρι τους ιδρυτές), αλλά ένας
από τους συγγραφείς αυτούς εφαρµόζει τη συγκεκριµένη τεχνική απευθείας ή
αναλογικά προς καταστάσεις ή πλαίσια που δεν αναγνωρίζονται από τους
άλλους συγγραφείς. Εδώ ο περιορισµός των άλλων εκείνων συγγραφέων
αµφισβητεί το αν µια τέτοια διεύρυνση του εύρους εφαρµογής µπορεί να
αποτελούσε πρόθεση των ιδρυτών. Αν και αυτό µπορεί να θεωρηθεί
νεωτερισµός κάποιας µορφής, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να έχει επεκταθεί η
τεχνική πέρα από το σωστό της εύρος. Για άλλη µια φορά, µόνο µια µελέτη
της εγγενούς λογικής της τεχνικής θα µπορούσε να δικαιολογήσει µια τέτοια
επέκταση.
Θα φαινόταν ίσως, έτσι, ότι οι µεταγενέστεροι Ελληνιστικοί αστρολόγοι ήταν
στο µεγαλύτερο µέρος τους µια πολύ συντηρητική οµάδα, η οποία
προσπάθησε να παραµείνει κατά το δυνατό πιστή στην πρωτότυπη
παράδοση. Θεωρούσαν το δικό τους έργο έργο διατήρησης και µετάδοσης,
ερµηνείας και ανάπτυξης. Ως προς αυτό, η στάση τους ήταν αληθής σύµφωνα
µε το πνεύµα των καιρών. Σε µια εποχή που χαρακτηρίζεται περισσότερο από
σχολιασµούς παρά από πρωτοτυπία, όπου η δηµιουργική σκέψη θα
µπορούσε να λάβει χώρα µόνο µέσα από κριτήρια και κατηγορίες που
θεσπίστηκαν από τους ιδρυτές σχολών και ειδικοτήτων, θα προκαλούσε
όντως εντύπωση να έχει προκύψει οποιαδήποτε ουσιώδης καινοτοµία µέσα
σε µια παράδοση της οποίας οι ιδρυτές θεωρούνταν ηµιθεϊκές υπάρξεις. Η
εµφάνιση ετερογένειας στο σώµα αυτό οφείλεται σε ένα βαθµό στην πρακτική
εκλεκτικής λήψης αποσπασµάτων που εφάρµοσαν οι µεταγενέστεροι
αστρολόγοι και σε έναν άλλο βαθµό οφείλεται σε διαφορετικές αναγνώσεις
αµφίσηµων εννοιών στα αρχαία κείµενα.
Ανάπλαση της Πρακτικής Ελληνιστικής Αστρολογίας
Συνεπώς, το ερώτηµα της συνάφειας στην Ελληνιστική αστρολογική πρακτική
περιορίζεται ουσιαστικά σε ότι αφορά στην ακεραιότητα των δογµάτων των
ιδρυτών. Παροµοίως, πρέπει στη συνέχεια να αναρωτηθούµε αν αυτό το
σύνολο δογµάτων αποτελείται από χωριστές και µη σχετιζόµενες
εφαρµόσιµες πρακτικές από την πλευρά των ιδρυτών, η καθεµία από τις
οποίες παρέχει µια ανεξάρτητη συνεισφορά στην ανάγνωση ενός ωροσκοπίου
γέννησης, ή του κατά πόσον τα δόγµατα αυτά ταιριάζουν µαζί σε ένα
τακτοποιηµένο σύστηµα. Αυτό είναι ένα ερώτηµα το οποίο η σύγχρονη γνώση
δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα να θέσει, πόσο µάλλον να αναλύσει, θεωρώντας
προφανώς την Ελληνιστική αστρολογία ως ένα χιµαιρικό συνονθύλευµα
ανθρωποµορφικών εννοιών, αυθαίρετων ερµηνειών και περίεργων τεχνικών.
Αλλά και πάλι εδώ, µια πιο βαθιά ανάλυση αποδεικνύει κάτι που δεν είχαµε
υποψιαστεί µέχρι τώρα: ότι τα δόγµατα αυτά µπορούν να συλλεγούν και να
οργανωθούν σε µία συστηµατική και µεθοδική πρακτική.
Πρώτα απ’ όλα, παρατηρούµε ότι οι ίδιοι οι Ελληνιστικοί αστρολόγοι τείνουν
να συγκεντρώνουν πολλές από τις πολυάριθµες έννοιες, που σχετίζονται µε
«κατάσταση» ενός πλανήτη, σε αρκετές διαφορετικές κατηγοριοποιήσεις.
Αυτή η ίδια πλειάδα εννοιών παρουσιάζεται από πολλούς διαφορετικούς
συγγραφείς και µερικές από αυτές είναι τόσο συνήθεις ώστε να έχουν τα δικά
τους συλλογικά ονόµατα.
∆εύτερον, µπορεί να αποδεχτεί ότι οι πολυποίκιλες και φαινοµενικά άσχετες
σηµασίες (σε ό,τι αφορά ανθρώπινα γεγονότα) των επτά πλανητών
µεµονωµένα κρύβουν µια κοινή έννοια, ακριβώς όπως µπορεί κανείς να δει
πολυάριθµους και συχνά ανόµοιους ορισµούς λέξεων να προέρχονται από
µια βασική έννοια αν χρησιµοποιήσει τους κανόνες του σχηµατισµού λέξεων.
Περαιτέρω, οι διαφορετικές ερµηνείες της επίδρασης των πλανητών µπορεί
να αλληλοσχετίζονται µεταξύ τους ακολουθώντας µια πολύ οργανωµένη
µορφή «συνωνύµων» και «αντιθέτων». Επιπλέον, στην περίπτωση
πλανητικών συνδυασµών οι εξατοµικευµένες ερµηνείες αναπτύσσονται σε πιο
περίπλοκες φράσεις ή µόρια νοηµάτων (ίχνη εννοιών), σύµφωνα µε µία
καθορισµένη σύνταξη, αποδεικνύοντας ότι αυτές οι περιγραφές
δηµιουργήθηκαν µε µια λογική αρχή. Παρόµοιες παρατηρήσεις µπορούν να
γίνουν και για τις διάφορες ερµηνείες των δώδεκα τόπων («οίκων») και για τα
χαρακτηριστικά των δώδεκα ζωδίων του ζωδιακού κύκλου.
Τρίτον, οι ίδιοι οι Ελληνιστικοί αστρολόγοι οµαδοποιούν συχνά τις τεχνικές
τους µε έναν συντεταγµένο ή ιεραρχικό τρόπο. Τεχνικές που απευθύνονται σε
τοπικές αναζητήσεις σε συγκεκριµένους τοµείς της ανθρώπινης ζωής
αλληλοσχετίζονται συχνά µε τεχνικές σχεδιασµένες για να ερευνούν ορισµένες
εποχές της ανθρώπινης ζωής και αντίστροφα. Τα χωριστά στοιχεία µιας
δεδοµένης τεχνικής µπορούν συχνά να θεωρηθούν σαν να έχουν προκύψει
από τις απαιτήσεις του εν λόγω θέµατος ή της τεχνικής χρονικού
προσδιορισµού.
Έτσι, η πρακτική της Ελληνιστικής αστρολογίας παρουσιάζει έναν τριπλό
συστηµατικό χαρακτήρα: ένα καθαρό σύστηµα εννοιών, ένα σύστηµα
σηµασιών και ένα σύστηµα θεµάτων και εποχών της ζωής όπως µελετώνται
µε καλά παρακινούµενες τεχνικές.
Τι διαβεβαίωση υπάρχει ότι τα συστηµατικά χαρακτηριστικά που µόλις
αναφέρθηκαν αποτελούσαν µέρος του αρχικού συστήµατος και δεν
επιβλήθηκαν από µεταγενέστερους Ελληνιστικούς αστρολόγους; ∆ίνοντας
ιδιαίτερη προσοχή στην τεχνική αστρολογική ορολογία, η οποία έχει σαφώς
εισαχθεί από τους ιδρυτές και έχει παραµείνει σταθερή όλο το διάστηµα,
βλέπουµε ότι τα συµπλέγµατα εννοιών σχετικά µε την πλανητική κατάσταση
έχουν την υποκείµενη συνέχειά τους στα σαφή ανθρωποµορφικά
παραδείγµατα που υποδηλώνει η ορολογία. Τα παραδείγµατα που υπόκεινται
των διαφόρων µορφών πλανητικών συνδυασµών παρέχουν περιγραφές µε
ανθρώπινους όρους των συντακτικών δοµών που µπορεί να αποκαλυφθούν
µε τη µελέτη των περιγραφών. Τέλος, η ανθρωποµορφική γλώσσα που
χρησιµοποιείται στα διαδικαστικά κείµενα υποδηλώνει ότι παρόµοια θα
πρέπει να ερµηνεύονται και οι τεχνικές που χρησιµοποιούνται σε θεµατικές
αναζητήσεις ή στη µελέτη χρονικών περιόδων.
Με λίγα λόγια, όσο λεπτοµερέστερα µελετάται αυτό το υλικό τόσο
περισσότερο παίρνει τη µορφή ενός περίπλοκου αλλά οργανωµένου
συστήµατος, τα διάφορα κοµµάτια του οποίου είναι διασκορπισµένα σε
πολυάριθµες αστρολογικές πραγµατείες.
Αποκάλυψη της Θεωρίας που Υπόκειται της Ελληνιστικής
Αστρολογίας
Έχει γενικά αναγνωριστεί ότι οι ιδρυτές της Ελληνιστικής αστρολογίας
ευδοκίµησαν κατά τον πρώτο ή το δεύτερο αιώνα π.Χ. Αν η σχολή αυτή ήταν
πλήρως λειτουργική στις αρχές της Χριστιανικής εποχής, όπως φαίνεται, αυτό
σηµαίνει ότι το θεµελιώδες πλαίσιο, οι ερµηνευτικές αρχές και η βασική
τεχνική συσκευή της Ελληνιστικής αστρολογίας επινοήθηκαν σε ένα σχετικά
σύντοµο χρονικό διάστηµα, ίσως σε λιγότερο από έναν αιώνα. Πώς θα
µπορούσε να έχει αναπτυχθεί τόσο γρήγορα ένα τόσο συνεπές στη λογική του
αστρολογικό σύστηµα;
Είναι απαράδεκτο να θεωρήσουµε ότι οι προτάσεις της Ελληνιστικής
αστρολογίας προήλθαν επαγωγικά από εµπειρικές µελέτες που συσχέτιζαν
ουράνια φαινόµενα µε γεγονότα του ανθρώπινου κόσµου. Εκτός από τον
αναχρονισµό µιας τέτοιας άποψης, η Ελληνιστική αστρολογία ήρθε στο
προσκήνιο πολύ γρήγορα για να έχει αναπτυχθεί µ’ αυτόν τον τρόπο, ακόµα
κι αν υποτεθεί ότι οι ιδρυτές της είχαν πρόσβαση σε εµπειρικά δεδοµένα που
είχαν συγκεντρωθεί νωρίτερα, ας πούµε, µε τη µορφή Βαβυλωνιακών
κειµένων περί οιωνών. Η παρατήρηση αυτή δεν αποκλείει, όµως, την
πιθανότητα να είχαν δοκιµαστεί εµπειρικά τα δόγµατα της Ελληνιστικής
αστρολογίας.
Και ακόµα και αν οι αρχές της Ελληνιστικής αστρολογίας είχαν αναπτυχθεί
πολύ νωρίτερα, όπως θέλουν οι θρύλοι σχετικά µε τον Ερµή τον Τρισµέγιστο,
υπάρχουν απλώς πάρα πολλές µεταβλητές που παίζουν ταυτόχρονα για τις
θέσεις της Ελληνιστικής αστρολογίας, ώστε να έχουν προκύψει από µια τέτοια
εµπειρική διαδικασία χωρίς πολλαπλές a priori (εκ των προτέρων)
παραδοχές. Περαιτέρω, µερικές από τις έννοιες αυτές (όπως οι κλήροι) είναι
τέτοιας φύσης, που δεν θα µπορούσαν βασικά να έχουν ανακαλυφθεί
εµπειρικά. Σηµάδι αυτού είναι το γεγονός ότι οι τεράστιες λεγεώνες
σύγχρονων αστρολόγων δεν σκόνταψαν ποτέ στις µελέτες τους. Τέλος,
πολλές από τις τεχνικές της Ελληνιστικής αστρολογίας είναι τόσο µυστικές και
τόσο µη-διαισθητικές που δεν θα ήταν δυνατό να έχουν επινοηθεί µε απλές
δοκιµές των πραγµάτων για να δουν αν «θα πιάσουν».
Αν αφήσουµε στην άκρη την πιθανότητα να αποκαλύφθηκε η Ελληνιστική
αστρολογία στους ιδρυτές της ως ένα πλήρες σύστηµα σε µια στιγµή
έµπνευσης, είναι πιο εύλογο να θεωρήσουµε ότι ήταν ένα είδος λογικού
οικοδοµήµατος που επινόησαν οι ιδρυτές. Για να είµαστε βέβαιοι, το
οικοδόµηµα αυτό πρέπει να έχει βασιστεί κατ’ αρχήν σε ένα όραµα του
κόσµου και της θέσης της ανθρώπινης ζωής σ’ αυτόν, το οποίο θα έπρεπε να
έχει αφήσει περιθώριο για την πιθανότητα της αστρολογίας και δεν είναι
παράλογο να θεωρήσουµε ένα τέτοιο όραµα ως εµπνευσµένη αποκάλυψη.
Όµως, αυτό το αρχικό όραµα θα έπρεπε µετά να έχει δουλευτεί κατάλληλα και
να έχει διατυπωθεί επαρκώς ώστε να υποδηλώνει πώς θα µπορούσαν να
προκύψουν οι λεπτοµέρειες του πρακτικού αστρολογικού συστήµατος µε έναν
µη αυθαίρετο και θεµελιωδώς συνεπή τρόπο. Κάποια ασαφής αντίληψη για το
«όπως επάνω, έτσι και κάτω» ή κάποια απλή υπόθεση «κοσµικών
συµπαθειών» ή «αντιστοιχιών» δεν θα αρκούσαν για τους σκοπούς ενός
πλήρους ορθολογιστικού οικοδοµήµατος και δεν θα αντιστοιχούσαν στη
συνάφεια του συστήµατος.
∆υστυχώς, µάταια αναζητούµε ενδείξεις για αυτό το πιθανολογούµενο
κοσµολογικό όραµα και την ακόλουθη επικοιδοµητική αιτιολόγηση σε κάποιο
απόσπασµα ή παράφραση του (ελληνιστικού αστρολογικού) δόγµατος από
µεταγενέστερους Ελληνιστικούς αστρολόγους που µπορεί να ακολουθηθεί µε
ασφάλεια µέχρι τους ιδρυτές. Όντως, είναι αµφίβολο το κατά πόσον τα πρώτα
γραπτά περιείχαν σαφείς θεωρητικές δηλώσεις ή εµπεριστατωµένες
παρουσιάσεις, διότι δεν βρίσκουµε τέτοιες αναφορές στα κείµενα που
αντιπαρατίθενται ή υποστηρίζουν την αστρολογία από την πλευρά των
σύγχρονων φιλοσόφων. Αντίθετα, βρίσκουµε την απόρριψη ή την αποδοχή
της αστρολογίας να επιχειρηµατολογείται σχεδόν αποκλειστικά µε βάση τις
προσωπικές µεταφυσικές απόψεις του φιλοσόφου και την προσωπική του
κατανόηση ως προς το τι έλαβε ως δεδοµένο από την ορολογία και τις
λεπτοµέρειες της αστρολογικής πρακτικής.
Έχει διατυπωθεί ο υποθετικός συλλογισµός ότι οι φιλοσοφικοί διάλογοι του
λεγόµενου Corpus Hermeticum περιέχουν τα θεωρητικά θεµέλια της
«τεχνικής» Ερµητικής, που περιλαµβάνει Ελληνιστική αστρολογία. ∆εν θα
υπεισέλθουµε εδώ στη συνεχιζόµενη διαµάχη που περιβάλλει το χρονολογικό
προσδιορισµό των διαλόγων αυτών. Σήµερα η χρονολογία της σύνθεσής τους
έχει περάσει στους πρώτους αιώνες της Χριστιανικής εποχής, αν και έχει
διατυπωθεί η άποψη ότι µπορεί να περιγράφουν ένα προγενέστερο δόγµα.
Για τους σκοπούς της δικής µας αναζήτησης, έχουν σχέση µόνο στο βαθµό
που περιέχουν δόγµατα προγενέστερα ή σύγχρονα µε τη θεµελίωση της
Ελληνιστικής αστρολογίας. Όντως οι διάλογοι αυτοί περιέχουν έναν αριθµό
σαφών αναφορών στην αστρολογία όπως αυτή ορίζεται σε ένα φιλοσοφικό
πλαίσιο, κυρίως την ιδέα ότι οι πλανήτες είναι οι υπηρέτες της µοίρας, αλλά
δεν υπάρχει σ’ αυτές τις αναφορές ίχνος των αρχών που θα µας επέτρεπαν
να συµπεράνουµε το πρακτικό σύστηµα µιας τέτοιας ιδέας. Στην καλύτερη
περίπτωση, καταγράφουν το κοσµολογικό όραµα που κρύβεται πίσω από την
Ελληνιστική αστρολογία, αλλά δεν µπορούµε ούτε καν να είµαστε βέβαιοι γι’
αυτό µέχρι να αποκατασταθούν οι δοµικές αρχές. Όµως, αφού ειπωθούν και
γίνουν όλα αυτά, εκείνο το οποίο αντιµετωπίζουµε είναι µια συλλογή
πρακτικών αστρολογικών πραγµατειών χωρίς σαφές φιλοσοφικό πλαίσιο.
Για εκείνους που υποστηρίζουν, όπως εµείς, ότι η Ελληνιστική αστρολογία
πρέπει να ήταν ένα λογικό οικοδόµηµα, είναι σύνηθες να υποθέτουν ότι αυτό
το είδος αστρολογίας ήταν βασισµένο στη µεταφυσική του Στωικισµού, στο
Μεσο-Πλατωνισµό και/ή το Νεο-Πυθαγοριανισµό, τις επικρατούσες
φιλοσοφικές τάσεις της εποχής. Η υπόθεση αυτή «επιβεβαιώνεται» έτσι µε την
παράθεση φιλοσοφικών παράπλευρων σχολίων από έναν από τους µετέπειτα
Ελληνιστικούς αστρολόγους όπως ο Vettius Valens ή ο Firmicus Maternus
που ασπάζεται µια Στωική έννοια της µοίρας είτε αναφέροντας ότι ο
αστρολόγος Θράσυλλος ήταν Μεσο-Πλατωνιστής που διαµόρφωσε τους
Πλατωνικούς διαλόγους σε τετραλόγους είτε σηµειώνοντας κάποιο είδος
αριθµολογικής επιχειρηµατολογίας ενός από αυτούς τους µετέπειτα
αστρολόγους.
Η άποψη αυτή εµπεριέχει έναν αµφίβολο ιστορικισµό. Φέρει µέσα του τον
υπαινιγµό ότι οι ιδρυτές της Ελληνιστικής αστρολογίας αποδέχονταν
δουλοπρεπώς τα φιλοσοφικά αξιώµατα της εποχής τους και ήταν ανίκανοι να
προβούν σε πρωτότυπη θεωρητική σκέψη σε ανταπόκριση προς τις
µοναδικές απαιτήσεις του θέµατος που αποτελούσε αντικείµενό τους ή στην
καλύτερη περίπτωση ήταν ικανοί για έξυπνο εκλεκτικό συγκριτισµό. Αλλά και
πέρα από αυτό, η πραγµατικότητα είναι είναι ότι δεν υπάρχει καµία απολύτως
ένδειξη για να θεωρήσουµε ότι οι µεταγενέστεροι Ελληνιστικοί αστρολόγοι
ήταν περισσότερο γνώστες της αρχικής θεωρίας παρά των συγχρόνων τους
φιλοσόφων, σε ό,τι αφορά στη θεµελίωση των Ελληνιστικών αστρολόγων.
Είναι εξίσου πιθανό, και κατά την άποψή µας πολύ πιο πιθανό, όταν οι
µεταγενέστεροι αυτοί αστρολόγοι παρουσιάζουν δόγµατα των διαφόρων
σχολών, να αντικατοπτρίζουν απλώς τα επικρατώντα φιλοσοφικά
συναισθήµατα της δικής τους εποχής και να παίρνουν το µέρος κάποιας
πλευράς στη συνεχιζόµενη γνωστή διαµάχη σχετικά µε την
αποτελεσµατικότητα της αστρολογίας.
Βέβαια, τα σχόλια αυτά δεν αποκλείουν πλήρως την πιθανότητα να χτίστηκε η
Ελληνιστική αστρολογία στα θεµέλια της µίας ή της άλλης µεταφυσικής
σχολής. Η προσπάθεια που καταβάλεται για να σκεφτεί κάποιος µε βάση όλες
αυτές τις πιθανότητες αποτελεί, τουλάχιστον, µια ενδιαφέρουσα φιλοσοφική
άσκηση. Για παράδειγµα, ένας αστρολόγος εξοικειωµένος µε την πρώτη
ενότητα του Τίµαιου του Πλάτωνα θα µπορούσε κάλλιστα να έχει καταλάβει
τις παρακάτω προτάσεις για να στηρίξει ένα επιστηµιολογικό µοντέλο για την
αστρολογία:
1. Ότι ο κόσµος είναι ένα ζωντανό ον, τόσο µε σώµα όσο και µε ψυχή.
2. Ότι η κοσµική ψυχή διαθέτει λογική συνείδηση, ικανή να γνωρίζει τα
γεγονότα που είναι γραµµένο να συµβούν σε µεµονωµένα ανθρώπινα
πλάσµατα σ’ αυτόν τον κόσµο στον οποίο ερχόµαστε για να υπάρξουµε και να
φύγουµε· αφού ο ορθολογισµός γίνεται αντιληπτός από τους κλασικούς
φιλοσόφους ως εσωτερικευµένα ρητά ή η ψυχή µιλάει στον εαυτό της, οι
γνωστικές διεργασίες που λαµβάνουν χώρα στην κοσµική ψυχή έχουν τη
δοµή µιας γλώσσας.
3. Ότι τα παρατηρούµενα ουράνια φαινόµενα είναι «εκφράσεις» των
εσωτερικών καταστάσεων και γνωστικών γεγονότων αυτής της γλώσσας.
4. Ότι ο ρόλος του αστρολόγου είναι να εικάζει ότι ο κοσµικός νους
καλλιεργείται σε σχέση µε την ανθρώπινη ζωή του κάθε ατόµου,
παρευρισκόµενος σε παρατηρούµενα φαινόµενα που είναι εκφράσεις των
σκέψεων αυτών. Ο ίδιος αυτός αστρολόγος θα µπορούσε επίσης να έχει
αποπειραθεί µε τη δεύτερη ενότητα αυτού του διαλόγου (Τίµαιος), στο βαθµό
που υποδηλώνει ότι οι φυσικές αιτίες που είναι υπεύθυνες για τα γεγονότα
στον ανθρώπινο κόσµο µπορεί να υπόκεινται και οι ίδιες σε ένα είδος τυπικής
αιτιότητας η οποία προέρχεται από ένα υψηλότερο βασίλειο, µια έννοια που
θα µπορούσε να θεωρηθεί πως συµπληρώνει το πρώτο µοντέλο.
Πρέπει επίσης να αναγνωριστεί ότι υπάρχουν πολυάριθµα αποσπάσµατα στο
Ελληνιστικό σώµα, τα οποία αποδεικνύουν ότι οι Ελληνιστικοί αστρολόγοι
(συµπεριλαµβανοµένων των ιδρυτών) ήταν εξοικειωµένοι µε τη φυσική
φιλοσοφία της εποχής. Για παράδειγµα, σχεδόν όλοι οι Ελληνιστικοί
αστρολόγοι περιγράφουν τις επιδράσεις µιας πλανητικής διέλευσης από έναν
γενέθλιο πλανήτη σε ό,τι αφορά στην έντονη επίδραση και τη αποδυνάµωση
µιας πλανητικής ιδιότητας, πράγµα το οποίο ήταν ο κλασικός τρόπος
αντίληψης των διαφορών για τον βαθµό της ποιότητας των στοιχείων
(στοιχείο φωτιά=φύση ζεστή και ξηρή, στοιχείο γη = φύση κρύα & ξηρή,
στοιχείο αέρας=φύση ζεστή & υγρή, στοιχείο νερό = φύση κρύα και υγρή).
Χρησιµοποιούν συχνά τις τέσσερις κύριες ιδιότητες και τα τέσσερα στοιχεία. Η
έννοια των επτά πλανητικών ακτίνων και η διαφορά ανάµεσα στις πλανητικές
ακτίνες που πέφτουν σύµφωνα ή αντίθετα µε τη σειρά των ζωδίων µοιάζει να
αποτελεί µια έξυπνη προσαρµογή της Ελληνικής οπτικής θεωρίας. Κατά την
άποψή µου, η Ελληνιστική αστρολογία αξίζει σοβαρή µελέτη για τους λόγους
αυτούς και µόνο, αφού στα αστρολογικά γραπτά βρίσκουµε αυτές τις τεχνικές
έννοιες να εφαρµόζονται στην πραγµατικότητα σε συγκεκριµένα πλαίσια
περισσότερο, παρά να είναι απλώς γραµµένες σε θεωρητικές πραγµατείες,
όπως συνηθιζόταν από τους Αθηναίους φιλοσόφους. Αλλά και πάλι, από αυτό
θα πρέπει να καταλήξουµε, όπως άλλοι εκλεκτικιστές της εποχής, στο
συµπέρασµα ότι οι Ελληνιστικοί αστρολόγοι απλώς δανείστηκαν την όποια
ορολογία χρειάζονταν από το κοινό απόθεµα της τρέχουσας διαλέκτου του
κλάδου τους; Ή, ακόµα χειρότερα, ότι υιοθέτησαν αυτήν την ορολογία διότι
ήθελαν ακριβείς έννοιες για να εκφράζουν τις δικές τους αστρολογικές ιδέες;
Όντως, υπάρχει άλλος ένας λόγος για να αναρωτηθούµε αν οι ιδρυτές της
Ελληνιστικής αστρολογίας βάσισαν το λογικό οικοδόµηµά τους στις
µεταφυσικές αντιλήψεις των διαφόρων σχολών. Θα µπορούσε κανείς να
θεωρήσει ότι αυτές οι αναφερόµενες επιρροές θα γίνονταν εµφανείς στην
τεχνική ορολογία που χρησιµοποιείται από τους Ελληνιστικούς αστρολόγους.
Αλλά, αντίθετα µε τους φιλοσοφικούς διαλόγους του Corpus Hermeticum,
που, σύµφωνα µε τον Ιάµβλιχο, χρησιµοποιούσαν εσκεµµένα τη µεταφυσική
διάλεκτο των σχολών, υπάρχουν πενιχρές µόνο ενδείξεις µιας τέτοιας
γλώσσας στα τεχνικά αστρολογικά κείµενα.
Αυτό, όµως, δεν σηµαίνει µε κανέναν τρόπο ότι η Ελληνιστική αστρολογία δεν
είχε διαµορφωθεί µε πλήρη γνώση των µεταφυσικών δογµάτων των
Ελληνικών σχολών. Στην πραγµατικότητα, η προσεκτική ανάγνωση δείχνει ότι
οι Ελληνιστικοί αστρολόγοι ξέφυγαν από το δρόµο τους για να αποφύγουν τη
σύγχρονη µεταφυσική γλώσσα, αναπτύσσοντας ένα δικό τους τεχνικό
λεξιλόγιο που αποτελείται από ορολογία µερικώς συνώνυµη µε την συνήθη
ορολογία και µερικώς αντίθετη προς αυτήν. Το ερώτηµα είναι γιατί
υπεισήλθαν σε αυτήν την πρακτική.
∆εδοµένης αυτής της κατάστασης των πραγµάτων, η µόνη προσέγγιση για
την ανάκτηση των αρχών που υπόκεινται της θεωρίας της Ελληνιστικής
αστρολογίας είναι µια λεπτοµερής µελέτη της τεχνικής ορολογίας,
ερµηνευτικών κειµένων και του ίδιου του πρακτικού συστήµατος,
καθοδηγούµενη από την υπόθεση ότι η θεωρία της Ελληνιστικής αστρολογίας
ήταν κατά κάποιον τρόπο πλήρως ενσωµατωµένη στην πρακτική εφαρµογή.
Το πραγµατικό ερώτηµα είναι κατά πόσον η ανάπτυξη µιας συστηµατικής
αστρολογίας – ενός κλάδου που δηµιουργήθηκε για να ασχολείται µε
συγκεκριµένες λεπτοµέρειες της καθηµερινής ανθρώπινης ζωής – ήταν ένα
πρόβληµα του οποίου οι βασικές αρχές θα µπορούσαν να µελετηθούν
σύµφωνα µε τις µεταφυσικές αντιλήψεις των σύγχρονων σχολών. Κατά την
άποψή µας, αυτή είναι µια αµφίβολη πρόταση. Η µεταφυσική µετά τον
Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη κατέστη η µελέτη της ύπαρξης, διαµορφωµένη
µε διάφορους τρόπους: η µελέτη αυτού που υπάρχει στο βαθµό που υπάρχει,
αυτού που είναι σχεδόν πραγµατικά πραγµατικό, των απώτατων αιτίων αυτού
που υπάρχει, των απώτατων στοιχείων που υπόκεινται αυτού που υπάρχει
κλπ. Αλλά η ύπαρξη γινόταν πάντα κατανοητή ως αυτό που είναι µόνιµο και
αµετάβλητο, ουσιώδες και όχι τυχαίο, ανεξάρτητο και όχι απρόβλεπτο. Ακόµα
και όταν ο φιλόσοφος έστρεφε το βλέµµα του στον υλικό κόσµο του γενιέµαι
και πεθαίνω, αναζητούσε αυτές τις αέναες τυπικές αρχές στο βαθµό που
υπήρχαν εκεί. Παρόµοια, ο φιλόσοφος ενδιαφερόταν για τη µελέτη του
ανθρώπου ως ανθρώπου – όχι του ανθρώπου ως ψηλού ή σταράτου ή
εξέχοντος ή κάποιου που έχει παιδιά ή πλούτη. Σε πολλά µέρη, ο
Αριστοτέλης αποπέµπει µάλιστα ρητά το τυχαίο ή απρόβλεπτο από το πεδίο
της µεταφυσικής και την «πρωτογενή φιλοσοφία».
Υποστηρίζω ότι αυτοί που έθεσαν τα πλαίσια της Ελληνιστικής αστρολογίας
ασχολήθηκαν µε τη συστηµατική µελέτη του τυχαίου και απρόβλεπτου στον
κόσµο και την ανθρώπινη ζωή ως ειδικό πεδίο τους, µε την πρόθεση να την
αποκαταστήσουν ως ξεχωριστό θέµα µεταφυσικής αναζήτησης. Ενώ οι
Αθηναίοι φιλόσοφοι επικεντρώνονταν στο «είναι», οι Ελληνιστικοί αστρολόγοι
πρέπει να εστιάζονταν στο «δύναται να είναι», στο «ίσως είναι» και στο «θα
έπρεπε να είναι». Το δικό τους ήταν ένα µοναδικό και χωρίς προηγούµενο
στον αρχαίο κόσµο φιλοσοφικό πρόγραµµα, το οποίο όµως έπρεπε να
ακολουθηθεί µε όλη την προσοχή και την αυστηρότητα που χαρακτήριζε τις
σχολές των ίδιων των Αθηναίων φιλοσόφων. Αυτό δεν πρέπει να ήταν
εύκολο. Πολλά από τα βασικά θέµατα της Αθηναϊκής φιλοσοφικής αναζήτησης
θα έπρεπε να τεθούν εξ αρχής. Για παράδειγµα, οι έννοιες της θέσης, του
χρόνου, της κίνησης και του γεγονότος θα έπρεπε να γίνουν εξαρχής
αντιληπτές · η ίδια η ιδέα της αιτιότητας θα έπρεπε να αντιµετωπιστεί πάλι στο
νέο αυτό πλαίσιο, όπως ακόµα και η σηµασία της λογικής εξαγωγής
συµπερασµάτων. Η γνώµη µου είναι ότι πέτυχαν στο πρόγραµµά τους.
Hellenistic Astrology: An Overview
by Robert H. Schmidt
About Hellenistic Astrology — By the term Hellenistic astrology we mean the kind
of astrology that first made its appearance in Egypt and the surrounding
Mediterranean region sometime between the Alexandrian conquest and the beginning
of the Christian era. Not only are its origins hard to pinpoint more exactly than this,
but its authorship is equally elusive, being associated with a small cast of semi-divine
or semi-legendary figures. The mystery of its founding only grows deeper when we
consider that it seems to have sprung forth virtually fully-formed in a singular act of
autogenesis.
We will also use the term Hellenistic to describe the astrology of the Roman and early
Byzantine period, even though technically much of it lies outside the Hellenistic era
proper. This is justified because the astrology of the founders continued to be
practiced in something like its original and unadulterated form during these periods as
well. Thus, for us the term Hellenistic describes a type of astrology more than a
historical era.
Hellenistic astrology marked an entirely new beginning in the history of astrology.
The large majority of the concepts, techniques, and principles of interpretation that are
the mainstay of Hellenistic astrology cannot be traced back to any earlier or
contemporary source. They constitute a distinct and original astrology, differing in
essential ways from the indigenous astrologies that developed in other parts of the
world.
Hellenistic astrology is the primary source of all later Western astrology. The life-
force breathed into Hellenistic astrology by its founders sustained astrological practice
until well into seventh century. It also left an unmistakable imprint on the astrology of
India. In the eighth century, it lent its vitality to Arabian astrology and assumed the
central place in that syncretism. Thence it returned to the West to re-animate
European astrology of the late Medieval era. Most of the concepts and practices that
are defining for modern astrology are still recognizably of Hellenistic origin.
The Texts — The surviving corpus of Hellenistic astrological writings consists of a
comparatively large number of texts. Most of these were composed in Greek, a few in
Latin. The majority of the texts are devoted to the astrology of the individual (“natal”
astrology), but there is a significant amount of material that concerns universal
(“mundane”) astrology, as well as inceptional (“electional” and “event”) astrology. It
is still an open question whether the Hellenistic astrologers practiced horary astrology.
Here is a brief overview of what survives and in what form: Four Substantial General
Treatises , which survive relatively intact in their original languages, three in Greek
and one in Latin: the Tetrabiblos of Ptolemy, the Anthology of Valens, the
Apotelesmatics of Hephaistio, and the Mathesis of Firmicus Maternus (in Latin).
There also survives a representative number of Greek fragments of a fifth such
treatise by Dorotheus, originally composed in didactic verse, which also survives in a
somewhat corrupt Arabic translation. These treatises all show much kinship of
doctrine. A Substantial Didactic Poem in Latin, the Astronomica of Manilius,
somewhat aberrant in doctrine, which may contain material deriving from the pre-
Hellenistic Egyptian period. Two Shorter General Treatises , the Introductory Matters
of Paulus Alexandrinus and a didactic poem attributed to one Manetho. Some small
treatises, also relatively intact, devoted to specialized astrological subjects, like the
delineation text of Anubio for planetary combinations and the Hermetic
iatromathematical texts. Paraphrases, which may be “easier” paraphrases of works
originally written in difficult Greek or prose paraphrases of earlier didactic poems,
such as a paraphrase of Ptolemy's Tetrabiblos attributed to Proclus. Summaries , more
or less detailed, of some of the above treatises and many lost books, such as the
summary of the lost Introduction of Antiochus or the summary of the Tablet of
Thrasyllus. These were mostly written during the Byzantine era. Formal
Commentaries on some of the above treatises, such as the Olympiodorus commentary
on the work of Paulus Alexandrinus and an anonymous commentary on Ptolemy's
Tetrabiblos. “Collections” of material excerpted from various treatises, often
paraphrased from the original, such as the collection of Rhetorius. These have some
structure or overall logic to their presentation. “Miscellanies” or random assortments
of excerpts and paraphrases from various treatises, sometimes mixed with opinions
and views of the compiler, like the Introduction of Porphyry and the Liber Hermetis.
fragments of all sorts, excerpted from earlier writers, some short, some long, some
evidently verbatim, others paraphrased; for instance, a fragment of a treatise on the
decanates ascribed to Teucer of Babylon. Fragments are found in many places,
sometimes even in non-astrological writings. Scholia (marginal comments added to
various manuscripts by readers and copyists) that sometimes give helpful information.
Evidence from non-literary sources, such as writings on walls and papyrus scraps.
These consist largely of very spare astrological chart readings and a few fragments of
procedural texts.
It is difficult to date many of these writings very precisely. The various astrologers
who composed them span a period of about eight hundred years, from the early
centuries B.C.E. to the seventh century C.E. Except for a few short specialized works,
only fragments remain of the writings of the founders or any other astrologers from
the pre-Christian era. Almost all the writings that survive in something like the form
in which they were originally composed come from the Christian era.
Nearly all the surviving writings have been published in “critical editions.” The
editors of these editions have mainly been cl assicists and philologists, who scoured
the European and middle-Eastern libraries for texts relating to Hellenistic astrology,
and then prepared editions of these texts by comparing all the surviving manuscripts
in an effort to produce a definitive text, usually without translation. This is a high-
level craft, requiring an extensive knowledge of the language and also of hand-writing
styles. These scholars also try to date these texts, identify their authors, and make
cross-references of the doctrines to other texts; often times they index the technical
terminology. Most of this work has been completed in the field of Hellenistic
astrology, and we are grateful to these scholars for having performed this painstaking
and often thankless task.
Preliminary Survey of the Contents of the Hellenistic Astrological Corpus — Upon
first perusal, this body of material may give the impression of a vast miscellany of
dissociated and heterogeneous doctrines and precepts, as if there had been numerous
independent schools of Hellenistic astrology down through the centuries, each
espousing its own doctrines and making its own original and idiosyncratic
contribution to the astrological practice of this period. Further study reveals that this
elaborate corpus is actually far more coherent than may have been expected
considering the number of authors involved and the extended period of time over
which these writings were composed.
For one thing, there is much overlap in the doctrines found in different authors. At the
same time, nearly every one of the surviving authors includes some material not found
in any of the others. In view of this, it is plausible to assume that what has come down
to us is fragments of a large and complex system from which each author excerpted
according to his own special interests and the sources available to him.
For another thing, all the authors employ the same specialized terminology,
bespeaking a continuity of conceptualization. With only relatively minor differences,
all the astrologers writing during this period associate the same kinds of human events
with the planets, the parts of the zodiac, and the topical places (“houses”). Many of
the techniques — that is, methodical procedures for investigating special topics in the
life of the native or certain periods of life — are reported by two or more authors
evidently working independently of one another. All this commonly accepted doctrine
points to derivation from a common earlier source.
In fact, the lineage recorded by Firmicus Maternus gives credit to Hermes
Trismegistus for the founding of this astrology, whom he says passed it on to one
Asclepius, whereupon it was explicated by Nechepso and Petosiris and promulgated
by Abram, Orpheus, and Critodemus. Moreover, most of the core doctrines that
characterize Hellenistic astrology are independently ascribed to these same
astrologers by later Hellenistic authors as well, often in the form of direct quotations
of their writings or paraphrases of their doctrines.
To be sure, there are techniques and bits of lore found only in the writings of some
single author without explicit acknowledgment of an earlier source. However, these
astrologers rarely (if ever) claim originality for such doctrines, so there is no reason
not to accept them provisionally as authentic pieces of the original astrology, pending
further examination of their conceptual connections with those doctrines which may
safely be ascribed to the founders.
On the other hand, it seems quite likely that the Hellenistic astrological corpus also
contains some material that is ascribed to the founders even though it actually derives
from Babylonian or pre-Hellenistic Egyptian astrology. Although some of these
doctrines may have been deliberately integrated into the Hellenistic astrology by the
founders, others may have been rejected even though they continued to be dutifully
transmitted by later astrologers. Such vestigial material can usually be segregated by
seeing the extent to which it was actually incorporated into the practice of later
Hellenistic astrologers.
In fact, it is only in the details of the execution of techniques and the extension of
their range of application that we find anything resembling a development of the
original tradition. In the case of techniques reported by several authors, we often find
differences of opinion over the fine points of procedure. But far from being evidence
of innovation, such divergence of views suggests instead that the original source texts
were not sufficiently explicit on many procedural matters — Vettius Valens himself
frequently attests to the cryptic nature of his sources — giving later astrologers the
task of fleshing out of what was merely suggested in the originals. Here again, the
determination of which of these variants is a valid elaboration is not a textual matter;
it requires an understanding of the conceptual issues that motivated the introduction of
the technique in the first place.
There are also cases in which a basic technique is independently represented in more
than one author (and thereby may be safely traced back to the founders), yet one of
these authors applies this technique directly or analogically to situations or contexts
not recognized by the other authors. Here the restraint of those other authors argues
that such an extension of the range of application may not have been intended by the
founders. Although this may be regarded as innovation of a sort, there is always the
danger that the technique has been extended beyond its proper range. Once more, only
a study of the intrinsic logic of the technique could legitimate such an extension.
It would seem, then, that the later Hellenistic astrologers were for the most part a very
conservative group, who attempted to remain as faithful to the original tradition as
possible. They understood their own work to be that of preservation and transmission,
interpretation and development. In this their attitude was true to the spirit of the times.
In an era more characterized by commentary than originality, where creative thinking
could only take place within parameters and categories established by the founders of
schools and disciplines, it would indeed have been astonishing for any substantial
innovation to have occurred within a tradition whose founders were regarded as semi-
divine beings. The appearance of heterogeneity in this corpus is partly due to the
practice of selective excerpting by later astrologers, and partly due to divergent
readings of ambiguities in the source texts.
Reconstructing the Practice of Hellenistic Astrology — The question of the
coherence of Hellenistic astrological practice thus effectively reduces to one of the
integrity of the doctrines of the founders. Accordingly, we must next ask whether this
group of doctrines consists of separate and unrelated practical insights on the part of
the founders, each of which makes an independent contribution to the reading of a
nativity, or whether these doctrines fit together into an orderly system. This is a
question that modern scholarship has hardly bothered to raise, let alone to address,
evidently regarding Hellenistic astrology as a chimerical patchwork of
anthropomorphic concepts, arbitrary interpretations, and bizarre techniques. But here
again, closer analysis reveals something hitherto unsuspected: that these doctrines can
be collected together and organized into a systematic and orderly practice.
First of all, we note that the Hellenistic astrologers themselves tend to collect many of
the numerous concepts related to planetary "condition" into several different
groupings. These same constellations of concepts are represented in many different
authors, and some are so common as to have their own collective names.
Secondly, it can be shown that the manifold and seemingly unrelated meanings (in
terms of human events) of the seven planets individually have a common notion
underlying them, just as the numerous and often disparate definitions of words can be
seen to derive from a basic meaning by applying the rules of word formation.
Furthermore, the meanings of different planets can be interrelated with one another
according to an orderly pattern of “synonyms” and “antonyms.” In addition, in the
case of planetary combinations the atomistic significations grow into more complex
phrases or molecules of meaning according to a determinate syntax, giving evidence
that these delineations were generated by a rational principle. Similar remarks apply
to the various meanings of the twelve topical places ("houses") and the characteristics
of the twelve signs of the zodiac.
Thirdly, the Hellenistic astrologers themselves often group their techniques in a
coordinate or hierarchical manner. Techniques addressed to topical inquiries into
specific areas of human life are often cross-linked to techniques designed to
investigate certain seasons of human life, and vice versa. The separate components of
a given technique can often be seen to have been motivated by the requirements of the
topic or timing technique in question.
Thus, the practice of Hellenistic astrology displays a threefold systematic character:
an articulate system of concepts, a system of meanings, and a system of topics and
seasons of life addressed by well-motivated techniques.
What assurance is there that the systematic features just mentioned were part of the
original system and not imposed by later Hellenistic astrologers? By paying careful
attention to the technical astrological terminology, which was clearly introduced by
the founders and stable throughout the era, we see that the clusters of concepts related
to planetary condition have their underlying unity in the concrete anthropomorphic
paradigms suggested by the terminology. The paradigms underlying the various
modes of planetary combination provide descriptions in human terms of the
syntactical structures that may be uncovered by the study of the delineations. Finally,
the anthropomorphic language used in the procedural texts likewise suggests how the
techniques used in topical inquiries or in the study of time periods should be
interpreted.
In short, the more this material is studied in detail, the more it takes on the appearance
of a complex but orderly system, whose various pieces are scattered about in
numerous astrological treatises.
Uncovering the Theory Underlying Hellenistic Astrology — It is generally
acknowledged that the founding Hellenistic astrologers flourished in the first or
second century B.C.E. If this discipline was fully operational by the beginning of the
Christian era, as seems to be the case, this means that that the conceptual framework,
interpretive principles, and basic technical apparatus of Hellenistic astrology were
devised in a relatively short span of time, perhaps less than a century. How could such
a coherent astrological system have developed so quickly?
It is preposterous to assume that the propositions of Hellenistic astrology were derived
inductively from empirical studies correlating celestial phenomena with events in the
human world. Apart from the anachronism of such a view, Hellenistic astrology came
on the scene far too quickly for it to have developed in this way, even supposing that
its founders had had access to empirical data compiled earlier, say, in the form of
Babylonian omen texts. This observation does not, of course, preclude the possibility
that the doctrines of Hellenistic astrology could not have been tested empirically.
And even if the principles of Hellenistic astrology had been developed much earlier,
as the legends about Hermes Trismegistus would have it, there are simply too many
variables at play simultaneously for its propositions to have resulted from such an
empirical process without manifold a priori assumptions. Furthermore, some of its
concepts (such as lots) are of such a nature that they could not even in principle have
been discovered empirically. A sign of this is the fact that the vast legions of modern
astrologers never stumbled upon them in their own studies. Finally, many of the
techniques of Hellenistic astrology are so arcane and so non-intuitive that they could
not possibly have been contrived by simply trying things out to see if they “worked.”
Setting aside the possibility that Hellenistic astrology was revealed to the founders as
a complete system in an inspired moment, it is more plausible to assume that it was
some sort of rational construct devised by the founders. To be sure, this construct
must have been based on a vision of the cosmos and the place of human life within it
that would have made room for the possibility of astrology in the first place, and it is
not absurd to regard such a vision as an inspired revelation. However, this initial
vision would then need to have been adequately worked out and sufficiently
articulated to suggest how the details of the practical astrological system could be
derived in a non-arbitrary and conceptually consistent manner. Some vague notion of
“as above, so below,” or some simple hypothesis of “cosmic sympathies” or
“correspondences” would not suffice for the purposes of a full rational construction
and could not account for the coherence of the system.
Unfortunately, we search in vain for evidence of this postulated cosmological vision
and subsequent constructive reasoning in any of the excerpts or paraphrases of
doctrine by later Hellenistic astrologers which may be safely traced back to the
founders. Indeed, it is doubtful whether the early writings contained explicit
theoretical statements or expositions, for we do not find any such citations in the
polemics or justifications of astrology on the part of contemporary philosophers.
Instead, we find the rejection or acceptance of astrology argued almost exclusively on
the basis of the philosopher's own metaphysical views and his own understanding of
what was presupposed by the terminology and details of astrological practice.
The speculation has been made that the philosophical dialogues of the so-called
Corpus Hermeticum contain the theoretical foundations of the “technical” Hermetica,
which include Hellenistic astrology. We will not here enter into the ongoing
controversy surrounding the dating of these dialogues. Currently their date of
composition has been pushed forward to the first few centuries of the Christian era,
although it has been suggested that they may draw on earlier doctrine. For the
purposes of our own inquiry, they are relevant only to the extent that they contain
doctrines antecedent to or contemporaneous with the founding of Hellenistic
astrology. These dialogues do indeed contain a number of explicit references to
astrology as set in a philosophical context, most notably the idea that the planets are
the servants of fate, but there is no trace in them of the principles that would allow
one to deduce the practical system from such a notion. At best they record the
cosmological vision behind Hellenistic astrology, but we cannot even be sure of this
until the constructive principles are restored. However, when all is said and done,
what we are faced with is a collection of practical astrological treatises with no
explicit philosophical framing.
For those who argue, as we do, that Hellenistic astrology must have been a rational
construct, it is usual to assume that this kind of astrology was anchored in the
metaphysics of Stoicism, Middle Platonism, and/or Neo-Pythagoreanism, the
prevailing philosophical trends of the day. This assumption is then “confirmed” by
quoting philosophical asides by one of the later Hellenistic astrologers such as Vettius
Valens or Firmicus Maternus that espouses a Stoic conception of fate, or by
mentioning that the astrologer Thrasyllus was a Middle Platonist who arranged the
Platonic dialogues into tetralogues, or by noting some kind of numerological
argumentation by one of these later astrologers.
There is a dubious historicism implicit in this view. It carries with it the insinuation
that the founders of Hellenistic astrology were slavishly accepting of the
philosophical tenets of their day and incapable of original theoretical thinking in
response the unique demands of their subject matter, or at best capable of clever
eclectic syncretism. But even apart from this, the simple fact is that there is absolutely
no evidence for supposing that the later Hellenistic astrologers were any more privy to
the original theory than the philosophical contemporaries of the founding Hellenistic
astrologers. It is equally possible, and in our view far more likely, that when these
later astrologers exhibit doctrines of the schools, they were simply reflecting the
prevailing philosophical sentiments of their own day and taking sides in the ongoing
learned debate over the possibility of astrology.
Of course, these remarks do not entirely rule out the possibility that Hellenistic
astrology was erected on the foundations of one metaphysical school or other. The
effort to think through such possibilities is at least a rewarding philosophical exercise.
For instance, an astrologer familiar with the first section of Plato's Timaeus could very
well have understood the following propositions to support an epistemological model
for astrology:
1) That the cosmos is a living animal, with both body and soul
2) That the cosmic soul possesses a rational consciousness, capable of knowing the
events that befall individual human beings in this world of coming-to-be and passing
away; since rationality was conceptualized by classical philosophers as internalized
logos, or the soul speaking to itself, the cognitive acts taking place in the cosmic soul
have the structure of a language.
3) That the observable celestial phenomena are "expressions" of the inner states and
cognitive events of this cosmic consciousness (just as we express our inner states
through our facial expressions or body language).
4) That the role of the astrologer is to surmise the thoughts that the cosmic mind
entertains relative to any individual human life, by attending to the observable
phenomena that are expressions of those thoughts. This same astrologer could also
have been tempted by the second section of this dialogue, insofar as it suggests that
the physical causes that are responsible for events in the human world may
themselves be subject to a kind of formal causality originating in a higher realm, a
notion that might be understood to complement the first model.
It must also be acknowledged that there are numerous passages in the Hellenistic
corpus that demonstrate that the Hellenistic astrologers (including the founders) were
at home with the natural philosophy of the time. For instance, nearly every Hellenistic
astrologer describes the effects of a planetary transit to a natal planet in terms of the
intensification and relaxation of a planetary quality, which was the classical way of
conceptualizing the variation in degree of a quality. They often make use of the four
primary qualities and the four elements. The notion of seven planetary rays and the
difference between planetary rays cast forward and those cast backward in the order
of signs seems to be a clever adaptation of Greek optical theory. In my opinion,
Hellenistic astrology is deserving of serious study for these reasons alone, since in the
astrological writings we find these technical concepts actually applied in concrete
settings rather than merely written about in theoretical treatises, as was the habit of
the Athenian philosophers. But again, should we conclude from this that, like other
eclectics of the day, Hellenistic astrologers simply borrowed whatever terminology
they needed from the common store of contemporary jargon? Or worse, that they
adopted this terminology for want of exact concepts to express their own astrological
ideas?
Indeed, there is another reason for questioning whether the founders of Hellenistic
astrology based their rational construct on the metaphysical precepts of the schools.
One would assume that these purported influences would show themselves in the
technical terminology employed by the Hellenistic astrologers. But unlike the
philosophical dialogues of the Corpus Hermeticum, which, according to Iamblichus,
deliberately employed the metaphysical jargon of the schools, there is only sparing
evidence of such language in the technical astrological texts.
This does not, however, in any way mean that Hellenistic astrology was not worked
out in full cognizance of the metaphysical doctrines of the Greek schools. In fact,
careful reading shows that the Hellenistic astrologers went out of their way to avoid
contemporary metaphysical parlance, developing a technical vocabulary of their own
that consists of terminology partly synonymous with the standard terminology, and
partly antonymous to it. The question is why they engaged in this practice.
Given this state of affairs, the only approach to recovering the principles underlying
the theory of Hellenistic astrology is a detailed study of the technical terminology,
interpretive texts, and the practical system itself, guided by the supposition that the
theory of Hellenistic astrology was somehow fully embedded in the practice.
The real question is whether the development of a systematic astrology — a discipline
designed to treat of the concrete particulars of daily human life — was a problem that
could even in principle be addressed by the metaphysical precepts of the
contemporary schools. In our view, this is a dubious proposition. Metaphysics after
Plato and Aristotle became the study of being, formulated in various ways: the study
of that which is insofar as it is, of that which is most really real, of the ultimate causes
of that which is, of the ultimate elements underlying that which is, etc. But being was
always understood as that which was permanent and unchanging, essential and not
accidental, independent and not contingent. Even when the philosopher directed his
gaze at the material world of coming-to-be and passing away, he sought these eternal
formal principles to the extent that they were present there. Accordingly, the
philosopher was interested in studying man as man—not man as tall or olive-skinned
or eminent or as one possessing children or wealth. In numerous places, Aristotle
even explicitly banishes accidental or contingent being from the province of
metaphysics and the "primary philosophy."
It is my contention that the framers of Hellenistic astrology took on the systematic
study of the accidental and contingent in the world and in human life as their special
province, with the intention of reinstating it as a proper subject of metaphysical
inquiry. Where the Athenian philosophers were concentrating on the "is," the
Hellenistic astrologers would focus on the "can be," the "may be," and the "ought to
be." Theirs was a philosophical program unique and unprecedented in the ancient
world, which nevertheless had to be pursued with all the care and rigor characteristic
of the Athenian philosophical schools themselves. This would be no easy matter.
Many of the basic themes of Athenian philosophical inquiry would have to be
addressed anew. For instance, the concepts of place, time, motion, and event would
have to be re-conceptualized; the very idea of causality would have to be rethought in
this new context, and even the meaning of logical inference. It is my opinion that they
succeeded in their program.