43
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΗΤΡΩΟΥ: 201338 ΕΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ: 2013-2014, Α' ΕΞΑΜΗΝΟ Εργατικά στρώματα στη Γερμανία του ύστερου 19 ου και του πρώιμου 20ού αιώνα: Ανθρακωρύχοι στο Ρουρ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ: «Ευρωπαϊκά Στρώματα στον ευρωπαϊκό αστικό χώρο κατά τον μακρύ 19 ο αιώνα» ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ κα. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΑΡΙΑ ΑΘΗΝΑ 2014 0

Εργατικά στρώματα στη Γερμανία του ύστερου 19ου και του πρώιμου 20ού αιώνα: Ανθρακωρύχοι στο Ρουρ

Embed Size (px)

Citation preview

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΗΤΡΩΟΥ: 201338

ΕΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ: 2013-2014, Α' ΕΞΑΜΗΝΟ

Εργατικά στρώματα στη Γερμανία του ύστερου 19ου και του

πρώιμου 20ού αιώνα: Ανθρακωρύχοι στο Ρουρ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ: «Ευρωπαϊκά Στρώματα στον ευρωπαϊκό αστικό

χώρο κατά τον μακρύ 19ο αιώνα»

ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ κα. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΑΘΗΝΑ 2014

0

ΠεριεχόμεναΠεριεχόμενα

(1-2)

Πρόλογος

(3)

1

Μεθοδολογικές και ιστοριογραφικές αναζητήσεις για το Ρουρ

(4-8)

2

Ρουρ και εργατικά στρώματα: Δημιουργία της εργατικής τάξης: Ανθρακωρύχοι από τον ύστερο 19ο αιώνα μέχρι τον πρώιμο 20ο

(8-11)

3

Γυναικεία εργασία και έμφυλοι ρόλοι

(11-12)

4

Δημογραφικά στοιχεία και μεταναστευτικές ροές

1

(13-16)

5

Πολωνοί μετανάστες και ορυχεία

(16-17)

6

Δημογραφικοί δείκτες και Πολωνοί μετανάστες

(17-18)

7

Αστικοποίηση, κατανομή πληθυσμού και συνθήκεςστέγασης

(18-22)

8

Η εμπειρία της εργασίας στα ορυχεία και ηταυτότητα του ανθρακωρύχου

(23-23)

9

2

Πολιτικά συμφραζόμενα και σχέσεις ΚαθολικήςΕκκλησίας με Πολωνούς μετανάστες. Μορφές

συνδικαλιστικού κινήματος και εργοδοτικής αντίδρασης

(24-26)

Επίλογος

(27)

Βιβλιογραφία

(28-29)

ΠρόλογοςΗ ιστορία των ανθρακωρύχων του Ρουρ, κατά την

περίοδο 1870-1914, είναι μια ιστορία κατά βάση της μετανάστευσης στην περιοχή. Ένα μείγμα ντόπιων και μεταναστών ανθρακωρύχων αποτέλεσαν το γρανάζι της ταχείας ανάπτυξης και εκβιομηχάνισης που γνώρισε η περιοχή.

Με τον περιορισμό που μας θέτει η βιβλιογραφία,θα εξετάσουμε την σημασία των ανθρακωρύχων και ειδικότερα των πολωνόφωνων μεταναστών που κατέφθασαντην ίδια περίοδο από τις ανατολικές επαρχίες της Πρωσίας.

Θα εστιάσουμε σε δημογραφικά στοιχεία και σε μεταναστευτικές ροές για να καθορίσουμε σε ποιο βαθμό μια βιομηχανική κοινωνία εντάσσει και

3

αφομοιώνει τα μεταναστευτικά ρεύματα που κατακλύζουντην περιοχή της και την βοηθούν να μεταβάλλει το πρόσωπο της σε μια εποχή μετάβασης όπως είναι ο ύστερος 19ος αι και ο πρώιμος 20ος.

Θα μας απασχολήσουν θέματα ταυτότητας των Πολωνών μεταναστών και πως η εμπειρία της εργασίας και το είδος της, έφερε κοντά ή απομάκρυνε τους ντόπιους από τους μετανάστες ανθρακωρύχους αλλά και οι διχοτομήσεις εντός της μεταναστευτικής κοινότητας.

Τέλος, θα δούμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο έλαβαν χώρα αυτές οι αλλαγές στην καθημερινότητα τωνεργατών στα ορυχεία του Ρουρ και τις σχέσεις σύγκρουσης ανάμεσα στο συνδικαλιστικό κίνημα των ανθρακωρύχων και των εργοδοτών τους

1

Μεθοδολογικές και ιστοριογραφικέςαναζητήσεις για το Ρουρ

4

Το ιστοριογραφικό ενδιαφέρον για την περιοχή του Ρουρ ξεκινά παράλληλα με την ανάδειξη της περιοχής σε βιομηχανικό κέντρο βάρους της Γερμανίας ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις για τη μελέτη των εργατικών στρωμάτων, των εργοδοτών-καπιταλιστών, των εργοδοτικών και συνδικαλιστικών ενώσεων και συνδικάτων και την διαλεκτική, αν και αμφίρροπη, σχέση μεταξύ τους, ποικίλουν ανάλογα με τα ιστορικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία αποπειράται η εξερεύνηση των παραπάνω σχέσεων με στόχο την κατανόηση της εξέλιξης του Ρουρσε «καρδιά της γερμανικής βιομηχανίας»1

Μελέτες για την περιοχή του Ρουρ μπορούν να αναζητηθούν από τον 19ο αιώνα ακόμα όπου Πρώσοι δημόσιοι υπάλληλοι σε συνάρτηση με το γεγονός ότι πολλοί είχαν διδάξει σε σχολές εξόρυξης ως συμπλήρωμα στο εισόδημα τους, επεξεργάζονταν εργασίες για την περιοχή στις οποίες υπάρχει κριτικήγια τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης των ορυχείων όταν αυτά πέρασαν από τα χέρια του κράτους στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Οι μελέτες βρίθουν νοσταλγίας για την εποχή του κρατικού ελέγχου των ορυχείων ενώ ο πατερναλιστικός τόνος διαφαίνεται στο ενδιαφέρον για την κοινωνική πρόνοια.2 Σ’ αυτές τις πρώιμες προσπάθειες συγγραφής ιστορίας για το Ρουρ, οι εργάτες των ορυχείων και ειδικότερα οι ανθρακωρύχοι,παρουσιάζονται με τις αρετές που πρέπει να έχει έναςεργάτης της αυτοκρατορικής Γερμανίας. Την εργατικότητα, την φειδώ και την πίστη στη μοναρχία. Αυτές οι αναλύσεις συμπληρώθηκαν από αστικές ιστορίες του 19ου αιώνα οι οποίες έδιναν μεγάλη προσοχή στην ανάπτυξη των βιομηχανικών συνοικιών.3

1 Stefan Burger και Neil Evans, «Two Faces of king Coal: the Impact of Historiographical Traditions on Comparative History in the Ruhr and South Wales», Stefan Burger, Andy Croll και Norman LaPorte (επιμ.), Towards a Comparative History of Coalfield Societies, Ashgate, 2005, σ. 30

2 Στο ίδιο, σ. 293 Στο ίδιο, σ. 29

5

Πολλοί ιστορικοί όμιλοι εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Ρουρ διεξάγοντας και εκδίδοντας ιστορικές έρευνες για αυτήν. Επίσης σημαντική έρευνα διεξήχθη υπό την αιγίδα του Ομίλου ΚοινωνικήςΠολιτικής (Social Policy Association) από το 1873 και εξής. Στον γερμανόφωνο χώρο αναπτύχθηκε μια σημαντική κοινότητα οικονομολόγων τους οποίους αποκαλούσαν και « Σοσιαλιστές της καρέκλας», οι οποίοι πρωτοστάτησαν στην διαμόρφωση ερωτήσεων σχετικά με την περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εστίασαν στα προβλήματα οικονομικής ανάπτυξης και προόδου, στις βιογραφίες βιομηχάνων, στην ιστορία της τεχνικής αλλαγής και στο σχήμα της σύνδεσης μεταξύ των εταιριών και της περιοχής. Ακόμα κάνουν υποθέσεις εργασίας πάνω στη σύνδεση της μετανάστευσης με την τάση για απεργία ενώ αντιπαραθέτουν μισθολογικά στοιχεία και συνδέουν τηνιστορία τους με σύγχρονες ανησυχίες για κοινωνική διαμόρφωση και μεταρρύθμιση.4

Από την άλλη πλευρά, την περίοδο μεταξύ 1860-1870, υπήρξαν και από την πλευρά των εργοδοτών οργανώσεις όπως ο Όμιλος για τα Δικαιώματα των Ορυχείων ( Association for Mining Interests) o οποίος εξέδιδε βιβλία προς τιμήν ακαδημαϊκών εν ζωή (festschiften) και περιοδικό (Glückauf) με ιστορικό περιεχόμενο. Είχε επιρροή στον τοπικό τύπο και χρηματοδοτούσε την έκδοση αντι-συνδικαλιστικού και απεργοσπαστικού υλικού.5 Μόνο μετά το 1914 και την περίοδο του Μεσοπολέμου με την κρίση της Κοιλάδας του Ρουρ το 1923, ο Όμιλος χρηματοδότησε μια πολύτομη σειρά η οποία λεγόταν «Twelve Years of Mining in the Ruhr» από τον Hans Spethmann. O Spethmann ήταν λόγιος, γνωστός για τις δεξιές του απόψεις οι οποίες συγγένευαν με αυτές των

4 Στο ίδιο, σ. 29-305 Στο ίδιο, σ. 30

6

βιομηχάνων. Η σειρά ήταν ένα μείγμα αντιγαλλικού εθνικισμού, τοπικού πατριωτισμού, αντι-συνδικαλισμού, αντι-σοσιαλισμού, μίσους για την Δημοκρατία της Βαϊμάρης ενώ επικεντρωνόταν στους σημαντικούς άντρες και ειδικά στους πρωτοπόρους της βιομηχανίας. Αργότερα έγινε απολογητής του ναζισμού και συνέγραψε μια τρίτομη ιστορία του Ρουρ από την αρχαιότητα ως το παρόν. Ήταν φανερή η προσπάθεια εννοιολόγησης των εργατών ως την γέφυρα σύνδεσης τηςεργατικής τάξης με τους εργοδότες για την δημιουργίατης εθνικής κοινότητας (Volksgemeinschaft).6

Στο ίδιο μήκος κύματος, στα 1920ς, ο δημοσιογράφος Wilhelm Brepohl εξέδωσε μελέτες για τον λαό του Ρουρ (Ruhrvolk) με βιολογική, ανθρωπολογική, ψυχολογική και κοινωνιολογική κατεύθυνση. Το 1935 τέθηκε επικεφαλής ινστιτούτου στο Gelsenkirchen όπου ασχολήθηκε με την εμπειρική έρευνα σε συνδυασμό με ψευδο-επιστημονικές ρατσιστικές ιδέες. Αυτές οι απόψεις με λιγότερη έμφαση στο ρατσισμό, του επέτρεψαν να λάβει μια θέσηστα κοινά του Μύνστερ και ένα επίτιμο διδακτορικό τίτλο από το Μπόχουμ το 1968. Άλλωστε αυτές οι απόψεις έβρισκαν πρόσφορο έδαφος στο συντηρητικό κοινωνικό περιβάλλον της πρώιμης Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.7

Ιστορίες του Ρουρ γράφτηκαν και από εκπροσώπουςτων εργατών. Το Χριστιανικό και το Σοσιαλδημοκρατικόεργατικό κίνημα χρησιμοποίησαν την ιστορία ως όπλο πολιτικού αγώνα για να προωθήσουν τα αιτήματα τους όπως η εθνικοποίηση των ορυχείων και να συσπειρώσουντο εργατικό κίνημα έναντι των εργοδοτών. Κατέκριναν το αυτοκρατορικό καθεστώς και τόνιζαν ότι υποστήριζετους εργοδότες έναντι των εργαζομένων. Άλλωστε οι απεργίες του 1889 και του 1905 ξεκίνησαν ως 6 Στο ίδιο, σ. 307 Στο ίδιο, σ. 31

7

αντίδραση στον βιομηχανικό φεουδαλισμό των βιομηχάνων.8

Κατά την μεσοπολεμική περίοδο, ο Lothar Erdmannήταν η φωνή των ανησυχιών των εργατικών συνδικάτων δίνοντας έμφαση στο ρόλο των συνδικάτων ως υπερασπιστή πρωτίστως των εθνικών συμφερόντων κι όχιτων συντεχνιακών. Αυτές οι απόψεις πλαισιώνονταν απόηρωικές βιογραφίες αρχηγών των εργατών όπως ο Otto Hue.9

Τα πρώτα χρόνια μετά τον Β’ Π.Π., η ιστορική γραφή για το Ρουρ διατήρησε την μεροληψία της υπέρ των εργοδοτών υποστηρίζοντας την κοινωνική συνεργασία των τάξεων μέσα σε ένα καπιταλιστικό πλαίσιο. Με την μεταπολεμική διχοτόμηση της Γερμανίας αναπτύχθηκαν διαφορετικές προσεγγίσεις γιατην ιστορία των εργατικών στρωμάτων στο Ρουρ. Στην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) υπήρχε μικρή ενασχόληση με την συγκεκριμένη περιοχή και αυτή με νοσταλγική χροιά και σε τοπικό επίπεδο. Αυτή η φίλα προσκείμενη στην εργατική τάξη ιστοριογραφία τόνιζε τον αγώνα των εργατών έναντι των εργοδοτών οι οποίοιυποστηρίζονταν από το μιλιταριστικό καθεστώς ενώ υπογραμμίζονταν τα φόντα της εργατικής τάξης σε συνδυασμό με ρήσεις από τους Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν και Ούλμπριχ με σκοπό την δογματική καθαρότητα. Το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΓΚΚ) εμφανιζόταν ως το μόνο ικανό να αναλάβει την ηγεσία της εργατικής τάξης με βασικό εχθρό την Σοσιαλδημοκρατία. Επίσης υπήρχαν υπαινιγμοί για ιστορική συνέχεια μεταξύ ναζισμού και Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ).10

Στη δυτική πλευρά του Τείχους οι ιστορικοί αφομοίωναν τις μαρξιστικές μεθοδολογικές και 8 Στο ίδιο, σ. 319 Στο ίδιο, σ. 31-3210 Στο ίδιο, σ. 31-32

8

θεωρητικές αναλύσεις των συναδέλφων τους από την ΛΔΓσυνδυάζοντας τες με την παράδοση των γαλλικών Annales, τις εργασίες των διανοουμένων που εξορίστηκαν από τους Ναζί, την θεωρία του εκμοντερνισμού που εμφανίστηκε στις Η.Π.Α. και την εθνική ιστορία (Volksgeschichte) που μεσουρανούσε κατά την ναζιστική περίοδο. Εμβληματική μορφή αναδείχτηκε ο Klaus Tenfelde11 ο οποίος εξέδωσε το 1977 ένα έργο μεγάλης σημασίας για την κοινωνική ιστορία των ανθρακωρύχων του Ρουρ. Ο Τenfelde ως επικεφαλής του Ινστιτούτου για την Ιστορία των Κοινωνικών Κινημάτων (Institute for the History of Social Movements) στο Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ, είχε στενούς δεσμούς με τασυνδικάτα και ήταν ιδεολογικά κοντά στα κοινωνικά κινήματα της Δυτικής Γερμανίας. Η ριζοσπαστικοποίησητων 60ς επηρέασε την ιστορική γραφή και το φοιτητικόκίνημα ενώ από το 1970 και μετά, η τάση για διεπιστημονικές μελέτες ανέδειξαν μορφές όπως ο KarlRohe που μελέτησε τις εκλογικές αναμετρήσεις στο Ρουρ. Η έρευνα για το Ρουρ εντάχθηκε πλέον στα πλαίσια του καπιταλιστικού εκμοντερνισμού και στην ένταξη της εργατικής τάξης στο δημοκρατικό οικοδόμημα του νεοπαγούς κράτους πρόνοιας.12

Τα 80ς έφεραν στο επίκεντρο της έρευνας την καθημερινή ζωή και ερευνητικά προγράμματα όπως «Κύκλος Ζωής και Κοινωνική Κουλτούρα στο Ρουρ: 1930-1960» (Life History and Social Culture in the Ruhr:1930-1960) από τους Lutz Niethammer kai Detlev Peukert. Εκεί καταδείχτηκε ότι ο Εθνικοσοσιαλισμός έσπασε τα στενά περιθώρια του παραδοσιακού κοινωνικού περιβάλλοντος και παρατηρήθηκε ότι υπήρξε μια συναίνεση των εργατικών οικογενειών όσον αφορά το φασισμό. Από το 1990 πλήθυναν οι χρηματοδοτήσεις από τις κρατικές αρχές του Ρουρ για 11 S.H.F. Hickey, Workers in Imperial Germany: The miners of Ruhr, Οξφόρδη,

Clarendon Press, 1985, σ. 512 Στο ίδιο, σ. 32-33

9

την μελέτη της ιστορίας της περιοχής και αυξήθηκε τοεπιστημονικό ενδιαφέρον.13

Φτάνοντας στο σήμερα βλέπουμε νέες όψεις στην εξέταση της ιστορίας των κοινοτήτων των ανθρακωρύχωντου Ρουρ. Από τις μεταμοντέρνες θεωρήσεις και την έμφυλη θεωρία μέχρι τις αναλυτικές κατηγορίες του φυλής και της εθνότητας, την σύγκριση σε διεθνές επίπεδο ως την ιστορία «από τα κάτω» και την ιστορίατης καθημερινής ζωής.14 H κοινωνική ιστορία ήρθε στο προσκήνιο ως διακριτή «πειθαρχία» και θέματα όπως η οικογενειακή ζωή, ο ελεύθερος χρόνος, οι ψυχαγωγικέςδραστηριότητες, η μετανάστευση και οι συνθήκες διαβίωσης βρήκαν τη δική τους θέση στην ιστορική πραγματικότητα .15

2

Ρουρ και εργατικά στρώματα:Δημιουργία της εργατικής τάξης:

Ανθρακωρύχοι από τον ύστερο 19ο αιώναμέχρι τον πρώιμο 20ο

Ξεκινώντας, πρέπει να αναφέρουμε κάποιες γενικές αλλαγές που συνέβησαν στο γερμανικό χώρο καιεπηρέασαν καταλυτικά την πορεία της χώρας τον 19ο αιώνα και τον πρώιμο 20ο. Στον δημογραφικό τομέα υπήρξε μια πληθυσμιακή έκρηξη της τάξεως του 160% ανάμεσα 1820-1910. Από τα 25.000.000 κατοίκους το 1820, φτάσαμε στα 65.000.000 το 1910. Η δημογραφική 13 Στο ίδιο, σ. 3314 Stefan Berger, «Introduction», Stefan Burger, Andy Croll και

Norman LaPorte (επιμ.), Towards a Comparative History of Coalfield Societies, Ashgate, 2005, σ. 1-2

15 S.H.F. Hickey, Workers, ό.π., σ. 1-2

10

έκρηξη δημιούργησε δύο προβλήματα: Πρώτον, έπρεπε ναυπάρξει κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών του πληθυσμού με αύξηση της σοδειάς στην γεωργία και όπου χρειαζόταν η εισαγωγή τροφίμων, κυρίως από την Αμερική και την Ρωσία και δεύτερον, έπαψε η γεωργία να αποτελεί, για ολόκληρο τον πληθυσμό, το μέσο για την εξασφάλιση των προς το ζην. Σ’ αυτό ήρθε να προστεθεί και η χειραφέτηση των χωρικών, ο κατακερματισμός, σε πολλές περιοχές, σε μικρές ιδιοκτησίες και οι κακές σοδειές. Η πρώιμη οικοτεχνία αρχίζει να υποχωρεί ως συνακόλουθο της ταχείας εκβιομηχάνισης με αποτέλεσμα σημαντικό κομμάτι των αγρεργατών και των μικρό-ιδιοκτητών να χάσει το συμπλήρωμα στο οικογενειακό εισόδημα. Αυτή η κατάσταση επέφερε την φυγή από την γη.16

Δημιουργήθηκαν μεταναστευτικές ροές από, προς και μέσα στην Γερμανία. Υπολογίζεται ότι από το 1840-1915, υπήρξαν 5.000.000 Γερμανοί μετανάστες, ένα δίκτυο μεταναστών που απλωνόταν ως την Αμερική. Την περίοδο 1830-1850 εκδηλώθηκε μια μεγάλης κλίμακας έκρηξη εσωτερικής μετανάστευσης προς τις πόλεις. Η δεκαετία του 1870 με την οικονομική κρίση και η επακόλουθη εικοσαετία με την ύφεση στην γεωργία, οδήγησε σε εσωτερική μετανάστευση στις πόλεις κοντά σε βιομηχανικά κέντρα. Αυτή η μετανάστευση είχε χαρακτηριστικά εποχιακής εργασίας σε πολλές περιπτώσεις. Από τα μέσα του 1890 η Γερμανία σταμάτησε να είναι ένα δίκτυο παροχής μεταναστών στο εξωτερικό.17

Η μετανάστευση ως ενδημικό στοιχείο της περιόδου, οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της δεύτερης φάσης της Βιομηχανικής Επανάστασης στηνοποία έμπαινε δυναμικά η πολιτικά ενοποιημένη Γερμανία από το 187,1 δημιούργησε κοινωνικές 16 Στο ίδιο, σ. 8-1017 Στο ίδιο, σ. 10-11

11

ανακατατάξεις. Εμφανίστηκαν στο προσκήνιο νέες κοινωνικές ομάδες όπως η εργατική τάξη, τα συνδικάτα, πολιτικά κόμματα, εργοδότες και ομάδες πίεσης, οι οποίες διεκδικούσαν πολιτική και οικονομική δύναμη ενώ οι παλιές ελίτ όπως η Εκκλησίαπ.χ., προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις του νέου περιβάλλοντος. Η μετανάστευση δημιούργησε το κατάλληλο απόθεμα εργατικού δυναμικού το οποίο επηρέασε τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες έλαβε χώρα η εκβιομηχάνιση. Οι υλικές προϋποθέσεις που προσφέρονταν στο νέο εργατικό δυναμικό δεν μπορούσαν να είναι υψηλές απ’ τη στιγμή που η αγορά εργασίας χαρακτηριζόταν από σημαντικό και ανατροφοδοτούμενο εργατικό απόθεμα όταν συγχρόνως οι βιομήχανοι προσπαθούσαν να εδραιωθούν έναντι του εξωτερικού ανταγωνισμού. Σ’ αυτή τη πρώιμη φάση ήταν απαιτούμενο η ύπαρξη φτηνούεργατικού δυναμικού για επένδυση στην βιομηχανία όταν το ρίσκο ήταν υψηλό και τα κέρδη καθόλου σίγουρα. Από την άλλη πλευρά, μια σφιχτή αγορά εργασίας και μια σημαντική επένδυση στην βιομηχανία θα ευνοούσε την αύξηση των μισθών και των κινήτρων για εργασία. Στην Γερμανία, στη μεγαλύτερη διάρκεια του 19ου αιώνα, ίσχυε η πρώτη προϋπόθεση αν και προς το τέλος του αιώνα, η αγορά εργασίας άρχιζε να αλλάζει.18

Η ανάπτυξη της βιομηχανίας των ορυχείων ήταν ο βασικός παράγοντας πίσω από την βιομηχανική μεταμόρφωση της περιφέρειας του Ρουρ την περίοδο πουεξετάζουμε. Χαρακτηριστικά, το 1870 η παραγωγή άνθρακα έφτασε τους 11.813.000 τόνους σε σύνολο 51.391 ανθρακωρύχων σε 220 ορυχεία ενώ το 1913 η παραγωγή μεγάλωσε και έφτασε τους 110.812.000 τόνουςσε σύνολο 394.569 ανθρακωρύχων σε σύνολο 167

18 Στο ίδιο, σ. 11-12

12

ορυχείων.19Ένας βασικός λόγος για την επέκταση της βιομηχανίας ήταν η εξέλιξη στην τεχνολογία εξόρυξης.Ειδικότερα από τα μέσα του 19ου αιώνα η εκσκαφή σε βαθύτερα επίπεδα έγινε εφικτή. Στους παράγοντες ανάπτυξης αυτής της βιομηχανίας ήταν η αλλαγή στο καθεστώς ιδιοκτησίας και ελέγχου των ορυχείων. Από το 1850 και μετά, προχώρησαν οι ιδιωτικοποιήσεις τωνορυχείων – αν και όχι στο ποσοστό που ήθελαν οι επιχειρηματίες – με την κυβέρνηση να κρατά ένα ρυθμιστικό και εποπτικό ρόλο. Η ιδιωτικοποίηση είχε και νομική υπόσταση με την ψήφιση από την Πρωσική κυβέρνηση του Γενικού Νόμου περί Ορυχείων (General Mining Law).20 Βέβαια, στις αρχές του 20ου αιώνα, έγιναν προσπάθειες για κάποιο κυβερνητικό έλεγχο τωνορυχείων εκ νέου.21

Στον ύστερο 19ο-πρώιμο 20ο αιώνα, οι τάσεις στοντομέα της ανθρακοβιομηχανίας ήταν η συγκέντρωση, η καρτελοποίηση και η ενοποίηση. Το 1885, εφτά εταιρίες είχαν στην κατοχή τους πάνω από ένα ορυχείοενώ το 1910 εννιά εταιρίες παρήγαν τα 2/3 ολόκληρης της ποσότητας άνθρακα του Ρουρ. Στην προσπάθεια των βιομηχάνων να συνεργαστούν, προέκυψε η ίδρυση του Verein für die bergbaulichen Interessen in Oberbergamtsbezirk Dortmund, ευρέως γνωστό ως Bergbau Verein . Ο οργανισμόςαυτός λειτουργούσε ως εκπρόσωπος της βιομηχανίας, θέση που αναγνωρίστηκε από την κυβέρνηση το 1893, και περιελάμβανε όλα τα μείζονα ορυχεία του Ρουρ. ΤοBergbau Verein ήταν μέλος του εθνικού οργανισμού εργοδοτών, του Zentralverband deutscher Industrieller και συνιδρυτής του τοπικού Verein zur Wahrung der gemeinsamen wirtschaftlichen Interessen in Rheinland und Westfalen. Ένα πιο αυστηρό κοινωνικό forum ήταν η «Λέσχη Άνθρακα» η

19 Στο ίδιο, σ. 1320 John J. Kulczycki, The Foreign Worker and the German Labour Movement:

Xenophobia and Solidarity in the Coal Fields of the Ruhr, 1871-1914, Οξφόρδη/Προβιντενς, Berg, 1994, σ. 15

21 S.H.F. Hickey, Workers, ό.π., σ. 14

13

οποία ιδρύθηκε το 1880 και αποτελούνταν από πολλά σημαίνοντα άτομα μέσα στην βιομηχανία22. Στην κατεύθυνση της πλήρους καρτελοποίησης της βιομηχανίας υπάγεται και η δημιουργία του συνδικάτουάνθρακα του Ρουρ το 1893, του Rheinisch-Westfalisches Kohlensyndikat (RWKS). Το RWKS θεωρείται το πρώτο μοντέρνο βιομηχανικό καρτέλ23. Το RWKS πλην του πολιτικού του ρόλου, ήλεγχε τις τιμές και τις παραγόμενες ποσότητες καθορίζοντας όρια για τα μέλη του, προστατεύοντας τα, με αυτό τον τρόπο, από διακυμάνσεις της αγοράς στην οποία έβγαζε το προϊόν που παρήγαγαν τα μέλη του ως ενότητα. Αυτή η ανελαστικότητα αποτελούσε τροχοπέδη στην εξάπλωση κάποιας εταιρίας παρά την προστασία του συνόλου των εταιριών από την ελεύθερη αγορά.24 Μεγάλες εταιρίες, οι οποίες δραστηριοποιούνταν στον τομέα του χάλυβα, τείνουν να αγοράζουν ορυχεία και μικρότερες εταιρίεςσε μια τάση για «κάθετη ενσωμάτωση» ώστε να παράγουντον άνθρακα και τον χάλυβα που χρειάζονται για το τελικό προϊόν τους, το οποίο διαθέτουν στην αγορά, βγάζοντας στην ελεύθερη αγορά το περίσσευμα του χωρίς να περιορίζονται από τις ρυθμίσεις του Συνδικάτου. Στην αρχή δεν ήταν μέλη του RWKS αλλά στην πορεία ενσωματώθηκαν στο Συνδικάτο διατηρώντας χαλαρές τις σχέσεις τους όσον αφορά τις ρυθμίσεις του καρτέλ.25

Η συγκέντρωση των εταιριών που ασχολούνταν με την εξόρυξη άνθρακα και η ροή επενδύσεων σ’ αυτό τοντομέα, δημιούργησε την ανάγκη για περισσότερα εργατικά χέρια. Η χειρωνακτική φύση της εργασίας είχε ως αποτέλεσμα στο Ρουρ να συσταθεί, τουλάχιστονμε αριθμητικούς όρους, μια προεξάρχουσα εργατική

22 Στο ίδιο, σ. 1523 John Gillingham, Industry and Politics in the Third Reich: Ruhr coal, Hitler

and Europe, Λονδίνο, Mithuen, 1985, σ. 524 S.H.F. Hickey, Workers, ό.π., σ. 1625 Στο ίδιο, σ. 17-18

14

τάξη. Το 1907, τα ¾ του οικονομικά ενεργού πληθυσμούτου Dortmund και του Bochum χαρακτηρίζονταν ως χειρώνακτες εργάτες. Στα χωριά των ανθρακωρύχων τα ποσοστά ήταν ακόμα μεγαλύτερα. Οι εργάτες κατείχαν την μερίδα του λέοντος στον πληθυσμό του Ρουρ σε σχέση με την υπόλοιπη Γερμανία. Ο χαρακτήρας του επαγγέλματος του ανθρακωρύχου δεν ευνοούσε την κινητικότητα και η μόνη διέξοδος τους ήταν να ανοίξουν κάποιο μικρό κατάστημα ή ένα μπαρ, αν επιθυμούσαν να ξεφύγουν από την ζωή στα ορυχεία.26

Η στρατολόγηση μεγάλου αριθμού μη έμπειρων εργατών επέφερε την προλεταριοποίηση των ανθρακωρύχων του Ρουρ μετατρέποντας στα μάτια της κοινής γνώμης τον ανθρακωρύχο με το συντεχνιακό παρελθόν (Bergmann) σε εργάτη των ορυχείων (Bergarbeiter). To 1914, η εργατική δύναμη στα ορυχεία του Ρουρ, απαριθμούσε 400.000 ανθρακωρύχους.27

3

Γυναικεία εργασία και έμφυλοι ρόλοιΗ χειρωνακτική φύση της εργασίας στα ορυχεία,

επέβαλε και ένα διαχωρισμό στους έμφυλους ρόλους. Ο σκληρός, επικίνδυνος και μη ευχάριστος χαρακτήρας της δουλειάς του ανθρακωρύχου, καθιστούσε το επάγγελμα αντρική ασχολία. Τα συχνά ατυχήματα, οι αρρώστιες και η πειθάρχηση αποτελούσαν εμπόδια για την πρόσληψη γυναικών στα ορυχεία. Αντίθετα, οι κλωστοϋφαντουργικές επιχειρήσεις απασχολούσαν κυρίωςγυναίκες αλλά από τις δεκαετίες των 1870 και 1880, άρχισαν να υποχωρούν. Οι γυναίκες απασχολούνταν σε μαγαζιά, ως υπηρέτριες, σε εμπόριο ρούχων, σε κήπους26 Στο ίδιο, σ. 2027 John J. Kulczycki, The Foreign Worker and the German Labour Movement,

ο.π., σ. 15

15

με μικροκαλλιέργειες ενώ αναλάμβαναν τις οικιακές εργασίες. Ενδεικτικά, στο Μπόχουμ το 1907, 5 γυναίκες εργάζονταν στα ορυχεία σε σχέση με τις 15.000 αντρών εργατών ενώ οι 7 γυναίκες που εργάζονταν στα χυτήρια ήταν ένα ελάχιστο ποσοστό μπροστά στις 2.500 των αντρών συναδέλφων τους. Η έλλειψη γυναικείας απασχόλησης αντικατοπτρίζεται σταποσοστά των οικονομικά ενεργών γυναικών στη συγκεκριμένη περιοχή. Ένα 12% των γυναικών ήταν οικονομικά ενεργές στο Μπόχουμ και ένα 10% οικονομικά ενεργών γυναικών βρίσκεται ανάμεσα στους εργάτες.28

Η ισχνή αγορά εργασίας για τις γυναίκες στην περιοχή του Ρουρ, είχε και δημογραφικό αντίκτυπο. Οιγυναίκες αποτελούσαν το 46-48% του πληθυσμού του Μπόχουμ και αυτό με τη σειρά του οδηγούσε σε αύξηση των πρώιμων γάμων. Οι πιέσεις στο εργασιακό επίπεδο και η συνεπαγόμενη αντανάκλαση στη γαμηλιότητα, είχαν επιπτώσεις στην οικογενειακή ζωή των ανθρακωρύχων. Ο κύκλος των εργασιών στο ορυχείο χωριζόταν σε δύο κύριες βάρδιες (6:00 πμ και 14:00 μμ) και μια νυχτερινή. Αυτό σήμαινε ότι ο κουρασμένος και πεινασμένος ανθρακωρύχος επέστρεφε σπίτι του οποιαδήποτε ώρα την μέρα ή την νύχτα. Η σύζυγός του έπρεπε να τον φροντίσει αναλαμβάνοντας τις δουλειές του σπιτιού αλλά και τη φροντίδα των παιδιών όπως και την εκπαίδευση τους.

Οι γυναίκες δέχονταν ενοικιαστές για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα σε δωμάτια των σπιτιών τους.Αυτό το γεγονός είχε διπλό αποτέλεσμα. Αφενός, βοηθούσαν το εισόδημα του νοικοκυριού, αφετέρου, οι γυναίκες συνέβαλαν στην κοινωνικοποίηση των νέων ή μόνων ανθρακωρύχων που αποτελούσαν την κύρια πηγή των ενοικιαστών τους και προέβαλαν στα νεοφερμένα

28 S.H.F. Hickey, Workers, ό.π., σ. 20-21

16

μέλη της κοινότητας τις κοινές αρχές της επαγγελματικής κοινότητας των ανθρακωρύχων.29

Ο κρίσιμος ρόλος των γυναικών εκτός του εργασιακού περιβάλλοντος των ορυχείων όπως επίσης και η αντρική εμπειρία εντός των ορυχείων, είτε βοηθούσαν είτε επιβράδυναν την αλληλεγγύη μεταξύ τωνανθρακωρύχων. Άλλωστε σημαντική ήταν και η στάση τωνγυναικών απέναντι στην ακτιβιστική δράση των συζύγωντους. Συχνά προέτρεπαν τους συζύγους τους να μην απεργούν ενώ η ενστάλαξη των θρησκευτικών ιδεών στα παιδιά τους, τα οποία σπάνια δεν ακολουθούσαν την επαγγελματική πορεία του πατέρα τους αν ήταν αγόρια,ενίσχυε τους διαχωρισμούς λόγω δόγματος αλλά και χαλιναγωγούσε την ανάπτυξη των σοσιαλιστικών κινημάτων. 30

4

Δημογραφικά στοιχεία καιμεταναστευτικές ροές

Στην περιοχή του Ρουρ έλαβε χώρα η μεγαλύτερη συγκέντρωση καπιταλιστικής βιομηχανίας σε όρους καπιταλιστικής επένδυσης, τεχνολογικής καινοτομίας, ρυθμών προόδου και δομικού εξορθολογισμού. Το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό των όμορων περιοχών του Ρουρ, έσπευσε να καλύψει της ανάγκες των ορυχείων της περιοχής όμως αυτό δεν ήταν αρκετό.

Η ανισορροπία στην αγορά εργασίας ανάμεσα σε προσφορά και ζήτηση ενέτεινε την μετανάστευση πληθυσμού στην κοιλάδα του Ρουρ. Η κατάργηση της δουλοπαροικίας είχε επιφέρει κατακερματισμό της γης

29 Dick Geary, « The Myth of the Radical Miner», Stefan Burger, Andy Croll και Norman LaPorte (επιμ.), Towards a Comparative History of Coalfield Societies, Ashgate, 2005, σ. 52

30 Στο ίδιο, σ. 52

17

με αποτέλεσμα την ύπαρξη ενός τεράστιου πλεονάσματοςαγρεργατών στην περιοχή της Πρωσικής Πολωνίας. Από την δεκαετία του 1880, δημιουργήθηκαν μεταναστευτικές ροές, κυρίως ανειδίκευτων αγρεργατώναπό τις τέσσερις ανατολικές επαρχίες της Πρωσίας ((Ανατολική και Δυτική Πρωσία, Ποζνανία και Άνω Σιλεσία) στην περιοχή του Ρουρ και στα ορυχεία της περιοχής.31 Ένας δεύτερος παράγοντας της φυσικής εθνικής δημογραφικής αύξησης που επιταχύνθηκε από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ήταν η ταχεία μείωση του ποσοστού θανάτων σε σχέση με τα ποσοστά γεννήσεων.32

Η εντατικοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής χρειαζόταν αντίστοιχη συγκέντρωση εργατικής δύναμης.Αυτό το κενό έσπευσε να καλύψει το μεταναστευτικό κύμα που κατέκλυσε την κοιλάδα του Ρουρ από τη δεκαετία του 1870 μέχρι την έναρξη του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Πάνω από είκοσι γλώσσες και ιδιώματα χρησιμοποιούνταν στο Ρουρ. Διακριτή μεταναστευτική ομάδα αποτελούσαν οι πολωνόφωνοι οι οποίοι ήταν Γερμανοί πολίτες και Πρώσοι υπήκοοι. Στους πολωνόφωνους εντάσσονταν και οι Μαζούριοι οι οποίοι μιλούσαν μια αρχαϊκή μορφή της πολωνικής γλώσσας, είχαν αντιπολωνικά αισθήματα, ήταν κυρίως προτεστάντες και γερμανόφιλοι.33

Οι Πολωνοί μετανάστες συγκεντρώνονταν σε συγκεκριμένες περιοχές όπου βρίσκονταν ορυχεία. Το μεγαλύτερο ποσοστό ξενόγλωσσων εργατών στα ορυχεία του Ρουρ ήταν πολωνόφωνοι μετανάστες. Οι Πολωνοί μετανάστες της περιοχής του Ρουρ ανέπτυξαν μια πολύ ισχυρή εθνική ταυτότητα βασισμένη στην γλώσσα τους

31 John J. Kulczycki, The Polish coal miners’ Union and the German Labor Movement in the Ruhr, 1902-1934 : National and Social Solidarity, Οξφόρδη, Νέα Υόρκη, Berg, 1997, σ. 9

32 John J. Kulczycki, The Foreign Worker and the German Labour Movement, ο.π., σ. 21

33 S.H.F. Hickey, Workers, ό.π., σ. 33

18

και την Καθολική Εκκλησία, δημιουργώντας μια αυτόνομη πολωνική υπό-κουλτούρα την οποία προωθούσανοι Πολωνοί εθνικιστές που κατείχαν ιδιαίτερα ισχυρή πολιτική δύναμη μέσα στην πολωνική μεταναστευτική κοινότητα.34

Αποκαλυπτικά είναι τα στατιστικά στοιχεία των απογραφών της πρωσικής διοίκησης για τους πολωνόφωνους της περιοχής. Το 1861 υπήρχαν 16 πολωνόφωνοι στη Ρηνανία και στην Βεστφαλία. Το 1890 ανέρχονται στις 33.000, το 1900 στις 131.000 και το 1910 στις 279.000.35

Το 1871 παρατηρήθηκε το πρώτο κύμα πολωνόφωνων μεταναστών από τις ανατολικές επαρχίες της Πρωσίας στην κοιλάδα του Ρουρ. Το 1893, το 14% του εργατικούδυναμικού στα ορυχεία του Ρουρ μιλούσε πολωνικά ή μαζουριανά. Το 1908, το εργατικό δυναμικό στα ορυχεία που είχε γεννηθεί στην Ανατολή (Πρωσική Ανατολή) έφτανε το 37,9% και το 1913 ανερχόταν στις139.778 ανθρώπους.36Υπολογίζεται ότι γύρω στις 450.000-600.000 ανθρώπους αριθμούσαν οι πολωνόφωνοι πληθυσμοί στο Ρουρ πριν τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τη Δυτική Πρωσία και την Ποζνανία.37

Η μετανάστευση αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την αύξηση που παρατηρήθηκε στον πληθυσμό του Ρουρ. Μεταξύ 1895 και 1905, ο πληθυσμός παρουσίασε αύξηση 67%. Το 1900, στη Βεστφαλία-Ρηνανία, οι κάτοικοι προερχόμενοι από τις τέσσερις ανατολικές επαρχίες της Πρωσίας ήταν περίπου 1/3 του εκατομμυρίου. Το 1910, οι μετανάστες από την Ανατολή

34 Στο ίδιο, σ. 33-3435 Στο ίδιο, σ. 3336 John J. Kulczycki, The Polish coal miners’ Union, ό.π., σ. 937 John J. Kulczycki, The Foreign Worker and the German Labour Movement,

ο.π., σ. 19

19

αριθμούσαν 497.471 από τους οποίους το 31% προερχόταν από την επαρχία της Ποζνανίας.38

Η πολιτική σκοπιμότητα των πρωσικών διοικητικώναρχών επηρεάζει τα δημογραφικά στοιχεία τα οποία έχουμε διαθέσιμα από την περίοδο ενδιαφέροντος. Στηναρχή, πολλοί ντόπιοι στην περιοχή του Ρουρ καθώς καιΠρώσοι αξιωματούχοι, χαρακτήριζαν όλους ανεξαιρέτως τους μετανάστες από την Ανατολή ως «Πολωνούς». Η γλώσσα λειτουργούσε ως διαφοροποιητικό στοιχείο ανάμεσα σε μετανάστες και ντόπιους. Διαφορές στα έθιμα ή ακόμα και στις γερμανικές διαλέκτους, έκανε ακόμα και γερμανόφωνους μετανάστες να εμφανίζονται ως ξένοι. Αργότερα, οι αξιωματούχοι θέλησαν να μικρύνουν το ποσοστό των «Πολωνών» στο Ρουρ ταξινομώντας ξεχωριστά τους θεωρητικά δίγλωσσους σε γερμανικά και πολωνικά και τους Μαζούριους. Στις απογραφές του 1905 και 1910, οι Πρώσοι αξιωματούχοι άλλαξαν την διατύπωση των ερωτήσεων ώστε να αυξήσουντο ποσοστό των ανθρώπων που κατηγοριοποιούνται ως δίγλωσσοι.39

Επομένως, οι διάφορες κρατικές υπηρεσίες διεξήγαγαν μετρήσεις που εμφάνιζαν διαφορετικά αποτελέσματα. Αν δούμε τις μετρήσεις των αξιωματούχων των τριών διοικητικών περιφερειών (Άρνσμπεργκ, Μύνστερ, Ντίσελντορφ) που ενσωματώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό του Ρουρ, παρατηρούμε μεγαλύτερα ποσοστά Πολωνών απ’ ότι οι απογραφές της Βασιλικής Πρωσικής Στατιστικής Υπηρεσίας οι οποίες διεξήχθησαν στις επαρχίες της Ρηνανίας και της Βεστφαλίας. Οι συγκεκριμένες απογραφές μας διαφωτίζουν για την γενική εικόνα της κατάστασης στην περιοχή. Ειδικότερα, το 1890, η πρωσική υπηρεσία κατέγραψε 31.561 πολωνόφωνους στις βιομηχανικές επαρχίες της Ρηνανίας και της 38 Στο ίδιο, σ. 2939 Στο ίδιο, σ. 29-30

20

Βεστφαλίας. Το 1900 έφτασαν τους 126.589 και το 1910τους 272.565. Αντίστοιχα, το 1890, ο πληθυσμός των ανθρώπων που μιλούσε μαζουριανά έφτανε τις 2.091, το1900 τις 11.955 και το 1910 είχε σχεδόν διπλασιαστείσε 22.473. Η καταμέτρηση στις τρεις διοικητικές περιφέρειες του Ρουρ έδειξε, το 1910, έναν αριθμό της τάξης των 267.347 πολωνόφωνων ενώ το 1912 αυξήθηκε στις 297.322. Για τους Μαζούριους, η απογραφή κατέγραψε το 1910, 138.870 και το 1912, 159.743.40

Οι αριθμοί των τοπικών απογραφών δεν συμφωνούν με αυτούς της Βασιλικής Πρωσικής Στατιστικής Υπηρεσίας, όσον αφορά τους πολωνόφωνους κατοίκους, εκτιμώντας λανθασμένα το ποσοστό του πολωνόφωνου πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει γιατί οι τοπικοί αξιωματούχοι θεωρούν Πολωνούς μόνο όσους μιλούν πρωτίστως ή αποκλειστικά πολωνικά, αποκλείοντας όσους θεωρούσαν ότι μιλούν άπταιστα και τα γερμανικάκαι τα πολωνικά. Επιπλέον, ταξινομούν κομμάτι του πολωνόφωνου μεταναστευτικού πληθυσμού αλλά και του γερμανόφωνου, ανάμεσα στους Μαζούριους, λαμβάνοντας υπόψη την χώρα γέννησης ακόμα κι αν πολλοί Γερμανοί και πολωνόφωνοι κάτοικοι διέμεναν στις ίδιες περιοχές της Ανατολικής Πρωσίας με τους Μαζούριους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζουν 15.236 Ρωμαιοκαθολικούς ανάμεσα στους τυπικά Προτεστάντες Μαζούριους στις τρεις διοικητικές περιφέρειες του Ρουρ το 1910.41

Οι δημογραφικές αποκλίσεις που εμφανίστηκαν λόγω των κριτηρίων των τοπικών περιφερειών, μας οδηγούν στην εκτίμηση ότι στις παραμονές του «Μεγάλου Πολέμου» υπολογίζεται ότι οι τρεις βασικές διοικητικές περιφέρειες της βιομηχανικής περιοχής του Ρουρ είχαν 325.000 πολωνόφωνους και κάτι 40 Στο ίδιο, σ. 3041 Στο ίδιο, σ. 30-31

21

λιγότερο από 175.00 Μαζούριους. Περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι βρίσκονταν από 350 έως 600 μίλια μακριά από την πατρίδα τους. Στο διάστημα 1872-1913, έχουμε συνολική μετανάστευση από την Πρωσική Πολωνία στη Γερμανία, κι όχι μόνο στο Ρουρ, περίπου 760.000 ανθρώπους, χωρίς να υπολογίσουμε πόσοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.42

5

Πολωνοί μετανάστες και ορυχείαΗ μετανάστευση είχε επιπτώσεις στην σύσταση του

εργατικού δυναμικού των ορυχείων του Ρουρ. Το 1893, Οι μετανάστες από τις τέσσερις ανατολικές επαρχίες της Πρωσίας αποτελούσαν το ¼ του συνόλου των ανθρακωρύχων του Ρουρ (24,9%) δηλαδή περίπου 40.000.Από αυτούς, οι μισοί, ήταν από την Ανατολική και Δυτική Πρωσία. Από τους άλλους μισούς, οι περισσότεροι ήταν από την επαρχία της Ποζνανίας και λιγότεροι από την Σιλεσία. Πάνω από τα ¾ δεν είχαν πρότερη εμπειρία σε ορυχεία.43

Επίσημη μέτρηση του 1893 δείχνει ότι οι ανθρακωρύχοι με μητρική γλώσσα τα πολωνικά ή τα μαζουριανά σχημάτιζαν το 14% του συνόλου της εργατικής δύναμης που απασχολούσαν τα ανθρακωρυχεία του Ρουρ. Το 1897, υπήρξε αύξηση 57% του εργατικού δυναμικού στα ορυχεία με την παραπάνω γλωσσική ομάδανα φτάνει το 18,6%. Το 1900 έφτασε το 30% και το 1908 το 38%. Την 1η Σεπτεμβρίου 1913, 139.178 μετανάστες ήταν εργάτες στα ορυχεία.44

Όμως και ανάμεσα στο πολωνικό μεταναστευτικό ρεύμα που έβρισκε εργασία στα ανθρακωρυχεία του Ρουρ, διακρίνουμε διαφορές στα ποσοστά των ανθρώπων 42 Στο ίδιο, σ. 3143 Στο ίδιο, σ. 3344 Στο ίδιο, σ. 33

22

που εκπροσωπούσαν τις ανατολικές επαρχίες της Πρωσίας. Την 1η Ιανουαρίου 1900, 35% των ανθρακωρύχωναπό την Ανατολή προέρχονταν από την Ποζνανία. Το 1914, αυτό το ποσοστό ανερχόταν στο 42%.45

Στατιστικά στοιχεία που συνέλεξαν οι αξιωματούχοι των τριών διοικητικών περιφερειών του Ρουρ για τον αριθμό των Πολωνών και των Μαζούριων ανθρακωρύχων στις περιοχές της Βεστφαλίας και του Ντίσελντορφ μας δίνουν μια καλύτερη εικόνα για την κατάσταση την παραμονή του Α Π. Π. Το 1908, οι Πολωνοί ανθρακωρύχοι αριθμούσαν 63.029 (19%) ενώ δύοχρόνια αργότερα, το 1910, μειώθηκαν σε 61.000 (18%).Αντίστοιχα, το 1908, καταμετρήθηκαν 27.414 Μαζούριοιανθρακωρύχοι (8%) και το 1910 αυξήθηκαν σε 30.996 (9%).46

6

Δημογραφικοί δείκτες και Πολωνοίμετανάστες

Το μεταναστευτικό ρεύμα από την Ανατολή είχε κάποια χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να προσδιορίσουμε ώστε να μπορέσουμε να μελετήσουμε τιςνοοτροπίες που κουβαλούσαν οι πολωνόφωνοι μετανάστεςαπό την ιδιαίτερη πατρίδα τους αλλά και αυτές που οικοδόμησαν από την εμπειρία της μετανάστευσης και της εργασίας στα ορυχεία.

Το πρώιμο μεταναστευτικό κύμα, το οποίο απαρτιζόταν κυρίως από άντρες, ερχόταν να δουλέψει στα ορυχεία αφήνοντας τις οικογένειες του στην πατρίδα του. Η αναλογία αντρών-γυναικών ανάμεσα στους μετανάστες από την Ανατολική Πρωσία που κατέκλυζαν το Ρουρ είναι κατατοπιστικά. Το διάστημα

45 Στο ίδιο, σ. 3446 Στο ίδιο, σ. 34

23

1880-1885, η αναλογία ήταν 72 γυναίκες ανά 100 άντρες ενώ το διάστημα 1900-1905, σχεδόν διπλασιάστηκε σε 138 γυναίκες ανά 100 άντρες. Τους μετανάστες από την Ποζνανία, την πενταετία 1880-1885, η αναλογία ήταν 32 γυναίκες ανά 100 άντρες καιτην πενταετία 1900-1905 παρατηρούμε σχεδόν τριπλάσιααύξηση στην αναλογία με 87 γυναίκες ανά 100 άντρες.47

Αυτή η αυξητική τάση δεν πηγάζει από την αναζήτηση του γυναικείου πληθυσμού για εργασία. Έρευνα του 1907 στον πληθυσμό των επαρχιών της Ρηνανίας και της Βεστφαλίας, δείχνει ότι, ενώ οι άντρες μετανάστες από την Πρωσική Ανατολή είχαν μεγαλύτερα ποσοστά απασχόλησης σε σχέση με άντρες από άλλες περιοχές, οι γυναίκες από την Ανατολή είχαν μικρότερα ποσοστά απασχόλησης από τις άλλες γυναίκες των υπόλοιπων περιοχών της Γερμανίας.48

Η παραπάνω αύξηση στην εισροή γυναικών-μεταναστριών στο Ρουρ υποδεικνύει ότι, όσο πλησιάζουμε στο τέλος του 19ου αιώνα και εντατικοποιείται η καπιταλιστική παραγωγή και η συγκέντρωση κεφαλαίων στην βιομηχανική περιοχή της κοιλάδας του Ρουρ, όλο και περισσότεροι μετανάστες επιλέγουν να φέρουν από την αρχή τις οικογένειες τους μαζί τους ή τις προσκαλούν όταν αποφασίζουν να μείνουν για μεγαλύτερο διάστημα ή μόνιμα.49

Οι επιπτώσεις στην γαμήλια συμπεριφορά είναι σημαντικές. Μια έρευνα στα ορυχεία του Ρουρ το 1893 καταγράφει ότι το 45% των Γερμανών πολιτών που η μητρική τους γλώσσα ήταν άλλη πέραν των γερμανικών, ήταν ανύπαντροι. Το ηλικιακό γκρουπ μεταξύ είκοσι και τριάντα ετών αποτελούσε το μεγαλύτερο ηλικιακό γκρουπ ανάμεσα στους Πολωνούς και Μαζούριους άντρες που εργάζονταν στο Ρουρ το 1900. Μαζί με αυτό των 47 Στο ίδιο, σ. 3248 Στο ίδιο, σ. 3249 Στο ίδιο, σ. 32

24

τριάντα και σαράντα ετών, απαρτίζουν την πλειονότητααυτών που εργάζονταν στα ορυχεία τα χρόνια της ακμήςτους. Οι εργένηδες ζητούσαν συζύγους από την ιδιαίτερη πατρίδα τους και πολλές φορές τις συναντούσαν για πρώτη φορά στο σιδηροδρομικό σταθμό του Ρουρ. Επομένως η μετανάστευση απέκτησε μεγαλύτερη μονιμότητα απ ‘ότι αρχικά σχεδιαζόταν. Παρ’ όλη όμως την αύξηση του γυναικείου στοιχείου αλλά και του αριθμού των παιδιών ανάμεσα στο μεταναστευτικό ρεύμα από την Ανατολή, οι νεαροί εργένηδες είχαν την ποσοτική υπεροχή ανάμεσα στους μετανάστες.50

Ένα άλλο στοιχείο που μας βοηθά να καταλάβουμε την σημασία των Πολωνών και των Μαζούριων μεταναστώνγια τα ορυχεία της περιοχής του Ρουρ είναι ότι το 1910, το 66% των Πολωνών ενήλικων αντρών στις τρεις διοικητικές περιφέρεις και το 74% των Μαζούριων ενήλικων αντρών αντίστοιχα, ήταν ανθρακωρύχοι. Σύμφωνα με πρωσικά στατιστικά στοιχεία της ίδιας χρονιάς, το 1/3 του πολωνόφωνου πληθυσμού της περιοχής ήταν παιδιά.51

7

Αστικοποίηση, κατανομή πληθυσμούκαι συνθήκες στέγασης

Το πέρασμα της Γερμανίας στην δεύτερη φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης και ειδικότερα η βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής του Ρουρ, είχε ως άμεση συνέπεια την εσωτερική μετανάστευση από τη γερμανική ύπαιθρο στις πόλεις. Βέβαια υπήρχε και αντίστροφη μετανάστευση – από τις πόλεις στην ύπαιθρο – αλλά είναι σαφώς μικρότερη. Στις ήδη υπάρχουσες πόλεις, ο πληθυσμός αυξήθηκε ενώ 50 Στο ίδιο, σ. 32-3351 Στο ίδιο, σ. 35

25

δημιουργήθηκαν νέες πόλεις κοντά σε ορυχεία. Πολλοί από τους μετανάστες ανθρακωρύχους έμεναν σε χωριά εκτός πόλης ή σε «αποικίες» ανθρακωρύχων.

Από το 1871 έως το 1910, ο πληθυσμός του Γκεζελκίρχεν δεκαπλασιάστηκε. Την ίδια περίοδο αυξήθηκε και ο αστικός πληθυσμός στη Ρηνανία και στηΒεστφαλία. Η Βεστφαλία γνώρισε αύξηση 600% παραπάνω από οποιαδήποτε άλλη πρωσική επαρχία ενώ στη Ρηνανίαο πληθυσμός ξεπέρασε σε αριθμό όλες τις άλλες επαρχίες.52

Η εισροή ντόπιων και αλλοδαπών μεταναστών κατανεμήθηκε ανάλογα με την θέση των ορυχείων που ήταν διαθέσιμα για απασχόληση αλλά και των μεταναστευτικών δικτύων που είχαν στηθεί από τα πρώιμα ρεύματα στην ευρύτερη περιοχή.

Τα νέα ορυχεία του βόρειου τμήματος του Ρουρ προσέλκυσαν τις μεταναστευτικές ομάδες από την Ανατολή ενώ αυτά που βρίσκονταν στο νότιο τμήμα κάλυπταν τις ανάγκες τους από τον ντόπιο εργατικό δυναμικό. Το 1893, ένα ποσοστό 46% με 56% της εργατικής δύναμης στις παλιές συνοικίες ανθρακωρύχωνόπως το νότιο Ντόρτμουντ, το Χάτιγκεν και το Βερντέν, άνηκε στους γιους των ανθρακωρύχων ενώ το ποσοστό μειωνόταν στο 27% με 28% στο βορρά, στις νεόδμητες συνοικίες του Ρεκλινγκχάουζεν, του Έρνε και του Γκεζελκίρχεν.53

Η μεγάλη συγκέντρωση των μεταναστών από την Πρωσική Ανατολή φαίνεται από το γεγονός της κατανομής τους σε περιοχές όπου τα σύνορά τους δεν συνέπιπταν με αυτά άλλων αντιπροσωπευτικών ομάδων. Το 1893, οι μετανάστες κατείχαν το 46% του εργατικούδυναμικού στην συνοικία του Γκεζελκίρχεν αλλά μόνο το 5^ στο Βερντέν. Το 1900, συμπλήρωναν πάνω από το 52 Στο ίδιο, σ. 1753 Στο ίδιο, σ. 35

26

50% στο Γκεζελκίρχεν, πράγμα που συνέβη και στο Βερντέν το 1910. Σε απόλυτα νούμερα, οι μετανάστες από την Ανατολή έφθασαν στο ζενίθ τους σε μια μόνο περιφέρεια: Στη δυτική πτέρυγα του Ρεκλινγκχάουζεν με 19.724 το 1914 όταν το Χάτιγκεν είχε μόλις 1.632.54

Κάθε συνοικία ανθρακωρύχων διέφερε από την άλληκαι στο σημείο ότι συγκεκριμένες συνοικίες προσέλκυαν και απαρτίζονταν από μετανάστες από συγκεκριμένες επαρχίες της Πρωσικής Ανατολής. Αυτό αποδιδόταν στον τρόπο στρατολόγησης των προς εργασία μεταναστών η οποία γινόταν κατά ομάδες και όχι ατομικά. Πολλοί από αυτούς που εγκαθίστανται, φέρνουν τις οικογένειές τους και δημιουργούν ένα δίκτυο μετανάστευσης. Λειτουργεί το word of mouth και έλκουν τους φίλους τους, τους συγγενείς τους και τους γείτονες τους με υποσχέσεις για καλύτερες απολαβές, λιγότερες ώρες εργασίας και νέους τρόπους διασκέδασης. Τους δίνουν μια προοπτική καλύτερης ποιότητας ζωής που δεν υπήρχε στα χωριά των ανατολικών επαρχιών.55 Οι μετανάστες ακόμα, διευκόλυναν την μετανάστευση κι άλλων συμπατριωτών τους με το να παρέχουν πληροφορίες για το ταξίδι τους στο Ρουρ και να βοηθούν στην πρόσληψη τους σε εργασία. Η μετανάστευση εξέθρεψε μια περαιτέρω μετανάστευση με το Ρουρ να γίνεται μάρτυρας του φαινομένου της αλυσιδωτής μετανάστευσης όπου μια συγκεκριμένη κοινότητα στην πατρίδα είχε τροφοδοτούσε με μετανάστες μια συγκεκριμένη περιοχή στην κοιλάδα του Ρουρ.56

Η υψηλή πυκνότητα των μεταναστών από την Ανατολή σε συγκεκριμένες συνοικίες με ορυχεία επεκτάθηκε και σε συγκεκριμένα ορυχεία. Το 1900

54 Στο ίδιο, σ. 3555 Στο ίδιο, σ. 35, 3756 Στο ίδιο, σ. 37

27

υπήρχαν στο Ρουρ έντεκα «Πολωνικά ορυχεία» όπως αποκαλούνταν, όπου πάνω από το μισό εργατικό δυναμικό προερχόταν από την Πρωσική Ανατολή. Επαρχιακή συγκέντρωση μπορούμε να βρούμε ακόμα και σε συγκεκριμένα ορυχεία. Έρευνες για την γλώσσα των ανθρακωρύχων που διενεργήθηκαν το 1893 και το 1897 στα ορυχεία του Ρουρ καταδεικνύουν ότι ο διαχωρισμόςκαι η κατανομή των μεταναστών και των ντόπιων ανθρακωρύχων που ειπώθηκε παραπάνω, ίσχυε ως επί τωνπλείστων.57

Η συγκέντρωση ενός τόσο μεγάλου πληθυσμού σε ένα μέρος, δημιούργησε νέες ανάγκες στέγασης του προλεταριάτου που σχηματιζόταν στην περιοχή. Από το 1880 και εξής, το ενοίκιο για τις οικογένειες της εργατικής τάξης ήταν υψηλό και αφαιρούσε το ένα πέμπτο του εισοδήματός τους.58 Γι’ αυτό και η οικογένεια μοιραζόταν τα σπίτια με ενοικιαστές. Η ενοικίαση ήταν διαδεδομένη στο Ρου από την δεκαετία του 1890 και έπειτα με το 20% των ανθρακωρύχων να είναι ενοικιαστές. Αυτό οδήγησε πολλούς ιστορικούς να μιλήσουν για αλλαγή στο μοντέλο της οικογένειας σε «ημι-ανοιχτή οικογένεια» (semi-open family).59 Παρ’ ότι αυτό το μοντέλο βοηθούσε τους νέους ανθρακωρύχους να εγκλιματιστούν καλύτερα στο νέο εργασιακό αλλά και καθημερινό περιβάλλον και εμφυσούσε την έννοια της «επαγγελματικής κοινότητας»(occupational community) των ανθρακωρύχων, ήταν ανοιχτό περισσότερο για τους συγγενείς, τους φίλους ή τους γείτονες της οικογένειας που είχαν την θέλησηνα συγκατοικήσουν με αυτή.60

57 Στο ίδιο, σ. 3658 S.H.F. Hickey, Workers, ό.π., σ. 39-4059 Στο ίδιο, σ. 4860 Στο ίδιο, σ. 49

28

Οι συνθήκες στέγασης ήταν άθλιες. Ο συνωστισμόςστα δωμάτια, ακόμα και 2 άτομα σε ένα δωμάτιο συμπεριλαμβανομένης και της κουζίνας, ο υπερπληθυσμός, η στενότητα του χώρου, η εγγύτητα τωνοικημάτων και η παντελής έλλειψη μέτρων δημόσιας υγιεινής, δυσχέραινε την καθημερινότητα της εργατικής τάξης του Ρουρ και προκαλούσε ποικίλες εξάρσεις επιδημιών χολέρας και τύφου όπως κι άλλων ασθενειών.61 Η λήψη κάποιων μέτρων για την δημόσια υγεία όπως και η δημιουργία ενός υποτυπώδους αποχετευτικού συστήματος των αστικών λυμάτων,62 δεν καλυτέρευσε την κατάσταση αισθητά την περίοδο που μας απασχολεί.

Το 1905, ο οργανισμός στέγασης Westfalischer Verein zur Förderung des Kleinwohnungswesens προχώρησε σε μια έρευνα για τις οικιστικές συνθήκες σε διάφορες βεστφαλικές πόλεις σε σπίτια μέχρι πέντε δωμάτια όπου σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού διέμενε.63 Ας πάρουμε ως χαρακτηριστικά παραδείγματα μια πόλη του βόρειου τμήματος όπως το Ρεκλινγκχάουζεν και μια τουνότιου τμήματος όπως το Χάτιγκεν. Στο Ρεκλινγκχάουζεν, σε σύνολο 7.081 σπιτιών, 1.806 (25%) σπίτια φιλοξενούν πάνω από δύο άτομα ανά δωμάτιο ενώ 5.275 (72%) φιλοξενούν πάνω από ένα άτομα ανά δωμάτιο. Αντίστοιχα στο Χάτιγκεν, σε σύνολο 1.681 σπιτιών, τα 256 (15%) έχουν πάνω από δύο άτομα σε ένα δωμάτιο και τα 1.028 (61%) έχουν πάνω από ένα άτομο ανά δωμάτιο.64 Στην ίδια έρευνα, όσον αφορά τον συνωστισμό ανάλογα με το μέγεθος των οικημάτων, διακρίνουμε ότι στο Ρεκλινγκχάουζεν, σε ποσοστό 30% σπιτιών από 1-3 δωμάτια, υπάρχουν πάνω από δύο άτομα ανά δωμάτιο ενώ σε ποσοστό 11% σπιτιών 4-5 δωματίων, διαμένουν πάνω από δύο άτομα

61 Στο ίδιο, σ. 4362 Στο ίδιο, σ. 4563 Στο ίδιο, σ. 4064 Στο ίδιο, σ. 41

29

ανά δωμάτιο. Στο Χάτιγκεν, σε ποσοστό 19% οικημάτων από 1-3 δωμάτια διαμένουν πάνω από δύο άτομα ανά δωμάτιο και σε ποσοστό 7% σπιτιών 4-5 δωματίων μένουν πάνω από δύο άτομα ανά δωμάτιο.65

Εναλλακτικά, οι ανθρακωρύχοι μπορούσαν να χρησιμοποιούσουν ως κατοικία, σπίτια που κατείχε η εκάστοτε ιδιοκτήτρια του ορυχείου και παρείχε στους εργάτες της σχεδόν πάντοτε ως μορφή μπόνους. Τα σπίτια υπό την ιδιοκτησία των ορυχείων του Ρουρ, σταδιακά αυξάνονταν. Ενδεικτικά, το 1873 ήταν 6.772 και το 1914 είχαν φτάσει τις 94.027.66 Αυτή η μορφή παροχής είχε και τον σκοπό της πειθάρχησης του εργατικού δυναμικού που διέμενε μέσα στο χώρο εργασίας, υπό το άγρυπνο μάτι των εργοδοτών και των επιστατών τους και δεν τους άφηνε πολλά περιθώρια αντίδρασης και απεργιακού ακτιβισμού. Η συστηματοποίηση του μέτρου και η έκρηξη του, προϊόντος του χρόνου, αποκαλύπτει το επίπεδο επιστημονικής διαχείρισης του προσωπικού.

Οι μετανάστες από την Ανατολή είχαν ταυτιστεί στο φαντασιακό της κοινής γνώμης με τις αποικίες ανθρακωρύχων. Ακόμα και πριν την εξάπλωση των ορυχείων υπήρχε αυτός ο διαχωρισμός με το δρόμο της αποικίας να οδηγεί απευθείας στο ορυχείο και όχι στοαστικό κέντρο. Σε μια χώρα όπως η Γερμανία όπου ο διαχωρισμός στην κατοίκιση ήταν ο μικρότερος της Ευρώπης, το να μένεις στις αποικίες, εμπόδιζε την ενσωμάτωση των μεταναστών στην υπόλοιπη κοινότητα, βοήθησε όμως παράλληλα την σύσφιξη των σχέσεων της μεταναστευτικής κοινότητας. Το σύνορο μεταξύ αποικίας και χωριού είχε χαραχτεί και ανάλογα σε ποια πλευρά βρισκόσουν, ήσουν είτε ντόπιος είτε «Πολωνός» (Polack), «ξένος», «περιπλανώμενος», «πλέμπα» (das Gesocks), «σκουπίδι από την Ανατολή» 65 Στο ίδιο, σ. 4266 Στο ίδιο, σ. 53

30

και «ξένος συρφετός». Άλλωστε και μέσα στην αποικία υπήρχε διαχωρισμός ανάμεσα σ’ αυτούς μετανάστες που έμεναν στα σπίτια της εταιρίας και στους υπόλοιπους.67

8

Η εμπειρία της εργασίας στα ορυχείακαι η ταυτότητα του ανθρακωρύχουΗ εμπειρία της εργασίας αποτελεί σημαντικό

παράγοντα για τη συγκρότηση της ταυτότητας του ανθρακωρύχου. Η εργασία επισκίαζε την ζωή του ανθρακωρύχου και απορροφούσε πολύ από τον χρόνο και την ενέργεια του. Ολόκληρη η προσωπική του ζωή, η ζωή της οικογένειας του και ο ελεύθερος χρόνος του, περιστρεφόταν γύρω από αυτή. Πέρα από την επιρροή σεκάθε άτομο ξεχωριστά, η κοινή εμπειρία στο ορυχείο οικοδομούσε την κοινή βάση της συλλογικής εμπειρίας που έδινε στους ανθρακωρύχους την ειδική ταυτότητα και συνείδηση. 68

Η επαγγελματική καριέρα των περισσότερων ανθρακωρύχων ακολουθούσε το ίδιο μοτίβο. Στα δεκατέσσερα τους άφηναν το σχολείο. Ο νόμος απαγόρευε την εργασία πριν την ηλικία των δεκαέξι ετών κάτω από τη γη οπότε από τα δεκατέσσερα μέχρι τα δεκαέξι εργάζονταν στην επιφάνεια στο ξεκαθάρισματου κάρβουνου από την βρωμιά και τις πέτρες και οδηγούσαν τα βαγόνια με τον άνθρακα στις σιδηροδρομικές ράγες.69 Σε ηλικία δεκαέξι ετών μπορούσαν να ξεκινήσουν να δουλεύουν κάτω από τη γη στη μεταφορά του κάρβουνου από την επιφάνεια που αυτό λαξευόταν στον ανελκυστήρα που το μετέφερε στην

67 John J. Kulczycki, The Foreign Worker and the German Labour Movement, ο.π., σ. 38-39

68 S.H.F. Hickey, Workers, ό.π., σ. 10969 Στο ίδιο, σ. 109

31

επιφάνεια της γης. Αυτό το στάδιο της εργασίας του χειριστή αλόγου, είτε του οδηγού καροτσιού, είτε τουτροχοπεδητή, διαρκούσε δύο χρόνια και ήταν χαμηλά αμειβόμενη. Μετά, για τουλάχιστον ένα χρόνο, ο ανθρακωρύχος μπορούσε να δουλέψει ως μαθητευόμενος λαξευτής δίπλα σε ένα έμπειρο λαξευτή και μετά να γίνει και ο ίδιος λαξευτής που ήταν δουλειά με το κομμάτι και είχε προδιαγραφές για υψηλότερη αμοιβή.70

Η φύση, η δυσκολία και η επικινδυνότητα της εργασίας στο ορυχείο, δημιούργησε ένα ιδιαίτερο δεσμό ανάμεσα στους ανθρακωρύχους. Ακόμα και μετά τον Α’ Π. Π. δούλευαν σε ομάδες των τεσσάρων με έξι ατόμων (Κameradschaften) και πληρώνονταν από κοινού βασισμένοι στο ποσό που είχε διαπραγματευτεί ο επικεφαλής της ομάδας με τον εργοδότη. Κάτω από τη γη, ο μετανάστης με τον ντόπιο ανθρακωρύχο εργάζονταν μαζί και ο ένας εμπιστευόταν την ασφάλειατου στον άλλον. Αυτή η αλληλεξάρτηση διευκόλυνε την αποδοχή του μετανάστη εργάτη από τον ντόπιο συνάδελφό του και δυνάμωνε την αλληλεγγύη μεταξύ τους.71

Η διαμόρφωση της λεγόμενης «επαγγελματικής κοινότητας» δεν συγκρούστηκε με τις τάσεις προς την δημιουργία μιας εθνικής κοινότητας ή μιας «κοινότητας της καταγωγής» όσον αφορά τους Πολωνούς μετανάστες. Συνυπήρχαν παράλληλα και έστρεφαν τα άτομα σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι υπάρχουσες εθνοτικές, θρησκευτικές, πολιτισμικές ή τοπικές δεσμεύσεις που μπορούσαν να ενώσουν τους ανθρακωρύχους σε μια επαγγελματική κοινότητα, μπορούσαν κάλλιστα να τους διαιρέσουν σε υπό-ομάδες.72Στην περίπτωση των Πολωνών μεταναστών,

70 John J. Kulczycki, The Foreign Worker and the German Labour Movement, ο.π., σ. 42

71 Στο ίδιο, σ. 43-4472 Στο ίδιο, σ. 40

32

δημιουργήθηκε μια εθνο-ταξική συνείδηση που ακυρώνειτην κλασική διχοτόμηση ανάμεσα στην εθνική και ταξική αλληλεγγύη των ανθρακωρύχων. Η συνείδηση αυτήβασίστηκε στην ξενοφοβία των ντόπιων Γερμανών ανθρακωρύχων προς τους Πολωνούς που εμπόδισε την περαιτέρω αλληλεγγύη και την κοινή διεκδίκηση μέσω συλλογικών αγώνων.73

9

Πολιτικά συμφραζόμενα και σχέσειςΚαθολικής Εκκλησίας με Πολωνούς

μετανάστες. Μορφές συνδικαλιστικούκινήματος και εργοδοτικής αντίδρασης

Από τη δεκαετία του 1870 όταν και έφτασε το πρώτο κύμα πολωνόφωνων μεταναστών στο Ρουρ, ο Μπίσμαρκ είχε ξεκινήσει τον Kulturkampf (1871-1878). Μια πολιτική εναντίον της επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας στην πρόσφατα ενοποιημένη Γερμανία.

Η σχέση των Πολωνών ανθρακωρύχων με την Καθολική Εκκλησία αποτελεί δομικό στοιχείο για την ταυτότητα τους και την επαγγελματική τους δράση. Η Καθολική Εκκλησία ήταν ένα σύμβολο συνέχειας και ορατός ενοποιητικός παράγοντας για την πολωνική μεταναστευτική κοινότητα.74

Ο Kulturkampf είχε τραυματίσει τις σχέσεις της συντηρητικής καθολικής ιεραρχίας με το πολωνικό ποίμνιο με την πίεση που ασκούσε η πρωσική διακυβέρνηση στην Εκκλησία προς την κατεύθυνση του 73 John J. Kulczycki, The Polish coal miners’ Union, ό.π., σ. 174 Brian McCook, «The Struggle for Polish Autonomy and the

Question of Integration in the Ruhr and Northeastern Pennsylvania, 1880-1914», Stefan Burger, Andy Croll και Norman LaPorte (επιμ.), Towards a Comparative History of Coalfield Societies, Ashgate, 2005, σ. 178

33

εκγερμανισμού. Η απομάκρυνση του Πολωνού ιερέα Francis Liss από τη Βεστφαλία έκανε φανερή την πρόθεση των πρωσικών αρχών να ελέγξουν του Πολωνο-Καθολικούς Οργανισμούς που η Καθολική Εκκλησία είχε ενθαρρύνει, στην αρχή, να εμφανιστούν στην επικράτεια περιορίζοντας την πολιτική και εθνικιστική δράση των Πολωνών στο Ρουρ. Η σύγκρουση αυτή, επέφερε τριγμούς στις σχέσεις της Εκκλησίας μετους Πολωνούς, Η χρόνια έλλειψη Πολωνών ιερέων, η κοινή παρουσία Καθολικών από ποικίλα εθνικά περιβάλλοντα στις ίδιες ενορίες αλλά και ο φόβος τηςεκκλησιαστικής ιεραρχίας μήπως υπονομευτεί από τους Πολωνούς, οδήγησε σε κόντρα ανάμεσα σε ιερείς και Πολωνούς σε τοπικό επίπεδο. Το 1904, η εκκλησιαστικήιεραρχία αποφάσισε να περιορίσει περισσότερο την πνευματική φροντίδα των πολωνόφωνων. Ενώ τους επιτρεπόταν να εξομολογούνται και περιστασιακά να ακούν την λειτουργία στα πολωνικά, η Εκκλησία απαγόρευσε τα πολωνικά τραγούδια στην λειτουργία χωρίς άδεια, απαγόρευσε τη βάφτιση, τον γάμο, και την νεκρώσιμη ακολουθία να γίνονται στα πολωνικά καιδιέταξε τα παιδιά των Πολωνών να μεταλαμβάνουν μόνο στα γερμανικά.75

Οι διάφοροι γυμναστικοί σύλλογοι, οι χορωδίες, τα clubs δημιουργούσαν μια κουλτούρα οργάνωσης και αυτοδιοίκησης του πολωνικού στοιχείου του Ρουρ. Παράλληλα τονωνόταν το εθνικό συναίσθημα μέσω πατριωτικών τραγουδιών και άλλων παραδοσιακών εκδηλώσεων που λάμβαναν χώρα μέσα σε αυτό τον χώρο. Με το πέρασμα του χρόνου και φτάνοντας στο τέλος τουαιώνα, εμφανίζονταν σημάδια εκκοσμίκευσης των μεταναστευτικών οργανισμών με την απαίτηση εξαίρεσηςτων ιερέων από τις διοικητικές θέσεις των καθολικών οργανισμών τους. Οι γερμανικοί καθολικοί οργανισμοί απέκτησαν μεγαλύτερη διοικητική αυτονομία απ’ ότι οι

75 Στο ίδιο, σ. 180-181

34

αντίστοιχοι πολωνικοί αφού οι δεσμοί των Πολωνών με την Εκκλησία ήταν στενότεροι και βαθύτεροι.76

Ανέκδοτες αποδείξεις υποδεικνύουν ότι η σύγκρουση μεταξύ Πολωνών και Εκκλησίας μείωσε την προσέλευση στην εκκλησία. Οι Πολωνοί πάντως, αποσκοπούσαν να μεταρρυθμίσουν την Καθολική Εκκλησίαεκ των έσω γι’ αυτό και σε τοπικό επίπεδο επιδίωξαν να καταλάβουν θέσεις σε ενοριακά εκτελεστικά συμβούλια και επιτροπές.77

Στην περιοχή του Ρουρ, υπήρχαν τρία βασικά συνδικάτα ανθρακωρύχων. Το βασικό χαρακτηριστικό τουσυνδικαλιστικού κινήματος στην περιοχή ήταν ο κατακερματισμός.78Ο Dick Geary αναλύει την εικόνα του αρχετυπικού προλετάριου ανθρακωρύχου η οποία κατέχει θέση ηρωικής φιγούρας και προβάλλει τον βιομηχανικό ακτιβισμό και τον προλεταριακό ριζοσπαστισμό στο φαντασιακό της κάθε κοινωνίας, καιτην ανατρέπει ισχυριζόμενος ότι ο βαθμός ακτιβισμού ήταν χαμηλός και εμφανιζόταν μόνο κατά τις μεγάλες απεργίες όπως το 1889, το 1905 και το 1912 και ο συνήθης τρόπος αντίστασης ήταν η απουσία από την εργασία και η συχνή εναλλαγή της.79

Το συνδικάτο Alter Verband ιδρύθηκε το 1890 ως αποτέλεσμα της απεργίας του 1889. Το 1894, το χριστιανικό κομμάτι του Alter Verband αποκόπηκε από το συνδικάτο και έφτιαξε την Ένωση των Χριστιανών Ανθρακωρύχων φοβούμενη τις σοσιαλδημοκρατικές 76 John J. Kulczycki, The Polish coal miners’ Union, ό.π., σ. 13-1877 Brian McCook, «The Struggle for Polish Autonomy and the

Question of Integration», ό.π., σ. 180-18178 Leighton James, «Trade Union Development in the Ruhr and

South Wales, 1890-1914», Stefan Burger, Andy Croll και Norman LaPorte(επιμ.), Towards a Comparative History of Coalfield Societies, Ashgate, 2005, σ. 254

79 Dick Geary, « The Myth of the Radical Miner», ό.π., σ. 43-44, 46

35

επιρροές του Alter Verband.80 Το 1902 ιδρύθηκε το Πολωνικό Συνδικάτο (ZZP) της εργατικής τάξης, το οποίο ήταν το τρίτο πιο σημαντικό συνδικάτο ανθρακωρύχων στη Γερμανία και σε αντίθεση με τα γερμανικά συνδικάτα, έδινε προτεραιότητα στο πολωνικό χαρακτήρα του.81 Στην Ποζνανία, το κέντρο του πολωνικού εθνικισμού, το 1893 είχε οργανώσει στις γραμμές του το 25% των Πολωνών ανθρακωρύχων ενώτο 1914 το ποσοστό είχε φτάσει το 41,9%.82

Από την άλλη πλευρά, το επίπεδο οργάνωσης και ενότητας των εργοδοτών, δεν το έφτασαν οι εργαζόμενοι πριν το 1914. Λόγω της μαζικής απεργίας του 1889, το 1990, συνέστησαν ένα οργανισμό αποζημιώσεων από τις απεργίες των ανθρακωρύχων. Δικαίωμα αποζημιώσεων είχαν μόνο όσοι αντιστέκονταν στις απαιτήσεις των εργαζομένων. Το 1899, το 92,5% των παραγωγών άνθρακα ανήκουν στον οργανισμό. Το 1908, ιδρύεται η Ένωση Ορυχείων ως άμεσος απόγονος του παραπάνω οργανισμού και έχει ως στόχο την αποζημίωση των εργοδοτών και τις προγραφές εργατών που απεργούσαν χωρίς πρώτα να παραδώσουν την δεκαπενθήμερη ειδοποίηση.83

80 Leighton James, «Trade Union Development», ό.π., σ. 253-25481 John J. Kulczycki, The Polish coal miners’ Union, ό.π., σ. 182 Στο ίδιο, σ. 1083 John J. Kulczycki, The Foreign Worker and the German Labour Movement,

ο.π., σ. 16

36

ΕπίλογοςΗ έρευνα του θέματος μας οδήγησε σε κάποια

γόνιμα συμπεράσματα.

Μια βιομηχανική περιοχή όπως το Ρουρ σε μετάβαση σε ένα στάδιο υψηλής καπιταλιστικής συσσώρευσης, απαιτεί εντατικοποίηση της εργασίας ενώπροκαλεί ανισορροπίες στην αγορά εργασίας ανάλογα βέβαια με τις οικονομικές συνθήκες της περίστασης.

Η εισροή του μεταναστευτικού ρεύματος από τις ανατολικές επαρχίες της Πρωσίας εμφανίστηκε από την ανάγκη νέων φθηνών εργατικών χεριών στην υπηρεσία της εκβιομηχανισμένης παραγωγής.

Η μετανάστευση είχε χαρακτηριστικά αλυσιδωτής μετανάστευσης ενώ προχωρώντας βαθύτερα στο φαινόμενοτης παρατηρούμε τον επαρχιακό διαχωρισμό και συγκέντρωση σε συγκεκριμένες περιοχές της κοιλάδας του Ρουρ.

Η κοινή εμπειρία ντόπιων και μεταναστών ενίσχυσε αλλά παράλληλα και αποδυνάμωσε την αλληλεγγύη των ανθρακωρύχων κυρίως λόγω της ξενοφοβίας των γερμανών ανθρακωρύχων έναντι των

37

πολωνόφωνων συναδέλφων τους αλλά και του απομονωτισμού των δεύτερων.

Στην έντονα αστικοποιημένη περιοχή του Ρουρ, δημιουργήθηκαν μια καθολική, μια προτεσταντική και μια σοσιαλδημοκρατική υπο-κουλτούρα τονίζοντας τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης.

Το πολωνικό εθνικό αίσθημα συνυπήρχε μαζί με την ταξική συνείδηση χωρίς η τομή τους να είναι συγκρουσιακή. Αντίθετα υπήρξε σύνθεση και παραγωγή μιας εθνο-ταξικής συνείδησης.

Τέλος, το συνδικαλιστικό κίνημα των ανθρακωρύχων παρέμεινε διαιρεμένο και με μικρή δύναμη, όπως και το υπόλοιπο εργατικό κίνημα της περιόδου, με μικρές εκλάμψεις απεργιακού ακτιβισμού απέναντι στο καλά οργανωμένο εργοδοτικό μέτωπο.

Βιβλιογραφία

Berger Stefan, «Introduction», Stefan Burger, Andy Croll και Norman LaPorte (επιμ.), Towards a Comparative History of Coalfield Societies, Ashgate, 2005, σ. 1-11

Berger Stefan και Evans Neil, «Two Faces of king Coal: the Impact of Historiographical Traditions on Comparative History in the Ruhr and South Wales», Stefan

38

Burger, Andy Croll και Norman LaPorte (επιμ.), Towards a Comparative History of Coalfield Societies, Ashgate, 2005, σ. 29-42

Geary Dick, « The Myth of the Radical Miner», Stefan Burger, Andy Croll και Norman LaPorte (επιμ.), Towards a Comparative History of Coalfield Societies, Ashgate, 2005, σ. 43-64

Gillingham John, Industry and Politics in the Third Reich: Ruhr coal, Hitler and Europe, Λονδίνο, Mithuen, 1985, σ. 5-31

Hickey S.H.F., Workers in Imperial Germany: The miners of Ruhr, Οξφόρδη, Clarendon Press, 1985, σ. 1-69, 109-168

James Leighton, «Trade Union Developmentin the Ruhr and South Wales, 1890-1914», Stefan Burger, Andy Croll και Norman LaPorte (επιμ.), Towards a Comparative History of Coalfield Societies, Ashgate, 2005, σ. 253-266

Kulczycki J. John, The Foreign Worker and the German Labour Movement: Xenophobia and Solidarity in the Coal Fields of the Ruhr, 1871-1914, Οξφόρδη/Προβιντενς, Berg, 1994, σ. 1-41

Kulczycki J. John, The Polish coal miners’ Union and the German Labor Movement in the Ruhr, 1902-1934 : National and Social Solidarity, Οξφόρδη, Νέα Υόρκη, Berg, 1997, σ. 1-45

McCook Brian, «The Struggle for Polish Autonomy and the Question of Integration in the Ruhr and Northeastern Pennsylvania, 1880-1914»,

39

Stefan Burger, Andy Croll και Norman LaPorte (επιμ.), Towards a Comparative History of Coalfield Societies,Ashgate, 2005, σ. 177-190

40

41

42