26
Η ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΟΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ* Απόστολου Άνθιμου, Δ.Ν., Δικηγόρου ΕΙΣΑΓΩΓΗ Αντιδικίες με στοιχεία αλλοδαπότητας στο χώ ρο του οικογενειακού δικαίου απασχολούν συ χνά τα ελληνικά δικαστήρια και κεντρίζουν το ενδιαφέρον της νομικής μας πράξης. Τα κυριό τερα προβλήματα εντοπίζονται στον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικα στηρίων, όταν αυτά καλούνται να δικάσουν δια φορά που σχετίζεται κατά κάποιον τρόπο με την αλλοδαπή, αλλά και στην επέκταση των εννόμων συνεπειών αλλοδαπών αποφάσεων που αφορούν την προσωπική κατάσταση. Η πλειοψηφία των α νωτέρω υποθέσεων αφορά πρόσωπα ή δικαστι κές αποφάσεις που προέρχονται από το χώρο της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, και κατά κύριο λόγο από τη Γερμανία. Για τις διαφορές αυτές ένα νέο νομοθέτημα άρχισε να ισχύει από την Μαρτίου 2001 στη χώρα μας: Πρόκειται για τον Καν. 1347/2000 «περί της διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γα μικές διαφορές και διαφορές, γονικής μέριμνας έναντι των κοινών τέκνων των συζύγων» 1 . Ο Κα νονισμός εφαρμόζεται αυτούσιος από την ανω τέρω ημερομηνία 2 , χωρίς την ενεργοποίηση ή έ στω διαμεσολάβηση του ημεδαπού νομοθετικού μηχανισμού 3 , και αντικαθιστά στο πλαίσιο εφαρ μογής του τις αντίστοιχες διατάξεις του εσωτε ρικού δικαίου, αλλά και αυτές των διμερών συμ βάσεων που έχει συνάψει η χώρα μας με κράτη μέλη της ΕΕ. Πριν από την ενασχόληση μας με τον Καν. 1347/2000, θα παρουσιαστεί περιληπτικά το προυφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς. Τέλος, * Διευρυμένη απόδοση εισήγησης στο πλαίσιο ημερίδας που διοργάνωσε στις 25.1.2003 στην Αλεξανδρούπολη ο τοπικός Δικηγορικός Σύλλογος, με γενικό θέμα «Το δι κονομικό διεθνές δίκαιο της Ενωμένης Ευρώπης». Και από τη θέση αυτή θα ήθελα να εκφράσω τις ολόθερμες ευχαριστίες μου για την ξεχωριστή φιλοξενία των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Αλεξανδρούπολης. 1. EEEKL 160/30.6.2000, σελ. 19 επ. 2. Βλ. άρθρο 46 του Καν. 1347/2000. 3. Σαχπεκίδου, Η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τα ελληνικά δικαστήρια, Αρμ 2000.739 επ. μετά την επεξεργασία του Καν. 1347/2000 θα α κολουθήσει η παράθεση των νέων νομοθετικών εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα στην Κοινότητα, εξελίξεις που αναμένεται να μεταλλάξουν το σημερινό τοπίο. Α'. ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ Δύο ήταν μέχρι σήμερα τα κυριότερα εργα λεία του Έλληνα νομικού, για την αντιμετώπιση και επίλυση των ζητημάτων αυτών. Η πρώτη και συχνότερα εφαρμοζόμενη νομοθετική πηγή δεν είναι άλλη από τον ΚΠολΔ ο οποίος δίνει απα ντήσεις στα ανωτέρω θέματα μέσα από μια σει ρά διατάξεων. Όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδο σία, εφαρμογής τυγχάνουν εκτός βέβαια από τη γενική δωσιδικία του εναγομένου κατά το άρθρο 22 ΚΠολΔ, με βάση τον παραπεμπτικό κανόνα του άρθρου 3 ΚΠολΔ τα άρθρα 611, 612 και 622 ΚΠολΔ 4 . Από την άλλη πλευρά, η αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων προσωπικής κατάστασης ρυθμίζεται από το άρθρο 90S § 4, με βάση το οποίο εφαρμόζονται οι §§ 13 του ίδιου άρθρου, που με τη σειρά τους παραπέμπουν στο άρθρο 323 ΚΠολΔ Η θεμελιακή αρχή καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων μας εστιάζεται στην ιθαγένεια των διαδίκων 5 . Έτσι, στο πλαίσιο 4. Βλ. σχετικά Κιουστσίδου, Διεθνής δικαιοδοσία, ανα γνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις γαμικές διαφορές βάσει του 1347/2000 Κανονισμού (του Συμ βουλίου της ΕΚ), Αρμ 2001.1648. 5. Αναλυτικά για τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων στο πεδίο των οικογενειακών διαφορών, βλ. Παπαχωνσταντίνου, Διεθνής δικαιοδοσία και άρμο διότης των ελληνικών δικαστηρίων, Θεσ/νίκη 1973, 65 επ. Κριτζά, Διεθνής και εσωτερική δικαιοδοσία κατά τον νέον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Αθήναι 1973, 88 επ. Δεληγιάννη, Προβλήματα ιδιωτικού διεθνούς δι καίου στο ελληνικό δίκαιο τέλεσης του γάμου, ΕΕΕυρΔ 1994.793 επ. [818]. Για τα ειδικότερα ζητήματα που αναφύονται σχετικά με την ιθαγένεια στο πεδίο του δικονομικού διεθνούς δικαίου, βλ. Μουσιαΐρα, Η ιθα γένεια ως υπέρμετρη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας, Αρμ 1999.1348 επ. 834 Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004

Η κοινοτικοποίηση του δικονομικού διεθνούς δικαίου στο πεδίο των οικογενειακών διαφορών

  • Upload
    euc

  • View
    0

  • Download
    0

Embed Size (px)

Citation preview

Η ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΟΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ*

Απόστολου Άνθιμου, Δ.Ν., Δικηγόρου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Αντιδικίες με στοιχεία αλλοδαπότητας στο χώ­ρο του οικογενειακού δικαίου απασχολούν συ­χνά τα ελληνικά δικαστήρια και κεντρίζουν το ενδιαφέρον της νομικής μας πράξης. Τα κυριό­τερα προβλήματα εντοπίζονται στον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικα­στηρίων, όταν αυτά καλούνται να δικάσουν δια­φορά που σχετίζεται κατά κάποιον τρόπο με την αλλοδαπή, αλλά και στην επέκταση των εννόμων συνεπειών αλλοδαπών αποφάσεων που αφορούν την προσωπική κατάσταση. Η πλειοψηφία των α­νωτέρω υποθέσεων αφορά πρόσωπα ή δικαστι­κές αποφάσεις που προέρχονται από το χώρο της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, και κατά κύριο λόγο από τη Γερμανία. Για τις διαφορές αυτές ένα νέο νομοθέτημα άρχισε να ισχύει από την 1η Μαρτίου 2001 στη χώρα μας: Πρόκειται για τον Καν. 1347/2000 «περί της διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γα­μικές διαφορές και διαφορές, γονικής μέριμνας έναντι των κοινών τέκνων των συζύγων»1. Ο Κα­νονισμός εφαρμόζεται αυτούσιος από την ανω­τέρω ημερομηνία2, χωρίς την ενεργοποίηση ή έ­στω διαμεσολάβηση του ημεδαπού νομοθετικού μηχανισμού3, και αντικαθιστά στο πλαίσιο εφαρ­μογής του τις αντίστοιχες διατάξεις του εσωτε­ρικού δικαίου, αλλά και αυτές των διμερών συμ­βάσεων που έχει συνάψει η χώρα μας με κράτη μέλη της ΕΕ. Πριν από την ενασχόληση μας με τον Καν. 1347/2000, θα παρουσιαστεί περιληπτικά το προυφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς. Τέλος,

* Διευρυμένη απόδοση εισήγησης στο πλαίσιο ημερίδας που διοργάνωσε στις 25.1.2003 στην Αλεξανδρούπολη ο τοπικός Δικηγορικός Σύλλογος, με γενικό θέμα «Το δι­κονομικό διεθνές δίκαιο της Ενωμένης Ευρώπης». Και από τη θέση αυτή θα ήθελα να εκφράσω τις ολόθερμες ευχαριστίες μου για την ξεχωριστή φιλοξενία των μελών του Δικηγορικού Συλλόγου Αλεξανδρούπολης.

1. EEEKL 160/30.6.2000, σελ. 19 επ. 2. Βλ. άρθρο 46 του Καν. 1347/2000. 3. Σαχπεκίδου, Η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τα

ελληνικά δικαστήρια, Αρμ 2000.739 επ.

μετά την επεξεργασία του Καν. 1347/2000 θα α­κολουθήσει η παράθεση των νέων νομοθετικών εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα στην Κοινότητα, εξελίξεις που αναμένεται να μεταλλάξουν το σημερινό τοπίο.

Α'. ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Δύο ήταν μέχρι σήμερα τα κυριότερα εργα­λεία του Έλληνα νομικού, για την αντιμετώπιση και επίλυση των ζητημάτων αυτών. Η πρώτη και συχνότερα εφαρμοζόμενη νομοθετική πηγή δεν είναι άλλη από τον ΚΠολΔ ο οποίος δίνει απα­ντήσεις στα ανωτέρω θέματα μέσα από μια σει­ρά διατάξεων. Όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδο­σία, εφαρμογής τυγχάνουν ­εκτός βέβαια από τη γενική δωσιδικία του εναγομένου κατά το άρθρο 22 ΚΠολΔ, με βάση τον παραπεμπτικό κανόνα του άρθρου 3 ΚΠολΔ­ τα άρθρα 611, 612 και 622 ΚΠολΔ4. Από την άλλη πλευρά, η αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων προσωπικής κατάστασης ρυθμίζεται από το άρθρο 90S § 4, με βάση το οποίο εφαρμόζονται οι §§ 1­3 του ίδιου άρθρου, που με τη σειρά τους παραπέμπουν στο άρθρο 323 ΚΠολΔ

Η θεμελιακή αρχή καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων μας εστιάζεται στην ιθαγένεια των διαδίκων5. Έτσι, στο πλαίσιο

4. Βλ. σχετικά Κιουστσίδου, Διεθνής δικαιοδοσία, ανα­γνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις γαμικές διαφορές βάσει του 1347/2000 Κανονισμού (του Συμ­βουλίου της ΕΚ), Αρμ 2001.1648.

5. Αναλυτικά για τη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων στο πεδίο των οικογενειακών διαφορών, βλ. Παπαχωνσταντίνου, Διεθνής δικαιοδοσία και άρμο­διότης των ελληνικών δικαστηρίων, Θεσ/νίκη 1973, 65 επ. Κριτζά, Διεθνής και εσωτερική δικαιοδοσία κατά τον νέον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Αθήναι 1973, 88 επ. Δεληγιάννη, Προβλήματα ιδιωτικού διεθνούς δι­καίου στο ελληνικό δίκαιο τέλεσης του γάμου, ΕΕΕυρΔ 1994.793 επ. [818]. Για τα ειδικότερα ζητήματα που αναφύονται σχετικά με την ιθαγένεια στο πεδίο του δικονομικού διεθνούς δικαίου, βλ. Μουσιαΐρα, Η ιθα­γένεια ως υπέρμετρη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας, Αρμ 1999.1348 επ.

834 Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004

των γαμικών διαφορών, τα δικαστήρια μας έχουν κατά το άρθρο 612 § 1 ΚΠολΔ διεθνή δικαιοδο­σία στην περίπτωση που ένας έστω από τους συζύγους είναι Έλληνας, ακόμη και αν δεν έχει, ούτε είχε κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα. Η ελληνική ιθαγένεια είναι εξάλλου επαρκές κριτήριο καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας, ακόμη και αν υπήρχε κατά το στάδιο σύναψης του γάμου, και όχι κατά το χρονικό σημείο εκ­δίκασης της διαφοράς. Αντίστοιχου περιεχομέ­νου είναι και η ρύθμιση του άρθρου 622 § 1 ΚΠολΔ στο πεδίο των διαφορών που αναφέρο­νται σε σχέσεις γονέων και τέκνων, με τη δια­φορά ότι εδώ η ελληνική ιθαγένεια είτε κάποιου από τους γονείς είτε του τέκνου, πρέπει να υ­φίσταται κατά την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης6. Η κοινή διαμονή διαδραματίζει υπο­δεέστερο ρόλο στο σύστημα του ΚΠολΔ. Μο­ναδική μνεία γίνεται στο άρθρο 39 ΚΠολΔ όπου θεμελιώνεται συντρέχουσα ειδική δωσιδικία εκ­δίκασης γαμικών διαφορών στο δικαστήριο της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων, το ο­ποίο καθίσταται αυτόματα και αρμόδιο από πλευράς διεθνούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τον παραπεμπτικό κανόνα του άρθρου 3 § 1 Κ ΠολΔ Ολοκληρώνοντας πρέπει να υπογραμμι­στεί ότι οι ανωτέρω ειδικοί κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας δεν αποκλείουν τη δυνατότητα ε­ναγωγής στα δικαστήρια του τόπου κατοικίας ή διαμονής του εναγόμενου συζύγου, σύμφωνα με

6. Από τη σχετικά πρόσφατη νομολογία, βλ. ΕφΘεσ 3855/1990, Αρμ 1991.162 επ. [με σημείωμα Β.Β., 163, υπό Ι, όπου και αναφορά σε παλαιότερη νομολογία] = Αρμ 1991.381 [με σημείωμα ILEJL, 382, υπό iii], ΕφΑθ 10334/1995, ΕλλΔνη 1996.1107 επ., ΜονΠρΧαλιαδικής 454/1998, Αρμ 1999.937 επ. [με σημείωμα Σ. Τ.­Γ.]. Α­

ντίθετη πάντως η ΜονΠρΚατ 59/1989, Αρμ 1991.161 επ., και η παλαιότερη ΜονΠρΗλ 235/1986, Δ 1986.34 [με ενημερωτικό σημείωμα Παναγόπουλοιή. Πα την προ­

βληματική της υπαγωγής των διαφορών άσκησης γο­

νικής μέριμνας, επιμέλειας και προσωπικής επικοινω­

νίας στο άρθρο 622 ή τα άρθρα 681 Β και 681 Γ ΚΠολΔ, βλ. Πουλιάδη, Ζητήματα από την επιμέλεια και την προ­

σωπική επικοινωνία με ανήλικα τέκνα ­ Ουσιαστικό δίκαιο και δικονομικοί προβληματισμοί, Αρμ 1992.981 επ. [994], ΓΖαπασιώπη­Πασιά, Διεθνής δικαιοδοσία, ε­

φαρμοστέο δίκαιο και προβλήματα διαχρονικού ιδΔΔ στη γονική μέριμνα ανήλικου που γεννήθηκε χωρίς γά­

μο των γονέων του (Παρατηρήσεις στην απόφαση Εφ Αθ 7459/1992), Αρμ 1993.867 επ. [868 επ.]).

το γενικό κανόνα δωσιδικίας, χωρίς ωστόσο να καθίσταται δυνατός ο καθορισμός του forum με βάση συμφωνία των διαδίκων, λόγω της ρύθ­μισης του άρθρου 42 ΚΠολΔ7.

Περνώντας στο πεδίο της αναγνώρισης και εκτέλεσης, τα πράγματα είναι mo" απλά. Η α­ναγνώριση αλλοδαπών αποφάσεων προσωπικής κατάστασης ρυθμίζεται από το άρθρο 905 § 4 ΚΠολΔ, η προβληματική του οποίου έχει απα­σχολήσει εκτενώς την ελληνική επιστήμη8. Ό­πως είναι γνωστό, απαραίτητη είναι η κατάθεση αίτησης στο κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο9, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικα­σία της εκούσιας δικαιοδοσίας10 και, αφού εξε­τάσει τις προϋποθέσεις του άρθρου 323 ΚΠολΔ11, δηλαδή τη συνδρομή δεδικασμένου σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου έκδοσης, τη διεθνή δικαιο­δοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου, το σεβασμό του δικαιώματος ακρόασης του καθού12, την έλ­λειψη αντίθετης ημεδαπής απόφασης13 και τη μη

7. Δεληγιάννης, ΕΕΕυρΔ 1994.818 επ. 8. Βλ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, τόμος Ι, § 44,113

επ., Σταθέα, Αναγκαστική Εκτέλεσις, 64 επ., Κρίσπη­

Νικολετοπούλου, Αναγνώρισις δεδικασμένου εξ απο­

φάσεως αλλοδαπού δικαστηρίου αφορώσης εις την προσωπικήν κατάστασιν, ΝοΒ 1972.1επ., Γεωργιάδη, Εκτέλεσις και αναγνώρισις αλλοδαπών αποφάσεων, Αρμ 1974.600, Φραγκίστα, Πνευματική ακύρωσις και λύσις του γάμου, Δ 1974.446, Παπακωνσταντίνου, Κήρυ­

ξις εκτελεστής εν Ελλάδι αλλοδαπής αποφάσεως α­

φορώσης προσωπικήν κατάστασιν, Δ 1972.308 επ., Δε­

Απν3άννη, ΕΕΕυρΔ 1994.828 επ. 9. Αντίθετη κατεύθυνση ακολουθεί η ΕφΘεσ 2367/1998,

Αρμ 1998.1233 επ. [με ετπδοκιμαστικές παρατηρήσεις Βασιλακάκη, 1237 επ.], δεχόμενη την παρεμπίπτουσα αναγνώριση αλλοδαπού δεδικασμένου.

10. Αναλυτικά για τη διαδικασία αυτή, βλ. Σινανίδη, Η ε­

κούσια δικαιοδοσία στην εκτέλεση αλλοδαπών εκτε­

λεστών τίτλων, στο: 'Ενωση Ελλήνων Δικονομολόγων, Προβλήματα εκούσιας δικαιοδοσίας, Πρακτικά του 20ού Πανελλήνιου Συνεδρίου (Καβάλα 12­15 Μαΐου 1994), 203 επ.

11. Αναλυτικά βλ. Μαριδάκη, Η εκτέλεσις αλλοδαπών α­

ποφάσεων κατά το ισχύον εις την Ελλάδα δίκαιον, Γ' έκδοση, Αθήνα 1970, 88 επ., και Δεληγιάννη, ΕΕΕυρΔ 1994.820 επ.

12. 1212 Σχετικά βλ. Άνθιμο, Αναγνώριση και εκτέλεση ερήμην αλλοδαπών αποφάσεων, Θεσ/νίκη 2002,19 επ.

13. Ad hoc βλ. Αρβανιτάκη, Κρίσιμος χρόνος συνδρομής της προϋποθέσεως περί μη αντιθέσεως της υπό ανα­

γνώριση αλλοδαπής αποφάσεως προσωπικής καταστά­

σεως προς ημεδαπή κατά τα αρθρ. 905IV και 323 αριθ.

Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004 835

πρόσκρουση της αλλοδαπής απόφασης στην η­μεδαπή δημόσια τάξη14, αναγνωρίζει το δεδικα­σμένο του αλλοδαπού τίτλου, ή ­για ης αποφάσεις γονικής μέριμνας, επιμέλειας ή επικοινωνίας­ τον κηρύσσει εκτελεστό στη χώρα μας. Κατά της α­πόφασης αυτής χωρεί η τριτανακοπή του άρθρου 773 ΚΠαλΔ.

Από τις 18 διμερείς συμβάσεις που έχει συνά­ψει η χώρα μας στο πεδίο αναγνώρισης και ε­κτέλεσης αλλοδαπών αποφάσεων, μία μόνον α­φορά κράτος μέλος της ΕΕ. Πρόκειται για την Ελληνογερμανική σύμβαση της 4.11.1961, η ο­ποία ισχύει στη χώρα μας από το 196315. Η σύμ­βαση αυτή διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στην κυκλοφορία των αποφάσεων μεταξύ των δυο χω­ρών16. Πρακτικά όμως έχει αποστεωθεί, καθώς τόσο ο Καν. 44/2001, που αντικατέστησε τη Συμ Βρ,.όσο και ο Καν. 1347/2000 αφαιρούν το σύνο­λο σχεδόν των υποθέσεων που αποτελούσε άλ­λοτε το πεδίο εφαρμογής της, των οικογενεια­κών διαφορών μη εξαιρουμένων.

Β'. ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Αυτό ήταν μέχρι την 1η Μαρτίου 2001 το νο­μικό πλαίσιο αντιμετώπισης των οικογενειακών διαφορών με στοιχεία αλλοδαπότητας στην ελ­ληνική έννομη τάξη. Από την ημερομηνία αυτή

4 ΚΠολΔ, ΧρΙΔ Α/2001, 85 επ., και από τη νομολογία, ΕφΑΘ 4149/1991, ΝοΒ 1992.559 επ. [με σημείωση Χ. Παμπούκη, 560 επ.]. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιά­

ζει εδώ η δυνατότητα ανάκλησης αλλοδαπών αποφά­

σεων ανάθεσης γονικής μέριμνας· αναλυτικά βλ. Βα­

σιλακάκη, ΕΕΕυρΔ 1994.1099 επ., και Χ. Παμπούκη, ό.π., όπου και αναφορά στη σχετική νομολογία.

14. Ad hoc βλ. Δεληγιάννη, Γνωμοδότηση Β', Αρμ 1998.1439 επ., και πολύ πρόσφατα Καϊση, Εκφάνσεις της δημό­

σιας τάξης στην αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων, Θεσ/νίκη 2003, 67 επ. [ιδίως 122 επ.].

15. Βλ. ν. 4305/1963 «περί κυρώσεως της μεταξύ της Ελ­

λάδος και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερ­

μανίας Συμβάσεως περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως και εκτελέσεως δικαστικών αποφάσεων, συμβιβασμών και δημοσίων εγγράφων επί αστικών και εμπορικών υπο­

θέσεων, ΦΕΚ Α'53/1963. 16. Βλ. αντί πολλών Γέσιου­Φαλτσή, Η αναγνώριση και ε­

κτέλεση γερμανικών αποφάσεων στην Ελλάδα, Δ1982 (13), 169 επ. Πρβλ. και Άνθίμο, ό.π. [υπ. 12], 69 επ., με περαιτέρω παραπομπές. Από την πλέον πρόσφατη νο­

μολογία, βλ. ΜονΠρθεσ 2789/1997, Αρμ 1997.805 επ.

άρχισε πλέον να ισχύει στη χώρα μας ο Καν. 1347/200017.

17. Για το ιστορικό υπόβαθρο και το νομικό πλαίσιο στο οποίο βασίστηκε η έκδοση του καν. 1347/2000, βλ. Τα­

γαρά, Η συμβολή της κοινοτικής έννομης τάξης στην ενοποίηση του οικογενειακού διεθνούς δικαίου, Αθήνα 2000, 19 επ., Σαχπεκίδου, Η κοινοτικοποίηση της δικα­

στικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις μετά τη Συν­

θήκη του 'Αμστερνταμ, Αρμ 2001.1620 επ., Φοιητεδακη, Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση των απο­

φάσεων σε υποθέσεις γονικής μέριμνας σύμφωνα με τον Κανονισμό 1347/2000, Αρμ 2001.1659 επ., Παννοποι/Αο, Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφά­

σεων επί γαμικών διαφορών κατά το αυτόνομο κοινοτικό δίκαιο (Κανονισμός ΕΚ/1347/ 2000), ΕΕΕυρΔ 2001.97 επ., και Άνθίμο, OJL [υπ. 12], 429 επ. Η σχετική αλλοδαπή βιβλιογραφία διογκώνεται ακατάπαυστα: Βλ. Pirmng, Europaische justitielle Zusammenarbeit in Zivilsachen ­insbesondere das neue Scheidungsubereirikommen, Z­

EuP 1999.841 επ., Hau, Internationales Eheverfahrens­

recht in der Europaischen Union, FamRZ 1999.484 επ., Sanchez Jimenez, La libre circulacion de decisiones de divorcio en la U.E. tras la entrada en vigor del Regla­

mento 1347/2000, Anales de Derecho (Universidad de Murcia) 2000 (18), 157 επ., Kohler, Internatio­

nales Verfahrensrecht fur Ehesachen in der Europaischen Union: Die Verordnung «Brussel II», NJW 2001.10 επ., Boele­Woelki, Brussel II: Die Ver­

ordnung iiber die Zustandigkeit und die Anerken­

nung von Entscheidungen in Ehesachen, ZfRV 2001.121 επ., Schack, Das neue Internationale Eheverfahrensrecht in Europa, RabelsZ 65(2001) 617 επ., Kropholler, Europaisches Zivilprozess­

recht, 7. Aufl., 54 επ., Puerto Mendoza, La libre circulacion de resoluciones judiciales sobre res­

ponsabilidad parental dentro de la Union Europea, La Ley 5616/2002, 1 επ., Moya Escudero, Competen­

cia judicial y reconocimiento de decisiones en materia de responsabilidad parental: El regla­

mento Bruselas Π, La Ley 5647/2002,1 επ., McEleavy, The Brussels Π Regulati εκτέλεση των European Community has turned into F amily Law, ICLQ 2002.883 επ., Helms, Internationales Verfahrens­

recht fur Familiensachen in der Europaischen Union, FamRZ 2002.1593 επ. Βλ. τέλος και de Boer, Jurisdiction and enforcement in International Family Law: A labyrinth of European and interna­

tional legislation, NTLR 2002.307 επ., όπου και πε­

ραιτέρω βιβλιογραφία στην υπ. 5. Για την υφιστάμενη αδυναμία ενοποίησης των κανόνων σύγκρουσης σε υ­

ποθέσεις διαζυγίου, και τους κινδύνους που ελλο­

χεύουν, βλ. αντί πολλών Spellenberg, Anerkennung eherechtlicher Entscheidungen nach der EheGVO, ZZPInt 6(2001)111 επ.

836 Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004

Ι. Πεδίο εφαρμογής Αρχικά, τρία είναι τα ζητήματα που πρέπει να

αποσαφηνιστούν: Το πρώτο αφορά το γεωγραφι­

κό πεδίο εφαρμογής. Παρά την άμεση, δεσμευ­

τική ισχύ του κανονισμού, όπως τη γνωρίζαμε τουλάχιστον μέχρι σήμερα, η κοινοτική πολιτική για ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δι­

καιοσύνης επιτρέπει μετά τη Συνθήκη του 'Αμ­

στερνταμ περισσότερο ελαστικούς χειρισμούς. Στη βάση της επιλογής αυτής δόθηκε η δυνατό­

τητα στα κράτη μέλη να επιλέξουν, αν θα συμ­

μετάσχουν τελικά στην ενοποίηση του δικαιικού χώρου, στο πλαίσιο των άρθρων 61 επ. ΣΕΚ. Τε­

λικά, η μόνη χώρα που επέλεξε την απαγκί­

στρωση της ήταν η Δανία, όπως καταφαίνεται και από το άρθρο 1 § 3 Καν. 1347/2000, που ορίζει ότι «στον παρόντα κανονισμό ο όρος "κράτος μέ­

λος" περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη πλην της Δανίας». Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του ΚΠολΔ διατηρούν την ισχύ τους αναφορικά με υποθέ­

σεις προσωπικής κατάστασης που σχετίζονται με τη έννομη τάξη της ανωτέρω χώρας18.

Το δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με το ουσιαστι­

κό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, τις διαφο­

ρές δηλαδή που αφαιρούνται από το ρυθμιστικό πεδίο του εγχώριου δικαίου, και μεταφέρονται προς επίλυση στο επίπεδο του κοινοτικού νομο­

θέτη. Κατά το άρθρο 1 § 1 Καν. 1347/2000, το πε­

δίο εφαρμογής εκτείνεται, πρώτον, στις αστικές διαδικασίες που αφορούν το διαζύγιο, το δικα­

στικό χωρισμό και την ακύρωση του γάμου των συζύγων, και δεύτερον, στις αστικές διαδικασίες που αφορούν τη γονική μέριμνα19 επί των κοινών τέκνων των συζύγων, συνεπεία των προαναφε­

ρόμενων διαδικασιών που αφορούν τις γαμικές σχέσεις. Από η ς ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα πορίσματα: Πρώτον, ο Καν. 1347/2000 αναφέρεται αποκλειστικά σε αστικές διαδικασίες, εξαιρώντας έτσι οποιασδήποτε άλ­

λης μορφής δίκες. Η διάταξη αυτή στόχο έχει

18. Βλ. σχετικά και Τογαρά, ό.π. [υπ. 17], 118. 19. Για την ορολογική παρέμβαση του ελληνικού κειμένου

στην επί το ελληνικότερον απόδοση της έννοιας parental responsibility / elterliche Verantwortung κ.ο.κ., βλ. Φουντεδάκη, Αρμ 2001.1661 επ. Αντίστοιχα προβλήματα ενσωμάτωσης του όρου στην εσωτερική της έννομη τάξη αντιμετώπισε και η Ισπανία, βλ. Puerto Mendoza, La Ley 5616/2002, ΠΙ 1, Moya Escudero, La Ley 5647/2002, 1 επ. [Π 2].

να αντιπαραβάλει τις αστικές από τις θρησκευ­

τικού χαρακτήρα διαδικασίες20. Δεύτερο, περιο­

ρίζεται σε διαφορές διαπλαστικού χαρακτήρα, αναφορικά με τις προαναφερόμενες διαφορές, και δεν υπεισέρχεται σε ζητήματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων ή θέματα διατροφής με­

ταξύ συζύγων, ή μεταξύ γονέων και τέκνου21. Τρίτο, η εφαρμογή του Καν. 1347/2000 στο πεδίο των σχέσεων γονέων­τέκνων εστιάζεται απο­

κλειστικά στις υποθέσεις γονικής μέριμνας22 των κοινών τέκνων των συζύγων23, οι οποίες πρέπει μάλιστα να εκδικάζονται «συνεπεία» των γαμι­

20. Βλ. Άουπταίδου, Αρμ 2001.1652 Π, Ταγαρά, ό.π. [υπ. . 17], 114, αρ. 204, Sanchez Jimenez, Anales de

Derecho 2000,163, Spellenberg, FS Schumann, 435 επ. 'Οπως υπογραμμίζει ο Ταγαράς, ό.π. (αρ. 206), «ο αστικός χαρακτήρας της διαδικασίας λύσεως του συζυ­γικού δεσμού αρκεί για να την υπαγάγει στο πεδίο εφαρ­μογής του κανονισμού, έστω και αν ο γάμος δεν ήταν πολιτικός, αλλά αποκλειστικά θρησκευτικός, όπως συμ­βαίνει ακόμη συνήθως στη χώρα μας». Πα την αναγνώριση διαζυγίωνπου εκδόθηκαν από εκκλησιαστικά δικαστήρια, βλ Γιαννόπουλο, ΕΕΕυρΔ 2001.100, υπ. 10.

21. Βλ. σκέψη 10 του Προοιμίου του καν. 1347/2000, ΕΕΕΚ L 160/30.6.2000, σελ. 20. Οι υποθέσεις διατροφής υπά­γονται στο πεδίο των διαφορών που εκδικάζονται υπό την ισχύ του Καν. 44/2001 και της ΣυμΒρ, βλ. Κιουπτσί­δου, Αρμ 2001.1652 επ. Οι περιουσιακές διαφορές με­ταξύ των συζύγων ρυθμίζονται με βάση το εσωτερικό μας δίκαιο. Η πολυδιάσπαση αυτή προκαλεί πάντως αντιδράσεις στη θεωρία, βλ. Moya Escudero, La Ley 5647/2002,1 επ. [Π 2]. Ήδη παρατηρείται ωστόσο κινη­τικότητα και στο θέμα αυτό από κοινοτικής πλευράς, βλ. το «Σχέδιο προγράμματος μέτρων για την εφαρ­μογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των απο­φάσεων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων», ΕΕΕΚ C 12/15.1.2001, σελ 3 και 8.

22. Ορισμός της έννοιας δεν περιέχεται ούτε στον κανο­νισμό, ούτε στην 'Εκθεση Borras. Προτείνεται η υιοθέ­τηση του ορισμού που περιέχεται στο άρθρο 1 § 2 της Σύμβασης της Χάγης του 1996 «για τη διεθνή δικαιο­δοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την ε­κτέλεση και τη συνεργασία σε θέματα γονικής μέρι­μνας καιμέτρωνπροστασίαςτωντέκνων», βλ. De Boer, NTLR 2002.313.

23. Η έκθεση Bonis εντάσσει στην έννοια των κοινών τέκνων τα φυσικά τέκνα των συζύγων, αλλά και τα τέκνα που υιοθετήθηκαν και από τους δύο συζύγους, βλ ΕΕΕΚ C 221/16.7.1998, 36 [σημ. 25]. Πρβλ. και Φου­ντεδάχη, Αρμ 2001.1661. Στην ισπανική βιβλιογραφία δια­τυπώθηκε πάντως η άποψη περί αντισυνταγματικότητας της διάκρισης μεταξύ κοινών και μη κοινών ή θετών τέ­κνων βλ Moya Escudero, La Ley 5647/2002,1 επ. [Π 1].

Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004 837

κών διαφορών που μνημονεύονται στο άρθρο 1 § 1 α καν. 1347/2000, και να αφορούν ακόμη θέ­ματα στενά συνδεδεμένα με την αγωγή διαζυ­γίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου24. Ως ερμηνευτικά κριτήρια προβάλλονται ο ουσια­στικός και χρονικός σύνδεσμος μεταξύ των υπο­θέσεων25. Δεν αξιώνεται πάντως διαδικαστική σύνδεση των δύο διαφορών26. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται έτσι ότι δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρ­μογής του κανονισμού υποθέσεις αφαίρεσης γο­νικής μέριμνας, όπως ρυθμίζεται στο άρθρο 1532 ΑΚ27. Το τρίτο σημείο αποδεικνύει τον παραπλη­ρωματικό χαρακτήρα που αποδίδεται στις υποθέ­σεις γονικής μέριμνας28. Πρέπει προκαταβολικά να υπογραμμιστεί πως το σημείο αυτό αναμένεται να τροποποιηθεί στο εγγύς μέλλον29.

Ερωτάται αν στο πεδίο εφαρμογής του κανο­νισμού υπάγονται αγωγές αναγνώρισης του κύρους, του υποστατού ή ανυπόστατου του γά­μου. Υποστηρίζεται ότι οι ανωτέρω διαφορές

24. Βλ. σκέψη 11 του Προοιμίου του κανονισμού. 'Οπως όμως ορθά σημειώνεται, δεν αποσαφηνίζεται το είδος των «στενά συνδεδεμένων θεμάτων», με αποτέλεσμα να υπάρχει ερμηνευτικό κενό, βλ. Moya Escudero, La Ley 5647/2002, 1 επ. [Π 2].

25. Vogel, Internationales Familienrecht ­ Anderun­gen und Auswirkungen durch die neue EU­Ver­ordnung, MDR 2000.1047 I, Gruber, Mafigebliche Rechtsquellen im neuen intemationalen Sorge­und Umgangsrecht, Rpfleger 2002.5461.

26. Έκθεση Borras, όχι., 40 [σημ. 37]. Πρβλ. ακόμη Ταγα­ρά, ό.π. [υπ. 17], 129, αρ 233, Φοιτντεδακη, Αρμ 2001.1663, Moya Escudero, La Ley 5647/2002, 1 επ. [ΠΙ 1]. Δεν πρέπει μάλιστα να αποκλειστεί και το εν­δεχόμενο να μην υπάρχει κάνη δυνατότητα σύνδεσης, όταν για παράδειγμα η διαδικασία λύσης του γάμου λαμβάνει χώρα ενώπιον δημόσιας ­μη δικαστικής­ αρ­χής, βλ. Vogel, MDR 2000.1046 Π.

27. Γιαννόπουλος, ΕΕΕυρΔ 2001.104. 28. Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, «ο κανονισμός δεν

αποσκοπεί, συνεπώς, να ενοποιήσει το δικονομικό διε­θνές δίκαιο της γονικής μέριμνας, αλλά μόνον εν συν­δυασμώ προς τις υποθέσεις λύσεως του συζυγικού δεσμού»· έτσι Ταγαράς, ό.π. [υπ. 17], 112, αρ 201. Πρβλ. ακόμη Φουντεδάκη, Αρμ 2001.1663, Sanchez Jimenez, Anales de Derecho 2000, 158. Από την άλλη πλευρά, διατυπώθηκαν και απόψεις ολότελα ενάντιες στην υ­παγωγή των υποθέσεων γονικής μέριμνας στο κοινοτι­κό πεδίο, εξαιτίας της ήδη υφιστάμενης Σύμβασης της Χάγης της 26.10.1996, η οποία ρυθμίζει τα ίδια ακριβώς ζητήματα, βλ. Pirrung, ZEuP 1999.846.

29. Βλ. mo κάτω, υπό Γ.

σκόπιμο είναι να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (παρά το νομοθετικό κενό), λαμ­βάνοντας υπόψη την κοινοτική επιδίωξη για ε­λεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μέσα στην ΕΕ, ώστε να μην τίθεται ζήτημα ακυροτήτων των τυχόν νέων γάμων που συνάπτονται30. Δε λεί­πουν πάντως και αντίθετες φωνές31.

Ένα ακόμη πρόβλημα αφορά την υπαγωγή των ομοφυλοφιλικών γάμων στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, η θεσμοθέτηση των οποίων απαντά­ται ήδη σε μερικές χώρες του ευρωπαϊκού Βορ­

* 32

ρα . Αποκρυσταλλωμένη άποψη δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί. Πάντως, καθώς ο γάμος μεταξύ ο­μοφύλων αποτελεί προς το παρόν την εξαίρεση, και με δεδομένες τις μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών στο πεδίο του ουσιαστικού δι­καίου, προτείνεται ο αποκλεισμός του από το πε­δίο εφαρμογής του καν. 1347/200033.

Το επόμενο ζήτημα αφορά το προσωπικό πε­δίο εφαρμογής του Καν. 1347/2000. Κατά τη μάλ­λον επικρατέστερη γνώμη, δυσχερώς μπορεί να διατυπωθεί κανόνας προσωπικού πεδίου εφαρ­μογής, αντίστοιχος του άρθρου 2 ΣυμΒρ ­ Καν. 44/2001, εξαιτίας της πολυπλοκότητας των δικαι­οδοτικών βάσεων των άρθρων 2 και 3 του Καν. 1347/200034. Υποστηρίζεται ωστόσο και η αντίθε­τη γνώμη35.

'Ενα τελευταίο στοιχείο προτού κλείσουμε το κεφάλαιο του πεδίου εφαρμογής σχετίζεται με την εξειδίκευση του όρου «διαδικασίες». Το άρ­θρο 1 § 2 Καν. 1347/2000 εξομοιώνει τις ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασίες προς τις λοιπές

30. Άουπτσίδου, Αρμ 2001.1651 επ., Vogel, FamRZ 2000. 1046 Π, Gruber, FamRZ 2000.1130, Hau, FamRZ 2000. 1333, Boele­WoelM, ZfRV 2001.122, Schack, RabelsZ 65(2001)620.

31. Helms, Die Anerkennung auslandischer Entschei­dungen im Europaischen Eheverfahrensrecht, Fam RZ 2001.259, Spellenberg, FS Schumann, 433.

32. Βλ. Helms, FamRZ 2002.1594. 33. Helms, ό.π. 34. Ταναράς, ό.π. [υπ. 17], 1 17, αρ. 212. Ο κανονισμός

δεν εξαρτά με άλλες λέξεις την εφαρμογή του ούτε από την ιθαγένεια, ούτε από την κατοικία των διαδί­κων εντός των κοινοτικών συνόρων έτσι Gruber, Die neue «europaische Rechtshangigkeit» bei Schei­dungsverfahren, FamRZ 2000, 1131 I, Kohler, NJW 2001.111.

35. Βλ. Φουντεδακη, Αρμ 2001.1661, η οποία συνάγει το σχετικό κανόνα από το άρθρο 7 Καν. 1347/2000.

838 Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004

διαδικασίες που αναγνωρίζονται επισήμως σε έ­να κράτος μέλος, εντάσσοντας στην έννοια του «δικαστηρίου» κάθε αρμόδια επί του θέματος αρ­χή των κρατών μελών36.

Ανακεφαλαιώνοντας θα μπορούσαμε να δώ­σουμε μερικά παραδείγματα εφαρμογής του Καν. 1347/200037. 1. Αγωγή διαζυγίου με παράλληλο αίτημα ανάθε­

σης της γονικής μέριμνας του κοινού τέκνου των διαδίκων στον αιτούντα: Με βάση το άρθρο 1 § 1 εφαρμόζεται ο καν. 1347/2000.

2. Αίτηση αναγνώρισης αλλοδαπής απόφασης ακύρωσης γάμου. Εφαρμογής τυγχάνει ο καν. 1347/2000 με βάση και πάλι το άρθρο 1 § 1.

3. Αίτηση αναγνώρισης διαζυγίου που εκδόθηκε ενώπιον αλλοδαπής ­ μη δικαστικής αρχής. Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 2 εφαρμόζεται και εδώ ο καν. 1347/2000. Ας δούμε και μερικές περιπτώσεις, όπου δεν

εφαρμόζεται ο καν. 1347/2000. 1. Αγωγή διατροφής μεταξύ συζύγων. Εδώ δεν

εφαρμόζεται ο καν. 1347/2000, αλλά ο καν. 44/ 2001, που αντικατέστησε τη ΣυμΒρ.

2. Αγωγή ανάθεσης γονικής μέριμνας του κοινού τέκνου στον αιτούντα σύζυγο. Δεν εφαρμόζε­ται ο καν. 1347/2000, καθώς δεν πρόκειται για διαδικασία που συνδέεται με αίτηση διαζυγίου, όπως αξιώνει το άρθρο 1 § 1 β'. Το ίδιο θα ισχύσει και για αίτηση αναγνώρισης και εκτέ­λεσης αντίστοιχης απόφασης.

3. Αγωγή ανάθεσης γονικής μέριμνας εξώγαμου τέκνου στην αιτούσα σύζυγο. Και πάλι δεν ε­φαρμόζεται ο καν. 1347/2000, καθώς απαραί­τητη προϋπόθεση συνιστά η ιδιότητα του τέ­κνου ως γεννημένου σε γάμο.

Π. Διεθνής δικαιοδοσία 1. Διαζύγιο, δικαστικός χωρισμός και ακύρωση γάμου

Σε αντίθεση με τη ρύθμιση του εσωτερικού

36. Συνεπώς, και αποφάσεις ή πράξεις διοικητικών αρχών εξομοιώνονται με τις δικαστικές αποφάσεις· βλ. Τα­ ­ναρά, ό.π. [υπ. 17], 115, αρ. 208, Hau, FamRZ 1999.485 I, Sanchez Jimenez, Anales de Derecho 2000.163.

37. Πα περισσότερη περιπτωσιολογία, βλ. Κιουπτσίδου, Αρμ 2001.1650 επ., Puszkajler, Das Internationale Scheidungs­ und Sorgerecht nach Inkrafttreten der Brussel Π­Verordnung ­ Erste Hinweise fur die Praxis anhand von Fallen, IPRax 2001.82 επ.

μας δικαίου, ο καν. 1347/2000 επιχειρεί να τιθα­σεύσει το πρόβλημα του καθορισμού της διε­θνούς δικαιοδοσίας, «στοιβάζοντας» μια σειρά ι­σότιμων38 και εναλλακτικών3 δικαιοδοτικών βά­σεων (επτά στον αριθμό). Η επιλογή αυτή αρχικά τρομάζει εύλογα το νομικό. Εγγύτερη εξέταση επιτρέπει ωστόσο τη συστηματοποίηση και ταξι­νόμηση σε δύο κατηγορίες40: Ξεκινώντας αντί­στροφα, μνημονεύουμε ως πρώτη τη δικαιοδο­τική βάση που στηρίζεται στο κριτήριο της ιθα­γένειας, η οποία απαντάται και στον ΚΠολΔ. Σε αντίθεση ωστόσο με το άρθρο 612 ΚΠολΔ41, δεν αρκεί κατά το άρθρο 2 § 1 β καν. 1347/2000 η ιθαγένεια του ενός συζύγου για τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας ενός δικαστηρίου. Μόνον η κοινή ιθαγένεια και των δύο συζύγων μπορεί να θεμελιώσει διεθνή δικαιοδοσία42. Η δεύτερη

38. Στο αρχικό στάδιο επεξεργασίας του προαγγέλου του κανονισμού, δηλαδή της Σύμβασης της 28ης Μαΐου 1998, είχε επιχειρηθεί η διάκριση μεταξύ κύριων και επικουρικών βάσεων. Τελικά επικράτησε το μοντέλο των ισότιμων και εναλλακτικών δικαιοδοτικών βάσεων βλ. Γαναρά, ό.π. [υπ. 17], 122 επ., αρ. 224 επ., Γιαννό­πουλο, ΕΕΕυρΛ 2001.106, Hau, FamRZ 1999.486 Π, τον ι'διο, FamRZ 2000,13341, Boele­Woelki, ZfRV 2001.123 Π, Spellenberg, Die Zustandigkeit fur Eheklagen nach der EheGVO, FS Geimer (2002), 1265. Τον κίνδυνο εμφάνισης άγρας δικαιοδοσίας από τον πλου­ραλισμό αυτό επισημαίνει ο De Boer, NTLR 2002.314.

39. Sanchez Jimenez, Anales de Derecho 2000.168, Schack, RabelsZ 65(2001)621.

40. Όμοια και η Κιουπτσίδου, Αρμ 2001.16491. Ταξινόμηση τριών επιπέδων εισηγείται ο De Boer, NTLR 2002.316.

41. Αλλά και άλλες αντίστοιχες διατάξεις κρατών μελών, όπως για παράδειγμα η § 606 a Ι, αρ. 1 ΖΡΟ, το άρθρο 14 Code Civil, το άρθρο 32 του ιταλικού νόμου περί ιδιωτικού διεθνούς δικαίου· βλ. Hau, FamRZ 2000.1335 I, Helms, FamRZ 2002.1596.

42. Η θέση αυτή κρίνεται ως η ορθότερη, εφόσον διατη­ρείται η ιθαγένεια ως αντικειμενική βάση διεθνούς δι­καιοδοσίας­ βλ. ειδικότερα Μουσταΐρα, Αρμ 1999.1352. Παράλληλα, δεν μπορεί να παρεμποδιστεί η επιλογή των διαδίκων, να προτιμήσουν τη λύση των διαφορών τους στο κράτος καταγωγής τους· έτσι Spellenberg, FS Geimer (2002), 1263 επ. Προβλήματα ενδέχεται να εμφανιστούν σε περίπτωση πολυϊθαγένειας των διαδί­κων, για τα οποία βλ. διεξοδικά Ταγαρά, ό.π. [υπ. 17], 123, αρ. 228, Κιουπτσίδου, Αρμ 2001.1649, Hau, FamRZ 2000.1337, Boele­Woelki, ZfRV 2001.123 Ι, και ιδίως De Boer, NTLR 2002.315 επ. Η έκθεση Borras, EEEK C 221/16.7.1998, σελ. 39, αρ. 33, παραπέμπει πάντως στο εσωτερικό δίκαιο του εκάστοτε κράτους.

Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004 839

κατηγορία εδράζεσαι στο κριτήριο της συνήθους διαμονής και υποδιαιρείται σε τρεις περαιτέρω υποκατηγορίες: Τη συνήθη διαμονή και των δύο συζύγων, τη συνήθη διαμονή του εναγομένου και τη συνήθη διαμονή του ενάγοντος.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 α', περ. α', το δι­καστήριο της συνήθους διαμονής των συζύγων έ­χει διεθνή δικαιοδοσία να δικάσει τη διαφορά44, ενώ η περ. β' θεμελιώνει τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου της τελευταίας κοινής δια­μονής, στο μέτρο που ένας από τους συζύγους έχει ακόμη τη διαμονή αυτή45. Η δεύτερη υποκα­τηγορία, δηλαδή το forum rei, ρυθμίζεται στην περ. γ' του άρθρου 2 § 1 α' Καν. 1347/200046. Τέ­λος, η τρίτη υποκατηγορία καλύπτει τις περ. ε' και στ' της ανωτέρω διάταξης. Η περ. ε' θέτει ως πρόσθετη προϋπόθεση τη διαμονή του ενά­γοντος στο forum ένα τουλάχιστον έτος πριν α­πό την άσκηση της αγωγής. Εξάλλου, η περ. στ' θέτει και αυτή με τη σειρά της μία προϋπόθεση: Αξιώνει τη διαμονή του ενάγοντος στο forum κα­τά το τελευταίο εξάμηνο πριν από την άσκηση της αγωγής, υπό τον όρο ότι ο ενάγων είναι υπήκοος του κράτους όπου εκδικάζεται η δια­φορά. Τέλος, ειδική μνεία πρέπει να γίνει για την περ. δ' του άρθρου 2 § 1 α Καν. 1347/2000, σύμφωνα με την οποία η συνήθης διαμονή είτε του ενός του άλλου συζύγου θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία, εφόσον έχει ασκηθεί αίτηση από κοινού47.

43. Για το ότι η έννοια της «συνήθους διαμονής» υπάγεται σε αυτόνομη ερμηνεία, βλ. Γανπρά, ό.π. [υπ. 17], 121 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές.

44. Βλ. εφαρμογή του κανόνα στην απόφαση του AmtsG Leverkusen 10.1.2002, FamRZ 2002.1636 επ.

45. Ουσιαστικά η διάταξη αναφέρεται μόνο στον ενάγο­

ντα, όταν κάνει λόγο για έναν από τους συζύγους. Στην αντίθετη περίπτωση δεν θα χρειαζόταν ειδική μνεία, καθώς θα εφαρμοζόταν η γενική δωσιδικία του εναγο­

μένου, που ακολουθεί στην ίδια ρύθμιση. 46. Στο πλαίσιο πάντως του κανονισμού η συνήθης διαμονή

του καθού δεν ανυψώνεται σε γενική δωσιδικία, κατά το πρότυπο των εθνικών νομοθεσιών και του καν. 44/2001­ βλ. Spellenberg, FS Geimer (2002), 1266:

47. Σημειώθηκε ορθά πως η ρύθμιση συνιστά το μοναδικό σημείο, όπου η αυτονομία της βούλησης των διαδίκων ασκεί κάποια επίδραση στο πεδίο της διεθνούς δικαιο­

δοσίας, βλ Sanchez Jimenez, Anales de Derecho 2000.169. Αυτή θα είναι στη χώρα μας η περίπτωση της αίτησης συναινετικού διαζυγίου. Αντίστοιχη δικονο­

Από τις ανωτέρω δικαιοδοτικές βάσεις, μόνον αυτή του forum actoris απασχόλησε τα κοινοτι­κά όργανα, μιας και οι υπόλοιπες περιέχονταν κατά το μάλλον ή ήττον στις επιμέρους νομοθε­σίες των κρατών μελών48. Ζητήματα ενδέχεται πάντως να προκληθούν από την ερμηνεία της έν­νοιας της συνήθους διαμονής, ιδίως σε συνδυα­σμό με το άρθρο 2 § 1 α', περίπτωση ε' και στ', όταν τεθεί ζήτημα απόδειξης της ετήσιας ή εξά­μηνης διαμονής του ενάγοντος στο forum49. Πα­ράλληλα, αντιδράσεις έχει προκαλέσει η δικαιο­δοτική βάση της περίπτωσης στ', στην οποία κα­ταλογίζεται ότι παραβιάζει το άρθρο 12 ΣΕΚ50

και διευκολύνει την άγρα δικαιοδοσίας31. De

μική δυνατότητα δεν παρέχεται ωστόσο σε όλες τις έννομες τάξεις. Στη Γερμανία για παράδειγμα δεν προβλέπεται άσκηση αίτησης (συναινετικού) διαζυ­

γίου από κοινού. Για το λόγο αυτόν προτείνεται στη θεωρία η διασταλτική ερμηνεία της διάταξης, έτσι ώστε να συμπεριληφθούν σε αυτήν και περιπτώσεις μεταγε­

νέστερης συναίνεσης ή μη εναντίωσης στη διεθνή δι­

καιοδοσία­ αναλυτικότερα βλ. Hau, FamRZ 2000.1335 L Πρβλ. ακόμη Spellenberg, FS Geimer (2002), 1267.

48. Αναλυτικά βλ. Ταγαρά, ό.π. [υπ. 17], 125 επ., αρ. 229­

230. 49. Βλ. Ταναρά, OJI., 127 επ., αρ. 231. Πρβλ. ακόμη Κιου­

πτσίδου, Αρμ 2001.1649 Π, Hau, FamRZ 2000.1335 επ., και Spellenberg, FS Geimer (2002), 1268 επ. Όπως επισημαίνεται εύστοχα, οι διατάξεις αυτές αναμένεται να αποκτήσουν ιδιαίτερη σημασία στην πράξη" βλ. Hau, FamRZ 2000.1334 Π.

50. Αναλυτικά βλ. Ταγαρά, ό.π., 126, αρ. 230, Hau, ό.π. Πρβλ. ακόμη Boele­Woelki, ZfRV 2001.1231, Spellen­

berg, FS Geimer (2002), 1270, Hausmann, EuLF 2000/01, 352, και Helms, FamRZ 2002.1596, ο οποίος αναφέρει μάλιστα στην υπ. 30 ότι το εφετείο Μονάχου έχει ήδη υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα ε­

νώπιον του ΔΕυρΚ. 51. Pirrung; ZEuP 1999.844. Πρβλ. όμως και Rauscher,

Leidet der Schutz der Ehescheidungsfreiheit un­

ter der VO Briissel Π?, FS Geimer (2002), 884 επ., ο οποίος θίγει κάποιες άλλες πτυχές της διάταξης, στη βάση του ακόλουθου παραδείγματος: Γερμανός υπήκοος που έχει τελέσει γάμο με Ρωσσίδα υπήκοο αποφασίζει να ζητήσει τη λύση του γάμου. Οι σύζυγοι κατοικούν μόνιμα στη Μαδρίτη, όπου ο σύζυγος εργά­

ζεται ως υψηλόβαθμο στέλεχος σε ισπανική τράπεζα. Η αίτηση κατατίθεται ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου. Το τελευταίο απορρίπτει τη σχετική αίτηση λόγω έλ­

λειψης διεθνούς δικαιοδοσίας. Το σημείο της κριτικής του Rauscher εστιάζεται στο ότι το άρθρο 2 § 1 α' περ. στ' καν. 1347/2000 επινοήθηκε κυρίως για τις συζύγους

840 Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004

lege προτάθηκε μάλιστα ήδη η κατάργηση της . Τέλος, αξιοσημείωτη είναι και η τάση που δια­μορφώθηκε στην ολλανδική επιστήμη σχετικά με το ενδεχόμενο συμφωνίας παρέκτασης μεταξύ των διαδίκων, με δεδομένη την πληθώρα των δι­καιοδοτικών βάσεων που προαναφέρθηκαν53.

Μερικά παραδείγματα για να κατανοηθούν ευχερέστερα τα παραπάνω: 1. Αίτηση διαζυγίου από Έλληνα, κάτοικο Αλεξαν­

δρούπολης, κατά της Ελληνίδας συζύγου του, που έχει τη συνήθη διαμονή της στην Αυστρία. Διεθνή δικαιοδοσία για να δικάσουν την υπό­θεση έχουν τα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 β' καν. 1347/2000.

2. Αίτηση διαζυγίου από Ελληνίδα κατά του Γερ­μανού συζύγου της, που έχει τη συνήθη δια­μονή του στη χώρα του. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για να δικάσουν την υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 α' περ. στ' καν. 1347/2000, εφόσον η αιτούσα διέμενε το τελευταίο εξάμηνο πριν από την άσκηση της αγωγής στην Ελλάδα.

3. Αίτηση διαζυγίου από Ελληνίδα, κάτοικο Αλε­ξανδρούπολης, κατά του Άγγλου συζύγου της, που είχε τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα, αλλά εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη και επέ­στρεψε στην πατρίδα του. Διεθνή δικαιοδοσία για να δικάσουν την υπόθεση έχουν τα ελληνι­κά δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 1 α' περ. β' καν. 1347/2000, καθόσον η αιτούσα πα­

που επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους και θεμε­λιώνουν διεθνή δικαιοδοσία με την εξάμηνη παραμονή τους εκεί, χωρίς όμως να λάβει παράλληλα καμία πρό­νοια για τους εργαζόμενους που δεν μπορούν να ε­γκαταλείψουν τον τόπο της επαγγελματικής τους απα­σχόλησης. Επιπρόσθετα, ψέγει και την εγκατάλειψη του forum της ιθαγένειας, όταν ­όπως στο παράδειγμα ­ ο/η σύζυγος δεν είναι υπήκοος κοινοτικής χώρας. Παραβίαση του άρθρου 12 ΣΕΚ προσάπτει στο άρθρο 2 § 1 β' καν. 1347/2000 και ο Hau, FamRZ 2000.1336. Αντίθετος ο Spellenberg, FS Geimer (2002), 1271 Πρβλ. και Helms, FamRZ 2002.1596.

52. Spellenberg, FS Geimer (2002), 1270. 53. Βλ. Boele­Woelki, ZfRV 2001.123 επ. Από πλευράς

ελληνικού δικαίου πάντως, η άποψη αυτή δυσχερώς μπορεί να γίνει δεκτή, ενόψει και του άρθρου 42 § 1 ΚΠολΔ. Πρβλ. ακόμη και Spellenberg, FS Geimer (2002), 1263: «Eindeutig ausgeschlossen werden der Tradition entsprechend Gerichtsstandsvereinbarun­gen».

ραμένει στην τελευταία κοινή διαμονή των συζύγων.

4. Αίτηση διαζυγίου από Ιταλίδα κατά του Πορτο­γάλου συζύγου της. Διεθνή δικαιοδοσία για να δικάσουν την υπόθεση έχουν τα ελληνικά δι­καστήρια, εφόσον η αιτούσα αποδείξει ότι δια­μένει το τελευταίο έτος πριν από την άσκηση της αίτησης στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρ­θρο 2 § 1 α περ. ε' καν. 1347/2000.. Με δεδομένη την πολυμορφία των βάσεων διε­

θνούς δικαιοδοσίας του Καν. 1347/2000, θα μπο­ρούσαν να επινοηθούν άπειρα παρόμοια παρα­δείγματα, γι' αυτό είναι προτιμότερο να αφήσου­με την πράξη να αναδείξει τις επιμέρους πτυχές της προβληματικής των δικαιοδοτικών βάσεων.

2. Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις γονικής μέρι­μνας Σειρά έχει η θεμελίωση της διεθνούς δικαιο­

δοσίας στις υποθέσεις γονικής μέριμνας. Αυτή καθορίζεται στο άρθρο 3 καν. 1347/2000. Είδαμε mo πάνω ότι ο κανονισμός εφαρμόζεται μόνον αναφορικά με υποθέσεις γονικής μέριμνας των κοινών τέκνων των συζύγων, που συναρτώνται με αγωγές ακύρωσης γάμου, δικαστικού χωρι­σμού ή διαζυγίου54. Στη βάση αυτού του προα­παιτούμενου, το άρθρο 3 προβαίνει στις ακόλου­θες διακρίσεις: Σύμφωνα με την § 1, υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου της συνήθους διαμονής του τέκνου, εφόσον το δικαστήριο αυτό ασκεί δικαιοδοσία με βάση το άρθρο 2 του καν. 1347/200055.

Εφόσον η δίκη έχει ανοιχθεί σε δικαστήριο κράτους μέλους διαφορετικό από αυτό της συνήθους διαμονής του τέκνου, τότε τίθενται τρεις ειδικότερες προϋποθέσεις: Πρώτο, το τέ­κνο πρέπει να διαμένει εντός των κοινοτικών συ­νόρων και όχι σε τρίτη χώρα. Δεύτερο, ένας από τους συζύγους πρέπει να ασκεί τη γονική μέρι­· μνα. Τρίτο, η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστη­

54. Προϋποτίθεται συνεπώς εκκρεμοδικία της «κύριας» υ­πόθεσης, για να στοιχειοθετηθεί διεθνής δικαιοδοσία ως προς τη διαφορά γονικής μέριμνας­ βλ. Hau, Fam RZ 2000.13381.

55. Βλ. εφαρμογή της διάταξης στην απόφαση του AmtsG Leverkusen 10.1.2002, FamRZ 2002.1636 επ. Για πε­ριπτωσιολογία σχετικά με την έλλειψη διεθνούς δικαιο­δοσίας, παρά τη διαμονή του τέκνου στον κοινοτικό χώρο, βλ. Φουντεδάκη, Αρμ 2001.1665 επ.

Αρμενόπουλος (ούνιος 2004 841

ρίου αυτού πρέπει να έχει γίνει δεκτή και από τους δύο συζύγους, και να συνάδει προς τα συμ­φέροντα του τέκνου. Δυσχέρειες αναμένεται να ανακύψουν στην πράξη αναφορικά με τον τρόπο απόδειξης της «συμφωνίας» των συζύγων ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία του forum56, η έλ­λειψη της οποίας αναμένεται να οδηγήσει σε διάσπαση της διεθνούς δικαιοδοσίας των υποθέ­σεων που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού57. Ακόμη, προβληματική ενδέχεται να αποδειχθεί και η εξάρτηση της διεθνούς δι­καιοδοσίας από τα μείζονα συμφέροντα του τέ­κνου: Επείγει η διάπλαση συμπαγών κριτηρίων, προς αποφυγή ανασφάλειας δικαίου58. Εξάλλου, δεν πρέπει να παραβλέπεται, πως η διάταξη ο­δηγεί στο οξύμωρο σχήμα, να εξετάζονται ου­σιαστικά ζητήματα ήδη στο στάδιο έρευνας της διεθνούς δικαιοδοσίας59.

Η εξάρτηση των υποθέσεων γονικής μέριμνας από ης διαφορές του άρθρου 2 καταφαίνεται και στο άρθρο 3 § 3 καν. 1347/2000, όπου καθορίζεται η λήξη της διεθνούς δικαιοδοσίας που απονέμε­ται στα δικαστήρια κατά τις προηγούμενες παρα­γράφους του ίδιου άρθρου. Έτσι, η τελεσιδικία της απόφασης60 επί της αιτήσεως διαζυγίου, δικα­στικού χωρισμού ή ακύρωσης του γάμου, καθώς και η περάτωση της ίδιας δίκης για «άλλο λόγο»61

οδηγεί σε παύση της διεθνούς δικαιοδοσίας.

56. Ad hoc βλ. Ταγαρά, ό.π. [υπ. 17], 131 επ., αρ. 236, ο οποίος καταλήγει μάλιστα στο απαισιόδοξο ­αλλά και αναμενόμενο­ συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο, «σ' ένα μη αμελητέο αριθμό περιπτώσεων, οι διαφορές γονικής μέριμνας του παιδιού που δεν έχει συνήθη διαμονή στη χώρα των δικαστηρίων λύσης του συζυγι­

κού δεσμού δεν θα υπάγονται στα δικαστήρια αυτά...». Για τις δυσχέρειες συναγωγής της αποδοχής της διε­

θνούς δικαιοδοσίας, βλ. ακόμη Boele­Woelki, ZfRV 2001.124 Ι, και De Boer, NTLR 2002.317 επ., με ειδική αναφορά στις ερήμην αποφάσεις.

57. Γαναράς, ό.π., 132, αρ. 237. 58. Εκτενέστερα βλ. Boele­Woelki, ZfRV 2001.124, De

Boer, WLR 2002.318. 59. Έτσι Vogel, MDR 2000.10481. 60. Όπως σημειώνεται, η έννοια της τελεσιδικίας δεν πρέ­

πει να ερμηνεύεται αυτόνομα, αλλά με βάση την εκά­

στοτε κρίσιμη εθνική νομοθεσία, εξαιτίας της διαφο­

ρετικής δικονομικής μεταχείρισης που επιφυλάσσουν οι έννομες τάξεις των κρατών μελών στις διαφορές αυτές, βλ. Γαναρά, ό.π., 134, αρ. 241.

61. Βλ. έκθεση Borras, ΕΕΕΚ C 221/16.7.1998, σελ. 41. αρ. 39.

Ζήτημα τέθηκε αναφορικά με την εκδίκαση της υπόθεσης γονικής μέριμνας στο ίδιο κράτος μέλος που διεξάγεται η δίκη για το διαζύγιο ή την ακύρωση γάμου, όταν η διεθνής δικαιοδοσία της τελευταίας διαφοράς δεν έχει θεμελιωθεί στο άρθρο 2 καν. 1347/2000. Με δεδομένη τη διατύπωση του άρθρου 3 § 1 του κανονισμού, που κάνει λόγο για «δικαστήρια κράτους μέλους που ασκούν δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 2», δυ­σχερώς και μόνο μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη που επιτρέπει τη θεμελίωση της παρακολουθη­ματικής διεθνούς δικαιοδοσίας στις επικουρικές δικαιοδοτικές βάσεις του άρθρου 8 καν. 1347/ 200062.

3. Λοιπές ρυθμίσεις Στο άρθρο 5 καν. 1347/2000 προβλέπεται η

γνωστή από τη ΣυμΒρ και τον καν. 44/2001 (άρ­θρο 6 σημ. 3), αλλά και το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 34 ΚΠολΔ) δικαιοδοτική βάση της ανταγωγής63, υπό δύο προϋποθέσεις: Πρώτο, ότι υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία του δικάζοντος την κύρια α­γωγή δικαστηρίου και ως προς την ανταγωγή, και δεύτερο ότι η ανταγωγή υπάγεται στο πεδίο ε­φαρμογής του κανονισμού. Από το πραγματικό της ρύθμισης διαπιστώνεται έτσι ότι ο κανονι­σμός δεν εφαρμόζεται, όταν το δικαστήριο έχει θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του σε επικου­ρική βάση του άρθρου 8 καν. 1347/200064.

Το άρθρο 7 καν. 1347/2000 υπογραμμίζει ρητά την αποκλειστικότητα των δικαιοδοτικών βάσεων που προαναφέρθηκαν, περικόπτοντας με τον τρόπο αυτό την εμφάνιση οιωνδήποτε υπέρμε­τρων βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας65. Μολα­ταύτα, η επόμενη διάταξη μνημονεύει (ευνόη­τες) εξαιρέσεις από την αποκλειστικότητα του άρθρου 7. Σύμφωνα με το άρθρο 8 § 1, οι ημε­δαπές δικονομικές ρυθμίσεις εφαρμόζονται σε περίπτωση που καμία από τις προαναφερόμενες

62. 'Ομοια Ταγαράς, ό.π. [υπ. 17], 130, αρ. 235, Φουντεδά­

κη, Αρμ 2001.1665. 63. Για περιπτωσιολογία, βλ. Spellenberg, FS Geimer

(2002), 1272. 64. Βλ. Ταγαρά, ό.π., 136, αρ. 246. 65. Ταγαράς, OJI., 138, αρ. 235. Έσφαλε έτσι απόφαση

γερμανικού δικαστηρίου, που εφάρμοσε παράλληλα με τον καν. 1347/2000 και διατάξεις του εσωτερικού του δικαίου, βλ. AmtsG Leverkusen 14.2.2002, FamRZ 2002. 1635 επ., με επικριτικό σημείωμα Gottwald, ό.π., 1636.

842 Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004

διατάξεις του κανονισμού δεν είναι σε θέση να απονείμει διεθνή δικαιοδοσία σε δικαστήριο κράτους μέλους66. Πρόκειται για ρύθμιση αντί­στοιχη του άρθρου 4 ΣυμΒρ / καν. 44/2001.

Τέλος, αξιομνημόνευτη είναι η ρύθμιση του άρ­θρου 4 Καν. 1347/2000, η οποία εισάγει στον κανο­νισμό υποχρέωση συμμόρφωσης των κρατών με­λών προς τη Σύμβαση της Χάγης για τη διεθνή α­παγωγή παιδιών του 1980, η οποία κυρώθηκε στη χώρα μας με το ν. 2102/1992, με ειδική μνεία στα άρθρα 3 και 16. Αν και η διάταξη είναι κατά βάση ορθή, πιθανόν να μην ήταν καν αναγκαία, με δε­δομένη την κύρωση της ανωτέρω σύμβασης από όλα τα κράτη μέλη των ΕΚ67. Επιπρόσθετα, η νο­μοτυτηκή μορφή της διάταξης είναι ελλιπής στο σημείο που αναφέρεται στα δικαστήρια του άρ­θρου 3 καν. 1347/2000, καθώς υποχρέωση εφαρ­μογής της Σύμβασης της Χάγης του 1980 έχουν όλα τα δικαστήρια, άρα και εκείνα που αποκτούν διεθνή δικαιοδοσία μέσα από το πραγματικό του άρθρου 8 καν. 1347/200068. Για την προβληματική της απαγωγής τέκνων θα επανέλθουμε στη συνέ­

69

χεια , καθώς η Επιτροπή έχει συμπεριλάβει στην προαναφερόμενη νέα πρόταση κανονισμού ει­δική ενότητα που ασχολείται σχετικά70.

4. Έρευνα της διεθνούς δικαιοδοσίας και του παρα­δεκτού Το ζήτημα έρευνας της διεθνούς δικαιοδο­

σίας και του παραδεκτού ρυθμίζεται στα άρθρα 9 και 10 καν. 1347/2000 κατά τρόπο πανομοιότυ­πο προς αυτόν της ΣυμΒρ (άρθρα 19­20) και του καν. 44/2001 (άρθρα 25­26)71. Δύο σημεία μπο­ρούν να υπογραμμιστούν εδώ: Το πρώτο αφορά

66. Για ενδεχόμενα παραδείγματα εφαρμογής, βλ. Boele­

Woelki, ZfRV 2001.125, και De Boer, NILR 2002.320 επ. Πρβλ. και Spellenberg, FS Geimer (2002), 1275.

67. Έτσι ορθά ο Ταγαράς, ό.π. [υπ. 17], 135, αρ. 243. 68. Ταγαράς, ό.π., 135 επ. 69. Υπό Γ. 70. Για τη σχέση του καν. 1347/2000 με τη σύμβαση αυτή,

βλ. εκτενώς Coester­Waltjen, «Briissel II» und das «Haager Kindesentfiihrungsiibereirikommen», FS fur W. Lorenz (2001), 305 επ.

71. 7171 Πρβλ. Pirrung, ZEuP 1999.845. Για κάποιες επι­

μέρους διαφορές, που συνέχονται με την εγγενή αδυ­

ναμία συμφωνίας παρέκτασης στο πεδίο του οικογε­

νειακού δικαίου, βλ. Ταγαρά, ό.π. [υπ. 17], 142, αρ. 261. Πρβλ. και Spellenberg, FS Geimer (2002), 1276 επ.

Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004

την τύχη της αγωγής, η οποία θα κριθεί με βάση το ημεδαπό δίκαιο. Αυτό θα συμβαίνει, όταν το δικαστήριο διαπιστώνει την έλλειψη της διε­θνούς δικαιοδοσίας του, αλλά παράλληλα δεν θεμελιώνεται και η διεθνής δικαιοδοσία κάποιου άλλου κράτους μέλους72.

Το δεύτερο αφορά την αντικατάσταση της Σύμβασης της Χάγης του 1965 για την επίδοση δικογράφων στην αλλοδαπή, η οποία περιέχο­νταν στη νομοτυτηκή μορφή του άρθρου 20 § 3 ΣυμΒρ. 'Εχει δηλαδή συμπεριληφθεί ειδική μνεία στον καν. 1348/2000 για τις διασυνοριακές επι­δόσεις στον κοινοτικό χώρο73.

5. Εκκρεμοδικία και συνάφεια Ιδιαίτερα εκτενής είναι η ρύθμιση της εκκρε­

μοδικίας στο άρθρο 11 καν. 1347/200074, η οποία αναφέρεται τόσο στις υποθέσεις διαζυγίου, ακύ­ρωσης γάμου και δικαστικού χωρισμού, όσο και στις διαφορές γονικής μέριμνας75. Αρχικά πρέ­πει να επισημανθεί η ομοιότητα της διατύπωσης προς τις αντίστοιχες διατάξεις της ΣυμΒρ και του καν. 44/2001. Οι βασικές προϋποθέσεις που απαιτούνται είναι η ομοιότητα του αντικειμένου, της αιτίας και των διαδίκων μεταξύ των δύο α­γωγών. Στην περίπτωση αυτή κάθε δικαστήριο, ε­κτός εκείνου που επιλήφθηκε πρώτο, οφείλει να αναστείλει αυτεπάγγελτα τη διαδικασία που εκ­κρεμεί ενώπιον του76. Το άρθρο 11 § 4 καν. 1347/2000 αποσαφηνίζει μάλιστα την έννοια του «επιληφθέντος δικαστηρίου» κατά τέτοιον τρό­πο, ώστε να αποφευχθούν οι δυσαρμονίες που ενέσκηψαν στο παρελθόν στο πλαίσιο της Συμ

72. Vogel, MDR 2000.1048 Π. Κατά συνέπεια, όπως ση­

μειώνει και η Ιύουτπσίδου, Αρμ 2001.1653, στη χώρα μας θα εφαρμοστεί το άρθρο 4 εδ. β' ΚΠολΔ.

73. Βλ. άρθρο 10 § 2 καν. 1347/2000. Για τον κανονισμό αυτό βλ. Αρβανιτάκπ, Διασυνοριακές επιδόσεις στον ενιαίο χώρο κατά τον κανονισμό (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου, Αρμ 2001.1729 επ. Προβληματίζει η διά­

ταξη της τρίτης παραγράφου του ίδιου άρθρου, ως προς το ρυθμιστικό πεδίο που καλείται να καλύψει. Δυσχερώς μπορεί πράγματι να εντοπιστεί περίπτωση, όπου δεν θα τυγχάνει εφαρμογής ο καν. 1348/2000

74. Πα την προϊστορία της διάταξης, βλ. ΤΌγαρά, ό.π. [υπ. 17], 143 επ.

75. Βλ σχετικά Φοιπτεδάκπ, Αρμ 2001.1666. 76. Καθιερώνεται έτσι και εδώ η αρχή της χρονικής προ­

τεραιότητας, που δεσπόζει και στα άρθρα 21­23 ΣυμΒρ* βλ. βουητσιδου, Αρμ 2001.1654.

843

Βρ77. Βαρύτητα δίνεται πλέον στον καθορισμό του χρονικού σημείου της εκκρεμοδικίας κατά τρόπο αυτόνομο78. Συνεκτιμώνται μάλιστα οι δι­κονομικές ιδιαιτερότητες των κρατών μελών κα­τά τρόπον ώστε άλλοτε να διαδραματίζει πρω­τεύοντα ρόλο η κατάθεση του εισαγωγικού δικο­γράφου και άλλοτε η επίδοση αυτού. Καθορι­στικής σημασίας είναι η πρόνοια του ενάγοντος να ολοκληρώσει την άσκηση της αγωγής, προχω­ρώντας είτε στην επίδοση του ήδη κατατεθέντος είτε στην κατάθεση του ήδη ετηδοθέντος αγωγι­κού δικογράφου. Προβλήματα ενδέχεται να προ­ξενήσει η ερμηνεία της έννοιας των «απαιτούμε­νων μέτρων», στα οποία πρέπει να προβεί ο ε­νάγων, προκειμένου να ολοκληρώσει την άσκηση της αγωγής. Ερωτάται ειδικότερα αν τα μέτρα αυτά θα έπρεπε να συνδεθούν με την τήρηση κά­ποιων χρονικών ορίων. Στο ερώτημα προκρίνεται καταφατική απάντηση, προς αποφυγή των κατα­χρηστικών δικονομικών συμπεριφορών του πα­ρελθόντος (υπό την ισχύ της ΣυμΒρ)79.

Στο πεδίο της συνάφειας παρατηρείται πά­ντως μια διαφοροποίηση σε σχέση με τη ΣυμΒρ και τον καν. 44/2001: Το άρθρο 11 § 2 δεν αρκεί­ται στο δυνητικό χαρακτήρα της αναστολής, ό­πως τα άρθρα 22 ΣυμΒρ και 28 § 1 καν. 44/2001, αλλά επιτάσσει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα να αναστείλει αυτεπάγγελτα τη διαδικασία80. Το ζήτημα που τίθεται στο πεδίο

77. Βλ. διεξοδικά Μκα, Η ένσταση εκκρεμοδικίας, Θεσ/νί­

κη 1991,65 επ., Μακρίδου, Η νομολογία του ΔΕυρΚ στα ζητήματα εκκρεμοδικίας και συνάφειας, στο: Νίκας (εκδ.), Liber Amicorum Κωνσταντίνου Κεραμέας, Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων. Δέκα χρόνια εφαρμογής της στην Ελλάδα Αθήνα/Θεσσαλονίκη 2000, 233 επ., Hausmann, Neues Internationales Eheverfahrens­

recht in der Europaischen Union, EuLF 2000/01,347 I, Sanchez Jimenez, Anales de Derecho 2000.174. Όπως σημειώνει η Boele­Woelki, ZfRV 2001.126 I, διασφαλίζεται με τον τρόπο αυτόν η δικονομική ισονο­

μία μεταξύ των διαδίκων, 'όμοια και ο Helms, FamRZ 2002.1597.

78. Kohler, NJW 2001.12 Π. Αμφισβητείται πάντως στη θεωρία, αν η απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς είναι σε θέση να απονείμει χρονική προτε­

ραιότητα, βλ. Cruber, FamRZ 2000.1132 L 79. Ταγαράς, ό.π. [υπ. 17], 153, αρ. 284. Ελαστικότερος ο

Gruber, FamRZ 2000.11331. 80. Βλ. και Κιουπτσίδου, Αρμ 2001, ό.π.

των διαφορών του καν. 1347/2000 αφορά την ο­ριοθέτηση της ερμηνείας της έννοιας «ίδιο αντι­κείμενο», η οποία πρέπει να αποκτήσει κοινοτικό περίγραμμα, και να προσανατολιστεί προς τη νο­μολογία που διαπλάστηκε αναφορικά με το άρ­θρο 21 ΣυμΒρ81. Εξυπακούεται πάντως ότι οι προϋποθέσεις του ίδιου αντικειμένου και της ί­διας αιτίας δεν απαιτείται να συντρέχουν σω­ρευτικα .

Από την ανάγνωση του άρθρου 11 § 2 καν. 1347/2000 προκύπτει εξάλλου και ένα ακόμη στοιχείο: Η διάταξη περιορίζει το βεληνεκές της στις συναφείς αγωγές διαζυγίου, ακύρωσης γά­μου και δικαστικού χωρισμού, αφήνοντας έτσι ε­κτός ρυθμιστικού πεδίου τις συναφείς αγωγές ά­σκησης γονικής μέριμνας83. Παράλληλα, δεν α­ποσαφηνίζεται αν αγωγή δικαστικού χωρισμού (που ασκήθηκε στο πρώτο κράτος) εμποδίζει την εξέλιξη δίκης διαζυγίου που ανοίχθηκε στο δεύ­τερο κράτος84, αν και η έκθεση Borras φαίνεται να λαμβάνει σαφή θέση υπέρ της αναστολής της δεύτερης δίκης85.

Το άρθρο 11 § 3 καν. 1347/2Q00 επαναλαμβά­νει τη νομοτυπική μορφή του άρθρου 21 εδάφιο 2 ΣυμΒρ, και ήδη εδάφιο σημ. 2 καν. 44/2001, τη διαπίστωση δηλαδή της έλλειψης διεθνούς δι­καιοδοσίας κάθε δικαστηρίου που επιλήφθηκε μεταγενέστερα της διαφοράς, όταν έχει κατα­φαθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου δικα­στηρίου. Η διάταξη περιέχει όμως και δεύτερο, νέο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων, του

81. Gruber, FamRZ 2000.11311. Κατά τον De Boer, NTLR 2002.319 επ., κάθε διαδικασία που αποσκοπεί στην αλ­

λαγή της προσωπικής κατάστασης λογίζεται ως υπα­

γόμενη στο «ίδιο αντικείμενο». 82. Αναλυτικότερα βλ. Κιουπτσίδου, Αρμ 2001, ό.π. Ο Τα­

γαράς, ό.π. [υπ. 17], 146 επ. διατηστώνει ρυθμιστικό κενό στη διάταξη, καθώς η § 1 αξιώνει ίδιο αντικείμενο και αιτία, ενώ η § 2 την έλλειψη των ανωτέρω. Διερω­

τάται έτσι εύλογα, τι θα ισχύσει όταν οι δύο αγωγές έχουν ίδιο αντικείμενο, αλλά διαφορετική αιτία, ή το αντίστροφο. Όπως όμως επισημαίνει και ο ίδιος, το πρόβλημα «αποδεικνύεται θεωρητικής μόνο σημα­

σίας», καθώς η έννομη συνέπεια και στις δύο παρα­

γράφους είναι κοινή. 83. Πρβλ. Ταγαρά, ό.π. [υπ. 17], 146, αρ. 272. 84. Ο Gruber, FamRZ 2000.1131 επ., επισημαίνει ότι η

επίλυση του ζητήματος ανάγεται στην ερμηνεία της έννοιας του αντικειμένου της δίκης.

85. EEEK C 221/16.7.1998, σελ. 47, αρ. 57.

844 ΑρμενόπουΚος Ιούνιος 2004

οποίου η αγωγή δεν συζητήθηκε στο δεύτερο δι­καστήριο, μπορεί να την ασκήσει εκ νέου στο δι­καστήριο που επελήφθη πρώτο86. Ένα σημείο που πρέπει να αποσαφηνιστεί εδώ είναι το ακό­λουθο: Η προαναφερόμενη ρύθμιση μπορεί πρα­κτικά να εφαρμοστεί μόνο σε σχέση με το άρθρο 11 § 2, καθώς η πρώτη παράγραφος κάνει ουσια­στικά λόγο για όμοιες αγωγές87. Εφαρμογή της διάταξης στην πράξη θα μπορούσε να νοηθεί στην περίπτωση που η πρώτη δίκη αφορά υπόθε­ση δικαστικού χωρισμού, ενώ η δεύτερη αίτηση διαζυγίου, με την έννοια ότι η δεύτερη υπόθεση υπερκαλύπτει τις έννομες συνέπειες της πρώ­της .

Ενδιαφέρον παρουσιάζει πολύ πρόσφατη α­πόφαση του Αυστριακού Ακυρωτικού, που α­σχολήθηκε με το ζήτημα της εκκρεμοδικίας του άρθρου 11 καν. 1347/2000. Στην προκείμενη πε­ρίπτωση ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης από το σύ­ζυγο, ο οποίος είχε καταθέσει αίτηση έκδοσης διαζυγίου ενώπιον αυστριακού δικαστηρίου στις 14.3.2002. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε ανα­βάλει τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η Γερ­μανίδα σύζυγος είχε ήδη ασκήσει αίτηση διαζυ­γίου ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου την 1η Φε­βρουαρίου 2001, μέχρι να επιλυθεί το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας του γερμανικού δικαστη­ρίου. Το Ακυρωτικό υπογράμμισε ότι δεν αποτε­λεί προαπαιτούμενο για την εφαρμογή του άρ­θρου 11 καν. 1347/2000 η υπαγωγή και των δύο δικών στο χρονικό πεδίο εφαρμογής του κανονι­

.89

σμου . ΠΙ. Αναγνώριση και εκτέλεση

Το τρίτο κεφάλαιο του καν. 1347/2000 καλύ­πτει τα άρθρα 13­35 του κανονισμού, και ρυθμίζει τα ζητήματα αναγνώρισης και εκτέλεσης με τρό­πο που ομοιάζει σημαντικά προς την αντίστοιχη ρύθμιση της ΣυμΒρ και του καν. 44/2001. Στο άρ­θρο 13 οριοθετείται ερμηνευτικά ο τεχνικός νο­μικός όρος «απόφαση». Αρκετά είναι τα ζητήμα­

86. Δυσχέρειες δικονομικής προσαρμογής της αγωγής αυτής στο δίκαιο του πρώτου δικαστηρίου αναμένει να εμφανιστούν στην πράξη ο Vogel, MDR 2000.10491.

87. Ταγαράς, ό.π. [υπ. 17], 148, αρ. 278. Μάλλον αντίθετος ο Gruber, FamRZ 2000.1134 L

88. Gruber, ό.π. 89. OGH 9.9.2002, αρ. υπόθεσης 7Obl88/02a, δημοσιευ­

μένη στην ιστοσελίδα www.ris.bka.gv.at.

τα που τίθενται στο ερμηνευτικό πλαίσιο της α­νωτέρω διάταξης.

Κατά πρώτο λόγο πρέπει να σημειωθεί ότι στην έννοια της «απόφασης» εντάσσονται μόνο δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή, όπως αναφέρε­ται στο άρθρο 13, «κάθε απόφαση ... εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους». Κατά συνέ­πεια, αποφάσεις οιασδήποτε άλλης φύσης, όπως π.χ. τα λεγόμενα «ιδιωτικά διαζύγια» που προ­βλέπονται στο δίκαιο του Ισραήλ (Get) ή στη νο­μοθεσία αρκετών αραβικών χωρών (talaq), δεν επιδέχονται αναγνώρισης στο πλαίσιο του καν. 1347/200090. Το ίδιο ισχύει και για τα διαζύγια που εκδίδονται από το Μουφτή, ως προς τους Έλληνες μουσουλμανικής καταγωγής91.

Στην έννοια της απόφασης υπάγονται όλες οι αποφάσεις του κράτους έκδοσης, ανεξάρτητα από το βαθμό της δικονομικής τους ωριμότη­τας92, αλλά και από τον κανόνα διεθνούς δικαιο­δοσίας που χρησιμοποίησε το πρώτο δικαστήριο, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν εφαρμόστηκαν τα άρθρα 2­6 ή το άρθρο 8 καν. 1347/2000, καθώς το πραγματικό του άρθρου 13 δεν προβαίνει σε σχετική διάκριση93.

Ερωτάται στη συνέχεια, αν σε αναγνώριση και εκτέλεση υπόκεινται μόνον αποφάσεις που κά­νουν δεκτές αιτήσεις γιά έκδοση διαζυγίου ή α­νάθεση γονικής μέριμνας «επ ευκαιρία» της δια­δικασίας έκδοσης διαζυγίου, δικαστικού χωρι­σμού ή ακύρωσης γάμου94, ή αν είναι δυνατή η αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων που απέρ­ριψαν τις σχετικές αιτήσεις. Το άρθρο 13 § 1 καν. 1347/2000 εντάσσει στην έννοια της «από­φασης» κάθε απόφαση διαζυγίου95, καθώς και

90. Αναλυτικά βλ Helms, FamRZ 2001.260. Πρβλ. και Hausmann, EuLF 2000/01,348 Π. Κατ' αποτέλεσμα σύμ­φωνος ο Spellenberg, ZZPInt 6(2001)121.

91. ­Μετά την επικύρωση τους από το Μονομελές Πρωτο­δικείο, αντίστοιχες αποφάσεις υπάγονται πάντως α­ναμφίβολα στο πεδίο του καν. 1347/2000· βλ. Spellen­berg, ZZPInt 6(2001)123.

92. Helms, FamRZ 2001.260 (υπό 5), Hausmann, EuLF 2000/01, 348 L Μοναδική εξαίρεση συνιστά το άρθρο 14 § 2, που θα εξεταστεί αμέσως παρακάτω.

93. Γαναράς·, ό.π [υπ.>17], 157, αρ. 294. 94. Για την εννοιολογική ισοδυναμία των όρων «επ' ευκαι­

ρία» του άρθρου 13 και «συνεπεία» του άρθρου 1, βλ. Ταγαρά, ό.π., 159, αρ. 296.

95. Ως απόφαση νοείται μάλιστα και πράξη διοικητικής αρχής, δεδομένο που δεν αναμένεται να προξενήσει

Α ρ μ ε ν ό π ο υ λ ο ς Ιούνιος 2004 845

κάθε απόφαση που αφορά τη γονική μέριμνα. Α­

πό την ελληνική διατύπωση του κανονισμού φαί­

νεται έτσι να μην επιπίπτουν στο πεδίο του άρ­

θρου 13 καν. 1347/2000 οι απορριπτικές αποφά­

σεις ως προς τις υποθέσεις διαζυγίου, ακύρω­

σης γάμου και δικαστικού χωρισμού96. Και γενι­

κότερα πάντως φαίνεται να επικρατεί στη βι­

βλιογραφία ανάλογη άποψη97, η οποία ενισχύε­

ται μάλιστα τόσο από την Έκθεση Borrasw όσο και από το προοίμιο του καν. 1347/200099, χωρίς ωστόσο να απουσιάζει ο αντίλογος100. Αντίθετα, για τις υποθέσεις γονικής μέριμνας διατυπώθηκε η άποψη που επιτρέπει την αναγνώριση και ε­

κτέλεση και των απορριπτικών αποφάσεων, κα­

θώς ο κανονισμός κάνει λόγο για κάθε απόφαση «που αφορά τη γονική μέριμνα των συζύγων»101. Η άποψη αυτή πρέπει να επιδοκιμασθεί, διότι, ό­

πως ορθά σημειώνεται, «η διάκριση μεταξύ θετι­

κών και απορριπτικών αποφάσεων δεν είναι πά­

ντοτε δυνατή, αφού συχνά το δικαστήριο προβαί­

οιεσδήποτε δυσχέρειες στην έννομη τάξη μας, κατά το στάδιο της αναγνώρισης, βλ. αρχικά Δεληγιάννη, ΕΕΕυρΔ 1994.833 επ., και ήδη ΜονΠρΘεσ 11319/1994, Αρμ 1995.60,6839/1994, Αρμ 1995.508 επ. [με σημείωμα Β.Β., 509 επ.], και mo πρόσφατα Γιαννόπουλο, ΕΕΕυρΔ. 2001.101, υπ. 11, στο τέλος, όπου και σχετική νομολο­

γία. 'Ετσι, η αναγνώριση πχ. πορτογαλικού συναινετι­

κού διαζυγίου, που έχει ανατεθεί κατά το άρθρο 1787 πορτογαλικού Αστικού Κώδικα στην αρμοδιότητα του Ληξίαρχου, δεν πρόκειται να συναντήσει εμπόδια στη χώρα μας.

96. Κχουπτσίδου, Αρμ 2001.1655, Γιαννόπουλος, ΕΕΕυρΔ 2001.102. Αντίθετη η ερμηνευτική συναγωγή του Ταγα­

ρ ά OJI. [υπ. 17], 158, αρ, 295. 97. Helms, FamRZ 2001.258, Wagner, Die Anerken­

nung und Vollstreckung von Entscheidungen nach der Briissel­Π Verordnung, IPRax 2001.76, Schack, RabelsZ 65(2001)627, Hausmann, EuLF 2000/01, 348 I, Sanchez Jimenez, Anales de Derecho 2000.186 επ., De Boer, NTLR 2002.325.

98. EEEK C 221/16.5.1998, 48, αρ. 60. 99. EEEK L 160/30.6.2000, 20, σκέψη 15: «Ο όρος "απόφα­

ση" αφορά μόνο τις αποφάσεις, που κατέληξαν σε διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση του γάμου».

100. Βλ. Hau, FamRZ 1999.487, Kohler, NJW 2001.13 I, Helms, FamRZ 2002.1598 επ., YioxBoele­Woelki, ZfRV 2001.127, οι οποίοι αντιτίθενται στην αρχή της favor divortii που διατρέχει τον κανονισμό. Πρβλ. ακόμη Spellenberg, FS Schumann, 432: Fine merkwur­

dige Asymmetrie, rov/Sio, ZZPInt 6(2001)124: ...das Ergebnis ist hochst unberriedigend.

101. Φοι/ντεδάκη, Αρμ 2001.1667.

νει σε ρύθμιση, ακόμη και διαφορετική από τα αιτήματα των διαδίκων»102.

Τη θεωρία απασχολεί και το ζήτημα, αν είναι δυνατή υπό την ισχύ του κανονισμού η επέκτα­

ση των εννόμων συνεπειών αναγνωριστικών α­

ποφάσεων. 'Οπως είδαμε προηγουμένως103, η θεωρία δέχεται την υπαγωγή αιτήσεων ή αγω­

γών με αναγνωριστικό αίτημα στο πεδίο εφαρ­

μογής του καν. 1347/2000. Ειδικά όμως στο πεδίο της αναγνώρισης εκφράζονται φόβοι υπερκέ­

ρασης των ουσιαστικού δικαίου διαφορών των κρατών μελών μέσα από την επέκταση των εν­

νόμων συνεπειών αλλοδαπών αποφάσεων104. Α­

ναφορικά πάντως με τους συμβιβασμούς που συνάπτονται ενώπιον δικαστηρίων, δεν φαίνεται να υπάρχει πρόβλημα με την υπαγωγή τους στην έννοια της απόφασης του άρθρου 13 § 1 καν. 1347/2000105, ενόψει και της παραπομπής του άρθρου 13 § 3.

Το άρθρο 1 §3 § 2 Καν. 1347/2000 εντάσσει στο πεδίο εφαρμογής του Καν. 1347/2000 και τις α­

ποφάσεις που αφορούν τον καθορισμό εξόδων και δαπανών σε δίκες που διεξάγονται σύμφωνα με αυτόν, σε αντιστοιχία με το άρθρο 25 ΣυμΒρ και 32 καν. 44/2001106.

Ιδιαίτερα αξίζει να σταθεί κανείς στο άρθρο 13 § 3 καν. 1347/2000, το οποίο αντιμετωπίζει τα εκτελεστά δημόσια έγγραφα και τους δικαστι­

κούς συμβιβασμούς κατά όμοιο τρόπο προς τις αποφάσεις της § 1 από πλευράς αναγνώρισης και κήρυξης εκτελεστότητας. Διαφοροποιείται συνεπώς στο σημείο αυτό ο καν. 1347/2000 από τη ΣυμΒρ (άρθρα 50­51) και τον καν. 44/2001 (άρ­

θρο 57 § 1), όπου επιφυλάσσεται ως γνωστό δια­

φορετική μεταχείριση στα ανωτέρω107. Τέλος, ασάφεια επικρατεί ως προς τη δυνα­

τότητα αναγνώρισης αποφάσεων που λύουν τη

102. Φουντεδακη, Αρμ 2001, ό.π. 103. Υπ. 30. 104. Helms, FamRZ 2001.259 (υπό 3). Πρβλ. και Hausmann,

EuLF 2000/01, 348 Π. 105. Βλ. Κιουπτσίδου, Αρμ 2001, ό.π., Φουντεδακη, Αρμ

2001.1664 (υπό γ"). 106. Ταγαράς, ό.π. [υπ. 17], 159, αρ. 297. 107. Συγκεκριμένα, μοναδικό κώλυμα αναγνώρισης (ή λό­

γος ευδοκίμησης προσφυγής, σύμφωνα με την αρχιτε­

κτονική του καν. 44/2001) θεωρείται η πρόσκρουση του δημόσιου εγγράφου ή του δικαστικού συμβιβασμού στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνώρισης. Πρβλ. και Γαναρά, ό.π. [υπ. 17], 159. αρ. 298.

846 Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004

συμβίωση ετερόφυλων ή ομόφυλων ζευγαριών. Η ερμηνεία του τεχνικού νομικού όρου «απόφα­ση» στο άρθρο 13 § 1 καν. 1347/2000 δεν αφή­νει βέβαια περιθώρια διασταλτικής ερμηνείας. Στη θεωρία προτείνεται ωστόσο η συμπερίληψη τους, ενόψει της δομικής τους ομοιότητας108.

1. Αναγνώριση αλλοδαπών αποφάσεων Τα άρθρα 14­20 καν. 1347/2000 καλύπτουν το

πρώτο τμήμα του 3ου κεφαλαίου του κανονι­σμού, που αναφέρεται στην αναγνώριση. Μεγά­λες είναι και στο σημείο αυτό οι ομοιότητες με τη ΣυμΒρ και τον καν. 44/2001109. Στις καινοτο­μίες του καν. 1347/2000 πρέπει πάντως να συ­γκαταλεχθοΰν τα εξής: Ο κανονισμός όχι μόνον προβλέπει την αναγνώριση των αλλοδαπών α­ποφάσεων χωρίς να απαιτείται κάποια διαδικα­σία [άρθρο 14 § Ι]110, αλλά παράλληλα εξειδι­κεύει την παραπάνω διάταξη, ορίζοντας στην επόμενη παράγραφο, ότι «κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιφέρει τροποποιήσεις χωρίς ιδιαί­τερη διαδικασία στα ληξιαρχικά βιβλία του βάσει αποφάσεως διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού ή ακύρωσης γάμου που εκδίδεται σε άλλο κρά­τος» [άρθρο 14 § 2]. Κατά συνέπεια, και όσον αφορά το εσωτερικό μας δίκαιο, οι έννομες συ­νέπειες των ανωτέρω αλλοδαπών αποφάσεων δύνανται να αναγνωρίζονται πλέον αυτόματα α­πό τα κατά τόπον αρμόδια ληξιαρχεία, τα οποία δεν μπορούν να αξιώνουν την προσκομιδή ημε­δαπής απόφασης που να αναγνωρίζει το αλλο­δαπό δεδικασμένο, όπως αυτό ίσχυε μέχρι πρό­τινος στη βάση του άρθρου 905 § 4 ΚΠολΔ111. Με γνώμονα το πραγματικό της διάταξης, δίνε­ται αρχικά η εντύπωση ότι ο κανονισμός δεν

108. Έτσι Spellenberg, ZZPInt 6(2001)120. 109. Περιττεύουν συνεπώς οιεσδήποτε λεπτομέρειες ανα­

φορικά με τις ειδικότερες έννομες συνέπειες που α­

ναπτύσσουν οι αλλοδαπές αποφάσεις στο κράτος υ­

ποδοχής. Βλ. πάντως ad hoc Spellenberg, ZZPInt 6(2001)113 επ.

110. Στη θεωρία επικρατεί ο όρος «αυτόματη αναγνώριση»· βλ. αντί πολλών Sanchez Jimenez, Anales de Derecho 2000.186 επ.

111. Έτσι και Γιαννόπουλος·, ΕΕΕυρΔ 2001.110. Αντίστοιχη είναι και η αλλαγή που επήλθε στο γερμανικό δίκαιο, βλ. Hau, FamRZ 1999.487 Π, Vogel, MDR 2000.1045 Π, Kohler, NJW 2001.131, He7ms, FamRZ 2001.261, Wag­

ner, IP­Rax 2001.79 I.

εξαναγκάζει τα κράτη μέλη να δεχθούν τη ρύθ­μιση του άρθρου 14 § 2112. Συγκρίνοντας όμως τη νομοτυτπκή μορφή του άρθρου 14 § 2 με την αντίστοιχη απόδοση του σε άλλες κοινοτικές γλώσσες113, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει δια­κριτική ευχέρεια των κρατών μελών, τα οποία οφείλουν να προβαίνουν διά των αρμοδίων υ­πηρεσιών τους στις προσήκουσες ληξιαρχικές καταχωρήσεις1 Η.

Παράλληλα, δεν έχουν ακόμη αποκρυσταλλω­θεί τα περιθώρια ελέγχου της αλλοδαπής απόφα­σης από τον εκάστοτε Ληξίαρχο. Στη θεωρία φαί­νεται να επικρατεί πάντως η άποψη, σύμφωνα με την οποία οι Ληξίαρχοι διατηρούν τη δυνατότητα ελέγχου της αλλοδαπής απόφασης με βάση το άρθρο 15 καν. 1347/2000115. Πάντως, μετά την ενο­ποίηση των διατυπώσεων που αφορούν τις βε­βαιώσεις116, το έργο τους απλοποιείται αισθητά117. Επιπρόσθετα, τα ληξιαρχεία οφείλουν να εξετά­ζουν τη δικονομική ωριμότητα της αλλοδαπής α­πόφασης, καθώς το άρθρο 14 § 2 προβλέπει ότι η ανωτέρω απόφαση δεν πρέπει να επιδέχεται πε­ραιτέρω ενδίκων μέσων κατά το δίκαιο του ενλό­γω κράτους μέλους. Αναπάντητο άφησε εδώ ο κα­νονισμός το ερώτημα, αν στην έννοια των ενδίκων μέσων πρέπει να συμπεριληφθούν ­εκτός από τα τακτικά­ και τα έκτακτα ένδικα μέσα118. Η έκθεση Borras αναφέρεται πάντως ­αν και λακωνικά­ σε «τελεσίδικη» απόφαση, «δηλαδή απόφαση μη υ­ποκείμενη σε τακτικά ένδικα μέσα»119. Πάντως, α­

ϊ 12. Η διάταξη έχει στην ελληνική της απόδοση δυνητικό χαρακτήρα [κάθε κράτος μέλος μπορεί].

113. Insbesondere bedarf es keines Verfahrens / in particular, no special procedure shall b e required / en particular, no se requerira ningun procedimi­

ento previo / em particular, nenhum procedimen­

to se torna exigivel. 114. Πρβλ. και De Boer, NILR 2002.325. 115. Sanchez Jimenez, Anales de Derecho 2000.188,

Sturm, Brussel Π und der europaische Standes­

beamte, StaZ 2002.198. 116. Βλ. τα παραρτήματα IV και V του καν. 1347/2000, ΕΕΕΚ

L 160/30.6.2000, σελ. 33 επ. 117. Βλ κυρίως Sturm, StAZ 2002.193 επ. 118. Υπέρ του αμετάκλητου της υπό αναγνώριση απόφασης

τάσσεται ο Ταγαράς, OJI [υπ. 17], 160, αρ. 300, βασί­

ζοντας την τοποθέτηση του αφενός σε επιχείρημα εξ αντιδιαστολής από το άρθρο 28 του κανονισμού και αφετέρου στη βαρύνουσα σημασία και τις σημαντικές έννομες συνέπειες που επιφέρει κάθε τροποποίηση ληξιαρχικών πράξεων.

Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004 847

πό την πληροφόρηση που υπάρχει μέχρι σήμερα ως προς τη ληξιαρχική πρακτική, είναι αρκετή η επίθεση της λέξης «τελεσίδικη» ή κάποιας αντί­στοιχης περιφραστικής βεβαίωσης στο σώμα της αλλοδαπής απόφασης, έτσι ώστε τα ληξιαρχεία να προβούν στη σύνταξη και έκδοση της σχετικής ληξιαρχικής πράξης. Εννοείται βέβαια ότι απαι­τείται επισύναψη επικυρωμένης μετάφρασης του αλλοδαπού τίτλου.

Σύμφωνα με άποψη που διατυπώθηκε, η λη­ξιαρχική αναγνώριση πρέπει mutatis mutandis να θεωρηθεί ότι καλύπτει και τους Μητροπολίτες, αναφορικά με την πνευματική ακύρωση και λύση

• 120

του γάμου . Εναπόκειται πλέον στην Εκκλησία της Ελλάδας να αποφασίσει, αν θα προσαρμόσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την πνευμα­τική λύση του γάμου στη νέα κατάσταση.

Τη θεωρία προβληματίζει ακόμη η επιφύλαξη που περιέχεται στο άρθρο 14 § 2. Αναζητείται με άλλες λέξεις το ακριβές περιεχόμενο της, αλλά και η αποστολή που καλείται να επιτελέσει μέσα στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης121.

Τέλος, σε σχέση με το άρθρο 14 § 3 καν. 1347/2000 πρέπει να προτιμηθεί μια διασταλτική ερμηνεία ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση των προσώπων που μπορούν να ασκήσουν την αί­τηση για αναγνώριση ή μη αναγνώριση αλλο­δαπής απόφασης122. 'Οπως μνημονεύεται και στη διάταξη, ακολουθείται η διαδικασία των άρθρων

119. EEEK C 221/16.7.1998, 50, αρ. 63. Την ίδια άποψη υιο­

θετεί και ο Spellenberg, ZZPInt 6(2001)126. 120. Βλ. Γιαννόπουλο, ΕΕΕυρΔ 2001.110, με παραπομπή στο

άρθρο 50 § 2 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας. 121. Ο Ταγαράς, OJI. [υπ. 17], 160 επ., αρ. 301, παραθέτει

τρεις ερμηνευτικές εκδοχές: Η επιφύλαξη πιθανό να έχει την έννοια όη η «αυτόματη» ληξιαρχική τροπο­

ποίηση δεν αποκλείει την ενεργοποίηση του δικαστη­

ριακού μηχανισμού. Ενδεχομένως να σημαίνει ότι τα αρμόδια ληξιαρχεία θα συνεκτιμούν τη σχετική ενέρ­

γεια ή παράλειψη στο πεδίο της αρμοδιότητας τους. Τέλος, ίσως να κατατείνει και στη νομιμοποίηση της ίδιας της ληξιαρχικής αρχής, να προβεί σε κατάθεση αίτησης για αναγνώριση.

122. Έτσι ο Helms, FamRZ 2001.261, ο οποίος εντάσσει στον κύκλο των προσώπων αυτών και τρίτους­μη διά­

δικους της πρώτης δίκης, εφόσον βέβαια οι έννομες συνέπειες της απόφασης επηρεάζουν και τους τελευ­

ταίους. 123. Ορθά έτσι απέρριψε το εφετείο του Πόρτο αίτηση για

α. Κωλύματα αναγνώρισης

Περνώντας στους λόγους μη αναγνώρισης, διαπιστώνουμε ότι το άρθρο 15 καν. 1347/2000 ρυθμίζει τα κωλύματα, κατατάσσοντας τα σε δύο κατηγορίες: Σε αυτά που σχετίζονται με αποφά­σεις που αφορούν διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου [άρθρο 15 § 1 ], και σε αυτά που αφορούν αποφάσεις σχετικές με τη γονική μέριμνα στο πλαίσιο βέβαια των ορίων που έχει τεθεί από τον κανονισμό [άρθρο 15 § 2]124. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για κωλύματα που έ­χουμε συναντήσει στη ΣυμΒρ, τα οποία επανα­λαμβάνονται και στον καν. 44/2001. Υπάρχουν ω­στόσο αρκετές ιδιαιτερότητες, οι οποίες δεν μπορούν να μείνουν αμνημόνευτες.

Η πρώτη αφορά στο κώλυμα που σχετίζεται με την κατοχύρωση του δικαιώματος ακρόασης, το οποίο ρυθμίζεται στο γνωστό άρθρο 27 σημ. 2 ΣυμΒρ και ήδη 34 σημ. 2 καν. 44/2001. Η διά­ταξη αυτή προκάλεσε πλήθος προβλημάτων στη διεθνή κυκλοφορία, αν αναλογιστεί κανείς ότι μόνον αυτή προξένησε την υποβολή δέκα "προ­δικαστικών παραπομπών στο ΔΕυρΚ από τα ε­

12S •

θνικά δικαστήρια των κρατών μελών... . Το μέ­γα πρόβλημα της διατύπωσης επικεντρώθηκε στην υποχρεωτική σώρευση του νομότυπου και του έγκαιρου της επίδοσης του εισαγωγικού δι­κογράφου126. Σχολιάστηκε έντονα στη θεωρία η προσκόλληση της νομολογίας στο δικονομικό φορμαλισμό των διατάξεων περί επίδοσης127, ό­ταν αυτή έχει λάβει χώρα έγκαιρα, καθιστώντας τον εναγόμενο γνώστη του περιεχομένου του εισαγωγικού δικογράφου. Προς αποφυγή της α­νωτέρω προβληματικής, το άρθρο 15 § 1 στ. β'

αναγνώριση γαλλικής απόφασης, καθώς σύμφωνα με τον καν. 1347/2000 αρμόδια δεν είναι πλέον τα εφετεία, αλλά τα πρωτοβάθμια δικαστήρια της χώρας, σύμφωνα με το άρθρο 22 § 1 καν. 1347/2000, που παραπέμπει στο Παράρτημα Ι· βλ. Tribunal da Relacao do Porto 23.9. 2002, διαθέσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση www. dgsi.pt.

124. Για την ειδικότερη αιτιολόγηση της διττής διάρθρωσης, βλ. έκθεση Borras, EEEK C 221/16.7.1998,50, σημ. 68. Πρβλ. σχετικά τις νομοτεχνικές παρατηρήσεις του Τα­

γαρά, ό.π. [υπ. 17], 161 επ., αρ. 303. 125. Ad hoc βλ. Άνθιμο, ό.π. [υπ. 12], 179 επ. 126. Helms, FamRZ 2001.264 (υπό 3). 127. Schack, RabelsZ 65(2001)627 [unnotige Formelei im

Zustellungsrecht]. Πρβλ. και Spellenberg, ZZPInt 6(2001)134.

848 Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004

και 15 § 2 στ. ν Καν. 1347/2000 ρυθμίζουν το ζήτημα με διαφορετικό τρόπο: Η αλλοδαπή α­πόφαση δεν αναγνωρίζεται, αν το εισαγωγικό δικόγραφο δεν έχει επιδοθεί στον ερημοδικήσα­ντα εναγόμενο έγκαιρα και κατά τρόπον ώστε

' too

να μπορεί να αμυνθεί . Η νέα διατύπωση [που απαντάται και στο άρθρο 34 σημ. 2 Καν. 44/2001] αποφεύγει έτσι την άμεση αναφορά στην έννοια του νομότυπου . Συνεπώς, το δεύτερο δικα­στήριο δεν μπορεί να απορρίψει τη σχετική αί­τηση, αν π.χ. διαπιστώσει ότι δεν εφαρμόστηκε ο καν. 1348/2000 για τις διασυνοριακές επιδό­σεις στον κοινοτικό χώρο130. Παράλληλα, η ε­λεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων προσω­πικής κατάστασης υπηρετείται και από τη συ­νέχεια της διάταξης: Η αλλοδαπή απόφαση α­ναγνωρίζεται ακόμη και αν δεν τηρήθηκαν οι ανωτέρω όροι, «εάν βεβαιωθεί ότι ο εναγόμενος έχει δεχθεί την απόφαση κατά τρόπο μη επι­δεχόμενο αμφισβήτηση». Προβληματίζει τη θεω­ρία ο τρόπος απόδειξης της αποδοχής του ε­

131

ναγομενου . Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η δια­φοροποίηση της διάταξης σε σχέση με το άρθρο 34 σημ. 2 καν. 44/2001, στο σημείο που αφορά την προηγούμενη άσκηση ενδίκων μέσων. Το άρ­θρο 15 § 1 στ. β' και § 2 στ. γ καν. 1347/2000 δεν περιέχει σχετική ρύθμιση, προξενώντας έτσι μιαν απόκλιση, που δεν αξιολογείται πάντοτε θε­τικά στη θεωρία132.

Η δεύτερη ιδιαιτερότητα αφορά στη ρύθμιση του κωλύματος της δημόσιας τάξης133. Στη θεω­ρία επαναδιατυπώνεται το γνωστό ερώτημα για το δικαιολογητικό λόγο ύπαρξης της δημόσιας τάξης σε ένα κοινοτικό κείμενο. Με δεδομένη την επί του παρόντος απούσα ενοποίηση του ου­σιαστικού δικαίου, προκρίνεται η διατήρηση της 128. Ad doc βλ. Άνθιμο, ό.π., 434 επ. 129. Για τη σχετική προβληματική βλ. Ταγαρά, ό.π., 164, αρ.

312, και Άνθιμο, ό.π., 332 επ. 130. Spellenberg, ZZPInt 6(2001)134 επ. 131. Στην έκθεση Borras, EEEKC 221/16.7.1998,51, αρ. 71,

δίνεται το παράδειγμα της σύναψης νέου γάμου. Ήδη έχουν προταθεί και άλλες περιπτώσεις, για τις οποίες βλ. Άνθιμο, ό.π., 437 επ.

132. Βλ. Spellenberg, ZZPInt 6(2001)138. 133. Πα την αποστολή της δημόσιας τάξης στο δικονομικό

διεθνές δίκαιο, βλ. τη μονογραφία του Κάίση, Εκφάν­σεις της δημόσιας τάξης στην αναγνώριση και εκτέλε­ση αλλοδαπών δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων, Θεσ/νίκη 2003, passim.

γενικής ρήτρας επιφύλαξης . Το άρθρο 15 § 1 α' επαναλαμβάνει ουσιαστικά τη διατύπωση του άρθρου 27 σημ. 1 ΣυμΒρ, προσθέτοντας απλώς και μόνον ότι η αναγνώριση πρέπει να αντίκειται

135

«προδήλως» στη δημόσια τάξη , προσθήκη η ο­ποία απαντάται ήδη και στο άρθρο 34 σημ. 1 καν. 44/2001136. Προβλήματα αναμένεται να ανακύ­ψουν στην (όχι απίθανη) περίπτωση που ζητηθεί με αίτηση ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου η ανα­γνώριση αλλοδαπής απόφασης διαζυγίου μεταξύ

137

ομοφύλων . Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρ­

θρο 15 § 2 α', που ρυθμίζει το ίδιο κώλυμα στο πλαίσιο των αποφάσεων γονικής μέριμνας. Κατά τη διατύπωση της διάταξης αυτής, απαιτείται ε­πιπρόσθετα να λαμβάνονται υπόψη τα μείζονα συμφέροντα του τέκνου. Η διάταξη αντανακλά το πραγματικό του άρθρου 23 § 2 δ' της Σύμβα­σης της Χάγης του 1996, και συνιστά αδιαμφι­σβήτητα «υπόδειξη προς τον εφαρμοστή του δι­καίου ότι η προστασία των συμφερόντων του παι­διού πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό κριτήριο» στο στάδιο αυτό138, χωρίς όμως να οδηγεί παράλ­ληλα και σε «κεκαλυμμένη» αναθεώρηση της αλ­λοδαπής απόφασης139.

Παράλληλα, ο κανονισμός εξάλειψε τη δυνα­τότητα επίκλησης διαφορών στο πεδίο του ιδιω­τικού διεθνούς δικαίου ως πιθανού λόγου μη α­ναγνώρισης. Το άρθρο 18 καν. 1347/2000 ρητά προβλέπει ότι «αποφάσεις που αφορούν διαζύ­γιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση γάμου δεν μπορούν να μην αναγνωρισθούν επειδή η νομο­θεσία του κράτους μέλους αναγνωρίσεως δεν ε­πιτρέπει διαζύγιο, δικαστικό χωρισμό ή ακύρωση 134. Spellenberg, ZZPInt 6(2001)143 επ. 135. Ορθά επισημαίνεται ότι η προσθήκη αυτή «εμπεριέχει

προφανώς υπόδειξη για την κατά το δυνατό σπάνια και κατ' εξαίρεση προσφυγή στην επιφύλαξη δημόσιας τά­ξης»· βλ. Ταγαρά, ό.π. [υπ. 17], 162, αρ. 307. Πρβλ. και Sanchez Jimenez, Anales de Derecho 2000.191 επ.

136. Καΐσης, ό.π., 205. 137. Σχετικά βλ. ήδη ΚαΓση, ό.π., 130en.,KoiBoele­Woelki,

ZfRV 2001.127 I. 138. Έτσι Ταγαράς, ό.π. [υπ. 17], 171, αρ. 329, ο οποίος

καταλήγει ωστόσο στο συμπέρασμα ότι η ρύθμιση αυτή συνιστά μάλλον πλεονασμό, με δεδομένο τις αντίστοι­χες ρυθμίσεις των κρατών μελών. 'Ομοια και ο Vogel, MDR 2000.10501. Για ιδιαίτερο κριτήριο κάνει λόγο ο Καΐσης, OJL [υπ. 133], 206 επ.

139. Helms, FamRZ 2001.263 (υπό a).

Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004 849

γάμου βάσει των ίδιων γεγονότων». Ενδεχόμε­νες αποκλίσεις δεν μπορούν βέβαια να επιστρα­τευτούν πλέον ούτε στο πλαίσιο της ουσιαστικής δημόσιας τάξης140.

Το πρόβλημα των ασυμβίβαστων αποφάσεων κατανέμεται ­όπως και στη ΣυμΒρ141­ σε αποφά­σεις που εκδόθηκαν στο κράτος αναγνώρισης, και σε εκείνες που εκδόθηκαν σε άλλο κράτος. Και ενώ για την ασυμβίβαστη απόφαση που εκ­δόθηκε μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος μέλος αναγνώρισης δεν παρατηρείται καμία αλ­λαγή στη διατύπωση σε σχέση με το άρθρο 27 σημ. 3 ΣυμΒρ142, το άρθρο 15 § 1 δ' και § 2 στ' καν. 1347/2000 ρυθμίζει κατά διαφορετικό τρόπο την ασυμβίβαστη απόφαση που προέρχεται από κράτος άλλο από αυτό της αναγνώρισης: Σύμ­φωνα με τη νέα διατύπωση λαμβάνεται υπόψη απόφαση όχι μόνον τρίτου­μη συμβαλλόμενου κράτους, αλλά και κάποιου άλλου κράτους μέ­λους143. Παράλληλα, δεν αξιώνεται ταυτότητα α­ντικειμένου και αιτίας, αλλά μόνον των διαδίκων, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 27 σημ. 5 ΣυμΒρ και 34 σημ. 4 καν. 44/2001144.

Δύο ακόμη στοιχεία πρέπει να υπογραμμι­στούν εδώ, τα οποία διαφοροποιούν την πα­ρούσα ρύθμιση από αυτήν της ΣυμΒρ: Το πρώτο αφορά τον ακριβή εντοπισμό των ασυμβίβαστων αποφάσεων, όταν έρχονται αντιμέτωπες αποφά­σεις διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρω­σης γάμου. Επισημαίνεται στην έκθεση Borras, ότι ημεδαπή απόφαση δικαστικού χωρισμού δεν

140. Ταγαράς, ό.π., 162, αρ. 305, Άουπτσίδου, Αρμ 2001. 1656, Καΐσης, ό.π., 205 επ., gausmann, EuLF 2001.349 Π. Εξαιρέσεις από τον κανόνα της μη επίκλησης της δημόσιας τάξης δέχονται πάντως οι Helms, FamRZ 2001, ό.π., και Spellenberg, ZZPInt 6(2001), 144 επ. Γενικότερα για την αδράνεια που προκαλείται στους κανόνες σύγκρουσης μέσα από τη ρύθμιση του άρθρου 18 καν. 1347/2000, βλ. Spellenberg, FS Geimer (2002), 1260 επ.

141. Γαναράς, ό.π., 165, αρ. 313. 142. Παραμένει έτσι το πρόβλημα της χρονικής προτεραιό­

τητας του αντιφατικού δεδικασμένου που παράγεται από τις αλληλοσυγκρουόμενες αποφάσεις, βλ. ειδικό­

τερα Κιουπισίδου, Αρμ 2001.1656. 143. Το εύστοχο της διατύπωσης, που είχε προταθεί στο

παρελθόν από τη θεωρία και στο πλαίσιο του άρθρου 27 σημ. 5 ΣυμΒρ, τονίζει ο Ταγαράς, ό.π. [υπ. 17], 168, αρ. 322.

144. Διεξοδικότερα βλ. Ταγαρά, ό.π., 168 επ., αρ. 323 επ.

συνιστά κώλυμα αναγνώρισης ως προς αλλο­δαπή απόφαση διαζυγίου, μιας και η έκταση των εννόμων συνεπειών της δεύτερης υπερτερεί έ­ναντι αυτών της πρώτης απόφασης. Δεν μπορεί όμως να υποστηριχθεί το ίδιο για την αντίθετη περίπτωση145. Αντίστοιχη θα είναι η λύση που πρέπει να δοθεί, όταν συγκρούεται αλλοδαπή α­πόφαση διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού με η­μεδαπή απόφαση ακύρωσης γάμου. Δεν είναι δηλαδή δυνατή η αναγνώριση των εννόμων συ­νεπειών της αλλοδαπής απόφασης, αφού αυτές αντιφάσκουν προς το περιεχόμενο της ημεδα­πής απόφασης. Και αντίστροφα: Η ακύρωση του γάμου αποτελεί το μείζον, στο οποίο εμπεριέχε­ται και το έλασσον, δηλαδή ο δικαστικός χωρι­σμός ή το διαζύγιο146. Αντίθετα, δεν φαίνεται πι­θανή η εμφάνιση ανάλογων δυσχερειών μεταξύ αποφάσεων γονικής μέριμνας147.

Διατυπώθηκε το ερώτημα, αν είναι δυνατό να αντιταχθεί στην αναγνώριση αλλοδαπής απόφα­σης διαζυγίου ημεδαπή απόφαση που απέρριψε το σχετικό αίτημα. Το πρόβλημα γίνεται παρα­στατικότερο με το ακόλουθο παράδειγμα: Ο Α α­σκεί αίτηση διαζυγίου στην Ελλάδα, η οποία α­πορρίπτεται για ουσιαστικούς λόγους. Στη συνέ­χεια ασκεί δεύτερη αίτηση στην Ισπανία, θεμε­λιώνοντας διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του προαναφερόμενου κράτους. Η αίτηση του γί­νεται αυτή τη φορά δεκτή, και ο Α επιστρέφει στην Ελλάδα, καταθέτοντας αίτηση αναγνώρισης της ισπανικής απόφασης. Ερωτάται αν μπορεί να αντιταχθεί η απορριπτική απόφαση που εξέδωσε αρχικά το ελληνικό δικαστήριο, ως ασυμβίβαστη σύμφωνα με το άρθρο 15 § 1 περ. γ' καν. 1347/ 2000. Στη Θεωρία εκφράστηκαν ήδη σοβαρές ε­πιφυλάξεις ως προς την υποσκέλιση της ημε­δαπής απόφασης «διά της τεθλασμένης»148.

Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να υπογραμ­μιστεί είναι το ακόλουθο: Ενώ το άρθρο 15 § 1 στ. γ' και δ' αναφέρεται σε προγενέστερες α­συμβίβαστες αποφάσεις, το άρθρο 15 § 2 στ. ε' και στ' καν. 1347/2000 κάνει μνεία για μεταγενέ­

145. Έκθεση Bonos, C 221/16.7.1998, 51, αρ. 71. 146. Επιφυλακτικός στο σημείο αυτό ο Ταγαράς, ό.π., 166,

αρ. 317 επ. 147. Βλ Ταγαρά, ό.π., 171, αρ. 332. 148. Kohler, NJW 2001.131. Απόλυτα αντίθετος σε αυτό το

ενδεχόμενο ο Helms, FamRZ 2001.265, ο οποίος το χαρακτηρίζει ως «Scheidungstourismus».

850 Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004

στερες ασυμβίβαστες αποφάσεις. Η διαφορο­

ποίηση είναι εύλογη: Η μεταγενέστερη απόφαση γονικής μέριμνας είναι αυτή που ανταποκρίνεται πληρέστερα στα συμφέροντα του τέκνου, και πρέπει για το λόγο αυτό να συνεκτιμάται απαραί­

τητα στο στάδιο κήρυξης εκτελεστής της προγε­

νέστερης απόφασης149. Τέλος, και σε σχέση με τις αποφάσεις γονι­

κής μέριμνας, προβλέπονται άλλα δύο κωλύματα αναγνώρισης, τα οποία εναρμονίζονται με την ει­

δικότερη φύση των διαφορών αυτών, και εί­

ναι εμπνευσμένα από την αντίστοιχη ρύθμιση της Σύμβασης της Χάγης του 1996 σχετικά με τη διε­

θνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την α­

ναγνώριση και εκτέλεση σε θέματα γονικής μέ­150 *

ριμνας . Πρόκειται για τα στοιχεία β' και δ του άρθρου 15 § 2 του Καν. 1347/2000. Η πρώτη διά­

ταξη προστατεύει το δικαίωμα ακρόασης του ί­διου του τέκνου, ορίζοντας ότι η αλλοδαπή από­

φαση δεν μπορεί να κηρυχθεί εκτελεστή, «χωρίς να δοθεί στο τέκνο η ευκαιρία να ακουσθεί, κατά παράβαση θεμελιωδών δικονομικών αρχών του κράτους μέλους αναγνωρίσεως». Πρόκειται ου­

σιαστικά για έμμεση παραπομπή στη δικονομική δημόσια τάξη του κράτους αναγνώρισης151. Στη θεωρία προτείνεται μάλιστα η πρόκληση ακρόα­

σης του τέκνου ακόμη και όταν δεν υφίσταται σχετική ρύθμιση, έτσι ώστε να αποφευχθούν ο­

ποιεσδήποτε δυσχέρειες στο κράτος αναγνώρι­

σης152. Ωστόσο, η διάταξη προβλέπει και μια ε­

ξαίρεση: Η αλλοδαπή απόφαση μπορεί να ανα­

πτύξει τις έννομες συνέπειες της στο δεύτερο κράτος, ακόμη και όταν δεν ακούσθηκε το τέκνο, εφόσον επρόκειτο για περίπτωση κατεπείγο­

149. Μάλλον επιφυλακτική η Φουντεδάκη, Αρμ 2001.1667 επ. Ο Ταγαράς, ό.π. [υπ. 17], 172 επ., αρ. 333, δεν αμφισβητεί τη θεωρητική ορθότητα της ρύθμισης, προ­

βληματίζεται όμως για τη δυνατότητα πρακτικής της εφαρμογής, ενόψει του άρθρου 3 § 3 του κανονισμού. Απόλυτα εναρμονισμένος με τη λογική της ρύθμισης ο Helms, FamRZ 2001.265. Πρβλ. και Wagner, IPRax 2001.78 II.

150. Πρβλ. έκθεση Bonos, C 221/16.7.1998, 52, αρ. 73. 151. Ταγαράε, ό.π., αρ. 338. Πρβλ. και Moya Escudero, La

Ley 5647/2002, 1 επ. [IV 2 Β]. Πα την έννοια της δικο­

νομικής δημόσιας τάξης, βλ. ΚαΤση, ό.π. [υπ. 133], 70 επ., και Άνθιμο, Η δικονομική δημόσια τάξη κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών της 27.9.196 8, Α 1995.1099 επ.

152. Schack, RabelsZ 65(2001)628.

ντος , ουσιαστικά δηλαδή για απόφαση που λήφθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Η δεύτερη διάταξη προστατεύει το δικαίωμα ακρόασης τρίτου προσώπου που θίγεται από την απόφαση. Ειδικότερα, μετά από υποβολή αιτήμα­

τος του ανωτέρω προσώπου, η αλλοδαπή απόφα­

ση δεν κηρύσσεται εκτελεστή, «εάν ... έχει εκ­

δοθεί χωρίς να δοθεί στο πρόσωπο αυτό η ευ­

καιρία να ακουσθεί». Δεν υπάρχει και εδώ αμφι­

βολία περί του ότι η διάταξη ενσαρκώνει άλλη μια απόχρωση της δικονομικής πτυχής της δημό­

σιας τάξης. Αξίζει μάλιστα να υπογραμμιστεί η ακριβολογία της ρύθμισης (όπως και της προη­

γούμενης), που κάνει λόγο για ευκαιρία ακρόα­

σης και όχι για ακρόαση. Δεν αρκεί συνεπώς ο εναγόμενος να ισχυριστεί ότι δεν ακούστηκε, αλλά πρέπει παράλληλα να αποδείξει ότι δεν του δόθηκε και η ευκαιρία να το πράξει154. Το ζη­

τούμενο στη ρύθμιση αυτή έγκειται στην οριο­

θέτηση των νομιμοποιούμενων να την επικαλε­

στούν: Με άλλες λέξεις, σε εκείνους που θα υ­

παχθούν στην έννοια του «προσώπου που ισχυ­

ρίζεται ότι η απόφαση παραβιάζει τη γονική μέ­

ριμνα του». Εκτός από τους γονείς του τέκνου, λογικό φαίνεται να εντάξουμε στην έννοια αυτή και όλα τα πρόσωπα που αντλούν δικαίωμα άσκη­

σης γονικής μέριμνας από δικαστική απόφαση, που συγκεντρώνει ασφαλώς τις προϋποθέσεις α­

ναγνώρισης και εκτέλεσης στο κράτος υπο­

δοχής155.

$. Λοιπές διατάξεις

Οι υπόλοιπες διατάξεις του τμήματος περί α­

ναγνωρίσεως μας είναι γνωστές από τη ΣυμΒρ. Το άρθρο 17 καν. 1347/2000 επαναλαμβάνει ου­

σιαστικά το περιεχόμενο του άρθρου 28 § 3 Συμ

153. Και μάλιστα, ανεξάρτητα αν το δικαστήριο παρέλειψε να ακούσει το τέκνο, ως συνέπεια του κατεπείγοντος της διαδικασίας ή όχι· έτσι Ταγαράς, ό.π. [υπ. 17], 174, αρ. 338.

154. Ταγαράς, ό.π., 175 επ., αρ. 340, Vogel, MDR 2000.1050 Ι. Υποστηρίζεται ότι δεν είναι απαραίτητο να έχει λάβει γνώση ο τρίτος πριν από την έκδοση της απόφασης, καθώς έχει τη δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου στη συνέχεια· βλ. Helms, FamRZ 2001.264. Με το τελευ­

ταίο κατοχυρώνεται, πάντα κατά την άποψη αυτή, το δικαίωμα ακρόασης.

155. Γαγαράς, OJL, 175, αρ. 339.

Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004 851

Βρ και ήδη 35 § 3 Καν. 44/2001, τα οποία απαγο­ρεύουν την επανεξέταση της διεθνούς δικαιοδο­σίας του πρώτου δικαστηρίου, ακόμη και υπό τη συγκαλυμμένη μορφή της αντίθεσης προς τη δη­μόσια τάξη του κράτους αναγνώρισης156. Η απα­γόρευση αυτή αφορά μάλιστα και αποφάσεις, οι οποίες στήριξαν τη διεθνή τους δικαιοδοσία όχι στις ενιαίες δικαιοδοτικές βάσεις των άρθρων 2­6 του κανονισμού, αλλά σε δικαιοδοτική βάση του εσωτερικού τους δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 8 καν. 1347/2000157.

Στο άρθρο 19 καν. 1347/2000 διατρανώνεται η απαγόρευση της αναθεώρησης της αλλοδαπής απόφασης επί της ουσίας, σε αντιστοιχία προς τα άρθρα 29 ΣυμΒρ και 36 καν. 44/2001. Η έκδο­ση απόφασης στο κράτος αναγνώρισης σχετικά με τη γονική μέριμνα δεν υπάγεται ωστόσο στην έννοια της αναθεώρησης, εφόσον εμφανίστη­καν νέες συνθήκες και πραγματικά περστατικά, που καθιστούν επιτρεπτή μιαν αποκλίνουσα κρί­ση επί της διαφοράς158. Εξάλλου, επιφυλακτικό­τητα εκφράζεται αναφορικά με την απαγόρευ­ση επανεξέτασης της απόφασης, όταν το δεύτε­ρο δικαστήριο καλείται να εξετάσει κατά πόσο λήφθηκαν υπόψη τα μείζονα συμφέροντα του τέ­

159 κνου .

Τέλος, το άρθρο 20 καν. 1347/2000 αφορά στην αναστολή της διαδικασίας, όταν έχει ασκη­θεί ένδικο μέσο στο κράτος προέλευσης της α­πόφασης. Η διατύπωση παραπέμπει αυτολεξεί στα άρθρα 30 ΣυμΒρ και 37 καν. 44/2001. 2. Κήρυξη εκτελεστών αλλοδαπών αποφάσεων

Το 2ο τμήμα του 3ου κεφαλαίου ρυθμίζει το ζήτημα της εκτέλεσης των αλλοδαπών αποφά­σεων. Και εδώ είναι εμφανής η άμεση επιρροή που άσκησε η ΣυμΒρ. Αρχικά πάντως πρέπει να

156. Η διάταξη διατρανώνει για άλλη μια φορά την εμπι­στοσύνη που επιδεικνύουν τα κοινοτικά κείμενα στην εφαρμογή των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας από τα εθνικά δικαστήρια, βλ. Κιουπτσίδου, Αρμ 2001.1656.

157. Η επισήμανση ανήκει στον Helms, FamRZ 2001.262 (υπό 1), ο οποίος φαίνεται μάλλον να προβληματίζεται με την έκταση της απαγόρευσης. Πρβλ. ακόμη Boele­Woelki, ZfRV 2001.126 Π, και Spellenberg, ZZPInt 6(2001)133.

158. Kropholler, Europaisches Zivilprozessrecht, 73, αρ. 141.

159. Moya Escudero, La Ley 5647/2002,1 επ. [IV 2].

σημειωθεί ότι το τμήμα περί εκτέλεσης αφορά αποκλειστικά τις αποφάσεις γονικής μέριμνας, και όχι αυτές που αφορούν το διαζύγιο, το δικα­στικό χωρισμό ή την ακύρωση γάμου, μιας και οι τελευταίες στερούνται καταψηφιστικού χαρα­κτήρα (άρθρο 21 § 1 καν. 1347/2000) 16°, εκτός βέ­βαια από το σκέλος τους που αφορά τη δικά­στική δαπάνη161.

Αξιοσημείωτη είναι η διευρυμένη εφαρμογή που πρέπει να δίνεται στην έννοια του «ενδια­φερόμενου» της προαναφερόμενης διάταξης, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνον τους συζύγους και τα τέκνα, αλλά και την εκάστοτε αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας στο πλαίσιο της Σύμ­βασης της Χάγης του 1980 για τη διεθνή απα­γωγή, αλλά και της ευρωπαϊκής Σύμβασης του Λουξεμβούργου του 1980 για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων σε ζητήματα επιμέλειας τέκνων162.

Τέλος, ένα ακόμη στοιχείο χρήζει της προ­σοχής μας: Το άρθρο 21 § 1 θέτει δύο προϋπο­θέσεις για την κήρυξη εκτελεστότητας της αλ­λοδαπής απόφασης. Η πρώτη αφορά τον εκτε­λεστό χαρακτήρα της απόφασης στο κράτος προέλευσης, και δεν φαίνεται να προκαλεί ο­ποιεσδήποτε ερμηνευτικές δυσχέρειες. Η δεύ­τερη όμως προϋπόθεση αξιώνει την επίδοση της απόφασης163. Από μια πρώτη ματιά δεν μπορεί α­σφαλώς να εντοπιστεί το ζήτημα που αναφύεται

160. Υπάρχει βέβαια και η δυνατότητα εφαρμογής της δια­δικασίας αυτής στο λειτουργικό πλαίσιο του άρθρου 14 § 3, η οποία δεν αναμένεται όμως να εφαρμοστεί συ­χνά. Πρβλ. και Ταναρά, ό.π. [υπ. 17], 176, αρ. 343.

161. Wagner, IPRax 2001.79 Π. 162. Βλ. έκθεση Borras, EEEK C 221/16.7.1998, 54, αρ. 80,

αλλά και Ταγαρά, ό.π. [υπ. 17], 177, αρ. 344, κατά τον οποίον νομιμοποιείται και κάθε τρίτος που μπορεί να θεμελιώσει έννομο συμφέρον για την άσκηση της αί­τησης.

163. Αξιομνημόνευτο είναι ότι η Σύμβαση της 28.5.1998 δεν έκανε μνεία για υποχρέωση επίδοσης στο αντίστοιχο άρθρο 20 § 1, βλ. EEEK C 221/16.7.1998, σελ. 6. Το ίδιο ισχύει για την αρχική πρόταση κανονισμού, βλ. COM (1999) 220 τελικό της 4.5.1999, σελ. 39. Η τροποποιη­μένη πρόταση κανονισμού προσέθεσε τελικά τη σχε­τική υποχρέωση, εντάσσοντας την στις τροποποιήσεις «καθαρά τεχνικής φύσης», που υποδείχθηκαν από το Συμβούλιο, βλ. COM (2000) 151 τελικό της 17.3.2000, σελ. 5 επ. και 19.

852 ΑρμενόπουΑος Ιούνιος 2004

από την προσθήκη αυτή, η οποία έλειπε από τη νομοτυτηκή μορφή του προτύπου του, δηλαδή του άρθρου 31 ΣυμΒρ. Είναι πράγματι πέρα για πέρα λογικό να απαιτείται η επίδοση της από­φασης, προτού αυτή περάσει τα σύνορα με α­ξιώσεις ανάπτυξης των εννόμων συνεπειών της στην αλλοδαπή. Το πρόβλημα δεν έχει άρα θεω­ρητικές καταβολές. Σχετίζεται όμως με τη νο­μολογία που διαμορφώθηκε μετά την απόφαση Van der Linden / Berufsgenossenschaft του ΔΕυρΚ164, σύμφωνα με την οποία η επίδοση της απόφασης μπορεί να γίνει και μετά την υποβολή της αίτησης για την κήρυξη εκτελεστότητας. Ε­ρωτάται αν το πραγματικό του άρθρου 21 § 1 καν. 1347/2000 θα έπρεπε να οδηγήσει σε μια διαφο­ρετική αντιμετώπιση, σε σχέση με τη νομολογία που διαπλάστηκε στο πλαίσιο της ΣυμΒρ. Στη θεωρία δόθηκε αρνητική απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα . Συγκλίνουμε προς την άποψη αυτή, προσθέτοντας και έναν ακόμη λόγο: Είναι αλή­θεια ότι η συμπερίληψη της υποχρέωσης επίδο­σης στο άρθρο 21 § 1 καν. 1347/2000 δίνει αρχικό προβάδισμα στην αντίθετη γνώμη. Πρέπει ωστό­σο να σημειωθεί ότι και υπό την ισχύ της ΣυμΒρ, ο αιτών οφείλει να προσκομίσει «κάθε έγγραφο κατάλληλο να αποδείξει ότι, κατά το δίκαιο του κράτους προελεύσεως, η απόφαση είναι εκτε­λεστή και έχει επιδοθεί», σύμφωνα με το άρθρο 47 σημ. 1 ΣυμΒρ. Προς ερμηνεία της προαναφε­ρόμενης διάταξης υποβλήθηκε μάλιστα το προ­δικαστικό ερώτημα που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης Van der Linden / Berufsgenos­senschaft. Κατά συνέπεια, και η ΣυμΒρ περιείχε ρητή αναφορά υποχρέωσης επίδοσης της από­φασης, με τη διαφορά ότι αυτή είχε τοποθετηθεί στο 3ο τμήμα του Τίτλου ΠΙ (Αναγνώριση και Ε­κτέλεση), με τίτλο «Κοινές διατάξεις», και όχι στο τμήμα περί εκτελεστών αποφάσεων, όπου υ­πάγεται το άρθρο 21 § 1 καν. 1347/2000. Το αν αυτή η μετατόπιση οδηγεί αυτόχρημα σε διαφο­ρετική μεταχείριση, είναι μάλλον αμφίβολο, αν λάβουμε υπόψη την επιχειρηματολογία της από­φασης του ΔΕυρΚ.

Το άρθρο 22 § 1 καν. 1347/2000 ρυθμίζει τα

164. ΔΕυρΚ 14.3.1996 (275/94), ΣυλλΝομολ 1996.1393 επ. Ειδικότερα, βλ. Άνθιμο,3 ό.π. [υπ. 12], 417 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές.

165. Ταγαράς, ό.π. [υπ. 17], 178, αρ. 345.

περί αρμοδιότητας, παραπέμποντας στο Παράρ­τημα Ι166. Καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο για τη χώρα μας έχει οριστεί το Μονομελές Πρωτοδι­κείο. Η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται ε­δώ όχι από την κατοικία ­όπως συμβαίνει στο πλαίσιο της ΣυμΒρ και του Καν. 44/2001­ αλλά α­πό τη συνήθη διαμονή είτε του καθού είτε του τέκνου, κατά τα προβλεπόμενα στην § 2 του ί­διου άρθρου. Το άρθρο 22 § 3 Καν. 1347/2000 α­ποτελεί παραπεμπτικό κανόνα προς την εσωτε­ρική νομοθεσία των κρατών μελών αναφορικά με την κατά τόπον αρμοδιότητα, εφόσον κάποιος ενδιαφερόμενος καταθέσει αίτηση αναγνώρισης αλλοδαπής απόφασης διαζυγίου, δικαστικού χω­ρισμού ή ακύρωσης γάμου κατά το άρθρο 14 § 3 Καν. 1347/2000. Για την περίπτωση αυτή το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο θα εντοπιστεί στη χώ­ρα μας με βάση το ελληνικό δικονομικό δίκαιο. Σημειώνεται ότι οι §§ 1 και 2 δεν τυγχάνουν ε­φαρμογής αναφορικά με αιτήσεις του άρθρου 14 § 3, καθώς το πραγματικό τους κάνει λόγο είτε για «κήρυξη εκτελεστότητας» είτε για πρόσωπο «κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση»167.

Η αίτηση υποβάλλεται κατά το δίκαιο του κρά­τους μέλους εκτέλεσης [άρθρο 23 § 1 καν. 1347/2000]. Εφαρμόζονται δηλαδή όσα προβλέ­πονται στο εσωτερικό μας δίκαιο για τη διαδικα­σία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Ο αιτών είναι υ­ποχρεωμένος να διορίσει αντίκλητο, σύμφωνα με το άρθρο 23 § 2 καν. 1347/2000. Για την ευ­δοκίμηση της αίτησης απαραίτητα είναι τα έγ­γραφα που μνημονεύονται στα άρθρα 32 και 33 καν. 1347/2000, δηλαδή, α) αντίγραφο της αλλο­δαπής απόφασης, το οποίο συγκεντρώνει τις α­ναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας168, και β0 βεβαίωση του Παραρτήματος IV ή V, ανάλογα με

166. Σύμφωνα με το άρθρο 44 § 1 καν. 1347/2000, «τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα κείμενα που τρο­ποποιούν τους καταλόγους των δικαστηρίων και των ενδίκων μέσων που παρατίθενται στα παραρτήματα Ι έως ΠΙ». Σε εκτέλεση της παρούσας η Ολλανδία κοι­νοποίησε στην Επιτροπή τροποποίηση του καταλόγου του Παραρτήματος Ι, η οποία δημοσιεύθηκε στην ΕΕΕΚ· βλ. καν. 1185/2002 της 1ης Ιουλίου 2002, ΕΕΕΚ L 173/3.7.2002, σελ. 3.

167. Έτσι ορθά ο Ταγαράς, ό.π. [υπ. 17], 180, αρ. 349. 168. Επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης από τη γραμ­

ματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση είναι αρκετό για τη στοιχειοθέτηση της ανωτέρω προϋ­πόθεσης.

Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004 853

το αν πρόκειται για απόφαση διαζυγίου, δικαστι­κού χωρισμού, ακύρωσης γάμου ή γονικής μέρι­μνας. Η βεβαίωση αυτή θα εκδίδεται λογικά από το δικαστήριο του κράτους προέλευσης της α­πόφασης, κατόπιν σχετικού αιτήματος του αι­τούντος, και θα περιέχει τα σημαντικότερα στοι­χεία της απόφασης κωδικοποιημένα169. Όταν η αλλοδαπή απόφαση έχει εκδοθεί ερήμην, τότε το άρθρο 32 § 2 καν. 1347/2000 αξιώνει επιπρό­σθετα την προσκομιδή «πρωτότυπου ή κυρωμέ­νου αντιγράφου του εγγράφου, που αποδεικνύει ότι το εισαγωγικό δικόγραφο έχει επιδοθεί στον ερημοδικήσαντα διάδικο». Σε περίπτωση που δε λάβει χώρα η υποβολή του ανωτέρω εγγράφου ή έστω κάποιων ισοδύναμων εγγράφων, σύμφω­να με το άρθρο 34 § 1 καν. 1347/2000, τότε η αίτηση θα απορρίπτεται, εκτός αν ο αιτών προ­σκομίσει «οποιοδήποτε έγγραφο στο οποίο να δηλώνεται ότι ο εναγόμενος έχει αποδεχθεί την απόφαση κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβή­τηση». Η ανωτέρω εξαίρεση προβλέπεται στο άρθρο 32 § 2 στ. β' καν. 1347/2000, και βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση προς το άρθρο 15 § 1 στ. β' και § 2 στ. γ' του κανονισμού .

Σε σχέση με το άρθρο 32 καν. 1347/2000 πρέ­πει να επισημανθούν και τα εξής: Ο διάδικος της § 1 δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται πάντοτε με τον καθού η αίτηση αναγνώρισης ή εκτέλε­σης, αλλά μπορεί να είναι και ο διάδικος που ζήτησε τη μη αναγνώριση της απόφασης. Η θέση αυτή συνάγεται εξ αντιδιαστολής από την [ορθή] διατύπωση της § 2, η οποία εστιάζει στον διάδικο

* 171 που επικαλείται την αναγνώριση .

Το δικαστήριο του κράτους εκτέλεσης δεν μπορεί να απορρίψει την αίτηση, επειδή ο αιτών δεν προσκόμισε μεταφρασμένα τα έγγραφα και τον τίτλο που εκδόθηκαν στην αλλοδαπή. Μπορεί όμως να ζητήσει την προσαγωγή μεταφράσεων, σύμφωνα με το άρθρο 34 § 2 καν. 1347/2000. Οι μεταφράσεις επικυρώνονται από πρόσωπο που έχει τη σχετική εξουσία στο κράτος εκτέλεσης. Συνεπώς η επικύρωση μπορεί να γίνει στη χώρα μας από δικηγόρο σύμφωνα με τα άρθρα 52 και

169. Δεν έχει πάντως αποσαφηνιστεί στη χώρα μας η δια­δικασία που θα ακολουθείται.

170. Ταγαράς, ό.π., 182, αρ. 353. Πρβλ. και Κιουπτσίδου, Αρμ 2001.1657.

171. Για την παραδρομή που παρεισέφρησε στην ελληνική απόδοση, βλ. Ταγαρά, OJI., 182 επ., αρ. 354.

53 του Κώδικα Δικηγόρων, χωρίς να απαιτείται καμία πρόσθετη επικύρωση ή άλλη ανάλογη διατύπωση, όπως αποσαφηνίζει το άρθρο 35 καν. 1347/2000.

Η διαδικασία που ακολουθείται είναι ex parte. Το δικόγραφο της αίτησης δεν κοινοποιείται στον καθού, ο οποίος δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής [άρθρο 24 § 1 καν. 1347/2000]. Η αίτηση μπορεί να απορριφθεί μόνον εφόσον διαπιστωθεί η συν­δρομή έστω και ενός από τα κωλύματα που προ­μνημονεύθηκαν κατά την εξέταση της αναγνώ­ρισης αλλοδαπών αποφάσεων [άρθρο 24 § 2 καν. 1347/2000]172. Επανεξέταση της ουσίας της δια­φοράς δεν είναι ούτε εδώ δυνατή [άρθρο 24 § 3 καν. 1347/2000].

Κατά τα λοιπά ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 35 επ. ΣυμΒρ και 43 επ. Καν. 44/2001. Το άρθρο 26 φέρει τον αδόκιμο τίτλο «Προσφυγή κατά της αποφάσεως εκτελέσεως», ενώ στο περιεχόμενο της ίδιας διάταξης γίνεται ορθά λόγος για «προσφυγή κατά της κηρύξεως ε­κτελεστότητας». Σύμφωνα με την § 1, η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί και από τους δύο διαδίκους. Φαίνεται συνεπώς να μη χορηγείται δυνατότητα προσβολής της απόφασης από το τέκνο, του ο­ποίου η γονική μέριμνα ανατέθηκε με την απόφα­ση173. Η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση της απόφασης, εφόσον ο καθού έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος ε­κτέλεσης, και εντός δύο μηνών, αν αυτή βρίσκε­ται σε άλλο κράτος μέλος. Καθ' ύλην αρμόδιο δι­καστήριο στη χώρα μας είναι το Εφετείο, σύμφω­να με το άρθρο 26 § 2 καν. 1347/2000, το οποίο παραπέμπει στο Παράρτημα Π. Η δίκη που ανοί­γεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι πλέον κατ' αντιμωλία. Η ανωτέρω απόφαση προσβάλλε­ται στη χώρα μας μόνο με αναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 27, το οποίο παραπέμπει στο Παράρτη­μα ΠΙ του κανονισμού.

Τα ζητήματα αναστολής της διαδικασίας λόγω προθεσμίας άσκησης ή άσκησης ενδίκων μέσων στο πρώτο κράτος, μερικής εκτέλεσης, δικα­στικής αρωγής και εγγυοδοσίας ρυθμίζονται στα

172. Τα κωλύματα αναγνώρισης και εκτέλεσης εξετάζονται δηλαδή αυτεπάγγελτα οπό τ ο δικαστήριο, σε αντίθεση με τη διαδικασία που ακολουθείται στο πλαίσιο του καν. 44/2001, βλ. Wagner, IPRax 2001.801.

173. Δυνατότητες διασταλτικής ερμηνείας αναζητεί ο Wagner, fPRax 2001.80.

854 Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004

άρθρα 28­31 καν. 1347/2000 κατά πανομοιότυπο τρόπο προς τα άρθρα 38, 42, 44 και 45 ΣυμΒρ.

Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η φαινομενική α­πουσία ρύθμισης σχετικά με τη δυνατότητα προ­σφυγής κατά της απόφασης που απέρριψε την κήρυξη εκτελεστότητας. Είδαμε ήδη ότι το άρ­θρο 26 § 1 κάνει λόγο για δικαίωμα προσφυγής «κατά της κηρύξεως της εκτελεστότητας». Η α­πόδοση της διάταξης δίνει εύλογα την αίσθηση πως προσφυγή χωρεί μόνον κατά αποφάσεων που κήρυξαν την εκτελεστότητα της αλλοδαπής απόφασης. Πρόκειται ωστόσο για λανθασμένη μεταφορά της νομοτυπικής μορφής στην ελλη­νική γλώσσα. Συγκρίνοντας άλλες γλωσσικές α­ποδόσεις174, διαπιστώνεται ότι η διάταξη έπρεπε να αποδοθεί ως εξής: «Προσφυγή κατά της από­φασης επί της αιτήσεως για κήρυξη εκτελεστό­τητας...». Κατά συνέπεια, δε χωρεί αμφιβολία ότι ο αιτών μπορεί να επανέλθει, σε περίπτωση α­πόρριψης της αίτησης του, ασκώντας προσφυγή. Αυτό άλλωστε θα μπορούσε να συναχθεί εξ α­ντιδιαστολής και από το άρθρο 26 § 4, το οποίο αναφέρεται σε προσφυγή που ασκείται από τον αιτούντα την κήρυξη εκτελεστότητας. Σε αντίθε­ση πάντως με τις προθεσμίες του άρθρου 26 § 5, που αφορούν την άσκηση προσφυγής κατά της κήρυξης εκτελεστότητας, προθεσμία για την ά­σκηση προσφυγής από τον αιτούντα δεν προβλέ­πεται.

IV. Η υπερίσχυση του καν. 1347/2000 έναντι των λοιπών διεθνών συμβάσεων Αφού καθορίστηκαν τα ουσιαστικά ζητήματα

διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέ­λεσης, ο κανονισμός ρυθμίζει στο 4ο κεφάλαιο τη σχέση του με τις διμερείς και πολυμερείς συμβάσεις που έχουν καταρτίσει και κυρώσει τα κράτη μέλη της ΕΚ. Πα τη χώρα μας ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ακόλουθες διατάξεις: Όσον α­φορά το πεδίο των διμερών συμβάσεων, το άρ­θρο 36 § 1 ορίζει ότι ο καν. 1347/2000 αντικαθιστά τις υφιστάμενες συμβάσεις που έχουν συναφθεί

174. Gegen die Entscheidung iiber den Antrag auf Vollstreckbarerklarung, the decision on the ap­plication for a declaration of enforceability, la decision sobre la solicitud de ejecucion, recurso da decisao sobre ο pedido da declaracao de ex­equibilidade.

μεταξύ των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν βέβαια θέματα που διέπονται από τον παρόντα κανονισμό. Η χώρα μας έχει να επιδείξει μια δι­μερή σύμβαση με κράτος μέλος της ΕΚ, και συ­γκεκριμένα την Ελληνογερμανική σύμβαση του 1961, «για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλε­ση δικαστικών αποφάσεων, συμβιβασμών και δη­μοσίων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υ­ποθέσεις». Κατά συνέπεια, η ανωτέρω σύμβαση υποχωρεί πλέον έναντι του καν. 1347/2000. Το άρθρο 38 § 1 καν. 1347/2000 επισημαίνει τέλος το αυτονόητο, ότι δηλαδή οι διμερείς συμβάσεις συνεχίζουν να παράγουν αποτελέσματα στα θέ­ματα που δεν εφαρμόζεται ο κανονισμός.

Παράλληλα το άρθρο 39 καν. 1347/2000 περι­χαρακώνει την εξουσία σύναψης διεθνών συμ­βάσεων των κρατών μελών μεταξύ τους175 [που αφορούν το πεδίο εφαρμογής του]. Μόνο συμ­βάσεις ή συμφωνίες που στοχεύουν «στη διεύ­ρυνση του παρόντος κανονισμού ή τη διευκόλυν­ση της εφαρμογής του» είναι επιτρεπτές, και μά­λιστα υπό τον πρόσθετο όρο της μη παρέκκλισης από τα κεφάλαια περί διεθνούς δικαιοδοσίας, α­ναγνώρισης και εκτέλεσης του κανονισμού (άρ­θρο 39 § 2).

Περνώντας στο πεδίο των πολυμερών συμβά­σεων, το άρθρο 37 καν. 1347/2000 μνημονεύει πέντε διεθνείς συμβάσεις, έναντι των οποίων υ­περτερεί ο κανονισμός176. Από αυτές η χώρα μας έχει κυρώσει μόνο μία: Την ευρωπαϊκή σύμβαση της 20ής Μαΐου 1980, «για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε θέματα επιμέλειας των τέκνων και για την αποκατάσταση της επιμέ­λειας τους», η οποία ενσωματώθηκε στο εσωτε­ρικό μας δίκαιο με τον ν. 2104/1992. Παράλληλα,

175. Πάτο έτερο, εξίσου θεμελιακό ζήτημα της εξωτερικής αρμοδιότητας της Κοινότητας, που κατατείνει στην α­παγόρευση των κρατών μελών να συνάπτουν σχετικές συμβάσεις με τρίτα κράτη, βλ. διεξοδικά Ταγαρά, ό.π. [υπ. 17], 93 επ. αρ. 158 επ.

176. ΓΛα ης συμβάσεις αυτές, βλ. ειδικότερα Wagner, IPRax 2001.74 επ. Για το μάλλον θεωρητικής σημασίας ζήτημα της υπαγωγής της εκάστοτε διαφοράς «στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών» που θα αποκλείει την εφαρμογή των διεθνών συμβάσεων, βλ. Ταγαρά, ό.π., 188, αρ. 370. Τέλος, για τα προβλήματα οριοθέ­τησης του πεδίου εφαρμογής μεταξύ των συμβάσεων και του καν. 1347/2000, βλ Boele­Woelki, ZfRV 2001.122 Π.

Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004 855

αναμένεσαι και η κύρωση της Σύμβασης της Χά­γης της 19ης Οκτωβρίου 1996 σχετικά με τη διε­θνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την α­ναγνώριση και εκτέλεση σε θέματα γονικής μέ­ριμνας177. Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ πάντως η προσπάθεια της Κοινότητας να μην υποβαθμί­σει τη σπουδαιότητα της προαναφερόμενης σύμ­βασης, η οποία καταφαίνεται άλλωστε από την επιρροή που άσκησε στο ίδιο το κείμενο του Κα­νονισμού178, και αντανακλάται στη διατύπωση του άρθρου 37 καν. 1347/2000: Ο κανονισμός θα υ­περισχύει της Σύμβασης μόνον όταν το τέκνο έ­χει τη συνήθη διαμονή του σε κάποιο κράτος μέ­λος της ΕΚ.

V. Ζητήματα μεταβατικού δικαίου Το 5ο κεφάλαιο του κανονισμού περιέχει ένα

και μοναδικό άρθρο, το οποίο επιχειρεί να διευ­θετήσει τα ζητήματα μεταβατικού δικαίου που α­νακύπτουν σε αντίστοιχες περιπτώσεις.

Το άρθρο 42 § 1 καν. 1347/2000 προβλέπει το βασικό κανόνα: ο κανονισμός εφαρμόζεται μόνο «στις αγωγές που ασκούνται, στα δημόσια έγγρα­φα που εκδίδονται και στους δικαστικούς συμβι­βασμούς που καταρτίζονται ενώπιον δικαστη­ρίου κατά τη διάρκεια δίκης, μετά την έναρξη της ισχύος του». Συνεπώς, ο κανονισμός δεν τυγχάνει εφαρμογής για κάθε αγωγή ή αίτηση που ασκήθηκε, δηλαδή κατατέθηκε και επιδόθη­κε πριν από την 1η Μαρτίου 2001179. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 42 προβλέπει όμως την ακόλουθη εξαίρεση: «Αποφάσεις που εκδίδονται μετά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού, κα­τόπιν αγωγής που έχει ασκηθεί πριν από την η­μερομηνία αυτή, αναγνωρίζονται και εκτε­λούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφα­λαίου ΠΙ, αν η διεθνής δικαιοδοσία βασίστηκε σε

177. Ήδη έχει δοθεί το πράσινο φως από το Συμβούλιο­ βλ. την απόφαση του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 2002 «με την οποία τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούνται να υπογράψουν, προς το συμφέρον της Κοινότητας, τη σύμβαση της Χάγης του 1996 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση σε θέματα γονικής μέριμνας και μέτρων προστασίας των παιδιών», EEEK L 48/21.2.2003, σελ. 1 επ. Το κείμενο της σύμβασης δημοσιεύτηκε και στην EEEK, L 48/21.2.2003, σελ. 3 επ., στην αγγλική γλώσσα

178. Βλ. Φουντεδάκη, Αρμ 2001.1660. 179. Έτσι ορθά η ΜονΠρΚατ 123/2002, Αρμ 2002.742 επ.

κανόνες σύμφωνους με τις διατάξεις του κεφα­λαίου Π του κανονισμού». Έτσι, ακόμη και όταν η άσκηση της αίτησης ή της αγωγής έλαβε χώρα πριν από την 1η Μαρτίου 2001, η απόφαση θα α­ναγνωριστεί ή θα κηρυχθεί εκτελεστή σύμφωνα με τον καν. 1347/2000, εφόσον έχει εκδοθεί μετά την 1η Μαρτίου 2001, και εναρμονίζεται με πς διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας του κανο­νισμού180. Αντιθέτως, απόφαση που εκδόθηκε πριν από την προαναφερόμενη ημερομηνία, δεν μπορεί να υπαχθεί στο καθεστώς του καν. 1347/ 2000, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε προς το συμφέρον των διαδί­

Γ. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Μέσα στο ίδιο έτος που άρχισε να ισχύει ο καν. 1347/2000 δημοσιεύτηκαν δύο νέες προτά­σεις κανονισμού που αφορούσαν τις διαφορές προσωπικής κατάστασης: Αρχικά δημοσιεύθηκε η «πρωτοβουλία της Γαλλικής Δημοκρατίας για την έκδοση του κανονισμού του Συμβουλίου για την αμοιβαία εκτέλεση των αποφάσεων περί το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέ­κνα»182 , η οποία επιχείρησε να εντάξει και τις υποθέσεις προσωπικής επικοινωνίας στο κοινο­τικό πρίσμα183. Τη συνέχεια έδωσε η «πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη διεθνή δι­καιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφά­σεων σε θέματα γονικής μέριμνας»184. Η πρότα­

180. Βλ. Άνθιμο, Ζητήματα διαχρονικού δικαίου αναγνώρι­σης και εκτέλεσης αλλοδαπών αποφάσεων χωρών της Ε.Ε! [παρατηρήσεις στη ΜονΠρΚατ 123/2002], Αρμ 2002.743 επ. [745]. Πρβλ. ακόμη Sturm, StAZ 2002.196 επ. Η ίδια πρακτική εφαρμόζεται ήδη και στην Ι σπα­νία* βλ. Herranz Ballesteros, Primeros pasos de la practica registral espanola en la aplicacion del Reglamento en materia matrimonial: ReQexiones al hilo de la resolution de la DGRN de 4 Mayo de 2002, La Ley 5715/2003,1 επ.

181. Spellenberg, Der Anwendungsbereich der EheGVO («Brussel Π») in Statussachen, FS Schumann (2001), 430.

182. EEEK C 234/15.8.2000, σελ. 7 επ. 183. Ad hoc Παπαδοπούλου­Κλαμαρή, Η διασυνοριακή

εκτέλεση αποφάσεων επικοινωνίας γονέων­τέκνων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προβληματισμοί, Ελλ Δνη 2002.995 επ.

184. COM 2001 (505) τελικό, της 6.5.2001 = EEEK C 332 / 27.11.2001,269 επ. Είχε προηγηθεί η έκδοση εγγράφου

856 Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004

ση αυτή επιδίωκε την πλήρη υπαγωγή των υπο­θέσεων γονικής μέριμνας στο κοινοτικό στόχα­στρο, έτσι ώστε να μην παρατηρείται η διάκριση μεταξύ των κοινών τέκνων των συζύγων και των υπόλοιπων τέκνων. Προς τα τέλη του 2001 η Ε­πιτροπή υπέβαλε πρόταση απόφασης του Συμ­βουλίου, με την οποία θα εξουσιοδοτούνται τα κράτη μέλη να υπογράψουν για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τη Σύμβαση της Χάγης του 1996185. Η ενέργεια αυτή ήταν απαραίτητη, καθώς το περιεχόμενο της ανωτέρω σύμβασης εφάπτεται στο συγκεκριμένο πεδίο της κοινο­τικής πολιτικής, δεδομένο που απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβούν αυτοτελώς στην κύρωση της διεθνούς σύμβασης. Από την ίδια λογική δια­πνέεται εξάλλου και η «πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για την από μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας υπογραφή της σύμβασης του Συμ­βουλίου της Ευρώπης σχετικά με την ετηκοινω­νια με.τα τέκνα» , η οποία εγκρίθηκε στις 3.5. 2002 στο Βίλνιους της Λιθουανίας.

Κατά την πρόοδο της επεξεργασίας των προ­τάσεων που μόλις σημειώθηκαν από τα κοινοτικά όργανα, άρχιζε να καλλιεργείται η αίσθηση της πολυδιάσπασης ενός συμπαγούς ουσιαστικά δι­καιικού κλάδου187. Για το λόγο αυτόν η Επιτροπή αποφάσισε τελικά να δημοσιεύσει στις 3 Μαΐου του 2002 μια νέα πρόταση κανονισμού «για τη

εργασίας της Επιτροπής για το ίδιο θέμα, βλ. την ανα­κοίνωση με τον τίτλο «Αμοιβαία αναγνώριση των απο­φάσεων που αφορούν τη γονική μέριμνα», COM 2001 (166), τελικό της 27.3.2001.

185. COM 2001 (680), τελικό της 20.11.2001. Οπως ήδη σημειώθηκε mo πάνω, η σχετική απόφαση του Συμβου­λίου για την κύρωση της σύμβασης έχει πλέον δημο­σιευτεί, βλ. ΕΕΕΚ L 48/21.2.2003, σελ. 1 επ.

186. COM2002(520)τελικό,της2.10.2002.Ήδηέχειληφθεί η απόφαση από το Συμβούλιο, όπως προκύπτει από το. έγγραφο 7625/1.4.2003 με τίτλο «απόφαση του Συμβου­λίου για την υπογραφή από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την επικοινωνία με τα τέκνα», και αναμένεται πλέον η δημοσίευση του στην ΕΕΕΚ

187. Πρβλ. Thorn, Entwicklungen des Internationalen Privatrechts 2000­2001, TPRax 2002.3541. Για τα προ­βλήματα που ανακύπτουν από τη διαπλοκή διεθνών συμβάσεων, εσωτερικών νομοθετημάτων και κοινοτι­κών κανονισμών ειδικά στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου, βλ. εκτενώς Coester­Waltjen, Multa non multum im internationalen Familienverfahrens­recht, FS Geimer (2002), 140 επ.

διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέ­λεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και δια­φορές γονικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον καν. (ΕΚ) αριθ. 1347/2000 και τροποποιεί τον καν. (ΕΚ ) αριθ. 44/2001, όσον αφορά τα θέματα δια­τροφής»188. Η νέα πρόταση ­όπως φαίνεται και από τον τίτλο της­ επιχειρεί να συμπεριλάβει το πεδίο των διαφορών προσωπικής κατάστασης στο σύνολο τους189. Πα το σκοπό αυτόν εισηγεί­ται την κατάργηση του καν. 1347/2000, χωρίς ω­στόσο να θίγει στο ελάχιστο το περιεχόμενο του, το οποίο μεταλαμπαδεύει πλέον στη νέα πρότα­ση αυτούσιο. Παράλληλα, ενσωματώνει στο νέο κανονισμό τη γαλλική πρόταση για το δικαίωμα επικοινωνίας, αλλά και την πρόταση της Επι­τροπής για την κάλυψη όλων των διαφορών γο­νικής μέριμνας190. Τέλος, περιέχει ειδικό κεφά­λαιο για το ζήτημα της απαγωγής των τέκνων, μετά την εξουσιοδότηση που δόθηκε το Φε­βρουάριο του 2002 από το Συμβούλιο των Υπουρ­γών Δικαιοσύνης.

Στις βασικότερες καινοτομίες του υπό έκδο­ση κανονισμού191 συμπεριλαμβάνονται τα ακό­λουθα: Πρώτο, στο άρθρο 2 ορίζονται αυτόνομα, δηλαδή σε κοινοτικό επίπεδο, μια σειρά από κρί­σιμες έννοιες, όπως οι όροι δικαστήριο, απόφα­ση, γονική μέριμνα, δικαίωμα επιμέλειας, δικαίω­μα επικοινωνίας, απαγωγή παιδιού κλπ. Με τον τρόπο αυτόν αναμένεται να ξεπερασθούν οι ερ­μηνευτικές δυσχέρειες που ήδη παρατηρούνται στο πλαίσιο του καν. 1347/2000192. Δεύτερο, στο

188. COM 2002 (222), τελικό της 3.5.2002 = ΕΕΕΚ C 203 Ε / 27.8.2002, σελ. 155 επ.

189. Η διάκριση του άρθρου 1 § 1 στ. β' καν. 1347/2000 είχε ήδη προκαλέσει την κριτική της θεωρίας· βλ. Helms, FamRZ 2002.1594.

190. Ως αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης των υποθέσεων γο­νικής μέριμνας στο σύνολο τους, εκδόθηκε η «Ανακοί­νωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επι­τροπή», με την οποία αποφασίστηκε και τυπικά η από­συρση της αρχικής πρότασης, βλ. COM 2002 (297) τελικό, της 6.6.2002.

191. Με δεδομένη τη ρευστότητα που επικρατεί αυτή τη στιγμή στα κοινοτικά όργανα γύρω από την τελική μορ­φή του κανονισμού, αναλυτική παρουσίαση θα ήταν στην παρούσα φάση πρώιμη και ίσως όχι ιδιαίτερα χρήσιμη. Πάντως, για μια εκτενέστερη επεξεργασία της πρότασης, βλ. De Boer, NTLR 2002.326 επ., και Helms, FamRZ 2002.1594 επ.

Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004 857

άρθρο 3 κατοχυρώνεσαι πανηγυρικά το δικαίωμα του παιδιού να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απευθείας επαφές με τους δύο γο­νείς του, με εξαίρεση την περίπτωση όπου αυτό θα ήταν αντίθετο προς το συμφέρον του. Η διά­ταξη αυτή αποδίδει αυτολεξεί τη διατύπωση του άρθρου 24 § 3 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμά­των της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τρίτο, η διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις γονικής μέριμνας δε ρυθμίζεται πλέον αποσπασματικά και σε συνάρ­τηση με το διαζύγιο, το δικαστικό χωρισμό ή την ακύρωση γάμου, αλλά αυτοτελώς και εμπεριστα­τωμένα στο 2ο τμήμα του 2ου κεφαλαίου. Με τον τρόπο αυτό δίνεται τέλος στα προβλήματα που είχαν ήδη εντοπισθεί υπό την ισχύ του καν. 1347/2000193. Τέταρτο, θεσπίζεται ειδικό ­το 3ο ­κεφάλαιο για την απαγωγή των τέκνων. Η σημα­ντικότερη εξέλιξη στο θέμα αυτό είναι η εξής: Ενώ σήμερα είναι δυνατή η θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας στο κράτος μέλος όπου μεταφέρ­θηκε το τέκνο, με τη νέα πρόταση κανονισμού επιδιώκεται η κατάργηση αυτής της δυνατότη­τας. Μοναδικό ένδικο βοήθημα που θα μπορεί να ασκείται στο κράτος αυτό θα είναι η αίτηση α­σφαλιστικών μέτρων για τη μη επιστροφή του τέ­κνου. Στον αντίποδα αυτού του δικαιώματος η πρόταση κανονισμού παρέχει το δικαίωμα άσκη­σης αίτησης για την έκδοση απόφασης επιμέ­λειας του τέκνου στο κράτος της συνήθους δια­μονής του, δηλαδή στο κράτος από το οποίο α­πομακρύνθηκε, το τέκνο. Και μάλιστα, η σχετική απόφαση αναγνωρίζεται και εκτελείται αυτόμα­τα, δίχως δηλαδή την τήρηση της διαδικασίας για την κήρυξη εκτελεστότητας αλλοδαπών αποφά­σεων. Πέμπτον, προβλέπεται ειδική, ξεχωριστή δηλαδή διαδικασία εκτέλεσης των αλλοδαπών α­ποφάσεων σχετικά με το δικαίωμα επικοινωνίας. Μοναδικό προαπαιτούμενο για την εκτέλεση των αποφάσεων στο κράτος υποδοχής συνιστά η υ­ποβολή βεβαίωσης που συντάσσεται από το δι­καστήριο του κράτους έκδοσης της απόφασης. Το τελευταίο δεν έχει δικαίωμα να εκδώσει τη σχετική βεβαίωση σε δύο περιπτώσεις: Πρώτο, εφόσον πρόκειται για ερήμην απόφαση, και δεύτερο, εφόσον δεν δόθηκε στο τέκνο η δυνα­

192. Ειδικά για τα προβλήματα οριοθέτησης της έννοιαςτης γονικής μέριμνας, βλ. Φοιητεδακη, Αρμ 2001.1661 επ.

193. Βλ. διεξοδικά Φουντεδάκη, Αρμ 2001.1663 επ.

τότητα να ακουστεί. Στην τελευταία περίπτωση μπορεί πάντως να εκδοθεί η σχετική βεβαίωση, αν η ακρόαση του παιδιού αντενδείκνυται, λαμ­βάνοντας υπόψη την ηλικία και το βαθμό ωριμό­τητας του. Αντίστοιχη είναι η ρύθμιση και για την εκτέλεση αποφάσεων επιστροφής του τέκνου, με τη διαφορά ότι εδώ ο χαρακτήρας της ερήμην απόφασης δε συνεπάγεται κώλυμα για την έκ­δοση της προαναφερόμενης βεβαίωσης. Έκτο, θεσπίζεται δίκτυο διακρατικής συνεργασίας με­ταξύ Κεντρικών Αρχών των κρατών μελών, κατά το μοντέλο των διεθνών συμβάσεων της Χάγης, για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή του μελ­λοντικού κανονισμού. Τέλος, ως έναρξη εφαρ­μογής του προβλέπεται η 1η Ιουλίου 2004.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η παρουσίαση που προηγήθηκε είναι από τα πράγματα ανεπαρκής και δεν είναι σε θέση να δώσει τη συνολική εικόνα του τοπίου που διαμορ­φώνεται σταδιακά στο πεδίο των διαφορών προ­σωπικής κατάστασης από το νομοθετικό μηχανι­σμό της Κοινότητας. Δικηγόροι και δικαστές θα κληθούν και πάλι να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα που με βεβαιότητα θα εγερθούν στο μέλλον194. Βρισκόμαστε χωρίς αμφιβολία σε μεταβατικό στάδιο. Αυτό αποδεικνύεται όχι μόνον από τον εφήμερο χαρακτήρα του καν. 1347/2000, ο οποίος μόλις έκλεισε δύο χρόνια από την έναρξη ισχύος του, και τελεί ήδη υπό κατάργηση, αλλά και από την πρόθεση της Κοινότητας να εισαγάγει και άλ­λους ειδικότερους τομείς από το πεδίο των οικο­

194. Προσδοκία ενεργοποίησης του Υπουργείου Δικαιο­σύνης προς την κατεύθυνση της εκπόνησης κανονιστι­κού διατάγματος που θα αποσαφηνίζει το τοπίο, κατά το πρότυπο του γερμανικού ή αγγλικού και σκωτικού νόμου για την εφαρμογή των συμβάσεων και κανονι­σμών περί αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών α­ποφάσεων, είναι μάλλον δύσκολο να υλοποιηθεί. Ο Γερμανός νομοθέτης εισήγαγε ήδη στον ανωτέρω νόμο ειδικές διατάξεις για τον καν. 1347/2000· βλ. σχετικά Hub, Die Neuregelung der Anerkennuiig und Vollstreckung in Zivil­ und Handelssachen und das familienrechtliche Anerkennungs­ und Voll­streckungsverfahren, NJW 2001.3145 επ. Βλ. ακόμη και το αντίστοιχο αγγλικό νομοθέτημα: European Communities (Judgments in Matrimonial Matters and Matters of Parental Res ponsibility) Regula­tions, 2001 (S.I. No 472 of 2001).

858 Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004

γενειακών διαφορών στον πρώτο πυλώνα όπως για παράδειγμα την πρόταση για την κατάρτιση νο­μοθετήματος σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, α­ναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στον το­μέα της λύσης του καθεστώτος που διέπει τις γαμι­κές σχέσεις, των περιουσιακών συνεπειών του χω­ρισμού των εκτός γάμου ζευγαριών και της κληρο­νομικής διαδοχής, καθώς και πρόταση για την κα­τάργηση του exequatur στις υποθέσεις δια­τροφής195. Η κοινοτικοποίηση των οικογενειακών διαφορών βρίσκεται προ των πυλών. Εναπόκειται στο νομικό μας κόσμο να ανταποκριθεί στο κάλε­σμα, και να συνδιαμορφώσει ­στο μέτρο του δυνα­, τού­ το καινούργιο τοπίο.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Στις 23 Δεκεμβρίου 2003 δημοσιεύθηκε στην Ε­πίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβου­

λίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 για τη διεθνή δι­καιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση απο­φάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γο­νικής μέριμνας, ο οποίος καταργεί τον κανονισμό (ΕΚ) 1347/2000»196.0 νέος κανονισμός θα αρχίσει να ισχύει στις 1.3.2005 (άρθρο 72 § 2). Πρέπει να υπογραμμιστεί πάντως πως η κατάργηση του καν. 1347/2000 δεν σημαίνει παράλληλα και ακύρωση του περιεχομένου του. Στο παράρτημα V του νέου κανονισμού παρατίθεται πίνακας αντιστοιχιών με τ ον καν. 1347/2000. Από τ ον πίνακα προκύπτει πως το σύνολο σχεδόν των διατάξεων του καν. 1347/ 2000 ενσωματώθηκε στον καν. 2201/2003. Κατά συνέπεια, η παρούσα, αλλά και οποιεσδήποτε άλ­λες μελέτες έχουν δημοσιευθεί αναφορικά με τον καν. 1347/2000, μπορούν να αξιοποιηθούν και στο πλαίσιο του καν. 2201/2003, ο οποίος διατήρη­σε αυτούσιο το περιεχόμενο των διατάξεων, αλ­λάζοντας απλώς την αρίθμηση τους.

195. Για όλα τα παραπάνω, βλ. Kohler, Auf dem Weg zu einem europaischen Justizraum fur das Familien­

und Erbrecht, FamBZ 2002.709 επ. 196. EEEKL 338/2003, Ιεπ.

Αρμενόπουλος Ιούνιος 2004 859