32
1

Ομιλία: Αγορές και Fora: Aλλαγές στον κεντρικό δημόσιο χώρο των πόλεων της Ελλάδας κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο

Embed Size (px)

Citation preview

1

2

Ομιλία

Αγορές και Fora: Aλλαγές στον κεντρικό δημόσιο χώρο των πόλεων της Ελλάδας

κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.

1. Η Αγορά των ελληνικών πόλεων στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής περιόδου.

Το νέο σύστημα εξουσίας που καθιερώθηκε από τον Αύγουστο μετά τη νίκη του στο

Άκτιο (31 π.Χ.), άλλαξε τη μορφή του αρχαίου κόσμου με πολλούς και διαφορετικούς

τρόπους. Το ρωμαϊκό κράτος, εκτεινόμενο από τη Βρετανία ως τη Μεσοποταμία

περιελάμβανε περιοχές με διαφορετικό πολιτισμό, ιστορία, κοινωνικά συστήματα

και οργάνωση. Οι ποικίλοι τρόποι με τους οποίους η δημιουργία αυτού του νέου

συστήματος επηρέασε τη ζωή στις διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας είναι ένα

θέμα που εξακολουθεί να προκαλεί πολλές συζητήσεις μεταξύ των ιστορικών και

αρχαιολόγων, κυρίως λόγω της ομοιότητάς του με σύγχρονα φαινόμενα, όπως η

παγκοσμιοποίηση ή ο ιμπεριαλισμός. Η σύγχρονη έρευνα μάλιστα προσπάθησε

μέσω διαφορετικών (και συχνά εναλλακτικών) προσεγγίσεων να επαναπροσδιορίσει

τον όρο εκρωμαϊσμός και έτσι να ερμηνεύσει το πολιτικό, πολιτισμικό και ιδεολογικό

φαινόμενο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πολιτισμική αφομοίωση (acculturation),

αντίσταση (resistance) ή ακόμη και κρεολοποίηση (creolization) χρησιμοποιούνται

συχνά ως εναλλακτικοί όροι, προκειμένου να καθοριστεί μια πολύ συγκεκριμένη

διαδικασία: αυτή της ενσωμάτωσης ανεξάρτητων κοινότητων, πόλεων-κρατών,

βασίλείων και ομάδων στο ρωμαϊκό κράτος, ειδικά στο τέλος του πρώτου αιώνα π.Χ.,

όταν αυτό μεταμορφώνεται στο ήπιο αυταρχικό σύστημα, το οποίο σήμερα

γνωρίζουμε ως Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η έρευνα άρχισε σταδιακά να

επικεντρώνεται όχι μόνο στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι τοπικές

3

κοινωνίες αντέδρασαν σε αυτή τη νέα κοινωνικη-πολιτισμική πραγματικότητα, αλλά

και στους τρόπους που ρωμαϊκές πολιτισμικές ή κοινωνικές αξίες προσαρμόστηκαν

και διαμορφώθηκαν από τις τοπικές συνθήκες.

Σε αντίθεση με την καθιερωμένη ιδέα μίας Ελλάδας που έμεινε ανεπηρέαστη από

οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή, η σύγχρονη έρευνα έχει καταφέρει να αποδείξει ότι

η ενσωμάτωση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια διαδικασία η οποία επηρέασε

τις τοπικές κοινωνίες σε πολλά επίπεδα και με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Τα

πρώτα χρόνια της κατάκτησης λόγω της παρουσίας μεγάλων στρατευμάτων και της

συχνά καταστρεπτικής επίδρασης της ρωμαϊκής εξουσίας (όπως η καταστροφή της

Κορίνθου το 146 π.Χ), πρέπει σίγουρα να ήταν δραματικά για πολλές ελληνικές πόλεις

και κωμοπόλεις (όπως η αταύτιστη ελληνιστική πόλη των Πετρών στη Φλώρινα που

καταστράφηκε ολοσχερώς από φωτιά στα τέλη του 1ου αι. π.Χ). Αναμφισβήτητα αυτό

πρέπει (μεταξύ άλλων λόγων) να επέφερε ένα σημαντικό επίπεδο παρακμής, η οποία

όπως καταδεικνύεται από έρευνες πεδίου (τουλάχιστον στη νότια Ελλάδα)

εκδηλώθηκε με συρρίκωνση ή εξαφάνιση πολλών κωμών, κωμωπόλεων και μικρών

πόλεων.

Είναι μόνο μετά την εγκαθίδρυση του καθεστώτος του Αυγούστου (31 π.Χ.) που μια

νέα πραγματικότητα άρχισε να αναδύεται στη δημιουργία της οποίας έπαιξαν

σημαντικό ρόλο πολλά και διαφορετικά στοιχεία (νοσταλγία, αρχαϊσμός, εκ νέου

ανακάλυψη του παρελθόντος). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, επικράτησε σταδιακά μια

σχεδόν υβριδική κουλτούρα στη διαμόρφωση της οποίας συνέβαλαν αμοιβαίως

στοιχεία τόσο από τον ελληνικό όσο και από το ρωμαϊκό υλικό πολιτισμό.

4

Όπως και στις προηγούμενες περιόδους, η αστική ζωή, ο θεσμός της πόλης και οι

μεγάλοι δημόσιοι χώροι συνέχισαν να παίζουν θεμελιώδη ρόλο στην κοινωνική δομή

και οργάνωση. Ήδη από τη δεκαετία του 1950, όταν R. Martin δημοσίευσε τη μελέτη

του για την ανάπτυξη της Ελληνικής Αγοράς έγινε φανερό ότι το πολυλειτουργικό

κέντρο της αρχαίας πόλης ήταν κάτι περισσότερο από έναν απλό δημόσιο χώρο. Η

Αγορά ήταν πρωτίστως ο τόπος όπου η κοινωνική ιεραρχία, τα κοινωνικά δίκτυα και

οι ανθρώπινες σχέσεις αντικατοπτρίζονται με τον πιο δραματικό τρόπο. H Αγορά της

αρχαίας ελληνικής πόλης κατά την Αυτοκρατορική περίοδο δεν έμεινε ανεπηρέαστη

από αυτή τη διαδικασία, αλλά εξελίχθηκε με μια ποικιλία τρόπων σε ένα νέο είδος

μνημειακού δημόσιου χώρου. Είναι σαφές ότι, όπως σε κάθε ζωντανή πόλη, του

παρελθόντος και του παρόντος, η ανακαίνιση των δημόσιων χώρων

(εκσυγχρονισμός, ενίσχυση των υποδομών, μνημειακότητα) είναι μια διαδικασία που

συνδέεται εγγενώς με την λειτουργικότητα και την δημόσια εικόνα της πόλης.

Αν και η ρωμαϊκή εξουσία είχε ήδη καθιερωθεί στην Ελλάδα από τα μέσα του 2 αιώνα

π.Χ., οι πολιτικές αναταραχές και οι οικονομικές δυσκολίες που έφεραν οι Ρωμαϊκοί

εμφύλιοι πόλεμοι έκαναν την ανάληψη των δημοσίων έργων στις πόλεις ένα πολύ

δύσκολο έργο. Είναι μόνο μετά τη νίκη του Αυγούστου και την αποκατάσταση της

τάξης που μπορούμε να εντοπίσουμε τις πρώτες σαφείς προσπάθειες για αστική

ανάπτυξη μέσω μεγάλων δημοσίων έργων. Προσπάθειες που συνεχίστηκαν πολύ

διστακτικά κατά τη διάρκεια του πρώτου αιώνα μ.Χ. και μεγιστοποιήθηκαν στο τέλος

του πρώτου και στις αρχές του δεύτερου αιώνα μ.Χ., όταν η Ελλάδα έγινε το

επίκεντρο της Αδριάνειας και (αργότερα) της Αντωνίνειας αυτοκρατορικής

προπαγάνδας. Ο εξωραϊσμός και ο εκσυγχρονισμός των πόλεων δεν αποτελούσαν

φυσικά με κανένα τρόπο μία ομοιογενή διαδικασία, αλλά μια διαδικασία που

5

εξαρτώνταν από μια ποικιλία παραγόντων, όπως είναι η πολιτική και οικονομική

κατάσταση της κάθε πόλης, η ικανότητά της να προσελκύει μεγάλους χορηγούς ή το

αυτοκρατορικό ενδιαφέρον και η δραστηριότητα των μελών των τοπικών ελίτ που

ενίσχυαν της δημόσια εικόνα τους ως πυλώνες της κοινωνικής συνοχής και ως

εκπροσώποι της ρωμαϊκής αρχής. Από τη μικρή επαρχιακή πόλη της Θήρας ως την

κοσμοπολίτικη Αθήνα σχεδόν κάθε πόλη που κατάφερε να επιβιώσει τις δυσκολίες

του πρώτου αιώνα π.Χ., και τη μετάβαση στο αυτοκρατορικό σύστημα προσπάθησε

σταδιακά κατά το πρώτο και το δεύτερο αιώνα μ.Χ. να ανακαινίσει το αστικό τοπίο

της Αγοράς και της ευρυτερης περιφέρειας της. .

2.Αλλαγές στην οργάνωση του χώρου.

Το οργανωτικό σχήμα της πρώιμης και της κλασικής Αγορά ήταν θαυμάσιο στην

απλότητά του: ένας ανοιχτός χώρος, που βρίσκεται συνήθως στο κέντρο της πόλης,

γεμάτος με μικρά ιερά ή προγονικά μνημεία και περιβαλλόμενος από πολιτικά και

θρησκευτικά κτίρια. Η μνημειακή αρχιτεκτονική έπαιζε μόνο έναν δευτερεύοντα

ρόλο σε σύγκριση με τον κεντρικό υπαίθριο χώρο, όπου τελούνταν μεγάλο μέρος των

ημερήσιων θρησκευτικών, πολιτικών και εμπορικών δραστηριοτήτων. Το αστικό

τοπίο οργανώθηκε βάσει αυτού του χωροταξικού σχεδίου τουλάχιστον μέχρι και την

Ελληνιστική περίοδο, όταν σε πολλές από τις μεγάλες πόλεις της ελληνόφωνης

Ανατολής, η Αγορά άρχισε- ακολουθώντας τις εξελίξεις της σύγχρονης αρχιτεκτονικής

και πολεοδομίας- να μετατραπεται σε έναν αυστηρά οριοθετημένο χώρο που

περικλειόταν από μία συνεχόμενη αρχιτεκτονική πρόσοψη (porticus).

Η αντιμετώπιση του δημόσιου χώρου ως ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο (δηλαδή η

λεγόμενη Ιωνική αγορά) εφαρμόστηκε σε πολλές από τις ελληνικές πόλεις που

6

ιδρύθηκαν ή ανακαινίστηκαν κατά τη διάρκεια του τέταρτου αιώνα π.Χ., όπως η

Πέλλα της Μακεδονίας -η οποία ήταν μάλλον και ένα από τα πιο πρώιμα

παραδείγματα του τύπου – ή η Τεγέα στην Πελοπόννησο, η Αγορά της οποίας

περιγράφεται από τον Παυσανία (8.48.1) να έχει το ορθογώνιο σχήμα της «πλίνθου».

Για πολλές άλλες πόλεις όμως η μετατροπή του παλαιού δημόσιου χώρου σε ένα

«κλειστό» σύνολο ήταν μια διαδικασία που δεν εφαρμόστηκε παρά μόνο κατά τη

διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου. Στις αγορές της Θάσου, της Μαντινείας,

Αθήνας, Γόρτυνας (Κρήτη), Ιεράπυτνας, Κέρκυρας, Μαρώνειας, Θεσσαλονίκης, στη

Θήβα, Γύθειο και πολλές άλλες μεγάλες ή μικρές πόλεις και κωμοπόλεις η προσθήκη

στοών ή κτιρίων με κιονωτές προσόψεις γύρω από την κεντρική αυλή αποτέλεσε το

βασικό χωρο οργάνωτικό σχημα κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.

Νέα ευρήματα, όπως η στοά (τέλη του πρώτου αιώνα π.Χ.) που βρέθηκε στην περιοχή

της Αγοράς της μικρής μακεδονικής πόλης των Καλινδοίων ή το μικρό τετράστωο

(τέλη του πρώτου αιώνα π.Χ.) που βρέθηκε στο σύγχρονο Στρατώνι (ενδεχομένως

αρχαία Στρατονίκη) στην Ανατολική Χαλκιδική δείχνουν ότι το σχέδιο υιοθετήθηκε

από πολλές και διαφορετικού μεγέθους πόλεις σε όλη την Ελλάδα. Η Ήλιδα με τα

ασύμμετρα τοποθετημένα στωικά κτίρια, όπως η στοά των Κερκυραίων ή η στοά των

Ελλανοδικών που έκανε τόσο ζωηρή εντύπωση στον Παυσανία (6.25.2) καταδεικνύει

ότι η εφαρμογή αυτού του χωροταξικού σχεδίου δεν αποτελούσε προφανώς

πανάκεια για κάθε πόλη. Τα αρχαιολογικά ευρήματα φαίνεται να επαληθεύουν την

περιγραφή του Παυσανία. Η αγορά της Ρωμαϊκής Ήλιδας διατηρούσε μία παλαιότερη

και πιο άναρχη μορφή οργάνωσης του χώρου, κάτι που πιθανότατα τόνιζε τον

παραδοσιακό χαρακτήρα της ως χώρου εκπαίδευσης των αλόγων που σκόπευαν να

αγωνιστούν στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

7

Με την εξαίρεση των ρωμαϊκών αποικιών, το πιο αρχετυπικό χαρακτηριστικό τoυ

Ρωμαϊκού αστικού σχεδιασμού, η παρουσία ενός αξονικά τοποθετημένου κεντρικού

κτιρίου (συνήθως ενός ναού) είναι σπάνια. Μοναδική είναι βεβαίως η περίπτωση της

Αθήνας, όπου το Ωδείο του Αγρίππα (τέλη 1ου αι. π.Χ), μια τεράστια στεγασμένη

αίθουσα που ξεπερνούσε σε ύψος όλα τα άλλα κτίρια στην Αγορά, καταλαμβάνει το

μεγαλύτερο χώρο της κεντρικής πλατείας προσφέροντας μία εντυπωσιακή

αρχιτεκτονική όψη σε όλους τους επισκέπτες που εισέρχονται στο χώρο μέσω των

βόρειων εισόδων. Ο Η Thompson πρότεινε μάλιστα ότι το Ωδείο του Αγρίππα στην

Αθήνα έπαιζε έναν ρόλο παρόμοιο με αυτόν του κεντρικού ρωμαϊκού ναού ως ένας

«ναός» αφιερωμένος στη Φιλοσοφία και στις Τέχνες.

Αντίθετα ο T.L Shear είδε πίσω από την κατασκευή του τεράστιου Ωδείου, καθώς και

πίσω από τη μεταφοράς του κλασικού ναού του Άρη στο κέντρο της Αγοράς μια σαφή

προσπάθεια να υποβαθμιστεί ο χώρος ως σημείο συγκέντρωσης των πολίτών. Είναι

αναμφισβήτητο ότι μια τέτοια δραματική παρέμβαση στην οργάνωση του χώρου της

Αγοράς είναι ανοιχτή σε πολλές και διαφορετικές ερμηνείες.

Μια συνειδητή προσπάθεια της κεντρικής εξουσίας να τονίσει την απώλεια

της πολιτικής αυτονομίας της πόλης,

μια επιρροή από τη Ρώμη του Αυγούστου,

ο μετασχηματισμός του χώρου σε ένα μνημονικο τοπίο,

ή

απλά το αποτέλεσμα ενός οικοδομικού προγράμματος που εκμεταλλευόταν

κάθε σπιθαμή ενός ήδη υπερπλήρη χώρου

είναι μερικές από τις θεωρίες που προτάθηκαν έως σήμερα.

8

Αυτό που γίνεται σαφές ωστόσο είναι ότι η προσθήκη του κτιρίου σε μια σχεδόν

αρχετυπική θέση στο κέντρο της Αγοράς της Αθήνας, η οποία είναι επίσης εμφανής

και σε άλλα μνημεία και κτίρια του προγράμματος του Αυγούστου, όπως ο

μονόπτερος στην Ακρόπολη σηματοδοτεί μια ριζική αλλαγή στον παραδοσιακό

χαρακτήρα του παλαιού χώρου, μια αλλαγή που ήταν αναμφισβήτητα ένα άμεσο

αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης της πόλης στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Παρόμοια με την Αθήνα δύο πρώιμοι αυτοκρατορικοί ναοί κατείχαν κεντρική θέση

στο σχέδιο της Αγοράς της Μαντίνειας - Αντιγόνειας, μιας πόλης που άκμασε στις

αρχές της αυτοκρατορικής περίοδου, λόγω της εμπλοκής της στο πλευρό του

Αυγούστου κατά τη διάρκεια του αγώνα του για την εξουσία. Εκεί, πίσω από τη σκηνή

ένός μεγάλου θέατρου που δέσποζε στην δυτική πλευρά μίας επιμήκους Αγορά,

ανακαλύφθηκαν τα θεμέλια δίδυμων ναών. Ο G. Fougères o Γάλλος ανασκαφέας της

θέσης στα τέλη του 19ου αι, πρότεινε ότι τα λείψανα αυτά ανήκαν στους ναούς που

αναφέρονται σε μια μεγάλη αναθηματική επιγραφή (IG V. 2. 268), που απαριθμεί τις

δωρεές από ένα ζευγάρι τοπικών προυχόντων (του Ευφρόσυνου και της χήρας του

Επίγονης), οι οποίοι ανέλαβαν την ανακαίνιση της Αγοράς κατά την εποχή του

Αυγούστου. Εκτός από τους ναούς, το πρόγραμμα περιελάμβανε την κατασκευή μιας

μεγάλης εξέδρας (ἐξέδρα), ενός πολυτελούς μακέλλου (μάκελλος), αίθουσών

εστίασης (δειπνιστήρια), δημόσιων υπηρεσιών (ταμεῖα) και ενός κτιρίου που

ονομάζεται βαίτης, ένα όνομα που πιθανόν υποδηλώνει την ύπαρξη ενός

συστήματος θέρμανσης. Είναι άγνωστο ποιές θεότητες λατρεύονταν στους ναούς,

δεδομένου ότι η λατρεία δεν αναφέρεται στην επιγραφή. Ωστόσο, ένα απόσπασμα

του Παυσανία (3.11.4) που περιγράφει την Αγορά της Σπάρτης μπορεί να μας παρέχει

μια ένδειξη της φύσης της λατρείας.

9

Υπάρχουν ναοί στην Αγορά, ένας του Καίσαρα που πρώτος επιθύμησε να γίνει

μονάρχης στους Ρωμαίους και πρώτος εγκαθίδρυσε το σημερινό πολίτευμα και ο

άλλος χτίτηκε για τον Αύγουστο, τον γιό εκείνου, ο οποίος εδραίωσε περισσότερο την

αυτοκρατορία και ξεπέρασε τον πατέρα του σε αξιώματα και δύναμη.

Εκεί από ότι φαίνεται στις αρχές της αυτοκρατορικής περιόδου κτίστηκαν ναοί

αφιερωμένοι στον Αυγούστο και τον Καίσαρα. Ο αρχιτεκτονικός τύπος και η θέση

τους παραμένει φυσικά άγνωστη, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι είτε ήταν δύο

μονοί ναοί ή ένας ναός με διπλό σηκό (όπως ο μεγάλος ναός που κτίστηκε στα τέλη

του 1ου αι. π.Χ – αρχές 1ου αι. μ.Χ πίσω από τη Στοά του Ελευθερίου Διός στην Αγορά

της Αθήνας) που θα καταλάμβαναν μία εξέχουσα θέση στην Αγορά. Μαντίνεια και

Σπάρτη άλλωστε μοιράζονται έναν ιδιαίτερο δεσμό, ως αποκλειστικοί υποστηρικτές

του Αυγούστου στην Πελοπόννησο κατά τη διάρκεια του αγώνα εναντίον του

Αντωνίου, και ως εκ τούτου, η σύνδεση των ναών της Μαντινείας με την

αυτοκρατορική λατρεία δεν είναι απίθανη. Αναμφίβολα, η τοποθέτηση των ναών δεν

μπορεί να είναι τυχαία και δείχνει τη σημαντική θέση των θεοτήτων των ναών στο

θρησκευτικό τοπίο της πόλης.

Στο βορρά η Θεσσαλονίκη η επαρχιακή πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της

Μακεδονίας μεγενθύνεται κατά την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο και μετά το

τέλος του πρώτου αιώνα μ.Χ. το αστικό τοπίο της εμπλουτίζεται με μια σειρά από

μνημειακά κτίρια, ανάμεσά τους και μία νέα Αγορά. Το συγκρότημα, τα εντυπωσιακά

ερείπια του οποίου δεσπόζουν ακόμα και σήμερα το κέντρο της σύγχρονης πόλης

άρχισε να χτίζεται μάλλον κατά τα τέλη του 1ου αι. μ.Χ αλλά ολοκληρώθηκε κατά τη

διάρκεια της περιόδου των Αντωνίνων, όταν μια τεράστια τρίπλευρη στοά περιέβαλε

10

μια στενόμακρη πλατεία με διαστάσεις 146 x 97μ. Μεγάλα δημόσια κτίρια, ανάμεσά

τους ένα αρχείο, ένα νομισματοκοπείο και ένα περίτεχνο Ωδείο βρέθηκαν πίσω από

την ανατολική στοά, ενώ ένα μεγάλο διπλό cryptoporticus υποστήριζε τη νότια στοά

του συγκροτήματος. Η αρχαιολογική έρευνα στο κέντρο της σύγχρονης Θεσσαλονίκης

έχει καταδείξει ότι η Αγορά ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου μνημειακού συνόλου το

οποίο εκτεινόταν σε διαδοχικές αναβαθμίδες από το χαμηλότερο επίπεδο της via

Regia (τον κύριο decumanus ) στο νότο σε μία πιο βραχώδη περιοχή στο βορρά, όπου

κτίστηκε αργότερα η βασιλική του Αγίου Δημητρίου.

Η βόρεια πλευρά της Αγοράς άνοιγε προς ένα υψηλότερα κείμενο άνδηρο στο οποίο

αρχικά θεωρήθηκε ότι υπήρχε το στάδιο της πόλης γνωστό από το Μαρτύριο του

Αγίου Δημητρίου. Οι ανασκαφές ωστόσο αποκάλυψαν δύο σημαντικά κτίρια της

ρωμαϊκής πόλης στην νοτιοανατολική γωνία του ανδήρου, απέναντι από την

ανατολική πτέρυγα της Αγοράς. Η πρόσφατη νέα ερμηνεία των κτιρίων του βόρειου

ανδήρου ως ναών της αυτοκρατορικής λατρείας δείχνει ότι αυτό το υψηλότερο

άνδηρο θα μπορούσε να ήταν μια "Area Sacra" που έφερε μια σειρά θρησκευτικών

κτιρίων μετωπικά στραμμένων προς την ανοιχτή πλατεία στο νότο. Είναι άγνωστο εάν

ένας μεγάλος ναός έστεκε στο κέντρο του ανδήρου, αλλά η ομοιότητα με το σχέδιο

του φόρουμ της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων είναι τόσο προφανής που όπως

είχε προτείνει και ο ανασκαφέας Γ. Βελένης τα δύο συγκροτήματα φαίνεται ότι ήταν

το έργο ενός και μόνο αρχιτέκτονα. Στους Φίλιππους, η δημόσια πλατεία που

περιβάλλεται επίσης από μια τρίπλευρη στοά ήταν προσανατολισμένη προς ένα

παρόμοιο (αλλά μικρότερο) μνημειακό άνδηρο που φέρει τουλάχιστον τρεις

μετωπικούς ναούς (αφιερωμένους στην Καπιτωλιακή τριάδα). Αυτός ο σαφής

διαχωρισμός μεταξύ της δημόσιας πλατείας και Area Sacra, που συχνά είναι εμφανής

11

στο σχέδιο του φόρουμ των ρωμαϊκών πόλεων στη Δύση ή στις αποικίες όπως στους

Φιλίππους είναι ένα χαρακτηριστικό που με πολλούς τρόπους αντανακλά μία

Ρωμαϊκή χωρο-οργανωτική λογική ενός ιεραρχικά δομημένου χώρου.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για τον ελληνικό χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης, που

πιστοποιείται άλλωστε από τη συμμετοχή της στο Αδριάνειο Πανελλήνιον.

Ταυτόχρονα, όμως, είναι επίσης βέβαιο ότι, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και του

χαρακτήρα της ως βάση της ρωμαϊκής διοίκησης, η Θεσσαλονίκη είχε αποκτήσει έναν

μάλλον πιο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Αυτός ο χαρακτήρας αντανακλάται όχι μόνο

στα μεγάλης κλίμακας έργα αρχιτεκτονικής, όπως το εντυπωσιακό κτίριο θεαμάτων

(θέατρον - Στάδιο), που ανακαλύφθηκε στο ανατολικό τμήμα της εντός των τειχών

πόλης αλλά και στην αξονική διάταξη των ανδήρων στην ευρύτερη περιοχή της

Αγοράς. Καθώς σταδιακά τα μνημεία της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης έρχονται στο φως

χάρη στις ανασκαφές του Μετρό, καθίσταται σαφές ότι το κοσμοπολίτικο κέντρο της

Μακεδονίας αντανακλά (ίσως χαρακτηριστικότερα από την Αθήνα ή την Κόρινθο) τον

μεικτό ελληνο-ρωμαϊκό πολιτισμό της Ανατολής.

Μία άλλη εξέλιξη που σχετίζεται επίσης με αλλαγές στην οργάνωση του χώρου είναι

η τάση να απομακρυνθούν πολλές από τις εμπορικές ή παραγωγικές δραστηριότητες

που παραδοσιακά λάμβαναν χώρα στον κεντρικό χώρο της Αγοράς. Οι

δραστηριότητες αυτές, που για εκατοντάδες χρόνια ήταν αναπόσπαστο μέρος της

λειτουργίας του χώρου, βρήκαν σταδιακά καταφύγιο σε νέα συγκροτήματα (πολύ

συχνά στη μορφή περίστυλων κτιρίων) που χτίστηκαν σε κοντινή απόσταση από το

κύριο συγκρότημα της Αγοράς. Τίποτα δεν αντανακλά αυτή τη τάση καλύτερα από τη

λεγόμενη Ρωμαϊκή Αγορά ή την Αγορά του Καίσαρα και Αυγούστου που οι Αθηναίοι

12

κατασκεύασαν στα τέλη του πρώτου π.Χ. αιώνα ως βάση μάλλον για το χονδρικό

εμπόριο. Η Αγορά (θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος χρησιμοποιείται αδιακρίτως

τόσο για την εμπορική όσο και την πολιτική Αγόρα) έδωσε μνημειακό χαρακτήρα σε

μια περιοχή όπου πολύ πιθανόν ήδη προυπήρχε μια ανοιχτή αγορά. Αν και

ελληνιστικής προέλευσης, η ιδέα της επέκτασης της λειτουργικότητας της Αγοράς, με

την κατασκευή περιφερειακών συγκροτημάτων τα οποία στέγαζαν διάφορες πτυχές

της αστικής ζωής (πχ την πώληση τροφίμων, την αναψυχή - ψυχαγωγία κλπ) έγινε

κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου ένα βασικό αστικό χαρακτηριστικό

όλων των πόλεων της αυτοκρατορίας. Στην Αθήνα η εφαρμογή της ιδέας πήρε μια

μνημειακή μορφή με την κατασκευή ενός άλλου μεγάλου κτιρίου, της Βιβλιοθήκης

του Αδριανού (2ος αι μ.Χ), το οποίο αναβάθμισε την περιοχή ανατολικά της Αγοράς

σε δεύτερο αστικό πυρήνα της πόλης. Η προσθήκη του πολυτελούς νέου κτιρίου στα

ανατολικά της παλιάς Αγοράς συγκρίθηκε με την κατασκευή των αυτοκρατορικών

φόρουμ γύρω από το Forum Romanum, αλλά στην πραγματικότητα φαίνεται

περισσότερο ότι ήταν το αποτέλεσμα της συνεχούς πίεσης στην Αθήνα για την

παροχή υπηρεσιών μέσω νέων δημόσιων χώρων. H S. Walker εντόπισε ένα παρόμοιο

είδος ανάπτυξης και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ανατολής, όπως στην Έφεσο, στη

Κυρήνη και σε αυτήν την ομάδα θα πρέπει μάλλον να προσθέσουμε και τη

Θεσσαλονίκη, δεδομένου ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι η περιοχή νότια της Αγοράς είχε

καταληφθεί από παρόμοια μεγάλα συγκροτήματα εμπορικού ή ψυχαγωγικού

χαρακτήρα. Είναι αναμφισβήτητο ότι το αστικό κέντρο της Αθήνας κατά τη διάρκεια

της αυτοκρατορικής περιόδου απέκτησε έναν μνημειακό χαρακτήρα που ήταν

δύσκολο να επιτευχθεί από τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις. Αυτό οφείλεται τόσο στη

σημασία της πόλης ως πολιτιστικό κέντρο, όσο και στην ικανότητα των Αθηναίων να

13

προσελκύουν μεγάλους δωρητές. Ωστόσο, η τάση σε καμία περίπτωση δεν

περιορίζεται μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αντίθετα, ακόμη και οι μικρότερες

πόλεις προσπάθησαν να ακολουθήσουν αυτή την πορεία αστικής ανάπτυξης,

προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η λειτουργικότητα και η μνημειακότητα του αστικού

τους κέντρου. Στη Θάσο για παράδειγμα μικρές περίστυλες αυλές προστέθηκαν πίσω

από τις στοές της Αγοράς, προκειμένου να στεγαστούν διάφορες δημόσιες

δραστηριότητες (θρησκευτικές και εμπορικές). Στο Άργος η περιοχή βόρεια της

Αγοράς έγινε ένας δεύτερος σημαντικός αστικός πυρήνα με μεγάλης κλίμακας κτίρια,

όπως το μνημειακό θρησκευτικό συγκρότημα (Ασκληπιείο, αργότερα Θέρμες) και το

Ωδείο, ενώ στη Θήρα η ανάγκη να επεκταθεί η Αγορά οδήγησε στην κατασκευή ενός

νέου βόρειου ανδήρου, με μνημεία αφιερωμένα στις μεγάλες οικογενειες της πόλης.

Ωστόσο η νέα αυτή τάση αντικατοπτρίζεται πιο ξεκάθαρα στην κατασκευή ενός

εξειδικευμένου κτίριου που σχεδιάστηκε για να στεγάσει την αγορά ωνίων κυρίως

κρέατος και γενικότερα του λιανικού εμπορίου. Το κτίριο αυτό, που αναφέρεται σε

μια σειρά επιγραφών (Μαντίνεια, Σπάρτη, Άνδρος, Ταίρια Μονεμβασιά) ως

«μάκελλος» φαίνεται ότι είναι η ελληνική εκδοχή του λατινικού macellum, ένας

συγκεκριμένος κτιριακός τύπος που αναπτύχθηκε αρχικά στην Ιταλία ως τοπική

προσαρμογή της περίστυλης τετράγωνης Αγοράς. Ίσως περισσότερο από

οποιοδήποτε άλλο κτίριο της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής οι εμπορικές αγορές και οι

θέρμες αντανακλούν το είδος της κοινωνικής λογικής, που βλέπει την πόλη ως ένα

μέσο που προσφέρει εξειδικευμένες υπηρεσίες προς τους πολίτες και τους κατοίκους

των γύρω περιοχών. Σε αντίθεση με το υπαίθριο και πλανόδιο χαρακτήρα των

ανοικτών αγορών, οι μάκελλοι εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες των πολιτών σε

14

ένα ελεγχόμενο περιβάλλον, όπου εξασφαλίζεται η δημόσια υγιεινή και ο έλεγχος

των αρχόντων.

Φυσικά, οι εξελίξεις που περιγράφονται παραπάνω, δεν σημαίνουν κατ 'ανάγκη ότι

κάθε παραγωγική δραστηριότητα ή δραστηριότητα λιανικού εμπορίου

απομακρύνθηκε πλήρως από την Αγορά. Παρά τη ραγδαία μνημειοποίηση, η αγορά

διατήρησε ακόμη τομείς που σχετίζονταν με την παραγωγή, την πώληση προϊόντων

ή την παροχή υπηρεσιών, όπως για παράδειγμα το λιανικό εμπόριο, οι οικονομικές

ανταλλαγές (σαράφηδες και ανταλλακτήρια) ή ακόμα και η λειτουργία εργαστηρίων.

Για πολλά χρόνια μετά την καταστροφή του Σύλλα (88 π.Χ) και τουλάχιστον μέχρι την

ανακαίνισή του στο δεύτερο αιώνα μ.Χ. η ελληνιστική νότια πλατεία στην Αγορά της

Αθήνας αποτέλεσε τη βάση μικρών εργαστηρίων, ενώ η "Βιβλιοθήκη του Πανταίνου"

στην ΝΑ είσοδο περιλαμβάνε στις εξωτερικές της στοές ένα εργαστήριο γλύπτη.

Παρόμοιες δραστηριότητες παραγωγής εντοπίζονται και σε άλλα μεγάλα κτίρια της

περιόδου, όπως στο Άργος στο λεγόμενο κτίριο Κ, ένα ανακαινισμένο μεγάλο κτίριο

στη βόρεια πλευρά της Αγοράς το οποία διέθετε μικρά δωμάτια με πηγάδια

διευθετημένα γύρω από μια χαλικόστρωτη κεντρική αυλή

Ο μετασχηματισμός της Αγοράς σε ένα αρχιτεκτονικά πλαισιωμένο χώρο

ακολουθήθηκε σε πολλές περιπτώσεις από την τάση να δοθεί μνημειακός χαρακτήρα

στις εισόδους ή τις κύριες προσβάσεις. Η ιδέα ενός κλειστού χώρου άλλωστε απαιτεί

την ύπαρξη σημείων εισόδου και εξόδου, οι οποίες πολύ συχνά οριοθετούνται από

μνημειακές πύλες όπως η περίφημη αψίδα που οριοθετούσε την είσοδο στο Forum

της Κορίνθου και τόσο εντυπωσίασε τον Παυσανία (2.3.2).

15

Φεύγοντας από την αγορά, στον δρόμο για το Λέχαιο, συναντά κανείς προπύλαια, που πάνω τους

υπάρχουν επίχρυσα άρματα, στο ένα βρίσκεται ο Φαέθοντας, ο γιος του Ηλίου, και στο άλλο ο

ίδιος ο Ήλιος.

Η προσθήκη μίας μνημειακής πύλης σε ένα προηγουμένως ανοιχτό χώρο ενισχύει την

ιδέα ότι η αγορά μετατρέπεται σε έναν αυτόνομο κλειστό χώρο απομονωμένο από

την υπόλοιπη πόλη. Στην Αθηναϊκή Αγορά η έξοδος προς τα ανατολικά (πλατεῖα

οδός), και τη εμπορική Αγορά του Αυγούστου και του Καίσαρα, σημαδεύτηκε από μία

μονότοξη αψίδα, που χτίστηκε στα τέλη του πρώτου αιώνα μ.Χ. Μια τριπλή αψίδα,

δωρεά του Σπαρτιάτη άρχοντα Γ Ιούλιου Ευρυκλή Hρκλανού προστέθηκε στη νότια

είσοδο της Αγοράς της Μαντίνειας στις αρχές του δεύτερου αιώνα μ.Χ., ενώ ένα

μεγάλο πρόπυλο με τρία ανοίγματα χτίστηκε την εποχή του Αδριανού στην παράκτια

θρακική πόλη της Μαρώνειας σε ένα σημείο το οποίο ταυτοποιήθηκε πρόσφατα ως

είσοδος μίας παράκτιας Αγοράς.

Η μνημειακότητα των εισόδων εκδηλώνεται ωστόσο με τον καλύτερο τρόπο στην

αγορά της Κω, όπου μετά από έναν καταστροφικό σεισμό στα μέσα του δεύτερου

αιώνα μ.Χ. (142 μ.Χ), η βόρεια στοά του συγκροτήματος αναδιαμορφώθηκε ως ένα

περίτεχνο μνημειακό πρόπυλο, που επέτρεπε τη σύνδεση ανάμεσα στην αγορά και

την περιοχή του λιμανιού όπου υπήρχε μια παλιά εμπορική αγορά (ἰχθυόπωλις). Το

κεντρικό τμήμα του προπύλου είχε τη μορφή ενός μεγάλου (20,69 x 20μ.) ναού

κορινθιακού ρυθμού, που μάλλον ήταν αφιερωμένος στην αυτοκρατορική λατρεία.

Περιέργως, ο ναός δεν είχε την περίτεχνη του πρόσοψη στραμμένη προς το

εσωτερικό της Αγοράς, αλλά προς το λιμάνι λειτουργώντας ως κεντρικό ναός της

Βόρειας Αγοράς, η οποία είχε επίσης μνημειοποιηθεί με την προσθήκη μαρμάρινης

πλακόστρωσης. Το πίσω μέρος του ναού που δέσποζε στην επιμήκη πλατεία της

16

Αγοράς είχε τη μορφή ενός υψηλού νυμφαίου με περίτεχνη πρόσοψη αρθρωμένης

με τρεις κόγχες. Εκατέρωθεν της κεντρικής αίθουσας υπήρχαν τέσσερις θολωτοί

δίοδοι η τοξοτή πρόσοψη των οποίων πλαισιωνόταν από ημικίονες. Για να τονιστεί

περισσότερο η μετωπικότητα και η μνημειακότητα της πρόσοψης, το πρόπυλο

βρισκόταν στην κορυφή ενός υπερυψωμένου ανδήρου στρωμένο με μαρμάρινες

πλάκες και προσβάσιμου από μια σκάλα με πλάτος πάνω από 50 μέτρα. Το έργο, που

θυμίζει άλλες μεγάλες προσόψεις σε θρησκευτικές και αστικές περιοχές στη ρωμαϊκή

Ανατολή, όπως το ιερό του Baal στην Παλμύρα ή την είσοδο της Αγοράς της Απάμειας

έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να δημιουργεί μια ισχυρή οπτική εντύπωση για τους

επισκέπτες που έρχονται από το λιμάνι.

Στενά συνδεδεμένη με τη μνημειακότητα των εισόδων ήταν επίσης η τάση να

πλαισιωθούν οι κύριες αρτηρίες που οδηγούν στην Αγορά από στοές, μια

αρχιτεκτονική μορφή που από την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο εμφανίζεται σε

κάθε μεγάλο αστικό κέντρο στην Ανατολή. Στην Αθήνα ο τύπος αυτός εφαρμόστηκε

κατά το τέλος του πρώτου αιώνα π.Χ., όταν δύο μεγάλες στοές πλαισίωσαν την οδό

των Παναθηναίων, στο τμήμα της κοντά στην αγορά. Αν και τα υλικά που

χρησιμοποιήθηκαν προέρχονται από παλαιότερα κτίρια (κυρίως κτίρια

καταστράφηκαν από την εισβολή του Σύλλα), είναι προφανές ότι από πολύ νωρίς

στην Αθήνα άρχισε να αναπτύσσεται ένα μνημειακό πλαίσιο μίμησης των μεγάλων

μητροπόλεων της Μικράς Ασίας.

Η στωική οδός συνδύαζε την λειτουργικότητα των στοών με τον επίσημo - συχνά

τελετουργικό - χαρακτήρα των μεγάλων αρτηριών που διέσχιζαν τις πόλεις (όπως

ήταν για παράδειγμα η οδός των Παναθηναίων). Ο σημαντικότερος ρόλος όμως

17

αυτών των οδών ήταν να τονίζουν την κεντρική θέση της Αγοράς ως τον πυρήνα της

πόλης, συνδέοντας την με άλλα συγκροτήματα, όπως πχ με τις πύλες της πόλης . Για

μια ακόμη φορά το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αρχιτεκτονικής

φόρμας προέρχεται από την Αθήνα, όπου ένας μικρός δρόμος πλαισιωμένος με

κιονοστοιχίες (μήκους 75 μ.), χτίστηκε στα τέλη του πρώτου αιώνα μ.Χ., προκειμένου

να συνδέσει την κύρια Αγορά με την Αγορά του Καίσαρος και του Αυγούστου στα

Ανατολικά. Η τάση αυτή να μνημειοποιηθούν οι κύριες αρτηρίες της πόλης μπορεί

επίσης να παρατηρηθεί και σε πόλεις που ποτέ δεν απέκτησαν το μητροπολιτικό

χαρακτήρα της Αθήνας. Στην αγροτική Μαντινεία, για παράδειγμα, μια μεγάλη στοά,

η οποία ήταν πιθανώς δωρεά από τον προαναφερθέντα Γ. Ιούλιο Ευρυκλή Ηρκλανό,

πλαισίωσε τη νότια πρόσβαση της Αγοράς. Σε αυτή την περίπτωση και λαμβάνοντας

υπόψη το ρόλο του Ηρκλανού ως δωρητή και πάτρωνα της ρωμαϊκής αποικίας της

Κορίνθου, όπου ένας μεγάλος δρόμος με κιονοστοιχίες (οδός Λεχαίου) οδηγούσε στο

Forum της αποικίας, είναι πιθανό να υποθέσουμε ότι η Κόρινθος ήταν η πηγή

έμπνευσης. Μια παρόμοια προσπάθεια για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα της στωικής

οδού είδε o C Witschel στα κτίρια που πλαισίωναν στις δύο πλευρές της νότιας

εισόδου στην αγορά της Θήρας, ενώ στη Θάσο η κύρια οδική αρτηρία (αν και δεν

είναι μια στωική οδός με τη στενή έννοια) ενισχύεται από μία μεγάλη αψίδα που

σημάδευε την είσοδο στο αστικό κέντρο. Ακόμη και στην Ήλιδα, μολονότι η αγορά

δεν είχε μετατραπεί ποτέ σε ένα κλειστό χώρο, ο δρόμος που οδηγούσε στην Αγορά

από τη νότια διαμορφώθηκε ως οδός με κιονοστοιχίες κατά την πρώιμη

αυτοκρατορική περίοδο.Τα πρόσφατα ευρήματα από την ανασκαφή του Μετρό στη

Θεσσαλονίκη δείχνουν επίσης ότι το τμήμα του βασικού decumanus της πόλης που

περνούσε κοντά στο συγκρότημα της Αγοράς είχε επίσης τη μορφή ενός τεράστιου

18

περίστυλου δρόμου, ο οποίος προσέγγιζε τη μνημειακότητα των μεγάλων αστικών

κέντρων της Ανατολής.

Οι εξελίξεις (εφαρμογή της κλειστής αγοράς, μνημειακότητα των εισόδων και

προσβάσεων, η απομάκρυνση της πώλησης τροφίμων και μεταποιητικών

δραστηριοτήτων) που εξετάσαμε εν συντομία παραπάνω δεν αποτελούν φυσικά με

κανένα τρόπο καινοτομίες της Ρωμαϊκής περιόδου. Αντίθετα μάλιστα πολλά αστικά

κέντρα στην Ανατολή όσο και στην Ελλάδα (Πέλλα, τη Δημητριάδα, Κως) εφάρμοσαν

το ίδιο αστικό μοντέλο σε μνημειακή κλίμακα κατά την Ελληνιστική περίοδο. Για

πολλές πόλεις της Ελλάδας όμως, ήταν η ένταξη στην αυτοκρατορία και η

σταθερότητα που έφερε αυτή η νέα κατάσταση που επέτρεψε για πρώτη φορά, τον

εκσυγχρονισμό και τη μνημειακότητα του αστικού τοπίου.

3. Αρχιτεκτονική: αλλαγές στο αρχιτεκτονικό τοπίο της Αγοράς.

Στην αρχιτεκτονική η προσαρμογή του αστικού τοπίου στις νέες ανάγκες της

αυτοκρατορικής περιόδου ήταν μια διαδικασία που διέφερε σημαντικά από πόλη σε

πόλη και από περιοχή σε περιοχή. Σε πολλές μικρές πόλεις και κωμοπόλεις, λόγω

περιορισμένων οικονομικών πόρων ή της αδυναμίας να προσελκύσουν μεγάλους

δωρητές, η οικοδομική δραστηριότητα περιορίστηκε κυρίως σε επισκευές,

μετατροπές, τροποποιήσεις ή ακόμα και προσθήκες σε μεγάλα κτίρια. Ανάμεσα στα

πολλά έργα επισκευής που βεβαιώνονται επιγραφικά ή ανασκαφικά για την περίοδο

μεταξύ του πρώτου αιώνα π.Χ. - δεύτερου αιώνα μ.Χ., το πιο χαρακτηριστικό

παράδειγμα προέρχεται από τη Θήρα, όπου ένα παλιό κτίριο της Αγοράς (του τρίτου

αιώνα π.Χ.) στη σπάνια μορφή μίας κλειστής στοάς επισκευάστηκε πρώτα και στη

συνέχεια ανακαινίστηκε προκειμένου να προσεγγίσει τα πρότυπα ενός

19

πολυλειτουργικού κτιρίου, όπως ήταν η ρωμαϊκή βασιλική. Το έργο, το οποίο

χρηματοδοτήθηκε από την τοπικό ευεργέτη, Τ Φλάβιο Κλειτοσθένη περιελάμβανε

την αντικατάσταση της στέγης, τη μετατροπή του βόρειου τμήματος του κτιρίου σε

ένα ναό της αυτοκρατορικής λατρείας, τη διακόσμηση με αγάλματα και imagines

clipeates την προσθήκη ενός μικρού ρωμαϊκού λουτρού έξω από το νότιο άκρο του

κτιρίου και τέλος ένα νέο τίτλο, αυτόν της στοά βασιλικής

Για πολλές μικρές πόλεις ή κωμοπόλεις όμως, όπως η Θήρα που δεν μπορούσαν να

αντέξουν οικονομικά τα ακριβά οικοδομικά έργα, οι επισκευές, μετασκευές και

μετατροπές των προϋπαρχόντων κτιρίων, όπως αυτή που βεβαιώνεται στην Σικυώνα,

όπου το σπίτι του ελληνιστικού τύραννου Κλέωνα μετατράπηκε σε ένα ναό της

αυτοκρατορικής λατρείας (Παυσανιας.2.8.1) ήταν κάτι περισσότερο από σημαντικές

για την ανάπτυξη και την ανακαίνιση του δημόσιου χώρου.

Φυσικά, η κατασκευή νέων κτιρίων είτε ως αποτέλεσμα της δωρεάς από ένα μέλος

της τοπικής ελίτ ή ακόμα καλύτερα, ως αποτέλεσμα μίας αυτοκρατορικής δωρεάς

ήταν ένα θέμα τοπικής υπερηφάνειας (ειδικά όταν το νέο κτίριο χορηγούνταν από

ένα μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας) και ένα σημαντικό στοιχείο στο

μνημειακό χαρακτήρα του αστικού τοπίου. Τα περισσότερα από τα νέα κτίρια της

περιόδου κατασκευάστηκαν προκειμένου να ανταποκριθεί η πόλη στις απαιτήσεις

της ρωμαϊκής ζωής, όπως τη δυνατότητα να παρέχει εξειδικευμένες υπηρεσίες,

πολλές από τις οποίες σχετίζονται με την αφθονία του νερού. Κτίρια της δημόσιας

ανέσεις (λουτρά, τουαλέτες, κρήνες), θρησκευτικά κτίρια (πολλά από τα οποία

χτίστηκαν με σκοπό να στεγάσουν την αυτοκρατορική λατρεία), δημόσια κτίρια

(στοές όπως αυτή στη Σπάρτη, γραφεία και ακόμη βασιλικές) και κτίρια του

20

πολιτισμού και θεαμάτων (Ωδεία, θέατρα ) ήταν μερικές από τις νέες προσθήκες στο

αστικό τοπίο της Αγοράς.

Ένας σημαντικός αριθμός των νέων κτιρίων φαίνεται να ανήκουν στην μακρά

παράδοση της ελληνικής αρχιτεκτονικής (κλασικής και ελληνιστικής). Ως εκ τούτου,

το αρχιτεκτονικό τοπίο της Αγοράς διατηρεί σε μεγάλο βαθμό, μια εμφάνιση που

ήταν ή φαινόταν να είναι αρχετυπικά ελληνική (όπως φαίνεται ξεκάθαρα από το

πρόπυλο της εμπορικής αγοράς του Καίσαρα και του Αυγούστου στην Αθήνα). Η

νοσταλγία ή ακόμη και η εσκεμμένη προώθηση ή ανακατασκευή (όπως στην

περίπτωση των «πλανόδιων ναών» στην Αθήνα) του κλασικού παρελθόντος ήταν μία

από τις πιο ενδιαφέρουσες αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών στην ενσωμάτωση

τους αυτοκρατορία που λάτρευε την κλασική αρχαιότητα. Εκτεταμένες εργασίες

επισκευής σε αρχαία κτίρια (όπως ήταν η Αυγούστεια αναστήλωση των μνημείων της

Ακρόπολης) ενέπνευσε επίσης μία τάση κλασικισμού που αντικατοπτρίζεται

ιδιαίτερα στις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες ρωμαικών κτιρίων όπως στο μικρό ναό

της Ουρανίας Αφροδίτης στην Αθήνα.

Παρά τη διατήρηση (και πολλές φορές ενίσχυση) ενός κλασικού σκηνικού που

προσέλκυε σημαντικά κυρίως ρωμαίους επισκέπτες, το αρχιτεκτονικό πλαίσιο της

Αγοράς ήταν επίσης ανοιχτό και σε επιρροές από τη σύγχρονη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική

ακολουθώντας την τάση για μνημειακότητα που χαρακτηρίζει το αστικό τοπίο σε

πολλές ρωμαϊκές πόλεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η επέκταση της ρωμαϊκής

εξουσίας αρχικά στην ιταλική χερσόνησο και αργότερα στη Γαλατία και την Ισπανία

ώθησε τους Ρωμαϊους αρχιτέκτονες να δημιουργήσουν μια σειρά νέων κτιριακών

τύπων που πολύ σύντομα αποτέλεσαν το βασικό (και πολύ συχνά τυποποιημένο)

21

ρεπερτόριο της επαρχιακής αστικής αρχιτεκτονικής. Η τυποποίηση ορισμένων τύπων

κτιρίων έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία μιας αρχιτεκτονικής τοπίου, το οποίο

όχι μόνο περιείχε στοιχεία που αναγνωρίζονταν εύκολα από τους επισκέπτες αλλά

και το χαρακτηριστικό ενός αστικού τρόπου ζωής που σταδιακά επικράτησε σε όλη

την αυτοκρατορία. Έτσι, είναι σαφές ότι η υιοθέτηση των ρωμαϊκού τύπου κτιρίων

είναι μια διαδικασία η οποία είναι σχετική με τη σταδιακή επικράτηση ενός

αρχιτεκτονικού πλαισίου που σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκε ότι ήταν η πιο

χαρακτηριστική έκφραση του ρωμαϊκού χαρακτήρα (romanitas) της πόλης.

Δεδομένου ότι αυτό το νέο μοντέλο αστικής ανάπτυξης εμφανιζόταν σε όλη την

αυτοκρατορία, οι Έλληνες υιοθέτησαν και αυτοί με τη σειρά τους στοιχεία που

εκσυγχρόνιζαν κατά μία έννοια το παραδοσιακό αρχιτεκτονικό τοπίο των πόλεών

τους.

Αυτή το νέο αστικό πλαίσιο αντικατοπτρίζεται καλύτερα στο ρωμαϊκό λουτρό, ένα

κτίριο που έγινε η βασική προσθήκη στην υποδομή όλων των σημαντικών δημόσιων

χώρων της αρχαίας πόλης. Αν και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αρχική έννοια

του δημόσιου λουτρού ήταν ελληνική, το ρωμαϊκό λουτρό λόγω της προηγμένης

υδραυλικης μηχανικής αναβαθμισε την εμπειρία του λουτρού και ως εκ τούτου, έγινε

ένα από τα ρωμαϊκού τύπου κτιρία που εισήχθησαν με επιτυχία στο παραδοσιακό

πλαίσιο της ελληνικής πόλης. Το δημόσιο λουτρό άλλωστε σε ένα πολυτελές

περιβάλλον, ήταν μία από τις βασικές ανέσεις της ρωμαϊκής ζωής και ως εκ τούτου,

η κατασκευή θερμών κοντά στους μεγάλους δημόσιους χώρους ήταν ένα αναγκαίο

βήμα προς τον εκσυγχρονισμό όλων των ελληνικών πόλεων . Ένα χαρακτηριστικό

παράδειγμα τέτοιων θερμών προέρχονται από τη Σικυώνα, όπου ένα καλά

διατηρημένο λουτρό δεσπόζει στην βόρεια πλευρά του αστικού κέντρου, ενώ στο

22

Άργος δύο μεγάλα συγκροτήματα λουτρών (τα οποία αντικατέστησαν παλαιά κτίρια)

εκμεταλλεύτηκαν την αφθονία του νερού που το Αδριάνειο υδραγωγείο έφερε στην

πόλη. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση το σχέδιο του κτιρίου ακολουθεί το συμβατικό

ρωμαϊκό σχέδιο με τη διαδοχή των δωματίων των διαφορετικών θερμοκρασιών και

βοηθητικούς χώρους. Ακόμα και όταν χρησιμοποιήθηκε ένα παλιό κτίριο, όπως και

στην Αθήνα, όπου ένα παλιό Ελληνιστική λουτρό (βαλανεῖον) έξω από τη νοτιοδυτική

γωνία της Αγοράς μετατράπηκε σε ρωμαϊκό λουτρό στα τέλη του πρώτου αιώνα π.Χ.,

το εσωτερικό του μετατράπηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να ακολουθήσει το τυπικό

σχέδιο των ρωμαϊκών λουτρών. Η ίδια ρωμαϊκή επιρροή μπορεί επίσης να αποδοθεί

στην κατασκευή μνημειακών κρηνών, όπως το περίτεχνο σιντριβάνι που η οικογένεια

των Τιβερίων Ιουλίων δώρησε στο Άργος ή αποχωρητήρια (όπως αυτή στην

ανατολική είσοδο της Αγοράς της Αθήνας) , κτίρια δηλαδή που εκμεταλλεύονται τη

ρωμαϊκή τεχνογνωσία στην υδραυλική μηχανική. Η σταθερότητα της αυτοκρατορίας

άλλωστε εξασφάλιζε την ύπαρξη και διατήρηση μακρών υδραγωγείων και η αφθονία

του νερού που αυτά έφεραν σε πολλές πόλεις χωρίς νερό, όπως το Άργος έδωσε μια

νέα ώθηση στη μνημειακότητα του αστικού κέντρου εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη

δημόσια υγιεινή.

Όπως και σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας, η εισαγωγή των νέων τεχνικών

κατασκευής και υλικών (opus caementicium) στο παραδοσιακό αρχιτεκτονικό

πλαίσιο του ελληνικού κόσμου μέχρι το τέλος του πρώτου αιώνα μ.Χ. ήταν

περιορισμένη. Αναμφίβολα, η τεχνογνωσία των τοπικών τεχνιτών στο ισόδομο

σύστημα, αλλά και η έλλειψη της απαραίτητης πρώτης ύλης από την οποία

παραγόταν το ιταλικό κονίαμα ήταν καθοριστικοί παράγοντες για την καθυστέρηση

(ή ακόμα και τη διστακτικότητα) στη υιοθέτηση των ρωμαϊκών τεχνικών

23

οικοδόμησης. Η αξιοποίηση της δυναμικού που το νέο υλικό προσέφέρε δεν ήταν μια

στιγμιαία επιφοίτηση, αλλά ήρθε σταδιακά μέσα από μια μακρά διαδικασία

ανάπτυξης και πειραματισμού κατά τη διάρκεια του πρώτου αιώνα μ.Χ. Το σημείο

καμπής για την εκτεταμένη χρήση του νέου υλικού ήταν ίσως το τέλος του πρώτου

αιώνα μ.Χ., όταν οι Ρωμαίοι αρχιτέκτονες κυριαρχήσαν τελικά πάνω στις νέες τεχνικές

και η ποιότητα των κτιρίων βελτιώθηκε..Όπως έδειξε o Μ Waelkens η υιοθέτηση των

ρωμαϊκών τεχνικών οικοδόμησης, ιδίως στην Ανατολή ήταν μια περίπλοκη

διαδικασία που περιλάμβανε πολύ πειραματισμό, που συχνά οδήγησε στη

δημιουργία μεικτών τύπων, που συνδύαζαν στοιχεία τόσο από Ελληνιστική όσο και

τη ρωμαϊκή παράδοση ( για παράδειγμα, η τεχνική που είναι γνωστή ως opus

mixtum). Στο τέλος του πρώτου αιώνα και στις αρχές του δεύτερου αιώνα

πλινθόκτιστα κτίρια εμφανίζονται στην αγορά της κάθε μεγάλη πόλη στη νότια

Ελλάδα: λουτρά (Αγορά της Σικυώνος και Κέρκυρα), περίτεχνες κρήνες (Άργος,

Νυμφαίο Αθήνα), αποχωρητήρια (Αθήνα), μάκελλοι (Μαντίνεια), στοές (ρωμαϊκή

στοά στη Σπάρτη) ή ωδεία, όπως αυτή στη Γόρτυνα. Μοναδικό είναι το μεγάλο

θρησκευτικό συγκρότημα που χτίστηκε στα τέλη του 1ου αι μ.Χ. στην βόρεια πλευρά

της Αγοράς του Άργους. Το σχέδιο αποτελείται από μια επιμήκη κεντρική περίστυλη

αυλή, που στην βόρεια πλευρά της είχε ένα αξονικά τοποθετημένο κεντρικό ναό

αφιερωμένο στον Ασκληπιό και πολύ πιθανόν και την αυτοκρατορική λατρεία. Η

πλινθόκτιστη καμαρωτή οροφή του σηκού του ναού αυτού, χρησιμοποιείται για

πρώτη φορά στη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική. Το κτίριο είναι εξαιρετικής σημασίας για τη

μελέτη της αρχιτεκτονικής της ρωμαϊκής Ελλάδας, όχι μόνο επειδή είναι ένα μεγάλο

έργο (πιθανώς μια αυτοκρατορική δωρεά του Δομιτιανού), αλλά μια απόδειξη ότι η

Ρωμαίκή Ελλάδα ήταν (κατά καιρούς) στην avant garde της αρχιτεκτονικής εξελίξης.

24

Διάφοροι λόγοι, όπως η ανωτερότητα της ρωμαϊκής οικοδόμικής τεχνικής, η ανάγκη

για συγκεκριμένους τύπους αναβαθμισμένων κτίριων (όπως ήταν τα ρωμαϊκά

λουτρά), τον εκσυγχρονισμό ή ακόμα και η βούληση του δότη για την προώθηση ενός

πιο ρωμαϊκού προφίλ οδήγησε στη σταδιακή υιοθέτηση των στοιχείων της ρωμαϊκής

αρχιτεκτονικής. Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο η συστηματική χρήση των νέων υλικών

μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής ένδειξη εκρωμαϊσμού είναι συζητήσιμος. Η χρήση

των νέων υλικών επιτρέπει επίσης για πρώτη φορά την εμφάνιση μεγάλων

στεγασμένων χώρων όπως Ωδεία ή Θέρμες, όπου η έμφαση δίνεται στο εσωτερικό.

Αυτά τα νέα κτίρια σημειώνουν ενδεχομένως μια αλλαγή στον παραδοσιακό

υπαίθριο χαρακτήρα της Αγοράς. Ένα ενδιαφέρον ζήτημα, βέβαια, είναι και η

επιρροή που αυτά τα νέα υλικά θα μπορούσαν να είχαν σε αισθητικό επίπεδο. Η

μεγάλη ρωμαϊκή στοά της Σπάρτης στην πρόσοψη της οποίας χρησιμοποιήθηκαν

αρχαΐζοντα κιονόκρανα) προσφέρει, ενδεχομένως, μια ένδειξη ότι ο βαθμός στον

οποίο τα νέα υλικά άλλαξαν το παραδοσιακό αρχιτεκτονικό τοπίο πρέπει να ήταν

περιορισμένος. Άλλωστε οπτές πλίνθοι και caementicium ήταν τα υλικά που δεν ήταν

ορατά και πολύ συχνά καλύπτονται από τη χρήση του μαρμάρου ή λίθους ή ακόμα

και από αρχαΐζοντα ή κλασικιστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία.

4. Ρωμαϊκές αποικίες: Οργάνωση του χώρου και αρχιτεκτονική.

Ο σχηματισμός και η ανάπτυξη του δημόσιου χώρου ακολούθησε διαφορετική

πορεία στις ρωμαϊκές αποικίες, που ιδρύθηκαν κατά τα τέλη της ύστερης

ελληνιστικής - ρεπουμπλικανικής περιόδου (δεύτερο μισό του πρώτου αιώνα π.Χ.)

στην Αχαΐα και τη Μακεδονία. Οι νέες αυτές πόλεις ήταν μέρος ενός σχεδίου (αρχικά

του Καίσαρα και αργότερα του Αυγούστου) για τη δημιουργία περιφερειακών

25

κέντρων που θα έλεγχαν πληθυσμούς, εδάφη και τις διαδρομές. Σε αντίθεση με τις

ρωμαϊκές πόλεις στη Δύση, πολλές από αυτές τις αποικίες (Κόρινθος, Πάτρα,

Φιλίππους, Δίον και Κνωσός της Κρήτης), αντικατέστησαν προϋπάρχουσες πόλεις με

μεγάλη ιστορία και ένα ήδη αναπτυγμένο αστικό περιβάλλον.

Πολυάριθμοι λόγοι όπως η εγκατάλειψη μετά τον πόλεμο (Κόρινθος), η μείωση του

πληθυσμού (Φίλιπποι), η στρατηγική της θέση (Πάτρα) ή ο ρόλος τους ως

στρατιωτικά - θρησκευτικά κέντρα που αντιτίθενταν στη ρωμαϊκή εξουσία (Δίον,

Πέλλα, Κνωσό, Κόρινθος) έπαιξε ρόλο στην απόφαση να εγκατασταθούν

Λατινόφωνοι άποικοι σε αυτές τις περιοχές. Η αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος

ακολούθηθηκε σε κάθε περίπτωση από αλλαγές στο παραδοσιακό σύστημα

γαιοκτησία, δεδομένου ότι η κατασχεθείσα γη έγινε δημόσια περιουσία η οποία

διανεμήθηκε στο πρώτο μικρό σώμα αποίκων. Καθώς όλο και περισσότερα στοιχεία

έρχονται στο φώς για αυτές τις ρωμαϊκές πόλεις στην Ελλάδα γίνεται σαφές ότι η

ίδρυση της αποικίας δεν ήταν απλά μια θεσμική αλλαγή, αλλά μια δραστική

παρέμβαση στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή σε πολλά διαφορετικά

επίπεδα. Πώς, όμως, αυτή η ρωμαϊκή παρουσία (πολιτιστική αλλαγή) αντανακλάται

στην εξέλιξη του αστικού περιβάλλοντος και ειδικότερα στην οργάνωση και την

αρχιτεκτονική του Forum;

Αρχαιολογικά στοιχεία από διάφορες τοποθεσίες, όπου έχουν γίνει συστηματικές

ανασκαφές, παρέχουν μια περισσότερο ή λιγότερο πλήρη εικονα της περιοχής του

φόρουμ (Κόρινθος, Δίον, Φίλιπποι και σε μικρότερο βαθμό στην Πάτρα και στην

Κνωσό) και δείχνουν ότι οι πρώτοι άποικοι, καθώς και οι απογόνοι τους, που έγιναν

η ελίτ στην τοπική ιεραρχία, άλλαξαν σταδιακά το παλιό αστικό τοπίο έτσι ώστε να

26

ανταποκρίνεται τόσο σε αρχιτεκτονικά όσο και χωροοργανωτικά ρωμαικά πρότυπα.

Στην αποικία της Κορίνθου, η ανάπτυξη ενός μεγάλου χώρου (περίπου 13000 τ.μ) στο

κέντρο της πόλης, ο οποίος ισοπεδώθηκε και διαμορφωθηκε έτσι ώστε να γίνει το

Forum της αποικίας ξεκίνησε αμέσως μετά τον πρώτο οικισμό-εγκατάσταση, ενώ τα

πρώτα μεγάλα ρωμαϊκά κτίρια τύπου, όπως ο ναός σε πόδιο Ε στη δυτική πλευρά του

φόρουμ ή η Ιουλία Βασιλική στα ανατολικά εμφανίζονται την εποχή του Αυγούστου.

Στη ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων στη Μακεδονία το πρώτο Forum δεν

αναπτύχθηκε μέχρι τα μέσα του πρώτου αιώνα μ.Χ. (εποχή του Κλαύδιου), ενώ στο

Δίον η μετατροπή του κέντρου της πόλης γίνεται στα τέλη του δεύτερου αιώνα μ.Χ.

Δυστυχώς, υπάρχει ένα σημαντικό κενό στις γνώσεις μας σχετικά με την πρώιμη

ανάπτυξη των ρωμαϊκών αποικιών στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τη διαδικασία της

δημιουργίας ενός νέου αστικού περιβάλλοντος. Ιδιαίτερης σημασίας θα ήταν να

πιστοποιηθεί η σχέση μεταξύ τoυ νέου (Forum) και του παλιού δημόσιου χώρου

(Aγορά), ένα θέμα που παραμένει ανοικτό λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων και

ερμηνειών, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις, όπως στους Φιλίππους, η ίδια η

παλιά Αγορά έχει δεν έχει ταυτιστεί με ασφάλεια. Παρ 'όλα αυτά η διαδικασία

ανάπτυξης του Forum της αποικίας γεννάει μία σειρά ερωτήματα που αντανακλούν

ουσιαστικά την πολυπλοκότητα της δημιουργίας ενός νέου πολιτιστικού

περιβάλλοντος. Πως οι άποικοι μετέτρεψαν το αστικό περιβάλλον της παλιάς Αγοράς

για να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις της ρωμαϊκής δημόσιας ζωής; Πώς και σε

ποιό πλαίσιο χρησιμοποιήθηκαν τα παλιά κτίρια; Ήταν η παλιά Αγορά και το Ρωμαϊκό

Forum δύο διαφορετικές δημόσιες μονάδες της ρωμαϊκής πόλης και αν ναι, τι είδους

δημόσιες ανάγκες κάλυπταν; Η Κόρινθος μπορεί να δώσει απαντήσεις σε μερικές από

αυτές τις ερωτήσεις, ειδικά όσον αφορά την επαναχρησιμοποίηση των παλαιών

27

κτιρίων και την ενσωμάτωσή τους στο νέο αστικό πλαίσιο. Μολονότι οι άποικοι

ισοπέδωσαν και επίχωσαν πολλά από τα μικρά ιερά και τα μνημεία που υπήρχαν στο

χώρο όπου αργότερα αναπτύχθηκε το Forum, παραταύτα διατήρησαν δύο σημαντικά

κτίρια της προ ρωμαϊκής πόλη, τη Νότια Στοά (τέταρτος αιώνας π.Χ.) και τον αρχαϊκό

ναό (έκτος αιώνας π.Χ).

Νέα στοιχεία (κυρίως γεωμαγνητικές έρευνες και GIS τεχνολογία) στο εγγύς μέλλον

μπορεί να δώσουν περισσότερο σαφεις απαντήσεις για την τοπογραφία και την

ανάπτυξη των πόλεων αυτών. Ωστόσο, δεδομένης της σημασίας του Forum στη

ρωμαϊκή δημόσια ζωή, είναι πολύ πιθανό ότι η κατασκευή ενός ρωμαϊκού τύπου

Forum ανήκε στο αρχικό σχέδιο των πόλεων αυτών, ακόμη και αν η πραγματική

κατασκευή δεν ολοκληρωθηκε μέχρι πολύ αργότερα. Άλλωστε, ο Ρωμαϊκός

σχεδιασμός και η αρχιτεκτονική βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην επανάληψη

επιτυχημένων - τυποποιημένων τύπων, οι οποίοι θα μπορούσαν να εφαρμοστούν όχι

μόνο σε κάθε είδος εδάφους, αλλά οι οποίοι ήταν επίσης ιδεολογικά φορτισμένοι ως

σύμβολα της Ρωμαϊκής ταυτότητας.

Όπως και σε πολλές άλλες ρωμαϊκές πόλεις η ανάπτυξη του Forum των ρωμαϊκών

αποικιών στην Ελλάδα φαίνεται να ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδρομή, τα πιο

χαρακτηριστικά στοιχεία της οποίας μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα σημεία.

Πρώτον στην εφαρμογή - εξαρτάται από τις τοπικές συνθήκες - ενός αξονικού

σχεδιασμού που βασίζεται στη συνοχή και τη συμμετρία. Δημόσια κτίρια και η κύρια

πλατεία (forum) κανονικά βρίσκονται στο κέντρο του ιστού, όπου συναντούνται οι

δύο κύριοι δρόμοι (decumanus και Cardo maximus). Στοιχεία ενος τέτοιου χωρικού

σχεδιασμού έχουν εντοπιστεί στην Κόρινθο όπου οι Ρωμαίοι

28

τοπογράφοι/agrimensores προσάρμοσαν το νέο δίκτυο της πόλης στο προϋπάρχον

αστικό περιβάλλον. Ο τόπος που επέλεξαν οι agrimensores για την τοποθεσία του

Forum ήταν στο κέντρο της πόλης με μνημειακά κτίρια έτοιμα για χρήση και αφθονία

νερού. Η τοποθεσία ήταν προφανώς το τοπογραφικό κέντρο της αποικίας, το σημείο

(locus gromae) απ 'όπου προήλθε το σχέδιο της πόλης. Η ανάπτυξη του δικτύου

άρχισε αμέσως μετά την πρώτη εγκατάσταση και οι άποικοι κατάφεραν μετά από μια

εκτεταμένη ισοπέδωση και επιχώσεις να δημιουργήσουν ένα μεγάλο ορθογώνιο

χώρο που δεν ολοκληρώθηκε πλήρως μέχρι το 2ο αι. μ.Χ. Στους Φιλίππoυς όπου το

επίμηκες σχεδίο καθορίστηκε από την πορεία του παλιού ελληνιστικού τείχους και

τις απότομες πλαγιές της Ακρόπολης που κυριαρχεί στην περιοχή, το Forum χτίστηκε

στο κέντρο του ιστού δίπλα στην πλακόστρωτη οδό, που διέσχιζε την πόλη

λειτουγώντας ως ο κύριος decumanus. Στο Δίον ένα εκτεταμένο πρόγραμμα του

τέλους του δεύτερου αιώνα μ.Χ. ανανέωσε το κέντρο της πόλης, το οποίο

καταλάμβανε ένα μεγάλο άνδηρο πάνω από το κύριο Cardo της πόλης με το Forum

να βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της νησίδας. Δυστυχώς τα στοιχεία είναι πιο

αποσπασματικά για το υπόλοιπο των αποικιών (Πάτρα, Κνωσός, Κασσανδρεία). Η

ρωμαϊκή αποικία της Πέλλας, που ιδρύθηκε ως φαίνεται σε παρθένο έδαφος (2

χιλιόμετρα δυτικά της παλιάς Πέλλα) θα μπορούσε να παρέχει πολύτιμες

πληροφορίες σχετικά με τον ρωμαϊκό σχεδιασμό στην Ανατολή, αλλά μέχρι τώρα

μόνο ένα κυκλικό κτίριο έχει ασφαλώς εντοπιστεί στην περιοχή τουForum.

Δεύτερον, η έμφαση σε ένα κτίριο ή συγκρότημα κτιρίων (συνήθως ναοί αφιερωμένοι

στις επίσημες θεότητες της πόλης ή της τριάδας του Καπιτωλίου) με εξέχουσα θέση

στο χωροταξικό σχέδιο. Αυτό επιτυγχάνεται είτε με την κεντρική θέση του κτιρίου

στο κέντρο μιας από τις πλευρές της πλατεόας, όπως στο "Σεβαστείον" στο Forum

29

του Δίου ή με την τοποθέτηση του σε ένα υψηλό άνδηρο με θέα στην πλατεία, όπως

στο Forum των Φιλίππων . Η διαίρεση του χώρου στην περιοχή Sacra και στη δημόσια

πλατεία που τόσο χαρακτηριστικά πιστοποιούνται στην Κόρινθο και στους Φιλίππoυς

είναι ένα από τα βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά του Ρωμαϊκού Forum και μια

από τις μεγαλύτερες διαφορές με την Ελληνική Αγορά. Η Ελληνική Αγορά, παρά τη

μνημειακότητα και τις αλλαγές, παρέμεινε ως επί το πλείστον ένας ανοιχτός χώρος

που φιλοξενούσε τη συγκέντρωση των πολιτών και πάσης φύσεως ανταλλαγές -

συναλλαγές. Αντ 'αυτού το Ρωμαϊκό Forum ήταν ένας κλειστός χώρος, οργανωμένος

ιεραρχικά, όπου κάθε αρχιτεκτονική μονάδα είχε ένα συγκεκριμένο λειτουργικό και

συμβολικό ρόλο. Αυτή η χωροταξική λογική είναι σαφώς παρούσα στην οργάνωση

των ανεσκαμμένων ρωμαϊκών αποικιών στην Ελλάδα.

Τρίτο χαρακτηριστικό είναι η κατασκευή ρωμαϊκού τύπου κτίριων μερικά από τα

οποία, όπως η βασιλική ή η curia ήταν εγγενώς συνδεδεμένα με την πρακτική της

ρωμαϊκής δημόσιας ζωής. Όπως προαναφέρθηκε αυτοί οι κτιριακοί τύποι ποτέ δεν

γνώρισαν μια ευρεία διαδοση στην Ανατολή και μόνο περιστασιακά και επιλεκτικά

υιοθετήθηκαν από τους Έλληνες (λουτρά, αψίδες και βασιλική). Αντίθετα, ρωμαϊκού

τύπου δημόσια κτίρια ή μνημεία όπως τα Rostra (Κόρινθος, Φίλιπποι), η Curia

(Φίλιπποι, Δίον), η βασιλική (Κόρινθος, Φίλιπποι, Δίον, Κνωσός), η αψίδα (Κόρινθος,

Φίλιπποι), το macellum ( Κόρινθος, Φίλιπποι, Δίον) και ο Ρωμαίος ναός σε πόδιο όπως

ο πρώτος ναός Ε στην Κόρινθο ή οι τρεις ναοί στους Φιλίππους βρίσκονται στις

αποικίες, δημιουργώντας ένα αστικό τοπίο, που διέφερε σημαντικά από αυτό των

ελληνικών πόλεων. Δεδομένου ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων, εκτός

Κορίνθου τα στοιχεία είναι αποσπασματικά, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι πόσο

σύντομα μετά την ίδρυση της αποικίας οι άποικοι άρχισαν να χτίζουν ρωμαϊκού

30

τύπου κτίρια Η Κόρινθος δείχνει ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί σχετικά νωρίς, κατά

την περίοδο του Αυγούστου, αλλά οι συνθήκες φαίνεται να διαφέρουν σημαντικά

από τόπο σε τόπο.

Ο βαθμός που η αρχιτεκτονική των ρωμαϊκών πόλεων επηρέασε τις αρχιτεκτονικές

εξελίξεις στις ελληνικές πόλεις είναι ένα ζήτημα που παραμένει ακόμα ανοιχτό στην

έρευνα. Αν και είναι πιθανό ότι η εισαγωγή ρωμαϊκών αρχιτεκτονικών στοιχείων στο

παραδοσιακό αρχιτεκτονικό πλαίσιο των ελληνικών πόλεων θα μπορούσαν να είχε

επηρεαστεί από περισσότερες από μία πηγές (για παράδειγμα, από περιοδεύοντες

Ρωμαίους αρχιτέκτονες ή τεχνίτες ή ακόμη και από Έλληνες αρχιτέκτονες που

εργάστηκαν στην Ιταλία), είναι δύσκολο να αγνοήσουμε το ρόλο που μερικές από τις

αποικίες (ειδικά αυτές με το μέγεθος και το κύρος της Κορίνθου) έπαιξαν ως πηγή

έμπνευσης.

Για πολλά χρόνια, κάθε προσπάθεια προσέγγισης των ρωμαϊκών αποικιών στην

Ελλάδα έγινε με βάση τον σταδιακό εξελληνισμό τους. Είναι πέρα από κάθε

αμφιβολία ότι σε πολλές από αυτές τις ανατολικές αποικίες σταδιακά επικράτησε

ένας μεικτός ελληνο-ρωμαϊκός πολιτισμός, που περιελάμβανε στοιχεία (γλωσσικά,

καλλιτεχνικά, αρχιτεκτονικά) και από τις δύο παραδόσεις. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να

υποτιμάται το γεγονός ότι τουλάχιστον μέχρι το "Constitutio Antoniniana" ο τίτλος

του Ρωμαίου πολίτη που ήταν αναφαίρετο δικαίωμα στους λατινόφωνους πολίτες

αυτών των πόλεων, χάραζε μια σαφή γραμμή διάκρισης μεταξύ αυτών και των

Ελλήνων. Η διαφορά αυτή εκφράζεται σε κάθε περίπτωση δημόσιων ή ιδιωτικών

σχέση (για παράδειγμα σε νομικά θέματα) καθώς και στον υλικό πολιτισμό. Ο

προφανής Ρωμαϊκός προσανατολισμός που τόσο ζωντανά βεβαιώνεται στην

αρχαιολογία σχετιζόταν με το ιδεολογικό πλαίσιο της ρωμαϊκής αποικίας, αλλά και

31

με τις αισθητικές, λειτουργικές και ιδεολογικές προτιμήσεις των ατόμων που

κατέχουν την εξουσία και τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη. Αυτή η «romanitas» βρίσκει

την καλύτερη εκδήλωση της στο Forum, το οποίο ως βασικό πολιτικό, θρησκευτικό

και συμβολικό κέντρο του οικισμού των ρωμαϊκών χρόνων αναπτύχθηκε με αυτόν

τον τρόπο, έτσι ώστε (μέσω της αρχιτεκτονικής και του σχεδίου) να εκφράσει το

ρωμαϊκό χαρακτήρα της πόλης . Άλλωστε, όπως διαπιστώθηκε από P. Zanker, το

Forum δεν ήταν τίποτα λιγότερο από το αρχιτεκτονικό αντανάκλαση των αρχών που

διείπαν τη ρωμαϊκή κοινωνία (αυστηρή ιεραρχία, ευσέβεια, κοινωνική

διαστρωμάτωση).

Βιβλιογραφία

Η ομιλία βασίζεται στο άρθρο και στη μονογραφία

Evangelidis, V. 2014, Agoras and Fora: Developments in the central public space of the

cities of Greece during the Roman period, ABSA 109, 335 – 356

Ευαγγελίδης, Β. 2010, Η Αγορά των ελληνικών πόλεων από τη ρωμαϊκή κατάκτηση

ως τον 3ο αι. μ.Χ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη.

όπου και πλήρεις βιβλιογραφικές αναφορές.

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία

Alcock, S.E. 2002. Archaeologies of the Greek Past: Landscape, Monuments and Memories

(Cambridge)

Boatwright, M.T. 2003. Hadrian and the cities of the Roman Empire (Princeton)

Fagan, G.G. 2001. ‘The Genesis of Roman Public Bath: Recent approaches and future

directions’, American Journal of Archaeology 105, 403-26.

Giannikouri, A. (ed.) 2011, The Agora in the Mediterranean from Homeric to Roman

Times, Athens

Martin, R. 1951. Recherches sur l’Agora grecque (Paris).

32

Millar, F. 1993. ‘The Greek City in the Roman Period’, in Hansen, M.H. (ed.), The Ancient

Greek City-State (Copenhagen), 232-60.

Osborne, J.F (ed.).2014, Approaching Monumentality in Archaeology, New York.

Quinn, J.C. and Wilson, A. 2013. ‘Capitolia’, Journal of Roman Studies 103, 117 – 73.

Rababeh, Sh., Al Rababy R. and Abu Khafajah Sh. 2014, Colonnaded Streets within the

Roman cityscape: a spatial perspective, Journal of Architecture and Urbanism, 293 – 305.

Rizakis, A.D. 1997. ‘Roman colonies in the province of Achaia’, in Alcock, S.E. (ed.),

ΤheEarly Roman Empire in the East (Oxbow Monograph 95), 15-36.

Romano, D.G. 2003. ‘City-Planning, Centuriation and Land Division in Roman Corinth’, in

Williams, C.K. and Bookidis, N. (eds.) Corinth, The Centenary 1896-1996, (Athens), 293 ff.

Ruyt, C. de 1983. Macellum, marché alimentaire des Romains (Louvain la Neuve

Sielhorst, B. 2015. Hellenistische Agorai: Gestaltung, Rezeption und Semantik eines

Urbanen Raumes, Urban Spaces 3, Berlin.

Shear, T.L. 1981. ‘Athens: From city-state to provincial town’, Hesperia 50, 356–377.

Waelkens, M. 1987. ‘The adoption of Roman building techniques in the Architecture of

Asia Minor’, in MacReady, S. and Thompson, F.H. (eds.) Roman architecture in the Greek

World (London), 94-105.

Walker, S. 1997. ‘Athens under Augustus’, in Hoff, M.C. and Rotroff, S.I. (eds.), The

Romanization of Athens (Oxbow Monograph 94), 67-81.

Williams, C.K. 1993. ‘Roman Corinth as a commercial center’, in Gregory, T. (ed.) The

Corinthia in Roman Period (Journal of Roman Archaeology supp. 8), 31-46.

Zanker, P. 2000. ‘The City as Symbol: Rome and the creation of an urban image’, in

Fentress, E. (ed.), Romanization and the City: creation, transformation and failures

(Journal of Roman Archaeology supp.38), 25-41.

Αδάμ - Βελένη, Π. 2003. “Θεσσαλονίκη: Ιστορία και Πολεοδομία”, in Grammenos, D. (ed.),

Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη (Thessaloniki), 121-76.

Βλίζος, Σ. (ed.) 2008. Athens during the Roman Period: Recent Discoveries, New Evidence,

Athens.