Upload
antonis-kosmopoulos
View
26
Download
4
Tags:
Embed Size (px)
Citation preview
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗ
ΜΗ-ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΣΕ ΚΑΤΟΨΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ
ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΚΥΡΟ∆ΕΜΑΤΟΣ
∆Ι∆ΑΚΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΑΤΡΙΒΗ
ΑΝΤΩΝΗ Ι. ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΥ Πολιτικού Μηχανικού
ΠΑΤΡΑ 2005
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η παρούσα διατριβή εκπονήθηκε στο Εργαστήριο Κατασκευών του Τµήµατος
Πολιτικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής σχολής του Πανεπιστηµίου Πατρών υπό την
επίβλεψη του Καθηγητή Μιχαήλ Ν. Φαρδή.
Ευχαριστώ θερµά τον Καθηγητή µου Μιχαήλ Ν. Φαρδή για την επιστηµονική
καθοδήγηση και την πολύτιµη έµπρακτη βοήθεια του, τον Επ. Καθηγητή κ. Ευστάθιο
Μπούσια για την συνεχή βοήθειά του σε όλα τα θέµατα Εργαστηρίου, καθώς και τα
υπόλοιπα µέλη της Επταµελούς Επιτροπής κ.κ Σταύρο Αναγνωστόπουλο, Στέφανο
∆ρίτσο, Νικόλαο Μακρή, Απόστολο Παπαγεωργίου και Αθανάσιο Τριανταφύλλου για το
χρόνο που διέθεσαν για την κριτική ανάγνωση του κειµένου της διατριβής.
Τέλος, ευχαριστώ θερµά τον συνάδελφο και φίλο ∆ρα. Τηλέµαχο Παναγιωτάκο για
τη συµβολή του στην ανάπτυξη του λογισµικού ANSRuop και την εν γένει διάθεση της
εµπειρίας του, καθώς και την κ. Μαρία Θωµοπούλου για τη βοήθειά της στην
δακτυλογράφηση τµηµάτων του κειµένου.
i
ii
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα διατριβή πραγµατεύεται την αποτίµηση της σεισµικής συµπεριφοράς και
την ενίσχυση µη-κανονικών σε κάτοψη κτιρίων οπλισµένου σκυροδέµατος. Σε µια έντονα
σεισµογενή περιοχή όπως η Ελλάδα, η ύπαρξη πολύ µεγάλου ποσοστού (περί το 70%)
κατασκευών που δεν διαθέτουν την ασφάλεια έναντι του σεισµού που απαιτούν οι
σηµερινοί κανονισµοί, αποτελεί µεγάλο πρόβληµα. Επιπλέον, πέραν της έλλειψης
αντισεισµικού σχεδιασµού τους, η δοµική µορφολογία της πλειοψηφίας των κατασκευών
αυτών ευνοεί την ανάπτυξη στρεπτικής απόκρισης κατά το σεισµό, καθιστώντας ακόµα
πιο δυσµενή την κατάσταση.
Πέραν των τεχνικών και οικονοµικών δυσχερειών που παρουσιάζει η ενίσχυση των
κατασκευών αυτών, έως τώρα, και πριν τη θεσµοθέτηση στην Ελλάδα του αντίστοιχου
µέρους του Ευρωκώδικα 8 (Μέρος 3) ή του Κανονισµού Επεµβάσεων (ΚΑΝΕΠΕ), η
ενίσχυση είχε κυρίως εµπειρικό χαρακτήρα. Στη διατριβή αυτή προτείνονται υπολογιστικά
εργαλεία και µέθοδοι για τη λεπτοµερή αποτίµηση της σεισµικής συµπεριφοράς της
προβληµατικής αυτής κατηγορίας κατασκευών µε στόχο την κατανόηση της απόκρισής
τους κατά το σεισµό αλλά και τον προσδιορισµό των «αδύνατων σηµείων» τους, έτσι ώστε
η ενίσχυση να είναι προσανατολισµένη ακριβώς εκεί, κάτι που είναι ορθολογικότερο όχι
µόνο επιστηµονικά αλλά και από άποψη κόστους.
Ως αντικείµενο µελέτης και εφαρµογής των µεθόδων και διαδικασιών που
προτείνονται σε αυτή τη διατριβή χρησιµοποιούνται τέσσερα πραγµατικά κτίρια, δύο από
τα οποία προϋπήρχαν ενώ τα υπόλοιπα κατασκευάστηκαν µε σκοπό τη διεξαγωγή
πειραµατικών δοκιµών µε την ψευδοδυναµική µέθοδο. Τα υφιστάµενα κτίρια είναι η
τετραώροφη πολυκατοικία επί των οδών Πίνδου και Γ. Παπανδρέου στη Νέα Φιλαδέλφεια
Αττικής η οποία κατέρρευσε κατά τον σεισµό της Αθήνας το 1999, και το ∆ηµοτικό
Θέατρο Αργοστολίου «Ο Κέφαλος». Από τα δύο κτίρια που κατασκευάστηκαν εξ’ αρχής,
το πρώτο είναι τριώροφο σε φυσική κλίµακα και κατασκευάστηκε για να δοκιµαστεί
ψευδο-δυναµικά στο Κοινό Κέντρο Έρευνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ispra της
Ιταλίας, και το δεύτερο είναι διώροφο σε κλίµακα 1:0.75 και κατασκευάστηκε για να
δοκιµαστεί ψευδο-δυναµικά στο Εργαστήριο Κατασκευών του Τµήµατος Πολιτικών
Μηχανικών του Πανεπιστηµίου Πατρών. Και τα τέσσερα κτίρια είναι χαρακτηριστικά της
µελετητικής και κατασκευαστικής πρακτικής που ίσχυε στην Ελλάδα αλλά και στην
ευρύτερη περιοχή της νότιας Ευρώπης τη δεκαετία του 1970.
iii
Στο πρώτο Κεφάλαιο της διατριβής γίνεται αναφορά στο πρόβληµα της ύπαρξης στη
χώρα µας µεγάλου ποσοστού υφισταµένων κατασκευών χωρίς επαρκή ή και στοιχειώδη
αντισεισµικό σχεδιασµό. Ακολουθεί µια σύντοµη ιστορική αναδροµή στην εξέλιξη και
βελτίωση των Ελληνικών αντισεισµικών κανονισµών, καθώς και µια αναφορά στις
πρακτικές δυσχέρειες της σεισµικής αποτίµησης και ενίσχυσης.
Στο δεύτερο Κεφάλαιο γίνεται αναφορά στους στόχους αποτίµησης της φέρουσας
ικανότητας και της ενίσχυσης κατά τους σύγχρονους κανονισµούς (Ευρωκώδικα 8 –
Μέρος 3 και ΚΑΝΕΠΕ), τις στάθµες επιτελεστικότητας κατά το σεισµό που αυτοί
εισάγουν, καθώς και στην ανίσωση ασφαλείας που ισχύει κατά περίπτωση για τη σεισµική
«ζήτηση» και τη σεισµική «ικανότητα», µε αναλυτική παρουσίαση των κατά περίπτωση
συντελεστών ασφαλείας που ισχύουν για τα υλικά, τις µεθόδους ανάλυσης, την αξιοπιστία
των διαθέσιµων δεδοµένων κλπ.
Στο τρίτο Κεφάλαιο παρουσιάζεται συνοπτικά το υπολογιστικό εργαλείο ANSRuop
που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της παρούσας διατριβής και χρησιµοποιήθηκε για τη
διεξαγωγή όλων των αναλύσεων, γραµµικών ελαστικών, ιδιοµορφικών, δυναµικών
φασµατικών, µη-γραµµικών στατικών (pushover) και µη-γραµµικών αναλύσεων
χρονοϊστορίας. Στη συνέχεια παρατίθενται και αναλύονται οι µαθηµατικές σχέσεις που
χρησιµοποιούνται για την προσοµοίωση των µελών οπλισµένου σκυροδέµατος και την
ποσοτικοποίηση των µεγεθών έντασης και παραµόρφωσης που υπεισέρχονται στην
διαδικασία της σεισµικής αποτίµησης και ενίσχυσης.
Στο τέταρτο Κεφάλαιο γίνεται εφαρµογή των µεθόδων αποτίµησης για τις τέσσερις
κατασκευές µε τις οποίες ασχολείται η διατριβή. Αυτές περιλαµβάνουν τη διερεύνηση των
στατικών εκκεντροτήτων των κατασκευών (οι οποίες δίνουν ένδειξη για την ενδεχόµενη
ανάπτυξη δυσµενούς στρεπτικής απόκρισης κατά το σεισµό η οποία οδηγεί σε περαιτέρω
αύξηση των παραµορφώσεων), τη διερεύνηση των ιδιοµορφικών χαρακτηριστικών τους,
(ιδιοπεριόδων και ιδιοµορφών), τη διεξαγωγή µη-γραµµικών στατικών αναλύσεων στο
χώρο (pushover) για µια πρώτη εκτίµηση της συµπεριφοράς και των αδύνατων σηµείων
των κατασκευών, και τη διεξαγωγή δεσµών µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας για
την ακριβή κατανόηση της σεισµικής απόκρισης και το λεπτοµερή προσδιορισµό των
αδύνατων αυτών σηµείων.
Στο πέµπτο Κεφάλαιο προτείνονται τρόποι ενίσχυσης για τις τρεις από τις
κατασκευές του Κεφαλαίου 4, και διερευνάται η αποδοτικότητα και η επάρκεια της
ενίσχυσης µε χρήση των υπολογιστικών µεθόδων του Κεφαλαίου 4, ενώ εξετάζεται και το
iv
κατά πόσο ο τρόπος της ενίσχυσης πέτυχε το στόχο της µείωσης της στατικής
εκκεντρότητας και συνεπώς οδήγησε σε µερική αποτροπή της στρεπτικής απόκρισης.
Στο έκτο Κεφάλαιο γίνεται διερεύνηση της σχέσης ανάµεσα στις ανελαστικές και τις
ελαστικές παραµορφώσεις που προκύπτουν υπολογιστικά από τη διεξαγωγή µη-
γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας και ελαστικών αναλύσεων (ισοδύναµης στατικής ή
δυναµικής φασµατικής) αντίστοιχα, ειδικά για την περίπτωση των µη-κανονικών κτιρίων
µε τα οποία ασχολείται η παρούσα διατριβή. Η σύγκριση αυτή είναι σηµαντική, δεδοµένου
ότι σε πολύ µεγάλο βαθµό στην πράξη για τον προσδιορισµό των (ανελαστικών)
παραµορφώσεων οι κανονισµοί επιτρέπουν χρήση ελαστικών αναλύσεων.
Στο έβδοµο Κεφάλαιο εισάγεται ένα απλό υπολογιστικό προσοµοίωµα, µε ένα
κατακόρυφο στοιχείο ανά όροφο, µε σκοπό την αναπαραγωγή της δυναµικής απόκρισης
στο χώρο πλήρων, µη-κανονικών σε κάτοψη κατασκευών, αλλά και την περαιτέρω
διερεύνηση της επιρροής της στατικής εκκεντρότητας στην απόκριση.
Στο όγδοο Κεφάλαιο αξιοποιούνται τα αποτελέσµατα των δεσµών µη-γραµµικών
αναλύσεων χρονοϊστορίας για µία από τις κατασκευές της διατριβής, καθώς και τα
αποτελέσµατα από αναλύσεις σεισµικής επικινδυνότητας για τον Ελλαδικό χώρο που
έγιναν στα πλαίσια της διατριβής, για την σεισµική αποτίµηση σε πιθανοτικούς όρους, και
συγκεκριµένα µε εφαρµογή της µεθοδολογίας Cornell που δίνει το µέσο ετήσιο ρυθµό
υπέρβασης µιας συγκεκριµένης Οριακής Κατάστασης σε ένα µέλος ή περιοχή µέλους ενός
δοµήµατος.
Τέλος, στο ένατο Κεφάλαιο παρουσιάζονται τα γενικά συµπεράσµατα που
προκύπτουν από την εφαρµογή των µεθόδων και διαδικασιών σεισµικής αποτίµησης και
ενίσχυσης µη-κανονικών σε κάτοψη κατασκευών οπλισµένου σκυροδέµατος.
v
vi
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1 Εισαγωγή 1
1.1 Ορισµοί 1
1.2 Σεισµική τρωτότητα υφισταµένων κατασκευών στην Ελλάδα 2
1.2.1 Οι προ του 1984 κατασκευές 2
1.2.2 Οι µετά το 1984 κατασκευές 3
1.2.3 Συµπέρασµα 4
1.3 Οι δυσχέρειες της αποτίµησης και σεισµικής ενίσχυσης υφιστάµενων
κατασκευών 5
1.4 Μη-κανονικά σε κάτοψη κτίρια 8
2 Στόχοι Σεισµικής Αποτίµησης και Ενίσχυσης κατά τους Σύγχρονους
Κανονισµούς 11
2.1 Γενικά 11
2.2 Στάθµες επιτελεστικότητας για την αποτίµηση ή ενίσχυση 12
2.3 Στόχοι αποτίµησης ή ενίσχυσης υφισταµένων κτιρίων 14
2.4 Κριτήρια ελέγχου σταθµών επιτελεστικότητας 17
2.4.1 Η ανίσωση ασφάλειας 17
2.4.2 Κριτήρια ελέγχου στάθµης επιτελεστικότητας «Σχεδόν πλήρης λειτουργικότητα
στο σεισµό» κατά ΚΑΝΕΠΕ ή «Περιορισµός βλαβών» κατά Ευρωκώδικα 8 –
Μέρος 3 21
2.4.3 Κριτήρια ελέγχου στάθµης επιτελεστικότητας «Προστασία ζωής και περιουσίας
ενοίκων» κατά ΚΑΝΕΠΕ ή «Σηµαντικές βλάβες» κατά Ευρωκώδικα 8 – Μέρος
3 22
2.4.4 Κριτήρια ελέγχου στάθµης επιτελεστικότητας «Οιονεί κατάρρευση» 23
2.4.5 ∆ιαφοροποίηση κριτηρίων ελέγχου στάθµης επιτελεστικότητας «Προστασία
ζωής και περιουσίας ενοίκων» και «Οιονεί κατάρρευση» κατά ΚΑΝΕΠΕ, σε
περίπτωση ελαστικής ανάλυσης 24
2.5 Σύνοψη των κριτηρίων ελέγχου σταθµών επιτελεστικότητας 25
3 Υπολογιστικά εργαλεία προσοµοίωσης 29
3.1 Το πρόγραµµα Η/Υ ANSRuop 29
3.2 Προσοµοίωση µελών οπλισµένου σκυροδέµατος 33
3.2.1 Ενεργή Ελαστική ∆υσκαµψία Στοιχείων 33
3.2.2 Ροπή διαρροής Μy διατοµής µε ορθογωνική θλιβόµενη ζώνη, ασύµµετρο 35
vii
οπλισµό και οµοιόµορφα κατανεµηµένο οπλισµό κορµού
3.2.3 Γωνία στροφής χορδής στη διαρροή θy 37
3.2.4 Γωνία στροφής χορδής στην καµπτική αστοχία δοµικού στοιχείου υπό
ανακυκλιζόµενη ένταση 38
3.2.5 Επιρροή ένωσης µε παράθεση (µατίσµατος) ευθύγραµµων άκρων ράβδων µε
νευρώσεις 40
3.2.6 ∆ιατµητική αντοχή υπό ανακυκλιζόµενη ανελαστική ένταση 41
3.2.7 Προσοµοίωση ευκαµψίας πατωµάτων µέσα στο επίπεδό τους 43
4 Αποτίµηση σεισµικής συµπεριφοράς των τεσσάρων κτιρίων 51
4.1 Γενικά 51
4.2 Χρονοϊστορίες επιταχύνσεων για τις δυναµικές αναλύσεις 52
4.3 Αποτίµηση σεισµικής συµπεριφοράς του 3-όροφου κτιρίου του ερευνητικού
προγράµµατος SPEAR 54
4.3.1 Σχεδιασµός του κτιρίου 54
4.3.2 Στατική εκκεντρότητα 58
4.3.3 ∆υναµικά χαρακτηριστικά – Ιδιοπερίοδοι – Ιδιοµορφές 62
4.3.4 Μη-γραµµικές δυναµικές αναλύσεις χρονοϊστορίας 66
4.3.5 Σύγκριση µε τα πειραµατικά αποτελέσµατα 78
4.4 Αποτίµηση της σεισµικής συµπεριφοράς της τετραώροφης πολυκατοικίας επί
των οδών Πίνδου 1 & Γ. Παπανδρέου 82
4.4.1 Ιδιαιτερότητες του κτιρίου 82
4.4.2 Στατική εκκεντρότητα 87
4.4.3 ∆υναµικά χαρακτηριστικά της τετραώροφης πολυκατοικίας 91
4.4.4 Μη-γραµµικές δυναµικές αναλύσεις χρονοϊστορίας και αποτελέσµατα 97
4.5 Αποτίµηση της σεισµικής συµπεριφοράς του ∆ηµοτικού θεάτρου Αργοστολίου
«Ο ΚΕΦΑΛΟΣ» 105
4.5.1 Περιγραφή της κατασκευής 105
4.5.2 ∆υναµικά χαρακτηριστικά – Ιδιοµορφές 112
4.5.3 Ανελαστική στατική ανάλυση (Pushover) 117
4.5.4 Μη-γραµµικές αναλύσεις χρονοϊστορίας 130
4.6 Αποτίµηση σεισµικής συµπεριφοράς του διώροφου κτιρίου Εργαστηρίου
Κατασκευών Παν. Πατρών 136
4.6.1 Περιγραφή κτιρίου 136
4.6.2 Στατική εκκεντρότητα 138
4.6.3 ∆υναµικά χαρακτηριστικά – Ιδιοµορφές 139
viii
4.6.4 Μη-γραµµικές αναλύσεις χρονοϊστορίας 143
5 Ενίσχυση έναντι σεισµικών δράσεων 151
5.1 Γενικά 151
5.2 Ενίσχυση του 3-ορόφου κτιρίου του SPEAR 152
5.2.1 Σενάρια ενίσχυσης 152
5.2.2 Στατική εκκεντρότητα 156
5.2.3 ∆υναµικά χαρακτηριστικά – Ιδιοπερίοδοι – Ιδιοµορφές 156
5.2.4 Μη-γραµµικές αναλύσεις χρονοϊστορίας 163
5.2.5 Σύγκριση µε τα πειραµατικά αποτελέσµατα 180
5.3 Ενίσχυση του ∆ηµοτικού Θεάτρου Αργοστολίου «Ο Κέφαλος» 188
5.3.1 Περιγραφή της ενίσχυσης 188
5.3.2 Προσοµοίωση του κτιρίου µε ενίσχυση 194
5.3.3 ∆υναµικά χαρακτηριστικά – Ιδιοπερίοδοι – Ιδιοµορφές 195
5.3.4 Ανελαστική στατική ανάλυση και αποτελέσµατα 203
5.3.5 Ανελαστική δυναµική ανάλυση (ανάλυση χρονοϊστορίας) και αποτελέσµατα 215
5.4 Ενίσχυση του διώροφου κτιρίου Εργαστηρίου Κατασκευών 221
5.4.1 Περιγραφή ενίσχυσης 221
5.4.2 Στατική εκκεντρότητα 221
5.4.3 ∆υναµικά χαρακτηριστικά – Ιδιοµορφές 222
5.4.4 Μη-γραµµικές αναλύσεις χρονοϊστορίας 227
6 Σύγκριση ανελαστικών-ελαστικών παραµορφώσεων 235
6.1 Γενικά 235
6.2 ∆ιαδικασία υπολογισµού 236
6.3 Εφαρµογή στα κτίρια της διατριβής 237
6.3.1 Εφαρµογή στο τριώροφο κτίριο του SPEAR 237
6.3.2 Εφαρµογή στην πολυκατοικία επί των οδών Πίνδου και Γ. Παπανδρέου 274
6.3.3 Εφαρµογή στο ∆ηµοτικό Θέατρο Αργοστολίου «Ο Κέφαλος» 279
6.3.4 Εφαρµογή στο διώροφο κτίριο του Εργαστηρίου Κατασκευών 280
6.4 Συµπεράσµατα 290
7 Ανάλυση ανελαστικής δυναµικής απόκρισης στο χώρο µη-κανονικών σε
κάτοψη κτιρίων µε απλό προσοµοίωµα µε ένα στοιχείο ανά όροφο 317
7.1 Γενικά 317
7.2 Το απλό προσοµοίωµα 317
ix
7.3 Αποτελέσµατα για τις τρεις κατασκευές - σχολιασµός 320
7.4 Σύγκριση των στατικών εκκεντροτήτων των κατασκευών 331
8 Σεισµική αποτίµηση σε πιθανοτικούς όρους 333
8.1 Εισαγωγή 333
8.2 Μεθοδολογία υπολογισµού του ετήσιου ρυθµού υπέρβασης οριακής κατάστασης 334
8.2.1 Περιληπτική παρουσίαση της Μεθοδολογίας Cornell 334
8.2.2 Η εφαρµογή της µεθοδολογίας Cornell στο 3-οροφο κτίριο που δοκιµάσθηκε
στο Εργαστήριο ELSA 336
8.3 Ανάλυση σεισµικής επικινδυνότητας για την Πάτρα 339
8.3.1 Εισαγωγή 339
8.3.2 Στοιχεία της Μεθόδου Ανάλυσης Σεισµικής Επικινδυνότητας 340
8.3.2.1 Σεισµικές πηγές 340
8.3.2.2 Σχέση Μεγέθους-Συχνότητας Σεισµών 348
8.3.3 Σχέσεις απόσβεσης των Φασµατικών Τιµών µε την απόσταση 351
8.3.4 Αποτελέσµατα Ανάλυσης Σεισµικής Επικινδυνότητας της Πάτρας 354
8.4 Αποτελέσµατα και παρατηρήσεις από την εφαρµογή της µεθοδολογίας Cornell 355
9 Συµπεράσµατα 361
9.1 Γενικά 361
Βιβλιογραφία 367
Παραρτήµατα
Α ∆είκτες βλάβης για τις 5 δέσµες µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας του 3-
όροφου κτιρίου του SPEAR (χωρίς ενίσχυση) Α.1
Β ∆είκτες βλάβης για τις 2 δέσµες µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας της
τετραώροφης πολυκατοικίας επί των οδών Πίνδου και Γ. Παπανδρέου Β.1
C ∆είκτες βλάβης για τη δέσµη µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας του
δηµοτικού θεάτρου Αργοστολίου «Ο Κέφαλος» για τη στάθµη
επιτελεστικότητας «οιονεί κατάρρευση» C.1
D ∆είκτες βλάβης για τις 3 δέσµες µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας του
διώροφου κτιρίου του Εργαστηρίου Κατασκευών D.1
E ∆είκτες βλάβης για τις δέσµες µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας του
τριώροφου κτιρίου του SPEAR ενισχυµένου µε περίσφιξη µε FRPS, µανδύες
οπλισµένου σκυροδέµατος ή συνδυασµό αυτών (πλην σεναρίου C) E.1
x
F ∆είκτες βλάβης για τις δέσµες µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας του
τριώροφου κτιρίου του SPEAR ενισχυµένου µε µανδύες οπλισµένου
σκυροδέµατος (σενάριο C) χωρίς και µε περίσφιξη µε FRPS F.1
G ∆είκτες βλάβης για τη δέσµη µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας του
ενισχυµένου ∆ηµοτικού Θεάτρου Αργοστολίου «Ο Κέφαλος» G.1
H ∆είκτες βλάβης για τις 3 δέσµες µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας του
διώροφου κτιρίου του Εργαστηρίου Κατασκευών ενισχυµένου µε µανδύες
οπλισµένου σκυροδέµατος H.1
xi
xii
1
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1.1 ΟΡΙΣΜΟΙ
Σε µια ιδιαίτερα σεισµογενή περιοχή του κόσµου, όπως η Ελλάδα, κύριο µέληµα του
µελετητή µηχανικού είναι η θωράκιση των κατασκευών έναντι οριζόντιων δράσεων. Οι
σύγχρονοι αντισεισµικοί κανονισµοί έχουν φτάσει ένα πολύ καλό επίπεδο, µε αποτέλεσµα
τα νέα κτίρια, όπως έδειξαν οι πρόσφατοι σεισµοί, να έχουν ξεκάθαρα καλύτερη (και
ασφαλέστερη) συµπεριφορά σε σχέση µε τα παλαιότερα. Είναι αυτά όµως τα παλαιότερα
κτίρια που αποτελούν την µεγάλη πλειοψηφία (της τάξης του 70%) του οικιστικού
πλούτου της χώρας (στη συντριπτική τους πλειοψηφία κτίρια οπλισµένου σκυροδέµατος),
και κατά συνέπεια και τη µεγαλύτερη πηγή κινδύνου από το σεισµό. Ακόµα πιο
επιβαρυντικά στο ότι τα κτίρια αυτά είτε δεν έχουν σχεδιαστεί να παραλαµβάνουν
σεισµικές δράσεις, είτε ότι έχουν σχεδιαστεί να παραλαµβάνουν πολύ µικρότερου
µεγέθους δράσεις από αυτές που θα κληθούν να αναλάβουν, δρα το γεγονός ότι πολλές
φορές το δοµικό τους σύστηµα είναι τέτοιο που καθιστά την σεισµική συµπεριφορά τους
ακόµα πιο δυσµενή.
Ως «Αποτίµηση Σεισµικής Συµπεριφοράς» ορίζεται η ποσοτική εκτίµηση και ο
έλεγχος της επάρκειας µιας συγκεκριµένης κατασκευής έναντι µιας συγκεκριµένης
στάθµης σεισµικής δράσης. Το αποτέλεσµα της αποτίµησης δεν είναι απλώς ένα ναι ή όχι
για την ανάγκη ενίσχυσης. Ακόµα και όταν η κατασκευή είναι προφανώς ανεπαρκής και
χρειάζεται ενίσχυση, µία λεπτοµερής αποτίµηση αποτελεί απαραίτητο πρώτο στάδιο ενός
καλού ανασχεδιασµού (δηλ. µιας καλής µελέτης της ενίσχυσης), γιατί µέσω αυτής
εντοπίζονται τα πλέον τρωτά σηµεία και τµήµατα της κατασκευής και καθοδηγείται ο
µελετητής στην επιλογή του είδους και της έκτασης της ενίσχυσης.
«Ενίσχυση» είναι η αναβάθµιση της αντοχής της κατασκευής σε εξωτερικές δράσεις
(στη συγκεκριµένη περίπτωση σεισµό), σε σύγκριση µε το επίπεδο του αρχικού
σχεδιασµού της. Υφιστάµενες κατασκευές που ενδεχόµενα θα εµφανίσουν σεισµικές
βλάβες ή και φθορές από το χρόνο, είναι πολύ πιθανόν να είναι εντελώς ανεπαρκείς από
απόψεως αντισεισµικού σχεδιασµού σύµφωνα µε τις σηµερινές αντιλήψεις, γνώσεις και
απαιτήσεις ασφαλείας. Έτσι, κατά κανόνα η επισκευή συνοδεύεται και από σεισµική
ενίσχυση.
Τέλος, «Μη-Κανονικότητα σε Κάτοψη» είναι ένας γενικός όρος που περιγράφει
2
καταστάσεις κατά τις οποίες η µόρφωση ενός στατικού φορέα εµπεριέχει διάφορες
ανοµοιοµορφίες (που οι νέοι κανονισµοί αποθαρρύνουν ή βάζουν όρια στην έκτασή τους)
οι οποίες γενικά επηρεάζουν δυσµενώς την συµπεριφορά του. Τέτοιες ανοµοιοµορφίες
µπορεί να είναι η ανοµοιόµορφη κατανοµή της δυσκαµψίας ή / και της µάζας σε κάτοψη,
µεγάλες µεταβολές στη δυσκαµψία ή / και τη µάζα καθ’ ύψος, η µη-κανονική κάτοψη
(κάτοψη σχήµατος «Γ»,«Π» κλπ. χωρίς αρµούς), η έλλειψη πλαισίων δυσκαµψίας κατά τη
µια ή και τις δύο κύριες διευθύνσεις του κτιρίου, κοκ.
1.2 ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΤΡΩΤΟΤΗΤΑ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ∆Α
1.2.1 Οι προ του 1984 κατασκευές
Ο αντισεισµικός σχεδιασµός εισήχθη στην Ελλάδα για πρώτη φορά µαζί µε τον
πρώτο Αντισεισµικό Κανονισµό το 1959. Προ του 1959 είχε αναπτυχθεί σε ορισµένες
πολύ σεισµικές περιοχές της χώρας, όπως τα Επτάνησα, κάποια εµπειρική παράδοση
Αντισεισµικής Τεχνολογίας και ορισµένοι τουλάχιστον τύποι κατασκευών
χαρακτηρίζονταν από κάποια στοιχεία αντισεισµικής προστασίας. Από την άλλη πλευρά, η
θέσπιση Αντισεισµικού Κανονισµού το 1959 δεν σήµαινε ότι οι κατασκευές που
σχεδιάσθηκαν µ' αυτόν, ιδίως οι πολυώροφες από οπλισµένο σκυρόδεµα, διέθεταν
ικανοποιητική αντοχή σε σεισµό. Το βασικό νέο στοιχείο που εισήγαγε στο σχεδιασµό των
κατασκευών οπλισµένου σκυροδέµατος ο Αντισεισµικός Κανονισµός του 1959 ήταν η
απαίτηση υπολογισµού και διαστασιολόγησης για οριζόντιες δυνάµεις ανάλογες των
µαζών της κατασκευής και ο καθορισµός του µεγέθους των δυνάµεων αυτών ανάλογα µε
τη θεωρούµενη σεισµικότητα της περιοχής και τον τύπο του εδάφους. Για τη
∆ιαστασιολόγηση του Οπλισµένου Σκυροδέµατος παρέµεινε σε ισχύ ο Κανονισµός του
1954, ο οποίος ήταν απλή µετάφραση του αντίστοιχου Γερµανικού του 1936 και δεν
περιελάµβανε διατάξεις για κατασκευαστική διαµόρφωση και λεπτοµέρειες όπλισης
µελών µε στόχο την τοπική πλαστιµότητα. Ο Κανονισµός αυτός δηλαδή ήταν
προσανατολισµένος αποκλειστικά σχεδόν σε κατασκευές που καλούνται να αναλάβουν
µόνο κατακόρυφα φορτία.
Η ίδια αντίληψη, αυτή της ανάληψης µόνο των κατακόρυφων φορτίων, κυριαρχούσε
και στη µόρφωση του δοµικού συστήµατος. Ως αποτέλεσµα τα κτίρια οπλισµένου
σκυροδέµατος πολύ σπάνια διέθεταν ένα σαφώς ορισµένο δοµικό σύστηµα ανάληψης των
3
οριζοντίων δυνάµεων και στις δύο οριζόντιες διευθύνσεις. Αντίθετα συχνά
χαρακτηρίζονταν από όπλιση των πλακών µόνο στη µία οριζόντια διεύθυνση και στήριξή
τους σε δοκούς παράλληλες στην άλλη διεύθυνση, µε αποτέλεσµα το κτίριο να διαθέτει
σαφές πλαισιακό σύστηµα µόνο στη µία διεύθυνση ενώ στην άλλη τα υποστυλώµατά του
να λειτουργούν ουσιαστικά σαν κατακόρυφοι πρόβολοι. Πολύ συχνά επίσης η θέση των
δοκών και των υποστυλωµάτων καθοριζόταν απόλυτα από την αρχιτεκτονική διάταξη, µε
αποτέλεσµα το δοµικό σύστηµα να κυριαρχείται από έµµεσες στηρίξεις δοκών επί άλλων
δοκών και να χαρακτηρίζεται από σχεδόν πλήρη απουσία πλήρων πλαισίων.
∆οµικά συστήµατα µε τα παραπάνω χαρακτηριστικά µπορεί να είναι επαρκή για τη
µεταφορά των κατακόρυφων φορτίων στο έδαφος, έχουν όµως προβληµατική σεισµική
συµπεριφορά και απαιτούν αρκετά προσεκτική και αξιόπιστη µαθηµατική προσοµοίωση
και χρήση µεθόδων (κατά προτίµηση δυναµικής) ανάλυσης κατασκευών στο χώρο µε Η/Υ.
Ελλείψει όµως κατάλληλων υπολογιστικών µεθόδων και εργαλείων, είχε επικρατήσει τότε
στην Ελληνική µελετητική πρακτική ένας προσεγγιστικός τρόπος υπολογισµού της
σεισµικής έντασης στα µέλη του δοµικού συστήµατος (ανάλογα µε τις ελαστικές
δυσκαµψίες τους, θεωρώντας τα πακτωµένα στις στάθµες των ορόφων), ο οποίος
οδηγούσε σε λανθασµένη εκτίµηση της κατανοµής της σεισµικής τέµνουσας ορόφου στα
µέλη, υποεκτιµώντας ή υπερεκτιµώντας την κατά περίπτωση.
Οι επιπτώσεις των αστοχιών του προσοµοιώµατος και του τρόπου ανάλυσης που
χρησιµοποιούνταν για τον αντισεισµικό σχεδιασµό κτιρίων οπλισµένου σκυροδέµατος
µετά το 1959 θα µειωνόταν ουσιαστικά αν τα µέλη διέθεταν µεγάλη τοπική πλαστιµότητα,
που θα επέτρεπε την ανακατανοµή της σεισµικής έντασης από τα περισσότερο
βεβαρηµένα σηµεία στα λιγότερο. Όµως τα κτίρια που σχεδιάσθηκαν και
κατασκευάσθηκαν µε τον Κανονισµό του 1959 εκτιµάται ότι διαθέτουν τοπική
πλαστιµότητα που ισοδυναµεί περίπου µε συντελεστή συµπεριφοράς µεταξύ 1.5 και 2.0.
Το συµπέρασµα είναι ότι, εκτός αν διαθέτουν σηµαντικές υπεραντοχές, π.χ. λόγω καλής
ποιότητας τοιχοπληρώσεων µε πυκνή και κανονική διάταξη σε κάτοψη και χωρίς πολλά
και µεγάλα ανοίγµατα, τα κτίρια Οπλισµένου Σκυροδέµατος που σχεδιάσθηκαν µε τον
Αντισεισµικό Κανονισµό του 1959 χαρακτηρίζονται από υψηλή σεισµική τρωτότητα.
1.2.2 Οι µετά το 1984 κατασκευές
Η αναθεώρηση του Αντισεισµικού Κανονισµού µε τις Πρόσθετες ∆ιατάξεις του
4
1984 οδήγησε σε ουσιαστική αναβάθµιση της αντισεισµικής προστασίας. Οι Πρόσθετες
∆ιατάξεις εισήγαγαν για πρώτη φορά όλα σχεδόν τα κύρια χαρακτηριστικά των
σύγχρονων Κανονισµών, όπως τον Ικανοτικό Σχεδιασµό υποστυλωµάτων σε κάµψη, την
κατασκευαστική διαµόρφωση και τις λεπτοµέρειες όπλισης µελών για λόγους τοπικής
πλαστιµότητας, τον έλεγχο των βλαβών στον οργανισµό πλήρωσης και τον υπολογισµό
των επιρροών 2ας τάξεως, κλπ. Επιπλέον, σε συνδυασµό και µε την είσοδο στην
καθηµερινή µελετητική πρακτική του Η/Υ και των προγραµµάτων (στατικής) ανάλυσης
στο χώρο, έθεσαν τέρµα στο πρόβληµα της ανεπαρκούς προσοµοίωσης και των
προσεγγιστικών µεθόδων ανάλυσης πολυωρόφων κτιρίων για τη σεισµική δράση. Οι
αλλαγές αυτές ήλθαν σε µία χρονική στιγµή που η κοινότητα των Πολιτικών Μηχανικών,
αλλά και ο µέσος πολίτης στη χώρα, είχαν αναπτύξει αυξηµένη συναίσθηση της
σοβαρότητας του σεισµικού κινδύνου. Ως τελικό αποτέλεσµα, η σεισµική τρωτότητα των
κτιρίων Οπλισµένου Σκυροδέµατος που σχεδιάσθηκαν και κατασκευάσθηκαν µετά το
1984 είναι, κατά µέσο όρο, πολύ µικρότερη.
Το 1995, η ριζική αναθεώρηση του Αντισεισµικού Κανονισµού και του Κανονισµού
για τη Μελέτη και Κατασκευή Έργων από Σκυρόδεµα, επέφεραν µία εξαιρετική βελτίωση
της αντισεισµικής προστασίας και ασφάλειας που προσφέρουν οι κατασκευές Οπλισµένου
Σκυροδέµατος. Παρά τις κάποιες ελλείψεις τους (που οδήγησαν στις αναθεωρήσεις του
1999-2000), οι Κανονισµοί του 1995 ανταποκρίνονταν για πρώτη φορά πλήρως στα
διεθνή πρότυπα και στο σύγχρονο επίπεδο της γνώσης. Βεβαίως η βελτίωση της
ασφάλειας µε τους Κανονισµούς του 1995 συνοδεύεται από σηµαντική αύξηση του
κόστους του δοµικού συστήµατος. Όµως τόσο το αυξηµένο κόστος, όσο και το αυξηµένο
επίπεδο ασφάλειας που παρέχεται στους χρήστες των έργων και στην περιουσία τους
(ιδιωτική ή δηµόσια), είναι πλέον συµβατά µε το κατά κεφαλήν εισόδηµα, το βιοτικό
επίπεδο αλλά και τη (χρηµατική) αξία της ανθρώπινης ζωής στη χώρα µας.
1.2.3 Συµπέρασµα
Από την παραπάνω αναδροµή προκύπτει το συµπέρασµα πως δεδοµένου ότι ένα
πολύ µεγάλο ποσοστό του οικιστικού πλούτου της χώρας έχει κτισθεί πριν το 1985, ο
βασικός σεισµικός κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή και για τις περιουσίες στην Ελλάδα
προέρχεται από τα κτίρια αυτά. Ο σεισµός του Αιγίου το 1995, που ήταν ο πρώτος ισχυρός
σεισµός που έπληξε αστική περιοχή όπου συνυπήρχαν και οι τρεις γενιές κτιρίων,
5
επιβεβαίωσε το γεγονός αυτό: οι µετά το 1984 κατασκευές, είχαν, παρά το µεγαλύτερο
κατά µέσο όρο αριθµό ορόφων και τη συχνή διαµόρφωση του ισογείου σε Pilotis, πολύ
καλύτερη συµπεριφορά απ' αυτές του µεταξύ 1959 και 1984 διαστήµατος, οι οποίες, µε τη
σειρά τους, συµπεριφέρθηκαν κάπως καλύτερα από τις προ του 1959. Όµως παρά το
γεγονός ότι ο σεισµικός κίνδυνος προέρχεται από τις παλαιότερες κατασκευές, που έγιναν
είτε χωρίς, είτε µε στοιχειώδη αντισεισµικό σχεδιασµό, η έµφαση της Αντισεισµικής
Τεχνολογίας στη χώρα µας εξακολουθεί να εστιάζεται στις σηµερινές και τις µελλοντικές
νέες κατασκευές.
Η κατάσταση, από απόψεως προέλευσης του σεισµικού κινδύνου, είναι παρόµοια
παγκοσµίως: Μέχρι τη δεκαετία του '50 για την Αµερική ή του '60 για την Ευρώπη, δεν
είχαν θεσµοθετηθεί διατάξεις αντισεισµικού σχεδιασµού στους κανονισµούς και οι
κατασκευές όφειλαν την τυχόν αντοχή τους σε οριζόντιες δράσεις στον ενδεχόµενο
σχεδιασµό τους έναντι ανέµου. ∆ιατάξεις που ανταποκρίνονται στις σηµερινές αντιλήψεις
και απαιτήσεις για τον αντισεισµικό σχεδιασµό εµφανίσθηκαν ουσιαστικά για πρώτη φορά
στα µέσα της δεκαετίας του '70 στις ΗΠΑ ή του '80 στην Ευρώπη. Έτσι λοιπόν παντού οι
παλαιότερες κατασκευές, που κατασκευάσθηκαν χωρίς αντισεισµικό σχεδιασµό ή
σύµφωνα µε κανονισµούς εντελώς ανεπαρκείς για τα σηµερινά δεδοµένα, αποτελούν την
κύρια πηγή του σεισµικού κινδύνου.
1.3 ΟΙ ∆ΥΣΧΕΡΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ
ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ
Παρά το γεγονός ότι σε όλες τις σεισµικές περιοχές του κόσµου ο σεισµικός
κίνδυνος προέρχεται κυρίως από παλαιότερες κατασκευές, η έρευνα και η εκπαίδευση
στην Αντισεισµική Τεχνολογία, καθώς και το σύνολο σχεδόν της δραστηριότητας σε
εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο για σύνταξη σχετικών κανονισµών και προδιαγραφών
εξακολουθεί να επικεντρώνεται στις νέες κατασκευές. Σε εθνικό επίπεδο το συνολικό
κόστος της ενίσχυσης των παλαιοτέρων κατασκευών που κρίνονται επικίνδυνες είναι τόσο
µεγάλο σε σύγκριση µε το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν µιας σεισµογενούς χώρας όπως η
Ελλάδα, που η Πολιτεία προτιµά να αγνοεί το πρόβληµα, περιµένοντας ουσιαστικά ότι
αυτό θα λυθεί χάρη στη φυσική φθορά των κατασκευών. Η στάση αυτή µπορεί να είναι
βέλτιστη από κοινωνικό-οικονοµική άποψη εάν η µέση περίοδος επανάληψης µετρίων έως
ισχυρών σεισµών είναι µικρότερη από την αναµενόµενη αποµένουσα διάρκεια ζωής των
6
παλαιών κατασκευών.
Οι λόγοι για τους οποίους η Πολιτεία αλλά και ο µέσος πολίτης προτιµούν να
παραβλέπουν το πρόβληµα είναι πολλοί, µε κύριο την απροθυµία ή αδυναµία του µέσου
ιδιώτη και ιδιοκτήτη να καταβάλει το οικονοµικό αντίτιµο της αυξηµένης ασφαλείας. Το
πρόβληµα του κόστους αυτού είναι δυσεπίλυτο και ενδεχοµένως ευαίσθητο από πολιτική
άποψη καθώς αν τεθεί ανοικτά το θέµα της ανεπαρκούς ασφάλειας των παλαιοτέρων
κατασκευών, ο µεν µέσος πολίτης θα απαιτεί από την Πολιτεία να αναλάβει µεγάλο µέρος
του οικονοµικού κόστους της λύσης του καθόσον αυτή είχε θεσµοθετήσει τους
Κανονισµούς µε τους οποίους οι κατασκευές αυτές είχαν κριθεί στο παρελθόν σαν
ασφαλείς, η δε Πολιτεία δεν θα είναι σε θέση να το αναλάβει. Χαρακτηριστικό είναι ότι
ενώ σ' ένα νέο κτίριο το πρόσθετο κόστος της σεισµικής ασφάλειας είναι σχεδόν αµελητέο
σε σύγκριση µε το συνολικό (5% το πολύ), το συνολικό κόστος της ενίσχυσης µιας
υφιστάµενης κατασκευής, άµεσο (κόστος µελέτης, υλικών και εργασιών) και έµµεσο
(οικονοµικές επιπτώσεις της διακοπής χρήσης της κατασκευής), είναι τόσο µεγάλο, που
ενδέχεται η καθαίρεση και η ανακατασκευή να είναι οικονοµικότερη από την ενίσχυση.
Για τους λόγους αυτούς δεν συνηθίζεται, υπό κανονικές συνθήκες, η σεισµική
ενίσχυση παλαιοτέρων κατασκευών, εκτός αν αυτές έχουν µεγάλη σπουδαιότητα (όπως
κτίρια νοσοκοµείων, σχολείων, ή δηµόσια κτίρια που χρειάζεται να λειτουργούν πλήρως
κατά τη διάρκεια και µετά το σεισµό, κλπ.). Έτσι κατά κανόνα τη σεισµική ενίσχυση
έρχεται να προκαλέσει ένα έκτακτο γεγονός, όπως η αλλαγή και αναβάθµιση χρήσης (η
οποία, ούτως ή άλλως επιβάλλει διακοπή της λειτουργίας) ή, συνήθως για την Ελλάδα,
ένας ισχυρός σεισµός που προκαλεί βλάβες που χρειάζεται να επισκευασθούν.
Πέρα από τους ανωτέρω οικονοµικοπολιτικούς λόγους που αποθαρρύνουν την
ενίσχυση παλαιοτέρων κατασκευών, υπάρχουν και αντικίνητρα καθαρά τεχνικής φύσης.
Κατ’ αρχήν, η σεισµική αποτίµηση και ενίσχυση υφισταµένων κατασκευών είναι πολύ
δυσκολότερο τεχνικό πρόβληµα από τον αντισεισµικό σχεδιασµό νέων κατασκευών.
∆εύτερον, η διεθνής επιστηµονική κοινότητα της Αντισεισµικής Τεχνολογίας άρχισε να
ασχολείται µε το πρόβληµα των υφισταµένων κατασκευών πολύ πιο πρόσφατα απ' ότι µ'
αυτό του σχεδιασµού νέων, και έτσι δεν έχει µπορέσει ακόµη να αναπτύξει ευρέως
αποδεκτούς σχετικούς κανόνες και Κανονισµούς. Αυτά τα τεχνικής φύσεως προβλήµατα
είναι περισσότερο έντονα για τις κατασκευές Οπλισµένου Σκυροδέµατος, οι οποίες
χαρακτηρίζονται από µεγαλύτερη ποικιλία στις µορφές, τη δοµική γεωµετρία και τον
τρόπο συµπεριφοράς και αστοχίας σε σεισµό. Επιπλέον η σχετικά σύντοµη ιστορία των
7
κατασκευών Οπλισµένου Σκυροδέµατος και η συνεχής εξέλιξη των Κανονισµών για το
Σχεδιασµό τους, δεν έχουν επιτρέψει τη συγκέντρωση επαρκούς εµπειρίας για τη
συµπεριφορά αυτού του τύπου των κατασκευών σε πραγµατικούς σεισµούς, όπως µάλιστα
αυτή επηρεάζεται από τον τρόπο αντισεισµικού σχεδιασµού τους.
Επιπλέον, ακόµη και σε εθνικό επίπεδο δεν υπάρχει ευρεία συµφωνία της τεχνικής
και επιστηµονικής κοινότητας της Αντισεισµικής Τεχνολογίας για την ακολουθητέα
διαδικασία και τρόπο σεισµικής αποτίµησης υφισταµένων κατασκευών. Χαρακτηριστικό
είναι το γεγονός ότι, παρόλο που έχει προταθεί µέχρι σήµερα πληθώρα διαδικασιών
σεισµικής αποτίµησης υφισταµένων κατασκευών οπλισµένου σκυροδέµατος, (ATC 1987,
1988, 1996, 2000, BSSC 1992b, New Zealand Nat. Auth. Εarthq. Eng. 1996), ο πρώτος
επίσηµα θεσµοθετηµένος κανονισµός για τη σεισµική αποτίµηση υφισταµένων κτιρίων
οπλισµένου σκυροδέµατος, εθνικός ή υπερεθνικός, είναι ο Ευρωκώδικας 8 (CEN, 2005).
Τα πράγµατα είναι σε ακόµη πιο πρώιµο στάδιο όσον αφορά στη σεισµική ενίσχυση
κατασκευών οπλισµένου σκυροδέµατος, καθότι, παρόλο που το σηµερινό επίπεδο
γνώσεων και εµπειρίας για τις τεχνικές επισκευής και ενίσχυσης είναι ικανοποιητικό, δεν
υφίστανται ακόµη ευρέως αποδεκτά ή θεσµοθετηµένα κριτήρια για τη µελέτη της
ενίσχυσης. Είναι χαρακτηριστικό το ότι και τα πιο έγκυρα και επίσηµα σχετικά κείµενα
(ATC 1996, ATC 1997a, b, c, BSSC 1992a, CEN 1996, 2005, UNIDO 1983) συµφωνούν
µεταξύ τους ως προς τις τεχνικές ενίσχυσης αλλά διαφοροποιούνται ριζικά ως προς τα
κριτήρια ανασχεδιασµού, ακόµα και µέσα στα ίδια εθνικά πλαίσια (ATC 1996, ATC
1997a, b, c). Η πρακτική επίπτωση της έλλειψης κριτηρίων για τον ανασχεδιασµό είναι ότι
αυτή λειτουργεί είτε ως αντικίνητρο για την ανάληψη από το Μηχανικό ενός έργου
ανασχεδιασµού, είτε, εάν την αναλάβει, αυξάνει το µέσο κόστος των σεισµικών
ενισχύσεων, καθότι ο Μηχανικός, µη έχοντας τη νοµική και ουσιαστική κάλυψη που
παρέχουν τα θεσµοθετηµένα ή ευρέως αποδεκτά κριτήρια, υιοθετεί πιο συντηρητικά
κριτήρια που οδηγούν σε λιγότερο οικονοµικές λύσεις. Το έλλειψη αυτή έρχεται να
καλύψει στην Ελλάδα ο υπό σύνταξη Κανονισµός Επεµβάσεων (ΚΑΝΕΠΕ), που
συντάχθηκε ως σχέδιο από τον ΟΑΣΠ το 2003 και προβλέπεται να πάρει την τελική
µορφή του µεταξύ 2005-2006.
8
1.4 ΜΗ-ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΣΕ ΚΑΤΟΨΗ ΚΤΙΡΙΑ
Η έλλειψη συµµετρίας και οµοιοµορφίας στη διάταξη των φερόντων στοιχείων σε
κάτοψη («µη κανονικότητα» σε κάτοψη) αποτελεί τον κανόνα στα υφιστάµενα κτίρια του
Ελληνικού χώρου, θεωρείται δε ότι έχει συµβάλλει σηµαντικά - µε τη στρεπτική περί
κατακόρυφο άξονα απόκριση που προκαλεί - σε καταρρεύσεις και βαριές βλάβες σε
πρόσφατους και παλαιότερους σεισµούς. Οι σηµερινοί Αντισεισµικοί Κανονισµοί, στην
Ελλάδα και διεθνώς, δεν αντιµετωπίζουν επαρκώς το πρόβληµα της µη-κανονικότητας και
της στρέψης, ακόµα και για τα νέα κτίρια – τα οποία όµως χαρακτηρίζονται από
µεγαλύτερη κανονικότητα. Οι σχετικές διατάξεις τους βασίζονται σε ελαστικές θεωρήσεις
απλών προσοµοιωµάτων ή είναι εµπειρικές. Οι συνήθεις µέθοδοι ανάλυσης κατά τους
Κανονισµούς που συνδυάζουν α) ελαστική ανάλυση (ισοδύναµη στατική ή δυναµική
φασµατική), µε διαστασιολόγηση µελών για τις σεισµικές δράσεις σχεδιασµού µειωµένες
µέσω του συντελεστή συµπεριφοράς q και β) συνολική και τοπική πλαστιµότητα (που
επιτυγχάνεται µε τη χρήση ικανοτικού σχεδιασµού και κατασκευαστικών λεπτοµερειών
µελών), είναι προσανατολισµένες κυρίως στα καινούρια κτίρια. Η επέκταση αυτής της
προσέγγισης στο σχεδιασµό µη-κανονικών κτιρίων δεν έχει γίνει ακόµη επαρκώς κοινά
αποδεκτή.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι διατάξεις των ∆ιεθνών Κανονισµών (όπως ο
Ευρωκώδικας 8, οι Αµερικανικοί UBC 1997, SEAOC 1999, NEHRP 1997, ο Ιαπωνικός
Κανονισµός του 1981, ο Εθνικός Κανονισµός του Καναδά του 1995 και ο Μεξικάνικος
Οµοσπονδιακός Κανονισµός του 1997) για την φυσική και τυχηµατική εκκεντρότητα
αποκλίνουν κατά πολύ. Οι νέες διατάξεις του Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3 περιορίζονται
στην θέσπιση κριτηρίων για την κανονικότητα σε κάτοψη, τα οποία προσδιορίζουν τον
τύπο της και του προσοµοιώµατος που θα χρησιµοποιηθεί (2D ή 3D), και επί πλέον µία
τυχηµατική εκκεντρότητα, η οποία δεν επηρεάζεται από τη µη-κανονικότητα. Ο Ιαπωνικός
Κανονισµός εφαρµόζει µια εµπειρική µεγέθυνση των αποτελεσµάτων της ελαστικής
ανάλυσης, η οποία εξαρτάται από το µέγεθος της (φυσικής) εκκεντρότητας ανάµεσα στο
κέντρο µάζας και το κέντρο δυσκαµψίας κάθε στάθµης. Οι Αµερικανικοί Κανονισµοί
εφαρµόζουν µια εµπειρική µεγέθυνση της τυχηµατικής εκκεντρότητας στην περίπτωση
µεγάλης φυσικής εκκεντρότητας (παρά το γεγονός ότι η τυχηµατική εκκεντρότητα έχει
ευδιάκριτη επιρροή µόνο σε κανονικές και συµµετρικές κατασκευές). Οι Καναδικοί και
Μεξικάνικοι Κανονισµοί τέλος αυξάνουν ή µειώνουν κατά 50% τις επιδράσεις της
9
φυσικής εκκεντρότητας, ανάλογα µε το αν αυτές είναι ευµενείς ή δυσµενείς, λαµβάνοντας
έτσι εµπειρικά υπόψη την ανελαστική µεγέθυνση των επιδράσεων που προκαλεί η στρέψη.
Το πρόβληµα έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, και δεδοµένου ότι οι σχετικές Κανονιστικές
διατάξεις δεν διαθέτουν ξεκάθαρο τεχνικό υπόβαθρο και σκεπτικό, έχει προσελκύσει το
ενδιαφέρον των ερευνητών τα τελευταία 25 χρόνια. Η διεθνής βιβλιογραφία είναι πλούσια
σε αναλυτικές και αριθµητικές µελέτες της συζευγµένης (µεταφορικής και στρεπτικής)
δυναµικής απόκρισης απλών (συνήθως µονώροφων) προσοµοιωµάτων εύστρεπτων
συστηµάτων (Bozorgnia & Tso 1986, Chopra & De la Liera 1998, Correnza & Hutchinson
1994, De la Liera & Chopra 1995, De Stefano & Rutenberg 1999, De-La-Colina 1999,
Goel & Chopra 1991, 1993, Harasimowicz & Goel 1998, Humar & Kumar 1999, Irvine &
Kountouris 1979, Jiang et al. 1996, Kan & Chopra 1981, Riddell & Santa-Maria 1999,
Wong & Tso 1995, Yoon & Stafford Smith 1995). Η έµφαση των εργασιών αυτών
εστιάζεται α) στην ελαστική δυναµική στρεπτική απόκριση και την ανάπτυξη ισοδύναµων-
στατικών στρεπτικών Κανονιστικών διαδικασιών οι οποίες αναπαράγουν επαρκώς τα
κύρια χαρακτηριστικά της, και β) στην ασφάλεια (ή την έλλειψή της) που προσφέρουν οι
διαρκώς µεταβαλλόµενες διατάξεις για τη στρέψη των Αντισεισµικών Κανονισµών. Παρά
το µεγάλο όγκο της δουλειάς των ερευνητών, και την κατά κανόνα υψηλή ποιότητα της, οι
αναλυτικές αυτές µελέτες είναι, προς το παρόν, ατελέσφορες. Η κύρια αιτία είναι ότι
χρησιµοποιούν διαφορετικά µεταξύ τους αναλυτικά προσοµοιώµατα, και ασχολούνται µε
διάφορα (συνήθως απλουστευτικά) δοµικά συστήµατα. Χαρακτηριστικό σηµείο είναι οι
διάφορες θεωρήσεις σχετικά µε το σηµείο από το οποίο µετριέται η εκκεντρότητα της
µάζας (κέντρο δυσκαµψίας, κέντρο στροφής, κέντρο αντοχής κλπ.). Επιπλέον, πολλές από
τις βασικές παραδοχές που γίνονται δεν έχουν σχέση µε την πραγµατικότητα. Για
παράδειγµα, οι περισσότερες από τις µελέτες αυτές θεωρούν την ελαστική δυσκαµψία και
την κατανοµή της στην κατασκευή σταθερή. Στην πραγµατικότητα όµως, τόσο στα κτίρια
οπλισµένου σκυροδέµατος όσο και στα µεταλλικά, η ελαστική δυσκαµψία είναι ανάλογη
της αντοχής και εποµένως µεταβολές της κατανοµής της αντοχής επηρεάζουν και την
στατική ή φυσική εκκεντρότητα. Μια άλλη πηγή παρεξήγησης είναι η υιοθέτηση της
απαίτησης πλαστιµότητας µέλους ως κριτήριο για την εκτίµηση της αποτελεσµατικότητας
των Κανονιστικών διατάξεων για τη στρέψη. Το κριτήριο αυτό, σε συνδυασµό µε την
(λανθασµένη) θεώρηση ότι η δυσκαµψία είναι ανεξάρτητη της αντοχής, έχει οδηγήσει
στην κοινώς επικρατούσα αντίληψη ότι είναι η «δύσκαµπτη» πλευρά της κάτοψης που
υποφέρει περισσότερο από την ανελαστική στρέψη, και δεν καλύπτεται µε ασφάλεια από
10
τις τρέχουσες Κανονιστικές διατάξεις (κυρίως αυτές του Ευρωκώδικα 8). Αντίθετα,
πρόσφατη έρευνα (Σταθόπουλος 2001, Σταθόπουλος και Αναγνωστόπουλος 2001,
Stathopoulos & Anagnostopoulos 2004) έδειξε ότι τα απλοποιηµένα δοµικά
προσοµοιώµατα µη-κανονικών κατασκευών που έχουν χρησιµοποιηθεί για την ανάπτυξη
των περισσοτέρων Κανονιστικών διατάξεων για τη στρέψη (κυρίως προσοµοιώµατα
διατµητικού τύπου) δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση µε την πραγµατικότητα, και ότι οδηγούν
πράγµατι σε µεγαλύτερες απαιτήσεις παραµορφώσεων των µελών των «δύσκαµπτων»
πλευρών, ενώ µε χρήση πιο λεπτοµερών αναλυτικών προσοµοιωµάτων (συγκεντρωµένης
ανελαστικότητας) προκύπτει η πραγµατική κατάσταση, αυτή δηλαδή της κρισιµότητας
των «εύκαµπτων πλευρών», οι οποίες µε τους ισχύοντες κανονισµούς
υποδιαστασιολογούνται, σε αντίθεση µε τις «δύσκαµπτες» πλευρές.
Στην παρούσα διατριβή γίνεται αναλυτική / λογισµική µελέτη του προβλήµατος της
λόγω µη-κανονικότητας στρέψης πολυώροφων κτιρίων οπλισµένου σκυροδέµατος, µε
γεωµετρία χαρακτηριστική του Ελληνικού χώρου. Χρησιµοποιείται κυρίως µη-γραµµική
δυναµική ανάλυση στο χώρο, µε προσοµοίωση της συµπεριφοράς που λαµβάνει υπόψη τη
συσχέτιση αντοχής και δυσκαµψίας των µελών, που γενικά αγνοείται στην µέχρι σήµερα
έρευνα. Κριτήριο της συµπεριφοράς είναι το µέγεθος των απολύτων παραµορφώσεων των
µελών και όχι ο τοπικός δείκτης πλαστιµότητας που χρησιµοποιείται συνήθως. Έγινε
προσπάθεια να παραµετροποιηθεί η µη-κανονικότητα σε κάτοψη και να εξαχθούν γενικά
συµπεράσµατα για την επιρροή της στην τρωτότητα κτιρίων.
11
ΣΤΟΧΟΙ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΚΑΤΑ
ΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ
2.1 ΓΕΝΙΚΑ
Η αποτίµηση της σεισµικής φέρουσας ικανότητας και συµπεριφοράς υφισταµένων
κατασκευών βασίζεται στη σύγκριση ενός µεγέθους έντασης Sd που προκαλεί ο σεισµός
στο στατικό φορέα (ένα είδος “ζήτησης”) µε το αντίστοιχο µέγεθος αντοχής ή αντίστασης
Rd που διαθέτει ο στατικός φορέας έναντι της συγκεκριµένης “ζήτησης” (ως “ικανότητα”).
Αν η σεισµική ένταση (“ζήτηση”) Sd υπερβεί την αντίστοιχη αντίσταση (“ικανότητα”) Rd,
το συµπέρασµα της αποτίµησης είναι ότι υπάρχει ανεπάρκεια. Κατά κανόνα η σύγκριση
“ζήτησης” - “ικανότητας” γίνεται στη στάθµη των επιµέρους δοµικών µελών (δοκών,
υποστυλωµάτων, τοιχωµάτων), στα σηµεία όπου αυτά συνδέονται µε άλλα µέλη (άκρα
µέλους), ή και ενδιάµεσα των σηµείων αυτών, όπου είναι κρισιµότερο.
Στο πολύ άµεσο µέλλον το θεσµικό πλαίσιο για την αποτίµηση ή ενίσχυση
υφισταµένων κτιρίων στην Ελλάδα θα καθορίζεται από το Μέρος 3 του Ευρωκώδικα 8:
“Αποτίµηση και Ενίσχυση Κτιρίων” (στην τελική του µορφή ως Ευρωπαϊκό Πρότυπο), και
τον Κανονισµό Επεµβάσεων (ΚΑΝΕΠΕ), που συντάχθηκε ως σχέδιο από τον ΟΑΣΠ και
προβλέπεται να πάρει την τελική µορφή του µεταξύ 2005-2006.
Τόσο ο ΚΑΝΕΠΕ όσο και ο Ευρωκώδικας 8 – Μέρος 3 εισάγουν για την αποτίµηση
ή ενίσχυση υφισταµένων κτιρίων την έννοια των «στόχων αποτίµησης και ενίσχυσης». Οι
στόχοι αυτοί συνίστανται στην ικανοποίηση µίας ή περισσοτέρων από τρεις δυνατές
«στάθµες επιτελεστικότητας» (επιθυµητής συµπεριφοράς) υπό αντίστοιχους σεισµούς. Το
όλο πλαίσιο της αποτίµησης και ενίσχυσης κατά τον ΚΑΝΕΠΕ και τον Ευρωκώδικα 8 –
Μέρος 3 περιγράφεται στη συνέχεια του παρόντος Κεφαλαίου, ενώ στο Κεφάλαιο 3
δίνονται τα ποσοτικά εργαλεία που απαιτούνται για την εφαρµογή του (υπολογιστικό
εργαλείο και προσοµοιώµατα δυσκαµψίας και αντίστασης των µελών σε όρους δυνάµεων
ή παραµορφώσεων).
Η αντίσταση των µελών (“ικανότητα”) Rd καθώς και η σεισµική ένταση των µελών
(“ζήτηση”) Sd µπορούν να εκφραστούν είτε σε όρους δυνάµεων είτε σε όρους
παραµορφώσεων. Η αντίσταση Rd ποσοτικοποιείται µέσω σχέσεων που παρουσιάζονται
στο Κεφάλαιο 3, ενώ η ένταση Sd µέσω ανάλυσης. Οι επιτρεπόµενες κατά περίπτωση
µέθοδοι ανάλυσης για την αποτίµηση ή την ενίσχυση ενός κτιρίου εξαρτώνται από την
12
εκπλήρωση ορισµένων προϋποθέσεων κανονικότητας του κτιρίου καθώς και από τη
στάθµη αξιοπιστίας των διαθέσιµων δεδοµένων. Οι µέθοδοι ανάλυσης που προβλέπονται
είναι:
• Ελαστική (ισοδύναµη) στατική ανάλυση, υπό αυστηρές προϋποθέσεις
κανονικότητας του κτιρίου και ανεξαρτήτως της αξιοπιστίας των δεδοµένων,
• Ελαστική δυναµική ανάλυση, υπό κάπως λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις
κανονικότητας του κτιρίου, ανεξαρτήτως της αξιοπιστίας των δεδοµένων,
• Ανελαστική στατική ανάλυση, χωρίς σηµαντικές προϋποθέσεις κανονικότητας του
κτιρίου και µε τουλάχιστον επαρκή αξιοπιστία δεδοµένων, και
• Ανελαστική δυναµική ανάλυση (ανάλυση χρονοϊστορίας), χωρίς προϋποθέσεις
κανονικότητας του κτιρίου και µε ικανοποιητική αξιοπιστία δεδοµένων.
Συγκεκριµένα, κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, ελαστική ανάλυση δεν
επιτρέπεται εάν η µέγιστη τιµή του λόγου έντασης προς αντίσταση Sd / Rd σε όλο το κτίριο
είναι πάνω από 2.5 φορές την ελάχιστη (εξαίρεση oι θέσεις όπου Sd / Rd <1), ενώ κατά τον
ΚΑΝΕΠΕ η ελαστική ανάλυση δεν επιτρέπεται εάν η µέγιστη τιµή του λόγου Sd / Rd σε
όλο το κτίριο είναι πάνω από 2.5.
Επισηµαίνεται ότι τόσο ο ΚΑΝΕΠΕ όσο και ο Ευρωκώδικας 8 – Μέρος 3 οδηγούν
σε οικονοµικότερα συµπεράσµατα για την αποτίµηση ή την ενίσχυση υφισταµένων
κτιρίων όταν η ανάλυση είναι ανελαστική.
2.2 ΣΤΑΘΜΕΣ ΕΠΙΤΕΛΕΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ
Τόσο ο ΚΑΝΕΠΕ όσο και ο Ευρωκώδικας 8 – Μέρος 3, εισάγουν τρεις δυνατές
«στάθµες επιτελεστικότητας» (επιθυµητής συµπεριφοράς) υπό αντίστοιχους σεισµούς.
Κατά τον ΚΑΝΕΠΕ, για το φέροντα οργανισµό οι τρεις δυνατές «στάθµες
επιτελεστικότητας» είναι:
• Σχεδόν πλήρης λειτουργικότητα στο σεισµό,
• Η προστασία ζωής και περιουσίας των ενοίκων και
• Η αποφυγή οιονεί κατάρρευσης.
Σχεδόν πλήρης λειτουργικότητα κατά το σεισµό σηµαίνει ότι καµιά βασική
λειτουργία του κτιρίου δεν διακόπτεται κατά τη διάρκεια ή µετά τον αντίστοιχο σεισµό
(σπάνια εξαίρεση µπορεί να αποτελούν δευτερεύουσας σηµασίας λειτουργίες). Είναι
πιθανόν να παρουσιασθούν τριχοειδείς καµπτικές ρωγµές στο φέροντα οργανισµό.
13
Προστασία ζωής και περιουσίας των ενοίκων είναι µια κατάσταση κατά την οποία
από τον αντίστοιχο σεισµό αναµένεται να προκληθούν επισκευάσιµες βλάβες στο φέροντα
οργανισµό του κτιρίου, χωρίς όµως θάνατο ή τραυµατισµό ατόµων εξαιτίας των βλαβών
αυτών και χωρίς ουσιώδεις φθορές σε οικοσκευές ή αποθηκευµένο στο κτίριο υλικό.
Οιονεί κατάρρευση είναι µια κατάσταση κατά την οποία από τον αντίστοιχο σεισµό
αναµένεται να παρουσιασθούν εκτεταµένες και σοβαρές βλάβες (µη-επισκευάσιµες κατά
πλειονότητα) στο φέροντα οργανισµό, ο οποίος, ενώ έχει ακόµη την ικανότητα να φέρει τα
προβλεπόµενα κατακόρυφα φορτία (κατά, και για ένα διάστηµα µετά το σεισµό), δεν
διαθέτει άλλο ουσιαστικό περιθώριο ασφαλείας έναντι ολικής ή µερικής κατάρρευσης. ∆εν
αποκλείονται τραυµατισµοί λόγω πτώσης στοιχείων του δευτερεύοντος οργανισµού ή
αντικειµένων.
Κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3 οι τρεις δυνατές στάθµες επιτελεστικότητας
ονοµάζονται «Οριακές Καταστάσεις» και ορίζονται ως:
• Ο Περιορισµός βλαβών.
• Οι Σηµαντικές βλάβες.
• Η Οιονεί Κατάρρευση.
Περιορισµός βλαβών είναι η κατάσταση κατά την οποία ο φέρων οργανισµός του
κτιρίου εµφανίζει ελαφρές µόνο βλάβες, µε τα στοιχεία του να µην έχουν µπει σηµαντικά
στη µετελαστική περιοχή και να διατηρούν την αντοχή και τη δυσκαµψία τους. Οι
παραµένουσες παραµορφώσεις, κυρίως σε επίπεδο σχετικών µετακινήσεων ορόφων, είναι
ασήµαντες και ο φέρων οργανισµός δε χρειάζεται επισκευή. Τα µη-φέροντα στοιχεία
(όπως οι διαχωριστικοί τοίχοι) µπορεί να εµφανίζουν διάσπαρτη ρηγµάτωση, αλλά οι
βλάβες τους µπορούν να επισκευασθούν µε χαµηλό κόστος.
Οι σηµαντικές βλάβες είναι µια κατάσταση κατά την οποία από τον αντίστοιχο
σεισµό αναµένεται να προκληθούν σηµαντικές βλάβες στο φέροντα οργανισµό του
κτιρίου, ο οποίος όµως διατηρεί ένα σηµαντικό µέρος της δυσκαµψίας και αντοχής του
έναντι οριζοντίων δράσεων. Τα κατακόρυφα φέροντα στοιχεία είναι σε θέση να φέρουν τα
κατακόρυφα φορτία, οι παραµένουσες σχετικές µετακινήσεις ορόφων είναι µέτριες, ενώ τα
µή-φέροντα στοιχεία (διαχωριστικοί τοίχοι) έχουν βλάβες, αλλά δεν έχουν καταρρεύσει
εκτός επιπέδου. Το κτίριο µπορεί να αντέξει µετασεισµούς µετρίου µεγέθους αλλά
ενδέχεται η επισκευή του να είναι αντιοικονοµική.
Οιονεί κατάρρευση είναι µια κατάσταση κατά την οποία ο αντίστοιχος σεισµός
αφήνει το φέροντα οργανισµό µε βαριές βλάβες και µε µικρή παραµένουσα δυσκαµψία και
14
αντοχή έναντι οριζοντίων δράσεων, όµως µε ικανότητα να φέρει ακόµη τα προβλεπόµενα
κατακόρυφα φορτία. Οι παραµένουσες σχετικές µετακινήσεις ορόφων είναι µεγάλες, τα
µή-φέροντα στοιχεία έχουν στην πλειονότητά τους καταρρεύσει, ενώ το κτίριο δεν απέχει
πολύ από την κατάρρευση και κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι σε θέση να αντέξει άλλο
σεισµό, ακόµη και µετρίου µεγέθους.
2.3 ΣΤΟΧΟΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ Η ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ
Τόσο κατά τον ΚΑΝΕΠΕ όσο και κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, ο στόχος της
αποτίµησης ή της ενίσχυσης είναι ένας ή περισσότεροι συνδυασµοί στάθµης
επιτελεστικότητας και αντίστοιχης σεισµικής δράσης µε δεδοµένη πιθανότητα υπέρβασης
κατά τη συµβατική διάρκεια ζωής του κτιρίου. Οι στόχοι αποτίµησης και οι στόχοι
ενίσχυσης δεν είναι κατ’ ανάγκη ίδιοι (κατά τον ΚΑΝΕΠΕ οι στόχοι της ενίσχυσης µπορεί
να είναι υψηλότεροι από τους στόχους της αποτίµησης). Σύµφωνα µε τον ΚΑΝΕΠΕ
γίνεται γενικώς δεκτή µια ονοµαστική διάρκεια ζωής ίση µε το συµβατικό χρόνο ζωής των
50 ετών, ανεξαρτήτως της πραγµατικής υπολειπόµενης διάρκειας ζωής του κτιρίου. Οι
Ευρωκώδικες δίνουν ενδεικτική τιµή της διάρκειας λειτουργικής ζωής (για το σχεδιασµό
µη-µνηµειακών κτιρίων) ίση µε 50 χρόνια, ανεξαρτήτως σπουδαιότητας του κτιρίου. .
Κατά τον ΚΑΝΕΠΕ οι ελάχιστοι ανεκτοί στόχοι αποτίµησης ή ενίσχυσης
υφισταµένων κτιρίων ορίζονται κατά περίσταση από τη ∆ηµόσια Αρχή. Αν η ∆ηµόσια
Αρχή δεν ορίσει τέτοιους στόχους, ο ορισµός τους γίνεται από τον κύριο του έργου. Ο
κύριος του έργου ή η ∆ηµόσια Αρχή ορίζει και τον χρονικό ορίζοντα εντός του οποίου θα
εκτελεσθούν οι σχετικές επεµβάσεις, όπου απαιτηθούν. Κατά τον ΚΑΝΕΠΕ, κατά τον
ορισµό των στόχων αποτίµησης ή ενίσχυσης πρέπει να λαµβάνονται υπόψη ως κριτήρια
• Η κοινωνική σπουδαιότητα του κτιρίου
• Τα διαθέσιµα οικονοµικά µέσα κατά τη δεδοµένη περίοδο.
Ο ΚΑΝΕΠΕ συνιστά για την αποτίµηση ή την ενίσχυση του φέροντος οργανισµού
υφισταµένων κτιρίων συνήθους σπουδαιότητας την υιοθέτηση του στόχου «Προστασίας
ζωής» για σεισµική δράση µε πιθανότητα υπέρβασης στο συµβατικό χρόνο ζωής των 50
ετών είτε 50% (µέση περίοδο επαναφοράς 72 χρόνια) είτε 10% (µέση περίοδο επαναφοράς
475 χρόνια). Σηµειώνεται ότι οι σύγχρονοι Κανονισµοί, όπως ο ΕΑΚ2000, ουσιαστικώς
υιοθετούν για το σχεδιασµό νέων κτιρίων συνήθους σπουδαιότητας το στόχο «Προστασία
ζωής» για σεισµική δράση µε πιθανότητα υπέρβασης στο συµβατικό χρόνο ζωής των 50
ετών ίση µε 10% (µέση περίοδο επαναφοράς 475 χρόνια).
15
Για την αποτίµηση ή την ενίσχυση του Φέροντος οργανισµού υφισταµένων κτιρίων
υψηλής σπουδαιότητας ο ΚΑΝΕΠΕ συνιστά την υιοθέτηση δύο ταυτόχρονων στόχων:
• «Προστασία ζωής» για σεισµική δράση µε πιθανότητα υπέρβασης στο συµβατικό
χρόνο ζωής των 50 ετών 10% (µέση περίοδο επαναφοράς 475 χρόνια), και
• «Σχεδόν πλήρης λειτουργικότητα στο σεισµό» για σεισµική δράση µε πιθανότητα
υπέρβασης στο συµβατικό χρόνο ζωής των 50 ετών 50% (µέση περίοδο
επαναφοράς 72 χρόνια).
Επίσης ο ΚΑΝΕΠΕ ορίζει ότι η σεισµική δράση µε πιθανότητα υπέρβασης 10% στο
συµβατικό χρόνο ζωής των 50 ετών είναι αυτή του ΕΑΚ 2000, ενώ για πιθανότητα
υπέρβασης 50% στο χρόνο ζωής των 50 ετών λαµβάνεται υπόψη το 60% της σεισµικής
δράσης του ΕΑΚ 2000. Επιπλέον ορίζει ότι πρέπει να λαµβάνεται υπόψη και ο
συντελεστής σπουδαιότητας γI κατά ΕΑΚ 2000, για επέκταση της συµβατικής διάρκειας
ζωής πέραν των 50 ετών ή / και µείωση της πιθανότητας υπέρβασης στα 50 χρόνια.
Ο Ευρωκώδικας 8 – Μέρος 3 δίνει στα κράτη-µέλη την ελευθερία να επιλέξουν,
µέσω του Εθνικού Προσαρτήµατος που θα συντάξουν, τον ελάχιστο ανεκτό στόχο για την
αποτίµηση ή ενίσχυση υφισταµένων κτιρίων (δηλαδή το ποιες στάθµες επιτελεστικότητας
θα πρέπει να ικανοποιηθούν και για ποια σεισµική δράση). Στην πιθανή περίπτωση που το
κράτος-µέλος δε θα χρησιµοποιήσει αυτήν την ελευθερία µέσω του Εθνικού του
Προσαρτήµατος, ο ορισµός του στόχου αποτίµησης ή ενίσχυσης θα επαφίεται στον κύριο
του έργου, έτσι ώστε να γίνεται οικονοµικά προσιτή η ενίσχυση. Ο Ευρωκώδικας 8 –
Μέρος 3 αναφέρει απλώς σε Σηµείωση ότι για νέα κτίρια συνήθους σπουδαιότητας
θεωρούνται κατάλληλοι οι εξής στόχοι:
• «Περιορισµός βλαβών» για σεισµική δράση µε πιθανότητα υπέρβασης στο
συµβατικό χρόνο ζωής των 50 ετών 20% (µέση περίοδο επαναφοράς 225 χρόνια),
• «Σηµαντικές βλάβες» για σεισµική δράση µε πιθανότητα υπέρβασης στο
συµβατικό χρόνο ζωής των 50 ετών 10% (µέση περίοδο επαναφοράς 475 χρόνια),
• «Οιονεί Κατάρρευση» για σεισµική δράση µε πιθανότητα υπέρβασης στο
συµβατικό χρόνο ζωής των 50 ετών 2% (µέση περίοδο επαναφοράς 2475 χρόνια).
Επιπλέον ο Ευρωκώδικας 8 – Μέρος 3 τονίζει ότι δεν ορίζει ο ίδιος το πότε και µε
ποια κριτήρια και προϋποθέσεις θα απαιτείται η αποτίµηση ενός συγκεκριµένου
υφισταµένου κτιρίου, που µπορεί να οδηγήσει σε ενίσχυσή του. Αναφέρει ότι σε εθνικά
προγράµµατα για τη µείωση του σεισµικού κινδύνου µέσω σεισµικής αποτίµησης και
ενίσχυσης, µπορεί να γίνεται η διάκριση µεταξύ «παθητικών» και «ενεργών»
16
προγραµµάτων. Σε «παθητικά» προγράµµατα, η σεισµική αποτίµηση – που µπορεί να
οδηγήσει σε ενίσχυση – συσχετίζεται µε άλλα γεγονότα ή ενέργειες που αφορούν στη
συνεχή χρήση του κτιρίου, όπως µια αλλαγή χρήσης που οδηγεί σε αυξηµένο αριθµό
ενοίκων ή κατηγορία σπουδαιότητας, ανακαίνιση που θα αφορά σε έκταση ένα ελάχιστο
ποσοστό της επιφάνειας του κτιρίου ή σε κόστος ένα τουλάχιστον ποσοστό της αρχικής
αξίας του, επισκευή βλαβών λόγω σεισµού, κλπ. Στα «ενεργά» προγράµµατα µπορεί να
µπαίνουν προθεσµίες στους ιδιοκτήτες κτιρίων για να ολοκληρώσουν τη σεισµική
αποτίµηση και – αν προκύψει ότι απαιτείται ενίσχυση – και την ενίσχυση. Οι κατηγορίες
κτιρίων στις οποίες θα αφορούν τα «ενεργά» προγράµµατα σεισµικής αποτίµησης και
ενίσχυσης µπορεί να επιλέγονται µε βάση τη σεισµικότητα και την κατηγορία εδάφους, τη
σπουδαιότητα, το είδος χρήσης και την κατ’ αρχήν σεισµική τρωτότητα του κτιρίου (όπως
αυτή καθορίζεται από το είδος του υλικού και της κατασκευής, τον αριθµό ορόφων, την
ηλικία σε σχέση µε ορισµένες ηµεροµηνίες-σταθµούς εφαρµογής παλαιότερων
κανονισµών, κλπ.). Τέλος ο Ευρωκώδικας 8 – Μέρος 3 αναφέρει ότι η επιλογή των
Οριακών Καταστάσεων που θα ελεγχθούν, καθώς και της περιόδου επαναφοράς των
αντιστοίχων σεισµικών δράσεων, µπορεί να εξαρτάται από το είδος του προγράµµατος
σεισµικής αποτίµησης και ενίσχυσης. Οι σχετικές απαιτήσεις µπορεί να είναι χαλαρότερες
σε «ενεργά» προγράµµατα παρά σε «παθητικά». Επί παραδείγµατι, σε «παθητικά»
προγράµµατα που ενεργοποιούνται λόγω ανακαίνισης του κτιρίου, οι σχετικές απαιτήσεις
µπορεί να αυξάνονται µε την έκταση και το κόστος του έργου της ανακαίνισης.
Επισηµαίνεται ότι, παρόλο που δίνει στο κράτος-µέλος ή στον κύριο του έργου την
ελευθερία να επιλέξει το στόχο αποτίµησης ή ενίσχυσης (δηλαδή το ποιες στάθµες
επιτελεστικότητας θα ικανοποιηθούν για ποια σεισµική δράση), όπως και ο ΚΑΝΕΠΕ ο
Ευρωκώδικας 8 – Μέρος 3 ορίζει (µέσω παραποµπής) ότι ισχύουν οι Κατηγορίες
Σπουδαιότητας που ορίζει για νέα κτίρια ο Ευρωκώδικας 8 – Μέρος 1, καθώς και οι
σχετικοί συντελεστές σπουδαιότητας που πολλαπλασιάζουν τη σεισµική δράση.
Ο ΚΑΝΕΠΕ (όχι όµως και ο Ευρωκώδικας 8 – Μέρος 3) εισάγει επίσης «στάθµες
επιτελεστικότητας» για το Μη-Φέροντα οργανισµό υφισταµένων κτιρίων και συνιστά
στόχους για την αποτίµηση ή την ενίσχυσή του, χωρίς όµως να δίνει αντίστοιχα κριτήρια.
17
2.4 ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΤΑΘΜΩΝ ΕΠΙΤΕΛΕΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
2.4.1 Η ανίσωση ασφάλειας
Σύµφωνα µε τον ΚΑΝΕΠΕ και τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, τα κριτήρια ελέγχου
της κάθε στάθµης επιτελεστικότητας για την αποτίµηση ή την ενίσχυση υφισταµένων
κτιρίων έχουν τη µορφή της ανίσωσης ασφαλείας, η οποία έχει τη γενική µορφή που
προβλέπεται στον ΕΑΚ2000 και στον ΕΚΟΣ 2000:
Sd < Rd (2.1)
µε:
Sd = γSdSk (2.2)
Rd= (1/γRd)⋅R(Rk/γm) (2.3)
Στην εξ. (2.2) που αφορά στις δράσεις Sd (εντατικά ή παραµορφωσιακά µεγέθη), Sk
είναι η τιµή σχεδιασµού των δράσεων (σε όρους εντατικών ή παραµορφωσιακών µεγεθών)
για το σεισµικό συνδυασµό δράσεων:
ikidkk QEGS ,,2ψΣ+±= (2.4)
όπου Gk είναι οι µόνιµες δράσεις (χαρακτηριστική τιµή), Ed η σεισµική δράση που
επιλέγεται ως αντίστοιχη της υπόψη «στάθµης επιτελεστικότητας» (π.χ. ορίζοντας την
πιθανότητα υπέρβασης σε 50 χρόνια) και περιλαµβάνει το συντελεστή σπουδαιότητας γI,
Qk,i είναι η χαρακτηριστική τιµή της µεταβλητής δράσης i και ψ2,i η τιµή του συντελεστή
συνδυασµού για µακροχρόνια (“οιονεί µόνιµη”) τιµή της µεταβλητής δράσης i. Η
ποσότητα γSd είναι κατά τον ΚΑΝΕΠΕ (όχι όµως και τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3)
επιµέρους συντελεστής ασφαλείας που λαµβάνει υπόψη τις αυξηµένες (σε σχέση µε το
σχεδιασµό νέων κτιρίων) αβεβαιότητες των προσοµοιωµάτων µέσω των οποίων
εκτιµώνται οι συνέπειες των δράσεων. Όταν οι σεισµικές δράσεις αναλαµβάνονται σχεδόν
πλήρως από νέο φέροντα οργανισµό, λαµβάνεται γ =1.0. Όταν οι σεισµικές δράσεις
αναλαµβάνονται κυρίως απ΄ το υφιστάµενο φέροντα οργανισµό και δεν γίνονται Sd
18
παραµετρικές διερευνήσεις και έλεγχοι για να εκτιµηθεί η ενδεχόµενη ευαισθησία έναντι
µεταβαλλόµενων τιµών ορισµένων παραµέτρων, η τιµή του γSd ορίζεται από τον
ΚΑΝΕΠΕ ότι εξαρτάται από την σοβαρότητα και έκταση των βλαβών ή / και επεµβάσεων
(ανεξάρτητα από τη µέθοδο ανάλυσης), ως εξής:
• Χωρίς βλάβες ή επεµβάσεις: γSd =1.0
• Για ελαφρές και τοπικές βλάβες ή / και επεµβάσεις: γSd =1.1
• Για σοβαρές και εκτεταµένες βλάβες ή και επεµβάσεις: γSd =1.2
Στην εξ. (2.3) που αφορά στις αντίστοιχες προς τις δράσεις διαθέσιµες αντιστάσεις
Rd (εντατικά ή παραµορφωσιακά µεγέθη), Rk είναι οι αντιπροσωπευτικές τιµές ιδιοτήτων
υλικών που υπεισέρχονται στις αντιστάσεις και προσδιορίζονται ανάλογα µε την µέθοδο
ελέγχου και τον τύπο αστοχίας (εποµένως και από τη φύση του ελεγχόµενου κρίσιµου
µεγέθους). Για τα υφιστάµενα υλικά οι αντιπροσωπευτικές τιµές ιδιοτήτων Rk εξαρτώνται
και από την πληρότητα και αξιοπιστία των διαθέσιµων πληροφοριών. Για τα νέα υλικά οι
αντιπροσωπευτικές τιµές ιδιοτήτων εξαρτώνται και από τις εκτιµώµενες αποκλίσεις
οµοιοµορφίας κατά την εφαρµογή των επεµβάσεων. Εάν ο έλεγχος ασφαλείας γίνεται σε
όρους παραµορφωσιακών µεγεθών, οι αντιπροσωπευτικές τιµές ιδιοτήτων υλικών είναι οι
µέσες τιµές. Εάν ο έλεγχος ασφαλείας γίνεται σε όρους εντατικών µεγεθών, οι ιδιότητες
των προστιθέµενων υλικών αντιπροσωπεύονται µε τις χαρακτηριστικές τους τιµές κατά
τους Κανονισµούς, ενώ οι ιδιότητες υλικών των υφιστάµενων δοµικών στοιχείων
αντιπροσωπεύονται:
• Κατά τον ΚΑΝΕΠΕ µε τις µέσες τιµές τους µειωµένες κατά µία τυπική απόκλιση,
• Κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, µε τις µέσες τιµές τους διαιρεµένες (ή
πολλαπλασιασµένες, αν είναι δυσµενέστερο) µε διορθωτικό συντελεστή
αξιοπιστίας που εξαρτάται από την ποσότητα και αξιοπιστία των διαθέσιµων
στοιχείων και έχει συνιστώµενη τιµή:
o 1.0 αν τα διαθέσιµα στοιχεία για τα υλικά αντλούνται από δελτία παλαιών
δοκιµών και συµπληρώνονται για επιβεβαίωση µε 1 δείγµα ανά όροφο και
τύπο µέλους, ή αν προέρχονται από 3 δείγµατα ανά όροφο και τύπο µέλους
(πλήρης ή ικανοποιητική αξιοπιστία ή γνώση),
o 1.2 αν τα διαθέσιµα στοιχεία για τα υλικά αντλούνται από τις προδιαγραφές
της αρχικής µελέτης και συµπληρώνονται για επιβεβαίωση µε 1 δείγµα ανά
όροφο και τύπο µέλους, ή αν προέρχονται από 2 δείγµατα ανά όροφο και
τύπο µέλους (συνήθης ή επαρκής αξιοπιστία ή γνώση),
19
o 1.35 αν τα διαθέσιµα στοιχεία για τα υλικά προκύπτουν από υποθέσεις
χωρίς την αρχική µελέτη µε 1 δείγµα ανά όροφο και τύπο µέλους για
επιβεβαίωση (περιορισµένη ή ανεπαρκής αξιοπιστία ή γνώση).
Ο όρος γm της εξ. (2.3) αφορά στους επιµέρους συντελεστές ασφαλείας για τις
ιδιότητες των υλικών, µέσω των οποίων λαµβάνονται υπόψη οι ενδεχόµενες δυσµενείς
αποκλίσεις απ’ τις αντιπροσωπευτικές τιµές. Η τιµές τους εξαρτώνται και από τη µέθοδο
ελέγχου και τον τύπο αστοχίας (εποµένως και από τη φύση του ελεγχόµενου κρίσιµου
µεγέθους). Εάν ο έλεγχος ασφαλείας γίνεται σε όρους παραµορφωσιακών µεγεθών, οι
επιµέρους συντελεστές ασφαλείας για τις ιδιότητες υλικών λαµβάνονται ίσοι µε 1.0. Εάν ο
έλεγχος ασφαλείας γίνεται σε όρους εντατικών µεγεθών, οι επιµέρους συντελεστές
ασφαλείας για τις ιδιότητες υλικών λαµβάνονται ως εξής:
• Κατά τον ΚΑΝΕΠΕ:
o Για τα υλικά των υφιστάµενων δοµικών στοιχείων:
Αν ακολουθείται η πλήρης διαδικασία που προβλέπεται για τον
επανέλεγχο σκυροδέµατος και χάλυβα για «ικανοποιητική» στάθµη
αξιοπιστίας δεδοµένων, οι τιµές γm επιτρέπεται να λαµβάνονται
µειωµένες σε σχέση µε αυτές που ισχύουν για το σχεδιασµό νέων
κτιρίων:
• γc = 1.3
• γs = 1.05.
Aν υιοθετούνται οι τιµές της αρχικής µελέτης για τις αντοχές των
υλικών, µε τον ελάχιστο απαιτούµενο επανέλεγχο για «ανεκτή»
στάθµη αξιοπιστίας, οι τιµές γm θα λαµβάνονται τιµές ίδιες µε αυτές
που ισχύουν για το σχεδιασµό νέων κτιρίων:
• γc = 1.5
• γs = 1.15.
Aν δεν διατίθεται η αρχική µελέτη του κτιρίου, ούτε ακολουθείται
πλήρης διαδικασία επανελέγχου σκυροδέµατος και χάλυβα, οι τιµές
γm λαµβάνονται αυξηµένες σε σχέση µε αυτές που ισχύουν για το
σχεδιασµό νέων κτιρίων:
• γc = 1.65
• γs = 1.25.
o Για τις ιδιότητες προστιθέµενων υλικών οι τιµές των επιµέρους
20
συντελεστών γm λαµβάνονται αυξηµένες ως προς που ισχύουν για το
σχεδιασµό νέων κτιρίων:
Αν η διατοµή των προστιθέµενων υλικών και η προσπελασιµότητα
της θέσης όπου αυτά προστίθενται είναι συνήθης:
• γc = 1.1×1.50=1.65
• γs = 1.1×1.15=1.265.
Αν η διατοµή των προστιθέµενων υλικών είναι µειωµένη ή / και η
προσπέλαση της θέσης όπου αυτά προστίθενται είναι δυσχερής:
• γc = 1.2×1.50=1.8
• γs = 1.2×1.15=1.38.
• Κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, δίνεται στα κράτη-µέλη η ελευθερία να
επιλέξουν τις τιµές των επιµέρους συντελεστών ασφαλείας, µε συνιστώµενες τιµές
ίδιες µε αυτές που συνιστώνται για το σχεδιασµό νέων κτιρίων:
o γc = 1.5
o γs = 1.15.
Τέλος, γRd στην εξ. (2.3) είναι κατά τον ΚΑΝΕΠΕ και τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3
επιµέρους συντελεστής ασφαλείας έναντι αβεβαιότητας προσοµοιωµάτων αντιστάσεων,
που λαµβάνει υπόψη τις αυξηµένες (σε σχέση µε το σχεδιασµό νέων κτιρίων)
αβεβαιότητες των προσοµοιωµάτων µέσω των οποίων εκτιµώνται οι αντιστάσεις. Η τιµή
του γRd εξαρτάται από το ποιο προσοµοίωµα αντιστάσεων χρησιµοποιείται.
Τα επιµέρους στοιχεία του φέροντος οργανισµού µπορεί κατά την αποτίµηση ή την
ενίσχυση να διακρίνονται σε «κύρια» ή «πρωτεύοντα», και σε «δευτερεύοντα». Ως
«πρωτεύοντα» χαρακτηρίζονται γενικώς τα στοιχεία που συµβάλλουν στην αντίσταση και
ευστάθεια του κτιρίου υπό σεισµικές δράσεις. Τα υπόλοιπα στοιχεία χαρακτηρίζονται ως
«δευτερεύοντα». Η διάκριση αυτή είναι δυνητική (επαφίεται δηλαδή στο Μηχανικό) και
γίνεται για να δώσει τη δυνατότητα να διαφοροποιούνται οι έλεγχοι επιτελεστικότητας για
την κάθε κατηγορία στοιχείων (τα δευτερεύοντα στοιχεία επιτρέπεται να υποστούν
µεγαλύτερες βλάβες απ’ ότι τα πρωτεύοντα και τα κριτήρια ελέγχου τους είναι
χαλαρότερα) ώστε να µην οδηγεί η αποτίµηση στο συµπέρασµα το κτίριο δεν είναι
επαρκές λόγω αστοχίας κάποιων στοιχείων που δεν είναι καθοριστικά για την ευστάθειά
του υπό σεισµικές δράσεις. Έτσι η βασική διαφορά µεταξύ των δύο κατηγοριών είναι το
κατά πόσον ένα στοιχείο είναι κρίσιµο για την αντίσταση του κτιρίου έναντι κατάρρευσης
υπό σεισµικές δράσεις. Κατά συνέπεια, ως δευτερεύοντα χαρακτηρίζονται τελικώς τα
21
στοιχεία που συµβάλλουν µεν στην ανάληψη κατακόρυφων φορτίων, αλλά δεν θεωρείται
ότι συνεισφέρουν σε σηµαντικό βαθµό στην αντίσταση σε σεισµό, ή ο βαθµός
συνεισφοράς τους είναι αναξιόπιστος, λόγω χαµηλής δυσκαµψίας και / ή αντοχής και / ή
πλαστιµότητας.
2.4.2 Κριτήρια ελέγχου στάθµης επιτελεστικότητας «Σχεδόν πλήρης λειτουργικότητα
στο σεισµό» κατά ΚΑΝΕΠΕ ή «Περιορισµός βλαβών» κατά Ευρωκώδικα 8 –
Μέρος 3
Στη στάθµη επιτελεστικότητας «Σχεδόν πλήρης λειτουργικότητα στο σεισµό» κατά
τον ΚΑΝΕΠΕ, ή «Περιορισµός βλαβών» κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3 ο φέροντας
οργανισµός αναµένεται να έχει ουσιαστικώς ελαστική συµπεριφορά και να µην αναπτύξει
µετελαστικές παραµορφώσεις. Έτσι, για τη στάθµη αυτή η γενική ανίσωση ασφαλείας εξ.
(2.1) ελέγχεται τόσο για πρωτεύοντα όσο και για δευτερεύοντα στοιχεία, σε όρους
εντατικών µεγεθών µε:
• Sd την τιµή σχεδιασµού του εντατικού µεγέθους, µε:
o Sk: τιµή του εντατικού µεγέθους από την ελαστική ανάλυση για το σεισµικό
συνδυασµό δράσεων της εξ. (2.4) και
o γSd κατά τα ανωτέρω,
• Rd: τιµή σχεδιασµού αντίστασης σε όρους εντατικών µεγεθών, υπολογισµένη µε
αντιπροσωπευτικές τιµές ιδιοτήτων των υλικών και µε συντελεστές γRd και γm.
Εναλλακτικά για τους πλάστιµους τρόπους αστοχίας (µόνον), στην περίπτωση που
γίνεται ανελαστική ανάλυση ο έλεγχος της ανίσωσης ασφαλείας µπορεί να γίνει σε όρους
παραµορφωσιακών µεγεθών µε:
• Sd: τιµή σχεδιασµού του παραµορφωσιακού µεγέθους µε:
o Sk: τιµή του παραµορφωσιακού µεγέθους από την ανελαστική ανάλυση για
το σεισµικό συνδυασµό δράσεων της εξ. (2.4) και
o γSd κατά τα ανωτέρω,
• Rd η τιµή του παραµορφωσιακού αυτού µεγέθους κατά την διαρροή, θy,
υπολογισµένη χωρίς συντελεστές γRd και µε τις µέσες τιµές ως αντιπροσωπευτικές
τιµές ιδιοτήτων των υλικών.
Εφόσον η απαίτηση είναι για ελαστική συµπεριφορά, οι δύο εναλλακτικοί τρόποι
22
ελέγχου (σε όρους παραµορφώσεων ή σε όρους εντατικών µεγεθών) είναι ισοδύναµοι.
Ειδικά για την αντίσταση σε όρους τέµνουσας δύναµης, οι τιµές του γRd ορίζονται ως εξής:
• Κατά τον ΚΑΝΕΠΕ: γRd = 1.0.
• Κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3:
o Σε πρωτεύοντα στοιχεία:
Για τη διατµητική αντοχή υπό µονοτονική ένταση, υπολογιζόµενη
κατά τα σχετικά προσοµοιώµατα του Ευρωκώδικα 2: γRd = 1.0.
Για τη διατµητική αντοχή υπό ανακυκλιζόµενη ένταση,
υπολογιζόµενη κατά τα ειδικά προσοµοιώµατα του Ευρωκώδικα 8 –
Μέρος 3 (βλ. εξ. (3.17), (3.21), (3.23)): γRd = 1.15.
o Σε δευτερεύοντα στοιχεία: γRd = 1.0.
2.4.3 Κριτήρια ελέγχου στάθµης επιτελεστικότητας «Προστασία ζωής και
περιουσίας ενοίκων» κατά τον ΚΑΝΕΠΕ ή «Σηµαντικές βλάβες» κατά τον
Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3
Στη στάθµη επιτελεστικότητας «Προστασία ζωής και περιουσίας ενοίκων» κατά τον
ΚΑΝΕΠΕ, ή «Σηµαντικές βλάβες» κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, τα στοιχεία του
φέροντα οργανισµού επιτρέπεται µεν να αναπτύξουν ανελαστικές παραµορφώσεις, αλλά
πρέπει να διαθέτουν σηµαντικό περιθώριο ασφαλείας έναντι εξάντλησης της διαθέσιµης
παραµόρφωσης αστοχίας τους.
Στη βασική περίπτωση που η ανάλυση είναι ανελαστική, η γενική ανίσωση
ασφαλείας, εξ. (2.1), ελέγχεται ως εξής: Για πλάστιµους τρόπους αστοχίας και
συµπεριφοράς, ο έλεγχος γίνεται σε όρους παραµορφωσιακών µεγεθών µε:
• Sd = παραµορφωσιακό µέγεθος από την ανάλυση µε γSd κατά τα ανωτέρω, και
• Rd = τιµή σχεδιασµού µίας συντηρητικής εκτίµησης της διαθέσιµης
παραµόρφωσης, που υπολογίζεται µε βάση τις µέσες τιµές ιδιοτήτων των υλικών
και µε κατάλληλο συντελεστή γRd, ως εξής:
o Σε πρωτεύοντα στοιχεία η τιµή της Rd µπορεί να υπολογισθεί ως:
Κατά τον ΚΑΝΕΠΕ:
Rd = δd = 0.5(θy+θu)/γRd (2.5)
Κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3:
23
Rd = δd = 0.75θu/γRd (2.6)
o Σε δευτερεύοντα στοιχεία:
Κατά τον ΚΑΝΕΠΕ η τιµή της Rd µπορεί να ληφθεί ίση µε την τιµή
του δ κατά την αστοχία, δu, διαιρεµένη δια γRd:
Rd = δd = θu/γRd (2.7)
Κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3:
Rd = δd = 0.75θu (2.8)
Στις εξ. (2.5)-(2.7) η τιµή του γRd πρέπει να είναι τέτοια ώστε, για µεν την εξ.(2.5) η τιµή
του Rd να αντιστοιχεί σε µέση τιµή µείον µια τυπική απόκλιση του (θy+θu)/2, για δε τις εξ.
(2.6), (2.7) η τιµή του θu/γRd να αντιστοιχεί σε µέση τιµή µείον µια τυπική απόκλιση του
θu. Εφόσον η γωνία στροφής χορδής κατά την αστοχία, θu, υπολογίζεται µε την εξ. (3.14),
ή ως άθροισµα της τιµής από την εξ.(3.16) και της θy από τις εξ. (3.12), εξ. (3.13), µπορεί
να χρησιµοποιηθεί τιµή του γRd ίση µε 1.5. Εναλλακτικά για τις εξ.(2.6), (2.7), µπορεί να
χρησιµοποιείται ως θu/γRd η τιµή θy+θplu,m/1.8, µε θy κατά τις εξ.(3.12), (3.13) και θpl
u,m
από την εξ.(3.16).
Για ψαθυρούς τρόπους αστοχίας, η γενική ανίσωση ασφαλείας, εξ. (2.1), ελέγχεται
σε όρους εντατικών µεγεθών, µε:
• Sd = εντατικό µέγεθος από την (ανελαστική) ανάλυση, µε γSd κατά τα ανωτέρω, και
• Rd = τιµή σχεδιασµού της αντοχής σε όρους δυνάµεων, υπολογισµένη µε τις
αντιπροσωπευτικές τιµές ιδιοτήτων των υλικών και συντελεστές ασφαλείας γRd και
γm κατά τα ανωτέρω (όπως και στα κριτήρια ελέγχου στάθµης επιτελεστικότητας
«Άµεση χρήση µετά το σεισµό» ή «Περιορισµός βλαβών»).
2.4.4 Κριτήρια ελέγχου στάθµης επιτελεστικότητας «Οιονεί κατάρρευση»
Στη στάθµη επιτελεστικότητας «Οιονεί κατάρρευσης», δεν επιτρέπεται να
ξεπεραστεί η διαθέσιµη παραµόρφωσης αστοχίας των στοιχείων του Φέροντος
Οργανισµού. Ο έλεγχος γίνεται όπως ακριβώς και στα κριτήρια ελέγχου της στάθµης
επιτελεστικότητας «Προστασία ζωής ενοίκων» ή «Σηµαντικές βλάβες», µε τις εξής
24
διαφορές:
Για πλάστιµους τρόπους αστοχίας, η τιµή σχεδιασµού της διαθέσιµης
παραµόρφωσης Rd στον έλεγχο σε όρους παραµορφωσιακών µεγεθών είναι, τόσο κατά τον
ΚΑΝΕΠΕ όσο και κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3:
• Σε πρωτεύοντα στοιχεία η τιµή της Rd µπορεί να υπολογισθεί ως η παραµόρφωση
δu κατά την αστοχία, διαιρεµένη δια γRd. Η τιµή του γRd µπορεί να είναι η ίδια µε
αυτήν που χρησιµοποιείται στη στάθµη επιτελεστικότητας «Προστασίας ζωής
ενοίκων» ή «Σηµαντικές βλάβες», ώστε η τιµή της Rd να αντιστοιχεί σε µέση τιµή
µείον µια τυπική απόκλιση.
Rd = δd = θu/γRd (2.9)
• Σε δευτερεύοντα στοιχεία η τιµή της Rd µπορεί να ληφθεί ίση µε την τιµή του δ
κατά την αστοχία δu:
Rd = δd = θu (2.10)
2.4.5 ∆ιαφοροποίηση κριτηρίων ελέγχου στάθµης επιτελεστικότητας «Προστασία
ζωής και περιουσίας ενοίκων» και «Οιονεί κατάρρευση» κατά ΚΑΝΕΠΕ, σε
περίπτωση ελαστικής ανάλυσης
Κατά τον ΚΑΝΕΠΕ, αν η ανάλυση για τις σεισµικές δράσεις που αντιστοιχούν στις
στάθµες επιτελεστικότητας «Προστασία ζωής ενοίκων» και «Οιονεί κατάρρευση» είναι
ελαστική, η γενική ανίσωση ασφαλείας, εξ. (2.1) ελέγχεται πάντα σε όρους εντατικών
µεγεθών ως εξής:
Για πλάστιµους τρόπους αστοχίας στην εξ. (2.1) λαµβάνεται :
Sd = γSdSk/m (2.11)
όπου γSd και Sk ορίζονται όπως και για τις εξ. (2.2), (2.4) µε Sk εντατικό µέγεθος από την
ελαστική ανάλυση για το συνδυασµό της εξ. (2.4), και
m=δd/δy (2.12)
25
ο «τοπικός συντελεστής συµπεριφοράς», όπου δd είναι η παραµόρφωση (γωνία στροφής
χορδής) σχεδιασµού κατά τις εξ. (2.5), (2.7), (2.9), (2.10), ανάλογα µε την περίπτωση, και
δy είναι η παραµόρφωση (γωνία στροφής χορδής) διαρροής.
Για ψαθυρούς τρόπους αστοχίας ο έλεγχος της γενικής ανίσωσης ασφαλείας, εξ.
(2.1), γίνεται µε το εντατικό µέγεθος Sd που προκύπτει µε βάση τις αρχές του ικανοτικού
σχεδιασµού και την ισορροπία του στοιχείου, όταν στις πλάστιµες περιοχές που το
επηρεάζουν αναπτύσσεται η υπεραντοχή του, γRdRd,. Αυτή η υπεραντοχή όµως δεν µπορεί
να είναι µεγαλύτερη από την τιµή του εντατικού µεγέθους που προκύπτει εκεί από την
ελαστική ανάλυση, και όπου γRd είναι συντελεστής υπεραντοχής που λαµβάνει υπόψη την
επιρροή της κράτυνσης του χάλυβα και της περίσφιγξης του σκυροδέµατος και λαµβάνει
τις εξής τιµές (όχι όµως µεγαλύτερες του συντελεστή γSd):
• στη στάθµη επιτελεστικότητας «Προστασία ζωής ενοίκων»:
o γRd = 1.5 για πρωτεύοντα στοιχεία,
o γRd = 1.2 για δευτερεύοντα στοιχεία,
• στη στάθµη επιτελεστικότητας «Οιονεί κατάρρευση»:
o γRd = 1.25 για πρωτεύοντα στοιχεία,
o γRd = 1.0 για δευτερεύοντα στοιχεία.
Ως Rd λαµβάνεται πάντοτε η τιµή σχεδιασµού της αντοχής σε όρους δυνάµεων,
υπολογισµένη µε τις αντιπροσωπευτικές τιµές ιδιοτήτων των υλικών και συντελεστές
ασφαλείας γm κατά τα ανωτέρω (όπως και στα κριτήρια ελέγχου στάθµης
επιτελεστικότητας «Σχεδόν πλήρης λειτουργικότητα στο σεισµό», ή «Περιορισµός
βλαβών»). Πρακτικά αυτό σηµαίνει ότι για τους πλάστιµους τρόπους αστοχίας, η
αντίσταση λαµβάνεται µειωµένη κατά το λόγο των εξής τιµών της αντοχής σε όρους
δυνάµεων: α) της τιµής σχεδιασµού, Rd, υπολογισµένης µε τις αντιπροσωπευτικές τιµές
ιδιοτήτων των υλικών και συντελεστές ασφαλείας γm, και β) της µέσης ή αναµενόµενης
τιµής, Rm, υπολογισµένης µε τις µέσες τιµές ιδιοτήτων υλικών και χωρίς συντελεστές γm.
2.5 ΣΥΝΟΨΗ ΤΩΝ ΚΡΙΤΙΡΙΩΝ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΤΑΘΜΩΝ ΕΠΙΤΕΛΕΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Για τη βασική περίπτωση που ως παραµορφωσιακό µέγεθος χρησιµοποιείται η γωνία
στροφής χορδής θ, τα κριτήρια ελέγχου επιτελεστικότητας στην κάθε στάθµη κατά τον
ΚΑΝΕΠΕ συνοψίζονται στον Πίνακα 2.1. Τα αντίστοιχα κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος
3 συνοψίζονται στον Πίνακα 2.2.
26
Πίνακας 2.1 Κριτήρια ελέγχου σταθµών επιτελεστικότητας κτιρίων σκυροδέµατος κατά τον ΚΑΝΕΠΕ
Στοιχεία Σχεδόν πλήρης λειτουργικότητα
στο σεισµό Προστασίας ζωής ενοίκων Οιονεί κατάρρευση
πλάστιµα πρωτεύοντα θSd(1)≤0.5(θy+θu)m-σ
(3) θSd(1)≤θu,m-σ
(4)
πλάστιµα δευτερεύονταθSd
(1)≤θy(2)
θSd(1)≤θu,m-σ
(4) θSd(1)≤θu,m
(5)
Ψαθυρά, πρωτεύοντα ή δευτερεύοντα
VSd(6) ≤ VRd,EC8
(7)
(1) θSd: γωνία στροφής χορδής από την ανάλυση, επί γsd (2) θy: γωνία στροφής χορδής στη διαρροή, εξ. (3.12), (3.13). (3) 0.5(θy+θu)m-σ: µέση τιµή µείον µια τυπική απόκλιση του µέσου όρου της γωνίας στροφής χορδής
στη διαρροή και στην αστοχία, ίση µε το µέσο όρο της γωνίας στροφής χορδής στη διαρροή
κατά τις εξ. (3.12), (3.13) και στην αστοχία κατά τις εξ. (3.14) ή (3.16), διαιρεµένο µε 1.5. (4) θu,m-σ: µέση τιµή µείον µια τυπική απόκλιση της γωνίας στροφής χορδής στην αστοχία, ίση µε
θu,m/1.5 αν η θu,m υπολογίζεται από την εξ. (3.14), ή µε θy+θplu,m/1.8, αν εφαρµόζεται η εξ.
(3.16). (5) θu,m: µέση (αναµενόµενη) τιµή της γωνίας στροφής χορδής στην αστοχία, που υπολογίζεται από
την εξ. (3.14), ή ως θu,m=θy+θplu,m, µε θy κατά τις εξ. (3.12), (3.13) και θpl
u,m από την εξ. (3.16). (6) VSd = VCD : τέµνουσα από Ικανοτικό Σχεδιασµό, αν γιά τη στάθµη «Προστασίας ζωής ενοίκων»
ή «Οιονεί Κατάρρευση» η ανάλυση είναι ελαστική. ∆ιαφορετικά: VSd = VE,max : τέµνουσα από
ανάλυση. (7) VRd,EC8: διατµητική αντοχή για ανακυκλιζόµενη ένταση κατά τον ΚΑΝΕΠΕ, εξ. (3.17), (3.20),
(3.22), υπολογισµένη µε βάση τις µέσες τιµές αντοχής των υλικών, διαιρεµένες µε επιµέρους
συντελεστές γm υλικών.
Πίνακας 2.2 Κριτήρια ελέγχου σταθµών επιτελεστικότητας κτιρίων κατά τον
Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3
Στοιχεία Περιορισµός βλαβών Σηµαντικές βλάβες Οιονεί Κατάρρευση
πλάστιµα πρωτεύοντα θSd(1)≤0.75θu,m-σ
(3) θSd(1)≤θu,m-σ
(3)
πλάστιµα δευτερεύοντα θSd
(1)≤θy(2)
θSd(1)≤0.75θu,m
(4) θSd(1)≤θu,m
(4)
ψαθυρά πρωτεύοντα VSd(5) ≤ VRd,EC2
(6), VSd(5) ≤ VRd,EC8/1.15(7)
ψαθυρά δευτερεύοντα VSd(5) ≤ VRm,EC2
(8), VSd(5) ≤ VRm,EC8
(9)
(1) θSd: γωνία στροφής χορδής από ανάλυση.
(2) θy: γωνία στροφής χορδής στη διαρροή, εξ. (3.12), (3.13).
27
(3) θu,m-σ: µέση τιµή µείον µια τυπική απόκλιση της γωνίας στροφής χορδής στην αστοχία, ίση µε
θu,m/1.5 και θu,m από την εξ. (3.14), ή µε θy+θplu,m/1.8, µε θpl
u,m από την εξ. (3.16).
(4) θu,m: µέση (αναµενόµενη) τιµή της γωνίας στροφής χορδής στην αστοχία, που υπολογίζεται από
την εξ. (3.14), ή ως θu,m=θy+θplu,m, µε θpl
u,m από την εξ. (3.16). (5) VSd = VCD : τέµνουσα από Ικανοτικό Σχεδιασµό, αν για τη στάθµη «Σηµαντικές βλάβες» ή
«Οιονεί Κατάρρευση» η ανάλυση είναι ελαστική. ∆ιαφορετικά: VSd = VE,max : τέµνουσα από
ανάλυση. (6) VRd,EC2: διατµητική αντοχή για µονοτονική ένταση κατά τον Ευρωκώδικα 2, υπολογισµένη µε
βάση τις µέσες τιµές αντοχής των υλικών, διαιρεµένες µε επιµέρους συντελεστές γm υλικών και
µε το συντελεστή αξιοπιστίας που εξαρτάται από την ποσότητα και αξιοπιστία των διαθέσιµων
στοιχείων. (7) VRd,EC8: διατµητική αντοχή για ανακυκλιζόµενη ένταση κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, εξ.
(3.17), (3.21), (3.23), υπολογισµένη µε βάση τις µέσες τιµές αντοχής των υλικών, διαιρεµένες µε
επιµέρους συντελεστές γm υλικών και µε το συντελεστή αξιοπιστίας που εξαρτάται από την
ποσότητα και αξιοπιστία των διαθέσιµων στοιχείων. (8) Όπως στο ανωτέρω (6), αλλά υπολογισµένη µε βάση τις µέσες τιµές αντοχής των υλικών. (9) Όπως στο ανωτέρω (7), αλλά υπολογισµένη µε βάση τις µέσες τιµές αντοχής των υλικών.
28
29
3. ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΠΡΟΣOΜΟΙΩΣΗΣ
3.1 ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Η/Υ ANSRUOP
Το υπολογιστικό εργαλείο που χρησιµοποιήθηκε για την πλειονότητα της
αναλυτικής δουλειάς που παρουσιάζεται στα επόµενα κεφάλαια είναι το πρόγραµµα
ηλεκτρονικού υπολογιστή ANSRuop, που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της παρούσας
διατριβής. Πρόκειται για ένα πρόγραµµα στατικής και δυναµικής, γραµµικής και µη-
γραµµικής ανάλυσης κατασκευών, που αποτελεί µετεξέλιξη του προγράµµατος µη-
γραµµικής ανάλυσης κατασκευών ANSR-I (Mondkar et al., 1975), όπως τροποποιήθηκε
από τους Παναγιωτάκο et al. (1996). Το πρόγραµµα ANSRuop είναι προσανατολισµένο
στην ανάλυση κατασκευών από οπλισµένο σκυρόδεµα, περιέχει σηµαντικές βελτιώσεις
και επεκτάσεις σε σχέση µε την αρχική εκδοχή του, ενώ διαθέτει ένα καινούριο,
ολοκληρωµένο και φιλικό στο χρήστη γραφικό περιβάλλον δια µέσου του οποίου µπορούν
να εκτελεστούν οι λειτουργίες του.
Η εργασία µε το πρόγραµµα ANSRuop πραγµατοποιείται σε 3 στάδια, της προ-
επεξεργασίας-εισαγωγής δεδοµένων (pre-processing), της ανάλυσης, και της επεξεργασίας
αποτελεσµάτων (post-processing). Το πρώτο και το τρίτο στάδιο προγραµµατίστηκαν εξ’
ολοκλήρου από την αρχή, ενώ το στάδιο της ανάλυσης περιέχει εκτεταµένες προσθήκες
και τροποποιήσεις, βασικότερες των οποίων είναι η ενσωµάτωση των σχέσεων του
Ευρωκώδικα 8 και του ΚΑΝΕΠΕ για την προσοµοίωση και τον έλεγχο των οριακών
καταστάσεων σε όρους δυνάµεων ή παραµορφώσεων που παρατέθηκαν στο προηγούµενο
κεφάλαιο.
Κατά την προ-επεξεργασία, αφού καθοριστεί ο τρισδιάστατος κάνναβος εργασίας,
ορίζονται γραφικά πρώτα η συνδεσµολογία των δοµικών στοιχείων και στη συνέχεια οι
διατοµές των µελών καθώς και οι υπάρχοντες διαµήκεις και εγκάρσιοι οπλισµοί. Στη
συνέχεια ορίζονται τα φορτία, σηµειακά ή κατανεµηµένα, καθώς και οι πλάκες, το φορτίο
των οποίων αποδίδεται αυτόµατα στις περιµετρικές δοκούς στις οποίες αναλογεί.
Στο στάδιο της ανάλυσης το µοντέλο µπορεί να υποβληθεί στους εξής τύπους
αναλύσεων:
• Στατική ελαστική ανάλυση, µε δυσκαµψίες δοµικών στοιχείων κατά τον
Ευρωκώδικα 8 ή ενεργές δυσκαµψίες της εξ. (3.5) (τέµνουσες δυσκαµψίες στη
διαρροή), και οριζόντια φορτία από:
30
o Αντεστραµµένη τριγωνική κατανοµή, µε φορτίο κάθε κόµβου της
κατασκευής ανάλογο της µάζας και της κατακόρυφης συντεταγµένης του
κόµβου, και συνολική τέµνουσα βάσης αυτήν που προκύπτει από το
ελαστικό φάσµα του Ευρωκώδικα 8 ή του ΕΑΚ (ή από ελαστικό φάσµα
που προδιαγράφεται από το χρήστη) για την τιµή της θεµελιώδους
ελαστικής ιδιοπεριόδου της κατασκευής κατά το πηλίκο του Rayleigh στη
διεύθυνση της ανάλυσης:
∑∑
=
iii
iii
F
mT
δ
δπ
2
2 (3.1)
όπου δi οι µετακινήσεις κόµβων στη διεύθυνση δυνάµεων Fi που ασκούνται
στους κόµβους µε µάζα mi:
o Οµοιόµορφη κατανοµή δυνάµεων καθ’ ύψος, µε την δύναµη που ασκείται
σε κάθε κόµβο, ανάλογη της µάζας του, και συνολική τέµνουσα βάσης ως
ανωτέρω,
o Κατανοµή δυνάµεων σε κάθε κόµβο ανάλογη των µετακινήσεων κόµβων
µιας επιλεγµένης ιδιοµορφής της κατασκευής, και
• ∆υναµική φασµατική ανάλυση, µε σύνθεση ιδιοµορφικών δυνάµεων και
µετακινήσεων χρησιµοποιώντας τον κανόνα της τετραγωνικής ρίζας του
αθροίσµατος των τετραγώνων (Square Root of Sum of Squares – SRSS):
∑=i
iRR 2max (3.2)
ή τον κανόνα πλήρους τετραγωνικής επαλληλίας (Complete Quadratic
Combination – CQC) για την περίπτωση ύπαρξης πολύ κοντινών ιδιοπεριόδων:
∑∑=i j
jiij RRR ρmax (3.3)
όπου ρij συντελεστής συσχέτισης των ιδιοµορφών i και j µε ιδιοσυχνότητες ωi και
ωj και φασµατική απόσβεση ζi, ζj αντίστοιχα:
31
j
i
jiji
jijiij b
bbbb
bb
ωω
ζζζζ
ζζζζρ =
++++−
+= ,
)(4)1(4)1(
)(8222222
23
(3.4)
Σηµείωση: Η στατική ελαστική ανάλυση και η δυναµική φασµατική, µπορούν να
γίνουν µε δυσκαµψίες δοµικών στοιχείων κατά τον Ευρωκώδικα 8 (50% της
δυσκαµψίας της αρηγµάτωτης / γεωµετρικής διατοµής), ή µε ενεργές δυσκαµψίες
στη διαρροή µέλους.
• Στατική ανελαστική ανάλυση (pushover) στο χώρο, σε µία ή δύο οριζόντιες
διευθύνσεις ταυτόχρονα και συνολική τέµνουσα βάσης ανά διεύθυνση ίση µε
ποσοστό του βάρους του κτιρίου που προσδιορίζεται από το χρήστη. Από την
καµπύλη τέµνουσας βάσης-µετακίνησης που προκύπτει από την ανάλυση και για
επίπεδο βλαβών που αντιστοιχεί στις στάθµες επιτελεστικότητας του Ευρωκώδικα
8 - Μέρος 3 ή του ΚΑΝΕΠΕ µπορεί να προσεγγιστεί µέσω της µεθόδου N2 (Fajfar
et al, 1996) η µέγιστη εδαφική επιτάχυνση σεισµού που θα προκαλούσε παρόµοιες
µέγιστες µετακινήσεις / παραµορφώσεις.
• ∆υναµική ανελαστική ανάλυση χρονικής ιστορίας (time-history), µε ένα
επιταχυνσιογράφηµα ανά οριζόντια ή κατακόρυφη διεύθυνση και µητρώο
απόσβεσης κατάλληλο γραµµικό συνδυασµό των µητρώων µάζας και δυσκαµψίας
κατά Rayleigh. Η δυναµική ανελαστική ανάλυση µπορεί να είναι είτε µεµονωµένη,
είτε δέσµη αναλύσεων. Στην πρώτη περίπτωση τα αποτελέσµατα της ανάλυσης
είναι χρονικές ιστορίες µετακινήσεων, χρονικές ιστορίες διαγραµµάτων ροπής-
γωνίας στροφής χορδής καθώς και µέγιστες τιµές µετακινήσεων κόµβων,
παραµορφώσεων µελών (γωνιών στροφής χορδής), καθώς και (τεµνουσών)
δυνάµεων µελών. Στη δεύτερη περίπτωση, επιπρόσθετα στα προαναφερθέντα
αποτελέσµατα που είναι άµεσα διαθέσιµα για όλες τις αναλύσεις της δέσµης, ο
χρήστης µπορεί να δει υπό µορφή εποπτικών διαγραµµάτων πάνω στο
αξονοµετρικό µοντέλο του µαθηµατικού προσοµοιώµατος της κατασκευής:
o τις ελάχιστες,
o τις µέσες και
o τις µέγιστες τιµές των µεγίστων, καθώς και:
o τους συντελεστές µεταβλητότητας
32
των δεικτών βλάβης σε (διαξονική) κάµψη και διάτµηση, που προκύπτουν από
στατιστική επεξεργασία των µεγίστων όλων των αναλύσεων της δέσµης.
Σηµειώνεται ότι η υπολογιστική διαδικασία (λύση του συστήµατος διαφορικών εξισώσεων
κίνησης) γίνεται µε χρήση της µεθόδου διαδοχικών προσεγγίσεων Newton-Raphson, η
χρονική ολοκλήρωση γίνεται µέσω της µεθόδου Newmark. Για τη λύση του προβλήµατος
ιδιοτιµών χρησιµοποιείται ο αλγόριθµος subspace iteration. Η προσοµοίωση µελών
οπλισµένου σκυροδέµατος που παρουσιάζεται αναλυτικά στην επόµενη ενότητα γίνεται
µέσω µοντέλου συγκεντρωµένης ανελαστικότητας, που ακολουθεί διγραµµικό νόµο
ροπής-γωνίας στροφής χορδής για µονοτονική φόρτιση, ενώ για ανακυκλιζόµενη
ακολουθεί το προσοµοίωµα του Takeda όπως τροποποιήθηκε από τους Litton και Otani
(βλ. Σχ. 3.1), µε εννέα κανόνες υστέρησης.
Σχήµα 3.1 Προσοµοίωµα Takeda τροποποιηµένο από τους Litton και Otani
Στο στάδιο της επεξεργασίας αποτελεσµάτων παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα
κόµβων και µελών από τους προαναφερθέντες τύπους αναλύσεων, τα οποία είναι δυνατόν
να εξαχθούν είτε υπό τη µορφή αρχείων κειµένου για περαιτέρω λογιστική επεξεργασία,
είτε να εξαχθούν γραφικά υπό µορφή εικόνας, στατικής ή κινούµενης, µέσης ή υψηλής
ανάλυσης για απ’ ευθείας χρήση σε αρχεία κειµένου ή παρουσιάσεων. Τα αποτελέσµατα
αυτά είναι µετακινήσεις κόµβων, εντατικά και παραµορφωσιακά µεγέθη µελών, δείκτες
βλάβης µελών, µπορούν δε να προέρχονται από µια µεµονωµένη ανάλυση ή από µια
δέσµη αναλύσεων (όπως προαναφέρθηκε για την περίπτωση των δυναµικών ανελαστικών
αναλύσεων χρονικής ιστορίας).
Επίσης είναι δυνατόν να εξαχθούν αρχεία κινούµενης εικόνας (video) που µπορούν
33
να απεικονίζουν:
• Την ταλάντωση κατά µια ιδιοµορφή,
• Την σεισµική απόκριση και την αλληλουχία σχηµατισµού πλαστικών αρθρώσεων
και δηµιουργίας βλαβών κατά µια ανάλυση χρονοϊστορίας,
• Την απόκριση και την αλληλουχία σχηµατισµού πλαστικών αρθρώσεων και
δηµιουργίας βλαβών κατά µια στατική ανελαστική ανάλυση τύπου pushover,
• Τρισδιάστατη άποψη του δείκτη βλάβης (σε κάµψη ή διάτµηση) µέσω
περιστρεφόµενης αξονοµετρικής απεικόνισης.
Στο τέλος του παρόντος Κεφαλαίου παραθέτονται ενδεικτικά οθόνες του προγράµµατος
ANSRuop κατά διάφορες φάσεις της λειτουργίας του.
3.2 ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΜΕΛΩΝ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΚΥΡΟ∆ΕΜΑΤΟΣ
3.2.1 Ενεργή Ελαστική ∆υσκαµψία Στοιχείων
Σύµφωνα µε τον ΚΑΝΕΠΕ (αλλά και τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3) η µηχανική
συµπεριφορά ενός δοµικού στοιχείου περιγράφεται µέσω ενός διαγράµµατος εντατικού
µεγέθους F που χαρακτηρίζει το κύριο µέρος της έντασης που προκαλεί η σεισµική δράση
στο στοιχείο, συναρτήσει της παραµόρφωσης ή σχετικής µετακίνησης δ, η οποία
επιλέγεται έτσι ώστε, σε συνδυασµό µε το εντατικό µέγεθος F, να εκφράζει την ενέργεια
παραµόρφωσης του στοιχείου. Επειδή στα στοιχεία οπλισµένου σκυροδέµατος οι
καµπτικές παραµορφώσεις συνυπάρχουν µε τις διατµητικές και µε τις στροφές των
ακραίων διατοµών λόγω ολίσθησης των οπλισµών από την αγκύρωση πέραν του άκρου
του στοιχείου, η καταλληλότερη επιλογή F και δ είναι η ροπή Μ και η γωνία στροφής
χορδής θ στα άκρα του στοιχείου, όπου η θ περιλαµβάνει το σύνολο των καµπτικών και
διατµητικών παραµορφώσεων, καθώς και τη στροφή των άκρων λόγω ολίσθησης των
οπλισµών από την αγκύρωση.
Σύµφωνα µε τον ΚΑΝΕΠΕ αλλά και τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, είναι γενικώς
επαρκής η προσέγγιση της πραγµατικής καµπύλης F-δ µέσω ενός πολυγραµµικού
διαγράµµατος µε τον πρώτο ευθύγραµµο κλάδο να παρακάµπτει τη ρηγµάτωση και να
εκτείνεται από την αρχή των αξόνων µέχρι τη διαρροή του στοιχείου (τα στοιχεία είναι
κατά κανόνα ήδη ρηγµατωµένα από προγενέστερες δράσεις, σεισµικές ή µη), µετά την
οποία η καµπύλη F-δ µπορεί να λαµβάνεται περίπου οριζόντια (βλέπε σχήµα 3.2).
34
Παραµένουσα αντοχή
δ
Οριακή παραµόρφωσηΠαραµόρφωση διαρροής
Οριακή αντοχή
F
Σχήµα 3.2 Γενικό διάγραµµα δύναµης-παραµόρφωσης
Έτσι, σύµφωνα µε τον ΚΑΝΕΠΕ και τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, η ανάλυση του
δοµικού συστήµατος πρέπει να χρησιµοποιεί οιονεί ελαστική δυσκαµψία Κ που ορίζεται
και υπολογίζεται ως η επιβατική (τέµνουσα) δυσκαµψία του µέλους µέχρι τη διαρροή του.
Έτσι, η ενεργή δυσκαµψία του ρηγµατωµένου µέλους µέχρι τη διαρροή του, µπορεί να
υπολογισθεί ως:
sy
yef L
MEI
θ3)( = (3.5)
όπου:
• Το µήκος διάτµησης Ls είναι ο λόγος M/V στην ακραία διατοµή του στοιχείου,
δηλαδή η απόσταση της ακραίας διατοµής από το σηµείο µηδενισµού των ροπών.
• Η ροπή διαρροής Μy µπορεί να ληφθεί ίση µε τη ροπή διαρροής ή µε την οριακή
ροπή, µε χρήση των µέσων τιµών της αντοχής των υλικών.
• Η τιµή της γωνίας στροφής χορδής στη διαρροή, θy, πρέπει να λαµβάνει υπόψη
όλες τις παραµορφώσεις κατά τη διαρροή του στοιχείου (καµπτικές, διατµητικές
και λόγω ολίσθησης των οπλισµών από την αγκύρωση πέραν του άκρου του
στοιχείου).
Σε µέλη µε διαφορετικό οπλισµό στα δύο πέλµατα η εξ. (3.5) δίνει διαφορετικές
τιµές της (EI)ef για θετική ή για αρνητική κάµψη. Η µία και µοναδική τιµή του (EI)ef για το
µέλος, µπορεί να ληφθεί ως ο µέσος όρος της (EI)ef στα δύο άκρα και για τα δύο πρόσηµα
της κάµψης.
35
Σύµφωνα µε τον ΚΑΝΕΠΕ και τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, ο υπολογισµός των
δυσκαµψιών γίνεται πάντοτε µε µέσες τιµές των ιδιοτήτων των υλικών και χωρίς
συντελεστές γm.
3.2.2 Ροπή διαρροής Μy διατοµής µε ορθογωνική θλιβόµενη ζώνη, ασύµµετρο
οπλισµό και οµοιόµορφα κατανεµηµένο οπλισµό κορµού
Αν b είναι το πλάτος της θλιβόµενης ζώνης, d το στατικό ύψος, ρ1, ρ2 και ρv, τα -
ανηγµένα στο b·d - ποσοστά οπλισµού του εφελκυόµενου πέλµατος, του θλιβόµενου
πέλµατος και του οπλισµού στον κορµό, ο οποίος θεωρείται οµοιόµορφα κατανεµηµένος
στο τµήµα του ύψους µεταξύ εφελκυόµενου και θλιβόµενου οπλισµού, και αν η απόσταση
του εφελκυόµενου ή του θλιβόµενου οπλισµού από το αντίστοιχο πέλµα συµβολίζεται µε
d1, µε το λόγο d1/d να ορίζεται ως δ1, τότε, µε την αξονική δύναµη Ν να λαµβάνεται θετική
αν είναι θλιπτική, η ροπή διαρροής είναι:
( ) ( ) ( ) ( ) (⎪⎩
⎪⎨⎧
⎭⎬⎫
−⎥⎦⎤
⎢⎣⎡ −+−+−+⎟⎟
⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛−+= 112111
2
3 116
123
15,02
δδρρδξρξξ
δξ
φ Vyy
syycy
y EEbd
M ) (3.6)
όπου φy είναι η καµπυλότητα διαρροής της διατοµής και ξy το - ανηγµένο στο d - ύψος της
θλιβόµενης ζώνης στη διαρροή (Εc, Εs είναι τα Μέτρα Ελαστικότητας σκυροδέµατος και
χάλυβα και ο λόγος Εs/Εc ορίζεται ως α = Εs/Εc).
Κατά κανόνα η διαρροή της διατοµής οφείλεται στη διαρροή του εφελκυόµενου
οπλισµού σε τάση fy και συµβαίνει σε τιµή της καµπυλότητας που δίνεται από την:
( ) ( )dEf
d ys
y
y
yy ξξ
εφ
−=
−=
11 (3.7)
µε ανηγµένο (στο d) ύψος θλιβόµενης ζώνης ίσο µε:
( ) ABAy αααξ −+=2/122 2 (3.8)
όπου για ορθογωνική διατοµή µε πλάτος b και στατικό ύψος d:
36
( )y
vy
v bdfNB
bdfNA ++++=+++= 112121 15.0, δρδρρρρρ (3.9)
Αν το ποσοστό ρ1 είναι πολύ µεγάλο και τα ρ2, ρv µικρά, ή αν η µέση θλιπτική τάση
N/b·d είναι υψηλή, η σχέση Μ-φ µπορεί να καµπυλωθεί προς τα κάτω όχι λόγω διαρροής
του εφελκυόµενου οπλισµού αλλά λόγω εισόδου του σκυροδέµατος στο έντονα µη-
γραµµικό τµήµα του διαγράµµατος σ-ε σε θλίψη, π.χ. αν η βράχυνση της ακραίας
θλιβόµενης ίνας ξεπεράσει µία τιµή εc ≈ 1,8fc/Ec, γεγονός που αντιστοιχεί σε καµπυλότητα
“διαρροής”:
dEf
d ycc
yc
y ξξε
φ8,1
≈= (3.10)
όπου το (ανηγµένο στο d) ύψος της θλιβόµενης ζώνης δίνεται πάλι από την εξ. (3.8) µε:
( 11212121 15,0,8,1
δρδρρα
ρρρε
ρρρ +++=−++≈−++= vc
vsc
v Bbdf
NbdE
NA ) (3.11)
Αν η εξ. (3.10), σε συνδυασµό µε τις (3.10), (3.11), δίνει µικρότερη τιµή της φy απ’
ότι ο συνδυασµός των εξ. (3.7), (3.8), (3.9), τότε καθοριστικό της διαρροής είναι το
σκυρόδεµα και η φy υπολογίζεται από τις εξ. (3.10), (3.8), (3.11).
Σύγκριση του αποτελέσµατος των εξ. (3.6)-(3.11) µε πειραµατικά αποτελέσµατα
1800 δοκών ή υποστυλωµάτων και 160 τοιχωµάτων έδειξε ότι οι σχέσεις αυτές υποτιµούν
ελαφρώς τη ροπή στη γωνία διγραµµικού διαγράµµατος που προσαρµόζεται στην
περιβάλλουσα των βρόχων δύναµης-µετακίνησης δ (ή ροπής-γωνίας στροφής χορδής). Ο
λόγος είναι ότι η διαρροή κατά τις εξ. (3.6)-(3.11) αφορά τις ακραίες εφελκυόµενες
ράβδους ή τις ακραίες θλιβόµενες ίνες της ακραίας διατοµής, ενώ η οριστική καµπύλωση
του διαγράµµατος δύναµης-µετακίνησης συµβαίνει αφού µπει για τα καλά στη διαρροή η
άµεση γειτονία των ακραίων εφελκυόµενων ράβδων ή των ακραίων θλιβόµενων ινών
(περιλαµβανοµένου ενός τµήµατος του οπλισµού µε ποσοστό ρν που είναι κατανεµηµένος
µεταξύ εφελκυόµενου και θλιβόµενου πέλµατος). Η µέση τιµή ροπής και καµπυλότητας
στη γωνία διγραµµικού διαγράµµατος δύναµης-µετακίνησης είναι 1.035 φορές η τιµή της
εξ. (3.6) σε δοκούς ή υποστυλώµατα, ή 1.045 φορές η τιµή αυτή στα τοιχώµατα. Ο
37
συντελεστής αυτός µπορεί να παίρνεται και ως διορθωτικός της θεωρητικής καµπυλότητας
από τις εξ. (3.7)-(3.9) και εξ. (3.10), (3.8), (3.11).
Σύµφωνα µε τον ΚΑΝΕΠΕ, σε πλακοδοκούς η ροπή αντοχής ή διαρροής δεν
επηρεάζεται σηµαντικά από το συνεργαζόµενο πλάτος σε θλίψη, αλλά είναι ευαίσθητη
στην αντίστοιχη τιµή σε εφελκυσµό, καθότι η ροπή αστοχίας (ή διαρροής) για εφελκυσµό
στην πλάκα πρέπει να υπολογίζεται προσµετρώντας και τους παράλληλους στη δοκό
οπλισµούς της πλάκας, εφόσον αυτοί βρίσκονται µέσα στο συνεργαζόµενο σε εφελκυσµό
πλάτος της πλάκας, και είναι επαρκώς αγκυρωµένοι πέραν της διατοµής στήριξης της
δοκού. Μάλιστα, το συνεργαζόµενο σε εφελκυσµό πλάτος της πλάκας σε κάθε πλευρά του
κορµού µπορεί να ληφθεί ίσο µε το ένα τέταρτο του ανοίγµατος της δοκού - ή µε το µισό
της απόστασης µέχρι την πρώτη παράλληλη δοκό, όποιο είναι µικρότερο.
3.2.3 Γωνία στροφής χορδής στη διαρροή θy
Σύµφωνα µε τον ΚΑΝΕΠΕ και τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, η γωνία στροφής
χορδής στη διαρροή, θy, που περιλαµβάνει όλες τις παραµορφώσεις κατά τη διαρροή του
στοιχείου (καµπτικές, διατµητικές και λόγω ολίσθησης των οπλισµών από την αγκύρωση
πέραν του άκρου του στοιχείου), ισούται µε:
• Για δοκούς ή υποστυλώµατα:
c
yby
sVs
yy f
fdLhzaL φ
φθ13.0
5.110013.03
+⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛++
+= (3.12)
• Για τοιχώµατα:
c
ybysVsyy f
fdhLzaL φ
φθ13.0
125.01002.03
+⎟⎠⎞
⎜⎝⎛ −+
+= (3.13)
όπου:
• Αν η καµπυλότητα διαρροής φy υπολογίζεται µε βάση τις εξ. (3.7)-(3.9) και εξ.
(3.10), (3.8) και (3.11), θα πρέπει να εφαρµόζεται σε αυτήν διορθωτικός
συντελεστής 1.035 ή 1.045.
• Ο όρος aV·z είναι το µήκος µετάθεσης al για διατµητική ρηγµάτωση κατά 45ο και
εκφράζει την επιρροή της επέκτασης των δυνάµεων του εφελκυόµενου πέλµατος
38
κατά al στις καµπτικές παραµορφώσεις του µέλους.
• Ο συντελεστής aV που πολλαπλασιάζει το µοχλοβραχίονας εσωτερικών δυνάµεων
στην ακραία διατοµή, z, στον 1ο όρο παίρνει την τιµή 0 αν η τέµνουσα στην
καµπτική διαρροή, VΜy=My/Ls είναι µικρότερη της τέµνουσας που προκαλεί λοξή
ρηγµάτωση, Vcr. Η τιµή της Vcr µπορεί να ληφθεί ίση µε την τέµνουσα αντοχής
χωρίς οπλισµό διάτµησης, VRc (κατά τον ΚΑΝΕΠΕ και τον Ευρωκώδικα 8, για το
σκοπό αυτό η τιµή της VRc µπορεί να υπολογίζεται κατά τον Ευρωκώδικα 2, µε
επιµέρους συντελεστή υλικού γc=1). Αν Vcr=VRc<VΜy τότε aV = 1.
• Ο 2ος όρος εκφράζει την επιρροή της διατµητικής παραµόρφωσης.
• Ο 3ος όρος εκφράζει την επιρροή της ολίσθησης των εφελκυόµενων ράβδων από
την αγκύρωσή τους πέραν της διατοµής στήριξης, ως συγκεντρωµένη γωνία
στροφής της διατοµής αυτής ως προς τη στήριξη. Στον όρο αυτό, db είναι η
διάµετρος του διαµήκους οπλισµού και οι αντοχές fy, fc εκφράζονται σε MPa.
3.2.4 Γωνία στροφής χορδής στην καµπτική αστοχία δοµικού στοιχείου υπό
ανακυκλιζόµενη ένταση
Σύµφωνα µε τον ΚΑΝΕΠΕ και τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, η γωνία στροφής
χορδής στην καµπτική αστοχία άκρο δοµικού στοιχείου υπό ανακυκλιζόµενη ένταση
µπορεί να υπολογίζεται µε τις εξής εµπειρικές σχέσεις:
Μέση (αναµενόµενη) τιµή της γωνίας στροφής χορδής κατά την αστοχία δοκών ή
υποστυλωµάτων που έχουν διαστασιολογηθεί και κατασκευασθεί µε τις µετά το 1985
αντιλήψεις για αντισεισµικότητα:
)25.1(25),01.0(max)',01.0(max)3.0(016.0 100
35.0225.0dc
yws f
f
scum h
Lf ραρ
νωω
θ⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛
⎟⎠⎞
⎜⎝⎛
⎥⎦
⎤⎢⎣
⎡⋅= (3.14)
όπου:
• Ls = M/V: µήκος διάτµησης
• ω: µηχανικό ποσοστό εφελκυόµενου οπλισµού (περιλαµβάνει τον τυχόν διαµήκη
οπλισµό κορµού µεταξύ εφελκυόµενου και θλιβόµενου πέλµατος)
• ω’: µηχανικό ποσοστό θλιβόµενου οπλισµού
• ν = Ν/bhfc: ανηγµένο στη διατοµή αξονικό φορτίο (b = πλάτος θλιβόµενης ζώνης)
39
• ρs = Αsx/bwsh: γεωµετρικό ποσοστό εγκάρσιου οπλισµού παράλληλα στη διεύθυνση
της φόρτισης
• α: συντελεστής αποδοτικότητας της περίσφιγξης:
⎟⎟
⎠
⎞
⎜⎜
⎝
⎛−⎟⎟
⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛−⎟⎟
⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛−=α
∑cc
2i
c
h
c
hhb6
b1
h2s
1b2
s1 (3.15)
όπου:
o sh η απόσταση συνδετήρων,
o bc και hc οι διαστάσεις του περισφιγµένου πυρήνα και
o bi οι αποστάσεις µεταξύ διαµήκων ράβδων που συγκρατούνται από
συνδετήρα στην περίµετρο της διατοµής.
• αν οι συνδετήρες δεν κλείνουν µε άγκιστρο προς το εσωτερικό του σκυροδέµατος
(≥135ο στις γωνίες, ≥90ο στο ενδιάµεσο των πλευρών), συνιστάται να αµελείται η
περίσφιγξη (α = 0).
• ρd γεωµετρικό ποσοστό τυχόν δισδιαγώνιου οπλισµού.
Για τοιχώµατα µε τις ίδιες προϋποθέσεις το 2ο µέλος της εξ. (3.14) χρειάζεται να
πολλαπλασιασθεί επί 0.625 (ο συντελεστής γίνεται 0.01)
Μέση (αναµενόµενη) τιµή πλαστικού τµήµατος της γωνίας στροφής χορδής κατά
την αστοχία δοκών ή υποστυλωµάτων που έχουν διαστασιολογηθεί και κατασκευασθεί µε
τις µετά το 1985 αντιλήψεις για αντισεισµικότητα:
( )( ) ( ) ⎟
⎠⎞⎜
⎝⎛⎟
⎠⎞
⎜⎝⎛
⎥⎦
⎤⎢⎣
⎡=−=
⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛
dc
yws
f
f
scyu
plum h
Lf ραρ
νωωθθθ 100
35.02.0
3.0275.125
,01.0max',01.0max)25.0(0145.0 (3.16)
Για τοιχώµατα σύµφωνα µε τις µετά το 1985 αντιλήψεις για αντισεισµικότητα, το 2ο
µέλος της εξ. (3.16) χρειάζεται να πολλαπλασιασθεί επί 0.6 (ο συντελεστής γίνεται
0.0087).
Στην εξ. (3.16) η γωνία στροφής χορδής στη διαρροή, θy, υπολογίζεται από την εξ. (3.12)
για δοκούς ή υποστυλώµατα, ή από την εξ. (3.13) για τοιχώµατα.
Σε στοιχεία χωρίς αντισεισµικές κατασκευαστικές λεπτοµέρειες το 2ο µέλος των εξ.
(3.14), (3.15) χρειάζεται να πολλαπλασιασθεί επί 0.85.
40
Η µέση τιµή µείον µία τυπική απόκλιση της γωνίας στροφής χορδής στην αστοχία
είναι τα 2/3 της τιµής που δίνει η εξ. (3.15), ή του αθροίσµατος του αποτελέσµατος της εξ.
(3.16) και αυτού των εξ. (3.12) ή (3.13) για τη γωνία στροφής χορδής στη διαρροή.
3.2.5 Επιρροή ένωσης µε παράθεση (µατίσµατος) ευθύγραµµων άκρων ράβδων µε
νευρώσεις
Σύµφωνα µε τον ΚΑΝΕΠΕ και τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, στη διατοµή βάσης
υποστυλώµατος ή τοιχώµατος όπου διαµήκεις οπλισµοί µε νευρώσεις ενώνονται µε
παράθεση (υπερκάλυψη, µάτισµα) των ευθύγραµµων άκρων τους, η ροπή αστοχίας (ή
διαρροής) My και η καµπυλότητα διαρροής φy υπολογίζονται µε βάση τις εξής υποθέσεις:
• Στο µήκος της ένωσης το ποσοστό θλιβόµενου οπλισµού λαµβάνεται διπλάσιο
αυτού που ισχύει εκτός της περιοχής ένωσης (δηλαδή, τα δύο επικαλυπτόµενα
άκρα των θλιβόµενων ράβδων προσµετρώνται στο θλιβόµενο οπλισµό).
• Η τάση των εφελκυόµενων ράβδων λαµβάνεται ότι αυξάνεται γραµµικά από µηδέν
στο άκρο τους έως την τάση διαρροής, fy, σε απόσταση από το άκρο ίση µε το
ελάχιστο µήκος υπερκάλυψης, lb,min, που απαιτείται για την ανάπτυξη της πλήρους
ροπής αστοχίας (ή διαρροής) της διατοµής. Άρα, αν το µήκος παράθεσης lb είναι
µικρότερο του lb,min, στην περιοχή της ένωσης η τάση διαρροής των εφελκυόµενων
ράβδων λαµβάνεται ίση µε fy επί το λόγο lb/lb,min.
o Κατά τον ΚΑΝΕΠΕ: lb,min=25db
o Κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3: lb,min= 0,3dbfy/√fc µε fy, fc σε MPa.
Σύµφωνα µε τον ΚΑΝΕΠΕ και τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, η επιρροή της ένωσης
µε παράθεση ευθύγραµµων άκρων ράβδων µε νευρώσεις στη γωνία στροφής χορδής στη
διαρροή, θy, στη βάση υποστυλώµατος ή τοιχώµατος όπου διαµήκεις οπλισµοί µε
νευρώσεις ενώνονται µε παράθεση (µάτισµα) των ευθύγραµµων άκρων τους, µπορεί να
ληφθεί υπόψη ως εξής:
• Η τιµή της καµπυλότητας διαρροής φy που χρησιµοποιείται στις εξ. (3.12), (3.13),
καθώς και της ροπής αστοχίας (ή διαρροής) που συγκρίνεται µε το γινόµενο VRcLs
ως κριτήριο για την τιµή του όρου αv, υπολογίζονται σύµφωνα µε τις υποθέσεις της
προηγούµενης παραγράφου.
• Εάν η παράθεση των ευθύγραµµων άκρων γίνεται σε µήκος lb µικρότερο του lb,min,
τότε:
41
o ο 2ος όρος των εξ. (3.12), (3.13) πολλαπλασιάζεται επί το λόγο της ροπής
αστοχίας (ή διαρροής) που υπολογίζεται µε βάση τις υποθέσεις της
προηγούµενης παραγράφου προς την τιµή της εκτός του µήκους παράθεσης
o στον 3ο όρο των εξ. (3.12), (3.13), η fy πολλαπλασιάζεται επί lb/lb,min.
Σύµφωνα µε τον ΚΑΝΕΠΕ και τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, η επιρροή της ένωσης
µε παράθεση ευθύγραµµων άκρων ράβδων µε νευρώσεις στη γωνία στροφής χορδής στην
καµπτική αστοχία στη βάση υποστυλώµατος ή τοιχώµατος όπου διαµήκεις οπλισµοί µε
νευρώσεις ενώνονται µε παράθεση (µάτισµα) των ευθύγραµµων άκρων τους σε µήκος lb,
µπορεί να ληφθεί υπόψη ως εξής:
• Tο πλαστικό τµήµα της γωνίας στροφής χορδής κατά την αστοχία του στοιχείου
µπορεί να υπολογισθεί από την εξ. (3.16) (όπου, αν πρόκειται για τοίχωµα, ο
συντελεστής 0.0145 αντικαθίσταται µε 0.0087):
o µε ποσοστό θλιβόµενου οπλισµού ω΄ που λαµβάνεται διπλάσιο αυτού που
ισχύει εκτός της περιοχής, και
o µε πολλαπλασιασµό του δεξιά µέλους της εξ. (3.16) επί (lb-10db)/30db,
εφόσον lb<40db.
3.2.6 ∆ιατµητική αντοχή υπό ανακυκλιζόµενη ανελαστική ένταση
Σύµφωνα µε τον ΚΑΝΕΠΕ και τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, η διατµητική αντοχή,
VR, δοµικών στοιχείων υπό ανακυκλιζόµενες παραµορφώσεις µειώνεται µε το πλαστικό
τµήµα της γωνίας στροφής χορδής στο άκρο του, ανηγµένο στη γωνίας στροφής χορδής
διαρροής θy (κατά τις εξ. (3.12), (3.13)), µθpl=µθ-1.
Συγκεκριµένα, η διατµητική αντοχή δοµικού στοιχείου, όπως αυτή καθορίζεται από
τη διαρροή των συνδετήρων, µειώνεται µε την τιµή του µθpl ως (µονάδες MN,m):
( ) ( )( )
⎥⎦
⎤⎢⎣
⎡+⎟⎟
⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛⎟⎠
⎞⎜⎝
⎛−⋅
⋅−+−
=
wccs
tot
plcc
sR
VAfhL
fANL
xhV
,5min16.01)100,5.0max(0.16
,5min05.0155.0,min2
ρ
µθ
(3.17)
όπου:
h: ύψος διατοµής,
x: ύψος της θλιβόµενης ζώνης
42
N: αξονικό φορτίο (θετικό για θλίψη, µηδενικό για εφελκυσµό)
Ls: µήκος διάτµησης
Ac: επιφάνεια σκυροδέµατος, ίση µε bwd σε διατοµές µε πάχος κορµού bw και
στατικό ύψος d,
fc: αντοχή σκυροδέµατος (ΜPa).
ρtot: συνολικό ποσοστό διαµήκους οπλισµού (εφελκυόµενου, θλιβόµενου και
ενδιάµεσου).
Vw: συµβολή εγκάρσιου οπλισµού στη διατµητική αντοχή, ίση µε (σε
διατοµές µε ορθογωνικό κορµό πάχους bw):
ywwww zfbV ρ= (3.18)
όπου:
ρw: ποσοστό του εγκάρσιου οπλισµού,
z: µοχλοβραχίονας εσωτερικών δυνάµεων (ίσος µε d-d’ σε
υποστυλώµατα, δοκούς και τοιχώµατα διατοµής Τ ή Η, ή µε 0.8h σε
τοιχώµατα ορθογωνικής διατοµής) και
fyw : τάση διαρροής του εγκάρσιου οπλισµού.
Η διατµητική αντοχή, VR, τοιχώµατος δεν µπορεί να ξεπεράσει την οριακή τιµή που
αντιστοιχεί σε αστοχία του κορµού σε λοξή θλίψη, VR,max, η οποία, υπό ανακυκλιζόµενες
παραµορφώσεις, ελαστικές ή µετελαστικές, δίνεται κατά τον ΚΑΝΕΠΕ από τη σχέση:
( )( ) ( )
zbMPaf
fhL
fANV
wc
cs
totcc
plR
⎟⎠
⎞⎜⎝
⎛−⎟
⎠
⎞⎜⎝
⎛−⋅
⋅+⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛+−=
150)(
1,4.0max),2min(24.01
)100,5.1max(17.01,2.0min(6.11,5min06.0125.0max, ρµθ (3.19)
Ο Ευρωκώδικας 8 – Μέρος 3 δίνει αντί της εξ. (3.19) την πρακτικώς ισοδύναµη εξ.
(3.20) (µονάδες: MN, m):
43
( )( ) ( )
zbMPafhL
fANV tot
cc
pl
wcs
maxR,
)(),2min(2.01
)100,75.1max(25.01,15.0min(8.11,5min06.0185.0
⎟⎠
⎞⎜⎝
⎛−⋅
⋅+⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛+−= ρµθ
(3.20)
Η τιµή της VR,max πριν την καµπτική διαρροή υπολογίζεται από τις εξ. (3.19), (3.20) µε
µθpl=0.
Η διατµητική αντοχή, VR, κοντού υποστυλώµατος µε λόγο διάτµησης Ls/h ≤ 2.0 δεν
µπορεί να ξεπεράσει την οριακή τιµή που αντιστοιχεί σε θλιπτική αστοχία του
σκυροδέµατος κατά τη διαγώνιο του στοιχείου, VR,max, η οποία κατά τον ΚΑΝΕΠΕ υπό
ανακυκλιζόµενες µετελαστικές παραµορφώσεις µειώνεται µε το µέγεθος του πλαστικού
τµήµατος του δείκτη πλαστιµότητας γωνίας στροφής χορδής, µθpl=µθ-1, ως:
( )( ) ( )
ϕ
ρµθ
2sin100
)(1,4.0max
4.013.11,5min02.0161
max,
zbMPaf
ffA
NV
wc
ctotcc
plR
⎟⎠
⎞⎜⎝
⎛ −⋅
⋅+⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛+−=
(3.21)
όπου φ η γωνία της διαγωνίου του στοιχείου ως προς τον άξονά του:
SLh
2tan =φ (3.22)
Ο Ευρωκώδικας 8 – Μέρος 3 δίνει αντί της εξ. (3.21) την πρακτικώς ισοδύναµη εξ. (3.23) (µονάδες: MN, m):
( )( ) ( )
ϕ
ρµθ
2sin))(,40min(
)100(45.0135.11,5min02.0174
wc
totcc
plmaxR,
zbMPaf
fANV
⋅
⋅+⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛+−=
(3.23)
3.2.7 Προσοµοίωση ευκαµψίας πατωµάτων µέσα στο επίπεδό τους
Οι στάθµες των πατωµάτων στα υπολογιστικά προσοµοιώµατα των κατασκευών που
αναλύθηκαν στα πλαίσια της διατριβής δεν εξιδανικεύτηκαν ως πλήρως απαραµόρφωτοι
δίσκοι. Αντίθετα, επιλέχθηκε να γίνει θεώρηση της πραγµατικής δυσκαµψίας των
44
πατωµάτων µέσα στο επίπεδό τους. Αυτό µπορεί να γίνει µε επαρκή ακρίβεια και
ικανοποιητική αξιοπιστία, µέσω κατάλληλης επιλογής της ελαστικής δυσκαµψίας των
δοκών ως προς κατακόρυφο τοπικό άξονα (y) της διατοµής τους, και της ελαστικής
ατένειας των δοκών κατά το διαµήκη τοπικό τους άξονα (x). Συγκεκριµένα, αν θεωρήσοµε
φάτνωµα πλάκας µε διαστάσεις κάτοψης lx και lz, πάχος πλάκας h και Μέτρο
Ελαστικότητας Ε, η εντός επιπέδου δυσκαµψία προσεγγίζεται εάν θεωρήσοµε ότι το
φάτνωµα περιβάλλεται από γραµµικά µέλη-δοκούς µε τις εξής ιδιότητες:
• Οι δοκοί που τοποθετούνται στις δύο απέναντι πλευρές µήκους lx έχουν:
o ∆υσκαµψία ΕIy ως προς κατακόρυφο τοπικό άξονα (y) της διατοµής:
∑≈ zxy llEhEI 215
)( (3.24)
o Ατένεια κατά το διαµήκη τοπικό τους άξονα (x):
∑ −+≈ )(2
)( hhEblEhEA bwz (3.25)
όπου το άθροισµα αφορά στα ενδεχόµενα δύο φατνώµατα πλάκας
δεξιά και αριστερά του κορµού της υπόψη δοκού. Ο 2
∑ zl
ος όρος στη σχέση
που δίνει την ατένεια είναι η συµβολή του κορµού της δοκού κάτω από την
πλάκα.
• Οι δοκοί που τοποθετούνται στις δύο απέναντι πλευρές µήκους lz έχουν:
o ∆υσκαµψία ΕIy ως προς κατακόρυφο τοπικό άξονα (y) της διατοµής:
∑≈ xzy llEhEI 215
)( (3.26)
o Ατένεια κατά το διαµήκη τοπικό τους άξονα (x):
∑ −+≈ )(2
)( hhEblEhEA bwx (3.27)
45
Σχήµα 3.3 Πρόγραµµα ANSRuop – Μαθηµατικό µοντέλο κατασκευής
Σχήµα 3.4 Πρόγραµµα ANSRuop – Φυσικό µοντέλο κατασκευής
46
Σχήµα 3.5 Πρόγραµµα ANSRuop – Εισαγωγή διατοµών και οπλισµών
Σχήµα 3.6 Πρόγραµµα ANSRuop – Ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές
47
Σχήµα 3.7 Πρόγραµµα ANSRuop – Καµπύλη Τέµνουσας Βάσης-Μετακίνησης από ανάλυση Pushover
Σχήµα 3.8 Πρόγραµµα ANSRuop – Παραµορφωµένος φορέας από ανάλυση Pushover
48
Σχήµα 3.9 Πρόγραµµα ANSRuop – Χρονοϊστορίες µετακινήσεων
Σχήµα 3.10 Πρόγραµµα ANSRuop – Απεικόνιση δεικτών βλάβης
49
Σχήµα 3.11 Πρόγραµµα ANSRuop – Αυτόµατος υπολογισµός κέντρου µάζας, στροφής κλπ
Σχήµα 3.12 Πρόγραµµα ANSRuop – Εντατικά µεγέθη κατά την σεισµική απόκριση
50
51
4. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ
ΚΤΙΡΙΩΝ
4.1 ΓΕΝΙΚΑ
Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζεται η αποτίµηση σεισµικής συµπεριφοράς
τεσσάρων πραγµατικών κτιρίων, τα οποία επιλέχθηκαν ή διαµορφώθηκαν µε κριτήριο να
φέρουν κάποια από τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν στο 1ο Κεφάλαιο. Τέτοια
χαρακτηριστικά, όπως είναι η µη-κανονικότητα σε κάτοψη, η απουσία σαφώς
καθορισµένων πλαισίων δυσκαµψίας και ανάληψης οριζόντιων δράσεων σε µια ή δύο
οριζόντιες διευθύνσεις µε έµµεσες στηρίξεις δοκών επί άλλων δοκών κλπ., απαντώνται
πολύ συχνά σε παλαιά (κατασκευασµένα προ του 1985) κτίρια του Ελλαδικού χώρου, που
είναι και η κατηγορία κατασκευών που αποτελεί το κύριο αντικείµενο της παρούσας
διατριβής.
Τα τέσσερα κτίρια που µελετήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διατριβής είναι:
• Το 3-όροφο κτίριο που κατασκευάστηκε και δοκιµάστηκε ψευδο-δυναµικά στο
εργαστήριο ELSA στην Ispra της Ιταλίας στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού
ερευνητικού προγράµµατος SPEAR,
• Το ∆ηµοτικό Θέατρο Αργοστολίου «Ο Κέφαλος», (έτος περάτωσης του φέροντα
οργανισµού το 1980),
• 4-όροφη πολυκατοικία επί των οδών Πίνδου & Γ. Παπανδρέου στη Νέα
Φιλαδέλφεια Αττικής (έτος περάτωσης το 1977) που κατέρρευσε κατά τη διάρκεια
του σεισµού της 7-9-2001, και
• Το 2-όροφο κτίριο που κατασκευάστηκε για να δοκιµασθεί ψευδό-δυναµικά στο
Εργαστήριο Κατασκευών του Τµήµατος Πολιτικών Μηχανικών του
Πανεπιστηµίου της Πάτρας, στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού ερευνητικού
προγράµµατος SPEAR.
Στη επόµενη ενότητα παρουσιάζονται οι εδαφικές κινήσεις που χρησιµοποιήθηκαν για
τη αποτίµηση της σεισµικής συµπεριφοράς των τεσσάρων κτιρίων, ενώ στη συνέχεια
του παρόντος Κεφαλαίου παρουσιάζονται αναλυτικά τα τέσσερα κτίρια, και
παρατίθενται τα ευρήµατα της αποτίµησης σεισµικής συµπεριφοράς.
52
4.2 ΧΡΟΝΟΪΣΤΟΡΙΕΣ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ∆ΥΝΑΜΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ
Η εκτίµηση της «ζήτησης» της ικανότητας παραµόρφωσης των µελών οπλισµένου
σκυροδέµατος των κατασκευών που εξετάστηκαν έγινε µέσω µη-γραµµικών αναλύσεων
χρονοϊστορίας για επτά ζεύγη επιταχυνσιογραφηµάτων. Κάθε ζεύγος εξοµοιώνει τις δύο
οριζόντιες συνιστώσες καταγραφών σεισµών που έγιναν στην νότια Ευρώπη και την
Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Οι καταγραφές αυτές είναι:
• Σεισµός Imperial Valley 1979, σταθµός Bonds Corner (ΗΠΑ)
• Σεισµός Loma Prieta 1989, σταθµός Capitola (ΗΠΑ)
• Σεισµός Καλαµάτας 1986, σταθµός ∆ηµαρχείου (Ελλάδα)
• Σεισµός Montenegro 1979, σταθµός Hercegnovi (Μαυροβούνιο)
• Σεισµός Friuli 1976, σταθµός Tolmezzo (Ιταλία)
• Σεισµός Montenegro 1979, σταθµός Ulcinj (Μαυροβούνιο)
• Σεισµός Imperial Valley 1940, σταθµός El Centro Array #9 (ΗΠΑ)
Ένα τµήµα διάρκειας 15 δευτερολέπτων από κάθε καταγραφή (που περιελάµβανε και την
φάση της ισχυρής κίνησης) τροποποιήθηκε, µε µεγέθυνση κάποιων συνιστωσών του
φασµατικού περιεχοµένου και υποβάθµιση κάποιων άλλων, χωρίς όµως να αλλάζουν ούτε
οι φάσεις ούτε η χρονική εξέλιξη της ισχύος των σηµάτων, έτσι ώστε το φάσµα απόκρισης
επιταχύνσεών του να προσεγγίζει το ελαστικό φάσµα τύπου Ι του Ευρωκώδικα 8 για
έδαφος τύπου C και απόσβεση 5% της κρίσιµης. Σύµφωνα µε αυτό η τιµή της φασµατικής
επιτάχυνσης Sa µειώνεται ανάλογα µε το αντίστροφο της περιόδου, 1/Τ, για περιόδους
µετά από την τιµή TC=0.6sec µέχρι την τιµή TD=2.0sec, µετά από την οποία µειώνεται
ανάλογα µε το αντίστροφο του τετραγώνου της περιόδου, 1/Τ2. Για τις µη-γραµµικές
αναλύσεις χρονοϊστορίας οι δύο συνιστώσες του κάθε ζεύγους εφαρµόστηκαν και µε
εναλλαγή κατά τους δύο οριζόντιους άξονες των κτιρίων, Χ και Ζ. Επιπλέον, λόγω της
ασυµµετρίας των κατασκευών, κρίθηκε σκόπιµο να εφαρµοστεί η κάθε συνιστώσα κατά
τη θετική και αρνητική έννοιά της, δίνοντας έτσι 8 συνδυασµούς επιταχυνσιογραφηµάτων
και µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας για κάθε ζεύγος καταγραφών. Έτσι συνολικά
έγιναν 7×8=56 αναλύσεις (7 ζεύγη εδαφικών κινήσεων επί 8 συνδυασµούς για το κάθε
ζεύγος) για κάθε επίπεδο σεισµικής έντασης που θεωρήθηκε. Το επίπεδο της σεισµικής
έντασης προσδιορίζεται από τη Μέγιστη Εδαφική Επιτάχυνση (Peak Ground Acceleration
– PGA). Στο σχήµα 4.1 παρουσιάζονται τα 7 ζεύγη των επιταχυνσιογραφηµάτων, και η
σύγκριση των φασµάτων τους µε το φάσµα-στόχο του Ευρωκώδικα 8.
53
Imperial Valley 1979 - Bonds Corner 140-2.0-1.00.01.02.0
m/s
2
0.01.02.03.0
Sa (m
/s2 ) EC8
Record
Imperial Valley 1979 - Bonds Corner 230-2.0-1.00.01.02.0
m/s
2
0.01.02.03.0
Sa (m
/s2 ) EC8
Record
Loma Prieta 1989 - Capitola 000-2.0-1.00.01.02.0
m/s
2
0.01.02.03.0
Sa (m
/s2 ) EC8
Record
Loma Prieta 1989 - Capitola 090-2.0-1.00.01.02.0
m/s
2
0.01.02.03.0
Sa (m
/s2 ) EC8
Record
Kalamata 1986 X-2.0-1.00.01.02.0
m/s
2
0.01.02.03.0
Sa (m
/s2 ) EC8
Record
Kalamata 1986 Y-2.0-1.00.01.02.0
m/s
2
0.01.02.03.0
Sa (m
/s2 ) EC8
Record
Montenegro 1979 - Herceg Novi X-2.0-1.00.01.02.0
m/s
2
0.01.02.03.0
Sa (m
/s2 ) EC8
Record
Montenegro 1979 - Herceg Novi Y-2.0-1.00.01.02.0
m/s
2
0.01.02.03.0Sa
(m/s
2 ) EC8Record
Friuli 1976 - Tolmezzo X-2.0-1.00.01.02.0
m/s
2
0.01.02.03.0
Sa (m
/s2 ) EC8
Record
Friuli 1976 - Tolmezzo Y-2.0-1.00.01.02.0
m/s
2
0.01.02.03.0
Sa (m
/s2 ) EC8
Record
Montenegro 1979 - Ulcinj (2) - X-2.0-1.00.01.02.0
m/s
2
0.01.02.03.0
Sa (m
/s2 ) EC8
Record
Montenegro 1979 - Ulcinj (2) - Y-2.0-1.00.01.02.0
m/s
2
0.01.02.03.0
Sa (m
/s2 ) EC8
Record
Imperial Valley 1940 - El Centro Array #9 - 180-2.0-1.00.01.02.0
m/s
2
0.01.02.03.0
Sa (m
/s2 ) EC8
Record
0.01.02.03.0
0.0 0.5 1.0 1.5 2.0 2.5Period (s)
Sa (m
/s2 ) EC8
Record
Imperial Valley 1940 - El Centro Array #9 - 270-2.0-1.00.01.02.0
0 3 6 9 12 15Time (s)
m/s
2
Σχήµα 4.1 Επιταχυνσιογραφήµατα που χρησιµοποιήθηκαν για τις µη-γραµµικές
αναλύσεις χρονοϊστορίας και σύγκριση των φασµάτων τους µε το ελαστικό φάσµα του Ευρωκώδικα 8
54
4.3 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΣΕΙΣΜΙΚHΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡAΣ ΤΟΥ 3-ΟΡΟΦΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΟΥ
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ SPEAR
4.3.1 Σχεδιασµός του κτιρίου
Το 3-όροφο κτίριο σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού
ερευνητικού προγράµµατος SPEAR, µε σκοπό να υποστεί ψευδο-δυναµική δοκιµή στις
εγκαταστάσεις του εργαστηρίου ELSA του Κοινού Ευρωπαϊκού Ερευνητικού Κέντρου
στην Ispra της Ιταλίας. Η φιλοσοφία σχεδιασµού του κτιρίου ήταν τέτοια ώστε αυτό να
αντιπροσωπεύει παλαιότερες κατασκευές που απαντώνται πολύ συχνά στις σεισµογενείς
χώρες της Νότιας Ευρώπης, οι οποίες χαρακτηρίζονται από απουσία αντισεισµικού
σχεδιασµού, διαθέτουν δε επιπλέον δυσµενή χαρακτηριστικά για τη σεισµική τους
συµπεριφορά, όπως εκκεντρότητα της µάζας ως προς τη δυσκαµψία του κτιρίου, έµµεσες
στηρίξεις δοκών σε άλλες δοκούς κοκ.
Το κτίριο σχεδιάστηκε αποκλειστικά για κατακόρυφα φορτία, και συγκεκριµένα για
µόνιµα φορτία και επικαλύψεις πλακών ίσα µε 0.5 kN/m2 και κινητά φορτία ίσα µε 2.0
kN/m2, σύµφωνα µε τις διατάξεις που ίσχυαν στην Ελλάδα µεταξύ 1954 και 1984 και µε
κατασκευαστικές πρακτικές και υλικά η χρήση των οποίων ήταν πολύ διαδεδοµένη στην
Νότια Ευρώπη κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το δοµικό σύστηµα που επιλέχθηκε
είναι επίσης αντιπροσωπευτικό των κατασκευών της περιόδου εκείνης, χωρίς πρόνοιες
αντισεισµικότητας. Είναι µη-συµµετρικό, ευνοεί την ανάπτυξη στρεπτικής απόκριση και
περιλαµβάνει δύο έµµεσες στηρίξεις δοκών σε κάθε όροφο (µε εκκεντρότητες 0.5m και
1.0m αντίστοιχα) καθώς και ένα έντονα έκκεντρο κόµβο σύνδεσης δοκών-
υποστυλωµάτων. Μια τρισδιάστατη άποψη του προσοµοιώµατος φαίνεται στο σχήµα 4.2.
Το ύψος ορόφου από την πλάκα σε πλάκα είναι 3.0m (καθαρό ύψος ορόφου µεταξύ
πλάκας και κάτω µέρους των δοκών 2.5m). Η κάτοψη του κτιρίου και οι διαστάσεις των
µελών (σε εκατοστά) φαίνονται στο σχήµα 4.3. Το πάχος πλακών είναι 15cm.
Το σκυρόδεµα είχε αντοχή σχεδιασµού 25MPa και (εκτιµώµενη) πραγµατική αντοχή
33MPa, ενώ εργαστηριακές δοκιµές έδωσαν πραγµατικές τιµές µεταξύ 24.5 και 27 MPa
(αντοχή κυλίνδρου). Οι ράβδοι οπλισµού που χρησιµοποιήθηκαν ήταν λείες, µε
ονοµαστική τάση διαρροής 320MPa (η πραγµατική τιµή της τάσης διαρροής των ράβδων
που χρησιµοποιήθηκαν ήταν 460MPa, και 380MPa για τις ράβδους διαµέτρου Φ20 των
δοκών Β4, Β9), αγκυρώθηκαν δε µε άγκιστρα 180º. Οι ράβδοι κάµπτονται µε ακτίνα που
55
ισούται µε 5 διαµέτρους ράβδων σε ακραίες αγκυρώσεις και 2.5 διαµέτρους ράβδων για τα
άγκιστρα. Οι οπλισµοί των δοµικών στοιχείων φαίνονται στα σχήµατα 4.4α και 4.4β.
3.0 5.0
5.5
5.0
6.0
4.0
1.0
1.70
Σχήµα 4.2 Κάτοψη 3-όροφου κτιρίου SPEAR
Σχήµα 4.3 Τρισδιάστατη άποψη 3-όροφου κτιρίου SPEAR
56
3
C1 C22O12 (MONTAGE)
2O12
O8/0.20
5
0,25
O8/0.20
2O12 (MONTAGE)
2O12
C3
0,25
BEAM 2
O12 O12 O12 O12
BEAM 10,25 0,25
2Φ12
0,25
Φ8/0.20Φ12 Φ12
BEAM 9
3
BEAM 3
2Φ12 (MONTAGE)
C40,25
C5 C6
3Φ20
2Φ12 (MONTAGE)
Φ8/0.20 Φ8/0.20Φ20 Φ20 Φ20 Φ20
BEAM 7
6
0,25BEAM 4
0,25
C7 C8
2Φ12 (MONTAGE)
2Φ12
Φ8/0.20Φ12 Φ12
BEAM 5
3
0,25 0,25
6
0,25
BEAM 60,25
C8 C9
2Φ12
2Φ12 (MONTAGE)
Φ8/0.20Φ12 Φ12
6
0,25
BEAM 7
0,25
C3
2Φ20
2Φ12 (MONTAGE)
Φ8/0.20Φ20 Φ20 Φ20
BEAM 4
C6 C7
2Φ12
2Φ12 (MONTAGE)
Φ8/0.20Φ12 Φ12
4
0,25 0,25
BEAM 8
C2
2Φ20
2Φ12 (MONTAGE)
Φ8/0.20 Φ8/0.20
2Φ20
4,25
Φ8/0.20
2Φ12
0,75
2Φ12 (MONTAGE)
C5 BEAM 10 C8
Φ20 Φ20 Φ12 Φ12
BEAM 3
6
0,25 0,25
BEAM 9
BEAM 11
5,5
0,25 0,25
C1 C4
2Φ12
2Φ12 (MONTAGE)
Φ8/0.20
5
Φ8/0.20
2Φ12 (MONTAGE)
2Φ12
0,25
BEAM 12 C9
Φ12 Φ12 Φ12 Φ12
Σχήµα 4.4α Αναπτύγµατα οπλισµών δοκών του 3-ορόφου κτιρίου SPEAR
57
COLUMNS C1-C7 & C9
0,25
0,25
STIRRUPS Φ8/25
4Φ12 10Φ12
STIRRUPS Φ8/25
COLUMN C8
0,25
0,75
Σχήµα 4.4β Οπλισµοί υποστυλωµάτων του 3-ορόφου κτιρίου SPEAR
Τα υποστυλώµατα έχουν ράβδους διαµέτρου Φ12 στις 4 γωνίες της διατοµής (εκτός
από το µεγαλύτερο υποστύλωµα C6 25×75cm το οποίο έχει 4 ράβδους κατά µήκος των
µεγάλων πλευρών της διατοµής και 3 κατά µήκος των µικρών) και συνδετήρες Φ8 ανά
25cm που κλείνουν µε άγκιστρα υπό γωνία 135º. ∆εν υπάρχουν συνδετήρες στο εσωτερικό
των κόµβων. Οι κατακόρυφες ράβδοι µατίζονται σε µήκος 40cm στα επίπεδα των ορόφων,
συµπεριλαµβανοµένου του 1ου ισογείου.
Οι δοκοί οπλίζονται µε δύο ράβδους Φ12 στο πάνω πέλµα, και δύο (τρεις στην
περίπτωση της δοκού Β4) ράβδους Φ12 στο κάτω πέλµα, οι οποίες διέρχονται δια µέσου
των στηρίξεων και αγκυρώνονται µε γάντζους 180º στην εξώτατη παρειά του ακραίου
υποστυλώµατος του φατνώµατος, χωρίς κάµψη προς τα κάτω. Επιπρόσθετα, δύο (τρεις
στην περίπτωση της δοκού Β7, τέσσερις στην περίπτωση της δοκού Β4) ράβδοι κάτω
πέλµατος κάµπτονται προς τα επάνω στην περιοχή της στήριξης, διέρχονται δια µέσου του
ακραίου υποστυλώµατος προς την εξώτατη παρειά όπου και κάµπτονται προς τα κάτω και
αγκυρώνονται µε γάντζο 180º στο επίπεδο του κάτω πέλµατος της δοκού. ∆ια µέσου
ενδιάµεσων υποστυλωµάτων οι ράβδοι που έχουν καµφθεί προς τα επάνω συνεχίζουν
ευθύγραµµα στο επόµενο φάτνωµα όπου και αγκυρώνονται στο πάνω πέλµα της δοκού µε
γάντζους 180º, όπως φαίνεται στο σχήµα 4.4α. Οι δοκοί Β9 και Β10 έχουν 2 πρόσθετες
ράβδους Φ20 στην κοινή τους στήριξη στη θέση του υποστυλώµατος C3, οι οποίες πέρα
από την παρειά του υποστυλώµατος κάµπτονται προς τα κάτω υπό γωνία 45º και
αγκυρώνονται στην κάτω παρειά της δοκού µε γάντζους 180º. Οι δοκοί έχουν συνδετήρες
58
λείες ράβδους Φ8 ανά 20cm, που κλείνουν στην κορυφή µε γάντζους 90º, και δεν
συνεχίζουν στο εσωτερικό των κόµβων. Οι πλάκες είναι οπλισµένες µε λείες ράβδους Φ8.
4.3.2 Στατική εκκεντρότητα
Μια πολύ σηµαντική παράµετρος όσον αφορά στην βαθµό της στρεπτικής
απόκρισης µιας κατασκευής είναι η στατική εκκεντρότητα σε κάτοψη, δηλαδή η απόσταση
του κέντρου µάζας µιας κατασκευής από το σηµείο το θεωρούµενο ως «κέντρο στροφής».
Για τον ρεαλιστικότερο δυνατό ποσοτικό προσδιορισµό της εκκεντρότητας της
δυσκαµψίας και της αντίστασης (αντοχής) εξετάστηκαν εναλλακτικές θέσης του «κέντρου
στροφής», ανάλογα µε τον τρόπο υπολογισµού του τελευταίου. Συγκεκριµένα:
• Κέντρο δυσκαµψίας κατακόρυφων στοιχείων υπολογισµένο συµβατικά µε χρήση
των ελαστικών δυσκαµψιών των αρηγµάτωτων διατοµών κατακορύφων στοιχείων
ως το «θεωρητικό κέντρο δυσκαµψίας» µε συντεταγµένες xΚΣ, zΣΚ κατά τις δύο
οριζόντιες διευθύνσεις Χ και Ζ (οι δείκτες y και z του όρου ΕΙ αναφέρονται σε
τοπικούς άξονες υποστυλωµάτων) από την ακόλουθη εξ. (4.1):
∑∑
∑∑ ⋅
=⋅
= ΚΣΚΣ
izi
iizi
iyi
iiyi
EI
zEIz
EI
xEIx , (4.1)
• Κέντρο δυσκαµψίας κατακορύφων στοιχείων υπολογισµένο συµβατικά µε χρήση
των ενεργών δυσκαµψιών κατά την εξ. (3.5) ως το «κέντρο δυσκαµψίας» µε
συντεταγµένες xΚΣ, zΣΚ κατά τις δύο οριζόντιες διευθύνσεις Χ και Ζ υπολογισµένες
από την εξ. (4.1), όπου ΕΙ οι τέµνουσες δυσκαµψίες στη διαρροή,
• Κέντρο αντοχής, υπολογισµένο ως το σηµείο εφαρµογής της συνισταµένης
τέµνουσας ορόφου, για ταυτόχρονη καµπτική διαρροή και των δύο άκρων του κάθε
κατακόρυφου στοιχείου, ή εξάντληση της διατµητικής αντοχής τους, VR, κατά τις
εξ. (3.17)-(3.23) – αν αυτή συµβαίνει νωρίτερα, µε συντεταγµένες:
∑∑
∑∑ ⋅
=⋅
= ΚΣΚΣ
ixi
iixi
izi
iizi
F
zFz
F
xFx , (4.2)
59
όπου Fi = min(Myi / Lsi , VR), µε Μyi την τιµή της ροπής διαρροής του µέλους i και
Ls το µήκος διάτµησης στο άκρο i = 1,2 του µέλους,
• Υπολογισµένο σαν το πραγµατικό, γεωµετρικό κέντρο στροφής ορόφου από
τρισδιάστατη στατική ανάλυση του κτιρίου για φόρτιση µε στρεπτικές ροπές
ορόφων µε αντεστραµµένη τριγωνική κατανοµή καθ’ ύψος, ως ο «πόλος στροφής».
Στον πίνακα 4.1 που ακολουθεί παρουσιάζονται οι εκκεντρότητες του κέντρου µάζας
από το κέντρο στροφής για το 3-όροφο κτίριο του SPEAR και τους εναλλακτικούς
τρόπους υπολογισµού που παρατέθηκαν παραπάνω. Ανεξαρτήτως τρόπου υπολογισµού,
προκύπτει σηµαντική εκκεντρότητα και στις δύο οριζόντιες διευθύνσεις, µε τη διεύθυνση
Χ να είναι η δυσµενέστερη.
Πίνακας 4.1 3-ορόφο κτίριο του SPEAR: Αποστάσεις του κέντρου µάζας από το κέντρο στροφής (σε m) µε διάφορους τρόπους υπολογισµού του τελευταίου
Κέντρο θεωρητικής
δυσκαµψίας
Κέντρο ενεργού
δυσκαµψίας Κέντρο αντοχής Πόλος στροφής
∆ιεύθυνση Χ Ζ Χ Ζ Χ Ζ Χ Ζ
Ισόγειο 1.26 1.08 0.89 0.52 0.67 0.43 0.69 0.45
1ος όροφος 1.27 1.08 0.92 0.57 0.73 0.51 0.64 0.45
2ος όροφος 1.28 1.10 0.99 0.68 0.83 0.64 0.65 0.49
Από τον πίνακα 4.1 προκύπτει ότι οι εναλλακτικοί τρόποι υπολογισµού της
εκκεντρότητας της µάζας ως προς τη δυσκαµψία δίνουν συγκρίσιµες τιµές της
εκκεντρότητας, µε λιγότερο αξιόπιστες αυτές που προκύπτουν από το «κέντρο θεωρητικής
δυσκαµψίας» που προκύπτει υποθέτοντας µια όχι και τόσο ρεαλιστική προσοµοίωση της
δυσκαµψίας των µελών. Αντίθετα, πιο αξιόπιστες είναι οι τιµές της εκκεντρότητας µε
βάση τις ενεργές δυσκαµψίες («κέντρο δυσκαµψίας»), ή τις διατµητικές αντοχές των
κατακόρυφων στοιχείων, για τον υπολογισµό των οποίων χρησιµοποιούνται τιµές τις
δυσκαµψίας που θεωρούνται πιο πιθανές κατά τη σεισµική απόκριση. Όµως, ο πόλος
στροφής είναι το πραγµατικό, γεωµετρικό σηµείο γύρω από το οποίο στρέφεται ο όροφος
του κτιρίου, µε την εγγενή αξιοπιστία που αυτό συνεπάγεται.
Στο σχήµα 4.5 που ακολουθεί σηµειώνονται πάνω στην κάτοψη του κτιρίου οι
θέσεις του κέντρου µάζας και του κέντρου στροφής για τους διάφορους τρόπους
υπολογισµού του τελευταίου που περιγράφηκαν παραπάνω, και για τις τρεις στάθµες του
60
κτιρίου. Με βάση τις τιµές της εκκεντρότητας του πίνακα 4.1 και του σχήµατος 4.5, είναι
αναµενόµενο το κτίριο να αναπτύξει έντονη στρεπτική συµπεριφορά (στροφή περί
κατακόρυφου άξονα) κατά τη σεισµική διέγερση.
Κέντρο Μάζας
Πόλος ΣτροφήςΚέντρο ∆υσκαµψίας
Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίας
Κέντρο ΑντοχήςΚέντρο Μάζας
Πόλος ΣτροφήςΚέντρο ∆υσκαµψίας
Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίαςΚέντρο Αντοχής
Κέντρο ΜάζαςΠόλος ΣτροφήςΚέντρο ∆υσκαµψίας
Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίαςΚέντρο Αντοχής
Σχήµα 4.5 3-ορόφο κτίριο του SPEAR: Θέσεις του κέντρου µάζας και του κέντρου στροφής µε διάφορους τρόπους υπολογισµού του τελευταίου
61
Για την περαιτέρω διερεύνηση της επίδρασης της εκκεντρότητας σε συνδυασµό και
µε τις επιλεγµένες εδαφικές κινήσεις της παρ. 4.2, κατασκευάστηκαν τα φάσµατα
απόκρισης των χρονικών ιστοριών στροφικής επιτάχυνσης οι οποίες προκύπτουν
αθροίζοντας σε κάθε βήµα της χρονοϊστορίας τα γινόµενα της εκκεντρότητας στη µια
διεύθυνση επί την τιµή της επιτάχυνσης στην άλλη διεύθυνση. Λήφθηκαν υπόψη οι µισοί
συνδυασµοί που αναφέρθηκαν και στην παρ. 4.2, εναλλάσσοντας µεταξύ τους τις δύο
συνιστώσες και θεωρώντας την µια από τις δύο ως προς την θετική και την αρνητική
έννοιά τους. Σαν τιµή της εκκεντρότητας λήφθηκαν οι αποστάσεις, κατά τους δύο
οριζόντιους άξονες, του κέντρου µάζας από τον πόλο στροφής της στάθµης οροφής
ισογείου. Τα φάσµατα απόκρισης που προκύπτουν φαίνονται στο σχήµα 4.6, στην κάτω
δεξιά γωνία του οποίου εικονίζονται και τα µέσα φάσµατα για τις επτά εδαφικές κινήσεις,
τα οποία προσεγγίζουν το φάσµα-στόχο του Ευρωκώδικα 8. Από τα φάσµατα του
σχήµατος 4.6 προκύπτει πως η εναλλαγή προσήµου µιας συνιστώσας της εδαφικής
κίνησης προκαλεί αισθητά µεγαλύτερη διαφοροποίηση της µέγιστης στρεπτικής
απόκρισης µονοβάθµιου συστήµατος σε σχέση µε την εναλλαγή µεταξύ των δύο
συνιστωσών.
Imperial Valley 1979 - Bonds Corner
0.0
0.5
1.0
1.5
2.0
2.5
3.0
3.5
0.5 1.0 1.5 2.0 2.5 3.0 3.5Period (sec)
(m2 /s
ec2 )
x(+)y(+)x(+)y(-)y(+)x(+)y(+)x(-)
Loma Prieta 1989 - Capitola
0.0
0.5
1.0
1.5
2.0
2.5
3.0
3.5
0.5 1.0 1.5 2.0 2.5 3.0 3.5Period (sec)
(m2 /s
ec2 )
x(+)y(+)x(+)y(-)y(+)x(+)y(+)x(-)
Kalamata 1986
0.0
0.5
1.0
1.5
2.0
2.5
3.0
3.5
0.5 1.0 1.5 2.0 2.5 3.0 3.5Period (sec)
(m2 /s
ec2 )
x(+)y(+)x(+)y(-)y(+)x(+)y(+)x(-)
Montenegro 1979 - Hercegnovi
0.0
0.5
1.0
1.5
2.0
2.5
3.0
3.5
0.5 1.0 1.5 2.0 2.5 3.0 3.5Period (sec)
(m2 /s
ec2 )
x(+)y(+)x(+)y(-)y(+)x(+)y(+)x(-)
Σχήµα 4.6 Φάσµατα απόκρισης στροφικής επιτάχυνσης
62
Friuli 1976 - Tolmezzo
0.0
0.5
1.0
1.5
2.0
2.5
3.0
3.5
0.5 1.0 1.5 2.0 2.5 3.0 3.5Period (sec)
(m2 /s
ec2 )
x(+)y(+)x(+)y(-)y(+)x(+)y(+)x(-)
Montenegro 1979 - Ulcinj
0.0
0.5
1.0
1.5
2.0
2.5
3.0
3.5
0.5 1.0 1.5 2.0 2.5 3.0 3.5Period (sec)
(m2 /s
ec2 )
x(+)y(+)x(+)y(-)y(+)x(+)y(+)x(-)
Imperial Valley 1940 - El Centro Array #9
0.0
0.5
1.0
1.5
2.0
2.5
3.0
3.5
0.5 1.0 1.5 2.0 2.5 3.0 3.5Period (sec)
(m2 /s
ec2 )
x(+)y(+)x(+)y(-)y(+)x(+)y(+)x(-)
Mean
0.0
0.5
1.0
1.5
2.0
2.5
3.0
0.5 1.0 1.5 2.0 2.5 3.0 3.5Period (sec)
(m2 /s
ec2 )
x(+)y(+)x(+)y(+)y(+)x(+)y(+)x(-)
Σχήµα 4.6 (συν.) Φάσµατα απόκρισης στροφικής επιτάχυνσης
4.3.3 ∆υναµικά χαρακτηριστικά – Ιδιοπερίοδοι – Ιδιοµορφές
Οι κύριες ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές ταλάντωσης της 3-όροφης κατασκευής του
SPEAR µε θεώρηση των ενεργών δυσκαµψιών των µελών του συνοψίζονται στον πίνακα
4.2 που περιλαµβάνει και χαρακτηρισµό των ιδιοµορφών, όπως αυτός προκύπτει από το
σχήµα τους, καθώς και το ποσοστό της ταλαντούµενης ιδιοµορφικής µάζας ανά οριζόντια
διεύθυνση που αναλογεί σε κάθε ιδιοµορφή. Για τον υπολογισµό τα κατακόρυφα στοιχεία
θεωρούνται πακτωµένα στη στάθµη εδάφους (δάπεδο ισογείου).
Πίνακας 4.2 Ιδιοπερίοδοι και Ιδιοµορφές 3-ορόφου SPEAR
Περίοδος Χαρακτηρισµός ιδιοµορφής
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Χ
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Ζ
1η Ιδιοµορφή 1.46sec Μεταφορική Χ / Στροφική 51.1% 12.3%
2η Ιδιοµορφή 1.35sec Μεταφορική Ζ / Στροφική 32.1% 9.6%
3η Ιδιοµορφή 1.22sec Στροφική / Μεταφορική Ζ 3.3% 32.7%
4η Ιδιοµορφή 0.52sec Μεταφορική Χ / Στροφική 7.2% 0.9%
5η Ιδιοµορφή 0.48sec Στροφική 3.0% 4.0%
6η Ιδιοµορφή 0.42sec Μεταφορική Ζ / Στροφική 0.2% 6.4%
63
Σχήµα 4.7α Κύριες ιδιοµορφές 3-ορόφου κτιρίου του SPEAR – 1η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.7β Κύριες ιδιοµορφές 3-ορόφου κτιρίου του SPEAR – 2η ιδιοµορφή
64
Σχήµα 4.7γ Κύριες ιδιοµορφές 3-ορόφου κτιρίου του SPEAR – 3η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.7δ Κύριες ιδιοµορφές 3-ορόφου κτιρίου του SPEAR – 4η ιδιοµορφή
65
Σχήµα 4.7ε Κύριες ιδιοµορφές 3-ορόφου κτιρίου του SPEAR – 5η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.7στ Κύριες ιδιοµορφές 3-ορόφου κτιρίου του SPEAR – 6η ιδιοµορφή
66
Χαρακτηριστικό είναι ότι όλες οι κύριες ιδιοµορφές είναι συζευγµένες, περιέχουν
δηλαδή στροφική συνιστώσα, σε µεγαλύτερο ή µικρότερο βαθµό, όπως είναι εµφανές στο
σχήµατα 4.7α - 4.7στ, όπου απεικονίζονται οι πρώτες 6 ιδιοµορφές της κατασκευής. Αυτό
είναι αναµενόµενο από το µέγεθος της στατικής εκκεντρότητας της κατασκευής.
4.3.4 Μη-γραµµικές δυναµικές αναλύσεις χρονοϊστορίας
Έγιναν πέντε δέσµες µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας της απόκρισης του 3-
ορόφου κτιρίου στα επτά ζεύγη επιταχυνσιογραφηµάτων της παρ. 4.2, που δρουν
ταυτόχρονα στις δύο οριζόντιες διευθύνσεις Χ και Ζ. Στην περίπτωση που οι αναλύσεις
γίνονται µε τουλάχιστον επτά επιταχυνσιογραφήµατα, οι κανονισµοί επιτρέπουν να
χρησιµοποιηθεί ο µέσος όρος των αποτελεσµάτων. Κάθε δέσµη αναλύσεων περιλάµβανε
µια σειρά 56 αναλύσεων, όπως αναλύεται στην παράγραφο 4.2. Η στάθµη της σεισµικής
δράσης για τις δέσµες αναλύσεων που έγιναν ήταν 0.10g, 0.15g, 0.20g, 0.25g και 0.30g
αντίστοιχα.
Το βασικό αποτέλεσµα των ανελαστικών δυναµικών αναλύσεων που παρουσιάζεται
παρακάτω είναι ο µέσος όρος από τις 56 ανελαστικές αναλύσεις για το δείκτη βλάβης κάθε
µέλους, ο οποίος ορίζεται ως πηλίκο της δυσµενέστερης απαιτούµενης τιµής εντατικού ή
παραµορφωσιακού µεγέθους, Sd, από την απόκριση σε ένα συγκεκριµένο ζεύγος
επιταχυνσιογραφηµάτων προς το αντίστοιχο µέγεθος διαθέσιµης αντίστασης, Rd. Επειδή
συνήθως η τιµή της αντίστασης Rd εξαρτάται από κάποιο άλλο µέγεθος της απόκρισης
(όπως π.χ. η διατµητική αντοχή VR από το δείκτη πλαστιµότητας γωνιών στροφής χορδής
µθ=µθpl+1, ή η γωνία στροφής χορδής στην καµπτική αστοχία, θu, από την αξονική δύναµη,
ν=N/AcFc), τότε υπολογίζεται η τιµή του λόγου Sd/Rd σε κάθε χρονική στιγµή της
απόκρισης και χρησιµοποιείται η µέγιστη (που είναι και η δυσµενέστερη) κατά τη
διάρκεια των 15 sec της απόκρισης. Επιπρόσθετα, για τα κατακόρυφα στοιχεία
(υποστυλώµατα και τοιχώµατα) όπου η απόκριση (και η ανελαστικότητα) είναι
ταυτόχρονα σε δύο διευθύνσεις y’ και z’ και η κάµψη είναι διαξονική, υπολογίζονται σε
κάθε χρονική στιγµή οι τιµές του λόγου στις δύο εγκάρσιες διευθύνσεις της διατοµής,
(Sd/Rd)y’ και (Sd/Rd)z’ και συντίθενται ως
2
'
2
'
)(zd
d
yd
d
RS
RS
tDI ⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛+⎟⎟
⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛= (4.3)
67
Η µέγιστη τιµή του σύνθετου δείκτη βλάβης της εξ. (4.3) κατά τη διαξονική ανελαστική
απόκριση λαµβάνεται ως η τελική τιµή του. Αυτοί οι µέγιστοι δείκτες βλάβης από όλη τη
σειρά των αναλύσεων µιας δέσµης (αναλύσεις µε κοινή τη στάθµη της σεισµικής έντασης)
υφίστανται στατιστική επεξεργασία που επιτρέπουν την εξαγωγή ελαχίστων, µέσων όρων
και µεγίστων δεικτών βλάβης, καθώς και συντελεστών µεταβλητότητας.
Στα σχήµατα 4.8-4.17 των επόµενων σελίδες παρουσιάζονται ενδεικτικά κάποια από
τα αποτελέσµατα (µέσες τιµές δεικτών βλάβης για κάµψη και διάτµηση δοκών και
υποστυλωµάτων, για ένταση σεισµού 0.10g, 0.15g, 0.20g και 0.30g) της στατιστικής
επεξεργασίας των σύνθετων αυτών δεικτών βλάβης από τις αναλύσεις στις οποίες
υποβλήθηκε το προσοµοίωµα του 3-ορόφου κτιρίου του SPEAR, ξεχωριστά για δοκούς
και υποστυλώµατα, και επίσης ξεχωριστά για την κάµψη και τη διάτµηση. Οι δείκτες
βλάβης αναφέρονται στη στάθµη επιτελεστικότητας «οιονεί κατάρρευση», χωρίς
συντελεστές ασφαλείας.
Αναλυτικά οι δείκτες βλάβης και για τις πέντε δέσµες αναλύσεων χρονοϊστορίας
παρουσιάζονται στο παράρτηµα Α. Τα αποτελέσµατα των αναλύσεων δείχνουν ότι η
κάµψη είναι κρισιµότερη της διάτµησης, µε τα υποστυλώµατα της αδύνατης πλευράς (C1,
C2, C3) του ισογείου και 1ου ορόφου να είναι τα κρισιµότερα. Η κρισιµότητα των
υποστυλωµάτων του 1ου ορόφου οφείλεται στην επιρροή ανώτερων ιδιοµορφών.
68
Σχήµα 4.8 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
69
Σχήµα 4.9 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
70
Σχήµα 4.10 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
71
Σχήµα 4.11 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
72
Σχήµα 4.12 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
73
Σχήµα 4.13 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
74
Σχήµα 4.14 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
75
Σχήµα 4.15 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
76
Σχήµα 4.16 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
77
Σχήµα 4.17 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
78
4.3.5 Σύγκριση µε τα πειραµατικά αποτελέσµατα
Για την ψευδό-δυναµική δοκιµή του 3-ορόφου κτιρίου του SPEAR στο εργαστήριο
ELSA του Κοινού Ευρωπαϊκού Ερευνητικού Κέντρου στην Ispra της Ιταλίας, χρειάστηκε
να επιλεγεί ένα από τα επτά υποψήφια ζεύγη επιταχυνσιογραφηµάτων. Τα κριτήρια για
την επιλογή του βέλτιστου σήµατος ήταν:
• Να έχει σχετικά οµοιόµορφη ένταση σε όλη τη διάρκεια της καταγραφής, και όχι
να παρουσιάζει π.χ. ένα κύκλο µεγάλης έντασης,
• Να προκαλεί αξιόλογες βλάβες, αλλά όχι µε µέγεθος τέτοιο που θα έθετε σε
κίνδυνο την διαδικασία κύκλων επισκευής / ενίσχυσης και νέας δοκιµής που ήταν
προγραµµατισµένο να ακολουθήσουν,
• Να προκαλεί αισθητή στροφική απόκριση, καθώς αυτή ήταν ένα από τα σηµεία
ιδιαίτερης σηµασίας στα οποία εστίαζε η ψευδο-δυναµική δοκιµή.
Τελικώς επελέγη ο σεισµός του Montenegro 1979, σταθµός Hercegnovi, µε ένταση
0.15g (και εν συνεχεία 0.20g), µε τις τιµές της εγκάρσιας συνιστώσας πολλαπλασιασµένες
µε (-1). Ο συνδυασµός αυτός των συνιστωσών ονοµάστηκε Hercegnovi-Direction 1, ή για
συντοµία D1. Οι χρονικές ιστορίες εδαφικών επιταχύνσεων, ταχυτήτων και µετακινήσεων
για τις δύο συνιστώσες της κίνησης D1 φαίνονται στο παρακάτω σχήµα 4.18.
-1.2
-0.8
-0.4
0.0
0.4
0.8
1.2
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14
Acceleration [g]
-1.2
-0.8
-0.4
0.0
0.4
0.8
1.2
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14
Acceleration [g]
-120
-80
-40
0
40
80
120
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14
Velocity [cm/sec]
-120
-80
-40
0
40
80
120
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14
Velocity [cm/sec]
-80-60-40-20
020406080
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14
Displacement [cm]
-80-60-40-20
020406080
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14
Displacement [cm]
Σχήµα 4.18 Χρονικές ιστορίες εδαφικών επιταχύνσεων, ταχυτήτων και µετακινήσεων
της σεισµικής κίνησης D1 (διαµήκης συνιστώσα αριστερά, εγκάρσια δεξιά)
79
Οι δοκιµές πραγµατοποιήθηκαν τον Ιανουάριο του 2004. Όπως αναµενόταν, η
στρεπτική απόκριση ήταν κυρίαρχη.
Στο σχήµα 4.19 συγκρίνονται οι µετακινήσεις των κέντρων µάζας των τριών ορόφων
του πραγµατικού κτιρίου µε τις αντίστοιχες µετακινήσεις των κέντρων µάζας του
προσοµοιώµατος. Γενικά υπάρχει αρκετά καλή συµφωνία τόσο των µεγίστων τιµών, όσο
και της κυµατοµορφής της απόκρισης, καθώς και της ενεργού ιδιοπεριόδου της
κατασκευής. Η συµφωνία αυτή επιβεβαιώνει σε πολύ ικανοποιητικό βαθµό τις παραδοχές
και τους υπολογισµούς της ανάλυσης. Κατά την πρώτη δοκιµή σε ένταση 0.15g, αρχικά
υπάρχει καλή συµφωνία πειραµατικών καταγραφών και αναλυτικών προβλέψεων,
ιδιαίτερα µετά τα πρώτα 4sec οπότε η ρηγµάτωση των δοµικών στοιχείων ανεβάζει την
ενεργή ιδιοπερίοδο της κατασκευής πολύ κοντά στις κύριες ιδιοπεριόδους της παραγράφου
4.3.3. Μετά τις µέγιστες µετατοπίσεις που συµβαίνουν γύρω στα 12sec, τόσο οι
προβλεφθέντες δείκτες βλάβης όσο και η απόκριση του πραγµατικού κτιρίου του
πειράµατος δηλώνουν την ύπαρξη σηµαντικών βλαβών, µε τα δοµικά στοιχεία να
εισέρχονται στον έντονα φθίνοντα κλάδο του νόµου ροπής-γωνίας στροφής χορδής που τα
διέπει, ο οποίος δεν συµπεριλαµβάνεται στο διγραµµικό νόµο M-θ του µοντέλου της
ανάλυσης. Λόγω αυτού του γεγονότος, η ενεργή ιδιοπερίοδος της απόκρισης αυξάνει.
Σχήµα 4.19α Τριώροφο SPEAR – Σύγκριση µετακίνησης κέντρου µάζας από την ανάλυση και το πείραµα – Ισόγειο
80
Σχήµα 4.19β Τριώροφο SPEAR – Σύγκριση µετακίνησης κέντρου µάζας από την ανάλυση και το πείραµα – 1ος (πάνω) και 2ος όροφος (κάτω)
81
Η βλάβη κατά το πείραµα µε ένταση 0.15g προκαλεί βαθµιαία απόκλιση των
καµπυλών του πειράµατος από αυτές της ανάλυσης. Επιπλέον, η ανάλυση υποτιµά τις
µέγιστες µετακινήσεις, καθώς αυτές συµβαίνουν ενώ τα δοµικά στοιχεία έχουν ήδη
εισέλθει στον ισχυρά φθίνοντα κλάδο της καµπύλης Μ-θ.
Αξιοσηµείωτο είναι το ότι τα µεγάλα πλάτη της καµπύλης απόκρισης που
προκύπτουν, τόσο από το πείραµα, όσο και από την ανάλυση, από το 9ο sec της απόκρισης
και µετά δεν δείχνουν να δικαιολογούνται, τόσο από την κυµατοµορφή του
επιταχυνσιογραφήµατος, όσο και από το φάσµα του (σχήµα 4.1) που άλλωστε ακολουθεί
το ελαστικό φάσµα του Ευρωκώδικα 8. Για να αναζητηθεί η εξήγηση για αυτό το
φαινόµενο υπολογίστηκαν «εξελικτικά φάσµατα», δηλαδή φάσµατα απόκρισης τµηµάτων
διάρκειας 5sec της εδαφικής κίνησης D1 µε έναρξη που διέφερε από το ένα στο άλλο κατά
1sec (0 έως 5sec, 1 έως 6 sec κοκ.). Από τα φάσµατα αυτά προκύπτει πως, ενώ το φάσµα
απόκρισης στο πλήρες επιταχυνσιογράφηµα προσεγγίζει αυτό του Ευρωκώδικα 8,
ξεκινώντας από το τµήµα µεταξύ 7 και 12sec, υπάρχει µια διαφοροποίηση της µορφής του
φάσµατος και µάλιστα στην περιοχή των τριών κατώτερων ιδιοπεριόδων της κατασκευής
(1.2 έως 1.4 sec) εµφανίζεται ένα τοπικό µέγιστο στην καµπύλη η οποία εξηγεί την
απόκριση που προκύπτει, τόσο υπολογιστικά όσο και κατά το πείραµα. Τα παραπάνω
φαίνονται στο ακόλουθο σχήµα 4.20:
Σχήµα 4.20 Εξελικτικά φάσµατα απόκρισης για την εδαφική κίνηση D1
82
4.4 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΤΕΤΡΑΩΡΟΦΗΣ
ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΕΠΙ ΤΩΝ Ο∆ΩΝ ΠΙΝ∆ΟΥ 1 & Γ. ΠΑΠΑΝ∆ΡΕΟΥ
4.4.1 Ιδιαιτερότητες του κτιρίου
Η τετραώροφη πολυκατοικία επί των οδών Πίνδου 1 και Γ. Παπανδρέου στη Νέα
Φιλαδέλφεια Αττικής η οποία και κατέρρευσε κατά τη διάρκεια του σεισµού της 7-9-2001
συγκέντρωνε αρκετά δυσµενή χαρακτηριστικά. Τα κυριότερα από αυτά ήταν:
• Έντονη ασυµµετρία και µη-κανονικότητα σε κάτοψη (κάτοψη σχήµατος «Γ» χωρίς
αρµό)
• Σχεδόν πλήρης απουσία εσωτερικών (µη-περιµετρικών) κατακόρυφων στοιχείων
• Σχεδόν πλήρης απουσία πλαισίων δυσκαµψίας, καθώς τα οριζόντια στοιχεία, ιδίως
στις στάθµες των ορόφων ήταν απλώς ενισχυµένες ζώνες στις πλάκες (οι οποίες
ήταν πλάκες µε νευρώσεις)
• Μεγάλα ανοίγµατα ανάµεσα σε διαδοχικά κατακόρυφα στοιχεία
• Μεγάλη µείωση διατοµών κατακόρυφων στοιχείων στους ανώτερους ορόφους
• Πληµµελής σύνδεση του πιο δύσκαµπτου δοµικού στοιχείου (τοίχωµα του
ανελκυστήρα) µε την υπόλοιπη κατασκευή
Τα κινητά φορτία σχεδιασµού και τα φορτία επιστρώσεων/επικαλύψεων ελήφθησαν
όπως στην αρχική µελέτη του κτιρίου και κατά τον τότε ισχύοντα Κανονισµό Φορτίσεων
∆οµικών Έργων (Β∆ 1945). Τα βάρη των τοιχοπληρώσεων εκτιµήθηκαν από την θέση και
µορφή των τοιχοπληρώσεων και των ανοιγµάτων τους. Η τιµή του συντελεστή
συνδυασµού ψ2 για τη µακροχρόνια (“οιονεί µόνιµη”) τιµή των κινητών φορτίων ελήφθη
γενικά ίση µε ψ2 = 0.3.
Οι αναλύσεις και οι έλεγχοι της στάθµης επιτελεστικότητας οιονεί κατάρρευσης
παντού χρησιµοποιούν τις µέσες τιµές αντοχής των υλικών που µετρήθηκαν:
• για το σκυρόδεµα κυλινδρική αντοχή 20MPa, όπως προκύπτει ως µέση τιµή στο
από το µέσο όρο των πυρήνων που ελήφθησαν µετά την κατάρρευση
• για το χάλυβα κατηγορίας StΙΙΙ, τάση διαρροής 516MPa.
• για το χάλυβα κατηγορίας StI χρησιµοποιείται µέση εκτιµώµενη τάση διαρροής
260 MPa, µε βάση τα γνωστά από άλλες περιπτώσεις στοιχεία για την αντοχή
αυτού του τύπου χάλυβα.
83
Στο παρακάτω σχήµα 4.21 φαίνεται το φυσικό µοντέλο του προσοµοιώµατος της
κατασκευής:
Σχήµα 4.21 Φυσικό µοντέλο προσοµοιώµατος της τετραώροφης πολυκατοικίας
Οι κατόψεις των ορόφων της πολυκατοικίας φαίνονται στα σχήµατα 4.22α-4.22ζ που
ακολουθούν. Τα γραµµοσκιασµένα (µαύρο φόντο) κατακόρυφα στοιχεία υποδηλώνουν τις
θέσεις που αυτά κατασκευάστηκαν, ενώ τα περιγράµµατα αναφέρονται στις θέσεις τους
κατά την αρχική µελέτη του κτιρίου.
84
Σχήµα 4.22α Κάτοψη οροφής υπογείου της τετραώροφης πολυκατοικίας
Σχήµα 4.22β Κάτοψη δαπέδου παταριού της τετραώροφης πολυκατοικίας
85
Σχήµα 4.22γ Κάτοψη οροφής ισογείου της τετραώροφης πολυκατοικίας
Σχήµα 4.22δ Κάτοψη οροφής 1ου ορόφου της τετραώροφης πολυκατοικίας
86
Σχήµα 4.22ε Κάτοψη οροφής 2ου ορόφου της τετραώροφης πολυκατοικίας
Σχήµα 4.22στ Κάτοψη οροφής 3ου ορόφου της τετραώροφης πολυκατοικίας
87
Σχήµα 4.22ζ Κάτοψη οροφής 4ου ορόφου και δώµατος της τετραώροφης πολυκατοικίας
4.4.2 Στατική εκκεντρότητα
Εκτιµήθηκε η στατική εκκεντρότητα της κατασκευής στις στάθµες των ορόφων µε
όλους τους τρόπους υπολογισµού που παρουσιάστηκαν στην παρ. 4.3.2. Στον πίνακα 4.3
παρουσιάζονται συνοπτικά οι τιµές που υπολογίστηκαν, ενώ στο σχήµα 4.23 φαίνονται
ενδεικτικά οι θέσεις του κέντρου στροφής πάνω στην κάτοψη του κτιρίου.
Πίνακας 4.3 Τετραώροφη πολυκατοικία: Αποστάσεις του κέντρου µάζας από το κέντρο στροφής (σε m) µε διάφορους τρόπους υπολογισµού του τελευταίου
Θεωρητικό κέντρο
δυσκαµψίας
Κέντρο
δυσκαµψίας Κέντρο αντοχής Πόλος στροφής
∆ιεύθυνση Χ Ζ Χ Ζ Χ Ζ Χ Ζ
Πατάρι 3.63 1.60 4.80 2.01 1.59 0.75 6.40 1.85
Ισόγειο 3.68 2.17 5.36 2.63 0.77 0.09 4.09 1.64
1ος όροφος 4.17 2.52 5.86 3.03 1.16 1.29 2.79 0.93
2ος όροφος 4.82 2.79 6.06 3.11 2.85 2.11 2.44 0.63
3ος όροφος 4.92 3.28 5.57 3.52 5.21 3.49 2.49 0.97
4ος όροφος 2.22 4.39 2.07 4.21 2.09 3.71 1.26 0.94
Κλιµακ. 0.10 0.03 0.09 0.03 0.09 0.03 0.26 1.10
88
Κέντρο Μάζας
Πόλος Στροφής
Κέντρο ∆υσκαµψίας Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίας
Κέντρο Αντοχής
Κέντρο Μάζας
Πόλος Στροφής Κέντρο ∆υσκαµψίας Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίας
Κέντρο Αντοχής
Σχήµα 4.23 Τετραώροφη πολυκατοικία: Θέσεις του κέντρου µάζας και του κέντρου στροφής ορόφων (µε διάφορους τρόπους υπολογισµού του)
89
Κέντρο Μάζας
Πόλος Στροφής
Κέντρο ∆υσκαµψίας Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίας
Κέντρο Αντοχής
1os Όροφος
2os Όροφος
Κέντρο Μάζας
Πόλος Στροφής
Κέντρο ∆υσκαµψίας Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίαςΚέντρο Αντοχής
Σχήµα 4.23 (συν.) Τετραώροφη πολυκατοικία: Θέσεις του κέντρου µάζας και του κέντρου στροφής ορόφων (µε διάφορους τρόπους υπολογισµού του)
90
Κέντρο Μάζας
Πόλος Στροφής
Κέντρο ∆υσκαµψίας Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίας
Κέντρο Αντοχής
3os Όροφος
Κέντρο ΜάζαςΠόλος Στροφής
Κέντρο ∆υσκαµψίας Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίας
Κέντρο Αντοχής
4os Όροφος∆ώµα
Κέντρο Μάζας
Πόλος Στροφής
Κέντρο ∆υσκαµψίας Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίαςΚέντρο Αντοχής
Σχήµα 4.23 (συν.) Τετραώροφη πολυκατοικία: Θέσεις του κέντρου µάζας και του κέντρου στροφής ορόφων (µε διάφορους τρόπους υπολογισµού του)
Υπάρχει σηµαντική εκκεντρότητα της µάζας από το κέντρο στροφής, ανεξάρτητα
της µεθόδου υπολογισµού. Από τα εναλλακτικά «κέντρα στροφής» τη µεγαλύτερη
συγκριτικά διασπορά παρουσιάζει το κέντρο αντοχής, κυρίως λόγω των µεταβολών στις
91
διατοµές και τους οπλισµούς υποστυλωµάτων από στάθµη σε στάθµη. Η εκκεντρότητα
γενικά είναι µεγαλύτερη κατά τη διεύθυνση Χ, µε εξαίρεση τη στάθµη του 4ου ορόφου
(ρετιρέ). Το γεγονός αυτό δίνει µια ένδειξη για διαφοροποίηση της σεισµικής ταλάντωσης
στις δύο ανώτερες στάθµες, γεγονός που επιβεβαιώνει η διερεύνηση των δυναµικών
χαρακτηριστικών της κατασκευής στην επόµενη ενότητα 4.4.3 αλλά και οι µη-γραµµικές
δυναµικές αναλύσεις χρονοϊστορίας που παρουσιάζονται στην ενότητα 4.4.4.
4.4.3 ∆υναµικά χαρακτηριστικά της τετραώροφης πολυκατοικίας
Για τη διερεύνηση των δυναµικών χαρακτηριστικών της τετραώροφης
πολυκατοικίας ισχύουν οι παραδοχές που έγιναν στην παράγραφο 4.3.3 (ενεργές
δυσκαµψίες κλπ.). Επί πλέον, τα κατακόρυφα στοιχεία της περιµέτρου θεωρούνται
πακτωµένα στη στάθµη οροφής υπογείου (δηλαδή πάνω από το περιµετρικό τοίχωµα
υπογείου), ενώ τα εσωτερικά θεωρούνται πακτωµένα στη στάθµη θεµελίωσης (αµέσως
κάτω από το δάπεδο υπογείου). Στο µοντέλο συµπεριελήφθη και το κλιµακοστάσιο. Οι
τοιχοπληρώσεις ελήφθησαν υπόψη µόνο µε το βάρος και τη µάζα τους, δηλαδή αγνοήθηκε
η συµβολή τους στην αντοχή και στη δυσκαµψία του κτιρίου.
Στον πίνακα 4.4. παραθέτονται οι κύριες ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές ταλάντωσης
της κατασκευής, ο χαρακτηρισµός τους, όπως αυτός προκύπτει από το σχήµα τους, καθώς
και το ποσοστό της ταλαντούµενης ιδιοµορφικής µάζας ανά οριζόντια διεύθυνση
.
Πίνακας 4.4 Ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές τετραώροφης πολυκατοικίας
Περίοδος Χαρακτηρισµός ιδιοµορφής
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Χ
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Ζ
1η Ιδιοµορφή 2.27 sec Κατά τη διαγώνιο σε κάτοψη 16.3% 39.3%
2η Ιδιοµορφή 2.11 sec Κατά τη διαγώνιο σε κάτοψη 53.5% 12.5%
3η Ιδιοµορφή 1.77 sec Στροφική, µεταφορική κατά Ζ 0.1% 16.7%
4η Ιδιοµορφή 0.98 sec Στροφική, διαγώνια, κλιµακοστάσιο 1.9% 4.8%
5η Ιδιοµορφή 0.89 sec Στροφική, κλιµακ., ρετιρέ 3.4% 2.0%
6η Ιδιοµορφή 0.73 sec Ανώτερη διαγώνια, κλιµακ., ρετιρέ 0.7% 2.4%
7η Ιδιοµορφή 0.68 sec Ανώτερη διαγώνια, κλιµακοστάσιο 3.5% 0.6%
8η Ιδιοµορφή 0.66 sec Ανώτερη στροφική 3.0% 0.0%
9η Ιδιοµορφή 0.52 sec Ανώτερη διαγώνια, κλιµακοστάσιο 0.0% 2.2%
10η Ιδιοµορφή 0.48 sec Ανώτερη διαγώνια, κλιµακοστάσιο 0.5% 2.2%
92
Οι χαρακτηρισµοί «Κλιµακοστάσιο» και «ρετιρέ» σηµαίνει ότι στην υπόψη
ιδιοµορφή ταλαντώνεται στροφικά το κλιµακοστάσιο και το τοίχωµα του ανελκυστήρα
προς µια φορά, και ο 4ος όροφος ταλαντώνεται στροφικά προς την αντίθετη φορά, ενώ το
υπόλοιπο του κτιρίου δεν συµµετέχει ουσιαστικώς στην ταλάντωση. Ο χαρακτηρισµός
“Κλιµακοστάσιο» και «Ανώτερη διαγώνια» ή «Ανώτερη στροφική» σηµαίνει ότι στην
υπόψη ιδιοµορφή ταλαντώνεται στροφικά το κλιµακοστάσιο µαζί µε το τοίχωµα του
ανελκυστήρα, ενώ το υπόλοιπο κτίριο (µαζί, γενικά, µε τον 4ο όροφο) ταλαντώνεται
διαφορετικά (µεταφορικά κατά µία διαγώνιο, ή στροφικά περί κατακόρυφο άξονα). Η
διαφορετική ταλάντωση κλιµακοστασίου και ανελκυστήρα σε σχέση µε τα λοιπά στοιχεία
του ορόφου οφείλεται στη σχετικά ασθενή/εύκαµπτη σύνδεσή τους σε κάτοψη και
λαµβάνεται υπόψη στην ανάλυση επειδή στο προσοµοίωµα τα πατώµατα δεν ελήφθησαν
υπόψη ως άκαµπτα στο επίπεδό τους αλλά µε ρεαλιστική ευκαµψία εντός επιπέδου κατά
την παράγραφο 3.2.6. Στα σχήµατα 4.24α-4.24ι παρουσιάζονται σχηµατικά οι βασικές
ιδιοµορφές της κατασκευής.
Σχήµα 4.24α Τετραώροφη πολυκατοικία – 1η ιδιοµορφή
93
Σχήµα 4.24β Τετραώροφη πολυκατοικία – 2η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.24γ Τετραώροφη πολυκατοικία – 3η ιδιοµορφή
94
Σχήµα 4.24δ Τετραώροφη πολυκατοικία – 4η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.24ε Τετραώροφη πολυκατοικία – 5η ιδιοµορφή
95
Σχήµα 4.24στ Τετραώροφη πολυκατοικία – 6η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.24ζ Τετραώροφη πολυκατοικία – 7η ιδιοµορφή
96
Σχήµα 4.24η Τετραώροφη πολυκατοικία – 8η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.24θ Τετραώροφη πολυκατοικία – 9η ιδιοµορφή
97
Σχήµα 4.24ι Τετραώροφη πολυκατοικία – 10η ιδιοµορφή
4.4.4 Μη-γραµµικές δυναµικές αναλύσεις χρονοϊστορίας και αποτελέσµατα
Έγιναν δύο δέσµες ανελαστικών (µη-γραµµικών) δυναµικών αναλύσεων της
απόκρισης του κτιρίου σε ζεύγη επιταχυνσιογραφηµάτων που δρουν στις δύο κύριες
οριζόντιες διευθύνσεις του κτιρίου.
Η πρώτη δέσµη περιλάµβανε 6 εδαφικές κινήσεις που περιλαµβάνονται στο
Πόρισµα του ΥΠΕΧΩ∆Ε που διερεύνησε την κατάρρευση της πολυκατοικίας ως πλέον
πιθανές στη θέση που βρισκόταν το κτίριο, βάσει καταγραφών του σεισµού σε γειτονικούς
σταθµούς αλλά και τα εδαφικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Τα επιταχυνσιογραφήµατα
αυτά εφαρµόστηκαν µε την πραγµατική τους τιµή σεισµικής έντασης, αυτή δηλαδή που
καταγράφηκε κατά το σεισµό της 7-9-1999 στην Αθήνα, και όλα έχουν διάστηµα ισχυρής
κίνησης 5sec. Τα ελαστικά φάσµατα απόκρισής για τις 6 σεισµικές κινήσεις που
εκτιµήθηκαν από το Πόρισµα του ΥΠΕΧΩ∆Ε ως πλέον πιθανές για την εδαφική κίνηση
στη συγκεκριµένη θέση, καθώς και το «µέσο» φάσµα φαίνονται στο σχήµα 4.25.
98
0.0
0.2
0.4
0.6
0.8
1.0
1.2
1.4
1.6
1.8
2.0
0.0 0.5 1.0 1.5 2.0 2.5
Φασ
µατική
Επιτάχ
υνση
, Sa
(g)
Περίοδος, T (s)
TemblorCholameMonastirakiSepoliaKEDESyntagmaMean
Σχήµα 4.25 Ελαστικά φάσµατα απόκρισης επιταχύνσεων µε απόσβεση 5% των 6 εδαφικών κινήσεων που θεωρούνται ως πολύ πιθανές στη θέση του κτιρίου κατά το πόρισµα του ΥΠΕΧΩ∆Ε
Λαµβάνεται ταυτόχρονη δράση των δύο οριζοντίων συνιστωσών του σεισµού, µε
τυχαία επιλογή µίας από τις δύο σεισµικές κινήσεις στη µία οριζόντια διεύθυνση (X) και
µίας άλλης στην άλλη διεύθυνση (Ζ). Προκύπτουν έτσι 6 × (6 - 1) = 30 ζεύγη
επιταχυνσιογραφηµάτων για τα οποία γίνονται 30 διαφορετικές αναλύσεις.
Όταν οι δυναµικές αναλύσεις γίνονται µε 7 επιταχυνσιογραφήµατα, επιτρέπεται
κατά τους κανονισµούς να χρησιµοποιηθεί ο µέσος όρος των αποτελεσµάτων των
αναλύσεων. Με την εναλλαγή των δύο επιταχυνσιογραφηµάτων κάθε ζεύγους στις δύο
οριζόντιες διευθύνσεις του κτιρίου, έχουµε 30 διαφορετικές περιπτώσεις. Από τις
αντίστοιχες αναλύσεις προκύπτουν οι µέσοι όροι και οι µέγιστες και οι ελάχιστες τιµές
από τις ανελαστικές δυναµικές αναλύσεις που προήλθαν από τα αποτελέσµατα των 30
αναλύσεων.
Η δεύτερη δέσµη µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας έγινε χρησιµοποιώντας
τα επιταχυνσιογραφήµατα της παραγράφου 4.2, µε την ένταση του σεισµού ίση µε 0.15g.
Αντί των 56 συνδυασµών που χρησιµοποιήθηκαν για το 3-όροφο του SPEAR,
χρησιµοποιήθηκαν οι µισοί, δηλαδή 28, αφού πιστοποιήθηκε µε στατιστική επεξεργασία
των 56 συνδυασµών σε οµάδες των 14 ότι τα αποτελέσµατα είναι πρακτικά ισοδύναµα
όσον αφορά στους εξαγόµενους µέσους όρους. Γενικά εξήχθη το συµπέρασµα ότι ακόµη
99
και 14 συνδυασµοί είναι αρκετοί, καθώς από την παρ. 4.3.2 προκύπτει ότι η εναλλαγή των
προσήµων δίνει αξιοσηµείωτη διαφοροποίηση των αποτελεσµάτων, και συνεπώς πρέπει
να λαµβάνεται υπόψη, ενώ αντίθετα η εναλλαγή διαµήκους και εγκάρσιας συνιστώσας δεν
οδηγεί σε αισθητή διαφοροποίηση των αποτελεσµάτων.
Τα αποτελέσµατα των µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας είναι πάλι µέσοι
όροι των µεγίστων των σύνθετων δεικτών βλάβης σε κάµψη και διάτµηση κατά την εξ.
(4.3), που παρουσιάζονται στα σχήµατα 4.26-4.28 των επόµενων σελίδων και στο
παράρτηµα B. Η εικόνα της βλάβης δεν διαφοροποιείται ποιοτικά ανάµεσα στις δύο
δέσµες αναλύσεων (6 καταγραφές του σεισµού της Αθήνας και 7 ηµι-τεχνητά
επιταχυνσιογραφήµατα της παρ. 4.2), και η διαφορά στους δείκτες βλάβης είναι ποσοτική.
Από αυτούς προκύπτει ότι
• Τα επιµέρους στοιχεία του κτιρίου – ιδίως τα κατακόρυφα – είναι πολύ πιο τρωτά
έναντι διατµητικής αστοχίας παρά έναντι καµπτικής. Αυτό είναι ιδιαιτέρως
κρίσιµο, καθότι η διατµητική αστοχία είναι ψαθυρή και απότοµη. Αν µάλιστα
πρόκειται για κατακόρυφο στοιχείο µε σηµαντική αξονική δύναµη – όπως
συµβαίνει µε τα περισσότερα υποστυλώµατα του κτιρίου – η διατµητική αστοχία
συνήθως οδηγεί σε απώλεια της ικανότητάς του να φέρει τα κατακόρυφα φορτία
και σε κατάρρευσή του. Η κρισιµότητα έναντι διάτµησης γίνεται εντονότερη λόγω
της σηµαντικής µείωσης της ποσότητας συνδετήρων υποστυλωµάτων έναντι της
αρχικής µελέτης.
• Ο βασικός λόγος κατάρρευσης φαίνεται να είναι η εξαιρετικά δυσµενής – ακραία
για την εποχή µελέτης και κατασκευής του κτιρίου – δοµική µορφολογία και η
σοβαρή υποδιαστασιολόγηση διατοµών σκυροδέµατος στην εγκεκριµένη µελέτη,
ακόµα και σε σχέση µε τις απαιτήσεις των Κανονισµών που ίσχυαν την εποχή
εκείνη.
• Ο σεισµός της 7-9-1999, όπως αυτός αντικατοπτρίζεται στις 6 εδαφικές κινήσεις
που περιλαµβάνονται στο Πόρισµα του ΥΠΕΧΩ∆Ε ως πλέον πιθανές, αλλά και οι
σεισµοί της παρ. 4.2 φαίνεται από τις αναλύσεις ότι προκάλεσε πρώτα τη
διατµητική αστοχία υποστυλωµάτων του 4ου ορόφου (ρετιρέ), καθώς και
υποστυλωµάτων της πτέρυγας που κατέρρευσε. Το γεγονός ότι οι αστοχίες
φαίνονται πολύ πιθανότερες στους ανώτερους ορόφους (2ο ,3ο και 4ο) από ότι
στους κατώτερους αποδίδεται στα εξής:
100
o Στη σηµαντική µείωση διατοµής των περισσοτέρων υποστυλωµάτων στους
ανώτερους ορόφους, σε σχέση µε τους κατώτερους. Π.χ., το υποστύλωµα
Κ7 εµφανίζεται να µειώνεται από διατοµής 30/50 στην οροφή ισογείου, σε
25/45 στην οροφή 1ου ορόφου, σε 25/35 στην οροφή 2ου ορόφου και σε
25/30 στην οροφή 3ου ορόφου, ενώ το Κ6 µειώνεται από 60/40 στην οροφή
ισογείου, σε 50/35 στην οροφή 1ου ορόφου, σε 45/30 στην οροφή 2ου
ορόφου και σε 25/40 στην οροφή 3ου ορόφου.
o Στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σεισµικών κινήσεων σε σχέση µε τα
δυναµικά χαρακτηριστικά του κτιρίου. Συγκεκριµένα, όλες οι σεισµικές
κινήσεις που καθορίσθηκαν στο Πόρισµα του ΥΠΕΧΩ∆Ε ως πλέον πιθανές
(αλλά και το ελαστικό φάσµα του Ευρωκώδικα 8, το οποίο ακολουθούν και
τα φάσµατα των εδαφικών κινήσεων της παρ. 4.2) έχουν πολύ χαµηλό
φασµατικό περιεχόµενο στην περιοχή των βασικών ενεργών ιδιοπεριόδων
του κτιρίου. (Ως εκ τούτου, η στατικές µέθοδοι ανάλυσης του κτιρίου,
γραµµικές-ελαστικές, όπως οι συνήθεις της καθηµερινής µελετητικής
πρακτικής, ή ανελαστικές (µη-γραµµικές), όπως η µέθοδος pushover, δεν
µπορούν να χρησιµοποιηθούν για τον υπολογισµό της σεισµικής απόκρισης
στο συγκεκριµένο σεισµό, και ούτως ή άλλως δεν επιτρέπονται από τους
Κανονισµούς για κτίρια µε τέτοιες βασικές ιδιοπεριόδους και έλλειψη
κανονικότητας). Αντίθετα, οι πλέον πιθανές εδαφικές κινήσεις έχουν υψηλό
φασµατικό περιεχόµενο στην περιοχή περιόδων που διεγείρει τις ανώτερες
ιδιοµορφές. Βεβαίως, από τη µορφή των ανωτέρων ιδιοµορφών που
παρουσιάσθηκαν στα σχήµατα 4.24, προκύπτει ότι αυτές καταπονούν τους
ανώτερους ορόφους αλλά και περιλαµβάνουν χωριστή ταλάντωση του
κλιµακοστασίου και του τοιχώµατος του ανελκυστήρα ως προς το υπόλοιπο
του κτιρίου (αλλά και µεταξύ τους). Αυτή η χωριστή ταλάντωση είναι
καταφανής στις επιµέρους χρονοϊστορίες της σεισµικής απόκρισης του
κτιρίου (τονίζεται ότι την ταλάντωση αυτή δεν µπορεί να συλλάβει
προσοµοίωµα του στατικού φορέα το οποίο θεωρεί τα πατώµατα ως
άκαµπτα στο επίπεδό τους).
• Η χωριστή ταλάντωση κλιµακοστασίου και ανελκυστήρα από το υπόλοιπο κτίριο
(περιλαµβανοµένου του 4ου ορόφου – ρετιρέ) οφείλεται στη σχετικά εύκαµπτη και
αδύναµη σύνδεση του τοιχώµατος του ανελκυστήρα µε τα πατώµατα και λοιπά
101
οριζόντια στοιχεία του κτιρίου. Επισηµαίνεται ότι το τοίχωµα του ανελκυστήρα
δεν συνδέεται µε τους βραχίονες του κλιµακοστασίου, γιατί οι οπλισµοί των
τελευταίων είναι παράλληλοι στο τοίχωµα του ανελκυστήρα και δεν εισέρχονται
σε αυτό. Έτσι, η µόνη σύνδεση του τοιχώµατος ανελκυστήρα µε το λοιπό στατικό
φορέα γίνεται µέσω δοκού διατοµής 20/40, που συνδέει το τοίχωµα του
ανελκυστήρα µε το γωνιακό υποστύλωµα Κ12 και µέσω της επέκτασης µέχρι την
είσοδο του ανελκυστήρα της πλάκας Τ14 και του προβόλου ξ6 (βλέπε σχήµα
4.24δ). Έτσι, τα πατώµατα ουσιαστικώς δεν συνδέονται µε το κυριότερο
κατακόρυφο στοιχείο αντοχής και δυσκαµψίας του κτιρίου, που είναι το τοίχωµα
του ανελκυστήρα.
102
Σχήµα 4.26 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
103
Σχήµα 4.27 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης υποστυλωµάτων σε διάτµηση (µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας – (0.15g, Σεισµός Αθήνας)
104
Σχήµα 4.28 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - Σεισµός Αθήνας
105
4.5 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΟΥ ∆ΗΜΟΤΙΚΟΥ
ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙΟΥ «Ο ΚΕΦΑΛΟΣ»
4.5.1 Περιγραφή της κατασκευής
Το κτίριο που στεγάζει το ∆ηµοτικό Θέατρο “Ο ΚΕΦΑΛΟΣ” στο Αργοστόλι
κατασκευάσθηκε σύµφωνα µε Στατική Μελέτη του 1979. Μετά την ολοκλήρωση του
φέροντος οργανισµού το 1980, οι εργασίες κατασκευής του κτιρίου διακόπηκαν, και
συνεχίστηκαν και ολοκληρώθηκαν στο πρώτο µισό της δεκαετίας του ‘90.
Η κατασκευή αποτελείται από δύο πλήρως ανεξάρτητα κτίρια, ή τµήµατα, το Τµήµα
Ι – Σκηνή και το Τµήµα ΙΙ – Θέατρο. Τα τµήµατα αυτά χωρίζονται πλήρως µε κατακόρυφο
αρµό που εκτείνεται από τη θεµελίωση έως το δώµα.
Το Τµήµα Ι – Σκηνή έχει συνολικά 6 οριζόντιες στάθµες πάνω από τη θεµελίωση (µε
την στάθµη της σκηνής να είναι ελαφρώς κεκλιµένη) συν δύο ενδιάµεσες στάθµες
πλατύσκαλων των δύο κλιµακοστασίων της σκηνής.
Το Τµήµα ΙΙ – Θέατρο έχει συνολικά τέσσερις οριζόντιες στάθµες πάνω από τη
θεµελίωση (µια εκ των οποίων µε τέσσερις αναβαθµούς για τη δηµιουργία κεκλιµένου
δαπέδου στην πλατεία του θεάτρου), δύο ενδιάµεσες στάθµες πλατύσκαλων των δύο
κύριων κλιµακοστασίων του θεάτρου, καθώς και δύο ζεύγη διαδρόµων δεξιά και αριστερά
του κυρίως χώρου του θεάτρου (της πλατείας), οι οποίοι οδηγούν στις δύο ενδιάµεσες
στάθµες πλατύσκαλων των δύο κλιµακοστασίων της σκηνής.
Λόγω της απουσίας εσωτερικών υποστυλωµάτων πάνω από τη στάθµη της οροφής
ισογείου στα δύο-τρίτα της κάτοψης του θεάτρου, στο τµήµα αυτό της κάτοψης η πλάκα
του δώµατος στηρίζεται σε εσχάρα υψίκορµων δοκών. Λόγω της απουσίας εσωτερικών
υποστυλωµάτων πάνω από τη στάθµη της οροφής ισογείου στο υπόλοιπο 1/3 της κάτοψης
του θεάτρου προς την πρόσοψη, στο τµήµα αυτό της κάτοψης η πλάκα του δώµατος
στηρίζεται επίσης σε εσχάρα δοκών.
Τα δυο τµήµατα έχουν χωριστή θεµελίωση µε εσχάρες υψίκορµων πεδιλοδοκών,
ενώ η µία από τις δύο µεγαλύτερες πλευρές της κάτοψης και στα δύο τµήµατα είναι λοξή.
Τα σχέδια κατόψεων των δύο τµηµάτων της κατασκευής εικονίζονται στα ακόλουθα
σχήµατα 4.29α-4.29στ.
106
Σχήµα 4.29α Κατόψεις υπογείου και ισογείου του τµήµατος Ι-Σκηνή
Γενικά το κτίριο βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση, όµως στην εξωτερική
πλευρά σχεδόν όλων των κατακόρυφων στοιχείων της περιµέτρου (υποστυλωµάτων και
τοιχωµάτων) παρουσιάζονται στο επίχρισµα περίπου κατακόρυφες ρωγµές µεγάλου
εύρους, που είναι πιο έντονες κοντά στη βάση των κατακόρυφων στοιχείων και κοντά στις
γωνίες της διατοµής. Οι ρωγµές αυτές αποδίδονται στη διάβρωση των οπλισµών και στην
τάση διάρρηξης του σκυροδέµατος της επικάλυψης που αυτή προκαλεί. Είναι περίπου
παράλληλες στο διαµήκη οπλισµό γιατί οι (έχοντες πολύ µεγαλύτερη διάµετρο από τους
συνδετήρες) διαµήκεις ράβδοι δηµιουργούν µε τη διάβρωσή τους εντονότερη τάση
διάρρηξης του σκυροδέµατος της επικάλυψης.
107
Σχήµα 4.29β Κατόψεις ενδιάµεσων σταθµών του τµήµατος Ι-Σκηνή
Η διάβρωση δεν έχει φθάσει ακόµη στο σηµείο να προκαλέσει εµφάνιση κηλίδωv
σκoυριάς στηv επιφάνεια, ή αποτίναξη του επιχρίσµατος και της επικάλυψης, µε εξαίρεση
τη δοκός του υπερυψωµένου δώµατος του Τµήµατος Ι-Σκηνής (προς την πλευρά της
πρόσοψης του Θεάτρου), η πτώση του επιχρίσµατος της εξωτερικής παρειάς της οποίας σε
όλο σχεδόν το µήκος της αποκάλυψε την έντονη διάβρωση των συνδετήρων.
Στην εσωτερική πλευρά των στοιχείων της περιµέτρου δεν παρατηρήθηκαν ρωγµές
στο επίχρισµα ενδεικτικές διάβρωσης οπλισµών. Όµως αυτή η απουσία ενδείξεων
διάβρωσης στην εσωτερική επιφάνεια των περιµετρικών στοιχείων µπορεί να οφείλεται
στο ότι µεταξύ της εσωτερικής επιφάνειας των περιµετρικών στοιχείων σκυροδέµατος και
του εσωτερικού επιχρίσµατος παρεµβάλλεται συνήθως µόνωση.
108
Σχήµα 4.29γ Κατόψεις επικαλύψεων του τµήµατος Ι-Σκηνή
Ενδείξεις διάβρωσης οπλισµών δεν παρατηρήθηκαν πουθενά σε εσωτερικά στοιχεία
(δοκούς, πλάκες, κλίµακες ή και εσωτερικά υποστυλώµατα), παρόλο που µεταξύ
επιφάνειας σκυροδέµατος των εσωτερικών στοιχείων και επιχρίσµατος δεν παρεµβάλλεται
µόνωση (όµως, λόγω των ψευδοροφών, σε πολύ λίγες περιπτώσεις είναι ορατές οι
εσωτερικές δοκοί και η κάτω επιφάνεια των πλακών).
Λόγω της έντονης διάβρωσης οι διάµετροι των ράβδων (διαµήκων αλλά κυρίως
συνδετήρων) λήφθηκαν µειωµένες για τα στοιχεία µε την έντονη ρηγµάτωση και εµφανή
την παρουσία διάβρωσης.
Όσον αφορά στις ιδιότητες των υλικών, για το δε σκυρόδεµα ελήφθησαν 6 πυρήνες
σκυροδέµατος, τρεις από υποστυλώµατα και τρεις από τοιχώµατα της περιµέτρου του
ισογείου, και χρησιµοποιήθηκαν για µετρήσεις της αντοχής του σκυροδέµατος σε θλίψη.
Ο µέσος όρος των τιµών που προέκυψαν από τις εργαστηριακές δοκιµές είναι 22.58 MΡa
109
(µε τυπική απόκλιση µόλις 1.45 MPa), γεγονός που δείχνει ικανοποιητική και οµοιόµορφη
αντοχή σκυροδέµατος. Η τιµή που χρησιµοποιήθηκε στα προσοµοιώµατα είναι 22.5 MPa.
Η τάση διαρροής των ράβδων οπλισµού ποιότητας StIII ελήφθη ίση µε 1.15 φορές την
ονοµαστική τιµή της αντοχής τους (ίση µε 480 MPa τόσο για τις διαµήκεις ράβδους όσο
και για τους συνδετήρες).
Τα κινητά φορτία και τα φορτία επιστρώσεων / επικαλύψεων ελήφθησαν όπως στην
Μελέτη, πλην του δώµατος, όπου το φορτίο της επίστρωσης εκτιµήθηκε µε βάση το µέσο
πάχος της µόνωσης του δώµατος. Επιπλέον, στο δώµα ελήφθη υπόψη ως µόνιµο φορτίο το
βάρος των κλιµατιστικών µηχανηµάτων. Τέλος, τα βάρη των τοιχοπληρώσεων (οι οποίες
και δεν µετέχουν στη δυσκαµψία του κτιρίου έναντι οριζοντίων δράσεων) εκτιµήθηκαν
από την παρούσα µορφή των τοιχοπληρώσεων και των ανοιγµάτων τους. Η τιµή του
συντελεστή συνδυασµού ψ2 για τη µακροχρόνια (“οιονεί µόνιµη”) τιµή των κινητών
φορτίων ελήφθη ίση µε ψ2 = 0.3. Το τρισδιάστατο φυσικό µοντέλο των προσοµοιωµάτων
φαίνεται στα σχήµατα 4.30α και 4.30β.
Σχήµα 4.29δ Κάτοψη στάθµης οροφής ισογείου του τµήµατος ΙΙ-Θέατρο
110
Σχήµα 4.29ε Κατόψεις ηµιώροφου και εξώστη του τµήµατος ΙΙ-Θέατρο
Σχήµα 4.29στ Κάτοψη επικάλυψης του τµήµατος ΙΙ-Θέατρο
111
Σχήµα 4.30α Τρισδιάστατο φυσικό µοντέλο του προσοµοιώµατος της Σκηνής
Σχήµα 4.30β Τρισδιάστατο φυσικό µοντέλο του προσοµοιώµατος του Θεάτρου
112
4.5.2 ∆υναµικά χαρακτηριστικά – Ιδιοµορφές
Για τη διερεύνηση των δυναµικών χαρακτηριστικών των δύο τµηµάτων του
θεάτρου, ισχύουν οι ίδιες παραδοχές που έγιναν στην παρ. 4.3.3. (ενεργές δυσκαµψίες
κλπ.). Επιπλέον, τα κατακόρυφα στοιχεία του τµήµατος Ι-Σκηνή θεωρούνται πακτωµένα
στη στάθµη οροφής υπογείου, ενώ αυτά του τµήµατος ΙΙ-Θέατρο θεωρούνται πακτωµένα
στη στάθµη θεµελίωσης. Επειδή σε κανένα από τα δύο τµήµατα του κτιρίου δεν υπάρχουν
πλήρη σε κάτοψη πατώµατα σε όλες τις στάθµες, είναι απαραίτητη η θεώρηση της
πραγµατικής δυσκαµψίας των πατωµάτων µέσα στο επίπεδό τους, έγινε προσοµοίωση της
ευκαµψίας των πατωµάτων µέσα στο επίπεδό τους κατά τον ειδικό τρόπο που
περιγράφεται στην παράγραφο 3.2.6. Χαρακτηριστικό του προσοµοιώµατος µελών είναι
ότι το τµήµα τους µέσα στους κόµβους λαµβάνεται ως άκαµπτο. Τέλος, στο προσοµοίωµα
συµπεριλήφθηκαν τα κλιµακοστάσια, χωριστά τα πλατύσκαλα και χωριστά οι βραχίονες,
µε το τµήµα τους µέσα στο πλατύσκαλο θεωρούµενο ως άκαµπτο.
Στους παρακάτω πίνακες 4.5 και 4.6 παρουσιάζονται οι κυριότερες ιδιοπερίοδοι και
ιδιοµορφές των Τµηµάτων Ι και ΙΙ γιά τις ενεργές ελαστικές δυσκαµψίες µελών που
προσδιορίζονται µε τους σχετικούς κανόνες του ΚΑΝΕΠΕ και του Ευρωκώδικα 8 –
Μέρους 3 κατά την παρ. 4.3.3.
Πίνακας 4.5 Ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές Τµήµατος Ι-Σκηνή
Περίοδος Χαρακτηρισµός ιδιοµορφής
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Χ
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Ζ
1η Ιδιοµορφή 1.05 sec 1η–Ζ 0.1% 66.8%
2η Ιδιοµορφή 0.84 sec 1η–X (µόνο δώµα) 36.1% 0.1%
3η Ιδιοµορφή 0.56 sec 1η–X+δώµα 8% -
4η Ιδιοµορφή 0.51 sec καθαρά στροφική - 0.2%
5η Ιδιοµορφή 0.38 sec 2η–X (δώµα) 24% -
6η Ιδιοµορφή 0.35 sec Ζ+στροφή - 3.9%
7η Ιδιοµορφή 0.27 sec Ζ+στροφή - 12.6%
8η Ιδιοµορφή 0.19 sec 3η–Ζ 0.4% 3.5%
9η Ιδιοµορφή 0.18 sec 3η–Χ 6.8% 0.4%
10η Ιδιοµορφή 0.17 sec Τοπική πίσω 2.7% -
11η Ιδιοµορφή 0.135 sec 4η–Χ 10.2% 0.2%
12η Ιδιοµορφή 0.13 sec 4η–Ζ - 2.9%
113
Πίνακας 4.6 Ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές Τµήµατος ΙI-Θέατρο
Περίοδος Χαρακτηρισµός ιδιοµορφής
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Χ
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Ζ
1η Ιδιοµορφή 1.08 sec 1η –Ζ + στροφή - 45.4%
2η Ιδιοµορφή 0.97 sec 1η – Χ 65.3% -
3η Ιδιοµορφή 0.63 sec στροφική - 21%
4η Ιδιοµορφή 0.26 sec στροφή + τοπική 0.1% 11.4%
5η Ιδιοµορφή 0.215 sec τοπική – Χ 6.9% -
6η Ιδιοµορφή 0.21 sec τοπική – Χ 4.7% -
7η Ιδιοµορφή 0.21 sec τοπική – Χ 6.8% -
8η Ιδιοµορφή 0.18 sec 3η – Ζ - 9.5%
9η Ιδιοµορφή 0.11 sec 3η – Χ 7.6% -
10η Ιδιοµορφή 0.08 sec 4η – Χ 3.9% -
Οι Πίνακες περιλαµβάνουν και χαρακτηρισµό των ιδιοµορφών, όπως αυτός
προκύπτει από το σχήµα τους. Οι κυριότερες ιδιοµορφές των δύο Τµηµάτων
παρουσιάζονται επίσης γραφικά στα σχήµατα 4.31α-4.31λ και 4.32α-4.32ι που
ακολουθούν. Ενδιάµεσα µεταξύ των ιδιοµορφών που παρουσιάζονται στους πίνακες 4.5
και 4.6 υπάρχουν και άλλες µε µικρότερη σηµασία για την οριζόντια σεισµική δράση.
Σχήµα 4.31α Τµήµα Ι-Σκηνή – 1η ιδιοµορφή
114
Σχήµα 4.31β Τµήµα Ι-Σκηνή – 2η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.31γ Τµήµα Ι-Σκηνή – 3η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.31δ Τµήµα Ι-Σκηνή – 4η ιδιοµορφή
115
Σχήµα 4.31ε Τµήµα Ι-Σκηνή – 5η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.31στ Τµήµα Ι-Σκηνή – 6η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.31ζ Τµήµα Ι-Σκηνή – 7η ιδιοµορφή
116
Σχήµα 4.31η Τµήµα Ι-Σκηνή – 8η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.31θ Τµήµα Ι-Σκηνή – 9η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.31ι Τµήµα Ι-Σκηνή – 10η ιδιοµορφή
117
Σχήµα 4.31κ Τµήµα Ι-Σκηνή – 11η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.31λ Τµήµα Ι-Σκηνή – 12η ιδιοµορφή
4.5.3 Ανελαστική στατική ανάλυση (Pushover)
Η ανελαστική στατική ανάλυση έγινε χωριστά στις δύο κύριες οριζόντιες
διευθύνσεις του κάθε τµήµατος του κτιρίου, Χ και Ζ. Τα στατικά οριζόντια φορτία που
ασκούνται είναι αντιπροσωπευτικά των αδρανειακών δυνάµεων του σεισµού, και
αυξάνονται µονοτονικά. Εφαρµόσθηκαν τρεις διαφορετικές καθ’ ύψος κατανοµές των
οριζοντίων φορτίων. Σε όλες τα οριζόντια φορτία ασκούνται στους επιµέρους κόµβους του
προσοµοιώµατος και είναι ανάλογα της αντίστοιχης επικόµβιας µάζας. Αυτό που
µεταβάλλεται είναι ο συντελεστής αναλογίας, ο οποίος στοχεύει να προσοµοιώσει την
καθ’ ύψος κατανοµή των οριζοντίων µετακινήσεων του σεισµού. Οι τρεις διαφορετικές
καθ’ ύψος κατανοµές των οριζοντίων µετακινήσεων που θεωρήθηκαν είναι:
118
Σχήµα 4.32α Τµήµα ΙΙ-Θέατρο – 1η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.32β Τµήµα ΙΙ-Θέατρο – 2η ιδιοµορφή
119
Σχήµα 4.32γ Τµήµα ΙΙ-Θέατρο – 3η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.32δ Τµήµα ΙΙ-Θέατρο – 4η ιδιοµορφή
120
Σχήµα 4.32ε Τµήµα ΙΙ-Θέατρο – 5η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.32στ Τµήµα ΙΙ-Θέατρο – 6η ιδιοµορφή
121
Σχήµα 4.32ζ Τµήµα ΙΙ-Θέατρο – 7η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.32η Τµήµα ΙΙ-Θέατρο – 8η ιδιοµορφή
122
Σχήµα 4.32θ Τµήµα ΙΙ-Θέατρο – 9η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.32ι Τµήµα ΙΙ-Θέατρο – 10η ιδιοµορφή
123
• «Ανεστραµµένη τριγωνική» κατανοµή (όπως η κατανοµή που ορίζει για την
ισοδύναµη στατική ανάλυση η εξ. (3.15) του ΕΑΚ 2000, χωρίς τη συγκεντρωµένη
δύναµη στην κορυφή).
• «1η ιδιοµορφική» κατανοµή, που ακολουθεί το σχήµα της ιδιοµορφής µε τη
µεγαλύτερη ιδιοµορφική µάζα στην υπόψη οριζόντια διεύθυνση.
• «Οµοιόµορφη» κατανοµή σε όλους τους κόµβους (που δίνει οριζόντια φορτία
ανάλογα µε τη µάζα κάθε κόµβου).
Επισηµαίνεται ότι ενώ στις κατανοµές 1 και 3 ασκούνται οριζόντια φορτία µόνο
παράλληλα στην υπόψη οριζόντια διεύθυνση, στην κατανοµή 2 τα επικόµβια οριζόντια
φορτία έχουν εν γένει και συνιστώσα στην κάθετη προς την υπόψη οριζόντια διεύθυνση.
Τα οριζόντια φορτία εφαρµόζονται σε δύο αντίθετες φορές (θετική και αρνητική).
Τα κατακόρυφα φορτία που περιλαµβάνονται στο σεισµικό συνδυασµό δράσεων (βλ. εξ.
(2.1)) περιλαµβάνονται και στο προσοµοίωµα και συνδυάζονται µε τα οριζόντια φορτία.
Τα βασικά αποτελέσµατα της ανελαστικής στατικής ανάλυσης παρουσιάζονται στα
σχήµατα 4.33-4.40 που ακολουθούν, σε µορφή διαγραµµάτων Τέµνουσας βάσης –
Οριζόντιας µετακίνησης επιλεγµένων κόµβων της κορυφής του κτιρίου. Παρουσιάζονται
στο ίδιο διάγραµµα τα αποτελέσµατα για σεισµική δράση σε µία οριζόντια διεύθυνση (Χ ή
Ζ), αλλά σε δύο αντίθετες φορές (θετική ή αρνητική). Στο Τµήµα ΙΙ (Θέατρο), το οποίο
εµφανίζει σηµαντική ασυµµετρία σε κάτοψη ως προς τη µία οριζόντια διεύθυνση (τη
διεύθυνση Ζ, που είναι παράλληλη στο επίπεδο του αρµού) οι κόµβοι κορυφής των οποίων
παρουσιάζεται η οριζόντια µετακίνηση είναι οι τέσσερις γωνιακοί, έτσι ώστε από τη
διαφορά των µετακινήσεων µεταξύ των πλευρών που είναι παράλληλες στην υπόψη
οριζόντια διεύθυνση του σεισµού να προκύπτει εποπτικά εάν η απόκριση έχει στρεπτική
συνιστώσα και πόσο σηµαντική είναι αυτή. Στο Τµήµα Ι (Σκηνή), το οποίο δεν εµφανίζει
σηµαντική ασυµµετρία σε κάτοψη ως προς καµία οριζόντια διεύθυνση, οι κόµβοι όπου
παρουσιάζεται η οριζόντια µετακίνηση είναι κοντά στα κέντρα των πλευρών της
περιµέτρου, είτε στο δώµα, είτε στην πλάκα επικάλυψης σκηνής, έτσι ώστε να προκύπτει
εποπτικά η διαφορά µετακινήσεων στις δύο αυτές στάθµες.
∆εδοµένου ότι τα αποτελέσµατα για τις τρεις διαφορετικές καθ’ ύψος κατανοµές των
οριζοντίων φορτίων που εφαρµόστηκαν δεν διαφοροποιούνται σηµαντικά, παρουσιάζονται
εδώ µόνον τα αποτελέσµατα για την πρώτη κατανοµή (την «ανεστραµµένη τριγωνική»).
Σε κάθε διάγραµµα Τέµνουσας βάσης – Οριζόντιας µετακίνησης κόµβου κορυφής
σηµειώνονται και τα σηµεία που αντιστοιχούν στην πρώτη υπέρβαση κάποιας «στάθµης
124
επιτελεστικότητας» σ’ ένα τουλάχιστον «κύριο» δοµικό στοιχείο του υπόψη Τµήµατος του
κτιρίου. ∆ίνονται αποτελέσµατα χωριστά για αποτίµηση κατά τον ΚΑΝΕΠΕ και χωριστά
για αποτίµηση κατά Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3. Χρησιµοποιείται ο εξής συµβολισµός:
• Πράσινος κύκλος: Υπέρβαση στάθµης επιτελεστικότητας «Σχεδόν πλήρης
λειτουργικότητα στο σεισµό» κατά ΚΑΝΕΠΕ, ή «Περιορισµός βλαβών» κατά
Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, σε κάµψη (πλάστιµος τρόπος αστοχίας) σε κάποιο
άκρο στοιχείου.
• Κίτρινος κύκλος: Υπέρβαση στάθµης επιτελεστικότητας «Προστασία ζωής και
περιουσίας ενοίκων» κατά ΚΑΝΕΠΕ, ή «Σηµαντικές βλάβες» κατά Ευρωκώδικα
8 – Μέρος 3, σε κάµψη (πλάστιµος τρόπος αστοχίας) σε κάποιο άκρο στοιχείου.
• Κόκκινος κύκλος: Υπέρβαση στάθµης επιτελεστικότητας «Οιονεί Κατάρρευση»
κατά ΚΑΝΕΠΕ ή Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, σε κάµψη (πλάστιµος τρόπος
αστοχίας) σε κάποιο άκρο στοιχείου.
• Μοβ Τετράγωνο: Υπέρβαση στάθµης επιτελεστικότητας «Οιονεί Κατάρρευση»
κατά ΚΑΝΕΠΕ ή Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3 σε διάτµηση (ψαθυρός τρόπος
αστοχίας) σε κάποιο στοιχείο.
Σε κάθε σηµείο στο διάγραµµα όπου σηµειώνεται η υπέρβαση κάποιας «στάθµης
επιτελεστικότητας», δίνεται και η µέγιστη επιτάχυνση εδάφους που προκαλεί αυτή την
υπέρβαση «στάθµης επιτελεστικότητας», θεωρώντας ότι η σεισµική δράση ακολουθεί το
φάσµα του ΕΑΚ 2000 για κατηγορία εδάφους Β. Αυτή η επιτάχυνση εδάφους
προσδιορίζεται µε βάση την ιδιοπερίοδο που υπολογίζεται κατά Rayleigh, εξ. (3.1).
Στα σηµεία του διαγράµµατος όπου σηµειώνεται υπέρβαση κάποιας «στάθµης
επιτελεστικότητας» και η µέγιστη επιτάχυνση εδάφους, σηµειώνεται και ο χαρακτηρισµός
του στοιχείου ως κατακόρυφο µε C ή ως οριζόντιο µε B. Πρέπει να τονισθεί ότι, παρόλο
που σε ορισµένες περιπτώσεις σηµειώνεται υπέρβαση στάθµης επιτελεστικότητας σε ένα
µεµονωµένο στοιχείο, σε ελάχιστα υψηλότερη µέγιστη επιτάχυνση εδάφους η υπέρβαση
επεκτείνεται σε περισσότερα στοιχεία.
Τα βασικά συµπεράσµατα από τα αποτελέσµατα της ανελαστικής στατικής
ανάλυσης είναι τα εξής:
• Στο Τµήµα ΙΙ (Θέατρο) παρουσιάζονται διατµητικές αστοχίες κατακορύφων
στοιχείων σε αρκετά χαµηλά επίπεδα µέγιστης επιτάχυνσης εδάφους, δηλαδή
από 0.08g έως 0.11g. Οι αστοχίες αυτές εµφανίζονται πριν την καµπτική διαρροή
των εν λόγω στοιχείων, και εποµένως είναι αρκετά ψαθυρές. Καµπτικές αστοχίες
125
στοιχείων (ιδίως κατακορύφων) αρχίζουν να εµφανίζονται σε αρκετά υψηλότερα
επίπεδα µέγιστης επιτάχυνσης εδάφους, δηλαδή από 0.14g έως 0.18g. Γιά σεισµό
είτε στη µία οριζόντια διεύθυνση είτε στην άλλη, οι πρώτες διατµητικές αστοχίες
κατακορύφων στοιχείων φαίνεται να εµφανίζονται στα τοιχώµατα που
βρίσκονται δίπλα στον αρµό του κτιρίου.
• Η εικόνα είναι παρόµοια και στο Τµήµα Ι (Σκηνή), και µάλιστα ελαφρώς
δυσµενέστερη – ιδίως αν θεωρηθεί πάκτωση των περιµετρικών κατακόρυφων
στοιχείων στη στάθµη δαπέδου υπογείου, αντί στη στάθµη της κορυφής του
περιµετρικού τοίχωµατος υπογείου. Οι διατµητικές αστοχίες κατακορύφων
στοιχείων εµφανίζονται σε επίπεδα µέγιστης επιτάχυνσης εδάφους από 0.07g έως
0.10g. Και πάλι οι διατµητικές αστοχίες εµφανίζονται πριν την καµπτική
διαρροή των εν λόγω στοιχείων, και εποµένως είναι ψαθυρές. Καµπτικές
αστοχίες στοιχείων (ιδίως κατακορύφων) αρχίζουν να εµφανίζονται σε πολύ
υψηλότερα επίπεδα µέγιστης επιτάχυνσης εδάφους, δηλαδή από 0.15g έως 0.20g.
Γιά σεισµό είτε στη µία οριζόντια διεύθυνση είτε στην άλλη, οι πρώτες
διατµητικές αστοχίες κατακορύφων στοιχείων εµφανίζονται και πάλι στα
τοιχώµατα που βρίσκονται δίπλα στον αρµό του κτιρίου. Μάλιστα, επειδή
σ΄αυτά τα τοιχώµατα στηρίζονται τα κλιµακοστάσια του Τµήµατος Ι, τα οποία
και ελήφθησαν υπόψη στο προσοµοίωµα, έγινε µία δεύτερη σειρά ανελαστικών
αναλύσεων αγνοώντας τα κλιµακοστάσια, ώστε να εξετασθεί µήπως οι πρώιµες
διατµητικές αστοχίες οφείλονται στη σύνδεση των τοιχωµάτων που αστοχούν µε
τα κλιµακοστάσια και εποµένως µπορεί να είναι πλασµατικό προϊόν του
προσοµοιώµατος (το οποίο χαρακτηρίζεται από σηµαντική αβεβαιότητα, τόσο ως
προς την προσοµοίωση των κλιµακοστασίων, όσο και ως προς τη σύνδεσή τους
µε τα τοιχώµατα). Οµως τα αποτελέσµατα της δεύτερης σειράς αναλύσεων δεν
έδειξαν ουσιώδη διαφοροποίηση.
• Σεισµική δράση στην οριζόντια διεύθυνση την παράλληλη στον αρµό (τη Ζ) έχει
ελαφρώς δυσµενέστερα αποτελέσµατα από τη δράση στην οριζόντια διεύθυνση
την κάθετη στον αρµό (τη Χ).
126
Node 117
C-PGA=0.85g
B-PGA=0.67g
C-PGA=0.55g
B-PGA=0.41g
C-PGA=0.29g
B-PGA=0.18g
Node 128Node 117
C-PGA=1.22g
B-PGA=1.13g
C-PGA=0.99g
B-PGA=0.93g
C-PGA=0.90g
B-PGA=0.64g
C-PGA=0.27g
Node 126
0
2000
4000
6000
8000
10000
12000
14000
16000
-0.20 -0.15 -0.10 -0.05 0.00 0.05 0.10 0.15 0.20 0.25
Bas
e Sh
ear (
kN)
Displacement (m)
Σχήµα 4.33 Καµπύλες Pushover για το Τµήµα Ι-Σκηνή (διεύθυνση Χ-ΕC8)
Node 117
B-PGA=0.92gC-PGA=0.85g
B-PGA=0.67g
C-PGA=0.44gC-PGA=0.39g
B-PGA=0.19gB-PGA=0.18g
Node 128Node 117
C-PGA=0.39g
B-PGA=0.64g
B-PGA=0.82g
C-PGA=0.90gC-PGA=1.06g
B-PGA=1.09gB-PGA=1.13g
C-PGA=1.22g
Node 126
0
2000
4000
6000
8000
10000
12000
14000
16000
-0.20 -0.15 -0.10 -0.05 0.00 0.05 0.10 0.15 0.20 0.25
Displacement (m)
Bas
e Sh
ear (
kN)
Σχήµα 4.34 Καµπύλες Pushover για το Τµήµα Ι-Σκηνή (διεύθυνση Χ-ΚΑΝΕΠΕ)
127
Node 117
C-PGA=0.19g
B-PGA=0.12gC-PGA=0.12g
B-PGA=0.21g
C-PGA=0.07g
Node 131
Node 102
C-PGA=0.19g
B-PGA=0.12gC-PGA=0.12g
B-PGA=0.08g
B-PGA=0.21g
C-PGA=0.07g
Node 120
0
500
1000
1500
2000
2500
3000
-0.30 -0.20 -0.10 0.00 0.10 0.20 0.30
Displacement (m)
Bas
e Sh
ear (
kN)
Σχήµα 4.35 Καµπύλες Pushover για το Τµήµα Ι-Σκηνή (διεύθυνση Ζ-ΕC8)
Node 117
Node 131
B-PGA=0.21g
C-PGA=0.09g
C-PGA=0.11g
C-PGA=0.19g
Node 102
Node 120
B-PGA=0.21g
B-PGA=0.08gC-PGA=0.09g
C-PGA=0.11g
C-PGA=0.19g
0
500
1000
1500
2000
2500
3000
-0.30 -0.20 -0.10 0.00 0.10 0.20 0.30
Displacement (m)
Bas
e Sh
ear (
kN)
Σχήµα 4.36 Καµπύλες Pushover για το Τµήµα Ι-Σκηνή (διεύθυνση Ζ- ΚΑΝΕΠΕ)
128
B-PGA=0.41g
B-PGA=0.26g
C-PGA=0.18gC-PGA=0.17g
Node 117
C-PGA=0.32g
Node 128
C-PGA=0.3g
B-PGA=0.27g
C-PGA=0.19g
C-PGA=0.16g
Node 117
B-PGA=0.39g
Node 126
0
5000
10000
15000
20000
25000
30000
35000
40000
-0.25 -0.20 -0.15 -0.10 -0.05 0.00 0.05 0.10 0.15 0.20 0.25
Displacement (m)
Bas
e Sh
ear (
kN)
Σχήµα 4.37 Καµπύλες Pushover για το Τµήµα ΙΙ-Θέατρο (διεύθυνση Χ-EC8)
C-PGA=0.46gB-PGA=0.41g
B-PGA=0.15gC-PGA=0.12g
Node 117
C-PGA=0.32g
Node 128
C-PGA=0.30g
C-PGA=0.21g
Node 117
B-PGA=0.20g
C-PGA=0.28g
B-PGA=0.39g
Node 126
0
5000
10000
15000
20000
25000
30000
35000
40000
-0.25 -0.20 -0.15 -0.10 -0.05 0.00 0.05 0.10 0.15 0.20 0.25
Displacement (m)
Bas
e Sh
ear (
kN)
Σχήµα 4.38 Καµπύλες Pushover για το Τµήµα ΙΙ-Θέατρο (διεύθυνση Χ-ΚΑΝΕΠΕ)
129
B-PGA=0.16gC-PGA=0.14g
C-PGA=0.11gC-PGA=0.10g
B-PGA=0.06g
B-PGA=0.12g
Node 156Node 162
B-PGA=0.18g
C-PGA=0.17g
B-PGA=0.13g
C-PGA=0.11g
B-PGA=0.09g
C-PGA=0.11g
Node 121 Node 127
0
1000
2000
3000
4000
5000
6000
7000
8000
-0.25 -0.20 -0.15 -0.10 -0.05 0.00 0.05 0.10 0.15 0.20 0.25
Displacement (m)
Bas
e Sh
ear (
kN)
Σχήµα 4.39 Καµπύλες Pushover για το Τµήµα ΙΙ-Θέατρο (διεύθυνση Z-EC8)
C-PGA=0.16gB-PGA=0.16g
C-PGA=0.14g
B-PGA=0.09gC-PGA=0.08g
Node 156Node 162
B-PGA=0.18g
C-PGA=0.17g
C-PGA=0.14g
B-PGA=0.08g
Node 121 Node 127
0
1000
2000
3000
4000
5000
6000
7000
8000
-0.25 -0.20 -0.15 -0.10 -0.05 0.00 0.05 0.10 0.15 0.20 0.25
Displacement (m)
Bas
e Sh
ear (
kN)
Σχήµα 4.40 Καµπύλες Pushover για το Τµήµα ΙΙ-Θέατρο (διεύθυνση Z- ΚΑΝΕΠΕ)
130
4.5.3 Μη-γραµµικές αναλύσεις χρονοϊστορίας
Έγινε δέσµη ανελαστικών δυναµικών αναλύσεων της απόκρισης του κτιρίου σε
ζεύγη επιταχυνσιογραφηµάτων που δρουν στις δύο κύριες οριζόντιες διευθύνσεις του
κτιρίου, τα οποία είναι τα επιταχυνσιογραφήµατα της παραγράφου 4.2, µε την ένταση του
σεισµού ίση µε 0.10g (τιµή που εκτιµάται µε βάση τα αποτελέσµατα της ανελαστικής
στατικής ανάλυσης). Εφαρµόστηκαν οι 56 συνδυασµοί που χρησιµοποιήθηκαν για το 3-
όροφο του SPEAR.
Τα αποτελέσµατα των µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας είναι και εδώ οι
µέσοι όροι των µεγίστων των σύνθετων δεικτών βλάβης σε κάµψη και διάτµηση κατά την
εξ. (4.3), και παρουσιάζονται ενδεικτικά στα σχήµατα 4.41-4.44 των επόµενων σελίδων
και αναλυτικά στο παράρτηµα C, ξεχωριστά η κατανοµή του (σύνθετου) δείκτη βλάβης
(Sd/Rd) για τη διάτµηση και χωριστά για την κάµψη, για τη στάθµη επιτελεστικότητας
«οιονεί κατάρρευση».
Τα αποτελέσµατα που φαίνονται στα διαγράµµατα του δείκτη βλάβης
επιβεβαιώνουν τα συµπεράσµατα της ανελαστικής στατικής ανάλυσης, και ως προς την
θέση και ως προς την έκταση και βαθµό της αναµενόµενης βλάβης για σεισµό µε µέγιστη
επιτάχυνση εδάφους 0.10g κατά το φάσµα του ΕΑΚ 2000 για σκληρό έδαφος (Β). Οι τιµές
του µέσου όρου του δείκτη βλάβης δείχνουν ότι τα τοιχώµατα που βρίσκονται σε επαφή µε
τον αρµό µεταξύ των δύο τµηµάτων του κτιρίου προβλέπεται να αστοχήσουν διατµητικά
σε σεισµό που ακολουθεί το φάσµα του ΕΑΚ 2000 για έδαφος Β και έχει µέγιστη
επιτάχυνση εδάφους περίπου 0.07g, ή να φθάσουν τη «στάθµη επιτελεστικότητας» «οιονεί
κατάρρευση», µε τους προβλεπόµενους από τον Ευρωκώδικα 8 συντελεστές ασφαλείας,
γιά µέγιστη επιτάχυνση εδάφους περίπου 0.05g κατά το φάσµα του ΕΑΚ 2000 για έδαφος
Β.
Η υπέρβαση της στάθµης επιτελεστικότητας «Οιονεί Κατάρρευση» σε διάτµηση που
τυχόν σηµειώνεται σε δοκούς είναι πλασµατική και δεν πρέπει να λαµβάνεται υπόψη,
καθότι οφείλεται στο γεγονός ότι τα προσοµοιώµατα που δίνει για τη διατµητική αντοχή ο
ΚΑΝΕΠΕ και ο Ευρωκώδικας 8 – Μέρος 3 αγνοούν τη συµβολή στη διατµητική αντοχή
των τυχόν λοξών ράβδων (λαµβάνουν υπόψη µόνον τους συνδετήρες). Επίσης πλασµατική
είναι η υπέρβαση οποιασδήποτε στάθµης επιτελεστικότητας σε κάµψη σε ενδιάµεσους
κόµβους στο άνοιγµα των µεγάλου ανοίγµατος δοκών που σχηµατίζουν εσχάρα µε
εγκάρσιές τους. Τέτοιες υπερβάσεις οφείλονται στο γεγονός ότι για λόγους υπολογισµού
131
της ενεργού ελαστικής δυσκαµψίας των δοκών αυτών, ως οπλισµός κάτω πέλµατος
λαµβάνεται αυτός των στηρίξεων σε κατακόρυφα στοιχεία. Λόγω κάµψης των µισών εν
γένει κάτω ράβδων ανοίγµατος προς τα πάνω (προς τις στηρίξεις), ο κάτω οπλισµός στις
στηρίξεις είναι πολύ µικρότερος (εν γένει ο µισός) αυτού που πραγµατικά διατίθεται στο
άνοιγµα, οπότε στις ενδιάµεσες θέσεις του ανοίγµατος όπου υπάρχουν κόµβοι σύνδεσης
µε τις εγκάρσιες δοκούς µπορεί η καµπτική αντοχή να προκύπτει ανεπαρκής έναντι των
κατακορύφων φορτίων, γεγονός που εκδηλώνεται ως υπέρβαση στάθµης
επιτελεστικότητας σε κάµψη στους ενδιάµεσους κόµβους της δοκού.
132
Σχήµα 4.41 Τµήµα Ι - Σκηνή - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
133
Σχήµα 4.42 Τµήµα Ι - Σκηνή - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
134
Σχήµα 4.43 Τµήµα ΙΙ - Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
135
Σχήµα 4.44 Τµήµα ΙΙ - Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
136
4.6 ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΟΥ ∆ΙΩΡΟΦΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΠΑΝ. ΠΑΤΡΩΝ
4.6.1 Περιγραφή κτιρίου
Πρόκειται για διώροφο κτίριο οπλισµένου σκυροδέµατος που σχεδιάστηκε και
κατασκευάστηκε στο Εργαστήριο Κατασκευών του Τµήµατος Πολιτικών Μηχανικών του
Πανεπιστηµίου Πατρών. Αποτελείται από τέσσερα υποστυλώµατα µε διατοµές τέτοιες
ώστε να δηµιουργείται µη-κανονικότητα κατανοµής της δυσκαµψίας και της αντοχής σε
κάτοψη (ασυµµετρία στον ένα άξονα). Το κτίριο έχει κάτοψη 5,5×4,5m, ύψος ορόφου
2,85m και διάσταση υποστυλωµάτων κατά τη διεύθυνση της µιας από τις µεγαλύτερες
πλευρές του κτιρίου διπλάσια αυτής των υποστυλωµάτων της δεύτερης µεγάλης πλευράς.
Λόγω της διάταξης αυτής, το κτίριο προκύπτει στρεπτικά ευαίσθητο. Κατασκευάσθηκε για
να δοκιµασθεί ψευδοδυναµικά για σεισµική δράση σε µία οριζόντια διεύθυνση.
Προκύπτουν έτσι για την ψευδοδυναµική δοκιµή δύο βαθµοί ελευθερίας ανά όροφο:
οριζόντια µετάθεση στη διεύθυνση της σεισµικής δράσης και στροφή περί κατακόρυφο
άξονα.
Με βάση τις διαστάσεις του τοίχου αντίδρασης του Εργαστηρίου Κατασκευών και
την απαίτηση η συµπεριφορά του δοκιµίου να προσοµοιώνει κατά το δυνατό καλύτερα
αυτή του κτιρίου πλήρους κλίµακας, επιλέχθηκε η κατασκευή του υπό κλίµακα
προσοµοίωσης 0.7:1.
Η διαστασιολόγηση των µελών έγινε για το πλήρους κλίµακας κτίριο µε τους προ
του 1985 Κανονισµούς, ώστε να περιλαµβάνονται πιθανές πηγές προβληµατικής
απόκρισης των κτιρίων αυτής της κατηγορίας: ο διαµήκης και ο εγκάρσιος οπλισµός των
στοιχείων που καταπονούνται από το σεισµό αποτελούνται από λείες ράβδους χάλυβα
S220, οι εγκάρσιοι συνδετήρες των υποστυλωµάτων τοποθετούνται σε αποστάσεις 0.2m,
ενώ οι αγκυρώσεις και µατίσεις των οπλισµών γίνονται µε τη συνήθη κατασκευαστική
πρακτική των αγκίστρων διαµέτρου 5Φ. Με βάση την κλίµακα του δοκιµίου (0.7:1)
προσδιορίσθηκαν µε ανάλυση διαστάσεων τα αντίστοιχα µεγέθη (διατοµές ράβδων,
αποστάσεις οπλισµών, µόνιµα φορτία, κλπ.) για το υπό-κλίµακα κτίριο. Στο κατωτέρω
σχήµα 4.45 φαίνεται η γεωµετρία και οι οπλισµοί του κτιρίου που κατασκευάστηκε
(κλίµακα 0.7:01) ενώ στο σχήµα 4.46 το φυσικό µοντέλο του µαθηµατικού
προσοµοιώµατος για την ανάλυση.
137
Οι ιδιότητες των υλικών που χρησιµοποιήθηκαν για το υπολογιστικό προσοµοίωµα
λήφθηκαν από εργαστηριακούς ελέγχους. Για το σκυρόδεµα προέκυψε αντοχή 28MPa στο
ισόγειο και 32MPa στον πρώτο όροφο, ενώ για το χάλυβα τάση διαρροής 467 MPa για τις
διαµήκεις ράβδους και 404 MPa για τους συνδετήρες διαµέτρου Φ6.
C3, C4
8D10
C1,C2
4D10
C1 17.5/17.5
C2 17.5/17.5C3 35/17.5
C4 35/17.5
B1 17.5/35
B3 17.5/35
B4 17.5/35
B2 17.5/35
Φ10/100, top/bottom
Σχήµα 4.45 Γεωµετρία του κτιρίου του Εργαστηρίου Κατασκευών (υπό κλίµακα 0.7:1)
Σχήµα 4.46 Φυσικό µοντέλο του µαθηµατικού προσοµοιώµατος
138
4.6.2 Στατική εκκεντρότητα
Η στατική εκκεντρότητα του κτιρίου στις στάθµες των δύο ορόφων εκτιµήθηκε µε
όλους τους τρόπους υπολογισµού που παρουσιάστηκαν στην παρ. 4.3.2. Στον πίνακα 4.7
παρουσιάζονται συνοπτικά οι τιµές που υπολογίστηκαν, ενώ στο σχήµα 4.47 φαίνονται
ενδεικτικά οι θέσεις του κέντρου στροφής πάνω στην κάτοψη του κτιρίου. Η
εκκεντρότητα είναι σε µια διεύθυνσή (την Ζ), λόγω της συµµετρίας του κτιρίου µόνο ως
προς τον άξονα Χ.
Πίνακας 4.7 ∆ιώροφο κτίριο Εργαστηρίου Κατασκευών: Αποστάσεις του κέντρου µάζας από το κέντρο στροφής (σε m) µε διάφορους τρόπους υπολογισµού του τελευταίου
Θεωρητικό κέντρο
δυσκαµψίας
Κέντρο
δυσκαµψίας Κέντρο αντοχής Πόλος στροφής
Ισόγειο 1.15 0.99 0.76 0.88
Όροφος 1.15 1.02 0.80 0.85
Κέντρο Μάζας
Πόλος ΣτροφήςΚέντρο ∆υσκαµψίας Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίας
Κέντρο Αντοχής
Κέντρο Μάζας
Πόλος ΣτροφήςΚέντρο ∆υσκαµψίας Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίας
Κέντρο Αντοχής
Σχήµα 4.47 ∆ιώροφο κτίριο του Εργαστηρίου Κατασκευών: Θέσεις του κέντρου µάζας και του κέντρου στροφής µε διάφορους τρόπους υπολογισµού του
Η εκκεντρότητα είναι σηµαντική σε σχέση µε τις διαστάσεις του κτίσµατος, και
οφείλεται στη διαφορά δυσκαµψιών των υποστυλωµάτων 17.5×17.5cm και 17.5×35cm.
Αναµένεται δε να προκαλέσει πολύ σηµαντική στρεπτική απόκριση του κτιρίου.
139
4.6.3 ∆υναµικά χαρακτηριστικά – Ιδιοµορφές
Για τη διερεύνηση των δυναµικών χαρακτηριστικών του κτιρίου, ισχύουν οι ίδιες
παραδοχές που έγιναν στην παρ. 4.3.3. (ενεργές δυσκαµψίες κλπ.). Επιπλέον, τα
κατακόρυφα στοιχεία του θεωρούνται πακτωµένα στη στάθµη θεµελίωσης. Η θεώρηση
της πραγµατικής δυσκαµψίας των πατωµάτων µέσα στο επίπεδό τους, έγινε µε
προσοµοίωση της ευκαµψίας των πατωµάτων µέσα στο επίπεδό τους όπως περιγράφεται
στην παράγραφο 3.2.6. Το τµήµα των µελών µέσα στους κόµβους λαµβάνεται ως
άκαµπτο.
Στον παρακάτω πίνακα 4.8 παρουσιάζονται οι κυριότερες ιδιοπερίοδοι και
ιδιοµορφές του κτιρίου για τις ενεργές ελαστικές δυσκαµψίες µελών κατά την παρ. 4.3.3.
Ο πίνακας περιλαµβάνει και χαρακτηρισµό των ιδιοµορφών, όπως αυτός προκύπτει από το
σχήµα τους.
Πίνακας 4.8 Ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές διώροφου κτιρίου Εργαστηρίου Κατασκευών
Περίοδος Χαρακτηρισµός ιδιοµορφής
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Χ
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Ζ
1η Ιδιοµορφή 0.83 sec 1η στροφική + Χ 30.3% 0.1%
2η Ιδιοµορφή 0.79 sec 1η στη Ζ - 94%
3η Ιδιοµορφή 0.51 sec 1η στη Χ + στροφή 62.2% -
4η Ιδιοµορφή 0.30 sec 2η στροφική + Χ 2% -
5η Ιδιοµορφή 0.28 sec 2η στη Ζ - 5.9%
6η Ιδιοµορφή 0.17 sec 2η στη Χ + στροφή 5.4% -
Όλες οι ιδιοµορφές που έχουν ταλαντούµενη µάζα στην µη-συµµετρική διεύθυνση Χ
είναι έντονα συζευγµένες. Οι µεν στροφικές έχουν σηµαντική ιδιοµορφική µάζα, οι δε
µεταφορικές έχουν στροφική συνιστώσα. Έτσι αναµένεται το κτίριο να αναπτύξει έντονη
στροφική απόκριση κατά τη σεισµική διέγερση στη διεύθυνση Χ.
Οι κυριότερες ιδιοµορφές παρουσιάζονται επίσης και γραφικά στα σχήµατα 4.48α-
4.48στ που ακολουθούν.
140
Σχήµα 4.48α ∆ιώροφο Εργαστηρίου Κατασκευών – 1η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.48β ∆ιώροφο Εργαστηρίου Κατασκευών – 2η ιδιοµορφή
141
Σχήµα 4.48γ ∆ιώροφο Εργαστηρίου Κατασκευών – 3η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.48δ ∆ιώροφο Εργαστηρίου Κατασκευών – 4η ιδιοµορφή
142
Σχήµα 4.48ε ∆ιώροφο Εργαστηρίου Κατασκευών – 5η ιδιοµορφή
Σχήµα 4.48στ ∆ιώροφο Εργαστηρίου Κατασκευών – 6η ιδιοµορφή
143
4.6.4 Μη-γραµµικές αναλύσεις χρονοϊστορίας
Έγιναν τρεις δέσµες ανελαστικών δυναµικών αναλύσεων της απόκρισης του κτιρίου
σε ζεύγη επιταχυνσιογραφηµάτων που δρουν στις δύο κύριες οριζόντιες διευθύνσεις του
κτιρίου, αυτά της παραγράφου 4.2, µε την ένταση του σεισµού ίση µε 0.15g, 0.20g και
0.30g αντίστοιχα. Λόγω της πρακτικής ισοδυναµίας των αποτελεσµάτων, εφαρµόστηκαν
οι µισοί (28) από τους 56 συνδυασµούς που χρησιµοποιήθηκαν για το 3-όροφο του
SPEAR.
Τα αποτελέσµατα των µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας είναι και πάλι οι
µέσοι όροι των µεγίστων των σύνθετων δεικτών βλάβης σε κάµψη και διάτµηση κατά την
εξ. (4.3), και παρουσιάζονται ενδεικτικά στα σχήµατα 4.49-4.54 των επόµενων σελίδων
και αναλυτικά στο παράρτηµα D, ξεχωριστά η κατανοµή του (σύνθετου) δείκτη βλάβης
(Sd/Rd) για τη διάτµηση και χωριστά για την κάµψη. Οι δείκτες βλάβης αναφέρονται στη
στάθµη επιτελεστικότητας «οιονεί κατάρρευση», της αναµενόµενης αστοχίας στοιχείου
χωρίς συντελεστές ασφαλείας.
Προκύπτει ότι, παρότι ανθεκτικότερα, κρισιµότερα είναι τα υποστυλώµατα διατοµής
17.5×35cm στη διατοµή βάση τους, ακολουθούµενα από αυτά µε διατοµή 17.5×17.5cm,
επίσης στη βάση τους, τόσο σε κάµψη όσο και σε διάτµηση.
144
Σχήµα 4.49 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
145
Σχήµα 4.50 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
146
Σχήµα 4.51 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
147
Σχήµα 4.52 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
148
Σχήµα 4.53 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
149
Σχήµα 4.54 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
150
151
5. ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ∆ΡΑΣΕΩΝ
5.1 ΓΕΝΙΚΑ
Όπως αναφέρθηκε στο πρώτο κεφάλαιο, ως «ενίσχυση» ορίζεται η αναβάθµιση της
αντοχής µιας κατασκευής σε εξωτερικές δράσεις, σε σύγκριση µε το επίπεδο του αρχικού
σχεδιασµού της. Η ενίσχυση είναι ένα δύσκολο και πολύπλοκο πρόβληµα, τόσο από
τεχνικής, όσο και από οικονοµικοπολιτικής απόψεως. Όσον αφορά στο τεχνικό κοµµάτι, οι
δυσκολίες έγκεινται και σε θεωρητικό και σε πρακτικό επίπεδο. Στο θεωρητικό επίπεδο,
λογίζονται η πολυπλοκότητα µιας αξιόπιστης αποτίµησης σεισµικής συµπεριφοράς, η
οποία θα πρέπει να προηγείται της ενίσχυσης, αλλά και η πολυπλοκότητα της αποτίµησης
της συµπεριφοράς της κατασκευής µετά την ενίσχυση, η οποία είναι και ένα από τα
κριτήρια για την αποτελεσµατικότητα της προτεινόµενης διαδικασίας / στρατηγικής
ενίσχυσης. Στο πρακτικό επίπεδο, πλην του κόστους, άµεσου ή έµµεσου, λογίζονται και οι
πρακτικές δυσκολίες του επιλεγέντος τρόπου ενίσχυσης, όπως κατασκευαστικές
δυσχέρειες, η προσβασιµότητα των στοιχείων που έχουν επιλεγεί για την ενίσχυση κοκ.
Όσον αφορά την έκταση της ενίσχυσης, αυτή µπορεί να είναι τοπική (π.χ. µανδύες
οπλισµένου σκυροδέµατος σε λίγα και επιλεγµένα στοιχεία τα οποία βρέθηκαν να
υστερούν εµφανώς σε αντοχή σε σχέση µε τα υπόλοιπα κοκ.), ή γενικότερη, µε
ενδεχόµενη προσθήκη νέων στοιχείων (κυρίως τοιχωµάτων δυσκαµψίας για την ανάληψη
των οριζόντιων δράσεων, κυρίως σε κατασκευές που δεν διαθέτουν κατάλληλο δοµικό
σύστηµα για την ανάληψή τους). Πέραν της αύξησης της αντοχής και δυσκαµψίας που
συντελείται µε την εφαρµογή των παραπάνω, επιλογή αποτελεί και η αύξηση της τοπικής
πλαστιµότητας και παραµορφωσιµότητας των στοιχείων (π.χ. περίσφιξη µε χρήση φύλλων
ινοπλισµένων πολυµερών – fiber reinforced polymers ή FRPs).
Στο παρόν κεφάλαιο εξετάζεται η ενίσχυση των τριών από τα τέσσερα κτίρια που
µελετήθηκαν στο κεφάλαιο 4, πλην της πολυκατοικίας που κατέρρευσε κατά το σεισµό
της Αθήνας. Επιπρόσθετος στόχος της ενίσχυσης, πέρα από την ικανοποίηση των κατά
περίπτωση κριτηρίων των κανονισµών, είναι και η άµβλυνση κάποιων δυσµενών
χαρακτηριστικών που προκαλούν ανεπιθύµητη στρεπτική απόκριση (π.χ. στατική
εκκεντρότητα). Ένα τελευταίο κριτήριο είναι και ο περιορισµός της έκτασης της
επέµβασης, τόσο για λόγους κόστους, όσο και για την πρόκληση της µικρότερης δυνατής
όχλησης αλλά και για την πιο εύκολη εξαγωγή αξιοποιήσιµων συµπερασµάτων.
152
5.2 ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ 3-ΟΡΟΦΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΟΥ SPEAR
5.2.1 Σενάρια ενίσχυσης
Σύµφωνα µε το σχεδιασµό της πειραµατικής διαδικασίας που αφορά στο τριώροφο
κτίριο του ερευνητικού προγράµµατος SPEAR, αυτή αποτελείται από τρεις κύκλους
πειραµάτων: του αρχικού, µη-ενισχυµένου κτιρίου, καθώς και δύο κύκλους δοκιµών
ενισχυµένου κτιρίου. Η ενίσχυση περιορίζεται στα υποστυλώµατα όλων των ορόφων.
Κατά τον πρώτο κύκλο πειραµάτων, η ενίσχυση γίνεται µε περίσφιξη των άκρων
των υποστυλωµάτων (θέσεις σχηµατισµού πλαστικών αρθρώσεων) µε φύλλα
ινοπλισµένων πολυµερών (FRPs), τα οποία αυξάνουν την ικανότητα παραµόρφωσης αλλά
και ανάληψης τέµνουσας δύναµης, χωρίς όµως να επηρεάζουν τη δυσκαµψία ή την
δεσπόζουσα στρεπτική απόκριση.
Συγκεκριµένα, η περίσφιξή µε FRPs επηρεάζει την τιµή της πλαστικής γωνίας
στροφής χορδής στην αστοχία, εξ. (3.14), καθώς ο όρος της περίσφιξης (η δύναµη του 25)
πρέπει πλέον να υπολογίζεται ως:
⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛+
c
efff f
f ,
c
yws ff
25ρααρ
(5.1)
όπου:
• ρf = 2tf / bw το ποσοστό του FRP παράλληλα στην διεύθυνση φόρτισης,
• ff,e η ενεργός τάση που δίνεται από την παρακάτω σχέση:
( ) ( ) ⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛−=
c
fffu,fu,ffu,fu,ef, ,min7,01,min
fEfEff ρεε (5.2)
όπου fu,f και Ef είναι η αντοχή και το µέτρο ελαστικότητας του FRP αντίστοιχα ενώ eu,f
είναι µια οριακή τιµή της τάσης που ισούται µε 0.015 για FRP µε ίνες άνθρακα (CFRP)
αραµιδίου (AFRP) και 0.02 για FRP µε ίνες γυαλιού (GFRP), ενώ ο συντελεστής
αποδοτικότητας της περίσφιξης α υπολογίζεται πλέον ως εξής:
( ) ( )bh3
R2hR2b122
f−+−
−=α (5.3)
153
όπου R η ακτίνα της στρογγυλεµένης γωνίας της διατοµής (για τη διανοµή της
περίσφιγξης από το FRP σε µεγαλύτερο τµήµα της διατοµής) και b, h οι πλήρεις
διαστάσεις της.
Όσον αφορά στη διατµητική αντοχή, τα FRPs θεωρείται ότι συνεισφέρουν στην
αύξησή της παράλληλα στις ίνες τους κατά ένα όρο, Vwf, που πρέπει να αθροιστεί στην
τιµή της διατµητικής αντοχής που προκύπτει από τις εξ. (3.17)-(3.23), ίσο µε
fdu,wffw, 5.0 zfbV ρ= (5.4)
όπου ρf = 2tf / bw το ποσοστό του FRP παράλληλα στην διεύθυνση φόρτισης, bw το πλάτος
της διατοµής, z ο µοχλοβραχίονας των εσωτερικών δυνάµεων (ο οποίος λαµβάνεται ίσος
µε το στατικό ύψος διατοµής, d), και fu,fd είναι η τιµή σχεδιασµού της αντοχής του FRP
(δηλαδή η µέγιστη αντοχή διαιρεµένη µε τον κατάλληλο συντελεστή υλικού γfd για το
FRP).
Για το δεύτερο κύκλο δοκιµών, εξετάστηκαν τρία εναλλακτικά σενάρια εφαρµογής
µανδυών οπλισµένου σκυροδέµατος:
• Σενάριο Α: Κατασκευή µανδυών οπλισµένου σκυροδέµατος γύρω από τα επτά
περιµετρικά υποστυλώµατα τετραγωνικής διατοµής 25×25cm (εξωτερική
διάσταση µανδύα 40×40cm) µε οπλισµό τέσσερις ράβδους διαµέτρου Φ20, µία
σε κάθε γωνία της διατοµής και συνδετήρες Φ8/10 (όλες οι ράβδοι οπλισµού των
µανδυών θεωρούνται χάλυβας S500 µε ονοµαστική τάση διαρροής fy=575MPa)
• Σενάριο B: Κατασκευή µανδυών οπλισµένου σκυροδέµατος µε διαστάσεις
35×75cm (διαµήκεις οπλισµοί 12Φ16 και συνδετήρες Φ8/10, όλα χάλυβας S500)
και 35×140cm (διαµήκεις οπλισµοί 16Φ12+1Φ10, συνδετήρες Φ8/10, χάλυβας
S500) γύρω από τα υποστυλώµατα C2 και C6 αντίστοιχα (βλέπε σχήµα 4.2), µε
το δεύτερο να ενσωµατώνει τη µια από τις δύο έµµεσες στηρίξεις δοκού επί
άλλης δοκού.
• Σενάριο C: Κατασκευή µανδυών οπλισµένου σκυροδέµατος µε διαστάσεις
40×40cm και µε οπλισµό δώδεκα ράβδους διαµέτρου Φ16 (τρεις σε κάθε γωνία
της διατοµής) και συνδετήρες Φ10/10 γύρω από τα υποστυλώµατα C2 και C6.
Τελικά, στην πράξη και για το πείραµα επιλέχθηκε, για πρακτικούς κυρίως λόγους
(ευκολία και ταχύτητα υλοποίησης, οικονοµία), η τρίτη λύση, σενάριο C. Οι τιµές των
αντοχών των υλικών των µανδυών µετρήθηκαν πειραµατικά για το µεν σκυρόδεµα
154
fc=50MPa, για δε τον χάλυβα fy=470MPa. Για την περίσφιξη µε FRPs, χρησιµοποιήθηκαν
2 στρώσεις φύλλων πολυµερούς οπλισµένου µε ίνες γυαλιού (GFRP), µε αντοχή
2560MPa. Στα σχήµατα 5.1α, 5.1β και 5.2 που ακολουθούν παρουσιάζονται σχηµατικά τα
τρία σενάρια της ενίσχυσης A, B, C, καθώς και οι διατοµές των µανδυών οπλισµένου
σκυροδέµατος που θεωρήθηκαν (οι γραµµοσκιασµένες επιφάνειες σηµειώνουν των αρχικό
στοιχείο).
Για την προσοµοίωση της αντοχής, δυσκαµψίας και ικανότητας παραµόρφωσης των
µανδυών ακολουθούνται οι σχετικοί Κανόνες του Ευρωκώδικα 8, Μέρος 3: Το σύνθετο
στοιχείο θεωρείται ως µονολιθικό, µε αντοχή σκυροδέµατος αυτή του µανδύα,
κατακόρυφους οπλισµούς τους συνολικούς (στην πραγµατική τους θέση και µε τις τυχόν
διαφοροποιήσεις ιδιοτήτων µεταξύ αρχικών και νέων ράβδων), εγκάρσιες ράβδους µόνον
αυτές του µανδύα και αξονικό φορτίο που ασκείται στο σύνολο της διατοµής. Για την
προσοµοίωση αυτή, η ροπή διαρροής, My, και η γωνία στροφής χορδής στην αστοχία, θu,
λαµβάνονται, κατά τον Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, ίσες µε αυτές του ως άνω ιδεατού
µονολιθικού στοιχείου, ενώ η γωνία στροφής χορδής στη διαρροή, θy, ισούται µε 1.05 ή
1.2 φορές αυτή του ιδεατού µονολιθικού στοιχείου, ανάλογα µε το αν έχει γίνει ή όχι,
αντίστοιχα, εκτράχυνση της επιφάνειας του παλαιού σκυροδέµατος πριν την κατασκευή
του µανδύα.
40/40
40/40
40/40
40/4040/40
40/40
40/40
35/75
35/140
Σχήµα 5.1α Σενάρια ενίσχυσης Α (αριστερά) και B (δεξιά) του τριώροφου κτιρίου του SPEAR µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος
155
40/40
40/40
Σχήµα 5.1β Σενάριο ενίσχυσης C του τριώροφου κτιρίου του SPEAR µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος.
Columns C1-C4, C6,C7 & C94Φ20
Column C212 16
12Φ16Columns C2 & C6
Column C616 12 + 1 10
Σχήµα 5.2 ∆ιατοµές µανδυών οπλισµένου σκυροδέµατος τριώροφου του SPEAR: Σενάριο A (πάνω αριστερά), B (πάνω και κάτω δεξιά), C (κάτω αριστερά)
156
5.2.2 Στατική εκκεντρότητα
Τα σενάρια ενίσχυσης µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος επιλέχθηκαν µε
γνώµονα, µεταξύ άλλων, τη µείωση της στατικής εκκεντρότητας (η οποία δεν
µεταβάλλεται καθόλου µε την ενίσχυση µόνο µε FRPs). Ως κριτήριο χρησιµεύει η
εκκεντρότητα του πόλου στροφής, καθώς θεωρείται πιο αξιόπιστη από την εκκεντρότητα
που προκύπτει από τις δυσκαµψίες των υποστυλωµάτων, ειδικά αφού µετά την κατασκευή
των µανδυών οι δοκοί δεν µπορούν πια να θεωρούνται, για τον υπολογισµό της
εκκεντρότητας, άκαµπτες σε σχέση µε τα υποστυλώµατα.
Και για τα τρία σενάρια ενίσχυσης µε µανδύες, οι εκκεντρότητες, υπολογισµένες
κατά τους εναλλακτικούς τρόπους της παρ. 4.3.2, προκύπτουν γενικώς σηµαντικά
µειωµένες, σε σχέση µε το αρχικό κτίριο. Παρουσιάζονται δε σχηµατικά στα σχήµατα 5.3
και 5.4 (καθώς και στον πίνακα 5.1 για το σενάριο C που εφαρµόσθηκε τελικώς ).
Πίνακας 5.1 Τριώροφο SPEAR: Αποστάσεις του κέντρου µάζας από το κέντρο στροφής (σε m) για το Σενάριο ενίσχυσης C
Κέντρο θεωρητικής
δυσκαµψίας
Κέντρο
δυσκαµψίας Κέντρο αντοχής Πόλος στροφής
∆ιεύθυνση Χ Ζ Χ Ζ Χ Ζ Χ Ζ
Ισόγειο 0.62 0.52 0.06 0.87 0.14 0.67 0.03 0.63
1ος όροφος 0.62 0.52 0.08 0.89 0.15 0.71 0.04 0.44
2ος όροφος 0.63 0.51 0.10 0.94 0.17 0.76 0.03 0.38
5.2.3 ∆υναµικά χαρακτηριστικά – Ιδιοπερίοδοι – Ιδιοµορφές
Οι κύριες ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές ταλάντωσης της 3-όροφης κατασκευής του SPEAR
για τα 3 σενάρια ενίσχυσης µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος συνοψίζονται στους
πίνακες 5.2-5.4 (η ενίσχυση µε FRPs δεν επηρεάζει τη δυσκαµψία της κατασκευής, και
συνεπώς ούτε και τα δυναµικά χαρακτηριστικά της). Οι πίνακες περιλαµβάνουν και
χαρακτηρισµό των ιδιοµορφών, όπως αυτός προκύπτει από το σχήµα τους, καθώς και το
ποσοστό της ταλαντούµενης ιδιοµορφικής µάζας ανά οριζόντια διεύθυνση που αναλογεί
σε κάθε ιδιοµορφή. Για τον υπολογισµό τους θεωρήθηκαν οι ενεργές δυσκαµψίες της εξ.
(3.5), ενώ τα κατακόρυφα στοιχεία θεωρούνται πακτωµένα στη στάθµη εδάφους (δάπεδο
ισογείου).
157
Κέντρο Μάζας
Κέντρο ∆υσκαµψίαςΚέντρο Θεωρ.∆υσκαµψίας
Κέντρο ΑντοχήςΠόλος Στροφής
Σενάριο Στάθµη οροφής ισογείουA -
Κέντρο Μάζας
Κέντρο ∆υσκαµψίας
Κέντρο Θεωρ.∆υσκαµψίας
Κέντρο Αντοχής
Πόλος Στροφής
Σενάριο Στάθµη οροφής ισογείουB -
Κέντρο Μάζας
Κέντρο ∆υσκαµψίαςΚέντρο Θεωρ.∆υσκαµψίας
Κέντρο ΑντοχήςΠόλος Στροφής
Σενάριο Στάθµη οροφής 1ου ορόφουA -
Κέντρο ΜάζαςΚέντρο ∆υσκαµψίας
Κέντρο Θεωρ.∆υσκαµψίας
Κέντρο Αντοχής
Πόλος Στροφής
Σενάριο Στάθµη οροφής 1ου ορόφουB -
Κέντρο ΜάζαςΚέντρο ∆υσκαµψίας
Κέντρο Θεωρ.∆υσκαµψίας
Κέντρο Αντοχής
Πόλος Στροφής
Σενάριο Στάθµη οροφής 2ου ορόφουA -
Κέντρο Μάζας Κέντρο ∆υσκαµψίαςΚέντρο Θεωρ.∆υσκαµψίας
Κέντρο Αντοχής
Πόλος Στροφής
Σενάριο Β Στάθµη οροφής 2ου ορόφου -
Σχήµα 5.3 Στατικές εκκεντρότητες Σεναρίων A και Β του τριώροφου του SPEAR
158
Κέντρο ΜάζαςΠόλος Στροφής
Κέντρο ∆υσκαµψίας Κέντρο Θεωρ.∆υσκαµψίας
Κέντρο ΑντοχήςΚέντρο ΜάζαςΠόλος Στροφής
Κέντρο ∆υσκαµψίας Κέντρο ΑντοχήςΚέντρο Θεωρ.
∆υσκαµψίας
Κέντρο ΜάζαςΠόλος Στροφής
Κέντρο ∆υσκαµψίας Κέντρο ΑντοχήςΚέντρο Θεωρ.
∆υσκαµψίας
Σχήµα 5.4 Στατικές εκκεντρότητες Σεναρίου C του τριώροφου κτιρίου του SPEAR
Για τον υπολογισµό των ιδιοµορφών και των ιδιοπεριόδων της κατασκευής
θεωρήθηκαν οι ενεργές δυσκαµψίες στη διαρροή κατά την εξ. (3.5). Οι ιδιοµορφές για το
σενάριο ενίσχυσης C µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος που εφαρµόστηκε στην πράξη
παρουσιάζονται και σχηµατικά στα σχήµατα 5.5α-5.5στ που ακολουθούν.
Όπως φαίνεται από τους πίνακες 5.2-5.4 και τα σχήµατα 5.5α-5.5στ, η αποσύζευξη
των ιδιοµορφών που έχει επιτευχθεί δεν είναι πλήρης, καθώς οι ιδιοµορφές δεν είναι
159
ξεκάθαρα µεταφορικές ή στροφικές, όπως θα συνέβαινε για την περίπτωση µιας
συµµετρική κατασκευής.
Πίνακας 5.2 Ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές του τριώροφου κτιρίου του SPEAR για το
σενάριο ενίσχυσης Α µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος
Περίοδος Χαρακτηρισµός ιδιοµορφής
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Χ
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Ζ
1η Ιδιοµορφή 0.88sec Μεταφορική Χ 81.3% 0.3%
2η Ιδιοµορφή 0.82sec Μεταφορική Ζ 1.0% 79.4%
3η Ιδιοµορφή 0.72sec Στροφική 3.5% 4.8%
4η Ιδιοµορφή 0.30sec Μεταφορική Χ 10.4% 0 %
5η Ιδιοµορφή 0.27sec Μεταφορική Ζ / Στροφική 0.2% 9.7%
6η Ιδιοµορφή 0.24sec Στροφική 0.3% 1.9%
Πίνακας 5.3 Ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές του τριώροφου κτιρίου του SPEAR για το σενάριο ενίσχυσης Β µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος
Περίοδος Χαρακτηρισµός ιδιοµορφής
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Χ
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Ζ
1η Ιδιοµορφή 0.98sec Μεταφορική Ζ 1.2% 77.4%
2η Ιδιοµορφή 0.94sec Στροφική / Μεταφορική Χ 11.5% 6.8%
3η Ιδιοµορφή 0.80sec Μεταφορική Χ 69.2% 0%
4η Ιδιοµορφή 0.33sec Μεταφορική Ζ / Στροφική 0.4% 8.3%
5η Ιδιοµορφή 0.31sec Στροφική 1.0% 3.4%
6η Ιδιοµορφή 0.24sec Μεταφορική Χ 11.7% 0%
Πίνακας 5.4 Ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές του τριώροφου κτιρίου του SPEAR για το
σενάριο ενίσχυσης C µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος
Περίοδος Χαρακτηρισµός ιδιοµορφής
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Χ
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Ζ
1η Ιδιοµορφή 1.17sec Μεταφορική Χ / Στροφική 59.9% 1.4%
2η Ιδιοµορφή 1.13sec Μεταφορική Ζ 2.9% 80.7%
3η Ιδιοµορφή 1.04sec Στροφική / Μεταφορική Χ 23.1% 1.6%
4η Ιδιοµορφή 0.40sec Μεταφορική Χ / Στροφική 7.6% 0%
5η Ιδιοµορφή 0.37sec Μεταφορική Ζ 0% 11.9%
6η Ιδιοµορφή 0.35sec Στροφική / Μεταφορική Χ 3.4% 0%
160
Σχήµα 5.5α Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες – 1η ιδιοµορφή
Σχήµα 5.5β Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες – 2η ιδιοµορφή
161
Σχήµα 5.5γ Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες – 3η ιδιοµορφή
Σχήµα 5.5δ Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες – 4η ιδιοµορφή
162
Σχήµα 5.5ε Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες – 5η ιδιοµορφή
Σχήµα 5.5στ Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες – 6η ιδιοµορφή
163
Υπάρχει όµως αισθητή βελτίωση σε σύγκριση µε το αρχικό κτίριο όσον αφορά στην
αποσύζευξη των ιδιοµορφών. Το γεγονός αυτό συνάδει µε το εύρηµα της παραγράφου
5.2.2 (µείωση της στατικής εκκεντρότητας) και οδηγεί στο συµπέρασµα πως η κατάλληλη
επιλογή των θέσεων των στοιχείων στα οποία θα κατασκευαστούν µανδύες οπλισµένου
σκυροδέµατος που οδηγεί σε µείωση της στατικής εκκεντρότητας επιδρά ευνοϊκά στην
µείωση της ανεπιθύµητης στρεπτικής απόκρισης της κατασκευής.
5.2.3 Μη-γραµµικές αναλύσεις χρονοϊστορίας
Έγιναν 11 δέσµες µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας της απόκρισης του
ενισχυµένου τριώροφου κτιρίου στα επτά ζεύγη επιταχυνσιογραφηµάτων της παρ. 4.2, που
δρουν ταυτόχρονα στις δύο οριζόντιες διευθύνσεις Χ και Ζ. Κάθε δέσµη αναλύσεων
περιλάµβανε µια σειρά 56 αναλύσεων, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 4.2. Οι δέσµες
µη-γραµµικών αναλύσεων είχαν ως εξής:
• Ενίσχυση µόνο µε FRPs, µε στάθµη σεισµικής δράσης 0.30g
• Ενίσχυση µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος, σενάριο A, µε στάθµη
σεισµικής δράσης 0.20g
• Ενίσχυση µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος, σενάριο Β, µε στάθµη
σεισµικής δράσης 0.20g
• Ενίσχυση µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος, σενάριο C, µε στάθµες
σεισµικής δράσης 0.15g, 0.20g, 0.25g και 0.30g
• Ενίσχυση µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος, σενάριο A, και περίσφιξη µε
φύλλα FRPs των άκρων όλων των υποστυλωµάτων στα οποία δεν
κατασκευάστηκε µανδύας, µε στάθµη σεισµικής δράσης 0.30g
• Ενίσχυση µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος, σενάριο Β, και περίσφιξη µε
φύλλα FRPs των άκρων όλων των υποστυλωµάτων στα οποία δεν
κατασκευάστηκε µανδύας, µε στάθµη σεισµικής δράσης 0.30g
• Ενίσχυση µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος, σενάριο C, και περίσφιξη µε
φύλλα FRPs των άκρων όλων των υποστυλωµάτων στα οποία δεν
κατασκευάστηκε µανδύας, µε στάθµες σεισµικής δράσης 0.20g και 0.30g
Όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 4, στην περίπτωση που οι αναλύσεις γίνονται µε
τουλάχιστον επτά επιταχυνσιογραφήµατα, οι κανονισµοί επιτρέπουν να χρησιµοποιηθεί ο
µέσος όρος των αποτελεσµάτων. Έτσι τα αποτελέσµατα των µη-γραµµικών αναλύσεων
164
χρονοϊστορίας είναι οι µέσοι όροι των µεγίστων των σύνθετων δεικτών βλάβης σε κάµψη
και διάτµηση κατά την εξ. (4.3), που παρουσιάζονται ενδεικτικά στα σχήµατα 5.6-5.10
στις επόµενες σελίδες και αναλυτικά στα παραρτήµατα E (όλες οι περιπτώσεις πλην του
σεναρίου ενίσχυσης µε µανδύες C) και F (σενάριο ενίσχυσης C µε µανδύες οπλισµένου
σκυροδέµατος). Από τα αποτελέσµατα προκύπτει πως η ενίσχυση µόνο µε µανδύες
οπλισµένου σκυροδέµατος δεν αυξάνει επαρκώς την παραµορφωσιακή «ικανότητα» της
κατασκευής και την αποφυγή της κατάρρευσης για τα ίδια επίπεδα σεισµού µε την αρχική
κατασκευή. Αυτό συµβαίνει λόγω του ότι τα υποστυλώµατα στα οποία δεν
κατασκευάζεται µανδύας, σε αντίθεση µε τα υποστυλώµατα στα οποία κατασκευάζονται
µανδύες, δεν είναι επαρκώς προστατευµένα, ιδιαίτερα στην πιο ευαίσθητη περιοχή της
βάσης τους (όπου υπάρχουν οι µατίσεις των διαµήκων οπλισµών) µε συνέπεια να
εµφανίζουν µεγάλες αναµενόµενες βλάβες. Η κατάσταση όµως βελτιώνεται σηµαντικά µε
την περίσφιξη µε FRPs των άκρων των υποστυλωµάτων στα οποία δεν κατασκευάζεται
µανδύας. Ιδιαίτερα αξιοσηµείωτη είναι η πολύ καλή συµπεριφορά έναντι κατάρρευσης της
κατασκευής ενισχυµένης µόνο µε περίσφιξη των άκρων όλων των υποστυλωµάτων µε
FRPs (χωρίς µανδύες), καθώς η περίσφιξη µε FRPs, παρόλο που δεν επιδρά στη
δυσκαµψία (και κατά συνέπεια στην µείωση της σεισµικής «ζήτησης», τοπικής ή
συνολικής, σε όρους παραµορφώσεων) και δεν αλλάζει το µηχανισµό αστοχίας
(µεταφέροντας, π.χ., τις πλαστικές αρθρώσεις από τα υποστυλώµατα στις δοκούς), αυξάνει
σηµαντικά την τοπική (και κατ’ επέκταση και τη γενική) παραµορφωσιακή «ικανότητα»
και µειώνει σηµαντικά τις αναµενόµενες καµπτικές βλάβες. Παρόλο που αυτός ο τύπος
ενίσχυσης δεν αλλάζει το µηχανισµό αστοχίας, δείχνει να οδηγεί σε καλύτερη
συµπεριφορά και «ικανότητα» παραµόρφωσης σε σχέση µε την επιλεκτική κατασκευή
µανδυών σε ορισµένα υποστυλώµατα και την περίσφιξη των άκρων των υπολοίπων µε
FRPs, γιατί η «ζήτηση» παραµόρφωσης παραµένει στα καλά περισφιγµένα
υποστυλώµατα, προστατεύοντας έτσι τις µη-ενισχυµένες δοκούς έναντι αστοχίας, η οποία
προβλέπεται να συµβεί στην περίπτωση που χρησιµοποιούνται για την ενίσχυση µανδύες
οπλισµένου σκυροδέµατος.
165
Σχήµα 5.6 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
166
Σχήµα 5.7 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο Α) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
167
Σχήµα 5.8 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο Α) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
168
Σχήµα 5.9 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο B) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
169
Σχήµα 5.10 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο B) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
170
Σχήµα 5.11 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
171
Σχήµα 5.12 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
172
Σχήµα 5.13 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
173
Σχήµα 5.14 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
174
Σχήµα 5.15 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
175
Σχήµα 5.16 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
176
Σχήµα 5.17 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
177
Σχήµα 5.18 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
178
Σχήµα 5.19 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο C) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
179
Σχήµα 5.20 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο C) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
180
5.2.4 Σύγκριση µε τα πειραµατικά αποτελέσµατα
Όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο 5.2.1, η ψευδο-δυναµική δοκιµή του
ενισχυµένου τριώροφου κτιρίου του SPEAR περιλάµβανε δύο κύκλους πειραµάτων.
Για τον πρώτο κύκλο η κατασκευή ενισχύθηκε µε περίσφιξη των άκρων όλων των
υποστυλωµάτων και των τριών ορόφων, (µετά από την κατάλληλη στρογγύλευση των
γωνιών τους) µε φύλλα πολυµερών ινοπλισµένων µε ίνες γυαλιού. Για τη σεισµική
διέγερση έγινε χρήση του ζεύγους επιταχυνσιογραφηµάτων Hercegnovi-D1 όπως και στην
περίπτωση της αρχικής κατασκευής. Πραγµατοποιήθηκαν δύο πειράµατα, ένα για επίπεδο
σεισµικής έντασης 0.20g και ένα για επίπεδο σεισµικής έντασης 0.30g.
Για τον δεύτερο κύκλο πειραµάτων έγινε καθαίρεση των FRPs του πρώτου κύκλου.
Εν συνεχεία η κατασκευή ενισχύθηκε µε την κατασκευή µανδυών οπλισµένου
σκυροδέµατος στα υποστυλώµατα C2 και C6 (Σενάριο ενίσχυσης C) µε διαστάσεις
40x40cm, διαµήκεις οπλισµούς 12Φ16, συνδετήρες Φ10/10 και διαµόρφωση διατοµής
αυτή που παρατέθηκε στο σχήµα 5.2. Για τη σεισµική διέγερση έγινε και πάλι χρήση του
ζεύγους επιταχυνσιογραφηµάτων Hercegnovi-D1. Πραγµατοποιήθηκαν επίσης δύο
πειράµατα, ένα για επίπεδο σεισµικής έντασης 0.20g και ένα για επίπεδο σεισµικής
έντασης 0.30g.
Η σύγκριση πειραµατικών και αναλυτικών αποτελεσµάτων παρουσιάζεται στα
σχήµατα 5.21-5.32 που ακολουθούν. Στα σχήµατα συγκρίνονται οι χρονικές ιστορίες
µετακινήσεων (στις δύο οριζόντιες διευθύνσεις) και στροφών του κέντρου µάζας όλων των
ορόφων. Με µπλε γραµµή σηµειώνονται οι πειραµατικές µετακινήσεις ενώ µε κόκκινη οι
µετακινήσεις από την ανάλυση.
Ένα εγγενές µειονέκτηµα της ανάλυσης, πέραν αυτών που αναφέρθηκαν στην
παράγραφο 4.3.5 (αδυναµία προσοµοίωσης του έντονα φθίνοντα κλάδου του νόµου ροπής-
γωνίας στροφής χορδής που δεν συµπεριλαµβάνεται στο διγραµµικό νόµο M-θ του
µοντέλου της ανάλυσης) είναι η αδυναµία θεώρησης της επιρροής στα δοµικά στοιχεία
των βλαβών που έχουν συµβεί σε προηγούµενους κύκλους πειραµάτων, καθώς κατά την
έναρξη της κάθε ανάλυσης η δυσκαµψία των δοµικών στοιχείων θεωρείται ότι είναι η
τέµνουσα δυσκαµψία στη διαρροή κατά την εξ. (3.5). Το γεγονός πάντως πως οι διατοµές
είναι ήδη ρηγµατωµένες από προηγούµενους κύκλους δοκιµών δρα θετικά όσον αφορά
στην αποφυγή της υπερεκτίµησης της ενεργού ιδιοπεριόδου κατά την έναρξη του
πειράµατος.
181
Γενικά µέχρι την εµφάνιση µεγάλων βλαβών (ένδειξη πως τα στοιχεία έχουν
εισέλθει στον έντονα φθίνοντα κλάδο του νόµου ροπής-γωνίας στροφής χορδής και κατά
συνέπεια αδυναµία της ανάλυσης να προβλέψει επακριβώς τη συµπεριφορά τους) υπάρχει
καλή συµφωνία µεταξύ πειραµατικών αποτελεσµάτων και αναλυτικών προβλέψεων, τόσο
όσον αφορά την εξέλιξη της κυµατοµορφής των µετακινήσεων και στροφών όσο και σε
ότι αφορά στην πρόβλεψη των µεγίστων τιµών τους. Ειδικά για τα πειράµατα που έγιναν
µε επίπεδο σεισµικής έντασης 0.20g (στα οποία δεν εµφανίστηκαν µεγάλες και
εκτεταµένες βλάβες) η συµφωνία πειραµατικών και αναλυτικών αποτελεσµάτων είναι
σηµαντικά καλύτερη. Κατά τα πειράµατα µε επίπεδο σεισµικής έντασης 0.30g οι µεγάλες
βλάβες που εµφανίστηκαν προκάλεσαν µεγαλύτερες τιµές µετακινήσεων από αυτές που
προέβλεψε η ανάλυση, και ταυτόχρονη αύξηση της ενεργού ιδιοπεριόδου, που µε τη σειρά
της προκαλεί, από το σηµείο εµφάνισης των βλαβών και µετά, ασυµφωνία και στην
εξέλιξη των κυµατοµορφών των µετακινήσεων και στροφών. Οι µεγάλες αυτές βλάβες
προκαλούν και παραµένουσες παραµορφώσεις, οι οποίες φαίνονται και στις
κυµατοµορφές των µετακινήσεων (ταλάντωση γύρω από µη-µηδενική τιµή). Μάλιστα,
στην περίπτωση του τελευταίου πειράµατος µε την κατασκευή ενισχυµένη µε µανδύες
οπλισµένου σκυροδέµατος κατά το Σενάριο ενίσχυσης C και επίπεδο σεισµικής έντασης
0.30g, οι πολύ σηµαντικές βλάβες και η διαφαινόµενη έναρξη κατάρρευσης, οδήγησαν σε
πρόωρη διακοπή του πειράµατος κοντά στα 13sec, αντί για την κανονική διάρκεια των
20sec.
182
Σχήµα 5.21 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε φύλλα FRP στα άκρα υποστυλωµάτων: σύγκριση πειράµατος και ανάλυσης, 1ος όροφος, σεισµική ένταση 0.20g
Σχήµα 5.22 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε φύλλα FRP στα άκρα υποστυλωµάτων: σύγκριση πειράµατος και ανάλυσης, 2ος όροφος, σεισµική ένταση 0.20g
183
Σχήµα 5.23 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε φύλλα FRP στα άκρα υποστυλωµάτων: σύγκριση πειράµατος και ανάλυσης, 3ος όροφος, σεισµική ένταση 0.20g
Σχήµα 5.24 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε φύλλα FRP στα άκρα υποστυλωµάτων: σύγκριση πειράµατος και ανάλυσης, 1ος όροφος, σεισµική ένταση 0.30g
184
Σχήµα 5.25 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε φύλλα FRP στα άκρα υποστυλωµάτων: σύγκριση πειράµατος και ανάλυσης, 2ος όροφος, σεισµική ένταση 0.30g
Σχήµα 5.26 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε φύλλα FRP στα άκρα υποστυλωµάτων: σύγκριση πειράµατος και ανάλυσης, 3ος όροφος, σεισµική ένταση 0.30g
185
Σχήµα 5.27 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο ενίσχυσης C) σύγκριση πειράµατος και ανάλυσης, 1ος όροφος, σεισµική ένταση 0.20g
Σχήµα 5.28 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο ενίσχυσης C) σύγκριση πειράµατος και ανάλυσης, 2ος όροφος, σεισµική ένταση 0.20g
186
Σχήµα 5.29 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο ενίσχυσης C) σύγκριση πειράµατος και ανάλυσης, 3ος όροφος, σεισµική ένταση 0.20g
Σχήµα 5.30 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο ενίσχυσης C) σύγκριση πειράµατος και ανάλυσης, 1ος όροφος, σεισµική ένταση 0.30g
187
Σχήµα 5.31 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο ενίσχυσης C) σύγκριση πειράµατος και ανάλυσης, 2ος όροφος, σεισµική ένταση 0.30g
Σχήµα 5.32 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο ενίσχυσης C) σύγκριση πειράµατος και ανάλυσης, 3ος όροφος, σεισµική ένταση 0.30g
188
5.3 ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ∆ΗΜΟΤΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙΟΥ «Ο ΚΕΦΑΛΟΣ»
5.3.1 Περιγραφή της ενίσχυσης
Η σεισµική ενίσχυση του κτιρίου στοχεύει στην πλήρωση των απαιτήσεων της
στάθµης επιτελεστικότητας “Σηµαντικές βλάβες” του Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3 και της
στάθµης επιτελεστικότητας “Προστασία ζωής και περιουσίας Ενοίκων” του ΚΑΝΕΠΕ, για
τη σεισµική δράση σχεδιασµού που ορίζει ο ΕΑΚ 2000 για το Αργοστόλι (θεωρούµενη ως
έχουσα πιθανότητα υπέρβασης 10% στα 50 χρόνια, ή µέση περίοδο επαναφοράς 475
χρόνια).
Από τεχνική άποψη η ενίσχυση ακολουθεί δύο άξονες:
1 Τη σύνδεση των δύο Tµηµάτων Ι και ΙΙ του κτιρίου σε ένα ενιαίο δοµικό σύστηµα,
ώστε να αποτραπεί η χωριστή στρεπτική ταλάντωση του καθενός από τα δύο
τµήµατα που προκαλείται από την ασυµµετρία τους σε κάτοψη κατά τη διεύθυνση Ζ
την παράλληλη στον αρµό και τη σηµαντική συγκέντρωση της δυσκαµψίας των δύο
τµηµάτων προς τις στενές εξωτερικές πλευρές του κτιρίου. Η στρεπτική συνιστώσα
της ταλάντωσης επιβαρύνει ιδιαίτερα τα στοιχεία και των δύο τµηµάτων που
βρίσκονται κοντά στον µεταξύ τους αρµό, προκαλώντας σ’ αυτά και τις πρώτες
υπερβάσεις οριακών καταστάσεων (αστοχίες) σ’ όλο το κτίριο.
2 Την αναβάθµιση της δυσκαµψίας και αντοχής των δοµικών στοιχείων της
περιµέτρου του κτιρίου, µε κατασκευή σ’ αυτά εξωτερικών µανδυών οπλισµένου
σκυροδέµατος από τη θεµελίωση έως το δώµα. Η επιλογή αυτή γίνεται:
• λόγω ευχέρειας κατασκευαστικής υλοποίησής της, χωρίς δοµικές ή οικοδοµικές
παρεµβάσεις στο εσωτερικό του κτιρίου.
• λόγω της αποτελεσµατικότητάς της, όσον αφορά την αύξηση της συνολικής
δυσκαµψίας και σεισµικής αντοχής του κτιρίου, ιδίως έναντι στρεπτικών
συνιστωσών της ταλάντωσής του.
• επειδή δίνει τη δυνατότητα επισκευής και αποκατάστασης των φθορών λόγω της
διάβρωσης των οπλισµών, οι οποίες συγκεντρώνονται αποκλειστικά σχεδόν στην
εξωτερική επιφάνεια των περιµετρικών δοµικών στοιχείων του κτιρίου, και
προστασίας των στοιχείων αυτών από περαιτέρω διάβρωση.
Πέραν των επεµβάσεων κατά τους ανωτέρω δύο άξονες, γίνονται και τοπικές
ενισχυτικές παρεµβάσεις σε συγκεκριµένα δοµικά στοιχεία στο εσωτερικό της κάτοψης,
189
δηλαδή στα δύο ζεύγη των εσωτερικών τοιχωµάτων εκατέρωθεν του αρµού δεξιά και
αριστερά της σκηνής. Οι παρεµβάσεις αυτές είναι απαραίτητες, καθότι οι επεµβάσεις κατά
τους ανωτέρω άξονες 1 και 2 δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των απαιτήσεων
επιτελεστικότητας στα δύο αυτά ζεύγη τοιχωµάτων υπό το σεισµό σχεδιασµού του ΕΑΚ
2000.
Η επέµβαση κατά τον ανωτέρω άξονα 1 επιτυγχάνεται µέσω των εξής:
i. Μέσω της ολοκλήρωσης των εκατέρωθεν του αρµού περιµετρικών τοιχωµάτων Τ3
και Τ4 αφενός και Τ42 και Τ43 αφετέρου σε ένα τοίχωµα για κάθε ζεύγος, Τ3-4 και
Τ42-3 αντίστοιχα, µε διάσταση 2.8m. Τα τοιχώµατα Τ3-4 και Τ42-3 γεφυρώνουν
τον αρµό στις δύο µεγάλες πλευρές του κτιρίου.
ii. Μέσω της σύνδεσης των εκατέρωθεν του αρµού εσωτερικών τοιχωµάτων Τ12 και
Τ16 αφενός, και Τ33 και Τ37 αφετέρου, µε ντίζες κατά την έννοια της µικρής
διάστασης (πάχους) των τοιχωµάτων αυτών και κάθετα στον αρµό. Οι ντίζες αυτές
δρούν ως ελκυστήρες αφενός, έναντι σχετικής αποµάκρυνσης των δύο Τµηµάτων Ι
και ΙΙ του κτιρίου, και ως βλήτρα αφετέρου, έναντι σχετικής µετακίνησής τους
παράλληλα προς τον αρµό.
iii. Μέσω της σύνδεσης των δύο Τµηµάτων Ι και ΙΙ στη στάθµη του δώµατος, µε ντίζες
όπως στο ανωτέρω (ii). Οι ντίζες αυτές διαπερνούν τα εκατέρωθεν του αρµού
στηθαία σκυροδέµατος που εγκιβωτίζουν τη µόνωση δώµατος των δύο Τµηµάτων Ι
και ΙΙ.
Η ενισχυτική επέµβαση στην περίµετρο κατά των ανωτέρω άξονα 2 περιλαµβάνει:
i. Κατασκευή εξωτερικού µονόπλευρου µανδύα οπλισµένου σκυροδέµατος πάχους
0.15m σ’ όλα τα τοιχώµατα των δύο µεγάλων εξωτερικών πλευρών της κάτοψης Τ1
έως Τ10 και Τ40 έως Τ49. Η εξωτερική πλευρά του µανδύα αυτού έρχεται στην ίδια
ευθεία (“πρόσωπο”) µε την εξωτερική πλευρά των υποστυλωµάτων Κ1 έως Κ10 και
Κ40 έως Κ49 διαστάσεων 0.4x0.4m, τα οποία προεξέχουν από τα εξωτερικά
τοιχώµατα της περιµέτρου. Έτσι τα περιµετρικά κατακόρυφα στοιχεία διατοµής Τ ή
Γ µετατρέπονται σε ορθογωνικά τοιχώµατα ενιαίου πάχους 0.4m. Ο µονόπλευρος
µανδύας έχει κατακόρυφο οπλισµό Φ16/150mm και οριζόντιο Φ14/150mm, σε µία
στρώση ο καθένας. Ο οριζόντιος οπλισµός διαπερνά το κατακόρυφο υποστύλωµα
διατοµής 0.4x0.4m, ή αγκυρώνεται/πακτώνεται σ’ αυτό αν το υποστύλωµα είναι στο
άκρο του τοιχώµατος. Ειδικά στα ζεύγη τοιχωµάτων Τ3 και Τ4 αφενός, και Τ42,
Τ43 αφετέρου εκατέρωθεν του αρµού (τα οποία ενοποιούνται στα νέα τοιχώµατα Τ3-
190
4 και Τ42-3), ο οριζόντιος οπλισµός είναι Φ18/100mm (σε µία στρώση), αφενός µεν
γιατί ο οπλισµός αυτός λειτουργεί ως οπλισµός συρραφής των δύο κατακορύφων
χειλέων του αρµού, αφετέρου δε διότι προκύπτει από τις αναλύσεις της σεισµικής
απόκρισης του κτιρίου ως έχει, αλλά και του ενισχυµένου, ότι τα τοιχώµατα αυτά
είναι κρίσιµα σε διάτµηση και ο οριζόντιος οπλισµός τους πρέπει να είναι
ενισχυµένος.
ii. Κατασκευή δύο µεγάλων τοιχωµάτων, οριζόντιας διάστασης 4.75m το καθένα, στα
φατνώµατα µεταξύ των υποστυλωµάτων Κ11 και Κ19 αφενός και Κ25 και Κ32
αφετέρου, µε κατακόρυφο οπλισµό Φ16/150mm και οριζόντιο Φ14/200mm, σε δύο
στρώσεις ο καθένας. Οι δύο εσχάρες των οπλισµών αυτών συνδέονται µε εγκάρσιους
στο επίπεδο του τοιχώµατος σιγµοειδείς οπλισµούς, Φ8/500mm, οι οποίοι
συµπληρώνουν και τους οπλισµούς διάτµησης στην ασθενή διεύθυνση του
τοιχώµατος. Τα τοιχώµατα αυτά (που ονοµάζονται Τ11-19 και Τ25-32) φθάνουν από
τη θεµελίωση έως την κορυφή του δώµατος επικάλυψης της σκηνής στο Τµήµα Ι,
και εγκιβωτίζουν τα υποστυλώµατα Κ11 και Κ19 αφενός, και Κ25 και Κ32
αφετέρου, καθώς και τις δοκούς µεταξύ των υποστυλωµάτων αυτών. Στο
ενοποιηµένο κτίριο τα δύο αυτά τοιχώµατα εξισορροπούν τα δύο µεγάλα τοιχώµατα
της πρόσοψης του κτιρίου. Επιπλέον προσδίδουν στο Τµήµα Ι τη σεισµική αντοχή
και δυσκαµψία που του λείπει στη στενή διεύθυνση Ζ (την παράλληλη στον αρµό).
Τέλος, αποτελούν και τη µόνη δυνατή ενίσχυση το ορόφου επικάλυψης της σκηνής.
iii. Ενίσχυση σε διάτµηση των τοιχωµάτων Τ18 και Τ39 της πρόσοψης στον ισόγειο
όροφο µόνο. Η ενίσχυση αυτή γίνεται µόνο µε οριζόντιες λωρίδες πολυµερών
ενισχυµένων µε ανθρακονήµατα (CFRP), που επικολλώνται σε 3 στρώσεις στην
εξωτερική πλευρά του κάθε τοιχώµατος στο τµήµα του µεταξύ των υποστυλωµάτων
Κ10 και Κ18 αφενός, και Κ39 και Κ49 αφετέρου, έχει δε στόχο την πλήρωση του
ελλείµµατος διατµητικής αντοχής που εντοπίζεται στον ισόγειο όροφο των
τοιχωµάτων αυτών. Προτιµάται η τοπική ενίσχυση µε ινοοπλισµένα πολυµερή,
έναντι της κατασκευής µανδύα οπλισµένου σκυροδέµατος, για να αποφευχθεί η
αλλοίωση της όψης του κτιρίου και η καταστροφή του υπερυψωµένου εξωτερικού
δαπέδου της κύριας όψης για τη σύνδεση του τυχόν µανδύα µε τη θεµελίωση.
Επιπλέον, στις θέσεις αυτές τα στοιχεία της εξωτερικής πλευράς του κτιρίου
διαθέτουν επαρκή δυσκαµψία και καµπτική αντοχή, ώστε να µην χρειάζεται η
περαιτέρω ενίσχυσή τους µε µανδύα. Τέλος, τα τοιχώµατα της πρόσοψης δεν
191
εµφανίζουν σηµάδια διάβρωσης οπλισµών, ώστε να χρειάζεται καθολική επέµβαση
σ’ όλο το ύψος τους για την αποκατάσταση των φθορών και την αποτροπή
επιδείνωσής τους.
Με παρόµοιο τρόπο, δηλαδή µε µονόπλευρα επικολληµένες οριζόντιες λωρίδες
ανθρακονηµάτων, υλοποιείται και η τοπική διατµητική ενίσχυση των τοιχωµάτων Τ16 και
Τ37 στο ισόγειο του Τµήµατος ΙΙ (λωρίδες των 0.6m σε 2 στρώσεις, καθαρές αποστάσεις
των λωρίδων 400mm, στο εσωτερικό ενός γραφείου για το τοίχωµα Τ37 και στο
λεβητοστάσιο για το Τ16), καθώς και των τοιχωµάτων Τ12 και Τ33 στο ισόγειο του
Τµήµατος Ι (λωρίδες των 0.6m σε 3 στρώσεις, µε καθαρή απόσταση µεταξύ λωρίδων
100mm, στο εσωτερικό χώρων WC). Η επέµβαση αυτή πληροί το έλλειµα διατµητικής
αντοχής στις θέσεις αυτές των εν λόγω τοιχωµάτων στην ισχυρή τους διεύθυνση, χωρίς να
δηµιουργεί ανάγκη επέµβασης στη θεµελίωσή τους, που είναι πρακτικώς ανέφικτη στις
συγκεκριµένες θέσεις.
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, τα τοιχώµατα Τ12 και Τ16 αφενός, και Τ33 και Τ37
αφετέρου, συνδέονται κατά την ασθενή διεύθυνση των τοιχωµάτων (µικρή διάσταση της
διατοµής τους) µε ντίζες M24 που διαπερνούν τον αρµό. Οι ντίζες M24 αποτελούνται από
χάλυβα 8.8, καθαρής διαµέτρου 21mm, και τοποθετούνται σε ζεύγη ανά κατακόρυφες
αποστάσεις 0.30m (πλην του ισογείου όπου τοποθετούνται ανά 0.7m, για λόγους
προσαρµογής µε το ύψος των 0.6m των λωρίδων ανθρακονηµάτων). Πέραν της σύνδεσης
των Τµηµάτων Ι και ΙΙ στον αρµό, οι ντίζες αυτές έχουν στόχο τη µεταφορά τέµνουσας
δύναµης από τα τοιχώµατα Τ12 και Τ33 στα Τ16 και Τ37 αντίστοιχα, καθότι τα πρώτα
παρουσιάζουν έλλειµµα διατµητικής αντοχής κατά την ασθενή τους διεύθυνση, που
µπορεί να καλυφθεί από περίσσευµα αντοχής των Τ16 και Τ37 (τα τοιχώµατα Τ12 και Τ13
αναπτύσσουν πολύ υψηλότερη διατµητική ένταση κατά την ασθενή τους διεύθυνση σε
σύγκριση µε τα Τ16 και Τ37, καθότι συνδέονται ανά αποστάσεις µε τις οριζόντιες δοκούς
και τα πλατύσκαλα των κλιµακοστασίων του Τµήµατος Ι, ενώ τα τοιχώµατα Τ16 και Τ37
είναι ελεύθερα από τη βάση έως την κορυφή τους). Σηµειώνεται ότι δεν είναι εφικτή η
διατµητική ενίσχυση των τοιχωµάτων Τ12 και Τ33 µε οριζόντιες λωρίδες
ανθρακονηµάτων στην ασθενή τους διεύθυνση, τόσο για λόγους κατασκευαστικούς
(αδυναµία πρόσβασης στη µία στενή τους πλευρά), όσο και επειδή το στενό τους πλάτος
(0.3m) δεν διευκολύνει την αποτελεσµατική αγκύρωση των λωρίδων ανθρακονηµάτων
στα άκρα της στενής πλευράς. Σχηµατικά η ενισχυµένη κατασκευή φαίνεται στα σχήµατα
5.33 (φυσικό µοντέλο προσοµοιώµατος) και 5.34α-5.34δ (κατόψεις) που ακολουθούν.
192
Σχήµα 5.33 Φυσικό µοντέλο του προσοµοιώµατος του ενισχυµένου Θεάτρου
Σχήµα 5.34α Κατόψεις τµήµατος Ι-Σκηνής του ενισχυµένου Θεάτρου
193
Σχήµα 5.34β Κατόψεις τµήµατος Ι-Σκηνής του ενισχυµένου Θεάτρου
Σχήµα 5.34γ Κατόψεις τµήµατος ΙΙ-Θέατρο του ενισχυµένου Θεάτρου
194
Σχήµα 5.34δ Κατόψεις τµήµατος ΙΙ-Θέατρο του ενισχυµένου Θεάτρου
5.3.2 Προσοµοίωση του κτιρίου µε ενίσχυση
Για την ανάλυση της απόκρισης του ενισχυµένου κτιρίου και την αποτίµησή του, τα
Τµήµατα Ι και ΙΙ του κτιρίου που προσοµοιώνονταν χωριστά, περιλαµβάνονται πλέον σε
ένα κοινό προσοµοίωµα, του συνολικού κτιρίου. Η σύνδεση των δύο Τµηµάτων γίνεται:
• µέσω των στοιχείων που προσοµοιώνουν τα ενιαία τοιχώµατα Τ3-4 και Τ42-3 τα
οποία είναι κοινά και στα δύο Τµήµατα Ι και ΙΙ, και
• µέσω της προσοµοίωσης των ντιζών που συνδέουν τα τοιχώµατα Τ12 µε Τ16 και
Τ33 µε Τ37.
Οι ντίζες σύνδεσης των τοιχωµάτων Τ12 µε Τ16 αφενός και Τ33 µε Τ37 αφετέρου,
περιλαµβάνονται στο προσοµοίωµα ως στοιχεία σύνδεσης αντίστοιχων κόµβων των
τοιχωµάτων Τ12 και Τ16 αφενός, και Τ33 και Τ37 αφετέρου, σε 4 στάθµες όπου υπάρχουν
χωριστοί κόµβοι στα τοιχώµατα αυτά. Οι ντίζες συγκεντρώνονται στον πλησιέστερο προς
αυτές κόµβο του προσοµοιώµατος. Τα στοιχεία που προσοµοιώνουν τις (συγκεντρωµένες
σε 4 στάθµες ανά τοίχωµα) ντίζες έχουν αξονική δυσκαµψία, ΕΑ/L στην κάθετη στη
µεγάλη πλευρά του τοιχώµατος διεύθυνση, ίση µε τη συνολική πραγµατική δυσκαµψία
των αντίστοιχων ντιζών (θεωρούµενων ότι αγκυρώνονται µε πλάκες αγκύρωσης στις
απέναντι παρειές των µεγάλων πλευρών των τοιχωµάτων που συνδέουν). Επίσης έχουν
195
διατµητική δυσκαµψία στη διεύθυνση την παράλληλη στη µεγάλη πλευρά του τοιχώµατος
ίση µε το πηλίκο της συνολικής αντοχής της δράσης τους ως βλήτρα, δια της µετακίνησης
στην οποία αυτή αναπτύσσεται. Η αντοχή βλήτρου κάθε ντίζας δίνεται από τον τύπο:
F = 1.3d2 ⎥⎦⎤
⎢⎣⎡ −+ εε 3.13.11 2
ycff (5.5)
όπου d η διάµετρος της ντίζας, fy η αντοχή της, fc η αντοχή σκυροδέµατος και η
παράµετρος ε δίνεται ως:
ε = 3y
cff
de (5.6)
όπου e το µισό του πάχους του αρµού µεταξύ των τοιχωµάτων (e=25mm). Η σχετική
µετακίνηση στην οποία αναπτύσσεται η δύναµη F ισούται, κατά το Model Code 90 των
CEB/FIP, µε 0.1d.
5.3.3 ∆υναµικά χαρακτηριστικά – Ιδιοπερίοδοι – Ιδιοµορφές
Οι κύριες ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές ταλάντωσης του ενισχυµένου Θεάτρου
συνοψίζονται στον πίνακα 5.5. Ο πίνακας περιλαµβάνει και χαρακτηρισµό των
ιδιοµορφών, όπως αυτός προκύπτει από το σχήµα τους, καθώς και το ποσοστό της
ταλαντούµενης ιδιοµορφικής µάζας ανά οριζόντια διεύθυνση που αναλογεί σε κάθε
ιδιοµορφή. Για τον υπολογισµό τους θεωρήθηκαν οι ενεργές δυσκαµψίες της εξ. (3.5), ενώ
τα κατακόρυφα στοιχεία θεωρούνται πακτωµένα στη στάθµη εδάφους (δάπεδο ισογείου
για τα δύο τµήµατα).
Σχηµατικά οι κυριότερες ιδιοµορφές παρουσιάζονται και στα σχήµατα 5.35α-5.35µ
που ακολουθούν. Από την µελέτη των ιδιοµορφών, παρατηρείται αποσύζευξη των
ιδιοµορφών και µείωση της επίδρασης των κλιµακοστασίων που εκδηλωνόταν σαν
στρεπτική συµπεριφορά κατά την θεώρηση των δύο τµηµάτων του Θεάτρου ως
ανεξάρτητων. Επίσης, λόγω του τύπου της ενίσχυσης (µανδύες οπλισµένου
σκυροδέµατος) παρατηρείται αύξηση της δυσκαµψίας του κτιρίου και µείωση της
ιδιοπεριόδου, γεγονός που µειώνει µεν τις µετακινήσεις και στροφές που αναµένεται να
έχει το κτίριο κατά το σεισµό. Βεβαίως η µειωµένη τιµή της ιδιοπεριόδου οδηγεί πιο κοντά
196
στο πλατό του φάσµατος σχεδιασµού, σε µεγαλύτερη δηλαδή τιµή αναµενόµενων
φασµατικών επιταχύνσεων και δυνάµεων. Είναι ενδιαφέρον ότι οι ιδιοπερίοδοι έχουν
µειωθεί κατά 30% περίπου, σε σύγκριση µε αυτές των επιµέρους τµηµάτων πριν την
ενίσχυση. Η κατασκευή των δύο νέων τοιχωµάτων στην πίσω πλευρά του κτιρίου,
µετακίνησε το κέντρο δυσκαµψίας προς τα πίσω (Σκηνή), γεγονός που αντικατοπτρίζεται
στις ιδιοµορφές κατά Ζ, που περιλαµβάνουν και κάποια στροφική συνιστώσα. Είναι
επίσης αξιοσηµείωτη η χωριστή ταλάντωση του δώµατος στη διεύθυνση Χ στις
ιδιοµορφές 4 και 7, που έχουν ιδιοπεριόδους στο οριζόντιο τµήµα του φάσµατος
επιταχύνσεων (και εποµένως αναπτύσσουν σηµαντικές δυνάµεις κατά την απόκριση του
κτιρίου).
Πίνακας 5.5 Ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές του ενισχυµένου-ενιαίου Θεάτρου
Περίοδος Χαρακτηρισµός ιδιοµορφής
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Χ
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Ζ
1η Ιδιοµορφή 0.76 sec 1η–Ζ+στροφή 2% 63.3%
2η Ιδιοµορφή 0.74 sec 1η–Χ 55.5% 2.1%
3η Ιδιοµορφή 0.51 sec στροφική - 2.8%
4η Ιδιοµορφή 0.49 sec 2η–X (δώµα) 6.5% -
7η Ιδιοµορφή 0.38 sec 3η–X (δώµα) 2.4% -
12η Ιδιοµορφή 0.24 sec 2η–Ζ+στροφή - 8.4%
21η Ιδιοµορφή 0.18sec Τοπική πίσω + παρειές 2.4% -
22η Ιδιοµορφή 0.18 sec Τοπική πίσω + παρειές 3.7% -
27η Ιδιοµορφή 0.16 sec 4η–X 9.5% -
28η Ιδιοµορφή 0.16 sec 3η–Ζ+στροφή 0.1% 2.5%
30η Ιδιοµορφή 0.15 sec Στροφική (δώµα) - 6.4%
33η Ιδιοµορφή 0.14 sec 4η–Ζ+στροφή - 2%
47η Ιδιοµορφή 0.09 sec 5η–X 4.2% -
Σύνολο µάζας 86.3% 87.5%
197
Σχήµα 5.35α Ενισχυµένο Θέατρο – 1η ιδιοµορφή
Σχήµα 5.35β Ενισχυµένο Θέατρο – 2η ιδιοµορφή
198
Σχήµα 5.35γ Ενισχυµένο Θέατρο – 3η ιδιοµορφή
Σχήµα 5.35δ Ενισχυµένο Θέατρο – 4η ιδιοµορφή
199
Σχήµα 5.35ε Ενισχυµένο Θέατρο – 7η ιδιοµορφή
Σχήµα 5.35στ Ενισχυµένο Θέατρο – 12η ιδιοµορφή
200
Σχήµα 5.35ζ Ενισχυµένο Θέατρο – 21η ιδιοµορφή
Σχήµα 5.35η Ενισχυµένο Θέατρο – 22η ιδιοµορφή
201
Σχήµα 5.35θ Ενισχυµένο Θέατρο – 27η ιδιοµορφή
Σχήµα 5.35ι Ενισχυµένο Θέατρο – 28η ιδιοµορφή
202
Σχήµα 5.35κ Ενισχυµένο Θέατρο – 30η ιδιοµορφή
Σχήµα 5.35λ Ενισχυµένο Θέατρο – 33η ιδιοµορφή
203
Σχήµα 5.35µ Ενισχυµένο Θέατρο – 47η ιδιοµορφή
5.3.4 Ανελαστική στατική ανάλυση και αποτελέσµατα
Η ανελαστική στατική ανάλυση έγινε χωριστά στις δύο κύριες οριζόντιες
διευθύνσεις του ενισχυµένου-ενιαίου κτιρίου, Χ και Ζ. Σε αυτήν ασκούνται στατικά
οριζόντια φορτία, αντιπροσωπευτικά των αδρανειακών δυνάµεων του σεισµού, και
αυξάνονται µονοτονικά. Εφαρµόσθηκαν τρεις διαφορετικές καθ’ ύψος κατανοµές των
οριζοντίων φορτίων. Σ’ όλες τα οριζόντια φορτία ασκούνται στους επιµέρους κόµβους του
προσοµοιώµατος και είναι ανάλογα της αντίστοιχης επικόµβιας µάζας. Αυτό που
µεταβάλλεται είναι ο συντελεστής αναλογίας, ο οποίος στοχεύει να προσοµοιώσει την
καθ’ ύψος κατανοµή των οριζοντίων µετακινήσεων του σεισµού. Οι τρεις διαφορετικές
καθ’ ύψος κατανοµές των οριζοντίων µετακινήσεων που εφαρµόσθηκαν είναι:
• «Ανεστραµµένη τριγωνική» κατανοµή (όπως η κατανοµή που ορίζει για την
ισοδύναµη στατική ανάλυση η Εξ.(3.15) του ΕΑΚ 2000, χωρίς τη συγκεντρωµένη
δύναµη στην κορυφή).
• «1η ιδιοµορφική» κατανοµή, που ακολουθεί το σχήµα της ιδιοµορφής µε τη
µεγαλύτερη ιδιοµορφική µάζα στην υπόψη οριζόντια διεύθυνση.
204
• «Οµοιόµορφη» κατανοµή σε όλους τους κόµβους (που δίνει οριζόντια φορτία
ανάλογα µε τη µάζα κάθε κόµβου).
Τα οριζόντια φορτία εφαρµόζονται σε δύο αντίθετες φορές (θετική και αρνητική).
Τα κατακόρυφα φορτία που περιλαµβάνονται στο σεισµικό συνδυασµό δράσεων
περιλαµβάνονται και στο προσοµοίωµα και συνδυάζονται µε τα οριζόντια φορτία.
Τα βασικά αποτελέσµατα της ανελαστικής στατικής ανάλυσης παρουσιάζονται στα
σχήµατα 5.36-5.39 που ακολουθούν, σε µορφή διαγραµµάτων Τέµνουσας βάσης –
Οριζόντιας µετακίνησης επιλεγµένων κόµβων της κορυφής του κτιρίου. Παρουσιάζονται
στο ίδιο διάγραµµα τα αποτελέσµατα για σεισµική δράση σε µία οριζόντια διεύθυνση (Χ ή
Ζ), αλλά σε δύο αντίθετες φορές (θετική ή αρνητική). Στη διεύθυνση Ζ, (παράλληλη στο
επίπεδο του αρµού) στην οποία στο ενιαίο κτίριο εµφανίζει σηµαντική ασυµµετρία σε
κάτοψη, οι κόµβοι κορυφής όπου παρουσιάζεται η οριζόντια µετακίνηση είναι δύο
απέναντι γωνιακοί, έτσι ώστε από τη διαφορά των µετακινήσεων µεταξύ των πλευρών που
είναι παράλληλες στην υπόψη οριζόντια διεύθυνση του σεισµού να προκύπτει εποπτικά
εάν η απόκριση έχει στρεπτική συνιστώσα και πόσο σηµαντική είναι αυτή. Στην
διεύθυνση Χ, στην οποία το κτίριο δεν εµφανίζει σηµαντική ασυµµετρία σε κάτοψη, οι
κόµβοι όπου παρουσιάζεται η οριζόντια µετακίνηση, είναι είτε στο δώµα, είτε στην πλάκα
επικάλυψης θεάτρου, έτσι ώστε να προκύπτει εποπτικά η διαφορά µετακινήσεων στις δύο
αυτές στάθµες. Οι κόµβοι ελέγχου από τις µετακινήσεις των οποίων προκύπτουν τα
διαγράµµατα τέµνουσας βάσης-οριζόντιας µετακίνησης φαίνονται µε µαύρο κύκλο στο
σχήµα 5.52.
∆εδοµένου ότι τα αποτελέσµατα για τις τρεις διαφορετικές καθ’ ύψος κατανοµές των
οριζοντίων φορτίων που εφαρµόστηκαν δεν διαφοροποιούνται σηµαντικά, παρουσιάζονται
εδώ µόνον τα αποτελέσµατα για την κατανοµή 1 (την «ανεστραµµένη τριγωνική»).
Σε κάθε διάγραµµα Τέµνουσας βάσης – Οριζόντιας µετακίνησης κόµβου κορυφής
σηµειώνονται και τα σηµεία που αντιστοιχούν στην πρώτη υπέρβαση κάποιας «στάθµης
επιτελεστικότητας» σ’ ένα τουλάχιστον «κύριο» δοµικό στοιχείο του υπόψη Τµήµατος του
κτιρίου. ∆ίνονται αποτελέσµατα χωριστά για αποτίµηση κατά τον ΚΑΝΕΠΕ και χωριστά
για αποτίµηση κατά Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3. Χρησιµοποιείται ο εξής συµβολισµός:
• Πράσινος κύκλος: Υπέρβαση στάθµης επιτελεστικότητας «Σχεδόν πλήρης
λειτουργικότητα κατά το σεισµό» κατά ΚΑΝΕΠΕ, ή «Περιορισµός βλαβών» κατά
Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, σε κάµψη (πλάστιµος τρόπος αστοχίας) σε κάποιο άκρο
στοιχείου.
205
• Κίτρινος κύκλος: Υπέρβαση στάθµης επιτελεστικότητας «Προστασία ζωής και
περιουσίας ενοίκων» κατά ΚΑΝΕΠΕ, ή «Σηµαντικές βλάβες» κατά Ευρωκώδικα 8
– Μέρος 3, σε κάµψη (πλάστιµος τρόπος αστοχίας) σε κάποιο άκρο στοιχείου.
• Κόκκινος κύκλος: Υπέρβαση στάθµης επιτελεστικότητας «Οιονεί Κατάρρευση»
κατά ΚΑΝΕΠΕ ή Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3, σε κάµψη (πλάστιµος τρόπος
αστοχίας) σε κάποιο άκρο στοιχείου.
• Κόκκινο Τετράγωνο: Υπέρβαση στάθµης επιτελεστικότητας «Οιονεί Κατάρρευση»
κατά ΚΑΝΕΠΕ ή Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3 σε διάτµηση (ψαθυρός τρόπος
αστοχίας) σε κάποιο στοιχείο.
Σε κάθε σηµείο στο διάγραµµα όπου σηµειώνεται η υπέρβαση κάποιας «στάθµης
επιτελεστικότητας», δίνεται και η µέγιστη επιτάχυνση εδάφους που προκαλεί αυτή την
υπέρβαση «στάθµης επιτελεστικότητας», θεωρώντας ότι η σεισµική δράση ακολουθεί το
φάσµα του ΕΑΚ 2000 γιά κατηγορία εδάφους Β.
Στα σηµεία στο διάγραµµα όπου σηµειώνεται υπέρβαση κάποιας «στάθµης
επιτελεστικότητας» και η µέγιστη επιτάχυνση εδάφους, σηµειώνεται και ο χαρακτηρισµός
του στοιχείου ως κατακόρυφο µε C ή ως οριζόντιο µε B.
Ξεχωριστά στα σχήµατα 5.40-5.51 δίνεται η εικόνα της υπέρβασης σταθµών
επιτελεστικότητας στο σύνολο του κτιρίου σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους (PGA) 0.36g.
Παρουσιάζονται πρώτα τα αποτελέσµατα της αποτίµησης του ενισχυµένου κτιρίου κατά
Ευρωκώδικα 8– Μέρος 3, κατόπιν αυτά κατά ΚΑΝΕΠΕ και τέλος αποτελέσµατα χωρίς
συντελεστές ασφαλείας στις αντοχές ή ικανότητες παραµόρφωσης των στοιχείων.
Τα αποτελέσµατα επιτρέπουν τις εξής παρατηρήσεις:
1 Οι διατµητικές αστοχίες υποστυλωµάτων του δώµατος στην αποτίµηση κατά ΕC8
δεν πρέπει να θεωρούνται ως ανησυχητικές, αφενός µεν διότι δεν εµφανίζονται στην
αποτίµηση κατά ΚΑΝΕΠΕ (που χρησιµοποιεί µικρότερους συντελεστές ασφαλείας
σε διάτµηση), αφετέρου δε διότι σηµαντικό πρόσθετο στοιχείο αντοχής του δώµατος
είναι οι τοιχοπληρώσεις των φατνωµάτων, οι οποίες δεν έχουν περιληφθεί στο
προσοµοίωµα.
2 Οι διατµητικές αστοχίες που εµφανίζονται κατά την αποτίµηση κατά EC8 στα δύο
κεντρικά τοιχώµατα Τ-Κ24 και Τ-Κ31 της πρόσοψης στην ασθενή τους διεύθυνση
στον τελευταίο όροφο, στα γωνιακά τοιχώµατα της πρόσοψης Τ18 και Τ39 στην
ισχυρή διεύθυνση στο ισόγειο και στον όροφο, καθώς και στην ασθενή διεύθυνση
του τοιχώµατος Τ-Κ9 δίπλα στο κλιµακοστάσιο (στον όροφο) και τέλος στα
206
ενοποιηµένα τοιχώµατα Τ3-4, Τ42-3 στην ισχυρή διεύθυνση, δεν αποτελούν στοιχείο
ανησυχίας, καθότι οι υπερβάσεις αντοχής είναι µικρές (ως εκ τούτου οι περισσότερες
δεν παρατηρούνται στην αποτίµηση κατά ΚΑΝΕΠΕ που χρησιµοποιεί µικρότερους
συντελεστές ασφαλείας). Ειδικότερα για τα γωνιακά τοιχώµατα Τ18, Τ39 στην
ισχυρή τους διεύθυνση, δεν έχει ληφθεί υπόψη η συµβολή των οπλισµών της πλάκας
στην διατµητική τους αντοχή, η οποία εκτιµάται ως σηµαντική, καθότι, λόγω της
µεγάλης οριζόντιας διάστασης των γωνιακών τοιχωµάτων, ρωγµές κατά 45ο τέµνουν
τουλάχιστον µία πλάκα ορόφου. Τέλος, οι διατµητικές αστοχίες των τοιχωµάτων Τ-
Κ9, Τ3-4, Τ42-3 µπορεί να οφείλονται σε πλασµατικές επιρροές των
κλιµακοστασίων και πλατυσκάλων που συνδέονται µε τα εν λόγω τοιχώµατα και
έχουν περιληφθεί στο προσοµοίωµα.
3 Οι υπερβάσεις της οριακής κατάστασης µη-κατάρρευσης σε αρκετές δοκούς της
πρόσοψης, τόσον κατά EC8 όσο και κατά ΚΑΝΕΠΕ, δεν αποτελούν λόγο ανησυχίας,
επειδή οι υπερβάσεις αυτές είναι οριακές. Ως εκ τούτου δεν εµφανίζονται στην
αποτίµηση του θεάτρου χωρίς συντελεστές ασφαλείας και θα µπορούσαν να
εξαλειφθούν τελείως, αν οι δοκοί της πρόσοψεως χαρακτηρίζονταν ως δευτερεύοντα
για το σεισµό στοιχεία (καθότι στην πρόσοψη λειτουργούν για το σεισµό κατά βάση
τα τέσσερα τοιχώµατα), οπότε θα είχαν συντελεστές ασφαλείας µειωµένους στα 2/3.
4 Οι µόνες σοβαρές υπερβάσεις αντοχής είναι αυτές των τοιχωµάτων Τ12 και Τ33 (στο
Τµήµα Ι) στην ασθενή τους διεύθυνση. Οι υπερβάσεις αυτές καλύπτονται πλήρως
από αντίστοιχα πλεονάσµατα διατµητικής αντοχής στα τοιχώµατα Τ16 και Τ37 του
Τµήµατος ΙΙ. Αυτό επιτυγχάνεται µε µεταφορά τέµνουσας δύναµης από το τοίχωµα
του Τµήµατος Ι σ’ αυτό του ΙΙ, µέσω της σύνδεσής τους µε δύο ντίζες ανά 0.3m
κατακόρυφα. Επισηµαίνεται ότι η κατακόρυφη απόσταση των 0.3m ισούται µε το
ύψος των εν λόγω τοιχωµάτων στην ασθενή διεύθυνση της διατοµής, οπότε οι ντίζες
µεταφέρουν τέµνουσα ως αναρτήρες, χωρίς να υπάρχει περίπτωση µία ρωγµή κατά
45ο να µην συναντήσει ντίζες.
207
Node 266C-PGA=0.44g
B-PGA=0.41g
B-PGA=0.27g
C-PGA=0.19g
C-PGA=0.14g
Node 305Node 266B-PGA=0.48g
C-PGA=0.45g
B-PGA=0.37g
C-PGA=0.15g
C-PGA=0.11g
Node 305
0
5000
10000
15000
20000
25000
-0.30 -0.20 -0.10 0.00 0.10 0.20 0.30
Displacement (m)
Bas
e Sh
ear (
kN)
Σχήµα 5.36 Καµπύλες Pushover για το ενισχυµένο Θέατρο (διεύθυνση Χ-ΕC8)
Node 266
C-PGA=0.27g
B-PGA=0.13g
Node 305
C-PGA=0.17gC-PGA=0.19g
B-PGA=0.41g
Node 266 Node 305
C-PGA=0.14g
C-PGA=0.15g
B-PGA=0.26g
C-PGA=0.29g
B-PGA=0.48g
0
5000
10000
15000
20000
25000
-0.30 -0.20 -0.10 0.00 0.10 0.20 0.30
Displacement (m)
Bas
e Sh
ear (
kN)
Σχήµα 5.37 Καµπύλες Pushover για το ενισχυµένο Θέατρο (διεύθυνση Χ-ΚΑΝΕΠΕ)
208
Node 236
C-PGA=0.38g
B-PGA=0.29g
C-PGA=0.23gB-PGA=0.21g
C-PGA=0.14g
Node 244
Node 236
C-PGA=0.61g
C-PGA=0.41g
B-PGA=0.27g
B-PGA=0.20gC-PGA=0.17g
C-PGA=0.24g
Node 244
0
5000
10000
15000
20000
25000
-0.40 -0.30 -0.20 -0.10 0.00 0.10 0.20 0.30
Displacement (m)
Bas
e Sh
ear (
kN)
Σχήµα 5.38 Καµπύλες Pushover για το ενισχυµένο Θέατρο (διεύθυνση Ζ-ΕC8)
Node 236
C-PGA=0.14g
Node 244
B-PGA=0.15g
B-PGA=0.29g
C-PGA=0.38g
Node 236Node 244
C-PGA=0.47g
B-PGA=0.14g
C-PGA=0.17g
B-PGA=0.27g
C-PGA=0.61g
0
5000
10000
15000
20000
25000
-0.40 -0.30 -0.20 -0.10 0.00 0.10 0.20 0.30
Displacement (m)
Bas
e Sh
ear (
kN)
Σχήµα 5.39 Καµπύλες Pushover για το ενισχυµένο Θέατρο (διεύθυνση Ζ- ΚΑΝΕΠΕ)
209
Σχήµα 5.40 Εικόνα της υπέρβασης σταθµών επιτελεστικότητας (κατά EC8) στο σύνολο
του κτιρίου σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους 0.36g (διεύθυνση +Χ)
Σχήµα 5.41 Εικόνα της υπέρβασης σταθµών επιτελεστικότητας (κατά EC8) στο σύνολο
του κτιρίου σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους 0.36g (διεύθυνση -Χ)
210
Σχήµα 5.42 Εικόνα της υπέρβασης σταθµών επιτελεστικότητας (κατά EC8) στο σύνολο
του κτιρίου σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους 0.36g (διεύθυνση +Ζ)
Σχήµα 5.43 Εικόνα της υπέρβασης σταθµών επιτελεστικότητας (κατά EC8) στο σύνολο του κτιρίου σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους 0.36g (διεύθυνση -Ζ)
211
Σχήµα 5.44 Εικόνα της υπέρβασης σταθµών επιτελεστικότητας (κατά KΑΝΕΠΕ) στο
σύνολο του κτιρίου σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους 0.36g (διεύθυνση +Χ)
Σχήµα 5.45 Εικόνα της υπέρβασης σταθµών επιτελεστικότητας (κατά KΑΝΕΠΕ) στο
σύνολο του κτιρίου σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους 0.36g (διεύθυνση -Χ)
212
Σχήµα 5.46 Εικόνα της υπέρβασης σταθµών επιτελεστικότητας (κατά KΑΝΕΠΕ) στο
σύνολο του κτιρίου σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους 0.36g (διεύθυνση +Ζ)
Σχήµα 5.47 Εικόνα της υπέρβασης σταθµών επιτελεστικότητας (κατά KΑΝΕΠΕ) στο
σύνολο του κτιρίου σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους 0.36g (διεύθυνση -Ζ)
213
Σχήµα 5.48 Εικόνα υπέρβασης παραµόρφωσης αστοχίας (χωρίς συντ. ασφάλειας) στο
σύνολο του κτιρίου σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους 0.36g (διεύθυνση +Χ)
Σχήµα 5.49 Εικόνα υπέρβασης παραµόρφωσης αστοχίας (χωρίς συντ. ασφάλειας) στο
σύνολο του κτιρίου σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους 0.36g (διεύθυνση -Χ)
214
Σχήµα 5.50 Εικόνα υπέρβασης παραµόρφωσης αστοχίας (χωρίς συντ. ασφάλειας) στο
σύνολο του κτιρίου σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους 0.36g (διεύθυνση +Ζ)
Σχήµα 5.51 Εικόνα υπέρβασης παραµόρφωσης αστοχίας (χωρίς συντ. ασφάλειας) στο
σύνολο του κτιρίου σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους 0.36g (διεύθυνση -Ζ)
215
Σχήµα 5.52 Επιλεγµένοι κόµβοι µέτρησης των µετακινήσεων για την κατασκευή των καµπυλών τέµνουσας βάσης – οριζόντιας µετακίνησης
5.3.5 Ανελαστική δυναµική ανάλυση (ανάλυση χρονοϊστορίας) και αποτελέσµατα
Έγινε σειρά ανελαστικών (µη-γραµµικών) δυναµικών αναλύσεων της απόκρισης
των δύο τµηµάτων του θεάτρου Κέφαλος σε ζεύγη επιταχυνσιογραφηµάτων που δρουν
στις δύο κύριες οριζόντιες διευθύνσεις του θεάτρου. Χρησιµοποιήθηκαν τα
επιταχυνσιογραφήµατα της παραγράφου 4.2, ανηγµένα σε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους
0.36g, που είναι η επιτάχυνση σχεδιασµού για το Αργοστόλι.
Η διαφοροποίηση της ανελαστικής δυναµικής ανάλυσης από την ανελαστική
στατική εντοπίζεται στην ταυτόχρονη δράση των δύο οριζοντίων συνιστωσών του σεισµού
και στη θεώρηση της συµµετοχής πολλών ιδιοµορφών στην απόκριση.
Όπως έχει αναφερθεί σε προηγούµενες παραγράφους, όταν οι δυναµικές αναλύσεις
γίνονται µε 7 επιταχυνσιογραφήµατα, επιτρέπεται κατά τους κανονισµούς να
216
χρησιµοποιηθεί ο µέσος όρος των αποτελεσµάτων των αναλύσεων. Στη συγκεκριµένη
περίπτωση, έγινε εναλλαγή των δύο επιταχυνσιογραφηµάτων κάθε ζεύγους στις δύο
οριζόντιες διευθύνσεις του κτιρίου, δίνοντας έτσι 2x7=14 διαφορετικές περιπτώσεις.
Τέλος, επειδή το κτίριο δεν είναι συµµετρικό (ιδίως στη διαµήκη διεύθυνση), τα
επιταχυνσιογραφήµατα εφαρµόσθηκαν µε αλλαγή του προσήµου τους, δίνονται έτσι 4
εναλλακτικές περιπτώσεις για κάθε ζεύγος και συνολικά 4x7=28 διαφορετικές αναλύσεις.
Τελικώς, οι µέσοι όροι και οι µέγιστες τιµές από τις ανελαστικές δυναµικές αναλύσεις
προήλθαν από τα αποτελέσµατα των 28 αναλύσεων.
Το βασικό αποτέλεσµα των ανελαστικών δυναµικών αναλύσεων που παρουσιάζεται
είναι ο µέσος όρος από τις 28 ανελαστικές δυναµικές αναλύσεις για το µέγιστο σύνθετο
(διαξονικό για τα κατακόρυφα στοιχεία) δείκτη βλάβης κάθε µέλους, ο οποίος ορίζεται ως
πηλίκο της δυσµενέστερης απαιτούµενης τιµής εντατικού ή παραµορφωσιακού µεγέθους,
Sd, λόγω της απόκρισης σε ένα συγκεκριµένο ζεύγος επιταχυνσιογραφηµάτων, προς το
αντίστοιχο µέγεθος αντίστασης, Rd, σύµφωνα µε την παράγραφο 4.3.4.
Παρουσιάζεται χωριστά η κατανοµή του (σύνθετου) δείκτη βλάβης (Sd/Rd) για τη
διάτµηση και χωριστά για την κάµψη. Παρουσιάζεται επίσης χωριστά η περίπτωση της
στάθµης επιτελεστικότητας «οιονεί κατάρρευση», και χωριστά αυτή της αναµενόµενης
αστοχίας στοιχείου χωρίς συντελεστές ασφαλείας. Παρουσιάζονται αποτελέσµατα µόνο
για τα κριτήρια αποτίµησης κατά Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 3 (που είναι δυσµενέστερη) και
χωρίς συντελεστές ασφαλείας.
Τα αποτελέσµατα που φαίνονται στα ενδεικτικά διαγράµµατα του δείκτη βλάβης,
σχήµατα 5.53-5.56 (όλα τα διαγράµµατα βρίσκονται στο παράρτηµα G) επιβεβαιώνουν τα
συµπεράσµατα της ανελαστικής στατικής ανάλυσης, και ως προς την θέση και ως προς
την έκταση και βαθµό της αναµενόµενης βλάβης για σεισµό µε µέγιστη επιτάχυνση
εδάφους 0.36g κατά το φάσµα του ΕΑΚ 2000 για σκληρό έδαφος (Β). Το πρόσθετο
στοιχείο είναι οι καµπτικές αστοχίες υποστυλωµάτων και δοκών στο δώµα, που
οφείλονται σε ανώτερες ιδιοµορφές. Όπως και οι διατµητικές, οι υπερβάσεις αυτές δεν
είναι ανησυχητικές, λόγω της παρουσίας των ισχυρών και συµπαγών τοιχοπληρώσεων του
δώµατος που δεν περιλαµβάνονται στο προσοµοίωµα.
217
Σχήµα 5.53 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - "Οιονεί Κατάρρευση" (EC8)
218
Σχήµα 5.54 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - "Οιονεί Κατάρρευση" (EC8)
219
Σχήµα 5.55 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - Χωρίς συντ. ασφάλειας
220
Σχήµα 5.56 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - Χωρίς συντ. ασφάλειας
221
5.4 ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ∆ΙΩΡΟΦΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ
5.4.1 Περιγραφή ενίσχυσης
Η ενίσχυση του διώροφου κτιρίου που κατασκευάστηκε για να δοκιµαστεί ψευδο-
δυναµικά στις εγκαταστάσεις του Εργαστηρίου Κατασκευών του Τµήµατος Πολιτικών
Μηχανικών του Πανεπιστηµίου Πατρών είχε τρία στάδια:
• Περίσφιξη των περιοχών βάσης των υποστυλωµάτων µε φύλλα πολυµερών
οπλισµένα µε ίνες άνθρακα (CFRPs) αντοχής 3450 MPa, µε στόχο την αύξηση
της τοπικής ικανότητας παραµόρφωσης στην ευαίσθητη περιοχή µάτισης των
διαµήκων ράβδων.
• Περίσφιξη και των περιοχών κορυφής των υποστυλωµάτων µε ίδιων
προδιαγραφών φύλλα πολυµερών οπλισµένα µε ίνες άνθρακα (CFRPs)
• Κατασκευή µανδυών οπλισµένου σκυροδέµατος γύρω από τα δύο ασθενέστερα
υποστυλώµατα της “εύκαµπτης πλευράς” µε διατοµή 17.5×17.5cm µε στόχο την
ενίσχυση και αύξηση της δυσκαµψίας των συγκεκριµένων στοιχείων έτσι ώστε
να πάψουν να αποτελούν τον αδύνατο κρίκο της κατασκευής, και κατά συνέπεια
τη µείωση της µεγάλης στατικής εκκεντρότητας που διαπιστώθηκε στην
παράγραφο 4.6.2 αλλά και οδήγησε έντονη στρεπτική απόκριση όπως φάνηκε
τόσο από τα αποτελέσµατα των µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας αλλά
και από το πείραµα. Η εξωτερική διάσταση των υποστυλωµάτων µε τους
µανδύες είναι 28cm (πάχος µανδύα~5cm) και ο διαµήκης οπλισµός του µανδύα
είναι 4Φ14, ενώ οι συνδετήρες Φ8/9. Για τους νέους οπλισµούς υποτίθεται τάση
διαρροής του χάλυβα fy=560MPa.
5.4.2 Στατική εκκεντρότητα
∆εδοµένου ότι η περίσφιξη µε FRPs δεν επηρεάζει τη δυσκαµψία, διερευνήθηκε η
στατική εκκεντρότητα του κτιρίου µόνο για την περίπτωση της ενίσχυσης µε µανδύες
οπλισµένου σκυροδέµατος. Η στατική εκκεντρότητα του κτιρίου στις στάθµες των δύο
ορόφων εκτιµήθηκε µε όλους τους τρόπους υπολογισµού που παρουσιάστηκαν στην
παράγραφο 4.3.2. Στον πίνακα 5.6 παρουσιάζονται συνοπτικά οι τιµές που υπολογίστηκαν,
ενώ στο σχήµα 5.57 φαίνονται ενδεικτικά οι θέσεις του κέντρου στροφής πάνω στην
222
κάτοψη του κτιρίου. Η εκκεντρότητα είναι και πάλι σε µια διεύθυνσή (την Ζ), λόγω της
συµµετρίας του κτιρίου µόνο ως προς τον άξονα Χ.
Πίνακας 5.6 ∆ιώροφο κτίριο Εργαστηρίου Κατασκευών ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος: Αποστάσεις του κέντρου µάζας από το κέντρο στροφής (σε m) µε διάφορους τρόπους υπολογισµού του τελευταίου
Κέντρο ΜάζαςΠόλος Στροφής
Κέντρο ∆υσκαµψίας
Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίας
Κέντρο ΑντοχήςΚέντρο ΜάζαςΠόλος ΣτροφήςΚέντρο ∆υσκαµψίας
Θεωρ. Κέντρο ∆υσκαµψίας
Κέντρο Αντοχής
Σχήµα 5.57 ∆ιώροφο κτίριο του Εργαστηρίου Κατασκευών ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος: Θέσεις του κέντρου µάζας και του κέντρου στροφής µε διάφορους τρόπους υπολογισµού του τελευταίου
Παρατηρείται πολύ σηµαντική µείωση της στατικής εκκεντρότητας σε σχέση µε το
αρχικό κτίριο (βλέπε παράγραφο 4.6.2), που αναµένεται να οδηγήσει σε µείωση της
σηµαντικής στρεπτικής απόκρισης την ο οποία παρουσίασε το αρχικό κτίριο.
Θεωρητικό κέντρο
δυσκαµψίας
Κέντρο
δυσκαµψίας Κέντρο αντοχής Πόλος στροφής
Ισόγειο 0.17 0.08 0.13 0.11
Όροφος 0.17 0.10 0.16 0.12
5.4.3 ∆υναµικά χαρακτηριστικά – Ιδιοµορφές
Έγινε ιδιοµορφική ανάλυση για τη διερεύνηση των δυναµικών χαρακτηριστικών του
κτιρίου, για την περίπτωση της ενίσχυσης µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (η
περίσφιξη µε FRPs δεν επηρεάζει τη δυσκαµψία και συνεπώς και τα δυναµικά
χαρακτηριστικά). Ισχύουν οι ίδιες παραδοχές που έγιναν στην παρ. 4.3.3. (ενεργές
δυσκαµψίες κλπ.). Επιπλέον, τα κατακόρυφα στοιχεία του θεωρούνται πακτωµένα στη
223
στάθµη θεµελίωσης. Η θεώρηση της πραγµατικής δυσκαµψίας των πατωµάτων µέσα στο
επίπεδό τους, έγινε µε προσοµοίωση της ευκαµψίας των πατωµάτων µέσα στο επίπεδό
τους όπως περιγράφεται στην παράγραφο 3.2.6. Το τµήµα των µελών µέσα στους κόµβους
λαµβάνεται ως άκαµπτο.
Στον παρακάτω πίνακα 5.7 παρουσιάζονται οι κυριότερες ιδιοπερίοδοι και
ιδιοµορφές του κτιρίου για τις ενεργές ελαστικές δυσκαµψίες µελών κατά την παρ. 4.3.3.
Ο πίνακας περιλαµβάνει και χαρακτηρισµό των ιδιοµορφών, όπως αυτός προκύπτει από το
σχήµα τους. Οι κυριότερες ιδιοµορφές παρουσιάζονται επίσης γραφικά στα σχήµατα
5.58α-5.58στ που ακολουθούν.
Πίνακας 5.7 Ιδιοπερίοδοι και ιδιοµορφές διώροφου κτιρίου Εργαστηρίου Κατασκευών ενισχυµένου µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος
Παρατηρείται σηµαντική µείωση των ιδιοπεριόδων σε σχέση µε το αρχικό κτίριο (βλέπε
παράγραφο 4.6.3). Παρόλο που οι ιδιοµορφές που έχουν ταλαντούµενη µάζα στην µη-
συµµετρική διεύθυνση Χ παρουσιάζουν και µια πολύ µικρή στροφική συνιστώσα, υπάρχει
πολύ σηµαντική αποσύζευξη σε σχέση µε το αρχικό κτίριο. Αυτό είναι αναµενόµενο µετά
την σηµαντική µείωση της στατικής εκκεντρότητας που διαπιστώθηκε στην παράγραφο
5.4.2. Έτσι αναµένεται το ενισχυµένο κτίριο να παρουσιάσει σηµαντικά µικρότερη
στροφική απόκριση κατά τη σεισµική διέγερση στη διεύθυνση Χ σε σχέση µε το αρχικό
κτίριο.
Περίοδος Χαρακτηρισµός ιδιοµορφής
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Χ
Ιδιοµορφική
µάζα κατά Ζ
1η Ιδιοµορφή 0.57 sec 1η στη Ζ 0 92.2%
2η Ιδιοµορφή 0.52 sec 1η στροφική 5.9% 0
3η Ιδιοµορφή 0.47 sec 1η στη Χ + µικρή στροφή 85.8% 0
4η Ιδιοµορφή 0.19 sec 2η στη Ζ 0 7.8%
5η Ιδιοµορφή 0.17 sec 2η στροφική 0.4% 0
6η Ιδιοµορφή 0.15 sec 2η στη Χ + µικρή στροφή 7.8% 0
224
Σχήµα 5.58α ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών ενισχυµένο µε µανδύες – 1η ιδιοµορφή
Σχήµα 5.58β ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών ενισχυµένο µε µανδύες – 2η ιδιοµορφή
225
Σχήµα 5.58γ ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών ενισχυµένο µε µανδύες – 3η ιδιοµορφή
Σχήµα 5.58δ ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών ενισχυµένο µε µανδύες – 4η ιδιοµορφή
226
Σχήµα 5.58ε ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών ενισχυµένο µε µανδύες – 5η ιδιοµορφή
Σχήµα 5.58στ ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών ενισχυµένο µε µανδύες – 6η ιδιοµορφή
227
5.4.4 Μη-γραµµικές αναλύσεις χρονοϊστορίας
Έγιναν τρεις δέσµες ανελαστικών δυναµικών αναλύσεων της απόκρισης του κτιρίου,
ενισχυµένου µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος, στα ζεύγη επιταχυνσιογραφηµάτων
της παραγράφου 4.2 που δρουν στις δύο κύριες οριζόντιες διευθύνσεις του κτιρίου. Η
ένταση του σεισµού για τις τρεις δέσµες αναλύσεων είναι ίση µε 0.15g, 0.20g και 0.30g
αντίστοιχα. Λόγω της πρακτικής ισοδυναµίας των αποτελεσµάτων, εφαρµόστηκαν οι µισοί
(28) από τους 56 συνδυασµούς που χρησιµοποιήθηκαν για το 3-όροφο του SPEAR.
Τα αποτελέσµατα των µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας είναι και πάλι οι
µέσοι όροι των µεγίστων των σύνθετων δεικτών βλάβης σε κάµψη και διάτµηση κατά την
εξ. (4.3), και παρουσιάζονται ενδεικτικά στα σχήµατα 5.59-5.64 των επόµενων σελίδων
και αναλυτικά στο παράρτηµα Η, ξεχωριστά η κατανοµή του (σύνθετου) δείκτη βλάβης
(Sd/Rd) για τη διάτµηση και χωριστά για την κάµψη. Οι δείκτες βλάβης αναφέρονται στη
στάθµη επιτελεστικότητας «οιονεί κατάρρευση», της αναµενόµενης αστοχίας στοιχείου
χωρίς συντελεστές ασφαλείας.
Από τα αποτελέσµατα των αναλύσεων προκύπτει και πάλι ότι κρισιµότερα είναι τα µη-
ενισχυµένα υποστυλώµατα διατοµής 17.5×35cm στη διατοµή βάση τους, τόσο σε κάµψη
όσο και σε διάτµηση.
228
Σχήµα 5.59 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
229
Σχήµα 5.60 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
230
Σχήµα 5.61 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
231
Σχήµα 5.62 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
232
Σχήµα 5.63 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
233
Σχήµα 5.64 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
234
235
6. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΝΕΛΑΣΤΙΚΩΝ-ΕΛΑΣΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΕΩΝ
6.1 ΓΕΝΙΚΑ
Η εκτίµηση του µεγέθους των µεγίστων ανελαστικών παραµορφώσεων είναι µια από
τις πιο σηµαντικές συνιστώσες κάθε διαδικασίας αποτίµησης σεισµικής συµπεριφοράς
υφισταµένων (ή και σχεδιασµού νέων) κατασκευών, µε βάση τις µετακινήσεις. Οι
ισχύοντες κανονισµοί µέχρι πολύ πρόσφατα, χάριν απλότητας και λόγω των πρακτικών
δυσκολιών γενικά των ανελαστικών αναλύσεων αλλά και λόγω της πολύ µικρής
εξοικείωσης της πλειονότητας των µελετητών µηχανικών µε αυτήν την κατηγορία
αναλύσεων, δέχονταν την χρήση, στην πράξη, µόνο ελαστικών αναλύσεων για τον
προσδιορισµό των παραµορφώσεων αυτών. Επιπλέον, βασικά κανονιστικά κείµενα για τη
σεισµική αποτίµηση και ενίσχυση κτιρίων µε βάση τις παραµορφώσεις, όπως ο
Ευρωκώδικας 8 – Μέρος 3, ο ΚΑΝΕΠΕ αλλά και τα FEMA 273/274 και 356, επιτρέπουν
– υπό αυστηρές προϋποθέσεις – την εκτίµηση των ανελαστικών παραµορφώσεων µε
ελαστική ανάλυση. Έτσι ιδιαίτερη σηµασία έχει η διερεύνηση της σχέσης µεταξύ των
µεγίστων παραµορφώσεων που προκύπτουν από ανελαστική ανάλυση και αυτών που
προκύπτουν από ελαστική ανάλυση. Αυτό έχει γίνει στο παρελθόν (Παναγιωτάκος 1998,
Panagiotakos & Fardis 1999) για πολύ κανονικά κτίρια, σχεδιασµένα µε βάση τον
Ευρωκώδικα 8 – Μέρος 1, εποµένως χωρίς συγκέντρωση ανελαστικών παραµορφώσεων
σε τµήµατα του κτιρίου (λόγω στροφικής απόκρισης, µαλακού ορόφου κλπ), και για
σεισµική απόκριση σε µία µόνο οριζόντια συνιστώσα της σεισµικής δράσης κάθε φορά.
Εδώ επιχειρείται επέκταση της σύγκρισης ανελαστικών και ελαστικών παραµορφώσεων
και σε µη-κανονικά κτίρια, µε ταυτόχρονη δράση του σεισµού στις δύο οριζόντιες
διευθύνσεις.
Στο παρόν κεφάλαιο συγκρίνονται οι µέγιστες ανελαστικές παραµορφώσεις που
προέκυψαν από τις δέσµες µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας των κατασκευών της
διατριβής που έγιναν στα πλαίσια των Κεφαλαίων 4 και 5, µε τις αντίστοιχες
παραµορφώσεις που προκύπτουν από ελαστική ανάλυση, είτε ισοδύναµη στατική είτε
δυναµική φασµατική. Το αποτέλεσµα της σύγκρισης που παρουσιάζεται είναι οι µέσοι
όροι των λόγων ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις, εξ. (6.1), χωριστά για κάθε
κτίριο και ένταση σεισµικής δράσης, ενώ στη συνέχεια γίνεται προσπάθεια
236
συστηµατοποίησης των αποτελεσµάτων και προσδιορισµού των παραµέτρων που
επηρεάζουν τις τιµές των λόγων αυτών.
⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛=
el
inel
θθ
λ (6.1)
6.2 ∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Το παραµορφωσιακό µέγεθος που ενδιαφέρει και που υπεισέρχεται στη διαδικασία
σύγκρισης είναι η γωνίες στροφής χορδής στα άκρα των µελών, θi, θj. Η διαδικασία
υπολογισµού των λόγων ανελαστικών και ελαστικών παραµορφώσεων είναι η εξής:
• ∆ιεξαγωγή µιας δέσµης µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας για την κατασκευή,
µε τη χρήση των ζευγών επιταχυνσιογραφηµάτων της παρ. 4.2 µε όλους τους δυνατούς
προσανατολισµούς και µε εναλλαγή της διαµήκους µε την εγκάρσια διεύθυνση. Για
κάθε µη-γραµµική ανάλυση της δέσµης (που εν προκειµένω αποτελείται από 56
αναλύσεις), αποθηκεύονται οι µέγιστες τιµές, κατά τη διάρκεια της ανάλυσης, του
παραµορφωσιακού µεγέθους (ανελαστική γωνία στροφής χορδής θinel) στα άκρα i και j
κάθε µέλους της κατασκευής.
• Για το ίδιο επίπεδο σεισµικής έντασης, διεξαγωγή δύο ανεξάρτητων γραµµικών
ελαστικών αναλύσεων, µία για κάθε κύρια οριζόντια διεύθυνση της κατασκευής (Χ και
Ζ). Οι ελαστικές αναλύσεις αυτές γίνονται µε οριζόντια φορτία ανάλογα των µαζών
της κατασκευής, τα οποία έχουν ανεστραµµένη τριγωνική κατανοµή καθ’ ύψος, ενώ το
µέγεθός τους προκύπτει από το φάσµα του Ευρωκώδικα 8 τύπου Ι για έδαφος
κατηγορίας C (το οποίο είναι και το φάσµα-στόχος στο οποίο έχουν προσαρµοστεί τα
φάσµατα απόκρισης των επτά ζευγών επιταχυνσιογραφηµάτων της παραγράφου 4.2)
µε µέγιστη επιτάχυνση εδάφους την ίδια µε αυτή της δέσµης των ανελαστικών
αναλύσεων. Οι τιµές της γωνίας στροφής χορδής θi,X και θi,Z που προκύπτουν στο άκρο
i του µέλους από τις δύο ελαστικές αναλύσεις για τις δύο οριζόντιες συνιστώσες Χ και
Ζ, συνθέτονται µε βάση τον κανόνα της τετραγωνικής ρίζας του αθροίσµατος των
τετραγώνων, SRSS, για να δώσουν την τιµή της θel,i που υπεισέρχεται στην εξ. (6.1):
2,
2,, ZiXiiel θθθ += (6.2)
237
• ∆ιεξαγωγή ανάλυσης ιδιοµορφών, και εν συνεχεία διεξαγωγή δυναµικής φασµατικής
ανάλυσης για το ίδιο επίπεδο σεισµικής έντασης µε την δέσµη µη-γραµµικών
αναλύσεων χρονοϊστορίας, και επαλληλία των ιδιοµορφικών γωνιών στροφής χορδής
µε τον κανόνα της πλήρους τετραγωνικής επαλληλίας (CQC) σύµφωνα µε την εξ.
(3.3), για ταυτόχρονη δράση των δύο οριζόντιων συνιστωσών Χ και Ζ, ώστε να
προκύψει η τιµή της θel που υπεισέρχεται στην εξ. (6.1).
• Για κάθε µη-γραµµική ανάλυση χρονοϊστορίας, υπολογισµός των λόγων θinel/θelST και
θinel/θelRS για την περίπτωση της ισοδύναµης στατικής (static, ST) και για την
περίπτωση της δυναµικής φασµατικής ανάλυσης (response spectrum, RS) αντίστοιχα,
και στη συνέχεια υπολογισµός των στατιστικών µέσων όρων και των αντίστοιχων
συντελεστών µεταβλητότητας (CoV). Της σύγκρισης εξαιρούνται άκρα µελών όπου η
ελαστική γωνία στροφής χορδής, θel, υπολείπεται του ενός τρίτου της ροπής διαρροής,
θy, στην αντίστοιχη θέση. Έτσι τα αποτελέσµατα δεν επηρεάζονται από τη
συµπεριφορά θέσεων που εµφανίζουν µικρές παραµορφώσεις (και κατά πάσα
πιθανότητα παραµένουν ελαστικές), οι οποίες όµως δεν µας ενδιαφέρουν ακόµη και αν
είναι πολλαπλάσιες των ελαστικών.
• Οµαδοποίηση των δοκών και των υποστυλωµάτων της κατασκευής κατά όροφο, και
εξαγωγή των µέσων όρων ορόφου για το λόγο ανελαστικών προς ελαστικές
παραµορφώσεις, καθώς και της απόκλισης της τιµής του λόγου για το κάθε µέλος από
το µέσο όρο του ορόφου.
• Τέλος, εξαγωγή του γενικού µέσου όρου, σε επίπεδο κατασκευής και ανά επίπεδο
σεισµικής έντασης, των λόγων ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών
και υποστυλωµάτων όλων των ορόφων.
6.3 ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ∆ΙΑΤΡΙΒΗΣ
6.3.1 Εφαρµογή στο τριώροφο κτίριο του SPEAR
Στο σχήµα 6.1 παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα της διαδικασίας υπολογισµού της
παρ. 4.2 για το τριώροφο κτίριο του SPEAR στην αρχική του κατάσταση, χωρίς ενίσχυση.
Οι καµπύλες των διαγραµµάτων απεικονίζουν τη µεταβολή του λόγου ανελαστικών προς
ελαστικές παραµορφώσεις από τη βάση έως την κορυφή του κτιρίου.
238
Από ισοδύναµη στατική ανάλυση Από δυναµική φασµατική ανάλυση
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.15
g
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.96
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=1.12
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.20
g
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.87
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=1.04
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.25
g
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.78
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.98
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.30
g
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.77
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.92
Σχήµα 6.1 Λόγοι ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις για το τριώροφο του SPEAR (χωρίς ενίσχυση)
239
Στο σχήµα 6.1 Υπάρχουν ξεχωριστές καµπύλες για τον λόγο ανελαστικών προς
ελαστικές παραµορφώσεις για την κορυφή και τη βάση των υποστυλωµάτων, καθώς
επίσης και για τους δύο εγκάρσιους άξονες τους. Οι παραπάνω καµπύλες κωδικοποιούνται
στο υπόµνηµα των διαγραµµάτων ως εξής:
• CYb: βάση υποστυλωµάτων, τοπικός εγκάρσιος άξονας y
• CYt: κορυφή υποστυλωµάτων, τοπικός εγκάρσιος άξονας y
• CZb: βάση υποστυλωµάτων, τοπικός εγκάρσιος άξονας z
• CZt: κορυφή υποστυλωµάτων, τοπικός εγκάρσιος άξονας z
Στα διαγράµµατα παρουσιάζεται επίσης και η καµπύλη του µέσου όρου του λόγου
ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις για τα υποστυλώµατα (βάση, κορυφή,
άξονας y, άξονας z). Συµβολίζεται στο υπόµνηµα µε το γράµµα “C” και είναι έντονη µε
µαύρο χρώµα. Η καµπύλη του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις για τις
δοκούς είναι επίσης έντονη, έχει µοβ χρώµα και στο υπόµνηµα σηµειώνεται µε το γράµµα
“B”. Σε όλα τα διαγράµµατα, στην πάνω αριστερή γωνία αναγράφεται ο γενικός µέσος
όρος δοκών και υποστυλωµάτων όλων των ορόφων για το λόγο ανελαστικών προς
ελαστικές παραµορφώσεις για την εκάστοτε σεισµική ένταση και µέθοδο υπολογισµού
των ελαστικών παραµορφώσεων.
Από την µελέτη των διαγραµµάτων του σχήµατος 6.1 προκύπτει ότι οι τιµές των
λόγων που προκύπτουν από ισοδύναµη στατική ανάλυση είναι πολύ συνεπείς ανεξαρτήτως
έντασης σεισµού, µε µικρή διαφοροποίηση, και συγκεκριµένα µείωση µε την αύξηση της
έντασης του σεισµού. Οι τιµές των λόγων είναι σχετικά σταθερές καθ’ ύψος. Αντίθετα οι
τιµές των λόγων που προκύπτουν από δυναµική φασµατική ανάλυση παρουσιάζουν
µεγάλη διασπορά, µε τις τιµές που αφορούν στην κορυφή και τη βάση των
υποστυλωµάτων να είναι παρόµοιες αλλά µε µεγάλη, συστηµατική διαφοροποίηση των
τιµών για τις δύο διευθύνσεις των υποστυλωµάτων. Οι τιµές του λόγου των δοκών
βρίσκονται περίπου στο µέσο όρο των λόγων των δύο διευθύνσεων των υποστυλωµάτων.
Στο σχήµα 6.2 παρουσιάζονται τα αντίστοιχα διαγράµµατα του ενισχυµένου
τριώροφου κτιρίου του SPEAR µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος κατά το σενάριο
ενίσχυσης C µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος. Για την ερµηνεία των καµπυλών του
σχήµατος 6.2 ισχύει ότι και για αυτές του σχήµατος 6.1, δηλαδή ύπαρξη ξεχωριστών
καµπυλών για τον λόγο ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις στην κορυφή και
στη βάση των υποστυλωµάτων, καθώς επίσης και για τους δύο εγκάρσιους άξονες τους.
Τα υποµνήµατα ερµηνεύονται οµοίως µε αυτά του σχήµατος 6.1.
240
Από ισοδύναµη στατική ανάλυση Από δυναµική φασµατική ανάλυση
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.15
g
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.95
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=1.07
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.20
g
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.89
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=1.01
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.25
g
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.83
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.96
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.30
g
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.82
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25 1.50
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.95
Σχήµα 6.2 Λόγοι ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις για το ενισχυµένο τριώροφο του SPEAR (Σενάριο C µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος)
241
Από την µελέτη των διαγραµµάτων του σχήµατος 6.2 προκύπτει ότι οι τιµές των
λόγων που προκύπτουν από ισοδύναµη στατική ανάλυση είναι, όπως και στην περίπτωση
του κτιρίου χωρίς ενίσχυση, πολύ συνεπείς ανεξαρτήτως έντασης σεισµού, µε µικρή
διαφοροποίηση, που είναι και πάλι µείωση µε την αύξηση της έντασης του σεισµού. Οι
τιµές των λόγων είναι επίσης σχετικά σταθερές καθ’ ύψος. Οι τιµές των λόγων που
προκύπτουν από δυναµική φασµατική ανάλυση παρουσιάζουν διασπορά, όπως και στην
περίπτωση του κτιρίου χωρίς ενίσχυση, αλλά αισθητά µικρότερη, µε τις τιµές που
αφορούν στην κορυφή και τη βάση των υποστυλωµάτων να είναι πάλι παρόµοιες αλλά µε
διαφοροποίηση των τιµών για τις δύο διευθύνσεις των υποστυλωµάτων. Ενδιαφέρον
παρουσιάζει το γεγονός ότι στην περίπτωση του ενισχυµένου κτιρίου οι λόγοι για την
τοπική διεύθυνση z των υποστυλωµάτων είναι µεγαλύτεροι από αυτούς για τη διεύθυνση
y, αντίθετα µε ότι συµβαίνει στην περίπτωση του κτιρίου χωρίς ενίσχυση. Αυτό είναι
συµβατό µε το γεγονός ότι η µεγαλύτερη εκκεντρότητα στην περίπτωση του ενισχυµένου
κτιρίου είναι στη διεύθυνση Z, ενώ στην περίπτωση του αρχικού κτιρίου στη διεύθυνση Χ.
Φαίνεται λοιπόν ότι η εκκεντρότητα επηρεάζει τις τιµές του λόγου που προκύπτουν από
δυναµική φασµατική ανάλυση (που λαµβάνει υπόψη τις ιδιοµορφές της κατασκευής και
άρα και την τυχόν στρεπτική του απόκριση). Επίσης φαίνεται ότι η µείωση της τιµής της
µέγιστης εκκεντρότητας (στην περίπτωση του ενισχυµένου κτιρίου) επιδρά θετικά στη
µείωση της διασποράς των τιµών του λόγου για τις δύο διευθύνσεις των υποστυλωµάτων.
Όπως και στην περίπτωση του κτιρίου χωρίς ενίσχυση, οι τιµές του λόγου για τις δοκούς
βρίσκονται περίπου στο µέσο όρο των λόγων των δύο διευθύνσεων των υποστυλωµάτων.
Στα σχήµατα 6.3 έως 6.34 που ακολουθούν παρουσιάζεται πάνω στο µαθηµατικό
προσοµοίωµα της κατασκευής η απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές
παραµορφώσεις των µελών της κατασκευής από το µέσο όρο ορόφου για το αρχικό και το
ενισχυµένο τριώροφο κτίριο του SPEAR:
.ορλλσ −= i (6.3)
Παρουσιάζονται ξεχωριστά τα αποτελέσµατα για τις δοκούς και για κάθε µια από τις δύο
διευθύνσεις των υποστυλωµάτων, ξεχωριστά για κάθε επίπεδο σεισµικής έντασης (0.15g,
0.20g, 0.25g και 0.30g) και ξεχωριστά αναλόγως µε το πως υπολογίζονται οι ελαστικές
παραµορφώσεις, δηλαδή από ισοδύναµη στατική ή από δυναµική φασµατική ανάλυση.
242
Σχήµα 6.3 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.15g)
243
Σχήµα 6.4 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.15g)
244
Σχήµα 6.5 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.15g)
245
Σχήµα 6.6 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.15g)
246
Σχήµα 6.7 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.20g)
247
Σχήµα 6.8 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.20g)
248
Σχήµα 6.9 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.20g)
249
Σχήµα 6.10 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.20g)
250
Σχήµα 6.11 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.25g)
251
Σχήµα 6.12 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.25g)
252
Σχήµα 6.13 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.25g)
253
Σχήµα 6.14 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.25g)
254
Σχήµα 6.15 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.30g)
255
Σχήµα 6.16 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.30g)
256
Σχήµα 6.17 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.30g)
257
Σχήµα 6.18 Τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.30g)
258
Σχήµα 6.19 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.15g)
259
Σχήµα 6.20 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.15g)
260
Σχήµα 6.21 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.15g)
261
Σχήµα 6.22 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.15g)
262
Σχήµα 6.23 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.20g)
263
Σχήµα 6.24 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.20g)
264
Σχήµα 6.25 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.20g)
265
Σχήµα 6.26 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.20g)
266
Σχήµα 6.27 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.25g)
267
Σχήµα 6.28 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.25g)
268
Σχήµα 6.29 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.25g)
269
Σχήµα 6.30 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.25g)
270
Σχήµα 6.31 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.30g)
271
Σχήµα 6.32 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.30g)
272
Σχήµα 6.33 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.30g)
273
Σχήµα 6.34 Ενισχυµένο τριώροφο SPEAR - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.30g)
274
6.3.2 Εφαρµογή στην πολυκατοικία επί των οδών Πίνδου και Γ. Παπανδρέου
Στο σχήµα 6.35 φαίνονται οι καµπύλες που προκύπτουν από την εφαρµογή της
διαδικασίας υπολογισµού των λόγων ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις για την
περίπτωση της πολυκατοικίας επί των οδών Πίνδου και Γ. Παπανδρέου στη Νέα
Φιλαδέλφεια η οποία κατέρρευσε κατά το σεισµό της Αθήνας. Για την ερµηνεία των
διαγραµµάτων του σχήµατος 6.35 καθώς και των υποµνηµάτων ισχύουν όσα αναφέρονται
στην παράγραφο 6.3.1. Από τη µελέτη των διαγραµµάτων προκύπτει ότι οι τιµές των
λόγων είναι αρκετά συνεπείς, µε αυτές που αφορούν στα υποστυλώµατα να είναι
παρόµοιοι στην κορυφή και τη βάση τους, ενώ ανά κατεύθυνση διαφοροποιούνται στην
περίπτωση που οι ελαστικές παραµορφώσεις υπολογίζονται από δυναµική φασµατική
ανάλυση. Συγκεκριµένα η διασπορά των τιµών είναι µεγαλύτερη στους κατώτερους και
µεσαίους ορόφους, µε τις τιµές των λόγων να είναι γενικώς κοντά στο 1.0. Αντίθετα, όταν
οι ελαστικές παραµορφώσεις προκύπτουν από ισοδύναµη στατική ανάλυση,
διαφοροποίηση υπάρχει µόνο στους ανώτερους ορόφους (ρετιρέ και δώµα, όπου οι τιµές
των λόγων είναι αρκετά µεγαλύτερες της µονάδας), αλλά στους χαµηλότερους ορόφους οι
(οµοιόµορφες) τιµές των λόγων είναι χαµηλότερες της µονάδας. Και στις δύο περιπτώσεις,
οι λόγοι των δοκών βρίσκονται πολύ κοντά στο µέσο όρο των υποστυλωµάτων.
Στα σχήµατα 6.36 έως 6.39 παρουσιάζεται και η απόκλιση του λόγου ανελαστικών
προς ελαστικές παραµορφώσεις των µελών της κατασκευής από το µέσο όρο ορόφου. ∆εν
παρουσιάζεται συστηµατική µεταβολή στης διαφοράς από το κέντρο της κάτοψης προς
την περίµετρο.
Από ισοδύναµη στατική ανάλυση Από δυναµική φασµατική ανάλυση
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.15
g
1
2
3
4
5
6
7
0.00 1.00 2.00
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.95
1
2
3
4
5
6
7
0.00 1.00 2.00
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=1.01
Σχήµα 6.35 Λόγοι ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις για την πολυκατοικία επί των οδών Πίνδου και Γ. Παπανδρέου
275
Σχήµα 6.36 Πολυκατοικία Οδ. Πίνδου - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.15g)
276
Σχήµα 6.37 Πολυκατοικία Οδ. Πίνδου - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.15g)
277
Σχήµα 6.38 Πολυκατοικία Οδ. Πίνδου - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' – δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.15g)
278
Σχήµα 6.39 Πολυκατοικία Οδ. Πίνδου - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' – δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.15g)
279
6.3.3 Εφαρµογή στο ∆ηµοτικό Θέατρο Αργοστολίου «Ο Κέφαλος»
Στα σχήµατα 6.40 (που αναφέρεται στο Τµήµα Ι-Σκηνή) και 6.41 (που αναφέρεται
στο Τµήµα ΙΙ-Θέατρο) φαίνονται οι καµπύλες που προκύπτουν από την εφαρµογή της
διαδικασίας υπολογισµού των λόγων ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις για την
περίπτωση του ∆ηµοτικού Θεάτρου Αργοστολίου «Ο Κέφαλος». Για την ερµηνεία των
διαγραµµάτων των σχηµάτων καθώς και των υποµνηµάτων τους ισχύουν τα όσα
αναφέρονται στην παράγραφο 6.3.1. Από τη µελέτη των διαγραµµάτων προκύπτει ότι και
για τα δύο τµήµατα της κατασκευής, και για τους δύο τρόπους υπολογισµού των
ελαστικών παραµορφώσεων, υπάρχει διασπορά στις τιµές των λόγων, µε αυτούς που
αφορούν στη βάση και στην κορυφή των υποστυλωµάτων να είναι παρεµφερείς και µε τις
διαφορές να εντοπίζονται στις δύο διευθύνσεις των υποστυλωµάτων. Στην περίπτωση που
οι ελαστικές παραµορφώσεις υπολογίζονται από ισοδύναµη στατική ανάλυση, οι τιµές των
λόγων είναι αρκετά µικρότεροι της µονάδας (της τάξης του 0.65) και οι λόγοι για τις
δοκούς βρίσκονται κοντά στο µέσο όρο των υποστυλωµάτων, ενώ στην περίπτωση που οι
ελαστικές παραµορφώσεις υπολογίζονται από δυναµική φασµατική ανάλυση οι τιµές των
λόγων είναι πολύ κοντά στη µονάδα, µε τους λόγους για τις δοκούς να βρίσκονται πάνω
από το µέσο όρο για τα υποστυλώµατα.
Στα σχήµατα 6.42 έως 6.49 παρουσιάζεται και η απόκλιση του λόγου ανελαστικών
προς ελαστικές παραµορφώσεις των µελών των δύο τµηµάτων της κατασκευής από το
µέσο όρο ορόφου. Και πάλι δεν παρουσιάζεται συστηµατική µεταβολή στης διαφοράς από
το κέντρο της κάτοψης προς την περίµετρο.
Από ισοδύναµη στατική ανάλυση Από δυναµική φασµατική ανάλυση
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.10
g
1
2
3
4
5
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.66
1
2
3
4
5
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=1.05
Σχήµα 6.40 Λόγοι ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις για το Τµήµα Ι-Σκηνή του ∆ηµοτικού Θεάτρου Αργοστολίου «Ο Κέφαλος»
280
Από ισοδύναµη στατική ανάλυση Από δυναµική φασµατική ανάλυση
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.10
g
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.71
1
2
3
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=1.05
Σχήµα 6.41 Λόγοι ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις για το Τµήµα ΙΙ-Θέατρο του ∆ηµοτικού Θεάτρου Αργοστολίου «Ο Κέφαλος»
6.3.4 Εφαρµογή στο διώροφο κτίριο του Εργαστηρίου Κατασκευών
Στα σχήµατα 6.50 (κτίριο χωρίς ενίσχυση) και 6.51 (κτίριο ενισχυµένο µε µανδύες
οπλισµένου σκυροδέµατος) φαίνονται οι καµπύλες που προκύπτουν από την εφαρµογή της
διαδικασίας υπολογισµού των λόγων ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις για την
περίπτωση του διώροφου κτιρίου του Εργαστηρίου Κατασκευών, χωρίς ενίσχυση. Για την
ερµηνεία των διαγραµµάτων των σχηµάτων καθώς και των υποµνηµάτων τους ισχύουν τα
όσα αναφέρονται στην παράγραφο 6.3.1. Από τη µελέτη των διαγραµµάτων προκύπτει ότι
και στην περίπτωση του διωρόφου του Εργαστηρίου Κατασκευών οι λόγοι που
αναφέρονται στην κορυφή και τη βάση των υποστυλωµάτων είναι παρόµοιοι, ενώ υπάρχει
διασπορά στις τιµές που αναφέρονται στις δύο διευθύνσεις των υποστυλωµάτων, µε το
φαινόµενο να είναι πολύ εντονότερο όταν οι ελαστικές παραµορφώσεις υπολογίζονται από
δυναµική φασµατική ανάλυση, αλλά πάντως λιγότερο έντονο στην περίπτωση του
ενισχυµένου κτιρίου, λόγω µείωσης της εκκεντρότητας. Οι τιµές των λόγων µειώνονται µε
την αύξηση της έντασης του σεισµού, και είναι αρκετά πιο κοντά στο 1.0 στην περίπτωση
που οι ελαστικές παραµορφώσεις υπολογίζονται από δυναµική φασµατική ανάλυση, ενώ
µικρότερες του 1.0 όταν οι ελαστικές παραµορφώσεις υπολογίζονται από ισοδύναµη
στατική ανάλυση.
281
Σχήµα 6.42 Τµήµα Ι-Σκηνή - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.10g)
282
Σχήµα 6.43 Τµήµα Ι-Σκηνή - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου διεύθυνση υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.10g)
283
Σχήµα 6.44 Τµήµα Ι-Σκηνή - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.10g)
284
Σχήµα 6.45 Τµήµα Ι-Σκηνή - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.10g)
285
Σχήµα 6.46 Τµήµα IΙ-Θέατρο - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.10g)
286
Σχήµα 6.47 Τµήµα IΙ-Θέατρο - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.10g)
287
Σχήµα 6.48 Τµήµα IΙ-Θέατρο - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.10g)
288
Σχήµα 6.49 Τµήµα IΙ-Θέατρο - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθυνση υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.10g)
289
Στα σχήµατα 6.52 έως 6.75 παρουσιάζεται και η απόκλιση του λόγου ανελαστικών
προς ελαστικές παραµορφώσεις των µελών της κατασκευής από το µέσο όρο ορόφου.
Από ισοδύναµη στατική ανάλυση Από δυναµική φασµατική ανάλυση
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.15
g
1
2
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.85
1
2
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.97
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.20
g
1
2
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.78
1
2
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.91
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.30
g
1
2
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.63
1
2
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.85
Σχήµα 6.50 Λόγοι ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις για το διώροφο του Εργαστηρίου Κατασκευών (χωρίς ενίσχυση)
290
Από ισοδύναµη στατική ανάλυση Από δυναµική φασµατική ανάλυση
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.15
g
1
2
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.94
1
2
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=1.02
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.20
g
1
2
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.88
1
2
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=1.02
Μέγ
. εδαφ.
επιτάχυνση
0.30
g
1
2
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.77
1
2
0.00 0.25 0.50 0.75 1.00 1.25
CYb
CYt
CZb
CZt
B
C
λ=0.90
Σχήµα 6.51 Λόγοι ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις για το διώροφο του Εργ. Κατασκευών (ενίσχυση µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος).
6.4 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι µπορούν να προσεγγιστούν µε σχετική αξιοπιστία
οι ανελαστικές παραµορφώσεις µη-κανονικών κατασκευών οπλισµένου σκυροδέµατος µε
χρήση ελαστικών αναλύσεων. Η προσέγγιση είναι καλύτερη όταν για τον προσδιορισµό
των ελαστικών παραµορφώσεων χρησιµοποιείται η δυναµική φασµατική ανάλυση, αντί
της ισοδύναµης στατικής, καθώς η πρώτη λαµβάνει υπόψη όλες τις κύριες ιδιοµορφές της
κατασκευής και συνεπώς τις ιδιαιτερότητες της απόκρισης ενός µη-κανονικού κτιρίου.
291
Σχήµα 6.52 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.15g)
292
Σχήµα 6.53 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.15g)
293
Σχήµα 6.54 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.15g)
294
Σχήµα 6.55 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.15g)
295
Σχήµα 6.56 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.20g)
296
Σχήµα 6.57 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.20g)
297
Σχήµα 6.58 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.20g)
298
Σχήµα 6.59 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.20g)
299
Σχήµα 6.60 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.30g)
300
Σχήµα 6.61 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.30g)
301
Σχήµα 6.62 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.30g)
302
Σχήµα 6.63 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.30g)
303
Σχήµα 6.64 Ενισχυµένο ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.15g)
304
Σχήµα 6.65 Ενισχυµένο ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.15g)
305
Σχήµα 6.66 Ενισχυµένο ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.15g)
306
Σχήµα 6.67 Ενισχυµένο ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.15g)
307
Σχήµα 6.68 Ενισχυµένο ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.20g)
308
Σχήµα 6.69 Ενισχυµένο ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.20g)
309
Σχήµα 6.70 Ενισχυµένο ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.20g)
310
Σχήµα 6.71 Ενισχυµένο ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.20g)
311
Σχήµα 6.72 Ενισχυµένο ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.30g)
312
Σχήµα 6.73 Ενισχυµένο ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - ισοδύναµη στατική ανάλυση - 0.30g)
313
Σχήµα 6.74 Ενισχυµένο ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων y' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.30g)
314
Σχήµα 6.75 Ενισχυµένο ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - απόκλιση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις δοκών, υποστυλωµάτων από το µέσο όρο ορόφου (διεύθ. υποστυλωµάτων z' - δυναµική φασµατική ανάλυση - 0.30g)
315
Παρά το ότι τα αποτελέσµατα που βασίζονται στην δυναµική φασµατική ανάλυση δίνουν
µεγάλη διασπορά όσον αφορά στις δύο διευθύνσεις των υποστυλωµάτων, οι µέσοι όροι
τους έχουν ικανοποιητικές τιµές. ∆εν παρατηρήθηκε ιδιαίτερη διαφοροποίηση όσον αφορά
στις κορυφές και τις βάσεις των υποστυλωµάτων, αλλά και καθ’ ύψος του κτιρίου ιδίως
στην περίπτωση που δεν υπάρχει σηµαντική µεταβολή της δυσκαµψίας καθ’ ύψος.
Αντίθετα, σε συµµετρικά κτίρια (Παναγιωτάκος 1998, Panagiotakos & Fardis 1999)
παρατηρήθηκε µια αυξητική τάση του λόγου ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις
από τη βάση προς την κορυφή του κτιρίου. ∆εν παρατηρήθηκε επίσης συστηµατική
διαφοροποίηση του λόγου από το κέντρο του ορόφου προς την περίµετρο, που σηµαίνει
ότι η στρεπτική απόκριση δεν επηρεάζει συστηµατικά της ανελαστικές παραµορφώσεις
περισσότερο από τις ελαστικές. Τέλος, παρατηρήθηκε µια συστηµατική µείωση των τιµών
των λόγων ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις µε την αύξηση του επιπέδου της
σεισµικής έντασης, για τις περιπτώσεις των κτιρίων για τα οποία υπήρχαν διαθέσιµα
αποτελέσµατα για διάφορες δέσµες ανελαστικών αναλύσεων που αντιστοιχούσαν σε
διαφορετικά επίπεδα της σεισµικής έντασης (τριώροφο κτίριο του SPEAR, µε και χωρίς
ενίσχυση και διώροφο κτίριο του Εργαστηρίου Κατασκευών, µε και χωρίς ενίσχυση). Στο
σχήµα 6.76 φαίνεται ακριβώς αυτή η µείωση των τιµών των λόγων ανελαστικών προς
ελαστικές παραµορφώσεις µε την αύξηση του επιπέδου της σεισµικής έντασης για τις δύο
αυτές κατασκευές. Με «ΣΤ» στο υπόµνηµα συµβολίζονται οι τιµές των λόγων
ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις που προκύπτουν µε υπολογισµό των
ελαστικών παραµορφώσεων µε χρήση ισοδύναµης στατικής ανάλυσης, ενώ µε «∆Φ» οι
τιµές των λόγων ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις που προκύπτουν µε
υπολογισµό των ελαστικών παραµορφώσεων µε χρήση δυναµικής φασµατικής ανάλυσης.
0.4
0.50.6
0.70.8
0.91.01.1
1.2
0.10 0.15 0.20 0.25 0.30 0.35Μέγιστη Εδαφική Επιτάχυνση (PGA) - g
Λόγο
ς λ
Τριώροφο SPEAR (χωρίς ενίσχυση), ΣΤ
Τριώροφο SPEAR (χωρίς ενίσχυση), ∆Φ
Τριώροφο SPEAR (µε ενίσχυση), ΣΤ
Τριώροφο SPEAR (µε ενίσχυση), ∆Φ
∆ιώροφο E.K. (χωρίς ενίσχυση), ΣΤ
∆ιώροφο E.K. (χωρίς ενίσχυση), ∆Φ
∆ιώροφο E.K. (µε ενίσχυση), ΣΤ
∆ιώροφο E.K. (µε ενίσχυση), ∆Φ
Σχήµα 6.76 Μείωση των τιµών των λόγων ανελαστικών προς ελαστικές παραµορφώσεις µε την αύξηση του επιπέδου της σεισµικής έντασης
316
317
7. ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΝΕΛΑΣΤΙΚΗΣ ∆ΥΝΑΜΙΚΗΣ ΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΣΤΟ
ΧΩΡΟ ΜΗ-ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ ΣΕ ΚΑΤΟΨΗ ΚΤΙΡΙΩΝ ΜΕ ΑΠΛΟ
ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΜΑ ΜΕ ΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΑΝΑ ΟΡΟΦΟ
7.1 ΓΕΝΙΚΑ
Στο παρόν κεφάλαιο επιχειρείται η προσοµοίωση της δυναµικής απόκρισης µιας
σύνθετης πολυώροφης κατασκευής µε χρήση ενός απλού υπολογιστικού προσοµοιώµατος,
το οποίο διαθέτει ένα κατακόρυφο στοιχείο ανά όροφο. Οι ιδιότητες του απλού αυτού
προσοµοιώµατος προκύπτουν σχετικά εύκολα από το υπολογιστικό προσοµοίωµα της
πλήρους κατασκευής. Η λιτότητά του όσον αφορά στον αριθµό των µελών που το
απαρτίζουν καθιστά την διεξαγωγή των (συνήθως ιδιαίτερα χρονοβόρων και υπολογιστικά
απαιτητικών) µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας πολύ γρήγορη και εύκολη.
Περαιτέρω, και λόγω της ευκολίας αυτής, επιτρέπει την διερεύνηση των παραµέτρων που
επηρεάζουν τη δυναµική απόκριση στο χώρο, όπως αυτή καθορίζεται από τη στατική
εκκεντρότητα.
7.2 ΤΟ ΑΠΛΟ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΜΑ
Η γενική µορφή του απλού προσοµοιώµατος φαίνεται στο παρακάτω σχήµα 7.1.
K1
K2YZ
X
Σχήµα 7.1 Το απλό προσοµοίωµα µε ένα κατακόρυφο στοιχείο ανά όροφο
318
Το απλό προσοµοίωµα έχει ένα κατακόρυφο στοιχείο ανά όροφο, το οποίο διαθέτει
όλη τη δυσκαµψία του ορόφου. Όλη η µάζα ορόφου είναι συγκεντρωµένη στους κόµβους
µεταξύ των ορόφων.
Οι βαθµοί ελευθερίας κάθε µάζας ορόφου είναι τρεις:
- οριζόντια µετακίνηση στη µία οριζόντια διεύθυνση, Χ.
- οριζόντια µετακίνηση στην εγκάρσια οριζόντια διεύθυνση, Ζ, και
- στροφή περί κατακόρυφο άξονα, Υ.
Σε αυτούς τους βαθµούς ελευθερίας προσδίδεται η µεταφορική µάζα ορόφου, mX,
mΖ, και η στροφική ροπή αδρανείας περί κατακόρυφο άξονα, ΙθY.
Η αξονική ατένεια του κατακόρυφου στοιχείου ορόφου προκύπτει από την άθροιση
των αξονικών ατενειών όλων των υποστυλωµάτων του ορόφου, αλλά δεν παίζει ρόλο,
καθότι η κατακόρυφη µετακίνηση είναι δεσµευµένη. Ως καµπτική ελαστική δυσκαµψία
ορόφου χρησιµοποιείται αυτή που προκύπτει ως το πηλίκο της τέµνουσας δύναµης
ορόφου προς την σχετική µετάθεση ορόφου, από ελαστική ανάλυση σε οριζόντια φορτία
ανάλογα των µαζών των κόµβων µε ανεστραµµένη τριγωνική κατανοµή καθ’ ύψος της
πλήρους κατασκευής:
.
..,f
VK
ορ
ορορ δ∆
= (7.1)
Οµοίως µε την καµπτική ελαστική δυσκαµψία, και η στρεπτική δυσκαµψία του
κατακόρυφου στοιχείου λήφθηκε αυτή που προκύπτει ως το πηλίκο της στρεπτικής ροπής
ορόφου προς την σχετική στροφή διαδοχικών ορόφων από ελαστική ανάλυση µε
επιβεβληµένες ροπές ορόφων (περί άξονα Υ) ανάλογες των µαζών των κόµβων µε
ανεστραµµένη τριγωνική κατανοµή καθ’ ύψος της πλήρους κατασκευής:
.
..,
ορ
ορορ θ∆
=M
Kt (7.2)
Ως ροπή διαρροής στο άκρο του κατακόρυφου στοιχείου ορόφου λήφθηκε το
άθροισµα των ροπών διαρροής στο αντίστοιχο άκρο (άνω ή κάτω) των κατακόρυφων
στοιχείων ορόφου, όπου ως ροπή διαρροής υποστυλώµατος θεωρείται το ελάχιστο µεταξύ
319
της ροπής διαρροής υποστυλώµατος και του γινοµένου της τέµνουσας αντοχής (κατά τις
εξ. (3.17) έως (3.22) κατά περίπτωση) επί το µήκος διάτµησης:
( )∑=n
i,si,Ri,y. LV,MminR ορ (7.3)
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η µεταφορική µάζα ορόφου λήφθηκε ίση µε το άθροισµα
των συγκεντρωµένων µαζών των κόµβων ορόφου:
∑=n
imM .ορ (7.4)
ενώ η στροφική ροπή αδρανείας µάζας περί κατακόρυφο στοιχείο Υ προκύπτει µε άθροιση
των επικοµβίων µαζών του ορόφου επί το τετράγωνο της απόστασής τους από το κέντρο
µάζας ορόφου:
∑ ⋅=n
ii mrI 2Yθ (7.5)
Για την προσοµοίωση της στατικής εκκεντρότητας και την ανάλυση της στρεπτικής
απόκρισης της πλήρους κατασκευής, η µάζες των ορόφων τοποθετήθηκαν έκκεντρα ως
προς τα κατακόρυφα στοιχεία. Εξετάστηκαν δύο από τις περιπτώσεις εκκεντρότητας οι
οποίες ορίζονται στην παράγραφο 4.3.2, µε στόχο την διερεύνηση του βαθµού της
επιρροής κάθε µίας από αυτές στη συµπεριφορά της κατασκευής:
• Η εκκεντρότητα να ισούται µε την απόσταση του κέντρου µάζας από το «κέντρο
δυσκαµψίας», οι συντεταγµένες του οποίου δίνονται από την εξ. (4.1) µε
θεώρηση τεµνουσών δυσκαµψιών στη διαρροή,
• Η εκκεντρότητα να ισούται µε την απόσταση του κέντρου µάζας από τον «πόλο
στροφής», που είναι το γεωµετρικό κέντρο στροφής ορόφου από τρισδιάστατη
στατική ανάλυση του κτιρίου, για φόρτιση µε στρεπτικές ροπές ορόφων µε
αντεστραµµένη τριγωνική κατανοµή καθ’ ύψος.
Επισηµαίνεται ότι το κατακόρυφο στοιχείο κάθε ορόφου θεωρείται ότι έχει
διγραµµική συµπεριφορά σε µονοτονική φόρτιση, µε δύναµη διαρροής κατά την εξ. (7.3).
Στην περίπτωση του πλήρους προσοµοιώµατος, ειδικά εάν η κατασκευή διαθέτει
κατακόρυφα στοιχεία που γενικά έχουν πολύ διαφορετικές ιδιότητες διαρροής, µε κάποια
320
να είναι πολύ πιο ισχυρά/δύσκαµπτα από κάποια άλλα, είναι πολύ πιθανό η διαρροή του
ορόφου να ξεκινήσει από τα στοιχεία ορόφου που έχουν τη µικρότερη µετακίνηση
διαρροής και να επεκταθεί στα υπόλοιπα. Το απλό προσοµοίωµα δεν µπορεί να
αναπαράγει αυτή τη συµπεριφορά, καθώς για να µπει στην ανελαστική περιοχή της
συµπεριφοράς πρέπει να ξεπεραστεί η αντοχή διαρροής του κατακόρυφου στοιχείου (που
είναι το άθροισµα των αντοχών διαρροής των υποστυλωµάτων ορόφου), που σηµαίνει πως
στην πλήρη κατασκευή πρέπει να συµβεί διαρροή όλων των υποστυλωµάτων ορόφου,
γεγονός που στην πράξη σπάνια συµβαίνει.
Έτσι λοιπόν σπάνια το κατακόρυφο στοιχείο ορόφου εισέρχεται στον
µετελαστικό κλάδο της απόκρισης και τα κατακόρυφα στοιχεία στην ουσία λειτουργούν
ελαστικά. Παρόλο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως µια τέτοια θεώρηση δεν µπορεί να
οδηγήσει σε ρεαλιστικά αποτελέσµατα, τα αποτελέσµατα έδειξαν το αντίθετο. Αυτό
οφείλεται στο γεγονός πως, παρά τις διαρροές επιµέρους στοιχείων κατά τη διάρκεια της
ανάλυσης, δεν συµβαίνει συνολική διαρροή ορόφων. Έτσι η συµπεριφορά του πλήρους
προσοµοιώµατος για τις κατασκευές και τις σεισµικές διεγέρσεις που εξετάστηκαν
βρέθηκε ότι προσεγγίζεται ικανοποιητικά µε τα κατακόρυφα στοιχεία του απλού
προσοµοιώµατος να παραµένουν πρακτικώς ελαστικά.
7.3 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ - ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Κατασκευάστηκαν απλά προσοµοιώµατα για τις κατασκευές που παρουσιάστηκαν
στην παρούσα διατριβή, εκτός του ∆ηµοτικού Θεάτρου Αργοστολίου «Ο Κέφαλος», το
δοµικό σύστηµα του οποίου δεν διαθέτει ξεκάθαρα διαφράγµατα – ορόφους.
Τα διαγράµµατα που παρουσιάζονται στα σχήµατα 7.1-7.19 που ακολουθούν είναι οι
χρονοϊστορίες µετακινήσεων και στροφών των κέντρων µάζας των δύο εκδοχών των
απλών προσοµοιωµάτων των κατασκευών (µε βάση την εκκεντρότητα του «κέντρου
δυσκαµψίας», που σηµειώνεται στα υποµνήµατα των διαγραµµάτων ως “simple CS” ή του
«πόλου στροφής», που σηµειώνεται ως “simple pole”) σε σύγκριση µε τις µετακινήσεις
και στροφές των κέντρων µάζας ορόφων των προσοµοιωµάτων των πλήρων κατασκευών,
αλλά και µε τις πειραµατικά µετρηµένες µετακινήσεις και στροφές των κέντρων µάζας
ορόφων των κατασκευών, στις περιπτώσεις που αυτές είναι διαθέσιµες.
321
Σχήµα 7.1 Τριώροφο κτίριο SPEAR: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος και πειραµατικών αποτελεσµάτων (Ισόγειο)
Σχήµα 7.2 Τριώροφο κτίριο SPEAR: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος και πειραµατικών αποτελεσµάτων (1ος όροφος)
322
Σχήµα 7.3 Τριώροφο κτίριο SPEAR: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος και πειραµατικών αποτελεσµάτων (2ος όροφος)
Σχήµα 7.4 Τριώροφο κτίριο SPEAR ενισχυµένο µε FRPs: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος και πειραµατικών αποτελεσµάτων (Ισόγειο)
323
Σχήµα 7.5 Τριώροφο κτίριο SPEAR ενισχυµένο µε FRPs: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος και πειραµατικών αποτελεσµάτων (1ος όροφος)
Σχήµα 7.6 Τριώροφο κτίριο SPEAR ενισχυµένο µε FRPs: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος και πειραµατικών αποτελεσµάτων (2ος όροφος)
324
Σχήµα 7.7 Τριώροφο κτίριο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες Ο.Σ.: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος και πειραµατικών αποτελεσµάτων (Ισόγειο)
Σχήµα 7.8 Τριώροφο κτίριο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες Ο.Σ.: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος και πειραµατικών αποτελεσµάτων (1ος όροφος)
325
Σχήµα 7.9 Τριώροφο κτίριο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες Ο.Σ.: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος και πειραµατικών αποτελεσµάτων (2ος όροφος)
Σχήµα 7.10 Πολυκατοικία οδών Πίνδου & Γ. Παπανδρέου: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος (Ισόγειο)
326
Σχήµα 7.11 Πολυκατοικία οδών Πίνδου & Γ. Παπανδρέου: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος (1ος όροφος)
Σχήµα 7.12 Πολυκατοικία οδών Πίνδου & Γ. Παπανδρέου: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος (2ος όροφος)
327
Σχήµα 7.13 Πολυκατοικία οδών Πίνδου & Γ. Παπανδρέου: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος (3ος όροφος)
Σχήµα 7.14 Πολυκατοικία οδών Πίνδου & Γ. Παπανδρέου: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος (4ος όροφος)
328
Σχήµα 7.15 Πολυκατοικία οδών Πίνδου & Γ. Παπανδρέου: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος (∆ώµα)
Σχήµα 7.16 ∆ιώροφο κτίριο Εργαστηρίου Κατασκευών: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος (Ισόγειο)
329
Σχήµα 7.17 ∆ιώροφο κτίριο Εργαστηρίου Κατασκευών: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος (Όροφος)
Σχήµα 7.18 ∆ιώροφο κτίριο Εργαστηρίου Κατασκευών ενισχυµένο µε µανδύες Ο.Σ.: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος (Ισόγειο)
330
Σχήµα 7.19 ∆ιώροφο κτίριο Εργαστηρίου Κατασκευών ενισχυµένο µε µανδύες Ο.Σ.: Σύγκριση απλού και πλήρους προσοµοιώµατος (Όροφος)
Από τα αποτελέσµατα φαίνεται ότι, για όλες τις κατασκευές, η θεώρηση του απλού
προσοµοιώµατος µε εκκεντρότητα της δυσκαµψίας ως προς τη µάζα αυτή του «πόλου
στροφής» δίνει πολύ καλή συµφωνία µε το σύνθετο προσοµοίωµα της πλήρους
κατασκευής, τόσο σε επίπεδο πρόβλεψης µεγίστων µετακινήσεων, όσο και σε επίπεδο
κυµατοµορφής των µετακινήσεων αυτών, σε αντίθεση µε τη θεώρηση του απλού µοντέλου
µε εκκεντρότητα αυτή του «κέντρου δυσκαµψίας». Συνεπώς ο «πόλος στροφής», και όχι
το κέντρο της δυσκαµψίας, είναι η παράµετρος που καθορίζει τη στρεπτική απόκριση µη-
κανονικών σε κάτοψη κτιρίων οπλισµένου σκυροδέµατος, πράγµα που επιβεβαιώνει την
υπόθεση της παραγράφου 4.3.2.
Σηµειώνεται ότι τα απλά προσοµοιώµατα των κατασκευών, ιδίως αυτά που
κατασκευάστηκαν µε τη θεώρηση της εκκεντρότητας του «πόλου στροφής» αναπαράγουν
εξαιρετικά και τα δυναµικά χαρακτηριστικά των κατασκευών. Οι ιδιοµορφικές δυναµικές
αναλύσεις τους έδωσαν, µε πολύ µικρή απόκλιση, τις ίδιες ιδιοπεριόδους, ιδιοµορφές και
ποσοστά ιδιοµορφικών µαζών, µε τα προσοµοιώµατα των πλήρων κατασκευών.
331
7.4 ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΤΑΤΙΚΩΝ ΕΚΚΕΝΤΡΟΤΗΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ
Για να γίνει σχετική σύγκριση µεταξύ των στατικών εκκεντροτήτων των
κατασκευών που πραγµατεύεται η παρούσα διατριβή, δεν µπορεί να χρησιµοποιηθεί απλά
η τιµή της στατικής εκκεντρότητας. Αυτή, είτε υπολογισµένη ως το «κέντρο δυσκαµψίας»
είτε ως ο «πόλος στροφής», από µόνη της δεν δίνει επαρκή πληροφορία για το σχετικό
µέγεθος της και την επιρροή της στην απόκριση της κατασκευής. Εξάλλου είναι σχεδόν
προφανές ότι η επιρροή της στατικής εκκεντρότητας είναι και ανάλογη των διαστάσεων σε
κάτοψη της κατασκευής, όσο και της κατανοµής των µαζών ορόφου. Γι αυτό ως µέτρο
σύγκρισης µεταξύ των στατικών εκκεντροτήτων των διάφορων κατασκευών, ελήφθη το
πηλίκο της στατικής εκκεντρότητας προς την ακτίνα αδράνειας του διαφράγµατος , που
ισούται µε την τετραγωνική ρίζα του πηλίκου της στροφικής ροπής αδρανείας περί
κατακόρυφο άξονα, Ι
S
θY, προς τη µάζα ορόφου:
mI Y
Sθ= (7.6)
Τα αποτελέσµατα της σύγκρισης των στατικών εκκεντροτήτων των κατασκευών
παρουσιάζονται στον πίνακα 7.1. Από αυτά φαίνεται ότι η κατασκευή µε τις πιο δυσµενείς
για την απόκρισή της στατικές εκκεντρότητες είναι η πολυκατοικία επί των οδών Πίνδου
και Γ. Παπανδρέου στη Νέα Φιλαδέλφεια, η οποία κατέρρευσε κατά το σεισµό της
Αθήνας. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κατασκευής και συγκεκριµένα η
παρουσία του πολύ δύσκαµπτου τοιχώµατος του ανελκυστήρα, καθώς και τα
χαρακτηριστικά των εδαφικών κινήσεων, τα οποία ήταν τέτοια ώστε να διεγείρουν
ανώτερες ιδιοµορφές της κατασκευής και συγκεκριµένα αυτές που αφορούν σε ταλάντωση
του δώµατος και του κλιµακοστασίου, δεν άφησαν να φανεί σε µεγάλο βαθµό η επιρροή
της εκκεντρότητας αυτής στην απόκριση. Ιδιαίτερα δυσµενείς είναι και οι στατικές
εκκεντρότητες του διώροφου κτιρίου του Εργαστηρίου Κατασκευών, οι οποίες µειώνονται
δραστικά µε την ενίσχυση του κτιρίου µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος. Το ίδιο
ισχύει και για το τριώροφο κτίριο του ερευνητικού προγράµµατος SPEAR, στο οποίο µετά
την ενίσχυση οι στατικές εκκεντρότητες και η επιρροή τους στην απόκριση µειώνονται
αισθητά.
332
Πίνακας 7.1 Σύγκριση των στατικών εκκεντροτήτων των κατασκευών
Τριώροφο SPEAR – αρχικό κτίριο χωρίς ενίσχυση
εκκεντρότητα «πόλου στροφής» εκκεντρότητα «κέντρου δυσκαµψίας»
Στάθµη S (m) ex/ S ez/ S ex/ S ez/ S
1 4.85 0.14 0.09 0.18 0.11 2 4.85 0.13 0.09 0.19 0.12 3 4.82 0.13 0.10 0.21 0.14 Τριώροφο SPEAR – ενίσχυση µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος
εκκεντρότητα «πόλου στροφής» εκκεντρότητα «κέντρου δυσκαµψίας»
Στάθµη S (m) ex/ S ez/ S ex/ S ez/ S
1 4.85 0.01 0.13 0.01 0.18
2 4.86 0.01 0.09 0.02 0.18
3 4.83 0.01 0.08 0.02 0.19
Πολυκατοικία επί των οδών Πίνδου και Γ. Παπανδρέου
εκκεντρότητα «πόλου στροφής» εκκεντρότητα «κέντρου δυσκαµψίας»
Στάθµη S (m) ex/ S ez/ S ex/ S ez/ S
1 11.36 0.56 0.16 0.42 0.18 2 11.12 0.37 0.15 0.48 0.24 3 11.53 0.24 0.08 0.51 0.26 4 11.54 0.21 0.05 0.53 0.27 5 10.99 0.23 0.09 0.51 0.32 6 5.71 0.22 0.16 0.36 0.74 7 2.28 0.11 0.48 0.04 0.01 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών – αρχικό κτίριο χωρίς ενίσχυση
εκκεντρότητα «πόλου στροφής» εκκεντρότητα «κέντρου δυσκαµψίας»
Στάθµη S (m) ez/ S ez/ S
1 2.33 0.38 0.42 2 2.33 0.36 0.44 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών – ενίσχυση µε µανδύες οπλ. σκυροδέµατος
εκκεντρότητα «πόλου στροφής» εκκεντρότητα «κέντρου δυσκαµψίας»
Στάθµη S (m) ez/ S ez/ S
1 2.33 0.05 0.03 2 2.33 0.05 0.04
333
8. ΣΕΙΣΜΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΣΕ ΠΙΘΑΝΟΤΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ
8.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στο παρόν κεφάλαιο γίνεται προσπάθεια αποτίµησης της σεισµικής ασφάλειας (ή
τρωτότητας) µη κανονικών σε κάτοψη κτιρίων σε όρους πιθανοτήτων και πιο ειδικότερα
σε όρους µέσου ετήσιου ρυθµού υπέρβασης µιας συγκεκριµένης Οριακής Κατάστασης
(Limit State, LS) στο µέλος ή την περιοχή µέλους (π.χ. άκρο) i ενός δοµήµατος, λLs,i.
Ο υπολογισµός του λLs,i έχει δύο σκέλη: αυτό της σεισµικής δράσης και αυτό της
απόκρισης του δοµήµατος σ’ αυτήν:
• Το σκέλος της σεισµικής δράσης συνίσταται στον υπολογισµό του µέσου ετήσιου
ρυθµού υπέρβασης ενός µεγέθους σεισµικής έντασης, ΙΜ (intensity measure), στη
θέση του δοµήµατος, ως συνάρτηση του ΙΜ, λΙΜ(ΙΜ). Αυτό επιτυγχάνεται µέσω
συµβατικής ανάλυσης σεισµικής επικινδυνότητας σε όρους του υπόψη µεγέθους
σεισµικής έντασης, ΙΜ.
• Το σκέλος της σεισµικής απόκρισης σε σεισµικής δράσης δεδοµένης έντασης ΙΜ
περιλαµβάνει:
o τον καθορισµό των µεγεθών απόκρισης του δοµήµατος σε τοπικό επίπεδο
δοµικών µελών ή περιοχών τους, i, ως συνάρτηση του ΙΜ, και
o τον καθορισµό της πιθανότητας υπέρβασης της υπόψη οριακής
κατάστασης, LS, στο µέλος (ή περιοχή µέλους) i για δεδοµένο µέγεθος
τοπικής απόκρισης, DMi (damage measure)
Ο υπολογισµός του ετήσιου ρυθµού υπέρβασης της οριακής κατάστασης LS στο
µέλος (ή περιοχή µέλους) i , λLs,i , γίνεται µε βάση τη µεθοδολογία που προτάθηκε από τον
C.A. Cornell (π.χ. Cornell, 1996, Cornell 2000), µετά από επέκταση και προσαρµογής της
για τις απαιτήσεις των συγκεκριµένων εφαρµογών µη-κανονικών σε κάτοψη κτιρίων στο
χώρο.
Υπενθυµίζεται ότι από το µέσο ετήσιο ρυθµό υπέρβασης της οριακής κατάστασης
LS στο µέλος i, λLs,i προκύπτει η πιθανότητα υπέρβασης της οριακής αυτής κατάστασης σε
διάρκεια ΤL ετών, ως εξής:
PLS,TL = exp(-λLS,iTL) (8.1)
334
Η ανάλυση σεισµικής επικινδυνότητας γίνεται σε όρους ελαστικής φασµατικής
µετακίνησης, Sd, για απόσβεση 5%, ως συνάρτηση της ιδιοπεριόδου, Τ, του µονοβάθµιου
συστήµατος. Η ανάλυση σεισµικής επικινδυνότητας στα πλαίσια της παρούσας έρευνας
καλύπτει όλο τον Ελληνικό χώρο. Όµως η εφαρµογή της γίνεται υποθέτοντας ότι το κτίριο
που µας ενδιαφέρει βρίσκεται στην Πάτρα. Επιπλέον, η µεθοδολογία του παρόντος
Κεφαλαίου εφαρµόζεται στο τριόροφο κτίριο του ερευνητικού προγράµµατος SPEAR που
δοκιµάσθηκε ψευδοδυναµικά στο Εργαστήριο ELSA στην Ispra, στην αρχική του
κατάστασή του (χωρίς ενίσχυση).
Στη συνέχεια, στο υποκεφάλαιο 8.2 περιγράφεται το γενικό πλαίσιο της
µεθοδολογίας Cornell, στα πλαίσια της παρούσας έρευνας. Στο Υποκεφάλαιο 8.3
περιγράφεται η µεθοδολογία ανάλυσης σεισµικής επικινδυνότητας και τα δεδοµένα για
την εφαρµογή της, και δίνονται αποτελέσµατα για την Πάτρα. Τέλος, στο Υποκεφάλαιο
8.4 γίνεται η εφαρµογή της µεθοδολογίας και δίνονται τα αποτελέσµατα και οι
παρατηρήσεις από την εφαρµογή αυτή.
8.2 ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΤΗΣΙΟΥ ΡΥΘΜΟΥ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ
ΟΡΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ.
8.2.1 Περιληπτική παρουσίαση της Μεθοδολογίας Cornell.
Η παρουσίαση της µεθοδολογίας Cornell γίνεται µε ελεύθερο τρόπο και
διαφορετικούς όρους, συµβολισµούς, κλπ. σε σύγκριση µε τις βασικές αναφορές (Cornell
1996, Cornell 2000).
Όταν ο µέσος ετήσιος ρυθµός υπέρβασης µιας οριακής κατάστασης, LS, έχει τιµές
αρκετά µικρότερες του 1, τότε ισούται κατά πολύ καλή προσέγγιση µε την πιθανότητα ότι
η ικανότητα ή “προσφορά”, Ci, της οριακής αυτής κατάστασης θα ξεπερασθεί από τη
µέγιστη τιµή της αντίστοιχης “ζήτησης”, Di, στη διάρκεια ενός έτους. Με εφαρµογή του
θεωρήµατος της ολικής πιθανότητας, είναι:
λLS = P[Ci < Di] = [ ] [ ] id iii dDdDdDdPdCP∫ +≤<< (8.2)
H “ζήτηση” Di θεωρείται ότι συνδέεται µε το µέγεθος σεισµικής έντασης ως:
335
Di = αi [IM]bi εDi (8.3)
Ο εκθέτης bi έχει τιµές γύρω στο 1. Αν η “ικανότητα” και η “ζήτηση” εκφράζονται
σε όρους δυνάµεων και η ζήτηση οφείλεται αποκλειστικά στη σεισµική δράση, η τιµή bi=1
σηµαίνει πλήρως ελαστική συµπεριφορά. Αν η “ικανότητα” και η “ζήτηση” εκφράζονται
σε όρους παραµορφώσεων και η ζήτηση οφείλεται αποκλειστικά στη σεισµική δράση,
τότε bi =1 σηµαίνει ισχύ του “κανόνα ίσων µετακινήσεων”.
Ο συντελεστής εDi στην εξ. (8.3) είναι τυχαία µεταβλητή µε λογοκανονική κατανοµή.
Ο διάµεσός της ισούται µε 1 (που σηµαίνει ότι και ο διάµεσος του Di για δεδοµένο ΙΜ
ισούται µε αi(ΙΜ)bi) . Η τυπική απόκλιση του lnεDi συµβολίζεται µε σlnDi και εκφράζει τη
διασπορά της “ζήτησης” στο µέλος (ή περιοχή µέλους) i για διάφορες σεισµικές δράσεις
που έχουν όλες την ίδια τιµή µεγέθους ΙΜ.
Αντικατάσταση του Di συναρτήσει του ΙΜ στην εξ. (8.2) επιτρέπει έκφραση του
όρου P[ ] και του dDii dDdDd +≤< i συναρτήσει της συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας
της µέγιστης τιµής του µεγέθους έντασης ΙΜ σε ένα χρόνο και του d(IM). Η συνάρτηση
πυκνότητας πιθανότητας της µεγίστης τιµής του ΙΜ σε ένα χρόνο ισούται µε την
παράγωγο της σωρευτικής συνάρτησης πιθανότητάς του, δηλ. µε την απόλυτη τιµή της
παραγώγου της συµπληρωµατικής της συνάρτησης. ∆εδοµένου ότι αυτή η τελευταία
συνάρτηση εκφράζει την πιθανότητα ότι η µέγιστη τιµή του ΙΜ θα ξεπεράσει µία
ορισµένη τιµή, και η πιθανότητα αυτή είναι µικρή, η εν λόγω συνάρτηση ισούται µε το
µέσο ετήσιο ρυθµό υπέρβασης του µεγέθους ΙΜ ως συνάρτηση του ΙΜ. Αυτό είναι
ακριβώς και το προϊόν µιας συνήθους – συµβατικής – ανάλυσης σεισµικής
επικινδυνότητας για το µέγεθος ΙΜ. Τα αποτέλεσµα της ανάλυσης αυτής εκφράζεται
συνήθως µε τη µορφή:
λΙΜ = kο(ΙΜ)-k (8.4)
όπου λΙΜ είναι ο µέσος ετήσιος ρυθµός υπέρβασης της τιµής ΙΜ. Σηµειώνεται ότι εν γένει
οι συντελεστές kο και k δεν είναι σταθεροί αλλά µεταβάλλονται µε το ΙΜ. Έτσι η
P[ ] εκφράζεται συναρτήσει της παραγώγου dλii dDdDd +≤< IM/d(IM) από την εξ. (8.4).
Η ικανότητα (ή “προσφορά”) Ci είναι επίσης τυχαία µεταβλητή:
Ci = CmiεCi (8.5)
336
όπου Cmi η διάµεση τιµή της και εCi τυχαία µεταβλητή µε λογοκανονική κατανοµή και
τυπική απόκλιση λογαρίθµού σlnεc.
Μετά την αντικατάσταση των τυχαίων µεταβλητών από τις εξ. (8.3)-(8.5) στην εξ.
(8.2) και τις ολοκληρώσεις, προκύπτει κατά Cornell (1996, 2000) η εξής απλή σχέση:
λLS,i = λIM(IMCmi) exp (⎥⎥⎦
⎤
⎢⎢⎣
⎡+⎟⎟
⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛ 2ln
2
21
Cε2lnDi
ibk σσ ) (8.6)
όπου IMCmi είναι εκείνη η τιµή του ΙΜ που αντιστοιχεί σε Di = Cmi, δηλαδή σε διάµεσο της
“ζήτησης” σε επίπεδο µέλους (ή “περιοχής”) i ίση µε τον αντίστοιχο διάµεσο της
“ικανότητας”
8.2.2 Η εφαρµογή της µεθοδολογίας Cornell στο 3-οροφο κτίριο που δοκιµάσθηκε
στο Εργαστήριο ELSA
Η µεθοδολογία Cornell εφαρµόσθηκε στο 3-οροφο κτίριο που δοκιµάσθηκε
ψευδοδυναµικά στο εργαστήριο ELSA στην Ispra στην αρχική του µορφή (δηλαδή τη µη-
ενισχυµένη), υποθέτοντας ότι το κτίριο βρίσκεται στην Πάτρα. Ως οριακή κατάσταση-
στόχος για την εφαρµογή ελήφθη:
• η εξάντληση της παραµόρφωσης (γωνιακής στροφής χορδής) στην καµπτική
αστοχία στο άκρο µέλους, θu, ή
• η εξάντληση της διατµητικής αντοχής στην πλαστική άρθρωση στο άκρο µέλους,
όπως αυτή µειώνεται µε το µέγεθος των ανακυκλιζόµενων ανελαστικών
παραµορφώσεων της πλαστικής άρθρωσης, VR(µθ)
όποια από τις δύο οριακές καταστάσεις συµβεί πρώτη.
Οι διάµεσες τιµές της ικανότητας (“προσφοράς”) για τους δύο ανωτέρω
µηχανισµούς, θum και VRm , αντίστοιχα, έχουν προκύψει µε βάση το κριτήριο της κατά
20% (τουλάχιστον) µείωση της αντίστασης (σε κάµψη ή διάτµηση αντίστοιχα) σε σχέση
µε τη µέγιστη προγενέστερη τιµή της αντίστασης (στο πείραµα ή στην πραγµατική
σεισµική απόκριση). Η υπέρβαση τους σηµαίνει πιθανότητα 50% να µειωθεί σύντοµα η
φέρουσα ικανότητα του µέλους έναντι των δυνάµεων που προκαλεί η σεισµική δράση, σε
στάθµη που πλησιάζει την πλήρη απώλεια του συγκεκριµένου µέλους στο δοµικό
337
σύστηµα. Όµως, αυτή η οριακή κατάσταση δεν σηµαίνει απαραίτητα µερική κατάρρευση
του δοµικού συστήµατος. Το ενδεχόµενο τέτοιας κατάρρευσης εξαρτάται από τη µορφή
του δοµικού συστήµατος, τη δυνατότητα των στοιχείων που φθάνουν την οριακή
κατάσταση έναντι σεισµικών δράσεων να εξακολουθούν να φέρουν τις κατακόρυφες
δράσεις (βαρύτητας) ή µέρος τους, καθώς και από τη δυνατότητα ανακατανοµής των
κατακόρυφων δράσεων προς άλλα τα µέλη του δοµικού συστήµατος. Για κάθε µία από τις
δύο ανωτέρω οριακές καταστάσεις (1 ή 2), η πραγµατική ικανότητα (“προσφορά”) είναι
τυχαία µεταβλητή:
θu = θum εθ (8.7α)
VR = VRm εν (8.7β)
Όπου οι όροι εθ και εν είναι τυχαίες µεταβλητές, µε λογοκανονική κατανοµή και
τυπική απόκλιση του φυσικού λογαρίθµου:
σlnεθ = 0.38 (8.8α)
σlnεν = 0.14 (8.8β)
Έγιναν µη-γραµµικές δυναµικές αναλύσεις του 3-όροφου κτιρίου για σεισµική
δράση (µε δύο ταυτόχρονες οριζόντιες συνιστώσες) σύµφωνη µε το φάσµα Τύπου Ι του
ΕC8 για Κατηγορία εδάφους C, και συγκεκριµένα µε τα 56 εναλλακτικά ζεύγη
συνιστωσών που παρουσιάστηκαν στην παράγραφο 4.2 και χρησιµοποιήθηκαν και στα
Κεφάλαια 4 και 5. Έγιναν 5 δέσµες µη-γραµµικών δυναµικών αναλύσεων για τους 56
συνδυασµούς οριζοντίων συνιστωσών. Οι δέσµες αυτές αντιστοιχούσαν σε µέγιστη (στην
ουσία ενεργό) επιτάχυνση του εδάφους 0.10g, 0.15g, 0.20g, 0.25g ή 0.3g και στις δύο
οριζόντιες διευθύνσεις. Για κάθε σειρά αναλύσεων υπολογίσθηκαν τα στατιστικά στοιχεία
του δείκτη βλάβης στο άκρο κάθε µέλους για τις δύο οριακές καταστάσεις: (εξάντληση της
διάµεσης τιµής της γωνίας στροφής χορδής αστοχίας, θum, ή της διάµεσης τιµής της
διατµητικής αντοχής). Συγκεκριµένα υπολογίσθηκαν ο µέσος όρος, ο διάµεσος και ο
συντελεστής µεταβλητότητας (CoV) του δείκτη βλάβης DI για τα 56 ζεύγη
επιταχυνσιογραφηµάτων της δέσµης.
338
Στη συνέχεια για κάθε άκρο µέλους i και οριακή κατάσταση (σε κάµψη, ή σε
διάτµηση), βρέθηκαν οι δύο διαδοχικές στάθµες µέγιστης εδαφικής επιτάχυνσης που
προκαλούν διάµεση τιµή του δείκτη βλάβης, DIi1 <1 και DIi2 > 1. Έστω ΙΜi1 και ΙΜi2 οι
τιµές της µεγέθους σεισµικής έντασης για αυτές τις δύο στάθµες µέγιστης εδαφικής
επιτάχυνσης. Με βάση τις τιµές των DIi1, DIi2, ΙΜi1, ΙΜi2 και την εξ. (8.3) υπολογίζονται:
• η τιµή του εκθέτη bi της εξ. (8.3) για το συγκεκριµένο µέλος και οριακή
κατάσταση:
bi = ln(ΙΜi2 /ΙΜi1)/ ln(DIi1 / DIi2) (8.9)
• η τιµή του ΙΜi που αντιστοιχεί σε διάµεση τιµή του DIi =1:
ΙΜi = [DIi(1 ή 2) ]1/bi / ΙΜi,(1 ή 2) (8.10)
Επίσης, µε γραµµική παρεµβολή µεταξύ των τιµών του συντελεστή µεταβλητότητας
του δείκτη βλάβης τις δύο στάθµες 1 και 2 της σεισµικής δράσης, υπολογίζεται η τιµή που
αντιστοιχεί στην ενδιάµεση στάθµη ΙΜi της εξ. (8.10). Αυτή η τιµή χρησιµοποιείται ως
σlnDi στην εξ. (8.6).
Επειδή το κτίριο είναι στο χώρο και ενδιαφέρει η απόκρισή του στις δύο
ταυτόχρονες συνιστώσες της σεισµικής δράσης, ως µέγεθος της έντασης της σεισµικής
δράσης λαµβάνεται η ελαστική φασµατική µετακίνηση (µε απόσβεση 5%) Sd, στο µέσο
όρο των δύο κατώτερων ιδιοµορφών του, Τ1-2. Οι ιδιοµορφές αυτές είναι κυρίως
µεταφορικές στις εξής δύο κύριες οριζόντιες διευθύνσεις Χ και Ζ, µε συµµετέχουσα µάζα
στις δύο αυτές διευθύνσεις:
• η 1η ιδιοµορφή: Τ1=1.46sec, mx1=51.1%, mz1=12.3%
• η 2η ιδιοµορφή: T2=1.35sec, mx2=32.1%, mz2=39.6%
∆ηλαδή οι δύο µαζί αντιστοιχούν στο 83.2% και στο 51.9% της συνολικής µάζας του
κτιρίου στις δύο οριζόντιες διευθύνσεις Χ και Ζ.
Από τις αναλύσεις σεισµικής επικινδυνότητας έχει υπολογισθεί ο µέσος ετήσιος
ρυθµός υπέρβασης της τιµής του ΙΜ = Sd(T) σε έδαφος τύπου C (σκληρό) για διάφορες
διακριτές τιµές της ιδιοπεριόδου Τ. Με γραµµική παρεµβολή µεταξύ γειτονικών διακριτών
τιµών της ιδιοπεριόδου, υπολογίζεται η τιµή του µέσου ετήσιου ρυθµού υπέρβασης του
(ΙΜ) = Sd(T) λsd(ΙΜ) στη µέση τιµή των δύο κατωτέρων ιδιοπεριόδων του κτιρίου, T=Τ1-2.
339
Στη συνέχεια υπολογίζεται η κλίση k της καµπύλης του ετήσιου ρυθµού, αν αυτή έχει
τοπικά τη µορφή της εξ. (8.4).
Επειδή τα kο και k δεν έχουν σταθερές τιµές αλλά είναι συναρτήσεις του ΙΜ,
υπολογίζεται η τιµή του k σε µία σειρά διακριτών τιµών του ΙΜ (δείκτης = j) µε κεντρική
διαφορά σε διάγραµµα log-log:
k(ΙΜj) = ln[λsd(ΙΜj+1)/ λsd(ΙΜj-1)]/ ln(ΙΜj+1/ ΙΜj-1) (8.11)
Προκύπτει έτσι ένα διάγραµµα της τιµής του k στην περίοδο Τ1-2 ως συνάρτηση του ΙΜ.
Με γραµµική παρεµβολή στο διάγραµµα αυτό καθορίζεται η τιµή του k που αντιστοιχεί
στο ΙΜi της εξ. (8.10).
Τελικώς έχουν καθορισθεί όλα τα απαιτούµενα στοιχεία για τον υπολογισµό του λLSi
κατά την εξ. (8.6):
λLSi = λSd (ΙΜi) exp ( )[⎥⎥⎦
⎤
⎢⎢⎣
⎡+⎟⎟
⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛ 2ln
22
.21
Cii
i CoVbk
σ ] (8.12)
όπου σlnC είναι η τιµή από τις εξ. (8.8α) ή (8.8β), ανάλογα µε την οριακή κατάσταση που
εξετάζεται στο µέλος i ή περιοχή.
8.3 ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΕΠΙΚΙΝ∆ΥΝΟΤΗΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΑ
8.3.1 Εισαγωγή
Έγινε Ανάλυση Σεισµικής Επικινδυνότητας για την Πάτρα, µε βάση τα καθιερωµένα
στοιχεία τέτοιων Αναλύσεων (Cornell and Merz, 1975):
• ∆ιδιάστατες (σε αντίθεση µε τις σηµειακές ή γραµµικές) σεισµικές πηγές, που
καθορίζονται µε βάση στατιστικά στοιχεία σε συνδυασµό µε τα σεισµοτεκτονικά
χαρακτηριστικά του Ελληνικού χώρου.
• Την υπόθεση της διαδικασίας Poisson στο χρόνο για του κύριους σεισµούς πάνω
από ένα ελάχιστο µέγεθος Μ0 που µας ενδιαφέρει,
• Σχέσεις απόσβεσης του εύρους της εδαφικής κίνησης µε την απόσταση από την
πηγή εκλύσεως της σεισµικής ενέργειας, οι οποίες είναι ανεξάρτητες του
340
αζιµούθιου και αγνοούν την κατευθυντικότητα της διάδοσης της σεισµικής
ενέργειας, κ.λ.π.
Η ανάλυση σεισµικής επικινδυνότητας λαµβάνει, επιπρόσθετα υπόψη στατιστική ή
υποκειµενική αβεβαιότητα ως προς τη θέση των ορίων των διδιάστατων σεισµικών πηγών,
ως προς την τιµή των παραµέτρων της σχέσης Μεγέθους Μ-συχνότητας επανάληψης των
σεισµών Ν, ως προς τη σχέση απόσβεσης του µεγίστου εύρους της εδαφικής κίνησης µε
την απόσταση, κ.λ.π.
Το πρώτο αποτέλεσµα τη ανάλυσης είναι η βέλτιστη εκτίµηση του µέσου ετήσιου
ρυθµού υπέρβασης της τιµής της Ελαστικής Φασµατικής Επιτάχυνσης ή Μετακίνησης,
S(T), ως συνάρτηση της ιδιοπεριόδου Τ και για συγκεκριµένη τιµή του συντελεστή
απόσβεσης ζ = 5%, αντί της τιµής της µέγιστης εδαφικής επιτάχυνσης, ag.
8.3.2 Στοιχεία της Μεθόδου Ανάλυσης Σεισµικής Επικινδυνότητας
8.3.2.1 Σεισµικές πηγές
Η µέθοδος Ανάλυσης Σεισµικής Επικινδυνότητας χρησιµοποιεί µόνο διδιάστατες
σεισµικές πηγές. Γραµµικές σεισµικές πηγές δεν περιλαµβάνονται στην ανάλυση, πρώτον
επειδή στον ευρύτερο Ελληνικό γεωγραφικό χώρο δεν υπάρχουν σηµαντικά σαφώς
καθορισµένα γραµµικά ρήγµατα, αλλά περιοχές µε σχετικά οµοιόµορφη σεισµικότητα και
ρηξιγενή δράση, και δεύτερον επειδή η θεώρηση διδιάσταστων σεισµικών πηγών είναι
ασύµβατη µε τη θεώρηση στατιστικής αβεβαιότητας στη γεωµετρία, δηλ. στα γεωγραφικά
όρια των σεισµικών πηγών (ένα γραµµικό ρήγµα µε αβεβαιότητα στην ακριβή του θέση
µπορεί να προσοµοιωθεί ως διδιάστατη πηγή µε στατιστικά αβέβαια όρια.
Για την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Ελλάδος ορίζονται συνολικά 41
διδιάστατες σεισµικές πηγές παρόµοιες µε αυτές προτείνει ο Παπαζάχος. Οι 6 από τις
πηγές αναφέρονται σε σεισµούς ενδιάµεσου βάθους (70 km < h ≤ 200 km), και οι
υπόλοιπες 35 σε επιφανειακούς σεισµούς (h ≤ 70 km).
Οι διδιάστατες σεισµικές πηγές που χρησιµοποιούνται συνήθως στις Αναλύσεις
Σεισµικής Επικινδυνότητας έχουν οµοιόµορφη σεισµικότητα ανά µονάδα επιφάνειας στο
εσωτερικό τους και σαφώς καθορισµένα όρια. Οι πηγές που χρησιµοποιούνται στην
παρούσα µελέτη έχουν ασαφή όρια: ορίζονται ως τετράπλευρα µε πλευρές που
κυµαίνονται στο διάστηµα µεταξύ δύο τετράπλευρων, ενός εσωτερικού και ενός
εξωτερικού. Κάθε θέση πλευράς µεταξύ των δύο τετραπλεύρων θεωρείται εξίσου πιθανή.
341
Με τη θεώρηση αυτή, η πηγή είναι µαθηµατικά ισοδύναµη µε µία πηγή µε όρια αυτά του
εξωτερικού τετραπλεύρου, αλλά µε σεισµικότητα ανά µονάδα επιφάνειας που είναι
οµοιόµορφη και µέγιστη στο εσωτερικό του κεντρικού τετραπλεύρου της πηγής και
µειώνεται σταδιακά προς το µηδέν προς την περίµετρο του εξωτερικού τετραπλεύρου (βλέπε
σχήµα 8.1).
Ο ορισµός των κορυφών 1234 κάθε τετράπλευρης υποπηγής, καθώς και της
γεωγραφικής θέσης στην οποία θέλουµε να υπολογίσουµε την Σεισµικής Επικινδυνότητα,
γίνεται µέσω των γεωγραφικών συντεταγµένων λ (γεωγραφικό µήκος) και φ (γεωγραφικό
πλάτος). Οι γεωγραφικές συντεταγµένες των κορυφών του εξωτερικού και του εσωτερικού
τετραπλεύρου κάθε µίας από τις 41 σεισµικές πηγές παρουσιάζονται στον Πίνακα 8.1.
Σχήµα 8.1 Γενικό σχήµα διδιάστατης σεισµικής πηγής µε το εξωτερικό και το εσωτερικό τετράπλευρο.
Πίνακας 8.1 Γεωγραφικές συντεταγµένες των κορυφών του εξωτερικού και του εσωτερικού τετραπλεύρου για τις 41 σεισµικές πηγές που ορίσθηκαν στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Ελλάδος.
Εσωτερικό τετράπλευρο Εξωτερικό τετράπλευρο
Πηγή λo φo λo φo
1
19.02
19.80
19.90
19.32
40.06
40.40
42.0
41.55
19.28
19.68
19.66
19.48
40.18
40.36
41.56
41.54
2
19.80
20.30
20.30
19.90
40.40
40.50
42.0
42.0
19.83
20.14
20.25
19.93
40.61
40.65
41.33
41.28
342
Πηγή Εσωτερικό τετράπλευρο Εξωτερικό τετράπλευρο
λo φo λo φo
4
20.30
21.00
19.80
19.20
38.90
38.90
40.40
40.10
20.36
20.85
19.74
19.47
38.93
38.92
40.34
40.28
5
21.20
21.72
20.30
19.80
38.60
38.65
40.50
40.40
21.06
21.30
20.27
19.92
39.00
39.05
40.35
40.26
6
21.35
22.20
20.80
20.30
38.72
38.72
40.50
40.50
21.39
21.96
20.67
20.57
39.00
39.00
40.18
40.15
7
19.92
21.15
21.10
20.26
37.94
38.11
39.00
39.00
20.12
20.90
20.90
20.42
38.10
38.07
38.90
38.90
8
20.60
21.47
21.21
19.90
37.00
37.78
38.25
38.10
20.71
21.30
21.00
20.07
37.42
37.78
38.13
38.00
9
21.40
22.40
22.80
21.35
38.00
38.00
38.60
38.73
21.59
22.40
22.70
21.62
38.22
38.10
38.55
38.55
10
22.85
23.60
22.85
22.36
37.48
38.06
38.68
38.00
22.81
23.32
22.71
22.47
37.77
37.90
38.40
38.12
11
23.45
23.90
23.40
22.68
37.20
37.50
38.00
37.51
23.42
23.67
23.38
22.90
36.92
37.46
37.94
37.60
343
Πηγή Εσωτερικό τετράπλευρο Εξωτερικό τετράπλευρο
λo φo λo φo
13
23.27
23.95
21.45
20.65
35.15
35.70
37.96
37.30
23.30
23.65
21.50
21.00
35.40
35.70
37.63
37.25
14
27.00
28.20
27.60
26.48
34.50
35.50
36.00
35.00
27.40
28.00
27.54
26.71
34.90
35.47
35.88
35.00
15
27.50
30.00
29.65
26.95
34.16
36.10
36.75
34.56
27.34
29.76
29.45
27.15
34.32
36.00
36.40
34.40
16
22.00
28.00
27.15
22.80
34.20
33.54
34.50
34.90
23.70
26.58
27.00
23.10
34.25
34.05
34.42
34.81
17
28.30
29.75
28.50
27.50
35.42
36.70
36.70
36.10
28.00
29.55
28.55
27.99
35.78
36.66
36.66
35.88
18
28.30
29.75
28.50
27.50
35.42
36.70
36.70
36.10
28.00
29.55
28.55
27.90
35.78
36.66
36.66
35.88
19
27.25
28.50
27.47
26.32
35.75
36.70
36.70
36.37
27.46
28.18
27.51
27.18
36.25
36.60
36.63
36.54
20
22.00
23.70
22.95
21.20
38.90
38.90
39.80
39.80
22.20
23.34
23.00
21.45
39.12
39.20
39.66
39.70
344
Πηγή Εσωτερικό τετράπλευρο Εξωτερικό τετράπλευρο
λo φo λo φo
22
23.70
25.00
26.50
25.10
38.90
38.83
40.00
40.10
24.08
24.84
26.16
25.52
39.16
38.90
39.80
40.00
23
24.65
27.56
27.52
26.46
38.43
38.71
39.90
39.90
25.25
27.04
26.99
26.19
38.84
38.89
39.46
39.54
24
27.10
30.00
30.00
27.10
38.90
38.90
40.00
39.95
27.85
29.87
29.82
27.85
39.02
39.02
39.90
39.86
25
23.10
24.38
23.30
22.30
38.16
38.15
38.90
38.90
23.26
23.90
22.97
22.36
38.29
38.32
38.84
38.84
26
25.20
27.50
28.00
24.33
36.20
36.70
37.30
36.80
25.27
27.48
27.91
25.37
36.31
36.74
37.17
36.68
27
27.40
30.00
30.00
28.00
36.65
36.80
37.40
37.35
28.00
29.48
29.48
28.10
36.86
37.02
37.36
37.25
28
26.70
30.00
30.00
25.90
37.30
37.30
38.00
38.00
26.77
30.00
30.00
26.37
37.49
37.49
37.90
37.90
29
25.85
30.00
30.00
25.00
37.95
38.03
38.90
38.84
25.90
28.55
28.55
25.36
38.00
38.10
38.72
38.65
345
Πηγή Εσωτερικό τετράπλευρο Εξωτερικό τετράπλευρο
λo φo λo φo
31
24.00
24.30
22.40
22.18
41.27
40.48
41.60
41.22
23.16
24.00
23.15
22.90
41.55
40.51
41.00
40.88
32
23.95
27.00
27.00
24.20
40.05
39.70
40.80
40.28
24.09
26.45
26.85
24.38
40.20
39.85
40.68
40.37
33
26.79
30.00
30.00
26.85
40.00
40.00
41.30
41.30
27.12
29.82
29.88
27.10
40.14
40.14
41.16
41.16
34
23.81
25.46
25.45
23.80
39.65
39.68
40.06
40.03
24.00
25.36
25.36
24.02
39.68
39.77
39.98
39.98
35
23.63
25.93
25.93
23.00
41.60
41.90
42.40
42.40
23.68
25.14
25.14
23.50
42.03
42.03
42.27
42.27
1'
24.34
22.37
21.70
23.18
36.03
38.92
38.03
35.11
23.53
22.33
22.00
23.22
36.68
38.77
37.83
35.19
2'
26.89
25.14
23.00
25.19
35.40
36.20
35.70
34.54
26.53
25.06
23.62
25.17
35.40
35.92
35.71
34.69
3'
28.85
28.10
26.49
26.55
36.58
36.94
35.86
34.79
28.65
28.00
27.00
26.77
36.54
36.86
36.00
35.10
346
Πηγή Εσωτερικό τετράπλευρο Εξωτερικό τετράπλευρο
λo φo λo φo
5'
26.77
26.22
23.52
25.76
35.64
37.00
36.67
35.56
26.48
25.81
24.38
25.66
35.91
36.76
36.48
35.88
6'
27.58
27.22
26.50
26.38
36.23
36.82
36.73
35.88
27.39
27.11
26.78
26.57
36.28
36.69
36.69
36.34
Σχήµα 8.2: Οι 35 διδιάστατες σεισµικές πηγές επιφανειακών σεισµών (εξωτερικό καιεσωτερικό τετράπλευρο) που ορίσθηκαν στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο τηςΕλλάδος
347
Στα σχήµατα 8.2 και 8.3 φαίνονται οι 41 πηγές που ορίσθηκαν στον ευρύτερο
γεωγραφικό χώρο της Ελλάδος, η κάθε µία µε το κεντρικό και το εξωτερικό της
τετράπλευρο. Τα τετράπλευρα αυτά ορίσθηκαν έτσι ώστε το κεντρικό να συγκεντρώνει το
σηµαντικότερο τµήµα της ιστορικής σεισµικότητας της πηγής και το εξωτερικό να
περικλείει όλα σχεδόν τα επίκεντρα των ιστορικών σεισµών γύρω από το κεντρικό
τετράπλευρο. Το σχήµα 8.2 αναφέρεται σε πηγές επιφανειακών σεισµών, δηλ. µε εστιακά
βάθη µέχρι 70km, (µέση τιµή 27km), και το σχήµα 8.3 σε πηγές σεισµών ενδιαµέσου
βάθους (µέσο εστιακό βάθος 85km για τις πηγές 1’ έως 3’, και 140 km για τις πηγές 4’ έως
6’).
Σχήµα 8.3: Οι 6 διδιάστατες σεισµικές πηγές σεισµών ενδιαµέσου βάθους (εξωτερικό καιεσωτερικό τετράπλευρο) που ορίσθηκαν στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο τηςΕλλάδος
348
8.3.2.2 Σχέση Μεγέθους-Συχνότητας Σεισµών.
Η σχετική συχνότητα σεισµών µε µέγεθος Μ µεγαλύτερο από ένα κάτω όριο Μ0, το
οποίο εδώ λαµβάνεται ίσο µε 5.0 για επιφανειακούς σεισµούς και µε 5.8 για σεισµούς
ενδιαµέσου βάθους, περιγράφεται εδώ από εκθετική πιθανοτική κατανοµή µε πάνω και
κάτω όριο, Μ1 και Μ0 , αντίστοιχα. Η κατανοµή αυτή δίνεται από τη σχέση:
FM (m) = P [Μέγεθος Μ < m] = [1-exp (-β(m-M0))] / [1-exp (-β (Μ1 - Μ0))] (8.13)
Οι παράµετροι της σχέσης αυτής είναι το πάνω όριο µεγέθους, Μ1, και η “κλίση” β.
Οι δύο αυτές παράµετροι λαµβάνονται ως στατιστικά αβέβαιες. Η στατιστική αβεβαιότητα
στο Μ1 λαµβάνεται υπόψη µε θεώρησή του σαν τυχαία µεταβλητή µε πιθανοτική
κατανοµή Βήτα, µεταξύ δύο πάνω και κάτω ορίων, M1a και M1b αντίστοιχα. Η τιµή του
M1b λαµβάνεται ίση µε το µέγιστο ιστορικό Μέγεθος στην υπόψη πηγή, ενώ για το M1a
επιλέγεται µία µεγαλύτερη τιµή, κατ’ εκτίµηση µε βάση το µέγιστο δυνατό µήκος
διάρρηξης ρήγµατος που µπορεί να επηρεάσει την υπόψη σεισµική πηγή. Η µέση τιµή,
Μ1m, της κατανοµής επιλέγεται πλησιέστερα προς το M1b παρά προς το M1a, έτσι ώστε η
κατανοµή του Μ1 να σχηµατίζει ουρά προς τις υψηλές τιµές. Η τυπική απόκλιση
επιλέγεται γύρω στο 0.1, έτσι ώστε ο συντελεστής κύρτωσης να έχει τελικά τιµές γύρω
στο 3.0 και η κατανοµή του Μ1 να έχει ελαφρά κωδωνοειδές σχήµα. Για την επιλογή των
M1a , M1b και M1m λαµβάνονται υπόψην και οι τιµές που προτείνονται για το πάνω όριο
Μ1 παρόµοιων ή παραπλήσιων πηγών από διακεκριµένους σεισµολόγους (Comninakis and
Papazachos, 1982, Papazachos and Papazachos, 1989). Στον Πίνακα 8.2 δίνονται
αναλυτικά οι παράµετροι πιθανοτικής κατανοµής του Μ1 στις 41 πηγές.
Η “κλίση” β της κατανοµής λαµβάνεται επίσης ως τυχαία µεταβλητή. Η µέση τιµή
και η διασπορά της εκτιµήθηκαν µέσω αναλύσεων γραµµικής παλινδρόµησης του φυσικού
λογαρίθµου του αριθµού Ν των σεισµών µε µέγεθος τουλάχιστον ίσο µε Μ, στο Μ. Για το
σκοπό αυτό χρησιµοποιήθηκε το σύνολο των ιστορικών κυρίως σεισµών µε µέγεθος Μ ≥
Μ0 από το 1800 έως το 1980, µετά από συµπλήρωση για πληρότητα του δείγµατος όπως
προτείνεται από τον Παπαζάχο. Έγινε αρχικά µια σειρά από χωριστές αναλύσεις
παλινδρόµησης για κάθε σεισµική πηγή. Στη συνέχεια οι πήγές οµαδοποιήθηκαν σε
οµάδες γεωγραφικά όµορων πηγών µε παρόµοιο εστιακό βάθος. Για κάθε οµάδα πηγών
έγινε η υπόθεση ότι σε κάθε οµάδα η “κλίση” β είναι σταθερή. Η βασιµότητα της
349
υπόθεσης κοινής τιµής του β εξετάσθηκε µε τη στατιστική δοκιµή F σε επίπεδο
εµπιστοσύνης 95%.
Τελικά προέκυψαν τρεις Οµάδες πηγών επιφανειακών σεισµών, των:
α) (1-19),
β) (20-29),
γ) (30-35),
και δύο οµάδες ενδιάµεσου βάθους των:
α) (1’–3’) και
β) (4’– 6’).
Ο Πίνακας 8.3 παρουσιάζει τη µέση τιµή και την τυπική απόκλιση του β που
εκτιµήθηκε για τις πέντε οµάδες πηγών. Η τελική οµαδοποίηση είναι απλή και
ικανοποιητική από φυσική και γεωλογική άποψη. Επιπλέον, δεν απέχει πολύ από την
αντίστοιχη οµαδοποίηση πηγών σε ζώνες που προτείνει ο Παπαζάχος, παρόλο που
αντίστοιχες µέσες τιµές της “κλίσης” β είναι, γενικά, µικρότερες κατά 5-10%. Η
οµαδοποίηση των πηγών ενδιάµεσου βάθους ταυτίζεται µε το χωρισµό σε ζώνες από τον
Παπαζάχο.
Πίνακας 8.2 Παράµετροι της πιθανοτική κατανοµής για το πάνω όριο µεγέθους, Μ1, και της “κλίσης” β και τιµές των ν*, M* για τις 41 πηγές
Πηγή «κλίση» β Πάνω όριο µεγέθους, Μ1
No. µέση
τιµή
τυπική
απόκλιση M1b M1a
µέση
τιµή
τυπική
απόκλιση ν* M*
1 2.19 0.51 6.5 7.2 6.8 0.15 0.071 5.9
2 >> >> 6.2 6.9 6.4 0.13 0.034 5.9
3 >> >> 6.7 7.0 6.8 0.06 0.058 6.0
4 >> >> 6.6 7.6 7.0 0.20 0.085 5.9
5 >> >> 6.6 7.1 6.8 0.10 0.058 5.9
6 >> >> 6.4 7.1 6.6 0.13 0.027 6.0
7 >> >> 7.2 7.7 7.4 0.10 0.182 6.0
8 >> >> 7.0 7.6 7.2 0.12 0.060 6.1
9 >> >> 7.3 7.6 7.4 0.06 0.046 6.0
10 >> >> 7.0 7.5 7.2 0.11 0.065 5.7
11 >> >> 6.3 6.6 6.4 0.06 0.024 5.7
12 >> >> 6.3 6.9 6.5 0.12 0.309 5.6
350
Πηγή «κλίση» β Πάνω όριο µεγέθους, Μ1
No. µέση
τιµή
τυπική
απόκλιση M1b M1a
µέση
τιµή
τυπική
απόκλιση ν* M*
14 >> >> 7.1 7.6 7.3 0.10 0.144 5.7
15 >> >> 6.9 7.6 7.1 0.12 0.093 5.7
16 >> >> 7.0 8.1 7.5 0.20 0.085 6.0
17 >> >> 6.8 7.7 7.1 0.17 0.138 5.8
18 >> >> 7.2 8.0 7.5 0.17 0.035 6.2
19 >> >> 6.8 7.5 7.0 0.13 0.026 6.2
20 1.74 0.43 7.0 7.3 7.1 0.06 0.107 6.0
21 >> >> 7.0 7.3 7.1 0.06 0.056 5.9
22 >> >> 7.1 7.5 7.3 0.08 0.068 5.9
23 >> >> 7.0 7.5 7.2 0.10 0.081 5.9
24 >> >> 7.0 7.9 7.3 0.18 0.115 5.9
25 >> >> 7.0 7.3 7.1 0.06 0.107 5.7
26 >> >> 7.5 8.0 7.7 0.11 0.063 5.9
27 >> >> 7.2 7.8 7.4 0.12 0.072 5.8
28 >> >> 6.9 7.5 7.1 0.12 0.123 5.7
29 >> >> 7.0 7.5 7.2 0.10 0.145 5.7
30 1.27 0.295 7.5 8.0 7.7 0.11 0.017 6.0
31 >> >> 7.0 7.6 7.2 0.11 0.091 5.9
32 >> >> 7.5 8.0 7.7 0.10 0.087 6.0
33 >> >> 7.6 8.1 7.8 0.10 0.091 6.2
34 >> >> 7.3 7.6 7.4 0.06 0.027 5.9
35 >> >> 7.0 7.2 7.5 0.10 0.032 6.0
1' 1.07 0.46 7.9 8.2 8.0 0.06 0.062 6.6
2' >> >> 8.2 8.5 8.3 0.06 0.036 6.5
3' >> >> 8.0 8.3 8.1 0.06 0.037 6.4
4' 1.73 0.36 7.1 7.6 7.3 0.10 0.036 6.0
5' >> >> 7.1 7.6 7.3 0.10 0.021 6.6
6' >> >> 7.1 7.6 7.3 0.10 0.013 6.1
351
Πίνακας 8.3 Μέση τιµή και τυπική απόκλιση κοινής κλίσης β για τις 5 οµάδες σεισµικών πηγών
Oµάδα πηγών Πηγές οµάδας µέση τιµή τυπική απόκλιση
1 1-19 2.19 0.51
2 20-29 1.74 0.43
3 30-35 1.27 0.27
4 1'-3' 1.07 0.46
5 4'-6' 1.73 0.36
Μετά την εκτίµηση της µέσης τιµής και της διασποράς του β για τις 5 παραπάνω
οµάδες πηγών, εξετάσθηκαν δύο εναλλακτικές πιθανοτικές κατανοµές για το β: η
λογαριθµοκανονική και η Γάµµα, οι οποίες επιδέχονται µόνον θετικές τιµές του β και
έχουν λοξότητα προς την κατεύθυνση των µεγαλύτερων τιµών του β, δηλ. της πιο
απότοµης “κλίσης” της καµπύλης lnN-M. Η επιλογή της µίας ή της άλλης από τις δύο
παραπάνω κατανοµές βρέθηκε να µην επηρεάζει καθόλου τα αποτελέσµατα της Ανάλυσης
Σεισµικής Επικινδυνότητας. Γι αυτό τελικά χρησιµοποιήθηκε µόνον η κατανοµή Γάµµα,
ως υπολογιστικά προσφορότερη.
Η συµβολή της πηγής k στο µέσο ετήσιο ρυθµό υπέρβασης της Φασµατικής
Μετακίνησης Sd, λsa(Sd), είναι, για κάθε τιµή του Sd, ανάλογη του µέσου ετήσιου ρυθµού
σεισµικότητας της πηγής για Μ ≥ Mo , δηλ. του νok = exp(αk-βkMo). Ο υπολογισµός
διευκολύνεται αν το νok εκφρασθεί ως:
νok = ν*k exp[-βk(M*k- Mo)] (8.14)
όπου Μ*k είναι το µέσο µέγεθος για τα στατιστικά δεδοµένα του δείγµατος για την πηγή k
και ν*k είναι ο µέσος ετήσιος ρυθµός σεισµών µε µέγεθος τουλάχιστον ίσο µε Μ*k. Στον
Πίνακα 8.2 δίνονται αναλυτικά οι τιµές των ν*k, M*k για όλες τις πηγές.
8.3.3 Σχέσεις απόσβεσης των Φασµατικών Τιµών µε την απόσταση
Στην παρούσα Ανάλυση Σεισµικής Επικινδυνότητας χρησιµοποιούνται οι σχέσεις
απόσβεσης της Φασµατικής Μετακίνησης, Sd(Τ), συναρτήσει της απόστασης R από την
πηγή έκλυσης της σεισµικής ενέργειας που αναπτύχθηκαν από τους Bommer et al (1998).
Η σχέση απόσβεσης δίνει τη φασµατική µετακίνηση Sd σε δεδοµένη ιδιοπερίοδο Τ, ως
352
συνάρτηση του επιφανειακού µεγέθους Ms του σεισµού, του τύπου εδάφους και της
οριζόντιας απόστασης από την οριζόντια προβολή της διάρρηξης, d (km):
ε++++++=⎟⎠⎞⎜
⎝⎛
ssAAosd STCSTCThdTCMTCTCTS )()()(log)()()()(log 221042
'110 (8.15)
Στην εξ. (8.15) SA είναι µεταβλητή µε τιµή SA=1 για σκληρό έδαφος (τύπου Β κατά ΕΑΚ
2000) και SA=0 για άλλους τύπους εδάφους, Ss είναι µεταβλητή µε τιµή Ss=1 για µαλακό
έδαφος (τύπου Γ κατά ΕΑΚ 2000) και Ss=0 για άλλους τύπους εδάφους, και ε είναι τυχαία
µεταβλητή µε κανονική κατανοµή, µέση τιµή 0 και τυπική απόκλιση σε(T).
Στον Πίνακα 8.4 δίνονται οι τιµές των C1’(T), C2(T), C4(T), ho(T), CA(T), Cs(T),
σε(T) για απόσβεση ζ=5% και για 63 τιµές της ιδιοπεριόδου Τ. Οι τιµές αυτές
εκτιµήθηκαν από τους Bommer et al (1998) µε βάση 183 επιταχυνσιογραφήµατα από 43
Ευρωπαϊκούς σεισµούς µε επιφανειακά µεγέθη οµοιόµορφα κατανεµηµένα από Ms=5.5
έως Ms=7.3 (περιλαµβανοµένου ενός σεισµού µε Ms=7.9). Τα δεδοµένα για σεισµούς µε
Ms≥6.5 είναι καταγεγραµµένα σε αποστάσεις στο διάστηµα d=0 έως d=180km, ενώ οι
καταγραφές για µικρότερους σεισµούς αφορούν αποστάσεις d οµοιόµορφα κατανεµηµένες
έως d = 80km. Περίπου τα µισά δεδοµένα αφορούν καταγραφές σε σκληρά εδάφη (SA=1),
ενώ τα λοιπά αφορούν περίπου εξίσου βράχο (SA=0, Ss=0) και µαλακά εδάφη (Ss=1).
Επειδή τα Ελληνικά σεισµολογικά δεδοµένα είναι σε όρους τοπικού Μεγέθους, ML,
ενώ η Εξ. (8.15) χρησιµοποιεί το επιφανειακό Μέγεθος, Ms, χρησιµοποιείται η εξής σχέση
κατά Kiratzi and Papazachos (1984) για τη µετατροπή:
Ms=ML+0.5 (8.16)
Πίνακας 8.4 Τιµές των C1’(T), C2(T), C4(T), ho(T), CA(T), Cs(T), σε(T) στην εξ. (8.15) για απόσβεση ζ=5% (κατά Bommer et al 1998)
T C1’ C2 ho C4 CA Cs σε
0.040 -2.616 0.241 3.80 -0.963 0.098 0.079 0.233
0.042 -2.563 0.242 4.11 -0.966 0.096 0.082 0.234
0.044 -2.512 0.243 4.38 -0.970 0.094 0.079 0.235
0.046 -2.454 0.241 4.37 -0.971 0.095 0.079 0.237
0.048 -2.403 0.241 4.45 -0.977 0.093 0.078 0.238
0.050 -2.333 0.236 4.45 -0.975 0.090 0.074 0.239
353
T C1’ C2 ho C4 CA Cs σε
0.055 -2.164 0.229 4.94 -0.984 0.088 0.072 0.242
0.060 -2.049 0.227 5.25 -0.984 0.079 0.061 0.242
0.065 -1.905 0.221 5.18 -0.986 0.064 0.050 0.246
0.070 -1.801 0.220 5.42 -0.995 0.056 0.052 0.245
0.075 -1.746 0.223 5.55 -0.992 0.061 0.045 0.255
0.080 -1.664 0.214 4.64 -0.965 0.063 0.030 0.259
0.085 -1.550 0.218 5.62 -1.004 0.061 0.021 0.260
0.090 -1.476 0.213 5.18 -0.988 0.062 0.008 0.256
0.095 -1.345 0.203 5.17 -0.989 0.059 -0.006 0.257
0.100 -1.266 0.199 4.97 -0.985 0.061 -0.012 0.259
0.110 -1.164 0.193 4.55 -0.968 0.087 0.004 0.261
0.120 -1.148 0.199 3.41 -0.948 0.097 0.020 0.260
0.130 -1.017 0.194 3.89 -0.964 0.129 0.054 0.261
0.140 -1.026 0.205 3.60 -0.952 0.128 0.047 0.262
0.150 -0.925 0.200 3.96 -0.946 0.135 0.049 0.264
0.160 -0.963 0.216 4.66 -0.940 0.139 0.062 0.263
0.170 -0.917 0.226 5.60 -0.957 0.120 0.063 0.259
0.180 -0.860 0.228 5.53 -0.968 0.108 0.068 0.258
0.190 -0.858 0.236 5.33 -0.973 0.115 0.089 0.261
0.200 -0.823 0.245 6.12 -0.998 0.121 0.090 0.260
0.220 -0.870 0.267 6.70 -0.993 0.101 0.080 0.260
0.240 -0.822 0.274 7.55 -1.014 0.114 0.105 0.271
0.260 -0.787 0.289 7.69 -1.061 0.125 0.119 0.270
0.280 -0.826 0.305 7.80 -1.073 0.129 0.124 0.267
0.300 -0.783 0.313 8.72 -1.090 0.125 0.103 0.276
0.320 -0.810 0.331 9.34 -1.121 0.124 0.128 0.283
0.340 -0.718 0.323 9.04 -1.120 0.110 0.133 0.279
0.360 -0.654 0.315 8.48 -1.107 0.120 0.145 0.281
0.380 -0.653 0.314 8.04 -1.082 0.123 0.158 0.281
0.400 -0.675 0.317 7.60 -1.066 0.133 0.179 0.281
0.420 -0.656 0.315 7.07 -1.061 0.145 0.191 0.281
0.440 -0.714 0.328 7.20 -1.063 0.160 0.211 0.282
0.460 -0.766 0.337 6.50 -1.057 0.154 0.215 0.288
0.480 -0.805 0.344 5.77 -1.052 0.158 0.219 0.289
0.500 -0.845 0.352 5.48 -1.042 0.155 0.217 0.288
354
T C1’ C2 ho C4 CA Cs σε
0.550 -0.832 0.354 4.64 -1.032 0.154 0.226 0.285
0.600 -0.804 0.343 2.88 -0.986 0.137 0.232 0.290
0.650 -0.784 0.348 3.00 -0.997 0.143 0.247 0.293
0.700 -0.812 0.356 2.40 -0.994 0.139 0.243 0.296
0.750 -0.833 0.370 2.64 -1.022 0.152 0.253 0.290
0.800 -0.867 0.376 3.30 -1.013 0.168 0.268 0.285
0.850 -0.859 0.379 3.53 -1.015 0.163 0.272 0.283
0.900 -0.980 0.404 3.84 -1.023 0.159 0.274 0.283
0.950 -1.046 0.414 3.75 -1.005 0.144 0.252 0.283
1.000 -1.113 0.429 4.34 -1.016 0.158 0.260 0.282
1.100 -1.228 0.442 4.14 -0.978 0.154 0.253 0.287
1.200 -1.202 0.439 3.85 -0.970 0.152 0.265 0.290
1.300 -1.316 0.458 3.55 -0.959 0.149 0.254 0.293
1.400 -1.490 0.498 4.21 -0.993 0.145 0.249 0.293
1.500 -1.549 0.510 4.30 -0.979 0.122 0.238 0.287
1.600 -1.743 0.538 4.21 -0.962 0.127 0.254 0.286
1.700 -1.849 0.555 4.18 -0.957 0.131 0.267 0.286
1.800 -1.923 0.565 3.45 -0.950 0.128 0.266 0.297
1.900 -1.926 0.571 3.16 -0.969 0.116 0.245 0.303
2.000 -1.725 0.555 4.48 -1.021 0.132 0.219 0.313
2.200 -1.547 0.531 4.08 -1.024 0.150 0.174 0.320
2.400 -1.500 0.524 4.12 -1.024 0.152 0.173 0.324
2.600 -1.547 0.531 4.27 -0.999 0.124 0.208 0.299
2.800 -1.695 0.547 4.45 -0.974 0.125 0.249 0.302
3.000 -1.918 0.587 6.27 -0.999 0.187 0.291 0.291
8.3.4 Αποτελέσµατα Ανάλυσης Σεισµικής Επικινδυνότητας της Πάτρας
Το βασικό αποτέλεσµα της Ανάλυσης Σεισµικής Επικινδυνότητας είναι µία σειρά
καµπυλών που δίνουν τον ετήσιο ρυθµό υπέρβασης, λsd, µιας φασµατικής τιµής Sd(T), ως
συνάρτηση του Sd(T), για διάφορες τιµές της ιδιοπεριόδου Τ. Από τις καµπύλες αυτές
υπολογίζεται η σωρευτική συνάρτηση κατανοµής πιθανότητας της µέγιστης τιµής της
Sd(T) στα TL χρόνια συµβατικής ζωής της κατασκευής (TL = 50 ), Sd,max(T). Αυτό γίνεται
µε τη βοήθεια της συνηθισµένης υπόθεσης ότι οι σεισµοί πάνω από κάποιο σηµαντικό
355
µέγεθος Μ ακολουθούν στο χρόνο µια στοχαστική διαδικασία Poisson. Από την υπόθεση
αυτή προκύπτει ότι η υπέρβαση της τιµής Sd(T) είναι επίσης στοχαστική διαδικασία
Poisson, µε µέσο ετήσιο ρυθµό λsd. Τότε, η πιθανότητα ότι η τιµή Sd,max(T) δεν θα
ξεπερασθεί σε TL χρόνια ισούται µε την πιθανότητα ότι το γεγονός [Sd,max(T)>Sd] δεν θα
συµβεί στο διάστηµα αυτό. Η πιθανότητα αυτή ισούται µε exp(-λsd(Sd)TL), οπότε :
[ ] ( )LdsddSddd TSSFSTSP )(exp)()( max,max, λ−=≡≤ (8.17)
Τα σχήµατα 8.4 και 8.5 που ακολουθούν δίνουν τα αποτελέσµατα µε τη µορφή
φάσµατος µετακινήσεων (σχήµα 8.4), ή ως σύνθετο διάγραµµα φασµατικών επιταχύνσεων
– µετακινήσεων (σχήµα 8.5) για απόσβεση ζ = 5%. Τα αποτελέσµατα δίνονται για τις τρεις
κατηγορίες εδάφους του ΕΑΚ 2000: Α, Β και Γ (κόκκινη, πράσινη και µωβ γραµµή
αντίστοιχα). Στα σχήµατα αυτά δίνονται οι καµπύλες για πιθανότητα υπέρβασης 10%
(χοντρή γραµµή) και 50% (λεπτή γραµµή) σε 50 χρόνια. Επιπλέον, δίνονται οι πλήρεις
καµπύλες σωρευτικής συνάρτησης κατανοµής, , για ιδιοπεριόδους Τ = 0.5s,
1.0s, 1.5s, 2.0s και 2.5s. Τα φάσµατα µε πιθανότητα υπέρβασης 10% σε 50 χρόνια
συγκρίνονται στο σχήµα 8.4 µε τα ελαστικά φάσµατα του ΕΑΚ 2000 για την Πάτρα (για
συντελεστή σπουδαιότητας γ
)(max, dSd SF
I =1).
8.4 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ
ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑΣ CORNELL
Η εφαρµογή της µεθοδολογίας Cornell δίνει τους µέσους ετήσιους ρυθµούς
υπέρβασης της Οριακής Κατάστασης αστοχίας άκρων υποστυλωµάτων σε κάµψη που
φαίνονται στο σχήµα 8.6. Οι ρυθµοί υπέρβασης της Οριακής Κατάστασης διατµητικής
αστοχίας των υποστυλωµάτων, ή αστοχίας των δοκών σε κάµψη ή διάτµηση δεν µπορούν
να υπολογισθούν µε στοιχειώδη αξιοπιστία, επειδή τιµές του δείκτη βλάβης DIi κοντά στο
1.0 απαιτούν για τις περιπτώσεις αυτές µέγιστη επιτάχυνση εδάφους πολύ υψηλότερη από
0.30g, που δίνει µε της σειρά της πολύ υψηλή τιµή του Sd(T1-2) ως ΙΜi. Κανονικά στις
περιπτώσεις αυτές ο µέσος ετήσιος ρυθµός υπέρβασης των οριακών αυτών καταστάσεων
θα έπρεπε να προέκυπτε µικρότερος από τις τιµές του σχήµατος 8.6 για τα υποστυλώµατα
σε κάµψη, που συνάδει µε το γεγονός ότι αυτός ο τρόπος αστοχίας δεν είναι ο πλέον
356
Σχήµα 8.4 Αποτελέσµατα ανάλυσης σεισµικής επικινδυνότητας για την Πάτρα: φάσµατα µετακινήσεων (απόσβεση ζ = 5%) για πιθανότητα υπέρβασης 10% και 50% σε 50 χρόνια, και σύγκριση µε τα φάσµατα του ΕΑΚ 2000
357
Σχήµα 8.5 Αποτελέσµατα ανάλυσης σεισµικής επικινδυνότητας για την Πάτρα: σύνθετα διαγράµµατα φασµατικών επιταχύνσεων – µετακινήσεων (απόσβεση ζ = 5%) για πιθανότητα υπέρβασης 10% και 50% σε 50 χρόνια
358
κρίσιµος. Όµως, για υψηλές τιµές του ΙΜi προκύπτουν πολύ υψηλές τιµές του εκθέτη k,
που λόγω του εκθετικού δίνουν µε τη σειρά τους πολύ υψηλές τιµές του λLSi από την εξ.
(8.12). Προκύπτει λοιπόν το συµπέρασµα ότι στις περιπτώσεις αυτές η Μεθοδολογία
Cornell δεν δίνει εύλογα αποτελέσµατα.
Σχήµα 8.6 Μέσος ετήσιος ρυθµός υπέρβασης οριακής κατάστασης στο άκρο µέλους, από την εφαρµογή της µεθοδολογίας Cornell στο τριώροφο κτίριο του SPEAR
Μία άλλη παρατήρηση από την εφαρµογή της Μεθοδολογίας Cornell είναι ότι οι
τιµές του bi ποικίλλουν από µέλος σε µέλος και µεταβάλλονται µε τη στάθµη της
σεισµικής δράσης. Επειδή όµως δεν διαφέρουν πολύ από 1.0, φαίνεται εκ πρώτης όψεως
ότι κατά µέσο όρο θα µπορούσε να ληφθεί bi = 1.0 παντού. Αν όµως εφαρµοστεί αυτό,
τότε προκύπτουν συχνά µη-εύλογες τιµές του λLSi, τιµές δηλαδή που δεν µεταβάλλονται
από µέλος σε µέλος αντίστοιχα µε την τιµή του δείκτη βλάβης DIi για τις στάθµες µέγιστης
επιτάχυνσης εδάφους για τις οποίες έγιναν οι αναλύσεις (δηλαδή σε µία θέση i όπου ο
δείκτης βλάβης έχει υψηλότερη τιµή από µία άλλη, j, στις στάθµες µέγιστης επιτάχυνσης
359
εδάφους για τις οποίες έγιναν αναλύσεις, δηλαδή DIi > DIj , προκύπτει χαµηλότερος µέσος
ρυθµός υπέρβασης της οριακής καταστάσεως: δηδαδή λsdi < λsdj). Έτσι, λοιπόν, χρειάζεται
για κάθε µέλος να υπολογισθεί και το bi που ισχύει κατά την πλησιέστερη προσέγγιση του
µέλους στην κατάσταση DIi =1.
Τέλος, από την εφαρµογή προέκυψε το συµπέρασµα ο καθορισµός του ΙΜi και bi µε
βάση τα αποτελέσµατα των µη-γραµµικών αναλύσεων απαιτεί να υπάρχουν για κάθε
µέλος i αποτελέσµατα για µία στάθµη σεισµικής δράσης που προκαλεί DIi < 1 και για µία
επόµενη που προκαλεί DIi >1, καθότι η εφαρµογή των εξ. (8.9), (8.10) µε προεκβολή προς
το DIi = 1 προς τα πάνω ή προς τα κάτω οδηγεί πάλι σε µη-εύλογα αποτελέσµατα.
360
361
9. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
9.1 ΓΕΝΙΚΑ
Η παρούσα διατριβή πραγµατεύτηκε το θέµα της αποτίµησης της σεισµικής
συµπεριφοράς και της ενίσχυσης υφισταµένων, µη-κανονικών σε κάτοψη κατασκευών
οπλισµένου σκυροδέµατος. Αφού αναλύθηκαν οι βασικές έννοιες (Κεφάλαια 1 και 2) και
παρουσιάστηκαν τα υπολογιστικά εργαλεία (Κεφάλαιο 3), εφαρµόστηκαν οι µεθοδολογίες
αποτίµησης (Κεφάλαιο 4), ενίσχυσης και αποτίµησης αυτής (Κεφάλαιο 5). Στη συνέχεια
έγινε διερεύνηση της σχέσης µεταξύ µεγίστων ανελαστικών παραµορφώσεων µελών από
µη-γραµµική δυναµική ανάλυση προς τις αντίστοιχες προβλέψεις ελαστικής ανάλυσης
(Κεφάλαιο 6), καθώς και της επιρροής των παραµέτρων της εκκεντρότητας στην
απόκριση, µέσω ενός απλού προσοµοιώµατος (Κεφάλαιο 7). Τέλος, έγινε προσπάθεια για
τη σεισµική αποτίµηση σε πιθανοτικούς όρους (Κεφάλαιο 8).
Τα όσα αναφέρθηκαν στο Κεφάλαιο 1 αλλά και παρατηρήσεις από τους πρόσφατους
Ελληνικούς σεισµούς επιτρέπουν το συµπέρασµα ότι η πλειονότητα των υφισταµένων
κατασκευών οπλισµένου σκυροδέµατος οι οποίες έχουν κατασκευαστεί προ του 1985 δεν
διαθέτουν επαρκή ασφάλεια έναντι του σεισµού, και επιπλέον διαθέτουν δοµικά
χαρακτηριστικά τέτοια (µη-κανονικότητα σε κάτοψη, έλλειψη σαφώς καθορισµένων
πλαισίων δοκών-υποστυλωµάτων, ανοµοιοµορφία της µάζας ή και της δυσκαµψίας καθ’
ύψος κλπ.) που καθιστούν τη σεισµική συµπεριφορά τους ιδιαίτερα αβέβαιη και δυσµενή.
Οι κατασκευές αυτές αποτελούν µεγάλο κίνδυνο για τη ζωή και την περιουσία των
κατοίκων τους, και παρόλο που η αποτίµηση της σεισµικής συµπεριφοράς και η ενίσχυσή
τους είναι δύσκολη και από τεχνικής απόψεως αλλά και από πλευράς κόστους, είναι ένα
θέµα που πρέπει να αντιµετωπιστεί.
Η εφαρµογή των µεθόδων και των διαδικασιών αποτίµησης του Κεφαλαίου 4 οδηγεί
στα εξής συµπεράσµατα:
• Η στατική εκκεντρότητα σε κάτοψη είναι µια σηµαντική παράµετρος της
σεισµικής απόκρισης. Το µέγεθός της προσδιορίζει σε αρκετά µεγάλο βαθµό το
αν και κατά πόσο η κατασκευή θα αναπτύξει στρεπτική απόκριση κατά το
σεισµό. Οι ενδείξεις αυτές επιβεβαιώνονται και από τις ιδιοµορφικές αναλύσεις
362
(έντονα στροφικές και συζευγµένες ιδιοµορφές) και από τις µη-γραµµικές
αναλύσεις χρονοϊστορίας.
• Το υπολογιστικό προσοµοίωµα που χρησιµοποιείται για την προσοµοίωση των
µελών οπλισµένου σκυροδέµατος (τέµνουσες δυσκαµψίες στη διαρροή, γωνία
στροφής χορδής στη διαρροή, γωνία στροφής χορδής στην αστοχία, διατµητική
αντοχή έτσι όπως ποσοτικοποιήθηκαν µε τις σχέσεις του Κεφαλαίου 3) βρέθηκε
ότι προσοµοιώνει µε πολύ καλή αξιοπιστία τη συµπεριφορά της κατασκευής. Η
σύγκριση των αποτελεσµάτων της ανάλυσης µε τις πραγµατικές µετακινήσεις
που µετρήθηκαν κατά την ψευδο-δυναµική δοκιµή του τριώροφου κτιρίου του
ερευνητικού προγράµµατος SPEAR που διεξήχθη στο Κοινό Κέντρο Ερευνών
της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ispra της Ιταλίας έδειξε πολύ καλή συµφωνία,
τόσο σε επίπεδο πρόβλεψης των µέγιστων µετακινήσεων, όσο και της χρονικής
εξέλιξής τους, ιδιαίτερα µετά τη ρηγµάτωση των διατοµών, οπότε τα δοµικά
στοιχεία έχουν δυσκαµψία πολύ κοντά στην τέµνουσα δυσκαµψία στη διαρροή.
Επίσης η εικόνα των βλαβών που προέβλεψε η ανάλυση επιβεβαιώθηκε και κατά
το πείραµα.
• Η µη-γραµµική στατική ανάλυση στο χώρο (pushover) µπορεί να
χρησιµοποιηθεί µε σχετική επιτυχία για τον προσδιορισµό του επιπέδου της
σεισµικής έντασης στο οποίο συµβαίνει κάποιο γεγονός που µας ενδιαφέρει (π.χ.
η υπέρβαση κάποιας στάθµης επιτελεστικότητας του Ευρωκώδικα 8 ή του
ΚΑΝΕΠΕ κλπ.), αλλά και µια πρώτη προσέγγιση της εικόνας των βλαβών της
κατασκευής κατά την υπέρβαση µιας συγκεκριµένης στάθµης επιτελεστικότητας,
παρότι δεν λαµβάνει υπόψη την επίδραση ανώτερων ιδιοµορφών όπως η µη-
γραµµική ανάλυση χρονοϊστορίας.
Οι προτάσεις ενίσχυσης των κατασκευών της διατριβής στο Κεφάλαιο 5 καθώς και η
αποτίµηση της συµπεριφοράς των ενισχυµένων κατασκευών επιτρέπει τα εξής
συµπεράσµατα:
• Η περίσφιξη µε φύλλα ινοπλισµένων πολυµερών (FRPs) των άκρων των
υποστυλωµάτων οδηγεί σε µεγάλη βελτίωση της ασφάλειας έναντι κατάρρευσης.
Η περίσφιξη µε FRPs, παρόλο που δεν επιδρά στη δυσκαµψία (και κατά
συνέπεια στην µείωση της σεισµικής «ζήτησης», τοπικής ή συνολικής, σε όρους
παραµορφώσεων) και δεν αλλάζει το µηχανισµό αστοχίας (µεταφέροντας τις
363
πλαστικές αρθρώσεις από τα υποστυλώµατα στις δοκούς), αυξάνει σηµαντικά
την τοπική (και κατ’ επέκταση και τη γενική) παραµορφωσιακή «ικανότητα» και
µειώνει σηµαντικά τις αναµενόµενες βλάβες. Ακόµα και στην περίπτωση που
κάποια στοιχεία της κατασκευής ενισχύονται µε µανδύες οπλισµένου
σκυροδέµατος, η περίσφιξη µε FRPs των υπολοίπων αυξάνει σηµαντικά την
παραµορφωσιακή ικανότητα και τη συµπεριφορά έναντι κατάρρευσης.
• Τα προσοµοιώµατα των µελών οπλισµένου σκυροδέµατος ενισχυµένων µε FRPs
ή µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος που χρησιµοποιήθηκαν βρέθηκαν να
προσοµοιώνουν µε πολύ καλή αξιοπιστία τη συµπεριφορά τους. Η σύγκριση των
αποτελεσµάτων των αναλύσεων µε τις πραγµατικές µετακινήσεις που
µετρήθηκαν κατά τις ψευδο-δυναµικές δοκιµές του τριώροφου κτιρίου του
ερευνητικού προγράµµατος SPEAR, ενισχυµένου τόσο µε FRPs όσο και µε
µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος, έδειξαν και πάλι καλή συµφωνία, τόσο σε
επίπεδο πρόβλεψης των µέγιστων µετακινήσεων, όσο και της χρονικής εξέλιξής
τους, ιδιαίτερα πριν την ανάπτυξη πολύ µεγάλων βλαβών.
• Η κατάλληλη επιλογή των θέσεων των στοιχείων που ενισχύονται µε µανδύες
οπλισµένου σκυροδέµατος µπορεί να οδηγήσει σε σηµαντική µείωση της
στατικής εκκεντρότητας και κατά συνέπεια και της στρεπτικής απόκρισης.
Παρόλα αυτά η στατική εκκεντρότητα, και κατά προέκταση και η στρεπτική
απόκριση, δεν είναι εύκολο να εξαλειφθούν εντελώς.
• Η σηµαντική µείωση ή και εξάλειψη της στατικής εκκεντρότητας µέσω µανδυών
είναι λιγότερο αποτελεσµατική ως προς τη µείωση των βλαβών από την αύξηση
της ικανότητας παραµόρφωσης των κατακορύφων στοιχείων µέσω περίσφιγξης
µε FRPs, ώστε να ανταπεξέλθουν τις µεγάλες απαιτήσεις παραµορφώσεων που
προκαλεί η στρεπτική απόκριση.
Από τη σύγκριση των ανελαστικών και ελαστικών παραµορφώσεων που έγινε στο
Κεφάλαιο 6 µπορούν να εξαχθούν τα εξής:
• Μπορούν να προσεγγιστούν µε σχετική αξιοπιστία οι ανελαστικές
παραµορφώσεις µη-κανονικών κατασκευών οπλισµένου σκυροδέµατος µε χρήση
ελαστικών αναλύσεων. Η προσέγγιση είναι καλύτερη όταν για τον προσδιορισµό
των ελαστικών παραµορφώσεων χρησιµοποιείται η δυναµική φασµατική
ανάλυση, αντί της ισοδύναµης στατικής, καθώς η πρώτη λαµβάνει υπόψη όλες
364
τις κύριες ιδιοµορφές της κατασκευής και συνεπώς τις ιδιαιτερότητες της
απόκρισης ενός µη-κανονικού κτιρίου.
• Παρά το ότι τα αποτελέσµατα που βασίζονται στην δυναµική φασµατική
ανάλυση δίνουν µεγάλη διασπορά όσον αφορά στις δύο διευθύνσεις των
υποστυλωµάτων, οι µέσοι όροι τους έχουν ικανοποιητικές τιµές, αρκετά κοντά
στη µονάδα.
• ∆εν παρατηρήθηκε ιδιαίτερη διαφοροποίηση της ικανότητας πρόβλεψης των
ανελαστικών παραµορφώσεων µέσω των ελαστικών όσον αφορά α) στις
κορυφές και στις βάσεις των υποστυλωµάτων, β) στην κάτοψη του ορόφου, και
γ) καθ’ ύψος του κτιρίου, ιδίως στην περίπτωση που δεν υπάρχει σηµαντική
µεταβολή της δυσκαµψίας καθ’ ύψος.
• Παρατηρήθηκε µια συστηµατική µείωση των τιµών των λόγων ανελαστικών
προς ελαστικών παραµορφώσεων µε την αύξηση του επιπέδου της σεισµικής
έντασης, για τις περιπτώσεις των κτιρίων για τα οποία υπήρχαν διαθέσιµα
αποτελέσµατα για διάφορες δέσµες µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας
που αντιστοιχούσαν σε διαφορετικά επίπεδα της σεισµικής έντασης. ∆εδοµένου
ότι για χαµηλά επίπεδα σεισµικής διέγερσης η απόκριση είναι ελαστική, η
µείωση των ανελαστικών παραµορφώσεων µε τη στάθµη της σεισµικής
διέγερσης σηµαίνει ότι η πρόβλεψη του µεγέθους των ανελαστικών
παραµορφώσεων µέσω αυτού των ελαστικών οδηγεί εν γένει σε συµπεράσµατα
υπέρ της ασφαλείας.
Από την ανάλυση ανελαστικής δυναµικής απόκρισης στο χώρο µη-κανονικών σε
κάτοψη κτιρίων µε χρήση του απλού προσοµοιώµατος µε ένα στοιχείο ανά όροφο που
αναπτύχθηκε στο Κεφάλαιο 7, συµπεραίνεται ότι:
• Είναι εφικτό να προσοµοιωθεί η συνολική δυναµική απόκριση στο χώρο
πλήρων, µη-κανονικών κατασκευών οπλισµένου σκυροδέµατος µε απλό
προσοµοίωµα µε ένα κατακόρυφο στοιχείο ανά όροφο, το οποίο αναπαράγει
εξαιρετικά τόσο τα δυναµικά χαρακτηριστικά των κατασκευών, όσο και τη
σεισµική απόκρισή τους. Αυτό µε την προϋπόθεση ότι στο απλό προσοµοίωµα η
εκκεντρότητα της µάζας λαµβάνεται ως προς τον «πόλο στροφής» οπότε
προκύπτει πολύ καλή συµφωνία µε το σύνθετο προσοµοίωµα της πλήρους
365
κατασκευής, σε αντίθεση µε τη θεώρηση του απλού µοντέλου µε εκκεντρότητα
της µάζας αυτήν ως προς το «κέντρου δυσκαµψίας».
• Ο «πόλος στροφής», και όχι το κέντρο της δυσκαµψίας, είναι η παράµετρος που
καθορίζει τη στρεπτική απόκριση µη-κανονικών σε κάτοψη κτιρίων οπλισµένου
σκυροδέµατος.
Τέλος, από την προσπάθεια έκφρασης της σεισµικής αποτίµησης σε πιθανοτικούς
όρους µε το συνδυασµό των αποτελεσµάτων µη-γραµµικών αναλύσεων χρονοϊστορίας µε
τα αποτελέσµατα αναλύσεων σεισµικής επικινδυνότητας, συνάγεται ότι:
• Είναι εφικτή η εφαρµογή της µεθοδολογίας Cornell για τον υπολογισµό των
µέσων ετήσιων ρυθµών υπέρβασης της Οριακής Κατάστασης αστοχίας.
• Σε αρκετές περιπτώσεις η µέθοδος δεν δίνει εύλογα αποτελέσµατα.
366
367
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΟΑΣΠ, «Κανονισµός Επεµβάσεων» (ΚΑΝΕΠΕ) 2003.
Παναγιωτάκος, Τ. Β. (1998) «Αντισεισµικός σχεδιασµός κτιρίων οπλισµένου σκυροδέµατος
µε βάση τις παραµορφώσεις», ∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Πανεπιστήµιο Πατρών, Πάτρα,
Ελλάδα.
Σταθόπουλος, Κ. Γ. (2001) «∆ιερεύνηση ανελαστικής απόκρισης και αντισεισµικού
σχεδιασµού ασύµµετρων κτιρίων», ∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Πανεπιστήµιο Πατρών,
Πάτρα, Ελλάδα.
Σταθόπουλος, Κ. Γ. & Αναγνωστόπουλος, Σ. Α. (2001) «Ανελαστική σεισµική απόκριση
ασύµµετρων πολυώροφων κτιρίων», 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αντισεισµικής
Μηχανικής και Τεχνικής Σεισµολογίας, Θεσσαλονίκη, Τόµος Α, σελ. 393-402.
Bazzurro, P. & Cornel, C.A. 1994. Seismic hazard analysis of nonlinear structures: I:
Methodology. ASCE, J. of Structural Engineering, 120(11): 3320-3344.
Bazzurro, P. & Cornel, C.A. 1994. Seismic hazard analysis of nonlinear structures: II:
Applications. ASCE, J. of Structural Engineering, 120(11): 3345-3365.
Bertero, R.D., 1995. Inelastic torsion for preliminary seismic design, ASCE, J. of Structural
Engineering, 121(8): 1183-1189.
Bommer, J.J., Elnashai, A.S., Chlimintzas, G.O. and Lee, D. “Review and development of
response spectra for displacement-based seismic design”, Dept. of Civil Eng., Imperial
College, ESEE Research Rep. No. 98-3, 1998.
Bozorgnia, Y. & Tso, W.K. 1986. Inelastic earthquake response of asymmetric structures,
ASCE, J. of Structural Engineering, 112(2): 383-400.
Castillo, R., Carr, A.J. 2001. The rotation of asymmetric plan structures. Conference of New
Zealand Society for Earthquake Engineering
Chandrler, A.M. & Duan, X.N. 1997. Performance of asymmetric code-designed buildings
for serviceability and ultimate limit states J. of Earthquake Engng and Structural
Dynamics, 26: 717-735.
368
Chandler, A.M., Correnza, J.C. & Hutsinson, G.L. 1997. Inelastic response of code-designed
eccentric structures subject to bi-directional loading, J. of Structural Engineering and
Mechanics, 5(1): 51-58.
Chopra, A.K. & De la Liera, J.C. 1998. Accidental and natural torsion in earthquake response
and design of buildings, Proceedings, 11th European Conference on Earthquake
Engineering, Paris.
Comninakis, P.E. and Papazachos, B.C. “A catalogue of historical earthquakes in Greece and
surrounding area”, Publ. No.5, Geophysics Lab., Univ. of Thessaloniki, 1982.
Cornell, C.A. 2000. A probability– and nonlinear- displacement-based seismic format:
Derivation of the demand, capacity and confidence factors used in the 2000 sac-
moment-resisting-frame guidelines Proceedings, 12th World Conference on
Earthquake Engineering, Auckland, NZ
Cornell, C.A. 1996. Calculating building seismic performance reliability: A basis for multi-
level design norms, 11th World Conference on Earthquake Engineering, 2122 : 1-8.
Cornell, C.A. and Merz, H.A. “Seismic risk analysis of Boston”, J. of Struct. Div., ASCE, 101
(ST10), 1975, 2027-2043.
Correnza, J.C. & Hutchinson, G.L. 1994. Effect of transverse load-resisting elements on
inelastic earthquake response of eccentric-plan buildings, J. of Earthquake Engng. and
Structural Dynamics, 23: 75-89.
Cosenza, E., Manfredi, G. & Realfonzo, R. 2000. Torsional effects conditions in RC
buildings, Proceedings, 12th World Conference on Earthquake Engineering, Auckland,
NZ.
De la Liera, J.C. & Chopra, A.K. 1995. Estimation of accidental torsion effects for seismic
design of buildings", ASCE, J. of Structural Engineering, 121(1): 102-114.
De la Liera, J.C. & Chopra, A.K. 1994. Evaluation of code accidental-torsion provisions from
buildings records, ASCE, J. of Structural Engineering, 120(2): 597-616.
De Stefano, M. & Rutenberg, A. 1999. Seismic stability and the force reduction factor of
code-designed one-storey asymmetric structures, J. of Earthquake Engng and
Structural Dynamics, 28: 785-803.
369
De-La-Colina, J. 1999. Effects of torsion factors on simple non-linear systems using fully-
bidirectional analyses, J. of Earthquake Engng and Structural Dynamics, 28: 691-706.
De-La-Colina, J. 1999. In-plane floor flexibility effects on torsionally unbalanced systems J.
of Earthquake Engng and Structural Dynamics, 28: 1705-1715.
Duan, X.N. & Chandler, A.M. 1997. An optimized procedure for seismic design of
torsionally unbalanced structures, J. of Earthquake Engng and Structural Dynamics,
26: 737-757.
Fardis, M.N., Bousias, S.N., Franchioni, G. & Panagiotakos, T.B. 1999. Seismic response and
design of RC structures with plan-eccentric masonry infills, J. of Earthquake Engng
Structural Dynamics, 28: 173-191.
FEMA 2000. Prestandard for seismic rehabilitation of buildings, Federal Emergency
Management Agency, FEMA Report 356, 3rd SC Draft (July).
Fib Bulletin 24 (2003): “Seismic assessment and retrofit of reinforced concrete buildings”,
State-of-art report, fib
Franchioni, G. 1998. Shaking table seismic tests for the assessment of the influence of
unsymmetrical infills in reinforced concrete buildings, Report to Europ. Commission,
ISMES, Project STR-8721, Bergamo.
Goel, R.K. & Chopra, A.K. 1991. Effects of plan asymmetry on inelastic seismic response of
one-story systems, ASCE, J. of Structural Engineering, 117(5): 1492-1531.
Goel, R.K. & Chopra, A.K. 1993. Seismic code analysis of buildings without locating centers
of rigidity, ASCE, J. of Structural Engineering, 119(10): 3039-3055.
Goel, R.K. 1998. Effects of supplemental viscous damping on seismic response of
asymmetric-plan systems J. of Earthquake Engng and Structural Dynamics, 27: 125-
141.
Hamurger, R., Foutch, D.A. & Cornell, C.A. 2000. Performance basis of guidelines for
evaluation, upgrade and design of moment-resisting steel frames, Proceedings, 12th
World Conference on Earthquake Engineering, Auckland, NZ.
370
Harasimowicz, A.P. & Goel, R.K. 1998. Seismic code analysis of multi-storey asymmetric
buildings, J. of Earthquake Engng and Structural Dynamics, 27: 173-185.
Humar, J.L. & Kumar, P. 1999. Effect of orthogonal inplane structural elements on inelastic
torsional response, J. of Earthquake Engng and Structural Dynamics, 28: 1071-1097.
Irvine, H.M. & Kountouris, G.E. 1979. Inelastic seismic response of a torsionally unbalanced
single-story building model, Dept. Civil Engineering, Massachusetts Inst. of
Technology, Report R79-31, Cambridge, Ma.
Jiang, W., Hutchinson. G.L. & Wilson, J.L. 1996. Inelastic torsional coupling of building
models, J. of Engineering Structures, 18(4): 288-300.
Kan, C.L. & Chopra, A.K. 1981. Torsional coupling and earthquake response of simple
elastic and inelastic systems, ASCE, J. of Structural Engineering, 107(8): 1569-1588.
Kiratzi, A.A. and Papazachos, B.C. “Magnitude scales for earthquakes in Greece”, Bull.
Seism. Soc. Am., 74, 1984, 969-985
Lin, W.H. Chopra, A.K. & De-la-liera, J.C. 2001. Accidental torsion in buildings: analysis
versus earthquake motions, ASCE, J. of Structural Engineering, 127(5): 475-481.
Luco, N. Leyendecker, E.V. & Mori, Y. Case-study comparison of current and future ground
motion intensity measures for performance-based seismic design. Proc. International
Symposium on Earthquake Engineering Commemorating Tenth Anniversary of the
1995 Kobe Earthquake (ISEE Kobe 2005), Kobe/Awaji, January 2005.
Moghadam, A.S. & Tso, W.K. 1996. Damage assessment of eccentric multi-storey buildings
using 3-D pushover analysis, Proceedings, 12th World Conference on Earthquake
Engineering, Auckland, NZ.
Mori, Y., Yamanaka, T., Luco, N. & Cornell, C.A. Intensity measures of ground motion from
the viewpoint of structural responses of SMRF buildings. Proc. International
Symposium on Earthquake Engineering Commemorating Tenth Anniversary of the
1995 Kobe Earthquake (ISEE Kobe 2005), Kobe/Awaji, January 2005.
Myslimaj, B. & Tso, W.K. 2002. A strength distribution criterion for minimizing torsional
response of asymmetric wall-type systems, J. of Earthquake Engng and Structural
Dynamics, 31: 99-120.
371
Panagiotakos, T. B. & Fardis, M. N. (1999) “Estimation of inelastic deformation demands in
multistory RC frame buildings”, Earthquake Engineering and Structural Dynamics, 28,
pp. 501-528
Papazachos, B.C. and Papazachos, K.B. “The earthquakes of Greece”, P. Zitis Editions,
Thessaloniki, 1989.
Paulay, T. 1997. Seismic torsional effects of ductile structural wall systems, J. of Earthquake
Engineering, IC Press, 1(4): 721-745.
Paulay, T. 1998. 1998. Torsional mechanisms in ductile building systems, J. of Earthquake
Engng and Structural Dynamics, 27: 1101-1121.
Paulay, T. 1997. A review of code provisions for torsional seismic effects in buildings,
Bulletin of the New Zealand National Society for Earthquake Engng , 30(3): 252-263.
Paulay, T. & Eeri, M. 1997. Are existing seismic torsion provisions achieving the design
aims? Earthquake Spectra, 13(2): 259-279.
Riddell, R. & Santa-Maria, H. 1999. Inelastic response of one-storey asymmetric-plan
systems subjected to bi-directional earthquake motions, J. of Earthquake Engng and
Structural Dynamics, 28: 273-285.
Shome, N., Cornell, C.A., Eeri, M. Bazzurro, P. & Carballo, J.E. 1998. Earthquakes, records,
and nonlinear responses. Earthquake Spectra, 14(3): 469-500.
Stathopoulos, K. G. & Anagnostopoulos, S. A. (1998) “Elastic and inelastic torsion in
buildings”, 11th European Conference on Earthquake Engineering, Paris, France
Stathopoulos, K. G. & Anagnostopoulos, S. A. (2000) “Inelastic Earthquake response of
buildings subjected to torsion” 12th World Conference on Earthquake Engineering,
id.0781, Auckland, New Zealand
Stathopoulos, K. G. & Anagnostoloulos, S. A. (2004) “Earthquake induced inelastic torsion in
asymmetric multistory buildings”, 13th World Conference on Earthquake Engineering,
Vancouver, B.C., Canada, paper No. 558
Tso, W.K. & Smith, R.S.H. 1999. Re-evaluation of seismic torsional provisions, J. of
Earthquake Engng and Structural Dynamics, 28: 899-917.
372
Vamvatsikos, D. & Cornell, C.A. 2002. Incremental dynamic analysis, J. of Earthquake
Engng and Structural Dynamics, 1-23.
Vamvatsikos, D. & Cornell, C.A. The incremental dynamic analysis and its application to
performance-based earthquake engineering. 12th European Conference on Earthquake
Engineering, 479.
Vamvatsikos, D. & Cornell, C.A. 2005. Direct estimation of seismic demand and capacity of
multidegree-of-freedom systems through incremental dynamic analysis of single degree
of freedom approximation. ASCE, J. of Structural Engineering, 131(4): 589-599.
Wong, C.M. & Tso, W.K. 1995. Evaluation of seismic torsional provisions in uniform
building code, ASCE, J. of Structural Engineering, 121(10): 1436-1442.
Yoon, Y-S. & Stafford Smith, B. 1995. Assessment of translational-torsional coupling in
asymmetric uniform wall-frame structures, J. of Structural Engineering, 121(10): 1488-
1496.
A.1
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ A
∆ΕΙΚΤΕΣ ΒΛΑΒΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ 5 ∆ΕΣΜΕΣ ΜΗ-ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ
ΧΡΟΝΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ 3-ΟΡΟΦΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΟΥ SPEAR (ΧΩΡΙΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗ)
A.2
Σχήµα A.1 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
A.3
Σχήµα A.2 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
A.4
Σχήµα A.3 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
A.5
Σχήµα A.4 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
A.6
Σχήµα A.5 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
A.7
Σχήµα A.6 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
A.8
Σχήµα A.7 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
A.9
Σχήµα A.8 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
A.10
Σχήµα A.9 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
A.11
Σχήµα A.10 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
A.12
Σχήµα A.11 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
A.13
Σχήµα A.12 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
A.14
Σχήµα A.13 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
A.15
Σχήµα A.14 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
A.16
Σχήµα A.15 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
A.17
Σχήµα A.16 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
A.18
Σχήµα A.17 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
A.19
Σχήµα A.18 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
A.20
Σχήµα A.19 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
A.21
Σχήµα A.20 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
A.22
Σχήµα A.21 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
A.23
Σχήµα A.22 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
A.24
Σχήµα A.23 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
A.25
Σχήµα A.24 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
A.26
Σχήµα A.25 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
A.27
Σχήµα A.26 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
A.28
Σχήµα A.27 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
A.29
Σχήµα A.28 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
A.30
Σχήµα A.29 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
A.31
Σχήµα A.30 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
A.32
Σχήµα A.31 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
A.33
Σχήµα A.32 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
A.34
Σχήµα A.33 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
A.35
Σχήµα A.34 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
A.36
Σχήµα A.35 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
A.37
Σχήµα A.36 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
A.38
Σχήµα A.37 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
A.39
Σχήµα A.38 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
A.40
Σχήµα A.39 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
A.41
Σχήµα A.40 Τριώροφο SPEAR - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
A.42
B.1
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ B
∆ΕΙΚΤΕΣ ΒΛΑΒΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ 2 ∆ΕΣΜΕΣ ΜΗ-ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ
ΧΡΟΝΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΤΡΑΩΡΟΦΗΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΕΠΙ ΤΩΝ Ο∆ΩΝ
ΠΙΝ∆ΟΥ ΚΑΙ Γ. ΠΑΠΑΝ∆ΡΕΟΥ
B.2
Σχήµα B.1 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
B.3
Σχήµα B.2 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
B.4
Σχήµα B.3 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
B.5
Σχήµα B.4 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
B.6
Σχήµα B.5 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης υποστυλωµάτων σε διάτµηση (ελάχιστα, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
B.7
Σχήµα B.6 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης υποστυλωµάτων σε διάτµηση (µέγιστα, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
B.8
Σχήµα B.7 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - Σεισµός Αθήνας
B.9
Σχήµα B.8 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - Σεισµός Αθήνας
B.10
Σχήµα B.9 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - Σεισµός Αθήνας
B.11
Σχήµα B.10 Πολυκατ. Οδ. Πίνδου - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - Σεισµός Αθήνας
B.12
Σχήµα B.11 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης υποστυλωµάτων σε διάτµηση (ελάχιστα, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - Σεισµός Αθήνας
B.13
Σχήµα B.12 Πολυκατοικία Οδού Πίνδου - ∆είκτες βλάβης υποστυλωµάτων σε διάτµηση (µέγιστα, συνττελ. µεταβλ.) από αναλύσεις χρονοϊστορίας-Σεισµός Αθήνας
B.14
C.1
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ C
∆ΕΙΚΤΕΣ ΒΛΑΒΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ∆ΕΣΜΗ ΜΗ-ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ
ΧΡΟΝΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ∆ΗΜΟΤΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙΟΥ «Ο ΚΕΦΑΛΟΣ»
ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΑΘΜΗ ΕΠΙΤΕΛΕΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ «ΟΙΟΝΕΙ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ»
C.2
Σχήµα C.1 Τµήµα Ι - Σκηνή - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
C.3
Σχήµα C.2 Τµήµα Ι - Σκηνή - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
C.4
Σχήµα C.3 Τµήµα Ι - Σκηνή - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
C.5
Σχήµα C.4 Τµήµα Ι - Σκηνή - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
C.6
Σχήµα C.5 Τµήµα Ι - Σκηνή - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
C.7
Σχήµα C.6 Τµήµα Ι - Σκηνή - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
C.8
Σχήµα C.7 Τµήµα ΙΙ - Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
C.9
Σχήµα C.8 Τµήµα ΙΙ - Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
C.10
Σχήµα C.9 Τµήµα ΙΙ - Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
C.11
Σχήµα C.10 Τµήµα ΙΙ - Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
C.12
Σχήµα C.11 Τµήµα ΙΙ - Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
C.13
Σχήµα C.12 Τµήµα ΙΙ - Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.10g
C.14
D.1
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ D
∆ΕΙΚΤΕΣ ΒΛΑΒΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ 3 ∆ΕΣΜΕΣ ΜΗ-ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ
ΧΡΟΝΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ∆ΙΩΡΟΦΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ
D.2
Σχήµα D.1 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
D.3
Σχήµα D.2 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
D.4
Σχήµα D.3 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
D.5
Σχήµα D.4 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
D.6
Σχήµα D.5 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
D.7
Σχήµα D.6 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
D.8
Σχήµα D.7 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
D.9
Σχήµα D.8 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
D.10
Σχήµα D.9 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
D.11
Σχήµα D.10 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
D.12
Σχήµα D.11 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
D.13
Σχήµα D.12 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
D.14
Σχήµα D.13 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
D.15
Σχήµα D.14 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
D.16
Σχήµα D.15 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
D.17
Σχήµα D.16 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
D.18
Σχήµα D.17 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
D.19
Σχήµα D.18 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
D.20
Σχήµα D.19 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
D.21
Σχήµα D.20 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
D.22
Σχήµα D.21 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
D.23
Σχήµα D.22 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
D.24
Σχήµα D.23 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
D.25
Σχήµα D.24 ∆ιώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
D.26
E.1
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ E
∆ΕΙΚΤΕΣ ΒΛΑΒΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ∆ΕΣΜΕΣ ΜΗ-ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ
ΧΡΟΝΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΩΡΟΦΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΟΥ SPEAR ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΜΕ
ΠΕΡΙΣΦΙΞΗ ΜΕ FRPS, ΜΑΝ∆ΥΕΣ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΚΥΡΟ∆ΕΜΑΤΟΣ Η
ΣΥΝ∆ΥΑΣΜΟ ΑΥΤΩΝ (ΠΛΗΝ ΣΕΝΑΡΙΟΥ C)
E.2
Σχήµα E.1 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
E.3
Σχήµα E.2 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
E.4
Σχήµα E.3 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
E.5
Σχήµα E.4 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο Α) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
E.6
Σχήµα E.5 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο Α) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
E.7
Σχήµα E.6 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο Α) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
E.8
Σχήµα E.7 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο Α) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
E.9
Σχήµα E.8 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο Α) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
E.10
Σχήµα E.9 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο Α) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
E.11
Σχήµα E.10 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο B) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
E.12
Σχήµα E.11 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο B) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
E.13
Σχήµα E.12 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο B) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
E.14
Σχήµα E.13 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο B) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
E.15
Σχήµα E.14 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο B) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
E.16
Σχήµα E.15 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο B) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
F.1
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ F
∆ΕΙΚΤΕΣ ΒΛΑΒΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ∆ΕΣΜΕΣ ΜΗ-ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ
ΧΡΟΝΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΩΟΡΟΦΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΟΥ SPEAR ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΜΕ
ΜΑΝ∆ΥΕΣ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΚΥΡΟ∆ΕΜΑΤΟΣ (ΣΕΝΑΡΙΟ C) ΧΩΡΙΣ ΚΑΙ ΜΕ
ΠΕΡΙΣΦΙΞΗ ΜΕ FRPS
F.2
Σχήµα F.1 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
F.3
Σχήµα F.2 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
F.4
Σχήµα F.3 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
F.5
Σχήµα F.4 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
F.6
Σχήµα F.5 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
F.7
Σχήµα F.6 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
F.8
Σχήµα F.7 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
F.9
Σχήµα F.8 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
F.10
Σχήµα F.9 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
F.11
Σχήµα F.10 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
F.12
Σχήµα F.11 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
F.13
Σχήµα F.12 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
F.14
Σχήµα F.13 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
F.15
Σχήµα F.14 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
F.16
Σχήµα F.15 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
F.17
Σχήµα F.16 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
F.18
Σχήµα F.17 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
F.19
Σχήµα F.18 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
F.20
Σχήµα F.19 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
F.21
Σχήµα F.20 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
F.22
Σχήµα F.21 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
F.23
Σχήµα F.22 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
F.24
Σχήµα F.23 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
F.25
Σχήµα F.24 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.25g
F.26
Σχήµα F.25 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
F.27
Σχήµα F.26 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
F.28
Σχήµα F.27 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
F.29
Σχήµα F.28 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
F.30
Σχήµα F.29 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
F.31
Σχήµα F.30 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
F.32
Σχήµα F.31 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
F.33
Σχήµα F.32 Τριώροφο SPEAR (µε µανδύες) - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελ. µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
F.34
Σχήµα F.33 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο C) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
F.35
Σχήµα F.34 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο C) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
F.36
Σχήµα F.35 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο C) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
F.37
Σχήµα F.36 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο C) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
F.38
Σχήµα F.37 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο C) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
F.39
Σχήµα F.38 Τριώροφο SPEAR ενισχυµένο µε µανδύες οπλισµένου σκυροδέµατος (Σενάριο C) και FRPs - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
F.40
G.1
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ G
∆ΕΙΚΤΕΣ ΒΛΑΒΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ∆ΕΣΜΗ ΜΗ-ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ
ΧΡΟΝΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ∆ΗΜΟΤΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙΟΥ
«Ο ΚΕΦΑΛΟΣ»
G.2
Σχήµα G.1 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - "Οιονεί Κατάρρευση" (EC8)
G.3
Σχήµα G.2 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - "Οιονεί Κατάρρευση" (EC8)
G.4
Σχήµα G.3 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - "Οιονεί Κατάρρευση" (EC8)
G.5
Σχήµα G.4 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - "Οιονεί Κατάρρευση" (EC8)
G.6
Σχήµα G.5 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - "Οιονεί Κατάρρευση" (EC8)
G.7
Σχήµα G.6 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - "Οιονεί Κατάρρευση" (EC8)
G.8
Σχήµα G.7 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - "Οιονεί Κατάρρευση" (EC8)
G.9
Σχήµα G.8 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - "Οιονεί Κατάρρευση" (EC8)
G.10
Σχήµα G.9 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - Χωρίς συντ. ασφάλειας
G.11
Σχήµα G.10 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - Χωρίς συντ. ασφάλειας
G.12
Σχήµα G.11 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - Χωρίς συντ. ασφάλειας
G.13
Σχήµα G.12 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - Χωρίς συντ. ασφάλειας
G.14
Σχήµα G.13 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - Χωρίς συντ. ασφάλειας
G.15
Σχήµα G.14 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - Χωρίς συντ. ασφάλειας
G.16
Σχήµα G.15 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - Χωρίς συντ. ασφάλειας
G.17
Σχήµα G.16 Ενισχυµένο Θέατρο - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.36g - Χωρίς συντ. ασφάλειας
G.18
H.1
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ H
∆ΕΙΚΤΕΣ ΒΛΑΒΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ 3 ∆ΕΣΜΕΣ ΜΗ-ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΑΝΑΛΥΣΕΩΝ
ΧΡΟΝΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ∆ΙΩΡΟΦΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ
ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΜΕ ΜΑΝ∆ΥΕΣ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΚΥΡΟ∆ΕΜΑΤΟΣ
H.2
Σχήµα H.1 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
H.3
Σχήµα H.2 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
H.4
Σχήµα H.3 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
H.5
Σχήµα H.4 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
H.6
Σχήµα H.5 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
H.7
Σχήµα H.6 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
H.8
Σχήµα H.7 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
H.9
Σχήµα H.8 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.15g
H.10
Σχήµα H.9 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
H.11
Σχήµα H.10 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
H.12
Σχήµα H.11 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
H.13
Σχήµα H.12 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
H.14
Σχήµα H.13 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
H.15
Σχήµα H.14 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
H.16
Σχήµα H.15 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
H.17
Σχήµα H.16 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.20g
H.18
Σχήµα H.17 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
H.19
Σχήµα H.18 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
H.20
Σχήµα H.19 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
H.21
Σχήµα H.20 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (κάµψη, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
H.22
Σχήµα H.21 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, ελάχιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
H.23
Σχήµα H.22 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέσες τιµές) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
H.24
Σχήµα H.23 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, µέγιστα) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
H.25
Σχήµα H.24 Ενισχυµένο διώροφο Εργ. Κατασκευών - ∆είκτες βλάβης δοκών, υποστυλωµάτων (διάτµηση, συντελεστές µεταβλητότητας) από αναλύσεις χρονοϊστορίας - 0.30g
H.26