127
μυθιστόρημα Στέλιος Μοίρας Το Παγοποιείο

To Pagopoieio PDF

  • Upload
    -

  • View
    15

  • Download
    4

Embed Size (px)

Citation preview

Page 1: To Pagopoieio PDF

μυθιστόρημα

Στέλιος Μοίρας

Το Παγοποιείο

Page 2: To Pagopoieio PDF

  1  

Στέλιος  Μοίρας  

 

 

ΤΟ  ΠΑΓΟΠΟΙΕΙΟ  

 

 

 

Στους  

Τάκη  Τ.  και  Γιάννη  Ανδριώτη  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φωτογραφία  εξωφύλλου:  Μαρία  Παπαρδάκη  2012  

Page 3: To Pagopoieio PDF

  2  

Δεν  έχουμε  χρόνο  να  είμαστε  ο  εαυτός  μας  Έχουμε  χρόνο  μόνο  για  να  είμαστε  ευτυχισμένοι  

 Albert  Camus  

     

Τώρα  λοιπόν  αυτούς,  είπε,  θα  τους  κόψω  τον  καθένα  στη  μέση,  κι  έτσι  και  ασθενέστεροι  θα  είναι  και  χρησιμότεροι  σε  εμάς  

γιατί  θα  είναι  πολυπληθέστεροι    

Πλάτωνος  Συμπόσιο  στίχος  190d            

Πολλά  είχε  αγαπήσει  ο  Σίσυφος.  Στο  τέλος  αγαπούσε  μόνο  την  πέτρα  του  

 Επιτύμβιο  

Νίκος  Δήμου                                                  

Page 4: To Pagopoieio PDF

  3  

               

M  E  Ρ  Ο  Σ      Π  Ρ  Ω  Τ  Ο    

Η  Μίμηση  της  Χελώνας                            

           

   

Massive  Attack:  Angel  

 Porcupine  Tree:  

Heart  Attack  by  a  lay  by    

Gotan  Project:  Paris,  Texas  

 UNKLE:  

The  piano  echoes          

Page 5: To Pagopoieio PDF

  4  

   

1        ΟΙ  ΜΕΡΕΣ   ΕΞΩ  ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ.   Ήδη   έχει   πάει   οχτώ   και   ο   ήλιος   ακόμη   ξετρυπώνει  μέσα   από   τα   στενά   στόρια   του   γραφείου.   Συγκεκριμένα,     ερυθρόχρωμες   λωρίδες  τέμνουν  πλαγίως  το  πουκάμισο  του,  που  τσαλακωμένο  από  ώρα,  αρχίζει  και  αυτό  όπως   το   πρόσωπο   του   να   εμφανίζει   κηλίδες   ιδρώτα.   Υποτίθεται,   σκέφτεται   από  μέσα   του,   πως   η   όλη   διαδικασία   έπρεπε   να   έχει   ήδη   τελειώσει.   Φάκελος,  παρουσίαση  στοιχείων,  σοκ,  αμφισβήτηση,  απειλές,  παραίτηση,  διπλωματικό  ύφος,  ξανά  απειλές,  τέλος.  Όχι  όμως  εδώ  και  σίγουρα  όχι  απόψε.  Εξάλλου,  σκέφτηκε,  πότε  τελείωσε   κάτι   εδώ   μέσα   στην   ώρα   του;   Η   μόνη   στιγμή   που   ήρθε   στο   μυαλό   του  ξεκάθαρα   ήταν   η   ημέρα   που   ο   Διευθυντής   της   Σχολής   τους   ανακοίνωσε   πως  εγκρίθηκε  το  κονδύλιο  για  τους  καινούργιους  χώρους  στάθμευσης  των  καθηγητών  και   του  διοικητικού  προσωπικού.  Όλοι  ήταν  αλαφρωμένοι   εκείνη   την  ημέρα  κι  ας  αναγκάζονταν  να  κάθονται  επί  πέντε  ώρες  αποκλεισμένοι  στα  γραφεία  επειδή  κάτι  φοιτητές   είχαν   κλείσει   την   έξοδο   διαμαρτυρόμενοι   για   τα   χαμένα   κονδύλια   του  εξαμήνου.    

Ο   ίδιος   άνθρωπος   τώρα,   ο   διευθυντής   της   σχολής,   με   ένα   ταλαιπωρημένο  κοντομάνικο   πουκάμισο   κι   αυτός,   καταϊδρωμένο   στις   περιοχές   της   μασχάλης,  κάθεται   μπροστά   του   όρθιος,   κοιτάζοντας   πότε   τα   χαρτιά   και   πότε   τον   Χρήστο  Στεργίου,  ανώτερο  διοικητικό  υπάλληλο  του  ΤΕΙ  και  δεξί  του  χέρι,  ο  οποίος  κι  αυτός  με  τη  σειρά  του  κοιτάζει  με  έκδηλα  αγανακτισμένο  τρόπο  και  λίγη  αγωνία  εκείνον,  τον   άνδρα   που   κάθεται   στην   δερμάτινη   πολυθρόνα   μπροστά   του   ακριβώς,  χαζεύοντας  τις  φωτεινές  λωρίδες  του  ήλιου  πάνω  στα  ρούχα  του.  

Ο  Αντώνης  χαζεύει  τα  ρούχα  του  γιατί  δεν  έχει  τίποτα  καλύτερο  να  κάνει  από  τη   στιγμή  που   είπε   και   έκανε   ό,τι   σκεφτόταν.  Μήνες   μάζευε   χαρτιά   και   ονόματα,  αναφορές  και  συνομιλίες  με  καθηγητές,  φοιτητές,  με  αναπληρωτές  και  επίκουρους,  με   πρυτάνεις   και   διευθυντές   από   άλλες   σχολές.   Ταξίδεψε   στην   Πάτρα   και   στο  Ηράκλειο,   περίμενε  ώρες   σε   σκοτεινούς   και   σιωπηλούς   διαδρόμους   έξω   από   μια  πόρτα  για  μια  συνάντηση,  όπως  περίμενε  και  ώρες  έξω  από  τα  γραφεία  επιτροπών  της   τριτοβάθμιας   εκπαίδευσης   ή   έξω   από   τα   γραφεία   του   6ου   ορόφου   του  Υπουργείου   Παιδείας,   πριν   αυτά   αλλάξουν   με   την   νέα   κυβέρνηση,   για   μια  συνάντηση,   να   πει,   να   μιλήσει   για   αυτά   που   είχε   βρει   και   που   τον   ανάγκαζαν   να  τριγυρνά   και   να   συμπεριφέρεται   διχασμένος   ανάμεσα   στο   ρόλο   και   την   ευθύνη,  κολλημένος   ανάμεσα   στις   φιλίες   με   τους   περισσότερους   ανθρώπους   που  βρίσκονταν   τώρα   εκεί   στο   γραφείο   και   στην   ανάγκη   όμως   να   τελειώσουν   κάποια  πράγματα  που  ήταν  πέρα  από  φιλίες.  Όλα  αυτά  τα  επαναλαμβάνει  στο  μυαλό  του  σαν  μια  παπαγαλία,  σα  μια  προσπάθεια  να  συγκροτήσει  τις  αιτιολογίες  του.  Από  δω  και   πέρα   θα   ναι   μόνος   του.   Οφείλει   τουλάχιστον   να   μη     τους   αφήσει   ούτε   μια  

Page 6: To Pagopoieio PDF

  5  

αμυδρή   εντύπωση   ματαίωσης   και   φόβου.   Εργάζεται   χρόνια   σε   αυτό   το  εκπαιδευτικό   σύστημα,   σε   αυτή   τη   χώρα   και   γνωρίζει   πως   χρησιμοποιούν   τα  όργανα   του   την   εντύπωση   της   εξουσίας.   Πως   χρησιμοποιούν   αλλά   και   πως  εκφέρονται  λέξεις  όπως  ψέματα  ή  συκοφαντίες,  κοινή  πλεύση  και  άλλα.  Τα  γνώριζε  καλά   αυτά   τα   λεκτικά   παιχνίδια   και   τις   επικοινωνιακές   κόνξες   των   υπαλλήλων.  Ο  τρόπος   που   φέρνουν   τα   πράγματα   στα   μέτρα   τους   μοιάζει   με   τα   κτίρια   που  δουλεύουν.  Πολυδαίδαλοι  διάδρομοι  και  κλειστά  γραφεία.  Σκάλες  και  γκισέδες  που  σε  στέλνουν  αλλού,  ανελκυστήρες  που  ανεβοκατεβαίνουν   ζαλίζοντας   το   κουράγιο  σου,  μακριές  ώρες  με  ολιγοπληθή  συμβούλια.  Νεύματα  και  ραντεβού  για  ποτό  μετά  στο  Μεγάλη   Βρετάνια.   Ήξερε   τον   τρόπο   που   σε   πιάνει   κάποιος   από   αυτούς   στον  ώμο  και  σε  σφίγγει.  Τον  τρόπο  που  σου  λέει  πως  θα  λάβει  υπόψη  ο,τι  του  είπες.  Σα  μαφιόζοι  που  σημειώνουν  τη  συμπεριφορά  σου  και  μεταφέρουν  το  μήνυμα  για  τη  επόμενη   ημέρα   αφού   πάνε   πρώτα   όμως   σπίτι   τους,   στην   ήσυχη   και   ηθική  οικογένεια  τους.  

 Όλα  αυτά  λοιπόν  στο  μυαλό  του  εκείνη  τη  στιγμή  σχηματίζουν    μια  οργήλη,  πνιχτή  φωνή  που  περιμένει  να  βγει.  Του  είναι  όμως  αδύνατον  κι  αυτό  γιατί  δε  τον  απασχολεί  πια   να   γίνει   σταυροφόρος.  Χέστηκε  για   το   τι   θα   γίνει.   Εξάλλου  αυτή  η  συνάντηση   είναι   μόνο   η   αρχή   ενός   συνόλου  αντιδράσεων  που   έχει   σχεδιάσει.   Τα  έδωσε,  τα  είπε,  ας  πάνε  όλα  στο  διάολο  από  δω  και  πέρα  σκέφτηκε  και  κύλησε  το  βλέμμα  του  από  το  πουκάμισο  προς  τον  τοίχο  που  εκθειάζει  δεκάδες  φωτογραφίες  του   διευθυντή   με   υπουργούς   παιδείας,   με   αρχιεπισκόπους   και   ξένους   πρυτάνεις.  Μπροστά  από  τον  ίδιο  τοίχο  κάθεται  ο  Τύπος.  Ο  Τύπος  είναι  ένας  άνδρας  γύρω  στα  50   που   βρίσκεται   πάντα   κοντά   στο   διευθυντή   όποτε   τυχαίνει   κάτι   ξαφνικό   και  περίεργο.  Επικίνδυνο  του  είχε  πει  ο  Χρήστος  μια  μέρα.  Ήταν  μαζί  τους  όταν  πήραν  τηλέφωνο   για   βόμβα   στο   ΤΕΙ,   όταν   χωρίς   εξουσιοδότηση   διαλύθηκε   με   βία   μια  φοιτητική   ομιλία   από   μέλη   κομματικής   νεολαίας,   όταν   ο   διευθυντής   ανακοίνωσε  πως  θα  χαθούν  3  εξάμηνα  λόγω  υποχρηματοδότησης.  Να  'τος  λοιπόν  απέναντι  στον  Αντώνη   να   εξετάζει   κι   αυτός   πίσω   από   το   διευθυντή   τους   φακέλους   και   μία   να  εξετάζει  τον  ίδιο.  Στη  ζώνη  του  ένα  κινητό  στο  αθόρυβο,  αναβοσβήνει  συνεχώς  την  οθόνη  του,  σημάδι  ότι  πέφτουν  πολλά  τηλέφωνα.    

Ο  Αντώνης  κοιτάζει  το  ρολόι  του  άλλη  μια  φόρα  ενώ  ο  Χρήστος  του  γραπώνει  τον  ώμο.  Η  αίσθηση  που  δημιουργείται  στο  μυαλό  του  Αντώνη  είναι  ότι  αρχίζει  η  μάχη.  Ο  διευθυντής  μαζί  με  τον  τύπο  κάθονται  κι  αυτοί.  Ο  Χρήστος  όμως  παραμένει  όρθιος  πίσω  από  την  πολυθρόνα  και  ανάβει  ένα  τσιγάρο  προσφέροντας  το  πακέτο  στο   Αντώνη.   Ανάβουν   ταυτόχρονα   γύρω   στα   6   τσιγάρα   σε   όλα   τα   μήκη   του  γραφείου.   Οι   καύτρες   σηματοδοτούν   και   τις   παρουσίες   μέσα   στο   χώρο.   Υπάρχει  έντονη  σιωπή  και  ξηρότητα  στους  λαιμούς.  Το  τσιγάρο  στα  δάχτυλα  του  Αντώνη  έχει  ανάψει  μισό.  

«Κάποιος  σε  σκέφτεται».  Η  φράση  έρχεται  από  πίσω  με   το  Χρήστο   τώρα  να  έρχεται  δίπλα  στην  πολυθρόνα.    

«Ορίστε;»  

Page 7: To Pagopoieio PDF

  6  

«Έτσι  λένε  ντε!  Όταν  κάποιος  σε  σκέφτεται  λένε  πως  το  τσιγάρο  ανάβει  μισό».  Ήταν   απίστευτα   γελοίο   και   κοινότυπα   αγχωτικό,   σκέφτηκε   ο   Αντώνης,   να   αρχίζει  έτσι  μια  συζήτηση.  Τι  στο  καλό;  Που  του  ήρθε  αυτό.  Ταυτόχρονα  ψάχνει  να  βρει  κι  αυτός  κάτι  έξυπνο  χωρίς  φανεί  αμήχανος.  Παράλληλα  το  βλέμμα  του  πέφτει  πάνω  στα  χείλη  του  διευθυντή  και  στο  μειδίαμα  που  μόλις  αρχίζει  να  γίνεται  λέξεις.  

«Να   σου   πω   την   αλήθεια,   δε   το   περίμενα.   Και   εννοώ   από   έναν   δικό   μας».  Βήμα  πρώτο  λοιπόν:  σταματούν  τα  πρώτα  ονόματα  που  προϋποθέτουν  σχέση.  Αντ΄  αυτού  χρησιμοποιείται  μια  φράση  που  επιδεικνύει  ομάδα,  αφοσίωση.  Με  αυτό  τον  τρόπο  οι  θέσεις  έχουν  ήδη  παρθεί.    

«Το  είχαμε  στο  μυαλό  μας  με   το  Χρήστο  και  με   τον  φίλο  μου  από  δω,  αλλά  από  κάποιο  κομματόσκυλο  του  ΠΚΣ  ή  έστω  από  κανέναν  βαλτό  της  ΠΑΣΠ  μιας  και  τώρα  το  κόμμα  τους  ήρθε  πάλι  στην  εξουσία».  Βήμα  δεύτερο:  περιγραφή  ομάδων  ως  κατηγορίες  πολιτών  με  σκοπό   τον  διαχωρισμό  στο  ήθος  και  στην  ενότητα  από  την  δική  τους  ομάδα.  Το  προβλέψιμο  των  ατόμων  που  περίμεναν  να  έχουν  κάνει  το  κακό  και  η  τελική  τους  απόκλιση  κάνουν  τη  θέση  του  ενός  ακόμη  χειρότερη,  γιατί  είναι  μια  κατηγορία  από  μόνος  του.  Κάτι  καινούργιο  και  αδάμαστο  και  για  τον  ίδιο  λόγο  πιο  επικίνδυνο.      

Ο   Αντώνης   νιώθει   κι   αυτός   τώρα   τις   μασχάλες   του   να   παγώνουν.  Αναθεματισμένη  φάρα  σκέφτεται.  Τον  περιμένει  ό,τι  και  τους  υπόλοιπους.  Παρ  όλα  αυτά  δε  θα  μιλήσει  ακόμη.  

«Αντώνη.  Ρε  Αντώνη  μου».  Η  φωνή  τώρα  είναι   του  Χρήστου  που  κοιτάζει   τη  στάχτη.  «μίλησες  με  τόσους  ανθρώπους,  γύρισες  τόσα  μέρη,  ξενύχτισες  τόσο  πολύ  να   υποθέσω   κιόλας,   γράφοντας   όλα   αυτά   τα   πράγματα   για   τη   σχολή,   για   τους  εργαζόμενους  εδώ,  κι  όμως  δεν  ήρθες  ούτε  για  μια  στιγμή  σε  εμένα  να  πείς…να  πεις  ρε  Χρήστο….το  και   το…   εγώ  τώρα  τι  να  πω;  Να  σου  πω  πως  ό,τι  μάζεψες  είναι  σε  σημεία  μόνο  σωστό;  Να  σου  πω  ότι  δε  γνωρίζαμε  κάτι  ούτε  για  τον  Αποστολόπουλο,  πως  μόνος  άρχισε  το  ψάξιμο  για  τα  στημένα  μεταπτυχιακά  και  έφαγε  το  κεφάλι  του  τελικά.  Την  καρδιά   του  καλύτερα.  Να  σου  πω  πως  τα  στοιχεία  σου  για  καθηγητές  που  κόβουν  φοιτητές,  και  κόβουν  μπόλικους  όπως  λες,  για  να  φτιάχνουν  καινούργια  τμημάτα   είναι   τουλάχιστον   αστείο;   Όπως   και   ότι   κυνηγούν   τις   εξεταστικές   για   να  πληρώνονται   υπερωρίες!   Όσο   για   τους   καθηγητές   που   εκβιάζουν   βαθμολογικά  φοιτητές   αν   δε   μεταφράσουν   εργασίες   και   δεν     παραχωρήσουν   τα   δικαιώματα  στους   ίδιους,   αυτό   είναι   προσωπική   ευθύνη   του   καθενός.   Δε   θα   τρέχω   ούτε   εγώ  τώρα  ούτε  ο  κύριος  διευθυντής  πίσω  από  κάθε  βαρεμένο».  Βήμα  τρίτο:  την  πρώτη  επίθεση   κάνει   ένα   φιλικό   πρόσωπο   δημιουργώντας   έτσι   μια   αίσθηση   εσχάτης  προδοσίας  αλλά  και  μια  πρώτη  γεύση  πανικού,  αφού  και  οι  φίλοι  τέτοιες  ώρες  δεν  είναι   με   το   μέρος   σου.   Στόχος   είναι   η   προσωπική   αμφισβήτηση   που   δεν  εμπιστεύτηκες  ούτε  φίλο  αλλά  και  η  αίσθηση  απομόνωσης  από  αυτό  το  σημείο  και  πέρα.   Βήμα   τέταρτο   που   γίνεται   ταυτόχρονα:   Η   παρουσίαση   των   στοιχείων   ως  πρόχειρα  ή  ανεδαφικά.  Ο  τόνος  της  φωνής  που  προϊδεάζει  ότι  ήταν  γνωστή  αυτή  η  κίνηση   και   πως   ήδη   έχει   ετοιμαστεί   αντεπίθεση.   Στόχος   η   επανεξέταση   των  

Page 8: To Pagopoieio PDF

  7  

ευρημάτων,   η   μετακίνηση   της   σιγουριάς   για   την   απόφαση   σου,   η   ψυχολογική  προετοιμασία   για   μια   επικείμενη   συμφωνία.   Την   ίδια   στιγμή   βέβαια   ο   Χρήστος  κοιτάζει   ίσα   μέσα   στα   μάτια   του   Αντώνη.   Εκείνος   καταλαβαίνει.  Μέσα   στα   λόγια  του  Χρήστου  βρίσκεται  η  υποχρέωση  να  υποστηρίξει  τους  συμπαίκτες  του,  να  λάβει  τα   εύσημα   για   σωστά   αντανακλαστικά,   όμως   μέσα   στο   βλέμμα   του   ταυτόχρονα  φαίνεται   η   απελπισία,   ο   φόβος   ότι   βρίσκεται   και   ο   ίδιος   από   την   πλευρά   των  χαμένων,   ότι   υποτίμησε   τον   συνάδελφο   του   αλλά   και   τα   γεγονότα.   Οι   ανώτεροι  ελάχιστα   ξέρουν   τι   γίνεται.   Κυρίως   ασχολούνται   με   τη   νομιμοποίηση   της  παρανομίας   ή   της   παρατυπίας.   Άτομα   όμως   όπως   ο   Χρήστος   είναι   μέσα   στα  πράγματα,   στους   διαδρόμους   και   τα   εστιατόρια.   Είναι   οι   πρωτεργάτες   του  δαιδάλου   και   κυρίως   ασχολούνται   με   την   ανοχή   και   τη   συντήρηση   αυτού   που   οι  ανώτεροι  νομιμοποιούν.  Είναι  η  πρώτη  γραμμή  αλλά  και  η  τελευταία.  Αυτό  το  ξέρει  ο  Χρήστος.  Ότι  δε  θα  φτάσουν  τελικά  τα  πράγματα  ως  το  διευθυντή  μόνο  αλλά  θα  καταλήξουν  πίσω  σε  εκείνον.  Αυτά  που  έχει  βρει  ο  Αντώνης  είναι  λίγα,  είναι  μόνο  η  αρχή.  Όταν  θα  αρχίσει  η  ιστορία  να  ρέει  και  θα  μπουν  στο  παιχνίδι  τα  κόμματα  και  οι  επιτροπές,  οι  εφημερίδες  και  τα  κανάλια,  τότε  όλα  θα  βρουν  το  μίτο  τους  και  θα  οδηγήσουν  σε  άτομα  όπως  αυτός.  

Καθώς   ο   Αντώνης   προσπαθεί   να   αγγίξει   ένα   βαθμό   ενσυναίσθησης   για   τον  συνεργάτη  του,  νιώθει  το  μυαλό  του  να  αδειάζει  και  να  αφήνει  το  σώμα  του  μόνο  σε  μια  παθητική  λειτουργία,  μια  προσπάθεια  να  αντέξει  τη  βία  που  μαζεύεται  γύρω  του,  αυτά  τα  θερμά  σημεία  που  με  τόσο  άνεση  δημιουργεί  ο  άνθρωπος  με  σκοπό  την   καταστροφή.   Έχει  ήδη  αδρανοποιηθεί  όταν  ακούει   τον   τύπο  να  ψιθυρίζει  στο  διευθυντή  και  αμέσως  να  λέει  κάτι  επιτέλους.  

«Δε  σας  γνωρίζω  αν  και  ξέρω  το  έργο  σας.  9  χρόνια  σε  αυτή  τη  εκπαιδευτική  κωλότρυπα   δεν   είναι   λίγα   και   τα   υπηρετήσατε   με   σθένος   και   αφοσίωση.   Τα  καλύτερα   λοιπόν   σας   εύχομαι   από   δω   και   πέρα,   δεδομένου   και   αυτού   που   σας  συμβαίνει   δύο   χρόνια   τώρα».   Βήμα   πέμπτο-­‐όπλιση:   το   λόγο   παίρνει   ένας  αινιγματικός  χαρακτήρας  και  άρα  πέραν  πρόβλεψης.  Αναφέρεται  στο  άτομο  σου  σε  χρόνο   παρελθόντα   δίνοντας   και   το   στίγμα   της   θέσης   σου   από   τώρα.   Ότι   όλα   θα  προχωρήσουν  και  μετά  από  εσένα  άρα  μικρή  η  ζημιά.  Στόχος  είναι  η  υποσυνείδητη  παραδοχή  της  αδυναμίας  σου.  Βήμα  έκτο-­‐εξαπόλυση:  Αναφορά  σε  κάτι  προσωπικό,  σε   κάποιο   ανέγγιχτο   έως   τώρα   δικό   σου   θέμα  που   ξέρουν   λίγοι   και   που   δεν   έχει  καμία  σχέση  με  το  κεντρικό  θέμα  συζήτησης.  Στόχος  η  παράλυση,  ο  αιφνιδιασμός,  η  δημιουργία  εντυπώσεων,  το  χάσιμο  του  ελέγχου.  

«Ξέρετε   πως   είναι   να   σας   κατηγορούν   για   κάτι.   Εγώ   ο   ίδιος   προσωπικά   ,  γνωρίζω  πολύ  καλά,  πώς  είναι  αυτό  το  ψυχολογικό  ντόμινο.  Η  οργή  που  έχουμε  για  κάτι   να  μετατίθεται  αλλού,   να  προβάλλεται  σε  κάτι  άλλο  με    σκοπό   την  αποφυγή  του   αληθινού   πόνου   και   του   αληθινού   προβλήματος.   Ομολογώ   ότι   κάνατε   πολύ  κόπο  και  συγκεντρώσατε  αρκετά  στοιχεία  τα  οποία  εγώ  ο  ίδιος  θα  μελετήσω  και  θα  δράσω  για  αυτά.   Έχετε  μπλέξει   κάμποσο  κόσμο  σε  αυτό  και   ενδέχεται   να  πέσουν  πολλά   κεφάλια.  Μη  σκάτε   όμως.  Παραιτηθήκατε   να   υποθέσω   τώρα  πια.   ε;   Κάντε  

Page 9: To Pagopoieio PDF

  8  

την   αρχή   σας.   Ασχοληθείτε   ξανά   με   τη   Ζωή   Σας   και   την   κατεστραμμένη   σας  οικογένεια.  Τα  υπόλοιπά  είναι  θέμα  του  ΤΕΙ.»  

Ο  Αντώνης   έχει  μείνει  στη   ίδια  στάση,  όπως  κάθεται  στην  πολυθρόνα  με   τη  διαφορά  πως  το  σώμα  του  τώρα  είναι  σφιγμένο,  το  σβέρκο  του  λούτσα  στον  ιδρώτα  και   το   στήθος   του   πάλλεται   μάταια   να   ανακτήσει   κάποιο   ευνοϊκό   ρυθμό.   Χρόνια  είχε  να  νιώσει  τόση  αδικία,  τόση  που  φέρνει  κρύα  δάκρυα  και  ξηραίνει  τη  γλώσσα.  Αυτή   η   αίσθηση   μοναξιάς   και   μηδενικότητας   του   κόσμου   που   έχουμε   έρθει.   Η  αίσθηση  ότι  θέλει  να  βάλει  τώρα  φωτιά  στα  πάντα  αρχίζοντας  με  τον  εαυτό  του.    

Κοιτάζει   γύρω   του.   Μετρά   4   τσιγάρα   που   αναβοσβήνουν   σαν   φωτάκια   σε  υπόγειο.  Η  μέρα  πια  έχει  φύγει.  Τα  στόρια  φαίνονται  σα  να  είναι  τελείως  κλειστά.  Λωρίδες  από  σκοτάδι  έχουν  φράξει  τα  κενά.  Όλοι  είναι  ακίνητοι.  Περιμένουν.    

Επανεκκίνηση:   Όρθια   στάση   του   σώματος.   Ίσιωμα   ρούχων   και   χαρτιών.  Σταθερά   βλέμματα   σε   όλους   γύρω   και   σταθερές   αναπνοές.   Ανάκτηση   οργής   και  θυμού.  Μέσα  του  κυλάει  πάλι  αυτός  ο  βρασμός  που  του  γνωστοποιεί  το  βάθος  που  πρόκειται  να  πέσει.  Ο  Αντώνης  χαμογελά  στον  Τύπο  και  του  ζητάει  ένα  τσιγάρο.  Ο  Χρήστος  κοιτάζει  την  κίνηση  του  Τύπου  που  δίνει  το  τσιγάρο  και  που  μοιάζει  σα  να  παραδίδει   τις   σφαίρες   του   στον  Αντώνη  που   δείχνει   ήρεμος,   στητός   και   ελάχιστα  θυμωμένος  μετά  από  αυτό  το  χτύπημα  κάτω  από  τη  ζώνη.    

Ο  Αντώνης  στερεώνει  το  τσιγάρο  στο  πλάι  των  χειλιών  και  παίρνει  τη  τσάντα  ώμου  του  δίνοντας  ταυτόχρονα  το  δεξί  χέρι  στον  διευθυντή.  

«Τα  αντίγραφα  βρίσκονται   επίσης  στον  εισαγγελέα  που  διερευνά   το  θάνατο  του  Αποστολόπουλου  αλλά  και  στον  δικηγόρο  του,  όπως  επίσης  και  στην  επιτροπή  της  τριτοβάθμιας  για  τις  υποθέσεις  του  Πανεπιστήμιου.  Κύριοι,  καλό  βράδυ.  Κύριε  διευθυντή,  Χρήστο».  Με  αυτά  τα  λόγια  ο  Αντώνης  αφήνει  το  χέρι  του  διευθυντή  και  πιάνει  λίγο  το  μπράτσο  του  Χρήστου.  Η  πόρτα  του  γραφείου  έχει  ήδη  ανοίξει  από  κάποιον  άλλο  στο  δωμάτιο.  Ο  μπροστινός  διάδρομος  είναι  ημιφωτισμένος.  Από  τον  κάτω  όροφο  ακούγονται  οι  φωνές  των  φοιτητών  που  έδιναν  τέτοια  ώρα  μαθήματα.    Ο  Αντώνης  περπατάει  λίγο  νευρικά  μέχρι  να  ακούσει  την  πόρτα  να  κλείνει.  Νιώθει  τα  βλέμματα  πίσω  αλλά  και  μια  αίσθηση  ριπής  τσεκουριού  στο  σβέρκο  του.  Είναι  το  ρίσκο.  Η  πόρτα  κλείνει  και  ακούγεται  ένα  φλιτζάνι  που  εκσφενδονίζεται.  Ο  ήχος  της  πρόσκρουσης  είναι  πνιχτός.  Θα  το  έριξαν  πάνω  στη  μοκέτα  σκέφτεται.  Στο  κυλικείο  ακόμη  φοιτητές  και  καθηγητές  πίνουν,  τρώνε,  άλλοι  κολλούν  αφίσες  για  εκδρομές.  Άλλοι   τσακώνονται.   Ένα   ραδιόφωνο   με   κακό   σήμα   εκπέμπει   κακόγουστα  τραγούδια.   Δεν   ενδιαφέρεται   κανείς   και   κυρίως   κανείς   δε   θα   μάθει   ποιος   είναι  αυτός  ο  τύπος  που  βγήκε  από  το  γραφείο  του  διευθυντή  και  τι  έγινε  εκεί  μέσα.  Το  εκπαιδευτικό    ίδρυμα  συνεχίζει  τη  μίζερη  καθημερινότητα  του  παράγοντας  μια  λερή  εικόνα,  ένα  καρναβάλι  με  τσιτάτες  ατάκες  πάνω  σε  τοίχους,  θρανία  στολισμένα  με  αφίσες,  σαν  σκληρές  κουρτίνες  ενός  νεκρού  οικήματος.  Τα  άδεια  αμφιθέατρα  αλλά  και   τα   γραφεία   των   καθηγητών   θα   συνεχίζουν   την   ακίνητη   λήθη   τους   μέσα   στη  καλοκαιρινή   θέρμη.   Ένα   βαρύ   κτίριο   γεμάτο   φαντάσματα   και   καπνισμένα  ντουβάρια.   Ένας   χώρος   που   πια   ανήκει   στα   κόμματα   και   στη   ρουτίνα   των  

Page 10: To Pagopoieio PDF

  9  

εξεταστικών.   Κάποιες   φοιτήτριες   βγαίνουν   από   τις   τουαλέτες   και   χασκογελάνε  λέγοντας  πόσο  καλά  δεν  έγραψαν  και    πως  θα  πάνε  να  πιάσουν  την  καθηγήτρια  να  της   μιλήσουν   διότι   και   άλλοι   το   έκαναν   και   έπιασε   το   κόλπο.   Έτσι   κι   αλλιώς  ακούγεται  πως  η  καθηγήτρια  βγαίνει  στη  σύνταξη.    

Βγαίνει  στο  δρόμο  και  νιώθει  σα  να  παίρνει  αέρα  μετά  από  πολύ  ώρα.  Η  ζέστη  αν  και  βράδυ  είναι  πηχτή.  Τώρα  πια  το  μυαλό  του  βρίσκεται  στο  μικρό  συρτάρι  της  κουζίνας,  στη  βενζίνη  που  έχει  απομείνει  στο  αμάξι  και  στη  δουλειά  που  πρέπει  να  κάνει.  

                                                                   

       

Page 11: To Pagopoieio PDF

  10  

2      

Η   ΓΑΛΗΝΙΑ   ΑΙΣΘΗΣΗ   ΤΗΣ   ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ.   Η   αίσθηση   πως   υπάρχουν  εκατοντάδες  πράγματα  που  τον  κρατούν  σε  ένα  σημείο  από  το  οποίο  επιβλέπει  όλα  τα  πρόσωπα  και  τα  θέματα  που  τον  απασχολούν  συγκροτώντας  το  άτομο  που  είναι.  Μπορεί  να  είναι  το  μαύρο  τασάκι  από  τα  IKEA  που  αφήνει  τα  κλειδιά  του  μόλις  μπει  σπίτι  ή  η  κρεμασμένη  εσάρπα  της  Κλειώς  που  έχει  να  φορέσει  χρόνια  κι  όμως  μένει  εκεί   στη   κρεμάστρα   της   εισόδου.   Αυτή   η   ασφαλής   φούσκα   που   κυκλοφορεί  ανεπηρέαστος  μέσα  της.  Στεγνός  από  τη  βρωμιά  και  τη  σκληρότητα  των  ωρών  που  βρίσκεται  σε  ανήλιαγα  γραφεία  και  στο  εξεζητημένο  αμάξι  του.  Είναι  αλήθεια  πως  δώδεκα   χρόνια   μπαίνει   με   την   ίδια   ζέση   και   χαρά   μέσα   σε   αυτό   το   δικό   του  δενδρόσπιτο,  με  τις  βαριές  μυρωδιές  από  παιδικά  σώματα  και  μαλακτικά,  με  τους  ήχους  από  τον  αποροφητήρα  και  το  ραδιόφωνο  της  κουζίνας  σε  μια  ανεκτή  ένταση  έτσι   ώστε   να   γίνεται   αντιληπτός   όταν   μπαίνει.   Η   πόρτα   πάντα   σφαλίζει   με   μια  επιδεικτική   κίνηση   μεταδίδοντας   την   άφιξη   σε   όλα   τα   δωμάτια   του   σπιτιού.   Τα  δευτερόλεπτα  που  αρκούν  συνήθως  μέχρι  να  ακουμπήσει  ο  Χρήστος  τη  τσάντα  του  στο  τραπεζάκι  του  διαδρόμου  είναι  αρκετά  για  να  συγκεντρωθούν  γύρω  του  άλλα  τρία  πρόσωπα  που  με  ατσούμπαλες  κινήσεις  και  καταιγισμό  ερωτήσεων  κάνουν  τον  ίδιο   να   νιώθει   σα   έναν   ταχυδακτυλουργό,   σα   έναν   ξένο   που   περνάει   από   τις  γειτονιές   και   φέρνει   καλούδια   και   ευτυχισμένες   μελωδίες.   Ο   Αλέξανδρος   θα   τον  επεξεργαστεί   ταχύτατα  ρωτώντας  συνήθως  αν  άκουσε  από  τη  μαμά  τα  νέα  για  το  σχολείο,  ενώ  ο  Μιχάλης  μέσα  στην  ακόμη  πιο  παιδική  έκσταση  του  θα  τραβάει  το  πουκάμισο  του  και  άρα  τον  ίδιο  πιο  χαμηλά  μέχρι  να  βγει  το  πουκάμισο  έξω  από  το  παντελόνι.  Σκοπός  αυτής  της  επιμονής  είναι  ένα  συνηθισμένο  φιλί  στο  μάγουλο  του  Χρήστου   πριν   εξαφανιστεί   πάλι   ο   μικρότερος   σε   δευτερόλεπτα,   παίρνοντας   θέση  πρώτος   στην   κουζίνα   για   το   μεσημεριανό.   Αφού   τελειώσει   αυτή   η   πρώτη   γύρα  βλεμμάτων   και   παραδοχών,   ο   ίδιος   θα   κοιτάξει   την   Κλειώ   μέσα   στα   μάτια,   όπως  πάντα,  παίρνοντας  για  πολλοστή  φορά  την  επιβεβαίωση  ότι  τον  περιμένουν  πάντα  για   να   αρχίσει   η   ζωή   τους.   Είναι   αυτή   η   αίσθηση   που   του   λείπει   απόψε   καθώς  αφήνει  πολύ  προσεχτικά,  σχεδόν  άυλα  τα  κλειδιά  στο  τασάκι  και  τη  τσάντα  του  στο  πάτωμα.  Σα  να  μη  θέλει  να  τον  πάρει  κανείς  είδηση.  Σα  να  είναι  στ  αλήθεια  ξένος.  Στέκεται  για  λίγο  ακόμη  στο  διάδρομο  εντοπίζοντας  την  αυστηρή  σιωπή  του  σπιτιού  και   νιώθει   την   υγρασία   στα   μάτια   του.   Ξάφνου   νιώθει   τα   ρούχα   του   φαρδιά,  πλαδαρά   και   τις   δυνάμεις   του  ακόμη  πιο   ευμετάβλητες.   Ισιώνει   το   κορμί   του   και  πάει  προς  το  εσωτερικό  του  σπιτιού.  

Μέσα   στο   παιδικό   δωμάτιο   θα   ακούσει   στις   σόλες   του   θα   θρυμματίζονται  κόκκοι  άμμου,  ενώ  μια  διακριτική  μυρωδιά  αντηλιακού  έρχεται  από  τα  χρωματιστά  σεντόνια  και  τα  ρούχα  που  είναι  πάνω  στα  καρεκλάκια.  Και  τα  δύο  τους  κοιμούνται  μπρούμυτα.   Το   σώμα   τους   έχει   πάρει   ένα   ελαφρύ   χρώμα   ενώ   τα   μαλλιά   τους  γυαλίζουν  κάτω  από  τα  πορτατίφ.  Κοιτάζοντας  τα  μέσα  του  γλιστράει  ένας  φόβος.  

Page 12: To Pagopoieio PDF

  11  

Μια  αίσθηση  αναξιότητας   για  ό,τι   έχει   καταφέρει.  Μια   ιδέα  ότι  η  αγάπη  μόνο  δε  φτάνει.  Προσπαθεί  να  κάτσει  οκλαδόν  στο  πάτωμα,  μια  προσπάθεια  να  κοιμηθεί  κι  αυτός   σαν   παιδί,   περιτριγυρισμένος   από   μαγικά   αεροπλάνα   και   ελεύθερες  ζωγραφιές.  Ποτέ  δεν  είχε  τέτοιο  δωμάτιο.  

«Δε  μπορούσαν  να  περιμένουν.  Με  ξεπάτωσαν  στη  θάλασσα.  Έλιωσαν  και  οι  ίδιοι.   Με   το   που   φτάσαμε   ούτε   φάγανε,   ούτε   μπάνιο.   Έπεσαν   σαν   πέτρες.  Συγνώμη».  Ο   Χρήστος   σηκώθηκε  ακούγοντας   την   Κλειώ  πίσω  από   την  πλάτη   του.  Είναι   ακόμη   με   το   τούνικ   της   παραλίας.  Μυρίζει   κι   αυτή   αντηλιακό   και   διακρίνει  κόκκους  άμμου  πάνω  στους  ώμους  της.  

«Άργησα   κι   εγώ   σήμερα.   Πάντα   τέτοια   εποχή   πλακώνουν   παραπάνω  συζητήσεις.  Είναι  η  υπερένταση  από  όλο  το  χειμώνα  που  ψάχνει  να  τρυπώσει  και  στις  διακοπές  μας!».  Η  Κλειώ  τον  βοηθάει  να  βγάλει  το  σακάκι  και  παράλληλα  τον  σέρνει   προς   το  υπνοδωμάτιο.  Ο  Χρήστος   κάθεται   πρώτος  στο   κρεβάτι   ενώ   εκείνη  μαζεύει  ένα  ένα    τα  ρούχα  που  αφαιρούνται.  Παρατηρώντας  για  άλλη  μια  φορά  την  οργάνωση  τη  ντουλάπας,  του  χώρου  σκέφτεται  τί  καλή  καθηγήτρια  θα  ήταν.  Πόσο  υπομονετική  με  τους  εφήβους  και  τους  συναδέλφους.  Άραγε  είναι  τόσο  οργανωτική  γιατί   έτσι   κρατάει   μια   επαφή   με   ό,τι   δεν   έκανε;   Βάζει   όλο   της   το   ταλέντο   στο  μεγάλωμα  των  παιδιών  ως  αντίβαρο  μιας  τάξης  που  δεν  έχει;  Εκείνη  του  πετά  ένα  κοντομάνικο   και   μια  φόρμα   χαμογελώντας   και   κάθεται   δίπλα   του.   Την   ρωτάει   αν  έκανε  μπάνιο  ενώ  κρυφοκοιτάζει  τα  μικρά  στήθη  της  που  διαγράφονται.  Αυτό  είναι  μια  προσπάθεια  να  νιώσει  απόψε  φυσιολογικά.  Να  ερεθιστεί  και  να  ασχοληθεί  με  το  εαυτό  του.  Φέρνει  τα  χέρια  του  στο  δικό  της.    

«Θέλω   να   ξαπλώσουμε.   Μη   μου   πεις   να   φάμε.   Δε   πεινάω».   Η   Κλειώ   τον  κοιτάζει   και   συμφωνεί.   Βγάζει   και   εκείνη   τα   ρούχα   της.   Τον   χτυπάει   αμέσως   η  μυρωδιά  από  το  σώμα  της.  Ένα  άρωμα  πολυκαιρισμένης  καραμέλας  και  παραλίας.  Αμέσως  ενώνει  τα  μάγουλα  της  με  τα  δικά  του,  άγρια  σαν  ένα  θηλυκό  που  διαλέγει  το   ταίρι   της.  Ένα  βαθύ  φιλί   επιστεγάζει  αυτή   την  ένωση  από  τη  αρχή.  Δε   τον  έχει  απογοητεύσει  ποτέ.  Ο  Χρήστος  πλησιάζει  τα  χείλη  του  στο  αυτί  της.  

«Θέλεις  να  ανοίξουμε  τη  μπαλκονόπορτα;  Να  πάω  να  βάλω  και  δύο  ποτά;  ε;  Θέλω   να   κάτσουμε   απόψε   ήσυχα.   Αύριο   θα   πάω   πιο   αργά   στη   σχολή».   Η   Κλειώ  σκέφτεται  πως  αυτή  η  επιθυμία  απέχει  από  την  ρουτίνα  του  Χρήστου  σημάδι  πως  απόψε   είναι   σκεπτικός,   πως   δεν   βρίσκεται   πραγματικά   μαζί   της,   όμως   δε   τον  ρωτάει.   Αντ   ’   αυτού   σηκώνεται   και   κατευθύνεται   προς   την   μπαλκονόπορτα   του  υπνοδωματίου.   Ο   ίδιος   δε   ξέρει   ότι   τον   είχε   δει   πριν   στην   είσοδο   όταν  κοντοστάθηκε   αμήχανος,   απρόσωπος,   περιμένοντας   στο   σκοτάδι.   Νιώθει   λίγο  θυμωμένη   μαζί   του   αυτή   τη   στιγμή.   Θυμωμένη   με   αυτό   που   υπάρχει   μέσα   στο  μυαλό  του.  Τον  ξέρει  καλά.    

«Σε   είδα   πριν.   Στην   πόρτα   εννοώ.   Θα   πάω   να   βάλω   εγώ   κάτι   να   πιούμε.  Ξέστρωσε   εσύ   λίγο   και   έρχομαι.  Θα  μπω   και   για   ένα   ντους».   Καθώς  περνάει   από  μπροστά   του,   του   χαϊδεύει   την   πλάτη.   Καταβάθος   ο   Χρήστος   σιχαίνεται   αυτή   τη  κίνηση.  Του  φέρνει  στο  μυαλό  συγκατάνευση,  λύπηση.  Θυμώνει  αμέσως  που  έδειξε  

Page 13: To Pagopoieio PDF

  12  

στη   γυναίκα   του   ένα   σημάδι   αδυναμίας,   ή   που   κι   εκείνη   του   αποκάλυψε   την  παρατήρηση  της.  Θα  μπορούσε  να  μη  του  το  πει  καθόλου.  Γιατί  του  το  πε;  Αυτή  η  γύμνια   τον   πήγε   πολύ  πίσω,   σε   μια   ηλικία   που  πάλευε   να   δείχνει   ανεπηρέαστος.  Μαγκώνει  τα  σεντόνια  για  να  μη  νευριάσει  κι  άλλο  με  την  Κλειώ.  Από  έξω  έρχεται  μια  δροσιά,  με  την  κουρτίνα  να  χώνεται  σα  στοιχειό  μέσα  στο  δωμάτιο  αγγίζοντας  τη  ράχη  του.  Η  νύχτα  φέρνει  ήχους  υπόκωφους  και  αυθαίρετους.  Ο  ίδιος  βιώνει  μια  νεκρή  στιγμή.  Ένα  κενό  αέρος  όπου  τίποτα  δε  τον  γεμίζει.  Γέρνει  πίσω  και  ξαπλώνει.  Μέσα   σε   λίγα   δευτερόλεπτα   έχει   χαθεί   η   οργή   του.   Είναι   κι   αυτό   ένα   δικό   του  ταλέντο,  να  αδρανοποιείται  όποτε  πονάει.  Να  γίνεται  απρόσιτος  σε  όλους  και  στον  ίδιο.  

Η   Κλειώ   τον   βρίσκει   ακίνητο   καθώς   μπαίνει,   κρατώντας   τα   δύο   ποτήρια.  Σιγοπατά  στις  μύτες  και  βγαίνει  στη  βεράντα.  Περίεργη  νύχτα  απόψε  σκέφτεται  ενώ  παράλληλα   κοιτάει   αυτόν   τον   άνδρα   που   ανασαίνει   σαν   παιδί   απέναντι   της.   Για  κάποιο  λόγο  νιώθει  και  αυτή  φοβισμένη  μα  πιο  πολύ  για  εκείνον.  

     ΣΤΗΝ  ΟΥΣΙΑ  ΔΕΝ  ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ  ΚΑΘΟΛΟΥ.  Κάθε  λίγη  ώρα  άνοιγε  τα  μάτια  του  

για   να   καταλάβει   αν   παραμιλούσε,   αν   του   ξέφευγε   κάτι   μέσα   στο   ενύπνιο   που   η  Κλειώ   θα   άκουγε.   Πως   γίνεται   άραγε   να   έχει   ξεκινήσει   η   όλη   ιστορία   από   τον  Αντώνη.  Προσπαθούσε  να  φέρει  στο  μυαλό  του  την  αρχή  της  συνεργασίας  τους,  τις  πρώτες   χειραψίες,   τις   πρώτες   ανταλλαγές   απόψεων,   να   βρει   ένα   πρώτο   δείγμα  αυτής  της  προδοτικής  συμπεριφοράς.  Δεν  ήταν  τόσο  μικρός  ο  Αντώνης  για  να  έχει  αυτήν   τη   συμπεριφορά   ποπολάρου   ,   ούτε   έδειχνε   να   πέφτει   γενικώς   από   τα  σύννεφα  με  ο,τι  συνέβαινε  στο  χώρο  της  παιδείας.  Στο  κάτω  κάτω  έχουν  μόνο  εννέα  χρόνια  διαφορά,  δεν  ανήκουν  και  σε  άλλη  γενιά.  Η  Κλειώ     ελαφριά  κοιμισμένη  κι  αυτή   δίπλα   του   αφουγκραζόταν     τους   βαρύς   αναστεναγμούς   του   συζύγου   της.  Ένιωθε  τις  ισχυρές  εκπνοές  που  έπαιρνε  το  στομάχι  του.  Ο    Χρήστος  δεν  ήταν  καλά  και  δεν   της   είχε  πει   και   κάτι  από   την  ώρα  που  γύρισε.  Πάντα  ήταν  μυστικοπαθής  αλλά  με  μια  πιο  μποέμικη  τάση  να  θέλει  να  τον  προσεγγίσεις  και  να  σου  πει  ο  ίδιος  τελικά   τι   συμβαίνει.  Ο  Χρήστος  πάντα  ήθελε   να  δείχνεται.  Ότι   κάτι   έχει,   πως   κάτι  ξέρει  παραπάνω,  πως  η  προσοχή  σου  του  ανήκει.  Από  τα  πρώτα  χρόνια  που  ήταν  μαζί   πάντα   κυνηγούσε   να   ξεχωρίσει,   να   πιαστεί   από   τα   μάτια   των   άλλων.  Πληθωρικός  και  ταυτόχρονα  εύθρυπτος  τις  στιγμές  που  καταλάβαινε  ότι  υστερούσε  κάπου.  Μπροστά  στους  γονείς  της  πάντα  αντιτιθόταν  στις  απόψεις  τους,  μιλώντας  για  το  νέο  θεσμό  της  οικογένειας,  πως  τώρα  πια  έχουν  αλλάξει  τα  πράγματα  και  ένα  ζευγάρι   μπορεί   μόνο   του   να   τα   καταφέρει   φτάνει   να   υπάρχει   αφοσίωση   και   μια  κοινή   πλεύση.   Τι   αστείος   που   της   φαινόταν   εκείνες   τις   στιγμές,   παλεύοντας   να  ξεπεράσει  θεούς   και   δαίμονες.  Θυμάται  πως  δε   τα  πήγαινε   καθόλου  καλά  με   τον  πατέρα   της.   Τον   θεωρούσε   κακομοίρη   που   έμεινε   μια   ζωή   μεροκαματιάρης   και  σεμνός.  Ο  πατέρας  της  πάλι  δε  μιλούσε.  Ήταν  κάτι  σαν  ήρεμη  δύναμη  που  άφηνε  

Page 14: To Pagopoieio PDF

  13  

τους   άλλους   να   πέσουν   μόνοι   τους.   Εξάλλου   την   αγαπούσε   την   Κλειώ   σαν  μοναχοκόρη   του.   Και   ήξερε   πως   την   αγαπούσε   και   ο   Χρήστος.   Πολλές   φορές  ευχόταν  ο  Χρήστος  να  έμοιαζε  του  πατέρα  της.  Έκλεισε  τα  μάτια  της  κάποια  στιγμή  και  άφησε  να  τη  νανουρίσει  ο  παλμός  του  Χρήστου.  Εκείνος  πάλι  ένιωθε  τη  πίεση  στα   μηλίγγια   του.   Την   πίεση   ενός   ανθρώπου   που   προσπαθεί   εδώ   και   ώρες   να  ηρεμήσει   καθώς   παράλληλες   σκέψεις   ρέουν   σαν   πλέγματα   κωδικών   μέσα   στο  μυαλό  του.  Της  γύρισε  πλάτη  και  προσπάθησε  να  συγκρατήσει  πάλι  το  λυγμό  του.  Τις  τύψεις  του.  

   ΑΠΟ   ΤΙΣ  ΠΡΩΤΕΣ  ΠΡΩΙΝΕΣ  ΩΡΕΣ  ακούει   πατήματα  πάνω  στο   δρύινο   σαλόνι,  

ντουλάπια  στη  κουζίνα,  τρεχούμενο  νερό  και  το  καπάκι  του  Zippo  που  ανοιγοκλείνει  τακτικά.  Η  υγρασία  έχει  κολλήσει  στο  σώμα  της  ένα  πνιχτό  πέπλο.  Θέλει  να  μείνει  κι  άλλο  στο  κρεβάτι.  Είναι  σίγουρη  πως  ο  Χρήστος  θα  της  πει  πιο  μετά  τι  τρέχει.  

Στο  σαλόνι  ο  Χρήστος  παρατηρεί  τους  λεκέδες  του  νερού  πάνω  στο  τραπεζάκι.  Ξέχασε   να   βάλει   σουβέρ   σκέφτεται   και   την   αντίδραση   της   Κλειώς.  Περιμένει   πως  και   πώς   να  πάει   οχτώ.  Να  ρίξει   ένα   ξύρισμα   και   να  αρχίσει   να   ντύνεται.   Την   ίδια  ώρα   σίγουρα   το   ίδιο   θα   κάνουν   και   οι   υπόλοιποι.   Ή   όχι;   Αυτός   ο   πούστης,   το  κωλοπαίδι   ο   Αντώνης   ίσως   να   κοιμάται.   Ας   κοιμάται   κι   αυτός   με   μια   Δαμόκλειο  Σπάθη   από   πάνω   του.   Οι   άλλοι   πάντως   σίγουρα   θα   έχουν   ξυπνήσει   και   θα  υπολογίζουν  και  αυτοί  την  ώρα  που  θα  πέσουν  τα  πρώτα  τηλεφωνήματα.  Αυτή  τη  στιγμή  πάντως  δεν  ωφελεί  η  πρεμούρα.  Ανάβει  άλλο  ένα  τσιγάρο  και  στερεώνει  το  κεφάλι  στη  κορυφή  της  πολυθρόνας.  Απέναντι  στην  τηλεόραση  οι  πρώτες  πρωινές  εκπομπές  σκορπούν  ένα  γαλάζιο  φόντο  στο  χώρο.  Είναι  σα  μια  γυάλα.  Ο  ίδιος  ένα  αστείο,   χοντρό  ψάρι   που  περιμένει   να   εκτεθεί   σε   αυτό   το   γυαλί.   Παρατηρεί   τους  εύμορφους  παρουσιαστές  με  τις  διαλεκτές  τους  ξανθιές  κομπάρσες  στα  πλαϊνά  του  πλατό.   Η   τηλεόραση   είναι   στο  mute.   Αυτό   του   δίνει   την   ευκαιρία   να   χαζεύει   σα  βουβή  ταινία  τις  κινήσεις  όλου  αυτού  του  τσίρκου.  Σοβαρό  ύφος  και  μια  ελάχιστα  χαλαρωμένη   γραβάτα   ή   ένα   ροζ   κυριλάτο   πουκάμισο.   Στυλό   waterman   και   μια  στοίβα   με   τις   πρωινές   εφημερίδες.   Προσπαθεί   να   διαβάσει   τα   χείλη.  Κατηγορητήρια,  εξάψεις  δικαιοσύνης,  τεχνητή  ευγένεια,  ευάρεστοι  και  κοιλαράδες  καλεσμένοι.  Μονίμως   ένα   ηλεκτρονικό   ρολόι   κυλά   στο   αριστερό   κάτω   μέρος   της  οθόνης  σαν  ωρολογιακή  βόμβα.  Η  ώρα  δεν  περνά  όμως  εύκολα  κι  αυτό  είναι  κάτι  που  σιχαίνεται  από  μικρός,  ούτε  μπορεί  να  πάει  να  κοιτάξει  τα  μικρά  πάλι.  Μπορεί  να   τα   ξυπνήσει.   Ο   μικρός   ειδικά   του   δίνει   την   αίσθηση   πως   πάντα   λαγοκοιμάται  έχοντας  μοιάσει  στη  μάνα  του.  Δε  της  φέρθηκε  καλά  απόψε  της  Κλειώς.  Την  άφησε  με   ερωτηματικά   και   μια   άδεια   αγκαλιά.   Τι   σκύλος   που   είναι   μερικές   φορές.  Μια  πλευρά   του   εαυτού   του   που   δε   χωνεύει   καθόλου.   Τουλάχιστον   την   άφησε   να  κοιμηθεί.  Ξανακοιτάζει  τώρα  την  τηλεόραση.  Ένας  εργατοπατέρας  απολογείται  για  τον  ξυλοδαρμό  συναδέλφων  στο  λιμάνι  του  Περάματος  από  μέλη  του  συνδικάτου.  Μπορεί  να  πει  ότι  του  μοιάζει  λίγο  κι  αυτός.  Ριγέ  πουκάμισο,  σίγουρα  Bostonians,  

Page 15: To Pagopoieio PDF

  14  

γυαλιά  μυωπίας  με   χρυσό  σκελετό   και  πολύ   καλοχτενισμένο   γκρίζο  μαλλί.   Επίσης  μοιάζει  και  σε  έναν  από  τους  παρουσιαστές,  στις  κινήσεις  του  όμως.  Χοντρά  χέρια  που   πηγαινοέρχονται   με   έμφαση,   λαιμός   στητός   και   ίσια   πλάτη   με   σκοπό   να  αποδοθεί  κύρος  στη  δήλωση.  Κερατάδες  σκέφτεται.    Όλοι  ίδιοι  είμαστε  σε  αυτή  τη  χώρα!  Ήξερε  πολλούς  από  δαύτους  από  τον  καιρό  που  κυκλοφορούσε  ακόμη  μέσα  στα  γραφεία  του  κόμματος  και  στις  κοπές  της  πίτας.  Νεολαίος  ανάμεσα  στα  στιβαρά  στελέχη   που   γέμιζαν   πρώτοι   τα   πιάτα   στους   μπουφέδες.   Οι   λαθράνθρωποι   του.  Ένας  λόγος  που  νιώθει  ευγνωμοσύνη  στην  Κλειώ  είναι  που  τον  αποτράβηξε  από  όλο  αυτό  το  συρφετό.  Εξάλλου  είχε  κάνει  γρήγορα  τις  γνωριμίες  του.  Αρκετές  ταβέρνες  και  πληρωμένα  συνέδρια  στην  Κύμη  και  στο  Πόρτο  Χέλι.    

Άκουσε  το  στρώμα  που  έτριξε.  Έξι  και  είκοσι  ακόμη.  Με  μια  δυνατή  εισπνοή  από  το  CANE  του  άφησε  για  λίγο  ένα  γλάρωμα  να  κάτσει  στα  βλέφαρα  του.    

   Η   ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ   ΚΑΙΕΙ   ΑΠΟ   ΤΑ   ΧΑΡΑΜΑΤΑ.   Τώρα   και   η   μικρή   που   έχει   στο  

γραφείο  του  ο  Χρήστος.  Την  έχει  δυνατά  για  να  μην  τον  ακούει.  Από  τις  οχτώ  μιλάει  χαμηλόφωνα  στο  κινητό  του  σαρώνοντας  όλα  τα  ελεύθερα  δωμάτια.  Κάποια  στιγμή  συναντήθηκαν   έξω   από   το   μπάνιο   αλλά   της   έκανε   μόνο   ένα   νεύμα   αντί   για  καλημέρα,   κι   αυτό   με   το   κινητό   στο   αυτί.   Τον   ακούει   όλο   το   πρωί   που   ψάχνει  συρτάρια,   ανάβει   τσιγάρα   και   επανατοποθετεί   τη   γυάλα   της   καφετιέρας.   Στο  τραπεζάκι   του  σαλονιού  βρήκε  ένα  ποτήρι  και  ένα  κάλυμμα  γιαουρτιού.  Τα  μικρά  είχαν   ήδη   σηκωθεί.   Ο   Αλέξανδρος   τελείωνε   τα   δημητριακά   του   ενώ   ο   Μιχάλης  προσπαθούσε  να  χωρέσει  παιχνίδια  σε  μια  μικρή  τσάντα  ώμου.  Ούτε  φωνή  ακόμη  από  το  Χρήστο.  Κλεισμένος  στο  γραφείο  μουρμούριζε  κάνοντας  ζάπινγκ  ενώ  που  και  που   σίγουρα   φώναζε   σε   κάποιον   από   το   τηλέφωνο.   Τα   παιδιά   δεν   πλησίασαν  καθόλου   τη   συρόμενη   του   γραφείου.   Ο   Μιχάλης   μόνο   της   έκανε   νόημα  αστειευόμενος,  με  το  δάχτυλο  στο  στόμα  προκαλώντας  τα  σχόλια  του  Αλέξανδρου.  «Τι   σςςςς   μωρέ;».   Στις   έντεκα   θα   έρθει   η   αδελφή   της   να   πάρει   τα   παιδιά   για   την  Αρτέμιδα.  Πρώτη  φορά   ένιωσε  πως   δε   θέλει   να  μείνει   μόνη   της   χωρίς   τα  παιδιά.  Από  την  άλλη  όμως  θα  είχε  την  ευκαιρία  να  μιλήσει  με  το  Χρήστο,  ο  οποίος  παρ  όλο  που  είχε  πει  το  βράδυ  πως  θα  πάει  πιο  αργά  στη  σχολή,  είχε  αργήσει  υπερβολικά  να  φύγει,  για  τα  δεδομένα  του.    

Η  πόρτα  του  ακούστηκε  διακριτικά  και  άνοιξε  το  ένα  φύλλο  προς  τα  αριστερά.  Παρακάλεσε  τον  συνομιλητή  του  να  πάρει  σε  ένα  λεπτό  και  έστρεψε  το  βλέμμα  του  στην  Κλειώ.    

«Ήρθε  η  Γιώτα  να  τα  πάρει.  Θα  τα  γυρίσει  με  τον  Μάνο  αύριο  το  μεσημεράκι.  Θα  τους  πεις  μια  καλημέρα;  Ο  μικρός  έχει  στηθεί  απέξω.  Άντε.»  και  του  χαμογέλασε  σέρνοντας  τελείως  την  πόρτα.  Ο  Χρήστος  έχωσε  το  κινητό  στη  τσέπη  και  βγήκε.  Οι  κινήσεις   του   είχαν   κάτι   το   νευρικό.   Σα   να   έχει   καμπουριάσει   και   να   βιάζεται  σκέφτηκε   η   Κλειώ   καθώς   τον   έβλεπε   να   ψηλαφίζει   τον   Αλέξανδρο.   Ο   Χρήστος  σίγουρα   βιαζόταν   και   περίμενε   να   φύγουν   επιτέλους   τα   παιδιά.   Ήθελε   το   σπίτι  

Page 16: To Pagopoieio PDF

  15  

ήσυχο.  Αν  μπορούσε  να  διώξει  και  την  Κλειώ  θα  το  έκανε,  να  που  όμως  ξέρει  ότι  θα  τον  πλησιάσει  μετά  για  εξηγήσεις.  Δε  θα  την  αποφύγει.    

Βγήκαν  στο  μπαλκόνι  και  οι  δύο  να  καλημερίσουν  την  Γιώτα  και  να  τσεκάρουν  τα  παιδιά  που  χαρούμενα  και  λίγο  νυσταγμένα  έμπαιναν  στο  τζιπ.  Χαιρέτησαν  και  μπήκαν   πάλι   μέσα   με   το   Χρήστο   να   κλείνει   τη   μπαλκονόπορτα   πριν   κατευθυνθεί  αμέσως  πίσω  στο   γραφείο   του.  Η  Κλειώ  βρίσκεται  όμως  ήδη  μέσα  στο   χώρο   του,  τακτοποιώντας   επιτηδευμένα   τα   χαρτιά   του.   Τώρα   κάθεται   πια   ήρεμη   και  υποψιασμένη  στην  καρέκλα,  ανάβει  ένα  τσιγάρο  και  τον  κοιτάζει.  Εκείνος  κάθεται  στο  μικρό  σκαμπό  που  χρησιμεύει  για  τη  βιβλιοθήκη  και  με  τα  χέρια  να  κρέμονται  στερεωμένα   πάνω   στα   γόνατα   του   μένει   σκυφτός.   Η   Κλειώ   θυμάται   ότι   έχει   να  κάτσει   σε   τέτοια   λυπητερή   στάση   από   τότε   που   είχε   χάσει   τη   μητέρα   του.   Μια  τούφα  μαλλιά  πέφτει   στον   δεξί   του   κρόταφο.   Σηκώνει   το   κεφάλι   του   κοιτάζοντας  έξω.  

«Μου  πετάς  ένα  τσιγάρο.»  Η   Κλειώ   ήξερε   πάντα   τον   τρόπο   να   προσεγγίζει   αυτό   το   αγριωπό  πρόσωπο,  

αυτόν   τον   άνδρα   που   αν   και   στα   σαράντα   εφτά   του   χρόνια   πια   διατηρεί   μια  εφηβική  μελαγχολία  και  μια  αθέλητη  αντίσταση  απέναντι  στους  ανθρώπους  σα  να  πρέπει   να   συναγωνίζεται   συνεχώς   με   τρόπο  που   καταλήγει   κάποιος   τελικά   να   μη  τον   συμπαθεί.   Ίσως   αυτό   να   είναι   και   η   άμυνα   του.   Σίγουρα   ήταν   τώρα   που   τον  κοιτάζει  να  καπνίζει  λες  και  πρόκειται  να  της  πει  κάτι  σκληρό.    

«Μπορείς   να   μου   πεις   τι   έχεις;   Τηλέφωνα   από   το   πρωί.   Δεν   κοιμήθηκες.  Πρώτα  από  όλα  γιατί  δεν  είσαι  στη  δουλειά  τέτοια  ώρα;»  

Ο  Χρήστος,  του  οποίου  οι  παλμοί  και  οι  ανάσες  έχουν  αυξηθεί  τώρα,  δείχνει  στη  Κλειώ  ένα  φάκελο  που  έχει  σφηνώσει  κάτω  από  το  Laptop.  «Άνοιξε.  Άνοιξε  και  δες.  Ο  καλός  μας  φίλος.  Άνοιξε  ντε!  Διάβασε».  Τώρα  οι  παλμοί  του  ανέβηκαν  ακόμη  πιο  πολύ  όπως  και  ο  τόνος  της  φωνής  του.    

«Χθες   όλο   το   απόγευμα   καθόμουν   και   τον   άκουγα.  Μίλαγε   λες   και   είναι   ο  καλύτερος  και  εμείς  οι  κλίκα,  οι  πουλημένοι».  Η  Κλειώ  που  δεν  έχει  αρχίσει  ακόμη  την   ανάγνωση,   του   δίνει   σημασία.   Της   τραβάει   την   προσοχή   το   ύφος   που  χρησιμοποιεί   στις   εκφράσεις   του,   η   επιθετικότητα.   Για   ποιον  φίλο   μιλάει;   Από   τα  συμφραζόμενα   πάντως   καταλαβαίνει   την   αναφορά   του   σε   συγκεκριμένους  συναδέλφους  από  τη  διοίκηση  του  ΤΕΙ.  Παίρνει  το  θάρρος  να  αστειευτεί  λίγο  μαζί  του.  

«Γιατί;   Δεν   είστε   κλίκα;   Αχ,   ρε   Χρήστο!   Μια   ζωή   αυτή   σου   η   μανία   να  καταδιώκεσαι   και   να   καταδιώκεις».   Ο   Χρήστος   δεν   ακούει   τον   τρόπο   που  εκφέρονται  τα  λόγια  της,  την  γλυκάδα  και  το  χιούμορ  παρά  μόνο  τα  λόγια  καθαυτά.  Αυτή  η  υφέρπουσα  κριτική  και  η  παντογνωσία  της.  Πού  ξέρει  αυτή  τι  έχει  γίνει;  Γιατί  να  την  εμπιστευτεί;  Ακόμη  δε  διάβασε  και  ήδη  νιώθει  σα  να  τον  κρίνει.  Χαμηλώνει  τον  τόνο  της  φωνής  του  αλλά  όχι  την  επιμονή  του  ενώ  η  Κλειώ  ανοίγει  το  φάκελο  και  αρχίζει  να  κυλά  το  βλέμμα  στις  παραγράφους.  

Page 17: To Pagopoieio PDF

  16  

«Εσύ  που  έτρεχες  κιόλας  μήνες  κοντά  του  και  στη  Ζωή.  Αναθεματισμένο  νησί.  Ξινό  μας  βγαίνει  ακόμη.  Ο  φίλος  μας  ο  Αντώνης  αποφάσισε  ΤΩΡΑ  μετά  από  τόσο  καιρό,   έτσι   ξαφνικά   να   μας   κάνει   θέμα.».   Η   Κλειώ   που   πάντα   είναι   ψύχραιμη  απέναντι   στου  Μύδρους   του   προσπαθεί   να   αποφασίσει   αν   ακούει   το   σύζυγο   της  που   είναι   μαζί   για   δεκαπέντε   χρόνια   ή   αν   ακούει   κάποιον   ταλαίπωρο  μικροβουλευτή  που  γκρινιάζει  για  μια  αδικία  εις  βάρος  του.  Μαζεύει  την  ανάσα  της  και  συνεχίζοντας  να  διαβάζει  το  φάκελο,  κάνει  την  παρατήρηση  της.  

«Χρήστο,   εδώ   έχει   ημερομηνίες   από   το   2002.   Έχει   ονόματα   ανθρώπων   που  ξέρουμε   και   έχουμε   φάει   μαζί.   Διαβάζω   το   δικό   σου   τώρα   αυτή   τη   στιγμή».   Ο  Χρήστος  δεν  απαντάει  καθόλου.  Θα  σηκωθεί  και  θα  πάει  στο  σαλόνι  ανοίγοντας  το  στερεοφωνικό.   Η   Κλειώ   συνεχίζει   και   διαβάζει   με   απόλυτη   προσοχή   πια   καθώς  ακούγεται  το  Men  of  good  fortune  του  Lou  Reed.        

       Ο  ΧΡΗΣΤΟΣ  ΔΕ  ΘΥΜΑΤΑΙ  να  έχει  περάσει  πιο  μεγάλες  ώρες  στη  ζωή  του  όσο  

αυτές  που  περνάνε  τώρα,  με  την  Κλειώ  νε  μένει  κλεισμένη  στο  γραφείο  του.  Πρέπει  να   τηλεφωνήσει   στο   διευθυντή,   στο   τύπο,   φυσικά   στο   δικηγόρο   του   αλλά   να  μιλήσει   και   με   τους   ανθρώπους   του   στο   υπουργείο.   Το   κινητό   του   συνεχώς  αναβοσβήνει.  Πρέπει  όμως  να  περιμένει   και   την  Κλειώ.  Μέσα   του  εναλλάσσονται  συνεχή  σενάρια  των  σκέψεων  της,  της  αντίδρασης  της.  Η  Κλειώ  είναι  πάντα  σκληρός  κριτής.   Ενδόμυχα   πάντα   τον   ζήλευε   και   τον   αντιπάλευε   που   είχε   καλή   θέση,   μια  θέση   ισχύος  στον  εκπαιδευτικό   τομέα  ενώ  εκείνη  ακόμη  αναλώνεται  σε   ιδιαίτερα  μαθήματα.   Προσπαθεί   να   μαντέψει   πώς   ζυγίζει   τα   πράγματα.   Εκείνος   είναι   ο  σύζυγος   της  στο  κάτω  κάτω.  Από   την  άλλη  η  Κλειώ  είναι  πολύ  αυστηρή  πάντα  σε  ο,τι   έχει   να   κάνει   με   διαφθορά,   συμφωνίες,   «φιλίες»   και   ειδικά   σε   θέματα   που  αφορούν  και  την  ίδια  όπως  η  παιδεία.  Ταυτόχρονα  ανησυχεί  με  ποιανού  το  μέρος  θα  πάει.  Άραγε  θα  δαιμονοποιήσει  αυτόν  και  θα  δει  τον  Αντώνη  ως  έναν  άνθρωπο  που   επιτέλους  μίλησε;  Από   τις   λίγες  φορές   λοιπόν  που  ο   Χρήστος   ένιωθε  πως  δε  ξέρει   τελικά   πραγματικά   την   γυναίκα   του.   Μια   αίσθηση   ότι   ίσως   τρέφει   έναν  αντίπαλο   μέσα   στο   σπίτι   του.   Κι   αυτό   του   είναι   αβάσταχτο:   να   υπολογίζει   με  λεπτομέρειες  και  ατελείωτες  αγχώδεις  σκέψεις  τις  εξελίξεις  χωρίς  ακόμη  να  ξέρει  τι  γίνεται.  Να  μαντεύει,  να  προσχηματίζει  παρανοϊκά  μια  εικόνα  και  ένα  αποτέλεσμα.  Το  ίδιο  αισθανόταν  και  έκανε  όταν  γεννήθηκε  ο  Αλέξανδρος.  Είχε  φέρει  τον  εαυτό  του  σε  μια   θέση   καταθλιπτική   και   απομονωμένη  μόνο  στην   ιδέα  πως  δε   θα  ήταν  ποτέ   πια   το   επίκεντρο   της   Κλειώς.   Δε   μπορούσε   να   ξεφύγει   από   αυτή   του   την  αίσθηση  κατωτερότητας  ποτέ.  Θυμάται  αυτόματα  τον  πατέρα  του  και  εκνευρίζεται.  Με   μια   απότομη   κίνηση   στέκεται   πίσω   από   την   πόρτα   του   γραφείου   έτοιμος   να  χτυπήσει.   Η   θαμπή   σιλουέτα   της   Κλειώς   μοιάζει   ακίνητη.   Η   σκέψη   πως   ίσως   η  σύζυγος  του  δεν  τον  αγαπάει  πια  τον  χτυπάει  μέσα  στο  στήθος.  

Page 18: To Pagopoieio PDF

  17  

Η  Κλειώ  επεξεργάζεται  με  τη  σειρά  της  τη  σιλουέτα  του  Χρήστου  πίσω  από  το  τζάμι   της   πόρτας.   Για   εκείνη   είναι   ίσως   ο   πρώτος   σιωπηλός   αλλά   τόσο   έντονος  καυγάς   που   έχουν   κάνει.   Υπάρχει   μια   πηχτή   δύναμη   μέσα   στο   χώρο   που   μπαίνει  μέσα   στα   πνευμόνια   της.   Αισθάνεται   τον   Χρήστο   να   ρουθουνίζει   σαν   ταύρος,  έτοιμος   να   μπει   βίαια   μπροστά   της.   Κι   εκείνη   όμως   νιώθει   μια   βία   μέσα   της   να  γρονθοκοπά  το  στέρνο.  Η  γλώσσα  από  ώρα  συντονίζεται  με  δεκάδες  σκέψεις  που  φέρνει  στο  μυαλό  της.  Σκέψεις  άσχημες  και  σκληρές.  Μικρά  κείμενα  έντονης  οργής  που  θέλει  να  εξαπολύσει  στον  Χρήστο  μόλις  εκείνος  κάνει  να  μπει.    Κατά  έναν  πολύ  άμεσο   και   αινιγματικό   τρόπο,   το   άτομο   που   σκέφτεται   περισσότερο   είναι   ο  Αντώνης.   Με   μια   μικρή   δόση   θαυμασμού   μα   περισσότερο   φθόνου   εύχεται   και  εκείνη   να   έχει   την   ίδια   δύναμη   όταν   έρθει     η   στιγμή   να   αντιδράσει.   Με   έναν  απότομο  τρόπο  αυτή  η  εξέλιξη  στη  ζωή  τους  φέρνει  στην  επιφάνεια  το  ρόλο  που  η  ίδια   είχε   καιρό   αφήσει   σε   μια   σκιά.   Το   ρόλο   του   πολίτη,   του   ανθρώπου   που  ενοχλείται   και   οργίζεται   με   κάτι   τέτοια   θέματα.   Εκνευρισμένη   ταυτόχρονα  σκέπτεται  πως  επέτρεψε  στον  εαυτό  της  να  φέρεται  μόνο  σαν  μια  καλή  μητέρα  και  στιβαρή  σύζυγος.   Σα  μια  κυρία  κοντολογίς,  με   την  ηλίθια  και  άνευρη  έννοια.  Πώς  λίμνασε  έτσι  σε  αυτούς  τους  προβλέψιμους  ρόλους;  Σα  να  χρησιμοποιεί  τις  γνώσεις  της,  τη  δύναμη  της,  τις  απόψεις  της  μόνο  ως  απολιθώματα  μιας  πρώιμης  ενήλικης  ονειροπόλησης.  Στην  πραγματικότητα  απομένει  μια  γυναίκα  άνεργη  επαγγελματικά,  ένας   δευτεραγωνιστής   στη   πράξη   του   συζύγου   της.  Μια   ακόλουθος   σαν   όλες   τις  άλλες  κυρίες  που  συστηνόταν  στα  τραπέζια  και  τις  ομιλίες  που  έκαναν  οι  φίλοι  του  Χρήστου.   Μια   καλοντυμένη   συνένοχος.   Μια   μητέρα   που   ζει   εις   βάρος   άλλων  μητέρων.  Είναι  τόσο  απόλυτος  ο  τρόπος  με  τον  οποίο  όλα  αυτά  έρχονται  στο  μυαλό  της  εκείνη  τη  στιγμή  που  θυμώνει  αρκετά  και  φοβάται  ταυτόχρονα  διότι  για  πρώτη  φορά  νιώθει  να  μην  την  ενώνει  τίποτα  με  τον  άνθρωπο  που  στέκεται  μπροστά  της  τώρα  έχοντας  ανοίξει  δειλά  την  πόρτα.    

   ΥΠΗΡΞΕ   ΜΙΑ   ΣΚΗΝΗ   ΠΑΡΟΜΟΙΑ   με   αυτήν   που   ζει   ο   ίδιος   τώρα   αλλά   στο  

παρελθόν.   Ο   πατέρας   του   απέναντι   από   τη   μάνα   του.   Εκείνη   τον   κοίταζε   με  επικριτικό   βλέμμα   διότι   είχε   μάθει   από   κάποιο   συγγενή   πως   ο   πατέρας   του  μετέφερε  παράνομα  μέσα  στα  αμπάρια  το  πλοίου  όπου  δούλευε,  τσιγάρα  και  όπιο.  Ο   πατέρας   του   είχε   φάκελο   στην   αστυνομία   ενώ   είχε   πιαστεί   και   κάποτε   στην  Αίγυπτο   για   τον   ίδιο   λόγο.   Ο   Χρήστος   τη   θυμάται   τη   σκηνή   γιατί   θυμάται   πολύ  έντονα  το    τρόπο  που  η  οργή  του  πατέρα  έπεσε  πάνω  στο  πρόσωπο  της  μάνας  του.  Ένα   χαστούκι   τόσο   δυνατό   που   το   νιώθει   και   ο   ίδιος   ακόμη   τώρα   στο   δικό   του  δέρμα.  Παλεύει  να  διαχωρίσει  τον  εαυτό  του  από  την  ανάμνηση  αυτού  του  άνδρα.  Η   Κλειώ   αντίστοιχα   νιώθει   μια   σταθερότητα   μέσα   της   σε   αντίθεση   με   την  εύθραυστη  εικόνα  του  Χρήστου.  Αλλάζει  θέση  και  έρχεται  μπροστά  από  το  γραφείο,  απέναντι   του.   Δε   έχει   την   ίδια   υπομονή   πια.  Φέρνει   στο   μυαλό   της   διακοπές   και  ταξίδια,   δώρα   και   ρούχα.   Αντικείμενα   που   η   ίδια   θεωρεί   πια   λερωμένα,   τόσο  

Page 19: To Pagopoieio PDF

  18  

απόλυτα  βρώμικα.  Έχει  αυτόν   τον  άνθρωπο  απέναντι   της  με   τον  οποίο  έχουν  δύο  παιδιά,   ένα   ωραίο   σπίτι,   αυτοκίνητα,   κοινωνική   ζωή.   Έχουν   δημιουργήσει   μαζί  πράγματα.  Το  ξέρει,  το  σέβεται  μα  δεν  της  μοιάζει  αρκετό  πια.  Θα  είναι  σκληρή  μαζί  του   και   ας   μην   το   περιμένει   εκείνος.   Νιώθει   πως   πρέπει   να   διαχωρίσει   τα  υπάρχοντα  από  αυτό  που  η  ίδια  θεωρεί  σωστό.  Η  αγάπη  πρέπει  να  είναι  κινητήριος  δύναμη  και  όχι  μια  πατέντα.  

Ο   Χρήστος   πιάνει   τα   τσιγάρα   από   το   γραφείο   και   ανάβει   ένα.   Το   μάτι   του  πιάνει  πίσω  από  την  Κλειώ  το  φάκελο  και  τα  σκορπισμένα  του  χαρτιά.  Προσπαθεί  να  βρει  με  τι  τρόπο  πρέπει  να  σταθεί  απέναντι  στη  γυναίκα  του.  Σαν  μια  σύντροφο  ή  ως  ένα  άτομο  που  ξαφνικά  βγάζει  νύχια  μπροστά  στην  ανακάλυψη  μιας  αδικίας;  Τη  φαντάζεται  να  στέκεται  μαζί  με  τον  Αντώνη  και  να  επιχειρηματολογούν.  Νιώθει  πως  έχει  τόσους  εχθρούς  αυτή  τη  στιγμή  που  είναι  αδύνατον  να  αντιδράσει  σωστά.      

«Θα  μου  πεις  επιτέλους;  Αρκετά  κράτησε  αυτή  η  αμηχανία».  Η  Κλειώ  πιάνει  με  το  αριστερό  της  χέρι  τα  χαρτιά  από  το  γραφείο  και  αρχίζει  να  διαβάζει  δυνατά  ότι  γράφεται  εκεί  μέσα,  ημερομηνίες  και  ονόματα,  συμφωνίες  και  καταστάσεις.  Ενώ  διαβάζει  στρέφει  ανά  στιγμές  το  βλέμμα  της  στο  Χρήστο.  

«Ωραία,   ωραία…και   τι   προσπαθείς   να   μου   πεις   τώρα;».  Αυτά   τα   λόγια   που  λέει   ο   ίδιος   του   ακούγονται   αδύναμα   παρόλο   που   τα   φωνάζει.   Η   Κλειώ   όμως  συνεχίζει  και  διαβάζει.  Δε  την  αντέχει  όμως.  Πάει  προς  το  μέρος  της  και  αρπάζει  τα  χαρτιά  από  το  χέρι  της.  

«Κάνε   ένα   τσιγάρο   και   ηρέμησε.   Εντάξει;».   Εκείνη   όμως   δε   μπορεί   να  ηρεμήσει.   Είναι  στ  αλήθεια   τόσο  φοβισμένος  σκέφτεται  που  θα  μπορούσε  να   τον  λυπάται  αυτή  τη  στιγμή.    

«Περισσότερο  από  αυτά  που  έκανες  με  νοιάζει….δηλαδή  με  θυμώνει  ότι  δεν  είπες  τίποτα.  Θα  μας  κράταγες  έτσι  μέχρι  πότε;  Να  χτίσουμε  βίλες;  Να  λένε  ‘Α!  Αυτή  τα   έχει   όλα   έτοιμα.  Μεγάλο   βύσμα   ο   άνδρας   της.   Ποιος   ξέρει   πόσες   μίζες   έχουν  μαζέψει.  Είσαι  απαράδεκτος  και  πιο  πολύ  απέναντι  στα  ίδια  σου  τα  παιδιά.  Ξέρεις  τι  έχουν  να  τραβήξουν  στο  σχολείο  όπως  τα  περισσότερα  παιδιά.  Αλλά  όχι….τα  δικά  μας   θα   τα   φροντίσουμε!!!ε!   Έτσι   δεν   είναι;».   Ο   Χρήστος   τώρα   πραγματικά   είχε  θυμώσει.  Περίμενε  να  αντιδράσει  η  Κλειώ  αλλά  κάτι  στον  τόνο  που  του  μιλούσε  την  έκανε  άγνωστη  και  εξαιρετικά  θρασύτατη  απέναντι  του.  

«Καλά,   καλά.   Μήπως   να   πάρεις   και   εκείνον   το   μαλάκα   τηλέφωνο;   Να  συνεννοηθείτε  τι  θα  μου  σούρετε  κι  άλλο».  Τα  λόγια  του  βγαίνουν  μηχανικά  εκείνη  τη  στιγμή.  Ψάχνει  τα  τσιγάρα  πάλι  και  προσπαθεί  να  πιάσει  το  βλέμμα  της  Κλειώς.  

«Είσαι  απίστευτος  τελικά!  Πόσο  της  γενιάς  σου…  του  σιναφιού  σου  είσαι!  Την  ίδια   ανοχή   θα   δείξουμε   Χρήστο   πάλι;   Λέγε   μου;   Το   ίδιο   πράγμα   δεκαετίες   τώρα.  Μαζί   τα   συζητούσαμε   κάθε   πρωί   διαβάζοντας   εφημερίδες.   ΤΑ   ΙΔΙΑ   ΚΑΙ   ΤΑ   ΙΔΙΑ!!!  Και  τώρα…  τώρα  μου  είσαι  ένας  από  αυτούς…».  Ο  Χρήστος  νιώθει  πως  η  συζήτηση  πρέπει  να  τελειώσει  εκεί.  Πάει  προ  το  μέρος  της  και  τη  φιλάει  στο  μάγουλο.  Γυρίζει  και   βγαίνει   από   το   γραφείο.   Η   Κλειώ   έχει   μείνει   ακίνητη   και   προσβεβλημένη   με  αυτή   του   την   κίνηση.   Εκείνη   τη   στιγμή   της   είχε   δείξει   πραγματικά   σε   πιο   είδος  

Page 20: To Pagopoieio PDF

  19  

ανθρώπων   ανήκει   ο   άνδρας   της.   Σε   αυτούς   που   στέκονται   και   ακούν   τη   βοή   της  οργής,  της  αδικίας  με  μια  χαιρεκακία  για  την  εξουσία  και  τα  μέσα  που  έχουν  να  την  υπονομεύουν.  Πως  όλοι  είναι  γραφικοί  και  τρελοί  που  γκρινιάζουν.    

Άκουσε   την   πόρτα   της   εισόδου   που   έκλεισε   αλλά   και   το   αμάξι   που   πήρε  εμπρός,  κάτω  στην  πυλωτή.  Η  πρώτη  ανάμνηση  που  της  έρχεται  στο  μυαλό  είναι  η  εικόνα   του   υπουργού   υγείας   στην   τηλεόραση.   2002.   Η   απάντηση   του   σε  διαμαρτυρίες   για   το   θάνατο   ενός   ανήλικου   μετά   από   κωλυσιεργία   της   τράπεζας  όπου   είχαν   μαζευτεί   κάποια   χρήματα   για   μια   σωτήρια   εγχείρηση.  Ουδέν   σχόλιο.  Αυτού   του   είδους   οι   άνθρωποι   και   οι   άλλοι.   Υπάρχει   μονάχα   μία   διαχωριστική  γραμμή   που   πρέπει   να   τραβιέται   κάθε   τόσο   από   κάποιον.   Στο   μυαλό   της   Κλειώς  αυτή  η  κρυφή  στάση  του  συζύγου  παίρνει  άσχημες  διαστάσεις  και  ας  σκέπτεται    εν  θερμώ.  Ο  τρόπος  που  πλάθεται  και  λειτουργεί  η  κοινωνία  μπορεί  να  αρχίζει  τελικά  από  την  οικογένεια.  Να  κάτι  που  πάλι  είχε  πει  ο  πατέρας  της  κάποτε  μιλώντας  για  τον  εμφύλιο.  

Η  Κλειώ  πάει  προς  την  πόρτα.  Μουδιασμένη  κοιτάζει  το  άδειο  σαλόνι  που  έχει  αποκτήσει  ένα  κιτρινωπό  νέφος  από  τη  σκόνη  και  τα  τσιγάρα  του  Χρήστου.  Τραβάει  απότομα   τα   φύλλα   της   πόρτας,   σέρνοντας   τα   να   κλείσουν.  Με   τον   ίδιο   απότομο  τρόπο  μέσα  της,  τραβάει  και  τη  γραμμή.        

                                         

Page 21: To Pagopoieio PDF

  20  

3    

 ΟΙ   ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΕΙΣ   ΑΠΟ   ΤΟΥΣ   ΜΕΤΑΛΛΙΚΟΥΣ   ΠΥΛΩΝΕΣ   και   τα   ανθισμένα  

δένδρα  γλιστρούν  πάνω  στο  παρμπρίζ.  Η  ζέστη  τρυπώνει  μέσα  στα  καθίσματα,  στην  πλάτη   του   και   στο   τιμόνι.   Δεν   υπάρχει   πια   κανένας   ήχος   στο   μυαλό   του   πέραν  αυτού  που  ακούγεται  από   τη  μηχανή   και   τα   λάστιχα  που  στρίβουν,  φρενάρουν  ή  επιταχύνουν   πάνω   στην   φρέσκια   άσφαλτο.   Τα   παράθυρα   παραμένουν   κλειστά  δημιουργώντας   έναν   κινούμενο   θάλαμο   βασανιστηρίου.   Ρυθμικές   ανάσες   και  καπνός   στροβιλίζονται   και   ανεβαίνουν   προς   την   οροφή.   Κάθε   τόσο   ο   Αντώνης  κοιτάζει  στα  δεξιά  του  σα  να  προσπαθεί  να  συνομιλήσει  με  κάποιον  συνοδηγό,  να  του   δώσει   σημασία   ,   να   καταλάβει   τι   λέει.   Όπως   τότε   πριν   το   απότομο   φώς.  Μεγάλες   νταλίκες   και   ημιφορτηγά   τον   προσπερνούν   με   άγρια   τραχύτητα  συντονίζοντας  το  αμάξι.  Προσπαθεί  να  θυμηθεί  αν  κλείδωσε  το  σπίτι,  αν  πήρε  ό,τι  του  είναι  απαραίτητο,  αν  άφησε  μήνυμα  στον  αδελφό  του  και  στη  νοικάρισσα.  

 Αλλάζοντας   ταχύτητα   παίρνει   την   ευκαιρία   να   αγγίξει   για   λίγο   τη   λαβή   του  όπλου.  Ζεστή  και  ανάγλυφη,  του  δημιουργεί  μια  περίεργη  και    περίλυπη  έξαψη.  Στο  κινητό  του  δίπλα  αναβοσβήνουν  κλήσεις,  πότε  από  την  Κλειώ,  πότε  από  τον  αδερφό  του   και   πότε   από   απόκρυψη.   Αγχωμένος   και   αποστασιοποιημένος   από   τον  πραγματικό   χρόνο,   αφήνεται   στους   παλμούς   του   αυτοκινήτου,   που   σαν   μια  μεταλλική   κάψουλα,   ολισθαίνει   αυτόματα   προς   μια   άγνωστη   κατεύθυνση.   Ξέρει  πως  η  διαδικασία  πρέπει  να  γίνει  απλά,  γρήγορα  και  στυγνά,  όπως  δηλαδή  το  είχε  σχεδιάσει   και   πριν   ένα   χρόνο.   Αναρωτιέται   αν   αυτή   η   συχνότητα   με   την   οποία  επιθυμεί   να   προβεί   σε   αυτή   τη   πράξη   βίας   έχει   να   κάνει   με   κάποια   ψυχολογική  πάθηση.  Αν  δεν  είναι  καλά  τελικά;  Αν  υπάρχει  πάντοτε  κάτι  εκεί  μέσα  που  βγαίνει  στην  επιφάνεια  κάτω  από  τέτοιες  συνθήκες;  Αν  τελικά  φταίει  εκείνος  για  όλα;  Αν  ο  τρόπος  που  διαλέγει  τόσο  καιρό  να  διανύει  τη  ζωή  του  και  να  επιλέγει  τις  κινήσεις  τον  έχουν  φτάσει  μέχρι  εδώ;  Αν  οδηγούσε  πιο  προσεχτικά  ή  αν  δεχόταν  όπως  άλλοι  ότι  έτσι  είναι  τα  πράγματα,  απατεωνιές  και  μίζες  θα  υπάρχουν  πάντα  στο  Δημόσιο,  ξέχνα  το,  πάρε  τη  γυναίκα  σου,  κάντε  παιδιά  και  μη  σε  νοιάζει.  Αυτό  όμως  που  τον  αγχώνει  ακόμη  περισσότερο  είναι  η  κρυμμένη  αντίληψη  που  έχει  τελικά  στο  βάθος  για   ό,τι   συμβαίνει.   Αν   τελικά   διαλέγει   να   εκδικηθεί   ένα   σύστημα,   αυτούς   που   το  υπηρετούν  και  άλλους,  επειδή  δε  μπόρεσε  να  εκδικηθεί  τον  άνθρωπο  που  έφταιξε  τότε  εκείνο  το  βράδυ  και  δε  κατάφερε  να  τιμωρήσει  τον  εαυτό  του  μέχρι  τώρα  για  ο,τι   έγινε.   Η   σκέψη   ότι   όλες   οι   επαναστατικές   και   απρόσμενες   πράξεις   του   δεν  έχουν   κάποια   ουσιαστική   βάση,   μια   συνειδητή   απόφαση   και   πρωτοβουλία,   τον  βυθίζει  σε  ένα  μεγαλύτερο  άγχος,  σε  μια  κενότητα  της  οποίας  μόνο  στήριγμα  είναι  αυτό   το   κυρτωμένο  σώμα  μπροστά  σε   ένα   τιμόνι.   Σαν   να  είναι  όλα  μέσα   του  ένα  μάτσο  άχυρα,  στοιβαγμένα  σαν  σε  σκιάχτρο.    

Μπροστά   του   ο   ορίζοντας   ροδίζει.   Οι   θύσανοι   και   οι   αφίσες   που   έχουν  συρραφτεί  πάνω  στις  ξύλινες  κολώνες  ανεμίζουν  ελάχιστα.  Πρέπει  να  φυσάει  λίγο  

Page 22: To Pagopoieio PDF

  21  

έξω.  Καθώς  η  προσπέραση  κάποιας   ταμπέλας  σηματοδοτεί   και   τα  χιλιόμετρα  που  αφήνει   πίσω   του,   ο   Αντώνης   καταλαβαίνει   πως   ο   δρόμος   δε   μπορεί   να   πάει   για  πάντα,  ούτε  και  η  πίεση  στο  στήθος  του.  Το  γεγονός  ότι  πάλι  βρίσκεται  μέσα  σε  ένα  αμάξι   πριν   γίνει  πάλι   κάτι   κακό,   τον   κάνει   να   αγανακτεί   για   τη   δειλία   του   και   τη  ματαιότητα   αυτής   ατέρμονης   πορείας.   Όλοι   οι   άλλοι   πίσω   θα   αντιμετωπίζουν   τις  συνέπειες.  Θα  τηλεφωνούν  σε  δικηγόρους,  θα  συγκαλούν  συμβούλια,  θα  σκάβουν  το   λάκκο   του.   Εκείνη   σίγουρα     θα   παλεύει   για   κάτι   όλο   αυτόν   τον   καιρό.   Αυτός  απλώς  περιμένει  να  νιώσει  τη  στιγμή.    

Η   οθόνη   του   κινητού   αναβοσβήνει   για   άλλη   μια   φορά   με   το   όνομα   του  Χρήστου   να   αναγράφεται.   Η   ατμόσφαιρά   είναι   πια   αποπνικτική.   Το   αυτοκίνητο  πίσω  αναβοσβήνει  τα  φώτα,  είναι  στη  μέση  και  οδηγεί  αργά  γεγονός  που  φαίνεται  να   εκνευρίζει   τον   οδηγό.   Η   αποφορά   από   τα   ταλαιπωρημένα   ρούχα,   τη   μυρωδιά  του  τσιγάρου  και  τη  ζέστη,  φέρνει  μια  ιλιγγιώδη  ζαλάδα  στο  κεφάλι  του.  Ο  λαιμός  του   στενεύει   ενώ   μια   ξινή   γεύση   ανεβαίνει   ως   το   στόμα   του.   Μια   ταμπέλα  προειδοποιεί   πως   στα   500   μέτρα   υπάρχει   παράδρομος   για   στάθμευση.  Ο   οδηγός  πίσω   συνεχίζει   να   αναβοσβήνει   τα   φώτα   στη   μεγάλη   σκάλα.   Σίγουρα   βιάζεται,  σχεδόν   του   κολλάει   σα   να   βρίσκονται   σε   κόντρα.   Ο   Αντώνης   δίνει   λίγο   γκάζι   και  ανοίγει  επιτέλους  το  παράθυρο.  Λίγο  πιο  κάτω  στο  δρόμο,  μπροστά  του  κάνει  την  εμφάνιση   του   ένας   μαύρος   σχηματισμός,   σα   να   έχει   ανοίξει   κάποιος   μια   τρύπα.  Μοιάζει   να   κινείται   σαν   σκιά,   ξεχωρίζοντας   από   το   υπόλοιπο   χρώμα   που   έχει   το  τοπίο   μπροστά.   Καταλαβαίνει   πως   πρόκειται   για   τον   παράδρομο   και   κόβει  ταχύτητα.   Το   αμάξι   πίσω   τον   ακολουθεί   στρίβοντας   κι   αυτό.   Ξαφνικά   με   μια  απότομη  κίνηση  και  ένα  τσιριχτό  σπινάρισμα  ένα  μαύρο  Volvo  μπαίνει  μπροστά  του  και   ακινητοποιείται.   Τα   πίσω   φώτα   ιριδίζουν   στο   χώμα   σα   να   υπάρχει   ξεραμένο  αίμα.   Ο   Αντώνης   σταματάει   το   αμάξι   λίγα   μέτρα   πιο   πίσω   και   σβήνει   τελείως   τη  μηχανή  και  τις  λειτουργίες.  Το  αμάξι  γίνεται  αόρατο,  ντυμένο  το  σκοτάδι  και  ο  ίδιος  μένει  εκεί,  σιωπηρός  και  ταραγμένος  κοιτάζοντας  έξω.    

Από  τις  πίσω  πόρτες   του  Volvo  βγαίνουν  δυο  παιδιά  που  γρήγορα  σπάνε  σε  διαφορετικές   κατευθύνσεις.   Το   ένα   προς   τα   χόρτα   ενώ   το   άλλο   προλαβαίνει   να  προχωρήσει  λίγο  πιο  πέρα  από  το  αμάξι  πριν  κάνει  εμετό.  Η  μητέρα  του  που  βγαίνει  και  αυτή  γρήγορα  από  τη  μπροστινή  θέση  του  συνοδηγού  πηγαίνει  από  πάνω  του  και  του  δίνει  λίγο  νερό.  Αυτή  της  η  κίνηση  προσφέρει  μια  ηρεμία  στον  Αντώνη,  μια  ξένη  θαλπωρή  που  ανατριχιάζει  τη  ράχη  του.  Μετά  από  λίγα  λεπτά  η  οικογένεια  του  Volvo   βρίσκεται   πάλι   μέσα   στο   αμάξι.   Οι   πόρτες   κλείνουν   και   οι   πίσω   ρόδες  σηκώνουν   χώμα   που   μετατρέπει   πάλι   το   ξέφωτο   αυτό   σε   κάτι   εφιαλτικό   και  απροσδιόριστο.  ΟΙ  αριθμοί  του  καντράν  στο  αυτοκίνητο  του  Αντώνη  φωσφορίζουν,  όπως  και  η  οθόνη  του  κινητού.  Ο  Αντώνης  θα  ανοίξει  την  πόρτα  και  θα  βγάλει  μόνο  το  ένα  πόδι  έξω.  Είναι  κουρασμένος.  Πέφτει  πίσω,  ξαπλώνοντας  ανώμαλα  ανάμεσα  στις  δύο  θέσεις.  Το  όπλο  αγγίζει  σκληρά  το  κεφάλι  του.  Ο  Αντώνης  απλώνει  το  χέρι  στα  τυφλά  και  το  πιάνει  φέρνοντας  το  σιγά  σιγά  μπροστά  του.  Είναι  κρύο  και  άγριο  σκέφτεται.   Θυμάται   τον   άνθρωπο   που   του   το   πούλησε   μέσα   στις   τουαλέτες   μιας  

Page 23: To Pagopoieio PDF

  22  

καφετέριας   στην   Ομόνοια.   Θυμάται   το   ταλαίπωρο   πεζοδρόμιο   με   τα   σκόρπια  σκουπίδια  έξω  από  το  σπίτι  εκείνου.  Περιμένοντας  ώρες  μέχρι  να  τον  δει  να  βγαίνει  από  την  είσοδο.  Να  τον  πλησιάσει  και  να  προλάβει  να  κοιτάξει   τα  μάτια  του  πριν  κάνει  αυτό  που  έπρεπε.  Το  όπλο  όμως  βρίσκεται  εδώ,  μπροστά  του,  φρέσκο,  αθώο  ακόμη,  στραμμένο  αυτή  τη  φορά  σε  αυτόν  να  περιμένει  μια  κίνηση,  μια  πράξη  που  θα   δικαιολογήσει   επιτέλους   την   κατασκευή   και   το   εξαίρετο   σχεδιασμό   του   στην  Ιταλία.    

Ο  Αντώνης  σηκώνεται  και  βγαίνει  από  το  αμάξι.  Ο  ουρανός  έχει  πάρει  ένα  πιο  ολοκληρωμένο   και   καθαρό   χρώμα.   Στον   αέρα   μυρίζει   δροσιά   και   καμένος   αγρός.  Αυτοκίνητα   περνούν   με   ταχύτητα   παράλληλα   στο   δρόμο   χωρίς   να   βλέπουν   οι  οδηγοί  τους  τη  σιλουέτα  ενός  άνδρα  που  μόλις  έχει  φέρει  ένα  όπλο  στον  δεξί  του  κρόταφο.   Ο   Αντώνης   δε   κλείνει   τα   μάτια,   τα   θέλει   ανοιχτά   κι   ας   κυλάει   ιδρώτας  μέσα   τους.   Ο   ήχος   της   σκανδάλης   είναι   σαν   ένας   διακόπτης   μέσα   σε   άδειο,  ψηλοτάβανο  σπίτι,   έχει  ηχώ  και  διάρκεια.  Μοιάζει  να  καταφέρνει  να  καλύψει   την  κραυγή  που  αφήνει  ο  Αντώνης.  

Ξαφνικά  λίγα  μέτρα  πιο  κάτω,  στα  ξηρά  και  απέραντα  στρέμματα,  ένα  σμήνος  πουλιών  θα  σκορπίσει  από  το  δένδρο  που  κάθονταν  τρομαγμένα.  Θα  σπάσουν  σε  σχηματισμούς  όπως  έσπασε  στον  αέρα  και  ένας  άλλος  ήχος  πιο  πριν  φτάνοντας  ως  εκεί.      

               ΤΟ   ΣΚΟΤΕΙΝΟ   ΦΙΔΙ   ΞΕΔΙΠΛΩΝΕΤΑΙ   ΩΣ   ΠΕΡΑ.   Στις   παρόχθιες   πλευρές   του  

φυτρώνουν   ξαφνικά   σουλούπια   και   σχήματα.   Ένα   σμπαραλιασμένο   τρακτέρ,   ο  τεράστιος   τοίχος   ενός   αποτυχημένου   θερινού   κινηματογράφου.   Διαφημιστικές  ταμπέλες   και     πρόχειρα,   σχεδόν   κακόγουστα,   εξοχικά   σπίτια,   ριγμένα   σαν   κύβοι  πάνω  σε  αμφιθεατρικές   εκτάσεις.   Στην  προσπάθεια   του   να  συγκεντρωθεί  μετράει  τα  επιμνημόσυνα  φαναράκια  που  ξεπετάγονται  χτισμένα  σε  κάθε  στροφή.  Δεκάδες,  να   λαμπυρίζουν   μεταφυσικά,   προστατευμένα   σε   μια   πορτοκαλί   θαμπάδα   που  χάνεται   σε   λίγο  πίσω  από   κοκαλιάρικα   κλαδιά   και  προστατευτικές  μπάρες.   Κλαίει  ακόμη,   κι   αυτό   γιατί   κατάλαβε   πως   δε   χρειάστηκε   να   αυτοπυροβοληθεί   για   να  υπάρξει   νεκρός   επιτέλους.   Το   γεγονός   ότι   δεν   είχε   τελικά   τη   δύναμη   να   το   κάνει  σημαίνει…  σημαίνει   το   απλό:   πως   όταν   δεν   έχεις   δύναμη   ούτε   για   να   πληγώσεις  είσαι  τελειωμένος  έτσι  κι  αλλιώς.  Εξάλλου  η  αυτοσυντήρηση  του  ανθρώπου  πηγάζει  πάντα  από  την  δυνατότητα  επιβολής  εαυτού  πάνω  σε  άλλους.      

Νιώθει  το  ξεραμένο  υγρό  πάνω  στο  λαιμό  του  και  τα  τσίνορα  του.  Σκέφτεται  την   τοποθεσία   που   παράτησε   το   όπλο,   σε   ένα   σκάμμα   με   πεταμένα   λάστιχα   και  καμένους   τενεκέδες.   Σκέφτεται   την   τελευταία   όμορφη   νύχτα   που   έζησε.   Την  ατελείωτη,   σεληνιακή   παραλία   με   τους   θερμόλακκους   που   έφτυναν   καπνό.   Τα  ζεστά  βότσαλα  και  τα  απόκρημνα  βράχια  που  στέκονταν  από  πάνω  τους,  χιμώντας  σχεδόν  σαν  κάποια  πέτρινη  θεότητα,  απότομα  ως  τα  κορμιά  τους.  Ο  Χρήστος  με  τη  

Page 24: To Pagopoieio PDF

  23  

Κλειώ  που  κοίταγαν  να  κρατήσουν  τη  φωτιά  αναμμένη  μέχρι  κάποιος  να  σερβίρει  τα  επόμενα  ποτά.  Ντόπιο  κρασί  και  ο  δανεικός  ναργιλές  από  μια  παρέα  πιο  πέρα.  Τα  θυμάται   όλα   αυτά   και   κλαίει   προσπαθώντας   να  φέρει   σα   μια   καινούργια   εικόνα,  κατασκευασμένη,  τους  δύο  τους  αγκαλιασμένους  μπροστά  από  τους  ατμούς  και  τον  γαλαξιακό   ουρανό.   Μάταια.   Η   εικόνα   που   του   έχει   μείνει   είναι   αυτή   της   Ζωής  όρθιας   μπροστά   από   τη   φωτιά,   μια   φιγούρα   πρωτόγονη   και   σκοτεινή.   Οι   σπίθες  πηδούσαν   γύρω   της   σα   να   εξέπεμπε   η   ίδια   ρεύμα   από   το   σώμα   της.   Πόσο  ευτυχισμένος,  ησυχασμένος  ήταν  μπροστά   της.  Κάθε   τόσο  γύριζε  πίσω  της  να   τον  βρει  ενώ  παράλληλα  μιλούσε  με  την  Κλειώ.  Γιατί  στεκόταν  μόνος  εκείνο  το  βράδυ  άραγε;   Είχε   αποτραβηχτεί   σε   μια   κοίλη   πλευρά   του   βράχου   και   παρατηρούσε.  Στοχαζόταν   τη   ζωή   που   σκόπευε   να   έχει   μαζί   της.   Ήθελε   αυτήν   τη   μοναχικότητα  ώστε  να  βάλει  σε  τάξη  όλα  τα  σχέδια  και  τις  ονειροπολήσεις,  σαν  αντικείμενα  προς  μελέτη,  σαν  όμορφα  σοκολατάκια  που  τα  επιθυμείς  πρώτα  μπροστά  στη  βιτρίνα  και  ύστερα  μπαίνεις  να  τα  αγοράσεις.  Τώρα,  το  μόνο  που  σκέφτεται  ότι  κατάφερε  ήταν  να  περάσει  ελάχιστη  ώρα  με  τη  Ζωή  εκείνο  το  τελευταίο  βράδυ  στην  Κω  και  γενικά  στη  ζωή  του.  Στη  συνέχεια  ξέσπασε  η  κόλαση  και  όλα  καταλήγουν  εδώ,  στις  σιγανές  στροφές  του  αυτοκινήτου  και  το  νυσταγμένο  του  κουράγιο.      

Τα   διερχόμενα   αμάξια   ξύνουν   τα   πλευρά   του   δικού   του,   σαν   αστρικές  πυγολαμπίδες   χάνονται  με   ταχύτητα  πίσω   του.   Τα  φώτα   τους  σαν   ένα  επιβλητικό  και  πιεστικό  ζευγάρι  μάτια  τον  τρομοκρατούν  κάνοντας  τον  να  επιστρέφει  πίσω  στο  σημείο   που   τα   μάτια   του   συνειδητοποιούν   την   κοντινή   και   εκτυφλωτική   λάμψη,  πριν  οι  λαμαρίνες  και   το  πλαστικό  γύρω  του  αρχίζουν  να  γίνονται  ένα  μάγμα,  μια  επιταχυνόμενη   συσπείρωση   υλικών   που   τα   νιώθει   σαν   το   ίδιο   του   το   σώμα.  Μηχανικά   πατάει   το   φρένο   μειώνοντας   ταχύτητα.   Φοβάται.   Φοβάται   γιατί   τώρα  που   συνεχίζει   και   ζει,   επανέρχονται   όλα   τα   ψηφιδωτά   εκείνης   της   βραδιάς.   Το  μάζεμα  της  ψάθας  και  η  ζακέτα  της  ριγμένη  πάνω  στους  ώμους.  Τα  μαλλιά  της  που  είχαν   βραχεί   από   το   νυχτερινό   μπάνιο   και   τα   σκοτεινά   άγρια   νερά   της  συγκεκριμένης   παραλίας.   Τους   τα   κράτησε   όλα,   τα   βύθισε   μέσα   της,   κάτω   στη  δυσοίωνη  σιωπή  της  και  τα  κοφτερά  της  πετρώματα.  Στην     ίδια  παραλία  είχε  πάει  με   έναν   συνοπλίτη   του   όταν   ήταν   φαντάρος   στα   τεθωρακισμένα.   Του   την   είχαν  προτείνει   ως   μια   εναλλακτική   έξοδο   μακριά   από   τις   ανδροπαρέες   και   τους  μονιμάδες  που  σύχναζαν  στην  πλατεία  της  αγοράς.  Δική  του  και  η  ιδέα  να  πάνε  οι  τέσσερεις  τους  στην  Κω  πριν  δύο  χρόνια.  

Κοιτάζει  τώρα  πάλι  τη  φωτογραφία  της  που,  καταχωνιασμένη  κάπου  ανάμεσα  στο  τασάκι  και  το  ραδιόφωνο,  τον  κοιτάει  κατάματα.  Το  γαλλικό  της  προφίλ  και  τα  βρεγμένα   μαλλιά.   Συζητώντας   για   έναν   καναπέ   vitra   που   ήθελε   εκείνη   να  αγοράσουν  για  το  σπίτι.  Στο  σταθμό  έπαιζε  το  rain  με  τις  ψιχάλες  από  τη  θάλασσα  να  έχουν  στεγνώσει  πάνω  στα  παράθυρα  του  αυτοκινήτου.  Ήταν  απόλυτο  σκοτάδι.  Μόνο   κάτι   ιριδίζουσες   κορδέλες   σήμανσης   από   την   τροχαία   υπήρχαν   κατά   μήκος  του   δρόμου,   χαλαρωμένες   από   τον   αέρα   και   τη   ζέστη.   Γελούσε   και   με   παιδικές  κινήσεις  έκανε  όλο  να  της  πιάσει  τη  μέση.  Είμαι  βρεγμένη  του  έλεγε  και  έκανε  πως  

Page 25: To Pagopoieio PDF

  24  

ψάχνει  τσιγάρα.  Της  έδωσε  ο  Αντώνης  ένα  και  το  άναψε.  Θυμάται  πως  του  έλεγε    σε  κάποια  στιγμή  πως  εκείνη  η  νύχτα  της  φαινόταν  περίεργη,  σα  να  μη  τη  γέμιζε  τίποτα  κι  ας  πέρναγαν  τέλεια  όλες  εκείνες  τις  ημέρες  στο  νησί.  Ο  Αντώνης  καθώς  άκουγε  κοιτούσε  από  τον  καθρέφτη  το  αμάξι  του  Χρήστου  που  ερχόταν  από  πίσω  τους.  Η  διάθεση  της  Ζωής  τον  είχε  επηρεάσει  κι  εκείνον.  Έδωσε  λίγο  ένταση  στο  ράδιο  και  προσπάθησε  να  την  κοιτάζει  πιο  έντονα,  σε  μια  προσπάθεια  να  της  δείξει  το  πάθος  του  και  την  αισιοδοξία  του,  να  της  μεταδώσει  τις  σκέψεις  που  έκανε  μόνος  του  πριν  κάποια   ώρα   στην   παραλία.   Το   χέρι   της   γλίστρησε   και   κύκλωσε   το   δικό   του,  σφίγγοντας   το.   Είμαστε   μαζί   πια   του   είπε   και   χαμογέλασε.   Αυτή   τη   στιγμή   τη  θυμάται   ακόμη   και   τώρα   πολύ   έντονα.   Είναι   η   πηγή   των   δακρύων   του   καθώς  πλησιάζει  το  Σείριο  τώρα.  Τη  θυμάται  γιατί  αυτή  η  στιγμή  είναι  ντυμένη  με  εκείνο  το  αποτρόπαιο  φως  που  έπεσε  πάνω  στο  πρόσωπο  της  εντελώς  ξαφνικά.  Η  κραυγή  της  και  τα  δικά  του  αδύναμα  αντανακλαστικά.  Το  φρενάρισμα  και  η  έντονη  συστολή  κάθε   υλικού   γύρω   τους.   Θρύμματα   και   ζεστή   σάρκα.   Όλα   στένεψαν   σε  δευτερόλεπτα   και   τα   χέρια   τους   πια   δεν   ήταν   ενωμένα.  Μόνο   σκόνη   και   γυαλιά  ανάμεσα   τους.   Το   κεφάλι   της   στερεωμένο   πάνω   στον   αερόσακο   και   το   δικό   του  σώμα   μισό   έξω   από   την   πόρτα   που   έστεκε   ανοιχτή   σα   κομμένο   χέρι.   Τα   δάκρυα  πάλι   έχουν  γίνει  σαν  μικρές  σκληρές  μάζες  που  φυτρώνουν  στο  πρόσωπο   του.  Το    κινητό  του  συνεχίζει  να  χτυπάει  ανά  στιγμές.  Είναι  ο  αδερφός  του.  Σταματάει  σε  ένα  από  τα  παρκινγκ  και  παίρνει  μια  γερή  ανάσα.  Αφού  στέλνει  ένα  μήνυμα  ρυθμίζει  το  κάθισμα  προς  τα  πίσω  και  ξαπλώνει.  Θέλει  να  μείνει  εκεί  για  πάντα.  Να  περάσουν  ώρες,   ημέρες,   χρόνια.   Μετά   από   πολύ   καιρό   να   καλυφθεί   από   αγριόχορτα   και  καλαμιές,  από  ηφαιστειακές  βροχές  και  χώμα.  Κάποιες  δεκαετίες  μετά  να  τον  βρει  μια  παρέα  παιδιών  που  παίζουν.  Να  βρουν  ένα  σκελετωμένο  αμάξι  και  κάτι  ρούχα,  ένα   άχρονο   κράμα   που   στέκεται   σαν   κάποιο   αρχέγονο   και   απροσδιόριστο   totem,  μια  αφιέρωση  και  μια  δέηση  σαν  τα  φαναράκια  που  μέτρησε  κι  εκείνος  στα  πλαϊνά  του  της  εθνικής.  

   

   ΚΥΑΝΟ   ΦΩΣ,   φιλτραρισμένο   μέσα   από   τις   πάλλευκες   κουρτίνες.   Οι  

τρεμάμενες  πτυχές  του  υφάσματος  ρίχνουν  τη  σκιά  τους  πάνω  στη  μοκέτα  έτσι  που  το   πάτωμα   μοιάζει   με   ένα   τεράστιο   επίπεδο   ενυδρείο   με   τις   κουρτίνες   να  λικνίζονται  σα  θαλάσσια  χόρτα.  Όλα  μοιάζουν  να  διατηρούν  μια  εξωτερική  ησυχία.  Δίπλα   στον   καναπέ   μια   στοίβα   από   κούτες   και   μεμβράνες   στέκονται   σαν  παρατημένα  ερασιτεχνικά  γλυπτά.  Πίνακες  ακουμπισμένοι  στους  τοίχους,  ποτήρια  στο  τραπεζάκι,  βαλίτσες  και  cd  σκορπισμένα  ολόγυρα.  Είναι  πολύ  αργά.  Η  γειτονιά  μοιάζει   να   χωνεύει   όλους   τους   ήχους.   Από   τα   κάτω   διαμερίσματα   έρχονται   ήχοι  διαστολής  και  στρωμάτων  που  σέρνονται.  Το  πάτωμα  αυτό  επίσης  διαστέλλεται.  Οι  αρμοί   του  ανοίγουν,  δημιουργώντας  μικρά  κενά,   γυμνά  στο  μάτι   του  Αντώνη  που  όμως   του   δημιουργούν   μια   απειλή,   μια   αδιόρατη   αίσθηση   πως   όλα   είναι  

Page 26: To Pagopoieio PDF

  25  

τραβηγμένα,   τεντωμένα   μέσα   σε   ένα   τόσο   φυσικό   σκοτάδι.   Καθισμένος   στον  καναπέ  κοιτάζει  στην  τηλεόραση.  Πριν  λίγη  ώρα  διάβασε  το  μήνυμα  της  Κλειώς.  Του  φάνηκε  μπερδεμένο  και  εχθρικό.  Ο  Χρήστος  του  τηλεφωνούσε  όλη  την  ημέρα  μέχρι  που  το  σήκωσε  την  στιγμή  που  έβγαινε  από  το  ασανσέρ.  Τον  έβρισε,  τον  αποκήρυξε  καθώς  ακουγόταν  σα  να  βουρκώνει.  Τον  προειδοποίησε  να  βρει  δικηγόρο  και  του  το  έκλεισε.  Τώρα,  μουδιασμένος  όπως  είναι,  νηστικός  και  λίγο  μεθυσμένος  αφήνει  όλο  το  βάρος  του  στις  μαξιλάρες  του  καναπέ.  Η  προσοχή  του  έχει  στραφεί  εδώ  και  λεπτά   στο   γαλάζιο   φόντο   που   εμφανίστηκε   στην   οθόνη   της   τηλεόρασης   και   μιας  μικροσκοπικής   οντότητας   που   επιπλέει   μέσα   του.     Μια   νεογέννητη   θαλάσσια  χελώνα   που   κολυμπά   μπροστά   στην   διακριτική   κάμερα.   Μόλις   έχει   αφήσει   την  αμμουδερή   φωλιά   της   μαζί   με   τα   υπόλοιπα   μικρά   και   χώνεται   στον   απέραντο,  ωκεάνιο   νότο.  Μαζί   στα   πρώτα   τους   βήματα   αυτά   τα   χελωνάκια   σε   λίγη  ώρα   θα  αποχωριστούν,   το   καθένα   με   δική   του   ευθύνη   πλέον,   να   δαμάσουν   τις   πλεύσεις  τους   και   να   τα   καταφέρουν  μέσα  στα  μίλια   και   τις  αιωνόβιες  θαλάσσιες  στοές.  Ο  αφηγητής  τονίζει  πως  ελάχιστα  θα  επιβιώσουν  μόλις  τις  πρώτες  ώρες  ανεξαρτησίας  τους,   φυρά   στα   αρπακτικά   και   στις   προπέλες   των   καραβιών.   Το   ταξίδι   τους   θα  συνεχίσει  για  πολύ  ακόμη,  προς  άγνωστες  ακτές  και  ρεύματα,  ένα  ταξίδι  παράλληλο  με   άλλα   είδη,   διασκορπισμένες   οικογένειες   θηλαστικών   στα   πέρατα   του   υγρού  βασιλείου.   Κουβαλώντας   το   σπίτι   τους   από   ταρταρούγα,   θα   πλέουν   καθώς  μεγαλώνουν,   κουβαλώντας   τις   ημέρες   σαν   αιώνες.   Μετά   από   χρόνια   και   ενώ   το  καβούκι   τους   θα   είναι   χαρακωμένο   από   μέταλλα,   αγκίστρια   και   μάχες   θα  αντιστρέψουν  την  πορεία  τους  προς  το  βορρά,  στο  αντίθετο  ρεύμα  του  παγωμένου  ωκεανού  με  σκοπό  να  επιστρέψουν  στην   ίδια  αμμουδιά  που  γεννήθηκαν.  Αυτό  το  ταξίδι  της  επιστροφής  θα  έχει  στόχο  να  αποθέσουν,  μέσα  από  τα  δικά  τους  σωθικά  πια,   την   επόμενη   γενιά   στην   ίδια   παραλία   που   είδαν   το   φώς   κι   εκείνα   πριν   από  δεκαετίες.  Με   κόπο   και   βάρος,   θα   γλιστρούν   κουρασμένες  στο   νερό  που  θα   τους  φαίνεται   πιο  πηχτό   και   βρώμικο.   Τα   ράμφη   τους   θα  σκίζουν   τις   υγρές  φυσαλίδες  καθώς  θα  πιάνουν  με  την  ακοή  τους  υπόκωφους  κώδικες  και  τραγούδια  φαλαινών.  Όλο  αυτό  το  ταξίδι  τόσα  χρόνια  ήταν  για  να  ξεκινήσει  η  δημιουργία  από  την  αρχή.  Να   γεννηθεί   καινούργια   ζωή   και   να   επιστρέψουν   εκεί   που   ανήκουν,   στα   εδάφη  τους,  σπίτι  τους.  Τα  στενά  ποδιά  του  ερπετού  τώρα  αφήνουν  ίχνη  στην  αμμουδιά,  σέρνοντας   το   σκαμμένο   σώμα   του.   Κατά   μήκος   της   παραλίας   τρέμουν   απόμακρα  φώτα   και   παράθυρα.  Μονή   της   η   χελώνα   θα   σκάψει   μια   μικρή   λακκούβα   και   θα  μείνει  εκεί  μέχρι  να  ολοκληρωθεί  το  ταξίδι  της.  

Δεν  υπάρχει  πια  άλλη  επιλογή  σκέφτηκε  ο  Αντώνης  καθώς  άλλαξε  κανάλι.  Το  σπίτι  γύρω  του  εκπέμπει  μια  ησυχία  υγρή,  σα  μήτρα  κι  εκείνος  μια  σταλιά  οντότητα  που  περιμένει.   Κοιτάζει   τις   κούτες,   τα   ντουλάπια  που  ασημίζουν  στην   κουζίνα,   το  ξύλινο  σκελετό   του  κρεβατιού  και   το  στρώμα  που  στέκει  αφημένο  στον   τοίχο   του  υπνοδωματίου.   Τη   θέλει   πίσω   στη   ζωή   του,   τη   δική   του   Ζωή   μα   δεν   αισθάνεται  αρκετός  για  τίποτα  πια.  Καθισμένος  στον  καναπέ  θα  αρχίσει  να  χαζεύει  μηχανικά,  

Page 27: To Pagopoieio PDF

  26  

αδρανοποιημένα   τις   ειδήσεις   αφήνοντας   το   στομάχι   του   να   αδειάσει,   να  συρρικνωθεί  κάθε  του  ανάσα.    

Σε  ένα  από  τα  κανάλια  που  έχει  μείνει  να  κοιτάζει  μεταδίδονται  εικόνες  από  την  παρουσίαση  ενός  βιβλίου.  Στο  μακρόστενο  τραπέζι  του  Ιανός  μιλάει  πιθανότατα  ο  συγγραφέας  και  δίπλα  του  χαμογελάει  μάλλον  ο  εκδότης.  Είναι  ένα  βιβλίο  για  τον  κινηματογράφο.   Ο   Αντώνης   όμως   παρατηρεί   κάποιον   άλλο   άνδρα,   γύρω   στα  τριανταπέντε.  Φοράει   ένα   μαύρο   μπλουζάκι    Ramones   και   προσπαθεί   να   στρίψει  ένα   τσιγάρο   έχοντας  μπροστά   του   το  μικρόφωνο.   Στο  πρόσωπο  αυτού   του  άνδρα  αναγνωρίζει   έναν  παλιό   του  συμμαθητή  από   το  πανεπιστήμιο.  Μέσα   του  σαλεύει  ξαφνικά   μια   γλυκιά   χαρμολύπη,   σα   να   σκέφτηκε   κάτι   που   έχει   χάσει   και   τώρα  μαθαίνει   πως   δεν   είχε   χαθεί   ποτέ   πραγματικά.   Ο   Γιώργος!...   σκέφτηκε   και  χαμογέλασε.    

Περασμένες   δύο   όπως   είναι,   ο   Αντώνης   σηκώνεται   και   περιεργάζεται   το  σαλόνι   που   τώρα   πια   σκοτεινό   του   μοιάζει   νεκρικό   και   ασάλευτο.   Αρχίζει   να  γδύνεται.  Η  δροσιά  που  έρχεται  από  την  ανοιχτή  βεράντα  ανασηκώνει  τις  τρίχες  στο  στήθος  του.  Μένει  τελείως  γυμνός  και  όρθιος  κοιτάζοντας  έξω  τα  περιγράμματα  των  κτιρίων   και   των  ψηλών   δέντρων   που   ξεχωρίζουν   από   την   αυλή   του   σχολείου   στη  γειτονιά.  Σε  μια  από  τις  καρέκλες  της  τραπεζαρίας  κρέμεται  ένα  μπλουζάκι,  μικρό,  στενό  και  κίτρινο  στο  χρώμα.  Από  τα  λίγα  πράγματα  που  άφησε  η  μητέρα  της  όταν  ήρθε   να   πακετάρει   για   τη   Θεσσαλονίκη.   Το   παίρνει   στα   χέρια   του   και   ξαπλώνει  κατάχαμα   στη   μοκέτα   που   τον   τσιμπάει   ελάχιστα   μέχρι   να   πάρει   τη   φόρμα   του  σώματος.  

                                               

Page 28: To Pagopoieio PDF

  27  

4      

ΜΠΡΟΣΤΑ  ΤΗΣ  ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ  ΕΝΑΣ  ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ.  Μεγάλες   και  μικρότερες  κόκκινες  πέτρες  μετακινούν  τον  όγκο  τους  σα  να  τις  σπρώχνει  κάποιος  αέρας  που  όμως   εκείνη   δε   νιώθει   γύρω   της.   Υπάρχει   ατέλειωτο   σκοτάδι   και   ένας   μακρύς  συριγμός   του   οποίου   η   προέλευση   είναι   άγνωστη.   Τρυπάει   τα   αυτιά   της   και   το  μυαλό   της  ως   τα  μέσα.  Προσπαθεί   να  περπατήσει  αλλά  φοβάται  καθώς   τα  πάντα  γύρω  της  αφώτιστα  και  άκοσμα  αποπνέουν  έναν  τρόμο.  Μόνο  ο  δρόμος  μπροστά  της  έχει  αυτό  το  θολό  ερυθρό  χρώμα.  Βάζει  τα  χέρια  της  μπροστά  και  κάνει  μερικά  βήματα.  Ακούγεται  θάλασσα  και  το  στόμα  της  έχει  μια  γεύση  μετάλλου.  Μετά  από  κάποια  δύσκολα  βήματα  καταλαβαίνει  πως  έρχεται  πάνω  της  μια  δροσιά  που  όμως  την   πονάει   και   ανατριχιάζει.   Επάλληλα   του   δρόμου   εμφανίζεται   η   κόψη   μιας  παραλίας,  ήρεμη  προς  τα  έξω  αλλά  λυσσαλέα  μετά  από  κάποιο  βάθος.  Αφρόσκονη  και   κόκκοι   σκάνε   πάνω   στο   πρόσωπο   της.   Είμαι   πολύ   μόνη   σκέφτεται   και  αυθόρμητα  τραβάει  προς  την  αμμουδιά.  Ο  συριγμός  συνεχίζει  και  γδέρνει  όλη  την  ατμόσφαιρα   γύρω   της,   δυναμώνοντας   σταδιακά   και   μετά   πάλι   χάνεται   λες   και  παρεμβάλλονται  κτίρια  ή  βουνά.  Τα  πέλματα  της  βουλιάζουν  στην  άμμο  που  είναι  παγωμένη   και   ημίσκληρη.   Κατά   μήκος   χαζεύει   τα   εκατομμύρια   μικρά   βότσαλα,  κοχύλια   και   φύκια   που   ιριδίζουν   σαν   φωταψίες   ενός   άλλου   κόσμου.   Ο   συριγμός  ξαφνικά  περνά  και  την  χτυπά  πίσω  στο  κεφάλι.  Πονεμένη  όπως  νιώθει  σκύβει  κάτω.  Με  το  βλέμμα  της  πιάνει  έναν  σχηματισμό  που  ορθώνεται  πιο  πέρα.  Απέναντι  της  αντικρίζει  τα  κουφώματα  μιας  πόρτας,  καρφωμένα  στην  άμμο.  Δίπλα  υπάρχει  τώρα  ένα  αμάξι,  το  μισό  θαμμένο,  γυαλίζοντας  η  οροφή  του.  Υπάρχουν  σκιές  και  ήχοι  που  σαλεύουν   μέσα   στο   αμάξι   ή   μέσα   σε   αυτή   τη   φανταστική   πόρτα.   Φοβάται   αλλά  μαζεύει  τις  δυνάμεις  της.  Τα  ρούχα  που  φοράει  την  στενεύουν,  τη  τσιμπάει  η  άμμος  που   έχει   χωθεί   και   μπλεχτεί   στις   ραφές.   Γδύνεται   και   πλησιάζει   την   πόρτα.   Η  θάλασσα   αγριεύει,   το   αυτοκίνητο   βουλιάζει   κι   άλλο,   ο   συριγμός   δυναμώνει.  Μια  ξινή   γεύση   τώρα   ανεβαίνει   στο   στόμα   της   και   κάνει   εμετό.   Δεν   σιχαίνεται   όμως  αυτό  το  υγρό  που  απέβαλλε.  Χυμένο  κάτω  στην  άμμο  γυαλίζει  σαν  ένα  σύνολο  από  πετράδια.  Νιώθει  όμως  ακόμη  τρομοκρατημένη  και  αρχίζει  να  φωνάζει  χωρίς  όμως  να  ακούγεται  η  φωνή  της.  Καταλαβαίνει  την  πίεση  στις  χορδές  της  και  στον  τρόπο  που   η   γλώσσα   σχηματίζει   τους   φθόγγους   αλλά   δεν   ακούει   την   φωνή   της.   Το  αυτοκίνητο  τώρα  θάβεται  τελείως  αφήνοντας  έναν  ήχο  σαν  γουργουρητό.  Η  πόρτα  μοιάζει   να   εξαφανίζεται   και   η   θάλασσα  σηκώνεται   επιθετικά.  Θέλει   τα   ρούχα   της  ενώ  αρχίζουν  και  πονούν  τα  μάτια  της.  Καταλαβαίνει  πως  είναι  μόνη,  πολύ  μόνη  και  ξαπλώνει   στην  άμμο  μέχρι   που   το   νερό   την   καλύπτει   παγώνοντας   τα  μέλη   της.  Ο  συριγμός   τώρα   γίνεται   ένα   θόρυβος   βίαιος   και   μυτερός.   Στροβιλίζεται   γύρω   της,  μέσα  στο  νερό  και  μέσα  στα  σωθικά  της.  Το  κεφάλι  της  ζαλίζεται  και  νιώθει  σα  να  μικραίνει.    Βουλιάζει  τρομαγμένη  κάτω  από  το  βάρος  του  νερού  και  των  ήχων  που  την  κυκλώνουν  έως  ότου  η  επιφάνεια  γίνεται  μια  μαύρη  πόρτα.  

Page 29: To Pagopoieio PDF

  28  

ΤΑ   ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ   ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ   ΣΤΗΝ   ΠΟΡΤΑ   ΤΟΥ   ΔΩΜΑΤΙΟΥ   δεν   ήταν   αρκετά  μέχρι  εκείνη  τη  στιγμή  ώστε  να  την  κάνουν  να  σηκωθεί  από  το  κρεβάτι.  Στηριζόμενη  από  τη  μέση  και  πάνω  στο  προσκέφαλο,  κάθεται  με  κουλουριασμένα  πόδια  έχοντας  γυρισμένο   το   κεφάλι   προς   την   κατεύθυνση,   την   οποία  μαντεύει   με   ευκολία   τώρα  πια,  που  βρίσκεται  το  παράθυρο.  Όλο  το  πρωί,  από  τη  στιγμή  που  την  ξύπνησε  αυτό  το   έντονο   όνειρο,   κάθεται   και   με   ψυχραιμία   επεξεργάζεται   τους   ήχους   που  ζωντανεύουν   μαζί   με   τον   κόσμο,   διαδικασία   που   κάνει   καθημερινά,  ψυχαναγκαστικά   με   σκοπό   να   σχηματίζει   μέσα   της   τα   σημεία,   τους   χώρους,   τον  προσανατολισμό   της   πριν   ακόμη   βγει   από   το   δωμάτιο,   αυτό   το   ολοσκότεινο  κουβούκλιο   που   την   προστατευει.   Όλο   το   πρωί   λοιπόν   ακούει   τη   μητέρα   της   να  πηγαινοέρχεται   στο   διάδρομο.   Ακούει   τα  φύλλα   της   εφημερίδας   που   κυλούν   στα  δάχτυλα  του  πατέρα  της  στην  κουζίνα,  το  φλιτζάνι  που  ακουμπάει  στο  τραπέζι,  το  νερό  της  βρύσης  και  το  ασανσέρ  που  αλλάζει  ορόφους.  Φέρνει  τις  μυρωδιές  μέσα  της  με  μια  λεπτομέρεια  και  ευλάβεια,  μεταμορφώνοντας  σε  εικόνες  το  περιβάλλον  που  περιμένει  να  βιώσει  για  άλλη  μια  ημέρα.  Ποια  ήταν  η  μορφή  εκεί  στην  πόρτα;  σκέφτεται  προσπαθώντας  άλλη  μια  φορά  να  εντοπίζει  μια  συνειδητή  επεξήγηση  για  τους  εφιάλτες  που  μήνες  τώρα  παρεμβάλλονται  στον  ύπνο  της.  Αργά  και  σταθερά  σηκώνεται   από   το   κρεβάτι   γραπώνοντας   αρχικά   την   καρέκλα   που   έχει   βάλει  επίτηδες   δίπλα.   Το   πρώτο   στήριγμα,   η   πρώτη   αίσθηση   της   ημέρας,   η   πρώτη  σύνδεση  με  αυτόν  το  ολοσκότεινο  κόσμο  που  σαν  πηχτό  υγρό  μοιάζει  να  την  τυλίγει  και   εκείνη   γλιστρά   μέσα   του.   Ξέρει   ότι   τα   μάτια   της   είναι   ανοιχτά   αλλά   πάντα  τρομοκρατείται  όταν  ξυπνά  και  πρέπει  να  σηκωθεί.  Δεν  υπάρχει  διαφορά  σκέφτεται  παρά   μόνο   νοητική.   Νιώθει   το   σφάλισμα   που   κάνουν   τα   τσίνορα   κάθε   κλάσμα  δευτερολέπτου,  μια  ένωση  συνεχόμενη  που  βιώνεται  μονάχα  σωματικά,  σαν  ένας  απτός   κώδικας   μορς.   Το   νιώθει   και   το   χαίρεται.   Αυτή   η   πράξη   που   για   τους  περισσότερους  είναι  μια  μηχανική  λειτουργία  της  δίνει  την  αίσθηση  του  αγώνα,  του  μαρτυρίου,   μα   και   ταυτόχρονα   την   ικανοποίηση   πως   πίσω   από   αυτές   τις   μικρές  επιφάνειες  δέρματος  κρύβονται  δύο  καθρέφτες  καμένοι  που  περιμένουν  το  τεχνητό  φως  της  φαντασίας  για  να  μετασχηματίσουν  τον  κόσμο  και  τα  είδωλα  του.  Παίρνει  μια  γερή  ανάσα  και  αρχίζει  να  περπατά.  

Η  πόρτα  ακούγεται  για  άλλη  μια  φορά.  «Αν   θες   να   σε   πετάξει   κάπου   ο   πατέρας   σου   ντύσου   γρήγορα.   Φεύγει   σε  

λίγο».  Η  φωνή  της  μητέρας  της  φιλτραρισμένη  από  την  κλειστή  πόρτα,  την  αφήνει  αδιάφορη.  Στέκεται  μπροστά  από  το  παράθυρο  το  οποίο  και  ανοίγει  σηκώνοντας  τα  στόρια  με  το  δεξί  της  χέρι.  Ψηλαφίζει  τα  κουφώματα  του  και  το  μαρμάρινο  περβάζι.  Αφήνει  την  αστική  φασαρία  να  εισχωρήσει  στα  αυτιά  της.  Απολαμβάνει  τον  ήχο  από  τα  τρένα  intercity  που  αποχωρούν  τους  συρμούς  τους  εκεί  στο  σταθμό.  Το  τσιριχτό  φρένο   και   την   διαστελλόμενη   λαμαρίνα   των   βαγονιών.   Για   χρόνια,   στην   εφηβική  ηλικία   ακόμη,   σιχαινόταν   εκείνη   την   περιοχή   των   Σφαγείων,   στην   Ξυροκρήνη.  Γκρίνιαζε  στους  δικούς   της  που  μετακόμισαν  από   την  παλιά  πόλη  προς   το   κέντρο  της  Θεσσαλονίκης.  Τώρα  όμως  απολαμβάνει  αυτόν  τον  ήχο  των  μεταλλικών  φιδιών  

Page 30: To Pagopoieio PDF

  29  

που  αράζουν  μοναχικά  και  άδεια  κάτω  ακριβώς  από  το  δωμάτιο  της.  Τα  φαντάζεται  να   φτάνουν   με   κόσμο   και   να   αφήνουν   δεκάδες   επιβάτες   στις   αποβάθρες,  ταλαιπωρημένα   και   βρώμικα   έρχονται   να   σταματήσουν   και   να   μείνουν   για   λίγο  ακίνητα  τινάζοντας  όλη  τη  σκόνη,  τα  φύλλα  και  το  χώμα  από  πάνω  τους.  Για  τη  Ζωή  το   καλοκαίρι   έρχεται   πάντα   μαζί   με   αυτά   τα   τρένα,   με   το   βαρύ   ήχο   της  στασιμότητας  μέσα  στην  θολή  ζέστη  του  Ιουλίου.    

Ο  πατέρας  της  πιο  θαρραλέος,  χτυπάει  και  ανοίγει  την  πόρτα  βρίσκοντας  την  να   στέκεται   μπροστά   στο   παράθυρο.   Με   την   αγάπη   και   το   σεβασμό   που   έχει  απέναντι   στη   32χρονη   κόρη   του,   πιάνει   ένα   μπλουζάκι   που   υπάρχει   πάνω   στο  γραφείο  της  και  πάει  από  πίσω  της.  Κλείνει  τα  μάτια  του  να  αισθανθεί  λίγο  το  χώρο  που   ζει   το   κορίτσι   αυτό   που   μεγάλωσε   και   ύστερα   άρχισε   να   μικραίνει   πάλι,  ζητώντας  από   την  αρχή  βοήθεια   για   να   ντυθεί,   να  πλυθεί,   να  μετακινηθεί.   Εκείνη  καταλαβαίνει  την  παρουσία  του,  τη  μυρωδιά  του  pino  Silvestre  που  τόσα  χρόνια  ο  πατέρας   της  δεν  αποχωρίζεται.  Μένει  όμως  ακίνητη  και  προσπαθεί  να  απολαύσει  την   ασφάλεια   και   την   ομορφιά   του   να   βρίσκεται   κάποιος   πίσω   της   για   εκείνη.   Ο  πατέρας  της  ήταν  ο  πρώτος  άνθρωπος  που  θέλησε  να  αγγίξει  τα  πληγωμένα  μάτια  της   όταν   ακόμη   βρισκόταν   στο   νοσοκομείο   στην   Κω.   Τώρα,   μετά   από   2   χρόνια  συνεχίζει  να  είναι  το  άτομο  που  αθόρυβα  και  ναι,  τυφλά,  θα  την  καταλάβει  αμέσως,  την  αγανάκτηση  της,   την  οργή  της,   την  εμμονή  της  να  αρνείται  κάθε  συνέχεια  της  καθημερινότητας.  Ο  πατέρας  της,  αυτός  ο  υπομονετικός  και  όμορφα  ακατέργαστος  άνθρωπος   που   αρνήθηκε   να   κατέβει   στην   Αθήνα   μαζί   με   τη   μάνα   της,   για   να  μαζέψει  τα  πράγματα  της  και  να  ανακοινώσει  στον  Αντώνη  πως  φεύγει,  πάει  πίσω  στο   πατρικό   της,   δείχνοντας   με   αυτή   του   τη   στάση   μια   δημοκρατία   και   μια  εσωτερική   δική   του   δικαιοσύνη.   Για   αυτόν   ο   Αντώνης   ήταν   άλλο   ένα   παιδί,   μια  αδύναμη   φιγούρα   που   κοίταζε   να   φθείρεται   μπροστά   του   η   μοναδική   του  κατάκτηση,  η  ομορφιά  του  να  φτιάχνεις  μια  οικογένεια  από  την  αρχή.    

Κοιτάζει  τα  κοντά  καστανά  μαλλιά  της  και  προσπαθεί  να  φέρει  στο  μυαλό  του  τα  πράγματα  που  ο  Αντώνης  αγαπούσε  σε  εκείνη,  να  μπει  στη  θέση  του  έτσι  ώστε  να   καταλάβει   για   άλλη   μια   φορά   τι   ένωνε   αυτά   τα   δύο   παιδιά.   Αυτός   είναι   ο  πατέρας  της,   το  γνωρίζει.  Είναι  ένας  ρόλος,  μια  πηγή  αφοσίωσης  και  ένας  έρωτας  που  σταμάτησε  μόλις  αυτό  το  κορίτσι  έβγαλε  την  εφηβεία.  Αυτή  τη  στιγμή  ο  ίδιος  ξέρει  πως  δε  της  λείπει  η  στοργή  αλλά  η  ίδια  της  η  ζωή,  παρατημένη  πίσω  σε  εκείνο  το  δρόμο.  

Τη   φιλάει   στο   μάγουλο   και   εναποθέτει   το   μπλουζάκι   στο   χέρι   της.   Η   Ζωή  χαμογελάει  και  γυρίσει  από  την    άλλη.  

«Θα  πάω  κέντρο  να  πάρω  κάτι  υλικά  για  τη  μάνα  σου.  Κερνάω  καφεδάκι  μετά  αν  θες».  Η  Ζωή  μπορεί  και  εντοπίζει  στα  λόγια  του  αυτή  τη  στενόχωρη  αίσθηση  ότι  προσπαθεί  να  την  προσεγγίσει,  αλλά  δεν  έχει  διάθεση.  

«Θα   κάτσω   να   παίξω   λίγο.   Χθες   έφτασαν   και   οι   παρτιτούρες   που   μου  παρήγγειλε  ο  Φίλιππος.  Τις  είδες;».  Με  μια  ζωηράδα  που  ξαφνιάζει  τον  πατέρας  της  πάει  προς  το  μικρό  κομοδίνο  στην  αριστερή  πλευρά  του  κρεβατιού.  Δεν  σκοντάφτει  

Page 31: To Pagopoieio PDF

  30  

πια   και   αυτό   είναι   κάτι   που  φέρνει   δάκρυα   στον   πατέρα   της   για   πολλοστή  φορά  αλλά   ντρέπεται   και   μόνο   που   το   κάνει.   Την   κοιτάζει   που   πιάνει   δύο   τεράστια  γαλάζια  βιβλία  και  τα  ξεφυλλίζει  μπροστά  του  περνώντας  ταυτόχρονα  τα  λεπτά  της  δάχτυλα   πάνω   από   τα   ανάγλυφα   σύμβολα   των   σελίδων.   Τώρα   κλαίει   βουβά   και  βγάζει   τον   καπνό   του   από   τη   τσέπη.   Η   φασαρία   από   τη   πλαστική   συσκευασία  καλύπτει  για  λίγο  τον  ήχο  της  μύτης  του.    

«Καλά.  Σε  αφήνω  όμως  τώρα  και  πάω.  Δε  θα  αργήσω.  Αν  θες  πες  στην  άλλη  να  ηρεμήσει  λίγο.  Με  έχει  φάει  από  χθες  να  σε  πείσω  να  πάμε  σε  έναν  γνωστό  της,  από  αυτούς  τους  θεραπευτές.  Εγώ  πάλι  πιστεύω  πως  πρέπει  να  νιώθεις  έτοιμος  για  αυτό.  Έτσι  δεν  είναι;».  Η  ερώτηση  είναι  ρητορική  και  η  Ζωή  το  καταλαβαίνει,  όπως  καταλαβαίνει   και   τη  συμμαχία  που  πράττει   εκείνη   τη  στιγμή  ο  πατέρας   της  με   το  σκληρό  κομμάτι   του  εαυτού  της  και  αυτό  την  μπερδεύει.  Ορισμένες  στιγμές  θέλει  να   την   πιέσει   κάποιος,   να   τη   σύρει   πάλι   στην   ενεργητικότητα   κι   άλλες   αντίθετα  προτιμάει   να   ακούει   παθητικά   συμβουλές   εκπέμποντας   μια   οργή   προς   κάθε   τι  ελπιδοφόρο  ή  έστω  σωστό.  Αυτή  τη  στιγμή  όμως  νιώθει  πως  αγαπάει   τον  πατέρα  της  ακόμη  πιο  πολύ.  

«Αν  θελήσω  κάτι  θα  σε  πάρω  στο  κινητό.  Έχε  το  στο  κανονικό  για  να  ακούς,  ok;».  Ο   πατέρας   της   γνέφει   το   κεφάλι   καταλάθος   χωρίς   να   μιλήσει   και   είναι   κάτι  που  δε  τον  πειράζει.  Βγαίνει  αφήνοντας  την  πόρτα  ανοιχτή  και  τη  Ζωή  να  συνεχίζει  να  επεξεργάζεται  τις  παρτιτούρες  αμήχανα  σα  να  τον  περιμένει  να  φύγει  από  ώρα.  

Διασχίζοντας   τον   κεντρικό  διάδρομο   του  σπιτιού  πιάνει   τους  σπαρταριστούς  ήχους   από   όλα   τα   δωμάτια.   Η   μητέρα   της   έχει   ανοίξει   το   σπίτι   για   να   αεριστεί  παρόλο  που  δε  φυσάει  καθόλου  ακόμη  και  εκεί,  στον  πέμπτο  όροφο.  Φωνάζει  για  να  σιγουρευτεί  πως  η  μάνα  της  βρίσκεται  στο  χώρο  της  κουζίνας  και  κάνει  δουλειές.  Το  άρωμα  από  τον  ελληνικό  καφέ  την  διαπερνά.  Ακόμη  και  σε  αυτήν  την  εποχή  του  franchise,  το  οικογενειακό  καφεκοπτείο  του  πατέρα  της  συνεχίζει  να  έχει  ουρές  και  ένα  από  τα  καλύτερα  αρώματα  παραδοσιακού  καφέ.  Η  μητέρας  της  από  το  βάθος  φωνάζει  και  τη  ρωτάει  αν  θέλει  κάτι  κάνοντας  την  να  απαντήσει  γρήγορα  και  κοφτά  όχι,   εφόσον   βρίσκεται   ήδη   μέσα   στην   τουαλέτα.   Απλώς   προσπαθώ   ακόμη   να  ξυπνήσω   προσθέτει   με   πιο   ευχάριστο   τόνο.   Η   παλάμη   της   σέρνεται   πάνω   στα  πλακάκια  και  στα  λογής  αντικείμενα  του  νιπτήρα.  Σαν  ένα  ψυχαναγκαστικό  παιχνίδι  τυφλόμυγας  η  Ζωή  αγγίζει  και  περνά  με  την  αφή  της  κάθε  επιφάνεια  φτάνοντας  στο  αριστερό   ντουλάπι.   Ανοίγοντας   το   αρχίζει   και   σκαλίζει   πίσω   από   φιαλίδια   και  κολόνιες,   παραμερίζει   κραγιόν   και   μπουκαλάκια   από   παυσίπονα.   Στο   πίσω   μέρος  του  ντουλαπιού,  πίσω  από  ένα  ογκώδες  κουτί  με  παλαιά  σαπούνια  θα  τραβήξει  ένα  βελούδινο   πουγκί.   Το   τρίβει   δίνοντας   στο   χέρι   της   το   σχήμα   του   περιεχομένου  αποφεύγοντας   το   άγχος   της   να   λείπει   κάτι   από   το   εσωτερικό   του   ή   χειρότερα   να  είναι  κάτι  άλλο  αυτό  που  βρήκε.  Η  μητέρα  της  είναι  ακόμη  στην  κουζίνα.  Ανοίγει  τη  βρύση  του  ντους  και  κάθεται  στο  καπάκι  της  λεκάνης.  Η  κλωστή  ξεσφίγγει  και  μέσα  στη  καμπύλη  του  χεριού  της  πέφτουν  αργά  ένα  μεταλλικό  σκληρό  σωληνάκι  και  ένα  λεπτομερέστατα   διπλωμένο   χαρτί.   Νιώθει   τις   γωνίες   του   όπως   και   το   προσωρινό  

Page 32: To Pagopoieio PDF

  31  

ψύχος   από   το   σωληνάκι.   Αυτή   τη   φορά   ο   Φίλιππος   μαζί   με   τις   παρτιτούρες   στο  σύστημα   Μπράιγ   είχε   στείλει   από   το   Essex   και   αυτή   τη   μικρή   ποσότητα   mdma,  όπως  κάθε  φορά  που  έστελνε  κάτι  στην  αγαπημένη  του  ξαδέρφη.  Την  πρώτη  φορά  που  του  ζήτησε  κάτι  τέτοιο,  έξω  από  την  Υδρόγειο  εκείνος  την  έβρισε  και  της  ζήτησε  να  τον  αφήσει  έξω  από  την  λήθη  της  μετά  το  ατύχημα,  αλλά  δεν  άντεξε  πολύ  στις  πιέσεις   της.   Έβλεπε   την   ξαδέρφη   του   να   τριγυρνά   καταπτοημένη   και   άεργη   μέσα  στο  σπίτι,  σιωπηλή  στις  πρόβες  της  μπάντας  του,  η  κοπέλα  που  του  έμαθε  κιθάρα  και  που  έκανε  μαθήματα  σε   τόσους  συμμαθητές   του  από   το  λύκειο,  φερόταν  πια  σαν  ένα  φάντασμα,  μια  πανήγυρη  σκότους  και  θυμού  απέναντι  σε  ότι  ταλέντο  είχε.  Καθισμένη  τώρα  στην  τουαλέτα  φέρνει  στο  μυαλό  της  αυτή  τη  μυστική  συμφωνία  και  θυμώνει  με  τη  γελοιότητα  της,  την  κατάντια  της.  Επιθυμεί  να  έχει  στα  χέρια  της  την  κιθάρα  της,  μια  πανέμορφη  κλασσική,  μια  Alhambra,  την  οποία  και  χάρισε  στο  ξάδερφο   της   πριν   αυτός  φύγει   για   σπουδές   με   αντάλλαγμα  αυτή   την   υπερπόντια  δοσοληψία  μέσα  από  θήκες  cd  ή  παρτιτούρες.  

Ξετυλίγει   το   χαρτί   προσεχτικά,   προσπαθώντας   να   κρατήσει   μια   αίσθηση  ισορροπίας.  Με  τον  δείκτη  του  δεξιού  της  χεριού  ακουμπά  λεπτά  την  ποσότητα  της  σκόνης.  Φέρνει  την  εικόνα  της  στο  μυαλό  της,  μια  κοπέλα  με  ορθάνοιχτα  μάτια  να  προσπαθεί  να  εισπνεύσει.  Την  πιάνει  ένα  οξύηχο  νευρικό  γέλιο  που  χάνεται  μέσα  στη   ροή   του   νερού   που   συνεχίζει   να   τρέχει.   Με   αυστηρές   κινήσεις   πιάνει   το  μεταλλικό   καλαμάκι   και   ρουφάει   μια  μηδαμινή  ποσότητα.  Αμέσως   ένα   τσίμπημα,  ένας  έντονος  πόνος  στο  αριστερό  της  αυτί  προμηνύει  τη    δράση  της  ουσίας.  Ξέρει  πως   σε   λίγη   ώρα   θα   έχει   μια   ώθηση   σωματική   και   ανεξέλεγκτη   νευρικά,   οπότε  διπλώνει   γρήγορα   το   χαρτάκι   και   χώνει   στο   πουγκί   τα   αντικείμενα.   Σκέφτεται   να  αλλάξει  κρυψώνα,  σκέφτεται  να  αλλάξει  κιθάρα  και  να  αφήσει  αυτή  την  φτηνή  που  έχει  για  τα  ιδιαίτερα  της  στη  λέσχη,  να  ντυθεί  και  να  βγει  μια  βόλτα,  να  γελάσει  και  να   πιάσει   σφιχτά   τη   μητέρα   της   που   τόσο   την   στηρίζει   και   την   βοηθά,   να   βάλει  δυνατά  μουσική  και  να  χορέψει  όπως  τις  πρώτες  μέρες  που  έμενε  με   τον  Αντώνη  στο   καινούργιο   σπίτι   στην   Αγία   Παρασκευή.   Θέλει   να   αυνανιστεί   και   να   κλάψει.  Θέλει  αυτός  ο  στρόβιλος  που  ξεκινάει  αυτή  τη  στιγμή  μέσα  της  να  συρθεί  έξω,  να  γίνει   φαντασίωση   και   ταχύτητα.   Όρθια   όπως   είναι   σηκώνει   το   πρόσωπο   της   στο  ύψος  του  καθρέφτη  ξέροντας  πως  κοιτάζει  ευθεία  και  μέσα  του.  Ακουμπά  το  γυαλί  καθώς  οι  παλμοί  της  ανεβαίνουν.  Το  βελούδινο  πουγκί  επιστρέφει  στην  αρχική  του  θέση.  Η  βρύση  κλείνει.  Δεν  είναι  ευτυχισμένη,  όχι.  Είναι  σε  μια  όμορφη  ένταση,  μια  κυλιόμενη  ενέργεια  που  ταυτόχρονα  της  δίνει  έλεγχο.  Για  κάποιες  ώρες  ακόμη  όλα  είναι   πιθανά,   όλο   το   σφρίγος   και   η   δύναμη   που   έχει   μέσα   της   θα   εκφραστούν  σιωπηλά  μέσα  από  γρήγορες  κινήσεις  και  φλυαρία.  Τον  χρειάζεται  τόσο  πολύ  για  να  καταστραφεί,  να  εξαϋλωθεί  από  μίσος  για  εκείνον,  για  τη  στιγμή  και  τις  μέρες  που  χάθηκαν   σε   ιατρεία,   εξετάσεις   και   δικαστήρια.   Ανοίγει   την   πόρτα   και   βγαίνει   στο  διάδρομο.   Δεν   ακουμπά   τους   τοίχους,   τους   νιώθει.   Διασχίζει   το   χώρο   και  σιγοτραγουδά   summer   kisses,   winter   tears…   το   σώμα   της   όμορφο   και   ερωτικό,  ερεθισμένη  σε  όλο  της  το  κορμί,  πάει  στη  κουζίνα,  χαιρετάει  τη  μητέρα  της  με  ένα  

Page 33: To Pagopoieio PDF

  32  

άγγιγμα   στους   ώμους   και   βγαίνει   στο   μικρό   μπαλκονάκι   της   σκάλας   κινδύνου.   Η  μητέρα  της  δε  θα  απορήσει  για  αυτή  τη  σκηνή.  Η  κυκλοθυμία  είναι  από  τα  πρώτα  πράγματα   που   της   είπε   ο   ψυχολόγος   στην   κοινωνική   υπηρεσία   του   νοσοκομείου  πριν  κάποιο  καιρό.  Το  θυμάται  καθώς  σηκώνεται  να  πάει  απέναντι  στο  ψυγείο  όπου  κρέμεται  το  τηλέφωνο.  Έχει  χτυπήσει  δύο  φορές  μέχρι  εκείνη  τη  στιγμή.  Η  μητέρα  της   το   σηκώνει   και   αμέσως   ζωγραφίζεται   ένα   χαμόγελο   στο   πρόσωπο   της.  Ανταλλάσει  για  λίγο  ευχές  και  τυπικά  νέα  πριν  γυρίσει  προς  τα  έξω  φωνάζοντας  στη  Ζωή.   Εκείνη   ακούει   το   διάλογο   και   μέσα   στην   ένταση   της   πιάνει   το   όνομα   της  Κλειώς.   Για   δευτερόλεπτα   το   μυαλό   της   θα   τρέξει   άγαρμπα   και   αβυσσαλέα   στη  σκόνη,   στην   πνιχτή   κραυγή,   στα   άγρια   φιλιά   του   και   στη   βία   του   χρόνου,   ένα  συνονθύλευμα   νευρικότητας   και   άκρατης   παλινδρόμησης   θα   κινητοποιήσει   το  σώμα  της  προς  την  κουζίνα  αρπάζοντας  το  τηλέφωνο  από  το  χέρι  της  μητέρας  της.  

     ΔΕΝ  ΜΠΟΡΕΙ  ΝΑ  ΤΟ  ΔΕΙ  όμως  ακούει  το  γουργούρισμα  του,  το  πλατάγιασμα  

των   φτερούγων   του.   Αυτό   το   περιστέρι   έχει   ώρα   που   κάθεται   στο   πάτωμα   της  κουζίνας.  Καταλαβαίνει  πως  μάλλον  νιώθει  ότι  έχει  παγιδευτεί.  Τα  άγρια  νύχια  του  ξύνουν   ελαφρά   τα   πλακάκια.   Ξέρει   πως   πρέπει   να   το   βοηθήσει   να   βγει   πάλι   έξω  αλλά  η  παρουσία  του  τη  συντροφεύει  εδώ  και  μισή  ώρα.  Είναι  μόνη  της  στο  σπίτι  και  η  παρενέργεια  αρχίζει  να  ξεφτίζει  μέσα  της.  Τη  στιγμή  που  μίλαγε  με  την  Κλειώ  δεν   συνειδητοποίησε   αυτή   την   απότομη   σύζευξη   παρόντος   και   στιγμών   που   έχει  καταφέρει  η  ίδια  τόσο  καιρό  να  σπρώξει  κάτω  από  το  βαρύ  χαλί  της  μνήμης  της.  Δεν  είχε   πολύ   καιρό   να   μιλήσει   μαζί   της   όμως   κάτι   την   άδειασε   μετά   από   αυτό   το  τελευταίο  τηλεφώνημα.  Έπρεπε  να  ακούει  μια  Κλειώ  συγχυσμένη  και  επιθετική,  να  μιλά   για   λάθη   του   Χρήστου,   για   το   πόσο   μόνη   νιώθει,   για   το   πόσο   θαυμάζει   τον  Αντώνη   που   τόλμησε   να   τα   διαλύσει   όλα,   για   τις   σκέψεις   της   να   μείνει   για   λίγο  μακριά   από   τον   άνδρα   της   αλλά   και   από   τα   παιδιά   και   ταυτόχρονα   έπρεπε   να  επεξεργάζεται,   να   αντέχει   καλύτερα,   το   δικό   της   πόνο   στη   σκέψη  πως   ο   Αντώνης  υπάρχει   ακόμη   εκεί   έξω,   κυκλοφορώντας   με   τα   όμορφα   πουκάμισα   του   και   τα  ανάκατα  μαλλιά  του  σε  βιβλιοπωλεία  και  σε  συναυλίες  τζαζ,  να  κοιτάζει  βιτρίνες  με  vintage   έπιπλα   και   να   συζητά   με   φοιτητές   για   κάποια   καινούργια   ταινία   καθώς  κατεβαίνει   τα   σκαλιά   της   σχολής.   Ζούσε   μια   διχοτόμηση   ανάμεσα   στις   δικές   της  εξιδανικευμένες  μνήμες,  απωθημένες  στο  πίσω  μέρος  του  χρόνου  και  σε  αυτήν  την  τωρινή,  πραγματική  εικόνα  που  της  έδινε  η  Κλειώ,  για  έναν  Αντώνη  που  αγνοείται  και  που  κατάστρεψε  τη  δουλειά  του,  πιθανώς  και  τη  δουλειά  άλλων.  

Όταν  έκλεισε   το   τηλέφωνο  ένιωσε  πάλι  αυτή   την  αίσθηση  ορμής  να  έρχεται  καταπάνω  της,  να  προσπαθεί  να  διαταράξει   την  ησυχία  και  τη  διακριτικότητα  των  σκοτεινών  ημερών  της,  να  τη  βάλει  πάλι  στο  παιχνίδι  των  αισθημάτων  πράγμα  που  δεν  έπρεπε  να  γίνει   και  αν  έπρεπε  είναι   κάτι  που  κάνει  μόνη   της  κάποιες  στιγμές  πριν  κοιμηθεί  ή  όταν  δοκιμάζει  τη  σκόνη,  όχι  βίαια  όπως  τώρα.  Έχει  μια  ισορροπία  

Page 34: To Pagopoieio PDF

  33  

να   συντηρήσει,   έχει   να   προσαρμοστεί   σε   νέες   συνθήκες.   Να   αφοσιωθεί   σε   μια  πάλλευκη   αίσθηση   ύπαρξης   που   θα   τη   βοηθήσει   να   περνά   απαρατήρητη   και  αποκομμένη   από   τα   δεινά.   Ο,τι   έγινε   έμεινε   πίσω   σε   εκείνο   το   πρωινό   και   στην  τελευταία  φορά  που  άκουσε  τη  φωνή  του  Αντώνη  από  πάνω  της  να  της  υπόσχεται  πως  θα  περάσουν  μαζί  αυτή  την  κατάσταση.  Θυμάται  πως  του  ζήτησε  να  βγει  έξω  από  το  δωμάτιο  και  πως  ο  πατέρας  της  ψιθύρισε  κάτι  στον  Αντώνη.  Σα  μνήμη  μέσα  στη  μνήμη  θυμάται  το  απόγευμα  πριν  πετάξουν  με  το  Χρήστο  και  τη  Κλειώ  στην  Κω  για  διακοπές.  Το  σπίτι  είχε  βαφτεί  και  μύριζε  έντονα.  Ανάμεσα  σε  κούτες  και  άλλων  ειδών  έπιπλα  μοιραζόταν  ένα  ποτήρι  κρασί  μαζί  του,  ακούγοντας  τον  να    λέει  πόσο  όμορφα  ήταν  στο  νησί  όταν  ήταν  φαντάρος,  για  την  παλιά  αγορά  και  την  παραλία  των  Θερμών.  Πιο  πίσω  ακόμη,  φέρνει  στο  μυαλό  της  τα  γενέθλια  της  σε  ένα  μπαρ  της  Πανόρμου  και  πόσο  όμορφα  την  προσέγγισε  εκείνος  φροντίζοντας  ταυτόχρονα  να  κάνει  επίδειξη  ενός  όμορφου  κοσμήματος  που  φόραγε  μέσα  από  τον  ανοιχτό  του  πουκάμισο.  Κατηγορεί   την  Κλειώ  που   την   έχωσε  πάλι  σε  αυτόν   τον   λαβύρινθο  με  τους  μικροσκοπικούς  διαδρόμους  και  έναν  γερασμένο  μινώταυρο  να  αλυχτά  και  να  την  ψάχνει  ενώ  εκείνη  προσπαθεί  με  τη  σειρά  της  να  πάει  καταπάνω  του.  

Σηκώνεται   και   προσπαθεί   να   εντοπίσει   το   περιστέρι.  Με   άγαρμπες   κινήσεις  του   ποδιού   καταφέρνει   και   το   κάνει   να   σπρωχτεί   προς   τα   έξω.   Τα   μάτια   της  ζωντανεύουν   εκκρίνοντας   θερμό   υγρό.   Δεν   θέλει   να   το   διώξει   κι   όμως   πρέπει   να  φύγει  αυτή  η  παρουσία.  Πρέπει  να  σκληρύνει  πάλι  μέσα  της.  Ακούει  το  πέταγμα  και  αρχίζει   να   κλαίει   πιο   δυνατά.   Το   σκοτάδι   δεν   φεύγει   όμως,   δε   γλιστρά.   Μπαίνει  ακόμη  πιο  μέσα  και  ακινητοποιείται.    

                               

     

Page 35: To Pagopoieio PDF

  34  

5      «Συγχωρέστε   με   αλλά   πιστεύω   ακόμη   πως   ένα   μεγάλο   ελάττωμα   του  

ελληνικού  κινηματογράφου  είναι  η  αδυναμία  του  να  περάσει  μηνύματα.  Δε  μιλάω  φυσικά  για  στρατευμένη  τέχνη  με  την  παλαιολιθική  έννοια,  μιλάω  για  την  έναρξη,  επιτέλους,  μιας  προσπάθειας  να  ειπωθούν  απλές  και  πραγματικές  ιστορίες  με  έναν  προσηλωμένο  και  στοχευμένο  τρόπο,  με  έναν…πώς  να  σας  το  πω  καλύτερα…με  έναν  ποιητικό  ρεαλισμό.  Το  χουμε  δει  εξάλλου  αυτό,  έχει  γίνει.  Φέρτε  στο  μυαλό  σας  το  ΒΙΕΤΝΑΜ   του   Βούλγαρη   ή   ακόμη   τον   ΒΑΣΙΛΙΑ   του   Γραμματικού.   Τελευταίο  παράδειγμα  και  πολύ  όμορφο  η  μικρού  μήκους  του  Τζώρτζη  Γρηγοράκη  ΚΙ  ΕΓΩ  ΓΙΑ  ΜΕΝΑ.   Κοινή   συνιστώσα   στα   2/3   των   ταινιών   που   σας   είπα   είναι   ένας  πρωταγωνιστής  που  μπορεί  να  κινηθεί  από  μια  παρανοϊκή  ματιά  σε  ένα  αύταρκες  συναισθηματικό  αγώνα.  Όχι  άλλα  τσιτάτα  ή  επιτηδευμένος  σουρεαλισμός.  Η  γενιά  των   νέων   θεατών   θέλει   να   κατανοεί   τα   πράγματα   που   τον   αφορούν   γιατί  καταλαβαίνει   και   τα   προβλήματα,   υλικά,   υπαρξιακά   ή   ο,τι   άλλο,   που   τον  απασχολούν».    

Ο   μικροφωνισμός   του   ηχείου   κάνει   το   Γιώργο   να   σταματήσει   για   λίγο   την  απάντηση   του   σε   έναν   δημοσιογράφο.   Χαμογελώντας   αμήχανα   ενώ   χαμηλώνει  ελάχιστα   το   μικρόφωνο   από   το   ύψος   των   χειλιών   του   βλέπει   την   Χριστίνα   που  σηκώνεται   και  βγαίνει   έξω  από   την  αίθουσα   της  στοάς.   Την  παρατηρούσε  βέβαια  όλη  την  ώρα  να  αλλάζει  σταυροπόδι  και  να  κοιτάει  το  ρολόι  της.  Τώρα  την  βλέπει  που   ανταλλάσσει   κάποιες   γρήγορες   κουβέντες   με   ένα   άνδρα   και   σπρώχνει   την  πόρτα.   Μέσα   του   νευριάζει,   όχι   επειδή   καταλαβαίνει   πως   εκείνη   βαριέται   αλλά  επειδή  ξέρει  ότι  θέλει  να  του  το  δείξει  για  άλλη  μια  φορά  επιδεικτικά,  να  του  δείξει  ότι  έχει  πρόβλημα  μαζί  του  και  δε  μπορεί  να  περιμένει  να  πάνε  σπίτι.  Συγκεντρώνει  το   βλέμμα   στο   χαρτί   που   κρατά   μια   συνάδελφος   στην   μπροστινή   σειρά   και  συνεχίζει.  

   «Αν   θέλουμε   κάπως   να   χτυπήσουμε,   μάλλον   να   φέρουμε   και   την   άλλη  πλευρά  της  ζωής  στις  οθόνες,  μια  ζωή  πέρα  από  φτηνά  χρώματα,  μικρομεσαία  άγχη  και   νευρωτικούς   έρωτες…».   Τώρα   η   ματιά   του   πέφτει   στη   μεσαία   περίπου   σειρά  των  καθισμάτων  όπου  ένας  άνδρας  με  κατάμαυρα  και  ατημέλητα  μαλλιά  του  κάνει  ένα   νεύμα   χαμογελώντας   και   σηκώνοντας   ελαφρώς   το   αριστερό   του   χέρι.   Αρχικά  δεν   καταλαβαίνει   για   ποιόν   πρόκειται   όμως   μετά   παρατηρεί   αυτά   τα   μάτια,   τα  σοβαρά   και   ολίγον   αυθάδη,   αυτή   την   έκφραση   που   θυμάται   από   τα   λυκειακά  χρόνια.  Ανταποδίδει  ένα  μειδίαμα  και  προχωρά  τα  λόγια  του.  

 «…πρέπει  τα  σενάρια  να  γίνουν    μυθιστορηματικά  και  πιο  δυνατά.  Δεν  είμαι  ο  ίδιος  σκηνοθέτης  ή  σεναριογράφος  αλλά  είμαι  θεατής  και  έχω  ανάγκη  από  αυτά!  Ας  έχουμε  εξάλλου  στο  νου  μας  πόσο  διαφορετική  είναι  η  μετάβαση  του  Woody  Allen  στο  MATCHPOINT,  πόσο  χρήσιμο  στάθηκε  τελικά  για  τον  ίδιο  τον  σκηνοθέτη  κριτικά  αλλά  και  εμπορικά.  Ευχαριστώ  και  ο  λόγος  τώρα  στη  συνάδελφο  δίπλα  μου».  

Page 36: To Pagopoieio PDF

  35  

Η  έναρξη  της  ομιλίας  από  τη  γυναίκα  στη  διπλανή  θέση  του  Γιώργου  μείωσε  λίγο   τα   διάσπαρτα   χειροκροτήματα   στην   αίθουσα.   Ο   ίδιος   αμέσως   έβγαλε   ένα  πουράκι  και  κατευθύνθηκε  στα  πλαϊνά  της  αίθουσας  με  σκοπό  να  προσεγγίσει  τον  Αντώνη  που  με  τη  σειρά  του  έβγαινε  κι  αυτός  έξω  στρίβοντας  ένα  τσιγάρο.  Αυτή  τη  στιγμή   και   οι   δύο   άνδρες   έχουν   στο   μυαλό   τους   την   όσο   όχι   και   τόσο   τυχαία  συνάντηση,  λαμβάνοντας  την  ως  ένα  ξαφνικό  δώρο,  μια  διέξοδο  από  τα  θέματα  που  τους  απασχολούν.  Έστω  για  μία  ώρα  θα  έχουν   την  ευκαιρία  να  μιλήσουν  για  κάτι  άλλο,   να   μοιραστούν   κάποια   τσιγάρα   συζητώντας   πάνω   σε   άσχετα   θέματα,   σε  ιστορίες  από  το  παρελθόν,  σε  διηγήσεις.    

Έξω   στη   μικρή   κεντρική   αυλή   του   κτιρίου   κόσμος   κάθεται   στα   σιδερένια  τραπεζάκια  ξεφυλλίζοντας  βιβλία  ή  free  press  εφημερίδες.  Από  την  κεντρική  είσοδο  του  οικοδομικού  συγκροτήματος  μπαίνει  ο  ήχος  της  οχλοβοής  που  μεταφέρεται  με  τον  θερμό  αέρα.  Στην  αυλή  η  γυάλινη  οροφή  του  κτιρίου  κρατάει  κάπως  ένα  ίσκιο  και   μια   δροσιά   δίνοντας   ταυτόχρονα   και   μια   αίσθηση   ησυχίας   σαν   αυτή   που  υπάρχει  μέσα  στις   εκκλησίες   τα  απογεύματα.  Ο   Γιώργος   επιταχύνει   το  βηματισμό  του   και   φτάνει   τον   Αντώνη.   Η   κλασσική   χειραψία   σε   στυλ   μπράντεφερ   και   τα  χαμόγελα   των   δύο   ανδρών   ακούγονται   για   λίγο   σε   αντίλαλο   μέσα   στο   χώρο.   Ο  Γιώργος  εκείνη  τη  στιγμή  συνειδητοποιώντας  την  ηχώ  της  ομιλίας  τους  διαπερνά  με  το  βλέμμα  του  γρήγορα  το  χώρο  πίσω  από  τον  Αντώνη.  Όρθια  σε  μια  κολώνα  δίπλα  στο  καφέ  στέκεται  η  Χριστίνα  που  παρακολουθεί  τη  σκηνή.  Τον  κοιτάζει  κατάματα  με  ένα  ύφος  απογοήτευσης  και  προσμονής  μαζί.  

«Πιάσε   ένα   τραπεζάκι   και   έρχομαι.   Εντάξει;».   Ο   Αντώνης   γνέφει   θετικά   και  αφήνει   τον   Γιώργο   να   τον   προσπεράσει   κοιτάζοντας   ταυτόχρονα   την   κατεύθυνση  που  παίρνει.  

Μετά   από   λίγα   λεπτά   μπροστά   του   κάθονται   ο   Γιώργος   και   η   Χριστίνα.   Οι  πρώτες   συστάσεις   κρατούν   ακόμη   μια   όμορφη   και   ατμόσφαιρα,   με   το   Γιώργο   να  εξηγεί   στη   Χριστίνα   πως   γνωρίζονται   με   τον   Αντώνη   ενώ   αντίστοιχα   εκείνος   τους  εξηγεί  πως  βρήκε  τον  Γιώργο,  βλέποντας  στον  σε  ένα  κανάλι  και  τηλεφωνώντας  την  άλλη   μέρα   στο   πατρικό   του.   Όλη   η   αρχική   ορμή   της   επαναπροσέγγισης   δίνει   τη  θέση  της  σε  μια  αμηχανία  η  οποία  φαίνεται  να  πηγάζει  από  το  βλέμμα,  την  απαλή,  σχεδόν  εξαναγκαστική  ομιλία  και  όρεξη  της  Χριστίνας,  που  μιλάει  ελάχιστα  έχοντας  το  βλέμμα  κάτω,  χαζεύοντας  το  τραπεζάκι  ή  κοιτώντας  προς  τα  έξω  στην  είσοδο.  Ο  Γιώργος   καταλαβαίνει   πως   είναι   άλλη   μια   άσκηση   κυριαρχίας   της,   μια   ένδειξη  δύναμης  και  υπόκωφης  οργής  που  φέρνει  στην  παρέα  η  Χριστίνα.  Του  μοιάζει  σα  να  μη  μπορεί  να  φερθεί  άνετα,  να  βρίσει  ή  να  μιλήσει  για  τον  εαυτό  του  αν  δε  φύγει  από  δίπλα  του  αυτή  η  έμμεσα  επικριτική  φιγούρα.  Άλλη  μια  προσπάθεια  εκ  μέρους  της  να  σαμποτάρει  την  ελευθερία  του.  Ο  Αντώνης  που  πιάνει  όλη  αυτή  την  βουβή  σύγκρουση  του  ζευγαριού  σηκώνεται  και  λέει  πως  πάει  να  πάρει  μια  εφημερίδα.  

«Είσαι  απίστευτη!  Το  καταλαβαίνεις  πως  δεν  είναι  ανάγκη  να  κουβαλάμε  μαζί  μας  όπου  είμαστε  τα  προβλήματα  μας.  Το  καταλαβαίνεις;  Είπες  ο,τι  είπες  πάλι  χθες  το  βράδυ,  εδώ  όμως  είμαι  στη  δουλειά  μου  κατά  κάποιο  τρόπο,  είμαι  με  έναν  φίλο  

Page 37: To Pagopoieio PDF

  36  

μου.   Μη   ξεχνάς   πως   ακόμη   είμαστε   ελεύθεροι   άνθρωποι.   Γι   αυτό   είμαστε   μαζί,  επειδή  νιώθουμε  ελεύθεροι.».  Η  Χριστίνα  ούτε  που  τον  κοιτάει  στα  μάτια  την  ώρα  που  μιλάει.  Παίζει  στα  δάχτυλα  της  ένα  σακουλάκι  ζάχαρη  ώσπου  το  πιέζει  και  το  σκίζει.   Ανακαλεί   τη   χθεσινοβραδινή   σύγκρουση   τους,   την   εμμονή   του   να   μετράει  τον  χρόνο  σα  μια  μονάδα  νοητικής  ωρίμανσης  και  όχι  παράλληλα  σαν  μια  ροή  που  πρέπει  να  φτάνει  επιτέλους  κάπου,  σε  μια  κοινωνική  ολοκλήρωση.  Σε  αυτούς  τους  δύο  και  μόνο.  

«Σε   πίεσα   ποτέ   να   αφήσεις   τη   δουλειά   σου;   Να   μη   βγεις,   να   μη   γράψεις;  Ακόμη  και  όταν  σας  είπαν  από  το  περιοδικό  ότι  κλείνετε  και  γίνεστε  διαδικτυακοί  με  λιγότερα  λεφτά  σου  είπα   τράβα  κάντο.  Δέχομαι  στο  σπίτι   τις  συναντήσεις  σας,   τις  προβολές,  όλα,  θέλω  κι  εγώ  όμως  πια  να  κάνω  αυτό  που  θέλω.  Να  φτάσω  εκεί  που  θέλω».  Ο  Γιώργος  δεν  άντεχε  ποτέ  αυτού  του  είδους  τα  επιχειρήματα.  Καταλάβαινε  πως  έπεφταν  και  οι  δύο  σε  διαλεκτική  παγίδα  όταν  άρχιζαν  έτσι  κι  αυτό  γιατί  απλά  οι  λέξεις,  τα  νοήματα  που  δίνει  ο  καθένας  τους  είναι  κάτι  άλλο  πια  από  αυτό  που  πίστευαν   στην   αρχή,   πάνω   στο   κρεβάτι,   μέσα   στα   πλοία,   πάνω   στις   φωτισμένες  μπάρες  με  τα  χαλαρά  ποτά,  εκεί  πίσω  στους  αποστειρωμένους  πρώτους  μήνες.  

Η  Χριστίνα  σηκώνεται  και  παίρνει  την  τσάντα  της.    «Κατάλαβε   το   επιτέλους.  Θες   να   είσαι  μόνος  σου».  Με  αυτές   τις   τελευταίες  

κουβέντες   γυρίζει   και   φεύγει   προσπερνώντας   τον   Αντώνη   που   μόλις   επιστρέφει.  Εκείνος  τη  χαιρετάει  αλλά  δίχως  ανταπόκριση.  

Οι  δύο  άνδρες  κάθονται  πια  μόνοι  στη    αυλή.  Ο  κόσμος  που  βγαίνει  από  την  αίθουσα   οδεύει   γρήγορα   προς   την   έξοδο,   έντονοι   και   υπερδιεγερμένοι   να  προλάβουν   να  πάνε  στη  θάλασσα  μακριά  από   την  Αθήνα.  Ο  Αντώνης   όπως   και   ο  Γιώργος   κοιτάζονται   κατάματα  με   ένα  βλέμμα   κατανόησης   και   υποστήριξης.  Αυτή  τη  στιγμή,  στο  ίδιο  λεπτό  για  τον  καθένα  τους,  βρίσκεται  απέναντι  ένας  προσωπικός  εξομολογητής,  μια  φιγούρα  έξω  από  τον  πραγματικό  χρόνο  που  τρέχει.  Υπάρχει  μια  αίσθηση  ασφάλειας,  πως  τα  λεγόμενα  τους  είναι  προστατευμένα.  

«Φαίνεσαι   τελείως   σκατά!   Δεν   έχεις   κοιμηθεί   καθόλου   μάλλον.   Σωστά;».   Ο  Γιώργος  κάνει  το  πρώτο  βήμα  κι  αυτό  γιατί  δε  θέλει  να  μιλήσει  αμέσως  για  εκείνον.  Μια   συζήτηση   που   αφορά   πάλι   τη   Χριστίνα   του   φαίνεται   κουραστική,   μια  ανακύκλωση   συναισθημάτων.   Σιχαίνεται   αυτή   την   βία   των   περιγραφών,   τη  σχηματοποίηση   των   γεγονότων,   τη   γραμμική   διήγηση   τους,   σα   να   λέει   τα   ίδια  πράγματα   κάθε   μέρα   κι   αυτό   γιατί   τα   σκέφτεται   κάθε   μέρα.  Η   ζωή   του   δεν   είναι  ταινία  σα  αυτές  που  παρακολουθεί  και  κριτικάρει.  Είναι  μια  μάζα  καρφωμένη  στο  ανολοκλήρωτο   δρόμο   του.   Ταυτόχρονα,   βλέποντας   την   όψη   του   Αντώνη,  αποχωρίζεται  την  ελπίδα  για  μια  ανάλαφρη  συζήτηση.  Ξέρει  ότι  ο  άνδρας  απέναντι  του  είναι  έτοιμος  να  ανοίξει  το  δικό  του  βιβλίο  του  σκότους.    

«Προτείνω  να  την  κάνουμε  από  δω.  Τι  λες;  Πάμε  προς  τα  μέσα;  Εξάρχεια».  Ο  Αντώνης  συμφωνεί  και  αφήνει  χρήματα  στο  τραπεζάκι.    

 

Page 38: To Pagopoieio PDF

  37  

ΥΠΑΡΧΕΙ   ΖΕΣΤΗ   ΚΑΙ   ΜΙΑ   ΚΟΛΛΩΔΗΣ   ΑΙΣΘΗΣΗ   ΣΤΟ   ΣΩΜΑ.   Η   τεράστια  λεωφόρος   της   Πανεπιστημίου,   σχεδόν   άδεια,   σπάει   τη   μονοτονία   της   με   τα  πολύχρωμα  τρόλεϊ  και  τα  μηχανάκια  courier  που  με  ταχύτητα  διασχίζουν  το  δρόμο.  Τα   καταστήματα   φυτοζωούν,   άδεια   με   τους   πωλητές   στις   εξόδους   να   καπνίζουν  κοιτάζοντας  σα  να  ψάχνουν  ποιος  φταίει   για  αυτή   τη  μίζερη  αίσθηση  προσμονής.  Όλη  αυτή  η  εικόνα  είναι  για  τον  Αντώνη  εξουθενωτική,  συνδυασμένη  καθαρά  με  τη  ζωή  του  στη  πόλη  και  το  ΤΕΙ,  μια  γκρίζα  απόχρωση,  μουντή  και  καυτή.  Αντίθετα  το  βλέμμα  του  Γιώργου  πέφτει  παντού.  Παρατηρεί  τους  ναρκομανείς  που  σαν  βιβλικές  φιγούρες   πιάνουν   τα   πιο   σκιερά   μέρη   για   να   κάτσουν   και   να   φθαρούν.   Κοιτάζει  δισκοπωλεία   και   βιτρίνες   βιβλιοπωλείων,   τυροπιτάδικά   και   άκυρες   γεωγραφικά  καφετέριες  μέσα  σε  στενά  ή  ημιώροφους.  Αυτός  ο  αστικός  ρυθμός,  το  ανεπαίσθητο  πέπλο   της   εγρήγορσης   και   παρακμής   είναι   ο   κόσμος   που   θέλει   να   καταστρέψει  αφού  πρώτα  βρει  τα  αδύναμα  σημεία  του,  αφού  τον  ανατάμει  και  βρει  τα  σωθικά  του.   Το   λέει   αυτό  στον  Αντώνη  αλλά   τον     βρίσκει   αντίθετο.   Για   εκείνον  όλα  αυτά  είναι  μια  πεθαμένη  εικόνα.  Το  επιστέγασμα  της  κενότητας  και  της  αδιάφορης  ροής  των  καταστάσεων.  Για  εκείνον  η  λύση  είναι  η  φυγή,  άτακτη  και  μη.  

Διασχίζοντας   την  Μπενάκη   ο   ήλιος   κρύβεται   πίσω   από   τις   ψηλές   και   λερές  πολυκατοικίες.  Δύο  αστυνομικοί  τους  σταματούν  και  ζητάνε  εξακρίβωση  στοιχείων  ειρωνευόμενοι  τον  Γιώργο  για  την  δημοσιογραφική  του  ιδιότητα.  Ο  ένας  ένστολος  τον   αποκαλεί   χαφιέ   με   κοροϊδευτικό   τόνο   περισσότερο,   σα   να   μιλάει   σε   γνωστό  του.  Ο  Αντώνης  είναι  εκείνος  όμως  που  συγκεντρώνει   τη  μεγαλύτερη  προσοχή  ως  υπάλληλος   ΤΕΙ   από   ο,τι   πληροφορείται   μετά   από   κάποια   λεπτά   ο   έτερος  αστυνομικός,  από  την  τράπεζα  πληροφοριών.  Ο  δεύτερος  ειδικός  φρουρός,  πιο  νέος  και   σωματώδης   αρχίζει   να   βρίζει   και   να   σχολιάζει   το   μπουρδέλο   που   είναι   το  πανεπιστήμιο,  ένα  άντρο  αναρχικών  και  καλοταϊσμένων  ιδεολόγων.  Ο  Γιώργος  με  τη  σειρά  του  ζητάει  να  τελειώνουν  τη  δουλειά  τους  αλλά  και  να  τους  δείξουν  τη  δική  τους   ταυτότητα.   Ο   πιο   πομπώδης   ένστολος   χαμογελάει   και   δίνει   πίσω   τις  ταυτότητες.  Δεν  έχει  όρεξη  για  άλλη  επίδειξη.  Τους  λέει  να  φύγουν  και  βγάζει  ένα  πακέτο   τσιγάρα.   Ο   Αντώνης   βρίσκει   στις   εκφράσεις   του   αστυνομικού   την   ίδια  επιτήδεια   προβολή   υπεροχής   που   συναντούσε   τόσα   χρόνια   στο   χώρο   της  εκπαίδευσης   αλλά   και   καθημερινά   στην   τηλεόραση.   Το   πρόβλημα   μέσα   στο  πρόβλημα.   Όσο   τους   απασχολούσαν   οι   αστυνομικοί   ο   Αντώνης   ίδρωνε   και   τώρα,  καθώς   αρχίζουν   να   περπατάνε   πάλι   στην   ευθεία,   συνειδητοποιεί   πως   είναι  μούσκεμα,   σημάδι   φόβου   και   ετοιμότητας.   Πιο   κάτω,   μετά   από   δέκα   λεπτά  περπάτημα   ο   Γιώργος   τον   πιάνει   από   το   μπράτσο   και   στρίβουν   σε   ένα   στενό  βρίσκοντας  μπροστά  τους  ένα  μικρό  καφενείο.    

«Εδώ  είμαστε!».  Πριν  προλάβει  να  τραβήξει  μια  καρέκλα  ώστε  να  κάτσουν  ο  Αντώνης   έρχεται   μπροστά   του,   ιδρωμένος   και   σφιγμένος.   Τον   κοιτάζει   για   λίγο  κατάματα  και  στην  συνέχεια  διαλέγει  τελικά  να  κάτσει.  Ο  Γιώργος  κάνει  νόημα  στο  παλικάρι  πίσω  από  τον  πάγκο  και  κάθεται  και  αυτός  βγάζοντας  κινητό  και  τσιγάρα  από  το  τσαντάκι  του.  Ο  Αντώνης  με  ένα  στριφτό  κολλημένο  στην  άκρη  των  χειλιών  

Page 39: To Pagopoieio PDF

  38  

του   χαμογελάει   λίγο   νευρικά  ψάχνοντας   για   αναπτήρα.   Στην   κίνηση   του   Γιώργου  που   του   προσφέρει   φωτιά   παίρνει   μια   πολύ   βαθειά   ρουφηξιά,   σαν   ευεργετική  ανάσα,  προσηλώνεται  στο  δένδρο  που  είναι  δίπλα  τους  και  αρχίζει  να  μιλά.  

«Γιώργο…  θέλω  να  με  βοηθήσεις.».        ΤΑ   ΒΙΒΛΙΑ   ΤΟΥ,   Η     ΔΙΣΚΟΘΗΚΗ   ΤΟΥ.   Αφίσες   κινηματογραφικών   ταινιών   αντί  

για  πίνακες,  μισοάδειοι  καπνοί  πάνω  στο  γραφείο  του,  λευκώματα  και  κάτι  γυαλιά  ray   ban.   Έπειτα   το   τεράστιο   ξύλινο   κρεβάτι   της   ethnicraft   που   αγόρασε   πριν  κάποιους  μήνες  και  τα    red  carpet  χαλιά.  Γήινοι  τόνοι,  απλοί  και  λιτοί.  Τριγυρνάει  σε  αυτό  το  τριάρι  καπνίζοντας.  Πέφτει  πάνω  σε  μια  φωτογραφία  της  από  τα  Κύθηρα.  Η  μόνη  που  υπάρχει  στο  χώρο.  Η  μόνη  δική  της  ως  προσωπικό  πορτραίτο.  Από  αυτό  το  σημείο  και  πέρα  αν  θελήσει  να  ψάξει  θα  βρει  μονάχα  ελάχιστα  cd  της  ανάμεσα  στα  δικά  του  όπως  και  ελάχιστα  βιβλία  ή  αντικείμενα.  Φέρνει  στο  μυαλό  της  πάλι  τις  ονομασίες:  ethnicraft  ,  red  carpet,  Roche  bobois  και  άλλες.  Έπρεπε  κάθε  φορά  να  είναι   κάτι   ονομαστό,   κάτι   vintage   ή   retro.   Κάτι   που   θα   του   ταιριάζει,   θα   είναι  καλόγουστο   γιατί   είναι   δικό   του.   Προσπαθεί   να   μην   αισθάνεται   κακιά   και   να  εντοπίσει  αν  υπάρχει  κάποια  μορφή  φθόνου  στις  σκέψεις  της,  να  δει  αν  έχει  δίκιο  που  τις  προσάπτει  μερικές  φορές  κάτι  τέτοιο  ο  Γιώργος.  

 Το   σπίτι   είναι   πανέμορφο,   καλαίσθητο   και   εκπέμπει   μια   αύρα   οικεία   και  καλλιτεχνική,  ατμόσφαιρά  όμως  που  δεν  είναι  πια  δική  της  αλλά  ούτε  και  του  ίδιου.  Τον  πρώτο  καιρό  που  μετακόμισε  εδώ,  αυτός  ο   χώρος  ήταν  ένα  συμπληρωματικό  στοιχείο  του  χαρακτήρα  του,  η  πεμπτουσία  των  λόγων  που  τον  ερωτεύτηκε  και  ήταν  μαζί  του,  σα  να  είχε  ερωτευτεί  μια  περιγραφή  σε  κάποιο  βιβλίο  του  Νίκ  Χόρνμπυ  ή  κάποιον  πρωταγωνιστή  του  Γούντι  Άλλεν.  Σκέφτεται  όμως  πως  αυτά  τα  αντικείμενα  είναι   τελικά  που  συνεχίζουν  να  συντηρούν   το  μύθο  του  μέσα  της,  που  της  δίνουν    υπομονή  και  ανοχή  απέναντι  του,  πώς  κάτω  από  άλλες  συνθήκες  θα  έπρεπε  να  είχε  φύγει.   Όχι   όμως.   Αυτό   που   σκέφτεται   τώρα   είναι   σκληρό.   Ο   Γιώργος   είναι   ένας  καταπληκτικός   άνδρας,   άψογος   συνομιλητής   και   διασκεδαστικός.   Κάθεται   στον  καναπέ   και   αρχίζει   να   παρατηρεί   ξανά   γύρω   της.   Βαθύ   πράσινο   χρώμα   στους  τοίχους   άψογα   συνδυασμένο   με   τον   δερμάτινο   καναπέ   και   την   αφίσα   του   Soul  Kitchen.   Το   ρετρό   ξύλινο   έπιπλο   με   το   πικ   απ   πάνω   του   και   τα   όμορφα  κατανεμημένα   βινύλια   στο   χαλί   δίπλα   από   το   τραπεζάκι.   Όλα   σε   μια   απίστευτη  τάξη,   συνδυασμένα,   σαδιστικά   όμορφα   και   συλλεκτικά,   άψογα   συντηρημένα  και…στάσιμα  όπως  και  ο  ίδιος  ο  Γιώργος.  

Ξαπλώνει  άνετη  στον  καναπέ  και  κοιτάζει  το  ταβάνι.  Το  στομάχι  της  αδειάζει  σα  να  κατεβαίνει  με  ταχύτητα  μια  μπαλαρίνα  στο  λούνα  Παρκ.  Αυτός  ο  κενός  χώρος  στη   κοιλιακή   χώρα   την   ενοχλεί.   Παίρνει   ανάσα   και   τη   φουσκώνει   μέχρι   που   δεν  αντέχει   άλλο.   Κάθεται   έτσι   όσα   δευτερόλεπτα   μπορεί   και   παρατηρεί   την   μικρή  καμπύλη  που  έχει  αποκτήσει   τώρα.  Τη   χαϊδεύει   και  ψηλαφίζει  με   τα  δάχτυλα   της  

Page 40: To Pagopoieio PDF

  39  

από  τη  μία  άκρη  ως  την  άλλη.  Μέσα  της  τώρα  αδειάζει  και  το  στήθος,  ένα  πλάκωμα  και  μια  μελαγχολία.  Στο  μυαλό  της  έρχονται  οι  διακοπές  στα  Κουφονήσια  και  στη  Φολέγανδρο,   ο   τρόπος  που   καταφέρνει  πάντα  ο   Γιώργος   να   τους   τοποθετεί  μέσα  στην  ομορφιά  και  την  διαφορετικότητα.  Οι  όμορφες  συζητήσεις  στην  αυλή  κάποιου  εξοχικού   σπιτιού   στην   Κέρκυρα   το   περασμένο   καλοκαίρι,   τα   χειμωνιάτικα   βράδια  στο  Rosebud  με  συναδέλφους.  Και  ο  Γιώργος  πάντα  δίπλα  της,  να  την  κολακεύει,  να  την  κρατά  σφιχτά  και  να  την  κοιτά  στα  μάτια.  Τα  φέρνει  όλα  στο  μυαλό  της  τώρα  καρέ  καρέ  συνεχίζοντας  να  κοιτά  το  ταβάνι.  Η  κοιλιά  της  είναι  πάλι  επίπεδη  αλλά  το  στήθος   της   ακόμη   άδειο.   Όλα   αυτά   που   ζει   με   το   Γιώργο   είναι   σχήματα,   μια  καλοκουρδισμένη   ερωτική   εμπειρία,   μια   ουτοπία   που   ο   ίδιος   καταφέρνει   να  συντηρεί  γιατί  έξω  από  αυτήν  είναι  μόνος  και  αδύναμος.  Μόνο  μέσα  στα  δικά  τους  ιδιωτικά   βασίλεια   μπορεί   και   λειτουργεί   ήρεμα,   συντονισμένα   απέναντι   της.   Τις  ημέρες   που   η   μητέρα   της   έρχεται   σπίτι   ή   η   αδερφή   της   με   το   παιδί   ο   Γιώργος  φροντίζει   πάντα   να   έχει   δουλειά,   να   λείπει   ή   καταφέρνει   με   λίγο   σαρκασμό   και  επιθετικότητα   απέναντι   στην   όλη   τρυφερότητα   της   σκηνής   να   αποσύρεται   στο  γραφείο   του   αφήνοντας   εαυτόν   έξω   από   αυτήν   την   επαφή.   Δεν   προσπαθεί   να  βρίσκεται   μαζί   με   άλλους   ανθρώπους,   με   άτομα   που   του   θυμίζουν   κοινωνικές  υποχρεώσεις  ή  άλλα  σχήματα,  πέρα  από  τα  δικά  του,  από  την  γραφική  του  δηλαδή  μοναχικότητα,   την   artistic   τελειότητα   του.   Απόλυτος   και   στάσιμος   απέναντι   σε  πολυκαιρισμένους   θεσμούς   και   παραδοσιακές   νόρμες.   Θυμώνει   τώρα   και   γελάει  ταυτόχρονα   με   τις   λέξεις   που   χρησιμοποιεί   ο   Γιώργος   για   θέματα   απλά   όπως   ο  γάμος   και   η   οικογένεια.   Τον   φέρνει   στο   μυαλό   της   να   μιλάει   αγχωμένα   για   την  οικονομική   κατάσταση,   για   το   θάνατο   ενός   παιδιού   από   αστυνομικούς,   για   την  κατάσταση   των   σχολείων,   για   το   κοινωνικό   κράτος   και   τον   πολιτισμό   σε   άλλα  ευρωπαϊκά  κράτη,  τον  θυμάται  να  μιλάει  σα  να  θέλει  να  σκαλίζει  συνέχεια  το  χώμα  του,   να   σκάβει   και   να   σκάβει   ψάχνοντας   επιχειρήματα,   ενδείξεις   για   την  βαναυσότητα   της   ζωής,   το   μηδενισμό   της,   κι   όλα   αυτά   γιατί   ο   ίδιος   είναι   ένας  χέστης!   Ναι,   αυτό   είναι   στο   μυαλό   της   Χριστίνας   ο   Γιώργος   τώρα   πια.   Κάθεται  προστατευμένος  πίσω  από  τη  συλλεκτική  του  μουσική  και  τις  πρεμιέρες,  μέσα  στο  δικό   του   ιδεολογικό   πλεξιγκλάς   κρίνοντας   τους   υπόλοιπους   που   προχωρούν,   που  οδεύουν  προς   την   μακρόχρονη  μοναξιά   να  φτιάχνουν   ημιτελείς   οικογένειες.   Πόσο  την   κάνει   να   νιώθει   τύψεις,   να   αισθάνεται   κατώτερη   κατά   κάποιον   τρόπο   που  εκείνη  δεν  είναι  παιδί  χωρισμένων  γονιών.  Πόσο  απότομα  και  απόλυτα  την  βάζει  σε  θέση   να   σκέφτεται   και   να   αγχώνεται   αν   όντως   μπορεί   να   γίνει   μητέρα,   να  δημιουργήσει   και   να   εμπιστευτεί   τον   κόσμο   στα   χέρια   της.   Πόσο   βίαιος   γίνεται  λεκτικά   όταν   με   σθένος   υποστηρίζει   πως   δεν   υπάρχει   αγάπη,   πως   είναι   μια  λεξιλογική  επινόηση  των  ημερών  για  να  βγαίνουμε  γρήγορα  έξω  από  το  άγχος  της  συντροφικής  δοκιμασίας,  μια  γρήγορη  και  φτηνή  επιβεβαίωση  πως  δεσμευόμαστε.  Γιατί  την  κάνει  να  νιώθει  τόσο  επίπεδη  και  τυχοδιώκτρια;  Γιατί  να  είναι  η  κοιλιά  της  επίπεδη   πάλι;   Γιατί   άκουσε   την   μηδενιστική   της   πλευρά   τότε   πριν   ένα   χρόνο   και  έψαχνε  για  γιατρό;  

Page 41: To Pagopoieio PDF

  40  

Σηκώνεται  και  στέκεται  στη  μέση  του  σαλονιού.  Ανάβει  άλλο  ένα  τσιγάρο  και  πλησιάζει  την  βιβλιοθήκη.  Άτακτα  και  ήρεμα  αρχίζει  να  τραβάει  ένα  ένα  βιβλίο  από  τα  ράφια  και  να  το  ρίχνει  κάτω,  σα  να  ξεφλουδίζει  αργά  ένα  δέρμα.  Με  το  άλλο  χέρι  της   αγγίζει   ασυναίσθητα   την   επίπεδη   κοιλιά   της.   Σταδιακά   εμφανίζεται   μια   ορμή  στο   τρόπο   που   τραβάει   τα   βιβλία   κάνοντας   τα   να   πέφτουν   κάτω   ηχηρά   και  τσαλακωμένα.  Οι  γδούποι  που  ακούγονται  με  μια  μικρή  ηχώ  καθώς  κάποιοι  τόμοι  φτάνουν   στο   δρύινο   πάτωμα,   φαντάζει   στο   μυαλό   της   σα   την   πτώση   τεράστιων  κόκκων  άμμου  μέσα  στην  κλεψύδρα  του  σώματος  της.    

     ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ   Ο   ΟΡΟΦΟΣ   ΜΟΙΑΖΕΙ   ΜΕ   ΕΚΘΕΣΗ   ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ   ΤΕΧΝΗΣ,   μέσα  

από   τις   οθόνες   των   υπολογιστών   που   φεγγοβολούν   έναν   σκέτο   γαλάζιο   φόντο   ή  αδρανοποιημένες   σε   κάποιο  αστικό   τοπίο   ή   σε   κάποιο  αγαπημένο  wallpaper   που  δείχνει   αφηρημένη   ζωγραφική.   Κάθε   γραφείο,   σε   λευκούς,   ψυχρούς   τόνους  χωρίζεται   από   τα   υπόλοιπα   με   μια   όρθια   γυψοσανίδα   που   χρησιμεύει   και   ως  πίνακας  ανακοινώσεων  για  όποιον  θέλει.  Η  σειρά  τους  δεν  είναι  ευθεία,  σπάζοντας  η   κατανομή   ξαφνικά   σε   γωνίες   ή   σε   π.   Καλώδια   και   φωτοτυπικά   μηχανήματα.  Στόρια  στραβωμένα  και  άπλυτες  καφετιέρες  φίλτρου.  Ο  Γιώργος  παρατηρεί  αυτό  το  ήρεμο  και  μινιμαλιστικό  χάος  με  ευχαρίστηση.  Θέλει  ο  χώρος  της  δουλειάς  του  να  αναδύει   γρήγορους  ρυθμούς  και  αναρχία  όντας  απόλυτα  συμβιβασμένος  με  αυτό  που  συχνά  αποκαλεί  εργασιακή  αρχιτεκτονική,  ένα  μέρος  με  ελάχιστα  διαλείμματα,  άπλετο   τεχνητό  φώς   και   διάθεση  που   τονώνεται   με   καφεΐνη   και   νευρικά   τσιγάρα  στη  σκάλα  κινδύνου.  Στο  μυαλό  του  αυτή  τη  στιγμή  όλα  τα  σκούρα  μικρά  μυρμήγκια  που   ξεχύνονται   στους   δρόμους   της   πρωτεύουσας   και   στα   ασανσέρ,   που  παρατάσσονται   στα   starbucks   και   τα   everest,   στα   φανάρια   και   στις   στάσεις   των  λεωφορείων   να   επενδύσουν   σε   αυτό   το   νοητικά   μηχανικό   κατασκεύασμα,   να  πλημμυρίσουν   τα   κτίρια   από   εργάτες,   πτυχιούχους,   αμόρφωτους,   σκούρα,   μικρά  μυρμήγκια   που   οι   κινήσεις   τους,   τα   λόγια   τους,   οι   αντιδράσεις   τους   συμβάλλουν  μονάχα  στην  εναλλαγή  της  ημέρας  σε  νύχτα,  έχοντας  παράξει  τελικά  εκατομμύρια  ψηφιακά  χρήματα.    

Κοιτάζει   τον   όροφο   από   άκρη   σε   άκρη   και   βρίσκει   ελάχιστα   μόνο   κεφάλια  πίσω  από  υπολογιστές,  όπως  και  το  φώς  στο  γραφείο  του  αρχισυντάκτη  αναμμένο.  Από  κάποιο  καλά  κρυμμένο   iPod  ακούγονται  Kinks,  λίγο  παραμορφωμένα  εξαιτίας  των  αδύναμων  ηχείων.  Αισθάνεται  γεμάτος  ενέργεια  και  όρεξη  κι  ας  ξέρει  πως  είναι  κι   αυτός   ένα   μυρμήγκι,   εργαζόμενος   κάποτε   σε   ένα   περιοδικό   που   πουλιόταν   10  ευρώ,   προορισμένο   μόνο   για   λίγους   πιστούς   σινεφίλ   και   για   φοιτητές   που  ανακάλυπταν   ακόμη   την   τέχνη.   Μετά   οι   καταχωρήσεις   μειώθηκαν   και   το   πια  ιστορικό  έντυπο  οδηγήθηκε  στην  προσφορά  γνώσεων  μέσω  διαδικτύου,  δωρεάν  και  άμεσα   παρεχόμενο   στο   σπίτι   καθενός,   παρόλα   αυτά   απρόσωπο   και   χωρίς  προσωπικότητα  για  τον  ρομαντικό  αναγνώστη.    

Page 42: To Pagopoieio PDF

  41  

Κάθεται  στο  γραφείο  του  και  ανοίγει   τον  υπολογιστή.  Δε  μιλάει  σε  κανέναν.  Τέτοιες  ώρες  βρίσκονται  εδώ  όσοι  ενημερώνουν  τα  διαφημιστικά  banners  και  όσοι  απαντούν  στα  e  mail  των  αναγνωστών.  Χάνεται  πάλι  στις  πρώτες  σκέψεις  του,  για  το  πόσο  μηχανικά  δουλεύει  πλέον,  για  τη  γοητεία  που  υπήρχε  να  βλέπει  το  όνομα  του  στη  αρχή  κάποιου  άρθρου  και  τώρα  το  διαβάζει  μόνο  σε  ψηφιακό  12άρι  Arial  black,   μην   έχοντας   πια   την   αίσθηση   του   κειμένου,   του   αρχείου.   Όλη   αυτή   την  αλλαγή   την   λαμβάνει   ως   κάτι   ειρωνικό,   σα   μια   εκδίκηση   προς   όλη   αυτήν   την  ιντελιγκέντσια  του  χώρου  του  που  τώρα  δρέπει  τους  καρπούς  του  συμβιβασμού  κι  αυτή.   Το   ξέρει   ότι   ανήκει   εδώ   και   χρόνια   σε   αυτή   την   κάστα   εναλλακτικής  κουλτούρας  αλλά  τουλάχιστον  αυτός  είναι  σε  επαφή  με  την  αλλοίωση  του,  με  την  επέλαση  της  γραφικότητας  μπροστά  σε  σημαντικά  ζητήματα  όπως  η  ανεργία  και  η  φτώχεια.  Ποιος   χέστηκε   εξάλλου   για   την   καινούργια   ταινία   του  Ταραντίνο;   Γελάει  γιατί   ξέρει  πως  χέζονται  πολλοί  και  πως  σε  αυτές   τις  σκοτεινές  εποχές  οι   ιστορίες  ανθρώπων  που  συνεχίζουν  να  κάνουν  κάτι  ουσιαστικά  αδύναμο  και  αδιάφορο  είναι  η   αφορμή   να   ανήκουν   για   λίγο   οι   άνθρωποι   στη   διανόηση   και   στη     κριτική,   να  διαφωνούν   και   να   γκρινιάζουν,   αλλά   ποτέ,   ποτέ   να   πράττουν.   Δεν   τον   πειράζει  λοιπόν  που  εντάσσεται  επαγγελματικά  σε  αυτόν  τον  χώρο.  Έχει  μάθει  αρκετά  από  τότε  που  νόμιζε  πως  έκανε  κάτι  ουσιαστικό,  ψάχνοντας  για  μικρά  μανιφέστα  μέσα  σε   ταινίες   και   δηλώσεις   σκηνοθετών,   εκπέμποντας   δικούς   του   προβληματισμούς  μέσα  από  τα  κείμενα  του  θέλοντας  να  μοιάσει  σε  κάποιο  αρθρογράφο  του  Empire.  Έχει  γνωρίσει  αρκετές  βδέλλες  στα  διοικητικά  του  υπουργείου  πολιτισμού  και  στο  ΕΚΚ.  Έχει  γελάσει  με  τη  ψυχή  του  παρατηρώντας  άνευρες  και  άνοστες  διοργανώσεις  κινηματογραφικών   βραβείων,   με   παραγωγούς   να   επωμίζονται   τα   οφέλη   και   τις  επιδοτήσεις  αφήνοντας  τους  τάχα  ταλαντούχους  σκηνοθέτες  τους  να  μιλούν  για  την  δύναμη   του   κινηματογράφου   και   την   ελπίδα   του   εγχώριου   σινεμά   καθώς  φωτογραφίζονται  με  μοντέλα  και  χορηγούς.  Τα  ζει  όλα  αυτά  και  τα  εξυπηρέτησε  και  ο   ίδιος   κατά   καιρούς   με   μόνη   διαφορά   πως   τα   χρειάζεται   για   να   ερμηνεύσει   τον  τρόπο   λειτουργίας   αυτού   του   κατασκευάσματος,   να   βρει   την   απαρχή   του   και   το  σημείο  που  εν   τέλει   καταλήγει.  Ήθελε   να  είναι   καλεσμένος  σε  αυτό   το  πάρτι  που  μικρός  είχε  την  αίσθηση  πως  δε  τον  προσκαλούσανε,  βουτηγμένος  μέσα  στη  μιζέρια  της   εργατικής   συνοικίας   που   έμενε   και   στη   παρατήρηση   συμφοιτητών   του,  συναδέρφων  του  να  ζουν  μέσα  σε  έναν  άλλο  κόσμο,  πιο  ψαγμένο  και  άνετο  με  τη  δυστυχία   του   κόσμου,   με   μια   αφέλεια   πως   όλα   θα   γίνουν,   γι   αυτό   γλέντησε   το.  Μεγαλώνοντας   σκληραγωγημένος   με   τον   στόχο   να   μη   νιώθει   πια   αυτήν   την  ηττοπάθεια   των   χαμηλών   κοινωνικών   στρωμάτων,   να   προσπαθεί   πάντα   από   τη  στιγμή   που   ανεξαρτητοποιήθηκε   οικονομικά   να   αποφύγει   την   επιβολή   μιας  παράδοσης   πάνω   του,   της   εντόπιας   αυτής   ιεραρχίας   που   υπάρχει   στο   dna   των  περισσότερων,  στην  πεποίθηση  πως  κάποιος  ολοκληρώνεται  όταν  μπορέσει  να  βρει  μια   δουλειά,   να   παντρευτεί   και   να   κάνει   όμορφα  παιδιά.  Ο   Γιώργος   πίστευε   πως  όσες   λιγότερες   δεσμεύσεις   έχει   ένας   άνθρωπος,   τόσο   πιο   ελεύθερος   είναι   να  κινηθεί  εναντίον  σε  ο,τι  τον  πιέζει  και  τον  εκβιάζει,  πως  η  ευθύνη  απέναντι  σε  άλλα  

Page 43: To Pagopoieio PDF

  42  

άτομα  θα  τον  βάλει  σε  μια  θέση  συμβιβασμού  και  συντήρησης  μιας  τάξης.  Φέρνει  στο   μυαλό   του   τη   Χριστίνα   και   στη   συνέχεια   τον   Αντώνη   και   την   απρόσμενη  συνάντηση   τους.   Αρχίζει   να   συγκρίνει   καθώς   ψάχνει   το   αρχείο   των   επαφών   του  στον   υπολογιστή,   τους   δύο   αυτούς   διαφορετικούς   κόσμους   και   πώς   αυτός  βρίσκεται  κάπου  στη  μέση.    

Ψάχνοντας  για  ένα  e  mail  διαβάζει   ταυτόχρονα  το  αρχείο  που  του  έστειλε  ο  Αντώνης  με   τα  στοιχεία  που  μάζεψε  πριν  παραιτηθεί.   Το  μυαλό   του  βρίσκεται  σε  υπερδιέγερση,   σκεπτόμενος   το   σκάνδαλο   που   έχει   να   γίνει   μόλις   κάποιος  καταφέρει  να  αποκαλύψει  ό,τι  βρήκε  ο  Αντώνης,  αναλογιζόμενος  την  ευκαιρία  που  βρίσκεται   μπροστά   του   να   συμμετέχει   σε   αυτό,   να   το   κινητοποιήσει,   να   πάρει  επιτέλους   μέρος   ενεργά   σε   αυτό   που   χρόνια   κυνηγάει.   Την   αποδόμηση   ενός  συστήματος.    

Το   κινητό   του   δονείται   μέσα   στη   τσάντα.   Το   βγάζει   και   βλέπει   πως   είναι  εκείνη.  Άμεσα  αρχίζει  να  συγκρίνει  τη  δική  του  διάθεση  με  αυτήν  που  έχει  συνήθως  η   Χριστίνα   απέναντι   στα   πράγματα.   Μετριοπάθεια,   ορθολογισμό   και   συγκίνηση.  Ενοχλείται  και  μόνο  που  το  σκέφτεται,  και  μόνο  που  τη  φέρνει  στο  μυαλό  του.  Θέλει  να   αντιδράσει   απέναντι   σε   αυτή   τη   νωχελικότητα,   σε   αυτή   την   πίστη,   στη  υπομονετική   οπτική.   Απέναντι   στη   ίδια.   Θυμάται   την   εποχή   που   η   Χριστίνα   ήταν  γεμάτη   ενέργεια,   ψάχνοντας   για   εκδηλώσεις   και   συναυλίες   στην   πόλη,  οργανώνοντας   τις   διακοπές   τους,   καλώντας   φίλους   στο   σπίτι   για   την   προβολή  ταινιών,   την   τραχύτητα   που   του   έκανε   έρωτα,   που   τον   υποστήριζε.   Δε   τον  απασχολεί   τόσο   η   παύση   αυτών   των   ασχολιών   της   όσο   η   εικόνα   ενός   ανθρώπου  που   μοιάζει   να   πάτησε   απότομα   φρένο,   σα   να   έτρεχε   για   χρόνια,   γυρίζοντας  χιλιάδες   μέρη,   κοιτώντας   εκατοντάδες   ουρανούς   και   ξαφνικά   σταμάτησε   γιατί  κατάλαβε  πως  είναι  μόνος,  πως  θέλει  να  μοιραστεί  αυτά  που  είδε,  σπαταλώντας  τη  μαγεία   τους   μέσα   σε   περιγραφές   και   διηγήσεις.   Ο   Γιώργος   το   απεχθάνεται   αυτό,  πιστεύει   στο   προσωπικό   σύμπαν,   στη   διαφύλαξη   του.   Στο   κάτω   κάτω   είδε   δύο  ανθρώπους  να  καταστρέφονται  μπροστά   του  επειδή  είχαν  μπει   τόσο  πολύ  ο  ένας  μέσα   στον   άλλον,   διεκδικώντας   χρόνο,   χρήμα,   επιβεβαίωση   κάθε   φορά   εναλλάξ,  μέχρι   που   έμειναν   δύο   μορφές   αντικριστά   παραταγμένες   και   συναισθηματικά  ισχνές.   Αναγκασμένοι   να   νιώθουν   μόνοι   τους   πια.   Πόσο   τον   ξεγέλασε   η   δική   του  ψευδαίσθηση,   πώς   βρήκε   έναν   άνθρωπο   μη   συμβατικό,   έτοιμο   να   ξεχάσει   τα  πρότυπα  και  τις  συνηθισμένες  ζυμώσεις  των  σχέσεων.  Ο  Αντώνης  αντίθετα  διαλέγει  αυτή   τη  στιγμή,   την  πιο  μεταιχμιακή  για  εκείνον  να  αντιδράσει,   να   ξεφύγει  μόνος  του,  να  φοβηθεί  και  να  τρομάξει  με  τις  παρενέργειες  που  θα  δημιουργηθούν,  σα  να  μην   υπάρχει   χρόνος   πια   λογικός   και   πρακτικός,   αντίθετα   σε   ο,τι   πρεσβεύει   πια   η  εκείνη,   με   την   ηλικία   να   είναι   για   αυτήν   μια   γραμμική   κατάσταση  που  πρέπει   να  ακολουθείται  ψυχαναγκαστικά,  να  τηρούνται  πλαίσια  και  να  επιτυγχάνονται  στόχοι,  η  εύρεση  του  άλλου  μισού,  η  δημιουργία  ενός  φρουρίου  όπως  είναι  η  οικογένεια,  μια  μικρή  ιδιωτική  φούσκα  προστασίας  που  εξισορροπεί  την  δίκη  της  ανασφάλεια.  Ένας   τρόπος   να   εκφράσει   την   καλοσύνη   της   και   την   αποζήτηση   μιας  

Page 44: To Pagopoieio PDF

  43  

συναισθηματικής   πλήρωσης,   μια   κάλυψη   της   εξάρτησης   που   έχει   από   τους  ανθρώπους.  Θέλει  να  της  τα  πει  αυτά  από  κοντά,  μπροστά  της,  να  την  προκαλέσει  να  τον  ακούσει  και  να  τον  κρίνει  για  άλλη  μια  φορά,  να  την  πιέσει  μήπως  του  πει  επιτέλους  την  αλήθεια,  τι  άλλαξε,  τι  έχει  φύγει  πια  από  μέσα  τους.  

Ο   αρχισυντάκτης   κάθεται   πίσω   του   εδώ   και   λεπτά   παρατηρώντας   τον   να  κουνάει  το  κεφάλι  του  καθώς  ο  Γιώργος  ψάχνει  διάφορα  άρθρα  στο  διαδίκτυο.    

«Τι  έγινε;  Πως  και  γύρισες  πίσω;  Έμαθα  πήγε  καλά  η  παρουσίαση».  Ο  Γιώργος  τινάσσεται  λίγο  και  γυρίζει  την  καρέκλα  του.  Μένει  για  λίγα  δευτερόλεπτα  αμίλητος  κοιτάζοντας   συνωμοτικά   τον   αρχισυντάκτη   του.   Ξαφνικά   σκύβει   στον   υπολογιστή  ελαχιστοποιώντας  ένα  κείμενο  που  έφεγγε  στην  οθόνη  και  ξαναγυρίζει  το  πρόσωπο  του  μπροστά  σε  αυτό  του  αφεντικού  του.  

«Μήπως   έχουμε   ακόμη   κάποια   επαφή,   αν   όχι   τηλέφωνο   ή   mail   αυτού   του  Μεφίστο,   που   έχει   εκείνο   το   πολιτικό   blog,   δε   θυμάμαι   τώρα   τίτλο.».   Ο  αρχισυντάκτης   του   ζητά   να   στρίψει   ένα   τσιγάρο.   Τον   παραμερίζει   και   κάθεται  αναπαυτικά  στην  καρέκλα  του  Γιώργου.  

«Το΄χω.  Με  ενδιαφέρει  άραγε  να  μάθω  γιατί  το  θες;».  Ο  Γιώργος  διακρίνει  το  γελάκι  στα  χείλη  του  και  ανακουφίζεται  που  αυτή  η  ειρωνική  ερώτηση  δείχνει  πως  δε  θα  υπάρχουν  παραπάνω  απορίες.  Αρχίζει  να  στρίβει  ένα  τσιγάρο  και  σκέφτεται  πως   είναι   έτοιμος   να   αναμειχθεί   σε   κάτι   που   δεν   είναι   δικό   του.   Αρπάζει   μια  καρέκλα  από  το  διπλανό  γραφείο  και  κάθεται  δίπλα  στον  αρχισυντάκτη,  αρχίζοντας  να   του   περιγράφει   και   να   εξηγεί   τι   ψάχνει   τόσην   ώρα   στο   internet.   Ταυτόχρονα  βλέπει  το  κινητό  του  να  χτυπάει  για  άλλη  μια  φορά.  Ξέρει  ποιος  καλεί  και  είναι  η  πρώτη  φορά  που  πραγματικά  δεν  τον  ενδιαφέρει  να  απαντήσει.  

                         

   

     

Page 45: To Pagopoieio PDF

  44  

6      ΧΙΛΙΑΔΕΣ   ΓΥΑΛΙΣΤΕΡΕΣ   ΚΑΡΦΙΤΣΕΣ   ΤΡΕΜΟΠΑΙΖΟΥΝ,   οι   περισσότερες   θολές  

μέσα  στην  άχλη  του  βραδινού  και  άλλες  πιο  καθαρές  ως  εκεί  που  φτάνει  το  βλέμμα  του.  Μια  γαλάζια  απόχρωση  που  έρχεται  από  τη  λάμπα  του  δρόμου,  φωτίζει  κάποια  λιγοστά  απλωμένα  σεντόνια  πίσω  του,  ένα  εναέριο  ενυδρείο,  μια  γυάλα  άδεια  από  θηλαστικά  και  οργανισμούς,  μια  σκηνή  σιωπηλή  με   τη  σκιά   του  να  σέρνεται  στην  επιφάνεια  της,  κρύβοντας  την  ακριβή  μορφή  του,  τις  λεπτομέρειες  του  προσώπου  του  καθώς   την   κοιτάζει,  παρατηρώντας  αυτόν   τον   επιδέξιο   χορό   των  υφασμάτων,  μια  συστοιχία  από  σιωπηλά  φαντάσματα  που  απλώνονται  σα  χέρια  προς  το  μέρος  του.  Νιώθει  το  σπίτι  να  αναπνέει  κάτω  από  τα  πόδια  του,  να  τον  περιμένει  να  μπει  και  να  ριζωθεί  πάλι  στις  γωνίες  του  και  στα  πρόχειρα  σκοτάδια  του,  να  χωνέψει  ότι  κομμάτι  έχει  μείνει.  Παλλόμενο  σαν  καρδιά  που  αγωνιά  μπροστά  σε  ακτινογραφία.  Σκέφτεται  τους  λόγους  που  τον  παρότρυναν  να  μιλήσει  και  να  εκμυστηρευτεί  αυτά  που  νιώθει,  που  του  συμβαίνουν,  σε  κάποιον  σα  το  Γιώργο,  ένα  πρόσωπο  ανοίκειο,  παλαιό  και   ταυτόχρονα  τόσο  καινούργιο  και  στεγνό  από  τη  ροή  των  περασμένων.  Ένα   γόνιμο   και   ακατέργαστο   χωράφι   που   μπαίνει   ξυπόλυτος   μέσα   του   να  εξομολογηθεί.   Όλα   τα   πρόσωπα   που   διάλεξε   να   απομακρύνει   ή   εκείνα   που   τον  έκαναν  πέρα,  η  σιχαμένη  και  αποτρόπαια  τροπή  της  συμπεριφοράς  που  έχει  η  ζωή  απέναντι   του,   η   μανία   που   τον   έπιασε   να   θέλει   να   εκμηδενίσει   τον   ίδιο,   να  μεταλλαχθεί   σε   κάτι   απρόσωπο,   σε   έναν     μάρτυρα,   έναν   προδότη   ή   σε   έναν  αντιδραστικό   για   κάποιους   άλλους,   κι   όλα   αυτά   να   καταλήξουν   πάλι   σε   κάποιο  αρχείο,   σε   κάποια   δικαστική   αίθουσα,   άσχετη   με   το   μέρος   που   θα   ήθελε   να  βρίσκεται  ο  ίδιος  από  δω  και  πέρα.  Αφήνει  την  πλάτη  του  να  σταθεί  στο  τοιχίο  της  ταράτσας   και   συγκεντρώνεται   στους   ήχους.   Το   λεπτό   λίκνισμα   των   σεντονιών,   τα  κουνούπια   που   καίγονται   στη   λάμπα,   το   τρέμισμα   των   καλωδίων.   Μεταφέρεται  κάπου  πέρα,  στη  κρυμμένη  θάλασσα  και  σε  ευάερα  μπαλκόνια,  σε  πλακόστρωτους  δρόμους   και   φωτισμένα   δωμάτια,   στη   πυρά   των   ώμων   της   και   το   στάχυ   των  μαλλιών  της.  Όπως  κι  εκείνη,  δεν  μπορεί  να  την  δει,  μπορεί  μόνο  να  τη  φανταστεί  πια,  να  τη  φέρει  κοντά  του  σα  μαλακό  σώμα,  ένα  νυχτόβιο  πλάσμα  που  αιωρείται  σταθερά  και  αιώνια  δίπλα  του.  Τίποτα  από  ο,τι  έκανε  δεν  έχει  αξία,  τίποτα  που  να  καταλήγει  πίσω  σε  εκείνη.  Όλα  για  έναν  μοναδικό,  δικό  του  σκοπό  να  τσαλακώσει  και  να  καταστρέψει  κάθε  ισορροπία  που  του  έχει  μείνει.    

Το   αεροπλάνο   που   περνάει   αόρατο   από   πάνω   του,   γεμίζει   το   σώμα   του   με  συντονισμούς   και   θόρυβο.   Γλιστρά   κάτω   και   ξαπλώνει   στο   θερμό  μπετόν.   Κανένα  σπίτι   δε   τον   περιμένει   απόψε.   Τον   περιμένει   μόνο   ο   δρόμος   και   ο   φόβος.   Τον  περιμένει  ο  καθρέφτης  του.  

     

Page 46: To Pagopoieio PDF

  45  

ΣΠΙΤΙ   ΣΟΥ   ΕΙΝΑΙ   ΟΠΟΥ   ΣΕ   ΠΑΝΕ   ΤΑ   ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ.   Γράφει   αυτή   τη   φράση  ανεπαίσθητα   πάνω   σε   μια   από   τις   πολλές   κόλλες   χαρτί   που   βρίσκονται   μπροστά  του.   Συγκεκριμένα  πάνω  σε  αυτή  που  αναφέρει   το  όνομα  του,  φερόμενος  ως  ένα  από  τα  πρόσωπα  που  συμμετείχαν  στα  στημένα  μεταπτυχιακά.  Την  ξαναγράφει  σα  να  θέλει  να  δώσει  φωνή  σε  αυτόν  από  τη  οποία  την  πρωτάκουσε.  Τον  πατέρα  του.  Κοιτάζοντας   τις   συσκευασίες   του   έτοιμου   φαγητού   και   τα   2-­‐3   πουκάμισα   που  τσαλακωμένα   κείτονται   στην   πολυθρόνα   του   γραφείου   του.   Πιο   κει   ένα   μικρό  νεσεσέρ   και  μια  φωτογραφία   των  παιδιών.  Αυτοεξόριστος   λοιπόν  σε   ένα  στριφνό  δωμάτιο,   με   υπολογιστές,   φακέλους   και   μεταλλικούς   φωριαμούς   που   κρατούν  εκατοντάδες   έγγραφα   μέσα   στα   σωθικά   τους.   Ο   δικηγόρος   του   έφυγε   πριν   μισή  ώρα  μαζί  με  τον  τύπο  και  άλλους  δύο  διοικητικούς  υπαλλήλους.  Έφυγαν  γυρνώντας  πίσω  στην  οικογένεια  τους,  σπίτι  τους,  μοιάζοντας  αλώβητοι,  ανεπηρέαστοι.  Πίσω  στις  τυπικές  συζύγους  τους  και  την  τσιμεντένια  ετοιμότητα  τους,  κάτι  που  ο  ίδιος  δε  νιώθει   να   έχει   ή   και   να   αντέχει   αυτή   τη   στιγμή.   Θέλει   να   είναι   μόνος,   να  προετοιμαστεί,  να  βολιδοσκοπήσει  τις  κινήσεις  του  και  τις  λέξεις  του.    

Γεμίζει  άλλο  ένα  ποτήρι  από  το  Talisker  που  του  έφερε  ο  δικηγόρος  του  ενώ  με   το   άλλο   χέρι   προσπαθεί   να   στρώσει   τα   μαλλιά   του   πίσω.   Όλα   τα   φώτα   γύρω  είναι   αναμμένα   κάνοντας   τα   μάτια   του   να   πονούν,   κάνοντας   τον   να   νιώθει,   έτσι  όπως   είναι   λυγισμένος   στην   καρέκλα   του   γραφείου,   πως   βρίσκεται   στη   ορχήστρα  ενός   αρχαίου   θεάτρου,   μόνος,   να   τον   βλέπουν   αλλά   να   μη   μπορεί   να   δει   ο   ίδιος  τους  άλλους.  Εκείνος  που  θα  μιλήσει  και  θα  αισθανθεί  πρώτος  για  την  αρχή  αυτών  που  θα   γίνουν,   την  αρχή   των   εσομένων,   τις  καταστάσεις  που  από   ένα  σημείο   και  μετά  μένουν  αμετάβλητες  δίχως  ένα  ενδεχόμενο  να  αλλάξει  η  ροή  και  η  συνέπειες  που  θα  φέρουν.  

Νιώθει  το  δέρμα  του  σκληρό,  σα  να  έχει  έρθει  το  μέσα  έξω.  Όσο  και  να  θέλει  να   συγκεντρωθεί   στα   ευρήματα,   στις   απαντήσεις,   στους   χαρακτήρες   αυτού   του  γεγονότος,   η   σκέψη   του   καταλήγει   στην   Κλειώ,   στο   κριτικό   βλέμμα   της   και   στην  ήρεμη  δύναμη  που  διαθέτει  τόσο  ξαφνικά  απέναντι  του.  Ποτέ  του  δεν  περίμενε  να  έχει   συμμάχους,   ποτέ   δεν   εμπιστεύτηκε   κανέναν   παρά   μόνο   στο   τομέα   που   του  αναλογούσε.  Στην  Κλειώ  βρήκε  μια  άξια  γυναίκα  και  μητέρα,  μια  στιβαρή  επιφάνεια  να   αφήσει   πάνω   της   όλα   τα   άγχη,   τις   νοοτροπίες   του   και   να   επικεντρωθεί   στην  εξέλιξη  του,  στο  κέρδος  του,  στην  εικόνα  του.  Τον  πρόδωσε.  Τον  εξοστράκισε  από  το  μικρό  ιδιωτικό  τους  σύμπαν.  

 Θα  μείνει  ήρεμος  όμως.    Το  μπορεί.    Σπρώχνει   την   καρέκλα   προς   τα   πίσω   βάζοντας   τα   πόδια   του   πάνω   στο  

γραφείο.   Μέσα   σε   δευτερόλεπτα   σηκώνεται   και   αρπάζει   τη   φωτογραφία   των  παιδιών.   Ξαναπαίρνει   την   ίδια   άνετη   στάση   στην   καρέκλα   τοποθετώντας   την  κορνίζα   στο   στήθος   του.   Κλείνει   τα   μάτια   και   περιμένει   να   νιώσει   τα   φώτα   του  θεάτρου  που  πέφτουν.  

 

Page 47: To Pagopoieio PDF

  46  

ΖΗΛΕΨΕ   ΚΑΙ   ΛΥΠΗΘΗΚΕ   ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ.   Ακούγοντας   την   να   μιλάει  μουδιασμένα,   με   μεγάλες   παύσεις,   ρωτώντας   τα   τυπικά,   σα   να   μάθαινε   από   την  αρχή   να   επικοινωνεί   και   να   ερμηνεύει   συναισθήματα.   Τόσο   μακριά   από   ο,τι  συμβαίνει   σε   εκείνη,   τόσο  ψυχρή   και   παγωμένη  στους   τόνους   και   στην  απόκριση  της,  σχεδόν  απευαισθητοποιημένη,  μακριά  από  τον  θερμό  πυρήνα  των  πραγμάτων  που   ζει   η   ίδια  αυτή   τη  στιγμή.  Αφότου   έκλεισε   το   τηλέφωνο  με   τη   Ζωή   ξέρει   ο,τι  γνωρίζει  πια  περισσότερα  από  όλους  κι  αυτό  την  θυμώνει  γιατί  νιώθει  πως  κανείς  δε   ξέρει   πόσο   απροστάτευτη   νιώθει   και   εκείνη.   Σα   να   νομίζουν   όλοι   πως   θα  ανταπεξέλθει   επειδή   είναι   μητέρα,   επειδή   τόσα   χρόνια   δείχνει   στέρεα   και  απροσπέλαστη.    

Στο   μυαλό   της   έχει   να   προλάβει   να   γράψει   τα   αγόρια   κολυμβητήριο,   να  σιδερώσει   κάποια   ρούχα   πριν   επιστρέψουν   τα   μικρά   από   την   Αρτέμιδα.   Να  απαντάει   στα   τηλεφωνήματα   που   γίνονται   συνεχώς,   ζητώντας   τον   Χρήστο.  Άνθρωποι  απότομοι  που  κλείνουν  χωρίς  να  αφήσουν  όνομα.  Όλο  το  σπίτι  βρίσκεται  σε  τάξη,  κι  όμως  ούτε  που  της  περνάει  από  το  μυαλό  η  ιδέα  της  ηρεμίας.  Σα  να  είναι  όλα   γύρω   της   χάρτινα   σκηνικά   που   απλώς   θα   αντικατασταθούν   στην   επόμενη  σκηνή.  Ο  Χρήστος  όρθιος   καπνίζοντας   να  φωνάζει   καθώς  συζητά  με   τον  δικηγόρο  του.  Τα  παιδιά  να  τρέχουν  ανάμεσα  στα  δωμάτια  κι  εκείνη  τρώγοντας  τα  νύχια  της  παρακολουθεί   με   εσωτερική   ένταση   τον   άνθρωπο   που   λατρεύει   να  μεταμορφώνεται   σταδιακά   σε   έναν   κυνηγημένο.   Το   σπίτι   να   γεμίζει   κόσμο,   να  πηγαινοέρχονται  βαλίτσες,  φωτοτυπίες  και  κασετοφωνάκια.  Προς  το  παρόν  όμως  τα  πάντα  είναι  ήσυχα  και  κατανεμημένα.  Παρόλα  αυτά  δε  μπορεί  να  ξεχάσει  το  σθένος  της  φωνής  του  Αντώνη  όταν  της  μιλούσε  για  την  απόφαση  του.  Ούτε  μια  στιγμή  δε  της  φάνηκε  να  έκανε  ο,τι  έκανε  επειδή  ξαφνικά  τα  έβαλε  με  την  κακοδιοίκηση.  Ούτε  καν  μίλησε  για  αυτό.  Αντίθετα  τη  ρώτησε  αν  θυμάται  εκείνο  το  βράδυ  στην  Κω,  αν  τον   έχει   συγχωρήσει,   αν   πιστεύει   πως   έχει   κάνει   κάτι   λάθος   από   την   ημέρα   που  βγήκε   η   Ζωή   από   το   νοσοκομείο.   Απολογητικός   και   απεγνωσμένος.   Έτσι   της  ακούστηκε.  Παράλληλα  θυμώνει  γιατί  δεν   ξέρει  αν  αξίζει  να  βρίσκεται  αυτή  και  η  οικογένεια  της  σε  αυτήν  την  κατάσταση  επειδή  ο  Αντώνης  διάλεξε  με  κάποιο  τρόπο  να  εξαγνιστεί  από  το  παρελθόν.  Γιατί  να  κυνηγήσει  τον  άνδρα  της;  Σάμπως  δε  του  στάθηκαν  και  οι  δύο  τότε,  πριν  και  μετά  το  δικαστήριο;  Γιατί  να  πρέπει  τώρα  εκείνη  να   σηκώνει   όλη   αυτή   τη   γνώση,   να   πρέπει   να   δεχτεί   τις   αποκαλύψεις   και   να  αμφισβητεί   τον   άνθρωπο  που   εμπιστεύεται   για   χρόνια;   Και   από   την   άλλη   γιατί   η  ίδια  τηλεφώνησε  στη  Ζωή;    

Απλώς  έκανε  αυτό  που  δε  μπόρεσε  να  κάνει  ο  Αντώνης.  Θέλησε  υποσυνείδητα  να  του  προσφέρει  έστω  μια  απαλλαγή,  να  πάρει  κάτι  κι  

αυτή   πάνω   της.   Να   μπει   ανάμεσα   τους,   να   γίνει   παρατηρητής,   να   νιώσει   λίγο   τη  θαλπωρή  και  τη  συμπόνια,  να  νιώσει  πράγματα  που  σταμάτησε  να  νιώθει  για  τον  Χρήστο.  Όλα  αυτά  όμως  δε  τη  βγάζουν  πουθενά  για  την  ώρα.  Σβήνει  το  σίδερο  και  αρχίζει  να  γυρίζει  όλα  τα  δωμάτια  του  σπιτιού  κλείνοντας  τα  φώτα  και  τις  πόρτες.  Κλείνει   τις   μπαλκονόπορτες   και   τα   παράθυρα.   Ανοιχτό   μένει   μόνο   το   φωτιστικό  

Page 48: To Pagopoieio PDF

  47  

πατώματος  και  εκείνη  πέφτει  βαριά  στον  καναπέ.  Είναι  κουρασμένη  και  έχει  ανάγκη  να  την  αγγίξει  κάποιος.  Να  την  πλησιάσει  μια  μορφή  δική  της,  να  ακουμπήσει  για  λίγο  τα  σύρματα  των  σκέψεων  της.  Αυθόρμητα,  με  μια  αίσθηση  πτώσης  αρχίζει  να  χαϊδεύει  το  εσωτερικό  των  μηρών  της  και  τα  στήθη  της  φέρνοντας  ερωτικές  εικόνες  στο  μυαλό  της.  Η  αφή  της  γίνεται  πιο  σκληρή  και  απαιτητική,  σφίγγοντας  κι  άλλο  τα  μέλη   της   χωρίς   ανταπόκριση   όμως.   Μέσα   στην   ηχομόνωση   του   σπιτιού   μένει  ξαπλωμένη  ακούγοντας  τις  διαστολές  των  επίπλων  και  την  ανάσα  της.  Το  πρόσωπο  του  Χρήστου,  του  Αντώνη  και  τέλος  της  Ζώης  παρελαύνουν  μέσα  στη  σκέψη  της  με  τέτοιο  εμμονικό  τρόπο  που  εκνευρίζεται.  Δε  σκέφτεται  τίποτα  για  την  ίδια  κι  αυτό  την  κάνει  να  απορεί,  να  ανησυχεί  πόσο  πολύ  αφήνει  τους  άλλους  να  μπαίνουν  στη  ζωή   της.   Απέναντι   ακριβώς   από   τον   καναπέ   υπάρχει   μια   μεγάλη   φωτογραφία   με  εκείνη   και   το   Χρήστο   να   κοιτάζονται,   τραβηγμένη   σε   κάποιο   φιλικό   τραπέζι.   Έτσι  όπως   γυαλίζει   αυτόματα     το   γυαλί   μέσα   στο   σκοτάδι   η   Κλειώ   καταλαβαίνει   πως  είναι  η  τελευταία  όμορφη  εικόνα  που  θα  μείνει  από  εκείνους.  

     ΜΙΑ   ΔΥΟ  ΦΟΡΕΣ   ΣΚΟΝΤΑΨΕ  ΠΑΝΩ   ΣΕ  ΜΙΑ  ΠΑΡΕΑ   ΕΦΗΒΩΝ   και   στο  ψυγείο  

ενός   περίπτερου   που   προεξείχε.   Συνεχίζει   όμως   γρήγορα   σε   σχέση   με   το  συνηθισμένο  ρυθμό  της,  να  περπατά  και  να  απλώνει  το  βοηθητικό  κοντάρι  μπροστά  της.  Έχει  πολύ  καιρό  να  βγει  και  να  περπατήσει   τέτοια  ώρα  στο  κέντρο.  Τα  πάντα  γύρω   της   ακούγονται   σιωπηλά   και   μόνο   ο  αέρας  που  σχίζεται   από   τις   αεροτομές  λιγοστών   αυτοκινήτων   προσδίδει   κάποια   κίνηση   στη   Τσιμισκή   και   στους   γύρω  δρόμους.  Η  επήρεια  έχει  περάσει  και  αποχωρώντας  άφησε  ένα  σωματικό  λήθαργο  και   μια   τεμπέλικη   διάθεση.   Αυτό   είναι   που   την   κουράζει   περισσότερο   αυτή   τη  στιγμή  που  ψάχνει  να  βρει  το  καφενείο  που  βρίσκεται  ο  πατέρας  της.  Η  προσπάθεια  που  κάνει  να  ξυπνήσει,  να  φτάσει  ως  εκεί  και  να  ξεσπάσει  γιατί  δεν  αντέχει  άλλο.  

 Μέχρι  τώρα  της  αρκούσαν  οι  συνομιλίες  της  με  την  Κλειώ  για  τα  παιδιά,  για  την  υγεία  της,  για  τη  Θεσσαλονίκη  και  για  τη  προοπτική  να  ανέβει  με  τον  Χρήστο  και  τα   αγόρια   για   ένα   Σαββατοκύριακο.   Να   μιλάνε   για   καθημερινά   ζητήματα,  καθιερωμένα  για  τέτοιες  αποστάσεις.    

Δεν   είναι   θυμωμένη   όμως   με   την   Κλειώ,   ούτε   με   εκείνον   που   φαίνεται   να  διάλεξε  άλλο   τρόπο  για   να  πληγώσει   τον   εαυτό   του.  Θυμώνει  με   την   ίδια   και   τον  τρόπο   που   έχει   αποσύρει   τόσο   καιρό   συναισθήματα   και   προοπτικές   μέσα   της.  Θυμώνει   που   βουλιάζει   τόσους   μήνες   σε   αυτήν   την   εντροπία,   να   υπάρχει   ένα  συνεχόμενο   playback   στα   λόγια   της,   στις   κινήσεις   της,   στο   τρόπο   που  αντιλαμβάνεται   πια   τα  πράγματα.   Τι   περίμενε  άλλωστε;  Να   ξεχαστεί   εντελώς;  Να  μην  την  ξαναενοχλήσει  κανείς,  ούτε  καν  τα  συναισθήματα  που  έχει  για  τον  Αντώνη;  

Ο   νοτιάς  φέρνει   μια   διακριτική  μυρωδιά  από   το   λιμάνι.   Έχει   μετρήσει   μέχρι  στιγμής   πέντε   στενά   και   τα   δύο  περίπτερα  μπορώντας   να   ξεχωρίσει   τις   μυρωδιές  κάθε  δρόμου  αλλά  μετρώντας  και  τα  βήματα  της  ταυτόχρονα.  Έχει  άλλα  δύο  στην  

Page 49: To Pagopoieio PDF

  48  

ευθεία,   το   ξέρει,   παρόλα  αυτά  με   το  που  αισθάνεται   το  πέρασμα  κάποιου  άνδρα  δίπλα  της  τον  ρωτάει  που  πέφτει  η  οδός  που  ψάχνει.  Είχε  δίκιο  τελικά,  αλλά  απόψε  νιώθει  πως  χάνει  λίγο  των  έλεγχο,  την  πειθαρχεία  της.  Θέλει  να  πιεί,  να  καπνίσει,  να  κάτσει  δίπλα  στον  πατέρα  της  και  να  της  σιγοτραγουδήσει  φροντίζοντας  να  νιώσει  άνετα.    

Στρίβει  και  αριστερά  και  φτάνει  κάπου  στη  μέση  του  στενού  αρπάζοντας  ένα  στραβωμένο   δέντρο.   Μαζεύει   το   πτυσσόμενο   κοντάρι   και   κάθεται   ανασαίνοντας  βαριά.   Είναι  ακριβώς  έξω  από   το   καφενείο  αλλά  μοιάζει   να  μην   το   καταλαβαίνει.  Μέσα  από  την  πολυκαιρισμένη  τζαμαρία  ένας  κύριος  κάνει  νόημα  στον  πατέρα  της  που   κάθεται   πλάτη   στην   ‘έξοδο.   Εκείνος   γυρίζει   και   την   βλέπει   σπρώχνοντας  αμέσως  πίσω  την  καρέκλα  του  και  παραμερίζοντας  άλλες.  Δεν  μοιάζει  αγχωμένος  ή  φοβισμένος.  Είναι  η  πρώτη  φορά  που  έρχεται  τόσο  αργά  η  Ζωή  να  τον  βρει.  Νιώθει  μουδιασμένος   και  ανήμπορος   για   κάποιο  ανεξήγητο   λόγο.   Βγαίνει   και   πάει   κοντά    αγκαλιάζοντας  την.  Την  παίρνει  μέσα  και  παραγγέλνει  δύο  μπύρες.  Η  Ζωή  χάνεται  μέσα  στις  μπάσες,  ανδρικές  φωνές  και  στον  καπνό.  Μέσα  στο  κιτρινωπό  φώς   του  καφενείου  αρχίζει  και  μιλάει  στον  πατέρα  της.  Εκείνος  την  ακούει  προσεχτικά  ενώ  ταυτόχρονα   κάπου   μέσα   του   νιώθει   μια   περίεργη   ανακούφιση.  Μια   ένδειξη   πως  κάτι  σάλεψε  μέσα  της,  κάτι  που  θα  την  αφήσει  και  πάλι  στα  χέρια  κάποιου  άλλου.  Μια  εμπιστοσύνη.  

     Η   ΣΠΑΣΤΙΚΗ  ΠΡΟΗΧΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ  ΦΩΝΗ  αναγγέλει   την   επόμενη   στάση.   Το  

μετρό   σύρεται   ταχύτατα   μέσα   στην   σκοτεινή   του   σκουληκότρυπα.   ο   Γιώργος  παρατηρεί   τα   χερούλια   που   κινούνται   σαν   εκκρεμές,   μαζί   και   τα   σώματα   των  επιβατών   που   συντονίζονται   στην   κίνηση   του   βαγονιού.   Περνάει   το   βλέμμα   του  πάνω   από   κάθε   πρόσωπο   που   υπάρχει   γύρω   του,   ερεθιζόμενος   από   αυτήν   την  ποικιλία   σκέψεων   και   φράσεων   που   διαγράφονται   στο   μέτωπο   και   τα   χείλη   των  ανθρώπων.  Μέσα  του  ανεβαίνει  μια  έκσταση  από  αυτές  που  κρατούν  δευτερόλεπτα  και  δημιουργούνται  από  χημικές  αντιδράσεις  του  οργανισμού,  σαν  πεταλούδες  στο  στομάχι!  Τα  πάντα  γύρω  του  είναι  πιθανότητες  όπως  η  πανέμορφη  καστανή  κοπέλα  στο   διπλανό   κάθισμα   που   μυρίζει   Angel   ή   ακόμη   η   γυναίκα   με   τους   απίστευτα  σφριγηλούς   γλουτούς   που   διαβάζει   κάποιο   ελαφρύ   ερωτικό   μυθιστόρημα  ελληνίδας  συγγραφέως,  στηριζόμενη  στην  κάθετη  μπάρα  μπροστά  από  την  πόρτα.  Τις  θέλει   και   τις  δύο,   τις  φαντασιώνεται.  Μια  παρέα  εφήβων  φωνάζει  στο  βαγόνι  πιο   μέσα.   Έχουν   backpacks   και   φωτογραφικές   μηχανές   στο   λαιμό   τους.   Τους  φαντάζεται   σε   κάποια   γαλακτερή   παραλία   να   μοιράζονται   τσιγαριλίκι   και   να  ερωτοτροπούν.   Το   ψηλό   παλικάρι   που   διαβάζει   μια   εφημερίδα   απέναντι   του  ακριβώς.  Φοράει  ένα  καρό  πουκάμισο  και  από  το  mp3  ξεχωρίζει  καθαρά  το  Duality  των  SlipKnot   που   τον  αναγκάζει   να   κουνάει   ρυθμικά   το   κεφάλι   του   κρατώντας   τα  προσχήματα   μέχρι   να   πάει   σπίτι   του   και   να   το   βάλει   τέρμα   στα   ηχεία   του,  

Page 50: To Pagopoieio PDF

  49  

ξεσηκώνοντας  μυαλό  και  σώμα  με  την  οργή  των  στίχων.  Όλα  του  φαίνονται  όμορφα  και  οικεία,  σα  να  μπαινοβγαίνει  κρυφά  στις  ζωές  όλων  αυτών,  να  τις  ζει  τους,  να  τις  νιώθει   καταλαβαίνοντας   πως   η   ζωή   πραγματικά   είναι   πολύ   χρήσιμη   και   ευέλικτη  για   να   την   εκμεταλλεύονται   διάφοροι   τυχαίοι   και   αγράμματοι   αρουραίοι.   Νιώθει  για  άλλη  μια  φορά  πως  η  ζωή  του,  ο  εαυτός  του  δεν  ανήκει  σε  εκείνον,  αλλά  σε  ο,τι  τον  περιτριγυρίζει,   σε  ο,τι  αποτελεί   τον   κόσμο  που  κυκλοφορεί   και  στηρίζεται.  Δε  τον  αφορά  μονάχα  το  βάρος  του  εαυτού  του  αλλά  το  βάρος  που  κουβαλούν  όλοι.    

Η   πόρτες   ανοίγουν   και   ξεχύνεται   στο   Σύνταγμα   μαζί   με   δεκάδες   άλλους  τροφίμους  του  Ιουλίου.  Σταματάει  απότομα  και  αφήνει  να  τον  χτυπούν  ελαφρά,  να  τον  σπρώχνουν  όσοι  περνούν  βιαστικά  για  τις  κυλιόμενες  σκάλες.  Νιώθει  το  ρεύμα,  τη   ροή.   Είναι   ευτυχισμένος   και   χαρούμενος   πάλι   που   ξέρει   πως   τον   περιμένει   η  Χριστίνα  να  μοιραστεί  μαζί  της  όλες  αυτές  τις  εξελίξεις  με  τον  Αντώνη,  για  το  mail  που   έστειλε   σε   μια   εφημερίδα   και   σε   κάποιους   δημοσιογράφους.   Θέλει   να   τον  καταλάβει.   Το   περιμένει.   Χαμογελά   και   αρχίζει   να   ανεβαίνει   τις   σκάλες   για   την  γραμμή  προ  το  Αεροδρόμιο.  Στο  μυαλό  του  είναι  ακόμη  οι  στίχοι…  

…I  put  my  fingers  into  my  eyes…          ΠΑΡΑΤΗΡΕΙ  ΠΑΛΙ  ΤΗ  ΣΕΙΡΑ  ΤΩΝ  ΒΙΒΛΙΩΝ  να  δει  αν  τα  έβαλε  πίσω  σωστά.  Αν  

όλα   είναι   όπως   πρέπει.   Δε   θα   μπορέσει   να   τον   αντιμετωπίσει   μέσα   σε   χάος,  περισπασμένοι   και   οι   δύο   από   νευρωτικές   κινήσεις.   Θα   τη   βρει   ήρεμη,  συγκεντρωμένη  και  ευγενική,  έτοιμη  να  του  εξηγήσει  πως  νιώθει,  να  τον  βάλει  λίγο  στη  θέση  της  και  στους  δικούς  της  στόχους.  

Πηγαίνει   προς   την   κουζίνα   και   βγάζει   υλικά   από   το   ψυγείο   αρχίζοντας   να  ετοιμάζει   ένα   γεύμα  αποκαθιστώντας   την   ισορροπία  αλλά   και   την  προσωρινή   της  ψευδαίσθηση.   Στο   μυαλό   της   τώρα   έρχονται   καινούργια   ενδεχόμενα   όπως   να  γυρίσει   ο   Γιώργος   πίσω   παρέα   με   άλλα   πέντε   άτομα.   Να   καθίσουν   μέχρι   τα  ξημερώματα  και  να  συζητούν  για  διάφορα  θέματα  ή  ακόμη  να  έρθει  εκείνος  άκεφος  με  βιβλία  και  σημειώσεις  στο  χέρι,  βάζοντας  ένα  ποτό  και  μουσική,  αποσυρμένος  στο   γραφείο   του.   Η   λεπτεπίλεπτη   γοητεία   του   που   παρόλα   αυτά     αγχώνει   τη  Χριστίνα   συνεχώς.   Βγάζει   τα   πιάτα   και   τα   ποτήρια.   Ανάβει   το   μάτι   και   αρχίζει   να  ψιλοκόβει   μαρούλι   και   πιπεριές.   Είναι   αγχωμένη.   Ανοίγει   τον   απορροφητήρα   και    στέκεται  από  κάτω   του  με   ένα   τσιγάρο.   Τρομάζει  στη  σκέψη  πως  θα  είναι   και  θα  νιώθει  έτσι  για  τα  υπόλοιπα  χρόνια,  μόνη  της  σε  ένα  ολόδικο  του  διαμέρισμα,  χωρίς  ίχνος  ζωντάνιας  και  κίνησης.  

Σβήνει  το  τσιγάρο  και  το  μάτι.  Πετάει  τα  λαχανικά  και  πηγαίνει  προς  τα  σαλόνι  σηκώνοντας  το  ακουστικό.  Είναι  κάπως  αργά  αλλά    είναι  σίγουρη  πως  η  μητέρα  της  θα  το  σηκώσει,  θα  την  ακούσει.  Η  φωνή  της  μητέρας  της,  που  αποκρίνεται  στη  άλλη  γραμμή   την   καθησυχάζει,   για   λίγα   μόνο   δευτερόλεπτα   όμως,   κι   αυτό   γιατί   δεν  

Page 51: To Pagopoieio PDF

  50  

ήθελε  ακριβώς  να   της  μιλήσει  αλλά  να  κάνει  απλώς  μια  πράξη  προσέγγισης  μέσα  στο   καθεστώς   της   συναισθηματικής   της   αμηχανίας,   να   πλησιάσει   πάλι   κάποιον  άλλον  και  έρθει  στη  θέση  του  θύματος,  της  εξάρτησης  που  τόσο  μεθοδευμένα  και  αθώα  ταυτόχρονα  έρχεται  τόσα  χρόνια.  Μια  λύπηση  διογκώνεται  στο  μυαλό  της  κα  ξαφνικά   νιώθει   το  στήθος   της   να  αδειάζει.  Δεν   έχει   όρεξη  πια   για   κουβέντα  αλλά  δεν  θέλει  να  κλείσει  έτσι  με  τη  μητέρα  της.  Παίρνει  τον  ασύρματο  κατευθυνόμενη  στο   υπνοδωμάτιο   και   με   το   σώμα   κυρτό,   σα   να   βρίσκεται   σε   τιμωρία,   κλείνει   τα  φώτα  και  την  πόρτα  πίσω  της.  

                                                                 

Page 52: To Pagopoieio PDF

  51  

             

 Μ  Ε  Ρ  Ο  Σ      Δ  Ε  Υ  Τ  Ε  Ρ  Ο  

 Συναντήσεις  κάτω  από  φώτα  

     

                     

Slipknot:  Snuff  

 Your  hands  in  mine:  Every  night’s  dream  

 Clint  Mansell  &  Mogwai:  

The  Fountain  O.S.T    

Erik  Satie:  Gnossiene  no  1  

         

Page 53: To Pagopoieio PDF

  52  

   

1    

 ΟΛΟΙ  ΑΚΙΝΗΤΟΙ  ΜΠΡΟΣΤΑ  ΤΟΥ,  σειρές  άτακτα  δημιουργημένες  από  αξύριστα  

πρόσωπα   και   σφαλισμένα   χείλη.   Μετρά,   κάνοντας   ταυτόχρονα   γρήγορους  υπολογισμούς,   τα   άτομα   που   έχουν   στριμωχτεί   εκεί   μέσα,   σταματώντας   στον  αριθμό   11.   Κάποιος   απ   τους   δημοσιογράφους   πίσω,   στηριγμένος   σε   μια   μικρή  ντουλάπα,  δείχνει   να  βαριέται  από  ώρα  και   κοιτάζει   εκείνη   τη  στιγμή  έξω  από   το  μεγάλο   παράθυρο   της   μικροσκοπικής   αίθουσας.   Ο   Αντώνης   ακολουθεί   το  παράδειγμα  του  και  γυρίζει  το  κεφάλι  του  αντικρίζοντας  το  μαύρο  της  νύχτας  που  έχει  απλωθεί.  Ένα  φτηνό  ηλεκτρονικό  ρολόι  όμως  στο  δεξί  χέρι  του  δικηγόρου  του  δείχνει   πως   η   ώρα   είναι   εννιά   και   τέταρτο,   κάνοντας   τον   να   απορεί   για   το   βαθύ  σκοτάδι   που   υπάρχει.   Συγκεντρώνει   την   όραση   πιο   πολύ   νιώθοντας   σταδιακά   να  σπάει   αυτή   η   σκοτεινή   ένταση   και   να   γίνεται   μονάχα   μια   απόχρωση,   μια   σκιώδη  ιδέα  που  πηγάζει  από  τα  γύρω  ψηλά  και  βρώμικα  κτίρια  που  έχουν  κυκλώσει  αυτό  που  βρίσκεται  εκείνος  τώρα.  Και  έχει  δίκιο  γιατί  πέρα,  στον  οριζόντιο  σχηματισμό  της  απέναντι  πολυκατοικίας,   κάνει   την   εμφάνιση   της  μια   κυανή   λωρίδα  ουρανού,  κατατρυπημένη   από   κεραίες   και   μικρούς   πυλώνες   ψηφιακού   σήματος,   κάνοντας  τον  να  νιώσει  όμορφα,  σα  να  μην  έχει  πέσει  το  βράδυ  ακόμη,  σα  να  έχει  ακόμη  στη  διάθεση  του  λίγη  ώρα  για  βόλτα,  σα  να  ξεδιαλύνει  τελικά  συμβολικά  ο  φόβος  και  το  σκοτάδι   που   έχει   μέσα   του   εδώ   και   τέσσερεις   μέρες   αφότου   έμαθε   πως   θα  βρισκόταν   με   δημοσιογράφους.   Στρέφει   πάλι   το   βλέμμα   του   αντιμέτωπο   προς   το  μικρό  πλήθος-­‐  γιατί  έτσι  τους  νιώθει-­‐  που  στέκεται  σιωπηλό  ακόμη  περιμένοντας  να  καταλάβουν  κάτι  από  εκείνον,  μια  ετοιμότητα,  μια  ενθάρρυνση  ώστε  να  αρχίσουν  να   του   θέτουν   ερωτήματα.   Ο   Αντώνης   ξύνει   τα   σκληρά   γένια   του   ρίχνοντας  ταυτόχρονα  μια  μάτια  στον  Γιώργο  που  κάθεται  όρθιος  και  παρατηρεί  κι  αυτός  το  σκοτάδι  έξω.  Του  μοιάζει  πιο  χαμένος  από  τον  ίδιο  και  πιο  έξω  από  τα  νερά  του,  σα  να   είναι   η   όλη   κατάσταση   μια   ανοησία,   ένα   γέννημα   εφηβικής,   στιγμιαίας   ορμής  που   τώρα   φέρνει   ευθύνη.   Κανονικά   θα   έπρεπε   να   είναι   και   οι   δύο   τους   κάπου  αλλού,  με  δικούς  τους  ανθρώπους  και  να  κάνουν  κάτι  για  τα  κύρια  θέματα  που  τους  απασχολούν  και  όχι  να  τα  προβάλουν  σε  μια  φαινομενική  πράξη  δικαιοσύνης.  Κατά  βάθος  ο  Αντώνης   ξέρει   πως  ο,   τι   γίνεται   είναι   για   τον   Γιώργο  μια  προσπάθεια   να  βρεθεί   στο   επίκεντρο,   στις   εξελίξεις   για   μια   ύστατη   φορά   πριν   διαλέξει   να  συμβιβαστεί  με  το  άνοστο  πλέον  επάγγελμα     του  και   τις  προθέσεις   της  Χριστίνας,  ενώ   για   εκείνον   από   την   άλλη   είναι   μια   πράξη   πλέον   αγνώστου   ιδιότητας   και  προθέσεων.   Ένα   ωστικό   κύμα   που   φτάνει   αυτή   τη   στιγμή   μέχρι   τους   δυνατούς  παλμούς   της   καρδιάς   του   μπροστά   στα   κασετοφωνάκια,   τα   σημειωματάρια  moleskin   και   τις   σημειώσεις   που   καθένας   απέναντι   του   κρατάει   έτοιμος   να  καταγράψει  ο,τι  έχει  να  πει.  

Page 54: To Pagopoieio PDF

  53  

 Το  πρόβλημα  του  Αντώνη  όμως  εκείνη  τη  στιγμή    είναι,  κάτι  που  ο  δικηγόρος  

του  πρώτος  συλλαμβάνει  από  τους  μορφασμούς  του,  πως  δε  θέλει  να  μιλήσει  άλλο,  να  εκμυστηρευτεί  ή  να  εμπιστευτεί.  Θέλει  απλώς  να  δώσει  τα  στοιχεία  προς  μελέτη  και  προς  δημοσίευση  και  να  φύγει  μακριά  από  αυτή  τη  κατά  παραγγελία  στρατιά  που  μάχεται  για  τη  ορθή  ενημέρωση  του  κοινού.  Επιθυμεί  να  πάρουν  όλοι  αυτοί  την  ευθύνη   από   εκεί   και   πέρα,   παραμορφώνοντας,   στρογγυλοποιώντας   τις   ενδείξεις  προς  όφελος  τους  και  όχι  δικό  του.  Ο  Αντώνης  δε  θα  έχει  όφελος  και  το  ξέρει  και  ο  ίδιος   όπως   και   οι   υπόλοιποι   γύρω   του.   Αυτό   είναι   κάτι   που   τον   ιντριγκάρει,  φέρνοντας   στη   σκέψη   του     πόσο   ανιδιοτελής   φαίνεται   αυτή   η   σταυροφορία   στα  μάτια  τους,  χωρίς  να  ξέρουν  πώς  πίσω  από  αυτήν  την  κίνηση  και  όσες  ακολούθησαν  κρύβεται  μονάχα  μια  πράξη  απονεύρωσης  και  αυτοεξορίας.  Φέρνει  το  βλέμμα  του  στο   φάκελο   που   υπάρχει   μπροστά   από   το   δικηγόρο   του   και   αμέσως   μετά   στα  πρόσωπα   τον   δύο   ατόμων   που   έχει   απέναντι   του,   χαμογελώντας   τους   πονηρά  σχεδόν,   προσπαθώντας   να   διασκεδάσει   τη   σιωπή  που   έχει   απλωθεί   εδώ   και  ώρα  στο  δωμάτιο.  

Ο  χώρος  έχει  αρχίσει  και  μπουκώνεται  από  το  κιτρινωπό  νέφος  των  τσιγάρων  που   νοθεύει     όποια   δροσιά   έρχεται   από   ένα   μακρινό   κλιματιστικό.   Ο   Γιώργος  κάθεται  επιτέλους  κι  αυτός  σε  μια  καρέκλα  και  κοιτάζει  τον  Αντώνη.  Ένας  από  τους  άνδρες  στα  πλαϊνά  του  γραφείου  πλησιάζει  τους  καθήμενους  κρατώντας  ένα  πάκο  από  φωτοτυπίες.  

«Ως  πηγή  θα  μείνεις  ανώνυμος,  σε  ο,τι  αφορά  βέβαια  την  δημοσίευση  στην  εφημερίδα   και   το   site.   Από   εκεί   και   πέρα   να   ξέρεις   πως   αν   καταλήξουν   να  ευσταθούν  τα  στοιχεία  μετά  το  μεγάλο  μπαμ,  εμείς,  εγώ  τουλάχιστον  θα  βρεθώ  ως  μάρτυρας   στην   επιτροπή   ή   σε   ο,τι   άλλο   σε   οδηγήσουν».   ο   Αντώνης   κρατάει  συγκεντρωμένη   την   ακοή   του   ακούγοντας   το   δημοσιογράφο   αντιλαμβανόμενος  ταυτόχρονα   μια   ανάσα   ανακούφισης   που   έρχεται   από   το   στήθος   του   δικηγόρου  του.    

Άλλα   τρία   άτομα   τώρα   μετακινούνται   πλησιάζοντας   κι   άλλο   το   γραφείο   με  πρώτο   έναν   κοντούλη   τύπο   που   κρατάει   τον   καπνό   του   και   ένα   ταλαιπωρημένο  μπουκαλάκι  νερό.  

«Αυτή  τη  φορά  πιστεύουμε  πως  έχουμε  κάτι  σημαντικό  στα  χέρια  μας.  Βέβαια  κάπως   έτσι   ξεκινάνε   και   τα   αποτυχημένα   ρεπορτάζ,   αλλά   διαβάζοντας   τους  φακέλους   τόσες   μέρες,   καταφέραμε   να   διασταυρώσουμε   κάποια   από   τα  γραφόμενα  εκεί  μέσα,  πρόσωπα  ή  διαδικασίες.  Ξέρετε,  βρήκαμε  και  φοιτητές  που  επιθυμούν   να   μιλήσουν,   όπως   το   ίδιο   θα   κάνει   μάλλον   και   η   χήρα   του  Αποστολόπουλου  μετά  από  πιέσεις  του  περιβάλλοντος  της.  Εσείς  ο  ίδιος  θα  ξέρετε  επίσης  και  άλλους  ανθρώπους,  καθηγητές,  υπαλλήλους  σαν  και  εσάς,  που  ξέρουν  τι  γίνεται,  τι  γινόταν  τόσο  καιρό.  Εγώ  ο  ίδιος  είμαι  αρκετά  αισιόδοξος.  Θέλουμε  μόνο  να  ακούσουμε  και  από  εσάς,  εσένα  το  ίδιο,  με  τη  φωνή  σου  και  τη  πεποίθηση  που  κρύβουν   οι   κινήσεις   σου   τόσο   καιρό,   τί   βρήκες,   πώς   κατέληξες   σε   αυτά   τα  

Page 55: To Pagopoieio PDF

  54  

στοιχεία.».   Ο   συγκεκριμένος   τύπος   κινητοποίησε   όλη   την   αίθουσα   αφού   μετά   τη  μεγάλη   παύση   του,   ακούστηκαν   ταυτόχρονα   σα   σκανδάλες   τα   κουμπιά   recording  από   τα   κασετοφωνάκια   και   τα   στυλό   στα   χέρια   των   δημοσιογράφων.   Σελίδες  γλίστρησαν  και  καρέκλες  σύρθηκαν  σπαστικά  προς  το  μέρος  του.  Ο,  τι  και  να  ήταν  η  θέση   που   κατάφερε   να   βρίσκεται   ο   Αντώνης   αυτή   της   στιγμή,   έπρεπε   να   την  τελειώσει,   να   την   επισφραγίσει   με   μια   καλά   προετοιμασμένη   και   μηχανική  εξιστόρηση   και   να   φύγει   από   εκεί.   Ο   δικηγόρος   του   τόνισε   πως   και   οι   δύο   θα  κάνουν  ο,τι  μπορούν  μέσα  στην  ώρα  που  διαθέτουν  ανοίγοντας  το  φάκελο.  

     ΤΑ   ΛΟΓΙΑ   ΤΟΥ   ΕΡΧΟΝΤΑΙ   ΜΕΣΑ   ΑΠΟ   ΤΟ   ΛΑΙΜΟ   κατευθείαν   στους  

λαβύρινθους  των  αυτιών  του.  Ακούει  τη  φωνή  του  καθαρή,  σταθερή,  με  ένα  ίχνος  δυναμισμού   στο   τρόπο   που   εκφέρει   τα   ονόματα   και   τις   λεπτομέρειες.   Δεκάδες  ζευγάρια   μάτια,   καρφωμένα   απέναντι   του,   ανακλούν   την   ικανοποίηση   που  βρίσκεται   στον   τόνο  που   εκφέρει   τοποθεσίες,   ημερομηνίες   και  αναφορές.  Από   τη  στιγμή   που   άρχισε   να   μιλάει   στους   δημοσιογράφους,   διάλεξε   να   μιλά   με   έναν  επιτηδευμένα  ειλικρινή  τρόπο,  υιοθετώντας  τον  τρόπο  που  μιλάει  κάποιος  που  έχει  πιεί  αρκετά  αλλά  μπορεί  να  αυτοελέγχει  τη  ροή  του  λόγου  του  καθώς  το  μυαλό  του  σκέπτεται  και  αναλύει  άλλα  πράγματα.  Το  καταφέρνει  όντας  συγκεντρωμένος  στη  μη  λεκτική  επικοινωνία  του,  νιώθοντας  τις  σιαγόνες  του  και  το  ρυθμό  που  καταπίνει  ανάμεσα  στις  λέξεις.  Επιφέρει  μια  ακινησία  στο  βλέμμα  του  κοιτάζοντας  κυρίως  τον  έναν   από   του   δημοσιογράφους,   δείχνοντας   του   εμπιστοσύνη   μπροστά   στους  υπόλοιπους.  Ταυτόχρονα  αφήνει  παύσεις  προσφέροντας  χρόνο  στον  δικηγόρο  του  να   εμβαθύνει   σε   κάποια   πράγματα   ή   να   προσθέτει     στοιχεία.  Όλη  αυτή   η   κρυφή  διαδικασία,   ο   αντιπερισπασμός   που   συντελείται,   εξυπηρετεί   μόνο   ένα   σκοπό   του  Αντώνη,  μονάχα  μια  άλλη  προσπάθεια  που  κάνει  ταυτόχρονα,  μια  προσπάθεια  να  διηγηθεί   παράλληλα   στον   ίδιο   του   τον   εαυτό   την   περιγραφή   της   Ζωής,   να  ξεδιπλώσει  μέσα  στη  φαντασία  του  μικρές  ψηφίδες  προσώπου  και  σώματος  από  το  άτομο   που   κάποτε   χρονοτριβούσε   παρέα   μαζί   του   πάνω   σε   πράγματα   και  αισθήματα  δίχως  να   τον   νοιάζει  που  οδηγεί  αυτή  η  δέσμευση.  Μια  μικρή,   γλυκιά  συμφωνία   αορίστου   χρόνου   που   τους   έσπρωχνε   απάνω   σε   αθώες   ώρες   και  αυθόρμητες   εξορμήσεις.   Ένα   δίδυμο   που   τους   αρκούσε   να   μοιραστούν   παγωτό  μηχανής   καθισμένοι   σε   πεζούλι   της   πλατείας   Μαβίλη,   κοιτάζοντας   την   άδεια  λεωφόρο  μέσα  στο  καλοκαίρι,  σχολιάζοντας  τις  αφίσες  που  κρέμονταν  στο  Μέγαρο  Μουσικής   ή   ακόμη   διαλέγοντας   να   περάσουν   κάποιες   Κυριακές   με   έναν   άναρχο  τρόπο,   κατεβαίνοντας   στο   Μοναστηράκι   για   σαλβάρια   και   έπειτα   καρφί   στον  Πειραιά   με   τα   ταλαίπωρα   δρομολόγια   του   ηλεκτρικού.   Εκεί   άραζαν   στην  αερογέφυρα   παρατηρώντας   τις   άδειες   αποβάθρες   από   τα   πλοία   που   έφυγαν   για  Κυκλάδες   και   μιλούσαν   για   τα   νησιά   που   έπρεπε   οπωσδήποτε   να   επισκεφτούν  

Page 56: To Pagopoieio PDF

  55  

μόλις   τελειώσουν   με   το   σπίτι.   Μόλις   κι   εκείνη   βρει   μια   σταθερή   δουλειά  διδασκαλίας  σε  κάποιο  ωδείο.  

 Φέρνει  στο  μυαλό   του,  προσπαθώντας   να  μη   χάσει   τον   ειρμό   του  απέναντι  στους  άλλους,  την  Κυριακή  που  μέσα  σε  έναν  άδειο    από  μικροπωλητές  και  αμάξια  Πειραιά  της  ήρθε  η  ιδέα  να  πάρουν  το  Χ96  και  να  πάνε  κατευθείαν  στο  αεροδρόμιο  χωρίς  λόγο,  μόνο  για  τη  διαδρομή.  Δυσκολεύεται  να  ανασύρει  αυτή  την  διαδρομή.  Τίποτα  από  το  χώρο  που  βρίσκεται  αυτή  τη  στιγμή  δεν  τον  βοηθάει  να  βουτήξει  για  λίγο   τα   ακροδάχτυλα   του   σε   εκείνη   τη   θάλασσα.   Μόνο   καπνός,   στυφή   μυρωδιά  ιδρώτα  και  μια  υγρασία  που  μπουκώνει  τη  μύτη  του.  Θέλει  να  γυρίσει  πάλι  προς  το  παράθυρο   και   να   κοιτάξει   τον   μαβί   ορίζοντα.   Να   μπορέσει   να   ανασκευάσει  ολόκληρη   εκείνη   τη   διαδρομή   στο   λεωφορείο,   από   τα   άδεια   καθίσματα   που  κοίταγαν   ευθεία,   αραγμένοι   πίσω   στη   γαλαρία,   τον   ήλιο   που   σιγόκαιγε   την  παραλιακή   κατά  μήκος   του  Παλαιού  Φαλήρου,   κάνοντας   την   να  μοιάζει   με  σέπια  καθώς   αργόσχολοι   αναβάτες   με   ποδήλατα   βόλταραν   στον   πεζόδρομο.   Τα   τραμ  ακινητοποιημένα   σε   διασταυρώσεις   και   οι   φοίνικες   σαν   ξύλινα   γλυπτά,   να  μεταμορφώνονται  σε  ερυθρά  σχήματα,  σαν  αρνητικά  φωτογραφίας.  Όλα  αυτά  τους  ξεπερνούσαν  καθώς  μιλούσαν  για  το  πόσο  ακριβό  είναι  το  διαμέρισμα  αλλά  πόσο  ήσυχη   ήταν   η   περιοχή   που   επέλεξαν,   ήσυχη   μέσα   στη   μόνιμη   σιέστα   του  Αυγούστου.   Οι  ώμοι   της   κολλούσαν   από   τον   ιδρώτα,   θηλυκώνοντας   τα   χείλη   του  απάνω  τους.  Έπειτα  οι  μεγάλες  εκτάσεις  της  Παιανίας  και  της  Κάντζας,  κλειδωμένα  σπίτια  στους  γύρω  λόφους  και  κοσμικά  κτήματα,  ένας  άλλος  κόσμος,  εύρωστος  που  τους  άρεσε  να  σχολιάζουν.  Η  Ζωή  συχνά  του  μίλαγε  για  την  πορεία  των  αντιθέσεων  που   παρατηρούσε   καθώς   βρισκόταν   μέσα   στον   ηλεκτρικό,   πηγαίνοντας   από   τον  Πειραιά   στην   Κηφισιά.   Πόσο   εναλλάσσονταν   οι   γειτονιές   από   φως   και  τετραγωνισμένες   περιοχές   σε   σκοτάδι   και   οικοδομικά   τερατουργήματα   μετά   την  Αττική   και   τα   Πατήσια,   και   έπειτα   πόσο   άνοιγε   πάλι   το   μάτι   καθώς   πέρναγε   ο  συρμός   προς   τα   Βόρεια   προάστια.   Αυτή   η   διαδρομή   την   έθλιβε,   το   θυμάται,   για  αυτό  και  κυνήγησε  να  νοικιάσουν  έστω  στην  Αγιά  Παρασκευή.    

Η   ώρα   περνάει   και   βλέπει   χέρια   να   σημειώνουν,   τα   μαντεύει   να  υπογραμμίζουν.  Ο   Γιώργος   έχει   πιεί   τέσσερα  ποτήρια   ουίσκι   και   ο   δικηγόρος   του  όρθιος  πια,  συνεχίζει  να  επισημαίνει  σε  κάποιους  να  παραλείψουν  κάτι  ή  αντίθετα  να   τονίσουν.   Ο   Αντώνης   συνεχίζει   να   μιλάει,   για   τις   πρώτες   επαφές   που   είχε   με  φοιτητές   απογοητευμένους   που   τον   οδήγησαν   στις   κομματικές   νεολαίες   και   τις  στημένες  συμφωνίες,  για  το  Χρήστο  που  του  πρότεινε  πρώτη  φορά  να  συμμετέχει  σε  μια  επιτροπή  διορισμού  ώστε  να  πληρώνονται  παραπάνω  και  για  διάφορα  άλλα  τερτίπια  υπευθύνων  μέσα  στο  ΤΕΙ.  Όλα  αυτά  παράλληλα  με   την   εικόνα   της   Ζωής,  της   φαντασίωσης   της   να   εξασθενεί   καθώς   ξεμένει   σταδιακά   από   εικόνες   και  συναισθηματικό  σθένος  να  ανακαλεί  στιγμές  και  λεπτομέρειες.  Θέλει  να  τη  δει,  να  την  γνωρίσει  από  την  αρχή  και  να  της  ζητήσει  συγχώρεση.  Διαισθάνεται  πως  φτάνει  πάλι  στο  σημείο  της  κένωσης,  πως  δεν  έχει  άλλες  μνήμες  και  πως  θα  αναγκαστεί  να  πλάσει  καινούργιες,  άλλους  διαλόγους  μαζί  της,  φρέσκα  φιλιά  και  αγγίγματα,  πως  

Page 57: To Pagopoieio PDF

  56  

θα  αρχίσει   να  συνυπάρχει   νοητικά  με  ένα  πρόσωπο  που   τον  οδηγεί  στο  αφημένο  διαμέρισμα  και  στο  κλινικό  σκοτάδι   του  σαλονιού.  Ξαφνικά  σταματάει  και  ρωτάει  τον   Γιώργο   τι   ώρα   έχει   πάει.   Με   αυτήν   του   την   ερώτηση   όλοι   οι   υπόλοιποι  ξεκλειδώνουν   τα   σώματα   και   τις   αισθήσεις   τους.   Άλλοι   τεντώνονται   ή   στρίβουν  τσιγάρο.   Κάποια   κινητά   χτυπούν   καθώς   σχηματίζονται   τα   πρώτα   πηγαδάκια.   Ο  δικηγόρος   του   τον   συμβουλεύει   πως   είναι  ώρα   να  φύγουν   όλοι,   να   καθαρίσει   το  μυαλό.    

Ο   Αντώνης   δέχεται   χειραψίες   και   διαβεβαιώσεις   για   την   ορθή   πορεία   της  έρευνας  καθώς  με  την  άκρη  του  ματιού  του  κοιτάζει  συνεχώς  την  έξοδο.  Ο  Γιώργος  πίσω  του,  ψιθυρίζει   το  όνομα  κάποιου  μπαρ  που  πρότεινε  κάποιος  να  συνεχίζουν  για  ποτό  και  χαλαρή  κουβέντα.  Αποτραβιέται  απότομα  και  βγαίνει  στον  διάδρομο  βλέποντας   γύρω   στα   τρία   άτομα   να   κάθονται   περιμένοντας   τον   ανελκυστήρα.   Ο  ένας  από  αυτούς  του  κάνει  νόημα  να  πλησιάσει  και  να  κατέβει  μαζί  του  κάτω  στο  ισόγειο.    

«Θα   είσαι   κουρασμένος.   Σου  φαίνεται   άλλωστε.   Ξέρεις,   η   αγέλη   μας   πάντα  συνηθίζει   να   απομυζεί   τον   άλλον   μέχρι   να   πάρουμε   αυτό   που   ξέρουμε   αλλά  θέλουμε  και  να  το  ακούσουμε!  Αργεί  το  άτιμο,  έ;».  ο  Αντώνης  φτιάχνει  μηχανικά  το  πουκάμισο  του  και  σκουπίζει  το  στόμα  του  τη  στιγμή  που  το  ασανσέρ  φτάνει  στον  όροφο   τους.   Ανοίγει   και   μπαίνει   πρώτος   μέσα   κάπως   αυθάδικα   και   στερεώνεται  στον  εντοιχισμένο  καθρέφτη.  Μαζί  μπαίνουν  ο  Γιώργος,  ο  δικηγόρος  του,  ο  άνδρας  που  του  μίλησε  και  άλλος  ένας.  Το  κουμπί  πατιέται  και  το  κουβούκλιο  αρχίζει  την  κάθοδο   του   τρίζοντας,   ελαφρά   αναταρασσόμενο   από   τα   τοιχώματα   που  ανεβαίνουν.  Βλέπει  πως  συνεχίζει  να  τον  κοιτάζει  έντονα  ο  άνδρας  που  του  έπιασε  κουβέντα   καθώς  περίμεναν.   Τον   κοιτάζει   εξονυχιστικά,   με   τα   χείλη   του   να  δίνουν  μια   ιδέα   σύσφιξης.   Καταλαβαίνει   πως   του   στέλνει   ένα   σήμα   επικοινωνίας   και  αποφασίζει   να   τον   διευκολύνει  ώστε   να  αφεθεί   κι   ο   ίδιος   επιτέλους  στις   σκέψεις  του.  

«Σίγουρα  θέλετε  κάτι  να  με  ρωτήσετε  και  απορώ  που  δε  τον  κάνετε  αφού  για  δύο   ώρες   εκεί   μέσα   δε   δείξατε   να   δυσκολεύεστε   πολύ».   Ο   άνδρας   στη   γωνία  απέναντι  χαμογελάει  γιατί  ξέρει  πως  πέτυχε  διάνα  με  την  υπονοούμενη  πίεση  που  άσκησε   στον   Αντώνη.   Στριμωγμένος   όπως   είναι   καταφέρνει   να   έρθει   κοντά   στον  Αντώνη  ζητώντας  συγνώμη  από  το    Γιώργο.  Με  περίσσιο  θράσος  πλησιάζει  κι  άλλο  φέρνοντας  διακριτικά  το  στόμα  του  στα  αυτιά  του  Αντώνη.  

«Ξέρετε,   ο   αναγνώστης   πάντα   θέλει   να   μαθαίνει   τα   γεγονότα,   τα  αποτελέσματα,  αυτό  είναι  και  η  δουλειά  μας  βέβαια  στη  τελική,  όμως…  αυτό  που  πραγματικά  ενδιαφέρει  εμένα  πολλές  φορές  είναι  τι  κάνει  τους  πρωταγωνιστές  των  γεγονότων  να  περνούν  στις  πράξεις   τους,   τι   τους  ωθεί,  ποιο  είναι   το  κίνητρο  τους  στο   κάτω   κάτω.   Εκεί   πιστεύω   πως   κρύβεται   η   αλήθεια.   Στις   σκέψεις   που   έχει  κάποιος  πριν  ενεργήσει  κατά  ή  υπέρ  ενός  συνόλου,  για  αυτό  θα  ήθελα  να  μάθω  το  ίδιο   και   για   εσάς.   Κάνατε   δουλειά   δημοσιογράφου   χωρίς   να   είστε.   Τόσο   καιρό  ακούγατε,   συλλέγατε,   κρυβόσασταν   να   το   πω   κάπως.   Τώρα   ρισκάρετε   και   τη  

Page 58: To Pagopoieio PDF

  57  

δουλειά   σας.   Θα   ήθελα   πολύ   να   ακούσω   γιατί».   Ο   Αντώνης   ακούγοντας   την  τελευταία  φράση   κατάλαβε   πως   η   ερώτηση   του   άνδρα   έγινε   αντιληπτή   από   τους  υπόλοιπους.   Αρχίζει   να   νιώθει   πως   βρέθηκε   εδώ   παράνομα,   άτιμα,   με   σκοπό   να  τιμωρηθεί,  να  αμφισβητηθεί  κάθε  του  πράξη  και  κίνηση.  Παράλληλα  όμως  νιώθει  πως  έχει   να  πει   το  μόνο  σημαντικό  πράγμα  επιτέλους  που   ίδιος   ξέρει  πως   ισχύει.  Γυρίζει  στον  καθρέφτη  και  κοιτά  έντονα  το  πρόσωπο  του  έτοιμος  να  απαντήσει.  

«Ένιωθα  μόνος».  Ο  άνδρας  δίπλα  του  κάνει  ένα  νεύμα  συμπόνιας  και  αγγίζει  τον  ώμο  του  Αντώνη.  

«Όλοι  μας  νιώθουμε.  Κατά  κάποιο  τρόπο».    Η  κάθοδος  του  ασανσέρ  συνεχίζει  με  τη  σιωπή  να  συμπληρώνει  τα  τελευταία  

λόγια  του  δημοσιογράφου  και  το  τρίξιμο  των  καλωδίων.                                                                  

Page 59: To Pagopoieio PDF

  58  

   

 2  

   ΟΡΘΙΟΣ  ΣΤΟ  ΚΕΝΤΡΟ  ΤΟΥ  ΣΑΛΟΝΙΟΥ  παρατηρεί  τη  λεπτομέρεια  με  την  οποία  

η  Κλειώ  έχει  στρώσει  το  τραπέζι,   τον  τρόπο  που  έχει   τοποθετήσει   τα  πιάτα  και   το  κρυστάλλινο   σετ   ποτηριών   που   είχαν   αγοράσει   από   την   Πράγα   πριν   χρόνια.   Τα  κοιτάζει  που  γυαλίζουν  καθάρια,   τέλεια   ισορροπημένα  δίπλα  σε  κάθε  μαντήλι  και  πιάτο,  σα  μικροί  φάροι.  Από  την  άλλη  έχει  το  νου  του  στο  κουδούνι  που  από  στιγμή  σε  στιγμή  πρόκειται  να  χτυπήσει.  Αγωνιά  για  το  ποιος  θα  έρθει  πρώτος.  Φροντίζει  να  ισιώνει  το  παντελόνι  του  κάθε  λίγο  και  λιγάκι,  αμήχανος  κυρίως  για  κάποιο  λόγο  που   δεν   μπορεί   να   εντοπίσει   μιας   και   όσοι   ενδέχεται   να   έρθουν   είναι   δικοί   του  άνθρωποι  από  το  ΤΕΙ,  ο  δικηγόρος  του,  ένας  σύμβουλος  από  το  υπουργείο  και  ίσως  οι  σύζυγοι  τους.  Του  φαίνεται  άσκοπο  εν  τέλει  να  κάθεται  εκεί  σαν  πορτιέρης  και  να  περιμένει.   Μέσα   στην   κουζίνα   πιάνει   με   το   μάτι   τις   πτυχές   από   τη   φούστα   της  Κλειώς,   καθώς   εκείνη   πηγαινοέρχεται   στον   πάγκο   ετοιμάζοντας   τα   φαγητά,  σιωπηλή,   πρακτική   και   αθόρυβη   στις   κινήσεις   για   όσες   ώρες   την   παρατηρεί   να  μαγειρεύει   και   να   συντονίζει   το   σπίτι.   Του   φαίνεται   τόσο   παράξενη   αυτή   της   η  φροντιστική  στάση,  όσο  περίεργη  του  φάνηκε  και  η  δεκτικότητα  της  να  γίνει  αυτή  η  συνάθροιση  εκεί  στο  σπίτι  τους  μετά  από  τόσες  μέρες  που  είχαν  να  βρεθούν  οι  δυο  τους   στον   ίδιο   χώρο.   Πλησιάζει   αργά   και   διακριτικά   την   κουζίνα   και   κάθεται  κρυμμένος  πίσω  από  τον  τοίχο,  ακούγοντας  τα  πατήματα  της,  τα  κροταλίσματα  από  τις  γαβάθες  και  τις  πιατέλες  αλλά  τίποτα  από  εκείνη  την  ίδια,  λες  και  δεν  αναπνέει  καν.  Στον  αέρα  υπάρχει  λίγο  από  το  άρωμα  που  φοράει,  κάτι  που  τον  πηγαίνει  για  λίγο  σε  μια  εποχή  που  ερεθιζόταν  με  κάτι  τέτοιο.  Αυθόρμητα  φέρνει  το  χέρι  του  στη  περιοχή  του  καβάλου,  μια  κίνηση  που  εξαντλείται  όμως  μέσα  σε  δευτερόλεπτα  από  μια  αίσθηση  ματαιότητας  που  τον  γεμίζει.  Καμία  της  πράξη  δεν  είναι  ανεπιτήδευτη  σκέφτεται.  

 Το  βλέμμα  της  όταν  ο  Χρήστος  επέστρεψε  σπίτι  έπειτα  από  εκείνες  τις  τρείς  μέρες  αυτοεξορίας  του  στο  γραφείο,  δεν  έδειξε  την  παραμικρή  υποχώρηση,  καμία  όρεξη  για  διάλογο.  Το  γεγονός  ότι  της  μίλησε  απότομα,  σκληρά,  λέγοντας  πως  αυτό  το   σπίτι   είναι   δικό   του   και   πως   αν   νιώθει   κάποιος   άβολα   εκεί   μέσα   σίγουρα   δεν  είναι  αυτός,  δεν  έδειξε  να  την  ταράσσει.  Τον  άκουσε  ακέραιη  και  σχεδόν  αδιάφορη  όπως   του   φάνηκε,   καθισμένη   στον   καναπέ   διαβάζοντας   κάποιες   εκθέσεις   των  παιδιών.   Του   είπε   ένα   ξερό   εντάξει   και   τον   ρώτησε   ποιοι   θα   έρθουν.   Αυτή   η  απάντηση  της  όμως  ελάχιστα  τον  καθησύχασε.  Αντιθέτως  ένιωσε  να  τον  μειώνει,  να  υποτιμά   αυτή   του   τη   δήλωση,   σα   να   του   έδειξε   πως   για   εκείνη   δεν   υπάρχει   πια  σπίτι.  Ίδια  ο  πατέρας  της  σκέφτεται  πάλι  καθώς  υποχωρεί  από  το  τοίχο  της  κουζίνας  έχοντας   στο  μυαλό   του  πως  η   Κλειώ   είναι   η   πηγή   του  άγχους   του,   αυτή  η   ήρεμη  

Page 60: To Pagopoieio PDF

  59  

δύναμη  που  αποπνέει  η  σιωπή  της,  σιωπή  που  δε  γίνεται  όμως  να  τον  απασχολήσει  άλλο  απόψε.  Καθώς  ο  Χρήστος  ισιώνει  για  άλλη  μια  φορά  το  παντελόνι  του,  φεύγει  προς  τον  διάδρομο  όπου  χτυπάει  μία  φορά  του  κουδούνι.    

               ΤΗΣ  ΕΙΝΑΙ  ΠΑΡΑ  ΠΟΛΥ  ΔΥΣΚΟΛΟ  ΝΑ  ΚΑΘΕΤΑΙ  για  πολύ  ώρα  μέσα  στο  σαλόνι  

μαζί  τους,  να  μυρίζει  τα  πούρα  τους  ακούγοντας  μακρόσυρτες  αναλύσεις  για  το  πώς  πρέπει  να  κινηθούν,  πως  μπορούν  να  φρενάρουν  τα  δημοσιεύματα  αντικρούοντας  ταυτόχρονα  τον  Αντώνη.  Προσπαθεί  να  αφήνει  το  ύφος  της  ουδέτερο  μπροστά  τους  καθώς   περνάει   ρωτώντας   ευγενικά   αν   χρειάζονται   κάτι,   νιώθοντας   πιο   πολύ   σαν  υπηρετικό   προσωπικό.   Ο   ρυθμός   της   είναι   γρήγορος,   σπασμωδικός,   διανύοντας  συνεχώς  το  χώρο  από  το  σαλόνι  στην  κουζίνα  και  από  κει  μια  γρήγορη  ματιά  στα  παιδιά   που   απασχολημένα   στο   δωμάτιο   τους   παίζουν   λίγο   πριν   κοιμηθούν.   Τους  ακούει   να   μιλάνε   για   τον   Αντώνη   σα   να   πρόκειται   για   κάποιον   κακοποιό   ή  τρομοκράτη,  περιγράφοντας  τον  ως  συνάδερφο,  εκμηδενίζοντας  τις  ικανότητες  του  και   τη   συμπεριφορά   του.   Ακούει   το   δικηγόρο   του   Χρήστου   να   περιγράφει   πως  μπορεί  να  τον  τσακίσει  αν  χρειαστεί,  ρίχνοντας  το  βάρος  στην  προσωπική  του  ζωή  και   το   ατύχημα,   τονίζοντας   πόσο   έντιμα   του   στάθηκε   ο   Χρήστος,   ένας  οικογενειάρχης,  ένας  σταθερός  άνθρωπος  της  εκπαίδευσης  τόσα  χρόνια.  Τον  ακούει  να  μιλάει  σα  να  διαφημίζει  μοντέλα,  πρότυπα  προς  κατανάλωση  παρατηρώντας  το  Χρήστο  που  κορδωμένος  χαμογελάει  λες  και  ντρέπεται.  Που  και  που  κάνει  να  πιάσει  μια   λεπτοκουβέντα   με   τις   συζύγους   που   αποστασιοποιημένες   από   τους   άνδρες  κάθονται   στον   καναπέ   μιλώντας   για   τις   διακοπές   τους   στη   Ύδρα   και   στην   Άνδρο.  Παρατηρεί  το  άνετο  στυλ  που  έχουν  καθώς  καπνίζουν  επιδεικτικά,  ερωτοτροπώντας  σχεδόν   με   τον   ίδιο   τους   τον   εαυτό   και   τον   τόνο   της   φωνής   τους.   Της   απαντούν  μονολεκτικά,   χαμογελώντας   πάντα   στο   τέλος   κάθε   φράσης   σα   να   πρέπει   να   τις  κερδίσει   για   να   ανοίξουν   κανονική   κουβέντα,   σα   να   δοκιμάζουν   την   ταξική   της  διάλεκτο   πριν   αποφασίσουν   να   εκτεθούν   πια   ως   απλές,   κανονικές   γυναίκες   που  απλώς   έχουν   σημαντικούς   άνδρες.   Πρέπει   να   κάνει   υπομονή   όμως.   Τουλάχιστον  άλλο   λίγο,   μέχρι   να   νιώσουν   όλοι   άνετα   πίνοντας   λίγο   παραπάνω.   Πρέπει   να  δημιουργήσει   στον   Χρήστο   μια   ασφάλεια   όπως   τη   στιγμή   που   της   επέβαλλε   την  παρουσία  του  στο  σπίτι  και  την  οργάνωση  αυτής  της  συγκέντρωσης,  να  τον  αφήσει  να  νιώσει  οικείος,   να  εγκλιματιστεί  στον  περίγυρο  του  αρχίζοντας  να  υιοθετεί   την  ομιλία   και   τις   κινήσεις   αυτών   των   ανθρώπων,   να   γίνει   ένα   με   αυτούς,   ίδιος   και  γεμάτος  αυταρέσκεια  όσο  εκείνη  θα  ετοιμάζεται,  όσο  θα  περιμένει  να  εμφανιστεί  το  αδύναμο  του  σημείο,  αυτή  η  ηδονή  που  έχει  όταν   ξέρει  πως  πέτυχε  πάλι,  πως  όλοι   τον   ευγνωμονούν   και   τον   προσέχουν.   Θα   είναι   για   λίγη  ώρα   η   σύζυγος   που  θέλει  και  που  ονειρεύεται  τόσα  χρόνια,  ίδια  η  μάνα  του.  Ναι,  θα  το  κάνει.  Θα  είναι  η    γυναίκα  που  θέλει  ο  Χρήστος  αλλά  όχι  ο  άνθρωπος  που  περιμένει.  

Page 61: To Pagopoieio PDF

  60  

Μαζεύει   τα   ποτήρια   από   το   τραπεζάκι   πηγαίνοντας   τα   στην   κουζίνα.   Τα  αγόρια  είναι  πιο  ήσυχα  τώρα,  έτοιμα  για  ύπνο.  Επιστρέφει  στο  σαλόνι  λέγοντας  σε  όλους   πως   θα   βάλει   τα   μικρά   για   ύπνο   ώστε   να   σερβιριστούν   σε   λίγο.   Όλοι  μετακινούνται  προς  την  τραπεζαρία  με  τα  τσιγάρα  τους  αναμμένα  στο  χέρι.  Καθώς  πάει   προς   την   κουζίνα  σταματάει   στον   διάδρομο  δυναμώνοντας   κι   άλλο   τα  φώτα  πάνω   από   το   τραπέζι.   Όταν   όλοι   παίρνουν   τη   θέση   τους   η   Κλειώ   παρατηρεί   το  έντονο  λευκό  φως  που  πέφτει  πάνω  στα  μέτωπα,  στα  ποτήρια,  στις  ταμπακέρες  ή  στα   στρας   των   φορεμάτων   κάνοντας   τα   άτομα   και   τον   χώρο   να   φέγγουν   σαν  κερκίδα.  Εκεί,  κάτω  από  το  φώς  που  ιδρώνει  τα  μάτια  του  Χρήστου,  θα  τον  δει  που  την  κοιτάζει  ανήσυχα  πριν  καθίσει,  προσποιούμενος  πως  γελάει.    

     ΝΙΩΘΕΙ   ΤΟ   ΦΟΥΣΚΩΜΑ   ΣΤΟ   ΣΤΟΜΑΧΙ   ΤΟΥ   να   μετατρέπεται   σε   κάτι  

κουραστικό,   μια   μικρή   μέγγενη   που   εμποδίζει   τις   αναπνοές   να   βγαίνουν   σωστά.  Όλο  του  το  σώμα  προειδοποιεί  πως  δεν  γίνεται  να  συνεχίσει  άλλο  να  πιέζεται  για  να  δείχνει   χαρούμενος  και  συγκροτημένος.  Κατά  τη  διάρκεια  του  δείπνου  έπιασε  τον  εαυτό   του   να   τρώει   πολύ   γρήγορα,   σχεδόν   καταβρωχθιστικά   ορισμένες   στιγμές,  γεμίζοντας  συνεχώς   το  ποτήρι   του   και   των   γύρω   του,   καταβαλλόμενος  από  άγχος  και   αμηχανία.   Τώρα   παρατηρεί   τους   υπόλοιπους   που   συνεχίζουν   να   καπνίζουν  έχοντας  ένα  βλέμμα  ημινάρκωσης,  ψιθυρίζοντας  παρά  μιλώντας,   κουνώντας  μόνο  το   κεφάλι.   Θα   τον   βοηθήσουν   άραγε   όλοι   αυτοί   εδώ   σκέφτεται   ο   Χρήστος   και  συνειδητοποιεί  πως  απέναντι  του  ακριβώς  η  Κλειώ  τον  κοιτάζει  έντονα  σα  να  είναι  αυτή  τη  στιγμή  μέσα  στο  μυαλό  του  υποδεικνύοντας  εκείνη  τις  σκέψεις  που  κάνει.  

Την   ίδια   στιγμή   έρχεται   και   κάθεται   δίπλα   του   χαμογελώντας,  ανταλλάσσοντας  θέση  με  το  δικηγόρο  του,  ένας  παλιός  φίλος  του  Χρήστου  από  την  εποχή   της   νεολαίας,   υψηλόβαθμο   στέλεχος   τώρα   πια   στην   επιτροπή  επιμορφωτικών   υποθέσεων   και   ταυτόχρονα   μέλος   σε   πολυάριθμες   εξεταστικές  επιτροπές  του  υπουργείου.  Ο  Χρήστος  μόλις  τώρα  συνειδητοποιεί  πως  δεν  τον  έχει  ακούσει   σχεδόν   να   μιλάει   όλο   το   βράδυ   παρά   μόνο   στο   κινητό   του   κάποιες  διακριτικές  στιγμές  στο  τραπέζι.  Γυρίζει  προς  το  μέρος  του  και  του  προσφέρει  ένα  τσιγάρο  τσουγκρίζοντας  το  ποτήρι  μαζί  του.    

«Όση  ώρα   εσύ   γλεντοκοπάς   αμήχανα,   ο   Τύπος  πρέπει   να   με   έχει   πάρει   και  πέντε   φορές   τηλέφωνο.   Ναι,   ναι…πέντε!   Πρέπει   να   με   έβλεπες   που   μίλαγα   πριν.  Λοιπόν,  δε  νομίζω  ούτε  εγώ  ούτε  κι  εκείνος  από  τη  μεριά  του  να  υπάρξει  πρόβλημα.  Θα  συσταθεί  βέβαια  η  επιτροπή  στην  οποία  θα  είμαι   κι   εγώ  μέσα,  θα  κληθείς   να  καταθέσεις   όπως   και   ο   άλλος.   Θα   παραδεχτούμε   πως   υπήρξαν   παρατυπίες   εν  αγνοία   σου   και   θα   δεχτείς   την   ενοχή   σου   σε   ο,τι   αφορά   μόνο   το   γεγονός   πώς  γνώριζες  κάποια  πράγματα  αλλά  δε  μιλούσες.  Μη  ξεχνάς  πως  η  όλη  ιστορία  άρχισε  επί  προηγούμενης  κυβερνήσεως,  φοβόσουν  μη  τυχόν  και  ξηλωθείς».  Ο  Χρήστος  τον  ακούει  προσεχτικά  να  αναλύει  πια  λεπτομέρειες  για  τον  τρόπο  που  θα  στριμώξουν  

Page 62: To Pagopoieio PDF

  61  

τον   Αντώνη   αλλά   και   τον   Αποστολόπουλο,   κι   ας   είναι   πια   πεθαμένος.   Σκέφτεται  πόσο  ψύχραιμος  ακούγεται  ο  άνδρας  δίπλα  του,  πόσο  πανούργα  κινείται  η  γλώσσα  του,  με  πόσο  ταλέντο  διατηρεί  τη  θέση  του  στο  υπουργείο,  τόσο  που  τον  ζηλεύει.    

Η  φωνή  του  άνδρα  ακούγεται  τώρα  πιο  έντονα  καλώντας  και  τους  υπόλοιπους  να  μπουν  στη  συζήτηση,  ενημερώνοντας  για  τα  καλά  νέα.  Η  Κλειώ  παρατηρεί  τώρα  το   Δημήτρη,   έναν   από   τους   παλαιότερους   συναδέρφους   του   Χρήστου   στο   ΤΕΙ   να  σηκώνεται.   Είναι   παχύς,   με   πλαδαρό   πρόσωπο,   ιδρωμένος   ολόκληρος,   φορώντας  αταίριαστο   παντελόνι   με   πουκάμισο,   μια   επιτομή   του   μικροαστικού   κιτς.  Περπατώντας  γύρω  από  το  τραπέζι  μιλάει  με  όρεξη  σα  να  βγάζει  λόγο.  

«Πάντα   υπήρχαν   και   πάντα   θα   υπάρχουν   όλοι   αυτοί   οι   αριστερίζοντες  ποντικοί,   τα   νεούδια   που   θέλουν   να   πιστεύουν   πως   μπορεί   να   υπάρξει   ένα  καλύτερο   σύστημα.   Σαράντα   γαμημένα   χρόνια   τώρα   δε   λένε   να   καταλάβουν   πως  αυτή   η   χώρα   μπορεί   και   λειτουργεί   μόνο   κατ’   αυτόν   τον   τρόπο.   Στις   βάσεις   της  υπάρχει   το  δάνειο,  η  συγκάλυψη,  η  πρόχειρη   ταχύτητα   των  αντιδράσεων.  Από   τη  μεταπολίτευση  και  μετά  δεν  υπήρξε  ούτε  μία  δεκαετία  που  αυτή  η  χώρα  δε  γινόταν  χειρότερη  και  φταίμε  εμείς  γι’αυτό;».  Η  Κλειώ  τον  ακούει  πίσω  της,  να  σέρνεται  και  να   ασθμαίνει   έντονα   από   το   πάχος.   Παρατηρεί   τη   δόμηση   του   λόγου   του,  αρχίζοντας  από  την  αμφισβήτηση  μιας  γενιάς,  περνώντας  μετά  στην  παραδοχή  μιας  πραγματικότητας.  

«Αλλάζουν   οι   κυβερνήσεις   και   βλέπεις   τα   ίδια   πρόσωπα   να   σε   πλησιάζουν.  Ναι,  αλήθεια  λέω.  Δε  τους  πλησιάζουμε  εμείς  αλλά  αυτοί,  φοβούμενοι  μη  τυχόν  και  όταν   έρθει   η   ώρα   δε   τους   καλύψουμε.   Αυτός   είναι   ο   ρόλος   μας,   ας   τον  παραδεχτούνε  κάποιοι,  να  καλύπτουμε  για  να  καλυφθούμε  κι  εμείς.  Η  παιδεία  ή  η  οικονομία   δεν   αλλάζει   έτσι   εύκολα   πορεία,   λες   να   μη   το   ξέρει   ο   πρωθυπουργός  αυτό!   Το   ξέρει   αλλά   κάνει   πως   διατηρεί   τον   έλεγχο.   Εδώ   μιλάμε   για   ζωτική  επιβίωση.  Αυτή  η  χώρα  δεν  είχε  ποτέ  βάσεις.  Πάντα  θα  υπάρχουν  αυτοί  που  θέλουν  να  την  αλλάξουν  χωρίς  να  ξέρουν  πως  έτσι  μόνο  καταστρέφουν  την  ισορροπία  που  υπάρχει,   μια   ισορροπία   που   στο   κάτω   κάτω   εγκρίνει   και   κάποια   κονδύλια!».   Το  τελευταίο  σχόλιο  προκαλεί  γέλιο  σε  όλο  το  τραπέζι  εκτός  από  την  Κλειώ  που  νιώθει  ένα  έγκλημα  να  συντελείται  μέσα  στο  σπίτι  της,  εξοργισμένη  από  το  θράσος  αυτού  του  άνδρα  να  μιλά  έτσι  ενώ  τα  παιδιά  της  βρίσκονται  στον  ίδιο  χώρο.    

Σηκώνεται  παίρνοντας  επίτηδες  δυο  τρία  ποτήρια  μαζί  της,  σα  δικαιολογία  να  απομακρυνθεί  από  το  τραπέζι  μουρμουρίζοντας  έντονα  και  αυθόρμητα.  

«Εσείς   γαμημένοι   baby-­‐boomers,   νισάφι».   Η   φράση   γίνεται   αντιληπτή   από  τους  καθήμενους  οι  οποίοι  δεν  αντιδρούν.  Η  Κλειώ  αφήνει  τελικά  τα  ποτήρια  πίσω  στο  τραπέζι  και  γυρίζει  προς  το  μέρος  του  χονδρού  άνδρα.  

«Θα  τα’  λεγες  αυτά  στο  παιδί  σου;  Ήθελα  να’  ξερα  όταν  όλοι  σας  μιλάτε  στα  παιδιά   σας   για   το   μέλλον   τους,   όταν   τα   γράφετε   σε   φροντιστήρια   ή   σε   ιδιωτικά  σχολεία  αυτές  τις  μαλακίες  τους  λέτε  ή  ισχύουν  μόνο  για  τα  παιδιά  των  άλλων;  Θα  τόλμαγες   εσύ   να  πεις   στο   παιδί   σου   την  αλήθεια   για   το   τι   τα   περιμένει.   Κάθεσαι  περήφανος   τόσην   ώρα   περιγράφοντας   την   χώρα   σαν   κάτι   απρόσωπο,   σαν  

Page 63: To Pagopoieio PDF

  62  

αντικείμενο,   φροντίζοντας   επιμελώς   με   τις   λεξιπλασίες   σου   να   δείχνεις   σα   ένας  άνθρωπος  που…  που  απλώς  συμβιβάζεται;  Μπήκατε  όλοι  με  μούσια  και  βγήκατε  με  γραβάτες  και  μιλάτε  για  αυτή  τη  χώρα;  Τριάντα  χρόνια  στελεχώνετε  υπηρεσίες  και  κόμματα  χωρίς  να  σας  ενδιαφέρει  το  αντίκτυπο,  το  πόσο  μόνους  καταντήσατε  τους  πολίτες,   τους  φοιτητές  σας   και   πόσο   μόνοι   καταντήσατε   κι   εσείς   κλεισμένοι   στον  ιδιωτικό  σας  κόσμο.  Και  μιλάς;  Το  παιδί  του  Μαρξ  και  της  Κόκα  Κόλα».  Με  αυτά  τα  τελευταία  λόγια  η  Κλειώ  παίρνει  το  θάρρος  και  τους  κοιτάζει  έναν  έναν  κατάματα,  καταλήγοντας  στο  Χρήστο  και  το  άδειο,  τρομαγμένο  βλέμμα  του.  

 Όλοι   προσπαθούν   να   έχουν   τα   μάτια   τους   στραμμένα   κάπου   αλλού   πέραν  εκείνης.   Μόνο   ο   συνάδερφος   του   Χρήστου   δίπλα   του   κοιτάζει   την   Κλειώ  χαμογελώντας  ειρωνικά,  σφίγγοντας  ένα  τσιγάρο  στα  χείλη  του.  Είναι  ο  πρώτος  που  σηκώνεται  ζητώντας  το  σακάκι  του.  Πηγαίνοντας  προς  το  διάδρομο  στέκεται  δίπλα  στην   Κλειώ   και   με   επιδεικτικό   τρόπο   καληνυχτίζει   το   Χρήστο   λέγοντας   του   πως  αύριο  έχουν  μπόλικη  δουλειά.  

     ΑΥΤΗ  Η  ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ  ΔΕΝ  ΑΦΟΡΑ  ΠΙΑ  ΤΟΝ  ΑΝΤΩΝΗ  ούτε  τον  ίδιο  ως  ένοχο  για  

κάποιο   σκάνδαλο   του   ΤΕΙ   ούτε   τους   καλεσμένους   που   έχουν   φύγει   εδώ   και   ώρα  βιαστικά.   Αφορά   τον   πόνο   που   έχει   στην   καρδιά   του   αυτή   τη   στιγμή   καθώς  προσποιείται   πως  μαζεύει   κάποια  πιάτα  από   το   τραπέζι.  Μόνο   εκείνη   μπορεί   και  τον  πονάει  έτσι,  για  πρώτη  φορά  μετά  από  τόσα  χρόνια  γάμου.  Αυτό    το  απότομο  και  άκομψο  μανιφέστο  έχει  να  κάνει  μόνο  με  τους  δυο  τους  και  το  μεγάλο  χάσμα  που  φαίνεται  να   τους  χωρίζει.  Μια  απόσταση  που  απομακρύνεται  εδώ  και  μέρες,  ίσως   και   χρόνια,   σκέφτεται   τώρα   ο   Χρήστος.   Ύπουλα   και   σιωπηλά   η   Κλειώ  ετοιμαζόταν  τόσο  καιρό,  ντυμένη  μασκαρεμένη  την  καλή  και  υποστηρικτική  σύζυγο  μπροστά  σε  όλους,  ενώ  μέσα  της  τον  πρόδιδε  ξανά  και  ξανά,  μεθοδικά,  μαζεύοντας  όλη   της   τη   χολή   και   το  φθόνο  με   σκοπό  μια   μέρα   να   του  προσάψει   την   δική   της  αποτυχία.    

Της   τα   λέει   αυτά   κατάμουτρα,   αρπάζοντας   την   ξαφνικά   από   το   μπράτσο  καθώς  εκείνη  περνάει  δίπλα  του.  Τον  παρακαλάει  να  την  αφήσει  να  πάει  στα  παιδιά  αλλά   μάταια.   Ο   Χρήστος   την   κρατάει   τόσο   σφιχτά   αναγκάζοντας   την   να   κάτσει  μπροστά  του,  βίαια  σε  μια  καρέκλα.  Μέσα  του  νιώθει  μια  διαστροφική  ορμή  να  της  κάνει  κακό,  πιέζοντας  το  δέρμα  της  στο  χέρι  και  στους  ώμους,  περνώντας  άγρια  τα  δάχτυλα  του  στο  πρόσωπο  της  και  στα  μαλλιά  της.  Υπάρχει  πόθος  στις  κινήσεις  του,  ένας   πόθος   να   καθυποτάξει   αυτή   τη   γυναίκα,   να   τη   μειώσει   όπως   τον   μείωσε   κι  εκείνη.  Κάθεται  στα  γόνατα  του  και  γραπώνει  τη  φούστα  της  ανεβάζοντας  τη  μέχρι  τα  μπούτια  της.  Η  Κλειώ  παραμένει  ψύχραιμη  και  ξαφνιασμένη.  Τραβάει  την  πλάτη  από  το  πουκάμισο  του  ή  προσπαθεί  να  χώσει  τα  νύχια  της  στα  μάγουλα  του.  Όλο  αυτό  όμως  γίνεται  με  μια  αίσθηση  παραίτησης  και  εκμετάλλευσης.  

Page 64: To Pagopoieio PDF

  63  

Πια  είναι  κάτω  στο  πάτωμα  και  οι  δύο,  το  παντελόνι  του  Χρήστου  στο  ύψος  των  γλουτών  με  τη  φούστα  της  Κλειώς  να  σκεπάζει  και  τους  δύο  από  τη  μέση  και  πάνω.  Εκείνος  έχει  μπει  μέσα  της  με  άγριο  τρόπο  εδώ  και  λεπτά,  προσπαθώντας  να  τελειώσει  όσο  πιο  γρήγορα  μπορεί.  Αντιλαμβάνεται  την  όλη  συνουσία  σαν  τιμωρία,  μια   προσπάθεια   να   δαμάσει   αυτή   τη   γυναίκα   που   τον   πρόδωσε,   να   βγάλει   από  μέσα   του   όλη   την   οργή   και   τη   μελαγχολία   που   του   προκαλεί   τόσο   καιρό,   να   την  γεμίσει   με   αυτή   του   τη   μοναξιά   και   την   αγωνία.   Η   Κλειώ   αντίθετα   πιάνει   τους  παλμούς  και  την  κούραση  αυτού  του  πληγωμένου  ζώου  που  παλινδρομεί  μέσα  της  σα   να   θέλει   να   την   σκοτώσει,   να   τη   σωπάσει   με   βογγητά   και   πηχτές   ανάσες.   Τον  λυπάται  πιο  πολύ  από  ποτέ.  Από  τον  τρόπο  που  κλιμακώνεται  η  ανάσα  του,  η  Κλειώ  καταλαβαίνει  πως  εκείνος  κοντεύει  να  τελειώσει  και  έτσι  με  μια  απότομη  σπρωξιά  τον  απωθεί  αφήνοντας   τον   να   εκσπερματώσει   στο   χαλί,   ακούγοντας   τον   να  βήχει  βρίζοντας.  

Η  Κλειώ  σηκώνεται  ισιώνοντας  τα  ρούχα  της  και  κάθεται  πάλι  στην  καρέκλα.  Ακούει   το   Χρήστο   ξαπλωμένο   από   το   πάτωμα   να   της   λέει   φωναχτά   πόσο   τη  σιχαίνεται,   εκείνη   και   την   ήρεμη   δύναμη   της,   συστατικό   της   καλής   εργατικής  οικογένειας  και  της  μιζέριας.  Πόσο  καλά  την  έμαθαν  οι  γονείς  να  παίρνει  αυτό  που  θέλει   εκμεταλλευόμενη   τους   άλλους.   Σηκώνεται   και   στηρίζεται   στον   τοίχο  συνεχίζοντας  να  την  προκαλεί.  Της  λέει  ανάβοντας  ένα  τσιγάρο  πως  δε  θα  γίνει  ποτέ  τόσο   καλή   καθηγήτρια   όσο   γυναίκα,   πόσο   τον   ζηλεύει   που   κάνει   τη   ζωή   του   και  προχωράει.   Τελευταία   του   φράση   που   τη   λέει   ενόσω   η   Κλειώ   έχει   σηκωθεί   και  αρχίζει  να  μαζεύει  είναι  πως  της  δίνει  το  δικαίωμα  να  πάει  να  πηδηχτεί  και  με  τον  Αντώνη,  σε  αυτό  το  σπίτι  δεν  υπάρχουν  ήρωες,  μόνο  άνδρες.  

Η  Κλειώ  στο  άκουσμα  αυτής  της  προσβολής  δε  μπορεί  να  απαντήσει  ούτε  να  αντιδράσει.  Μπροστά  της  κάθεται  μισοκοιμισμένος  και  έντρομος  ο  Αλέξανδρος  που  βγήκε  από  την  τουαλέτα,  όρθιος  εδώ  και  λίγα  λεπτά  δίπλα  στο  τραπέζι  να  κοιτάζει  τους  γονείς  του.  Η  Κλειώ  τον  παίρνει  από  το  χέρι  και  κατευθύνονται  μαζί  πίσω  στο  παιδικό  υπνοδωμάτιο  αφήνοντας  τον  Χρήστο  μόνο  στο  σαλόνι.  

                         

Page 65: To Pagopoieio PDF

  64  

     

3      ΚΟΙΤΑΖΕΙ   ΤΗ  ΜΙΚΡΗ  ΜΠΑΛΑ  ΣΤΑΧΤΗΣ  που  κατηφορίζει  πάνω  στο  υποσέλιδο  

της   εφημερίδας   καθώς   διαβάζει   το   άρθρο   για   τρίτη   φορά,   καπνίζοντας   νευρικά,  σχεδόν   μηχανικά   με   δεκάδες   κίτρινες   μάζες   να   στοιβάζονται   γύρω   από   τα  παπούτσια  του  ή  μέσα  στο  ξεραμένο  χώμα  της  ζαρντινιέρας  που  κάθεται.  Διαβάζει  την   κάθε   γραμμή   ξανά   και   ξανά,   τεντώνοντας   το   χαρτί   καλύτερα  πάνω  στα  πόδια  του,  αναδιπλώνοντας  την  εφημερίδα  σε  ολοσέλιδο  φόντο  και   τυλίγοντας  την  πάλι  μετά  σε  τεταρτημόρια,  αφήνοντας  να  φαίνεται  το  άρθρο  που  αφορά  το  ΤΕΙ  και  τον  Αντώνη.   Τα   δάχτυλα   του   έχουν   μαυρίσει   από   την   πολύωρη   αφή   του   φρέσκου  χαρτιού   και   νιώθει   ταυτόχρονα   μικρά   φυλλαράκια   χωμένα   στο   εσωτερικό   της  λαιμόκοψης  από  το  t-­‐shirt  που  φοράει.  Τα  μικρά  δέντρα  που  εκτείνονται  ακτινωτά  μέσα   στην   αυλή,   προσφέρουν   ίσκιο   και   μια   σχετική   δροσιά,   ειδικά   για   τέτοια  Αυγουστιάτικη   μέρα   μέσα   στην   Αθήνα.   Χωμένος   μέσα   σε   αυτόν   τον  εγκαταλελειμμένο   χώρο,   με   άδεια   σιδερένια   τραπεζάκια,   κάποιες   υπαίθριες  μεταλλικές   λάμπες   και   εκατοντάδες   καφάσια   από   μπύρες   και   κρασιά,   ο   Γιώργος  κάθεται  μόνος,  σιωπηλός  διαβάζοντας  την  πρώτη  έκδοση  του  άρθρου  που  βγήκε  το  πρωί.  

 Είναι  η  τέταρτη  μέρα  που  έρχεται  και  κάθεται  έξω  από  την  πόρτα  αυτού  του  μπαρ,  το  μέρος  που  του  πρότεινε  εκείνος  ο  δημοσιογράφος  να  πάνε  για  ποτό  λίγες  μέρες  πριν,    μετά  την  συνέντευξη  του  Αντώνη.  Προς  μεγάλη  τους  έκπληξη  το  βρήκαν  κλειστό  με   την   ένδειξη  πωλείται,   κάνοντας   ολόκληρη   την  παρέα   να  μελαγχολήσει  και  τελικά  να  σπάσει  σε  δυάδες  για  φαγητό  ή  για  επιστροφή  στο  σπίτι.  Ο  μόνος  που  δεν  έφυγε  αμέσως  εκείνο  το  βράδυ  ήταν  ο  Γιώργος,  που  κάθισε  καπνίζοντας  μέχρι  τα   χαράματα   χαζεύοντας   τα   όμορφα   μικρά   δέντρα   και   τις   πήλινες,   μαύρες  ζαρντινιέρες  που  σηματοδοτούν  το  δρομάκι  που  οδηγεί  στην  μεγάλη  ξύλινη  πόρτα  του  μαγαζιού.  Στα  άκρα  της  αυλής  υπάρχουν  δύο  ανισόπεδες  αυλές,  αριστερά  και  δεξιά   αντίστοιχα,   που   δίνουν   μια   αμφιθεατρική   αίσθηση,   αφήνοντας   μικρά  σκαλοπάτια  από  πέτρα  ή  ανεπιτήδευτο  μπετόν  να  δημιουργούν  και  άλλα  επίπεδα.    Κάποια  κρεμασμένα  φαναράκια  που  παρατήρησε  εκείνο  το  βράδυ  όπως  τώρα  και  οι   λιτές   γυμνές   λάμπες   που   βρίσκονται   κάτω   στο   χώμα   της   αυλής   σαν   εικαστική  παρέμβαση   τον   κάνουν   να   υποθέτει   για   άλλη   μια   φορά   πως   θα   καθόριζαν   τον  εξωτερικό  φωτισμό  καθώς  η  νύχτα  θα  φιλτραριζόταν  από  το  φύλλωμα  των  δέντρων  αλλά  και  τις  ξύλινες  σκοτεινές  πέργκολες  που  αρχίζουν  μόλις  πλησιάζει  κανείς  την  είσοδο   του   μπαρ.   Εκείνο   το   βράδυ   κάθισε   για   ώρες   στο   οικόπεδο   αυτό  τριγυρίζοντας   στην   φρέσκια   ακόμη   αυλή,   παρατηρώντας   το   μέρος   μέσα   και   έξω,  προσπαθώντας  να  δει  από  τις  τεράστιες  τζαμαρίες  στα  πλαϊνά,  τη  διαρρύθμιση  του  

Page 66: To Pagopoieio PDF

  65  

χώρου,  να  φανταστεί  κόσμο  και  μουσική  μέσα  σε  αυτό  το  μαγαζί  που  εκείνος  δεν  πρόλαβε   να   χαρεί,   ένα   μέρος   άδικα   αφημένο   με   παλαιές   μυρωδιές   και   έναν  διαφορετικό   αέρα.   Δεν   υπήρχε   κάτι   συγκεκριμένο   στο   μυαλό   του   σα   σκέψη,   όχι  όπως  τώρα,  απλώς  ένιωθε  πως  δεν  ήθελε  να  γυρίσει  σπίτι  βρίσκοντας  την  ίδια  τάξη,  τα   ίδια   βιβλία   και   δίσκους   τακτοποιημένα   από   την   υπέρμετρη   φροντίδα   της  Χριστίνας.  Μέσα  του  έρεε  ένα  συναίσθημα  κορεσμού  πιο  πολύ  από  τον  ίδιο  του  τον  εαυτό   και   την  προσπάθεια  που   κάνει   εδώ   και   χρόνια   να   είναι   τέλειος   σε   όλα,   να  προσπαθεί   να   βρίσκεται   στην   πρώτη   γραμμή   της   ενέργειας,   να   διαβάζει,   να  ενημερώνεται,   να   ευχαριστεί   τον  συντάκτη   του   και   τους  συναδέρφους,   να  ακούει  καλή   μουσική   και   να   βρίσκει   όμορφα   ρούχα,   να   διανύει   γραφικά   και   όμορφα   τη  σχέση  του  με  τη  Χριστίνα  ώστε  να  είναι  αδύνατον  να  βρεθεί  ψεγάδι  από  άλλους  ή  από   τον   ίδιο.   Σε   αυτήν   την   αυλή   ένιωσε   εκείνο   το   βράδυ   πως   βρήκε   ένα   σημείο  ασύνδετο,   έναν  άδειο   καμβά.   Τέσσερεις  μέρες   τώρα   έρχεται   και   κάθεται   στο   ίδιο  σημείο   χωρίς   λόγο   και   χωρίς   ούτε   ένα   αντικείμενο   να   τον   απασχολεί   εκτός   από  σήμερα,  σήμερα  που  κυκλοφόρησαν  τα  πρώτα  νέα  για  το  σκάνδαλο.    

Φεύγοντας   από   το   περιοδικό   σταμάτησε   σε   κάποιο   περίπτερο   για   τσιγάρα  όταν   διάβασε   μια   μικρή   σημείωση   στο   κάτω   μέρος   ενός   πρωτοσέλιδου.   Αμέσως  ένιωσε   μια   αγωνία,   ένα   αίσθημα   ευθύνης   για   όσα   ενδέχεται   να   γίνουν.   Αγόρασε  ένα  αντίτυπο  και  κατευθύνθηκε  στο  αγαπημένο  του  μέρος.    

Περνάει  πάλι  με  το  βλέμμα  του  τις  πρώτες  γραμμές  κάνοντας  ταυτόχρονα  πως  συλλαβίζει   τις   λέξεις   με   τα   δάχτυλα   στο   χαρτί.   Κοιτάζει   ευθεία   μπροστά   του   την  πόρτα  του  μπαρ  πιάνοντας  την  αίσθηση  ενός  κόμπου  που  μόλις  ανέβηκε  στο  λαιμό  του,  ενοχλητικός  και  χοντρός,  σε  σημείο  που  ο  Γιώργος  θέλει  να  βουρκώσει.  Αυτό  το  συναίσθημα   είναι   η   μοναξιά;   σκέφτεται   και   πετάει   την   εφημερίδα   κάτω.   Δεν  υπάρχει  τίποτα  που  τον  αφορά  σε  ο,τι  γίνεται.  Καμία  σχέση  δεν  έχει  ο  ίδιος  με  ότι  συμβαίνει  στον  Αντώνη  ή  στον  οποιονδήποτε  άλλο.  Όλα  είναι  άχρηστα  μπροστά  του  και  η  όλη  ιστορία  θα  τελειώσει  σε  λίγες  βδομάδες  με  τον  ίδιο  να  βρίσκεται  ίσως  στο  ίδιο  σημείο  που  βρίσκεται   χρόνια,  να  φαντασιώνεται,   να  σχεδιάζει,   να  προσπαθεί  να  μπει  ακόμη  πιο  βαθειά  στη  ζωή  και  στους  ανθρώπους.  Ήξερε  από  την  αρχή  πως  απλώς  θα  βοηθούσε  τον  Αντώνη  και  τίποτα  παραπάνω.  Πώς  άφησε  τον  εαυτό  του  να   παρασυρθεί   έτσι   ανεδαφικά   σε   σκέψεις   περί   κοινωνικής   δικαιοσύνης   και  αγωνιστικότητας.  Τι  μπορεί  να  καθορίσει  ένα  άτομο  σαν  και  αυτόν;  

 Ο   κόμπος   προχωράει   ακόμη   πιο   κάτω   θυμίζοντας   του   όλη   την   τραγική   του  προσπάθεια,  για  χρόνια,  ανάμεσα  σε  δύο  αποτυχημένους  γονείς,  να  ξεχωρίσει  από  την   εικόνα   της   οικογένειας,   να   αποσχιστεί   από   εκείνη   την   έντονη   μιζέρια   της  μετριότητας   που   οδηγεί   ένα   ζεύγος   ανθρώπων   στον   συμβιβασμό   και   την  αποχαύνωση,   δουλεύοντας   για   να   γεννήσουνε,   να   γεννάνε   για   να   συνεχίζουν   να  δουλεύουν.   Καταλαβαίνει   όμως   παράλληλα   πως   ο,τι   εκείνος   έχει   επιτύχει   και  συλλέξει   με   αγώνα   και   προσήλωση,   οι   περισσότεροι   τα   είχαν   ήδη   με   άνεση,  χειρίζοντας   τα   πολλές   φορές   με   αδιαφορία   ή   μια   κανονικότητα   που   σε   εκείνον  φαντάζει  ακόμη  τεχνητή.  

Page 67: To Pagopoieio PDF

  66  

 Μέσα   σε   δευτερόλεπτα   καταλαβαίνει   πως   πέφτει   μέσα   στο   τίποτα,   άδειος  από   κάθε   ιδέα   συνοχής   και   προσωπικότητας,   μια   βαριά   αίσθηση   που   γίνεται  χειρότερη  όταν  σκέπτεται  την  διαφορετική  εκδοχή  που  υπάρχει  για  τη  ζωή  του,  την  πιο   εύκολη   και  προσβάσιμη,   την   επιλογή   του   να  δεσμευτεί   με   τη  Χριστίνα   και   να  κάνουν  ένα  παιδί  διαλέγοντας  έτσι  να  γεμίσουν  δύο  άνθρωποι  κάποιες  επικίνδυνα  ονειροπόλες  ώρες  του.  Πως  βρέθηκε  να  κινείται  πάλι  προς  έναν  άσχετο  με  τον  ίδιο  στόχο.     Το   καταλαβαίνει   πως   το   θάρρος   του   Αντώνη   τον   έκανε   να   βρει   άλλο   ένα  σημείο   αναφοράς,   μια   ιδέα   χρήσιμη   να   συλλογιστεί   για   την   δική   του   έλλειψη  πρωτοβουλίας  και  την  εμμονή  με  τη  σταθερότητα  της  εικόνας  του.  Από  πού  όμως  πήρε  αυτό   το   θάρρος   ο  Αντώνης   εφόσον   και   πάλι   δεν   υπάρχει   κάποια   ελπίδα   να  φτιάξουν  τα  πράγματα  αν  όχι  από  το  θάρρος  ενός  απελπισμένου,  αυτού  που  τίποτα  άλλο  δεν  έχει  πια  να  χάσει  καταλήγοντας  στο  ίδιο  σημείο.  

Σηκώνεται   απότομα   και   προχωράει   προς   το   σκονισμένο   παράθυρο   της  εισόδου   περνώντας   με   το   εσωτερικό   του   χεριού   του   το   ίδιο   σημείο   που   είχε  καθαρίσει    την  προηγούμενη  ημέρα.  Μέσα  όλη  η  σάλα  είναι  σκοτεινή  φέρνοντας  τα  πρώτα  σημάδια  παραίτησης  και  ραστώνης.  Η  μπάρα  σαν  κάποιο  αρχαίο  μπαούλο  συνεχίζει  να  γυαλίζει  από  το  πρόσφατο  μάλλον  λούστρο  που  την  πέρασε  ο  άτυχος  ιδιοκτήτης.   Ο   Γιώργος   συγκεντρώνεται   γραπώνοντας   με   τα   μάτια   του   κάθε   γωνία  και  άκρια   του  μαγαζιού,  από   τις   τουαλέτες  μέχρι   τις   ξύλινη  σκάλα  που  οδηγεί   σε  κάποιο  μικρότερο  φουαγιέ  με  βαριά  διακόσμηση  και  τεράστιες  λαδί  μποτίλιες  που  χρησίμευσαν  ως  κηροπήγια,  όλα  σκοτεινιασμένα  τώρα,  σε  όλα  τα  σημεία  μπροστά  του,   να   τα   κοιτάζει   ώσπου   συνειδητοποιημένος   αποτραβιέται   λίγο   κάνοντας   ένα  κοντινό  στο  ίδιο  του  το  πρόσωπο  που  αντανακλάται  στο  βρώμικο  τζάμι  με  φόντο  το  σκοτεινό   χώρο   πίσω   του.   Όπως   και   άλλες   φορές   ο   Γιώργος   αισθάνεται   πως   κάτι  σημαίνει   αυτή   η   σκοτεινή   όψη   που   αντίκρισε     χωρίς   όμως   να   καθορίσει   τι.   Η  επόμενη  του  κίνηση  είναι  να  αποτραβηχτεί  κι  άλλο  σημειώνοντας  το  τηλέφωνο  που  αναγράφεται  πάνω  στο  πωλητήριο  του  μαγαζιού.  

     ΑΠΟΜΑΚΡΟΣ,   τρυφερά   αποτραβηγμένος   σε   μια   ιδιωτική   και   προσεκτικά  

στημένη  χορογραφία.  Περαστικός  δίπλα  της,  από  την  κουζίνα  στο  σαλόνι  και  ευθεία  μέσα  στο  μικρό  του  γραφείο,  καθισμένος  για  ώρες  με  τα  ακουστικά  του  στο  κεφάλι  και   ένα   άτσαλα   στριμμένο   τσιγάρο   στα   δάχτυλα,   κοιτάζει   πότε   την   αφίσα   του  Hi  Fidelity   μπροστά   του   και   ύστερα   κρυφά   πίσω   του   να   δει   αν   εκείνη   τον  παρακολουθεί,   λες   και   όλες   οι   ώρες   της   κρέμονται   από   αυτόν   και   την  λεπτοδουλεμένη  του  αποφυγή.  Είναι  αλήθεια  όμως  πως  το  βλέμμα  της  ακολουθεί  αυτήν  τη  γρήγορη  σκιά  που  είναι  ο  Γιώργος  τις  τελευταίες  ημέρες,  κοιτάζοντας  τον  να  προσπαθεί  να  γδυθεί  χωρίς  να  είναι  άνετος,  ξαπλώνοντας  αμέσως  κάτω  από  τα  σεντόνια,   γυρίζοντας   την   πλάτη   του,   ταχύτατα   αποσυρόμενος   στον   εγωισμό   του.  Άλλες  στιγμές  η  Χριστίνα  γελάει  νευρικά  που  τον  βλέπει  να  περνάει  από  δίπλα  της  

Page 68: To Pagopoieio PDF

  67  

χωρίς  ούτε  καν  να  την  ακουμπήσει  ή  με  τον  τρόπο  που  χρησιμοποιεί  τα  πιάτα  και  τα  άπλυτα,   βλέποντας   τον   για   πρώτη   φορά   να   τα   πλένει   μόνος   του   ή   έστω   να   τα  μαζεύει,   κινήσεις   απότομες,   ανώριμες,   με   μια   ελαφρότητα,   η   εμμονή   του   να  χαράξει  ξαφνικά  μια  νοητή  ανεξαρτησία  από  εκείνη  λες  και  με  αυτόν  τον  σεξιστικό  κατά   βάθος   τρόπο   της   δείχνει   πως   έχει   ανάγκη   την   απόσταση.   Ο   εγωίσταρος  σκέφτεται   καθώς   τον   κοιτάζει   να   αλλάζει   τα   κανάλια   στην   τηλεόραση   ενώ  ταυτόχρονα   κοιτάζει   από   το   net   book   τα   τελευταία   νέα   στο   in.gr.   Καταφέρνει   να  γεμίζει   όλο   το   χώρο   με   την   εύθρυπτη   του   αγωνία,   το   ανατριχιαστικό   αυτό   άγχος  που  κουβαλάει  όταν  ξέρει  πως  προκαλεί  την  προσοχή,  όταν  καταλαβαίνει  πώς  την  πονάει,  νιώθοντας  πως  φέρεται  σα  σαδιστής,  λες  και  αντιμετωπίζει  τον  ίδιο  του  τον  εαυτό.   Τέσσερεις  μέρες  συνεχόμενη  αδιαφορία   και  ψυχρότητα,  με  μικρές   τυπικές  κουβέντες   μεταξύ   τους,   αφήνοντας   την   να  περιμένει,   να   κινείται   μεταξύ   θάρρους  και   δειλίας   μέχρι   να   του   πει   κάτι,   το   κωλόπαιδο,   ο   τραγικός   που   τη   φοβάται  καταβάθος,   που   τρέμει   τα   σχέδια   της   και   τη   κρυφή   επιρροή   της.   Σίγουρα   αυτό  σκέφτεται   ο   Γιώργος   λέει   από   μέσα   της   και   κάθεται   δίπλα   του   παίρνοντας  αυταρχικά  ένα  τσιγάρο  από  το  πακέτο  της.    

Τον  χαζεύει  όπως  πάντα,  παρατηρώντας  τις  φύτρες  στους  κροτάφους  του  και  τα   όμορφα   καμπυλώδη   χείλη   του,   αραιώνοντας   το   θυμό   της   μέσα   από   τη   λεπτή  μυρωδιά   που   έρχεται   από   τα   ρούχα     και   το   λαιμό   του.   Τον   θέλει   και   της   είναι  αδύνατον  να  πιστέψει,  να  τον  σκεφτεί  ως  αντίπαλο,  να  θεωρήσει  τις  ιδέες  του,  τον  τρόμο   του   ως   ξενιστές   που   έχουν   εισβάλλει   ξαφνικά   στα   μάτια   του   και   δε   την  κοιτούν  για  να  μην  δεθεί  άλλο  μαζί  της.  

Τα  πόδια  της  ανεβαίνουν  πάνω  στα  δικά  του  και  η  Χριστίνα  αφήνει  μια  ανάσα  ανακούφισης  καθώς  ξεφυσά  τον  καπνό  προς  το  μέρος  του.  Απόψε  δε  μαγείρεψε,  δε  του   μίλησε,   δε   τον   άγγιξε.   Άφησε   να   κινηθεί   σα   μικρό   παιδί   στο   χώρο   μέχρι   να  πέσουν   οι   άμυνες   του   νιώθοντας   απαρατήρητος,   ξέγνοιαστος   μέσα   στο   τάχα  αόρατο  κουστούμι  του.  Φέρνει  τα  χέρια  της  στο  στήθος  του  και  μετά  τον  δείκτη  της  στο  μήλο   του  Αδάμ,  θωπεύοντας   το  σα  μια  αμαρτωλή  άκρη,  αρχίζοντας  να  παίζει  μαζί  του,  με  την  αμηχανία  του  και  την  πεισματική  του  σιωπή.  

«Δε   θέλω   να   με   παντρευτείς.   Θέλω   να   είσαι   μαζί   μου.   Καταλαβαίνεις   τη  διαφορά;  Έχεις  φύγει  Γιώργο,  χρόνια  τώρα  από  κει,  από  αυτό  το  σπίτι.  Δε  γίνεται  να  συντηρείς   ακόμη   τον   πληγωμένο   έφηβο.   Είναι   τουλάχιστον   αστείο!».   Κρατάει   τη  φωνή  της  σταθερή  την  ώρα  που  του  μιλάει.  Δε  θέλει  να  προσδώσει  κανέναν  τόνο  ειρωνείας.   Θέλει   μόνο   να   την   ακούσει,   να   καταλάβει   την   ευαισθησία   των  προθέσεων   της.   Τον   σφιχταγκαλιάζει   και   τον  φιλά   στο   μάγουλο   ακούγοντας   τους  παλμούς   του   που   έχουν   ανέβει   καταλαβαίνοντας   πως   και   η   παραμικρή   της  φροντίδα   τον   ενεργοποιεί,   τον   βασανίζει.   Η   Χριστίνα   ξέρει   πως   όλη   αυτή   η   όψη  είναι  τύψεις  και  άγχος.  Είναι  μια  μικρή  βόμβα  βυθού  μέσα  στις  χιλιάδες  ταχύτητες  του  Γιώργου.  Εκείνος  αποτραβιέται  απότομα  ρίχνοντας  από  το  μπράτσο  του  καναπέ  τον  υπολογιστή,  κάνοντας  τα  πόδια  της  να  χτυπήσουν  στο  τραπεζάκι.  Μένει  όρθιος  κοιτάζοντας  την  αυστηρά,  επικριτικά.  

Page 69: To Pagopoieio PDF

  68  

«Δεν  έχει  να  κάνει  με  φαντάσματα  της  παιδικής  ηλικίας  ή  με  ο,τι  άλλο  εσείς  οι  κυνικοί   αποκαλείτε   χωρισμό.   Γαμώτο!   Κάθε   φορά   τα   ίδια».   Ο   Γιώργος  απομακρύνεται  κι  άλλο  πηγαίνοντας  προς  τη  βιβλιοθήκη.  Κοιτάζει  τα  βιβλία  σα  να  διαβάζει  φράσεις  και  μηνύματα  στους  τίτλους  τους,  πράγματα  που  θέλει  να  πει.  Η  Πτώση,   Το   Βιβλίο   της   εξορίας,   Η   επέκταση   του   πεδίου   της   πάλης.   Λέξεις   που  συντονίζουν   τον   εσωτερικό   του   αλγόριθμο,   κώδικες   που   γυρίζουν   στο   μυαλό  ξεκλειδώνοντας  απόψεις  και  σοφιστείες  που  συντηρεί  από  μικρός  με  σκοπό  να  είναι  ένας   έτοιμος   κατήγορος.   Γυρίζει   προς   τη   Χριστίνα   κάνοντας   της   νόημα   να   κάτσει  εκεί  που  είναι.  

«Έχει   να   κάνει   με   το   τι   βλέπω   μπροστά   μου.   Με   αυτό   που   θέλεις   να   γίνω  Χριστίνα.  Νομίζεις  πως  όλοι  είμαστε  ίδιοι;  Έτοιμοι  να  εκπληρώσουμε  τα  αρχετυπικά  σχέδια   των   προγόνων   μας   χωρίς   έστω   μια   στιγμή,   μια   γαμημένη   στιγμή,   να  σκεφτούμε  τις  συνέπειες.  Τις  συνέπειες  πάνω  μου,  πάνω  σου,  πάνω  στα  παιδιά  που  τόσο   εύκολα   νομίζεις   ο,τι   γίνονται   και   αγαπιούνται.   Έχεις   ασχοληθεί   καθόλου   με  αυτό   που   με   απασχολεί   τόσο   καιρό;   Έχεις   ιδέα   τι   γίνεται   εκεί   έξω   άραγε   στα  σχολεία,  στον  εργασιακό  τομέα,  παντού.  Έχεις;  Σε  ρωτάω;».  Η  Χριστίνα  σηκώνεται  μουδιασμένη   και   πάει   προς   την   κουζίνα   κοιτάζοντας   τον   απαξιωτικά   σαν   να   της  μιλάει  για  κάτι  που  δε  την  αφορά.  Με  τον  άνετο  τρόπο  που  κινείται  δείχνει  σα  να  μη  του  δίνει  σημασία  και  αυτό  είναι  κάτι  που  θυμώνει  το  Γιώργο.  Πιάνει  τα  μαλλιά  του  ψελλίζοντας   ερωτήσεις   αγανακτισμένος   πριν   αποφασίσει   να   πάει   πίσω   από   την  Χριστίνα  και  της  αρπάξει  το  χέρι  γυρίζοντας  την  αντιμέτωπη  στο  πρόσωπο  του.  Με  μια  άγαρμπη  κίνηση  τοποθετεί  την  παλάμη  του  στην  κούρμπα  της  κοιλιάς  της.  

«Νομίζεις  πως  μόνο  το  δικό  σου  κενό  υπάρχει;  Άντε  να  κάνουμε  ένα  παιδί  να  γεμίσουμε  τις  άδειες  ώρες  μας,  την  χωρίς  ενδιαφέροντα  ζωή  μας.  Χιλιάδες  ώρες  στα  βαφτιστικά   και  στα   JUMBO,   ευτυχισμένα   γεύματα  και  όμορφα   ξενύχτια.   Ζητάς   να  φέρεις  μια  καινούργια  ζωή  γιατί  σου  στέρεψε  η  άλλη  Χριστίνα;  Όχι  καλή  μου,  δεν  είναι  αυτό  μόνο  η  ζωή,  όχι  να  γίνεσαι  γονέας,  αλλά  να  γίνεσαι  κάποιος  γαμώτο».  Η  Χριστίνα  τον  ακούει  νιώθοντας  το  χέρι  του  να  σφίγγει  την  κοιλιακή  της  χώρα.  Έχει  δακρύσει  από  οργή  ακούγοντας  τον  αδύναμο  να  καταλάβει,  όπως  δεν  την  κατάλαβε  και  τότε  όταν  πονούσε  κάτω  από  τα  σεντόνια  μετά  την  απόξεση.  Παίρνει  το  χέρι  του  απομακρύνοντας  το  από  το  σημείο  που  της  θυμίζει  το  κενό.  

 Τον   κοιτάει   καθώς   κλαίει   με   τον   Γιώργο   να   στρέφει   το   βλέμμα   κάτω   από  κούραση  και  ντροπή,  αποτυχημένος    μέσα  στην  ευθυτενή  του  απολυτότητα.  Ξέρει  πως   τόση   ώρα   της   αραδιάζει   ένα   σωρό   σπουδαιοφανή   ψέματα,   λόγια   που  ταιριάζουν  σε  κάποιον  που  έχει  κατακτήσει  ένα  βαθμό  ευτυχίας  και  απλώς  μπορεί  να  είναι  γκρινιάρης,  όχι  αυτός  όμως.  Δεν  έχει  το  δικαίωμα  έτσι  κρυμμένος  που  είναι  πάντα  πίσω  από  το  φόβο  του  να  πέσει  πάνω  στα  πράγματα.  Είναι  πολύ  πιο  μόνος  από  τη  Χριστίνα  γιατί  αντίθετα  με  εκείνη,  ο  Γιώργος  δε  περιμένει  πια  τίποτα  και  πιο  πολύ  δε  πιστεύει  πια  στα  τεχνάσματα  του.  

Page 70: To Pagopoieio PDF

  69  

Η   Χριστίνα   του   ζητάει   να   αφήσει   το   χέρι   της   και   τρέχει   προς   το   νεροχύτη  κάνοντας   εμετό.  Διαισθάνεται   την  πορεία   του   Γιώργου  προς   το  μέρος   της   και   τον  διακόπτει  με  το  χέρι    καθώς  στέκεται  ακόμη  σκυμμένη  κάτω  από  τη  βρύση.    

«Θέλω  να  ησυχάσω  λίγο  τώρα  αν  δε  σε  πειράζει.  Ok;».  ο  Γιώργος  πισωπατάει  αφήνοντας  τη  Χριστίνα  όρθια  και  βρεγμένη  στην  κουζίνα.  Την  ώρα  που  ανοίγει  την  εξώπορτα   να  βγει   θυμάται   την   τελευταία  ημέρα   του  πατέρα   του  στο  σπίτι   καθώς  μάζευε   τα   πράγματα   του   πριν   φύγει.   Στο   πρόσωπο   του   διαγράφονταν   παιδικές  σχεδόν  εκφράσεις,  σα  να  τον  είχε  κάποιος  μόλις  μαλώσει.  Τη  στιγμή  που  πια  άνοιξε  ο  πατέρας  του  την  πόρτα  ο  Γιώργος  έτρεξε  δίπλα  του  και  τον  σκούντηξε  στη  πλάτη  ρωτώντας  τον  Και  τώρα  τι;    

                                                             

Page 71: To Pagopoieio PDF

  70  

   

 4    

 ΚΑΘΕ   ΜΥΡΩΔΙΑ   ΚΑΙ   ΑΡΩΜΑ   καταλήγει   μια   αγριεμένη   φαντασίωση   στα  

ιδρωμένα  χέρια  της.  Που  και  που  ξύνει   την  ερεθισμένη  μύτη  της  γελώντας  με  την  άξεστη   αυτή   κίνηση.   Υπάρχουν   στιγμές   που   δείχνει   να   την   απασχολεί   η   κρύα  κολλώδης  ουσία  στα  δάχτυλα  της  και  στο  πάνω  χείλος  αλλά  συνεχίζει  να  διανύει  το  άδειο  σπίτι  κουνώντας  ρυθμικά  το  σώμα  της  και  κάθε  αντικείμενο  που  συναντά  την  αφή   της.   Μόνη   της,   νευρική   και   νηστική,   πατώντας   πάνω   στα   ρούχα   της   και   σε  παρτιτούρες   που   σκόρπισε   παντού   στα   δωμάτια   ώστε   να   ακούει   τον   ήχο   του  τσαλακωμένου     χαρτιού,   σα   μικρά   κόκκαλα   που   σπάνε.   Υπάρχουν   στιγμές   που  συντονίζεται   με   τον   ήχο   του   κινητού,   ξέροντας   πως   είναι   η   Κλειώ   αυτή   που  τηλεφωνεί  ή  η  Ανδριάνα.  Παρόλα  αυτά  επιμένει  να  μιλάει  μόνο  με   τα  άτομα  που  βλέπει   μπροστά   της,   αυτόν   τον   άνδρα   γύρω   στα   σαράντα   που   φοράει   γαλάζιο  πουκάμισο   και   καπνίζει   Johnny   player   special   κοιτάζοντας   την   επίμονα,   ακίνητος  απέναντι   της,   καλυμμένος   με   σκιά   και   άγχος.   Απλώνει   το   χέρι   του   και   πιάνει   την  πλάτη   της   καθώς   η   Ζωή   κάνει   πιρουέτες   μπροστά   του.   Τον   μυρίζει,   τον   γεύεται  σχεδόν,   καταλαβαίνει   την   αρρενωπότητα   του   που   υπερνικά   την   αίσθηση   των  υπολοίπων  γύρω  της,  όπως  το  άρωμα  από  κανέλα  που  αναδύει  η  κοπέλα  πίσω  της,  αυτή   η   λειψή   και   αρρωστιάρικη   γυναικούλα   που   αρκείται   να   κάθεται   όρθια  χαζεύοντας,  ζηλεύοντας  που  εκείνη  χορεύει  και  ερωτοτροπεί  με  τον  σκιώδη  άνδρα.  Η  σκύλα  σκέφτεται,  τι  με  κοιτάζει;  Ας  τον  πρόσεχε  να  μην  τον  έχανε  και  συνεχίζει  να  περνά  από  δωμάτιο  σε  δωμάτιο  κρατώντας  ένα  μικρό  ασημόχαρτο  στο  χέρι  της.  

Η  ελευθερία  που  της  δίνει  η  άδεια  κατοικία  κάθεται  σα  βάρος  μέσα  στο  σώμα  της,   προσπαθώντας   να   κινείται   συνέχεια   γεμίζοντας   τους   χώρους   με   ήχους,   μη  τυχόν  και  επεκταθεί  σιωπή  και  ησυχία,  μη  τυχόν  και  αντιληφθεί  την  παρουσία  της  ως  ένα  σώμα  μόνο  που  δεν  διακρίνει  το  φώς  από  το    σκοτάδι  γύρω  της,  έχοντας  την  ευθύνη  να  ζήσει  δύο  μέρες  μόνη  μέχρι  να  επιστρέψουν  οι  γονείς  τις  από  τα  εγγόνια  στην   Καλαμαριά.   Το   ξέρει   πώς   είναι   μάταιο   όμως   και   ξαφνικά   σταματά   την  ακατάσχετη  χορογραφία  της.  Αιμορραγεί  στο  αριστερό  ρουθούνι  και  οι  αρθρώσεις  της   πονάνε   από   την   υπερένταση   και   την   αϋπνία.   Είναι   ανήμπορη,   αρχίζοντας   να  ακούει   την   παλμική   ανάσα   του   ζεστού   σπιτιού   καθώς   η   ανοιχτή   μπαλκονόπορτα  εισάγει   την   κουφόβραση   μέσα   στους   δαιδάλους   του   σπιτιού.   Σκουπίζει   με   την  εξωτερική   μεριά   του   χεριού   της   τα   χείλη   ενώ   ψάχνει   κάπου   να   στηριχτεί   και   να  ηρεμήσει  σταματώντας  την  προσπάθεια  να  αναπλάσει  πρόσωπα  και  αισθήσεις.  Της  γίνεται   σαφές   από   το   σώμα   της   πως   δε   μπορεί   να   συνεχίσει   άλλο   να   κρατά   τον  εαυτό   της   σε   μια   εγρήγορση   με   σκοπό   να   μην   σκέφτεται.   Μετανιώνει   που   δε  δέχτηκε  την  πρόσκληση  της  αδερφής  της  να  πάει  μαζί  τους  να  δούνε  τα  μικρά.  Της  

Page 72: To Pagopoieio PDF

  71  

αρνήθηκε   αμέσως   κι   αυτό   γιατί   δεν   επιθυμούσε   να   έχει   καμία   φυσιολογικότητα  γύρω   της   ή   κάποια   όμορφη   ατμόσφαιρα,   τίποτα   από   όσα   εκείνη   δεν   μπορεί   να  καταφέρει,  από  όσα  της  στέρησε  εκείνο  το  αμάξι  να  βλέπει  και  να  θαυμάζει.    

Δειλά  και  με  καθαρά  ιεροτελεστικά  μικρές  κινήσεις  αρχίζει  να  μαζεύει  ρούχα  και  χαρτιά  από  κάτω  ξέροντας  πως  η  επήρεια  ακόμη  σέρνεται  στα  μηνίγγια  και  τους  μύες  της,  ανίκανη  να  συγκεντρωθεί  απόλυτα  στο  σώμα  της.  Σιχαίνεται  που  αφήνει  αυτό   το   ηλεκτροφόρο   τέρας   να   αποτελεί   μια   σταθερή   διασκέδαση   τις   τελευταίες  ημέρες,   αποφεύγοντας   να   βγει   ή   έστω   να   διαβάσει   λίγο,   προτιμώντας   τη   δυνατή  μουσική   και   την   ανοιχτή   τηλεόραση,   ακούγοντας   διαλόγους   χωρίς   συνοχή   και  ομορφιά,  σπαραχτικές  ανοησίες  που  απογυμνωμένες  από  εικόνα  δημιουργούν  ένα  ψυχωτικό   σύμπαν   ακατάσχετης   λογοδιάρροιας   και   επιθετικής   ψυχράδας.   Εκείνη  δεν   ακούει   έτσι   τους   ανθρώπους   όταν   περπατά   με   τον   πατέρα   της   έξω   κι   ούτε  θυμάται   κάποιον   από   την   παρέα   της   να   μιλάει   έτσι.   Θυμώνει   με   τον   κόσμο,   με  όλους   αυτούς   τους   αφελείς   που   δε   δίνουν   σημασία   στην   ομορφιά,   στη   εικόνα,  ντύνοντας   την   με   ανούσια   φκιασίδια   και   άγαρμπες   συμπεριφορές,   άραγε   τυφλοί  είναι  όλοι  τους;  δε  τους  βλέπουν  πώς  είναι;  Πώς  ακούγονται.  Εξοργίζεται  γιατί  μόνο  άτομα  σαν  κι  εκείνη  έχουν  την  πολυτέλεια  να  ανακατασκευάζουν  ή  να  δημιουργούν  ομορφιά  και  ασχήμια  σε  φαντασιακά  πλαίσια,  να  την  κολλάνε  εκεί  που  νομίζουν,  να  την   φαντάζονται   όπως   θα   έπρεπε   να   είναι   μοιρασμένη.   Εξοργίζεται   γιατί  αναγκάζεται   να   βιώνει   μια   πλάνη,   μια   ατομική   προσπάθεια   εξιδανίκευσης   του  κόσμου  από  τη  στιγμή  που  όλοι  οι  άλλοι  την  βλέπουν  όπως  είναι  στ’  αλήθεια,  τυφλή  και  άκεφη.  Δίνει  πιο  πολλά  στον  κόσμο  από  ο,τι  παίρνει  συλλογίζεται  και  αρχίζει  να  κλαίει     νιώθοντας   ταυτόχρονα   μια   σύσπαση   στους   αδένες   της   και   στα   άκρα   της,  βιώνοντας   με   κατατονική   ταχύτητα   μια   υπερδιέγερση   που   την   αφήνει   σύξυλη   να  στέκεται  στο  πάτωμα.  

Η  νύχτα  φέρνει  άρωμα  από  νυχτολούλουδο  ξαφνικά  τρυπώντας  το  νέφος  της  διάθεσης   της.  Πρέπει   να  σηκωθεί   και   το   κάνει   με  μια   κρυφή   ευγνωμοσύνη.   Είναι  νωρίς  ακόμη  ενώ  το  Σάββατο  προχωράει  τους  ρυθμούς  του  προς  τα  Λαδάδικά  και  την  παραλία.  Άλλο  ένα  λεπτό  αεράκι  θα  τη  χτυπήσει  ξεραίνοντας  τα  μάγουλα  της.  Πεινάει  και  θέλει  να  πιεί  μαζί  ένα  ποτό.  Πέρα  στην  κουζίνα  θα  αντηχήσει  για  άλλη  μια  φορά  το  κινητό  της  που  χτυπάει  σκορπώντας  τη  σπαστική  του  μελωδία  σε  όλα  τα   δωμάτια.   Η   όρεξη   της   Ζωής   για   ανασυγκρότηση   θα   τη   φέρει   ως   το   τραπέζι  σηκώνοντας   το   τηλέφωνο.   Στην  άλλη   γραμμή   είναι   η  Ανδριάνα.  Η   Ζωή   της  μιλάει  αργά,  σα  να  συνομιλεί  πρώτη  φορά  μετά  από  καιρό.  Θέλει  να  βγει  και  να  περάσει  καλά,   να   πιεί   και   να   κάνει   διαλόγους   άσχετους,   χωρίς   σημασία.   Να   γελάσει.   Στο  αυτί   που   βρίσκεται   το   ακουστικό   νιώθει   τη   φωνή   της   φίλης   της   σαν   αυτόματο  τηλεφωνητή,   σα   κάτι   ψεύτικο   ενώ   από   το   άλλο   πιάνει   τους  ψηλούς   κώδικες   του  σκοτεινού,   άδειου   σπιτιού   που   της   παγώνει   το   αίμα   και   τη   σκέψη.   Πριν   κλείσει  άνευρα  το  τηλέφωνο  στην  Ανδριάνα  λέει  πως  φοβάται  και  θέλει  κάποιον  τώρα  εκεί  δίπλα  της,  αφήνοντας  τη  φαντασίωση  του  μαύρου  χώρου  να  καλύψει  κάθε  πτυχή  αυτοσυγκέντρωσης.  

Page 73: To Pagopoieio PDF

  72  

 Η  ΜΟΚΕΤΑ  ΕΙΝΑΙ  ΠΟΛΥΚΑΙΡΙΣΜΕΝΗ  ΚΑΙ  ΛΕΠΤΗ,  αλλάζοντας  αποχρώσεις  κάθε  

στιγμή  που  εμφανίζεται   ένα   γρήγορο  φώς  έξω  από   τα  παράθυρα   του  διαδρόμου.  Στέκεται  ακίνητος  επεξεργαζόμενος  το  παπούτσι  του  καθώς  αφήνει  αποτύπωμα  σε  αυτή   την   ταλαίπωρη   στρώση.   Οι   συρμοί   ακούγονται   κάτω   από   τα   πόδια   του,  μεταλλικοί  και  βάναυσοι,  ταλαντεύοντας  το  βαγόνι  με  μια  υπνωτιστική  κίνηση,  σα  να   οδηγείται   μέσα   από   κάποιο   πηχτό   και   υδάτινο   υλικό,   προς   μια   κατεύθυνση  άγνωστη  μέσα  στην  αοριστία  αυτής  της  νύχτας.  Βρίσκεται  ώρα  εκεί,  στην  αρχή  του  στενού   διαδρόμου   προσπαθώντας   να   μην   καπνίσει,   απολαμβάνοντας   την   ησυχία  που  έρχεται  από  τις  καμπίνες  και  τα  ημιφωτισμένα  μικρά  παράθυρα  κάθε  πόρτας.  Ξεκίνησε  πριν  ώρες   χωρίς   να  θυμάται  πως  βρέθηκε  όμως  εκεί,  από  πού  έφυγε.  Η  μοναδική   ανάμνηση   που   υπάρχει   είναι   αυτή   του   τρένου   που   ήθελε   να   μπει.  Παραξενεύεται   γιατί   παρόλο   που   κοιτάζει   έξω   από   το   παράθυρο   δεν   εντοπίζει  κανένα  τοπίο,  κανένα    χαρακτηριστικό,  σα  να  γλιστρά  ο  συρμός  μέσα  στο  άυλο  και  το   χαώδες.   Μια   ανατριχίλα   ριγεί   την   πλάτη   του   καθώς   αντιλαμβάνεται   πως   δεν  ανήκει   σε   αυτό   το   μέρος   αλλά   δεν   μπορεί   να   φύγει.   Ακούει   τις   ράγες   που  γδέρνονται   και   ουρλιάζουν   σαν   σμέρνες   που   καίγονται.   Απέναντι   στο   τέλος   του  διαδρόμου  υπάρχει  ακριβώς  μια   ίδια  μικρή  πόρτα  που  όμως  φαίνεται  να  υπάρχει  φώς  από  μέσα,  σα  να  έχει  αφήσει   κάποιος   έναν   τεράστιο  προβολέα  πίσω  από   το  ανάγλυφο   τζάμι.   Έντονο,   κίτρινο   αλλά   ασθενικό   φως   που   εκπέμπει   μια   αίσθηση  ήχου,   καλέσματος   προς   το   μέρος   του.   Έχει   τρομάξει.   Νιώθει   τώρα   τη   μοκέτα   πιο  μαλακή,  στο  παπούτσι  του  μια  περίεργη  ύγρανση  που  αρχίζει  και  προχωρά  προς  τα  πάνω  ποτίζοντας   το   ύφασμα   των   ρούχων   του.   Κρυώνει   και   πονάει   στα   νύχια   του  αλλά  σίγουρα  δεν  μπορεί   να  κινηθεί.   Τα  φώτα  στις   καμπίνες  που  εκτείνονται  στα  δεξιά   του   διαδρόμου   αρχίζουν   και   σβήνουν   ένα   ένα,   απλώνοντας   έναν   σιωπηλό  τρόμο,    μια  ακαθόριστη  σύσφιξη  του  χώρου  που  δημιουργεί  μια  ένταση  μέσα  του  αλλά   και   μια   ελπίδα   πως   κάτι   θα   δει   επιτέλους.   Οι   πόρτες   ανοίγουν   ήρεμα  φέρνοντας  μια  βαριά  οσμή  καπνού  και  ιδρωμένων  σεντονιών  από  τις  κουκέτες  στην  ατμόσφαιρα.   Δεν   υπάρχει   καμία   ασφάλεια   ή   οικειότητα   γύρω   του,   ξέροντας   πως  πια  όλο  το  σκηνικό  είναι  ξένο  και  εχθρικό.  Μικρά,  ακαθόριστου  σχήματος  κεφάλια    ξεπροβάλουν  από  τις  καμπίνες,  μαύρα  στο  περίγραμμα  τους,  με  λεπτά  σώματα  και  άρρυθμη   ανάσα   να   βγαίνουν   πια   πατώντας   στην   μοκέτα,   κάνοντας   την   πιο   υγρή,  σχεδόν  νερό.  Μυρίζουν  έντονα,  μια  αποφορά  από  καμένα  χόρτα  και  μουχλιασμένο  ύφασμα   που   φέρνει   στο   μυαλό   του   ένα   άλλο   μέρος   που   δε   μπορεί   όμως   να  θυμηθεί.    

Οι  μορφές  δε  τον  πλησιάζουν,  μόνο  στέκονται  στα  παράθυρα,  τρέμοντας  σαν  σκοτεινές  φλόγες.   Είναι   η   στιγμή   που   δυναμώνει   ο  ψίθυρος   τους   και   κάνουν   την  εμφάνιση  τους  φώτα  έξω  από  το  βαγόνι,   έντονα  γαλαζωπά  φώτα,  στο  χρώμα  του  σέλας.   Οι   σκιές   αρχίζουν   και   σαλεύουν   έντονα,   ανήσυχα,   τρελαίνονται  στροβιλίζοντας  την  ουσία  τους  πάνω  κάτω.  Ξέρει  πως  σε  λίγο  θα  έρθουν  καταπάνω  του,   πως   εκείνος   φταίει   που   αγριεύουν.   Το   φώς   στο   τέλος   του   διαδρόμου  

Page 74: To Pagopoieio PDF

  73  

δυναμώνει  κι  αυτό,  τόσο  που  πια  δεν  υπάρχει  πόρτα.  Δυναμώνει  σπρώχνοντας  τα  πλάσματα  σε  μια  υστερική  χορογραφία.  Φοβάται  και  τρέμει,  τα  νύχια  του  πονάνε.  Κλείνει  τα  μάτια  νιώθοντας  μια  ζέση  να  καταπίνει  κάθε  εκατοστό  από  το  πετρωμένο  σώμα  του.  

   ΔΕ  ΤΟΥ  ΕΚΑΝΕ  ΚΑΜΙΑ  ΕΝΤΥΠΩΣΗ  που  ονειρεύτηκε  τόσο  έντονα.  Παρατηρεί  τα  

φαγωμένα  νύχια  του,  βρώμικα  από  το  ξύσιμο  του  μπράτσου  της  θέσης.  Ψάχνει  ένα  μπουκαλάκι   νερό   μέσα   στη   τσάντα   του   και   βλέπει   πως   αυτό   έχει   γλιστρήσει   στο  απέναντι   κάθισμα,   στα   πόδια   μιας   μεσήλικης   κυρίας   που   κοιμάται   σκεπασμένη  αυτοσχέδια   με   ένα   ξεθωριασμένο   φούτερ.   Το   βαρύ   κλίμα   του   τρένου,   ένα   κλίμα  γεμάτο   από   το   συνονθύλευμα   άπλυτων   στρατιωτικών   στολών,   ιδρωμένων  πουκαμίσων  και  παπουτσιών  κάτω  από  τα  καθίσματα,  επιτείνει  την  κούραση  και  τη  ανυπομονησία   του   να   φτάσει   στον   προορισμό   του.   Το   στόμα   του   κολλάει   και   η  πλάτη   του   ήδη   σπάει   σε   άλατα,   χωρίς   όμως   να   μετανιώνει   που   άφησε   το   αμάξι  παρκάροντας   το  μάλιστα   επίτηδες   έξω  από   το   ΤΕΙ   σαν  αντιπερισπασμό   για  όλους  εκείνους  που  πια  έχουν  μυριστεί  την  είδηση  ζητώντας  δηλώσεις  μετά  την  μετάταξη  του   Χρήστου   και   την   επιτροπή   που   εκκρεμεί.   Δεν   είχε   καμία   δουλειά   πια   στην  Αθήνα,   αφήνοντας   το   δικηγόρο   του   να   κανονίσει   τα   θέματα   μέχρι   να   γυρίσει,   αν  γυρίσει.  

Μέσα   στη   νύχτα   και   το   ρυθμικό   σούρσιμο   του   τρένου,   ο   Αντώνης   περνά  ανάμεσα   από   δεκάδες   επιβάτες   που   βαριανασαίνουν   πιασμένοι   και   αβόλευτοι  μέσα   σε   αυτήν   στενή   και   άθλια   σεληνάκατο,   προορισμένη   μόνο   για   εργατικές  οικογένειες   και   νυσταγμένους,   υπερπόντιους   φαντάρους,   για   τις   μάζες   που  συνωστίζονται   όλοι   μαζί   και   τελικά   ξεγελιούνται   ξεχωριστά   αφήνοντας   άλλη   μια  μέρα,  άλλη  μια  κατάσταση  να  τους  θυμίζει  το  υπόστρωμα  στο  οποίο  κινούνται  και  ανήκουν.    

Προχωράει   μέχρι   που   βγαίνει   σε   ένα   διάδρομο,   γεμάτο   σχεδόν   με   νεαρά  άτομα   που   καπνίζουν   και   δυάδες   που   κοιμούνται   στρωματσάδα   αποπνέοντας  μπύρα.  Από  τις  τουαλέτες  ακούγεται  το  καζανάκι  και  η  εκνευρισμένη  αντίδραση  των  επιβατών  που  δεν  βρήκαν  σαπούνι.  Ο  χώρος  μυρίζει  σώματα  και  κάτουρο  εκτός  από  τις   στιγμές   που   κάποιος   ανοίγει   λίγο   παραπάνω   το   παράθυρο   πετώντας   τη   γόπα  του,  φέρνοντας  η  εξοχή  μια  ανάσα  βουνού  και  μεταμεσονύχτιας  ψύχρας.    

Στο  μυαλό  του  ακόμη  δεν  έχει  πάρει  σχήμα  αυτή  η  ξαφνική  φυγή,  ο  λόγος  της.  Σε  κάθε  σταθμό  που  φτάνει  το  τρένο,  παρατηρεί  τα  πετρόχτιστα  σταθμαρχεία  και  τα  ρομαντικά  τους  κεραμίδια,  νιώθοντας  πως  αποτελούν  ονειρικές  επαύλεις,  σημάδια  μιας  ζωής  που  έρχεται  να  σβήσει  τον  προηγούμενο  πόνο,  την  ακατάσχετη  απουσία  που  βιώνει  εδώ  και  δύο  χρόνια  μακριά  από  τη  Ζωή.  Δε  τον  τρομάζει  η  σκέψη  της  αναμέτρησης,   της   συνάντησης,   ούτε   τον   αγχώνει   αυτή   του   η   ξαφνική   διείσδυση  στον  κόσμο  της,  άγνωστος  για  εκείνον  πια.  Προσπαθεί  να  τη  φέρει  ξανά  στο  μυαλό  του  καταφέρνοντας  τελικά  να  σχηματίσει  πάλι  την  μορφή  της  από  εκείνο  το  βράδυ  

Page 75: To Pagopoieio PDF

  74  

στο  νοσοκομείο,  δακρύζοντας  που  η  μοναδική  της  αναπαράσταση,  η  τελευταία  της  προβολή  μέσα   του  είναι  η  σπασμένη  και  φθαρμένη  εικόνα   της,  σημείο   εκκίνησης  της   δικής   του   φθοράς.   Αφήνει   τον   διάδρομο   και   μπαίνει   στην   τουαλέτα  κλειδώνοντας.  Ανοίγει  τη  βρύση  και  αρχίζει  να  κλαίει,  αμφίβολος  για  το  θράσος  του,  για  την  αξία  του  και   την  επιλογή  του  να  διεκδικήσει   τώρα  πια  κάτι  από  την  αρχή.  Την  ίδια  του  τη  ζωή.  

Οι  τροχοί  αρχίζουν  να  ροκανίζουν  σταδιακά  πάλι  τις  ράγες  και  η  σιλουέτα  του  ξενυχτισμένου   σταθμάρχη   απομακρύνεται   από   την   οπτική   του   Αντώνη.   Τα   μάτια  του  τσούζουν  καθώς  τα  τρίβει  καθισμένος  πίσω  στη  θέση  του.  Η  κυρία  απέναντι  του  έχει   ξυπνήσει   και   με   θλιμμένο   βλέμμα   κοιτάζει   το   ρολόι   της.   Στη   θέα   της  δημιουργείται  μια  αίσθηση  αιωνόβιας  μελαγχολίας  που  φέρνει  στο  λαιμό  του  έναν  κόμπο.  Ο  Αντώνης  κλείνει  τα  μάτια  και  πιέζει  τον  εαυτό  του  να  κοιμηθεί,  να  κυλιστεί  μέσα   σε   ομιχλώδη   σκηνικά,   έντρομα   και   δυσοίωνα,   θέλοντας   να   συναντήσει  απροσδιόριστες  μορφές  και  την  αίσθηση  του  αλώβητου,  βαθειά  μέσα  στα  όνειρα,  κάτω  στους  χώρους  που  εξαϋλώνεται  ο  πραγματικός  πόνος.    

     Η   ΑΙΧΜΗ   ΤΟΥ   ΚΡΑΓΙΟΝ   ΔΙΝΕΙ   ΤΟ   ΣΧΗΜΑ   ΚΑΙ   ΤΗΝ   ΚΑΜΠΥΛΟΤΗΤΑ,   μια  

ιχνογραφία   που   διασκεδάζει   τη   διάθεση   της   μετά  από  αρκετή  ώρα  περισυλλογής  και   ακατάπαυστης   αγωνίας.   Της   είναι   αδύνατον,   σκέφτεται,   να   γνωρίζει   αν   είναι  όμορφη,   αν   βάφτηκε   διακριτικά   και   όχι   σα   λατέρνα,   προσπαθώντας   να   ζυγίζει   τη  ποσότητα   του   ρουζ   ή   της   σκιάς   καθώς   νιώθει   τη   λεπτή   βαρύτητά   από   τα  βουρτσάκια,  αρνούμενη  εδώ  και  ώρα  τη  βοήθεια  και  την  κατατόπιση  της  Ανδριάνας  που   σίγουρα   παρακολουθεί   πίσω   της   αυτό   το   αργό   μπαλέτο   των   χεριών.   Οι  σκοτεινές  στιγμές  έχουν  περάσει   για  απόψε,  αφημένες  πίσω  στο  σαλόνι  και  μέσα  στο  ελαφρύ  εναπομείναν  μούδιασμα  της  μύτης  της,  έτοιμη  πια  να  αφιερώσει  λίγο  χρόνο  πάλι  στην  αφέλεια  και  την  αναρχία  της  νύχτας,   του  θορύβου,  αφημένη  στα  χέρια  της  φίλης  της,  κάποιου  άλλου  έστω  αλλά  όχι  πάλι  στα  δικά  της  πειθαρχημένα  βήματα.   Δεν   αγγίζει   το   πρόσωπο   της   καθόλου   αφού   τελειώνει   το   βάψιμο.  Χαμογελάει  και  γυρίζει  προς  την  φίλη  της  νιώθοντας  μια  ελαφρότητα,  ένα  άδειασμα  λες  και  υποχώρησε  ο  περασμένος  χρόνος  μέσα  από  τη  γνώση  της,  σα  να  βρέθηκε  ξαφνικά  σε  αυτή  τη  γη.  Νιώθει  το  χέρι  της  Ανδριάνας  που  την  πιάνει  αγκαζέ  και  στη  συνέχεια  τα  πάντα  διακατέχονται  από  μια  περίεργη  ορμή  διερεύνησης,  ο  ήχος  της  πόρτας  που  κλείνει,  το  μεταλλικό  μουγκρητό  του  ασανσέρ,  το  τζάμι  της  εισόδου  που  συντονίζεται  από  αυτοκίνητα,  ο  ελάχιστα  ψυχρός  αέρας  του  βορρά  που  χτυπάει  τις  γυμνές  της  γάμπες  και  το  ντεκολτέ  της,  όλα  μια  ατμόσφαιρα  που  προμηνύει  ένταση.  

Ακούει  τα  τακούνια  της  στο  πεζοδρόμιο,  αισθάνεται  το  τέντωμα  της  φούστας  από   τον   ρυθμικό   διασκελισμό   της,   το   σώμα   σε   μια   πλήρη   αρμονία   με   την  πεινασμένη  της  ετοιμότητα.  Είναι  κεφάτη  κάνοντας  την  Ανδριάνα  διπλά  χαρούμενη  όπως  λέει,  που  την  έψησε  τελικά  να  βγουν  παρέα  μετά  από  τόσο  καιρό.  Γύρω  τους  

Page 76: To Pagopoieio PDF

  75  

φασαρία  που  δυναμώνει  όσο  προχωρούν  στα  έγκατα  του  κέντρου  και  της  δυνατής  μίξης   των   εξατμίσεων  με  βαβυλωνιακές  φωνές   και   μουσικές.  Η  θάλασσα   ίσα  που  ακούγεται   στην   απέναντι   πλευρά,   αφήνοντας   να   μαντεύει   η   Ζωή   το   λίκνισμα   της  μόνο  από  το  απαλό  γλείψιμο  του  νερού  στο  υπερυψωμένο  τσιμέντο,  ένας  ήχος  σαν  καστανιέτες   που   της   δημιουργεί   μια   ασφαλή   μελαγχολία,   ταιριαστή   σε   αυτό   το  Σαββατόβραδο.    

Ο  Θερμαϊκός  ανακινείται  σαν  μελίσσι  με  τα  ηχεία  να  εκτοξεύουν  πολύχρωμα  decibel  που  τη  βοηθάνε  να  σχηματίσει  στο  μυαλό  της  το  χώρο  και  τον  πολυάριθμο  κόσμο   που   την   ακουμπά   και   την   ερεθίζει   καθώς   περνάει   στριμωγμένη   με   την  Ανδριάνα  ανάμεσα  τους.  Ανακατωμένες  κολόνιες,  αρώματα  από  καπνό  και  πούρα,  κρέμες   μαλλιών,   έντονες   αρρενωπές   μυρωδιές   και   άλλες   ευδιάκριτες   κάτω   από  κατσαρά   μακριά   μαλλιά   ή   λινά   πουκάμισα,   όλα   μαζί   χτυπημένα,   καταφέρνοντας  μέσα  της  μια  άφυλη  σχεδόν  εντύπωση  που  τη  φοβίζει  μα  ταυτόχρονα  ιντριγκάρει  το  κορμί   της   καταφέρνοντας   να   τραβήξει   το   χέρι   της   από   αυτό   της   φίλης   της,  δοκιμάζοντας  να  παρασυρθεί  από  οτιδήποτε  βρεθεί  στο  δρόμο  της  ή  οποιονδήποτε  την  εξοστρακίσει  πίσω  σε  άλλα  σημεία  του  μαγαζιού.  Γελάει  καθώς  η  Ανδριάνα  την  αγκαλιάζει  από  πίσω  σπρώχνοντας  την  προς  τη  μπάρα.  Η  Ζωή  νιώθει  τα  χείλη  της  φίλης   της   να   φωνάζουν   στο   αυτί   της   αλλά   η   δυνατή   μουσική   δεν   αφήνει   να  σχηματιστούν   ολόκληρές   οι   λέξεις   πριν   ακούσει   στο   επόμενο   λεπτό   ξαφνικά   ένα  στιβαρό   και   απότομο   καλησπέρα!   και   στη   συνέχεια   καταβαίνοντας   πως   έχει  κολλήσει  πάνω  σε  ένα  ψηλό  ανδρικό  σώμα  ακούγοντας  τη  φράση  Αργήσαμε  λίγο  ή  μου  φαίνεται;    

Ανάμεσα   στον   οξύ   ήχο   από   τις     τρομπέτες   των  Red   Snapper   και   τη   ρυθμική  σαγήνη   των   Herbalizer,   αφήνει   εδώ   και   ώρα   τη   διάθεση   της   να   υποχωρεί,  καταλαβαίνοντας  πάλι  την  εικόνα  που  έχει  το  πρόσωπο  της.  Παραγγέλνει  ποτά  με  έναν   αμήχανο   τρόπο   σα   να   μην   έχει   κάτι   άλλο   να   κάνει,   συνεχίζοντας   να   πίνει  απότομα,   λαίμαργα   ενώ   μέσα   της   αρχίζει   να   ξυπνά   η   λαχτάρα   για   εκείνη   την  παθητική  ευδιαθεσία  που  της  προσφέρει  το  mdma.  Η  φωνή  της  Ανδριάνας  αλλά  και  ο  τρόπος  που  μανιπιουλάρει  τον  Ανδρέα,  όπως  της  συστήθηκε  πέφτοντας  πάνω  του  πριν,   εγκυμονεί   μια   μακριά   πορεία   μέσα   στη     νύχτα,   μια   προσπάθεια  εντυπωσιασμού   και   εύρεσης   ερωτικού   συντρόφου   που   την   κάνει   να   θέλει   να  αποστασιοποιηθεί   από   όλο   αυτό   το   κυνήγι   και   την   αγωνία   να   αρέσει,   να   γελάει  επειδή  την  κοιτάνε.  Ξαφνικά  είναι  σα  να  έφερε  το  σαλόνι  της  μέσα  στο  μαγαζί  και  οι  φωνές  πίσω  της  να  αποτελούν  μονάχα  απόηχους  από  βραδιές  στο  Ποτοπωλείο  και  στο  Alley  Cat,  στιγμές  ταριχευμένες  που  φυλάσσονται  στο  ζεστό  πηγάδι  των  ματιών  της.   Σηκώνεται   και   καταλαβαίνει   πως   κάποιος   πάει   να   τη   στηρίξει   βαστώντας   το  αριστερό   της   χέρι.   Η   απότομη   κίνηση   της   να   σηκωθεί   κινητοποίησε   όποιον   την  κρατάει  ξαφνικά,  έτσι  που  νιώθει  τη  δύναμη  του  άγαρμπη  και  θρασύτατη.  Όποιος  είναι   αυτός   σκέφτεται,   την   παρακολουθεί   ώρα   χωρίς   να   μιλάει.   Με   νεύρο  διαγράφει  μια  καμπύλη  απαγκιστρώνοντας  το  χέρι  της  από  όποιον  την  κρατά  αλλά  

Page 77: To Pagopoieio PDF

  76  

μεθυσμένη   όπως   είναι   χάνει   τη   ισορροπία   της   καταλήγοντας   πάνω   στο   άγνωστο  σώμα.    

«Με   θυμάσαι   τουλάχιστον   ακόμη   ή   να   ανασυστηθώ;».   Η   ζεστή   φωνή   του  φτάνει   σπασμένη   στα   αυτιά   της   μέσα   από   την   προσπάθεια   της   να   συντονίσει   τις  μεθυσμένες  τις  αισθήσεις  σε  μια  κατεύθυνση.    

«Είμαι   ο   Σταύρος,   ήρθα   μαζί   με   τον   τρελό   που   χορεύει   την   Ανδριάνα!   Σε  έβλεπα   που   έχεις   τα   μπλουζ   και   έτσι   δε   σε   ενόχλησα.   Συγνώμη   αν   σε   ξάφνιασα  τώρα».    Προσπαθεί  να  ανακαλέσει  την  ημίωρη  σχεδόν  αρχική  συζήτηση  που  είχαν  καθισμένοι   και   οι   δύο   στη   μπάρα,   δύο   ώρες   πριν.   Από   τότε   βυθίστηκε   στην  εκκωφαντική   ζαλάδα   και   τον   απρεπή   θυμό   της   για   τον   κόσμο   που   διασκέδαζε  κάνοντας  τον  Σταύρο  να  απομακρυνθεί  με  δικαιολογία  στη  τουαλέτα  ενώ  σίγουρα  τελικά  θα  έμεινε  εκεί  κοντά  της.  Του  ζητάει  συγνώμη  και  προσφέρει  να  τον  κεράσει  ένα   ποτό   αφού   δε   μπορεί   να   είναι   η   μόνη   γελοία   χορεύτρια   έως   το   τέλος   της  βραδιάς,   ένα  σχόλιο  που  του  προκαλεί   ένα  ευγενικό  και   γοητευτικό  σε  ήχο  γέλιο.  Της   παίρνει   το   χέρι   καθοδηγώντας   την,   μια   πράξη   θάρρους   για   εκείνη   που   είχε  αφήσει  λίγους  έως  τώρα  να  τολμήσουν,  προς  την  εξωτερική  πλευρά  του  μαγαζιού,  κοντά  στην   τζαμαρία   και   τραβάει  μια   καρέκλα.  Ο   τρόπος  που  αγγίζει   τους  ώμους  της   απλώνει   μια   παράξενη,   σχεδόν   γνώριμη   οικειότητα   που   την   κάνει   να  ανατριχιάσει  μαζί  με  την  φωνή  του  που  τρυπώνει  στα  λακκάκια  του  λαιμού  της.  

«Εδώ  είναι  καλά  πιστεύω  μόνο  που  δε  πήρα  τα  ποτά  μας!  Παρατήρησα  πως  κάνεις   στριφτό.   Βαριέσαι   να   μου   στρίψεις   ένα;».   Η   εκφορά   των   φράσεων   που  αφήνει  δημιουργεί  μια  ανησυχία  μέσα  της,  επικαλυμμένη  τέλεια  με  το  στυγνό  της  τρόπο   να   σιωπά,   αφήνοντας   τον   να   μιλάει   συνεχίζοντας   να   διεκδικεί   μια  αποκάλυψη  από  μέρους  της.  Σα  να  στάλθηκε  αυτός  ο  άνδρας  επίτηδες  από  κάποια  τυχαία  προσβολή  του  παρόντος  με  σκοπό  να  νιώσει  ευάλωτη,  δειλή.  

«Συγνώμη  που  σε  ρωτάω  αλλά…με  έχεις  ξαναδεί;  Γνωριζόμαστε;  Ρωτάω  γιατί  μπορεί  να  σε  ξέρω  και  τώρα  απλώς  να…».  Μπερδεύεται,  αγχώνεται,  επιστρέφει  στη  σκέψη   και   την   σκοτεινή   θαλπωρή   του   σπιτιού   της.   Αναζητά   μια   μνήμη   που   να  ταιριάζει  στη  φωνή  και  τις  παλάμες  που  την  άγγιξαν  πριν.    

Τον  ήξερε.  Αφέθηκε   στην   φλύαρη   διήγηση   και   την   περιγραφή   του   τρόπου   που  

γνωρίστηκαν   κάποτε   σε   ένα   στούντιο.   Το   στυλ   του,   η   έμφαση   στις   λέξεις   και   οι  τριβές   των  χειλιών  σε  κάθε  π  και  β,   το  ανεπαίσθητο  ρεύμα  που  δημιουργούνε   τα  χέρια   του   καθώς   τα   κουνάει   περιγράφοντας   αστεία,   δικά   του   προσωπικά   μα  ταυτόχρονα  άσχετα  στοιχεία  στέλνοντας  μια  φροντίδα  απέναντι  της,  μια  αγωνία  να  την   κρατήσει   γελαστή   και   συνδεδεμένη   με   τον   κόσμο.   Αισθάνεται   την   εφίδρωση  στην   πλάτη   και   στο   εσωτερικό   των   χεριών   της,   καπνίζει   άσχημα,   λαίμαργα   και  θυμώνει  στην   ιδέα  της  εικόνας  που  ίσως  δίνει.  Του  μιλάει  και  εκείνη,  για  το  πόσο  όμορφη  δουλειά  είχε  κάνει  ως  αρχιτέκτονας  στο  στούντιο  και  στον  παιδικό  σταθμό  απέναντι  από  το  σπίτι  της.  Του  περιγράφει  πως  συνεχίζει  και  μαθαίνει  κιθάρα,  πως  καταλαβαίνει  που  είναι  το  κάθε  τι,  λεπτομέρειες  που  ούτε  στον  πατέρα  της  δεν  έχει  

Page 78: To Pagopoieio PDF

  77  

πει   από   εγωισμό   και   αγωνιστική   επιμονή,   φράση   που   ακούγεται   στον   Σταύρο  αστεία  αλλά  τη  θαυμάζει,  επιμένοντας  πως  καιρό  ήθελε  να  την  πετύχει  κάπου  χωρίς  να  ξέρει  πως  είχε  αρραβωνιαστεί  στην  Αθήνα,  ώσπου  απόψε…  

Απόψε   που   η   ώρα   κυλάει   ανώριμα   και   άγρια   μυρίζοντας   ρούμι   και   golden  Virginia,   αφήνοντας   τα   πόδια   της   να   ακουμπούν   τα   δικά   του,   ατσούμπαλα   και  άτεχνα,  παραπαίοντας  επιτηδευμένα  και  θελκτικά  σε  ένα  κορμό  άγνωστο,  τρυφερό,  απροστάτευτο   από   τον   εαυτό   της   και   την   ορμή   της   θλίψης   της.   Παραιτείται  παίρνοντας  μαζί  της  και  τον  δικό  του  αυτοσχεδιασμό,  μακριά  από  το  γεμάτο  μπαρ  και   τη   φασαρία   της   φαντασίωσης.   Η   πόρτα   χτυπάει   πίσω   τους   και   έρχεται  αντιμέτωπη  με  την  όμορφη,  πρώιμη  δροσιά  της  λεωφόρου.  Τον  ρωτάει  συνέχεια  αν  πάει   να   ξημερώσει   ή   τι   ώρα   είναι   ακριβώς,   σα   να   βιάζεται   να   εκπληρώσει   μια  επιθυμία,   δέσμια   του   χρόνου   και   της   απειλής   που   φέρνει   η   κανονικότητα   του  πρωινού,  η  περίεργη  και  μαλθακή  αεργία  της  Κυριακής  που  ακολουθεί.  Τον  τραβάει  από   το   χέρι   γελώντας,   αγγίζοντας   κρυφά   την   κοιλιά   του,   τους   μηρούς   του,  πλησιάζοντας  τόσο  κοντά  στο  αυτί  του,  ρωτώντας  τον  που  μένει,  αν  θέλει  να  πιούνε  ένα  ποτό,   αν   σιχαίνεται   τη   γαμημένη  φασαρία   και   την  αίσθηση  πως   όλοι   είμαστε  ένα  αλλόκοτο  πλάσμα  που  δημιουργούν  τα  club.  Το  καταλαβαίνει  ότι  την  ακούει  και  πως  σίγουρα  σέβεται  το  γεγονός  πως  έχει  πιεί  αλλά  ξέρει  πώς  τη  θέλει,  αισθάνεται  τη  συγκρατημένη  ορμή  του  πάνω  στο  σφιγμένο  σώμα  του,  στη  ρυθμική  σιωπή  που  προδίδουν  οι  ανάσες  του  όταν  τον  πλησιάζει.  Δεν  θέλει  άλλο  να  στερεώνει  το  σώμα  της,  να  ελέγχει  τους  μορφασμούς  της.  Υπάρχει  μια  ένταση  βαθειά  μέσα  της  που  την  κάνει   να   σφίγγει   το   χέρι   του   περισσότερο   καθώς   μπαίνουν   στην   είσοδο   της  πολυκατοικίας.    

Το  ξύλινο  πάτωμα  παγώνει  την  πλάτη  της.  Η  κάμψη  που  παίρνει  το  σώμα  της  από  το  τράβηγμα  του  κάνει  τα  κόκκαλα  να  πονάνε  καθώς  ακουμπούν  κι  αυτά  κάτω.  Το  ημίγυμνο  της  αμφίεσης  της,  η  φόρα  με  την  οποία  της  αφαιρεί  ή  παραμερίζει  τα  ρούχα  και  το  εσώρουχο,  στουμπώνουν  το  στόμα  της,  αδύναμη  από  την  απόλαυση  και   την   επιστροφή   του   πόθου   να   βογκήξει,   να   φωνάξει,   αφήνοντας   μονάχα   να  μεταφράζεται   η   βία   της   σε   βαριές   ανάσες,   ψύχη   που   χτυπάει   το   λαιμό   και   το  πρόσωπο  του.  Ο  ήχος  που  κάνει  η  μάζα  των  σωμάτων  τους,  κυλιόμενοι  στο  δρύινο  πάτωμα  έρχεται  στα  αυτιά  της  σα  βαριά  πατήματα  κάποιου  ηλικιωμένου  επισκέπτη,  κατακλύζοντας   τη  σκέψη  από  σκοτάδι   και  απύθμενο  ερεθισμό,  μια   χαρμολύπη   τη  στιγμή   που   ο   Σταύρος   γλιστράει   μέσα   της   απαλά   απελευθερώνοντας   κάθε  συναισθηματική  αναστολή  της  που  κρατούσε  τόσο  καιρό,  σιδερένια  μπαλόνια  που  κόπηκαν  και  φεύγουν  προς  τα  πάνω  ακούσια  και  άχρονα.  Παλεύει  να  συγκεντρωθεί  στο  πόθο,  στην  κατάκτηση  αυτού  του  σώματος  που  την  έκανε    σήμερα  ζωντανή  και  έρμαια  επιτέλους  καταλαβαίνοντας  όμως  πως  η  νύχτα  έχει  τελειώσει  για  αυτήν.    

Η   μέρα   φροντίζει   να   έρθει   μέσα   στο   κουρασμένο   της   μυαλό   με   τη   εικόνα  αυτού  του  άμορφου  και  ιδρωμένου  όγκου  που  διαπερνά  κάθε  σπιθαμή  της  ερωτικά  αλλά  άμορφα,  ανοίκεια  σαν  ένας  ξενιστής  που  αφήνει  τα  ελαφρά  του  μόρια  στους  πόρους   της.   Όλο   αυτό   το   πάθος,   η   ορμή   απομένουν   τώρα   στην   πραγματική   τους  

Page 79: To Pagopoieio PDF

  78  

διάσταση.  Μια  αντίδραση  και  μια  βίαιη  ανταπόδοση  ψευδαίσθησης.  Πριν  ήταν  το  mdma,  τώρα  η  σάρκα  και  η  λαθρόχειρη  αντιμετώπιση  του  χρόνου,  νοθεύοντας  την  πραγματικότητα.    

Βάζοντας  όλη  της  τη  δύναμη,  σπεύδει  να  απομακρύνει  το  σώμα  του  Σταύρου  από  πάνω  της,  αφήνοντας  τον  αμήχανο  και  σιωπηλό,  βαριανασαίνοντας  πίσω  από  την   πλάτη   της.   Μπροστά   της   μόνο   μαύρο,   ακόμη   πιο   πηχτό,   ενισχυμένο   με  αδρεναλίνη   και   ντροπή.   Ακούει   τα   βήματα   του   που   κατευθύνονται.   Έπειτα   τις  ξύλινες   μπαλκονόπορτες   που   σύρονται   αφήνοντας   την   αυτοκίνηση   στη   Λεωφόρο  Νίκης  να  φέρει  τις  κόρνες  και  το  σχίσιμο  του  αέρα  μέσα  στο  σαλόνι.  Φαντάζεται  το  Σταύρο  να  κοιτά  τα  αναρίθμητα,  παρόχθια  φώτα  που  σαν  θαμπό  κολιέ  διατρέχουν  την  προβλήτα  ως  πέρα.    

Σηκώνει   τις   ράντες   της   και   μαζεύει   τα   πόδια   πίσω   από   τους   γλουτούς   της,  καταφέρνοντας  να  επαναφέρει  τον  έλεγχο  στην  αναπνοή  και  τη  σκέψη  της.  

«Είναι  η  ύβρις.  Αυτό…αυτό  είναι.  Τώρα  πια  το  καταλαβαίνω.  Το  ξέρω».  Ακούει  την   απορία   του   για   αυτό   που   μόλις   είπε,   φτάνοντας   στα   αυτιά   της   μαζί   με  αεροπλάνα  και  αστικούς  βόμβους.    

«Κα…κ..κανείς   άνθρωπος   δεν   αξίζει   να   είναι   ευτυχισμένος,   ολοκληρωμένος.  Πάει  ενάντια  στην  ίδια  μας  την  ύπαρξη,  στην  ύβρι  μας.  Να  φέρνεις  την  ύπαρξη  σου  στην  απόλυτη  ολοκλήρωση,  σε  απόλυτη  επιτυχία,  να  ζεις  όμορφα  χωρίς  εναλλαγή  καλού-­‐κακού.   Θα   μέναμε   μαζί,   όλα   προχωρούσαν   όμορφα…   και   έπειτα   ο   γάμος.  Όχι,  όχι.  Απλά  ΔΕΝ  μπορείς  γιατί  χρωστάς.  Και  μόνο  που  υπάρχουμε  χρωστάμε,  με  ακούς;  Αυτό   είναι   το   λάθος   μας.   Δεν   μπορείς   να   είσαι   ευτυχισμένος.   Η   ζωή   ήταν  όμορφη  πριν  από  εμάς.  Απλά  δε  θα  μπορέσουμε  ποτέ».  

Ξέρει   πως  από   το  παράθυρο   του  συνοδηγού  φαίνεται   μαγευτική  η  ανατολή  και   αρκείται   να   τη   φαντάζεται   καθώς   ο   Σταύρος   την   πηγαίνει   σπίτι,   σιωπηλός,  ταραγμένος,  παρόλα  αυτά  φροντιστικός.  Της  έφτιαξε  καφέ  και  πρωινό,  κρατώντας  την  από  το  χέρι,  προσφέροντας  της  το  κρεβάτι  να  κοιμηθεί  αλλά  μάταια.  Επιθυμεί  το  δωμάτιο  της,  την  στενότητα  και  την  κωδικοποιημένη  του  διαρρύθμιση.  Πιο  πολύ  όμως  επιθυμεί  το  σκοτάδι  του,  το  κρεβάτι  της,  το  κρύο  κέλυφος  των  σεντονιών  που  περιμένει  να  καλύψουν  την  παγωνιά  της.  

     ΜΙΑ   ΤΕΛΕΙΑ   ΗΧΟΜΟΝΩΣΗ   που   αφήνει   το   πολυέστερ   του   σεντονιού   και   το  

αργό   γουργούρισμα   του   εντοιχισμένου   ψυγείου   να   ακούγονται   σαν   να   είναι   το  δωμάτιο  μια  φωτεινή  κάψουλα  που  κινείται  χωρίς  εξωτερικούς  αντιπερισπασμούς  και   την   ενόχληση   των   ευγενικών   πλασμάτων   που   κατοικούν   σε   αυτό   το   χάος.   Σε  αυτό   το   τσίρκο   ξενυχτισμένων   κουλουρτζήδων   έξω   από   το   σταθμό,   εργατών   του  μετρό   που   χτυπάνε   νυσταγμένοι   φραπέ   κοιτάζοντας   τον   σαν   μια   φιγούρα  διαφορετικά  ντυμένη  και  άρα  άξια  να  ασχοληθούν  πριν  βυθιστούν  πάλι  στα  τιτάνια  έγκατα  της  στενής  αυτής  πόλης.  Μια  πόλη  που  ξυπνάει  άγουρα  και  ζαλισμένα  κάτω  

Page 80: To Pagopoieio PDF

  79  

από   το   ήπιο   φως   του   ουρανού   παρασέρνοντας   μέσα   του   μια   ξαφνική   θλίψη   και  λαχτάρα   να   γυρίσει   πίσω,   πίσω   εκεί   που   γνωρίζει   να   δέχεται   τον   πόνο   και   τη  ακατέργαστη  ρουτίνα  της  επιλογής  που  δίνεται  στον  καθένα.    

Το  ξενοδοχείο  είναι  η  μόνη  αποστειρωμένη  τρύπα  που  μπορεί  ο  Αντώνης  να  χωθεί  πριν  σκάσει  το  Βόρειο  φως  πάνω  στο  αλλοιωμένο  από  τους  εφιάλτες  και  την  αγρύπνια   πρόσωπο   του,   τρέχοντας   αμέσως   εκεί   μόλις   απομακρύνθηκε   από   το  σταθμό  και  την  διακριτική  ακόμη  βουή  του  χαράματος.  

Η   ίδια  αίσθηση   κενού   και  ματαιότητας   γλιστράει  από   το  σκοτεινό   γυαλί   της  τηλεόρασης,   μια   αποστεωμένη   ελπίδα   που   κρέμεται   μόλις   από   το   γεγονός   ότι  βρίσκεται   ήδη   πια   στη   Θεσσαλονίκη   και   άρα   τόσο   κοντά   πάλι   στη   Ζωή   που   δε  γίνεται   να   κάνει   πίσω.   Ξέρει   πως   έχει   θράσος,   το   γνωρίζει   γιατί   ένιωσε   κάθε  τσίμπημα  στη  καρδιά  του  κατά  τη  διάρκεια  της  βραδιάς.  Ένα  τσίμπημα  αιχμηρό  και  βάναυσο   κάθε   που   ο   τόνος   της   κλήσης   παρέμενε   αέναος   και   επιμήκης   μέσα   στο  χωνί  του  λοβού  του  με  εκείνη  να  μην  σηκώνει  το  τηλέφωνο.  Λαχταρά  να  πέσει  στο  υπέρδιπλο   κρεβάτι   που   χαοτικά   εκτείνεται   πίσω   του,   στη   μαλακότητα   του  παπλώματος   και   την   νεκρική   σιγή   του   ακριβού   δωματίου.   Πέφτει   και   αμέσως   ο  ίδιος   πόνος,   αυτή   η   λοξά   σπασμένη   λόγχη   που   του   φέρνει   στο   μυαλό   παιδικό  έρωτα,  περνά  μέσα  στο  στήθος  του,  διαρρηγνύει  το  στέρνο  και  απλώνει  τη  μέλανα  χολή  στο  μονόχρωμο  κάλυμμα.  Γελάει  και  θυμώνει  ταυτόχρονα  με  την  αστειότητα  και  την  ευθραυστότητα  της  ηλικίας  του,  αυτό  το  πάμφθηνο  υλικό  που  νεότερος  το  πουλούσε  σε  κάθε  κοπέλα  που  τον  ερέθιζε,  τώρα  τον  αφήνει  να  μετρά  κάθε  ίντσα  χαμένου   λεπτού   μακριά   από   τη   Ζωή.   Ανόητα   απρόσκλητός   μέσα   στη   αδιάβλητη  σιωπή  της,  ένας  θρασύδειλος  κλόουν  που  προκαλεί  αλυσιδωτές  αντιδράσεις  μήπως  και   φτάσει   στον   καθρέφτη   που   θα   τον   ολοκληρώσει.   Κλειδωμένος   σε   αυτό   το  διάκοσμο  χρηματοκιβώτιο  μακριά  από  όλους  αυτούς  που  πια  προφέρουν  το  όνομα  του  σε  δικαστικές  αίθουσες  και  συντακτικές  ομάδες,  από  τον  Χρήστο  που  ακόμη  του  στέλνει  μηνύματα  μίσους  και  απόγνωσης  ως  τον  υπαίτιο  για  τη  φυγή  της  Κλειώς  με  τα   παιδιά   και   στη   συνέχεια   γράφοντας   τη   λέξη  φίλος   σα   να   εκλιπαρεί   για   άδολη  κατανόηση.    

Τραβάει   την   κουρτίνα   και   μελαγχολικά   ανακαλύπτει   πως   το   πανέμορφα  κυβικό   ξενοδοχείο  περιστοιχίζεται  από  άκομψες  και  λερές  πολυκατοικίες,   γεμάτες  δεκαοχτούρες   και   πεθαμένα   γλαστράκια   στις   αιχμές   των   ακάλυπτων.   Ο   αστικός  μεταλλικός   ήχος,   ίδιος   με   αυτόν   της   Αθήνας,   φτιαγμένος   από   τα   κύμβαλα   του  μπετόν  και  των  σωλήνων  που  διατρέχουν  την  πόλη  κατά  μήκος.  Κοιτάζει  για  άλλη  μια   φορά   το   κινητό   που   φορτίζει   και   ξεκινάει   την   πλοήγηση   στα   εισερχόμενα  αφήνοντας  την  όσφρηση  του  να  εντοπίσει  τα  μόρια  του  καφέ  που  αχνίζει  δίπλα  του.  Ξαναδιαβάζει  το  τρεις  φορές  σταλμένο  μήνυμα  του  Γιώργου  και  χαίρεται  για  αυτή  τη  λεπτή  ευθυμία  που  νιώθει,  αυτή  την  αναρχική  άφεση  του  μέλλοντος  σε  μια  και  μόνο  ιδέα  κάποιου  φίλου.  Καθώς  ανάβει  το  τσιγάρο  του  φέρνει  στο  μυαλό  αφίσες  του  Dizzy  Gillespie  και  του  Lester  Young  να  κρέμονται  σε  έναν  τοίχο  καθώς  κόσμος  θα   πηγαινοέρχεται.   Θα   ήταν   όντως   ωραία   σκέφτεται   αλλά   δε   απαντάει   αμέσως  

Page 81: To Pagopoieio PDF

  80  

στον  Γιώργο.  Θέλει  να  κρατήσει  αυτή  τη  τροπή  για  το  τέλος,  σα  μια  κουτοπόνηρη  καβάτζα  που  θα  εκμεταλλευτεί  ηττημένος  και  άχρηστος  πια.  Όχι.  Δεν  θα  πει  το  ναι  για  το  μαγαζί  πριν  καταφέρει  να  της  μιλήσει.  

Βγαίνει   από   το   μπάνιο   βρεγμένος   σε   μια   προσπάθεια   να   αντισταθμίσει   την  αγωνία,   τον   ιδρώτα   που   κυλάει   καθώς   στέκεται   πάλι   στο   παράθυρο   και   κοιτά   το  κινητό   πριν   αρχίσει   να   πληκτρολογεί   τον   αριθμό   της   αργά.   Πάλι   από   την   αρχή  προκαταβάλλει   την   πιθανότητα   μιας   αναπάντητης   κλήσης,   μια   πιθανότητα   που  ταυτόχρονα  αποζητά,  γιατί  η  ήττα  και  η  αποδοχή  της  φαίνεται  πιο  εύκολη.  Πατάει  κάποια   πλήκτρα   εμφατικά,   σαν   κουμπιά   εκτόξευσης.   694…5…63…3…3…48.   Στην  παχιά   μοκέτα   του   διαδρόμου   ακούγονται   βήματα,   πόρτες   που   ανοίγουν   και  ηλεκτρονικές   κάρτες   ανάμικτες   με   ξένες   γλώσσες   καθώς   ο   βόμβος   της   κλήσης  επαναλαμβάνεται  σα  ρίψη  σταγόνας  ορού.  Ο  ακάλυπτος  ακόμη  σκοτεινός  στέκεται  πίσω   από   τον   χοντρό   παράθυρο.   Σκεπτόμενος   πως   δε   ξέρει   τι   ακριβώς   θα   πει  αναγκάζεται  να  έρθει  αντιμέτωπος  με  μια  ζεστή  και  γρατζουνισμένη  φωνή.  Περνάνε  μόλις  δύο  δευτερόλεπτα.  

«Ζωή;  Εγώ  είμαι.»                                                    

Page 82: To Pagopoieio PDF

  81  

 5  

     ΤΑ   ΣΚΛΗΡΑ   ΓΕΝΙΑ   ΠΟΥ   ΑΝΕΒΛΥΖΑΝ   ΣΑΝ   ΑΓΚΑΘΙΑ   από   τα   μάγουλα   του.   Η  

τραχιά   όψη  που  αποτυπώθηκε   για  πάντα  στα  μικρά  δάχτυλα  όταν  μερικές  φορές  κατάφερε   να   τον   αγγίξει   όσο   κοιμόταν,   μυρίζοντας   κρασί   και   λίπος.   Χαντάκια   και  άγριες  τρίχες,  ηφαιστειακές  ρυτίδες,  λες  και  όλα  τα  βαριά  του  λόγια  έβγαιναν  από  εκείνους   τους   σκοτεινούς   πόρους.   Τίποτε   από   αυτά   δεν   είχε   απομείνει   πια   όταν  θάφτηκε  ο  πατέρας  του  το  ΄84,  μονάχα  μια  ελάχιστη  μάζα,  ο  ελάχιστος  εαυτός  που  είχε  απομείνει  σε  αυτόν  τον  μικρόσωμο  άνδρα.  Θυμάται   την  ατολμία  του  να  πάει  στην   κηδεία,   σα   μια   μορφή   ύστερης   εκδίκησης   και   εφηβικής   αλαζονείας,   μια  ύστατη  δήλωση  απέναντι   σε  αυτόν   τον  βρωμόγερο  που  δεν  άπλωσε  μία  φορά   το  χέρι   του   να   τον   κρατήσει,   να   τον   κοιμίσει   φροντίζοντας   ο   Χρήστος   να   βλέπει   τον  κόσμο  με  ένα  ανθρώπινο  μάτι,  ασφαλή  και  δίκαιο.  Περιμένοντας  την  μάνα  του  και  τους   λίγους   συγγενείς   να   γυρίσουν   από   την   εκκλησία   τριγυρνούσε   θυμωμένος,  σχεδιάζοντας  να   τα  ψάλλει  στη  μητέρα   του  για   την  δειλία   της  να  πει  όσα  πέρασε  από  αυτόν.  Εκείνη  την  ημέρα  τη  μισούσε  εκείνη  και  την  ατάραχη  δουλικότητα  της,  υποσχόμενος  στον  εαυτό  του  να  βρει  μια  γυναίκα  διαφορετική  από  τη  μάνα  του.    

Συνεχίζει   να   κοιτάζει   το   τεράστιο   παράθυρο   του   γραφείου   του,   όχι   ακριβώς  έξω   από   αυτό   αλλά   σα   να   θέλει   να   προβάλει   τις   σκέψεις   του   πάνω   στο   τζάμι.  Σηκώνει   την   πλάτη   του  από   τη   καρέκλα   και   σέρνει   τα   ροδάκια   της   πιο   κοντά  στο  γυαλί.   Το   λεπτό   προγούλι   του   έχει   λιγότερα   γένια   και   οι   κρόταφοι   του   άσπρισαν  αρκετά.  Τα  φρύδια  του  σμίγουν  με  την  ίδια  εμφανή  ρυτίδα  καθώς  σφίγγει  τα  μάτια.  Διακρίνει  μια  παραμόρφωση  στο  βλέμμα  του  και  στο  τρόπο  που  το  πρόσωπο  σπάει  σε  δεκάδες  σκαμμένες  γραμμές  σχηματίζοντας  μια  επιφάνεια  φτιαγμένη  από  ξηρό  πυλό.   Μια   βίαιη   γλυπτική   από   αϋπνία,   οργή,   αλκοόλ   και   υπερβολική   αφαγία.   Ο  γιακάς  του  είναι  μεγάλος,  κιτρινισμένος  από  κολόνια  και  το  ασήμι  της  καδένας  του.  Φέρνει   κι  άλλο   το  πρόσωπο  του  κοντά  στο   τζάμι  αντιμέτωπος  με   το  φριχτό   τέρας  που  κληρονόμησε  στα  γονίδια  του,  την  κατάρα  που  υποφέρει  κάθε  παιδί  σχεδόν  να  κουβαλά  μια  νοθευμένη  εικόνα  των  γονιών  του,  τις  σωματικές  αυτές  λεπτομέρειες  που  σαν  άλλη  μήτρα  δίνουν  το  σχήμα  μιας  υπόγειας  και  ύπουλης  αυταπάτης  πως  μοιάζουμε   με   αυτούς   τους   γίγαντες,   τις   κυκλώπειες   μορφές   που   από   εγκάρδιες  φωνές   και   φροντίδες   καταλήγουν   να   γυροφέρνουν   σαν   όρνεα   πάνω   από   τη  τρυφερή  ηλικία  και  το  σώμα  της  ανεξαρτησίας  επιλέγοντας  πότε  θα  φάνε  ή  πότε  θα  σταθούν  πίσω  σου  αλλά  ποτέ  δίπλα  σου.  Δεν  είναι  φίλοι  σκέφτεται  καθώς  κοιτάζει  τον   πατέρα   του   απέναντι.   Είναι   όλα   αυτά   εκεί   έξω   που  φοβάσαι.   Η   κατάκριση,   η  προσβολή   και   ο   έλεγχος.   Η   φτώχεια   μου   και   η   αγωνία   μου   να   με   περιέξει   ένα  κόσμος  που  φτιάχτηκε  για  λίγους.  Φέρνει  τα  λόγια  του  στο  στόμα  του,  τις  επιθετικές  αράδες  που  ξεστόμιζε  όποτε  τον  έβλεπε  να  μπαίνει  από  το  σχολείο.  Όποιος  δε  κάνει  τα  πάντα  για   την  οικογένεια   του  δεν  είναι  άνδρας.  Πάνω  από  όλα,   το  ακούς  αυτό  

Page 83: To Pagopoieio PDF

  82  

παντελή;   Ε  παντελή!   Γελώντας,  σηκώνοντας   το   κοντό  αλλά  σμιλευμένο  σώμα   του,  ερχόταν  κοντά  και  περιεργαζόταν  τα  βιβλία  του  Χρήστου,  πάνω  από  το  κεφάλι  του.  Κοίτα  ρε  τα  χέρια  σου  λίγο.  Μαλακά  σαν  κομμωτή.  Χέρια  γραφιά.  Πιάσε  τα  δικά  μου  ρε…   σκληρά,   δουλεμένα.   Έσκυβε   ξαφνικά   μπροστά   του   και   έφερνε   τη   μούρη   του  ίσια  στην  δική   του.  Ένα  σου   λέω   γραφιά  μου.  Όλα   για   την   οικογένεια  αλλιώς  δεν  είσαι   άξιος.   Εξαιτίας   αυτών   των   χεριών   σπουδάζεις.   Κοίτα   να   φροντίσεις   τη  οικογένεια  σου.  Θα  σε  βλέπω  ακόμα  κι  αν  πεθάνω.    

Φέρνει   την   εικόνα   πέντε   έξι   ανθρώπων   να   τον   σπάνε   στο   ξύλο   κάτω   στο  αμπάρι   που   τον   βρήκαν   με   σπασμένο   κρανίο   και   κόκκαλα.   Η   μάνα   του   πλήρωσε  πολλά   μήπως   και   τον   ομορφύνουν   πριν   την   κηδεία   αλλά   μάταια.   Άκουσε   πως   το  πρόσωπο   του   ήταν   λιωμένο   από   τις   γροθιές   και   ό,   τι   άλλο   χρησιμοποίησαν   για  όπλο.  Πάνω  του  είχαν  βρεθεί  κοκαΐνη  και  κάμποσα  δολάρια.  Όλα  τα  φαντάσματα  που   αποτελούν   το   σώμα   του   τριγυρνάνε   πια   στο   σπίτι,   έξω   από   το   μυαλό   του  Χρήστου,   μόνος,   τιμωρημένος   από   αυτήν   την   ανάξια   γυναίκα,   να   στερείται   τα  παιδιά   του.   Περιμένοντας   το   τηλεφώνημα   για   την   μετάταξη   του   σε   κάποια  κωλοθέση  της  επαρχίας,  απομακρυσμένος  σαν  λεπρός  με  κωδικό  όνομα  Μάκης,  το  τίτλο  που  του  έδωσε  ένα  ηλίθιος  δυσλεκτικός  δημοσιογράφος.  

 Αρρώστια.   Αρρώστια   και   σήψη   μέσα   στο   μυαλό   του   που   προσπαθεί   να  απωθήσει   καθώς   πληκτρολογεί   τον   κωδικό   της   Πρέβεζας.   Θέλει   να   μιλήσει   στα  μικρά  και  σε  εκείνη,  αν  το  θέλει.  

Η   φωνή   της   πεθεράς   του   είναι   γλυκιά,   ρωτώντας   τον   πως   είναι   και   πως  εύχεται   να   ξεμπερδέψει   αυτή   η   ιστορία.   Στη   φωνή   της   υπάρχει   μια  υπερπροσπάθεια  να  είναι  αντικειμενική,  πειθήνια  για  το  καλό  όλων,  για  το  Χρήστο  όμως  όλα  είναι  συμβόλαια  και  συμβάσεις.  Θέλει   να  παιδιά   του.  Μέσα  στο  βάθος  του   ακουστικού   πιάνει   τις   λεπτές   φωνές   του   Μιχάλη   και   του   Αλέξανδρου   που  παίζουν.   Τώρα   ακούει   το   γράπωμα   του   ακουστικού   και   την   παγωμένη  φωνή   της.  Ακούγεται  αμέτοχη.  Μια  αίσθηση  επίθεσης  ξεχωρίζει  σαν  άκρη  στο  τελείωμα  κάθε  λέξης  λες  και  αυτό  που  εκφράζεται  είναι  το  αντίθετο  από  αυτό  που  εκφέρεται.  Της  μιλάει   ευγενικά  και  πρόθυμα,   κρατώντας   την  εικόνα  που  έχει   για   την  πεθερά   του  πριν.  Ξέρει  πως  η  Κλειώ  έχει  ενημερωθεί  από  τις  εφημερίδες  και  τα  κανάλια  για  την  υπόθεση   καλώντας   την   να   καταθέσει   κάποια   στιγμή   κι   αυτή.   Αυτό   όμως   είναι   το  λιγότερο  που  τον  ενδιαφέρει  αυτή  τη  στιγμή.  Θέλει  να  μιλήσει  στον  Αλέξανδρο,  να  λάβει   πάλι   μια   μορφή   σεβασμού,   πως   ακόμη   είναι   υπολογίσιμος,   πως   τον   έχουν  ανάγκη.  

«Ο  μικρός  δε  θέλει   να  σου  μιλήσει  Χρήστο.  είναι  πολύ  θυμωμένος.  Εξάλλου  δεν  έχουμε  προλάβει  να  ηρεμήσουμε  από  προχθές.  Ξέρεις  είχαμε  ταξίδι».  Ο  τρόπος  της  να  χρησιμοποιεί  το  α΄  πληθυντικό  τον  αφήνει  έξω  από  το  σύνολο  τους,  από  την  ομάδα   τους.   Του   πήρε   τα   παιδιά   και   έφυγε   και   τώρα   του   μιλάει   σα   να   είναι  ανοίκειος,   ξένος.   Είναι   ίδια   με   όλους   αυτούς   τους   τσαρλατάνους   που   τον  χρησιμοποίησαν.  Οι  ομάδες  τους  και  εκείνος.  

Page 84: To Pagopoieio PDF

  83  

«Σε  παρακαλώ,  μου  δίνεις  κάποιον  από  τους  δύο.  Δε  γίνεται  να  μη  μάθουν,  να  μην  ακούσουν  κι  εμένα.  Έλα,  περιμένω».  Η  Κλειώ  συνεχίζει  να  του  περιγράφει  πως  είναι   τα   παιδιά,  φωνάζοντας   τους   ταυτόχρονα   να   κάνουν   ησυχία,   εκθέτοντας   του  την  δυνατότητα  να  κάνει  αυτή  κουμάντο  τώρα  πια.  Εκείνος  μπορεί  μόνο  να  ακούει,  να  συνειδητοποιεί  πως  πια  ο  έλεγχος  και  η  φροντίδα  έχουν  φύγει  από  τα  χέρια  του.  

«ΔΩΣΕ   ΜΟΥ   ΤΩΡΑ   ΤΟΝ   ΜΙΚΡΟ.   Μ΄ΑΚΟΥΣΕΣ.   ΤΩΡΑ».   Το   ακουστικό   του  φαίνεται   μισητό,   σα   μια   λαβή   χειροβομβίδας   που   έμεινε   στα   χεριά   του  ενεργοποιημένη,   στα   χέρια   του   κορόιδου.   Η   σιωπή   της   είναι   χειρότερη,   σαν   να  παρακολουθεί  κάποιος  ένα  άγριο  ζώο  έξω  από  το  κλουβί  γελώντας  με  την  θέα  ενός  καταδικασμένου   πλάσματος.   Ο   τρόπος   της   χειροτερεύει.   Δε   πρόκειται   να   μιλήσει  στα  παιδιά,  όχι  έτσι  όπως  ακούγεται.  

«ΚΑΡΙΟΛΑ!  Με  ποιο  δικαίωμα  ρε;  Αυτό  είναι  εγκατάλειψη  συζυγικής  στέγης.  ΘΑ   ΣΤΑ   ΠΑΡΩ   ΤΑ   ΠΑΙΔΙΑ  ΜΩΡΗ   ΚΑΡΙΟΛΑ.   ΝΑΙ!   ΝΑ  ΜΕ  ΦΟΒΑΣΑΙ».  Δε   μπορεί   να  καταλάβει  αν  τον  ακούει.  Υπάρχει  μόνο  η  φωνή  του  και  το  υγραμένο  ακουστικό,  ο  βόμβος  στο  κεφάλι  του  και  η  μορφή  του  πατέρα  του  που  μέσα  από  τον  καθρέφτη  του   σαλονιού   αντανακλά   σαν   μια   υδράργυρη   δίνη.   Ο   ασύρματος   καταλήγει   στο  πάτωμα  όπως  και  τα  περισσότερα  κομμάτια  του  καθρέφτη.  Η  θέα  του  αίματος  στα  χέρια   του,   ξυπνά   στον   Χρήστο   μια   αίσθηση   ήδη   γνωστή,   μια   αμετάβλητη  επανάληψη   κενού   και   οργής.   Πονάει   όσο   δεν   πόνεσε   ποτέ,   ζαρωμένος,  προσπαθώντας  να  κρατήσει  μια  εικόνα  της  γυναίκας  του  και  των  παιδιών  πριν  τις  καλύψει  η  τραγική  ασχήμια  του  πατέρα  του.    

Καθώς  πηγαίνει   στο   μπάνιο   να   ξεπλύνει   το   χέρι   του   περνά  από   το   δωμάτιο  των  αγοριών  βλέποντας   το   ξύλινο   γλάρο  που   τους   είχε  αγοράσει  από   την  Πράγα,  ακίνητο   πάνω   από   τα   κρεβάτια   τους,   γαλήνιο   με   τις   σταθερές   κλωστές   του   να  κρατούν  τέλεια  το  σχήμα  του.  Το  δωμάτιο  αντίθετα  με  άλλες  φορές  μυρίζει  άσχημα  ή   έτσι   του   φαίνεται.   Όλα   όμως   παραμένουν   τακτοποιημένα   σαν   ένα   ψεύτικο  κουκλόσπιτο  που  έπρεπε  να  μπει  μέσα  και  να  κλειδωθεί.  Το  αίμα  λερώνει  το  μικρό  χαλί  απλώνοντας  μια  κηλίδα,  μια  μαύρη  τρύπα  που  ανοίγει  σταδιακά  αλλοιώνοντας  το  δωμάτιο.    

Ο   Χρήστος   ανοίγει   το   παράθυρο   νιώθοντας   την   ευεργετική   δροσιά   που  σκορπά  στη  πόλη  ο  ερχομός  του  Σεπτέμβρη.  Από  το  μικρό  μπαλκονάκι  φαίνεται  η  Αθήνα   στην   άπλα   της,   εκτείνοντας   το   χείμαρρο   της   φασαρίας   και   των   τεχνιτών  φώτων  της  ως  τα  σημεία  που  πια  δε  φτάνει  μάτι.   Για  το  Χρήστο  όλο  αυτό  είναι  η  εικόνα   ενός   ιού,   μιας   επιθετικής   μορφής   καρκίνος   που   εξαπλώνεται   χρόνια   γύρω  του   και   μέσα   του   κατακτώντας   κάθε   εκατοστημόριο   σκέψης   και   δράσης.   Το   αίμα  ξεραίνεται   στην   παλάμη     και   στα   κότσια   του.  Μια   πολιτεία   χτισμένη   πάνω   στους  ανθρώπους,  μέσα  στα  κρεβάτια  τους,  πολλαπλασιασμένη  ανάμεσα  σε  δωμάτια  και  γραφεία.  Μια   αισχρή   μήτρα   νάνων   και   θηρίων   που   ντύνονται   με   κουστούμια   και  κουβαλούν   χρυσούς   αναπτήρες.   Ευάρεστοι   πολίτες   μέσα   στα   εστιατόρια   και   τις  δημόσιες  υπηρεσίες,  διαφημιστές  και  μάνατζερ  καθισμένοι  σε  θαλάμους  αναμονής  και   ασανσέρ   μετρώντας   ποσοστά.   Τεράστια   κτίρια   και   αντιπαροχές,   πλατείες   που  

Page 85: To Pagopoieio PDF

  84  

διακοσμούνται   με   υπέργηρα   έργα   και   μορφές   μιας   εποχής   καμένης,   βρώμικης.  Σχολές  και  μνημεία  πολιτιστικά,  αφημένα  στην  κιτς  εξάντληση  της  ιστορίας  τους  και  της   ουσίας   που   υπηρετούσαν.   Μια   πολιτεία   πέντε   εκατομμυρίων,   γιγαντωμένη  συνεχόμενα   για   τρείς   δεκαετίες,   από   τον   πατέρα   στον   γιο   και   από   τον   γιο   στον  εγγονό.  Βρώμικες  διαδοχές  για  μια  καθαρή  οικογένεια.  Μια  καθαρή  οικογένεια  για  μια  σάπια   ιδέα  μεγαλείου   και  αρμονίας.  Η  πόλη  που   έφτιαξε  μαζί   με   τον  πατέρα  του   για   τα  παιδιά   του,   η   πόλη  που   έχτισε  μαζί   με   εκείνη   την  άλλοτε   ελπιδοφόρα  γενιά   τους,   αξύριστοι,   γεμίζοντας   γήπεδα,   ΟΑΚΑ,   Επίδαυρο   και   Ηρώδειο.   Τώρα  γλοιώδεις   όλοι   τους,   στα   ίδια   μέρη   με   ακριβότερο   εισιτήριο,   οι   ηθοποιοί   με  καλύτερα  εγώ,  όλοι  μαζί  μια  τιμημένη  γένια.    

Σφίγγει  τα  κάγκελα.  Αυτή  η  γενιά  είναι  καρκίνος.  Δημιούργησαν  τα  πάντα  για  να   τα   καταλύσουν,   να   αποδείξουν   πως   τους   ανήκουν   καταστρέφοντας   τα   ως   το  τέλος.  Από  πατέρα  σε  γιο  και  από  γιο  σε  εγγονό  λοιπόν.  Κάτω  ο  δρόμος  είναι  άδειος  και   ήσυχος   με   τα   περισσότερα   διαμερίσματα   γύρω   σκοτεινά.   Ο   πατέρας   του   δεν  υπάρχει  πια,  έσβησε  και  άφησε  πίσω  του  διάδοχο.  Αυτό  πρέπει  να  σταματήσει.  Η  τελευταία   γενιά   να   πάψει   εδώ   αφήνοντας   τις   υπόλοιπες   μόνες   αλλά   ελεύθερες,  ελεύθερες   να   αποτύχουν   έστω,   να   δοκιμάσουν   και   να   βρουν   άλλους   κώδικες   και  νόμους,  άλλους  αγώνες  προς  την  ευτυχία  ή  ό,  τι  άλλο  είναι  σημαντικό.  Αυτό  πρέπει  να   σταματήσει   εδώ.   Αυτή   η   γενιά   πρέπει   να   τελειώσει   εδώ,   μέσα   στο   ελαφρύ  χτύπημα   του   αέρα   στο   πρόσωπο   και   την   γλυκιά   ορμή   της   βαρύτητας   που  κατευθύνει   το  σώμα  στην  ηρεμία   και   την   ένωση  με   το   χρόνο,   στο  σκληρό  σημείο  που   εξισώνεται   η   αρχή   με   το   αποτέλεσμα.   Ο   πόνος   με   την   αξιοπρέπεια.   Στην  ηρεμία,  όμοια  με  το  λίκνισμα  του  ξύλινου  γλάρου  μέσα  στο  άδειο  δωμάτιο.  

         ΔΕ   ΘΥΜΑΤΑΙ   ΝΑ   ΥΠΗΡΧΕ   ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ   ΛΟΓΟΣ   που   της   άρεσε   από   μικρή   να  

χαζεύει   το   ηλιακό   ρολόι   με   τις   ώρες,   κοιτάζοντας   με   δέος   τον   ενετικό   πύργο   του  Αγίου  Χαράλαμπου   να   εκτείνεται   διαθλασμένος  από  πάνω   της   λες   και   ο   ουρανός  τον  λύγιζε.  Δυσκολεύεται  να  διαβάσει  την  ώρα  έχοντας  καλύψει  τα  μάτια  της  με  το  χέρι.  Ο  ήλιος  είναι  δυνατός  και  η  ζέστη  πυρακτώνει  τον  δεξί  της  ώμο,  ακάλυπτο  από  την  μπλούζα  καθώς  ο  Μιχάλης  την  τραβάει  άτσαλα  γκρινιάζοντας  πως  διψάει.  Του  ζητάει  να  κάνει  υπομονή  προσπαθώντας  να  συγκεντρωθεί  στην  σκιά  που  σχηματίζει  η  φυτεμένη  βέργα  στο  κέντρο.  Υπάρχει  μια  ακινησία  που  την  υπνωτίζει,  βυθίζοντας  την  σε  μια  μουδιασμένη  ακαμψία.  Η  Κλειώ  συνεχίζει  να  παρατηρεί  το  ρολόι  και  την  περίτεχνη   πεντάλφα   που   υπάρχει   διακριτικά   σκαλισμένη   μέσα   στη   περίμετρο.  Νιώθει  το  χέρι  του  μικρού  στο  δικό  της,  ακούει  τα  παρακαλετά  του  με  τον  ώμο  της  να   καίει   αρκετά   τώρα   τσούζοντας.   Υπάρχει   μια   βίαιη   σιωπή   στα   γύρω   στενά   της  παλιάς  αγοράς  που  αδειανή  και  νεκρή  αποσύρεται  κάτω  από  το  πλακόστρωτο  και  τα  μικροσκοπικά  παραθύρια  των  παλιών  μονοκατοικιών.  Δεν  ακούγονται   τζιτζίκια,  ούτε   μολυντήρια   που   σέρνονται   αεροπατώντας   όπως   έλεγε   ο   παππούς   της,   στις  

Page 86: To Pagopoieio PDF

  85  

ρωγμές  των  τοιχίων.  Όλα  γύρω  της  τα  αισθάνεται  σαν  ένα  αεροστεγές  κενό  που  την  καθηλώνει,  την  τραβάει  σε  μια  παλιά  ηλικία  με  δροσερά  υποβρύχια  στην  αυλή  και  βραδινούς  περιπάτους  στην  παραλία  κοιτάζοντας  άναυδη   το  κτίριο   της  Σουηδικής  τράπεζας  με  τον  πατέρα  της.  Χωρίς  αιτία  και  λόγο  προσπαθεί  να  μείνει  σε  αυτές  τις  εικόνες   παρατηρώντας   το   ρολόι,   γραπωμένη   από   το   βάθος   της   μνήμης   και   των  υλικών   που   αποτελούσαν   την   ψίχα   του   μικροσκοπικού   κορμιού   της,   τρεχάμενη  μέσα   σε   μοσχομυριστά   στενά   και   θερμούς   κήπους.   Μια   ιδέα   ανώριμη   και  διαχρονική  που  την  έτρωγε  καθώς  στεκόταν  αντικριστά  στο  πέρας  του  Αμβρακικού.  Πώς   έφτασε   εδώ;   Πώς   γίνεται   να   συνεχίσει   να   μείνει   σε   αυτήν   αίσθηση,   να  μαγκωθεί  στα  χρονιά  που  ήθελε  μόνο  να  αντιδρά  και  να  ερωτεύεται  αντικείμενα  και  άγνωστες  λέξεις.  Να  αφήσει  το  μικρό  παιδί  που  της  κρατά  αυτή  τη  στιγμή  το  χέρι  και   να   αφεθεί   στην   κινούμενη   άμμο   του   μυαλού   και   της   παλινδρόμησης   του.   Τα  λόγια  φτάνουν  σαν  ηχώ…  Μαμά…  δίψασα…  καταφέρνοντας  να  αγγίξουν  το  σημείο  που  πονάει,  τη  ζωή  της  με  το  Χρήστο  και  τα  δύο  αγόρια  που  χάρισαν  ο  ένας  στον  άλλον.   Ποια   είναι   αυτή   που   θα   μιλήσει   έτσι   στον   πατέρα   τους;   Ποια   είναι   και  κανονίζει  αν  θα  τους  μιλήσει  και  πότε;  Ο  μικρός  είναι   ίδιος!  Κάνει  την   ίδια  ρυτίδα  στο  μέτωπο  όταν  ενώνουν  τα  φρύδια!  Ποια  είναι  αυτή  που  υποτιμά  τη  δυνατότητα  των   άλλων   να   αλλάξουν   ή   να   κάνουν   ο,τι   κάνουν   για   κάτι   καλύτερο;  Κοιτάζει   τον  Μιχάλη  κατάματα  καθώς  κάνει  μια  γκριμάτσα  αποδοκιμασίας  προς  τη  μητέρα  του  λαχανιασμένος.  Όχι.  Όχι.   Υπάρχει   κι  άλλος   τρόπος  να  πάνε  καλά   τα  πράγματα.  Τα  παιδιά  δε  πρέπει   να   έχουν  αυτή   την   εικόνα.   Καμιά  αθωότητα  δεν  αξίζει  αυτήν   τη  συνειδητοποίηση,   αυτές   τις   εικόνες.   Η   μνήμη   της   μπαίνει   πάλι   σε   πραγματικές  διαστάσεις  σκεπτόμενη  τον  κύπριο  φοιτητή  που  ξυλοκόπησαν  στη  Θεσσαλονίκη  και  το  νεκρό  έφηβο  στα  Εξάρχεια  κοιτάζοντας  ταυτόχρονα  το  γιο  της  που  αποκομμένος  από  το  κράτημα  της  Κλειώς  χοροπηδάει  ανέμελα  λίγα  μέτρα  μπροστά  της.  Θέλει  να  καπνίσει   και   γρηγορεύει   το  βήμα  της  πιάνοντας  σκληρά  πάλι   το   χέρι   του  Μιχάλη.  Όταν  καταλαβαίνει  πως  πάει  γρήγορα  τον  παίρνει  αγκαλιά  αρχίζοντας  να  δακρύζει.    

Από  την  είσοδο  της  αυλής  νιώθει  το  στόμα  της  να  εκκρίνει  παραπάνω  σάλιο,  δημιουργώντας  μια  ιδέα  ασφυξίας  μαζί,  κάτι  που  ξέρει  πως  παθαίνει  μόνο  όταν  έχει  άγχος.   Τα   φυτά   στην   αυλή   είναι   ακίνητα   σαν   πλαστικά,   με   το   δυνατό   φώς   να  θαμπώνει   την   πράσινη   απόχρωση   της   φυλλωσιάς   τους.   Το   τραπέζι   δεν   είναι  στρωμένο   και   η   πόρτα   είναι   κλειστή   μαζί   και   τα   κόκκινα   πατζούρια.   Ο   μικρός  ανοίγει  την  πόρτα  φωνάζοντας  γιαγιά  αλλά  η  Κλειώ  δεν  ακούει  καμιά  απόκριση.    

Μέσα   στο   μικρό   σαλόνι   με   τα   πνιχτά   κιλίμια   και   τις   ξύλινες   πολυθρόνες  βρίσκει   τους   γονείς   της   καθισμένους   μαζί   με   την   αδερφή   και   τον   κουνιάδο   της.  Σιωπηλοί  όλοι  τους  κρατάνε  έναν  καφέ  ή  ένα  τσιγάρο.  Η  Κλειώ  ρωτάει  αμέσως  που  είναι  ο  Αλέξανδρος  βλέποντας  τον  τελικά  μέσα  στη  κουζίνα  να  τρώει  χαμογελώντας  της,  κάτι  που  όμως  δεν  την  κάνει  να  ηρεμήσει  ούτε  να  αποδεσμεύσει  το  βλέμμα  της  από  το  έντρομο  ύφος  του  Μάνου.  Ο  πατέρας  της  σηκώνεται  παίρνοντας  το  Μιχάλη  από  το  χέρι  και  κατευθύνονται  στην  κουζίνα  να  του  βάλει  φαγητό.  Η  Κλειώ  βγάζει  ένα   τσιγάρο   από   την   τσάντα   της   και   αρπάζει   ένα   αναπτήρα   που   βρίσκει   στο  

Page 87: To Pagopoieio PDF

  86  

τραπεζάκι   του   σαλονιού.   Η   Γιώτα   και   ο   άνδρας   της   την   κοιτάζουν   ερμητικά  σιωπηλοί.   Αφήνει     μια   δυνατή   αναπνοή   και   ρουφάει   λαίμαργα   το   τσιγάρο  περιμένοντας   το   Μάνο   να   αρχίσει   να   μιλάει.   Καθώς   εκείνος   ξεκινάει   η   Κλειώ  παρατηρεί   τον  λακωνικό  και  ρυθμικό   τρόπο  που  οι   λέξεις  βγαίνουν  από   τα  χείλια  του  κρατώντας  μερικές  σα  νότες  μιας  σκοτεινής  μουσικής.  

Τον  βρήκαν…  δε  ξέρουν  ακόμη…  αναβολή  της  δικής…  Αποσβολωμένη   πια   με   τον   κρύο   ιδρώτα   να   μουσκεύει   την   πλάτη   της,  

σηκώνεται   όρθια   στο   κέντρο   του   δωματίου.   Ακούει   τις   φωνές   των   παιδιών,  ασχημάτιστες   τονικά   ακόμη,   που   γλυκαίνουν   τον   αέρα   συνειδητοποιώντας   όμως  πως   πια   δεν   υπάρχει   χαρά   μέσα   της.   Αφήνεται   να   γλιστρήσει   στα   ηλιοκαμένα  σοκάκια  της  αγοράς  και  στο  ακίνητο  του  μεσημεριού  που  συνήθιζε  να  χάνεται  ένα  κορίτσι.  Μια  μυστική  πλατεία  με  ένα  ρολόι  που  ποτέ  ξανά  δεν  δείχνει  χρόνο.  

                 

           

                               

Page 88: To Pagopoieio PDF

  87  

     

6      ΚΑΤΙ  ΣΑΝ  ΕΝΑ  ΚΕΝΟ  ΜΝΗΜΗΣ.  Μια  μικρή  κηλίδα  αμνησίας  που  υπαγορεύει  

ποιες   εικόνες  παραλείπονται.  Μια  βαθειά   ενόρμηση  άγχους   για   τα  πρόσωπα  που  γνωρίζει   και   έχει   αγγίξει   μέχρι   σήμερα,   το   άπατο   συναίσθημα   της   ιδέας   πώς   δεν  ξέρεις   ποιος   είναι  αυτός  που  σε  φιλάει   ή  αυτή  η   γυναίκα  που  σε  μεγάλωνε   τόσα  χρόνια.  Έχει  έρθει  μόνη  της  στον  κόσμο  έχοντας  ανέκαθεν  την  ηλικία  που  έχει  τώρα,  φορώντας   αυτά   τα   ρούχα,   κι   όλα   άρχισαν   καθώς   ξύπνια   για   μερικά   λεπτά   το  μεσημέρι,   μετά   από   ύπνο   βυθισμένο,   κοιτούσε   μια  φωτογραφία   του   Γιώργου   για  ώρα,   νιώθοντας   να   ξεκινά   ένα   έντονο   και   βραδυφλεγές   αίσθημα   αγνώστου,   η  εσωτερική  πεποίθηση  του  πρότερου  εαυτού  πως  δε  γνωρίζει  αυτόν  τον  άνδρα,  πώς  τυχαία  ή  χειρότερα  από  κάποιο  λόγο  που  δε  θυμάται,  βρέθηκε  να  μένει  στο  σπίτι  αυτού  του  ανθρώπου.  

Φέρνει   πάλι   στο   μυαλό   της   αυτή   την   έντρομη   σκηνή   καταφέρνοντας   να  κεντράρει  στην  απώθηση  που  είχε  για  το  πρόσωπο  του  Γιώργου  εκείνη  τη  στιγμή.  Ένα   μεταβλητό   ρήγμα   εκδίκησης   που   όμως   δεν   καταφέρνει,   ακόμη   και   τώρα,   να  γεμίσει  το  βάθος  που  αισθάνεται  μέσα  στο  στήθος  της.  

 Δε  της  αξίζει  αυτό,  σίγουρα  όχι.    Μπόρεσε   να   ανεχτεί   για   ολόκληρα   χρόνια   την   ισοπεδωτική   ηρεμία   και  

σύμπνοια  των  γονιών  της,  δύο  σεμνά  πλάσματα  που  απλώς  φροντίζουν  να  περνούν  από   τη   ζωή   αθόρυβα   και   υποτακτικά   μέσα   από   ελεγχόμενα   έξοδα,   καλές   και  τυπικές  σχέσεις  με  συγγενείς  και  εκκλησία,  τηρώντας  ψυχαναγκαστικά  τα  έθιμα  της  βασικής  εκπαίδευσης  και  εύρεσης  μιας  τίμιας  δουλειάς  παρασέρνοντας  πρώτο  τον  αδερφό  της,  έναν  εύσωμο  ανθρωπάκο,  εργατικό  και  φιμωμένο  απέναντι  σε  σύζυγο  και  γονείς  με  μόνη  απόλαυση  την  Αθλητική  Κυριακή.  Μπορεί  μέχρι  και  σήμερα  να  αντέχει   το   επαναλαμβανόμενο   στο   άπειρο   δίπλωμα   των   ρούχων   που   αφήνουν  υστερικές  πελάτισσες  στους  πάγκους  του  καταστήματος,  φροντίζοντας  τις  τσακίσεις  καθώς   χαζεύει   τον   κόσμο  που  διασχίζει   την   Ερμού.   Το   ξέρει   πώς   έχει   το   δικό   της  μερίδιο  ευθύνης  για  αυτόν  τον  δεύτερο  ρόλο  στη  ζωή  όλων,  ζώντας  αθόρυβα  μέσα  στις   καλοσυνάτες   ευχές   του   μπαμπά   και   στις   πομπώδεις   ψευδαισθήσεις   του  Γιώργου  καταφεύγοντας  από  το  ένα  άκρο  στο  άλλο,  μια  γυναίκα  ακόλουθος  και  μια  καλή  υπάλληλος  που  πλησιάζει  το  σημείο  εκείνο  της  ηλικίας  όπου  όλα  αρχίζουν  να  μονιμοποιούνται  αναγκαστικά  γύρω  αλλά  τίποτε  καινούργιο  δε  γονιμοποιείται.  

Κοιτάζει   τον   κόσμο   γύρω   της   καθώς   περνάει   την   Καπνικαρέα.   Στα   αριστερά  της  φεγγοβολούν   τα   κιτρινωπά  φώτα   και  η  παλαιική  απλότητα   των  Αναφιώτικων,  αφήνοντας   πάλι   λιγοστούς   ανθρώπους   να   βαδίζουν   οκνηροί   σαν   φθινοπωρινοί  γυμνοσάλιαγκες  τα  στενά.  Στα  ρουθούνια  της  αγκιστρώνεται  η  λεπτή  μυρωδιά  του  κρύου  που  φέρνει  ο  Σεπτέμβρης.  Στις  φλοίδες  ουρανού  που  ξεχωρίζει  ανάμεσα  στις  

Page 89: To Pagopoieio PDF

  88  

τεράστιες   προσόψεις   των   πολυκαταστημάτων,   βλέπει   το   ερυθρό   χρώμα   των  σύννεφων,   που   προμηνύουν   την   έναρξη   μιας   υγρής   παρέλασης,   το   ξεκίνημα   της  μελωδίας  που  αφήνει  η  βροχή  σαν  μεταλλόφωνο  στις  πλάκες  της  πόλης.  

Δε  μπορεί  όμως  να  πάρει  καμιά  ανταπόδοση  από  ο,τι  συμβαίνει  γύρω  της.    Περπατά   νευρικά   προσπαθώντας   να   φέρει   στο   μυαλό   της   ένα   κομμάτι   του  

Γιώργου  που  αισθάνεται    οικείο  αλλά  μάταια.  Δε  τον  γνωρίζει.  Δε  θυμάται  ούτε  ένα  μόριο  αφής  του  στη  μνήμη  του  σώματος  της,  μονάχα  ένα  απύθμενο  τέλμα  που  την  κάνει   να   τρομάξει   με   αυτό   που   αισθάνεται   επισπεύδοντας   το   βήμα   της   προς   το  Μοναστηράκι.  

 Δε  πρέπει  να  επιτρέψει  σε  κανέναν  να  γεμίζει  με  καμένα  άχυρα  τις  μέρες  της,  το   σώμα   της.   Η   μισή   ζωή   θα   είναι   για   πάντα   ένας   απέραντος   μαλακός  αεροδιάδρομος  που  απλώνεται   έρημος,   βουβός  μέσα  στην   καλοκαιρινή   κατάνυξη  της   νεανικής   ηλικίας.  Μια   υπόσχεση   επίτευξης.  Το   υπόλοιπο   του   χρόνου   είναι   το  τσουβάλι   που   πρέπει   να   γεμίσει   με   πράγματα,   σώματα   και   λέξεις,   κυρίως,  ικανοποίησης.  Μια  ιδέα  ολοκλήρωσης.    

Θέλει  να  βρει  αυτόν  τον  άνθρωπο,  να  τον  κοιτάξει  από  κοντά,  οπλίζοντας  τα  μάτια   της   πάνω   στις   λεπτομέρειες   που   αποτελούν   την   ιχνογραφία   αυτής   της  ύπαρξης.  Να  εξερευνήσει  κοντά  του  τις  περιοχές  που  νιώθει  απονεκρωμένες  αυτή  τη   στιγμή,   να   καταφέρει   έστω   να   βρει   μια   αιτία   για   την   ανηδονία   που   κουβαλά  μήνες,  την  εντύπωση  πως  δεν  έχει  πια  δικαίωμα  να  διεκδικεί.    

Στην  απέναντι  αποβάθρα  η  Χριστίνα  πιάνει  το  ουδέτερο  και  άκαμπτο  βλέμμα  ενός  μικρού  αγοριού  που  στέκεται  δίπλα  στον  πατέρα  του.  Τολμά  και  τη  διαπερνά  με   αυτήν   αθώα   βία   που   έχουν   τα   μάτια   των   παιδιών   φανερώνοντας   μια   πρώτη  ζύμωση   των   στοιχείων   που   θα   τα   καταντήσουν   αιχμάλωτα   της   ενήλικης   αγωνίας.  Μια   εντελώς   παράλογη   διαστρέβλωση   της   εικόνας   αυτής   έρχεται   στο   μυαλό   της  λίγο  πριν  μπει  μπροστά  στη  θέα  της  ο  συρμός  του  metro,  με  το  Γιώργο  να  είναι  ο  πατέρας  και  εκείνη,  εγκλωβισμένη  μέσα  στο  ελάχιστο  ανθρώπινο  κορμί  του  μικρού  αγοριού,  να  κοιτάζει  απέναντι  μια  κέρινη  γυναίκα.    

     Η   ΜΥΤΕΡΗ   ΟΠΗ   ΠΟΥ   ΔΙΑΤΡΕΧΕΙ   ΤΟ   ΧΝΟΥΔΙ   ΤΟΥ   ΣΒΕΡΚΟΥ   ΤΟΥ,   όλα   μια  

φαντασίωση   αιχμηρή,   άβολη,   να   μεγαλώνει   μέσα   του   καθώς   ακούει   τους  διαλόγους,   καθώς   οι   ηθοποιοί   στην   οθόνη   ξετυλίγουν   το   δράμα   τους   βαλμένοι  στυλιζαρισμένα  σε  απλωτά  διαμερίσματα  της  Νέας  Υόρκης  και  της  Βαρκελώνης.  Οι  κινήσεις  τους  χορογραφημένες  στο  εκατοστό,  φωτισμένες  με  τρόπο  που  ακόμη  και  η   μιζέρια   τους   γίνεται   ερωτεύσημη,   καλώντας   εκείνον,   το   θεατή,   σε   μια  ηδονοβλεψία,   στην   κρυφή   απόλαυση   να   ταυτίζεται   με   τις   καταστάσεις   και   τα  πρόσωπα  ψάχνοντας  κοινά  και  μαρτυρώντας  μια  εσωτερική  απάντηση  σε  δικά  του  ερωτήματα.  Στο  μυαλό  του   τώρα  ο  λατρεμένος  Έρλαντ   Γιόζεφσον  στις  Σκηνές  από  ένα   γάμο,   να   ταλαιπωρεί   με   έναν   αισθηματικό   σαδισμό   την   Λίβ   Ούλμαν   και  

Page 90: To Pagopoieio PDF

  89  

ταυτόχρονα   να   φθείρεται   από   τον   έρωτα   και   τη   βία   του.   Τόσο   κινηματογραφικά  αρχοντικός,   τόσο   ρεαλιστικά   άδειος   και   φοβισμένος   μπροστά   στην   απορία   της  μεσήλικης  ζωής.  Ο  όμορφος  πόνος  του  κινηματογράφου  και  των  βιβλίων.    

Κοιτάζει   ακινητοποιημένος   από   την   βελόνα   μέσα   στην   νωτιαία   περιοχή   του  κεφαλιού   του,   τα   φωτοστέφανα   στα   κεφάλια   των   θεατών   που   δημιουργεί   το  ασπρόμαυρο  φως   της  οθόνης.  Μπροστά   του  συνάδελφοι  σχολιάζουν  ασταμάτητα  κρατώντας  σημειώσεις.  Δίπλα  του  ο  αρχισυντάκτης  με  την  πανέμορφη  γκόμενα  του.  Όλοι  ήρεμοι  μέσα  στην  επισημότητα  της  διοργάνωσης  και  του  φεστιβάλ.  Κάτω  στη  γωνία   της   αίθουσας,   πράος   και   παθητικά   αγωνιώδης,   ο   σκηνοθέτης   κάνει   πως  συμμετέχει  στην  δοκιμασία  του  έργου  του,  καταξιωμένος,  βραβευμένος  κι  ας  μετρά  ελάχιστες  επιτυχίες,  κάνει  τον  γύρο  του  κόσμου  χρεώνοντας  τον  εαυτό  του  και  τους  παραγωγούς.   Παρόλα   αυτά   τον   θαυμάζουνε,   τον   περιμένουν.   Τα   διαζύγια   του  γοητευτικά,   η   κατάθλιψη   του   κομμάτι   του   μύθου,   η   ατημέλητη   εμφάνιση   του  εξέχον   σημείο   του   κινηματογραφικού   αφιερώματος   και   του   Esquire.   Ο   Γιώργος  συνεχίζει   να   τον   κοιτά   έντονα,   ψάχνοντας   κάτι   ξεχωριστό,   μια   απάντηση   για   τη  σημαντικότητα   αυτού   του   ανθρώπου.   Η   κοφτερή   πίεση   στο   λαιμό   του   γίνεται  εντονότερη.  Ιδρώνει  και  θέλει  να  καπνίσει.  Το  πρόσωπο  του  πατέρα  του  φέρνει  μια  ναυτία,   μία   ένταση   στην   αναπνοή.   Σκέφτεται   την   εικόνα   της   Χριστίνας   καθώς  ετοιμάζεται   για   τη  δουλειά,   τη  φέρνει  στο  μυαλό   του  που  δέχεται   και   εξυπηρετεί  μαλακισμένες  κυρίες  με  βαριά  κοσμήματα  και   ιδρώνει  από  τσαντίλα,  ανίκανος  να  νιώσει  μια  συμπάθεια  για  τη  ζωή  και  τη  δουλειά  της.    

Ο  πρωταγωνιστής  τώρα  μαθαίνει  πως  είναι  άνεργος.  Τριγυρνά  με  το  όμορφο  δερμάτινο  σακάκι  του  έξω  από  τα  εστιατόρια  και  τις  αχνισμένες  γέφυρες  της  πόλης,  μια   πόλης   όμορφης,   φωτισμένης   με   θαλπωρή   και   υπερβολική   φωτογραφία  γκραβούρας.  Μέσα  σε  αυτήν  την  όμορφη  ήττα  ο  σκηνοθέτης  καταφέρνει  και  βγάζει  τον  ήρωα  μας  κερδισμένο,  με  χιλιάδες  βλέμματα  κατανόησης,  θερμά  συγχαρητήρια  για   την   ερμηνεία   και   μια   αίσθηση   κλασσικού.   Αυτό   που   βλέπει   μπροστά   του   ο  Γιώργος  είναι  η  ωραιοποίηση  της  μελαγχολίας,  η  επιβίωση  του  χαμένου  μέσα  από  μια  ποιητική  αδεία.  Για  εκείνον  συντελείται  ένα  μέγιστο  έγκλημα  χειραγώγησης  του  καημένου  ανθρώπου.  Αγγίζει  το  απόκομμα  της  εφημερίδας  με  τη  φωτογραφία  του  Χρήστου,   η   σωρός   του   αλλοιωμένη   με   ηλεκτρονικό   φίλτρο,   οι   τίτλοι   μαύροι   να  περιγράφουν  ημερομηνία  και  ώρα,  μάρτυρες  και  οικογενειακή  κατάσταση.  Έπειτα  ο  Αντώνης   και   το   μαγαζί   που   θέλουν   να   ανοίξουν   σε   μια   σαφή   προσπάθεια   να  ωραιοποιήσουν  κι  αυτοί  την  αδειοσύνη  των  ημερών  τους.  Ο  εαυτός  του  εικοσιπέντε  ετών  ακόμη  άνεργος  μπαινοβγαίνοντας  σε  όμορφες  εταιρείες  εκδόσεων  με  δρύινα  πατώματα  απορριπτέος  πάλι  λόγω  έλλειψης  προϋπηρεσίας.  Ο  Γιώργος  τριάντα  να  έχει   την   αίσθηση   γύρω   του   πως   ελάχιστοι   τυχεροί   και   ετοιμοπόλεμοι   προχωράνε  κάνοντας   το   χόμπι   τους   επάγγελμα   επειδή   κάποιος   πρόγονος   είχε   λεφτά.   Κάθε  επιτυχία  έχει  μια  εξήγηση  μέσα  στο  υπεραπλουστευμένο  του  μυαλό.  Προσπαθεί  να  θυμηθεί  συμμαθητές  του,  το  επάγγελμα  του  πατέρα  τους,  να  πάει  πίσω  βρίσκοντας  αποδείξεις   για   την   πορεία   γνωστών   του,   για   τη   αιτία   που   τους   βλέπει   όλους  

Page 91: To Pagopoieio PDF

  90  

καλύτερους   από   αυτόν.   Μας   κοροϊδεύουν   όλοι   αυτοί.   Είμαστε   χιλιάδες   και  λατρεύουμε   δεκάδες.   Τους   διαβάζουμε   και   τους   μελετάμε   αντιγράφοντας   τους.  Τους  θέλουμε.  Παρακολουθεί  την  τελική  σεκάνς  του  έργου  με  τον  άνδρα  να  κάθεται  μπροστά   στο   τεράστιο   παράθυρο   του   σπιτιού   του   που   βλέπει   θέα   στους  πεζόδρομους   της   Ισπανίας.   Ο   Γιώργος   φέρνει   στο   μυαλό   το   δικό   του   σπίτι,  στριμωγμένο  στην  Αθήνα,  με  τα  καζανάκια  των  γύρω  διαμερισμάτων  να  αντηχούν.  Ο   πόνος   στο   σβέρκο   του   δυναμώνει.   Αυτό   που   βιώνει   δεν   είναι   η   αποζήτηση  δικαιοσύνης  ή  μια  εξίσωση  των  τάξεων.  Είναι  καθαρόαιμη  ζήλεια.  Η  προβολή  μιας  κατωτερότητας  πάνω  στην  ευμάρεια  των  άλλων.  Είναι  άχρηστος  για  όλους  και  πάνω  από   όλα   για   τον   ίδιο.   Είναι   μόνο   ένα   μοτίβο   συντηρούμενο   από   φαντασιώσεις  κινηματογραφικής  και  λογοτεχνικής  ευτυχίας.  Προχώρησε  όλα  αυτά  τα  χρόνια  μέσα  από  ακεραιότητα  και  αξιοπρέπεια  μόνο  και  μόνο  για  να  βρει  έρημο  τον  εαυτό  του  στο   ίδιο   σημείο   αποζήτησης   των   πάντων,   αχόρταγος   για   γνώση   και   αγώνες,  ασταμάτητος  από  έθιμα  και  παραδόσεις.  Ανώτερος  από  την  μικροαστική  νοοτροπία  της  Χριστίνας  συνειδητοποιώντας  όμως  έντρομα,  όπως   έχει   κάνει   κι  άλλες  φορές,  πώς  σίγουρα  εκείνη  είναι  πιο  ευτυχισμένη  γιατί  ο  στόχος  της  είναι  απτός.  Είναι  ένα  σώμα,  ένα  συμβόλαιο.  Ο  δικός  του  μόνο  μια  φαντασίωση.  Μια  ευτυχία  αλλιώτικη  από  τις  άλλες.    

Τα   φώτα   ανάβουν   και   τα   χέρια   υψώνονται   σαν   χοντρές   πεταλούδες   καθώς  χειροκροτούν.   Καρφώνει   το   βλέμμα   του   σε   αυτό   του   σεμνού   σκηνοθέτη   που  χαιρετά.   Ο   πόνος   υποχωρεί   από   το   κεφάλι   και   μεταφέρεται   με   τη   μορφή   κρύου,  παγωμένου  ιδρώτα  σε  όλο  του  το  σώμα  μη  μπορώντας  να  θυμηθεί  πότε  ένιωσε  για  τελευταία   φορά   πραγματική   ευχαρίστηση,   πότε   ένιωσε   άνετα   κοντά   στους  ανθρώπους.  

     ΤΑ  ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ  ΠΕΡΝΑΝΕ  ΒΟΛΙΔΑ  στην  αραιή  Κηφισίας  αφήνοντας  πίσω  τους  

κόκκινα   ηλεκτρικά   χέλια   που   σπάνε   από   τη   δροσιά   της   ξαφνικής   βροχής   και   τις  σταγόνες  που  εκσφενδονίζουν  οι  τροχοί.  Στο  απέναντι  θέατρο  έχει  επίσης  πρεμιέρα  με   τους   παρευρισκόμενους   να   κολλάνε   τα   πρόσωπα   στις   γυάλινες   βιτρίνες   του  εξώστη.  Τους  κοιτάει  με  τα  ποτά  και  τις  μπροσούρες  στα  χέρια,  ομιλούντα  σώματα  μέσα  στην  φθινοπωρινή  έναρξη  των  σχέσεων.  Νιώθει  μια  παράξενη  οικειότητα  με  το   σκηνικό   που   υπάρχει   γύρω   της,   τα   φωτισμένα   γραφεία   στις   νεοκλασικές  πολυκατοικίες   και   στα   υγρά   πεζοδρόμια   της   λεωφόρου.   Η   μαρκίζα   του   ΔΑΝΑΟΣ  πίσω   της   αφήνει   μια   νέον   υποψία   που   την   ηρεμεί.   Κάποιες   φωνές   και   τριβές  αναπτήρα  μαρτυρούν  το  τέλος  της  παράστασης  και  την  μαζική  έξοδο  για  τσιγάρο.  Η  Χριστίνα   γυρίζει   στην   είσοδο   προσπαθώντας   να   πάρει   ένα   ύφος   ψύχραιμης  γοητείας  που  όμως  παρατάει  γρήγορα  στάζοντας  ολόκληρη.    

Είναι   όρθιος   και   μιλάει   κουνώντας   τα   χέρια   του  απότομα   και   βίαια  προς   το  μέρος   μια   μεγάλης   κινηματογραφικής   αφίσας.   Έχει   κάτι   το   αγριεμένο   και  

Page 92: To Pagopoieio PDF

  91  

κουρασμένο.   Της   μοιάζει   με   κάποιο   τρόπο   και   αυτός   βρεγμένος,   ταλαίπωρος.  Πλησιάζει  και  άλλο  το  τζάμι  της  εισόδου  με  πολυάριθμα  άτομα  να  βγαίνουν  δίπλα  της.  Ο  Γιώργος   ζητά  από  μια  κοπέλα  ένα  τσιγάρο  και   το  ανάβει  κοιτάζοντας   τώρα  ξαφνιασμένα   προς   την   είσοδο.   Άνετος,   τον   παρατηρεί   που   καταφεύγει   προς   τα  πίσω,  σπρώχνοντας  νευρικά  κάποιες  παρέες.  Επιστρέφει  πάλι  μετά  από  λίγα  λεπτά  με  ένα  πλαστικό  ποτήρι  στο  χέρι  ερχόμενος  πια  προς  το  μέρος  της.  

Μυρίζει  ποτό  και  κλεισούρα  προσπαθώντας  να  σχηματίσει  με  το  πρόσωπο  του  το  ύφος  εκείνο  που  ξέρει  πως  της  αρέσει,  σα  να  θέλει  να  την  κερδίσει.  Ο  τρόπος  του  όμως   έχει   κάτι   το   αναγκαστικό,   το   απέλπιδο,   ασυντόνιστος   με   τη   δική   της   κοφτή  ματιά.  Βλέπει  πως  κοιτάζει  την  χάρτινη  σακούλα  της  που  έχει  μουλιάσει  στις  γωνίες.  

«Να  στην  κρατήσω;  Θα  πάρεις  ένα  ποτό  μέσα,  ε;  Δε  σου  άφησα  πρόσκληση  επειδή   ήξερα   ότι   δουλεύατε   σήμερα.   Έλα,   είναι   μέσα   και   ο   Παύλος   με   τη  Νίκη».  Νιώθει   το  αγχωμένο   τράβηγμα  στην   τσάντα.   Έχει   πιεί   και   παίρνει   πάλι  αυτήν   την  θλιβερή  στάση  του  ελεγχόμενου  εαυτού.  Το  σώμα  της  όμως  δεν  κουνιέται.  Πιάνει  ήρεμα  το  χέρι  του  και  ελευθερώνεται  αφήνοντας  τα  πράγματα  της  κάτω.  Είναι  και  οι   δυο   όρθιοι   αντικριστά.   Ο   κόσμος   γύρω   βουίζει   απλώνοντας   αρώματα   και  φωνασκίες.   Ο   Γιώργος   από   τη   μεριά   του   αφήνει   το   ποτήρι   κάτω   και   πετάει   το  τσιγάρο.   Προσπαθεί   να   χαμογελάσει   και   φέρνει   τα   χέρια   του   στο   πρόσωπο   της  Χριστίνας.   Είναι   μαρμάρινη,   λεία   σα   σιωπή   κάνοντας   τον   να   αγχωθεί   σφίγγοντας  αυθόρμητα   κι   άλλο   τα   μάγουλα   της.   Το   εσωτερικό   της   παλάμης   του   νιώθει   έναν  σπασμό,  ένα  ρήγμα  στο  ακρόχειλο  της  που  τον  τινάζει  με  τρόμο.  

«Δε  σε  θέλω  πια.  Με   κάνεις   να   νιώθω  μέτρια.   Το   έχεις   καταλάβει   όμως   και  μόνος  σου.  Δεν  κάνεις  τίποτα  όμως  πια  για  εμάς.  Στ’  αλήθεια  δε  πιστεύω  πως  κάνεις  κάτι  και  για  εσένα  τον  ίδιο.  Στ’  αλήθεια.  Δε  θα  σου  φτάσει  ποτέ  τίποτα.  Το  αστείο  είναι  πως  ποτέ  μας  δεν  είχαμε  τίποτα  κι  αυτό  ήταν  που  μας  έκανε  ελεύθερους  τότε.  Θα   το   θυμάσαι   σίγουρα».  Ο   χρόνος   τελειώνει   γύρω   του   και   ξέρει   πως   πρέπει   να  βρει  λόγια,  να  καταφέρει  να  γεμίσει  το  μυαλό  του  με  ήχους  και  μνήμες,  να  πείσει  τον   εαυτό   του   να   επιστρέψει   στην   αίσθηση   του   απλού,   του   εφικτού.   Θέλει   να  μιλήσει   αλλά   δε   γίνεται,   σαν   ακινητοποιημένος   μέσα   σε   locked   in   σύνδρομο   την  κοιτάζει   καταλαβαίνοντας   το   δίκιο   της.   Ο   κόσμος   αρχίζει   και   μπαίνει   πίσω   στον  κινηματογράφο.  Παίρνει   το   θάρρος   και   κοιτάζει   έντονα   την   κοιλιά   της,   αυτόν   τον  παλλόμενο  χώρο  που  αντιπροσωπεύει  όλους  τους  φόβους  και  την  αναξιότητα  των  ονείρων   του.   Με   μια   απαλή   κίνηση   ακουμπά   τώρα   την   περιοχή   αυτή   και  καταφέρνει  να  χαμογελάσει  στην  Χριστίνα  που  τον  κοιτάζει  ακόμη  ανέκφραστη.    

«Μέσα   στη   βδομάδα   θα   έχω   φύγει   και   μη   νομίζεις   πως   είμαι   η   κακή   της  ιστορίας.  Αν  το  νομίζεις  αυτό  δε  θα  στο  συγχωρέσω  ποτέ.  Εντάξει  όμορφε;  Ποτέ».  Η  τελευταία  λέξη   του  ακούγεται  σαν   την  επισφράγιση  μιας  αέναης  πορείας,   λες   και  του   άφηνε   μια   σισύφεια   τιμωρία   δωρίζοντας   του   επιτέλους   την   επίγνωση   του  ανέφικτου  κόσμου  που  θέλει  να  ανήκει.  Ποτέ.  

Την  κοιτάζει  που  στρίβει  στην  γωνία  απλή  και  κλεισμένη  στο  σώμα  της.  Κάτω,  δίπλα  στο  αριστερό  του  παπούτσι  απομένει  η  σακούλα  της.  Σκύβοντας  θα  χώσει  το  

Page 93: To Pagopoieio PDF

  92  

χέρι   του   μέσα   αγγίζοντας   τυφλά   τη   λεπτή   μαύρη   ζακέτα   που   μυρίζει   ακόμη  μαλακτικό.  Το  φαγητό  της  ακόμα  τυλιγμένο  σε  σακούλα  και  δίπλα  η  κόκκινη  κούπα  που   έχει   η   Χριστίνα   για   τον   καφέ.   Την  παίρνει   στα   χέρια   του   και   κοιτάζοντας   την  λεπτομερώς  αρχίζει  να  περπατά  πάλι  προς  την  είσοδο  του  κινηματογράφου.    

                                                                         

Page 94: To Pagopoieio PDF

  93  

   

7      ΟΙ  ΑΣΗΜΕΝΙΕΣ  ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ  ΤΩΝ  ΓΡΑΜΜΩΝ  που  δεν  είναι  τίποτα  άλλο  από  τα  

μαλακά   βλέφαρα   καθώς   κλείνουν,   σχηματίζοντας   μια   έκλειψη.   Χωμένες   ημέρες  μέσα  στα  σπάργανα  του  χρόνου  του  οποίου  είναι  κάτοχος  με  τις  επιλογές  του  και  τις  συνέπειες   που   φέρνουν   αυτές   σαν   μωρά   που   ουρλιάζουν   γυμνά   και   μόνα.   Μια    δύναμη   τρομαγμένου   ελαφιού   που   κατρακυλά   καταμερισμένη   στα   μουδιασμένα  άκρα  του  αυτή  την  ώρα  που  έρχονται  οι  φωνές  μέσα  στους  λαβύρινθους  του…  δεν  άφησε  σημείωμα…  Όλο  το  δωμάτιο  μια  γαλαζωπή  γυάλα  με  τη  σκιά  που  απλώνεται  στους  τοίχους,  έρμαιο  του  φωτός  και  του  κενού  που  αφήνει  η  ανοιχτή  τηλεόραση  μπροστά  του…  λεγόταν  πώς  έσφιγγε  ο  κλοιός  γύρω  του…    

 …Τι   δύναμη   έχουμε   πάνω   στους   άλλους;   Άραγε   βρίσκομαι   εδώ   εξαιτίας  

εκείνου  του  οδηγού;  Αυτός  με  έφερε  εδώ…    

…μετά   από   καταγγελίες   συναδέλφων   του…   Το   δωμάτιο   δεν   παράγει   ήχους  εδώ  και  ώρες,  με  την  αναπνοή  του  μια  ελάχιστη  δίνη  που  τους  καταπίνει  όλους,  το  σώμα   ένα  αυτοσχέδιο  αντηχείο,   μεγεθύνει   το   βόμβο   του  μικρού  ψυγείου   και   της  σιωπής.  Ξαπλωμένος  στον  κρεβάτι  ώρα,  λεπτά,  δευτερόλεπτα,  ντυμένος  και  έτοιμος  να  αφήσει  αυτό  το  δωμάτιο  λίγο  πριν  ακούσει  την  είδηση.  

   Αρχίζεις   να   εξουσιάζεις   τους  ανθρώπους  όταν  αρχίζεις   να  μένεις  πια  μόνος.  

Όταν   νιώθεις   μόνος   με   το   φόβο   πώς   αυτό   που   ήξερες   ως   ύπαρξη,   ως   πράξη   δεν  μετράει   πια   για   κάποιον…   Ο   Αλέξανδρος   και   ο   Μιχάλης   μπροστά   κοιτάζουν   μια  άδεια   κρεβατοκάμαρα.   Να   ήταν   όνειρο   ή   απλώς   μια   σκληρή   σκέψη   για   ό,τι  προκάλεσα;    

Από  τον  διάδρομο  έρχεται  σταδιακά  οχλοβοή.  Την  ακούει  που  πνίγεται  μέσα  στο   πάχος   της   τσιμεντοσανίδας   των   δωματίων.   Για   άλλη   μια  φορά   αισθάνεται   τη  δόνηση  του  κινητού  δίπλα  του  αλλά  αντιλαμβάνεται   το  σώμα  του  ως  κάτι  αρκετά  ελαφρύ   για   να   το   ελέγξει.   Πέρασε   όλο   το   πρωινό   του   καταφέρνοντας   με  ψυχαναγκαστικές   κινήσεις   να   καταμερίσει   τον   χρόνο.   Να   τον   επεκτείνει   ή   να   τον  στενέψει  αναλόγως  με   το  πώς  ένιωθε  κάθε  στιγμή  για   την  συνάντηση  με   τη  Ζωή.  Ένα   εικοσάλεπτο   ξύρισμα   με   λεπτές   κινήσεις   κόντρα   και   αντίθετα,   πλύσιμο  προσώπου,   λίγοι   κοιλιακοί   στο   τερέν   του   υπέρδιπλου   κρεβατιού,   ξοδεύοντας   ένα  μισάωρο   για   μπάνιο,   σκοτώνοντας   χρόνο   με   τη   χρήση   αλάτων   που   βρήκε   στη  μπανιέρα.   Διαλογή   ρούχων,   υπέρμετρο   κάπνισμα,   ένα   μπουκάλι   κρασί,   λίγη  τηλεόραση  και  στη  συνέχεια  μια  βίαιη  προσπάθεια  να  κοιμηθεί  ή  να  καταφέρει  να  

Page 95: To Pagopoieio PDF

  94  

γράψει  ένα  γράμμα  στην  Κλειώ,  μια  απολογία  στα  παιδιά  σχίζοντας  το  χαρτί  ξανά  και  ξανά  μέχρι  να  κατανοήσει  πως  του  είναι  αδύνατον  να  συγκινηθεί.  Μόνο  φόβος  και  δέος  μπροστά  στο  ξαφνικό.  Στο  απόλυτο.  Όλα  ένα  βρώμικο  ποτάμι  που  γλιστρά  στις  κοιλώσεις  και  τα  έγκατα  του  νου.  Τρέμει  και  βουρκώνει  από  ανημποριά  καθώς  βιώνει  την  κένωση  που  τόσο  καιρό  φοβόταν.  

 Στο   μυαλό   του   ακόμη   υπάρχει   το   χαμόγελο   του   τραπεζικού   υπαλλήλου   το  πρωί,   καθώς   μεταβίβαζε   τα   λεφτά.   Το   στιβαρό   περπάτημα   που   είχε   φτιάχνοντας  σχέδια  και  πιθανότητες  για  αυτή  την  καινούργια  ιδέα.  Το  θράσος  να  πιστέψει  πώς  έτσι  εύκολα  μπορεί  κάποιος  να  κερδίζει  το  χαμένο  χρόνο,  έτσι,  με  μια  κίνηση  απλή,  μεταθέτοντας  το  βάρος  και  τις  φοβίες  σε  μια  ψευδαισθητική  ελπίδα.  Και  μετά  στο  δωμάτιο   κοιτάζοντας   πάλι   το   τελευταίο   μήνυμα   του   Γιώργου,   καπνίζοντας,  πίνοντας,  βγάζοντας   το   καινούργιο  πουκάμισο  από   την     σακούλα,  προσεγγίζοντας  νοερά   την  στιγμή   της  συνάντησης.  Πράξεις   γρήγορες  σα  στιχομυθία  με   τον   εαυτό  του   που   καταβάλλεται   από   άγχος   και   τύψεις   καθώς   αισθάνεται   το   βάρος   που  πέφτει   σαν   κέρμα   σε   πράσινα   νερά   κάτω   στον   σκοτεινό   πάτο,   εκεί   κάτω   όπου   ο  Χρήστος  γίνεται  η  δεύτερη  ζωή  που  στερεί.  Η  μόνη  που  δε  θα  του  δοθεί  ποτέ  πια  ευκαιρία  να  κοιτάξει  πίσω.    

Το   δεύτερο   φύλλο   της   κουρτίνας   έχει   γίνει   πιο   σκούρο,   ποτισμένο   από   το  περασμένο  της  ώρας.  Παρατηρεί  την  όρθια  μορφή  του,  περιποιημένος,  με    το  ίσιο  μπλε   πουκάμισο   και   το   στενό   μπλουτζίν.   Τα   σκούρα   μάτια   του   που   φέρνουν   μια  εικόνα  δύναμης,  σιγουριάς,  τοποθετημένα  στο  αρυτίδωτο  και  νέο  ακόμη  πρόσωπο.  Το  είδωλο  του  που  αντιστοιχεί  στον  αντίπαλο.  Το  μήνυμα  έγραφε  να  είναι  εκεί  στις  εννιά  ακριβώς,  κάτω  από  το  άγαλμα  του  Μ.  Αλεξάνδρου.  Δένει  το  ρολόι  στον  καρπό  του   όταν   ξαφνικά  απέναντι   στην   επιφάνεια   αυτή   που   κατακτά   κάθε   εμπιστοσύνη  βλέπει    τα  πάντα  από  την  αρχή,  νιώθοντας  την  σκληρή  και  μεταλλική  επίγευση,  την  βαθειά   γνώση   των   πραγμάτων   που   έρχονται   σαν   εκείνο   το   όνειρο   που   έβλεπε  συχνά  έφηβος,  εκείνη  τη  φωνή  που  έλεγε  ο,τι  φοβάσαι  θα  έρχεται  πάνω  σου.    

Το  άρωμα  της  κολόνιας  επιδρά  ευεργετικά  πάνω  του  καθώς  αναμειγνύεται  με  την   πηχτή   μυρωδιά   του   βελούδου   στο   ασανσέρ.   Αισθάνεται   την   εκτόξευση   των  ορόφων  προς  τα  πάνω,  4ος…  3ος…  2ος…  πλησιάζοντας  το  έδαφος  το  σώμα  μικραίνει  και  φτάνει  στα  πραγματικά  μεγέθη  του  κόσμου.  Στη  ρεσεψιόν  κόσμος  και  βαλίτσες,  βαθύχρωμοι  μετεωρίτες  που  μένουν  πίσω  του  καθώς  ανοίγεται  η  πόρτα  και  νιώθει  το  πρόσωπο   του   να   χτυπιέται  από   τη  βουή   του  δρόμου  με   τα   χιλιάδες  σπασμένα  φώτα  να  κατηφορίζουν  προς  το  λιμάνι  τολμηρά  και  τρομακτικά.    

   ΞΕΡΕΙ   ΠΩΣ   ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ   ΕΚΕΙ,   αισθάνεται   τον   ηλεκτρισμό   τους   παρά   τα  

χιλιοστά  που  χωρίζουν  τα  δάχτυλα  της  από  το  πρόσωπο.  Υπάρχει  κάτι  στην  ιδέα  να  καταφέρει  απόψε  να  αγγίξει  αυτό  το  σημείο,  λες  και  η  αφή  της  θα  πέσει  πάνω  σε  μια   εύπλαστη   ύλη,   αραιωμένη   και   ανέπαφη   καθώς   θα   προσπαθήσει   να  μετουσιώσει  το  τρόμο  σε  γνώση.  Από  τις  πρώτες  μνήμες  που  είχε  ως  παιδί  ήταν  η  

Page 96: To Pagopoieio PDF

  95  

αγωνία   του   θανάτου,   κυρίως   του   πατέρα   της.   Μια   αγωνία   λογική   μέσα   στη  ευτροφία   της   παιδικής   φαντασίωσης   και   αργότερα   του   εφηβικού   δράματος   που  καταλάβαινε  αλλά  δε  μπορούσε  να  σιγάσει.  Δεν  ήταν  ακριβώς  η  απουσία  που  την  φόβιζε  ως   μια   σωματική   κενότητα   μέσα   σε   έναν  φυσικό   χώρο   όσο   η   πρωταρχική  συναίσθηση  της  τύψης  πως  γρήγορα  θα  ξεχνούσε  τη  μορφή  και  την  ευαισθησία  του  πατέρα   της   μέσα   στο   χώρο   του   μυαλού.   Φοβόταν   τις   μέρες   που   θα   περνούσαν  δίχως  μνήμη.    

Βάζει   την   άκρη   του   δείκτη   στο   πάνω   χείλος   της,   περνώντας   το   σαν   μολύβι  βαψίματος  γύρω  από  το  περίγραμμα,  μαλακό  σαν  πυλός.  Ξαφνικά  οργίζεται  με  τον  εξαναγκασμό   που   φέρνει   ο   χρόνος   πάντα,   ο   εαυτός   της   αντιμέτωπος   με   μια  αναπόφευκτη   συνθήκη   κάθε   φορά,   από   τη   στιγμή   που   έπρεπε   να   δαμάσει   την  απότομη  μετάβαση   της  σε   γυναίκα  μαθαίνοντας   να   νιώθει  με  αυτό   και   έπειτα   να  διδαχθεί  μια  καθημερινότητα  στο  απόλυτο  σκοτάδι  και   την  αυτοσυγκράτηση  ενός  σώματος  που  πια  δεν  ήταν  ελεύθερο  να  κινείται  αυτόματα  μέχρι  σήμερα,  σήμερα  που  πρέπει  πάλι  να  βουτήξει  στις  τελευταίες  εικόνες  και  πορτραίτα  που  στερέωσε  η  όραση   στον   σκούρο   καμβά   του   μηχανισμού.   Να   ανακαλύψει   την   υφή   των  χαρακτηριστικών  και   να  δουλέψει   την  φαντασίωση  ενός  ολόκληρου  σώματος  που  για  καιρό  αποφεύγει  να  του  δώσει  μια  μορφή,  μια  σιλουέτα,  χρησιμοποιώντας  το  μονάχα  ως  μέσω  επιβεβαίωσης,  ως  πλαίσιο  μιας  συνήθειας  που  διαμοιράζει  γύρω  της.   Το  κατάφερε  να  λειτουργεί  ως  ερέθισμα,  ως  πηγή  αφαιρώντας   του  όμως   την  εικόνα,  την  ταυτότητα.  

Όλα  πρέπει  να  επιστρέφουν  στην  αρχική   τους  αγωνία  που  πάντα  θα  είναι  η  ύπαρξη  μέσα  από  τα  μάτια  και  τις  αισθήσεις  των  άλλων,  του  Αντώνη  και  των  δικών  του   ματιών   που   θα   την   κοιτούν   αλλά   εκείνη   δε   θα   τα   βλέπει,   ίσως   ούτε   καν   τα  αισθανθεί   μέσα   στην   πειθαρχία   του   σκοταδιού   και   της   σταθερότητας   του.   Μια  άνιση   μάχη   που   έχει   να   δώσει   ξανά   χωρίς   να   ξέρει   το   λόγο   και   τη   χρησιμότητα  αυτής  της  συνάντησης.    

Τα  χέρια  συνεχίζουν  να  διαπερνούν  σαν  δερμάτινες  λεπτές  ακίδες  το  στήθος  και   τις   ημίσκληρες   θηλές   της,   έπειτα   το   επίπεδο   στομάχι   και   την   κοιλιά  διασκεδάζοντας   και   λίγο   με   την   απότομη   κοιλότητα   του   αφαλού.   Συνεχίζει   στην  περιοχή   της   ήβης   και   το   κάνει   διεκδικώντας   κυρίως   μια   διδακτική   εμπειρία,   μια  αποκάλυψη.   Σκύβοντας   αισθάνεται   το   τέντωμα   του   κορμού   της   αφήνοντας   να  γλιστρήσουν   τα   χέρια   σαν   δύτες   θωπεύοντας   ολόκληρο   το   μήκος   των   ισχνών  ποδιών   της.   Σταδιακά   το   κάθε   ρούχο   προσομοιώνεται   ανάγλυφα   στα   σημεία,  θηλακώνοντας  μαζί  την  φρέσκια  αίσθηση,  με  το  κενό  όμως  να  παραμένει  μπροστά  στη  φαντασία  της.  

Περνά   από   κάθε   δωμάτιο   του   σπιτιού   σβήνοντας   τα   φώτα,   ελέγχοντας   τη  θέση   των   επίπλων   σαν   να   αποζητά   μια   μόνιμη   σταθερά   πριν   βγει   στο   χάος,   στο  άγνωστο  πεδίο  που  θα  είναι  ο  εαυτός  της  απέναντι  στον  Αντώνη.  Στο  δροσερό  τοίχο  του   χολ   κλωτσάει   καταλάθος   το   μπαστούνι,   ανοιγμένο   και   επιμηκές,   ένα   οστό  χλιαρό  και  λείο,  αφημένο  αυτιστικά  δίπλα  στην  πόρτα  της  εισόδου.  Το  προσπερνά  

Page 97: To Pagopoieio PDF

  96  

αγγίζοντας  ελάχιστα  μόνο  το  κορδόνι  της  λαβής  και  ανοίγει.  Το  ταξί  πρέπει  να  την  περιμένει  ήδη  κάτω  με  τα  φλάς  που  αναβοσβήνουν  σαν  φωτάκια  αέρος,  πορτοκαλί  σήματα   μορς   που   κάποιες  φορές   θυμάται   πως   ένιωσε   τη   θέρμη   της   επανάληψης  τους,  όρθια  στο  δρόμο  της  παραλίας.    

Κατεβαίνει  τις  σκάλες  γρήγορα,  προσκολλημένη  στο  σιδερένιο  φίδι  απλωμένο  στη  σπείρα  των  ορόφων.    

Τα   χέρια   του   οδηγού   είναι   σκληρά   και   ευγενικά.   Πιάνει   να   φαντάζεται   το  πρόσωπο   του   επικεντρωμένη   στη   μπάσα   φωνή   που   ακούει   μπροστά   μαζί   με   τα  ελαφρά  τραγούδια   του  ραδιοφώνου.  Θα  είναι   ένα  παιχνίδι,  μια  μικρή  προσωπική  εκπαίδευση,  σα  ζαβολιά  που  θα  την  κάνει  να  κερδίσει  χρόνο  και  να  προετοιμαστεί  πριν  αναγκαστεί  να  αντικρύσει  μετά  από  πολύ  καιρό  κάτι  πολύτιμο  για  εκείνη.  Το  πρόσωπο  της  μέσα  στα  μάτια  του  Αντώνη.      

     ΤΟ   ΝΕΡΟ   ΣΠΑΕΙ   ΣΕ   ΟΜΟΚΕΝΤΡΟΥΣ   ΚΥΚΛΟΥΣ   που   απλώνονται   συμμετρικά  

μέχρι  να  κοπάσουν  καθώς  αλλάζει  πόδι,  περπατώντας  αργά  κυριευμένος  από  αυτήν  την  ξαφνική  εμμονή  να  παρατηρεί  ένα  φαινόμενο  που  ακινητοποιεί  την  αγωνία  και  τη  μελαγχολία  που  έχει  αυτό  το  ταξίδι  προς  την  παραλία  απόψε.  Ολόκληρη  η  πόλη  έχει  αλλάξει  μορφή  από  την  ξαφνική,  λεπτή  βροχή  που  έπεσε.  Την  συναντά  ως  έναν  τεράστιο  καθρέφτη  από  καμένο  γυαλί.  Πάνω  του  αντανακλούν  παραμορφωμένα  τα  σώματα   των   ανθρώπων,   τα   φώτα,   τα   πουλιά   που   προτιμούν   αυτήν   την   ώρα   την  τεράστια  βρεγμένη  πλατεία   και   το  πλατύ  ρολόι  που  σκουριάζει   μέσα  στο   τεχνητό  γκαζόν.   Το   αστυνομικό   τμήμα   ημιφωτισμένο   ξερνάει   από   την   κιτρινωπή   είσοδο  ένστολους  και  πολίτες,  αψιμαχώντας  ακόμη  για  τα  πρωινά  επεισόδια  που  άφησαν  μερικά   πανό   και   χιλιάδες   διαμαρτυρόχαρτα   να   μουλιάζουν   στις   πλάκες   με   τα  ξεθωριασμένα  τους  αιτήματα.    

Όλες   οι   γύρω   καμάρες   καλύπτουν   με   τις   αψίδες   από   βαριά   ώχρα,   άδεια  τραπεζάκια   και   άναρχα   τραβηγμένες   καρέκλες.   Όλοι   στοιβάζονται   μέσα   ξαφνικά,  ντυμένοι  ακόμη  με  τα  κοντομάνικα  τους,  αφήνοντας  να  φέγγουν  οι  καφετέριες  και  τα   ζαχαροπλαστεία   με   τα   έντονα   χρώματα   ενός   Toulouse   Lautrec.   Συνεχίζει   αργά  διασχίζοντας  την  σκοτεινή  πισίνα  που  είναι  πια  η  πλατεία  δίνοντας  ταυτόχρονα  μια  αίσθηση   συνόρου   με   τη   μαύρη   θάλασσα   του  Θερμαϊκού   που   υψώνεται   μπροστά  του  καθώς  φτάνει  πια  στη  Λεωφόρο  Νίκης.    

Στα  σκαλάκια  κουρνιάζουν  σκυλιά  μαζί  με  λίγους  θαρραλέους  γλάρους.  Πέρα  ακίνητα  σαν  μοναστήρια,  αράζουν  τεράστια  πλοία,  αβοήθητα  σκέφτεται,  απόμερα  σαν  να  τραβούν  τη  θλίψη  του  κόσμου  μακριά  από  τη  στεριά.    

Αυτό   το   βράδυ,   αυτή   η   αδημονία   δεν   έπρεπε   να   είναι   έτσι   αυτή   τη   στιγμή,  τυραννική   και   πονετική,   επιτρέποντας   του   να   αφήνεται   στις   πιο   δειλές   σκέψεις.  Μέσα  του  καταλαβαίνει  αυτήν  την  άμπωτη  που  είναι  οι  πράξεις  του  τις  τελευταίες  μέρες,   η   παραίτηση   του,   η   διαμάχη   του   με   το   ΤΕΙ   και   το   τέλος   του   Χρήστου.   Το  

Page 98: To Pagopoieio PDF

  97  

γεγονός   πώς   αφήνει   τον   εαυτό   του   να   έρθει   ως   εδώ   για   μια   κατάσταση   που  ενδέχεται  να  μην  του  έδωσε  ποτέ  αφορμή.  Η  αφέλεια  του  να  δεχθεί  να  ανοίξει  το  μαγαζί  με  τον  Γιώργο  που  ήδη  έχει  αρχίσει   τις  εργασίες  φτιάχνοντας  τον  δικό  του  μαυσωλείο.    

Οι   καφετέριες   απέναντι   συνενώνουν   τις   φωτεινές   αντανακλάσεις   τους  κάνοντας   το   μεγάλο   πεζοδρόμιο   ένα   φάσμα   με   υγρές   ίριδες   που   κυλά   μέχρι   τον  φωτισμένο   Πύργο,   ακίνητο   μέσα   στο   λευκό   της   γκραβούρας   που   μοιάζει   να   τον  τυλίγει.    

Από  τη  στιγμή  που  διάλεξε  να  παρασύρει  τον  εαυτό  του  και  πολλούς  άλλους  σε   ένα   παιχνίδι   κάθαρσης,   εκδίκησης,   σε     μια   ώριμη   αντίδραση   όπως   πίστεψε  εκείνη   τη  στιγμή,  είχε  στο  μυαλό  του   την  καθαρότητα   της  αντίστασης   του  και   την  πεποίθηση  πώς  πραγματικά  μόνο  οι  δικές  πράξεις  του  είχαν  νόημα  καθώς  ο  κόσμος  συνέχιζε   στην   άνευ   όρων   παράδοση   και   υποτακτικότητα   μιας   χάρτινης   δύναμης.  Ένιωθε  δυνατός,  προσηλωμένος,  ένιωθε  μέσα  από  την  απόφαση  του  ένα  βήμα  πιο  κοντά  στη  Ζωή.  

 Κατεβάζει   τα   μανίκια   του   πουκαμίσου   και   ηδονοβλεπτεί   τον   κόσμο   που  φασαριόζικα   και   εντελώς   άναρχα   στοιβάζεται   στα   καφέ.   Για   τον   Αντώνη   ξαφνικά  μοιάζει   σαν   να   υπάρχει   το   νόημα   μόνο   σε   αυτό   που   ζουν   οι   απέναντι,   στην  καθημερινή   παρόρμηση   και   την   βαθειά   άγνοια   του   έργου   που   συντελείται   εις  βάρος   τους,   παραμένοντας   μικροαστοί   και   αθώοι   μέσα   στην   διασκέδαση   και   τα  παυσίλυπα  έξοδα.  Καταλαβαίνει  πώς  δε  γίνεται  να  τα  βάλει  κάποιος  με  όλο  αυτό  το  ισχυρό  κατασκεύασμα,  με  αυτήν  την  ισορροπία.  Ό,τι  έκανε  ήταν  μια  προσπάθεια  να  εγκλιματιστεί  και  εκείνος  με  αυτή  τη  μάζα,  να  ανήκει  σε  ένα  άλλο  πλάσμα,  να  μένει  σε  ένα  όμορφο  σπίτι.  Η  προσπάθεια  του  δεν  ήταν  τίποτα  άλλο  από  την  πορεία  προς  την  προσωπική  αποκάλυψη  πώς  είναι   εξίσου  λίγος  για  να  μπορέσει   να  αντέξει   τη  μοναξιά  του  αντίθετου  ρεύματος,  πως  αυτή  του  η  πράξη  απομένει  μια  σπασμωδική  κίνηση   φόβου   και   απελπισίας   από   τη   αρχή,   η   κατανόηση   πώς   κατάφερε   να  απολέσει  από  τον  εαυτό  του  έναν  αρχέγονο  στόχο,  το  άλλο  μισό.  Την  Πλήρωση.  

Η  τεράστια  καμπύλη  του  δρόμου  φέρνει  πιο  κοντά  τη  θέα  του  Πύργου  και  του  αγάλματος.   Περπατάει   πιο   γρήγορα   καθώς   έχοντας   την   αίσθηση   πως   αργεί,   πώς  κατά  βάθος  αποφεύγει  αυτήν  τη  συνάντηση  που  τόσο  μελετημένα  προκάλεσε  μέσα  από  τη  θεωρία  του  χάους.    

Συνεχίζει   και   περπατά   νευρικά,   νιώθοντας   τα   βρεγμένα   μπατζάκια   στο  παντελόνι,  το  βάρος  τους,  τις  χοντρές  σταγόνες  που  πονάνε  πέφτοντας  στην  πλάτη  του  από  τις  υδρορροές  μουσκεύοντας  το  πουκάμισο  και  το  κεφάλι  του.  Συνεχίζει  με  μεγαλύτερη  ταχύτητα  πριν  αυτό  το  βάρος  γιγαντωθεί  πέφτοντας  μέσα  του.  Νιώθει  αδύναμος   ξαφνικά,   ανέπαφος   με   την   πραγματικότητα   που   τον   περιμένει.   Ένας  έφηβος   που   μπαίνει   για   εξετάσεις   ξέροντας   τα   θέματα,   μη   μπορώντας   όμως   να  γράψει   την   πρώτη   πρόταση   όταν   ξεκινά   ο   χρόνος,   χάνοντας   λεπτά,   ώρα   από   την  προσπάθεια  του  και  μόνο  να  δεχτεί  πώς  τελικά  δεν  θα  γράψει.    

Page 99: To Pagopoieio PDF

  98  

Παλλινδρομημένος   σε   μια   πρώιμη   αίσθηση   ανικανότητας   διασχίζει   πια   την  πλατεία  που  φιλοξενεί  ακόμη  αρκετές  παρέες,  δυάδες  με  μπύρες  και   τσιγάρα  στο  χέρι.   Σε   ένα   κιόσκι   κάθεται   βαριεστημένο   το   κλιμάκιο   ενός   υποψηφίου   για   τις  επερχόμενες  νομαρχιακές.  Το  βλέμμα  του  εποπτεύει  κυκλικά  ολόκληρο  το  εμβαδόν  γύρω   του   προσπαθώντας   να   εσωτερικεύσει   τις   εικόνες,   το   πλατό   που   στήνουν  απόψε  οι  σκιώδεις  υποβολείς  και  οι  σκληροί  κριτές.    

Φτάνει   στο   άγαλμά   χαζεύοντας   αρχικά   δεκάδες   tags   που   φωσφορίζουν  γραμμένα  πάνω  στο  μάρμαρο.  Από  αυτό  το  σημείο  η  πόλη  εκτίνεται  σαν  φλεγόμενη  καμπύλη   τόξου  πέρα  στα  σημεία  που  νιώθει  μέσα   του   να   τελειώνει  ο   κόσμος,  με  μακρινούς  εθνικούς  δρόμους  που  τρέχουν  άδειοι  την  έρημη  αυτή  χώρα  και  χιλιάδες  μικρές   πολιτείες,   μόνες   και   νυχτωμένες,   περικλεισμένες   με   ομίχλη   και   νερό.  Εισπνέει   μαζί   με   τον   καπνό   τη   νοτισμένη   αύρα   του   λιμανιού,   αφήνοντας   τα  πνευμόνια  του  να  αντικαταστήσουν  ρυθμό  και  αίσθηση,  ηρεμώντας  για  λίγο  μέσα  του   καθώς   η   ψύχρα   υποχωρεί   σε   μια   βραδινή   και   βαριά   υγρασία.   Η   απόκοσμη  αίσθηση  επιστρέφει  τοποθετώντας  πάλι  την  μνήμη  σε  εκείνη  τη  νύχτα,  στη  φωτιά  που   έκαιγε   φωτίζοντας   το   πρόσωπο   της   λίγα   μέτρα   πιο   πέρα   καθώς   την  παρατηρούσε  ερωτευμένος,  δυνατός  μπροστά  στις  πιθανότητες.  Σχεδόν  μπορεί  να  μυρίσει  την  πυρά  που  τύλιγε  τα  χαρακτηριστικά  της,  σα  να  είχε  βρει  τότε,  ανάμεσα  στους  κοφτερούς  βράχους  και  τις  θερμές  πηγές  το  νόημα  που  ένιωθε  από  παιδί  πως  λείπει  μέσα  του  όποτε  σηκωνόταν  το  πρωί,  όποτε  πήγαινε  σε  γιορτές  και  πάρτι  με  πολύ  κόσμο,  τις  στιγμές  που  ξαπλωμένος  σε  κάποια  βοτσαλωτή  παραλία  ένιωθε  να  μην  ανήκει,  να  μην  ταιριάζει  σε  όλη  αυτήν  την  ομορφιά  που  τον  περιέβαλλε.  

Ξεφυσά   μαλακωμένος   από   τις   παιδικές   αυτές   αναμνήσεις   και   συγκεντρώνει  την  όσφρηση  του  στα  μόρια  που  αόρατα  πετούν  γύρω  του.  Η  βαριά  μυρωδιά  του  βρεγμένου  μάρμαρου,   η   δική   του,   των   ρούχων   του  που  βρεγμένα   εξατμίζουν   την  κολόνια   και  μια   λεπτή   νότα  από   γαλάκτωμα   και  φρούτο  που  ακουμπά   το  σβέρκο  πίσω   του,  αταίριαστη  με   τις   κοφτές  μυρωδιές  που  συγκρούονται   τόσην  ώρα.  Μια  παρουσία   σιωπηλή   που   αυτήν   την   στιγμή   τραντάζει   το   πεδίο   κάνοντας   τον   να  ανατριχιάσει   και   να   βουρκώσει   αυτόματα,   σα   να   ανέβηκε   κάποια   αρχαία   γνώση  μέσα  του.  Γυρίζει   το  σώμα  του  αργά  όταν  πάνω  στο  στήθος  του  πέφτει  ένα  μικρό  χέρι  που  με  την  επαφή  μαζεύεται  πίσω  σαν  κεραία  σαλιγκαριού.    

Το  χέρι  της  παρασύρει  το  δικό  του  προλαβαίνοντας  μια  ένωση  τόσο  απότομη  που   τον   αναγκάζει   να   αφήσει   το   βλέμμα   του   σε   αυτόν   το   δερμάτινο   κόμπο,  αποφεύγοντας  να  κοιτάξει  προς  τα  πάνω.  Την    κρατά  καταφέρνοντας  να  βιώσει  μια  μετάγγιση,   να   καταφέρει   να   έχει   την   εικόνα   της   στο   μυαλό   του.   Η   Ζωή   είναι  μπροστά   του   και   περιμένει   από   εκείνον   να   την   κοιτάξει   κατάματα,   σφίγγοντας   το  χέρι  του  κι  άλλο,  τρέμοντας  σιωπηλή.    

Πρώτα  γεννήθηκε  το  Χάος,  μετά  η  ευρύστερνη  γη  και  στο  τέλος  ο  Έρωτας.    Το   μάγουλο   της   είναι   ζεστό,   φιλόξενο   έδαφος   για   τα   χείλη   του   που  

ακουμπούν  για  λίγο.  Χάνεται  για  λίγο  μέσα  στα  μαλλιά  της.  Τα  χέρια  της  έρχονται  γύρω   από   την   μέση   του   σφίγγοντας   τον,   ακινητοποιώντας   σχεδόν   το   σώμα   του  

Page 100: To Pagopoieio PDF

  99  

προκαλώντας  την   ίδια  αντίδραση  και  στα  δικά  του  άκρα  που  μαγκώνουν  το  σώμα  της.  Προκαλώντας  κάτω  από  το  φώς  τη  σύνθεση  μιας  άμορφης  σκοτεινής  μάζας.    

Μέσα  στη  θέρμη  του  λαιμού  του  νιώθει  το  σκοτάδι  της  να  μην  αραιώνει.  Τον  αισθάνεται  αλλά  νιώθει  πώς  δεν  μπορεί  να  τον  μορφοποιήσει.  Είναι  τόση  η  δύναμη  του   κρατήματος   της   που   επιδιώκει   να   μπει   μέσα   του,   να   νιώσει   την   ουσίες   που  τρέχουν.  Να  θυμηθεί.  

«Πονάω.   Πονάω   τόσο   πολύ   που   δε   μπορώ   να   σε   φέρω   στα   μάτια   μου».  Ακούει   αυτά   της   τα   λόγια   μουδιασμένος.   Ούτε   εκείνος   κατάφερε   να   την   κοιτάξει  καλά,  να  την  ταυτοποιήσει  με  την  εικόνα  που  έχει  αυτά  τα  δύο  αιώνια  χρόνια  μέσα  του,  σα  να  έπεσε  γρήγορα  στο  υπόλοιπο  κορμί  της  του  οποίου  οι  σαρκικές  μνήμες  επιβίωσαν   αναλλοίωτες   μέσα   στο   πρωτόγονο   υλικό   του   πόθου.   Δεν   μπορεί   να  απαντήσει   γιατί   στα   λόγια   της   είναι   και   η   δική   του   σκέψη,   ο   δικός   του   πόνος.  Ανοίγει   τα   μάτια   του   και   αφήνεται   στην   πραγματικότητα.   Πέρα   στην   άκρη   του  δρόμου  βλέπει  ένα  ταξί  που  περιμένει  με  τα  alarm  φωτισμένα.  Ο  οδηγός  κοιτάζει  προς  το  μέρος  τους.  Η  επίγνωση  τον  κάνει  να  έρθει  τελικά  μπροστά  στο  πρόσωπο  της  συναντώντας  την  μορφή  που  τόσο  πάσχιζε  να  συντηρήσει.  Πιάνει  τα  χέρια  της  και  τα  φέρνει  στο  πρόσωπο  του  με  ένα  θάρρος  που  σχεδόν  τον  κάνει  να  κλάψει  από  την    δύναμη  του.    

Τα   δάχτυλα   της   νιώθουν   τους   πόρους   και   τα   γένια   που   σκάβουν   το   δέρμα  συνεχίζοντας   την   πορεία   τους   σε   σημεία   της   επιφάνειας   που   την   ιντριγκάρουν  ξαφνικά   να   ανακαλύψει   από   την   αρχή.   Περνάει   την   αφή   της   μηχανικά,   σα   να  ψηλαφίζει   κάτι   που   πιεστικά   και   απρόθυμα   για   εκείνη   βρέθηκε   μπροστά   της.  Προσπαθεί  να  νιώσει  κάτι,  να  ξυπνήσει  κάτι,  ένα  συναίσθημα  ή  μια  πληγή  αλλά  δε  το   καταφέρνει   καταλαβαίνοντας   πώς   νιώθει   ο   Αντώνης   το   άγγιγμα   της.   Δεν   έχει  μνήμη  αυτού  του  ανθρώπου,  της  υφής  του.  Είναι  απλώς  ένα  μέσον  που  την  κάνει  να  κατανοήσει  τον  σημείο  που  βρίσκεται  τώρα,  την  αυτοσυντηρούμενη  μοναχικότητα  που  της  επιβάλλει  τον  σκοτάδι  και  η  εξάρτηση  από  έναν  σκληρό  αυτοματοποιημένο  εαυτό.  Μέσα  στην  σιωπή  των  αγγιγμάτων  αντιλαμβάνεται  βίαια  πώς  είναι  η  σειρά  της  να  τον  πληγώσει  αλλά  αυτή  τη  φορά  είναι  θέμα  επιλογής  και  αυτό  είναι  που  την  κάνει  πιο  σκληρή  από  εκείνον,  πιο  μόνη.  

Θέλει   να   προλάβει   την   συνειδητοποίηση   της,   να   την   αποτρέψει   με   την  ψευδαίσθηση  που  απολαμβάνει  κάθε  ηττημένος  να  πιστεύει  πως  μπορεί  να  αλλάξει  κάτι.   Τα   παγωμένα   της   πια   δάχτυλα   και   το   ταξί   απέναντι   φέρνουν   σταδιακά   τη  πολυπόθητη  τροπή  των  πραγμάτων.    

«Σε   θέλω   μαζί   μου.   Περίμενα.   Έφτασα   το   καταλαβαίνεις   τόσο   κοντά   να   σε  ξεχάσω  που  αγρίεψα.  Ξέχασα  τους  ανθρώπους  γύρω  μου  για  να  κρατήσω  εσένα».  Της   μιλά   κοιτάζοντας   ευθεία   μέσα   στο   κενό   βλέμμα   που   δημιουργούν   οι   άστατα  κινούμενες   κόρες   της.   Την   κοιτά   βίαια   σα   να   προσπαθεί   να   μεταδώσει  πληροφορίες,   εικόνες.   Την   βλέπει   που   ψάχνει   με   το   χέρι   της   και   πιάνοντας   το    ξαναφέρνει  στο  πρόσωπο  του  πιέζοντας  την  να  τον  νιώσει.  

Page 101: To Pagopoieio PDF

  100  

«Αντώνη…   δε…   στ΄   αλήθεια,   συγχώρεσε   με   αλλά   δε   σε   θυμάμαι   πια.   Δε  μπορώ».   Τα   χέρια   αδειάζουν   από   ερέθισμα   και   κρατιούνται   απονεκρωμένα   στο  πρόσωπο   του   αφήνοντας   την   να   πισωπατήσει   παίρνοντας   απόσταση.   Του   είναι  αδύνατον   να   καταλάβει   αυτήν   την   τροπή   αλλά   μέσα   του   υπάρχει   ένα   αίσθημα  κατανόησης,  μια  ενσυναίσθηση  του  τρόμου  που  μπορεί  να  νιώθει  κι  εκείνη.  

 Αφήνει  τα  χέρια  της  και  πέφτει  να  καθίσει  στο  κρύο  μάρμαρο.  Κλείνει  σφιχτά  τα  μάτια  του  αφήνοντας  τον  εαυτό  το  να  ακούει  πια  μόνο,  να  αισθάνεται  χωρίς  να  βλέπει   το   σώμα   της   που   τώρα   σκύβει   άχαρα   βρίσκοντας   το   πρόσωπο   του.   Θέλει  μόνο  να  νιώσει  αυτό  το  φιλί  που  του  δίνει,  το  άρωμα  που  ξεμένει  πίσω,  να  ακούσει  τα   βήματα   της   που   μόλις   ακούγονται   πνιγμένα,   τις   πόρτες   του   ταξί   που   χτυπούν  μεταλλικά  και  την  τριβή  του  λάστιχου  με  το  νερό  καθώς  απομακρύνεται.    

Μένει  εκεί  μέσα  στο  τεχνητό  σκοτάδι,  ένα  σύνολο  αισθήσεων  διασκορπισμένο  στην  τεράστια  ψυχρή  επιφάνεια  της  νύχτας.  

                                                       

Page 102: To Pagopoieio PDF

  101  

   

Μ  Ε  Ρ  Ο  Σ      Τ  Ρ  Ι  Τ  Ο    

Τα  ξεχωριστά  μας  Δωμάτια            

Διαθέτει  κανείς  τα  πάντα:  Είναι  απλό  και  έκδηλο.  Ωστόσο,  επεμβαίνει  ο  ανθρώπινος  πόνος  

και  αλλάζει  όλα  τα  σχέδια    

Albert  Camus        

     

Placebo:  Running  up  that  hill  

 Nick  Cave:  

Easy  Money    

Eric  Satie:  Gymnopedies  No  1  

 Yann  Tiersen:  

Le  Moulin    

Alan  Silvestri:  Feather  theme  from  Forest  Camp  suite  

   

       

Page 103: To Pagopoieio PDF

  102  

 ΧΡΙΣΤΙΝΑ  

   

ΜΙΑ   ΚΙΝΗΣΗ  ΠΟΥ   ΕΧΕΙ   ΚΑΤΑΛΗΞΕΙ   ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ   σχεδόν   κάθε   πρωί   εδώ   και  τρείς   μήνες.   Σηκωμένη   στη   μέση   της,   ανάμεσα   στα   αχνιστά   ακόμη   σεντόνια   και  ημίγυμνη,  ελαφρώς  αδυνατισμένη,  με  εντονότερους  τους  μαύρους  κύκλους  από  τις  υπερωρίες   και   τις  αμέτρητες  βόλτες  που   ισοζυγίζουν   την  αϋπνία   της,   κοιτάζει   για  ώρα  τα  γυμνά  της  πέλματα,  κοκαλωμένα,  ελάχιστα  μελανιασμένα  από  την  απότομη  έκθεση   στη  ψύχρα   του   σπιτιού.   Τα   κοιτάζει   σα   μια   καλά   καδραρισμένη   Polaroid,  ακίνητα,   μακριά   με   πρησμένες     φλέβες   και   κάποιους   διακριτικούς   κάλους   στα  πλαϊνά   των   μεγάλων   δαχτύλων.   Νιώθει   το   κρύο   του   μικρού   διαμερίσματος   της.  Αισθάνεται   τη   θερμοκρασία   στα  μαλλιά  που  ακουμπούν  μπλεγμένα  στα  μάγουλα  της,   αιωρούμενα  σαν   κλωστές.  Η   πρωινή  αυτή   κατάσταση   έρχεται   στο   μυαλό   της  κάθε   φορά   ως   ένα   δυνατό   μεθύσι,   μόνο   που   δεν   έχει   πιεί.   Μια   ζαλάδα   και   μια  νοητική  ακινησία  που  αν  και  την  προβληματίζει  όταν  πια  ανακτά  τη  ζωηράδα  που  επιβάλει   η   επιβίωση,   δεν   παλεύει   να   ερμηνεύσει   ούτε   να   αλλάξει,   αφήνοντας  τελικά   κάθε   πρωί,   εδώ   και   βδομάδες   να   αναδύεται   τη   στιγμή   που   αυτόματα  πετάγεται  από  το  κρεβάτι  στις  7.30.    

Είναι   η   συνέχεια,   η   επόμενη   σκηνή   στη   οποία   βρίσκεται   μετά   από   το  ιλιγγιώδες  πέσιμο  και  τα  άγρια  μαστιγώματα  του  αέρα  που  τεντώνουν  το  δέρμα  της  καθώς   φεύγει   με   υπερδιπλάσιο   βάρος   προς   τα   κάτω,   στο   αδιάκριτο   έδαφος   που  νιώθει  πώς  υπάρχει.    

Πέφτει.  Πέφτει  συνέχεια  μέσα  από  μια  σκληρή  στρώση  πίεσης  που  αλλάζει  θέση  στα  

σωθικά   της   αφήνοντας   άπλετο   αέρα   να   γεμίσει   το   λαστιχένιο   σώμα   της.   Είναι  φοβισμένη,  τρέμει  στην  ιδέα  πώς  θα  καταλήξει  βίαια  σε  ένα  σημείο  που  ούτε  καν  φαίνεται   εκεί,   περιμένοντας   την   να   έρθει   καταπάνω   του   διαμελίζοντας   την.  Χρώματα  γκρίζα  σαν  χοντρές  πιτσιλιές  υποδέχονται  την  ταχύτητα  της  διαδεχόμενα  στη  συνέχεια  πιο   έντονες  αποχρώσεις   του  μπλε  και   του  πράσινου,  σα  να  υπάρχει  τελικά   γη   κάπου   εκεί   κάτω.   Έντρομη   προσπαθεί   να   σχηματίσει   μια   έκταση,   ένα  έδαφος   σα   μια   ύστατη   προσπάθεια   έστω   να   ξέρει   που   θα   έρθει   το   τέλος   της,   να  γνωρίζει  την  τοποθεσία,  αν  τελικά  σκοτωθεί  μακριά  από  αυτήν  την  άθλια  πόλη  και  το  μικρό  διαμέρισμα  που  νοίκιασε.  Όλα  αυτά  υπάρχουν  στο  μυαλό  της  την  ώρα  που  πέφτει.  Η  υγρασία  του  καινούργιου  σπιτιού  και  η  απέχθεια  της  μάνας  της  για  αυτήν  της  την  κίνηση,  το  γεμάτο  ειρωνεία  βλέμμα  του  Γιώργου  αν  μάθαινε  ότι  μένει  λίγα  στενά   πιο   πάνω   από   το   παλιό   τους   σπίτι,   το   σπίτι   του.   Το   σχεδόν   άδειο   από  εμπορεύματα   μαγαζί   που   δουλεύει,   με   τους   απογοητευμένους   πελάτες   και   το  αφεντικό   που   σκέφτεται   να   το   κλείσει,   να   την   απολύσει.   Όλα   ένα   πικρό  συνονθύλευμα  μέσα  στην  πολύχρωμη  ταχύτητα  που  εξαϋλώνει   το  σώμα  της  κατά  την   πτώση.   Υπάρχει   η   επίγνωση   του   τέλους   αλλά   και   μια   αδιανόητη   αίσθηση  

Page 104: To Pagopoieio PDF

  103  

σωτηρίας   καθώς  καταλαβαίνει  από   την  ποσότητα   του  οξυγόνου  πώς  πλησιάζει   το  έδαφος.   Σα   μια   τελευταία   προσπάθεια   γυρίζει   το   σώμα   της   με   τα   πόδια   προς   τα  κάτω,  λες  και  αυτά  θα  απορροφήσουν  την  πτώση,  καρφώνοντας  την  ανέπαφη  στη  γη   που   την   περιμένει.   Τα   χρώματα   γίνονται   σύννεφα,   κάποιες   φορές   γίνονται  σκούρο   νερό,   έπειτα   γίνονται   φώς   που   σχηματίζει   πεδιάδες   και   δρόμους,   σαν  στιγμιότυπο  αεροφωτογραφίας.  Πάντα  όμως,  πάντα,  στα   τελευταία  εκατοστά  που  απομένουν  πριν   την   κρούση,  η   Χριστίνα   κοιτάζει   μόνο   τα  πόδια   της,   τα   λεπιδωτά  αυτά   σύνεργα   που   βρίσκονται   εκεί   για   να   την   γλυτώσουν   ή   να   απαλύνουν   το  τσάκισμα.  Νιώθει  κλαδιά  και  κολώνες,  τους  πρώτους  πόνους  στο  σώμα  της  και  τότε  πετάγεται   ακριβώς,   τις   πιο   πολλές   φορές   στις   7.30,   απότομα   από   το   μαξιλάρι  βήχοντας  έντονα.  Μένει  να  κοιτάζει  τα  πόδια  της  μέχρι  να  ξυπνήσει  κάπως,  μέχρι  να  αρχίσει   να   σκέφτεται   τι   ήταν   αυτό,   τι   συμβαίνει.   Σκύβει   και   αρχίζει   να   κάνει  μαλάξεις   στα   δάχτυλα   ζεσταίνοντας   τα,   πιέζοντας   τα   σημεία   που   είναι   σκληρά,  κάνοντας  το  αίμα  να  κυλάει  πιο  εύκολα,  καταφέρνοντας  να  τους  δώσει  εκείνη  ζωή  τώρα  που  ξεκινάει  άλλη  μια  μέρα  για  αυτά  τα  δύο  άκρα.  

   Ντύνεται   γρήγορα   δίπλα   στο   κρεβάτι   σκεπτόμενη   τις   ενοχλητικές  μεταπτώσεις   του   καιρού   αυτές   τις   πρώτες   εβδομάδες   του   Νοέμβρη.   Χαζεύει   τα  μικρά   νεφελώματα   που   παράγει   το   στόμα   τις,   ελάχιστες   δόσεις   ψυχής   που  ανεβαίνουν   πάνω   από   το   κεφάλι   της,   σκορπώντας   σαν   ημιτελείς   σκέψεις.   Πρώτα  ένα  καλσόν  και  στη  συνέχεια  μια  μπλούζα.  Αργά  και  σταθερά,  αφήνοντας  το  βλέμμα  της  να  πέφτει  κάθε  φορά  στο  γύρω  χώρο  του  σπιτιού,  διάτρητο  κάθε  ξημέρωμα  από  ψυχρές   βελόνες   φωτός   που   φεύγουν   από   τα   στόρια,   τέμνοντας   το   διαμέρισμα,  χωρίζοντας  το  σε  ζώνες  που  μπορεί  να  κινηθεί.  

 Το  σπίτι  της.    Λιτό   σαν   παράσταση   που   στήνεται   ακόμη   με   υφάσματα   πάνω   σε   φτηνά  

έπιπλα  και  πρόχειρα  ανοιγμένες  βαλίτσες.  Στοιβαγμένες  ακόμη  ανάμεσα  σε  εξάδες  από  ποτήρια  και  διαφόρων  ειδών  προσωπικά  αντικείμενα.  Κανένα  ρολόι  σε  τοίχο,  καμία   τάξη.   Ο   καινούργιος   της   χώρος,   παγωμένος.   Ένας   τετράγωνος   θάλαμος  αναμονής   οπού   τα   χρώματα   και   η   διακόσμηση   πρέπει   να   είναι   ουδέτερα,  αποφεύγοντας   τη   παραγωγή   συναισθημάτων,   ακυρώνοντας   τις   ταυτίσεις.   Ο    ενδιάμεσος   χώρος   της   περισυλλογής   και   της   προετοιμασίας.   Σκέφτεται   πώς  παρομοιάζει  συχνά  με  αυτό  τον  τρόπο  το  σπίτι.  Τις  ίδιες  λέξεις  χρησιμοποιεί  ακόμη  κάθε  φορά  που  η  μητέρα   της   σχολιάζει   αυτή   την   κίνηση.   Έτσι   περιέγραψε   και   σε  εκείνον   την   απόφαση   της   όταν   πια   μάζευε   τα   πράγματα   της,   προσπαθώντας   με  ημίσκληρες   εκφράσεις   και   νοήματα   να   συντηρήσει   ένα   βαθμό   αυτοεκτίμησης  μπροστά  του,  λες  και  ήταν  εκείνη  που  φοβόταν.  Κι  όμως  ακόμη  την  τρόμαζε  αυτή  του   η   παρανοϊκή   θέαση   των   γεγονότων.   Ανέκαθεν   ικανός   να   ντύνει   με   δράμα   τη  σχέση  τους,  την  προσπάθεια  τους  να  ξεφύγουν  από  τα  δεδομένα  και  εκείνη  κάθιδρη  όποτε  άρχιζε  ο  Γιώργος  τα  μανιφέστα  του  στους  καλεσμένους,  τη  μοιρολατρία  του,  να  φέρνει  στο  μυαλό  της  τον  επίπλαστο  θαυμασμό  της  για  εκείνον  και  παράλληλα  το  επικριτικό  πρόσωπο  της  μάνας  της,  τον  χρόνο  που  πάει  χαμένο  σύμφωνα  με  τα  

Page 105: To Pagopoieio PDF

  104  

λόγια  της.  Τις  προσδοκίες  για  μια  στρωτή  και  εύπορη  ζωή  χωρίς  αντιφάσεις,  χωρίς  αγώνες.  

 Μια   ζωή   σαν   όλων   των   άλλων,   αδιαφοροποίητη,   περνώντας   από   ρόλο   σε  ρόλο   φτάνοντας   πια   να   εγκαθιδρύσει   τον   πυρήνα   που   τόσο   πάλεψε   να   της  περιγράψει  η  μάνα  της.  Μια  ζωή  γεμάτη  ωράρια  και  δεσμεύσεις.  Το  ήθελε  αυτό;  Ω,  ναι!  Όσο  ήθελε  να  έχει  κι  εκείνον.  Ανάμεσα  τους  κάθε  φορά,  παίρνοντας  συνέχεια  μορφή  και  ύψος  ανάλογα  με  την  περίσταση  και  στο  τέλος  πάντα  να  παραμένει  εκεί,  με  ώρες  αναμονής  σε  στάσεις  λεωφορείων,  ώρες  ορθοστασίας  μπροστά  σε  αναιδείς  πελάτες,  ώρες   να  ακούει   είτε   τον   Γιώργο  για   το  πώς  πρέπει   να  αποκτήσει   κάποιο  ενδιαφέρον  είτε  τη  μάνα  της  βουρκώνοντας  για  τα  σπαταλημένα  ωάρια  της.    

Κάθε  γουλιά  καφέ  κατεβαίνει  ευχάριστα  καθώς  συναντά  το  βλέμμα  της  στην  επιφάνεια   του   σκούρου   υγρού,   ένα   σκοτεινό   κοχύλι   με   τον   βόμβο   που   φέρνει   η  πόλη   από   το   παράθυρο   κλεισμένο   μέσα   στα   πορσελάνινα   τοιχώματα   του.   Ο  θόρυβος   του   δρόμου   που   την   κρατάει   ξύπνια   για   ώρες,   προσπαθώντας   να   τον  συλλάβει   σα   νανούρισμα,   απολαμβάνοντας   τη   ρυθμική   ροή   από   κόρνες   και  γλιστερά  νερά,  ηχητικές  μεγεθύνσεις,  λες  και  σκάνε  στο  μπαλκόνι  της  χιλιάδες  βέλη  ταυτόχρονα.    

Το  παράθυρο  παραμένει  κλειστό,  όπως  και  η  θέρμανση,  επιβραδύνοντας  έτσι  το   ξύπνημα   και   τη   ροή   του   αίματος   στο   σώμα.   Πριν   ανοίξει   την   πόρτα   τρίβει   τα  πέλματα  της  μέσα  στα  παπούτσια,    επίτηδες  στενά,  χτυπώντας  την,  θυμίζοντας  πώς  πρέπει  να  έχει  τον  έλεγχο.  Αυτή  η  κίνηση  γίνεται  για  κάποια  λεπτά  μέχρι  να  κοιτάξει  για  άλλη  μια  φορά  το  σπίτι  καταλήγοντας  πάλι  πώς  δε  θα  κρεμάσει  κάποιο  ρολόι.  Όχι.  Όχι  ακόμη.    

Δεν  της  χρειάζεται  όσο  περιμένει.  Όσο  παραμένει  στον  ενδιάμεσο  αυτό  χώρο.                                  

Page 106: To Pagopoieio PDF

  105  

 ΚΛΕΙΩ  

   ΜΕΝΕΙ   ΠΑΛΙ   ΓΥΡΙΣΜΕΝΗ   ΣΤΟ  ΔΕΞΙ   ΠΛΕΥΡΟ,   σκεπτόμενη   επίμονα   την   κίνηση  

του  πατέρα  της,  πόσο  απαλή  ήταν  η  αίσθηση  να  τη  σκεπάζει  κάποιος  καθώς  έκανε  πώς  κοιμάται,  αποφεύγοντας  με  πλήρη  άλλοθι  βλέμματα  και  ερωτήσεις.  Αφήνοντας  τους   άλλους   να   τρέχουν   όποιες   δουλειές   έχουν   μείνει,   ακόμη   και   ολόκληρη   την  καθημερινότητα.  Ακούγοντας  τη  μητέρα  της  να  σέρνει  τις  λιωμένες  παντόφλες  της  πίσω  από  τα  άχαρα  ποδοβολητά  των  αγοριών.  Απόγευμα,  κουκουλωμένη  για  ώρες  στο  υπνοδωμάτιο  που   χρησίμευε  ως   ξενώνας  όλα  αυτά   τα   χρόνια.  Ο   καινούργιος  σοβάς  που  είχε  στρωθεί,  διατηρώντας  όμως  τις  πτυχώσεις  και  τη  σαγρέ  επιφάνεια  που  δημιουργεί  σκιές  όποτε  πέφτει  ήλιος  από  το  συνοριακό  κήπο.  Τα  χοντρά  χέρια  εκείνου  του  αγνώστου  που  πίνοντας  καφέ  της  τραγουδούσε  ή  ζητούσε  στα  κλεφτά  κάποιο   τσιγάρο   πριν   έρθουν   τα   παιδιά,   σκαλίζοντας   τα   υλικά   για   μήνες   μέσα   σε  αυτό   το  μικρό  έως   τότε  δωμάτιο.  Ο   τρόπος  που  είχε   κλειδώσει  πολλές  φορές   την  ετοιμόρροπη  ακόμη  τότε  πόρτα,  δείχνοντας  της  πώς  την  ήθελε  απόλυτα  δική  του,  βίαια  πριν  αρχίσει  και  εκείνη  να  γδύνεται  κοιτώντας  εκείνον  τον  άγνωστο  κατάματα,  απόλυτα  και  βίαια.    

Το  ίδιο  δωμάτιο,  δικό  της  τώρα,  ζωντανό  μέσα  στις  μέρες  του  ίδιου  μήνα  που  είχαν  αρχίσει  μαζί  τις  εργασίες.  Φέτος  δεν  πάμε  πουθενά  που  δεν  ξέρουμε  της  είχε  πει,  επηρεασμένος  από  την  τροπή  που  είχαν  πάρει  οι  διακοπές  στην  Κω,  έντρομος  ακόμη   από   τη   φασαρία   του   δικαστηρίου   και   όλων   εκείνων   των   συγγενών   που  φώναζαν.  Την  είχε  πάρει  γρήγορα  μακριά  από  εκεί,  μόνοι  τους  μια  εβδομάδα  στην  Πρέβεζα,   φτιάχνοντας   το   δωμάτιο   και   την   αυλή   μέσα   στις   πρώιμες   ψύχρες   των  τελευταίων   μηνών.   Όλες   αυτές   οι   εικόνες   ενός   άνδρα   προστατευτικού   και   τραχύ  ταυτόχρονα  που   τώρα  θυμάται  σαν  κάποιον  άγνωστο,  σαν  κάποιον  έντονο  έρωτα  που  χάθηκε  από  παρεξήγηση,  από  την  επίδραση  του  χειμώνα  και  του  πόνου.    

Καρφωμένη  σε  αυτό  το  ημίδιπλο  κρεβάτι  ακούει  τις  λεπτομέρειες  του  κόσμου  που  συνεχίζει  έξω  από  το  δωμάτιο.  Σκεύη  που  αντηχούν,  ποτήρια  που  κροταλίζουν  καθώς   στοιχίζονται,   χαρτιά   που   σχίζονται,   ψίθυροι   που   τρυπάνε   τους   τοίχους  φτάνοντας  ως  το  αυτοσχέδιο  κουκούλι  της  από  μάλλινο  ύφασμα  και  λινά  σεντόνια.  Τα  πρωινά  θα  σηκώσει  τα  παιδιά  από  πολύ  νωρίς,  βάζοντας  τα  να  ντυθούν  γρήγορα  μέσα   στο   κρύο   ακόμη   σπίτι,   φτιάχνοντας   πρωινό.   Στα   πρόσωπα   τους,   πρησμένα  ακόμη   από   τον   άγουρο   ύπνο   νιώθει   την   αποστροφή   αλλά   συνεχίζει.   Πιάνει   το  βλέμμα  του  Αλέξανδρου,  την  κατανόηση  και  την  υπομονή  που  της  έχει,  βοηθώντας  πολλές  φορές  κι  αυτός  στο  ντύσιμο  του  Μιχάλη.  Μια  απότομη  έγερση  και  μια  πράξη  βίας   σχεδόν  που   έχει   επιβάλλει   στα  παιδιά   της,   σα   να   πρέπει   να   ζουν   τον   κόσμο  όταν  αυτός  είναι  ακόμη  σκοτεινός  και  παγωμένος.  Οι  τρείς  τους  ντυμένοι  κάθονται  στην  κουζίνα  και  τρώνε  σιωπηλοί  μέχρι  να  ακουστούν  κάποια  στιγμή  τα  πόδια  του  

Page 107: To Pagopoieio PDF

  106  

παππού   στις   σκάλες.   Φιλάει   τα   αγόρια   και   μόλις   ο   πατέρας   της   βγει   μαζί   τους  επιστρέφει  στο  δωμάτιο,  ξαπλώνοντας  με  την  πλάτη  στην  πόρτα.  

Ξέρει   πώς   δε   θα   κοιμηθεί   πάλι.   Είναι   σκληρή   με   τα   μικρά,   σχεδόν   άδικη,  μαθαίνοντας  τους  πια  να  μετρούν  τις  λέξεις  ή  τις  κινήσεις  τους  απέναντι  της,  σχεδόν  σα   να   τα   προκαλεί   να   κρατούν   πάντα   μια   απόσταση   από   εκείνη.   Ξαπλωμένη   για  ώρες  μέχρι  να  έρθει  το  μεσημέρι,  μετρώντας  τους  ανθρώπους  που  μπαινοβγαίνουν  στο   σπίτι,   περιμένοντας   σαν   πεινασμένη   τις   άηχες   σχεδόν   πολιορκίες   των   γονιών  της   στο   δωμάτιο   αφήνοντας   τσάι   ή   κάποιο   περιοδικό.   Άλλες   φορές   βρίσκει  σημειώματα  ή  ζωγραφιές  των  παιδιών.  

Αμετακίνητη.  Ένας   στυγνός   παρατηρητής   των   πραγμάτων     που   χάνει,   αφοσιωμένη   στις  

μεθόδους  αποστέρησης  και  απόκρυψης.  Το  μεσημέρι  θα  έρθει  με  τον  ήχο  από  τα  τσιριχτά  γέλια  του  Αλέξανδρου,  την  

μυρωδιά   από   φρέσκο   μαλαχτικό   που   φτάνει   ως   τη   πνιχτή   ζέστη   του   δωματίου  δημιουργώντας   για   λίγο   την   αίσθηση   κανονικότητας.   Καπνίζει   αφουγκραζόμενη  όλους   τους   διαλόγους   των   αγοριών   μεταξύ   τους   ή   με   τους   γονείς   της,   σαν   μια  κρυφή   στενογράφος,   μια   βιογράφος   που   ζει   στα   στεγανά   της   παράλληλης   ζωής.  Ξέρει   τα   πάντα   για   αυτούς.   Την   διάθεση   τους,   τη   στριφνή   όψη   τους   όταν   τους  ακούει   να   ανασαίνουν   ακριβώς   έξω   από   το   δωμάτιο   της   μην   τολμώντας   να  χτυπήσουν.   Σκληρή   και   παγωμένη   σαν   καθρέφτης.   Η   μαμά   κοιμάται…   άσ   ’την.  Ατάκες   καλοκουρδισμένες,   επιτηδευμένα   ακούσιες,   λες   και   προσδίδουν   όλο   το  νόημα  των  ημερών  που  είναι  να  έρθουν.  

Η  ώρα  που  θα  φάνε  και  θα  δουν  λίγη  τηλεόραση  περνάει.  Συνήθως  βρίσκει  το  μικρότερο  αποκοιμισμένο  στο  σαλόνι,   με   δεκάδες  παιχνίδια  ή   κήρομπογιές   κάτω.  Θα   κάτσει   από   πάνω   του,   όπως   και   στη   συνέχεια   δίπλα   στον   Αλέξανδρο,  παρατηρώντας   την  πάχνη   της  ηλικίας  που  αιωρείται  μαζί  με   τα   χνούδια   τους  που  φεύγουν.  Μικρές   γρατζουνιές   ή   λεκέδες   που   μαρτυρούν   τις   πρώτες   μάχες   με   τον  κόσμο  και  τις  συνθήκες  του.  Όλο  το  σπίτι  σε  τεχνητό  λήθαργο  επιτρέποντας  της  να  γλιστρά   αθόρυβα   σαν   ψυχαλίδα   στο   διάδρομο,   ασθμαίνοντας   τη   μυρωδιά   του  σφουγγαρισμένου  ξύλου,  της  στιλβωμένης  επιφάνειας  που  φέγγει  στο  φώς.  Από  κει  θα   περάσει   στην   κουζίνα   ανάβοντας   ένα   τσιγάρο,   κοιτάζοντας   τις   ακτίνες   που  μπαίνουν   από   το   παράθυρο   και   διαθλούνται   στα   λογίς   μεγέθους   βάζα   που   έχει  μαζέψει  η  μάνα   της  στους   γύρω  πάγκους,  μεγάλα   γυάλινα  βάζα  με  αποξηραμένα  μυρωδικά  ή  ρίζες.  Γλυκά  του  κουταλιού  και  ελιές  τυλιγμένα  στη  πηχτή  κρούστα  του  μύκητα.  Μαζί   της,   πριν   βγει,   θα   πάρει   κάποιο   παιχνίδι   ή   ένα   μολύβι   που   ξέχασε  ένας   από   τους   δύο   στο   τραπέζι.   Βάζοντας   το   στην   τσέπη   της   θα   αφιερώσει   ώρα  σχολαστικού   βαδίσματος   στα   στενά   μέχρι   να   καταλήξει   στην   παραλία,   έρημη   πια  τον   χειμώνα,   καταδικασμένη   σε   μια   μονοτονία,   με   μικρές   βάρκες   ή   σακούλες   να  επιπλέουν   στην   επιφάνεια.   Μπροστά   της   μια   υγρή   λιακάδα   που   σαν   απότομα  σηκωμένη   από   ύπνο   της   μοιάζει   να   σκοτεινιάζει   έως   ότου   πάρει   μια   γκρίζα  απόχρωση.    

Page 108: To Pagopoieio PDF

  107  

Θα   καπνίσει   πίνοντας   καφέ   σε   μια   από   τις   καφετέριες.   Συνομιλεί   με   τους  σερβιτόρους   ξεφυλλίζοντας   περιοδικά,   κοιτάζοντας   απλώς   έξω   μέχρι   να   δει   πως  παίρνει  να  έρθει  το  βράδυ  και  ο  δήμος  ανάβει  τις  λάμπες.    

Το   βήμα   της   γίνεται   πιο   γρήγορο   τρώγοντας   τσίχλες   για   να   μη   μυρίζει   στα  παιδιά,   σηκωμένα   πια   από   τον   εξαναγκαστικό   τους   ύπνο.  Μπροστά   της   αλλά   και  πίσω,   τα   παράθυρα  φωτίζουν   σα   να   σκάνε   κρότοι   λάμψης.   Η  ώρα   που   μέσα   της  πονάει   πιο   πολύ,   αναδιπλώνοντας   τον   χρόνο   που   πέρασε   σαν   φύλλο,   κολλώντας  στον  τωρινό,  κοιτώντας  τις  βραδιές  πάλι  που  χάζευε  την  πλατεία  Συντάγματος  μέσα  από   το  αυτοκίνητο,   καθισμένη  διπλά   του,   ερωτευμένη,  αφημένη  στην  πολυτέλεια  της   πόλης   και   της   ξαφνικής   βόλτας,   αφημένη   στις   διαθέσεις   του   και   την   όμορφη  ζωή   τους.   Ο   σκοτεινός   πυθμένας   διογκώνεται   και   ξεχνιέται   μόνο   όταν   φέρει   στο  μυαλό   της   εκείνο   το   συνθλιμμένο   πρόσωπο   ενός   αγνώστου   που   αντίκρισε.   Η  ανεκφραστικότητα   και   το  σφίξιμο  σε   κάποια  σημεία   γύρω  από   το  στόμα   του  που  έδειχναν  σαν  αποτύπωμα  μίσους.  Το  μίσος  κάποιου  αγνώστου.    

Βρίσκει  όλα  τα  φώτα  του  σπιτιού  πάλι  αναμμένα  κατά  μήκος  της  αυλής,  μια  συνήθεια  της  μάνας  της  από  μικρή  όταν  εκείνη  ήταν  στενοχωρημένη.  Πριν  ανοίξει  λειαίνει  το  πρόσωπο  της.  Ο  Μιχάλης  είναι  εκείνος  που  καταφθάνει  άγαρμπα  στην  αγκαλιά  της  μέσα  από  γέλια  που  αντηχούν  στο  ξύλο  του  διαδρόμου.  Σκύβει  και  τον  κρατά.   Το  βλέμμα   της  πάντα  όμως  πέφτει   σε  αυτό   του  Αλέξανδρου,  ανδρικό  από  τώρα,   σκούρο,   κοιτάζοντας   την   από   το   τέρμα   του   σαλονιού.   Του   κλείνει   το   μάτι  συγκαταβατικά   αρχίζοντας   να   πηγαίνει   προς   το   μέρος   του   με   τον   μικρό   αγκαλιά,  διερωτώμενη   αν   βλέπει   και   αυτός   την   λεπτή,   σαν   σκόνη   χιονιού,   πάχνη   που  κυκλοφορεί  μέσα  στο  σπίτι  βυθίζοντας  τους  σε  μια  θολή,  γαλαζωπή  ατμόσφαιρα.  

                                   

Page 109: To Pagopoieio PDF

  108  

 ΓΙΩΡΓΟΣ  

   

ΥΠΑΡΧΟΥΝ   ΧΩΡΟΙ.   Πολλοί.   Εκατοντάδες,   προσπαθώντας   πάντα   να   τους  γεμίζει,   ανάμεσα   σε   σημεία.   Από   το   σημείο   Α   στο   σημείο   Β   και   πίσω.   Αριστερά-­‐δεξιά,   πάνω   –κάτω,   πάντα   ανάμεσα   στα   δύο   σημεία   οι   απέραντοι,   πολυποίκιλτοι  χώροι  που  κινείται.   Ξέρει   την  αρχή  και   το   τέλος,   την  λεπτομέρεια  που  συνιστά   το  τέρμα,  τη  συνθήκη  που  υπαγορεύει  το  σωστό  ξεκίνημα.  Γνωρίζει  πολύ  καλά  τα  δύο  άκρα,   αγγίζοντας   τα   νοερά   κάθε   μέρα   όλα   αυτά   τα   χρόνια   που   με   αγωνία   και  πλαστή   πειθαρχία   δείχνει   πώς   ελέγχει,   πώς   γνωρίζει   την   καταγωγή   του,   από   πού  ξεκίνησε  αυτή  η  ιστορία.  Πού  τελειώνει.  Σε  όλους,  δίνοντας  το  ίδιο  υλικό,  την  ίδια  εμφάνιση  και  στρογγυλεμένη  παρουσία,  σα  να  μην  υπάρχει  ράγισμα,  λες  και  έπεσε  από  τον  ουρανό  αυτός  ο  ευτυχισμένος  άνθρωπος.    

Το  φώς  τον  πληγώνει,  τρυπώντας  ίσα  ίσα  σαν  μια  μικροσκοπική  καρφίτσα  την  περιοχή  κοντά  στην  καρδιά,  κάνοντας  το  σώμα  του  από  μικρό  παιδί  να  μην  αντέχει  πολλές   φορές   την   αίσθηση   που   έχει   η   πάλλευκη   αυτή   δύναμη   όταν   απλώνεται  παντού   στους   χώρους.   Περίεργο   σκέφτεται   καθώς   περνά   σαν   ραντάρ   άλλη   μια  φορά  την  πλατεία  του  μαγαζιού  με  το  βλέμμα  του,  καθισμένος  πίσω  από  την  μπάρα  από   γρανίτη.   Ναι,   του   είναι   περίεργο   που   τώρα   τελευταία   μοιάζει   να   γεύεται  αισθητηριακά   αρκετές   φορές   σκέψεις,   μυρωδιές,   μνήμες   σα   déjà   vu   ξαφνικά   και  απροειδοποίητα,  η  πεποίθηση  πώς  αυτή  η  τεράστια  δέσμη  φωτός  έχει  να  κάνει  με  μια  μοναξιά,  μια  έλλειψη  οντότητας  που  θυμάται  να  βιώνει  για  πρώτη  φορά  μικρός,  κοντά  στα  οχτώ  όταν  κοιτούσε  για  ώρες  μια  καστανή  βαλίτσα  πάνω  στο  κρεβάτι  των  γονιών  του  και  πιο  πέρα  την  αμέτοχη  φιγούρα  του  πατέρα  του  να  στέκεται  κάνοντας  τίποτα  έστω  μια  γκριμάτσα  που  υποδηλώνει  πώς  αποφάσισε  τελικά  να  μείνει  ή  να  φύγει.  Τα  σημεία  και  οι  άκρες  που  αυτά  φέρουν.  Ο  Αντώνης  και  η  μικρή  σοφίτα  του  στο   πατάρι   του   μαγαζιού,   το   αυτοσχέδιο   ξύλινο   ιγκλού   που   του   επιτρέπει   να  αποσύρεται.  Πάνω.  Το  κοκκινωπό  φώς  που  αχνοφέγγει  λίγο  μίζερα  στο  τρίτο  όροφο  μιας   απαίσιας   πολυκατοικίας   τρία   στενά   πιο   κάτω   από   το   σπίτι   του,   μαζί   με   το  αδύναμο  βλέμμα  της  Χριστίνας.    

Περνάει  τον  γρανίτη  με  την  αλοιφή  που  του  άφησε  ο  τεχνίτης.  Απολαμβάνει  το  τραχύ  υλικό  και  την  αντίσταση  που  προκαλεί  στο  σώμα  του,  ιδρώνοντας  σχεδόν.  Τρίβει   την   μπάρα   με   δύναμη   καταλαβαίνοντας   στην   αναπνοή   του   την   έλλειψη  ύπνου  και  την  στεγνότητα  της  γλώσσας  του  μετά  από  ώρες  καπνίσματος  και  μίξης  ποτών.   Τρείς   σιλουέτες   παρατεταγμένες   στη   σειρά,   θολές   σαν   από   εφιάλτη  απέναντι  του,  βλέποντας  τους  κρυμμένος  πίσω  από  μια  κάμερα  που  ήταν  στημένη  αναιδώς   τη   μέρα   της   κηδείας.   Η   μορφή   του   Χρήστου   ύστερα   σε   όλα   τα   κανάλια,  ακίνητη  και  άγρια,  σταματημένη  σε  έναν  κακό  χρόνο,  περικυκλωμένη  από  λεζάντες  και  άθλιες  πολυεστερικές  γραβάτες  στις  τέσσερεις  γωνίες  της  οθόνης.    

Page 110: To Pagopoieio PDF

  109  

Οι   κινήσεις   του   αγκώνα   του   γίνονται   πιο   άγριες,   μαζί   και   οι   εισπνοές   του,  ταλαίπωρες.   Γδέρνει   την   κρούστα   του   πετρώματος,   αφήνοντας   να   εμφανιστεί  σταδιακά   κάτω   από   το   παχύ   στρώμα   προστατευτικού   υλικού   η   περίφημη   ματ  γυαλάδα  που  τόσο  ήθελαν  με  τον  Αντώνη  να  αποκτήσουν.  Σαστίζει  για  μια  στιγμή  καταλαβαίνοντας  πώς  το  φώς  έχει  πια  απλωθεί  ολοσχερώς  στο  χώρο,  σαν  μια  αραιή    κρέμα,   γλύφοντας   την   άκρη   του   μπαρ   και   τα   χέρια   του   που   λαμπυρίζουν   στους  μικρούς   ιδρωμένους  πόρους  του.  Πονάει  και   ταυτόχρονα  αναμειγνύει  ψυχεδελικά  την   μορφή   του   πατέρα   του   με   εκείνη   της   Χριστίνας,   τον   Αντώνη   που   τώρα   θα  κοιμάται  στο  πάτωμα  του  σπιτιού  για  τελευταία  φορά  πριν  μετακομίσει  στο  μπαρ.  Με   την   άκρη   του   δαχτύλου   ξύνει   την   επιφάνεια   μπροστά   του   βουρκώνοντας,  διαθλώντας  το  φώς  που  τόσο  αποζητούσε  παιδί  και  αυτό  κατέληγε  να  τον  πονάει,  λες  και  η  παιδική  ηλικία  όφειλε  να  είναι  ένας  φωτεινός,  ακανθώδης  κήπος.    

Αφήνει  το  ύφασμα  και  πάει  προς  τον  καταψύκτη  με  το  ποτήρι  του.  Παγωμένα  ζάρια  που  κλυδωνίζονται  καθώς  το  ρούμι  ρέει  συρρικνώνοντας  τα  μέσα  στη  πηχτή  του   βία.   Καίγοντας   το   λαρύγγι   του   καθώς   κοιτάζει   τους   κισσούς   στην   αυλή   του  μαγαζιού  που  κρύβουν   τη  θέα   του  κεντρικού  δρόμου.  Όλοι  βρήκαν   τα  άκρα   τους.  Όλοι   κινούνται   έχοντας   τα   σημεία   που   προσεγγίζουν,   πού   ξεκινούν   κάθε   μέρα.  Χιλιάδες  πικρόχολοι  πιγκουίνοι   στις   σκάλες   του  μετρό   και   στις   ουρές   των  σούπερ  μάρκετ,  με  τα  εμβατηριακά,  μικρά  τους  βήματα  που  συνιστούν  από  μόνα  τους  μια  ροπή  προς  την  ακινησία  λες  και  δεν  πηγαίνουν  κάπου  τελικά  ή  κάνουν  αιώνες  για  να  φτάσουν,   γνωρίζοντας  όμως  πού   θέλουν   είτε  αυτό   είναι   το  άθλιο  σχολείο   των  παιδιών  τους  ή  ένας  εργοδότης  που  τους  περιμένει  με  το  φτηνό  κουστούμι  από  τα  H  &  M  στάζοντας  χολή  από  τις  τσακίσεις  του.  Ο  κόσμος  έξω  που  τρέχει,  απλωμένος  άνισα  σε  όμορφες  γειτονιές  στις  παρυφές  ακριβών  λόφων  με  ρετιρέ  ησυχαστήρια  και   άναρχες   συνοικίες   με   σκούρα   παράθυρα   και   απόκοσμα   φρεάτια.   Νάνοι   και  σκιές  στο  χωνευτήρι  της  νύχτας  και  εκείνος  ανάμεσα  τους.  

Η  δική  του  αέναη  κίνηση.  Το  διαιρεμένο  αίσθημα  που  κουβαλάει,  καθηλωτικό  και  λιγόψυχο  όσο  και  η  

ηλικία   που   το   απέκτησε,   εύθρυπτη,   τόσο   μανιώδης   που   κυλάει   ακόμη   μέσα   του  αυτή  η  άκαρπη  συγκομιδή  που  θυμάται  ως  έφηβος.  Μισός  να  καρφώνεται  στη  γη  και  στην  αμεσότητα  των  επιλογών  που  σου  προσφέρει,  δελεάζοντας  την  ενηλικίωση  με  νούμερα  και  παρουσιάσεις,  μισθούς  ή  την  ίδια  του  την  εικόνα  ως  άνδρα.    

Ανοίγει   με   ένα   χαρτοκόπτη   τις   κούτες   με   τα   κρασιά,   πέντε   σειρές   σκοτεινά  μάτια  σε  κάθε  μία,  ακουμπώντας  τις  οπές  τους  δυνατά  σαν  να  θέλει  να  περιχυθεί  κάποιο  αρχαίο  υγρό  από  μέσα  τους,  να  τα  πονέσει  με  τη  σκέψη  του  στα  αμέτρητα  σημεία   που   τόσα   χρόνια   περνάει.   Οι   σπουδές,   μακρόχρονες   σταθερές   σχέσεις,   η  φυσιολογικότητα  που  μοιάζει   να  παίρνει  η  αστική   ταχύτητα  χαμογελώντας  με   την  μνήμη  του  πρώτου  άρθρου  που  έγραψε  στο  περιοδικό  κι  ας  μην  εκδόθηκε  τελικά.  Οι  βραδινές  προβολές  στο  Αθήναιον  και  ύστερα  φαγητό  στο  Bohemia.  Οι  χειμώνες  στη   Θεσσαλονίκη   απογοητευμένος   από   ξενέρωτες   τελετές   βραβείων   και   άθλιους  μποέμηδες  που  έβγαζαν  λόγο  μόνο  για  τους  παραγωγούς  τους!    

Page 111: To Pagopoieio PDF

  110  

Και  μέσα  του…  ο  κόσμος  μέσα  του.  Χιλιάδες   χρωματιστά   γκαζάκια,   ολοστρόγγυλα   και   αυθαίρετα   αφημένα   στην  

μαρμάρινη   αυλή   του,   γυαλίζοντας   ακίνητα,   αμετάβλητα   απωθημένα.   Νυχτερινά  πουλιά  που  έρχονται  να  κάτσουν  στους  ώμους  του  όποτε  πίνει  ή  τελειώνει  μέσα  σε  μια   γυναίκα.   Απειροελάχιστα   δευτερόλεπτα   ευδαιμονίας     που   ανέκαθεν   τον  μπέρδευαν  για  το  τι  πρέπει  να  κάνει,  να  γίνει,  προκαλώντας  πάντοτε  την  κίνηση.  Να  τρέχει,  να  διερευνά,  να  εντυπωσιάζει  ζητώντας  ένα  χώρο,  ένα  σημείο  να  σταθεί  και  να  ταιριάξει.    

Κατεβάζει   το   ρούμι   γρήγορα,   επιθετικά   φορτώνοντας   με   καυτή   αλμύρα   τα  τσίνορα  του,  μια  δικαιολογία  μονάχα  αφού  ο  πόνος  στο  στήθος  χτυπάει  με  ρεύμα  το  σώμα  του…  

 …  δεν  κλαίς  γι’  αυτό  και  το  ξέρεις.  Το  ξέρεις  πολύ  καλά  γιατί  έχεις  χρόνια…    …χρόνια  με  έναν  άηχο  πανικό  να  σκαρφαλώνει  στα  χέρια  του  όποτε  περίμενε  

να  τον  προσέξει  κάποιος  δάσκαλος,  τις  στιγμές  που  γνώριζε  κάποια  κοπέλα  σα  να  έπρεπε  να  την  κερδίσει.  Οι  συντακτικές  ομάδες  του  περιοδικού  και  η  φοβία  του  να  μιλήσει,  να  προτείνει,  να  εκτεθεί  γαμώτο  λες  και  δεν  άξιζε  ποτέ  του  να  βρίσκεται  σε  αυτή   τη   θέση,   σα   να   υπάρχει   μια   ζωή   πίσω   του   ένα   τραγικό   δαιμόνιο   που   θα  ξεμπροστιάσει  σε  όλους  τις  αδυναμίες  του,  την  καταγωγή  του,  την  οικογένεια  του  και  τη  μίζερη  εργατική  του  αυτοσυγκράτηση.      

Moschato  D’  Asti,  Grey  Goose  και  Herencia,  μποτίλιες  από  καπνιστά  bourbon  και   όμορφες   ξύλινες   προθήκες   για   πούρα,   μια   εικόνα   γούστου   και   εξεζητημένης  διάθεσης,  όλα  δικά  του  πια,  ιδιόκτητα  στα  πόδια  του  δοκιμάζοντας  να  φέρει  μέσα  του  μια  αίσθηση  του  ανήκειν.  Κάθε  πρωί  τα  χέρια  του  ανοίγουν  την  πόρτα  και   τα  στόρια   φανερώνοντας   αυτόν   τον   ακατέργαστο   ακόμη   χώρο   που   φέγγει   σαν   μια  οπάλινη   μήτρα,   μυρίζοντας   αστάρι   και   δρυ   καθώς   ένα   ένα   κάθε   λογής   εργαλεία  περνούν   από   τα   χέρια   του.   Συγκεντρωμένος   και   ταυτόχρονα   μεθυσμένος,   άυπνος  όλη   τη   νύχτα   ανάμεσα   σε   στοίβες   βινύλια   και   βιβλία,   τεύχη   περιοδικών   και  φωτογραφίες   πίσω  στο   παγωμένο   τριάρι,   σε   αυτό   το   μαυσωλείο   εγωισμού  με   τα  ταιριαστά  χρώματα  και  τις  ευερέθιστες  μουσικές.  Γεμίζοντας  το  χώρο  γύρω  από  το  τραπέζι,   δίπλα   στο   γραφείο   και   τον   καναπέ.   Βιβλία   στην   κουζίνα   και   το  υπνοδωμάτιο,  οκλαδόν  στο  πάτωμα,  μαζεύοντας  όλη  αυτή  την  δομημένη  ύλη  γύρω  του   σαν   βρέφος   ξεχασμένο   σε   ένα   ψυχεδελικό   πάρκο,   μόνο.   Τα   μάγουλα   του  τσιτώνουν   από   τις   ξεραμένες   σταγόνες   εξισώνοντας   πια   τις   ηλικίες,   χωρίς   τίποτα  στην  πραγματικότητα  να  έχει  αλλάξει  εκτός  από  το  εύπλαστο  των  συναισθημάτων  του   και   τη   δυνατότητα   να   νιώθει   έναν   βαθμό   αφοσίωσης   κάπου   επενδύοντας.  Αγαπώντας;  Μπορούσα  ποτέ;  Συνέβηκε;    

Απέναντι   στη   γωνία   που   ακολουθεί   την   είσοδο   του   μαγαζιού   κοιτάζει   το  κρεμασμένο   αντίγραφο   του  Bitches   Brew,   τα   ανάμεικτα   πλέγματα   των   χρωμάτων  που  τόσο  άρεσαν  στη  Χριστίνα  όταν  το  αγόρασε  από  το  διαδίκτυο.  Κι  όμως  μου  το  

Page 112: To Pagopoieio PDF

  111  

άφησε   πίσω,   επιδεικτικά   σχεδόν   κάτω   στο   χαλί,   περνώντας   από   πάνω   του,   μια  κίνηση   που   την   αισθάνεται   ακόμη   και   τώρα   σαν   ένα   σύμβολο   αιώνιας   δικής   του  κατωτερότητας.   Το   ξεκρεμάει   αφήνοντας   το   ποτήρι   πάνω   σε   ένα   αυτοσχέδιο  καβαλέτο,  φέρνοντας  την  υφή  του  μουσαμά  κοντά  στα  μάτια  του,  φαντάζοντας  πώς  μπορεί  να  αναστήσει  το  κορμί  της,  κάποιο  άρωμα  έστω  που  θα  τον  κάνει  να  πονέσει  για  κάτι  απτό,  για  εκείνη  και  την  λειψή  τελικά  σχέση  τους.    

Μάταια.  Ο  πόνος,  αυτή  η  θραύση  δεν  ονοματίζεται  για  άλλη  μια  μέρα,  με  όσο  αλκοόλ  

και   να   ερεθίζεται,   με   όσους   συναισθηματικούς   εκβιασμούς   κι   αν   προσπαθεί   να  εκμαιεύσει   μια   ορθή   νοσταλγία   καταλήγει   ακλόνητος.   Όλες   οι   πιθανότητες   που  καταμετρούσε  να  έχει  αυτούς  τους  πρώτους  μήνες  ψευδαίσθητης  ανεξαρτησίας  να  κατακτήσει  πάλι  μια  ζωή  που  όλοι  θα  ζηλεύουν.  Ένα  ωραίο  μαγαζί  ή  την  Νάντια  από  το  διαφημιστικό  τμήμα  που  τη  φαντασιωνόταν  μήνες  δική  του  σα  να  υπήρχε  μόνο  για  εκείνον.  Παίρνοντας  τους  ρόλους  που  θέλει  κάθε  βράδυ  στο  σπίτι  ή  κάθε  μέρα  στο   εργοτάξιο   του   μαγαζιού,   πιωμένος   χορεύοντας   μαζί   της   με   το   insensatez   του  Jobim.  Να  είναι  δυο  χείλη  σε  βελούδινο  λαιμό  καθώς  ακούγεται  μέσα  από  το  σώμα  τους  Barry  Adamson  ή  μόνος,  χαζεύοντας  πλοία  με  τη  συνοδεία  της  φωνής  του  Nick  Drake  κάπου,  απλώς  να  βρίσκεται  χωμένος  σε  μια  αίσθηση  που  καταλήγει  σε  ένα  σημείο,  σε  μια  ιδέα.  Ακίνητος  επιτέλους.  

Τα  ροκανίδια  τρυπούν  το  δέρμα  του,  σκόνη  και  σημύδα  επιπλέουν  στο  ποτήρι  σαν   σκούρες   αμοιβάδες,   μαυρίζοντας   καθώς   η   σκιά   ενός   σύννεφου   συσκοτίζει  σχεδόν   όλη   τη   σάλα.   Το   ξύλο   μαυρίζει,   ο   γρανίτης   εξαφανίζεται   αφήνοντας   να  ξεχωρίζουν   μόνο   τα   ιριδίζοντα   βιτρό   πάνω   από   την   είσοδο,   κόκκινες   και   κυανές  γραμμές   που   τέμνουν   την   περιοχή   γύρω   από   το   παλλινδρομημένο   σώμα   του.  Καθισμένος   κάτω,   αυστηρά,   παρατηρώντας   τοίχους   και   γωνίες,   ακούγοντας   τη  διαστολή   και   το   άδειο   μέσα   του   που   ξαφνικά   τον   κάνει   να   μην   ξέρει   αν   θα   τα  καταφέρει,  αν  θα  σταθεί,  αν  αυτός  ο  χώρος  θα  επιζήσει  σταματώντας   τον  κάποια  στιγμή…  

 …να  το  νιώθω…    …να  το  νιώθει.  Υγρό,  κρύο  ιδρώτα  σε  όλα  τα  σημεία  του  ακίνητου  σώματος.                  

Page 113: To Pagopoieio PDF

  112  

 ΖΩΗ      

 Τι  είναι  παρήγορο  ακριβώς;  Η  τελευταία  αόριστη  φράση  της  επιστρέφει  στους  ευαίσθητους  λαβύρινθους  

από   τα   χείλη   του,   ελάχιστα   παραφρασμένη,   διατηρώντας   ελπιδοφόρα   όπως  συνειδητοποιεί  τον  κρυμμένο  ερωτηματικό  τόνο  που  είχε  αρχικά  η  διατύπωση  της  μέσα  στην  ορμή  της  ελεύθερης  σκέψης.    Καταλαβαίνει  πώς  εδώ  και  είκοσι  λεπτά  τα  χέρια  της  δεν  πρέπει  να  έχουν  αφήσει  το  μπράτσο  της  πολυθρόνας,  τυλιγμένα  όπως  τα   νιώθει   σαν   φίδια   γύρω   από   το   καμπυλωτό   ξύλο.   Αναγνωρίζει   πώς   η   κάθε   της  κίνηση,  η  κάθε  σύσπαση  που  επιχειρεί  αυτόματα  το  πρόσωπο  εν  αγνοία  της,  είναι  και   μια   ένδειξη   απέναντι   σε   αυτόν   τον   άνδρα,   με   την   σταθερή   φωνή   σαν  παλμογράφο,   που   ακούγεται   σαν   θεός   μέσα   από   ομιχλώδη   νέφη.   Αυτή   η  παρομοίωση  της  φέρνει  άλλη  μια  σύσπαση  στα  χείλη.  Θα  την  καταλάβει  άραγε  ότι  γελάει   με   αυτή   τη   σκέψη   ύπαρξης   ενός   θεού   που   μυρίζει   Burberry   και   τρίζει   το  δέρμα  της  καρέκλας  του  υποδηλώνοντας  την  ακρίβεια  της;  Πιθανότατα  αφού  έχει  Το  πλεονέκτημα.  

Προσπαθεί  να  τον  φανταστεί,  να  φέρει  στο  μυαλό  της  την  στάση  που  έχει  το  σώμα  του,  πώς  την  κοιτάζει,  αν  έχει  αναλάβει  ξανά  ίδια  περίπτωση,  αν…  της  είναι  αρκετό  αυτό  το  ανέπαφο  ντουέτο  που  είναι  οι  δύο  τους  ακόμη  κλεισμένοι  σε  ένα  στεγανό   δωμάτιο   από   ήχους   και   ενοχλήσεις.   Μοιάζει   σχεδόν   σαν…   σα   να   είμαι  πρώτη  φορά  μόνη  με  τον  εαυτό  μου.  Ήταν  μια  όμορφη  σκέψη  αν  και  λίγο  θλιβερή  σκέφτηκε  αμέσως  και  άφησε  τους  καρπούς  της  από  τα  μπράτσα.  Η  καρέκλα  του  δεν  έτριξε   άλλο,   σα   να   έφυγε   κι   αυτός   από   το   δωμάτιο   αφήνοντας   την   μόνη   σε   μια  φουσκωμένη   σιωπή   κάνοντας   την   ακοή   της   ακόμη   πιο   ευαίσθητη.   Για   λίγα  δευτερόλεπτά  της  αρκεί  αυτή  η  κλινική  κατάσταση,  μόνη,  παρατημένη  να  αιωρείται  με  την  καρέκλα  της  σε  ένα  αχανές  κενό,  μην  έχοντας  ανάγκη  να  δει,  να  σηκωθεί,  να  υπάρξει  ανάμεσα  σε  άλλους  ανθρώπους.  Νιώθει  μια  συμπάθεια  απέναντι  σε  αυτόν  τον  κύριο  και   την  δύναμη   του  να  παραχωρεί   τον   χρόνο  και   το   χώρο   του  χωρίς   να  περιμένει  πραγματικά  τίποτα  από  αυτήν.    

Να  περιμένει;  Αναρωτιέται   αν   υπάρχει   κάπου   ρολόι   και   αυτή   η   σκέψη   φέρνει   πάλι   την  

βαρύτητα   της   πάνω   στην   πολυθρόνα,   όπως   και   την   αντίληψη   της   στο   γήινο,  χρονοτριβούμενο   επίπεδο,   έχοντας   πάλι   μπροστά   της   αυτό.   Δεν   έχουν   περάσει  παρά   μόνο   δευτερόλεπτα   όταν   αρχίζει   να   μιλά   σταθερά,   με   μια   γυμνή   από  συναίσθημα  τονικότητα  λες  και  μιλάει  μόνη  της.  

 Παρήγορο  είναι  να  επιστρέφεις  από  έναν  εφιάλτη  και  να  βρίσκεις  τα  χρώματα  

που  ξέρεις  πάνω  σε  κάθε  τι,  στο  δωμάτιο  σου,  στο  πρόσωπο  σου,  το  δικό  σου  και  

Page 114: To Pagopoieio PDF

  113  

των  άλλων.  Να…  να  βρίσκεις   την  σειρά   των  αντικειμένων,   μια  σειρά  που  υπάρχει  μόνο  και  μόνο  επειδή  κάθε  πράγμα,  κάθε  άτομο  έχει  το  δικό  του  σχήμα  και  χρώμα  και  υπάρχει  με  τον  τρόπο  που  μόνο  εσύ  το  βλέπεις  και  το  τοποθετείς.  Αυτή  είναι  η  διαφορά  μου.  Μένω  στο  ίδιο  χρώμα  ακόμη  και  αν  τύχει  κάποιος  εφιάλτης  να  είναι  εκτυφλωτικά  λευκός.  Δεν  υπάρχει  σειρά,  τάξη,  χρώματα.  Είναι  πάντα  το  ίδιο  και  θα  είμαι   τυχερή   αν   είναι   έστω   πρωί   και   ακούσω   τον   πατέρα   μου   ή   κάποιο  σκουπιδιάρικο,  αλλιώς…  αλλιώς  αν  είναι  βαθειά  μέσα  στην  νύχτα  έχω  την  αίσθηση  πώς  θα  μείνω  για  πάντα  σε  αυτό  το  χρώμα,  άσπρο  ή  μαύρο  δεν  έχει  σημασία.  Θα  ναι   όλα   ίδια,   για   πάντα.   Έχετε   βρεθεί   ποτέ   σε   αυτή   τη   θέση;   Σε   έναν   σταθερό  εφιάλτη   νομίζοντας   πώς   είστε   ξύπνιος   μόνο   μέσα   του   και   η   πιθανότητα   να   ζείτε  είναι  μόνο  όταν  κοιμάστε;  

 Περιμένει   απάντηση   μα   όχι   σίγουρα   από   τον   άνδρα   απέναντι   της.   Του   το  

απαιτεί   ενδόμυχα   αλλά   ξέρει   πώς   τέτοιου   είδους   ερωτήσεις   είναι   μόνο   ηχώ.   Την  αφήνει   στην   σιωπή   της   αφού   και   εκείνη   δεν   του   δίνει   κάτι   να   πιαστεί   παρά  αυθαίρετες   κλειστοφοβικές   περιγραφές.   Νιώθει   τη   σιωπή   του   σαν   ένα   δοχείο  ξύλινο  αλλά  δεν  ξέρει  αν  θα  αντέξει  να  το  γεμίζει  χωρίς  να  πιεί  κάποια  στιγμή  από  αυτό.   Ατελείωτες   ώρες   μπροστά   σε   έναν   άνθρωπο   που   θα   την   ακούει   να  επαναλαμβάνει   τα   ίδια   πράγματα   με   διαφορετική   κάθε   φορά   έμφαση,  προφέροντας   το   τότε   ή   το   θυμάμαι   με   εκλογικευμένη   αβεβαιότητα,   κάνοντας  ηχηρές   παύσεις   στο   ακόμη,   μαγκώνοντας   αυστηρά   κάθε   σύμφωνο   όποτε   λέει  εκείνος  μοιάζοντας  η  φωνή  της  σα  μια  γραφομηχανή  που  μαστιγώνει  με  ταχύτητα  το  χαρτί  αφήνοντας  πέρα  από  το  μελάνι  ανάγλυφα  αυλάκια  για  κάθε  γράμμα.  Είναι  αυτή  η  συνθήκη,  της  σιωπηλής  του  ανεκτικότητας  που  την  κάνει  να  νοεί  το  δωμάτιο  σαν  μια  άδεια  σφαίρα  με  μαλακά  μαξιλάρια  στις  καμπυλώσεις  της,  μια  σφαίρα  που  αντηχεί  αυτές  τις  καταραμένες  λέξεις  φανερώνοντας  την  στειρότητα  της,  το  μαύρο  που  κυριαρχεί  παντού.    

 Ακούτε  πώς  λέω  τις  λέξεις;  Πώς  τις  προφέρω;      Το   καταλαβαίνει   πώς   ρωτάει   εκείνη   την   ίδια   και   πραγματικά   δεν   περιμένει  

κάποια   απάντηση,   δεν   την   έχει   ανάγκη   καθώς   βυθίζεται   σε   αυτή   τη   βραδυφλεγή  αίσθηση  πτώσης  προς  τα  μέσα,  πολύ  μέσα,  αδειάζοντας  το  σώμα  της  από  αέρα  και  υλικό.   Μιλάω   για   όλα   και   όλους   σα   να   μιλάω   για   εμένα.   Τα   ονόματα   έγιναν  αντωνυμίες,  η  στιγμές  γεγονότα,  τα  συναισθήματα  ακούγονται  σαν  παρατηρήσεις,  μικρές  ιστορικές  ενδείξεις  πρότερης  ευτυχίας.  Ω,  ναι…  καταλαβαίνω.  Καταλαβαίνω  πολύ  καλά…  για  ποιό  λόγο  κάθεται  σε  αυτή  την  πολυθρόνα  απέναντι  από  αυτόν  τον  άνδρα.   Ακούει   έναν   απομακρυσμένο   ψίθυρο,   τον   ακούει   μέσα   από   το   ξύλο   της  καρέκλας   που   συντονίζεται   από   τη   μπάσα   φωνή   του   και   μέσα   από   τα   σφιγμένα  χέρια  της,  να  τη  ρωτάει  πώς  προφέρει  τις  λέξεις,  εκείνη  όμως  ξέρει  ήδη.  

Page 115: To Pagopoieio PDF

  114  

Τις   προφέρει   μόνο   ως   λέξεις,   ορθογραφικές   συλλογές   συμβόλων   που  μαθαίνει   από   μικρή.   Σκέτες   καταραμένες   λέξεις   που   βγαίνουν   από   το   στόμα   της  χωρίς   την   παραμικρή   φωνολογική   διαφορά,   χωρίς   καν   να   αισθάνεται   η   ίδια   το  νόημα   τους,   χωρίς   να   πονάει   όταν   λέει   μάτια   ή   φώς   μεταφέροντας   απλά   μια  επεξήγηση   σαν   αυτές   που   ακούει   χρόνια   τώρα.   Λεπτοί   χειρισμοί   λέξεων   με   μια  κρούστα  προστασίας.  Φέρνει  στο  μυαλό  της  τη  φωνή  του  χειρούργου  λίγους  μήνες  πριν,  καθισμένη  σε  μια  παγωμένη  καρέκλα,  ακούγοντας  για  την  τυφλότητα  της,  για  τους  τρόπους  που  μπορεί  να  εκπαιδευτεί,  για  ειδικές  σχολές  και  για  το  ενδεχόμενο  μιας  θεραπείας.  Ναι…  αυτής  της  θεραπείας  σε  αυτήν  την  πολυθρόνα,  σαν  να  πήρε  ξαφνικά  η  ψυχή  τη  θέση  του  σώματος  και  όλη  η  βαρύτητα  πρέπει  να  πέσει  εκεί  πια.  Το   χρώμα   χάθηκε,   κάποιος   να   κλείσει   τα   φώτα   δεν   χρησιμεύουν   πια…   όμως   ας  μιλήσουμε  έστω  γι’  αυτό  ε;  

 Η   πάλη   έχει   αρχίσει   έτσι   ξαφνικά   και   ούτε   που   το   κατάλαβε,   λες   και  σπρώχτηκε   από   χέρια   αόρατα   και   λεπτές   χειρονομίες   σε   αυτήν   εδώ   την   όμορφα  αρωματισμένη   αρένα,   με   το   παχύ   χαλί   και   την   στεγανή   ατμόσφαιρα,   καταβάθος  μόνη,  καρφωμένη  σε  μια  λαίμαργη  πολυθρόνα,  λαίμαργη  για  αγωνία,  αναμνήσεις  και  βάρος.    

Για  χρόνο.  Για  το  δικό  της  χρόνο.    Καταγεγραμμένο   ανάποδα   ή   γραμμικά,   τραυλό   σε   σημεία,   λογορροϊκο   σε  

άλλα,   με   περιγραφές   που   γλιστρούν   σε   ανισόπεδες   διηγήσεις   και   κατηφορικές  μνήμες.    

Έχει   αρχίσει   και   μιλάει   κρατώντας   πάντα   τα   μπράτσα   της   καρέκλας.  Μιλάει  ήπια   και   άχρωμα   όπως   φοβόταν   και   όπως   ήξερε   πώς   θα   τρόμαζε   όταν   το  συνειδητοποιούσε.  Το  δωμάτιο  γεμίζει  με  τη  σκόνη  του  απότομου  χωματόδρομου  και  της  λαμαρίνας  που  ουρλιάζει  καθώς  συμπτύσσεται,  αιχμηρό  συρματόπλεγμα  ως  τα  μέσα  των  ποδιών  και  της  αφωνίας.  Η  μύτη  της  πιάνει  στον  αέρα  σωματίδια  από  την   μυρωδιά   του   Αντώνη,   την   υγρασία   στο   παλτό   του   και   το   πέτρινο   σώμα   του  καθώς  εκείνη  απομακρύνεται  από  τα  χέρια  του.  Ο  στριφνός  ήχος  από  τα  φρένα  του  ταξί  την  στιγμή  που  φτάνει  σπίτι  της,  σώα  και  ανέπαφη  από  την  βίαιη  προσδοκία,  μια  αναθεματισμένη-­‐ναι  έτσι  την  λέει-­‐  ελπίδα  που  επέτρεψε  στον  εαυτό  της  να  έχει  εκείνο  το  βράδυ.    

 Πώς  μπορούσε  να  θέλει  να  είναι  όλα  ομαλά;  Με  ποιόν  τρόπο  νόμιζε  πώς  θα  

μπορούσα   εγώ…     Εγώ   άραγε   να   δοκιμάσω   κάτι   που   πια   μόνο   θυμάμαι.   Πόσο   με  θύμωσε  αυτή  η  απλή  αφέλεια  που  έχουν  οι  αλώβητοι  άνθρωποι.  Τους  σιχαίνομαι!  Τους  μισώ  από  μικρή,  άνθρωποι  που  νομίζουν  πώς  όλα  είναι  εφικτά.  Ε  λοιπόν  δεν  είναι  όπως  και  τίποτα  δεν  είναι  πια  όμορφο.  ΔΕΝ  ΕΙΝΑΙ  ΚΑΙ  ΔΕ  ΦΑΙΝΕΤΑΙ  ΟΜΟΡΦΟ.  Ξέρετε   τι   εννοώ   κι   ας   μη   μιλάτε.   Η   ευτυχία,   η   αγάπη,   η   πληρότητα…   χα!   Λέξεις  αναθεματισμένες.   ΓΑ-­‐ΜΗ-­‐ΜΕ-­‐ΝΕΣ   λέξεις   που   ακούγονται…  ω,   ναι!   Εγώ   τις   ακούω  χρόνια  αλλά  ΔΕΝ  φαίνονται.  Απλά  δεν  έρχονται…  δεν…  

Page 116: To Pagopoieio PDF

  115  

 Αδάκρυτη  και  αλώβητη  αφήνει  όλο  το  βάρος  της  να  πέσει  προς  τα  μέσα,  σα  να  

προσπαθεί   να   χωνέψει   όλη   την   ένταση   και   την   έξαρση   σε   αίσθηση   μήπως   και  καταφέρει  να  παράξει  τον  ελάχιστο  πόνο,  μια  ακίδα  που  θα  σκάσει  αυτό  το  μπαλόνι  γεμάτο  μελανή  χολή  και  θυμό.  

 Το   δωμάτιο   μαζεύεται,   καταλήγει   πάλι   άδειο   με   τη   Ζωή   και   τον   άνδρα   να  είναι  οι    μοναδικές  παρουσίες  μέσα  του,  ακίνητοι  και  αντιμέτωποι,  μόνοι  σε  αυτόν  τον   άδειο   πλανήτη   με   το   όζον   της   σιωπής   να   καλύπτει   τα   ελάχιστα   λεπτά   που  απομένουν  πριν  τη  δημιουργία,  πριν  την  αρχή,  λίγο  πριν  καταφέρουν  οι  σκιές  και  το  σκοτάδι  να  περιεχθούν  σε  ήχους  και   ιδέες  μέσα  από  τα  μοναδικά  αυτά  πλάσματα  που  κατοικούν  το  χάος  τους,  ελάχιστο  χρόνο  πριν  η  Ζωή,  μοναδική  και  φοβισμένη  απέναντι   στο   άγνωστο   αρχίσει   να   κατανοεί,   να   αισθάνεται   τη   θερμότητα   που  έρχεται   από   έξω   και   εξατμίζεται   μόλις   ακουμπά   το   κρυστάλλινο   επίστρωμα   των  σκοτεινών  ματιών  της.    

                                                     

Page 117: To Pagopoieio PDF

  116  

 ΧΡΗΣΤΟΣ  

   

ΤΑ  ΜΑΔΗΜΕΝΑ  ΣΧΟΙΝΙΑ  ΤΗΣ  ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΣΤΡΑΣ,  γεμάτα  κόμπους  και  βρώμικο  νερό,  κάνουν  ζιγκ  ζαγκ  ανάμεσα  στα  πόδια  κάποιας  καρέκλας  που  ξαφνικά  στέκεται  στη  μέση  του  διαδρόμου  ή  σε  ένα  ζευγάρι  ακίνητα  πόδια  που  ανήκουν  σε  έναν  από  τους   ελάχιστους   ανθρώπους   που   βρίσκονται   σε   αυτόν   τον   όροφο,   αμίλητοι,  στουμπωμένοι   από   την   σιωπή   και   τα   στερητικά   του   τσιγάρου.   Γύρω   στα   είκοσι  άτομα,   αγνώστου   ταυτότητος   για   την   καθαρίστρια   που   κάθε   μέρα   τέτοια   ώρα  διαβαίνει   αυτή   την   αίθουσα   άδεια   βρίσκοντας   κάτω   χαρτιά     και   καλάθια   γεμάτα  από   αποφάγια   και   χαρτομάντιλα.   Μοναδική   σε   κίνηση   και   χρώμα   μιας   και   η  γαλάζια  της  στολή  με  το  logo  της  ιδιωτικής  εταιρείας  για  την  οποία  δουλεύει  μοιάζει  σαν  τη  μύγα  μες  στο  γάλα  σε  σχέση  με  τα  σκούρα  σακάκια  και  ταγέρ  που  κοσμούν  όλους   τους   υπόλοιπους   ανθρώπους   εκεί   μέσα.   Κάποιοι   την   κοιτάζουν,  αποσπώμενοι  από  αυτό  το  χρωματιστό  σαλιγκάρι  με  τους  λεκέδες  από  χλωρίνη  και  τη  φρέσκια  μυρωδιά  που  περνά  μπροστά  τους  σα  μικρό  λεπίδι  που  κόβει  την  ώρα  και  τα  σκληρά  δευτερόλεπτα  αγωνίας  που  βιώνουν  οι  περισσότεροι  εκεί  μέσα.    

Η   καθαρίστρια   πηγαίνει   ακόμη   πιο   αργά,   σχεδόν   βασανιστικά   θέλοντας   να  δουν   όλοι   το   επιτηδευμένο   της   μειδίαμα,   την   εμφανή   της   ειρωνεία   για   το  περασμένο   της  ώρας  που  αναγκάζονται  όλοι  αυτοί  οι   χαραμοφάηδες   όπως  συχνά  τους   αποκαλεί   στο   σύζυγο   της   να   μείνουν   απόψε,   σχεδόν   οχτώ,   σε   μια   αίθουσα  τόσο  σκούρα  και  στυγνή,  αφήνοντας  να  κυριαρχούν  μόνο  οι  σκοτεινές  οθόνες  των  υπολογιστών,   σαν   καμένοι   καθρέφτες   και   η   παγωνιά   των   σιδερένιων   φωριαμών,  όρθια  αταλάντευτα  γλυπτά  με  μνήμη  δεκάδων  ετών.  

Όλη   αυτή   η   ανησυχητική   ησυχία   τυχαίνει   και   σπάει   ξαφνικά   από   κάποιες  κλήσεις  κινητών,  καταχωνιασμένα  σε  τσέπες  αφήνοντας  παραμορφωμένα  ρεφραίν  από   γράσο   και   εκνευριστικά   ντεσιμπέλ   να   αντηχήσουν   γύρω   στο   χώρο  προκαλώντας   επιτέλους   κάποια   σύσπαση,   μάταιη,   φτωχή   και   σχεδόν   ηλίθια   στα  αυτιά  της  καθαρίστριας  που  από  ώρα  χαζεύει  ακινητοποιημένη  πια  κι  αυτή  δίπλα  στον   διευθυντή   της   σχολής   το   συγκεντρωμένο   πλήθος,   που   σιωπηλό   κι   αυτό  αντίστοιχα   έχει   γεμίσει   το  προαύλιο   του  Τ.Ε.Ι.,   εκατοντάδες  άνθρωποι  σαν  μαύρη  αμοιβάδα  που  λικνίζεται  αμυδρά  μπροστά  από  ένα  αυτοσχέδιο  πάσο.  Πάνω  εκεί  σε  αυτή   την   σανίδα   ακούει   μια   γυναίκα,   κοντή   και   απλά   ντυμένη   να   μιλά   δίχως   να  κουνάει   τα   χέρια   της,   δίχως   να   φωνάζει,   δίχως   να   φέρεται   εκστασιασμένα   όπως  τόσοι   άλλοι   που   έχει   δει   όλο   αυτόν   τον   καιρό   να   χρησιμοποιούν   την   αυλή   σαν  αρένα,   με   τα   αντιαισθητικά   μονόχρωμα   κουρέλια   τους   για   σημαίες   και   τα  επιτραπέζια  ρυθμισμένα  λόγια  τους.    

Ο   διευθυντής   δίπλα   της   ανασαίνει   άρρυθμα   εξαπλώνοντας   την   βαριά  μυρωδιά   από   καφέ   και   στεγνό   σάλιο   που   έρχεται   από   το   στόμα   του.   Τον  επεξεργάζεται   κρυφά   νιώθοντας   ταυτόχρονα   μια   αποστροφή   που   την   κάνει   να  

Page 118: To Pagopoieio PDF

  117  

ισιώσει   το   κορμί   της   αυτόματα   φτάνοντας   σχεδόν   στον   ώμο   του.   Είναι   σαν   το  αφεντικό   της,  σαν   τον  προϊστάμενο   της  και  σαν  εκείνα   τα  παχύδερμα  σκυλιά  που  συχνά  της  κάνουν  σεξιστικά  σχόλια  την  στιγμή  που  βγαίνει  με  άλλες  συναδέρφους  από   τη   συνέλευση   των   εργαζομένων.   Ίδιος   το   αφεντικό   της   όταν   δούλευε   στον  ηλεκτρικό  με  την  Ecomed  ,  φτυστός  ο    γλοιώδης  εργατολόγος  που  την  ανέκρινε  όταν  κατήγγειλε   την   εταιρεία.   Πίσω   από   το   διευθυντή   παρατηρεί   έναν   εξίσου   ψηλό  άνδρα  που  πίνει  ουίσκι  και  είναι  ο  μοναδικός  που  καπνίζει  απροκάλυπτα  μιλώντας  παράλληλα   χαμηλόφωνα   στο   κινητό   του.   Τον   κοιτάζει   και   η   ψυχρή   του   όψη   την  κάνει  να  αισθανθεί  μόνη  της  εκεί  μέσα,  λες  και  την  τιμωρεί  κάποιος  βάζοντας  την  σε  αυτήν   τη   βάρδια.   Πιάνει   το   κοντάρι   και   συνεχίζει   να   περνά   το   πάτωμα   με   ένα  στρώμα  υγρής  σκόνης  κάνοντας  το  φώς  από  τις  λάμπες  φθορίου  να  μοιάζει  ακόμη  πιο  θολό  και  άρρωστο  στην  αντανάκλαση  του.  Περνώντας  μπροστά  από  το  στιβαρό  σώμα  του  τύπου  θα  λερώσει  ελάχιστα  την  άκρη  του  παπουτσιού  του  νιώθοντας  πώς  κάνει  το  χρέος  της  πάνω  του  κι  ας  μη  καταλαβαίνει  τι  της  φταίει  σε  αυτόν,  απλώς  και   μόνο   επειδή   μοιάζει   τόσο   απαθής   και   σίγουρος   ανάμεσα   σε   αυτές   τις  φροντισμένες  μαρμάρινες  φιγούρες.  

«Τι  σου  λέ…  εεε…;  με  ακούς;  Τι  σου  λέει;  Θα  αποφασίσουν  επιτέλους  τίποτα;  Πόση   ώρα   ακόμη   θα   μιλάει   αυτή;».   Το   βλέμμα   του   τύπου   μαρτυρά   τη   σύντομη  δυσκολία  του  να  ακούσει  τα  λόγια  του  διευθυντή  μέσα  από  τον  άχαρο  συντονισμό  του   τζαμιού     στη   συχνότητα   των   ηχείων   στο   προαύλιο.   Η   φωνή   της   χήρας   του  Αποστολόπουλου   του   ακούγεται   εκνευριστικά   αργή   και   λεπτή.   Τη   βαρέθηκε   τη  σκύλα,   την   αγάμητη.   «Επιτέλους…»   φωνάζει   και   κάνει   αρκετά   βλέμματα   να  γυρίσουν   προς   το   μέρος   του.   Ο   τύπος   σβήνει   το   τσιγάρο   μέσα   σε   μια   κούπα   και  κάνει  το  καπάκι  του  κινητού  να  κλείσει  γλιστρώντας  επιδεικτικά.    

«Ασ’  την.  Ας  την  αφήσουμε  να  μιλήσει.  Κι  εμείς  άλλωστε  μιλάμε  συνέχεια!  Ασ’  την  να  μιλήσει  στον  κόσμο…  της.  Θα  τη  δουν  χίλια  άτομα.  Θα  την  τραβήξουν  πέντε  κάμερες,   άντε   να   τη   διαβάσεις   σε   μια   δύο   πράσινες   εφημερίδες   και   στο  σφυροδρέπανο.   Θα   χαθεί.   Η   Αποστολοπούλου   είναι   μια   εικόνα   που   κατεξοχήν  χάνεται  ανάλογα  με  το  πόσο  προβάλλεται,  εικόνα  που  αργά  ή  γρήγορα  κουράζεται  κανείς   να   βλέπει   γιατί   του   θυμίζει   τη   δική   μας   ύπαρξη,   τον   απέραντο   λαβύρινθο  που  έχει  να  ακολουθήσει  για  να  βρει  το  δίκιο  του.  Τα  ίδια  έγιναν  με  τον  μικρό  στα  Εξάρχεια,   τα   ίδια   και   με   την   καθαρίστρια.   Παραμένουν   μικρές   ιστορίες   αληθινών  άθλων.   Το   περισσότερο   να   τα   ακούς   στο   δελτίο   ειδήσεων   κάποιου   επίμονου  καναλιού  που  θέλει  να  στριμώξει  την  κυβέρνηση».  Ο  διευθυντής  τον  ακούει  πρώτη  φορά  τόσο  σκληρό  με  τη  ροή  του  λόγου  του  να  μην  έχει  καμία  διαβάθμιση  λες  και  πρόβαρε  αυτά  τα  λόγια  χρόνια  τώρα,  σαν  ένα  δόγμα,  μια  απαγορευμένη  θρησκεία  για   λίγους.   Κοιτάζει   τους   υπόλοιπους   που   έχουν   μαζευτεί   κοντά   στα   παράθυρα  ακούγοντας   τον   τύπο   και   του   φαίνονται   ακόμη   πιο   κουρασμένοι   και   φοβισμένοι,  ανίκανοι  να  κατανοήσουν  τα  τραχιά  λόγια  αυτού  του  ανθρώπου  που  τώρα  μοιάζει  καθώς  ρουφάει  το  ποτό  του  με  κλειστά  μάτια,  μόνος  και  παραπλανημένος.  

Page 119: To Pagopoieio PDF

  118  

«Δεν  καταλαβαίνεις  τίποτα  πια.  Χρειάζεται  μόνο  μια  αφορμή  γαμώτο  και  θα  αρχίσουν  να  πέφτουν  κι  άλλα  κεφάλια.  Είναι  νέοι,  όλοι  τους  θέλουν  με  το  πλευρό  τους.  Πρόβατα,  δε  λέω,  αλλά  έχουν  κάποια  δύναμη.  Έχουν  νεύρο.  Πόσες  φορές  μας  έχουν   κλείσει   τις   σχολές   χωρίς   να   ρωτήσουν,   έτσι…   δεκαπέντε   τσόγλανοι   που  μοιράζουν  αφίσες».    

Ο   κόσμος   κάτω   έχει   αυξηθεί   από   φοιτητές   που   μόλις   τελείωσαν   τα   γραπτά  τους   και   βγαίνουν   και   αυτοί   στο   προαύλιο.   Με   τη   φωνή   της   Αποστολοπούλου  μπλέκονται   τώρα   κι   άλλες,   γιουχαΐσματα,   επιφωνήματα.   Μπλέκονται   χέρια   και  γροθιές  αναγκάζοντας  την  να  υψώσει  και  αυτή  τον  τόνο  της.  Ο  διευθυντής  γυρνάει  πίσω  σε  όλους  τους  παρευρισκόμενους  και  κοιτά  αυστηρά  σα  να  φταίνε  εκείνοι  για  τον   πολύωρο   αποκλεισμό   τους   στα   γραφεία   της   διοίκησης.   Το   σώμα   του   τύπου  ορθώνεται  πηγαίνοντας  διστακτικά  προς  το  παράθυρο  παραμερίζοντας  τον.    

«Ο,τι  βλέπεις  απόψε,  δεν  σου  είναι  ξένο.  Ούτε  σε  εμένα.  Αυτή  η  συγκέντρωση,  αυτή   η   πώρωση   δημιουργείται   από   την   προχειρότητα   της   προσοχής,   από   τις  κάμερες  και  την  προβολή,  την  συνεχή  έκθεση  σε  μια  πονεμένη  ιστορία,  τόσο  έντονα  ειπωμένη   που   σου   ξεφεύγει   κάτι…».   Στυλωμένος   έχοντας   πάρει   πάλι   αυτή   την  αγενή  σχεδόν  όψη  ο  τύπος  κοιτάζει  έξω  και  σφίγγει  τις  σιαγόνες  του  συγκρατώντας  ένα  χασμουρητό.  Από  τη  τσέπη  του  βγάζει  ένα  πακέτο  τσιγάρα  και  ανάβοντας  ένα  γυρίζει   προς   όλους   απότομα,   δείχνοντας   μια   σιγουριά   μα   ταυτόχρονα   και   μια  κούραση   που   μαρτυρούν   τα   χαμηλωμένα   μάτια   του.   Στον   διευθυντή   μοιάζει   πώς  κοιτάζει   τα   παπούτσια   του   μα   εκείνος   κοιτάζει   μόνο   το   βήμα   του   που   ανοίγει  πηγαίνοντας  ξαφνικά  προς  τη  πλευρά  εκείνη  της  αίθουσας  που  υπάρχει  ένα  ανοιχτό  γραφείο.   Του   Χρήστου.   Περπατά   σταθερά   ώσπου   φτάνει   έξω   από   την   πόρτα.   Το  φώς   είναι   αναμμένο   κάνοντας   το   περίγραμμα   του   τύπου   να   φέγγει   σαν   μια  απόκοσμη  φιγούρα  μέσα  στο  κίτρινο  της  λάμπας  και  του  καπνού.      

«Ταυτίζονται  όλοι  με  το  προσωπικό  δράμα  και  όχι  με  τον  σκοπό  για  τον  οποίο  κατέληξε   κάποιος   θύμα.   Όλοι   τη   χήρα   ακούνε   μα   κανείς   δεν   άκουγε   τον  Αποστολόπουλο   όταν   φώναζε   ή   έγραφε   για   τα   στημένα   μεταπτυχιακά».   Τα  τελευταία  αυτά  λόγια  του  αντήχησαν  στην  αίθουσα  σαν  κάποιο  ξενέρωτο  και  κυνικό  επιτύμβιο,  αφήνοντας  πάλι  μια  έντρομη  σιωπή  εκεί  που  έστω  για  λίγο  υπήρξε  ένα  σούσουρο,   ένα   σάλεμα   στις   ορέξεις   αυτών   των   αποκλεισμένων   δημοσίων  υπαλλήλων.  Μια  από   τις   γυναίκες   στέκονται   πιο   κοντά  από  όλους   στο  παράθυρο  αισθανόμενη   την   απόλυτη   φωνή   αυτού   του   αγενή   άνδρα   να   της   γδέρνει   με   τα  μπάσα  του  την  πλάτη  κάνοντας  την  να  γυρίσει  ρίχνοντας  το  βλέμμα  της  στο  βάθος  της  αίθουσας,  παραμερίζοντας  την  ψηλή  μορφή  που  στέκεται  εκεί.  Συγκεντρώνεται  σε   αυτό   το   ταλαίπωρο   γραφείο   που   φαίνεται   μέσα   χαζεύοντας   πάνω   του   τα  ξεραμένα  λουλούδια  που  μαραίνονται  μέρες  τώρα  χωρίς  κανείς  να  ενδιαφερθεί  να  τους   αλλάξει   νερό.   Η   καρέκλα   που   βρίσκεται   πίσω   από   το   γραφείο   στέκεται  ακίνητη,   βαλσαμωμένη  προς   το   μέρος   της,   μέσα   στο  άδειο   γραφείο   του   που  σαν  ένα   μεταλλικό   στομάχι   ανακατεύει   όλους   όσους   περιμένουν   να   περάσει   αυτή   η  νύχτα,   αυτούς   που   σιωπούν   καλυμμένοι   από   τις   εξωτερικές   φωνές   που  

Page 120: To Pagopoieio PDF

  119  

δυναμώνουν   κι   άλλο   τώρα   έξω   ,   όση   ώρα   η   σύζυγος   του   Αποστολόπουλου  προσπαθεί   να   μιλήσει   έχοντας   μπροστά   της   όλο   το   προαύλιο   γεμάτο   μέχρι   την  ανοιχτή  πύλη.    

   ΕΙΝΑΙ   ΑΠΛΩΣ   ΜΙΑ   ΜΑΥΡΗ   ΤΡΥΠΑ.   Ένα   σκελετωμένο   φίδι   σκέφτεται  

σηκώνοντας   μηχανικά   για   πολλοστή   φορά   το   έλασμα   του   μικροφώνου.   Ο  παγωμένος  αέρας  μοιάζει  να  δημιουργεί  μικρούς  στροβίλους  πίσω  από  το  σβέρκο  της  φέρνοντας  περιδινούμενες  φωνές   και  ακρυλικά  σουρσίματα  στα  αυτιά   καθώς  πασχίζει  να  ακουστεί,  καθώς  ανασηκώνει  το  γιακά  της  σα  να  ρίχνει  κάποιο  σύνθημα  στον   κόσμο   κάτω   να   σωπάσει,   να   κοπάσει,   αφήνοντας   τα   ταπεινά   λόγια   που  αυτοσχεδιάζει   να  ολοκληρώσουν   την  πορεία   τους.  Να  βρουν   κάποιο   νόημα,   έστω  για  λίγους.    

Έχει  συνηθίσει    να  συναντά  μονάχα  τα  μάτια  των  γιών  της  και  άλλοτε  τα  δικά  του,  μια  ανάμνηση  που  αρκεί  να  πάψει  το  κουράγιο  της  να  συνεχίσει.    

Τα  μάτια  του.  Αυτά   που   την   έφεραν   ως   εδώ   απόψε,   μια   γυναίκα   47   ετών,   μια   απλή  

υπάλληλο   σε   εμπορική   εταιρία,   μητέρα   και   τώρα   μόνη   μπροστά   σε   εκατοντάδες  άγνωστα   μάτια   που   θέλουν   να   την   ακούσουν   να   μιλά   για   έναν   πεθαμένο,   ναι  ακριβώς.  Για  τον  νεκρό  άνδρα  που  κάποτε  πλάγιαζε  μαζί  μου  ρωτώντας  απλώς  τι  θα  μαγειρέψω  αύριο;      

Γυρίζει   και   κοιτάζει   τους   γιούς   της,   καθισμένοι   κι  αυτοί  πίσω  στην   εξέδρα  ο  ένας   δακρυσμένος   κι   ο   άλλος   ίδιος   εκείνος,   δυναμιτισμένος   και   έτοιμος,  περιμένοντας   αυστηρά   από   αυτήν   να   μιλήσει   σε   αυτήν   την   μνημόσυνη  συγκέντρωση   που   ετοίμασαν   συνάδελφοι   και   φοιτητές   για   τον   καθηγητή,   τον  αγωνιστή,  τον…  τον…  για  έναν  άνδρα  που  όμως  δεν  αφορά  εκείνη  και  την  απώλεια  της  αλλά  το  πείσμα  των  παιδιών  της  και  των  συνεργατών  του  περιμένοντας  την  να  περάσει  την  εικόνα  του,  τα  λόγια  του.    

 Εκμεταλλεύεται  την  ολιγόλεπτη,  ξαφνική  αναστάτωση  που  συμβαίνει  καθώς  έξω   από   την   πύλη   παρατάσσονται   κι   άλλοι   αστυνομικοί.   Απολαμβάνει   την  καταναγκαστική  σιωπή  της  ώστε  να  καταλάβει  πώς  απλά  δεν  μπορεί.  Δεν  μπορεί  να  τους  μιλήσει  ούτε  για  τα  χιλιάδες  χαρτιά  του  πάνω  στο  γραφείο    ή  ακόμη  και  στο  τραπεζάκι  του  καφέ,  ούτε  για  τις  επιτροπές  και  τα  συλλαλητήρια.  Ούτε  καν  για  τον  θάνατο   του   μέσα   σε   εκείνο   το   απρόσωπο   γραφείο   από   ανακοπή   καρδιάς,   με   τη  ψυχή   σκασμένη   από   την   πίεση   και   την   απειλές.   Ένας   δεύτερος   κόσμος   που   μόνο  εκείνος   ήξερε   να   χειρίζεται   και   να   χιμάει   με   νύχια   όμοια   των   αντιπάλων   του.  Μπορεί   μονάχα   να   τους   μιλήσει   για   την   ανικανότητα   του   να   δέσει   μια   γραβάτα,  έχοντας   τις   έτοιμες   μέσα   στη   ντουλάπα   ή   για   την   αδυναμία   του   να   φροντίσει   το  σπίτι  όσο  καιρό  τον  κυνηγούσαν,  για  όλη  αυτήν  τη  απόσταση  που  έβαλε  ο  κόσμος  ανάμεσα   τους,   για   τους  φοιτητές,   όπως   της   απολογούταν   κάθετος   σε   τόνο   όποτε  εκείνη   του   έκανε   μια   νύξη.   Πώς   μπορεί   λοιπόν   αυτή   η   απόσταση,   αυτός   ο  

Page 121: To Pagopoieio PDF

  120  

αργοκίνητος   χωρισμός   να   αφορά   όλους   αυτούς   από   κάτω;   Τους   φοιτητές,   τη  διμοιρία  με   τα  γυαλιστερά  κράνη  ή   τα  μεγαλόσωμα  παιδιά  πίσω  από  τα  ΜΑΤ-­‐  στ’  αλήθεια  παιδιά  στα  μάτια  της-­‐  με  τα  σκούρα  μπουφάν  και  τις  ελληνικές  σημαίες  στο  χέρι  απομακρύνοντας  ακόμη  πιο  πολύ  το  νόημα  όλης  αυτής  της  νύχτας  μέσα  της.  

Ένα   χέρι   την   ακουμπά   στην   πλάτη   ήρεμα   κάνοντας   την   να   σκεφτεί   πώς  σώθηκε  από  αυτήν  την  βίαιη  αδράνεια  που  έπεφτε  εδώ  και  ώρα.  Οι  φωνές  έχουν  δυναμώσει  όπως  κι  ο  αέρας  που  πια  παρασέρνει  μπουκάλια  και  καπνούς  σχίζοντας  τον   σκοτεινό   μουσαμά   του   ουρανού.   Από   το   μικρόφωνο   ακούγεται   ένα  ευχαριστούμε  γρήγορο  σα  λαιμητόμος  καθώς  ο  γιός  της  την  σπρώχνει  στην  αντίθετη  κατεύθυνση,   προς   κάποιους   άνδρες.   Πίσω   ακούει   βρισιές   και   στριγγλιές   που  έρχονται  από  δρόμο,   την  πλαστική  κρούση  των  ασπίδων  και   των  καπνογόνων  στο  οδόστρωμα  και  τα  πεζούλια  της  αυλής.  Αφήνεται  μόνη  της  σε  ένα  υπόστεγο  καθώς  όλοι   τρέχουν   προς   την   άμορφη   μάζα   από   φοιτητές   και   αστυνομικούς,   να   τρέμει  ελάχιστα  στη  σκέψη  πως  φταίει  ο  άνδρας  της  ή  ο  Χρήστος,  αυτοί  οι  δυο  άνθρωποι  με  τη  διαφορετική  στάση  και  το  ίδιο  αποτέλεσμα,  δύο  άνθρωποι  μόνοι  μακριά  από  όλους.    

Αριστερά   της   ακούει   την   δυνατή   φωνή   του   γιού   της   που   ζητάει   ένα  ασθενοφόρο,   πρησμένος   από   τα   δακρυγόνα,   όρθιος   μπροστά   στο   σώμα   ενός  αγοριού   που   κείτεται   στο   προαύλιο.   Φωνάζει   αν   χρειάζεται   βοήθεια   ή   το  αυτοκίνητο  της,  πιο  πολύ  σε  μια  προσπάθεια  αυτοσυγκράτησης  που  όμως  την  κάνει  να  νιώθει  άχρηστη,  τυχαία.  Φωνάζει  άλλη  μια  φορά  μάταια  κι  ύστερα  αποφασίζει  να  πάει  προς  το  γιο  της.  Με  βήμα  γρήγορο  και  αγωνιώδες  πλησιάζει  το  σώμα  του  νέου  που  βρίσκεται  ξαπλωμένος  και  σκύβει  από  πάνω  του  δίνοντας  την  εντύπωση  πώς  τον  σκεπάζει  με  μια  ζέστη,  προστατεύοντας  τον.    Λίγα  μέτρα  πιο  κει  ο  γιος  της  μιλάει  με  έναν  αστυνομικό  δείχνοντας  προς   το  μέρος   της,  θέλοντας  προφανώς  να  την   διαχωρίσει   από   τα   γεγονότα.   Κοιτάζει   και   τους   δύο   αμήχανη   όταν  συνειδητοποιεί   πώς   το   κεφάλι   του   αστυνομικού   είναι   στραμμένο   σε   εκείνην,   μια  φιγούρα  σκοτεινή   και   απρόσωπη  που   την   κάνει   με   μιας   να   βάλει   το   χέρι   της   στο  μέτωπο  του  τραυματισμένου  νεαρού.  

Το  κρατάει  νιώθοντας  το  πετρωμένο  αίμα  κάτω  από  το  δέρμα,  τον  πόνο  που  σκάει  σαν  παλμός  στο  φλοιό,  κρατώντας  τον  σαν  σωσίβιο  μέσα  στο  χάος  και  κάτω  από   τη     σκοτεινή   σκιά   που   είναι   ο   αστυνομικός   από   πάνω   της,   ζητώντας   της   με  παραμορφωμένη  φωνή  να  απομακρυνθεί.  Προσπαθεί   να  μαντέψει   την  ηλικία   του  κοιτάζοντας   τα  μάτια   του  ευθεία  μέσα  από  το  γυαλί   του  κράνους,  προσπαθώντας  να  βρει  ένα  πρόσωπο  πίσω  από  αυτόν  τον  παγωμένο  φόβο.    

           

Page 122: To Pagopoieio PDF

  121  

 ΑΝΤΩΝΗΣ  

   

ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΙ   ΣΚΙΩΔΕΙΣ   ΑΓΡΟΙ,   φεύγουν   πίσω   σα   ριπή   αφήνοντας   ένα   λεπτό  φάσμα  σκοτεινών  χρωμάτων,  σαν  ιδέα  από  όνειρο  που  παλεύει  ακόμη  στη  σχισμή  του   ματιού   του.   Στο   βάθος   συστάδες   δένδρων   χώνονται   μέσα   στην   ταχύτητα   του  δρόμου   σαν   σιλουέτες   σωμάτων,   γδαρμένα   από   ορμή   και   τραχύ   ύπνο.   Βαθαίνει  περισσότερο  το  σώμα  του  μέσα  στο  πρόχειρο  κρεβάτι  ακούγοντας  κάπου  εκεί  έξω  να  τρίζει  κάποιο  ξύλο,  εισβάλλοντας  μέσα  στην  υδάτινη  κατάσταση  που  βρίσκεται  κάθε   φορά   εδώ   και   μέρες.   Αισθάνεται   να   πατά   με   χοντρές   μπότες   στην   άμμο,  προσπαθώντας  να  μάθει  αυτόν  τον  κόσμο  καλύτερα.    

Μέσα  στον  ύπνο  συναντά   ξανά  χιλιάδες  φωτά     κατανεμημένα  σε  κοιλώσεις,  αστροπολιτείες  αφημένες  στη  χάση  κάποιου  ανώνυμου  λόφου,  πάντα  στο  πλάι  του  να  τις  κοιτάζει  καθώς  γίνονται  σταδιακά  μια  νεφελώδη  εικόνα,  ένας  μικρός  τρόμος  που  καταλήγει  σε  ταμπέλες  νυχτωμένων  καφενείων  στην  εθνική  ή  σε  κάποιο  άηχο  βενζινάδικο   πίσω   από   ξεραμένες   μουριές.   Κατεβαίνει   χωρίς   λόγο   να   ανάψει   ένα  τσιγάρο,  να  μυρίσει  γύρω  την  κρούστα  που  αφήνει  η  όψιμη  ψύχρα,  τις  στάλες  του  κρύου   που   φέρνει   το   πέρασμα   κάποιου   φορτηγού   καταπάνω   του   και   μέσα   του,  αυτά  τα  δύο  κίτρινα  πυρετικά  φώτα,  σαν  μάσκα…  

 …  δεν  πρόκειται  να  έρθει  ποτέ  εδώ  μέσα,  να  περάσει  την  πόρτα  ψάχνοντας  κάτι  από  εμένα.  Δε  με  χρειάζεται.    

Κοιτάζοντας  ανθρώπους  έξω  στις  αυτοσχέδιες  πλατείες  που  παρατηρούν  το  άγνωστο  όχημα,  μια  επίμονη  ρέμβη  που  τρυπάει  τη  λαμαρίνα  αφήνοντας  μια  άλλου  είδους  μοναξιά  να  κυριεύσει   τη  σκέψη   του,  σα  να  υπήρχε  ανέκαθεν  κάτω  από   το  δέρμα  αυτή  η   ευαίσθητη  πλάκα  που  μετακινείται.   Κάθεται  μαζί   τους,  μια   κοντινή  συνύπαρξη  χωρίς  όνομα,   χωρίς  φόβο,  μόνο   τα  πλαστικά  μπουκάλια  με  δηλητήριο  που  κρέμονται  από  τις  σιδεριές  και  η  πάχνη  στο  παλαιωμένο  τζάμι  της  ξυλόπορτας.  Στα   μάτια   του   ακόμη   δεκάδες   βωμόθυρα,   τοξωτές   πύλες   τριθέσιων   σχολείων   και  βρεγμένα   καφάσια   στις   παρόχθιες   πλευρές   του   δρόμου,   ταξιδεύοντας   κυκλικά,  φαύλα  έξω  από  τα  τείχη  μεγάλων  πόλεων,  έξω  από  τα  δικά  του  τείχη.  

Καταλαβαίνει   το  πρωινό  σαν  ένα  μαλακό  χέρι  που  φέρνει  ελάχιστο  φώς  στο  λαιμό  του.  Κάπου  εκεί  στη  μέση  το  σώμα  και  η  εμβρυακή  του  στάση,  τον  κάνει  να  παραμιλά…    

 …  γύρισα  γι’  αυτό  εδώ;        Όμως   όλα   συνεχίζουν   γλιστρώντας   από   κάτω,   ακολουθώντας   τη   λευκή  

γραμμή,   τον   οδικό   μίτο,   ατέλειωτο   να   αγγίζει   τα   αόρατα   σύνορα   μια   χώρας   που  

Page 123: To Pagopoieio PDF

  122  

διακλαδώνεται  παράλληλη  μέσα  του  ξεδιπλώνοντας  τα  όμορφα  ονόματα  της,  όλες  οι   πόλεις   του   ύπνου   του.   Άκτιο,   Αντιλοχεία,   περνώντας   τις   όλες   μακριά   της,  ξέροντας   πώς   θα   της   αρέσουν   οι   φοίνικες   καθώς   διασχίζουν   τα   Σύβοτα   ,  ξεπηδώντας   στα   αριστερά   σαν   κατσαρά   μαλλιά,   εκτείνοντας   τον   κυρτό   τους  σωματότυπο   στην   ημισέληνο   της   παραλίας.   Όλα   τα   μοναχικά   σημεία   ενός   τόπου  που  ομορφαίνει  μέσα  στα  άκρα  του  πρωινού  και   της  νύχτας,  αλλάζοντας  όπως  το  νερό  στο  ποτήρι  του  ζωγράφου.  

Ανακατεύοντας  κάθε  πλάσμα  και  καταστροφή.    Τα   πόδια   του   μέσα   στο   ρηχό   νερό   με   τις   καλαμιές   και   τις   καλύβες   στην  

Τουρλίδα.   Εκεί   με   ποδήλατο   μπορεί   να   φέρνει   βόλτες   καταμεσής   της   λωρίδας  χαζεύοντας   τη   στρώση   του   πλαγκτόν   από   τον   υπερτροφισμό   να   λαμπυρίζει   τις  χιλιάδες   καρφίτσες   του   στην   επιφάνεια   μόλις   πέφτει   απόγευμα.   Στους   ανοιχτούς  χώρους   που   δε   σμίγουν   άνθρωποι   και   φρίκες,   χωρίς   να   τον   πονάει   μπαίνοντας  άγρια   από   σφιχτά   αλουμίνια   το  φώς   ή   ο   ήχος   των   σκυλιών   μέσα  από  μεταλλικές  υδρορροές.  

Αμυδρά   τσιμπήματα   στον   αυχένα   και   στην   πλάτη,   μουσκεύουν   το   χωμάτινο  τετράδιο   που   ξεφυλλίζει   ανασαίνοντας   βαριά,   περιμένοντας   μια   ελάχιστη  παρόρμηση,  έναν  τρόμο  να  τον  τραβήξει  από  εκεί  γυρίζοντας  τον  πίσω  σε  όλες  τις  ασφαλείς   μυρωδιές   και   εικόνες.   Η   σκοτεινή   ράμπα   της   εισόδου,   τα   βρώμικα  εργαλεία  του  Γιώργου,  παρατημένα  σε  ένα  από  τα  τραπέζια.    

Εύχεται  να  τελειώσει  πάλι.  Σταδιακά  και  σαν  απόσχιση  τα  πάντα  μεταφέρονται  στις  σωματικές  εκκρίσεις  

του   ύπνου   και   στην   άγρια   πνοή   του   μόλις   σηκώνεται,   αντικρίζοντας   το   σκοτεινό  χώρο  της  σοφίτας,  το  λειψό  φώς,  τη  μυρωδιά  του  φρέσκου  σαπουνόνερου  από  το  μπαρ.  Λες  και  κάθε  πρωί  κάποιο  χέρι  τραβάει  ένα  πανί  μέσα  από  το  κεφάλι  του  που  όλη   τη   νύχτα   μαζεύονταν   σαν   ελιές   οι   φαντασιώσεις   και   οι   αναπαραστάσεις,  παρατώντας  διάφανη  την  όψη  αυτού  του  κόσμου.    

Ακούει  τα  σκαλιά  να  τρίζουν  ένα  ένα  σαν  μικρά  κλαδιά  που  σπάνε  φέρνοντας  ταυτόχρονα   τριγμούς   μες   στο   κεφάλι.   Από   πάνω   του   μια   φιγούρα   αξύριστη   και  αγέλαστη,   όμοια   μια   αρχέγονη   αδειοσύνη,   αφήνει   κάθε   πρωί   ένα   ζεστό   φλιτζάνι  καφέ   δίπλα   του   κι   ύστερα   καταβαίνει   πάλι   κάτω   βάζοντας   χαμηλή   μουσική,  ξυπνώντας  τα  παρασκήνια  και  τη  σκόνη  που  ανακατεύεται  με  τον  ατμό  που  αφήνει  η  κούπα.  

   ΕΙΝΑΙ   ΤΑ  ΠΡΩΤΑ  ΠΕΝΤΕ  ΛΕΠΤΑ.  Μια   ήσυχη   αντίστροφη  μέτρηση   που   χτυπά  

στις  άκρες  των  ποδιών  του  καθώς  ο  δρόμος  μπροστά  του  αρχίζει  να  ξυπνά  από  τη  βραδινή   ακινησία.   Ένα   γκρίζο   ακίνδυνο   φίδι,   χωρίζοντας   κάθε   φορά   την   πόλη   σε  όχθες,   σε   πλευρές.   Στις   άκρες   του  ψηλά   σπίτια   και   πάρκα,   μαραμένα   δένδρα   και  αυτοκίνητα  σαν  πολύχρωμα  τούβλα  τοποθετημένα  μπροστά  από  πόρτες  και  αυλές,  σιδερένια   όρια,   εκατομμύρια   γυαλισμένες   επιφάνειες   που   αντανακλούν  

Page 124: To Pagopoieio PDF

  123  

ανθρώπους   και   κτίρια   διαθλώντας   την   κουρασμένη   λάμψη   της   ημέρας.   Πίσω   του  ακούει   αμέσως   τη   μουσική   που   δυναμώνει   και   τον   Γιώργο   να   σκαλίζει   πάλι  σακούλες   και   κατσαβίδια   σαν   μικρό   παιδί   που   μαρκάρει   την   περιοχή   του   με  παιχνίδια,   μόνος   να   προσπαθεί   κάθε   μέρα   να   κατασκευάσει   όχι   τόσο   το   τέλειο  μαγαζί,   όσο   ένα   σύνολο   με   λεπτομέρειες   που   θα   του   παρέχουν   την   αίσθηση   της  διαφορετικότητας.  Της  μοναδικότητας.      

Περπατώντας  σταματάει  για  λίγο  έξω  από  το  μικρό  κόκκινο  seat,  παρατημένο  σε  ένα  αυτοσχέδιο  γκαράζ  δίπλα  από  το  μαγαζί.  Θολό  κόκκινο  με  γρατζουνιές  και  λυγισμένους  υαλοκαθαριστήρες  να  φαντάζει  πια  σφαλισμένο  έχοντας  ακόμη  μέσα  του   όλο   τον   αφρό   και   το   χαλίκι,   όλα   τα   υλικά   που   στη   συνέχεια   έγιναν   όνειρα  βασανιστικά  και  αναγκαία  για  τον  Αντώνη.    

Ακουμπάει   το   μαύρο   πλαστικό   καθρέφτη   με   τον   δείχτη   του   έχοντας   την  ελάχιστη   παρόρμηση   να   ξεκλειδώσει,   να   ξεκινήσει   πάλι   κάνοντας   την   ίδια  ατελείωτη   διαδρομή,   ψάχνοντας   τις   εικόνες   που   φαντάζεται,   την   αίσθηση   μιας  πληρότητας   που   κατάφερε   όλη   εκείνη   την   περίοδο   να   έχει-­‐ή   έστω   να   νομίζει-­‐  οδηγώντας  μέσα  από  περιοχές  της  χώρας,  μένοντας  σε  δωμάτια  και  πολλές  φορές  στο   αυτοκίνητο   με   το   κρύο   από   την   παλίρροια   να   τσακίζει   την   πλάτη   και   το  ευαίσθητο  αμάξωμα.    

Το   πρησμένο   από   τον   ύπνο   πρόσωπο   του   χωνεύεται   μέσα   στη   βρωμιά   που  καλύπτει   το   τζάμι   κάνοντας   τον   να   μοιάζει   σαν   μια   εφιαλτική   ελαιογραφία   που  αναδύει   όλη   την   άσχημη   μνήμη.   Εκείνη   η   αίσθηση   πώς   τον   έβλεπε   όσο   ήταν  μπροστά  της,  συναρμολογώντας  τον  με  κόπο  και  φόβο  μετά  από  χρόνια  κάνοντας  τον   να   νιώσει   επιτέλους   ένα   κομμάτι,   το   μέρος   μιας   ζωής   που   από   μικρός  κυνηγούσε  να  ανήκει.    

Καθαρίζει   με   το   μανίκι   του   το   τζάμι   προκαλώντας   την   υγρασία   να   αφήσει  λασπωμένα   δάκρυα   που   τρέχουν,   μαζεύοντας   την   πηχτή   τους   ύλη   κατηφορίζουν  προς   τα  κάτω,  μια  κίνηση  που   την   ξέρει   καλά  ο  Αντώνης,   την  θυμάται   κάθε  μέρα  πριν  ξαπλώσει  και  όταν  πια  σηκώνεται:  την  τεράστια  πλατεία  με  το  κίτρινο  φως  και  το   σκοταδιασμένο   νερό   του   Θερμαϊκού   να   κατηφορίζει   απότομα,   να   κυρτώνει   τη  νύχτα  και  το  κορμί  του  καθώς  έβλεπε  μια  πλάτη.  

Και  έπειτα  ο  δρόμος.  Περπατάει   χαζεύοντας   γύρω   του   τα   πάντα,   παρατηρώντας   την   άναρχη  

εικαστική   σύνθεση   που   ξεδιπλώνεται   σε   οικοδομικά   τετράγωνα,   ψηλά   κτίρια   και  καλογυαλισμένες  βιτρίνες  πιέζουν  τα  πάντα  να  δείχνουν  πιο  όμορφα.  Και  είναι  για  λίγο.    

Καθισμένος   στα   καθίσματα   του   τραμ   ή   του   λεωφορείου   πολλές   φορές,  κοιτάζει  το  μαυρισμένο  γυαλί  του  οχήματος,  σκούρο  ακόμη  από  την  σύντμηση  της  νύχτας  με  τον  ελαφρύ  ήλιο,  ανοίγοντας  σιγά  σιγά  μια  αυλαία  μικρή,  χωρισμένη  σε  σκηνές   και   λήψεις.   Μικρά   μαγαζιά   με   ρούχα   ή   ψιλικά.   Μέσα   τους   ένας,   δύο  άνθρωποι   καθαρίζουν   πίνοντας   καφέ.   Σχολεία   άδεια,   στιλβωμένα   ακόμη   από  πρωινή  δροσιά  περιμένοντας  να  γεμίσουν  φωνές  και  ακαταστασία.  Δρόμοι  μικροί,  

Page 125: To Pagopoieio PDF

  124  

μεγάλοι  που  υπάρχουν  κάτω  από  χιλιάδες  πόδια  καταγράφοντας  σαν  σεισμογράφοι  τα   κύματα   και   τις   παλμικές   δονήσεις   ανώνυμων   ανθρώπων   που   περιφέρονται  μόνοι,  ημιάγριοι  και  παρατημένοι  μέσα  σε  αυτήν  την  πόλη.    

Όταν  πια  καταβαίνει  στο  κέντρο  κάθε  τετραγωνικό  μέτρο  είναι  δικό  τους,  όλες  οι   στοές   και   οι   όροφοι,   έως   επάνω   αυτός   ο   κόσμος   γεμάτος,   γεμάτος   από  χειρονομίες  και  διαφορετικές  εκφράσεις.  Περπατάει  ανάμεσα  τους  ψάχνοντας  στα  μάτια  τους  να  αποδείξει  αυτό  που  ο  ίδιος  νιώθει.  Δίπλα  τους,  πίσω  τους,  απέναντι  τους.  Όλοι  με  την   ίδια  μυρωδιά,  το   ίδιο  περπάτημα  και  θυμό  κρυμμένο  κάτω  από  όμορφα  γυαλιά  ηλίου.  Γυρίζει  για  ώρες,  πέρα  από  την  αερογέφυρα  του  λιμανιού  ως  τα   κρυμμένα   δένδρα   της   Ομόνοιας.   Καθισμένος   πολλές   φορές   σε   κάποιο   ξέφωτο  που  βρήκε   τυχαία  στο  λόφο  του  Πολύγωνου  με  όλες   τις  στέγες  να  ανάβουν  πυρά  μόλις  η  δύση  βρίσκει  τα  σκούρα  τζάμια  των  ηλιακών.  Μια  ολοκληρωτική  ομορφιά  που   καταφέρνει   και   την   σκοτώνει   μέσα   του   κάθε   μέρα   καθώς   γυρίζει   πίσω   στο  μαγαζί.    

Μια  ομορφιά  που  μοιάζει   να  μη   του  ανήκει  πια  καθώς  συντηρεί   τη  ρουτίνα  της,   την   αναγκαία   για   την   τάξη   επανάληψη   της.   Την   βλέπει,   την   παρατηρεί.  Μεσήλικες  που  βγάζουν  ψώνια  από  το  αυτοκίνητο  μιλώντας  στο  κινητό  για  κάποιο  ποδοσφαιρικό   αγώνα.   Έφηβοι   που   σχολάνε   από   φροντιστήρια   και   καπνίζουν  κουβεντιάζοντας   με   ανόητο   τρόπο   για   σοβαρά   θέματα.   Και   εκατοντάδες  φωταγωγημένα  παράθυρα  με   σιλουέτες  φωτιστικών   και   ανθρώπων  πίσω   τους   να  ξεδιπλώνουν   τη   μέρα   σε   άλλους   ή   μόνοι   τους   μπροστά   από   ένα   ραδιόφωνο.  Δημόσια  κτίρια  και  ξενοδοχεία,  ακίνητα  σκοτεινά  κοίτη  με  ελάχιστους  ορόφους  να  παραμένουν   αναμμένοι   σαν   αεροδιάδρομοι,   μικρά   κομμάτια   κόσμου   που   τον  προκαλούν  κάθε  βράδυ  να  συρρικνώνει  την  πίστη  μέσα  του.  

Το  μικρό  seat  μένει  πίσω  του  καθώς  το  προσπερνά  σαν  ένα  επικίνδυνο  μαύρο  κουτί.  Ξεκλειδώνοντας  την  τεράστια  ξύλινη  πόρτα  πέφτει  πάνω  στη  μουσική,  με  τον  Γιώργο   να   αφήνει   πάντα   το   στερεοφωνικό   ανοιχτό   να   παίζει   κάποιο   τραγούδι   σε  επανάληψη  λες  και  θέλει  να  μην  τον  βρίσκει  σιωπηλός  ο  χώρος,  σα  να  τον  περιμένει  κάποιος.   Από   εκείνη   τη   στιγμή   τα   πάντα   ξυπνάνε   πάλι   μέσα   σε   αυτό   το   ξύλινο  παιδικό  δωμάτιο.  

Τα  φώτα  ανάβουν  ρυθμικά  κάνοντας  όλο  το  μαγαζί  να  φέγγει  θολά  από  την  είσοδο  ως  τη  σοφίτα  επάνω.  Πίσω  από  τη  μπάρα  ο  Αντώνης  μένει  ακίνητος  για  ώρες  παρατηρώντας   γύρω   του   τα   τεράστια   λευκά   πανιά   και   τις   μορφές   που  σχηματίζονται  κάτω  από  τις  χοντρές  πτυχώσεις  τους.    

Μεγάλα  αόριστα  γλυπτά,  κάθε  ένα  και  μια  ερώτηση  για  τη  Ζωή  που  κάποτε  συνέβηκε,   κάθε   σχήμα   και   ένα   κομμάτι   πάγου   καρφωμένο   στις   ρίζες   αυτού   του  κόσμου.    

            Ηράκλειο  Κρήτης-­‐Κερατσίνι  2011            

Page 126: To Pagopoieio PDF

  125  

                                                                                                   

 

Page 127: To Pagopoieio PDF

  126