Transcript

1

ΤΑ ΑΓΝΩΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Νίκος Γιαννακούλης

Δρ Ιστορίας της Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου του Αιγαίου

Σήμερα είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης (Κέρκυρα 1716 - Μονή Νέφσκι- Πετρούπολη 1806) κατείχε κεντρική θέση στο εκπαιδευτικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι του πρώιμου Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Την άποψη αυτή ενισχύουν νεώτερα στοιχεία που αναδύονται από την μέχρι τώρα έρευνα και διατηρούν την περίπτωση Βούλγαρη στο προσκήνιο. Ενδεικτικά αναφερόμαστε στον αυξανόμενο αριθμό πρόσφατων δημοσιεύσεων γύρω από το έργο του Βούλγαρη, μεταξύ αυτών και της Γεωργίας Πέτρου (2001) όπου καταγράφεται η εκλογή του ως μέλους της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου (1788) γεγονός παντελώς άγνωστο στη βιβλιογραφία. Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και το Διεθνές Συνέδριο του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου -Κέρκυρα 2006 (Πρακτικά 2009). Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ένα συνεχές και αδιάλειπτο ενδιαφέρον για τη ζωή και το έργο του εθνοδιδασκάλου λογίου του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μέρος αδημοσίευτης διατριβής που κατατέθηκε στο Τμήμα ΤΕΠΑΕΣ του Πανεπιστημίου του Αιγαίου (2004). Η εδώ προσπάθειά μας είναι να διαφωτίσουμε τα άγνωστα χρόνια των σπουδών του Ευγενίου Βούλγαρη.

1. Εισαγωγή

Στις αρχές του δεκάτου ογδόου αιώνα, αιώνα των φώτων, το νέο ευρωπαϊκό κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι επισφραγίζεται με τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), σημείο ιστορικής καμπής για την εξέλιξη του Ανατολικού ζητήματος, αφού τερματίζεται ουσιαστικά η βενετική παρουσία στην ελληνική Ανατολή και επιβάλλεται η θέση της Αυστρίας στο Βαλκανικό χώρο. Ταυτόχρονα, η Οθωμανική αυτοκρατορία αναδιπλώνεται και υποχρεώνεται σε δεύτερη κατά σειρά διπλωματική ήττα μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699). Στον ελλαδικό χώρο η οθωμανική κυριαρχία έχει ήδη επιβληθεί σχεδόν παντού με μόνη εξαίρεση τα Ιόνια νησιά, τα οποία παραμένουν υπό την κατοχή των Βενετών. Οι ανακατατάξεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των σχέσεων της Επτανήσου με τη Βενετία που τώρα διαφοροποιούνται σε αντίθεση με τους περασμένους αιώνες. Στο χώρο της εκπαίδευσης προσφέρεται μια κατευθυνόμενη παιδεία, σταθερά προσκολλημένη στα ιερά γράμματα και την αριστοτελική λογική, ενώ τα κολέγια και τα πανεπιστήμια της Βενετίας αποτελούν πόλο έλξης για πολλούς νέους Έλληνες, οι οποίοι μεταβαίνουν εκεί για να σπουδάσουν και στη συνέχεια επιστρέφουν για να μεταδώσουν τη νέα επιστημονική σκέψη στην πατρίδα τους. Η εκ του σύνεγγυς επαφή με τα πνευματικά ρεύματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και η «μετακένωση» αυτών στον τόπο καταγωγής των λογίων αποτελεί μια οριακή τομή στην ιστορία της νεοελληνικής παιδείας και σηματοδοτεί περαιτέρω αλλαγές και εξελίξεις.

Η νεοελληνική σχολαστική παιδεία κυριαρχείται από τη διδασκαλία των «κοινών γραμμάτων

και κυκλοπαιδείας, γραμματικής ρητορικής και λογικής και φιλοσοφίας και θεολογίας»,1 όπου δια μέσω της θρησκευτικής αγωγής υπερτονίζεται το συναίσθημα της θρησκευτικότητας. Συγχρόνως, κάποιες δειλές προσπάθειες για διασύνδεση με τα πνευματικά ρεύματα της Δυτικής Ευρώπης που επιχειρούνται από δασκάλους σπουδασμένους στην Ιταλία, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως μεγάλο βήμα προόδου, αφού κατορθώνουν να επιβληθούν μέσα από σκληρές διαμάχες και αντιθέσεις. Η νέα οπτική αυτοπραγματώνεται ως υπέρβαση της μεταφυσικής αγκύλωσης μαζί με την αλλαγή των ιστορικών και πολιτισμικών δεδομένων από τους προδρομικούς δασκάλους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού: Αντώνιο Κατήφορο στη Ζάκυνθο, Μεθόδιο Ανθρακίτη στα Γιάννινα και το μαθητή του Παχώμιο, στη Θεσσαλονίκη,2 οι οποίοι διαμορφώνουν μια νέα μορφωτική δύναμη.

1 Βλ. Μ. Μανούσακας, «Συμβολή εις την ιστορίαν της εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχικής Σχολής. Τα κατά την ίδρυσιν της Σχολής Μανολάκη του Καστοριανού επί τη βάσει και νέων ανεκδότων πηγών», Αθηνά 54 (1950), σ. 11. 2 Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης κατηγορείται ότι «διδάσκει τρίγωνα και τετράγωνα τους μαθητάς του και την άλλην πολυάσχολον ματαιοπονίαν της Μαθηματικής» Βλ. Α. Αγγέλου, Των Φώτων Α΄, Αθήνα 1988, σς 34-35. Ο μαθητής του Παχώμιος στη Θεσσαλονίκη κατηγορείται επίσης ως «υβριστής άκρον του Αριστοτέλους». Βλ. Μ. Γεδεών, Η πνευματική κίνησις του γένους κατά τον ΙΗ΄και ΙΘ΄αιώνα, επιμ. Α. Αγγέλου και Φ. Ηλιού, Αθήνα 1976, σ. 99.

2

Ο πρώιμος Νεοελληνικός Διαφωτισμός ταυτίζεται ουσιαστικά με τη ζωή και την εκπαιδευτική δράση του Ευγενίου Βούλγαρη, που εκδιπλώνεται και συμπορεύεται με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής στα οποία συμμετέχει και ο ίδιος. Τα δρώμενα του προσωπικού του βίου επηρεάζουν τη μεταβολή και την εξέλιξη μιας υπόδουλης και αδιαμόρφωτης ακόμη κοινωνίας, η οποία όμως σιγά-σιγά αρχίζει να αφυπνίζεται και να αποκτά νέα συνείδηση χάρη στην ίδρυση σχολείων, το έργο των λογίων της και τη συνεισφορά των εμπόρων που απαιτούν μια διαφορετική παιδεία από την μέχρι τότε προσφερόμενη.

2 Βιογραφικά1 Ο Ευγένιος Βούλγαρης γεννήθηκε στις 11(23) Αυγούστου 1716 στην Κέρκυρα, ανήμερα της

απώθησης του Οθωμανικού στόλου από τη Βενετική Φρουρά, έπειτα από πολιορκία σαράντα δύο ημερών.2 Κατά τη βάπτιση τού δόθηκε το όνομα Ελευθέριος προς ανάμνηση του ιστορικού γεγονότος.3 Οι γονείς του ήταν ο Πέτρος Βούλγαρης, Ζακυνθινής καταγωγής, και μητέρα του η Τζαννέτα Παραμυθιώτη, Κερκυραία.4 Ο πατέρας του προερχόταν από φτωχική οικογένεια της Ζακύνθου και συγκεκριμένα από την ενορία της Παναγίας της Φανερωμένης.5 Η συνωνυμία του με τη γνωστή οικογένεια των Βουλγάρεων της Κερκύρας μόνο συμπτωματική μπορεί να θεωρηθεί. Αυτό προκύπτει τόσο από ληξιαρχικές πράξεις και κωδικέλλους της οικογένειας Βούλγαρη στην Ζάκυνθο6 όσο και από μια προσωπική επιστολή, πολύτιμη μαρτυρία, του ίδιου του Ευγενίου προς συγγενή του στην Κέρκυρα, όπου τον προτρέπει να δώσει: «καλήν και σπουδαίαν ανατροφήν στους μικρούς ανεψιούς του»,7 ενώ περιγράφει με χαρακτηριστική υπερηφάνεια την ταπεινή καταγωγή του: «Εγώ 1 Βιογραφικά Στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Ευγενίου Βούλγαρη μας έχουν δώσει μέχρι σήμερα οι: α) Γ. Αινιάν, Συλλογή ανεκδότων συγγραμμάτων του αοιδίμου Ευγενίου του Βουλγάρεως, Αθήνα 1838. β) S. K. Batalden, Catherine II’s Greek Prelate Eugenios Boulgaris in Russia, 1771-1806, New York 1982. γ) Αναστ. Ν. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, Αθήνα 1869-70, σς 1-42. δ) Ανδρον. Δημητρακόπουλος, Ορθόδοξος Ελλάς, Λειψία 1872, σς 189-195. ε) Κ. Δυοβουνιώτης, «Βούλγαρις ή Βούλγαρης Ευγένιος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Πυρσός, Αθήνα 1927, σς 621-622. στ) Γ. Ζαβίρας, Νέα Ελλάς ή Νεοελληνικόν Θέατρον, Αθήνα 1872, σς 290-298. ζ) Μιχ. Στεφ. Ιδρωμένος, «Η πατρίς του Ευγενίου του Βουλγάρεως», Παρνασσός Ε΄, (Μάρτιος 1881), σς 209-216. η) Π. Καλλιγάς, «Βίος Ευγενίου του Βουλγάρεως», Νέα Πανδώρα Ε΄(1854), σς 494-505, 517-526. θ) Νικ. Κατραμής, «Ιστορικαί διασαφήσεις περί της πατρίδος Ευγενίου του Βουλγάρεως», Νέα Πανδώρα Ε΄ (1854), σς 90-92. ι)_____, Φιλολογικά Ανάλεκτα Ζακύνθου, Ζάκυνθος 1880, σς 382-389. ια) Ευάγ. Δ. Κολοκοτσάς, «Ευγένιος Βούλγαρης και το έργον αυτού», Αθηνά 30 (1919), σς 177-208. ιβ) Κ. Κούμας, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων, τ. ΙΒ΄ Βιέννη 1831, σς 559-564. ιγ) André Papadopoulos-Vretos, Biographie de l’ Archêveque Eugène Boulgari, Αθήνα 1860. ιδ) Κ. Σάθας, Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα 1868, σς 566-571. ιε). Αλ. Στούρτζας, Αναμνήσεις και Εικόνες, Ευγένιος Βούλγαρης και Νικηφόρος Θεοτόκης, Μτφρ. K. Σούτσος, Αθήνα 1858. ιστ). Β. Τατάκης, Σκούφος-Μηνιάτης-Βούλγαρης-Θεοτόκης, Βασική βιβλιοθήκη Αετού 8, Αθήνα, 1953. ιζ). Νίκος Γιαννακούλης, Το παιδαγωγικό έργο του Ευγενίου Βούλγαρη – Συμβολή στην παιδεία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, Διδακτορική Διατριβή, ΤΕΠΑΕΣ Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2004. 2 Επικεφαλής της Βενετικής φρουράς οκτακοσίων ανδρών ήταν ο Φρούραρχος Shullemberg. Για την πολιορκία της Κέρκυρας Βλ. Νίκος Λευθεριώτης, «Η πολιορκία της Κέρκυρας του 1716», ΚΧ 11 (1965), σς 163-173 και Μιχ. Λύκισσας, Η Κέρκυρα στους αγώνες κατά των Τούρκων, Αθήνα 1982, σς 20-23. Α.Χ. Τσίτσας, Συμβολή των Κερκυραίων στους αγώνες των Βενετών κατά των Τούρκων, Κέρκυρα 1999. 3 Κατά μια άλλη εκδοχή, που αναφέρει ο Α. Παπαδόπουλος-Βρετός, η μητέρα του αρρώστησε βαριά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και γι’ αυτό το λόγο επισκεπτόταν συχνά την εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου ζητώντας τη βοήθειά του. Κατά τη λαϊκή παράδοση, ο Άγιος Ελευθέριος θεωρείται ο προστάτης των εγκύων γυναικών, έτσι η μητέρα του Ευγενίου, αφού ξεπέρασε τον κίνδυνο, αφιέρωσε το παιδί της στον ΄Αγιο Ελευθέριο και του έδωσε το όνομά του. Τέλος, η εκδοχή του Α. Στούρτζα ότι γεννήθηκε ανήμερα της εορτής του Αγίου, φαίνεται να μην ευσταθεί, καθότι ο ΄Αγιος Ελευθέριος εορτάζεται στις 15 Δεκεμβρίου και όχι στις 11 Αυγούστου. Βλ. André Papadopoulos-Vretos, ό.π., σ. ΧΧVΙΙ, Σημ. 2 και Α. Γούδας, ό.π., σ. 2. 4 Βλ. Α. Γούδας, ό.π., σς 1-2 και André Papadopoulos-Vretos, ό.π., σ. Ι. Η γνωριμία των γονέων του Ευγενίου φαίνεται ότι έγινε μέσω του Βενετού αξιωματούχου Λορεδάνου, Γενικού Προβλεπτού της Θάλασσας (Proveditor General da Mar), του οποίου ο πατέρας Βούλγαρης ήταν προστατευόμενος. 5 Βλ. Νικ. Κατραμής, Φιλολογικά Ανάλεκτα, ό.π., σ. 383. Λανθασμένη εντελώς θεωρείται η άποψη του Αλεξ. Στούρτζα, ό.π., σ. 7, όπου σημειώνει ότι «Ο Ευγένιος Βούλγαρης και Νικηφόρος Θεοτόκης εγεννήθησαν εν Κερκύρα αμφότεροι εξ ευγενών και πατρικίων». 6 Στο ίδιο. 7 Μιχ. Ιδρωμένος, ό.π., σ. 210.

3

εγεννήθην πτωχός και ηπορημένος. Οι γονείς μου δεν μου άφησαν μία τρίχα. ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλειπόν με μίαν μετρίαν ανατροφήν, και μίαν παντοτεινήν όρεξιν μαθήσεως, όχι μόνον δε με άφησαν να πεινάσω, ουδέ να διψήσω αλλά με κατέστησαν ένδοξον και υπέρ ο άξιος ειμί».1

Η ένδεια και η αναζήτηση εργασίας ανάγκασαν τον Πέτρο Βούλγαρη να μετακινηθεί από

νωρίς στην Κέρκυρα.2 Εκεί διορίστηκε επιστάτης ζωοτροφών της Βενετικής Φρουράς του νησιού και λόγω της θέσης του αυτής, του παραχωρήθηκε ένα μικρό δωμάτιο στους στρατώνες του νέου Φρουρίου (Fortezza Nuovo). Σ’ αυτό το χώρο διαμονής γεννήθηκε ο Ευγένιος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από όσα γράφει ο Μιχ. Ιδρωμένος -μαρτυρία αισθαντικότητας του ανθρώπου-για τον τόπο γέννησής του: «Επεδείκνυε δ’ ημίν ποτε ο αείμνηστος φίλος Ανδρέας Μουστοξύδης το προς την ανάβασιν του παλαιού Kερκύρας Φρουρίου κατάλυμα ένθα το πρώτον είδε το φως ο μέλλων μετ’ ου πολύ να διαλάμψη ως μέγιστος φωστήρ του ελληνισμού κατά τον παρελθόντα αιώνα».3

Κατά καιρούς ανεφύησαν διαμάχες μεταξύ των διαφόρων βιογράφων για την καταγωγή του. Ο Ν. Κατραμής ισχυρίζεται ότι πατρίδα του Ευγενίου θα πρέπει να θεωρείται η Ζάκυνθος και όχι η Κέρκυρα και αποδεικνύει μέσα από διαθήκες και συμβολαιογραφικές πράξεις της οικογένειας Βούλγαρη τους λόγους για το θέμα αυτό επισημαίνοντας: «Εν Ζακύνθω υπήρχον τρεις οικογένειαι Βουλγάρεων, εξ ων η μεν είχε ενορίαν εις τον ναόν της Αναλήψεως, άλλη εις την Αγίαν Αικατερίνην των Σιναϊτών και η τρίτη εις τον ναόν της Φανερωμένης, εξ ης έχει το γένος και ο Ευγένιος.4

Ωστόσο, ο Ευγένιος σ’ όλη του τη ζωή επονομάζεται Κερκυραίος και έτσι τον τιμούν οι συμπατριώτες του. Προφανώς ο ίδιος θεωρούσε ως τόπο καταγωγής του, τον τόπο γέννησής του. Όμως ποτέ δεν ξεχνά τόσο την Κέρκυρα όσο και τη Ζάκυνθο, ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του, αφού διακατέχεται από συναισθήματα νοσταλγίας, όπως μαρτυρείται από μεταγενέστερες προσωπικές επιστολές και από τη διαθήκη του.5 Ενδεικτικά αναφέρουμε δύο σχετικά γεγονότα για το θέμα αυτό. Όταν ο Βούλγαρης μεταβαίνει στη Γερμανία και εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Χάλλης (1765) για να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Μαθηματικού Σεγνέρου (Segner)6, η καταχώρηση στο μητρώο εγγραφών γίνεται με τη δηλωτική επονομασία Corcyraensis.7 Στη διαθήκη του που συνέταξε στις 16 Απριλίου 1805, διαβάζουμε: «Διορίζω εις τον εν Κερκύρα περίβλεπτον ναόν του αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος 1000 ρούβλια…απαραλλάκτως δε θέλω δοθώσι και εις την Ζακύνθω εκκλησίαν την επιλεγομένην Φανερωμένην εν τη άμμω επί τω αυτώ ευαγγελικώ έργω προς το αυτό των πιστών πνευματικών όφειλος.8 Και ορθά παρατηρεί ο Μιχ. Ιδρωμένος ότι «ουχ ήττον χάριν μόνον ιστορικής ακριβείας, ομολογητέον ότι ο Ευγένιος υπό πάσαν έποψιν μαρτυρείται κερκυραίος ει και Ζακύνθου πατρόθεν καταγόμενος».9

3. Οι πρώτες Εγκύκλιες Γνώσεις Με το πέρασμα του κινδύνου και την απομάκρυνση των Τούρκων, η οικογένεια Βούλγαρη

φαίνεται ότι επαναπατρίσθηκε στη Ζάκυνθο, όπου ο πατέρας του εμπορευόταν. Δυστυχώς όμως σε ηλικία μόλις πέντε ετών ο Βούλγαρης έχασε τη μητέρα του και έμεινε ορφανός.10 Άν και οι πληροφορίες για την παραπέρα οικογενειακή εξέλιξη είναι αόριστες, το πιθανότερο είναι ότι ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε. Από τις γραπτές μαρτυρίες που έχουμε, συνάγεται ότι την κηδεμονία του Ευγένιου ασκούσε ουσιαστικά ο θείος του Αλουΐσιος, ο οποίος μη έχοντας δική του οικογένεια τον 1 Στο ίδιο. 2 Κατά την άποψη του Ν. Κατραμή, Φιλολογικά Ανάλεκτα, ό.π., σ. 383, οι γονείς του Ευγενίου αναγκάσθηκαν να μετακομίσουν στην Κέρκυρα εξαιτίας της απειλής της Ζακύνθου από τον Οθωμανικό στόλο (χιλιάρμενο). 3 Μιχ. Ιδρωμένος, «Η πατρίς Ευγενίου του Βουλγάρεως», ό.π., σ. 210. 4 Νικ. Κατραμής, «Ιστορικαί Διασαφήσεις…», ό.π., σ. 90. 5 Γ. Αινιάν, ό.π., σ. λς΄. 6 Ιωάννης-Ανδρέας Σεγνέρος (Segner) (1704-1777), Γερμανός φυσικομαθηματικός και ιατρός. Το 1735 διορίσθηκε καθηγητής των Μαθηματικών και Φυσικών στη Γοττίγη και το 1755 έλαβε από το βασιλιά της Πρωσίας τίτλους ευγενείας και διορίσθηκε καθηγητής των Μαθηματικών στη Χάλλη. Είναι κυρίως γνωστός από το φερώνυμο υδραυλικό στρόβιλο. 7 Η εγγραφή στον Κατάλογο των φοιτητών έγινε στις 25 Μαίου 1765. Βλ. Ανδρ. Δημητρακόπουλος, Ορθόδοξος Ελλάς… ό.π., σ. 189, Σημ. α. 8 Γ. Αινιάν, Συλλογή ό.π., σς λε΄-λς΄. 9 Μιχ. Ιδρωμένος, ό.π., σ. 215. Βλ. Νικ. Κατραμής, Φιλολογικά Ανάλεκτα, σ. 386. «Συ των Μουσών ο Παρνασσός των Χαρίτων ο Ελικών…το της Κερκυρο-Ζακύνθου ερίτιμον βλάστημα». Ο χαρακτηρισμός ανήκει στον Ιωάσαφ Κορνήλιο, μαθητή του Βούλγαρη: Λόγοι ηθικοί, πανηγυρικοί και επιτάφιοι, τ. Α΄-Β΄, Βενετία 1788. 10 Βλ. Ν. Κατραμής, Φιλολογικά Ανάλεκτα, ό.π., σ. 383. Ως ημερομηνία ταφής αναφέρεται η 11 Μαϊου.

4

προόριζε για κληρονόμο του. Τα σχέδια αυτά αλλά και ο έντονος οικογενειακός παρεμβατισμός δε φαίνεται όμως να ενθουσίαζαν ιδιαίτερα τον Ευγένιο.1

Κατά την περίοδο της μαθητείας του ο Βούλγαρης δείχνει έμφυτη διάθεση για μάθηση και μια συνεχή κινητικότητα ανάμεσα στις εστίες της νεωτερικής παιδείας και του πρώιμου Διαφωτισμού. Οι καταξιωμένοι προδρομικοί δάσκαλοί του -Κατήφορος, Καββαδίας, Ανθρακίτης- κοντά στους οποίους μαθήτευσε, είχαν σπουδάσει και οι τρεις στην Ιταλία. Από τις προσωπικές αναφορές του Βούλγαρη φαίνεται ότι «οι πρώτοι καθηγεμόνες» τον επηρέασαν με τη διδασκαλία τους, οδηγώντας τον έτσι στο δρόμο της φιλελεύθερης σκέψης και της πνευματικής ανανέωσης.

Ο Βούλγαρης σε πολύ νεαρή ηλικία μαθήτευσε κοντά στον ιερέα Αντώνιο Κατήφορο, ο οποίος είχε χρηματίσει παλαιότερα διευθυντής του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου Βενετίας και μετά το 1720 εγκαθίσταται στη Ζάκυνθο.2 Από τον Κατήφορο μαθαίνει τα πρώτα γράμματα και συγχρόνως συγχρόνως μυείται στο Δοκίμιο του John Locke, αν και είναι ακόμη πάρα πολύ νέος.3 Το γεγονός αυτό αυτό τον επηρεάζει βαθύτατα καθώς θεωρείται από τους πρώτους που το μεταφράζει για διδακτικούς σκοπούς κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας του.4 Ο Κατήφορος είναι από τους δασκάλους εκείνους, που ο Ευγένιος τιμά ιδιαίτερα για τις μεντορικές του επιδράσεις του στη Λογική του: «τον επί παντοδαπή λόγων ιδέα, ου το τυχόν κλέος αράμενον».5 Σημειώνεται ότι είχε σπουδάσει στο Κωττουνιανό Ελληνομουσείο και στη συνέχεια στο Φροντιστήριο του Αγίου Πέτρου της Ρώμης και συνεπώς ως δάσκαλος μεταφέρει στα Επτάνησα το νέο δυτικό τρόπο σκέψης της επ 6οχής του.

Δεύτερος δάσκαλος του Ευγενίου θεωρείται ο Ιερεμίας Καββαδίας στην Κέρκυρα. Προφανώς

με την αναχώρηση του Κατήφορου για την Ιταλία γύρω στα 1730, ο Ευγένιος αναγκάστηκε να πάει στην Κέρκυρα κοντά σε συγγενείς της μητέρας του για να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί παρακολούθησε τα μαθήματα του Καββαδία, τον οποίο αναφέρει τόσο στη Λογική του όσο και σε προσωπικές επιστολές προς τους συγγενείς του. Σε επιστολή του γραμμένη το 1775, όταν έχει ήδη ενθρονισθεί αρχιεπίσκοπος Σλαβωνίου και Χερσώνος, σημειώνει: «Αναγγείλατε τα κατ’ εμέ πάντα εις τον αγαπητόν διδάσκαλόν μου Κυρ Ιερεμίαν. αν ήτο νεώτερος ήθελα τολμήσω να τον προσκαλέσω να έλθη προς εμέ δια να συζητήσωμεν και να τον έχω βοηθόν εις το φορτίον οπού ανεδέχθην, και οδηγίαν και φως. Η οικία μου ικανή είναι να περιθάλψη το γήρας του. ουδέν έργον επίπονον δεν ήθελεν έχει. και αν έχη και τινα συγγενή και θεράποντα, δεν ήθελαν λείψει και υπέρ τούτου τα ικανά. η επαρχία μου δεν είναι εις κλίμα τραχύ και κατεψιγμένον, η θέσις είναι δέκα βαθμούς κατωτέρα της Πετρουπόλεως, όπου εγώ ως του νυν διέτριβον, ώστε το κλίμα είναι εύκρατον, ο αήρ υγιεινός, η γη εύφορος … αλλά τι μάταιον οπού ζητώ τα σχεδόν αδύνατα. Τούτο το μέρος της επιστολής μου δεν σας αρέσει, και αν η Κέρκυρα ήκουε το πρόβλημά μου χωρίς άλλο ήθελε με καταρασθή. Ως τόσον τον ασπάζομαι από βάθους καρδίας, τον καλόν μου αυτόν διδάσκαλον, και ιδού αύτη η επιστολή μου έστω και προς αυτόν δια να μη ειπή πως δεν του έγραψα».7 Οι πληροφορίες αυτές μας οδηγούν στην

1 Α. Γούδας, ό.π., σ. 3. 2 Σύμφωνα με το Σπ. Δε Βιάζη, «Αντώνιος Κατήφορος», ΕΑ 10 (1890) σ. 109, ο Κατήφορος παρέμεινε ως πρωτοπαπάς στη Ζάκυνθο από 28 Ιουνίου 1725 μέχρι 7 Σεπτεμβρίου 1730. Συνεπώς, η μαθητεία του Ευγενίου θα πρέπει να τοποθετείται την περίοδο αυτή. 3 Α. Αγγέλου, «Το Δοκίμιο του Locke», Των Φώτων Α΄, ό.π., σς 3,5. Επίσης «Πως η νεοελληνική σκέψη γνώρισε το δοκίμιο του John Locke», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 7 (1954), σς 128-149. O Ευγένιος μαζί με τον Ιωάννη Λίτινο θεωρούνται οι πρώτοι μεταφραστές του ‘Δοκιμίου’. 4 Στο ίδιο, σ. 9. 5 Λογική, σ. 43. Δεν είναι τυχαία η αναφορά του Κατήφορου. Ο ίδιος ο Κατήφορος στο έργο του: Γραμματική ακριβεστάτη, Βενετία 1734, χ. σ., διατυπώνει την άποψη διάκρισης της επιστήμης από τη θρησκεία θέτοντας έτσι το αίτημα για πνευματική ελευθερία ως εξής: «Καίπερ γαρ εν τη πίστη πας καινότης και μεταβολή κινδυνώδης τε και ψυχόλεθρος. Όμως εν ταις επιστήμαις τουναντίον ξυμβέβηκεν». Η θέση αυτή χαρακτηρίζει και τον ίδιο τον Ευγένιο. 6 Ο Β. Τατάκης, Σκούφος-Μηνιάτης…ό.π., σ. 24 γράφει γι’ αυτόν: «Τροπή προς την επιστημονική σκέψη, απασχόληση για την ανάπτυξη της παιδείας, κριτική διάθεση, αλλά μαζί και γερή χριστιανική πίστη είναι από τα κύρια χαρακτηριστικά έργα του Κατήφορου, ο οποίος φαίνεται να άφησε ζωηρά ίχνη στην ψυχή του Βούλγαρη». Βλ. επίσης Π. Χιώτης, Μνεία περί Αντωνίου του Κατήφορου, Ζάκυνθος 1858. Σπ. Δεβιάζης, ΕΑ Ι΄ (1890), σς 108-111, 114-117. Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα 19756, σς 109 κε. Σ. Μακριμίχαλος, Αντώνιος Κατήφορος, Ο πρώτος Έλλην απολογητής του Ελευθέρου Τεκτονισμού, ο ‘Πρωτοπαπάς’ Ζακύνθου Αντώνιος Κατήφορος (1695-1713), Αθήνα 1955. Α. Καραθανάσης, Η Φλαγγίνειος Σχολή της Βενετίας, Θεσσαλονίκη 1975 και P. Kitromilides, “John Locke and the Greek Intellectual Tradition: An Episode in the Locke’s Perception in the South-East Europe”, Locke’s Philosophy Content and Context, Oxford 1994. 7 Μιχ. Ιδρωμένος ό.π., σ. 211. Η επιστολή εστάλη μαζί με την εικόνα του στο Λαυρέντιο Παραμυθιώτη, συγγενή της μητέρας του και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φοίνιξ της Κερκύρας το 1858. Προφανώς έχει γραφεί αμέσως μετά την εκλογή του, ως Αρχιεπισκόπου Σλαβωνίου και Χερσώνος το 1775.

5

εκτίμηση ότι ο Ευγένιος διέμενε μεταξύ των ετών 1730-1735 στην Κέρκυρα για να περατώσει τις εγκύκλιες σπουδές του, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το χρόνο παραμονής του εκεί.

Υπάρχουν επιφυλάξεις για το αν ο Ευγένιος υπήρξε μαθητής του Βικέντιου Δαμοδού, όπως αναφέρεται συχνά, χωρίς όμως και να τεκμηριώνεται.1 Ο ίδιος δεν αναφέρεται πουθενά στο Δαμοδό ούτε στην εισαγωγή της Λογικής του.2 Γνωρίζουμε από πληροφορίες, που μας έχουν διασωθεί, ότι ο νεαρός ιεροδιάκονος Ευγένιος βρίσκεται το Σεπτέμβριο του 1738 στο Αργοστόλι, όπου εκφωνεί τον πανηγυρικό της ημέρας στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου, όπως ήταν συνήθεια, για να τιμήσει το Βενετό Προνοητή.3 Ενδεχομένως την περίοδο αυτή να μαθήτευσε για μικρό χρονικό διάστημα στην Κεφαλλονιά.

Το 1735 ο Ευγένιος συμπληρώνοντας το δέκατο ένατο έτος της ηλικίας του, σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε, εγγράφεται στο μητρώο του Ναού της Παναγίας της Φανερωμένης στη Ζάκυνθο με δικαίωμα ψήφου.4 Παράλληλα, επιθυμία του είναι να ακολουθήσει το ιερατικό σχήμα και όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Γούδας: «εκ νεαράς ηλικίας έδειξε κλίσιν τινά ν’ ασπασθεί το του μοναχού εκκλησιαστικόν αξίωμα»,5 γεγονός που δεν εύρισκε βεβαίως σύμφωνο το θείο του, ο οποίος έτρεφε άλλες ελπίδες για τον προστατευόμενο ανεψιό του. Οι οικογενειακές αντιθέσεις αποτυπώνονται εύγλωττα στις αλλαγές της διαθήκης του θείου του με επιδιαθήκη.6 Τα γεγονότα αυτά ανάγκασαν τον Ευγένιο να μεταβεί στην Άρτα προς αναζήτηση καλύτερης παιδείας ή ενδεχομένως για την αποφυγή του προστατευτικού οικογενειακού περιβάλλοντος: «Επιμένοντος δε του Αλουϊσίου, ο Ευγένιος ηναγκάσθη προς αποφυγήν σκανδάλων να μεταβή εις ΄Αρταν παρά τινος Αθανασίου, ούτινος και μνείαν ποιείται εν τη λογική του».7

Παρόλο που τα Επτάνησα ανέδειξαν ξεχωριστές μορφές λογίων στα νεοελληνικά γράμματα, η παιδεία την περίοδο αυτή δεν φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθηση. Η περιοχή των Επτανήσων τελεί υπό άμεση βενετική εξάρτηση και κατά συνέπεια οι Βενετοί επεδίωξαν, στα πλαίσια της αποικιοκρατικής τους πολιτικής, να περιορίσουν την εκπαίδευση μόνο στη ύπαρξη μικρών σχολείων, τα οποία λειτουργούν «ολιγώρως» και «αδεξίως» για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, υπήρχε πλήρης αδιαφορία για τη σύσταση δημοσίων σχολείων εκ μέρους των κρατούντων και δεύτερον «η αποικιοκρατική νοοτροπία (τους) επιδιώκει να καταστήσει ακίνδυνο τον κατακτημένο λαό, κρατώντας όσο πιο χαμηλά γίνεται το μορφωτικό του επίπεδο».8 ΄Ετσι, εξοβελίζεται κάθε μελλοντική πολιτική και πολιτειακή προσδοκία και ενέργεια.9 Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ενέργειες του 1 Βλ. Βασιλική Μπόμπου – Σταμάτη, Ο Βικέντιος Δαμοδός (1700-1754), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1998, σς 56-58 και 401-

σία του Ευγενίου στην Κεφαλλονιά ο Λ. Ζώης σημειώνει: «Κατά την ποιμαντορικήν

ν επιφορτισμένοι

403, όπου παρατίθεται και επιστολή του Δαμοδού προς «κάποιο Ευγένειον γραμμένη το 1736». Η έλλειψη επαρκών πηγών δεν μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε με ασφάλεια αν πράγματι η επιστολή απευθύνεται στον Ευγένιο, σχέση η οποία δεν αποκλείεται, αλλά και δεν επιβεβαιώνεται από τις μέχρι σήμερα υπάρχουσες πηγές. 2 Λογική, ό.π., σς 42-43. 3 Σχετικά με την παρουεπίσκεψιν του επισκόπου Ρεμονδίνη εις Κεφαλληνίαν κατά τας αρχάς Σεπτεμβρίου 1738 αφίκετο εν τη γείτονι νήσω ο Γενικός Προνοητής, εις ον εγένετο επίσημος υποδοχή υπό τε του Ανατολικού και Δυτικού Κλήρου, ως συνήθως την μεταμεσημβρίαν της αυτής ημέρας εν τη τε Αργοστολίω εκκλησία του Αγίου Μάρκου εξεφωνήθη ενώπιον πολλώ κόσμω αμφοτέρων των δογμάτων σπουδαιοτάτη θεολογική διάλεξις υπέρ του επισκόπου Remondini παρά του ευπαιδεύτου και λογίου (Studioso et dotto) έλληνος διακόνου Ευγενίου του Βουλγάρεως». Acta Remondini τ. 3 (1735-1738), και Λ. Χ. Ζώης, «Περί Δυτικής Εκκλησίας», Αι Μούσαι 317 (1906). Την ίδια πληροφορία μας δίνει και ο Ηλ.Τσιτσέλης ΚΣ 2 (Αθήνα 1960), σ. 430.: «Διέτριβεν έτι ίσως φοιτών παρά τω Δαμοδώ ή Μοσχοπούλω ο Ευγένιος Βούλγαρης, ον ο λατίνος ιεράρχης καλεί studioso e dotto». 4 Ν. Κατραμής, Φιλολογικά Ανάλεκτα, ό.π. σ. 6. Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας οι ιερείς ήτακαι με ληξιαρχικά καθήκοντα. Βλ. σχετικά και Σπ. Δεβιάζης, «Αντώνιος Κατήφορος», ΕΑ Ι΄ (1890) σ. 108. 5 Α. Γούδας, ό.π., σ. 3 6 Νικ. Κατραμής, Φιλολογικά Ανάλεκτα, ό.π., σς 384-385. 7 Βλ. Λογική, ό.π., σ. 42. Α. Γούδας, ό.π., σ. 2. και Φ. Οικονόμου, Τα Σχολεία της Ενιαίας Ηπείρου στους Χρόνους της Τουρκοκρατίας (1453-1913), Αθήνα 1976, σς 43-44, όπου ο ιερομόναχος Αθανάσιος Νικολόπουλος ή Κρητικός από την Άρτα, φέρεται ως δάσκαλος του Ευγενίου διδάσκων μεταξύ των ετών 1720-1729. Η πληροφορία αυτή θεωρείται παντελώς εσφαλμένη, αφού η φοίτησή του εκεί τοποθετείται εκεί το 1735. 8 Ελλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου, «Η Επτανησιακή Παιδεία στα Χρόνια της Ξενοκρατίας», Κ(ερκυραϊκά) Χ(ρονικά) ΧV (Κέρκυρα 1970), σ. 101 και Σπ. Γασπαρινάτος «Η Βενετοκρατία εις την Επτάνησον», ΚΧ XV (1970), σς 75-100, ιδ. σς 86-89. Βλ. επίσης και την πρόσφατη και τεκμηριωμένη εργασία του Δημ. Αρβανιτάκη, «Θεός, μνήμη, ιστορία, στοιχεία για τη μελέτη της Βενετικής κυριαρχίας στο Ιόνιο», Ιστορικά, 35 (2001), σς 259-282. 9 Γ. Αινιάν, ό.π., σ. ια΄, όπου σημειώνει: «ίνα μη η βαθυτέρα μελέτη των Ελληνικών μαθημάτων διεγείρη τον νουν της νεολαίας των Επτανησίων και αποτύσωσι τον χαλινόν του επικειμένου ζυγού».

6

καθολικού επισκόπου της Κερκύρας το 1758, ο οποίος επεστράτευσε όλο το «μηχανισμό της καθολικής προπαγάνδας», προκειμένου να κλείσει το Κοινόν Φροντιστήριον, όπου δίδασκε ο Νικηφόρ ς Θεοτόκης και ο δάσκαλός του Ιερεμίας Καββαδίας.ο 1

Στην Άρτα λειτουργούσε η επονομαζόμενη Σχολή Μανολάκη, από το όνομα του χορηγού της

Μανολάκη Καστοριανού, ο οποίος συντηρούσε το δάσκαλο και τους δώδεκα μαθητές της.2 Δάσκαλος της Σχολής φέρεται να ήταν ο Αθανάσιος Νικολόπουλος ή Κρητικός.3 Όμως και εδώ ο νεαρός Βούλγαρης δεν έμελλε να παραμείνει για πολύ χρονικό διάστημα παρά την επιμέλεια που έδειξε, γιατί η εμπλοκή του στη σύνταξη επιστολής προς το Πατριαρχείο κατά της άδικης παύσης ιερέως τον φεραν στη δυσμένεια του τοπικού Μητροπολίτη, με συνέπεια να εγκαταλείψει τη φοίτησή του.έ

4

Η έντονη εφηβική ανησυχία και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του, καθώς και η διαρκής αναζήτηση κάθε είδους γνώσης και νέων δραστηριοτήτων τον φέρνει στα Γιάννινα, ορόσημο για τη μετέπειτα πορεία του. Εκεί, σ’ ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της παιδείας, στη Σχολή Επιφανείου,5 δίδασκε ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, καταξιωμένος λόγιος στην τοπική κοινωνία και ένας από τους εκπροσώπους της πρώτης γενιάς του Διαφωτισμού.6 Θυμίζουμε ότι ο Ανθρακίτης είχε πρόσφατα καταδικασθεί από το πατριαρχείο για «παρέκκλιση από την αριστοτελική παράδοση»7 και τη διδασκαλία «των μαθηματικών και της φυσικής».8 Η πράξη αυτή αποτελεί και το πρώτο εμφανές δείγμα της ανοιχτής σύγκρουσης του πρώιμου Διαφωτισμού μεταξύ της παραδοσιακής και νεώτερης 1 Βλ. Ζωή Μουρούτη-Γκενάκου, «Παιδαγωγικοί προβληματισμοί κατά το νεοελληνικό διαφωτισμό. Οι απόψεις του Νικηφόρου Θεοτόκη», Πρακτικά 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου Ναύπακτος 1998, Ελληνική παιδαγωγική και εκπαιδευτική έρευνα-Παιδαγωγική Εταιρεία της Ελλάδος, σς 655-661. 2 Βλ. Ιωκείμ Φορόπουλος, «Έγγραφα του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακείου…Σχολή Άρτης», ΕΑ 20 (1900), σς 93-94. 3 Λανθασμένη και αβάσιμη είναι η άποψη του Χ. Σ. Τζώγα, «Ο Ευγένιος Βούλγαρης», Γρηγόριος ο Παλαμάς 53 (Θεσσαλονίκη 1970), σ. 146, ο οποίος αναφέρει ότι ο Ευγένιος «μετέβη εις Άρταν, όπου εσχολάρχει ο Αθανάσιος Ψαλίδας». Αμάχητα τεκμήρια βεβαιώνουν ότι ο Ψαλίδας γεννήθηκε στα Γιάννινα πολύ αργότερα το 1767. 4 Γ. Αινιάν, ό.π., σς ια΄-ιβ΄. «Ο τότε Μητροπολίτης ΄Αρτης, καταδικάσας ιερέα τινα αδίκως εις μακράν αργίαν των ιερατικών χρεών, ηρνείτο συγχώρεσιν εις τον δυστυχή, καίτοι πολλάκις και υπό προκρίτων της πόλεως ΄Αρτης εις τούτο παρακληθείς. αλλά τελευταίον απελπισθείς, λαβών ίσως και παρά τινός συμβουλήν, απεφάσισεν ίνα προσδράμη εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, και αναφέρων τα παρά του αρχιερέως εις αυτόν πραχθέντα, ζητήσας παρ’ εκείνης την εκ της ποινής ταύτην απαλλαγήν. Κατέφυγε λοιπόν εις τον μαθητήν Ελευθέριον, ως υπέρ πάντας τους άλλους μαθητάς επαινούμενον, παρακαλών μετά θερμών δακρύων, ίνα συντάξη την προς την σύνοδον της μεγάλης Εκκλησίας αναφοράν αυτήν. Ο δε Ευγένιος ακούσας δεινοπαθούντα τον ιερέα και κινηθείς εις συμπάθειαν, συνέταξε τοσούτου οικτρά εν ταυτώ και γλαφυράν αναφοράν, και με τοσαύτην δεινότητα λόγου, ώστε όχι μόνον έπεισε την σύνοδον εις βοήθειαν του ιερέως, αλλ’ εκίνησεν αυτήν και εις περιέργειαν, ίνα μάθη τον συντάξαντα. Όθεν γράψας ο Πατριάρχης εις τον Μητροπολίτην Άρτης περί απαλλάξεως του ιερέως της επικείμενης αυτής ποινής, ηρώτησεν αυτόν περί του ιερέως αναφοράν. ο δε αρχιερεύς, λαβών την επιστολήν, προσεκάλεσε μεν τον ιερέα, και έδωκε αυτώ συγχώρεσιν, ηρώτα δε επιμόνως περί του συντάξαντος την αναφοράν, αλλ’ ο ιερεύς εδέχθη ευγνωμόνως την συγχώρεσιν, παραιτείτο δε εκ παντός τρόπου την εξήγησιν του ζητουμένου μυστηρίου, έως ότου λαβών υποσχέσεις, ότι δεν πρόκειται βλάβη τις εις τον γράψαντα, ωμολόγησε το όνομα του Ευγενίου, δια το οποίον είπε τινά παράπονα ο Μητροπολίτης εις τον διδάσκαλον αυτού Αθανάσιον. Τούτο μαθών ο Ευγένιος και δυσαρέστως διατεθείς, ανεχώρησεν εις Ιωάννινα». Μητροπολίτης Άρτης αυτή την περίοδο ήταν ο Παρθένιος (1727-;) Βλ. Φ. Οικονόμου, Η εν Άρτη Εκκλησία από της ιδρύσεώς της μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, Αθήνα 1972, σ. 30. Πατριάρχης δε Κωνσταντινουπόλεως ο Νεόφυτος Στ΄ (1734-1740). Βλ. Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Κωνσταντινούπολη 1890, σ. 638. 5Π. Χρήστου, «Μεθόδιος Ανθρακίτης» Η(πειρωτική) Ε(στία) (1953), σ. 234. Η Επιφάνειος Σχολή ιδρύθηκε το 1647 από τον Επιφάνιο Ηγούμενο, εφημέριο της ελληνικής παροικίας της Βενετίας, σε αντικατάσταση της Σχολής Στρατηγοπούλου της Νήσου Ιωαννίνων. Βλ. Φώτης Οικονόμου, Η εν Ιωαννίνοις Εκκλησία από της ιδρύσεώς της μέχρι τα καθ’ ημάς, Αθήνα, 1966, σ. 120 όπου και σχετική βιβλιογραφία και Γ. Σ. Πλουμίδης, «Σχολεία στην

δα (1972), 2Ελλά από κληροδοτήματα Ελλήνων», Θησαυρίσματα 9 σς 237- 39. 6 Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης (1660;-1748) δίδαξε στα Ιωάννινα, την Καστοριά και τη Σιάτιστα. Από τους προδρομικούς δασκάλους του Διαφωτισμού δίδασκε μαθηματικά και νεώτερη φιλοσοφία, η οποία περιλάμβανε τις ιδέες των: Descartes, Malebranche και Μολίνου. Ο Miguel de Molinos (1628-1692) ισπανικής καταγωγής δρα στη Ρώμη από το 1664. Υπήρξε ιδρυτής του Quietismus του πιο σημαντικού πιετιστικού κινήματος της Δυτικής Εκκλησίας. Το έργο του Breve tratando de la communion cotidiana (=Πνευματικός Οδηγός), Ρώμη 1675, έγινε αποδεκτό από τον πάπα Ιννοκέντιο ΙΑ΄, αλλά καταπολεμήθηκε σφοδρά από τους Δομινικανούς και Ιησουΐτες. Το γεγονός αυτό προκάλεσε και την καταδίκη του από την Ιερά Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 1723. Τα έργα του: Οδός μαθηματική, Βενετία 1749 και Λογική ελάσσων, εκδ. Π. Χρήστου - Μεθόδιος Ανθρακίτης, Ιωάννινα 1953. Βλ. επίσης Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σ. 104. Ε. Παπανούτσος, Νεοελληνική Φιλοσοφία 1953-1965, σς 22, 24. Φ. Βαφειάδης, Ε(κκλησιαστική) Α(λήθεια) Κ΄ (1900), σ. 125 και

5 (1995), σς 111-127. Βασιλική-Μπόμπου Σταμάτη, «Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης», Ελληνικά 47 υ, «Η Δίκη του Ανθρακίτη», Των Φώτων Α΄, ό.π., σ. 33. Α. Αγγέλο8 Στο ίδιο.

7

αντίληψης για τη διδασκαλία.1 Κοντά στον Ανθρακίτη, ο Ευγένιος ξεχωρίζει για την ευφυΐα του και «ανεδείχθη ο άριστος των μαθητών … τη βοηθεία του οποίου έλαβεν υποτροφίαν παρά πλουσίων Ιωαννιτών δι’ ανωτέρας σπουδάς εις Ιταλίαν».2

Την ίδια περίοδο χειροτονείται ιεροδιάκονος, επιθυμία την οποία άλλωστε είχε εκδηλώσει

από πολύ νωρίτερα. Η χειροτονία έγινε προφανώς στα Ιωάννινα, μεταξύ 12 Σεπτεμβρίου 1737 και 21 Μαΐου 1738,3 από το Μητροπολίτη Ιωαννίνων, Γρηγόριο Βυζάντιο (1736-1767)4 και με την παρουσία παρουσία του Μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως και μετέπειτα Πατριάρχη, Σεραφείμ Β΄.5 Ο Ευγένιος έλαβε το γνωστό σε μας όνομα, από το κοσμικό Ελευθέριος διατηρώντας μόνο το αρχικό γράμμα του ονόματός του ‘Ε’.6 Ο Σεραφείμ, ως πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μετακαλεί τον Ευγένιο στην Πατριαρχική Σχολή, αμέσως μετά την αναχώρησή του από την Αθωνιάδα (1759).7

Μετά τη χειροτονία του ο Ευγένιος επιστρέφει και πάλι στη Ζάκυνθο για να εξευμενίσει κατά

κάποιο τρόπο το οικογενειακό περιβάλλον, δεδομένου ότι η επιλογή του προκαλεί νέες οικογενειακές τριβές μεταξύ θείου και ανεψιού Βούλγαρη. Ο θείος βίαιος στις αντιδράσεις και οξύς στις διαμάχες, φέρεται να «ήτο κατά πρώτον λόγον Βούλγαρις και κατά δεύτερον Ζακύνθιος».8 Με αφορμή την πρόσφατη χειροτονία και επηρεασμένος από την ανυποχώρητη στάση του ανεψιού του, εξεμάνη τόσο εναντίον του, ώστε τον αποκλήρωσε από τη διαθήκη του. Παρόλα αυτά καταβάλλει μια ύστατη προσπάθεια να τον πείσει να παραμείνει στη Ζάκυνθο ως ιερέας στην ενορία της Παναγίας της Φανερωμένης.9 Σύμφωνα όμως με τον κανονισμό της ενορίας, οι εφημέριοι εκλέγονταν μόνο για δύο χρόνια από τους επιτρόπους της ενορίας, πράγμα που ο Ευγένιος δεν δέχτηκε και με το πρόσχημα αυτό 1Βλ και την πρόσφατη μελέτη του Β. Ν. Μακρίδη, «Ορθόδοξη Εκκλησία και Διαφωτισμός στη Νεότερη Ελλάδα», Ίστωρ 12 (2001), σς 156-188. 2 Π. Χρήστου, ό.π., σς 234-235. Τα ίδια σημειώνει και ο Παπαδόπουλος-Βρετός ό.π., σς 248-249. «Φημιζόμενος παρά του σχολάρχου Ανθρακίτου ως ο εγκριτότερος μεταξύ των μαθητών του και γνωστός εις όλους δια την μεγάλην του ευφυίαν του, έλαβε παρά φιλογενών τινων εμπόρων της πλουσίας πόλεως των Ιωαννίνων τα μέσα να μεταβή προς τελειοποίησιν της μαθήσεώς του». 3 Ν. Κατραμής, Φιλολογικά Ανάλεκτα …, ό.π., 384. Αυτό προκύπτει από τους κωδικέλλους και την τροποποίηση της διαθήκης του θείου του Αλουίσιου, ο οποίος δεν ενέκρινε καθόλου την πράξη του και τον αποκλήρωσε με επιδιαθήκη στις 18 Μαίου 1742 ορίζοντας κληρονόμο τον άλλο του ανεψιό Ιωάννη Βούλγαρη με την προϋπόθεση να παιδοποιήσει. Βεβαίως προς το τέλος της ζωής του μετανοιωμένος και πάλι με νέα προσθήκη στις 4 Μαίου 1743, του αφήνει τα όσα ανέφερε στην αρχική του διαθήκη, με τον όρο της επιστροφής του στη Ζάκυνθο. Αλλά ο Ευγένιος δεν ήταν άνθρωπος, που προσδοκούσε να ζήσει από κληρονομιές. Πολύ αργότερα ευρισκόμενος στην Πετρούπολη σχολιάζει ειρωνικά την όλη αυτή κατάσταση σε μια επιστολή του προς τον εξαδελφό του ιερέα Δημήτριο Βάλσαμο και ρωτάει: «αν από το περίφημον μας Καψογαϊδούρικο γένος των Βουλγαράτων ευρίσκεται αυτού (εν Ζακύνθω) κανένας άρρην». Βλ. Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνική Επιστολογραφία, Βασική Βιβλιοθήκη 43, Αθήνα 1963, σ. 97. 4 Φ. Οικονόμου, Η εν Ιωαννίνοις Εκκλησία,ό.π., σ. 45. 5 Κατά την άποψη του Μιχ. Ιδρωμένου, η χειροτονία του έγινε από τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων για λόγους κανονικότητας: «Η Κέρκυρα από της των Ανδηγαυών δυναστείας περί το 1266, στερηθείσα της ορθοδόξου αυτής μητροπόλεως, ηκολούθη διοικουμένη υπό απλού αρχιπρεσβυτέρου (πρωτοπαπά) μη έχοντος εξουσίαν του χειροτονείν, ώστε οι θέλοντες ιερωθήναι υπεχρεούντο όπως λαμβάνωσι την χειροθεσίαν παρά του Μητροπολίτου Ιωαννίνων καθό εξάρχου Κερκύρας, ή κατ’ επιτροπήν αυτού παρά τινός των υπ’ αυτόν επισκόπων. Αν ο Ευγένιος εθεώρει εαυτόν Ζακύνθιον υπεχρεούτο κανονικώς να επιζητήση την χειροτονίαν αυτού παρά του αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, τοιούτος δε πράγματι κατ’ εκείνην την εποχήν διετέλει εν Κεφαλληνία Σεραφείμ ο ΄Ανινος (1732-1745). Αλλά Κερκυραίος ων ο Ευγένιος έδει υπό του Μητροπολίτου Ιωαννίνων χειροτονηθήναι, ως και εχειροτονήθη ιεροδιάκονος περί το 1738, καλώς γιγνώσκων ότι άλλως η χειροτονία αυτού θα ήτο αντικανονική και άκυρος». Ο S. K. Batalden, “A further note on Patriarch Serapheim II’s sojourn to Russia”, Balkan Studies 18 (1977), σς 409-411, επικαλούμενος τα ρωσικά αρχεία μας πληροφορεί ότι η χειροτονία του έγινε το 1739 από τον μετέπειτα πατριάρχη Σεραφείμ Β΄, ημερομηνία, η οποία βέβαια δεν συμφωνεί απόλυτα με τις ημερομηνίες που προαναφέραμε, αλλά δεν παύει να αποτελεί ιστορικό τεκμήριο. Βλ. επίσης Philip Strahl, Das gelehtre Russland, Leipzig 1828, σ. 447. Μ. Π. Κοντογιάννης, Οι Έλληνες κατά τον πρώτον επί Αικατερίνης Β΄ Ρωσσοτουρκικόν Πόλεμον (1768-1774), Αθήνα 1903, σ. 404 και Κ. Παπουλίδης, “Le Patriarche Oecuménique Sérapheim II et les Russes”, Balkan Studies 17 (1976), σς 59-66. 6 Βλ. A. Papadopoulos-Vretos, ό.π., σ. IV. 7 S. K. Batalden, ό.π., σ. 126, Σημ. 49. Την πληροφορία αυτή τη στηρίζει στο ανέκδοτο χειρόγραφο, “Spisok ierarkhov Rossiiskoi tserkvi do 1775g. Κίεβο, Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας των Επιστημών #32.13.1, φφ. 132-133. 8Βλ. Ν. Κατραμής, «Ιστορικαί Διασαφήσεις», ό.π., σ. 91. «Μόλις οκτώ μήνας μετά την σύνταξιν της διαθήκης του, μαθών τούτο ο Αλουίσιος, απώλεσε πάσαν ελπίδα, ν’ αποκτήση εκ του Ελευθερίου απογόνους, όθεν δια κωδικέλλου ετροποποίησε τας περί αυτού διατάξεις, μεταβάλλων εις καταπίστευμα τα προς αυτόν καταλειφθέντα, όπως μετά θάνατον αυτού αποκατασταθώσιν εις τον συγκληρονόμον του Ιωάννην ή τους κληρονόμους αυτού (1738 Μαίου 21)». 9 Στο ίδιο.

8

απέρριψε την πρόταση.1 Σ’ αυτό το σημείο αξίζει ν’ αναφερθούμε σε μια μεταγενέστερη μαρτυρία που που αφορά την ενορία του. Μετά δέκα περίπου χρόνια, όταν η φήμη του έχει πια εδραιωθεί και πριν μεταβεί στον ΄Αθω, οι επίτροποι της Φανερωμένης «εψήφισαν εξαίρεσιν εις την διετή διάρκειαν της εφημερίας, αν τύχη ιερεύς σπουδαίος, ρήτωρ και κήρυξ του Ευαγγελίου, αλλ’ εκ της ενορίας αυτών».2 Η πρωτοβουλία αυτή τιμά ιδιαίτερα τους συμπολίτες του, οι οποίοι με την ενέργειά τους απέβλεπαν και βολιδοσκοπούσαν το πρόσωπο του Ευγενίου, πλην όμως, το γεγονός αυτό δεν μπόρεσε να μεταβάλει τους στόχους και την πορεία του νέου ιεροδιακόνου.

Ο Βούλγαρης επέλεξε την ένταξή του στον κλήρο, γιατί είχε τη διορατικότητα να πιστεύει ότι μέσα από τη διαδικασία αυτή της διπλής ενασχόλησης, θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερο στην παιδεία και στην ορθοδοξία και συνάμα να επωφεληθεί από την κινητικότητα της επιλογής του. Για τους νέους της εποχής που ακολουθούσαν το ιερατικό σχήμα, η επιλογή αυτή συνιστούσε βήμα κοινωνικής ένταξης και εξέλιξης, υπερβαίνοντας έτσι την καθιερωμένη παραδοσιακά τάξη πραγμάτων, αφού στόχευε στην επαγγελματική σταδιοδρομία και τη βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης μέσω του διττού σχήματος ανώτερος κληρικός-δάσκαλος. Η διέξοδος αυτή εξασφάλιζε πρόσβαση στους κατεξοχήν εκκλησιαστικούς τόπους παρεχόμενης εκπαίδευσης.3 Στην περίπτωση όμως Ευγενίου, αλλά αλλά και άλλων ιεροδιακόνων όπως του Ιώσηπου Μοισιόδακα, του Γρηγορίου Κωνσταντά, του Βενιαμίν Λέσβιου και του Νεόφυτου Δούκα, το σχήμα αυτό δεν λειτουργεί στα παραδοσιακά πλαίσια, αλλά μεταβάλλεται και «η βέβαιη ανάρρηση στην εκκλησιαστική ιεραρχία θυσιάστηκε για χάρη της προσωπικής σταδιοδρομίας και ενός ευρύτερου μορφωτικού ιδεώδους».4 4. Οι Σπουδές στην Πάδουα

Ο Ευγένιος μεταβαίνει στην Πάδουα στις αρχές του 1739, με υποτροφία που του χορηγήθηκε

προφανώς από Γιαννιώτες εμπόρους της ελληνικής παροικίας της Βενετίας.5 Όπως είναι γνωστό, τα Γιάννινα αλλά και τα Επτάνησα, λόγω της γεωγραφικής θέσης τους και γειτνίασης με την Ιταλία, παρουσιάζουν μια ποικιλόμορφη επικοινωνία και κινητικότητα με τη Βενετία6 μέσω του παροικιακού ελληνισμού, ώστε πολλοί λόγιοι της εποχής να καταφεύγουν εκεί για ανώτερες σπουδές. Στους παράγοντες αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι ευνοϊκές συνθήκες που επικρατούσαν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ιταλίας, με αποτέλεσμα να διευκολύνονται οι ξένοι σπουδαστές.7 Ο 1 Στο ίδιο. «Ο Ευγένιος ενόμισεν ανάξιον εαυτού, να εριθεύση, άλλως τε δε ως εφημέριος δεν ηδύνατο να καταστήσει επωφελείς τας γνώσεις του κατά τον σκοπόν του». 2 Ν. Κατραμής, «Ιστορικαί Διασαφήσεις…», ό.π., σ. 91. 3 Πρβλ. Π. Κιτρομηλίδης, Ιώσηπος Μοισιόδακας, ό.π., σς 57-58. «Η είσοδός τους στις τάξεις του κλήρου, ειδικότερα του άγαμου κλήρου, τους εξασφάλιζε εκτός από την επαγγελματική αποκατάσταση, που η παραδοσιακή κοινωνία με τους σταθερούς μηχανισμούς διατήρησης ισορροπιών της οπωσδήποτε υποσχόταν, και την εκπαιδευτική και γεωγραφική κινητικότητα πέρα από τις παραδοσιακές ισορροπίες και τις κοινωνικές εντάξεις … . Η περιδιάβαση στα κέντρα αυτά της πίστης και της γνώσης αποτελούσε τον αναγκαίο συντελεστή στην προπαρασκευή της εκκλησιαστικής σταδιοδρομίας, με πρώτο στάδιο τη διάκριση στον τομέα της αναπαραγωγής της μορφωτικής παρακαταθήκης της Ορθοδοξίας, δεύτερο την κατάληψη του επισκοπικού θρόνου, και τελικά την ανάδειξη ακόμη και σ’ έναν από τους πατριαρχικούς θρόνους». 4 Στο ίδιο, σ. 60. «Πρόκειται για φαινόμενο αναπροσδιορισμού του περιεχομένου των αξιών, αντίστοιχο προς την εμφάνιση της ομάδας ριζοσπαστών abbés στο γενικότερο κίνημα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού». Την ίδια άποψη εκφράζει για τον Ευγένιο και ο Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ό.π., σ. 132. «Τον φανταζόμαστε πιο πολύ σαν τους ελευθεριάζοντες αββάδες της εποχής, παρά σαν αγιορείτη καλόγερο». 5 Ο Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, σ. 288, μας πληροφορεί ότι «δια της συνδρομής της φιλοκάλου αδελφότητας των Μαρουτζών διέτρεξεν εις διαφόρους πόλεις της Ευρώπης, όπου και ετελειοποιήθη». Την πληροφορία αυτή τη δεχόμαστε με κάποια επιφύλαξη καθότι δεν μπορέσαμε να τη διασταυρώσουμε με άλλες πηγές. 6 Για την προσφορά του Πανεπιστημίου της Πάδοβας και του Φλαγγινιανού Κολλεγίου Βλ. Δ. Αρβανιτάκης, «Σπουδάζοντας στη Βενετία», Δημοσία ιλαρία, Βενετία 1999, σς 47-74. J.H. Randall, The School of Padoua and the Modern Science, Padova 1961. 7 Βλ. Α. Στεργέλλης, Τα δημοσιεύματα των Ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Πάδοβας τον 17ο και 18ο αιώνα, Αθήνα 1970, σς 45-53 όπου απαριθμούνται οι ακόλουθοι λόγοι που δικαιολογούν την προσέλευση αυτή. «1. Οι Βενετικές κτήσεις στην Ελλάδα. Αυτό φαίνεται από τους τόπους της καταγωγής των Ελλήνων σπουδαστών, που είναι κυρίως η Κρήτη (και μετά το 1669 εξακολούθησαν να υφίστανται τα προνόμια εισαγωγής των Κρητών σπουδαστών στα Ελληνικά Κολλέγια της Πάδοβας, ιδίως του Παλαιόκαπα) και τα Επτάνησα. 2. Η προστασία που οπωσδήποτε παρείχαν στους συμπατριώτες τους οι Έλληνες καθηγητές της Πάδοβας… 3. Η καθιέρωση του Collegio Venetto Artista και του Collegio Venetto Jurista, στα οποία μαζί με τους διαμαρτυρόμενους Ευρωπαίους και φτωχούς Ιταλούς έδιναν εξετάσεις για την απόκτηση διδακτορικής δάφνης και

9

Giacοbo Fillipo Tomasini προσδιορίζει το ρόλο της Πάδουας, ως πολιτισμικού μεσολαβητή μεταξύ Ελλήνων και ευρωπαϊκής σκέψης, σε αντίθεση με το δέκατο πέμπτο αιώνα και τη ροή των επιστημονικών γνώσεων από το Βυζάντιο στην Ιταλία. Για το λόγο αυτό σημειώνει: «Αποχωρισμένοι από το Τυρρηνικό Πέλαγος οι ΄Ελληνες, από σεβασμό προς τη στάχτη του Αντήνορα και των προγόνων τους, συγκεντρώνονται σ’ αυτό το κέντρο των επιστημών, ζητώντας να πάρουν πάλι πίσω από τους Λατίνους τη λάμψη της Αρχαίας Παιδείας, ακόμη και όσοι είναι υποταγμένοι στο ζυγό των Οθωμανών».1 Ωστόσο, για όσους σπούδαζαν τότε στη Δύση οι ιδεολογικές προκαταλήψεις και οι αντιδράσεις στον ελλαδικό χώρο ήταν παντού οι ίδιες. Η μαρτυρία του Ιώσηπου Μοισιόδακα, όταν ζήτησε τη συνδρομή τόσο του δασκάλου του Ιεροθέου Δενδρινού όσο και του Μητροπολίτη Σμύρνης Νεοφύτου (1731-1765) για να μεταβεί για σπουδές στην Πάδοβα το 1753, είναι διαφωτιστική. «Τι δεν έκαμε, τι δεν είπεν ο Ιερόθεος ο εξ Ιθάκης, ο διδάσκαλος της αυτής Σμύρνης, ώστε να αποτρέψη την ζητουμένην αντίληψιν, ως και απέτρεψεν τέλος αυτήν; «Αθεΐζουσι», κατεβόα σφαδάζων ο ανήρ, «όσοι σπουδάζουσιν εν τη Φραγγία, και μετά την επιστροφήν αυτών συναθεΐζουσι και ετέρους».2 Η εγγραφή Βούλγαρη στα Μητρώα και στις Πράξεις εγγραφής των Ελλήνων σπουδαστών της Ιατροφιλοσοφικής Σχολής (Universita Artista) της Πάδοβας και συγκεκριμένα στο Παλαιό Αρχείο (Archivo Antico)3 δεν είναι καταχωρημένη, πράγμα που συμβαίνει και με άλλους σπουδαστές της ίδιας περιόδου. Προφανώς ο Βούλγαρης να εξάσκησε το δικαίωμα προσέλευσης στις εξετάσεις χωρίς υποχρεωτική συνεχή φοίτηση και τη συμπλήρωση της απαιτούμενης πενταετίας για την ολοκλήρωση των σπουδών του, σύμφωνα με το Καταστατικό των Ελλήνων φοιτητών, δηλαδή της Nazione Oltamarina.4 Όμως οι σπουδές του και οι μαρτυρίες των βιογράφων του, ελλήνων και ρώσων μας κάνουν να υποθέσουμε ότι παρακολούθησε μαθήματα Θεολογίας, Φιλοσοφίας, Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών5 και συνάμα καλλιέργησε και την ιδιαίτερη έφεση που τον διακατείχε προς τις Ξένες Γλώσσες.6 Παράλληλα, ο χρόνος παραμονής του εκεί συμπίπτει με τις ευρύτερες αλλαγές που έγιναν στα προγράμματα της Σχολής, όπως η κατάργηση της μιας έδρας της Αριστοτελικής Φιλοσοφίας και η αντικατάστασή της από την έδρα της Φυσικής Πειραματικής (Philosophia experimentalis ).7 οι ΄Ελληνες σπουδαστές της Πάδοβας πληρώνοντας ελάχιστα ποσά. 4. Η ίδρυση δύο Ελληνικών Κολλεγίων της Πάδοβας, του Παλαιόκαπα και του Κωττουνιανού». 1Βλ. Gymnasion Patavium Jacobi Phillipi Tomasini Episcopi Aemoniensis libris v. comrpehensum… Utini 1654, σς 53-54: “…mari Tyrrheno seiuncti Antenoris maioronque suorum cineres venerati ad hoc quoque scientiarum emporium conveniunt Graeci veteris disciplinae splendorum a Latinis reposcentes, etiam qui jugo Othomanici subjecti”. Βλ. επίσης, Herbert Butterfield, The Origin of Modern Science 1300-1800, London 1980, σ. 174. J. B. Bury, The Cambridge Medieval History, Vol. IV, Cambridge U.P. 1996, Eισαγωγή. 2 Ιώσηπος Μοισιόδακας, Απολογία, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1976, σ. 153. Την απόρρριψη της Δυτικής παιδείας την υποστήριξαν με σθένος πολλοί ‘αντιδιαφωτιστές’, μεταξύ αυτών και ο Αθανάσιος ο Πάριος, μαθητής του Ευγενίου στην Αθωνιάδα. Πενήντα χρόνια αργότερα ο Πάριος, δάσκαλος πια στη Χίο, στο έργο του Εγχειρίδιον απολογητικόν σς 4-5, υπερασπιζόμενος τις θέσεις του Ναθανιήλ Νεοκαισαρέως -Ψευδώνυμο του ιδίου και του έργου του: Αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον, των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων, Τεργέστη 1802- θίγει και το θέμα των σπουδών των ορθοδόξων στη Δύση γραφόντας: « (ο Ναθανιήλ) βλέπομεν ότι συμβουλεύει όποιος θέλει να ακολουθήσει και άλλα μεγαλήτερα μαθήματα, ήγουν φιλοσοφικά, τα λεγομένα σχολαστικά, δεν είναι χρεία να υπάγη να κινδυνεύση εις την Ευρώπην, διατί τα ευρίσκει και εις την πατρίδα του και προσέτι λέγει ότι αν έχη πόθον και δια μαθηματικά, εις την θεοσεβεστάτην Χίον θέλει πληρώσει τον πόθον». 3Βλ. Γ. Πλουμίδης, «Αι πράξεις εγγραφής των Ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Παδούης, Α΄ Μέρος, Artisti (1634-1782), ΕΕΒΣ 37 (1969-70), σς 260-336. Βλ. Αριθ. Φακ. 701 (1726-1736) και 702 (1737-1752).Το θέμα των σπουδών του μας απασχόλησε ιδιαίτερα, όμως στάθηκε αδύνατο να εντοπίσουμε τις ακριβείς χρονολογίες φοίτησης. Παραθέτουμε την άποψη του Π. Καρολίδη, Ιστορία της Ελλάδος 1453-1862, Αθήνα 1925 σ. 541 που συμπυκνώνει τις διάφορες αναφορές γύρω από το θέμα αυτό: «… αφού εσπούδασεν εν τω περιφήμω Πανεπιστημίω του Παταυΐου, μετέβη εις Βενετίαν διορισθείς ιεροκήρυξ εν τη εκκλησία της ενταύθα ακμαίας τότε ελληνικής κοινότητος, θαυμαζόμενος εν τη ιερά ταύτη διακονία δια τε την ευγλωττίαν και δια την σοφίαν αυτού». 4 Βλ. Βασ. Μπόμπου-Σταμάτη, Τα καταστατικά του Σωματείου (Nazione) των Ελλήνων φοιτητών του Πανεπιστημίου της Πάδοβα 17ος-18ος αι., ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1995, σ. 46, Σημ. 31. 5 Βλ. Ιvan Martynov, “Izviestie o arkhiepiskopie Evgenii Bulgarii”, Litsei 1 (1806), σς 35-36, όπου μαρτυρείται ότι ο Ευγένιος σπούδασε Μαθηματικά, όταν δίδασκαν στην Πάδοβα οι περίφημοι καθηγητές των Μαθηματικών και της Φυσικής Guiseppe Suzzi (1701-1764), και Giovanni Poleni, εισηγητής της Πειραματικής Φυσικής στην Ιταλία. Βλ. Gian. Antonio Salandium-Maria Pancino. Il “teatro” di filosofia sperimentale di Giovanni Poleni, Italia 1988. Βλ. επίσης, Philipp Strahl, Das gelehrte Rubland, ό.π., σ. 445, Ιώσηπος Μοισιόδακας, Απολογία, ό.π., σ. 31 και Α. Στεργέλλης, ό.π., σ. 44. 6 Βλ. Γ. Ζαβίρας ό.π., σ. 290: «Ειδήμων της Ελληνικής, Λατινικής, Ιταλικής, Γαλλικής και Εβραϊκής φωνής» και Ευγένιος Βούλγαρης, Κριτικαί Επιστάσεις … Βιέννη 1806, σ. 92. 7 Α. Στεργέλλης, ό.π., σς 35-37, ιδ.σ. 35: «Η στροφή προς τη νεώτερη φιλοσοφική σκέψη και η εγκατάλειψη του νεοαριστοτελισμού είναι φανερή στους λόγους που εκφωνούσαν στην αρχή του ακαδημαϊκού έτους οι Έλληνες φοιτητές. τους βλέπουμε να αγωνίζονται να περισώσουν με ρητορική πειθώ το κύρος και την αξία του

10

Το 1740 φαίνεται ότι αρχίζει τη διδακτική του σταδιοδρομία. Τον συναντούμε να διδάσκει σ’ ένα από τα ακμαιότερα κέντρα του Ελληνισμού της διασποράς, την Ελληνική Σχολή Βενετίας.1 Την ίδια χρονιά κηρύττει επίσης στο ναό του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας όλη την περίοδο της Σαρακοστής και αμείβεται με το ποσό των πενήντα δουκάτων, όπως προκύπτει και από τη «αυτόγραφη απόδειξη της πληρωμής του».2 Δεν θα ήταν καθόλου συμπτωματικό αν αναφέραμε ότι στην ίδια εκκλησία είχαν κηρύξει τα προηγούμενα χρόνια και οι δάσκαλοί του, Αντώνιος Κατήφορος και Μεθόδιος Ανθρακίτης.3 Η παρουσία του αυτή στάθηκε το εφαλτήριο για το ξεκίνημα της διδακτικής σταδιοδρομίας του Ευγενίου ως δασκάλου του γένους. Σε λίγο καιρό, αρχές του 1742, οι αδελφοί Μαρούτση θα του προτείνουν να αναλάβει τη σχολαρχία της φερώνυμης Σχολής, που θα ιδρύσουν στα Γιάννινα.4

αριστοτελικού συστήματος και των ποικίλων επιθέσεων των νεωτεριστών». Από την ίδια μελέτη σ. 36, αντλούμε επίσης πληροφορίες για τα προγράμματα των σπουδών: «Από τα έργα του Αριστοτέλη διδάσκονταν τα περί Γενέσεως και Φθοράς, περί Ουρανού, περί Ψυχής και ορισμένα βιβλία από τα Φυσικά. Θεολογία in via S. Thomae και in via Scoti. Η Μεταφυσική ήταν χωρισμένη επίσης σε Thomistica και Scotistica (1739-61) ενωμένη με τη Λογική». Μαθηματικά, Αστρονομία και Φυσική (Ad Physicam Experimentalem, Ad Lecturam Astronomiae, Geographiae et Meteorum και Elementa Geometriae et Analysis). Σημειώνεται ότι ο Dunsius Scotus (Σκώτος) 1270-1308 υπήρξε διάσημος σχολαστικός θεολόγος. Οι θεωρίες του, διαφορετικές από εκείνες του Θωμά Ακινάτη, έδωσαν νέα προοπτική στη διασκαλία της θεολογίας με αποτέλεσμα να ιδρυθούν έδρες στα τότε γνωστά πανεπιστήμια, όπως και στην Πάδοβα, για τη διδασκαλία του ‘σκωτισμού’. Συνέγραψε σχόλια στον Αριστοτέλη (Όργανον, Μετά τα Φυσικά, Περί Ψυχή ) και θεωρείται από τους πρωτοπόρους του νέου πνεύματος. 1 Αυτό φαίνεται από τα οικονομικά βιβλία της Αδελφότητας. Βλ. Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Reg. 23, φ. 45v 2 Βλ. Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, Reg. 25, τετρ. 741 (12 Μαρτίου 1741). “Ho ricevuto io Eugenio Bulgari dal Signor contrascritto [Stano Dimo] duc(ati) cinquanta correnti qualli sono per le prediche da me fatte nella decorsa Quadragesima”. Πρβλ. Αθ. Ε. Καραθανάσης, «Η Εκκλησιαστική Ρητορική στον ΄Αγιο Γεώργιο των Ελλήνων της Βενετίας», Θησαυρίσματα 9 (1972), σ. 168. Για τη ρητορική δεινότητα και μεταδοτικότητά του Βούλγαρη ο Ρίζος Νερουλός σημειώνει: «Ο Ευγένιος, προικισμένος με πλουσίαν φαντασίαν αλλά με μικροτέραν εμβάθυνσιν εις τα ιερά κείμενα και τα συγγράμματα των πατέρων της Εκκλησίας, επετύγχανε και απέδιδε καλύτερον εις το είδος της προσωπικής προβολής και επιβολής. Τα εγκώμια του κατά τον πανηγυρισμόν της μνήμης των αγίων και οι επικήδειοι λόγοι του είναι άξιοι της φήμης την οποίαν κατέχουν». Βλ. J. Rizos Neroulos, Cours de Litterature Greque Moderne, Genève 1828, σ. 139. 3 Αθ. Ε. Καραθανάσης ό.π., σς 164 και 167. 4 Ιωάν. Βελλούδος, Ελλήνων Ορθοδόξων, αποικία εν Βενετία, ιστορικόν υπόμνημα, έκδ. β΄, Βενετία 1893, σς 180-183: «Κηρύσσοντας τους λόγους του Ευαγγελίου εν τω ναώ του Αγίου Γεωργίου, οι Μαρούτσαι τοσούτον εμαγεύθησαν, ώστε αποφάσισαν να τον στείλωσιν εις την πατρίδα των ως διδάσκαλον».

11

4. Επισκόπηση Οι ιστορικές πληροφορίες, λόγω αδυναμίας της ιστοριογραφίας και έλλειψης επαρκών πηγών, για το οικογενειακό περιβάλλον και τα πρώτα χρόνια της ζωής του Ευγενίου Βούλγαρη είναι ελάχιστες και όχι τεκμηριωμένες. Η παράμετρος μας προκαλεί εγγενείς δυσκολίες να προσδιορίσουμε με ασφάλεια τις βιογραφικές συντεταγμένες της προσωπικότητας και την ανίχνευση της ανθρώπινης συμπεριφοράς του κατά την περίοδο αυτή.

Τα διαθέσιμα στοιχεία βεβαιώνουν ότι γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 11 Αυγούστου 1716 από φτωχική οικογένεια, ανήμερα της απώθησης των Οθωμανών από τους Βενετούς. Οι γονείς του ήταν ο Πέτρος Βούλγαρης, Ζακυνθινής καταγωγής και η Τζαννέτα Παραμυθιώτη, Κερκυραία. Οι εκτιμήσεις μας συνηγορούν ότι οικογενειακές ανάγκες επιβίωσης έφεραν ξανά την οικογένεια Βούλγαρη στη Ζάκυνθο. Με το θάνατο της μητέρας του (1721), την επιμέλεια του μικρού Ελευθερίου Βούλγαρη αναλαμβάνει ο θείος του, Αλουΐσιος Βούλγαρης, που επιμένει μέχρι την ενηλικίωσή του να ασκεί πιέσεις, ώστε ο νεαρός ανεψιός να ακολουθήσει κοσμικό επάγγελμα. Η είδηση της χειροτονίας του Ευγενίου σε ιεροδιάκονο τον αναγκάζει να τον αποκληρώσει. Οι πληροφορίες για την τύχη του πατέρα σπανίζουν και φαίνεται ότι ο Ευγένιος μεγαλώνει μέσα σε συγγενικό περιβάλλον. Η πορεία της μαθητείας του σε Ζάκυνθο, Κέρκυρα, Άρτα, Γιάννινα, Πάδοβα και η παραμονή του στη Βενετία δείχνουν μια γεωγραφική κινητικότητα με διαφορετική πολιτισμική ομοιογένεια. Τα στοιχεία αυτά συντελούν και στη διαμόρφωση μια νέας συνείδησης του χώρου. Μαθητεύει κοντά σε προδρομικούς δασκάλους του Διαφωτισμού: Αντώνιο Κατήφορο στη Ζάκυνθο, Ιερεμία Καββαδία στην Κέρκυρα, Αθανάσιο Νικολόπουλο στην Άρτα, Μεθόδιο Ανθρακίτη στα Γιάννινα, οι οποίοι αναμφισβήτητα τον επηρεάζουν με την ελευθεροφροσύνη των αντιλήψεών τους. Όλοι απαριθμούνται στην απομνημονευτική κατάθεση της Λογικής του. Παράλληλα, εκφράζονται αμφιβολίες για τη μαθητεία του κοντά στο Βικέντιο Δαμοδό, καθότι αυτό δεν τεκμηριώνεται πουθενά μέχρι σήμερα. Με εφόδια την ευφυΐα, την πολυμάθεια, την καλή γλωσσική κατάρτιση αλλά και την ξενογλωσσία θα περάσει στην Ιταλία, στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου του προσφέρεται μια κατευθυνόμενη εκπαίδευση με τη βοήθεια του Δυτικού κόσμου στη νεώτερη επιστήμη και την ορθολογική φιλοσοφία. Επισημαίνεται ότι η φοίτησή του εκεί συμπίπτει με μια σειρά ευρύτερων αλλαγών στα προσφερόμενα προγράμματα της Ιατροφιλοσοφικής Σχολής-κατάργηση μιας έδρας αριστοτελικής φιλοσοφίας. Επιπλέον, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε για την περίπτωσή του και το στοιχείο του «αυτοδιδακτισμού», το οποίο λειτουργεί ως βασικός άξονας διαμόρφωσης του πνευματικού κόσμου ενός λογίου της εποχής.1 Η παραμονή του στη Βενετία αποτελεί και την απαρχή της επιστημονικής του σταδιοδρομίας. Διδάσκει για περιορισμένο χρονικό διάστημα στην Ελληνική Σχολή Βενετίας και ταυτόχρονα κηρύττει στο ναό του Αγίου Γεωργίου μέχρι το διορισμό του ως Σχολάρχης της Μαρουτσαίας Σχολής στα Γιάννινα, αρχές του 1742.

1 Βλ. Α. Αγγέλου, Των Φώτων Β΄, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1999, σς 332-333.

12

Τα άγνωστα χρόνια της μαθητείας του Ευγενίου Βούλγαρη – Συγκριτικό χρονολόγιο 1716-1742 Χρονολογία Η ζωή και η μαθητεία

του Ευγενίου Βούλγαρη Ελληνική Παιδεία Δυτική Παιδεία-

Επιστήμη Γενική Ιστορία

1716 Γέννηση στην Κέρκυρα. Χρυσ. Νοταράς, «Αστρονομία».

Πολιορκία της Κέρκυρας από τους

Οθωμανούς. 1718 Πιθανή επιστροφή στην

Ζάκυνθο. Ν. Μαυροκορδάτος,

«Φιλοθέου Πάρεργα».

Συνθήκη του Πασάροβιτς.

1720 Ο Ανθρακίτης καλείται σε

απολογία από τη Σύνοδο. Καταδίκη

(1721).

1721 Θάνατος της μητέρας του (Τζανέτας Παραμυθιώτη).

1725 Αρχή της μαθητείας του-Αντώνιος Κατήφορος.

Vico, «Η Καινούρια Επιστήμη».

1728 Μελ Μήτρου, «Γεωγραφία».

1729 Θεοφ. Κορυδαλλέας, «Αριστοτελική

Λογική».

1730 Β΄περίοδος μαθητείας-Ιερεμίας Καββαδίας-

Κέρκυρα.

Αναχώρηση Κατήφορου για

Ιταλία.

Αστρονομικές Θεωρίες Newton.

A΄ηγεμονία Κ. Μαυροκορδάτου.

1731 *Νικηφόρος Θεοτόκης. Νεκτ. Τέρπος «Πίστις».

1732 Boerhaave. «Στοιχεία Χημείας».

1733 Pope, «Δοκίμιο για τον άνθρωπο».

1734 Αντώνιος Κατήφορος, «Γραμματική Ελληνική».

Voltaire, «Γράμματα από την

Αγγλία»

1735 Σχολή Άρτης-Αθανάσιος Νικολόπουλος.

Εγγραφή στα Μητρώα της Παναγίας

Φανερωμένης Ζακύνθου.

Μέτρηση Μεσημβρινού.

1736 Γιάννινα – Μεθόδιος Ανθρακίτης.

1738 Χειροτονείται Ιεροδιάκονος. Επίσκεψη

στην Κεφαλλονιά.

Voltaire, «Στοιχεία της Φιλοσοφίας του

Νεύτωνα».

1739 Ιταλία- Πανεπιστήμιο Πάδοβας (-1742).

Φρειδερίκος Β΄ «Ο

Αντιμακιαβέλλης»

1740 Διδασκαλία στο Φλαγγινιανό Κολλέγιο. Ιεροκήρυκας στο ναό του Αγίου Γεωργίου Βενετίας.

Φρειδερίκος Β΄ βασιλιάς της Πρωσσίας.

1741 Hume, «Δοκίμια Ηθικής και Πολιτικής».


Recommended