35
Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 1 “Η θέση του κράτους σήμερα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία: Μια θεωρητική επανατοποθέτηση στη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων και της Πολιτικής Οικονομίας” Ευαγόρας Λ. Ευαγόρου Υποψήφιος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών

Ευαγόρου, Η Θέση του Κράτους Σήμερα στην Παγκοσμιοποιημένη Οικονομία: Μια Θεωρητική Επανατοποθέτηση

Embed Size (px)

Citation preview

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 1

“Η θέση του κράτους σήμερα στην παγκοσμιοποιημένη

οικονομία: Μια θεωρητική επανατοποθέτηση στη θεωρία

των Διεθνών Σχέσεων και της Πολιτικής Οικονομίας”

Ευαγόρας Λ. Ευαγόρου

Υποψήφιος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών

Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 2

Σύνοψη (Abstract)

Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να παρουσιάσει μια θεωρητική άποψη για

τη θέση του κράτους σήμερα, στην παγκοσμιοποιημένη, πολιτικά και οικονομικά,

διεθνή κοινωνία. Η προσπάθεια αυτή θα βασιστεί στη θεωρία του δομικού ρεαλισμού

και θα εξετάσει σε πιο βαθμό η θεωρία δίνει σήμερα ικανοποιητικά θεωρητικά

εργαλεία για την ερμηνεία των διεθνολογικών καταστάσεων. Για να γίνει κατορθωτό

αυτό θα αναπτυχθούν τα πιο κάτω θεωρητικά ζητήματα: η αλληλοσύνδεση

οικονομίας και πολιτικής, η έννοια της δομής του διεθνούς συστήματος, η έννοια του

κράτους και τα όρια της κρατικής κυριαρχίας, η στρατηγική που διαμορφώνει το

κράτος για να εξασφαλίσει την ασφάλειά του, τα μέσα που χρησιμοποιεί στην

στρατηγική αυτή και αναφέρονται στους συντελεστές ισχύος, όπως αυτούς της

οικονομία και της τεχνολογίας. Η μελέτη θέτει την εξής υπόθεση εργασίας: Αν

υπάρχει στο διεθνές διακρατικό σύστημα υψηλός βαθμός οικονομικής

αλληλεξάρτησης και παγκοσμιοποιημένη οικονομία τότε η στρατηγική του κράτους,

ως βασικής μονάδας δράσης, για την εξασφάλιση της επιβίωσης του στηρίζεται σε

νέα δεδομένα που αναφέρονται σε ειδικά επίπεδα ισχύος όπως αυτά της οικονομίας

και της τεχνολογίας.

1. Εισαγωγή

Η επίδραση της οικονομίας στις αμιγώς πολιτικές σχέσεις των κρατών είναι

παραδοχή πολλών σύγχρονων επιστημόνων, καθώς τα οικονομικά ζητήματα και η

ασφάλεια των κρατών είναι από τα πιο κρίσιμα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα

τελευταία (Mastanduno 1998: 825). Ζητήματα που αφορούν στην πολιτική

δραστηριότητα των παικτών του διεθνούς συστήματος σχετίζονται άμεσα με την

οικονομική δραστηριότητα, είτε αυτή παρατηρείται στο εσωτερικό των κρατών, είτε

αυτή έχει παγκόσμιο χαρακτήρα και η μελέτη τους ως ενιαίο επιστημονικό πεδίο

αποτελεί προσπάθεια από τη γέννηση της επιστήμης των διεθνών σχέσεων1. Έτσι,

1 Για την εξελικτική πορεία της μελέτης από τους διεθνολόγους των οικονομικών ζητημάτων σε

συνάρτηση με τα διεθνολογικά από τις αρχές του 20ού αιώνα έως και το τέλος του βλέπε Mastanduno

(1998). Για το πώς δημιουργείται η πολιτική οικονομία ως γνωστικό αντικείμενο που συνδυάζει την

πολιτική και την οικονομία βλέπε στις μελέτες των Gilpin (1987) και Gill and Law (1988). Εν

συντομία, και για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας, η πολιτική οικονομία σημαίνει την αμοιβαία και

δυναμική αλληλεπίδραση στις διεθνείς σχέσεις της αναζήτησης του πλούτου και της αναζήτησης της

δύναμης (Gilpin 1975: 43).

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 3

πέραν της σύγκρουσης των κρατών, η οποία γίνεται αντιληπτή με

πολιτικοστρατηγικά κριτήρια, παρουσιάζεται και ο όρος οικονομικός πόλεμος-

σύγκρουση (economic warfare), που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση οικονομικών

όπλων για στρατηγικούς σκοπούς, καθώς η στρατηγική ανάλυση πρέπει να

περιλαμβάνει ένα μείγμα από στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές θεωρήσεις

(Shubik and Verkerke 1989: 482-483).

Οι διεθνείς οικονομικοί συνασπισμοί, οι μεγάλες παγκόσμιες επιχειρήσεις, το

διεθνές εμπόριο και η οικονομική αλληλεξάρτηση, αλλά και η οικονομική ευρωστία

ενός κράτους και η δυνατότητα παραγωγής οικονομικού πλούτου αποτελούν κρίκους

που συνδέουν πολιτικές και οικονομικές σχέσεις κρατών και θέματα διεθνολογικής

ανάλυσης. Ήδη, από τις αρχές του αιώνα μας o Carr, αναφερόμενος στη στρατιωτική

και οικονομική ισχύ, μιλά για την ψευδή ιδέα του διαχωρισμού ανάμεσα στην

πολιτική και την οικονομία, η οποία έχει πάψει να ανταποκρίνεται στην τρέχουσα

πραγματικότητα, καθώς ολόκληρη η πρόοδος του πολιτισμού υπήρξε στενά

συνδεδεμένη με την οικονομία (Carr 2002: 159 και 163). Η συνένωση του

επιστημονικού πλούτου της οικονομίας με αυτόν των διεθνών σχέσεων, η οποία από

ακαδημαϊκής φύσεως υπάρχει, θα βοηθήσει στην ερμηνεία και ανάλυση των θέσεων

που θα αναπτυχθούν στην παρούσα εργασία.

Αδιαμφισβήτητα, στις σύγχρονες αναλύσεις των διεθνολογικών φαινομένων η

ετερότητα των κοινωνικών ομάδων, η κατανομή ισχύος μεταξύ τους, ο φόβος της

επιβίωσης, η αναζήτηση πολιτικής κυριαρχίας και η μη ύπαρξη ρυθμιστικής αρχής

καθώς και η ανάγκη για απόλυτα όσο και σχετικά κέρδη αποτελούν τους παράγοντες

που προσδιορίζουν το χαρακτήρα της διεθνούς αναρχίας, δηλαδή τη φυσική

κατάσταση (Ήφαιστος 1999α). Η χρησιμοποίηση των όρων “πολιτική κυριαρχία”,

“ισχύς”, “αναρχία”, “κρατικό συμφέρον” ως εργαλείων ανάλυσης διεθνολογικών

φαινομένων παραπέμπει στην κυρίαρχη για τα ακαδημαϊκά δρώμενα θεώρηση των

διεθνών σχέσεων, αυτή του πολιτικού ρεαλισμού. Υπό αυτή τη θεώρηση και τη

σημασία του αγώνα για επιβίωση που διεξάγουν τα κράτη, στην παρούσα εργασία

εξετάζονται η σύγχρονη πραγματικότητα των διεθνολογικών δεδομένων.

Τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και της στρατηγικής αποτελούν θέματα

υψηλής πολιτικής, δηλαδή πολιτικής που ασκείται από τους ηγέτες των κρατών και

άλλους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς, και σχετίζονται με την ασφάλεια του

κράτους, τον πόλεμο και την ειρήνη, το χειρισμό των οικονομικών θεμάτων και

γενικότερα τις πολιτικές σχέσεις των κρατών (Kegley and Wittkopf 1999: 14 και 207)

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 4

και, ως εκ τούτου, πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης σημασίας και έρευνας. Η σημασία

τους γίνεται περισσότερο κρίσιμη, όταν αυτά συνδεθούν με τη στρατηγική που

σχεδιάζει το κάθε κράτος, για να υλοποιήσει του εθνικούς στόχους που θέτει.

Οι προσπάθειες των μελετητών να ερμηνεύσουν τις διακρατικές σχέσεις

κινούνται σε πολλά επίπεδα και δεν παραμένουν στα αμιγώς πολιτικά ζητήματα.

Νέες μεταβλητές, όπως τα οικονομικά και τεχνολογικά ζητήματα, έρχονται να

προστεθούν στις διεθνολογικές αναλύσεις για την παραγωγή επιστημονικών

ερμηνειών αναφορικά με το πεδίο των διεθνολογικών μεταβολών. Σε ένα τέτοιο

διεπιστημονικό πεδίο προσδοκά να κινηθεί και η παρούσα εργασία, με σκοπό να

αναλύσει κατά πρώτο λόγο την κρατική συμπεριφορά στο διαμορφωθέν διεθνές

σύστημα και κατά δεύτερο λόγο να επισημάνει ένα κρίσιμο σημείο των σχέσεων, που

είναι αυτό της οικονομίας.

2. Η Θεωρία του Δομικού Ρεαλισμού και η Δομή του Συστήματος

Η εργασία όπως έχει αναφερθεί θα εστιάσει στη θεωρία του δομικού ρεαλισμού

για να κρίνει την ικανότητα της να ερμηνεύει και να αναλύει την σύγχρονη

πραγματικότητα της πολιτικής σκηνής. Ο δομικός ρεαλισμός στηρίζει την ανάλυση

του στη δομή του διεθνούς συστήματος μέσα στο οποίο τα κράτη δρουν και είναι

αυτή που τον κάνει κατά κύριο λόγο να διαφοροποιείται από τον κλασικό ρεαλισμό2.

Έτσι τα βασικά αξιώματα της θεωρίας, όπως έχουν διαμορφωθεί, μπορούν να

επικεντρωθούν στα πιο κάτω3:

α) Οι σημαντικότεροι δρώντες στο διεθνές σύστημα είναι τα κράτη. Η θεωρία

του δομικού ρεαλισμού διατηρεί ως κυρίαρχο εργαλείο ανάλυσης των διεθνών

σχέσεων το κρατικοκεντρικό παράδειγμα. Σύμφωνα με αυτό, τα κράτη παραμένουν οι

βασικές και απόλυτες μονάδες δράσης που αποφασίζουν ως ενιαία σύνολα, αλλά για

τον νεορεαλισμό στις αποφάσεις αυτές σημαντικό ρόλο παίζει η δομή του

συστήματος.

β) Οι σχέσεις μεταξύ των κρατών λαμβάνουν χώρα υπό καθεστώς διεθνούς

αναρχίας4. Ο όρος “διεθνής αναρχία” σημαίνει ότι δεν υφίσταται στο διεθνή χώρο

εξουσία υπεράνω της δράσης των κρατών τέτοια, ώστε να διασφαλίζει τη νομιμότητα

2 Για μια ισχυρή ανάλυση στη διαφορά κλασικού και δομικού ρεαλισμού όσον αφορά τη δομή του

συστήματος βλέπε Forde (1995).

3 Για μια πλήρη ανάλυση των βασικών αξιωμάτων του δομικού ρεαλισμού βλέπε Glaser (1994-5).

4 Για την έννοια της αναρχίας ως κοινωνικού φαινομένου στις διεθνείς σχέσεις βλέπε Bull (2001).

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 5

και το δίκαιο και κατ’ επέκταση την επιβίωση των κρατών. Το σύγχρονο σύστημα

κρατών χαρακτηρίζεται από την αναρχία, επειδή βασίζεται στην άνιση κατανομή της

ισχύος και στην έλλειψη μίας υπερεθνικής αρχής (Herz 1957: 473 και Mearsheimer

1994-5: 10)5. Ο όρος “αναρχία” είναι η έννοια που καταγράφει και περιγράφει το

φαινόμενο της ύπαρξης ανεξάρτητων και κυρίαρχων μονάδων και απουσίας

υπέρτατης αρχής και δεν υποδηλώνει χαοτικές καταστάσεις, αταξία ή πολύ

περισσότερο διαρκή σύγκρουση όλων εναντίον όλων (Ήφαιστος 1999β: 38).

γ) Τα κράτη δίνουν βαρύτατη σημασία στην έννοια του συμφέροντος και η δράση

τους σκοπό έχει την εξασφάλιση αυτού που ορίζουν εθνικό συμφέρον. Κατά κύριο

λόγο, εθνικό συμφέρον είναι ό,τι προσφέρει ωφέλιμες υπηρεσίες για το κράτος και

μπορεί να περιλαμβάνει από την απλή επιβίωσή του έως και την επέκτασή του με την

επιβολή του έναντι άλλων κρατών.

δ) Η ισχύς εξασφαλίζει το εθνικό συμφέρον, γι’ αυτό και τα κράτη την

επιδιώκουν. Η ισχύς και το επίπεδό της είναι το επιδιωκόμενο από τα κράτη

εργαλείο, το οποίο εκπληρώνει το ουσιαστικότερο ζητούμενο για το κράτος, που

είναι η επιβίωση. Για το δομικό ρεαλισμό η ισχύς είναι το μέσο για την εξασφάλιση

του εθνικού συμφέροντος και όχι αυτοσκοπός.

ε) Υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών και ως επέκταση αυτού

σύγκρουση, αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους να εξασφαλίσουν το εθνικό τους

συμφέρον σε μια άναρχη μορφή του διεθνούς συστήματος. Την προσπάθεια αυτή

ορίζει ο Mearsheimer (2001: 143-145) ως την επιδίωξη από τα κράτη εκείνων των

ευκαιριών που θα τους βοηθήσουν να κερδίσουν δύναμη σε βάρος των αντιπάλων

τους.

στ) Τα κράτη είναι ορθολογικοί δρώντες και η δράση τους εστιάζεται στο

δίπτυχο κόστος-όφελος. Η ορθολογικότητα αναφέρεται στο ότι οι δρώντες

συμπεριφέρονται με σκοπό το δικό τους καλό, που ανταποκρίνεται στην

αυτοσυντήρησή τους. Ο Waltz (1979: 1-17 και 117-119) τονίζει ότι η θεωρητική

υπόθεση της ορθολογικότητας του παίκτη χρησιμοποιείται για να εξηγήσει τη δράση

του και όχι για να περιγράψει με ακρίβεια την πραγματικότητα.

ζ) Οι κανόνες του διεθνούς δικαίου οι οποίοι θεσπίζονται από τους ισχυρούς δεν

παίζουν κανένα ρόλο στις σχέσεις των κρατών, παρά μόνο εξυπηρετούν τα

5 Επίσης, βλέπε όλους τους άλλους κλασικούς ρεαλιστές. Αντίθετα, για μια κριτική της ρεαλιστικής

έμφασης στην αναρχία του συστήματος βλέπε Wendt (1992).

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 6

συμφέροντα των δυνατών και χρησιμοποιούνται ως επίκληση για προστασία από

τους αδυνάτους. Χαρακτηριστικό του πιο πάνω είναι η αναφορά του Θουκυδίδη

(1998: 74, Ε΄ 89), ότι «…στις ανθρώπινες σχέσεις τα νομικά επιχειρήματα έχουν αξία

όταν εκείνοι που τα επικαλούνται είναι περίπου ίσοι σε δύναμη και ότι, αντίθετα, ο

ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του

το επιβάλλει η αδυναμία του…».

Όπως βλέπουμε και από τις πιο πάνω αρχές του δομικού ρεαλισμού το κύριο

εργαλείο ανάλυσης της θεωρίας είναι η δομή του συστήματος. Η δομή του διεθνούς

συστήματος αποτελεί την κατανομή ισχύος μεταξύ των μονάδων, που είναι τα έθνη

κράτη, και η οποία αποτελεί ανεξάρτητη μεταβλητή στη διεθνή πολιτική (Waltz

1979: 93-101).

Κατά τον Jervis (1979α: 212), δύο όροι είναι απαραίτητοι για την ύπαρξη και

λειτουργία του διεθνούς συστήματος. Πρώτον, οι μονάδες δράσης του συστήματος να

διασυνδέονται μεταξύ τους, ώστε αλλαγές στο ένα μέρος του συστήματος να

επιφέρουν αλλαγές σε άλλα μέρη. Η έννοια “σύστημα” στις διεθνείς σχέσεις

αναφέρεται στις ανεξάρτητες πολιτικές μονάδες και στις μεταξύ τους σχέσεις. Ένα

τέτοιο σύστημα αποτελείται από συλλογικές οντότητες που επικοινωνούν και

αλληλοεπηρεάζονται με ουσιαστικό και ουσιώδη τρόπο (Holsti 1992: 15). Δεύτερον,

η ύπαρξη συνολικής δράσης του συστήματος από τις προσδοκίες και τις

προτεραιότητες των επιμέρους μονάδων του. Συνεπώς, το διεθνές σύστημα είναι αυτό

που περιλαμβάνει έναν αριθμό παραγόντων δράσης (κράτη και άλλους μη κρατικούς

φορείς, όπως έθνη, πολυεθνικές εταιρείες, κυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς

οργανισμούς) και οι μορφές των δράσεων αυτών, μεταξύ των δρώντων αντικειμένων,

μπορεί να ερμηνευθεί με την κατανομή της ισχύος, αλλά και με άλλους συστημικούς

παράγοντες, όπως η δομή και η ιεραρχία (Duncan et. al. 2002: 61).

Σύμφωνα με τον Waltz (1979), με τον όρο “δομή” προσδιορίζεται ένα σύνολο

περιοριστικών καταστάσεων, που λειτουργεί ως ένας μηχανισμός επιλογής

αποφάσεων με αποτέλεσμα η δομή να επηρεάζει έμμεσα τη συμπεριφορά των

μονάδων και αυτό συμβαίνει μέσω της κοινωνικοποίησης των φορέων της δράσης και

του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Σύμφωνα με τον ίδιο, η έννοια της “δομής”

χρησιμοποιείται για να κατανοηθεί η διατήρηση του ενιαίου του διεθνούς

συστήματος και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αυτό παράγει καθώς και ο τρόπος

με τον οποίο κατανέμεται η ισχύς ανάμεσα στα κράτη (Waltz 1979: 79-81). Έτσι, για

τον δομικό ρεαλισμό τα κράτη αναζητούν την ισχύ και είναι ευαίσθητα για την

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 7

ασφάλειά τους όχι λόγω της ανθρώπινης φύσης (όπως υποστηρίζει ο κλασικός

ρεαλισμός) αλλά επειδή η δομή του συστήματος τα κάνει να συμπεριφέρονται κατ’

αυτό τον τρόπο (Jackson and Sorensen 1999: 52).

3. Κράτος και Κρατική Κυριαρχία

Για τον προσδιορισμό της έννοιας του κράτους είναι απαραίτητα τα τρία πιο

κάτω χαρακτηριστικά: η γεωγραφική περιοχή με διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα,

δεύτερον, μία διεθνώς αναγνωρισμένη και αναγνωρίσιμη πληθυσμιακή ομάδα που ζει

μέσα σε αυτά τα σύνορα και, τρίτον, μία διεθνώς αναγνωρισμένη αρχή, η κυβέρνηση

(Duncan et. al. 2002: 48). Για τις ανάγκες της εργασίας ως ορισμό στην έννοια

“έθνος-κράτος” καταγράφεται αυτός που δίνει ο Gilpin (2004: 42-43), όπου έθνος-

κράτος (state) είναι ο φορέας οργανισμός που προστατεύει την ευημερία των πολιτών

του ενάντια στη δράση άλλων φορέων ή εθνών-κρατών και επιπρόσθετα παρέχει τη

βάση επίλυσης των διαφωνιών μεταξύ των πολιτών του. Έτσι, το κράτος είναι μία

νόμιμη οντότητα η οποία έχει ένα μόνιμο πληθυσμό, μία άκρως ορισμένη εδαφική

επικράτεια και μία κυβέρνηση αρμόδια να διαχειρίζεται την κυριαρχία του.

Από την ύπαρξη του κράτους απορρέει η κυριαρχία (sovereignty), η οποία

αποτελεί μία βασική συνιστώσα πάνω στην οποία ο τομέας των διεθνών σχέσεων

άρχισε πραγματικά να δομείται. Ο Williams (1996: 113) και ο Clark (1999: 174)

υποστηρίζουν ότι το κράτος, παρά τα πλήγματα που δέχεται στον πλήρη καθορισμό

της δράσης του (λόγω οικονομικών και τεχνολογικών μεταβολών, αλληλεξάρτηση,

διεθνοποίησης εμπορίου), τα οποία αναφέρονται ως διάβρωση της κυριαρχίας του

κράτους6, στους τομείς της άμυνας και της εθνικής ασφάλειας, συνεχίζει να διατηρεί

τον απόλυτο έλεγχο εντός των συνόρων του και σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής να δρα

με βάση το εθνικό του συμφέρον χωρίς περιορισμούς από καμιά υπέρτερη εξουσία.

Η σημασία της πρωτοκαθεδρίας του κράτους στη διεθνή σκηνή ανταποκρίνεται

στην έννοια της κυριαρχίας που αυτό κατέχει. Ο Held (1989: 215) ορίζει την

κυριαρχία «…ως μία πολιτική εξουσία σε μία κοινότητα που έχει το αδιαμφισβήτητο

δικαίωμα να καθορίζει το πλαίσιο των κανόνων και των ρυθμίσεων σε μια δοσμένη

εδαφική επικράτεια και να κυβερνά ανάλογα…». Έτσι, αυτό που συνιστά την

απόλυτη και μοναδική αναγνωρισιμότητα του κράτους ως κύριας μονάδας του

6 Για την πτώση του “κράτους” ως προς την πρωτοκαθεδρία της δράσης βλέπε Keohane and Nye

(1977).

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 8

διεθνούς συστήματος είναι το χαρακτηριστικό της κυριαρχίας. Το δεσπόζον

χαρακτηριστικό της κυριαρχίας κατά τον Held είναι η εδαφικότητα (territoriality), η

οποία στη σύγχρονη έκφρασή της ορίζεται από τα εδαφικά σύνορα που καθορίζουν

την επικράτεια του κράτους. Η ουσία της άμυνας από ένα κράτος αναφέρεται στη

δυνατότητά του να κρατήσει τον επιτιθέμενο έξω από την εδαφική του κυριαρχία

(Jervis 1978: 203). Έτσι, παρά την εμφάνιση πληθώρας νέων μονάδων δράσης στο

διεθνή πολιτικό στίβο (πολιτικών και οικονομικών οργανισμών, συνασπισμών,

πολυεθνικών εταιριών, τρομοκρατικών οργανώσεων) αυτές οι μονάδες δεν μπορούν

να ισχυροποιήσουν την οντότητά τους γιατί δεν έχουν έδαφος. Η έννοια της εδαφικής

κυριαρχίας είναι κρίσιμη στο σημείο που η όποια αμφισβήτησή της είναι άμεση

αμφισβήτηση της ασφάλειας και της υπόστασης του κράτους. Ένα επιθετικό κράτος,

για να μπορέσει να υλοποιήσει τη στρατηγική του έναντι των αντιπάλων του, κατά

κύριο λόγο πρέπει να αμφισβητήσει την εδαφική επικράτειά τους και φυσικά τον

έλεγχο που τα κράτη ασκούν σε αυτή.

Κατά το Hall (1984: 17), η κυριαρχία σημαίνει ότι το κράτος είναι η υπέρτατη

εξουσία, η οποία δεν υπόκειται σε κάποια εξωτερική δύναμη ή σε μια αντίπαλη

δύναμη εντός των συνόρων της. Μέσα από αυτόν τον ορισμό η κυριαρχία αποκτά μια

νομική έννοια με την οποία οι ρεαλιστές εδραιώνουν το επιχείρημα της απολυτότητας

του κράτους ως φορέα δράσης στο διεθνές σύστημα. Η έννοια της κυριαρχίας είναι

μία νομική και πολιτική έννοια που σημαίνει τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων στον

υπέρτατο βαθμό χωρίς παρεμβολές ή περιορισμούς (Κουσκουβέλης 1997α: 145).

Αντίθετα οι άλλοι δρώντες του διεθνούς συστήματος μπορεί να κατέχουν ισχύ και να

επηρεάζουν δομικές παραμέτρους αλλά δεν έχουν την πολιτική και νομική πολλές

φορές εξουσία να καθορίζουν τους κανόνες ρυθμίσεως σε μια εδαφική περιοχή.

Με βάση όμως το πιο πάνω επιχείρημα, γεννάται η αμφισβήτηση όχι τόσο ως

προς την αποκλειστικότητα της δράσης που προσδίδει ο ρεαλισμός στο κράτος αλλά

ως προς τη στήριξη του επιχειρήματος, με την έμφαση που δίνει στη νομική ιδιότητα

που αποκτά το κράτος. Κανένας νόμος σε ένα άναρχο σύστημα δεν μπορεί να

επιβάλει την αποκλειστικότητα της δράσης. Η νομιμότητα του κράτους, χωρίς να

συγχέεται με την έννοια της αυτονομίας, που του προσδίδει αποκλειστικότητα

δράσης, μπορεί να αμφισβητηθεί από οποιοδήποτε μη κρατικό φορέα, αν η ισχύς του

μη κρατικού φορέα είναι υπέρτερη του κράτους. Με άλλα λόγια, καμιά δύναμη δεν

μπορεί να προσδώσει στο κράτος νομική ιδιότητα και να μπορεί την πράξη της αυτή

να την επιβάλει. Παρατηρώντας την διεθνολογική δράση των μη κρατικών φορέων

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 9

αλλά και την πολιτική των μεγάλων κυρίως κρατών, διαπιστώνεται η αμεσότητα της

επιρροής μη κρατικών δρώντων στις αποφάσεις των κρατών παραβλέποντας τη

νομική κάλυψη που διασφαλίζει, όπως υποστηρίζεται, την αποκλειστικότητα δράσης

των κρατών. Κατά συνέπεια, η κυριαρχία των κρατών διαβαθμίζεται ως προς την

αυτοτέλειά της, δηλαδή ταυτίζεται με αυτό που υποστηρίζει ο Herz (1957: 473-474),

ότι υπάρχουν κράτη τα οποία είναι άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο κυρίαρχα.

Όπως είδαμε, και παρά τις ενστάσεις, η δράση του κράτους υπαγορεύεται από

την αναγνώριση της κυριαρχίας του μέσα από την ανθρώπινη φύση, όπως το

τοποθετεί ο Morgenthau (1946: 191-196), αναφέροντας ότι ο άνθρωπος

χαρακτηρίζεται από τον εγωισμό και την επιθυμία για ισχύ. Έτσι, το κράτος είναι

εγωιστικό και ενδιαφέρεται για το δικό του καλό (ασφάλεια και επιβίωση) και δεν

παραχωρεί τα δικαιώματά του (πολιτική του κυριαρχία). Η επιθυμία του για ισχύ

είναι η πεποίθησή του ότι, για να διατηρεί και να προστατεύει τον εγωισμό του,

χρειάζεται τη δύναμη. Με δεδομένο ότι τα κράτη θέλουν να προστατεύουν τον

εγωισμό τους, δηλαδή την πολιτική τους κυριαρχία, η παγκόσμια κοινότητα θα

κινηθεί προς την κατεύθυνση της ειρήνης μόνο αν τα κράτη αναγνωρίζουν την

κρατική κυριαρχία των άλλων κρατών ως θεμέλιο λίθο της παγκόσμιας ασφάλειας.

Βλέπουμε όμως ότι τα κράτη δεν συμπεριφέρονται όλα με την λογική του σεβασμού

της κυριαρχίας των άλλων κρατών, αλλά έχουν επεκτατικές τάσεις που αναπόφευκτα

θα υλοποιηθούν μόνον εφόσον παραβιαστεί η πολιτική κυριαρχία των άλλων κρατών.

Από την αντίληψη της ρεαλιστικής προσέγγιση ότι κυρίαρχος παίκτης στο

διεθνές σύστημα είναι το έθνος-κράτος, το κράτος εμφανίζεται ως αυτοτελές και

ενιαίο μέγεθος. Η διαπίστωση όμως αυτή δεν μελετά το τι είναι αυτή η μονάδα

(παίκτης) που ονομάζεται έθνος-κράτος. Με το ερώτημα αν έχουν τα έθνη-κράτη

όλα εκείνα τα κοινά χαρακτηριστικά που τους δίνουν την ιδιότητα του απόλυτου,

μοναδικού, κυρίαρχου και αυτοπροσδιοριστικού ως προς τις αποφάσεις παίκτη,

διατυπώνονται επιφυλάξεις για το κατά πόσο τα κράτη είναι ενιαίοι φορείς δράσης.

Το γεγονός αυτό αντικρούει και μία από τις αρχές του δομικού ρεαλισμού πού θέλει

τα κράτη ενιαία ως προς την δράση. Έτσι τα κράτη μεταξύ τους μπορεί να έχουν

διαφορετικά χαρακτηριστικά (κυρίως εσωτερικά) που μπορούν να δικαιολογήσουν

τις επιλογές τους για ανάπτυξη οικονομικών συνεργασιών αλλά και δημιουργία

πολιτικών συνασπισμών.

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 10

4. Παγκόσμια Οικονομία και Αλληλεξάρτηση

Εδώ και τρεις δεκαετίες, η διεθνής οικονομία μπήκε σε μία νέα τροχιά, η οποία

αντανακλά την υιοθέτηση, από τις εμπορευόμενες χώρες, μιας δραστικής αλλαγής σε

νοοτροπία και πρακτική, που οδηγεί στην παγκοσμιοποίηση (globalization) της

οικονομικής ζωής της υφηλίου. Η παγκόσμια οικονομία βασίζεται πλέον σε ένα

φιλελεύθερο σύστημα που οι οικονομικές επιλογές στηρίζονται αποκλειστικά στις

δυνάμεις αγοράς. Το γεγονός αυτό έχει επιπτώσεις και στις πολιτικές σχέσεις των

κρατών επηρεάζοντας σε μικρό ή μεγάλο βαθμό τη δομική συμπεριφορά του διεθνούς

συστήματος. Περιληπτικά οι κυριότερες οικονομικές αλλαγές όπως οι Πουρναράκης

(1996: 30-32) και Gilpin (2002: 15-22) τις αναφέρουν, επικεντρώνονται στις πιο

κάτω:

α) Από μέσα της δεκαετίας του 1980 εντατικοποιείται η ενοποίησης της τότε

Ευρωπαϊκής Οικονομική Κοινότητας που οδηγεί αρχικά στην δημιουργία μια Ενιαίας

Αγοράς απαλλαγμένης από δασμολογικά εμπόδια και φτάνει στην πραγμάτωση της

νομισματικής ενοποίησης με την ΟΝΕ.

β) Παράλληλα με την ΟΝΕ πραγματοποιείται ο Γύρος της Ουρουγουάης που ανοίγει

την παγκόσμια αγορά με την ελευθεροποίηση του εμπορίου και των συναλλαγών σε

παγκόσμιο επίπεδο.

γ) Τη ίδια περίοδο υπάρχει ο συστηματικός μετασχηματισμός των πρώην κεντρικά

προγραμματισμένων χωρών (Ανατολικής Ευρώπης) με το άνοιγμα των οικονομιών

τους.

δ) Δημιουργείται η Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου της Βορείου Αμερικής με την

ελεύθερη μετακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και παραγωγικών συντελεστών μεταξύ

Η.Π.Α., Καναδά και Μεξικού.

ε) Πραγματοποιείται μια περιφερειοποίηση των οικονομιών.

στ) Πραγματοποιείται μια δραματική αύξηση της διεθνούς παραγωγής από τις

πολυεθνικές επιχειρήσεις και οι ξένες επενδύσεις ασκούν πλέον μεγάλη επιρροή σε

όλους σχεδόν του τομείς της παγκόσμιας οικονομίας.

η) Όλα τα πιο πάνω εντάσσονται στα πλαίσια της νέα πραγματικότητας στις διεθνείς

οικονομικές σχέσεις, την παγκοσμιοποίηση, που θεωρητικά στοχεύει σε μία αγορά

στο κόσμο, ενιαία και ελεύθερη.

Το νέο οικονομικό και πολιτικό γεγονός δημιουργεί καινούργια ζητήματα στη

παγκόσμια πολιτική. Κατά συνέπεια, το σύγχρονο πολιτικό γίγνεσθαι παρουσιάζει

ζητήματα που αφορούν από την μία την παγκόσμια ολοκλήρωση που οδηγεί στην

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 11

παγκοσμιοποίηση της κοινωνίας και από την άλλη την ετερογένεια των κοινωνικών

συνόλων που απαρτίζουν την παγκόσμια κοινωνία και την επιθυμία των συνόλων

αυτών για αυτονομία και ανεξαρτησία. Είναι χαρακτηριστικό του η επισήμανση του

Gilpin (1987: 11) ότι η σύγκρουση μεταξύ της εξελισσόμενης οικονομικής και

τεχνικής αλληλεξάρτησης της παγκοσμίας κοινωνικής σφαίρας και του

συνεχιζόμενου διαχωρισμού του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος, που αποτελείται

από τα κυρίαρχα κράτη, είναι ένα κύριο μοτίβο των σύγχρονων γραφών στη διεθνή

πολιτική. Έτσι, αναζητείται το πλαίσιο που από την μία θα ενοποιήσει την παγκόσμια

κοινωνία και θα περιορίσει την σύγκρουση και από την άλλη θα διατηρήσει την

αυτονομία των ετερογενών κοινωνικών ομάδων, που στη σημερινή τους μορφή είναι

τα κράτη.

Παρ’ όλο που ο ρεαλισμός στέκεται κριτικά στην άποψη σύμφωνα με την οποία

το στοιχείο της οικονομικής αλληλεξάρτησης διαδραματίζει στη διεθνή πολιτική έναν

αυξημένο και καθοριστικό ρόλο, ο οποίος συνεπάγεται την αποδυνάμωση του

πρωταρχικού πολιτικού θεσμού που είναι το έθνος-κράτος (Μπουραντώνης και

Τσάκωνας 1998: 25), δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την ύπαρξη της

αλληλεξάρτησης ως αποτέλεσμα της αυξημένης οικονομικής και πολιτισμικής

ανταλλαγής που συντελείται μεταξύ των κρατών και τη δημιουργία θεσμών7. Επίσης,

παρ, όλο που το κράτος συνεχίζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να αποτελεί την

κυριότερη μονάδα δράσης, δεν πρέπει να αγνοείται η εμφάνιση στο διεθνή στίβο και

η αυξανόμενη βαρύτητα, μιας σειράς διεθνικών παραγόντων, όπως περιφερειακών

ολοκληρώσεων-συσσωματώσεων διεθνικών οργανισμών, μη κυβερνητικών

οργανώσεων και διεθνών εγκληματικών οργανώσεων που μειώνουν την επιρροή του

κράτους ως προς την ικανότητά του να διαμορφώνει από μόνο του τη μοίρα του. Τα

παραπάνω συμπεραίνονται από την αναγνώριση του γεγονότος ότι οι κύριες

διεθνολογικές μεταβολές προέρχονται από τη δράση φορέων που δεν έχουν την

κρατική ιδιότητα, αλλά επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις αποφάσεις των κρατών.

Αντίθετα με τις απόψεις που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη δράση των μη

κρατικών δρώντων, ο ρεαλισμός επιμένει στην πρωταρχικότητα του κράτους και

στην έννοια της ισχύος που καθορίζει τη σχέση του με τους άλλους διεθνείς παίκτες.

7 Για την έννοια της αλληλεξάρτησης των κρατών και τη δημιουργία θεσμών βλέπε Keohane and Nye

(1977) και Keohane (1984). Για το ρόλο των διεθνών οργανισμών στη διαμόρφωση κρατικής

συμπεριφοράς σε συνθήκες διεθνούς αναρχίας βλέπε Keohane and Martin (1995).

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 12

Όπως υποστηρίζει ο Krasner (1976: 343), η δημιουργία όλων αυτών των θεσμών και

των μη κρατικών φορέων, ως απόρροια του διεθνούς εμπορίου και της

παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της

αναζήτησης πολιτικής ισχύος από τα κράτη με βάση το εθνικό τους συμφέρον.

Δηλαδή, ο ρεαλισμός υποστηρίζει ότι οι διεθνείς οργανισμοί δημιουργούνται από τις

μεγάλες δυνάμεις για να εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα και όχι για να προάγουν

το κοινό καλό. Η δράση και η δυνατότητα επιρροής των μη κρατικών δρώντων του

διεθνούς συστήματος (όπως οργανισμών τεχνικού εμπορικού ή και επαγγελματικού

χαρακτήρα) είναι περιορισμένες μέσα στην ανάλογη περιοχή - πλαίσιο των διεθνών

σχέσεων, η οποία είναι άσχετη με ζητήματα υψηλής πολιτικής (Schwarzenberger

1941: 388). Με άλλα λόγια, τα όρια των δυνατοτήτων και των παρεμβάσεων των μη

κρατικών δρώντων διαμορφώνονται από τα ίδια τα κράτη, αφού από αυτά αντλούν τη

δράση τους.

Επιπρόσθετα οι διεθνείς οργανισμοί όπως τα Ηνωμένα Έθνη και το παραγόμενο

από αυτά διεθνές δίκαιο8 είναι αποτέλεσμα της δύναμης των ισχυρότερων για να

επιβάλουν τον έλεγχο τους στα υπόλοιπα κράτη. Το διεθνές δίκαιο είναι, σε

θεωρητικό επίπεδο, ένα ειδικό σύνολο κανόνων που δεσμεύουν τα κράτη και τους

άλλους παράγοντες της διεθνούς πολιτικής στις μεταξύ τους σχέσεις και που

θεωρείται ότι έχουν τη θέση νόμου (Bull 2001: 178). Έστω όμως και σε τέτοια

μορφή η θέσπισή του μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα αναπτύξουν μία

νομική έστω επίλυση των διακρατικών διαφορών. Θα μπορούσε αυτή η προσπάθεια

να είναι το πρώτη βήμα για την εξάλειψη του φαινόμενου της αναρχίας. Το γεγονός

ότι το διεθνές δίκαιο αποτελεί αποτρεπτικό, έστω και σε μικρό βαθμό, στοιχείο για τις

επεκτατικές βλέψεις μεγάλων δυνάμεων, μπορεί να μεταβάλει δομική την κρατική

συμπεριφορά.

Είναι γεγονός ότι η δημιουργία διεθνών οργανισμών αποτέλεσε ένα βήμα για

τον περιορισμό της σύγκρουσης. Έτσι, οι διεθνείς θεσμοί, είτε νομικού είτε

οικονομικού χαρακτήρα, είναι πλέον ανεξάρτητες μεταβλητές παρεμβαλλόμενες

μεταξύ της άναρχης διακρατικής δομής που επηρεάζουν κατά μεγάλο ή μικρό βαθμό

τη δράση των κυρίως παικτών του συστήματος. Ο Ο.Η.Ε. δημιούργησε ένα πλαίσιο

8 Για μια εμπεριστατωμένη ανάλυση για το πώς ο ρεαλισμός (αλλά και άλλες θεωρίες)

αντιλαμβάνονται τη δράση των Ηνωμένων Εθνών ως μη κρατικού παράγοντα και διεθνούς

οργανισμού στο διεθνές σύστημα βλέπε Μπουραντώνης και Τσάκωνας (1998).

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 13

νομικών κανόνων που διέπουν τις διακρατικές σχέσεις έστω και αν ορισμένες φορές

παραβλέπεται. Οι οικονομικοί οργανισμοί αλλά και οι πολυεθνικές εταιρίες αύξησαν

το βαθμό συνεργασίας και αλληλεξάρτησης μεταξύ των κρατών με αποτέλεσμα να

δημιουργούνται κοινά συμφέροντα που αποτρέπουν την μεταξύ τους σύγκρουση. Η

Ευρωπαϊκή Ένωση εκτός του ότι περιόρισε στο ελάχιστο τις πολεμικές συγκρούσεις

στην γεωγραφική περιοχή της μετά των Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έθεσε και τις βάσεις

για την πρώτη πολιτική ενοποίηση κυρίαρχων κρατών.

Πριν δύο δεκαετίες υπήρξαν προσπάθειες για μείωση των δασμών με τις

διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών (ο Γύρος του Κέννεντυ και ο Γύρος του

Τόκυο), που κατέλεξαν σε ένα “νόμο” την Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου

(GATT)9. Η κατάργηση των δασμών έκανε τις εθνικές οικονομίες να είναι πιο

επιρρεπείς στις διεθνολογικές αλλαγές και περιόρισε την παραγωγική τους

αυτονομία. Έτσι, η δημιουργία της GATT, στην οποία πρωτοστάτησαν οι Η.Π.Α., ως

παγκόσμια υπερδύναμη, αποτέλεσε το νομικό πλαίσιο για την διεξαγωγή της διεθνούς

ανταλλαγής αλλά και το κύριο όργανο ελευθεροποίησης του εμπορίου, η οποία

σήμερα έχει αντικατασταθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (World Trade

Organization) (Πουρναράκης 1996: 287). Το νομικό αυτό πλαίσιο, στο βαθμό που

γίνεται σεβαστό από τα κυρίαρχα κράτη, μπορεί ως συστημικός παράγοντας να

οδηγήσει στην εξάλειψη των οικονομικών συγκρούσεων μεταξύ των αυτόνομων

εθνικών οικονομιών.

Η αυξανόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση κάνει αισθητά τα προβλήματα που

αντιμετωπίζει το κράτος στο σχεδιασμό της στρατηγικής του, γεγονός που το ωθεί να

βρει λύσεις στα προβλήματα του αλλά και στις διακρατικές του σχέσεις. Η

οικονομική αλληλεξάρτηση γίνεται περισσότερο εμφανής αν παρατηρήσει κανείς όχι

μόνο τις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών αλλά και τις παγκόσμιες

χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, όπου αναπροσαρμογή των χρηματιστηριακών

αξιών της δύσης επηρεάζει την πορεία των προϊόντων της ανατολής. Η πληθώρα των

πολυεθνικών εταιριών αλλά και των παγκόσμιων οικονομικών οργανισμών

διαμορφώνουν μία διαφορετική δομική κατάσταση στο διεθνές σύστημα που

επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την στρατηγική του κράτους.

Πέραν όμως των ειδικών καταστάσεων που κάθε κράτος έχει να αντιμετωπίσει

υπάρχουν και ζητήματα της παγκόσμιας κοινωνίας των κρατών. Το πιο σημαντικό

9 GATT: General Agreement on Tariffs and Trade.

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 14

οικονομικό ζήτημα το οποίο θα αντιμετωπίσει η παγκοσμία κοινότητα στον 21ο

αιώνα η άνιση κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου όχι μόνο μέσα στα ίδια τα

κράτη αλλά και μεταξύ των κρατών (Kariotis 2003: 239). Η διαπίστωση αυτή πηγάζει

από το γεγονός ότι τα φτωχά κράτη παραμένουν φτωχά και τα πλούσια με την

συγκέντρωση του κεφαλαίου αυξάνουν τον πλούτο τους. Κοινό γνώρισμα των

υπανάπτυκτων οικονομιών είναι ότι πάσχουν από το λεγόμενο “φαύλο κύκλο” της

οικονομικής ανεπάρκειας που τις εμποδίζει να πραγματοποιήσουν την απαραίτητη

οικονομική πρόοδο για να μεταπηδήσουν στον όμιλο των ανεπτυγμένων βιομηχανικά

χωρών. Ο “φαύλος κύκλος” της οικονομικής δυσπραγίας των υπανάπτυκτων χωρών

ξεκινά από τη σχετική ανεπάρκεια του συντελεστή κεφάλαιο που υπονοεί χαμηλή

αποδοτικότητα στη παραγωγή και επομένως χαμηλά κατά κεφαλήν εισοδήματα, τα

τελευταία σημαίνουν περιορισμένα περιθώρια αποταμιεύσεων, που υπονοούν με τη

σειρά τους περιορισμένες επενδύσεις, που καταλήγουν πάλι στην ανεπάρκεια

πραγματικού κεφαλαίου (Πουρναράκης 1996: 320).

Επιπρόσθετα η διαδικασία της συγκέντρωσης ή συνάθροισης των οικονομικών

δραστηριοτήτων διαιρεί την παγκοσμία οικονομία σε αναπτυγμένες και λιγότερο

αναπτυγμένες περιοχές, ενώ παράλληλα η οικονομική ανάπτυξη λαμβάνει χώρα

διαδοχικά και άνισα καθώς συμπλέγματα οικονομικών δραστηριοτήτων

εξαπλώνονται από τις εκβιομηχανισμένες στις εκβιομηχανισμένες χώρες (Gilpin

2002: 147). Και αν αποδεχθούμε την αξιωματική παραδοχή του δομικού ρεαλισμού

ότι ο πόλεμος έχει τα αίτια του στην άνιση ανάπτυξη της κρατική δύναμης, μάλλον η

ανισοκατανομή του οικονομικού πλούτου μεταξύ κυριάρχων κρατών θα οδηγεί στην

σύγκρουση παρά στην εξομάλυνση και στην ειρήνη. Κατ’ ανάγκη τα πιο πάνω

δημιουργούν ένα πλέγμα σχέσεων μεταξύ της οικονομίας και της ασφάλειας των

κρατών, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της ισχυρής άμυνας. Αυτό το πλέγμα σχέσεων

εξετάζεται πιο κάτω.

5. Αλληλεπίδραση Άμυνας και Οικονομίας

Αν και ο βαθμός της έντασης μεταξύ των κρατών, με την ανάπτυξη διεθνών

οργανισμών αλλά και άλλων θεσμών, τείνει να μειώνεται, περιορίζοντας τη

σύγκρουση και προάγοντας την συνεργασία, η επιθυμία των κρατών για ισχύ και

ασφάλεια δεν έπαψε να υφίσταται. Και αυτό γιατί ο βαθμός ολοκλήρωσης μεταξύ

των κρατών δεν βρίσκεται σε σημείο που να παρέχει ασφάλεια για αυτά. Ακόμη και

μέσα στους οικονομικούς οργανισμούς τα κράτη αναζητούν την ισχύ, κυρίως την

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 15

οικονομική, γιατί αυτή θα κατοχυρώσει την ασφάλεια τους. Δημιουργείται συνεπώς

ένα πλέγμα αλληλεπίδρασης μεταξύ της κρατικής άμυνας και ασφάλειας με τα

οικονομικά μεγέθη.

Η αλληλεπίδραση μεταξύ άμυνας και οικονομίας βασίζεται στο ότι η διεθνής

ασφάλεια σχετίζεται άμεσα με τα οικονομικά κίνητρα που αντιμετωπίζουν τα έθνη-

κράτη, με το κυνήγι δηλαδή του πλούτου και της ευημερίας (Κάντας 2002: 38 και

Gilpin 2002). Το κράτος παρά την οικονομική αλληλεξάρτηση του διεθνούς

περιβάλλοντος ποτέ δεν έπαψε να αναζητά την αυτονομία του και την οικονομική του

αυτάρκεια. Ήδη από παλιότερα, στις προσπάθειες σύγκλισης πολιτικής και

οικονομίας, έχουμε τη μερκαντιλιστική θεωρία η οποία προσπαθούσε να ταυτίσει την

κρατική πολιτική τακτική και το εθνικό συμφέρον με την οικονομική προσπάθεια του

κράτους για οικονομική αυτονομία, καθώς στηρίχτηκε πρωταρχικά στη βάση της

πολιτικής προτεραιότητας (Gill and Law 1988: 3)10.

Η αναζήτηση πλούτου από τα κράτη, χαρακτηρίζεται ως προσπάθεια

απόκτησης οικονομικής ισχύος. Η αναζήτηση της οικονομικής ισχύος από τους

διεθνείς δρώντες στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η οικονομία παίζει πρωτεύοντα ρόλο

στην ενδυνάμωση των κρατών και αποτελεί ισχυρό όπλο κατά του αντιπάλου. Όπως,

αποφαίνεται και ο Kennedy (1987), η σχέση οικονομίας και πολεμικού

αποτελέσματος είναι μονοσήμαντη, έτσι ώστε το αποτέλεσμα της πολεμικής

σύρραξης κλασικού τύπου να κρίνεται υπέρ της πιο ισχυρής οικονομικά χώρας.

Πέρα όμως από την αναζήτηση οικονομικής ισχύος, τα κράτη επιδιώκουν και τη

στρατιωτική ισχύ, η οποία επιτυγχάνεται με εξοπλισμούς. Η απόκτηση, όμως,

στρατιωτικών εξοπλισμών απαιτεί οικονομική δαπάνη, γεγονός που επηρεάζει

πολύπλευρα τις δομές του κράτους και όχι απαραίτητα μόνο τη στρατιωτική.

Συνεπώς, μία από τις κυριότερες ανάγκες του κράτους, η απόκτηση εξοπλισμών, είναι

άμεσα συνυφασμένη με την οικονομία και επηρεάζει αλληλένδετα κριτήρια στις

στρατηγικές του αποφάσεις. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Hassner (1994: 740), «…οι

ανάγκες για άμυνα υποχρεώνουν σε αλλαγή των προτεραιοτήτων που αφορούν όχι μόνο

τους προϋπολογισμούς αλλά επίσης πολιτικές και κοινωνικές δομές, ηθικούς και

10 O Gilpin (1987: 31) αναφέρει ότι «…η έννοια του οικονομικού εθνικισμού κάτω από τις διάφορες

μεταμορφώσεις που αυτός προσλαμβάνει τις τελευταίες δεκαετίες έχει πάρει πολλά ονόματα (ετικέτες)

ξεκινώντας από τον μερκαντιλισμό και φτάνοντας μέχρι σήμερα στο νέο προστατευτισμό…». Για την

θεωρία του μερκαντιλισμού η οποία συνδέεται με την ίδρυση του κράτους βλέπε μια περιληπτική

αναφορά στους Jackson and Sorensen (1999: 178-180).

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 16

νομικούς κανόνες και κριτήρια…». Κατά συνέπεια, η ανάγκη για ασφάλεια οδηγεί

στη δημιουργία άμυνας για προστασία του κράτους. Η άμυνα απαιτεί οικονομική

δαπάνη και αυτή με τη σειρά της επηρεάζει όλες τις κοινωνικές δομές ενός κράτους.

Η ύπαρξη του θεωρητικού διλήμματος αν προηγείται η στρατιωτική ή η

οικονομική ισχύς ενδυναμώνει την άποψη για τη σχετικότητα της οικονομίας με τη

διεθνή πολιτική δράση. Από τη μια μεριά, υποστηρίζεται η άποψη ότι το ζητούμενο

για ένα διεθνή δρώντα.(κράτος), στα πλαίσια του άναρχου διεθνούς συστήματος,

είναι η στρατιωτική ενίσχυση που θα διαφυλάξει την οικονομική του ανάπτυξη και

από την άλλη υποστηρίζεται το γεγονός ότι για το κράτος αναγκαία είναι η

οικονομική ενδυνάμωση, η οποία θα φέρει και τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Εν

πολλοίς όμως δεν υφίσταται το παρόν δίλημμα, γιατί οικονομική και στρατιωτική

ενδυνάμωση είναι αναγκαίο να συμβαίνουν παράλληλα και ταυτόχρονα, καθώς η μια

συμπληρώνει την άλλη. Ο Θουκυδίδης (1998: 73, Α΄ 83), επιβεβαιώνοντας τον

ισχυρό δεσμό οικονομίας και πολέμου, με την επισήμανσή του «…ο πόλεμος γίνεται

λιγότερο με τα όπλα και περισσότερο με τα χρήματα, τα οποία πρέπει να ξοδεύει κανείς

για να είναι πιο αποτελεσματική η πολεμική προσπάθεια…», επαληθεύει την

παράλληλη σχέση και όχι τη διλημματική εκδοχή του οικονομικού πλούτου και της

στρατιωτικής δύναμης.

Μια άλλη σύζευξη εννοιών που παρατηρείται από τη συνένωση οικονομίας και

διεθνούς πολιτικής, επιβεβαιωτική της αλληλοσύνδεσης των εν λόγω γνωστικών

αντικειμένων, είναι το σύμπλεγμα των εννοιών της γεωστρατηγικής (άμυνα και

ασφάλεια) και της γεωοικονομίας, που σε ένα πλαίσιο σύνθεσης και διαπλοκής

ορίζουν την έννοια της γεωπολιτικής. Έτσι, η ανάγκη κατανόησης του όρου

“γεωστρατηγική” απαιτεί και την εστίαση της ανάλυσης στον τομέα της οικονομίας.

Η γεωοικονομία συνίσταται στις οικονομικές – εμπορικές στρατηγικές που τα κράτη

αναπτύσσουν στο πλαίσιο των προσπαθειών τους, αφενός να υποστηρίξουν την

εθνική τους οικονομία και αφετέρου να αποκτήσουν τεχνογνωσία αιχμής ή να

ελέγξουν τομείς της διεθνούς αγοράς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορευματική

κυκλοφορία προϊόντων, των οποίων η κατοχή προσδίδει στο κράτος ένα σημαντικό

πλεονέκτημα ισχύος και συνεισφέρει στη μεγιστοποίηση του οικονομικού και

κοινωνικού δυναμικού (Κάντας 2002: 56). Με άλλα λόγια ο όρος γεωοικονομία

εμπεριέχει την οικονομική ισχύ σε συνδυασμό με την έκταση του χώρου στον οποίο η

ισχύς αυτή μπορεί να εκδηλωθεί.

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 17

6. Στρατηγική του Κράτους (Υψηλή Στρατηγική) και Στόχος της Επιβίωσης

Σύμφωνα με τη ρεαλιστική προσέγγιση, το κράτος αποτελεί, αν όχι το μοναδικό

κυρίαρχο παίκτη στο διεθνές σύστημα, τουλάχιστον έναν από τους κυριότερους σε

αντίθεση με τις πλουραλιστικές θεωρίες που μειώνουν την σημασία του κράτους ως

προς την μοναδικότητας της δράσης. Η δράση του για την εξασφάλιση της επιβίωσής

του, η οποία αποτελεί πρωταρχικό εθνικό συμφέρον, προϋποθέτει την ύπαρξη

στρατηγικής συμπεριφοράς. Η ανάγκη για στρατηγική από το κράτος πηγάζει από

την ύπαρξη αντιπάλων με τους οποίους καλείται είτε να ανταγωνιστεί είτε να

συνεργαστεί. Συνεπώς, τους φορείς σχεδίασης και υλοποίησης της στρατηγικής του

κράτους πρέπει να τους απασχολούν ζήτημα κόστους-οφέλους, πλεονεκτημάτων-

μειονεκτημάτων του αντιπάλου, δυνάμεων-αδυναμιών, εναρμόνισης στόχων και

συμφερόντων. Αν η στρατηγική ορίζεται ως μία αλληλουχία βημάτων, τότε το κράτος

για τον σχεδιασμό της ακολουθεί την ενδεδειγμένη πορεία βημάτων με σκοπό να

βελτιστοποιήσει τη θέση του στο διεθνές σύστημα.

Αποδεχόμενοι την έλλειψη ρυθμιστικής εξουσίας στο διεθνές σύστημα, με

επακόλουθο την επικράτηση μιας διεθνούς αναρχίας, επισημαίνεται η δημιουργία

αισθήματος ανασφάλειας και φόβου ανάμεσα στις μονάδες του συστήματος, τα

κράτη. Η συνεργασία που καλλιεργείται μεταξύ των κρατών αλλά και οι θεσμοί,

κανόνες και πρότυπα κρατικής συμπεριφοράς, δεν είναι σε θέση ακόμη να

εξαλείψουν τον κίνδυνο και της απειλές που δημιουργούν τον φόβο για επιβίωση στα

κράτη. Ο φόβος αυτός και το ζήτημα της αντιμετώπισης απειλών γίνονται έτσι

κυρίαρχο κίνητρο στρατηγικής συμπεριφοράς (Jervis 1979α: 227 και Walt 1987: 2-3).

Η στρατηγική αυτή, που κυρίαρχο στόχο έχει να εξασφαλίσει την ασφάλεια του

κράτους, δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζει την συνεργασία με κράτη που είναι πρόθυμα

να συνεργαστούν, αλλά και το γεγονός ότι πρέπει να προάγεται η ειρήνη και ο

σεβασμός της πολιτικής κυριαρχίας των ετερογενών μονάδων του διεθνούς

συστήματος.

Σύμφωνα με το γενικό πλαίσιο υλοποίησης της στρατηγικής ο σχεδιασμός της

από πλευράς του κράτους, ως ειδικής μορφής, ανταποκρίνεται στην παρακάτω

διαδικασία. Ο δρων (κράτος), αφού διαγνώσει το διεθνές περιβάλλον, εντοπίζοντας

τους κίνδυνους αλλά και τις ευκαιρίες που αυτό περικλείει και χαράζοντας την υψηλή

στρατηγική, προβαίνει στην ιεράρχηση των πολιτικών στόχων, όπως αυτοί

υπαγορεύονται από τα εθνικά συμφέροντα. Εν συνεχεία, με δεδομένα τα διαθέσιμα

μέσα, το κράτος επιχειρεί την υλοποίηση των στόχων μεγιστοποιώντας τα όποια

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 18

πλεονεκτήματα και ελαχιστοποιώντας τις όποιες αδυναμίες υπάρχουν (Κόλλιας 2001:

54). Παράλληλα, ο Posen (1984: 13) εντοπίζοντας τη σημαντικότητα της

στρατηγικής, σε κάθε περίπτωση σημειώνει ότι με την υλοποίησή της, ανεξαρτήτως

μορφής, τα κράτη εξασφαλίζουν την ασφάλειά τους στο διεθνές σύστημα και

μπορούν να υλοποιήσουν τους στόχους τους. Η μονάδα-κράτος, είτε αποτελεί μεγάλη

ή μικρή δύναμη είτε έχει επιθετικές ή αμυντικές τάσεις, πρέπει να οργανώσει

στρατηγική που θα ανταποκρίνεται στους στόχους και στις βλέψεις που έχει.

Η στρατηγική ενός κράτους που αφορά στην εξωτερική πολιτική του δεν πρέπει

να θεωρείται a priori δεδομένη, γιατί είναι δυνατόν να υπάρχουν εναλλακτικές

στρατηγικές που να επιλέγονται για να διαφοροποιούν τις καταστάσεις, ή να τίθενται

προς έλεγχο για να επιλεγεί η καταλληλότερη για την υλοποίηση του τελικού στόχου

(Kaplan 1952: 560). Η αστάθεια του διεθνούς συστήματος, οι νέες προκλήσεις που

αντιμετωπίζουν τα κράτη, η ανάδυση νέων αντιπάλων ή και νέων συμμάχων είναι

στοιχεία που μεταβάλλουν τις συνθήκες και έχουν ως συνέπεια να καθιστούν

ορισμένες επιλογές ακατάλληλες. Γι’ αυτό η επιλογή μιας στρατηγικής μπορεί να

μην ικανοποιεί τις ανάγκες εκπλήρωσης του στόχου που έχει τεθεί και, ως εκ τούτου,

μπορεί να απαιτηθεί η εγκατάλειψή της για να ακολουθηθεί μια άλλη που είναι

αποδοτικότερη.

Η διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής και του γεωστρατηγικού ρόλου κάθε

κράτους επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από εξωτερικούς παράγοντες και ιδιαίτερα

από τη δομή του διεθνούς και περιφερειακού συστήματος ασφαλείας και την πολιτική

των μεγάλων δυνάμεων (Ντόκος 2001: 21). Επιπρόσθετα, όπως παρατηρήθηκε και

πιο πάνω, με την εισδοχή και νέων μονάδων δράσης (διεθνής θεσμοί, πολυεθνικές,

οικονομικοί οργανισμοί, περιφερειακές ενώσεις) η δομή του συστήματος γίνεται πιο

περίπλοκη για τα κράτη. Έτσι, η πολυπλοκότητα της συστημικής συμπεριφοράς κάνει

την υλοποίηση στρατηγικής αλλά και την επίτευξη των κρατικών συμφερόντων πιο

δύσκολη.

Η έννοια της υψηλής στρατηγικής αναφέρεται στο υψηλότερο και

περιεκτικότερο επίπεδο των προσπαθειών ενός έθνους-κράτους για την εξασφάλιση

των συμφερόντων του στα πλαίσια της διεθνούς πολιτικής (Παπασωτηρίου 1999:

177). Με την έννοια αυτή προσδιορίζεται η σημαντικότητα των θεμάτων που

απασχολούν ένα κράτος, καθώς τα ζητήματα της ασφάλειάς του και των

συμφερόντων του, σύμφωνα με τους ρεαλιστές, αποτελούν την κορωνίδα της δράσης

του. Κατά το ρεαλισμό, με τον όρο “υψηλή στρατηγική” εννοούμε τη θεωρία ενός

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 19

κράτους για το πώς μπορεί να προκαλέσει ασφάλεια για τον εαυτό του11. Το

στρατηγικό δόγμα με την έννοια της “μεγάλης στρατηγικής” συνδυάζει οικονομικά,

ηθικά, δημογραφικά και άλλα στοιχεία, πάνω στα οποία σχεδιάζεται η ασφάλεια του

κράτους με διαφορετικούς τρόπους (Luttwack 1987). Εν αντιθέσει με το τελευταίο,

υπάρχει και η άποψη που υποστηρίζει ότι λανθασμένα ταυτίζεται η υψηλή πολιτική

με θέματα που αφορούν τον πόλεμο και τις στρατηγικές σύγκρουσης των κρατών.

Αντίθετα, η υψηλή πολιτική πρέπει να ταυτίζεται με τα θέματα διεθνούς συνεργασίας

και τα θέματα σύγκρουσης και πολέμου να ταυτίζονται με τη χαμηλή πολιτική

(Κουλουμπής 1995: 5, σημ. 5). Αν και επισημάναμε την σημαντικότητα των

συνεργατικών πολιτικών αλλά και την δημιουργία θεσμών για την εξάλειψη της

σύγκρουσης εντούτοις διαπιστώσαμε την ανεπάρκειά τους να εξασφαλίσουν τους

κρατικούς στόχους. Κατά συνέπεια η στρατηγική που αποβλέπει στη διατήρηση του

κράτους είναι πρωτίστης σημασίας για το κράτος και δικαίως ονομάζεται υψηλή

πολιτική. Βεβαίως δεν είναι χαμηλότερης σημασίας και οι πολιτικές που

προσβλέπουν σε συνεργασία με άλλα κράτη. Αλλά το κράτος πρέπει να εξασφαλίσει

πρώτα την επιβίωση και ασφάλειά του και μετά να οδηγηθεί σε συνεργασίες. Έτσι,

υψηλά θέματα στρατηγικής είναι τα πρώτιστα ζητήματα και χαμηλής τα

δευτερεύοντα.

Όπως έγινε αντιληπτό και πιο πάνω, ο σχεδιασμός υψηλής στρατηγικής πρέπει

να αποτελεί πρωταρχική δράση για τα κράτη λόγω της επιζητούμενης επιβίωσης. Το

πρωτείο της εξωτερικής πολιτικής ως προς την ιεράρχηση των κρατικών επιλογών,

που ταυτίζεται με την έννοια της υψηλής στρατηγικής, εδράζεται μάλλον στην

πεποίθηση ότι οι νόμοι της συνύπαρξης και του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών

έχουν τη δική τους λογική με την οποία οφείλει να συμμορφωθεί κάθε προσπάθεια

διαμόρφωσης των διακρατικών σχέσεων στη βάση κοσμοθεωρητικών συμπαθειών ή

αρχών (Κονδύλης 1999: 55). Η αγωνία για διατήρηση της ύπαρξης είναι προϊόν της

φυσικής κατάστασης και όχι λογικευμένη κρίση του ατόμου ή της ομάδας ατόμων.

Συνεπώς, δεν υπάρχει δίλημμα σε ένα κοινωνικό σύνολο – στη συγκεκριμένη

περίπτωση το κράτος – αν θα σχεδιάσει στρατηγική για την ασφάλεια/επιβίωση του ή

όχι.

11 Για το διαχωρισμό που κάνει η νεορεαλιστική προσέγγιση στα ζητήματα “υψηλής” και “χαμηλής”

πολιτικής βλέπε στους Schwarzenberger (1941) και Luttwack (1987).

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 20

Η έλλειψη κοινής εξουσίας παράγει βία και το γεγονός αυτό αναγκάζει τη

δημιουργία δράσης για επιβίωση. Χαρακτηριστική για το πιο πάνω είναι και η

παρατήρηση ότι οι μακροσκοπικές υψηλές στρατηγικές των κρατών σε ένα άναρχο

ανασφαλές περιβάλλον, στο οποίο ελλοχεύει μονίμως η απειλή βίας, ανάγονται σε

τελική ανάλυση σε απλά αρχέτυπα συμπεριφοράς που ισχύουν ακόμα σε πρωτόγονες

προ-κρατικές συνθήκες (Παπασωτηρίου 2000: 22). Μια επιπρόσθετη στα πιο πάνω

παράμετρος της υψηλής στρατηγικής έχει να κάνει με τη θέση των ρεαλιστών ότι το

κράτος πρέπει να παράγει ασφάλεια γι’ αυτό από μόνο του, καθώς κανένας άλλος

φορέας ή ακόμα και η δομική συστηματική κατάσταση δεν μπορεί να του

εξασφαλίσει ασφάλεια. Κατά τον Πλατιά (1999: 82), το πώς τα κράτη επιλέγουν να

παράγουν ασφάλεια γι’ αυτά αποτελεί τον πυρήνα της υψηλής στρατηγικής και η

επιτυχία τους ως προς αυτό το στόχο αποτελεί την “κρίσιμη δοκιμασία” της εκάστοτε

υψηλής στρατηγικής.

Με την παραπάνω λογική ο όρος “υψηλή στρατηγική” χρησιμοποιείται για να

συμπεριλάβει όλα τα διαθέσιμα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα κράτος

προκειμένου να επιτύχει τους μακροχρόνιους πολιτικούς του σκοπούς ενόψει

πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης (Πλατιάς 1999: 81 και Art 2003: 1-2). Τα

μέσα αυτά αναφέρονται στα εργαλεία υλοποίησης της υψηλής στρατηγικής, με

απώτερο σκοπό τη διατήρηση και επιβίωση του κράτους, όταν αυτή απειλείται από

μία σύγκρουση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υψηλή στρατηγική πρέπει να εντοπίζει

πιθανές απειλές και να προσδιορίζει τα κατάλληλα πολιτικά και άλλα μέσα

αντιμετώπισής τους, με βασικό στόχο της την εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων

που διαθέτει το κράτος και τον περιορισμό των αντιπάλων του αντιπάλου (Πλατιάς

1999: 82). Ο Art (2003: 2), επιπρόσθετα, υποστηρίζει ότι ο όρος της υψηλής

στρατηγικής περιλαμβάνει απαραίτητα τη στρατιωτική ισχύ, στην οποία και

επικεντρώνεται, καθώς μέσω αυτής θα μπορέσει το κράτος να υλοποιήσει τους

στόχους του και κατά συνέπεια να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Πέραν όμως της

στρατιωτικής ισχύος εξίσου σημαντικές είναι η οικονομική και τεχνολογική, καθώς

τα κράτη πλέον αναζητούν ειρηνικά μέσα επιβολής των συμφερόντων τους. Αυτοί οι

συντελεστές ισχύος εξετάζονται πιο πάνω.

7. Η Οικονομία ως Φορέας Ισχύος.

Είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι ο ρόλος της οικονομικής ισχύος έχει

αποκτήσει βαρύνουσα σημασία στις διακρατικές σχέσεις. Η ικανότητα των κρατών

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 21

να χρησιμοποιούν την οικονομική τους ισχύ για να επηρεάσουν αποφάσεις άλλων

κρατών που αφορούν στην εξωτερική τους πολιτική εξισώνεται από αρκετούς

ρεαλιστές με αυτήν της στρατιωτικής ισχύος (Gilpin 2002). Όπως σημειώνει ο

οικονομολόγος Thurrow (1995: 40-41 και 63-64), το κύριο πεδίο ανταγωνισμού

πλέον στο διεθνές σύστημα και κυρίως ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες, είναι η

οικονομία. Και αυτό γιατί τα κράτη με την ανάπτυξη των οικονομικών επιρροών, που

συντελούνται μέσω της παραγωγής, των υπηρεσιών, των χρηματοπιστωτικών

συναλλαγών, αλλά και άλλων φορέων που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση της

πολιτικής και της οικονομίας, μπορούν να επηρεάζουν κρατικές αποφάσεις άλλων

κρατών και να διαμορφώνουν την στρατηγικής τους για την εξυπηρέτηση των

συμφερόντων τους.

Η δύναμη του χρήματος ως πλούτος και, κατ’ επέκταση, το υπόβαθρο της

οικονομικής ισχύος φαίνονται ξεκάθαρα από την αναφορά του Θουκυδίδη (1998)

στον πλούτο που απέκτησε η Αθήνα απορροφώντας λεφτά από τους συμμάχους.

Έτσι, η Αθήνα ήταν ισχυρή οικονομικά για να εμπλακεί σε πολεμική σύγκρουση, ενώ

οι σύμμαχοι αδυνατούσαν λόγω έλλειψης χρημάτων να συντηρήσουν μια πολεμική

αναμέτρηση. Κρίνεται κρίσιμη η ικανότητα ενός κράτους στο σύγχρονο διεθνές

σύστημα να μπορεί να συντηρεί οικονομικά μία πολεμική σύγκρουση ή ακόμα και σε

καιρό ειρήνης να συντηρεί τη στρατιωτική του ικανότητα. Όπως σημειώνουν

εύστοχα οι Shubik and Verkerke (1989: 492), ο πόλεμος ήταν πάντα μια πολυέξοδη

επιχείρηση. Χαρακτηριστική για την ανάγκη των χρημάτων στον πόλεμο είναι και η

αναφορά του Θουκυδίδη (1998: 110, Ζ΄ 34) ότι η οικονομική ισχύς είναι σημαντική

για ένα κράτος «…γιατί έχουν πολύ χρυσάφι και ασήμι και τούτο, στον πόλεμο όπως

και σε κάθε τι άλλο, εξασφαλίζει την επιτυχία…».

Από τα σημεία της πιο πάνω παραγράφου επιβεβαιώνεται ότι η στρατιωτική

ισχύς δεν αποτελεί τη μοναδική παράμετρο που καθορίζει την κυριαρχία ενός

κράτους και τη διαμόρφωση της στρατηγικής του, αλλά στον ίδιο βαθμό με τη

στρατιωτική συμβάλλει και η οικονομική ισχύς. Κατά συνέπεια, η ακμαία εθνική

οικονομία και η οικονομική ευρωστία, δηλαδή αυτή που δίνει την οικονομική ισχύ,

αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση (sine qua non) για τη στρατιωτική ισχύ

(Κονδύλης 1999: 402 και Παπασωτηρίου 1999: 193-194). Ο Σταυρινός (1997: 57)

εντοπίζει χαρακτηριστικά τα πιο πάνω αναφέροντας πως καμιά χώρα δεν μπορεί να

στηρίξει μια εντατική και παρατεταμένη στρατιωτική προσπάθεια, αν δε διαθέτει

ισχυρή οικονομική βάση, καθώς το ύψος του Α.Ε.Π., η βιομηχανική παραγωγή, οι

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 22

φυσικές πηγές πλούτου και το ανθρώπινο δυναμικό (μέτρα που καθορίζουν το

επίπεδο της οικονομίας) προσδιορίζουν τη δυνατότητα μιας χώρας να επωμισθεί το

βάρος μιας πολεμικής αντιπαράθεσης και τη δυνατότητά της να διαθέσει στο

στρατιωτικό τομέα τους αναγκαίους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους.

Όσο απλοϊκά και αν το παραθέτει ο Κονδύλης (1999: 402), έχει απόλυτο δίκαιο,

όταν ορίζει την ακμαία οικονομία ως εκείνη που παράγει με ανοδικούς ρυθμούς απτά

αγαθά, τόσο για την ικανοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερο εγχώριων αναγκών

όσο και για την εξαγωγή προς αποπληρωμή άλλων αγαθών, τα οποία η εκάστοτε

χώρα δεν μπορεί ή δε θεωρεί σύμφορο να παράγει η ίδια, με όσο το δυνατόν

μεγαλύτερο πλεόνασμα. Μια ισχυρή οικονομία αποτελεί προϋπόθεση για την

επιβίωση μιας χώρας, ιδιαίτερα όταν αυτή αντιμετωπίζει εξωτερικές απειλές.

Επικεντρώνοντας στην παρατήρηση αυτή παρατηρείται το ασυμβίβαστο γεγονός, από

την μία γίνεται προσπάθεια κατάργησης των δασμών και εξάπλωσης του εμπορίου

και από την άλλη οι εθνικές οικονομίες προσπαθούν να προστατευτούν από την

επιρροή ξένων κρατικών ή μη συμφερόντων.

Ανεξάρτητα από το βαθμό που μπορεί να κατέχει η οικονομική ισχύς στην

ιεράρχηση της διεθνούς πολιτικής αρένας, είναι γεγονός η συνεχής προσπάθεια των

κρατών να την αποκτήσουν. Η απόκτηση από τα κράτη οικονομικής ισχύος, όπως

αυτή ορίστηκε παραπάνω, σκοπό έχει να βοηθήσει στην υλοποίηση των στρατηγικών

τους στόχων. Η προσπάθεια αυτή εμπεριέχει οικονομικές δυσκολίες που κυρίως

εστιάζονται στην ικανότητα του κράτους να παράγει και να δημιουργεί πλούτο. Οι

αδυναμίες αυτές κατά κύριο λόγο επηρεάζουν τη διαμόρφωση της στρατηγικής του

κράτους στην προσπάθειά του να αποκτήσει ιδιαίτερη ισχύ έναντι του αντιπάλου.

Η απλή συσσώρευση χρήματος, δηλαδή η παραγωγή και η αποθήκευση

πλούτου, δεν έχει καμιά αξία, αν ο πλούτος αυτός δεν αξιοποιηθεί για τη δημιουργία

ισχύος που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά του αντιπάλου. Ο πλούτος που

παράγεται από ένα κράτος πρέπει να αξιοποιείται για την απόκτηση εκείνων των

μέσων που θα του αποδώσουν ισχύ. Κυρίως τα μέσα αυτά είναι στρατιωτικά και γι’

αυτό τα κράτη δαπανούν από τον παραγόμενο πλούτο τους στην αγορά εξοπλισμών.

Επίσης ο πλούτος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ισχυροποίηση της οικονομίας

και αυτό μεταφράζεται σε εγχώριες και εξωτερικές επενδύσεις, είτε δημόσιες είτε

ιδιωτικές.

Ο όρος “οικονομική ισχύς” περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία που μπορούν να

καθορίσουν το μέγεθός του και φυσικά ως μέγεθος μπορεί να προσλαμβάνει

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 23

ορισμένες τιμές ή να επιμερίζεται σε επίπεδα, αν τα στοιχεία καθορισμού του ενέχουν

και ποιοτικό χαρακτήρα. Δεδομένου ότι η οικονομία ενός κράτους είναι φορέας

ισχύος, τότε το επίπεδο της οικονομικής ισχύος μπορεί να ορίζεται με τους παρακάτω

οικονομικούς δείκτες: τον πληθωρισμό, την ανεργία, το Α.Ε.Π., το δημόσιο χρέος, τη

δανειοληπτική ικανότητα, τα συναλλαγματικά αποθέματα, την οικονομική αξιοπιστία

ενός εκάστου των κρατών12.

Πέραν όμως των εσωτερικών δομών για τον καθορισμό της οικονομικής ισχύος

υπάρχει η εξωτερική διάσταση που αφορά στις σχέσεις μεταξύ των κρατών και την

οικονομική επιρροή που μπορεί να έχει ένα κράτος έναντι κάποιου άλλου. Η

οικονομική ανάπτυξη ως συντελεστής που επιδρά θετικά στον παράγοντα της

οικονομική ισχύος υποδηλώνει ότι ο βαθμός της εξωτερικής ανεξαρτησία ενός

κράτους αυξάνει (William 2000: 209). Μια τέτοια διάσταση σχετίζεται με το διεθνές

εμπόριο των κρατών. Η νεοκλασική αντίληψη για το ελεύθερο εμπόριο, βασισμένη

στην υπόθεση ότι τα κράτη δραστηριοποιούνται προς αυτήν την κατεύθυνση, για να

μεγιστοποιήσουν τα συνολική οικονομική δυνατότητά τους (Krasner 1976: 318),

επιβεβαιώνει την επιθυμία των κρατών για την απόκτηση οικονομικής ισχύος. Η

σχέση μεταξύ πολιτικής δύναμης και δομής του παγκόσμιου εμπορίου μπορεί να

αναλυθεί με όρους σχετικότητας του κόστους ευκαιρίας για εμπόριο για τους

συμμετέχοντες, γεγονός που καταδεικνύει τη βούληση των κρατών να

εκμεταλλευθούν το διεθνές εμπόριο, για να αποκομίσουν οφέλη έναντι των άλλων

κρατών. Έτσι, όσο υψηλότερο είναι το σχετικό κόστος εμπορίου τόσο αδύνατη είναι

η πολιτική θέση των κρατών. Γι’ αυτό άλλωστε υποστηρίζεται το ελεύθερο εμπόριο

ως δίοδος ανάπτυξης και απόκτησης πολιτικής ισχύος από τα κράτη.

Επιπρόσθετα, ένα άλλο μέτρο καθορισμού της οικονομικής ισχύος αποτελεί το

εμπορικό ισοζύγιο. Το εμπορικό ισοζύγιο μίας χώρας από οικονομικής άποψης

δείχνει πόσα αγαθά εισάγει και πόσα αγαθά εξάγει αυτή η χώρα και έτσι πλεόνασμα

(έλλειμμα) στο εμπορικό ισοζύγιο σημαίνει ότι η χώρα εισάγει λιγότερα

(περισσότερα) αγαθά από ό,τι εξάγει. Από πολιτικής όμως άποψης μία χώρα με

πλεονασματικό (ελλειμματικό) ισοζύγιο θεωρείται, πρώτον, εξαιρετικά ανεξάρτητη

(εξαρτημένη) από τρίτες χώρες, δεύτερον, είναι μια χώρα που (δεν) μπορεί να βρει

τους συναλλαγματικούς πόρους να πληρώσει και τρίτον, γενικά τα προϊόντα της (δε)

θεωρούνται ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές (Κουλουμπής 1995: 442). Όλα τα πιο

12 Τέτοιας μορφής στοιχεία παρέχουν οι οίκοι μέτρησης Standard & Poor και Moody”s.

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 24

πάνω συνηγορούν στο ότι η πολιτική διάσταση της εξάρτησης από τρίτους

υπονομεύει την πολιτική κυριαρχία, ενώ ο έλεγχος σε τρίτους λόγω εξάρτησης

αυξάνει την επιρροή και κατ’ επέκταση την ισχύ μίας χώρας.

Όλες οι χώρες με σκοπό την βελτίωση του εμπορικού τους ισοζυγίου

επιδιώκουν την αύξηση των εξαγωγών τους, την εξεύρεση τρόπων υποκατάστασης

των εισαγωγών, αναζητούν την διείσδυση σε νέες αγορές και προσπαθούν να

βελτιώσουν την παραγωγικότητα τους, θέλουν τα εξαγόμενα προϊόντα τους να είναι

ανταγωνιστικά – απόρροια του στόχου της παραγωγικότητας, ενώ στο βαθμό που

επιτρέπεται στο κάθε κράτος λαμβάνουν μέτρα οικονομικής πολιτικής (νομισματικά,

δημοσιονομικά, πολιτικής των επιτοκίων) (Κούτρης 1988: 80-81). Όλα αυτά γίνονται

για να ενισχύεται η οικονομική σχέσης του κάθε κράτους αλλά και να ενδυναμώνεται

η οικονομική του θέση στο διεθνές σύστημα που αφενός θα του παρέχει εσωτερική

σταθερότητα (με την αναβάθμιση του επίπεδού ζωής των κατοίκων του) αφετέρου θα

του προσδίδει πλεονεκτήματα ισχύος έναντι των άλλων κρατών.

Οι “όροι εμπορίου” είναι ένα άλλο μέτρο καθορισμού του συντελεστή της

οικονομικής ισχύος καθώς με τον όρο αυτό εννοείται η σχέση μεταξύ μέσων τιμών

εισαγωγών και εξαγωγών όπου αν η συσχέτιση αυτή δώσει αποτελέσματα πάνω από

100 σημαίνει βελτίωση των όρων εμπορίου, ενώ κάτω του 100 σημαίνει

χειροτέρευση13. Έτσι, πάνω από 100 εκφράζεται η αυξημένη (θετική)

διεισδυτικότητα των εξαγωγών, κάτω από 100 αποδεικνύεται η πτώση της

διεισδυτικότητας των εξαγωγών (Κούτρης 1988: 92, σημ. 7). Με τους όρους

εμπορίου μετράμε σε ποσοτικά μεγέθη τα κέρδη και τις ζημιές στο εξωτερικό

εμπόριο της χώρας και σε πολιτικά μεγέθη την ικανότητα του κράτους να έχει

επιρροή με τις εξαγωγές τους σε άλλες οικονομίες και να μπορεί να διαμορφώνει τη

ροή της παγκόσμιας οικονομίας προς όφελος του.

7.1. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ως Συντελεστής της Οικονομικής Ισχύος

Ο πυλώνας της οικονομικής ισχύος των κρατών είναι ο πλούτος, που

αναφέρεται στο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας και ως μέγεθος είναι

μετρήσιμος με το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα και το κατά κεφαλήν εθνικό

13 Το ενδιαφέρον για την άντληση πληροφοριών από τους όρους εμπορίου αυξάνει λόγω της

αλματώδους ανόδου των διεθνών συναλλαγών σε φιλελεύθερα πλαίσια.

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 25

εισόδημα. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (Α.Ε.Π.)14 της οικονομίας, δηλαδή με το

ύψος της παραγωγής προϊόντων που συντελείται σε ένα κράτος και κατ’ επέκταση με

την οικονομική αξία και τον πλούτο που δημιουργείται από το κράτος αυτό. Παρά

τις αδυναμίες του ως δείκτη μετρήσεως, έχει καθιερωθεί στην οικονομική επιστήμη

να χρησιμοποιείται ως το μέγεθος εκείνο που αποτυπώνει κατά κύριο λόγο το επίπεδο

ανάπτυξης και ευημερίας (Hicks and Streeten 1979) και κατά συνέπεια την

οικονομική ισχύ μιας χώρας. Ο Organski (1968: 104) υποστηρίζει ότι το Α.Ε.Π. (ή το

Εθνικό Εισόδημα) ως συντελεστής οικονομικής ισχύος είναι ίσως το καλύτερο

κριτήριο για τον προσδιορισμό της εθνικής ικανότητας ενός κράτους. Όταν ένα

κράτος παρουσιάζει μια μεγάλη αυξητική τάση στο Α.Ε.Π. του, το γεγονός αυτό

δείχνει την πρόοδο της ικανότητάς του να παράγει πλούτο και να ισχυροποιείται

οικονομικά. Αυτό μεταφράζεται και σε ικανότητα για εξοπλιστικές δαπάνες, αν τεθεί

ως βάση η υπόθεση ότι η αύξηση του πλούτου οδηγεί και στην αύξηση των

στρατιωτικών δαπανών. Κατά κύριο λόγο, όσο υψηλότερος είναι ο δείκτης του

Α.Ε.Π. μιας χώρας τόσο μεγαλύτερη και η δυνατότητά της να διαθέσει περισσότερα

κονδύλια για τη στήριξη των αμυντικών της δαπανών. Επιπρόσθετα, τα υψηλά

επίπεδα του Α.Ε.Π. (σε συνάρτηση με τα υψηλά επίπεδα του κατά κεφαλήν Α.Ε.Π.)

καταδεικνύουν την ευημερία και το υψηλό επίπεδο της κοινωνία που μεταφράζεται

σε εσωτερική συνοχή και κοινωνική ενότητα, που προσμετρούνται θετικά για τους

συντελεστές ισχύος ενός κράτους.

7.2. H Ανάπτυξη ως Μονάδα Μέτρησης της Οικονομικής Ισχύος

Ένα άλλο, επιπρόσθετο μέτρο για τον προσδιορισμό της οικονομικής ισχύος

είναι το επίπεδο ανάπτυξης που παρουσιάζει ένα κράτος. Το επίπεδο ανάπτυξης ενός

κράτους είναι συναρτημένο με την οικονομική μεγέθυνσή του. Ο όρος “οικονομική

μεγέθυνση” ορίζει την αύξηση του προϊόντος η οποία προκαλείται από την αύξηση

της ποσότητας των εισροών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή, καθώς και από

την αύξηση της αποδοτικότητάς τους. Ο όρος “οικονομική ανάπτυξη” ορίζει όχι

μόνο την αύξηση του προϊόντος, αλλά και τις μεταβολές στη σύνθεση του, στην

κατανομή των εισροών κατά παραγωγικούς τομείς, στην τεχνολογία, καθώς και στο

14 Το Aκαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Α.Ε.Π.) εκφράζει τη συνολική νομισματική αξία των αγαθών και

υπηρεσιών που έχουν παραχθεί σε ένα κράτος κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου

(συνήθως ενός ημερολογιακού έτους) και αποτελεί ένα κοινό μέτρο της εθνικής οικονομικής

ευημερίας (Kegley and Wittkopf 1999: 17).

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 26

θεσμικό πλαίσιο που διέπει τον τρόπο παραγωγής και διανομής του προϊόντος

(Kindleberger and Herrick 1982: 4). Από μια γενικότερη οικονομική σκοπιά,

ανάπτυξη είναι οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες μία χώρα αυξάνει τη δυνατότητά

της να ικανοποιεί τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες των πολιτών της και να αυξάνει το

βιοτικό τους επίπεδο (Kegley and Wittkopf 1999: 122).

Η οικονομική ισχύς συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη ενός κράτους, καθώς η

τελευταία διοχετεύεται σε πολλούς άλλους παράγοντες. Έτσι, η ανάπτυξη βοηθά στην

παραγωγή πλούτου που μπορεί να διοχετευθεί στη στρατιωτική ενίσχυση, στην

οικονομική δορυφοριοποίηση άλλων κρατών με τη σύνδεση των οικονομιών τους με

την αναπτυσσόμενη οικονομία, με τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του

κοινωνικού συνόλου και την ευημερία και την ικανότητα επηρεασμού οικονομικών

και μη κέντρων αποφάσεων, αλλά και άλλων μη κρατικών δρώντων στο διεθνές

σύστημα. Όλα αυτά μεταφράζονται σε οικονομική ισχύ, η οποία χρησιμοποιείται με

τον έναν ή τον άλλο τρόπο για την εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος του

κράτους.

Από μία άλλη οπτική θέση, η ανάπτυξη αφορά στη μετατροπή, μέσα από

κατάλληλες διαδικασίες παραγωγής, των χρησιμοποιούμενων συντελεστών

παραγωγής σε πλούτο, ο οποίος κατανέμεται από την εκάστοτε κοινωνία με τρόπο

τέτοιο, ώστε να φέρνει τη βελτίωση της συνολικής ευημερίας των πολιτών της, χωρίς

αυτό να σημαίνει βέβαια ότι η βελτίωση αυτή είναι η ίδια για όλες τις κοινωνικές

ομάδες (Κάντας 2002: 17). Ο ορισμός αυτός ανταποκρίνεται στα δύο μεγάλα και

κύρια μεθοδολογικά ερωτήματα της οικονομικής επιστήμης. Το πρώτο αφορά το πώς

και με ποια μέσα παράγουμε πλούτο και το δεύτερο στο πώς διανέμεται ο πλούτος

στο κοινωνικό σύνολο.

Σύμφωνα με τη νεοκλασική προσέγγιση, οικονομική ανάπτυξη συντελείται όταν

αυξάνεται η παραγωγή υλικών αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή το Α.Ε.Π.) χωρίς

παράλληλα να αυξάνεται και το γενικό επίπεδο τιμών. Έτσι, κατά τη νεοκλασική

θεωρία η οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας συντελείται με την εκβιομηχάνισή της,

δηλαδή την ανάπτυξη του βιομηχανικού-μεταποιητικού τομέα της οικονομίας της και

τούτο γιατί ο τομέας αυτός θεωρείται ο πιο παραγωγικός της οικονομίας

συμβάλλοντας στην αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης και στην ανάπτυξη

της τεχνολογίας Αντωνάκης (2001: 36). Αν και ο τομέας των υπηρεσιών είναι

κυρίαρχος στην περίοδο της τεχνολογικής επανάστασης, η ανάπτυξη παράλληλα του

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 27

βιομηχανικού τομέα είναι κρίσιμη, και αυτό λόγω της αλληλοσύνδεσης βιομηχανίας,

τεχνολογίας και υπηρεσιών.

Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ένα μέρος του βιομηχανικού

μεταποιητικού τομέα μπορεί να είναι και ο στρατιωτικός, καθώς εκτός από το αγαθό

της άμυνας θα μπορούσε να προσφέρει και στην ανάπτυξη. Για τα κράτη η αμυντική

βιομηχανική βάση με την αποτελεσματικότητα στην προσφορά εξοπλισμού και την

ανάπτυξη της έρευνας και της τεχνολογίας αποτελεί το κύριο και βασικό δεδομένο σε

αυτό που ονομάζουμε “εθνική προστασία” (Sandler and Hartley 1995: 177 και 185-

188). Η λογική της παρέμβασης του κράτους στη βιομηχανική δραστηριότητα

σχετίζεται με το γεγονός ότι ορισμένοι βιομηχανικοί τομείς είναι σημαντικότεροι από

κάποιους άλλους και αυτό γιατί αυτοί που επιλέγονται δημιουργούν καλύτερες θέσεις

εργασίας, παράγουν τεχνολογικές ή άλλες διαχύσεις για τη συνολική οικονομία και

έχουν υψηλή προστιθέμενη αξία (Gilpin 2002: 157). Ένας από τους τομείς αυτούς

είναι η αμυντική βιομηχανία και αυτό γιατί συνδέεται με την εθνική ασφάλεια.

8. Η Τεχνολογία ως Φορέας Ισχύος.

Ένας σοβαρός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν στην έρευνα-μελέτη

είναι η τεχνολογία, και ως συνέπεια αυτού οι τεχνολογικές εξελίξεις. Οι τεχνολογικές

εξελίξεις μετασχηματίζουν όλες τις πλευρές των οικονομικών, πολιτικών και

κοινωνικών υποθέσεων, καθώς η τεχνολογική καινοτομία έχει γίνει ο κύριος

παράγοντας καθορισμού της οικονομικής ανάπτυξης στις προηγμένες οικονομίες,

καθώς και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας μεταξύ των εκβιομηχανισμένων

οικονομιών (Gilpin 2002: 113). Παράλληλα και εν πολλοίς συνυφασμένοι με τον

παράγοντα “τεχνολογία”, υπάρχουν και οι επίσης ποιοτικώς προσμετρήσιμοι

παράγοντες της γνώσης και της πληροφόρησης. Η σημαντικότητά τους για ένα

κράτος είναι τεράστια ως προς την ικανότητα επιβολής έναντι των άλλων κρατών και

αυτό γίνεται περισσότερο πειστικό από το γεγονός ότι η πληροφορία-γνώση είναι

σήμερα ο βασικός οικονομικός πόρος που καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την

κατάταξη των κρατών στον παγκόσμιο ανταγωνισμό (Ντόκος 2001: 28).

Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ δύο κρατών στο διεθνές σύστημα πρέπει να

στηρίζεται σε δυο συγκριτικούς πυλώνες. Ο πρώτος αφορά στην ποσοτική διάσταση

και ο άλλος στην ποιοτική. Σε περιπτώσεις που υπάρχει ποσοτική ανισορροπία

μεταξύ δύο κρατών, ο παράγοντας “ποιότητα” αναδεικνύεται ως καθοριστικής

σημασίας στο συσχετισμό και στην ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ των κρατών

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 28

(Κόλλιας 2001: 71), καθώς η ισορροπία στρατιωτικής ισχύος εξαρτάται κατά πολύ

από το βαθμό εκμετάλλευσης από τις δύο χώρες των δυνατοτήτων που προσφέρουν

τα οπλικά συστήματα νέας τεχνολογίας.

Αυτή η ποιοτική διαφορά επικεντρώνεται σε αυτό που ονομάζεται “τεχνολογία”

και κατ’ επέκταση η τεχνολογική υπεροχή έναντι του αντιπάλου καταμετρείται με

ποιοτικά κριτήρια τα οποία δύνανται να εξισορροπούν και να υπερτερούν των

ποσοτικών. Η σημαντικότητα του τεχνολογικού παράγοντα όσον αφορά στη

σύγκρουση γενικότερα και ειδικότερα στο στρατιωτικό και οικονομικό τομέα

εντοπίζεται από πολλούς ρεαλιστές αναλυτές των διεθνών σχέσεων (Jervis 1978:

196), καθώς η τεχνολογία αποτελεί σημαντικό συντελεστή ισχύος που διαμορφώνει

την δομή του διεθνούς συστήματος. Τα ισχυρά κράτη που κατέχουν την τεχνολογία

είναι οι μεγάλες ή οι περιφερειακές δυνάμεις που μπορούν να χρησιμοποιούν την

τεχνολογική τους υπεροχή για να μεταβάλουν την μεταξύ τους κατανομή ισχύος.

Η τεχνολογική επανάσταση έχει επιφέρει ραγδαίες μεταβολές στα οπλικά

συστήματα και η πολεμική τεχνολογία συνεχώς εξελίσσεται. Ειδικότερα, οι

σημαντικότερες τεχνολογικές καινοτομίες κυριαρχούν στον τομέα της διαχείρισης

πληροφοριών με ιδιαίτερο βάρος στις εξελίξεις στη δορυφορική τεχνολογία και τον

πληροφοριακό πόλεμο. Μια τέτοια κατάσταση, όπου η τεχνολογία βρίσκεται στο

σημείο αιχμής και μπορεί να κρίνει το αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης, αναγκάζει τα

κράτη όχι μόνο να αναζητούν τεχνολογία που θα βελτιώσει τη στρατιωτική τους

ικανότητα, αλλά να βρίσκονται στο προσκήνιο των τεχνολογικών καινοτομιών για να

αποκτούν το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου. Εκεί που τα ποσοτικά

μειονεκτήματα είναι αδύνατον να αντισταθμιστούν με ποσοτική εξισορρόπηση είναι

αναπόφευκτο να αναζητείται το ποιοτικό πλεονέκτημα.

Τέλος, τα πιο πάνω μπορούν να έχουν χρήση, αν η ικανότητα της τεχνολογίας

μπορεί να τεθεί στο επίπεδο της σύγκρουσης. Η μεγάλη έμφαση που δίνεται στην

τεχνολογική υπεροχή σε μία συγκρουσιακή σχέση και κυρίως στον τομέα των

πληροφοριών, εδράζεται σε δύο παραμέτρους, όπως τις αναφέρει ο Πλατιάς (1999:

201): Πρώτον, η έμφαση στην τεχνολογική υπεροχή αποσκοπεί στη μείωση των

απωλειών, μέσω της χρησιμοποίησης προηγούμενων τεχνολογικών συστημάτων τα

οποία ο αντίπαλος δεν μπορεί να πλήξει με ευχέρεια. Δεύτερον, η έμφαση στην

τεχνολογία για τη συλλογή, επεξεργασία και μετάδοση πληροφοριών σε πραγματικό

χρόνο συχνά αποτελεί τον πραγματικό τρόπο με τον οποίο μπορούν να

αντιμετωπιστούν αντίπαλοι που δε διαθέτουν μεγάλες ένοπλες δυνάμεις ή αξιόλογη

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 29

οικονομική βάση. Η ανάγκη της τεχνολογικής υπεροχής στηρίζεται στο γεγονός ότι

αυτή θα οδηγήσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στη νίκη κατά του αντιπάλου.

9. Συμπεράσματα

Με την πιο πάνω συζήτηση και επαναφέροντας για έλεγχο τις βασικές αρχές

του δομικού ρεαλισμού μπορούμε να συμπεράνουμε τα παρακάτω.

α) Η δομική μορφή του διεθνούς συστήματος παραμένει ως κύριο χαρακτηριστικό

του και μάλιστα αυτή προσλαμβάνει ιδιαίτερο και πιο περίπλοκο χαρακτήρα καθώς η

ισχύς διαχέεται και σε άλλους μη κρατικούς δρώντες.

β) Το κράτος παραμένει ο κυριότερος δρων του συστήματος λόγω της πολιτικής του

κυριαρχίας αλλά υπάρχουν πλέον και άλλοι φορείς δράσης με ισχύ που επηρεάζουν

την στρατηγική του. Έτσι, παρ’ όλο που η σημασία των μη κρατικών δρώντων -

φορέων (κυρίως οικονομικών) στο διεθνές σύστημα έχει αυξηθεί δημιουργώντας μία

σύγκρουση μεταξύ της οικονομικής αλληλεξάρτησης και της κρατικής αυτονομίας,

το κράτος παραμένει ο βασικότερος παίκτης στη διεθνή σκηνή λόγω της έλλειψης

μιας κεντρικής αρχής που θα καθορίζει την τάξη (Gilpin 2002: 13-14 και 87 και

Duncan et. al. 2002: 61), σε αντίθεση με τις αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι το έθνος

κράτος έχει ξεπεραστεί ως κυρίαρχος και αποκλειστικός φορέας δράσης στο διεθνές

σύστημα.

γ) Η αναρχία του διεθνούς συστήματος διατηρείται καθώς δεν έχει ακόμη

δημιουργηθεί μία αρχή υπεράνω της κρατικής που θα προσβάλει την πολιτική

κυριαρχία των κρατών, ούτε έχουν ακόμη δημιουργηθεί οι θεσμοί εκείνοι που θα

εξαλείψουν την συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ των κρατών. Λόγω της αναρχίας το

κράτος καλείται να εξασφαλίσει από μόνο του την ασφάλεια του γεγονός που απαιτεί

σχεδιασμό στρατηγικής. Επισημάνθηκε στις πιο πάνω γραμμές η κρισιμότητα της και

υποστηρίχθηκε η αναγκαιότητα της από την πλευρά του κράτους.

δ) Το κρατικό συμφέρον παραμένει κύρια πολιτική προτεραιότητα των κρατών αλλά

όχι και η μοναδική καθώς τα κράτη τείνουν να συνεργάζονται σε διάφορα επίπεδα με

άλλα κράτη και να αναζητούν τους τρόπου επίτευξης της παγκόσμιας ειρήνης.

ε) Η αναζήτηση ισχύος (στρατιωτική, οικονομική, τεχνολογική) παραμένει η κύρια

κρατική πολιτική γιατί αυτή εξασφαλίζει κατά κύριο λόγο το εθνικό συμφέρον.

στ) Παρά την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών και την

δημιουργία διεθνών θεσμών και κανόνων ο κρατικός ανταγωνισμός διατηρείται. Αν

και η σύγκρουση έχει περιοριστεί ιδιαίτερα μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων δεν έπαψε

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 30

να υφίσταται ένας ανταγωνισμός ιδιαίτερα σε οικονομικό επίπεδο μεταξύ των

κρατών.

ζ) Οι κανόνες του διεθνούς δικαίου οι οποίοι έχουν θεσπιστεί επηρεάζουν την

κρατική συμπεριφορά ως προς την δράση αλλά σε καμιά περίπτωση δεν την

καθορίζουν.

Επιπρόσθετα, στην παρούσα μελέτη, εντοπίζοντας τη σημαντικότητα της

δράσης του κράτους ως διεθνούς δρώντα, καταγράφεται ως ερμηνευτικός ορισμός

αυτός που δίνει ο Kaplan (1952: 548), αναφέροντας ότι ο όρος “κράτος”

περιλαμβάνει την πραγμάτωση στρατηγικών για τη διασφάλιση του εθνικού

συμφέροντος στη διεθνή αρένα. Βέβαια, εντοπίστηκε και η δράση άλλων φορέων

(Ο.Η.Ε., Ε.Ε., Διεθνών Οργανισμών, Διακρατικών Συνασπισμών, Περιφερειακών

Ενώσεων), αλλά σε καμιά περίπτωση δεν εξισώνεται η δράση τους με αυτή των

κρατών. Οι τρίτοι αυτοί φορείς μπορεί να επηρεάζουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό την

κρατική συμπεριφορά, αλλά δεν λαμβάνονται τα συμφέροντά τους ως το εφαλτήριο

της κρατικής πολιτικής, καθώς μοναδικό εφαλτήριο σχεδιασμού κρατικής πολιτικής

είναι το εθνικό κρατικό συμφέρον.

Επίσης, επισημαίνεται η παρατήρηση του Gilpin (2002: 12) ότι στην

πραγματικότητα η παγκοσμιοποίηση δεν έχει ούτε τόσο εκτεταμένες ούτε τόσο

σαρωτικές συνέπειες (αρνητικές ή θετικές) όσο θέλουμε να πιστεύουμε αλλά ο

κόσμος μας εξακολουθεί να είναι ένας κόσμος στον οποίο οι εθνικές πολιτικές και οι

εθνικές οικονομίες είναι οι βασικοί παράγοντες που καθορίζούν της οικονομικές

σχέσεις. Για το λόγο αυτό το κράτος πρέπει να σχεδιάζει την δική του στρατηγική

που θα του εξασφαλίσει την επιβίωση αναζητώντας την οικονομική ισχύ ως ένα από

τους σημαντικότερους συντελεστές ισχύος.

Καταληκτικά, η υπόθεση εργασίας που τέθηκε επαληθεύεται έτσι ώστε να

μπορεί να υποστηριχθεί ότι ενώ υπάρχει στο διεθνές διακρατικό σύστημα υψηλός

βαθμός οικονομικής αλληλεξάρτησης και παγκοσμιοποιημένη οικονομία (με θεσμούς

και διεθνές δίκαιο) η στρατηγική του κράτους (για την εξασφάλιση της επιβίωσης

του), που παραμένει ως η βασικής μονάδας δράσης, στηρίζεται σε νέα δεδομένα που

αναφέρονται σε ειδικά επίπεδα ισχύος όπως αυτά της οικονομίας και της τεχνολογίας.

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 31

Βιβλιογραφία και Αρθρογραφία:

Αντωνάκης Νικόλαος, (2001). Αναπτυξιακές Επιδράσεις των Αμυντικών Δαπανών

στην Ελλάδα: Θεωρητική και Οικονομετρική Διερεύνηση, Αθήνα: Εκδόσεις

Τυπωθήτω.

Ήφαιστος Παναγιώτης, (1999α). Ιστορία, Θεωρία και Πολιτική Φιλοσοφία των

Διεθνών Σχέσεων, Τέταρτη Έκδοση, Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα.

Ήφαιστος Παναγιώτης, (1999β). Θεωρία Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης,

Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα.

Θουκυδίδης, (1998). Θουκυδίδου Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου,

Μετάφραση Βλάχος Σ. Άγγελος, Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

Κάντας Αντώνης, (2002). Αμυντική Οικονομία: Μια Πολύπλευρη Προσέγγιση, Αθήνα:

Εκδόσεις Παπαζήση.

Κόλλιας Χρήστος, (2001). Ελλάδα-Τουρκία: Άμυνα, Οικονομία και Εθνική

Στρατηγική, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.

Κονδύλης Παναγιώτης, (1999). Θεωρία του Πολέμου: Πόλεμος και Πολιτική,

Πόλεμος, Οικονομία και Κοινωνία, Πόλεμος και Επανάσταση, Ο Θερμός

Πόλεμος Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, Τρίτη Έκδοση,

Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο.

Κουλουμπής Θεόδωρος, (1995). Διεθνείς Σχέσεις - Εξουσία και Δικαιοσύνη, Αθήνα:

Εκδόσεις Παπαζήση.

Κουσκουβέλης Ηλίας, (1997). Εισαγωγή στη Πολιτική Επιστήμη και την Θεωρία της

Πολιτικής, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.

Κούτρης Ανδρέας, (1988). “Το Εξωτερικό Εμπόριο της Ελλάδος: 1975-1985” στο

Κώνστας Δημήτρης και Τσαρδανίδης Χαράλαμπος (επιμ.), Σύγχρονη Εξωτερική

Πολιτική, 1947-1987: Δομές και Στόχοι, ο Διπολικός Διεθνής Περίγυρος, Τόμος

1ος, Αθήνα Κομοτηνή: Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ.79-101.

Μπουραντώνης Δημήτρης και Τσάκωνας Παναγιώτης, (1998). “Ο Οργανισμός των

Ηνωμένων Εθνών σε Αναζήτηση της Παγκόσμιας Ειρήνης και Ασφάλειας:

Ανταγωνιστικά Παραδείγματα Διεθνών Σχέσεων και Διεθνείς Οργανισμοί” στο

Χριστοδουλίδης Θεόδωρος και Μπουραντώνης Δημήτρης (επιμ.), Ο Ο.Η.Ε. στο

Κατώφλι της Μεταψυχροπολεμικής Εποχής, Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, σελ.21-

64.

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 32

Ντόκος Θάνος, (2001). Ο Γεωστρατηγικός Ρόλος της Τουρκίας, Αθήνα: Εκδόσεις

Κωνσταντίνου Τουρίκη.

Παπασωτηρίου Χαράλαμπος. (1999). “Η Ελληνική Υψηλή Στρατηγική προς τον 21ο

Αιώνα” στο Γιαλλουρίδης Χριστόδουλος και Τσάκωνας Παναγιώτης (επιμ.),

Ελλάδα και Τουρκία Μετά το Τέλος του Ψυχρού Πολέμου, Αθήνα: Εκδόσεις

Σιδέρη, σελ.177-199.

Παπασωτηρίου Χαράλαμπος, (2000). Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική 6ος – 11ος Αιώνας,

Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα.

Πλατιάς Αθανάσιος, (1999). Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στο Θουκυδίδη, Αθήνα:

Εκδόσεις Εστία.

Πουρναράκης Δ. Ευθύμιος, (1996). Διεθνής Οικονομική: Μια Εισαγωγική

Προσέγγιση, Αθήνα: Εκδόσεις Ε. Πουρναράκης.

Σταυρινός Βασίλης, (1997). “Συγκριτική Ανάλυση των Στρατιωτικών Δαπανών

Ελλάδας-Τουρκίας: Μερικά Κρίσιμα Συμπεράσματα” στο Επετηρίδα

Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) 1997, Αθήνα: Εκδόσεις ΙΔΙΣ.

Art J. Robert, (2003). A Grand Strategy for America, Ithaca and London: Cornell

University Press.

Bull Hedley, (2001). Η Άναρχη Κοινωνία: Μελέτη της Τάξης στην Παγκόσμια

Πολιτική, Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα.

Carr Edward, (2002). Η Εικοσαετής Κρίση 1919-1939: Εισαγωγή στη Μελέτη των

Διεθνών Σχέσεων, Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα.

Clark Ian, (1999). Globalization and International Relation Theory, Oxford: Oxford

University Press.

Duncan W. Raymond, Jancar-Webster Barbara and Switky Bob, (2002). World

Politics in the 21st Century, New York: Addison Wesley, Longman Publisher.

Forde Steven, (1995). “International Realism and the Science of Politics: Thucydides,

Machiavelli, and Neorealism”, International Studies Quarterly, 39(2):141-160.

Gill Stephen and Law David, (1988). The Global Political Economy: Perspectives,

Problems and Policies, Baltimore: The Johns Hopkins University Press.

Gilpin Robert, (1975). U.S. Power and the Multinational Corporation, New York:

Basic Books Publications.

Gilpin Robert, (1987). The Political Economy of International Relations, New Jersey:

Princeton University Press.

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 33

Gilpin Robert, (2002). Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία: Η Διεθνής Οικονομική Τάξη,

Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα.

Gilpin Robert, (2004). Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική, Αθήνα: Εκδόσεις

Ποιότητα.

Glaser Charles, (1994-5). “Realist as Optimists: Cooperation as Self-Help”,

International Security, 19(3):50-90.

Hall Stuart, (1984). “The State in Question” in McLennan Gregor, Held David and

Hall Stuart (eds.), The Idea of the Modern State, Philadelphia: Open University

Press, p.1-28.

Hassner Pierre, (1994). “Beyond the Three Traditions: The Philosophy of War and

Peace in Historical Perspective”, International Affairs, 70(1):737-756.

Held David, (1989). Political Theory and the Modern State, Cambridge: Polity Press.

Herz H. John, (1957). “The Rise and Demise of the Territorial State”, World Politics,

9(4):473-493.

Hicks Norman and Streeten Paul, (1979). “Indicators of Development: The Search of

a Basic Need Yardstick”, World Development, 7(6):567-580.

Holsti J. Kalevi, (1992). International Politics: A Framework of Analysis, Sixth

Edition, New Jersey: Prentice-Hall International Publications.

Jackson Robert and Sorensen Georg (1999). Introduction to International Relations,

Oxford: Oxford University Press.

Jervis Robert, (1978). “Cooperation Under the Security Dilemma”, World Politics,

30(2):167-214.

Jervis Robert, (1979). “Systems, Theories and Diplomatic History”, in Lauren Gordon

Paul (ed.), Diplomacy: New Approaches in History, Theory and Policy, New

York: The Free Press, p.212-244.

Kaplan A. Morton, (1952). “An Introduction to the Strategy of Statecraft”, World

Politics, 4(4):548-576.

Kariotis C. Theodore (2003). “The Economy: Growth Without Equity”, in

Couloumbis A. Theodore, Kariotis Theodore and Bellou Fotini (eds.), Greece in

the Twentieth Century, London and Portland: Frank Cass Publishers, p.239-273.

Kegley W. Charles and Wittkopf R. Eugene, (1999). World Politics: Trend and

Transformation, Seventh Edition, New York: Bedford St. Martin’s Press.

Keohane O. Robert, (1984). After Hegemony: Cooperation and Discord in the World

Political Economy, New Jersey: Princeton University Press.

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 34

Keohane O. Robert and Martin L. Lisa, (1995). “The Promise of Institutionalist

Theory”, International Security, 20(1):39-51.

Keohane O. Robert and Nye S. Joseph, (1977). Power and Interdependence: World

Politics in Transition, Boston: Little Brown.

Kennedy Paul, (1987). The Rise and Fall of the Great Powers: Economic Change and

Military Conflict from 1500 to 2000, New York: Vintage Books, Random

House.

Kindleberger Charles and Herrick Bruce, (1982). Οικονομική Ανάπτυξη, Τόμος Α΄,

Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.

Krasner D. Stephen, (1976). “State Power and the Structure of International Trade”,

World Politics, 28(3):317-347.

Luttwack N. Edward, (1987). Strategy: The Logic of War and Peace, Cambridge

Massachusetts: The Belknap Press of Harvard University Press.

Mastanduno Michael, (1998). “Economics and Security in Statecraft and

Scholarship”, International Organization, 52(4):825-854.

Mearsheimer J. John, (1994-5). “The False Promise of International Institutions”,

International Security, 19(3):5-49.

Mearsheimer J. John, (2001). The Tragedy of Great Powers Politics, New York:

W.W. Norton and Company Publisher.

Morgenthau J. Hans, (1946). Scientific Man versus Power Politics, Chicago: The

University of Chicago Press.

Morgenthau J. Hans, (1993). Politics Among Nations: The Struggle for Power and

Peace, Brief Edition, New York: Publisher McGraw-Hill Incorporation.

Organski A. F. Kenneth, (1968). World Politics, Second Revised Edition, New York:

Alfred Knopf Publisher.

Posen Barry, (1984). The Sources of Military Doctrine, France, Britain and Germany

between the Worlds Wars, Ithaca and London: Cornell University Press.

Sandler Todd and Hartley Keith, (1995). The Economics of Defense, London:

Cambridge University Press.

Schwarzenberger Georg, (1941), Power Politics: An Introduction to the Study of

International Relations and Post-War Planning, London: Jonathan Cape

Publisher.

Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας

Ευαγόρου Λ. Ευαγόρας 35

Shubik Martin and Verkerke J. Hoult, (1989). “Open Questions in Defense

Economics and Economic Warfare”, The Journal of Conflict Resolution,

33(3):480-499.

Thurrow Lester, (1995). Ο Επερχόμενος Οικονομικός Πόλεμος Μεταξύ Ιαπωνίας,

Ευρώπης και Αμερικής, Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη.

Walt M. Stephen, (1987). The Origins of Alliance, Ithaca, New York: Cornell

University Press.

Waltz Kenneth, (1979). Theory of International Politics, Reading Massachusetts:

Addison-Wesley Publisher,

Wendt Alexander, (1992). “Anarchy Is What States Make of It: The Social

Construction of Power Politics”, International Organization, 46(2):391-425.

William Hale, (2000). Turkish Foreign Policy: 1774-2000, London: Frank Cass

Publishers.

Williams Marc, (1996). “Rethinking Sovereignty”, in Kofman Eleonore and Youngs

Gillian (eds.), Globalisation: Theory and Practice, London: Edition Pinter, p.

109-122.